Quantcast
Channel: YaunaTakabara
Viewing all 330 articles
Browse latest View live

Αλπωμία-Καρατζόβα: σύντομη ιστορική Αναδρομή της και Ο Εξισλαμισμός του Μητροπολίτη Μογλενών-Φλώρινας

$
0
0
Λάζαρος Ανασ.Μέλλιος,
Λαογράφος-Iστορικός της Φλώρινας
"Ο ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΟΓΛΕΝΩΝ-ΦΛΩΡΙΝΑΣ"
ΦΛΩΡΙΝΑ 1986



Η   επαρχία Αλμωπίας, ή,   Καρατζόβα,  κατέχει το   βόρειο  τμήμα του   Νομού   Πέλλας.   Περικλείεται  από  Δ. Β.   και   Α.  από  το πέταλο του  ορεινού όγκου του Βόρα με τα υψώματα Καΐμακτσαλάν   (2524) Τζένα (2182)  και Πάϊκο  (1650).

Συνορεύει δυτικά με το Νομό Φλώρινας, βόρεια με τη Γιουγκοσλαβία και ανατολικά με το Νομό Κιλκίς.

Η Αλμωπία έχει υδατογενή προέλευση και προσχωσιγενή.
 Κατά την τοπική παράδοση, που το επιβεβαιώνει και η επιστήμη, παλιά, ήταν λίμνη και πήρε τη σημερινή μορφή της από συνεχείς προσχώσεις φερτής ύλης απ' τα απόκρημνα κι εύθριπτα πετρώματα των  βουνών   που την   περιβάλλουν  σαν   πέταλο.
Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της Αλμωπίας είναι πεδινό κι εύφορο. Τα περισσότερα χωριά της, που είναι και τα πιο πλούσια, βρίσκονται στον κάμπο. Αίγα χωριά της είναι ορεινά και οι κάτοικοι τους ασχολούνται με γεωργία, κτηνοτροφία κι υλοτομία. Τελευταία και  οπωρικά.

Τα ποτάμια που την διασχίζουν είναι ο Μογλενίτικος ή Μαυροπόταμος (τουρκικά Καρατζά) και πηγάζει απ' το όρος Βόρας ( = Καϊμακτσαλάν) και Ασπροπόταμος ( = Μπέλιτσα) που ενώνεται με τον Μογλενίτικο όξω απ΄ το χωριό Υδραία, που είναι συνοικισμός της Αριδαίας (παλιά Αρδέα), πρωτεύουσας της επαρχίας Αλμωπίας σήμερα.

Το υψόμετρο του κάμπου της είναι χαμηλό, περίπου 130 μέτρα απ' την 'επιφάνεια της θάλασσας. Τα ορεινά χωριά της φτάνουν υψόμετρο ως 850 μέτρα, (ο Αρχάγγελος, που είναι και το ψηλότερο χωριό της).
Ο Βοριάς που στη Θεσ)νίκη λέγεται Βαρδάρης, στην Αλμωπία λέγεται Καρατζοβίτης, και σαρώνει τα πάντα όταν φυσάει. Ρίχνει τα φρούτα, ξαπλώνει τα στάχυα και καλαμπόκια, ξερριζώνει δέντρα ξυλώνει σκεπές κλπ.
Όμως κι η προσφορά του είναι μεγάλη γιατί καθαρίζει τον τόπο απ' την ομίχλη και την υγρασία, που περισσεύουν.
Παράγει ποικίλα προϊόντα και εύγεστα: δημητριακά, οπωροκηπευτικά, γαλακτοκομικά, κρέας.

Είναι παγκόσμια γνωστό το περίφημο κοκκινοπίπερο της, που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό, αντί για σάλτσα στο φαγητό—κι ειδικά στη Φλώρινα—κι είναι πλουσιότατο σε βιταμίνες Α και C.

«Μια κόκκινη πιπεριά έχει βιταμίνες Α και C όσο έχουν τέσσαρα πορτοκάλια μαζί».

Βοηθάει ακόμη το κοκκινοπίπερο στην ωοτοκία της κότας μας, και χρωματίζει εντονότερα τον κρόκο τ' αυγού.
Σε μας, στη Φλώρινα, είναι γνωστή η Αλμωπία κι απ' το τρένο της, το περίφημο «Τρένο της Καρατζόβας» που ήταν ντεκοβίλ κι έκανε τη διαδρομή Σκύδρα ως Προμάχους ( = χωριό της Αλμωπίας).
Στη Φλώρινα μάλιστα, όταν θέλαμε να δείξουμε κάτι ευτελές ή χαριεντιζόμενοι καταριόμασταν περιπεκτικά κάποιον, λέγαμε: «να σε πατήσει   (ή φάει ή κόψει το τραμ ή τρένο)   της Καρατζόβας».

ΟΝΟΜΑΣΙΑ   ΑΛΜΩΠΙΑΣ

Με το όνομα Αλμωπία ονομαζόταν στην αρχαιότητα, το ίδιο κομμάτι του Νομού Πέλλας, που σήμερα έχει ίδιο όνομα και φτάνει ως τα βουνά του χωριού   Νότια ή  Νώτια,  ή, Μογλενών.

Κάτι που χαρακτηρίζει την Αλμωπία πάρα πολύ, είναι η υγρασία της και η ομίχλη, που στην εποχή της κρατάει ως και της 11 η ώρα το πρωί κι είναι τόσο πυκνή που δεν είναι σχήμα λόγου αν πούμε πως «δέ βλέπεις τη μύτη σου». Η ορατότητα φτάνει τα δύο—τρία μέτρα.

Τα ονόματα Άλμωπες και Αλμωπία χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά από το Θουκυδίδη κι αναφέρονται στην προ του 7ου π.Χ. εποχή   (Βιβλ.  Β'.  99).

Ο λεξικογράφος του 6ου αιώνα μ. Χ. Στέφανος Βυζάντιος, στη λέξη Αλμωπία, σημειώνει πως είναι χώρα της Μακεδονίας και πήρε τ' όνομα της απ' τον ημίθεο   Άλμωπα, γιο του Ποσειδώνα και της 'Ελλης, κόρης του Αθάμαντα.

Οι Άλμωττες ήταν γίγαντες και λάβανε μέρος στη γιγαντομαχία. Παρότι οι ιστορίες όλων σχεδόν των λαών αναφέρουν την ύπαρξη γιγάντων, δεν έχει διαπιστώσει κάτι τέτοιο η επιστήμη.
 Και η Αγία Γραφή αναφέρει το Βασιλιά Ογκ, που ήταν αρχηγός φυλής γιγάντων και κοιμόταν σε κρεβάτι μήκους εννέα μέτρων και πλάτος τεσσάρων.

Ο Πλίνιος λέει πως μετά από έναν σεισμό παρουσιάστηκαν κόκκαλα ενός ανθρώπου που  θα έπρεπε να  υπερβαίνει τα  15 μέτρα.

Στα μέρη μας—Φλώρινα και περιοχή μας— λένε πως τα παλιά νεκροταφεία κρύβουν κόκκαλα πανύψηλων ανθρώπων ( = Πολυπόταμος), ή, πως οι παλιοί ήταν τόσο ψηλοί ώστε λέγανε:
 «θεέ μου να μην πέσω, γιατί, πώς Θα σηκωθώ;»   ( = Κέλλη).

Για τους γίγαντες Άλμωπες δεν ξέρουμε πολλά. Φαίνεται πως τις τραγικές στιγμές που απειλούνταν το Κράτος του Δία, οι γίγαντες κατακρημνίστηκαν απ' τις κορφές του Ολύμπου και βρήκαν καταφύγιο στη σημερινή περιοχή. Αρχηγός τους ήταν ο 'Αλμωψ, με θεοειδή μορφή  γίγαντας,   σύμβολο ρώμης   και   ηρωισμού.

Η λέξη 'Αλμωψ είναι αρχαία ελληνική και σύνθετη και παράγεται από τις λέξεις άλμα ( = ύψος) και ωψ ( — όψη, πρόσωπο), γιατί ο γίγαντας 'Αλμωπας 'είχε ανεπτυγμένο πρόσωπο κι επιβλητική όψη.

 Η ετυμολολογία τούτη ενισχύεται και από παρόμοιες άλλες λέξεις της ελληνικής γλώσσας όπως Κύκλωψ (=κύκλος+ωψ δηλ. στρογγυλοπρόσωπος) μύωψ (=μύω+ωψ) ύδρωψ, πρεσβύωψ κλπ.

Άλλη μαρτυρία για την Αλμωπία είναι του ποιητή Λυκόφρονα απ' τη Χαλκίδα το 300 π. χ.

Για την Αλμωπία μας μιλάει κι ο Κλαύδιος Πτολεμαίος στο έργο του «Γεωγραφική   υφήγηση».
Στα Βυζαντινά χρόνια αναφέρεται απ' τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (912—959 μ.Χ.) στο έργο του «περί θεμάτων» ως  πόλη  η Αλμωπία,  από λάθος του   συγγραφέα.
Από την περίφημη 'Αννα Κομνηνή, η περιοχή Αλμωπίας, ονομάζεται   Μόγλενα, με έδρα   Επισκοπής   (Αλεξιάδα  V,5).

Και ο άγγλος περιηγητής WILLIAM LEAKE την αποκαλεί Μογλενά, και σ' άλλο σημείο του έργου του Καρατζόβα (δηλ. μαύρος κάμπος ή πεδιάδα).
KARACA  ( = Καρατζά) = τούρκικο επίθετο = μελαχροινός, μαύρος OVA   ( = οβα) =τούρκικο  όνομα = πεδιάδα, κάμπος,   οπότε,    καρατζόβα σημαίνει   μαυρόκαμπος.

Καρατζόβα την ονόμαζαν οι τούρκοι, ίσως κατά μία παράδοση, απ'τον τούρκο καταχτητή της, που λεγόταν Καρατζάς δηλ. ο κάμπος του Καρατζά.
Για τον μεγάλο και πολιποίκιλο πλούτο της, οι τούρκοι τον ονόμαζαν και KUCUK MISIR ( = Κιουτσιούκ— το τσ παχύ'—M'ltaip)   δηλ.   μικρή   Αίγυπτο.
KUCUK = (Κιουτσιούκ— το τσ παχύ) = περσικό επίθετο = μικρός.
Μ IS IR = (μισιρ, τα ι δεν προφέρονται και τονίζεται η λήγουσα) = αραβικό όνομα = Αίγυπτος.

Απ' τους Βυζαντινούς κι έπειτα ονομάζεται και Μόγλενα ή Μογλενά απ' το μούχλα, μούγλα = Μογλενά, ή, απ' την ομίχλη, μίχλη, μίγκλη, μούγκλα, μούχλα που σημαίνουν τόπο υγρό ή νέφωσης, όπως και πράγματι είναι η περιφέρεια, υγρή με περίσσια ομίχλη, και πολλά νερά  επιφανειακά  και υπόγεια.

Ο δκός μας απ' το Πισοδέρι—Φλώρινας, Σωκράτης Λιάκος, στο βιβλίο του
«Η Ιλλυρική καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων» 
σελ. 56 γράφει: MIGN (μιγκν) = βάλτος, στα λατινο κέλτικα. Και στο βιβλίο του «Τι πράγματι ήσαν οι Σκλαβίνοι της Θεσ) νίκης» σελ. 43 γράφει: αρβανίτικα η ομίχλη λέγειται MIEGUL (=μιεγκούλ) και ουαλλέζικα ο συννεφιασμένος MUGLU (μούγκλου), ενώ το Καρατζόβα προήλθε απ' το Καραγάτς — οβα δηλ. πτελεόκαμπος, γιατί Καραγάτς = τουρκικό όνομα = πτελέα (γαλλικά ORME = πτελέα = χωριό 'Ορμά Αλμωπίας) και αρβανίτικα MELENIA, MELENIEA, ίσως αρχικά   MEGLΕΝ ΙΑ.

Η ιστορία όμως λέει πως στην Αλμωπία, στα προϊστορικά χρόν:α κατοικούσε ο λαός Άλμωπες, που κατάκτησε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αμύντας Α'   (540 — 498 π. Χ.).
'Ετσι από τώρα και πέρα στην ιστορική της πορεία η Αλμωπία τράβηξε ό,τι  ολόκληρος ο Ελληνισμός, και  εοδικά  ο βόρειος.
Αρχαία,  Βυζαντινά, Τουρκοκρατία,  νεότερα  χρόν,α, όλα  ίδια.
Μόνον που εδώ έχουμε κάτι που ξεχωρίζει, και τούτο είναι ο εξισλαμισμός του Μητροπολίτη Μογλενών ή Δεσπότη ή Επίσκοπου.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ  ΜΟΓΛΕΝΩΝ

Στην Αλμωπία ο Χριστιανισμός διαδόθηκε απ' τα πρώτα χρόνια που φάνηκε στον Ελλαδικό χώρο. Απ' τον Β', προς τον Γ', αιώνα μ. Χ. όλη η περιοχή ήταν Χριστιανική και αρχικά υπαγόταν στον Πάπα της Ρώμης με βάση τη διαίρεση πούκανε ο Μέγας Κων) τίνος στο  κράτος του.

Επί Ιουστινιανού όμως με τις νεαρές ( = νόμοι) II και 131, η Αλμωπία υπαγόταν στον Αρχιεπίεκοπο Αχρίδας γιατί ήθελε να τον εξυψώσει ο Ιουστινιανός, μιας κι η ιδιαίτερη πατρίδα του, γειτνίαζε με την Αχρίδα.

Τούτο το θρησκευτικό καθεστώς κράτησε ως το 1767 όταν καταργήθηκε η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, οπότε η Αλμωπία υπάγεται στο οικουμενικό  Πατριαρχείο.

Ο ιστορικός και γεωγράφος της εποχής του Ιουστινιανού Ιεροκλής   (528 — 535   μ. Χ.)    στο   «Συνέκδημο»   αναφέρει   την   Αλμωπία.

Αργότερα, με τους πολέμους βουλγάρων και βυζαντινών, η μητρόπολη Μογλενών, αναφέρεται ως όριο (σύνορα) μεταξύ των δύο κρατών.

Η Επισκοπή Μογλενών υπάρχει όλα τούτα τα χρόνια και παθαίνει ό,τι όλοι οι Χριστιανοί.

Το 1719 ανυψώθηκε σε Μητρόπολη και αναφέρεται ως Μητρόπολη Μογλενών και Κατρανίτζης ( = Πύργοι Εορδαίας), το 1762, με έδρα την Κατράνπζα όπου μεταφέρθηκε
μετά τον εξισλαμισμό του Επισκόπου της.

Κατά το 1855 μεταξύ των «Από Αχρίδος προστεθε:μένων Μητροπολιτών» στον Οικουμενικό Θρόνο Κων) πόλεως, κατέχει την η' θέση.

Στις 4—9—1928, βάσει του Πατριαρχικού Συνοδικού Τόμου Κων) πόλεως, οι Μητροπόλεις των νέων χωρών (αυτών που λευτερώθηκαν το 1912—13) ενώθηκαν διοικητικά με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας,

Το 1925 η Μητρόπολη Μογλενών και Φλωρίνης, μετονομάστηκε σε Μητρόπολη Φλωρίνης και Αλμωπίας και αργότερα και Εορδαίας  (το   1943).

Από 22—6—1967, με πράξη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που δημοσιεύτηκε στο 577)8—9—1967 Φ.Ε.Κ. (τ. Β'.) η επαρχία Αλμωπίας, του Νομού Πέλλας αποσπάστηκε απ' τη Μητρόπολη Φλώρινας, Αλμωπίας και Εορδαίας και υπάγεται στη Μητρόπολη  Εδέσσης   και   Πέλλης.

Από δω και πέρα στη Φλώρινα έχει έδρα η Μητρόπολη Φλωρίνης,  Πρεσπών και   Εορδαίας,   όπως ονομάζεται και  σήμερα.

Κατά την τοπική παράδοση που υπάρχει στην Αλμωπία και περισσότερο στα «επάνω χωριά» που είναι τα ορεινά της επαρχίας, στα Μογλενά υπήρχε Επίσκοπος, βοηθός του Μητροπολίτη Μογλενών και Φλωρίνης, για λογαριασμό του οποίου διοικούσε τις περιφέρειες Μογλενών  και  Γευγελής  που   υπάγονταν στη   Φλώρινα.

Έδρα του Επίσκοπου Μογλενών ήταν το χωριό Νώτια ή Νότια, γιατί βρίσκεται στη μέση των 'δύο περιοχών.
 Έτσι δικαιολογείται και η χρήοη των τίτλων Μητροπολίτης ή Επίσκοπος ή Δεσπότης Μογλενών που τούρκεψε.

Μετά τον εξισλαμισμό του, η Μητρόπολη Μογλενών για λίγο χρόνο εγκαταστάθηκε στην Κατράνπζα ( — Πύργοι Εορδαίας), μετά στο χωριό Εμπόριο — Πτολεμα'ί'δας (Εορδαίας) και τελικά στη Φλώρινα.

Για την εγκατάσταση στο Εμπόριο του Επίσκοπου Μογλενών, γράφει ο Γεώργιος Μόδης:

 «Μετά τον εξισλαμισμό του Μητροπολίτη Μογλενών που έγινε το 1720 αι Μητροπολίτες Μογλενών περιπλανήθηκαν εκατόν και περισσότερα χρόνια στην Κατράνπσα ( = Πύργοι Εορδαίας), Κρέμσια ( = Μεσόβοονο), Εμπόριο Πτολεμαΐδας και τελευταία στη Φλώρινα όπου καταστάλαξαν και ρίζωσαν», (σελ. 228 του βιβλίου του Μακεδόνικες Ιστορίες — 12ος τόμος Αθήνα 1965. Έκδοση Εθνική Ένωση Βορείων Ελλήνων Αθηνών),

ενώ ο Τέγος Σαπουντζής,γραμματέας της Ιεράς Μητρόπολης Φλωρίνης και Μογλενών επί Τουρκοκρατίας και πρώτος Δήμαρχος Φλώρινας την ίδια μέρα της απελευθέρωσης της απ' τους τούρκους, λέει, πως ή στο Εμπόριο είχε έδρα η Επισκοπή Μογλενών, ή, πως απ' το  Εμπόριο καταγόταν ένας Επίσκοπος Μογλενών.

Στο περιοδικό ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ — Φλώρινας, τεύχος 7 του 1958 σελ.  12 ο Τέγος  Σαπουντζής  γράφει:

«Ωσαύτως θα δυνάμεθα να καταλογίσωμεν εις τους χρηματίσαντας Μητροπολίτας της επαρχίας μας ότι ουδείς εξ αυτών επρονόησε ούτε ενδιεφέρθη να περισυλλεξη στοιχεία ιστορικά περί της γενεαλογίας της επαρχίας των, ήτοι, πότε ιδρύθη αύτη και εάν παλαιόθεν η Φλώρινα υπήρξε η καθέδρη αυτής ή εξ ετέρας τινός περιοχής μετεφέρθη εν αυτή, διότι παλαιά λαϊκή διάδοσις την αρχικήν καθέδραν της Μητροπόλεως μας την τοποθετεί εις την Νώτιαν των Μογλενών της Καρατζόβας εάν όμως και δια ποίον αιτίαν αύτη μετεφέρ'θεη ή όχι εις Φλώριναν είναι ζήτημα με το οποίον ώφειλον ν' ασχοληθούν προς εξακρίβωσιν οι εκάστοτε οικείοι Μητροπολίται.

Υπάρχει δε και μία άλλη παρόμοια διάδοσις ότι και εις το χωρίον Εμπόριον της Πτολεμαΐδος υπήρξε κάποτε, η έδρα της Μητροπόλεως μας και ότι ο Μητροπολίτης Μελέτιος μετέφερε δήθεν ταύτην εις την Φλώριναν, ένθα και απεβίωσε. Ο τάφος του ιεράρχου τούτου μέχρι τινός ήτο ακριβώς όπισθεν του βήματος του τότε  Μητροπολιτικού ναού  Αγίου Γεωργίου  όλως απέριττος. Τεμάχια της επιτύμβιου πλακός του τάφου είναι εντειχισμένα ήδη εις σκαλοπάτια του περιβόλου της εκκλησίας. Και λίγο πιο κάτω συνεχίζει: 

«Η λαϊκή ιδιάδοσις τον αποθανόντα ιεράρχην Μελέτιον τον κατονομάζει με την φράσιν «ο εξ Εμπορίου Δεσπότης Μογλενών» το τοιούτον διττώς εξηγητέον, ή, ότι η καθέδρα της Μητροπόλεως ήτο εις το «Εμπόριον» και μετέφερεν ούτος ταύτην εις Φλώριναν, ή, ότι η καταγωγή του θα ήτο από το Εμπόριον όπερ και το πιθανώτερον καθ' ημάς και ούτω δικαίως ωνομάσθη ο εξ Εμπορίου Δεσπότης Μελέτιος. Όπως και σύγχρονος του υπήρξεν ο εξ Αγίου Παντελεήμονος καταγόμενος αρχιερεύς Πανάρετος διατελέσας ως τοιούτος εις Επαρχίαν Φιλιπουπόλεως κατά τον παρελθόντα αιώνα και του οποίου η κατοικία έτι και νυν σώζεται γνωστή εις τους κατοίκους του εν λόγω χωρίου, ως οικία του Δεσπότη. Ασφαλώς κάτι παρόμοιον θα συμβαίνει και  εις το  «Εμπόριο». . . . ».

Στη σελίδα 11 ο ίδιος γράφει: «Επί τουρκοκρατίας η έκτασις αυτής (δηλ. της Μητρόπολης Φλωρίνης—Αλμωπίας—Εορδαίας) υπήρξεν ευρεία μεν αφού εξετείνετο και πέραν της Καρατζόβας, πλην τα εις αυτήν εκκλησιαστικούς υπαγόμενα, καθότι περιέργως παρενεβάλοντο τοιαύτα υπαγόμενα εις την Ιεράν Μητρόπολην Πρεσπών και Αχριδών με έδραν ίου Μητροπολίτου «το Κρούσοβον», εκτός της Καρατζόβας, ελάχισια χωριά της περιοχής μας υπήγοντο εις την  Μητρόπολην  Φλωρίνης   και  ολίγα τοιαύτα   της Πτολεμα'ί'δος.

Μετά την απελευθέρωσιν της Μακεδονίας καταργηθείσης της Μητροπόλεως Πρεσπών και Αχριδών λόγω του ότι η καθέδρα αυτή παρέμεινεν υπό την Σερβικήν κυριαρχίαν άπαντα τα χωρία τα ευρισκόμενα εις τον κάμπον Φλωρίνης και τα τοιαύτα της περιοχής Πρεσπών υπήχθησαν υπό την εκκλησιαστικήν κυριαρχίαν της Μητροπόλεως Φλωρίνης ως και έτερα ανήκοντα εις τας Μητροπόλεις Πελαγωνείας απομείναντα εκτός των Σερβικών συνόρων και ένια της Καστορίας και ούτω η εκκλησιαστική επαρχία Φλωρίνης αρκετά εμεγαλυνθη     απαριθμούσα ήδη περί τας   170 κοινότητας  περίπου».

Αυτός είναι ο λόγος που μέχρι το 1967 η Αλμωπία υπαγόταν εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Φλωρίνης, Αλμωπίας και Εορδαίας, με έδρα τη   Φλώρινα.]

Το 1912 όταν απελευθέρωσε τη Φλώρινα ο Ελληνικός Στρατός 
η  Μητρόπολη ονομαζόταν Μογλενών και  Φλωρίνης.

18ος   ΑΙΩΝΑΣ

Ο   18ος  αιώννας  ήταν   σκληρός   για τους   προγόνους μας.   Οι τούρκοι είχαν αφηνειάσει θέλοντας να εξισλαμίσουν όλους τους χριστιανούς. Τα μέρη τούτα είναι η σπονδυλική στήλη της αυτοκρατορίας τους στην Ευρώπη και τα θέλανε καθαρά δικά τους, τουλάχιστον στο έμψυχο υλικό.

Γι αυτό κουβαλούσαν τούρκους απ΄ τα βάθη της Μ. Ασίας και τους εγκαθιστούσαν στα μέρη τούτα, π. χ. τους Σαρηγκολήδες (Σαρή—γκιόλ = ο βάλτος στη Κοζάνη), ή, πίεζαν τους ντόπιους να εξισλαμισθούν. Και καίνε, ρημάζουν, σκοτώνουν.

Το 1795 «κατακάπτεται μεληδόν ( = κατά μέλη) η Νεομάρτης Αγία Χρυσή» απ' το χωριό Χρυσή Μογλενών— Αλμωπίας που τιμούμε τη μνήμη της στις 13 Οκτωβρίου.

Λίγα χρόνια νωρίτερα καταστρέφεται η Μοσχόπολη (1769) και οι κάτοικοι της καθώς σκόρπισαν εγκαταστάθηκαν και στη Φλώρινα και σε χωριά της όπως Νυμφαίο   κι   αλλού.

Στα 1759  έχουμε τον εξισλαμισμό του Δεσπότη Μογλενών
 μι' όλο σχεδόν το ποίμνιο του, 
στο χωριό Νότια—Μογλενών—Αλμωπίας.

Ένα μέρες της ιστορίας του τόπου μας είναι τούτα, που δείχνουν το μέγεθος, την υπομονή κι επιμονή και πίστη των παππούδων μας, μα και το πάθος και μίσος των κατακτητών να κάνουνε κακό για να επιβάλουν τη βούληση τους  στους σκλάβους τους.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ    ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Στο ΝΕΟΛΟΓΟ Κων)πόλεως με ημερομηνία, Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 1890 σελ. 6188 δημοσιεύθηκε χρονολογικός κατάλογος των   Μητροπολιτών   κατά   Επαρχία.

Στο περιοδικό ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Φλώρινας τεύχος 1 έτος 1957 σελ. 23, αναδημοσιεύθηκε, αφού παραχωρήθηκε απ' τον μακαρίτη Τέγο Σαπουντζή,ο οποίος και συμπλήρωσε τους μετά το 1890 Μητροπολίτες και παράθεσε δίπλα στον καθένα ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία.
Μετά το   1932  συμπληρώνουμε  εμείς.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ   ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ

των από Χριστού αρχιερευσάντων κατ' Επαρχίας συμπληρωθέντες υπό του Μεγάλου Χαρτοφύλακος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας   Μανουήλ  Ιωάν.   Γεδεών

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΟΓΛΕΝΩΝ και ΥΠΕΡΤΙΜΟΣ ΝΥΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ,
ΑΛΜΩΠΙΑΣ και ΕΟΡΔΑΙΑΣ.
Έτος 1634 Μητροπολίτης Σοφρώνιος,
1670 Μητροπολίτης Ιγνάτιος,
1688   Μητροπολίτης   Άνθιμος,
1691—99   Μητροπολίτης  Διονύσιος,
1714—19 Μητροπολίτης Γαβριήλ,
1736 Μητροπολίτης Πρόχορος,
1743 Μητροπολίτης Ιωακείμ,
1762 Μητροπολίτης Γαβριήλ,
1767 Μητροπολίτης Γερμανός,
1835 Μητροπολίτης Νεόφυτος,
1858 Μητροπολίτης Μελέτιος (τελευτήσας εν Φλωρίνη ετάφη εις τον Ιερόν Ναόν Αγίου Γεωργίου, μέχρι προ τινός δε, διεσώζετο ο τάφος των οστών του όπισθεν του Αγίου Βήματος του Αγίου Γεωργίου). Έτος
1865—77 Μητροπολίτης Προκόπιος (επί των ημερών αυτού εγένετο το βουλγαρικόν σχήσμα εν Φλωρίνη, πιθανώς ένεκα τούτου μετετέθη βραδύτερον εις Βέροιαν).
Έτος 1877 Μητροπολίτης Γερμανός (είτα Συληβρίας),
1881 Μητροπολίτης Καλλίνικος,
1890 Μητροπολίτης Αβέρκιος,
1894 Μητροπολίτης Ιωαννίκιος Μαργαριτιάδης (αυτός ανήγειρεν το νυν Μητροπολιτικόν μέγαρον δι' ε.σφορών)
Έτος 1905 Μητροπολίτης Άνθιμος Σαρίδης,
1908 Μητροπολίτης Σμάραγδος,
1912 Μητροπολίτης Πολύκαρπος (εις ον παρεδόθη η πόλις υπό των τούρκων κατά την 7 Νοεμβρίου 1912),
έτος 1926 Μητροπολίτης Χρυσόστομος (ο εκ Μαδυτου Κων) πόλεως),
έτος 1932 Μητροπολίτης Βασίλειος Παπαδόπουλος (τον οποίο αναπληρούσε όταν έλειπε, μα και όταν απολύθηκε λόγω ορίου ηλικίας το 1967 ο — σεβαστός καθηγητής μας — Αρχιμανδρίτης Γερμανός Χρηστίδης (Παπαχρηστίδη ή Ι ,απαγερμανό τον λέγαμε οι Φλωρινιώτες), 1
967 Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης.

ΤΑ   ΕΠΑΝΩ   ΧΩΡΙΑ

Η Αλμωπία χωρίζεται στον πεδινό και ορεινό χώρο της.
Στον ορεινό υπάρχουν τα «Επάνω χωριά» που είναι πέντε:
Αετοχώρι,
 Νότια,
Περίκλεια,
Λαγκαδιά κι ο
Αρχάγγελος.

Όλα είναι χτισμένα στην βόρεια και δυτική πλευρά ενός πλούσιου 'μεγάλου οροπεδίου, στη συμβολή του  όρους  Πάϊκo  (1650)   και όρος Τζένα   (2182).
Την ομορφιά και την έκταση του οροπεδίου τούτου την αντιλαμβάνεται κανείς όταν καθώς ανηφορίζεις απ' την Περίκλεια για τον Αρχάγγελο, ρίξεις μια ματιά κάτω προς τα Νότια και Δυτικά.
Ένα μεγάλο, καταπράσινο και γνήσιο οροπέδιο, ανοίγεται μπροστά σου, και ξεχνάς πως είσαι ανάμεσα σε βουνά, καθώς ακούς το βοητό του ποτάμιου που διασχίζει τούτο το χάρμα ομορφιάς και πλούτου, που  δίκαια  ονομάζεται   «Μικρή  Αλμωπία».

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η Νότια, ήταν έδρα επισκοπής που η πολύπλευρη δραστηριότητα της μαρτυρείται σήμερα στις παλιές εκκλησίες όλων των «επάνω χωριών», πλην της Νότιας, που η παλιά της Εκκλησία δε σώζεται σήμερα.

Στις εκκλησίες τούτες μας συγκινεί η απλοϊκή έκφραση στην εξιστόρηση των θρησκευτικών γεγονότων, που 'μεταχειρίζεται η λαϊκή τέχνη των ανθρώπων, όταν αγωνίζονται (μέσα σε 'δύσκολους χρόνους για να σώσουν τις παραδόσεις τους, τη θρησκεία τους, τη γλώσσα τους και  τον ενθουσιασμό τους.

Και συγκινούμαστε πιο πολύ οι Φλωρινιώτες, όταν συναντούμε επιγραφές σαν αυτή του κοιμητηρίου του χωριού Λαγκαδιά: «Ούτος ο Ιερός Ναός των Αγίων Αναργύρων εκτίσθη κατά το έτος 1863, υπό της Κοινότητος Λαγγούντσης ( = Λαγκαδιά) και επί αρχιερατεύοντος του Αγίου Μογλενών και Φλωρίνης κ. κ. Προκοπίου. Τέτοιες επιγραφές υπάρχουν και σ' άλλες εκκλησίες της περιοχής Μογλενών κι όχι μόνο στα «επάνω χωριά», απ' τα οποία τα δύο πρώτα, Αετοχώρι και Νότια, αποτελούν μ:α κοινότητα και μας ενδιαφέρουν.

ΑΕΤΟΧΩΡΙ

Στο χωριό τούτο εγκαταστάθηκε ο αδελφός του Δεσπότη Μογλενών που τούρκεψε κι ονομαζόταν Δημήτριος, δηλ. Τούσης. Γι αυτό και το χωριό με την παλιά ονομασία του λέγεται Τούσιμ ή Τούσιανη.
Έγινε το χωριό, εδώ που είναι σήμερα, γιατί έχει νερά, είναι πιο κοντά ο κάμπος και το χτυπάει ο αέρας ( = βοριάς) λιγότερο.

Ονομάστηκε Αετοχώρι, γιατί δεξιά του δημόσιου δρόμου που πάει για Νότια, μέσα στον κάμπο, σώζονται ερείπια από παλιότερο χωριό που λεγόταν Αετός.

Οι χωρικοί λένε πως οι παππούδες τους ζούσαν πρώτα στη Θέση Όρλακ που είχε πολύ αέρα και λίγο νερό. Η ονομασία πρέπει να προέρχεται:
1)ORAK   ( = όρακ) = τουρκικό  όνομα=δρεπάνι
2)ORAKCI ( = ορακτσί=τονίζεται η λήγουσα ιμε άφωνο το ι) = τουρ. όνομα = θεριστής, δηλ. το μέρος που Θερίζεται απ' τον αέρα ή σαν δρεπάνι.
Μετά το Όρλακ ζούσαν στη θέση Πίνοβο, που είναι όρος (ύψ. 2156), όπου σώζονται και σήμερα ακόμα, ερείπια κι άλλες 'εγκαταστάσεις, όπου όμως δεν είχε ούτε κάμπο, ούτε νερό. Η ονομασία πρέπει  να  προέρχεται:
1)ΡΙΝΤΙ   ( = πιντί) =τουρ. επίθ. = γλίσχρος,   άθλιος,  ποταπός.
2)OVA ή OVΟ ( = οβά ή όβο) =τουρκικό όνομα = πεδιάδα, κάμ
πος  δηλ. η ποταπή, γλίσχρη, άθλια  πεδιάδα. Φυσικά  πεδιάδα  δεν είχε το Πίνοβο, τέτοιο όμως λογίζεται το μέρος που ήταν χτισμένο, γιατί ήταν ένα ίσιωμα   (πλάτωμα).
Άλλοι λένε πως οι κάτοικοι του Πίνοβο, φύγανε προς την Αραβυσό  Γιαννιτσών.

Στο Αετοχώρι επειδή παλιά πέθαιναν οι νέοι, κατ' άλλους οι νιόπαντροι, γι αυτό όργωσαν το χωριό γύρω — γύρω με δίδυμα δαμάλια και αλέτρι, κατ' άλλους το αλέτρι ήταν χρυσό, που τα οδηγούσε δίδυμος αδελφός, και, όπου σταματούσαν για ξεκούραση τα δαμάλια, χτίσαν τα παρεκκλήσια: 'Αγιος Συμεών, 'Αη Θανάσης, Αγία  Κυριακή, Παναγίας, Αγίας Παρασκευής.

Σαν τέλειωσε η δουλειά, σφάξανε τα δαμάλ.α, και τα βάλανε στα μνήματα της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, που βρίσκεται αριστερά καθώς μπαίνεις στο χωριό, — πολύ μεγάλη Εκκλησία, βασιλικού ρυθμού — και βάλανε πάνω τους μια στρόγγυλη πέτρα, σα μυλόπετρα, όρθια.

Αν τπέσει ή γύρει η πέτρα, τότε, θα ξανάρθει το κακά. Γιαυτό την προσέχουν και την ξανατοποθετούν στη θέση της, όρθια, γιατί αλλιώς 6α πεθάνουν οι γυναίκες.
Το καμπαναριό τ' 'Αη Δημήτρη το χτίσανε με ύψος 15 μέτρα.
Δεν τους άφισαν οι τούρκοι να το χτίσουν ψηλότερο, γιατί απ' το ύψος του θάβλεπαν τις γυναίκες του μπέη της Αψάλου,
 χωριό πάνω από 50 χιλ. μακριά, στη μέση του κάμπου της Αλιμωπίας, στα ριζά του βουνού προς 'Εδεσσα.
Γι αυτό το συμπλήρωσαν με ξύλα και κρέμασαν την καμπάνα.
Έτσι απ΄ τα πέντε πατώματα του καμπαναριού, τα τέσσερα είναι με πέτρα και το ένα, το πέμπτο, με ξύλα.
Το 1945 το Αετοχώρι είχε 1100 κατοίκους και σήμερα φτάνει τους 190, κι ήταν πάντα πλούσιο, πιο πολύ για την κτηνοτροφία του.

Στην Εκκλησία τ' Αη Δημήτρη υπάρχει ανορθόγραφη επιγραφή, που γράφει:
«Αυτή η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ειστορήθη εις τον κερόν του Ιερατέβωντος Πανιερώτατος μητροπολίτις κυρίω κυρίω Προκοπίου Μογλενών (ακολουθούν ονόματα ιερέων και χωρικών) δια χειρός Αναστασίου με τα παιδιά μου Βαγγέλη, Νικολάου, Κωνσταντίνη εκ χωρίου Κρούσεβα 1866». Κρούσεβα είναι το γνωστό μας Κρούσσβο — Μοναστηρίου.
 Οι ίδιοι ζωγράφισαν σχεδόν όλες τις εκκλησίες των «επάνω χωριών» της Αλμωπίας.
Στην εκκλησία του χωριού έρχονταν και συνεόρταζαν, μαζί με τους ντόπιους και οι εξισλαμισμένοι βλαχόφωνοι κάτοικοι της Νότιας, οι Νοτίαλήδες όπως τους έλεγαν, κι έφερναν λάδια και κεριά για τον Άγιο  ( = Δημήτριο).

Και παρότι οι Αετοχωρίτες είναι ντόπιοι οι βλαχόφωνοι μωαμεθανοί της Νότιας είχαν στενούς δασμούς μαζί τους, ως την ανταλλαγή των πληθυσμών το  1923.

Μάλιστα οι εξισλαμισμένοι Νοτιαλήδες διατήρησαν τα χριστιανικά τους έθιμα και οι γυναίκες τους μετά το ζύμωμα του ψωμιού και πριν το σκεπάσουν, για να πετύχει και φουσκώσει το σταύρωναν.

Τον Αύγουστο του 1978, οι Αετοχωρίτες μούπαν πως πρώτα τούρκεψε ο Δεσπότης και μετά το χωριό ( = Νότια).
Αυτό το κατάλαβαν, λέει, αππ' το χαιρετισμό του Δεσπότη.
Δεν τους είπε καλημέρα, αλλά SABANAROSUN = σαμπανάροσουν. Το σωστό είναι SAEAHLAR   ΟLSUN   δηλ.  σαμπαχλάρ   ολοούν, γιατί
1)SABAH   =   σαμπάχ   =   αραβικό   όνομα   =   πρωΐ,  αυγή.
2)OLSUN = ολοούν = τουρκική προστακτική του ρήματος OLMAK = έστω, τουλάχιστον ώστε σαμπαχλάρ ολοούν σημαίνει καλημέρα.

ΝΟΤΙΑ    Η'   ΝΩΤΙΑ

Η Νότια είναι το χωριό του Δεσπότη ή Επίσκοπου ή Μητροπολίτη Μογλενών. Απέχει πέντε χιλμ. απ' το Αετοχώρι. Η θέση του είναι 'επίκαιρη, κι είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους Τζένα, σε υψόμετρο 595 μέτρα.

Αρχαιολογικά ευρήματα μας πείθουν ότι είχε κατοικηθεί απ' τα αρχαία χρόνια.

Έχουν βρεθεί αγάλματα, νομίσματα με τη μορφή του Μεγ. Αλέξανδρου  κλπ, στο χωριό.
Ο Ιερός Ναός Μητρόπολης Ενωτίας ή Νώτιας ή Νότιας, αφιερωμένος  στον  Αη  Γιώργη,  δε σώζεται. Τον  κάψανε οι τούρκοι.

Με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923, η Νότια κατοικήθηκε από Πόντιους, που ασχολούνται με την καλλιέργεια της πατάτας, γενικά τη γεωργία και κτηνοτροφία.
Το χωριό έχει φυσικές  καλλονές, άφθονα νερά,  ωραίο κλίμα.
Χαρακτηριστικό είναι η διατήρηση του αρχαίου ονόματος της, σ' όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, με αποτέλεσμα, μετά την απελευθέρωση όλη η Επαρχία να ονομαστεί Υποδιοίκηση Ενωτίας ως   το   1927,  οπότε   ονομάστηκε   Επαρχία  Αλμωπίας.
Πάνω απ' το χωριό, σ' ένα απόκρημνο ύψωμα, όπου σώζεται ερειπωμένη οχυρωματική γραμμή, οι κάτοικοι το ονομάζουν «Ενώτια» και πιστεύουν ότι είναι το φρούριο που κυρίευσε ο Βουλγαροκτόνος μετά την άλωαη των Μογλενών, είναι δηλ. το κάστρο των ΜογλεΜών.

Τη σχετική είδηση μας άφησε ο ιστορικός του Που αιώνα Κεδρηνός.   Ο  ιστορικός    κι   αυτοκράτορας    Ιωάννης   Καντακουζινός, γράφει, πως μετά την ανάκτηση της Έδεσσας απ' τον Κράλη των Σέρβων Ντουσάν το 1310 μ. Χ παραδόθηκαν και τα γύρω φρούρια καθώς  και τα   «Νότια».

Στην περίοδο της τουρκοκρατίας το χωριό, το περιηγήθηκαν και ξένοι. Ο περιηγητής DELACOULONCHE, ταυτίζει τα βυζαντινά Νότια, με το σημερινό χωριό, ενώ ο DESDEVISES, διαπιστώνει αρχαία ερείπια.
Ο Κεραμόπουλος, στην Π. Α. Ε. 1934, γράφει για τ' αρχαία του χωριού, κι ο Παπαδάκης μας λέει, πως, τα δυο τζαμιά του χωριού, της Αγίας Αικατερίνης και το λεγόμενο «Μοναστήρι» έχουν αρχαία μαρμάρινα αρχιτεκτονικά  κομμάτια κλπ.

Η διατήρηση των χριστιανικών ονομάτων, οτα τούρκικα τζαμιά, είναι περίπτωση εντυπωσιακή κι απηχεί την παράδοση του εξισλαμισμού  των χριστιανών τηβ Νότιας του   18  αιώνα μ. Χ.
Τον τοπικό βόρειο αέρα, τον λένε πόρτες, γιατί έρχεται από ανατολικά όπου ενώνονται η Τζένα με το Πίνοβο, και μπροστά τους έχουν   βράχο, σαν  πόρτα.

Το χωριό χωρίζεται σε δυο μαχαλάδες (MAHALLE = μαχαλέ = αραβικό όνομα — συνοικία) με ποτάμι που διασχίζει το κέντρο του σχεδόν από βόρεια προς νότια. Το ΒΑ τμήμα λέγεται Μαναστήρ μαχαλά και ο άλλος Παϊγούς (==το ς παχύ) (BAYKUS = μπαι'κούς   (το  ς  παχύ)   =   τουρκικό όνομα   =   μπούφος,  γλαύκα.

Κατά το 1934 — 35 ο κτίστης Καλαϊτζίοης Παντελής, βρήκε μαρμάρινη πλάκα και την έκτισε στο θεμέλιο του σπιτιού του, και, κάθε βράδυ άκουγε κρότους, όμοιους πάντοτε. Γκρέμισε το σπίτι, κι έχτισε νέο. Σταμάτησαν οι κρότοι. Μετά βρήκε στο στύλο του παλιού σπιτιού, ως βάση του στύλου, μαρμάρινη πλάκα με εικόνα μάλλον της Παναγίας, στην οποία έκανε παρεκκλήσι, στον Αη Γιώργη, χωρίς να το τελειώσει, γιατί πιάστηκε και λίγο μετά πέθανε.

 Η εικόνα είχε αγγέλους με φτερά, και την έβαλαν οτο νεκροταφείο και χάθηκε. Μετά το 1945 κάνανε παρεκκλήσι. Όλα τούτα μου τα διηγήθηκε τον Αύγουστο του 1978 ο Παπά Βασίλης Χατζηπαυλής, 94 χρόνων τότε, που χειροτονήθηκε παπάς το   1936.
Στο μαχαλά Παϊγούς, υπήρχε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Οι χωρικοί λένε πως ήταν στο χώρο του σημερινού Δημοτικού Σχολείου.  Δε σώζεται τίποτα.
Στον Άη Γιώργη δε σώζεται τίποτα επίσης. Εδώ είναι τα παλιά νεκροταφεία. Η μητρόπολη λένε, βρισκόταν κοντά στον Άη Γιώργη.
Βόρεια του χωριού, περίπου ένα χιλ. υπάρχει πηγή, η  PLACA( = πλάτσα το τσ παχύ) ίσως να προέρχεται απ' το PLACKA ( = πλιάτσκα—το τσ παχύ) = αλβανικό όνομα = διαρπαγή, λάφυρο, γιατί εδώ οι τούρκοι σφάξανε δυο κοπέλλες και οι γονείς τους καταράστηκαν, και από τότε η πηγή τρέχει επτά χρόνια και ένα στερεύει.
 Όταν στερεύει το νερό, βγαίνει στην Αραβυσσό — χωριό των Γιαννιτσών, οπότε μπορείς να μπεις στη σπηλιά της πηγής. Σήμερα η πηγή ονομάζεται μάνα του νερού.

'Ισως  γιαυτό  οι τούρκοι να   ονόμαζαν τη   Νότια  και   YEDIKOY ( = γεντίκιοϊ)   δηλ.   επταχώρι.   'Ισως  ακόμα  γιατί κατά την τοπική παράδοση καταστράφηκε επτά φορές.
2)   YEDI   =   γιεντί   =   τούρκικο  αριθμητικό  =   επτά. 2)   ΚΟΥ =   κι•οΐ  =   περσικό όνομα   =   χωριό. Ακόμα τη Νότιο  οι τούρκοι τη λέγανε  Νίντα. Ν IDA   =   νίντα =  αραβικό  αφηρημένο  —   κραυγή. Μήπως  η  ονομασία απ' τις κραυγές των  κοριτσιών;
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η Νότια είχε 1.500 οικογένειες χριστιανικές και μόνον 130 τούρκικες. Ο εξισλαμισμός της την τούρκεψε.

Ν. Α. του χωριού, σ' απόσταση δυο ως τρία χιλ. υπάρχει η τοποθεσία «Μοναστήρια» όπου βρέθηκαν προπολεμικά — όπως και γύρω στο 1975—76, καθώς άνοιγαν χωματόδρομους — πολλά κεραμίδια,  πυθάρια   και  κόκκινηπλάκα, ίσως  πάτωμα   εκκλησίας.

Ν. Δ. του χωριού, υπάρχει η τοποθεσία MEZLΙS ( = μεζλίς—το ς παχύ) προέρχεται από το ΜΕΖΛΕΚΑ = μεζλεκά = αραβικό όνομα = μέρος ,χώρος, έδαφος, κόσμος, νέων δηλ. χώρος συγκεντρώσεως νεολαίας. Στο χωριό υπάρχουν τρεις ως τέσσαρες τέτοιοι χώροι.

Στο Μαναστήρ μαχαλά, υπήρχε παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Γύρω στα 1975—76 μια χωρική που ζει στη Θεσ)νίκη, ονειρεύτηκε κι έκανε νέο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, και κάθε χρόνο,   στη γιορτή  της, έρχεται  οικογενειακώς.

Στην πρώτη γέφυρα, πριν μπούμε στο χωριό, αριστερά του δημόσιου δρόμου, όλη η πλαγιά ήταν αμπέλια. Η παράδοση του χωριού λέει πως πέρασε μεταμφιεσμένος ο μητροπολίτης και ζήτησε ψωμί και νερό.
Δεν τούδωσαν και καταράστηκε να μη χορτάσουν ψωμί και το νερό να τρέχει θολό.
— Ποτέ σας να μην έχετε, ήταν η απάντηση.
Έτσι βγήκε κι ο αέρας πόρτες δηλ. ο βόρειας — προφανώς για να θολώνει το νερό — που οι Νωτιαλήδες τούρκοι τον λέγανε μττοίράζ (BOYRAZ GELIOR) 1) POYRAZ = ποϊράζ = ελληνικό όνομα   =   βορράς 2)   GELIOR   (γκέλιορ) =τουρ. όν.  =   έρχεται.

Ο αέρας τούτος κάνει πολλές και μεγάλες ζημιές, γιατί καίει τα σιτάρια, τις πατάτες, το καλαμπόκι, το τριφύλλι, και φυσάει την ώρα  του αλωνισμού   (της  συγκομιδής)'.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι κατακτητές, πολύ πέδευαν τους χριστιανού:ς.
 Μέχρι που γείτονες χωρικοί δεν μπορούσαν να περάσουν καβάλα σ' άλογο ή άλλο ζώο, για ,να μη βλέπουν στο γυναικωνίτη των τούρκων τις γυναίκες τους.
Περνούσαν με χαμηλωμένο το βλέμμα τους προς το χώμα ή πεζοί. Ακόμα οι τούρκοι τους κλέβανε, τους δέρνανε, τους σκότωναν κλπ. χωρίς λόγο.

Οι τούρκοι του χωριού Νώτια, ήλθαν απ' την τουρκιά και λέγανε πως γίναν Κι LIS TAN DONME δηλ. κιλιστάν ντιονμέ, που σημαίνει με το σπαθί αλλαξοπίστηοαν. 'Ισως γι αυτό ήταν πιο σκληροί και φανατισμένοι.

1)ΚΙLiC = ιΚιλιτς (τα ι άφωνα, τονίζεται η λήγουσα και το τς παχύ) =τοηρ. όνοιμα  =   ξίφος,  σπαθί.
2)DONME = ντιονμέ = τουρ. ρημ. αφ. = στροφή, επιστροφή, αθέτηση   =  ως  επίθετο   =   εξομότης.
Αυτή η συμπεριφορά των τούρκων έκανε τους Νοτιαλήδες ν' αλλαξοπιστήσουν.

Στο χωριό υπάρχουν πολλές παραλλαγές για τον εξισλαμισμό του Δεσπότη.

 Οι κάτοικοι τις ξέρουν απ' τις διηγήσεις των εξισλαμισμένων Νωτιαλήδων με την ανταλλαγή των πληθυσμών, γιατί πρώτα ήρθαν οι δικοί μας και μετά φύγανε οι τούρκοι.
Και τα λέγανε. Και ξέραν ό,τι άκουσαν από εκείνους, μα κι απ' τα γειτονικά χωριά.

Μια λέει πως όταν εξισλαμίσθηκε το χωριό, τον Δεσπότη, τον κυνήγησαν οι τούρκοι και τον σφάξανε στη μάνα του νερού, κι ότι απ' το αίμα του βγήκε η μάνα του νερού. Μήπως από δώ βγήκε και η ονομασία του χωριού, Νίντα   =  κραυγή;

'Αλλη λέει πως τον Δεσπότη τον σκότωσαν στα Γρεβενά, πάλι οι τούρκοι.

Και η τρίτη πως ο Μητροπολίτης Μαγδαληνός — έτσι λεγόταν — αυτοκτόνησε απ' το τζαμί στη Λάρισα, ενώ ο αδελφός του Τούσης, πήγε στη Τούσιανη δηλ. Αετοχώρι. 'Αλλοι λένε πως μερικοί κάτοικοι, του χωριού για ν' αποφύγουν τον εξισλαμισμό, φύγαν κι εγκαταστάθηκαν στον Περλεπέ (γιουγκοσλάβικος σήμερα) στη Βέροια κι αλλού.
Το χωριό σήμερα ονομάζεται Νότια, γιατί είναι χτισμένο στα νότια του όρους Τζένα. Παλιά ονομαζόταν Ενώτια ή Ενωτία ή Νώτια. Η ονομασία προήλθε από τη λέξη ενώτιο που σημαίνει κόσμημα, στολίδι, σκουλαρίκι, κι όπως πράγματι είναι στολίδι της Τζέλας.

Ίσως Ενώτια να λέγονταν γιατί ένωνε την έδρα της Μητρόπολης Μογλενών και Φλώρινας, πόλη της Φλώρινας, με τις μακρινές περιοχές της  Μογλενά και  Γευγελή.

ΤΡΟΜΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Τα Νώτια
«είναι χωρίον υπαγάμενον εις την διοίκησιν Γευγελής και απέχον περί τας είκοσιν ώρας της Φλωρίνης, την νυν εκκλησιαστικής έδρας της επαρχίας Μογλενών»
 γράφει ένας ιστοριοδίφης του περασμένου αιώνα, που πρέπει νάναι ο Πέτρος  Παπαγεωργίου.

Στα Νότια, στο πρώτο μισό του 18ού αιώνα, κρύβονταν φημισμένοι αρματολοί, κι εκεί είχαν το καταφύγιο τους, όσοι κυνηγιόντουσαν απ' τους τούρκους. Εδώ ερχόταν πολύς κόσμος να κρυφτεί, κυρίως απ' τη Φλώρινα που είναι πολύ μακρυά.

Ολόκληρους αιώνες, οι 'Ελληνες πλήρωσαιν με ποτάμια αίμα, εκατόμβες θυσιών, και απάνθρωπο εξανδραποδισμό, το άσβηστο μίσος και τις ατέλειωτες επιδρομές των τούρκων κατά του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού.
 Γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, οι κάτοικοι του χώρου μας ήταν βορά των καταχτητών. Και το χρονικό του χωριού Νώτια είναι τραγικό.

—«Οι κάτοικοι αυτού, συνεχίζει το χρονικό του ιστοριοδίφη, πρεσβεύουν την μωαμεθανικήν θρησκείαν, ποιούνται δε χρήσιν του κουτσοβλαχικού λεγομένου γλωσσικού ιδιώματος της Μακεδονίας, της νέας αυτής Βαβέλ, κοινώς και ούτοι προσωνυμούμενοι Καρατζοβαλήδες   (εκ του   διαμερίσματος Καρατζόβας).

Εδώ στα 1759 έγινε πράξη που στο κεφάλαιο εξισλαμισμός χριστιανών, χαρακτηρίζει περίλαμπρα την πάλη των δυο θρησκειών.

Στα Νώτια, όσοι κατάφευγαν δε βρίσκανε μόνο καταφύγιο, αλλά κι ασφάλεια και σιγουριά.
Βρίσκανε ακόμα και φαγητό και φιλοξενία, γιατί δεν έλειπε τίποτα στο χωριό.
Αν πάλι τύχαινε να τον κυνηγήσουν οι σαρικοφόροι, υπήρχε τρόπος να εξαφανιστεί κι ο καταζητούμενος και η φαμίλια του.

Στη Νώτια ήταν πολλά τα μέρη που δεν τα γνώριζαν οι αλλόθρησκοι.
Έτσι καθένας πήγαινε εκεί, κι ακουμπούσε τον εαυτό του, και τα παιδιά του, τη γυναίκα του και τα ζωντανά του πολλές φορές.

Το χωριό τούτο είχε απομείνει η μόνη χριστιανική γωνιά μέσα σ' όλη την περιφέρεια. 

Τ' άλλα χωριά και οι συνοικισμοί, είχαν αναγκαστεί να δεχτούν τη θρησκεία του Μωάμεθ, το ένα μετά το άλλο. Γι αυτό οι κάτοικοι της Νότιας, υποφέρανε τα πάνδεινα, όχι μονάχα απ' τους τούρκους, αλλά κι απ' τους εξωμότες, που τους καταδιώκανε χειρότερα απ' τους πρώτους  με λύσσα.

Και το χρονικό συμπληρώνει: «Υπήρχε και κάποιος που έκανε σουνέτι, και πήρε το όνομα Χουρσίτ. HURSIT (το ς παχύ) = Περσικό όνομα = ήλιος = ως όνομα Κύρος, Απόλλωνας, Ηλιόδωρος. Τούτος εδώ ήταν ο χειρότερος απ' όλους, κι ο πιό σκληρόκαρδος άνθρωπος σ' όλη την περιοχή.

Στη Νώτια είχε έρθει πολλές φορές, απ' το γειτονικό χωριό του, κι είχε δει τη Μαριόρα, τη θυγατέρα του Πέτρινου Νάστου.
Τότε ήταν ακόμα χριστιανός και κανείς δεν είχε αντίρρηση να του την δώσουν, γιατί ήταν άξιος νοικοκύρης.

Όμως η κοπέλα για κανένα λόγο δεν τον ήθελε, επειδή είχε άλλον στο νου της.

Μόλις αλλαξοπίστησε τούτος, σκέφτηκε να εκδικηθεί. 

Πήρε λοιπόν καμμιά πενηνταριά τουρκαλάδες με τα χατζάρια τους και με τ' άλλα τους   όπλα  και μια   και   δυο   ήλθαν   όλοι  μαζί  στη   Νώτια.

Το πρώτο πούκαμαν ήταν να πάνε στο σπίτι του Νάστου. Επειδή αυτός τρόμαξε και δεν τους άνοιξε, οι σαρικοφόροι σπάσανε την πόρτα και πιάσανε τον Πετρίνο, τη γυναίκα του Σμαραγδή, τους δυο αδελφούς της, τα πέντε αγόρια της, κι όλους τους υπηρέτες και βοηθούς,  που  ήταν  εκεί.

Την  Μαριόρα  όμως δεν τη   βρήκαν.

Μέσα στο σπίτι υπήρχε μια κρυφή καταπαχτή κι εκεί πήγε και κρύφτηκε. Τους δικούς της τους πήραν στην πλατεία του χωριού, κι άρχισαν να τους βασανίζουν, για να μάθουν πού είναι το κορίτσι.

Κανένας όμως δε μιλούσε.
Οι τούρκοι γίνανε ακόμα πιο ανήμερα θηρία.
Ο Χουρσίτ, που ήταν ξετρελλαμένος με την κοπέλα και την ήθελε οπωσδήποτε δική του, έψαχνε να την βρει κι έτρεχε πάνω κάτω, σαν τρελλός.

 Ύστερα μάζεψε όλο το χωριό και τους είπε πως θα τους βάλει φωτιά να τους κάψει σαν τα ποντίκια, αν δεν του  ομολογήσουν πού βρίσκεται η Μαριόρα.

Αλλ' αυτοί δεν ξέρανε πραγματικά και δε λέγανε τίποτα. Τότε πρόσταξε να σκάψουν μεγάλους λάκους στη μέση του χωριού.
 Άντρες και γυναίκες πιάσανε τους κασμάδες και τις τσάπες κι άρχισαν να σκάβουν, ξέροντας πως οι λάκκοι τούτοι θα γινόντουσαν οι τάφοι τους.

Στο μεταξύ, στην πλατεία, οι τούρκοι βασανίζανε άγρια τον Πετρίνο και τη Σμαραγδή, για να τους πούναι που κρύβεται η θυγατέρα τους.
—Δεν ξέρουμε απαντούσαν εκείνοι. Αλλά και να ξέραμε δε θα σας το λέγαμε.

Οι  σαρικοφόροι, τότε, πήραν τα πέντε αγόρια, τα ξεγύμνωσαν και τα κρέμασαν ανάποδα σε κάτι δέντρα. Κάτω απ΄ τα κεφάλια τους, ανάψανε μεγάλες   φωτιές.

—Μιλήστε! τους φώναζαν οι τούρκοι. Μιλήστε, γιατί θα  σας κάψουμε.

—Ο θάνατος, δε μας τρομάζει! απαντούσαν τα παιδιά. Όσο πιο σκληρά πεθάνουμε, τόσο πιο γρήγορα θα φτάσουμε κοντά στο θεό.
—Δε λυπάστε τη ζωή σας;
—Εσάς λυπόμαστε!   Εμείς ακούμε κιόλας τη φωνή των αγγέλων.

«Έτσι μιλούσαν τα παιδιά, συνεχίζει το χρονικό — γραμμένο στην καθαρεύουσα φυσικά — γιατί οι γονείς τους τα είχαν προετοιμάσει από τότε που γεννήθηκαν κι άρχισαν να καταλαβαίνουν τον κόσμο, πως πάνω απ' όλα στέκεται ο Θεός, ο Χριστός.
Βέβαια τα πέντε αγόρια των Νασταίων πονούσαν και κραύγαζαν άγρια, παρακαλώντας τον Κύριο να τα λυτρώσει μια ώρα αρχήτερα απ' τα φρικτά μαρτύρια.

Τις κραυγές τους αυτές τις άκουγε φαίνεται και η Μαριόρα, μέοα στην καταπακτή της.
 Δεν μπορούσε λοιπόν, να κρατήσει περισσότερο κι αποφάσισε να βγει στην επιφάνεια και να παρουσιαστεί στον Χουρσίτ, μόνο και μόνο για ν' αφεθεί ελεύθερο το χωριό και οι δικοί της.

Η    ΜΑΡΙΟΡΑ

Η παραμάνα της Μαριόρας, που ήταν μαζί της μέθα στην καταπακτή, άρχισε να την παρακαλάει να μείνει εκεί πέρα, όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα της και τη μητέρα της.

—Οτι κι αν ακούσεις, ό,τι κι αν συμβεί, 6α μείνεις εδώ κάτω, της είπαν εκείνοι. Έχεις τροφές και νερό για πολλές βδομάδες. Δεν πρέπει, λοιπόν, να ξεμυσεις πουθενά. Εμάς, ό,τι κι αν μας κάνουν, όσο κι αν μας βασανίσουν, θα μας αφήσουν στο τέλος. Ενώ εσένα θα σε κρατήσουν για πάντα.

Η μητέρα της έβγαλε ένα μικρό εικόνισμα του Χριστού από τον κόρφο της και τ' απίθωσε μπροστά της.

Έλα κόρη μου, την παρακάλεσε. Βάλε το χέρι σου εδώ πάνω και πάρε όρκο.
—Τι  όρκο να  πάρω, μάνα;
- Πως δεν θα τουρκέψεις...
Η κοπέλα χαμογέλασε πικρά, κι είπεν με παράπονο:
—Ώστε είναι ανάγκη να ορκιστώ γι αυτό;   έκανε. Δε με ξέρετε ακόμα;
—Σε ξέρουμε και σε παραξέρσυμε, κόρη ιμου. Αλλ' άμα θ' ακούσεις τις φωνές μας και τα βογγητά μας, άμα θα αφουγκραστείς το κλάμα μας και τον πόνο μας, τότε θα πονέσεις κι εσύ και θα βγεις πάνω. Κα όχι, καλύτερα να πεθάνουμε όλοι μας, παρά να σε δούμε τουρκάλα σε χαρέμι.

Γι αυτό και η παραμάνα της Μαριόρας, της έλεγε τώρα να θυμηθεί τον όρκο, που είχε δώσει στους γονείς της, προτού χωριστούνε.

Όμως, η πεντάμορφη νέα, δεν μπορούσε να κρατήσει.
Κάθε κραυγή π' άκουγε, κάθε φωνή και κά&ε αναστεναγμός, ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά της. Μάταια η παραμάνα της την παρακαλούσε να μην κάνει καμμιά τέτοια τρέλλα, γιατί θα πλήγωνε ακόμα πιο πολύ τους δικούς της.

Μα, πού να την ακούσει εκείνη! Το δράμα που παιζόταν έξω, στην πλατεία του χωριού, ήταν τόσο μεγάλο και τόσο τραγικό, ώστε  ξεπερνούσε τα όρια του  όρκου της.

Τι έφταιγαν όλοι  οι άλλοι, να πληρώσουν  γα  χάρη  δική της;

—Ό,τι κι αν κάνω, ο θεός θα με συγχωρέσει, είπε στη γριά παραμάνα της. Τον όρκο μου θα τον καταπατήσω αναγκαστικά, για να σωθούν οι άλλοι. Πώς θα μπορώ να σηκώνω τόσες ψυχές πάνω μου, άμα θάρθει η ώρα μου να πεθάνω;

Η παραμάνα της κατάλαβε πως το κορίτσι είχε δίκιο. Όλ' αυτά που της έλεγε, ήταν σωστά και λογικά. Γιατί να υποφέρουν πάνω από τριακόσιοι άνθρωποι, μόνον επειδή κρυβόταν τούτη γ;α να μην πέσει στα χέρια τους; Έτσι την άφησε να κάνει αυτό που ήταν σωστό.

Μια και 'δυο, τότε, βγήκε απ' την καταπακτή, μπήκε στο σπίτι της, στολίστηκε, κι έγινε ακόμα πιο όμορφη.
Ύστερα τράβηξε στην πλατεία, όπου ήταν συγκεντρωμένο όλο το χωριό, κι έσκαβε λάκκους, για να θαφτούνε ζωντανοί.
 Ήταν φοβερό αυτό που έβλεπε, μα έσφιξε την καρδιά της, και με σταθερό βήμα, πήγε να βρει το Χουρσίτ.
Άμα την είδε ο άλλος μπροστά του, έμεινε μ' ανοιχτό στόμα.
—Τι γυρεύεις εσύ  εδώ πέρα;  τη ρώτησε.
— Ήρθα για  σένα,  του απάντησε εκείνη.
 —Και τι  θα με κάνεις, αφού δε με θέλεις;
—Τόσον καιρό, δε σε ήθελα, όμως τώρα σε θέλω. Γιατί κατάλαβα πως είσαι πολύ δυνατός.

Ci γονείς της, όταν την είδαν στην πλατεία, να κουβεντιάζει με τον Χουρσίτ, κόντεψε να τους στρίψει το μυαλό.

—Μαριόρα! της φώναξε μ' απόγνωση η μάνα της. Γιατί βγήκες   απ' την  καταπαχτή;   Ξέχασες λοιπόν τον   όρκο   σου;

Η   κοπέλα την κοίταξε  με χαμόγελο.

—Τα ξέχασα όλα! αποκρίθηκε. Κι εσάς ακόμα. Από δω και πέρα θα ζήσω τη ζωή μου, όπως τη θέλω εγώ. Μη σας νοιάζει πια τι θα απογίνω.
Τότε, όλοι μαζί οι δικοί της, της φώναξαν να είναι καταραμένη.

Η Μαριόρα, παρακάλεσε το Χουρσίτ ν' αφήσει για χάρη της ελεύθερο το χωριό.

Τούτος το σκέφθηκε πολύ, γιατί λογάριαζε να ξεκληρίσει απ' άκρη σ' άκρη όλους τους κατοίκους της Νώτιας.
Στο τέλος, πήρε την απόφαση να θάψει ζωντανούς καμμιά δεκαπενταριά, επειδή του είχαν αντισταθεί κι επειδή πληγώσανε μερικούς τούρκους. Παρόλα τα κλάματα και τα παρακαλείά της, η Μαριόρα, 'δεν κατάφερε να τον πείσει ν' αλλάξει γνώμη.

Πήρε αυτούς τους δεκαπέντε άντρες, τους παρέδωσε στους σαρικοφόρους, κι αφού αυτοί τους βασανίσανε απάνθρωπα, αφού τους έκαναν τα πιο φρικτά πράγματα, που δεν μπορούν να περιγραφούν, τους έρριξαν μέσα στους λάκκους και τους θάψανε ζωντανούς.

 Άφησαν μονάχα τα κεφάλια τους απ' όξω απ' το χώμα, για να μαρτυρήσουν ακόμα περισσότερο.
Εκεί κατέβαιναν τα κοράκια και τους τσιμπούσαν τα μάτια. Όλοι τους είχαν μείνει τυφλοί και τα βογγητά τους, οι κραυγές τους και οι προσευχές τους, ακούγονταν ώρες ολόκληρες. Ποιος τολμούσε να πλησιάσει; Ώσπου ήλθε ο θάνατος, τους πήρε μαζί του κι ησύχασαν.

Ο Χουρσίτ, ευτυχισμένος που απόχτησε τον πολύτιμο θησαυρό του, πήρε τη Μαριόρα κι έφυγε την ίδια μέρα για το σπίτι του.
Προηγουμένως άφησε ελεύθερους τους δικούς της, κι όλους τους άλλους,   εκτός   απ΄  τους  δεκαπέντε που  θανατώθηκαν.

Στο δρόμο καθώς την πήγαινε καβάλα πάνω στ' άλογο του, ο τρομερός εκείνος άνθρωπος απομακρύνθηκε απ' τους συντρόφους του, θέλοντας να βρει μια κατάλληλη ερημιά και να γλεντήσει με την άμοιρη κοπέλα.
Η Μαριόρα, άμα μείνανε μόνοι, έκανε πως τον χαϊδεύει, και τούτος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Ξαφνικά όμως τράβηξε απ' τον κόρφο της  ένα μαχαίρι και  του  το κάρφωσε  στην  καρδιά.
Ο  Χουρσίτ έβγαλε  ένα  βογγιτό   κι   έπεσε   απ' το  άλογο   του.
Ήταν νεκρός.
Τότε, η νέα, πήρε το ζωντανό και καλπάζοντας σαν τον άνεμο, γύρισε μπρος — πίσω στο χωριό της, για ν' αναγγείλει σ' όλους το θάνατο του Χουρσίτ. Όλοι τότε τη σήκωσαν στα χέρια και την πήγαν στον πατέρα της και στη μάνα της.
 Η Μαριόρα έπεσε στα πόδια τους.

—Συγχωρέστε με! τους είπε. Καταπάτησα τον όρκο μου για λίγες ώρες. Τον καταπάτησα για να μπορέσω να βγάλω από τη μέση τούτο το ανήμερο θηρίο, που μας βασάνιζε χρόνια και χρόνια. Ποτέ δεν απαρνήθηκα το  θεό  μου. θέλω να με πιστέψετε.
Κλαίοντας,  οι δικοί   της,  την  αγκάλιασαν και τη φίλησαν.

—'Νάσαι ευλογημένη, φώναξαν. Ευλογημένη απ' το Χριστό κι όλους τους Αγίους.
Τι θα κάνουμε όμως τώρα; Τάχα οι τούρκοι δε θα ξαναγυρίσουν στο χωριό  μας,  για να μας τιμωρήσουν;
—Μπορούμε να φύγουμε και να πάρουμε τα βουνά, πρότειναν μερικοί. Είναι το μόνο που μας απομένει να κάνουμε. Τι λέτε κι εσείς  οι  άλλοι;
—Σωστή είναι η σκέψη σας. Καλύτερα όμως να συμμορφωθούμε μ' αυτά που θα μας πει ο Δεσπότης. Πάμε να τον βρούμε και να του μιλήσουμε.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΜΟΓΛΕΝΩΝ

Ο Μητροπολίτης Μογλενών—όπως είναι γνωστός στην ιστορία του εξισλαμισμού του —Ιωάννης, που είχε μεταθέσει αναγκαστικά την έδρα του στη Νότια, το μόνο χριστιανικό χωριό της περιοχής, κατάλαβε πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας του ποιμνίου του παρά να υποκύψει στη βία. 

Μερικοί λένε πως στα γύρω χωριά δεν υπήρχαν ακόμα καθόλου τούρκοι, γιατί ήταν πιο φτωχά, κι άλλοι λένε πως είχαν εξισλαμισθεί πιο γρήγορα και πως έτσι ή αλλοιώς, τώρα ήταν η σειρά της  Νότιας να εξισλαμισθεί.

Εξάλλου η τρομοκρατία απ' τους τούρκους είχε φτάσει στο ανώτατο σημείο και ο βίαιος εξισλαμισμός, το παιδομάζωμα, ο βίαιος αποχωρισμός συγγενών, αδελφών, γονέων ήταν κάτι σύνηθες την εποχή τούτη.
Η ανασφάλεια, ο προπηλακισμός, οι σκοτωμοί, συνηθισμένα κι αυτά φαινόμενα της εποχής τούτης. Η Νότια δεν εξαιρούνταν φυσικά.
Τώρα μάλιστα μετά το θάνατο του Χουρσίτ και την απόδραση της Μαριόρας τα πράγματα γίνανε πολύ δύσκολα και στενά.
Κι σκέψη του Δεσπότη να υποκύψει δηλ. να δεχθεί φαινομενικά το Μωαμεθανισμό — όπως τόσοι και τόσοι άλλοι κρυπτοχριστιανοί — και να περμένει ύστερα με υπομονή  νάρθουν  καλύτερες μέρες ψυχικής και σωματικής απολύτρωσης ήταν μια λύση.

 Τη σκληρή αυτή απόφαση του, ο μητροπολίτης τη φύλαγε μέσα του πολύ καιρό μυστική.

 Αλλά δεν μπορούσε πια να την κρατήσει περισσότερο.

Τώρα  μάλιστα  με τα  τελευταία  γεγονότα!...

Είπε λοιπόν, στον αδελφό του Δημήτριο ( = Τούση) που ήταν φτωχός γεωργός, την απόφαση του.
Κι αυτός την παραδέχτηκε στενάζοντας.

 Έτσι, αποφάσισαν να την ανακοινώσουν και στους άλλους και οίκους την επομένη το πρω'ί. θα τους το έλεγαν μετά τη λειτουργία, και προτού ξαναγυρίσουν οι τούρκοι στη Νότια για να τους σφάξουν ή και για να τους πάρουν μαζί τους, όπως γινόταν συνήθως.

Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα του   1759, και ξημέρωνε η Μ. Πέμπτη.

 Μερικοί λένε πως την απόφαση για εξισλαμισμό την ανακοίνωσε ο  Δεσπότης  νωρίτερα  στους κατοίκους,  οι οποίοι  όταν συμφώνησαν, αποφάσισαν να   νηστέψουν   σαράντα μέρες  και  να προβούν στο διάβημα τους με την Ανάσταση.
'Ετσι:
..Ήταν Μεγάλη Πέμπτη, ημέρα της αναμνήσεως της Σταύρωσης του Χριστού, και οι Νοτιώτες, καθώς ο ήλιος συνέχιζε το ταξίδι του,πίσω απ' τα βουνά της Νότιας, οι χριστιανοί μαζευόντουσαν στη μοναδική Εκκλησία, τότε, του χωριού, της Αγίας Παρασκευής.

Η συρροή ήταν αθρόα.
Δυο παπάδες ανάγνωσαν προς το λαό από την ωραία πύλη του Αγίου Βήματος τις πέντε πρώτες περικοπές του Ευαγγελίου, απ' τις «νενομιομένες» δώδεκα, όταν ξαφνικά φάνηκε ο αρχιερέας, ο Δεσπότης.
Φαινόταν κίτρινος, ρυτιδωμένος και συντετριμμένος. Σ' αυτό βοηθούσε και το φως των λαμπάδων των δυο κηροστατών που βρίσκονταν από ένας σε κάθε μια. πλευρά της Ωραίας Πύλης.

Συντριμμένος και ταπεινός ανάγνωσε την έκτη περικοπή του Ευαγγελίου, που εξιστορεί την καταδίκη του Σωτήρα και τη καταδίκη του.

«Σήμερον κρεμάταιεπί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας».

Η Εκκλησία ήταν κατάμεστη από κόσμο.
Οι καμπάνες της κάλεσαν όλους τους πιστούς.
Η λειτουργία τους ήταν ίσως η τελευταία. 
Γιατί οι τούρκοι ίσως φαίνονταν από στιγμή σε στιγμή, για να τους κατασφάξουν ή απαγάγουν.
Γι αυτό οι πιστοί ήταν λυπημένοι κι έντρομοι, κι ήλθαν όλοι στην Εκκλησία, άντρες γυναίκες, παιδιά, ντυμένοι με τα γιορτινά τους. Κεριά έκαιγαν στα μανουάλια κι ο μικρός πολύ έλεος ήταν κατάφωτος. Καθένας πιστός άναψε και το κερί του.
Μερικοί είχαν πάρει κιόλας τα πράγματα τους κι είχαν φύγει για τα βουνά, όπου θα έμεναν κρυμμένοι μέσα σε σπηλιές   και  χαράδρες.   Όμως  θα πέθαιναν   γρήγορα,   γιατί   ο χείμωνας είναι βαρύς, δω πάνω, και το χιόνι φτάνει και τ' ανθρώπινο μπόι

Που θα βρίσκανε τροφές, γ:α να καταφέρουν να επιζήσουν; Αυτά που κουβαλούσαν μαζί τους, ήταν λίγα. Δε θάφταναν γ:α περισσότερο από δέκα ως δεκαπέντε μέρες, μ' όση οικονομία κι αν έκαναν.

Ύστερα είναι οι λύκοι και τα τσακάλια. Είναι επικίνδυνα την εποχή τούτη.
 Τέτοια αγρίμια, ο τόπος τούτος έχει πολλά, ολόκληρα κοπάδια, ιδίως το χειμώνα.

Καμμιά φορά κατέβαιναν ως μέσα στα χωριά και δεν άφηναν τίποτα ζωντανό. Έμοιαζαν και τούτα με τους τούρκους, αν και οι τελευταίοι, ήταν πιο σκληροί και πιο αιμοβόροι, γιατί περνούσαν τον εαυτό τους για ανθρώπους. Ενώ τ' αγρίμια είναι αγρίμια.

Η λειτουργία στην Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής συνεχιζόταν κατανυκτικά. Οι ψάλτες έψελναν μελωδικά τα τροπάρια, και χορός από παιδιά κρατούσε το ίσο.
Η λειτουργία προχωρούσε κανονικά, κι όλοι οτ πιστοί, αποταμιεύανε στην ψυχή τους καινούργιες ελπίδες. Οι γυναίκες έκλαιγαν. Οι άντρες, μαζεμένοι στα δεξιά της εκκλησίας, έκαναν σιωπηλά το σταυρό τους και τα χείλη τους ψυθίριζαν διάφορες δεήσεις.
 Το αυτί τους, όμως, παραμόνευε: και τους εξωτερικούς ήχους, γιατί όλοι τους περίμεναν, πως οι τούρκοι  θα έκαναν την   εμφάνησή τους   στο  χωριό εκείνη  τη  μέρα.
«Σήμερονκρεμάται......

Τα λόγια τούτα απ' το στόμα του ιερέα, αντηχούσαν, καθώς έβγαινε απ' τη βόρεια μικρή πορτούλα του Αγίου Βήματος «αίρων» πάνω τον ξύλινο Σταυρό με το ομοίωμα του Χριστού.\
 Όλοι προσκυνούν τον περιφερόμενο Σταυρό κι ο Δεσπότης γονατίζοντας εκφωνεί:
«Προσκυνούμεν Σου τα πάθη Χριστέ, δείξον ημίν και την Αγίαν Σου Ανάστασιν».

ΜΑΥΡΗ    ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου κτυπάει η καμπάνα και προσκαλεί τους πιστούς να γιορτάσουν την Ανάσταση.

Ήταν η τελευταία γιορτή.

Η αυλή της εκκλησίας μόλις χωρούσε το μεγάλο πλήθος των χριστιανών. Ο Μητροπολίτης ανάγνωσε το Ευαγγέλιο της Ανάστασης, που το κρατούσαν ανοιχτό ο ασπρομάλλης παπάς και ο διάκος.

 Όλοι, όμως, αντελήφθησαν, τότε, πως η φωνή του Δεσπότη δεν ήταν σαν άλλοτε σταθερή,  ότι  κάτι αλλόκοτο  είχε σ'  όλο του  το φέρσιμο σήμερα, κι απορούσαν και τον κύτταζαν.
Μετά το τέλος του Ευαγγελίου, ο μητροπολίτης τραβήχτηκε μέσα στο ιερό, γονάτισε σε μια μυστική θαρρείς γωνιά, και με συντριβή καρδιάς, προσευχήθηκε, παρακαλώντας το Θεό, να του δώσει την ψυχική δύναμη που του χρειαζόταν, για ν' αναγγείλει στο ποίμνιο του, τη φοβερή του  απόφαση.

Τέλος σηκώθηκε.
Η λειτουργία  είχε τελειώσει.

Οι πιστοί, εντωμεταξύ, με αναμμένες τις λαμπάδες τους, όλοι, βάδισαν προς την Ωραία Πύλη, να κοινωνήσουν «των αχράντων μυστηρίων».

Φιλιούνται μεταξύ τους, λένε «Χριστός Ανέστη» και απαντούν «Αληθώς Ανέστη» κι όταν τέλειωναν ετοιμάζονταν να φύγουν, και σκέπτονται τι και πώς θα φάνε, σε τέτοιους άσχημους καιρούς.

Ο Μητροπολίτης Ιωάννης καθώς φανερώθηκε στην Ωραία Πύλη, 
τρέμοντας από συγκίνηση και με λίγα,
 αλλά παλλόμενα λόγια, αφού τους εμπόδισε να φύγουν, 
τους εξήγησε την επιτακτική ανάγκη  
«να   προσχωρήσουν   όλοι  στη   θρησκεία   του  Μωάμεθ».

«Ο Μέγας Θεός, πρόσθεσε, και ο Μονογενής Γιος του του οποίου την Ανάσταση πανηγυρίσαμε σήμερα, λίγο νωρίτερα, αυτοί μόνοι γνωρίζουν τα πάντα, και δε θα θεωρήσουν εμάς ανάξιους της χάριτος τους».

Δε βρισκόμαστε, συνέχισε, στους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού, που οι άνθρωποι προτιμούσαν να υποστούν φοβερότατα μαρτύρια, παρά ν' αρνηθούν τον Ιησού Χριστό. Στη σημερινή εποχή, η θρησκεία του Χριστού είναι στερεά θεμελιωμένη και οι περιστάσεις της ζωής είναι άλλες.

Γι αυτό, είν' ανάγκη, παιδιά μου, να πιούμε το πικρό αυτό ποτήρι και ν' αλλάξουμε, φαινομενικά, την πίστη μας, για να ζήσουμε χάριν της πατρίδας μας ώσπου να έλθει η μέρα  της  οριστικής απολύτρωσης ψυχών  και   σωμάτων.

Η ευλογία του Κυρίου πάνω σας!
Ας δώσουμε τον αδελφικό ασπασμό κι ας παρακαλέσουμε το θεό, να μας δώσει την υπομονή που χρειάζεται σε μ.α τέτοια σκληρή δοκιμασία.
Ο Θεός που τα ξέρει  όλα,  θα  μας συγχωρέσει.

ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ

Τα γεγονότα που επακολούθησαν ήταν δραματικά.
Η ανακοίνωση του μυστικού του Μητροπολίτη, που μόνον ο αδελφός του Δημήτριος γνώριζε, προξένησε τρομερή κατάπληξη στο πλήρωμα του Ιερού Ναού της Αγίας Παρασκευής, που αντηχούσε τώρα από το θόρυβο   και τις επικλήσεις   όλων,  που,   κλαίγοντας,  φιλούσαν   ο ένας τον άλλο και δεν ήξεραν τι τους περίμενε, ούτε μπορούσαν να διανοηθούν τς πιθανές  μελλοντικές περιπέτειες τους.

Η πράξη της εξωμοσίας, γράφτηκε στο αρχαίο πολύτιμο Ευαγγέλιο, στην τελευταία λευκή σελίδα.

 Το Ευαγγέλιο τούτο φυλαγόταν, ως το ιερότατο των κειμηλίων της Κοινότητας, σαν εθνικό κειμήλιο να πούμε, απ' τον εισπράχτορα του 'δημοσίου.

 Μετά την ανταλλαγή  των πληθυσμών του   1923,  κανείς  δεν  ξέρει  τι  έγινε.

'Επειτα οι παπάδες και οι ψάλτες της εκκλησίας, πήραν το δισκοπότηρο, τους σταυρούς, τα εξαπτέρυγα και τ' άλλα ιερά σκεύη του ναού και τέλος μάζεψαν όλα τα εικονίσματα και τα πήγαν να τα θάψουν σε μυστικό μέρος, που δυο ή τρεις γ\ώριζαν μονάχα. Άλλοι λένε πως τα κατάστρεφαν όλα, για να μην τα πάρουν και τα μολύνουν, οι τούρκοι.

 Μόνον την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, που ήταν πολιούχος των Νωτίων, εντοίχισαν καλά και την έκρυψαν στην εκκλησία.

Και οι παλιοί Νωτιώτες, παρότι μουσουλμάνοι, γιόρταζαν κατά την ημέρα της μνήμης της αρχαίας τους Αγίας Προστάτιδας.
Και σήμερα απ' το χωριό γιορτάζεται η μέρα της Αγίας Παρασκευής με πολλή  κατάνυξη.

Ο ΜΟΥΦΤΗΣ  ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Ο Μουφτής της Φλώρινας πήγε στα Νώτια κι έβαλε όλους τους κατοίκους να δώσουν όρκο πίστης στην καινούρια τους θρησκεία.
Σε λίγους μήνες χτίστηκε κι ένα τζαμί στο χωριό και πήγε και Χότζας.

Οι Νοτιώτες ήταν αναγκασμένοι να πηγαίνουν στο τζαμί κάθε Παρασκευή, αλλά το βράδυ, στα σπίτια τους, προσεύχονταν στο θεό των χριστιανών.

 Κι απ' το μιναρέ του τζαμιού ακουόταν η φωνή του Ιμάμη με προσευχές του Κορανίου, οι γυναίκες όμως της Νότιας, τα ψυχοσάββαια, άναβαν κερί πάνω στους τάφους των δικών τους.

Ο Μουφτής της Φλώρινας, κάλεσε τον Μητροπολίτη Ιωάννη, τον προχείρισε  Ιεροδικαστή και τον έστειλε  στη  Λάρισα.

Κι ο δυστυχισμένος Ιωάννης, που ονομαζόταν τώρα Αλής, υποχρεώθηκε να κηρύττει μέσα στα τζαμιά της Λάρισας, το  Κοράνι!

Άνθρωπος σιδερένιας υπομονής όμως, μπορούσε να παίζει καλά το μοιραίο του  ρόλο..

Και τα χρόνια κυλούσαν....

Ο ΑΛΗΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ

Μια μέρα, ο πρώην Δεσπότης, που  βρισκόταν σ' ένα καφενείο, είδε να μπαίνει ένας χωρικός, ξενοφερμένος.

Ήταν ο αδελφός του Δημήτριος, που μη μπορώντας να βαστάξει τον Μωαμεθανισμό, παράτησε τα Νοτιά, κι έφυγε γ:α τη Λάρισα.

Άλλοι λένε, πως, η αιτία που πήγε ο Δημήτριος νάβρει τον αδελφό του, ήταν ότι κάποτε ο Δεσπότης Ιωάννης είχε αφορίσει έναν κάτοικο του Αετοχωρίου τουοποίου δεν έλυωνε το σώμα μετά τον θάνατο.

Οι Αετοχωρίτες ανάγκασαν τότε τον Δημήτριο να πάει στη Λάρισα για να συναντήσει τον αδελφό του και να άρει τον αφορισμό.

Σε μια άκρη του καφενείου, έγινε η δραματική συνάντηση των δυο αδελφών. Έπειτα πήγαν στο σπίτι του πρώην ρασοφόρου, και, τα είπαν καλύτερα.

Εκείνες τις μέρες, ήταν άνοιξη πια του 1766, διάφορες πολεμικές ειδήσεις είχαν φτάσε: στη Λάρισα, που είχαν αναστατώσει τους τούρκους, κι είχαν ανάψει μεγάλες ελπίδες στις καρδιές των Ελλήνων.

Η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.

 Ο ρωσικός στόλος, υπό τον ναύαρχο Σπυριδώφ, περιέπλεε τα νησιά του Αιγαίου και τ' άλλα Ελληνικά παράλια, για να ξεσηκώσει τον πληθυσμό σ' επανάσταση.
Ο συναγερμός ήταν γενικός.
Ο Σπυριδώφ, μοίραζε όπλα, σημαίες, ιερά σκεύη, σταυρούς, Ευαγγέλια, και αναμνηστικά μετάλλια, με την εικόνα της Μεγάλης Αικατερίνης.

Ή είδηση, πως ένας κεραυνός έπεσε πάνω στην Αγια Σοφιά και γκρέμισε ένας από τους τέσσερις μιναρέδες της, ενθουσίασε περισσότερο τους  'Ελληνες.

Τέλος, ο στόλος της Τσαρίνας της Ρωσίας, που κυβερνούσε ο Θεόδωρος Ορλώφ,  φανερώθηκε   στο Οίτυλο  της   Μάνης.
:::
Η τελευταία τούτη είδηση, φλόγισε την ψυχή του πρώην Μητροπολίτη Μογλενών.
—Αδελφέ μου, είπε στο Δημήτρη έτοιμος να πεθάνω για  το   Χριστό μας.

Έπειτα, κρατώντας ένα Ευαγγέλιο, που το φύλαγε κρυμμένο στα βάση της κασέλας του, πήγε στο Τουρχάν τζαμί, που ήταν κοντά στη γέφυρα του Πηνειού ποταμού.

Το τζαμί ήταν γεμάτο τούρκους, που έκαναν τη μεσημεριάτικη προσευχή τους.

Ο   Ιωάννης  ανέβηκε  στον άμβωνα να  κηρύξει

 Οι τούρκοι στάθηκαν προσεκτικοί.

Ο Μητροπολίτης έκανε το σημείο του Σταυρού και φώναξε:

— Ένας είναι ο Θεός, ο αληθινός Θεός! Ο Ιησούς Χριστός, που γεννήθηκε και σταυρώθηκε, για να σώσει τον κόσμο!
Κι αυτό είναι το Ευαγγέλιο του!

Δεν πρόφθασε να πει περισσότερα. Άγριες φωνές ακούστηκαν από παντού:

—Θάνατος στον άπιστο Μουλά (= Ιεροδικαστή)! Θάνατος στο προδότη!

Έπεσαν άγριοι πάνω του και τον κατάσφαξαν μέσα στα τζαμί.

Αυτό έγινε στις 5 Απριλίου 1766, όπως γράφει το παλιό χειρόγραφο.

Η   ΑΓΧΟΝΗ

Την ίδια μέρα, έπιασαν και τον αδελφό του μάρτυρα, και τον κρέμασαν.  Τον  Δημήτριο τον   κατέδωσε  κάποιος κατάσκοπος.

Τα δυο πτώματα τάρριξαν μέσα σ" ένα βόθρο και πάνω τους τοποθέτησαν μια πέτρα που έγραφε:
ΝΕ ΒΙΖΙΜ, ΚΕ SIZIN Ι) ΝΕ = τουρ. σύνδεσμος = ούτε 2) ΒΙΖΙΜ = τουρ. αντωνυμία = δικός μας 3) SIZIN = τουρ. αντ. = δικός σας δηλ. ούτε δικός μας, ούτε δικός σας.

 Στο καθαρευουσιάνικο χρονικό τη μετάφραση τη συναντούμε: ουδέ ημέτερος, ουδέ υμέτερος.

Όταν μαθεύτηκε στη Νότια το τραγικό τούτο περιστατικό, οι προεστοί του χωριού δεν μπόρεσαν να κρατήσουν περισσότερο.
Την ίδια νύχτα πήγαν και γκρέμισαν το τζαμί, πήραν τις κρυμμένες εικόνες τους και βγήκαν στα βουνά, όπου έζησαν πάλι σαν καλοί χριστιανοί.

Τα παιδιά τους τα εγγόνια τους ακολούθησαν τον ρου του Ελληνισμού και πήραν μέρος σ' όλους τους αγώνες του γένους.

Η    ΣΟΦΙΑ

Μια άλλη παράδοση του χωριού λέει ότι αιτία της αλλαξοπιστίας ήταν μια νέα, που ονομαζόταν Σοφία και που την αγαπούσε ο γιος του Πασά της Νότιας.
Η αγάπη τούτη όμως ήταν μονόπλευρη.
Η Σοφία όχι μόνο δεν ανταποκρινόταν, αλλά ούτε ν' ακούσει ήθελε για τέτοια αγάπη και πως θα παντρευόταν τούρκο και θα τουρκέψει.

Αυτό στάθηκε αφορμή να γίνουν φοβερότεροι και συχνότεροι οι διωγμοί κατά των χριστιανών και ύστερα από παρακλήσεις των συγγενών της και των συγχωριανών της, η Σοφία δέχθηκε να συναντηθεί με το νεαρό τουρκόπουλο, το γιο του πασά, όξω απ' το χωριό, τυχαία τάχα, για να μιλήσουν.

Έτσι καβάλα σε δυο άσπρα άλογα, συναντήθηκαν και τα λέγανε.

Η Σοφία είχε το σχέδιο της, και κει που όλα πήγαιναν κατά πως ήθελε το πασόπουλο, η Σοφία με τρόπο, μόλις της δόθηκε η ευκαιρία, το σκότωσε.

Αυτός ο φόνος ήταν η αιτία ν' αλλναξοπιστήσουν οι Νοτιώτες. Γιατί οι τούρκοι βρήκαν ευκαρία και τους Θέοαν, να διαλέξουν ανάμεσα σε δυο όρους:

Ι) Ή να αλλάξουν την πίστη τους, οπότε δε Θα πειράξουν κανέναν,
2)  ή Θα τους σκοτώσουν όλους.

Απ' ό,τι είδαμε, οι Νοτιώτες διάλεξαν τον πρώτο, κι αλλαξοπίστησαν.

ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ ΦΛΩΡΙΝΙΩΤΩΝ

Στο περιοδικό ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ—Φλώρινας (αριθ. τευχ. Ι — !957) και  στη σελίδα 30,  ο μακαρίτης  Παντελής   Βλάσης  γράφει:

«Και να γιατί κατά μίαν παράδσοιν έγινε αυτό.
Οι χριστιανοί των Μογλενών (Καρατζόβας) μη δυνηθέντες, κατά μίαν περίοδον, να υποφέρουν τα βάσανα και τας πιέσεις εις τας οποίας υπεβάλλοντο, υπέκυψαν και αλλαξοπίστησαν, μάλιστα δε μετά του Μητροπολίτου των, τον οποίον και οι Τούρκοι διώρισαν Χότζα εις την Λάρισαν.

Ένας όμως εκ των αδελφών του Μητροπολίτου—Χότζα, βαρέως φέρων την αλλαξοπιστίαν του αδελφού του, τον κατέρριψεν από τον Μιναρέν κατά την ώραν της τελέσεως του προσκυνήματος και τον εφόνευσεν».

Στο ίδιο τεύχος και στη σελίδα 32 η μακαρίτισσα Φανή Αργυρίου, 88 χρόνων το 1957, δήλωσε κοντά σ' άλλα στον κ. Νικόλαο Λούστα και τα  εξής:

«...Δεν είναι σε θέση (η μακαρίτισσα Φανή Αργυρίου) να μας πληροφορήσει πότε ακριβώς ιδρύθηκε η Μητρόπολι Φλωρίνης, μα, όσον αφορά τον μύθο του Δεσπότου, η καλή μας δέσποινα, μας λέγει ότι δεν είναι μύθος, αλλά γεγονός. Γεγονός γραμμένο και σε βιβλιαράκι που το εδιάβασε πολλές φορές η ίδια και η κόρη της κ. Ελένη Σιμού, γυναίκα του αειμνήστου  οπλαρχηγού  Μακεδονομάχου Σιμού  (Ιωαννίδη)  από τ' Άλωνα.

Το βιβλιαράκι με την ιστορία της Νώτιας—όπως μας είπε—της το έδωσε μάλιστα ο Μητροπολίτης Φλωρίνης—Μογλενών Προκόπιος και ευρίσκετο πολλά χρόνια στα χέρια της" το έδωσε όμως στον αείμνηστο αρχιμανδρίτη Παπα Δράμπη, που δεν της το επέστρεψε.

Κατά το βιβλιαράκι λοιπόν αυτό, ο: Τούρκοι επέδραμαν κατά της   εκκλησίας   ημέραν  του   Πάσχα.
Το εκκλησίασμα το έσφαξαν, τον δε Μητροπολίτη τον, υποχρέωσαν ν' αλλαξοπιστήση υπό την φοβέραν της   βίας.

Ο αδελφός του Μητροπολίτου που κατοικούσε στην Κων)πολη ήλθε στη Νώτια, πρωτεύουσα της Αριδαίας (Καρατζόβας) έβγαλε μία μέρα τον αλλαξοπιστήσαντα αδελφό του σε περίπατο κι εκεί του εφύτεψε 2 σφαίρες στην καρδιά.

 Στον τόπο του εγκλήματος εκάρφωσε σ' ένα σανίδι ένα σημείωμα με τις φράσεις:

 «ούτε δικός μας, ούτε δικός σας».

Μάλιστα η λαϊκή μούσα έγραψε για το συνταρακτικό αυτό γεγονός τραγούδι που δυστυχώς δεν το θυμάται καλά, εν αντιθέσει με άλλα,  που  τα θυμάται πάρα πολύ.   Να  μερικά   λόγια  του:

Πότε, πού είχε ακουστή.
Δεσπότης,  Τούρκος να  γενή.
Το Πάσχα οι Χριστιανοί
στην Εκκλησιά πηγαίνουν
Κι ο Δεσπότης   στο τζαμί  κλπ.
Αυτά μόνον  είναι  γραμμένα.
*
Μια τελευταία παράδοση λέει — όπως μου την διηγήθηκαν στο Αετοχώρι τον Αύγουστο του 1978 — πως, αλλαξοπίστησαν οι βλαχόφωνοι κάτοικοι της Νότιας, ενώ οι ντόπιοι, δε δέχθηκαν και φύγανε με αρχηγό και οδηγό τον Τούση (Δημήτριο). Ο Τούσης, ήταν αδελφός του   εξισλαμισθέντα   Μητροπολίτη   Μογλενών.

Οι φυγάδες εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν νέο χωριό, που ονομάστηκε Τούσιμ ή Τούσιανη (απ' το όνομα του Τούση) και που σήμερα  λέγεται Αετοχώρι.


"Από τον Μακεδονικό Αγώνα... στην απελευθέρωση της Δράμας". 3ήμερο επιστημονικό ιστορικό συνέδριο

$
0
0

Το "Κέντρο Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας" σε συνεργασία με την Περιφερειακή Ενότητα Δράμας, το Δήμο Δράμας, τη ΔΕΚΠΟΤΑ του Δήμου Δράμας και το Δήμο Προσοτσάνης, εν όψει των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Δράμας και της ευρύτερης περιοχής μας, συνδιοργανώνουν 3ήμερο επιστημονικό ιστορικό συνέδριο με θέμα:


"Από τον Μακεδονικό Αγώνα... στην απελευθέρωση της Δράμας
στις 16-17 & 18 Νοεμβρίου 2012 στο Δημοτικό Ωδείο Δράμας.

Ο Μακεδονικός Αγώνας αναμφίβολα κατέχει μια θέση αληθινής εποποιίας στη νεώτερη ελληνική ιστορία. Ήταν ένας αγώνας άγνωστος στη δύναμη και το πάθος του για τους περισσότερους. Αγώνας με πολλές θυσίες, με πολλούς σιωπηλούς μάρτυρες, με γενναίους πολεμιστές και «ωραίους νεκρούς» που έγινε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους, αλλά πρώτιστα, για την επιβίωση του ίδιου του ελληνισμού από τον κίνδυνο του σλαβισμού.

 Ήταν ένας αγώνας που τον επωμίσθηκε κυρίως ο ντόπιος Μακεδονικός ελληνισμός, με τη συνδρομή του μικρού και ανίσχυρου τότε Ελληνικού κράτους, αλλά και την εθελοντική συμμετοχή πατριωτών από τις ελεύθερες περιοχές της Ελλάδας. Και επιτέλους, η μέρα της ανέκφραστης χαράς για τη Δράμα, η απελευθέρωσή της ήρθε, την 1η Ιουλίου 1913. 

«Ο Ελληνικός μας στρατός νικητής και τροπαιούχος εισήλθεν εις την Δράμαν! Χαρά! Αγαλίασις! Χορός! Άσματα, δάκρυα Χαρμόσυνα! Ελευθερία! …» γράφει ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος στο ημερολόγιό του, ο οποίος υποδέχθηκε τον ελευθερωτή συνταγματάρχη Μιχαλακόπουλο Αρκαδικό στη Δράμα.

Εμείς οφείλουμε με αίσθημα ευθύνης το πλάτεμα του ιστορικού φάσματος για να δημιουργήσουμε -ως συμβολή- στέρεες βάσεις ιστορικής αντικειμενικότητας. Θέλουμε να συμβάλλουμε στην ανάγκη δημιουργίας της αναδρομής σ’ όλες τις πηγές, της ανατροφοδότησης, με συγκριτικούς ελέγχους, κριτική σύνθεση και ανάπλαση όλων των δεδομένων για την κρίσιμη αυτή περίοδο 1870 (ίδρυση της εξαρχίας) – 1913 (απελευθέρωση).

Διακεκριμένοι καθηγητές πανεπιστημίων, ερευνητές, συγγραφείς θα ανακοινώσουν πρότυπες εργασίες τους και θα φωτίσουν πτυχές του συγκεκριμένου χωροχρόνου. Επίσης, θα ακουστούν δημοτικά τραγούδια αναφερόμενα στον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ θα υπάρχει έκθεση φωτογραφίας δραμινών Μακεδονομάχων στον προθάλαμο του Ωδείου. Την τελευταία ημέρα θα πραγματοποιηθούν βιωματικά εργαστήρια - επισκέψεις - ξεναγήσεις σε: Καλή Βρύση, Προσοτσάνη, Παγονέρι, Βώλακα, Πύργοι και Πετρούσα όπου θα γίνει η πανηγυρική λήξη του συνεδρίου με τοπική παραδοσιακή μουσική και χορούς. Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό. 


Έναρξη την Παρασκευή 17-11-2012 και ώρα 17:00.



Πρόγραμμα Συνεδρίου 16-17-18/11/2012

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

16.30 – 17.00     Προσέλευση
17.00 – 18.30      Έναρξη
«Απορώ Μακεδονία» τραγούδι Δημήτριος Κώττας
«Μητρούσης Καπετάνιος» τραγούδι Ιωάννης Σιλλός
«Μακεδονία» τραγούδι Μαρία Κιάκου – Βαγενά

Προσφωνήσεις και Χαιρετισμόςτου προέδρου του Κέντρου Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας κ. Ιωάννη Παπουτσή
Χαιρετισμός εκπροσώπου  της Επιστημονικής Επιτροπής
Χαιρετισμοί Συνδιοργανωτών και Φορέων
Χαιρετισμός  - Παρέμβαση κ. Βασιλείου Άτσαλου, ομότιμου καθηγητή του Α.Π. Θ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑ 1η

Ατομική και συλλογική εμπειρία. Ο ελληνισμός της Δράμας στην κρίσιμη εποχή:1870-1913

Πρόεδρος           Βασίλειος  Άτσαλος

18.30 – 20.00   «Η περίπτωση του Ιερού Ναού της Παναγίας στην Πετρούσα»,Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Δράμας κ.κ. Παύλος

«Οικογενειακή μαρτυρία»,κ. Νάσος Βαγενάς, ομότιμος καθηγ. Πανεπιστημίου Αθηνών
«Ο Μακεδονικός Αγώνας στη δημώδη ποίησή μας», κ. Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης, δρ.  Φιλ., πρώην Διευθυντής Ερευνών Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών
«Τα τραγούδια του Μακεδονικού Αγώνα» (από την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας)»,Γρηγόρης και Πέτρος Παπαεμμανουήλ, Άρχοντες Πρωτοψάλτες του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας  και Πάσης Αφρικής, καθηγητές Ελληνικής Μουσικής
«Η σφαγή της Δράμας» τραγούδι Γρηγόρης  και Πέτρος Παπαεμμανουήλ
«Γαλάζια περιστέρα» τραγούδι ΕυάγγελοςΔασκαλούδης
20.00 – 20.30    Συζήτηση
21.00                Παραδοσιακό δείπνο στην Καλή Βρύση με τοπικούς μουσικούς ρυθμούς

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

ΣΥΝΕΔΡΙΑ 2η

Οι «βαθύτερες δυνάμεις»: οικονομία, δημογραφία, εκπαίδευση και ιδεολογία, 1870-1913(Α)
09.30 – 11.30   
Πρόεδρος           Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης
«Η Εκπαίδευση στη Μακεδονία και η συμβολή της στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την επιτυχία του Μακεδονικού Αγώνα», κ. Ευάγγελος Γ.Καρσανίδης, πρώην σχολικός σύμβουλος Α΄ θμιας Εκπαίδευσης ε.τ., ερευνητής, συγγραφέας
«Χτίζοντας το Δημοτικό Σχολείο: Προσωτσάνη, 1904-1909»,κ. Άγγελος Λύσσελης, δάσκαλος,  Δήμαρχος Προσοτσάνης
«Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι στα ελληνικά και βουλγαρικά βιβλία του γλωσσικού μαθήματος, της Δημοτικής Εκπαίδευσης», κ. Δημήτριος  Μαυρόπουλος, δάσκαλος, ΜΑ «Ιστορική Θεολογία» και «Συστηματική Φιλοσοφία»
«Εκκλησία και ελληνικό κράτος στη Μακεδονία, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η περίπτωση της Μητρόπολης Φιλίππων, Δράμας και Ζιχνών», κ. Ιωάννης Μπάκας, λέκτορας, Θεολογική Σχολή, Α.Π.Θ.
«Ο μακεδονικός πολιτισμός στην περίοδο της μετάβασης από το 1870 έως το 1913»,κ.Παναγιώτης Ηλιάδης, δρ. Κοινωνιολογίας, δημοσιογράφος
Συζήτηση
Διάλειμμα - καφές
ΣΥΝΕΔΡΙΑ 3ηΟι «βαθύτερες δυνάμεις»: οικονομία, δημογραφία, εκπαίδευση και ιδεολογία, 1870-1913 (Β)
12.00 – 14.00
Πρόεδρος           Σπυρίδων Σφέτας
«Η σημασία του καπνού στην οικονομία της Δράμας κατά την τελευταία οθωμανική περίοδο (1883-1912)»κ. Βασίλης Ριτζαλέος, δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.
«Η περιοχή της Δράμας 1870-1913: αλυτρωτικές βλέψεις από την άλλη πλευρά των συνόρων»,κ. Τάσος Χατζηαναστασίου , δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.
«Κοινωνικές διαστάσεις της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης στη Μακεδονία, 1893-1912», κ. Σπύρος Πλουμίδης,  λέκτορας, Τμήμα Ιστορίας- Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
«Από την οθωμανική αυτοκρατορία στο ελληνικό εθνικό κράτος:  Η Δράμα και η περιοχή της στη διαδικασία της μετάβασης», Ελένη Σταματιάδου, ιστορικός και Νικόλαος Μισολίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής στο  Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ.
Συζήτηση
14.30                    Γεύμα
ΣΥΝΕΔΡΙΑ 4η 

Ο Μακεδονικός Αγώνας στην περιοχή της Δράμας

17.00 – 19.00
Πρόεδρος           Βασίλης Ριτζαλέος
«Οι Μακεδονομάχοι του Νομού Δράμας»κ. Αριστοτέλης Ν. Σπυριδόπουλος,  κ. Βασίλειος  Δημητριάδης , υποψήφιοι διδάκτορες στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ.
«Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος (ιερομάρτυρας – εθνικός αγωνιστής) και ο Μακεδονικός Αγώνας», κ. Βασίλειος  Χατζηθεοδωρίδης, πρώην σχολικός σύμβουλος Α΄ θμιας Εκπαίδευσης, συγγραφέας
«Ο Μακεδονικός Αγώνας στον Ξηροπόταμο Δράμας όπως διαφαίνεται από τον Κώδικα της Ιεράς Μονής Αγ. Γεωργίου Βησσοτσάνης»,κ. Γεώργιος Δεμίσης,δάσκαλος, πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας  Ξηροποτάμου
«Ο Μακεδονικός Αγώνας στη Χωριστή Δράμας μέσα από τον κώδικά της και άλλες πηγές»,κ. Δημήτριος Πασχαλίδης, πρώην σχολικός σύμβουλος Α΄θμιας Εκπαίδευσης, ερευνητής, συγγραφέας,  κ. Χρίστος Φαράκλας, φιλόλογος
«Πρότυπα Εθνικών Αγωνιστών  του Μακεδονικού Αγώνα στον τόπο μας – ο Νικήτας Δρακόπουλος»,κ. Τηλέμαχος Τσελεπίδης, Λογοτέχνης, ερευνητής, συγγραφέας
Συζήτηση

19.00 – 19.15      Διάλειμμα

ΣΥΝΕΔΡΙΑ 5η 
Απελευθέρωση 1913
Πρόεδρος           Νάσος Βαγενάς
19.15 – 21.00     «Το διπλωματικό παρασκήνιο της συγκρότησης της Βαλκανικής Συμμαχίας, η πρόσληψη των  Βαλκανικών Πολέμων στην Ελλάδα και η απελευθέρωση της Δράμας»κ. Σπυρίδων Σφέτας, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ.
«Ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος Β΄ Κωνσταντινίδης και η συμβολή του στην απελευθέρωση της  Δράμας»,κ. Γεώργιος Χατζόπουλος,Φιλόλογος, πρώην Λυκειάρχης, συγγραφέας, πρόεδρος της Εταιρείας Δραμινών Μελετών
«Δοξάτο, 30 Ιουνίου 1913: γεγονός και προσλήψεις»,κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Αναπληρωτής  Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
«Πληροφορίες για την περιοχή της Δράμας στον ελληνικό Τύπο, κατά τους πρώτους μήνες της απελευθέρωσής της», κ. Πέτρος Παπαπολυβίου, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα  Ιστορίας Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου
Συζήτηση
21.30                  Προσομοίωση δρωμένου των Αράπηδων παραμονής Θεοφανείων καιπαραδοσιακό δείπνο στο Μοναστηράκι


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012


Βιωματικά Εργαστήρια – Επισκέψεις - Ξεναγήσεις

09.00 – 09.20    Αρχαιολογικός χώρος Καλής Βρύσης, το «Κονάκι του Βάκχου»
09.30 –09.45    1ο Δημοτικό Σχολείο Προσοτσάνης
11.00 – 11.15    Εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου στο Παγονέρι
11.45 –12.15    Στον Βώλακα κατάθεση στεφάνου στην προτομή του Μακεδονομάχου Άρμεν. Τραγούδια για τον Μακεδονικό Αγώνα από τις γυναίκες  του Πολιτιστικού Συλλόγου Βώλακα: 1)Δεν λαλείς γλυκό μου αηδόνι, 2)Παύλος Μελάς, 3)Του Άρμεν.
13.00 –13.20     Στην πλατεία των Πύργων τραγούδια για τον Μακεδονικό Αγώνα από τις γυναίκες  του Πολιτιστικού  Συλλόγου: 1)Οι Μακεδόνες Έλληνες, 2) Σηκώνομαι πρωί – πρωί,3)Βγήκαν αντάρτες στα βουνά, 4) Τσορμπατζής.
13.45 – 14.15    Πετρούσα: Συμπεράσματα – Λήξη εργασιών
14.30                   Γεύμα, τραγούδια και χοροί από τις ορχήστρες των συλλόγων – μελών τουΚέντρου Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας.
Στο προθάλαμο του Ωδείου θα υπάρχει έκθεση με φωτογραφίες δραμινών Μακεδονομάχων.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ ΣΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

$
0
0

ο Θύμιος ο Καούδης
Δημήτριος Γοβατζιδάκης
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
Μακεδονική Λαική Βιβλιοθήκη
ΑΡ. 34
Θεσσαλονίκη 1986

Παιδιά, κι ιντανε τούτη η βοή και εσείσθη ο Ψηλορείτης; 
έξεκινήσαν τα θεριά, τσή Κρήτης τα λιοντάρια!
Και ποιοι είναι αυτοί που πέρασαν στα πάρωρα τσή νύχτας 
κι άκούστηκε το διάβα ντων και τρόμαξεν ο κόσμος
και βουβαθήκαν τα πουλιά κι εσκιάχτηκαν τ αγρίμια;

Είναι ο Λουκάκης, ό Μακρής, ο Γιώργης Σεϊμένης,
ό Κοντονάτος, ο Βρανάς, ο Γιώργης Στρατινάκης, 
είναι ο Μπονατος ο Στρατής, ο Πέρρος, ο Ζουρίδης,
καί καπετάνιος κι αρχηγός ο Θύμιος ο Καούδης.
Είναι οι δέκα Κρητικοί, οι πρώτοι του Αγώνα.

Μ΄ αυτό  το ριζίτικο τραγούδι η λαϊκή κρητική μούσα χαιρέτησε το ξεκίνημα των παλικαριών μας για τον Μακεδονικόν Αγώνα.

Κι όσες φορές μου έρχονται στο νου οι στίχοι αύτού του τραγουδιού, τότε άναλογίζομαι πιο έντονα τη μεγάλη προσφορά και τις αμέτρητες θυσίες και των δικών μας άγωνιστών στη μεγάλη ύπόθεση της Μακεδονίας μας.

 Και μέσα άπό τις μνήμες μου ξεπηδούν ήρωϊκές φυσιογνωμίες και μεγάλα ονόματα αρχηγών, οπλαρχηγών και καπεταναραίων, που μαζί μετους ντόπιους και όλουςτους άλλους, άπ δλα τα τότε έλεύθερα και σκλαβωμένα χώματα της Μεγάλης Πατρίδας, κέρδισαν δικαιωματικά  το ζηλεμένο τίτλο του Μακεδονομάχου.

Και σας εύχαριστούμε όλους εσάς που είχατε την εύγενική καλωσύνη να άνταποκριθήτε στην πρόσκλησή μας και να τιμήσετε με την παρουσία σας τη σημερινή τιμητική εκδήλωση, που για το ετος του Μακεδονικού ’Αγώνα οργάνωσαν η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και η Παγκρήτιος Αδελφότης έν Μακεδονία.

Όμως είμαστε βέβαιοι, ότι η ανταπόκριση αύτή και η σημερινή παρουσία σας είναι συνέπεια ιστορικής μνήμης, είναι συνέπεια εθνικής μνήμης, είναι συνέπεια έθνικής περισυλλογής είναι τέλος εκπλήρωση κάποιου καθήκοντος. Και είναι καθήκον όλων μας να τιμούμε όλους αύτούς που πολέμησαν, που αγωνίστηκαν, που θυσιάστηκαν για να έχουμε  το δικαίωμα σήμερα εμείς και τα παιδιά μας να ζούμε στον έλληνικόν αύτόν τόπο έλεύθεροι.

«Αν θέλουμε, ορέ, να νιώθουμε λεύτεροι, πρέπει να τιμούμε αύτούς που μας χάρισαν τη λευτεριά»,
λέγει στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός Μακρυγιάννης.
Ας άποτελέσει λοιπόν η σημερινή τελετή και  το μνημόσυνο όλων εκείνων των ύψηλοφρόνων αγωνιστών, των άνιδιοτελών μαχητών, των ώραίων εθελοντών,  που , είτε έπέζησαν του ’Αγώνα, εϊτε θυσιάστηκαν στον ’Αγώνα  για τη μεγάλη ύπόθεση της Μακεδονίας μας.

Ό Περικλής στον επιτάφιό του λέγει:
«Οι νεκροί δικαιούνται των τιμών και έμεις εχουμε ύποχρέωση νατους τιμούμε». Και αυτό κάνουμε και μείς σήμερα. Τί μένει λοιπόν  για μας έδώ  για να τιμήσουμε την προσφορά και τη θυσία;

Ενός λεπτού σιγή.

Ενός λεπτού σιγή. Τόσο μονάχα παραχωρούν οι ζωντανοί σ’ αύτούς που φεύγουν.
Ενα λεπτό σιωπής άλλωστε οι ήρωες που έφυγαν τι να  το κάνουν  το λεπτό μας;
 Αύτοί έχουν όλη την αιωνιότητα  για να μιλούν με τη σιωπή των.

Ομως η διαμνημόνεύσις αύτή δεν γίνεται  για χάρη μόνο των πρωταγωνιστών,  για να παραμείνει στον αιώνα η μνήμη των, άλλά και  για χάρη κυρίως των νεωτέρων γενεών που έχουν ύποχρέωση οχι μόνον να μνημονεύουν τα μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων, άλλά και να διαπαιδαγωγούνται από αύτά, γιατί μόνον με τη γνώση αύτών θα είναι σε θέση να έκτιμήσουν  το μέγεθος και την άξια της εθνικής ελευθερίας.

Ό Μακεδονικός ’Αγών, φίλοι μας, ήταν  για μένα ένα συνεχές ερέθισμα, μια συνεχής συγκίνησις. Και αύτό ήταν πολύ φυσικό, άφού μέχρι τα 17 μου χρόνια έζησα με τη ζωντανή παρουσία ένός άπότους έκφραστάς έκείνης της έποχής του άειμνήστου πατέρα μου.

Τά νανουρίσματα της γιαγιάς μου, που ήταν δασκάλα στα χρόνια του ’Αγώνα στα έλληνικά σχολειά της Γευγελής,μ’ έφεραν σε πρώτη έπαφή με τον Μακεδονικό ν ’Αγώνα. 


«Ω κοφτερόν και λαμπερόν σπαθί μου»,
«Γειά σου,Τσόντο μου λεβέντη, γειά σου, Βάρδα ξακουστέ»,
«Ώ Κρητικιά μου λεμονιά»,
«Σάν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος λαβωμένος» κ.ά.

Σάν έγινα παιδί 13-14 χρονών,  το άγαπημένο μου βιβλίο ήταν «Στά μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα.

 Σ’ αύτή άκριβώς την ήλικία είχα την εύκαιρία, η καλύτερα την εύτυχία θα έλεγα, να γνωρίσω άπό κοντά πολλούς, πάρα πολλούς από τους δικούς μας έκείνους άγωνιστάς, δσες φορές έρχονταν να σμίξουν με τον αείμνηστο πατέρα μου.

Κι εγώ παιδί, με τα μάτια γεμάτα θαυμασμό « για τα παλικάρια τα καλά», όπως λέει και ο Μακρυγιάννης, στεκόμουνα παράμερα, γιατί δεν τολμούσα να πλησιάσω τις ήρωικές έκεΐνες μορφές που φάνταζαν μυθικές προσπαθούσα όμως ν΄ άκούσω μια άφήγηση, μια ιστορία, ενα γεγονός.
Και ήταν τόσο ζωντανή η κάθε έξιστόρηση, που μ΄ έκανε να πιστεύω πώς είχα και εγώ προσωπικά βιώματα από τον Αγώνα.

Κι ήταν οι ανδρες αυτοί «Τής αρετής πηγή και της αντρείας η φλέβα». Ήταν σαν νάχαν ξεπηδήσει από τις σελίδες του βιβλίου «Παντέρμη Κρήτη» του Παντελή Πρεβελάκη.
«Ένα καμάρι νατους θωρής». Στάμενοι ανδρες! μερικοί με τα χιόνια στα μαλλιά, αλύγιστοι σαν στύλοι και με τα μάθια ά που  ’παιζαν αναλαμπές σαν φωτιές σε σκοτεινό σπηλιάρι.

Θεόρατοι άντρες οι περισσότεροι, ήρεμοι στην όψη και με φωνή που σειούσε πέτρες». Προβάλλουν σήμερα δλα αύτά τα παλικάρια τα καλά άπό  το παρελθόν σε μια βουβή παρέλαση. «Μορφές χλωμές και διάφεγγες, σαν τις μορφές της 'Αγιογραφίας μας, η σαν τις μεταφυσικές μορφές του Γκρέκο.

Τά πρόσωπά τους είναι λουσμένα στο φως, αύτό που χαρίζει η νίκη, η αληθινή ήθική που δοξάζει και άθανατίζει και οδηγεί στον ούρανό.»

Πριν όμως μπούμε στο κυρίως θέμα της ομιλίας μας, θα πρέπει να διευκρινίσουμε μερικά πράγματα.
Δέν είναι μέσα στις προθέσεις μας η άναμόχλευση παθών του παρελθόντος, ούτε  το ξύσιμο παλαιών πληγών.
Ομως είναι άνεπίτρεπτον  για χάρη διεθνούς η έσωτερικής σκοπιμότητος, να άποσιωποΰμε η να διαστρεβλώνουμε ιστορικά γεγονότα που άπετέλεσαν άποφασιστικά ορόσημα  για την έπιβίωση του Γένους.

Και τέτοιο ορόσημο είναι και ο Μακεδονικός Αγών.

 Ή γνώση της ιστορίας δεν  είναι ούτε έξαψη παθών, ούτε ξύσιμο πληγών.

’Έτσι, άγνωστο  για ποιούς λόγους, ο Μακεδονικός ’Αγών δεν  φωτίστηκε έγκαίρως σ’ όλες του τις διαστάσεις.
’Ίσως λόγοι πολιτικής σκοπιμότητος, η λόγοι καλής γειτονίας, η αβροφροσύνης, η ραθυμίας, να ήταν οι αιτίες να μείνει στο μισοσκόταδο.

Εύτυχώς ότι η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, αύτή καθ’ έαυτή και δια του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, διειδεν έγκαίρως την σημασίαν αύτού του ’Αγώνα και με σειρές εκδόσεων άπομνημονευμάτων άγωνιστών, διαλέξεων, φωτογραφίας, κατόρθωσε να φωτίσει  το θέμα και να δώσει σ’ αύτό τη θέση που δικαιούται στα πλαίσια της εθνικής μας ιστορίας.

Ας θυμηθούμε τι έγραψε ο καθηγητής κ. Βαβούσκος, πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών:
«Οι εκ διαφόρων τμημάτων του έλληνικού χώρου προσελθόντες ένταύθα, ήνωμένοι μετους Μακεδόνας άγωνιστάς εις μίαν κοινήν πανεθνικήν προσπάθειαν, έξεδίωξαν τα κομιτάτα, άποκατέστησαν την έμπιστοσύνην άπάντων, ξένων και ήμετέρων, καί εξησφάλισαν τα δίκαια του Έθνους εις την απ αιώνων Ελληνίδα γην της Μακεδονίας».

Και όμως, λίγο πριν την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων ο μέγας όραματιστής και δημιουργός της νεώτερης Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος είπε:

«Ιδίως ο Μακεδονικός Αγών, δια τον όποιον έπιβάλλουν λόγοι Εθνικοί να γίνη  το Εύαγγέλιον της Ελληνικής φυλής. Και αν, όπως έλπίζω, εις  το μέλλον άπελευθερωθή η Μακεδονία,  το επίσημον κράτος επιβάλλεται να ίδρύση Μουσείον εις Θεσσαλονίκην, να στεγάση τις προτομές όλων των πρωτοπόρων αρχηγών κλπ. του Αγώνα 1903-1908. ’Αξίζει να στεφανωθή ο Αμυντικός έκεινος ’Αγώνας, ο όποιος εσβυσε την ντροπή του ’97, διότι με  το παράδειγμα των ήρωϊκών ’Εθελοντών έξύπνησε και ένεθάρρυνε ολόκληρο  το άποθαρρυμένο Έθνος».

 Εύτυχώς, έστω και αργά, μετά 70 περίπου χρόνια, χάρις εις  το συνεχές ένδιαφέρον της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, εύρέθησαν άνθρωποι που τις παρακαταθήκες του μεγάλου όραματιστού έκαναν έργο.
Και έφτιαξαν στην πόλη μας  το συγκλονιστικό Μουσείο του ’Αγώνα.
Εύγε τους!

 Αλλά και σήμερα ακόμη στα σχολικά έγχειρίδια δεν  γίνεται καμία αναφορά στον Μακεδονικό ’Αγώνα. 
Υπάρχει ένα κενό που  το συμπληρώνει με σύντομη περίληψη η καλή πρόθεση και η ιστορική ευθύνη του διδασκάλου.

’Ίσως βέβαια  για την παράλειψη αύτή να εύθύνεται και η συρροή στον αιώνα μας δραματικών γεγονότων στην ιστορική πορεία του Έθνους, που  το καθένα από αύτά έκτοπίζει από τη μνήμη τα προηγούμενα. Όμως, αλίμονο στα έθνη που έχουν χάσει την ιστορική τους μνήμη. Αύτό λέγεται έθνική αλλοτρίωση και έχει συνέπειες οδυνηρές.

Τό 1100 περίπου π.Χ. η οπισθοφυλακή των Ίνδοευρωπαίων ’Αχαιών, οι Δωριείς, εισβάλλουν στον έλληνικό χώρο. Ένα τμήμα τους,  το φύλο των Μακεδόνων η Μακεδνών, κατά τον ιστορικό Ηρόδοτο εγκαθίσταται στη Μακεδονία και ιδρύει  το Μακεδονικόν κράτος με πρωτεύουσα τις Αίγές.

Ή Μακεδονία, περιοχή ορεινή (μακ = ψηλή, ορεινή), με κλίμα κατάλληλο, γόνιμες έκτάσεις, με πλούσιες πλουτοπαραγωγικές εδαφικές πηγές και με κεντρική παραλιακή θέση στη Μεσόγειο, γίνεται γρήγορα πολιτικοστρατιωτικό και οικονομικό κέντρο.
Ήταν λοιπόν έπόμενο να προκαλέσει  το ένδιαφέρον των έπιδρομέων και να έχει πολυτάραχο ιστορικό βίο.
 Στά βυζαντινά χρόνια άρχίζει η έπιδρομή των Σλάβων εις την Μακεδονίαν.

Στήν αρχή πλήθος αιχμαλώτων Βουλγάρων εργάζεται στα μεγάλα βυζαντινά κτήματα. ’Αλλά και στην περίοδο της τουρκοκρατίας, που διήρκησε πέντε αιώνες, λόγω άκριβώς έλλείψεως συνόρων, πλήθος Βουλγάρων κατέρχεται στην ελληνική χερσόνησο  για αναζήτηση εργασίας.

Ή ελλειψις σχολείων,  το χαμηλό πνευματικό έπίπεδο που δυσκολεύει στην έκμάθηση της τουρκικής και έλληνικής γλώσσας, διαμορφώνει ένα γλωσσικό ιδίωμα άνάμικτο άπό λέξεις τουρκικές, άλβανικές και βουλγαρικές. Άλλά και μεγάλος αριθμός λέξεων έχει έλληνική ρίζα. Πάνω σ’ αύτό άργότερα η βουλγαρική προπαγάνδα θέλησε μέσα άπό  το γλωσσικό αύτό ιδίωμα να άποδείξει την μη έλληνικότητα της Μακεδονίας και του λαού της.

"Ομως, άλίμονο αν μόνο η γλώσσα προσδιορίζει τον εθνισμό των άνθρώπων.
Οί σλαβόφωνοι διετήρησαν την έλληνικότητά τους και την έλληνική τους συνείδηση.

Έδώ δεν  πρόκειται να κάνουμε άνάλυση του φαινομένου, τονίζομε μόνον ότι παρά  το γλωσσικό αύτό ιδίωμα οι Μακεδόνες διετήρησαν πάντα την έλληνική, έθνική τους συνείδηση.

Κατά τον Μακεδονικό ’Αγώνα, οι περιοχές που ύπερτερούσαν οι σλαβόφωνοι, όπως π.χ. τα Κορέστια της Καστοριάς, γίνονται περιοχές δράσης και στρατολογήσεως Μακεδονομάχων και η μούσα των σλαβοφώνων τραγούδησε τον ένοπλο εκείνον ’Αγώνα.

’Αναφέρω χαρακτηριστικά:

Ε! Μπρε Μπουγκαροι, σλαβιάνσκοι γκοομνάροι, νέμητετ Μούτρα ζά Μακεντόνια.
Πού σημαίνει:

Ε! Μπρε Βούλγαροι, βρωμεροί Σλάβοι, δεν εχετε μούτρα  για τη Μακεδονία.

Έδώ θα θυμηθώ μια ζωντανή άφήγηση του καπετάν Θύμιου Καούδη.

Μου είπε:

«Τό σώμα μας ήταν μοιρασμένο σε μικρότερα τμήματα. Στο κάθε τμήμα είχαμε και έναν οδηγό. "Ολοι οι οδηγοί ήταν ντόπιοι, Μακεδόνες.
 Έγώ ειχα πάντα κοντά μου ενα κοπέλλι γύρω στα 17 χρονών, που τον έλέγανε Γιάννη και στα ντόπια Γιοβάν. 
Οί άνδρες μου, ως θές  το πέ, βουλγαράκι τον άνεβάζανε, βουλγαράκι τον κατεβάζανε. 

Αύτό  το κακορίζικο, όταν άκουγε την προσωνυμία "Βουλγαράκι” άψοκοκκίνιζε, έδειχνε μεγάλη δυσαρέσκεια μά δέ μιλούσε.
Πού και που μου έκανε κανένα παράπονο. Και έγώ του άπαντούσα
μή χολιάζεις, μωρέ Γιάννη, μά σύ ’σαι πλιά "Ελληνας παρά μάς.

 Μιά μέρα  το τμήμα μας, ύστερα άπό πορείες, μάχες και συμπλοκές ξαπόστανε κάπου έξω άπό τα Κορέστια.
Μάς είχε τελειώσει  το νερό και οι άνδρες ρώτησαν τον οδηγό μας Γιάννη, αν ήξερε καμιά πηγή κάπου έκεΐ κοντά.
 Ό Γιάννης, όπως πάντα πρόθυμος, πήρε μερικές φλάσκες να πάει να φέρει νερό. Όμως σε λίγο άκούσαμε τουφεκιές πρός την μεριά του. Έτρεξαν μερικοί άντρες και βρήκαν  το καημένο  το κοπέλλι πεσμένο άνάσκελα. Φαίνεται πώς οι κομιτατζήδες είχανε στήσει ένέδρα στην πηγή και του ρίξανε.
Ζήτησε να πάω κοντά του.
Ένας άπό τους άντρες μου ήρθε και με φώναξε και πήγα κοντά του.Μόλις με ένιωσε, γύρισε  το κεφάλι του πρός  το μέρος μου και με ρώτησε:

"Ακόμα και τώρα, καπετάνιε,  το Γιοβάνη είναι Βούλγαρο;” και ξεψύχησε. 

Σκούπησα δυο δάκρυα, έδωσα εντολή να τον θάψουν με τιμές παλικαριού, αλλά και αύστηρή διαταγή στούς άντρες μου ουτε  για αστείο να μήν ξαναχρησιμοποιήσουν αύτήν τη λέξη.
Αύτοί ήσανε οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες».

Μέ  το Πρωτόκολλο του Λονδίνου  το 1830 τερματίζεται και τυπικά η μεγάλη έλληνική Επανάσταση και δημιουργειται ένα μικρό έλληνικό κράτος που η οριακή του γραμμή ήταν η νοητή εύθεία, που άπό του Λαμιακού δια της κορυφογραμμής της Όθρυος κατέληγε στον ’Αμβρακικό κόλπο, ένώ άφηνε έξω τεράστιες μάζες με έλληνικούς πληθυσμούς της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, Κρήτης, Κύπρου, των νησιών του ’Αρχιπελάγους, καθώς και τα παράλια της Μ. Ασίας.

Ήταν φανερόν ότι ούτε τους εθνικούς πόθους του Γένους ικανοποιούσε ούτε τις θυσίες άποζημίωνε.

Σ’ αυτό  το μικρό έλληνικό κράτος η Ρωσία, που οι τσάροι της προβάλλονταν σαν κληρονόμοι των βυζαντινών αύτοκρατόρων, διείδε  το φυσικό της άντίπαλο.

Και ήξερε η Ρωσία ότι ο μικρός αύτός λαός έχει εγγενείς άρετές που  το άπέδειξε στα χρόνια της τουρκικής κατακτήσεως, άφού άπό  το 18ο αιώνα και μετά  το έμπόριο, η ναυτιλία, οι τέχνες είχαν περιέλθει στα χέρια τους, ένώ συγχρόνως οι Έλληνες διέπρεψαν στα γράμματα και άνέβηκαν με τα πνευματικά τους προσόντα τις βαθμίδες της οθωμανικής ιεραρχίας.

Τότε άκριβώς άνακάλυψαν  το λαό των Βουλγάρων. 

Διεπίστωσαν ότι ήσαν όμοιος λαός με αυτούς στη γλώσσα, στην όψη, στη θρησκεία και στο χαρακτήρα. ’Αποφάσισαν λοιπόν να χειραφετήσουντους Βουλγάρους, ένα λαό που επί αιώνες κοιμόταν στη χώρα μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου και που δεν  έδειξε ποτέ κανένα δείγμα συνειδήσεως της εθνικής του ύποστάσεως.

Αύτούς έπρεπε να κάνει ύποχείριον κράτος  για την υλοποίηση των στόχων της.
Κάθοδος στη Μεσόγειο!

Αρχισαν λοιπόν μια φοβερή προπαγάνδα με τον Βένεζιν και  το βούλγαρο έθνικιστή και προπαγανδιστή Βέρκοβιτς, 
που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγαν ότι οι θεοί του Όλύμπου 
ήσαν Βούλγαροι,
 όπως και ο Δημοσθένης, ο Μέγας ’Αλέξανδρος, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Καραϊσκάκης. 
Βούλγαροι έπίσης έλεγαν ότι ήσαν ο Μέγας Κωνσταντίνος, οι Μεθόδιος και Κύριλλος κλπ. και μιλούσαν  το ϊδιο γλωσσικό ιδίωμα. Βέβαια όλα αύτά τα κακόγουστα κατασκευάσματα προκαλούσαν γέλωτες.
Άφού δημιούργησαν  το ύπόβαθρο αυτό, άρχισαν να έχουν βλέψεις και στην ’Ανατολική ’Ορθόδοξο Εκκλησία.
Έτσι λοιπόν με ύπόδειξη των Ρώσων  το 1840 οι Βούλγαροι ζητούν άπό τον Πατριάρχη τη χρησιμοποίηση της βουλγαρικής γλώσσας στις έκκλησίες των βουλγαρικών περιοχών.

 Τό αίτημά τους άπερρίφθη με  το Χάτι Χουμαγιούμ του 1856, που ύποσχέθηκε ίσοπολιτεία  για όλουςτους όθωμανούς ύπηκόους.
Τότε οι Βούλγαροι ζήτησαν άπό  το Οικουμενικό Πατριαρχείο διορισμό Βουλγάρων έπισκόπων. ’Αλλά και  το αίτημα αύτό και πάλι άπορρίφθηκε.

Τον Μάρτιο του 1870 η σουλτανική κυβέρνηση με την πίεση του Ρώσου πρεσβευτή εκδίδει φιρμάνι που αναγνωρίζει την ίδρυση βουλγαρικής Εκκλησίας που θα έδιοικείτο άπό Έξαρχο με έδρα την Κωνσταντινούπολη.

Ή βουλγαρική Εξαρχία περιλαμβάνει στη δικαιοδοσία της τις βουλγαιρκές περιοχές Δούναβη μέχρι Αίμο. Έξήρεσε ρητώς τις πόλεις Φιλιππουπολιν, Βάρναν, ’Αγχίαλον, Μεσημβρίαν και τα χωριά επί του Εύξείνου Πόντου.

Άλλά η προπαγάνδα δεν  σταμάτησε στο σχίσμα.
 Ή Ρωσία έκμεταλλευόμενη τη συντριπτική ήττα του τουρκικού στρατού στον πόλεμο 1877-1878 έπιβάλλει εις την Τουρκίαν τη συνθήκη του 'Αγίου Στεφάνου. Μέ τη συνθήκη αύτή η Τουρκία χάνει  το μεγαλύτερο μέρος των εύρωπαϊκών εδαφών, ενώ πλήττεται θανάσιμα ο Ελληνισμός.

Διότι με ορισμένα άρθρα της συνθήκης καταστρέφεται άνεπανόρθωτα η εθνική ελληνική ύπόθεσις και θάβονται τα ελληνικά δίκαια στη Μακεδονία και δημιουργεΐται μία διαρκής άπό βορρά σλαβική άπειλή κατά της ελευθερίας και της ύποστάσεως του Έθνους μας.

Μέ τη συνθήκη του 'Αγίου Στεφάνου ιδρύεται αύτόνομος ήγεμονία της Βουλγαρίας με εύρέα σύνορα, η λεγομένη «Μεγάλη Βουλγαρία του 'Αγίου Στεφάνου».

 'Ολόκληρος σχεδόν η μακεδονική γή —πλήν Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης— περιλαμβάνεται στα όρια του νέου βουλγαρικού κράτους.
 Ή άντίδρασις είναι μεγάλη.
Χιλιάδες υπομνήματα ύποβάλλονται στην Υψηλή Πύλη, με τα όποια ζητούν την ένωση με την Ελλάδα η τουλάχιστον την προσωρινή διατήρηση της τουρκικής κυριαρχίας.

 Ό διερμηνέας του ρωσικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη άναλαμβάνει να ενεργήσει να ύποβληθούν φιλοβουλγαρικά άντιύπομνήματα.
Όμως άποτυγχάνει οίκτρά.
Άπό ’κείνη τη στιγμή αρχίζει στην ούσία ο Μακεδονικός ’Αγών και η Ελλάδα δεν  άντιμετωπίζει μόνον τους Τούρκους άλλά και τους Βουλγάρους.

Παρ’ όλον ότι σε λίγο η πανσλαβική Συνθήκη του 'Αγίου Στεφάνου άνατρέπεται άπό τη Συνθήκη του Βερολίνου, όμως οι Βούλγαροι δεν  άργούν να προωθήσουν τις επεκτατικές τους βλέψεις για το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας,
 και τον Σεπτέμβριο του 1885 προβαίνουν πραξικοπηματικά στην ένωση της ’Ανατολικής Ρωμυλίας με την Βουλγαρία. 

Έτσι άνθηρές ελληνικές πόλεις, όπως Φιλιππουπολις, Στενήμαχος κλπ, χάνονται οριστικά και άμετάκλητα  για την Ελλάδα.

 Ή ελληνική κυβέρνηση άντιδρα, άλλά οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις ’Αγγλία, Γερμανία, Αύστρία, ’Ιταλία και Ρωσία άπέκλεισαν τα παράλια της Ελλάδος μετους στόλους των.
Έτσι με την πίεση των Δυνάμεων η Ελλάς άναγκάζεται να διατάξει άποστράτευση.

Ύστερα άπό την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας η Βουλγαρία αρχίζει μια ανελέητη προπαγανδιστική κίνηση.

 Σκοπός τους ο προσηλιτισμός των κατοίκων της Μακεδονίας στην Εξαρχία, που σήμαινε και προσχώρηση στο βουλγαρισμό.
 Βούλγαροι πράκτορες περιέρχονται τη μακεδονική ύπαιθρο, σκορπίζουν ύποσχέσεις, ένώ παράλληλα άπειλούν.

Έπιτρέψατέ μου και πάλι να έπικαλεσθώ τις παιδικές μου αναμνήσεις, τα λόγια της γιαγιάς μου.

«Μόλις έπεφτε  το σκοτάδι, Βούλγαροι πράκτορες έβγαιναν στα χωριά και άπό πόρτα σε πόρτα ρωτούσαντους κατοίκους, αν θέλουν να ένταχθούν στην Εξαρχία.

Σκοπός τους ήταν να πείσουντους σλαβόφωνους Μακεδόνες, ποντάροντας στο γλωσσικό ιδίωμα, ότι ανήκουν στη βουλγαρική φυλή και  για να άποφύγουν την τουρκική καταπίεση ήταν να ενωθούν με τη μητέρα Βουλγαρία.

Μεγάλος ο φόβος και έγώ νεαρή τότε δασκάλα στα έλληνικά σχολειά της Γευγελής κοιμόμουν με  το περίτροφο κάτω άπό  το μαξιλάρι και με  το φόβο φωλιασμένο στην ψυχή».

Οί σχισματικές κινήσεις μέχρι  το 1894, παρά την έντονη δραστηριότητα των πρακτόρων της Βουλγαρίας, δεν  είχαν τα έπιθυμητά αποτελέσματα.

Οί οικονομικές παροχές, η ιδρυσις σχολείων, οι υποσχέσεις άφήνουν τους σλαβόφωνους Μακεδόνες άσυγκίνητους και δεν  κατορθώνουν να άλλοιώσουν την έλληνική όψη της Μακεδονίας.

 Έτσι βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο να μήν έχει επικρατήσει  το σχίσμα ολοκληρωτικά σε κανένα χωριό της σλαβόφωνης περιοχής.

Τότε οι Βούλγαροι σχηματίζουν τις πρώτες ένοπλες οργανώσεις, που οι κυριώτερες ήταν  το Βουλγαρικό Κομιτάτο και η Ε.Μ.Ε.Ο.

Μέ  το σύνθημα «Ή Μακεδονία  γιατους Μακεδόνες» προπαγανδίζουν την αύτονόμησή της και τη δημιουργία μακεδονικού κράτους, έπειδή η προσάρτησις της Μακεδονίας στη Βουλγαρία ήταν την έποχή έκείνη άνεδαφική.

Πριν όμως άπό την έπέμβαση του έλεύθερου έλληνικού κράτους  το άοπλο πνεύμα του έλληνισμού, Εκκλησία και Παιδεία, αναπτύσσουν υπέροχη εθνική δράση, η όποια και δημιουργεί  το σταθερό πνευματικό ύπόβαθρο, πάνω στο όποιο στηρίχθηκε ο μετέπειτα ένοπλος άγώνας.

Ή Εκκλησία αποφασίζει την άντικατάσταση των παλαιών ιεραρχών με νέους και δυναμικούς ιεράρχες.

 Έτσι ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, ο μετέπειτα έθνομάρτυς Σμύρνης, άπό τον άμβωνα κηρύσσει την ένοπλη άντίσταση.

 Ό μητροπολίτης Πελαγονίας Ιωακείμ δεν  διστάζει να οργανώσει ένοπλες ομάδες κατά των κομιτατζήδων.

Ό Γερμανός Καραβαγγέλης, θρυλική φυσιογνωμία, τοποθετείται μητροπολίτης Καστοριάς και διαθέτει όλα τα έχέγγυα  για την άντιμετώπιση της φοβερής οργάνωσης Ε.Μ.Ε.Ο.

Άλλά και φωτισμένοι δάσκαλοι κράτησαν άκμαιο  το έλληνικό φρόνημα.

Χαρίσιος Παπαμάρκου, Δημήτριος Μόραλης, Έμμ. Φωτιάδης, Ίωάννης Δέλλιος, να μερικά ονόματα άπό τη στρατιά εκείνη των δασκάλων που δούλεψαν  για την ύπόθεση της Μακεδονίας μας.

Στήν άρχή του Μαΐου 1902 οι ήγέτες της Ε.Μ.Ε.Ο. πληροφορήθηκαν την ύπαρξη έλληνικής όργανώσεως και τότε οι βοεβόδες  για να πτοήσουν  το φρόνημα των Ελλήνων προβαίνουν σε σειρά άγριων δολοφονιών.
 Και  το έγκλημα της εξαφάνισης του 'Ελληνισμού της Μακεδονίας άνατίθεται άπ  το Βουλγαρικό Κομιτάτο σε ληστάς, σε δολοφόνους, οι διασημότεροι των οποίων ήταν οι Κούκεφ, Στόϊτσεφ, Ράβεφ, Μαστρονίκας Τόνκεφ, Τσακαλάρωφ, Ζλατάν, Κώστας Βλάχος, ο Μήτρο Βλάχος, ο περιβόητος Άλέξης και πολλοί άλλοι.

Σφαγές, δολοφονίες, εμπρησμοί, δυναμιτικές ενέργειες, καταδόσεις στον Όθωμανό κατακτητή, δημιουργούν μια τραγική κατάσταση  για τους Μακεδόνες.

Μηνύματα άπελπισίας και άπόγνωσης στέλνουν οι άδελφοί μας Μακεδόνες σε κάθε κατεύθυνση. Ζητούν βοήθεια  για να λυτρωθούν, ζητούν συμπαράσταση  για να επιβιώσουν σαν φυλή, σαν γένος των Ελλήνων. Και τα μηνύματα αύτά κεντρίζουν κάθε έλληνική καρδιά, κάθε έλληνική ψυχή έλεύθερων και σκλάβων άδελφών.

Καί άναταράσσεται  το Πανελλήνιον, και συγκλονίζεται ο Ελληνισμός, και ξεσηκώνονται οι Πανέλληνες. Και  το επίσημο κράτος,  για πρώτη φορά άντιλαμβάνεται  το μεγάλο κίνδυνο που διατρέχει η Μακεδονία και ο λαός της.
 Αλλά μπλεγμένο στα γρανάζια της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων και καθημαγμένο άπό τον πόλεμο του ’97 δεν  είναι σε θέση να άντιδράσει άποτελεσματικά. Γίνεται μόνο  το κέντρο διαβιβάσεων, όπως θα λέγαμε σήμερα, αυτών των μηνυμάτων.

Καί τα μηνύματα αύτά φθάνουν και στο νησί μας.

 Στήν Κρήτη μας.
Έδώ η κατάσταση, παρ΄ όλο που ισχύει  το καθεστώς της αύτονομίας, δεν  έχει ξεκαθαρίσει άκόμη.
 Ξέρει ο Κρητικός πώς και  το τελευταίο ντουφέκι θα 5 ναι χρήσιμο, άφού μέχρις έκείνης της ώρας δεν  είχε ολοκληρωθεί ο πόθος του.
Ό πόθος της ένωσης με τη μητέρα πατρίδα.

Ομως άντιλαμβάνεται  το μεγάλο κίνδυνο που διατρέχει ένας άδελφικός λαός ένός άλλου κομματιού της έλληνικής Πατρίδας, της Μακεδονίας.

Καί ερεθίζεται, και άνταποκρίνεται, και ξεκινά.

Παίρνει ξανά  το ντουφέκι του, την όμορφη πατρώνα, μά τη φορά αύτή δεν  θα κατεβει στον Όμαλό μουδέ στη στράτα τώ Μουσούρω.
Μά θα άνεβει στη Μακεδονία και έδώ θα κάνη «μάνες δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες».

Κάνει την ύπόθεση της Μακεδονίας προσωπική του ύπόθεση,

Δέν δίδει εξηγήσεις, μά και δεν  ζητά εξηγήσεις.

Μόνο «πάω να πολεμήσω στη Μακεδονία. Πάω να πολεμήσω  για τη Μακεδονία,  για τη σωτηρία των άδελφών μας Μακεδόνων», λέει μέσα του ο Κρητικός και η συνείδηση, η ψυχή του ήρεμεΐ, βέβαιη  για την ιερότητα της απόφασης.
Σχίζει  το μπαϊράκι του στα δυο.
Τό ενα κομμάτι  το αφήνει στο αναταραγμένο ακόμη νησί.

Τό άλλο  το φέρνει μαζί του στη Μακεδονία και  το συνταιριάζει με τα μπαϊράκια των έδώ καπεταναραίων.
 Και συνταιριάζανε τα μπαϊράκια αύτά, «γιατί  το ενα σέρνει μαζί του τη φλόγα του Άρκαδίου και τον άμόλυντο αγέρα της άπροσκύνητης κρητικής Μαδάρας.

Του άλλου, σαν  το φυσάει τ άγέρι των ύπερήφανων μακεδονικών βουνών, πάλλονται οι πτυχές του άπό τις νότες του τραγουδιού των γυναικών της Άραπίτσας.

Και κάτω άπό τα μπαϊράκια αύτά και κάτω άπό  το βλέμμα του βασιλιά Αλέξανδρου άρχίζουνε τον πόλεμο που ’ναι τραχύς, σκληρός, πολυμέτωπος, αιματηρός.

Και γίνεται η Μακεδονία του Κρητικού του Διγενή  το μαρμαρένιο άλώνι.

Τό «σχίζω  το μπαϊράκι μου στα δυο» δεν  είναι σχήμα λόγου. 

Είναι γεγονός πραγματικό. Χαρακτηριστικά άναφέρω ότι, όταν ο Σταυρινός Μπίρης, ένας άπό τους γενναιότερους οπλαρχηγούς των Κρητικών επαναστατών πέφτει άπό ρωσική σφαίρα εξω άπό  το Ρέθεμνος στα 1905 ύπερασπιζόμενος την ελευθερία της Κρήτης, ο υιός του Μιχαήλ πολεμούσε εθελοντής στο σώμα Παύλου Γύπαρη  για τη διατήρηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας.

Τον Ιούνιο του 1903 περνούν τα τότε σύνορα της Ελλάδος και μπαίνουν στη Μακεδονία δέκα ντελικανήδες Κρητικοί ύπό τον Καπετάν Θύμιο Καούδη.

 Φτάνουν στη Μακεδονία σαν πρωτοπόροι της άφυπνιζόμενης Ελλάδος.

 Αύτοί —10 τον αριθμό — είναι  το πρώτο άνταρτικό σώμα άπό την ελεύθερη Ελλάδα.

 Ενισχύουν  το σώμα του καπετάν Βαγγέλη και συνοδεύουν  το μητροπολίτη Καστοριάς στις περιοδείες του στα χωριά.

Τό πέρασμα των Κρητικών στη Μακεδονία δημιουργεί καινούργια συναισθήματα και καινούργιες καταστάσεις.

Τό ήθικό των κατοίκων άναπτερώνεται. Οι Μακεδόνες νιώθουν τώρα πιο σίγουροι, καθώς καταλαβαίνουν πώς δεν  θα είναι πιά μόνοι στο μεγάλο αύτόν ’Αγώνα.

Ό ενθουσιασμός των Κρητικών,  το παράστημά των, η λεβεντιά των και η χαρακτηριστική των ενδυμασία δημιουργούν ένα θρύλο γύρω άπ’ αύτούς.

Ό Ρουστέμ Μπέης, ο ’Αλβανός σωματοφύλακας του μητροπολίτη Καστοριάς μόλιςτους άντίκρυσε, έμεινε κατάπληκτος.

’Αλλά και οι ιθύνοντες της Ε.Μ.Ε.Ο. θορυβούνται, γιατί καταλαβαίνουν ότι θα άκολουθήσουν και άλλα.

Τήν πρώτη γεύση των κρητικών ντουφεκιών παίρνουν οι κομιτατζήδες εξω άπό  το χωριό Ύδρούσα στις 11-7-1903, όταν το σώμα αύτό συγκρούστηκε με την τσέτα του βοεβόδα ’Αλέξη.

Στις 20 του ίδιου μήνα ενας άπότους πρωτοπόρους, ο Γεώργιος Σεϊμένης, προδομένος, συλλαμβάνεται στο Λέχοβο και στις 23 κατακρεουργειται με λογχισμούς στην Κλεισούρα άπό τις συμμορίες Τσακαλάρωφ Ποπώφ.
Είναι  το πρώτο θύμα του μεγάλου έκείνου Αγώνα.

 Στις 20 Ιουλίου, κατά την ψευδοεξέγερση των Βουλγάρων, σπεύδουν να προστατεύσουν στην Καστοριά  το μητροπολίτη Γερμανό. 

Στήν πορεία τους συγκρούονται έξω άπό τη Λιθιά με τις συμμορίες Τσακαλάρωφ Ποπώφ και έξοντώνουν την τσέτα του Άλέξη. Ή παρουσία του κρητικού αυτού σώματος και οι πρώτες του επιτυχίες υπήρξαν επωφελείς  για τον Αγώνα.

Απέκτησαν πείρα πολύτιμη.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε σ’ αύτούς η άνικανότης των κομιτατζήδων στο χειρισμό των οπλών. Όλα αύτά τα μεταφέρουν με ζωντανές άφηγήσεις στούς ιθύνοντας του Μακεδονικού Κομιτάτου που άναθαρρούν στο να συνεχίσουν την καλύτερη οργάνωση του ’Αγώνα στη Μακεδονία.

Οί άγριότητες των Τούρκων και Βουλγάρων κατά τη διάρκεια της ψευδοεξεγέρσεως και ιδιαίτερα η πυρπόληση του Κρουσόβου άφυπνίζουν τον Ελληνισμό.

Άποστέλλονται στη Μακεδονία άξιωματικοί του ελληνικού στρατού με συνοδηγούςτους Κρητικούς οπλαρχηγούς Καούδη, Γ. Δικώνυμον-Μακρή και Πέρρο η Περάκη. 

Τον Αύγουστο του 1904 νέο σώμα άπό 14 άντρες ύπό τον καπετάν Καούδη εισέρχεται στη Μακεδονία.
 Σ’ αύτό μετέχουν οι μετέπειτα οπλαρχηγοί Λευκοδουράκης Χρηστός,
 Ιωάννης Σεϊμένης, 
Στυλιανός Κλειδής, 
Αριστείδης Νύσταρης, 
Εμμανουήλ Σκουντρής, 
Ιωάννης Καλογεράκης, 
Σωτήριος Χατζηδάκης, 
και οι Μακεδόνες Σταύρος Σούλης, 
Ιωάννης Σαμανίκας, 
Δημήτριος Σπανόπουλος, 
Σίμος Στογιάννος και 
Απόστολος Άγανίδης, και άμέσως άρχίζουν την πολεμική τους δράση. 

Έν τώ μεταξύ γενικός άρχηγός όλων των σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία ορίζεται ο άνθυπολοχαγός του πυροβολικού Παύλος Μελάς, που τη νύκτα στις 27-28 Αύγούστου του 1904 εισέρχεται στη Μακεδονία με δύναμη 30 άντρών.

Έτσι άρχίζει η άποφασιστική έπέμβαση του ελληνικού κράτους στα μακεδονικά προβλήματα.

Στις άρχές Όκτωβρίου δύο νέα σώματα δυνάμεως 40 άντρών ύπό τους οπλαρχηγούς Ιωάννη  Πούλακα και Γεώργιο Βολάνη εισέρχονται στη Μακεδονία  για να ένισχύσουνε  το σώμα του Παύλου Μελά.

Στις 13 Όκτωβρίου ο γενικός άρχηγός πέφτει ήρωϊκώς μαχόμενος στο χωριό Στάτιστα, σημερινό Μελά, άπό τουρκική σφαίρα προδομένος άπό τους Βουλγάρους κομιτατζήδες.

 Μετά τον ήρωϊκό θάνατο του Παύλου Μελα, άνώτερος άρχηγός στο βιλαέτι του Μοναστηριού μένει και πάλι ο σεμνός και άθόρυβος καπετάν Θύμιος Καούδης. 

Σάν άντικαταστάτη του Μελά  το Μακεδονικό Κομιτάτο διορίζει προσωρινά γεν. άρχηγό τον άνθυπολοχαγό πεζικού Γεώργιο Κατεχάκη-καπετάν Ρούβα.

Ό Κατεχάκης με 25 άντρες περνά την ελληνοτουρκική μεθόριο και συναντάται στο Κωσταράζι μετους οπλαρχηγούς.

Στο σώμα του μετέχει και ο μετέπειτα ήρωϊκός άρχηγός Παύλος Γύπαρης.

Εμψυχώνειτους άντρες τους καταπονημένους, μεταφέρει νέες οδηγίες και διαταγές του Κομιτάτου και αρχίζει την πολεμική του δράση.

Συγκινητική είναι η συνάντησις με τον Καούδη, στον όποιο έκφράζει  το θαυμασμό και την εύαρέσκεια του Κομιτάτου  για τη μέχρις εκείνης της ώρας δράση του.

 Ή έπίθεσις του Κατεχάκη στο Ζέλενιτς (Σκλήθρον), η άναμέτρησις σε ανοικτό επίπεδο στο Ζέλοβο (’Αντάρτικό) με ύπερδιπλάσιες δυνάμεις κομιτατζήδων, η μάχη στο Όστιμα (Τρίγωνο) και η συντριβή των συμμοριών Μήτρου Βλάχου και Κορσάκωφ έκτος άπό τη μεγάλη αναταραχή που έπέφεραν στούς Βουλγάρους κομιτατζήδες, γεμίζουν θάρρος και εμπιστοσύνητους κατοίκους της περιοχής, άναπτερώνουν  το ήθικό τους και όσοι άπό φόβο είχαν προσχωρήσει στην ’Εξαρχία επανέρχονται στο Πατριαρχείο. 

Οί κομιτατζήδες δεν  θα τολμήσουν στο έξης να μπούνε στα χωριά.

 Στις επιχειρήσεις αύτές έλαβαν μέρος και οι ομάδες των οπλαρχηγών ’Ιωάννη Καραβίτη, Παύλου Γύπαρη, ’Ιωάννη Πούλακα και ’Ιωάννη Καλογεράκη.

Έν τώ μεταξύ  το Μακεδονικό Κομιτάτο διορίζει γενικό αρχηγό τον ύπολοχαγό πεζικού Γεώργιο Τσόντο,  το θρυλικόν καπετάν Βάρδα, ο όποιος με δύναμη 40 άντρών, στούς οποίους μετέχουν ικανοί πολεμιστές, όπως ο Μιχαήλ Τσόντος, ο Εύάγγελος Φραγκιαδάκης η Γαλιανός, ο Γ. Μακρής, ο Εμμανουήλ Νικολούδης, ο Δημήτριος ’Ανδρεαδάκης, εισέρχεται στη Μακεδονία.

Ό Γεώργιος Κατεχάκης παραμένει ύπαρχηγός του Βάρδα.

Ό Βάρδας δεν  περιορίζεται μόνο σε πολεμικές ένέργειες. Παράλληλα με την ένοπλο δράση του οργανώνει καλύτερα  το εσωτερικό, γιατί πιστεύει πώς χωρίς εσωτερική οργάνωση δεν  θα μπορούσε να καρποφορήσει ο ένοπλος άγώνας.

 Άφού έξοντώνει  το διαβόητο άρχικομιτατζή Κωνστάντωφ άποστέλλει στην ’Αθήνα τους οπλαρχηγούς Γύπαρη, Καραβίτη, Μακρή,  για να συγκροτήσουν νέα σώματα.

Ή διάταξη των σωμάτων στα τέλη του 1904 έως την άνοιξη του 1905 στη Δυτική Μακεδονία έχει ως εξής:

Περιοχή Γέρμα ΒογατσικούΓεώργιος Τσόντος

»       Καστανοχωρίου               Μιχαήλ Τσόντος 
»Μπελκαμένης                   Λαμπρινός Βρανάς  
»Καστοριάς                        Εύθύμιος Καούδης
»Νιγκοβάνης                     ’Ιωάννης Πούλακας
»Λεχόβου                          Ανδρέας Δικώνυμος 
»     ’Αντάρτικου                      Παύλος Κύρου

Στήν Κεντρική και ’Ανατολική Μακεδονία ο άγώνας δεν  παρουσίασε άμέσως την πρόοδο που σημειώθηκε στη Δυτική Μακεδονία.

Όμως με την έναρξη της συγκροτήσεως άνταρτικών σωμάτων εισέρχονται 
στήν Κεντρική Μακεδονία και οι Κρήτες οπλαρχηγοί
 Παπαμαλέκος Λεωνίδας,
 Έμμ. Μενής και 
Εμμανουήλ Κατσίγαρης, που τους συνοδεύουν οι 
Χαράλαμπος Καλλέργης, 
Εμμανουήλ Μπακρετζάκης, 
Γρηγόριος Παπαδάκης και 
Ιωάννης Νικολαΐδης, 

στη δε Ανατολική ο Ιωάννης Νταφώτης με σώμα 108 άντρών.

’Αποβιβάζεται στον κόλπο του Όρφανού με τελικό στόχο την περιοχή ΝιγρίτηςΣερρών.

Όμως ο μεγάλος όγκος του σώματοςτους προδίδει στούς Τούρκους, που ύστερα άπό συνεχή καταδίωξη μαχόμενο λημεριάζει σε μια χαράδρα βορείως της μονής Αγίας ’Αναστασίας στα Βασιλικά.

Τουρκικός στρατόςτους περικυκλώνει, ο Νταφώτης διατάζει έφοδο δια να διαφύγει άπό τον κλοιό.

Οί Τούρκοι έχουν μεγάλες άπώλειες, άλλά και οι άντάρτες άφήνουν πολλούς νεκρούς και τραυματίες.

 Οί Τούρκοι παραδίδουν τα σώματα των άντρών που έπεσαν να τα θάψουν οι καλόγεροι της μονής.

 Ή Παγκρήτιος ’Αδελφότης Μακεδονίας έχει έλθει ήδη σε επαφή με τον ήγούμενο της μονής  για να άνεγείρει μνημείο πρός τιμήν των έκει πεσόντων Κρητικών. 

Τό ύψωμα βορείως της μονής πήρε  το όνομα έκείνου του ήρωϊκού καπετάνιου Νταφώτη.

Στή Δυτική Μακεδονία έρχονται νέα σώματα ύπότους οπλαρχηγούς Ήλία Δεληγιαννάκη, Γεώργιο Μακρή και Στυλιανό Κλειδή.

 Μέ την ενίσχυση αύτών ο Βάρδας επικεφαλής 180 άντρών προσβάλλει τη Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη) και ύστερα άπό πολύωρη μάχη εξοντώνει 70 κομιτατζήδες.

Ή νίκη της Ζαγορίτσανης καταπτοεί  το ήθικό των Βουλγάρων και άναπτερώνει  το ήθικό των έλληνικών πληθυσμών.

Άλλά και η επιτυχής άπόκρουσις του τουρκικού στρατού στο Μουρίκι άπό τα σώματα Βάρδα-Γύπαρη-ΚαραβίτηΜάνου άποδεικνύει ότι τα έλληνικά σώματα είχαν την ικανότητα να άναμετρηθούν και με τακτικό στρατό άκόμη.
Σέ όλη τη διάρκεια της ένοπλης άναμέτρησης μέχρι της έπαναστάσεως των Νεοτούρκων (1908) πυκνές και άλλεπάλληλες μαχητικές φάλαγγες Κρητικών εθελοντών εισέρχονται στη Μακεδονία.

Παλαιοί και νέοι οπλαρχηγοί με νέα η άνανεωμένα σώματα καταφθάνουν άπό την Κρήτη σε κάθε γωνιά της Μακεδονικής γής και ύπερασπίζονται τα άπαράγραπτα δικαιώματα του ’Έθνους και  το λαό της.

Κουκουλάκης Θεόδωρος, 
Μαναρόλης Γεώργιος, 
Κουρής Εμμανουήλ,
 Άνδριανάκης Νικόλαος, 
Δοξογιάννης ’Ιωάννης, 
Καλομενόπουλος Νικήστρατος, 
Λιαπάκης Γεώργιος, 
Σπυριδογιαννάκης Γεώργιος, 
Καμιλάκης Γεώργιος, 
Μαυρογένης ’Ιωάννης, 
Σκαλίδης Γεώργιος, 
Γερογιάννης Παναγιώτης, 
Κοκκινάκης Στυλιανός, 
Λίτηνας Εμμανουήλ, 
Μπενής ’Εμμανουήλ, 
Βολάνης Στρατής, 
Σκουντρής ’Εμμανουήλ, 
Νικολούδης ’Εμμανουήλ, 
Νικολούδης Εύάγγελος, 
Λυκοβαρδής ’Εμμανουήλ, 
Ξυρούχας Βασίλειος, 
Κελαϊδής Σταύρος, 
Μπονάτος Στυλιανός, 
Γοβατζιδάκης Γεώργιος είναι ονόματα και φυσιογνωμίες άρχηγών και οπλαρχηγών που κυριάρχησαν σε όλη την περίοδο του Αγώνα στη Μακεδονία.

Φίλοι μας, είναι πέρα άπό κάθε αμφισβήτηση ότι ο απανταχού Ελληνισμός συγκλονίστηκε άπό  το μακεδονικό δράμα.

 Τά καλύτερα παιδιά του εσπευσαν να άγωνιστούν  για τη διατήρηση της έλληνικότητος της Μακεδονίας.

Άλλά επίσης είναι και πέρα άπό κάθε άμφισβήτηση  το γεγονός δτι τα πρωτεία της θυσίας τα κρατάει η Κρήτη.
Και δεν  άποτελεΐ αύτό ύπερβολή η τοπικιστική άντίληψη, άλλά εξακριβωμένη ιστορική άλήθεια.

Άθρόοι, πάνδημοι, θα έλεγε κανείς, άνταποκρίθηκαν στην άπελπισμένη κραυγή των σκλαβωμένων Μακεδόνων,
«Όπως πάντοτε, η άθάνατη Κρήτη προηγήθη εις τον άγώνα αύτόν και προσέφερε την πρώτην και μεγίστην άναλογίαν του πολυτίμου αϊματος των τέκνων της στον ύπέρτατο τούτον άγώνα»,

 γράφει ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ενώ ο ιστορικός Νικόλαος Βλάχος παρατηρεί:

«Οί άπαρτίζοντες τα άνταρτικά σώματα ήσαν άπό την Κρήτη, η οποία προσέφερε μαχητάς δοκιμασθέντας».

Ό ιστορικός Γεώργιος Μόδης γράφει:
«Έζητούντο άνδρες να παλέψουν, να άγωνισθούν και να παίξουν την ζωή των δια την σωτηρίαν των άδελφών μας Μακεδόνων και ολόκληρος η Κρήτη είχε μεταβληθει σε έμπεδο του Μακεδονικού Άγώνα». 

Ό ιστορικός Χατζής άναφέρει
«πρώτη η ήρωοτόκος Κρήτη εις άριθμόν και ποιότητα μαχητών.
 Όλοι γενναίοι με την πλήρη σημασία της λέξεως.
 Έπώδυνον εμπειρίαν λαμβάνουν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες εκ της πολεμικής πείρας, της τόλμης, της μοναδικής ευστοχίας των όπλων των Κρητών».
Ό καθηγητής Λαούρδας γράφει:

«Στήν προσφορά του αϊματος η Κρήτη εχει τη μερίδα του λέοντος. Οί Κρητικοί είναι αύτοι που σήκωσαν  το μεγαλύτερο μέρος του άγώνα και που πλήρωσαν με  το αίμα τους την ύπεράσπιση των δικαίων της Μακεδονίας». 

Ό στρατηγός Μαζαράκης:
«Οί Κρήτες είχαν ως κύριον έργον  το μάχεσθαι με περιφρόνηση πρός τον θάνατον και εν τη μάχη άπαράμιλλοι».
Χαρακτηρίζει δέ άνυπόφορον τη γενναιότητά των.
Παραμένει όμως να δούμε ποιά ήταν τα ερεθίσματα εκείνα που ώθησαν την πληθωρική παρουσία των Κρητικών στη Μακεδονία, όταν μάλιστα στο νησί δεν  είχαν διαλυθεί άκόμη τα σύννεφα της σκλαβιάς.

Τό λυρικό ξέσπασμα του μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη τα λέει δλα:
Άχ! όποιος έζησε σκληρά
 σ’ αγέρα σκλαβωμένο 
κι έφαγε μ αίμα  το ψωμί 
και δάκρυ ζυμωμένο, όποιος της μαύρης της σκλαβιάς 
δοκίμασε τον πόνο,
 σκλαβιά και πόνος τι θα πή 
εκείνος ξέρει μόνον.
Λαός άδούλωτος, εραστής της λευτεριάς, άντρίκιος και πάντα νέος, ξεσηκώθηκε χωρίς ήγεσία, ακολουθώντας μόνο τη φωνή της συνειδήσεως με μοναδικό βίωμα τη σκλαβιά και τον πόνο των Μακεδόνων.

Ή Κρήτη είχε παλαιούς δεσμούς με τη Μακεδονία.

Ό άρχηγός του στόλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ναύαρχος Νέαρχος, ήτανε Κρητικός.

Οί καλύτεροι τοξόται της στρατιάς του Αλέξανδρου (εντεκα σαΐτες  το λεπτό) ήσαν Κρητικοί.

 Ό ’Αλέξανδρος  για να τιμήσει
 την προσφορά των Κρητικών
 στην εκστρατεία του
έκτισε μία πόλη και της έδωσε 
 το όνομα Κρητόπολις.

Πίστευε ο Κρητικός οτι Ελλάδα δεν  είναι μόνο η Κρήτη.
Πώς τα σύνορα της Ελλάδος δεν  τελειώνουν ούτε πρέπει να τελειώνουν στη Μελούνα.

Πέρα άπ’ αύτά τα όρια ήξερε ότι ύπάρχει αλύτρωτος Ελληνισμός με απαράγραπτα έλληνικά δικαιώματα, άδερφικός λαός που όχι μόνον στέναζε κάτω άπό τον ϊδιο δυνάστη, άλλά και κινδύνευε άπό άλλους βαλκανικούς λαούς να χάσει την εθνική του ταυτότητα.

Πίστεψαν στο λόγο του ’Ίωνα Δραγούμη: 

«"Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε» κι έτρεξαν.

Ή ψυχή των Κρητικών τραυματισμένη άπό την ήττα του 97 πίστευε ότι η Μακεδονία είναι ο τόπος της εκδίκησης.

 Ότι  το ’97 δεν  έπρεπε και δεν  μπορούσε να μείνει άτιμώρητο.

Τά λεβεντόκορμα παλικάρια μας, μαζί μετους ντόπιους και όλους τους άλλους έθελοντάς, άγωνίσθηκαν τον άγώνα τον καλόν με θάρρος, με ήρωϊσμό, με αύταπάρνηση.

 Και νίκησαν.

Πολέμησαν οι παράτολμοι αύτοί άγωνιστές, οι άθεράπευτα ρομαντικοί, οι ώραιοι, οι «κουζουλοί», κατά την έκφραση του Καζαντζάκη, σ’ έναν άγώνα πολυμέτωπο, άδολα, ανυστερόβουλα.

Συγκρότησαν εθελοντικά σώματα και με θεία έξαρση πήραν τη μοναδική άπόφαση στη θέληση και στην άποδοχή της θυσίας.

Ή ύψηλοφροσύνη, η άνιδιοτέλεια και ο ιδεαλισμός αύτών των άγωνιστών φαίνεται στην περήφανη άπάντηση του κεπατάν Καραβίτη πρός τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν ο έθνάρχης του πρότεινε να του εκχωρηθεί έκταση γής στη Μακεδονία ύστερα άπό την άπελευθέρωσή της:

«Δέν πολεμήσαμε έδώ  για να γίνουμε τσιφλικάδες. Γυμνοί ήρθαμε, γυμνοί φεύγουμε».

Πρωταγωνιστές και μπροστάρηδες του καθαρού αύτού έλληνικού άγώνα είναι οι Κρητικοί έθελοντές.

 Και πρώτοι αύτοί άνταποκρίθηκαν στην κραυγή της άπελπισίας των Μακεδόνων, γιατί έκαναν βίωμα  το λόγο του Παλαμά: «’Ανάξιος, όποιος ξάφνου άκούει  το προσκλητήρι των καιρών να  το φυσάη η να  το κρούη σάλπιγγα η τύμπανο  το άκούει και δεν  λέει παρών».

Ό τίτλος του Μακεδονομάχου άνήκει σε 6.025 Μακεδόνες και έθελοντές. 
’Από αύτές τις 6.000 οι 3.556 είναι Κρήτες. 

’Απ’ αυτούς 700 δεν  γύρισαν ποτέ στο νησί.
 Έμειναν έδώ σε μια πελώρια σκηνή άπό δρύινους σταυρούς που μαρτυρούν τάφους ήρώων.

Μπορεί  το επίσημο κράτος να μήν τόνισε και να μη θέλει να τονίσει, όσο πρέπει, την προσφορά των Κρητικών στον Μακεδονικό Αγώνα.

Μπορεί να δημιούργησε  για τον ’Αγώνα αύτόν σύμβολα, που είναι βέβαια άπαραίτητα  για να θρέψουν  το λαό, άλλά δεν  πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άγώνες κερδίζονται μαζί με όλους τους άλλους.
Δέχεται κάθε προσφορά.
Τό μαρτυρούν οι προτομές των Μακεδονομάχων που κοσμούν την πόλη μας.
’Εκείνο όμως που μετράει πιο πολύ είναι η συμπεριφορά και τα αισθήματα των Μακεδόνων άπέναντί μας.

Ή λέξη Κρητικός μαγνητίζει, γιατί την περιβάλλει ο θρύλος και την προσδιορίζει η προσφορά, η αύταπάρνηση, η θυσία.

Και τα αισθήματα των Μακεδόνων άπέναντί μας εκφράζονται χαρακτηριστικά σ’ ένα τραγούδι πουτους στίχους του επλεξε η μακεδονική λαϊκή μούσα.

Ω! κρητικιά μου λεμονιά, και που να σε φυτέψω;
Να σε φυτεύψοι στο βουνό; φοβάμαι, Θα παγώσεις.
Νά σε φυτεύψω στον μπαξέ; φοβάμαι μη σε κλέψουν.
Νά σε φυτεύψω στην καρδιά!
Καί πράγματι στην καρδιά του φύτευσε ο Μακεδόνας την κρητικιά του λεμονιά.
Και ρίζωσε και φούντωσε και θέριεψε και στέκει και θα στέκει.

Κι είναι  το σύμβολο εύγνωμοσύνης και άγάπης της Μακεδονίας  για την Κρήτη μας, αλλά και  το σύμβολο της προσφοράς στον άγώνα της Κρήτης  για τη Μακεδονία μας.

Ι. Μονή Εικοσιφοινίσσης: στα 1820 Ο φιλικός Ευάγγελος Μεξικός στην Μονή

$
0
0
ΤΟΥ ΒΑΣ. Κ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ

Από την Ι. Μονήν της Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου ολίγον πριν από την επανάστασιν του 1821 πέρασε ο φιλικός με το όνομα Ευάγγελος, αγνώστου επωνύμου, ο οποίος επεδίωξε να μυήση τους μοναχούς εις τους σκοπούς της επαναστατικής αυτής οργανώσεως1.

Η παρουσία του φιλικού Ευαγγέλου μας είναι γνωστή μόνον από τον κώδικα της Μονής, από τον οποίον έλαβεν την πληροφορίαν ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος2.

Το επώνυμον του Φιλικού αυτού μας ήτο εντεώς άγνωστον και δεν ήτο δυνατόν να τον ταυτίσωμεν με τον άρχοντα ιατρόν Ευάγγελον που έδρασεν κατά την επανάστασιν εις την Χαλκιδικήν και υπήρξεν συνεργάτης του Εμμανουήλ Παπά.

Μόνον με τον Φιλικόν ιατρόν Ευάγγελο – χωρίς επώνυμον – ήτο δυνατόν να τον συναντήσωμεν, αφού προκύπτει από τους πίνακας του ιστορικού Φιλήμονος, ότι υπήρξεν πράγματι φιλικός Ευάγγελος, ιατρός, που εστάλη ως απεσταλμένος της οργανώσεως εις τα μέρη της Μακεδονίας ολίγον πριν από την επανάστασιν.

Τώρα, όμως, που ευρέθησαν και εδημοσιεύθησαν νεώτερα στοιχεία περί της δράσεως του φιλικού Ευαγγέλου Μεξικού και εις την Θεσσαλονίκην, ενισχύεται η άποψις ότι ο Φιλικός, που επεσκέφθη την Μονήν της Εικοσιφοινίσσης ολίγον πριν από την Επανάστασιν δεν ήτο άλλος από τον ιατρόν Ευάγγελος Μεξικόν.

Εδώ δεν πρόκειται να σκιαγραφήσωμεν την δράσιν του Φιλικού Ευαγγέλου εις την Μονήν Εικοσιφοινίσσης, την οποίαν άλλως τε εσημειώσαμεν εις προηγούμενα σημειώματά μας3.

Με το παρόν σημείωμα επιδιώκεται απλώς αν αποδειχθή ότι ο φιλικός που επεσκέφθη την Μονήν ελέγετο Ευάγγελος Μεξικός και ότι ο Φιλικός Ευάγγελος, που έδρασεν εις την Μακεδονίαν και ειδικώτερα εις την περιοχήν Δράμας, Θεσσαλονίκην, Χαλκιδικήν, Σέρρας ακόμα και εις την Ύδραν και εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο εν και το ίδιον πρόσωπον και έφερε το επώνυμον Μεξικός.

Ο Ευάγγελος ήτο ιατρός, καταγόμενος από την Ηπειρον και εμυήθη εις την Φιλικήν Εταιρείαν από τον Νικόλαον Λογάδην κατά το έτος 1820, όπως αναφέρεται εις τους πίνακες των Φιλικών, που παραθέτει ο Φιλήμων4.
Κατά τον Δεκέμβριο 1820, ο Ευάγγελος λαμβάνει εντολάς και αναχωρεί διά τα μέρη της Μακεδονίας, εφοδιασμένος ασφαλώς με συστατικά γράμματα της Αρχής προς ωρισμένα πρόσωπα, τα οποία επρόκειτο να επισκεφθή εις τα μέρη αυτά.

Από επιστολήν των εφόρων της Φιλικής Εταιρείας, που εστάλη προς τον Αλέξανδρον Υψηλάντην και φέρει ημερομηνίαν 12-1-1821, πληροφορούμεθα ότι ο Ευάγγελος, τον Δεκέμβριον 1820 ή Ιανουάριον 1821 ανεχώρησεν δια τα μέρη της Μακεδονίας και ασφαλώς θα ήτο ο ίδιος, που επέρασε και από την Μονήν της Εικοσιφοινίσσης ολίγον πριν από την Επανάστασιν κατά την διάρκειαν της ηγουμενίας του Κωνσταντίνου (1806-1821)5.

Ο Ευάγγελος επεσκέπτετο τας πόλεις και τα χωρία της Μακεδονίας με το πρόσχημα ότι επεδίωκε την συγκέντρωσιν χρημάτων «για να τυπώση βιβλία», ενώ το αληθές ήτο ότι περιήρχετο τα μέρη αυτά αποκλειστικώς δια συνωμοτικούς σκοπούς.
Ητο εύλογον ο Ευάγγελος, εφ’όσον επεσκέφθη την Μονήν Εικοσιφοινίσσης, να διήλθε προηγουμένως και από την Δράμαν και να είδεν εις την έδραν του τον Μητροπολίτην. Ο Ευάγγελος επίσης θα πρέπει να πέρασε και από την Καβάλαν, τας Σέρρας και από τα μεγάλα χωριά της περιοχής, εφ’ όσον η αποστολή του ήτο να συναντήση «αρκετών χωρίων ομογενείς μας» 6.
Τον Ιανουάριον 1821 ο Ευάγγελος ευρίσκετο εις την Θεσσαλονίκην, ασφαλώς έπειτα από την περιοδείαν του εις τας πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας, που επραγματοποίησε εντός των μηνών Δεκεμβρίου 1820 και Ιανουαρίου 1821. Δια την παρουσία του εις την Θεσσαλονίκην δεν είχομεν μέχρι προ ολίγου καμμιάν μαρτυρίαν. Από το δημοσιευθέν όμως χειρόγραφον του ιερομονάου και ιεροδιδασκάλου Ιωάσαφ Βυζαντίου (1773-1845), που έδρασε ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας, έχομεν την πρώτην πληροφορίαν περί της παρουσίας του εις την Θεσσαλονίκην και την αποκάλυψιν ότι ο Ευάγγελος αυτός ελέγετο Μεξικός και ότι ευρίσκετο εις αυτήν τον Ιανουάριον 1821 7. Ετσι, τώρα, ημπορούμεν να ταυτίσωμε τον Φιλικόν Ευάγγελον, που επέρασε  από την περιοχήν Δράμας, με τον Φιλικόν Ευάγγελον, με τον Ευάγγελον Μεξικόν, που ενεφανίσθη εις την Θεσσαλονίκην και αργότερον έδρασεν εις την Χαλκιδικήν ως αγωνιστής, κατόπιν κατέφυγεν εις την Υδραν και βραδύτερον εις τα Σέρρας, όπου εδίδαξεν ως καθηγητής.
Από το ίδιον χειρόγραφον πληροφορούμεθα επίσης, ότι ο Ευάγγελος Μεξικός είχεν αναχωρήσει τον Ιανουάριον 1821, από την Θεσσαλονίκην, δια το Αγιον Ορος8, όπου έλαβεν μέρος εις την εξέγερσιν της Χαλκιδικής μαζί με τον Εμμ. Παπά τον Μάρτιον 1821. Εις την Χαλκιδικήν ηγωνίσθη ως αρχηγός ιδιαιτέρου σώματος αγωνιστών και είχεν μεγάλην εκτίμησιν μεταξύ των συμπολεμιστών και των άλλων αρχηγών, απεκαλείτο δε συνήθως από όλους εξοχώτατος άρχων ιατρός Ευάγγελος 9.
Ο Φιλικός Ευάγγελος, αγνώστου επωνύμου, επίσης εμύησε εις την Φιλικήν Εταιρείαν και τον Καρατάσιο 10, όπως επίσης θα πρέπει να εμύησεν και πολλούς άλλους Ελληνας της Ανατολικής, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Κατά συνέπειαν δεν θα πρέπει να ευσταθή ο ισχυρισμός, ότι, κατηχητής όλων των καπεταναίων της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, θα πρέπει να ήτο κάποιος, άγνωστος το όνομα καλόγηρος εξ Αγίου Ορους11. Πιθανόν ο άγνωστος αυτός καλόγηρος να έπαιξεν κάποιον ρόλο πριν από την Επανάστασιν εις την περιοχήν της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Είναι, όμως, δύσκολον να παραδεχθώμεν ότι ο καλόγηρος αυτός υπήρξεν πράγματι ο κατηχητής του Καρατάσιου και των άλλων καπεταναίων, εφ’ όσον γνωρίζομεν πλέον ότι η αποστολή του Φιλικού Ευαγγέλου είχεν καλύψει τας περιοχάς τουλάχιστον της Ανατολικής και Κεντρικής Μακεδονίας, και φυσικά ήτο επόμενον αυτός ο ίδιος να έκαμεν και τας περισσοτέρας κατηχήσεις εις αυτάς, μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι εφέροντο παράγοντες εις τας πόλεις και τα χωριά από τα οποία επέρασεν.
Ο Ευάγγελος Μεξικός ήτο πρόσωπον με μεγάλην πνευματικήν καλλιέργειαν. Ο ίδιος μετέφρασεν δυο βιβλία του αββά Φλερύ, τα οποία ετυπώθησαν  εις τα 1814 εις την Βενετίαν εις το τυπογραφείον του Ελληνος  εξ Ιωαννίνων Νικολάου Γλυκύ 12.Κατά τον Αύγουστον 1821 ευρίσκεται εις την Υδραν, όπου κατέφυγεν μετά την αποτυχίαν της Επαναστάσεως εις την Χαλκιδικήν.

Ο Ευάγγελος Μεξικός παρέμεινεν επίσης και εις τας Σέρρας, όπου διετέλεσεν καθηγητής της Σχολής Σερρών και εδίδαξεν αρκετά χρόνια, όταν ήτο διευθυντής της Σχολής ο Αργύριος Παπαρίζος εκ Σιατίστης.
Ο Παπαρίζος υπήρξεν διευθυντής της σχολής αυτής από το 1823 εως καιτ ο 1830, με μίαν μικράν απουσίαν κατά το έτος 1829 13.
Ο Μεξικός διετήρει και προσωπικήν φιλίαν με τον Ιωάννην Καποδίστριαν.
Μετέφρασεν επίσης μαζί με τον Μητροπολίτην Ευβοίας και την Καινήν Διαθήκην εις την αλβανικήν γλώσσαν, εδημοσιεύθη δε αύτη εις την Κέρκυραν το 1827 και εις την Κωνσταντινούποληιν το 1879 14.
Η προσωπικότης του Ευαγγέλου Μεξικού ήτο ισχυρά και φωτεινή, η δε μόρφωσίς του σπανιωτάτη διά τηνεποχήν, εις την οποίαν έζησεν.
Δια τους λόγους αυτούς ασφαλώς θα πρέπει να επελέγη από τους εφόρους της Φιλικής Εταιρείας και εστάλη ως απόστολός της με συγκεκριμένας εντολάς εις την Μακεδονίαν, όπου πράγματι διεδραμάτισεν σημαντικόν ρόλον πριν από την Επανάστασιν,
αλλά και κατά την εξέγερσιν εις την Χαλκιδικήν.
Η δε παρουσία του εις την Δράμαν δεν θα ήτο άμοιρος συγκεκριμένων σκοπών και επιτυχίας, εφ’όσον ήλθεν μάλιστα εις επαφήν με παράγοντας Ελληνας και μετέδωκεν εις αυτούς τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας.
Παραπομπές:
1.Βλ. Βασ. Κ. Πασχαλίδη: Η Μονή της Εικοσιφοινίσσης κατά τη περίοδον 1770-1829, εις «Μακεδονικόν Ημερολόγιον» Σφενδόνη, έτους 1975, σ. 317-320, ιδίως σ. 318, 319. Του ιδίου: Η Συμβολή της Δράμας εις την Εθνεγερσίαν του 1821, εις «Δραμινά Νέα», Δράμα, αριθ. τεύχους 29 (Μαρτίου-Απριλίου 1971) σ.18-19.
2.Βλέπε Αγαθαγγέλου, Μητροπολίτου Δράμας: Περί της ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης. Δράμα 1916, σ.63.
3.Βλ.σημ.αριθμ.1.
4.Βλ.Φιλήμονος Ι.: Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως. Αθήναι 1859, Τόμος Α’ , σ.393. Κανδηλούρου Τ.: Η Φιλική Εταιρεία 1814-1821. Αθήναι 1926, σ.323.
5.Βλ.Φιλήμονος Ι.: Δοκίμιον κλπ., τόμος Α’, σ.317. Αγαθαγγέλου, ε.α., σ.63. Βας.Πασχαλίδη: ε.α. σημ. 1 Επίσης: Αρχοντίδη Αστ.: πλείονα εις σημ.7
6.Βλ.Φιλίμηνος Ι.: ε.α., σ.317.
7.Βλ.Αρχοντίδη Αστερ.: Ένας απόστολος της Φιλικής Εταιρείας, ο Ιωάσαφ Βυζάντιος (1773-1845), και η προεπαναστατική του δράση. Εις Μακεδονικά, Τόμος 13 (1973) 187-215, ιδίως σ.202,209.
8.Βλ. Αρχοντίδη Α.:ε.α., σ.202.
9.Βλ.Βακαλοπούλου Απ.: Ιστορία της Μακεδονίας (1354-1833), Θεσσαλονίκη 1969, σ.561.
10.Βλ.Κανδηλώρου Τ.: Η Φιλική Εταιρεία (1814-1821), Αθήναι 1926, σ.429.
11.Βλ. Βασδραβέλλη Ιω.: Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της Ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832, εκδ. 2α, Θεσσαλονίκη 1950 σ. 114. Του ιδίου: Οι Μακεδόνες κλπ., έκδοσις 3η, Θεσσαλονίκη 1967, σ.172.
12.Βλ.Δελιαλή Νικ..: Κατάλογος εντύπων Δημοτικής βιβλιοθήκης Κοζάνης, Τόμος Αος, Θεσσαλονίκη 1948, σ.214.
13.Βλ.Πεννα, Π.Ιστορία των Σερρών, Αθήναι 1966 2, σ.413.
14.Βλ.Χρυσαλλις, τ.ΠΘ’, σ.408 και Παρανίκα, Σχεδίασμα κλπ., σ.53.

Εθνική Παλιγγενεσία: Η Ιερά Μονή Εικοσιφοίνισσας στους αγώνες του 1821

$
0
0
 Του Βασίλη Πασχαλίδη

Οι Έλληνες της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και ειδικότερα των περιοχών Δράμας, Καβάλας και Σερρών κατά την σκοτεινή εκείνη περίοδο της τουρκοκρατίας
είχαν εναποθέσει
τη σωτηρία τους
στην Εκκλησία και το σχολείο
που πραγματικά 
διατήρησαν αλώβητο το φρόνημα του λαού και γαλούχησαν ολόκληρες γενιές Ελλήνων με την ελπίδα της ανορθώσεως του

«Μαρμαρωμένου Βασιληά».

Παρατηρήθηκαν επίσης συνωμοτικές και επαναστατικές κινήσεις, οι οποίες όσο σποραδικές ασύνδετες και μεμονωμένες κι αν ήταν έκρυβαν πάντως μέσα τους την ψυχική φλόγα των σκλαβωμένων Ελλήνων να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό.
Στην περιοχή Δράμας συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί υπήρχαν μόνο στο Δοξάτο, Τσατάλτσα (Χωριστή), Αδριανή, Αλιστράτη, Νικήσιανη, Προσοτσάνη, Ζηλιάχοβα, Ζίρνοβο (Κάτω Νευροκόπι), Καλλιθέα κ.α. και σε ορισμένα χωριά βορείως της Δράμας, όπου κατοικούσαν οροσίβιοι ελληνικοί πληθυσμοί όπως λ.χ. Πύργοι (Μπομπλίτς), Βώλακας κ.α.
Οι ελληνικοί αυτοί πληθυσμοί επειδή βρίσκονταν κοντά σε μόνιμα τουρκικά στρατόπεδα δέχονταν σε καθημερινή βάση περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή την ασφυκτική παρουσία σημαντικού αριθμού Τούρκων στρατιωτών.
Ήταν επόμενο συνεπώς να υπήρχε επαγρύπνηση και παρακολούθηση της κάθε κινήσεώς τους από τα αρμόδια τουρκικά στρατιωτικά και διοικητικά όργανα με άμεσο αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται αυτές με αιματηρά τουρκικά αντίποινα.
Παρά ταύτα η εμφάνιση και δράση κλεφτών δεν έπαυσε ποτέ να παρατηρείται από τον 16οαιώνα και εφεξής.
Η δράση αυτή των κλεφτών στην περιοχή Δράμας κυρίως διευκολύνονταν από τα πολλά ορεινά σημεία που έχει η γύρω περιοχή της Δράμας και κυρίως στη βορειότερη έκτασή της.
Άλλωστε η παρουσία τους είναι γνωστή σε μας από πολλά περιστατικά που συνέβησαν στα χρόνια της σκλαβιάς.
Βεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι η Δράμα ήταν έδρα αρματολικίου με Έλληνα αρματολό που είχε την ευθύνη να καταδιώκει τους κλέφτες και να φρουρεί τα δερβένια δηλ. τις επίκαιρες ορεινές διαβάσεις.
Στην Καλλιθέα έχει σωθεί ως τις ημέρες μας η ιστορική παράδοση για την παρουσία κλεφτών με αρχηγό τον καπετάν Θεόδωρο.
Γρήγορα η δραστηριότητα της ομάδος αυτής των κλεφτών φαίνεται ότι είχε προκαλέσει την προσοχή του τουρκικού παράγοντα γιατί διαφορετικά δεν εξηγείται η οργανωμένη προετοιμασία τους στέλνοντας ειδικό εκστρατευτικό σώμα από τη Δράμα με μεγάλο αριθμό τούρκων στρατιωτών και χωροφυλάκων που προσπάθησαν να ανακαλύψουν και να πολιορκήσουν το λημέρι τους με σκοπό να τους συλλάβουν όλους πριν προλάβουν να φύγουν.
Δεν βρήκαν όμως κανένα.
Όλοι τους είχαν εξαφανισθεί, τους είχε καταπιεί η γη. Οι κλέφτες είχαν καταφύγει σε σπηλιά μόλις είδαν τους τούρκους να έρχονται εναντίον τους.
Πραγματικά η σπηλιά αυτή βρίσκεται εκεί κοντά και είναι αθέατη. Έτσι η στρατιωτική αυτή μονάδα αναγκάσθηκε να αναφέρει στη Δράμα την εξαφάνιση των κλεφτών μόνο με δυο λέξεις «ουστί Θόδωρος» που μεταφράζεται στα ελληνικά ότι ο Θόδωρος «πέταξε», εξαφανίσθηκε από το λημέρι του.
Ο καπετάνιος αυτός αναφέρεται ότι έδρασε κατά τον 17οαιώνα.

Κινήσεις κλεφτών παρατηρήθηκαν επίσης και σε άλλα ορεινά συγκροτήματα στην περιοχή Δράμας όπως στο Παγγαίο, στο Βώλακα, στους Πύργουςκαι σε άλλα ακόμη χωριά.


Οι κλέφτες αυτοί ήταν σκληροτράχηλοι χωρικοί που ζούσαν μακρυά από τις οικογένειές τους είτε γιατί είχαν διαπράξει ορισμένα αδικήματα κατά τούρκων είτε γιατί δεν ήθελαν να εκπληρώνουν τις βαριές φορολογικές υποχρεώσεις τους που τις καθόριζε η απληστία και η αυθαιρεσία της τουρκικής φορολογικής αρχής.
Η δράση τους δεν περιορίζονταν μόνο στην άρνησή τους να υπακούουν στις διαταγές των τουρκικών αρχών.
Επεκτείνονταν και σε κινήσεις που είχαν σκοπό να προστατεύουν τους δικούς τους ανθρώπους και τους συμπατριώτες τους από τις πιέσεις των φορολογικών εισπρακτόρων που ήταν πάντοτε ασύδοτοι και καταλήστευαν τους Έλληνες χωρικούς .
Τελικά ο μοναδικός στόχος του Ελληνικού πληθυσμού που συνειδητοποίησε την θρησκευτική και φυλετική του συνείδηση ήταν να φύγουν οι Τούρκοι από τα χώματα αυτά.
Οι κλέφτες αυτοί πολύ γρήγορα οργανώθηκαν σε μικρές ομάδες και άρχισαν να κάνουν επιδρομές ακόμη και σε κατοικημένες περιοχές όπου πλεόναζε το τουρκικό στοιχείο.

Μια τέτοια επιδρομή έγινε και μέσα στη πόλη της Δράμας κατά την εποχή του Δράμαλη από 800 περίπου «ληστές» που δεν άφησαν τίποτα όρθιο και έφυγαν φορτωμένοι με πολλά λάφυρα ενώ η τουρκική φρουρά δεν μπόρεσε καν να αντιδράσει.
Την άλλη ημέρα οι επιδρομείς αναγκάσθηκαν να δώσουν μάχη σε μια στενωπό με τον τουρκικό στρατό, όπου όμως υπέστησαν σημαντικές απώλειες, γιατί είχαν πέσει σε στημένη ενέδρα των τούρκων.
Η επιδρομή αυτή έγινε κύρια αιτία να αυξηθεί ο αριθμός των στρατιωτών που φρουρούσαν το παλάτι του Δράμαλη, σε 500. Το επεισόδιο αυτό μας το διηγείται ο γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης COUSINERY και το άκουσε όταν πέρασε από τη Δράμα μερικά έτη αργότερα.
Από τις ιστορικές πηγές πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι της Εικοσιφοινίσσης επί του Παγγαίου όρους στη μακρά περίοδο της δουλείας υπήρξε το κέντρο της επαναστατικής δράσεως των Ελλήνων της περιοχής αλλά και ο φωτεινός φάρος της ελληνικής παιδείας με την ίδρυση και λειτουργία σ’ αυτήν Σχολής των Κοινών Γραμμάτων.
Καίτοι στη περιοχή της Κορμίστης κοντά στη Μονή ήταν μόνιμα στρατοπεδευμένος σοβαρός αριθμός τουρκικού στρατού που απέκλειε παντελώς κάθε προσπάθεια των Ελλήνων παρά ταύτα
δεν έλειψαν οι συνωμοτικές δραστηριότητες,
οι επισκέψεις οργάνων της Φιλικής Εταιρείας,
οι πατριωτικές αντιδράσεις και οι παρεμβολές δυσχερειών στη διακίνηση των τουρκικών στρατευμάτων προς Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, Νάουσα, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο σε όλη την περίοδο της Επαναστάσεως του Γένους.
Έτσι ο Πασάς του στρατοπέδου της Κορμίστης με πολυάριθμο στρατό αναγκάζονταν τακτικά να κάνει ερευνητικές και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη περιοχή του Παγγαίου για την ανακάλυψη των «ληστών» και τη σύλληψή τους γιατί έφερναν εμπόδια στις κινήσεις των τούρκων υπαλλήλων στην είσπραξη του φόρου και έκαναν πολλές ζημίες και καταστροφές στους τούρκους μπέηδες.
Οι Τούρκοι είχαν πληροφορίες ότι η όλη συνωμοτική οργάνωση των Ελλήνων της περιοχής προέρχονταν από τους καλόγερους της Εικοσιφονίσσης.

Για τον λόγο αυτόν άλλωστε πολιόρκησαν πολλές φορές τη Μονή και προέβησαν σε επισταμένες έρευνες για την ανεύρεση όπλων και πολεμοφοδίων.
Ηρωική θα παραμείνει στην ιστορία της περιοχής η σθεναρή στάση του ηγουμένου της Μονής Σωφρονίου κατά την προεπαναστατική περίοδο.
Είναι εξακριβωμένο επίσης, ότι οι Τούρκοι με το πρόσχημα της καταδιώξεως «ληστών» καταλήστευαν την περιουσία της Μονής.
Αλλά και οι μετέπειτα ηγούμενοι της Μονής Χρύσανθος, Νεκτάριος, Χατζηανανίας, Κύριλλος κ.α. έδειξαν εξαιρετική δραστηριότηταστην οργάνωση της συνωμοτικής προσπαθείας για την αναγέννηση του Έθνους και την επιτυχία της Επαναστάσεως.
Μεγάλη βοήθεια πρόσφεραν επίσης οι μοναχοί της Μονής προεπαναστατικά και για  την ευόδωση της άτυχης εκείνης αλλά ηρωικής εξορμήσεως του θρυλικού καπετάνιου Νικοτσάρα, το όνομα του οποίου σε ανάμνηση της θυσίας του φέρνει ομώνυμος συνοικισμός της Κοινότητος Αργυρουπόλεως Δράμας.
Αρκετοί από τους συμπολεμιστές του Νικοτσάρα συνελήφθησαν από τους Τούρκους και οδηγήθηκαν στη Δράμα όπου κρεμάσθηκαν στα πλατάνια της Δημαρχίας (αργότερα πλατεία), ενώ άλλοι οδηγήθηκαν στο Ροδολείβος και σκοτώθηκαν μέσα στην αποθήκη του Κιόρ Φετά μπέη.
Στην πόλη της Δράμας η αγγελία της ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρείας έφθασε από απεσταλμένο της οργανώσεως που περιέρχονταν τις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας για την κατήχηση των Ελλήνων στους σκοπούς της εταιρείας.
Ο απεσταλμένος αυτός ήταν ο ίδιος εκείνος που επισκέφθηκε και τους καλογέρους της Μονής Εικοσιφοινίσσης.

Αυτοί όμως φάνηκαν – κατά μία άποψη – πολύ διατακτικοί και καχύποπτοι απέναντι του. Φοβήθηκαν πως ήταν κάποιο πονηρό σχέδιο των Τούρκων.
Έτσι είχαν κάθε λόγο να δυσπιστούν σε ακριτομυθίες αγνώστων προσώπων όσο και αν τα πρόσωπα αυτά ήταν εφοδιασμένα με τα συστατικά γράμματα της οργανώσεως.
Η αλήθεια είναι ότι οι καλόγεροι απέκρυψαν  τις πραγματικές προθέσεις τους στον απεσταλμένο της οργανώσεως που έφερε το όνομα Ευάγγελος γιατί φοβήθηκαν μήπως ο άνθρωπος αυτός ήταν πράκτορας των Τούρκων.
Όπως αποδείχθηκε από νεώτερες έρευνες μας ο απεσταλμένος αυτός της Φιλικής Εταιρείας που πέρασε από τη Δράμα και ο Μοναστήρι της Εικοσιφοινίσσης δεν ήταν άλλος από τον ιατρό Ευάγγελο Μεξικό καταγόμενο από την Ήπειρο.
Ναζίρης της Δράμας κατά την περίοδο αυτή ήταν ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης, πασάς Α’ τάξεως, ο οποίος λίγο πριν από την επανάσταση, το 1820, είχε τοποθετηθεί με διαταγή του Σουλτάνου στη Λάρισα.
Ο Μαχμούτ Δράμαλης αν και τοποθετήθηκε στη Λάρισα εν τούτοις κατείχε και τη θέση του ναζίρη Δράμας, τα δε καθήκοντά του εκτελούσε αναπληρωτής του με έδρα τη Δράμα και είχε ως περιοχή δικαιοδοσίας του την επαρχία (Καζά) Δράμας.
Μετά την εξέγερση των Ελλήνων η Ναζιρεία Δράμας καθό κέντρο στρατωνισμού πολυαρίθμου τουρκικού στρατού τροφοδοτούσε με σημαντικά τούρκικα στρατεύματα όλες τις εκστρατείες των Τούρκων Πασάδων κατά της Χαλκιδικής, Βεροίας – Ναούσης, Ολύμπου και Παλιάς Ελλάδος.
Η Ελευθερούπολη (Πράβι) παράλληλα εφοδίαζε τις τουρκικές στρατιές με μεγάλες ποσότητες πυρίτιδος και βλημάτων που κατασκευάζονταν στα εργοστάσιά της (μπαρούτ-χανέ) που ήταν περίφημα από το έτος 1714.
Με την κήρυξη της επαναστάσεως το τουρκικό στρατόπεδο της Κορμίστης ενισχύθηκε σημαντικά από την υποχρεωτική κατάταξη των Τούρκων που προσέρχονταν ομαδικά από την περιοχή του Σαντζακίου Δράμας (Δράμας, Καβάλας, Πραβίου, Σαρή-Σαμπάν), αλλά και από άλλες επαρχίες (καζάδες) ως λ.χ. του Νευροκοπίου, Ζίχνας κτλ. και για τον λόγο αυτόν έγινε το σημαντικότερο στρατιωτικό έμπεδο στη Μακεδονία με γενικό διοικητή τον Μπαϊράμ – Πασά.
Εκτός από τις παραπάνω αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες ο Μπαϊράμ – Πασάς είχε και το καθήκον να περιφρουρεί την ασφάλεια της περιοχής και να καταπνίγει στο αίμα κάθε επαναστατική κίνηση στην περιοχή αυτή.
Η Μονή της Εικοσιφοινίσσης με την έναρξη της Επαναστάσεως τακτικά δέχονταν τις επισκέψεις αποσπασμάτων του Μπαϊράμ – Πασά που διενεργούσαν εξαντλητικές έρευνες στις αποθήκες και τα υπόγεια της Μονής για την ανακάλυψη κλεφτών και όπλων.
Ο Μπαϊράμ – Πασάς είχε λόγους να πιστεύει ότι στη Μονή υπήρχε κέντρο Ελλήνων κλεφτών που από πολλά έτη κινούνταν στην περιοχή του Παγγαίου και προκαλούσαν φθορές και εμπόδια στα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα, τα οποία με το πρόσχημα της ερεύνης και της εισπράξεως των φόρων λυμαίνονταν τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Οι μεγάλες επιτυχίες των Ελλήνων στην κυρίως Ελλάδα κατά των Τούρκων προκαλούσαν εδώ στη Δράμα όταν περιέρχονταν σε γνώση του τουρκικού στοιχείου τρομερά αντίποινα των τούρκων κατά των Ελλήνων.
Περιορίζονταν όσο ήταν δυνατόν μόνο από τις παρεμβάσεις των Ελλήνων προκρίτων και μάλιστα του Μανασή και του Πανταζή.
Οι δύο αυτοί Έλληνες ήταν προσωπικοί φίλοι του Δράμαλη και η παρουσία τους είχε βαρύτητα στην τουρκική διοίκηση.
Άλλωστε η παράδοση φέρνει ένα μέλος της οικογένειας Μανασή να συγκαταλέγεται στην ακολουθία του Δράμαλη όταν κατέβηκε με πολυάριθμο στρατό από τη Λάρισα προς την Πελοπόννησο.
Στην ίδια ακολουθία του Δράμαλη φέρονται επίσης ως μέλη της και δυο άλλοι Έλληνες, ο ένας από το Μοναστηράκι με το όνομα Τουλούμης και ο άλλος από το Βώλακα με το όνομα Βοζίκης.
Δεν μπορέσαμε ακόμη ως σήμερα να εξακριβώσουμε αν αυτός ο Βοζίκης έχει κάποια συγγενική σχέση με τον κλάδο Βοζίκη της Καλλιθέας ή με τον κλάδο Βοζίκη της Αρκαδίας, από τον οποίο μάλιστα ένας γόνος ο Χαράλαμπος Βοζίκης είχε διατελέσει και Πρόεδρος της Βουλής.
Τόσο μεγάλη εκτίμηση έτρεφε ο Δράμαλης προς ορισμένες ελληνικές οικογένειες ώστε κατά το 1822 τις είχε στείλει σαν έκφραση αυτής της αγάπης του τις ωραιότερες ελληνοπούλες που είχε αιχμαλωτίσει κατά την εκστρατεία του, ενώ για το δικό του παλάτι στη Δράμα είχε στείλει τη θυγατέρα του Μάρκου Μπότσαρη, Αικατερίνη, γνωστή αργότερα, με το όνομα Ρόζα ως κυρία επί των τιμών στην αυλή της βασίλισσας Αμαλίας.
Οι Έλληνες της πόλεως για ν’ αποφύγουν την εκδίκηση των φανατισμένων τούρκων αναγκάσθηκαν να καταφύγουν για να σωθούν άλλοι πάνω στα βουνά, άλλοι στις μεγάλες πόλεις (Σέρρες, Θεσσαλονίκη κ.α.), ορισμένοι, οι νεότεροι, στην επαναστατημένη Ελλάδα όπως ο Δήμος Νικολάου που έδρασε ηρωικά σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων και άλλοι στη νησιωτική Ελλάδα.
Μόνο λίγοι Έλληνες είχαν παραμείνει στην πόλη, όσοι είχαν κυρίως φιλικούς δεσμούς με την οικογένεια Δράμαλη. Τα περισσότερα ελληνικά εργαστήρια και καταστήματα είχαν κλείσει ενώ άλλα είχαν καταληφθεί από τους Τούρκους.
Είχαν εκλείψει ολότελα οι εμπορικές συναλλαγές και νεκρώθηκε απόλυτα η αγορά της πόλεως. Για τις αιτίες αυτές αναγκάσθηκε και η Μητρόπολη να μεταφέρει την έδρα της κατά το έτος 1825 στην Αλιστράτη, όπου πραγματικά υπήρχε τότε πολυάριθμο ελληνικό στοιχείο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΗΓΕΣ:
Προφορικές αφηγήσεις από Καλλιθέα (Γεωργ. Δασκάλου), Βώλακα, Πύργος, Μοναστηράκι κ.α.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Αγαθαγγέλου,μητροπολίτου Δράμας: Εικοσιφοίνισσα Παγγαίου Ανατ.  Μακεδονίας. Δράμα 1915.
Βακαλοπούλου,Απ.: Ιστορία της Μακεδονίας 1353-1833. Θεσσαλονίκη 1969.
Βασδραβέλλη, Ιω.: Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας Α’ Αρχείον Θεσσαλονίκης (1695-1912) Θεσ/νίκη 1952.
Βαρδουνιώτη, Δημ.: Η καταστροφή του Δράμαλη, Τρίπολις 1913.
Καπετανάκη-Ακρίτα Νικ.: Μαχμούτ-Πασάς Δράμαλης. Δράμα 1937.
Μέρτζιου, Κων.: Μνημεία Μακεδονικής ιστορίας. Θεσ/νίκης 1947.
Πασχαλίδη, Βασ.: Η συμβολή της Δράμας εις την Εθνεγερσίαν του 1821. Περ. «ΔΡΑΜΙΝΑ ΝΕΑ» τ.29 (Μαρτίου-Απριλίου 1971) 18-19
Πασχαλίδη, Βασ.: Ο φιλικός Ευάγγελος Μεξικός.Περ. «Μακεδονικό Ημερολόγιο» Σφενδόνη, έτους 1976, σσ. 336-338, όπου και άλλη βιβλιογραφία.
Πασχαλίδη, Βασ.:, Η Μονή της Εικοσιφοινίσσης κατά την περίοδο 1770-1829. Περ. «Μακεδ. Ημερολόγιο» Σφενδόνη, έτους 1977, σσ. 317-320.
Πασχαλίδη, Βασ.: Δήμος Νικολάου. Ένας αγωνιστής του 182 από τη Δράμα. Εφημερίδα «Πρωινός Τύπος» Δράμας της 11-5-1983.
Cousinery M.E.: Voyage dans La Macodoine. Τόμοι Α-Β. Paris 1831.
B.K.Π.

Eπιστολή των Παμμακεδονικών Ενώσεων Υφηλίου προς τον Πρόεδρο της Σερβίας Tomislav Nikolić.

$
0
0
Eπιστολή των Παμμακεδονικών Ενώσεων Υφηλίου προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Σερβίας, κ. Tomislav Nikolić.
WORLD PAN-MACEDONIAN ASSOCIATIONS
17 Νοεμβρίου 2012
Προς κ. Tomislav Nikolić
Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Σερβίας

GENERAL SECRETARIAT OF THE

PRESIDENT OF THE REPUBLIC OF SERBIA
Andrićev venac 1, 11000 Beograd, Serbia
tel: +381 (0) 11 304-3068
e-mail: predstavkegradjana@predsednik.rs
Εξοχότατε,
Ως εκπρόσωποι των 3.500.000 Μακεδόνων σε όλο τον κόσμο (Έλληνες που κατάγονται από τη Μακεδονία, βόρεια περιοχή της Ελλάδας), σας γράφουμε για να εκφράσουμε τη βαθιά μας απογοήτευση με τις απόψεις σας κατά τη διάρκεια της συνέντευξής σας με την Ivona Televska της εφημερίδας Večer της ΠΓΔΜ στις 20 Οκτωβρίου 2012 [1]. Ανησυχούμε το ίδιο για τις προσφωνήσεις του Υπουργού Άμυνάς σας, Aleksandar Vučić ο οποίος σε μια πρόσφατη συνεδρίαση των Υπουργών Άμυνας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΥΑΝΕ) αποκάλεσε επανειλημμένα «Μακεδόνα» τον ομόλογό του από την ΠΓΔΜ, Fetmir Besimi που είναι Αλβανός.
Στη συνέντευξή σας αποσαφηνίσατεπως οι ενέργειες της Ελλάδα όσον αφορά την ένταξη της ΠΓΔΜ στη ΕΕ και στο ΝΑΤΟ και οι ανησυχίες των Ελλήνων για το σφετερισμό της Μακεδονικής ιστορίας και πολιτισμού από έναν μη-Ελληνικό λαό είναι παράλογες και άνευ σημασίας. Εμείς όμως, θεωρούμε τα αυθαίρετα σχόλιά σας στη Večer ως 
προσβολή 
 κατά της διαχρονικής πολιτιστικής ταυτότητας, και ιστορίας μας ως Μακεδόνες. Με αυτά σας τα σχόλια διαιωνίζετε ιστορικά ψεύδη που έχουν προκαλέσει πολλά προβλήματα στα Βαλκάνια. Η ιστορία μας διδάσκει ότι η ευθύνη για την πολιτικά υποκινούμενη δημιουργία του «Μακεδονικού» έθνους, εθνότητας και γλώσσας προωθήθηκε από το Βελιγράδι. Η δημιουργία αυτής της ψευδοεθνικότητας οφείλεται στον κομμουνιστή ηγέτη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, Τίτο, ο οποίος είχε βαπτίσει τους Σλάβους του Νότου της Γιουγκοσλαβίας σε «Μακεδόνες» με στόχο εδαφική επέκταση προς το νότο και την ενσωμάτωση του Μακεδονικού χώρου στη δική του κρατική υπόσταση. Αυτή η σαφώς επιθετική κίνηση από την πλευρά της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας το 1944 δημιούργησε ενσυνείδητα από το επίσημο Βελιγράδι ένα πρόβλημα στην Ελλάδα για σχεδόν 70 χρόνια, με εξαίρεση λίγων Σέρβων πολιτικών που της συμπαραστάθηκαν. Για παράδειγμα ο προκάτοχός σας Dobrica Ćosić, ένας αληθινός φίλος της Ελλάδας, έγραψε μια επιστολή προς τον τότε ομόλογό του Κωνσταντίνο Καραμανλή διαβεβαιώνοντάς τον πως η Σερβία δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με διαφορετικό όνομα απ’ αυτό που είναι αποδεκτό από την Ελλάδα.
Κύριε Πρόεδρε, 
γνωρίζετε ότι υπάρχουν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ, υπό την αιγίδα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), με στόχο την εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής ονομασίας έναντι όλων για την ΠΓΔΜ. Αυτό βασίζεται σε αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από το 1993. Η ανοιχτή υποστήριξή σας αποκαλώντας τη βόρεια γειτονική χώρα απλά «Μακεδονία» και όχι «ΠΓΔΜ» έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του ΟΗΕ και αποτελεί απόδειξη της παρέμβασή σας στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων και η θέση σας αποδεικνύεται μεροληπτική. Επιπλέον, οι διεθνείς κανόνες και κανονισμοί πρέπει να αναγνωρίζονται και να γίνονται σεβαστοί από όλες τις προοδευτικές χώρες που επιθυμούν ειρηνική συνύπαρξη με τους γείτονές τους.

Επιπλέον, τα σχόλιά σας σχετικά με τους «Αλβανούς στην Ελλάδα», που θα μπορούσαν τελικά να «αναζητήσουν αυτονομία, ακριβώς όπως έκαναν στο Κοσσυφοπέδιο» δεν ήταν μόνο δημογραφικά αβάσιμα και ακατάλληλα, αλλά και εξαιρετικά ανεύθυνα προερχόμενα από έναν ηγέτη μιας χώρας που φιλοδοξεί ένταξη στην ΕΕ.
Επιπλέον προσφερθήκατε να μεσολαβήσετε με την ηγεσία των Σκοπίων για να λυθεί το περιβόητο πρόβλημα με την σχισματική Εκκλησία της ΠΓΔΜ, της λεγόμενης «Μακεδονικής» Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία δεν αναγνωρίζεται ούτε από το Πατριαρχείο της Σερβίας, ούτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σε μια πρόσφατη ανακοίνωση, με τα μέλη της Τρίτης Επισκοπικής Συνέλευσης των Κανονικών Επισκόπων της Ωκεανίας, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ειρηναίος της Κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για τις διώξεις της κυβέρνησης της ΠΓΔΜ εναντίον της Εκκλησίας του στην ΠΓΔΜ [2]. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα για το πώς κάθε πολιτική παρέμβαση - όπως προτείνατε - είναι αντικανονική και θα δημιουργήσει αντιδράσεις και παρενέργειες σε όλες τις ορθόδοξες κοινότητες.

Θέλουμε να σας υπενθυμίσουμε, κύριε Πρόεδρε, ότι η Ελλάδα στο παρελθόν έχει υποστηρίξει τα συμφέροντα της Σερβίας διακινδυνεύοντας τα δικά της εθνικά συμφέροντα και το κύρος της εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ενώ η ΠΓΔΜ είτε σιώπησε είτε τάχτηκε με εκείνους που τραυμάτισαν το Σερβικό έθνος και προκάλεσαν ζημιά στη χώρα σας. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα πολλάκις ήταν ένθερμος υποστηρικτής των συμφερόντων της Σερβίας δεν μπορούμε να πούμε ότι η Σερβία έχει ανταποδώσει αυτή τη στάση με την ίδια βούληση.
Πιστεύουμε ότι έχουμε περιγράψει με σαφήνεια την ευαισθησία 3,5 εκατομμυρίων Μακεδόνων - και των λοιπών Ελλήνων - για τα θέματα αυτά και ελπίζουμε ότι οι ατυχείς και προσβλητικές δηλώσεις όπως αυτές που εκφράσατε στη Večer, αλλά και εκείνες που είχαν εκφραστεί από τον Υπουργό Άμυνάς σας στο Σεράγεβο κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνάντησης των Υπουργών Άμυνας της ΥΑΝΕ, θα πρέπει να επανεξεταστούν προσεκτικά και να αποφευχθούν στο μέλλον.


Με εκτίμηση,
Παμμακεδονική Ένωση ΗΠΑ- Κώστας Χατζηστεφανίδης, Ύπατος Πρόεδρος
Παμμακεδονική Ένωση Αυστραλίας-Δημήτρης Μηνάς, Πρόεδρος
Παμμακεδονική Ένωση Καναδά-Ανώτατη Εκτελεστική Επιτροπή
Παμμακεδονική Ένωση Ευρώπης-Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, Πρόεδρος
Μακεδονικά Τμήματα Αφρικής-Αμύντας Παπαθανασίου, Πρόεδρος

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ
Νίνα Γκατζούλη, Συντονίστρια (Εκπροσωπούσα 150 και πλέον Μακεδονικές Οργανώσεις)
Φιλόπτωχος Αδελφότης Ανδρών Θεσσαλονίκης, Θεόδωρος Δαρδαβέσης, Πρόεδρος
Ομοσπονδία Δυτικομακεδονικών Σωματείων, Γεώργιος Τζούλης, Πρόεδρος
Ε.Α.Σ. ΣΕΓΑΣ Θεσσαλονίκης, Δημήτριος Γάκης, Πρόεδρος
«Ομάδα 21» Μακεδονίας - Θράκης, Αντώνης Δασκόπουλος, Πρόεδρος
Σύλλογος Απανταχού Πισοδεριτών «Η Αγία Τριάς», Μιχαήλ Λιάκος, Πρόεδρος
Θρακική Εστία Θεσσαλονίκης, Βενιαμίν Καρακωστάνογλου, Πρόεδρος

ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΣΤΟ "ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ"
Σύλλογος Απογόνων Μακεδονομάχων Φλώρινας
Σύλλογος Απογόνων Μακεδονομάχων Αμυνταίου
Φιλεκπαιδευτικός Όμιλος Φλωρίνης «Αριστοτέλης»
Πολιτιστικός Σύλλογος Σιταριάς Φλώρινας
Πολιτιστικός Σύλλογος "Νέοι Ορίζοντες" Σιταριάς Φλώρινας
Πολιτιστικός Σύλλογος "Ο Μέγας Αλέξανδρος" Πολυπλάτανου Φλώρινας
Σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος» Εθνικού - Κρατερού - Αγίας Παρασκευής
Πολιτιστικός Σύλλογος «Ελπίδα» Μελίτης Φλώρινας
Φορέας ιστορίας και πολιτισμού "Ιερά Δρύς" Κέλλας Φλώρινας
Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος "Αμύντας" Σκοπιάς Φλώρινας
Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Νομού Κοζάνης
Πολιτιστικός Σύλλογος Κοζάνης "Οι Μακεδνοί"
Κίνηση Δημοτών Έδεσσας «Ίων Δραγούμης»
Σύλλογος Απογόνων Μακεδονομάχων Έδεσσας-Αλμωπίας
Λαογραφική Εταιρεία Νομού Πέλλας
Σύλλογος Φίλων Αρχαιοτήτων Έδεσσας «Οι Τημενίδες»
Πολιτιστικός Σύλλογος «Βιβλιόφιλοι Έδεσσας»
Πολιτιστικός Σύλλογος Κάτω Γραμματικού Έδεσσας «Πατριάρχης Χρύσανθος»
Σύλλογος «Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού» Αριδαίας
Σύλλογος «Φίλων Μακεδονικής Πολιτιστικής Παράδοσης» Αλμωπίας
Μορφωτικός Σύλλογος Ίδα Εξαπλατάνου «Ιων Δραγούμης»
Ιστορική & Λαογραφική Εταιρεία «Φίλιππος» Γιαννιτσών
Μακεδονικός Χορευτικός Πολιτιστικός Σύλλογος «Αμύντας» Καλυβίων
Μορφωτικός Περιβαλλοντικός Όμιλος Πέλλας «Αρχαία Πέλλα»
Μορφωτικός Σύλλογος Νέων Άρνισσας Έδεσσας
Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Λευκαδίων Νάουσας «Η Αγία Παρασκευή»
Μορφωτικός Χορευτικός Σύλλογος Χαρίεσσας Νάουσσας " 'Αγιος Δημήτριος"
Πολιτιστικός Σύλλογος Νέων Πολυπλάτανου Νάουσσας
Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία Κιλκίς «Τέχνη»
Πολιτιστικός Σύλλογος Γρίβας Κιλκίς
Πολιτιστική Εταιρεία Πανελλήνων «Μακεδνός» Θεσσαλονίκη
Πανελλήνιος Σύλλογος Απογόνων Μακεδονομάχων «Ο Παύλος Μελάς» Θες/νίκη
Σύλλογος Κοζανιτών Θεσσαλονίκης «Άγιος Νικόλαος»
Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ν. Σερρών Θεσσαλονίκης
Σύλλογος Σκοπηνών Θεσσαλονίκης "Ο Ορφέας"
Ένωση Βαβδινών Θεσσαλονίκης
Πολιτιστικός Σύλλογος "Εμμανουήλ Παππάς" Θεσσαλονίκης
Πολιτιστική και Επιμορφωτική Εταιρεία Αρναίας Χαλκιδικής
Εταιρεία Μελέτης και Έρευνας της Ιστορίας των Σερρών
Πολιτιστικός Σύλλογος Πεντάπολις Σερρών
Σύλλογος Σιδηροκαστρινών και περιχώρων "Το Ρούπελ"
Πολιτιστικός Μακεδονικός Σύλλογος "Μέγας Αλέξανδρος" Χαρωπού Σερρών
Λαογραφικός Πολιτιστικός Σύλλογος Χρυσοχωράφων Σερρών
Πολιτιστικός Σύλλογος Σκοτουσαίων Σερρών
Σύνδεσμος Μοναστηριωτών Θεσσαλονίκης «Καρτερία»
Σύλλογος Σταρτσοβιτών «ο Άγιος Μηνάς» Νέου Πετριτσίου Σερρών
Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Σερρών-Μελενίκου
Αδελφότητα Κυριών και Δεσποινίδων Μελενίκου "Η Αρμονία"
Σύλλογος Ευελπίδων Μελενίκου
Παμμακεδονική Συνομοσπονδία Αθηνών.
Ομοσπονδία Δυτικομακεδονικών Σωματείων Αθηνών.
Συνομοσπονδία Μακεδόνων Λεκανοπεδίου Αττικής.
Σύνδεσμος «Αλέξανδρος Φιλίππου Έλλην Μακεδών»
Σύνδεσμος Γυναικών Θεσσαλονίκης Μακεδονίας εν Αθήναις
Σύνδεσμος Μακεδόνων και Θρακών Παπάγου-Χολαργού
Σύλλογος Μακεδόνων Βόλου
Σύνδεσμος Πολιτών Ρήγας
Σύλλογος Φλωρινιωτών Θεσσαλονίκης
Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Νομού Καστοριάς
Εταιρία Δραμινών Μελετών

Πηγές:
1) http://vecer.com.mk/?ItemID=B8332C25BB927641A7DAA6F0BD8FBF97. «Η Σερβία προσπαθεί να είναι ο πλησιέστερος φίλος και δημιουργός / ευεργέτης της «Μακεδονίας»[sic] και της περιοχής.» Ivona Talevska. Večer. 20 Οκτωβρίου, 2012, τεύχος 15.119. Ημερομηνία πρόσβασης 11 Νοεμβρίου, 2012.
2) http://www.spc.rs/eng/third_episcopal_assembly_oceania_communique. «Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ανακοίνωση της Τρίτης Επισκοπικής Συνέλευσης της Ωκεανίας. 26 Οκτωβρίου, 2012». Ημερομηνία πρόσβασης 11 Νοεμβρίου, 2012.
Κοινοποίηση: Αρχηγούς Πολιτικών Κομμάτων της Δημοκρατίας της Σερβίας
Πρεσβείες της Δημοκρατίας της Σερβίας
Κύριο Κάρολο Παπούλια, Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας
Μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου

Το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ» στη δεκαετία του 1940

$
0
0
Τίτο-"Ασκήσεις"  επί Χάρτου
 του Β. Κόντη

Στόχος της άνακοίνωσης αύτης είναι να  εξετάσει, και να  άναλύσει το «Μακεδονικό Ζήτημα» στο πλαίσιο των βαλκανικών πολιτικών έξελίξεων στη δεκαετία του 1940.

Στην  περίοδο αυτή διακρίνει κανείς δύο χαρακτηριστικές φάσεις:

 στην  πρώτη φάση (Άπρίλ. 1941 Όκτώβρ. 1944) υπήρχε ένας άγώνας γιά έπικράτηση στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία άνάμεσα στις βουλγαρικές άρχές και στά γιουγκοσλαβικά και βουλγαρικά κομμουνιστικά κόμματα.

Η δεύτερη φάση (Νοέμβρ. 1944 Καλοκαίρι 1948) κυριαρχείται από τις φιλοδοξίες του Τίτο γιά μία ΝοτιοΣλαβική ομοσπονδία, γεγονός πού περιέπλεκε σημαντικά την κατάσταση στά Βαλκάνια και συνέδεε το όλο ζήτημα με το πρόβλημα τών έδαφικών διεκδικήσεων τών βαλκανικών κρατών.

Μετά τη γερμανική εισβολή στά Βαλκάνια, τον Απρίλιο του 1941, έπιτράπηκε στη Βουλγαρία να  καταλάβει από τη Γιουγκοσλαβία τα μακεδονικά έδάφη της και από την Ελλάδα το άνατολικό τμήμα της Μακεδονίας και τη Δυτική Θράκη.

 Η κεντρική και δυτική Μακεδονία ήταν κάτω από γερμανική και ιταλική κατοχή. Οι βουλγαρικές άρχές έκαναν κάθε προσπάθεια να  προσαρτήσουν τα έλληνικά και γιουγκοσλαβικά έδάφη και τα μεταχειρίζονταν σαν να  τα είχαν ήδη προσαρτήσει.
Στή βουλγαρική κατεχόμενη περιοχή ο έλληνικός πληθυσμός άποδεκατίσθηκε από μαζικές δολοφονίες και υποχρεωτικές μεταναστεύσεις.
 Η κίνηση αυτή άρχισε με την άφιξη τών βουλγαρικών στρατευμάτων πού ο άντικειμενικός τους σκοπός δέν ήταν να  προσηλυτίσουν το ντόπιο πληθυσμό, τη στιγμή πού οί Σλάβοι ήταν έλάχιστοι, άλλά να  τον έξαλείψουν και να  τον άντικαταστήσουν με Βούλγαρους έποίκους.

Τον Αύγουστο του 1941 ώς άποτέλεσμα τών βουλγαρικών διώξεων έμφανίσθηκαν στην  Άνατ. Μακεδονία οί πρώτες άνταρτικές μονάδες με το όνομα « Ελευθερία» και άνέλαβαν να  άντισταθούν στους εισβολείς.

Στά τέλη Σεπτεμβρίου, παρόλα αύτά οί Βούλγαροι προκάλεσαν ένα λαϊκό κίνημα στή Δράμα, στο Δοξάτο και στην Καβάλα, το όποιο τελείωσε με σφαγές του έλληνικού πληθυσμού, ένώ 30.000 άτομα μόνο διέφυγαν στη Θεσσαλονίκη:
άξιόπιστες πηγές έπισημαίνουν ότι 15.000 'Έλληνες σκοτώθηκαν 
και πάνω από 200.000 άτομα υποχρεώθηκαν να  έγκαταλείψουν την περιοχή.

Το σχέδιο της βουλγαρικής κυβέρνησης ήταν να  κάνουν την Άνατ. Μακεδονία και τη Δυτ. Θράκη να  φαίνονται ότι έχουν βουλγαρικό πληθυσμό και να  έξασφαλίσουν την τελική άπόδοση της περιοχής στη Βουλγαρία.

Οί Βούλγαροι, έπίσης, προσπάθησαν να  έπεκτείνουν τόν έλεγχό τους στη Δυτ. και Κεντρ. Μακεδονία.

Ο πρώτος άντικειμενικός στόχος ήταν ο προσηλυτισμός του μικρού άριθμού των Σλαβοφώνων, οί όποιοι ζούσαν στην  περιοχή τόν καιρό της γερμανικής εισβολής και είχαν δείξει άνοιχτά φιλοβουλγαρικά αισθήματα.
 ’Επιπλέον ένοπλα φιλοβουλγαρικά σώματα τρομοκρατούσαν τόν έλληνικό πληθυσμό. ’Άν και οί Γερμανοί κάλυπταν τις βουλγαρικές ένέργειες δέν έπέτρεπαν στους Βούλγαρους να  έπεκτείνουν την κυριαρχία στην  περιοχή.

Ενδεικτικό της άντίστασης, την όποια ο ελληνικός πληθυσμός πρόβαλε ένάντια στις βουλγαρικές ένέργειες, είναι το γεγονός ότι μόνο γύρω στίς 14.700 άτομα πήραν βουλγαρικές ταυτότητες, έτσι ώστε να  έχουν το πλεονέκτημα της βουλγαρικής προσφοράς, ότι μόνο Βούλγαροι θά παίρνουν προμήθειες τροφίμων, χορηγούμενες από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό.

’Αντίθετα με την άντίστάση πού ή Βουλγαρία άντιμετώπισε στην  έλληνική Μακεδονία, οί Βούλγαροι χαιρετίσθηκαν στην  κατεχόμενη γιουγκοσλαβική Μακεδονία άρχικά με μεγάλο ένθουσιασμό, καθώς ιστορικοί δεσμοί ένωναν τόν πληθυσμό.

Η γενικότερη πολιτική των Βουλγάρων ήταν να  κερδίσουν τούς κατοίκους και να  προσαρτήσουν την περιοχή. Αύτό πάντως δέν έπιτεύχθηκε καθώς οί Βούλγαροι φέρονταν σαν κατακτητές, ήταν διεφθαρμένοι και άνίκανοι να  διοικήσουν5. αυτή την εποχή ένας πολύ σκληρός άνταγωνισμός άρχισε άνάμεσα στά γιουγκοσλαβικά και βουλγαρικά κομμουνιστικά κόμματα γιά τόν έλεγχο της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, και σημαντικό είναι ότι το τοπικό κομμουνιστικό κόμμα τάχθηκε με το μέρος των Βουλγάρων.

 Η ήγεσία των Γιουγκοσλάβων άνταρτών, έχοντας να  άντιμετωπίσει την άντίδραση των βουλγαρικών άρχών και των κομμουνιστών στη Μακεδονία, προσπάθησε να  πάρει τον έλεγχο της περιοχής με την οργάνωση ένοπλης άντίστασης.

Σέ αύτό το σημείο ή κατάσταση άλλαξε υπέρ τών Γιουγκοσλάβων καθώς οι Γερμανοί έπιτέθηκαν στη Σοβιετική 'Ένωση και ή Κομμουνιστική Διεθνής κάλεσε τον Αύγουστο του 1941 να  γίνουν έξεγέρσεις στην  κατεχόμενη Εύρώπη προκειμένου να  βοηθηθεΐ ο άγώνας τών Σοβιετικών ένάντια στη Γερμανία.

Αυτή την περίοδο, ήταν δύσκολο γιά το άδύναμο βουλγαρικό κομμουνιστικό κόμμα να  άναπτύξει στρατιωτικές έπιχειρήσεις έναντίον τών βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής, ένώ ή γιουγκοσλαβική πλευρά οργάνωσε άνταρτικά σώματα υπό τη διεύθυνση του Λαζάρ Κολισέφσκι, τα όποια και έξαπέλυσαν τις πρώτες τους έπιθέσεις στά τέλη του 1941.

 Οι προσπάθειες αύτές, όμως, άπέτυχαν καθώς οι βουλγαρικές δυνάμεις κατόρθωσαν να  διαλύσουν τον κομματικό οργανισμό τών Γ ιουγκοσλάβων κομμουνιστών και να  συντρίψουν τις πρώτες μονάδες τών άνταρτών.

Η κατάσταση στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία παρέμεινε άμετάβλητη μέχρι τις αρχές του 1943 δταν οι Γιουγκοσλάβοι ξανααποπειράθηκαν να  οργανώσουν ένα κίνημα άντίστασης στη Μακεδονία. 'Ο Τίτο και οί άλλοι ήγέτες τών άνταρτών τον καιρό αύτό άποφάσισαν να  λύσουν το Μακεδονικό πρόβλημα με μία εντυπωσιακή ένωση όλης της Μακεδονίας (Γιουγκοσλαβικής, Βουλγαρικής και Ελληνικής) μέσα στο πλαίσιο μίας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. το σκεπτικό ήταν, ότι όλοι οί Σλαβόφωνοι στις τρεις επαρχίες της Μακεδονίας δέν ήταν Βούλγαροι ούτε Σέρβοι άλλά έθνολογικά «Μακεδόνες» και είχαν το δικαίωμα να  κερδίσουν την έλευθερία τους μέσα στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία.

Γιά την εφαρμογή αύτης της νέας πολιτικής ο Τίτο έστειλε τον Σβέτοζαρ Βουκμάνοβιτς-Τέμπο στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία γιά να  βεβαιώσει τον τοπικό πληθυσμό, ότι στο μελλοντικό γιουγκοσλαβικό κράτος θά έχουν αύτονομία και θά μπορούν να  χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα ελεύθερα. Έφόσον οί έθνικιστές της περιοχής είχαν σοβαρά άπογοητευθεΐ με τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής, ή προσέγγιση αύτή κέρδισε σοβαρή υποστήριξη.

 ’Επιπλέον το καλοκαίρι του 1943 ο Τέμπο ήρθε σέ έπαφή με άρχηγούς άνταρτών στην  Ελλάδα, ’Αλβανία και Βουλγαρία και τούς πληροφόρησε γιά το γιουγκοσλαβικό σχέδιο σχετικά με τη μεταπολεμική λύση του «Μακεδονικού Ζητήματος», χωρίς να  κάνει καμία άναφορά γιά κάποιες έδαφικές άλλαγές στη Μακεδονία.

 Ειδικά ο Τέμπο πρότεινε τη δημιουργία ένός βαλκανικού γενικού στρατηγείου, το όποιο θά συντόνιζε τίς δραστηριότητες τών άνταρτικών μονάδων.

Στους Σλαβόφωνους θά έπιτρεπόταν να  δημιουργήσουν τίς δικές τους πολιτικές οργανώσεις και ένοπλες μονάδες, οί όποιες θά μπορούσαν να  περνούν τα σύνορα και να  διεξάγουν στρατιωτικές έπιχειρήσεις στις γειτονικές χώρες.

 Ο άπώτερος στόχος του Τέμπο, ήταν να  μεταμορφώσει τούς με βουλγαρική καταγωγή Σλαβόφωνους σέ «Σλαβομακεδόνες».

*Η ήγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ άπέρριψε την ιδέα γιά ένα βαλκανικό γενικό στρατηγείο, άλλά έπέτρεψε την οργάνωση τών Σλαβοφώνων μέσα σέ ένα Σλαβομακεδονικό Έθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (ΣΝΟΦ) και τη δημιουργία ειδικών σλαβόφωνων ένοπλων μονάδων μέσα στους κόλπους του ΕΑΑΣ.
 Αύτές οί μονάδες προκάλεσαν πολλά προβλήματα στο ΕΑΑΣ κατά τη διάρκεια του 1944 και τον ’Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ή 9η μεραρχία του ΕΑΑΣ άναγκάσθηκε να  έπιτεθεΐ έναντίον μονάδων της ΣΝΟΦ, πού τελικά άναγκάσθηκαν να  άποχωρήσουν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία.

'Ύστερα από την άποχώρηση τών Γερμανών από την Ελλάδα (τέλος ’Οκτωβρίου 1944) ή Δυτ. και Κεντρ. Μακεδονία ήρθε κάτω από τον έλεγχο τών Ελλήνων.

Παρ’ όλα αύτά ή Άνατ. Μακεδονία και ή Δυτ. Θράκη έξακολούθησαν να  είναι υπό τη βουλγαρική κατοχή και μόνο έπειτα από έντονη βρετανική διαμαρτυρία στους Σοβιετικούς οί Βούλγαροι εκκένωσαν την περιοχή.
Μετά την άπελευθέρωση, ή έλληνική κυβέρνηση άπαίτησε να  δοθούν στην  ' Ελλάδα έδάφη από τη Νότια Βουλγαρία και αν ήταν δυνατό από τη Γιουγκοσλαβία.

Αυτές οί άπαιτήσεις μαζί με τίς έπιθυμίες του Τίτο να δημιουργήσει μία ενιαία Μακεδονία με την προσάρτηση τμημάτων της βουλγαρικής και της έλληνικής Μακεδονίας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, περιέπλεξαν σημαντικά το «Μακεδονικό Ζήτημα».

 Μέχρι το Φθινόπωρο του 1944 το εδαφικό ζήτημα πού άφορούσε τη Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία φαινόταν να  είναι άπλά σέ τι βαθμό οί έλληνικές διεκδικήσεις θά ικανοποιούνταν. ’Έπειτα άπ ’ αυτή την ήμερομηνία, άκόμα και ή άποκατάσταση τών προπολεμικών έλληνικών συνόρων άρχισε να  άμφισβητεΐται.

Υπήρξε ένας άριθμός δηλώσεων από γιουγκοσλάβους άξιωματούχους, οί όποιοι διακήρυσσαν πώς το αυτόνομο κράτος της Μακεδονίας θά συμπεριλάμβανε τη Θεσσαλονίκη και έλληνικά έδάφη μέχρι τον ποταμό Νέστο.

 ’Επίσης άπέρριψαν τις έλληνικές άπαιτήσεις γιά έπέκταση τών έλληνικών συνόρων και κατηγόρησαν τις έλληνικές άρχές ότι κατεδίωκαν τούς  « Μακεδόνες μας» στη «Μακεδονία του Αιγαίου».

'Όταν οί Βούλγαροι κομμουνιστές πήραν την έξουσία, το Σεπτέμβριο του 1944, το μακεδονικό έγινε αύτόματα το κεντρικό ζήτημα στις σχέσεις τών κομμουνιστικών κυβερνήσεων της Σόφιας και του Βελιγραδιού. 

 Ο Τίτο συνηγορουσε υπέρ της ίδρυσης και από τα δύο κράτη μιας ένωμένης Μακεδονίας πού θά προσαρτατο στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Στις 7 Νοεμβρίου 1944 ο Βουκμάνοβιτς-Τέμπο δήλωσε ότι το σύνολο του μακεδονικού λαού έπιθυμούσε την πλήρη ένοποίηση της «Μακεδονίας του Αιγαίου» και της επαρχίας Πιρίν, σ’ ένα ομοσπονδιακό κράτος της Μακεδονίας και πρόσθεσε ότι, ταξιδεύοντας μέσα από το Πιρίν και τη «Μακεδονία του Αιγαίου», διαπίστωσε την έπιθυμία τών λαών τους να  ένωθούν με τη «μητέρα χώρα».
 Λίγες μέρες άργότερα, την 1η Νοεμβρίου ο ’Αλέξανδρος Ράνκοβιτς έλεγε ότι «γιά τή Μακεδονία ο μακεδονικός λαός έχει έπίσης άποφασίσει ότι ή χώρα του θά είσέλθει στη Γιουγκοσλαβική Όμοσπονδία. ’Έτσι τακτοποιείται ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα της έσωτερικής μας πολιτικής και ένα από τα έξαιρετικά σημαντικά προβλήματα της έξωτερικής πολιτικής μας.
 Σήμερα, κανείς στη Βουλγαρία ή στην  ' Ελλάδα δέν μπορεί να  έκφράσει καμιά διεκδίκηση γιά τη Μακεδονία, γιατί ή Μακεδονία δέν ύπόκειται πλέον στον κίνδυνο νά λεηλατηθεί από διάφορους Βαλκάνιους ήγεμονιστές και ιμπεριαλιστές.
 Είναι ένα έλεύθερο μέλος της έλεύθερης 'Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας.

Ο Μακεδονικός λαός είναι ένας χωριστός λαός της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας».

Παρόλο πού ή Γιουγκοσλαβία και ή Βουλγαρία γενικά συμφωνούσαν στη λύση της ομοσπονδίας, υπήρχαν ωστόσο διαφορές σχετικά με τη μορφή πού θά έπαιρνε ή ομοσπονδία αύτή.

Οί Βούλγαροι είχαν την έλπίδα ότι θά συμμετείχαν με ίσους όρους, ένώ οί Γιουγκοσλάβοι έπιθυμουσαν να  ένωθεΐ ή Μακεδονία του Πιρίν με τη «Μακεδονική Δημοκρατία», πού άποτελούσε ήδη ένα από τα έξι τμήματα του γιουγκοσλάβικου κράτους, και ή υπόλοιπη Βουλγαρία να  προσαρτηθεΐ ως έβδομο τμήμα.

 Οί Βούλγαροι ήταν πρόθυμοι να  έπιτρέψουν την άνάπτυξη μιας κοινής έθνικής συνείδησης στη Βουλγαρία και τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, όπως σχέδιαζαν και οί Γ ιουγκοσλάβοι ήγέτες, άλλά δέν μπορούσαν να  συμφωνήσουν με τα γιουγκοσλαβικά σχέδια γιά την ομοσπονδία, παρά μόνο στη βάση της άπόλυτης βουλγαρογιουγκοσλαβικής ισότητας.

 Τόν ’Ιανουάριο του 1945 οί Βούλγαροι δήλωσαν ότι ήταν υπέρ μιας ομοσπονδίας στην  όποια οί δύο χώρες θά είχαν ίσα δικαιώματα και ότι έπιθυμουσαν μιά νοτιοσλαβική ομοσπονδία με κοινή κυβέρνηση και κοινή έθνική συνέλευση.

 Οί Γιουγκοσλάβοι όμως άπέρριπταν μιά τέτοια διευθέτηση και διατείνονταν ότι ο Στάλιν εύνοούσε την πρότασή τους γιά ένταξη της Βουλγαρίας στις άλλες δημοκρατίες.

 Στίς άρχές του 1945, καθώς οί διαφορές στο θέμα της ισοτιμίας δέν ήταν δυνατό να  ξεπεραστούν, τα άρχικά σχέδια γιά ομοσπονδιακή λύση παρουσιάστηκαν με τη δικαιολογία ότι ή ’Αγγλία και οί  Ηνωμένες Πολιτείες ήταν άντίθετες σ’αύτά.

Οί έπαφές του Φίτζροϋ Μακλίν με τόν Τίτο, τόν ’Ιανουάριο του 1945 γιά το θέμα της Μακεδονικής ομοσπονδίας, άποκάλυψαν πολύ καθαρά ότι ο Τίτο είχε άντιληφθεΐ πόσο λεπτή ήταν ή φύση των εσωτερικών και τών έξωτερικών προβλημάτων πού θά προέκυπταν και έτσι, πρός το παρόν, είχε άποφασίσει να  είναι ιδιαίτερα προσεχτικός στους χειρισμούς του.

Στις 12 Ίανουαρίου ο Τίτο δήλωσε ρητά στο Μακλίν ότι, στη συγκεκριμένη στιγμή, δέν ένέκρινε μιά γιουγκοσλαβοβουλγαρο-άλβανική ομοσπονδία.

 Οί σχέσεις με τη Βουλγαρία είχαν βελτιωθεί, άλλά θά χρειαζόταν άκόμη λίγος χρόνοςπριν ο γιουγκοσλαβικός πληθυσμός μπορέσει να  ξεχάσει τη φριχτή συμπεριφορά τών Βουλγάρωνκατά τα τρία τελευταία χρόνια. 

 Ο Τίτο ήταν άποφασισμένος να  κάνει ο,τι μπορούσε γιά να  άναπτύξει στενότερες σχέσεις άνάμεσα στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, άλλά πρός το παρόν δέ θά έπέμενε γιά την ομοσπονδία.

' Η άμερικανική και ή βρετανική κυβέρνηση παρακολουθούσαν την κατάσταση και τίς δηλώσεις γιά αύτόνομη Μακεδονία και ίδρυση ομοσπονδίας με άρκετή έπιφύλαξη.
Παρόλο πού ή Βρετανία θά εύνοουσε μιά ομοσπονδία όλων τών Βαλκανικών κρατών, πού θά περιλάμβανε και την Τουρκία, δέν εύνοουσε μιά άποκλειστική ένωση ή ομοσπονδία μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, γιατί ή λύση αυτή θά άπομόνωνε την Ελλάδα και θά έθετε σέ κίνδυνο τη δική της θέση στά Βαλκάνια, και άκόμη γιατί θά έδινε τη δυνατότητα στη Βουλγαρία, πού και στους δυο παγκόσμιους πολέμους είχε ταχθεί με το μέρος της Γερμανίας, να  άπαλλαγεΐ από τίς συνέπειες τών πράξεών της.

Σέ σχέση με τη Μακεδονία, ή βρετανική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να  άποδεχτεΐ την προοπτική της ίδρυσης μιας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, άλλά δέ θά έπιθυμούσε το κράτος αύτό να  διεκδικήσει έδάφη πού άνήκαν στη Βουλγαρία ή τήν Ελλάδα, με το έπιχείρημα ότι αύτές οί περιοχές ήταν « Μακεδονικές».

Από την πλευρά της, ή άμερικανική κυβέρνηση θεωρούσε ότι οί όροι «μακεδονικό έθνος, Μακεδονικό κράτος» και «μακεδονική έθνική συνείδηση» ήταν καθαρά δημαγωγία πού δέν άντιπροσώπευε καμιά έθνική ούτε πολιτική πραγματικότητα, ένώ στην  άναβίωσή τους έβλεπε συγκαλυμένες έπιθετικές διαθέσεις έναντίον της Ελλάδας. 

 Η πολιτική της άμερικανικής κυβέρνησης ήταν άντίθετη πρός κάθε άναβίωση του Μακεδονικού Ζητήματος σέ σχέση με την Ελλάδα.

Οί Αμερικανοί υπογράμμιζαν ότι τό έλληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατοικούνταν από άμιγή έλληνικό πληθυσμό και ότι ο έλληνικός λαός ήταν σχεδόν ομόφωνα άντίθετος στη δημιουργία μακεδονικού κράτους.

 Κάθε ισχυρισμός γιά σοβαρή έλληνική συμμετοχή σέ μιά τέτοια άναδιάταξη του πολίτικου χάρτη θά ήταν άσύστατος. ' Η άμερικανική κυβέρνηση θά θεωρούσε υπεύθυνη κάθε κυβέρνηση ή ομάδα κυβερνήσεων πού θά άνεχόταν ή θά ένεθάρρυνε άπειλητικές ή επιθετικές πράξεις τών «Μακεδονικών δυνάμεων» έναντίον της Ελλάδας.

 Οί Αμερικανοί υποστήριζαν την άποψη ότι τα προπολεμικά σύνορα της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της ' Ελλάδας στην  περιοχή της Μακεδονίας πρέπει να  θεωρηθούν ώς νόμιμα και ότι ή άναθεώρησή τους θά έπιτρεπόταν μόνο στην  περίπτωση πού θά ταυτιζόταν με την έλεύθερη έκφραση της θέλησης τών άμεσα ένδιαφερομένων πληθυσμών και θά άναγνωριζόταν διεθνώς ώς μέρος του γενικού διακανονισμού της ειρήνης, Σέ σχέση με τη νοτιοσλαβική ομοσπονδία, οί ’Αμερικανοί θεωρούσαν ότι θά ήταν μάλλον ένας παράγοντας άναταραχής παρά σταθερότητας στη νοτιοανατολική Εύρώπη, γιατί τα γειτονικά, μή σλαβικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, θά τη θεωρούσαν σαν άπειλή κατά της άσφάλειάς τους.

Οί άμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ήταν ενήμερες ότι οί Γιουγκοσλάβοι δέ θά τολμούσαν να  έπιτεθουν στην  Ελλάδα, άλλά θά ένθάρρυναν, αν έβρισκαν πρόθυμους σλαβόφωνους να  δημιουργήσουν προβλήματα σέ βάρος της έλληνικής κυβέρνησης, έλπίζοντας να  πείσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη ότι ή περιοχή ήταν κυρίως σλαβική και επρεπε να  ένωθεΐ με τη Γιουγκοσλαβία.
Τό θέμα μιας γιουγκοσλαβοβουλγαρικής ομοσπονδίας, όπως σημειώθηκε, είχε άναβληθεΐ στις άρχές του 1945, έπανήλθε όμως στο προσκήνιο άμέσως μετά την έπιστροφή του Γκεόρκι Δημητρόφ από τη Μόσχα στη Βουλγαρία, το Νοέμβριο του 1945.

Ο Δημητρόφ εύνοούσε τη συνένωση της βουλγαρικής και της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας,και τη δημιουργία μιας αύτόνομης Μακεδονίας, πού θά έντασσόταν σέ μιά γιουγκοσλαβοβουλγαρική ομοσπονδία.

 Στις 6 Δεκεμβρίου 1945, σέ λόγο του ένώπιον της Εθνικής Εθνοσυνέλευσης στη Σόφια, τόνισε ότι ή λύση του Μακεδονικού προβλήματος βρισκόταν «όχι στη διαίρεση της Μακεδονίας, ούτε σέ έναν άγώνα γι’αύτήν, άλλά έξαρτιόταν από τη θέληση του λαού τους, ή πλειοψηφία του όποιου είχε άποκτήσει έλευθερία και ισότητα στά πλαίσια της ' Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας».

Η θέση του Δημητρόφ δέχτηκε άνοιχτή κριτική από τούς άντιπολιτευόμενους σοσιαλδημοκράτες, οί όποιοι στην  έφημερίδα τους «Σβόμποντεν Ναρόντ» τόνισαν το γεγονός ότι μιά έλεύθερη ομοσπονδία μπορούσε να  σχηματιστεί μόνο μεταξύ άνεξάρτητων και ίσων:
 ...Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών δέν πρέπει να  οικοδομούνται πάνω στην  εμπιστοσύνη σ΄αυτήν ή την άλλη προσωπικότητα ή στό προσωρινό πολιτικό σύστημα. το ομοσπονδιακό σύστημα δέ, χτίζεται ορθολογικά και σέ μιά σταθερή βάση.

Είναι φανερό ότι αντιμετωπίζει τη Μακεδονία όχι σαν ενα αυτόνομο κράτος, άλλά σαν μιά επαρχία. 
Η τάση είναι να  οργανώνεται το καθετί σέ μιά βάση υπέρτατου συγκεντρωτισμού, με το κέντρο του στό Βελιγράδι. Ή κεντρική κυβέρνηση είναι το παν, οι άλλοι τίποτα. και το σημαντικό είναι ότι το νέο καθεστώς δέν άναγνωρίζει καμιά βουλγαρική μειονότητα, και οι Βούλγαροι βρίσκονται υπό διωγμό....

' Η ήγεσία του βουλγαρικού κομμουνιστικού κόμματος βρισκόταν σέ δύσκολη θέση: ’Αντιμετώπιζε ισχυρή άντίδραση, τόσο έξω όσο και μέσα στό κόμμα, ώστόσο δέν ήθελε να  δυσαρεστήσει τη Γιουγκοσλαβία.

Πράγματι, στις 9-10 Αύγούστου 1946, ή Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, σέ μιά προσπάθειά της να  ικανοποιήσει τη Γιουγκοσλαβία, άποφάσισε τη μελλοντική ένωση της βουλγαρικής και γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, άλλά δέν έκανε αυτή την άπόφαση γνωστή δημόσια.
Πριν από την άπόφαση της 10ης Αύγούστου, ο Αμερικανός άντιπρόσωπος στη Σόφια θεωρούσε ότι ή κατάρα της νέας Βουλγαρίας ήταν το Μακεδονικό Ζήτημα: 

...δυστυχώς γιά τη Βουλγαρία πολλοί από τούς ηγέτες της, όχι μόνο στην  πολιτική ζωή, άλλά σέ όλα τα πεδία τής πνευματικής δραστηριότητας και στο στρατό και ανάμεσα στους ριζοσπάστες πολιτικούς και τούς επαναστάτες, είχαν ξεκινήσει οι πιο πολλοί από τη Μακεδονία παρά από τη Βουλγαρία.
Ακόμη και με την κομμουνιστική κυβέρνηση, τα πράγματα ήταν περίπου τα ϊδια.
'Ο Δημητρόφ, ο Τράικο Κοστόφ, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο Βοϋλκο Τσερένκοψ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και ο Άντόν Γιοϋγκοφ, υπουργός ’Εσωτερικών, ήταν παιδιά της Μακεδονίας.
Βασικός παράγοντας της Νότιας Σλαβικής Ενωσης θά ήταν ή ένωση της βουλγαρικής, γιουγκοσλαβικής και ελληνικής Μακεδονίας σέ μιά αυτόνομη πολιτεία μέσα σέ μιά ομοσπονδία πού θά άρχιζε από την Τεργέστη και θά εφτανε ώς το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα....

 Η Νοτιοσλαβική 'Ομοσπονδία άποτελουσε μιά σοβαρή άπειλή γιά την Ελλάδα. 

Η βρετανική κυβέρνηση είχε ειδοποιήσει τούς Βουλγάρους ότι δέν τούς άναγνώριζε το δικαίωμα να  μεταφέρουν κανένα τμήμα του βουλγαρικού εδάφους στη Γιουγκοσλαβική  Ομοσπονδία χωρίς τη συγκατάθεση τών Ηνωμένων Εθνών.

 Στις 16 ’Ιουλίου, ωστόσο, το γεγονός ότι ο Τίτο, σέ μιά ομιλία του στην  Cettinje, μίλησε γιά την έγκαρδιότητα τών βουλγαρογιουγκοσλαβικών σχέσεων και τη δυνατότητα να  γίνουν οί σχέσεις αύτές άκόμη στενότερες, υστέρα από την υπογραφή τών συνθηκών ειρήνης, έπιβεβαίωσε την έντύπωση τών Βρετανών, ότι πραγματικά υπήρχε ή ιδέα μιας 'Ομοσπονδίας.

 Βέβαια, οί ’Άγγλοι και οί Αμερικανοί, στά πλαίσια της Συμμαχικής ’Επιτροπής ’Ελέγχου στη Βουλγαρία, μπορούσαν να  έμποδίσουν την προσχώρηση τών Βουλγάρων στην  ομοσπονδία. το πρόβλημα ωστόσο ήταν πώς θά μπορούσαν να  προλάβουν το σχέδιο αύτό έπειτα από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης.
Οί Βρετανοί νόμιζαν πώς ήταν πολύ άπίθανο, ότι όποιαδήποτε άμεση διαμαρτυρία έκ μέρους τους θά μπορούσε να  έμποδίσει την ίδρυση μιας τέτοιας ομοσπονδίας από τη στιγμή πού οί ένδιαφερόμενες κυβερνήσεις την είχαν άποφασίσει.
Κάθε διαμαρτυρία επρεπε να  έρθει στον ’Οργανισμό 'Ηνωμένων ’Εθνών, όπου μπορούσε να  υποστηριχτεί ότι μιά τέτοια μονόπλευρη ένωση θά άποτελουσε κίνδυνο γιά τήν ειρήνη, γιατί θά ήταν μιά διαρκής άπειλή γιά την άνεξαρτησία της ' Ελλάδας.

Η άναγνώριση του «μακεδονικού» χαρακτήρα της περιοχής Πιρίν από τούς Βουλγάρους κομμουνιστές συνάντησε μεγάλη άντίδραση στη Βουλγαρία.
Ο άντιπολιτευόμενος τύπος υπήρχε άκόμη και κατέκρινε έντονα τις εξελίξεις στη Μακεδονία. το βουλγαρικό κομμουνιστικό κόμμα κατηγορήθηκε ότι πρόδωσε τα έθνικά βουλγαρικά ιδεώδη με την άναγνώριση της «μακεδονικής» εθνότητας.

 ’Αξιοσημείωτο είναι ότι πρόσφατα ή Τσόλα Ντραγκοΐτσεβα, μέλος της Κεντρικής ’Επιτροπής του ΚΚΒ, θέλοντας να  δικαιολογήσει τη θέση της τότε βουλγαρικής κυβέρνησης, άναφέρει:...

Θά ήθελα να  έπαναλάβω ότι ή πίεση εκ μέρους της Γιουγκοσλαβίας, εκείνο τόν καιρό, ήταν υπερβολική και άσκήθηκε σέ μιά στιγμή πού τη Βουλγαρία τη μεταχειρίζονταν άκόμη σαν δορυφόρο της Χιτλερικής Γερμανίας και επρεπε να  ύποστει ενα μέρος τών συνεπειών της ήττας. 

Ηταν μιά περίοδος κατά την όποια δέν είχαμε άκόμη συνάψει καμιά συνθήκη ειρήνης. Οι Γιουγκοσλάβοι ήγέτες, έλισσόμενοι επιδέξια, κατόρθωσαν να  επιβάλουν την εθνικιστική τους άντίληψη σχετικά με την οργάνωση της Μακεδονίας.

Έμεις δέν είχαμε τότε άλλη εκλογή παρά να  συμφωνήσουμε πάνω σέ ορισμένες άνεπιθύμητες και άδικες υποχωρήσεις.

Ακριβώς αύτό το χαρακτήρα έχουν οι άποφάσεις πάνω στό Μακεδονικό Ζήτημα πού πάρθηκαν στη 10η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΒ το 1946, παρά τη θέλησή του και σέ άντίθεση πρός τίς αρχές του δικαίου και της δικαιοσύνης....

Είναι πιθανό ότι οί βουλγαρικές παραχωρήσεις πάνω στό ζήτημα της Μακεδονίας έγιναν επειδή ή Βουλγαρία επιδίωκε να  έχει τη γιουγκοσλαβική υποστήριξη στις διαπραγματεύσεις πού γίνονταν στό Παρίσι γιά τίς συνθήκες της ειρήνης και ότι κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να  άποφύγει όποιαδήποτε ένέργεια πού θά δυσαρεστούσε το Βελιγράδι.

Εξάλλου και ή Γιουγκοσλαβία υποστήριζε τίς βουλγαρικές διεκδικήσεις στη Δυτική Θράκη και άρνιόταν να  δεχτεί από τη Βουλγαρία άποζημίωση 25.000.000 δολ., πού προβλεπόταν με τη συνθήκη ειρήνης.
Τά σχέδια γιά τη μακεδονοποίηση της περιοχής του Πιρίν άρχισαν στά τέλη του 1946. τα κυβερνητικά και κομματικά όργανα βρίσκονταν κάτω από σταθερό βουλγαρικό ελεγχο, άλλά την ϊδια περίοδο Γιουγκοσλάβοι «Μακεδόνες» δρούσαν στην  περιοχή με τη συγκατάθεση των Βουλγάρων γιά την ενίσχυση της έθνικής «μακεδονικής» συνείδησης. 

Στίς άρχές Φεβρουάριου 1947, σέ δημοσκόπηση πού εγινε στη Μακεδονία του Πιρίν, οί περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής ήθελαν να  ονομάζονται «Μακεδόνες» και οχι Βούλγαροι.

Μιά συνέλευση μακεδονικών έπιτροπών και έταιρειών της Βουλγαρίας, πού εγινε στίς 18 Μαΐου 1947 στη Σόφια, θεωρήθηκε από τούς Βρετανούς ώς ένδειξη ότι οί γιουγκοσλαβικές άπόψεις είχαν έπικρατήσει στίς μακεδονικές υποθέσεις, πού στό σημείο αύτό φαίνονταν να  κατευθύνονται από τα Σκόπια.

'Η βρετανική κυβέρνηση, θέλοντας να  έμποδίσει την ίδρυση ένός μακεδονικού κράτους, ζήτησε από την άμερικανική κυβέρνηση να  διασαφηνίσει δημόσια ότι είχε γνώση του σχεδίου και ότι ήταν άντίθετη πρός αύτό.
 Οί Αμερικανοί θεώρησαν ότι ή βρετανική πρόταση ήταν πρόωρη και ήττοπαθής και ότι οχι μόνο δέ θά περιόριζε τούς κινδύνους του, άλλά θά εκανε ένδεχομένως την ίδρυση ένός μακεδονικού κράτους να  φαίνεται σαν διπλωματική ήττα των δυτικών δημοκρατιών.
Το Στέητ Ντηπάρτμεντ θεωρούσε ότι το κύριο σημείο του μακεδονικού προβλήματος ήταν ή σχέση του με τη διατήρηση της έδαφικής άκεραιότητας της Ελλάδας, πράγμα πού άποτελούσε και τόν κύριο στόχο τών ΗΠΑ και την αίτια γιά τη βασική τους άντίθεση στην  ίδρυση του «μακεδονικού» κράτους.

Ένα τέτοιο κράτος, άν δημιουργούνταν με την άναδιάρθρωση τών γιουγκοσλαβικών και τών βουλγαρικών συνόρων δέ θά προκαλούσε καμιά άντίρρηση έκ μέρους τών ’Αμερικανών.

Οί κομμουνιστικές χώρες τών Βαλκανίων μπορόύσαν να  διευθετήσουν δπως τούς άρεσε το θέμα και ήταν άμφίβολο ότι όποιαδήποτε ένέργεια, μέσω τών Ηνωμένων ’Εθνών ή με άλλο τρόπο, θά τούς άπέτρεπε, άν αύτές και ή ΕΣΣΔ ήταν άποφασισμένες γιά κάτι τέτοιο.

 Οί ’Αμερικανοί, άν και δέν εύνοουσαν τα σχέδια, δέν μπορούσαν να  τα έμποδίσουν. 'Ο κύριος στόχος τους, έπομένως, ήταν να  έξασφαλίσουν τη διατήρηση τών συνόρων της Ελλάδας από τίς άπαιτήσεις τών γειτόνων της και από τη σοβιετική πίεση στο Αιγαίο.

φόσον ή άκεραιότητα της Ελλάδας άπειλούνταν, είτε από τη διείσδυση τών άνταρτών είτε από την ίδρυση ένός μακεδονικού κράτους, ή άμερικανική κυβέρνηση θά έπαιρνε ολα τα άναγκαϊα μέτρα γιά να  άντιμετωπίσει όποιαδήποτε κατάσταση θά προέκυπτε.

' Η Μακεδονική 'Ένωση και 'Ομοσπονδία υπήρξε το κύριο θέμα της συζήτησης μεταξύ του Τίτο και του Δημητρόφ κατά τη διάσκεψη του Μπλέντ στις 30 Ιουλίου 1 Αύγούστου 1947.
Την έποχή έκείνη ήταν πλατιά διαδομένη ή άποψη ότι οί συναντήσεις στο Μπλέντ άποτελούσαν ένα σημαντικό βήμα πρός την ίδρυση μιας γιουγκοσλαβοβουλγαρικής ομοσπονδίας.

Κατά τίς έκτιμήσεις τών Βρετανών, ή παρουσία του στρατηγού Στέριν Γκεοργκίεφ Άτανασόφ, ειδικού στά θέματα του άνταρτοπόλεμου, και του ύπουργού τών ’Εσωτερικών Άντόν Γιουγκοφ στη βουλγαρική άποστολή σήμαινε πώς ένας από τούς σκοπούς της συνδιάσκεψης του Μπλέντ ήταν ο συντονισμός της βοήθειας πρός τούς 'Έλληνες άντάρτες και ή συζήτηση τών προβλημάτων της βουλγαρικής και της γιουγκοσλαβικής μειονότητας στις δύο πλευρές τών συνόρων.

Ο Δημητρόφ, σέ συνάντησή του με τον ανταποκριτή του «Ριζοσπάστη» στίς 24 ’Ιουλίου, διέψευσε τίς φήμες γιά το σχηματισμό μιας βαλκανικής ομοσπονδίας και δήλωσε ότι ή Βουλγαρία και ή Γιουγκοσλαβία θά έκλειναν μιά συνθήκη φιλικής συνεργασίας και άμοιβαίας βοήθειας, και ότι σκοπός της σλαβικής ένότητας ήταν ή ύπεράσπιση τών σλαβικών χωρών από την άπειλή της ξένης έπέμβασης.

 Η δήλωση του Δημητρόφ έδειξε ότι ή γιουγκοσλαβοβουλγαρική ομοσπονδία θά μπορούσε να  έπιτευχθεΐ σταδιακά και ότι ή προσπάθεια θά άρχιζε με μιά συνθήκη άμοιβαίας βοήθειας. Πραγματικά, ή έπίσημη άνακοίνωση πού έκδόθηκε την 1η Αύγούστου υπογράμμιζε ότι οί δύο κυβερνήσεις είχαν υπογράψει μιά σειρά από συμφωνίες πού προέβλεπαν τη στενή οικονομική συνεργασία, τή σταδιακή δημιουργία μιας τελωνειακής ένωσης και την άμοιβαία βοήθεια και δράση ένάντια στις προκλήσεις τών Ελλήνων μοναρχοφασιστών.

Ωστόσο, ή άνακοίνωση δέν άνέφερε τίποτε σχετικό με την ομοσπονδία. Μόνο μετά τη ρήξη της Κομινφόρμ με τον Τίτο, ο ίδιος ο Δημητρόφ δήλωσε ότι οί δύο κυβερνήσεις είχαν μείνει σύμφωνες γιά μιά σειρά μέτρων πού άφορουσαν την ύπό ίδρυση ομοσπονδία.

Κατά τη διάρκεια τών συζητήσεων στό Μπλέντ, ο Δημητρόφ έπέμενε, ότι ή ένοποίηση της Μακεδονίας θά μπροουσε να  επιτευχθεί μόνο μέσω μιας ομοσπονδίας.

 Ο Δημητρόφ προσπάθησε να  έπανορθώσει τίς λανθασμένες άποφάσεις της 10ης ολομέλειας του Αύγούστου 1946.
 ’Έτσι, στό προσχέδιο πού συμφωνήθηκε, προβλεπόταν ή προσάρτηση της περιοχής του Πιρίν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας του γιουγκοσλάβικου κράτους, μετά την ί'δρυση της ομοσπονδίας και όταν άνάμεσα στά δύο κράτη δέν θά υπήρχαν σύνορα.

Η Βουλγαρία θά άποζημιωνόταν γιά την άπώλεια της περιοχής του Πιρίν παίρνοντας τίς επαρχίες πού ή ίδια είχε παραχωρήσει στη Γιουγκοσλαβία υστέρα από τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Δυστυχώς, άκόμη και σήμερα δέν είναι σαφές ποιοι ήταν οί άκριβεΐς όροι της συμφωνίας, δηλαδή αν υπήρχε κάποια μυστική άπόφαση πού άναφερόταν στην  προσάρτηση έλληνικού έδάφους στην  Ομοσπονδία.

’Έχει διατυπωθεί ή υπόθεση ότι ή συμφωνία του Μπλέντ άναφερόταν στό έλληνικό πρόβλημα και ότι ή Γιουγκοσλαβία θά έπαιρνε, έκτος από τη βουλγαρική, και την έλληνική Μακεδονία, ένώ ή Βουλγαρία θά άποζημιωνόταν με τη Δυτική Θράκη. 

Σέ άντάλλαγμα, οί 'Έλληνες κομμουνιστές θά είχαν την άπεριόριστη βουλγαρική και γιουγκοσλαβική υποστήριξη στον άνταρτοπόλεμο έναντίον της έλληνικής κυβέρνησης.

Η υπόθεση αυτή άντιστοιχεΐ πρός τίς γιουγκοσλαβικές φιλοδοξίες της έποχής, άλλά δέν έχει έπιβεβαιωθεΐ από άλλες μαρτυρίες.

 'Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Μπέμπλερ είχε ομολογήσει στους Βρετανούς οτι οί άντάρτες έπαιρναν όπλα και πυρομαχικά από τούς δορυφόρους.

 Είναι άξιοσημείωτο ότι ή γιουγκοσλαβική κυβέρνηση πίστευε πώς ή άμερικανική βοήθεια πρός την 'Ελλάδα δέν ήταν άρκετά μεγάλη ή άρκετά γρήγορη, γιά να  είναι άποτελεσματική, και πώς ένα σημαντικό μέρος της βοήθειας το καρπώνονταν οί "Ελληνες πολιτικοί, ένώ το υπόλοιπο μάλλον έπρεπε να  ξοδεύεται γιά την προμήθεια τροφίμων παρά γιά βασικό έξοπλισμό.

Εξάλλου, οί Γιουγκοσλάβοι περίμεναν ότι σύντομα θά ’ρχόταν ή οικονομική κατάρρευση τών ΗΠΑ και το οριστικό τέλος του καπιταλισμού και έτσι στην  ' Ελλάδα, χωρίς την άμερικανική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, θά άλλαζε το κοινωνικό καθεστώς.

 Ο ’Αμερικανός πρεσβευτης στό Βελιγράδι Κάνον είχε τη γνώμη ότι ο βασικός στόχος της συνδιάσκεψης στό Μπλέντ δέν ήταν να  θέσει τα θεμέλια γιά μιά βαλκανική ομοσπονδία, άλλά μάλλον να  έπεκτείνει τόν πόλεμο νεύρων κατά της ' Ελλάδας και να  έπιχειρήσει, με διακηρύξειςγιά ένότητα, άδελφοσύνη και οικονομική συνεργασία τών Σλάβων, να  πείσει την κοινή γνώμη ότι οί χώρες της Βαλκανικής, κάτω από τα προστατευτικά φτερά της Σοβιετικής 'Ένωσης, είχαν να  προσφέρουν κάτι καλύτερο από το σχέδιο Μάρσαλ.

 Οί άποφάσεις του Μπλέντ δέν προκάλεσαν μεγάλη έκπληξη στους Βρετανούς. ' Η συμφωνία άπλώς άποκάλυψε αύτό πού ήταν σχεδόν βέβαιο ότι γινόταν έδώ και καιρό.
 Η συνδιάσκεψη έδωσε την εύκαιρία γιά μιά έπίδειξη πνεύματος άλληλεγγύης και γιά μιά έντονη άντιπαράθεση στό αύξανόμενο ένδιαφέρον τών ΗΠΑ γιά τήν Ελλάδα6.

Άπό ύπάρχουσες πηγές γιά τη συνδιάσκεψη του Μπλέντ φαίνεται ότι ή Βουλγαρία και ή Γιουγκοσλαβία συμφώνησαν να  δημιουργήσουν τίς προϋποθέσεις γιά την 'Ένωση της Μακεδονίας.
Στην  πρώτη φάση, το μοναδικό πρόβλημα πού είχαν να  έπιλύσουν, άφορουσε στις διαδικασίες γιά την προσάρτηση της Μακεδονίας του Πιρίν στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία.

 Η Βουλγαρία δέν ήθελε να  γίνει ή ένωση άμέσως, έπειδή πίστευε ότι ο βουλγαρικός λαός δέν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα, πολιτικά και ψυχολογικά.
Γι αύτό το λόγο, οί Βούλγαροι, παρόλο πού δέν έκλειναν καμιά συμφωνία, έπέτρεπαν σέ Γιουγκοσλάβους καθοδηγητές γιά πολιτιστικά θέματα να  δρουν στην  περιοχή του Πιρίν και δέχτηκαν από τη Γιουγκοσλαβία έναν άριθμό δασκάλων της «μακεδονικής γλώσσας και ιστορίας»γιά την ϊδια περιοχή.

 Επιπλέον, Βούλγαροι από την περιοχή του Πιρίν στάλθηκαν όχι μόνο στά Σκόπια γιά να  μάθουν «μακεδονικά», άλλά και στο Βελιγράδι και στο Ζάγκρεμπ,πιθανόν γιά εύρύτερη μόρφωση.

 Στις 27 Νοεμβρίου, με πρωτοβουλία του Τίτο, υπογράφτηκε στη Σόφια μιά γιουγκοσλαβοβουλγαρική Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας.

 Στο σημείο αύτό τα σχέδια γιά τη Μακεδονική 'Ομοσπονδία κινδύνεψαν να  ματαιωθούν. το κείμενο της Συνθήκης άφορουσε την προσέγγιση, τη συνεργασία και την άμοιβαία βοήθεια, άλλά παράλληλα έδινε έμφαση και στην  άνεξαρτησία τών δύο χωρών ο Δημητρόφ μιλούσε γιά άδελφότητα και ένότητα, ένώ ο Τίτο ότι άντικείμενο της συνδιάσκεψης δέν ήταν ή γιουγκοσλαβοβουλγαρική ομοσπονδία, της όποίας τα προβλήματα ήταν μόνο τυπικά, άλλά ή στενή συνεργασία τών δύο χωρών.

Δέν έχει άκόμη διευκρινιστεί γιά ποιούς λόγους οί Βούλγαροι ήταν πρόθυμοι να  συμφωνήσουν άκόμη και με την πρόταση γιά ίδρυση γιουγκοσλαβοβουλγαρικής ομοσπονδίας.

 ’Έχει διατυπωθεί ή υπόθεση ότι ο Δημητρόφ δέν είχε άποφασίσει αν θά έπρεπε να  δεχτεί τη γιουγκοσλαβική ήγετική θέση στά Βαλκάνια, άλλά ότι προσπάθησε να  διατηρήσει φιλικές σχέσεις με το Βελιγράδι και να  κερδίσει χρόνο, διαπραγματευόμενος τήν ένωση, ένώ προάσπιζε άγρυπνα τα συμφέροντα της Βουλγαρίας, ιδιαίτερα σέ σχέση με τη Μακεδονία.

 Καμιά βουλγαρική κυβέρνηση δέν μπορούσε να  παραχωρήσει τη Μακεδονία του Πιρίν, χωρίς να  πάρει κάποιο άνάλογο άντάλλαγμα. 

Όπως σημείωσε ή βρετανική άποστολή στη Σόφια, είναι πολύ πιθανόν ότιή Βουλγαρία ήταν πρόθυμη να  παραχωρήσει τη Μακεδονία του Πιρίν, μόνο αν έπαιρνε ώς άντάλλαγμα έδάφη πού θά της πρόσφεραν διέξοδο μέσα από το έλληνικό έδαφος στό Αιγαίο.

Το γεγονός όμως ότι ή Βουλγαρία δέν μπόρεσε να  πάρει τη Δυτική Θράκη καθώς και ή ρήξη Τίτο-Στάλιν τον Ιούνιο του 1948 έπισφράγισαν το τέλος τών προσπαθειών γιά τη βουλγαρογιουγκοσλαβική ομοσπονδία.

Τελειώνοντας θά ήθελα να  τονίσω ότι στη δεκαετία του 1940 «Τό Μακεδονικό Ζήτημα» ήταν ένας κυρίαρχος παράγοντας στην  πολιτική τών Βαλκανικών κρατών και χρησιμοποιόταν σαν ένας πολιτικός μοχλός γιά την προώθηση τών έθνικών συμφερόντων τών ένδιαφερομένων δυνάμεων, όπου ή Γιουγκοσλαβία έπαιρνε την πρωτοπορία με τη δημιουργία της «Μακεδονικής Εθνότητας». 

Αύτό το τεχνητό δημιούργημα είχε μεγάλη έπίδραση στις έξελίξεις στά Βαλκάνια κατά τη διάρκεια άλλά και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιούργησε τίς άναγκαΐες συνθήκες γιά να  επιχειρήσει ή Γ ιουγκοσλαβία να  λύσει το «Μακεδονικό Ζήτημα» πρός όφελός της.

Έτσι, ή ένοποίηση της Μακεδονίας, πού υποστήριζαν οί Γιουγκοσλάβοι, θά συνέβαλλε στην  έπέκταση της έπιρροής τους στά Βαλκάνια και θά ένίσχυε τούς ισχυρισμούς του Βελιγραδιού, ότι υπήρχε μιά ξεχωριστή «Μακεδονική ’Εθνότητα».


Ο κομιτατζής ΝΤΑΕΦ και η ανθελληνική του Δράση στη Δράμα.

$
0
0
του κ. Γ.Κ.ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, τ. ΛΥΚΕΙΑΡΧΗ


(ΣΗΜ.Yauna: Ο Βοεβόδας της Δράμας ο οποίος δολοφονήθηκε από τον υπασπιστή του
Panitsa κατ εντολή του Βοεβοδα Sandansky, δεν διεκδικείτε από τους “Μακεδόνες’’, και εκπίπτει 
Στις τάξεις των απλών Βουλγάρων κομιτατζήδων. Βέβαια το αναπάντητο ερώτημα είναι τι ήθελε από το Baltchik της Βουλγαρίας στη Δράμα)  



Μετά το 1885 στη Βουλγαρία ανέκυψαν δύο τάσεις σχετικές με την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.

Η μια ονομάστηκε Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (Ε.Μ.Ε.Ο.) με στόχο τη δημιουργία μαζικού χριστιανικού κινήματος για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από το οθωμανικό ζυγό κα την καθιέρωση καθεστώτος αυτονομίας.
Σύνθημα της οργάνωσης ήταν ¨Η Μακεδονία στους Μακεδόνες¨.
Όπως ήταν φυσικό το σύνθημα βρήκε ανταπόκριση, αφού το όνειρο των Βουλγάρων για την δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878 δεν πήρε σάρκα και οστά.
Η δεύτερη τάση υποστήριζε την κατάληψη της Μακεδονίας από την Βουλγαρία με την ένοπλη βία.
Η τάση αυτή ονομάστηκε Βερχόβεν.

Οι δύο αυτές τάσεις διασπάστηκαν σύντομα. 
Οι Νεότουρκοι επωφελήθηκαν αυτήν την κατάσταση και ανέπτυξαν συνεργασία με τον κυριότερο εκπρόσωπο της Ε.Μ.Ε.Ο. και υποστηρικτή του συνθήματος ¨Η Μακεδονία στους Μακεδόνες¨ Γιάννε Σαντάνσκυ,ο οποίος καταγόταν από το χωριό Βλάχοι του Μελένικου.

Ο Σαντάνσκυ μετά την ένταξή του σε εθνικιστικά επαναστατικά κινήματα στη Βουλγαρία, έρχεται στην Μακεδονία τον Απρίλιο του 1901 με δική του ένοπλη ομάδα αποτελούμενη από 60 κομιτατζήδες.

Αναδείχτηκε ηγέτης της αριστεράς πτέρυγας της ΕΜΕΟ, δηλαδή των Σεντραλιστών, που επιδιώκανε την δημιουργία αυτόνομου καθεστώτος στη Μακεδονία.

Το 1907 ο Σαντάνσκυ έδωσε εντολή στον κομιτατζή Πανίτσα να δολοφονήσει τον Βούλγαρο αρχικομιτατζή Βοεβόδα (Михаил Тодоров Даев) Δάεφ ή Δάγιεφ ή Ντάεφ  ή Ντάιεφ, ο οποίος δρούσε στις περιοχές Δράμας και Ζίχνης έχοντας ορμητήριο το Νευροκόπι (;).

Ο  Ντάιεφ υπήρξε ο εγκέφαλος βομβιστικών επιθέσεων τόσο στη Δράμα, όσο και στην Πλέβνα(σημ. Πετρούσα).

Στη Δράμα η βομβιστική επίθεση έγινε εναντίον του ελληνικού κεντρικού καφενείοθ (καζίνου) στις 6 Ιουλίου 1906. Θύματα της βομβιστικής επίθεσης υπήρξε ο πρόκριτος Γεώργιος Παπαδημητρίου καθώς και ένας Ισραηλίτης, ενώ πληγώθηκε σοβαρά ένας οθωμανός.

Η βομβιστική επίθεση στη Πλέβνα  είχε έξι θύματα.
Βόμβες ρίχτηκαν και στο Μοναστήρι της Αγίας Κυριακής Αλιστράτης την  ημέρα της πανύγηρις (Ιούλος 1906).
Ο Ντάιεφ αρχηγός ενός αντάρτικου σώματος βερχοβιστών από 60 κομιτατζήδες υπήρξε θύμα του ενδοβουλγαρικού ανταγωνισμού.
Από επιστολή του Χρυσοστόμου με ημερομηνία 22 Ιανουαρίου 1907 πληροφορούμεθα ότι ο Ντάιεφ πληγώθηκε στη συμπλοκή της Γράτσιανης και πέθανε ύστερα από λίγο στο Σκρίτσοβο.

Κύριος χώρος δράσης του Σαντάνσκυ ήταν η ¨Ανω Βροντού.
Αλλα και για τον Σαντάνσκυ ή τύχη δεν υπήρξε ευνοική. Οι εσωτερικές Βουλγαρικές συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα την εξόντωσή του.
\Έτσι το 1915 δολοφονήθηκε στο Πιρίν από οπαδούς του δεξιού φιλοβουλγαρικού επαναστατικού κινήματος, αφήνοντας  μετέωρο το σύνθημα ¨Η Μακεδονία στους Μακεδόνες¨, ενώ είχε ταχθεί κατά της απόσχισης των βιλαετίων Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου από την οθωμανική αυτοκρατορία.
Η θέση αυτή τον οδήγησε σε προσέγγιση και συνεργασία με το νεοτουρκικό καθεστώς.
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας υπήρξε η προσπάθειά του να εξουδετερώσει τα ελληνικά ένοπλα σώματα, αλλά και τους Βουλγάρους κομιτατζήδες (φιλομοναρχικούς) στις περιοχές Σερρών-Δράμας-Μελενικίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

Αρχείο του Εθνοιερομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης), Αθήνα 2000
Douglas Dakin, The Greek Struggle in Macedonia, 1897-1913), Θεσσαλονίκη 1966.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα, τομ. ΙΔ΄, Αθήνα 1977.
Πέτρου Θ. Πέννα, Η οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα στη περιοχή σαντζακίου Σερρών, Θεσσαλονίκη 1987.
Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα 1903-1904 (επιστολή προς πρόξενο Σερρών, Δράμα 19.1.1904).




100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ O ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

$
0
0

Του Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη
αναδημοσίευση απο τον πρωϊνό τύπο

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ


O ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
(ιερομάρτυρας -εθνικός αγωνιστής)


Δεν μπορεί να οριστεί χώρος και χρόνος ικανός να εξαντλήσει την παρουσίαση της τεράστιας εθνικής και θρησκευτικής προσφοράς του Χρυσοστόμου.Ο Άγιος αυτός δεν μπορεί να περιοριστεί σε σελίδες και σε τόμους χαρτιού, όπως ο ποταμός σ’ ένα ποτήρι νερού.
Παρόλα αυτά, για τις ασφυκτικές ανάγκες της περίστασης, θα επιχειρηθεί μια άκρως περιορισμένη αναφορά στη συμβολή του στο Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή μας.
Ας θυμηθούμε μόνο, για να μεταφερθούμε στην ατμόσφαιρα της εποχής, πως ο Μακεδονικός Αγώναςπου αρχίζει περίπου από το καλοκαίρι του 1883 με το κίνημα του Κρουσόβου, την ημέρα του Προφήτη Ηλία (Ίλιντεν). Αρχίζει με την εμφάνιση των εθνικιστικών κινημάτων στους λαούς της τουρκοκρατούμενης Βαλκανικής, στα μέσα του 19ου αιώνα και επισημοποιείται με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας, το γνωστό Σχίσμα, που στηρίχθηκε στην έκδοση του διατάγματος περί θρησκευτικής ελευθερίας (Χάτι Χουμαγιούν) το 1839.


Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, γεννήθηκε την ημέρα των Φώτων το 1867 στη Τρίγλια της Προποντίδας και είναι το δεύτερο από τα τέσσερα αγόρια  της Καλλιόπης και του Νικολάου Καλαφάτη.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε στην 7τάξια Σχολή της γενέτειράς του.
Το 1884 τον υποδέχτηκε ως τρόφιμο η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, η κοιτίδα του της ορθοδοξίας και του ελληνικού πολιτισμού.Ο ίδιος δήλωνε συχνά πως εκεί μυήθηκε στην ευσέβεια και τη γνώση.
Το 1887 ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Κωνσταντίνος, δέχεται τη σχετική πρόταση του Διευθυντή της Σχολής Γερμανού Γρηγορά, να αναλάβει την εποπτεία και τα τροφεία ενός σπουδαστή. Ο Γρηγοράς από το Ανδρονίκι (Φερτέκ) της Μικρασίας, ήταν άνθρωπος με πολύ αξιόλογες σπουδές στα Παιδαγωγικά και τη Θεολογία σε πανεπιστήμια της Ελβετίας. Τοποθετήθηκε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης το 1878, όπου εκτός από τα καθήκοντα του Σχολάρχη που ασκούσε δίδασκε και Δογματική και Θεολογία.
Μετά τη λήψη του πτυχίου του με άριστα το 1891, ο Χρυσόστομος χειροτονείται διάκονος στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και Εφέσου. Ο προστάτης και θαυμαστής του Μητροπολίτης Εφέσου Κων/νος, που τώρα βρίσκεται στο θρόνο του Πατριάρχη, τον παίρνει μαζί του, τον χειροτονεί πρεσβύτερο και τον τοποθετεί Πρωτοσύγκελο στο Πατριαρχείο.
Στη θέση αυτή, όχι μόνο τον αφήνει και οΙωακείμ Γ΄ που επανέρχεται, στον πατριαρχικό Θρόνο, αλλά και τον επαινεί και τον στηρίζει, θαμπωμένος από την πνευματικές του ικανότητες, τις εξαιρετικές γνώσεις, την ευγλωττία και τις μεγάλες χριστιανικές αρετές του.




Η προσφορά του στην Ορθοδοξία και τα γράμματα

Στις 23-Μαΐου 1902 τοποθετείται Μητροπολίτης Δράμας, με πρόταση του ίδιου του Πατριάρχη και υπηρετεί τη θρησκεία, το έθνος, την ελληνική ορθοδοξία και την πατρίδα, με σπάνιο ζήλο και αυταπάρνηση ως το 1910 που την εγκαταλείπει, κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

Η παρουσία του στη Δράμα συμπίπτει με την επίσημη έναρξη του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα, δηλαδή με την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στο αίτημα των Ελλήνων της Μακεδονίας, από τον καιρό ακόμα του κριμαϊκού πολέμου, να ασχοληθεί το κράτος συστηματικά με μέτρα διατήρησης της ελληνικής γλώσσας και με την άμυνα των Ελλήνων Μακεδόνων που απειλούνται με εξόντωσε από τους Σλάβους και τους Οθωμανούς. Κυρίως από τότε που ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ υπέγραψε (27 Φεβρ.-11 Μαρτ. 1870) το φιρμάνι ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας και με την παρότρυνση και βοήθεια της Ρωσίας για δημιουργία ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους στα πρότυπα του ελληνικού, το οποίο θα περιελάμβανε και τη Μακεδονία του Αιγαίου.
Ακολούθησαν οι εμπειρίες από τις οδυνηρές συνέπειες του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 και η απόφαση να αποκατασταθεί το βαριά τραυματισμένο ηθικό του απανταχού Ελληνισμού. Σε αυτή τη συγκυρία εντάσσεται και η γενναία απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε΄ (Βαλιάδη) από τη Βέσσα της Χίου, να αντικαταστήσει τους παλαιούς ιεράρχες της Μακεδονίας με νέους και δυναμικούς το 1900, απόφαση την οποία τελικά υλοποίησε ο Πατριάρχης Ιωακείμ το 1903.
Στη Μητρόπολη Καστοριάς τοποθέτησε τον 35χρονο Μητροπολίτη Σεβάστειας του Πόντου με έδρα την Αμισό, (Σαμψούντα) Γερμανό Καραβαγγέλη, που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της απέλασής του από τον Μουσταφά Κεμάλ, με την άφιξή του εκεί το 1921. Στο Μοναστήρι, ως Μητροπολίτη Πελαγονίας τον Ιωακείμ Φορόπουλο, στην Κορυτσά τον εθνομάρτυρα (δολοφ. 1905) Φώτιο Καλπίδη, στη Χαλκιδική τον Ειρηναίο, στις Σέρρες τον Κωνσταντίνο, στο Νευροκόπι τον Θεοδώρητο Βασματζίδη, στα Γρεβενά τον Αιμιλιανό Λαζαρίδη (δολοφ. 1911), στο Μελένικο τον Ειρηναίο, στη Θεσσαλονίκη τον Αλέξανδρο Ρηγόπουλο, στη Στρώμνιτσα το Γρηγόριο (αργότερα μάρτυρα στις Κυδωνιές το 1922) κ. ά.
Η παρουσία του Χρυσοστόμου εδώ συμπίπτει με την απόφαση της Εξαρχίας να καταστήσει την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, κέντρο ένοπλης και άλλης δράσης των "βούλγαρο-μακεδονικών ένοπλων ομάδων".
Ο 35χρονος ιεράρχης δεν αργεί να τεθεί επικεφαλής της ελληνορθόδοξης αντίστασης στην περιοχή από το Νέστο ως το Στρυμόνα και από το Νευροκόπι ως τη Θάσο. Ιεραρχώντας αξιολογικά τις τοπικές και τις γενικότερες συνθήκες και συγκυρίες της εποχής, κρίνει άμεση και αναγκαία:

1) την αναδιοργάνωση της κοινοτικής δομής της Μητρόπολης με ισχυροποίηση της συνοχής και της συνεργασίας των επιτρόπων του νομού τόσο μεταξύ τους όσο και με τη Μητρόπολη,

2) τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας με την ίδρυση, οργάνωση  και
λειτουργία ελληνικών σχολείων και την εξασφάλιση ανάλογης κτιριακής και υλικοτεχνικής υποδομής και

3) τη συνεργασία με τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή και
την με κάθε τρόπο συγκρότηση και οργάνωση ομάδων αντίστασης.
Για την επιτυχία των στόχων αυτών συνδέεται στενά και πολύ διακριτικά, με τις προφυλάξεις που επιβάλλουν περιστάσεις με τους:

α) Νικόλαο Μαυρουδή, Έλληνα Υποπρόξενο στην Καβάλα, εξουσιοδοτημένο για τη συγκρότηση ένοπλων ελληνικών ομάδων στην περιοχή και τον εφοδιασμό τους με πολεμικό και άλλο υλικό,

β) Ίωνα Δραγούμη, Πρόξενο Μοναστηρίου,

γ) Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη, (έναν από τους 3 αξιωματικούς που ήρθαν μαζί με τον Παύλο Μελά στη Μακεδονία) για την οργάνωση του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα.

Στις 22 Ιουλίου 1902, όλος σχεδόν ο πληθυσμός της Δράμας και αρκετοί από τα χωριά της υπαίθρου του νομού, υποδέχονται χαρμόσυνα και πανηγυρικά το νέο Μητροπολίτη τους.
Από την πρώτη μέρα με τον ενθρονιστικό του λόγο ορίζει επιγραμματικά και με σαφήνεια το πλαίσιο των καθηκόντων του. "Θα ανεγείρω μαζί σας,είπε μεταξύ άλλων, θημωνιές καρπών και ιδρύματα ευποιίας, απάγαυσμα της αγάπης του πλησίον, στερεές στήλες των ευγενών αισθημάτων του ανθρωπισμού και ακατάλυτα τείχη των ιερών εθνικών δικαίων". Αναλαμβάνει καθήκοντα ισοβαρή και ισάξια θρησκευτικά και εθνικά.
Στην πρώτη του κιόλας επιστολή προς τον Πατριάρχη στις 25 Αυγούστου 1902 απαντά στις τρεις ερωτήσεις που του υπέβαλε ο Πατριάρχης: πώς βρήκε την εδώ κατάσταση, τι σκέφτεται να κάνει και τι ελπίζει.
Στην πρώτη ερώτηση απαντά με τα λόγια του Αποστόλου  Παύλου προς τους Φιλίππους (τμήμα της παροικίας του): "με τον ερχομό μου στη Μακεδονία, καμιά άνεση δεν ένιωσε η σάρκα μου, αλλά παντού θλίψη. Έξω μάχες, μέσα φόβοι".
Στο βάθος η κατάσταση εδώ, γράφει, εμπνέει σοβαρούς φόβους και ανησυχίες. Οι βουλγαριστές μαίνονται στο υπερκείμενο της Δράμας τμήμα γύρω από το όρος Όρβηλος που κατέχεται από τα χωριά Ζίρνοβο και Κάτω Βροντού ως το Γκιουρετζίκι, το Βώλακα, την Πλέβνα, το Μποπλήτσι, την Κουμπάλιστα, τη Βησσοτσάνη και την Προσοτσάνη και τα έκαμαν εν μέρει ή εν όλω σχισματικά.
Χωρίζει κατόπιν την επιστολή του σε 3 ενότητες: του Βώλακα, της Βησοτσάνης και της Προσοτσάνης, αναφέρεται στα γεγονότα τρόμου και βίας που προηγήθηκαν στις περιοχές αυτές και τονίζει προφητικά:"προλέγω ότι όπως άλλοτε στην πεδιάδα των Φιλίππων συγκρούστηκαν οι μεγάλες στρατιές και κρίθηκε η τύχη του Βρούτου και του Κασίου, έτσι και πάλι στην πεδιάδα αυτή, που αποτελεί συνέχεια της μεγάλης Μακεδονικής πεδιάδας των Σερρών και κατοικείται από αμιγή ελληνικό πληθυσμό, θα γίνει σύρραξη της ελληνικής και της βουλγαρικής φυλής".

Ως μοναδικός επίσημος εκπρόσωπος του ελληνισμού και της ορθοδοξίας στην περιοχή, γνωρίζει άριστα πως ο αφελληνισμός έχει τις βαθιές του ρίζες στο σκοτάδι της αμάθειας, της άγνοιας, της έλλειψης παιδείας. Προσηλώνει τον εαυτό του στο σταυρό, στο σπαθί και στο καλαμάρι, μπροστά στον απροκάλυπτο εκβιασμό και την ωμή βία του εχθρού. Ασχολείται μέρα και νύχτα, τόσο με τα καθαρά θρησκευτικά του καθήκοντα, όσο και με την Εθνική Αντίσταση και την Εκπαίδευση με απαράμιλλο ζήλο και αυταπάρνηση, από την πρώτη μέρα της παρουσίας του στη Δράμα.

Τη θέση του Χρυσόστομου στη Δράμα επιδεινώνει ο αναβαθμισμένος τώρα Χιλμή Πασάς, ο οποίος από τη θέση πλέον του Υπουργού Εσωτερικών παραχωρεί τον Οκτώβριο του 1908 άδεια για ίδρυση εξαρχικής κοινότητας με δική της εκκλησία και σχολείο στη Δράμα.
Οι εξελίξεις σε βάρος του Μητροπολίτη και των Ελλήνων είναι ραγδαίες. Απαγορεύεται η παραμικρή μετακίνησή του ακόμη και εντός της πόλης. Ισχυρίζονται μάλιστα οι τουρκικές αρχές ότι ο Χρυσόστομος ενέχεται και στη δολοφονία του ηγέτη του Βουλγαρικού Κομιτάτου στη Δράμα, την εποχή αυτή και οι ασφυκτικές πιέσεις του Χιλμή Πασά προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο οδηγούν τελικά στην ανάκλησή του τον Ιούνιο του 1909.

Συμβολή στο Μακεδονικό Αγώνα
(Σύγκρουση ιδεών σε επίπεδο κορυφής)

Το αυτονομιστικό κίνημα των Βουλγάρων για τη Μακεδονία εκφράζεται βασικά με την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) που ιδρύεται το 1893 και συνεργάζεται στενά με το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο της Βουλγαρίας που ιδρύεται το 1895 και αποφασίζεται από κοινού η αποστολή σωμάτων με σκοπό την οργάνωση ένοπλης εξέγερσης στη Μακεδονία. Κατ' αρχήν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά πολύ σύντομα η ΕΜΕΟ έδωσε ταξικό χαρακτήρα στο κίνημα ειδικά με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας του Κρουσόβου (την ημέρα του Προφήτη Ηλία (Ίλιντεν) το 1903 που στοίχισε πλήν άλλων τη ζωή σε 2.000 ανθρώπους.
Ο Χρυσόστομος σε επιστολή του προς το Ίωνα Δραγούμη θεωρεί"καταστροφική για τα συμφέροντα του ελληνισμού στη Μακεδονία τη δογματική εμμονή στις αρχές της εθναρχικής παράδοσης και της οικουμενικής ιδεολογίας".

Ο αγώνας είναι ταυτόχρονα θρησκευτικός και εθνικός. Γι αυτό και έχει τα χαρακτηριστικά των γνωστών από την ιστορία σκληρών και βίαιων συγκρούσεων.
Το εθνικό έργο του Νεομάρτυρα Αγίου δεν μπορεί να διακριθεί εύκολα από το θρησκευτικό, λόγω της κατά παράδοση ταύτισης από τους Έλληνες του ελληνισμού και του χριστιανισμού, για τις ανάγκες όμως της επετείου θα επιχειρηθεί, στο μέτρο του δυνατού, αναφορά στη αποφασιστική συμβολή του στο Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή.

Από την αρχή, ο ιερός Χρυσόστομος πρότεινε στις τοπικές οθωμανικές αρχές τη συγκρότηση μικτών μουσουλμανικών και χριστιανικών σωμάτων ασφαλείας, με σκοπό την αναχαίτιση των ένοπλων βουλγαρικών αυτονομιστικών σωμάτων τουλάχιστον στην Επαρχία Δράμας. Παρά την άρνηση του Μουτασερίφη (επικεφαλής του νομού)  Ζιά Πασά (Ziya Pasha) εξακολουθούσε να διατηρεί καλές σχέσεις μαζί του.
Το 1904 αρχίζουν να οργανώνονται ελληνικά ανταρτικά σώματα στην Ανατολική Μακεδονία. Το Νοέμβριο 1905 υπήρχαν εδώ 14 μικρά σώματα με συνολικά 100  άνδρες περίπου.
Οι σχέσεις αυτές άρχισαν να ψυχραίνονται, όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα του Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομου στο τρίτομο έργο του με τίτλο "Αρχείον του Εθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης", από την άνοιξη του 1906, "όταν ο Χρυσόστομος επισκέφθηκε την Αθήνα επιστρέφοντας από προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Οι υπόνοιες της οθωμανικής κυβέρνησης για την εμπλοκή του Μητροπολίτη Δράμας στην οργάνωση ελληνικών ένοπλων ομάδων στην Ανατολική Μακεδονία οδήγησαν σε πλήρη ρήξη τις σχέσεις του με την οθωμανική διοίκηση, ρήξη που έμελλε να σημαδεύσει το υπόλοιπο της θητείας του στη Δράμα".
Το 1906 οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες στις περιοχές Δράμας, Προσοτσάνης, καβάλας και Ελευθερούπολης.Τα κομιτάτα περιόρισαν τη δράση τους στην περιοχή Νευροκοπίου.
Εύστοχα ο συμπολίτης μας γιατρός Ευάγγελος Βασιλείου γράφει στο βιβλίο του "Ο Εθνομάρτυρας-Άγιος Μητροπολίτης Δράμας-Σμύρνης Χρυσόστομος", έκδοση ΔΕΚΠΟΤΑ 2001, σελ. 37, ότι ο Μακεδονικός Αγώνας στην Ανατολική Μακεδονία στηρίχτηκε στα ελληνικά Υποπροξενεία Καβάλας και Σερρών για να οργανώσει μικρό ομάδες Μακεδονομάχων με τον καπετάν Τσάρα στην περιοχή Καβάλας -Δράμας και καπετάν Δούκα στην περιοχή Δράμας Ζίχνης, όμως "εμπνευστής και καθοδηγητής του ήταν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Η φωτεινή του προσωπικότητα ενέπνεε και καθοδηγούσε τους Έλληνες στον αγώνα".

Γνώριζε καλά ο Εθνομάρτυρας, πως οι αγώνες για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του λαού, αλλά και  για την έσχατη μορφή αντιπαράθεσης όπως η ένοπλη, απαιτείται μαζί με την τόλμη την αποφασιστικότητα και τη γενναιότητα και χρήμα.  Κατόρθωνε να το  εξασφαλίζει, με την έγκαιρη  οργάνωση ελληνικών κοινοτήτων που ανέθεσε σε στελέχη δημογέροντες και ενοριών εμπιστεύτηκε σε πυρήνες προκρίτους, πιστούς, άξιους και εύπορους κατοίκους της πόλης και των χωριών. Όλοι προσέφεραν πρόθυμα, ανάλογα με την οικονομική τους επιφάνεια, γιατί γνώριζαν με πόση σύνεση και σωφροσύνη γινόταν χρήση του οβολού τους. Είχε συγκεντρωθεί στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου η απόλυτη εμπιστοσύνη των Ελλήνων.
Από τα γεγονότα ανησυχούν εκτός από τη Βουλγαρία και την Τουρκία και η Γαλλία, η Ρωσία και Αυστρία, καθεμιά για τα δικά της κρυφά και φανερά συμφέροντα. Περισσότερο όμως ενοχλείται η Αγγλία, όπως φαίνεται από τις πληροφορίες που διέρρευσαν προς τον πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη Μπώλεϋ, μετά την επίσκεψη  εκεί του Άγγλου Συνταγματάρχη Έλλιοτ, υπεύθυνο για την οργάνωση του τουρκικού στρατού στην περιοχή της Δράμας. Σημειώνεται ότι για την περιοχή των Σερρών η ίδια ευθύνη είχε ανατεθεί σε Γάλλο αξιωματικό. Οι απαγορεύσεις μετακίνησης του ποιμενάρχη διαδέχονται η μια την άλλη. Ούτε στα θυρανοίξεια του ιερού ναού της διπλανής Χωριστής δεν επιτρέπεται να παραστεί.
Ενημερωμένος υπεύθυνα ο Χρυσόστομος δηλώνει ανήσυχος: "…και αυτοί οι Άγγλοι αξιωματικοί, εις ούς ανετέθη το Μουτεσαριφλίκιον Δράμας, προς τους ταραχοποιούς και τους αντάρτας δολοφόνουςδιάκεινται συμπαθέστερον παρά προς τον μύρια δεινά υφιστάμενον, αναμένοντα παρά των Ευρωπαίων δικαιοσύνην, φιλήσυχον ελληνορθόδοξον λαόν".  Και παραπέρα "οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αξιωματικοί, οι δρώντες εν τη επαρχία μου, έχουσι μεταβληθεί εις Βουλγάρους πράκτορας, ίνα μη είπω εις Βουλγάρους κομιτατζήδες". (τ. Α., Σελ. 152)΄. Ειδικότερα αναφερόμενος στον Έλλιοτ γράφει: Ούτος είναι ο τα τόσα πικρά και άδικα και ιοβόλα καθ' ημών εκτοξεύσας βέλη, ο κατασυκοφαντήσας πάντας ημάς ενταύθα και ιδιαίτατα εμέ μετά του προξένου Καβάλλας, ως συνεργάτας Ελληνικών ανταρτικών συμμοριών.."(ο.π.σελ.165)
Στις 9 Μαΐου 1907 στέλνει ο Μεγάλος Βεζύρης τηλεγράφημα στον Έπαρχο -Διοικητή της Δράμας και τον καλεί να παύσει το Χρυσόστομο και απαγορεύει κάθε σχέση του με επίσημες αρχές και υπηρεσίες, με ταυτόχρονη διαβίβαση και προς το πατριαρχείο, απαιτώντας την άμεση απομάκρυνσή του από τη Δράμα.
Ακολουθούν αιφνιδιαστικές εξονυχιστικές έρευνες στα σπίτια και στη Μητρόπολη της Αλιστράτης, τη βιβλιοθήκη, το Γραφείο των δασκάλων  και τα ατομικά κιβώτιά τους.  Το Ιούλιο παραβιάζεται το άσυλο και γίνεται απροειδοποίητα έρευνα στα σπίτια των 7 προκρίτων και εφόρων της Δράμας.
Η κατάσταση επιδεινώνεται ανεπανόρθωτα στα μέσα Αύγουστο, όταν οι Τούρκοι κατάσχουν όλα τα έγγραφα που είχε ο  Μητροπολίτης με ημερομηνίες από πρώτη Ιανουαρίου μέχρι 14 Αυγούστου 1907. Ο Δεσπότης χαρακτηρίζει το ατύχημα "μέγα και δεινόν". Οι τουρκικές αρχές ισχυρίζονται ότι έχουν τώρα στα χέρια τους ατράνταχτα ενοχοποιητικά στοιχεία. Τον Οκτώβριο του 1907 εγκαταλείπει τη Δράμα με προορισμό την πατρίδα του Τρίγλια της Βιθυνίας.

Ακολουθεί η ανατροπή του Σουλτάν Χαμίτ και χορηγείται αμνηστία που ισχύει και για το Χρυσόστομο.
Τον Αύγουστο του 1908, μετά ένα περίπου χρόνο επιφυλάσσεται συγκλονιστική σε πλήθος και παλμό υποδοχή από τους Έλληνες στη Δράμα.

Το κίνημα στο Γουδί, η επανάσταση της Κρήτης οξύνουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις Υψηλής Πύλης και Αθήνας. Δεν είναι άσχετη με την εχθρότητα προς το Χρυσόστομο και ο αποκλεισμός του ελληνορθόδοξου υποψηφίου από τις εκλογές το Σεπτέμβριο του 1908.

Είχε αποδείξεις ο Δεσπότης Δράμας ότι οι Νεότουρκοι υποστήριζαν τον αρχηγό του ένοπλου κινήματος του Βούλγαρου Σαντάνσκι που εκπροσωπούσε την  πτέρυγα της ΕΜΕΟ και τρομοκρατούσε τον ελληνικό πληθυσμό με πυρπολήσεις σπιτιών, ληστείες, δολοφονίες και εκτελέσεις στελεχών Μακεδονομάχων και αλλά και αθώων άμαχων.

Στις 11 Μαρτίου 1910 εκλέγεται ομόφωνα Μητροπολίτης Σμύρνης. Θα τον υποδεχτεί η πόλη με τιμές αρχηγού κράτους και θα αγαπηθεί αφάνταστα από το ποίμνιό του και θα συνεχίσει τη γνωστή του τραγική πορεία προς την αιωνιότητα.

Έχει ιδιαίτερη σημασία για την περίσταση η αποτύπωση της εθνικοθρησκευτικής σύνθεσης του πληθυσμού της περιοχής στο Σατζάκι (Νομό) Δράμας στις αρχές του 20ού αιώνα.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΔΡΑΜΑΣ
Μουσουλμάνοι               124.850
Ελληνορθόδοξοι              32.178
Εξαρχικοί                           4.195
Βλαχόφωνοι                          125
Εβραίοι                              2.176

ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΠΟΓΡΑΦΗ 1893
ΚΑΖΑ ΔΡΑΜΑΣ
Μουσουλμάνοι                        49.171
Ελληνορθόδοξοι            3.258

ΚΑΖΑ ΖΙΧΝΗΣ
Μουσουλμάνοι                7.228
Ελληνορθόδοξοι              21.804
Βούλγαροι                      4.451

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
19-3-1907 στο Σατζάκι ΔΡΑΜΑΣ
Τούρκοι                         125.690
Χριστιανοί                       40.594
(από αυτούς Έλληνες Ορθ.              35.954
Βούλγαροι  Εξαρχ.                  4.640
ΘΑΣΟΣ
Έλληνες                           5.000

ΣΥΝΟΛΟ
Έλληνες                         50.954
Βούλγαροι                        4.640

Σύνολο: Μουσουμ. 48.095, Ελληνορθ.33.055 και Βούλγ. 6.680 κάτοικοι
Γενικό σύνολο: 87.750 κ.

Από το πλήθος των ποιητικών ύμνων που αφιερώθηκαν στη μνήμη του εθνοϊερομάρτυρα , παραθέτουμε ελάχιστες πολύτιμες ρυθμικές σταλαγματιές:

Μάταια η Σμύρνη αναζητά το σκυλεμένο σου κορμί
Με μοιρολόγια σκάβοντας της Ιωνίας το χώμα.
Ελπιδοφόρος φοίνικας η φλογερή σου ψυχή
Λυτρωτικά φτερούγισε προς το γαλάζιο δώμα.
(Νίκος Τουτουντζάκης)
--------------
Τέτοιος βωμός, μακαριστέ, το μνήμα που σου υψώνει
και στο χαμό και πάντα ορθή και αχάλαστη η πατρίδα.
πίστη κι αγάπη, Ελλάδα, Θεός! Και τρίσβαθο το χιόνι
βλάστησης καρπερότερης μας φέρνει την Ελπίδα.
(Κωστής Παλαμάς)

"Χαίρε, σποριά της λευτεριάς και σύμβολο αγώνων,
δε θα ξεβάψει η λησμονιά, το πέρασμα αιώνων"
(Διον. Μουστογιάννης)

"Άφοβος, ανδριωμένος
για την πίστη και το γένος.
Βροντή κάνει τη λαλιά του
και πετά με τον αϊτό
που ραγιάδων βογγητό
τον ξυπνά μεσ' τη φωλιά του"
(Γ. Σουρής)

Η Δράμα τίμησε το Μητροπολίτη εθνικό αγωνιστή και ιερομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη με την ανέγερση στη μνήμη του ανδριάντα του γλύπτη Κ. Δημητριάδη, στο χώρο των Εκπαιδευτηρίων. Και για το σεβασμό και την αγάπη του κτίστηκε και ο φερώνυμος ιερός ναός με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη κ. Παύλου και του Συλλόγου Μικρασιατών Δράμας.

Έτσι, ένας άνθρωπος με την πνευματική του ικανότητα, την ηρωική του στάση στον αγώνες του Έθνους και με το θεϊκό του φως χαράχτηκε στις καρδιές των Ελλήνων και πέρασε στην αγιότητα.
Μικρή απόδειξη η ελάχιστη αυτή προσπάθεια στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης της Δράμας και της περιοχής για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωσή της.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
* Βακαλόπουλος Α., Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) ως κορυφαία φάση αγώνων, εκδ. ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1985
* Βακαλόπουλος Κ., Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894), Θεσσαλονίκη 1983
* Βακαλόπουλος Κ., Η μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (1894-19ο4), εκδ.Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 1989
* Βακαλόπουλος Κ., Ο ένοπλος αγώνας στην Μακεδονία (1904-1908), εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1999
* Βασιλείου Ευάγγ. Β. , Ο Εθνομάρτυρας –Άγιος Μητροπολίτης Δράμας –Σμύρνης Χρυσόστομος, εκδ. Δήμου Δράμας –Δ.Ε.Κ.ΠΟ.Τ.Α.Α, Δράμα 2001
* Γύπαρη Π., Οι πρωτοπόροι του Μακεδονικού Αγώνος (1903-1909), Αθήναι 1969
* Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη (1904-1908), εκδ. ΓΕΣ, Αθήνα 1979
* Δραγούμη Ι., Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Αθήναι 1914
* Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), Ο Μακεδονικός Αγώνας, Θεσσαλονίκη 1984
* Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), Πρακτικά Συμποσίου μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1987
*  Κακούλη-Τζινίκου Αθ., Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1986
* Κανελλόπουλος Π., Το ιστορικό νόημα του Μακεδονικού Αγώνα, εκδ. Φίλων του Μακεδονικού Αγώνα, Αθήνα 1984
* Λαούρδας Β., Το Ελληνικόν Γενικόν Προξενείον Θεσσαλονίκης (1903-1908), Θεσσαλονίκη 1961
* Λαούρδα Β., Ο Μακεδονικός Αγών, Θεσσαλονίκη 1962
* Μάντακα Γ., Κρήτες Μακεδονομάχοι (1903-1912), Χανιά 1997
* Μεταλλινού Αγγ., Πάνθεοων των Μακεδόνων Αγωνιστών, Θεσσαλονίκη 1959
* Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904), συλλογικό έργο, Θεσσαλονίκη 1996
* Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου Βαλληδρά, Ασματική Ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης (+1922), εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Ν. Σμύρνης 1993
* Παπαδημητρίου Ρ., Η Εκκλησία στον Μακεδονικό Αγώνα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1991
* Πασχαλίδης Β., Δραμινοί μαχητές του Μακεδονικού Αγώνα, στην εφημ. Πρωινός Τύπος Δράμας, Ιούνιος 2007
*Συλλογικό έργο, Ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα μέσα από τα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, εκδ. Αφων Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993
* Συλλογικό έργο, Μακεδονικός Αγώνας, διαλέξεις για τα80 χρόνια, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1986
* Τσελεπίδη Τηλέμαχου, Ο αγωνιστής αρματολός Νικοτσάρας, στην εφημ. Νεάπολις 27-28 Απριλ. 2006

Η αφανής γενοκτονία των Ελλήνων

$
0
0

  Αναδημοσίευση απο www.macedoniahellenicland.eu/
«Της Βουλγαρίας τα βουνά, Θεέ μ' , χαμήλωσέ τα,
 να δούμε τα Ελληνόπουλα και πάλι ψήλωσέ τα… »
 (τραγούδι Χωριστής Δράμας)


Στην Ελλάδα ο μέσος πολίτης αγνοεί σε μεγάλο βαθμό την σύγχρονη ιστορία, γι' αυτό και λίγοι γνωρίζουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διεπράχθησαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα στην Ανατολική Μακεδονία κατά τη διάρκεια της κατοχής (1916-18), του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Συμβάντα που έλαβαν χώρα όταν οι Βούλγαροι ως σύμμαχοι των Γερμανών, κατέλαβαν αναίμακτα την περιοχή της Ανατ. Μακεδονίας, χωρίς καν να υπάρχει κάποια εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, λόγω της πλήρους ουδετερότητας που προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατήσει η φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών, καθώς βρέθηκε να πιέζεται ασφυκτικά από την Αντάντ και από τους Γερμανούς των Κεντρικών Αυτοκρατοριών για να παράσχει στρατιωτικές διευκολύνσεις, ή να προσχωρήσει σε έναν από τους αντιπάλους σχηματισμούς.

Η δεύτερη αυτή βουλγαρική κατοχή στα 1916-18, πέρασε σε δεύτερη μοίρα, καθώς επικαλύφθηκε από άλλα συνταρακτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα την περίοδο εκείνη, και που έφεραν έναν τεράστιο αριθμό ξεριζωμένων Ελλήνων προσφύγων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.

Η Βουλγαρία, εποφθαλμιούσε πάντοτε την Μακεδονία, και ιδιαίτερα το λιμάνι της Καβάλας. Έτσι κάθε φορά που καταλάμβανε την Ανατολική Μακεδονία, προσπαθούσε, με μεθόδους που είχαν χαρακτηριστικά γενοκτονίας (όπως οι ομαδικές καταδίκες σε θάνατο από ασιτία ολόκληρων πόλεων και οικισμών ή οι απαγωγές μικρών παιδιών και η κράτησή τους στη Βουλγαρία μετά από τη λήξη του πολέμου), να αλλοιώσει την πληθυσμιακή σύνθεση.


Η Εισβολή

Η αναγγελία της βουλγαρικής εισβολής, τον Μάιο του 1916, προκάλεσε πανικό στον ορθόδοξο πληθυσμό, αλλά οι διοικητικές και στρατιωτικές αρχές τον ηρέμησαν και σταμάτησαν την αναχώρηση των κατοίκων με καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις.  Αμέσως μετά την αναχώρηση της χωροφυλακής και του ελληνικού στρατού, ο Βούλγαρος διοικητής αποκάλυψε τις προθέσεις του και η περιοχή αντιμετωπίσθηκε όχι ως φιλικό αλλά ως κατακτημένο έδαφος.


Οι βλέψεις της Βουλγαρίας ήταν γνωστές και διεθνώς. Ο ουδέτερος έως τότε Τύπος των Ηνωμένων Πολιτειών μας παρέχει πολλές και σπάνιες πληροφορίες για την εισβολή. Από την εφημερίδα The Evening Ledger (26 Αυγούστου του 1916) διαβάζουμε:


ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΕΞΑΠΟΛΥΟΥΝ ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ-ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ TH ΦΡΟΥΡΑ

Εθελοντές στρατεύονται για να πετάξουν τους εισβολείς έξω από τη Μακεδονία

ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Βαλκανικό μέτωπο - Οι Βούλγαροι επιτέθηκαν στις πόλεις της Καβάλας και της Δράμας, στην Ανατολική Μακεδονία. Η Ελλάδα ξεσηκώθηκε από αυτή τη νέα εξέλιξη της κατάστασης στα Βαλκάνια, καθώς οι Βούλγαροι ορέγονται  από καιρό την Καβάλα ως το μόνο επιθυμητό για αυτούς λιμάνι στο Αιγαίο Πέλαγος. Οι Βούλγαροι έχουν καταλάβει το φρούριο της Σάρτιλας, το οποίο υπερασπίζονταν Έλληνες.

ΛΟΝΔΙΝΟ, 26 Αυγ. - Οι Βούλγαροι εισβάλοντας βαθύτερα στην Ανατολική Μακεδονία, έχουν επιτεθεί στο ελληνικό λιμάνι της Καβάλας Καvala και στην πόλη της Δράμας, που φρουρούνται αμφότερες από ελληνικά στρατεύματα. Έτσι, το ζήτημα μεταξύ Σόφιας και Αθήνας έχει έρθει σε κρίση.

Βουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν το ελληνικό φρούριο της Σαρτιλας, περνώντας όλη τη φρουρά, συμπεριλαμβανομένου και του διοικητή, από το σπαθί, αναφέρει αποστολή από τη Θεσσαλονίκη σήμερα.

Ξεσηκωμένοι από τον αγώνα ανάμεσα στον εισβολέα και την ελληνική φρουρά στις Σέρρες, οι Έλληνες είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν έντονα τις προσπάθειες κατάληψης δύο εκ των σημαντικότερων πόλεων τους στη Μακεδονία.

Η Καβάλα αποτελεί από καιρό μήλο της έριδος μεταξύ του Έλληνα και του Βούλγαρου. Μετά τον Α 'Βαλκανικό Πόλεμο η Σόφια ισχυριζόταν ότι ο λιμένας αυτός του Αιγαίου θα έπρεπε να είναι δικός της, λόγω της νίκης της έναντι των τούρκων. Αλλά η Αθήνα αρνήθηκε να την εγκαταλείψει.

Το Βερολίνο και η Σοφία έχουν δώσει διαβεβαιώσεις στην Αθήνα ότι η κατοχή των Μακεδονικών πόλεων αποτελεί απλώς μέρος μιας "αμυντικής επίθεσης", και ότι δεν θα διατηρούνταν. Αυτή η υπόσχεση, που δόθηκε τον περασμένο Μάιο, κατεύνασε την ελληνική κυβέρνηση και επέτρεψε στον  βασιλιά Κωνσταντίνο να κρατήσει τη χώρα ουδέτερη.

Ωστόσο, οι νέες προωθήσεις των Βουλγάρων αντιμετωπίζονται με μεγάλη καχυποψία. Η Αθήνα γνωρίζει ότι η Σόφια είναι αποφασισμένη να κερδίσει την Καβάλα ως μερίδιό της από τα λάφυρα. Μόλις την κερδίσει, δεν πρόκειται να την ελευθερώσει χωρίς πάλη.

ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ

Οι εθελοντές συνεχίζουν να στοιβάζονται σε στρατιωτικές μονάδες. Ο διοικητής στις Σέρρες, ο οποίος, σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές,  αψηφούσε την εντολή των ανωτέρων του και αντιστεκόταν σθεναρά στην προέλαση των Βουλγάρων, έχει δεχτεί πολλούς εθελοντές στρατιώτες. Η συνεχής προέλαση του εισβολέα αναμφίβολα θα φέρει πολύ περισσότερους πολεμιστές στους Έλληνες ηγέτες.

Το Βερολίνο αναγνωρίζει την απειλή της Βουλγαρικής προέλασης.
Οι αποστολές από το Βερολίνο, οι οποίες στερούνται ακόμη επιβεβαίωσης, δηλώνουν ότι οι Γερμανοί έχουν διατάξει τους Βούλγαρους να εκκενώσουν το ελληνικό έδαφος, με το αιτιολογικό ότι περαιτέρω προέλαση στην Μακεδονία, θα ξεσηκώσει τους Έλληνες σε πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της Αντάντ. Αλλά οι Βούλγαροι στρατηγοί προφανώς έχουν αποφασίσει να αγνοήσουν κάθε τέτοια εντολή και εξακολουθούν να πιέζουν.

Μια αποστολή από την Πετρούπολη, αναφέρει ότι έγινε επίσημη ανακοίνωση από το Πολεμικό Γραφείο σήμερα ότι ο ρωσικός στρατός έφτασε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη και ενώθηκε με το Συμμαχικό στρατό κάτω από τον Στρατηγό Σαράιγ στην ελληνική Μακεδονία.

Θεσσαλονίκη 26 Αυγούστου
Οι βουλγαρικές δυνάμεις που δρουν ανατολικά του Στρυμόνα ποταμού στον τομέα των Σερρών, έχουν προχωρήσει 20 μίλια σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, εμπλεκόμενοι σε μάχες και με Βρετανούς και με Έλληνες στρατιώτες.

Η βουλγαρική δύναμη αποτελείται από τακτικούς που ανήκουν στην δέκατη μεραρχία και από Κομιτατζήδες.

Τόσο το Πεζικό, όσο και το Ιππικό και το Πυροβολικό μάχονται ανατολικά της λίμνης Tachino, όπου οι Βούλγαροι προσπαθούν απελπισμένα να φθάσουν στην Πράβιστα και την Καβάλα, πόλεις που κρατούνται από Έλληνες στρατιώτες.

Μια μεγάλη περιοχή της ανατολικής ελληνικής Μακεδονίας έχει αφανιστεί. Οι Βρετανοί κατέστρεψαν έναν αριθμό γεφυρών πάνω από τον ποταμό Άνγκστα και οι Βούλγαροι αφήνουν ένα μονοπάτι ερήμωσης στο πέρασμά τους.

Χιλιάδες πρόσφυγες ρέουν προς τη Θεσσαλονίκη και άλλες παράκτιες πόλεις , φέρνοντας μαζί τους τρομερές ιστορίες βαρβαρότητας που προκλήθηκε από τους Βουλγάρους,και κυρίως από τους Κομιτατζήδες.

Οι μάχες του πυροβολικού συνεχίζονται κατά μήκος του κέντρου, και στις δύο πλευρές του ποταμού Αξιού (Vardar river στο πρωτότυπο).


Συλλήψεις-Βασανιστήρια-Τρομοκρατία

Οι ελληνικές αρχές αγνοήθηκαν εντελώς, από την αρχή. Με το πρόσχημα της ασφάλειας και της αντικατασκοπευτικής δράσης, η βουλγαρική διοίκηση έσπευσε να αρχίσει το κυνήγι εναντίον όσων κατεύθυναν το ελληνικό αίσθημα και έσπειρε τον τρόμο στον πληθυσμό, με την κτηνώδη μεταχείριση που επιφύλασσε σε όσους συνελάμβανε και φυλάκιζε.

Ο αριθμός των συλλήψεων υπήρξε πολύ υψηλός. 
Η ομοφωνία και η ταυτοσημία των μαρτυριών που προέρχονται από όλες τις περιοχές και όλες τις κατηγορίες πολιτών αποκλείει οποιαδήποτε υποψία κακοήθους συνεννόησης και δίνει τη βεβαιότητα ότι όσοι φυλακίσθηκαν, υπέστησαν αληθινά μαρτύρια.
Μετά από βίαιη σύλληψη αφήνονταν νηστικοί για πολλές μέρες. Οι ξυλοδαρμοί ήταν ιδιαίτερα άγριοι και πολύ λίγα θύματα δέχονταν, χωρίς να λιποθυμήσουν, τους καθιερωμένους εικοσιπέντε ραβδισμούς που καθένας τους ξέσκιζε τη σάρκα και αποσπούσε από τον κρατούμενο ουρλιαχτά οδύνης, ώσπου να χάσει τις αισθήσεις του και να καταλήξει ένα τρεμάμενο και καταπληγωμένο αντικείμενο. Άλλοτε τα μαρτύρια εφαρμόζονταν κρυφά, άλλοτε δημοσίως, ώστε να επηρεάζονται οι κρατούμενοι.

Πολυάριθμοι ήταν εκείνοι που υπέκυψαν στο μαρτύριο ή έμειναν ανάπηροι. Πολύ συχνά οι συλληφθέντες εξαφανίζονταν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Ο αριθμός τους είναι εντυπωσιακός. Τα πτώματα ορισμένων ανακαλύφθηκαν μισοθαμμένα ή πεταγμένα σε πηγάδια.

Η παράδοση και η αναζήτηση κρυμμένων όπλων, μαζί με την κατηγορία της κατασκοπείας, υπήρξαν προσχήματα για φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς, κτηνώδη μεταχείριση και φόνους. Επιπροσθέτως, αρκετοί Έλληνες φυλακίσθηκαν στην Βουλγαρία, λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων.

Όλες αυτές οι πράξεις, που διαπράχθηκαν από τον τακτικό στρατό και τους κομιτατζήδες, γέννησαν τον τρόμο. Η κατάσταση επιδεινώθηκε εξαιτίας ορισμένων φανατικών μουσουλμάνων που, ενθαρρυμένοι από τις περιστάσεις, επιδόθηκαν, αυτοβούλως, σε διωγμούς εναντίον των ορθοδόξων, κυρίως στην περιοχή του Παγγαίου και της Δράμας. Ο τρομοκρατημένος πληθυσμός αδυνατούσε να φροντίσει για την ασφάλειά του, εξαιτίας διοικητικών μέτρων που περιόριζαν την ελευθερία του. Απαγορευόταν η κυκλοφορία από το ένα χωριό στο άλλο. Μόλις σκοτείνιαζε, απαγορευόταν η έξοδος από το σπίτι, για οποιοδήποτε λόγο. Απαγορευόταν ακόμα και ο παραμικρός φωτισμός. Κάθε παραβίαση αυτών των διατάξεων τιμωρείτο με φυλακή και ξυλοδαρμό, σε τέτοιο σημείο που οι γείτονες να παραμένουν κουφοί στις κραυγές του πόνου και τις εκκλήσεις για βοήθεια όσων κατοίκων συλλαμβάνονταν, κλέβονταν ή και δολοφονούνταν κατά τη διάρκεια της νύχτας.


Αυθαίρετες επιτάξεις

Πρώτη φροντίδα της βουλγαρικής διοίκησης ήταν να βάλει χέρι σε όλη την αγροτική παραγωγή της επαρχίας.
Τα δημητριακά, αθέριστα ακόμη ή αποθηκευμένα, οι πολιτικές ή στρατιωτικές προμήθειες, ακόμα και οι ιδιωτικές, επιτάχθηκαν, ή, για να το πούμε σωστά, κατασχέθηκαν.Απ’ άκρου εις άκρον της περιοχής, είτε επρόκειτο για μεγάλους οικισμούς είτε για μικρά χωριουδάκια, είτε για τσιφλίκια, τα πάντα παραδόθηκαν και ο πληθυσμός δεν κράτησε για δικές του προμήθειες παρά μόνο μια μικρή ποσότητα σιτηρών. Επρόκειτο για καθαρή ιδιοποίηση που κατά κανόνα δεν συνοδευόταν από την παραμικρή γραπτή απόδειξη. Όσον αφορά σπίτια και καταστήματα των οποίων οι ιδιοκτήτες είχαν εγκαταλείψει την περιοχή, η βουλγαρική διοίκηση εφάρμοσε τον κανόνα του res nullius, ο οποίος τα μετέτρεπε σε «βουλγαρική ιδιοκτησία».

Ό,τι συνέβη με τις σοδειές συνέβη και με την κτηνοτροφική παραγωγή. Η βουλγαρική διοίκηση επέταξε όλα τα μεταφορικά ζώα και δεν τα επέστρεψε ποτέ, ενώ, καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, έκανε εκτεταμένη και δωρεάν εκμετάλλευση της κτηνοτροφικής παραγωγής της περιοχής, που ήταν σημαντική. Όταν οι Βούλγαροι αποσύρθηκαν, πήραν μαζί τους όσα ζώα κατά τη βιαστική τους αναχώρησή μπόρεσαν να μεταφέρουν.


Αγγαρείες

Την περίοδο 1916-1918 οι βουλγαρικές αρχές στρατολόγησαν βίαια σχεδόν όλους τους Ελληνες άντρες από πόλεις και χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας και τους μετέφεραν στα βάθη της Βουλγαρίας για να στρώνουν σιδηροδρομικές γραμμές ή να δουλεύουν σε ορυχεία, όπου από ασιτία, κακουχίες πέθαναν σε δύο χρόνια σχεδόν οι μισοί. Ταυτόχρονα, καταπίεζαν επιλεκτικά τους Ελληνες, για να αναγκαστούν να φύγουν από την περιοχή κι έτσι η πόλη των Σερρών, όταν άρχισε η βουλγαρική κατοχή, είχε περίπου 35.000 κατοίκους, αλλά μέχρι να φύγουν οι Βούλγαροι, τον Οκτώβριο του 1918, απέμειναν μόνο 5.800.

Οι Βούλγαροι εισβολείς παραβίασαν κάθε αρχή, και υπέβαλαν ανθρώπους, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξης σε βίαιη στρατολόγηση, εξοντωτική εργασία χωρίς αμοιβή και στέγη, με σωματικές τιμωρίες συχνά θανάσιμες και τροφή αποτελούμενη από μία μερίδα ψωμιού και ένα απροσδιόριστο ζουμί με πιπεριές και ντομάτα.


Ληστείες-εκβιασμοί-κλοπές-λεηλασίες

Η καταλήστευση των κατοίκων της Ανατ. Μακεδονίας ήταν γενική και ασυγκράτητη. Ανώτατη Διοίκηση, αξιωματικοί, στρατιώτες, κομιτατζήδες, όλοι επέδειξαν μια απληστία που δεν γνώριζε φραγμούς προκειμένου να ικανοποιηθεί.

Η πρώτη ληστεία διαπράχθηκε όταν ξεσήκωσαν όλη τη σοδειά και τα αποθηκευμένα αγαθά, δημόσια και ιδιωτικά, τα ζώα και τις εγκαταλελειμμένες περιουσίες. Η δεύτερη, όταν επιβλήθηκε η χρήση του υποτιμημένου βουλγαρικού χαρτονομίσματος. Είχε τη μισή αξία της ελληνικής δραχμής και η διοίκηση διέταξε τα δύο νομίσματα να θεωρηθούν ισότιμα. Το χρυσό λουδοβίκι και η χρυσή τούρκικη λίρα που αντιστοιχούσαν σε 90 έως 110 λέβα, ανταλλάσσονταν τώρα για 20 και 22,70 λέβα.

Παρόμοια καταλήστευση πραγματοποιήθηκε σε ό,τι αφορούσε το χαλκό, το βαμβάκι και το μαλλί, τα οποία η βουλγαρική διοίκηση προμηθεύτηκε με τη βοήθεια ειδικών πρακτόρων. Κερδοσκοπώντας πάνω στην πείνα των κατοίκων, αντάλλαξε με μικρές ποσότητες καλαμποκιού τα παραπάνω προϊόντα.

Η Διοίκηση εξασφάλιζε απαλλαγή από την καταναγκαστική εργασία όταν αυτοί που αγγαρεύονταν ήταν σε θέση να εξαγοράσουν την υποχρέωση με χρήματα. Ο ραβίνος Αβράμ Ουρόλκο κατέβαλε 122.000 λέβα και γλίτωσε τους Εβραίους της Καβάλας από την καταναγκαστική εργασία.

Οι Εβραίοι της Δράμας γλίτωσαν έναντι ποσού 200.000 λέβα. Και τα δύο αυτά ποσά παραδόθηκαν στον στρατηγό Τάνεφ αυτοπροσώπως και ο υψηλός αξιωματούχος καταδέχθηκε να προσθέσει και λίγη ειρωνεία στην υπόθεση. Μπορεί να διαβάσει κανείς από περιέργεια την απόδειξη για το ποσό των 200.000 λέβα, όπου ο αξιότιμος στρατιωτικός διοικητής «ευχαριστεί την ισραηλιτική κοινότητα της Δράμας για το υψηλό αίσθημα ανθρωπισμού που επέδειξε στην παρούσα περίσταση απέναντι στα ορφανά βουλγαράκια, των οποίων οι προστάτες πέθαναν για το μεγαλείο της πατρίδας, καθώς επίσης και για την εισφορά των 200.000».

Οι πράκτορες της βουλγαρικής κυβέρνησης παρέδωσαν ακόμα μία βεβαίωση όταν άρπαξαν τους ανεκτίμητους θησαυρούς της Βιβλιοθήκης του Ιμαρέτ της Καβάλας. Παρέδωσαν μία απόδειξη που δηλώνει ότι αφαίρεσαν 832 συγγράμματα και χειρόγραφα (θησαυρό ανεκτίμητο, αναγνωρισμένο από όλο τον επιστημονικό κόσμο).

Οι εισβολείς βουλγαρική επιδιδόταν στη συστηματική και γενική αρπαγή όλων των επίπλων και αντικειμένων αξίας, υφασμάτων, ασπρόρουχων, εμπορευμάτων από καταστήματα, κ.λ.π. στην Καβάλα, τη Δράμα, τις Σέρρες, το Ντεμίρ-Χισάρ (Αλεξανδρούπολη)… και σε όλες τις κατοικημένες περιοχές, απ’ όπου η αρπαγή και η μεταφορά των αγαθών ήταν δυνατές. Η επιχείρηση αυτή εκτελείτο κυνικά και μεθοδικά. Ορισμένα οικήματα χρησιμοποιούντο για την αποθήκευση των κλεμμένων περιεχομένων των σπιτιών, ειδικά συνεργεία έκαναν την μετακόμιση και το αμπαλάρισμα, μεταφορικά μέσα είχαν διατεθεί ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, τα οποία διηύθηνε στην Καβάλα ο ανθυποπλοίαρχος Ανγκέλοφ.

Όλα τα δημόσια κρατικά και κοινοτικά οικοδομήματα απογυμνώθηκαν εντελώς από τα περιεχόμενά τους. Σχεδόν όλα τα σχολικά κτήρια ερημώθηκαν. Τα αρχεία, σε γενικές γραμμές καταστράφηκαν. Όλα τα χωριά των οποίων διατάχθηκε η εκκένωση λεηλατήθηκαν πριν ξεθεμελιωθούν, αφού οι κάτοικοι δεν είχαν το χρόνο και τα μέσα να σώσουν το νοικοκυριό τους, τη σοδειά και τα ζώα τους.

Πώς λοιπόν το έργο της ίδιας της βουλγαρικής διοίκησης να μην το ακολουθήσουν τα διάφορα κλιμάκια του στρατού και οι κομιτατζήδες που συνέπρατταν μαζί της; Κλοπές και λεηλασίες που διεπράχθησαν με ατομική πρωτοβουλία είναι αναρίθμητες. Πολλές ανάμεσά τους διεπράχθησαν με τη συνοδεία απειλών και σοβαρής βίας, κάποτε μάλιστα μετά από δολοφονίες. Όλα χρησίμευαν ως πρόσχημα γι’ αυτές τις παλιανθρωπιές. Αναζητήσεις και έρευνες κατ’ οίκον για κατασκοπεία, επικοινωνία με τον εχθρό, έρευνα για όπλα, σύλληψη φυγάδων, ανακάλυψη αυτών που δεν είχαν εμφανιστεί για την καταναγκαστική εργασία. Αλίμονο σε όποιον δοκίμαζε να αντισταθεί. Κάθε πρόσωπο που συλλαμβανόταν, όταν επέστρεφε στο σπίτι του το εύρισκε λεηλατημένο.

Όσον αφορά την απόσπαση χρημάτων με απειλές, τρομοκρατία και βασανιστήρια γενικεύθηκε ως τακτική και αποκαλύπτει την ύπαρξη τέτοιου βαθμού διαφθοράς στους Βούλγαρους, που δεν θα ήταν δυνατόν να ξεπεραστεί. Όλοι οι Διοικητές στα διάφορα πόστα και οι υποτελείς τους εκμεταλλεύθηκαν την επιρροή τους και εμπορεύθηκαν την εύνοιά τους. Κάθε απαλλαγή, κάθε άδεια γινόταν αντικείμενο αγοραπωλησίας. Οι κάτοικοι έδιναν χρήματα για να αποκτήσουν άδεια ταξιδιού, για να απαλλαγούν από την καταναγκαστική εργασία, για να μην φυλακισθούν, να μην βασανισθούν, για να βγουν από τη φυλακή, κ.λ.π. Τα πρόσωπα που οι κομιτατζήδες ήξεραν ότι είχαν αποταμιευμένα χρήματα, ήταν αντικείμενο ιδιαίτερων μέτρων, ώστε να εξαναγκασθούν να πληρώσουν για να αφεθούν ήσυχα. Ήταν ένα αληθινό κυνήγι χρυσού.


Η λιμοκτονία

Ότι η Ανατ. Μακεδονία (επαρχία τόσο πλούσια και γόνιμη) υπέφερε φριχτά από την πείνα και ότι πολλές χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας αυτού του λόγου, είναι ένα γεγονός που δεν επιδέχεται συζήτηση. Αλλά αυτό για το οποίο η  διασυμμαχική ανακριτική επιτροπή, η οποία ερεύνησε εις βάθος τα συμβάντα, πείσθηκε τελικά και το οποίο επιθυμεί να καταστήσει γνωστό, είναι ότι αυτός ο καταστροφικός λιμός υπήρξε ηθελημένος, οργανωμένος, συντηρούμενος και αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη βουλγαρική διοίκηση.

Στερώντας τον τόπο από όλη τη σοδειά του και όλα τα εφόδιά του, η βουλγαρική διοίκηση προέβαινε σε μια πολύ σοβαρή πράξη. Δικαιολογούσε το γεγονός λέγοντας ότι αναλάμβανε τον επισιτισμό της περιοχής και, πραγματικά, οργάνωσε πολύ προσεκτικά αυτή την υπηρεσία: επιτροπές ανεφοδιασμού, απογραφές των κατοίκων και κατάλογοι, δελτία διανομής, γενικές αποθήκες, διανομείς… τίποτα δεν έλειπε, εκτός από τα βιοτικά αγαθά τα οποία αμέλησε να προσφέρει.

-Επιτάσσοντας τα ζώα μεταφοράς και άροσης.
-Καταργώντας την ελεύθερη κυκλοφορία, σε σημείο που ήταν απαραίτη τη η έκδοση άδειας για να πάει κάποιος στους αγρούς.
-Επιβάλλοντας σε όλο τον πληθυσμό καταναγκαστικές εργασίες που απορροφούσαν όλο του τον χρόνο και εμπόδιζαν κάθε γεωργική εργασία.
-Αρνούμενοι να μοιράσουν σπόρο.
-Αφήνοντας να εξαπλωθεί ένα καθεστώς τρόμου και αβεβαιότητας όπως το περιγράψαμε παραπάνω.
-Εκτοπίζοντας και φυλακίζοντας χιλιάδες πολίτες

Η πείνα επιτέλεσε το καταστροφικό της έργο εξαιτίας της ψυχρής και μελετημένης απόφασης της βουλγαρικής διοίκησης. Ήταν η μοιραία, η αναπόφευκτη συνέπεια των μέτρων που εκείνη είχε διατάξει και των οποίων όφειλε να προβλέψει τα αποτελέσματα. –Γνώριζε βήμα βήμα την πορεία της καταστροφής από τις αναφορές των στρατιωτικών εκπροσώπων της και τις εκκλήσεις δυστυχίας των Ελλήνων αντιπροσώπων.


Οι βιασμοί

Αν πιστέψουμε τις μαρτυρίες των κατοίκων, λίγες γυναίκες άνω των δεκατεσσάρων ετών γλίτωσαν από την κτηνωδία των κατακτητών και ο αριθμός των βιασμών ήταν σημαντικός. Ο ισχυρισμός φαίνεται να είναι ακριβής : δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι ο Βούλγαρος φαντάρος έδειξε μεγαλύτερο σεβασμό για την τιμή των γυναικών απ’ ό,τι για την ελευθερία, την περιουσία και τη ζωή των πολιτών. Αλλά τα θύματα αυτών των επιθέσεων, υπακούοντας στο αίσθημα αιδημοσύνης ή αυτοπροστασίας, απόλυτα σεβαστό και κατανοητό, δεν είχαν διάθεση να διηγηθούν το πάθημά τους. Έτσι δήλωσε απλοϊκά ένας μάρτυρας : «Η ντροπή μου κλείνει το στόμα». Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμιά αντιστοιχία ανάμεσα στον πραγματικό αριθμό των βιασμών που διαπράχθηκαν και τις ομολογίες που έγιναν. Επιπλέον, η διασυμμαχική ανακριτική επιτροπή φάνηκε σχολαστική όσον αφορά την απόδειξη του εγκλήματος και απέρριψε τις μαρτυρίες ως αμφισβητούμενες, όταν νόμιζε ότι η βία δεν είχε επαρκώς αποδειχθεί.

Εντούτοις, ο αριθμός των μαρτυριών που ακούστηκαν δεν αφήνει καμιά αμφιβολία σχετικά με την ύπαρξη και τη συχνότητα των βιασμών, μερικοί εκ των οποίων διαπράχθηκαν με ανήκουστη βιαιότητα :

Στην Ποδογόριανη, ένας αξιωματικός, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες επιχείρησε να βιάσει την Κατερίνα Φ. Η κοπέλα ξετρελαμένη από το φόβο πήδηξε από το παράθυρο και έσπασε, πέφτοντας, το πόδι της. Οι δυο στρατιώτες την περιμάζεψαν, την έφεραν πίσω στο δωμάτιο όπου ο αξιωματικός χόρτασε την κτηνωδία του, αδιαφορώντας για τον πόνο και το θρήνο της. Ταυτόχρονα, στο διπλανό δωμάτιο, η δεκαπεντάχρονη αδελφή της Θωμαή βιάζεται από τους δύο στρατιώτες τόσο κτηνωδώς, ώστε ξεψυχάει το ίδιο βράδυ. Οι δύο νεότερες αδελφές δοκιμάζουν τέτοιο σοκ που πέφτουν άρρωστες και πεθαίνουν μερικές μέρες αργότερα. Όσο για τον πατέρα, δολοφονείται με τρύπημα από ξιφολόγχη στην κοιλιά, μερικές εβδομάδες αργότερα, γιατί αρνείται να αποκαλύψει πού κρύβεται η κόρη του, που τρομοκρατημένη έχει εγκαταλείψει το πατρικό της.

Στο ίδιο χωριό, η Στυλιανή Σ., από τη μια πλευρά και η Μαρία Β., από την άλλη, βιάζονται διαδοχικά από τέσσερεις στρατιώτες. –Ένας γιατρός βιάζει την Κατερίνα Ε. ενώ στο διπλανό δωμάτιο ξεψυχούν και οι δυο γονείς της που έχουν ξυλοκοπηθεί άγρια από τους Βούλγαρους…

Στην Δρέσνα, ο τοπικός Διοικητής, υπολοχαγός Κόλλιεφ, του 38ου συντάγματος, εισπράττει 150 τούρκικες λίρες υποσχόμενος να σεβαστεί τα ανύπαντρα κορίτσια. Παίρνει τα χρήματα από τα χέρια του παπά και, λίγες μέρες αργότερα, απάγει την Μαριγώ Χ., δεκαεπτά ετών, την οδηγεί στο σπίτι του παπά και την βιάζει εκεί. Δύο στρατιώτες φύλαγαν σκοπιά στην είσοδο του σπιτιού.

Ο υπολοχαγός Σίμοφ βιάζει την Όλγα Η., την οποία απήγαγαν οι στρατιώτες του κατόπιν διαταγής του.

Στο ίδιο χωριό, η Πολυχρόνη Α. βιάστηκε από ένα λοχία με τη βοήθεια αρκετών στρατιωτών. Ο πατέρας, η μητέρα και η αδελφή της, οι οποίοι προσπάθησαν να την γλιτώσουν, ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου.

Στην Καβάλα, ο δόκιμος αξιωματικός του ναυτικού Αγγέλωφ, καραβανάς σαδιστής και απάνθρωπος, βιάζει συχνά νεαρά κορίτσια, τα οποία μολύνει με το ανίατο αφροδίσιο νόσημα από το οποίο πάσχει. Μερικά από τα θύματά του βιάστηκαν παρά φύσιν.

Πάλι στην Καβάλα, μια γιαγιά εξήντα ετών βιάζεται μαζί με τις δύο εγγονές της.

Στις Σέρρες, η Ευαγγελία Κ. βιάστηκε διαδοχικά από ένα λοχαγό και ένα υπολοχαγό, παρουσία της μητέρας της.

Οι στρατιώτες διαπράττουν παρόμοιες φρικαλεότητες, βιάζοντας γυναίκες που βρίσκονται στο δρόμο τους. Ένα θύμα ενδέχεται να υποστεί περισσότερους από ένα βιασμούς, ενώ οι βιαστές αλληλοβοηθούνται για να πνίξουν κάθε αντίσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Μαρία Ν. Σ. από την Νικήσιανη απάγεται μαζί με τη μητέρα
της και το παιδί της, οδηγείται στο δάσος και βιάζεται μπροστά της, από πέντε στρατιώτες.

Στη Νικήσιανη, η Κατίνα, σύζυγος Κ. Π., απάγεται και βιάζεται από στρατιώτες, οι οποίοι της ρίχνουν πιο πριν στα γεννητικά όργανα μια σκόνη που προκαλεί τσούξιμο.

Εξαιτίας δε της φοβερής πείνας, οι κατακτητές καταχράστηκαν εύκολα τις δυστυχισμένες, που δίνονταν για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό  δεν είναι σχήμα λόγου αλλά η οδυνηρή πραγματικότητα.




Ο βασιλιάς Αλέξανδρος της Ελλάδος, επισκέπτεται τον βρετανικό τομέα στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Φωτογραφία της The New York Tribune, 14-04-1918


Απαγωγές παιδιών

Σε ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, ένας μεγάλος αριθμός παιδιών συνελήφθησαν και στάλθηκαν στη Βουλγαρία σε συνθήκες που αδυνατούμε να περιγράψουμε. Μερικά από αυτά, χωρίς όρους και επιφυλάξεις, απήχθησαν. Ήταν συχνές οι απαγωγές στην Ελευθερούπολη και τη Δράμα με τη βοήθεια εμπόρων, έναντι χρηματικής αμοιβής. Στα ορφανοτροφεία συγκέντρωναν τα παιδιά τα οποία η πείνα κατέστησε ορφανά ή τα οποία εγκατέλειψαν για να πεθάνουν από την πείνα. Όταν ένας Βούλγαρος στρατιωτικός επιθυμούσε να πάρει ένα από τα παιδιά, έστελνε μια αίτηση στον τοπικό διοικητή, ο οποίος τον εφοδίαζε με μια ευνοϊκή εισήγηση, την οποία στη συνέχεια παρέδιδε στο ορφανοτροφείο. Το ορφανοτροφείο παρέδινε το ορφανό έναντι αποδείξεως παραλαβής και το έστελνε στη συνέχεια στη Βουλγαρία. Ο απώτερος σκοπός ήταν η αποεθνοποίηση του παιδιού αυτού.

Δεν είναι δυνατόν να υπολογίσουμε τον αριθμό των εν λόγω ορφανών που απήχθησαν και μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία. Ένας μεγάλος αριθμός μεταξύ αυτών των ορφανών δεν καταγράφηκε, ούτε και δηλώθηκε και ασφαλώς βρίσκεται στη Βουλγαρία. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πολλά από τα παιδιά αυτά δεν επέστρεψαν από την εξορία, παρά τις διαμαρτυρίες των γονιών τους. Άλλωστε όλες οι σχετικές αιτήσεις για το ζήτημα αυτό απευθύνθηκαν στην ελληνική αποστολή, η οποία διεξήγαγε έρευνες διασκορπισμένη στη Σόφια, ειδικώς για τον επαναπατρισμό των απαχθέντων.

***

Έτσι βίωσε η Ανατολική Μακεδονία το τυραννικό καθεστώς της βουλγαρικής εισβολής του 1916-1918. Οι αβάσταχτοι φόροι, οι εκτοπίσεις και οι καταστροφές κατά την περίοδο αυτή, εξαθλίωσαν ολοκληρωτικά τους Έλληνες της περιοχής.

Οφείλουμε να περιγράψουμε τις αξιοθρήνητες συνθήκες επιστροφής των εκπατρισμένων Ελλήνων μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού. Ο μάρτυς Κέννεθ Α. μέλος, του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, είδε στο Τύρνοβο, όπου ο Ερυθρός Σταυρός είχε εγκαταστήσει νοσοκομείο, το πέρασμα περισσότερων από 7.000 προσφύγων. Καταθέτει τα εξής :

«Έφθαναν μέσα σε βαγόνια που προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων, 35 μέχρι και 70 άτομα σε κάθε βαγόνι….., βρώμικοι πέρα από κάθε περιγραφή, γεμάτοι ψείρες. Δεν είχαν για τροφή παρά το ψωμί που τους έδιναν στα αγγλικά φυλάκια. Τα ρούχα τους ήταν ένα τσουβάλι που εκτελούσε χρέη σακακιού και παντελονιού…. Σε κάθε τρένο βρίσκονταν τέσσερα με πέντε πτώματα ανθρώπων που είχαν πεθάνει από κρύο ή ασιτία…. Πολλές φορές οι Βούλγαροι άφηναν αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, μεταξύ δύο σταθμών, χωρίς τροφή…. Η αθλιότητα των επαναπατριζόμενων ήταν απερίγραπτη…. Η φυματίωση, αποτέλεσμα των στερήσεων, είχε εξαπλωθεί μεταξύ των εξορίστων… Η πλειονότητα των ενηλίκων έχει εξαντληθεί και δεν είναι σε θέση να καταβάλει σοβαρή προσπάθεια για δουλειά…»


ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Η διασυμμαχική επιτροπή διεξήγαγε έρευνες σε 339 πόλεις και χωριά.Το σύνολο του πληθυσμού τους ανερχόταν σε περίπου 305.000 κατοίκους. Σήμερα έχει μειωθεί σε περίπου 235.000

-Απεβίωσαν στην περιοχή, κατά την διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής περίπου 32.000 άτομα από τα οποία περίπου 30.000 λόγω πείνας, ξυλοδαρμών και κακουχιών
-Μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία περίπου 42.000
-Μετανάστευσαν στη Βουλγαρία για να γλιτώσουν από την πείνα 10.000 έως 12.000
-Αυτοί που δεν επέστρεψαν ή πέθαναν στη Βουλγαρία ανέρχονται σε, περίπου 12.000
-Από τους 18.000 μουσουλμάνους που επιστρατεύθηκαν για τον βουλγαρικό και τουρκικό στρατό δεν επέστρεψαν…8.000-10.000
-Μερικοί κάτοικοι βουλγαρικής καταγωγής εγκατέλειψαν την περιοχή συγχρόνως με το βουλγαρικό στρατό κατοχής, καθώς και ορισμένοι μουσουλμάνοι.
-Κατέφυγαν στην Ελλάδα και δεν έχουν ακόμη επιστρέψει, περίπου 16.000 άτομα των οποίων η επιστροφή θεωρείται πιθανή.


Τον Ιανουάριο του 1919 διασυμμαχική ανακριτική επιτροπή που ερεύνησε την κατάσταση στην Ανατολική Μακεδονία υπέβαλε έκθεση που αναφέρει επί λέξει: «Είμαστε βέβαιοι ότι η Βουλγαρία είχε ένα συγκεκριμένο στόχο: την καταστροφή του ορθόδοξου Ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας…».


Ανεξάρτητα από τις τωρινές φιλικές μας σχέσεις με τη Βουλγαρία, η χώρα μας οφείλει να καθιερώσει ημέρα μνήμης για τα θύματα και των τριών βουλγαρικών κατοχών ( 1912-1913, 1916-1918 και 1941-1944), όπως οφείλουν οι Βούλγαροι να επιστρέψουν τα κειμήλια που κλάπηκαν από ελληνικά μοναστήρια κατά τις περιόδους αυτές και να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις απόδοσης τιμής, όπως έξυπνα πράττουν οι Γερμανοί για τα δικά τους θύματα.


Αξίζει, τέλος, να δημοσιεύουμε επιστολή Έλληνα στην αμερικανική εφημερίδα New York Tribune, ένα χρόνο πριν την βουλγαρική εισβολή και ενδεικτική των γεγονότων που θα ακολουθούσαν, η οποία δημοσιεύθηκε στις 20 Ιουνίου, 1915, με τίτλο:

"ΓΙΑΤΙ ΔΙΣΤΑΖΕΙ Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ"

Μια Ελληνική Εξήγηση του Μακεδονικού προβλήματος

Προς τον συντάκτη της 'The Tribune'.

Κύριε: Μετά από προσεκτική ανάγνωση της επιστολής του κ. Τonjonoff, η οποία εμφανίστηκε στην 'The Tribune' σήμερα, με τίτλο "Γιατί διστάζει η Βουλγαρία: Θέλει τη Μακεδονία, και όχι αυτό που  η Ελλάδα θέλει να της δώσει". Απαντώ, "η Ελλάδα δεν θα δώσει τίποτα στη Βουλγαρία, επειδή τίποτα δεν ανήκει στη Βουλγαρία από την ελληνική πλευρά».

Μεταξύ των δηλώσεων του ανταποκριτή σας παρατηρώ ότι, από τη στιγμή που  οι Έλληνες κατέλαβαν τη Μακεδονία έχουν αναλάβει μια εκστρατεία εξόντωσης, και ως αποδεικτικά στοιχεία στα οποία αναφέρει τους ταξιδιώτες στα Βαλκάνια. Υποθέτω ότι ο κ. Tonjonoff ξέχασε να γράψει τα ονόματα των ταξιδιωτών. Επιτρέψτε μου να πω ότι δεν έχουμε ακούσει τίποτα περί οποιασδήποτε ελληνικής εξόντωσης από τη στιγμή που επήλθε Ελληνική κυριαρχία στη Μακεδονία, όπως αυτές που έλαβαν χώρα από τους βούλγαρους Κομιταζήδες (άτακτοι) κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στα τέλη του περασμένου αιώνα. Γιατί να εξοντώσουν οι Έλληνες τα αδέλφια τους;

Ο ανταποκριτής σας ισχυρίζεται ότι η χώρα του έχει μόνο την επιθυμία να ελευθερώσει τα παιδιά της στη Μακεδονία. Αλλά θα μου επιτρέψετε να ρωτήσω ποιά παιδιά; Έχει η χώρα του πολλά παιδιά στις ελληνικές Μακεδονικές πόλεις της Καβάλας, των Σερρών, της Δράμας, της Καστοριάς, καθώς και στο Μοναστήρι; Επιτρέψτε μου να πω κατηγορηματικά ότι οι πληθυσμοί των κύριων πόλεων (με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη, η οποία έχει μια πλειοψηφία Εβραίων, και μερικά τσιγγάνικα βουλγαρικά χωριά, τα οποία αποτελούν τις φωλιές των πατριωτών βούλγαρων Κομιτατζήδων στην ελληνική Μακεδονία), είναι Έλληνες, και δεν είμαι ο μόνος που το λέει αυτό, γιατί σχεδόν κάθε αμερικανός και ευρωπαίος ανταποκριτής και ταξιδιώτης το παραδέχεται.

Μάλιστα ας εξετάσουμε τις ελληνικές εκλογές της περασμένης Κυριακής. Ούτε ένας βούλγαρος βουλευτής δεν εκλέχθηκε στη Μακεδονία για την βουλή των Αθηνών. Πού, λοιπόν, είναι ο βουλγαρικός πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας; Ίσως πει ο κ. Tonjonoff ότι οι ελληνικές αρχές υποχρέωσαν τους Βούλγαρους να ψηφίσουν έλληνες βουλευτές, αλλά δεν έχουμε ακούσει τίποτα τέτοιο ούτε στη μία ούτε στην άλλη ήπειρο. Υπάρχουν Βούλγαροι στη Μακεδονία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνονται με τους Έλληνες στην ελληνική Μακεδονία, καθώς και στην πόλη της Ξάνθης και στη Θράκη. Η Καβάλα, η Σέρρες και η Δράμα τις οποίες αξιώνουν οι Βούλγαροι (πείτε τους Τάταρους, ακούγεται καλύτερα), θα παραμείνουν ελληνικές με οποιοδήποτε κόστος, όχι μόνο επειδή αυτή είναι η βούληση του Ελληνισμού, αλλά, πάνω απ' όλα, η επιθυμία των κατοίκων τους, που έχουν κρατήσει τη γλώσσα και τις παραδόσεις της ελληνικής φυλής κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Εκτός αυτού, είναι περιττό να περιγράψω το αίμα που θυσίασαν τόσο πολλοί νέοι άνδρες της Ελληνικής χώρας, ώστε να τους δοθεί ο τόσο εναγωνίως αναμενόμενος καθαρός αέρας της ελευθερίας.

Επίσης θέλω να επιστήσω την προσοχή των αναγνωστών σας, στον ισχυρισμό του κ. Tonjonoff ότι μόνο οι συμπατριώτες του συνέτριψαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν αναφέρει τη βοήθεια των Σέρβων στην Αδριανούπολη, και τον Ελληνικό στόλο που τους επέτρεψε να έχουν μια πόρτα στη Μεσόγειο Θάλασσα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο ανταποκριτής σας είναι ένθερμος βούλγαρος πατριώτης, όμως πόσο ανακριβείς είναι οι δηλώσεις του!

Αριστοτέλης Μ. Μαχελάς
Νέα Υόρκη, 20 Ιουνίου, 1915





Χάρτης που δημοσίευσε η εφημερίδα Tacoma Times, στις 18 Οκτωβρίου 1915 με τα εξής σχόλια:

ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ, ΟΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΤΩΡΑ ΝΑ ΔΩΘΕΙ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Οι Times παρουσιάζουν σήμερα τον παραπάνω εντυπωσιακό χάρτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στην οποία έχει μεταφερθεί το κέντρο του παγκοσμίου πολέμου. Ο χάρτης δείχνει τα Βαλκάνια αναλυτικά και στη σχετική θέση τους προς άλλες χώρες όπως η Ρωσία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιταλία. Στο χάρτη δίνεται η μητρική ορθογραφία των τόπων. O χάρτης δείχνει το σιδηρόδρομο από τη Νις - το σημείο που αποτελεί στόχο των Αυστρο-γερμανικών  στρατευμάτων - προς τον Κόλπο της Θεσσαλονίκης, την οποία οι Βούλγαροι προσπαθούν να αποκόψουν και να κυριεύσουν.

Ο Γαλλικός και ο Αγγλικός στρατός έχουν φτάσει στη Θεσσαλονίκη και  χρησιμοποιούν το σιδηρόδρομο αυτό για να αποστέλουν γρήγορα στρατό στους Σέρβους.

Το Σεράγεβο στη Βοσνία, είναι η πόλη όπου άρχισε ο παγκόσμιος πόλεμος. Εκεί οι συνωμότες σκότωσαν το διάδοχο του θρόνου Φερδινάνδο και τη σύζυγό του. Δείτε τη Βάρνα της Βουλγαρίας, στη Μαύρη θάλασσα. Οι Ρώσοι αναμένεται να βομβαρδίσουν τη Βάρνα και να τοποθετήσουν εκεί στρατό.

Πολλά διάσημα ονόματα από την αρχαία ιστορία και τη μυθολογία εμφανίζονται στο χάρτη. Σημειώστε το όρος Όλυμπος στην Ελλάδα, την Αθήνα, το Όρος Άθως, τη Θράκη στη Βουλγαρία, τη Θεσσαλία, η οποία αναφέρεται στους σπουδαστές της Αγίας Γραφής ως το αντικείμενο των επιστολών του Παύλου προς τους Θεσσαλούς.Τη Σμύρνη, τόπο όπου χτίστηκε μια από τις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες, το νησί της Ρόδου και άλλα..


Σύνταξη/επιμέλεια/μετάφραση δημοσιευμάτων από τον αμερικανικό Τύπο:
MacedoniaHellenicLand.Eu

Ευχαριστούμε το Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας για την άδεια δημοσίευσης αποσπασμάτων από τα 'Τετράδια Βουλγαρικής Κατοχής Ανατολικής Μακεδονίας 1916-18'


Παραπομπές

- Τετράδια Βουλγαρικής Κατοχής Ανατολικής Μακεδονίας 1916-18 - Ιστορικό & Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας
- Why Bulgaria Hesitates - New York Tribune, 1915
- Where the Great World War may now be fought to a finish - Tacoma Times, 1915
- Bulgars press Kavala Raid-Kill Garrison - The Evening Ledger, 1916

Διωγμοί ελληνικών πληθυσμών στα βουλγαρικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, 1906

$
0
0
Συγγραφή : Κοτζάμπαση Μαρία (18/12/2007)
Για παραπομπή: Κοτζάμπαση Μαρία, «Διωγμοί ελληνικών πληθυσμών στα βουλγαρικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, 1906», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος

 1. Στόχοι και μέσα της βουλγαρικής αφομοιωτικής πολιτικής (1885-1904) 

 Μετά την προσάρτηση της υπό οθωμανικό έλεγχο αυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας στη βουλγαρική ηγεμονία (1885) επιδιώχθηκε η αφομοίωση του ελληνικού στοιχείου με διάφορους τρόπους.
Η βουλγαρική αφομοιωτική πολιτική εφαρμόστηκε κυρίως από το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα, που συνδύαζε εθνικιστική και φιλελεύθερη ιδεολογία, στηριζόταν σε διάφορα πατριωτικά σωματεία και κυβέρνησε τη χώρα κατά τα χρονικά διαστήματα 1886-1894 και 1903-1908.

 Η αφομοιωτική διαδικασία κατευθύνθηκε από την κυβέρνηση και την κεντρική διοίκηση και εκδηλώθηκε στην εκπαίδευση, στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, στο στρατό και στα εκκλησιαστικά ζητήματα1.

Για το σκοπό αυτό το βουλγαρικό κράτος έλαβε μια σειρά από μέτρα, όπως:

 Α) Το διάταγμα που αφορούσε στην εφαρμογή του άρθρου 10 του νόμου Ζίφκωφ «περί δημοσίας εκπαιδεύσεως» του 1891.
Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, «τα τέκνα των Βουλγάρων υπηκόων των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών λαμβάνουν την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή τους στη βουλγαρική γλώσσα».

Ο νόμος Ζίφκωφ σήμαινε κατάργηση κυρίως της ελληνικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Λόγω των έντονων διαμαρτυριών, τόσο των ελληνικών κοινοτήτων και των εκκλησιαστικών αρχών όσο και των διπλωματικών πρακτόρων της Ελλάδας,
το άρθρο 10 δεν εφαρμόστηκεστα ελληνικά σχολεία πριν από το Σεπτέμβριο του 1906 2.


 Β) Οι βουλγαρικές αρχές αρνούνταν να αναγνωρίσουν τις ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες ως νομικά πρόσωπα, με συνέπεια τη δήμευση κοινοτικών περιουσιών και την αρπαγή πατριαρχικών εκκλησιών. 

Κατά τη δεκαετία του 1890 πατριαρχικοί ναοί, μοναστήρια, εκκλησιαστική και κοινοτική περιουσία των Ελλήνων σε διάφορες περιοχές της Βουλγαρίας καταλαμβάνονται και δεν επιστρέφονται ποτέ3.

 Η άνοδος του βουλγαρικού εθνικισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, τα καταπιεστικά μέτρα σε βάρος των Ελλήνων και η κορύφωση της ελληνοβουλγαρικής αντιπαλότητας στη Μακεδονία οδηγούν στους ανθελληνικούς διωγμούς του 1906.

Κατά τη δεύτερη διακυβέρνηση του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος (1903-1908), η μείωση των εισοδημάτων των εργατών προκάλεσε εργατικές απεργίες, φοιτητικά συλλαλητήρια και αναταραχές στα αστικά κέντρα, που κορυφώθηκαν με τους ανθελληνικούς διωγμούς του καλοκαιριού του 1906.4


 2. Οι ανθελληνικές διώξεις του 1906 

 Οι κυβερνητικές εφημερίδες ήδη από το 1905 προετοίμαζαν το έδαφος για ανθελληνικές διώξεις, εξάπτοντας τα πνεύματα.
 Επιπλέον, ο ανθελληνικός διωγμός που οργανώθηκε το 1905 στη Ρουμανία με απελάσεις Ελλήνων εμπόρων, συλλαλητήρια και λεηλασίες ελληνικών καταστημάτων, συντέλεσε στην οργάνωση ανάλογων διωγμών στη Βουλγαρία.5

 Προοίμιο των βίαιων γεγονότων του καλοκαιριού του 1906 ήταν τα γεγονότα της Βάρνας τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου.

Στα τέλη Απριλίου, όταν έγιναν τα εγκαίνια του λιμανιού της Βάρνας, Βούλγαροι μαθητές προκάλεσαν καταστροφές στην ελληνική συνοικία, ενώ ανάλογα επεισόδια επαναλήφθηκαν κατά τη γιορτή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.6

 Στις αρχές Ιουνίου του 1906 παρεμποδίζεται από τις βουλγαρικές αρχές η άφιξη του νέου πατριαρχικού μητροπολίτη Βάρνας Νεόφυτου, ενώ κατά την επάνοδό του λιθοβολήθηκε και εξυβρίστηκε από τον όχλο, όταν προσπάθησε να προσεγγίσει το λιμάνι της πόλης.

Μάλιστα, ο εξαγριωμένος όχλος έφτασε μέχρι το σημείο να περιφέρει στην πόλη ένα γαϊδουράκι, με κάλυμμα στην πλάτη του πάνω στο οποίο ήταν γραμμένες με λατινικά στοιχεία οι λέξεις: “Metropolit Gaïdouris, Elenus, Elada”.

 Χαρακτηριστικό των ακροτήτων που έγιναν ήταν η κυκλοφορία αργότερα ενός εικονογραφημένου δελταρίου με φωτογραφία του εν λόγω γάιδαρου και λεζάντα: «Η υποδοχή του Μητροπολίτη Βάρνας».7

 Η ένταση και οι ταραχές στην πόλη γενικεύτηκαν με την προκλητική παρουσία ομάδων Βουλγαρομακεδόνων και την κατάληψη και λεηλασία του ελληνικού νοσοκομείου και των ναών του Αγίου Γεωργίου, Αγίου Νικολάου και Αγίας Παρασκευής.

 Στα ελληνικά καταστήματα της Βάρνας είχαν κολλήσει έντυπο που έγραφε:
 «Βούλγαρε, αυτό το μαγαζί είναι ελληνικό. Δεν επιτρέπεται η συναλλαγή».

Η λεηλασία των ελληνικών καταστημάτων αποφεύχθηκε χάρη στην επέμβαση των Ευρωπαίων προξένων και τις συνεχείς πιέσεις των Ελλήνων κατοίκων στο νομάρχη, ο οποίος διέταξε την αστυνομία να λάβει μέτρα.

 Στη συνέχεια, το επίκεντρο της ανθελληνικής εκστρατείας μεταφέρθηκε στη Φιλιππούπολη (Πλόβντιφ) και πρωτοστάτησαν σ’ αυτή ο βουλγαρικός «Πατριωτικός Σύνδεσμος» της Φιλιππούπολης και ο σύλλογος «Βούλγαρος Φιλογενής» που είχε ιδρυθεί από τον Πέταρ Δραγούλεφ με στόχο την «εθνική αυτοσυνειδησία των Βουλγάρων».

 Αυτός ο σύλλογος είχε ήδη διοργανώσει ανθελληνικά συλλαλητήρια σε διάφορες πόλεις, τα οποία είχαν συνοδευτεί από αρπαγές και καταστροφές ελληνικών περιουσιών.

Στις 16 Ιουλίου, το συλλαλητήριο και οι θεαματικές ανθελληνικές εκδηλώσεις στη Φιλιππούπολη εξελίχθηκαν σε λεηλασίες, πυρπολήσεις και βανδαλισμούς σε βάρος ελληνικών εκκλησιών, σχολείων, κοινοτικών κτηρίων, καταστημάτων, εργοστασίων και σπιτιών.

Οι Βούλγαροι κατέλαβαν πέντε ελληνικές εκκλησίες, το μητροπολιτικό μέγαρο και τα υπόλοιπα κτήρια της κοινότητας, ενώ οι υλικές ζημιές ήταν τεράστιες.9

 Οι διωγμοί εξαπλώθηκαν σε όλα τα υπόλοιπα αστικά κέντρα με ελληνικό πληθυσμό – Στενήμαχο, Καβακλή, Αγχίαλο κ.α.
 Συγχρόνως με τη Φιλιππούπολη οργανώθηκε ανθελληνικό συλλαλητήριο στον Πύργο (Μπουργκάς).
Μόλις έφτασαν τα νέα για τα γεγονότα στη Φιλιππούπολη, άρχισαν λεηλασίες ελληνικών σχολείων, εκκλησιών και ιδιωτικών περιουσιών.
Στις 23 Ιουλίου ομάδες Βουλγάρων κατέλαβαν την ελληνική εκκλησία και το σχολείο του Ευσταθοχωρίου (κοντά στον Πύργο) όπου ζούσαν 140 ελληνικές οικογένειες.10

 Η καταστροφή της Αγχιάλου 

 Το ανθελληνικό κίνημα είχε τραγική κατάληξη στην Αγχίαλο, όπου η ελληνοβουλγαρική διαμάχη είχε οξυνθεί στα τέλη του 19ου αιώνα με αφορμή την κυριότητα του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου.

Έπειτα από τα γεγονότα του Πύργου, οι ομάδες Βουλγάρων που είχαν συγκεντρωθεί εκεί από τη Φιλιππούπολη και τη Βάρνα σχεδίαζαν επιδρομή στην Αγχίαλο.

Οι Έλληνες κάτοικοί της, αφού ζήτησαν μάταια την προστασία του νομάρχη Πύργου, αποφάσισαν να αμυνθούν με κάθε τρόπο.

 Έκλεισαν τα καταστήματα της πόλης, έβαλαν ένοπλη φρουρά στην είσοδό της και οχύρωσαν το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου με εκατό οπλισμένους πολίτες.
Στις 20 Ιουλίου, κατέλαβε το μοναστήρι βουλγαρικός στρατός για να το περιφρουρήσει και παρέμεινε ως τις 28 του μήνα.
Εκείνη τη μέρα, η βουλγαρική εφημερίδα Край της Αγχιάλου κάλεσε τους Βούλγαρους των γύρω περιοχών να συγκεντρωθούν στην πόλη την Κυριακή 30 Ιουλίου

«προς απελευθέρωσιν των εν Αγχιάλω Βουλγάρων από τουαφορήτου ζυγού των Ελλήνων της Αγχιάλου». 

Ο νομάρχης Πύργου στον οποίο τηλεγράφησαν οι Έλληνες απάντησε ότι «ουδεμίαν εύρισκεν εις το άρθρον της Край πρόκλησιν προκειμένου περί εθνικής και νομίμου πάλης».11

 Μετά την αναχώρηση του στρατού, ομάδες Βουλγάρων από τον Πύργο επιτέθηκαν κατά των οπλισμένων Ελλήνων με τη βοήθεια Βουλγάρων υπαλλήλων και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν σε όλη την πόλη.

Το απόγευμα, οι Βούλγαροι έβαλαν φωτιά σε διάφορα σημεία της πόλης, προκαλώντας τη φυγή των κατοίκων προς την παραλία.
Καταστράφηκαν όλες οι συνοικίες της πόλης, εκτός από τη συνοικία του «Χριστού» και τη βουλγαρική.

Κάηκαν οι εκκλησίες, τα σχολεία, το μητροπολιτικό μέγαρο, ενώ λεηλατήθηκαν τα σπίτια.

Ο αριθμός των τραυματιών ήταν μεγάλος και των νεκρών ανεπιβεβαίωτος.

Σύμφωνα με ελληνικές εκτιμήσεις, οι νεκροί Έλληνες έφτασαν τους 110. 

Όσοι γλίτωσαν, διέφυγαν με πλοιάρια προς τη Μεσημβρία, τη Σωζόπολη και τις τουρκικές ακτές, κι από εκεί προς την Ελλάδα.

 Οι υλικές καταστροφές των ελληνικών κοινοτικών και ιδιωτικών περιουσιών ήταν τεράστιες.12

Την ίδια μέρα έγιναν καταστροφές ελληνικών περιουσιών στον Αετό, το Καρναμπάτ, τη Σήλυμνο κ.α.
Στη Μεσημβρία, οι Έλληνες πρόκριτοι και ο δήμαρχος, φοβούμενοι μην πάθουν ανάλογη καταστροφή με την Αγχίαλο, ενέδωσαν στις απαιτήσεις των Βουλγάρων και υπέγραψαν έγγραφο παραχώρησης του ελληνικού ναού και υπαγωγής των Ελλήνων στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της εξαρχίας.13

 Μετά τα γεγονότα του 1906, πολλοί Έλληνες από την Αγχίαλο, τη Βάρνα, τη Μεσημβρία, τον Πύργο και άλλες πόλεις έφυγαν πρόσφυγες κυρίως προς την Ελλάδα. 

Μετά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και ιδίως μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), σχεδόν όλοι οι εναπομείναντες Έλληνες μετανάστευσαν.
Το 1930, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επικύρωσε τη διάλυση 82 ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στη Βουλγαρία και 299 βουλγαρικών ορθόδοξων κοινοτήτων στην Ελλάδα.14

Συμπεράσματα 

 Οι ευθύνες για τα γεγονότα δε βρίσκονται μόνο στα κατώτερα και μεσαία στρώματα της βουλγαρικής κοινωνίας αλλά και στις ανώτερες βαθμίδες της πολιτικής εξουσίας.

Αν και τα συλλαλητήρια είχαν προαναγγελθεί, η κυβέρνηση δεν έλαβε μέτρα για τη ματαίωσή τους∙ αντίθετα στις παραμονές ο υπουργός Εσωτερικών έφυγε στο εξωτερικό, ενώ οι υπεύθυνοι νομάρχες απουσίαζαν από τις θέσεις τους.

Εξάλλου, οι αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές δεν επενέβησαν δραστικά για να αποτρέψουν ή να σταματήσουν τα έκτροπα και τις βιαιοπραγίες.

 Απαντώντας στις διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η βουλγαρική κυβέρνηση εξέφρασε τη λύπη της για τα επεισόδια, αλλά υποστήριξε πως δεν μπορούσε να διατηρήσει την τάξη και να συγκρατήσει το μαινόμενο πλήθος.
Παρά τις ελληνικές διαμαρτυρίες και τις βουλγαρικές υποσχέσεις για τιμωρία των πρωταίτιων και επιστροφή των εκκλησιών και των σχολείων στις κοινότητες, στην ουσία η κατάσταση χειροτέρευσε.
Τα σχολεία, οι εκκλησίες - με ελάχιστες εξαιρέσεις - και τα κοινοτικά ακίνητα δεν επιστράφηκαν στους Έλληνες.

Με κυβερνητική απόφαση, το Σεπτέμβριο του 1906 εφαρμόστηκε πλήρως το άρθρο 10 του νόμου Ζίφκωφ και καταργήθηκε έτσι η ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ τέθηκαν πολύ αυστηροί όροι για τη λειτουργία των δευτεροβάθμιων σχολείων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προχώρησε σε απολύσεις Ελλήνων δημοτικών και δημοσίων υπαλλήλων.15

Σε κάθε περίπτωση, η βουλγαρική κυβέρνηση όχι μόνο δεν εμπόδισε την έκρηξη του ανθελληνικού διωγμού, αλλά τον εκμεταλλεύτηκε για να πετύχει τη διάλυση των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας.16

 Ο βουλγαρικός τύπος σχεδόν στην πλειοψηφία του δικαιολόγησε τις βιαιότητες ως αντίποινα για τη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων κατά των Βουλγάρων στη Μακεδονία.

Όπως έγραψε η Вечерна Поща «οι Έλληνες έφτασαν μέχρι τα άκρα με τις προκλήσεις τους και έκαναν το βουλγαρικό έθνος, το πιο ανεκτικό έθνος στην Ευρώπη, να χάσει την υπομονή του».17 

Το Εθνικό Κόμμα, που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση, και οι Σοσιαλιστές καταδίκασαν το ανθελληνικό κίνημα και κατέστησαν την κυβέρνηση υπεύθυνη για τις βιαιοπραγίες και τους βανδαλισμούς.
Ο τύπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των Σοσιαλιστών υποστήριξε ότι οι διωγμοί ήταν προσχεδιασμένοι από Βούλγαρους εθνικιστές με την υποστήριξη ορισμένων τουλάχιστον υπουργών της κυβέρνησης.

Βέβαια, το επίσημο όργανο του Εθνικού Κόμματος επιδοκίμασε τα ψηφίσματα των ανθελληνικών συλλαλητηρίων ως έκφραση της κοινής γνώμης, αλλά υποστήριξε ότι χρειάζεται αλλαγή μεθόδων στην εξωτερική πολιτική.18 


Παραπομπές

 1. Crampton, R. J., Bulgaria 1878-1918. A History (New York 1983), σελ. 297, 327· Назърска, Ж., Българската държава и нейните малцинства (1879-1885) (София 1999), σελ. 81-180.

 2. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 255-281· Κοτζαγεώργη, Ξ., Η εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα των Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία (αρχές 19ου αιώνα- 1906) (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 170-171.

 3. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 312-313, 325, 330.

 4. Crampton, R. J., “The Second Stambolovist ministry. Public order and internal unrest (1903-1908)”, Bulgarian Historical Review 10/1 (1982), σελ. 37-40.

5. Τούσας, Α. Σ., Η βουλγαρική δολιότης και οι ανθελληνικοί διωγμοί εν τη Ανατολική Ρωμυλία (1900-1906) (Θεσσαλονίκη 1949), σελ. 20.

 6. Μαραβελάκης, Μ., Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 17-18.

 7. Παππαδάτης, Α. Ι., Ιστορία-αγώνες-δίκαια του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (Αθήνα 1948), σελ. 58.

8. Μαραβελάκης, Μ., Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 18-19.

9. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 368-383, 424-428· Παππαδάτης, Α. Ι., Ιστορία-αγώνες-δίκαια του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (Αθήνα 1948), σελ. 57-65· Σφέτας, Σ., «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5-6 (1993-94), σελ. 83· Εφημ. Вечерна Поща 1763 (17/30 Ιουλίου 1906), 1764 (18/31 Ιουλίου 1906).

10. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 383, 414· Παππαδάτης, Α. Ι., Ιστορία-αγώνες-δίκαια του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (Αθήνα 1948), σελ.61. 11. Μαυρομμάτης, Δρ., Η Αγχίαλος μέσ’ από τις φλόγες (Αθήνα 1930), σελ. 11-40.

 12. Μαυρομμάτης, Δρ., Η Αγχίαλος μέσ’ από τις φλόγες (Αθήνα 1930), σελ. 11-40· Φώτιος,
Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 414-417· Διαμαντόπουλος, Α. Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ. 138-139· Παπαναστασίου, Ι., Αι τρομεραί φρικαλεότητες της Αγχιάλου και των λοιπών εν τε τη Ανατολική Ρωμυλία και Βουλγαρία ελληνικών κοινοτήτων (Αθήνα 1907), σελ. 51· Σφέτας, Σ., «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5-6 (1993-94), σελ. 84.

 13. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 417-418.

 14. Βογαζλής, Δ. Κ., «Ελληνικές θρησκευτικές κοινότητες στην Τουρκία, Βουλγαρία και Ανατολική Ρωμυλία», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσολογικού Θησαυρού Ι' (1943-44) σελ. 59-60· Ladas, S. P., The exchange of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey (New York 1932), σελ. 157-179.

 15. Εφημ. Вечерна Поща 1824 (17/29 Σεπτεμβρίου 1906)· Association Patriotique des Thraces à Athènes, Persécution des Grecs en Bulgarie et en Roumelie Orientale (Αθήνα 1906), σελ. 12-13. 

16. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 435-441.

 17. Εφημ. Вечерна Поща 1808 (1/14 Σεπτεμβρίου 1906).

 18. Εφημ. Мир 1901 (21 Ιουλίου 1906), 1904 (25 Ιουλίου 1906), 1906 (27 Ιουλίου 1906), 1912 (4 Αυγούστου 1906)· Εφημ. Работнически Вестник 85 (14 Ιουλίου 1906), 88 (27 Ιουλίου 1906)· Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 382-383, 439-440· Σφέτας, Σ., «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5-6 (1993-94), σελ. 82.

Ανατολική Ρωμυλία: Η ολοσχερής καταστροφή της Άγχιάλου το 1906

$
0
0
Ή Ελληνική Άγχίαλος της  Ανατολικής'Ρωμυλίας (Βορείου Θράκης). 
Κατεστράφη όλοσχερώς και ο πολυπληθής Ελληνικός πληθυσμός

της έξωντώθη με τους  βανδαλισμούς, 
τας θηριωδίας και τας φρικαλεότητας των Βουλγάρων (30/7/1906)

του Αποστόλου Π. Ευθυμιάδη
" Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΕΙΣ
 ΤΟΥΣ  ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ 
ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ 
(ΑΠΟ ΤΟΥ 1361 ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ 1920)


 





ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ  


Βανδαλισμοί, 
εμπρησμοί,
 φόνοι,
 λεηλασίαι,
 βεβηλώσεις, 
βαρβαρότητες, 
θηριωδίαι και 
φρικαλεότητες των Βουλγάρων 
εις την Άγχίαλον της  Βορείου Θράκης (Ανατολικής 'Ρωμυλίας).  


Μετά τους κατά τα ανωτέρω, βανδαλισμούς, τας λεηλασίας, τας βαρβαρότητας και τας θηριωδίας των Βουλγάρων εις την Βάρναν,
εις τον Πύργον,
εις την Φιλιππούπολιν,
εις την Στενήμαχον,
εις το Εύσταθοχώριον και εις τας άλλας κωμοπόλεις και χωρία της  Βορείου Θράκης,
εις το πρόγραμμα των Βουλγάρων κομιτατζήδων
 περιελαμβάνετο και η ολοσχερής καταστροφή της  Άγχιάλου της  Ανατολικής Ρωμυλίας.

Οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου, πληροφορηθέντες τους  προηγηθέντας βανδαλισμούς των Βουλγάρων εις τας άνωτέρω πόλεις και κωμοπόλεις και βλέποντες την άπάθειαν και την άδιαφορίαν των έγγυητριών της  Βερολινίου συνθήκης Ευρωπαϊκών Δυνάμεων δια τα πρωτοφανή και πρωτάκουστα αυτά εγκλήματα των Βουλγάρων, άλλά και την άνευ προσχημάτων συμμετοχήν εις τα εγκλήματα αυτά και της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, άντελήφθησαν ότι μόνον με τας ίδικάς των δυνάμεις θα ήδύναντο να προστατεύσουν την ζωήν των και τας περιουσίας των εκ των βανδαλισμών των Βουλγάρων.

Ώς εκ των άνωτέρω, άπεφάσισαν οι  Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου να οργανώσουν εκ των ένόντων την άμυναν των κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων, η όποια έξησφαλίσθη με τον εξοπλισμόν των με περίστροφα και με άλλα επιτρεπόμενα μέσα άμύνης και με την τοποθέτησιν φρουράς εξ ενόπλων Ελλήνων πολιτών εις την Ίεράν Μονήν του Άγιου Γεωργίου, η οποία εύρίσκεται εις τον στενόν λαιμόν της  χερσονήσου της  Άγχιάλου μεταξύ της  θαλάσσης άπό του νότου και της  λίμνης άπό του βορρά και άποτελει, ως εκ τούτου, ίσχυρόν και άσφαλές προπύργιον της  Άγχιάλου.
Έξωπλίσθησαν δέ οι φρουρούντες την Άγχίαλον Έλληνες κάτοικοί της με περίστροφα και με ρόπαλα, διότι ύπελόγιζον, ότι και οι Βούλγαροι επιδρομείς, οι όποιοι θα έπετίθεντο κατά της  Άγχιάλου, θα ήσαν εξοπλισμένοι με περίστροφα και με ρόπαλα, όπως ήσαν έξωπλισμένοι με περίστροφα και ρόπαλα κατά την έπίθεσίν των εναντίον της  Φιλιππουπόλεως και των άλλων 'Ελληνικών πόλεων της  Βορείου Θράκης,
 χωρίς να διανοηθούν οι Άγχιαλιται ότι οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και ο φανατισμένος βουλγαρικός όχλος, οι όποιοι θα έπετίθεντο κατά της  Άγχιάλου, θα ήσαν (οπλισμένοι με πολεμικά όπλα εκστρατείας, με χειροβομβίδας και με δυναμίτιδα, ως άπεδείχθη βραδύτερον κατά την έπίθεσιν των Βουλγάρων επιδρομέων κατά της  Άγχιάλου.

Την κατά τα ανωτέρω όργανωθεισαν, εντός των ορίων του βουλγαρικού συντάγματος και των νόμων, άμυνάν των και τας άνησυχίας των δια την άσφάλειάν των έγνώρισαν με άναφοράς των και με τηλεγραφήματά των εις τον τότε Ηγεμόνα της  Βουλγαρίας Φερδινάνδον και εις τον Πρωθυπουργόν της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, οι όποιοι όμως, όχι μόνον ούδεμιαν έδωσαν σημασίαν εις τας εκκλήσεις των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου δια την έξασφάλισιν στοιχειώδους προστασίας της  ζωής και των περιουσιών το)ν, άλλά καί, άφού (οργάνωσαν προηγουμένως τους  επικειμένους βανδαλισμούς κατά της  Άγχιάλου, άνεχώρησαν άμφότεροι δια το έξωτερικόν, ώστε να άπουσιάζουν εκ της  Βουλγαρίας κατά τον χρόνον της  άποφασισθείσης ύπ’ αυτών επιδρομής κατά της  Άγχιάλου, δια να δύνανται να προσποιώνται ούτως ύποκριτικώς και φαρισαϊκώς άγνοιαν των βανδαλισμών και των φρικαλεοτήτων του φανατισμένου βουλγαρικού όχλου, αί όποιαι έπρογραμματίσθησαν υπό των ίδιων, του Ήγεμόνος και του Πρωθυπουργού της  Βουλγαρίας, και διεπράχθησαν εντός ολίγων ημερών υπό των οργάνων των δια την ολοσχερή καταστροφήν της  Ελληνικής Άγχιάλου και την έξόντωσιν των Ελλήνων κατοίκων της.

Αί βουλγαρικαί Άρχαί όχι μόνον δεν άνταπεκρίθησαν εις τας κατά τα άνωτέρω εκκλήσεις των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου δια την παροχήν εις αυτούς στοιχειώδους άσφαλείας της  πόλεώς των εκ του συστηματικώς φανατισθέντος βουλγαρικού όχλου, άλλά και έπεδίωξαν με δόλια τεχνάσματα να εξουδετερώσουν την κατά τα ανωτέρω όργανωθεισαν άμυναν των Άγχιαλιτώνμε τον έπιτρεπόμενον νόμιμον οπλισμόν των και την φρούρησιν ύπ’ αυτών της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου, η όποια εύρίσκεται εις τον στενόν λαιμόν της  χερσονήσου της  Άγχιάλου και άποτελει το ασφαλές προπύργιόν της. 

Ούτως ο Βούλγαρος Νομάρχης Πύργου, εις την δικαιοδοσίαν του όποιου ύπήγετο η Άγχίαλος, διέταξε, κατ’ εντολήν της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, ενα λόχον βουλγαρικού στρατού να καταλάβη την άνωτέρω Ίεράν Μονήν του Άγιου Γεωργίου, η όποια, φρουρουμένη μέχρι τότε υπό των νομίμως έξωπλισμένων Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, άπετέλει το ίσχυρόν και άσφαλές προπύργιον δια την προστασίαν της  πόλεως εξ οίασδήποτε επιδρομής εναντίον της, με την προβληθεΐσαν, ως πρόφασιν, δικαιολογίαν τού Νομάρχου ότι δήθεν με την κατάληψιν και φρούρησιν της  άνωτέρω Τέρας Μονής υπό τού βουλγαρικοί στρατού θα έπετυγχάνετο η πλήρης ασφάλεια της  Άγχιάλου και των κατοίκων της.

Συνεχίζων τα δόλια τεχνάσματά του δια την καταστροφήν της  Ελληνικής Άγχιάλου ο Βούλγαρος Νομάρχης Πύργου έστειλε, μετά την κατάληψιν της  ανωτέρω Ίερας Μονής τού Αγίου Γεωργίου υπό τού βουλγαρικού στρατού, την 27ην Ιουλίου, δηλαδή τρεις ημέρας πρό της  καταστροφής υπό των Βουλγάρων της  Άγχιάλου, τηλεγράφημα εις τον Μητροπολίτην Άγχιάλου Βασίλειον, με το όποιον τον διεβεβαίου ότι το ποίμνιόν του ως και τα Ελληνικά εκκλησιαστικά και κοινοτικά ευαγή Ιδρύματα εύρίσκονται εις πλήρη άσφάλειαν και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας των Ελλήνων της  Άγχιάλου. με την άνωτέρω ύποκριτικήν και παραπλανητικήν, ως άπεδείχθη, διαβεβαίωσίν του έπεδίωκεν ο Βούλγαρος Νομάρχης να εφησυχάσουν οι Άγχιαλιται Έλληνες και να χαλαρώσουν τα μέτρα άσφαλείας, τα όποια ειχον λάβει μέχρι τότε δια την προστασίαν των, δια να είναι ούτως εύκολωτέρα η έξόντωσίς των υπό των Βουλγάρων κομιτατζήδων και του φανατισμένου βουλγαρικού όχλου.

Παρά τας κατά τα άνωτέρω υποκριτικός, φαρισαϊκάς και παραπλανητικός διαβεβαιώσεις του Βουλγάρου Νομάρχου Πύργου, αί όποιαι παρεσχέθησαν την 27ην Ιουλίου 1906 προς τον Έλληνα Μητροπολίτην Άγχιάλου Βασίλειον και εις το ποίμνιόν του, την έπομένην ημέραν, 28ην Ιουλίου, ο φανατισμένος βουλγαρικός όχλος έξωπλίζετο εις τον Πύργον και προητοιμάζετο πυρετωδώς δια την επιδρομήν του κατά της  Άγχιάλου. την ίδιαν ημέραν, 28ην Ιουλίου 1906, η έκδιδομένη τότε το Σάββατον εις την Άγχίαλον έβδομαδιαία βουλγαρική έφημερίς « Κράϊ» επέσπευσε την εκδοσίν της κατά μίαν ημέραν, δηλαδή έξεδόθη την Παρασκευήν, άντί του Σαββάτου, δια να προλάβη να φανατίση τον βουλγαρικόν όχλον της  Άγχιάλου και της  περιφερείας της και να έξάψη το μένος του κατά των Ελλήνων,
και με έμπρηστικόν δημοσίευμά της έκάλει τους Βουλγάρους να καταστρέψουν την Έλληνικήν Άγχίαλον, η όποια άπετέλει, ως εγραφε, την εστίαν και την "μυρμηγκοφωλιάν" του Ελληνισμού εις την βουλγαρικήν γήν.

Αμέσως, μετά την κυκλοφορίαν του άνωτέρω εμπρηστικού δημοσιεύματος της  βουλγαρικής έφημερίδος « Κράϊ », ο Έλλην Δήμαρχος της  Άγχιάλου Σταυρίδης έστειλε το περιλαμβάνον το έμπρηστικόν αυτό δημοσίευμα φύλλον της  έφημερίδος « Κράϊ » εις τον Νομάρχην Πύργου και ταυτοχρόνως τηλεγράφημα του Δημοτικού Συμβουλίου της  Άγχιάλου, με το όποιον παρεκάλει τον Νομάρχην να μην έπιτρέπη τοιαυτα εμπρηστικά δημοσιεύματα εις τας βουλγαρικός εφημερίδας, τα όποια δύνανται να προκαλέσουν δυσάρεστα και ολέθρια άποτελέσματα δια τον Ελληνισμόν της  Βορείου Θράκης.
Ό Βούλγαρος Νομάρχης Πύργου, συνεχίζων την ύποκριτικήν και παραπλανητικήν τακτικήν του, εστειλεν εις άπάντησιν του άνωτέρω τηλεγραφήματος την ιδίαν ημέραν, Παρασκευήν 28ην Ιουλίου 1906, δυο τηλεγραφήματα, το μεν εν προς τον Δήμαρχον Άγχιάλου με το εξής περιεχόμενον:

« Έχομεν είδησιν δια τα γραφέντα εν τή έφημερίδι, εις τα όποια όμως ούδέν υπάρχει το επικίνδυνον δια την Άγχιαλον, διότι δι’αύτών μόνον προσκαλούνται οι Βούλγαροι πατριώται εις εύγενή και νόμιμον αγώνα, παρακαλουμεν δε να μην άνησυχειτε το γραφείον μου με τοιαύτας ανοησίας»  το δέ άλλο τηλεγράφημα προς τον ’Έπαρχον με το εξής περιεχόμενον: « ... όπως άνακοινώση εις το Δημοτικόν Συμβούλιον, ότι δεν υπάρχει ανάγκη να άνησυχή, καθ’ ότι ούδέν το εκτροπον συμβήσεται».

Παρά τας άνωτέρω άναληθείς, υποκριτικός, δόλιας και παραπλανητικός διαβεβαιο)σεις του Βουλγάρου Νομάρχου Πύργου, το άπόγευμα του Σαββάτου, 29ην Ιουλίου 1906, ύποπτον πρόσωπον ένεφανίσθη εις την άγοράν της  Άγχιάλου φέρον δέμα εγγράφων, προφανώς προκηρύξεων, το όποιον είσήλθεν εις το γραφεΐον της  συντάξεως της  άνωτέρω έκδιδομένης εις την Άγχιαλον εβδομαδιαίας βουλγαρικής τοπικής έφημερίδος « Κράϊ », όπου εντός βραχέος χρόνου κατέφθασαν πολλοί Βούλγαροι υπάλληλοι, οι οποίοι εν συνεχεία όμού μετά του Διευθυντού της  άνωτέρω έφημερίδος έπεσκέφθησαν τον Βούλγαρον "Επαρχον, εις τό.γραφεΐον του όποιου ελαβε χώραν σύσκεψις δια την όργάνωσιν του συλλαλητηρίου του βουλγαρικού όχλου και έδόθησαν όδηγίαι δια την εφαρμογήν και έκτέλεσιν των προγραμματισθέντο3ν βανδαλισμών των Βουλγάρων.

Ή κατά τα άνωτέρω έντονος συνωμοτική δραστηριότης των Βουλγάρων δια το συλλαλητήριον της  επομένης ημέρας άνησύχησεν ετι μάλλον το Έλληνικόν Δημοτικόν Συμβούλιον της  Άγχιάλου, το όποιον άμέσως έπεσκέφθη τον Βούλγαρον ’Έπαρχον της  Άγχιάλου, δια να πληροφορηθή τι συμβαίνει με την παρατηρουμένην την ημέραν εκείνην άσυνήθη κίνησιν των Βουλγάρων υπαλλήλων και άλλων οργάνων των Βουλγάρων κομιτατζήδων. ο Έπαρχος, άκολουθών την ύποκριτικήν και παραπλανητικήν τακτικήν των Προϊσταμένων του (Νομάρχου, Υπουργού Εσωτερικών), διεβεβαίωσε το Δημοτικόν Συμβούλιον ότι δεν συμβαίνει άνησυχητικόν τι δια τους  Έλληνας της  Άγχιάλου και ότι άπλώς θα πραγματοποιηθή όλως άκίνδυνον συλλαλητήριον, το όποιον δήθεν οι μεν Βούλγαροι υπάλληλοι έτηλεγράφησαν εις το Κομιτάτον του Πύργου να άναβληθή, ο δέ Έπαρχος θά τηλεγραφήση δήθεν εις την προϊσταμένην του βουλγαρικήν Αρχήν να μην έπιτρέψη την συγκρότησίν του και την πραγματοποίησίν του.

Παραλλήλως με τας άνωτέρω ψευδείς, υποκριτικός και παραπλανητικός διαβεβαιώσεις των βουλγαρικών Αρχών προς τον 'Έλληνα Δήμαρχον και το Δημοτικόν Συμβούλιον της  Άγχιάλου, οι Βούλγαροι, έφαρμόζοντες το σατανικόν σχέδιον της  καταστροφής της  Άγχιάλου και έξοντώσεως των Ελλήνων κατοίκων της, έδωσαν οδηγίας εις τας βουλγαρικάς οικογενείας, αί όποιαι διέμενον εις ελληνικός οικίας,
να άπομακρυνθούν εκ της  κατωκημένης (κατοικημένης) καθ’ ολοκληρίαν υπό Ελλήνων Άγχιάλου και να μεταφερθοϋν εις την λεγομένην «Έξω συνοικίαν» της  Άγχιάλου, η όποια ήτο σχεδόν βουλγαρική.

Συμφώνως προς τας άνωτέρω οδηγίας του βουλγαρικού Κομιτάτου, ο Βούλγαρος Διευθυντής του Τηλεγραφείου της  Άγχιάλου άπέστειλε την οικογένειάν του, η όποια διέμενε μέχρι τότε εις έλληνικήν οικίαν,εις την γειτονικήν πόλιν Μεσημβρίαν, τα δέ μηχανήματα του Τηλεγραφείου της  Άγχιάλου, τα όποια ήσαν εγκατεστημένα εις την ιδίαν με την οικογένειάν του έλληνικήν οικίαν, τα μετέφερεν εις άπομεμακρυσμένον παράπηγμα, το όποιον δεν διέτρεχε τον κίνδυνον να άποτεφρωθεί εκ των προγραμματισθέντων εμπρησμών της  επομένης ημέρας, ως εκ των όποιων κατέστη παρανάλωμα πυρός και κατεστράφη όλοσχερώς η Άγχίαλος.

Προσέτι, τριάκοντα Βούλγαροι κομιτατζήδεςμετέβησαν το άπόγευμα του Σαββάτου, 29 Ιουλίου 1906, (παραμονήν της  καταστροφής της  Άγχιάλου) εις τας άλυκάς, αί όποιαι εύρίσκονται πλησίον της  Άγχιάλου, και είπον εις τους εργαζομένους εις αύτάς Βουλγάρους να μεταφέρουν τας οικογενείας των εκ της  Άγχιάλου εις άσφαλές μέρος, διότι αύριον (Κυριακή, 30 Ιουλίου 1906) θα καύσουν ολόκληρον την Άγχίαλον.

Πέραν των άνωτέρω, κατά το μεσονύκτιον του Σαββάτου προς την Κυριακήν, 30 Ιουλίου 1906, έλαβεν ο Έλλην Δήμαρχος της  Άγχιάλου συνθηματικόν τηλεγράφημα εκ του Πύργου, με το όποιον έπληροφορειτο ότι περισσότεροι των διακοσίων διαδηλωταί, ώπλισμένοι με διάφορα όπλα, χειροβομβίδας και δυναμίτισα, έρχονται εκ του Πύργου εις την Άγχίαλον δια την καταστροφήν της.

 Ευθύς ως ελαβε το άνωτέρω τηλεγράφημα ο Έλλην Δήμαρχος της  Άγχιάλου, εσπευσεν άμέσως εις τον Βούλγαρον Έπαρχον της  Άγχιάλου, τον όποιον ενημέρωσε σχετικώς με την ελευσιν των άνωτέρω ύπερδιακοσίων (οπλισμένων Βουλγάρων εις την Άγχίαλον, ο όποιος όμως, κατά την συνήθη τακτικήν του, διεβεβαίωσε τον Δήμαρχον και πάλιν ψευδώς και παραπλανητικούς ότι και εάν άκόμη έλθουν οι Βούλγαροι εκ του Πύργου, θα περιορισθούν εις τόν περίβολον της  κατεχομένης και φρουρουμένης υπό του βουλγαρικοί) στρατού Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου η και εάν είσέλθουν εις την πόλιν της  Άγχιάλου, θα συγκροτήσουν συλλαλητήριον είρηνικόν και άκίνδυνον δια τούς Έλληνας εντός του αύλογύρου της  βουλγαρικής Εκκλησίας.
Καρνάνδειον ΙΙαρθεναγωγεϊον Άγχιάλου.
Κατεστράφη, όλοσχερώς με' τους  βανδαλισμούς,
τας θηριωδίας και τας φρικαλεότητας των Βουλγάρων (30/7/1906)

Μετά δίωρον περίπου άπό των κατά τα άνωτέρω ψευδών, υποκριτικών και παραπλανητικών διαβεβαιώσεων του Βουλγάρου Έπάρχου προς τόν Δήμαρχον της  Άγχιάλου, κατέφθασεν εις την κατειλημμένην και φρουρουμένην υπό του Βουλγαρικού στρατού Ίεράν Μονήν του Άγιου Γεωργίου της  Άγχιάλου ο συρφετός των ύπερδιακοσίων ενόπλων Βουλγάρων κομιτατζήδων, δια να έπιτεθή κατά της  Άγχιάλου. ο Αξιωματικός της  στρατιωτικής φρουράς της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου, χωρίς να γνωρίζη προφανώς τα σατανικά σχέδια της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως δια την καταστροφήν της  Άγχιάλου,διέταξε την στρατιωτικήν φρουράν να έμποδίση τούς ένοπλους κομιτατζήδες να είσέλθουν εις την Άγχίαλον,της  όποίας είχεν άναλάβει την προστασίαν, ταυτοχρόνως δέ άπέστειλεν έφιππον άγγελιοφόρον εις τόν Βούλγαρον Έπαρχον της  Άγχιάλου να ζητήση οδηγίας δια τας περαιτέρω ενέργειας του.

Ό Βούλγαρος Έπαρχος Άγχιάλου, ο όποιος προ διώρου παρείχεν εις τόν Έλληνα Δήμαρχον της  Άγχιάλου τας άνωτέρω ψευδείς, υποκριτικός και παραπλανητικός διαβεβαιώσεις ότι ούδένα άπολύτως κίνδυνον διατρέχουν οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου, διότι έχουν ληφθή υπό της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως δλα τα ένδεικνυόμενα μέτρα άσφαλείας δια την πλήρη προστασίαν του Ελληνικού πληθυσμού της  Άγχιάλου, εδωσεν εντολήν, μέσω του άποσταλέντος προς αυτόν έφιππου άγγελιοφόρου, εις τόν Άξιωματικόν της  στρατιωτικής φρουράς της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου να άποσύρη άμέσως τόν βουλγαρικόν στρατόν της  φρουράς της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου και να τόν κλείση εις τα στρατιωτικά καταλύματα της  Μονής, να άφήση δέ ελευθέρους τους  προερχομένους εκ του Πύργου ώπλισμένους κομιτατζήδες και διαδηλωτάς να είσέλθουν εις την Άγχίαλον. Ταυτοχρόνους διέταξεν ο άνωτέρω Βούλγαρος Έπαρχος να δοθούν αί κλείδες και δλα τα εξαρτήματα της  φρουρουμένης μέχρι τότε υπό του βουλγαρικού στρατού Ελληνικής Μονής του Άγιου Γεωργίου εις τόν επί κεφαλής του προερχομένου εκ του Πύργου συρφετού των ένοπλων Βουλγάρων άρχικομιτατζήν Γκεωργκήεφ.

Ουτω, συμφώνως προς τας άνωτέρω οδηγίας του Βουλγάρου Έπάρχου, ένεκλείσθη ο μέχρι τότε φρουρών την Ίεράν Μονήν του Άγιου Γεωργίου βουλγαρικός στρατός εις τα στρατιωτικά καταλύματα της  Μονής, αί κλείδες της  όποίας παρεδόθησαν εις τον άρχικομιτατζήν Γκεωργκήεφ και οι ύπερδιακόσιοι ώπλισμένοι Βούλγαροι κομιτατζήδες είσήλθον ελεύθεροι και άνενόχλητοι και μάλιστα όδηγούμενοι εις την Άγχιαλον υπό Βουλγάρου χωροφύλακος, τον όποιον άπέστειλε προς τούτο ο Βούλγαρος Έπαρχος, καθ’ όν χρόνον οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου έκοιμώντο μετά και από τας άνωτέρω δήθεν καθησυχαστικάς, εν τή πραγματικότητι όμως ψευδείς, υποκριτικός και παραπλανητικός διαβεβαιώσεις του Βουλγάρου Έπάρχου της  Άγχιάλου.

Τής ολοσχερούς καταστροφής της  Άγχιάλου προηγήθησαν όλα τα άνωτέρω συμφώνως προς τα δόλια και σατανικά σχέδια των Βουλγάρων.

 Δηλαδή παρεσχέθησαν προηγουμένως εις τους Έλληνας κατοίκους της  Άγχιάλου οι άνωτέρω ψευδείς, ύποκριτικαί και παραπλανητικαί διαβεβαιώσεις των βουλγαρικών Αρχών ότι δήθεν ούδένα κίνδυνον διατρέχουν οι Έλληνες Άγχιαλιται, κατελήφθη άκολούθως η Ιερά Μονή του Άγιου Γεωργίου της  Άγχιάλου, η οποία έφρουρειτο προηγουμένως υπό ώπλισμένων Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, υπό του βουλγαρικου στρατού δήθεν δια μεγαλυτέραν άσφάλειαν και πληρεστέραν προστασίαν της  Ελληνικής Άγχιάλου, άπεμακρύνθησαν αί βουλγαρικαί οίκογένειαι, αί όποιαι διέμενον εις ελληνικός οικίας της  Άγχιάλου και μετεφέρθησαν εις άσφαλέστερα δι’αύτάς μέρη, έφανατίσθη δια των βουλγαρικών εφημερίδων ο βουλγαρικός όχλος δια την καταστροφήν της  Άγχιάλου και άπεσύρθη, κατόπιν διαταγής του Βουλγάρου Έπάρχου, ο βουλγαρικός στρατός εκ της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου, η όποια άπετέλει το προπύργιον δια την άσφάλειαν και την προστασίαν της  Άγχιάλου, και την όποίαν παρέδωσεν ο βουλγαρικός στρ:χτός εις τον άρχικομιτατζήν Γκεωργκήεφ και εις την συμμορίαν του, δια να γίνη όρμητήριον και στρατηγεΐον των Βουλγάρων κομιτατζήδων δια την επιδρομήν των κατά της  Άγχιάλου και την ολοσχερή καταστροφήν της.

Άφου προηγήθησαν όλα τα άνωτέρω, έδόθη προ της  αυγής και περί ώραν 4 π.μ. της  Κυριακής, 30 Ιουλίου 1906, το σύνθημα της  έπιθέσεως του φανατισθέντος και μαινομένου βουλγαρικού όχλου κατά της  Άγχιάλου με συνεχείς και δαιμονιώδεις κωδωνοκρουσίας εκ των κωδωνοστασίων του Ίερου Ναού της  Παναγίας, με τας όποίας έκάλουν εις πάνδημον συναγερμόν όλους τους Βουλγάρους της  Άγχιάλου και της  περιφερείας της να ενωθούν με τους κομιτατζήδες και άλλους ένοπλους Βουλγάρους, οι όποιοι είχον έλθει εκ του Πύργου δια τον εμπρησμόν, την λεηλασίαν και την καταστροφήν της  Άγχιάλου και την έξόντωσιν των Ελλήνων κατοίκων της, οι όποιοι άπετέλουν το σύνολον σχεδόν του πληθυσμού της  Άγχιάλου.

Ταυτοχρόνως με τας κωδωνοκρουσίας και πριν άκόμη άντιληφθουν οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου ποιος είναι ο κίνδυνος, τον όποιον διέτρεχον και πόθεν προέρχεται, ώρμησεν ο φανατισμένος και μαινόμενος βουλγαρικός συρφετός πάνοπλος με μανιακάς και άγριας κραυγάς εις την Έλληνικήν Εκκλησίαν και ήρχισε τους εμπρησμούς εις ολόκληρον την πόλιν.

Άντιληφθέντες οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου ότι δεν ήδύναντο να άναμένουν ούδεμίαν βοήθειαν υπό της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, η όποια τους  είχε προδώσει και τους είχε παγιδεύσει κατά τον πλέον δόλιον, αίσχρόν και σατανικόν τρόπον, άντέταξαν σθεναράν άμυναν κατά των Βουλγάρων επιδρομέων, τους όποιους με περίστροφα, ρόπαλα, πελέκεις και λίθους άπέκρουσαν και άπώθηραν εκατόν περίπου μέτρα άπό του Ελληνικού Ίερου Ναου, άφου συνήψαν και διεξήγαγον σκληράν μάχην με τους κομιτατζήδες εντός της κολάσεως των εμπρησμών, των εκρήξεων και των άνατινάξεων κτιρίων με δυναμίτιδα, την όποίαν είχον φέρει μεθ’ εαυτών και έχρησιμοποίουν οι επιδρομείς.

Τό πεδίον της  συμπλοκής και της  μάχης των άμυνομένων Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου με τους έπιτεθέντας κατ’ αυτών πάνοπλους κομιτατζήδες έπλημμύρισεν άπό αίμα και έκαλύφθη άπό διάσπαρτα πτώματα των συμπλακέντων. οι Βούλγαροι επιδρομείς, οι όποιοι άπεκρούσθησαν άρχικώς και άπωθήθησαν πέραν του Ελληνικού Ίερου Ναού, προσεπάθησαν να επιτεθούν και πάλιν κατά των άμυνομένων Ελλήνων, άλλά και πάλιν άπεκρούσθησαν έπιτυχώς και με πολλάς δι’ αύτούς άπα)λείας και ήναγκάσθησαν να υποχωρήσουν εις μεγαλυτέραν άπόστασιν άπό της  προηγουμένης άπωθήσεώς των και άποχωρήσεώς των.
Παρά τας άνωτέρω δύο άνεπιτυχεΐς επιθέσεις των, οι Βούλγαροι έπεχείρησαν και τρίτην έφοδον κατά των άμυνομένων Ελλήνων Άγχιαλιτών, άλλά και πάλιν άπεκρούσθησαν υπό των άμυνομένων Ελλήνων και ήναγκάσθησαν να άποσυρθούν τα μαινόμενα βουλγαρικά στίφη και να εγκατασταθούν άλλαι ένοπλοι ομάδες των εις το πλησίον της  κεντρικής πλατείας της  πόλεως λιθόκτιστον όθωμανικόν Τέμενος, όπου ώργάνωσαν το όρμητήριόν των και έν τώ μεταξύ συνέχιζον τούς πυροβολισμούς των κατά των εμφανιζόμενων εις την περιοχήν αυτήν Ελλήνων.

Κατά την 9ην προμεσημβρινήν ώραν και ενώ οι πυροβολισμοί συνεχίζοντο υπό των άντιμαχομένων μερών και άπό των θέσεων, τας όποίας ειχον καταλάβει και ειχον σταθεροποιήσει κατά την διάρκειαν του προηγηθέντος τετραώρου περίπου πείσμονος άγώνος μεταξύ των σθεναρώς αμυνομένων Ελλήνων και των λυσσωδώς επιτιθεμένων κατ’αύτών Βουλγάρων επιδρομέων, κατέφθασεν εις την Άγχίαλον έφιππος βουλγαρική Χωροφυλακή, η οποία είσήλασεν εις τας κεντρικός όδούς της  πόλεως και κατέλαβε τα μέρη έκεινα, όπου έμάχοντο οι άμυνόμενοι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου, τούς οποίους δήθεν θα έπροστάτευεν εκ των Βουλγάρων επιδρομέων.
Τα πράγματα όμως δεν έδικαίωσαν τας προσδοκίας αύτάς των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, διότι η βουλγαρική έφιππος Χωροφυλακή δεν ήλθεν εις την Άγχίαλον δια την προστασίαν των Ελλήνων Άγχιαλιτών, άλλά δια να τούς πείση να παύσουν να προβάλλουν άντίστασιν εις τούς Βουλγάρους επιδρομείς, τούς όποιους δήθεν θα άπεμάκρυνεν η Χωροφυλακή, η όποια όμως τουναντίον έχρησιμοποιήθη ως προπύργιον των άνάνδρων κομιτατζήδων, δια να έπιδοθούν αυτοί άπερίσπαστοι και εκ του άσφαλούς εις τούς βανδαλισμούς των, εις τούς έμπρησμούς των ελληνικών κτιρίων της  Άγχιάλου και εις την ολοσχερή έξόντωσιν των Ελλήνων κατοίκων της.

Πράγματι άπό της  άφίξεως εις την Άγχίαλον της  άνωτέρω έφιππου βουλγαρικής Χωροφυλακής, η όποια ήτο το έντεταλμένον δήθεν δια την δημοσίαν τάξιν και άσφάλειαν όργανον της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, τα πράγματα ελαβον όλεθρίαν τροπήν και έξέλιξιν δια τούς μέχρι τότε άμυνομένους σθεναρώς με τα ίδικά των μέσα Έλληνας κατοίκους της  Άγχιάλου, διότι οι Βούλγαροι έοτιδρομεις, ένθαρρυνθέντες εκ της  κατά τα άνωτέρω σκηνοθετηθείσης παρεμβάσεως εις την αμυναν των Ελλήνων Άγχιαλιτών της  βουλγαρικής έφιππου Χωροφυλακής, άπεσύρθησαν εκ των άνωτέρω προπυργίων και ορμητηρίων των (οθωμανικού Τεμένους, Τελωνείου, Βουλγαρικής Σχολής) και ήρχισαν να πυρπολουν τας οικίας και τα καταστήματα των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου.

Παραλλήλως δια του Τηλεγραφείου της  Άγχιάλου έξησφάλισαν οι Βούλγαροι επιδρομείς συνεχή ένημέρωσιν των βουλγαρικών Αρχών του Πύργου δια την διαμορφωθειααν κατάστασιν εις την Άγχιαλον μετά την επιδρομήν κατ’αύτής των Βουλγάρων κομιτατζήδων και του μαινομένου βουλγαρικου όχλου, οι όποιοι συνήντησαν ίσχυράν άντίατααιν υπό των αμυνόμενων με άπαράμιλλον σθένος και πείσμα Έλλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, ώστε να διατρέχουν τον έσχατον κίνδυνον οι Βούλγαροι επιδρομείς, εάν δεν ένισχυθουν άμέσως εκ του Πύργου, δπως έζήτησαν, με πολυάριθμα τμήματα Βουλγάρων έξωπλισμένων με βαρύν οπλισμόν, με χειροβομβίδας και με δυναμίτιδα.

Άνταποκρινόμεναι αί βουλγαρικαί Άρχαί του Πύργου εις την κατά τα άνωτέρω έκκλησιν των Βουλγάρων επιδρομέων της  Άγχιάλου δια την ένίσχυσίν των εις την συνεχιζομένην ύπ’ αυτών καταστροφήν της  Άγχιάλου, προσεκάλεσαν με δαιμονιώδεις κωδωνοκρουσίαςτους Βουλγάρους κατοίκους του Πύργου να σπεύσουν ένοπλοι εις την Άγχιαλον, δια να βοηθήσουν τούς έκει άγωνιζομένους άδελφούς των δια τον εμπρησμόν και την καταστροφήν της  Άγχιάλου και την έξόντωσιν των Ελλήνων κατοίκων της.

Ταυτοχρόνως παρεβιάσθησαν, τή βοήθεια της  βουλγαρικής Αστυνομίας, δύο καταστήματα πωλήσεως όπλων εις τον Πύργον, ο δέ ’Έπαρχος του Πύργου διένεμε, χωρίς να τηρήση ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα, ο ϊδιος τα άρπαγέντα εκ των άνφτέρω καταστημάτων όπλα εις τούς συγκεντρωθέντας διαδηλωτάς, ώρισμένοι εκ των όποιων έξωπλίσθησαν και με στρατιωτικά όπλα εκ τφν στρατώνων του στρατού.
Έν συνεχεία όλος αυτός ο φανατισμένος και μαινόμενος βουλγαρικός συρφετός έπεβιβάσθη εις έπιταχθείσας άμάξας και μετεφέρθη εις την Άγχιαλον. Παραλλήλως η άτμάκατος του Λιμεναρχείου του Πύργου έφορτώθη υπό της  Αστυνομίας του Πύργου με ώπλι.σμένους Βουλγάρους, πολεμοφόδια και δυναμίτιδα και άνεχώρησεν άμέσως δια την Άγχιαλον προς ένίσχυσίν των έκει συνεχιζόντων τούς έμπρησμούς των και τούς βανδαλισμούς των κομιτατζήδων.

Οί Ελληνες της  Άγχιάλου, συνεχίζοντες την άμυνάν των κατά των Βουλγάρων έπιδρομέων δια την άντιμετώπισιν της  κατά τα άνωτέρω διαμορφωθείσης άκρως έπικινδύνου και κρίσιμου δια την ζωήν των καταστάσεως, ήλπιζον εις την άμεσον έπέμβασιν, με πλοία εκ της  Κωνσταντινουπόλεως, των έγγυητριών της  Βερολινίου συνθήκης Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, αί όποιαι ύπελόγιζον οι Έλληνες Άγχιαλίται ότι θα είχον ένημερωθή έγκαίρως υπό των έν Πύργω Προξένων των, έμπροσθεν των οποίων έξωπλίζοντο και προωθούντο εις την Άγχίαλον οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και ο βουλγαρικός όχλος του Πύργου.

Δυστυχώς όμως δια τους άμυνομένους άπεγνωσμένως και άναμένοντας με αδημονίαν και αγωνίαν την έπέμβασιν των έγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων, αντί της  άναμενομένης έπεμβάσεως και συνδρομής των εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων, ήρχισαν να καταφθάνουν εις την Άγχίαλον τα αλλεπάλληλα τμήματα των Βουλγάρων επιδρομέων εκ του Πύργου έξωπλισμένα με πολεμικά όπλα, με χειροβομβίδας και με μεγάλας ποσότητας δυναμίτιδος, τους  όποιους ύπεδέχοντο εις την Άγχίαλον ο άρχικομιτατζής Γκεωργήεφ, ο Βούλγαρος ’Έπαρχος Άγχιάλου Μιντσεφ, ο Διευθυντής του Τελωνείου Κένωφ και ο συντάκτης της  τοπικής έβδομαδαίας έφημερίδος«Κράϊ» Μαλάκωφ , οι όποιοι προσέφερον εις τους  άφικνουμένους εκ του Πύργου Βουλγάρους επιδρομείς άφθονα οινοπνευματώδη ποτά εκ των οίναποθηκών των λεηλατηθέντων ελληνικών καταστημάτων και άνερρίπιζον ούτως ετι μάλλον τον φανατισμόν, το μένος και το μίσος των εναντίον των άπεγνωσμένως άλλά σθεναρώς άμυνομένων Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου.

Κατά την 11ην προμεσημβρινήν ώραν η προ δίωρου περίπου άφιχθεισα, κατά τα άνωτέρω, εις την Άγχίαλον έφιππος βουλγαρική Χωροφυλακή, η όποια είχε παρεμβληθή προηγουμένως μεταξύ των άμυνομένων Ελλήνων της  Άγχιάλου και των επιτιθεμένων κατ’ αυτών Βουλγάρων επιδρομέων δια την ένίσχυσιν και ύποστήριξιν των Βουλγάρων κομιτατζήδων μάλλον, παρά δια την προστασίαν των Ελλήνων της  Άγχιάλου, οι όποιοι, ανευ της  άνωτέρω παρεμβάσεως της  βουλγαρικής χωροφυλακής, θα είχον εκδιώξει με έφοδόν των μακράν της  Άγχιάλου τους  έγκατασταθέντας, κατά τα άνωτέρω, εις το όθωμανικόν Τέμενος, εις το Τελωνειον και εις την Βουλγαρικήν Σχολήν Βουλγάρους επιδρομείς κομιτατζήδες, άπεσύρθη, άφού έξεπλήρωσε το προδοτικόν και συνωμοτικόν εργον της, προς το μέρος του μαινομένου βουλγαρικού όχλου, με τον όποιον ήνώθη, δια να συνεχίσουν άπό κοινού τους  εμπρησμούς και τους  βανδαλισμούς των κατά των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου. ’Από της  ώρας εκείνης ήρχισεν η πραγματική τραγωδία των φρικαλεοτήτων των Βουλγάρων βανδάλων κατά της  Ελληνικής Άγχιάλου, η οποία έκαλύφθη άπό ούρανομήκεις φλόγας πυρός και πυκνούς ασφυκτικούς καπνούς, οι όποιοι την περιέβαλλον άπό των επτά τμημάτων της και την ειχον μεταβάλει εις ήφαίστειον εν έκρήξει και πραγματικήν κόλασιν.

Αί αλλεπάλληλοι εκρήξεις βομβών, δυναμίτιδος, έκπυρσοκροτήσεως ομοβροντιών, άνατινάξεως οικιών, καταστημάτων και αποθηκών και αί αναφλέξεις πετρελαίων και άλλων εύλέκτων υλών διεδέχοντο άλλήλας, ενώ συνεχίζοντο υπό των βανδάλων επιδρομέων οι εμπρησμοί και εις τα υπόλοιπα Ελληνικά τμήματα της  Άγχιάλου, η όποία ήτο κατωκημένη (κατοικημένη) σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν ύπό Ελλήνων.

’Εντός της  ως ανω κολάσεως του πυρός συνέχισαν την άμυνάν των οι Έλληνες της  Άγχιάλου μέχρι της  3ης απογευματινής; ώρας και άπέκρουσαν έπιτυχώς τούς δεκαπλάσιους, έν συγκρίσει προς αύτούς, Βουλγάρους επιδρομείς, χωρίς να τούς άφήσουν να πλησιάσουν εις την γραμμήν άμύνης, την όποίαν έκράτουν με άπαράμιλλον σθένος και ηρωισμόν. δια να καμφθή η κατά τα άνωτέρω σθεναρά άντίστασις των άμυνομένων Ελλήνων, οι Βούλγαροι επιδρομείς συνέχισαν τούς έμπρησμούς και τας άνατινάξεις των πλησίον της  γραμμής άμύνης ελληνικών κτιρίων με δυναμίτιδα και άφθονον πετρέλαιον, το όποιον μετέφεραν εκ του Πύργου με πυροσβεστικός άντλίας και το έξετόξευον εις τα πυρπολούμενα ελληνικά κτίρια, ώστε κατά την 5ην άπογευματινήν ώραν ολόκληρος η Άγχίαλος είχε μεταβληθή εις φλεγομένην λαμπάδα.

Εντός αυτής της  κολάσεως του πυρός ώρισμένοι Έλληνες έξηκολούθουν να προβάλλουν πείσμονα άντίστασιν εις τούς επιδρομείς, μέχρις ότου τα ερείσματα της  άμύνης των είχον άποτεφρωθή, ενώ τα γυναικόπαιδα έτρεχον έξαλλα εις τας όδούς της  Άγχιάλου, δια να εύρουν, ως ήλπιζον, καταφύγιον εις την παραλίαν της  πόλεως, όπου άνεκόπτοντο αί φλόγες της  πυρποληθείσης και γενομένης παρανάλωμα πυρός Άγχιάλου.

Άλλά και η παραλία, εις την όποίαν κα ιέφυγον τα γυναικόπαιδα και οι έπιζήσαντες άνδρες της  Άγχιάλου, δεν υπήρξε δυστυχώς καταφύγιον των θυμάτων των βανδαλισμών των βαρβάρων Βουλγάρων, άλλά ο τόπος, εις τον όποιον διεδραματίσθη η τελευταία φάσις της  τραγωδίας των Άγχιαλιτών,
διότι οι αίμοχαρείς Βούλγαροι επιδρομείς, άφού διέπραξαν λεηλασίας, έμπρησμούς, φόνους και σφαγάς των Ελλήνων κατοικούν της  Άγχιάλου, έπεδόθησαν, μετά την ολοσχερή καταστροφήν της  Άγχιάλου, και εις αίσχράς και άκατονομάστους κτηνωδίας, βιάζοντες και άτιμάζοντες τας Έλληνίδας γυναίκας και νεάνιδας, αί όποιαι ειχον συγκεντρωθή κυνηγημέναι εις την παραλίαν και κολλάς εκ των όποιων, μετά τον βιασμόν των και την άτίμωσίν των,τας ερριπτον τα αιμοχαρή κτήνη των Βουλγάρων εις τας φλόγας της  φλεγομένης Άγχιάλου, δια να τας καύσουν ζώσας, ίκανοποιουντα ούτω τα βάρβαρα και διεστραμμένα ένστικτα και πάθη των τα άνθρωπόμορφα τέρατα των απογόνων του Κρούμου.

Στόχος ιδιαίτερος των Βουλγάρων κομιτατζήδων κατά την επιδρομήν των εις την Άγχιαλον υπήρξε το Μητροπολιτικόν Μέγαρον, όπου διέμενεν ο Έλλην Μητροπολίτης Άγχιάλου, τον όποιον ύπερήσπιζον κατά τας κρίσιμους έκείνας ώρας της  βουλγαρικής επιδρομής Έλληνες Άγχιαλιται, οι όποιοι ήσαν άπεφασισμένοι να προστατεύσουν όπωσδήποτε τον Μητροπολίτην και Ποιμενάρχην των εκ των Βουλγάρων επιδρομέων, έστω και εάν επιπτον όλοι άγωνιζόμενοι πέριξ του Μητροπολιτικου Μεγάρου, διότι έγνώριζον ότι, εάν συνελαμβάνετο ο Ιεράρχης των υπό των αίμοβόρων Βουλγάρων κομιτατζήδων, θα ύφίστατο φρικτά μαρτύρια και θα έκαίετο ζών.

Όταν όμως αί φλόγες περιέβαλον το Μητροπολιτικόν Μέγαρον, ήναγκάσθη ο Έλλην Μητροπολίτης να έξέλθη εξ αύτου και υπό βροχήν σφαιρών κατηυθύνθη εις το Έπαρχειον Άγχιάλου, δια να ζητήση προστασίαν υπό των βουλγαρικών Αρχών.

Άλλά μόλις ένεφανίσθη προ της  εισόδου του Επαρχείου, Βούλγαροι χωροφύλακες και άλλοι ευρισκόμενοι έκει υπάλληλοι τον έξεδίωξαν με χυδαίας ύβρεις και προπηλακισμούς και τον ήνάγκασαν να έκτεθή και πάλιν εις βέβαιον και άναπόφευκτον κίνδυνον, διότι λυσσαλέοι Βούλγαροι κομιτατζήδες τον άνεζήτουν φωνάζοντες εις τας οδούς της  Άγχιάλου:
«που είναι ο Δεσπότης, γιά να τον κάψουμε ζωντανό».

Κατόπιν των άνωτέρω, ο Μητροπολίτης Άγχιάλου δεν κατεδέχθη να παρακαλέση δια την προστασίαν του τας βουλγαρικός Άρχάς, άλλά έστράφη εις ενα εκ των άκολουθούντων αυτόν Ελλήνων φυλάκων του και τον έξώρκισε να τον φονεύση παραχρήμα, εις περίπτωσιν κατά την όποίαν θα διατρέξη τον κίνδυνον να συλληφθή υπό των Βουλγάρων κομιτατζήδων, δια να άπαλλαγή ούτως εκ των έξευτελιψμών, των ύβρεων, τών χυδαιοτήτων, των προπηλακισμών και των μαρτυρίων των βαρβάρων και αιμοχαρών Βουλγάρων.
Έν συνεχεία έβάδισεν ο Μητροπολίτης Άγχιάλου άγερώχος υπό βροχήν σφαιρών καί, ως εκ θαύματος, διέφυγε προς στιγμήν της  προσοχής των καταδιωκόντων αυτόν Βουλγάρων και περιεσώθη εις παλαιάν και άπομεμονωμένην οικίαν, η όποια δεν ειχεν άποτεφρωθή υπό των φλογών, αί όποιαι μετέβαλον εις παρανάλωμα πυρός ολόκληρον την Άγχίαλον.

Καθ’ όλην την νύκτα της  Κυριακής, 30 Ιουλίου 1906, προς την Δευτέραν τα γυναικόπαιδα και οι έπιζήσαντες άνδρες της  Άγχιάλου διενυκτέρευσαν εις την παραλίαν της  πόλεως άποκεκλεισμένοι υπό του βουλγαρικού στρατού, ο όποιος είχεν άποσταλή κατά την 9ην βραδυνήν ώραν της  Κυριακής εις την Άγχίαλον δήθεν δια την προστασίαν των Ελλήνων κατοίκων της, έν τή πραγματικότητι όμως δια τον εγκλωβισμόν των εις την σχηματισθεισαν εις την παραλίαν στρατιωτικήν ζώνην, όπου οι αιμοχαρείς Βούλγαροι κομιτατζήδες συνέχισαν άπερίσπαστοί δλην την νύκτα τα οργιά των ληστεύοντες και άτιμάζοντες τα εγκλωβισμένα εις την παραλίαν θύματά των. πολλά εκ των όποιων θα ήδύναντο, επωφελούμενα του σκότους της  νυκτός, να διαφύγουν εκ του τόπου αύτου της  κολάσεως, εάν δεν ειχον έγκλωβισθή έκει υπό του βουλγαρικού στρατού, ο όποιος συνέβαλεν εις την παράτασιν και έπίτασιν της  τραγικότητος του φοβερού αύτου δράματος των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου.

Τήν πρωίαν της  Δευτέρας, 31 Ιουλίου 1906, έπέτρεψαν οι Βούλγαροι εις τα γυναικόπαιδα των Ελλήνων της  Άγχιάλου να φύγουν, όπου ήθελον. 

Αυτός ήτο ο σκοπός των βαρβάρων Βουλγάρων, να έκριζωθή δηλαδή ο 'Ελληνισμός της  Άγχιάλου και γενικώτερον της  Βορείου Θράκης εκ των παναρχαίων πατρογονικών εστιών του. 

Τούναντίον τους  έπιζήσαντας της  ολοσχερούς καταστροφής της  Άγχιάλου και έγκλωβισθέντας με τα γυναικόπαιδα εις την παραλίαν της  πόλεως ανδρας συνέλαβον και έφυλάκισαν. Πολλοί όμως εκ των άνωτέρω έπιζησάντων άνδρών της  Άγχιάλου είχον κατορθώσει να φύγουν προηγουμένως εκ της  σχηματισθείσης, κατά τα άνωτέρω, εις την παραλίαν στρατιωτικής ζώνης, διασχίσαντες τα άβαθή ύδατα της  παραλίας και βυθιζόμενοι εντός αυτών μέχρι του λαιμού των, δια να είναι άθέατοι υπό των φυλάκων των Βουλγάρων στρατιωτών.

Κατά τόν άνωτέρω εμπρησμόν και την καταστροφήν της  Άγχιάλου υπό των Βουλγάρων επιδρομέων διεσώθησαν μόνον 30 οίκίαι εκ του συνόλου των οικιών της  Άγχιάλου, αί όποιαι άνήρχοντο εις 1.200 οικίας.
 Αί άνωτέρω 30 οίκίαι διεσώθησαν, διότι ώρισμέναι έξ αυτών ήσαν μεμονωμέναι, αί δέ υπόλοιποι ήσαν βουλγαρικαί και εύρίσκοντο εις τόν λεγόμενον « Έξω συνοικισμόν » της Άγχιάλου. η συνολική ζημία των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, η οποία προυξενήθη κατά την ως άνω καταστροφήν της υπό των Βουλγάρων, υπολογίζεται τουλάχιστον εις το ποσόν των 50.000.000 χρυσών φράγκων.

Ο άριθμός των φονευθέντων Έλλήνων κατά την επιδρομήν των Βουλγάρων κατά της  Άγχιάλου άνέρχεται εις 250 περίπου,των δέ καέντων και ταφέντων υπό ερείπια των άποτεφρωθέντων κτιρίων της  Άγχιάλου άνέρχεται εις πολλάς εκατοντάδας.

Οί έπιζήσαντες Έλληνες κάτοικοι της  μέχρι της  ολοσχερούς καταστροφής της άνθούσης και άκμαζούσης Άγχιάλου διεσκορπίσθησαν πρός διαφόρους κατευθύνσεις, όπου έκαστος ήδύνατο να διαφυγή. Άλλοι εξ αυτών κατέφυγον εις τας γειτονικάς προς την Άγχιαλον πόλεις της  Μεσημβρίας, του Πύργου και της  Σωζοπόλεως.

Πολλοί Έλληνες της  καταστραφείσης Άγχιάλου μετηνάστευσαν εις την Αίγυπτον, άλλοι κατέφυγον εις την Κωνσταντινούπολιν, εις την Σμύρνην και εις άλλα μέρη, όπου είχον συγγενείς, οι όποιοι τούς έξησφάλισαν την έγκατάστασίν των και την στοιχειώδη διαβίωσίν των.

Το μεγαλύτερον όμως μέρος των Άγχιαλιτών προσφύγων κατέφυγεν εις την Ελλάδα και ιδία εις τας Αθήνας.

Ούτως έσφραγίσθη η τραγωδία της  Ελληνικής Άγχιάλου με τούς βανδαλισμούς και τας φρικαλεότητας των αιμοχαρών απογόνων του Κρούμου Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι όποιοι άποτελούν το πλέον αίσχρόν στίγμα του πολιτισμού του 20ου αίώνος και οι όποιοι δεν έχουν προηγούμενον εις βαρβαρότητα και κτηνωδίας και εις τούς πλέον άγριους λαούς της  άνθρωπότητος.

Τήν ίδιαν ημέραν του εμπρησμού και της  καταστροφής της  Άγχιάλου, 30 Ιουλίου 1906, έπέδραμον οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και ο φανατισμένος και μαινόμενος βουλγαρικός όχλος και έλεηλάτησαν και κατέστρεψαν όλα τα ελληνικά καταστήματα και τας οικίας εις την Σύλημνον, εις την Ίάμπολιν, εις τον Αετόν, εις το Κερμανλή και εις όλα τα Ελληνικά χωρία της  περιφερείας του Πύργου και της  Άγχιάλου.

Ώσαύτως έπέδραμον οι Βούλγαροι και κατέστρεψαν τούς Έλληνικούς Ιερούς Ναούς και τα Ελληνικά Σχολεία εις τα χωρία Άκράνια, ΤάςΤεπέ ως και εις το Ρουχτσούκιον.

Αί ύλικαί ζημίαι, αί όποιαι προεκλήθησαν εκ των βανδαλισμών των Βουλγάρων εις τα άνωτέρω χωρία, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 χρυσών φράγκων.

Βυζαντινή Παρακαταθήκη: Η Αγιογραφία των Χριστουγέννων

$
0
0

Φώτης Κόντογλου

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος 
τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949.

Η Γέννηση στην Αγιογραφία
 
Ὁ τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: 

Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. 

Μέσα στὸ μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μία φάτνη καὶ μέσα βρίσκεται ἕνα μωρὸ φασκιωμένο, ὁ Χριστός, κι’ ἀπό-πάνω του τὸν ἀχνίζουνε μὲ τὸ χνῶτο τους ἕνα βόδι κ’ἕνα γαϊδοῦρι εἴτε ἄλογο. 

Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ τέκνο της ἀπάνω σ' ἕνα στρωσίδι, ὅπως συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή. 

Στὸ ἀπάνω μέρος ἀπό τὰ δεξιὰ εἶναι χορὸς Ἀγγέλων σὲ στάση δεήσεως, ενῶ ἀπὸ τ’ἀριστερὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος μὲ φτερὰ ἀνοιχτά, μιλᾶ μὲ τοὺς τσομπάνηδες σὰν νὰ τοὺς λέγει ταὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση.

 Στο κάτω μέρος απὸ τὰ δεξιὰ παριστάνεται ὁ γέρο Ἰωσὴφ καθισμένος σ’ἕνα κοτρόνι καὶ συλλογίζεται μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», καθ’ὅσον δὲν ἤθελε να ἐκθέσει την Παναγία ποὺ γέννησε δίχως νἄναι δικό του τὸ παιδί. 

Μπροστά του στέκεται ἕνας γέρος τσομπάνης ἀκουμπισμένος στὸ ραβδί του, ντυμένος μὲ προβιά, καὶ τοῦ μιλᾶ σὰ νὰ θέλει νὰ τὸν παρηγορήσει.

 Στὰ ἀριστερὰ εἶναι καθισμένη μιὰ γρηὰ ποὺ βαστᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο γυμνό, καὶ δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ ζεστὸ νερὸ μέσα σὲ μιὰ κολυμπήθρα, ἐνῶ μιὰ μικρὴ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι χύνει νερὸ γιὰ νὰ κολυμπήσουνε τὸ μωρό.

 Γύρω τοὺς κι' ἀπάνω στὶς ραχοῦλες βοσκᾶνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα καὶ δυὸ τρία μαντρόσκυλα. 
Ἕνας τσομπάνης ἀρμέγει. 
Πίσω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ φαίνουνται μέσα στὸ βουνὸ οἱ τρεῖς μάγοι καβαλλικρμένοι στἄλογα, ὁ ἕνας σὲ ἄσπρο, ὁ ἄλλος σὲ μαῦρο κι’ὁ ἄλλος σε κόκκινο. 

Ἡ Παναγία ζωγραφίζεται καὶ γονατιστὴ, μὰ αὐτὸ θαρρῶ πὼς φραγκοφερνει. 

Ἡ σκηνὴ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ κολυμπᾶνε τὸ βρέφος εἶναι παρμένη ἀπὸ τ' Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια.

 Εἶναι παράξενο πῶς οἱ βυζαντινοὶ ζωγράφοι ποὺ ἤτανε ὀρθοδοξώτατοι, βάζουνε στὶς εἰκόνες τους κάποιες σκηνὲς ποὺ δὲν εἶναι γραμμένες στὸ Εὐαγγέλιο, παίρνοντάς τες ἀπὸ βιβλία ποὺ δὲν εἶναι Κανονικά.

 Στὸ Μυστρᾶ, στὸ Καχριὲ Τζαμὶ κι' ἀλλοῦ εἶναι ζωγραφισμένα ἐπεισόδια ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Παναγίας παρμένα ἀπὸ τὸ λεγόμενο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου ποὺ δὲν εἶναι Κανονικό.

Ἀλλά τέτοια καθέκαστα εἶναι ζωγραφισμένα στὰ Εἰσόδια, στὸν Εὐαγγελισμό, στὴν ζωὴ Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, κλπ. 

Γιὰ τὴ Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στὰ Ἀπόκρυφα πὼς σὰν πιάσανε οἱ πόνοι τὴν Παναγία, πῆγε ὁ Ἰωσὴφ νὰ βρεῖ καμμιὰ μαμή, καὶ βρῆκε μιὰ γρηὰ ποὺ τὴ λέγανε Σαλώμη, κι' αὐτὴ ἔπλυνε τὸ παιδί.

 Σὲ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογραφίες εἶναι γραμμένο καὶ τὄνομα τῆς Σαλώμης. 

Στὰ πιὸ ὡραῖα εἰκονίσματα ἡ Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ'ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι της στὸ χέρι της, κ' ἡ ἔκφρασή της εἶναι γλυκειὰ καὶ μελαγχολική, ἕνα πρᾶγμα πολὺ κατανυχτικό. 

Σὲ λιγοστὲς εἰκόνες εἶδα ζωγραφισμένα μάτια ἀπάνω στὸ σπήλαιο, σὰν νὰ εἶναι ζωντανό, ὅπως ζωγραφίζουνε πάλι σὲ σχέδιο ἀητοῦ, τὰ σύννεφα ποὺ σηκώνουνε τοὺς Ἀποστόλους στὴν Κοίμηση, στὴ Βάπτιση τὸν Ἰορδάνη σὰν γέρο καὶ τὴ θάλασσα σὰν νεράϊδα, τὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ σὰν ἕναν πέτρινον ἄνθρωπο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ νερό, κ.ἄ.

 Ἡ Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, γράφει γιὰ τὸν τύπο τῆς Γεννήσεως: «Σπήλαιον, καὶ ἔσω εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τὸ βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνην καὶ ἀριστερὰ ὁ Ἰωσὴφ γονατιστὸς ἔχων τὰ χέρια ἐσταυρωμένα (1)• καὶ ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ'ἕνα ἄλογον βλέποντα τὸν Χριστὸν καὶ ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καὶ βλέποντες μετὰ θάμβους τὸν Χριστόν. 

Καὶ ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καὶ ποιμένες, ὁ ἕνας λαλῶν αὐλὸν καὶ ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετὰ φόβου. 

Καὶ ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετὰ βάσιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καὶ δεικνύοντες ἀλλήλοις τὸν ἀστέρα. Καὶ ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων...».

Οἱ πιὸ ὡραῖες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως ποὺ ἀφήσανε οἱ παληοὶ εὐσεβεῖς ἁγιογράφοι μας εἶναι κατὰ πρῶτον οἱ ψηφιδωτές τοῦ Δαφνιοῦ καὶ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ἔργα ἐξαίσια γιὰ ὅποιον νοιώθει τὴ βυζαντινὴ τέχνη καὶ δὲν θέλει σκηνοθεσίες καὶ ἐπιδείξεις κούφιες.

 Ἄλλη ὡραία εἰκόνα τῆς Γεννήσεως εἶναι στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μύστρᾶ, ἴσως ἡ ὡραιότερη, καθὼς καὶ ἄλλη στὴν Παντάνασσα.

 Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ Γέννηση στὸ Καχριὲ Τζαμὶ τῆς Πόλης (ἀρχαία Μονὴ τῆς Χώρας), τῆς Ὑπαπαντῆς στὰ Μετέωρα, στὰ μοναστήρια τοῦ Διονυσίου καὶ τοῦ Δοχειαρίου στ' Ἅγιον Ὄρος, καθὼς καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου, στὸ μοναστῆρι τῆς Μεταμορφώσεως στὰ Μετέωρα, καθὼς καὶ στὸ μοναστῆρι τοῦ Βαρλαάμ, ἔργο τοῦ Φράγκου Κατελλάνου. 

Ὑπάρχουνε κι' ἄλλες ἔμορφες Γεννήσεις σὲ ἀρχαῖα ἐξωκκλήσια, ὅλες στὸν ἴδιο τύπο ποὺ ἱστορήσαμε. 

Πλῆθος Γεννήσεις στολίζουνε τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα, ὅπως εἶναι δυὸ ποὺ βρίσκουνται στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων.

 Τὸ ἁμαρτωλὸ χέρι μου ἀξιώθηκε νὰ ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σὲ σανίδι, καὶ δυὸ σὲ τοιχογραφία, τὴ μιὰ στὸ οἰκογενειακὸ παρεκκλῆσι τοῦ Γ. Πεσμαζόγλου στὴν Κηφισιά, τὴν ἄλλη, σὲ πολὺ μεγάλο σχῆμα, στὴν ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὸ Λιόπεσι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Στά χρόνια τοῦ Διονυσίου (18ος αἰώνας) εἶχε ἀρχίσει νὰ φραγκεύει ἡ ἁγιογραφία μας, γιαὐτὸ γράφει πὼς ὁ Ἰωσὴφ εἶναι γονατιστός, καθὼς καὶ ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.

Βυζαντινή Παρακαταθήκη: Η εικόνα των Χριστουγέννων στο φως της ορθόδοξης ερμηνείας

$
0
0
 Λεωνίδας Ουσπένσκυ
 Μετάφραση Β. Μουστάκη (ανατύπωση) 
Λ.Ουσπένσκυ,
 Η Θεολογία της Εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία,
 εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993. 

 Χριστός επί γης, 
Υψωθήτε! 

 Την εικόνα της Γεννήσεως την βλέπουν εκείνοι που δεν είναι μπασμένοι στο πνεύμα της ορθοδόξου λατρείας φορτωμένη με περιττές λεπτομέρειες.

Η σύνθεσή της τους φαίνεται κάπως παιδαριώδης, άταχτη, περισσότερο απλοϊκή παρά σοβαρή1.

Εν τούτοις, αυτή η αφέλεια κι αυτή η απλοϊκότητα είναι κάτι πολύ βαθύ, κάτι που μας κάνει να θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου:
«Αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν». 

Η εικόνα της Γεννήσεως, βασιζόμενη πάνω στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση,μας αποκαλύπτει το δογματικό περιεχόμενο και την όλη έννοια της Εορτής.

Με τα χρώματα και τον πλούτο των λεπτομερειών κι ακριβώς με την απλοϊκότητά της, είναι η πιο χαρωπή από τις εικόνες των μεγάλων δεσποτικών εορτών.

 Η εικονογραφική παράδοση της Ορθοδοξίας φυλάει μ' ακρίβεια τον καθιερωμένο τύπο της Γεννήσεως, που είναι ο πιο πλούσιος κι ο πιο πλήρης σε περιεχόμενο.

 Είναι δε ο ακόλουθος:

 Στην μέση, μπροστά από κάτι βουνά το σπήλαιο όπου είναι αναπεσμένος ο Κύριός μας στην φάτνη, ανάμεσα σε δύο ζώα· πλάϊ, η Παρθένος αναπεσμενη κι αυτή σ' ένα στρωσίδι· στο πάνω μέρος, οι Άγγελοι κι ο Αστήρ· από τη μια μεριά του σπηλαίου, οι Ποιμένες, από την άλλην oι Μάγοι, που έρχονται να προσκυνήσουν τον Χριστό.

 Κάτω, στις δύο άκρες, από εδώ δύο γυναίκες πλένουν το Παιδίον και από εκεί ο Ιωσήφ καθισμένος απέναντι σ' έναν γέροντα όρθιο που κρατάει ένα ραβδί.

 Ως προς το περιγραφικό της στοιχείο, η εικόνα αντιστοιχει στο κοντάκιον:

 «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει. Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσιν. Δι' ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός». 

Η εικόνα προσθέτει και τις δύο σκηνές που παριστάνονται στις κάτω άκρες της και που δεν τις ερμηνεύει το κοντάκιον, αλλά είναι παρμένες από την Παράδοση.

 Ως προς το περιεχόμενό της η εικόνα της Γεννήσεως έχει δύο όψεις.

 Πριν απ' όλα ξεσκεπάζει την έννοια της Εορτής, το γεγονός της σαρκώσεως του Λόγου· μας θέτει μπροστά σε μια ορατή μαρτυρία του θεμελιώδους δόγματος της πίστεώς μας, υπογραμμίζοντας τόσο την θεότητα όσο και την ανθρωπότητα του Ιησού.

Κατά δεύτερο λόγο μας δείχνει την ενέργεια αυτού του γεγονότος πάνω στον φυσικό κόσμο και υπαινίσσεται την προοπτική όλων των σωτηρίων συνεπειών του γεγονότος αυτού.

 Γιατί, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, η Γέννηση του Κυρίου μας
«δεν είναι η εορτή της δημιουργίας, αλλά η εορτή της αναπλάσεως του κόσμου», μια ανανέωση που αγιάζει την κτίση. 

Η ενανθρώπηση του Θεού δίνει στην κτίση μια καινούργια σημασία, που είναι o σκοπός κι ο λόγος της υπάρξεως της: η μέλλουσα μεταμόρφωσή της.

 Γι'αυτό όλη η δημιουργία λαβαίνει μέρος στο μυστήριο της γεννήσεως του Λυτρωτή και βλέπουμε γύρω από τον Θεάνθρωπο τους εκπροσώπους όλων των κτισμάτων, που του προσφέρουν την ευγνωμοσύνη τους, κατά το στιχηρόν:

«Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι' ημάς; Έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει. Oι άγγελοι τον ύμνον, οι ουραvoί τον αστέρα,οι μάγοι τα δώρα, oι ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε μητέρα Παρθένον».

Η εικόνα προσθέτει τα ζώα και τα φυτά.

Το κέντρο της συνθέσεως αντιστοιχεί στο κεντρικό χρονικό σημείο της Εορτής.

 Όλες oι λεπτομέρειες συγκλίνουν προς αυτό το σημείο· είναι το Παιδίον εσπαργανωμένον, αναπεσμένο στην φάτνη, στο σκοτεινό βάθος του σπηλαίου όπου γεννήθηκε.

 Τα Ευαγγέλια δεν λέγουν τίποτε για το σπήλαιο· μας πληροφορεί γι' αυτό η Παράδοση.

 Η πιο αρχαία γραπτή μαρτυρία σχετικά μ' αυτό είναι εκείνη του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου, ο οποίος λέγει:
 «Μην έχοντας ο Ιωσήφ που να κατοικήσει σ' εκείνη την πολίχνη, εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά όχι πολύ μακριά από την Βηθλεέμ».

 Το Παιδίον που ειναι αναπεσμένο στην φάτνη είναι ο ίδιος o Θεός που φανερώθηκε σ' εκείνους που κάθονταν «εν σκότει και σκιά θανάτου», για να τους σώσει από την κατάρα του προπατορικού αμαρτήματος, για να μεταμορφώσει την ανθρώπινη φύση και να της ξαναδώσει το αρχαίο κάλλος.

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης συγκρίνει την γέννηση μέσα στο σπήλαιο με το πνευματικό φως που έλαμψε μέσα στα σκότη του θανάτου που τυλίγανε το ανθρώπινο γένος.

Η μαύρη τρύπα του σπηλαίουπάνω στην εικόνα παριστάνει συμβολικά τον υλικό κόσμο, που σκιάζεται από την αμαρτίακαι όπου ανατέλλει ο «Ηλιος της Δικαιοσύνης».

 Το κατά Λουκάν άγιον Ευαγγέλιον μιλάει για την φάτνη και τα σπάργανα:
«Και εσπαργάνωσεν (η Παναγία) αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη».

Και λίγο παρακάτω η φάτνη και τα σπάργανα είναι τα σημάδια που έδωσε ο άγγελος στους τσομπάνηδες για ν'αναγνωρίσουν τον Σωτήρα:
«Και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη».

 Το στιχηρό που ανέφερα προηγουμένως μας λέγει ότι η φάτνη είναι το δώρο που προσφέρει η έρημος στον τεχθέντα.

 Η έννοια αυτών των λόγων μας αποκαλύπτεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό που λέγει:
«Άλογε άνθρωπε, γονάτισε μπροστά στην φάτνη από την οποία θα ταγισθείς τον Λόγο».
 Αυτός ο έρημος τόπος, που πρόσφερε την φάτνη σαν άσυλο στον Κύριo, προτυπώθηχε στην Παλαιά Διαθήκη· γιατί και τότε στην έρημο δόθηκε στους εβραίους το μάννα, «ο άρτος εξ ουρανού».

 Η ενανθρώπηση του Θεού αρχίζει και καταλήγει με την ταπείνωση.

Η εικόνα μας δείχνει την κένωση της θεότητας, την ταπείνωση, το ολοκληρωτικό κατέβασμα Εκείνου που στην φάτνη προδιατυπώνει και τον θάνατό του, τον τάφο του, όπως με τα σπάργανα προσημαίνει το σάβανο του.

 Μέσα στο σπήλαιο, δίπλα στον Σωτήρα, βλέπουμε τον βουν και τον όνον.

Τα Ευαγγέλια δεν αναφέρουν αυτά τα ζώα·
 εν τούτοις, σ' όλες τις εικόνες της Γεννήσεως τα συναντάμε πλάϊ στο Παιδίον.

Η θέση που κατέχουν στο ίδιο το κέντρο της εικόνας φανερώνει την σπουδαιότητα που η Εκκλησία αποδίδει σε αυτή την λεπτομέρεια.

Η παρουσία των ζώων αυτών εξηγείται, αναμφίβολα, από την πρακτική ανάγκη, οπως την δείχνει η Ακολουθία των Χριστουγέννων:
 η Παρθένος ταξίδεψε καθισμένη απάνω σ' ένα γαϊδουρακι· όσο για το βόδι, το'χε οδηγήσει εκεί ο μνήστωρ Ιωσήφ που ήθελε να το πουλήσει για ν'ανταποκριθεί στα έξοδά του ταξιδιού.

 Αλλ'αυτή η πρακτική ανάγκη δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την παρουσία των ζώων τόσο κοντά στον Λυτρωτή.

Την εξηγεί η προφητεία του Ησαΐα: «Έγνω βους τον κτησάμενον, και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού· Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν».

Ο Θεός, κατεβαίνοντας στην γη και έχοντας γίνει άνθρωπος, δεν βρήκε θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί αυτοί δεν τον δεχθηκαν.

Το σπήλαιο και η φάτνη ανήκουν στα ζώα. Παριστάνοντας τον βουν και τον όνον, η εικόνα μας θυμίζει την προφητεία του Ησαΐα και μας καλεί στην γνώση και στήν κατανόηση του Μυστηρίου της θείας οικονομίας που εκπληρωθηκε με την Γέννηση.

 Ό,τι κάνει εντύπωση πριν απ' όλα όταν κοιτάμε την εικόνα της Γεννήσεως, είναι η Παρθενος και η θέση που αυτή κατέχει.
Η εικόνα υπογραμμίζει την σπουδαιότητα του μέρους που καταλαμβάνει η Θεομήτωρ στην Γέννηση, δηλαδή στην εορτή της αναπλάσεως του κόσμου.

 Είναι η καινούργια Εύα. 

Όπως η πρώτη Εύα έγινε μητέρα των προχριστιανικών ανθρώπων, έτσι η νέα Εύα, η Παρθένος Μαρία, έγινε μητέρα της θεωθείσης ανθρωπότητος.
Αλλά η παλιά Εύα είχε δώσει προσοχή στα λόγια του όφεως μέσα στον παράδεισο. Η δεύτερη Εύα άκουσε τον αρχαγγελικό ασπασμό.
Μετέχει κι αυτή στην σωτηρία μας, όπως η προμήτωρ υπήρξε αιτία της πτώσεώς μας.
Η εικόνα της Γεννήσεως εξαίρει την συμμετοχή της Μαρίας στην σωτηρία μας, προβάλλοντας την Παναγία με ιδιαίτερη έμφαση, στο κεντρικό μέρος, κι ακόμα δίνοντάς της διαστάσεις υπέρμετρες.

Σε πολλές εικόνες είναι η πιο μεγάλη απ' όλα τα πρόσωπα. 
Είναι ξαπλωμένη πολύ κοντά στο θείο της τέκνο πάνω σ' ένα χράμι, αλλά γενικά έξω από το σπήλαιο.
 Η στάση της Παρθένου είναι πάντα πολύ σημαντική και δεμένη με τα δογματικά προβλήματα της εποχής και του τόπου, όπου έγινε η εικόνα.
 Οι διαφορές που παρουσιάζει κάθε φορά υποδηλώνουν την πρόθεση να εξαρθεί πότε η θεότης και πότε η ανθρωπότης του Κυρίου.

 Έτσι, σε ορισμένες παραστάσεις της Γεννήσεως, η Παρθένος είναι μισοξαπλωμένη-μισοκαθισμένη, η στάση της δηλαδή είναι ανάλαφρη, για να δειχθεί η απουσία των ωδίνων και συνεπώςη παρθενική γέννηση κι η θεία καταγωγή του Παιδίου (εναντίον της πλάνης των νεστοριανών).

Αλλά στην πλειονότητα των παραστάσεων η Παρθένος είναι ξαπλωμένη και εκφράζει με την στάση της μιαν άκρα κόπωση και ατονία.
 Ο Νικόλαος Μεζαρίτης, περιγράφοντας μια τέτοια παράσταση (ενός ψηφιδωτού των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη), λέγει πως ο υπερβολικός κάματος που εκφράζεται στην απεικόνιση της Παρθένου θυμίζει στους πιστούς πως η ενανθρώπηση του Λυτρωτή δεν ήταν φαινομενική, αλλά πραγματική.

 Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα του Παιδίου και της Θεοτόκου, βλέπουμε τις λεπτομέρειες που, καθώς είπα ήδη, μαρτυρούν συγχρόνως και το γεγονός της θείας σαρκώσεως και την επίδραση που είχε πάνω στην κτίση.

 Oι άγγελοι εκπληρώνουν το διπλό τους λειτούργημα: δοξολογούν, τον Θεό και φέρνουν τα «ευαγγέλια» (= τις καλές αγγελίες) στους ανθρώπους.

Η εικόνα εκφράζει αυτό το διπλό λειτούργημα, παριστάνοντας ένα τμήμα των αγγέλων προς τα πάνω, προς τον Θεό, κι ένα άλλο προς τα κάτω, προς τους ανθρώπους.

Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι απλοϊκοί ποιμένες, που για την καθαρότητα της καρδιάς τους έχουν το προνόμιο να επικοινωνούν με τον υπερφυσικό κόσμο και αξιώνονται να γίvoυν μάρτυρες ενός θαύματος.

 Παριστάνονται στην εικόνα ακούοντας τον ύμνο των αγγέλων και συχνά ένας από τους τσομπάνηδες παίζει την φλόγερα του, ανακατώνοντας την μουσική, τέχνη ανθρώπινη, με το αγγελικό άσμα2.

 Από την άλλη πλευρά του σπηλαίου, βλέπουμε τους Μάγους.

Τους οδηγεί ο Αστήρ που μια αχτίνα του κατευθύνεται πάνω στο σπήλαιο.

Αυτή η αχτίνα ενώνει επίσης τον Αστέρα με ένα σημείο που ξεπερνά τα όρια της εικόνας και υποδηλώνει συμβολικά τον ουράνιο κόσμο.

Η εικόνα υπαινίσσεται έτσι ότι αυτό το άστρο δεν είναι μονάχα ένα κοσμικό φαινόμενο, αλλά και ένας μαντάτορας από το υπερπέραν, που μηνύει ότι στην γη γεννήθηκε Εκείνος που ανήκει στον ουρανό.
 Αν στους αγράμματους τσομπάνηδες το μυστήριο αποκαλύφθηκε απευθείας από έναν άγγελο oι Μάγοι, άνθρωποι της γνώσεως, πρέπει να κάνουν ένα μακρύ δρόμο που θα τους φέρει από την γνώση του σχετικού στην γνώση του Απόλυτου, μέσον ενός αντικειμένου των μελετών τους.

Ο Μέγας Βασίλειος λέγει πως oι Χαλδαίοι αστρολόγοι δέχονταν από γενεά σε γενεά την σχετική με το άστρο προφητεία του Βαλαάμ.

 Στον Όρθρο των Χριστουγέννων ακούμε: «Του μάντεως πάλαι Βαλαάμ των λόγων μυητάς, σοφούς αστεροσκόπους, χαράς έπλησας».
 Έτσι, ο Αστήρ ειναι συνάμα η εκπλήρωση της προφητείας και το κοσμικό φαινόμενο, που η παρατήρησή του οδήγησε τους σοφούς «να προσκυνήσουν τον Ήλιο της Δικαιοσύνης».

Είναι το φως που, κατά τον Άγιo Λέοντα τον Μέγα, έλαμψε στους εθνικούς και έμεινε κρυμμένο για τους Ιουδαίους.
 Η Εκκλησία βλέπει στους ποιμένες -στα πρώτα αυτά τέκνα του Ισραήλ που προσκύνησαν το Παιδίον- τις απαρχές της εξ Ιουδαίων Εκκλησίας, και στους μάγους την «απαρχήν των εθνών», την «εξ εθνών Εκκλησίαν».
Προσφέροντας στον Χριστό τα δώρα τους, «το καθαρό χρυσάφι προς τον Βασιλέα πάντων των αιώνων, τον λίβανο προς τον Θεό των όλων, και την σμύρνα στον Αθάνατο που επρόκειτο να ταφεί τριήμερος», προσημαίνουν τον θάνατό του και την ανάστασή του.

 Ας προσθέσω ότι oι μάγοι παριστάνονται γενικά σε διάφορες ηλικίες, για να υπογραμμισθεί ότι η αποκάλυψη δόθηκε στους ανθρώπους ανεξάρτητα από την ηλικία και την κοσμική πείρα τους. Κάτω, στη μια γωνία της εικόνας, δύο γυναίκες λούζουν το Παιδίον.

Αυτή η σκηνή είναι προμηθευμένη από την Παράδοση.

 Eίναι μια σκηνή από την καθημερινή ζωή, που δείχνει καθαρά πως ο Τεχθείς ήταν σαν οποιοδήποτε άλλο νεογέννητο κάτω από τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσεως.

Αλλά, από το άλλο μέρος, κατά την ερμηνεία του Νικολάου Μεζαρίτη, οι δύο γυναίκες είναι συνάμα μάρτυρες της θείας προελεύσεως του Παιδίου.

Πράγματι, έχοντας έλθει αργά και μην έχοντας παραστεί κατά την γέννηση, η μια απ' αυτές, η Σαλώμη, δεν πίστεψε πως μια Παρθένος μποροϋσε να παιδοποιήσει και τιμωρήθηκε για την απιστία της αυτή· το χέρι της, που ειχε τολμήσει να ικανοποιήσει την αμαρτωλή περιέργεια, έμεινε παράλυτο.
Αφού μετενόησε κι άγγιξε το Παιδίον, θεραπεύθηκε.
 Mια ακόμη λεπτομέρεια δείχνει πως με την Γέννηση "ήττηνται της φύσεως οι όροι". Πρόκειται για τον μνήστορα Ιωσήφ.
Δεν έχει θέση στο κεντρικό μέρος της εικόνας, αλλ' απεναντίας βρίσκεται σαφώς χωρισμένος από το Παιδίον και την Παναγία.
Δεν είναι ο πατέρας.
Μπροστά του, υπό το φαινόμενο ενος τσομπάνη σκυμμένου από τα χρόνια, στέκεται ο διάβολος που τον πειράζει.

Μερικές εικόνες τον παρουσιάζουν άλλοτε με μικρά κέρατα κι άλλοτε με μια σχεδόν αδιόρατη ουρά.

 Η παρουσία του Αρχεκάκου και το μέρος που παίζει ως πειραστής έχουν μια όλως ιδιαίτερη έμφαση στην εορτή της αναπλάσεως του κόσμου, στα Χριστούγεννα.

Η εικόνα, βασιζόμενη στην Παράδοση, μεταδίδει το νόημα ορισμένων λειτουργικών κειμένων (ιδέ Πρώτη και Ενάτη Ώρα), που μιλούν για τις αμφιβολίες του Ιωσήφ και την φοβερή του ψυχική αναστάτωση.
Η εικόνα τα εκφράζει όλα αυτά με την περίλυπη στάση του Ιωσήφ, που έχει πίσω του την μαύρη άβυσσο του σπηλαίου.

H παράδοση των απόκρυφων μας μεταφέρει τα εξής λόγια του διαβόλου, με τα οποία πειράζει τον μνήστορα της Παρθένου:
 «Όπως αυτό το ξερό ραβδί δεν μπορεί να πετάξει φύλλα, έτσι και η παρθένος δεν μπορεί να κάνει παιδί».

 Αυτό είναι, σε σύντομη έκθεση, το περιεχόμενο της εικονογραφίας της Γεννήσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Κάθε φορά που απομακρύνεται μια εικόνα απ' αυτό, η σημασία που έχει μικραίνει και φτωχαίνει· έτσι η κατάληξη είναι η απώλεια του ουσιώδους δηλαδή της ιστορικής πραγματικότητας και του δογματικού περιεχομένου που μας παρέχονται απο την Αγία Γραφή.

 Ένα χτυπητό παράδειγμα συναντάμε στην δυτική θρησκευτική ζωγραφική.

Oι πίνακες των ζωγράφων της Δύσεως που παίρνουν ως θέμα την Γέννηση δεν παριστάνουν την ίδια την αλήθεια, όπως κάνει η ορθόδοξη εικόνα αλλά ατομικές ερμηνείες αυτής της αλήθειας.

 Το ιστορικό και δογματικό περιεχόμενο της εικόνας αντικαταστάθηχε μ' ένα περιεχόμενο συναισθηματικό και οικείο, και η Γέννηση του Κυρίου μας ανάγεται έτσι σε μια συγκινητική οικογενειακή σκηνή.

 Είναι αυτό που λέγει ο άγιoς Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός:
«Εκθέτεις στην όραση ό,τι οδηγεί χαμηλά και περνάς αδιάφορος μπροστά σ' ό,τι εξυψώνει».

Μια τέτοια παράσταση της Γεννήσεως που μας προβάλλει ό,τι είναι χαμηλό και φτηνό δηλαδή ό,τι είναι ανθρώπινο απλώς δεν υψώνει το πνεύμα μας και τις αισθήσεις μας στην γνώση του μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως· εξανεμίζει αυτό το μυστήριο μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γυμνά ανθρώπινη, αφήνοντάς μας, έτσι στην φυσική κατάσταση, μέσα στο σαρκικό περιβάλλον.

 Η ορθόδοξη εικόνα δεν αποκλείει το ανθρώπινο στοιχείο· βλέπουμε τις ανθρώπινες γνώσεις στους μάγους την εργασία και την τέχνη στους ποιμένες, το φυσικό ανθρώπινο αίσθημα στον δίκαιο Ιωσήφ.
Αλλ' αυτή η φυσική ζωή του κόσμου παριστάνεται σ'επαφή με τον υπερφυσικό κόσμο και χάρη σ'αυτή την επαφή κάθε φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής βρίσκει την θέση του και την σημασία του, φωτίζεται από ένα καινούργιο περιεχόμενο.

Έτσι η εικόνα υψώνει το πνεύμα μας και τις αισθήσεις μας στην θεωρία και την γνώση του μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως και μας κάνει να μετέχουμε στον πνευματικό θρίαμβο της Εορτής.
 «Βάδιζε με τον Αστέρα -λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός- φέρε δώρα με τους μάγους... δόξασε με τους ποιμένες, αγάλλου με τους αγγέλους, για να γίνει μια η χαρά των ουρανίων και των επιγείων».

Σημειώσεις,

 1) Τον παιδικό χαραχτήρα της εικονογραφίας ο Ουσπένσκυ, όπως βλέπουμε, τον είχε διαγνώσει ήδη από το 1951.Είναι σημαντικό, όμως, ότι την αισθητική ερμηνεία αυτού του χαρακτήρα την αποδίδει σ' εκείνους που «δεν είναι μπασμένοι στο πνεύμα της ορθοδόξου λατρείας». Εξηγώντας την παιδική αυτή αφέλεια της εικόνας λειτουργικά, βάσει των λόγων του Κυρίου, κάνει μια υπέρβαση για να δώσει το βάρος όχι στην αισθητική αυτή "χαρά", αλλά στο «πολύ βαθύ δογματικό περιεχόμενο της εικόνας», όπως λέει. Αντίθετα νεώτερες μελέτες δίνουν υπερβολική σημασία στην αισθητική αυτή λεπτομέρεια, η οποία εκτρέπεται από τον δρόμο της θεολογίας της εικόνας. Πρβλ. π. Στ. Σκλήρη, Εν Εσόπτρω, εικονολογικά μελετήματα,εκδ. Μ.Γρηγόρη, Αθήνα 1992, σελ. 33 κ.ε. Η εικονογραφική αφέλεια του σχεδίου οδηγεί τον συγγραφέα στην συστηματοποίηση μιας νεοελληνικής αισθητικής μεθόδου, που «απηχεί (...) τα διαχρονικά διδάγματα και τις λύσεις που έδωσε μια πολιτιστική παράδοση υψηλή, όπως αυτή του ελληνισμού, στο πρόβλημα του ανθρώπου και επομένως και της παιδείας του» (στο ίδιο, σελ. 34). 

 2) Είναι σημαντική η λειτουργική ερμηνεία του Ουσπένσκυ στην πλάγια (προφίλ) παράσταση των προσώπων μέσα στις εικόνες: «Ο Άγιος βρίσκεται παρών, θα πει, μπροστά μας κι όχι κάπου μέσα στο σύμπαν. Όταν προσευχόμαστε σ' εκείνον βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του (...) Η κατατομή διακόπτει κατά κάποιο τρόπο την άμεση επαφή· είναι σαν μια αρχή απουσίας. Επομένως, παριστώνται πλαγίως μόνον τα πρόσωπα που δεν έφθασαν στην αγιότητα, όπως για παράδειγμα oι μάγοι και oι βοσκοί στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού»

Πηγή: http://www.eikonografos.com/articles/ouspensky_xristougenna_gr.php

Παγονέρι Δράμας: «Κόλιατ Μπάμπο» («Κουλιάντου Μπάμπου», ΚΟΛΕΝΤΑ). Ένα ξεχασμένο έθιμο.

$
0
0
Του Γιάννη Μόνιου
pagoneri 
Θυμάμαι. Δεκαετία του ’50. Παιδάκι.

Μαζί με πολλά άλλα παγονεριτάκια – με αγωνία κάθε φορά – περιμέναμε την νύκτα των Χριστουγέννων, νύκτα γεννήσεως του Χριστού.

Μετά την δωδεκάτη ώρα ίσαμε τα χαράματα έπρεπε να πηγαίνουμε – ένας ένας, δύο δύο (συνήθως αδελφάκια) – στα σπίτια της γειτονιάς και των συγγενών, για να λέμε:

«Κόλιατ μπάμπο» (η παγονερίτικη προφορά ήταν «Κουλιάντου μπάμπου».

Αυτή η προφορά με δυσκόλεψε πολύ να βρω τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φράση, παρά τις επίμονες ερωτήσεις μου προς παλιότερους Παγονερίτες).

Το λοιπόν, την προηγούμενη μέρα πηγαίναμε να κόψουμε βέργες από κρανιές.

Δεν κόβαμε τους μίσχους (κοτσάνια), αλλά συνδέοντάς τους και πλέκοντάς τους σχηματίζαμε κάτι σαν μικρά στεφάνια με άξονά τους τον κορμό της βέργας.

Αυτές τις βέργες τις λέγαμε «σουρβίτσες».

 Η «σουρβίτσα» είναι μάλλον υποκοριστικό της δημώδους λέξεων «σουρβιά» (=το φυτόδεντρο «όα η ήμερος»).

Ο καρπός της «σουρβιάς» λεγόταν «σούρβο» και η περιφορά των μικρών παιδιών την νύκτα της γεννήσεως του Χριστού λεγόταν «σούρβα». Έτσι λεγόταν και τα σχετικά φιλοδωρήματα (θυμάμαι ότι στο Παγονέρι αυτήν την περιφορά και την μεταμεσονύκτια επίσκεψη σε σπίτια τις λέγαμε «σουρβίτσενια».

Αρκετοί μας έλεγαν: Την νύχτα να έρθετε, να μας κάνετε «σουρβίτσενια».

Ψάχνοντας βρήκα επίσης πως η λέξη «σουρβάκα» σημαίνει βέργα «σουρβιάς» ή «κρανιάς» και «σουρβώ» - «σουρβίζω» σημαίνουν κτυπώ με την «σουρβάκα» - σουρβίτσα».

Έχοντας από την προηγούμενη μέρα σχεδιάσει σε ποια σπίτια θα πάμε να κάνουμε «σουρβίτσενια» και οπλισμένοι με φακό και κρανένια «σουρβίτσα» ξεκινούσαμε – ένας ένας, δυο δυο – πολύ πριν ξημερώσει.

Μπαίναμε στις αυλές, ύστερα προσεκτικά στα ανώγια και μετά στις κρεβατοκάμαρες. Κτυπούσαμε με τις βέργες – «σουρβίτσες» τα παπλώματα, για να ξυπνήσουν λ.χ. τα ζευγάρια και συγχρόνως λέγαμε «κουλιάντου μπάμπου», «κουλιάντου μπάμπου», «κουλιάντου μπάμπου».

Δεν λέγαμε «χρόνια πολλά», ούτε ψάλλαμε τα κάλαντα.

Αλλά δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό το «κουλιάντου μπάμπου».

Κανείς δεν μας το είχε εξηγήσει.

Ωστόσο, οι ξυπνημένοι από τις βιτσιές του «σουρβιτσίσματός» μας, αφού έριχναν χοντρό αλάτι στο πάντα αναμμένο τζάκι και ψέλλιζαν κάτι μαγικά, μας έδιναν ως φιλοδώρημα ξερόσυκα, ξυλοκέρατα, μανταρίνια και άντε – κάπου – καμιά δραχμή
(θυμάμαι: Κάποτε μια τέτοια νύκτα πήγαμε με την αδελφή μου στο σπίτι του νουνού μας. Μας έδωσε μισή δραχμή, να την μοιραστούμε, μας είπε).

Πρόσφατα, ψάχνοντας να βρω την ετυμολόγηση της λέξεως «κολοβός» είδα ότι προέρχεται από την αρχαία λέξη «κόλος», που θα πει ακρωτηριασμένος, κομμένος, τρυπημένος, σπασμένος, κτυπημένος, τιμωρημένος.

Την ρίζα «κολ-» την βρίσκουμε και στις λέξεις «κόλαφος», «κόλαση», «κολάζω», «κόλουρος» (πυραμίς) κτλ.
Αμέσως θυμήθηκα και το «μπασκί».

Μ’ αυτό τρυπούσαμε το χώμα, για να φυτεύουμε λ.χ. καπνά.

Στο Παγονέρι το «μπασκί» το λέγαμε «κόλ-(ι)».

Στα παλιά σλάβικα «kolu» σημαίνει «πάσσαλος-πασσαλάκι» και γνωρίζουμε ότι μια συνηθισμένη μέθοδος θανάτου, σφαγιασμού, ακρωτηριασμού κτλ ήταν το «πασσάλωμα».

Όλα αυτά με οδήγησαν στο πιθανό συμπέρασμα ότι το «κόλ-ιατ» σημαίνει «σφάζουν», «θανατώνουν», «παλουκώνουν» κτλ., γίνεται σφαγή «μπάμπο» (στην ηχομιμητική-παιδική λέξη «μπάμπο» περιλαμβάνονται και ο «μπαμπάς» (=πατέρας, αλλά και κάθε ηλικιωμένος άνδρας, θείος, παππούς κτλ) και η «μπάμπα» (=μητέρα, αλλά και κάθε ηλικιωμένη γυναίκα, θεία, γιαγιά κτλ).

Όμως γιατί αυτό το «κόλιατ μπάμπου» να το λένε μικρά παιδιά στους μεγάλους την ώρα που αυτοί κοιμούνται;

Γιατί κατά την νύκτα γεννήσεως του Χριστού;

Γιατί βέργα από σουρβιά ή κρανιά;

Ναι, η «σουρβίτσα»  έπρεπε να είναι από γερό ξύλο, ώστε, μαζί με τα στεφανάκια της, να βιτσίζει, να κάνει διαρκή θόρυβο και να παράγει αντίλαλο (όπως ένα ξυπνητήρι), για να ξυπνήσουν οι κοιμώμενοι μεγάλοι, να βρίσκονται εν συναγερμώ.

Για ποιον λόγο όμως αυτή η συνολική εγρήγορση;

Όταν γεννήθηκε ο Χριστός βασιλιάς της Ιουδαίας ήταν ο Ηρώδης, ευνοούμενος των Ρωμαίων, γενναίος και εύστροφος, αλλά συνάμα βίαιος και αδίστακτος εγκληματίας.

Αυτός, όταν έμαθε για την γέννηση του Χριστού (που έμελλε να γίνει «ο Βασιλεύς των όλων»), διέταξε να θανατωθούν, να σφαγούν εκείνη τη νύκτα όλα τα αρσενικά παιδιά που είχαν γεννηθεί πριν από δυο χρόνια ίσαμε τη νύκτα εκείνη στην περιοχή της Βηθλεέμ.

Το ανατριχιαστικό αυτό μήνυμα το άκουσαν και το ένιωσαν μόνον τα μικρά παιδιά και με το μένος της αθωότητάς τους έτρεχαν, ως αγγελιοφόροι, μεσάνυκτα από σπίτι σε σπίτι, για να το μεταφέρουν στους μεγάλους και να τους «ξυπνήσουν»…

 Έπρεπε να σωθούν πρώτα όλα τα μικρά παιδιά, να σωθεί πρώτα πρώτα ο νεογέννητος Χριστός (ύστερα θα είχαν χρόνο τα παιδιά να λέν τα κάλαντα και «χρόνια πολλά»).

Να, λοιπόν, γιατί στο Παγονέρι (που είναι ντόπιο χωριό) λέγαμε κατά την νύκτα της γεννήσεως του Χριστού «κουλιάντου μπάμπου», γίνεται σφαγή …

Έγραψα με πικρία και νοσταλγία το «λέγανε» τότε και όχι «λένε» τώρα.

 Τώρα μας ήρθαν άλλα έθιμα, ξενόφερτα, πολύ εμπορικά.
«Αρκεί το παριζάκι μας να είναι Υφαντής…»! Τώρα «το παίζουμε» γερμανοτραφείς, γαλλοτραφείς, μοντέρνοι, αλλά γελοίοι ευρωλιγούρηδες. Κάνουμε τουβληδόν εισαγωγές πλαστικών εθίμων.
Πού καιρός για να σκεφθούμε ότι η λέξη – έννοια «Εθ-νος» έχει την ρίζα του στο «Εθ-ιμο» και στο «Εθ-ος».

Σημειώνω πως ετούτη η γραφή  στηρίχθηκε σε αποκλειστικά δικές μου μνήμες. Μακάρι οι ενθυμήσεις άλλων συγχωριανών μου να την κάνουμε πληρέστερη, αύριο μεθαύριο.
Και μακάρι όλοι οι Παγονερίτες να αναβιώσουμε το εδώ και πενήντα τόσα χρόνια λησμονημένο, αλλά γνήσιο έθιμο, το «κουλιάντου μπάμπου» (εάν βέβαια υπάρχουνε παιδιά).

Σημειώνω ακόμη πως το έθιμο αυτό σίγουρα θα γινόταν και σ’ άλλα χωριά με ντόπιους κατοίκους (λ.χ. του Ν. Πέλλας, Κοζάνης, Φλώρινας κτλ).

Ηδωνίδα Γη-Διονυσιακά δρώμενα: Τα έθιμα- χαντέτια του Δωδεκαημέρου.

$
0
0

Μπαμπούγερα Κ.Βρύσης
του ΓΕΩΡΓ.Ν.ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗ
"Γιορτές και Δρώμενα στο Νομό Δράμας"

Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ν. Δράμας
Δράμα 1997

(οι φωτογραφίες είναι επιλογή Yauna)

ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ
(ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ-ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ-ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ)

Το Δωδεκαήμερο πλαισιώνεται σε όλα τα μέρη με πλουσιότατη εθιμολογία,
 η οποία προσδίδει ιδιαίτερο πανηγυρικό τόνο όχι μόνο στις τρεις μεγάλες εορτές
 (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια),
 αλλά και στις ενδιάμεσες ημέρες της περιόδου αυτής.

 Παλαιότερα ήταν εντονότατα παρών και ένας δεισιδαιμονικός φόβος για νυχτερινά παράξενα όντα και αστρικές επιδράσεις, επειδή η περίοδος αυτή συμπίπτει με μια καμπή του ετήσιου κΰκλου του Ηλίου (χειμερινές τροπές).
Το Δωδεκαήμερο επίσης αποτελούσε και μια περίοδο ανάπαυλας, ιδιαίτερα για τους γεωργούς, απαραίτητης υστέρα από την εντατική εργασία της σποράς που προηγήθηκε.

Μπορούμε, γενικότερα, να παρατηρήσουμε ότι τα έθιμα του Δωδεκαημέρου παρουσιάζουν ανάμεικτο χαρακτήρα χριστιανικών εκδηλώσεων και παγανιστικών συνηθειών.
Στο βάθος υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι όλα τελούνται, την κρίσιμη αυτή εποχή των χειμερινών τροπών του Ηλίου, για την καλή χρονιά στην ευρύτερη έννοιά της, της πλούσιας καρποφορίας και της καλής υγείας.

 Στο πνεύμα αυτό της ευετηρίας κινούνται και τα έθιμα στην περιοχή της Δράμας. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές που ακολουθούν.

Καλλιθέα: 

«Από τα Χριστούγεννα μέχρι τις έξι Ιανοναρίου είναι το Δωδεκάμερο. Τότε βγαίνουν οι καλικαντζαραίοι. Ακούς και τραγουδούν και χτυπούν. Παρουσιάζονται στο δρόμο σαν φαντάσματα, διάφορες φάτσες ανθρώπων και μόλις αρχίζει να πλησιάζει να βγαίνει ο ήλιος χάνονται. Για να φύγουν ρίχνομε στάχτη γύρω από το σύνορο του σπιτιού απέξω την παραμονή των Θεοφανείων πριν βγει ο ήλιος. Είναι στάχτη από το τζάκι όλο το Δωδεκάμερο.
 Αφήνομε όλο το Δωδεκάμερο στη φωτιά ξύλο από οπωρικά, αχλαδιά.

Στη Γέννηση, τ’ Αϊ-Βασίλη και τα Φώτα, όταν καθόμαστε να φάμε, παίρνομε απέ κείνη τη φωτιά και θυμιάζει ο αρχηγός της οικογένειας. Πρώτα στο σπίτι απάνω και λέγει τα Χριστούγεννα:
 ‘Να μας βοηθάει η γέννηση του Ιησού Χριστού’.
 Τ’ αϊ-Βασίλη: ‘Να μας βοηθάει ο αϊ-Βασίλης. Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι. 
Και τα Φώτα: ‘Να μας βοηθάει η Βάφτιση’.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς πάνε τα παιδιά, πριν βγει ο ήλιος, παίρνουν βουβό νερό από τη βρύση, να μην τα ανταμώσει άλλος. 

Και να σε ανταμώσει, να μη μιλήσεις.

Το νερό αυτό το χύνομε και πλενόμαστε.

Στις δύο του μηνός Ιανουαρίου πρωί-πρωί κάνομε το ποδαρικό. Από το πρωί και ύστερα αρχινούν τα παιδιά να γυρνούν τα σπίτια και χτυπούν τις πόρτες και φωνάζουν ‘κουκουρίκου ’. Όταν τους ανοίξουν μπαίνουν μέσα και τα φιλεύουνε.
 Εύχονται καλή χρονιά.
 Δίνει ο νοικοκύρης στα παιδιά άλας και μια πουρναριά.
Καίει την πουρναριά και ρίχνει το άλας και λέει:

‘Όπως σκάζει το άλας, να σκάζουν τα χαμπάρια (αμπάρια, αποθήκες)’.

Τα Θεοφάνεια, μετά το μεγάλο αγιασμό, παίρνομε πρώτα φρέσκο νερό για την οικογένεια, γιατί ώς τότε το νερό είναι αβάφτιστο
. Και μετά όλοι ποτίζομε τα ζώα μας στη δεξαμενή, που κάνομε τον αγιασμό. Ρίχνει ο παπάς το σταυρό, βουτούν πέντε-δέκα παιδιά μέσα, βρίσκουν το σταυρό και γυρίζουν όλα τα σπίτια και μαζεύουν χρήματα για την εκκλησία. Κείνο το βράδυ, παραμονή Φώτων, δεν τρώγομε λιγδά, ούτε λάδι, ούτε τίποτα και ο παπάς κάνει αγιασμό την παραμονή. Πάνω στο ψωμί βάζομε καρύδια, τα Φώτα».

Καλή Βρύση: 


«Την παραμονή των Χριστουγέννων θυμιάζομε το τραπέζι και τρώμε. Ο νοικοκύρης θυμιάζει όλο το σπίτι και τα ζώα όλα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πάλι θυμιάζομε και μετά, όταν φάμε και ύστερα, όλη η οικογένεια πιάνομε το τραπέζι, το σηκώνομε και το πάμε παρακείθε και λέμε: Έδώ ο Θεός, εδώ και το τραπέζι’, τρεις φορές. Όλη τη νύχτα έτσι είναι το τραπέζι με την πίτα, δεν το σηκώνομε για να ρθει ο άγιος Βασίλειος να φάει.

Μετά το τραπέζι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, κάθε σπίτι έχει από ένα κλαρί ελιά και κόβει ο νοικοκύρης τόσα φύλλα, όσα άτομα είναι στο σπίτι και τα γλείφει και μετά θα τα βάλει στη φωτιά. Αν πηδάει, τότες θα είναι καλός το καλοκαίρι να δουλέψει. Για κάθε φύλλο το όνομα ενός σπιτικού.
Τα παιδιά, μετά τις δώδεκα τη νύχτα, σηκώνονται, παίρνουν από ένα κλαρί ελιάς και χτυπάνε τις πόρτες και λένε ‘Χρόνια πολλά’. Ο πρώτος που θα ρθει θα του δώσουμε νερό να ρίξει στις γωνίες της κάμαρης και θα πάρει και άλας στο χέρι του και θα πάει με τη σειρά στη φωτιά και θα ρίχνει και θα λέει:

 ‘Να δίδει ο Θεός στάρι, κριθάρι, καπνό, κατσικάκια και παιδάκια, υγεία και καλοσύνη, και τον χρόνου’.

Το βράδυ της παραμονής βάζομε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί και όσα άτομα είναι τόσα κουλουράκια κάνομε μικρά, επίσης για τα ζώα και ένα για την εικόνα.
Βάζομε σε ένα από όλα ένα πενηντάλεπτο.

Τα κουλουράκια τα ρίχνομε στο ποτήρι και μετά θα πάρουν όλοι. Πρώτα ο αρχηγός, μετά οι άλλοι κατά ηλικία.
Όποιος βρει το πενηντάλεπτο, αυτός είναι ο τυχερός και το πρωί θα πάει να πάρει νερό αμίλητο πριν ρθουν τα παιδιά. Άμα το πάρει, θα ρθει στο σπίτι και θα πει ‘Καλημέρα’και θα χύσει νερό στις τέσσερις γωνίες στην κάμαρη και θα ρίξει και το άλας, όπως κάνουν τα παιδιά μετά.
Μετά θα καθίσει σταυρωτά στη φωτιά δίπλα και θα τον δώσουν να φάει. Θα τον δώσουν και μια δραχμή δώρο.

Μετά, τη δεύτερη μέρα, την επόμενη, δυο Ιανουαρίου, όποιος έρθει πρώτος στο σπίτι, αυτός παίρνει άλας που του δίνουνε, το ρίχνει στη φωτιά και λέγει:

‘Να δίνει ο Θεός στάρι, κριθάρι, υγεία, καλό μπερικέτι και του χρόνου’.
 Αυτός κάνει το ποδαρικό».

Πετρούσα: 

«Ζυμώνουν χριστόψωμο. Πάνω στο ολοστρόγγυλο ψωμί πλάθουν και τοποθετούν ένα κουλούρι και στη μέση του ένα μικρότερο. Το μεγάλο κουλούρι συμβολίζει τη σπηλιά που γεννήθηκε ο Χριστός και το μικρό τον ίδιο τον Χριστό.

Πριν αρχίσει το δείπνο αποκολλούν το μεγάλο κουλούρι και το κόβουν σε τόσα κομμάτια, όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας που παραβρίσκονται.
Βουτάει καθένας το κομμάτι του σε κόκκινο κρασί πριν το φάει.
 Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα πιάτο που περιέχει μικρές ποσότητες απ’ όλες τις καλλιέργειες της οικογένειας (κριθάρι, στάρι, καπνό, καλαμπόκι κλπ.).

Ο παππούς ή ο πατέρας παίρνει το θυμιατό και κρατάει στο άλλο χέρι ένα αναμμένο κερί και ένα κλαδί ροδιάς που είναι δεμένα μεταξύ τους με μια κόκκινη κλωστή.

 Σηκώνονται όλοι για την προσευχή και ο νοικοκύρης θυμιατίζει όλα τα δωμάτια του σπιτιού και όλους τους χώρους με τα ζώα και μετά αρχίζουν και τρώνε.

Τη δεύτερη μέρα του χρόνου τα παιδιά ξυπνάνε νωρίς το πρωί και πηγαίνουν σε συγγενικά σπίτια να ρίξουν αλάτι στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα, λέγοντας ευχές ανάλογες με τις ανάγκες και τις ασχολίες τους.

Η πιο συνηθισμένη ευχή είναι:

’Όπως σκάει το αλάτι στη φωτιά , έτσι να σκάσουν και οι αποθήκες του σπιτιού από τη μεγάλη σοδειά’. 

Την ίδια μέρα πηγαίνουν στις κεντρικές βρύσες στις γειτονιές του χωριού και ρίχνουν στις γούρνες τούς σπόρους που έχει το πιάτο από τις καλλιέργειες της οικογένειας, με την ευχή:

‘Όπως τρέχουν τα νερά, έτσι να τρέχουν και τα εισοδήματα στο σπίτι το νέο χρόνο’.

Τα Θεοφάνεια γίνεται τρίτη και τελευταία συγκέντρωση της οικογένειας την παραμονή. Ο αρχηγός και πάλι λιβανίζει όλους τους χώρους για να φύγουν οι καλικάντζαροι του σπιτιού».

Χωριστή: 

«Από τα Χριστούγεννα παραμονή πιάνεται το Δωδεκάμερα.
Τότε βγαίνουν οι καρακουντζέλοι.
Λένε ότι είναι διάβολοι.
Την Πρωτοχρονιά πρωί-πρωί παίρνουμε βουβό νερό. Θα φέρεις και από την αυλή μέχρι το σπίτι θα χύνεις και θα νίψεις και τα παιδιά. Άμα πάρουν το βουβό νιρό, παίρνουν και τρεις πέτρες από τη βρύση, από το αυλάκι, και τις βάζεις στην κόχη, στο τζάκι, του σπιτιού από μέσα και την ημέρα που θα γυρίσει ο Σταυρός (τα Θεοφάνεια) τις παίρνεις και τις ρίχνεις έξω.

Άμα έρχεται κανένας να μας ποδαρίσει, τον δίδομε στάρι και το δίνει στα ορνίθια. Τον δίνεις και άλας, το ρίχνει στη φωτιά και λέει:

 ‘Όπως σκάει το άλας, έτσι να σκάνε και τα αβγά να βγαίνουν τα πουλιά. Καλό μπερικέτι ’.

Άμα θα περάσει ο Σταυρός (Θεοφάνεια) ρίχνομε στάχτη από τη γουνιά, από το τζάκι, στο σπίτι παντού, στα ντουβάρια απέξω για να φύγουν οι καρακουντζέλοι, οι διάβολοι, τα κακούδια».

Βώλακας: 

«Την Πρωτοχρονιά το πρωί, πρώτη μέρα ως θα ξημερώσει, τα παιδιά παίρνουν από μια βέργα ελιά ή κρανιά ή πουρνάρι και πολλά μαζί γυρίζουν το χωριό όλο και χτυπούν τους ανθρώπους στην πλάτη και τους λένε χρόνια πολλά.

Τη δεύτερη μέρα την Πρωτοχρονιά σηκώνεται ένας από την οικογένεια νύχτα και πάει στη βρύση χωρίς να μιλήσει και φέρνει νερό. 

Το λέμε αμίλητο νερό. 

Με το νερό αυτό νίβεται όλη η οικογένεια σε μια λεκάνη και το νερό της λεκάνης όταν νιφτούν το ρίχνουν πίσω στα χαμπάρια, τις αποθήκες. 

Είναι καλό, δεν κάνει να πατιέται. Χρονικό νερό είναι. Έτσι το έλεγαν, χαϊρίτικο νερό, είναι γούρικο.

Τη δεύτερη μέρα κάνομε και το ποδαρικό.
 Το κάνει ο ξένος που θα έρθει πρώτος: ‘Χρόνια πολλά’.
Του δίδομε μια χούφτα άλας, το ρίχνει στη φωτιά και λέει:

 ‘Να σκάσουν οι εχθροί, όπως σκάζει το άλας’.

 Και αυτός που φέρνει αμίλητο νερό ρίχνει άλας στη φωτιά.

Στις έξι Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανείων, γίνεται η δημοπρασία της εικόνας της Παναγίας και του Σταυρού. 

Μετά τη ρίψη του Σταυρού στο σιντριβάνι, αρχίζει το έθιμο της ‘μπάρας’. Μια ομάδα δηλαδή, με γκάιντα και νταχαρέ, παίρνουν τους νιόνυμφους της περασμένης χρονιάς και τους περνούν μέσα από το νερό, όπου έγινε ο αγιασμός».

Πύργοι:

 «Το πρωί της Πρωτοχρονιάς θα σηκωθούμε και πηγαίνουμε και γεμίζουμε νερό φρέσκο και πλενόμαστε όλοι.
Μετά πηγαίνουμε στην εκκλησία και όταν βγει η εκκλησία κάνομε χρόνια πολλά. Παλιά τα παιδιά έκοβαν κλαδάκια από κρανιά και σε όλους έκαναν χρόνια πολλά.

Την άλλη μέρα της Πρωτοχρονιάς παίρνομε αμίλητο νερό, παίρνομε και μια πέτρα, τα παίρνει ο νοικοκύρης. 

Ύστερα έρχεται ένα παιδί της γειτονιάς, παίρνουν πράσινη παλιουριά και έρχεται στο σπίτι μέσα και ανάβει τη φωτιά και άλας κρατεί μαζί του και το ρίχνει στη φωτιά και μιλάει:

 ‘Όπως σκάζει το άλας, έτσι να σκάζει και το πορτοφόλι, να ’ναι καλό το ποδαρικό’.

Τα Θεοφάνεια ρίχνουν το Σταυρό και παρέες-παρέες οι νεότεροι βουτάνε στο νερό τους γεροντότερους.
Για να μη σε ρίξουν πρέπει κάτι να τάξεις. Σήμερα χρήματα, παλιά οι παππούδες μας δίνανε από τα πράγματα που'είχανε, κότες, κατσικάκια ή κομμάτια χοιρινό».

Η αστική μορφή του γιορτασμού της Πρωτοχρονιάς παλαιότερα στην πόλη της Δράμας, ο οποίος βασικά δεν διαφέρει από αυτόν στην ύπαιθρο χώρα, περιγράφεται στο Ημερολόγιο Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης του 1931:

«Το βράδυ (παραμονή Πρωτοχρονιάς) στο δείπνο θέτουν στο τραπέζι τη Βασιλόπηττα, ανάβουν τρία κηρία (σύμβολο της Αγίας Τριάδος) και ο αρχηγός της οικογένειας κάνοντας το σταυρό του με μικρό θυμιατήρι, θυμιάζει τις εικόνες του σπιτιού, όλα τα δωμάτια, τα μέλη της οικογένειας και σταυρωτά το τραπέζι με τη Βασιλόπηττα.

Κατόπι κόβει τη Βασιλόπηττα με την ευχή ‘και του χρόνου’, σε τόσα κομμάτια, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας και για κείνα που τυχόν απουσιάζουν ορίζει από ένα για τον καθένα και από ένα κομμάτι για το σπίτι και για τις εικόνες που έχουν, για να βρεθεί το νόμισμα. Ο τυχερός που βρίσκει το νόμισμα ή το κρατεί για τυχερό ή με αυτό αγοράζει κηρί για την Εκκλησία. Ύστερα από το δείπνο δοκιμάζουν την τύχη τους με διάφορα παιγνίδια.

Την ημέρα του Αγίου Βασιλείου οι γονείς, αφού επιστρέφουν από την Εκκλησία, δίνουν στα παιδιά τους τα ‘άίβασιλιάτικα δώρα’.

Μετά την απόλυση της Εκκλησίας τα παιδιά μοιράζονται σε ομάδες και περιέρχονται έως το μεσημέρι τα σπίτια με δίσκο, στον οποίο τοποθετούν μία εικόνα του αγίου Βασιλείου στολισμένη με λουλούδια, κλωνάρια αειθαλούς δένδρου και με πορτοκάλλια και ψάλλουν τα κάλανδα με το γνωστό πανελλήνιο τραγούδι του αγίου Βασιλείου.

Οι οικοδεσπότες δίδουν δώρο κέρματα και “σούρβα” (καρποί και γλυκίσματα).

Το πρωί της επομένης ημέρας, 2 Ιανουαρίου, φίλος ή συγγενής (προπαντός παιδί), παραγγελλόμενος από την προηγούμενη ημέρα, έρχεται στο σπίτι και κάνει ποδαρικό (μπαίνει πρώτος) και μπαίνοντας ρίχνει μέσα μια πέτρα ή τρεις μικρές κι εύχεται υγεία και ευτυχία, νάναι οι σπιτικοί γέροι σαν την πέτρα.

 Πλησιάζει τη φωτιά και η οικοδέσποινα τού δίδει τρίμματα άλατος, τα οποία ρίχνει στη φωτιά, λέγοντας:

“όπως σκίαζ’ του άλας, να σκιάζουν κι οι ουχτροί μας”.

Το ίδιο πρωί της 2 Ιανουαρίου, μέλος της οικογένειας, κατά προτίμησιν κορίτσι, μεταβαίνει στις πηγές του ποταμού της πόλεως (Αγία Βαρβάρα) 
και παίρνει μαζί του τρεις μικρές πέτρες και νερό βουβό ή αμίλητο, 
δηλαδή αναχωρεί από το σπίτι, πάει στις πηγές, παίρνει νερό και γυρίζει στο σπίτι χωρίς να μιλήσει σε κανένα.

Όταν γυρίσει στο σπίτι, ρίχνει εις την σάλα ή στα δωμάτια τα τρία λιθαράκια και λέγει:

“Όσο βαρειές είναι οι πέτρες, τόσο βαρειά να είν’ η σακκούλα του σπιτιού και να είμαστι γεροί σαν την πέτρα”.
Από το νερό αυτό νίβεται όλη η οικογένεια. Τις τρεις πέτρες τις κρατούν στην εστία ή στο πύραυνο τρεις μέρες απ’ το ποδαρικό. Φυλάττουν δε εις το τριήμερο αυτό τις πέτρες ή την πέτρα του πρωινού πρώτου επισκέπτου, αν αυτός έλθη στο σπίτι προτού πάη για το αμίλητο νερό το μέλος της οικογένειας.

Όλη δε την ημέρα της 2 Ιανουαρίου αργούν οι γυναίκες σπίτι, “για να πάη καλά η χρονιά”».


Το σημαντικότερο έθιμο του Δωδεκαημέρου στην περιοχή της Δράμας είναι οι μεταμφιέσεις που συνηθίζονται, με μορφή δρωμένων, τις ημέρες των Θεοφανείων, στο Μοναστηράκι, στον Βώλακα, στην Πετρούσα, στον Ξηροπόταμο, στους Πύργους και στην Καλή Βρύση.


Αράπηδες Μοναστηρακίου
Στο Μοναστηράκι οι μεταμφιέσεις γίνονται ανήμερα των Θεοφανείων. 

Υπάρχουν ομάδες ανδρών, από τους οποίους άλλοι είναι ντυμένοι τσολιάδες, και άλλοι φορούν την τοπική γυναικεία φορεσιά, τα Κορίτσια ή Γκιλίγκες, όπως λέγονται. Οι κύριοι πρωταγωνιστές του δρωμένου, οι Αράπηδες (Καρναβάλια), έχουν τα πρόσωπα τους πασαλειμμένα με καρβουνόσκονη ή σκεπασμένα με μαύρο πανί, και είναι ντυμένοι με μακριές υφαντές κάπες και ψηλές κουκούλες στο κεφάλι από δέρμα κατσίκας, που σκεπάζουν και το πρόσωπο, με ανοιγμένες τρύπες για τα μάτια και για το στόμα.

 Στη μέση τους έχουν κρεμασμένα κουδούνια και κρατούν με το ένα χέρι ξύλινη σπάθα και με το άλλο ένα σακουλάκι στάχτη.

 Παλαιότερα μεταμφιεζότανε και σε αρκουδιάρηδες με τομάρια ζώων, που έσερναν άλλους μεταμφιεσμένους σε αρκούδες και έδιναν κωμικές παραστάσεις.

Ας σημειωθεί ότι οι Τσολιάδες είναι στοιχείο που προστέθηκε σχετικά πρόσφατα στη μακρόχρονη ιστορία του εθίμου, τονίζοντας την ελληνικότητα της περιοχής. 

Αποτελούν έτσι συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παλαιότερη και τη νεότερη παράδοση.

Η ομάδα, η Τσέτα όπως λέγεται, έχει επίσης και δύο έμπιστα πρόσωπα, που αυτά δεν είναι μεταμφιεσμένα, τους λεγάμενους Τσεταμπάσηδες.
 Δουλειά τους είναι, όταν το βραδάκι τελειώσει το δρώμενο, να συγκεντρώσουν τα χρήματα που μαζεύτηκαν στη διάρκεια του αγερμού, στις επισκέψεις δηλαδή που έκαναν στα σπίτια, να ελέγξουν και να πληρώσουν τα έξοδα, να δώσουν ένα μέρος από τα χρήματα στην εκκλησία και να διαθέσουν τα υπόλοιπα για ολονύκτιο γλέντι της Τσέτας.

Όλο το πρωί η Τσέτα γυρίζει στο χωριό, χορεύει μπροστά σε κάθε σπίτι και εύχεται καλή υγεία και πλούσια σοδειά. Ο χορός συνοδεύεται από λύρα και νταερέ (ντέφι).

Το απόγευμα συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού και ακολουθεί τρανός χορός.

 Παίρνουν μέρος οι Γκιλίγκες, οι Αράπηδες και όσοι άλλοι θέλουν. Μπροστά, όχι όμως πιασμένοι χέρι με χέρι όπως οι άλλοι χορευτές αλλά κοντά ο ένας στον άλλο, χορεύουν οι Τσολιάδες. Κάθε τόσο μια Γκιλίγκα αφήνει το μαντήλι της στον ώμο ενός χορευτή, ο οποίος το παίρνει και γίνεται πρωτοχορευτής, αφού πρώτα τής δώσει χρήματα.

Τα μαντήλια είναι συνήθως τετράγωνα, μεγάλα, κόκκινα ή κεραμίδι και κεντημένα. Σε διαλείμματα και έως ότου ξαναπιάσουν το χορό, ένα Καρναβάλι και μια Γκιλίγκα γυρίζουν μέσα στον κόσμο και εύχονται καλή σοδειά και χρόνια πολλά. Η Γκιλίγκα μαζεύει και πάλι χρήματα, ρίχνοντας κάθε τόσο το μαντήλι της στον ώμο ενός άνδρα. Χρήματα μαζεύουν επίσης με ένα μαντήλι που το κρατούν τεντωμένο και το περιφέρουν σα δίσκο, με ευχές και πάλι για καλή χρονιά και πλούσια σοδειά.

Το έθιμο λήγει τυπικά το βράδυ της παραμονής του αγίου Αθανασίου στις 17 Ιανουαρίου, που «τελειώνει το κτύπημα τον νταϊρέ», όπως λέγουν, σταματούν δηλαδή τότε οι γιορτές και από την επομένη αρχίζουν οι συνηθισμένες δουλειές του χωριού. Τη βραδιά αυτή γλεντούν και πάλι όλοι μαζί που πήραν μέρος στο δρώμενο των Θεοφανείων, τρώγοντας σπιτίσιο χαλβά που φτιάχνουν με υλικά, τα οποία αγόρασαν με τα χρήματα του αγερμού τότε. Στο γλέντι πρωτοστατούν και τη βραδιά αυτή η λύρα και ο νταϊρές, δύο παραδοσιακά μουσικά όργανα, που στο Μοναστηράκι λειτουργούν ως αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής ζωής του χωριού, με άριστες προοπτικές για το μέλλον, αφού νεαροί οργανοπαίκτες έρχονται αντάξια να σταθούν δίπλα στους παλιούς καταξιωμένους.

Αράπης Βώλακα
Στον Βώλακα, στις 7 Ιανουαρίου, του αγίου Ιωάννου, γίνονται οι Αράπηδες, ομάδες από 5-6 άτομα μεταμφιεσμένα. 

Έχουν στη ράχη τους καμπούρα, που γίνεται με μια βελέντζα γεμάτη άχερα, στη μέση ζώνονται κουδούνια, το κεφάλι σκεπάζεται με προβιά, τα χέρια και το πρόσωπο είναι μαυρισμένα με καπνιά και στα χέρια κρατούν ένα χοντρό ξύλο, πάνω στο οποίο στηρίζονται και κουνιούνται, δίνοντας στον ήχο των κουδουνιών κάποιο ρυθμό. Οι Αράπηδες κινούνται αυτοσχεδιαστικά στο χώρο, κρατώντας το σώμα σκυφτό και με πλάγιες κινήσεις προσπαθούν να κτυπήσουν τα κουδούνια.
Μαζί με κάθε ομάδα Αράπηδων υπάρχει ο τσαούσης και η νύφη, οι οποίοι με δικό τους τρόπο δίνουν την ευκαιρία στους Αράπηδες να κουνιούνται και να πειράζουν τον κόσμο.

Την επομένη, στις 8 Ιανουαρίου, γίνεται σατιρική αναπαράσταση τοπικού γάμου, που αρχίζει το πρωί και τελειώνει το απόγευμα, με ομαδικό γλέντι. Την ίδια μέρα βγαίνουνε και οι Αρκούδες, ομάδες από μεταμφιεσμένους που φορούν ολόκληρες προβιές. Σε κάθε ομάδα υπάρχει ο αρκουδιάρης, ο οποίος κατευθύνει τις αρκούδες με ένα ντέφι, σκορπώντας κέφι και χαρά.


Μπάμπιντεν Πετρούσας
Στην Πετρούσα οι μεταμφιέσεις γίνονται στις 7 και 8 Ιανουαρίου.

 Κύριο στοιχείο του γιορτασμού είναι η πομπική περιφορά με όργανα μιας καμήλας, εικονικής σήμερα, παλαιότερα όμως αληθινής, συμβολίζοντας, όπως λέγουν, τον δύσκολο τρόπο ζωής στα περασμένα χρόνια, που έπρεπε να αντέχεις, όπως και το ζώο αυτό της ερήμου, σε κακουχίες και στερήσεις.

Πρωί της 7 Ιανουαρίου, μια μεγάλη παρέα ξεκινάει «το φωτισμό τον χωριού», όπως λέγουν. Μπροστά πηγαίνουν άντρες με μουτζουρωμένο το πρόσωπο και χαραγμένο με μπογιά στο μέτωπό τους το σημείο του σταυρού, οι οποίοι συνεχώς πίνουν και χορεύουν. Ακολουθούν τα όργανα, λύρες και νταχαρέδες, και πίσω από αυτά η καμήλα με την παρέα της. Ολοι πίνουν και χορεύουν, τριγυρίζοντας τους δρόμους του χωριού, που όλοι του οι κάτοικοι συμμετέχουν στο πανηγύρι αυτό της χαράς.

Την άλλη μέρα, 8 Ιανουαρίου, η παρέα της καμήλας κάνει πάλι μια βόλτα στο χωριό, καλώντας τους κατοίκους σε χορό και διασκέδαση.

Κορυφαίος στο χορό είναι ο λεγόμενος σταχτής, που κρατάει μια κάλτσα γεμάτη με στάχτη, με την οποία χτυπά όποιον εμποδίζει να αναπτυχθεί ο κύκλος του χορού. Ακολουθούν ηλικιωμένες γυναίκες και ηλικιωμένοι άντρες.
Στη διάρκεια της γιορτής γίνονται και διάφορες αναπαραστάσεις σκηνών της καθημερινής χωρικής ζωής (σπορά, θερισμός κλπ.). Ακολουθεί και εδώ σατιρική αναπαράσταση τοπικού γάμου, που δίνει την ευκαιρία να διαρκέσει ο πανηγυρισμός μέχρι αργά το βράδυ, με άφθονη κατανάλωση τσίπουρου.

Αράπηδες Ξηροποτάμου
Στον Ξηροπόταμο το δρώμενο γίνεται στις 7 Ιανουαρίου και η ομάδα των μεταμφιεσμένων αποτελείται και εκεί από Τσολιάδες, Νύφες και Αράπηδες, παλαιότερα και από αρκούδα με τον αρκουδιάρη.

Το δρώμενο είναι όμοιο με αυτό στο Μοναστηράκι, με καθολική και εδώ συμμετοχή των κατοίκων και των επισκεπτών και με παρουσίαση χορών στην πλατεία του χωριού τις απογευματινές ώρες από τον τοπικό Πολιτιστικό Σύλλογο.

Προηγουμένως η παρέα των μεταμφιεσμένων έχει επισκεφτεί τα σπίτια του χωριού που έχουν Γιάννη, όπου εύχονται και δέχονται τα σχετικά κεράσματα.

Στους Πύργους, την ημέρα των Θεοφανείων, «είσαι υποχρεωμένος, μετά τη διασκέδαση όλη νύχτα, να πας στο σπίτι σου και να ντυθείς καρναβάλι και μετά να γυρίσεις ξανά στο γλέντι. Οι στολές είναι φτιαγμένες με δέρματα, προβιές και κουδούνια. Και μετά όλη τη μέρα τ’ αϊΓιαννιού συνεχίζεται το Καρναβάλι, που το ξημερώνομε μέχρι την επόμενη μέρα».

Οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου παίρνουν περισσότερο συγκροτημένη μορφή στην Καλή Βρύση, στη διάρκεια ενός γιορταστικού τριημέρου, με ευρύτερο εθιμολογικό πλαισίωμα, το οποίο αρχίζει την παραμονή των Θεοφανείων.

Οι νοικοκυρές ξημερώνοντας παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω-γύρω από το σπίτι, προφέροντας εξορκιστικές φράσεις, «για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το σπίτι το καλοκαίρι.

Η στάχτη είναι από το Δωδεκάμερο, ένα κούτσουρο είναι στο τζάκι και δεν παύει η φωτιά του μέρα-νύχτα».

Οι δοξασίες για τα πλάσματα αυτά της νεοελληνικής μυθοπλαστίας είναι και εδώ οι γνωστές: «Τα καλακάντζουρα βγαίνουν την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή των Θεοφανείων. Η στάχτη γι’ αυτό ρίχνεται. Κι ο παπάς γι’ αυτό φωτίζει.

 Είναι σα διάβολοι και βγαίνουν τη νύχτα, φαντάσματα. Ήλεγαν πως πειράζουν τον κόσμο. Άμα φωνάξουνε τα πετεινάρια, φεύγουνε».

Το βράδυ επαναλαμβάνεται το τελετουργικό δείπνο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς: «Μαζεύεται όλη η οικογένεια και βάζουν στο τραπέζι το τσουρέκι και σ’ ένα πιάτο βάζουν στάρι, καπνό, καλαμπόκι και ό,τι άλλο παράγει το σπίτι και το βάζουν κι αυτό στο τραπέζι. Όλη μέρα λάδι δεν τρώμε, νηστεύομε. Η οικογένεια στέκει γύρω από το τραπέζι. Θα πάρει ο αρχηγός της οικογένειας το θυμιατό και θα θυμιανίζει όλα τα άτομα και τις εικόνες και όλο το σπίτι. Πρώτα θυμιανίζει το τραπέζι. Και ύστερα τα δωμάτια και μετά κατεβαίνει στο αχούρι και θυμιανίζει όλα τα ζώα. Παίρνει μετά το τσουρέκι και όσα άτομα είναι τόσα κομματάκια κόβει και τα βάζει σε ένα ποτήρι που έχει κρασί, πάνω στο τραπέζι. Μετά παίρνει πρώτα αυτός ένα κομμάτι ψωμί και πίνει και μια γουλιά κρασί. Ακολουθεί το ίδιο κατά ηλικία, μέχρι τον μικρότερο. Μετά αρχινάμε να τρώμε».

Την επαύριο  6 Ιανουαρίου, ημέρα των Θεοφανείων, τελείται ο αγιασμός κατά την εκκλησιαστική τάξη και το εθιμολογικό τυπικό. Ακολουθεί η ανάδειξη του λεγόμενου «κουμπάρου».

Γίνεται δηλαδή πλειοδοσία και «όποιος δώσει τα πιο πολλά γίνεται ο κουμπάρος και παίρνει την εικόνα και τη βαστάει μέχρι να περάσει όλος ο κόσμος να χαιρετήσει την εικόνα και του λένε ‘πάντα άξιος’. Όταν τελειώσει όλος ο κόσμος, ο παπάς και οι ψαλτάδες πααίνουν με τον κουμπάρο στο σπίτι του και τον εύχονται χρόνια πολλά. Ο κουμπάρος μέχρι την άλλη μέρα έχει την εικόνα στο σπίτι του και πααίνει κόσμος και τον επισκέπτεται σαν ονομασία (ονομαστική εορτή)».
Κάθε νοικοκύρης επιστρέφοντας στο σπίτι του από την εκκλησία, έφερνε αναμμένο το κερί που κρατούσε στη διάρκεια του αγιασμού και με τη φλόγα του έκαιγαν τις ουρές των βοδιών, «για να μην τα πιάνουν μύγες το καλοκαίρι». Παλαιότερα υπήρχε και το έθιμο την ημέρα αυτή να προσπαθεί να ρίξει ο ένας τον άλλο σε νερό: «Τον βάφτιζαν. Δε θύμωνε κανείς. Ήταν χαντέτι (έθιμο)».
Με το πέρας της τελετής του αγιασμού έχουν ήδη συγκεντρωθεί έξω από την εκκλησία τα Μπαμπούγερα, μεταμφιεσμένοι με ζωόμορφη όψη και ζωσμένοι πέντε μεγάλα ποιμενικά κουδούνια. Με τη θορυβώδη παρουσία τους δίδουν έναν εντελώς ιδιαίτερο τόνο στο όλο σκηνικό.
Ομάδες-ομάδες τα Μπαμπούγερα ή χωριστά καθένα γυρίζουν τους δρόμους και τους δρομίσκους του χωριού, κυνηγώντας όσους συναντούν με εύθυμα πειράγματα. Συνεχή τρεχάματα, ήχοι κουδουνιών, χαρούμενα ξεφωνητά, ζωόμορφη μεταμφίεση, πλακόστρωτοι δρόμοι, η συνηθισμένη την εποχή αυτή ομίχλη του βορειοελλαδικού τοπίου, ορχηστικές κινήσεις, δίνουν αίσθηση χώρου και χρόνου εξωπραγματική.

Μπαμπούγερα ντύνονται και παιδιά, στοιχείο που προοιωνίζεται τη συνέχεια και συνέχιση του εθίμου, το οποίο στην Καλή Βρύση βιώνεται ως έκφραση ψυχικής ανάγκης και λειτουργεί ως συνειδητό χρέος στην προγονική κληρονομιά.

Τα Μπαμπούγερα επαναλαμβάνονται και τις δύο επόμενες ημέρες, 7 και 8 Ιανουαρίου, με την ίδια πάντοτε ζωντάνια και εύθυμη διάθεση.
Αποκορύφωμα και λήξη του γιορτασμού αποτελεί και εδώ σατιρική αναπαράσταση γάμου στις 8 Ιανουαρίου, με συμμετοχή στη χαρά και το γλέντι όλου του χωριού και των πολλών επισκεπτών, που τη μέρα αυτή συρρέουν στην Καλή Βρύση όχι μόνο από την περιοχή της Δράμας, αλλά και από μακρινά μέρη.

Η αναπαράσταση μιμείται το τοπικό εθιμικό τυπικό, με κάποιους νεοτερισμούς ή ευρηματικές προσαρμογές στην πραγματικότητα.

Αναπαράσταση γάμου, Μπαμπούγερα Κ.Βρύσης
Στη στέψη π.χ., ο υποδυόμενος τον παπά, ξεφεύγοντας από τη μίμηση της θρησκευτικής τελετουργίας, προτιμά τη διαδικασία του πολιτικού γάμου, με ευτράπελες παραινέσεις στο ζεύγος, για αγάπη και υπακοή.

 Κοινό όμως ποτήριο υπάρχει, έστω και με μορφή φιάλης ούζου.

Αναπαράσταση γάμου, Μπαμπούγερα Κ.Βρύσης
 Υπάρχουν επίσης τα παραδοσιακά γαμήλια ψωμιά, με την τελετουργική και δοξασιακή πλαισίωση. Γενικά, ακολουθείται η εθιμολογία σε όλες τις φάσεις: ξύρισμα γαμπρού, ντύσιμο νύφης, νυφόπαρμα, αποχαιρετισμός των οικείων της, μεταφορά των προικιών, γαμήλια πομπή με επικεφαλής γκάιντες και νταχαρέδες, στέψη, χαιρετισμός των νεονύμφων με προσφορά χαρτονομισμάτων που καρφιτσώνονται στο στήθος τους κλπ.

Εντυπωσιακό στοιχείο αποτελεί η ξαφνική αρπαγή της νύφης από τα Μπαμπούγερα, η οποία όμως αμέσως απελευθερώνεται.

Παρότι το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως υστερογενές, αποτελεί παραδοσιακό μοτίβο. Αυτονόητο, βέβαια, ότι νύφη είναι κάποιος νέος με ψεύτικα στήθη και μαλλιά: «Γίνεται νύφη ένας άντρας, γίνεται και γαμπρός άλλος, ντύνονται και τσολιάδες, ντύνεται και παπάς κάποιος και μαζεύονται σ’ ένα σπίτι.

Απέ κει πάνε με γκάιντες και νταχαρέδες στην πλατεία τον χωριού κι εκεί κάνουν τη στέψη, ψεύτικη να πούμε. Κάνουν όπως στον αληθινό γάμο με το κρασί, χαιρετούν τη νύφη και το γαμπρό, τους βάζουν ψεύτικους παράδες όπως κάνουν στο γάμο και για κουφέτα τούς πετάνε καλαμπόκι και ρύζι ‘για να ριζώσουν’. Μετά χορεύουν και γλεντούν μέχρι τη νύχτα και μετά τελειώνουν όλες οι γιορτές και ξαναπιάνομε τα παστάλια».

Την τρίτη επίσης ημέρα, 8 Ιανουαρίου, της αγίας Δομνίκης, τιμούσαν τη μαμμή, της οποίας η παρουσία ήταν τόσο πολύτιμη στην παραδοσιακή κοινότητα και κοινωνία: «Παλιά έναν καιρό, έρχονταν οι γυναίκες στη μαμμή μ’ ένα πορτοκάλι και μ’ ένα δώρο. Έφερναν και σαπούνι κι ένα μαντήλι. Έκαναν τρεις μετάνοιες, της φιλούσαν το χέρι και έλεγαν:

‘Συγχώρεσέ με’. Αυτή τους έλεγε: Συγχωρεμένα κι από μένα κι από το Θεό’. Κάθονταν, τις κέρναγε και έφευγαν».

Όμοια συνηθίζονται και σε άλλα χωριά, όπως στον Βώλακα, όπου:

«Την τρίτη μέρα τα Θεοφάνεια πηγαίνουνε όλες οι γυναίκες που ξεγέννησε στη μαμμή και τής φέρνουν από ένα ποτήρι νερό, μια πλάκα σαπούνι και ο,77 θέλουν, μαντήλια, πετσέτες, τσουράπια. Χύνουν νερό να πλυθεί η μπάμπω και θα σε πει αυτή: Εύκολα να γεννάτε’. Η μαμμή βράζει φαΐ και θα φάνε όλες οι γυναίκες που ήρθαν μαζί».
Στο έθιμο αυτό της 8ης Ιανουαρίου προς τιμήν της μαμμής, διασώζονται στοιχεία από ανάλογες τελετές της αρχαιότητας, με έντονο γονιμικό χαρακτήρα, όπως ήταν τα Θεσμοφόρια και τα Αλώα, όσο και αν σήμερα υπερτονίζεται το εύθυμο στοιχείο με επίδραση της σύγχρονης αστικής ζωής.
Τα Θεσμοφόρια ήταν γυναικεία και συγχρόνως αγροτική εορτή, κατά την οποία οι γυναίκες επικαλούνταν γονιμότητα για τη γη και τον εαυτό τους, ενώ στα Αλώα, που τελούνταν την 26η Ποσειδαιώνος (αρχές Ιανουαρίου) στην Ελευσίνα, έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες, με τολμηρά πειράγματα και φαλλόμορφα σύμβολα.

Τα δρώμενα στον Βώλακα, στην Καλή Βρύση, στο Μοναστηράκι, στην Πετρούσα, στους Πύργους και στον Ξηροπόταμο, με το γενικότερο εθιμολογικό πλαισίωμα, αποτελούν τοπικές παραλλαγές του εθίμου των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, που έχουν επιβιώσει σήμερα με εκπληκτική ζωντάνια στον Βορειοελλαδικό χώρο, διασώζοντας και συνεχίζοντας αρχαιοτάτη παράδοση.

Ο Ν.Γ. Πολίτης, ο θεμελιωτής της Ελληνικής Λαογραφίας ως επιστήμης, κάνει για το έθιμο τούτο εκτενή λόγο.
 Αφορμή παίρνει από την έρευνά του για τη δοξασία τη σχετική με τους καλικάντζαρους.

 Το συμπέρασμα που καταλήγει είναι ότι το ενδόσιμο στη φαντασία του λαού να πλάσει τα δαιμονικά αυτά όντα του Δωδεκαημέρου, έδωσαν ακριβώς οι μεταμφιεσμένοι της ίδιας περιόδου. Το έθιμο, δηλαδή, προϋπήρχε της δοξασίας.

Όπως είναι γνωστό, κατά την περίοδο του σημερινού Δωδεκαημέρου τελούνταν πολυάριθμες πανηγύρεις των εθνικών, τις οποίες δεν μπόρεσαν να εκτοπίσουν και να αφανίσουν, και μάλιστα στην ύπαιθρο, οι χριστιανικές γιορτές που τοποθετήθηκαν στις ημέρες αυτές.

Λίγες μέρες πριν από τις χειμερινές τροπές του Ήλιου ήταν τα Σατουρνάλια, γύρω στις 17 Δεκεμβρίουστις 25 γιορτάζονταν τα Βρουμάλιατην πρώτη Ιανουαρίου πανηγυρίζονταν με μεγαλοπρέπεια αι Καλάνδαι, μια από τις μεγαλύτερες γιορτές του ρωμαϊκού ημερολογίουστις 3 Ιανουαρίου γιορτάζονταν τα Βότα ή Βοτά, δηλαδή οι ευχέςστις 4 τα Λαρεντάλια και στις 7 του ίδιου μήνα ετιμάτο ο Ιανός.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παγανιστικών αυτών γιορτών, ιδιαίτερα των Καλανδών, ήταν οι μεταμφιέσεις. Είχαν όμως εισαχθεί σ’ αυτές από την αρχαία ελληνική θρησκεία και μάλιστα από τον διονυσιακό λατρευτικό κύκλο.

 Έτσι, με την τέλεση των εθνικών γιορτών εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ακμή και το έθος των μεταμφιέσεων, παρά την αντίδραση που συνάντησε. Οι σχετικές μαρτυρίες και αναφορές είναι αρκετές.
Τον 2ο αιώνα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μιλεί περί των συγχρόνων του, των «κατά τάς πομπάς σχηματιζομένων» και τον 4ο αιώνα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κατηγορεί τους Χριστιανούς, επειδή «αφανίζουν» το πρόσωπό τους κατά ειδωλολατρική συνήθεια. Τον 6ο αιώνα εξάλλου ο επίσκοπος Ταφάρων Γρηγέντιος κάνει λόγο για τους «τά δερμάτινα πρόσωπα ένδιδυσκσμένονς καί επί τής άγοράς παίζοντας».

Ότι και τον επόμενο αιώνα συνεχίζονταν οι μεταμφιέσεις μαρτυρεί ο 62ος κανών της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου (το 691-692), ο οποίος καταδικάζει όχι μόνο τις παγανιστικές γιορτές, αλλά και τις μεταμφιέσεις ειδικότερα:

«Τάς οϋτω λεγομένας Καλάνδας, καί τά λεγάμενα Βοτά, καί τά καλούμενα Βρουμάλια... καθάπαξ εκ τής των πιστών πολιτείας παριαιρεθήναι βονλόμεθα... μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ένδιδύσκεσθαι, ή γυναίκα την άνδράσιν αρμόδιον. ’Αλλά μήτε προσωπεία κωμικά, ή σατυρικά, ή τραγικά ύποδύεσθαι...».

Παρά την απαγόρευση αυτή όμως, στο μαρτυρολογίο του αγίου Δασίου που γράφηκε τον 10ο αι., βρίσκομε τη μαρτυρία ότι:

Αράπης Βώλακα
«εν γάρ τή ημέρα των Καλανδών Ίανουαρίων μάταιοι άνθρωποι, τώ εθει των 'Ελλήνων έξακολουθοϋντες, 
χριστιανοί ονομαζόμενοι, 
μετά παμμεγέθους πομπής προέρχονται, 
έναλλάττοντες την εαυτών φύσιν καί τόν τρόπον, 
καί μορφήν τού διαβόλου ένδύονταιαίγείοις δέρμασι περιδεβλημένσι,
 τό πρόσωπον ένηλλαγμένοι, άποβάλλουσιν έν ω άνεγεννήθησαν άγαθώ...».

Τον 12ο αι. ο Θεόδωρος Βαλσαμών, σχολιάζοντας τον παραπάνω συνοδικό κανόνα, λέγει, αναφερόμενος στη γιορτή των Καλανδών,
«όπερ καί μέχρι τού νϋν παρά τινων αγροτών γίνεται κατά τάς πρώτας ημέρας τοϋ Ιανουαρίου μηνάς».

Ο ίδιος ομολογεί ότι στην εποχή του, παρά τις απαγορεύσεις, το έθος των μεταμφιέσεων βρισκόταν σε ακμή, κατά παλαιά παράδοση.

Ενδιαφέρουσα για την ψυχολογική θεώρηση του εθίμου είναι η μαρτυρία που δίνει ο Βαλσαμών, πως όταν ρώτησε για ποιό λόγο γίνεται το έθιμο, τότε: «ουδέν τι έτερον ήκουσα, άλλ’ ή εκ μακράς συνήθειας ταϋτα τελεΐσθαι».

Το γεγονός ότι οι μεταμφιέσεις έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, δεν είναι δυσεξήγητο. Διότι από τις ευετηρικές τελετές, τις τελετές δηλαδή που αποσκοπούσαν στην καλή χρονιά με την ευρύτερη έννοιά της, της καλής υγείας και της πλούσιας καρποφορίας, όπως ήταν οι Διονυσιακές, ο λαός κράτησε κυρίως το εύθυμο στοιχείο, μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα χαράς και πανηγυρισμού, όπως αυτό του Δωδεκαημέρου.

Με τις δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις διασώθηκαν και άλλα στοιχεία της ελληνικής αρχαιότητας, μέσω των ρωμαϊκών και των βυζαντινών χρόνων.
 Ένα παράδειγμα αρκεί: 

η αναπαράσταση γάμου στην Καλή Βρύση και στα άλλα χωριά, απστελεί παραδοσιακό στοιχείο, που βρίσκομε σε αρκετές παρεμφερείς εκδηλώσεις.
Με ανάλογο όμως τρόπο και στα Αθηναϊκά Ανθεστήρια, τη δεύτερη μέρα, που λεγόταν Χόες, γινόταν επισήμως γάμος του Διονύσου, τον οποίο υποδυόταν ο άρχων βασιλεύς, με τη βασίλιννα στο Βουκόλιο.
Στα κατ’ Αγρούς Διονύσια εξάλλου, ο λατρευτικός θίασος περιερχόταν στους συνοικισμούς και οι κωμαστές πείραζαν όλους, όπως σήμερα οι μεταμφιεσμένοι.

Η μεταμφίεση γενικότερα, ανεξάρτητα από το χώρο και το χρόνο που παρουσιάζεται, αποτελεί συνήθεια που πραγματικά χάνεται στα βάθη του αχανούς παρελθόντος, γνωστή και σε αρχαίους και σε νεότερους λαούς κάθε πολιτιστικής βαθμίδας.

Αράπης Βώλακα
Αφετηρία της αποτελεί η δοξασία ότι αυτός που ντύνεται δέρμα ζώου ή φορεί προσωπίδα, όσο διαρκεί η μεταμφίεση, ενσαρκώνει εκείνο που εικονίζει και έχει τη δύναμη και τις ικανότητές του.

Η αρχική χρήση της προσωπίδας, καθώς και η λοιπή μεταμφίεση, πρέπει να σχετίζεται με τη λατρεία των προγόνων, όπως αυτή εκδηλώθηκε ήδη στη νεολιθική εποχή και όπως διαπιστώθηκε η ύπαρξή της στη ζωή των λεγομένων πρωτογόνων λαών. 
Οι αρχέγονοι λαοί, και μάλιστα οι γεωργικοί, είχαν κάθε χρόνο την ευκαιρία να ζουν το θαύμα της ανανέωσης της ζωής. 

Ο σπόρος που ρίχνεται στη γη και στη συνέχεια βλαστάνει, είναι ένα συγκλονιστικό βίωμα που απετέλεσε κεντρικό θέμα θρησκειών και φιλοσοφιών, αφού πρώτα επηρέασε βαθιά τη σκέψη και τη ζωή του ανθρώπου. Κάτι παρόμοιο με το φαινόμενο αυτό φαντάστηκαν ότι θα συνέβαινε και με τους πεθαμένους προγόνους και αυτούς παρίσταναν οι μεταμφιεσμένοι, προσδοκώντας την εύνοια και προστασία τους.

Εκτός από τους προγόνους, οι μάσκες, στην αρχική λατρευτική χρήση τους, φαίνεται ότι συμβόλιζαν και τις θεότητες της βλάστησης, τις μορφές εκείνες που, όπως πίστευαν, παρουσιάζονταν στο θερισμό και σε άλλες γεωργικές ασχολίες και γιορτές, ως ενσάρκωση του πνεύματος του σιταριού και της καρποφορίας γενικότερα.

Αλλά βέβαια, πέραν από κάθε εθνολογική θεωρία ή λαογραφική ερμηνεία δεν πρέπει, τουλάχιστο για την αστική μορφή της, να παραβλέπονται και οι καθαρά ψυχολογικοί λόγοι, η ανάγκη δηλαδή της μεταμφίεσης σε μια πλατύτερη έννοια, που ξεκινά από την προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει τον πεπερασμένο εαυτό του.


Ανατολική Ρωμυλία: Τα έθιμα- χαντέτια του Δωδεκαημέρου.Πρωτοχρονιάτικα έθιμα. Το δρώμενο της Καμήλας.

$
0
0
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Πήγαινε στα δημοτικά τραγούδια, 
στη δημοτική τέχνη και στη χωριάτικη και λαϊκή ζωή, 
για να βρεις τη γλώσσα σου και την ψυχή σου 
και μ’ αυτά τα εφόδια  αν έχεις ορμή μέσα σου
 και φύσημα θα πλάσεις ό,τι θέλεις, 
παράδοση και πολιτισμό
 και αλήθεια και φιλοσοφία.

Ίων Δραγούμης  

Το δρώμενο της Καμήλας.


της Ελένης Δάγκα 
απόσπασμα έρευνας της σκηνογράφου-ενδυματολόγου 
(υποψήφιας διδάκτορος τμήματος Θεάτρου -Σχολή Καλών Τεχνών, ΑΠΘ)
(αναρτησμένο στο facebook)
  (οι φωτογραφίες είναι επιλογή Yauna)

Το δρώμενο της Καμήλας, ιδιαίτερα διαδεδομένο στο παρελθόν, αλλά και σήμερα, στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη (από τον Πόντο ως την Πόλη και από την Ουκρανία ως την Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη νότια Αυστρία και τη Σλοβενία), εμφανίζεται ως μεταμφίεση τελετουργικού χαρακτήρα με «αόριστη γονιμοποιητική σημασία».[1] 

Το έθιμο, που με διαφορετικές παραλλαγές –αλλά πάντα πάνω στο ίδιο μοτίβο- το συναντάμε σε ολόκληρη την Ελλάδα,[2] 
συνηθίζεται από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας 
μέσα στις γιορτές του Δωδεκαημέρου,
 και πιο συγκεκριμένα, κατά την παραμονή της πρωτοχρονιάς. 

Ο Β. Πούχνερ (Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια) υποστηρίζει, βέβαια, 
πως στον ελληνικό χώρο καλούνται «καμήλες» οι μεταμφιεσμένοι 
και μουτζουρωμένοι με καπνιά,
ντυμένοι με κουρέλια,
Βώλακας
 προβιές και κουδούνια.[3] 

Εντούτοις, όσο κι αν μιλήσαμε με τους ανθρώπους της Θράκης δεν αναφέρθηκε ποτέ αυτός ο χαρακτηρισμός –που δεν μπορούμε, φυσικά, να αμφισβητήσουμε πως ίσως ισχύει για άλλες περιοχές της Ελλάδας- για τους ‘μουτζουρωμένους’ της αποκριάς ή άλλων εθίμων.

Ο σκοπός του εθίμου της Καμήλας, μοιάζει να έχει χαθεί, μαζί με την προέλευσή του. 

Όπως κάθε αγερμός έχει σαν στόχο την ανταλλαγή ευχών για ‘καλοχρονιά’, γονιμότητα και υγεία. Άγνωστοι όμως παραμένουν οι λόγοι κατασκευής ενός τέτοιου ομοιώματος.

 Η καμήλα πιστεύεται, μας είπαν, ως ζώο που συμβολίζει την αφθονία. 

Θεωρούμε, όμως, πως αυτή είναι, μάλλον, μία εκ των υστέρων εξήγηση των σύγχρονών μας –ή λίγο γηραιότερων- που τους τέθηκε αυτό το ερώτημα. 

Υπάρχει, πάντα, και η προφανής απάντηση ότι το πλούσιο εμπόριο ερχόταν στη Θράκη από το Βυζάντιο και την Ανατολή με καμήλες, γι’ αυτό και οι νέοι έμαθαν να συλλέγουν τα συμβολικά ‘δώρα’ του αγερμού τους με αυτό το υπομονετικό ζώο. 

Ή αντίθετα, ότι αφού ο κίνδυνος της επιδρομής κατέφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή και την Οθωμανική αυτοκρατορία με καμήλες, οι Βαλκάνιοι ξόρκισαν τους φόβους τους με μια ‘μαγική’ ιεροπραξία που αντικαθιστούσε το αρνητικό με το θετικό.[4] 

Όπως και να έχει ο συμβολισμός του ομοιώματος δεν μας είναι ξεκάθαρος.[5]

Ακόμη και τα παιχνίδια της με τον καμηλιέρη, όταν προσποιείται πως πεθαίνει κι έπειτα ανασταίνεται με την προσφορά κρασιού ή άλλων δώρων δεν φαίνεται να έχουν την ίδια σκοπιμότητα με το θάνατο και την ανάσταση του Τζαμαλάρη στο συγγενικό της έθιμο της σποράς. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο δρώμενο είναι αρκετά φτωχό σε συμβολισμούς, αντίθετα πλουσιότερο σε δράση που συμβαίνει προς χάριν των θεατών, κάτι που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα σε επόμενη ενότητα.    
             
Η μεταμφίεση και ο τρόπος κατασκευής του ομοιώματος της καμήλας είναι γνωστός και παντού ο ίδιος. 

Μπάμπιντεν Πετρούσα Δράμας
Ο Καμηλιέρης ή Ντιβιτζής ή Χιμπιτζής που συνοδεύει το ομοίωμα της καμήλας ή, σε κάποιες περιοχές, το ξόανο με το μακρύ λαιμό και το σαγόνι που ανοιγοκλείνει μηχανικά είναι συνήθως μεταμφιεσμένος είτε σε ανατολίτη, είτε με προβιές, ενώ οι συνοδοί του είναι φορτωμένοι με κουδούνια και μουτζουρωμένοι, όπως άλλωστε και στα περισσότερα λαϊκά δρώμενα.

 Όσο για την κατασκευή, αν και τα όρια ανάμεσα στα τετράποδα είναι ρευστά,[6] 
εντούτοις παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο κατασκευαζόταν σε όλες –ανεξαιρέτως- τις περιοχές η καμήλα. 

Πιο συγκεκριμένα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως αν και ενδιέφερε η αληθοφάνεια (γι’ αυτό και οι λεπτομερείς περιγραφές και η χρήση δέρματος στο λαιμό ή το κεφάλι), το ομοίωμα δινόταν σχηματικά, με κάποια στοιχεία, σχεδόν σουρεαλιστικά θα έλεγε κανείς, κι όμως αυτό ακριβώς συντελούσε στην αίσθηση της πιστής απεικόνισης.[7] 

Για παράδειγμα, συχνότατα χρησιμοποιούσαν κρανίο πρόβατου ή σκύλου για το κεφάλιτου ομοιώματος, τα οποία διαφέρουν πολύ από το κρανίο της καμήλας, 
ή κατασκεύαζαν με δυο ξύλα –τυλιγμένα με δέρμα ζώου- απλώς ένα σαγόνι. 

Επιπλέον, αν και είναι ξεκάθαρο πως το σύμβολο του δρωμένου είναι μια θηλυκή οντότητα, εντούτοις η κατασκευή παραπέμπει σε ένα πλάσμα άφυλο και εξορίζει από το δρώμενο αυτό κάθε στοιχείο σεξουαλικότητας, γεγονός ιδιαίτερα περίεργο για μια τελετή τέτοιου είδους.

Αναφορές στη βιβλιογραφία 

Θούριο
Το 1969, καταγράφεται από τον Δ. Κτενίδη, η Καμήλα στο Θούριο Διδυμοτείχου.

 Το έθιμο θεωρείται –προφανώς με αφορμή την ημερομηνία τέλεσής του- ως αναπαράσταση του ταξιδιού του Αγίου Βασιλείου από τα βάθη της Ανατολής. 

Σάππες 
Η τελετουργία του δρωμένου είναι απλή, πρόκειται για ένα αγερμό την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, κατά τον οποίο, πολλές ομάδες νέων -μία ομάδα νέων στο παρελθόν του χωριού όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας- γυρνούν στα σπίτια του χωριού μεταφέροντας ευχές, τραγουδώντας, χορεύοντας, κάνοντας αστείες και μιμικές κινήσεις, και στους οποίους οι νοικοκυραίοι προσφέρουν χρήματα ως ανταμοιβή. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κατασκευή της καμήλας.

Κατασκευάζουν πρώτα ένα πλαίσιο από ξύλα σε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου με τις πλάγιες πλευρές μεγαλύτερες από τις παράλληλες, οι οποίες εξέχουν λίγο. 

Επάνω σε αυτό το πλαίσιο στηρίζουν ένα σκελετό από βέργες μουριάς καμπουριαστό. Πάνω στο σκελετό αυτό εφαρμόζουν κουβέρτες χρώματος σταχτί κι έτσι σχηματίζεται ο κορμός της καμήλας.

 Ένα κομμάτι ξύλο τυλιγμένο με δέρμα λαγού αποτελεί το λαιμό και ένα κρανίο προβάτου ή σκύλου αποτελεί το κεφάλι. 
Δύο γυαλιστεροί βόλοι αποτελούν τα μάτια και μια κόκκινη πιπεριά τη γλώσσα. 

Η ουρά κατασκευάζεται με μια λωρίδα από προβιά ή μια φούντα από μαλλιά κατάλληλα πλεγμένα.  Όλο αυτό το σύστημα το ανασηκώνουν δύο νέοι, το σώμα των οποίων κρύβεται και προβάλλουν μόνο τα τέσσερα πόδια. Στο λαιμό κρεμούν ένα κουδούνι.[8]

Την Καμήλα ακολουθεί πάντα ο Καμηλιέρης,μεταμφιεσμένος σε ανατολίτη (φορώντας γυναικεία ρούχα) και μαυρισμένος με φούμο, ενώ στις ομάδες υπάρχει πάντα ένας ταμίας, και συχνά και οργανοπαίχτες.

Γαλάτιστα Χαλκιδικής
Ο Ι. Πραντσίδης στη διδακτορική διατριβή[9] του αναφέρει πως στο Ακ Μπουρνάρ της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Inzovo Βουλγαρίας) 
το έθιμο της Kαμήλας τελούνταν αποκλειστικά από άντρες, 
που επιλέγονταν προσεκτικά με κριτήριο,
 όχι μόνο την καλή γνώση του εθίμου και των στιχομυθιών που επαναλαμβάνονταν, 
αλλά και την ευχέρεια τους στο λόγο, 
τους αστεϊσμούς, 
καθώς και την άνεσή τους μπροστά στο κοινό τους,
 μια και θα ξεστόμιζαν φράσεις με άσεμνο περιεχόμενο.

 Τα πρόσωπα του εθίμου ήταν ο Ντιβιτζής, δηλαδή ο καμηλιέρης με την καμήλα του, μια δεύτερη καμήλα που κυκλοφορούσε ελεύθερη, οι δυο παππούκες και οι οργανοπαίχτες (με γκάιντα και νταούλι). 

Τα ομοιώματα της καμήλας ήταν κατασκευασμένα από ξύλα, επενδυμένα με υφαντές κουρελούδες, ενώ ο λαιμός και το σαγόνι, χάριν της αληθοφάνειας επενδύονταν με προβιές. 

Το σαγόνι της κατασκευής αυτής ήταν δεμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανοιγοκλείνει με ευκολία, ενώ γύρω από το σώμα της κρεμούσαν κουδούνια. Την καμήλα κουβαλούσε ένας άντρας στην πλάτη του, με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβεται κάτω από την καμπούρα της και να φαίνονται μόνο τα πόδια του.

Καβακλή-Νέο Μοναστήρι. Ντιβιτζής κρατάει το τοπούζι.
Ο Ντιβιτζής φορούσε ανάποδα ένα μακρύ παλτό επενδυμένο με προβιά (την κουζιούφκα), ένα ψηλό κωνοειδές καπέλο ντυμένο με ύφασμα ή δέρμα, το καούκι, τσαρούχια και από πάνω μπιάλια(:άσπρες γκέτες) ενώ μαύριζε το πρόσωπό του με καπνιά. 

Στη μέση του έδενε μια μεταλλική βέργα με γάντζο (τον άλσο), που όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας χρησιμοποιούσαν πάνω από το τζάκι για να κρεμάνε τα μπακιρένια σκεύη, και κρατούσε στα χέρια ένα ξύλινο σπαθί και το τοπούζι
ένα κοντό ρόπαλο
 σε σχήμα φαλλού. 

Ο παππούκας φορούσε παλιά ρούχα και ένα δερμάτινο προσωπείο με γένια και κέρατα,[10] ενώ κρατούσε στο χέρι και μία λεπτή βέργα.        
  
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι άντρες επισκέπτονταν τον Ντιβιτζή για να τον προσκαλέσουν στο έθιμο. 
Νέα Ορεστιάδα

Εκείνος αρχικά, προσποιούνταν πως δεν θέλει και τους ανάγκαζε να τον παρακαλούν, μέχρι να του υποσχεθούν κάποιο δώρο. 


Αφού τον έπειθαν, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το σπίτι του παπά, το πρώτο σπίτι που έπρεπε σύμφωνα με το έθιμο να επισκεφθούν. 
Ακολουθούσε επίσκεψη σε όλα τα σπίτια του χωριού ως το πρωί.[11] 

Σε κάθε πόρτα που έφταναν ο Ντιβιτζήςρωτούσε το νοικοκύρη αν ήθελε να του χορέψει η Καμήλα

Αν ο τελευταίος δεχόταν, ακολουθούσαν διάφορα αστεία που ολοκληρώνονταν με το συμβολικό θάνατο και την ανάσταση της Καμήλας.


Αφιντικό να χουρέψη η καμήουα;
 Η τόπους είνι ιρός; 
ντιμέκ είνι βαρά η καμήουα να μην πατώσ(ει). 
Ιντάξ(ει) ιρός είνι, λέει τ’ αφεντικό.
 Χιρνά η γκάιντα να ουαλεί,
πιάν(ει) αυτός ‘ν καμήουα,
 ‘ν παένει κι φιουά του χερ(ι) τ’ αφεντικού, 
σ’ αφεντικίνας, ύστιρα χιρνά να χουρεύ(ει). 
Χουρεύ(ει) ως καπ, 
α σουρήξ(ει) νιάφρα η γκάιντα ξιέρν(ει) η καμήουα. 
Πεφτν οι παπούκες πχακών
 ‘ν καμήουα να τ’ σφαξν
 να μην πάει τζιάμπα.
 […]
 Ιρνά κατ’ αφιντικό τουν φτα, 
δεν ντρέπισι να μη πεις ψέμματα,
 η τόπους δεν ήταν ιρός και ξέορι του χαϊβάν(ι). 
[…]
Παέν(ει) ως καπ ιρνά, κοίταξι λέει, 
του χαϊβάν(ι) ψόφσι που ψόφσι να βρούμι κάνα φάρμακο
 να του δώσουμι, 
να ιδούμι δα να πιράσ(ει); 
Λέει, τίπτας αν εχς κρασί να του δώσουμι…
 […] 
Τ’ δίν(ει) ‘ν καμήουα, 
να πιη κι άθραπους ουπχάτ, 
πάλι δεν ένιτι δλεια, 
η καμήουα δεν ταράζιτι, 
να ιδούμε κάνα ξούρ(ι) θα ‘χει. [
…] 
Τηράει, λέει, ε αφιντικό κοίταξ(ει) 
η δλεια που είνι, 
δα ξιίρι του πέταουτς μη του νύχ(ι) μαζί, 
αν έχς κάνα πέταου που να γράφ(ει) 20, 50 λέφια να ‘ν καλιγώσουμι,
 θα σκουθεί.[12]

Σάππες
            Μετά το φιλοδώρημα της καμήλας ακολουθούσαν ευχές και ένα ξόρκι στα τουρκοελληνικά για καλή σοδειά και γονιμότητα με την ακόλουθη κατάληξη: 
«σικινίντα μπιρικέτ(ι) σικινίντα κουβέτ(ι)», 
δηλαδή «καλή δύναμη και σοδειά στο φαλλό μας».

Η σκηνή τελείωνε με χορό, που σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διατριβή, αλλά και το πληροφοριακό υλικό που συγκεντρώσαμε μέσα από συνεντεύξεις για την περιοχή, ήταν συγκεκριμένος και ονομαζόταν ‘καμηλίτικος’ (ζωναράδικος χορός).

 Στο χορό αυτό οι πρωταγωνιστές είχαν συγκεκριμένες θέσεις και χόρευαν μπρος- πίσω, δίχως να μετακινούνται προς τα δεξιά. 
Έπειτα ξεκινούσαν για το επόμενο νοικοκυριό. 


Σταυρούπολη
Το δρώμενο συνεχιζόταν ως τα ξημερώματα, μέχρι να περάσουν από ολόκληρο το χωριό και να συναντηθούν με την ομάδα που τελείωνε εκείνη την ώρα τα ‘τραγούδια’ της παραμονής.[13]           

Για το Μεγάλο Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας, επίσης στην επαρχία του Καβακλή,
οι Καμήλεςκαθώς ήταν το έθιμο 
που άνοιγε και έκλεινε τον κάθε χρόνο,
ήταν, ίσως, 
και το σημαντικότερο της κοινωνικής ζωής των κατοίκων. 

Ο Π. Λιτούδης στη μεταπτυχιακή του εργασία με θέμα το συγκεκριμένο δρώμενο, μας πληροφορεί πως οι Ντιβιτζήδες (:οι καμηλιέρηδες) ετοιμάζονταν μέρες πριν.[14]

 Η φορεσιά του Ντιβιτζή στο Μοναστήρι ήταν όμοια με εκείνη του Ακ Μπουρνάρ. μακρύ πανωφόρι από προβιά, όμοιο παντελόνι, τσαρούχια, άσπρες γκέτες, τοπούζι στα χέρια και καούκι στο κεφάλι (το προσωπείο του είχε ακόμη και κατασκευασμένα φρύδια, μουστάκι από σπάγκο, και δόντια από φασόλια περασμένα σε σκοινί με ειδικό τρόπο).

Κολινδρός
 Η Καμήλα κατασκευαζόταν με ένα σκληρό ξύλινο πλαίσιο βάσης με κουδούνια σε κάθε γωνία, πάνω του βέργες σε καμπύλη και από πάνω παλιά στρωσίδια ή δέρματα. 
Για λαιμό και κεφάλι της Καμήλας χρησιμοποιούσαν μια χοντρή βέργα, 
τον πατσά ή καφά 
που κατέληγε σε «κύρτωμα», πάνω στο οποίο τύλιγαν ένα δέρμα ή προβιά.

Η διαφοροποίηση στην περιοχή αυτή συναντάται στο γεγονός πως εδώ το ίδιο βράδυ, βγαίνουν πολλοί Ντιβιτζήδες, ο καθένας με την Καμήλα του, και γυρνάνε ως ζευγάρι τα σπίτια.  

Όταν την νύχτα της παραμονής έφταναν σε κάποιο σπίτι έλεγε ο ντιβιτζής μπροστά στο νοικοκύρη, που τους προϋπαντούσε τα εξής λόγια: 
Καβακλή-Νέο Μοναστήρι.


«Μαχ, μαχ τον πίτα, 
τον παρά, τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά, 
νάσου μπακαλούμ; 
μπεε; 
κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά
. Μάχ, μαχ τον πίτα τον πάρα». […]

   Έλεγε χτυπώντας το τοπούζι «Μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά».[15] 

Αμέσως η καμήλα λικνιζόταν σιγά- σιγά και καθόταν κάτω, ή σε κάποιο κάθισμα. 
η έκφραση «τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά» σημαίνει θα τον πάρουμε τον πίτα τον παρά. Ο πίτας ο παράς ήταν το νόμισμα της πίτας της πρωτοχρονιάτικης. 
Αυτό ζητούσαν σαν φιλοδώρημα.

   Οι λέξεις «νάσου μπακαλούμ, μπεε» ήταν η παράκληση του ντιβιτζή προς την καμήλα να σηκωθεί.
 Η καμήλα σηκωνόταν μόλις την έλεγε «κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά», δηλαδή μας έδωσαν τα χρήματα, «τον πίτα τον παρά». 

Προτού συμβεί αυτό ο νοικοκύρης τους έλεγε, μήπως πρέπει να δώσουν κάτι στο ζωντανό για να σηκωθεί, δηλαδή λίγο τσίπουρο, λίγο κρασί «κανιά μοίρα» μόλις συνέβαινε κι αυτό τότε ο ντιβιτζής έβαζε το τοπούζι από κάτω στη βάση του πλαισίου και την στήριζε βοηθώντας να σηκωθεί.[16]   

Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν ως το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς.


Σοχός
Όταν η περιφορά της καμήλας τελείωνε συγκεντρώνονταν όλοι στην πλατεία του χωριού, περιμένοντας να τελειώσει η λειτουργία της εκκλησίας ώστε να στήσουν το χορό που κρατούσε ως αργά το μεσημέρι.[17] 

Πριν, όμως, ‘κλείσει’ το έθιμο χόρευαν οι καμήλες τον «καμηλτζίδκου χουρό», κατά τον οποίο, η μία προσπαθούσε να ‘νταϊκώσει’ την άλλη από κάτω (ουσιαστικά η μία προσπαθούσε να επιβληθεί της άλλης), και στη συνέχεια, οι ντιβιτζήδες, τον «ντιβιτζίδκου χουρό», συγκαθιστό χορό κατά τον οποίο έπρεπε να δείξουν όλη τη χάρη και τη δεξιοτεχνία τους.
Άποψη Καβακλή 1904
            Το Καβακλή ήταν η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην Ανατολική Ρωμυλία,[18]

 με πληθυσμό γύρω στις δέκα χιλιάδες Έλληνες κατοίκους στις αρχές του εικοστού αιώνα. 

Το 1906, μάλιστα, βρίσκουμε κατεγραμμένα 
 τέσσερα ελληνικά σχολείακαι
 τρεις ελληνικές εκκλησίες.[19] 

Για τους Καβακλιώτες η Πρωτοχρονιά ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική μέρα που έπρεπε να γιορταστεί με συμβολισμούς πλούτου και αφθονίας. 

Ακριβώς αυτήν την αφθονία, υποστηρίζουν οι σημερινοί ηλικιωμένοι απόγονοί τους πως συμβολίζει η καμήλα. 

Πιστεύοντας, δηλαδή, πως πρόκειται για ένα ζώο που αντανακλά το προσόν της υπομονής, αλλά και τη χάρη της αφθονίας (υποθέτουμε πως, μάλλον, αυτή η εντύπωση έχει δημιουργηθεί επειδή συγκρατεί άφθονο νερό στο οργανισμό της ώστε να επιζήσει στην έρημο), η καμήλα επιλέχθηκε για να συντροφεύσει τους νέους στο βραδινό αγερμό της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.

 Οι κάτοικοι του δήμου Κουφαλίων[20] σήμερα υποστηρίζουν πως όταν ξεκίνησε το έθιμο, 
η τέλεσή του γινόταν με ζωντανές καμήλες.[21]

Εντούτοις, στην πρώτη καταγραφή του δρωμένου, που ανακαλύψαμε σε ένα ανέκδοτο κείμενο φοιτητή από το αρχείο του Σπουδαστηρίου Λαογραφίας, γραμμένη το 1966 και βασισμένη στην περιγραφή και τις εμπειρίες ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα που γεννήθηκε στο Καβακλή περίπου το 1886, η Καμήλα τελούνταν με την κατασκευή ομοιώματος.

Όταν πρόκειται για μεγάλη καμήλα (…) συγκεντρώνονται μεγάλοι άντρες μπροστά από καιρό και κάνουν τις ετοιμασίες, (…) 15- 20 άντρες και κατέβαλαν ένα ορισμένο χρηματικό ποσό που κατά τη γνώμη τους θα κάλυπτε τα έξοδά της... 

Πάνω σ’ ένα κάρο δίτροχο έκαναν το σκελετό της με ξύλα καρφωμένα στα πλευρά του κάρου, τα οποία σκέπαζαν με διάφορες γούνες ή υφάσματα ούτως ώστε να σχηματίζεται ο κορμός της. 

Από το εμπρόσθιο μέρος του κάρου, εκεί που φυσιολογικά βρίσκεται ο λαιμός της καμήλας, τοποθετούσαν ένα μακρύ και λίγο στραβό σε δύο μέρη ξύλο, (…) και στο άκρο του λαιμού, όπου το ξύλο ήταν πιο εξογκωμένο να δηλώνει το κεφάλι στο κάτω μέρος, μ’ ένα κομμάτι σανιδιού καταλλήλως πελεκημένο σχημάτιζαν την κάτω σιαγόνα της καμήλας στερεωμένη στο πίσω άκρο έτσι ώστε να κινήται όπως ακριβώς μια φυσιολογική […] 

Στο κούφιο μέρος που σχημάτιζαν μέσα στον κορμό της καμήλας τοποθέτησαν ένα παιδί να κινή με τη βοήθεια ενός σκοινιού και δια μίας τρύπας που ήταν για αυτόν ακριβώς το λόγο ανοιγμένη στην απάνω σιαγόνα. 

Τη συνοδεία της καμήλας αποτελούσε ολόκληρο επιτελείο από ψεύτικα κανόνια τα οποία έσερναν άλογα, ένα σωρό καβαλάρηδες λαμπροστολισμένοι, φουστανελοφόροι (…) 

παρίστανε ο καθένας τους κι ένα μεγάλο στρατηγό. Τα κανόνια κατά την ώρα της πορείας (…) σε κάθε δυο- τρία σταυροδρόμια βροντούσαν και μ’ αυτό τον τρόπο έκαναν πιο επιβλητική τη μεγαλοπρέπεια του κατασκευάσματος. […] 

Η πομπή συνοδευόταν από πλήθος κόσμου και απολάμβανε ασυγκίνητα ενθουσιώδη χειροκροτήματα και οι ομορφοντυμένοι καβαλάρηδες έκαναν διάφορους καλπασμούς πάνω στ’ άσπρα τους άλογα και κόλπα, που κατά τη γνώμη τους δεν μπορούσαν να κάνουν άλλοι. 

Η πομπή της καμήλας γύριζε και στα γειτονικά χωριά για να αυξηθούν όσο το δυνατόν τα έσοδά της. […]

Σήμερα στα Κουφάλια (…) κάνουν καμήλες, μικρές όπως τις ονομάζουν, συνήθως μικρά παιδιά.

 Κάνουν μόνο το ‘τσιακαλdάκ’, δηλαδή το λαιμό και το κεφάλι της καμήλας παίρνουν μερικά κουδούνια μεγάλα απ’ τους τσομπάνηδες, τα λεγόμενα ‘τουντσιά’, και γυρίζουν το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς απ’ τα σπίτια, χτυπώντας τα κουδούνια και φωνάζοντας ‘dίου dέdου κάμι dέdου ό ό ορ ι ι σι’ με μια δυνατή και μακρόσυρτη φωνή[22]. 

Εκτός απ’ το βράδυ της παραμονής οι καμηλιέρηδες (καμιουάρους) στέκονται και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έξω από την εκκλησία, στην εξωτερική πύλη της και ενώ βγαίνει ο κόσμος χτυπούν πάλι τα κουδούνια, ανοιγοκλείνουν το ‘τσιακαλdάκι’ της καμήλας, βροντοφωνάζουν το συνηθισμένο σκοπό κ’ απλώνουν το χέρι τους με τον κουμπαρά στους πιστούς δημιουργώντας ένα σωστό πανδαιμόνιο εκκωφαντικών θορύβων.[23]

 Από την ίδια καταγραφή, μαθαίνουμε, επίσης, πως στο Καβακλή μετά την περιφορά της Καμήλας ακολουθούσε πολύωρο γλέντι με τις προσφορές που είχαν μαζευτεί καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ενώ ό, τι περίσσευε από τα έσοδα της βραδιάς, οι συμμετέχοντες το μοίραζαν στις φτωχές οικογένειες.

Παραπομπές

[1] Β. Πούχνερ, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, σ. 88

[2] Μια εκτενή περιγραφή για τον Ασπρόπυργο, βλ. στο Β. Πούχνερ, ό. π., σσ. 88- 89

[3] Ό. π., σ. 79

[4] Για το ίδιο ζήτημα, βλ. και Θ. Γράμματα, Δρώμενα και Λαϊκό θέατρο, σ. 18

[5] Καθώς δεν έχουμε ανακαλύψει στη βιβλιογραφία κάποια ικανοποιητική εξήγηση, και αφού δεν θεωρούμε εαυτούς ειδικούς σε τέτοια ζητήματα, αφήνουμε το ερώτημα ανοιχτό.

[6] Με τον ίδιο τρόπο σε άλλες περιοχές παριστάνουν π.χ. τα ‘άλογα’. Βλ. και Β. Πούχνερ, ό. π., σ. 91-92

[7] Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στο αφαιρετικό αυτό σχήμα και την αληθοφάνεια θα μας απασχολήσει στη συνέχεια εκτενέστερα. Όσο για τον όρο ‘σουρεαλιστικό’ τον χρησιμοποιούμε με την πλατιά ετυμολογική του σημασία και όχι με την πιο ειδική έννοια που έλαβε στα διάφορα κινήματα της τέχνης (βλ. και την ενότητα του σχολιασμού των δρωμένων)

[8] Δ. Κτενίδης «Λαογραφικά Θουρίου Διδυμοτείχου», Θρακικά τόμ. 43ος, σ. 141. Αναδημοσιευμένο και στο Θ. Γραμματάς, Δρώμενα και Λαϊκό Θέατρο, σσ. 22- 23 

[9] Ιωάννης Πραντσίδης, Ο παραδοσιακός χορός στις κοινότητες των Ακμπουναριωτών στο Γκενεράλ Ίντσοβο Βουλγαρίας και στο Αιγίνιο Πιερίας, σσ. 54- 59 

[10] Δεν μπορούμε και εμείς να μην κάνουμε εδώ τη σύγκριση με τους σάτυρους. Εντούτοις, αναρωτιόμαστε πάντα, αν ο παππούκας θύμιζε εξαρχής τους αρχαίους προγόνους του ή αν η ομοιότητα προέκυψε από την επιθυμία να τους θυμίσει.

[11] Σημειώνεται εδώ πως στο δρόμο τραγουδούσαν όλοι το τραγούδι Μωρ’ Λένου, Λένου
Μωρ’ Λένου- Λένου καραγκιόζου (μαυρομάτα)
Μωρ’ που ήσαν Λένου τώρα βδουμάδα
Τώρα βδουμάδα κι τρεις σου μέρις
Στου Μαναστήρι ζουνάρια υφαίνου μουρ μουκαντέινα μαρμαρουδήτμα (σχέδια ύφανσης)
Ν’ ακούς μουρ Λένου τι λέει η γκάιντα τι χουρατεύι
Η γκάιντα λέει Τούρκουν αϊγάπσις Τούρκουν θα πάρεις.
Σφάζομαι μάναμ κόφτουμι μάναμ τα’ αρμάνια παίρνου Τούρκον δεν παίρνου
(Ό. π. σ. 56)

[12] Αφήγηση του Ένιο Ντ. Σμόκοφ (κάτοικος στο Ίντζοβο και γεννημένος το 1925) στον Ι. Πραντσίδη. Ό. π. σ. 57
Μεταφέρουμε στα νέα ελληνικά:
Αφεντικό, να χορέψει η καμήλα; Το πάτωμα είναι γερό; Γιατί η καμήλα είναι βαριά, να μην πέσει. Εντάξει, γερός είναι, λέει το αφεντικό. Ξεκινά η γκάιντα να τραγουδά, πιάνει κι αυτό (εν. ο ντιβιτζής) την καμήλα, πηγαίνει και φιλά το χέρι του αφεντικού και της αφεντικίνας, κι ύστερα ξεκινά να χορεύει. Χορεύει ως κάπου (εν. λίγο), μέχρι να παίξει μια φορά η γκάιντα, πέφτει κάτω η καμήλα. Πέφτουν οι παππούκες πλακώνουν την καμήλα να τη σφάξουν να μην πάει χαμένη. […] Γυρνά αυτός στο αφεντικό, τον φτύνει, δεν ντρέπεσαι που μου είπες ψέματα, το πάτωμα δεν ήταν γερό και έπεσε το ζώο. […] Πηγαίνει μέχρι κάπου (εν. ο ντιβιτζής), γυρίζει, κοίταξε, λέει, το ζώο, ψόφησε που ψόφησε, να βρούμε κανένα φάρμακο να του δώσουμε, να δούμε θα περάσει; Λέει, τίποτα κρασί, αν έχεις να του δώσουμε. […] Το δίνουν στην καμήλα, να πιει κι ο άνθρωπος που ήταν από κάτω, πάλι δεν γίνεται δουλειά, η καμήλα δεν ταράζεται, να δούμε κανένα πρόβλημα θα έχει. Βλέπει, λέει, αφεντικό κοίταξε, δουλειά που έγινε, θα φύγει το πέταλό της με το νύχι μαζί. αν έχεις κανένα πέταλο που να γράφει 23- 30 λέφια (νομίσματα Βουλγαρίας) να την πεταλώσουμε, θα σηκωθεί.     
          
[13] Έθιμο, επίσης της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ήταν η περιφορά μιας ομάδας αντρών από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουν κάλαντα και, κυρίως, ευχές για τους νοικοκυραίους.

[14] «Η λέξη προέρχεται ετυμολογικά από την αραβική ‘ντεβέτ’ που σημαίνει καμήλα, άρα ντιβιτζής προέρχεται από το ‘ντεβετζή’ και σημαίνει τον αναβάτη της καμήλας, τον καμηλιέρη». Π. Λιτούδης,Το δρώμενο της ‘Καμήλας’ και η μουσικοχορευτική παράδοσή του κατά το πέρασμα του χρόνου από τους Μεγαλομοναστηριώτες, σ. 40

[15] Όπως μας πληροφορεί ο Π. Λιτούδης «μαχ, μαχ» είναι το πρόσταγμα του Ντιβιτζή για να καθίσει η καμήλα. Συνεπώς, «μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά» θα σήμαινε –σε ελεύθερη απόδοση- «κάθισε για να πάρουμε τον πίτα τον παρά, δηλαδή το φιλοδώρημα».

[16] Π. Λιτούδης, ό. π., σσ. 40- 41

[17] Ο χορός της ημέρας ήταν οι ‘Καμήλες’ σε ζωναράδικο ρυθμό, με στίχους όπως «Καλές καμήλες, καουά παλκάρια, καλές φουντούδες, καουά κουρτσούδια». Βλ. Π. Λιτούδης, ό. π., σ. 42

[18] Η περιφέρεια ή επαρχία Καβακλή περιλάμβανε τα χωριά Καρυαί, Σιναπλή, Μέγα και Μικρό Μοναστήριον, Ακ Μπουρνάρ (ή Ακ Βουνάρ), Μέγα και Μικρό Βογιαλίκιον, Μουραδανλή, Δογάνογλου, Δράμα, Τσεκούρ- κιοϊ (ή Τσικούρ- κιοϊού), Χάσκιουϊού, με συνολικό ελληνικό πληθυσμό 28.500 κατοίκων το 1906. Βλ. Α. Γλαβίνα, Το Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, σ. 20

[19] Βλ. ακόμη Μ. Λουλουδόπουλος, Ανέκδοτος συλλογή, 1903, σ. α- ιη

[20] Δήμος στο νομό Θεσσαλονίκη όπου κατοικούν οι περισσότεροι πρόσφυγες Καβακλιώτες.

[21] Στην πεποίθησή τους αυτή φαίνεται να οφείλεται και το γεγονός πως στο παρελθόν το 1957, αλλά και γύρω στα 1971, έφεραν από την Ανατολή ζωντανές καμήλες στα Κουφάλια για να γιορταστεί το έθιμο. Εμείς, βέβαια, αναρωτιόμαστε μήπως είναι η ανάμνηση αυτή, μαζί και φωτογραφικό υλικό με καμήλες στο Καβακλή (φώτο 79), που έχει προκαλέσει τη σύγχυση για την πεποίθηση αυτή, μια και ο γηραιότερος σήμερα, ελάχιστες μνήμες μπορεί να έχει ουσιαστικά από τη γενέτειρά του.

[22] Η έκφραση αυτή, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, επαναλαμβάνεται με παρόμοιους τρόπους ως τις μέρες μας, δίχως κανείς να είναι σίγουρος για την προέλευση και τη σημασία της. Ενδιαφέρον λοιπόν, παρουσιάζει το σχόλιο του επίδοξου συγγραφέα πως όσο κι αν ρώτησε τους γηραιότερους δεν πήρε απάντηση για τη σημασία των λόγων αυτών, γεγονός που δείχνει πως από τότε είχε χαθεί η αρχική τους έννοια.

[23] Χ. Λέκας, (Καβακλί- Αν. Ρωμυλίας) Από τους βουλγαροπρόσφυγες ‘Καβακλιώτες’. Έθιμα κατά τις ημέρες των Δωδεκαημέρων (αdέτια) (1966) Πρωτογενές λαογραφικό υλικό για τη Θράκη, Σπουδαστήριο λαογραφίας ΑΠΘ, 340- περιγραφή του Ιβάντσιου Σαράφι/ Ιωάννη Σαραφείδη, αυτόπτη μάρτυρα της καμήλας στο Καβακλί, περίπου 80 χρονών την εποχή της καταγραφής


Ηδωνίδα Γη-Διονυσιακά δρώμενα: Η λατρεία του Θεού Διονύσου στην χώρα των ΗΔΩΝΩΝ.

$
0
0
Κεφαλή Διόνυσου 
από την Καλή Βρύση
(3-4 π.Χ. αιώνα)
 του  Γ.Κ.Χατζόπουλου 
" Η εμβρυακή Μορφή του Θεάτρου  και  η Λατρεία του Διόνυσου  στη χώρα  των Ηδώνων."
 (οι φωτογραφίες είναι επιλογή Yauna)

Ο θεός Διόνυσος, ελληνικής προέλευσης,
 η οποία αποδείχθηκε από την αναγραφή του ονόματος του σε μυκηναϊκές πινακίδες της Πύλου (Γραμμική Γραφή Β'), λατρεύτηκε σε ευρεία και ουσιαστική έκταση 
στη χώρα των Ηδωνών.
Εδώ ταυτίστηκε με το φρυγικό θεό Σαβάζιο, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν πια η Ηδωνίδα αία περιήλθε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με τον Liber Pater[1].
Αν και θεός λαϊκός ο Διόνυσος, εντάχθηκε ως ισότιμος στο Δωδεκάθεο του Ολύμπου χωρίς διάκριση. 
Έπαιρνε μέρος στα συμβούλια των Ολυμπίων θεών, ενώ, κατά μία παράδοση, παραβρέθηκε στη γέννηση της Αθηνάς.

Ως σύμβολα του θεού θεωρήθηκαν ο θύρσος, η νεβρίδα
-θα δούμε στη συνέχεια αγάλματα του με νεβρίδα-
τα φύλλα κισσού, ο διπλός πέλεκυς,
η άμπελος, 
ο κάνθαρος, 
ο σκύφος
και το ασκί (κύριο μέσο μεταφοράς κρασιού μαζί με τον κρατήρα).

Αργότερα, όταν ο θεός Διόνυσος αναλαμβάνει την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας, συνδέεται αυτόματα με την ύπαρξη του φαλλού ως στοιχείου της γονιμότητας[2].

Δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός της ευρείας διάδοσης της λατρείας του θεού στη χώρα των Ηδωνών, η οποία σε μεγάλη έκταση, ιδιαίτερα τα τοιχώματα των ξηροχειμάρρων,
αλλά και οι ορεινές περιοχές της κατακλύζονται ακόμη και σήμερα από αγριοσταφυλές.

Κι ακόμη, οι ανασκαφικές έρευνες, που συντελέστηκαν πριν από μερικά χρόνια στους νεολιθικούς οικισμούς των Σιταγρών και του Αρκαδικού Δράμας, έφεραν στο φως σπέρματα από αγριοσταφυλή, τα οποία θεωρήθηκαν ως τα αρχαιότερα στον ελλαδικό χώρο[3].
Σύντομα οι Ηδωνοί επιδόθηκαν στην καλλιέργεια της αμπέλου με αποτέλεσμα τεράστιες εκτάσεις της γης τους να καλύπτονται από αμπελώνες. 

Η καλλιέργεια της αμπέλου, ιδιαίτερα στο νομό της Δράμας, αναβίωσε στις ημέρες μας, σε τέτοιο σημείο, ώστε να αποτελεί σοβαρή οικονομική πηγή για τον τόπο. 

Αλλά για τη σύγχρονη και συστηματική καλλιέργεια της αμπέλου στις ημέρες μας στη χώρα των Ηδωνών θα γίνει λόγος σε ξεχωριστή μελέτη.

Πριν την αναβίωση της συστηματικής καλλιέργειας της αμπέλου στην περιοχή της Δράμας, είχαμε καλλιέργεια της στα χωριά:

Πετρούσα, 
Χωριστή, 
Δοξάτο, 
Νικηφόρο,
Άγιο Αθανάσιο[4]
Μοναστηράκι[5]
Καλή Βρύση[6]

βόρεια της πόλης της Δράμας (περιοχή αμπέλια απέναντι από το νοσοκομείο), 
στους Αμπελοκήπους,
 στην περιοχή του Αγίου Τρύφωνα κ.α.

Βέβαια αυτού του είδους η αμπελοκαλλιέργεια απέβλεπε κυρίως στην ιδιοχρησία και ελάχιστα στην εμπορία και την παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών, κυρίως για οικογενειακή χρήση.


Δίκαια λοιπόν χαρακτηρίζανε τους Θράκες  (Ηδωνούς) ως πολυπότες και ακρατοπότες[7].

Η ευρεία λατρεία του θεού Διονύσου στη χώρα των Ηδωνών διαφαίνεται εύγλωττα από την παρουσία των ιερών του, των επιγραφών, των αγαλμάτων, των νομισμάτων, στα οποία έχει αποτυπωθεί η μορφή του, την αγγειογραφία, τους μύθους, τις παραδόσεις και τα κατάλοιπα της λατρείας του, τα οποία επιβιώσανε μέχρι τις ημέρες μας στα χωριά : 
Μοναστηράκι, 
Καλή Βρύση,
Πετρούσα, 
Ξηροπόταμος,
Πύργοι, 
Νικήσιανη, 
Παγονέρι.

Και όχι μόνον ο θεός Διόνυσος τιμήθηκε από τους Ηδωνούς, 
αλλά και η ακολουθία του,
 όπως οι Σιληνοί, 
οι Σάτυροι, 
οι Βάκχες, 
οι Θυιάδες και
 οι Μαινάδες, 
των οποίων οι μορφές αποτυπώθηκαν είτε σε νομίσματα[8]είτε σε αγάλματα[9]είτε και κατασκευάσθηκαν πύλες προς τιμή τους[10]στη Θάσο.

Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ότι στη χώρα των Ηδωνών συμπεριλαμβανόταν και η νήσος Θάσος μέχρι τον 7ο π.Χ. αιώνα, οπότε και εκδιώχθηκαν οι Ηδωνοί από τους Πάριους, οι οποίοι καταστήσανε τη νήσο αποικία τους[11]

Η νήσος Θάσος είχε κατά καιρούς τα ονόματα: Ηδωνίς,Χρύση, Ηερίη, Αερία[12].

Ασφαλώς ο θεός Διόνυσος δεν είναι μόνος του. 
Την ακολουθία[13]του την αποτελούν οι Σιληνοί, οι Σάτυροι, οι Τίτυροι, οι Βάκχες, οι Λήνες, οι Θυίες, οι Μιμαλλόνες, οι Ναϊδες, οι Χάριτες, οι Ώρες, οι Πάνες, οι Κένταυροι και οι Πρίαποι.

Στις γιορτές του Διονύσου οι γυναίκες σχηματίζανε θιάσους, τις ονομάζανε Βάκχες, Θυιάδες και Μαινάδες, οι οποίες κρατούσαν αναμμένους πυρσούς και θύρσους (ραβδιά στολισμένα με κλήματα).


[1]ΆνναςΑβραμέα, Η Θράκη κατά τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, Θράκη, Έκδοση Γεν. Γραμματείας Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, χ.χ.
[2]Robert Flaceliere, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων (μετ. Γ.Βανδώρου), Αθήνα 1970.
[3]Δες Jane Μ. Renfrew, Νεολιθική Ελλάς, Έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήναι 1973.
[4]Στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου Κεφαλαρίου οι Ρωμαίοι άποικοι των Φιλίππων δημιουργήσανε αγροτικές εγκαταστάσεις με επίδοση και στην καλλιέργεια της αμπέλου, όπως αποδεικνύεται από την αποκάλυψη συγκροτήματος ληνού και οινοθηκών. Δες Ρ Collart, Philippes, ville de Macedoine, Paris 1937 και Φ. Κουκουλέ, Η αμπελουργία παρά Βυζαντινοίς, ΕΕΒΣ420,1950.
[5]Η Ν.Α. περιοχή του χωριού καλυπτόταν από αμπελώνες, τους οποίους οι Μοναστηρακιώτες ξερίζωσαν κατά τη διάρκεια των ετών 1943-46.
[6]Δες Γ.Κ. Χατζοπούλου, Καλή Βρύση, Εφημ. Πρωινός Τύπος Δράμας, 1969.
[7]Ξενοφώντος, Ανάβασις, 7, 2, 23, Παυσανίου, IX, 30, 5, Αθηναίος Χ, 59 και Γ Κ. Χατζοπούλου, Συμβολή εις την Λαογραφίαν του Κρυονέρου Ανατολικής Θράκης, τόμ.Α', Θεσσαλονίκη, 1977.
[8]Βρέθηκαν νομίσματα με παράσταση ιθυφαλλικού Σιληνού (αργυρά τετράδραχμα). Head Β. V., Ιστορία των νομισμάτων, I, Αθήναι 1898.
[9]Δες Δ. I. Λαζαρίδη, Η Θάσος, Θεσσαλονίκη 1958.
[10]Δες Δ. I. Λαζαρίδη, Η Θάσος, Θεσσαλονίκη 1958.
[11]Δες Δ. Σαμσάρη, Ιστορική Γεωγραφιά ό. π. και Δ. Λαζαρίδη, Η Θάσος, ό. π.
[12]Μ. Γ.Δήμιτσα, Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις ...,ό.π., Δ. Λαζαρίδη, Η Θάσος, ό.π., Στεφ. Βυζαντίου εν λ. Ευσταθίου εις Δ. Περιηγ. 517, Ευσεβ. Ευαγ. Προπαρ. 5, 33. 6, 7.
[13]Στράβ., 10, 3, 11.

Ηδωνίδα Γη-Διονυσιακά δρώμενα. Ληνός της Αρχαίας Δράμας με αναθηματική επιγραφή

$
0
0


Η γέννηση του Διονύσου
του Βασίλειου Κ. Πασχαλίδη
ΔΡΑΜΙΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Δράμα 1992.
 (οι φωτογραφίες είναι επιλογή Yauna)

Ο Διόνυσος δεν ελατρεύετο μόνον στην αρχαία Αθήνα (Διονύσια) αλλά και στην αρχαία Δράμα.

Ήταν προστάτης της αμπέλου και του κρασιού.

Στη Δράμα υπήρχαν, στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, γύρω-γύρω από τον οικισμό απέραντοι και πλούσιοι αμπελώνες και πολλά εργαστήρια για το πάτημα του σταφυλιού και την παραγωγή του κρασιού.
Όλη η ανατολική και βόρεια πλευρά, που ξεκινά μετά τον σκεπασμένο ξηροχείμαρρο και όπου σήμερα υπάρχουν σπίτια και καταστήματα ήταν στην αρχαιότητα αμπελότοπος με εκτάσεις αμπελοφυτείας και δενδροφυτείας.

Σ’ αυτόν τον χώρο βρέθηκε πρόσφατα ένα αμπελουργικό πατητήρι, των αρχαίων χρόνων της Δράμας που λέγεται και ληνός. 

Βρίσκεται σήμερα σε κάπως καλή κατάσταση και τοποθετήθηκε προσωρινά στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας.

Σε μια πλευρά του έχει χαραγμένη όχι και πολύ καλά διατηρημένη αφιερωτική επιγραφή, που από το σύστημα της γραφής των γραμμάτων φαίνεται ότι το πατητήρι και η επιγραφή ανήκουν στο δεύτερο μισό του Εου αιώνος προ Χριστού.

Έχει εξωτερικές διαστάσεις: 0,75 μ. μήκος, 0,68 μ. πλάτος και 0,44 μ. ύψος και εσωτερικά στο κέντρο του πυθμένος υπάρχει τρύπα, απ’ όπου κατέβαινε το υγρό των σταφυλιών με το πάτημά τους.

Το κείμενο της επιγραφής αποτελείται από δύο στίχους.

Στον πρώτο στίχο υπήρχε το όνομα του αφιερωτού και ιδιοκτήτου του ληνού και του αμπελώνος, που, όμως, λείπει.
Ακολουθεί το επώνυμό του, που, ως γνωρίζομεν στην ουσία ήταν το πατρώνυμό του και το οποίο υπάρχει σήμερα όχι ολοκληρωμένο, διότι λείπουν απ’ αυτό δυο γράμματα.

Το πατρώνυμο του αμπελουργού θα πρέπει να ήταν, το:
Ληνός του Ανδροκλέους.

(ΑΝ)ΔΡΟΚΛΕΟΥΣ. Στο δεύτερο στίχο λείπουν πολλά γράμματα. Σώζεται, μόνον, η λέξις ΔΙΟΝΥΣΩ.

Από την επιγραφή μαθαίνουμε ότι ο ληνός θα πρέπει να ανήκε σε Έλληνα, αρχαίο κάτοικο της Δράμας, διότι το όνομα «Ανδροκλέους» ήταν ελληνικότατο και συνήθως το συναντάμε στα αρχαία κείμενα ν’ αναφέρεται σε Αθηναίους, Κορινθίους, Σικυωνίους, Χαλκιδείς, Σπαρτιάτες κτλ.

Συνεπώς βγαίνει αναμφισβήτητα το συμπέρασμα ότι στην αρχαία Δράμα υπήρχαν Έλληνες κάτοικοι, που φάνηκαν στον οικισμό και στην περιοχή από πολύ παλαιότερα χρόνια.

Αν λείπουν ιστορικές μαρτυρίες για την παρουσία του ελληνισμού στην προϊστορική και αρχαία ιστορική Δράμα αυτό δεν πρέπει ν’ αποτελεί «ταμπού» για τους ερευνητές για να μη προσπαθούν να βρούνε τα αποδεικτικά στοιχεία τους στις αρχαίες πέτρες τους με λογιών-λογιών γράμματα, σε κομμάτια από βάσεις, κολώνες, κιονόκρανα, τάφους, αγγείας κλπ.


 Τα αρχαιολογικά ευρήματα μιλάνε περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να μας μιλήσει ένα κείμενο ιστορικό.

Αυτήν την σημασία έχει για την αρχαία ιστορία της Δράμας και το αρχαιολογικό τούτο εύρημα. Φωτίζει πολλές σκοτεινές πλευρές της αρχαίας ιστορίας της πόλεως.

Και το κυριώτερο αποτελεί συντριπτική απόδειξη της ελληνικότητος της Δράμας από τα αρχαιότατα ίσαμε σήμερα χρόνια.


ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ, 15.10.1966


Σιντική Σερρών: τα Μπαμπούγερα του Βαμβακόφυτου.

$
0
0


Επιμέλεια Νικόλαου Κουλιάλη
Πρόεδρος Συλλόγου Βαμβακόφυτου
Από την εφημερίδα "Φωνή του Μπέλες" 
Τεύχος 4ο 


Το έθιμο των "Μπαμπούγερων" είναι μια εκδήλωση των κατοίκων στο Βαμβακόφυτο Σερρών που έχει τη μορφή δρώμενου, γι’ αυτό και ξεπερνά το φολκλόρ και την αποκριάτικη γιορτή
παραπέμποντας άμεσα σε πανάρχαιες ιερές τελετές των γεωργικών κοινωνιών.

Σύμφωνα με πολλούς μελετητές της Λαογραφίας (Ν. Πολίτης, Γ. Μέγας, Μ. Βαρβούνης κλπ) το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στις τελετές προς τιμήν του Διονύσου. 

Μπαμπούγερα-Μπάμπιντεν-Αράπηδες
Δράμα-Σέρρες-Καβάλα
Δεν αποκλείεται όμως η προέλευση του να ανάγεται σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος του χρόνου και να συνδέεται όχι μόνο με την λατρεία του αρχαιοελληνικού Διονύσου (θεού του κρασιού και της ευθυμίας) αλλά και με την λατρεία προϊστορικών χθόνιων θεοτήτων που είχαν άμεση σχέση με την καλλιέργεια της γης, τη βλάστηση, την αφθονία της γεωργικής παραγωγής, την γονιμότητα και γενικά την ευημερία του τόπου.

Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στα κυρίαρχα στοιχεία των δρωμένων που είναι ο χρόνος τέλεσης τους, οι ζωόμορφες μεταμφιέσεις, τα βαριά κουδούνια, η χρήση μαστιγίων, η πομπή του γάμου και η -προσωρινή- αρπαγή της νύφης.

Συγκεκριμένα ο χρόνος τέλεσης αυτού του είδους των μαγικών / θρησκευτικών τελετουργιών ήταν ο Φεβρουάριος γιατί ήταν η πλέον κρίσιμη για τον πρωτόγονο (και όχι μόνο) γεωργό εποχή: η φύση προετοιμάζεται για την Άνοιξη, η βλάστηση μόλις έχει εμφανιστεί μέσα από τη γη, στα δένδρα αρχίζουν τα πρώτα φυλλώματα.

Μια ξαφνική κακοκαιρία, ένας χιονιάς, μπορεί αυτή την ώθηση της βλάστησης προς το φως να την καταστρέψει ανεπιστρεπτί.

Τώρα λοιπόν πρέπει ο γεωργός να στραφεί προς τις αόρατες δυνάμεις που ελέγχουν την Φύση και με τις μαγικές/θρησκευτικές τελετές του να εξορκίσει το "κακό", να αφυπνίσει την γη, να την ωθήσει προς την γονιμοποίηση.

 Στις τελετές αυτές εκείνοι που έπαιρναν μέρος εμφανίζονταν με τη μορφή εκείνων των ζώων που είχαν ιδιαίτερο συμβολισμό σχετικό με την γονιμότητα και την γεωργία, όπως αυτή του τράγου, του βοδιού, της αρκούδας.

Για να εξορκίσουν το "κακό", δηλ. να διώξουν μακριά τις βλαπτικές δυνάμεις, δημιουργούσαν ανυπόφορο θόρυβο με την χρήση ηχηρών οργάνων όπως τύμπανων και κροτάλων.

Για να αφυπνίσουν την γη και να προκαλέσουν την άνοδο της βλάστησης, την χτυπούσαν είτε με σφυριά είτε με ράβδους. (I. Harisson) "Η Δημιουργία των Θεών"

 Για να προκαλέσουν την γονιμοποίηση μιμούνταν την ερωτική πράξη με την μιμητική παράσταση του "ιερού γάμου".

Ο "ιερός γάμος" ήταν μέρος των γονιμοποιητικών τελετών προς τιμήν του Διονύσου. Στην Αθήνα της Κλασσικής Εποχής αναπαράσταση του "ιερού γάμου" γινόταν κατά την δεύτερη ημέρα της εορτής των Ανθεστηρίων από τον άρχοντα Βασιλέα και την σύζυγο του στο Βουκολείο.

 Η γυναίκα έφθανε εκεί συνοδευόμενη από τις "Γεραιρές" δηλαδή τις γυναίκες που είχαν διακριθεί για το ήθος τους και ο Διόνυσος προσωποποιημένος ως Άρχοντας Βασιλέας έφθανε πάνω σε πλοίο με τροχούς.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία των πανάρχαιων ιερών γεωργικών τελετών αποδίδονται στο δρώμενο των "Μπαμπούγερων" του Βαμβακόφυτου.

Ο χρόνος τέλεσης τους είναι η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς (της Τυρινής), η οποία πέφτει μέσα στον Φεβρουάριο ή στις αρχές του Μαρτίου, την ίδια εποχή που άλλωστε εορτάζονταν και τα Διονυσιακά Ανθεστήρια (μήνας Ανθεστηρίων: 15 Φεβρουάριου - 15 Μαρτίου).

Η αμφίεση των "Μπαμπούγερων" παριστάνει ζώα όπως τράγους, βοοειδή, αρκούδες. Στη μέση τους κρεμάνε κουδούνια και με την κίνηση του σώματος τους δημιουργούσαν φοβερό θόρυβο. Στα χέρια τους κρατούν αυτοσχέδιο μαστίγιο (το Ταπούς) με το οποίο κτυπούν συνεχώς την γη. Ένα επί πλέον στοιχείο του δρώμενου του Βαμβακόφυτου Σερρών είναι η αρπαγή της νύφης από τον κόσμο και η άμεση απελευθέρωση της από τα Μπαμπούγερα.

Αν και αυτό κατά μια θεωρία είναι υστερογενές στοιχείο (Μ.Γ. Βαρβούνης) εν τούτοις δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι έχει ομοιότητες με την αρπαγή της Περσεφόνης - θεάς της υπόγειας βλάστησης και κατά μια παραλλαγή του μύθου μητέρας του Διονύσου με την σύντομη παραμονή της στον Άδη και την επιστροφή της πάλι στην γη.

Το μήνυμα του δρώμενου: με τη διατήρηση των ελληνικών εθίμων όχι μόνον καταλύεται ο φθοροποιός χρόνος, αλλά επί πλέον αποδεικνύεται η αδιάλειπτη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού από το παρελθόν στο αιώνιο μέλλον.

Κείμενο από τα μέλη του ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΜΗΝΙΔΩΝ ΡΑΦΗΝΑΣ που επισκέφτηκαν το δρώμενο.

Viewing all 330 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>