Quantcast
Channel: YaunaTakabara
Viewing all 330 articles
Browse latest View live

Ηδωνίδα Γη: Διονυσιακά δρώμενα. Οι μεταμφιέσεις στα Διονυσιακά δρώμενα των χωριών της Δράμας (6-8 Ιανουαρίου)

$
0
0
Μπαμπούγερα Καλής Βρύσης

Αναδημοσίεση από την εφημερίδα
"ΧΡΟΝΙΚΑ" 5.1.2013


Το σημαντικότερο έθιμο του Δωδεκαημέρου, στην περιοχή της Δράμας, είναι οι μεταμφιέσεις που συνηθίζονται, με τη μορφή δρωμένων, τις ημέρες των Θεοφανείων,



 στο Μοναστηράκι, 
στον Βώλακα, 
στην Πετρούσα, 
στον Ξηροπόταμο, 
στους Πύργους 
στην Καλή Βρύση και τα τελευταία χρόνια 
στο Παγονέρι, με την δραστηριοποίηση του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου.


 Τα δρώμενα αυτά, με το γενικότερο εθιμολογικό πλαισίωμα τους, αποτελούν τοπικές παραλλαγές του εθίμου των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα με εκπληκτική ζωντάνια στην Μακεδονία, διασώζοντας και συνεχίζοντας την παράδοση των κατοίκων. Έθιμα, χαντέτια στην ντόπια διάλεκτο, τα οποία παρά την κοινωνική εξέλιξη, ενσωματώνουν, στοιχεία της διονυσιακής λατρείας, υλικά πατροπαράδοτα και συνυφασμένα με τον βουκολικό τρόπο ζωής των πληθυσμών, αλλά και τα παραδοσιακά όργανα της μουσικής παράδοσης του τόπου μας, τη γκάιντα, το νταχαρέ και τη λύρα.
Οι μεταμφιέσεις κατά τις ημέρες των Θεοφανείων, συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών από όλη την Ελλάδα, ενώ αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πολιτιστικές εκδηλώσεις στο νομό Δράμας σε ετήσια βάση. Ξεκινούν από την ημέρα των Θεοφανείων με την τελετή του Αγιασμού των υδάτων και ολοκληρώνονται στις 8 Ιανουαρίου, με διάφορες παραλλαγές σε κάθε οικισμό, Αναλυτικά:
Ανήμερα των Θεοφανείων Αράπηδες, Γκιλίγκες και Τσέτα στο Μοναστηράκι
Στο Μοναστηράκι οι μεταμφιέσεις γίνονται ανήμερα των Θεοφανείων, με την εμφάνιση των Αράπηδων. Υπάρχουν ακόμη ομάδες ανδρών, από τους οποίους άλλοι είναι ντυμένοι τσολιάδες, και άλλοι φορούν την τοπική γυναικεία φορεσιά, τα Κορίτσια ή Γκιλίγκες, όπως λέγονται. Οι κύριοι πρωταγωνιστές του δρωμένου, οι Αράπηδες (Καρναβάλια), έχουν τα πρόσωπα τους πασαλειμμένα με καρβουνόσκονη ή σκεπασμένα με μαύρο πανί, και είναι ντυμένοι με μακριές υφαντές κάπες και ψηλές κουκούλες στο κεφάλι από δέρμα κατσίκας, που σκεπάζουν και το πρόσωπο, με ανοιγμένες τρύπες για τα μάτια και για το στόμα. Στη μέση τους έχουν κρεμασμένα κουδούνια και κρατούν με το ένα χέρι ξύλινη σπάθα και με το άλλο ένα σακουλάκι στάχτη.
Η ομάδα, η Τσέτα όπως λέγεται, έχει επίσης και δύο έμπιστα πρόσωπα, που αυτά δεν είναι μεταμφιεσμένα, τους λεγάμενους Τσεταμπάσηδες και γυρίζει από το πρωί της ημέρας όλο το χωριό, χορεύει μπροστά σε κάθε σπίτι και εύχεται καλή υγεία και πλούσια σοδειά. Ο χορός συνοδεύεται από λύρα και νταερέ (ντέφι). Το απόγευμα συγκεντρώνονται όλοι στην πλατεία του χωριού και ακολουθεί τρανός χορός.
“Αράπηδες” στο Παγονέρι ανήμερα των Θεοφανείων
Στο Παγονέρι, ανήμερα των Θεοφανείων θα αναβιώσει το έθιμο των “Χαράπηδων” ή “Αράπηδων” μετά τον αγιασμό των υδάτων, στις Πέρα βρύσες του οικισμού.
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Παγονερίου προσκαλεί όλους όσους θέλουν να ζήσουν από κοντά αυτή την εμπειρία να βρεθούν στο Παγονέρι την ημέρα των Φώτων από τις 12:00 το μεσημέρι, όπου με τους ήχους της Γκάιντας, του Νταχαρέ και των κουδουνοφόρων θα περάσουν αξέχαστες στιγμές. Ο Σύλλογος θα προσφέρει δωρεάν τσίπουρο, κρασί και λουκάνικα.
Μεταμφιέσεις στους Πύργους στις 6 και 7 Ιανουαρίου
Στον οικισμό των Πύργων, την ημέρα των Θεοφανείων, «οι κάτοικοι είναι υποχρεωμενοι, μετά τη διασκέδαση, να πάνε στο σπίτι τους να μεταμφιεστούν και μετά να γυρίσουν ξανά στο γλέντι. Οι στολές τους είναι φτιαγμένες με δέρματα, προβιές και κουδούνια. Το γλέντι συνεχίζεται όλη τη μέρα του Αγίου Ιωάννη και οι συμμετέχοντες το ξημερώνουν μέχρι την επόμενη μέρα».
Αράπηδες, αρκούδες και παραδοσιακός γάμος στο Βώλακα στις 7 και 8 Ιανουαρίου
Στον οικισμό του Βώλακα, στις 7 Ιανουαρίου, του Αγίου Ιωάννη, εμφανίζονται στους δρόμους οι Αράπηδες, ομάδες 5-6 ατόμων μεταμφιεσμένα. Οι Αράπηδες έχουν καμπούρα, που γίνεται με μια βελέντζα γεμάτη άχυρα, στη μέση ζώνονται κουδούνια, το κεφάλι τους σκεπάζεται με προβιά, τα χέρια και το πρόσωπο είναι μαυρισμένα με καπνιά και στα χέρια κρατούν ένα χοντρό ξύλο, πάνω στο οποίο στηρίζονται και κουνιούνται, δίνοντας στον ήχο των κουδουνιών κάποιο ρυθμό. Μαζί με κάθε ομάδα Αράπηδων υπάρχει ο τσαούσης και η νύφη, οι οποίοι με δικό τους τρόπο δίνουν την ευκαιρία στους Αράπηδες να κουνιούνται και να πειράζουν τον κόσμο.
Την επόμενη ημέρα, στις 8 Ιανουαρίου, γίνεται σατιρική αναπαράσταση τοπικού γάμου, που αρχίζει το πρωί και τελειώνει το απόγευμα, με ομαδικό γλέντι. Την ίδια μέρα βγαίνουνε και οι Αρκούδες, ομάδες από μεταμφιεσμένους που φορούν ολόκληρες προβιές. Σε κάθε ομάδα υπάρχει ο αρκουδιάρης, ο οποίος κατευθύνει τις αρκούδες με ένα ντέφι, σκορπώντας κέφι και χαρά.
Μπάμπιντεν – Η γιορτή της γριάς στην Πετρούσα στις 7 και 8 Ιανουαρίου
Από το πρωί της 7 Ιανουαρίου, μια μεγάλη παρέα ξεκινάει «το φωτισμό τον χωριού», όπως λέγουν. Μπροστά πηγαίνουν άντρες με μουτζουρωμένο το πρόσωπο και χαραγμένο με μπογιά στο μέτωπό τους το σημείο του σταυρού, οι οποίοι συνεχώς πίνουν και χορεύουν. Ακολουθούν τα όργανα, λύρες και νταχαρέδες, και πίσω από αυτά, ο Ζαχαρίας η καμήλα με την παρέα του. Όλοι πίνουν και χορεύουν, τριγυρίζοντας τους δρόμους του χωριού, που όλοι του οι κάτοικοι συμμετέχουν στο πανηγύρι αυτό της χαράς.
Την άλλη μέρα, 8 Ιανουαρίου, η παρέα της καμήλας κάνει πάλι μια βόλτα στο χωριό, καλώντας τους κατοίκους σε χορό και διασκέδαση.
Κορυφαίος στο χορό είναι ο λεγόμενος σταχτής, που κρατάει μια κάλτσα γεμάτη με στάχτη, με την οποία χτυπά όποιον εμποδίζει να αναπτυχθεί ο κύκλος του χορού. Ακολουθούν ηλικιωμένες γυναίκες και ηλικιωμένοι άντρες.
Στη διάρκεια της γιορτής γίνονται και διάφορες αναπαραστάσεις σκηνών της καθημερινής χωρικής ζωής (σπορά, θερισμός κλπ.). Ακολουθεί και εδώ σατιρική αναπαράσταση τοπικού γάμου και το γλέντι κρατάει μέχρι αργά το βράδυ, με άφθονη κατανάλωση τσίπουρου αλλά και “ανάμικτων” ποτών.
Αράπηδες στον Ξηροπόταμο
Στο Ξηροπόταμο το δρώμενο γίνεται στις 7 Ιανουαρίου, ανήμερα του Αγίου ιωάννη και η ομάδα των μεταμφιεσμένων αποτελείται και εκεί από Τσολιάδες, Νύφες και Αράπηδες, παλαιότερα και από αρκούδα με τον αρκουδιάρη.
Η συμμετοχή των κατοίκων και των επισκεπτών είναι καθολική ενώ ακολουθεί παρουσίαση χορών στην πλατεία του χωριού τις απογευματινές ώρες από τον τοπικό Πολιτιστικό Σύλλογο.
Προηγουμένως η παρέα των μεταμφιεσμένων έχει επισκεφτεί τα σπίτια του χωριού που έχουν Γιάννη, όπου εύχονται και δέχονται τα σχετικά κεράσματα.
Τα “Μπαμπούγερα” της Καλής Βρύσης (6,7,και 8 Ιανουαρίου)
Στον οικισμό της Καλής βρύσης, με το πέρας της τελετής του αγιασμού συγκεντρώνονται έξω από την εκκλησία τα Μπαμπούγερα, μεταμφιεσμένα με ζωόμορφη όψη και ζωσμένα πέντε μεγάλα ποιμενικά κουδούνια. Με τη θορυβώδη παρουσία τους δίδουν έναν εντελώς ιδιαίτερο τόνο στο όλο σκηνικό. Περιφερόμενα κατά ομάδες τα Μπαμπούγερα ή χωριστά το καθένα, στους τους δρόμους και στα δρομάκια του χωριού, κυνηγούν όσους συναντούν με εύθυμα πειράγματα, τόσο την ημερά των Θεοφανείων όσο και την επομένη του Αγίου Ιωάννη. Το παρόν δίνουν και στις 8 Ιανουαρίου, στην κορύφωση των εκδηλώσεων του τριημέρου με την σατιρική αναπαράσταση γάμου, με τη συμμετοχή στη χαρά και το γλέντι όλου του χωριού και των επισκεπτών, που τη μέρα αυτή συρρέουν στην Καλή Βρύση από τη Δράμα, αλλά και άλλες περιοχές. Οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στην Πλατεία του χωριού ενώ ο παραδοσιακός γάμος θα ξεκινήσει φέτος στις 2 μ.μ.

Πηγή για τις ενδυμασίες και το τελετουργικό: «Γιορτές και Δρώμενα στο Νομό Δράμας» – Γεώργ. Ν. Αικατερινίδης

Μακεδόνες Άγιοι: Διάλογος Άγιου Κυρίλλου με Μωαμεθανούς Άραβες.

$
0
0

Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Μελισσοχωρίου.

Επιμέλεια - Παρουσίαση: Νικόλαος Ζήσης
Θεοδρομία, 
Τριμηνιαία Έκδοση Ορθοδόξου Διαδαχής,
 Τεύχος 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1999.


  Άγιου Κυρίλλου του Θεσσαλονικέως

Διάλογος με τους Μωαμεθανούς Άραβες[1]
Εισαγωγικά

Οι Θεσσαλονικείς Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι φωτιστές των Σλάβων, είναι από τις μεγαλύτερες ιεραποστολικές φυ­σιογνωμίες τις οποίες έχει να επιδείξει η εκκλησιαστική μας ιστορία. 

Όλοι οι σλαβικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων που ζουν σή­μερα την εν Χριστώ ζωή στη Μία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, της οποίας αποτελούν πληθυσμιακά και ένα πολύ μεγάλο τμήμα, αποτελούν την «σφραγίδα της εν Κύριω Αποστολής [2] των δύο αδελφών, οι οποίοι, αφού εγκατέλειψαν την εγκόσμιο ζωή και τα λαμπρά αξιώ­ματα στα οποία θα ανέρχονταν, κοσμημένοι όχι μόνο με φυσικά χαρί­σματα και κοσμική μόρφωση, αλλά κυρίως με αρετές και αγιοπνευματικές δωρεές, ανάλωσαν τη ζωή τους στη σωτηρία των εν αγνοία του ευαγγελίου διατελούντων εθνών. Καρπός της προσπάθειας των δύο αυταδέλφων υπήρξε ο εκχριστιανισμός μεγάλων πληθυσμών της Μοραβίας (της περιοχής περί τον ποταμό Μοράβα, κοντά στα νότια σύνορα της σημερινής Τσεχίας), της Βοημίας, της Σλοβακίας, της Πανονίας (Κροατίας), της Νοτίου Πολωνίας και της Λουσατίας (της πε­ριοχής που περιελάμβανε τα σημερινά κράτη της Τσεχίας και Σλοβα­κίας, την Ουγγαρία και τμήματα των ομόρων κρατών)[3]. Οι μαθητές τους, αφ' ότου εξεδιώχθησαν από τον φραγκικό κλήρο, έδρασαν νοτιότερα, στη Σερβία και τη Βουλγαρία[4].

Ο βίος των δύο αδελφών μας διασώζει, πλην της δράσεώς τους στην Μοραβία, και άλλα περιστατικά της ζωής τους, στα οποία διαφαίνε­ται τόσο ο προς Θεό ζήλος τους, ο οποίος και τους οδήγησε στον μοναχικό βίο, όσο και η πλούσια θεολογική και γενική τους κατάρτι­ση. Ο Κύριλλος, κατά κόσμο Κωνσταντίνος, χρημάτισε καθηγητής της Φιλοσοφίας στην ανώτερη Σχολή του Πανεπιστημίου της Μαγναύρας, διαδεχθείς τον Μεγάλο Φώτιο, κατοπινό Πατριάρχη· λόγο της καθηγητικής του αυτής ιδιότητας του δόθηκε και η προσωνυμία «φι­λόσοφος»[5]. Ο Μεθόδιος, κατά κόσμο Μιχαήλ, πριν μεταβεί στον Όλυμπο της Βιθυνίας και ασπαστεί τη μοναχική ζωή, είχε ανέλθει σε αξίωμα της ανώτερης κρατικής υπαλληλίας· είχε διορισθεί διοικητής «Σκλαβηνίας», επαρχίας, δηλαδή, της Αυτοκρατορίας όπου κατοικούσαν σλαβικοί πληθυσμοί[6]

Περί το έτος 855[7] τοποθετείται η πρώτη Αποστολή του Αγίου Κυ­ρίλλου σε αλλοθρήσκους· ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ' (842-867) απέ­στειλε προς τους Μωαμεθανούς Άραβες αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Άγιο, τότε Κωνσταντίνο. Η συνάντηση της αντιπροσωπίας με τους εντεταλμένους του ηγεμόνος Αμερουμνή πιθανότατα έλαβε χώρα στην Βαγδάτη, έδρα του Χαλιφάτου[8]. Τον διάλογο αυτό παρου­σιάζουμε στη συνέχεια. Αργότερα ο Κωνσταντίνος απεστάλη και στους Χαζάρους της Κριμαίας, οι οποίοι ευρίσκονταν σε δίλημμα ως προς την πίστη την οποία θα ασπάζονταν. Τον διάλογο του Αγίου Κυρίλλου με τους Χαζάρους που είχαν ασπασθεί τον Ιουδαϊσμό θα παρου­σιάσουμε, συν Θεό, σε επόμενο τεύχος της «Θεοδρομίας».

Τα μέτρα καταπίεσης.

 Κατά την άφιξή τους στην Βαγδάτη, οι αυτο­κρατορικοί απεσταλμένοι είδαν δαιμονικές μορφές ζωγραφισμένες έξω από τα σπίτια των Χριστιανών. Η σχεδίαση των δαιμονικών αυτών παραστάσεων ήταν προφανώς μέτρο καταπιέσεως και εξυβρίσεως των Χριστιανών από μέρους των μωαμεθανικών αρχών[9] όμως ο Άγιος Κύ­ριλλος πολύ ευφυώς διετύπωσε την πραγματική κατάσταση· όπου οι δαίμονες είναι ζωγραφισμένοι έξω από τα σπίτια, δεν κατοικούν μέ­σα σ' αυτά, όπως συμβαίνει στα υπόλοιπα, στα μωαμεθανικά. Η επέ­κταση του Μωαμεθανισμού. Για να αποδείξουν την υπεροχή και την αλήθεια του Μωαμεθανισμού, οι Άραβες συζητητές επικαλέστηκαν το γεγονός της μεγάλης διάδοσης του και της παραδειγματικής προ­σήλωσης των πιστών του σ' αυτόν, σ' αντίθεση με τη χαλαρότητα των ηθών και τις διαφοροποιήσεις στη ζωή των Χριστιανών. Ο άγιος Κύριλλος απαντώντας απέδωσε τη διάδοση του Μωαμεθανισμού στην ευκολία των διατάξεών του και στο ότι υπηρετεί τα πάθη των ανθρώ­πων, ρίχνοντάς τους στην άβυσσο. Αντίθετα ο Θεός των Χριστιανών αποτελεί βάθος απροσμέτρητο, και γι' αυτό τον προσεγγίζουν λίγοι και δια πολλών δυσκολιών. 

Η τριαδικότητα του Θεού των Χριστι­ανών. 

Στην απόπειρά τους να εξευτελίσουν τη χριστιανική πίστη στην αγία Τριάδα και στην από Παρθένου Γέννηση του Κυρίου, οι Μωα­μεθανοί δέχθηκαν την επιτίμηση του Αγίου Κυρίλλου, ο οποίος χρη­σιμοποίησε φράση του Κορανίου για να δείξει ότι και ο Μωάμεθ είχε τη γνώση του τρόπου αυτού της Γεννήσεως του Χριστού· μετά από αυτό έστρεψαν τη συζήτηση σε πολιτικά θέματα. 

Πως δικαιολογείται η ύπαρξη στρατού στους Χριστιανούς.

 Για να φέρουν σε δύσκολη θέση τον Άγιο, οι Μωαμεθανοί προέβαλαν την φαινομενική ασυνέπεια των Χριστιανών, οι οποίοι, ενώ θα έπρεπε να υπακούουν στην εντολή του Χριστού να αγαπούν τους εχθρούς τους και να στρέφουν και το άλλο μάγουλο σε οποίον τους ραπίσει στο ένα[10] , ωστόσο οργανώνουν στρατό για την καταπολέμηση των εχθρών και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, των Αράβων. Ο Άγιος Κύριλλος, χωρίς να αρνηθεί την ισχύ της εντολής αυτής, υπενθύμισε την υποχρέωση των Χριστιανών να τηρούν όλες τις εντολές του Χριστού˙ μία από αυτές είναι και να θυσιάζεται κανείς για τους φίλους του˙ αυτό πράττουν και οι στρα­τευόμενοι Χριστιανοί, θυσιάζονται δηλαδή για την ψυχική ωφέλεια των αμάχων, ώστε να μη ζημιωθούν ψυχικά οι τελευταίοι από την αιχμαλωσία και τα άλλα δεινά του πολέμου[11]. Η Χριστιανό-μωαμεθα­νική φιλία. Μετά από όλα αυτά οι εντεταλμένοι του Άραβος ηγεμόνος πρότειναν στον Άγιο Κύριλλο την φιλία μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων με αντάλλαγμα, την καταβολή φόρων από την Αυτο­κρατορία στους Άραβες, σύμφωνα με το παράδειγμα του Χριστού, ο οποίος πλήρωνε φόρους στη ρωμαϊκή εξουσία. Ο Άγιος ανταπάντησε ότι οι Χριστιανοί πληρώνουν, όπως και ο Χριστός, τους καθο­ρισμένους φόρους στη ρωμαϊκή εξουσία[12] ωστόσο φιλία με τους Μω­αμεθανούς δεν μπορεί να υπάρξει, επειδή αυτοί προσπαθούν να αποσπάσουν τους Χριστιανούς από τον βίο που τους υπέδειξε ο Διδά­σκαλος τους. 

Τα επιτεύγματα των Αράβων

Εντυπωσιασμένοι από τη γενική μόρφωση του Αγίου, οι συνομιλητές του θέλησαν να κά­νουν επίδειξη των τεχνικών επιτευγμάτων τους. Ο Άγιος πράγματι παραδέχθηκε τη σημαντική επιστημονική γνώση που κατείχαν οι Άραβες, αλλά τόνισε πως η δόξα για όλα αυτά ανήκει μόνο στον Θεό, και όχι σε ανθρώπους. Μετά από μία αποτυχημένη απόπειρα δολο­φονίας του, ο Άγιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, λίγο αργότερα δε, ασπάστηκε τη μοναχική ζωή.
Ο Άγιος Κύριλλος μιλάει με τους Μουσουλμάνους ευθαρσώς, όχι μόνο επειδή είναι πεπεισμένος πως κατέχει, ως Χριστιανός, την αλήθεια, αλλά και επειδή ενδιαφέρεται για τη σωτηρία των στην πλάνη ευρισκομένων Μουσουλμάνων. Ωστόσο υπάρχουν σήμερα Χριστια­νοί οι οποίοι πιθανότατα φρονούν πως είναι φιλανθρωπότεροι των Αγίων, και, μη θέλοντας να αποκλείσουν τη σωτηρία των Μου­σουλμάνων, σαν να εξαρτάτο η σωτηρία των Μουσουλμάνων απ' αυτούς, και όχι από την προαίρεση εκείνων και από την επιστροφή τους στην Εκκλησία, πιστεύουν και διατείνονται πως Χριστιανοί και Μωαμε­θανοί πιστεύουμε στον ίδιο Θεό˙ αν όμως ο ίδιος ο Χριστός είπε για την πιο ευσεβή μερίδα των Ιουδαίων, τους Φαρισαίους, πως έχουν πατέρα τον διάβολο, επειδή ψεύδονταν και ήθελαν να τον εξοντώ­σουν[13], ποια περαιτέρω μαρτυρία χρειάζεται για την καταδίκη του Μω­αμεθανισμού ως σατανικού εφευρήματος, ο οποίος έκτος της απιστίας προς τον Χριστό, φέρει και πλήθος άλλων πλανών; Δεν είναι αληθινά τα λόγια του Κυρίου πως κανείς δεν πλησιάζει τον Πατέρα παρά μό­νο μέσω του Χριστού[14]; Μήπως θα πρέπει να θεωρήσουμε κοινό τον αγώνα για θεογνωσία των Αγίων Νεομαρτύρων και των βασανιστών τους Μωαμεθανών; Αν τελικά πιστεύουμε στον ίδιο Θεό και αν ο Παράδεισος νοείται ως αιώνιος ζωή με το Θεού, θα διαιρέσουμε τον Παράδεισο σε δύο «παραρτήματα», ένα άκτιστο για τους θεώμενους Αγίους και ένα κτιστό για τους αιμοβόρους Μουτζαχεντίν του Ισλάμ; Φαίνεται πως εξέλιπε από μερικούς Χριστιανούς το πνευμα­τικό φιλότιμο που θα δημιουργούσε ένα πραγματικό θεοφιλές μίσος εναντίον όχι των Μουσουλμάνων, αλλά της σαρκολατρικής τους θρη­σκείας, χωρίς την οποία ίσως να ήταν Χριστιανοί κάποιοι από τα δισεκατομμύρια Μωαμεθανών του παρελθόντος και τα σημερινά 850 εκατομμύρια (1988) των «πιστών του Αλλάχ».

Το κείμενο του διαλόγου

Τον καιρό εκείνο οι Aγαρηνοί[15], οι οποίοι ονομάζονται και Σαρακηνοί, εξέφεραν βλασφημία εναντίον της μιας θεότητας της Αγίας Τριάδας· είπαν δηλαδή: «Πως είναι δυνατό να πιστεύετε εσείς οι Χριστιανοί σε ένα Θεό, και κατόπιν να τον διαχωρίζετε σε τρεις, λέγοντας πως είναι ένας Πατήρ, ένας Υιός και ένα Άγιο Πνεύμα; Αν μπορείτε να το εξηγήσετε αυτό, τότε στείλτε μας κάποιο ο οποίος να μπορεί να μιλήσει για το θέμα αυτό, και να πεισει και εμάς».

Ο Φιλόσοφος τότε ήταν είκοσι τεσσάρων ετών. Ο αυτοκράτορας συνεκάλεσε τη σύγκλητο, τον κάλεσε και τον είπε: «Φιλόσοφε, ακούς τι λένε οι άθεοι Αγαρηνοί εναντίον της πίστης μας; Επειδή εσύ είσαι υπηρέτης και μαθητής της Αγίας Τριάδος[16] ,πήγαινε και δώσε τους απάντηση· και ο Θεός, ο οποίος φέρνει τα πάντα σε τελειότητα, ο οποίος υμνείται εν Τριάδι, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, είθε να χαρίσει δύναμη και χάρη και σ' εσένα και στα λόγια σου. Είθε να σε στέφει σαν δεύτερο Ο Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ[17] τον οποίο νίκησε με τρεις λίθους, και να σε φέρει πί­σω κοντά μας, άξιο της βασιλείας των ουρανών».

Όταν τα άκουσε αυτά ο Φι­λόσοφος, είπε: «Ευχαρίστως θα πάω εκεί για χάρη της Χριστιανικής πίστης· άλλωστε τι πολυ­τιμότερο υπάρχει για μένα στον κόσμο αυτόν, από το να πεθαίνω και να ζω για χάρη της Αγίας Τριάδας;». Αφού λοιπόν διόρι­σαν γραμματέα του τον Γεώργιο, τους απέστειλαν. Όταν έφθασαν εκεί, είδαν ότι στην εξωτερική πλευρά της πόρτας των σπιτιών στα οποία κατοικούσαν Χριστια­νοί είχαν ζωγραφιστεί εικόνες δαι­μόνων, οι οποίοι έκαναν μαγείες και μορφασμούς. Ρώτησαν τότε τον Φιλόσοφο: ˙

«Φιλόσοφε, τι ση­μαίνουν τα σχέδια αυτά;» Και εκείνος τους είπε: «Βλέπω πρό­σωπα δαιμόνων και γι αυτό υπο­θέτω ότι μέσα στα σπίτια κατοι­κούν Χριστιανοί· δηλαδή οι δαί­μονες δεν μπορούν να ζήσουν με αυτούς, αλλά βγαίνουν έξω, μακριά τους. Εκεί όμως που δεν υπάρχουν απ' έξω από τα σπίτια  τα σχέδια αυτά, οι δαίμονες συγκατοικούν με τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια».

Όταν oι Αγαρηνοί, άνθρωποι σοφοί και πολύ καλοί γνώστες των επιστημών[18], μορφωμένοι στη γε­ωμετρία, στην αστρονομία και σε όλες τις άλλες επιστήμες, κάθισαν στο δείπνο, τον εξέταζαν και τον ρωτούσαν λέγοντας:
 «Φιλόσοφε, βλέπεις το εξαίσιο θαύμα, το πως, δηλαδή, ο προφήτης Μωάμεθ, αυτός που μας μετέφερε το χαρ­μόσυνο άγγελμα από τον Θεό, μετέστρεψε πολλούς ανθρώπους, και ότι όλοι εμείς τηρούμε τον νόμο του, χωρίς να τον παραβαίνουμε στο ελάχιστο; Εσείς, αντίθετα, που ακλουθείτε τον νόμο του Προφήτη σας, του Χριστού, άλλοι τον τηρείτε με ένα τρόπο και άλλοι με άλλο, και διάγετε όπως ακριβώς αρέσει στον καθένα σας».

Σε αυτά ο Φιλόσοφος απάντησε τα εξής: 

«Ο Θεός μας μοιάζει με τα βάθη της θαλάσσης. Ο προ­φήτης λέει γι' αυτόν:
"την καταγωγή του ποιος μπορεί να την διηγηθεί; επειδή είναι πάνω από την γη η ζωή των".[19] Πολλοί βυθίζονται στο βάθος αυτό για να Τον αναζητήσουν αυτοί στους οποίους δόθηκε η δύναμη της κατανοήσεως λαμβάνουν με τη βοήθειά Του την πληρότητα της συνέσεως, κολυμβούν και επιστρέφουν. Αντιθέτως, από τους ασθενείς, οι οποίοι προσπαθούν να διαπεράσουν την θάλασσαν πάνω σε σάπια πλοία, άλλοι πνίγονται, ενώ άλλοι, αναπνέοντας μετά δυσκολίας, κινούνται προς τα κει με λιποθυμική αδυναμία. 
Αντιθέτως η δική σας θάλασσα είναι στενή και χωρίς κύματα και γι' αυτό μπορεί καθένας, μικρός ή μεγάλος, να πηδήξει από πάνω της. Γιατί υπάρχουν μόνο ανθρώπινες συνήθειες και ο, τι μπορεί κάθε άνθρωπος να τηρήσει[20]' αλλιώς  τε ο Μωάμεθ δεν σας απαγόρευσε και τίποτε· δεν περιόρισε την οργή και το πάθος[21], αλλά τα επέτρεψε. 

Σε τι άβυσσο επιθυμεί να σας ρίξει! Ένας λογικός άνθρωπος μπορεί να το κατανοήσει αυτό. 
Ο Χριστός αντιθέτως ανυψώνει το βαρύ από κάτω προς τα ύψη και διδάσκει τους ανθρώπους μέσω της πίστης και των θείων ενεργειών. Είναι άλλως τε ο  δημιουργός όλων των όντων. Δημιούργησε τον άνθρωπο μεταξύ των αγγέλων και των ζώων[22] διαχωρίζοντάς τον από μεν τα ζώα με τη γλώσσα και τη σκέψη, από δε τους Αγγέλους με την οργή και την επιθυμία· ανάλογα με την πε­ριοχή την οποία ο άνθρωπος προ­σεγγίζει, γίνεται μέτοχος της φύ­σεως των αγγέλων η των ζώων».

Τότε τον ρώτησαν και πάλι:

 «Πως συμβαίνει ο Θεός σας να τιμάται σε τρία πρόσωπα, αν και είναι μόνο ένας Θεός; Αν το γνω­ρίζεις, εξήγησέ το. Ομιλείτε για Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Εφ' όσον λοιπόν έτσι έχει, τότε δώστε Του και μία γυναίκα, για να γεννηθούν απ' αυτόν πολλοί θεοί».

Για αυτά απάντησε ο Φι­λόσοφος τα εξής: 

«Μη λέτε απερίσκεπτα τέτοιες βλασφημίες ενα­ντίον του Θεού, επειδή εμείς καλώς διδαχθήκαμε από τους Πατέρες, τους Προφήτες και τους διδα­σκάλους[23] να δοξάζουμε την Τριά­δα, τον Πατέρα, τον Λόγο και το Πνεύμα, τρεις υποστάσεις σε μία ουσία. Ο Λόγος προσέλαβε μέσα στην Παρθένο σάρκα[24] και γεν­νήθηκε για τη σωτηρία μας, όπως επιβεβαιώνει και ο δικός σας προ­φήτης, ο Μωάμεθ, ο οποίος έγρα­ψε τα εξής:
 "Στείλαμε το Πνεύμα μας στην Παρθένο και ευδοκή­σαμε να γεννήσει αυτή"[25]. Λοιπόν, σας φέρνω και από αυτά μαρτύρια για την Αγία Τριάδα».

Επειδή πληγώθηκαν πολύ από τα λόγια αυτά, γύρισαν τον λόγο σε άλλα θέματα, λέγοντας: «Τότε τα πράγματα έχουν όπως μας τα λες, ξένε. Αν όμως ο Χριστός είναι ο Θεός σας, γιατί δεν κάνετε αυτό που Εκείνος ορίζει; 
Στα βιβλία των Ευαγγελίων είναι γραμμένο "Προσεύχεσθε για τους εχθρούς σας˙ ευεργετείτε όσους σας μισούν και σας διώκουν, και προσφέρετε το σαγόνι σας σε όσους σας χτυπούν[26]. Όμως εσείς δεν κάνετε έτσι, αλλά ακονίζεται τα όπλα σας εναντίον εκείνων οι οποίοι πράττουν σε βάρος σας αυτά που προαναφέραμε». Τότε τους είπε ο Φιλόσοφος: «Όταν στον νόμο περιέχονται δύο εντολές, ποιος εκπληρώνει πραγματικά το νόμο; Αυτός που τηρεί την μια εντολή ή αυτός που σέβεται και τις δύο;» Εκείνοι απάντησαν˙ 
«Αυτός που σέβεται και τις δύο». Τότε τους είπε ο Φιλόσοφος « Ο Θεός είπε: "Προσεύχεσθε για όσους σας αδικούν[27]. Ωστόσο είπε και τα εξής: "Κανείς δεν μπορεί στην παρούσα ζωή να δείξει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνον ο οποίος δίνει την ζωή του για χάρη των φίλων του"[28]. Αυτό κάνουμε και μείς χάριν των φίλων, για να μην βλαβεί, μαζί με την σωματική αιχμαλωσία, και η ψυχή τους».

Του είπαν πάλι εκείνοι: 

«Ο Χριστός πλήρωσε φόρους[29] για τον Εαυτό Του και για τους άλλους. Γιατί, λοιπόν, δεν τον ακολουθείτε και σεις στο θέμα αυτό; Αλλά και όταν εσείς αμύνεσθε, γιατί δεν δίνετε φόρους στον ισχυρό ισμαηλιτικό λαό, χάριν των αδελφών και των φίλων σας; Από σας ζητούμε λίγα, μόνο ένα χρυσό σόλδιον[30]   και έτσι, για όσο χρόνο υπάρχει κόσμος, θα υπάρχει μεταξύ μας φιλία ανώτερη από οπουδήποτε αλλού». 
Ο Φιλόσοφος απάντησε˙ «Όταν κάποιος περπατά πάνω στα χνάρια τν ποδών του διδασκάλου του και επιθυμεί να προχωρεί ακόμη περισσότερο πάνω στα ίδια χνάρια, όπως εκείνος, αλλά κάποιος άλλος τον συναντά και προσπαθεί να τον απομακρύνει από την πορεία του αυτή, είναι φίλος του ή εχθρός του;» Εκείνοι απάντησαν˙ «είναι εχθρός του».

 Τότε προσέθεσε ο Φιλόσοφος: 

«Ποια κυριαρχία υπήρχε όταν ο Χριστός πλήρωσε τους φόρους, η ισμαηλιτική ή η ρωμαϊκή;» «Η ρωμαϊκή», απάντησαν εκείνοι. « Τότε δεν πρέπει να μας περιφρο­νείτε, επειδή τους φόρους μας στους Ρωμαίους τους πληρώνουμε όλοι», είπε εκείνος.

Κατόπιν έθεσαν πολλές άλλες ερωτήσεις, δοκιμάζοντάς τον σε όλα τα πεδία της γνώσεως την οποία και οι ίδιοι κατείχαν. Εκεί­νος τους εξήγησε τα πάντα˙  όταν τους είχε πείσει για όλα τα θέμα­τα, τον είπαν: «Πως είναι δυνατόν να τα γνωρίζεις όλα;» Και εκεί­νος τους απάντησε: «Ένας άνθρωπος πήρε νερό από τη θάλασσα και, μεταφέροντάς το μέσα σ' ένα ασκό, υπερηφανευόταν και έλεγε στους ξένους "Βλέπετε το νερό; Κανείς άλλος δεν έχει εκτός από μένα. Τότε τον πλησίασε ένας άνθρωπος που ζούσε κοντά στη θά­λασσα και του είπε: " Δεν είσαι ματαιόφρονας να υπερηφανεύεσαι για ένα βρωμερό ασκό; Υπάρχει ολόκληρη θάλασσα από νερό" Έτσι ακριβώς κάνετε και εσείς· από σας προήλθαν όλες οι επιστήμες».

Τότε θέλησαν να τον καταπλή­ξουν και του έδειξαν ένα αμπέλι που μόλις φυτεύτηκε, αναπτύχθηκε με μιας και υψώθηκε από το έδαφος. Όταν εκείνος τους εξήγη­σε πως συνέβη αυτό, του έδειξαν όλο τον πλούτο και τα ανάκτορα, τα οποία ήταν διακοσμημένα με χρυσό και ασήμι, με πολυτελείς λίθους και μαργαριτάρια, και του είπαν: 

«Φιλόσοφε, δες λοιπόν το μεγάλο αυτό θαύμα! Μεγάλη είναι η δύναμη και ο πλούτος του Άμερουμνή, του ηγεμόνος των Σαρα­κηνών».

Τότε τους είπε ο Φιλό­σοφος: 

«Αυτό δεν είναι καθ' όλο αξιοθαύμαστο. 
Δόξα και ύμνος ανήκει μόνο στον Θεό, ο οποίος δημιούργησε όλα αυτά και τα εδώ σε στους ανθρώπους για παρη­γοριά, επειδή σ' αυτόν ανήκουν και σε κανένα άλλον».

Τότε έστρεψαν πάλι εναντίον του την κακία τους, δίνοντάς του να πιει δηλητήριο. Αλλά ο οικτίρμων Θεός, ο οποίος είπε «Και εάν πιείτε κάτι θανατηφόρο δεν θα σας βλάψει»[31] τον απάλλαξε και από αυτό και τον οδήγησε πίσω στην χώρα τον υγιή.

Μετά από λίγο καιρό απαρνήθηκε τη ζωή αυτή, εγκαταστάθηκε σε κάποιο τόπο και, ελεύθερος από άλλες ασχολίες, πρόσεχε μό­νο τον εαυτό του. Δεν κρατούσε τίποτα για την επόμενη ημέρα, αλλά τα μοίραζε όλα στους πτωχούς, αφήνοντας τη μέριμνα του εαυ­τού του στον Θεό[32], ο οποίος προνοεί για όλους και για κάθε ημέρα.

Ανήμερα κάποιας εορτής, ο υπηρέτης του[33]  γεμάτος αγωνία του είπε: «Δεν έχουμε τα απαραίτητα τρόφιμα για την εορτή». 

Τό­τε του απάντησε

«Αυτός πού χόρ­τασε τους Ισραηλίτες στην έρημο[34], θα δώσει και σε μας τροφή. Πήγαινε και κάλεσε τουλάχιστο πέντε πτωχούς ανθρώπους και πε­ρίμενε τη βοήθεια του Θεού»[35]. Πράγματι, όταν ήλθε η ώρα του γεύματος, κάποιος του έφερε με­γάλη ποσότητα εδεσμάτων κάθε είδους και δέκα χρυσά σολδία˙ για, όλα αυτά εδόξασε τον Θεό.

Μετά από αυτά μετέβη στον Ολυμπο[36], στον αδελφό του Μεθό­διο και, αρχίζοντας την εκεί ζωή του, προσευχόταν αδιαλείπτως στον Θεό, ασχολούμενος μόνο με τα βιβλία.





[1]
. Από τον Βίον Κωνσταντίνου, γραμμένον πρωτοτύπως στην παλαιοσλαβική γλώσσα και μεταφερμένο στα ελληνικά, από γερμανική του μετάφραση, από τον κα­θηγητή Ιω. Αναστασίου. Η ελληνική αυτή μετάφραση δημοσιεύθηκε ολόκληρη στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστη­μίου Θεσσαλονίκης 12(1967)118έ.
[2]
 Πρβλ. Α Κορ. 9,2.
[3]
  Π. Χρήστου, Κύριλλος και Μεθόδιος οι Θεσσαλονικείς φωτισταί των Σλάβων, Θεσσαλονίκη 19882, σελ. 95ε.
[4]
  Βλ. Φειδα, 3Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Β', 'Αθήναι 1994, σελ. 55.
[5]
  Βλ.   Ιω. Αναστασίου, «Η κατάστασις της παιδείας εις το Βυζάντιον κατά την διάρκειαν του Θ' αιώνος», Κυρίλλω καί Μεθοδίω τόμος εόρτιος, τόμ. Β', Θεσσαλονί­κη 1966, σελ. 61.
[6]
  Βλ. Π. Χρήστου, ενθ' άνωτ., σελ. 17.
[7]
  Βλ. Ιω. Αναστασίου, ενθ' άνωτ., σελ. 62. Π. Χρήστου, ενθ. άνωτ., σελ. 29.
[8]
  Πρβλ. Π. Χρήστου, ενθ' άνωτ., σ. 26έξ. Ήδη τό 838 οί Άραβες είχαν καταλά­βει εδάφη τής Μικράς Ασίας μέχρι τήν Άγκυρα καί τό Αμόριο. Βλ. Βλ. Φειδα, Βυ­ζάντιο, Αθήναι 19913, σελ. 94.
[9]
  Πρβλ. Π. Χρήστου, ένθ' άνωτ., σελ. 27.
[10]
   Λουκ. 6,27-29.
[11]
 Και στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει πουθενά απαγόρευση της στρατιωτικής θητείας· όταν κάποιοι στρατιώτες ρώτησαν τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο τι πρέ­πει να πράξουν για να σωθούν, εκείνος τους απήντησε απλώς να μην αδικούν κανέ­να (. Λουκ. 3,14). Για το ότι είναι επιτρεπτή για τον Χριστιανό η στρατιωτική θητεία, είναι χαρακτηριστική η θέση του Όσιου Μαξίμου του ομολογητού, στο Περί της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας 6,3,2, Pg 4,172Α: Σημείωσε ότι πολλά κωλύεται ο μο­ναχός κάνει, ων οι λαϊκοί την επιτροπήν και εξουσία έχουν το οποίο ο γάμος, και το στρατείες η εμπορίες ομιλείν, και άλλους, εν τους οποίους ο λαϊκός ου κατακρίνεται".
[12]
 Ή λέξη «βυζάντιος» στά μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα σημαίνει τον κάτοικο της πόλεως του Βυζαντίου, δηλαδή τον Κωνσταντινουπολίτη, διότι στην περιοχή της Πόλης είχε ιδρυθεί από τον Βύζαντα αποικία των Μεγαρέων τον 7ο αί. π.Χ. Οι πολί­τες της Αυτοκρατορίας γενικώς θεωρούσαν τούς εαυτούς τους Ρωμαίους και ονόμα­ζαν την Αυτοκρατορία «Ρωμανία». Γι' αυτό και στην συνείδηση του Γένους ονομα­ζόμαστε «Ρωμηοί» ή «Ρωμαίοι», δηλαδή Έλληνες στην παιδεία, Ορθόδοξοι στην Πίστη και κληρονόμοι της Έλληνο-ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ό όρος «βυζαντινή αυτοκρατορία» καθιερώθηκε από ξένους ερευνητές που θέλησαν να παρουσιάσουν ως μόνη συνέχεια της πρώτης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτο­κρατορία του Γερμανικού 'Έθνους» του Καρλομάγνου και να εξαφανίσουν την μόνη φυσική συνέχειά της, την ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία. Μέχρι και τις αρχές του αιώνος μας ο Κωστής Παλαμάς αγωνιζόταν υπέρ της διατηρήσεως του ονόματος «Ρωμηός» έναντι του «Έλλην» ή του υβριστικού «Γραικός», με το όποιο μας ονομά­ζουν σήμερα όλοι οι Ευρωπαίοι (Greek, Grieche, Grec κ.λ.π.). Γι' αυτό και ο Άγιος Κύριλλος  αναφέρει πως πληρώνουν φόρους στους Ρωμαίους, δηλ. τις αυτοκρατορικές αρχές. Πρβλ. Ι. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη,Ρωμανία, Ρούμελη, εκδ. Πουρνάρα, Θες/νίκη 1975, σελ. 18-20.29.47. Του αυτού, Κωστής Παλαμάς και Ρωμηοσύνη, εκδ. Ρωμηοσύνη, Αθήναι 1976, σελ. 9ε. Περί των όρων «Ρωμανία» και «Βυζαντινός» βλ. και G. Ostrogorsky, Ισορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α', εκδ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981, σελ. 85
[13]
  Ιωαν. 8,44
[14]
  Ιωαν. 14,6.
[15]
 Οι Άραβες, ένεκα και της πολιτιστικής επιδράσεως του Βυζαντίου, ήταν πο­λύ καλοί γνωστές των φυσικών επιστημών, συνετέλεσαν δε αποφασιστικά, διά των κατακτήσεων τους στην Δύση, στο να γίνουν εκεί γνωστά τα συγγράμματα του Αρι­στοτέλους. Βλ. Κ. Γιαννακοπουλου, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 200-208.
[16]
 Ο αυτοκράτωρ, ο οποίος υπήρξε και συμμαθητής του Αγίου Κυρίλλου, γνώριζε οπωσδήποτε τα πολλά προσόντα του τελευταίου. Λέγεται ότι ο Άγιος Κύριλλος ήδη από τα δεκατέσσερά του χρόνια γνώριζε από μνήμης όλα τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Βλ. Π. Χρήστου, ε.α. σελ. 18.
[17]
 . Α' Βας. 17,40. 
[18]
 Οι Άραβες, ενεκα και τής πολιτιστικής επιδράσεως τοΰ Βυζαντίου, ήταν πο­λύ καλοί γνωστές των φυσικών επιστημών, συνετέλεσαν δέ αποφασιστικά, διά τών κατακτήσεων τους στήν Δύση, στό νά γίνουν εκεί γνωστά τά συγγράμματα τοΰ 'Αρι­στοτέλους. Βλ. Κ. Γιαννακοπουλου, Μεσαιωνικός Δ ντικός Πολιτισμός, εκδ. Κυρο- μάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 200-208.
[19]
 Ήσ. 53, 8.
[20]
  Τα βασικά καθήκοντα των Μουσουλμάνων περιορίζονται στα εξής: 1) Να προ­σεύχονται γονατιστοί πέντε φορές την  ημέρα προς την ανατολή, 2)να πιστεύουν στην μοναδικότητα του Θεού, 3) να δίνουν ελεημοσύνη, 4) να νηστεύουν κατά το Ραμαζάνι και 5) τουλάχιστον άπαξ της ζωής τους να τελούν προσκύνημα στην Μέκκα. Βλ. Κ. Γιαννακοπουλου, ενθ' άνωτ., σελ. 192.
[21]
  Για την σαρκολατρία των Μωαμεθανών είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός· αναφέρει το γεγονός της πολυγαμίας των Μου­σουλμάνων (επιτρεπτές έως τέσσερεις γυναίκες και έως χίλιες παλλακίδες) και την δι­ευκόλυνση της μοιχείας και της αιμομιξίας, παραλείποντας, λόγω αιδούς, να αναφέρει την αισχρότητα των λεπτομερειών του Κορανίου. Βλ. Περί αιρέσεων 101, PG 94, 769BC. Στο ίδιο κεφάλαιο, στην εισαγωγή (αυτόθι, PG 94, 764Α) ο  Άγιος Ίω. ο Δα­μασκηνός διατυπώνει ένα ενδιαφέροντα χαρακτηρισμό για την Μωαμεθανική θρη­σκεία* «Υπάρχει επίσης και ή λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών, πού διατηρείται μέχρι τώρα και είναι πρόδρομος του 'Αντίχριστου».
[22]
  Ψαλμ. 8, 6-8* «ήλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ' αγγέλους, δόξη και τιμή έστε- φάνωσας αυτόν, και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου* πάντα υπέταξας  υποκάτω των ποδών αυτού, πρόβατα και βόας άπασας, έτι δε και τα κτήνη του πεδί­ου, τα πετεινά του ουρανού και τούς ιχθύας της θαλάσσης, τα διαπορευόμενα τρίβους θαλασσών».
[23]
  Οι Προφήτες, οι Πατέρες και οι διδάσκαλοι* είναι άλλη μία μορφή της διατύ­πωσης του Συνοδικού της Ορθοδοξίας «Οι Προφήται ως είδον, οί Απόστολοι ως εδίδαξαν, ή Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν». Υπάρχει θαυ­μαστή ενότητα στην διδασκαλία όλων των αγίων πνευματικών μας προπατόρων* εάν καταργηθεί ένας κρίκος από την αλυσίδα αυτή των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας υπάρχει κίνδυνος να παρερμηνευθεί η σωτηριολογία της Εκκλησίας. Γιατί ή ενότητα και αλληλουχία που διέπει την διδασκαλία των Προ­φητών, Αποστόλων και Πατέρων είναι έργο του Θεού, ο όποιος δίδαξε δι' όλων αυτών των αγίων Πρβλ. Αγ. Γερμανού ΚΠολεως, Περί όρον ζωής 5, PG 98, 100Β· «Ό γάρ λαλήσας πάλαι έν τοις προφήταις, ό αυτός καί έν άποστόλοις τήν χάριν ενήρ­γησε, καί διά τών άγιων Πατέρων έδίδαξεν».
[24]
  Ο όρος «σαρξ» στήν θεολογική ορολογία, δεν σημαίνει απλώς το ανθρώπινο σώμα, όπως συνήθως στην νεοελληνική γλώσσα, άλλα όλο τον άνθρωπο, ψυχή και σώμα (Πρβλ. Π. Δημητροπουλου, «Σάρξ», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαί­δεια 10[1965], στ. 1177). Γι7 αυτό, λέγοντας πώς ό Υιός και Λόγος «εγένετο σάρξ» (Τω. 1,14), δεν εννοούμε πώς προσέλαβε μόνο σώμα, άλλα όλη την ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή, έγινε άνθρωπος.
[25]
  Κοράνιον 19,17.
[26]
  Πρβλ. Ματθ. 5,44. Λουκ. 6, 27-29
[27]
  Λουκ. 6,27-29.
[28]
  Ιωαν. 15,13.
[29]
  Ματθ. 22, 21. Μάρκ. 12,17. Λονκ. 20, 25. Πρβλ. Ρωμ. 13, 7
[30]
  Σολδίον: άπό τό λατιν. Solidus* χρυσό νόμισμα πού καθιερώθηκε άπό τόν Μ. Κωνσταντίνο.
[31]
  Μαρκ. 16,18.
[32]
  Κατά τό ψαλμικό: «επίρριψον επί Κύριον τήν μέριμνάν σου, καί αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 23).
[33]
 Πρέπει να υποθέσουμε ότι κάποιος υπηρέτης του 'Αγίου αποφάσισε να τον ακολουθήσει στην μοναχική ζωή, διότι απαγορεύεται οι μοναχοί να διατηρούν προ­σωπικούς τους υπηρέτες.
[34]
  Έξοδ. 16, 4.13.14.
[35]
 Στήν περίπτωση του Αγίου Κυρίλλου βλέπουμε την εφαρμογή αυτού πού συμ­βουλεύει ο Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος· «άκουσε τον Θεό στις εντολές του για να σε ακούσει και αυτός στις προσευχές σου» (Εις άδριάντας 15,5, PG 49,162). Ό Άγιος Κύριλλος τήρησε την εντολή του Κυρίου για την φιλοξενία των πτωχών (Λουκ. 14, 12-14) και περιμένει με βεβαιότητα την φροντίδα του ιδίου του Κυρίου γι' αυτούς. Στην περίοδο της Ρωμανίας ήταν τόσο έντονη η συναίσθηση της ευλογίας πού φέρ­νει ή φιλοξενία των κληρικών και των πτωχών, ώστε και οι ίδιοι οι αυτοκράτορες συ­γκαλούσαν τα λεγόμενα «κλητόρια γεύματα», στα όποια στην πρώτη θέση παρεκά- θηντο κληρικοί και μοναχοί, στην δεύτερη τράπεζα οι επαίτες και οι πτωχοί, και σε τρίτη τράπεζα, τελευταίοι, το αυτοκρατορικό ζεύγος και οι αξιωματούχοι της αυλής· το τυπικό αυτό ακλουθούσε και ό πρώτος Χριστιανός ηγεμών των Ρώσων, ό Άγιος Βλαδίμηρος. Βλ. σχετικώς Βλ. Φειδα, 3Εκκλησιαστική Ιστορία, ενθ' άνωτ., σελ. 252.
[36]
 Στον Όλυμπο της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, όπου υπήρχε μεγάλο μοναστι­κό κέντρο της Αυτοκρατορίας. 

Η γλώσσα και η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων.

$
0
0
Μακεδόνας με καυσία (περσ.Yaunatakabara),
 κεραμικό αγαλματίδιο του 3ου πχ. αιώνα
του Νικολάου Ανδριώτη
Καθηγητού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη
Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Θεσσαλονίκη 1952
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Η ελληνική φυλή κατά τα νεώτερα πορίσματα της Γλωσσολογίας είναι ένας από τους κλάδους του ίνδοευρωπαϊκού η ιαπετικού λαού που ζούσε ως την 5. χιλιετηρίδα π. X. αδιάσπαστος και ομόγλωσσος σε μια περιοχή της Β.Α. Ευρώπης — ίσως, κατά μια νεώτατη θεωρία, στη στέππη των Κιργισιών, ανάμεσα σ την Κασπία και τα Ουράλια 1 —και ο οποίος μετά την 5. χιλιετηρίδα π. X. άρχισε να διασπάται τμηματικά και να απλώνεται προς όλες τις γεωγραφικές κατευθύνσεις, αφομοιώνοντας τους λαούς που κατακτούσε γύρω του.


Ετσι άλλα τμήματα των ίνδοευρωπαίων κατευθύνθηκαν πρός τα Ν. Α. και Ν. Δ. της ’Ασίας και διαμόρφωσαν ως τις αρχές της 2. χιλιετηρίδας π. X. τους Χεττίτες της Μ. ’Ασίας, τους ’Αρίους, δηλ. τους ’Ινδούς και τους Ίρανούς, τους Τοχάρους και τους Αρμενίους, και άλλα τμήματα κινήθηκαν προς τα δυτικά της κοιτίδας των ίνδοευρο)παίων και διαμόρφωσαν τους κυριώτερους ιστορικούς λαούς της Ευρώπης, δηλ. τους Ελληνες, ’Ιταλούς, Θρακοϊλλυριούς, Κέλτες, Γερμανικούς η Τευτονικούς λαούς και τους Βαλτοσλάβους.

Οί υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης, δηλ. οι Φινλανδοί, οι Ούγγροι, οι Πρωτοβούλγαροι και οι Τούρκοι, ανήκουν όχι στην ίνδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, αλλά στην ουραλοαλταϊκή, που αποτελεί το ιθαγενές εθνολογικό υπόστρωμα της Σιβηρίας, άπ’οπου και ήρθαν ως επιδρομείς πολύ αργότερα. 
Οι Ελληνες, άφότου χώρισαν από τους άλλους ίνδοευρωπαίους μετά την 5. χιλιετηρίδα π. X., κινήθηκαν με βραδύτατο ρυθμό επί 3 περίπου χιλιετηρίδες επάνω στον ευρωπαϊκό χώρο που εκτείνεται από την Ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα ως την Ελλάδα.. 

'Ως τελευταίοι τόποι της διαμονής τους πριν κατεβούν στην Ελλάδα θεωρούνται οι πεδιάδες της Ουγγαρίας και της Σερβίας.

 ’Απ’ εκεί, αφού πλήθυναν σημαντικά και απλωθήκαν εδαφικά, ώστε να αρχίσει κιόλας η πρωτοελληνική γλώσσα τους που μιλούσαν τότε να διασπάται σε διαλέκτους, ξεχύθηκε από την κοιλάδα του ’Αξιού πρός τους μακεδονικούς κάμπους το πρώτο ελληνικό κύμα, οι ’Ίωνες, περι το 2000 π. X.
Ή χώρα που εμελλε να δνομαστή Ελλάδα κατοικούνταν τότε από εναν άλλο, μή ινδοευρωπαϊκό, μεσογειακό λαό, συγγενή των Έτρούσκων της Ιταλικής χερσονήσου, τους οποίους βρήκαν όταν περί το 1500 π. X. κατέβηκαν εκεί οι επίσης ίνδοευρωπαιοι Ιταλοί. 
Οί αρχαίοι Ελληνες μιλούν για τον προκάτοχό τους λαό με διάφορα τοπικά ονόματα. τους ονομάζουν Πελασγούς, Τυρρηνους, Κάρες, Λέλεγες.

 Ή σημερινή επιστήμη τους ονομάζει συμβατικά Προέλληνες.

Οι Προέλληνες αντιπροσωπεύονται αρχαιολογικά στα μνημεία του κρητομινωικού η αιγαίου πολιτισμού.

 Ήταν λαός με πρώιμο πολιτισμό, όπως συμβαίνει για τους περισσότερους λαούς που ζουν γύρω στη Μεσόγειο. 

Ήταν θαλασσοπόροι, έμποροι και πειρατές.
 Οί αρχηγοί τους ζούσαν σε παλάτια μεγαλοπρεπή, εφοδιασμένα με ανέσεις που κάνουν και σήμερα εντύπωση και με καλλιτεχνική διακόσμηση που μαρτυρεί αναπτυγμένη και λεπτή καλαισθησία.

Οι ’Ίωνες απλώθηκαν τότε σε όλη την Ελλάδα, υποτάσσοντας και αφομοιώνοντας σιγά σιγά τους προελληνικούς κατοίκους της..

Πόσο αργά συντελέστηκε η ολοκληρωτική αφομοίωση των Προελλήνων από τους Έλληνες το δείχνει το γεγονός ότι ως τον 5. π. X. αιώνα σώζονταν υπολείμματα Προελλήνων στον ’Άθωνα και στη Λήμνο, όπως φαίνεται από τις σχετικές μαρτυρίες του Θουκυδίδη 2και τις προελληνικές επιγραφές.

 Περίπου δυο αιώνες μετά την κάθοδο των Ιώνων, περί τον 17. αιώνα π. X., και πριν καλά καλά προχωρήση σημαντικά η γλωσσική αφομοίωση των Προελλήνων από τους ’Ίωνες, νέο κύμα ελληνικό κατεβαίνει πάλι από τα βόρεια, με πιο φρέσκη αλκή, και κατακτά τον εθνολογικά και γλωσσικά άνάμεικτον ακόμα ελληνικό χώρο, και αυτοί είναι οι Αίολοαχαιοί

Κι αυτοί, άλλου υποτάσσοντας τους ’Ίωνες κι άλλου απωθώντας τους πρός τα ανατολικά ελληνικά παράλια, τα νησιά και την απέναντι τους Ιωνία, απλώνονται σε ολόκληρη την Ελλάδα, περνούν στα βόρεια παράλια της Μ. ’Ασίας πρός το Αιγαίο, στην Κρήτη, και αργότερα άποικίζουν και την Κύπρο.

 Αύτοι είναι οι δημιουργοί του πρώτου μεγάλου ελληνικού πολιτισμού, που επάνω στο κορύφωμα και το τέλος του καθρεφτίζεται λογοτεχνικά στα ομηρικά έπη  και αρχαιολογικά στα ευρήματα των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Πύλου, του Όρχομενού, του Βαφείου κ. ά. τόπων.

Το τρίτο και τελευταίο ελληνικό κύμα κατεβαίνει σ την Ελλάδα τον 12. αιώνα π. X. 
Είναι οι Δωριείς, που επιφέρουν το τέλος του αίολοαχαϊκου πολιτισμού και εγκαινιάζουν την αρχή μιας σκοτεινής περιόδου τεσσάρων αιώνων, η οποία φτάνει ως τον 8. αιώνα π. X., οπότε λήγει η προϊστορία και αρχίζει με την εμφάνιση επιγραφών η ιστορική περίοδος. 

Και οι Δωριείς απλώνονται σε όλη τη μητροπολιτική Ελλάδα, την Κρήτη και τα νότια νησιά του Αιγαίου, αφήνοντας μόνο μερικά υπολείμματα εδάφους στους Αϊολοαχαιούς, δηλ. τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία, την Αρκαδία και την Κύπρο, όπου οι Δωριείς δεν έφτασαν ποτέ, και στους Ίωνες τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου, την ’Αττική, την Εύβοια και τα κεντρικά νησιά του Αιγαίου.

Μετά την κάθοδο των Ελλήνων στην Ελλάδα ένας άλλος ϊνδοευρωπαϊκός λαός, οι Θρακοϊλλυριοί, κλείνει τα βαλκανικά περάσματα πρός την Ελλάδα και κόβει την επαφή των Ελλήνων με τους άλλους λαούς της Κεντρικής Ευρώπης.

Δεν θα παρακολουθήσουμε τις κατοπινές κινήσεις των ελληνικών φυλών επάνω στην Ελλάδα και τις μεταναστευτικές τους κινήσεις πρός την Ανατολή και τη Δύση, γιατί όσα είπαμε σ΄αυτή τη συντομοτάτη και άδρομερή επισκόπηση της ελληνικής προϊστορίας δέ μας χρειάζονταν παρά ως προεισαγωγικά σιό κύριο θέμα μας, που είναι το εξής : 

Ανάμεσα στα τρία διαδοχικά κύματα καθόδου της ελληνικής φυλής στη χώρα αυτή ποιοι είναι οι Μακεδόνες;
Βεργίνα


Δυστυχώς η προϊστορία δεν μας δίνει κανένα στοιχείο που να μπορή να θεωρηθή ότι αφορά τον μακεδονικό λαό. 
Πρέπει να κατεβούμε σχετικώς πολύ χαμηλά την κλίμακα της ‘Ιστορίας, στον 5. π. X. αιώνα, για ν΄άκούσουμε πρώτη φορά από τον πατέρα της 'Ιστορίας, τον Ηρόδοτο 3, το άνομα των Μακεδόνων και μάλιστα ταυτιζόμενο από αυτόν με τη δωρική φυλή. 

«Τό δωρικό γένος, λέει, περιπλανήθηκε πολύ στα χρόνια του βασιλιά Δευκαλίωνα κατοικούσε στη Φθιώτιδα, στα χρόνια του Δώρου, γιου του Έλληνα, κατοικούσε στη χώρα που είναι κάτω από την Οσσα και τον ’Όλυμπο και που λέγεται ‘Ιστιαιώτιδα’ όταν το έδιωξαν από εκεί οι Καδμείοι, κατοικούσε σιήν Πίνδο και λεγόταν Μακεδνόν».

Ό ίδιος ιστορικός αναφέρει ότι στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ελαβαν μέρος από την Πελοπόννησο οι Λακεδαιμόνιοι, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Έπιδαύριοι, οι Τροιζήνιοι «πού ήταν δωρικό και μακεδνό έθνος, και είχαν κατεβή σ την Πελοπόννησο από τον Έρινεό και την Πίνδο και τη Δρυοπίδα» 4.

Δωριείς λοιπόν είναι κατά τον Ηρόδοτο οι Μακεδόνες, και μακεδονική φυλή οι Δωριείς

Και προσθέτει ότι και οι ίδιοιοι Μακεδόνες θεωρούν τον εαυτό τους Έλληνες, και ο ίδιος είναι βέβαιος για την ελληνική τους εθνικότητα, και οι άλλοι Ελληνες το ίδιο φρονούν, όπως φαίνεται από την απόφαση που πήραν οι ελλανοδίκες των Ολυμπιακών αγώνων να επιτρέψουν στον Αλέξανδρον Α' να αγωνιστή εκεί 5.

Από τις περικοπές αυτές, όπου για πρώτη φορά γίνεται λόγος για τους Μακεδόνες, φαίνεται ολοφάνερα ότι οι Έλληνες του 5. π. X. αιώνα θεωρούσαν τους Μακεδόνες τμήμα της ελληνικής δωρικής φυλής, που παλαιότερα κατοικούσε γύρω από την Πίνδο και που άπ΄ εκεί είχε άπλωθή και σε άλλες περιοχές, όχι μόνο πρός τα ανατολικά, δηλ. στη σημερινή Μακεδονία, απωθώντας άλλες ελληνικές η ξένες φυλές με τον τρόπο που ο ίδιος ιστορικός περιγράφει αλλού, παρά και προς τα νότια, ως την Πελοπόννησο.

 Άλλα όχι μόνο τμήμα των Δωριέων, δηλ. της καθαρώτερης από ξένες επιδράσεις ελληνικής φυλής, όπως δεχόμαστε σήμερα, θεωρούσαν τους Μακεδόνες οι σύγχρονοι με τον 'Ηρόδοτο 'Έλληνες, παρά και συναίσθηση της ελληνικής τους εθνικότητας και υπερηφάνεια γι΄ αυτή τους αναγνώριζαν, όπως φαίνεται από τα λόγια που βάζει στο στόμα του Αλεξάνδρου, του γιου του Άμύντα, πάλι ο ίδιος ιστορικός: 

Νόμισμα του Αλέξανδρου Α′ της Μακεδονίας
«Νά αναγγείλετε, λέει ο Αλέξανδρος στούς πρέσβεις των Περσών που φιλοξένησε, να αναγγείλετε στο βασιλιά σας ότι ένας 'Έλληνας, βασιλιάς των Μακεδόνων, σάς υποδέχτηκε φιλικά» 6

Ό ίδιος Αλέξανδρος κατά τον ίδιον ιστορικό λέγει στους Αθηναίους : 
«Ω Αθηναίοι,., δέ θα μιλούσα, αν δεν ανησυχούσα πολύ για ολόκληρη την Ελλάδα. Γιατί και ο ίδιος είμαι 'Έλληνας το γένος ανέκαθεν, και δέ θάθελα να δω την Ελλάδα από ελεύθερη να γίνη σκλάβα» 7.

Μέ τη λέξη «όλόκληρη» τί άλλο μπορούσε να εννοή, παρά ότι δέν του αρκεί να είναι ελεύθερη η μακεδονική Ελλάδα, και ότι θέλει να είναι και η άλλη Ελλάδα ελεύθερη.

 Αλέξανδρος ο Μέγας, Ελληνικό Νόμισμα
Και όλοι γνωρίζετε ότι  όταν ο παλαιός αδυσώπητος εχθρός της ελευθερίας του αρχαίου ελληνισμού, οι Πέρσες, κείτονταν νεκρός στα πόδια των Μακεδόνων, και το μακεδονικό γόητρο άγγιζε τα άστρα, ο ένσαρκωτής του πανελλήνιου εκείνου ονείρου Αλέξανδρος ο Μέγας, στέλνοντας μετά τη μάχη του Γρανικού ως ευχαριστήρια δώρα προς τους θεούς τις 300 περσικές πανοπλίες, δεν τις κατεύθυνε προς τους ναούς της γης των πατέρων του, σ την Πέλλα της Μακεδονίας, αλλά στον Παρθενώνα των Αθηνών, με την ιστορική εκείνη επιγραφή 

«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την Άσίαν κατοικούντων»8

Αλέξανδρος και οι 'Έλληνες! 
Και οι Μακεδόνες; 
Πού είναι οι Μακεδόνες εταίροι, το άνθος της μακεδονικής αριστοκρατίας, που είναι οι φάλαγγες του μακεδονικού στρατού, η ηγεσία της ελληνικής στρατιάς, οι δημιουργοί της νίκης;
 Ούτε τη στιγμή της μεγαλύτερης εθνικής έξαρσης δε θέλησε ο αρχηγός τους να τους θέση έξω από το όνομα εκείνο που ένιωθε να τους ενώνη με την εθνική τους ολότητα : 

Αλέξανδρος Φιλίππου και οι 'Έλληνες !

Άν ψάξετε στις ιστορίες των λαών της γής, δύσκολα θα βρήτε άλλο παράδειγμα βασιλικής οικογενείας  πού, ενώ ο λαός της τη στέργει και την ακολουθεί πιστά, η ίδια θα επέμενε να διακηρύσση προκλητικώτατα, σώνει και καλά ότι είναι ξένη στόν τόπο της, και θα περιφρονούσε σε τέτοιο βαθμό την πίστη και τις θυσίες του λαού της, ώστε να μήν τον άναφέρη καν τη στιγμή του θριάμβου.

Αλέξανδρος ο Μέγας
Η ελληνική συνείδηση και η υπερηφάνεια για την αδιάσπαστη συνοχή τους με τον νοτιώτερο ελληνισμό κράτησε τους Μακεδόνες τόσο προσηλωμένους στα ιστορικά του πεπρωμένα, ώστε οι βασιλείς τους, όταν είδαν ότι η αττική διάλεκτος των Αθηνών καλλιεργήθηκε τόσο πολύ και ύψώθηκε σε φορέα του ανώτερου τότε πνευματικού πολιτισμού και σε μορφωτικό μέσο ασύγκριτο, δεν εδίστασαν να καθιερώσουν την αττική διάλεκτο ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της παιδείας των, και αργότερα, όταν κατέλυσαν το κράτος των Περσών, αυτήν να επιβάλουν ως επίσημη γλώσσα της δημόσιας ζωής στα κράτη των ελληνιστικών χρόνων. 

Αυτός ο παντοτινός προσανατολισμός των Μακεδόνων στα ελληνικά πεπρωμένα και η παντοτινή αντίθεση και σύγκρουσή τους πρός τους Θρακοϊλλυριούς ανάγκαζε όλους τους μεγάλους ιστορικούς με επί κεφαλής τον Beloch και τον Kaerst να μήν μπορούν να κατανοήσουν τίποτε από τη μακεδονική ιστορία χωρίς την προϋπόθεση της ελληνικής εθνικότητας των Μακεδόνων.

Όμως, όσο κι αν οι μαρτυρίες του 'Ηροδότου είναι απαύγασμα της γνώμης των συγχρόνων του Ελλήνων για την εθνικότητα των Μακεδόνων και όχι δική του επινόηση, η ιστορική και γλωσσική επιστήμη δε θέλησε να άρκεστή σ΄ αυτές.

 Καλά, είπαν, μπορεί οι βασιλείς τους να ήταν Ελληνες, αλλά ο λαός να μην ήταν ανέκαθεν ελληνόφωνος, παρά να εξελληνίστηκε από αυτούς αργότερα.Η ύποψία αυτή θα μπορούσε να κλονιστή με την παρατήρηση : 

1) 'Ότι για την εποχή εκείνη δύσκολα μπορεί να γίνη πιστευτό πώς ένας ελληνικός βασιλικός οίκος ήταν σε θέση να κατακτήση και να κυρίαρχη επάνω σ’ ένα ξένο και αλλόγλωσσο έθνος, περιστοιχιζόμενος από μιά ντόπια ξενόγλωσση στρατιωτική αριστοκρατία, που ποτέ δεν επιθύμησε να παραμερίση τον ξένο κυρίαρχο. 
Το να παραδεχτούμε ένα τέτοιο πράγμα και είναι απλοϊκό, αλλά και θα μας ανάγκαζε να δεχτούμε ένα γεγονός, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να παρουσιάση και σ’ άλλη χώρα ένα ανάλογο του. 

2) 'Ότι και αν ακόμα παραδεχτούμε το απίθανο αυτό γεγονός, εκείνο που θα έπρεπε να συμβή, ως μοιραίο επακόλουθο, θα ήταν να άφομοιωθή γλωσσικά ο ελληνικός βασιλικός οίκος από τους υπηκόους του, και ποτέ το αντίστροφο. 
Γιατί πάντοτε στην ιστορία των λαών ο ντόπιος λαός αφομοιώνει γλωσσικά τους ξένους κυριάρχους του, ακόμα και όταν αυτοί απαρτίζουν ολόκληρη φυλή, άρκει να είναι πιο ολιγάριθμοι από αυτόν. 
’Έτσι έγινε λ. χ., για να περιοριστώ σε λίγα παραδείγματα, με τους σκανδιναβικής καταγωγής Ρώσ(ους), που εκσλαβίστηκαν από τους Σλάβους υπηκόους των, με τους γερμανικής καταγωγής Φράγκους (Frangais), που όταν κυρίεψαν τη λατινόφωνη Γαλατία εκγαλλίστηκαν με τους μογγολικής καταγωγής Πρωτοβουλγάρους, που εκσλαβίστηκαν, από τους βορείως του Αίμου Σλάβους υπηκόους των, με τους γερμανόφωνους Νορμανδούς, που εκγαλλίστηκαν, όταν κατάκτησαν τη Β. Γαλλία, και εξαγγλίστηκαν κατόπιν, όταν υπόταξαν την ’Αγγλία, καί—γιατί πάμε μακρυά;—μέ τους Ρωμαίους αύτοκράτορες του Βυζαντίου μαζι με όλη τη ρωμαϊκή αριστοκρατία που τους περιστοίχιζε, οι οποίοι εξελληνίστηκαν πολύ γλήγορα από τον συμπαγή ελληνισμό του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους.

 3) 'Ότι και αν οι Μακεδόνες βασιλείς επέβαλλαν στούς υπηκόους των  την Ελληνική ως γλώσσα ξένη, θα ήταν αδύνατο να τη μάθη ο λαός τόσο γρήγορα, και να μή διατηρήση παράλληλα με αυτή και τη δική του γλώσσα, όπως ξέρουμε σήμερα ότι συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις 10, ώστε να διαφυγή την προσοχή του Ρωμαίου ιστορικού Τίτου Λιβίου, που αναφέρει ότι τον 3. αιώνα π. X. οι Μακεδόνες ήταν ομόγλωσσοι με τους ('Έλληνες) Αιτωλούς και "Ακαρνάνες 11.

Οί παρατηρήσεις αυτές κλονίζουν πολύ την υποψία ότι οι 'Έλληνες βασιλείς της Μακεδονίας θα μπορούσαν να εξελληνίσουν ένα ξενόφωνο λαό σε τόσο πρώιμη εποχή, που ούτε σχολεία, ούτε τύπος, ούτε εκκλησία υπήρχαν.

 Εκείνο όμως που θα είχε τη δύναμη να διαλύση οριστικά την υποψία αυτή και που είναι τι άλλο παρά ένα κείμενο γραμμένο στην αρχαία μακεδονική διάλεκτο, εκείνη δηλ. που μιλούσαν οι Μακεδόνες πριν από τον δήθεν εξελληνισμό τους, αυτό δυστυχώς δέν υπάρχει. 

'Όλες οι αρχαίες επιγραφές που έρχονται στο φως με την αρχαιολογική σκαπάνη από τα σπλάγχνα της μακεδονικής γης ανήκουν στην εποχή που οι Μακεδόνες βασιλείς είχαν πιά επισημοποιήσει την αττική διάλεκτο στο κράτος τους..
 Επιγραφή έστω και με μια μόνο φράση, γραμμένη πριν από τον 5. αιώνα π. X., σε εποχή δηλ. παλαιότερη από την περίοδο του υποτιθέμενου έξελληνισμού του μακεδονικού λαού, δεν έγινε δυστυχώς δυνατό να βρεθή πουθενά ως τώρα. 

Πώς πρέπει να εξηγηθή αυτό;

'Ότι δέν έγραφαν οι Μακεδόνες τόν 6. αιώνα π. X. είναι εντελώς απίθανο, γιατί η γραφή η ελληνική ήταν ήδη τότε γνωστή και σε λαούς βορειότερους από τους Μακεδόνες.
 Ή λοιπόν οι παλαιές μακεδονικές επιγραφές ήταν όλες χαραγμένες σε ύλη φθαρτή και διαλύθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, η πρέπει να διατηρήσουμε την ελπίδα ότι κάπου καρτερούν κι αυτές ακόμα την άξίνα του αρχαιολόγου η το αλέτρι του γεωργού, για να τις άνασύρη στο φώς.

'Ώσπου να έρθη όμως αν θάρθη—ή ποθητή αυτή στιγμή, που θα θέση τελεία και παύλα στη μακροχρόνια συζήτηση γύρω από το επίμαχο τούτο εθνολογικό και γλωσσολογικό πρόβλημα, η επιστημονική έρευνα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια.
 Μη έχοντας στα χέρια της ένα μακεδονικό κείμενο, έστρεψε την προσοχή της σε γλωσσικό υλικό που έχει μικρότερη αποδεικτική δύναμη, αλλά δεν παύει να είναι πολύτιμο και σπουδαιότατο για τη διαφώτιση του ζητήματος.

Και το υλικό αυτό είναι διάφορες λέξεις που παραδίνονται σε κείμενα της αλεξανδρινής καί ρωμαϊκής περιόδου ως διαλεκτικές μακεδονικές. 

Οί λέξεις αυτές βρίσκονται άλλες στις επιστολές του Μ. Αλεξάνδρου και στον Αθηναίο, άλλες προέρχονται από μια συλλογή που είχε κάνει ήδη τον 3. αιώνα π. X. ο Μακεδόνας γραμματικός Αμερίας, και οι περισσότερες, περίπου 140, έχουν άποθησαυριστή από τον αλεξανδρινό λεξικογράφο του 5. μ. X. αιώνα, τον Ησύχιο.

Ό Ησύχιος, όπως πολλοί ξέρετε, φιλοτιμήθηκε μέσα στο πελώριο λεξικό του της αρχαίας Ελληνικής να περιλάβη και λέξεις που εύρισκε να άναφέρωνται σε παλαιότερα κείμενα ως αρχαίες μακεδονικές, ή που τις βρήκε στη συλλογή του ’Αμερία. 

Δεν το έκαμε άλλωστε μόνο για τη Μακεδονική, αλλά και για λέξεις άλλων ελληνικών διαλέκτων η ξένων γλωσσών.

Γράφει λ. χ. 
άγόρ* αετός Κύπριοι,
άγχίξαι* έγγίσαι Κρήτες.
άδνόν* άγνόν Κρήτες. 
άζένα* πώγωνα Φρύγες
αϊκουδα*
άδδαυον* ξηρόν Λάκωνες. 
άβαγνα* ρόδα Μακεδόνες.
άβαρύ* ορίγανον Μακεδόνες.
άβρούρες* οφρύς Μακεδόνες. 
άγκαλίς* άχθος και δρέπανον Μακεδόνες.
άδή* ουρανός Μακεδόνες. 
άδραιά' αιθρία Μακεδόνες.
ακραία* παις θήλεια Μακεδόνες.
βαθάλη’ κρήνη Άμερίας.
δάρυλλος* η δρυς υπό Μακεδόνων.
 δοόραξ* σπλήν υπό Μακεδόνων.
 ΐλαξ* η πρίνος ως Ρωμαίοι και Μακεδόνες. 
καλλαρυγαί* τάφροι ’Αμερίας. 
καλιθος* οίνος "Αμερίας.
σαυάδαι* Άμερίας τους σειλείνους ουτω καλεισθαι φησίν υπό Μακεδόνων.
γητικά* παρά ’Αλεξάνδρω έπιστολαΐς ποτήρια ούτω καλούμενα.
σκοΐδος’ αρχή τις παρά Μακεδόσι, τεταγμένη επί των δικαστηρίων* η λέξις
κεΐται εν ταις επιστολαις Αλεξάνδρου..

Το μακεδονικό τούτο γλωσσικό υλικό του 'Ησυχίου, που δεν είναι περισσότερο από 140 λέξεις, μαζί με 200 περίπου κύρια ονόματα Μακεδόνων βασιλέων, εύγενών και αξιωματικών της εκστρατείας του Μ. ’Αλεξάνδρου, που αναφέρονται από τους ιστορικούς, το υπέβαλαν οι γλωσσολόγοι σε εξονυχιστική ανάλυση, για να δουν αν σχετίζεται περισσότερο με το λεξιλόγιό και γενικά με τις φωνητικές και μορφολογικές ιδιορρυθμίες της ελληνικής γλώσσας, οπότε θα άποτελούσε μια σοβαρή ενδειξη ότι η αρχαία Μακεδονίκη ήταν διάλεκτος ελληνική, η μήπως παρουσιάζει μεγαλύτερη συγγένεια με άλλες γειτονικές ξένες γλώσσες και κυρίως με τη Θρακοϊλλυρική, οπότε πάλι θα στήριζε κι αυτό με τη δική του δύναμη την υποψία ότι ο αρχαίος μακεδονικός λαός ήταν θρακοϊλλυρικός πριν τον εξελληνίσουν οι βασιλείς του.

Καί εδώ πρέπει αμέσως να όμολογηθή ότι η γλωσσική επιστήμη μπροστά στο πρόβλημα αυτό δέ βρήκε με μιας το σωστό δρόμο.
 Ό κορυφαίος Γάλλος γλωσσολόγος A. Meillet θεώρησε φρονιμώτερο, όσες φορές έγραψε σχετικά, να εκφράση την αγνοιά του, ως πρός την εθνικότητα των Μακεδόνων, χωρίς να άποκλείση το ενδεχόμενο της ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων 12.

Άλλοι όμως εκπρόσωποι της επιστήμης όχι τυχαίοι, με επικεφαλής πρώτα τον ίστορικόν Ο. Muller 13και έπειτα έναν κορυφαίο γλωσσολόγο της Αυστρίας, τον P. Kretschmer, παραβλέποντας την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η γλώσσα κάθε λαού, που δε ζή απομονωμένος σε νησίδα του ωκεανού, αλλά είναι αναγκασμένος να διεκδικεί μέρα και νύχτα το στέκι του επάνω σ’ένα σταυροδρόμι των εθνών σαν τη Βαλκανική χερσόνησο, και σφίγγεται ολόγυρα από αλλόγλωσσους λαούς, δεν μπορεί, παρ΄ όλη του τη γλωσσική και εθνολογική αυτοτέλεια, παρά να δεχθή ένα μικρό η μεγάλο αριθμό ξένων γλωσσικών στοιχείων, παραβλέποντας λοιπόν τη βασική αυτή αλήθεια, δέ θέλησαν να κρίνουν το γλωσσικό χαρακτήρα των αρχαίων Μακεδόνων από τα πάμπολλα ελληνικά γνωρίσματα που παρουσιάζουν τα γλωσσικά κατάλοιπα, τα όποια, όπως είπαμε, έθεσαν μπροστά τους, παρά προτίμησαν να τον καθορίσουν από τα τάχιστα ξενίζοντα, ανελλήνιστα γνωρίσματα που ανακάλυψαν.

Δεν είπε βέβαια ο Kretschmer ποτέ ότι οι Μακεδόνες ήταν Ιλλυριοί η Θράκες, αλλά ότι ήταν συγγενείς των Ελλήνων, χωρίς να είναι ’Έλληνες, αφού η γλώσσα τους έχει και ανελλήνιστα γνωρίσματα 14.

 Μέ τη γνώμη αυτή τάχτηκε και ο P. Wendland 15και ο πολύς Wilamowitz που ονόμαζε τους Μακεδόνες «εξαδέλφους των Ελλήνων» 16.

Ποια είναι τα ανελλήνιστα αυτά γνωρίσματα της αρχαίας Μακεδονικής; 
Ιδού αυτά : Ένώ σε όλες τις άλλες διαλέκτους της αρχαίας Ελληνικής, δηλ. τη δωρική, αίολοαχαϊκή και ϊωνοαττική, τα ίνδοευρωπαϊκά σύμφωνα που λέγονται μέσα δασέα bh, dh, gh άντιπροσωπεύονται ως φ, θ, χ, στη Μακεδονική, όπως την παρουσιάζει το λεξιλογικό υλικό που, καθώς είπαμε, μας διέσωσε ο Ήσύχιος, αντιπροσωπεύονται ως β, γ, δ : 

1) β αντί φ: Βάλακρος αντί φαλακρός, Βερενίκα αντί Φερενίκη, Βερεκράτης αντί Φερεκράτης, κεβαλά αντί κεφαλή, Βέρροια αντί Φεραί, άβρουFες αντί οφρύες, νίβα αντί νίφα (=χιόνι), 

2) δ αντί θ:  αδή αντί αιθήρ, άδραία αντί αΐθρία, δάνος αντί θάνατος, δώραξ αντί θώραξ, δεσμός αντί θεσμός, καδαρός αντί καθαρός, Δάρρων αντί Θάρσων κ.τ.λ.,

 3) γ αντί χ: άγερδα αντί αχερδος, Μάγας αντί Μάγιας, Γαιτέας αντί Xαιτέας, Κόρραγος αντί Κόρσαχος κ.τ.λ. 17

 Μόνον η Μακεδονική, είπαν  διαφέρει ως πρός τα σύμφωνα αυτά από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους, άρα δεν ήταν ελληνική. 

Μα αφού οι περισσότερες λέξεις της, όπως τις διασώζει ο Ήσύχιος, είναι όμοιες με των άλλων ελληνικών διαλέκτων, και τα κύρια ονόματα των Μακεδόνων όπως τα παραδίδουν οι ιστορικοί, είναι ελληνικά ; 
Γέννηση Μεγάλου Αλεξάνδρου 

Αυτά, απάντησαν, είναι δάνεια από την ελληνική γλώσσα.

Τί ήταν λοιπόν η αρχαία Μακεδονική ;

 Τί άλλο, είπαν, μπορούσε να είναι, άν δέν ήταν ελληνική, παρά η αυτοτελής ίνδοευρωπαϊκή γλώσσα η διάλεκτος της θρακοϊλλυρικής γλώσσας, που εκάλυπτε τότε ολόκληρη τη βόρεια Βαλκανική χερσόνησο και συνόρευε με την ελληνική. 

Τότε θυμήθηκαν και τις δυσκολίες που παρουσίασαν οι ελλανοδίκες της ’Ολυμπίας στον ’Αλέξανδρο Α όταν πήγε να λάβη μέρος στους αγώνες, χωρίς να καλοσκεφτούν ότι  αν δέν ήταν 'Έλληνας, ούτε ο ίδιος θα εξέθετε το βασιλικό του γόητρο να παρουσιαστή σ την Όλυμπία—γιατί άραγε δεν πήγε και άλλος βάρβαρος ηγεμόνας ;— ούτε οι ελλανοδίκες θα πείθονταν τόσο εύκολα ότι ο ’Αλέξανδρος Α ήταν "Έλληνας.

 Τότε επίσης θυμήθηκαν και τον μεγάλο ρήτορα της μικροπολιτικής, τόν Δημοσθένη, πού, μή εννοώντας τίποτε από τα σημεία των καιρών, κατηγορούσε στους Φιλιππικούς του τόνο πατέρα του Μ. ’Αλεξάνδρου ως βάρβαρο, όσο κι αν το βάρβαρος δέν εσήμαινε πια τότε τόν αλλόγλωσσο 18, καθώς και το ότι ο Μ. ’Αλέξανδρος κάποτε που εχασε την ψυχραιμία του «άνεβόα μακεδονιστι καλών τους ύπασπιστάς», ως αν το να μιλήση κανείς επάνω στο θυμό του στο τοπικό του ιδίωμα, όπως στον κάθε άνθρωπο πάντοτε μπορει να συμβή, είναι ταυτόσημο με το να μιλήση σε γλώσσα μη ελληνική 19.

Τόσο τα επιχειρήματα όσο και τα πορίσματα αυτά έμελλαν αργότερα να φυλλοροήσουν και να πέσουν ένα ένα, σαν φύλλα ξερά μπροστά στον άνεμο της επιστήμης.

 Στάθηκαν όμως με επιμονή τόσον καιρό, όσος χρειάζονταν για να ένσκήψη στην ως τώρα καλόπιστη επιστημονική συζήτηση η πολιτική σκοπιμότητα των εχθρών της αιωνιότητας του ελληνισμού επάνω στη Μακεδονία.

 Και τότε πιά που με επί κεφαλής τόν G. Kazarow 20μπήκαν στη συζήτηση και οι Βούλγαροι σοφοί, «πού φύγωμεν άμαρτωλοί από προσώπου Κυρίου !»

Δέν υπήρξε κουφότερο επιχείρημα που να μήν το παρουσίασαν, δέ στάθηκε ποτέ εμπαθέστερη κακοποίηση της αλήθειας που να μήν την ετόλμησαν, υποστηρίζοντας ότι οι Μακεδόνες δέν ήταν τίποτε άλλο από Θρακοϊλλυριοί. 

Γιά να κερδίσουν τί ; θα διερωτηθή κανείς. 
Καλά, και αν δεχτούμε για μιά στιγμή ότι οι Μακεδόνες μόνο από τόν 5. αίώνα π. X. εξελληνίστηκαν, και μόνον από τότε αισθάνονται τόν εαυτό τους ως "Ελληνες, λίγο είναι να παραμένη μιά χώρα επί δυόμισυ χιλιάδες χρόνια ως σήμερα ελληνόφωνη και με συνείδηση ελληνική, ώστε να βαρύνη περισσότερο σ την πλάστιγγα τών εθνικών διεκδικήσεων η παρουσία Σλάβων σε μερικές περιοχές της και μάλιστα όχι παλαιότερα από τα τελευταία βυζαντινά χρόνια και την Τουρκοκρατία;

 Όχι, δέν πρόκειται μόνο γι αυτό. 

Ή στρατηγική των Βουλγάρων είναι μακράς πνοής και κυκλωτική. 

’Ιδού πώς σκέπτονται: 
”Αν άποδειχτή ότι οι Μακεδόνες πριν εξελληνιστούν ήταν Θρακοϊλλυριοί, εφόσον οι Σλάβοι είναι εκείνοι που αφομοίωσαν γλωσσικά το μεγαλύτερο μέρος των Θρακοϊλλυριών στον μεσαίωνα, και αυτοί πιά είναι σήμερα οι φορείς του θρακοϊλλυρικού αίματος στη Βαλκανική, οι Μακεδόνες, έστω και εξελληνισμένοι από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια, είναι τμήμα της θρακοϊλλυρικής εθνότητας, που οι Σλάβοι δέν πρόλαβαν, μά που υπάρχει πάντα καιρός να το εκσλαβίσουν. 
’Άρα, όπως δική τους είναι η ιστορία των βορειότεροι Θρακοϊλλυριών της Μοισίας, δική τους είναι και η ιστορία των Θρακοϊλλυριών της Μακεδονίας, που κατά λάθος, ας πούμε, βιάστηκαν να εξελληνιστούν τόσο νωρίς.
 Βασιλείς των Θρακοϊλλυριών, άρα και των Βουλγάρων, οι Άλέξανδροι και οι Φίλιπποι, και επιδρομείς στα εδάφη των προγόνων τους οι Έλληνες, και σφετεριστές της δόξας τους οι ιστορικοί μας!

Με τον τρόπον αυτόν, όχι μόνο άφαιρούνται τόμοι ολόκληροι της μετακλασσικής ιστορίας μας, με αθάνατα μέσα στην παγκόσμια ιστορία τρόπαια, αλλά και θεσπίζεται ότι οι Βούλγαροι στην ελληνική Μακεδονία είναι, ως πρός το αίμα  Θρακοϊλλυριοί ανάμεσα σε εθνικά άποπλανημένους Θρακοϊλλυριούς, και ο ελληνισμός της χώρας αυτής μιά — μακροχρόνια έστω — παρένθεση μέσα στη θρακοϊλλυρική αιωνιότητα.

Και, επειδή μερικοί από τους ακροατές θα έκπλαγούν πώς μπορεί ποτέ να άποτολμηθή από επιστήμονες τέτοια πλαστογράφηση της ιστορίας, θα κάμω κι εγώ μιά παρένθεση : 

Αυτή τη στιγμή που σάς μιλώ μαίνεται με ορμητήριο τη Βουλγαρία μια νέα αβυσσαλέα θύελλα, που ζητά οχι πια να άποσπάση μόνο τον μακεδονικό μας κλώνο, αλλά και να ξερριζώση σύγκορμο το αιωνόβιο δέντρο της ιστορίας μας, η βουλγαρική θεωρία ότι όχι μόνον οι Μακεδόνες, αλλά και όλες οι παλαιότερες στα εδάφη μας ελληνικές φυλές, δηλ. οι Ίωνες και οι Αιολοαχαιοί, ήταν Θρακοϊλλυριοί. και ο λαός που κατοικούσε στην Ελλάδα πριν κατεβούν οι ’Ίωνες και οι ’Αχαιοί κι αυτός ήταν θρακοϊλλυρικός. 

Ελληνες ήταν μόνο οι Δωριείς, που ήρθαν 800 περίπου χρόνια αργότερα από τους Ιωνες, μόλις τον 12. π. X. αίώνα.
Ήρωας της εκστρατείας αυτής είναι ο καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας Vladimir Georgiev 21.

Ή συσταλτική λαβίδα, βλέπετε, σφίγγεται τώρα πολύ περισσότερο στα δυο άκρα της ελληνικής ιστορίας.

 Όχι μόνο προκάτοχοι των 'Ελλήνων στη χώρα αυτή γίνονται οι Θρακοϊλλυριοί, παρά και άλλοι 8 αιώνες ελληνικής ιστορίας μεταθέτονται στη θρακοϊλλυρική, και η ελληνική παρένθεση στο γεωγραφικό μας χώρο γίνεται ακόμα πιο μικρότερη.
  
Αλλά ας γυρίσουμε στη γλωσσά των αρχαίων Μακεδόνων.
 'Όπως είπαμε, αν η αρχαία Μακεδονική δέν ήταν ελληνική διάλεκτος, θα έπρεπε να είναι θρακοϊλλυρική, γιατί η μόνη γλώσσα με την όποια συνόρευε η ελληνική γλώσσα έπάνω στη Βαλκανική ήταν η Θρακοϊλλυρική. 
Ή Θρακοϊλλυρική ήταν στην αρχαιότητα μιά ενιαία ακόμα ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, αδελφή της Ελληνικής, και απλώνονταν σε ολόκληρη τη βόρεια Βαλκανική, στη Θράκη και "Ιλλυρία, δηλ. στη σημερινή Βουλγαρία, Σερβία, "Αλβανία και Δαλματία, με ιδιωματικές κατά τόπους διαφορές.

Για το ότι όμως η αρχαία Μακεδονική δεν ήταν δυνατό να είναι θρακοϊλλυρική, υπήρχε ήδη μια ιστορική μαρτυρία του Πολυβίου 28, 8, 9, ο όποιος διηγείται ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περσεύς, πολεμώντας κατά των Ρωμαίων, έστειλε στο βασιλιά της "Ιλλυρίας Γένθιο ως πρέσβεις για τη σύναψη συμμαχίας 

«τόν Αδαιον και συν τούτω τόν Γλαυκίαν, ένα των σωματοφυλάκων, και τρίτον τον Ιλλυριόν (Πλεύρατον) διά το την διάλεκτον εϊδέναι την I λ λ υ ρ ί δ α ». 

Έπρόσθεσε δηλ. στους Μακεδόνες πρέσβεις του και εναν "λλυριό, γιατί αυτός ήξερε την ιλλυρική γλώσσα, φυσικά για να κάνη τόν διερμηνέα στις συζητήσεις των Μακεδόνων πρέσβεων με τους Ιλλυριούς,πράγμα που θα ήταν όλότελα περιττό, αν η μακεδονική γλώσσα ήταν θρακοϊλλυρική, οπότε οι πρέσβεις του Περσέα θα ήταν ασφαλώς σε θέση να συνεννοηθούν μόνοι τους με τόν Γένθιο.

Τό επιχείρημα όμως εκείνο που ανατίναξε στον αέρα τη γνώμη ότι η Μακεδονική ήταν θρακοϊλλυρική το έδωσε η γλωσσολογία δια του δικού μας κορυφαίου γλωσσολόγου, του Γ. Ν. Χατζιδάκη. 

Όσοι έχουν κάποια οικείωση με τη γλωσσική επιστήμη γνωρίζουν ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κατάγονται από μια κοινή μητέρα γλώσσα, διαφοροποιήθηκαν όμως με το γεωγραφικό άπλωμα των ίνδοευρωπαϊκών λαών σε ομάδες, ανάλογα με ορισμένες βασικές φωνητικές αλλοιώσεις  που παρουσιάστηκαν στο πέρασμα των χιλιετηρίδων σε ορισμένες από τις γλώσσες αυτές. Ή Ινδική, Περσική, Αρμένική, Βαλτοσλαβική και Θρακοϊλλυρική ετρεψαν τα ούρανικά σύμφωνα k, g, της μητέρας γλώσσας σε συριστικά, δηλ. το l: σε s, το g σε z, ενώ όλες οι άλλες αδελφές γλώσσες, όπως η Ελληνική, Λατινική, Γερμανική, Κελτική κ. α. τα διατήρησαν όπως ήταν.

 Έτσι στο ελληνικό εκατόν και στο λατινικό centum αντιστοιχεί το ινδικό salam, στο ελλην. κλυτας το ινδικό srutcis, στο ελλην. καρδία τύ άρμενικό sirl, στο ελλην. κλέος το σλαβικό slovo, στο ελλην. γι-γνώ-οκω τύ σλαβικό znati, στύ ελλην. γυνη το σλαβικο zona, στύ ελλην. χειμών τύ σλαβικύ zima. 

Γιά να συνεννωούνται οι γλωσσολόγοι, ονόμασαν την ομάδα των γλωσσών που έχουν τα συριστικά με τον δικό της τύπο του εκατόν : γλώσσες sate in, και την ομάδα των γλωσσών που έχουν τα ούρανικά, με τον λατινικό τύπο του εκατόν: γλώσσες centum.

Ή Ελληνική είναι γλώσσσα centum, η Θρακοϊλλυρική είναι γλώσσα satem. 

Επομένως, αν η αρχαία Μακεδονική ήταν θρακοϊλλυρική, θα έπρεπε σε οποίες λέξεις η ελληνική παρουσιάζει ούρανικά σύμφωνα, να παρουσιάζη η Μακεδονική συριστικά.
 Αυτό όμως δέν συμβαίνει ποτέ.

 Ή Μακεδονική και σ’ αυτό το βασικώτατο φωνητικό γνώρισμα συμφωνεί πάντοτε με την Ελληνική και όχι με τη Θρακοϊλλυρική.

Τό φαινόμενο αυτό το παρατήρησε, όπως είπα, ο μακαρίτης Γ. Χατζιδάκης 22, και του χρωστούμε και γι΄ αυτό ιδιαίτερη τιμή και ευγνωμοσύνη.

Δένωείναι όμως μόνον η διαφορετική εξέλιξη των ουρανικών συμφώνων που χωρίζει την αρχαία Μακεδονική από τη Θρακοϊλλυρική και τη συνάπτει με την Ελληνική..

 Σε όλες τις αλλοιώσεις με τις οποίες η Ελληνική διαφοροποιήθηκε από τις άλλες αδελφές γλώσσες σε γλώσσα αυτοτελή και που σχηματίζουν τη φυσιογνωμία της, η αρχαία Μακεδονική συμπίπτει απολύτους με την Ελληνική και ερχεται σε αντίθεση προς τη Θρακοϊλλυρική. 

Ή σπουδαιότητα του ζητήματος επιβάλλει νομίζω να τις απαριθμήσω τουλάχιστο τις αλλοιώσεις αυτές, έστω και αν θα κουράσω λίγο το ακροατήριό μου, που δεν απαρτίζεται από γλωσσολόγους.

1)       Μόνο η Ελληνική επάνω σ την Ευρώπη έτρεψε το ινδοευρωπαϊκό s πριν από φωνήεν σε h, δηλ. σε δασεία, π. χ. sex) εξ, serpo) έρπω  κ.τ.λ. Τό ίδιο και η Μακεδονική, π. χ. Αδαϊος, Άδιμος, ' Αλιάκμων, 'Άρπαλος, 'Ερκίτας, 'Ημαύία.  Αν η Μακεδονική ήταν θρακοϊλλυρική, τα ονόματα αυτά θα έπρεπε να αρχίζουν από ο.

2)       Μόνο η Ελληνική απέβαλε το ινδοευρωπαϊκό ν, δηλ. το δίγαμμα (F), π. χ. Fέργον} εργον, Fεσπέρα) εσπέρα, Fεσθής) εσθής. Τό ίδιο και η Μακεδονική, π. χ. άFορtη)) αορτή, Fάρνισσα')  Αρνισσα, ΛaF- άγος) Λαγoς., Άνθεμό-Fενς ) Άνθεμούς, ΠιFερία) Πιερία.

3)       Μόνο η Ελληνική επάνω στη Βαλκανική άπέβαλε το ινδοευρωπαϊκό j, μεταξύ φωνηέντων, π. χ. τρέjες) τρέες) τρεις, φν-jω) φύω κ.τ.λ. Τό ΐδιο και η Μακεδονική, όπως μαρτυρούν οι λέξεις βαδελεγεΐ, βρενδίεται κ. α.

4)       Μόνο σ την Ελληνική αφομοιώθηκε το j από προηγούμενο σύμφωνο, π. χ. αλjoς) άλλος, βάλjω) βάλλω. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Πέλλα, σάρωσα, Τύρισσα.

5)       Μόνο σ την 'Ελληνική το σύμπλεγμα ?-f-j ετράπηκε σε διπλό σ, π. χ. πότ]ος} πόσσος) πόσος. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. λιτ]6ς} λισσός, ’Έδετ ja) ’Έδεσσα.

6)       Μόνο σ την Ελληνική, και μάλιστα σ την αττική διάλεκτο, το σύμπλεγμα ρο τρέπεται σε ρρ, π. χ. αρσεν) αρρεν, χέρσος) χέρρος. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Αρραβαΐος, Δάρρων, Κορραΐος, Κορράτας.

7)       Μόνο στην 'Ελληνική, και μάλιστα σ την αιολική διάλεκτο, το συμφωνικό σύμπλεγμα σν τρέπεται σε νν, π. χ. σελάσνα) σελάννα. Τό ϊδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Κόραννος, Κρατέννας.

8)       Μόνο σ την Ελληνική το λαρυγγοχειλικό kv τρέπεται σε π η τ, ανάλογα με τον φθόγγο που ακολουθεί, π. χ. quis) τις και ποιος, τίνω και ποινή, πέντε και πέμπ-τος. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. αϊγί-ποψ (=άετός αίγοφάγος), Βίλιππος, Ευρώπα, Κοπριά, Πέτρα, Πρεπέλαος, Πύδνα, Τιμανορίδας.

9)       Μόνο σ την Ελληνική τρέπεται το φωνηεντικό r της ’Ινδοευρωπαϊοκής σε αρ η ρα, π. χ. καρδία και κραδίη, κρατερος και καρτεράς. Τό ϊδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Άρσέας, Δάρρων, δάρυλλος, καρπαία, Κρατερός.

10)     Μόνο σ την Ελληνική επάνω σ την Ευρώπη τα φωνηεντικά έρρινα m και n τρέπονται σε α, π.χ• λατιν. densus δαούς, λατιν. centum έκατον, λατιν. pedem πόδα, λατιν. in mortalis άμβροτος. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. άρκος (=άεργος), Άβρέας, άβαρν (=όρίγανον).

11)     Μόνο η Έλληνική αποσιώπησε όλα τα τελικά σύμφωνα έκτος από το ν, ρ και ς, ώστε ελληνική λέξη μόνο σε ένα από τα τρία αυτά σύμφωνα μπορεί να τελειώνη. 
Τό ίδιο και η Μακεδονική. 
Δέν είναι δυνατόν να θεωρηθή σύμπτωση ότι ανάμεσα σε τόσες μακεδονικές λέξεις που μας διάσωσε ο Ήσύχιος καμμιά δεν τελειώνει σε σύμφωνο διαφορετικό από εκείνα που στέργει η φωνητική της Ελληνικής.

12)     Μόνο η Ελληνική ετρεψε το τελικό μ σε ν, ώστε στο λατιν. taurum λ. χ. να αντίστοιχη ελλ. ταύρον. Τό ϊδιο και η Μακεδονική, π. χ. άργόν, ΙΊαρμενίων.

13)     Μόνο στην ελληνική γλώσσα επάνω σ την Ευρώπη υπάρχουν λέξεις που αρχίζουν από ξ και ψ. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Ξανδικος (όνομα μηνός), ψηρος (=ξηρός).

14)     Μόνο σ την Ελληνική υπάρχουν άρσενικά κύρια ονόματα σε -τας στη δωρική και αιολική, που εγινε -της σ την ιωνική και αττική. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Αλκέτας, Αμύντας, Μαχάτας, Όρέστας, ΙΙευκέστας, Φιλώτας.

'Υπάρχουν και άλλα άποκλειστικώς ιδιαίτερα γνωρίσματα της 'Ελληνικής, που τα παρουσιάζει και η Μακεδονική23
’Αλλά νομίζω πώς μπορούμε να άρκεστούμε σε αυτά που ανάφερα. και έρχεται μονάχο του το ερώτημα. Είναι ποτέ λογικά δυνατό δυο γλωσσικές μορφές που ταυτίζονται σε τόσα και τόσα βασικά στοιχεία τους να χωριστούν με βάση μιά μονάχα διαφορά τους, δηλ. το β, γ, δ αντί ψ, χ, θ;

 'Όποιος το ισχυριστή αυτό θα ήταν σά να ισχυρίζονταν—γιά να πάρω ενα σημερινό παράδειγμα—ότι μπορεί η σημερινή ελληνική διάλεκτος της Κάτω Ιταλίας, παρά τον αναμφισβήτητα ελληνικό χαρακτήρα της, να θεωρηθή διάλεκτος ιταλική, μόνο και μόνο 
Βεργίνα
γιατί, από ιταλική φυσικά επίδραση, προφέρει d αντί δ και g αντί γ, π. χ. άgάπη, σταφίdα, ήότι μερικά από τα σημερινά ελληνικά ιδιώματα της Μακεδονίας και Θράκης δέν είναι ελληνικά, γιατί προφέρουν τα πάου αντί θα πάω, δάν έρτου αντί θά έρτω.

’Αλλά οι ενδείξεις του αν οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν ανέκαθεν Ελληνες είναι για κάθε σημερινόν Ελληνα τόσο ευχάριστες, ώστε να μή χορταίνωνται. 

Προσέξετε ακόμα τα έξης :
 ”Αν οι Μακεδόνες είχαν έξελληνιστή με την εισαγωγή της αττικής διαλέκτου τόν 5. αιώνα π. X., θα έπρεπε και τα ελληνικά πιά όνόματά τους να εισαχθούν απ’ εκει κάτω, και τί πιό φυσικώτερο από το να αρχίσουν να βάζουν στα παιδιά τους ονόματα των ’Αθηνών ένδοξα, η τουλάχιστον συνηθισμένα στη νότια Ελλάδα, όπως π. χ. Αγαμέμνων, 9Λχιλλεύς, Αίας, Όδυσσεύς, Διομήδης, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Μιλτιάδης, Θεμιοτοκλής,  Αριστείδης κ. τ. δ.
 και όμως αυτό δεν συμβαίνει.

Τα 200 περίπου ονόματα των αρχαίων Μακεδόνων βασιλέων και ευγενών, μαζί με τα ονόματα των Μακεδόνων αξιωματικών της εκστρατείας του Μ. "Αλεξάνδρου, όπως μας τα παραδίνουν οι ιστορικοί συγγραφείς  είναι ελληνικώτατα ως πρός τη σημασία και τη γραμματική μορφή τους, άγνωστα όμως η εντελώς σπάνια η δηλωτικά προσώπων άσημων στην άλλη 'Ελλάδα : 

 Αλέξανδρος, Αλκέτας,  Αμύντας, Άμνντωρ,  Αντίγονος, Άντίοχος, "Αρπαλος,  Αρραβαΐος, Αρριδαΐος, Αρχέλαος, ’Άτταλος, Βερεκράτης, Βίλιππος, Βορραιος, Βρίοων, Βρομερός, Δάδων, Αάρρων, 'Εκατερός, Κάλας, Κάραννος, Κάωανδρος, Κοίνος, Κορραΐος, Κράτερος, Κρατενας, Κρίνων, Λαγός, Ααγίδας, Αεόννατος, Λιμναίος, Μαχάτας, Μενίδας, Παρμενίων, Iίερδίκκας, ΙΙενκέοτας, ΙΙολυσπέρχων, Πτολεμαίος, Σέλευκος, Σταδμπας, —
 Αδέα,  Αρσινόη, Βερενίκη, Θεσσαλονίκη, Κλεοπάτρα, Λανίκα, Νίκαια,  Ολυμπίάς, Φιλωτέρα 24

Άν οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν λαός τόσο πολύ στερημένος από εθνική μνήμη, από αγάπη στις παραδόσεις του, ώστε, χωρίς καμιά ανάγκη άλλαξαν τη θρακοϊλλυρική γλώσσα τους και τα θρακοιλλυρικά ονόματα τους και πήραν την ελληνική γλώσσα και τα όνόματά τους από τους ’Αθηναίους, 
όπως λ. χ. οι πρώτοι χριστιανοί από την 'Αγία Γραφή, που τα βρήκαν τα παραπάνω ονόματα, αν δεν τα είχαν κληρονομημένα από μιάν ανέκαθεν ελληνική, δική τους παράδοση ; και πώς έγινε το θαύμα να μή διατηρήσουν, έστω κατά λάθος, ένα τουλάχιστο θραχοϊλλυρικό όνομα ; 
Προσέξετε και την εξής άτοπία:
Ένας Πτολεμαίος, όλότελα πιά εξελληνισμένος—ας πούμε ετσι —Μακεδόνας βασιλιάς της Αίγυπτου, σε εποχή που οι Πτολεμαίοι κατά την μαρτυρία του Πλουτάρχου
 «έξέλιπον το μακεδονίζειν», δηλ. μιλούσαν πια πέρα για πέρα την κοινή 'Ελληνική, αποφάσισε να δώση στην κόρη του το ελληνικό ονομα Φερενίκη, αλλά ο φιλελληνισμός του διαλύθηκε μποστά στο Φ. 

Εκεί θυμήθηκε πώς το έθνος του ήταν πριν ιλλυρικό και πώς έπρεπε να τρέψη το Φ οέ Β (Βερενίκη).

Ατοπία που εξουδετερώνεται μόνο αν δεχτούμε ότι στη Βερενίκη δόθηκε το ελληνικώτατο όνομα μιας μακεδόνισσας βασιλικής προμάμμης, με την προφορά που είχε στα χρόνια τα παλιά.
Άλλά και κάτι ακόμα σχετικό: 
Άν οι Μακεδόνες ήταν Θρακοϊλλυριοί, και τα όνόματά τους Βίλιππος, Βερενίκη, Βερεκράτης δάνεια από την Ελληνική, θα έπρεπε στη θέση του ελλ. φ να έπρόφεραν όχι β, άλλά π, όπως έπρόφεραν στη Θρακοϊλλυρική το φ των ελληνικών λέξεων Δίπιλος, Νικοπίλη, Πίλων, Πίλιππος, Pulputleva—Plovdiv (—Φιλιππούπολις).

Επίσης τα ονόματα των μακεδονικών μηνών είναι όλα ελληνικά, εντελώς όμως διαφορετικά άπό των άλλον Ελλήνων:

 Δίος, Άπελλαίος, Αυδναΐος, ΙΙερίτιος, Δύστρος, Ξανδικός, Αρτεμίσιος, Δαίσιος, Πάναιμος, Λώιος, Γορπιαΐος, Ύπερβερεταϊος.

 Άπό που λοιπόν τα πήραν, αν δεν ήταν παλαιά δική τους γλωσσική κληρονομιά ;

Και κάτι ακόμα :

Οί αρχαίοι Μακεδόνες είχαν και λέξεις ελληνικώτατες, που άλλες ήταν άγνωστες στούς άλλους "Ελληνες, όπως 
το πυλαυρός = πυλωρός, σαυτορία = σωτηρία, αϊγί-ποψ = αετός αίγοφάγος, ευδαλαγίνες = χάριτες, άρα δεν τις πήραν άπό άλλου (ούχ αν λάβοις παρά του μή εχοντος),
 άλλες,
 όπως .μύκηρος, ζέρεθρον, Άπελλαίος μην, ελάνη, κομάραι, υπήρχαν σε απομακρυσμένες άπό τη Μακεδονία διαλεκτικές περιοχές, όπως η Κρήτη, οι Συράκουσες, η Ηράκλεια, η Λακωνία, οι Δελφοί, από τις όποιες δεν εδέχτηκαν οι Μακεδόνες καμιά γλωσσική επίδραση, άρα ήταν και στη μακεδονική διάλεκτο οι λέξεις αυτές παλαιά ελληνική κληρονομιά, και άλλες τέλος ήταν γνωστές και άλλου, με πολύ διαφορετική όμως σημασία, όπως
 κοίος' αριθμός, κόμβους' όδόντας γομφίους, ακραία παΐς θήλεια, άσπιλος χείμαρρος, αορτή' άγγος δερμάτινον, χάρων' λέων, διακόνια' πέμματα, άγκαλίς' άχθος και δρέπανον, άκόντιον' ράχις, σιγνννη' δόρυ, κάραβος' πύλη, παρεμβολή' στρατόπεδον.

 Το πράγμα αυτό δεν εξηγείται, αν οι λέξεις αυτές ήρθαν στη Μακεδονία από άλλες ελληνικές περιοχές.

Έπρεπε. να τις έχουν επί πολλούς αιώνες δικές τους τις λέξεις αυτές οι Μακεδόνες, για να υποστούν τέτοια σημασιολογική εξέλιξη στη γλώσσα τους.

Πέλλα
Στην ίδια κατηγορία μπορούν να υπαχθούν και πολλές ελληνικές τοπωνυμίες της αρχαίας Μακεδονίας, όπως 
Αίγαί, Αλιάκμων, Άρνισσα, Βέρροια, Είδομένη, Όρεστίς, Πέλλα κ.ά., που υπήρχαν στη Μακεδονία πριν από τον δήθεν εξελληνισμό της.

Γενικώτερα για τα ονόματα των αρχαίων Μακεδόνων γράφει ο βαθύς ερευνητής του ζητήματος Ο. Hoffmann : 25 

«Τό ελληνικό ονομα είναι φωνητικά και μορφολογικά τόσο βασικά διαφορετικό άπό το θρακικό και το ιλλυρικό, ώστε είναι εντελώς αδιανόητο να θεωρηθούν τα ελληνικά ονόματα των Μακεδόνων ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα ελληνικά και τα θρακικά. 
Όποιος λοιπόν, συνεχίζει ο Hoffmann, δε θεωρεί Ελληνες τούς Μακεδόνες, πρέπει, για να είναι συνεπής, να βγάλη το συμπέρασμα ότι οι Μακεδόνες, ήδη τον 6. και 5. αιώνα π. X. χωρίς ανάγκη, παράτησαν εντελώς τα αρχικά εθνικά τους ονόματα και  για να δείξουν το θαυμασμό τους προς τον ελληνικό πολιτισμό, πήραν τα ελληνικά ονόματα. 
Το να ανασκευαστή μια τέτοια αντίληψη νομίζω πώς δεν αξίζει τον κόπο. 
Γιατί γλωσσοϊστορικές υποθέσεις που προβάλλονται χωρίς να λαμβάνεται ύπ΄ όψιν η πραγματική ζωή των λαών κρίνονται από τον εαυτό τους».

Όλαλοιπόν συνηγορούν ότι ελληνική διάλεκτο μιλούσαν οι Μακεδόνες, πριν αποφασίσουν να επισημοποιήσουν στη χώρα τους την αττική διάλεκτο. 

Ξένη εντελώς γλώσσα κανένας λαός στον κόσμο δεν επέβαλε θεληματικά στον εαυτό του.

 Την κοινότερη όμως και την πιο καλλιεργημένη διάλεκτο της δικής τους γλώσσας όλοι οι πολιτισμένοι λαοί την επισημοποιούν πρόθυμα. 

«Από όλους τους ανόητους ισχυρισμούς, γράφει ο Γερμανός ιστορικός Beloch, που παρουσιάστηκαν ως τώρα επάνω σε θέματα ιστορικά δεν υπάρχει άνοητότεροςάπ΄ αυτόν, ότι δηλ.λαός που πραγματοποίησε την παγκόσμια κυριαρχία, θα άπαρνούνταν τη δική του γλώσσα, για να προσλάβη μιάν αλλη ξένη».

Ή μοναδική φωνητική διαφορά που χωρίζει την αρχαία Μακεδονική από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους, δηλ. τα σύμφωνα β αντί φ, δ αντί φ και γ αντί χ, μπορεί να εξηγηθή εντελώς μέσα στα πλαίσια της ελληνικής διαλεκτολογίας. 
Μπορούμε δηλ. να δεχτούμε η ότι ο μακεδονικός εθνικός κλάδοςχώρισε και έμεινε πίσω από το σώμα της ελληνικής φυλής ενωρίτερα άπ΄ ότι ο ιωνικός, αίολοαχαϊκός και δωρικός, πριν η πρωτοελληνική γλώσσα διαμορφώση από τους αντίστοιχους ινδοευρωπαϊκούς φθόγγους το ψ, θ, χκαί ακολούθησε δικό του δρόμο ως προς τους φθόγγους αυτούς, ή, πού είναι και το πιθανώτερο, ότι ο μακεδονικός κλάδος, χωρίς να πάψη ποτέ να είναι ελληνικός, άφομοίωσε γλωσσικά τόσο πολλούς Θρακοϊλλυριούς στις βόρειες περιοχές της αρχαίας Μακεδονίας, ώστε, όπως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, δέχτηκε ως πηρός το φθογγικό αυτό στοιχείο ξένη επίδραση, ενώ σε δλα τα άλλα γλωσσικά στοιχεία του παρέμεινε καθαρά ελληνικός, η τέλος ότι συνέβησαν και τα δυό.

Ό P. Kretschmer, πού, όπως είδαμε, πρώτος ανάμεσα στους γλωσσολόγους αμφισβήτησε την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων, σε νεώτερο σύγγραμμά του δέχεται πια την ελληνική τους εθνικότητα, και παραμερίζει τις δυσκολίες που έβλεπε πριν, συνδυάζοντας τις δυό αυτές εκδοχές. 

Δέχεται δηλ. ότι από τις ελληνικές φυλές ξεχώρισε πρώτος ο μακεδονικός κλάδος σε εποχή που τα ϊνδοευρωπαϊκά μέσα δασέα bh, dll, gh δέν είχαν ακόμα τραπή σε φ, θ, χ, και έτσι η Μακεδονική είχε καιρό να άκολουθήση στην εξέλιξη των φθόγγων αυτών διαφορετικό από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους δρόμο. 

Οταν οι άλλες ελληνικές φυλές κατέβηκαν  την κυρίως Ελλάδα, οι Μακεδόνες έμειναν απομονωμένοι σαν οπισθοφυλακή στα νώτα του άλλου ελληνισμού. 

Από τους Θράκες και Ίλλυριούς που οι Μακεδόνες με τον καιρό υπόταξαν και αφομοίωσαν, η μακεδονική ελληνική διάλεκτος πήρε σε ορισμένα φωνητικά σημεία κάποια ιδιαίτερη προφορά. 
Αυτή είναι η σημερινή άποψη του Kretschmer 26.

Ή γνώμη αυτή, που είναι και κατά τούτο βαρύνουσα, γιατί προέρχεται από κορυφαίο γλωσσολόγο που από τη δύναμη των πραγμάτων αίσθάνθηκε την ανάγκη να άναθεωρήση ο ίδιος την παλαιότερη γνώμη του, καθιερώνει πιά ως αναμφισβήτητη την ελληνικότητα της γλώσσας και εθνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων. 

Τηνέα αυτή γνώμη του Kretschmer τη δέχεται ο Ε. Schwyzer 37και ο Otto Reche, γράφοντας :

« Οι Μακεδόνες είναι το τελευταίο μετά τους Δωριείς κύμα του ελληνισμού» 28

Οι Μακεδόνες δεν ήταν λοιπόν ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο "Ελληνες
 απ’ ότι είναι οι σημερινοί "Ελληνες της Κάτω ’Ιταλίας,
του Πόντου, 
της Καππαδοκίας, 
οι όποιοι μέσα στον άκέριον ελληνισμό τους παρουσιάζουν και κάποιες ασήμαντες ξένες άρθρωτικές επιδράσεις, ιταλικές η τουρκικές.

Τελειώνω με μιά περικοπή που δείχνει την αποδοχή του πορίσματος αυτού και από τους ιστορικούς.

 Ό Fr. Munzer γράφει τα εξής: 

« Το πρόβλημα ποια ήταν η εθνικότητα των Μακεδόνων μελετήθηκε πολύ ξεκινώντας από τη γλωσσολογία ο Otto Hoffmann το έλυσε άποφασιστικά και σωστά, δεχόμενος ότι οι Μακεδόνεςήταν Ελληνες. Κατά τον 5. και 4. αιώνα π. X. φαίνεται ότι, σαν συνοριακός λαός που ήταν, αντίθετα προς τις άλλες ελληνικές φυλές, δέχτηκαν και ξένα στοιχεία, όπως λ. χ. οι ομοεθνείς μας της περιοχής του ποταμού ’Έλβα συγκρινόμενοι με τους Γερμανούς της Κάτω Σαξωνίας και με άλλες καθαρά γερμανικές φυλές» 29.


Τώρα πιά και οι διστακτικώτεροι για τον ελληνισμό των αρχαίων Μακεδόνων επιστήμονες, όπως ο Η. Krahe,30 δέ μιλούν για μή ελληνική εθνικότητα των Μακεδόνων, παρά για μικρότερη η μεγαλύτερη επίδραση που δέχτηκε η ελληνική γλώσσα των κυρίαρχων Μακεδόνων από θρακοϊλλυρικά φύλα που αφομοίωσαν. 

«"Οτι οι Μακεδόνες ήταν ελληνική φυλή... είναι τώρα από όλους αναγνωρισμένο....μόνο που η ξένη (θρακοφρυγική) επίδραση επάνω στη γλώσσα τους ύποτιμάται κάπως από τον Χατζιδάκη» γράφει ο W. Christ. 31και φυσικά δεν είμαστε εμείς που θα είχαμε κανένα λόγο να άρνηθούμε στούς αρχαίους Μακεδόνες τη δυναμικότητα να απορροφήσουν και να αφομοιώσουν και λίγους γειτονικούς των βαρβάρους, ούτε να φοβηθούμε μήπως, δεχόμενοι τέτοιο πραγμα, θέτουμε υπό συζήτηση τον ελληνισμό των Μακεδόνων. 

Και οι νότιοι Ελληνες αφομοίωσαν και στην αρχαιότητα μάζες προελληνικών φύλων, και σε νεώτερους χρόνους πολλούς Φράγγους και ’Αλβανούς, χωρίς ούτε τότε ούτε τώρα να κλονιστή η εθνική τους φυσιογνωμία, 

Το αποφασιστικό στην ιστορία των εθνών δεν είναι ή ανάμιξη, άλλα το ποια φυλή αφομοιώνει την άλλη, και αυτή, όπως ξέρουμε, είναι πάντα η πιο πολυάριθμη, η πιο δυναμική.

 Αν αντί να τους αφομοιώσουμε εμείς τους ξένους που κατά καιρούς εισέδυσαν στην Ελλάδα, μας αφομοίωναν αυτοί γλωσσικά—και τούτο θα συνέβαινε με μαθηματική ακρίβεια αν οι ξένοι ήταν περισσότεροι από μας δέ θα μπορούσε σήμερα να γίνη λόγος για νεοελληνική εθνότητα, όσοδήποτε ελληνικό αίμα κι αν έτρεχε στις φλέβες του ξενόγλωσσου πιά έθνους που θα κατοικούσε τότε τη χώρα μας, και όσαδήποτε γλωσσικά η πολιτιστικά ελληνικά υπολείμματα κι αν ενσωματώνονταν στη νέα, ξένη πιά, γλώσσα του.

Αφού λοιπόν οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν Ελληνες, ελληνική ήταν η χώρα αυτή από τη δεύτερη π. X. χιλιετηρίδα, και ελληνική παρέμεινε και σ την πρώτη π. X. χιλιετηρίδα και στην πρώτη μ. X. χιλιετηρίδα, οπότε, όπως πιστοποιούν οι ελληνικές επιγραφές της Βαλκανικής, και όπως αναγνωρίζεται από όλους τους ιστορικούς,
 τα γλωσσικά μας σύνορα ξεκινούσαναπό τον ποταμό Γενυσό (Skumbi) της ’Αλβανίας, περνούσαν από τα Σκόπια της Σερβίας και από τη Σόφια της Βουλγαρίας, και αγγίζοντας κατά μάκρος τόν Αίμο κατέληγαν στον Εύξεινο 33


Ή ελληνόφωνη αυτή έκταση γνώρισε στο μεσαίωνα τους Σλάβους 

μόνον ως επιδρομείς, 
όχι ως μόνιμους κατοίκους. 



'Όπου οι Σλάβοι απλώθηκαν νοτιώτερα από τα σύνορα αυτά πυκνότεροι, 
απλώθηκαν σε νεώτερους χρόνους,
 ιδίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, 
και πλήθυναν εκεί με τον γνωστό τρόπο με τον όποιον 
εξεσλάβισαν χτες ακόμα την ελληνικώτατη νότια Βουλγαρία (Ανατολική Ρωμυλία),
 που οι ίδιοι την ονομάζουν ακόμα Romania, δηλ. χώρα των Ρωμαίων 33, ακριβώς όπως οι Τούρκοι τη λένε Roum-eli (=χώρα των Ρωμαίων).

Ή δική τους παρουσία λοιπόν στη Βόρεια Μακεδονία είναι μια παρένθεση μέσα σ την ελληνική αιωνιότητα, και όχι η δική μας μέσα στη θρακοϊλλυρική η τη σλαβική.

’Έχουμε λοιπόν κάθε δικαίωμα οι Έλληνες, 
όταν και με το λόγο και με το αίμα 
υπερασπίζουμε αυτή τη γη 
«πού είναι του Σλάβου τ’όνειρο και του Ρωμιού η λαχτάρα» 
κατά τον ποιητή, 
και μαθαίνουμε στα παιδιά μας να τραγουδούν το
 «δέ θα την πάρουνε τη γή, τη γή των Μακεδόνων», 
έχουμε κάθε δικαίωμα να είμαστε βέβαιοι ότι υπερασπίζουμε όχι μονάχα ένα παρόν αναμφισβήτητα ελληνικό, 
αλλά και δικαιώματα παντοτινά και προαιώνια, 
κατοχυρωμένα από την ιστορική αλήθεια,
 δικαιώματα ιερά και απαράδοτα.

Όταν η βουλγαρική νεολαία με τον ίδιον ενθουσιασμό τραγουδά το περίφημο τραγούδι του Ιβάν Βάζωφ : 


« δεν τη δίνουμε, όχι  την αγαπημένη γη 
 τη γη των άγιων πατέρων μας,
την ένδοξη πατρίδα του Κυρίλλου και Μεθοδίου  
την κόρη των ματιών μας..., 
δεν τη δίνουμε όσο εκεί ψηλά υπάρχει Θεός», 
άμποτε να μπορούσε να ξέρη πόσο ασεβεί και προς τη θεία δικαιοσύνη που επικαλείται και προς κάθε έννοια εθνικού και ιστορικού δικαίου,

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.       W. Β r a n d e n s t e i n, Die erste indogermanische Wanderung. (Wien 1930).
Πβ. Ν. Π. A ν δ ρ ι ώ τ η, Οί Ίνδογερμανοί. Ν. Εστία 20 (1939), σ. 1373 κεξ.
2.       Θουκυδίδης 4, 109.
3.       Ηρόδοτος 1, 50 «(τό Δωρικόν γένος) πολυ πλάνη τον κάρτα επί μέν γάρ Δευκαλίωνος βασιλέος οϊκεε γην την Φθιώτιν, επί δέ Δώρου του 'Έλληνος την υπό την ’Όσσαν τε και τόν ’Όλυμπον χώρην, καλεομένην 'Ιστιαιώτιν. έκ δέ της Ίστιακότιδος ως έξανέστη υπό Καδμείων, οϊκεε εν ΙΙίνδω Μακεδνόν καλεόμενον».
4.       'Ηρόδοτος 8, 43 «έόντες Δωρικόν τε και Μακεδνόν έθνος εξ Έρινεού τε καί
Πίνδου και Δρυοπίδος ύστατα δρμηϋέντες».
5.       ‘Ηρόδοτος 5, 22 «'Έλληνας δέ τούτους είναι... κατάπερ αυτοί λέγουσι, αυτός τε
ουτω τυγχάνω έπιστάμενος και δη και έν τοις οπισΟε λόγοις άποδέξω ως είσι 'Έλληνες, πρός δέ και οι εν τη Όλυμπίη διέποντες τόν αγώνα ουτω έγνωσαν είναι».
0. Ηρόδοτος 5,20 «καί βασιλέϊ τω πέμψαντι άπαγγείλητε ως ανήρ "Ελλην, Μακεδόνων ύπαρχος, εύ ύμέας έδεξατο».
7.       'Ηρόδοτος 9, 45 «’Άνδρες ’Αθηναίοι,... ού γάρ αν ελεγον εί μή μεγάλως εκηδό-
μην σ υ ν α π ά ση ς της Ελλάδος, αυτός τε γάρ "Ελλην γένος είμί τώρχαΐον και άντ’ ελεύθερης δεδουλωμένην ούκ άν έϋέλοιμι οραν την Ελλάδα».
8.       Άρριανού, *Αλεξ. άνάβ. 1,10,7.
9.       Πόσο αδύνατο είναι να έπιβληϋή σ’ενα λαό η γλώσσα που μιλούν οι βασιλείς
τό δείχνουν και οι γαλλόφωνες αυλές της Ρωσσίας στα χρόνια του Μ. Πέτρου και της Αικατερίνης Β', και της Πρωσσίας στα χρόνια του Φρειδερίκου του Μεγάλου, που δέν είχαν καμμιά επίδραση στις γλώσσες των λαών τους.
10.     Τό ότι η μακεδονική γλώσσα ήταν ελληνική το πιστοποιεί και η ευκολία με τήν
όποίαν οι Μακεδόνες αφομοίωσαν την αττική διάλεκτο, ως διάλεκτο όμοια με τη δική τους. ’Άν η αττική τους ήταν όλότελα ξένη γλώσσα, οχι μόνο δέν υπήρχε τρόπος να τη μάθουν, αλλά και μαθαίνοντάς την θα διατηρούσαν και τη δική τους γλώσσα. Πόσο δύσκολα εκτοπίζεται μιά ντόπια γλώσσα από μιά ξένη το ξέρουμε σήμερα άπό πλήθος παραδείγματα, όπως την Προελληνική, που σώζονταν εδώ κι εκεί 15 αιώνες μετά την κάθοδο των Ελλήνων, και την αρχαία Αιγυπτιακή, που έπέζησε και επί Πτολεμαίον και επί 'Αράβων στο στόμα των Κοπτών, ως τόν 18. αιώνα μ. X.
11.     Τ. Livius 31,29. «Aetolos, Aearnanas, Macedonas ejusdem linguae ho
mines».
12.     A. Meillet, Apergu d’une histoire de la langue grecque2. (Paris 1920),
a. 187. «On a beaucoup discute la question de savoir si la langue de la Macedoine etait ou non apparentee au grec. Rti fait on l’igtiore.. Une chose est sur, c’est que le macedonien n’etait pas proprement un dialecte grec...». Πβ. τουίδιου, Introduction a l’etude comparative des langues indoeuropeennes, σ. 3G.
13.     O. Muller, liber die Wohnsitze, die Abstammung und die iiltere Ge-
schichte des makedonisclien Volkes. (Berlin 1825).
14.     P. K r e t s c h m e r, Hinleitung in die Geschichte der griecliisclien Sprache
(Gottingen 1896), σ. 288. Του ’ίδιου σ την Berl. Pliilol. Wochenschrift, 1897, σ. 1105, καιστην Gott. Gel. Anz. 172 (1910), σ. 09 κέξ.
15.     P. W e n d 1 a n d, Die hellenistisch romisclie Kultur in ihren Beziehun-
gen zum Judentum und Christentum3. (Tubingen 1912), σ. 18.
1G. U. von W i 1 a m o w i t z • Μ o ? 11 e n d o r f, Der Glaube der Hellenen, (Berlin 1931), 1, 53.
17.     Πβ. E. Schwyzer, Griechische Grammatik. (Miinchen 1939), 1, 09 κέξ.,
καίΓ. Ν. Χατζιδάκη, Άκαδημεικάάναγνοχτματα2, 1, 29 κέξ.
18.     "Οτι το βάρβαρος δέν έσήμαινε στην αρχαία Ελληνική πάντοτε «αλλόγλωσ
σος» φαίνεται άπό το ότι ο ϊδιος ο Δημοσθένης σ την όξύτατη πολεμική του κατά του Φιλίππου δέν τον ονομάζει ποτέ «αλλόγλωσσοι, πράγμα που δέ θα δίσταζε να το κάμη άν ήταν αλήθεια, καθώς και άπό το ότι βάρβαρες ονομάζονται άπό τους αρχαίους συγγράφεις και άλλες απολίτιστες ελληνικές φυλές, όπως η ήπειρώτικη φυλή των Χαόνων(βάρβαροι ο έ X ά ο ν ε ς Θουκυδ. 2, 80, π ο τ ε ρ ? Β ο ι ω τ ο ί β α ρ β α ρ ώ τ ε ρο ι τ υ γχάνο υ σ ι ν ο ν τ ε ς η Θ ε τ τ α λ ο ί; Ήγησάνδρου, Άποσπ. 11 [ Fragni. hist, graec. 4,415) κ. ά )
19.     Περισσότερα για την γλωσσική ελληνικότητα των Μακεδόνων που στηρίζονται σέ
τεκμήρια ιστορικά βλ. στη νεωτατη πραγματεία του καύηγητού Λ. Β. Δ α σ κ α λ ά κ η. Ή γλώσσα των Μακεδόνων κατά τάς Ιστορικάς πηγάς. Άθηνα 54 (1950), σ. 260 κέξ.
20.     G. Kazarow, Quelques observations sur la question de la nationalite
des anciens Macedoniens. Revue des etudes grecques 23 (1910), σ. 243 κέξ., W. Beschewliew, Zur Frage nach deni Volkstum der alten Makedonen. (Sofia 1932), βουλγαρικά με γερμανική περίληψη, Τ ο ύ ϊδιο υ, Glossata κεβαλή. (Sofia 1930).
21.     V 1. G ? ο r g i e v, Die Trager der kretisch mykenischen Kultur, ill re Iler-
kunft und ihre Spraclie. (Sofia 1937). (Πβ. δυσμενή κριτική του P. Kretschmer σ την Glotta 27 (1938/9), σ. 2). Τουϊδιου, Ktat actuel des etudes de linguistique prehellenique. Studia Linguistica 2 (1948), σ. 02 92.
22.     G. Hatzidakis, Zur Kthnologie der alten Makedotiier. Indogerm. F'or-
schungen 11 (1900) 313 κέξ. Πβ. του ίδιου, Περί τού Ελληνισμού των αρχαίων Μακεδόνων. Γλωσσ. Μελέται 1, 33 κέξ. Τού ϊ ο ι ο υ, και πάλιν περί τού Ελληνισμού των αρχαίων Μακεδόνων. Έπετ. ΙΙανεπιστ. 1911,87 κέξ.
23.     Βλ. G. Hatzidakis, Zur Abstanuuung der alten Makedotiier. Eine eth* nologisclie Studie. (Atben 1897), σ. 82 κεξ.
24.     . G. Hatzidakis, Du charactere hellenique des anciens Macedoniens. (Athenes 1896), σ. 25.
25.     O. Hoffmann, Die Makedonen, ibre Spracbe und ihr Volkstum. (Got
tingen 1906), σ. 230.
26.     P. Kretschmer, Spraclie (Kinleitung in die Altertumswissenscbaft,
χόμ. 1, τευχ. 6), σ. 87.
27.     iv. Schwyzer, οπου 1, 70. ΕλληνεςθεωρούσαντούςΜακεδόνεςκαί
ό A. Kick αιήν Kuhn’s Zeitscb rift 22, 193 κέξ. καιο F. S υ 1 ? s ? ηστην Berliner Philol. Wocbenscbrift, 1907, ο. 275.
28. Recb e, Rasse und Heiuiat der lndogernianen. (Miinchen 1936), σ. 51.
«Die Makedonen bind nur die letzte, den Doriern folgende Welle des Hellencntums».
29 Fr. Muenzer, Die politische Vcrnicbtung des Griccbentums. (Leipzig 1925), σ. 4.
30.     II. K r a h e, στις Indogerm. Forschungeti 56 (1938). σ. 13.
31.     W. Christ, Gescbichte der griechischen Literatur, 2, o. 2, σημ. 3.
32.     J. J irecek, Die Roinaneti in den Stadten Dalmatiens wabrend des Mit-
telalters 1, 13. Πβ. G. M i c h a i 1 o f, La langue des inscriptions grecques en Bulgarie. (Sofia 1940), W. ? e s c li e w 1 i e w, Die protobulgarischen Inscbriften. (Sofia 1934).
33.     N. Π. νδρίώτη, τα ελληνικά στοιχεία της βουλγαρικής γλώσσης. Άρχειον
Θρακικού Θησαυροί) 17, (1925), σ. 65.




Το αρχαίο μακεδονικό Ημερολόγιο. Das Makedonischer Kalender.

$
0
0
TO ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 
 ΟΠΩΣ 
ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ,
 έτσι και το ημερολόγιο των Μακεδόνων ήταν σεληνοηλιακό.

Το μακεδονικό έτος άρχιζε από την πρώτη νουμηνία μετά τη φθινοπωρινή ισημερία, κατά τον μήνα Δίο, αντίστοιχο του αττικού Πυανεψιώνα.

 Οι μακεδονικοί μήνες είχαν κατά σειρά τα ονόματα:


 Δίος, 
Απελλαίος, 
Αυδυναίος, 
Περίτιος, 
Δύστρος, 
Ξανθικός, 
Αρτεμίσιος, 
Δαίσιος, 
Πάνεμος ή Πάνημος, 
Λώος, 
Γορπιαίος και 
Υπερβερεταίος. 

Δεν είναι, όμως, γνωστό το σημείο στο οποίο παρεμβαλλόταν ο 13ος εμβόλιμος μήνας.
Μέγας Αλέξανδρος (Βεργίνα).

 Το 334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν επρόκειτο να ξεκινήσει την εκστρατεία του στην Ασία, παρέμβαλε αυθαίρετα πριν από τον Δαίσιο έναν δεύτερο Αρτεμίσιο, γιατί οι Μακεδόνες θεωρούσαν ότι ο μήνας Δαίσιος ήταν γρουσούζικος για πολεμικές επιχειρήσεις. 

 Μια επιγραφή που βρέθηκε στο χωριό Τσεπίχοβο στη Μακεδονία αναφέρει τον μήνα Δαίσιο:

 ΤΟΥΔΑΙΣΙΟΥΜΗΝΟΣ ΤΟΥ ΓΜΣ ΕΤΟΥΣ ΤΩΝ
 ΠΕΡΙΒΑΡΟΛΡΟΝΦΙΛΙΠΠΟΥΕΝΔΕΡΡΙΟΠΩΠΟΛΙ ΤΑΡΧΩΝΣΥΝΑΓΑΓΟΝΤΝΤΟΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΝ… 

 Δηλαδή «...του Δαισίου μηνός του γμσ’ έτους των περί Βάρολρον Φιλίππου εν Δερριόπω πολιταρχών συναγαγόντων το βουλευτήριον... ».

 Η πλάκα αυτή βρέθηκε στο χωριό Τσεπίχοβο, αλλά η αρχική θέση της ήταν σε κάποιον λόφο που βρισκόταν στη δεξιά όχθη του ποταμού Εριγόνα (Δ. Μακεδονία), όπου πιθανώς άκμασαν τα αρχαία Στύββερα.

 Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Αίγυπτο και χώρες της Ασίας, επέβαλε στις κτίσεις του το μακεδονικό ημερολόγιο, το οποίο γενικά διατήρησαν και οι επίγονοί του.

 Η αντιστοιχία πάντως των μηνών δεν συνέπιπτε ακριβώς για την εκτός της Μακεδονίας χρήση του.

Στην Αντιόχεια, Ασκάλωνα της Συρίας, Έφεσο, Γάζα, Λυκία, Σιδώνα, Τύρο κλπ. οι διαφορές ήταν πολλές φορές σημαντικές.
Στην ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου, το μακεδονικό ημερολόγιο βάδισε παράλληλα με το ακριβέστερο ηλιακό αιγυπτιακό ημερολόγιο και τελικά υποκαταστάθηκε εντελώς από αυτό.

 Οι Σελευκίδες, οι επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μεσοποταμία, προσάρμοσαν αμέσως στο μακεδονικό ημερολόγιο τον 19ετή κύκλο του Μέτωνα, πουεχρησιμοποιείτο και από το βαβυλωνιακό ημερολόγιο.

Στο ημερολόγιο των Σελευκιδών ο Δίος ταυτιζόταν με τον βαβυλωνιακό μήνα Τασρίτου, ο Απελλαίος με τον Αραχσάμνα, και τέλος ο Υπερβερεταίος με τον Ουλούλου.

Επίσης. όπως αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς,στην Αντιόχεια της Συρίας διεξάγονταν Ολυμπιακοί αγώνες, μετά από σύμβαση των Πισατών της Ήλιδας και των Αντιοχέων για την εκχώρηση του προνομίου των Ολυμπίων και στους Αντιοχείς για 360 έτη.

Τα Ολύμπια της Αντιόχειας διαρκούσαν 45 ημέρες κατά τους μήνες Πάνημο (Πάνεμο) και Λώο.


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ 
Ο ιδρυτής της Δυναστείας,
 Πτολεμαίος Α' ο Σωτήρ

 ΕΧΟΝΤΑΣ ΗΔΗ ΓΝΩΡΙΣΕΙ το αρχαίο μακεδονικό ημερολόγιο, το οποίο χρησιμοποιούσαν και οι Πτολεμαίοι οι Έλληνες ηγεμόνες της Αιγύπτου— μπορούμε τώρα να γνωρίσουμε δύο άλλα μακεδονικά ημερολόγια, που ήταν σε χρήση στη Μακεδονία κατά τους χρόνους της κατοχής της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.

Το αρχαιότερο από αυτά χρησιμοποιούσε το λεγόμενο «μακεδονικό έτος». 

Το ημερολόγιο αυτό είχε ως αφετηρία το 148 π.Χ., το έτος δηλαδή που ο ύπατος Κόιντος Καικίλιος Μέτελλος (Q. Caecilius Metellus), ο επονομαζόμενος Μακεδονικός, συνέτριψε την επανάσταση του Ψευδο-Φιλίππου Ανδρίσκου, ο οποίος βασιλεύοντας έναν μόνο χρόνο στη Μακεδονία κατάφερε να εξεγείρει τους Μακεδόνες και άλλους Έλληνες εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών. 

Το νεότερο ημερολόγιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες πόλεις του ευρύτερου ελληνιστικού κόσμου —όπως σε ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας— χρησιμοποιούσε το λεγόμενο«έτος του Αυγούστου»ή «σεβαστόν έτος».

 Αρχή του ημερολογιακού αυτού συστήματος ήταν η ημερομηνία της νίκης του Αύγουστου Οκταβιανού εναντίον του Αντωνίου στο Άκτιο, την 2α Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. Τα δύο αυτά ημερολογιακά συστήματα χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα στη Μακεδονία την περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησής της.

Οι ονομασίες όμως των μηνών παρέμειναν οι ίδιες με το αρχαίο μακεδονικό-πτολεμαϊκό ημερολόγιο. 

Τα δύο ημερολόγια, που αναφέραμε, άρχιζαν την 1η του μηνός Δίου,αλλά είχαν, όπως είδαμε, διαφορετική αφετηρία χρονολόγησης: το «μακεδονικό έτος» το 148 π.Χ. και το «σεβαστόν έτος» το 31 π.Χ.



ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΩΝ ΜΗΝΩΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ


 Περίτιος: Ιανουάριος. Εορτάζοντο τα Περίτια. Όμοια εορτή με τα δαδαφόρια των Δελφών.

Δύστρος: Φεβρουάριος. Η λέξις ετυμολογείται από το θυσ-θλα = Θυσία Εορτή. Τα μυστήρια του Βάκχου.

Ξανθικός: Μάρτιος ή (Ξανδικός) Στρατιωτική εορτή.

Αρτεμίσιος: Απρίλιος. Μήνας αφιερωμένος εις την Άρτεμιν.

Δαίσιος: Μάιος. Εορτές προς τιμήν των συμποσίων θεών και της μέθης Διονύσου.

Πάνημος: Ιούνιος ή (Πάναμος). Μήνας αφιερωμένος στον Δία. (Πάναμος Δίας). Είναι επίσης μήνας της Βοιωτίας, Μιλήτου, Σάμου και Κορίνθου.

Λώιος: Ιούλιος. Ή Ομολώιος. Αφιερωμένος εις την Ομολώιδα (=ευχάριστη) Δήμητρα. Ο μήνας αυτός ήταν και της Αιτωλίας, Βοιωτίας και Θεσσαλίας.

 Γορπιαίος: Αύγουστος. Μήνας του ψαρέματος. Εορτάζοντο τα Γαρπιαία προς τιμήν της Αθηνάς. Πιθανώς η λέξις να είναι παραφθορά του Καρπιαίος.

 Υπερβερεταίος: Σεπτέμβριος. Προς τιμήν του Υπερφερή Δία. Ετυμολογείται από το υπερ-φερε-ταιος. Μακεδονικά υπερβερέτας. Σημαίνει ύψιστος, ανώτατος, υπέρτατος. Αυτός που πρέπει να φέρη

 Δίος: Οκτώμβριος. Ο μήνας εορτών προς τιμήν του Δία. Εγένοντο εις το Δίον της Πιερίας. 

Απελλαίος: Νοέμβριος. Προς τιμήν του Απόλλωνος και των Απελλαίων συνεδριάσεων. 

Αυδυναίος: Δεκέμβριος. Αφιερωμένος εις τους χθόνιους θεούς. Τον ψυχοπομπό Ερμή, τον Πλούτωνα, Περσεφόνη, Φαιστόν, Εκάτην, εις τους οποίους προσέφερον θυσίες.

Πηγή: e-istoria, romianews


                           Makedonischer Kalender





Seleukos I. Nikator
Die Reformierung des makedonischen Kalenders wurde unter Seleukos I., der nach Konflikten mit Antigonos unter Unterstützung von Ptolemaios I. das Herrschaftsgebiet Babyloniensendgültig 312 v. Chr. gewinnen konnte, weiter fortgeführt. Mit diesem Jahr begann nach der gängigen historischen Zeitrechnung die seleukidische Ära.


Außerdem war noch das alte Kalendersystem des Solon sowie das arabisch-makedonische Modell in Gebrauch.

 Im Alten Ägypten benutzten die Ptolemäer den makedonisch-solonischen Kalender, der in der Spätzeit mit dem makedonisch-arabischen Kalender harmonisiert wurde.


Makedonisch-seleukidischer Kalender

Hintergrund

Der griechische Lunisolarkalender teilte sich nach der Kalenderreform: Der griechisch-babylonische Kalender orientierte sich am babylonischen Vorbild und begann im Frühjahr. Der griechisch-makedonische Kalender behielt weiterhin den Herbst als Jahresstart.

Der erste Monatstag begann normalerweise mit dem ersten sichtbaren Neulicht. Im Jahr 312 v. Chr. lag jedoch schon ein schematisierter Mondkalender vor, der abwechselnd 29 und 30 Tage beinhaltete. Das Gemeinjahr hatte somit 12 Monate. Ein Zyklus bestand aus 19 Jahren, in denen 7 Schaltjahre enthalten waren. Als Schaltmonate wurden Xanthikos sechsmal und Hyperberetaios einmal eingeschoben.



Makedonisch-solonischer Kalender

Mit der Einführung dieses Kalendertyps in der Zeit von Solon wurde jeweils im zweiten Jahr ein Schaltmonat eingeschoben. 
Die Monate verlagerten sich mit der Zeit und durchliefen die Jahreszeiten. 
Nach Berechnungen von Pieter-Willem Pestman verwendeten die Ptolemäer den makedonisch-solonischen Kalender zur Umrechnung der Regierungsperioden im ägyptischen Kalender.




Makedonisch-arabischer Kalender


Im Nabatäer-Reich und der anschließenden römischen Provinz Arabia Petraea existierte ein makedonischer Kalender, der in der Charakteristik an den ägyptischen Kalender angepasst wurde. Das Jahr begann jeweils zum Frühlingsanfang; die Epagomenen erfolgten als Anhang an den letzten Monat.



Literatur

  • Hermann BengtsonHerrschergestalten des Hellenismus. Beck, München 1975. ISBN 3-406-00733-3. S. 37-61
  • Rolf Krauss: Sothis- und Monddaten: Studien zur astronomischen und technischen Chronologie Altägyptens, Gerstenberg, Hildesheim 1985, ISBN 3-8067-8086-X (formal falsche ISBN)
  • Hans Lietzmann, Kurt Aland: Zeitrechnung der römischen Kaiserzeit, des Mittelalters und der Neuzeit für die Jahre 1 - 2000 n. Chr., de Gruyter, Berlin 1984, ISBN 3-11-010049-5
  • Pieter-Willem Pestman: Chronologie égyptienne d'après les textes demotiques - Papyrologica Lugduno-Batava 15 (332 av. J. C. - 453 ap. J. C.) - , Brill, Lugdunum Batavorum 1967
  • Heinrich PletichaOtto SchönbergerDie Griechen - Lexikon zur Geschichte des klassischen Griechenlands -, Lübbe, Bergisch-Gladbach 1988, ISBN 3-404-64065-9
  • Konrat Ziegler u.a. (Hrsgg.): Der kleine Pauly - Lexikon der Antike; auf der Grundlage von Pauly's Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, Bd. 3: Iuppiter - Nasidienus

Quelle : Academic dictionaries and encyclopedias

Ελληνικότητα Μακεδονίας. Μακεδονικό Ελληνικό Πάνθεο. Λατρείες στην Άνω Μακεδονία.

$
0
0
Περσεφόνη και Άδης (440-430 π.Χ.)
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΙ
Αθ. Ριζάκης και Ι. Τουράτσογλου
ΕΚΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ
Institute for Balkan Studies

Εισαγωγή

 Η μελέτη της θρησκείας στην Αρχαία Μακεδονίας1παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το λόγο ότι η περιοχή, εξαιτίας της ιδιάζουσας γεωγραφικής της θέσης και των έντονων ανάγλυφων στο χάρτη των φυλετικών διαστρώσεων, αποτέλεσε πρόσφορο πεδίο αντιπαραθέσεων, συγκρητισμών, συγχωνεύσεων και ζυμώσεων πλείστων όσων θρησκευτικών ρευμάτων και δοξασιών καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας της.
 Αρκετά πρόσφατα και στο πλαίσιο της διερεύνησης της ιδιάζουσας αυτής περίπτωσης, διατυπώθηκε η άποψη2

ότι η θρησκεία στηνΑρχαία Μακεδονίαυπήρξε το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης δύο κυρίως θρησκευτικών αντιλήψεων περί του υπέρτατου όντος:

 α) εκείνης του ελληνικού Πανθέου, και

 β) των μυστηριακών δοξασιώνκαι των οργιαστικών τελετουργιώντου παλαιού πληθυσμιακού δυναμικού, που είχε παραμεριστεί από τουςεπήλυδες Μακεδόνεςκαι αφομοιώθηκε από εκείνους.

  Στις αντιλήψεις αυτές περί θείου και τρόπων θεραπείας του θα πρέπει να προστεθούν λατρείες επείσακτες, τόσον από γειτονικές, όσο και από απομεμακρυσμένες περιοχές, χωρίς, ωστόσο, το αποτέλεσμα των ζυμώσεων, των αντιπαραθέσεων και των συγκρητισμών να έχει υπάρξει το αυτό σ' όλες τις επί μέρους περιοχές και σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα, ούτε όμως και καθόλες τις χρονικές περιόδους.

  Επιπλέον, τα κατά τόπους καταπεπτωκότα στοιχεία της παράδοσης και οι έξωθεν επιδράσεις διαμόρφωσαν μέσα στον ίδιο αυτό χώρο νησίδες θρησκευτικών δοξασιών με ιδιομορφίες και με ειδικά χαρακτηριστικά, η διερεύ­νηση των οποίων απαιτεί συνδυασμένες προσεγγίσεις για την κατανόηση και την αξιολόγηση τους.
Elk.I. Η ρωμαϊκή Επαρχία της Μακεδονίας.


 Στην Άνω Μακεδονία, ειδικότερα (Εικ. 1), περιοχή με ελάχιστα αστικά κέντρα και έντονο τον γεωργοκτηνοτροφικό προσανατολισμό της οικονομίας, χώρο που διατήρησε τα φυλετικά και τα πολιτισμικά του χαρακτηριστικά έως και τα ύστερα αυτοκρατορικά χρόνια, αλλά και που, παρά τον συντηρητισμό της κοινωνικοπολιτικής δομής του, αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για τη διείσδυση νεότροπων αντιλήψεων, και όχι μόνο στο θρησκευτικό χώρο, ανιχνεύο­νται επί πλέον μοναδικές για τη βορειοελλαδική ζώνη ιδιαιτερότητες στο λατρευτικό τομέα με αντιφατικά ορισμένες φορές στοιχεία. Στοιχεία που αφενός προδίδουν εμμονή σε μια κατεξοχήν τοπική παράδοση και αφετέρου φανερώ­νουν αποδοχή νεωτερισμών με τάσεις μάλιστα πρωταγωνιστικές.

  Παρά τη σπανιότητα αναθηματικών μνημείων και λατρευτικών αγαλμάτων αναφορικά με τις πρώιμες εποχές, ο υπολογίσιμος αριθμός των ενεπίγραφων και μη στηλών από την ύστερη ελληνιστική περίοδο και τους ρωμαϊκούς χρόνους επιτρέπει μιαν οπωσδήποτε ικανοποιητική θεώρηση του θρησκευτικού φαινομένου όπως αυτό υλοποιείται στο πλαίσιο των διακυμάνσεων του ιστορικού γίγνεσθαι.

Μια πρωταρχική κατά παρατακτική φορά κατάταξη του υλικού από το δυτικό τμήμα της Αρχαίας Μακεδονίας επιβεβαιώνει καταρχάς τα όσα ισχύουν και για τις υπόλοιπες περιοχές του μακεδόνικου χώρου:
την παρουσία, δηλαδή, θεοτήτων από το πάνθεο του Ολύμπου με πανελλήνια διάδοση, συνοδευόμενων ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, από προσωνύμια που επιχωριάζουν στη Μακεδονία και μόνο, έναν αριθμό επείσακτων θεοτήτων από την Ανατολή και την Αίγυπτο και μια ομάδα εγχωρίων από την προμακεδονικήπερίοδο.

  Η ενδελεχής, εντούτοις, και σφαιρική προσέγγιση των μαρτυριών φανερώνει μιαν ενδιαφέρουσα διαπλοκή και αποκαλύπτει μια περισσότερο πολυδιάστατη εικόνα στα λατρευτικά δρώμενα που βρίσκεται πλησιέστερα στην πραγματικότητα καθώς αυτή, όπως και σ' άλλες εκφάνσεις της δραστηριότητας των κατοίκων της περιοχής, αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα του πολιτισμικού προσώπου της Άνω Μακεδονίας.

 Στη διαμόρφωση του ιδιόμορφου αυτού θρησκευτικού τοπίου στην Ελίμεια, την Εορδαία, την Τυμφαία, την Ορεστίδα, τη Δερρίοπο, την Πελαγονία και τη Λυγκηστίδα και στη διαγραφή της ειδοποιού διαφοράς στο λατρευτικό σκηνικό, αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισαν, επιπρόσθετα των όσων αναφέρθηκαν, η άμεση γειτνίαση της περιοχής με την εκρωμαϊσμένη λατινόφωνη Μοισία και η κατά το πλάτος της διελαύνουσα Εγνατία οδός, βασικός οδικός άξων της αυτοκρατορίας, διαμετακομιστής λαών και διάδρομος κυκλοφορίας δοξασιών και ιδεών.
Στον περιορισμένο χρόνο μιας ανακοίνωσης μόνον ενδεικτικά παραδείγματα των περιπτώσεων που αναφέρθηκαν μπορούν να αναλυθούν.

1. Πλούτων

 Η λατρεία του Αδη, ως θεού του Κάτω κόσμου , είναι γνωστή στον κόσμο της κλασικής Ελλάδας και μαρτυρείται από την Ήλιδα, την Τριφυλία, την Ερμιονίδα, την Ελευσίνα, την Αττική, τη βοιωτική Κορώνεια4, τη θεσσαλική Αάρισα και τη γειτονική της Φαλάννα 5 . Τέλος από την Ήπειρο 6 .

 Αγάλματα του Αδη, λατρευτικά κατεξοχήν, παραδίδονται από το ιερόν της Δήμητρας Μυσίας στο Αργός, το τέμενος των Σεμνών στον Αρειο Πάγο Αθηνών, την Κορώνεια της Βοιωτίας και την ποντική Σινώπη 7 , χωρίς ωστόσο να παρατίθενται επακριβώς στις πηγές οι σχετικοί τύποι. Σε ορισμένες περιοχές η λατρεία του χθόνιου αυτού θεού επιβιώνει ως και κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής εποχής, οπότε ο θεός είχε ήδη λάβει την κατ' ευφημισμόν ονομασία Πλούτων 8 και ετιμάτο ως κύριος του Κάτω κόσμου (Αδης) ή της αφθονίας (Πλούτων), άλλοτε ως σύνναος με τη Δήμητρα και την Κόρη (Λάρισα9, Ελευσίς10), άλλοτε πάλι μόνος, σε συγκριτισμό πολλές φορές προς τον Δία και τον Σέραπι.


     Η αρχαϊκότητα της λατρείας του Άδη στη Μακεδονίασυνάγεται μόνον εμμέσως από την παρουσία στο μακεδόνικο ημερολόγιο του μηνός Αύδναίου- Αύδνναίον-Αύδωναίοναντίστοιχου με τον αττικό μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβριος-Ιανουάριος)—, κατά τη διάρκεια του οποίου τελούνταν προφανώς, οι γιορτές των αύδωναίων προς τιμήν του θεού και των νεκρών .

Εικ. 3. Αναθηματική στήλη από την Αιανή Κοζάνης 
με παράσταση Πλούτωνος (λεπτομέρεια).

      Βεβαιωμένη η λατρεία του Πλούτωνος στη Μακεδονία είναι μόνο από   την αναθηματική ανάγλυφη στήλη της Αιανής Κοζάνης στην Ελίμεια 13, του τέλους του 2ου αι. μ.Χ., όπου ο θεός παρίσταται ιματιοφόρος κατενώπιον με τον Κέρβερο στα πόδια του (Εικ. 2). Από το κείμενο μάλιστα της επιγραφής (ίδών αυτόν τε τον θεόν και τον ναόν... κατ" οναρ) (Εικ. 3) συνάγεται ότι στοχώρο ιιπήρχε ναός με λατρευτικό άγαλμα (πιθανότατα στον αγαλματικό τύπο του απεικονιζόμενου στο ανάγλυφο) και προφανώς και εγκοιμητήριον.



Η υπόθεση δε φαίνεται απίθανη, αφού είναι γνωστό, ότι στους ρωμαϊκούς χρόνους πολλά Πλουτώνια είχαν μεταβληθεί σε ενός είδους ιατρο-θεραπευτικά μαντεία υποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο τα Ασκληπιεία14.

      Οπωσδήποτε, η συνάφεια/επικάλυψη που έχει παρατηρηθεί και σε άλλους πολιτισμικούς τομείς ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, αφενός ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ελίμεια (για παράδειγμα στην επιτύμβια γλυπτι­κή 15 ) και αφετέρου ανάμεσα στην Ηπειρο, τη θεσσαλική Περραιβία, την Ελίμεια και την Εορδαία (για παράδειγμα στό ονοματολόγιο, κλπ.16 ), επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της όχι ευρέως διαδεδομένης λατρείας του Πλούτωνος με την ύπαρξη Πλουτωνίων εκείθεν και εντεύθεν του Ολύμπου, τα οποία εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν απέκτησαν φήμη ανάλογη με εκείνη του Νεκυομαντείου της Θεσπρωτίας παρά τον Αχέροντα17, ενταγμένοι οπωσδήποτε στην αυτή πολιτισμική ενότητα.

2. Ηρακλής Κυναγίδας - Εννοδία

 Η λατρεία του Ηρακλή, του προγονικού θεού των Μακεδόνων, με την προσωνυμία Κυναγίδας, υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βοττιαία και την Ανω Μακεδονία, ενώ δε μαρτυρείται από τη Χαλκιδική και την Μακεδονία εκείθεν του Αξιού.

 Αστική προφανώς λατρεία, παρά τη θηρευτική ιδιότητα καν εκφράζει το συνοδευτικό επίθετο του θεού, απαντά ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. καί μάλιστα στην πρωτεύουσα του βασιλείου, την Πέλλα και τη Βέροια, απ' όπου προέρ­χονται και τα περισσότερα επιγραφικά παραδείγματα 18 .

 Σχετικά νωρίς (1ος αι. π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.), πάντίος μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, εμφανίζεται, αν δεν μεταλαμπαδεύεται, στην Εορδαία και την Ελίμεια καθώς και στη Λυγκηστίόα και τη Δερρίοπο, όπου, όπως εξάλλου και στη Βέροια, επιζεί έως και τον 3ο αι. μ.Χ.19.

     Θεός πάτρων κατά μίαν άποψη των περίφημων κυνηγίων της άρχουσας μακεδόνικης τάξης και των μελών του βασιλικού οίκου 20και κατ' επέκταση, κατά μίαν άλλη άποψη, των κυνηγών-εφήβων  21, δεν είναι γνωστό κατά πό­σον συγκέντρωνε όλες αυτές τις ιδιότητες ή εκπροσωπούσε μόνο μία από αυτές. Βέβαιο είναι ότι από μια περίοδο και εξής (1ος αι. π.Χ.), εμφανίζεται, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, ως θεός προστάτης των απελευθερώσεων 22.

Εικ. 5. Απελευθερωτική επιγραφή
 από την Ελάτη Ελίμειας.

     Με αυτή του την υπόσταση ο Ηρακλής Κυναγίδας εντάσσεται σε μίαν ομάδα θεοτήτων, εγγυητών απελευθερωτικών πράξεων. Μόνος αυτός, αρσενικού γένους, όπως και ο Ήρων σε επιγραφή της Ελάτης (ΕΑΜ 59) (Εικ. 5) 23  , απέναντι σε μια πλειάδα θεοτήτων θηλυκού γένους  24 .

Και ναι μεν ορισμένες από αυτές τις θεότητες, όπως η Πασικράτα=Δήμητρα ή εν Κολοβαίση του Suvodol της Λυγκηστίδος και η Εννοδία της Εξοχής στην Εορδαία (η τελευταία αυτή γνωστή και από πρώιμα μνημεία στην Πέλλα και τη Βέροια) είναι προφανώς θεσσαλικής προέλευσης, η σχέση τους μάλιστα με τις απελευθερώσεις δούλων όψιμης χρονολόγησης (3ος αι. μ.Χ.), η πλειονότητα των υπολοίπων —η Μα της Εδέσσης, η Μήτηρ Θεών αυτόχθων της Λευκόπετρας, η Άρτεμις με διάφορα επίθετα, κ.ά.— διαθέτουν, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί , χώρους λατρείας στις υπώρειες του Βερμίου και των Πιερίων.

Σε περιοχές, δηλαδή, όπου η αρχαία παράδοση και η μελέτη της ανθρωπωνυμίας τοποθετούν το προμακεδονικό φρυγικό υπόστρωμα.

 Άσχετα πάντως από το γεγονός ότι η έρευνα δεν έχει ακόμη καταλήξει κατά πόσον ένας αριθμός από τις τελευταίες αυτές αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στο μακεδόνικο πάνθεοαπό τον μικρασιατικό χώρο ή συνιστούν λατρευτικές επιβιώσεις του αυτόχθονος φρυγικού υποστρώματος , βέβαιο είναι ότι η έξαρση των απελευθερώσεων με ανάθεση που παρατηρείται σε συνάφεια με τις θεότητες αυτές τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ. βρίσκει το παράλληλο της στην Ανω Μακεδονία για θεότητες που η υπόσταση τους παραδοσιακά δεν συνδεόταν με τις απελευθερώσεις δούλων και των οποίων οι χώροι λατρείας βρίσκονται έξω από τη ζώνη του Βερμίου (ο λόγος για την Εννοδία,την Πασικράτα, τον Ηρακλή Κυναγίδα).

 Το κατά πόσον η έξαρση των απελευθερώσεων στην Αρχαία Μακεδονία του 3ου αι. μ.Χ., και ιδιαίτερα στο δυτικό της τμήμα, βρίσκεται σε σχέση ευθέως ανάλογη προς την πολιτική των Σευήρων σταδιακής εξομάλυνσης των κοινωνικών διαφορών στους κόλπους της αυτοκρατορίας με αποκορύφωμα την έκδοση της constitutio antoniniana και τη χορήγηση της ρωμαϊκής πολιτείας27 σε όλους τους υπηκόους της Ρώμης , καθώς και το κατά πόσον οι απελευθερώσεις αυτές ήταν κατά κανόνα συνδεδεμένες με θεότητες του ανατολικού/φρυγικού πανθέου, κατεξοχήν θηλυκού γένους, στις οποίες κατ' αναλογία προστέθηκαν και ορισμένες άλλες ανδρικού, αποτελεί για την ώρα υπόθεση εργασίας.

3. Αλεξανδρολατρεία

 Η απονομή θεϊκών τιμών στον Αλέξανδρο,
στη γενέθλια γη της Μακεδονίας, 
υπήρξε όψιμη,
 αφού στο φυλετικό βασίλειο των Αντιπατριδών28και των Αντιγονιδών, αντίθετα απ' ό,τι στις δορίκτητες πολυεθνικές ηγεμονίες των Επιγόνων της Ανατολής, υπήρξε μια συνειδητή απροθυμία θεοποίησης του μεγάλου Μακεδόνα.
Εμφανίζεται στο πρώτο μισό του 3ου αι. μ.Χ. και εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα της προβολής του νεαρού στρατηλάτη ως προτύπου της ρωμαϊκής ηγετικής τάξης29.

     Ως γνωστόν, η imitatio Alexandri, κοινός τόπος αναφοράς πολιτικής ιδεολογίας και στρατιωτικής τακτικής από την εποχή της Δημοκρατίας έως καί το τέλος του ρωμαϊκού imperium, εκφράστηκε μεταξύ άλλων και μέσω
της νομισματικής εικονογραφίας, της μνημειακής γλυπτικής και της φιλολογίας γνωρίζοντας ιδιαίτερη έξαρση, πρώτα στα χρόνια της δυναστείας των Σεβήρων και, στο κατόπιν, κατά την ύστερη αρχαιότητα 30.

Εικ. 8. Αναθηματική στήλη από το Vlahcani.

     Η αλεξανδρολατρεία στην Αρχαία Μακεδονία εντοπίζεται μόνο στις βορειοδυτικές περιοχές της Επαρχίας και συγκεκριμένα στη Λυγκηστίδα, όπου την πιστοποιούν δύο ενεπίγραφα μνημεία: εκείνο από το Σκοπό Φλωρίνης(Εικ. 6) (ΕΑΜ 148) και ένα άλλο από τις Κάτω Κλεινές του ίδιου νομού (Εικ. 7) (ΕΑΜ 157).

Παρόλον ότι μια τρίτη, ακόσμητη τη φορά αυτή στήλη, με λατινική επιγραφή (Εικ. 8), από το χωριό Vlahcani, απέναντι από το So­pot, ανήκει προφανώς στη χώρα της αποικίας των Scupi31, η σχέση της με τις δύο προηγούμενες καθώς και με άλλα ανάγλυφα μνημεία από τη Λυγκηστίδα, την Πελαγονία και την Παιονία είναι εμφανής.

 Τόσον η αναθηματική στήλη από το Σκοπό Φλωρίνης όσο και η επιτύμβια από τις Κάτω Κλεινές του ίδιου νομού, φέρουν πολυπρόσωπες παραστάσεις με απεικονίσεις θεοτήτων, μεταξύ των οποίων η μορφή του θεοποιημένου Αλεξάνδρου.

Στη στήλη μάλιστα του Σκοπού ο Αλέξανδρος παριστάνεται ισότιμα με τον σπένδοντα Δία και την σκηπτροφόρο Ήρα 32 . Η ταυτότητα του υιού του Φιλίππου συμπεραίνεται και από τον αγαλματικό τύπο που στην περίπτωση του ανάγλυφου
από το Σκοπό ταυτίζεται με τον λεγόμενο τύπο Μαγνησίας33και από τά συοδευτικά επιγραφικά κείμενα
 (Σκοπός: ίς θεόν ΑλέξανδρονΚάτω Κλεινές: Αλεξάνδρω θεοειδΐ).

    Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει το γεγονός ότι η λατρεία του Αλεξάνδρου συσχετίζεται με εκείνη του Δράκοντος και της Δράκαινας, των φιδιών, που κατά τον Δουκιανό αποτελούσαν βασικά στοιχεία των τελετουργιών και των γητευμάτων του περιώνυμου όσο και παμπόνηρου ψευδοπροφήτου Αλεξάνδρου του Αβωνοτειχίτου.
Εικ. 9. Ανάγλυφη στήλη από την Ηράκλεια
Λυγκηστική

    Και στο μεν Σκοπό, όπως και στα ανάγλυφα από την ΗράκλειαΛυγκηστική (Εικ. 9) 34 , το Orohovec 35την Caska και το Pletvar 36του Prilep στην   Πελαγονία  37, το πόλισμα των Κεραμιών (Πελαγονία)38και το Marioice του Vêles στην Παιονία 39, τα δύο ερπετά, ανάγλυφα στο αέτωμα, διαφορετικού μεταξύ τους φύλου, περιβάλλουν το αβγό της λουκιάνειας διήγησης (Λουκιανός, "Αλέξανδρος ν Ψευδόμαντις, 13 κ.ε.), στο Sopot αναφέρονται με τα
ονόματα τους δίπλα σε εκείνα του Δία, της Ήρας και του Αλεξάνδρου. Ισότιμα και ισοδύναμα.

    Η ανάλυση των παραπάνω μνημείων δείχνει ότι η λατρεία του Αλεξάνδρου είναι συνδεδεμένη με εκείνη του Δία και της Ήρας καθώς και δυο ερπετόμορφων δαιμόνων, του Δράκοντος και της Δράκαινας. 

Εικ. 12. Χρυσό «νικητήριον» από το εύρημα τον Aboukir.
Οι δαιμονικές αυ­τές θεότητες, που θα μπορούσαν να ταυτιστούν με χθόνιες δυνάμεις του τοπικού θρακομακεδονικού φυσιοκρατικού πανθέου, στοιχεία λαϊκών δοξασιών με μαγικές ιδιότητες, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην τοπική μυθολογία και ειδικότερα στο σχετικό με τη γέννηση του Αλεξάνδρου μύθο (Λουκιανός, "Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις, 7), ώστε να απεικονίζονται σε εποχές ιστορισμού και στις πίσω όψεις των χαλκών νομισμάτων του Κοινού των Μακεδό­νων 40 (Εικ. 10-11) και σε κείνες των σύγχρονων τους χρυσών νομισματόμορφων μεταλλίων (Εικ. 12) από το Aboukir της Αιγύπτου 41 —των «νικητηρίων», δηλαδή, βραβείων στους οικουμενικούς αγώνες των Άλεξανδρείων Όλνμπίων στη Βέροια του 3ου αι. μ.Χ.

  Τον καταλυτικό χαρακτήρα των δοξασιών αυτών στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα —σε εκείνα μάλιστα των αγροτικών περιοχών, απ' όπου προέρχονται τα δυτικομακεδονικά μνημεία— μαρτυρεί ακριβώς η από μέρους του Αλεξάνδρου του Αβωνοτειχίτου τελική, όσο και αποφασιστική, επιλογή στην άλλοτε πρωτεύουσα του μακεδόνικου βασιλείου Πέλλα του αντικειμένου  42μέσου γήτευσης για τη διάδοση της λατρείας του Γλύκωνος , του νέου Αλεξάνδρου, και την εκμετάλλευση του λαϊκού αισθήματος (Λουκιανός, "Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις, 6-7).

 Κατά πόσον ο εντοπισμός αναθηματικών μνημείων στο θεοποιημένο Αλέξανδρο αποκλειστικά και μόνο σε περιοχές της Λυγκηστίδος θα αποκά­λυπτε και τον ακριβή τόπο στρατολόγησης από τον Καρακάλλα το 215 μ.Χ. των νεαρών εκείνων Μακεδόνων που εκλήθησαν να υπηρετήσουν στην ειδική φάλαγγα, δημιούργημα του μεγαλομανούς αυτού αυτοκράτορα και θαυμαστή άμετρου του γιου του Φιλίππου 43, εξακολουθεί να παραμένει μια ελκυστική υπόθεση, αφού οι πηγές δεν προσφέρουν τα απαραίτητα εκείνα αποδεικτικά στοιχεία.

  Οπωσδήποτε, τα αγάλματα των μελών της βασιλικής οικογενείας του Αλέξανδροι), οι ενεπίγραφες βάσεις μόνον των οποίων εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του κτηρίου της Βιβλιοθήκης της θεσσαλονίκης 44, εξυπηρετούσαν άλλους σκοπούς, μουσειακού κατεξοχήν χαρακτήρα προσιδιάζοντα προς το συγκεκριμένο χώρο.

Το γεγονός, πάντως, ότι η ανέγερση τους συντελέστηκε στα χρόνια των Σευήρων, σύγχρονα πιθανότατα με τη μετάπλαση αγάλματος της Αθηνάς τύπου Medici σε Ιουλία Δόμνα45, εκθέματος στο ίδιο οικοδόμημα, μαρτυρεί και αντανακλά το κλίμα αλεξανορομανίας που η επίσημη προπαγάνδα μετέφερε στην ίδια την καρδιά της Μακεδονίας.
Κατά τρόπο, ωστόσο, εντελίός διαφορετικό από εκείνον που υιοθέτησε η λαϊκή θυμοσοφία στη Λυγκηστίδα όταν ανέβαζε, με τη θεοποίηση του, τον κατακτητή της Ασίας στον Όλυμπο.


Παραπομπές

      1. W. Baege, De Macedonum Sacris, Halle 1913. S. Diill, «De Macedonum Sacris. Gedanken zu einer Neubearbeitung der Götterkulte in Makedonien», Ancient Macedonia I, 1970, 316-323. S.Olili, «Götter auf makedonischen Grabstelen», Essays in Memory of B. Laourdas, Thessaloniki
1975, 115-135. S. Dlill, Götterkulte Nordmakedoniens in römischer Zeit, München 1977. S. Dull, «Die Romanisierung Nordmakedoniens im Spiegel der Götterkulte», Ancient Macedonia III, 1983,  77-87. R. Witt, «The Egyptian Cults in Ancient Macedonia», Ancient Macedonia I, 1970, 324-333.
R. Witt, «The Kabeiroi in Ancient Macedonia», Ancient Macedonia II, 1977, 67-80. Δ. Παντερμαλής, «Λατρείες και Ιερά του Δίου Πιερίας», Ancient Macedonia II, 1977, 331-342. M.-Η.Blanchaud, «Les cultes orientaux en Macédoine grecque dans l'antiquité», Ancient Macedonia IV,
1986, 83-86. Δ. Σαμσάρης, Έρευνες στην ιστορία, την τοπογραφία και τις λατρείες των ρωμαϊκών επαρχιών Μακεδονίας και Θράκης, Θεσσαλονίκη 1984. Κ. Τζαναβάρη, «Λατρεία των αιγυπτίων θεών στη Βέροια», Ancient Macedonia V,3, 1993, 1671-1679. Ε. Βουτυράς, «Η λατρεία
του Ασκληπιού στην Αρχαία Μακεδονία», Ancient Macedonia V,l, 1993, 25 1-265. Π. Χρυσοστόμου, «Δυτικομακεοονικά ευχαριστήρια στο Δία Ύψιστο», ΑΕΜΘ5, 1991 [1994], 97-110. Κ. Παπαθανάση-Μουσιοποίιλου, «Συμβολή στη μελέτη λατρευτικών εθίμων και δοξασιών των αρ­
χαίων Μακεδόνων», Ancient Macedonia V,2 , 1993, 1217-1223.

     2. Φ. Παπάζογλου, στο Μακεδονία, 4000χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1982, 204 κ.ε. (λατρείες και έθιμα).

     3. KESuppl. Ill (1918) 867-878 s.v. Hades (Prehn).

     4. Ν. Παπαχατζής, Παυσανίον Ελλάδος Περιήγησις III, Μεσσηνιακά-Ηλιακά,Αθήνα 1979, 224β και 406 υποσ. 1. Για την Ελευσίνα βλ. παρακάτω υποο. 9. Για την Αττική βλ. Ε.Wanderpool, Hcsperia 39 (1970) 47.
    
    5. IG IX.2, αρ. 1229 (Φαλάννα). A. McDevitt, Inscriptions from Thessaly. An analytical handlist and bibliography, Hildesheim-New York 1970, αρ. 364 (Λάρισα).

     6. Γενικά για τη διάδοση της λατρείας βλ. RE XXI.1 (1951) 1009-1026, s.v. Pluton (E.WUst).

     7. L/MCIV.l [1988] 371.

     8. KEXXI.l (1951) 990-1027 s.v. Pluton (E. WUst).

     9. Α. Αρβανιτόπουλος, AE 1910, 377-378 αρ. 24 = MacDevitt, ό.π., 364 (Δεσπότης).

      10. /GII 3 1933=5y//.3 1022 κε. Πρβ. Ρ. I-aure, «Ploutonia», BCH82 (1958) 80κ.ε.

  11. Πλάτων, Νόμοι 828c.

      12. J. Kalléris, Les anciens Macédoniens. Étude linguistique et historique II. 1, Athènes 1976, 560-63. II γνώση του μύθου του Αδη από τους Μακεδόνες ώς κυρίου του Κάτω Κόσμου αποδεικνύεται, από τις ζωγραφικές συνθέσεις στον 'τάφο της Περσεφόνης' (Μ. Ανδρόνικος, Βεργίνα.
OL βασιλικοί τάφοι, Αθήνα 1984, 88-95, εικ. 49-54) και στον τάφο της Ευριδίκης στη Βεργίνα (Μ. Ανδρόνικος, «Η ζωγραφική στην αρχαία Μακεδονία», ΑΕ 126 (1987) 375-379, πίν. 3-4).

      13. ΕΑΜ (Ά. Ριζάκης, Ι. Τουράτσογλου, Επιγραφαί Ανω Μακεδονίας, Αθήνα 1985) 150. Συσχετισμός με τον Πλούτωνα-Δεσπότη της Αιανής ενός ανονυμου θεού με την απλή ονομασία δεσπότης σε αναθηματικό ανάγλυφο από την Ακρινή Κοζάνης (Εορδαία-βΛΜ 89) φαίνεται τελικά να ευσταθεί, παρόλον ότι δεν υποστηρίζεται από τον αγαλματικό τύπο του απεικονιζόμενου σ' αυτό θεού —πιθανότατα Δία [Π. Χρυσοστόμου, Η θεσσαλική θεά Εν(ν)οδία ή φεραία θεά, Αθήνα 1999, 235 υποσ. 911]. Πβλ. την περίπτωση της επιγραφής από τη Λάρισα Α. Αρβανιτύπουλος, ΑΕ 1910, 377-378 αρ. 24, στην οποία ο θεός αναφέρεται επίσης μόνο με το επίθετο δεσπότης. Κατά τον L. Robert, RPh 33.11 (1959) 222 υποσ. 5, η προσωνυμία δεσπότης απτελεί σύνηθες επίθετο πολλίόν θεών, μολονότι προσιδιάζει ιδιαίτερα στον Δία. Τα πήλινα ειδώλια Πλούτωνος από το Θεσμοφύριο στην Πέλλα (Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, Το Θεσμοφύριο της
Πέλλας, Αθήνα 1996, 60-62 με βιβλιογραφία) πιθανότατα αποτελούν ενδείξεις για τη λατρεία του θεού και στην πρωτεύουσα του μακεδόνικου βασιλείου ήδη από τον 4ο αι. π.Χ.

      14. L. Heuzey, «La ville d'Aiané en Macédoine»,/M 18 (1968) 24; RE XXI. 1 (1951) 1027 s.v.Plutonion (J. Schmidt).

      15. Α. Ριζάκης - Ι. Τουράτσογλου, «Η ηιπολογία τιαν επιτύμβιων μνημείων της Ανω Μακεδονίας», Ancient Macedonia V,2 (1993) 1285 κ.ε. Πβλ Μ. Hatzopoulos, «Thessalie et Macédoine: affinités et convergences», La Thessalie. Quinze années de recherches archéologiques 1975-1990. Bilans et Perspectives, Actes du colloque international, Lyon. 17-22 avril 1990, Lyon 1994,
249-254.

      16. EAM 32 (Ελίμεια) και EAM 87. 88 (Εορδαία) με βιβλιογραφία. Βλ. επίσης Ν. G. L.Hammond, «Ευιέσται», Φηγός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Σ. Δάκαρη, Ιωάνιννα 1994, 59-62. Πβλ Ν. G. L. Hammond, Epirus, the Geography, the Ancient Remains, the History and the
Topography of Epirus and the Adjacent Areas, 1967, 460-469. P. Cabanes, «Histoire comparée de la Macédoine, de l'Épire et de l'Illyrie méridionale (IVc-IIe s. a.C.)», Ancient Macedonia V,l, 1993, 293-311. Ν. G. L. Hammond, «The Early History of Macedonia. Studies in Honor of ΑΙ. Ν. Oiko-
nomides», The Ancient World XXVII(l), 1996, 67-71. Σ. Λάκαρης, «Ήπειρος-Μακεδονία. το μήλον της Έριδος», Αφιέρωμα οτον Ν. G. L. Hammond, Θεσσαλονίκη 1997, 105-124

      17. Γενικά για τα Νεκυομαντεία, βλ. RE XVI.2 στ. 2218 κ.ε. (Hopfner). Ειδικότερα για το Νεκρομαντείο του Αχέροντος, βλ. Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων εις την αρχαίαν Ήπειρον, Ιωάνιννα 1979, 99 κ.ε. Σ. Δάκαρης, Το Νεκρομαντείο τον Αχέροντα.Οδηγοί ΤΑΠΑ, Αθήνα 1993.
      
     18. Β. Αλλαμανή-Σουρή, «Ηρακλής Κυναγίδας και κυνηγοί. Νέα επιγραφικά στοιχεία από τη Βέροια», Ancient Macedonia V, 1, 1992, 77-107. V. Allamani-Soiiri, E. Voutyras, «New documents from the Sanctuary of Herakles Kynagidas at Beroia», Επιγραφές της Μακεδονίας, Γ'Διεθνές Συμπόσιο για τη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, 8-12 Δεκεμβρίου 1993, Θεσσαλονίκη 1996, 13-39. Βλ. και ΕΚΜ (Λ. Γουναροπούλου, Μ. Χατζόπουλος, Επιγραφές Κάτια Μακεδονίας,
Τεύχος Α: Επιγραφές Βέροιας, Αθήνα 1998), σποραδικά.

      19. Μοναδική απεικόνιση του αγαλματικού τύπου του θεού —που πιθανότατα να αποτελεί και λατρευτικό— προσφέρει η ανάγλυφη στήλη από το Ρυάκι Εορδαίας (ΕΑΜ 97) (Εικ. 4). Η παράσταση ταυτίζεται με το λεγόμενο τύπο Κοπεγχάγης/Δρέσδης (βλ. L1MC IV. 1, στ. 762-763) δημιουργία της δεκαετίας του 360 π.Χ. και πρόδρομο του πρωτοτύπου του Ηρακλή Farnese (βλ. LIMC, ό.π. 763 κε.).
   
     20. P. Briant, «Les chasses d'Alexandre», Ancient Macedonia V.l, 1993, 267-277.

     21. M. Ilatzopoulos, «Cultes et rites de passage en Macédoine», ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 19, Αθήνα 1994, 87-111, με την προγενέστερη βιβλιογραφία.

      22. Στην περίπτωση που ο θεός της απελευθερωτικής επιγραφής από τη Βέροια, που δημοσίευσε ο Ανδρόνικος (Αρχαίαι επιγραφαί Βέροιας [1950] 8-23) ταυτιστεί με τον Ηρακλή Κυναγίδα, τότε η σύνδεση του θεού με τις απελευθεράισεις είναι ασφαλώς παλαιότερη. Η χρονολόγηση της επιγραφής το 235 π.Χ., από τον πρώτο της εκδότη, αμφισβητήθηκε από τον M. Enïgnton,Ancient Macedonia II, 1977, 115-122 (280/9 π.Χ.), από τον Ε. Μικρογιαννάκη, Ancient Macedonia IV, 1986, 393-399 (προ του 239 π.Χ.) και τον Ε. Grzybek, Ancient Macedonia V.l, 1993,521-27 (291/90 π.Χ.). Τελευταία βλ. ΕΚΜ, αρ. 45 (239-229 π.Χ.).

     23. Για τη λατρεία του Ήρωνα/Ήρωα και τυ ιερό του στο Παγγαίο βλ. Χ. Κουκούλη Χρυσανθάκη - Δ. Μαλαμίδου, «Τυ ιερό του ήρωα Αυλωνείτη στο Παγγαίο», ΑΕΜΘ 3, 1989 [1992], 553-567.

     24. M. Hatzopoulos, BCH 111 (1987) 402-403. Π. Χρυσοστόμου, «Η λατρεία της Συρίας θεάς (Αταργάτιδος) στη Δυτική Μακεδονία», ΑΕΜΘ 3, 1989 [1992], 103-117. Emm. Voutiras, «Bemerkungen zu zwei makedonischen Freilassungsurkunden», Tyche 1, 1986,227-234. Α. Βαβρίτσας, «Επιγραφή εξ Αραβησσού Πέλλης», Ancient Macedonia II, 1977, 7 κ.ε. (Αθηνά Κυρρεστίς). Ph. Petsas, «ΜΗΤΗΡ ΘΕΩΝ ΑΥΤΟΧΘΩΝ. Unpublished manumission inscriptions from Macedonia», Ancient Macedonia III, 1983, 229-246. N. Proeva, «La déesse Capadocienne Ma et son culte en Macédoine d'après une plaque en bronze de Pretor, au musée de Resen», ZA 33, 1983, 165-168. Φέτσας, «Τελική κατάταξη των χρονολογημένα^1 επιγραφών από το ιερό της Μητρός Θεών στη Λευκύπετρα», Ancient Macedonia V,2, 1993, 1261-1271. Μ. Χατζόπουλος, «H λατρεία της θεάς Μας στην Έδεσσα», Πρακτικά Α ' Πανελληνίου Επιστημονικού Συμποσίου «Η Έόεσσα και η Περιοχή της. Ιστορία και Πολιτισμός», Έδεσσα 4, 5 και 6 Δεκεμβρίου 1902, Έδεσσα 1995, 125-132.

     25. F. Papazoglou, «Structures ethniques et sociales dans les régions centrales des Balkans à la lumière des études onomastiques», Actes du Vile Congrès d'épigraphie grecque er latine. Constaza 9-15 Septembre 1977( 1979) 168. Πρβ. M. Hatzopoulos, BCH 111 (1987) 402.

      26. Πβλ M. Χατζόπουλος, «H λατρεία της θεάς Μας οτην Έδεσαα», Πρακτικά Α ' Πανελληνίου Επιστημονικού Συμποσίου «Η Έδεσσα και η Περιοχή της. Ιστορία και Πολιτισμός». Έδεσσα4, 5 και 6Δεκεμβρίου 1992, Έδεσαα 1995,, υποο. 22.   

      27. Κ. Μπυυραζέλης, ΘΕΙΑ ΔΩΡΕΑ. Μελέτες πάνω στην πολιτική της δυναστείας των Σεβήρων και την constitutio antoniniana. Αθήνα 1989, 13. 68. 82-83. 85. 124.

      28. Για τους Λντιπατρίδες βλ. Εμμ. Μικρογιαννάκης, Δυναστεία Αντιπατριδών, Αθήναι 1972.

      29. J. Gagé, «Alexandre le Grand en Maeédoine dans la 1ère moitié du Ille siècle ap. J.-C.», Historia XXXIV, 1 (1975) 1-16.

      30. A. Heuss, «Alexander der Grosse und die politische Ideologie des Altertums», Antike und Abendland 4, 1954, 65-104. J. Straub, «Heidnische Geschichtsapologetik in der christlichen Spätantike», AntiquitasA, 1963, 87 κ.ε., 95 κ.ε., 100 κ.ε., 125 κ.e., 168 κ.ε., 183 κ.ε. D. Michel, «Alexander als Vorbild für Pompeius, Caesar und M. Antonius», Collection Latomus 94, 1967. O. Weippert, Alexander-Imitatio und römische Politik in republikanischer Zeit, Würzburg 1972 . A. Heuss, «Alexander der Grosse und das Problem der historischen Urteilsbildung», HZ225, 1977, 29-64. G.Marrone, «Imitatio Alexandri in età augustea», Atene e Roma XXV(l-2), 1980. 35-41. Α. B.Bosworth, Conquest and Empire. The Reign of Alexander the Créât 1988, 278 κ.ε. (The Divinity ofAlexander). A. und E. Alföldi, Die Kontorniat-Medaillons. Berlin - New York 1990, 80-85.

      31. Η Β. Dragojevic-Josifovska, IMS IV, 54-55 no 10, εντάοοει το Vlahcani στη «χώρα» της αποικίας των Scupi, ενώ η S. Dull, Götterkulte Nordmakedoniens in römischer Zeil, München 1977, 138 στη Μακεδονία.

      32. Ανεπιτυχώς, και χωρίς στοιχεία, οτο σχόλιο της ΕΑΜ 148 οι δύο μορφές χαρακτηρίζονται ως Φίλιππος και Ολυμπιάς.

       33. Α. Stewart, Faces of Power. Alexander's Image and Hellenistic Politics, 1993, er/.. 133.

       34. S. Dull, Cöttcrkulte Nordmakedoniens in römischer Zeit, München 1977, αρ. 93, er/.. 28.

       35. Dull, ό.π., αρ. 260 εικ. 29.

       36. Μ. Sasei-Kos, Tyche 6 ( 1991 ) 183-192 ειδικότερα α. 186; SEC, XLI, 1991, 577: Τι(βέριος)Κλαύδιος Ροϋφος Ούετρανός έκ πραιτωρίου Δράκοντι τω ώδε τειμωμένω όωρον [Παράσταση ύφεως υψούμενοι) πάνω από αγγείο, στο εσωτερικό του οποίου αβγό].

       37. Dull, ά.τ., αρ. 257 εικ. 30.

       38. DUM,

       39. DUM, (LT., αρ. 259.

       40. Η. Gaebler, Die antiken Münzen Nord-Griechenlands III.2, Berlin 1935, 13 αρ. 35. πίν.V, αρ. 4 [χρόνοι Σεβήρου Αλεξάνδρου] και α. 15, αρ. 46. πίν. V. αρ. 5 [χρόνοι Γορδιανού Γ ' | καιν(!. 16, αρ. 53, πίν. V, αρ. 13 [χρόνοι Γορδιανού Γ ] ,

       41. Τελευταία βλ. Α. Sal νιο, «Intorno ai metaglioni talismanici di Tarso e di Aboukir», RIN96 [1994/1995], 97 πίν. C, 2 με βιβλιογραφία, στην οποία να προστεθεί και το άρθρο του Ι.Τουράτσογλου, «Δύο νέαι επιγραφικοί μαρτυρίαι περί του Κοινού των Μακεδόνων κατά τον τρίτον μεταχριστιανικόν αιώνα», Ancient Macedonia I (1970) 289-290. Πρβλ. και Λ. und Ε.Alföldi, Die Kontomiat-Medaillons, Berlin - New York 1990, 109-111.

      42. RH s.v. Glykon. Der Kleine Pauly, s.v. Glykon (Drexler). Βλ. τελευταία και Λ. V. Β. Miron, «Alexander von Abonuteichos. Zur Geschichte des Orakels des Neos Asklepios Glykon», Hellas und der gricchtche Osten. Studien zur Geschichte und Numismatik der griechischen Welt (Festschrift P. R. Franke), Saarbrücken 1996, 153-188.

      43. Βλ. J. Gagé, «Alexandre le Grand en Macédoine dans la 1ère moitié du Ille siècle ap. ) . -C», Historia XXXIV, 1 (1975) 13. H D. Botcva, «Following in Alexander's Footsteps: The Case of Caracalla», Ancient Macedonici VI (1997) (υπό εκτύπωση), πιστεύει ότι ο Καρακάλλα;, καθ' οδόν προς Ανατολάς, επισκέφθηκε, ως άλλος Αλέξανδρος, το Πήλιον, την Πέλλα, τη Θεσσαλονίκη και την Αμφίπολη.

      44. IG Χ 2, 1 αρ. *278. Για τη Βιβλιοθήκη βλ. Ε. Καμπούρη, «Δημόσιο κτίσμα των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων στο χώρο του συγκροτήματος της Αρχαίας Αγοράς Θεσσαλονίκης», Η Θεσσαλονίκη 1, 1985, 87-107.

      45. Γ. Δεσπίνης, «Το αντίγραφο της Αθηνάς Medici του Μουσείου Θεσσαλονίκης», Ancient Macedonia II (1977) 95-102.

Ελληνικότητα Μακεδονίας: Η Μακεδονία των κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων. Das Makedonien der klassischen und hellenistischen Zeit.

$
0
0
Μέγας Αλέξανδρος
Ηλίας Κ. Σβέρκος
ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


Παράλληλα με την Αθήνα και τη Σπάρτη, 
η Μακεδονία υπήρξε το ελληνικό κράτος
 που προκαλούσε 
και εξακολουθεί να προκαλεί 
ιστορικό αλλά και γενικότερο ενδιαφέρον. 

Η άνοδος ενός κράτους γεωργών και κτηνοτρόφων σε πρώτη ελληνική δύναμη κατά τον Δ΄ αιώνα π.Χ., ο ιστορικός ρόλος που έπαιξε ως «πρόφραγμα» (Πολύβιος, ΙΧ 35.1-4) της Νότιας Ελλάδος, αντιμετωπίζοντας τις εισβολές των λαών της Βόρειας Βαλκανικής, η κοσμοϊστορικής σημασίας εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή (η οποία δεν ήταν μόνον έργο μιας στρατιωτικής μεγαλοφυίας αλλά και των Μακεδόνων που τον ακολούθησαν), οι τρεις πόλεμοι κατά των Ρωμαίων, που αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιστάσεως στη ρωμαϊκή επέκταση στην Ανατολή, είναι τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν την ιστορία της Μακεδονίας ως ανεξαρτήτου κράτους και δικαίως προκάλεσαν και προκαλούν αυτό το ιδιαίτερο ιστορικό και γενικό ενδιαφέρον.

Σε αντίθεση προς αυτόν τον εξαιρετικά σημαντικό ιστορικό ρόλο, οι πηγές που διαθέτουμε για την ιστορία των Μακεδόνων έως την ρωμαϊκή κατάκτηση, είναι σχετικά πολύ λίγες.

Ως την εποχή του Φιλίππου Β΄, δηλαδή έως το β΄ μισό του Δ΄ αιώνος π.Χ., οι πληροφορίες που διαθέτουμε έχουν στο σύνολό τους περιστασιακό χαρακτήρα, παρατίθενται δηλαδή ως παρεκβάσεις σε έργα που αφορούν την ιστορία των πόλεων-κρατών της Νότιας Ελλάδος. 

Ιστορικά έργα που πραγματεύονταν την ιστορία της Μακεδονίας, γράφονται από την εποχή του Φιλίππου και αργότερα· από αυτά σώθηκαν όμως ελάχιστα αποσπάσματα ή μόνον οι τίτλοι.

 Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι με την κλασσικιστική στροφή που παρατηρήθηκε την εποχή του Αυγούστου, τα έργα αυτά -όπως κι ένα μεγάλο μέρος της λοιπής γραμματείας των ελληνιστικών χρόνων- παραμερίσθηκαν, με αποτέλεσμα να χαθούν. 

Την απώλεια π.χ. του έργου του Ιερωνύμου του Καρδιανού (350-270 π.Χ.), όπου εξιστορούνται τα γεγονότα των πενήντα ετών από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως τον θάνατο του Πύρρου (323-272 π.Χ.), δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα ελάχιστα αποσπάσματα από αυτό, που περιέχονται στο γενικό έργο του Διοδώρου (Α΄ αιώνας π.Χ.) ή σε πληροφορίες που παραθέτει ο Πλούταρχος στις βιογραφίες του, ούτε το από έντονο ρητορισμό διακρινόμενο ειδικό έργο του Πομπήιου Τρόγου HistoriaePhilippicae, το οποίο μας παραδίδεται μέσα από μία επιτομή του Ιουστίνου, γύρω στο 150 μ.Χ. Από τις άλλες γραμματειακές πηγές, η Πολιτική Ρητορική του Δ΄ αιώνος είναι γνωστή κυρίως από τους λόγους του Δημοσθένη, οι οποίοι αποτυπώνουν την αναμφισβήτητη προκατάληψη που χαρακτηρίζει τη στάση του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού κατά της νέας ανερχομένης ελληνικής δυνάμεως.
Αυτοί οι πολιτικοί λόγοι άσκησαν, ως γνωστόν, σημαντική επίδραση στην κατοπινή γραμματεία των αυτοκρατορικών χρόνων αλλά και στη νεώτερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, με το εξής παράδοξο αποτέλεσμα: σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει συχνά -ή μάλλον πάντοτε- η ιστορία της συγκρούσεως Αθηνών και Μακεδονίας μας είναι γνωστή όχι από την πλευρά του νικητή, αλλά από την πλευρά του ηττημένου.

Η ιστορία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή είναι γνωστή από πολύ μεταγενέστερα έργα, την βιογραφία δηλαδή του Πλουτάρχου και την «Ανάβαση» του Αρριανού, τα οποία όμως επικεντρώνονται στην προσωπικότητα του βασιλέως και σε αρκετά σημεία είναι επηρεασμένα από την κλασσικιστική τάση της εποχής, κατά την οποία γράφηκαν (Α΄-Β΄ αιώνας μ.Χ.). Όσον αφορά την ιστορία της αντιστάσεως κατά των Ρωμαίων, στα γενικά έργα, στα οποία αυτή περιέχεται, οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι όχι μόνον σχετικά περιορισμένες αλλά και οπωσδήποτε επηρεασμένες από το γεγονός της τελικής επικρατήσεως των Ρωμαίων. Αυτό ισχύει για το έργο του Πολυβίου (Β΄ αιώνας π.Χ.), που έχει ως κύρια ιδέα την άνοδο της Ρώμης σε παγκόσμια δύναμη και πολύ περισσότερο για την Ρωμαϊκή Ιστορία (από την ίδρυση της Ρώμης) του Τίτου Λίβιου (Α΄ αιώνας π.Χ.).

Αυτό που απομένει αναφορικά με την ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων είναι -εκτός από τις παρεκβάσεις που αναφέρθηκαν και τα λίγα αποσπάσματα από έργα αφιερωμένα στη Μακεδονία- οι επιγραφές, από τις οποίες όμως ελάχιστες αναφέρονται στον Ε΄ ή Δ΄ αιώνα (οι πρώτες από την Αθήνα), ενώ στη μεγίστη πλειοψηφία τους προέρχονται από τον Γ΄ ή τον Β΄ αιώνα π.Χ. και ιδιαίτερα από την Αυτοκρατορική Εποχή.

Υπάρχει όμως, επίσης, ένα αριθμητικά σημαντικό ονοματολογικό υλικό, δηλαδή ονόματα προσώπων, θεσμών, εορτών κ.ά., γνωστό από γραμματειακές πηγές αλλά και από επιγραφές καθώς και λίγα κατάλοιπα της μακεδονικής διαλέκτου. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν ―κι έχουν μάλιστα ιδιαίτερη σημασία― τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών που έγιναν κυρίως στο β΄ μισό του Κ΄ αιώνος, ευρήματα τα οποία -χωρίς βέβαια να μπορούν να πληρώσουν το κενό που δημιουργεί η έλλειψη άλλων πηγών- αποτελούν μία σημαντική πηγή για την τέχνη και γενικά για τον πολιτισμό αλλά και για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Μακεδόνων σε όλες τις φάσεις της ιστορίας τους.

Tα βασικά θέματα που έχουν τεθεί και εξακολουθούν να τίθενται στην ιστορική έρευνα της αρχαίας Μακεδονίας ως ανεξαρτήτου κράτους (και με αυτό εννοούμε τους αιώνες από την ίδρυση του μακεδονικού βασιλείου, στα μέσα του Ζ΄ αιώνος π.Χ., έως την κατάλυσή του από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ.), είναι τέσσερα: το πρώτο αφορά την καταγωγή των Μακεδόνων ή αλλιώς την «ελληνικότητά» τους· ακριβέστερα, εάν δηλαδή αποτελούν ένα ελληνικό φύλο, όπως τα άλλα, ή κάτι διαφορετικό (το οποίο όμως δεν προσδιορίζεται ακριβώς από τους αρνητές της ελληνικότητος των Μακεδόνων). Το δεύτερο θέμα αφορά την εσωτερική οργάνωση του κράτους, από τη σύσταση του μακεδονικού βασιλείου (περίπου στα μέσα του Ζ΄ αιώνος π.Χ.) έως την εποχή του Φιλίππου του Β΄. Το τρίτο θέμα αναφέρεται στις πολιτιστικές σχέσεις των Μακεδόνων με τους Νότιους Έλληνες, ενώ το τέταρτο στον ιστορικό ρόλο της Μακεδονίας από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως και την αντίσταση εναντίον των Ρωμαίων.

 Η καταγωγή των Μακεδόνων

Όσον αφορά το πρόβλημα της καταγωγής των Μακεδόνων, πρέπει να ειπωθεί ότι, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το είδος των πληροφοριών που διαθέτουμε και από τις αντιλήψεις που διατυπώνουν συγγραφείς προερχόμενοι από τη Νότια Ελλάδα και φυσικά ανεξάρτητα από τις κρίσεις ή τις προκαταλήψεις παλαιοτέρων και σύγχρονων ερευνητών, εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι το τί πιστεύουν οι ίδιοι οι Μακεδόνες για τους εαυτούς τους και -σε άμεση συνάρτηση με αυτό- ποιά είναι εκείνα τα αδιαμφισβήτητα (αντικειμενικά θα μπορούσε να πει κανείς) στοιχεία, που τεκμηριώνουν αυτή την προβαλλόμενη από τους ιδίους αυτοσυνειδησία· ή με διαφορετική διατύπωση: αν οι Μακεδόνες αυτοπροσδιορίζονται από μία ορισμένη εποχή (συγκεκριμένα από τον Δ΄ αιώνα π.Χ.) και καθ' όλη την κατοπινή ιστορική τους παρουσία ως Έλληνες και εάν τα γλωσσικά στοιχεία που αποδίδουν διάφορες πλευρές του πολιτισμού τους είναι ελληνικά, τότε το πρόβλημα της αρχικής καταγωγής είναι άνευ σημασίας.

Άλλωστε, όπως έχει πολύ σωστά παρατηρηθεί από την παλαιότερη κυρίως έρευνα και είναι αυτονόητο, κανένας λαός δεν μπορεί να επιδείξει μία αμιγή εθνική καταγωγή, χωρίς επιμειξίες ή επιδράσεις από άλλους λαούς.

Στο περίφημο επίγραμμα που συνόδευε την αφιέρωση των περσικών ασπίδων, λάφυρα από τη νίκη του Αλεξάνδρου στον Γρανικό ποταμό (324 π.Χ.), ο Μακεδόνας βασιλιάς κάνει αναφορά στον εαυτό του και στους άλλους Έλληνες, εκτός από τους Λακεδαιμονίους (Αλέξανδρος Φιλίππου καί οι Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των τήν Ασίαν κατοικούντων, Αρρ. Ανάβασις, Ι.16.7, Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 16.18).

 Η επιστολή που έστειλε στον Δαρείο μετά τη μάχη της Ισσού, αρχίζει με την φράση 

«οι δικοί σου πρόγονοι, όταν ήλθαν στη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα, μας προξένησαν πολλές καταστροφές. Εγώ, αφού ορίστηκα ηγεμόνας των Ελλήνων, θέλησα να εκδικηθώ τους Πέρσες περνώντας στην Ασία, … αφού εσύ έκανες την αρχή των εχθροπραξιών» (Αρρ., Ανάβασις, ΙΙ.14). 
Φίλιππος ο Ε΄
Στο Σύμφωνο του Βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Ε΄ με τον Αννίβα (215 π.Χ.) που παραθέτει ο Πολύβιος (VII.9), η Μακεδονία αναφέρεται εμφατικά ως μέρος της Ελλάδος· γίνεται αναφορά στους θεούς
 «που κατέχουν την Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα», 
ενώ ως σύμμαχοι των Καρχηδονίων προβάλλονται ο Βασιλεύς Φίλιππος, οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες. Εξάλλου, μισόν περίπου αιώνα αργότερα ένας άσημος Μακεδόνας από την Θεσσαλονίκη, σε μία αφιέρωσή του για τον Ρωμαίο Στρατηγό Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο, τονίζει την μακεδονική και συνάμα ελληνική του καταγωγή με τη φράση «αρετής ένεκεν καί ευνοίας ής έχων διατελεί εις τε αυτόν καί την πατρίδα καί τούς λοιπούς Μακεδόνας καί τούς άλλους Έλληνας» (IG X 2.1, 1031).

Τα στοιχεία αυτά, στα οποία θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα από τους κατοπινούς αιώνες, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι οι Μακεδόνες αυτοπροσδιορίζονταν ως ελληνικό φύλο. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν στη μεγάλη πλειοψηφία τους και τα γλωσσικά κατάλοιπα που έχουν σωθεί:


τα ονόματα των μακεδονικών μηνών, όπως Ξανδικός, Δίος, Αρτεμίσιος, Υπερβερεταίος, Περίτιος κλπ.,
 τα οποία ανάγονται 
(όπως και στις πόλεις της Νότιας Ελλάδος) σε γιορτές, είναι ελληνικά. 

Τα ονόματα των προσώπων (και μάλιστα όχι μόνον εκείνων που ανήκουν στο ανώτερο κοινωνικό στρώμα αλλά και εκείνων που ανήκουν στα κατώτερα στρώματα) είναι, εκτός από ελάχιστα, επίσης ελληνικά. 

Αυτά ανάγονται στον ΣΤ΄-Ε΄ αιώνα π.Χ. και, όπως και τα ονόματα των εορτών, δεν οφείλονται φυσικά στον «εξελληνισμό» των Μακεδόνων από τις ελληνικές παραλιακές πόλεις. 

Σε όλες τις περιπτώσεις επικοινωνίας των Μακεδόνων με τους άλλους Έλληνες δεν αναφέρεται διερμηνέας,
πράγμα που σημαίνει ότι η μακεδονική διάλεκτος, 
όπως και η αττική, ήταν εύκολα κατανοητή από τις αντίστοιχες πλευρές.

 Αυτό καταδεικνύει επίσης ένα απόσπασμα από την κωμωδία «Μακεδόνες» που έγραψε ο ποιητής Στράττις τον Ε΄ αιώνα, όπου υπάρχει η αποδιδόμενη σ' έναν Μακεδόνα (πρόσωπο της κωμωδίας) φράση, στην οποία προφανώς χρησιμοποιεί την προσιδιάζουσα στην καταγωγή του διάλεκτο: 
«κέστραν μέν ύμμες ωττικοί κικλήσκετε»
 («αυτό που εσείς οι Αθηναίοι ονομάζετε κέστρα», 
J. M. Edmonds, TheFragmentsofAtticComedy, τόμ. 1 Leiden 1957, απ. 28).

Μόνο αν δεχθεί κανείς αυτή την ελληνική ταυτότητα της μακεδονικής διαλέκτου, καταλαβαίνει γιατί η αττική έγινε η γλώσσα της διοικήσεως του μακεδονικού κράτους από τον Φίλιππο τον Β΄ και μόνον έτσι αντιλαμβάνεται επίσης γιατί οι Μακεδόνες, μετά την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο, χρησιμοποιούν την αττική. Ένας λαός με τέτοια πολιτικά επιτεύγματα -τόσο στην περίπτωση του Φιλίππου Β΄, με τη νίκη του επί των Αθηναίων όσο και στην περίπτωση του Αλεξάνδρου, με την κατάκτηση της Ανατολής- έχει τόσο ισχυρό αυτοσυναίσθημα, ώστε να μην αφήσει τη γλώσσα του για να χρησιμοποιήσει μία άλλη. Αυτό, όπως σωστά παρατηρήθηκε από τον K. J. Beloch και άλλους ιστορικούς, θα αποτελούσε το μοναδικό παράδειγμα στην παγκόσμια ιστορία.

Ο ισχυρισμός από επικριτές της ελληνικότητος των Μακεδόνων ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσαν την ελληνική όπως ο Μ. Φρειδερίκος και η Μεγάλη Αικατερίνη χρησιμοποιούσαν γαλλικά, είναι δείγμα προκαταλήψεως, διότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση δε χρησιμοποιούνταν στην Πρωσία ή στη Ρωσία ως επίσημη γλώσσα τα γαλλικά· ή ακόμη το να υποστηρίζεται η «ιδιαιτερότητα» της μακεδονικής γλώσσης με αναφορές σε φράσεις «ανεβόα Mακεδονιστί» (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 51.4) ή «Mακεδονιστί τη φωνή», (Πλούτ., Ευμένης, 14.5) προδίδει αφέλεια ή προκατάληψη, εφόσον η φράση «Πελοποννασιστί λαλεύμες» (Θεόκριτος, ΧV, στ. 92) αφορά την διάλεκτο και όχι, φυσικά, την πελοποννησιακή γλώσσα.

Η αμφισβήτηση της ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων έγινε κυρίως (ανεξάρτητα από τις εκάστοτε προϋποθέσεις ή προκαταλήψεις της σχετικής επιχειρηματολογίας) με αναφορά στον διαχωρισμό Ελλήνων και Μακεδόνων, που απαντάται σε γραμματειακές πηγές από τον Ε΄ αιώνα π.Χ. 

Κατά την αμφισβήτηση αυτή δίδεται ιδιαίτερη έμφαση σε σχετικά ελάχιστες φράσεις, όπου με έκδηλη πολιτική φόρτιση χαρακτηρίζονται οι Μακεδόνες ως πολιτιστικά κατώτεροι («βάρβαροι», π.χ. Δημοσθένης, Γ΄ Φιλιππικός, 31, ΧΙΧ 327). Παρά το γεγονός ότι οι φράσεις αυτές και με την κοινή εμπειρία δεν μπορούν να αποτελέσουν τεκμήρια για μία γενικευμένη αρνητική τοποθέτηση των Νοτίων Ελλήνων απέναντι στους Μακεδόνες και φυσικά πολύ λιγότερο για κάποια δήθεν «βαρβαρότητα», θεωρείται αναγκαία εδώ η παράθεση λίγων, οπωσδήποτε όμως ενδεικτικών στοιχείων, που αντικατοπτρίζουν την ιστορική πραγματικότητα ή αναμφισβήτητα την τεκμηριώνουν και κατόπιν θα γίνει λόγος γι' αυτές τις φράσεις, όπου γίνεται ο διαχωρισμός που προαναφέρθηκε.

Η πρώτη χρονικά μαρτυρία που διαθέτουμε, δηλαδή το έργο του Ηροδότου, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η ονομασία Μακεδόνες αποδίδει ένα ελληνικό φύλο.

 Στην πρώτη σχετική αναφορά (Ι 56) γίνεται λόγος για το δωρικόν έθνος, το οποίο «οίκεε εν Πίνδω, Μακεδνόν καλεόμενον». Στη δεύτερη (VIII 43) ως «Δωρικόν και Μακεδνόν έθνος» χαρακτηρίζονται πόλεις της Πελοποννήσου (Λακεδαιμόνιοι, Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι), που έλαβαν μέρος στη Ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 π.Χ.). «Μακεδνός» είναι, ως γνωστόν, επίθετο που απαντά στα ομηρικά έπη και σημαίνει τον υψηλό-λυγερό (η 106: «φύλλα μακεδνής αιγείροιο»).

Ζευς
Την ιστορική πραγματικότητα αντικατοπτρίζει και η μαρτυρούμενη στον Ησίοδο μυθολογική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Μακεδών, ο γενάρχης των Μακεδόνων, είναι γιος του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφός του Μάγνητος, που κατοικούσαν ο πρώτος στον Όλυμπο και ο άλλος στα Πιέρια (R. Merkelbach-M.L.West, FragmentaHesiodea, Οξφόρδη 1967, απ. 7).

Ως γιοι του Μακεδόνος αναφέρονται ο Ευρωπός, ο Πίερος και ο Άμαθος, ονομασίες, ως γνωστόν, μακεδονικών πόλεων. Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, ο Μακεδών είναι γιος του Αιόλου, αδελφού του Δώρου και του Ξούθου (FGrHist 4 F74, Ελλάνικος), μία παράδοση που δηλώνει σαφώς τη σύνδεση με τα ελληνικά φύλα. Στα στοιχεία αυτά, όπως και σε άλλα (γλωσσικά προπάντων, που δείχνουν τη συγγένεια των διαλέκτων), βασίζεται η υποστηριζόμενη στην παλαιότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα άποψη, σύμφωνα με την οποία η Μακεδονία φιλοξενεί ένα από τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, με χώρο προέλευσης την περιοχή της Πίνδου.

Χαρακτηριστικό δείγμα από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα της αντιλήψεως ότι οι Μακεδόνες αποτελούν ένα ελληνικό φύλο είναι η επισήμανση του Ακαρνάνα πολιτικού Λυκίσκου, σε λόγο του που εκφωνεί το 211 π.Χ. στη Σπάρτη, σύμφωνα με την οποία οι Μακεδόνες είναι «ομόφυλοι των Αχαιών» και των Δωριέων Σπαρτιατών.

Με τους «ομοφύλους» Μακεδόνες και τον βασιλιά τους Φίλιππο πρέπει να ενωθούν οι λοιποί Έλληνες, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η απειλή από τους «αλλοφύλους», δηλαδή τους Ρωμαίους («τώρα απειλεί τους Έλληνες πόλεμος με βαρβάρους, που θέλουν να τους υποδουλώσουν» Πολύβιος, IX 37.7). 

Ως ελληνικό φύλο, με το οποίο θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους οι άλλοι Έλληνες για την αντιμετώπιση του εχθρού, προβάλλονται οι Μακεδόνες και στον λόγο του Αιτωλού πολιτικού Αγελάου το 217 π.Χ., στη Ναύπακτο (Πολύβιος, V 104).

Εκτός από αυτές τις μαρτυρίες -που αναφέρονται σε κρίσιμες, εξαιτίας της εξωτερικής απειλής περιστάσεις- υπάρχουν και άλλες, που αναφέρονται σε επιμέρους περιπτώσεις· είναι όμως εξίσου ενδεικτικές: από τον Δ΄ αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται Μακεδόνες ως νικητές σε Πανελληνίους Αγώνες· μεταξύ των ελληνικών πόλεων από διάφορες περιοχές, που αναγνωρίζουν την ασυλία του Ασκληπιείου της Κου το 243 π.Χ., είναι και οι μακεδονικές Πέλλα, Κασσάνδρεια, Αμφίπολη, Φίλιπποι (Hatzopoulos, Institutions II, àρ. 36, 41, 47, 58).

Το 209/8 π.Χ. ο Βασιλιάς Φίλιππος ο Ε΄ προσπαθεί να επηρεάσει τη συμμετοχή της Χαλκίδος στην πανελλήνια εορτή της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής που οργανώνει η Μαγνησία του Μαιάνδρου, τονίζοντας, όπως δηλώνει η παρατιθέμενη στο Ψήφισμα της Χαλκίδος φράση από σχετική επιστολή του, ότι οι Μάγνητες είναι συγγενείς των Μακεδόνων (I. Magnesia, 37).
Από την Αυτοκρατορική Εποχή θα αρκούσε εδώ ένα παράδειγμα, το Ψήφισμα δηλαδή της πόλεως της Εφέσου (162/163 ή 163/164), όπου οι Μακεδόνες αναφέρονται μαζί με τα λοιπά ελληνικά έθνη, στ. 16-20: «τον μήνα που εμείς ονομάζουμε Αρτεμισιώνα, οι Μακεδόνες και τα λοιπά ελληνικά έθνη ονομάζουν Αρτεμίσιο» (Ι. Ephesos, 24B).

Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς από αυτά τα λίγα -ωστόσο ενδεικτικά- στοιχεία, είναι ότι η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων, εάν δεν οφείλεται σε πολιτικές προκαταλήψεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Δημοσθένη, πρέπει να αποδοθεί στην εύλογη απουσία επαφών που υπήρχε κατά την Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή· μία έλλειψη επαφών που δικαιολογεί και την άγνοια των πραγματικών συνθηκών που επικρατούσαν στη Μακεδονία. Ωστόσο, επειδή έχει γίνει αρκετός λόγος γι' αυτόν τον διαχωρισμό, είναι ανάγκη να επιχειρηθεί εδώ μία σύντομη παρουσίασή του.

Στη Νότιο Ελλάδα, η Μακεδονία είναι γνωστή κυρίως με την έκταση και την οργάνωση που είχε στην εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄ (περ. 495-452 π.Χ.). Και για τα δύο θα ακολουθήσει σύντομη αναφορά παρακάτω· εδώ όμως χρειάζεται να επισημανθεί ότι το κράτος αυτό περιελάμβανε περιοχές από την Άνω Μακεδονία έως τον Στρυμόνα. Ένα τέτοιο κράτος που περιελάμβανε διάφορα μακεδονικά φύλα καθώς και περιοχές όπου κατοικούσαν άλλα, μη ελληνικά φύλα, όπως Ιλλυριοί, Παίονες και Θράκες και εκδιώχθηκαν κατόπιν, ελάχιστα γνωστό μπορούσε να γίνει -και έγινε τελικά- στους Έλληνες της Νότιας Ελλάδος.

Ελάχιστα γνωστό μπορούμε να πούμε ακόμα ότι ήταν το φύλο, από το οποίο προέρχονταν οι Αργεάδες βασιλείς που με τον Αλέξανδρο τον Α΄ και τους προγόνους του είχαν καταστήσει κέντρο του κράτους την «Μακεδονίδα γη» (Ηρόδ., VII 127), την περιοχή δηλαδή που ορίζεται μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονα και Λουδία. Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία διασώζουν ο Ηρόδοτος (VIII 137-138) και ο Θουκυδίδης (II 99.2), οι Μακεδόνες βασιλείς κατάγονταν από το Άργος και ήταν απόγονοι του Τημένου, ανήγαγαν δηλαδή την καταγωγή τους στον Ηρακλή. Μία αναθηματική στον Ηρακλή Πατρώο επιγραφή από την Βεργίνα ―αν και χρονολογείται στη διάρκεια της βασιλείας του Περσέα (178-169 π.Χ.)― είναι ενδεικτική της συνδέσεως της βασιλικής οικογενείας με τον «προπάτορά» της (SEG XLVI 829).

Τον Ε΄ αιώνα π.Χ. γνωρίζουμε ότι έγιναν ομαδικές εγκαταστάσεις από τη Νότιο Ελλάδα στη Μακεδονία: για παράδειγμα το 478 π.Χ., με την καταστροφή των Μυκηνών από τους Αργείους, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της κατέφυγε στη Μακεδονία, χάρη στο ενδιαφέρον που επέδειξε ο Μακεδόνας Βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α΄(Παυσανίας VII, 25, 6), ενώ το 446 π.Χ. κάτοικοι της Ιστιαίας στη Βόρεια Εύβοια, μετά την κατάληψη της νήσου από τον Περικλή, μετανάστευσαν στη Μακεδονία (FGrHist115, F387, Θεόπομπος)· το 423 π.Χ., σύμφωνα με πληροφορία του Θουκυδίδη, Έλληνες οπλίτες υπηρετούσαν στον στρατό του Περδίκκα του Β΄(IV 124.1). Μακεδόνες όμως μάλλον θα έρχονταν σπάνια στη Νότιο Ελλάδα κι έτσι η χώρα άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι πόλεις που βρίσκονται στον χώρο της Μακεδονίας και ανήκουν στην Αττική-Δηλιακή Συμμαχία, αναφέρονται στους σχετικούς φορολογικούς καταλόγους ως ανήκουσες γεωγραφικά στη Θράκη.

Έχω την άποψη ότι αυτή η έλλειψη γνώσεων για τη χώρα και τους κατοίκους της στάθηκε μία βασική αιτία του διαχωρισμού των Μακεδόνων από τους Έλληνες.

 Η άλλη ήταν ότι οι Μακεδόνες δεν είχαν μετάσχει στις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις της ελληνικής ιστορίας του ΣΤ΄-Ε΄ αιώνος και το βασικό στοιχείο των εξελίξεων αυτών, δηλαδή η δημοκρατική πόλη-κράτος, δεν υπήρχε στην διοικούμενη από μονάρχη Μακεδονία. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι στα μέσα του Δ΄ αιώνος ακόμη και ο Ισοκράτης, στην επιστολή που απευθύνει προς τον Φίλιππο και στην οποία του συνιστά την ένωση των Νοτίων Ελλήνων υπό την ηγεσία του στον πόλεμο εναντίον των Περσών, διαχωρίζει τους Μακεδόνες από τους Έλληνες (Φίλιππος, 107-108). Παρ' όλα αυτά, οι λίγες σχετικές αναφορές στις πηγές που διαθέτουμε, δεν επιτρέπουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη γενίκευση αυτού του διαχωρισμού ως καθολική στάση των Νοτίων Ελλήνων. 
Στον λόγο του Περί του στεφάνου (330 π.Χ.), ο Δημοσθένης κατηγορεί έναν μεγάλο αριθμό πολιτικών σε πόλεις της Νότιας Ελλάδος που ακολουθούσαν φιλομακεδονική πολιτική, ως προδότες (Περί του στεφάνου, 295). Θα επιθυμούσε κανείς να γνωρίζει τις αντιλήψεις αυτών των «προδοτών» για την Μακεδονία, αλλά δυστυχώς μας είναι γνωστή μόνον η φορτισμένη περιγραφή του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού, την οποία άλλωστε σχολιάζει αρνητικά και ο Πολύβιος (XVIII 14).

Πάντως, η τοποθέτηση ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης και της παλαιότερης ―σχετικής με την καταγωγή όπως και με τη γλώσσα των Μακεδόνων― ερεύνης, η οποία δεν επηρεάζεται από τον διαχωρισμό αυτόν και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την ελληνικότητα των Μακεδόνων ως προς την καταγωγή και τη γλώσσα τους, είναι απόλυτα σωστή, ενώ η αντίθετη προσκρούει όχι μόνον στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά συχνά και στην κοινή λογική. Εάν κάποιο κύριο όνομα ή κοινή λέξη έχει μη ελληνική προέλευση είτε κάποιο έθιμο (π.χ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1324b 15-16) θεωρείται μη ελληνικό, αυτό και με βάση την κοινή εμπειρία δεν αποτελεί αντεπιχείρημα και το γεγονός ότι εξακολουθεί να προβάλλεται ως τέτοιο, κάθε άλλο παρά επιστημονικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί.

Στη σύγχρονη ιστορική έρευνα καταλαμβάνουν ιδιαίτερη θέση επιγραφικά και άλλα ευρήματα -λίγα βέβαια, οπωσδήποτε όμως αρκετά ενδεικτικά- από απομακρυσμένες περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρας, τα οποία καταδεικνύουν την ελληνικότητα των Μακεδόνων, χωρίς την αποδοχή της θολής -και γι' αυτό κάθε άλλο παρά πειστικής- αντιλήψεως για τον εξελληνισμό τους από τους κατοίκους των ελληνικών παραλιακών αποικιών.
Επιτύμβια στήλη
 νεαρής κόρης που κρατάει περιστέρι, 440 π.Χ.
Ο Πολιτισμός της αρχαίας Μακεδονίας

Συνθετικό έργο για την πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας, από την ίδρυση του Μακεδονικού βασιλείου έως το τέλος της κλασσικής αρχαιότητος, δεν υπάρχει. 

Η δυσκολία της εκπονήσεώς του έγκειται στο γεγονός ότι οι -περιστασιακού χαρακτήρος- πληροφορίες από γραμματειακές πηγές είναι σχετικά λίγες, από τη μια μεριά και από την άλλη, στο ότι ένα μεγάλο μέρος από τα αρχαιολογικά ευρήματα (επιγραφές, μνημεία τέχνης, κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού) δεν έχει δημοσιευθεί. Τα παραδείγματα και από τις δύο κατηγορίες που παρατίθενται εδώ, έχουν επιλεγεί με κριτήριο τα δύο (γνωστά) βασικά γνωρίσματα αυτής της πολιτιστικής ιστορίας: ο καθοριστικός ρόλος της μοναρχίας στην πολιτιστική ζωή της χώρας (ιδιαίτερα κατά τον Ε΄ και Δ΄ αιώνα π.Χ.) είναι το ένα, ο ελληνικός χαρακτήρας το άλλο.

Μακεδόνες βασιλείς όπως ο Αλέξανδρος ο Α΄, ο Περδίκκας ο Β΄, ο Αρχέλαος, ο Περδίκκας ο Γ΄, ο Φίλιππος ο Β΄ και ο Αντίγονος Γονατάς, φρόντιζαν να έχουν στο περιβάλλον τους διανοουμένους από τη Νότιο Ελλάδα ή να διατηρούν σχέσεις με αυτούς από προσωπικό ενδιαφέρον αλλά και προφανώς διότι γνώριζαν τη σημασία που είχαν οι σχέσεις αυτές για την ίδια την προβολή της χώρας τους στον ελληνικό κόσμο.

Ο Αλέξανδρος ο Α΄ είναι γνωστός για την σχέση που είχε με τον Πίνδαρο και ιδιαίτερα με τον Βακχυλίδη. 

O πρώτος, για τον οποίο αναφέρεται ότι επισκέφθηκε την Μακεδονία (Σωλίνος, ΙΧ 16), συνέθεσε, με αφορμή πιθανόν τη συμμετοχή και νίκη του Αλεξάνδρου στους Ολυμπιακούς Αγώνες ―πιθανόν το 496 π.Χ.― (Ηρόδ. V 22.2, Σωλίνος, VII 2.14) αλλά και την προσφορά του στην αντιμετώπιση του περσικού κινδύνου, ένα επινίκιο άσμα (απ. 120, 121 έκδ. Snell), στο οποίο επαινείται ο Μακεδόνας βασιλιάς. Η ανάμνηση της φιλίας μεταξύ των δύο ανδρών διατηρείται για πολλές γενεές καθώς, σύμφωνα με την μαρτυρία του Δίωνα Χρυσοστόμου (ΙΙ 26-27) αλλά και άλλων συγγραφέων, ο Μέγας Αλέξανδρος κατά την καταστροφή της Θήβας, το 335 π.Χ., εξαίρεσε την οικία του Πινδάρου, ενθυμούμενος τη φιλία του ποιητή με τον πρόγονό του και ομώνυμο Μακεδόνα βασιλιά. Ο Βακχυλίδης έγραψε, ως γνωστόν, ένα συμποσιακό άσμα αφιερωμένο στον Μακεδόνα βασιλιά (απ. 20 Β, έκδ. Snell).

Ο Περδίκκας ο Β΄ φιλοξενούσε στην αυλή του τον γνωστό ιατρό Ιπποκράτη από την Κω και τον ποιητή «λυρικών ασμάτων και διθυράμβων» Μελανιππίδη από τη Μήλο (Σούδα, λ. Ιπποκράτης, Μελανιππίδης). Το εντυπωσιακότερο, ωστόσο, παράδειγμα αποτελεί ο διάδοχος του Περδίκκα, Αρχέλαος. Το ανάκτορό του στην Πέλλα κοσμήθηκε με τις ζωγραφικές συνθέσεις του διάσημου ζωγράφου της εποχής Ζεύξιδος από την Ηράκλεια (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, XIV 17) και στην αυλή του φιλοξενήθηκαν ο επικός ποιητής Χοιρίλος από τη Σάμο (Αθήναιος, VIII 345d), ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Αγάθων (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, ΙΙ 21, ΧΙΙΙ 4) και πιθανόν ο μουσικός Τιμόθεος (Πλούταρχος, Ηθικά, 177b). Επίσης, λέγεται ότι κάλεσε στη Μακεδονία τον Σωκράτη, πρόταση την οποία ο Αθηναίος φιλόσοφος αποποιήθηκε (Σενέκας, Debeneficiis, IV 6.6, Διογένης Λαέρτιος, ΙΙ 25, Δίων Χρυσόστομος, ΧΙΙΙ 30).

Περισσότερο, ωστόσο, γνωστός για τους δεσμούς του με την μακεδονική αυλή και ειδικότερα με τον Αρχέλαο, είναι ο Ευριπίδης. 

Στη Μακεδονία ο Ευρυπίδης συνέθεσε, ως γνωστόν, τις «Βάκχες», στις οποίες η παρουσία του μακεδονικού τοπίου είναι έντονη καθώς και το δράμα «Αρχέλαος», του οποίου η υπόθεση μόνον μας είναι γνωστή από τον μεταγενέστερο Λατίνο συγγραφέα Υγίνο (CCXIX 143-144). Σύμφωνα με αυτήν, το δράμα αποτελούσε μία έμμεση εξύμνηση του Μακεδόνα μονάρχη, εφόσον ως ιδρυτής της δυναστείας του εμφανιζόταν ένας ομώνυμος βασιλιάς.

Ο Αρχέλαος αποτελεί το πιο παραστατικό παράδειγμα Μακεδόνα βασιλέα, που καταδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της μοναρχίας στην πολιτιστική ζωή της χώρας. 
Είναι εκείνος που ίδρυσε τους Γυμναστικούς και Μουσικούς Αγώνες στο Δίον (Διόδ., XVII 16.3), οι οποίοι διαρκούσαν εννέα ημέρες -όσες είναι και οι Μούσες- και τελούνταν τον Οκτώβριο κάθε τέσσερα έτη όπως και οι Ολυμπιακοί ή, σύμφωνα με μία άλλη -όχι τόσο πιθανή- εκδοχή, κάθε χρόνο. Οι παραπάνω αγώνες έφεραν το όνομα Ολύμπια, οπωσδήποτε όχι από αντίθεση προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες (γνωρίζουμε ότι ο Αρχέλαος είχε λάβει μέρος και είχε επιτύχει νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπως και στους Πυθικούς, Σωλίνος, IX 16) και για ευνοήτους λόγους είναι απίθανο να είχε εκδηλώσει με αυτόν τον τρόπο την αντίθεσή του προς τους Νοτίους Έλληνες. 

Οι αγώνες στο Δίον είχαν μεγάλη χρονική διάρκεια και αποτελούσαν τη μόνη κρατική πολιτιστική εκδήλωση της Μακεδονίας, έναν καθοριστικής σημασίας για την πολιτιστική ζωή της χώρας θεσμό. 

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το Δίον καταστράφηκε από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., πρέπει όμως να υπάρχουν επιγραφικά και άλλα μνημεία που να τεκμηριώνουν αυτή την σημασία. Τίποτα δεν αποκλείει την ελπίδα ότι κάποτε θα βρεθούν. Πάντως, όπως γίνεται γενικά αποδεκτό από την ιστορική έρευνα, στο πολιτιστικό έργο του Αρχελάου οφείλεται το γεγονός ότι η μακεδονική αριστοκρατία διέθετε μία υψηλού επιπέδου μόρφωση, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που διαθέτουμε για τους στρατηγούς του Φιλίππου, Αντίπατρο και Παρμενίωνα καθώς και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο, Κρατερό και Σέλευκο. Ο Αντίπατρος, συγγραφέας ενός ιστορικού έργου με τον τίτλο «Περδίκκου πράξεις Ιλλυρικάς» (Σούδα, λ. Αντίπατρος), μία ιστορία των πολέμων του Περδίκκα του Γ΄ εναντίον των Ιλλυριών, συνδεόταν με στενή φιλία με τον Αριστοτέλη, με τον οποίο συχνά αλληλογραφούσε. Το ιστορικό έργο του Πτολεμαίου για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ανατολή αποτελεί βασική πηγή του έργου του Αρριανού.

Οι δυναστικές συγκρούσεις στο μακεδονικό βασίλειο που ακολούθησαν τον θάνατο του Αρχελάου οπωσδήποτε περιόρισαν, δεν ανέκοψαν όμως τη συρροή διανοουμένων της Νότιας Ελλάδος στην μακεδονική αυλή. Στο στενό περιβάλλον του Περδίκκα του Γ΄ διέμεινε ο μαθητής του Πλάτωνα, Ευφραίος (Πλάτ., Επιστολή Ε, 321c-322c). Η πληροφορία που παραδίδει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές (ΧΙ 508d-e) ότι ήταν τόσο μεγάλη η επίδρασή του ώστε στα βασιλικά συμπόσια να μη μπορεί να συμμετέχει όποιος δεν ήταν γνώστης της γεωμετρίας ή της φιλοσοφίας, παρά την υπερβολή που εμπεριέχει, είναι αρκετά ενδεικτική, όπως ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι ο διάδοχος του Πλάτωνα Σπεύσιππος, στην γνωστή επιστολή του προς τον Φίλιππο τον Β΄ εκφράζει τα φιλομακεδονικά του αισθήματα με εκτενή αναφορά στο έργο κάποιου ιστορικού Αντιπάτρου, ο οποίος διέμενε στην Αθήνα και οπωσδήποτε είχε σχέσεις με την Ακαδημία. Στην επιστολή αυτή, μεταξύ άλλων, δικαιολογούνταν οι εδαφικές αξιώσεις του Φιλίππου στη Χαλκιδική και γενικά η εξωτερική του πολιτική.

Εξίσου ενδεικτικά είναι ορισμένα παραδείγματα, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την μακεδονική αυλή της εποχής του Φιλίππου. Το πρώτο είναι ένα επίγραμμα που εγράφη με εντολή της μητέρας του Μακεδόνα βασιλέα, της γνωστής Ευρυδίκης, κόρης του Σίρρα (πιθανώς ηγεμόνα της Λυγκηστίδος και όχι Ιλλυριού, όπως διατείνονται μερικοί νεώτεροι ιστορικοί). Το επίγραμμα (Πλούταρχος, Ηθικά, 14b) συνόδευε ένα αφιέρωμα της Ευρυδίκης στο ναό των Μουσών στην Πέλλα και εξέφραζε την ικανοποίηση της αναθέτριας για το γεγονός ότι σε μεγάλη ηλικία μπόρεσε να μάθει ανάγνωση. Το παράδειγμα παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι τόσο για το καθαρά προσωπικό στοιχείο του, όσο για το γεγονός ότι υποδηλώνει την πνευματική ατμόσφαιρα της μακεδονικής αυλής.

Δύο άλλα παραδείγματα, που αναφέρονται στον ίδιο τον Φίλιππο, είναι εξίσου ενδεικτικά γι' αυτήν την ατμόσφαιρα αλλά και για το πνευματικό στοιχείο της προσωπικότητος του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά. Σύμφωνα με το ένα, ο Φίλιππος, με το χιούμορ που τον διέκρινε, παρήγγειλε σε μία ομάδα Αθηναίων ειδικών στην επινόηση αστείων να επινοούν -ειδικά γι' αυτόν- χαριτολογήματα και να του τα στέλνουν, δίνοντάς τους ως αμοιβή ένα τάλαντο (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, XIV 614e). Σύμφωνα με το άλλο, όταν ο Μακεδόνας βασιλιάς συνάντησε στους Δελφούς κάποιον φανατικό αντίπαλό του, τον Αχαιό διανοούμενο Αρκαδίωνα, ο οποίος αυτοεξορίσθηκε λόγω της επικρατήσεως της φιλομακεδονικής παρατάξεως στην πατρίδα του και τον ρώτησε έως που πρόκειται να πάει και εκείνος απάντησε ότι θα εγκατασταθεί στο μέρος εκείνο που δεν θα γνωρίζουν τον Φίλιππο, γέλασε, τον κάλεσε σε δείπνο κι έτσι διαλύθηκε η έχθρα (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, XII 249c).

Από τους ηγεμόνες του Γ΄ αιώνος διακρίνεται ως πνευματική προσωπικότητα, εκτός από την αξιόλογη πολιτική του δράση που αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Αντίγονος Γονατάς. Υπήρξε μαθητής του Ζήνωνα στην Αθήνα, προς τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση (Διογένης Λαέρτιος, VII 15, Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία ΧΙΙ 25). Μαθητής του Ζήνωνα και φίλος του Αντιγόνου υπήρξε επίσης ο Περσαίος από το Κίτιον, τον οποίο ο Αντίγονος διόρισε διοικητή της φρουράς στην Κόρινθο (Διογ. Λαέρτιος, VII 36). Στην αυλή του Αντιγόνου Γονατά φιλοξενούνταν διανοούμενοι από διάφορες περιοχές, όπως ο Άρατος από τους Σόλους, ο Μενέδημος από την Ερέτρια, ο ιστορικός Ιερώνυμος ο Καρδιανός, ο τραγικός ποιητής Αλέξανδρος ο Αιτωλός και ο επικός ποιητής Ανταγόρας ο Ρόδιος. Εξάλλου, ο Αντίγονος διατηρούσε σχέσεις με τους επιφανείς φιλοσόφους της εποχής του, τον κυνικό φιλόσοφο Βίωνα τον Βορυσθενίτη, τον Αρκεσίλαο και τον Τίμωνα τον Φλιάσιο.

Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι οι σχέσεις ηγεμόνων με διαφόρους (ακόμα και αλλοδαπούς) διανοουμένους είναι ένα σύνηθες φαινόμενο που παρατηρείται και στη σύγχρονη εποχή και γι' αυτό μερικοί νεώτεροι ιστορικοί δεν αξιολογούν τις σχέσεις αυτές ως τεκμήριο του ελληνικού χαρακτήρος του πολιτισμού της Μακεδονίας. 

Για τον αντικειμενικό παρατηρητή χρησιμεύει όμως ως ένα τέτοιο τεκμήριο, εφόσον συνδέονται, όπως πρέπει άλλωστε να συνδεθούν, με την βούληση των βασιλέων για τη διάδοση της ελληνικής παιδείας σε όλη τους τη χώρα, βούληση η οποία φαίνεται και σε θεσμούς όπως είναι οι αγώνες, τους οποίους θέσπισε ο Αρχέλαος ή ακόμα η πρόθεση του Μεγάλου Αλεξάνδρου να ανατραφούν με ελληνική παιδεία και οι Πέρσες επίγονοι (Πλούτ., Αλέξανδρος, 47, 3), η χρήση της αττικής διαλέκτου στη διοίκηση της χώρας, προπάντων όμως η βούληση του ίδιου του λαού, χωρίς την οποία μία τέτοια πολιτική θα ήταν εντελώς αδιανόητη. Άλλωστε, αυτόν τον ελληνικό χαρακτήρα της πολιτιστικής ζωής δείχνουν -εκτός από τα προερχόμενα από τις γραμματειακές πηγές παραδείγματα (ανθρωπωνύμια, τοπωνύμια, θεσμοί κλπ.)- και τα επιγραφικά μνημεία όπως και τα μνημεία της τέχνης αλλά και του υλικού πολιτισμού. Αυτά είναι εξίσου ενδεικτικά καθώς και τα έργα προερχομένων από την Μακεδονία ιστορικών και ποιητών του κύκλου του Αντιγόνου Γονατά, όπως ο Μαρσύας από την Πέλλα και ο επιγραμματοποιός Ποσείδιππος, ή του κύκλου του Φιλίππου του Ε΄, όπως ο επιγραμματοποιός Σάμος, γιος του Χρυσογόνου από την Έδεσσα.

Μερικά ενδεικτικά, κατά τη γνώμη μου, παραδείγματα από τις διάφορες κατηγορίες αναφέρονται συνοπτικά παρακάτω: Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, πρώιμα ενεπίγραφα μνημεία, τα οποία χρονολογούνται τον Ε΄ ή τον Δ΄ αιώνα π.Χ.: εδώ ανήκουν π.χ. η χάλκινη στλεγγίδα με εγχάρακτο το όνομα ΑΠΑqOΣ (SEG XLIX 671, Ε΄ αιώνας) καθώς και οι στήλες με τα ονόματα ΚΛΕΙΟΝΑ και ΑΤΤΥΑ (SEG XLIII 363, 450-400 π.Χ.) από την Αιανή, η αττική κύλικα με το μακεδονικό όνομα Μαχάτας από την Ποντοκώμη του νομού Κοζάνης (SEGXLIX 776, Ε΄ αιώνας π.Χ.) ή η στήλη του νεαρού Ξάνθου, γιου του Δημητρίου και της Αμμαδίκας (SEGΕ΄ αιώνας π.Χ.), ο οποίος απεικονίζεται στην προερχόμενη από την Πέλλα επιτάφια στήλη του, μαζί με τα αντικείμενα της καθημερινής του ζωής (σκύλο, περιστέρι, τροχό). 

Με εξαίρεση την χάλκινη στλεγγίδα, η οποία δεν αποκλείεται να μεταφέρθηκε από κάποιο άλλο σημείο του ελληνικού κόσμου, τα υπόλοιπα αποτελούν πιθανότατα έργα τοπικών εργαστηρίων. Το ίδιο ισχύει και για τα 67 επιτάφια σήματα ―στην πλειονότητά τους ενεπίγραφα (SEGXXXV 771-808)―τα οποία βρέθηκαν διάσπαρτα στην επίχωση της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα και χρονολογούνται από το τελευταίο τέταρτο του Ε΄ έως και το α΄ τέταρτο του Γ΄ αιώνος π.Χ. Το σύνολο των ονομάτων (συνολικά σώζονται 84, εκ των οποίων ακέραια 75), με εξαίρεση τρία, είναι ελληνικά, τα περισσότερα μάλιστα με ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, γνωστά ήδη από την μυθολογική παράδοση των Ελλήνων.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν μνημεία της τέχνης, ενδεικτικά της γνώσεως εκ μέρους των Μακεδόνων της μυθολογικής παραδόσεως των Νοτίων Ελλήνων και κυρίως των ομηρικών επών.

 Ένα από τα πρωϊμότερα, εξ όσων γνωρίζω, παραδείγματα είναι μία αττική ερυθρόμορφη υδρία από την Πέλλα, του τέλους του Ε΄ αιώνος π.Χ., στην παράσταση της οποίας αποδίδεται η σύγκρουση της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την ονομασία της Αθήνας.

 Η χρήση της ως τεφροδόχου αγγείου είναι ενδεικτική της εξοικειώσεως των ντοπίων με την ελληνική μυθολογία. Το ίδιο ισχύει και για τις παραστάσεις αγγείων καθημερινής χρήσεως, η πλειονότητα των οποίων προέρχεται από την Πέλλα αλλά και από άλλες πόλεις της Μακεδονίας, με σκηνές από τα ομηρικά έπη ή τις τραγωδίες των Αθηναίων κλασσικών και κυρίως του Ευριπίδη. Σε κάποιες από τις παραστάσεις αυτές αναγράφονται τα ονόματα των ηρώων, σε άλλες όμως όχι, πράγμα που δείχνει ότι το περιεχόμενο των σχετικών έργων ήταν ευρύτατα γνωστό. Στο ίδιο κλίμα, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί και η ζωγραφική διακόσμηση ενός κιβωτιοσχήμου τάφου του 300 περίπου π.Χ., ο οποίος ανασκάφηκε επίσης στην Πέλλα. Όπως επισημαίνεται στην πρόδρομη δημοσίευση του τάφου, το εικονογραφικό θέμα σχετίζεται με μεταγενέστερες παραστάσεις των ρωμαϊκών κυρίως χρόνων, στις οποίες απεικονίζονται συγκεντρώσεις πνευματικών ανθρώπων. Ο νεκρός του τάφου υπήρξε πιθανότατα φιλόσοφος ο ίδιος, ή κάποια σημαντική προσωπικότητα με ιδιαίτερα φιλοσοφικά και πνευματικά ενδιαφέροντα.



Ilias K. Sverkos



Einleitung

Neben Athen und Sparta ist Makedonien der griechische Staat, der nach wie vor das allgemeine Interesse am meisten auf sich zieht. 

Der Aufstieg eines Gemeinwesens von Bauern und Viehzüchtern zur führenden griechischen Macht während des 4. Jh. v.Chr.; die historische Rolle, die es als Bollwerk („prophragma“: Polybios, $# 35.1-4) des südlichen Griechenlands durch die Abwehr der Angriffe von Völkern aus der nördlichen Balkanregion spielte; der welthistorisch bedeutende Feldzug Alexanders des Großen in den Orient (der nicht nur das Werk eines militärischen Genies war, sondern auch der Makedonen, die ihm folgten); die drei Kriege gegen die Römer, die das einzige historisch relevante Beispiel für den Widerstand gegen den Eingriff Roms im Osten darstellen, sind die markantesten Elemente, welche die Geschichte Makedoniens als die eines unabhängigen Staates geprägt und zu Recht dieses historische und allgemeine Interesse hervorgerufen haben und noch hervorrufen.

Im Gegensatz zu dieser bedeutenden historischen Rolle sind die Quellen, die wir über die Geschichte der Makedonen bis zur Eroberung durch die Römer haben, im Allgemeinen wenig.
Philipp der  II

Bis in die Zeit Philipps II., d.h. bis in die zweite Hälfte des 4. Jahrhunderts v.Chr., haben alle uns verfügbaren Informationen occasionellen Charakter, d.h. eher werden sie im Rahmen von Exkursen in Werken angeführt, welche sich mit der Geschichte der Stadtstaaten Südgriechenlands befassen.

Historische Darstellungen über Makedonien werden erst ab der Zeit Philipps II. verfasst; von ihnen sind allerdings nur einige Fragmente oder lediglich die Titel erhalten. Deren Verlust –wie auch der Verlust eines großen Teiles der übrigen hellenistischen Literaturhängt bekanntlich mit der unter dem ersten römischen Kaiser erfolgten klassizistischen Wendung zusammen.

Das betrifft z.B. das große Werk („Historien über die Diadochenkriege“) des Historikers und Politikers, mit dem makedonischen Königshaus seiner Zeit eng verbunden, Hieronymos von Kardia (um 350-270 v.Chr.), das die Geschehnisse der fünfzig Jahre vom Tod Alexanders des Großen bis zum Tod von Phyrros (323-272 v.Chr.) betraf. Die Lücke die durch dessen Verlust entstanden ist, kann gewiss nicht durch die relativ wenigen Fragmente, die in der „Weltgeschichte“ von Diodor (1. Jh. v.Chr.) enthalten sind, oder durch Informationen, die uns Plutarch in seinen „Viten“ vermittelt werden, und auch nicht durch das stark rhetorisch geprägte Werk von Pompeius Trogus, Historiae Philippicae, abgedeckt werden, das uns in einem Auszug (von Iustinus) um das Jahr 150 n.Chr. überliefert ist. Was die anderen literarischen Quellen betrifft, so ist uns die Politische Publizistik des 4. Jahrhunderts v.Chr. vornehmlich aus den Reden des Demosthenes bekannt, die jedoch von einer unbestrittenen Voreingenommenheit durchzogen sind, welche die Position des athenischen Redners und Politikers gegen die aufkommende griechische Macht prägt.

Diese politischen Reden übten, bekanntlich, einen beträchtlichen Einfluss auf die spätere Literatur der Kaiserzeit, aber auch auf die neuere europäische Geschichtsschreibung aus, was folgende merkwürdige Folge hatte: im Gegensatz zu dem, was in der Regel noch geschieht, ist uns die Geschichte des Kampfes zwischen Athen und Makedonien nicht von der Seite des Siegers, sondern von der Seite des Unterlegenen bekannt.

Die Geschichte des Feldzugs Alexanders des Großen in den Orient ist uns aus erst viel später entstandenen Werken bekannt, d.h. der Biographie von Plutarch und der Anabasis von Arrian, die sich jedoch auf die Persönlichkeit des Königs konzentrieren und in zahlreichen Fällen von der klassizistischen Tendenz beeinflusst sind, die zur Zeit der Abfassung dieserWerke vorherrschte (1./2. Jh. n.Chr.).

 Was die Geschichte des Widerstandes gegen die Römer in den allgemeinen Werken betrifft, in denen auf diesen Widerstand eingegangen wird, so sind die einschlägigen Informationen nicht nur verhältnismäßig vom geringen Umfang, sondern auch von der Tatsache beeinflusst, dass die Römer letztendlich die Oberhand gewannen. Dies gilt sowohl für Polybios (2. Jh. v.Chr.), dessen Hauptgedanke der Aufstieg Roms zur Weltmacht ist, und noch in viel höherem Maße für die römische Geschichte (seit der Gründung Roms) von Titus Livius (1. Jh. v.Chr.).

Das, was für die Geschichte der antiken Makedonen bleibt, sind also, von den vorerwähnten Exkursen und den wenigen Fragmenten aus Werken über Makedonien abgesehen, die Inschriften, von denen jedoch nur sehr wenige aus dem 5. oder 4. Jh. (die ersten aus Athen) erhalten sind, die meisten aber aus dem 3. oder 2. Jh. v.Chr. und insbesondere aus der Kaiserzeit stammen.

Außer diesen Quellen verfügen wir über ein zahlenmäßig bedeutendes Material von Eigenammen, also Namen von Personen, Institutionen, Festen u.a., die uns aus literarischen Quellen, aber auch aus Inschriften bekannt sind; sowie einige wenige Sprachreste aus dem makedonischem Dialekt. Dazu sind noch die – gewiss sehr bedeutenden Funde der archäologischen Ausgrabungen hinzuzufügen, die insbesondere während der zweiten Hälfte des
20. Jahrhunderts stattfanden, Funde, die – freilich ohne die Lücke anderer Quellen schließen zu können eine wichtige Quelle für die Kunst und im Allgemeinen für die Kultur, aber auch das Alltagsleben der Makedonen während aller Phasen ihrer Geschichte ausmachen.

Die wichtigsten Fragen, die in der Geschichtsforschung über das antike Makedonien als einen unabhängigen Staat (und damit sind die Jahrhunderte von der Gründung des makedonischen Königreichs in der Mitte des 7. Jh. v.Chr. bis zu seiner Auflösung nach der Eroberung durch die Römer im Jahr 168 v.Chr. gemeint) gestellt wurden und noch gestellt werden, sind die folgenden vier: Die erste betrifft die Abstammung der Makedonen d.h. ob sie ein griechischer Stamm waren, wie die anderen, oder nicht; die zweite Frage betrifft die innere Organisation ihres Staates seit der Gründung des makedonischen Königreichs bis zur Zeit Philipps II.; bei der dritten geht es um die kulturellen Beziehungen der Makedonen mit den südlichen Griechen und bei der vierten um die historische Rolle Makedoniens in der Zeit vom Feldzug Alexanders des Großen bis zum Widerstand gegen die Römer.
 Tombstone of king Philippos 

 Die Abstammung der Makedonen

Bei der Diskussion über die Abstammung der Makedonen, wird man zuerst in Betracht ziehen müssen, dass unabhängig von der Zahl und der Art der uns verfügbaren Informationen und unabhängig von den Auffassungen, die Autoren aus dem übrigen Griechenland vertreten, und  natürlich  unabhängig  von  den  Urteilen  (oder  gar  Vorurteilen)  älterer  und  neuerer Autoren, insbesondere die Frage von Bedeutung ist, wie die Makedonen sich selber betrachten  und  (direkt  damit  verbunden)  was  jene  unbestreitbaren  (man  könnte  auch  sagen objektiven) Elemente sind, welche diese von ihnen selber vorgebrachte Selbstverständnis dokumentieren. Oder anders formuliert:

Wenn die Makedonen selber sich ab einer bestimmten Zeit (konkret ab dem 4. Jh. v.Chr.) und ihre ganze spätere Geschichte hindurch als Griechen fühlen und wenn die sprachlichen Elemente, welche verschiedene Aspekte ihrer Kultur bezeugen, zum größten Teil ebenfalls griechisch sind, dann ist die Frage nach ihrer ursprünglichen Provenienz irrelevant.

Darüber hinaus verfügt kein Volk über eine völlig reine nationale Abstammung ohne jegliche Vermischungen oder Einflüsse anderer Völker, was sich eigentlich von selbst versteht und insbesondere in der älteren Forschung völlig korrekt angemerkt wurde.
In der berühmten Inschrift, welche die Weihung der persischen Schilder in Athen (Kriegsbeute nach dem Sieg Alexanders am Granikos im Jahre 324 v.Chr.) betrifft, stellt sich der Makedonenkönig gewiss vornehmlich aus politischen Gründen als Grieche vor: Alexander, der Sohn Philipps und alle Griechen außer den Spartanern von den in Asien siedelnden Barbaren (Arrian, Anabasis, $.16.7, Plutarch, Alexandros, 16.18).

In dem Brief, den er nach der Schlacht von Issos an Dareios schickt, spricht er davon, dass er als Hegemon der Griechen bestimmt, durch den Feldzug in Asien sich für die Gewaltakte rächen will, welche die Vorfahren  des  Perserkönigs  „Makedonien  und  dem  übrigen  Griechenland“  verursacht  haben (Arrian, Anabasis,.14).

Der vom Makedonenkönig Antigonos Doson (229-221 v.Chr.) im Jahre 224 gegründete Bund der griechischen Staaten, dessen Mitglied auch Makedonien war, heißt „Hellenische Symmachie“; und in einem von Antigonos in Olympia aufgestellten Relief wurde nach Pausanias (VI.16.3) Hellas als Frau dargestellt, die den Makedonenkönig bekränzte.  In   dem  zwischen  Philipp  V.,   dem  König   von   Makedonien,  und   Hannibal geschlossenen Vertrag (215 v.Chr.), von dem Polybios berichtet (VII.9), wird Makedonien nachdrücklich als ein Teil von Griechenland angeführt.
So wird z.B. auf die Götter verwiesen,
„die Makedonien und das sonstige Griechenland beherrschen",
und als Verbündete der Karthager werden König Philipp, die Makedonen und die anderen Griechen angeführt. Etwa ein halbes Jahrhundert später bekundet ein einfacher Makedone aus Thessalonike in einer Widmung an den römischen Feldherrn Quintus Caecilius Metellus seine makedonische und zugleich griechische Abstammung indem er von „den übrigen Makedonen und den anderen Griechen“ spricht (IG X 2.1, 1031).

Diese Zeugnisse, zu denen sich noch zahlreiche andere aus den späteren Jahrhunderten anführen ließen, lassen keinen Zweifel daran, dass sich die Makedonen selber als einen griechischen Stamm betrachteten.

 Zu der gleichen Schlussfolgerung führen mehrheitlich auch die erhaltenen sprachlichen Fragmente: die Namen der makedonischen Monate,
 wie Xandikos, Dios, Artemisios, Hyperberetaios, Peritios usw.,

die sich (wie auch die der südgriechischen Stadtstaaten) auf Feiertage beziehen, sind griechisch; die Namen der Personen, und zwar nicht nur jener, die der gesellschaftlichen Oberschicht angehören, sondern auch jene der Unterschicht, sind (bis auf wenige Ausnahmen) ebenfalls griechisch.

Diese Namen stammen aus dem 6./5. Jh. v.Chr. und können, wie auch die Namen der Feste, auf eine griechische Provenienz schließen; sie können jedenfalls nicht durch deren „Hellenisierung“ von den Griechen der Küstenstädte erklärt werden. In all den Fällen, wo Makedonen mit den anderen Griechen in Kontakt kommen, wird kein Dolmetscher erwähnt, eine Tatsache, die wofür spricht, dass der makedonische Dialekt, wie etwa auch der attische, von der jeweils anderen Seite problemlos verstanden wurde. Dies zeigt auch ein Fragment aus der Komödie „Makedones“ des Dichters Strattis aus dem 5. Jh., in dem der einem Makedonen (Rolle der Komödie) zugeschriebene Satz enthalten ist, in dem er offenkundig den seine Abstammung verratenden Dialekt verwendet (J. M. Edmonds, The Fragments of Attic Comedy, Bd. 1, Leiden 1957, Fr. 28).

Durch diesen griechischen Charakter des makedonischen Dialekts ist nur die Tatsache verständlich, dass der attische Dialekt seit der Zeit Philipps II. zur Verwaltungssprache des makedonischen Staates wurde; und nur so wird es verständlich, weshalb die Makedonen auch nach der Auflösung des persischen Kaiserreichs durch Alexander den Großen den attischen Dialekt verwendeten.

Denn  ein  Volk  mit derartigen politischen Erfolgen wie jene unter Philipp II. mit seinem Sieg über die Athener oder unter Alexander mit der Eroberung des Ostens  verfügt über ein  so  starkes Selbstbewusstsein, dass  es  bestimmt nicht seine eigene Sprache zu Gunsten einer anderen aufgeben würde.
So etwas wäre, wie von K. J. Beloch und anderen Historikern richtig angemerkt wurde, in der Weltgeschichte etwas Einmaliges.


Die These, dass Philipp und Alexander die griechische Sprache verwendeten, so wie Friedrich der Große oder Katharina die Große Französisch sprachen, die von jenen vorgebracht wird, welche die griechische Abstammung der Makedonen verneinen, ist insofern abwegig (und offenbar von durch Vorurteile bestimmt, da weder in dem einen noch in dem anderen Fall in Preußen bzw. in Russland Französisch als offizielle Sprache gesprochen wurde. Das Gleiche gilt für den Versuch, in Ausdrücken wie „er rief auf Makedonisch“ (Plutarch, Alexandros, 51.4) oder „Makedonisch der Sprache nach“ (Plutarch, Eumenes, 14.5), eine besondere makedonische Sprache sehen zu wollen; denn der ähnlich lautende Ausdruck
„Peloponnesisch sprechend“ (Theokrit, #V, V. 92) weist eben auf einen Dialekt, und natürlich nicht auf eine „peloponnesische“ Sprache hin.

Verneint wird noch wie vor eigentlich die griechische Abstammung der Makedonen (unabhängig von den Voraussetzungen bzw. Vorurteilen der jeweiligen Argumentation) durch den Hinweis auf die Gegenüberstellung Griechen-Makedonen, wie die in literarischen Quellen seit dem 5. Jh. v.Chr. bezeugt ist. In Bezug auf diese Gegenüberstellung wird auf die (zahlenmäßig äußerst wenigen) Ausdrücke, in denen die Makedonen in einer politisch offenkundig vorbelasteten Situation als kulturell unterlegen dargestellt werden, ein besonderes Schwergewicht gelegt(„Barbaren“, z.B. Demosthenes, III. Rede gegen Philipp, 31).

Dagegen kann man m.E. mit Recht einwenden, dass diese Ausdrücke, als generalisierende (Ver)urteile keineswegs als Beweise für eine allgemeine negative Haltung der Südgriechen gegenüber den Makedonen angesehen werden können. Dass die historische Wirklichkeit eine andere war, lässt sich aus einer Vielfalt von Zeugnissen entnehmen, in denen die Makedonen als ein griechischer Stamm figurieren.

Das erste ist, der von Herodot zum ersten Mal überlieferte Name des Stammes selbst: In den einschlägigen Passus ( 56) ist von einem dorischen Stamm die Rede, der in der Pindosregion siedelte und als Makedones bezeichnet wurde. In einer anderen Stelle (VIII 43) werden die Griechen von Peloponnes (Spartaner, Korinther, Sikyoner, Epidaurer, Troizener), die an der Seeschlacht von Artemision teilnahmen (480 v.Chr.) bezeichnenderweise als „dorisches und makedonisches Volk“ (dorikon kai makednon Ethnos) gennant. „Makednos“ ist bekanntlich ein Adjektiv, das bereits in den Epen Homers anzutreffen ist und dort soviel wie
„lang,  schlank“ bedeutet (z.B.  VII,  106: “fylla makednos aigeiroio“, Blätter an  riesigen
Boden).
Zeus

Die historische Wirklichkeit spiegelt sich auch in der von Hesiod bezeugten mythologischen Tradition wieder, wonach Makedon, der Stammesvater der Makedonen, ein Sohn des Zeus und der Thyia, Tochter des Deukalion, und Bruder des Magnes ist, von denen ersterer auf dem Olymp und letzterer in Pieria lebte (R. Merkelbach-M.L.West, Fragmenta Hesiodea, Oxford 1967, Fr. 7).

 Als Söhne des Makedon werden Europos, Pieros und Amathos erwähnt, Namen bekannter makedonischer Städte.

Einer anderen Überlieferung nach, die ebenfalls eindeutig die Verbindung mit den griechischen Stämmen bezeugt, ist Makedon der Sohn des Äolos, Bruder des Doros und des Xuthos (FGrHist 4 F74, Hellanikos). Auf diesen Zeugnissen, sowie auf eine Reihe von Sprachelementen (welche die Verwandtschaft der Dialekte beweisen), beruht die in der älteren und neueren historischen Forschung vertretene These, dass die Makedonen einer der nordwestlichen griechischen Stämme sind, die ursprünglich aus der Region des Pindos stammen.

Ein aus historischer Zeit stammendes Zeugnis für die Auffassung, dass die Makedonen ein griechischer Stamm sind, ist die Äußerung des Akarnanischen Politikers Lykiskos in seiner im Jahr 211 v.Chr. in Sparta gehaltenen Rede, wo die Makedonen als „Stammesgenossen   der   Achaier“   und   der   dorischen   Spartaner   hingestellt   werden.

  Mit   den„gleichstämmigen“ („homophyloi“) Makedonen und ihrem König Philipp sollten sich die übrigen  Griechen  vereinen,  um  der  von  den  Fremdstämmigen  („allophyloi“),  d.h.  den Römern kommenden Gefahr erfolgreich entgegenzutreten („nun droht den Griechen ein Krieg mit den Barbaren, die sie unterwerfen wollen“, Polybios IX 37.7-8). Als griechischer Stamm, mit dem die anderen Griechen ihre Kräfte vereinen müssen, um die in den „Wolken“ aus dem Westen sich abzeichnende Bedrohung ihrer Freiheit abzuwehren, werden die Makedonen auch in der Rede des ätolischen Politikers Agelaos aus dem Jahr 217 v.Chr. in Naupaktos angesehen (Polybios V 104).

Als griechischer Stamm treten ferner die Makedonen in einigen anderen, auf unterschiedliche kulturelle Angelegenheiten bezogen, Zeugnissen hervor:

Als Sieger in den großen panhellenischen Spielen sind schon seit dem 4. Jh.v.Chr. auch Makedonen (von nicht vornehmer Abstammung) bezeugt; unter den griechischen Städten, welche im Jahr 243 v.Chr. die Asylie des Asklepios-Heiligtums auf Kos anerkennen, befinden sich auch die makedonischen Städte Pella, Kassandreia, Amphipolis, Philippoi (Hatzopoulos, Institutions II, Nr. 36,41, 47, 58). Im Jahr 209/8 v.Chr. wird von dem makedonischen König Philipp V. in einem an die Kleinasiatische Stadt Magnesia am Maiander geschickten Brief die Verwandtschaft der Makedonen mit dem Magneten hervorgehoben; der Brief wird in einem Dekret der Stadt von Euböa Chalkis zitiert, wo sie ihre Teilnahme an dem von Magnesia veranstalteten panhellenischen Fest für die Göttin Artemis (Leukophryene) bekundet, für welche (Teilnahme) der König sich offenbar einsetzt; und aus der Kaiserzeit (dem 2. Jh.v.Chr.) ist uns zufällig ein weiteres Beispiel bekannt, ein Dekret aus Ephesos, in dem die Makedonen notorisch als ein „griechischer  Stamm“  (hellenikon  ethnos)  bezeichnet  werden  („bei  ihnen,  wie  bei  den anderen griechischen Stämmen, heißt der Monat, der bei uns Artemision genannt wird, Artemisios“) (Ephesos 24B).
Alexander der Grosse 

Auf allen diesen, die Vorstellung von der Zugehörigkeit der Makedonen zur griechischen Welt bekundeten Zeugnissen, beruht die schon früher in der Forschung vielfach vertretene Auffassung dass die vorhin erwähnte Gegenüberstellung von Griechen und Makedonen keineswegs eine allgemeine Haltung verrät, geschweige denn as Beweis für deren nichtgriechische Abstammung erachtet werden kann; und das sie höchstwahrscheinlich auf das Fehlen von Kontakten, der anderen Griechen zu Makedonien zurückzuführen sei, das man für die archaische aber auch die klassische Zeit annehmen muss. Hier soll eine möglichst kurze Darstellung des damit gemeinten Sachverhalts geboten werden.

In Südgriechenland ist Makedonien eigentlich zuerst wegen der Organisation und Ausdehnung bekannt, die es während der Zeit Alexanders I. (um 495-452 v.Chr.) erreicht hatte. Auf diese wie jene Aspekte wird später eingegangen.

Hier genügt der Hinweis dass zu dieser Zeit Makedonien sich bis zum Fluss Strymon erstreckte. Von einem solchen Staat mit den unterschiedlichen makedonischen Stämmen, zu dem auch Gebiete gehörten, in denen andere, nicht griechische Stämme gewohnt hatten (wie Illyrer, Paionen und Thraker) die zum Teil daraus vertrieben wurden, konnten die Griechen im Süden begreiflicherweise keine genaue Kunde haben. Kaum bekannt konnte ihnen auch sein, von wem die Könige stammten, die diesen Staat (offenbar in der Mitte des 7. Jhs.) am Gebiet zwischen den Flüssen Haliakmon und Axios gegründet hatten (Her. VII. 127). Man wusste lediglich nach der bei Herodot (VIII.
137-138) und Thukydides (II 99. 3) erhaltenen Überlieferung dass sie aus dem Peloponnesischen Argos stammten –eine Überlieferung die offenbar im 5. Jh. v.Chr. entstanden ist und den Willen des makedonischen Königs (namentlich Alexanders I.) deutlich zum Ausdruck bringt, die nötigen Verbindungen mit den übrigen griechischen zu schaffen.

Eine an dem Stammesvater Herakles Weihinschrift aus Vergina ist – auch wenn sie aus der Zeit von König Perseus stammt (178-169 v.Chr.) ( ein repräsentatives Beispiel für die Verbindung der königlichen Familie mit ihrem „Vorfahren“ (SEG XLVI 829).

Aus dem 5. Jahrhundert v.Chr. ist bekannt, dass es in Makedonien zu gruppenweisen Niederlassungen aus Südgriechenland kam:
So siedelte z.B. im Jahr 478 v.Chr. nach der Zerstörung von Mykene durch die Argiver ein großer Teil der Bewohner der Stadt, dank des Interesses seitens des Makedonenkönigs Alexanders I., in Makedonien (Pausanias VII, 25, 6), während im Jahr 446 v.Chr. Bewohner von Histiaia auf Nordeuböa nach der Einnahme der Insel durch Perikles nach Makedonien auswanderten (FGrHist 115, F387, Theopomp)]. Im Jahr 423 v.Chr. haben, nach einem Zeugnis des Thukydides (IV.124.1), griechische Soldaten im Heer von Perdikkas II. gedient. Makedonen kamen jedoch selten nach Südgriechenland, und das Land wurde erst in den ersten Jahren des Peloponnesischen Krieges näher bekannt. Dies zeigt sich z.B. darin, dass Städte, die im Gebiet von Makedonien liegen und Mitglied des I. Attischen Seebundes waren, in den Tributlisten geographisch Thrakien zugeordnet wurden.

Dieser Mangel an Wissen über das Land und seine Bewohner ist m.E. einer der wesentlichen Gründe für die Gegenüberstellung Griechen – Makedonen gewesen.

Ein damit eng zusammenhängender Grund war die Tatsache, dass die Makedonen nicht an der politischen und kulturellen Entwicklung der griechischen Stadtstaaten des 6./5. Jahrhunderts teilnahmen und das grundlegende Element dieser Entwicklungen, d.h. der demokratische Stadtstaat, im von einem Monarchen verwalteten Land nicht vorhanden war.

So lässt sich auch die Tatsache erklären, dass in der Mitte des 4. Jahrhunderts selbst Isokrates in einem an Philipp gerichteten Brief, in dem er ihm ein Bündnis der Südgriechen unter seiner Führung im Krieg gegen die Perser empfiehlt, die Makedonen von den Griechen unterscheidet (Brief an Philipp 107-108). Dennoch erlauben die relativ wenigen uns aus den Quellen verfügbaren Andeutungen, wie bereits gesagt wurde, nicht diese Trennung einer entsprechenden Haltung der Südgriechen zuzuschreiben. In seiner Rede Über den Kranz (330 v.Chr.) bezichtigt Demosthenes eine große Zahl an Politikern aus südgriechischen Städten wegen ihrer makedonenfreundlichen Haltung als „Verräter“ (Über den Kranz, 295); es wäre interessant, Worte und Taten dieser„Verräter“ genauer zu kennen, aber leider ist uns nur die voreingenommene Charakterisierung des athenischen Redners und Politikers bekannt, die auch von Polybios kritisiert wird (XVIII.14).

Nach einem solchen Quellenbefund ist die in der älteren und modernen Forschung vielfach vertretene Auffassung, wonach die besagte Gegenüberstellung nicht im Sinne eines ethnischen Gegensatzes verstanden werden muss und die Makedonen, entsprechend der von den übrigen Griechen seit der hellenistischen Zeit bekundeten Einstellung als ein griechischer Stamm anzusehen sind, durchaus korrekt.

Denn wenn irgendein Eigenname oder ein Wort aus dem alltäglichen Leben nichtgriechischen Ursprungs ist, bzw. auch irgendein Brauch (z.B. Aristoteles, Politik, 1324b 15-16) als nicht griechisch angesehen wird, so stellt dies (der allgemeinen Erfahrung nach) als ein isoliertes Beispiel keine Gegeninstanz dar.

Für die moderne Geschichtsforschung kommt schließlich den neuentdeckten Inschriften des 5. Jhs. und anderen Funden eine besondere Bedeutung zu, insbesondere jenen, die aus den abgelegenen Regionen des makedonischen Binnenlandes erhalten sind; ebendeshalb, weil sie als Zeugnisse einer durchaus griechischen Kultur die ohnehin fragwürdige Theorie über die spätere „Hellenisierung“ der Makedonen durch die griechische Küstenstädte als unhaltbar erscheinen lassen.


Πήλινο ειδώλιο της Αθηνάς. 2ος π.Χ. Πέλλα


 Kultur (Allgemeine Charakteristik)

Ein umfassendes Werk über die Kulturgeschichte des antiken Makedoniens von der Gründung des makedonischen Königreichs bis zum Ende der Antike ist noch ein Desiderat. Der Grund dafür liegt einerseits daran, dass die (mehr oder weniger occasionellen Charakters) verfügbare Zeugnisse aus den literarischen Quellen sehr spärlich sind, andererseits an der Tatsache, dass ein großer Teil der archäologischen Funde (Inschriften, Werke, Überreste der materiellen Kultur) noch nicht veröffentlicht ist. Die Beispiele die aus jenen wie diesen, hier angeführt werden, sind mit Bezug auf die zwei wesentlichen Merkmalen dieser Kulturgeschichte ausgewählt: die entscheidende Rolle der Monarchie für das kulturelle Leben des Landes (insbesondere während des 5. und 4. Jhs. v.Chr.) ist das eine, griechischer Charakter das andere.

Makedonische  Könige  wie  Alexander  I.,  Perdikkas  II.,  Archelaos,  Perdikkas  III., Philipp II. und Antigonos Gonatas bemühten sich darum, in ihrem Hof Gelehrte aus Südgriechenland zu haben oder Beziehungen zu ihnen zu unterhalten, teilweise aus persönlichem Interesse heraus, vor allem aber auch, weil sie wussten, wie bedeutend diese Beziehungen für die politisch sehr wichtige Bindung mit der übrigen griechischen Welt waren.

Alexander I. ist für seine enge Beziehung zu Pindar und insbesondere zu Bakchylides bekannt.
Kings of Macedon, Alexander I, Octadrachm, 498-454 BC

Ersterer, der Makedonien besucht haben soll (Solinos), verfasste wahrscheinlich anlässlich der Teilnahme Alexanders an den Olympischen Spielen ( wahrscheinlich im Jahr 496 v.Chr.( (Herodot V 22.2, Solinos, VII 2.14), eine Siegeshymne auf ihn (Fr. 120,121 Ed. Snell).

Die Erinnerung an die Freundschaft zwischen dem König und dem Dichter wird bis in die Kaiserzeit hinweg bewahrt. So soll etwa nach einem Zeugnis des Dion von Prusa ( 33, 1. Jh. n.Chr.), Alexander der Große bei der Zerstörung von Theben (im Jahr 335 v.Chr.) im Gedenken an diese Freundschaft des Dichters mit seinem Vorfahren und gleichnamigen Makedonenkönig das Haus Pindars verschont haben. Bakchylides schrieb, wie bekannt, ein Preislied auf den Makedonenkönig (Fr. 20 ), Ed. Snell).

In dem Hof seines Nachfolgers Perdikkas II. hielten sich der berühmte Arzt der Antike Hippokrates von Kos und Melanippides von Melos, der Dichter lyrischer Gesänge und Dithyramben auf (Suda, s.v. Hippokrates, Melanippides). Das bezeichnendste Beispiel ist jedoch der Nachfolger von Perdikkas, Archelaos, dessen Palast in Pella von Wandmalereien des berühmten Malers seiner Zeit Zeuxis aus Herkleia geschmückt wurde (Ailian, Varia Historia, XIV 17) und an dessen Hof der epische Dichter Choirilos aus Samos (Athenaios, VIII 345d), der Athener Tragiker Agathon (Ailian, Wunderbare Geschichte) und wahrscheinlich der Musiker Timotheus (Plutarch, Moralia, 177b) zu Gast waren. Außerdem soll er auch Sokrates nach Makedonien eingeladen haben, eine Einladung, die der Athener Philosoph jedoch ablehnte (Seneca, De beneficiis, V 6.2-6, Diogenes Laertios, $$  25, Dion Chrysostomos, #$$$ 30).

Am bekanntesten für seine Verbindungen mit dem makedonischen Königshof und insbesondere mit Archelaos ist Euripides. In Makedonien hat Euripides sein Werk „Bakchen“ geschrieben, in dem die Präsenz der makedonischen Umgebung deutlich zu erkennen ist, sowie das Drama „Archelaos“, von dem uns lediglich eine Inhaltsangabe bei dem späteren lateinischen Schriftsteller Hyginus erhalten ist (CCXIX 143-144). Danach war das Drama eine indirekte Huldigung des makedonischen Monarchen, da als Gründer der Dynastie ein gleichnamiger König erschien.

Archelaos ist das markanteste Beispiel eines makedonischen Königs, das die entscheidende Rolle der Monarchie für das kulturelle Leben des Landes am besten verdeutlicht. Er ist es gewesen, der die Sportund Musikwettspiele in Dion eingerichtet hat (Diodor, XVII 16.3-4), die – entsprechend der Anzahl der Musen – eine Dauer von neun Tagen hatten und wie die Olympischen Spiele, alle vier Jahre stattfanden (einer anderen, weniger wahrscheinlichen Überlieferung nach sogar jedes Jahr).

Diese Spiele wurden als „Olympia“ bezeichnet, jedoch nicht, wie einige moderne Autoren meinen, weil sie als Gegenstück zu den Olympischen Spielen gedacht waren: denn wir wissen, dass Archelaos an den Olympischen und an den Pythischen Spielen teilgenommen und dort einen Sieg errungen hat (Solinos, IX 16) und aus gut begreiflichen Gründen ist es unwahrscheinlich, dass er auf diese Art sich und sein Volk von den anderen Griechen distanzieren wollte).

Die Spiele von Dion hatten eine lange Dauer und stellten als die einzige staatliche Kulturveranstaltung von Makedonien eine Institution dar, die für das kulturelle Leben des Landes von entscheidender Bedeutung war. 

Wie bereits angeführt, wurde Dion im Jahre 219 v.Chr. von den Ätoliern zerstört, dennoch muss es Inschriften und andere Monumente geben, die diese Bedeutung bezeugen würden, und so bleibt zu hoffen, dass diese eines Tages gefunden werden. Wie in der historischen Forschung allgemein angenommen wird, ist es den kulturellen Bemühungen von Archelaos zu verdanken, dass die makedonische Aristokratie über ein hohes Bildungsniveau verfügte.

Dies ergibt sich zu mindest aus den Angaben, die wir über die Strategen von Philipp (Antipater und Parmenion) und Alexanders (Ptolemaios, Krateros, Seleukos) verfügen.

 Antipater, der Verfasser eines Geschichtswerks mit dem Titel „Die Illyrischen Taten von Perdikkas“ – eine Geschichte der Kriege von Perdikkas gegen die Illyrer– entstand in enger Freundschaft mit Aristoteles, mit dem er häufig korrespondierte. 

Das Geschichtswerk von Ptolemaios über Alexanders Feldzug in den Osten bildete die Hauptquelle des Werkes von Arrian.

Auch während der großen Krise des Reiches in der Zeit von Archelaos Tod bis zur Thronbesteigung Philipps hat es nicht an Besuch von Gelehrten im makedonischen Hof gefehlt. Bei Perdikkas III. weilte Euphraios, ein Schüler Platons (Platon, V. Brief, 321c-322c); die bei Athenaios in seinem Werk „Deipnosophistai“ ( 508d-e) enthaltene Information, sein Einfluss sei so groß gewesen, dass bei den königlichen Symposien nur Kenner der Geometrie oder der Philosophie teilnehmen durften, mag vielleicht übertrieben sein, ist aber dennoch bezeichnend genug, wie auch die Tatsache, dass der Nachfolger Platons, Speusipp, in seinem bekannten Brief an Philipp II. seine makedonenfreundliche Einstellung durch eine ausführliche Bezugnahme auf das Geschichtswerk eines gewissen Antipater äußert, der in Athen lebte und einst Beziehungen zur Akademie hatte, in dem Brief, des Philosophen wie in dem Werk des Historikers wurde für die Griechenlandpolitik Philipps Stellung genommen u.a. durch die Rechtfertigung der territorialen Ansprüche des Königs auf Chalkidike.

Ebenso bezeichnend sind einige Beispiele, die sich auf das kulturelle Leben der Zeit Philipps beziehen.

Das erste ist ein Epigramm, das im Auftrag der Mutter des Makedonenkönigs, Eurydike, Tochter des Sirrha, wahrscheinlich des Herrschers von Lynkestis und nicht eines illyrischen Herrschers, wie einige jüngere Historiker vorschlagen, verfasst wurde.

Das Epigramm (Plutarch, Moralia, 14b) begleitete eine Weihung von Eurydike im Musentempel in Pella und brachte die Freude der Dedikantin darüber zum Ausdruck, dass sie in hohem Alter das Lesen gelernt hat. Vom persönlichen Aspekt ganz abgesehen ist das Epigramm deswegen instruktiv, weil es die geistige Atmosphäre in der Hauptstadt widerspiegelt.

Zwei weitere Beispiele, die Philipp selber betreffen, sind ebenfalls bezeichnend für diese Atmosphäre, aber auch für die Persönlichkeit des Königs. Nach dem einem soll Philipp mit dem Humor, durch den er sich auszeichnete, eine Gruppe von athenischen Spaßmachern damit beauftragt haben, speziell für ihn Witze zu erfinden und ihm zu schicken, wofür er ihnen als Honorar ein Talent gab (Athenaios, Deipnosophistai, XIV 614e).

Nach dem anderen, habe Philipp, als er in Delphi den achaiischen Gelehrten Arkadion traf, der für seine antimakedonische Gesinnung bekannt war, und der von der makedonenfreundlichen Partei seiner Heimatstadt gezwungen wurde in die Verbannung zu gehen – gefragt, wie weit er denn gehen wolle; worauf er geantwortet habe, dass er sich dort niederlassen werde, wo man Philipp nicht kenne; Philipp habe mächtig gelacht und den Gelehrten zum Abendessen eingeladen (Athenaios, Deipnosophistai, XII 249c-d).

Von den Königen des 3. Jahrhunderts zeichnet sich Antigonos Gonatas auch durch seine intellektuelle Persönlichkeit aus. Er hatte in Athen die Schule des Zenon besucht, den er besonders schätzte (Diogenes Laertios, VII 15, Ailian, Varia Historia 25). Ein Schüler des Zenon und Freund des Antigonos war auch Persaios aus Kition (auf Zypern), den Antigonos als Kommandanten der makedonischen Besatzung von Korinth einsetzte (Diogenes Laertios, VII 36). Am Hofe von Antigonos Gonatas waren Intellektuelle verschiedener Provenienz zu Gast wie die Dichter Aratos aus Soloi (in Kilikien), Alexander (aus Ätolien), Antagoras (aus Rhodos), der Historiker Hieronymos von Kardia und der Philosoph Menedemos aus Eretria. Antigonos stand ferner in geistiger Verbindung mit namhaften Philosophen seiner Zeit, wie Arkesilaos (Begründer der mittleren Akademie), Bion (Kyniker) und Timon (Skeptiker).

Man könnte sagen, dass der geistige Verkehr von Monarchen mit Intellektuellen (auch ausländischen) ein gewöhnliches Phänomen ist, das auch in der neueren Zeit zu beobachten ist; aus diesem Grund wird er von einigen modernen Autoren auch in diesem konkreten Fall nicht als Beweis für den griechischen Charakter der Kultur Makedoniens anerkannt.

Mosaik aus pella
Doch für den objektiven Beobachter stellt dies jedoch einen derartigen Beweis dar, sofern derartige Beziehungen mit dem Willen der Könige nach einer Verbreitung der griechischen Bildung im ganzen Land in Verbindung stehen (und in Verbindung stehen müssen), einer griechischen Bildung, die sich auch in Institutionen zeigt, wie etwa den Wettspielen, die von Archelaos eingeführt wurden, oder gar in dem Vorsatz Alexanders des Großen, die persischen Epigonen mit griechischer Bildung zu erziehen (Plutarch, Alexander, 47, 3), in der Verwendung des attischen Dialekts in der Verwaltung des Landes, sowie allem voran im Willen des Volkes selber, ohne den eine derartige Politik völlig sinnlos und undenkbar wäre.

Überdies zeigen diesen griechischen Charakter des kulturellen Lebens – abgesehen von den literarischen Quellen auch Beispiele (Personenund Ortsnamen, Institutionen usw.) sowie Inschriften, aber auch Kunstdenkmäler und Überreste der materiellen Kultur. Diese sind genauso bedeutend wie die Werke von aus Makedonien stammenden Historikern und Dichtern im Kreise des Antigonos Gonatas, wie Marsyas aus Pella und der Epigrammatiker Poseidippos, oder im Kreise Philipps V., wie der Epigrammatiker Samos, Sohn des Chrysogonos aus Edessa.

Einige der meiner Ansicht an repräsentativsten Beispiele für die unterschiedlichen Kategorien seien nachstehend angeführt: Was die erste Kategorie betrifft, so sind insbesondere frühe Inschriftenmonumente von Bedeutung, die in das 5. Jh. oder 4. Jh. v.Chr. datiert werden: dazu gehören z.B. der Bronzekamm, in den der Name APAQUOS (SEG XLIX 671,
5*+ Jh.) eingraviert ist, sowie die Stelen mit den Namen KLEIONA und ATTYA (SEG XLIII
363, 450-400 v.Chr.) aus Aiane, der attische Becher mit dem makedonischen Namen Machatas aus Pontokome der Präfektur Kozane(SEG XLIX 776, 5. Jh. v.Chr.) oder die Stele des jungen Xanthos, Sohn des Demetrios und der Ammadika (SEG XXXII, 642 = XXXVI, 627 ,
5. Jh. v.Chr.), der auf der aus Pella stammenden Grabsäule zusammen mit Gegenständen des Alltagslebens abgebildet ist (Hund, Taube, Rad).

Außer im Falle des Bronzekamms, bei dem nicht auszuschließen ist, dass er aus irgendeinem anderen Ort der griechischen Welt hierher gebracht wurde, handelte es sich bei allen übrigen Gegenständen aller Wahrscheinlichkeit nach um Werke der örtlichen Werkstätten. 

Das gleiche gilt auch für die 67 Grabsteine ( die in ihrer Mehrzahl Inschriften tragen (SEG XXXV 771-808) ( die über die Erdaufschüttung des Großen Grabhügels in Vergina verstreut gefunden wurden und in das letzte Viertel des 5. Jh. bis zum 3. Jh. v.Chr. datiert werden.

Dabei sind alle Namen – insgesamt sind 84 Namen erhalten, davon 75 unbeschädigt – mit der Ausnahme von drei griechischen Namen, die meisten überdies solche mit einer weiten Verbreitung in der gesamten griechischen Welt und bereits aus der mythologischen Überlieferung der Griechen bekannte Namen.

Zur zweiten Kategorie gehören Monumente der Kunst, welche zeigen, dass den Makedonien die mythologische Tradition der Südgriechen und insbesondere die homerischen Epen bekannt waren. Einer der frühesten uns bekannten Beweise ist ein attisches rotfiguriges Gefäß (Hydria) aus Pella aus dem 5. Jh. v.Chr., auf dem der Zusammenstoß Athens mit Poseidon bezüglich des Namens von Athene dargestellt ist.

Die Verwendung dieses Gefäßes als Aschenurne zeugt von der Vertrautheit der lokalen Bewohner mit der griechischen Mythologie. 

Das gleiche gilt auch für die Abbildungen auf Gefäßen des Alltagsgebrauchs – von denen die Mehrzahl aus Pella, aber auch aus anderen Städten Makedoniens stammt – mit Szenen aus den homerischen Epen oder den Tragödien der Athener Klassiker, allen voran von Euripides.

Auf einigen dieser Darstellungen sind auch die Namen der Heroen geschrieben, auf anderen nicht, was beweist, dass der Inhalt der entsprechenden Werke allgemein bekannt war. 

Diesbezüglich beeindruckt auch die malerische Ausschmückung eines kastenförmigen Grabes, das ungefähr in das Jahr 300 v.Chr. datiert wird und das ebenfalls in Pella ausgegraben wurde.

Wie in der Einleitung zur Veröffentlichung dieses Grabes angemerkt wird, steht das bildliche Thema mit den späteren Abbildungen insbesondere aus der römischen Zeit in Verbindung, auf denen Versammlungen Gelehrter abgebildet sind. Bei dem in diesem Grab beerdigten Toten handelte es sich aller Wahrscheinlichkeit nach um einen Philosophen oder eine andere bedeutende Persönlichkeit mit einem besonderen philosophischen oder geistigen Interesse.

Μακεδονία Κοιτίδα του Ελληνισμού. Makedonien Wiege des Hellenismus.

$
0
0
 Θεόδωρος Νικολάου
 Τακτικός Καθηγητής, 
Διευθυντής του ’Ινστιτούτου 
’Ορθοδόξου Θεολογίας 
του Παν/μίου Μονάχου
(Όλες οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Μακεδονία. 
Σύντομη ιστορική ανασκόπηση
 και έλεγχός των Σκοπιανών παραποιήσεων.


 Το παρόν δημοσίευμα είναι το κείμενο διαλέξεως, που δόθηκε στην Olympiahalle του Μονάχου στα πλαίσια της διαδηλώσεως των Ελλήνων της Βαυαρίας και άλλων κατοίκων του Μονάχου για το θέμα της Μακεδονίας στις 5 ’Απριλίου 1992.
 Τη διαδήλωση αυτή οργάνωσαν με μεγάλη επιτυχία από κοινού όλοι οι επίσημοι φορείς και σύλλογοι του Ελληνισμού στο Μόναχο. ’Ιδιαιτέρως έπρωτοστάτησαν κατά την οργάνωση η ’Εκκλησία και το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στο Μόναχο — έχοντας επί κεφαλής το Γενικό Πρόξενο κ. Κυριάκο Ροδουσάκη. 
Σύμφωνα με στοιχεία των διοργανωτών ο αριθμός των συγκεντρωθέντων ύπερέβαινε τις 18 χιλιάδες. 
‘Η εκτύπωση και κυκλοφορία του παρόντος κειμένου αποβλέπει κατ’ αρχήν στην εκπλήρωση επιθυμίας πολλών άκροατών να το αποκτήσουν  Παραλλήλως θεωρήθηκε αυτονόητο να δοθεί και αντίστοιχη γερμανική μετάφραση, ώστε το δημοσίευμα αυτό να συμβάλλει και σε ευρύτερη ενημέρωση φίλων Γερμανών. 
Στήν εκπόνηση της μεταφράσεως καθώς και σε άλλα πρακτικής φύσεως θέματα, που είχαν σχέση με την εκτύπωση, βοήθησε με περίσσιο ζήλο ο νομικός κ. Στέφανος Ταλαντόπουλος, τον όποιο από της θέσεως αυτής ευχαριστώ. 
Εύελπιστώντας ταυτόχρονα, πώς οι γραμμές αυτές θά βοηθήσουν όντως σε μια σωστή ενημέρωση, εύχομαι διακαώς όχι μόνον δίκαιη λύση του προβλήματος, αλλά και ειρηνική συμβίωση, άλληλοκατανόηση και γόνιμη συνεργασία όλων των λαών της περιοχής.

 Πρόλογος

Θεοφιλέστατε, 
εντιμώτατε κ. Γενικέ Πρόξενε, 
αγαπητές Συμπατριώτισσες, αγαπητοί Συμπατριώτες, 

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά, που μου δίδεται σήμερα η δυνατότητα να ομιλήσω στη μεγαλειώδη αυτή συγκέντρωση.
Με την επιβλητική σε όγκο παρουσία μας αποδεικνύουμε  ότι και ο Ελληνισμός της Βαυαρίας — όπως όλοι οι Έλληνες απανταχού της γης — επαγρυπνεί κι ενδιαφέρεται ζωηρά για τα εθνικά μας θέματα.

Με μια πολιτισμένη διαδήλωση και μια αντικειμενικά ορθή τοποθέτηση διατρανώνουμε ταυτόχρονα και τη θέλησή μας να πράξουμε το κατά δύναμιν για μια δίκαιη, ειρηνική και προ πάντων βιώσιμη λύση στο πρόβλημα,
που δημιουργείται με τη διάλυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας
και την επιδίωξη της Σλαβικής Δημοκρατίας των Σκοπιών
να αναγνωρισθεί με το όνομα »Μακεδονία«. 


Πρόκειται για πρόβλημα πολιτικό, και προσωπικά δεν ασχολούμαι μεν ιδιαζόντως με την πολιτική.
Δέχθηκα παρά ταύτα την τιμητική πρόσκληση των διοργανωτών να ομιλήσω από του βήματος αυτού για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον διότι πρόκειται για σοβαρότατο και καυτό για όλους τους Έλληνες πρόβλημα, μπροστά στο όποιο ουδείς επιτρέπεται να σιωπήσει.
Δεύτερονδιότι νομίζω, πώς —ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, που έρευνα και διδάσκει ιδιαίτερα εκκλησιαστική ιστορία, — θα μπορούσα να αναπτύξω τις ιστορικές κυρίως πτυχές του θέματος.

Μέσα από τις πτυχές αυτές εξάγεται σαφώς και η ανεδαφικότητα των Σκοπιανών αξιώσεων  παραχαράξεων και διεκδικήσεων.
Για το λόγο αυτό επέλεξα το επί μέρους θέμα »Μακεδονία. Σύντομη ιστορική ανασκόπηση και έλεγχός των Σκοπιανών παραποιήσεων«.
 Στόχος μου είναι η όσο το δυνατό σωστή και αντικειμενική ιστορική ενημέρωση  ώστε ο καθένας μας στον κύκλο του να μπορεί να μεταδώσει την αλήθεια.

Κι είναι μεν γεγονός, ότι πολιτικά προβλήματα δεν λύονται πολλές φορές με κριτήριο το δίκαιο και την αλήθεια.
 Όμως θα ήταν προδοσία της πνευματικής μας κληρονομιάς, αν δεν δεχόμασταν για την επίλυση τόσο των διανθρωπίνων, όσο και των διεθνών προβλημάτων ως βάση την άλήθεια, που κατά την "Αγία Γραφή είναι »μεγάλη και ισχυρότερα παρά πάντα ... η αλήθεια μένει και ισχύει ... και ζή και κρατεί εις τον αιώνα ... και υπερισχύει«.

Στην ομιλία μου αυτή  διαπραγματεύομαι με συντομία τέσσερα σημεία, στά όποια παρακαλώ ας στρέψουμε την προσοχή μας.
Γέννηση Αλεξάνδρου.

1.Η Μακεδονία κοιτίδα του ‘Ελληνικού πολιτισμού

Θα ήθελα εκ προοιμίου να κάνω στο σημείο αυτό δύο διαπιστώσεις.
Κατ’ αρχήν είναι απλή, όμως θεμελιώδης, η διαπίστωση, ότι ο όρος Μακεδονία, που άπαντά ήδη στον »πατέρα της ιστορίας« Ηρόδοτο, σημαίνει, όπως και τόσοι άλλοι, π.χ. Θεσσαλία, Πελοπόννησος, ’Ήπειρος κτλ., μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Παρά τις διάφορες — μικρές ως επί το πλείστον και μάλλον περιφερειακές — αλλαγές των συνόρων της δια μέσου των αιώνων η Μακεδονία παραμένει βασικά ένας γεωγραφικά καθορισμένος χώρος, από τον όποιο σήμερα ανήκουν 34.203 τετρ. χιλ. (49,55 %) στήν Ελλάδα, 25.713 τετρ. χιλ. (37,25 %) στη Γιουγκοσλαβία και 9.100 τετρ. χιλ. (13,18 %) στη Βουλγαρία.

Ωσαύτως θεμελιώδης — για τη συγκέντρωσή μας μάλιστα βασικώτατη — είναι μια δεύτερη διαπίστωση, ότι δηλαδή η ιστορία του γεωγραφικού αυτού χώρου της Μακεδονίας είναι άρρήκτως συνδεδεμένη με τον Ελληνισμό.

Λέγοντας τη λέξη Μακεδονία, εννοούμε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας και ταυτότητας• εννοούμε την πιο αξιοπρόσεκτη κοιτίδα του Ελληνισμού.

’Άς αναλύσουμε όμως ειδικότερα, γιατί η Μακεδονία είναι άρρήκτως συνδεδεμένη με τον Ελληνισμό.
Η έκφραση » ελληνισμός« εμφανίζει ανά τους αιώνες περισσότερες από μία έννοιες.

Στη συνάφεια αυτή  αξίζει να σταθούμε για λίγο στην εξής διπλή και πιο συνηθισμένη σημασία του όρου:
Πρώτον στην αρχική του έννοια, κατά την όποια Ελληνισμός δηλώνει το έλληνίζειν, το φέρεσθαι, σκέπτεσθαι και ομιλείν ως Ελληνας.

Πρόκειται στην περίπτωση αυτή για την τεράστια πνευματική-πολιτιστική κίνηση, που άρχισε με το Μέγα ’Αλέξανδρο από τα τέλη του τετάρτου αιώνα, οπότε παύει η Ελληνική γλώσσα και παιδεία να αποτελεί κτήμα μόνον των Ελλήνων, άλλ’ άποκτά παγκοσμιότητα και γίνεται γέφυρα, πάνω από την όποια περνούν οι εύγενέστεροι καρποί του έλληνικού πνεύματος και διοχετεύονται στη μόνη αληθινή θρησκεία, το Χριστιανισμό.

Ό Ελληνισμός γίνεται έτσι το νευρικό σύστημα του Χριστιανισμού και συμβάλλει στήν παγκόσμια ιστορική πραγμάτωση και ενσάρκωσή του, ο δε Χριστιανισμός καταφάσκει και καταξιώνει εκείνα τα στοιχεία του Ελληνισμού, που και σήμερα άποτελούν ερείσματα σταθερά του λεγομένου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού.
 Ό Ελληνισμός— ιδιαίτερα με τη σημασία αυτή — δεν είναι απλώς ένα ιστορικό φαινόμενο.

Δεν είναι μια στενή έθνικιστική-φυλετική τοποθέτηση η ένα ήθικιστικό πρόγραμμα.

Είναι πολύ περισσότερο μια πνευματική κατάσταση ισορροπίας άπέναντι στήν αιώνια πρόκληση του άνθρώπου• είναι μια οικουμενική πνευματική παρουσία κι ένας τρόπος ζωής, που εκπροσωπεί άκατάλυτες άρχές και άξίες κι άποτελεϊ τη ρίζα του άνθρωπίνου πολιτισμού.

Κοιτίδα και αφετηρία του Ελληνισμού με την έννοια αυτή υπήρξε η ελληνική γη της Μακεδονίας, γιατί από εδώ ξεκίνησε το άπαράμιλλο και μοναδικό — σε τελευταία άνάλυση — πολιτιστικό εργο του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.

Το γεγονός, ότι π.χ. το Ευαγγέλιο έγράφη στά Ελληνικά, το χρωστάμε στο Μέγα ’Αλέξανδρο, που ώς »τών Ελλήνων ήγεμών«, όπως ονόμαζε τον εαυτό του, δημιούργησε το πλαίσιο για την έδραίωση του Ελληνισμού.

 Δεύτερον χρησιμοποιείται ο όρος Ελληνισμός με την έννοια του έθνους των Ελλήνων. η Μακεδονία είναι άναπόσπαστο κομμάτι και κοιτίδα του Ελληνισμού με την έννοια αυτή, διότι κατοικήθηκε όντως δια μέσου των αιώνων από τους "Έλληνες, οι όποιοι σ’ όλες σχεδόν τις φάσεις της γνωστής άνθρώπινης ιστορίας άπετέλεσαν την πλειονότητα των κατοίκων της.

Κάθε ιστοριοδίφης, αλλά και κάθε απλός μελετητής της ιστορίας, γνωρίζει σήμερα την άλήθεια αυτή. ’Ενδεικτικά μόνον θά ήθελα να άναφέρω ώρισμένα στοιχεία στο σημείο αυτό:

 ’Αρχίζω με το γνωστό και παγκοσμίως άναγνωρισμένο Λεξικό άρχαιογνωσίας Der Kleine Pauly, στο όποιο η επιστημονική ερευνά συνοψίζεται στά έξής λόγια:

»Σύμφωνα με το γενικό πόρισμα οι Μακεδόνες ήσαν μια έλληνική φυλή (griechischer Volksstamm), η όποια κατοικούσε άρχικά στη βόρεια Θεσσαλία και η όποια μέσω των περιοχών της Όρεστίδος και ’Εορδαίας της ανω Μακεδονίας προχώρησε στην κάτω Μακεδονία (εννοεί την μεταξύ ’Αξιού και Άλιάκμονος παραθαλάσσια περιοχή). το όνομα Μακεδόνες είναι ελληνικό«.

 Πράγματι, δεν υπάρχει στην αρχαιότητα ξεχωριστή εθνότητα Μακεδόνων.

Όταν χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο έθνος, εννοούμε ένα σύνολο ανθρώπων, που μιλάει κυρίως την ίδια γλώσσα, κατοικεί στον ιδιο γεωγραφικό χώρο κι εχει επί πλέον κοινή ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά (ιδιαίτερα την ιδια θρησκεία).

’Άν μεταφέρουμε τον όρο αυτό στήν άρχαιότητα, πρέπει να χαρακτηρίσουμε όλους τους ‘Έλληνες γενικά ως ένα έθνος, γιατί συγκεντρώνουν από κοινού τα γνωρίσματα αυτά. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας δεν ξεχωρίζουν εν προκειμένω από τους λοιπούς "Ελληνες• ομιλούν κι αύτοί, όπως οι Σπαρτιάτες, ’Αθηναίοι, Θεσσαλοι κλπ. την έλληνική γλώσσα• πιστεύουν στούς Θεούς του Όλύμπου• έχουν τα ιδια γενικώς ή'θη και έθιμα* συμμετέχουν στούς ’Ολυμπιακούς ’Αγώνες7• είναι μέλη της Άμφικτυονίας των Δελφών• κι άνήκουν με λίγα λόγια — παρά τις τυχόν πολιτικές διαφορές τους με τους κατοίκους άλλων Ελληνικών κρατών — στον κόσμο των Ελλήνων* κι άποτελοΰν μάλιστα, κατά την έπιτυχή έκφραση του Πολυβίου, το προπύργιο και τον προμαχώνα των Ελλήνων.

 ’Αντίθετα πρός τους Μακεδόνες, οί βόρειοι γείτονες τους, οι Παίονες και οι Δάρδανοι, δεν άνήκουν στούς ‘Έλληνες.

Προ πάντων οί Δάρδανοι, στούς όποιους ανήκε η περιοχή της σημερινής πόλεως των Σκοπιών, που τότε λέγονταν Σκούποι, ήσαν οι ισχυρότεροι εχθροί των Μακεδόνων. Γι αυτό ο Φίλιππος Β κατανικήσας τους Δαρδάνους ονομάσθηκε »Δαρδανέων όλετήρ«.

 Είναι περιττό να μνημονεύσω εδώ τις πολλαπλές μαρτυρίες διαφόρων συγγραφέων της άρχαιότητας η ποικίλες έλληνικές επιγραφές, που βρέθηκαν στο χώρο της Μακεδονίας* να άναφέρω τα ονόματα πόλεων η τα ονόματα Μακεδόνων βασιλέων από τον Πέρδικα και τον ’Αλέξανδρο τον Α΄ μέχρι τον Άμύντα, το Φίλιππο και το Μέγα Αλέξανδρο, που ήσαν κοινά ελληνικά ονόματα και τα συναντάμε σ' όλη την αρχαία Ελλάδα.

 Δέν μου επιτρέπει η κλεψύδρα του βήματος να περιγράψω τα έλληνικά άρχαιολογικά ευρήματα στήν Πέλλα, το Δΐον, τη Βεργίνα κι άλλαχού η να διηγηθώ ιδιαίτερα τα κατορθώματα του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου, που έξεστράτευσε μέχρι τα βάθη της Άσίας ως βασιλιάς όλων των Ελλήνων »πλήν Λακεδαιμονίων«.

 Μάς λείπει ο χρόνος να έξάρω τη φιλοσοφική σκέψη του ’Αριστοτέλη, δασκάλου του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου,ή τη δοξογραφική συμβολή ’Ιωάννη του Στοβαίου, των εκλεκτών αυτών Ελλήνων, τέκνων της Μακεδονίας.

Με το τελευταίο αυτό όνομα του ’Ιωάννη του Στοβαίου μεταφερόμαστε ήδη από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. στον πέμπτο μ.Χ. ’Ακριβώς η συλλογή γνωμών από ύπερπεντακοσίους Έλληνες συγγραφείς στο εργο του »’Ανθολόγιον« αίρουν κάθε άμφιβολία γιά την ελληνική συνείδηση και παράδοση, που διασώθηκαν και άνθοΰσαν και μετά τη μάχη της Πύδνας, ήτοι την ύποδούλωση της Μακεδονίας στους Ρωμαίους το 168 π.Χ.

Στο ιδιο συμπέρασμα οδηγεί επί παραδείγματι και το γεγονός, ότι ο άπόστολος Παύλος κήρυξε το Εύαγγέλιο στά Ελληνικά σε περισσότερες πόλεις της Μακεδονίας κι εγραψε τις γνωστές επιστολές του πρός Θεσσαλονικεΐς και Φιλιππησίους.

Η Μακεδονική γή συνέχισε να είναι έστία των Ελλήνων, ιδιαίτερα με τη δημιουργία της ’Ανατολικής Ρωμαϊκής Αύτοκρατορίας, της γνωστής ώς Βυζαντινής Αύτοκρατορίας, το ετος 324 μ.Χ. ’Έτσι γεννήθηκε κατά την επιτυχή έκφραση του August Heisenberg
»ή έκχριστιανισθείσα Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία του Ελληνικού ’Έθνους«,
που διέπρεψε πάνω από χίλια χρόνια κι άπετέλεσε την »πνευματική γέφυρα«, από την όποια διήλθε ο Ελληνισμός της άρχαιότητας στη Δυτική Ευρώπη.

Κατά την εποχή της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας ο πληθυσμός της Μακεδονίας δεν αλλοιώνεται ριζικά, παρά τις επιδρομές και την έγκατάσταση σλαβικών φύλων κατ’ άρχήν στά βόρεια μέρη της Βαλκανικής κι άργότερα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. 

’Ιδιαίτερα στις πόλεις παραμένει το έλληνικό στοιχείο συμπαγές.
Αύτό εξάγεται π.χ. από την επιτυχή άντίσταση διαφόρων έλληνικών πόλεων στις επιθέσεις των Σλάβων.
Προ πάντων είναι άξιομνημόνευτη στο σημείο αυτό η άντίσταση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, της πρωτεύουσας της Μακεδονίας και δεύτερης σε σημασία πόλεως της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας.

’Αποσαφηνίζεται επίσης κι από το γεγονός, ότι από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν τον ένατο αιώνα οι Έλληνες άδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος. 

Με το κήρυγμά τους, τη δημιουργία σλαβικού άλφαβήτου βασισμένου στο έλληνικό και τη μετάφραση της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων της ’Εκκλησίας στα Σλαβικά κατέστησαν τους Σλάβους μετόχους της ’Ορθοδόξου πίστεως και του ελληνικού πολιτισμού.

’Έτσι έπαληθεύθηκαν γιά μια δεύτερη φορά οί λόγοι του Λατίνου ποιητού Όρατίου και ο Ελληνισμός άποδείχθηκε άπαράμιλλη πολιτιστική δύναμη γιά τα σλαβικά φύλα.

Στο θέμα της διεισδύσεως των Σλάβων στη Μακεδονία θά έπανέλθω πιο κάτω. ’Εδώ θά ήθελα μόνο να συμπληρώσω, ότι οι επιδρομές και άλλων ξένων λαών
 (Άβάρων, Ούζων, Πατσινάκων, Νορμανδών, Λατίνων και Καταλανών) 
δεν επέφεραν ούσιαστική εθνολογική άλλοίωση των ‘Ελλήνων της Μακεδονίας.

Τήν πλειοψηφία άπέναντι στις άλλες εθνότητες (Τούρκους, Βουλγάρους, Σέρβους κλπ.) διετήρησαν οι Έλληνες στη Μακεδονική γή και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Χαρακτηριστική είναι επί του προκειμένου όχι μόνον η ύπαρξη έλληνικών σχολείων, στα όποια φοιτούσαν και Σλάβοι, και η συνδρομή των Μακεδόνων κατά τον άπελευθερωτικό άγώνα, άλλά και μια στατιστική, που προέρχεται από την εποχή πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 και δημοσιεύθηκε το 1926 από την »Κοινωνία των ’Εθνών«.

 Σύμφωνα με τη στατιστική αυτή  ζούσαν σε μια περιοχή, που εκτός της Μακεδονίας περιελάμβανε και εύρύτερες εκτάσεις της σημερινής Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας: ‘Έλληνες 513.000 (42,6 %), Μουσουλμάνοι 475.000 (39,4 %), Σέρβοι και Βούλγαροι 119.000 (9,9 %), διάφοροι (Εβραίοι, ’Αθίγγανοι, ’Αλβανοί, Ρουμανόφωνοι Βλάχοι κτλ.) 98.000 (8,1 %)15.

 Οί Μουσουλμάνοι, γιά τους όποιους ομιλούν τα στατιστικά στοιχεία, δεν αποτελούν εθνότητα, όπως άκούμε και διαβάζουμε συνεχώς στά μέσα ένημερώσεως, άλλά πρόκειται κυρίως γιά Τούρκους η έξισλαμισθέντες ’Αλβανούς, Σλάβους, ‘Έλληνες κτλ.

Με τις μετακινήσεις πληθυσμών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαιτέρως με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας άφ’ ένός και Βουλγαρίας άφ’ ετέρου έπετεύχθη ήδη πριν το 1925 στην Ελληνική Μακεδονία μια σπάνια εθνική ομοιογένεια.

Με βάση και πάλι στατιστικά στοιχεία της »Κοινωνίας των ’Εθνών« του έτους 1926 οί Έλληνες της Μακεδονίας ανέρχονταν σε 1.341.000, άποτελούσαν δηλαδή το 88,8 % συνόλου του πληθυσμού, όλοι δέ οί ύπόλοιποι (Μουσουλμάνοι, Βούλγαροι, Εβραίοι κλπ.) άναβιβάζονταν σε 170.000 (11,2 %) .
Έμβλημα-Σημαία  της VMRO-DPMNE Σκοπίων
Έμβλημα Βουλγαρίας

 2.Η βουλγαρική καταγωγή των Σλάβων κατοίκων της Δημοκρατίας των Σκοπίων 

Άντιθέτως πρός την σχεδόν άπόλυτη σημερινή ομοιογένεια των κατοίκων της Ελληνικής Μακεδονίας αποτελεί ο πληθυσμός της Δημοκρατίας των Σκοπίων μια εθνική πανσπερμία, ένα συνοθύλευμα λαών και άνθρώπων.
 Πριν προχωρήσουμε στήν ανάλυση των ιστορικών αίτιων του γεγονότος αυτού, άξίζει να σημειώσουμε, ότι ο πληθυσμός της Δημοκρατίας των Σκοπίων ανέρχεται με βάση το Meyers Enzyklopadisches Lexikon17 στο 1.880.000.

 ’Από αύτούς, με βάση και πάλι το ίδιο Λεξικό, 69 % είναι οί αύτοαποκαλούμενοι »Μακεδόνες«, 17 % ’Αλβανοί18, 6,6 % Τούρκοι και 7,4 % διάφορες άλλες εθνότητες (Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βούλγαροι, "Ελληνες, ’Αθίγγανοι κτλ.).

Ό λαός, στον όποιο πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας, είναι κυρίως αυτοί, που αύτοονομάζονται »Μακεδόνες« και άποτελούν προφανώς την πλειοψηφία ολοκλήρου του πληθυσμού της Δημοκρατίας των Σκοπιών.
Με την ονομασία αυτή  εγείρουν την άξίωση να θεωρούνται ώς »μακεδονική εθνότητα«.

’Ανασκοπούντες την ιστορία θά διαπιστώσουμε, ότι ούσιαστικά γιά πρώτη φορά άναφαίνεται η άξίωση αυτή  με τη σημερινή της διάσταση μόλις το 1943.

 Τή χρονιά αυτή  ιδρύθηκε το »Μακεδονικό Κομμουνιστικό Κόμμα« κι ένα έτος άργότερα, τον Αύγουστο του 1944, η »Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας«.

Ό Κροάτης Τίτο εφεύρε έτσι μια εθνότητα άγνωστη μέχρι τότε.

Σκοπός του ήταν βασικά να ανατρέψει την άποψη των Βουλγάρων, ότι οί κάτοικοι του χώρου αυτού ήσαν ομοεθνείς τους, και να εξουδετερώσει μ’ αυτό τον τρόπο άντίστοιχες άξιώσεις τους.

Έκτος αυτού με την αύτονόμηση της εν λόγω περιοχής, που ανήκε προηγουμένως στη Σερβία, άπέβλεπε ο Τίτο και στήν εξασθένηση των Σέρβων στά πλαίσια της νέας »Λαϊκής Δημοκρατίας«.

Όμως η άποψη των Βουλγάρων είναι σε γενικές γραμμές ιστορικά ορθή. 

Οι σημερινοί κάτοικοι της Δημοκρατίας των Σκοπιών είναι στήν πλειοψηφία τους Σλάβοι βουλγαρικής καταγωγής.

H εισβολή και εγκατάσταση των σλαβικών φύλων στά Βαλκάνια άρχισε, όπως είδαμε, περί τα τέλη του έκτου και έντάθηκε τον έβδομο μ.Χ. αιώνα. 


Μεταξύ των φύλων αυτών διακρίνονται τέσσερα ως τα επικρατέστερα:
 Σλοβενοί, 
Κροάτες, 
Σέρβοι και 
Βούλγαροι. 

Άντιθέτως πρός τα τρία πρώτα σλαβικά φύλα οι Βούλγαροι προήλθαν από τη συγχώνευση των τουρκο-ταταρικών φύλων — γνωστών ώς Πρωτοβουλγάρων — και διαφόρων σλαβικών φύλων (όνομαζομένων στά Γερμανικά »Severenstamm und sieben Slawengeschlechter«), που είχαν κατέλθει και εγκατασταθεί πιο πριν στις βόρειες περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας των Σκοπιών.

 Οι Πρωτοβούλγαροι, που άποτελούσαν την ήγέτιδα τάξη, καθυπέταξαντα εν λόγω σλαβικά φύλα, που υπερτερούσαν άριθμητικά, και άφομοίωσαν ούσιαστικά τους Πρωτοβουλγάρους. 

Πάντως ύπήρξε τέτοια η συγχώνευση αυτή  των Πρωτοβουλγάρων και των μικροτέρων αύτών σλαβικών φύλων, ώστε έκτοτε μέχρι πριν πενήντα περίπου χρόνια να ονομάζεται ο λαός της περιοχής αυτής άποκλειστικά Βούλγαροι σ΄ όλες τις πηγές και τη διεθνή βιβλιογραφία. 

Οι Βούλγαροι δημιούργησαν υπό την αιγίδα του Άσπαρούχ ήδη το 681 ένα Μεγάλο Βουλγαρικό κράτος, που όχι μόνο κατέλαβε μεγάλα τμήματα της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας στά Βαλκάνια, άλλ’ άπείλησε σοβαρά και την υπόστασή της. το κράτος αυτό των Βουλγάρων — μετά από διάφορες διακυμάνσεις —κατέρρευσε πλήρως κατά τη διάρκεια του δεκάτου αιώνα και τα άνατολικά του τμήματα περιήλθαν και πάλι στο Βυζάντιο.
Ο Βούλγαρος Τσάρος Σαμουήλ

 Τέλη του αιώνα αύτού, και συγκεκριμένα το 976, ο Τσάρος Σαμουήλ ίδρυσε στα βορειοδυτικά μέρη της Μακεδονίας ένα καινούριο Βουλγαρικό κράτος με πρωτεύουσα την πόλη της Όχρίδος η Άχρίδος (πρόκειται γιά την άρχαία πόλη της Λιχνιδού). 

Το κράτος αύτό,που γνώρισε επίσης δύναμη και ισχύ, διαλύθηκε, όπως είναι γνωστό, μετά από διαρκείς πολέμους από τονΑύτοκράτορα Βασίλειο Β κατά τα έτη 1001-1014 (οριστικά διαλύθηκε το Φεβρουάριο του 1018 με το θάνατο του τσάρου Βλαδισθλάβου).

Το Βουλγαρικό αυτό κράτος του Σαμουήλ ονομάζεται, κυρίως από τους Σκοπιανούς, »Μακεδονικό« η »Σλαβομακεδονικό κράτος«. 

Είναι αλήθεια  πώς έπεκτεινόταν στην περιοχή της Μακεδονίας και μάλιστα και πέραν αυτή ς, όμως έπρόκειτο γιά Βουλγαρικό κράτος.
 Αύτό μαρτυρούν όλες οι διασωθείσες πηγές: ελληνικές, βουλγαρικές, άρμενικές και άραβικές.

Βασίλειος Β ο Βουλγαροκτόνος
 Γι αυτό κι ο Αυτοκράτορας Βασίλειος, που έξολόθρευσε τα στρατεύματα του Σαμουήλ, πέρασε στην ιστορία ως Βουλγαροκτόνος. Είναι περιττό να παρουσιάσω λεπτομερώς την περαιτέρω ιστορία αναφορικά με την κυριαρχία των Βουλγάρων και ιδιαιτέρως των Σέρβων με τον βασιλέα Στέφανο Δουσάν (1331-1355) στήν περιοχή της σημερινής Δημοκρατίας των Σκοπιών.

Γεγονός παραμένει, ότι ο σλαβικός πληθυσμός της περιοχής των Σκοπιών ένισχύθηκε κάτω από την κυριαρχία αυτή  και διατηρήθηκε έτσι και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας — παρά τις ποικίλες εθνολογικές διακυμάνσεις.

Κατά το 19ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της εθνικής αφυπνίσεως των Βαλκανικών λαών, και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1860, τα τρία Βιλαέτια των Σκοπιών, του Μοναστηριού και της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίσθηκαν από άγνοια της ιστορίας ως »Μακεδονία«.

Η αυθαίρετη και ανιστόρητη αυτή  έννοια του όρου άπετέλεσε το έναυσμα γιά τη συζήτηση, που είναι γνωστή ώς »Μακεδονικό ζήτημα«.

Σχετικά με τη σύνθεση του πληθυσμού μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τουρκική άπογραφή του Χιλμή Πασά το 1904.
Σύμφωνα μ’ αυτή  στο Βιλαέτι των Σκοπιών η υπεροχή των Βουλγάρων (172.005) έναντι των Ελλήνων (13.452)είναι σημαντική.

Άντιθέτως στά Βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηριού υπερτερούν σαφώς οί ‘Έλληνες (634.510) άπέναντι στούς Βουλγάρους (385.729).

Εντεύθεν εξάγεται άφ’ ενός, ότι οι ‘Έλληνες όχι μόνον δεν ελειψαν, άλλα άποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία στη Μακεδονία (κυρίως στις περιοχές Θεσσαλονίκης και Μοναστηριού), κι εξηγείται άφ’ ετέρου, γιατί οι Σκοπιανοί μέχρι το 1944 ταυτίζονταν γλωσσικά και πολιτιστικά με τους Βουλγάρους.

Τά ήθη και έθιμά τους είναι και σήμερα τα αυτά με τα ήθη και έθιμα των Βουλγάρων.
Είπα πιο πριν  ότι οί Σκοπιανοί »ταυτίζονταν« γλωσσικά και πολιτιστικά με τους Βουλγάρους, γιατί στο μεταξύ καταβλήθηκαν μεγάλες προσπάθειες και οι υπεύθυνοι στο Βελιγράδι και τα Σκόπια προσπάθησαν να τους δώσουν καινούρια εθνική συνείδηση.

Τούτο συνέβη με την ανακήρυξη της λεγάμενης » Αυτοκέφαλου Μακεδονικής ’Εκκλησίας« ήδη κατ’ άρχήν το 1945 και μετά το 1967, χωρίς όμως να άναγνωρισθεΐ από καμμία ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία• το βήμα αυτό προξένησε παρά ταύτα το γνωστό σχίσμα στους κόλπους του Πατριαρχείου του Βελιγραδιού.

 Η προσπάθεια δημιουργίας εθνικής συνειδήσεως φαίνεται ιδιαίτερα από τη γλώσσα, που άναντιρρήτως αποτελεί το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός λαού.
Είναι γνωστό, ότι πριν από το 1944 οι Σλάβοι κάτοικοι στην περιοχή των Σκοπίων, που αυτονομάζονται »Μακεδόνες«, ομιλούσαν Βουλγαρικά, μια βουλγαρική διάλεκτο, στην όποια ήσαν διάχυτα και ελληνικά, τουρκικά, άλβανικά και άλλα γλωσσικά στοιχεία.

Η βουλγαρική αυτή  διάλεκτος δεν ταυτίζεται πλήρως με το σλαβοφανές έλληνικό γλωσσικό ιδίωμα, που μιλούσαν και ομιλούν και σήμερα ώρισμένοι Έλληνες στήν ελληνική Μακεδονία, όπως άποδεικνύουν οί έμπεριστατοομένες έρευνες του Κ. Τσιούλκα και Ν. Άνδριώτη.

 Γιά να ένισχυθούν τα Τιτοϊκά κομμουνιστικά σχέδια ξεχωριστής »Μακεδονικής εθνότητας«, έπρεπε οι Σκοπιανοί να αποκτήσουν γλωσσική ταυτότητα.
Αντικαθιστώντας λοιπόν κυρίως διάφορα βουλγαρικά γλωσσικά στοιχεία με σερβοκροατικά, δημιούργησαν ένα είδος νέας γραπτής σλαβικής γλώσσας, που ονομάζουν έκτοτε »Μακεδονική« η »Σλαβομακεδονική«.

Η ονομασία όμως αυτή , που επιβλήθηκε δυστυχώς ακρίτως ανάμεσα σε μερικούς σλαβολόγους, αντίκειται όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και σε κάθε σοβαρή γλωσσολογική έρευνα.
Αλυτρωτικός  χάρτης
της λεγόμενης «Μεγάλης 
Μακεδονίας» Σκοπίων

 3. Έλεγχος των σκοπιανών παραποιήσεων, αξιώσεων και ισχυρισμών

 Με όσα έλέχθησαν μέχρι τώρα, αποδείχθηκε, ότι ολόκληρη σειρά ισχυρισμών και σοβαρών παραποιήσεων από μέρους των Σκοπιανών δεν αντέχει σ’ ένα σοβαρό επιστημονικό ιστορικό έλεγχο. ’Αποδείχθηκε, ότι:

1.Η ελληνικής προελεύσεως λέξη Μακεδονία είναι όρος γεωγραφικός και ότι δεν υπάρχει »μακεδονική εθνότητα«.

 2.Ως γεωγραφικός χώρος συνδέεται η Μακεδονία άρρήκτως με τον Ελληνισμό. Οι αρχαίοι Μακεδόνες είναι Έλληνες και δια μέσου των αιώνων οι ‘Έλληνες άπετέλεσαν ουσιαστικά πάντοτε την πλειονότητα του πληθυσμού της Μακεδονίας.

 3.Την περιοχή της σημερινής δημοκρατίας των Σκοπιών κατοικούσαν στήν άρχαιότητα κυρίως οί Δάρδανοι, που ήσαν άντίπαλοι των Μακεδόνων. Γι αυτό αν οι Σκοπιανοί θέλουν οπωσδήποτε άρχαίους προγόνους,ας άποκληθούν Δάρδανοι. 

4.‘Η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής των Σκοπίων άνήκει εθνολογικά στούς Σλάβους Βουλγάρους, που ήλθαν στο χώρο αυτό μετά τον έκτο και έβδομο αιώνα μ.Χ.

 5.Τό κράτος του Σαμουήλ ήταν βουλγαρικό και δεν άναφέρεται πουθενά στις πηγές ώς »Μακεδονικό«, όπως θέλουν να το παρουσιάζουν οι Σκοπιανοί.

6.Τά περί »Μακεδονικής εθνότητας« άποτελούν άποδεδειγμένα πολιτικό κατασκεύασμα του Τίτο και των κομμουνιστικών σχεδίων, που εμφανίζεται για πρώτη φορά μόλις το 1944.

 7.Η λεγόμενη »μακεδονική« γλώσσα είναι σλαβική τεχνητή γλώσσα. 

8.Οι Σκοπιανοί με το όνομα »Μακεδονία« όχι μόνο σεμνύνονται με ξένους ιστορικούς τίτλους, άλλά προβάλλουν ταυτόχρονα και με διαφόρους τρόπους εδαφικές άξιώσεις εις βάρος της Ελλάδος. ’Αρκεί να ύπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό δηλώσεις υπευθύνων πολιτικών τους, γεωγραφικούς χάρτες, που περιλαμβάνουν και τη λεγόμενη »Μακεδονία του Αιγαίου«, την κυκλοφορία χαρτονομίσματος με τον Πύργο της Θεσσαλονίκης, αναμνηστικά νομίσματα άναλόγου περιεχομένου κτλ. Έπί πλέον προκαλούν με το όνομα »Μακεδονία« τους ‘Έλληνες γείτονές τους, με τους οποίους καλούνται στο μέλλον ώς ελεύθερο κράτος να συνυπάρξουν και να συνεργασθούν. Άφαιρούν δέ ήδη τώρα και προ πάντων με το πέρασμα του χρόνου τα άναφαίρετα και ΐστορικώς, πολιτιστικώς και έθνολογικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των Ελλήνων σχετικά με το ιδιο όνομα. Δέν πρόκειται έπί του προκειμένου γιά το λεγόμενο Copyright, άλλά γιά την οντότητα και την τρισχιλιετή σχεδόν ιστορία ένός τμήματος του έλληνικού λαού.

9.Λέγουν τελευταία οι Σκοπιανοί, ότι δεν έχουν έδαφικές διεκδικήσεις έναντι άλλων χωρών και παρενέβαλαν μάλιστα άνάλογη διαβεβαίοχτη και στο Σύνταγμά τους (άρθρο 3). ‘Όμως η διαβεβαίωση αυτή δεν καλύπτεται από το προοίμιο του εν λόγω Συντάγματος• ούτε συμβιβάζεται με τα άρθρα του 49 (ύπαρξη μειονοτήτων στά δμορα κράτη και άνάληψη προστασίας από τα Σκόπια), 68 και 74 (στά όποια γίνεται λόγος γιά διαδικασία τροποποιήσεως συνόρων). Τά άρθρα αύτά ύποκρύπτουν επεκτατικές διαθέσεις.

 10.Οι Σκοπιανοί προβάλλουν το φαινομενικά σωστό επιχείρημα, ότι είναι αστείο η Ελλάδα, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ κι εχει πάνω από δέκα εκατομμύρια πληθυσμό, να ισχυρίζεται, ότι φοβάται το νέο κράτος των Σκοπιών, που έχει μόνον δύο έκατομμύρια πληθυσμό. το επιχείρημα αυτό ένεκα της εύλογοφάνειάς του το συμμερίζονται και μερικοί φίλοι.
"Όμως το ιδιο επιχείρημα πρέπει να το δούμε σε συνάρτηση όχι μόνον με τις γενικώτερες άνακατατάξεις στά Βαλκάνια και την προσπάθεια της Τουρκίας να επηρεάσει και ελέγξει μέσα από το μουσουλμανικό πληθυσμό τα κράτη των Βαλκανίων, άλλά και με το γεγονός, ότι η γειτνίαση της έλληνικής Μακεδονίας με ομώνυμο κράτος σλαβικής εθνότητας μπορεΐ να στραφεί κατά της άκεραιότητας της Ελλάδος. Με το πέρασμα του χρόνου θά δημιουργήσει οπωσδήποτε σύγχυση και θά εγκυμονήσει κινδύνους, που μπορεΐ να οδηγήσουν στήν άποσταθεροποίηση της περιοχής.

4.Ή Ελλάδα παράγοντας σταθερότητας γιά τα Βαλκάνια και την Ευρώπη 

Γενικώς ισχύει, ότι οι λαοί — όπως και τα άτομα — δεν διαλέγουν τους γείτονές τους.

Γι αυτό πρέπει με μέσα ειρηνικά και με το διάλογο να λύνουν τις τυχόν διαφορές τους και να καλλιεργούν καλές σχέσεις μεταξύ τους. ’Έστω και μια σύντομη ματιά στο χώρο των Βαλκανίων πείθει εύκόλως τον καθένα γιά το έξής πράγμα: ‘Η Ελλάδα βρίσκεται σ' ένα χώρο πολιτικά εύαίσθητο* περιβάλλεται από κράτη και λαούς, που για διαφόρους λόγους δεν διαθέτουν δημοκρατική παράδοση και τελούν σε άναστάτωση και κατάσταση μεταβατικής — όπως θέλουμε να ελπίζουμε — άνωμαλίας.

Άν εξαιρέσουμε την Τουρκία με τις επεκτατικές προφανώς βλέψεις της, όπου λόγω και των συνεχών επεμβάσεων του στρατού στήν πολιτική δεν έμπεδώθηκαν άκόμη πλήρως η δημοκρατία και τα άνθρώπινα δικαιώματα, τα άλλα γειτονικά κράτη διέρχονται μια κατάσταση άσταθείας, επειδή τώρα μόλις άπελευθερώνονται από το τέρας του Κομμουνισμού.

Κι επειδή τη θέση του ενδέχεται να πάρει κάποια άλλη ιδεολογία η και άκραία θρησκευτική πεποίθηση (π.χ. ο ισλαμικός φουνταμενταλισμός), γι’ αυτό κι επιβάλλεται ακόμη πιο συνετή πολιτική και διάθεση για διάλογο.
Τα κράτη αυτά  με τα όποια μάς συνδέει εκτός των άλλων ιδιαιτέρως η κοινή ορθόδοξη πίστη, χρειάζονται τη συμπαράσταση της Ελλάδος, άφού σε σύγκριση με αύτά η Ελλάδα άποτελεί σοβαρό παράγοντα σταθερότητας γιά την περιοχή και συνεπώς και γιά την Εύρώπη γενικώτερα. η συνεννόηση όλων των κρατών της περιοχής — συμπεριλαμβανομένης άσφαλώς και της Τουρκίας —είναι η πιο μεγάλη επιταγή της ώρας αυτής.

Στο δύσκολο αυτό έργο πρέπει να τείνουν και τείνουν ήδη χείρα βοήθειας και τα άλλα κράτη της Εύρωπαϊκής Κοινότητας.
Οί τελευταίες αύτές παρατηρήσεις γιά συμπαράσταση και συνεννόηση ισχύουν και ώς πρός τη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία των Σκοπίων. το μείζον ζήτημα στήν περίπτωση αυτή  είναι η αύτοδιάθεση και ιδιαίτερα η άναγνώριση της Δημοκρατίας αυτή ς ώς ελευθέρου κράτους.

Τά πλαίσια γιά το βήμα αυτό καθώρισαν οι Υπουργοί ’Εξωτερικών της Εύρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφασή τους από τις 16 Δεκεμβρίου 1991.
Η άπόφαση αυτή  απαιτεί, όπως είναι γνωστό, από μέρους της ήγεσίας των Σκοπίων συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις, ότι:

 1.Δέν έχουν εδαφικές άξιώσεις απέναντι σε μια χώρα της Εύρωπαϊκής Κοινότητας.

 2.Δέν θά προβούν σε καμμία εχθρική προπαγανδιστική ενέργεια σε βάρος γειτονικής χώρας και

3.Δέν θά χρησιμοποιήσουν ονομασία, από την όποια προκύπτουν έδαφικές άξιώσεις. Με τη στάση μας και τη σοβαρότητα των επιχειρημάτων μας μπορούμε και πρέπει να πείσουμε κάθε συνομιλητή μας καλής θελήσεως οχι μόνο, ότι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος είναι σαφής και ένιαία, άλλά προ πάντων, ότι η πατρίδα μας έμμένει στήν τήρηση των τριών αύτών δρων.

 Ώς πρός την άναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων με βάση τους τρεις αύτούς δρους, κανένας νουνεχής άνθρωπος δεν μπορεΐ και δεν πρέπει να έχει άντίρρηση.

Ουσιαστικές άντιρρήσεις πρέπει να έχει ο καθένας, όπως κατέδειξα παραπάνω, κυρίως ώς πρός το σφετερισμό του όρου »Μακεδονία« από τους Σκοπιανούς.
Πρέπει γι’ αυτό οπωσδήποτε να ματαιωθεί η χρήση του δρου »Μακεδονία« ώς ταυτότητας των Σκοπιανών.
Διότι, έπαναλαμβάνω, με το όνομα αυτό άλλοτριώνουν τη Μακεδονία από την Ελληνική της ιστορία και παράδοση και δημιουργούν τις προϋποθέσεις άπαραδέκτων άξιώσεων και διεκδικήσεων.

Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι, 

θά ήταν παράλειψή μου, αν τελειώνοντας δεν εύχαριστήσω τους διοργανωτές, που μου έκαναν την τιμή και μού έδωσαν την εύκαιρία να άναπτύξω τις παραπάνω σκέψεις στήν επιβλητική αυτή  συγκέντρωση.
 Τούς συγχαίρω και συγχαίρω όλους μας γιά την ένότητα, που άποδείξαμε στο μεγάλο αυτό συλλαλητήριο του Ελληνισμού και των φίλων μας στο Μόναχο. 
Τήν ένότητα αυτή  χρειαζόμαστε και σε αλλα μικρότερα προβλήματα, τα όποια μάς άπασχολούν και των όποιων η λύση βρίσκεται στά χέρια μας.
 Εννοώ π.χ. τη διαχείριση της Salvatorkirche από μια μικρή ομάδα άνθρώπων και την άποστέρησή της από τον Ελληνισμό του Μονάχου.
 ’Άς γνωρίζουν οι κύριοι αύτοί, ότι όπως η Μακεδονία είναι άναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας του Ελληνισμού, ετσι και η Salvatorkirche είναι το ιστορικό μνημείο των Ελλήνων στο Μόναχο. ’Άς δείξουμε, λοιπόν, την ιδια εύαισθησία, ομοψυχία και ένότητα και στο θέμα αυτό με την ελπίδα, ότι η άσήμαντη αυτή  ομάδα θά συνετισθεΐ και θά σεβασθεϊ ό'χι μόνον τα φιλόξενα αισθήματα του λαού της χώρας αυτή ς, στήν όποια ζούμε και της όποίας τα δικαστήρια εδώ και τόσα χρόνια ταλαιπωρεί, άλλ’ άκόμη περισσότερο θά σεβασθεϊ το δίκαιο της συντριπτικής και ενωμένης ελληνικής πλειοψηφίας.

Η ισχύς και δύναμη, άγαπητοί συμπατριώτες, βρίσκονται μόνον στήν ομόνοια και την ένότητα.


Makedonien Wiege des Hellenismus


Prof. Dr.phil., Dr.theol. Theodor Nikolaou
Vorstand des Instituts fur Orthodoxe Theologie der
Ludwig-Maximilians-Universitat Miinchen




Die vorliegende Veroffentlichung ist eine Rede, welche am 5. April 1992 in der Miinchener Olympiahalle im Rahmen der Volkskundgebung der Griechen in Bayern und anderer Munchener Biirger ilber Makedonien gehalten wurde. 
Diese Veranstaltung wurde in Zusammenarbeit aller offiziellen griechischen Trager und Vereine mit groBem Erfolg durchgefiihrt. Besonders haben sich bei der Organisation die Kirche und das Griechische Generalkonsulat in Miinchen — unter der Leitung des Generalkonsuls, Herm Kyriakos Rodousakis — hervorgetan. Offiziellen Angaben zufolge nahmen mehr als 18.000 Menschen an der friedlichen Kundgebung teil.
Der Druck und die Ver5ffentlichung des vorliegenden Textes dient in erster Linie der Erfullung des Wunsches vieler Gaste, ihn zu erwerben. Parallel dazu wurde es fur selbstverstandlich erachtet, auch eine deutsche Uebersetzung anzufugen, so daB diese Veroffentlichung auch zu einer breiteren Information der deutschsprachigen Freunde beitragt. Die tibersetzung erstellte der Jurist Stefan Talantopoulos.
 An dieser Stelle mochte ich ihm — auch wegen seines grossen Einsatzes bei einigen anderen Fragen praktischer Natur im Rahmen dieser Veroffentlichung — meinen Dank aussprechen. 
In der Hoffnung, daB diese Zeilen zu einer richtigen Information beitragen mogen, wiinsche ich von ganzem Herzen nicht nur eine gerechte Losung des entstandenen Problems, sondem auch ein friedliches Zusammenleben, gegenseitiges Verstandnis und eine fruchtbare Zusammenarbeit aller Volker in dieser Region.




 Vorwort
Hochwürdiger Herr Bischof,
sehr geehrter Herr Generalkonsul, 
liebe Mitbürgerinnen und Mitbürger!

Ich empfinde besondere Freude, dass mir heute die Gelegenheit gegeben wird, bei dieser großartigen Veranstaltung eine Rede halten zu dürfen. Durch unsere überwältigende Anwesenheit wird sichtbar, dass auch wir Griechen in Bayern, wie alle Griechen überall auf der Welt, mit lebendigem Interesse über die Entwicklung der nationalen Probleme wachen, mit denen Griechenland konfrontiert wird. 

Mit einer friedlichen Kundgebung und auf einem objektiv richtigen Standpunkt teilen wir gleichzeitig unsere Absicht mit, alles in unserer Kraft Stehende tun zu wollen, um eine gerechte, friedliche und vor allem lebensfeige Lösung des Problems zu erreichen, welches durch die Auflosung der Volksrepublik Jugoslawien und insbesondere durch das Streben der slawischen Republik von Skopje nach internationaler Anerkennung unter dem Namen »Makedonien« entsteht.
Es handelt sich hier um eine politische Frage, und persönlich befasse ich mich nicht besonders mit der Politik.

 Trotzdem habe ich diese ehrenvolle Einladung der Organisatoren, vor Ihnen hier zu sprechen, hauptsachlich aus zwei Gründen angenommen: Erstens handelt es sich um ein sehr ernstes und für alle Griechen brennendes Problem, angesichts dessen niemand schweigen darf; zweitens, weil ich meine, dass ich — als einer, der vor allem die Kirchengeschichte erforscht und lehrt — einige, in erster Linie historische, Komponenten des Themas darlegen konnte. Aus diesem Blickwinkel der Geschichte nämlich wird die Unhaltbarkeit der Ansichten, Fälschungen und Ansprüche der Skopianer am besten deutlich. Aufgrund dieses Sachverhalts habe ich folgendes konkrete Thema ausgewählt:

»Makedonien. Ein kurzer historischer Ruckblick und die Widerlegung von Fälschungen durch Skopje.«

 Mein Ziel ist es, möglichst richtig und objektiv geschichtliche Informationen zu vermitteln, so dass ein jeder von uns in seinem Kreis die Wahrheit weitergeben kann. Es ist zwar eine Tatsache, daß politische Probleme oft nicht nach den Masstäben der Wahrheit und des Rechts gelost werden. Aber es wäre ein Verrat an unserem geistigen Erbe, wenn wir nicht sowohl die zwischenmenschlichen als auch die internationalen Probleme auf der Grundlage der Wahrheit zu losen versuchten; »die Wahrheit«, welche gemäß der Heiligen Schrift »groß und die stärkte über allem ... bleibt und Gültigkeit hat ... und fortlebt und herrscht in Ewigkeit... und den Sieg davontragt«1.
In dieser Rede werde ich in Kürze vier Gesichtspunkte behandeln und ich bitte um Ihre Aufmerksamkeit.


1.                  Makedonien, Wiege der griechischen Kultur


An dieser Stelle mochte ich von vornherein zwei Tatsachen hervorheben: Es ist zunachst eine einfache aber wesentliche Feststellung, daß der Begriff Makedonien — der uns bereits bei Herodot2, dem »Vater der Geschichtsschreibung« (5. Jh. v. Chr), begegnet —, wie auch viele andere, z.B. Thessalien, Peloponnes, Ipiros u. a., ein bestimmtes geographisches Gebiet kennzeichnet. 

Trotz einiger Grenzverschiebungen im Verlauf der Jahrhunderte — welche aber meistens unwesentlich waren und sich eher am Rande vollzogen — bleibt Makedonien im Grunde ein geographisch festgelegtes Gebiet, von dem heute 34.203 km2 (= 49,55 %) Griechenland, 25.713 km2 (= 37,25%) Jugoslawien und 9.100 km2 (= 13,18%) Bulgarien angehoren.

In gleichem Maße wesentlich und für unsere Veranstaltung besonders grundlegend ist die zweite Feststellung, daß nämlich die Geschichte dieses geographischen Raumes Makedonien unzertrennlich mit dem Griechentum verbunden ist.

 Durch das Wort »Makedonien« drücken wir einen nicht wegzudenkenden Teil der politischen und kulturellen Geschichte und Identität der Griechen aus; wir meinen damit die wohl beachtenswerteste Wiege des Hellenismus.

Lassen Sie uns jetzt genauer untersuchen, warum Makedonien unzertrennbar mit dem Hellenismus verbunden ist. Dem Wort »Hellenismus« kommt im Laufe der Geschichte mehr als eine Bedeutung zu4. In diesem Zusammenhang lohnt es sich, ein wenig bei folgender doppelten und gebräuchlichen Bedeutung des Begriffs zu verweilen:
Die ursprüngliche Bedeutung stammt aus der Zeit, in der der Hellenismus das »Hellenisieren« zu erkennen gibt, was bedeutet, sich wie ein Grieche zu benehmen, zu denken und zu sprechen, wie Griechen es tun.

 In diesem Fall handelt es sich um die eindrucksvolle und große geistig-kulturelle Bewegung, welche mit Alexander dem Grossen ab Ende des vierten Jahrhunderts v. Chr. begonnen hatte:

 Seit damals sind die griechische Sprache und Erziehung nicht mehr Eigentum nur der Griechen, sonder erreichen weltweite Bedeutung;
 sie werden somit die Brücke, auf der die edelsten Früchte des griechischen Geistes hinübergehen und sich mit der einzig wahrhaftigen Religion, dem Christentum, vereinigen. 

Der Hellenismus wird so zum Rückgrat des Christentums und trägt zu dessen weltweiter historischer Verwirklichung bei; 
das Christentum seinerseits bejaht und untermauert jene Elemente des Hellenismus, welche auch heute noch die stabilen Grundlagen der so genannten westeuropäischen Kultur ausmachen. 

Der Hellenismus, vor allem mit dieser Bedeutung, ist nicht bloß ein historisches Phänomen. Er ist auch kein enger, national-rassischer Standpunkt oder ein moralisches Programm. Er ist vielmehr ein geistiger Zustand des Ausgleichs bei den immerwährenden Herausforderungen des Menschen; er ist eine universelle geistige Erscheinung und eine Lebensweise, die unzerstörbare Prinzipien und Werte vertritt und so die Wurzel der menschlichen Zivilisation bildet. 

Wiege und Ausgangspunkt des Hellenismus mit dieser Bedeutung war das griechische Land Makedonien, weil von hier das unvergleichliche und einzigartige kulturelle Werk Alexanders des Grossen und seiner Diadochen seinen Ausgang nahm.

 Die Tatsache, daß z.B. das Evangelium in griechischer Sprache verfasst wurde, verdanken wir Alexander dem Grossen, der als »König der Griechen«, wie er sich selbst nannte, den Rahmen fuhr die Festigung des Hellenismus schuf.
Der Begriff Hellenismus wird außerdem in der Bedeutung des griechischen Volkes gebraucht. Makedonien ist ein unzertrennlicher Teil des Hellenismus und seine Wiege, weil es tatsachlich durch die Jahrhunderte hindurch von den Griechen bewohnt wurde, die in fast allen Phasen der bekannten Geschichte der Menschheit die Mehrheit der Bewohner dieses Gebietes gewesen sind. Jeder Geschichtskundige weiss dies, aber auch jeder, der in einem Geschichtsbuch nachliest, kennt heute diesen Sachverhalt.
An dieser Stelle will ich andeutungsweise auf einige wenige Tatsachen hinweisen:
Ich beginne mit dem bekannten und weltweit anerkannten Lexikon der Altertumskunde, »Der Kleine Pauly«, in welchem die wissenschaftliche Forschung über dieses Thema mit folgenden Worten zusammengefasst wird: »Nach dem gesamten Befund waren die M(akedon)en ein urspr(ünglich) im n(ordlichen) Thessalien wohnhafter griechischer Volksstamm, der über die obermaked(onischen) Landschaften Orestis und Eordaia nach Niedermak(edonien) (d. h. das Gebiet zwischen den Flüssen Axios und Aliakmon an der Agaiskuste) vordrang. Der Name >Μακεδόνες< ist griech(isch).«6
Tatsachlich gibt es im Altertum kein getrenntes makedonisches Volk. Wenn wir heute den Begriff »Volk« (bzw. Nation, griechisch έθνος) gebrauchen, dann meinen wir damit eine große Gruppe von Menschen, welche hauptsachlich dieselbe Sprache spricht, das gleiche geographische Gebiet bewohnt und noch dazu eine gemeinsame Geschichte und ein gemeinsames kulturelles Erbe, vor allem die gleiche Religion, vorweisen kann. 

Wenn wir genau diesen Begriff in die Antike zurückversetzen wollen, dann müssen wir die Gesamtheit der Griechen als ein einziges Volk bezeichnen, weil sie alle gemeinsam diese Merkmale aufweisen. Die Bewohner Makedoniens unterscheiden sich in dieser Beziehung nicht von den übrigen Griechen; auch sie sprechen wie die Spartaner, Athener, Thessalier usw. die griechische Sprache; sie glauben an die Götter des Olymp; sie haben ganz allgemein die gleichen Sitten und Gewohnheiten; sie nehmen an den Olympischen Spielen teil; sie sind Mitglieder der Amphiktyonie von Delphi.

 Auf einen Nenner gebracht: 

Die Makedonen — unabhängig von einigen Differenzen wohl politischer Natur, die sie mit den anderen Griechen haben — gehören zusammen mit den Bewohner der anderen griechischen Staaten der Welt der Griechen an und stellen, gemäß der zutreffenden Formulierung des Polybios, den Sperrgürtel für alle Griechen dar.

Im Gegensatz zu den Makedonen sind deren nördliche Nachbarn, die Paionier und Dardaner, keine Griechen. Vor allem die Dardaner, die das Gebiet um das heutige Skopje, das damals Skupoi genannt wurde, besiedelten, waren die erbittertsten Feinde der Makedonen. 

Deswegen wurde Philipp II. der Beiname »Dardanertoter« verliehen, nachdem er diese besiegt hatte.

Es ist auch überflüssig, hier die vielfachen Zeugnisse verschiedener Schriftsteller der Antike oder die mannigfachen griechischen Inschriften zu erwähnen, welche im Raum Makedonien gefunden wurden; es ist sicherlich kaum nötig, die Namen der Städte oder die Namen der Makedonischen Könige zu erwähnen, von Perdikas und Alexander I. bis hin zu Amyntas, Philippos und Alexander dem Grossen , welche übliche griechische Namen waren und welche wir damals wie auch heute in Griechenland antreffen. 
Aus Zeitgründen kann ich in diesem Zusammenhang nicht im einzelnen auf die griechischen archäologischen Funde in Pella, Dion und Vergina oder sonst wo eingehen und auch nicht ausführlich über die Heldentaten Alexanders des Grossen  berichten, der bis in das tiefste Asien hinein als König aller Griechen, außer der Lakedaimonier, seinen Feldzug durchgeführt hat. Es fehlt mir die Zeit, das philosophische Gedankengut von Aristoteles, des Lehrers Alexanders des Grossen, oder den doxographischen Beitrag von Johannes Stobaios, dieser herausragenden Griechen und Kinder Makedoniens, hervorzuheben.

Mit diesem letzten Namen, Johannes Stobaios, machen wir schon einen Sprung vom vierten Jahrhundert vor in das fünfte Jahrhundert nach Christus. 
Gerade die Sammlung der Meinungen von über fünfhundert griechischen Schriftsteller in seinem Werk »Anthologion« nehmen einem jeden Zweifel, dass die griechische Gesinnung und Tradition in Makedonien sich auch nach der Schlacht von Pydna, d.h. der Unterwerfung Makedoniens durch die Römer im Jahre 168 v. Chr., über die Jahrhunderte hinweg gerettet haben und in Blüte standen. Zur gleichen Schlussfolgerung fuehrt beispielsweise die Tatsache, daß der Apostel Paulus sein Evangelium in griechischer Sprache in mehreren Städten Makedoniens verkündete und seine bekannten Briefe an die Thessaloniker und die Philipper geschrieben hat.

Das makedonische Land hat nicht aufgehört, die Heimat der Griechen zu sein; vor allem geschah dies nach der Gründung des Oströmischen Reiches, des bekannten Byzantinischen Kaiserreichs, im Jahre 324 n. Chr. Damit entstand nach dem zutreffenden Ausdruck von August Heisenberg
 »das christlich gewordene römische Reich griechischer Nation«, das über eintausend Jahre florierte und »die geistige Brücke« wurde, über die der Hellenismus der Antike ins Abendland gelangte. 

Wahrend der Epoche des Byzantinischen Reiches wurde die Bevölkerung Makedoniens nicht von Grund auf verändert — trotz der Überfalle und Niederlassungen der slawischen Volker, welche zunächst im Norden der Balkanhalbinsel und später auch in ganz Griechenland stattgefunden haben. Besonders in den Städten blieb das griechische Element beständig. 
Dies ergibt sich z.B. aus der gelungenen Abwehr der griechischen Städte gegen die Angriffe der Slawen. 

die griechische Brüder
Hl. Kyrillos und Hl. Methodios
Vor allem erwähnenswert ist hier die Gegenwehr der Burger von Thessaloniki, der Hauptstadt Makedoniens und der zweitwichtigsten Stadt des Byzantinischen Reiches. 

Dies wird auch durch die Tatsache deutlich, daß die griechischen Brüder Kyrillos und Methodios im neunten Jahrhundert von Thessaloniki aus aufbrachen; mit ihrer Predigt, der Schaffung des slawischen Alphabets, das seine Grundlage im Griechischen hat, und durch die Übersetzung der Heiligen Schrift und der liturgischen Bucher der Kirche ins Slawische, ließen sie die Slawen Teilhaber am orthodoxen Glauben und an der griechischen Kultur werden. Dadurch haben sich die Worte des lateinischen Dichters Horaz für ein zweites Mai bewahrheitet14, und der Hellenismus erwies sich als einmalige kulturelle Kraft für die slawischen Volker.

Auf das Eindringen der Slawen in Makedonien werde ich nachher noch zu sprechen kommen. Hier mochte ich nur noch hinzufügen, daß der Einfall anderer fremder Volker (der Avaren, Uzen, Petschenegen, Normannen, Lateiner und Katalanen) keine wesentliche ethnologische Veränderung der Griechen in Makedonien mit sich gebracht hat. Die Griechen haben auf makedonischem Boden immer die Mehrheit gestellt, verglichen mit den anderen Volkern (Türken, Bulgaren, Serben usw.), auch wahrend der Türkenherrschaft.

 Charakteristisch ist in diesem Fall nicht nur das Vorhandensein von griechischen Schulen, welche auch von Slawen besucht wurden, und die Teilnahme der Makedonen am griechischen Freiheitskampf, sondern auch eine Statistik, die aus der Zeit noch vor den Balkankriegen der Jahre 1912/13 stammt und 1926 vom »Volkerbund« veröffentlicht wurde. 

Gemäß dieser Statistik wohnten in einer Gegend, die außer Makedonien auch weitere Gebiete der heutigen Staaten Jugoslawien und Bulgarien umfasste, folgende Volksgruppen: 513.000 Griechen (42,6%), 475.000 Muslime (39,4%), 119.000 Serben und Bulgaren (9,9%), 98.000 andere (Juden, Zigeuner, Albaner, rumänisch sprechende Walachen usw., 8,1 %)15. 

Die Muslime, von denen die statistischen Zahlen sprechen, stellen keine Volksgruppe dar, wie wir täglich in den Massenmedien hören und lesen müssen, sondern es handelte sich hierbei vor allem um Türken oder islamisierte Albaner, Slawen, Griechen u. a.

 Mit dem Bevoelkerungsaustausch nach dem Ersten Weltkrieg, vor allem mit dem Austausch der Volksgruppen zwischen Griechenland und der Türkei einerseits und Griechenland und Bulgarien andererseits, hat sich schon vor 1925 im griechischen Teil Makedoniens eine sehr seltene ethnische Homogenitat gebildet. Wiederum auf der Grundlage der statistischen Zahlen des Volkerbundes des Jahres 1926 wohnten in Makedonien 1.341.000 Griechen und stellten somit 88,8% der Gesamtbevolkemng Makedoniens dar. Alle übrigen (Muslime, Bulgaren, Juden u. a.) zahlten 170.000 (11,2 %)16.


2.                  Die bulgarische Herkunft der slawischen Bewohner der Republik von Skopje
Wappenschild Bulgariens
Flagge von VMRO-DPMNE Skopie


Im Gegensatz zur heutigen, fast vollständigen Homogenität der Einwohner Makedoniens in Griechenland, stellt die Bevölkerung der Republik von Skopje ein ethnisches Nationengemisch dar, eine Ansammlung von Volksgruppen und Menschen. Bevor wir nun auf die Analyse der historischen Gründe dieser Gegebenheit kommen, lohnt es sich festzuhalten, daß die Bevölkerung der Republik von Skopje laut »Meyers Enzyklopadisches Lexikon« sich auf 1.880.000 belauft17. Von diesen, wieder nach den Informationen desselben Lexikons, sind 69% die selbstemannten »Makedonen«, 17% Albaner18, 6,6% Türken und 7,4% verschiedene andere Volksgruppen (Serben, Montenegriner, Bulgaren, Griechen, Zigeuner u. a.).

Die Volksgruppe, auf welche wir unser Augenmerk richten müssen, ist vor allem diejenige, welche sich selbst »Makedonen« nennt. Diese »Volksgruppe« bildet offenbar die Mehrheit innerhalb der Republik von Skopje. 
Mit dieser Benennung erheben sie den Anspruch, als »makedonisches Volk« anerkannt zu werden. Wenn wir in die Geschichte zurückblicken, dann stellen wir fest, daß dieser Anspruch im heutigen Ausmaß erst 1943 zum ersten Mai in Erscheinung trat. 

In jenem Jahr wurde die »Makedonische Kommunistische Partei« gegründet und ein Jahr spater, im August 1944, die »Volksrepublik Makedonien«.

 Der Kroate Tito hat dadurch ein bis dahin unbekanntes Volk erfunden. Sein Ziel war es in erster Lime, die Ansicht der Bulgaren zu widerlegen, daß die Bewohner dieses Gebietes dem bulgarischen Volk angehörten, und damit entsprechenden Ansprüchen die Grundlage zu entziehen. Außerdem sollte eine Schwächung der Serben durch eine Verselbständigung dieses Gebietes, das ein Teil Serbiens gewesen ist, innerhalb der jugoslawischen Föderation erreicht werden.

Aber die Meinung der Bulgaren basiert in ihren Grundzügen durchaus auf einem historisch soliden Fundament. Die heutigen Bewohner der Republik von Skopje sind in ihrer Mehrzahl Slawen bulgarischer Abstammung. Das Eindringen und die Niederlassung der slawischen Stamme auf dem Balkan hat, wie ich bereits erwahnt habe, um das Ende des sechsten Jahrhunderts n. Chr. eingesetzt und sich im siebten Jahrhundert intensiviert.

 Die wichtigsten unter diesen Stammen waren folgende vier: 
Die Slowenen, 
die Kroaten, 
die Serben und 
die Bulgaren. 

Im Gegensatz zu den ersten drei slawischen Völker sind die Bulgaren aus der Vermischung der turk-tatarischen Stamme — auch Protobulgaren genannt — mit anderen slawischen Volkern (bekannt im deutschen auch als »Severenstamm und sieben Slawengeschlechter«) hervorgegangen; letztere hatten sich schon vorher in den nördlicheren Gebieten des heutigen Bulgarien und der Republik von Skopje niedergelassen. 

Die Protobulgaren, welche die führende Schicht bildeten, haben die erwähnten slawischen Volker, die zahlenmassig die Mehrheit stellten, besiegt, und de facto aufgesogen.

 Jedenfalls hat eine derartige Verschmelzung der Protobulgaren mit diesen kleineren slawischen Stammen stattgefunden, so daß seitdem bis vor ungefähr fünfzig Jahren das Volk dieser Region in allen Quellen und in der internationalen Bibliographie ausschließlich als bulgarisch bezeichnet wurde.

Unter der Herrschaft von Asparuch gründeten die Bulgaren schon im Jahre 681 einen Grossen  bulgarischen Staat, der nicht nur weite Teile des Byzantinischen Reiches auf dem Balkan erobern konnte, sondern sogar ernstlich dessen Existenz gefahrdete. 

Dieser Staat der Bulgaren ist nach verschiedenen Gebietsverschiebungen schliesslich wahrend des zehnten Jahrhunderts völlig in sich zusammengebrochen, und seine östlichen Gebiete sind wiederum in das Byzantinische Reich eingegliedert worden.

BulgarenZar, Samuel.
 Gegen Ende dieses Jahrhunderts, und zwar im Jahre 976, hat der Zar Samuel in den nordwestlichen Gebieten Makedoniens einen neuen bulgarischen Staat mit Hauptstadt Ochrid oder Achrida gegründet (es handelt sich hierbei um die antike Stadt Lichnidos). 

Kaiser Basileios II
Dieser Staat, der ebenfalls eine mächtige Stellung erlangt hatte, wurde, wie wir wissen, vom Kaiser Basileios II nach langen Kriegen in den Jahren 1001-1014 aufgelost (diese Auflosung wurde im Februar 1018 mit dem Tod des Zaren Vladislav besiegelt).

Dieser bulgarische Staat unter Samuel wird heute vor allem von den Skopianern als »makedonischer« oder »slawomakedonischer« Staat bezeichnet. 

Es ist wahr, daß dieser Staat sich auf dem Gebiet Makedoniens erstreckte und sogar weiter darüber hinaus, aber es handelte sich um einen bulgarischen Staat. Dies bezeugen alle uns erhaltenen Quellen: griechische, bulgarische, armenische, arabische u. a. Deswegen ging auch der Kaiser Basileios, der das Heer Samuels vernichtete, als Bulgarentoeter in die Geschichte ein.

Es ist wohl nicht nötig, die weitere Geschichte bezüglich der Herrschaft der Bulgaren und besonders der Serben unter dem König Stefan Duschan (1331-1355) im Bereich der heutigen Republik von Skopje genau zu schildern.

Tatsache bleibt jedenfalls, daß der slawische Bevölkerungsanteil des Gebietes von Skopje unter dieser Herrschaft gestärkt wurde und trotz der vielfältigen ethnologischen Verschiebungen dies auch wahrend der Zeit der Türkenherrschaft so blieb. Wahrend des 19. Jahrhunderts, also in der Zeit des nationalen Erwachens der Balkanvölker und besonders in der Zeit der 60er Jahre wurden die drei Vilaets (Verwaltungsbezirke), d.h. Skopje, Monastiri und Thessaloniki, aus Unkenntnis der Geschichte als »Makedonien« bezeichnet. Diese willkürliche und geschichtslose Namensgebung hat zum Aufflackern einer Diskussion geführt, welche als »Makedonische Frage« bekannt wurde. 

Was die Zusammensetzung der Bevölkerung betrifft, so stoßt eine türkische Volkszählung des Hilmi Pascha aus dem Jahre 1904 auf großes Interesse. 

Dieser Volkszählung nach besteht im Vilaet von Skopje
 eine überwältigende Mehrheit der Bulgaren (172.005)
 gegenüber dem Anteil der Griechen (13.452).

 Im Gegensatz dazu überwiegen in den Vilaets von Thessaloniki und Monastiri
 ganz eindeutig die Griechen mit 634.510 
gegenüber den Bulgaren mit 385.729 Menschen.

 Daraus ergibt sich zum einen, daß die Griechen in der ethnologischen Struktur Makedoniens nicht bloß präsent waren, sondern sogar die überwältigende Mehrheit der Bevölkerung Makedoniens (d.h. vor allem in den Bezirken Thessaloniki und Monastiri) ausmachten; zum anderen erklärt sich daraus, warum die Bewohner um Skopje bis 1944 sich sowohl sprachlich als auch
kulturell mit den Bulgaren identifizierten. Die Sitten und Gebrauche sind auch heute dieselben wie die der Bulgaren.

Ich habe vorhin erwähnt, daß die Skopianer sich sprachlich und kulturell mit den Bulgaren »identifizierten«, weil in der Zwischenzeit große Anstrengungen von den Verantwortlichen in Belgrad und Skopje unternommen wurden und versucht wurde, diesen Menschen eine andere nationale Identität einzureden.

 Dies geschah einmal mit der Ausrufung der so genannten »Autokephalen Makedonischen Kirche«, zum ersten Mai schon 1945 und danach 1967, ohne daß diese Kirche von einer anderen Orthodoxen Kirche anerkannt worden ist; dieser Schritt aber hat vor allem dazu geführt, daß es zum bekannten Schisma in den Reihen des Patriarchats von Belgrad kam.

Besonders aber wird der Versuch der Schaffung einer nationalen Identitätdurch die Sprache deutlich, welche zweifellos das Hauptmerkmal eines Volkes ausmacht. Es ist bekannt, daß die slawischen Einwohner der Republik von Skopje, welche sich heute »Makedonen« nennen, bis 1944 bulgarisch sprachen, einen bulgarischen Dialekt, in dem auch griechische, türkische, albanische und andere sprachliche Elemente vorhanden waren. 

Dieser bulgarische Dialekt ist nicht identisch mit dem slawisch klingenden Idiom, das einige Griechen auf der griechischen Seite Makedoniens damals sprachen und auch heute noch sprechen, wie die sehr fundierten Forschungen von K. Tsioulkas und N. Andriotis beweisen

Um die titoistisch-kommunistischen Plane eines getrennten »makedonischen Volkes« zu starken, mussten die Skopianer auch eine sprachliche Identität bekommen. Indem nun vor allem verschiedene bulgarische Sprachelemente durch serbokroatische ersetzt wurden, wurde eine Art neue, geschriebene slawische Sprache geschaffen, die seitdem »makedonisch« oder »slawomakedonisch« genannt wird. Diese Bezeichnung aber, welche sich leider unter einigen Slawisten leichtfertig durchsetzen konnte, widerspricht nicht nur der Geschichte, sondern halt auch keiner ernsthafte  Sprachforschung stand.
Gebietsansprüche der Skopianer
3.                  Prüfung von Fälschungen, Behauptungen und Ansprüchen der Skopianer

Mit allem, was bisher ausgeführt wurde, konnte der Beweis erbracht werden, daß eine ganze Reihe von Behauptungen und schwerwiegenden Fälschungen von Seiten der Skopianer vorliegen, die einer ersten geschichtswissenschaftlichen Prüfung nicht standhalten. Im Einzelnen wurde folgendes herausgearbeitet:

1.         Das Wort »Makedonien« ist griechischen Ursprungs und ist ein geographischer Begriff; 
es gibt kein »makedonisches Volk«.

2.         Als geographischer Raum ist Makedonien unzertrennlich mit dem Hellenismus verbunden. Die alten Makedonen sind Griechen, und im Laufe der Jahrhunderte haben die Griechen im Grunde immer die absolute Mehrheit der Bevölkerung Makedoniens gestellt.

3.         Das Gebiet der heutigen Republik von Skopje wurde im Altertum hauptsachlich von den Dardanem bewohnt, welche Feinde der Makedonen waren. Wenn die Skopianer also unbedingt alte Vorfahren wollen, dann mögen sie sich doch Dardaner nennen.

4.         Die Mehrheit der Bewohner der Region von Skopje  ethnologisch zu den Slawen, den Bulgaren, welche in diesen Raum nach dem sechsten bis siebten Jahrhundert n. Chr. eingewandert sind.

5.         Der Staat des Samuel war ein bulgarischer Staat; er wird nirgendwo in den Quellen als »makedonischer« bezeichnet, wie dies die Skopianer darstellen mochten.

6.         Alles, was über ein sogenanntes »makedonisches Volk« verbreitet wurde, ist erwiesenermaßen ein politisches Kunstprodukt von Tito und kommunistischer Plane, welche zum ersten Mai erst 1944 in Erscheinung treten.

7.         Die sogenannte »makedonische Sprache« ist eine Künstliche slawische Sprache.

8.         Durch den Namen »Makedonien« schmücken sich die Skopianer nicht nur mit einem fremden historischen Titel, sondern sie zeigen damit gleichzeitig auf mannigfache Art und Weise, daß sie Gebietsansprüche zu Lasten Griechenlands erheben. Es genügt an dieser Stelle der Hinweis auf verschiedene Ausserungen verantwortlicher Politiker von Skopje, auf Landkarten, die das so genannte »Makedonien der Agais« darstellen, auf das Verbreiten einer Banknote mit dem Weißen Turm von Thessaloniki, auf Gedenkmünzen ähnlicher Prägung u.a.  Außerdem fordern die Skopianer mit dem Namen »Makedonien« ihre griechischen Nachbarn heraus, mit denen sie in der Zukunft als freier Staat zusammenzuleben und zusammenzuarbeiten haben werden. Sie nehmen den Griechen schon jetzt und hauptsachlich in der Zukunft ihre ureigensten und historisch, kulturell und ethnologisch untermauerten Rechte bezüglich dieses Namens. Hierbei handelt es sich nicht um das so genannte »Copyright«, sondern um den Bestand einer etwa dreitausendjährigen Geschichte eines Teiles des griechischen Volkes.

9.         Neuerdings behaupten die Skopianer, daß sie keine Gebietsansprüche gegen andere Staaten haben, und sie haben sogar deswegen eine Bestätigung in ihre Verfassung aufgenommen (Artikel 3). Aber diese Versicherung wird nicht durch die Präambel derselben Verfassung gedeckt. Auch lasst sich diese Versicherung nicht mit den Artikeln 49 (das Bestehen von Minderheiten in den Nachbarstaaten und die Übernahme ihres Schutzes durch Skopje), 68 und 74 (in welchen vom Verfahren einer Veränderung der Grenzen gesprochen wird) in Einklang bringen. Die erwähnten Artikel beinhalten unterschwellig Gebietsforderungen.

10.       Die Skopianer tragen das zunächst logisch erscheinende Argument vor, daß es doch ein Witz sei, wenn das Natomitglied Griechenland mit über zehn Millionen Einwohnern behauptet, daß es sich vor der jungen Skopjerepublik mit nur zwei Millionen Menschen fürchtet. 

Dieses Argument wird auch von einigen Freunden Griechenlands wegen seiner scheinbaren Plausibilität unterstutzt. Aber man muss dies auch von einer anderen Warte aus betrachten, und zwar nicht nur im Zusammenhang mit den allgemeineren Umwalzungen auf dem Balkan und dem Versuch der Türkei, die Staaten des Balkans durch die islamischen Minderheiten zu beeinflussen und zu kontrollieren, sondern auch und vor allem von der Tatsache ausgehend, daß das Angrenzen des griechischen Makedonien an einen gleichnamigen souveränen Staat mit einer slawischen Bevölkerung unmittelbar gegen die nationale Integrität Griechenlands gewendet werden kann: Im Laufe der Zeit wurde dies ganz bestimmt zu Verwirrungen fuhren und Gefahren in sich bergen, die zur Destabilisierung und zu Konflikten in der Region fuhren konnten.

4.                  Griechenland als Faktor der Stabilität auf dem Balkan und in Europa


Ganz allgemein gilt, daß sich die Volker, wie auch die Menschen, ihre Nachbarn nicht aussuchen können. Deswegen müssen sie unter Anwendung friedlicher Mittel und unter Zuhilfenahme des Dialogs mögliche entstehende Konflikte losen und gute Beziehungen zueinander pflegen.
Auch ein nur fruchtigen Blick auf den Balkan kann einen jeden sehr leicht von folgenden Tatsachen Überzeugen: 
Griechenland befindet sich in einem politisch sehr empfindlichen Raum;
 es ist umgeben von Staaten und Volkern, welche aus verschiedenen Gründen keine demokratische Tradition haben und sich in einem Zustand der Umwalzung und einer — wie wir hoffen — vorübergehenden Unausgewogenheit befinden. 

Wenn wir die Türkei mit ihren wohl expansiven Bestrebungen ausnehmen, in der die Demokratie und die Menschenrechte sich vielleicht auch wegen der ständigen Eingriffe des Militärs in die Politik noch nicht ganz durchgesetzt haben, befinden sich alle Nachbarstaaten Griechenlands zur Zeit in einer instabilen Phase, weil sie sich gerade jetzt vom Gespenst des Kommunismus befreien. Und weil den Platz dieses Gespenstes vielleicht eine andere Ideologie oder eine religios-fundamentalistische Gesinnung (z. B. der islamische Fundamentalismus) einnehmen konnte, wird gerade deswegen eine vernünftige Politik und der Wille zum Dialog zur Pflicht. 

Diese Staaten, mit denen uns unter anderem hauptsachlich der orthodoxe Glaube verbindet, brauchen die Unterstützung Griechenlands; denn im Verhältnis zu diesen stellt Griechenland einen wichtigen Sicherheitsfaktor für die Region und folglich auch für Gesamteuropa dar. 

Die Verständigung aller Staaten in der Region, natürlich auch unter Einbeziehung der Türkei, ist die höchste Pflicht aller in dieser Stunde. 
Bei der Bewältigung dieser schweren Aufgabe müssen auch die anderen Staaten der Europäischen Gemeinschaft beistehen, was sie auch schon tun.
Diese letzten Ausführungen über Verständigung treffen auch für die jugoslawische Republik von Skopje zu. Die wichtigere Frage in ihrem Fall ist die Selbstbestimmung und besonders die Anerkennung dieser Republik als freier Staat. 
Den Rahmen für diesen Schritt haben die Außenminister der Europäischen Gemeinschaft mit ihrer Entscheidung vom 16.Dezember 1991 festgelegt. Dieser Beschluss verlangt bekanntlich von Seiten der Republik Skopje folgende verfassungsrechtliche und politische Garantien:

1.         Es dürfen keine Gebietsansprüche gegen einen Staat der Europäischen Gemeinschaft bestehen.

2.         Es dürfen keine feindlichen propagandistischen Handlungen zu Lasten eines Nachbarstaates betrieben werden.

3.         Es darf keine Bezeichnung gebraucht werden, aus der sich territoriale Ansprüche ergeben.
Mit unserer Haltung und einer ernsthaften Argumentation können und müssen wir jeden dialogbereiten Mitmenschen nicht nur davon überzeugen, daß die griechische Außenpolitik eindeutig und einheitlich ist, sondern vor allem, daß unser Land auf der Einhaltung dieser drei Punkte besteht. 

Was die Anerkennung der Republik von Skopje auf der Grundlage dieser Punkte betrifft, so kann und darf kein vernünftiger Mensch Einwande haben. Wesentliche  Einwände sollte aber jeder gegen die widerrechtliche Besitzergreifung des Namens Makedonien durch Skopje haben, wie ich vorher aufgezeigt habe. Aus den oben genannten Gründen muss deshalb der Gebrauch des Namens »Makedonien« als Ausweis für Skopje verhindert werden.
 Denn, ich wiederhole, mit der Anwendung dieses Namens entfremden sie Makedonien von seiner griechischen Geschichte und Tradition und schaffen die Voraussetzungen fur unannehmbare Forderungen und Ansprüche.

Meine verehrten Damen und Herren,

ich mochte es nicht versäumen, abschließend den Veranstaltern zu danken für die Ehre, die sie mir erwiesen haben, meine Gedanken bei dieser eindrucksvollen Versammlung vortragen zu dürfen. Ich beglückwünsche sie und uns alle fur die Einheit, die wir bei dieser Grossen  Kundgebung der Griechen und aller Freunde hier in München gezeigt haben. 

Diese Einheit brauchen wir auch bei der Bewältigung anderer, kleinerer Probleme, welche uns beschäftigen und deren Losung in unseren Händen liegt. Ich meine z. B. die Nutzung der Salvatorkirche durch eine kleine Gruppe von Menschen, die diese Kirche der Gesamtheit der Griechen Münchens vorenthalten. 

Diese Herren sollen wissen, daß, wie Makedonien ein unzertrennlicher Teil der politischen wie auch kulturellen Geschichte des Hellenismus ist, auch die Salvatorkirche ein historisches Denkmal der in München lebenden Griechen darstellt. 

Lasst uns auch bei diesem Thema die gleiche Sensibilität, Eintracht und Einheit an den Tag legen, in der Hoffnung, daß diese unbedeutende Gruppe Vernunft annehmen und die gastfreundlichen Gefühle des Volkes dieses Landes respektieren wird, in dem wir leben und dessen Gerichte sie schon seit vielen Jahren beschäftigt; noch mehr aber soll diese Gruppe die Rechte der überwältigenden und vereinten Mehrheit der Griechen achten. Die Kraft und die Starke, meine lieben Mitbürger, liegen in der Eintracht und in der Einheit.




Ελληνικότητα Μακεδονίας: Η διαμόρφωση της νέας Μακεδονίας (1798-1870). Die Herausbildung des neuen Makedoniens (1798-1870).

$
0
0
Θεός Διόνυσος. Ανάγλυφο 2ος π.Χ αιώνας

Ιωάννης Κολιόπουλος


Καθηγητής ιστορίας των νεώτερων χρόνων
 
στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου Αίμου
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)



Εισαγωγή



Η Μακεδονία, η αρχαία ιστορική ελληνική χώρα όσο και η νεώτερη γεωγραφική περιοχή που είναι γνωστή με αυτήν την ονομασία, υπήρξε μια από τις πιο πολυσυζητημένες ίσως χώρες του κόσμου. 



Επί δύο και πλέον αιώνες από τότε που οι αντιπρόσωποι της επαναστατημένης Γαλλίας εισήγαγαν στη δυτική νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα τις ιδέες και τα συνθήματα που τροφοδότησαν ενίοτε τον εθνικισμό, η αρχαία ελληνική χώρα υπήρξε αντικείμενο ερευνών αλλά και μυθοπλασίας από αρχαιολόγους, ιστορικούς, εθνολόγους, διεθνολόγους, κοινωνικούς ανθρωπολόγους, γεωγράφους και ανθρωπογεωγράφους, δημοσιογράφους και πολιτικούς. Η μεταβαλλόμενη φυσιογνωμία της αρχαίας χώρας και της νεώτερης συνέχειάς της, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις μαρτυρίες και στις μελέτες που άφησαν όσοι ασχολήθηκαν με αυτήν, είναι το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.



Από τότε που προβλήθηκε στο διεθνές προσκήνιο, από την εποχή που προαναφέρθηκε, το μέλλον της αρχαίας ελληνικής χώρας, το «Μακεδονικό Ζήτημα» όπως ονομάσθηκε, προκάλεσε το ενδιαφέρον ή και την εμπλοκή επιστημόνων, δημοσιογράφων, διπλωματών και πολιτικών, οι οποίοι έπλασαν και ανέπλασαν τη φυσιογνωμία της.

Οι κατά καιρούς κρίσεις, μάλιστα, του Μακεδονικού Ζητήματος ανέδειξαν σημαντικούς ερευνητές της χώρας και σπουδαία έργα, τα οποία, ωστόσο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, επρόβαλλαν όψεις και χαρακτηριστικά της Μακεδονίας που δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε στην πραγματικότητα και εξυπηρετούσαν διάφορες σκοπιμότητες. 

Ήταν αναπόφευκτη αυτή η στράτευση πολλών από όσους ασχολήθηκαν με την αρχαία χώρα και τη νεώτερη συνέχειά της, δεδομένου ότι τη χώρα η τμήμα της διεκδικούσαν εκτός των Ελλήνων και οι άλλοι λαοί της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Δεν είναι εύκολη η αναζήτηση της αληθινής κάθε φορά φυσιογνωμίας της Μακεδονίας, της πραγματικής Μακεδονίας. Η αναζήτηση των απαραίτητων τεκμηρίων και η αξιολόγηση της αξιοπιστίας τους απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, για το λόγο ότι τα στοιχεία τους είναι ενίοτε αβάσιμα και παραπλανητικά. 

Επίσης, η ίδια η «μακεδονολογία», η επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη της Μακεδονίας, αποτελεί αντικείμενο μελέτης για την αναζήτηση των διαφόρων τάσεων και επιδιώξεων στα έργα των μακεδονολόγων.

Στις πηγές των στοιχείων, λοιπόν και στα έργα των μακεδονολόγων ελλοχεύουν κίνδυνοι παραπλανήσεως του ερευνητή. 
Στις ίδιες πηγές και τα έργα υπάρχουν σιωπές και ασυνέχειες. 
Στην έλλειψη σχετικών προς το ζήτημα της εγκαταστάσεως των Σλάβων στην ευρύτερη περιοχή επαρκών γραπτών μαρτυριών οφείλεται εν πολλοίς η άγνοια πολλών και σημαντικών πτυχών του ζητήματος. 

Παρόλο δε που η αρχαιολογία και οι νέες μέθοδοι στη διάθεση των αρχαιολόγων έχουν φωτίσει αρκετές από τις πτυχές αυτές, 
ο Ζ΄ αιώνας παραμένει ακόμη πολύ σκοτεινός, 
σκοτεινότερος των προγενεστέρων αιώνων, 
ίσως επειδή οι εθνικές ιστοριογραφίες των λαών της περιοχής δεν έχουν ακόμη απελευθερωθεί από τις δουλείες που διαμόρφωσαν οι εθνικές μυθοπλασίες του ΙΘ΄ αιώνος.

Από τις δουλείες αυτές φιλοδοξεί να αποδεσμευτεί η παρούσα μελέτη, για να αναπαραστήσει το ιστορικό παρελθόν της Μακεδονίας σύμφωνα με τις οδηγίες του μεγάλου θεράποντος της Κλειούς, του Λουκιανού, χωρίς δηλαδή να επιδιώξει να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες ή εφήμερες και επιβεβλημένες βεβαιότητες ή εξίσου εφήμερες ορθότητες, παρά μόνο να υπηρετήσει τη διαπίστωση της πραγματικότητας, με την ακλόνητη πίστη ότι υπάρχει αυτή η πραγματικότητα όπως υπάρχει και η αντικειμενική αλήθεια. 

Βασική και κινητήρια επιδίωξη στην παρούσα μελέτη είναι η εξής: να ξεπερασθούν όχι μόνο τα κατάλοιπα των εθνικών μυθοπλασιών του παρελθόντος, αλλά και τα προσκόμματα που έχει δημιουργήσει ένας ανεξήγητος σχετικισμός και που υπονομεύουν την προσήλωση του ερευνητή στην αναζήτηση της πραγματικότητας και της αλήθειας χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς.

Μια τέτοια απομάκρυνση από τις καθιερωμένες βεβαιότητες που κληροδότησαν στη σύγχρονη ιστοριογραφία οι εθνικοί ανταγωνισμοί του παρελθόντος, είναι η αυτονόμηση της ιστορίας της Μακεδονίας από τις εθνικές ιστορίες των λαών της περιοχής. 

Δύο βασικά στοιχεία αυτής της αυτονομήσεως είναι: 

α) η μετατόπιση της αρχής της νεώτερης εποχής από τον ΙΕ΄ αιώνα στο τέλος του ΙΗ΄ αιώνος και 

β) η διεύρυνση των ορίων της χώρας από αυτά της αρχαιότητας σε αυτά της λεγόμενης «νεώτερης» ή «γεωγραφικής» Μακεδονίας.

Δεν είναι άσχετα ή ασύνδετα μεταξύ τους τα παραπάνω στοιχεία, ο ορισμός δηλαδή της αρχής της νεώτερης εποχής στη Μακεδονία στο τέλος του ΙΗ΄ αιώνος και η «γεωγραφική» Μακεδονία αντί της ιστορικής, προκειμένου για τους νεώτερους χρόνους. 

Η «γεωγραφική» Μακεδονία, η οποία είναι ταυτόσημη του Μακεδονικού Ζητήματος, πλάσθηκε στους νεώτερους χρόνους με αφετηρία αυτήν που προκρίθηκε στην παρούσα μελέτη. 

Η «γεωγραφική» Μακεδονία υπήρξε προϊόν δύο κυρίως παραγόντων:

 α) της ταυτίσεως τριών διοικητικών διαμερισμάτων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας με την αρχαία Μακεδονία και

 β) της αναζητήσεως από τους Έλληνες των «βορείων» συνόρων του έθνους των στη νεώτερη εποχή.

Η ταύτιση των τριών διαμερισμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την αρχαία ελληνική χώρα και την ονομασία της ήταν αναπόφευκτη, παρόλο που η αρχαία Μακεδονία δεν εκτεινόταν προς βορράν όσο τα τρία διοικητικά διαμερίσματα της εποχής, επειδή αυτή την ονομασία επέβαλαν εν τέλει οι προτιμήσεις των περιηγητών, των διπλωματών, των γεωγράφων και των ιστορικών της εποχής με την κλασσική παιδεία. 

Επρόκειτο για αυθαίρετη, φυσικά, ονοματοθεσία, η οποία ωστόσο δεν αμφισβητήθηκε τότε ούτε από τους Έλληνες, που προωθούσαν προς βορράν τα σύνορα του ελληνικού έθνους με οδηγό τον Στράβωνα. 
Προκρίθηκε ως αρχή της νεώτερης εποχής το τέλος του ΙΗ΄ αιώνος, επειδή τότε διακρίνει ο ερευνητής τα στοιχεία που θεωρήθηκαν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής που προέκυψε από τον μεσαιωνικό κόσμο.

Δεν ικανοποιεί το σύγχρονο ερευνητή η παλαιά περιοδολόγηση του ιστορικού παρελθόντος της περιοχής που ονομάστηκε Μακεδονία, κατά την οποία η νεώτερη εποχή στην ανατολική εσχατιά της Ευρώπης άρχισε , κατ' αναλογία προς την αρχή της εποχής αυτής στη Δυτική Ευρώπη, τον ΙΕ΄ αιώνα.

 Ο αιώνας αυτός, ο οποίος στη Δύση ταυτίστηκε με την Αναγέννηση, την απομάκρυνση από τη θεοκεντρική κοσμοθεωρία του μεσαιωνικού κόσμου, την προβολή της ουμανιστικής παιδείας και της ανθρωποκεντρικής κοσμοθεωρίας του σύγχρονου κόσμου, τη διαμόρφωση των πρώτων εθνικών κρατών και την επική έξοδο των Ευρωπαίων στον υπόλοιπο κόσμο καθώς και τη διαμόρφωσή του κατ' εικόνα και ομοίωση των ιδίων, ο αιώνας αυτός λοιπόν στην καθ' ημάς Ανατολή υπήρξε εποχή, κατά την οποία σημειώθηκε όχι πρόοδος αλλά οπισθοδρόμηση.

Και οι τελευταίες ελεύθερες εστίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και την Ασία, η Κωνσταντινούπολη, ο Πόντος, η Πελοπόννησος και η Ήπειρος υπέκυψαν στους κατακτητές Οθωμανούς Τούρκους.
Οι Βενετοί κατείχαν ήδη τα Επτάνησα και την Κρήτη και οι Ιωαννίτες Ιππότες την Κύπρο.

Η καθ' ημάς Ανατολή και φυσικά και η Μακεδονία «εισήλθαν» στη νεώτερη εποχή με καθυστέρηση τριών τουλάχιστον αιώνων σε σχέση με τις προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Ο ώριμος ελληνικός Διαφωτισμός, στον οποίο μετείχαν και πολλοί από τις ομόδομες αλλά ετερόφωνες σύνοικες των Ελλήνων κοινότητες, αποτελεί, από επιστημονική άποψη, σωστότερη αφετηρία της νεώτερης εποχής, αφού διακρίνει ο ερευνητής τα νεωτερικά στοιχεία που εμφανίσθηκαν στη Δύση νωρίτερα.
Τότε, όπως προαναφέρθηκε, «διευρύνθηκε» και η αρχαία ελληνική χώρα για να καταστεί η γεωγραφική Μακεδονία των νεώτερων χρόνων.

Οι άλλες καθιερωμένες τομές στην ιστορία της Μακεδονίας δε συντρέχει λόγος να αναθεωρηθούν. είναι επαρκείς ως σταθμοί και αφετηρίες αλλαγών.
Η κυριαρχία, καθοριστικός παράγων στην περιοδολόγηση, αποτέλεσε και στην παρούσα μελέτη αποφασιστικό στοιχείο στην αναζήτηση των απαραίτητων χρονικών περιόδων.

Η προϊστορική Μακεδονία,
 η αρχαία ελληνική και ελληνιστική Μακεδονία, 
η ρωμαιοκρατούμενη Μακεδονία,
η Μακεδονία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (στην οποία περιλαμβάνονται και οι βραχύβιες κυριαρχίες των τμημάτων της χώρας από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους),
 η τουρκοκρατούμενη Μακεδονία (στον τελευταίο αιώνα της οποίας συντελέσθηκε η διαμόρφωση της «γεωγραφικής» Μακεδονίας) και
 η σύγχρονη Μακεδονία, την οποία απελευθέρωσαν και ενσωμάτωσαν στα εθνικά κράτη οι Έλληνες, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι,

αποτελούν διακριτές περιόδους τα ιστορίας της αρχαίας χώρας και της συνέχειάς της στους μέσους και τους νεώτερους χρόνους.

Η γεωγραφική Μακεδονία, αυτή η αυθαίρετη ιστορική οντότητα των νεώτερων χρόνων, δεν έχει προκαλέσει τόσα προβλήματα στους ερευνητές όσα οι κάτοικοί της διαχρονικά. 

Η Μακεδονία υπήρξε χώρα-σύνορο, ένας τόπος στον οποίο συναντήθηκαν και συμβίωσαν -ειρηνικά ως επί το πλείστον- πολλές διακριτές γλωσσικές και θρησκευτικές κοινότητες.
Μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Ρωμαίους, Έλληνες, Ρωμαίοι ή εκλατινισμένοι Έλληνες, Ούννοι, Γότθοι και Βησιγότθοι, Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι συμβίωσαν, επί μακρόν ή για μικρά διαστήματα, ειρηνικά ή εχθρικά μεταξύ τους, υπό ποικίλους κυριάρχους. Από την αρχαιότητα και έως τη σύγχρονη εποχή, η Μακεδονία υπήρξε τόπος διελεύσεως, εγκαταστάσεως και μεταναστεύσεως υπό ποικίλες συνθήκες.
 Πόλεμοι και διώξεις, οι ανάγκες των διαφόρων κυριάρχων αλλά και τα δεινά που συχνά έπλητταν τον κόσμο και ερμηνεύονταν ως οργή του Θεού, όπως σιτοδείες, λιμοί, επιδημίες θανατηφόρων νόσων, προκαλούσαν κύματα προσφύγων, μεταναστών, αλλά τη δημογραφική αποψίλωση αναπλήρωναν πρόσφυγες ή μετανάστες από άλλους γειτονικούς ή μακρινούς τόπους.

Στους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας παρατηρήθηκαν μαζικές μετακινήσεις και εγκαταστάσεις αλλοθρήσκων επήλυδων από μακρινούς τόπους καθώς και σημαντική μεταναστευτική διαρροή χριστιανικού δημογραφικού πλεονάσματος από τους ορεινούς όγκους της δυτικής χώρας ιδίως στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.

Από τότε που προβλήθηκε στο διεθνές προσκήνιο το Μακεδονικό Ζήτημα, οι λαοί που διεκδίκησαν τη Μακεδονία, επρόβαλαν τα λεγόμενα «εθνικά» τους δίκαια στη χώρα, στηρίζοντας τη νομιμότητα αυτών των δικαίων τους σε δύο κυρίως στοιχεία:
α) στα «ιστορικά δικαιώματά» τους στη χώρα και
β) στην «πλειονότητα» των ομοεθνών τους σε σχέση με τις άλλες εθνότητες της χώρας. Από διαθέσιμα στοιχεία δεν προκύπτει ότι τα αμέσως ενδιαφερόμενα μέρη απασχλούσε σοβαρά το αναπόδραστο και αναπάντητο έκτοτε ερώτημα:

Ποιο στοιχείο είχε μεγαλύτερη σημασία, εν σχέσει προς την προβαλλόμενη νομιμότητα των διεκδικήσεων, τα ιστορικά δικαιώματα ή η αριθμητική δύναμη της κοινότητας των ομοεθνών; 

Με άλλα λόγια, τι εβάρυνε περισσότερο ο τόπος και η ιστορία του ή οι κάτοικοι του τόπου;
 Εν τέλει, στη λύση του Μακεδονικού Ζητήματος εβάρυνε η νομιμότητα της ισχύος των όπλων.
Η διαμάχη για την κατοχή της Μακεδονίας ανέδειξε πτυχές και πλευρές του διεκδικούμενου τόπου που δεν έχουν αναδειχθεί για άλλες ιστορικές χώρες.

 Επί δύο σχεδόν αιώνες η ιστορία και ο πολιτισμός της Μακεδονίας, η κοινωνία και η οικονομία της, ο πολύγλωσσος και πολύδοξος κόσμος της έγιναν αντικείμενο ερευνών που κατέστησαν τη χώρα «διαφανή». 
Η ίδια διαμάχη δοκίμασε σκληρά και το επιστημονικό κύρος των ερευνητών που ασχολήθηκαν με τη διεκδικούμενη χώρα και το μέλλον της, εδοκίμασε σκληρά και τους λαούς που τη διεκδικούσαν και την απελευθέρωσαν με την ισχή των όπλων.

Οι Βούλγαροι πολέμησαν για τη Μακεδονία κυρίως και ηττήθηκαν σε τρεις πολέμους -στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- στους ίδιους πολέμους, στους οποίους νίκησαν οι Έλληνες, αφού πρώτα κατέβαλαν σημαντικό τίμημα.

 Οι Σέρβοι, χωρίς ανάλογες θυσίες για τη Μακεδονία, είδαν στο τέλος το τμήμα της χώρας που απελευθέρωσαν, να προβάλλει ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα και να αποκτά την ανεξαρτησία του.

Η Μακεδονία δοκίμασε και το σύστημα ασφαλείας που ήλεγχαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Πλήθος διεθνών Συνεδρίων και πολυμερών ή διμερών συμβάσεων είχαν ως κύριο αντικείμενο τη Μακεδονία.
Η Ρωσοτουρκική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878, το Συνέδριο του Βερολίνου και η ομώνυμη συνθήκη του ιδίου έτους, η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου το 1913, η Ελληνοβουλγαρική Σύμβαση του Νεϊγύ το 1919 για την αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση από και προς τις δύο χώρες, το θνησιγενές Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ το 1924 και η επίσης θνησιγενής Ελληνογιουγκοσλαβική Σύμβαση που παραχώρησε το 1926 υπό πίεση ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αυτές και άλλες διεθνείς πράξεις της ίδιας εποχής και μεταγενεστέρων χρόνων είχαν ως κύριο ζητούμενο τη διευθέτηση διαφόρων πτυχών του Μακεδονικού Ζητήματος.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δοκίμασε σκληρά τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που μοίρασαν μεταξύ τους τη Μακεδονία, από δε τις ωδίνες της κατοχής της Μακεδονίας από τις δυνάμεις του Άξονος γεννήθηκε μια νέα χώρα στις παρυφές της ιστορικής Μακεδονίας.

Η ιστορική ελληνική χώρα, η οποία έλαβε την ονομασία της από τους κατοίκους της αρχαίους Μακεδόνες, η εν συνεχεία πολύφωνη και πολύδοξη χώρα που γνώρισε ισχυρούς κατακτητές και δυνάστες, μετατοπίσθηκε στο χάρτη προς νότον. 

Διευρύνθηκε σημαντικά και αποτέλεσε τμήμα γειτονικών διαμερισμάτων, στεγάζοντας προσωρινά ή μόνιμα διαφόρους λαούς, ώσπου εν τέλει λησμονήθηκε και επιβίωσε κυρίως στους θρύλους των λαών που συναντήθηκαν στο έδαφός της.
Από τις βαρβαρικές επιδρομές του Δ΄ αιώνος και την κατάρρευση του ελληνορωμαϊκού κόσμου και για τους επόμενους αιώνες, η Μακεδονία παρέμεινε στα αζήτητα της ιστορίας ώσπου να την ανακαλύψουν οι περιηγητές, οι γεωγράφοι, οι ιστορικοί και οι εθνολόγοι, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, την διεύρυναν προς βορράν και επιδόθηκαν στην αναζήτηση των αρχαίων πολισμάτων και την ταύτισή τους με τους οικισμούς της εποχής, για να διαπιστωθεί η ζητούμενη συνέχεια.
Προς τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος προστέθηκε η αναζήτηση και των μνημείων των μέσων χρόνων, των βυζαντινών μνημείων, τα οποία ήσαν εμφανέστερα και περισσότερα των αρχαίων, όταν υιοθετήθηκε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως φορέας του ελληνικού έθνους στους μέσους χρόνους.
Η αναζήτηση τεκμηρίων για τη διαπίστωση της συνέχειας και τη στήριξη της νομιμότητας των ιστορικών δικαιωμάτων και των εθνικών δικαίων απαιτούσε μακρινές αφετηρίες: prior tempore, fortior iure- όσο παλαιότερα, τόσο ισχυρότερα τα δικαιώματα.

Όλα τα αρχαία ελληνικά φύλα της Βορείου Ελλάδος ανακλήθηκαν από τη λήθη, όπως ανακλήθηκαν αργότερα και τα ιλλυρικά και τα θρακικά φύλα, έδωσαν δε την ονομασία τους στις αντίστοιχες περιοχές.
Η αρχαία Μακεδονία αναβίωσε στα τοπωνύμια, όπως αυτά παρουσιάζονταν στους ιστορικούς χάρτες, αλλά αρκούσαν αυτές οι χαρτογραφικές ασκήσεις για να στηριχθεί η διαπίστωση της συνέχειας και η νομιμότητα των εθνικών δικαίων;

Οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, οι Ρουμάνοι και οι Αλβανοί -και όλοι όσοι έδειχναν να υποστηρίζουν τις απόψεις τους στο Μακεδονικό Ζήτημα- δε συμφωνούσαν με τους Έλληνες ότι η Μακεδονία ήταν η «εν λίθοις και μνημείοις φθεγγομένη» χώρα, πρόβαλλαν δε το επιχείρημα ότι οι κάτοικοι της χώρας είχαν μεγαλύτερη σημασία από την ιστορία και τα λείψανα του παρελθόντος, χωρίς ωστόσο να παραιτούνται από την αναζήτηση αρχαίων προγόνων και αυτοί.

Ποιοι ήσαν, λοιπόν, οι κάτοικοι της Μακεδονίας; 
Αιώνες ξένης κυριαρχίας, βαρβαρικών επιδρομών, βίαιων μετακινήσεων, μεταναστεύσεων και εγκαταστάσεων είχαν διαμορφώσει ένα γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό στη χώρα, στην οποία, σύμφωνα με τον ξένο επισκέπτη και καλό παρατηρητή του Κ΄ αιώνος H.N. Brailsford, οι αιώνες δε διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, αλλά «συμβίωναν».

Έλληνες, Σλάβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι και Αλβανοί αλλά και διάφορες παραλλαγές τους, όπως ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι, βλαχόφωνοι Μουσουλμάνοι, αλβανόφωνοι Έλληνες κ.ά., συνιστούσαν το πολύχρωμο μωσαϊκό της Μακεδονίας. 

Οι εφήμερες πολιτικές ορθότητες ενός και πλέον αιώνος πρόσθεσαν νεολογισμούς και λεκτικές ακροβασίες όπως «Ελληνίζοντες», «Βουλγαρίζοντες», «Ρουμανίζοντες», «Βλαχόφωνοι», «Σλαβόφωνοι» και «Βουλγαρόφωνοι», για να καλύψουν με επιστημονικό φύλλο συκής την εθνική αμηχανία των Ελλήνων.

Στην παρούσα μελέτη θα αποφευχθούν τα επιστημονικά παιχνίδια με τις υποθέσεις που στηρίζονται σε λογικά άλματα σχετικά με την καταγωγή των διαφόρων ανθρωπίνων κοινοτήτων της Μακεδονίας.
 Με αφετηρία και βάση την ευρέως αποδεκτή σήμερα θέση ότι οι εθνικές κοινότητες σχηματίζονται με την υιοθεσία στοιχείων όπως η γλώσσα, το θρήσκευμα και επιλεγμένα ιστορικά στοιχεία, τα οποία υφίστανται με το πέρασμα του χρόνου διάφορες αλλαγές, η μελέτη θα παρακάμψει την άγονη πλέον αναζήτηση και διαπίστωση της καταγωγής, η οποία φαίνεται πως ακόμη θέλγει επιστήμονες που ερωτοτροπούν με τις επιβιώσεις του φυλετισμού.

Εξάλλου και να διαπιστωθεί, διά των γονιδίων ίσως, η καταγωγή των σημερινών εθνοτήτων και αυτών παλαιοτέρων εποχών, δεν θα τεθεί μάλλον εν αμφιβόλω ο καθοριστικός ρόλος του πολιτισμού στη διαμόρφωση διακριτών ανθρωπίνων κοινοτήτων.
Η διαπίστωση της εξ αίματος καταγωγής, ως στοιχείου καθοριστικού στη διαμόρφωση των εθνικών κοινοτήτων, θα ήταν αποδεκτή ως υπόθεση και επιστημονική άσκηση, αλλά θα προξενούσε ανυπολόγιστα δεινά εάν γινόταν αποδεκτή ως βάση για τη διαμόρφωση νέων εθνικών κοινοτήτων, όπως επιχειρήθηκε από επιστήμονες του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι Έλληνες, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, οι Βλάχοι και οι Αλβανοί καθώς και οι παραλλαγές τους, διαμόρφωσαν τη Μακεδονία των νεωτέρων χρόνων αλλά και διαμορφώθηκαν από αυτήν,από την ιστορία και το περιβάλλον της, από τις παραδόσεις και τους μύθους της που επέζησαν.

 Οι μαρτυρίες στη διάθεση των ερευνητών είναι περιορισμένες, προέρχονται δε από εκείνους κυρίως που ήσαν σε θέση να αφήσουν μαρτυρίες.
 Τα τεκμήρια που άφησαν οι «σιωπηρές» μάζες δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν πολιτιστικές ταυτότητες άλλες από αυτές που άφησαν οι λάλοι μάρτυρες.
Στις υπάρχουσες και διαθέσιμες μαρτυρίες θα στηριχθεί και η παρούσα ιστορία της Μακεδονίας, με την πεποίθηση των συντελεστών ότι αποτελεί καρπό πολυετών ερευνών πολλών επιστημόνων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που θα συμβάλει στην αρτιότερη γνώση του ιστορικού παρελθόντος μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες, πολιτιστικά, περιοχές της Ευρώπης. Οι τυχόν ελλείψεις και αδυναμίες της μελέτης -όπως και οι αρετές της- δείχνουν τα όρια των δυνατοτήτων των συντελεστών της.

α. Η ανακάλυψη της Μακεδονίας

Καθώς έδυε ο ΙΗ΄ αιώνας και ανέτελλε ο ΙΘ΄, καθώς οι δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης που συγκρούονταν ήδη στην Ευρώπη έφθαναν στις παρυφές της καθ' ημάς Ανατολής για να συγκρουσθούν προκειμένου να προαγάγουν τις επιδιώξεις τους, η Μακεδονία ευρισκόταν ακόμη στην υπανάπτυκτη αδράνεια, στην οποία την είχε καταδικάσει το κυρίαρχο οθωμανικό καθεστώς.

Όλες οι μαρτυρίες από την άλλοτε ένδοξη αρχαία ελληνική χώρα φανερώνουν έναν τόπο χωρίς πόλεις άξιες λόγου, φτωχή και υπανάπτυκτη, στη διάθεση ληστρικών ομάδων και ενόπλων της εξουσίας που προκαλούσαν όσα και οι ληστές δεινά, χωρίς συγκοινωνίες, χωρίς άξια λόγου σχολεία. Η γενικότερη στροφή προς την κλασσική παιδεία, αλλά και η έλευση των στρατιωτικών και πολιτικών εκπροσώπων της επαναστατημένης Γαλλίας, συνετέλεσαν στην προβολή της Ελλάδος στο προσκήνιο.

Το ενδιαφέρον των Γάλλων και των κύριων αντιπάλων τους στην Εγγύς Ανατολή, των Άγγλων, συνετέλεσε στην «ανακάλυψη» της Μακεδονίας.

Η ονομασία Μακεδονία θεωρείται σήμερα αυτονόητη, αλλά δεν ήταν πριν από δύο αιώνες.
 Η περιοχή, αρκετά ευρύτερη από την αρχαία ελληνική χώρα, ήταν γνωστή, επισήμως, με τις ονομασίες των οθωμανικών διοικητικών διαμερισμάτων, που ήταν οι ονομασίες των κυριωτέρων διοικητικών κέντρων:
Μοναστήρι, Σκόπια, Κοζάνη, Καστοριά, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη, Βέροια κ.ά.

Η ονομασία Μακεδονίαήταν γνωστή σε εκείνους τους ελάχιστους που διέθεταν κλασσική παιδεία, στους ξένους περιηγητές, που άρχισαν να επισκέπτονται τις ελληνικές ιστορικές χώρες με αυξανόμενη συχνότητα την εποχή αυτή, στους Έλληνες λογίους, δασκάλους και καθηγητές των σχολείων, που άρχισαν επίσης τότε να πολλαπλασιάζονται. 

Ξένοι περιηγητές και Έλληνες λόγιοι, στην προσπάθειά τους να διαπιστώσουν τις επιβιώσεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου της αρχαιότητας στη νέα εποχή και να ταυτίσουν ερείπια αρχαίων πολισμάτων με τους γειτονικούς οικισμούς, αναζήτησαν την αρχαία Μακεδονία στα διοικητικά διαμερίσματα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, με οδηγούς τον Στράβωνα και άλλους αρχαίους γεωγράφους και ιστορικούς.

Και εκείνοι οι ολίγοι όμως που είχαν διαβάσει τους αρχαίους γεωγράφους και ιστορικούς, δεν είχαν σαφή εικόνα της χώρας που αναζητούσαν, τη Μακεδονία, εξ αιτίας των συγκεχυμένων και συχνά αντιφατικών πληροφοριών που άφησαν οι αρχαίοι συγγραφείς.

Αποφασιστικό ρόλο φαίνεται πάντως πως έπαιξε στην αναζήτηση και τη «διαπίστωση» της θέσεως και των ορίων της ο Ρωμαίος πολίτης και γεωγράφος Στράβων, ο οποίος ήταν επηρεασμένος, όπως ήταν φυσικό, από τη διοικητική διαίρεση της εποχής του. Δεν συμφωνούσαν, ωστόσο, όλοι οι ερευνητές της εποχής που ασχολούνταν με το θέμα ως προς τη σχέση της Μακεδονίας με την προς νότον Ελλάδα, αν δηλαδή αποτελούσε μέρος της Ελλάδος και η Μακεδονία.
Παρά την άποψη του Στράβωνος, ότι «εστίν μέν ούν Ελλάς και η Μακεδονία», Έλληνες και ξένοι αρχαιογνώστες επρότειναν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, στηριζόμενοι σε διαφορετικές πηγές, οι οποίες απηχούσαν διαφορετικές κάθε φορά διοικητικές διαιρέσεις.

Δεν είναι χωρίς σημασία η σύγχυση ως προς την θέση και τα όρια της Μακεδονίας, καθώς και ως προς την σχέση της προς την υπόλοιπη Ελλάδα. Για τον λόγο ότι οι αναζητήσεις και η σύγχυση της εποχής αυτής επηρέασαν και τις επίσημες ελληνικές θέσεις, ως προς την Μακεδονία, την εποχή του Αγώνος της Ανεξαρτησίας, όταν διαμορφώθηκαν οι πρώτες ελληνικές θέσεις στο ζήτημα της «επικράτειας» του Ελληνικού έθνους.
 Η «κυρίως Ελλάς» των Ρωμαίων (Graecia propria), η Ελλάς δηλαδή προς νότον των Τεμπών, η οποία υπήρξε κυρίαρχο σημείο αναφοράς πολλών Ελλήνων και ξένων ερευνητών της εποχής, επηρέασε σημαντικά τις μεταγενέστερες απόψεις.

Την εποχή του Αγώνος του '21, οι απόψεις των Ελλήνων που εξέφραζαν τις κρατούσες τότε απόψεις στον ελληνικό κόσμο, ήσαν ακόμη επηρεασμένες ως προς τη Μακεδονία από αυτές των Δυτικών. Oι οποίοι, γενικά, άφηναν τη Μακεδονία έξω από την Ελλάδα. 

Εν όψει αναζητήσεως και ορισμού, από τις τρεις Εγγυήτριες Μεγάλες Δυνάμεις το 1828, συνόρου της Ελλάδος με την Τουρκία, ο νεοαφιχθείς στην Ελλάδα Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας επρότεινε ως σύνορο, με σκοπό να εξασφαλισθούν φύσει οχυρά όρια και αποτελεσματικός διαχωρισμός των δύο «λαών», τη γραμμή που διαγράφουν το όρος Όλυμπος και η ακρώρεια της Πίνδου στον Ζυγό του Μετσόβου.

«Τούτο το όριον διεχώριζε και το πάλαι την Ελλάδα», κατά τον Καποδίστρια, «από τα βόρεια γειτονικά μέρη. Κατά τον μεσαίωνα και κατά τους νεωτέρους χρόνους, η Θεσσαλία εφυλάχθη πάντοτε ελληνική, ενώ η Μακεδονία εκυριεύθη από τους Σλάβους και από πολλάς άλλας φυλάς».

Σύγχρονη μαρτυρία για τη Μακεδονία είναι και αυτή του Ιωαννίτη λογίου Αθανασίου Ψαλίδα, όπως την κατέγραψε σε σημειώσεις για το μάθημα της γεωγραφίας που δίδασκε σε ελληνικά σχολεία της εποχής:

 «Ογδόη επαρχία (της Ευρωπαϊκής Τουρκίας) είναι η Μακεδονία, οπού είναι ξαϊκουστή διά τον Φίλιππον και υιόν του Αλέξανδρον τον μέγαν. Τώρα όμως είναι ποταπή αφορμής όπου κατοικείται από ποταπούς ανθρώπους. Ο τόπος είναι καρπερός σε γεννήματα, κρασιά, μετάξι, βαμβάκι και άλλα.
 Η μάθησις ως τόσο λείπει ολότελα, οι κάτοικοί της είναι Βούλγαροι, Τούρκοι και ολίγοι Έλληνες και Βλάχοι άποικοι από την Αρβανιτιά».

Ποια ήταν η πραγματική Μακεδονία πίσω από αυτήν την εικόνα που άφησαν οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, με κριτήριο φυσικά την Ελληνική γλώσσα και παιδεία, την «μάθησιν», και πώς από αυτήν την εικόνα προέκυψε η διευρυμένη γεωγραφική Μακεδονία, την οποία μάλιστα διεκδίκησαν οι Έλληνες ως προγονική κληρονομιά;

Η διεύρυνση της ιστορικής Μακεδονίας συντελέστηκε πριν και ανεξάρτητα από την προβολή των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων, από τους αρχαιογνώστες Έλληνες και ξένους γεωγράφους, ιστορικούς και περιηγητές. με άλλα λόγια, ορίσθηκε πρώτα ο χώρος της Μακεδονίας με οδηγό τις απόψεις κυρίως του Στράβωνος για την ιστορική χώρα, και εν συνεχεία προβλήθηκαν διεκδικήσεις επ' αυτής της χώρας.
Κατά τον Στράβωνα, η Μακεδονία περιορίζεται, «εκ βορρά […] τη νοούμενη ευθεία γραμμή τη διά Βερτίσκου όρους και Σκάρδου και Ορβήλου και Ροδόπης και Αίμου».Αυτή η γραμμή του ευρυμαθούς Ρωμαίου πολίτη παρέμεινε στο εξής το βόρειο όριο της Μακεδονίας και της Ελλάδος, φυσικά.
Ο Μακεδόνας
Εμμανουήλ Παπάς
Ο Αγώνας του '21 υπήρξε σταθμός στην ιστορία της Μακεδονίας:
η ρήξη με τον Οθωμανό κυρίαρχο, την οποία προετοίμασε η Φιλική Εταιρία και στην οποία συμμετείχαν πολλοί Μακεδόνες, Έλληνες κυρίως αλλά και σύνοικοι αλλόφωνοι που αποδέχονταν ακόμη την Ελληνική παιδεία ως οργανικό στοιχείο μιας ανεξάρτητης πολιτείας, φανέρωσε τα πρώτα ρήγματα που επέφερε ο εθνικισμός στην Ορθόδοξη Οικουμένη.

Τα ρήγματα αυτά είχαν διαφανεί, είκοσι και πλέον χρόνια νωρίτερα, στο έργο του Ρήγα Βελεστινλή, ιδίως στο έργο Ελληνική Πολιτική Διοίκησις, στην οποία αποτύπωνε με σαφήνεια το όραμα του έθνους, του Ελληνικού έθνους, ως πολιτικής κοινότητας, στην οποία μετείχαν, ισότιμα και ως πολίτες αυτής της κοινότητας, όλοι οι κάτοικοι της επικράτειας, ανεξαρτήτως γλώσσας και θρησκεύματος.
ΜέγαςΑλέξανδρος του Ρήγα

Ο Ρήγας οραματιζόταν, όχι μια ομοσπονδία ή συνομοσπονδία των λαών της Βαλκανικής, όπως εσφαλμένα έχει κατά καιρούς ερμηνευθεί η πολιτική του σκέψη, αλλά μια Ελληνική Πολιτεία, στην οποία η Ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός θα είχαν τη θέση που είχαν στη Γαλλική Δημοκρατία η Γαλλική γλώσσα και πολιτισμός. 

Δεν ήταν προϊόν αλαζονείας την εποχή του Ρήγα η πεποίθηση ότι η Ελληνική γλώσσα και παιδεία ήταν ζητούμενο από όλους τους αλλοφώνους συνοίκους των Ελλήνων λαούς.

«Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι χαρήτε/ κ' ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε», καλούσε την ίδια εποχή τους αλλοφώνους της Ορθόδοξης Οικουμένης ο ενθουσιώδης απόστολος της Ελληνικής Δανιήλ Μοσχοπολίτης, Βλάχος την καταγωγή. «ρωμαϊκή γλώσσα μαθένετε, μητέρα της σοφίας».

Παρεξηγείται συνήθως η παραίνεση αυτή του Δανιήλ προς τους αλλόφωνους Χριστιανούς στο τετράγλωσσο Λεξικό του που εκδόθηκε στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος.
 Αλλά η πρόσληψη αυτής της παραινέσεως ως εκφράσεως αλαζονείας φανερώνει άγνοια της ευρύτατης αποδοχής, την εποχή αυτή, της Ελληνικής γλώσσας ως λαμπρής παρακαταθήκης,
 ανοιχτής σε όλους, στους αλλοφώνους όσο και στους ελληνοφώνους Χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 Η Ελληνική παιδεία εθεωρείτο αυτοσκοπός, αλλά και μέσον προς τη γνώση, και από τη γνώση προς την ελευθερία. 

Η γλώσσα, πριν αποκτήσει τις ιδιότητες που της έδωσε ο χερντερικός Ρωμαντισμός που ακολούθησε, ήταν όργανο για την τελείωση του ανθρώπου διά της γνώσεως. δεν ήταν το αναπαλλοτρίωτο στοιχείο του «πνεύματος» ενός «λαού».

Η Ελληνική γλώσσα, λοιπόν, ως τέτοιο μέσον τελειώσεως προβλήθηκε από τον Ρήγα και από τον Δανιήλ.

Δεν ευσταθεί επίσης η άποψη, κατά την οποία οι Φαναριώτες, η ελληνική ηγετική ομάδα της Κωνσταντινουπόλεως, επιδίωκε τη συγκυριαρχία Ελλήνων και Τούρκων ή και την ανάληψη εν ευθέτω χρόνω από τους Έλληνες και της πολιτικής εξουσίας. επιδίωξη την οποία ματαίωσε η Ελληνική Επανάσταση. 

Πρόκειται για προϊόν της αποδράσεως από τις πραγματικότητες του τέλους του ΙΘ΄ αιώνος και των αρχών του Κ΄ , την οποία καλλιέργησαν ο Ίων Δραγούμης και ο κύκλος του, εξ αιτίας της περιφρονήσεως που αισθάνονταν απέναντι στο εσχάτως ηττημένο και ταπεινωμένο εθνικό Ελληνικό κράτος.

Ο Νίκος Τσάρας
Παραλλαγή της οποίας ενσωμάτωσε ο Άγγλος φιλόσοφος της ιστορίας Arnold Toynbee στο έργο του Μελέτη της Ιστορίας (Study of History). Η σοβαρή έρευνα για τους Φαναριώτες πριν από την Επανάσταση δεν αφήνει περιθώρια ως προς τις επιδιώξεις εκείνων που ασχολούνταν με το μέλλον του Ελληνικού έθνους: οραματίζονταν και προωθούσαν, όπως και οι άλλοι Έλληνες λόγιοι της εποχής, την προαγωγή της μαθήσεως και της ελευθερίας.

Δεν είχαν λείψει, βέβαια, κατά την περίοδο πριν από την Επανάσταση, επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία, όπως αυτό του γενναίου και τραγικού ήρωα, του Αρματολού Νικοτσάρα το 1808, στο πλαίσιο ενός από τους πολλούς πολέμους που διεξήγαγε η Ρωσία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με την υποκίνηση πρακτόρων της Ρωσίας.

Δεν έχουν ερευνηθεί οι πραγματικές διαστάσεις του κινήματος αυτού, το οποίο εκδηλώθηκε σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της αυτοκρατορίας και σε περίοδο ρευστών συνασπισμών των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης.
Το κίνημα δεν ήταν ασφαλώς άσχετο προς την άλωση του συστήματος των αρματολικιών που είχε επιχειρήσει και εν πολλοίς επιτύχει ο Αλή πασάς στην εκτεταμένη «επικράτειά» του.

Φανέρωσε, ωστόσο, τις δυνατότητες συσπειρώσεως των κάθε είδους ενόπλων της περιοχής, σε περιόδους κενού εξουσίας, όπως στην περίοδο που ακολούθησε την αποκήρυξη του Αλή πασά το 1820 από τον Οθωμανό Σουλτάνο.

Ο Αγώνας του '21 διέφερε από όλες τις άλλες επαναστάσεις που είχαν προηγηθεί στην ευρύτερη περιοχή, επειδή
α) ήταν προϊόν προετοιμασίας από εθνική εταιρία, 
β) στηριζόταν σε ένα ευρύ εθνικό συνωμοτικό δίκτυο και 
γ) αποσκοπούσε στη σύσταση ανεξάρτητης και ευνομούμενης πολιτείας. 

Η αποστασία του Αλή πασά το 1820 συνέβαλε τόσο στη εκδήλωση της Ελληνικής Επαναστάσεως όσο και στην έκβασή της, για τον λόγο κυρίως ότι η παρατεταμένη σύγκρουση των στρατευμάτων του Σουλτάνου με αυτές του αποστάτη πασά δημιούργησε κενό εξουσίας και προοδευτική συσπείρωση του κλεφταρματολικού στοιχείου της περιοχής υπό την ηγεσία της ελληνικής επαναστατικής εξουσίας.
 Η αποστασία του Αλή πασά ήταν συγκυρία αποφασιστικής σημασίας, αλλά ο Αγώνας του '21 ήταν προϊόν αυτόνομης κινήσεως με πολιτικούς στόχους ανεξαρτήτους από αυτούς του αποστάτη πασά.
Αραπίτσα
Η επανάσταση των Ελλήνων, η οποία εκδηλώθηκε και στη Μακεδονία,συνέδεσε εκ των πραγμάτων και αμετάκλητα την ιστορική ελληνική χώρα με την «ολομέλεια» του έθνους, αφενός επειδή εκδηλώθηκαν εξ αρχής σοβαρές επαναστατικές πράξεις κατά της τουρκικής κυριαρχίας στη Μακεδονία και αφετέρου επειδή πολλοί Μακεδόνες έσπευσαν να πολεμήσουν στη νότια Ελλάδα,ευθύς μετά την αιματηρή καταστολή των εξεγέρσεων στη χώρα τους, εναντίον του κοινού αντιπάλου. 

Η καταστολή των εξεγέρσεων στη Μακεδονία το 1821-1822 και η συνακόλουθη διαφυγή πολλών επαναστατών και των οικογενειών τους στη νότια Ελλάδα δημιούργησαν στην ανεξάρτητη πλέον Ελλάδα το πρώτο από σειρά κυμάτων προσφύγων από τη Μακεδονία, μια από τις αλύτρωτες πλέον ελληνικές ιστορικές χώρες.

Οι πολεμιστές και εν συνεχεία πρόσφυγες από τη Μακεδονία αποτελούσαν αξιόλογο τμήμα μιας πολυπληθούς τάξεως πολεμιστών της βορείου Ελλάδος που ευρέθηκαν στη νότια Ελλάδα για διαφόρους λόγους και υπό ποικίλες συνθήκες.

 Έλληνες κατά κύριον λόγο, από την κεντρική και τη δυτική Μακεδονία ως επί το πλείστον, αλλά και Βούλγαροι και Νοτιοσλάβοι, ευρέθηκαν στην επαναστατημένη νότια Ελλάδα, όπου και παρέμειναν μετά την λήξη της επαναστάσεως. 

Οι Έλληνες και οι Νοτιοσλάβοι ήσαν ως επί το πλείστον αρματολοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους μετά την καταστολή των επαναστατικών εξεγέρσεων στα μέρη τους, όπως και πολλοί Βούλγαροι.
Δεν είναι εύκολη η διάκριση την εποχή αυτή μεταξύ των Βουλγάρων και των Νοτιοσλάβων. Διακεκριμένοι πολεμικοί άντρες, όπως ο Χατζηχρήστος «Βούλγαρης» και ο Βάσος «Μαυροβουνιώτης», δεν παρουσιάζουν λιγότερα προβλήματα στον ερευνητή που θα επιχειρήσει να διακρίνει την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, 
για τον λόγο κυρίως ότι οι απόγονοι των Σλάβων της Μακεδονίας ονομάζονταν από τους νότιους Έλληνες Βούλγαροι,αλλά και για τον λόγο ότι τα όρια των νοτιοσλαβικών χωρών δεν είχαν ακόμη σταθεροποιηθεί και ήσαν μάλλον ρευστά και αόριστα. 

Η προσωνυμία «Βούλγαρος» εσήμαινε βουλγαρόφωνος Χριστιανός της Μακεδονίας ή Χριστιανός της βουλγαρόφωνης Μακεδονίας.
Η βουλγαροφωνία (η μεταγενέστερη «σλαβοφωνία» της Μακεδονίας) ήταν την εποχή αυτή εμφανής στη Μακεδονία, με τη μορφή πολλών βουλγαρόφωνων θυλάκων. 

Επρόκειτο για τις νότιες ακρώρειες του σλαβικού κόσμου, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος και οι οποίες, μαζί με τους διάσπαρτους θυλάκους βλαχοφωνίας, τουρκοφωνίας και σλαβοφωνίας, διασπούσαν την ελληνοφωνία της χώρας.
Οι περισσότεροι Βούλγαροι που πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στη νότια Ελλάδα, είχαν επιστρατευθεί στη Μακεδονία και τη Θράκη από τους Τούρκους ως ιπποκόμοι των δελήδων (ιππέων), όταν δε ευρέθηκαν αντιμέτωποι των ομοδόξων τους Ελλήνων, αυτομόλησαν στα ελληνικά στρατόπεδα και παρέμειναν στην Ελλάδα.

 Ήσαν γνωστοί και ως Θρακομακεδόνες.

β. Η Μακεδονία των πόλεων

Η γνωστή Μακεδονία της εποχής αυτής ήταν η Μακεδονία των πόλεών της. αυτήν τουλάχιστον μαρτυρούν οι διαθέσιμες πηγές.
Ο κόσμος της υπαίθρου απασχολούσε ακόμη μόνο τις κρατικές αρχές και κυρίως για λόγους φορολογικούς.
Οι χωρικοί ήσαν, από τη σκοπιά των κρατικών αρχών, Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, οι πρώτοι ήσαν απαραίτητοι ως φορολογούμενοι ενώ οι δεύτεροι ως στρατολογούμενοι.

 Ο κόσμος της υπαίθρου, πολύγλωσσος και πολύδοξος, ήταν γνωστός από τα συγκροτήματα των ομόγλωσσων ή ομόδοξων χωριών τους: Καραγιάνια, Μπουτσάκια, Μαστοροχώρια, Καστανοχώρια, Γραμμοχώρια, Κορέστια κ.ά.

Ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση των δεδομένων της εποχής είναι το εξής:

τα χωριά της Μακεδονίας ήσαν σχεδόν κατά κανόνα αμιγώς ελληνόφωνα, σλαβόφωνα, βλαχόφωνα, αλβανόφωνα ή τουρκόφωνα, χριστιανικά ή μουσουλμανικά, 
ενώ οι πόλεις είχαν ανάμικτο πληθυσμό, κατά κύριον λόγο ελληνόφωνο.

Οι πόλεις της περιοχής, η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες, η Καβάλα, η Δράμα, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Βέροια, η Φλώρινα, το Μοναστήρι, η Καστοριά, η Αχρίδα, η Σιάτιστα και η Κοζάνη, έδρες όλες μητροπόλεων ή επισκοπών, συντηρούσαν την ελληνομάθεια και την ελληνοφωνία, υπήρξαν δε φορείς εξελληνισμού όχι τόσο των παρακείμενων χωριών, την εποχή αυτή, όσο των χωρικών, που μετοικούσαν στις πόλεις.

 Ας σημειωθεί ότι, την εποχή αυτή, δεν είχε ακόμη αρχίσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχηματισμένων εθνών της περιοχής στον τομέα της ιδρύσεως και λειτουργίας εθνικών σχολείων στα χωριά της Μακεδονίας, ούτε είχε μειωθεί ο ρόλος των εκκλησιαστικών σχολείων στην εκπαίδευση της περιοχής, εν σχέσει προς τα κοσμικά σχολεία.

Άλλο σημαντικό στοιχείο της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής την ίδια εποχή, που προκύπτει από τις διαθέσιμες μαρτυρίες, είναι το ακόλουθο:

από δυσμάς προς ανατολάς, από το όρος Γράμμος και τη λίμνην Αχρίδα έως τον ποταμό Νέστο, ο προσεκτικός παρατηρητής μπορούσε να διακρίνει ένα νοητό σύνορο της Ελληνικής, το οποίο μετακίνησε προς βορράν το ελληνικό σχολείο κατά την περίοδο που ακολούθησε (1870-1912).

 Το σύνορο αυτό, προϊόν αιώνων πολλών μετακινήσεων και εγκαταστάσεων διακριτών γλωσσικά ή θρησκευτικά πληθυσμών, είχε ως αφετηρία στα δυτικά τις λίμνες Αχρίδα, Πρέσπες και Ορεστειάδα, όπου συνέκλιναν τρεις κυρίως γλώσσες και πολιτισμοί, από τον νότο η Ελληνική γλώσσα και παιδεία, από την δύση η Αλβανική και από τον βορρά η Σλαβική, και κατέληγε στον ποταμό Νέστο στ' ανατολικά.

Οι περί τις λίμνες επαρχίες Κολώνιας, Κορυτσάς. Αχρίδας, Μοναστηρίου, Φλωρίνης και Καστοριάς αποτελούσαν περιοχή, στην οποία συνυπήρχαν η Ελληνική, η Αλβανική, η Σλαβική και η Βλαχική.
Σημαντικά κέντρα της περιοχής, όπως η Καστοριά, η Κορυτσά, η Αχρίδα, το Μοναστήρι και η Φλώρινα αποτελούσαν εστίες εξελληνισμού. 

Διά των μητροπόλεων, των κοινοτικών σχολείων και του εμπορίου είχαν ήδη εξελληνίσει την εποχή αυτή τους Αλβανούς, τους Σλάβους και τους Βλάχους που είχαν συρρεύσει εκεί, για όλους τους λόγους για τους οποίους ανέκαθεν προσελκύουν οι πόλεις πληθυσμό της υπαίθρου.

Προς ανατολάς των λιμνών υπήρχε η κύρια νότια προέκταση της Σλαβικής στη Μακεδονία, η οποία έφτανε ως τα πεδινά της Ημαθίας και της Θεσσαλονίκης.
Η προέκταση αυτή της Σλαβικής ήταν κατάστικτη από θυλάκους και εστίες της Ελληνικής, της Βλαχικής και της Τουρκικής. Βασικά ερείσματα της Ελληνικής, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, ήσαν η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα στο όρος Βέρμιον και οι εξελληνισμένες βλαχόφωνες εστίες στο όρος Μουρίκι, Βλαχοκλεισούρα και Βλάστη. Βλαχόφωνο αλλά μουσουλμανικό θύλακο αποτελούσαν τα χωριά της Αλμωπίας Νότια, Αρχάγγελος κ.ά., γνωστά ως χωριά της Καρατζόβας.

Κύριες εστίες τουρκοφωνίας ήσαν το νότιο τμήμα των χωριών της Πτολεμαΐδας και τα Γιαννιτσά.
Το τμήμα αυτό της Μακεδονίας, δηλαδή η προς δυσμάς του Αξιού Μακεδονία, αποτελούσε συνέχεια της ζώνης που εκτεινόταν από τα Ακροκεραύνια όρη έως τον Όλυμπο, της ζώνης «ισορροπίας» μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου.

 Ακριβέστερα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν χώρος στον οποίο συνέκλιναν και σχημάτιζαν ακρώρειες και σποράδες, εκτός των Ελλήνων και των Σλάβων, οι Αλβανοί και οι Βλάχοι.

Δεν είναι ως εκ τούτου εύκολο να διακριθεί στην περιοχή σαφές βόρειο όριο της Ελληνικής. Πόλεις την εποχή αυτή αλλά και αργότερα, όπως το Κρούσοβο, ο Πρίλαπος, τα Βελεσσά, η Στρώμνιτσα, το Μελένικο και το Νευροκόπι,οι οποίες θεωρήθηκε ότι όριζαν τα βόρεια όρια των Ελλήνων,ήσαν εστίες της Ελληνικής,απομονωμένες από τον ελληνόφωνο κορμό του νότου, βαθιά σ' έναν αλλόφωνο κόσμο.

Ούτε καν το Μοναστήρι θα μπορούσε να θεωρηθεί πως όριζε τέτοια όρια της Ελληνικής. Η Κορυτσά, η Καστοριά και η Νάουσα ήσαν πλησιέστερα σε μία νοητή γραμμή που θα μπορούσε να θεωρηθεί βόρειο όριο της Ελληνικής.

Η προβολή ενός τέτοιου ορίου βορειότερα αυτού που προτάθηκε πιο πάνω είχε ως αφετηρία το εξής εσφαλμένο αλλά ανομολόγητο σκεπτικό, στο οποίο στηρίχθηκαν οι ελληνικές διεκδικήσεις εδαφών επί έναν και πλέον αιώνα: ότι η ελληνική παρουσία στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου του Αίμου ήταν συνεχής, πυκνότερη στο νότο και αραιότερη στον βορρά.

Η αντίληψη αυτή, φυσικά, αποτελεί ευθεία προέκταση της ελληνικής παρουσίας στη Χερσόνησο από την αρχαιότητα στους μέσους χρόνους και από τους μέσους στους νεώτερους χρόνους. Έχει διαπιστωθεί ωστόσο τώρα, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι στους μέσους και στους νεώτερους χρόνους διασπάσθηκε ο χώρος της αρχαίας ελληνοφωνίας σε ένα μωσαϊκό ελληνοφωνίας και αλλοφωνίας.
 Στην ίδια αντίληψη στηρίχθηκε φυσικά και η θεωρία περί των τριών «ζωνών» της Μακεδονίας, μιας νότιας με πυκνότερη ελληνοφωνία, μιας μεσαίας στην οποία ισορροπούσαν η Ελληνική και η Σλαβική και μιας βόρειας ζώνης στην οποία κυριαρχούσε η Σλαβική.

 Η ελληνοφωνία, ωστόσο, δεν παρουσίαζε σταδιακή διαβάθμιση από νότον προς βορράν. Το βόρειο όριο της συνεχούς ελληνοφωνίας, νοτίως της πόλεως της Καστοριάς, το οποίο είχαν εντοπίσει παρατηρητές του ΙΘ΄ αιώνος και ήταν διακριτό έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αποδίδει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή. Την κατάσταση αποδίδει η διάκριση, βορείως αυτού του ορίου της συνεχούς ελληνοφωνίας, θυλάκων και εστιών ελληνοφωνίας σε μια εν πολλοίς αλλόφωνη ενδοχώρα, νοτίως δε αυτού η απουσία σλαβοφωνίας.

 Η αθρόα ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων στην περιοχή μετά το 1870 δεν αποδίδει την κατάσταση που επικρατούσε πριν από το 1870. Παλαιές και νέες εστίες ελληνοφωνίας, όπως αυτές που αναφέρθηκαν, εξελλήνιζαν τους αλλόφωνους κατοίκους της υπαίθρου που συνέρρεαν σ' αυτές, όχι τους ίδιους τους αλλόφωνους θυλάκους οι οποίοι διατηρούσαν την αλλοφωνία. Αυτής της μορφής ο εξελληνισμός, βραδύς αλλά και ασφαλής, συνεχίσθηκε έως το τελευταίο περίπου τέταρτο του ΙΘ΄ αιώνος, όταν η περιοχή προβλήθηκε ως ζωτικός χώρος της Ελλάδος, ανήκαν σ' αυτήν κλορονομικώ δικαιώματι.

Στο εξής, όπως θα φανεί στο επόμενο κεφάλαιο, επεκτάθηκε και στην ύπαιθρο η ίδρυση ελληνικών σχολείων, αλλά ο εξελληνισμός των χωριών επιβραδύνθηκε, όταν άρχισε να αποδίδει ο αντίρροπος εκβουλγαρισμός των Σλάβων της Μακεδονίας που προωθούσε η Βουλγαρία.

Χρειάζεται εδώ να σημειωθεί ότι περισσότερο ενδεικτική της πραγματικής ελληνοφωνίας στην Μακεδονία δυτικά του Αξιού ήταν αυτή που εξασφάλισε το σύστημα των ελληνικών σχολείων που είχε αναπτυχθεί ως προϊόν του Διαφωτισμού, όχι αυτό των σχολείων της φάσεως που εγκαινίασε ο Εθνικισμός.
Για τον λόγο κυρίως ότι θεμελιώδης στόχος των σχολείων της δευτέρας φάσεως, εκτός βέβαια από την ελληνομάθεια, ήταν η προαγωγή του ελληνικού εθνικού φρονήματος, καθώς και η προβολή του αριθμού των σχολείων και των μαθητών τους ως αποδεικτικού στοιχείου της ελληνικής παρουσίας στη διαφιλονικούμενη περιοχή.

Αξίζει να υπομνησθούν εν προκειμένω τα εξής: η ελληνοφωνία ήταν ευθέως ανάλογη των ελληνικών σχολείων στις πόλεις της εν λόγω ζώνης και κυρίως κατά τη περίοδο πριν από την εκδήλωση των εθνικών ανταγωνισμών στη Μακεδονία.

Επί τη βάσει όλων των στοιχείων στη διάθεση του ερευνητή είναι δυνατόν να εντοπισθεί το βόρειο όριο της Ελληνικής στη Μακεδονία την εποχή αυτή, όριο το οποίο φανερώνει την εξελληνιστική επίδραση των ελληνικών πόλεων προς βορράν αυτού του ορίου.

 Ανατολικώς του Γράμμου, λοιπόν, και με νοητό σημείο νοτιοδυτικά της Καστοριάς όπου συνέκλιναν οι τρεις βασικές γλώσσες της περιοχής (Ελληνική, Αλβανική και Σλαβική), η νοητή γραμμή άφηνε προς βορράν τα περισσότερα Καστανοχώρια, άφηνε προς νότον τα χωριά Δαμασκηνιά, Σκαλοχώρι, Βοτάνι, Κωσταράζι, Γέρμας, Σισάνι και Βλάστη, άφηνε προς βορράν την ελληνόφωνη Βλαχοκλεισούρα και, στρεφόμενη προς νότον, άφηνε προς βορράν τα σλαβόφωνα χωριά της Εορδαίας και τα τουρκόφωνα χωριά της ίδιας επαρχίας, περνούσε βορείως της Κοζάνης, της Βεροίας και της Ναούσης, για να καταλήξει στις εκβολές του Αξιού.

Βορείως αυτού του ορίου, όπως προαναφέρθηκε, η Ελληνική απαντούσε στην Καστοριά, τη Βλαχοκλεισούρα, τη Φλώρινα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τα Βελεσσά, τον Πρίλαπο, τη Στρώμνιτσα.

Προς ανατολάς του Αξιού, η Ελληνική ήταν περιορισμένη και εκεί σε λίγες πόλεις και μεγάλα χωριά, στη Θεσσαλονίκη, σε λίγα χωριά της Ρεντίνας, στη Γευγελή, το Μελένικο, τις Σέρρες, την Αλιστράτη, τη Ζίχνα, τη Νιγρίτα, τη Δοϊράνη, την Κάτω Τζουμαγιά, το Πετρίτσι, το Δοξάτο, τη Δράμα, την Καβάλα, την Πράβιτσα, τον Σωχό και την Κομοτηνή.

Σε αυτές και άλλες εστίες της περιοχής ανατολικώς του Αξιού, η Ελληνική είχε να επιδείξει μακρά και αξιόλογη εξελληνιστική δράση, αξιολογότερη ίσως της δράσεως των αντιστοίχων εστιών δυτικώς του Αξιού, για τον λόγο κυρίως ότι η ανατολική Ελλάς ήταν εγγύτερα στο τότε κέντρο των Ελλήνων, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και στις ακμαίες ελληνικές κοινότητες του Ευξείνου Πόντου και των Παρίστριων Ηγεμονιών.

Συμπαγείς θύλακοι Βουλγάρων, εξίσου συμπαγείς θύλακοι Τούρκων και βουλγαροφώνων Μουσουλμάνων Πομάκων, καθώς και θύλακοι Βλάχων Χριστιανών ή Μουσουλμάνων, συνιστούσαν το γλωσσικό μωσαϊκό αυτής της ανατολικής Ελλάδος.

Είναι απαραίτητο να τονισθεί εδώ ότι οι γλωσσικές κοινότητες της εν λόγω περιοχής, η οποία καθιερώθηκε τότε να ονομάζεται «γεωγραφική» Μακεδονία, δεν αποτελούσαν εθνικές κοινότητες με τη σημερινή σημασία του όρου.

Δεν θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηρισθούν «εθνοτικές» κοινότητες, για τον λόγο ότι η χρήση αυτή του όρου θα περιέπλεκε χωρίς να υπάρχει ανάγκη ένα ζήτημα που δεν επιδέχεται ερμηνείες άλλες από τη διαπίστωση, την οποία επιτρέπουν οι ελάχιστες ασφαλώς μαρτυρίες της εποχής, δηλαδή την κατανομή των ομιλούμενων γλωσσών της περιοχής, πριν από τις αλλαγές που προκάλεσε η διείσδυση των εθνικών σχολείων των λαών που διεκδικούσαν τμήματα της εν λόγω περιοχής.
Μπορεί να θεωρείται βέβαιον ότι οι ελληνόφωνοι Χριστιανοί, μάλιστα δε των πόλεων, ταυτίζονταν με την ελεύθερη εστία των Ελλήνων.
Με την ίδια εθνική εστία ταυτίζοταν και οι περισσότεροι Βλάχοι, καθώς και πολλοί Σλάβοι.

Την εποχή αυτή και πριν προβληθούν στο προσκήνιο οι Βούλγαροι ως αδελφοί των Σλάβων της Μακεδονίας και ο Ρουμάνοι ως αδελφοί των Βλάχων, όσοι από τους αλλόφωνους ομοδόξους και συνοίκους των Ελλήνων Χριστιανοί είχαν την τύχη να σπουδάσουν τα εγκύκλια γράμματα σε ελληνικά σχολεία της περιοχής, με την εθνική εστία των Ελλήνων ταυτίζονταν, για τον λόγο κυρίως ότι αυτή η ελεύθερη εστία διατηρούσε τη λάμψη που είχε αφήσει πίσω του ο Διαφωτισμός.
Με την ίδια, τέλος, εστία ταυτίζονταν και οι Αλβανοί Χριστιανοί της δυτικής Μακεδονίας.

Η αναζήτηση άλλης εθνικής ταυτότητας από την παραδοσιακή ταυτότητα που εξασφάλιζε η εθναρχεύουσα Ορθόδοξη Εκκλησίαή από αυτήν που επρόβαλλε το εθνικό κέντρο των Ελλήνων είναι ανέφικτη στον κόσμο της μακεδονικής υπαίθρου, η εμμονή δε στην ανίχνευση άλλης τέτοιας ταυτότητας θα επιβάρυνε την ανάλυση χωρίς λόγο με μεταγενέστερα στοιχεία, τα οποία την εποχή αυτή δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθούν.

 Ως εκ τούτου, με τους όρους Έλληνες, Αλβανοί, Βούλγαροι (ή Σλάβοι) και Βλάχοι εννοούνται εδώ εκείνοι που είχαν ως μητρική τους γλώσσα την Ελληνική, την Αλβανική, τη Βουλγαρική ή τη Βλαχική, ασχέτως της πιθανής καταγωγής ή της ταυτότητας αυτών που ομιλούσαν τις εν λόγω γλώσσες.

Η καταγωγή ή η προέλευση των διαφόρων γλωσσικών κοινοτήτων που εξετάζονται στην παρούσα μελέτη, δεν αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής αναζητήσεως, επειδή θα εξέτρεπε την ανάλυση προς κατευθύνσεις άλλες από αυτήν που επιτρέπουν οι διαθέσιμες αξιόπιστες μαρτυρίες.

Ποια ήταν, λοιπόν, η φυσιογνωμία αυτών των πόλεων, οι οποίες ανέπτυξαν την ελληνοφωνία στην μακεδονική χώρα, όπως την καθιέρωσαν οι επισκέπτες της με την κλασσική παιδεία; Η φυσιογνωμία των, τουλάχιστον, που διαφαίνεται στις μαρτυρίες των συγχρόνων;

Η Αχρίδα, η αρχαία Λυχνιδός που όριζε στην Εγνατία οδό τη Μακεδονία από την Ιλλυρίδα, η «Όχρη» όπως ήταν γνωστή στους Έλληνες, ήταν έδρα της Μητροπόλεως Αχριδών και ευρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία ενός επίμαχου εθνολογικού συνόρου- στου οποίου τις άλλες δύο γωνίες ευρίσκονταν η Καστοριά και το Μοναστήρι. Έλληνες, Αλβανοί και Σλάβοι συναντώντο στο τρίγωνο αυτό, όπως συναντώντο στο μακρινό παρελθόν, Έλληνες, Ιλλυριοί και Παίονες. 

Η εικόνα της περιοχής που άφησε Έλληνας παρατηρητής περί το 1830 και που ακολουθεί, φανερώνει την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί έως τότε:

 «Η Όχρη με τα περίχωρά της και περίχωρα της Ρέσνιας και Στρούγγας, συμποσούνται ως 6.000 σπίτια (καπνοί) [δηλαδή εστίες] και ψυχές πανδημεί 50.000. Εκ του αυτού αριθμού το ½ Χριστανοί Βούλγαροι και το ½ Τούρκοι Αλβανοβούλγαροι. Και χωριά απαριθμούνται Τούρκικα και Χριστιανικά ως 140. Η γλώσσα σλαβονική και εις Όχριν και Στρούγγαν και Ρέζνιαν και εις όλα τα περίχωρά των».

Η Καστοριά, η οποία σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις δεν είχε απωλέσει τον μεσαιωνικό ελληνικό της πυρήνα και η οποία δέχτηκε κατά τους μέσους και νεωτέρους χρόνους Σλάβους, Βλάχους και Αλβανούς Χριστιανούς από τα περίχωρα αλλά και από μακρινούς τόπους, καθώς και Τούρκους Μουσουλμάνους, εξελλήνισε με το πέρασμα του χρόνου μεγάλο μέρος των αλλοφώνων Χριστιανών. 

Ο μικτός πληθυσμός της, όπως φανερώνουν τα βαπτιστικά ονόματα σε πωλητήρια συμβόλαια του ΙΔ΄ αιώνος, αλλά και σε κατάστιχο Αγιοταφίτη μοναχού του ΙΖ΄ αιώνος με τα ελέη των πιστών, διατηρήθηκε έως τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος, όταν μαρτυρείται ένα από τα ελάχιστα ελληνικά σχολεία της περιοχής.

Η Καστοριά, «πόλις μικρή εις την λίμνην του αυτού ονόματος», σύμφωνα με έγκυρη μαρτυρία της εποχής, «κατοικοιμένη από Βουλγάρους, Τούρκους, Έλληνας, όλους αμαθείς και ατέχνους», παρουσίασε πρόοδο και αύξηση της ελληνομάθειας στις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Προς το τέλος της περιόδου, σύμφωνα με καλόν γνώστη της εποχής, οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της πόλεως, οι δε Βούλγαροι είχαν εξελληνιστεί και ομιλούσαν την Ελληνική διανθισμένη με βουλγαρικές λέξεις.
Απολύτως διακριτοί παρέμειναν οι Μουσουλμάνοι και Εβραίοι κάτοικοι της πόλεως.

Την έλλειψη αρχικού ελληνόφωνου πυρήνα, ανάλογου αυτού της Καστοριάς, αναπλήρωσε στο Μοναστήρι η εμπορική κίνηση της πόλεως και η εκεί μετακίνηση πολλών εξελληνισμένων Βλάχων από τη Μοσχόπολη.

Η σχετική μαρτυρία των πρώτων δεκαετιών του ΙΘ΄ αιώνος φαίνεται πως απεικονίζει την τότε πραγματικότητα:

 «Τα Μπιτόλια, οπού και Μοναστήρι λέγεται, πόλις της κάτω Μακεδονίας, πολυάνθρωπη και αμαθέστατη, κατοικημένη από Βουλγάρους, Τούρκους, Βλάχους και Εβραίους».

 Στα μέσα του ιδίου αιώνος η πόλη παρουσίαζε αξιοσημείωτες αλλαγές:

«Εν τη Πελαγονία κείται η νέα πόλις Μπιτώλια, ήτις και Μοναστήρι καλείται, ενοικούμενη υπό 20.000 ψυχών και έδρα προ καιρού κατασταθείσα των ηγεμόνων της Ρουμελίας. Οι Χριστιανοί κάτοικοί της λαλούσι κυρίως την Βουλγαρικήν γλώσσαν, αλλά μεταξύ αυτών τιμάται και οσήμεραι περισπουδαστοτέρα αποκαθίσταται η Ελληνική Γλώσσα…».

Μισόν αιώνα αργότερα, άλλος επισκέπτης και αξιόπιστος μάρτυρας άφησε την εξής εικόνα για την πόλη του Μοναστηρίου: «Ειδωλοσκόπιον εθνικοτήτων και θρησκευμάτων, μωσαϊκόν φυσιογνωμιών και αμφιέσεων. Πάντα τα φύλα τα εισχωρήσαντα εις την χώρα και πυκνούντα την ατμόσφαιραν αυτής, Οθωμανοί, Ιουδαίοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Σέρβοι συμφύρονται μετά των Ελλήνων».

Ούτε οι υπερβολικοί χαρακτηρισμοί του πρώτου μάρτυρα, του διαπρεπούς λογίου, για την αμάθεια των κατοίκων του Μοναστηρίου, ούτε η αναφορά του τελευταίου στα «εισχωρήσαντα φύλα», από τα οποία εξαιρεί τους Έλληνες, αναιρούν την πραγματικότητα της εποχής, δηλαδή τον εξελληνιστικό ρόλο των πόλεων της Μακεδονίας.

 Τα μεγαλοπρεπή σχολεία και άλλα ελληνικά κοινοτικά κτίρια που διασώθηκαν στο Μοναστήρι, μαρτυρούν την προϊούσα ακμή των Ελλήνων της πόλεως. η οποία ακμή ωστόσο είχε ταπεινές καταβολές στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος.

Άλλο «ειδωλοσκόπιον» εθνοτήτων της περιοχής αποτελούσε η Χρούπιστα, το σημερινόν Άργος Ορεστικόν.
 Στους Βουλγάρους και Τούρκους κατοίκους της μικρής κώμης με την σπουδαία ετήσια εμποροπανήγυρη (τουλάχιστον από τον ΙΣΤ΄ αιώνα) προστέθηκαν, στα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, Βλάχοι από τη Μοσχόπολη, και αργότερα, απ' τη Γράμμουστα και τη Σαμαρίνα.

Ποιμένες, μικρέμποροι και γεωργοί αποτελούσαν τον πληθυσμό της κώμης, η οποία διατήρησε την αλλοφωνία και όταν αναπτύχθηκε η Ελληνική στους κόλπους των Βλάχων κυρίως. Η Χρούπιστα, από τις χαρακτηριστικότερες πόλεις-μικροκόσμους της Μακεδονίας του ΙΘ΄ αιώνος ασφαλώς, διέθετε προς το τέλος του αιώνος σχολεία ελληνικά, βουλγαρικό και ρουμανικό, όταν ωστόσο είχε αναπτυχθεί και υπερισχύσει η ελληνοφωνία μεταξύ των Βλάχων και των Βουλγάρων.

Νοτιοανατολικώς αυτού του πολύφωνου εθνολογικού τριγώνου απαντούσαν συμπαγής θύλακος ελληνοφώνων Μουσουλμάνων, των Βαλαάδων, προϊόν μαζικού εξισλαμισμού Ελλήνων της περιοχής, και άλλος θύλακος Τούρκων εποίκων βορείως της Κοζάνης, ο οποίος συναντούσε τη σλαβική προέκταση της Πελαγονίας, όπου εδέσποζαν εστίες ελληνοφωνίας, όπως το βλαχοχώρι Νυμφαίον, το Λέχοβο χωριό αλβανόφωνο, το Φλάμπουρο, η Δροσοπηγή και το Πισοδέρι, χωριά αλβανόφωνα και βλαχόφωνα, στα οποία η Ελληνική συναντούσε την Αλβανική και τη Βλαχική.

Το Βέρμιο, τέλος, εστέγαζε τις τελευταίες άξιες λόγου ελληνόφωνες εστίες δυτικώς του Αξιού. Στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου και από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά, η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα, οι πρώτες δύο νωρίτερα από την τρίτη, είχαν ήδη ενσωματώσει σημαντικό αριθμό Βλάχων και Σλάβων της περιβάλλουσας υπαίθρου στον ελληνόφωνο πυρήνα τους.
Για τους Βλάχους των ορεινών και τους Σλάβους των πεδινών οι τρεις πόλεις του Βερμίου αποτελούσαν ισχυρούς πόλους έλξεως.

Τρεις τουλάχιστον ξένοι αξιόπιστοι μάρτυρες των αρχών του ΙΘ΄ αιώνος θεωρούσαν τις πόλεις του Βερμίου ασφαλές βόρειο σύνορο της Ελληνικής. Το Βέρμιο και τα Πιέρια αποτελούσαν είδος «φυσικού οχυρού» των Ελλήνων απέναντι στους Βουλγάρους, οι οποίοι είχαν καταλάβει τα πεδινά προς ανατολάς αυτών των ορέων.

Από τις μαρτυρίες και τις εκτιμήσεις για τη Μακεδονία αυτής της εποχής, πριν δηλαδή να εκδηλωθεί ο οξύς ανταγωνισμός μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρωνγια την προαγωγή των εθνικών τους διεκδικήσεων στην περιοχή, προκύπτουν ορισμένα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την κατανόηση των εξελίξεων στην περιοχή που ακολούθησαν. 

Τέτοια στοιχεία ήσαν:

 α) η ανυπαρξία ευδιάκριτων ζωνών πυκνότητας της ελληνικής βορείως μιας νοητής γραμμής που προαναφέρθηκε,

 β) η εκτεταμένη αλλοφωνία σ' αυτήν την αυθαιρέτως προσδιορισθείσα περιοχή ως Μακεδονία,

 γ) ο προϊών εξελληνισμός των πόλεών της, οι οποίες δρούσαν ως εστίες της Ελληνικής στην αλλόφωνη εν πολλοίς ύπαιθρο χώρα,

δ) η προϊούσα ελληνομάθεια, η οποία ήταν αποτέλεσμα της αίγλης της Ελληνικής γλώσσας και παιδείας, όσο και της πρακτικής αξίας που είχε η Ελληνική για την οικονομική και κοινωνική άνοδο των κατόχων της και

ε) η διατήρηση της πολυγλωσσίας στις πόλεις και της μονογλωσσίας στα χωριά.

 Άλλο συναφές στοιχείο ήταν ο εξελληνιστικός ρόλος των πόλεων της περιοχής, οι οποίες εξελλήνιζαν τους κατοίκους της υπαίθρου που συνέρρεαν σε αυτές, όχι την ίδια την ύπαιθρο, η οποία παράμενε εν πολλοίς αλλόφωνη. Άλλο, τέλος, στοιχείο ήταν το ακόλουθο: ύπαρξη ελληνικών σχολείων στην περιοχή πριν από την εκδήλωση της ρήξεως των Ελλήνων με τους Βουλγάρους κυρίως και δευτερευόντος με τους Ρουμάνους, αποτελούσε τεκμήριο της ζητήσεως της ελληνομάθειας από τους αλλόφωνους συνοίκους των Ελλήνων λαούς όσο και από τους Έλληνες.



Die Herausbildung des neuen Makedoniens (1798-1870)

Ioannis Koliopoulos

1.   Einleitung


Makedonien, das antike geschichtsträchtige griechische Land sowie auch die geographische Region der Neuzeit, die unter diesem Namen bekannt ist, gehörte wohl zu den Ländern auf der Welt, die am häufigsten zum Gegenstand von Diskussionen wurden.


Das antike Makedonien
 Über zwei Jahrhunderte hinweg, seit damals, als die Vertreter des post-revolutionären Frankreichs auf den westgriechischen Inseln sowie auf dem griechischen Festland die Ideen und Parolen verbreiteten, die dem Nationalismus Auftrieb verliehen, war jenes antike griechische Land der Gegenstand von Forschungen, aber auch der Bildung von Mythen, seitens Archäologen, Historikern, Ethnologen, Völkerrechtlern, Sozialwissenschaftlern, Geographen und Humangeographen, Journalisten und Politikern. Die veränderte Physiognomie des antiken Landes und sein Fortbestehen in der Neuzeit, wie sich dieses in Zeugnissen und in Studien äußerte, die all jene zurückließen, die sich mit dieser Frage beschäftigten, sollen der Gegenstand dieser Studie sein.


Seit damals, als die Zukunft des antiken griechischen Landes auf der internationalen Bühne diskutiert wurde, also seit der zuvor genannten Zeit, erweckte die „Makedonische Frage“, wie sie genannt wurde, das Interesse oder auch die Intervention von Wissenschaftlern, Journalisten, Diplomaten und Politikern, die die Physiognomie dieses Landes immer wieder neu formten. Die von Zeit zu Zeit aufkommenden Krisen bezüglich der Makedonischen Frage brachten bedeutende Forscher des Landes und bedeutende Werke hervor, in denen jedoch, mit wenigen Ausnahmen, Ansichten und Charakteristika Makedoniens projiziert wurden, die nicht immer der Realität entsprachen, sondern vielmehr unterschiedlichen Interessen dienten. Die Einbeziehung von so vielen, die sich mit dem antiken Land und mit seinem Fortbestehen in der Geschichte der Neuzeit beschäftigten, war erforderlich, da dieses Land oder einen Teil davon außer den Griechen auch andere Völker Südosteuropas für sich beanspruchten.


Die Suche nach der jeweils wahren Physiognomie Makedoniens, des wahren Makedoniens, ist kein einfaches Unterfangen.

 Die Suche nach den erforderlichen Beweisen sowie die Evaluierung ihrer Validität erfordern eine besondere Sorgfalt, und zwar aus dem Grund, dass ihre Angaben gelegentlich nicht haltbar und irreführend sind. Darüber hinaus wurde die „Makedonologie“, also die Wissenschaft, die sich mit der Erforschung Makedoniens beschäftigt, selbst zu einem Gegenstand der Forschung für die Identifizierung verschiedener Tendenzen und Zielsetzungen in den Werken der Makedonologen.


Sowohl die Quellen der verschiedenen Angaben als auch die Werke der Makedonologen bergen also die Gefahr einer Irreführung des Forschers. In eben diesen Quellen und den Werken gibt es Auslassungen und fehlende Kontinuität. Auf das Fehlen von ausreichenden schriftlichen Zeugnissen bezüglich der Niederlassung der Slawen in der weiteren Region ist in vielerlei Hinsicht die Unkenntnis zahlreicher Aspekte der Frage zurückzuführen. Obwohl die Archäologie und neue, den Archäologen zur Verfügung stehende Methoden bezüglich zahlreicher dieser Aspekte Licht ins Dunkel gebracht haben, so bleibt das 20. Jahrhundert nach wie vor ziemlich dunkel, dunkler als die Jahrhunderte davor, vielleicht gerade, weil die nationale Historiographie der Völker der Region sich noch nicht von den Abhängigkeiten befreit hatten, welche die nationalen Mythenbildungen des 19. Jahrhunderts geschaffen hatten.

Von diesen Abhängigkeiten möchte sich diese Studie befreien, und so die historische Vergangenheit Makedoniens gemäß den Anweisungen des großen Lukian rekonstruieren, also ohne im Dienste von Zweckmäßigkeiten oder vergänglichen oder auferlegten Gewissheiten oder ebenso vergänglichen Korrektheiten zu stehen, sondern nur die Ermittlung der Realität bezweckend, mit dem unerschütterlichen Glauben, dass es diese Realität gibt, so wie es auch eine objektive Wahrheit gibt. Grundlegendes Anliegen und zugleich Ausgangspunkt dieser Studien sind: die Überwindung nicht nur der Überreste der nationalen Mythenbildungen der Vergangenheit, sondern auch der Hindernisse, die ein unerklärlicher Relativismus geschaffen hat und die die Verpflichtung des Wissenschaftlers untergraben, die Realität und die Wahrheit ohne offensive Definitionen zu suchen.

Eine derartige Abwendung von den etablierten Gewissheiten, welche die nationalen Konkurrenzkämpfe der Vergangenheit der modernen Geschichtsschreibung vermacht hatten, ist die Autonomisierung der Geschichte Makedoniens von den nationalen Geschichten der Völker der Region.

Zwei Grundelemente dieser Autonomisierung sind:

a) die Verlegung des Beginns der Neuzeit vom 15. auf das Ende des 18. Jahrhunderts und

b) die Ausweitung der Landesgrenzen von jenen der Antike auf die Grenzen des sogenannten „neueren“ Makedoniens oder „geographischen“ Makedoniens.



Diese zwei obigen Elemente, also die Festlegung des Beginns der neueren Geschichte Makedoniens auf das Ende des 18. Jahrhunderts und die Betrachtung des geographischen Makedoniens an Stelle des historischen, wenn es um die Neuzeit geht, sind nicht ohne Beziehung oder voneinander losgelöst zu betrachten. 

Das geographische Makedonien, das ein Synonym für die Makedonische Frage ist, wurde in der jüngeren Geschichte geschaffen, ausgehend von jenem Makedonien, dem in dieser Studie der Vorzug gegeben wird: 

Das geographische Makedonien war ein Produkt von insbesondere zwei Faktoren: 
a) der Gleichsetzung von drei Verwaltungsbezirken der Europäischen Türkei mit dem antiken Makedonien, und
 b) der Suche nach den „nördlichen“ Grenzen der Nation durch die Griechen in der Neuzeit

Die Gleichsetzung der drei Bezirke des Osmanischen Kaiserreichs mit dem antiken griechischen Land und dessen Namen war unvermeidlich, obwohl das antike Makedonien sich nicht so weit nach Norden erstreckte, wie die drei Verwaltungsbezirke jener Zeit, da diesen Namen letztendlich die Präferenzen der Reisenden, der Diplomaten, der Geographen und der Historiker jener Zeit, die über eine klassische Bildung verfügten, vorgegeben hatten. Dabei handelte es sich freilich um eine willkürliche Namensgebung, die jedoch niemals angezweifelt wurde, auch nicht von den Griechen, die die Grenzen Griechenlands, dem Geographen Strabo folgend, weiter nach Norden verlegten. 
Als Beginn der Neuzeit wurde das Ende des 18. Jahrhunderts bevorzugt, da der Forscher in jener Zeit die Elemente zu erkennen glaubte, welche als typische Erkenntnisse jener Zeit verstanden wurden, die aus der Welt des Mittelalters hervorgegangen waren.

Diese alte Epochisierung, gemäß der die Neuzeit am östlichen Ende Europas in Analogie zum Beginn jener Epoche in Westeuropa im 15. Jahrhundert begann, befriedigt den modernen Historiker im Falle der historischen Vergangenheit der Region, die als Makedonien bezeichnet wurde, nur wenig.

War doch dieses Jahrhundert, das im Westen mit der Renaissance, der Entfernung vom theozentrischen Weltbild des Mittelalters hin zur humanistischen Bildung und dem anthropozentrischen Weltbild der modernen Welt, der Herausbildung der ersten Nationalstaaten und dem Aufbruch der Europäer in die übrige Welt sowie der Gestaltung dieser Welt nach ihrem Bild, dieses Jahrhundert also war in dem hier zu betrachtenden Osten eine Zeit nicht des Fortschritts, sondern vielmehr des Rückschritts. Denn die letzten freien Zentren des Oströmischen Kaiserreichs in Europa und Asien, Konstantinopel, Pontos, die Peloponnes und Epirus unterlagen den osmanisch-türkischen Eroberern. Die Venezianer behaupteten bereits die Heptanes und Kreta, und die Johanniter-Ritter Zypern.

Der Osten, und natürlich Makedonien, traten, verglichen mit den fortschrittlichen Ländern Westeuropas, mit einer Verspätung von mindestens drei Jahrhunderten in die Neuzeit ein. Die späte griechische Aufklärung, an der auch viele der gleich strukturierten, aber anderssprachigen griechischen Kolonien beteiligt waren, stellt in wissenschaftlicher Hinsicht den korrekteren Ausgangspunkt der Neuzeit dar, da hier der Wissenschaftler jene neuzeitlichen Elemente feststellen kann, die zuvor im Westen aufgekommen waren. Damals wurde auch, wie bereits erwähnt, das antike griechische Land „erweitert“ und nahm die Form des geographischen Makedoniens der Neuzeit an.

Die anderen etablierten Einschnitte in der Geschichte Makedoniens bedürfen keiner Revidierung, da sie als Stationen und Ausgangspunkte von Änderungen ausreichen. Die jeweilige Herrschaft, ein entscheidender Faktor in der Epochisierung, stellte auch in dieser Studie ein entscheidendes Element für die Abgrenzung der verschiedenen Epochen dar. 



Das prähistorische Makedonien, 

das antike griechische und hellenistische Makedonien, 

das Makedonien unter der Römerherrschaft, 

das Makedonien des Oströmischen Kaiserreichs (worunter auch die kurze Herrschaft der Bulgaren und der Serben in einigen Teilen des Landes fallen), das von den Türken beherrschte Makedonien (eine Epoche, in dessen letztes Jahrhundert auch die Herausbildung des „geographischen“ Makedoniens fällt) und

 das moderne Makedonien, das die Griechen, die Serben und die Bulgaren befreiten und in ihre Nationalstaaten eingliederten, 



stellen klar abgrenzbare Epochen der Geschichte des antiken Landes und seines Fortbestehens im Mittelalter und der Neuzeit dar.



Das geographische Makedonien, diese willkürliche historische Einheit der Neuzeit, hat die Wissenschaftler nicht vor so viele Probleme gestellt, wie seine jeweiligen Bewohner. Makedonien war ein Grenzland, ein Ort, an dem sich zahlreiche Gemeinschaften unterschiedlicher Sprachen und Religionen trafen und - in den meisten Fällen friedlich - zusammen lebten.

Nach der Eroberung des Landes durch die Römer lebten dort Griechen, Römer oder latinisierte Griechen, Hunnen, Goten und Visigoten, Slawen, Albaner und Türken über längere oder kürzere Zeit im Frieden oder einander feindlich gesonnen unter einer Vielzahl an Herrschern zusammen. Makedonien war von der Antike bis in die Neuzeit ein Ort des Durchzugs, der Niederlassung und der Auswanderung unter unterschiedlichen Bedingungen. Kriege und Vertreibungen, die Bedürfnisse der verschiedenen Herrscher, aber auch die Übel, die die Welt häufig trafen und als Zorn Gottes interpretiert wurden, wie Missernten, Hungersnöte, Epidemien tödlicher Seuchen, riefen Flüchtlings- und Migrationsströme hervor, doch die dezimierte Bevölkerung wurde durch Flüchtlinge oder Migranten aus anderen benachbarten oder weiter entfernten Regionen wieder ausgeglichen. In den Jahren der osmanischen Herrschaft wurden Massenmigrationen und Niederlassungen von Andersgläubigen, die aus entfernten Regionen kamen, sowie eine bedeutende Migrationsbewegung einer christlichen Überbevölkerung aus den Gebirgsmassiven insbesondere des Westens des Landes in die Länder von Mitteleuropa beobachtet.

Seit damals, als die Makedonische Frage auf internationaler Ebene ins Rampenlicht rückte, trugen die Völker, die Makedonien für sich beanspruchten, die sogenannten „nationalen“ Rechte am Land vor, wobei sie die Legitimität dieser Rechte insbesondere auf zwei Elemente stützten:

a) auf ihre „historischen“ Rechte in dem Land, und

b) auf die „Mehrzahl“ der Bürger ihrer Nation im Vergleich zu den anderen Nationalitäten des Landes. Aus den verfügbaren Daten ist nicht zu erkennen, dass die direkt betroffenen Seiten sich ernsthaft mit der unvermeidlichen und damals unbeantworteten Frage beschäftigten, welches Element für die geltend gemachte Legitimität ihrer Ansprüche eine größere Bedeutung habe, die historischen Rechte oder die zahlenmäßige Macht der Gemeinschaft von Bürgern ihrer Nationalität. Mit anderen Worten die Frage, was mehr zähle, der Ort und seine Geschichte oder die Einwohner 
des Ortes. Und letztendlich wurde die Lösung der Makedonischen Frage auch einer Legitimität der Waffenstärke belastet.

Der Kampf um die Vorherrschaft in Makedonien warf Aspekte und Seiten des für sich beanspruchten Ortes auf, die so in anderen historischen Ländern nie auftraten.
Über beinahe zwei Jahrhunderte hinweg wurden die Geschichte und die Kultur Makedoniens, seine Gesellschaft und Wirtschaft, seine mehrsprachige und mehrgläubige Welt zum Gegenstand von Forschungen, die das Land „berühmt“ machten. Eben dieser Kampf stellte jedoch auch die wissenschaftliche Glaubwürdigkeit der Forscher, die sich mit diesem beanspruchten Land und seiner Zukunft beschäftigten, auf eine harte Probe, sowie auch die Völker, die es für sich beanspruchten und mit Waffengewalt befreiten.

Die Bulgaren kämpften – und unterlagen– um Makedonien in drei Kriegen, den Balkankriegen (1912 – 1913), dem 1. Weltkrieg und dem 2. Weltkrieg, also in denselben Kriegen, in denen die Griechen siegten, nachdem sie zuvor beträchtliche Teile besetzt hatten. 


Die Serben erlebten, ohne entsprechende Opfer für Makedonien erbracht zu haben, dass schließlich der Teil des Landes, den sie befreiten, eine besondere nationale Identität entwickelte und seine Unabhängigkeit gewann.

Makedonien probierte auch das Sicherheitssystem aus, das die Großmächte gewählt hatten. Eine Reihe an internationalen Abkommen und multilateralen oder bilateralen Verträgen hatten Makedonien als Hauptthema.

Das russisch-türkische Diktat von San Stefano im Jahr 1878, der Berliner Kongress und der gleichnamige Vertrag desselben Jahres, das Londoner Protokoll aus dem Jahr 1913, der griechisch-bulgarische Vertrag von Neuilly aus dem Jahr 1919 bezüglich der wechselseitigen und freiwilligen Migration von und aus den zwei Ländern, das von vorneherein zum Scheitern verurteilte Protokoll Politis-Kalfof aus dem Jahr 1924 und der ebenfalls zum Scheitern verurteilte griechisch-jugoslawische Vertrag, dem Theodoros Pangalos im Jahr 1926 unter Druck zustimmte, diese sowie weitere internationale Akten der gleichen Zeit und späterer Jahre hatten als Hauptanliegen die Beilegung ver-schiedener Aspekte der Makedonischen Frage. Der 2. Weltkrieg suchte die Länder Südosteuropas, welche Makedonien untereinander aufteilten, schwer heim, und aus den Wirren der Okkupation Makedoniens durch die Achsenmächte entstand ein neues Land am Rande des historischen Makedoniens.



Das historische griechische Land, das seinen Namen von seinen Bewohnern, den antiken Makedonier, erhielt, das spätere ruhmreiche Land, das mächtige Eroberer und Dynastien kennen lernte, verlagerte sich auf der Karte in Richtung Süden.

 Es erweiterte sich beträchtlich und stellte Teil der benachbarten Bezirke dar, und beherbergte vorübergehend oder dauernd verschiedene Völker, bis es schließlich in Vergessenheit geriet und insbesondere in den Mythen der Völker, die sich auf seinem Boden trafen, überlebte. Von den Barbareneinfällen des 4. Jahrhunderts und dem Zusammenbruch der griechisch-römischen Welt und den sich daran anschließenden Jahrhunderten spielte Makedonien in der Geschichte keine Rolle, bis es schließlich die Reisenden, die Geographen, die Historiker und die Ethnologen wieder entdeckten, die es, wie bereits erwähnt, weiter nach Norden ausweiteten und sich mit der Suche der antiken Staaten und ihrer Gleichsetzung mit den Ansiedlungen ihrer Zeit beschäftigten, um die gesuchte Kontinuität festzustellen. Um die Mitte des 18. Jahrhunderts kam dazu die Suche nach den Monumenten der dazwischen liegenden Jahre, der byzantinischen Monumente, hinzu, die besser sichtbar und in größerer Zahl vorhanden waren als jene der Antike, als das Oströmische Kaiserreich für diese Zeit als Träger der griechischen Nation angenommen wurde.

Die Suche nach Beweisen für die Feststellung der Kontinuität und die Unterstützung der Legitimität der historischen Rechte und der nationalen Rechte verlangte tief in der Vergan-genheit liegende Ausgangspunkte: prior tempore, fortior iure- Je älter, desto stärker die Rechte. Alle die antiken griechischen Stämme Nordgriechenlands wurden aus der Vergessenheit erweckt, wie später auch die illyrischen und die thrakischen Stämme wiederentdeckt wurden, und gaben den entsprechenden Regionen ihren Namen. Das antike Makedonien erlangte in den Ortsnamen neues Leben, wie diese auf den historischen Karten erschienen, aber waren diese kartographischen Exempla dazu ausreichend, um die Feststellung der Kontinuität und der Legitimität von nationalen Rechten zu stützen?

Die Bulgaren, die Serben, die Rumänen und die Albaner – sowie alle, die ihre Ansichten in der Makedonischen Frage unterstützten – stimmten den griechischen Thesen nicht zu, dass Makedonien ein „in den Steinen und Monumenten sprechendes" Land sei, sondern brachten vielmehr das Argument vor, dass die Bewohner der Region von größerer Bedeutung seien als die Geschichte und die Ruinen der Vergangenheit, allerdings nicht ohne dass sie selber nach antiken Ahnen gesucht hätten.

Wer waren also die Bewohner Makedoniens?

 Jahrhunderte der Fremdherrschaft, der Barbareneinfälle, gewaltsamer Umsiedelungen, Auswanderungen und Niederlassungen hatten im Land ein sprachliches und religiöses Mosaik hinterlassen, in dem gemäß dem Besucher und aufmerksamen Beobachter des 20. Jahrhunderts, H.N. Brailsford, die Jahrhunderte nicht eines auf das andere folgte, sondern „nebeneinander lebten“.
1
Griechen, Slawen, Bulgaren, Türken, Juden, Wlachen und Albaner, aber auch verschiedene Variationen dieser Völker, wie griechischsprachige Moslems, wlachischsprachige Moslems, albanischsprachige Griechen u.a. bildeten das bunte Mosaik Makedoniens.

Die kurzlebigen politischen Korrektheiten von mehr als einem Jahrhundert brachten Neologismen und abenteuerliche Wortschöpfungen hervor, wie „Hellenisierer“, „Bulgarisierer“, Rumänisierer“, „Wlachischsprachig“, „Slawischsprachig“ und „Bulgarischsprachig“, um so unter einem wissenschaftlichen Deckmantel die Ratlosigkeit der Griechen zu verbergen.

In dieser Studie sollen die wissenschaftlichen Spielchen mit jenen Hypothesen vermieden werden, die sich auf Gedankensprünge bezüglich der Herkunft der verschiedenen menschlichen Gemeinschaften Makedoniens stützen. Von der heute allgemein anerkannten These ausgehend, dass nationale Gemeinschaften mit der Übernahme von Elementen wie Sprache, Religion und ausgewählten historischen Elementen, die im Laufe der Zeit verschiedene Änderungen erfahren, gebildet werden, wird diese Studie die unfruchtbare Suche und Identifizierung der Abstammung umgehen, die, wie es scheint, nach wie vor Wissenschaftler in ihren Bann zieht, die mit den Hinterlassenschaften des Rassismus liebäugeln. Denn auch wenn, vielleicht anhand der Gene, die Abstammung der heutigen Nationen und derjenigen der früheren Epochen festgestellt werden sollte, so wird wohl die entscheidende Rolle der Kultur bei der Herausbildung von unterschiedlichen menschlichen Gemeinschaften nicht mehr angezweifelt werden. Die Ermittlung der Blutsabstammung als eines entscheidenden Elements für die Herausbildung der nationalen Gemeinschaften wäre vielleicht als eine Hypothese und ein wissenschaftliches Exempel denkbar, würde jedoch zu nicht kalkulierbaren Problemen führen, wenn sie als Grundlage für die Herausbildung neuer nationaler Gemeinschaften herangezogen werden würde, wie dies etwa von Wissenschaftlern des deutschen Nationalsozialismus während des 2. Weltkriegs versucht wurde.

Die Griechen, die Slawen, die Bulgaren, die Juden, die Türken, die Wlachen und die Albaner sowie Variationen von ihnen formten das Makedonien der Neuzeit, wurden aber gleichzeitig von ihm, von seiner Geschichte und seinem Umfeld, seinen Traditionen und Mythen, die sie erlebten, geformt. Den Wissenschaftlern stehen nur wenige Zeugnisse zur Verfügung, doch diese Zeugnisse stammen vorwiegend von jenen, die dazu in der Lage waren, Zeugnisse zu hinterlassen. Die Beweise, welche die „stillen“ Massen zurückließen, reichen nicht dazu aus, um damit eine andere kulturelle Identität zu begründen, als die sprechenden Zeugen sie hinterlassen haben. Auf die vorhandenen und verfügbaren Zeugnisse wird sich auch diese Geschichte Makedoniens stützen, mit der Überzeugung der Mitwirkenden, dass sie das Ergebnis mehrjähriger Forschungen zahlreicher Wissenschaftler in Griechenland und im Ausland darstellt, das zu einem besseren Verständnis der historischen Vergangenheit einer der in kultureller Hinsicht gesehenen interessantesten Regionen Europas gehört. Eventuelle Defizite und Schwächen der Studie – sowie auch ihre Vorzüge – zeigen die Grenzen der Möglichkeiten der daran Beteiligten.
Makedonischer Kopfschmuck aus Rumluki 

2.   Die Entdeckung Makedoniens

An der Schwelle vom 18. zum 19. Jahrhundert, als die Mächte Westeuropas, die bereits in Europa miteinander in Konflikt standen, bis an die Grenzen unseres Osteuropas gelangten, um auch dort ihre Konflikte auszutragen und ihre Ziele voranzubringen, befand sich Makedonien noch in einem Status der Zurückgebliebenheit und der Lethargie, zu der es die osmanische Herrschaft verurteilt hatte. Alle Zeugnisse aus dem einst ruhmreichen antiken griechischen Land vermitteln das Bild eines armen und unterentwickelten Ortes ohne erwähnenswerte Städte, das Räuberbanden und den Bewaffneten der Herrscher zur Verfügung stand, die wie die Räuber viel Übel anrichteten, eines Ortes ohne Verkehrswege, ohne nennenswerte Schulen. Die allgemeine Rückbesinnung auf die klassische Bildung, aber auch die Ankunft von militärischen und politischen Vertretern des post-revolutionären Frankreichs, trugen dazu bei, dass Griechenland ins Rampenlicht gelangte. Das Interesse der Franzosen und ihrer Hauptgegner im Nahen Osten, der Engländer, trug wesentlich zur „Entdeckung“ Makedoniens bei.

Der Name Makedonien gilt heute als selbstverständlich, nicht jedoch vor zwei Jahrhunderten. Die Region, die deutlich ausgedehnter ist als das antike griechische Land, war offiziell unter dem Namen der osmanischen Verwaltungsbezirke bekannt, bei denen es sich um die Namen der wichtigsten Verwaltungszentren handelte: Monastiri, Skopje, Kozani, Kastoria, Thessaloniki, Katerini, Veria usw. Der Namen Makedonien war nur jener Minderheit bekannt, die über eine klassische Bildung verfügte, den ausländischen Reisenden, die zu jener Zeit immer häufiger die griechischen historischen Stätten besuchten, dem griechischen Bildungsbürgertum, Lehrern und Professoren, die damals ebenfalls an der Zahl zunahmen. Ausländische Reisende und griechische Gebildete suchten in ihrem Bestreben, die Reste der griechisch-römischen Welt in der neuen Zeit zu erkennen und die Ruinen antiker Städte mit den benachbarten Siedlungen zu identifizieren, das antike Makedonien in den Verwaltungsbezirken der europäischen Türkei, wobei sie Strabo und anderen antiken Geographen und Historikern folgten.

Doch auch die wenigen, die die antiken Geographen und Historiker gelesen hatten, hatten auf Grund der verworrenen und häufig widersprüchlichen Informationen, welche die antiken Autoren hinterlassen hatten, kein klares Bild von dem Land, das sie suchten, also von Makedonien. Eine entscheidende Rolle bei der Suche und „Ermittlung“ der Lage und der Grenzen Makedoniens scheint jedoch der römische Bürger und Geograph Strabo gespielt zu haben, der natürlich von der Verwaltungsaufteilung seiner Zeit beeinflusst war. Doch nicht alle Forscher jener Zeit, die sich mit dem Thema bezüglich der Beziehung von Makedonien mit dem südlich davon gelegenen Griechenland beschäftigten, also mit der Frage, ob auch Makedonien ein Teil Griechenlands war, waren der gleichen Meinung. Trotz der Ansicht Strabos, dass auch Makedonien Griechenland sei, schlugen griechische und ausländische Kenner der Antike, gestützt auf unterschiedliche Quellen, die jeweils unterschiedliche Verwaltungsgliederungen widerspiegelten, diametral gegensätzliche Thesen vor.

Die Unklarheit bezüglich der Lage und der Grenzen Makedoniens ist nicht ohne Bedeutung, genauso wenig, wie die Beziehung Makedoniens zum übrigen Griechenland. Und zwar aus dem Grund, weil die Suche und die Konfusion jener Zeit auch zur Zeit des griechischen

Unabhängigkeitskampfes die offiziellen griechischen Positionen bezüglich Makedoniens beeinflussten, als sich die ersten griechischen Positionen in der Frage nach dem Staatsgebiet der griechischen Nation stellten. Das „Hauptgriechenland“ der Römer (Graecia propria), also das Griechenland südlich von Tempoi, das für viele griechische und ausländische Forscher dieser Zeit als Referenz galt, sollte die späteren Ansichten deutlich beeinflussen.1

In der Zeit des Befreiungskampfes von 1821 waren die Ansichten der Griechen, welche die damals in der griechischen Welt vorherrschende Meinung vertraten, was die Makedonische Frage betrifft noch deutlich von den Ansichten der Westeuropäer beeinflusst, die Makedonien im Allgemeinen außerhalb Griechenlands sahen. Angesichts der Suche und Festlegung der Grenze Griechenlands zu Türkei seitens der drei Garantiemächte im Jahr 1828 schlug der neu nach Griechenland gekommene Gouverneur Ioannis Kapodistrias als Grenze die Linie vor, welche der Berg Olymp und der Bergrücken des Pindos bei Metsovo bilden, mit dem Ziel, dass die Berge eine Art natürliche Befestigung bilden sollten und die zwei „Völker“ effektiv voneinander getrennt seien. „Dieser Grenze“, so Kapodistrias, „trennte auch früher Griechenland von den nördlichen Nachbarregionen. Während des Mittelalters und in der jüngeren Vergangenheit war Thessalien immer griechisch, wohingegen die Makedonier von den Slawen und zahlreichen anderen Stämmen beherrscht wurde“. Ein weiteres modernes Zeugnis zu Makedonien ist auch jenes des gebildeten Johanniters Athanassios Psalidas, wie er dies in Aufzeichnungen für das Unterrichtsfach der Geographie niederschrieb, das er an griechischen Schulen jener Zeit unterrichtete: „Die achte Provinz (der europäischen Türkei) ist Makedonien, das durch Philipp und seinen Sohn Alexander dem Großen überall bekannt ist. Heute ist es jedoch eine niedrige Region, die von niedrigen Menschen bewohnt wird. Die Region ist reich an Feldfrüchten, Wein, Seide, Baumwolle und anderem. Doch die Bildung fehlt völlig, und ihre Bewohner sind Bulgaren, Türken und wenige Griechen und Wlachen, Auswanderer aus Arbanitia".2

Doch wo war das wahre Makedonien hinter diesem Bild, das die Vertreter der Aufklärung hinterließen, die freilich das Kriterium der griechischen Sprache und Bildung als Ausgangspunkt nahmen, und wie ergab sich aus diesem Bild das geographisch erweiterte Makedonien, das die Griechen überdies auch noch als Erbe ihrer Vorfahren für sich beanspruchten? Die Expansion des historischen Makedoniens erfolgte vor und unabhängig von der Verfechtung der griechischen nationalen Ansprüche, und zwar durch die griechischen Kenner der Antike und ausländischen Geographen, Historiker und Reisenden. Anders ausgedrückt, der Raum Makedoniens wurde zuerst, geleitet insbesondere von den Ansichten Strabos, für das historische Land festgesetzt, und anschließend wurde Ansprüche an diesem Land in den Vordergrund gestellt. Nach Strabo wird Makedonien im Norden [...] von der gedachten Linie zwischen den Bergen Vertiskos und Skardos und Orvelos und Rhodope und Aimos begrenzt. Diese Linie des gebildeten römischen Bürgers bildete von da an die nördliche Grenze von Makedonien und somit natürlich von Griechenland.3



Flage der Makedonier im Freiheitskampf 1821

Der Kampf des Jahres 1821 war ein Meilenstein in der Geschichte Makedoniens: Der Bruch mit dem osmanischen Herrscher, welchen der Geheimbund „Philike Etairia“ vorbereitet hatte und an der auch viele Makedonier beteiligt waren, insbesondere Griechen aber auch anderssprachige Nachbarn, die noch die griechische Bildung als ein organisches Element eines unabhängigen Staates erfuhren, ließ die ersten Risse zum Vorschein treten, welche der Nationalismus in der Orthodoxen Ökumene verursachte. Diese Risse hatten sich bereits vor zwanzig Jahren im Werk von Rigas Velestinis abgezeichnet, insbesondere in seinem Werk Ellenike Politike Dioikesis (griechische politische Verwaltung), in denen er klar und deutlich die Vision der Nation, der griechischen Nation, als einer politischen Gemeinschaft formulierte, an der gleichberechtigt und als Bürger dieser Gemeinschaft alle Bewohner des Staatsgebietes, unabhängig von ihrer Sprache und Religion, teilnehmen sollten.
Rigas und Korais und die Auferstehung Griechenlands
Rigas verfolgte nicht die Vision einer Föderation oder einer Konföderation der Balkanvölker, wie sein politisches Denken gelegentlich falsch interpretiert worden ist, sondern einen griechischen Staat, in dem die griechische Sprache und Kultur eine solche Stellung einnehmen sollten, wie die französische Sprache und Kultur in der Französischen Republik. 
Die Überzeugung Rigas, dass die griechische Sprache und Bildung von allen anderssprachigen Nachbarvölkern der Griechen gewünscht werde, war zur Zeit Rigas nicht das Produkt von Überheblichkeit.
 „Albaner, Wlachen, Bulgaren freut euch / und bereitet euch alle darauf vor Rhomäer zu werden“, rief zur gleichen Zeit der begeisterte Apostel des Griechischen, Daniel Moschopolitis, der Abstammung nach Wlache, die Anderssprachigen der Orthodoxen Ökumene auf. „Lernt die rhomäische Sprache, die Mutter der Weisheit“.4


Diese Aufforderung von Daniel an die anderssprachigen Christen im viersprachigen Lexikon, das zu Beginn des 19. Jahrhunderts herausgegeben wurde, wird gewöhnlich missverstanden. Doch diese Interpretation der Aufforderung als Ausdruck einer Überheblichkeit zeugt von Ignoranz der breiten Akzeptanz, welche die griechische Sprache zu jener Zeit als glanzvolles Vermächtnis, das allen offen stand, sowohl den anderssprachigen, als auch den griechischsprachigen Christen des Osmanischen Kaiserreichs, hatte. Die griechische Bildung galt per se als Ziel, aber auch als Mittel zum Erwerb von Wissen, und vom Wissen zur Freiheit. Die Sprache war, bevor sie die Eigenschaften annahm, die ihr von der darauf folgenden herderischen Romantik verliehen wurden, ein Mittel für die Perfektionierung des Menschen mittels des Wissens, und nicht ein unveräußerliches Element des „Geistes“ eines „Volkes“. Als ein solches Mittel der Perfektionierung wurde also die griechische Sprache von Rigas und von Daniel verstanden und verfochten.

Ferner ist auch die Ansicht nicht haltbar, gemäß der die Fanarioten, die griechische Führungsgruppe in Istanbul, die gemeinsame Herrschaft der Griechen und der Türken oder auch die Übernahme auch der politischen Macht durch die Griechen in absehbarer Zeit anstrebten, ein Ziel, das der griechische Aufstand vereitelte. Dabei handelt es sich um ein Produkt der Flucht vor der Realität, wie diese sich zum Ende des 19. und zu Beginn des 20. Jahrhunderts herausgebildet hatte, eine Ansicht, wie diese von Ion Dragoumis und seinen Kreisen auf Grund der Verachtung, die sie gegenüber dem völlig unterlegenen und erniedrigten griechischen Nationalstaat empfanden, kultiviert wurde. Eine Abwandlung dieser Ansicht wurde auch von dem englischen Geschichtsphilosophen Arnold Toynbee in seinem Werk Study of History aufgenommenEine seriöse Forschung über die Fanarioten vor dem Aufstand lässt jedoch keinen Raum für die Bestrebungen jener, die sich mit der Zukunft der griechischen Nation beschäftigten: Wie alle anderen gebildeten Griechen der Region beschränkten sich ihre Visionen und ihr Einsatz auf die Verfechtung der Bildung und der Freiheit.5


Doch auch in der Zeit vor dem Aufstand fehlte es in Makedonien nicht an Aufstandsbewegungen, wie etwa jene des tragischen Helden, des Armatolen Nikotsaras, im Jahr 1808, die im Rahmen eines der zahlreichen Kriege, die Russland gegen das osmanische Kaiserreich führte, stattfand und von Agenten Russlands angestachelt worden war. Die tatsächlichen Ausmaße dieser Bewegung sind noch nicht erforscht worden, einer Bewegung, die an einem entscheidenden Wendepunkt der Geschichte des Kaiserreichs und in einer Zeit von sich ständig ändernden Koalitionen der europäischen Großmächte aufkam. 

Diese Bewegung war freilich nicht irrelevant für die Zerschlagung des Systems der Armatolen, die Ali Pascha unternommen und auf seinem ausgedehnten „Feldzug“ weitgehend erfolgreich umsetzte. Sie zeigte jedoch die Möglichkeiten eines Zusammenschlusses von Bewaffneten jeglicher Art in der Region, zu Zeiten eines Macht-Vakuums, wie in jener Zeit, die auf die Absetzung von Ali Pascha im Jahr 1820 durch den osmanischen Sultan folgte. Der Aufstand des Jahres 1821 unterschied sich von all den anderen Aufständen, die zuvor in der weiteren Region stattgefunden hatten, darin, dass er 
a) das Produkt einer Vorbereitung einer nationalen Hetärie war,
b) sich auf ein breites, nationales Konspirationsnetz stützte, und
c) auf die Bildung eines unabhängigen und geordneten Staates abzielte. 

Der Abfall von Ali Pascha im Jahr 1820 trug sowohl zum Ausbruch des griechischen Aufstandes als auch zu seinem Ausgang bei, und zwar insbesondere aus dem Grund, dass der ausgedehnte Konflikt der Heere des Sultans mit jenen des abtrünnigen Paschas ein Machtvakuum und in Folge dessen ein Zusammenrücken der Klephten- und Armatolenkämpfer der Region unter der Führung der griechischen Auf-standsmacht bewirkte. Der Abfall von Ali Pascha war ein Moment von entscheidender Bedeutung, doch der Kampf des Jahres 1821 war das Produkt einer unabhängigen Bewegung mit politischen Zielen, unabhängig von jenen des abtrünnigen Paschas.


Der Aufstand der Griechen, der auch in Makedonien statt fand, verband in der Tat und unwiderruflich das antike griechische Land mit dem „Plenum“ der Nation, einerseits, da es von Beginn an auch in Makedonien zu schweren Aufstandshandlungen gegen die türkische Herrschaft gekommen war, und andererseits, weil viele Makedonier sich nach der blutigen Niederschlagung der Aufstände in ihrem Land eilig den Kämpfen gegen den gemeinsamen Feind in Südgriechenland anschlossen. 

Die Niederschlagung der Erhebungen in Makedonien in den Jahren 1821-1822 und die darauf folgende Flucht zahlreicher Aufständischen und ihrer Familien nach Südgriechenland erzeugten im nunmehr unabhängigen Griechenland die erste einer Reihe an Flüchtlingsbewegungen aus Makedonien, einem der nunmehr zu befreienden griechischen historischen Länder.

Die Kämpfer und späteren Flüchtlinge aus Makedonien bildeten einen beträchtlichen Teil einer zahlenmäßig starken Klasse an Kämpfern aus Nordgriechenland, die sich aus verschiedenen Gründen und unter verschiedenen Bedingungen in Südgriechenland fanden.

 Vorwiegend Griechen aus Zentral- und Westmakedonien, aber auch Bulgaren und Südslawen, fanden sich während des Aufstandes in Südgriechenland ein, wo sie nach dem Ende des Aufstandes blieben. Bei den Griechen und den Südslawen handelte es sich in der Mehrzahl um Armatolen, die ihre Häuser nach der Unterdrückung der Erhebungen in ihrer Region verlassen hatten, darunter waren jedoch auch viele Bulgaren. In jener Zeit war die Unterscheidung zwischen Bulgaren und Südslawen nicht einfach.
 Männer, die sich im Krieg ausgezeichnet hatten, wie Chatzichristos „Voulgaris“ (der „Bulgare“) und Vassos „Mavrovouniotis“ (der „Montenegriner“) stellen den Forscher vor nicht geringe Probleme, der sich auf die Suche nach ihrer konkreten Identität macht, insbesondere, da die Nachkommen der Slawen Makedoniens von den Südgriechen als „Bulgaren“ bezeichnet wurden, aber auch, weil sich die Grenzen der südslawischen Länder noch nicht fest etabliert hatten, sondern sich vielmehr ständig änderten und nicht klar definiert waren. 

Der Beiname Bulgare bedeutete soviel wie bulgarischsprachiger Christ aus Makedonien oder Christ aus dem bulgarischsprachigen Makedonien. 

Die Bulgarischsprachigkeit (die spätere „Slawophonie“ Makedoniens) war in jener Zeit in Makedonien in der Form zahlreicher bulgarischsprachiger Hochburgen weit verbreitet. Dabei handelte es sich um die südlichen Gebirgsketten der slawischen Welt, auf die bereits eingegangen wurde und die, zusammen mit den verstreuten Hochburgen der Dominanz der Wlachisch-, Türkisch- und Slawischsprachigkeit, die Griechischsprachigkeit des Landes durchzog.
 Die meisten Bulgaren, die in Südgriechenland an der Seite der Griechen kämpften, waren in Makedonien und Thrakien von den Türken als Pferdeknechte der Ritter rekrutiert worden, liefen jedoch, mit den griechischen Glaubensbrüdern konfrontiert, in die griechischen Heerlager über und blieben in Griechenland. Diese waren auch als Thrakomakedonen bekannt.

3.   Das Makedonien der Städte

Das bekannte Makedonien jener Epoche war das Makedonien seiner Städte. Denn diese sind es, die in den verfügbaren Quellen bezeugt werden. Die Welt der Provinz beschäftigte damals ausschließlich die staatlichen Behörden, und auch das vorwiegend zu Zwecken der Steuererhebung. Die Dorfbewohner waren, aus dem Blickwinkel der staatlichen Behörden betrachtet, Christen oder Moslems, wobei erstere als Steuerpflichtige, letztere als Rekruten erforderlich waren. Die Bevölkerung der Provinz, mehrsprachig und mehrgläubig, war aus den Konglomeraten von Dörfern gleicher Sprache oder gleichen Glaubens bekannt: Karagiania, Voutsakia, Mastorochoria, Kastanochoria, Grammochoria, Korestia usw.

Aus der Analyse der Daten aus jener Zeit ergibt sich noch ein weiteres wichtiges Merkmal: die Dörfer Makedoniens waren praktisch alle in der Regel rein griechischsprachig, slawischsprachig, wlachischsprachig, albanischsprachig oder türkischsprachig, christlich oder moslemisch, wohingegen die Städte eine gemischte, wenn auch vorwiegend griechischsprachige, Bevölkerung hatten. Die Städte der Region, Thessaloniki, Serres, Kavala, Drama, Edessa, Naoussa, Veria, Florina, Monastiri, Kastoria, Achrida, Siatista und Kozani, alle Sitze einer Metropolis oder eines Bistums, bewahrten die griechische Bildung und Sprache und waren Träger des Griechentums, und zwar nicht sosehr für die Dörfer, sondern vielmehr für Dorfbewohner, die in die Städte abwanderten. An dieser Stelle sei angemerkt, dass damals, was die Gründung und den Betrieb von nationalen Schulen in den Dörfern Makedoniens betrifft, noch nicht der Wettbewerb zwischen den Nationen der Region eingesetzt hatte, und auch die Rolle der kirchlichen Schulen im Bildungswesen der Region war noch nicht zu Gunsten der weltlichen Schulen in den Hintergrund getreten.

Ein weiteres wichtiges Element der Humangeographie der Region zu eben jener Zeit, das aus den verfügbaren Quellen hervorgeht, ist folgendes: Von Westen nach Osten, vom Berg Grammos und dem Achrida-See bis zum Fluss Nestos konnte der aufmerksame Beo-bachter eine Grenze der Griechischsprachigkeit feststellen, welche in der Folgezeit (1870-1912) die griechische Schule weiter nach Norden ausbreitete. Diese Grenzlinie, das Produkt zahlreicher Bewegungen und Niederlassungen von Bevölkerungen mit unterschiedlicher Sprache oder Religion, hatte als Ausgangspunkt im Westen die Seen Achrida, Prespes und Oresteiada, wo insbesondere drei Sprachen und Kulturen aufeinander trafen, aus dem Süden die griechische Sprache und Bildung, aus dem Westen die albanische und aus dem Norden die Slawische, und endete im Osten am Fluss Nestos.

Die Provinzen um die Seen, Kolonia, Korytsa, Achrida, Monastiri, Florina und Kastoria, bildeten eine Region, in der die griechische, die albanische, die slawische und die wlachische Sprache nebeneinander existierten. Bedeutende Zentren der Region, wie Kastoria, Korytsa, Achrida, Monastiri und Florina, waren Mittelpunkte der Hellenisierung. Mittels der Metropolen, der Gemeindeschulen und des Handels hatten sie zu jener Zeit die Albaner, die Slawen und Wlachen hellenisiert, die dort aus all jenen Gründen, die seit jeher eine Landflucht in die Städte bewirkten, zusammengeströmt waren.

Östlich der Seen befand sich die wichtigste südliche Ausdehnung der slawischen Sprache in Makedonien, die bis in die Ebenen von Imathia und nach Thessaloniki reichte. Diese Ausdehnung des Slawischen war durchzogen von Hochburgen und Zentren des Griechischen, Wlachischen und Türkischen. Wesentliche Stützpunkte des Griechischen waren außer Thessaloniki auch Veria, Naoussa und Edessa am Berg Vermio sowie die hellenisierten wlachischsprachigen Zentren am Berg Mourki, Vlachokleissoura und Vlasti. Wla-chischsprachige, jedoch moslemische Hochburgen bildeten die Dörfer von Almopia Notia, Archangelos usw., bekannt auch als Karatzova-Dörfer. Hauptzentren der Türkischsprachig-keit war der südliche Bereich der Dörfer von Ptolemaida und Giannitsa.

Dieser Teil Makedoniens, also das Makedonien westlich des Flusses Axios, stellte eine Fortsetzung der Zone dar, die sich vom Akrokeraunia-Gebirge bis zum Olymp erstreckte, einer Zone des „Gleichgewichtes“ zwischen den Griechen und Slawen des Konstantinos Paparrigopoulos. Genauer gesagt handelte es sich, wie bereits dargelegt, um einen Raum, in dem außer den Griechen und Slawen, auch Albaner und Wlachen lebten und linien- oder punktförmige Zentren bildeten. Folglich lässt sich in dieser Region die nördliche Grenze der griechischen Sprache nur schwierig bestimmen. In der damaligen Zeit, aber auch in den da-rauf folgenden Jahren, waren die Städte, wie Kroussovo, Perlepes, Velessa, Stromnitsa, Meleniko und Nevrokopi, die als die Nordgrenze der Griechen betrachtet wurden, Zentren der griechischen Sprache, die vom griechischsprachigen Rumpf des Südens isoliert waren und sich weit in eine anderssprachige Welt hinein erstreckten. Nicht einmal Monastiri konnte als ein klarer Grenzposten der griechischen Sprache betrachtet werden. Korytsa, Kastoria und Naoussa lagen näher an einer südlichen Linie, die als Nordgrenze der griechischen Sprache betrachtet werden könnte.

Die Verfechtung einer derartigen Grenze weiter nördlich der zuvor vorgeschlagenen ging von folgenden falschen, aber auch nicht offen eingestandenen Annahme aus, auf welche sich die griechischen territorialen Ansprüche über mehr als ein Jahrhundert hinweg stützten, nämlich dass die griechische Präsenz auf der südlichen Balkanhalbinsel kontinuierlich war, dichter im Süden und etwas dünner im Norden. Diese Auffassung stellt freilich eine direkte Ausdehnung der griechischen Präsenz auf der Halbinsel von der Antike ins Mittelalter und vom Mittelalter in die Neuzeit dar. Mittlerweile steht es jedoch außer Frage, dass sich im Mittelalter und in der Neuzeit das in der Antike griechischsprachige Gebiet zu einem Mosaik an Griechischsprachigkeit und Anderssprachigkeit entwickelt hatte. Auf eben jene Auffassung stützte sich freilich auch die Theorie von den drei „Zonen“ Makedoniens, einer südlichen mit einer dichteren Griechischsprachigkeit, einer mittleren mit einer ausgeglichenen Verteilung zwischen der griechischen und der slawischen Sprache, und einer nördlichen, in der die slawische Sprache dominierte. Die Griechischsprachigkeit wies jedoch keine Abstufung von Süden nach Norden auf. Die nördliche Grenze der durchgehenden Griechischsprachigkeit südlich der Stadt Kastoria, die Beobachter des 19. Jahrhunderts lokalisiert hatten und die bis zum 2. Weltkrieg zu erkennen war, gibt den Status, der sich in der Region herausgebildet hatte, nicht korrekt wieder. Dem tatsächlichen Status der Region nördlich dieser Grenze der durchgehenden Griechischsprachigkeit gerecht wird die Unterscheidung von Hochburgen und Zentren der Griechischsprachigkeit in einem weitgehend anderssprachigen Binnenland, wohingegen südlich dieser Grenze keine Slawischsprachigkeit anzutreffen ist. Die Gründung und der Betrieb zahlreicher griechischer Schulen in der Zeit nach 1870 entsprechen nicht der Situation, die bis zum Jahr 1870 vorherrschte. Alte und neue Zentren der Griechischsprachigkeit, wie die zuvor angeführten, hellenisierten die anderssprachigen Bewohner der Provinz, welche in die städtischen Zentren strömten, nicht aber die anderssprachigen Hochburgen, die nach wie vor ihre Anderssprachigkeit bewahrten. Eine derartige Hellenisierung setzte sich, langsam aber stetig, bis zum letzten Viertel des 19. Jahrhunderts fort, als die Region als ein vitales Gebiet Griechenlands gesehen wurde, das als altes griechisches Erbe zu Griechenland gehöre. Von da an breitete sich, wie im nächsten Kapitel gezeigt werden wird, die Gründung griechischer Schulen auch auf den ländlichen Raum aus, doch die Hellenisierung der Dörfer geriet ins Stocken, als gleichzeitig auch die Gegenströmung der Bulgarisierung der Slawen Makedoniens, die von Bulgarien vorangetrieben wurde, zu greifen begann.6


An dieser Stelle ist darauf hinzuweisen, dass für die tatsächliche Griechischsprachigkeit in Makedonien westlich des Axios vor allem jene Griechischsprachigkeit charakteristisch war, die das System der griechischen Schulen gewährte und die sich als ein Produkt der Aufklärung entwickelt hatte, und nicht jene Griechischsprachigkeit der Schulen jener Phase, welche dem Nationalismus den Weg bereitete, und zwar vor allem deswegen, weil das grundlegende Ziel der Schulen der zweiten Phase abgesehen von der Vermittlung der griechischen Sprache und Bildung die Förderung des griechischen Nationalbewusstseins sowie die Heranziehung der Anzahl an Schulen und Schülern als einen Beweis für die griechische Präsenz in der beanspruchten Region war.
An dieser Stelle sei folgendes betont: die Griechischsprachigkeit entsprach direkt den griechischen Schulen in den Städten der besagten Zone, und zwar insbesondere zur Zeit vor dem Aufkommen nationaler Konkurrenzansprüche in der Region.


Auf der Grundlage aller dem Forscher zur Verfügung stehenden Daten lässt sich die Nordgrenze der griechischen Sprache in Makedonien zu jener Zeit Grenzlinie ziehen, eine Grenze, welche die hellenisierende Wirkung der griechischen Städte nördlich dieser Grenze zeigt. Östlich des Grammos und an einem gedachten Punkt südwestlich von Kastoria, wo die drei Hauptsprachen der Region (griechisch, albanisch und slawisch) zusammen trafen, ließ diese gedachte Linie also nördlich die meisten der Kastanochoria-Dörfer, südlich die Dörfer Damaskinia, Skalochori, Votani, Kostarazi, Germas, Sissani und Vlasti, nördlich das griechischsprachige Vlachokleisoura und, nach Süden gewandt, nördlich die slawischsprachi-gen Dörfer von Eordäa und die türkischsprachigen Dörfer derselben Provinz zurück, verlief nördlich von Kozani, Veria und Naoussa und endet schließlich an der Mündung des Axios. Nördlich dieser Linie war die griechische Sprache, wie bereits erwähnt, in Kastoria, in Vlachokleissoura, in Florina, in Monastiri, in Kroussovo, in Velessa, in Prilapos und in Stromnitsa anzutreffen.

Östlich des Axios beschränkte sich die Griechischsprachigkeit ebenfalls auf wenige Städte und große Dörfer, auf Thessaloniki, Alistrati, Zichna, Nigrita, Doirani, Kato Tzou-magia, Petritsi, Doxato, Drama, Kavala, Pravitsa, Socho und Komotini. In diesen und in anderen Zentren der Region östlich des Axios hatte die griechische Sprache eine lange und beachtenswerte hellenisierende Aktivität gezeigt, die vielleicht sogar beachtenswerter ist, als die Aktivität der entsprechenden Zentren westlich des Axios, da Ostgriechenland näher am damaligen Zentrum der Griechen, Konstantinopel, sowie den blühenden griechischen Gemeinden am Schwarzen Meer und den Donau-Fürstentümern lag. Kompakte Hochburgen der Bulgaren, ebenso kompakte Hochburgen von Türken und bulgarischsprachigen moslemischen Pomaken sowie Hochburgen von christlichen oder moslemischen Wlachen bildeten das sprachliche Mosaik jenes Ostgriechenlands.

Hier ist jedoch zu betonen, dass die Sprachgemeinschaften der besagten Region, für die sich damals der Name „geographisches“ Makedonien etablierte, keine nationalen Gemeinschaften im Sinne des heutigen Begriffes darstellten. Außerdem konnten sie auch nicht als „Nationalitäten“-Gemeinschaften betrachtet werden, da die Verwendung dieses Begriffes, ohne, dass dafür eine Notwendigkeit besteht, eine Frage unnötig kompliziert machen würde, eine Frage, die keine andere Auslegungen zulässt als die Feststellung, die sich aus den äußerst wenigen gesicherten Zeugnissen jener Zeit ergibt, nämlich die Verteilung der in der Region gesprochenen Sprachen vor den Änderungen, welche die Verbreitung der nationalen Schulen der Völker mit sich brachte, die Teile der besagten Region für sich beanspruchten. Es kann als sicher betrachtet werden, dass die griechischsprachigen Christen, insbesondere jene der Städte, sich mit dem freien Zentrum der Griechen identifizierten. Mit eben diesem nationalen Zentrum identifizierten sich auch die meisten Wlachen, sowie zahlreiche Slawen. Zu jener Zeit, also bevor die Bulgaren als Brüder der Slawen Makedoniens und die Rumänen als Brüder der Wlachen auf die Bühne traten, identifizierten sich all jene anderssprachigen Glaubensbrüder und Nachbarn der griechischen Christen, die das Glück hatten, an den griechischen Schulen der Region in den Genuss einer umfassenden Bildung zu kommen, insbesondere mit dem nationalen Zentrum der Griechen, und zwar vor allem aus dem Grund, dass dieses freie Zentrum den Glanz bewahrt hatte, den die Aufklärung zurückgelassen hatte. Mit eben diesem Zentrum identifizierten sich schließlich auch die christlichen Albaner West-makedoniens.

Die Suche nach einer anderen nationalen Identität als der traditionellen Identität, welche die ethnarchische orthodoxe Kirche sicherte, oder als jene, welche das nationale Zentrum der Griechen vermittelte, ist in der Welt der makedonischen Provinz nicht möglich, und das Beharren auf einer Auffindung einer anderen derartigen Identität würde die Analyse ohne Grund mit erst später aufgekommen Elementen belasten, die in jener Zeit noch nicht ermittelt werden können. Aus diesem Grund sind mit den Begriffen Griechen, Albaner, Bulgaren (oder Slawen) und Wlachen hier jene gemeint, die die entsprechende Sprache, also griechisch, albanisch, bulgarisch oder wlachisch, als Muttersprache hatten, unabhängig von der Abstammung oder Identität jener, die die jeweilige Sprache sprachen. Die Abstammung oder die Herkunft der verschiedenen Sprachgemeinschaften, die in dieser Studie untersucht werden, sind nicht Gegenstand der wissenschaftlichen Fragestellung, da sie die Analyse in andere Richtungen lenken würden als jene, welche die verfügbaren zuverlässigen Zeugnisse zulassen.


Wie sah also die Physiognomie dieser Städte aus, die die Griechischsprachigkeit in Makedonien entwickelten, wie dieses Makedonien von den Besuchern mit einer klassischen Bildung etabliert wurde?
 Oder mindestens ihre Physiognomie, wie sie in den Zeugnissen der Zeitgenossen zum Vorschein kommt Achrida, das antike Lychnis, das entlang der Via Egnatia Makedonien von Illyrien trennte, das „Ochre“, wie es unter den Griechen bekannt war, war der Sitz der Metropolis von Achrida und befand sich in der nordwestlichen Ecke einer umstrittenen, ethnologischen Grenze, an deren zwei anderen Ecken Kastoria und Monastiri lagen. In diesem Dreieck trafen Griechen, Albaner und Slawen aufeinander, so wie in der Vergangenheit Griechen, Illyrer und Päonen aufeinander getroffen waren.

Das folgende Bild der Region, das ein griechischer Beobachter um das Jahr 1830 hinterlassen hatte, macht die Situation deutlich, die sich damals herausgebildet hatte: „Ochre und seine Dörfer sowie die Dörfer von Resnia und Strounga umfassen etwa 6.000 Häuser (Öfen [also Herde]) und insgesamt 50.000 Seelen. Von dieser Zahl sind die Hälfe christliche Bulgaren und die Hälfte türkische Albano-Bulgaren. Und die türkischen und christlichen Dörfer zählen 140. Die Sprache ist in Ochre und Strounga und Reznia und all den umliegenden Dörfern slawisch".

Kastoria, eine Stadt, die allen Schätzungen nach ihren mittelalterlichen griechischen Kern nicht verloren hatte und die im Mittelalter und in der Neuzeit slawische, wlachische und albanische Christen aus den umliegenden Dörfern, aber auch aus weiter entfernten Regionen, sowie türkische Moslems aufgenommen hatte, hellenisierte im Laufe der Zeit einen Großteil der anderssprachigen Christen. Seine gemischte Bevölkerung, wie diese aus den Taufnamen in Kaufverträgen aus dem 14. Jahrhundert, aber auch aus einem Register eines Mönchs aus dem 17. Jahrhundert mit den Bitten der Gläubigen hervorgeht, blieb bis zum Beginn des 19. Jahrhunderts bestehen, wie eine der wenigen griechischen Schulen jener Region bezeugt. „Kastoria, eine kleine Stadt am gleichnamigen See“, so ein glaubwürdiges Zeugnis aus jener Zeit, „bewohnt von Bulgaren, Türken, Griechen, alle ungebildet und ungelernt“, erlebte in den folgenden Jahrzehnten einen Fortschritt und eine Zunahme der Griechischsprachigkeit. Gegen Ende jener Zeit bildeten gemäß einem guten Kenner jener Zeit die Griechen die Mehrzahl der Bewohner der Stadt, und waren die Bulgaren hellenisiert und sprachen Griechisch, durchwachsen von bulgarischen Wörtern. Eine deutlich abgesetzte Gruppe bildeten die moslemischen und jüdischen Bewohner der Stadt. 


Das Fehlen eines ursprünglichen griechischsprachigen Kerns, entsprechend dem von Kastoria, wurde in Monastiri durch die Handelstätigkeit der Stadt und die dortige Niederlassung zahlreicher hellenisierter Wlachen aus Moschopolis ausgeglichen. 

Das diesbezüglicheZeugnis aus den ersten Jahrzehnten des 19. Jahrhunderts scheint die damalige Realitätwiederzugeben: 
„Bitolj, das auch Monastiri genannt wird, eine Stadt des unteren Makedoniens,die dicht bevölkert und völlig ungebildet ist, bewohnt von Bulgaren, Türken, Wlachenund Juden“.
 In der Mitte desselben Jahrhunderts kam es in der Stadt zu einschneidenden Veränderungen: „In Pelagonia liegt die neue Stadt Bitolj, gelegentlich auch als Monastiri bezeichnet, besiedelt von 20.000 Seelen und vor Zeiten zum Sitz der Führer von Rumelien gemacht. Ihre christlichen Bewohner sprechen vor allem die bulgarische Sprache, aber unter ihnen wird auch die griechische Sprache geschätzt und wird heute immer mehr rehabilitiert...." Ein halbes Jahrhundert später hinterließ ein anderer Besucher und glaubwürdiger Zeuge über die Stadt Monastiri das folgende Bild: Ein Kaleidoskop von Nationalitäten und Religionen, ein Mosaik an Physiognomien und Gewändern. Alle Stämme, die in das Land eingewandert waren und diese Atmosphäre bildeten, Osmanen, Juden, Bulgaren, Albaner,
Wlachen, Serben, vermengen sich mit den Griechen“.9

Doch weder die übertriebenen Bezeichnungen des ersten Zeugen, des Gebildeten, bezüglich der Ungebildetheit der Bewohner von Monastiri, noch die Bezugnahme von letzterem auf die „eingewanderten Stämme“, von denen er die Griechen ausnimmt, widerlegen die Realität jener Zeit, also die hellenisierende Rolle der Städte Makedoniens. Die prunkvollen Schulen und andere griechische Gemeinschaftsbauten, die in Monastiri erhalten sind, zeugen von der fortschreitenden Blüte der Griechen der Stadt, einer Blüte, die jedoch zu Beginn des 19. Jahrhunderts auf schwachen Fundamenten stand.

Ein weiteres „Kaleidoskop“ der Nationalitäten der Region stellte Chroupista, das heutige Argos Orestikon, dar. Zu den bulgarischen und türkischen Bewohnern dieses Städtchens mit der bedeutenden jährlichen Handelsmesse (zumindestens seit dem 16. Jahrhundert) kamen gegen Ende des 17. Jahrhunderts Wlachen aus Moschopolis und später aus Grammousta und Samarina hinzu. Hirten, Kleinhändler und Landwirte bildeten die Bevölkerung dieser Stadt, die ihre Anderssprachigkeit auch zu jener Zeit beibehielt, als sich insbesondere in den wlachischen Teilen die griechische Sprache durchsetzte. Chroupista, eine der typischen Städte – Mikrokosmen des Makedoniens des 19. Jahrhunderts, verfügte zum Ende des Jahrhunderts über griechische Schulen, eine bulgarische und eine rumänische, allerdings hatte sich zu dieser Zeit die griechische Sprache ausgebreitet, und dominierte die Griechischsprachigkeit auch unter den Wlachen und Bulgaren.10

Südöstlich dieses mehrsprachigen ethnologischen Dreiecks traf man auf eine kompakte Hochburg der griechischsprachigen Moslems, der Walaaden, das Ergebnis der massenweisen Islamisierung der Griechen der Region, sowie eine weitere Hochburg von türkischen Siedlern nördlich von Kozani, die mit der slawischen Ausdehnung von Pelagonia zusammentraf, wo wiederum Zentren der Griechischsprachigkeit dominierten, wie das Wlachendorf Nymphäon, Lechovo, ein Dorf hellenisierter Albaner, Flampouro, Dossopigi und Pisoderi, Dörfer von Albanern und Wlachen, in denen die griechische Sprache auf die albanische und wlachische traf. Der Vermio beherbergte schließlich die letzten erwähnenswerten griechischsprachigen Zentren westlich des Axios. An den Osthängen des Vermio sowie von Südwesten nach Nordosten hatten Veria, Naoussa und Edessa, die zwei ersteren vor letzterer, bereits eine beträchtliche Anzahl an Wlachen und Slawen der ländlichen Umgebung in ihren griechischsprachigen Kern integriert. Für die Wlachen aus den Gebirgsregionen und die Slawen aus den Ebenen bildeten die drei Städte am Vermio starke Anziehungspunkte.

 Mindestens drei zuverlässige ausländische Zeugen vom Beginn des 19. Jahrhunderts betrachteten
die Städte am Vermio als eine sichere nördliche Grenze der griechischen Sprache. Die ebirgsketten
des Vermio und von Pieria bildeten eine Art „natürliche Festung“ der Griechengegenüber den Bulgaren, die in die Ebenen östlich jener Berge eingefallen waren.

Aus den Zeugnissen und Schätzungen zum Makedonien jener Zeit, also bevor es zu einem heftigen Konkurrenzkampf zwischen den Griechen und den Bulgaren in der Vorantreibung ihrer nationalen Ansprüche in der Region kam, ergeben sich einige Aspekte, die für das Verständnis der Entwicklungen in der Region in den folgenden Jahren unabdingbar sind. 


Dazu gehören: 

a) Die Nichtexistenz klar abgrenzbarer Zonen mit einer bestimmten Dichte der griechischen Sprache nördlich der zuvor angeführten gedachten Linie, 
b) die ausgedehnte Anderssprachigkeit in dieser willkürlich als Makedonien festgesetzten Region, 
c) das Ergebnis der Hellenisierung der Städte Makedoniens, die als Zentren der griechischen Sprache in einer weitgehend anderssprachigen ländlichen Provinz fungierten, 
d) die sich ausbreitende griechische Bildung, die das Ergebnis des Glanzes der griechischen Sprache und Bildung sowie des praktischen Wertes, welchen die griechische Sprache für den wirtschaftlichen und gesellschaftlichen Aufstieg derjenigen, die sie beherrschten, hatte, und 
e) die Bewahrung der Mehrsprachigkeit in den Städten und der Einsprachigkeit in den Dörfern.

Ein anderes, damit verbundenes Element ist die hellenisierende Rolle der Städte der Region, welche die Bewohner der ländlichen Gebiete hellenisierten, die in die Städte abwanderten, und nicht die ländliche Region selber, die weitgehend einsprachig blieb. Und ein weiteres Element ist schließlich folgendes: die Existenz griechischer Schulen in der Region bereits vor dem Bruch der Griechen insbesondere mit den Bulgaren, aber auch mit den Rumänen, stellte einen Beweis für die Nachfrage nach der griechischen Bildung seitens der anderssprachigen Nachbarn der Griechen, aber auch seitens der Griechen dar.


Anmerkungen

1. Ioannis S. Koliopoulos, I „peran“ Ellas kai oi „alloi“ Ellines: To synchrono elliniko
ethnos kai oi eteroglossoi synoikoi christianoi (1800-1912) [The Greece of ‘Beyond’ and
the ‘Other’ Greeks], Thessaloniki 2003, p. 13 ff.
2. Ioannis S. Koliopoulos, Istoria tis Ellados apo to 1800 [History of Greece], Thessaloniki
2000, vol. I, p. 80 ff.
3. Strabo, frag. VII, 10.
4. Koliopoulos, The Greece of ‘Beyond’, p. 165.
5. Koliopoulos, History of Greece, vol. I, p. 104 ff.
6. See in Koliopoulos, The Greece of ‘Beyond’, the chapter entitled “Greek’s Northern
Boundaries”, p. 79 ff, with extensive commentary.
7. Cf. Kosmas Thesprotos – Athanasios Psalidas, Geografia Alvanias kai Ipeirou [Geography
of Albania and Epirus], in. A. Ch. Papacharissis (ed.), Ioannina 1964, pp. 26-28.
8. Cf. Koliopoulos, The Greece of ‘Beyond’, pp. 105-106.
9. Koliopoulos, op. cit., pp. 106-107.
10. Koliopoulos, op. cit., pp. 107-108.






Μακεδονικό Ζήτημα: Η ιστοριογραφία και η χαρτογραφία του Μακεδονικού ζητήματος. Historiographie und Kartographie der Makedonischen Frage

$
0
0
Berliner Kongress  (1878) 
Ελληνικό κείμενο


Vasilis K. Gounaris

του Βασίλη Κ. Γούναρη
 
Καθηγητή του ΑΠΘ στον Τομέα Νεότερης και
 Σύγχρονης Ιστορίας, 
Λαογραφίας
 και Kοινωνικής Ανθρωπολογίας
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

1.  Der Anspruch auf das osmanische Erbe in Europa

Ab dem Zeitpunkt, als das Wort „Hellas“ als der geeignetste Name für den modernen Staat der Griechen (Romii) befunden wurde, war die Makedonische Frage, zumindest in der Theorie, entschieden. Die historische Geographie siedelte – nach dem bekannten Strabon-Zitat – das Land Alexanders innerhalb Griechenlands an, doch in der Realität beschäftigte die Angelegenheit die Griechen nicht direkt.
Ihre Ambitionen auf Gebietserwerb reichten schwerlich weiter als bis zum Olymp. Mindestens bis zur Mitte des 19. Jh. hatte die Auseinandersetzung mit dem Problem der Identität der Makedonier mangels an dem geographischen Raum interessierter Nebenbuhler wenig Sinn und Bedeutung. Das historische Wissen über ihre Entwicklung während des Mittelalters war vage.

Der Gebrauch einer fremden Sprache überraschte niemanden, und das Bekenntnis zum gemeinsamen orthodoxen Glauben war eine zwar notwendige, aber jedenfalls völlig hinreichende Bedingung, um sich in die griechische
Nation einzugliedern.1

Wenn Überlegungen über Makedonien und seine Einwohner angestellt wurden, muss man sie eindeutig im slawischen Raum lokalisieren, und zwar im Rahmen der bulgarischen Nationalen Wiedergeburt und ihrer Beziehung einerseits zu Russland und andererseits zu Serbien. Vor der Gründung des griechischen Staates im Jahr 1822 bezog der herausragende serbische Philologe und Ethnograph Vouk Karadjic in eine Publikation slawische Volkslieder aus Razlog ein und bezeichnete sie als bulgarisch. 1829 klassifizierte seinerseits der Ukrainer Yuri Venelin in seiner Studie Die alten und neueren Bulgaren und ihre politischen, ethnographischen, historischen und religiösen Beziehungen zu Russland die Einwohner Makedoniens als Bulgaren. 1842 präsentierte der tschechische Geograph P. G. Shafarik, der in Novi Sad lebte, aber nie den Südbalkan bereist hat, seine ethnographische Karte, Produkt zwanzigjähriger Arbeit, auf der die Bulgaren ein gewaltig großes Gebiet von der Dobrutscha bis Ohrid und Thessaloniki einnehmen.2

Etwas später (1844–45) besuchte der Professor der Universität Kazan Victor Grigorovic Nordmakedonien, lange bevor die „Große Idee“– die gerade eben erst im griechischen Parlament geboren wurde – dieses Gebiet erreichte.

Sein Kontakt zu Dimitar Miladinov in Ohrid war entscheidend für  die Beschäftigung des Letztgenannten sowie seines Bruders Konstantin mit dem Sammeln slawischer Volkslieder.
 Die Sammlung wurde 1861 unter dem Titel Bulgarische Volkslieder mit der finanziellen Unterstützung des katholischen Bischofs und berühmten Verfechters der südslawischen Idee Strossmayer herausgegeben – zu einer Zeit, als diese Idee die Bulgaren nicht ausschloss.

 Nur ein Jahr früher (1860) war übrigens in Belgrad ein ähnliches Werk von Stefan Verkovic, dem Gesandten des serbischen Staates in Serres, Volkslieder der Makedono-Bulgaren Makedoniens, erschienen. 1867  folgte die Einreichung des berühmt-berüchtigten „Liedes des Orpheus“ durch  denselben  bei  der  Ethnographischen  Ausstellung  in  Moskau,  1868  seine  Studie
Beschreibung des Lebens der Makedono-Bulgarenund 1874 die Herausgabe der Veda Slave, des bekannten aus 250.000 Versen bestehenden gefälschten pomakischen Epos, auf Französisch.

Der Aufstieg des russischen Panslawismus am Ende der Sechzigerjahre des neunzehnten Jahrhunderts3 machte eindeutig klar, dass Verkovics probulgarische Arbeit Belgrad wenig dienlich war. Dieses stellte einen neuen Zyklus an Forschungsarbeiten und Theorien mit dem Slawistikprofessor Milos Milojevic als Protagonisten auf die Beine.
 Indem er den Weg beschritt, den Verkovic für die Eroberung des antiken Thrakien bereitet hatte, bemühte sich Milojevic, die Makedonier von den Bulgaren zu trennen und mit dem antiken Makedonien und Alexander dem Großen in Beziehung zu setzen, dem stärksten Symbol, das aus der Antike überlebt hatte.

Besonders für die Gründung des Bulgarischen Exarchats war diese Trennung eine unumgängliche Notwendigkeit

Ab Beginn der Siebzigerjahre des neunzehnten Jahrhunderts konnte man jedenfalls deutlich erkennen, dass die Bemühungen zur Aufzeichnung der makedonischen Geschichte und der slawomakedonischen Sprache sowie zur Eingliederung beider in den noch wenig ausgeformten Rahmen entweder der serbischen oder der bulgarischen Philologie zu Unstimmigkeiten und Überlegungen lokalistischen Charakters führten.4

Diese Überlegungen blieben jedoch nicht auf die Slawen beschränkt. Nach dem Krimkrieg machte sich der Westen ebenso viele Gedanken über die Zukunft des europäischen Erbes des großen „kranken Mannes“, von dem Makedonien einen großen Teil ausmachte.

 Es war ein Gebiet reich an Rohstoffen, Getreide und Baumwolle – Produkten, die sich während der Kriegskrisen (1853–56, 1861–65 und 1877–78) für die westlichen Märkte als wertvoll erwiesen hatten. 
Ein typisches Zeichen dafür war die Expedition des französischen Forschers Guillaum Lejean im Auftrag seiner Regierung, die zur Publikation einer ethnographischen Karte der europäischen Türkei im Jahr 1861 führte.5 Makedonien wurde also durch die Texte der Reisenden einer neuen Generation von neuem entdeckt.
Darunter waren Mary Walker6 und der österreichische Diplomat und Ethnograph Georg von Hahn7, Georgina Mackenzie und Adelina Irby8, Lady Blunt9, die Gattin des Diplomaten Sir John Blunt, der Archäologe Leon Heuzey10, Mitglied der Französischen Archäologischen Schule von Athen, der Oberstleutnant James Baker11, der Makedonien 1874 durchquerte, Valentine Chirol12, Korrespondent der Zeitung Levant Herald im Jahr 1880, aber auch der sehr produktive Leon Hugonnet13, der 1886 sein Buch über die „unbekannte Türkei“ veröffentlichte, in das er auch Makedonien miteinbezog.
Diese Texte können bei weitem nicht als wissenschaftliche Abfassungen oder zumindest als unparteiische Beschreibungen bezeichnet werden.
Es ist zum Beispiel bekannt, dass die Damen Mackenzie und Irby sehr stark durch den Revolutionär Georgi Rakovski beeinflusst worden waren, und so fanden sie in Makedonien ein einziges riesiges Bulgarien, das nicht nur seine ganze slawischsprachige Bevölkerung umfasste, sondern sogar Thessaloniki selbst.
Im Allgemeinen war jedenfalls die Betonung des slawischen Charakters Makedoniens, belegt durch die Sprache, eine nützliche Hypothek für bulgarische Rechtsansprüche, und zwar wegen der besonderen Sympathie, deren sich die bulgarische Sache auf gesamteuropäischer Ebene bald erfreuen sollte.14 Sie bildete außerdem sie Basis, auf die sich ein bedeutender Teil der späteren Kartenproduktion gründen sollte.


In Griechenland war die Forschung über und das Interesse an Makedonien anfangs fast eine private Angelegenheit für den Aromunisch sprechenden Margaritis Dimitsas aus Ohrid, der seinen Dienst als Schulleiter in Monastiri/Bitola, Thessaloniki und schließlich Athen versah. 

Nachdem er über seine frühen Ansichten über den „Hellenomakedonismus“ und seine Ambitionen, die Geschichte der „makedonischen Nation“ zu schreiben15, hinweggekommen war und mit dem Versuch einer Sprachreinigung Makedoniens einen Misserfolg erlebt hatte, widmete er sich schließlich mit mehr Erfolg der Reinigung der griechischen Vergangenheit von den Slawen.16 Anfangs hatte er jedoch nicht viele Mitstreiter. Zu den wenigen Griechen, die sich bis zur Ostkrise ernsthaft mit Makedonien und der Neugestaltung der Grenzen von
1878 beschäftigten, gehören im Prinzip Paparrigopoulos17, der 1865 bereits den zweiten Band seines großen Geschichtswerks vollendet hatte, wo wir auch die Kapitel über das antike Makedonien finden, und Ioannis G. Vasmatzidis, der Autor der ethnographischen Dissertation Makedonien und die Makedonien vor der Ankunft der Dorier  (München 1867). All diese
Autoren waren extrem auf die Antike fixiert.


Graecia cum insulis
 et oris maris Aegaei,
 Henrico Kiepert.


Nach der Gründung des Bulgarischen Exarchats (1870) und seiner Trennung vom Ökumenischen Patriarchat (1872) stieg das Interesse an der Herausgabe relevanter Texte. Die Athener Zeitungen (sowie die griechischen in Konstantinopel) wurden buchstäblich überschwemmt von Hilferufen sowohl aus Ostrumelien als auch aus Makedonien, wo das Exarchat begonnen hatte, an Einfluss zu gewinnen. Doch trotz des erregten Aufsehens war es zu spät, um die wissenschaftlichen Lücken zu schließen, was die ethnographische Zusammensetzung des neueren Makedonien betraf. Bei der Konferenz in Konstantinopel im Dezember 1876 wurde auf den Vorschlag des Grafen Ignatief die (1876) neu gedruckte ethnographische Karte des Deutschen Heinrich Kiepert höchstwahrscheinlich in Kombination mit Daten von Verkovic verwendet.18


  Wie man sehen konnte, waren die auf die Antike bezogenen griechischen Argumente nicht ausreichend, daher unternahm Athen systematische Schritte, die die Herstellung dreier progriechischer Karten zum Ergebnis hatten, nämlich der von Edward Stanford, A. Synvet und F. Bianconi.
Ethnological map of Balkans in 1877.Edward Stanford, 


Ersterer hatte sich auf Daten gestützt, die der „Verein   zur   Verbreitung   der   griechischen   Bildung“   durch   Ioannis   Gennadios,   den griechischen Geschäftsträger in London, an den englischen Geographen weitergeleitet hatte. Dieselben Daten wurden Kiepert von Paparrigopoulos höchstpersönlich unterbreitet, der ihn bat, die Publikation von 1876 teilweise zu revidieren, und dies auch erreichte. Die zweite Karte wurde von Α. Synvet, Professor der Geographie am Osmanischen Lyzeum in Konstantinopel, mit Hilfe von Daten des Ökumenischen Patriarchats hergestellt.


Bianconi Macedoine


Bianconi, ein französischer Ingenieur der osmanischen Eisenbahnen, stützte sich mit seiner Karte auf die osmanischen Steuerkataster.
 Die häufige Erwähnung der Nichtmoslems als „Romii“ und die Gleichsetzung aller „Romii“ mit Griechen begünstigte Athen in unglaublichem Maße. 

Im Grunde wurden auf allen drei Karten die dem Patriarchen untertanen Slawischsprachigen und Aromunischsprachigen als Griechen klassifiziert.19 Daher wurden sie auch auf dem Berliner Kongress  (1878)  vorgelegt.


Ethnologische Karte der Europaischen Turkei
Carl Sax

Zusätzlich  vorgelegt  wurde  die  Karte  von  Karl  Sax,  einem früheren österreichischen Konsul in Edirne.

 Gestützt auf ihm zur Verfügung stehende diplomatische Quellen beschränkte Sax die Vormachtstellung der Bulgaren in Makedonien, indem er zwischen Serbobulgaren (nördlich von Niš) sowie Anhängern des Exarchats, dem Patriarchen Untertanen, Unitariern und muslimischen Bulgaren (Pomaken) unterschied.



Im Rahmen der Erneuerung des Interesses Athens an Makedonien nach der Gründung der   Fürstentümer   von   Bulgarien   und   Rumelien   offenbarten   zwei   der   fähigsten „Zeitungsschreiber“ der Zeit ihre Gedanken ausführlicher: der damalige Parlamentsabgeordnete Athanasios Papalouka Eftaxias, Autor der Studie To ergon tou ellinismou en Makedonia [Das  Werk des  Griechentums in  Makedonien] (1880)  und  der  Herausgeber der  Zeitung Sphära, Ioannis Kalostypis, der sein Werk Makedonia, itoi meleti oikonomologiki, geografiki, istoriki kai ethnologiki [Makedonien, wirtschaftswissenschaftliche, geographische, historische und ethnologische Studie] (1886) veröffentlichte. Beide hatten in den Siebzigerjahren des neunzehnten Jahrhunderts in Makedonien gelebt und ihren Dienst versehen und hofften auf seine Vereinigung mit Griechenland als Griechenlands Befreiung aus seiner erstickenden territorialen, wirtschaftlichen, aber auch ideologischen Enge. Beide definierten Makedonien geographisch im weitestmöglichen Sinne, und dies lässt sich leicht erklären. Die Untersuchung von Kalostypis, die er dem jugendlichen Thronfolger Konstantinos gewidmet hatte, war im Grunde die Antwort auf die Publikation des Atanas Shopov, des Sekretärs des Bulgarischen Exarchats in Konstantinopel, der mit dem Pseudonym Ofeikov das Problem der bulgarischen Grenzen von San Stefano wieder aufwarf.20


Der Anschluss von Ostrumelien hatte die Sorgen aller auf die schlimmstmögliche Weise bestätigt. 

Nikolaos Schinas, Offizier und Ingenieur mit französischer Bildung, unternahm es, vor Ort Beobachtungen anzustellen, und gab die durch die vielen Details eindrucksvolle dreibändige Publikation Odoiporikai simeioseis Makedonias, Epeirou, neas orothetikis grammis kai Thessalias [Wandernotizen aus Makedonien, Epirus, von der neuen Grenzlinie und aus Thessalien] (Athen 1887) heraus.


Zehn Jahre früher wären seine Informationen von extrem großer Bedeutung gewesen. Doch Untersuchungen dieser Art waren nicht mehr die geeignete Methode, um zu neutralisieren, was „Publizisten, Tabellenmacher und Journalisten“ schrieben, denen Kalostypis – zu Recht – vorwarf, aus zweifelhaften Quellen zu schöpfen.

Tatsächlich bewegte sich nach der Autonomie das bulgarische wissenschaftliche Interesse an Makedonien auf zwei Ebenen. Innerhalb des Fürstentums entwickelte die starke in Vereinen organisierte makedonische Lobby diverse Druckwerke, die ihre Forderung nach entscheidenden Schritten in Makedonien darlegte. 1880 schlug die Zeitung Makedonets des Herausgebers Ν. Zifkov aus Ruse ganz offen die Lieferung von Waffen vor. In derselben Stadt wurde 1888 die Zeitung Makedonja von Kosta Sachov herausgegeben, dessen Ideen als die ideologische Basis für die Gründung der Inneren Makedonischen Revolutionären Organisation gelten.

Die Zeitung Loza veröffentlichte 1891 in Sofia eine Gruppe junger Leute, die die Neubelebung des slawomakedonischen Dialekts und ein „Erwachen“ der Makedonier wünschten
1893 folgte die Yugozapadna  Bulgaria [Südwestbulgarien], und im selben Jahr gab Sachov, statt der wegen osmanischer Proteste verbotenen Makedonja, die „Makedonische Stimme“ heraus (Makedonski Glas), die die Gründung einer Organisation forderte, die die makedonische Sache übernehmen sollte.
 Das war nur wenige Tage vor der Gründung der Inneren   Makedonischen   Revolutionären   Organisation   in   Thessaloniki.   
Doch   auch   die bulgarische Regierung sah nicht tatenlos zu.
 Zur selben Zeit beauftragte das Heeresministerium Giortse Petrov, einen zukünftigen Anführer der IMRO, in Makedonien Material zu sammeln. 
Dieses wurde 1896 auch publiziert, während Petrov mit einem staatlichen Stipendium belohnt wurde, mit dem er in Europa – was sonst? – Kartographie studieren sollte.21

Die zweite Interessensebene stellte für die Bulgaren Europa dar. Sofort nach der Autonomie war der in England ausgebildete Wirtschaftswissenschaftler und spätere Politiker Ivan Gesov, bereits regelmäßiger Korrespondent der Times und der Daily News, herumgereist und hatte in Frankreich und Großbritannien einen erfolgreichen Propagandafeldzug unternommen. Für die nächsten Jahrzehnte war die europäische Presse in einem Maße probulgarisch, dass sie bei den Griechen kontinuierlich Verwunderung und Wut hervorrief.22
Es ging jedoch nicht nur um Propaganda. Die Bulgaren und in der Folge auch die Serben sorgten rechtzeitig dafür, ihre Ansichten in europäischen Sprachen drucken zu lassen. Umso besser für Sofia, wenn europäische Wissenschaftler zum Sprachrohr dieser Ansichten wurden. In dieser Bemühung konnten sie gelegentlich auch das Interesse der Katholischen Kirche für den Balkan zum Mitstreiter gewinnen.23

Dennoch waren die Bulgaren nicht mehr die Einzigen, die einen ernsthaften Anspruch auf Makedonien erhoben. 

Das Erscheinen des Buches und der Karte von Gopcevic (1889), einem Spitzendiplomaten, aber auch bekannten Wissenschaftler, rückte die extremen Ansichten Milojevics, nämlich dass in Makedonien südlich der Gebirgskette Sar eine große Anzahl Serben leben sollte, wieder ins Rampenlicht. Gopcevic zufolge handelte es sich um eine Bevölkerung, die nur aus mangelhafter Kenntnis der slawischen Sprachen und der Folklore als Bulgaren betrachtet worden war. Es war jedoch kein Zufall, dass diese ethnographischen Kriterien identisch waren mit den Grenzen des mittelalterlichen serbischen Staates, wie man in den nächsten Jahren auch aus anderen Karten ersehen konnte.24

 Es erstaunt auch nicht, dass der Streit zwischen Bulgaren und Serben um die Identität der makedonischen  Slawen  bereits  auf   beiden  Seiten  ihre  epistemologische  Abgrenzung förderte.25

Ohne Zweifel wurde das von Bulgaren und Serben vorgebrachte sprachliche Argument überall am leichtesten verstanden und akzeptiert. 

Nach der Ostkrise bemühte sich die griechische Seite, die sehen musste, dass sie auf sprachlicher Ebene eindeutig im Hintertreffen war, eine Ablehnung des Exarchats in Kombination mit dem teilweisen Gebrauch der griechischen Sprache als Anzeichen für eine „hellenisierende“ Haltung verschiedener Bevölkerungsgruppen ins Treffen zu führen.

Dieses Argument erlaubte die Beibehaltung der griechischen Interessen nördlich der griechischsprachigen Zone, und zwar an der in den Siebzigerjahren des 19. Jh. fast einheitlich-kompakten bulgarischsprachigen Mittelzone, doch es war keine einfache Sache, Belege für das Argument zu bringen, und noch schwieriger war seine wirkungsvolle Präsentation auf internationaler Ebene. Einfacher war für die griechische Seite die Darstellung der Sphäre ihres bildungsmäßigen Einflusses im makedonischen Raum.

Diese  versuchte  im  Prinzip  der  ehemalige  Lehrer  für  Griechen  im  Ausland  Georgios Chasiotis, langjähriger Sekretär des „Philologischen Vereins von Konstantinopel“, in seiner Studie L’ instruction publique chez les Grecs (Paris 1881), die von einer entsprechenden Karte begleitet wurde. Ihm folgte mit vergleichbaren Argumenten Kleanthis Nikolaidis nach, ein Journalist mit Wohnsitz in Berlin und Herausgeber der Zeitschrift Orientalische Korrespondenz.
Die Karte zu seinem eigenen Buch La Macedoine: La Question Macedonienne dans l' Antiquate, au Moyen-Age et dans la politique actuelle (Berlin 1899), veröffentlicht auch auf Deutsch, bildete die Häufigkeit der Verwendung der verschiedenen Sprachen als Kommunikationsmittel ab. Selbstverständlich dominierte die griechische Sprache. Es ist auch beeindruckend, dass Nikolaidis, während er Gopcevics Ansicht von der geographischen Ausdehnung Altserbiens südlich der Gebirgskette Sar nicht akzeptierte, dennoch die Nordgrenze des sprachlichen Einflusses der Serben auf der Höhe von Krusovo zog.26 Die Überlegenheit der griechischen Ausbildung zeigten auch die zeitgenössischen Karten von Richard von Μach (1899), dem Autor der Studie Die Makedonische Frage (Wien 1895), auf.

Nun lag es an den Bulgaren, darauf zu erwidern, und diese Aufgabe wurde Vasil
Kunchev, Schulinspektor für die bulgarischen Schulen in Makedonien, übertragen.
Im Jahr
1900 veröffentlichte er in Sofia sein Werk Makedonija: Ethografija i Statistika mit detaillierten Tabellen zu den demographischen Daten jedes einzelnen Dorfes sowie einer ethnographischen Karte. Fast zur selben Zeit (1901) wurde vom Institut für Kartographie in Sofia die Karte des Bulgarischen Exarchats mit ähnlichem Material herausgegeben.27 Beide Werke erlebten während der darauf folgenden Jahre diverse Neuauflagen.

 Doch ihr gemeinsames   Merkmal   war   das   hartnäckige   Bestehen   auf   dem   geographischen   Begriff „Makedonien“, an dessen Gesamtheit Bulgarien Interesse hatte – im Gegensatz zu den griechischen und serbischen Karten, die versuchten, die eigenen Einflusssphären wiederzugeben.

 Dasselbe Interesse an Makedonien als geographischem Ganzen legten natürlich auch die nunmehr organisierten slawomakedonischen Autonomisten an den Tag.

Im Jahr 1903 publizierte Krste Misirkov, ein in Serbien ausgebildeter Lehrer, in Sofia sein Werk Za Makedonskite Raboti  [Makedonische Angelegenheiten].28
 Welch Ironie–  während dieses Buch zum Evangelium des makedonischen Separatismus avancierte und in Bulgarien verboten wurde, arbeitete Misirkov selbst 15 Jahre später am Ethnographischen Museum in Sofia und favorisierte ein Großbulgarien.

Doch die Zeit des wissenschaftlichen Interesses an Makedonien ging ihrem Ende zu. Die beginnende Aktivität der so genannten Befreiungskomitees (1895–96), der GriechischTürkische Krieg und die damit verbundene Partisanentätigkeit (1896–7), die Entführung der Ellen Stone, der Ilinden-Aufstand im Sommer 1903 und natürlich die ersten Gewalttaten im Makedonischen Freiheitskampf leiteten für die internationale Literatur eine neue Phase ein.

Ihr wichtigstes Merkmal war das starke journalistische Interesse, das Improvisieren bei der Analyse der Tatsachen und die systematische Bemühung Athens und Sofias, jeweils für sich selbst daraus Kapital zu schlagen. Im Jahr 1897 publizierte Victor Berard, Gräzist und Archäologe, aus der Bemühung heraus, die Grenzen des Griechentums auszuforschen, seine Studie La Macedoine, ohne darin unbedingt die griechischen Ziele zu unterstützen. Er war der Erste, der erkannte, dass die griechische Identität in Griechenland eine Sache der freien  Entscheidung und nicht von Kriterien war. Im Jahr darauf sprach sich Alber G. HulmeBeaman, ehemaliger Korrespondent des Standard, in seinem Buch Twenty Years in the Near East für die bulgarische Identität der Slawen Makedoniens aus, obwohl sie ihm zufolge nicht so „echt“ waren wie die in Bulgarien und Rumelien. Frederick Moore29, der amerikanische Korrespondent des Daily Express, beobachtet im Jahr 1903 das seltsame Phänomen, dass die drei Kinder ein und derselben Familie sich für verschiedene Nationalparteien entschieden. Der Schotte John Foster Frazer, Sonderkorrespondent an vielen exotischen Orten, stellte und beantwortete die rhetorische Frage:

But who are the Macedonians? You will find Bulgarians and Turks who call themselves Macedonian, you find Greek Macedonians, there are  Servian Macedonians,  and  it  is  possible  to  find  Roumanian  Macedonians.  You  will  not however find a single Christian Macedonian who is not a Servian, a Bulgarian, a Greek or a Roumanian".30

Doch der berühmte britische Diplomat Sir Charles Eliot war anderer Ansicht, obwohl er wusste, dass die von ihm verwendeten Begriffe eher nicht so glücklich gewählt waren:

Though Bulgarians have become completely Slavised and can difficulty be distinguished as body from the Servians yet the faces of the Macedonian   peasantry have a look which is not European, and recalls the Finns of the Volga and the hordes of the Steppes.31


Andererseits zog Allen Upward32, bekannt für seine Sympathie für die Griechen, den Schluss, sein slawischsprachiger Gastgeber sei Grieche, indem er nur nach dessen herzlicher Gastfreundschaft  urteilte.  Upwards  Begleiter  in  Makedonien  war  vom  griechischen Außenministerium bestimmt worden.
Dasselbe geschah auch beim Besuch von Michel Paillares33  beim Corps von Konstantinos Masarakis, während William Le Quex34, der 1905 in eine bulgarische „Tscheta“ eintrat, anders als die beiden eben Genannten natürlich zu dem umgekehrten Schluss kam. Auch der abenteuerliebende amerikanische Journalist Albert Sonneschen35  lebte mit den Komitatschis und verherrlichte ihren Kampf in Zentralmakedonien, doch der Brite Martin Wills36, Beamter des osmanischen Tabakmonopols, den die Komitatschis entführten und ihm gar das Ohr abschnitten, entwickelte nicht dieselbe Begeisterung für ihre Ziele.
Ähnlich gegensätzlich waren – abhängig von den jeweiligen Informanten oder Geldgebern – die von Abbott37, Booth38, Knight39, Wyon40, Lynch41, Durham42, Kanh43, Berard44   oder  Amfiteatrov45   geäußerten  Ansichten.  Der  Letztgenannte  beispielsweise,  ein liberaler russischer Journalist, Korrespondent verschiedener Zeitungen seiner Heimat, sprach sich für die Unterscheidung der Slawomakedonen von den Bulgaren und Serben aus.46

Die politischen Analysen, die als Artikel in internationalen Zeitschriften47 oder Monographien48  erschienen, zeugen ebenfalls von  einer problematischen Voreingenommenheit, aber dennoch lassen sich im Allgemeinen bestimmte Tendenzen erkennen. Besonders nach Ilinden zögerten die Europäer nicht, die türkische Politik zu tadeln, um das eigene diplomatische Eingreifen zu rechtfertigen – genauso aber auch die griechische bewaffnete Einmischung, um den sich abzeichnenden Misserfolg ihres Eingreifens zu rechtfertigen.

Der Fall Makedoniens war offenkundig ähnlich gelagert wie der Bulgariens im Jahr 1876, und es war nur logisch, dass man denselben Ausgang erwartete, nämlich die Autonomie der Bulgaren von Makedonien, doch ohne dass zwangsläufig eine Kriegskrise ähnlich wie 1876–78 vorhergehen musste. Wegen der Bündnisse und deren Bewaffnung wäre so etwas fatal gewesen für den internationalen Frieden.
Zu Entscheidungen in diese Richtung, nämlich die der Autonomie, drängte sie auch Sofia systematisch und kommunizierte seinen Wunsch anlässlich jedes Kontakts zu Korrespondenten oder Politikern.49

Für die Autonomie schriebenauch die slawomakedonischen Autonomisten der Inneren Makedonischen Revolutionären Organisation und übten Druck aus, indem sie die Autonomieforderung zu einer allgemeinen Forderung und den Unterschied ihrer Auffassung zu der der bulgarischen Regierung nicht klar werden ließen. 
Bereits 1900 hatte A. Brutus, das heißt Anton Drandar aus Velesa, in Brüssel sein Buch A propos d' un mouvement en Macedoine veröffentlicht. Diese Idee ließ sich in Europa dank verschiedener Zeitungen wie der Schweizer L’Effort und der französischen Le movement macedonienne, in denen prominente bulgarische Journalisten wie der spätere Diplomat Simeon Radef von Sofia finanzierte Artikel schrieben, immer häufiger vernehmen – besonders nach Ilinden.50 In der gleichen Zeit besuchten Boris Sarafov, ein ehemaliger Offizier des bulgarischen Heeres, Bozidar Tatarchev, Ortsvorsteher von Resna, und die Professoren Liubomir Miletich und Ivan Georgov neben anderen europäischen Ländern auch Großbritannien und hielten vom Balkankomitee der Brüder Buxton organisierte Vorträge.51

The Bulgarians are more English in their manners than the Greeks and to this fact I attribute part of their popularity in England”, schrieb Upward52. Das Balkankomitee trug auch zur Schaffung einer nicht zu unterschätzenden probulgarischen Literatur bei, deren beste Beispiele die Schriften der liberalen Brüder Noel und Charles Buxton53, von Henry Νoel Brailsford54,  dem  Korrespondenten  des  Manchester   Guardian   und   Vorsitzenden  des britischen Komitees für die Opfer von Ilinden, sowie dem Abgeordneten David Marshall Mason55, Mitglied der National Liberal Federation, darstellten.
Teil dieser Produktion waren auch Fotos von Verbrechen an Bulgaren.56
Als Teil derselben bulgarischen Aufklärungskampagne muss man die Bücher von Sarafoff57, Atanas Schopoff58 – der der bulgarischen Regierung 4.000 Franken kostete –, D. Michev59, dem Generalsekretär des Bulgarischen Exarchats, der unter dem Pseudonym „Brancoff“ Statistiken und eine Karte herausgab, Petar Danilovich Draganoff60, dem russischen Slawisten bulgarischer Abstammung und ehemaligem Lehrer an der bulgarischen Schule von Thessaloniki, und I. Voinov61 sehen. Noch 1912 bereiste ein Komitee für bulgarische Flüchtlinge aus Makedonien Europa unter dem Vorsitz des Professors Liubomir Miletich und versuchte, die französische Presse zu beeinflussen.

Im Vergleich dazu war die serbische Präsenz in Europa praktisch nicht vorhanden. Sie umfasste die Untersuchung von Milos Milojevitch La Turquie d' Europe et le problem de la Macedoine et la Vielle Serbie, die 1905 in Paris erschien, einen Artikel des Diplomaten Ceda Mijatovitch in der Zeitschrift Fortnightly Review im Jahr 1907 und vor allem die Untersuchung des Ethnographen und Geographen Jovan Cvijic Remarks on the ethnography of the Macedonian Slavs, die 1906 auf Französisch, Englisch und Russisch erschien und für die unterschiedliche Identität der Slawomakedonen im Vergleich zu Bulgaren und Serben, doch auch ihre Verwandtschaft eher mit Zweiteren, argumentierte. Sein Buch, das 1912 neu aufgelegt wurde, übte besonders im angelsächsischen Raum großen Einfluss aus.
Seine Schreibart zeigte, dass sich der Autor von keiner nationalistischen Ideologie mitreißen ließ, obwohl er zu dem Schluss gelangte, dass sich die noch nicht ausgeformte slawische Bevölkerungsmasse in Makedonien von den Serben leichter und sogar vollkommen assimilieren ließ. Die Richtigkeit seiner Ansicht wurde nie bewiesen, doch das Argument zugunsten einer dritten slawischen Bevölkerungsgruppe in Makedonien mit als solcher erkennbarer oder noch nicht ausgeformter Identität, das 1913 durch den entsprechenden sprachwissenschaftlichen Beitrag von Aleksandar Belic ergänzt wurde, stand zumindest in der Theorie mit einem bedeutenden Teil der bulgarischen Theorien vollkommen im Einklang.62

Der Gegenangriff griechischer Schriften in Europa war, gemessen am in Athen herrschenden Enthusiasmus und den auf den Schlachtfeldern in Makedonien unternommenen großen Bemühungen, von unverhältnismäßig geringem Ausmaß. Neoklis Kasasis, Professor für Recht und Politische Ökonomie, Rektor der Universität Athen, (1902–3), Gründer der Gesellschaft „Ellinismos“ („Griechentum“) (1894) und bedeutender öffentlicher Redner, veröffentlichte die Bücher L’ Hellenism et la Macedoine (1903) und Greeks and Bulgarians in the Nineteenth and Twentieth Centuries (1907).
Der griechischen Sache dienlicher waren jedoch seine Zeitschrift Bulletin d’ Orient, die unter der Schirmherrschaft des Griechischen Außenministeriums herausgegeben wurde,63  sowie seine Vorträge in Europa, besonders in Paris, wo viele bedeutende Persönlichkeiten seine persönlichen Freunde waren, darunter auch der  Senator  Georges  Clemenceau.64    Sein  Kollege  Andreas  Andreadis,  Professor  für Wirtschaft, der seine Bildung in Oxford und Paris erworben hatte, publizierte einen Vortrag in der Zeitschrift Contemporary Review.65 Antonios Spiliotopoulos, Journalist mit Jurastudium und seit 1902 Herausgeber der Zeitschrift Kratos („Staat“), gab 1904 zwei Untersuchungen auf Französisch heraus:
La Macedoine et l' Hellenisme und Lettres sur la question de Macedoine. Ioanna Stefanopoli, die erste Griechin, die sich an der Universität Athen immatrikulierte, Tochter des Herausgebers des Messager d’ Athenes, veröffentlichte 1903 ihre Untersuchungen Macedoine et Macedoniens. La Macedoine inconnue. La nationalité hellenique de la  Macedoine d' apres  le folklore macedonien. Das waren insgesamt ja kaum einmal fünf Bücher; das Meiste waren in Wirklichkeit Texte von Vorträgen.

Dagegen nahm die griechischsprachige Literatur über Makedonien gigantische Ausmaße an. Anders als man heute gemeinhin annimmt, war der Makedonische Freiheitskampf in Wirklichkeit nie ein Geheimnis, zumindest nicht außerhalb Makedoniens.
 Sogar Themen, die man heute als Details sieht, und nicht überprüfte Informationen wurden in der Athener Presse fast gleichzeitig mit den Ereignissen veröffentlicht. Vier Jahre hindurch fand sich der Freiheitskampf auf den Titelseiten aller Zeitungen des Königreichs Griechenland (aber auch derer der Auslandsgriechen in aller Welt),66  in der Regel illustriert mit Fotos von Freiheitskämpfern.  Doch  die  Zeitung  Embros  („Vorwärts“)  war  wegen  ihrer  allgemein  bekannten
Beziehungen zum Makedonischen Komitee vergleichsweise im Vorteil. Die zurückkehrenden
Freiheitskämpfer gaben, entweder mündlich oder schriftlich, Informationen über die Aktivität der Corps weiter, offizielle Dokumente, ja sogar ihre eigenen Tagebücher. All das wurde von den Redakteuren der Zeitung in Fortsetzungen als Volkslektüre veröffentlicht.67 Das bekannteste aus Artikeln in dieser Form entstandene Produkt ist das Buch von Stamatis Raptis, Redakteur der Zeitung Embros, O Makedonikos Agon (Der Makedonische Freiheitskampf), das in 313 achtseitigen Bögen höchstwahrscheinlich im Zeitraum März 1906–April 1908 publiziert wurde.

Parallel zu den volkstümlichen Artikeln entstand in derselben Zeit auch ein etwas gelehrteres  Genre,  das  von  allen,  die  sich  mit  den  Freiheitskampf  betreffenden  Themen befassen, viel benützt wurde und noch wird.
Es handelt sich um die Artikel, die im Makedoniko Imerologio (Makedonisches Tagebuch), das nacheinander vom Verein „Alexandros o Megas“ („Alexander der Große“) (1908) und dem „Pammakedonikos Syllogos“ („Panmakedonischer Verein“) (1909–1912)68 herausgegeben wurde, und im Ellinismos („Griechentum“)69, der Zeitschrift der gleichnamigen Gesellschaft des Neoklis Kasasis, herauskamen. 

Das erste Druckwerk war voll von Nekrologen berühmter Kämpfer des Makedonischen Freiheitskampfes und bereits etablierter Nationalhelden, Topographien der schwer geprüften makedonischen Gemeinden (vor allem im Norden), Statistiken über die bulgarischen  Gewalttaten  und  Analysen  über  die  nationalen  Rechte,  basierend  auf  den besonderen Bildungsleistungen der griechischen Nation. Im zweiten, nämlich dem Ellinismos, zentrierten sich die Themen eher um die diplomatische Seite der Makedonischen Frage und die Publikation von Dokumenten. Wenn das Makedoniko Imerologio darauf abzielte, durch emotionale Rührung zu mobilisieren, so interessierte sich der Ellinismos eher für die Information des Leserpublikums: „die Aufklärung über jede brennende nationale Frage sowie die Verstärkung und Steuerung des sich vollziehenden nationalen Freiheitskampfes“, wie man notierte, doch immer innerhalb des von der griechischen Regierung vorgegebenen Rahmens.70

Auf derselben Wellenlänge bewegten sich auch die anderen Publikationen der Gesellschaft
zum Thema Makedonien71 wie auch die kurzen allbekannten Monographien von Gnasios Makednos („echter Makedone“)72, AlMaz73, Titos Makednos74 und ein paar anderen namentlich bekannten oder anonymen Autoren, die ihre Untersuchungen (häufig die Texte von Vorträgen) entweder den vor kurzem gefallenen Kämpfern75, den bulgarischen Verbrechen76 oder der Diplomatie hinter den Kulissen des Freiheitskampfes widmeten.77 Man sollte allerdings erwähnen, dass alle Persönlichkeiten der makedonischen Geschichtsschreibung, die in Athen in Erscheinung traten, sich ganz versöhnt zeigten mit der Idee der Slawischsprachigkeit der Makedonier, deren Patriotismus sie kannten.
Sie befanden sich damit im Einklang mit dem international propagierten Argument der freien Wahl der Identität. Doch andererseits vermittelte das hartnäckige Bestehen auf der Wichtigkeit der Entscheidung für die griechische Bildung als Zeichen für diesen Willen den Eindruck, die Slawischsprachigkeit wäre bei normalem Betrieb der griechischen Schulen ein vorübergehendes Phänomen. Und das umso mehr, da verschiedene Untersuchungen beharrlich behaupteten, der slawische Dialekt der Makedonier sei im Grunde griechisch.78

Ganz allgemein gesagt verschob sich nach 1903, den militärischen Entwicklungen und dem Vormarsch der Journalisten, der Schwerpunkt der Literatur von den ethnographischen Theorien zur Gewalt und zu den Verbrechen. Sehr bald wurde auch das Bild von der Koexistenz ersetzt durch ein anderes, das im Auftreten gegeneinander und dem Mangel an Toleranz typische Merkmale der makedonischen Geschichte sah.
Diese Stereotype setzten sich langfristig durch, nicht nur weil sie den sich in der Folge ergebenden diplomatischen Situationen dienlicher waren, sondern auch aus dem Grund, dass diese Literatur auf Englisch verfasst war und sich so leichter wiederverarbeiten ließ.
Dagegen gingen andere Beschreibungen verloren, zusammen mit den meisten Texten, die griechischen und serbischen Interessen dienten und auf Französisch oder Italienisch verfasst waren. Das klassischste Beispiel dafür ist die Untersuchung und die Karte des italienischen Philhellenen und Diplomaten G. Amadori-Virgilj auf der Basis der Religion, die niemand zitiert.

2.   Demographische Veränderungen und der bulgarische Revisionismus

Mit ihren Bajonetten fiel es den Balkanheeren viel leichter als den Kartographen, den Ethnographen und den Diplomaten, die Grenzen auf dem Balkan und speziell die der Einflusszonen in Makedonien zu ziehen. Doch nicht alle Länder nahmen die Veränderungen als endgültig hin. So wurden die Universitätsprofessoren erneut zu den Waffen gerufen, um mit akademischen Argumenten jene Grenzen zu verteidigen, bei deren Verteidigung die Generäle erfolgreich gewesen beziehungsweise gescheitert waren.

Das ernsteste Problem hatten natürlich die Bulgaren, was die Dokumentation und die Revision betraf. 1913 veröffentlichte Miletich sein Buch Atrocites greques en Macedoine pendant la guerre greco-bulgare. Im selben Jahr wurde von der Carnegie-Stiftung ein internationaler Ausschuss gebildet, um die während der Balkankriege begangenen Verbrechen zu untersuchen.

Die Ergebnisse wurden 1914 in Washington unter dem Titel Report of the International Commission to Inquire into the Causes and Conduct of the Balkan Wars veröffentlicht, und sie bewiesen, dass das Spiel mit dem Schaffen von Eindrücken unvermindert fortgesetzt wurde. Mitglieder des Ausschusses waren Henri Brailsford, Victor Berard und der russische Abgeordnete und Professor für Geschichte und Archäologie Pavel Nikolajevic Miljukov – alle bekannt für ihre probulgarischen Sympathien.79
 Griechenland reagierte mit der Veröffentlichung seiner eigenen Auffassung über die Verbrechen.80 Am schlechtesten war für die Griechen jedoch, dass der Ausschuss das demographische Bild Makedoniens so präsentierte, wie er es von dem bulgarischen Professor Jordan Ivanov erhalten hatte, der wiederum die Daten von Vasil Kunchev (1900) reproduzierte.81
Um das Bild der Besetzung eines zu einer fremden Nation gehörigen Gebietes umzukehren, lud Veniselos den Schweizer Rechtsprofessor Rudolph Archibald Reiss ein, die Nordprovinzen des Landes zu bereisen und die Situation der Bevölkerung zu erforschen. Sein Bericht, der 1915 auf Französisch veröffentlicht worden war, bestätigte, dass weder die Makedonier Bulgaren seien noch ihre Sprache Bulgarisch, sie seien schlicht und einfach „Makedonier“ – eine Ansicht, die für Griechenland damals insgesamt günstig war, da sie zugleich die bulgarischen und die serbischen Ansprüche neutralisierte.82

Doch die Besetzung Ostbulgariens während des Ersten Weltkriegs verschaffte den Bulgaren die Gelegenheit, zurückzukehren und nicht nur den Widerstand, mit dem sie in der Vergangenheit zehn Jahre lang zu tun gehabt hatten, auszumerzen, sondern auch das Gebiet aus der Nähe zu untersuchen.
 Im Sommer 1916 sandte die bulgarische Regierung eine Expeditionsgruppe aus hervorragenden Wissenschaftlern und bekannten Aktivisten in die Gegend. Sie umfasste Jordan Ivanov, Anastas Isirkov, Bogdan Filov und Liubomir Miletich.83  Doch der für Bulgarien unglückliche Ausgang des Krieges verschob die Front nach Westeuropa. Ivanov und seine Mitarbeiter, die Professoren Isirkov, Georgi Strezoff – Mitglied der Geographischen Gesellschaft Genf – und Dimitar Micheff – inzwischen Mitglied der bulgarischen Akademie –, bereisten in einem Versuch, den Ausgang der Pariser Friedenskonferenz zu beeinflussen, verschiedene Städte, vor allem in der Schweiz. Ihre Aktivitäten unterstützten die makedonischen Vereinigungen der Schweiz, die aus Sofia eine Subvention von zwanzigtausend Franken erhielten.84 Einige von jenen Vorträgen wurden auf Französisch veröffentlicht.85 Natürlich ging die bulgarische Produktion insgesamt weit über ein paar Vorträge hinaus.

Im Grunde hatte man die ganze Gruppe der bulgarisch-makedonischen Intellektuellen engagieren können: Simeon Radeff86 aus Resna, mit Jurastudium in Genf, eine alte Führungskraft der Inneren Makedonischen Revolutionären Organisation, S. Kitintcheff87, K. Solarov88, V. Tsanov89 und Kostadin Stefanov90, Literaturprofessor und Mitglied des „Zentralen makedonischen Vereins“ in der Schweiz. Flaggschiff unter den Publikationen war selbstverständlich die Untersuchung von Ivanov La Question Macedonienne au point de vue historique, ethnographique et statistique, die 1920 in Paris veröffentlicht wurde und die bulgarischen  Ansichten  zur  Makedonischen  Frage  und  die  Rechte  Sofias  im  nunmehr griechischen Makedonien zusammenfasste.

Selbstverständlich begleiteten die Publikation – neben Bezugnahmen auf alle den bulgarischen Standpunkt begünstigenden Texte des 19. Jh. – zwei Karten. Die erste nutzte die international gepflegte probulgarische Kartenproduktion des 19. Jh., um den bulgarischen Nationalraum möglichst groß erscheinen zu lassen, die zweite präsentierte die widersprüchlichen Ansichten, die sich nach 1878 entwickelten hatten und diesen Raum merklich – und Ivanov zufolge zu Unrecht – beschränkten.

Wie wir wissen, war es nach allem, was während des Krieges vorhergegangen war, nicht möglich, die Vorschläge Ivanovs und seines Landes in Paris zu verwirklichen – obwohl über einen italienischen Vorschlag für ein unabhängiges Makedonien diskutiert wurde.91 Für das relativ hohe all den akademischen Publikationen beigemessene Gewicht spricht, dass letztlich, nach der revidierten Karte von Cvijic, Gebiete an Serbien abgetreten wurden, und das trotz der Tatsache, dass sein Land eine schwächere wissenschaftliche Produktion und Mobilisierung aufzuweisen hatte.92
Die Karte von Cvijic


 Dazu hatte selbstverständlich auch beigetragen, dass Cvijic, der sich als Wissenschaftler sowohl in Europa als auch in den USA ganz besonderer Wertschätzung erfreute, bei den Vorgängen der Konferenz dominierte. Seine Ansichten hatten den Effekt, dass die serbische Dominanz in einem großen Teil Makedoniens als gegeben angenommen wurde, ohne dass überhaupt eine bulgarische Minderheit anerkannt wurde, doch letztlich setzten sie Serbien, das nun die Richtigkeit der Karten des großen Ethnographen durch rasche Assimilation der „Makedonoslawen“ zu beweisen hatte, unter starken Druck.93

Cvijics Ansichten ließen übrigens auch die Griechen nicht unbeeinflusst.
Es ist bekannt, dass die Karte, die Professor Georgios Sotiriadis, von seiner Herkunft her ein Makedonier und mit Veniselos persönlich befreundet, 1918 vorbereitet hatte und die dem Friedenskongress vorgelegt wurde, auch die Existenz von „Makedonoslawen“ innerhalb des griechischen Staatsgebietes anerkannte – dort, wo Kleanthis Nikolaidis nur Griechen sah.94  Diese seine Ansicht machten sich andere griechische Autoren dieser Periode nicht zu Eigen95 – vor allem der bedeutendste: Vassilios Kolokotronis, ein diplomatischer Beamter, der es übernahm, wie vor ihm Ivanov und Cvijic alle griechischen Argumente und die Griechenland begünstigende internationale Historiographie und Kartographie in seiner Untersuchung La Macedoine et l' Hellenisme: Etude historique et ethnologique (Paris 1919) zusammenzufassen.
Die „Makedonoslawen“ waren für Kolokotronis slawischsprachige Griechen.96

Natürlich stand die übrige akademische Gemeinschaft dem Ersten Weltkrieg und der Neuordnung, die er auf dem Balkan geschaffen hatte, nicht gleichgültig und unbeeinflusst gegenüber. Einige der bedeutenden Werke, die verfasst wurden, waren:
The Rise of Nationality in the Balkans von R. Seton-Watson (London 1917), L' unite de la politique bulgare 1870–1919, die erste Untersuchung von Jacques Ancel über die Makedonische Frage (Paris 1919) und die Dissertation von Jacob Ruchti, Die Reformaktion Österreich-Ungarns und Russlands in Mazedonien 1903–1908.

 Die Durchführung der Reformen (Gotha 1918), die ursprünglich an der Universität Bern vorgelegt worden war. Tatsächlich hatte sich die Schweiz schon in der Zeit vor dem Krieg zum Zentrum des wissenschaftlichen Interesses an Makedonien entwickelt, und das stand in Zusammenhang nicht nur mit dem Frieden, der im Land herrschte, sondern auch mit den verdeckten Manövern Sofias.97

Es ist unmöglich, alle Untersuchungen der Zwischenkriegszeit und alle Artikel aufzuzählen, die in der Presse erschienen, und zwar in Zeitschriften wie: Internationale Pressekorrespondenz, L' Europe Nouvelle, The Advocate of Peace und Voix des Peuples. Manche Arbeiten wurden jedenfalls zu wichtigen Hilfsmitteln, darunter die Bücher von Ancel98 – nunmehr Professor für Geographie und Geschichte –, Andre Wurfbain99, Weigand 100 und anderen.101 Außerdem entstand eine neue Generation von Reisetexten, Erinnerungen teils älterer, teils jüngerer, doch – wie immer – nie neutraler Personen. Die bedeutendsten Autoren waren –wegen ihrer Kenntnisse – Sir Robert R.Graves102, nach 1903 britischer Generalkonsul in Thessaloniki, sein Zeitgenosse, der französische Offizier Leon Lamouche103, der von Sofia finanzierte probulgarische Vorträge hielt, Edmond Bouchie de Belle104, höherer Beamter, Veteran der makedonischen Front, Franceska Wilson105 und andere.106 In der Zwischenkriegszeit begann außerdem, dank des Aufschwungs bulgaromakedonischer patriotischer Organisationen, die Produktion relevanter Titel auch in den USA. Wichtigster Vertreter war Chris Anastasoff107, aus Florina gebürtig und mit Studium in Amerika.

Einige dieser Bücher gaben im Nachhinein Bulgarien Recht, doch für Sophia war die Sache der Makedonischen Frage auf diplomatischer Ebene endgültig verloren. Dennoch blieb sie während der ganzen Zwischenkriegszeit lebendig, sowohl in der Erinnerung der Flüchtlinge als auch in der politischen Arena des Landes. Genau genommen wurden die bulgaromakedonischen Flüchtlinge gleichzeitig zu Autoren und zu den wichtigsten Lesern einer reichen patriotischen Literatur, die alles umfasste von Memoiren aus dem Makedonischen Freiheitskampf bis zu den kleinen Geschichten aus ihrer endgültig verlorenen Heimat im griechischen Makedonien.

Eine wesentliche Rolle spielte für diese Produktion die Gründung des „Makedonischen Instituts“ im Jahr 1923 unter der Leitung des Professors Ivan Giorgov und – zwei Jahre später – die Herausgabe der Zeitschrift Makedonski Pregled. Inzwischen begann Liubomir Miletich, der den Vorsitz des Instituts übernommen hatte, mit der Publikation einer Serie von Memoiren der Voevoden von Ilinden. Seinem Beispiel folgten verschiedene Veteranen wie Christo Matov 108 und Christo Silianov109.

Die internationale Aktivität der Bulgaren war völlig zur Ruhe gekommen.
 Für sie war die  Zeit  in  Bukarest  stehen  geblieben,  doch  ganz  allgemein  galt  dasselbe  auch  für  die Griechen, wenn auch aus anderen Gründen.
Ihr wissenschaftliches Interesse an Makedonien und seiner Bevölkerung ließ nach.
 Mit Ausnahme der auf internationalem Niveau stehenden Arbeiten von Stefanos Ladas110, Chrysos Evelpidis111 und Alexandros Pallis112, die die griechischen Vorherrschaft nunmehr auf der Basis des Bevölkerungsaustauschs begründeten, wurden sehr wenige Untersuchungen über das Gebiet und noch wenigere über seine Einwohner veröffentlicht, speziell die früheren.113

 Über diese schrieben nunmehr die verschiedenen öffentlichen Dienste, die nicht wussten, wie sie mit deren Besonderheiten umgehen sollten, und vergrößerten so die Kluft zwischen dem Bild, das die Geschichte und die Diplomatie geschaffen hatten, und der Realität, mit der sie konfrontiert waren. Von allen Aspekten dieses komplexen Problems der Assimilation, der neuen Phase der Makedonischen Frage, gewann anscheinend einer, zumindest in der Öffentlichkeit, das ganze Interesse für sich: ihre Haltung während des Makedonischen Freiheitskampfes.

Die Beschäftigung mit dieser Frage bewegte sich in drei Achsen: Die erste stand in Zusammenhang mit den intensiven Bemühungen, die für die Schaffung eines Registers und in der Folge für die moralische und wirtschaftliche Rehabilitation der Kämpfer des Makedonischen Freiheitskampfes unternommen wurden. Sie wird vertreten von einer Reihe von Artikeln, die in der Zeitschrift Makedonikos Agon („Makedonischer Freiheitskampf“), die im Zeitraum 1929–1931 herausgegeben wurde, erschienen.114

 Obwohl die meisten Artikel sich nicht durch besondere historische Exaktheit auszeichnen, sollte man dennoch nicht übersehen, dass in dieser Zeitschrift sowohl Tagebuchaufzeichnungen als auch andere interessante Dokumente veröffentlicht wurden – manchmal leider in Bearbeitung.115 Im selben Rahmen, nämlich dem der autobiographischen Zeugnisse, könnte man vielleicht auch eine Reihe von Veröffentlichungen von Tagebuchaufzeichnungen, Erinnerungen und Briefen in Zeitungen behandeln, für die uns noch nicht einmal eine erste Erfassung zur Verfügung steht.116

Viele davon stehen leider im Zusammenhang mit gegenseitigen Beschuldigungen und unterschiedlichen Interpretationen der Ereignisse, die als Folge der Registrierung und Hierarchisierung der Freiheitskämpfer nach den geltenden Gesetzen eintraten.

 Ein Charakteristikum dieser Gruppe von Veröffentlichungen ist der starke Antikommunismus, wegen der bekannten Stellungnahme der Komintern für ein einheitliches und unabhängiges Makedonien im Jahr 1924, doch auch der Erwartung, dass bestimmte politische Bündnisse die Klasse der ehemaligen Freiheitskämpfer und ihres gewaltigen Klientelnetzes begünstigen würden.

Um die zweite Achse drehen sich Biographien, Erinnerungen und Monographien, die entweder als historische Hilfsmittel oder als literarische Werke veröffentlicht wurden.

Pavlos Melas
Die Briefe des Pavlos Melas117, die Erinnerungen von Nikolaos Garbolas118, Angeliki Metallinou 119 und Antonios Chamavdopoulos120 wie auch die ersten Biographien von Hauptmann Kotta121, Melas122  und Dragoumis123  könnten als glaubwürdige historische Hilfsmittel angesehen werden, da sie auf dem Wissen und den Erfahrungen der Generation des Freiheitskampfes basieren.

 In dieselbe Kategorie sollte man auch sowohl die Geschichten aus der Zwischenkriegszeit von Georgios Modis als auch die Mystika tou Valtou (Geheimnisse des Moores) von Pinelopi Delta einteilen.

Erstere spiegelten in der Regel reelle Ereignisse wider, die Modis persönlich bekannt waren, während sie parallel dazu zum Entstehen einer eigenartigen Sittenschilderung des Freiheitskampfes beitrugen.124 Doch selbst das beliebte Werk von Pinelopi Delta basiert, wie wir wissen, auf Interviews und Tagebüchern von Kämpfern  des  Makedonischen  Freiheitskampfes,  die  Antigoni  Bellou-Threpsiadi  im  Zeitraum 1932–1936 niederschrieb. So wurde das fehlende Archivmaterial ersetzt, das das Außenministerium, höchstwahrscheinlich aus politischen Gründen, Delta anfangs verweigert hatte.125 Nur wenige dieser Memoiren aus ihrer Sammlung kamen nach dem Krieg an das Licht der Öffentlichkeit.

Viel mehr Glück als Delta hatte Nikolaos Vlachos, Dozent für Geschichte in Athen, der um dieselbe Zeit, nämlich 1932, bereits die entsprechende Erlaubnis eingeholt hatte und im Archiv des Außenministeriums arbeitete. Vlachos selbst ermutigte Bellou-Threpsiadi mit den Worten, die auf lebendigen Erzählungen von Freiheitskämpfern basierende Arbeit habe ihre eigenen Vorteile, während er selbst ausschließlich mit „leblosen Dokumenten und Papieren“ arbeite.126 Wie wir sehen werden, gab der Verlauf der Ereignisse seinem Urteil Recht, vielleicht sogar über seine Erwartungen hinaus. Vlachos’ Untersuchung Die Makedonische Frage als Phase der Ostfrage 1878–1908 (Athen 1935) gilt zu Recht als klassisches und unüberbietbares Werk der Diplomatiegeschichte.
Dem Makedonischen Freiheitskampf widmete Vlachos zirka 200 eng gedruckte Seiten, die im Grunde immer noch keine Leser gefunden haben. Er benützte, anscheinend ausnahmsweise, das Archivmaterial des Außenministeriums, wobei er wirklich in die Tiefe ging, sowie alle zur Verfügung stehenden Diplomatiebücher der in die Krise verwickelten Länder.

Beeinflusst von den späteren Entwicklungen und den diplomatischen Notwendigkeiten der Zeit verlieh er dem Freiheitskampf den Charakter eines griechisch-serbischen Unterfangens gegen die Bulgaren. Es lässt sich schwer endgültig entscheiden, ob diese Priorität sein Werk zu einem Schattendasein verurteilte – wahrscheinlich nicht. Jedenfalls wurden seine sehr nützlichen, doch für heutige Begriffe auch kühnen Beobachtungen, die uns eine allgemeine Beschreibung des Freiheitskampfes geben, ohne dass dabei jedoch die einzelnen Episoden gänzlich verloren gehen, demonstrativ ignoriert. Wie wir unten sehen werden, war dies kein Zufall.127

In diese dritte und sehr spärlich bestückte Kategorie der historischen Hilfsmittel könnten wir auch die früher erschienene Politische Geschichte des neueren Griechenland von Georgios Aspreas einteilen, da sie in ihrem zweiten Band, der 1930 herausgegeben wurde, zirka 20 Seiten über den Makedonischen Freiheitskampf enthält. Aspreas, als Journalist der Zeitung Embros ein Veteran, erwähnt,128 dass er Material benutzt hatte, das er im Archiv von Kalapothakis gefunden hatte, und außerdem „an das Außenministerium gerichtete Berichte aus den Zentren Thessaloniki und Monastiri, Notizen und Archive zeitgenössischer politischer und militärischer Persönlichkeiten und vertrauliche Berichte, die an Georg I. gesandt wurden.“ Dennoch entsteht aus seinen verallgemeinernden Beschreibungen nicht der Eindruck, dass dieses Material besonders reich gewesen wäre.

Siegel drer Makedonischen Komitee.
Eigentlich bestand sein bedeutendster Beitrag in der Veröffentlichung der „Organisation“ des Makedonischen Komitees.129

Schließlich darf man auch den damals jungen Rechtsanwalt Georgios Modis nicht ignorieren, der in Zusammenarbeit mit dem Veteran des Freiheitskampfes Nikostratos Kalomenopoulos das Stichwort „Makedonischer Freiheitskampf“ für die erste Ausgabe der Großen Griechischen Enzyklopädie ‚Pyrsos’ (1927) verfasste.

Die beiden Charakteristika, die die Zwischenkriegsliteratur mit der der Zeit vor den Balkankriegen gemeinsam hatte, waren der stark nationale Charakter und der häufige Gebrauch  des  Französischen  für  alle  internationalen  Publikationen.  So  wurde  einerseits  die Autorität der griechischen Publikationen endgültig untergraben, andererseits wurden von den auf Französisch verfassten nur sehr wenige nach dem Krieg verwendet, besonders im angelsächsischen Raum. Das Schlechteste war, dass auch die Geschichtsschreibung, die sich innerhalb der Balkanstaaten entwickelte, weder genügend aus dem schöpfte, was international geschrieben wurde, noch aus der gegnerischen – slawischen bzw. griechischen – Literatur. Sie verstand die Schilderung der – erklärten oder unerklärten, siegreichen oder nicht siegreichen – Kriege als die geeignetste Methode zur Untermauerung des Besitzstandes oder der Erhaltung der patriotischen Gefühle.
 Die Makedonische Frage war kein Thema zur wissenschaftlichen Beschäftigung, sondern zur patriotischen. Wenn jedes Land die Untersuchungen der Nachbarn und deren Karten sorgfältig gelesen hätte, hätte es sehr nützliche Anleitungen für die im



In und  Ausland  zu  verfolgende  Politik  finden  können.  Doch  keines  tat  dies,  und  die
Geschichte sollte sich als Farce wiederholen.

 .......Yauna...... Die nachfolgede Absaetze wurden  wegen Platzmangel Unterdrueckt......................

   Abschließende Bemerkungen

Die Gründung eines unabhängigen makedonischen Staates, der Ehemaligen Jugoslawischen Republik Makedonien, und der gleichzeitige Regierungswechsel in Jugoslawien und Bulgarien hatte eine Neubelebung der Makedonien-Literatur zur Folge, doch die Rollen waren jetzt vertauscht.

Bulgarien, wo 1991 das „Makedonische Wissenschaftliche Institut“ seinen Betrieb wieder aufnahm und von neuem die Makedonski Pregled  herausgab, nahm seine Makedonien-Produktion wieder auf, diesmal jedoch mit sehr mangelhaftem Zugang zur westlichen Wissenschaft.  

Jahrelang abgeschnitten von der dominanten angelsächsischen Literatur und ohne die finanzielle Möglichkeit eines leichten Zugangs zu Übersetzungen bleib sie für mindestens ein Jahrzehnt zu schwach, um die internationale Geschichtsschreibung zu beeinflussen, aber letztendlich scheint sie mit einer neuen Generation von Historikern zurückzukehren, die ihrer nationalen Historiographie kritisch gegenübertreten.

 In der Ehemaligen  Jugoslawischen  Republik  Makedonien  wurde  nichts  benötigt,  was  nicht  schon vorhanden gewesen wäre.
Die Arbeit war lange vorher zu Ende geführt worden, und alle neuen Kapitel, die nach 1991 hinzugefügt wurden, waren Wiederholungen. Es ist sogar noch heute (2005) viel zu früh, um bei der gegebenen politischen und diplomatischen Stellung des Landes bedeutende Brüche in  seiner Geschichtsschreibung zu  erwarten.

In  Griechenland waren und sind die Tendenzen immer noch gespalten.
Eine Seite scheint nunmehr die slawische Linie in der Literatur zu akzeptieren – die slawomakedonische und nicht die bulgarische –, während eine andere weiterhin die Tradition des unnachgiebigen Kampfes um historische Rechte fortsetzt.
Eine dritte anerkennt die Komplexität eines Problems, das sich untrennbar mit seiner Literatur vermischt und schon in seiner Entstehung politischen Charakter erhalten hat, doch sie wird Ziel von Angriffen beider Seiten, weil sie ihnen vom methodologischen Standpunkt her nicht zustimmen kann. Man könnte sagen, dass die Lage an die Zwischenkriegszeit erinnert.

 Die Spaltung wird zu einem wesentlichen Anteil von der Uneinigkeit betreffend den Gebrauch neuer methodischer Hilfsmittel hervorgerufen, die aus neuen wissenschaftlichen Bereichen eingeführt wurden, aber auch in der Wahl des Blickwinkels. Tatsächlich hat die westliche Perspektive – so, wie sie auch in früheren Perioden die Kartographierung und Sicherung voneinander abgegrenzter Nationen bzw. den Schutz der nationalen Minderheiten diktiert hatte – nach 1990 zur Erforschung und zum Schutz der nationalen Gruppen und ihrer kulturellen Identitäten ermutigt. Vielleicht besteht der einzige Unterschied darin, dass diesmal die westliche wissenschaftliche Produktion rund um die Makedonische Frage, in die wegen der jugoslawischen Krise ausführliche akademische Forschung investiert wurde, fast normative Dimensionen erhalten hat, die jedoch stärker Griechenland beeinflusst haben, weniger Bulgarien und noch kaum die Ehemalige Jugoslawische Republik Makedonien.

Doch es handelt sich um nichts wirklich Erstaunliches. Vom Anbeginn an war die Akzeptanz für die eine oder die andere Auffassung in der Makedonischen Frage eng verbunden mit den diplomatischen Umständen und nicht mit der Qualität oder der Quantität der Auffassung selbst. Deshalb gelang es den Bulgaren zu Beginn des Jahrhunderts, nicht aber in den Zwanzigerjahren, die liberalen Briten auf den Plan zu rufen, obwohl ihre humanitären Argumente nicht schlechter waren. Deshalb verstanden am Ende des Zweiten Weltkriegs alle den
„Makedonismus“ als Mittel zur Expansion des Kommunisten Tito, doch wenige Jahre später akzeptierten sie problemlos die selbständige ethnologische Existenz der Sozialistischen Republik Makedonien. Aus demselben Grund provozieren auch die kulturellen Rechte der Slawomakedonen das Interesse oder das Desinteresse der Bulgaren. Aus der Unmöglichkeit der methodischen Konvergenz zwischen den Ländern und den wissenschaftlichen Schulen heraus, aber auch wegen der Widersprüche zwischen den geschichtlichen Perioden der Literatur gelangen wir letztendlich erzwungenermaßen zu einem solchen agnostizistischen Ansatz in der Makedonischen Frage, der jedoch funktioneller und bequemer ist für alle.

Damit das verständlich wird, lohnt es sich, mehrere Faktoren anzuführen, die anstatt der Entwicklung die Wiederverwendung älterer Literatur begünstigen.

 Der bedeutendste ist die Sprache. Was auch immer auf Griechisch oder in den slawischen Sprachen an Quellen oder Hilfsmitteln geschrieben wurde, ist für die westliche Wissenschaft nicht besonders nützlich, vielleicht mit Ausnahme der Gräzisten, der deutschen Balkanologen oder der Slawisten allgemein.

Doch  auch  sie  können  sich  wegen  ihres  Studiums, ihrer  Nationalität und  ihrer Quellen letztlich nicht befreien von ihrem ideologischen Ausgangspunkt. So wurden in Griechenland bis heute die zeitliche Tiefe und das Ausmaß der Problematik der Frage der Autonomie Makedoniens nicht erfasst.

Sogar die Untersuchungen in französischer Sprache, die einen riesigen Teil der Literatur zur Makedonischen Frage ausmachen, bleiben in Großbritannien, den USA und Australien bis jetzt ungenützt, und dasselbe gilt leider auch für die deutsche Literatur.

Dagegen ist das, was in englischer Sprache geschrieben wurde oder wird oder in sie übersetzt wird, eine Investition, die sich unabhängig von der Qualität unendlich mal bezahlt macht. Die fehlende Möglichkeit zum Vergleich begünstigt also das kritiklose Akzeptieren von Ansichten. Der zweite Faktor ist die gewaltige Masse der angesammelten Literatur.

Die Unmöglichkeit, sie vollends zu bewältigen, begünstigt die Auswahl nur jener Bücher, Texte, Zitate, Statistiken und Karten, die eine Arbeitshypothese bestätigen werden oder zum ideologischen Rüstzeug der Forscher passen. Diese, nämlich die Forscher, stellen den dritten Faktor für diese Rezyklierung dar. Durch die Präsentation der vorhergehenden Literatur wurde die bedeutende Rolle sichtbar, die Politiker und Aktivisten jeder Art für die Ausformung der Geschichtsschreibung der Makedonischen Frage gespielt haben. Eine besondere Stellung hatten die Diaspora und die Flüchtlinge inne, egal, ob es nun um „Ägäaten“ in Skopje oder Menschen aus Kastoria in Sofia, den USA oder Perth geht.
Alternativ dazu wurden auch Universitätslehrer eher – als Alibi mit äußerem Anschein der Objektivität – zur Absegnung von Statistiken und Karten eingesetzt als als Träger tieferen Wissens.

Der technologische Fortschritt und speziell der Gebrauch des Internets ist die beste Garantie dafür, dass die bibliographische Rezyklierung der Makedonischen Frage sich so lange fortsetzen wird, wie die Geschichte für die Balkanpolitik und die Selbstdefinition der Völker im Gebiet ein essentielles Objekt mit gefährdeter Existenz bleiben wird.
Und es besteht keine Zweifel, dass es nicht mangeln wird an Trägern jeder Art und Personen, die ihre Dienste in dieser Richtung anbieten werden. Schon immer haben Politiker und Professoren Theorien entwickelt, die sie an die Lehrer, die Kleriker und andere willige Apostel weitergaben, die sie wiederum unter der Bevölkerung Makedoniens festigen sollten, während die Diplomaten ihrerseits für die Kartografierung der Resultate das Echo der Theorien reproduzierten.

Die Chancen, über diesen Rahmen hinauszukommen, sind in der Tat beschränkt, da sogar die Schaffung der Geschichtsquellen, zumindest im 19. Jh., mit den Bedürfnissen der Politik verknüpft ist. Leider können wir Makedonien nicht mit den Augen eines Landwirtes oder Viehzüchters des 18. Jh. sehen, und auch das, was wir über die private Sicht sogar der gebildeten Menschen des 19. oder des 20. Jh. wissen, ist sehr wenig.

 Es gibt keine Texte, die frei wären von einer politischen Zweckmäßigkeit. Sogar was die Gestaltung der Innenund Außenpolitik selbst betrifft, ist eher nur die höchste Ebene bekannt und nicht eigentlich der Prozess der Entscheidungsfindung als solcher und die vorausgehenden Diskussionen.

So verbleiben wir mit einem Bild, das eher die Gegensätzlichkeiten, die Krisen und die extremen Phänomene sichtbar macht als die Art und Weise, wie die Gesellschaft sie überwand. Doch dies stellt nicht eine Verdrehung der Makedonischen Frage dar, sondern ihr eigentliches Wesen. Politik und Ideologie wurden immer außerhalb des Gebietes produziert und in der Folge in rascherem Tempo importiert, als die Gesellschaft sie assimilieren konnte, sodass ihre Diffusion von oben nach unten möglich gewesen wäre. Wie können wir also eine Umkehrung der politischen Perspektive von unten nach oben erwarten?

Anmerkungen

1.   Zu diesen Fragen siehe Ioannis Koliopoulos, I „peran“ Ellas kai oi „alloi“  Ellines: To synchrono elliniko ethnos kai oi eteroglossoi synoikoi christianoi, 1800-1912 [Das Griechenland „drüben“  und die „anderen“ Griechen: Die moderne griechische Nation und die anderssprachigen christlichen Mitbewohner, 1800-1912], Thessaloniki 2003, S. 60–1 und das ganze Kapitel 3.
2.   H. R. Wilkinson, Maps and Politics. A Review of the Ethnographic Cartography of Macedonia, Liverpool 1951, S. 35.
3.   Zu dieser Zeit wird eine Reihe von Karten veröffentlicht, die die slawische Dominanz auf dem Balkan auf Kosten von Griechen und Türken betonen, aber es vermeiden, die Meinungsverschiedenheiten darzustellen. Siehe ibid., S. 53–7.
4.   Voin Bozinov & L. Panayotov (Red.), Macedonia. Documents and Material, Sofia 1978, S. 130, 137–138; V. Colocotronis, La Macedoine et l' Hellenisme: Etude historique et ethnologique, Paris 1919, S. 524–5; Spyridon Sfetas, I diamorfosi tis slawomakedonikis taftotitas [Die Herausbildung der slawomakedonischen Identität], Thessaloniki 2003, S.
17–45.
5.   Wilkinson, op. cit., S. 42–3.
6.   Through Macedonia to the Albanian Lakes, London 1864.
7.   Reise durch die Gebiete des Drin und Wardar, Wien 1867 u. ds., Reise von Belgrad nach Salonik, Wien 1868.
8.   Travels in the Slavonic Provinces of Turkey in Europe; the Turks, the Greeks, and the Slavons, London 1867. Mit ethnographischer Karte, s. Wilkinson, op. cit., S. 51–3.
9.   Anonym vom Verleger S. Lane-Poole unter dem Titel The People of Turkey by a Consul's Daughter and Wife, London 878, Bd. 1–2.
10. Mission de Macedoine, Paris 1876.
11. Turkey in Europe, 2. Aufl., s.l. 1877.
12. Twixt Greek and Turk or Jottings during a Journey through Thessaly, Macedonia and Epirus in the Autumn of 1880, Edinburgh 1881.
13. La  Turquie  inconnue:  Roumanie,  Bulgarie,  Macedoine,  Albanie,  Paris  1886.  Siehe Mackenzie & Irby, op. cit., S. 65–68.
14. K. Sharova & A. Pantev, “Mackenzie and Irby and the New Trends in English Policy towards the South Slavs”, tudes Historiques, 6 (1973), 117–42.
15. Siehe die Einführung zu der Untersuchung Ta peri tis aftokefalou archiepiskopis tis protis
Ioustinianis [Zur Autokephalie der Justiniana Prima], Athen 1859.
16. Margaritis   G.   Dimitsas,   Archaia   geografia   tis   Makedonias   [Antike  Geographie
Makedoniens], Athen  1870;  Topografia  tis  Makedonias  [Topographie  Makedoniens],
Athen 1874; Epitomos istoria tis Makedonias apo ton archaiotaton  chronon mechri tis
tourkokratias.  Pros  chrisin ton ellinikon Scholeion kai parthenagogion  tis Makedonias 
[Kurz  gefasste  Geschichte  Makedoniens  von  der  Vorzeit  bis  zur  Türkenherrschaft. Schulbuch für  die griechischen  Schulen und Mädchenschulen in Makedonien], Athen
1879; I Makedonia en lithois fthengomenois kai mneimeiois sozomenois [Makedonien in
Inschriften und erhaltenen Denkmälern], Athen 1896, Bd. 1–2.
17. Siehe K. Th. Dimaras, Konstantinos Paparrigopoulos. Prolegomena, Athen 1970, S. 20.
18. Im selben Jahr erschien das Werk von Konstantin Jirecek, Geschichte der Bulgaren, Prag
1876. Jirecek war ein Enkel Shafariks und wurde später Bildungsminister Bulgariens.Siehe Colocotronis, op. cit., S. 137–8.
19. Evangelos Kofos, I Ellada  kai to Anatoliko Zitima 1875–1888 [Griechenland  und die Orientalische Frage 1875–1888], Athen 2001, S. 77 und 157. Vgl. Wilkinson, op. cit., S. 63 und Anm. 2.
20. Zwei Jahre später erschien es auch auf Französisch, siehe Ofeikov, La Macedoine au point de vue ethnographique, historique et philologique, Filippoupolis 1887. Vgl. Kalostypis,op. cit., S. 71–8.
21. Gortse Petrov, Materijali po izutsenieto na Makedonija [Materialien über den Aufstand in Makedonien], Sofia 1896.
22. Ivan Ilchev, Rodinata mi prava  ili ne! Vansnopoliticheska propaganda  na balkanskite strani (1821–1923) [Für meine Heimat ja oder nein! Propaganda  in der Aussenpolitik auf dem Balkan (1821-1923)], Sofia 1995, S. 113.
23. Vgl. z. B. die Untersuchung des belgischen Erforschers des öffentlichen Rechts Emil de Laveleye, The Balkan Peninsula, englische Übersetzung von Mary Thorp, London 1887, aber auch das zweibändige Werk des berühmten Balkanologen Gustav Weigand, Die Aromunen, Leipzig 1894–5; begleitet von einer ethnographischen Karte, das Bulgarien begünstigte. Siehe auch die Untersuchungen des ersten Bischofs der bulgarisch-unierten Kirche Lazar Mladenoff, Rapport sur la situation religieuse des Bulgares catholiques de la Macedoine, Lyon 1884 und des Direktors der katholischen Schule Thessaloniki Ε. Cazot,  Regeneration  d'  un  peuple.  La  Macedoine  catholique,  Paris  1901.  Zu  einer Gesamtdarstellung der bulgarischen Bibliographie siehe N. Mikhov (Red.), Bibliographiede la Turquie, de la Bulgarie et de la Macedoine, Bd. 1–2, Sofia 1908–1913.
24. Spyridon Gopcevic, Makedonien und Alt-Serbien, Wien 1889. Siehe Wilkinson, op. cit., S. 96–109. Im nächsten Jahrzehnt veröffentlichte er in Belgrad auf Serbisch noch zwei Untersuchungen:  Die  Wahrheit  über  Makedonien (1890)  und  Die  ethnographischen Beziehungen Makedoniens und Altserbiens (1899).
25. Siehe die Einführung zu Karl Hron, Das Volkstum der Slaven Makedoniens, Wien 1890.
26. Wilkinson, op. cit., S. 120–5.
27. Ibid., S. 129–32.
28. Kriste Misirkov, Makedonikes ypotheseis [Makedonische Angelegenheiten], übersetzt von Dimitris Karagiannis, Athen 2003.
29. The Balkan Trial, London 1906, S. 147 und 155. Derselbe hatte 1905 den Artikel „The Macedonian Committees and the Insurrection” im Band The Balkan Question, Luigi Villari (Red.), London 1905, S. 184–227, veröffentlicht.
30. ictures from the Balkans, London 1906, S. 5.
31. Charles Eliot, Turkey in Europe, London 1908, S. 322, aber auch 265 Anm. 1.
32. The East End of Europe: The Report of an Unofficial Mission to the European Provinces of Turkey on the Eve of the Revolution, London 1908, S. 210.
33. L’ imbroglio macedonien, Paris 1907.
34. An Observer in the Near East, London 1907, S. 296.
35. Confessions of a Macedonian Bandit, New York 1909.
36. A Captive of the Bulgarian  Brigands: Englishman's Terrible Experiences in Macedonia, London, 1906.
37. G. Abbott, The Tale of a Tour in Macedonia, London 1903.
38. J. L. C. Booth, Troubles in the Balkans, London 1905. Der Autor war im Jahr 1904 Sonderkorrespondent von Τhe Graphic.
39. E. F. Knight, The Awakening of Turkey: A History of the Turkish Revolution, London1908.
40. Reginald Wyon, The Balkans from Within, London 1904.
 41. H. F. B. Lynch, Europe in Macedonia, being five articles reprinted from the "MorningPost", London 1908.
42. Edith Durham, The Burden of the Balkans, London 1905.
43. M. Kanh, Courriers de Macedoine, Paris 1903.
44. Victor Berard, “A Travers la Macedoine Slave”, Revue des deux Mondes, 114 (1892),551–578; Pro Macedonia, Paris 1904.
45. Aleksandr Valentinovic Amfiteatrov, Strana razbora [Seite des Verständnisses] (1903).
46. Siehe Hristo Andonov-Poljanski et al. (Red.), Documents on the Struggle of the Macedonian People for Independence and a Nation-State, Skopje 1985, Bd. 1, S. 412–5, aber auch den Artikel „Oi neoi Slavoi tis Makedonieas“ [Die neuen Slawen Makedoniens],Zeitschrift Sphära, 10. Februar 1901.
47. Siehe z. B. J. Gambier, “Macedonian Intrigues and their Fruits”, Fortnightly Review, 78
(1902),  747–758,  H.  Vivian,  “The  Macedonian Conspiracy”,  Fortnightly  Review, 79
(1903), 827–837, K. Blind, “Macedonia and England's Policy”, Nineteenth Century, 54
(1903), 741–755, E .J. Dillon, “Macedonia and the Powers”, Contemporary Review, 79
(1903), 728–750, W. Miller, “The Macedonian Claimants”, Contemporary Review, 83
(1903), 468–484, G. Azambuta, „Le Conflit des Races en Macedoine d' apres une Observation  Monographique“,  Le  Science  Sociale,  2me  periode,  19/2  (1904),  [Anonym], “Macedonia and the Powers”, Quarterly Review, 198 (1903), 485–514.
48. F. Stevenson, The Macedonian Question, London 1902; M. Leroy, La Question Macedonienne. Etude d' histoire diplomatique et de droit international,  Paris 1905; G.Verdene, La verite sur la Question Macedonienne, Paris 1905; E. Engelhardt, La Question Macedonienne, etat actuel, solution, Paris 1906; G. Amadori-Virgilj, La Questione Rumeliota e la
Politica Italiana Macedonia, Vecchia, Serbia, Albania, Epiro, Bitondo 1908, Bd. 1–3; R. Pinon, L' Europe et l' empire ottoman, Paris 1909; P. Rolley und M. de Visme, La Macedoine et l' Epire, Paris 1912.
49. Siehe Le Queux, op. cit., S. 287–8 oder Upward, op. cit., S. 135–6.
50. Ilchev, op. cit., S. 132 und 215.
51. Ibid., S.133 und 215.
52. Upward, op. cit., S.135.
53. Siehe z. B. die Arbeiten von Noel Buxton, Europe and the Turks, London 1907, “Freedom and Servitude in the Balkans”, The Westminster Review, 159 (1903), 481–490, “Diplomatic Dreams and the Future of Macedonia”, The Nineteenth Century and  After,  63 (1908), 722–733 und Charles Buxton, Turkey in Revolution, London 1909.
54. Siehe z. B. seine Untersuchung “The Bulgarians of Macedonia. A Psychological Study”, The Fortnightly Review, 75 (104), 1049–1059, aber v. a. sein Buch Macedonia, its Races and their Future, London 1906.
55. D.  M.  Mason,  Macedonia  and  Great   Britain's  Responsibility,  London  1903.  Die Einnahmen   aus   dem   Verkauf   wurden   an   den   Balkan   Committee   Relief   Fund weitergegeben.
56. Siehe z. B. Macedonian Massacres: Photos from Macedonia, Publikation des Balkankomitees mit Texten von Victoria de Bunsen.
57. B. Sarafoff, The Desperate Outlook in Macedonia, London 1904.
58. A. Schopoff, Les reformes et la protection des chretiens en Turquie 1673–1904, Paris 1904. Vgl. Ilchev, op. cit., S. 220.
59. La Macedoine et sa population chretienne, Paris 1905.
60. Macedonia and the Reforms, London 1908.
61. La question Macedonienne et les reformes en Turkie, Paris 1905.
62. Vgl. Ivo Banac, The National Question in Yugoslavia. Origins, History, Politics, Ithaca ; London 1988, S. 311–3.
63. Periklis Argyropoulos, „O Makedonikos Agon. Apomnimonevmata“ [Der Makedonische Freiheitskampf.     Memoiren],     O     Makedonikos     Agon.     Apomnimonevmata    [Der Makedonische Freiheitskampf. Memoiren], Thessaloniki 1984, S. 6.
64. Thanos  Anagnostopoulos-Palaiologos, „O  Neoklis  Kazazis  kai  oi  alloi  filellines  stin periodo tou Makedonikou Agona“ [Neoklis Kazazis und die anderen Philhellenen in der Zeit  des  Makedonischen  Freiheitskampfes],  O  Makedonikos  Agon.  Symposio [Der Makedonische Freiheitskampf. Symposium], Thessaloniki 1987, S. 259–271. 65. A. Andreadis, Greece and Macedonia”, Contemporary Review, 88 (1905), 376–388.
66. Siehe Petros Papapolyviou, „I Kypros kai o Makedonikos Agonas“ [Zypern und der Makedonische  Freiheitskampf],  O  Makedonikos Agon. Symposio [Der  Makedonische Freiheitskampf. Symposium], Thessaloniki 1987, S. 459–473.
67. Siehe z. B. „O agon mas en Makedonia. Selides apo to imerologion enos syntrofou tou kapetan Verga. O vios ton vounon kai tis pyritidos“ [Unser Kampf in Makedonien. Seiten aus dem Tagebuch eines Gefährten von Kapetan Vergas. Das Leben auf den Bergen und im Pulverrauch], Zeitung Embros, September 1905 passim.
68. Entstanden aus der Vereinigung aller makedonischen Vereine in Athen.
69. Siehe Despoina Jarali & Mary Zangli, To periodiko Ellinismos (1898–1915, 1928–1932): Parousiasi–Vivliografiki     katagrafi     [Die    Zeitschrift         Ellinismos    (1898–1915,    1928–1932):Präsentation und bibliographische Auflistung], Ioannina 1993.
70. Jarali &Zangli, op. cit., S. 32.
71. Siehe z. B. die Untersuchung von  Neoklis Kazazis, To Makedonikon provlima [Das makedonische  Problem],  Athen  1907  und  die  Neuauflage  der  Untersuchung  von Kalostypis, 1900.
72. Gnasios  Makednos  [Stefanos  Dragoumis],  Makedoniki Krisis:  Ta  Komitata  kai  oi dynameis 1901–1903 Makedonische Krise: Die Komitees und die Mächte 1901–1903],
Athen 1903, Makedoniki Krisis 2: Metarrythmiseis, Makedonia kai Ellas  [MakedonischeKrise 2: Reformen, Makedonien und Griechenland], Athen 1903, Makedoniki Krisis 3, 4,5 (1903–1904) [Makedonische Krise 3, 4, 5 (1903-1904)], Athen 1906, Makedoniki Krisis6: I tourkiki diakoinosis kai i diakoinosis ton dyo (1904–1907) [Makedonische Krise 6:Die türkische Note und die Note der Zwei (1904–1907)], Athen 1907.
73. Al.  Maz.  [Alexandros  Mazarakis],  Ai istorikai  peripeteiai  tis  Makedonias  apo  ton archaiotaton     chronon    mechri     simera      [Das     wechselvolle    historische      Schicksal Makedoniens von der Vorzeit bis heute], Athen 1912.
74. Titos Makednos, Kapetan Nakis Litsas, Athen 1906.
75. Siehe z. B. A. Thomaidis, Istoria Pavlou Mela [Die Geschichte von Pavlos Melas], Athen1909.
76. Siehe   G.   Konstas   [höchstwahrscheinlich   Germanos   Karavangelis],   Energeiai   kai dolofonika orgia  tou  voulgarikou  komitatou  en  Makedonia  kai  idia  en  ti  eparchia Kastorias [Handlungen und Gewaltorgien des bulgarischen Komitees in Makedonien und besonders in der Provinz Kastoria], Athen 1902; G. Dimitsas, I katastrofi tou Krousovou:
Thiriodeia Voulgaron kai Othomanon enantion Ellinon [Die Zerstörung von Krusovo:Brutalität von Bulgaren und Osmanen gegenüber Griechen], Athen 1905, sowie auch die Publikation  des  Ökumenischen  Patriarchats  Episima  engrafa  peri  tis  en  Makedonia odyniras katastaseos [Offizielle Dokumente über die traurige  Situation in Makedonien],
Konstantinopel 1906.
77. Siehe  z.   B.   I.   Vlassis,   Peri   ton   Makedonikon  logos   [Über   die   makedonischen Angelegenheiten], Athen 1904, Th. Jerojannis, I Makedonia prodidomeni [Der Verrat an Makedonien], Athen 1904, A. Argyros, I makedoniki mas politiki [Unsere makedonischePolitik], Athen  1906,  I.  Choidas, Istoria  tis  makedonikis ypotheseos [Geschichte dermakedonischen Sache], Athen 1908.
78. G.   Boukouvalas,  I   glossa   ton   en   Makedonia  Voulgarofonon  [Die   Sprache   derBulgarischsprachigen  in  akedonien],  Kairo  1905,  K.  Tsioulkas,  Symvolai eis  tin diglossian  ton Makedonon ek synkriseos tis slavofanous makedonikis glossis pros  tin ellinikin  [Beiträge  zur  Zweisprachigkeit  der  Makedonier  durch  den  Vergleich  der slawisch scheinenden makedonischen Sprache mit dem Griechischen], Athen 1907.
79. Miljukov war Gastprofessor in Sofia gewesen und war der Autor eines russischen Buches über die europäische Diplomatie und die Makedonische Frage (1899).
80. Les cruautes bulgares en Macedoine Orientale et en Thrace, 1912–1913, Athen 1914.
81. Derselbe Bericht wurde 1995 von der Stiftung „Free and Democratic Bulgaria” neu aufgelegt.
82. Rapport sur la situation des Boulgarophones et des Musulmans dans les nouvelles provinces Grecques, Lausanne 1915.
83. Die Berichte wurden von Petar Petrov in dem Band Naucna ekspedicija v Makedonija i pomoravieto 1916 Wissenschaftliche Expedition in Makedonien und dem Moravagebiet 1916], Sofia 1993.
84. Ilchev, op. cit., S. 217. Siehe außerdem Η. Andonovski, „Movement in Switzerland for a Macedonian State”, Macedonian Review, 4 (1974), 254–5.
85. J. Ivanoff, La Region de Cavalla, Bern 1918, G. Strezoff, Les luttes politiques des Bulgares  Macedoniens, Genf 1918, D. Micheff, La verité sur la Macedoine, Bern 1918, A. Ishirkov, La Macedoine et la constitution de l' Exarchat Bulgare, 1830–1897, Lausanne 1918.
86. La Macedoine et la Renaissance Bulgare au XIXe s., Sofia 1918.
87. Quelques mots de reponse aux calomniateurs des Macedoniens, Lausanne 1919.
88. La  Bulgarie  et  la   Question  Macedonienne.  Les  causes  des  guerres   balkaniques,Sofia1919.
89. Reports and Letters from American Missionaries Referring to the Distribution of Nationalities in the Former Provinces of European Turkey 1858–1918, Sofia 1919.
90. We the Macedonians, Bern 1919.
91. Wilkinson, op. cit., S. 229–35.
92. V. Djeric, Ethnographie des Slaves de Macedoine, Paris 1918, Τ. Djordjevic, Macedonia,London 1918, V. Marcovic, La Macedoine a-t-elle été considerée comme pays bulgare par les Serbes du Moyen Age, Paris 1919.
93. La peninsule balkanique; Geographie humaine, Paris 1918.
94. Wilkinson, op. cit., S. 191–5.
95. Stephanos Phokas-Kosmetatos, La Macedoine. Son passe et son present. Etude historique ethnographique et politique de la Macedoine avec considerations sur les pays limitrophes et l'  Helenism, Lausanne 1919, Konstantinos Mazarakis-Ainian, I lysi tou valkanikou zitimatos [Die Lösung der Balkanfrage], Athen 1919.
96. Siehe besonders S. 515–7.
97. E. Kupfer, La Macedoine et les Bulgares, Genf 1917, J. Melchy, Le Martyre d' un petit peuple, Genf 1917, G. Lepide, La Macedoine indivisible devant le future Congress de la Paix, Lausanne 1918, V. Sis, Mazedonien, Zürich 1918, die zuerst 1914 auf Tschechisch veröffentlicht worden war, A. Delvigne, Le Probleme Macedonien, Bern 1919, N. Derjavine  (oder  Derschawin),  Les  rapports   bulgaro-serbes   et  la  Question  Macedonienne (Lausanne 1918), anscheinend eine Übersetzung seiner 1915 in Sofia veröffentlichten Arbeit. Siehe auch vom selben Autor Über Macedonien, Wissenschaftliche und Kritische
Untersuchung,  Leipzig  1918.  Es  ist  bekannt,  dass  die  Studien  dieses  russischen Historikers direkt von der bulgarischen Regierung finanziert wurden, siehe Ilchev, op. cit., S. 227–8.
98. La Macedoine et son evolution contemporaine, Paris 1930, La Macedoine, étude de colonisation contemporaine, Paris 1936. Ancel war im Ersten Weltkrieg nach Makedonien gekommen und verfasste sogar die Studie Les travaux et les jours de l' Armee d' Orient
1915–1918, Paris 1921.
99. L' echange greco-bulgare des minorites ethniques, Paris 1930.
100. Ethnographie von Mazedonien, Leipzig 1924.
101. R. A. Reiss, La question des Comitadjis en Serbie du Sud, Belgrad 1924, J. Schultze,Makedonien. Landschaftsund Kulturbilder, Jena 1927, H. Schacht, Die Entwicklung der Mazedonischen Frage  um die Jahrhundertwende zum Murzsteger Program,  Halle 1929,W. Jacob, Die    Mazedonische    Frage,  Berlin 1931, K. Kratchounov, La politique exterieure de la Bulgarie 1880–1920, Sofia 1932.
102. Storm Centres of the Near East. Personal Memories 1879–1929, London 1933.
103. Quinze ans d' histoire balkanique 1904–1919, Paris 1928, vgl. Ilchev, op. cit., S. 227–8.
104. La Macedoine et les Macedoniens, Paris 1922.
105. Yugoslavian Macedonia, London 1930.
106. A. Goff, A. und H. Fawcett, Macedonia:  A Plea  for the Primitive, London 1921, D.Footman, Balkan Holiday, London 1935.
107. The Tragic Peninsula:  A History of the Macedonian Movement for Independence since 1878, St. Louis 1938.
108. Vastanitski Deistvija [Revolutionäre Tätigkeiten], Sofia 1925 und Osnovi na Vatresnata Revolutsiona Organizatsija [Grundlagen der Inneren Revolutionären Organisation], Sofia 1925.
109. Osvoboditelnite borbi na Makedonija [Befreiungskampf in Makedonien], Sofia 1933. Zu dieser  Produktion  und  allgemeiner  über  die  makedonischen  Intellektuellen  in  der bulgarischen  Literatur  siehe  Sania  Velkov,  „Prosfyges  kai  prosfygikes  mnimes  sti voulgariki ethniki ideologia kai logotechnia (1878–1944)“ [Flüchtlinge und Flüchtlingserinnerungen in  der  bulgarischen Nationalideologie und  Literatur (1878–1944)],  in:  V.Gounaris  &  I.  Michailidis  (Red.),  Prosfyges  sta  Valkania.  Mnimi  kai  ensomatosi [Flüchtlinge auf dem Balkan. Erinnerung und Eingliederung], Athen 2004, S. 329–81.
110. The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, New York 1932.
111. Les états balkaniques, Paris 1930.
112. Peri antallagis  plithysmon kai epoikismou en ti valkaniki kata ta eti 1912–1920 [Über den Bevölkerungsaustausch und die Besiedlung auf dem Balkans in den Jahren  1912–1920],   Konstantinopel    1920,    Statistiki   meleti    peri     ton    fyletikon       metanastefseon Makedonias Thrakis kata tin periodon 1912–1924 [Statistische Untersuchung über die Migrationen in Makedonien und Thrakien in der Zeit 1912–1924], Athen 1925, Syllogi ton  kyrioteron  statistikon  ton  aforoson  tin  antallagi  ton  plithysmon kai  prosfygikin apokatastasin  meta  analyseos  kai  epexigiseos [Sammlung der  wichtigsten Statistiken betreffend den Bevölkerungsaustausch und die Rehabilitation der Flüchtlinge, mit einer Analyse und einer Erklärung], Athen 1929.
113. K. Karavidas, Agrotika: Erevna epi tis oikonomikis kai koinonikis morfologias en Elladi kai  en  tais  geitonikais slavikais  chorais  [Untersuchung  über  die  wirtschaftliche und soziale Morphologie in Griechenland und den benachbarten slawischen Ländern], Athen
1931. M. Mavrogordatos & A. Chamoudopoulos, I Makedonia: Meleti dimografiki kai oikonomiki    [Makedonien:     Demographische      und    wirtschaftliche     Untersuchung], Thessaloniki 1931. S. Gotzamanis, Ypomnimata epi tis exoterikis kai esoterikis politikis, peri meionotiton kai afomoioseos plithysmon [Memoranda zur Außenund Innenpolitik,über Minderheiten und Bevölkerungsassimilation], Athen 1939.
114. Vgl.   Vasilis    K.    Gounaris,    „Vouleftes    kai    Kapetanioi:    Pelateiakes    scheseis    sti mesopolemiki  Makedonia“  [Abgeordnete  und  Hauptmänner:  Klientelbeziehungen  im Makedonien der Zwischenkriegszeit], Ellinika, 41 (1990), 313–335.
115. Siehe die Tagebücher der Corps von Stefanos Mallios und Mitsos Gouras, veröffentlicht von dem Sekretär des Corps, Stefanos Akrivos, in den Heften 5–12 und 8–12. Aus einem Fragment des Tagebuchs von Mallios, das sich in seiner originalen Form im Museum des Makedonischen Freiheitskampfes befindet, kann man entnehmen, dass Stefanos Akrivos
den Text verändert hat.
116. Siehe die Serie in der Zeitschrift Tachydromos tis Voreiou Ellados, 1926–27, unter demTitel „I iroikoteri selis tis Neoteris Ellados. I  istoria tou Makedonikou Agona“ [Die heroische  Seite  des  modernen  Griechenland.  Die  Geschichte  des  Makedonischen Freiheitskampfes],  die  Veröffentlichung  des  Tagebuches  des  Filolaos  Pichion  in  der Zeitung Dytiki Makedonia [Westmakedonien] von Kastoria, 1930, verschiedene Texte vonVardas im Eleftheros Anthropos, 1931, und Erinnerungen von Jannis Karavitis in der Zeitung Kritikos Kosmos [Kretische Welt], Chania, 1940.
117. [Natalia Mela], Pavlos  Melas. Viografia apo  diigiseis, grammata  dika tou kai allon, [Pavlos Melas. Biographie in Form von Erzählungen und Briefen von ihm und anderen],Alexandria 1926.
118. N. Garbolas, Pos i Makedonia paremeinen elliniki: istorikai selides [Wie Makedonien griechisch blieb: historische Blätter], Thessaloniki 1933.
119. A. Metallinou, „Anamniseis tis didaskalikis mou zois“ [Erinnerungen meines Lebens als Lehrerin], Makedoniko Imerologio, 1 (1925), 62–66.
120. A. Chamoudopoulos, Ellinismos kai Neotourkoi: ethniki drasis tou ypodoulou Ellinismou kata  tin  neotourkikin periodon  1908–1912  [Griechentum  und  Jungtürken:  Nationale Aktivität des unterjochten Griechentums während der Zeit der Jungtürken 1908–1912], Thessaloniki 1926.
121. A. Kontoulis, Viografia kapetan Kotta [Biographie des Kapetan Kotta], Florina 1931.
122. I. Vakalopoulos, Pavlos Melas (Viografia) [Pavlos Melas (Biographie)], Athen 1939.
123. K. Paraschos, Ion Dragoumis, Athen 1936.
124. Georgios P. Argyriadis, Georgios Modis o afigitis tou Makedonikou Agona: Makedonikes istories    [Georgios    Modis,    der     Erzähler      des    Makedonischen    Freiheitskampfes: Makedonische Geschichten], Thessaloniki 1991, S.205–209.
125. Bellou-Threpsiadi,  op.  cit.,  S.  14–15.  Vassileios  Laourdas,  „I  Pinelopi  Delta  kai  i Makedonia“ [„Pinelopi Delta  und  Makedonien“], Makedonika Analekta, Thessaloniki
1980, S. 90 und Anm. 33.
126. Bellou-Threpsiadi, op. cit., S. 15.
127. Siehe Vlachos, op. cit., z. B. S. 92–94, 393–395.
128. Bd. 2, S. 55, Anm. 1.
129. Bd. 2, S. 67–74 in einer Anmerkung. Dieselbe Vorschrift veröffentlichte Aspreas als erster  1929  in  der  Megali  Stratiotiki  kai  Naftiki Enkyklopädia [Große  Militär und Marineenzyklopädie] Bd. 4, für die er das Stichwort Makedonikos Agonas“ verfasst hatte (S. 435–440).
130. „Katastatikon  tis  en  Thessaloniki  Etaireias  Makedonikon  Spoudon“  [„Satzung  der Gesellschaft für Makedonische Studien in Thessaloniki“], Makedonika, 1 (1940), 638.
131. P. Argyropoulos, La Question Greco-Bulgare, Cairo 1944. P. Nikolakos, Voulgaroi, oi aimovoroteroi anthropoi,  oi aspondoteroi  echthroi  mas [Bulgaren,  die blutrünstigsten Menschen, unsere unversöhnlichsten Feinde], Alexandria 1944. Komitee von Professoren, I mavri vivlos ton voulgarikon enklimaton eis tin An. Makedonian kai Dyt. Thrakin 1941–
1944    [Das     Schwarzbuch    der     bulgarischen     Verbrechen    in    Ostmakedonien   und Westthrakien 1941–1944], Athen 1945.
132. Siehe z. B. I. Vojatzidis, Ta pros vorran synora tou Ellinismou [Die Nordgrenzen des Griechentums],  Thessaloniki  1946.  S.  Kyriakidis,  Ta  voreia  ethnologika  oria   tou ellinismou [Die ethnologische Nordgrenze des Griechentums], Thessaloniki 1946. Ch. Naltsas, Ta ellinoslavika synora [Die griechisch-slawische Grenze], Thessaloniki 1948. F.Dragoumis,  Prosochi  sti  voreian  Ellada  1945–1948  [Achtung auf  Nordgriechenland 1945–1948], Thessaloniki 1949.
133. Siehe  z.  B.  die  Untersuchung  von  I.  Vojatzidis,  „I  dynamis  tou  Panslavismou,  tou Kommounismou kai tou Imperialismou os pros tin Ellada“ [Die Macht des Panslawismus, des Kommunismus und des Imperialismus auf Griechenland], Makedoniko Imerologio 18 (1948), 33–48.
134. N. Vlachos, I ethnologiki synthesis ton anikonton eis tin Ellada tmimaton tis Makedonias kai  tis  Dytikis  Thrakis  [Die  ethnologische  Zusammensetzung der  zu  Griechenland gehörenden  Teile  Makedoniens  und  Westthrakiens],  Athen  1945.  A.  Papaevgeniou, Voreios Ellas: Meionotites apo statistikis apopseos en schesei me ton plithysmon kai tin ekpaidevsis [Nordgriechenland: Minderheiten vom statistischen Standpunkt in Beziehung zur Bevölkerung und zur Bildung], Thessaloniki 1946. I. Papakyriakopoulos, Voulgaroi kai    Italoi     enklimaties     polemou    en    Makedonia     [Bulgarische      und    italienische Kriegsverbrecher  in  Makedonien], Athen  1946.  E.  Grigoriou, To voulgarikon orgion aimatos    eis    tin    Dytikin   Makedonian    1941–44    [Die    bulgarische     Blutorgie    in Westmakedonien 1941–44], Athen 1947. G. Georgiadou, To mixoglosson en Makedonia idioma kai i  ethnologiki katastasis  ton  omilounton touto Makedonon [Das  gemischte Idiom in Makedonien und die ethnologische Situation der Makedonier, die es sprechen], Edessa 1948. D. Pefanis, Oi Ellines slavofonoi tis Makedonias kai oi Ellinovlachoi [Die slawischsprachigen Griechen und die griechischen Aromunen], Athen 1949. K. Antoniou, Slaviki kai  kommounistiki epivouli  kai  i  antistasis  ton  Makedonon  [Slawische  und kommunistische Machenschaften  und  der  Widerstand  der  Makedonier],  Thessaloniki 1950. A. Kyrou, I synomosia enantion tis Makedonias 1940–1949 [Die Verschwörung gegen    Makedonien   1940–1949],    Athen   1950.    K.    Bramos,    Slavokommounistikai organoseis  en  Makedonia, propaganda  kai  epanastatiki  drasis  [Slawokommunistische
Organisationen  in Makedonien, Propaganda  und revolutionäre Tätigkeit], Thessaloniki 1953. P. Papadopoulos, I ethniki antistasis kata tis voulgarikis epidromis [Der nationale Widerstand  gegen  die  bulgarische  Invasion],  Athen  1953.  S.  Gotzamanis,  Ethnika zitimata. Makedonia kai Makedones. Glossikai meionotites, xenikai vlepseis [Nationale Fragen.  Makedonien und Makedonier. Sprachliche Minderheiten, ausländische Absichten], Athen 1954. S. Gyalistras, Oi plithysmoi tis Makedonias pro  tou 1912 [Die Bevölkerungsgruppen Makedoniens vor 1912], Athen 1960. P. Sotiropoulos, Ai slavikai organoseis  kai i anthelliniki ton propaganda  [Die slawischen Organisationen  und ihre griechenfeindliche Propaganda],  Athen 1960.
135. A. Andreadis, The Work of the Greek State in Macedonia and Thrace, Athen 1947, S. Cosmin, [Phocas-Cosmetatos], La Macedoine. Questions diplomatiques, Paris 1949. Ch. Christides, The Macedonian Camouflage in the Light of Facts and Figures, Athens 1949. A. Pallis, Macedonia and Macedonians: A Historical Study, London 1949. G. Zotiades, The Macedonian Controversy, Thessaloniki 1954. D. Konstandopoulos, The Paris Peace Conference of 1946 and the Greek-Bulgarian Relations, Thessaloniki 1956.
136. Α. Metallinou, Fylla ek tis istorias  tis polypathous Makedonias mas [Blätter aus der Geschichte unseres schwer geprüften Makedonien], Thessaloniki 1947, ds., „Anamniseis apo  ton  Makedoniko  Agona:  o  kapetan-Mitsos“  [Erinnerungen  vom  Makedonischen Freiheitskampf:  Kapetan  Mitsos],  Makedoniko Imerologio,  19  (1949),  206–208  und Makedonikes selides [Makedonische Seiten], Thessaloniki 1949.
137. D. Kakkavos, I Makedonia kata tin teleftaian tessarakontaetia kai ta ethnika imon dikaia [Makedonien  während   der   letzten  vierzig  Jahre   und   unsere   nationalen   Rechte], Thessaloniki 1946.
138. A.      Mazarakis-Ainian,       Apomnimonevmata     [Memoiren],      Athen      1948,      ds.,Apomnimonevmata Polemou 1912-13. Drasis  ethelonton Makedonomachon [Memoiren vom  Krieg   1912-13.   Die   Aktivität  der   freiwilligen   Kämpfer  im  Makedonischen Freiheitskampf (Makedonomachoi)], Athen 1941.
139. A. Ch. Chamoudopoulos, Apo to imerologion enos dimosiografou 1908–1948 [Aus dem Tagebuch eines Journalisten 1908–1948], Thessaloniki 1948.
140. Ellinikos Vorras, 22. Mai 1949–25. März 1950.
141. Zu einer detaillierteren Präsentation siehe I. Nedeva und N. Kaytchev, „IMRO groupings in Bulgaria after the Second World War”, James Pettifer (Red.), The New Macedonian Question, Houndmills & New York 1999, S. 167–83.
142. Im Detail siehe Vemund Aarbakke, „Prosfyges kai prosfygikes organoseis sti Voulgaria 1940–1990“ [„Flüchtlinge und Flüchtlingsorganisationen in Bulgarien 1940–1990“], in: V.  Gounaris &  I.  Michailidis (Red.),  Prosfyges  sta  Valkania. Mnimi kai  ensomatosi [Flüchtlinge auf dem Balkan. Erinnerung und Eingliederung], Athen 2004, S. 382–447.
143. Zu diesem Thema siehe die Arbeit von Iakovos Michailidis „Slavomakedones politikoi prosfyges    sti    jugoslawiki    Makedonia“    [„Slawomakedonische    Flüchtlinge    im jugoslawischen Makedonien“], in: V. Gounaris & I. Michailidis (Red.), Prosfyges sta Valkania.   Mnimi  kai   ensomatosi   [Flüchtlinge   auf   dem  Balkan.   Erinnerung   und
Eingliederung], Athen 2004, S. 83–163.
144. Siehe z. B. die ersten Publikationen des Institutes: Turski dokumenti za makedonskata istorija [Türkische Dokumente zur makedonischen Geschiche], Skopje 1951, Izveshtai od 1903–1904 godina na avstriskite pretstavnitsi vo Makedonija 1903–1904 [Berichte desösterreichischen Gesandten in Makedonien, 1903-1904], Skopje 1955, Dokumenti od vienskata  arhiva  za  Makedonija  od  1879–1903  [Dokumente des  Wiener Archivs über Makedonien, 1879-1903], Skopje 1955.
145. Siehe G. Petrov, Spomeni na G. Petrov [G. Petrov’s Memoiren], Skopje 1950.
146. Wayne S. Vucinich, Serbia between East and West. The Events of 1903–1908, Stanford1954. Djoko Slipcevic, The Macedonian Question. The Struggle for Southern Serbia, Chicago 1958. K. Koitseff, Mazedonien geschichtlich, staatspolitisch und völkerrechtlich in Verbindung mit der Entwicklung des bulgarischen Staates bis zum Balkankrieg, Heidelberg 1948.
147. C. Anastasoff, The Case for Autonomous Macedonia, St. Louis 1945. Μakedonicus [Ivan Mihailov], Stalin and the Macedonian Question, St. Louis 1948, ds., Macedonia; a Switzerland of the Balkans, St. Louis 1950 und Macedonia’s Rise for Freedom, Indianapolis 1954.
148. Macedonia, its Place in Balkan Power Politics, London & New York 1950.
149. Siehe L. Dellin, The Bulgarian Communist Party and the Macedonian Question, New York 1955. J. Tomasevich, Peasants, Politics  and Economic Change in Yugoslavia, Stanford 1955.
150. Siehe Dimitrije Djordjevic, “West-European and American Post-war Historiography on Macedonia”, in: The Foreign and Yugoslav Historiography of Macedonia and the Macedonian People, Skopje 1970, S. 147–62.151. R. Kirjazovski (Red.), Egeiska Makedonija v Narodnoosloboditelnata Borba, 1944–1949 [Das Ägais-Makedonien im Volksbefreiungskampf, 1944-1949], Bände 1–6, Skopje 1971–1983.
152. T. Tomoski (Red.), Dokumenti od vienskata arhiva za Makedonija od 1879–1903 [Dokumente des Wiener Archivs über Makedonien, 1879-1903], Skopje 1955. H. Andonov Polianski (Red.), Britanski  dokumenti za istorijata na makedonskiot narod [Britische Dokumente zur Geschichte des makedonischen Volkes], Skopje 1968. A. Lainovic (Red.), Francuski dokumenti za istorijata na makedonskiot narod [Französische Dokumente zur Geschichte des makedonischen Volkes], Skopje 1969. D. Zografski (Red.), Avstriski dokumenti za istorijata na makedonskiot narod [Österreichische Dokumente zur Geschichte des makedonischen Volkes], Skopje 1977. Institut za Nacionalna Istorija, Dokumenti za borbata na Makedonskiot Narod  za samostojnost i za  nacionalna darzava [Dokumente zum Kampf des makedonischen Volkes für Unabhängigkeit und den nationalen  Staat], Skopje 1981.
153. Siehe z. B. L. Kolishevski, Macedonian National Question, Belgrad 1962. K. Miliofski, The Macedonian Question in the National Program of the Communist Party of Yugoslavia: 1919–1937, Skopje 1962.
154. Siehe Patriarch Kiril, Balgarskata Ekzarhija v Odrinsko i Makedonija sled osvoboditelnata  voina 1877–1878 [Die bulgarische Exarchie in Adrianopel und Makedonien nach dem Befreiungskampf 1877-1878], Bd. 1–2, Sofia 1969–1970. Α. Pantev (Red.), Collection  of  Documents  on  the  National-Liberation   Movement  in  Macedonia  and  the Adrianople Region, Sofia 1978. V. Bojinov, „L' instruction bulgare en Macedoine et en Thrace d'Andrinople 1878–1903”, Etudes Historiques, 8 (1978), 255–274.
155. H. Andonov-Poljanski et al. (Red.), Documents on the Struggle of the Macedonian People for Independence and a Nation-State, Skopje 1985, Bd. 1–2.
156. L.  Panajotov  und  I.  Sopov,  Materiali  za  istorijata  na  makedonskoto osvobotitelno dvizenie [Materialien zur Geschichte des makedonischen Befreiungskampfes], Sofia 1983.
157. E. Kofos, “Balkan Minorities under Communist Regimes”, Balkan Studies, 2 (1961), 23–46, “The Making of Yugoslavia's People's Republic of Macedonia”, Balkan Studies, 3 (1962),  375–396,  Nationalism     and  Communism in  Macedonia,  Thessaloniki  1964, Greece and the Eastern Crisis 1875–1878, Thessaloniki, 1975, “Dilemmas and Orientations of Greek Policy in Macedonia: 1878–1886”, Balkan Studies, 21 (1980), 45–55, “The Macedonian Question: The Politics of Mutation”, Balkan Studies, 27 (1986), 157–172.
158. S. Nestor, “Greek Macedonia and the Convention of Neuilly 1919”, Balkan Studies, 3 (1962), 169–184. A.Angelopoulos, “Population Distribution of Greece Today According to Language, National Consciousness and Religion”, Balkan Studies, 20 (1979), 123–132.I. Stefanidis, “United States, Great Britain and the Greek-Yugoslav Rapprochement 1949–1950”, Balkan Studies, 27 (1986), 315–343. B. Kondis, “The ‚Μacedonian Question’ as a Balkan Problem in the 1940s”, Balkan Studies, 28 (1987), 151–160, “The Termination of the Greek Civil War: Its International Implications”, Balkan Studies, 29/2 (1988), 299–307.
159. I. Notaris, Archeion St. Dragoumi.  Anekdota engrafa  gia tin epanastasi  tou 1878 sti Makedonia [Archiv St. Dragoumis. Unveröffentlichte Dokumente über den Aufstand von1878 in Makedonien], Thessaloniki 1966. E. Kofos, I epanastasis tis Makedonias kata to 1878. Anekdota proxenika engrafa meta syntomou istorikis episkopiseos [Der Aufstand in
Makedonien 1878. Unveröffentlichte Konsulatsdokumente mit einem kurzen historischen Überblick], Thessaloniki 1969. S. Papadopoulos, Oi epanastaseis  tou 1854 kai 1878 sti Makedonia [Die Aufstände von 1854 und 1878 in Makedonien], Thessaloniki 1970.
160.     Istoria tis Makedonias (1354–1833) [Geschichte Makedoniens (1354–1833)], Thessaloniki 1969.
161. P.  Gyparis,  O  kathreptis  tou  Makedonikou  Agonos  1903–1909  [Der  Spiegel  des Makedonischen Freiheitskampfes], Athen 1962.
162. I. Demestichas, O Navarchos Ioannis Demestichas (1882–1960) [Der Admiral Ioannis Demestichas (1882–1960)], Athen 1964.
163. A. Kois, Engrafa ek tou archeiou tou kapetan Valtsa [Dokumente aus dem Archiv des Kapetan Valtsas], Thessaloniki 1961.
164. P.    Pennas,    „Archeion    Makedonikou     Agonos    Alexandrou    Dangli:     Simeioseis Dimosthenous Floria“ [Archiv zum Makedonischen Freiheitskampf Alexandros Danglis:Notizen von Dimosthenis Florias], Serraika Chronika, 4 (1963), 97–138.
165. V.   Stavropoulos,   O   Makedonikos  Agon.  Apomnimonevmata  [Der   Makedonische Freiheitskampf. Memoiren], Thessaloniki 1961.
166. X. Lefkoparidis (Red.), P. G. Danglis, Anamniseis–engrafa–allilografia. To archeion tou [P. G. Danglis, rinnerungen–Dokumente–Korrespondenz. Sein Archiv], Athen 1965, Bd.1–2.
167. In den Achtzigerjahren erschien auch ein dritter Band.
168. The Greek Struggle in Macedonia, 1897–1913, Thessaloniki 1966.
169. Pavlos  L.  Tsamis,  Makedonikos Agon [Makedonischer Freiheitskampf], Thessaloniki 1975.
170. Konstantinos   A.   Vakalopoulos,  O   Voreios  Ellinismos  kata   tin   proimi   fasi   tou Makedonikou Agona 1878–1894 [Das Nordgriechentum während der frühen Phase des Makedonischen  Freiheitskampfes  1878–1894],  Thessaloniki  1983,  I  Makedonia  stis paramones   tou   Makedonikou  Agona  1894–1904   [Makedonien  am   Vorabend   des Makedonischen  Freiheitskampfes  1894–1904],   Thessaloniki  1986,   O   Makedonikos Agonas 1904–1908. I enopli fasi [Der  Makedonische Freiheitskampf 1904–1908. Die bewaffnete Phase], Thessaloniki 1987, Neotourkoi kai Makedonia 1908–1912 [Jungtürken und Makedonien 1908–1912], Thessaloniki 1988.
171. Th. Vafeiadis, Diati oi Slavoi idrysan to dithen makedoniko kratos ton Skopion: I thesis tou KKE enanti tou dithen Makedonikou Zitimatos [Warum die Slawen den angeblich makedonischen Staat von Skopje gründeten: Der Standpunkt der Kommunistischen Partei Griechenlands gegenüber der angeblichen Makedonischen Frage], Thessaloniki 1965. D.Sanglis,  I  Makedonia  tou  Ägäou  kai  oi  Giougoslavoi  [Ägäis-Makedonien und  die Jugoslawen], Athen 1975.
172. P. Shoup, Communism and the Yugoslav National Question, New York 1968, R. King,Minorities under Communism. Nationalities as a Source of  Tension among Balkan Communist States, Harvard 1973, I. Banac, With Stalin against Tito. Cominformist Splits in Yugoslav Communism, Ithaca & London 1988. S. Fischer-Galati, “The Internal Macedonian Revolutionar Organization: its Significance in ‚Wars of National Liberation’”, East European Quarterly, 6/4 (1973), 454–472. F. Adanir, Die Mazedonische Frage. Ihre Entstehung   und   Entwicklung   bis    1908,   Wiesbaden   1979.    S.   Troebst,    Die   Innere Mazedonische Revolutionäre Organisation 1923/24, Berlin 1979. L. Sherman, Fire on the Mountain: The Macedonian Revolutionary Movement and the Kidnapping of Miss Stone, Boulder 1980. S. J. Aptiev, Das Deutsche Reich und die Mazedonische Frage 1908–1918,München 1985. D. Perry, „Ivan Garvanov: Architect of Ilinden”, East European Quarterly, 19/4 (1986), 403–416. S. Troebst, Mussolini, Makedonien und die Mächte 1922–1930. Die IMRO in der  Südosteuropapolitik des faschistischen  Italien,  Köln & Wien1987. D. Perry, The Politics of Terror: The Macedonian Revolutionary Movements 1893–1903,  Durcham  1988.  S.  Troebst,  „‚Macedonia  Heroica’:  zum  Makedonienbild  der
Weimarer Republik”, Südostforschungen, 49 (1990), 293–364.
173. M. Bernath, „Das Mazedonische Problem in der Sicht der Komparativen Nationalismus-forschungen”, südostforschungen, 29 (1970), 237–248. Jutta de Jong, Der nationale Kern des Makedonischen Problems. Ansätze und Grundlagen einer Makedonischen Nationalbewegung, Frankfurt 1982. H. Lunt, „On Macedonian Nationality”, Slavic Review, 45/4 (1986), 729–734. V. Friedman, „Macedonian Language and Nationalism during the Nineteenth and early Twentieth Centuries”, Balkanistica, 2 (1975) 83–98.
174. Hans  Vermeulen, „Agrotikes synkrouseis  kai  koinoniki diamartyria stin  istoria  enos makedonikou   choriou   1900–1936“   [Bauernkonflikte   und   sozialer   Protest   in   der Geschichte eines makedonischen Dorfes 1900–1936], Stathis Damianakos (Red.), Diadikasies   koinonikou  metaschimatismou  stin  agrotiki   Ellada   [Prozesse   sozialen Wandels im bäuerlichen Griechenland], Athen 1987, S. 221–44. R. M. Yearger, “Refugee Settlement and Village Change to the District of Serres, Greece, 1912–1940”, unveröffentlichte Dissertation, Berkeley 1979.

Η παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η Αδελφότης ΗΩΣ της Προσοτσάνης.

$
0
0
Χάρτης της Μακεδονίας του 1879

Η ΠΑΙΔΕΙΑ 
ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 
ΚΑΙ 
Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΗΩΣ ΙΙΡΟΣΟΤΣΑΝΗΣ
(1870-1880)

Γ. Κ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο
Στόν Αβραάμ, στήν Άθηνα, στόν Τάσκο, στήν Κυριακή, στόν Γιάννη... *

(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


 G. K. Papazoglou, Das Erziehungswesen in Ost Mazedonien Der «Griechische Philologische Verein» von Konstantinopel und die Bruderschaft «Ios» von Prosotsani (1870-1880).


In der vorliegenden Abhandlung, werden Informationen über das Erziehungswesen in Prosotsani gegeben, hauptsachlich anhand der KonferenzProtokolle von 1870-1880 des «Griechischen Philologischen Vereins» von Konstantinopel, sowie auch Informationen über das Erziehungswesen in Prosotsani, über die dortige Funktion der Schulen, über die Finanzierung der Schulen von Stiftungen in Konstantinopel oder aber auch von den Bankiers wie Zarifis oder auch Negropontis. Gleichzeitig wird die Gründung und Funktion der Bruderschaft «Ios» Prosotsanis geprüft. Es werden Informationen über die Wegbereiter der Bewegung gegeben, sowie auch über die Lehrkräfte der Schulen in Prosotsani. Die Verhaltnisse der Bruderschaft mit dem Athener Verein für die Verbreitung der Griechischen Bildung werden ueberprueft, sowie auch die Beziehungen der Vornehmen in Prosotsani mit den zwei geistlichen und nationalen Zentren derer Zeit: Konstantinopel und Athen. Natürlich werden auch die Versuche der Exarchen / sich den Bulgaren unterordneten in Prosotsani und besonders der Familie Chatzigeorgi, sich in der Region zu behaupten, durchsucht.

  
Σέ απόσταση ήμισείας ώρας άπό τήν Πλευρώνα, τήν Πλεύνα (σημ. Πετρούσα), γράφει ό Σταύρος Μερτζίδης, καί εις τρίωρον άπόστασιν δυσμικώς εκ τής Δράμας έν τη πεδιάδι εύρηται ή Πρωσσοτζάνη1, καί συνεχίζει, βεβαίως τινές εκ των αναγνωστών θά έκπλαγώσι σφόδρα μανθάνοντες ότι αύτη υπήρξεν αποικία τών αρχαίων Πρώσσων.
 Ό σπουδαίος διδάκτωρ Ε. Rueckert λέγει ότι οί Πρώσσοι μετά τών Γαλατών δίς ήλθον έν Μακεδονία, είσβαλόντες έχθρικώτατα έν τη χώρα ταυτη, έν η βεβαίως έγκατέλειψαν καί τό έθνικόν όνομά των.

Ήλθον ούτοι εις τά μέρη ταύτα περί τά έτη 279 καί 274 π.Χ.. ώστε η Πρωσσοτζάνη, ητις πρό τής εποχής ταύτης έφερεν έτερον όνομα, κατοικουμένη υφ' έτέρων λαών έλληνικής καταγωγής, ώνομάσθη, ώς υποτίθεται, ούτως έκ τής διαβάσεως τών Πρώσσων, οίτινες άναμφιβόλως είχον άποικίαν ενταύθα καί τούς όποιους ό Rueckert έτυμολογεί έκ του Portzen -έξ ού Πρωτζάνη = Πρωσσοτζάνη όπερ κατ’ αυτόν σημαίνει λαόν διαιρούντο, διασχίζοντα καί σνντρίβοντα παν τό προστυχού  ετσι σέ όλο τό διάστημα τής φοιτήσεώς μας στά σχολεία τής συγκεκριμένης κώμης, μαζί μέ τις έκάστοτε πολλές άλλαγές τού έκπαιδευτικού μας συστήματος καί τής γλώσσας, λόγια, καθαρεύουσα, δημοτική, πού μάς υποχρέωναν νά χρησιμοποιούμε οί δάσκαλοι, παρακολουθήσαμε καί τις άλλαγές στήν όρθογραφία τής γενέθλιας πόλης, ή όποια άπό Πρωσσοτζάνη, έγινε Πρωσσοτσάνη, Πρωσοτσάνη, Προσωτσάνη καί κατέληξε σέ Προσοτσάνη3.

Στό τέλος τής δεκαετίας τού 1960, όταν περατώναμε τις έγκύκλιες σπουδές στήν ώς άνω κώμη, άφήναμε τή γενέθλια γή μέ πληθυσμό περί τούς 7.000 περίπου κατοίκους, μέ τρία δημοτικά σχολεία καί μέ γυμνάσιο-λύκειο, γυμνάσιο εξατάξιο τότε στό όποίο σέ κάθε τάξη συνωστιζόμασθαν 50 καί 60 μαθητές4.

Βεβαίως άλλοι σέ καιρούς χαλεπούς στό δεύτερο μισό τού 19ου αίώνος, όταν οί φυλετικές καί έθνοτικές συγκρούσεις ήταν σέ έξαρση, σέ μιά περιοχή τήν όποία κατοικούσαν Έλληνες , ελληνόφωνοι καί σλαβόφωνοι, Βούλγαροι καί πολλοί Τούρκοι, μέ ρευστή τήν περιρρέουσα πολιτική κατάσταση, άγωνίσθηκαν σθεναρά γιά νά διατηρήσουν τήν ελληνικότητα τού χώρου πού θά φιλοξενήσει άργότερα χιλιάδες πρόσφυγες κυνηγημένους άπό τά μικρασιατικά παράλια, οί όποιοι βρήκαν έκεί τό άπάγκειο καί οί όποιοι θά μπολιάσουν καί θά μπολιασθούν ως σήμερα5.

Ή παρούσα, λοιπόν, άναφορά στήν παιδεία τής γενέθλιας γης καί στήν έξάρτησή της άπό τό κέντρο τού Ελληνισμού καί τής 'Ορθοδοξίας, τή Βασιλεύουσα, δέν είναι τυχαία, τά σχολεία καί ή ’Αδελφότης Ήώς, σέ αύτό τό δεύτερο μισό τού 19ου αίώνος, όπως θά δούμε, θά άποτελέσουν τό άνάχωμα σέ κάθε προσπάθεια προσηλυτισμού καί έκβουλγαρισμού τής περιοχής•εύνόητα άς θεωρηθεί ώς μικρό άντίδωρο τών ών άπελαβόμην άπό τή γενέθλια γή, όταν αύτή στά μάτια μας φάνταζε ώς τό κέντρο τού Κόσμου καί ό μικρόκοσμός της μέ τούς καθημερινούς ήρωες, καλούς ή κακούς, μάς κυνηγά ώς σήμερα καί άποτελεί δείκτη συμπεριφοράς καί στάσης άξεπέραστο6.

Περί τά τέλη τού 19ου / άρχές τού 20ού αίώνος, σύμφωνα μέ τούς στατιστικούς πίνακες, στήν Προσοτσάνη κατοικούσαν 1.300 Έλληνες άπό τούς όποιους 600 [ήταν] σλαβόφωνοι, 1.000 Βούλγαροι καί 1.700 Τούρκοι7, λειτουργούσε δέ, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τού Νικολάου Φιλιππίδη ό όποιος κατά τό 1876 έπισκέφθηκε τήν περιοχή, καλά οργανωμένο αρρεναγωγειον, δηλαδή δημοτικό καί ελληνικό σχολείο, στό όποιο φοιτούσαν περί τούς 80 μαθητές8• στό Δεμιρδέσιο τής Μικράς Άσίας, εις 1 1/2 ώραν άπόστασιν έκ Προύσης, τά ίδια χρόνια φαίνεται νά κατοικούν 2.606 κάτοικοι, όλοι Ελληνες, καί νά λειτουργούν τρία σχολεία, δημοτικό, ελληνικό καί παρθεναγωγείο, στά όποια φοιτούσαν 400 περίπου μαθητές καί μαθήτριες9.

Καί οί δύο κοινότητες τών οποίων ή ιστορία θά δεθεί μετά τό 1922 καί τήν Εξοδο -όπως, επίσης, θά συνδεθεί ή γενέθλια γή μέ τήν ιστορία αρκετών άλλων κοινοτήτων τής Θράκης, τής Μικράς Άσίας καί τού Πόντου10-, ζούσαν τά ίδια προβλήματα προσηλυτισμού άπό τούς σχισματικούς καί τό πανσλαβιστικό κίνημα ή Προσοτσάνη, άπό τούς μισσιοναρίους καί τούς καθολικούς κυρίως τό Δεμιρδέσιο, πού είναι καί τά δύο μεγάλα προβλήματα τών χρόνων, δηλαδή αύτά πού άντιμετώπιζαν οί ελληνικές κοινότητες τής ευρωπαίκής καί τής ασιατικής Τουρκίας11 • έτσι, τό 1871 μέ τόν καινούριο Κανονισμό λειτουργίας του ό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος τής Κωνσταντινουπόλεως ανεκήρρυτε τήν επαγγελίαν αυτού, όπως συνδεθή μεθ' άπάντων τών εν τή Οθωμανική Αύτοκρατορία ελληνικών σχολείων, συλλόγων, άδελφοτήτων καί άλλων εκπαιδευτικών καθιδρυμάτων, καί μεριμνά περί αυτών ού μόνον ηθικώς, αλλά καί δι' υλικών κατά τό δυνατόν συνδρομών, 12.

Αρωγοί στή συγκεκριμένη προσπάθεια άναζωογονήσεως παντός τού ελληνικού στοιχείου στήν Άσία καί στήν Ευρώπη θά έλθουν πλούσιοι έμποροι καί τραπεζίτες τής Κωνσταντινουπόλεως κυρίως τής Banque Ottomane Imperiale ή τής Banque de Constantinople, όπως οί Χρηστάκης Ζωγράφος, Γεώργιος Ζαρίφης, Μενέλαος Νεγρεπόντης, ’Αντώνιος Βλαστός, Κωνσταντίνος Καραπάνος, Άνδρέας Βαλλιάνος, Γεώργιος Κορωνιός, Άνδρέας Συγγρός, Στέφανος Σκουλούδης κ.ά.13.

Θά διατεθούν δέ άπό τό 1872 ώς τό 1880 περίπου περισσότερες άπό πέντε χιλιάδες λίρες στά σχολεία τής έπαρχίας, μεταξύ τών οποίων καί σέ αύτά τής Προσοτσάνης, τού Δεμιρδεσίου ή καί τού Νευροκοπίου, γιά νά καταστή ό Σύλλογος τής Βασιλεύουσας, γιά τή συγκεκριμένη δεκαετία, τό Ύπουργείον Παιδείας του αλύτρωτου Ελληνισμού14• άλλά άς πάρουμε τά πράγματα άπό τήν άρχή.

Στις 7 Μαίου 1872 κατά τή Συνεδρίαση ΤΛΑ  στήν επέτειο πανήγυρη τού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, προεδρεύοντος τού κ. Κωνσταντίνον Καραπάνον, γνωστού τραπεζίτη τής Πόλης, συνήλθαν τά μέλη έν τή αιθούση τής Σχολής τής Παναγίας τού Σταυροδρομίον 15 είχε προηγηθεί τόν Μάίο του 1870 ή μεγάλη πυρκαίά τού Σταυροδρομίου πού κατέκαυσε σέ λίγες ώρες χιλιάδες οικίες στήν πέραν τον αρχαίου Βυζαντίου περιοχή τής Βασιλεύουσας (σημ. Πέραν-Σταυροδρόμι), όπότε καί κατεστράφη καί όλη ή περιουσία τού Συλλόγου16, ό όποιος μέχρι τήν έγκατάστασή του στό περίλαμπρο νεοκλασσικό οικοδόμημα τής όδού Τόπτσιλαρ άρ. 18, τόν Μάίο τού 1873, θά παραμείνει άστεγος καί περιπλανώμενος 17.

Στήν ώς άνω Συνεδρίαση μεταξύ άλλων άνεγνώσθη άπό τόν πρόεδρο τής Εκπαιδευτικής Επιτροπής τού Συλλόγου Ιωάννη Άριστοκλή, άνώτατο στέλεχος τού Υπουργείου Παιδείας στήν "Οθωμανική Τουρκία, έκθεση περί τής ένεστώσης καταστάσεως τών έν ταίς έπαρχίαις ήμετέρων έκπαιδευτηρίων18• ή συγκεκριμένη εκθεση είχε έγκριθεί καί ύπογραφεί τήν προηγούμενη ημέρα, 6 Μάίου 1872, καί άπό τά λοιπά μέλη τά άποτελούντα τήν Επιτροπή, γνωστά καί περιώνυμα μέλη τής Όμογένειας τής Βασιλεύουσας19.

Άναφορικώς μέ τήν κατάσταση τών σχολείων καί τής έκπαιδεύσεως στήν έπαρχία τής Δράμας ή επιτροπή διεκτραγωδεί τήν κατάσταση καί σημειώνει:

Έν ταίς έπαρχίαις Δράμας καί Μελενίκου τά πλείστα τών σχολείων στερούνται πόρων σταθερών. 
Έν άπασι σχεδόν τοίς σχολείοις υπάρχει εις μόνον διδάσκαλος έχων πολλούς μαθητάς, έν πολλοίς δέ διευθύνων τό τε έλληνικόν καί τό άλληλοδιδακτικόν καί ούτος άνίκανος καί άμαθής ώς επί τό πολύδιδασκαλία άσκοπος άνευ συστήματος καί τάξεως (...) Έν Δράμα  υπάρχει έν [σχολείον] άθλιέστατον.
Έν τοίς πλείστοις τών χωρίων αί τών σχολείων οίκοδομαί είσίν έτοιμόρροποι-πολλά στερούνται καί έφοριών.
Πολλοί φιλομαθείς μαθηταί ένεκα πενίας άποσύρονται άκαίρως20.

’Ιδιαίτερη άναφορά άπό όλα τά σχολεία τής έπαρχίας τής Δράμας, γίνεται μόνο γιά τό σχολείο τού Πραβίου γιά τό όποιο σημειώνεται σχετικά ότι:

Η Σχολή τής κωμοπόλεως ταύτης, ήν κατά τό ένόν βοηθεί καί ό έν Σέρραις Φιλεκπαιδευτικός Μακεδονικός Σύλλογος, έχει δύο τμήματα, έλληνικόν  καί άλληλοδιδακτικόν• περί τούς 100 μαθηταί διδάσκονται έν αντοίς• άλλά πλείστοι όσοι παίδες μένουσιν έν τη άμαθείςι• παρθεναγωγείον ούχ υπάρχει ένεκεν έλλείψεως πόρων21.

Ή κατάσταση των σχολείων καί τής παιδείας στήν επαρχία τής Δράμας γίνεται γνωστή στόν Φιλολογικό Σύλλογο τής Βασιλεύουσας άπό σχετική άναφορά-έπιστολή άπό 11 Ίανουαρίου 1872 τού έν Σέρραις Μακεδονικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου22•
 ή σχετική έπιστολή, περικλείουσαν έκθεσιν γενικήν τής καταστάσεως καί έκτάσεως τών σχολείων καί τής έκπαιδενσεως τών έπαρχιών Σερρών, Δράμας (Δράμα, Νευροκόπι, Ζεχνά, Πράβι) καί Μελενίκου (Μελένικον, Τιμονρ Χισάρ, Πετρίτσα), μετά στατιστικών πινάκων, άνεγνώσθη στή Συνεδρίαση ΤΙΒ' τού Συλλόγου στίς 24 Ίανουαρίου 1872, προεδρεύοντος τον κ. Ξενοφώντος Ζωγράφου, καθηγητή τότε στήν Ιατρική Αύτοκρατορική Σχολή τής Κωνσταντινουπόλεως23. Είχε προηγηθεί σέ έπίρρωση τών σκοπών τού Συλλόγου στίς 8 Νοεμβρίου 1871, στή Συνεδρίαση ΤΙΒ ', προεδρεύοντος τού κ. Κωνσταντίνου Καραπάνού14, ή έγκριση τών άποσταλησομένων έγκυκλίων πρός τούς δημογέροντες τών κοινοτήτων, τούς αρχιερείς, τούς συλλόγους καί τάς λέσχας25, άπό τούς όποιους καί ζητούσαν, προκειμένου ό Σύλλογος νά υλοποιήσει τήν κατά τό δυνατόν ύποστήριξιν τών έν τη Ανατολή σχολείων καί τήν κατά τά μέσα αύτού άνέγερσιν νέων, ένθα δέν ύπάρχουσιν, νά συμπληρώσουν τό συναποστελλόμενο διάγραμμα καί νά τό επιστρέφουν πρό τής πρώτης Μαρτίου τού προσεχούς έτους 1872, άν ήθελαν ό Σύλλογος νά συμπεριλάβει καί τά σχολεία τους εις τήν ύπ' αύτού γενησομένην έξέτασιν πρός διανομήν τών προρρηθέτων βοηθημάτων26• μέ τό διάγραμμα τού όποιου έζητείτο ή συμπλήρωση, ό Σύλλογος ήθελε νά πληροφορηθεί πόσα σχολεία λειτουργούν σέ κάθε κοινότητα καί πότε ιδρύθηκαν, τά ονόματα τών εφόρων καί πώς εκλέγονται, τά ονόματα τών δασκάλων καί ποιός είναι ό μισθός τους, τόν άριθμό τών μαθητών, τήν άναλογία τους πρός τούς κατοίκους, τήν ήλικία έκάστου, κάθε τί σχετικό μέ τά διδασκόμενα μαθήματα, τό πρόγραμμα καί τις έξετάσεις, τις πηγές συντηρήσεως τών σχολείων κ.ά.27.

’Αξίζει νά έπισημανθεί η συνεργασία τών τοπικών συλλόγων καί άδελφοτήτων μέ τήν τοπική ’Εκκλησία καί μέ τό ’Εθνικό Κέντρο, τή Βασιλεύουσα, έτσι όταν ό Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Σερρών στέλνει τήν άναφορά του στήν Κωνσταντινούπολη, παραλλήλως ό μητροπολίτης Σερρών κ. Νεόφυτος28 ενημερώνει μέ επιστολή του τόν Φιλολογικό Σύλλογο γιά τήν λήψιν τών εγκυκλίων καί τών διαγραμμάτων καί ότι ό εκεί Σύλλογος άσχοληθείς εις τήν στατιστικήν τών σχολείων άποστέλλει τό αποτέλεσμα τών εργασιών αύτού29, επιστολή πού άνακοινώνεται στις 31 Ίανουαρίου 1872, στή Συνεδρίαση ΤΙΓ' τού Συλλόγου, προεδρεύοντος τού κ. Ίωάννου Λ. Άριστοκλέους30. Μέ βάση τήν άνωτέρω άναφορά τού έν Σέρραις Μακεδονικού Συλλόγου, άπό τά σχολεία τής επαρχίας Δράμας αποφασίζεται νά βοηθηθεί μόνο ή Σχολή τού Πραβίου μέ τό ποσό τών 25 λιρών, νά δοθούν δέ προσέτι 50 λίρες στόν ίδιο τόν έν Σέρραις Μακεδονικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο31• δέν γίνεται κανένας λόγος γιά τά σχολεία τής Προσοτσάνης, ή καί τού Νευροκοπίου, ή δέν είχαν άνάγκες, ή ήταν σέ καλύτερη μοίρα άπό αύτά τού Πραβίου, ή άνεμένετο συντονότερη ή βοήθεια άπό τό ’Εθνικό Κέντρο, σέ συνεργασία, πιθανότατα, καί μέ αύτό32.


Πρωτοστάτες της Βουλγάρικης Προπαγάνδας
 στη Δράμα 
Κατά τό 1872/73 οί δημογέροντες τής Προσοτσάνης, πρωτοστατούντος τού ιατρού Νικολάου Λιάμη, πιεζόμενοι καί άπειλούμενοι άπό τούς σχισματικούς Βουλγάρους, 
άποφασίζουν νά άντιδράσουν σθεναρά33• ιδρύουν τή Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Πρωσσοτσιάνης ή Ήώς 

καί παραλλήλως συγκροτούν Επιτροπή άπό κοινού μέ τούς προκρίτους τού Νευροκοπίου, η όποια καί μεταβαίνει στήν Κωνσταντινούπολη μέ σκοπό νά προβεί σέ παραστάσεις πρός τήν 'Υψηλή Πύλη καί νά ζητήσει τήν προστασία της35.

 Άμοιρος τών συγκεκριμένων ενεργειών δέν φαίνεται νά είναι ό Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Σερρών• μάλιστα οί πρόκριτοι τών Σερρών άπευθύνονται στόν Φιλολογικό Σύλλογο τής Κωνσταντινουπόλεως, συνιστώντες τούς αντιπροσώπους τών δύω (sic) έλληνικών κοινοτήτων, ζητούν προφανώς άπό τούς Κωνσταντινοπολίτες εμπόρους καί τραπεζίτες, οί όποιοι κινούνται ή καί έργάζονται στούς χώρους τής 'Υψηλής Πύλης καί τών 'Οθωμανικών 'Υπουργείων, νά τούς συνδράμουν36.

Τις σχετικές πληροφορίες έχουμε άπό τήν έκθεση τής Εκπαιδευτικής Επιτροπής περί τής καταστάσεως τής παιδείας έν ταίς έπαρχίαις τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τού επόμενου συλλογικού έτους 1872/73, ή όποία καί άνεγνώσθη κατά τήν έπέτειο έορτή τού Συλλόγου, στις 13 Μάίου 1873 37, στούς χώρους τού νεότευκτου μεγάρου τού Φιλολογικού Συλλόγου, στό Πέραν, άπό τόν Ξενοφώντα Ζωγράφο38: (...)
 όμοίως καί ό έν Σέρραις Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, συνιστών τούς άντιπροσώπους δύω έλληνικών κοινοτήτων Νευροκοπίου (Νικόπολις) καί Προσιτσιάνης, όποστελλομένους όπως έξαιτήσωνται τήν ύπεράσπισιν τής σεβαστής Κυβερνήσεως, περιγράφει όρπαγάς καί σφετερισμούς έκκλησιών τε καί σχολών έλληνικών καί οίκτείρει τήν τυφλήν καταφοράν καί τούς βανδαλικούς τρόπους τών άνθρώπων έκείνων, έως χθές άδελφών θεωρουμένων 39.

Ή εισήγηση τού Ξενοφώντος Ζωγράφου όριστικοποιείται καί υπογράφεται από τά μέλη τής Εκπαιδευτικής Επιτροπής τήν προηγούμενη ήμέρα 12 Μάίου 1873, έκτός δέ από τούς γνωστούς μας ήδη Ιωάννη Άριστοκλή, Κωνσταντίνο Καλλιάδη, Βασίλειο Πυλάδη, Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, στήν Επιτροπή συμμετέχουν καί ό Μιλτιάδης Πανταζής, διευθυντής τού Ελληνικού Λυκείου, καί ό Γαβριήλ Σοφοκλής, έκτελών χρέη γραμματέως40•
 άπό τό σύνολο τών διαθέσιμων 1.190 λιρών τού έτους 1872/73 γιά τά σχολεία τών έλληνικών κοινοτήτων,
ή Επιτροπή άπεφάσισε νά είσηγηθεί ποσό 620 λιρών προκειμένου νά δοθεί γιά τήν ενίσχυση τών σχολείων τής Μακεδονίας καί άπό αύτά εις Πρωσσοτζιάνην νά δοθούν 15 λίρες, στό Νευροκόπι 60 -οί 20 λίρες ήταν ή δωρεά τού κ. Γεωργίου Ζαρίφη καί στό Πράβιον επαρχίας Δράμας 25 λίρες41.

 Άπό τή σύγκριση τών ποσών πού διατίθενται στίς διάφορες κοινότητες τής περιοχής, θά μπορούσε νά συμπεράνει κανείς πώς είτε οί άνάγκες τού Νευροκοπίου ήταν μεγαλύτερες, καί εύλογα μιά πού ήταν ή πρώτη συμπαγής ελληνική κοινότητα στήν κοιλάδα άπό τή Βουλγαρία πρός τή Δράμα, είτε ότι οί δημογέροντες τού Νευροκοπίου ένήργησαν συντονότερα42 ήδη στή Συνεδρίαση ΤΜΕ' τού Συλλόγου τής Βασιλεύουσας, στίς 11 Δεκεμβρίου 1872, προεδρεύοντος τού κ. Κωνσταντίνου Καραπάνου, άναγινώσκεται αίτηση τών κατοίκων τού Νευροκοπίου γιά βοήθεια καί έπί τής συγκεκριμένης αίτήσεως, ό Σύλλογος ψηφίζει, μετά τινα συζήτησιν, όπως χορηγηθή καί διά τό ένεστώς έτος 40 λιρών χρηματική συνδρομή πρός ύποστήριξιν τών αυτόθι σχολείων43.
Κοινωνός, επίσης, τών προβλημάτων τής συγκεκριμένης κοινότητος, άρκετά ενωρίς, φαίνεται νά έγινε καί ό περιώνυμος τραπεζίτης τών χρόνων, φίλος τών Τούρκων σουλτάνων καί δανειοδότης τών "Οθωμανικών Κυβερνήσεων Γεώργιος Ζαρίφης44• τις σχετικές πληροφορίες έχουμε άπό τά Πρακτικά τής Συνεδριάσεως ΤΝΒ' τού Συλλόγου, πού πραγματοποιήθηκε στίς 26 Φεβρουάριου 1873, προεδρεύοντος τού κ. Ίωάννου Δ. Άριστοκλέους:

Μετά ταύτα ό κ. γενικός γραμματεύς, έπιφοτισθείς υπό τού κ. Βασιάδου όπόντος εις Κύζικον, άγγέλει τώ Συλλόγω ότι ό φιλογενής κ. Γ. Ζαρίφης υπέσχετο νά παρέχη έτησίως διά τού ήμετέρου Συλλόγου υπέρ τών σχολείων Νευροκόπης τής έπαρχίας Δράμας τό ποσόν 20 λιρών οθωμανικών, έφ' ώ ό  Σύλλογος έψηφίσατο ίνα σταλή ευχαριστήριος επιστολή τφ κ. Γ. Ζαρίφη45.

Πόσο καιρό έμειναν στή Βασιλεύουσα οί αντιπρόσωποι τής Προσοτσάνης είναι άγνωστο, όπως άγνωστο είναι καί τό άποτέλεσμα τών παραστάσεών τους πρός τήν 'Οθωμανική Κυβέρνηση, πιθανότατα όμως τότε, κατά τόν χρόνο τής παραμονής τους στήν Κωνσταντινούπολη, οί έκ Προσοτσάνης δημογέροντες νά φρόντισαν νά εκτυπώσουν καί τόν Κανονισμό τής Φιλεκπαιδευτικής 'Αδελφότητος τής Κοινότητός τους ή Ήώς καί, επίσης, θά καλλιέργησαν τις σχέσεις τους μέ τούς άνθρώπους τού Φιλολογικού Συλλόγου46•
θά μπορούσε κάποιος νά υποθέσει ότι τά άποτελέσματα τών παραστάσεών τους δέν ήταν τά άναμενόμενα, διότι στό χρονικό διάστημα άπό τόν Μάίο τού 1873 ώς τόν επόμενο 'Απρίλιο τού 1874, οί δημογέροντες τής Προσοτσάνης άναγκάζονται νά έπανέλθουν καί απευθύνουν άμεσα πλέον έπιστολές πρός τόν Φιλολογικό Σύλλογο, στις όποιες διεκτραγωδούν τήν κατάσταση στήν Κοινότητα καί άναφέρονται στά δεινά στά όποια ύποβάλλονται άπό τούς σχισματικούς47.

 Έτσι στήν έκθεσή της τήν άφορώσα στήν κατάσταση τής παιδείας έν ταίς έπαρχίαις τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέ εισηγητή τόν Κωνσταντίνο Καλλιάδη, ή Εκπαιδευτική Επιτροπή, κατά τήν επέτειο έορτή τού Συλλόγου, στις 5 Μαίου 1874, κάνει ιδιαίτερη άναφορά στήν κρατούσα κατάσταση στήν Προσοτσάνη:

Έν άξιολόγω έκθέσει περιγράφουν ό είρημένος Σύλλογος, ό έν Σέρραις Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός, τήν κατάστασιν τής Μακεδονίας, άγγέλει ήμίν ότι αί ύπέρ τής διαδόσεως τής ελληνικής γλώσσης προσπάθειαι αύτού προοδεύουσιν, ευάριθμοι δέ τινες κοινότητες άναγνωρίζουσι τήν υπεροχήν αυτής, ώς (...)
ή παρά τήν Δράμαν Πλεύνα, ύφ' Ελλήνων καί Βουλγάρωνκατοικούμεναι,συνίστησι δέ τήν κοινότητα Προσοτσιάνης, ήτις άλλως τε καί απ' ευθείας τρεις πέμψασα ήμίν έπιστολάς διά παθητικωτάτων έκφράσεων περιγράφει τά υπό τής εναντίας μερίδος έπιβαλλόμενα αυτή δεινά, ής ή έλληνική μερίς διευθύνεται ύπ' άνδρός βουλγαρικής μέν καταγωγής, θερμώς δ' ύπέρ τών ελληνικών γραμμάτων άγωνιζομένου, έφ" ω καί πέμπομεν αύτω τάς εγκαρδίους ήμών προσρήσεις, προτρέποντες τόν γνήσιον τούτον λάτριν τής άληθούς παιδείας όπως έμμένη άκράδαντος έν τή έκπληρώσει τού εύγενους αύτού καθήκοντος48.

Λόγω τού έμπεριστάτου τής καταστάσεως, ό Φιλολογικός Σύλλογος τής Βασιλεύουσας αποφασίζει άπό τό σύνολο των 765 λιρών τών προοριζομένων γιά τά σχολεία τής Μακεδονίας, νά διατεθούν 10 λίρες γιά τά σχολεία τής Πρωσσοτσάνης, 40 λίρες γιά τά σχολεία τού Νευροκοπίου, 20 λίρες γιά τά σχολεία τού Πραβίον επαρχίας Δράμας49.

Όμως ποιός είναι ό βουλγαρικής καταγωγής άρχηγός τής έλληνικής μερίδος στήν Προσοτσάνη, στόν όποιον ρητά άναφέρεται ή Εκπαιδευτική ’Επιτροπή, ό τόσο σθεναρά άγωνιζόμενος ύπέρ τής έλληνικής παιδείας;



Θά μπορούσαμε νά ύποθέσουμε μόνο ότι ό Σύλλογος άναφέρεται στό μέλος τού Διοικητικού Συμβουλίου τής Φιλεκπαιδευτικής ’Αδελφότητος ή Ήώς άπό τήν ίδρυσή της τό 1872/73,
Хаджи Георги — Hadzhi Georgi
 τόν Ήλία Χατζηγεωργίου, 
τόν κατοπινό Ήλία Χατζηγεωργήεφ 50.

 "Αν πράγματι ό Σύλλογος άναφέρεται σέ αύτόν καί ό Ήλίας Χατζηγεωργίου είχε βουλγαρική καταγωγή, δέν κατανοούμε τόν λόγο μιάς δημόσιας άναφοράς σέ αύτήν, σέ έποχή μάλιστα όξύνσεως τών φυλετικών παθών, διότι άντί τής στηρίξεως στήν εκπλήρωση τού καθήκοντος στήν όποια θά άπέβλεπαν οί άνθρωποι τού Συλλόγου, προφανώς σέ μιά μικρή κοινωνία θά έπέφερε τό άντίθετο άποτέλεσμα• ίσως δέν είναι τυχαίο ότι ό Ήλίας Χατζηγεωργίου τά κατοπινά χρόνια θά μεταστή πρός τή βουλγαρική πλευρά, θά μετοικήσει στή Δράμα, άσχολούμενος μέ τό καπνεμπόρειο ευρύτερα στήν Ανατολική Μακεδονία καί στή Θράκη, καί γενόμενος πλέον Ήλίας Χατζηγεωργήεφ θά καταστή άρχηγός καί ταμίας τών βουλγαρικών κομιτάτων τί\ς περιοχής51.

Πρόκειται γιά άμφιλεγόμενο πρόσωπο, τό όποιο θά συνδεθεί μέ τήν ιστορία, κυρίως μέ τήν ιστορία τής παιδείας τής Προσοτσάνης, άλλά καί μέ τήν έξαρχική κίνηση στήν περιοχή• τό έκδοθέν έσχάτως Αρχείο τού Χρυσοστόμου Σμύρνης, τό όποιο, μέσα άπό περιπέτειες, μετά τή Μικρασιατική Καταστροφή, διεσώθη άπό τόν μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ, μάς δίδει σημαντικές άπό διάφορα έγγραφα πληροφορίες γιά τόν Ήλία Χατζηγεωργίου-Ίωαννίδη. 

Μεταξύ άλλων, έντοπίζεται έγγραφο ύπογραφόμενο άπό τήν Κοινότητα τής Προσοτσάνης (έφοροεπιτρόπους δημογέροντες ιερείς μέλη Κοινότητος) καί άπευθυνόμενο στόν πατριάρχη ’Ιωακείμ Γ' εις Κωνσταντινούπολιν τό έγγραφο άναφέρεται στά τής κηδείας καί εκφοράς τού Ήλία Χατζηγεωργίου στήν Προσοτσάνη, μετά τή δολοφονία του στήν Ξάνθη καί τή μεταφορά τής σορού του στήν πατρική οικία, στή γενέθλια γή, τήν Τετάρτη 20 καί Πέμπτη 21 Μάίου 1909.

Μέσα άπό τό συγκεκριμένο έγγραφο, ύπογραφόμενο πιθανότατα άπό άρκετούς παλαιούς φίλους καί συνεργάτες τού Χατζηγεωργήεφ, κατά τή δεκαετία τού 1870 στήν ’Αδελφότητα Ήώς, διαγράφεται μέ μελανά χρώματα όλη ή πορεία τού αρνησίθρησκου καί άρνησιπάτριδος, ενδεικτικό τού πόσο πολύ νερό κύλησε κάτω άπό τις γέφυρες κατά τά χρόνια πού μεσολάβησαν έκτοτε καί ώς τή δολοφονία του, άλλά καί τού μίσους τών βουλγαριζόντων καί έξαρχικών γιά τό Πατριαρχείο καί τήν ’Ορθοδοξία:

Τά γεγονότα ταύτα προκληθέντα έξ άφορμής τής κηδείας τού έν Ξάνθη φονευθέντος βουλγαρίζοντος Ήλία Χατζηγεωργίου καταγομένου έκ Προσωτσάνης καί τά μάλα έργασθέντος υπέρ τής παγιώσεως τών έν τή περιφερείς Δράμας βουλγαρικών κοινοτήτων (...)

Κατά τήν εσπέραν δηλαδή τής παρελθούσης Τετάρτης 20 Μαίου ένω μετεφέρετο εις τήν πατρικήν οικίαν ό έν Ξάνθη φονευθείς Ήλίας Χατζηγεώργης, ή συνοδεύσασα αυτόν συνοδεία, έν η παρευρίσκετο ό Βούλγαρος άρχιερατικός έπίτροπος Σερρών μετά τού λοιπού προσωπικού τού Προξενείου καί ό πρόξενος Σερρών καί τινων έκ τών άνεγνωρισμένων πρώην Βουλγάρων κομιτατζήδων, ό έκτελών χρέη Βουλγάρου έν Προσωτσάνη αρχιερατικού επιτρόπου Ίβάν Κιόσεφ, όστις άπεφυλακίσθη έκ τών φυλακών Δράμας (...) τήν εσπέραν τής 19 Μαίου,
 ό υπό τό πρόσχημα του έπιθεωρητού τών βουλγαρικών σχολείων τής περιφερείας Δράμας διαμένων έν Προσωτσάνη Άντσεφ, 
ό γνωστός δυναμιτιστής του κατά τήν ψευδοεπανάστασιν τών Βουλγάρων τού 1903 άνατιναχθέντος έν Θεσσαλονίκη άτμοπλοίου τών Θαλασσίων Διαπορθμενσεων Γουαδάλ Κεβίρ Μιλάν, όστις ήδη έκτελεί χρέη διευθυντού τής έν Δράμα άρτισυστάτου καί μόλις πέντε άριθμούσης μαθητάς βουλγαρικής σχολής καί άλλοι τού αύτού φυράματος, έστη καί άνελθών έπί τίνος έξώστου ό τών φυλακών Δράμας τρόφιμος (...) Ίβάν Κιόσεφ είπε περίπου τά έξής εις έπήκοον πάντων, έν οίς παρευρίσκοντο κυβερνητικοί υπάλληλοι καί τινα μέλη τού Νεοτουρκικού Κομιτάτου Ενωσις καί Πρόοδος: 

«Δυστυχώς, Βούλγαροι άδελφοί, έστερήθημεν τού θεμελίου τού βουλγαρικού γένους έν τή περιφερείς Δράμας καί Προσωτσάνης. Ό Ήλίας Χατζηγεώργης, τού όποιου ή οικογένεια άνεστύλωσε καί συνέπηξε τήν βουλγαρικήν έθνότητα έν τή περιφερείς Δράμας καί τοσαύτα ύπέρ αύτής ύπέστη, δέν υπάρχει πλέον μεταξύ τών ζώντων, διότι ή δολοφόνος μάχαιρα τών άτιμων Γραικών άπέκοψε τό νήμα τής ζωής του. 

Ή ύπαρξις τού Ήλία Χατζηγεώργη διά τό βουλγαρικόν έθνος ήτο πολύτιμος καί μόνον μέ χιλίας κεφαλάς Γραικών είνε δυνατόν νά έξαγορασθη καί δέον νά έξαγορασθη (...) "Οπως κλαίει τήν στιγμήν ταύτην ή μήτηρ καί ή σύζυγος τού φονευθέντος, ούτω πρέπει νά κλαίωσι χιλιάδες Έλληνίδων μητέρων καί Έλληνίδων συζύγων (...)».

 Μετά τόν Ίβάν Κιόσεφ έλαβε τόν λόγον ό (...) Άντσεφ, όστις ύπερηκόντισε τόν προλαλήσαντα
εις τάς (...) ύβρεις (...) ώστε πολλάκις διεκόπτετο υπό κραυγών:

 «Κατάρα εις τόν πατριάρχην, Κρεμάλα εις τόν μητροπολίτην Δράμας, θάνατος εις τούς Γραικούς κ.τ.λ.». 

'Ακολούθως ή συνοδεία είσήλθεν εις τήν οικίαν τού φονευθέντος, όπου ό Βούλγαρος πρόξενος Σερρών έδέχετο τά συλλυπητήρια τών προσερχομένων (...) Οί νεώτεροι έκ τών βουλγαριζόντων, οί άποτελούντες τήν μυστικήν πολιτοφυλακήν (...) προκλητικώτατοι (...) περιήρχοντο τάς όδούς τής κωμοπόλεώς μας καί ύβρίζοντες (...) προσεπάθουν νά έλθωσιν εις ρήξιν μετά τών ήμετέρων(...)

Τήν έπομένην ευθύς ώς ήρχισαν συγκεντρούμενοι οί έκ τών πέριξ βουλγαριζόντων χωρίων (...) καί ό άριθμός αυτών έθεωρήθη έπαρκής (...) έδόθη τό σύνθημα τής εκφοράς καί κατά τήν παρά τήν άγοράν καί πρό τών οθωμανικών καφενείων διέλευσιν ή συνοδεία έστη, διότι ό (...) Άντσεφ άνελθών έπί τών βαθμιδών τής θύρας άλφιτοπωλείου τινός έξεφώνησε καί πάλιν (...) έπαναστατικώτατον λόγον ύπό τύπον έπικηδείου(...)

καί παρώτρυνε τά πλήθη όπως έπιδιώξωσι τόν άπαγχονισμόν τού (...) μητροπολίτου, διότι τοιούτου θανάτου είνε άξιος (...) έν μέσω διακοπών περί θανάτου καί έξαλείψεως από τής Μακεδονίας παντός "Ελληνος παρά τού συγκεντρωθέντος συρφετού τών καννιβάλων (...). 

'Ακολούθως, όταν ή κηδεία έφθασεν πρό τής εισόδου τού προαυλίου, έν ώ κείται τό κοιμητήριον τών ορθοδόξων, όπερ άρπαγέν παρανόμως υπό τών βουλγαριζόντων πρό έτών χρησιμοποιείται ήδη παρ'αυτών ώς ναός, άνελθών έπί τίνος υψώματος ό διερμηνεύς τού έν Σέρραις Βουλγαρικού Προξενείου απήγγειλε γραπτόν λόγον (...) έπιλέγει ό ρήτωρ:

«(...) αν έχασεν έναν ήρωα, οίος ήτο ό Ήλίας Χατζηγεώργης (...) έχει καί άλλους οίτινες θά έργασθώσιν όπως προσδώσωσιν εις αύτό τά άρχαία όριά του καί τήν προσήκουσαν εύκλειαν καί μεγαλείον». (...)
Είτα ή συνοδεία είσήλθεν εις τό προαύλιον τού κοιμητηρίου καί μετά τήν νεκρώσιμον άκολουθίαν διηυθύνθη εις τό νεκροταφείον, όπου πριν ή κατατεθή ό νεκρός εις τήν τελευταίαν του κατοικίαν, ό Βούλγαρος αρχιερατικός έπίτροπος συνεπλήρωσε τάς (...) ύβρεις, μεθ' ό πάντες έν διαδηλώσει μετέβησαν εις τό Διοικητήριον, όπου έπανέλαβον τήν περί τού απαγχονισμού τού μητροπολίτου Δράμας άπαίτησίν των καί έδήλωσαν άπροκαλύπτως ότι (...) μικροί καί μεγάλοι θά λάβωσι τά όπλα καί θά έκδικήσωσι μόνοι των τόν γενόμενον φόνον τού Ήλία Χατζηγεώργη’2.

Ό ’Αλέξανδρος Άλεξανδρής θέλει τόν Ήλία Χατζηγεωργήεφ δάσκαλο αρχικά σέ έλληνόφωνο σχολείο, βασιζόμενος σέ έπιστολή τού Χρυσοστόμου Δράμας τού μετέπειτα Σμύρνης, άπό 28 ’Ιουλίου 1906 πρός τόν Πατριάρχη ’Ιωακείμ Γ', όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε:

X"Γεώργιός τις Ίωαννίδης, πρώην Έλλην διδάσκαλος έκ τού χωρίου Βώλακος τής έπαρχίας μου, άρνησίπατρης καί αρνησίθρησκος περί τά τέλη τού βίου του γενόμενος, καί κατωτέρω: (...)
καί νύν άποβιώσαντος τού πατρός, ό μέν υιός Χ’Γεώργης Ήλίας σήπεται έν ταίς φυλακαίς, ό δέ καβάσης του, έπ' αύτοφόρω συλληφθείς μέ δύο περίστροφα (...),
 άλλά καί σέ μεταγενέστερο τής έπιστολής, άχρόνιστο, έγγραφο τού ίδίου Χρυσοστόμου μέ τίτλο Παραλληλισμός δύο νέων γεγονότων πρός παλαιότερα δύο τοιαύτα, όπου μεταξύ άλλων, έπίσης, διαβάζουμε:
Έπί κεφαλής δέ τών τεσσάρων τούτων οικογενειών τών βουλγαρικών ίσταται ή οικογένεια τού X"Γεωργίου Ίωαννίδου, ελληνοδιδασκάλου άλλοτε, αποστάτου νύν καί άρνησιπάτριδος. 

Τήν 12/25 Μαρτίου 1907 έπυροβολήθη έν Δράμα ό υιός τού X"Γεωργίου τούτου Ίωαννίδου καί τού καβάση (σωματοφύλακός του) ύπ' αγνώστων, κατ' άλλους μέν Τούρκων, κατ' άλλους (...)• άν λοιπόν θά πρέπει νά ερμηνεύσουμε σωστά τά άναφερόμενα κυρίως στό δεύτερο αύτό έγγραφο τού μητροπολίτη Χρυσοστόμου, ελληνοδιδάσκαλος άλλοτε ήταν ό Γεώργιος Ίωαννίδης, πατέρας τού Ήλία, καί όχι ό Ήλίας γυιός τού Χατζή Γεωργίου (-γενόμενος πιθανότατα Ήλίας Χατζηγεώργης πλέον, άντί τού Ήλίας Ίωαννίδης)53.

"Οτι οί πρόκριτοι τής Προσοτσάνης, οί συστήσαντες τή Φιλεκπαιδευτική ’Αδελφότητα, συντόνως άγωνίζονταν γιά τή στήριξη τής παιδείας τής περιοχής, δεικνύει καί ή απόφασή τους μέσα στό 1873 γιά τήν άνοικοδόμηση των σχολείων τής Κοινότητος -ζητούν μάλιστα γιά αύτό, μέ έπιστολή τους, καί τήν οικονομική συνδρομή τού Φιλολογικού Συλλόγου54• έτσι, στή Συνεδρίαση ΤΟ' τού Συλλόγου στίς 18 Αύγούστου 1873, προεδρεύοντος τον κ. Ήρακλέους Βασιάδου, άναγινώσκεται έπιστολή προκρίτων Προσσοτσιάνης, δι' ής όγγέλοντες τήν πρός άνοικοδόμησιν σχολείων άπόφασιν τής κοινότητος έξαιτούνται τήν συνδρομήν τον Συλλόγου55.

Πιθανότατα οί δημογέροντες τής Προσοτσάνης είναι αύτοί πού ένημερώνουν, βοηθούν καί συνεγείρουν πρός τήν παιδεία καί τήν έλληνική μερίδα τής Κοινότητος τής Πλεύνας (σημ. Πετρούσα), διότι λίγους μήνες μετά θά άπευθυνθούν καί οί κάτοικοι τής Πλεύνας στόν Σύλλογο τής Βασιλεύουσας, ζητώντας ένίσχυση πρός σνστασιν σχολείού56• τήν πληροφορία έχουμε άπό τά Πρακτικά τής Συνεδριάσεως ΥΑ' τής 15ης ’Οκτωβρίου 1873, όταν, προεδρεύοντος τον κ. Ήρακλέους Βασιάδου, άναγινώσκεται έπιστολή κατοίκων Πλεύνης έξαιτουμένων τήν χρηματικήν τού Σύλλογον βοήθειαν πρός συστασιν σχολείου57.

Ή βοήθεια τού Φιλολογικού Συλλόγου τής Κωνσταντινουπόλεως πρός τά σχολεία τής Προσοτσάνης καί τού Νευροκοπίου φαίνεται νά συνεχίζεται καί κατά τά επόμενα χρόνια• έτσι χωρίς νά γίνεται ειδική άναφορά στήν κατάσταση τής παιδείας στήν Προσοτσάνη άπό τήν ’Εκπαιδευτική ’Επιτροπή πληροφορούμεθα άπό τήν έκθεσή της γιά τήν κατάσταση τής παιδείας έν ταίς έπαρχίαις τής Οθωμανικής Αύτοκρατορίας τού συλλογικού έτους 1874/ 75 58, ότι ό Σύλλογος χορηγεί καί πάλι άπό τό συνολικό ποσό τών πρός διάθεση 1.000 λιρών γιά τά σχολεία τών έπαρχιών, 10 λίρες εις τά σχολεία Προσοτσάνης καί 20 λίρες εις τά σχολεία Νευροκοπίου (-τό συγκεκριμένο ποσό δέν είναι άλλο άπό τις 20 λίρες διά τό σχολείον Νευροκόπης τού Γεωργίου Ζαρίφη)59. Ωστόσο, παρά τή βοήθεια τού Εθνικού Κέντρου, οί έξαρχικοί φαίνεται νά όργιάζουν κατά τό 1874/75 στήν περιοχή• ή κατάσταση περιγράφεται μέ τά μελανώτερα χρώματα στήν έκθεση τής Εκπαιδευτικής Επιτροπής γιά τά σχολεία τών έπαρχιών τού επόμενου συλλογικού έτους 1875/76, έκθεση πού άναγινώσκεται στις 9 Μάίου 1876 κατά τήν επέτειο έορτή τού Συλλόγου στή Συνεδρίαση ΥΟ ', προεδρεύοντος τού ίατρού κ. 'Αλεξάνδρου Πασπάτη60• έπισημαίνει τό μέλος τής Επιτροπής Όδυσσέας Ίάλεμος, ό όποιος ήταν καί ό συντάκτης-είσηγητής τής έκθέσεως:

Ή έκπαιδευτική τής Δράμας κατάστασις δυστυχώς ούδαμώς [είναι] ευχάριστος• ενώ δέ οί πολυτλήμονες κάτοικοι τής έπαρχίας έκείνης ύπό φανατικών πολεμούνται αλλοθρόων χριστιανών, έχουσι συνάμα νά παλαίσωσι καί κατά τής άδρανείας τής πνευματικής αύτών αρχής, έξ ής μεγάλως παρέλυσαν τά έκπαιδευτήρια. Ούτως αί 180 περίπου ορθόδοξοι οίκογένειαι, αί μόναι πισταί μείνασαι εις τήν Άνατολικήν Εκκλησίαν, τών λοιπών 120 έκ τών 300 χριστιανικών όσπασθεισών τήν σχισματικήν Εξαρχίαν, έναγωνίως καί ίδρώτι περιρρεόμεναι μόλις συντηρούσιν έν δημοτικόν καί έν έλληνικόν σχολείον καί έν νηπιαγωγείον.

Ή γενναιοδωρία τού κ. Ζαρίφη καί ή μικρά συνδρομή τού ήμετέρου Φιλολογικού καί τού έν Σέρραις Μακεδονικού Συλλόγου ανεκούφισαν όπωσούν τούς καρτερικούς έκείνους ομοεθνείς άλλά ή πάλη αύτών διηνεκής, καί δέν 0' άντισταθώσι κατ' αύτής έπιτυχώς ή διαρκέστερον άπολαύοντες έξωθεν μέσων καί πόρων.
 Περί τά 70 άρρενα διδάσκονται έν τοίς δυσί σχολείοις, δι' α δαπανώσι 12.500 γρόσια ένιαυσίως.

Έκ Πρωσοτσιάνης, άξιολόγου κωμοπόλεως Δράμας, πληροφορούμεθα ότι ή Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Ήώς, έξακολουθεί ύποστηρίζουσα τά έκεί έθνικά καταστήματα λυσσωδώς πολεμούμενα ύπό τών σχισματικών.

Ώς αιτία τής πτώσεως καί τής παραλύσεως τής παιδείας, άλλά καί τής άθρόας προσχωρήσεως τών κατοίκων τής Δράμας καί τής περιοχής της στήν έξαρχική βουλγαρική Εκκλησία, οί άνθρωποι τού Συλλόγου στή Βασιλεύουσα καταγράφουν τήν άδράνεια τής πνευματικής άρχής τών ορθοδόξων τής Δράμας, στήν όποια καί επιρρίπτουν κάθε εύθύνη• στά χρόνια στά όποια άναφερόμασθε καί ειδικότερα άπό τό 1872 ώς τό 1879, ή έν Δράμα πνευματική αρχή εκπροσωπείται άπό τόν μητροπολίτη Ίωαννίκιο62, ιεράρχη πού δέν φαίνεται νά υπερασπίσθηκε σθεναρά, τουλάχιστον στό πρώτο καί μεγαλύτερο μέρος τής άρχιερατείας του τά δίκαια τού Ελληνισμού καί τού Εθνικού Κέντρου στήν περιοχή63.

Οί όχι καί τόσο κολακευτικές θέσεις τών άνθρώπων τού Συλλόγου γιά τόν άπό Άγκύρας Ίωαννίκιο, μητροπολίτη Δράμας, έρχονται νά έπιβεβαιωθούν άπό τόν Ευάγγελο Στράτη, ό τελευταίος σέ μιά έν Ροδολείβει λειτουργίαν, παρόντος τού Ίωαννικίου, έγινε μάρτυς δριμυτάτων επιτιμήσεων αύτού άπό τής χρυσής πύλης πρός τόν επ’ άμβωνας κηρύττοντα μακαρίτην ημών καθηγητήν Γ. Κωνσταντινίδην Σερραίον, διότι κατά τό κήρυγμα άρθείς μετάρσιος εις τούς ούρανούς τών εθνικών ιδεωδών ό ενθουσιώδης εκείνος λειτουργός τής παιδείας έκάλλυνε τόν λόγον αύτού διά λημμάτων έκ τής ένδοξου ιστορίας τού ίερού άγώνος τού 1821.

Διά τών τουρκιστί έξακοντιθεισών άπό τής σεμνοτάτης ταύτης θέσεως απαγορευτικών διαταγών πρός τόν κατάπληκτον σκαπανέα τού έθνικού φρονήματος (Σοίζ-σούζ, μπράκ-μπράκ, ίν άσιαά -Σιώπα-σιώπα, άφησέ τα-άφησέ τα, κατέβα κάτω) διέκοψε καί κατεβίβασεν άπό τού αμβωνος τόν έθνικόν κήρυκα τής ημέρας έκείνης ό γηραιός Ίωαννίκιος (.,.)64.

Άπό πατριαρχικά έγγραφα, έπίσης, πού εσχάτως έξέδωσε ό λόγιος μητροπολίτης Δράμας Διονύσιος, άποδεικνύεται ότι ό Ίωαννίκιος, στήν άρχή τής άρχιερατείας του τουλάχιστον, δέν ένδιαφερόταν ούτε γιά τήν άπόκρουση τών σχισματικών, ούτε γιά τή στήριξη τών συμφερόντων τών ορθοδόξων τού ποιμνίου του• διαβάζουμε, λ.χ„ σέ έγγραφο, άπό 28 Ιουνίου 1873, πού τού άπέστειλε ό Πατριάρχης Άνθιμος:

περικλείομεν έν τή παρούση (...) άντίγραφον άναφοράς (...) τού (...) Στεργίου Ζώγκα έκτιθεμένου τήν ήν ύπέστη αδικίαν ύπό τής αύτόθι πολιτικής έξονσίας. Επειδή δέ ή Ίερότης της ού μόνον ού παρέσχεν αύτώ ώς λέγει τήν προσήκουσαν άρχιερατικήν ύποστήρηξιν, άλλά καί συνεμερίσατο τήν έγερθείσαν κατ' αύτού καταφοράν (...) προτρεπόμεθα τήν αύτής Ιερότητα, όπως (...) ειδοποιούσα καί πρός τήν Εκκλησίαν τάς έπί τού προκειμένου άρχιερατικάς αύτής ένεργείας πρός γνώσιν ημών, ή σέ άλλο έγγραφο άπό 12 Ίανουαρίου 1874 τού Πατριάρχη Ιωακείμ:

 Έμαθεν ή 'Εκκλησία ότι τινά τών μερών τής έπαρχίας της καί μάλιστα τά κεντρικώτερα στερούνται άρχιερατικού έπιτρόπου της καί ώς έκ τούτου πολλαχώς κακουχούνται οί χριστιανοί ύπό τών σχισματικών, μηδένα έχοντες τόν πυοστατενσοντα αυτούς (...) έντελλόμεθα καί προτρέπομεν τήν αυτής Ιερότητα, όπως σπεύση άνευ αναβολής ίνα έκλέξη καί όιορίση έκασταχού αρχιερατικούς επιτρόπους της (...) ίνα προστατενωσι όραστηρίως τά συμφέροντα τών (...) χριστιανών (...) 
Απεκδεχόμεθα δέ ίνα όσον τάχος συμμορφωθείσα (...) πληροφορήση ημάς τάς περί τού άντικειμένου τούτου ένεργείας της65.

Τά χρόνια τά όποια θά άκολουθήσουν θά σημαδευθούν άπό τήν έξαρση τού πανσλαβισμού ώς καί τό 1878/79 μέ τή νίκη των ρωσικών δυνάμεων, τή Συνθήκη τού 'Αγίου Στεφάνου καί τήν προσπάθεια τών Βουλγάρων νά αποκτήσουν πλέον διέξοδο πρός τό Αιγαίο66.

 Ή Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης ή Ήώς καί οί πρόκριτοι τής Προσοτσάνης φαίνεται νά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στήν αποτροπή τής προσπάθειας τών σχισματικών Βουλγάρων, καί τών "Οθωμανών γιά δικούς τους λόγους νά χρησιμοποιήσουν μιά γνωστή τακτική σέ άνελεύθερα καθεστώτα, ή καί σέ άνελεύθερες σήμερα οργανώσεις καί κόμματα, συγκεντρώνοντας μέ έκβιασμό ύπογραφές κατοίκων ύποστηρίζουσες τις θέσεις τους67.

Τότε φαίνεται ότι σφυρηλατήθηκαν έτι περαιτέρω οί δεσμοί μεταξύ τής "Αδελφότητος ή Ήώς, καί τών προκρίτων τής Προσοτσάνης μέ τό "Εθνικό Κέντρο, έτσι, όταν, προκειμένου νά συντεθεί ή έκθεση τής "Εκπαιδευτικής "Επιτροπής γιά τό συλλογικό έτος 1878/79 άπεσταλμένοι τού Φιλολογικού Συλλόγου θά βρεθούν άπό τήν Κωνσταντινούπολη στήν περιοχή τής "Ανατολικής Μακεδονίας, θεώρησαν σκόπιμο καί σωστό νά έπισκεφθούν τήν Προσοτσάνη καί νά άσπασθούν τήν Ήω68• οί σχετικές πληροφορίες καταγράφονται στήν έκθεση τής ’Εκπαιδευτικής ’Επιτροπής περί τής καταστάσεως τής παιδείας έν ταις έπαρχίαις τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέ εισηγητή τόν καθηγητή Θεόδωρο Σαλτέλη, ή όποια άνεγνώσθη στήν έπέτειο έορτή τού Συλλόγου στίς 6 Μάίου 1879:

Έκ Δοξάτου (...) έκδραμόντες εις τήν παρά τάς υπώρειας αύτού κειμένην κωμόπολιν Πρωσσοτσιάνην, χαιρετίσωμεν τήν Φιλεκπαιδευτικήν 'Αδελφότητα Ήώς, ήτις έν τή πατριωτική αύτής πορείςι πολλά παραμπεσόντα προσκόμματα έκποδών ποιησαμένη κατώρθωσε, τό δή λεγόμενον διά τών όδόντων, νά αυντηρήση τά έν τή κωμοπόλει δύο σχολεία, τό δημοτικόν δηλονότι καί τό έλληνικόν, εις α ύπέρ τούς 80 παίδες φοιτώσι, παραμυθησώμεθα δέ αύτήν θρηνούσαν τήν έλλειψιν παρθεναγωγείου, καί συνενώσωμεν μέν μετ' αύτής τάς πρός τόν Σύλλογον ικεσίας ημών, δπως καί αύτήν σννόράμη πρός ίόρνσιν τοιούτον καί υπέρ τών αδελφών τών έν Πλεύνη, Βουναλάκκω, Γορνίτση69 καί τοίς άλλοις πέριξ χωρίοις, οίτινες διά τήν παντελή έλλειψιν σχολείων κινδυνεύουσι ν' άπαλλοτριωθώσι τού Ελληνισμού, σπεύσωμεν δέ καί ήμείς τούς άσβενεστέρους αύτών συμπαραμυβούμενοι σννενβαρρύνοντες καί εις χρηστήν σνμπροτρέποντες έλπίδα, ίνα μή, ύπό τών άλλοφύλων πιεζόμενοι καί απειλούμενοι, άπογνόντες αύτομολήσωσι πρός τούς πολεμίους, δπερ μικρού δείν έγένετο, εί μή ή Ήώς έφβη κωλύσασα.
 Τήν δ΄ Ήώ άσπασάμενοι καί τήν πρός έσπέραν τραπόμενοι όδόν είσέλθωμεν εις τήν τών Σερραίων πόλιν. Εις τήν μητρόπολιν άφιππεύσαντες (...)70.


Ή συγκεκριμένη περιοδεία μελών του Φιλολογικού Συλλόγου τής Βασιλεύουσας στά σχολεία καί στις άδελφότητες τών έλληνικών κοινοτήτων τών επαρχιών τού ’Οθωμανικού κράτους σέ Εύρώπη καί Άσία, θά μπορούσε νά θεωρηθεί ώς μιά άποχαιρετιστήρια περιοδεία, τό κύκνειο άσμα τού Συλλόγου στόν χώρο τής οικονομικής στηρίξεως τών έλληνικών κοινοτήτων•
ό Φιλολογικός Σύλλογος, πατήρ Συλλόγων καί Αδελφοτήτων καί ίθύντωρ τής παρ' ήμίν έκπαιδεύσεως, άπό τό 1879/80 θά στρέψει πιά τό ενδιαφέρον του εις τε τόν έπιστημονικόν αύτού σκοπόν καί εις τήν σύντονον μέριμναν περί διαφόρων έκπαιδευτικών ζητημάτων71, αύτή ήταν ή συνέπεια τής πρός τόν Σύλλογο καθυστερήσεως τών δωρεών πλουσίων έμπορων καί τραπεζιτών, άλλά καί τής ίδρύσεως άλλων Φιλεκπαιδευτικών Σωματείων στήν Κωνσταντινούπολη, τής Φιλεκπαιδευτικής καί Φιλανθρωπικής Αδελφότητος Αγαπάτε άλλήλους, λ.χ„ ή όποία συνεκέντρωσε τάς ύπέρ τών άπορων σχολείων χρηματικός τών αρμοδίων χορηγίας72.

Άπό τό τέλος, ώστόσο τής δεκαετίας τού 1870, ένόψει κυρίως τής Συνθήκης τού Αγίου Στεφάνου, αρχίζει καί κινείται συντονισμένα στόν χώρο τού υπόδουλου Έλληνισμού, στόν Βορρά, καί ή πρωτεύουσα τού έλεύθερου Έλληνικού κράτους• άπό τις 25 Μαρτίου ώς τις 9 Απριλίου τού 1879 θά πραγματοποιηθεί στήν Αθήνα, μέ πρωτοβουλία τού έν Άβήναις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός καί ψυχή τής κινήσεως τόν Σύλλογο πρός Διάδοσιν τών Έλληνικών Γραμμάτων, συνάντηση τών συλλόγων καί άδελφοτήτων άπό τήν έλεύθερη καί ύπόδουλη Ελλάδα13, άπόσταγμα δέ τών άποφάσεων τού συγκεκριμένου συνεδρίου 63 συλλόγων καί άδελφοτήτων ήταν ή διά τής διαδόσεως τής ελληνικής παιόεύσεως καί αγωγής άναζωπύρωσις τού εθνικού αισθήματος καί ή άμυνα διά τού μέσου τούτου κατά τών έπιβουλευομένων τό ήμέτερον έθνος14.

Άπό τή συγκεκριμένη κίνηση δέν θά μπορούσε άσφαλώς νά λείψει ή Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης ή Ήώς τής Προσοτσάνης πού θά άναγορευθεί σέ μιά άπό τις πρωτοπόρες κινήσεις διατηρήσεως τού Ελληνισμού στόν χώρο τής Μακεδονίας καί τής Θράκης, τήν Αδελφότητα θά έκπροσωπήσει στή συνάντηση τών Αθηνών ό πρόεδρός της, γιατρός τής Προσοτσάνης, Νικόλαος Λιάμης καί δύο φυσιογνωμίες τών ελληνικών γραμμάτων τής έποχής, ό Ιωάννης Καλοστύπης καί ό Νικόλαος Φιλιππίδης75• άπό τήν άνοιξη, λοιπόν, τού 1879 φαίνεται νά σφυρηλατούνται καί νά δοκιμάζονται οί σχέσεις τών προκρίτων τής Προσοτσάνης μέ έναν παλαιό άπό τό 1876 ήδη γνώριμο, τόν Νικόλαο Φιλιππίδη76, ό όποιος σέ συνεργασία μέ τόν πρόεδρο τότε τού Συλλόγου πρός Λιάδοσιν τών 'Ελληνικών Γραμμάτων Νικόλαο Μαυροκορδάτο, 'Υπουργό Εκκλησιαστικών καί Δημοσίας Έκπαιδεύσεως77, τόν επόμενο χρόνο θά βρεθεί γιά δύο χρόνια στήν Καβάλα άπό τό καλοκαίρι τού 1879 ώς τό καλοκαίρι τού 1881, όταν καί άνεχώρησε γιά τή Γερμανία78, ώς διευθυντής του Κεντρικού Γυμνασίου καί επιθεωρητής καί επόπτης τών σχολείων τών πέριξ επαρχιών, στήν ούσία όμως μέ στόχο νά καταστήσει τήν Καβάλα κέντρον ένεργείας σ΄ όλην τήν βορειοανατολικήν Μακεδονίαν καί τήν δυτικήν Θράκην79.

’Απόδειξη τών στενών σχέσεων πού φαίνεται νά καλλιεργήθηκαν μεταξύ τών προκρίτων τής Προσοτσάνης καί τού άπεσταλμένου στήν περιοχή τού Συλλόγου πρός Διάδοσιν τών Ελληνικών Γραμμάτων κατά τό 1879/80, άπόρροια άλλωστε καί τών κοινών στόχων, ιδεών καί άγώνων, είναι ότι όλοι σχεδόν οί δημογέροντες τής Κοινότητος θά έγγραφούν συνδρομητές σέ βιβλίο τού Νικολάου Φιλιππίδη, πού θά αφορά στήν επανάσταση τής Νάουσας καί τό όποιο θά έκδοθεί στό 1881 80• διαβάζουμε, στό τέλος τού βιβλίου, στόν κατάλογο τών συνδρομητών,

τούς Γ. Άστεριάδη, έλληνοδι(δάσκαλο), Χρ. X. Βουλτσιάνο, Ν. Λιάμη, ιατρό (2 άντίτυπα), Γεώργιο Βουλτσιάνο (5 αντίτυπα)*1, Αθανάσιο Νικολάου (2 αντίτυπα), Χρ. I. Γόττα (2 αντίτυπα), Ευάγγελο 'Αγγέλου (2 άντίτυπα), Χριστόδ. Γεωργιάδη, διδ(άσκαλο), Γεώρ. Δ. Ραίου, Κ. Κωνσταντίνου, ιατρό, Ν. Α. Στεργιάδη, Ίωάνη Ζιόγα, Άγγελο Σεσκλιώτη, Κωνσταντ. Ζιόγα, Οικονόμο ΠαπαίωάνντΡ2.

 Ό ρόλος πού φαίνεται νά διαδραματίζει πλέον ή Καβάλα καί ό έκεί άπεσταλμένος τής Αθήνας καί τού Νικολάου Μαυροκορδάτου, Νικόλαος Φιλιππίδης, στά εκπαιδευτικά, καί όχι μόνο, πράγματα τής περιοχής, άποδεικνύεται καί άπό τό ότι ό τελευταίος θά προσκληθεί νά έπισκεφθεί όλες τις τοπικές Φιλεκπαιδευτικές ’Αδελφότητες• ή Φιλεκπαιδευτική ’Αδελφότης Φίλιπποι, λ.χ., τού Δοξάτου τόν προσκαλεί στίς 26 Ιουνίου 1880 νά τιμήσει μέ τήν παρουσία του τις προφορικές έξετάσεις τού παρθεναγωγείου τής κοινότητος83, ένώ καί ή ’Αδελφότης ή Ήώς τής Προσοτσάνης, λίγο άργότερα, στις 3 Αύγουστου 1880, ένόψει τού νέου σχολικού έτους, μέ έγγραφό της τό όποιο ύπογράφεται άπό τόν πρόεδρο τής ’Αδελφότητος Νικόλαο Λιάμη καί τόν γραμματέα "Αγγελο Σεσκλιώτη, σπεύδει νά έκφράσει στόν Νικόλαο Φιλιππίδη τήν ευγνωμοσύνη της γιά τήν διάδοση τών φώτων στις έπαρχίες Δράμας, Ζίχνης καί Νευροκοπίου 84 καί μαζί τήν ιδιαιτέραν ευγνωμοσύνην πάντων τών γονέων, ών τά τέκνα έκπαιδεύονται έν Καβάλλα.

 Ήδη παιδιά άπό τήν Προσοτσάνη, άπό τό σχολικό έτος 1879/80, τούλάχιστον, φαίνεται νά στέλλονται καί νά φοιτούν στό γυμνάσιο τής Καβάλας κοντά στόν Νικόλαο Φιλιππίδη, όπως διαβάζουμε στήν έπιστολή τής 'Αδελφότητος:

'Ελλόγιμε καί φιλογενέστατε άνερ,

Έπί τή προσεγγίσει τής ένάρξεως τού σχολειακού έτους 1880-81 άσμενος δράττεται τής εύκαιρίας ή ήμετέρα Φιλεκπαιδευτική άδελφότης ή «Ήώς», όπως, ένθεν μέν έκφράση ύμίν τάς θερμός ευχαριστίας καί τήν εύγνωμοσύνην της διά τάς άκαταβλήτους ένεργείας καί προσπαθείας, άς άπό πολλού ήδη καταβάλλετε ύπέρ τής διαδόσεως τών φώτων καί άνά τάς έπαρχίας Δράμας, Ζίχνης καί Νευροκοπίου, εκατέρωθεν δέ παρακαλέση ύμάς, όπως διά τών ύμετέρων καί πάλιν ενεργειών καί συστάσεων άποσταλή έγκαίρως τό άναγκα'ιον διά τήν πολυειδώς καταπολεμουμένην έπαρχίαν ημών προσωπικόν τών διδασκάλων καί διδασκαλισσών.
Διαβιβάζοντες б' ύμίν καί τήν ιδιαιτέραν εύγνωμοσύνην πάντων τών γονέων, ών τά τέκνα έκπαιδεύονται έν Καβάλλςι ύπό τήν πεφωτισμένην διεύθυνσιν ύμών, διατελούμεν μετά τής έξοχου πρός ύμάς ύπολήψεως καί άγάπης.
Έν Πρωσσοτσιάνη τή 3 Αύγούστου 1880
Τ.Σ.
Ό Πρόεδρος                                     Ό Γραμματεύς
Ν. ΛΙΑΜΗΣ                                АΓΓ. Γ. ΣΕΣΚΛΙΩΤΗΣ
(Ιατρός)                                         (Ελληνοδιδάσκαλος)
(Τω ελλόγιμω) καί φιλογενεστάτω κ. Ν. Φιλιππίδη, γυμνασιάρχη κ.τ.λ.
Εις Kαβάλαν)

’Ανάλογη έπιστολή, χαρακτηριστική τής ύπολήψεως πού έτρεφαν οί πρόκριτοι τής Προσοτσάνης [είς τάς] ελληνοπρεπείς (...) ένεργείας υπέρ έξαπλώσεως του ελληνικού πολιτισμού καί κατά τήν καθ' ημάς βορειοανατολικών Μακεδονίαν τον Νικολάου Φιλιππίδη, άποστέλλει δύο μήνες πρίν, μέ τή λήξη τού σχολικού έτους 1879/80 στις 30 Ιουνίου 1880 καί ό δάσκαλος των σχολείων τής Προσοτσάνης Γεώργιος Άστεριάδης86, ό όποιος γράφει πρός τόν Φιλιππίδη:

Ελλόγιμε Κύριε,

Τάς καταβαλλομένας έλληνοπρεπείς ύμών ένεργείας ύπέρ τής έξαπλώσεως τού έλληνικού πολιτισμού καί κατά τήν καθ’ ημάς βορειοανατολικήν Μακεδονίαν μετά πλείστης όσης άγαλλιάσεως έχαιρέτισαν αί έπαρχίαι Δράμας καί Ζίχνης, έν άίς άπό έτών ήδη πολλών τά έλληνικά γράμματα υπηρετώ κατά τάς ασθενείς μου δυνάμεις.

Τό διαμέρισμα τούτο πράγματι πρό πολλού είχε μεγίστην άνάγκην Κέντρου, δυναμένου ν’ άντιπαλέση τελεσφόρως κατά ποικίλων ένεργειών τών διαφόρων προπαγανδών καί άνταποκριθεί είς τάς προσδοκίας τού έθνους. Ή Καβάλα, λοιπόν, ήτις είχε τό μέγα καί άγαθόν συνάντημα τής μεγάλης καί άγαθής μοίρας τού νά καταστή αύτη ώς τοιούτον Κέντρον καί πηγή, έκ τού διαυγούς καί αγλαού τής όποίας ύδατος ν’ άντλώσι οί διψώντες, θά όμολογή χάριτας είς αιώνας αιώνων φυσικφ τφ λόγιο πρώτον μέν τή ύμετέρςι έλλογιμότητι, ήτις μεθ' έλληνικωτάτης καί πατριωτικωτάτης αύταπαρνήσεως άγωνισαμένη έθεσε τάς βάσεις τού όλου οικοδομήματος, είτα δέ καί τοίς αύτόθι μεθ’ ύμών φιλοτίμως έργαζομένοις, είς ούς όφείλεται τιμή καί δόξα.
Παρακαλών ύμάς, ίνα δεχθήτε τήν έκφρασιν τού άπειρου πρός ύμάς σεβασμού,
Έν Πρωσσοτσιάνη τή 30 Ιουνίου 1880

 Πρόθυμος Γ. ΑΣΤΕΡΙΑΔΗΣ

Υ.Γ. ’Ακούω μετ’ εύχαριστήσεώς μου πολλής τάς τού έλλογίμου κ. Πασχίδου ένεργείας καί τήν μεγάλην αύτού έπίδρασιν έπί τών αύτόθι πνευμάτων• συγχαίρων όθεν αύτω παρακαλώ ύμάς, ίνα ιδιαιτέρως είπήτε τά δέοντα.
(Πρός τόν άξιότιμον κύριον Ν. Φιλιππίδην, διευθυντήν τών Έλλ. Εκπαιδευτηρίων κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Είς Καβάλλαν)

Βρισκόμασθε πιά ενώπιον ζυμώσεων καί κινήσεων, στήν περιοχή τής Προσοτσάνης, πού προαναγγέλουν αύτό πού θά άκολουθήσει, τόν Μακεδονικό 'Αγώνα καί τήν ενσωμάτωση τής περιοχής στόν εθνικό κορμό -γεγονότα τά όποια άναμένουν τόν ερευνητή νά τά άναδείξει.

 Παραπομπές

* Ό 'Αβραάμ Τσάλας άπό τήν Προσοτσάνη σκοτώθηκε πολεμώντας στις τάξεις του ΕΑΜ, νέος, μόλις 24 ετών, τό 1944 κατά τή διάρκεια συγκρούσεων μέ τούς Βουλγάρους στή γέφυρα τού Στρυμόνα, στή Νιγρίτα, ή Άθηνα καί ό Τάσκος γιά δεκαετίες όλόκληρες σταυροκοπιούνταν άκούγοντας τήν καμπάνα του εσπερινού καί ηλπιζαν γιά τόν γυιό πού όέν είδαν ποτέ νεκρό, ενώ ή Κυριακή καί ό Γιάννης ήξεραν γιά τόν άδελφό...
1.Στ. Μερτζίδης, АІ χώραι τον παρελθόντος καί αί έσφαλμέναι τοποθετήσεις των, "Αθήναι 1885, σσ. 43-44.
2.Ο.π.,
3.Πιθανότατα ή κώμη άνεπτύχθη στή θέση άρχαίας πολίχνης μέ τό όνομα Scapora ή Scapara, βλ. Δ. Σαμσάρη, Ιστορική γεωγραφία τής Ανατολικής Μακεδονίας κατά τήν αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 98 (όπου καί βιβλιογραφία).
4.Στά σχολεία τής Προσοτσάνης, στό γυμνάσιο, φοιτούσαν κατά τις δεκαετίες του 1950/70 μαθητές καί άπό τά χωριά τού λεκανοπεδίου, πολλοί άπό τούς όποιους νοίκιαζαν δωμάτια σέ σπίτια κοντά στό κτίριο τού γυμνασίου, κτίριο πού άνηγέρθη στόν χώρο τής παλιάς βουλγαρικής έκκλησίας.
5.Μόνο άπό τό Δεμιρδέσιο (τουρκ. Demirdas) τής Βιθυνίας θά έγκατασταθούν μετά τήν Έξοδο περί τις 80 οικογένειες προσφύγων, πρβλ. φάκελλο Β-Ι4Ι, ΝΤΕΜΙΡΝΤΕΣΙ. τού Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, χειρόγραφο του έκ Δεμιρδεσίου πληροφορητή, κατοίκου Ξάνθης τό 1961, 'Αλεξάνδρου Κοντού (: Οί περισσότεροι άπό τό χωριό μας έχουν εγκατασταθεί στήν Προσοτσάνη τής Δράμας, έκεΐ είναι 80 οικογένειες περίπου, φύλ. 89), όπως καί Const. Danguitsis, Etude descriptive du dialecte de Demirdesi (Brousse, Asie Mineure), Paris 1943, σσ. 11-12, 20.
6.Τά ’Αρχεία τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, τό Ιστορικό 'Αρχείο τού Υπουργείου 'Εξωτερικών, τά 'Αρχεία τών μονών τού Αγίου Όρους, άλλά καί τά 'Αρχεία τών Παραδουναβίων Ηγεμονιών, θά μπορούσαν πιθανότατα νά μάς δώσουν σημαντικές πληροφορίες γιά τήν ιστορία τής περιοχής καί εύλογα περιμένουν τόν ερευνητή νά τις άναδείξει• ή δημοσιευόμενη σήμερα μελέτη γιά τή γενέθλια γή άποτελεΐ πρόδρομη άνακοίνωση εύρύτερης σχετικής εργασίας.
7.Στ. Παπαδόπουλος, 'Εκπαιδευτική καί κοινωνική δραστηριότητα τοϋ 'Ελληνισμόν τής Μακεδονίας κατά τόν τελευταίο αιώνα τής Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 22, τά ίδια περίπου πληθυσμιακά στοιχεία δίδει καί ό Γεώργιος Χατζηκυριακού, ό όποίος περί τό 1906 γράφ«ι σχετικά: Ή Προσωτσάνη είναι ή μάλλον σημαίνουσα κώμη τής πεδιάδος εκείνης καί ή μεγαλύτερα όλωνέδρα διοικήσεως μοδίρου. συγκεντροί υπέρ τάς 1.000 οίκογενείας έν πλεονα σμφ τών οθωμανικών, έκ τών 400 περίπου έλληνορθοδόξων άπεσχίσθησαν πρό τινων έτών περί
τάς 150, τή ύποκινήσει καί διαβολή τής γνωστής βουλγαρικής έταιρείας (...), βλ. Γ. Χατζηκυριάκου, Σκέψεις καί εντυπώσεις έχ περιοδείας άνά τήν Μακεδονίαν (1905-1906). (Μετά τοπογραφικών, ιστορικών καί αρχαιολογικών σημειώσεων), Θεσσαλονίκη 21962, σ. 123• πέραν τών σλαβόφωνων Ελλήνων, στήν περιοχή ((χάνεται νά υπήρχαν καί τουρκόφωνοι "Ελληνες, είναι δέ χαρακτηριστικά δσα σημειώνει ό 'Ιωάννης Καλοστύπης: Έν τή παρά τό Πάγγαιον έλληνικωτάτη έπαρχία Ζίχνης, υπάρχει ή κωμόπολις Ζελάχοβον, έν η έπιχωριάζει ή τουρκική, άλλ'ής οί ορθόδοξοι κάτοικοι, άγνωστονπότε έκτουρκισθέντες τήν γλιυσσαν, δέν έπαυσαν όντες ένθουοιωδέστατοι τό φρόνημα "Ελληνες. Τό αυτό όητέον καί περί τών τουρκοφχύνων ορθοδόξων κατοίκων τών έν τή αυτή έπαρχίφ κωμών 'Ροσιλόβου καί Πόρνας καί άλλων, οίτινες καίτοι λαλοΟντες τήν τουρκικήν (...), βλ. Ί. Καλοστύπη, Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομική, γεωγραφική, Ιστορική καί έθνολογική τής Μακεδονίας, Έν Πειραιεϊ 1886, 21896, καί Αθήνα ’ 1993 (είσαγωγή-σχόλια Θ. ΠυλαρινοΟ), σ. 144 [-μολονότι ό Ιωάννης Καλοστύπης είναι σαφής, κάνει λόγο γιά κώμες τής αυτής έπαρχίας, τής Ζίχνης , ό Θ. Πυλαρινός στά σχόλια του ταυτίζει τό Ροσίλο/ίο μέ τό χωριό Ξανθόγεια του Νομού... Πέλλης, ώστόσο τό Ροσίλοβο (= Ρεσίλοβο) δέν είναι άλλο άπό τό σημερινό χωριό Χαριτωμένη, κοινοτικό διαμέρισμα τού Δήμου Προσοτσάνης, ένώ ή ΙΙόρνα δέν είναι άλλη άπό τήν κώμη Γάζωρο τού Νομού Σερρών, βλ. J. Lefort, Paysages de Macedoine leurs caracteres, leur έvolution a travers les documents et les recits des voyageurs, Paris 1986, σ. 231].
8.N. Φιλιππίδης, «Μακεδονικά Περιήγησις τών έν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης καί Έλευθερουπόλεως», Παρνασσός 1 (1877) 127 (-σημειώνεται πώς ή Προσοτσάνη κατοικεΐται έκ 400 περίπου οικογενειών καί ότι οί υπάρχοντες σχισματικοί Βούλγαροι είναι όλίγιστοι έν τή κωμοπόλει ταίηη, άλλά άντενεργονσι πεισματωδώς)• Καλοστύπης, δ,π., σ. 230 (σημειώνεται ότι έν Πρωσσοτσιάνΐ) άπέναντι 2.950 Ελλήνων καί έλληνιζόντων ύπάρχουσι 1.340 Βούλγαροι), πρβλ. καί Παπαδόπουλος, δ,π. ■ Ό Νικόλαος Φιλιππίδης, όπως θά δούμε κατωτέρω, θά συνδεθεί μέ τούς δημογέροντες τής Προσοτσάνης καί θά συνεργασθεϊ μαζί τους, όταν κατά τά χρόνια 1879/81 θά βρεθεί στήν Καβάλα, ένώ θά είναι, όπως καί ό Ιωάννης Καλοστύπης, καί ένας άπό τούς έκπροσώπους τής ελληνικής Κοινότητος τής Προσοτσάνης τό 1879 στήν 'Αθήνα κατά τό Συνέδριον τών απανταχού έλληνικών Συλλόγων, βλ. Κ. Χιόνης, Ή παιδεία στήν Καβάλα (1864-1919), Καβάλα 1990, σσ. 41-67 (κυρίως), σχετικώς πρβλ. καί κατωτέρω.
9.Π. Κοντογιάννης, Γεωγραφία τής Μικράς Άσίας Φυσική σύστασις τής χώρας. Πολιτική γεωγραφία. Φυσικός Πλούτος, Άθήναι 1921 (άναστ. έκδ. Αθήνα 1995), σ. 255, καί 'Ανώνυμος, «Ή μητρόπολις Προύσης», ΗΕΦΚ (1907) 189, άλλά κυρίως ΕΦΣΚ 1' (1875/76), Πρακτικά, σσ. 196-197 (: Έκθεσις τής έκπαιδευτικής 'Επιτροπής περί τής ένεστίύσης καταστάσεως τών έν ταίς έπαρχίαις ήμετέρων έκπαιδευτηρίων).
10.Μ. Μαραβελάκης Ά. Βακαλόπουλος, At προσφυγικαί έγκαταστάσεις έν τή περιοχή Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1955, σσ. 194-195 (γιά τούς έκ Δεμιρδεσίου πρόσφυγες).
11.Σχετικώς βλ. L. Stavrianos, «[.’institution de I’exarcat bulgare: son influence sur les relations interbalkaniques», Les Balkans 9 (1939) 56-69, όπως καί γενικώς Μ. Γεόεών, Έγ'/ραφα πατριαρχικά καί συνοδικά περί τον βονλγαρίκοϋ ζητήματος (1852-1873), Κοιναταντινούπολις 1908• X. ΙΙαπαπαστάθης, «Ή Εκκλησία καί ό Μακεδονικός ‘Αγώνας», Σνμπόαιο «Ό Μακεδονικός Άγιόν», Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 63-70, άλλά καί Άθ. Λεβίόης, «Συμβολαί είς τήν ιστορίαν του προσηλυτισμού έν Μικρά Άσίςι», Ξενοφάνης 3 (1905 ) 82-85Κυριακή Μαμώνη, «'Αγώνες τού Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τών μισσιοναρίων ’Εκκλησιαστική Πνευματική Κεντρική "Επιτροπή, 1836-1838», Μνημοσύνη 8 (1980/81) 189-192, καί κυρίως Άθ. Καραθανάσης, Καππαδοκία, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 158-164, δπου καί πλούσια σχετική βιβλιογραφία.
12.Τατιάνα Σταύρου, Ό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κ ωνστα ντι νο νπόλεως Τό Υπουργείο Παιδείας τού αλύτρωτου Ελληνισμού, "Αθήνα 1971, σσ. 63-66 [πρβλ. καί ΕΦΣΚ ΣΤ (1871/72) γ’-Γ],
13.Όπ.. σσ. 76, 80, 99, 105, 111 κ.ά. [πρβλ. καί ΕΦΣΚ Е '(1870/71), Πρακτικά, σσ. 136142]• γιά τούς ομογενείς τραπεζίτες τής Κωνσταντινουπόλεως καί γιά τις τράπεζες στις όποιες συμμετείχαν, βλ. Β. Usdiken, Bankalar-Bankerler-Sarratlar-Tefeciler-Kuyiimcular, Κωνσταντινούπολη 2000, σσ. 15-169• Ed. Eldem, Bankalar Caddesi, Osmanli’dan GUniimu/e Voyvoda Caddesi (Voyvoda Street from ottoman times to today), Κωνσταντινούπολη 2000, σσ. 43-279, καί τού ί<Ηου, Osmanli Bankast Tarihi, Κωνσταντινούπολη 1999, σσ. 21,24, 36, 41, 59, 61, 62, 65 , 73, 78 κ.ά., (πλούσια σχετική βιβλιογραφία βλ. καί Γ. Κ. Παπάζογλου, Ταφικά μνημεία τής Πόλης, Α. Σισλί: Έμποροι καί τραπεζίτες, ύπό εκτύπωση).
14.Σταύρου, δ,π.,ασ. 61-62, 84-93 (κ.ά.).
15.ΕΦΣΚ ΣΤ (1871/72), Πρακτικά, σ. 303, πρβλ. καί Σταύρου, δ.π., σσ. 58-59.
16.Περιγραφή τής φοβερής πυρκαϊάς, ή όποια κατέκαυσε τό Σταυροδρόμι στις 24 Μαϊου 1870, βλ. Άν. Συγγρός, 'Απομνημονεύματα, 'Αθήνα 1998 (έπιμ. Άλκ. 'Αγγέλου Μαρ.-Χριστ. Χατζηϊωάννου), τ. Β', σσ. 205-212, πρβλ. καί Σταύρου, δ.π., σ. 58.
17.Ό θεμέλιος λίθος τού μεγάρου τού Φιλολογικού Συλλόγου τίθεται στις 9 Ίανοναρίον τον 1872, στις II τό πρωί, ενώ τά εγκαίνια τού νεόδμητου κτιρίου έτελέσθησαν περί τήν I μ.μ. ώραν 13 Μαϊον 1873, άπό τόν πατριάρχη Άνθιμο, παρισταμένων εξ αρχιερέων, βλ. Σταύρου, δ.π., σσ. 69, 100.
18.ΕΦΣΚ ΣΤ (1871/72), Πρακτικά, σσ. 186-210.
19.Τήν 'Επιτροπή συνεπλήρωναν οί ιατροί Ήροκλής Βασιάδης, Απόστολος Βαφειάόης καί Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, ό βοηθός έν τψ Σνμβονλίω τοϋ Κράτονς Κωνσταντίνος Καλλιάδης καί ό λόγιος Βασίλειος Πυλάδης, ΕΦΣΚ ΣΤ (1871/72), Πρακτικά, σ. 210.
20.Ο.π., σ. 193.
 21.Ο.π., (πρβλ. καί Ν. Φιλιππίδης, бл., σσ. 287,299, καί ΓΙαπαδόπουλος, δ.π„ σσ. 24-25).
22.ΕΦΣΚ ΣΤ ' (1871/72), Πρακτικά, σ. 247.
23.Ό_τ.• γιά τούς Ζωγράφους τής Βασιλεύουσας καί γιά τόν ήμέτερο Ξενοφώντα, βλ. Άλ. Ζωηρού, «'Αναμνήσεις, ή Κωνσταντίνούπολις καί ίόίως τό Σταυροδρόμιον κατά τό 1860, ή πόλις καί οί άνθρωποι, ή ϊδρυσις τού Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», ΗΕΦΚ (1906) 227234.
24.Ήτο γαμβρός τού τραπεζίτη Χρηστάκη Ζωγράφου, κατοπινός Υπουργός Οικονομικών, Ναυτικών, Δικαιοσύνης καί Παιδείας σέ διάφορες Κυβερνήσεις τού έλεύθερου Ελληνικού κράτους, βλ. πρόχειρα 'Αλκ. Προβατάς, Πολιτική Ιστορία τής Ελλάδος, 1821-1980 (Νομοθετικά καί έκτελεατικά Σώματα), 'Αθήναι 1980, σσ. 352, 369, 375, 376, 495, 496.
25.ΕΦΣΚ ΣΤ (1871 /72), Πρακτικά, σσ. 224-227.
26.Ο.π.,Ο. 225.
27.Ο.π., σ. 226.
 29.ΕΦΣΚ ΣΤ (1871/72), Πρακτικά, σ.253.
30.Ο.π.,
31.Ο.π.,, σ. 208.
32.Άς προσεχθεί προσέτι πώς στό Πράβι κατά τό 1871/72, άλλά καί άργότερα δέν φαίνεται νά κατοικούσαν βουλγαρικές οικογένειες, καταγράφονται 1.510 "Ελληνες, βυρσοδέψες κυρίως στό έπά'/γελμα, καί 544 Τούρκοι, βλ. Παπαδόπουλος, ό.π., σ. 24.
33.Βιογραφικά στοιχεία γιά τόν ιατρό Νικόλαο Λιάμη, βλ. Γ. Βουλτσιάδης, Ή Προσοτσάνη μέσα άπό τήν ιστορία, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 49, δπως καί Β. Πασχαλίδης, Δραμινό ιστορικά (67μελέτες γιά τή Δράμα καί τήν περιοχή της), Δράμα 1992, σσ. 17, 49-50, 103, όπως καί Μάνια Κωνσταντινίδου-Γερ. Πεντόγαλος, «Γιατροί στή Δράμα άπό τό 1800 μέχρι τό 1912», ’Επιστημονική Συνάντηση «Ή Δράμα καί ή περιοχή της Ιστορία καί Πολιτισμός». Πρακτικά, Δράμα
 1992, σσ. 253, 254, 255.
34.Παπαδόπουλος, δ.π., σ. 22• τού ίδιου, «Εισαγωγή στήν ιστορία τών έλληνικών φιλεκπαιδευτικών συλλόγων τής "Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τόν 19ο καί 20ό αιώνα», Παρνασσός А’ (1962) 256• γιά τούς φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους τής Μακεδονίας βλ. καί Άθ. Άγγελόπουλος, «Φιλεκπαιδευτικοί καί φιλανθρωπικοί σύλλογοι έν Μακεδονία κατά τά τελευταία έτη τής Τουρκοκρατίας», Μακεδονικά II (1971) 342-374. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 (κεφ. A') τού Κανονισμού τής Αδελφότητος, σκοπός τής έν Πρωσσοτσιάνη «Φιλεκπαιδευτικής 'Αδελφότητος Ήονς» είναι ή διάδοσις τής παιδείας καί τών φώτων εις τήν νεολαίαν τής κωμοπόλεως ταύτης καί τών πέριξ, ή άνάπτνξις καί προαγωγή τών έκπαιδεντικών καταστημάτων καί ή σνστασις παρθεναγωγείου πρός έλληνοπρεπή μόρφωσιν τού γυναικείοι* φύλου, ενώ όρίζεται άλλου, άρθρο 22 (κεφ. Ζ'), στήν σφραγίδα τής 'Αδελφότητος, έν τφ μέσοι, νά τοποθετηθεί, ώς έμβλημα τής Ήοΰς, ή εικόνα τής Ζωοδόχου Πηγής, δέν είναι άσχετο ίσως αύτό άπό τό ότι ή Αδελφότης πανηγυρίζει τήν επετηρίδα αυτής κατά τήν Παρασκευή τής Διακαινησίμου, ητοι τήν έορτήν τής Ζωοδόχου Πηγής, όπότε τελείται αρχιερατική λειτουργία καί μνημονεύονται τά ονόματα πάντων τών συντελεσάντων εις τήν πρόοδον τής Αδελφότητος καί γίνεται έπίσης καί ή λογοδοσία, άρθρο 24 (κεφ. Ζ’) (σχετικώς μέ τόν Κανονισμό βλ. καί κατωτέρω).
35 .ΕΦΣΚ Ζ (1872/73), Πρακτικά, α. 213.
36.Ο.π.,
37.Ο.π., σσ. 205-219.
38.Όπ.. σ. 333 (τήν ϊδια ημέρα, όπως είδαμε άνωτέρω, έν τή μεγάλη αιθούση τού Συλλόγου, πραγματοποιούνται καί τά εγκαίνια τού «νεόδμητου κτιρίου»).
39.Ο.π.,. 213.
 40.Ο.π.,. σ. 219.
41.Ό.π.,σ.217.
42.Ό Γεώργιος Ζαρίφης συντονισμένα φαίνεται νά βοηθούσε τις όμογενειακές κοινότητες τής Νοτίου Βουλγαρίας, όέν είναι τυχαίο, λ.χ., δτι συνέστησε στήν Φιλιππούπολη τό 1875 καί χρηματοδότησε τά Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια, αναφορές σέ αύτά κάνει στίς « αναμνήσεις» του ό έγγονός τού Γεωργίου Ζαρίφη, ό όμώνυμος γυιός τού Λεωνίδα, βλ. Γ. Λ. Ζαρίφης, Οί αναμνήσεις μον, ίνας κόσμος πού ίφυγε Κωνσταντινούπολη 1800-1920, Αθήνα 2002, σσ. 72-73, 262-264.
43.ΕΦΣΚ Ζ' (1872/73), Πρακτικά, σ. 256.
44.Ζαρίφης, δ,π., σσ. 66-70, 158-161.
 45.ΕΦΣΚ Ζ * (1872/73), Πρακτικά, σ. 268.
46.Πράγματι ό Κανονισμός τυπώνεται στήν Κωνσταντινούπολη τό 1873, βλ. Κανονισμός τής έν Πριυσσοτσιάνη Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος ή Ήιάς, Έν Κωνσταντινουπόλει 1873 (Έκ τον τυπογραφείο» Κ. Πληθωνίδον 'Οδός Γfew Τζαμί, άριθμός III)• ό Κανονισμός φαίνεται νά έγκρίνεται« ΈνΠρ<οοοοτοιάνη τή 8 Μαϊον 1873», άν δεχθούμε δτι πράγματι αυτός εκτυπώθηκε κατά τή διάρκεια τής παραμονής τών δημογερόντων τής Προσοτσάνης στή Βασιλεύουσα, τότε ασφαλώς ή άποστολή αϋτή θά πρέπει νά πραγματοποιήθηκε μετά τις 8 Μαϊου 1873 (πρβλ. Κανονισμός τής έν Πρωσσοτσιάνη, δ.π„ σ. 8).
47.Φαίνεται νά άποστέλουν στόν Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο στή Βασιλεύουσα τρείς έπιστολές, πρβλ. ΕΦΣΚ Η '(1873/74), Πρακτικά, σ. 262.
 48.Ο.π., (τήν Επιτροπή συμπληρώνουν οί γνωστοί καί άπό προηγούμενες εκθέσεις Κ. Καραθεοόωρής, Β. Πυλάδης, Ξ. Ζωγράφος, Άπ. Βαφειάδης. Κ. Καραπάνος, Κ. Καλλιάδης. Ί. Άριστοκλής καί Μ. Πανταζής).
49.Ο.π., σ. 266.
50.Φαίνεται νά μετέχει στό «Συμβούλιο» τής Αδελφότητος, μαζί μέ τούς Ν. Λιάμη, Γ. Βουλτσιάδη. παπα-Ίωάννη Οικονόμου. Δ. Λόγια. Ί. Βογιατζή, Β. Μαυρουδή, 'А. Καραγιάννη, Δ. Μήτσα. Στ. Δίοδο, Γ. Τριανταφυλλιό!] καί άλλοι τών όποιων τά ονόματα δυστυχώς όέν γνωρίζουμε, βλ. Βουλτσιάδης, δ.π., σ. 54• προφανώς ή άνωτέρω σύνθεση τοΰ Συμβουλίου δέν άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα καί αύτό γιατί, σύμφωνα μέ τό άρθρο 8 (κεφ. Δ") τού Κανονισμού τής 'Αδελφότητος, ή Διεύθυνσις τής 'Αδελφότητος σύγκειται έκ Προέδρου, Γραμματέως, Ταμίου καί δύο 'Εφόρων, οί όποιοι καί άπαρτίζουν τήν πενταμελή Εφορίαν τής 'Αδελφότητος, τήν διοικούσαν καί διευθύνουσαν τάς υποθέσεις αυτής, οί έφοροι κατά ταΰτα ήσαν πέντε, οί διευθύνοντες τήν ‘Αδελφότητα, καί δχι ενδεκα, δσοι τούλάχιστον καταγράφονται άνωτέρω ώς μέλη τοΰ « Συμβουλίου» (βλ. Κανονισμός τής έν Πρωσσοτσιάνη, δл., σσ. 2-3). Τήν πρώτη, λοιπόν,«"Елгтуолт)», τη συγκροτηθείσα πιθανότατα γιά νά προχωρήσει τις διαδικασίες συστάσεως τής 'Αδελφότητος, έγκρίσεως καί δημοσιεύσεως τοΰ Κανονισμού х.)л., όπως αυτή καταγράφεται στόν όημοσιευθέντα Κανονισμό τής 'Αδελφότητος, συναποτελοΰσαν οί: ΠαππαΟίκονόμος, ΝικόλαοςΛιάμης. Μαυρουδής Βουλτσιάνου, Γεώργιος Βούλτσου, Χατζή Χρήστου Βουλταιάνου, Στ. Άθανασιάδης, ένώ ώς Γενικός Γραμματείς τής Επιτροπής καταγράφεται ό Γ. Άστεριάδης, ό γιά χρόνια πολλά λαμπρός δάσκαλος καί λόγιος τής Κοινότητος (бж, σ. I )• είναι πιθανό πώς κάποιοι έκ τών άνωτέρω δημογερόντων-μελών τής « Έлιτρoлής» θά βρεθούν κατά τό 1873 καί στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά προωθήσουν τούς σκοπούς τής 'Αδελφότητος καί νά προστρέξουν στήν Υψηλή Πύλη, ζητώντας βοήθεια, καί άσφαλώς δέν είναι Ισως άσχετο τής παρουσίας τών δημογερόντων στή Βασιλεύουσα καί στήν Υψηλή Πύλη, τό γεγονός δτι ή 'Αδελφότης τίθεται υπό τήν προστασίαν τού κραταιοτάτου καί φιλοπροοδευ τικωτάτου ημών Άνακτος Σουλτάν ΑΠΟΥΛ AZIZΧΑΝ (ол., σ. 3).
51.Πρβλ., γιά τόν Ήλία Χατζηγεωργήεφ, Σπ. Λοβέρδος, Ό μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, Αθήνα 1929, σ. 125• Κ. Πολίτης, Χρυσόστομος Σμύρνης, Αθήνα 1971 (καί Αθήνα 1993), ο. 43, δπως καί Στ. Ίωαννίδης, «Ό Μακεδονικός Αγώνας καί τό κίνημα άντιστάσεως στήν Ξάνθη», Συμπόσιο «Ό Μακεδονικός 'Аγών». Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 445-457• Πασχαλίδης, δ.π., σσ. 174-176• πλούσιες πλέον πληροφορίες γιά τόν Ήλία Χατζηγεωργήεφ καί τήν δράση του στήν Προσοτσάνη καί στήν ευρύτερη περιοχή βλ. Άλ. Άλεξανδρής, Τό ΆρχεΙον του έθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, δπως διεσώθη άπό τόν μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ, A Δράμα: Μητρόπολις Δράμας (1902-1910), 'Αθήνα 2000, σσ. XLVI, 58. 64, 98. 99, 104, 108-110, 191, 229, 261, 263-269. 303, 304, 313, 439, 446-448. 452.
 52.Άλεξανόρής, δ.π.. σσ. 264-267.
53 .Ο.π., σσ. 108-109, 303, 439.
54.ΕΦΣΚ Η (1873/74), Πρακτικά, σ. 296.
55.Ο.π., • ή όλοκλήρωση τής άνεγέρσεως τοϋ σχολείου φαίνεται νά γίνεται τόν 'Οκτώβριο τοΰ 1879 κατά τήν περιοδεία του στήν περιοχή στά πρώτα χρόνια τού 20ο0 αίώνος• ό Γεώργιος Χατζηκυριάκου βρίσκει τό σχολείο παλαιό καί σαθρό, διασώζει ωστόσο, πέρα άπό τό 8/στιχο επίγραμμα, τό χαραγμένο επί μαρμαρίνης τετειχισμένης πλακάς καί επιγραφή πού επιβεβαιώνει δτι τό σχολείο άνηγέρθη άπό τή Φιλεκπαιδευτική 'Αδελφότητα ή Ήώς, άντιγράφει: Ωκοδόμηται τή σνντόνφ φροντίδι καί άόκνφ έπιμελείχι τής ενταύθα Έλλην(ικής) Φιλ(εκπαιδεντικής) Αδελφότητος Ήώς, άρχιερατεΐΌντος τον Σεβ(ασμιωτάτον) Μητροπολίτου Δράμας Γερμανόν. Έν Προσσοντσάνη 1879 ’Οκτ(ωβρίου) 12, βλ. Χατζηκυριακοδ, δ.π.,ο. 124.
56.ΕΦΣΚ Η (1873/74), Πρακτικά, σ. 209.
57.Ο.π.,• άπό τόν Γεώργιο Χατζηκυριάκου πληροφοροΰμεθα δτι ή βουλγαρική σχισματική κοινότης, στήν Πλεύνα, σφετερισθεΐσα τήν τε ήμετέραν εκκλησίαν καί τό σχολείον, ήνάγκασε τούς όμογενεΐς νά άνεγείρουν νέαν εκκλησίαν εις τό άκρον τού χωρίον καί ήγόρασαν οικίαν, μετόχιον τής ΕΙκοσιφοινίσσης Μονής, ήν εις σχολείον μετέβαλον. βλ. Χατζηκυριάκου, δ.π., σσ. 124-125.
58.ΕΦΣΚ Ѳ' (1874/75), Πρακτικά, σσ. 182-192 (τήν Επιτροπή συναπαρτίζουν οί γνωστοί μας καί άπό άλλες «εκθέσεις» Ξ. Ζωγράφος, Β. Πυλάδης, Γ. Σοφοκλής, Ί. Άριστοκλής, Κ. Καραθεοδωρής, Άπ. Βαφειάδης, Κ. Καραπάνος καί ό καθηγητής έν τή Αντοκρατορική Ιατρική Σχολή Σπυρίδων Μαυρογένης).
59.Ο.π.,σ. 184, 192 (τις πληροφορίες γιά τήν κατάσταση τής παιδείας στά σχολεία τής περιοχής Δράμας όίόει ό έν Σέρραις Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, μάλιστα στή Συνεδρίαση ΥΔ'τοϋ Συλλόγου στις 16 Σεπτεμβρίου 1874, προεδρεύοντας τον κ. Καλλιάδον, άναγινώσκεται έπιστολή τοΟ ώς άνω Συλλόγου, δι' ής άγγέλλει τήν σύστασιν Φιλεκπαιδεντικής 'Αδελφότητος έν Δράμφ), καί σ. 258.
60.ΕΦΣΚ I (1875/76), Πρακτικά, σσ. 180-200 (τήν επιτροπή συναποτελοϋσαν οί γνωστοί μας ήδη Ήρ. Βασιάδης, Σπ. Μαυρογένης, Β. Πυλάδης καί οί Κωνσταντίνος Άνθόπουλος, μέλος τοΰ Άνωτάτον Σνμβονλίον τής Δικαιοσύνης, Όδυσσέας Ίάλεμος, δημοσιογράφος, Θεμιστοκλής Χριστοφορίδης, υπάλληλος τής 'Οθωμανικής Κνβερνήσεως).
61.Ο.π.,о. 189.
 62.Διονύσιος Κυράτσος, μτρπ. Δράμας, Ιστορία τής ίεράς μητροπόλεως Δράμας άπό τις άπαρχέςμέχρι σήμερα, Δράμα 1995, οο. 92-93.
63.Ο.π.,. (ό Ίωαννίκιος ίεράρχευσε στή Δράμα άπό τόν Μάϊο τοΟ 1872 ώς τό 1879).
64.Εύ. Στράτη,' Η Δράμα καί ή Δραβήσκος Ιστορική καί αρχαιολογική μελέτη. Σέρραι 1924, σ. 39.
65.Διονύσιος Κυράτσος, μτρπ. Δράμας, Συμβολή οτήν ιστορία τής ίερας μητροπόλεως Δράμας (μέ βάση πατριαρχικά έγγραφα, 1608-931), Δράμα 1998, σσ. 118-119.
66.Γενικά, γιά τή Συνθήκη τοΰ Αγίου Στεςχινου καί δ,τι ακολούθησε, βλ. W. Ν. Medlicott, The Congress of Berlin and after, Λονδίνο 1938, καί ειδικότερα Εν. Kofos, Greece and Eastern Crisis, 1875-1878, Θεσσαλονίκη 1975, όπως καί D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia, 1879-1913, Θεσσαλονίκη 21993, σσ. 26-34.
67.Δ. Κυράτσος, μτρπ. Δράμας, Ιστορία τής ίεράς μητροπόλεως Δράμας, ό.π., σ. 159.
68.ΕΦΣΚ IΓ' (1878/79), Πρακτικά, σ. 111.
 69.Πρόκειται γιά τά σημερινά χωριά τής περιοχής, Πετρούσα, Βώλακας καί Καλή Βρύση.
70.ΕΦΣΚ IΓ' (1878/79), Πρακτικά, σ. 111 (τήν ’Επιτροπή συναποτελοΰσαν οί γνωστοί Ήρ. Βασιάδης, Κ. Καλλιάόης καί οί Χρηστός Χατζηχρήστος, όιόάκτιυρ τής φιλοσοφίας, Απόστολος Αιούμας, καθηγητής, "Αθανάσιος Θεοδωρίόης, σχολάρχης έν Ταταούλοις, Θεόδωρος Σαλτέλης, καθηγητής, Κ. Γειυργαλάς, διδάσκαλος).
71.Χρ. Πανταζίδης, «Βραχεία έκθεσις τής παιδευτικής δράσεως τοΰ έν Κονσταντινουπόλει 'Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου (1861-1904)», ΗΕΦΚ (1905)124.
72.Ο.π.,
73.Κ. Βοβολίνης, Τό χρονικόν τοΰ «Παρνασσού» (1865-1950), Άθήναι 1951, σσ. 125-135, (υπεύθυνοι γιά τή σύγκληση τοΰ Συνεδρίου ορίσθηκαν οί Ίω. Βάμβας, Τ. Άργυρόπουλος, Μ. Π.
 Λάμπρος, Μ. Ναύτης, Σ. Π. Λάμπρος, Ν. Φιλιππίόης καί Έμ. Δραγούμης).
74.Χρ. Τσώτσης, Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης καί τό Γυμνάσιον Τσοτυλίον, Θεοσαλονίκη 1971, σ. 102, πρβλ καί Χιόνης, ό.π., α. 64.
75.Βοβολίνης, ό.π., σ. 127• ό Ιωάννης Καλοστύπης δέν είναι άλλος άπό τόν γνωστό κα Οηγητή σέ διάφορα σχολεία τής Μακεδονίας, βαθύ γνιύστη τοϋ μακεδονικού χιύρου, ό οποίος θά έκδιόσει λίγα χρόνια άργότερα, τό 1886, περίφημη έργασία μέ τίτλο: Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομική, γεωγραφική, ιστορική καί έθνολογική τής Μακεδονίας (βλ. σχετικής άνωτέρω), πρβλ. Άλεξανδρής, ό.π., σ. XXXI. Οί δημογέροντες τής Προσοτσάνης τόν γνωρίζουν πιθανότατα άπό τά χρόνια πού διετέλεσε γυμνασιαρχεύων στήν Σχολή Σερρών, κατά τόν Β. Τζανακάρη άπό τό Ι874(;) μέχρι τόν Φεβρουάριο τοϋ 1878, οπότε καί άναγκάσθηκε νά φύγει νύχτα καταδιωκόμενος άπό τούς Τούρκους γιά νά καταληξει στήν 'Αθήνα, ίσως μέσο) τής Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής ‘Αδελφότητος Σερρών. Ό Ί. Καλοστύπης είχε γεννηθεί στά Δολιανά τής Κυνουρίας τό 1851, άρα τό 1879 ήταν νεώτατος, μόνο 28 έτών• ένδεικτικό, λοιπόν, τοΰ έθνικού φρονήματος άπό τό όποιο διαπνέονται οί δημογέροντες τής Προσοτσάνης, είναι ότι μαζί μέ τόν πρόεδρο τής 'Αδελφότητος ή Ήώς. Ν. Λιάμη, ορίζουν έκπροσώπους τους στό «Συνέδριο» δύο κατ’ έξοχή έθνοαποστόλους δασκάλους, κήρυκες τής έπαναστάσεως στήν Μακεδονία, τούς Ν. Φιλιππίδη καί Ί. Καλοστύπη, γιά τόν 'Ιωάννη Καλοστύπη βλ. I. Βασδραβέλλης, «Έν χειρόγραφον τοΰ γυμνασιάρχου Σερρών Καλοστύπη περί Μακεδονίας», Σερραϊκά Χρονικά 5 (1970) 235-240' I. Νοτάρη, «Λίγα λόγια γιά τόν Καλοστύπη», Σερραϊκά Χρονικά 5 (1970) 803-805• Β. Τζανακάρης, Εικονογραφημένη ιστορία τών Σερρών, Σέρρες 1995, τ. Β ’, σ. 69 (ό Ιδιος άλλού, τ. Α', σ. 66, θέλει γυμνασιάρχης στό γυμνάσιο Σερρών [τό] 1875-1880 [νά] τοποθετείται ό 'Ιωάννης Καλο στύπης), όπως καί τήν Εισαγωγή τοΰ Ѳ. Πυλαρινού στό: Καλοστύπης, ό.π., σσ. 18-34.
76.Κατά τό 1876, δπως σημειώσαμε ήδη, φαίνεται νά πέρασε καί άπό τήν Προσοτσάνη, περιοδεύοντας στήν περιοχή, ό Ν. Φιλιππίδης, πρβλ. Ν. Φιλιππίδης, ό.π., σ. 127• δεδομένων τών στενών σχέσεων τοΰ Ν. Φιλιππίδη μέ τόν Σύλλογο πρός Λιάδοσιν τών ’Ελληνικών Γραμμάτων, άξίζει νά σημειώσουμε δτι ή Προσοτσάνη καί ό Σύλλογος Ήώς καταγράφεται περί τό 1879 μεταξύ τιϊιν κοινοτήτων εις άς άπεστάλησανβφλία άχρι τοϋδε, δέν καταγράφεται ωστόσο μεταξύ τών κοινοτήτων τις όποιες ό άνωτέρω Σύλλογος τής 'Αθήνας συντρέχει εις τήν δαπάνην τής συντηρήσεως τών (...) σχολείων τους, πρβλ. Ό έν Άθήναις Σύλλογος πρός Λιάδοσιν τών 'Ελληνικών Γραμμάτων: Ή δράσις τοϋ Συλλόγου κατά τήν ’Εκατονταετίαν 1869-1969, 'Αθήναι 1970, σ. 85 (καί 84-86).
 77.Χιόνης, δ.π., σ. 41, σημ. 76• πρόχειρα πρβλ. καί Άλκ. Πρόβα τάς, «Πολιτική ιστορία τής Ελλάδος (1821-1980)», Νομοθετικά καί 'Εκτελεστικά Σώματα, Άθήναι 1980, ο. 335.
78.Χιόνης, δ.π., σσ. 41 -67.
79.Όπ.,α.42.
80.Ν. Γ. Φιλιππίδης, Ό ιερός τον 1821 έλληνικός άγών: Ή έπανάστασις καί καταστροφή τής Ναούσης. Ιστορική πραγματεία άναγνωσθείσα έν τώ Φιλολογικά) Σνλλόγφ «Παρνασαώ» τή 27 Άπριλίον 1879. Άθήνησι, Τύποις "Αδελφών Βαρβαρήγου, 1881.
81.Τό όνομα « Βούλτσιος» καί « Βουλτσηάνος» άπαντά στήν περιοχή ήδη άπό τις άρχές άκόμη τοΰ 17ου αίώνος• λ.χ., σέ εγγγραφο τοϋ 1608 τής μητροπόλεως Σερρών, πού άφορά στά σκεύη τοϋ Ταξιάρχον καί μούλκια, καταγράφεται κάποιος t Γιώρ(γος) Βουλτσηάνου, ένώ λίγο άργότερα τό 1650 σέ άλλο έγγραφο πού άφορά στήν πτώχευση τού μοναστηριού τοΰ Τιμίον Προόρόμον, καταγράφεται κάποιος Βούλτσιος ανυφαντής, βλ. P. Odorico. Memoire d’une voix perdue: Le cartulaire de la metropole de Serres (I7e-I9e siecles), Paris 1994, σσ. 35, 88 (μέ άναφορές σέ βιβλιογραφία άποδεκτή μόνο άπό τή βουλγαρική πλευρά).
82.Ο.π., α. 92• όπως διαβάζουμε σέ έμπροσθόφυλλο, ένδεικτικό τών έθνοαποστολικών ιδεών τοΰ Ν. Φιλιππίδη, τό βιβλίο ανατίθεται: Τή ιερά μνήμη/ τών άοιδίμων ίόρντών τής έν Βιτωλίοις/ Έλληνικής Λέσχης/ Μηνά Βήστα, Νικολάου Ζούγιου/ καί/ 'Αναστασίου Βαφειάδου/ τής φιλομονσον, φιλοπάτριδος καί φιλελευθέρου/ ταύτης τριαvόρίαςУ έπί ταίς χρησταϊς έλπίσι τής ταχείας έκπληρώσεως/ τού μεγαλεπιβόλον ύπέρ πατρίδος σχεδίου των.
83.Β. Άντωνιάόης, Αίγλη έν ζόφφ, ήτοι τό μαρτυρολογίαν τών δύο ονγχεχριμένων έθνομαρτύρων Φιλιππίδου χαί Πασχίδου, Τεργέστη 1900, τ. A ’, ο. 194 (πρβλ. καί Χιόνης, δ.π„ σ. 61).
84.Άντωνιάόης, δ,π.,σ. 199.
85.Ο.π., σσ. 198-199.
 86.Ο.π., σσ. 196-197.
87.Ο.π., (ή έπιστολή μέ μικρές διαφοροποιήσεις καί χωρίς τό υστερόγραφο έκδίδεται καί άπό τόν Κ. Χιόνη, δ.π., σσ. 61-62)• οί συγκεκριμένες έπιστολές τών έκ Προσοτσάνης Νικολάου Λιάμη καί Γεωργίου Άστεριάδη μαζί μέ άρκετές άλλες θά χρησιμοποιηθούν γιά νά στοιχειοθετηθεϊ άργότερα άπό τις τουρκικές άρχές, κατηγορία γιά αντεθνική δράση, εναντίον τοΰ Ν. Φιλιππίδη, ό όποιος θά συλληφθεΐ στήν Κωνσταντινούπολη τόν Μάιο τοΰ 1888 καί θά έγκλεισθεϊ σέ διάφορες φυλακές τοΰ Όθωμανικοΰ κράτους, βλ. Άντωνιάδης, δ.π., σσ. 64-265.







Η Βουλγάρικη Εξαρχία και ο Μακεδονικός Αγώνας στη Πετρούσα Πλεύνα Δράμας.

$
0
0
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Ολίγα μόνον έτη προ του Βουλγαρικού σχίσματος, ήτοι προ του έτους 1872, έκανε την εμφάνισίν της η Βουλγαρική προπαγάνδα μεταξύ των κατοίκων του χωρίου Πετρούσα (τότε Πλεύνα) οι οποίοι όλοι ανεξαιρέτως ήταν Έλληνες.

Πρώτοι δε εκ των κατοίκων του χωρίου, 
Печо Хаджиоглу
Πέτρος Χατζηόγλου
οι Χατζήολου Πέτρος
 και Τσεγγενέολου Δημήτριος γαμβρός του πρώτου,

 καταγόμενος εκ Ρασλόκ ησπάσθησαν τον Βουλγαρισμόν και τούτο μετά την μετάβασίν του … εις Βουλγαρίαν, απ’ όπου επέστρεψεν ούτος κομιστής αφθόνου χρήματος (χρυσού) διατεθέν προφανώς υπό των Βουλγάρων προς διάδοσιν της Βουλγαρικής προπαγάνδας.

Τους ανωτέρω ηκολούθησαν οι Αλέξιος Τσιορμπατζής και Αθανάσιος Καψιμάλης , καθώς και άλλοι των κατοίκων, άλλοι μεν ως συγγενείς και φίλοι των ανωτέρω, κυρίως όμως οι περισσότεροι εξ ανάγκης, καθότι την εποχήν εκείνην εξαιρέσει ολίγον μόνον οικογενειών, οι πλείστοι των κατοίκων διήρχοντο μεγάλας οικονομικάς δυσχερείας, μη δυνάμενοι να καταβάλουν τους φόρους (βεργί), ους επέβαλον αι Τουρκικαί Αρχαί, δι ό και ενεκλείοντο εις τας φυλακάς μέχρι της καταβολής των φόρων τούτων.

Εις τας δυσκόλους ταύτας στιγμάς ενεφανίζοντο οι ανωτέρω δύο πρώτοι, προπαγανδισταί των Βουλγάρων και επλήρωναν εις τας Τουρκικάς Αρχάς τα χρέη εκείνων οι οποίοι εδέχοντο να προσχωρήσωσιν εις τον Βουλγαρισμόν.

Δια του τρόπου αυτού και του αφθόνου χρήματος το οποίον διέθετεν η Βουλγαρική προπαγάνδα οι περισσότεροι σχεδόν των κατοίκων του χωρίου εξηναγκάσθησαν να δηλώσωσιν, 
ότι προσχωρούν εις τον Βουλγαρισμόν και 
ούτω κατά το έτος 1872, 
ότε εξεδηλώθη το Βουλγαρικόν σχίσμα, 
δυνάμει και σχετικής διαταγής των Τουρκικών Αρχών,
 εις τους προσχωρήσαντας εις τον Βουλγαρισμόν κατοίκους του χωρίου, ως πλεονάσοντας των Ελλήνων, 
Ι.Ν. Εισοδίων Παναγίας Πετρούσας

παρεχωρήθη και ο μόνος εν τω χωρίω Ιερός Ναός της Παναγίας
ανεγερθείς υπό των Ελλήνων εις πολύ παλαιότερα χρόνια και ο οποίος παρά τας περί του εναντίον προσπαθείας των Βουλγάρων επί σειράν ετών,
 έφερεν τα δείγματα της Ελληνικότητός του. 

Μέχρι δε του έτους 1872 εις τον ανωτέρω Ναόν ελειτούργουν οι μόνοι εν τω χωρίω 4 Έλληνες Ιερείς: 

α) Παπαϊωάννης Χρήστου, 
β) Παπαστογιάννης, καταγόμενοι εκ περιοχής Τρικάλων,
γ) Παπαγιώργης Σεμπάνηςκαι
δ) Παπαθανάσης, 

ευθύς όμως ως εξεδηλώθη το Βουλγαρικόν σχίσμα αφίχθησαν εν τω χωρίω 2 Βούλγαροι ιερείς οι: 


Βουλγάρικος κλήρος Πετρούσας.
Παπαπαρθένιος
(свещеник Партений)

α) Παπααρσέν και 
β) Παπατριαντάφυλλος 

καθώς και εις ακόμη Βούλγαρος ονόματι Σφέτκος, όστις υπό την ιδιότητα του ιεροκήρυκος επεξήγη το Ευαγγέλιον και επροπαγάνδιζεν υπέρ της Βουλγαρίας.

Ούτω από του έτους 1872 η Βουλγαρική προπαγάνδα διαθέτουσα άφθονον χρήμα ενετάθη έτι περισσότερον και επέτυχεν να προσηλυτίση και άλλους εκ των κατοίκων του χωρίου, μεταξύ των οποίων τον ιερέα Παπαϊωάννην , τον Έλληνα διδάσκαλον Ανδρέαν Γιαούρην , τον Παπαλεξίου , όστις υπήρξεν μαθητής ενόςιερομονάχου Εικοσιφινίτσης
και διετέλεσεν επί τι χρονικόν διάστημα Έλλην διδάσκαλος,
έγινεν Βούλγαρος διδάσκαλος 
και αργότερον δι’ εξόδων της Βουλγαρικής προπαγάνδας αποσταλείς εις Βουλγαρίαν έγινεν Βούλγαρος ιερεύς, 
ο εν Αλιστράτη χειροτονηθείς ως Έλλην ιερεύς Ιωάννης Παπαϊωάννου καθώς και ο Έλλην ψάλτης Ιωάννης Μπαλτάς όστις δι εξόδων της Βουλγαρικής προπαγάνδας αποσταλείς εις Βουλγαρίαν έγινεν Βούλγαρος ιερεύς.

Προ του μεγάλου κινδύνου δια τον Ελληνισμόν, οι εναπομείναντες πιστοί εις τα εθνικά ιδεώδη Έλληνες του χωρίου, έχοντες ως ηγήτορα και στυλοβάτην τον πρόκριτον Γεώργιον Βαλαβάνην, καθώς και τους μετ’ αυτού στενώς συνεργασθέντας 

Αγγ. Μαδεμλήν
Χρήστον Παπαστεργίου,
Κων/νο Κότιου,
Παύλιον Παύλον,
Αθανάσιον Καλαϊτζήν
Κυρικάκον Τσιάνταν
Γεώργιον Σεραφείμ 

και άλλους ήρχισαν να αντιδρούν κατά της Βουλγαρικής προπαγάνδας δια των ιδίων αυτών υλικών και ηθικών μέσων. 

Ούτω διετηρήθη η ελληνική Κοινότης η οποία με τα πενιχρά οικονομικά μέσα άτινα διέθετεν εν αντιθέσει με την Βουλγαρικήν τοιαύτην, ίδρυσεν άλλον ναόν, τον του Αγίου Αθανασίου εις ό ελειτούργη ο ιερεύς Παπαθανάσης, διατήρησεν το Δημοτικόν Σχολείον, συνεκράτησεν την επικίνδυνον δια το Έθνος διαρροήν των Ελλήνων και κυρίως επανέφερεν εις τους κόλπους του Ελληνισμού πολλούς των παραπλανηθέντων αδελφών της.

Κατά τα επακολουθήσαντα το Βουλγαρικόν σχίσμα έτη και μέχρι του έτους 1902, μεταξύ των Ελλήνων του χωρίου και της Βουλγαρικής προπαγάνδας διεξήχθη σκληρός αγών επικρατήσεως, ο οποίος εξαιρέσει σχετικώς μικρών τινων επισοδίων, περιωρίσθη εις το στάδιον της προπαγάνδας.

Καθ’ ήν όμως στιγμήν οι Έλληνες του χωριού ήρχισαν ν’ ανακτούν έδαφος και να εκτοπίζουν την Βουλγαρικήν προπαγάνδαν, εις την περιοχήν της Πετρούσης έκαναν την εμφάνισίν των Βούλγαροι κομιτατζήδες υπό την αρχηγίαν του Πανίτσα με σκοπόν αφ’ ενός μεν να ενισχύσουν την Βουλγαρικήν προπαγάνδαν και να τονώσουν το ηθικόν των Βουλγάρων, αφ’ ετέρου δε να τρομοκρατήσουν τους Έλληνας και να τους αναγκάσουν να προσχωρήσουν εις τον Βουλγαρισμόν. Προς τον σκοπόν τούτον ομάς Βουλγάρων κομιτατζήδων τη συνδρομή και Βουλγάρων του χωρίου, την 29ηνΟκτωβρίου 1902 εισήλθεν εντός του χωρίου εντελώς ανενόχλητος, δεδομένου ότι δεν υπήρχον Τουρκικαί Αρχαί και εν τω κεντρικώ καφενείω εφόνευσαν τον αντικαταστήσαντα εις την ηγεσίαν του Ελληνισμού γέροντα πλέον πατέρα του, 
Μακεδονομάχος
 Βαλαβάνης Αθανάσιος
Αθανάσιον Βαλαβάνην 
δεχθέντα εις το σώμα του είκοσι τέσσαρας εν όλω σφαίρας των κομιτατζήδων, των οποίων τοιαύτη και τοσαύτη ήτο η μανία ώστε και τον αποδοκιμάσαντα την πράξιν των Βούλγαρων Ντελήπαπάζην δεν εδίστασαν να φονεύσωσιν.

Μετά τον φόνον του Έλληνος προκρίτου Αθανασίου Βαλαβάνη, όστις υπήρξεν το πρώτον και σημαίνον θύμα, όχι μόνον του χωρίου, αλλά και της Ανατολικής Μακεδονίας και τας εν συνεχεία αλλεπαλλήλους και συχνάς εμφανίσεις των ανενοχλήτως δρώντων εν τη περιοχή κομιτατζήδων η Ελληνική Κοινότης εζήτησεν την προστασίαν των Τουρκικών Αρχών, αι οποίαι όμως ουδέν έδειξαν ενδιαφέρον. 

Κατόπιν τούτου η Ελληνική Κοινότης αφ’ ενός μεν δια την ασφάλειαν των Ελλήνων, αλλά κυρίως δια την πρόληψιν της αρξαμένης ήδη νέας επικινδύνου διαρροής των Ελλήνων συνεπεία των εκ μέρους των κομιτατζήδων γενομένων πιέσεων, το έτος 1903 πρσέλαβεν επί μισθώ τον μέγαν και πολύν εν τη περιφερεία ονομαστόν Τούρκον Ασλάν αγαν, τον οποίον όμως οι Βούλγαροι κομιταζήδες μη δυνάμενοι να ανεχθώσιν καθότι ούτος αντιτίθετο εις τα σχέδιά των, άτινα απέβλεπον εις τον αφανισμόν του Ελληνισμού και την Βουλγαροποίησιν όλων των κατοίκων, δεν ήργησαν να φονεύσωσιν.

Ύστερα από τον φόνον του Τούρκου Ασλάν αγα και τα αλλεπάλληλα διαβήματα των Ελλήνων προς τα Τουρκικάς Αρχάς εδέησε να εγκατασταθή εν τω χωρίω δύναμις του Τουρκικού στρατού δια την τήρισιν δήθεν της τάξεως, ενώ εις την πραγματικότητα ουδέν μέτρον ελήφθη κατά των κομιτατζήδων οι οποίοι εξηκολούθουν ανενόχλητοι να εισέρχωνται εν τω χωρίω και να πιέζουν τους Έλληνας, δια να τους εξαναγκάσωσιν να ασπασθώσιν τον Βουλγαρισμόν.
Λαζαρίδης Μιχαήλ

Η Ελληνική Κοινότης με τον Πρόεδρον αυτής
 Δημήτριον Μαδεμλήν,
τον Ιωάννην Βαλαβάνην 
επαξίως διαδεχθέντα τον αδελφόν του Αθανάσιον,
τον ιερέα Ανδρέαν Παπανδρέου 
τους ,
Μιχαήλ Λαζαρίδην,
Αθανάσιον Παπαστεργίου, 
Γεώργιον Τσισμετζήν, 
Θεόδωρον Βώλακλην, 
Δημήτριον Παπαθανασίου 


και πολλούς άλλους, έχουσα την παρήγορον υποστήριξιν του αειμνήστου
 Άγιος Χρυσόστομος Δράμας-Σμύρνης 


Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου 

ηγωνίσθη με θάρρος κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων και της Βουλγαρικής προπαγάνδας και παρά τας προσπαθείας των Βουλγάρων επέτυχεν να συγκρατήσει τον Ελληνισμόν μέχρις ότου δια της ιδρύσεως του Ελληνικού Κομιτάτου προσήλθεν αρωγός το Ελληνικόν Έθνος. 

Το έτος 1906 δια διαταγής του Ναυάρχου Στυλιανού Μαυρομιχάλη (Μαυρομάτη) ιδρύεται εν τω χωρίω κέντρον δράσεως των Ελλήνων υπό την Αρχηγίαν του

 Πέτρου Αθανασίου Βαλαβάνη 
εις ό ενετάχθησαν δι υπηρεσίαν οι : 


Άγγελος Γιαννίκης

Μιλτιάδης Καλαϊτζής

Θεόδωρος Κότιος 
1) Δημήτριος Βόλακλης, 
2) Βόϊτσιος Κότιος, 
3) Μιλτιάδης Καλαϊτζής, 
4) Αθανάσιος Γκάϊντας, 
5) Γεώργιος Μιχαηλίδης, 
6) Στογιάννης Παυλίδης, 
7) Γεώργιος Ντίνιος, 
8) Μάρκος Γιάντσιος, 
9) Ιωάννης Κατσαρός, 
10) Νικόλαος Μαδεμλής, 
11) Άγγελος Γιαννίκης, 
12) Αθανάσιος Τερνεκτσής, 


Νικόλαος Μαδεμλής 

καθώς και πολλοί άλλοι Έλληνες του χωριού.

Ευθύς ως συνεστήθη το Κέντρον δράσεως των Ελλήνων ήρξατο αμέσως η μεταφορά οπλισμού από την Δράμαν, την Καβάλαν και την Αλιστράτη και η προώθησις αυτού και εις τα χωρία Πύργοι, Βώλακα και Παγονέρι.
 Η ίδρυσις του κέντρου δράσεως των Ελλήνων και ο εφοδιασμός αυτών δι’ οπλισμού ενεθάρρυνεν αυτούς ενώ αντιθέτως οι Βούλγαροι και οι προσχωρήσαντες εις αυτούς ήρχισαν να τρομοκρατούνται. 

Τούτο βλέποντες οι Βούλγαροι, την 6ην Ιουλίου 1906 ομάς κομιτατζήδων του Πανίτσα εισχωρήσασα μέχρι της συνοικίας των Ελλήνων και έξωθι του παντοπωλείου Μιχ. Λαζαρίδη εφόνευσεν τους Έλληνας: 

 Φωτογραφία από την κηδεία των τριών φονευθέντων της 6ης Ιουλίου 1906

1) Δημήτριον Μαδεμλήν, Πρόεδρον της Κοινότητος, 
2) Αντώνιον Γκάϊνταν, 
3) Γεώργιον Μαρινίδην 

και ετραυμάτισεν τον 
Αθανάσιον Τσισμετζήν και την 
Ελένην Κατσιούρα.

Κατόπιν των ανωτέρω φόνων και προς εκδίκησιν τούτων οι Έλληνες απεφάσισαν και εφόνευσαν κατά σειράν τους κάτωθι φανατικούς Βουλγάρους: 
1) Ανδρέαν Τόλιον, 
2) Δημήτριον Κούνιον και 
3) τον  Γιάντσιον Μπεκιάρην . 

Τον Απρίλιον όμως του έτους 1907 οι Βούλγαροι κομιτατζήδες εφόνευσαν τον διακεκριμένον Έλληνα Κων/νον Κονδουράν. 

Σαντάνσκι και Πανίτσα
Κατόπιν τούτου ομάς Ελλήνων του Κέντρου δράσεως εισελθούσα εις την οικίαν του Βουλγάρου ιερέως Ιωάννου Μπαλτά εφόνευσεν τούτον και μετ’ ολίγον εφόνευσεν τον πρόεδρον της Βουλγαρικής Κοινότητος Μπόϊτσιον Τσιάνιον .

Μετά τον φόνον του Βουλγάρου ιερέως και του Βουλγάρου προέδρου υπό των Ελλήνων οι Βοεβόδαι των Βουλγάρων κομιτατζήδων 
ΠανίτσαςΖαντάντσκη καιΤσαβντάρης

 εν συνεργασία μετά των Βουλγάρων του χωρίου 

απεφάσισαν την εξόντωσιν όλων των Ελλήνων.

 Προς τον σκοπόν τούτον μίαν ημέραν του Μαΐου του 1907 ισχυραί ομάδες κομιτατζήδων υπό τους ανωτέρω Βοεβόδας ήλθαν και κατέλαβαν επικαίρους θέσεις πέριξ του χωρίου αναμένοντες προφανώς την έλευσιν της νυκτός. 

Βούλγαροι κομιτατζήδες, η Τσέτα του Σαντάνσκι
Ευτυχώς όμως δια τους Έλληνας του χωρίου, ομάς εκ τριών κομιτατζήδων κρυμένη εις έναν αχυρώνα εγένετο αντιληπτή υπό του υπηρετούντος ως αγροφύλακος εις την Ελληνικήν Κοινότητα και μέλους του Κέντρου Δράσεως Στογιάννη Παυλίδη, παρά του οποίου και εξοντώθη. 

Η ανακάλυψις και εξόντωσις των τριών κομιτατζήδων και ο δημιουργηθείς θόρυβος υπεχρέωσαν αφ’ ενός μεν τους κομιτατζήδες να δράσωσιν ενωρίτερον, αφ’ ετέρου δε τους μεν Έλληνας να λάβωσιν μέτρα αμύνης, τας δε στρατιωτικάς δυνάμεις των Τούρκων να κινητοποιηθώσιν καταλλήλως.

 Η επακολουθείσασα συμπλοκή μεταξύ των Τούρκων στρατιωτών οι οποίοι ενισχύθησαν και υπό προσδραμούσας δυνάμεις εκ Προσωτσάνης και των κομιτατζήδων εξελίχθη εις πραγματικήν μάχην καθ’ ήν οι κομιτατζήδες ετράπησαν εις φυγήν εγκαταλείψαντες τρεις εισέτι νεκρούς και τινας τραυματίας. Μετά την ήττα των οι Βούλγαροι κομιτατζήδες καίτοι ηπείλουν συνεχώς τους Έλληνας, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχον καλώς εξοπλισθεί και οργανωθεί εν τούτοις δεν ετόλμησαν να επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων. 

Η δράσις του Κέντρου των Ελλήνων επεξετείνετο ως αναφέρεται ανωτέρω εις το χωρίον 
Πύργοι, όπου συνεδέετο μετά των Παύλου Στοϊμένου και Θεοδώρου Γερασίμου,
 εις το χωρίον Βώλακα, όπου συνεδέετο με τους Θεόδωρον Λεπίτην και Βασίλειον Μπαμπάτσην και εις το Παγονέρι, όπου συνεδέετο με τους Δημήτριον Πένσαν και Γρηγόριον Βαγόγιαν και όπου δια του Κέντρου διοχετεύοντο τα όπλα και αι δαπάναι του Κέντρου Καβάλας.

Άξιοι μνείας δια τας προσφερθείσας υπηρεσίας κατά τον Μακεδονικόν αγώνα είναι οι διδάσκαλοι Δημ. Αυλίδης και Αδαμάντιος οι οποίοι εδίδασκον και εγύμναζον τους νέους εις την χρήσιν των όπλων καθώς και πλείστοι άλλοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

Εκ των Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων ουδέν έλαβεν μέρος εις μάχην πλησίον του χωρίου.

 Εκ του χωρίου διήλθεν μόνον ο Καπετάν Σπύρος μόνος του.

Γενικά η στάσις των Τούρκων υπήρξεν διπλοπρόσωπος δύναταί τις να είπη.

Αυτά εν ολίγοις σχετικώς με τον Μακεδονικόν Αγώνα.


Η παιδεία στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Οι Έλληνες δάσκαλοι και τα σχολεία στα χρόνια της τουρκοκρατίας κράτησαν τον ελληνισμό στην Προσοτσάνη

$
0
0

Του Βασ. Κ. Πασχαλίδη
Εφημερίδα Πρωινός Τύπος Δράμας

Η Προσοτσάνη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε μεταβληθεί σε απόρθητο φρούριο στις επιδρομές που είχαν πολλαπλασιαστεί στο έπακρον και δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Είχαν αναπτυχθεί οι ληστρικές επιδρομές των Βουλγάρων πρώτον γιατί δεν υπήρχε η εξουσία του Βυζαντίου και οι τακτικές επιθεωρήσεις του Βυζαντίου στρατού στα βουλγαρικά εδάφη και ήταν υποχρεωμένα από αυτήν την κατάσταση οι Βούλγαροι να παραμένουν στα εδάφη και δεύτερον γιατί εκτός του ότι είχε εκλείψει στα χρόνια της τουρκοκρατίας η παρουσία του βυζαντινού στρατού και υπήρχε η κρυφή υποστήριξη της τουρκικής διοίκησης.

Παρά ταύτα οι Έλληνες της Προσοτσάνης στερέωσαν την άμυνα τους και αντιστάθηκαν με επιτυχία στις προσπάθειες των βουλγαρικών επιδιώξεων που ήταν κυρίως η πολιορκία και η καθήλωση του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων της Προσοτσάνης.

Και η αποτυχία των Βουλγάρων λυτώνοφειλόταν στο ελληνικό φρόνημα των κατοίκων που είχε αναπτυχθεί και στερεωθεί στα χρόνια από τους Έλληνες δασκάλους και στα ελληνικά σχολεία.

Από την έρευνα μας στα αρχεία της Αγγλίας, της Γαλλίας και τελευταία στα αρχεία της Αυστρίας και της Τουρκίας διαπιστώσαμε ότι στην Προσοτσάνη είχε ένα μεγάλο αγρόκτημα ο Μαχμούντ πασάς, ο Δράμαλης, στο οποίο καλλιεργούσε αποκλειστικά βαμβάκι.

Κάθε χρόνο την παραγωγή βαμβακιού την πωλούσαν στον εμπορικό οίκο των αδερφών Σίνα στη Βιέννη.
Οι αδερφοί Σίνα ήταν εθνικοί ευεργέτες και δώρισαν στο δημόσιο την Ακαδημία Σιναία.

Αλλά η αξία του βαμβακιού δημεύτηκε το 1823 από τον Σουλτάνο που θεώρησε ότι της καταστροφής της τουρκικής στρατιάς στα Δερβενάκια το 1822 ήταν ο Μαχμούτ πασάς.

Οι Τούρκοι μετέφεραν την ποσότητα βαμβακιού με καμήλες από την Προσοτσάνη στη Βιέννη και την παρέδωσαν στους Έλληνες εμπόρους αδελφούς Σίνα.

Οι Βούλγαροι όταν αντιλήφθηκαν ότι οι ληστρικές επιδρομές τους δεν μπόρεσαν να κλονίσουν το ελληνικό του φρόνημα αποφάσισαν να ενεργήσουν διαφορετικά.

Κατά πρώτο να εξοντώσουν εκείνους τους Έλληνες που είχαν ηγετικό ρόλο και δεύτερο να πλησιάσουν Έλληνες δασκάλους.

Στην πρώτη περίπτωση, η απόπειρα τους να εκτελέσουν το 1878 στη Προσοτσάνη τον ηγέτη των Ελλήνων, ιατρό Νικόλαο Λιάμη απέτυχε παταγωδώς.

Η δεύτερη απόπειρα τους να προσχωρήσουν στο βουλγαρικό κομιτάτο Έλληνες δασκάλους, το απέτυχαν στο πρόσωπο τον Έλληνα δάσκαλου Ηλία Χατζηγεωργίου. 
Илия Хаджигеоргиев
Ήλίας Χατζηγεωργίου 
(Προσοτσάνη 1882-1909)

Αυτός όχι μόνο δέχθηκε να προσθέσει την κατάληξη – εφ στο επώνυμό του αλλά δέχθηκε και να τοποθετηθεί πρόεδρος του βουλγαρικού κομιτάτου στη Δράμα.

Άμεση ήταν η αντίδραση του ελληνικού κομιτάτου στη Δράμα, η οποία αποφάσισε την εκτέλεση του Χατζηγεωργίου και όρισε ως εκτελεστή του το Μακεδονομάχο, Στέλιο Μπινόπουλο.

Η πρώτη απόπειρα που έγινε στη Δράμα είχε αποτυχία.

Η δεύτερη, στην Ξάνθη στην κεντρική πλατεία είχε απόλυτη επιτυχία.

Ο δε εκτελεστής, Μπινόπουλος κατόρθωσε να διαφύγει από τις ακτές της Ξάνθης με πλοίο στο Βόλο και από εκεί μετακινήθηκε στην Αθήνα.

Από τις ιστορικές πηγές προκύπτει ότι το ελληνικό φρόνημα των Ελλήνων ήταν πηγαίο και σταθερό ιδίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και αυτό φυσικά οφείλεται στην ελληνική παιδεία, στα ελληνικά σχολεία και στους Έλληνες δασκάλους.

Από την έρευνα μας προκύπτει ότι κατά την περίοδο 1881-1885 
λειτούργησαν στην Προσοτσάνη 2 ελληνικά σχολεία:

1.Η ελληνική σχολή αρρένων με 115 μαθητές και 4 δασκάλους.

2.Η ελληνική σχολή θηλέων με 174 μαθήτριες  και νήπια και 3 δασκάλους

και την ίδια περίοδο 1881-1885 προσλήφθηκαν οι εξής δάσκαλοι:


1. Γ.Αστεριάδης από το 1881
2. Χριστόδουλος Γεωργιάδης, από το 1881
3. Ευαγγελή Αποστόλου, από το 1885
4. Ν.Αστερίου, από το 1885
5. Ι.Ναούμ, από το 1885
6. Ι.Δ. Μάκτος, από το 1885

Οι δάσκαλοι αυτοί και ακόμη άλλοι που υπηρέτησαν στα ελληνικά σχολεία της Προσοτσάνης πρόσφεραν με τη συμπεριφορά τους μεγάλες εθνικές υπηρεσίες.

Ένας άλλος δάσκαλος που λέγεται Νικόλαος Αστεριάδης, που δεν υπηρετούσε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά είχε υπηρετήσει ως δάσκαλος μετά την απελευθέρωση.

 Είχε όμως το εθνικό φρόνημα, μαθητής του γυμνασίου να διαφύγει στα χρόνια της Βουλγαρικής κατοχής 1916-1918, στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να φοιτήσει στο δεύτερο εξατάξιον γυμνάσιο Θεσσαλονίκης από το οποίο και έλαβε το απολυτήριον, διορίστηκε δάσκαλος και έλαβε μέρος ως αξιωματικός του στρατού στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας.

Όλοι οι απόγονοι των δασκάλων αυτών πρέπει αν είναι υπερήφανοι γιατί οι πρόγονοί του δάσκαλοι πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα.

Πρέπει να είναι υπερήφανος και ο Δημοσθένης Αστεριάδης, απόγονος δασκάλων Γ. και Ν. Αστεριάδη.
Ο Δ. Αστεριάδης είναι σήμερα συνταξιούχος της ΑΤΕ και κάτοικος Δράμας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1.Πασχαλίδη Βασ., Παιδεία και Σχολεία στην περιοχή της Δράμας (1876-1940). Ανέκδοτη.
2.Πασχαλίδη, Βασ., οι Έλληνες και οι Βούλγαροι δια μέσου των αιώνων. Μελέτη δημοσιευμένη στην εφημερίδα ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ της Δράμας σε συνέχειες (1946-1947).
3.Αγγλικά αρχεία: Η απόπειρα δολοφονίας του Νικ. Λιάμη στη Προσοτσάνη στα 1878 από πράκτορες των Βουλγαρικού κομιτάτου.
4.Αυστριακά αρχεία. Δήμευση της αξίας του βαμβακιού που επώλησε ο Μαχμούτ πασάς της Δράμας το 1821 στου Έλληνες αδελφούς Σίνα στη Βιένη.
5.Καραγιανόπουλος Ιων. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους Θεσσαλονίκη 1939.
6.Βαρζώκα, Κων.Ι.: Ο Πίνδος η ποιητικά παίγνια, Κων/πολη 1886, σσ.50 (ποιήματα), σσ.51-72 (Κατάλογος συνδρομητών).
7.Κραψίτη, Βασ.: Λόγιοι της Ηπείρου, Αθήνα 1979, σ.113
8.Πετροχείλου, Μιχ.Κ.: Κων.Βαρζώκας, Ηπειρωτική Εστία, 1960, σ.261 κε.
9.Φιλιππίδη, Νικ.Γ.: Μακεδονικά. Περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως, Παρνασσός 1 (1877) 299.
10.Φιλιππίδη,Νικ.Γ.: Η επανάστασις και καταστροφήςτης Ναούσης, Αθαήναι 1881, σ.92
11.Ευαγγελίδη, Τρυφ.,: Τα ελληνικά σχολεία από της αλώσεως (1453) μέχρι του 1893, Αθήναι 1933, σσ. 121.
12.Ευαγγελίδη, Τρυφ.: Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1936, τόμοι Α-Β.
13.Πασχαλίδη Βασ.: Δραμινά Ιστορικά, Δράμα 1992, σσ.101-104
14.Πασχαλίδη Βασ.: Ένα ελληνικό βιβλίο στην περιοχή Δράμας στα 1886, εφ. «Πρωινός Τύπος» Δράμας στις 6 και 7.10.1992.
15.Αντωνιάδη Βασ. Γ.: Αίγλη εν ζόφω, ήτοι το μαρτυρολόγιον των δυο συγχρόνων εθνομαρτύρων Φιλιππίδου και Πασχίδου, Τόμ., Α., Τεργέστη 1900.
16.Σταματιάδη Επ.: Ιστορία του συγχρόνου ελληνισμού (1832-1892), Αθήναι 1892.
17.Χατζηφώτη Ι.: Θωμάς Πασχίδης, Αθήναι 1974.
18.Μερτζίδη, Σταύρ.: Αι χώραι του παρελθόντος και αι εσφαλμέναι τοποθετήσεις των, Αθήναι 1885.
19.Πασχαλίδη Βασ.:Η αρχαί των σωβινιστικών τάσεων εν τη νεωτέρα Βουλγαρία. σσ. Μεγάλη Ελλάδας, Δεκέμβριος 1946.

Η παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Τα σχολεία των Πύργων Δράμας.

$
0
0

Xrysostomos
Τα σχολεία των Πύργων Δράμας κατά την Τουρκοκρατία 

Μέσα από τα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών
Του Ευάγγελου Γ. Καρσανίδη
Εφημερίδα Πρωινός Τύπος Δράμας

Σε απόσταση 21χμ. βορειοδυτικά της Δράμας και μεταξύ Πλεύνας (Πετρούσας) και Βώλακαβρίσκονταιοι Πύργοι ή Μπομπλήτσι1, όπως ήταν γενικότερα γνωστό το χωριό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας· ένα χωριό που ανήκε στον καζά (επαρχία) Δράμας και υπαγόταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της μητρόπολης Δράμας.

 Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, σύμφωνα με έναν στατιστικό πίνακα της περιφέρειας του Υποπροξενείου Καβάλας, που υπέβαλε ο υποπρόξενος Α. Τσιμπουράκης στο Υπουργείο Εξωτερικών,
 οι Πύργοι, το 1885, αριθμούσαν 225 κατοίκους,
από τους οποίους
οι 125 ήταν Οθωμανοί και 
οι 100 Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί. 2

Στις αρχές του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα γύρω στα 1903, σύμφωνα με το Αρχείο του μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου, το χωριό αποτελούνταν από 32 οικογένειες ορθόδοξες και από 40 σχεδόν οικογένειες τουρκικές. 3


Ο Γ. Χατζηκυριακού, επιθεωρητής των ελληνικών σχολείων Μακεδονίας, που επισκέφθηκε τους Πύργους γύρω στα 1905, γράφει στο βιβλίο του, μεταξύ των άλλων, και τα εξής:

«Ανέρχομαι έφιππος επί πετρώδους και ανάντους οδού, έχων εκ δεξιών βαθείαν φάραγγα και το βλοσυρώς και αγριωπώς υψούμενον όρος, το Φαλακρόν (Μποζ-Δαγ), όντως ψιλόν και εστερημένον πάσης βλαστήσεως. 
Επι πετρών και βράχων  εντεύθεν της φάραγγος ευάριθμοι οικείαι περί τας 30, χθαμαλαί, πλακοσκεπείς και κατεσπαρμέναι, αποτελούσι το μικρόν χωρίον Μποπλίτσι.



 Η εις τα πάτρια  πίστις ώθησεν αυτούς εις ίδρυσιν μικράς Ελληνικής σχολής και μικράς εκκλησίας. Ταύτην μάλιστα, παλαιάν ούσαν και ανεπαρκή, αντικαθίστων δι’ άλλης μεγαλυτέρας, ην τότε έκτιζον επί καλού αρχιτεκτονικού σχεδίου».4

Για την ανέγερση του ναού καθοριστική ασφαλώς υπήρξε η συμβολή του μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου (1902-1910), ο οποίος έδειξε ιδιαίτερη μέριμνα για τους κατοίκους του χωριού και με πρωτοβουλία του κατασκευάστηκε νέα ωραία εκκλησία στη θέση της παλαιάςπου ήταν «μια σκοτεινή καλύβη και αύτη ετοιμόρροπος». Αυτό προκύπτει από επιστολή του μητροπολίτη Χρυσοστόμου με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 1903, την οποία απευθύνει προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα της επιστολής του από το πλούσιο αρχείο του:

«Παναγιώτατε Δέσποτα,

Εν τω καζά Δράμας υπάρχει μικρόν χωρίον, ανέκαθεν πιστόν διαμείναν εν τη Ορθοδοξία, ονομαζόμενον Μπουπλήτσι, στερούμενον σχεδόν ειπείν εκκλησίας, διότι μια σκοτεινή καλύβη και αύτη ετοιμόρροπος είναι ο ναός του Θεού εν τω χωρίω τούτω. 
Μετά πολλά κατώρθωσαν να εισπράξωσι περί τας 100 λίρας, έχουσι δε και εις υλικά ασβέστου, λίθων  κ.τ.λ. ετέρας 50 λίρας ετοίμους.
 Η εκκλησία θα κτισθή λίθινος επί του ιδίου οικοπέδου, εφ ου κείται η παλαιά, και όπου ουδέν κώλυμα εκ της φύσεως του εδάφους παρουσιάζεται, διότι είναι μούλκι της εκκλησίας.
 Θα κτισθή με μήκος 18 πήχεων, με πλάτος 12 πήχεων και με ύψος 8 πήχεων. Το όνομα της εκκλησίας είνε «η Θεία Μεταμόρωσις». 
Παρακαλώ θερμώς όπως μίαν ώραν τάχιον έλθη το ιστιλάμιον και εκδοθή το Φιρμάνιον διά την έναρξιν του έργου. Εσωκλείω και το παρουσιασθέν μοι σχέδιον και υποδιατελώ κ.τ.λ.
Εν Δράμα τη 28 Νοεμβρίου 1903
Ο Δράμας Χρυσόστομος».

Από το περιεχόμενο της παραπάνω επιστολής του, αλλά και από άλλες τις οποίες απηύθυνε στον Οικουμενικό Πατριάρχη για την κατάσταση που επικρατούσε σε κάθε χωριό και σε κάθε κωμόπολη της επαρχίας του, συμπεραίνουμε ότι ο Χρυσόστομος πρωτοστατούσε σε κάθε εκκλησιαστική και εκπαιδευτική δραστηριότητα (για την ανέγερση εκκλησιών, σχολείων, ίδρυση αδελφοτήτων κτλ), και ταυτόχρονα  ήταν και πρωτοπόρος στον αγώνα του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας.

 Πίστευε πως η μετάδοση ελληνικών αξιών μέσω της εκκλησίας και της ελληνικής παιδείαςστους πληθυσμούς της επαρχίας του θα ενδυνάμωνε το εθνικό φρόνημα του χριστιανικού πληθυσμούστη δύσκολη περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα. 

Με δεδομένη την ιδιαιτερότητα του χριστιανικού πληθυσμού στο βορειοδυτικό κυρίως τμήμα της επαρχίας του, γίνεται αντιληπτή η σημασία της προσπάθειάς του να μεταλαμπαδεύσει τις ελληνοκεντρικές αξίες και το ελληνικό εθνικό φρόνημα.
Αξίζει να γίνει  εδώ ιδιαίτερος λόγος σχετικά με τα εγκαίνια της εκκλησίας των Πύργων για την οποία ο Χρυσόστομος έκανε λόγο στην παραπάνω επιστολή του που απηύθυνε στον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Παραθέτω ιδιόχειρη επιστολή5 του Χρυσοστόμου που απευθύνει στον αρχιερατικό επίτροπο πατέρα Ιωάννη Μ. Οικονόμο της Καλής Βρύσης τον οποίο καλεί να παρευρεθεί μαζί με τον ιερέα Ιωάννη από την Προσοτσάνη και με όλη την Κοινότητα, ώστε τα εγκαίνια του ναού και η χειροτονία του ιερέα του χωριού να γίνει με μεγάλη λαμπρότητα.

Στις αρχές του 20ού αιώνα και σύμφωνα με μια οθωμανική απογραφή στοιχεία της οποίας συμπεριέλαβε στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δ. Σάρρος, το χωριό αριθμούσε 185 Έλληνες και 245 Τούρκους6.

Σημειωτέον ότι τα παραπάνω στοιχεία της έκθεσης του Δ. Σάρρου, συμφωνούν με αυτά που μας αναφέρει στην εμπιστευτική έκθεσή του ο υποπρόξενος Καβάλας Νικ. Μαυρουδής, οποίος μεταξύ άλλων, γράφει και τα εξής:

 «Επίσης άνευ βουλγαρικού πληθυσμού είνε και το χωρίον Μπουμπλίτσι κείμενον μεταξύ Πλεύνας και Βώλακα και αποτελούμενον από 185 Έλληνας και 245 Οθωμανούς βιούντας εν πλήρη ομονοία και αγάπη. 
Εκ της τοποθεσίας του είνε το χωρίον προωρισμένον να εργασθή εθνικώς βοηθούν τας ενεργείας των εν Βώλακα και Πλεύνα ημετέρων».7

Και ο υποπρόξενος Καβάλας Νικ. Μαυρουδής συνεχίζει την έκθεσή του με τα εξής:

«Τη μερίμνη της Μητροπόλεως ανοικοδομήθη εν τω χωρίω ναός σχετικός μεγαλοπρεπής, όστις τελευταίον και τον θαυμασμόν των επισκεφθέντων το χωρίον Άγγλων εκίνησε. Κατά την περιοδείαν μας παρατηρήσαντες την έλλειψιν σχολειακού οικήματος εμεριμνήσαμεν  και δια προαιρετικών εν Καβάλα εράνων οικοδομηθήσεται προσεχώς μικρός οικίσκος, ου η δαπάνη προϋπολογίσθη εις 40 οθωμανικάς λίρας και όστις θα περιέχη μίαν αίθουσαν παραδόσεως και κατοικίαν της διδασκαλίσσης».

Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς άρχισε να λειτουργεί εκεί ελληνικό σχολείο, αλλά από τη μελέτη των προξενικών εγγράφων, των εκθέσεων και άλλου πρωτογενούς αρχειακού υλικού που μελετήσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, είναι γνωστό ότι ήδη από το σχολικό έτος 1890-1891 λειτουργούσε στους Πύργους σχολείο στο οποίο δίδαξε το έτος αυτό ο διδάσκαλος και ιερέας του χωριού παπά Στέφανος.

 Κατά το σχολικό έτος 1894-1895 μνημονεύεται η ύπαρξη σχολείου με 15 μαθητές και έναν δάσκαλο.
Η ετήσια δαπάνη συντήρησης και λειτουργίας του σχολείου ανέρχεται για τη χρονιά αυτή στο ποσό των 690 γαλλικών φράγκων.8

Το σχολικό έτος 1898-1899 δίδαξε στο σχολείο ο διδάσκαλος και ιερέας του χωριού παπά Χρήστος, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα το 1906, λειτουργούσε εκεί σχολείο «εν ιδιωτικώ δωματίω μη υπάρχοντος διδακτηρίου».

Την πληροφορία αυτή μάς τη δίνει στην ανέκδοτη έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δ. Σάρρος, ο οποίος σημειώνει:

«Επιθυμούντες (οι κάτοικοι) να κτίσωσι τοιούτον σχολείον ζητούσι συνδρομήν εκ 10-15 λιρών υπισχνούμενοι να καταβάλωσιν αυτοί τα υλικά και τ’ άλλα έξοδα. Έκτισαν ήδη και νέαν εκκλησίαν εγκαινιασθείσαν πανηγυρικά τη 9 Οκτωβρίου 1905». 9
 Στο σχολείο κατά το έτος αυτό γράφτηκαν 24 μαθητές (12 αγόρια και 12 κορίτσια), οι οποίοι διδάσκονται «υπό της εκ Σερρών ζωντοχήρας διδασκαλίσσης Δήμητρας Νικολάου».

Δύο χρόνια πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους και συγκεκριμένα κατά το σχολικό έτος 1910-1911 το σχολείο είχε10:

α)Οικίες ορθοδόξων 31, οικογένειες 33, ψυχές 214.
Σχολή μικτή με νηπιαγωγείο, όπου διδάσκονται μαθητές 12 και μαθήτριες με νήπια μαζί 14 από μία δασκάλα, ιερέα δε 1.

β)Τουρκικές οικογένειες 30, ψυχές 147.

 Ομιλουμένη γλώσσα η ελληνική.

Βιβλιογραφικές παραπομπές

1.Η παλαιά ονομασία του χωριού συναντιέται με τους τύπους Μπουμπλίτζη (Α.Υ.Ε., φακ.1885/ΑΒΕ, 1 και Ν.Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις …, Αθήναι 1886, τ.Α’, σ.481), Βουβλήτσι (Α.Υ.Ε., φακ. 1905/Κβ’), Μπουμπλήτζι (Α.Υ.Ε., φακ.1906/56.3, υπ.1 και το Αρχείον του Χρυσοστόμου, τ.Α’, σ.53), Μποπλίτσι (Γ. Χατζηκυριακού, Σκέψεις και εντυπώσεις …», Αθήναι 1906 σ.192), Βουβλίτσιον (Λαζ. Χαρισιάδης, «Επαρχία Δράμας…», 1910-1911, σ.200), Μπούμπλιτσα (Στ. Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική δραστηριότητα…, σ. 23).

2.Α.Υ.Ε., φακ. 1885/ΑΒΕ, 1, «Στατιστικός πίναξ της Περιφερείας του Υποπροξενείου Καβάλας».

3.Το Αρχείον του Χρυσοστόμου Δράμας, Δράμα 2000, τ.Α’, σ.53 (Επιστολή του μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου, με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 1903, προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

4.Γ.Χατζηκυριακού, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών Σημειώσεων, εν Αθήναις 1906, σ.192.

5.Αρχείο Δημητρίου Αθ. Κούβελα, εφημέριου Ι.Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, Άγιος Σώστης, Αθήνα.
6.Α.Υ.Ε., φακ. 1906/56.3, υπ.1, «Εκθεσις του Γεν. Επιθεωρητού των εν Μακεδονία Ελλην. Σχολείων Δ. Σάρρου – Σχολεία καζά Δράμας», εγγρ. της 10ης Ιουλίου1906.

7.Α.Υ.Ε., φακ. 1908/α.α.α.Β’, υπ. Προξενείο Καβάλας.

8.Στατιστική των ελληνικών σχολείων εν τοις Βιλαετίου της Θεσσαλονίκης και Βιτωλίων της Μακεδονίας κατά το σχολικόν έτος 1894-1895 (ελληνικά και γαλλικά),Θεσσαλονίκη 1896,σ.21.

9.Α.Υ.Ε., φακ. 1906/56.3, υπ.1, «Εκθεσις του Γεν. Επιθεωρητού των εν Μακεδονία Ελλην. Σχολείων Δ. Σάρρου – Σχολεία καζά Δράμας», εγγρ. 10 Ιουλίου 1906.

10.Λαζ. Χαρισιάδης, «Επαρχία Δράμας – Στατιστική του πληθυσμού και των σχολείων της επαρχίας Δράμας του 1910-1911, ΜΗΠΣ (1912) 198-205).


Η παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Τα σχολεία των Μοναστηρακίου Δράμας.

$
0
0

Τα Σχολεία του Μοναστηρακίου Δράμας κατά την Τουρκοκρατία (1876-1913)
 μέσα από τα άγνωστα έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου 
του Υπουργείου Εξωτερικών
Του Ευάγγελου Γ. Καρσανίδη, 
Σχολικού Συμβούλου ε.τ.

ΤοΜοναστηράκι ή Δράνοβον1, όπως ήταν γνωστό το χωριό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, διοικητικά υπαγόταν στον καζά (επαρχία) της Δράμας του σαντζακίου (νομού) Δράμας και εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών·
 ένα χωριό που στα 1877 έχει
«μικτόν πληθυσμόν εκ χριστιανών και Τούρκων αριθμούντων 500 ψυχάς και απέχει της Δράμας ημίσειαν μόνον ώραν»2.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, σύμφωνα με έναν στατιστικό πίνακα3με τον πληθυσμό των κατοίκων της Περιφέρειας του Υποπροξενείου Καβάλας, που υπέβαλε ο Υποπρόξενος Α. Τσιμπουράκης στο Υπουργείο των Εξωτερικών, το Μοναστηράκι αριθμούσε 405 συνολικά κατοίκους.

Ο Γ. Χατζηκυριακού, επιθεωρητής των ελληνικών σχολείων Μακεδονίας που επισκέφθηκε το Μοναστηράκι γύρω στα 1905, γράφει: «Αναχωρώ έφιππος εις την μικράν κώμην Δράνοβαν κειμένην επί βραχώδους και επί της αυτής λοφοσειράς της νοτίας του Φαλακρού όρους παραφυάδος. 60-70 οικογένειαι χριστιανικαί μετά 20 περίπου οθωμανικών απαρτίζωσι την κώμιν.

Η μικρά εκκλησία της ημετέρας κοινότητος μετά του εν τω περιβόλω αυτής μικρού σχολείου μεθ’ ενός διδασκάλου ενισχύουσι τους κατοίκους εν τη αληθεί των πατέρων ημών πίστει. Η κώμη αύτη επί τερπνής και ευαέρου τοποθεσίας κειμένη προσείλκυεν εν παρωχημένοις χρόνοις πολλούς εκ Δράμας ίνα κατά το θέρος διαθερίσωσιν»4.

Κατά την τελευταία τουρκική απογραφή*, στοιχεία της οποίας συμπεριέλαβε στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δημ. Σάρρος, το χωριό αριθμούσε 403 Ελληνες και 193 Τούρκους5.
 Στην έκθεσή του ο Δημ. Σάρρος γράφει:

«Ευτυχώς το παρά την Δράμαν κείμενον χωρίον τούτο δεν φαίνεται μολυνθέν υπό των βουλγάρων.Οι κάτοικοι ομοφρονούσιν. Ευρίσκονται όμως εν κατωτάτη αναπτύξει». 

Σημειωτέον ότι τα στοιχεία αυτά που μας δίνει ο γενικός Επιθεωρητής των ελληνικών σχολείων Μακεδονίας στην έκθεσή του, επιβεβαιώνονται επακριβώς με εκείνα της εμπιστευτικής έκθεσης που υπέβαλε στο Υπουργείο Εξωτερικός ο Υποπρόξενος Καβάλας Νικ. Μαυρουδής:


«Η Δράνοβα, χωρίον κατοικείται 
υπό 403 Ελλήνων και
 193 Τούρκων. 
Οι ημέτεροι χωρικοί και άπαντες σχεδόν πένητες, καίτοι εργαζόμενοι, καθ’ όσον η εργασία των εξαντλείται εις πληρωμήν βαρέων τόκων εις προκρίτους Τούρκους, οίτινες είνε ούτως ειπείν και κύριοι του χωρίου. 
Μη έχον βουλγαρικόν πληθυσμόν το χωρίον τούτο, απησχόλησε την Μητρόπολιν μέχρι σήμερον ολιγώτερον ή τα άλλα χωρία της περιφερείας. 
Το Υποπροξενείον όμως εθεώρησεν επάναγκες να τοποθετηθή εκεί και διδασκάλισσα δια μικρής δαπάνης, ην και ενέκρινεν ήδη η επί της Παιδείας Επιτροπή»6.



Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς άρχισε να λειτουργεί εκεί ελληνικό σχολείο, αλλά από τη μελέτη των προξενικών εγγράφων, των εκθέσεων και άλλου ανέκδοτου αρχειακού υλικού, που πραγματοποιήσαμε κατά τις επισκέψεις μας στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών,
προκύπτει ότι στα 1876 λειτουργούσε στο Μοναστηράκι ένα γραμματοδιδασκαλείο ή κοινό σχολείο. 

Από τις πηγές γνωρίζουμε ακόμη ότι εκτός από το Μοναστηράκι, κοινά σχολεία υπήρχαν και σε άλλα τέσσερα χωριά του καζά Δράμας, όπως στη Βησσότσανη (Ξηροπόταμος), Γιουρετζίκ (Γρανίτη), Βόλακο και Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια).

Η λειτουργία τους βέβαια παρουσίαζε έντονα το πρόβλημα της στέγασής τους, επειδή στην περίοδο που εξετάζουμε εδώ οι ανάγκες που έπρεπε να εξυπηρετούν τα σχολικά κτήρια δεν ήταν μόνο διδακτικές.
 Από τις πηγές προκύπτει ότι εκτός από μια τουλάχιστον αίθουσα διδασκαλίας το κτήριο έπρεπε να διαθέτει υποχρεωτικά χώρους κατάλληλα διαρρυθμισμένους για τη στέγαση του δασκάλου. Συνεπώς, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αγορά ή η ανέγερση κτηριακών εγκαταστάσεων για τη στέγαση σχολείων απαιτούσε μεγάλα ποσά που σπάνια ήταν σε θέση να διαθέσουν εκείνοι που έπαιρναν την πρωτοβουλία για την ίδρυσή τους.
Τέλος, από τη μελέτη του αρχειακού υλικού που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας, μπορούμε να προβούμε στη διαπίστωση ότι οι κάτοικοι του Μοναστηρακίου κατά την περίοδο που εξετάζουμε, δυσκολεύονται να διατηρήσουν το μόνο κοινό σχολείο τους. Η οικονομική αδυναμία τους φαίνεται πως είχε σαν αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να κτίσουν ένα σχολικό διδακτήριο που να εξασφάλιζε τις απαραίτητες για τη σωστή λειτουργία των σχολείων τους προϋποθέσεις, πράγμα που αποδεικνύεται από την ανέκδοτη έκθεση7του γεν. επιθεωρητή των ελλην. σχολείων Μακεδονίας Δημ. Σάρρου, ο οποίος αναφέρει ότι
«Εν τω ελεεινώ και σκοτεινώ ετοιμορρόπω δωματίω ενεγράφησαν μαθηταί 28» 
και αμέσως πιο κάτω:
«ο γέρων βρακοφόρος διδάσκαλος Γεώργιος Τριανταφυλλίδης εκ Προσωτσάνηςδέον ν’ αντικατασταθή το προσεχές έτος δια διδασκάλου καταλλήλου και, ει δυνατόν, διδασκαλίσσης, ιδιωτεύων αυτός του λοιπού». 

Και σε άλλο σημείο της έκθεσής του ο Δημ. Σάρρος γράφει:

«… οι κάτοικοι παραπονούνται ότι δεν λαμβάνουσιν αρκετόν επίδομα, ίνα βελτιώσωσι το σχολείον των».

Σε ό,τι αφορά τώρα τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας των σχολείων της περιόδου της Τουρκοκρατίας είναι ότι σ’ αυτά δεν συμμετείχε το επίσημο τουρκικό κράτος.

Συνεπώς οι ανάγκες για τη συντήρηση και λειτουργία των σχολείων καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από διάφορες πηγές, όπως: από τα εισοδήματα των κοινοτήτων, από προσωπικές εισφορές των κατοίκων και από δωρεές εντόπιων και αποδήμων ευεργετών.
 Οι δωρεές και οι εισφορές αυτές κάλυπταν διάφορες λειτουργικές ανάγκες των σχολείων, όπως μισθοδοσία δασκάλων, αγορά βιβλίων κ.α.
Από τη μελέτη των προξενικών εγγράφων και εκθέσεων που εντοπίσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Μοναστηρακίου με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουν, κατορθώνουν να συγκεντρώσουν τις 10 από τις 20 οθωμανικές λίρες* που ήταν ο μισθός του δασκάλου τους.

 Οι υπόλοιπες 10 οθωμανικές λίρες του μισθού «κατεβλήθησαν εκ της ευσεβούς πηγής», την οποία όμως δεν κατονομάζει στην έκθεσή του ο γεν. επιθεωρητής Δημ. Σάρρος.

Άλλη σημαντική πηγή για την κάλυψη των αναγκών των σχολείων ήταν η τοπική Εκκλησία. Ο μητροπολίτης της τοπικής εκκλησίας είχε το δικαίωμα να παραχωρήσει στο σχολείο τα έσοδα του ναού, ενισχύοντας σημαντικά τους οικονομικούς του πόρους.

 Απαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση της οικονομικής αυτής ενίσχυσηςήταν η αναγνώριση των σχολείων ως «κοινών παιδευτηρίων» από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

Τα υπόλοιπα ποσά καλύπτονταν από την «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας», αφού η Επιτροπή αυτή, από το 1886 φρόντιζε για την εφαρμογή στη Μακεδονία της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
 Σημειωτέον ότι κατά την περίοδο 1869-1886, την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής στη Μακεδονία είχε ο «Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων».

Τέλος, από τη μελέτη του πρωτογενούς αρχειακού υλικού της περιόδου της Τουρκοκρατίας, προκύπτει ακόμη ότι στην πολυμορφία των πηγών χρηματοδότησης των σχολείων συμπεριλαμβάνονταν και οι τοπικοί Φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι και αδελφότητες.

Όμως ένας τέτοιος τοπικός Φιλεκπαιδευτικός σύλλογος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, δε φαίνεται να είναι γνωστός, μέχρι σήμερα, στη σχετική βιβλιογραφία.

Σε ό,τι αφορά τώρα τη μισθοδοσία των δασκάλων, από τα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες για το διδακτικό προσωπικό που υπηρέτησε στα σχολεία του Μοναστηρακίου, για το μισθό τους, για το χρόνο διορισμού τους καθώς επίσης και για τον τρόπο πληρωμής τους.

Στον στατιστικό πίνακα8των καταβληθέντων εκπαιδευτικών χορηγημάτων της Προξενικής Περιφέρειας Καβάλας που υποβλήθηκε στην «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας», για το 1888-1889 το Μοναστηράκι συγκαταλέγεται στα επιχορηγούμενα χωριά του καζά Δράμας.

 Σχολιάζουμε βέβαια το γεγονός ότι το χρηματικό ποσό που διατίθεται για τα σχολεία του Μοναστηρακίου (3,33 οθωμανικές λίρες) είναι μικρό και αυτό καθαυτό, αλλά και σε σύγκριση με όσα αναφέρονται για τα άλλα χωριά του καζά Δράμας και της Μακεδονίας γενικότερα.

 Με τον παραπάνω πίνακα του Υποπροξενείου Καβάλας συνυποβάλλονται και οι αποδείξεις πληρωμών με το μισθό των δασκάλων από τις οποίες φαίνεται ότι ο μισθός τους δεν ήταν ομοιόμορφος και προπάντων ήταν γλίσχρος.

Οι δάσκαλοι αμείβονταν για την προσφορά τους με 12-15 ή και 20 οθωμανικές λίρες, που δεν κάλυπταν τα έξοδα της διαβίωσής τους. Συχνότατο ήταν το φαινόμενο να καταγίνονται και με άλλα επαγγέλματα, για να συμπληρώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα.

Ο μισθός των δασκάλων ήταν συνάρτηση του συμφωνητικού, που υπέγραφαν όπου αναγραφόταν  το ύψος του μισθού και ο τρόπος καταβολής.

Συνήθως καταβαλλόταν ανά τετραμηνία και το συμφωνητικό ίσχυε για ένα χρόνο.
Το συμφωνητικό αυτό απαραίτητα επικύρωνε ο Μητροπολίτης, ο οποίος ήταν ο κύριος υπεύθυνος της Εκπαίδευσης και ο πρόεδρος της Σχολικής Επιτροπής.Για σύνταξη, ούτε λόγος να γίνεται. Η συνταξιοδότηση ήταν άγνωστος θεσμός.

Η πληρωμή των δασκάλων γινόταν από το Υποπροξενείο Καβάλας με την έκδοση αποδείξεων, τις οποίες επικύρωνε ο μητροπολίτης Δράμας.

Σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμών που διασώθηκαν στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, στα σχολεία Μοναστηρακίου δίδαξαν κατά σειρά οι εξής διδάσκαλοι:
Ο Κ. Παπαδημητριάδηςτο σχολικό έτος 1888-1889,
ο Δ. Αστεριάδηςτο έτος 1890-1891, ο οποίος έλαβε 5 οθωμανικές λίρες για τη δεύτερη εξαμηνία,
ο Ευθ. Π. Δημητρίου το έτος 1898-1899, που έλαβε 3,33 οθωμανικές λίρες έναντι του επιδόματος της Β’ τετραμηνίας, το οποίο χορηγήθηκε από την «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελλην. Εκκλησίας και Παιδείας»,
 ο Ιωάννης Κυριακίδης το έτος 1899-1900 που έλαβε 3 οθωμανικές λίρες για την πρώτη τετραμηνία από το επίδομα του Μοναστηρακίου και
ο Αθανάσιος Γρέδης, ο οποίος έλαβε 5 οθωμανικές λίρες για την τρίτη τετραμηνία του σχολικού έτους 1903-1904.

Στις αρχές του 20ούαιώνα και συγκεκριμένα γύρω στα 1906, στο Μοναστηράκι λειτουργούσε ένα τριτάξιο σχολείο το οποίο στεγαζόταν σε ένα σκοτεινό και ετοιμόρροπο δωμάτιο* και στο οποίο, όπως αναφέρει στην έκθεσή του ο Γεν. Επιθεωρητής Δημ.Σάρρος «ενεγράφησαν μαθηταί 28, κοράσιον δ’ουδέ εν».
Πρόκριτοι του χωριού ήταν τη χρονιά αυτή ο Γεώργιος Ιωάννου, προεστώς και ο Κυριάκος Χρήστου Ηπειρώτης.

Τέλος, από μια στατιστική9του πληθυσμού και των σχολείων της επαρχίας Δράμας του 1910-1911, πληροφορούμεθα ότι το Μοναστηράκι τη χρονιά αυτή έχει:

α) Οικίες ορθοδόξων 82, οικογένειες 96, ψυχές 488.
Αρρεναγωγείο (Σχολή Αρρένων) τετρατάξιο με 32 μαθητές και 1 δάσκαλο και Νηπιοπαρθεναγωγείο με 1 δασκάλα και 24 μαθητές και νήπια μαζί, ιερέα δε 1.

 β) Τουρκικές οικογένειες 64, ψυχές 327.

Παραπομπές και σημειώσεις

1.Η παλιά ονομασία του χωριού συναντάται με τους τύπους Δράνοβον (το) δράνος: (Α.Υ.Ε., φακ.1885/ΑΒΕ, Δ1 και Λαζ. Χαρισιάδης, «Επαρχία Δράμας», σ.201), Δράνοβα (Α.Υ.Ε, φακ. 1905/ΚΒ’), Δυάνοβα (Α.Υ.Ε., φακ. 1906/56.3,υπ.1), Δρένοβον (Ν.Φιλιππίδης, «Μακεδονικά», σ.128.

2.Ν.Φιλιππίδης, «Μακεδονικά.Περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως»,Παρνασσός 1 (1877) 121-134.

3.Α.Υ.Ε., φακ. 1885/ΑΒΕ, Δ1,έγγραφο 436/30.12.1885 του Υποπροξενείου Καβάλας προς το Υπουργείο Εξωτερικών (Σημείωση: Σύμφωνα με τον εσωτερικό Κανονισμό του Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου των Εξωτερικών, άρθρο 9, η συντομογραφία του Αρχείου έχει καθιερωθεί ακόμα και για τις ξενόγλωσσες εκδόσεις, ως Α.Υ.Ε. (=Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών) ή ως Δ.Ι.Α.Υ.Ε.(=Διπλωματικό Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών).

4.Γ.Χατζηκυριακού, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ της περιοδείας, ανά την Μακεδονίαν μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών Σημειώσεων, Εν Αθήναις 1906, σ. 193.
*Πρόκειται για τη γνωστή απογραφή των πληθυσμών των ευρωπαϊκών επαρχιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας που έγινε στα 1904-1905 από το Χουσεϊν Χιλμή πασά, με τη συμμετοχή και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

5.Α.Υ.Ε., φακ. 1906/56.3, υπ. 1. «Εκθεσις του Γεν. Επιθεωρητού των εν Μακεδονία Ελληνικών Σχολείων Δ.Σάρρου περί λειτουργίας των δημ.σχολείων του καζά Δράμας». Έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1906.

6.Α.Υ.Ε., φακ. 1908/α.α.κ. Β’ βλ. επίσης Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Καβάλας απόμεταγραφή του αρχαίου του ΥΠ-ΕΞ/1908/α.α.κ. Β’ (αρ. εισαγ. 1, αρ. εισερχ. 1.037).

7.Α.Υ.Ε. φακ. 1906/56.3 (έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1906 της γεν. Επιθεώρησης των ελλην. σχολείων Μακεδονίας προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
*Η τουρκική (οθωμανική) λίρα ήταν νόμισμα διαιρούμενο σε 100 γρόσια των 40 παράδων έκαστο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα το 19ο αιώνα και μέχρι το 1914 η τουρκική λίρα ισοδυναμούσε με 23 περίπου δραχμές.

8.Α.Υ.Ε., φακ. 1902, Α/Α.Κ2 (έγγραφο 142/7.6.1889 του Υποπροξενείου Καβάλας προς την «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελλην. Εκκλησίας και Παιδείας»).
*Από πρακτικό (σ.46) του Κώδικα Βησοτσάνης, έτους 1906, πληροφορούμεθα ότι στη γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε εκεί υπό την προεδρεία του μητροπολίτη Δράμας Αγαθαγγέλου (1910-1922), αποφασίστηκε η ανέγερση νέων σχολείων «καθώς ήλθαν τη ενεργεία τα Ιστιλάμια εκ Κωνσταντινουπόλεως δια σχολεία νέα εν Βησσοτσάνη, εν Δρανόβω, Πλεύνη και Βολάκω».

9.Λάζ. Χαρισιάδης, «Επαρχία Δράμας – Στατιστική του πληθυσμού και των σχολείων του 1910-1911»,ΜΗΠΣ Ε’ (1912) 198-205.

Η παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Τα σχολεία της Πετρούσας Δράμας.

$
0
0

Πετρούσα Δράμας: Η εκπαίδευση από 1840-1913

του Ευάγγελου Γ. Καρσανίδη
Σχολικού Συμβούλου ε.ε.
Η εκπαίδευση στις επαρχίες 
Δράμας & Ζιχνών κατά την Τουρκοκρατία
(σελ. 288-294)
 (οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά της Δράμας και δεξιά του οδικού άξονα
Δραμας - Κάτω Νευροκοπίου βρίσκεται το χωριό
Πετρούσα ή Πλεύνα στους πρόποδες του Φαλακρού όρους (Μποζνταγ).

Το χωριό στα 1885 είχε συνολικά 1.500 κατοίκους,

από τους οποίους οι 350 ορθόδοξοι σλαβόφωνοι Έλληνες
και οι 1.150 Βούλγαροι σχισματικοί που είχαν προσχωρήσει στο βουλγαρικό Σχίσμα,
οι περισσότεροι τρομοκρατημένοι από τους κομιτατζήδες.

Στις αρχές του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα γύρω στα 1906, σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή που δημοσιεύει στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δ. Σάρρος,
ο πληθυσμός της Πετρούσας δεν πρέπει να υπερβαίνει
τους 2.310 κατοίκους από τους οποίους
640 είναι Έλληνες,
1.431 σχισματικοί Βούλγαροι
και 239 Τούρκοι .

Δίνουμε παρακάτω τον πίνακα 10 που δείχνει την προοδευτική αύξηση του πληθυσμού της Πετρούσας κατά εθνότητα και θρήσκευμα με βάση τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών και τους Έλληνες περιηγητές, ώστε να παρουσιαστεί όσο γίνεται πιο πλήρης η εικόνα του πληθυσμού της πριν από την απελευθέρωση από τους Τούρκους.

Σχετικά τώρα με το χρόνο λειτουργίας των σχολείων στην Πετρούσα δε γνωρίζουμε πολλά.

Ένα είναι πάντως βέβαιο, ότι από έγγραφο του Υποπροξενείου Καβάλας που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, πληροφορούμεθα ότι ο υποπρόξενος Καβάλας Γεώργιος Σ. Δοκός, σε εμπιστευτική έκθεσή του που υπέβαλε το 1867 στον υπουργό Εξωτερικών Χαρίλαο Τρικούπη, μεταξύ άλλων, προτείνει επειγόντως τη σύσταση δύο αλληλοδιδακτικών σχολείων,
ήτοι ένα στην Προσοτσάνη
και ένα στην Πλεύνα (Πετρούσα)
που έχει 2.000 περίπου χριστιανούς,
επειδή

«.. .οι κάτοικοι των κωμοπόλεων τούτων λαλώσιν οι πλείστοι την ελληνικήν και επωφελούνται της ελληνικής παιδείας».

Ο υποπρόξενος στην έκθεσή του θεωρεί ακόμη αναγκαίο ότι τα σχολεία αυτά χρειάζονται και τα κατάλληλα διδακτικά βιβλία
«.. .ως και μικράν χρηματικήν βοήθειαν, υπολογιζομένην εφ' όλων τούτων εις δραχμάς 1.500».
Στα χρόνια που ακολούθησαν η λειτουργία του σχολείου της Πετρούσας φαίνεται ότι ήταν περιπετειώδης.

Ι.Ν Εισοδίων της Παναγίας Πετρούσας
Το οίκημα του σχολείου βρισκόταν στο προαύλιο της παλιάς εκκλησίας που ανήκε στην ελληνική Κοινότητα.

Μετά όμως το βουλγαρικό Σχίσμα (1870) από το Πατριαρχείο, τα κοινοτικά κτήματα δηλαδή το μισό σχολείο και η εκκλησία περιήλθαν με βίαιο τρόπο στα χέρια των εξαρχικών.

Παρά τις δραματικές συγκρούσεις που παρατηρήθηκαν στο χωριό ανάμεσα στους Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς, το ελληνικό δημοτικό σχολείο της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας λειτούργησε με 80 μαθητές
κανονικά σε μια αίθουσα του οικήματος.
Σε άλλη αίθουσα συστεγαζόταν το σχολείο της εξαρχικής Κοινότητας.

Γύρω στα 1885, σύμφωνα με ένα στατιστικό εκπαιδευτικό πίνακα της περιφέρειας του Υποπροξενείου Καβάλας που υπέβαλε ο υποπρόξενος Α. Τσιμπουράκης στο Υπουργείο Εξωτερικών, στην Πετρούσα λειτουργούσε ένα ελληνικό σχολείο
με¨ολικό αριθμό των Ελλήνων μαθητών, μαθητριών και νηπίων ¨


Από έναν άλλο στατιστικό πίνακα των ελληνικών σχολείων στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Βιτωλίων της Μακεδονίας κατά το σχολικό έτος 1894-1895, πληροφορούμεθα ότι στο χωριό αυτό λειτουργούν
1 σχολείο με ένα δάσκαλο
και 55 μαθητές
και 1 παρθεναγωγείο
με μία δασκάλα και 35 μαθήτριες και νήπια μαζί.

Η ετήσια δαπάνη συντήρησης των σχολείων τη χρονιά αυτή ανέρχεται στο ποσό των 1.610 γαλλικών φράγκων.

Τέλος, στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική εκπαίδευσηστην Πετρούσα αλλά και σε άλλα χωριά και κωμοπόλεις της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών αρχίζει να δυναμώνει.
Οι κάτοικοι της Δράμας και των γύρω χωριών είχαν την τύχη να έχουν αρχηγό τους τον μητροπολίτη Χρυσόστομο (1902-1910),ηγέτη φωτισμένο και θαρραλέο, που πρόσφερε πολλά στην επαρχία του.

Η ελληνική εκπαίδευση στο πλαίσιο της πλούσιας ποιμαντορικής και πνευματικής του δράσης παρουσιάζει συνεχώς αυξανόμενη άνοδο.

Έτσι, στα 1906, σύμφωνα με έκθεσητου γενικού επιθεωρητή των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δ. Σάρρου,
στο χωριό λειτουργεί ένα μικτό τετρατάξιο σχολείο στο οποίο γράφτηκαν συνολικά 62 μαθητές, από τους οποίους οι 25 μαθήτριες.

Το σχολείο λειτουργεί σε μια οικία τηςΙεράς Μονής Εικοσιφοίνισσαςπου αγοράστηκε από τους κατοίκους του χωριού και βρίσκεται «εν τω βουλγαρικώ κέντρω» του χωριού.

Επειδή όμως η τοποθεσία του σχολείου είχε προκαλέσει εύλογα φανερή ανησυχία και φόβους στους γονείς και στους συγγενείς των μαθητών, για το λόγο αυτόν οι κάτοικοι του χωριού, με προτροπή του Χρυσοστόμου, συμφώνησαν να κτισθεί σε άλλη θέση καινούργιο διδακτήριο,
ενώ «εις τον τόπον της δολοφονίας του σημαίνοντος ομογενούς Αθαν. Βαλαβάνη ανήγειρεν -αναφέρεται στο Χρυσόστομο- ωραίον ναόν». 

Στο σχολείο της Πετρούσας, τη χρονιά αυτή, αναφέρει στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής, δίδαξαν ο διδάσκαλος Βασίλειος Βάμβας, πρωτόπειρος τελειόφοιτος του Γυμνασίου Σερρών από την Καρλίκοβα (Μικρόπολη), ο οποίος φαίνεται

«...λίαν δειλός και νωθρός δια τούτο και οι χωρικοί έχουσι πολλά κατ' αυτού παράπονα».

Αντίθετα δραστήρια και εργατική φαίνεται να είναι η δασκάλα του σχολείου Όλγα Δημητρίου από τις Σέρρες, από την οποία όλοι οι κάτοικοι ήταν ευχαριστημένοι.

Ο ιερέας Παπανδρέας «ικανώς ζωηρός, φαίνεται υπερμέτρως αγαπών το ποτόν».

Από τους προκρίτους, εκτός από την πατριαρχική γνωστή οικογένεια τουΑθανασίου Βαλαβάνη, στην οποία οφείλεται η σημερινή ύπαρξη της Ελληνικής Κοινότητας, διακρίνονται για τα πατρικά τους αισθήματα και οι εξής:

1) Στέργιος Ιωάννου, αλβανόφωνος Ηπειρώτης,
2) Μιχαήλ Αθανασίου επίσης,
3) Βασίλειος Θεοδώρου από τη Νεβίσκη,
4) Αθανάσιος Κωνσταντίνου.

Μάλιστα, λίγες ημέρες πριν επισκεφθεί το χωριό, συνεχίζει στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής,
«είχεν αποσκυρτήση και ο εκ των ημετέρων προκρίτων Άγγελος Ουρούμης απειληθείς»
από τους κομιτατζήδες.

Αντίθετα, ένας άλλος πρόκριτος του χωριού, ο Αθανάσιος Βαλαβάνης που δεν προσχώρησε στην Εξαρχία αλλά παρέμεινε πιστός στο Πατριαρχείο, δολοφονήθηκε από τον κομιτατζή Δημ. Τσεγκέλεφ, ο οποίος δρούσε στο χωριό και σκορπούσε το φόβο και τον τρόμο στους κατοίκους της Πετρούσας.

Στα σαράντα περίπου χρόνια από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας με σουλτανικό φιρμάνι το 1870 μέχρι το 1910, η Πετρούσα μετατράπηκε σε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ των Πατριαρχικών και των Εξαρχικών εξαιτίας της στρατηγικής τοποθεσίας της.

Το χωριό αποτελούσε ισχυρό αλλά και ευπρόσιτο κρησφύγετο επιδρομέων και κακοποιών στοιχείων «...κατερχομένων εκ των υπερκειμένων βραχωδών και ορεινών μερών των εκτελούντων τα του γνωστού δολοφονικού κομιτάτου κελεύματα».

Έτσι, οι Εξαρχικοί είχαν την ευκαιρία να διεισδύσουν ποικιλοτρόπως στο χωριό αλλά και σε άλλα κοντινά χωριά και να διαδώσουν την εθνοφυλετική τους ιδεολογία.

Πέτυχαν παραπλανώντας με πράκτορές τους, ένα μικρό αριθμό Ελλήνων της Πετρούσας να καταλάβουν με τη βία την εκκλησία και να περιορίσουν τους Έλληνες μαθητές σε μια αίθουσα διδασκαλίας στο ίδιο οίκημα, όπου συστεγαζόταν αναγκαστικά και το εξαρχικό σχολείο.


Στόχος, εξάλλου, της βουλγαρικής Εξαρχίας και των ένοπλων βουλγαρικών κομιτάτων ήταν η βίαιη αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμούκαι η προσάρτηση των περιοχών αυτών στο νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος, μετά την ίδρυσή του το 1878 .

Κατά την πρώτη δεκαετία μετά το βουλγαρικό Σχίσμα (1870), εξαρχική διείσδυση έχουμε μόνο σε τρία χωριά του βορειοδυτικού τμήματος της επαρχίας Δράμας, ήτοι στην Πετρούσα (Πλέβνα), στην Προσοτσάνη και στην Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια) .

Στην Πετρούσα «το πρώτον σχίσμα επήλθεν εν τω χωρίω τω 1873» .
Από το 1880 μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και κάτω από τις γνωστές τρομοκρατικές συνθήκες που δημιούργησε το βουλγαρικό κομιτάτο, οι Εξαρχικοί κατόρθωσαν να διεισδύσουν και σε άλλα χωριά της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών.

Έτσι, από τα 49χριστιανικάκαι μικτά με χριστιανικό και μουσουλμανικό πληθυσμό χωριά των καζάδων Δράμας και Ζιχνών,μόνο σε 13χωριά παρουσιάστηκε εξαρχικό φαινόμενο .

Τα χωριά αυτά πιεζόμενα από τα βουλγαρικά σώματα, καταρχάς προσχώρησαν στην Εξαρχία,αλλά αργότερα κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Χρυσοστόμου επανήλθαν εξολοκλήρου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Αξιοσημείωτο πάντως παραμένει ότι στην Πετρούσα παρ' όλη την ένοπλη βία που ασκούσε η βουλγαρική Εξαρχία με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, είχε γενικά αποτύχει στον τομέα της εκπαίδευσης.

Μετά την άφιξη του Χρυσοστόμου ο ίδιος ο αντιπρόσωπος της Εξαρχίας Δράμας αρχιμανδρίτης Παΐσιος στην ετήσια έκθεσή του για το σχολικό έτος 1910-1911 διαπιστώνει πλήρη οπισθοδρόμηση της εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής εργασίας στα εξαρχικά χωριά, μεταξύ αυτών και η Πετρούσα.

Αντί να κερδίσουμε, αναφέρει επιγραμματικά «χάνουμε έδαφος».

Για την Πετρούσα αναφέρει ο εξαρχικός αρχιμανδρίτης Παΐσιος ότι «ενώ αρχικά απεσκίρτησαν 340 οικογένειες, κατά την εποχή του Χρυσοστόμου έχει σχηματισθεί δυναμικός ελληνικός πυρήνας από 77 οικογένειες οι οποίες συνεργάζονταν ενεργά με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα».

Κατά την άποψη του αρχιμανδρίτη Παΐσιου πάρα πολλές οικογένειες επανήλθαν στο Πατριαρχείο και αυτό οφείλεται σε μια μεγάλη επιτυχία του Χρυσοστόμου, ο οποίος αναδείχθηκε μεταξύ των Ορθοδόξων ως κυρίαρχη φυσιογνωμία, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη ματαίωση πολλών σχεδίων των Εξαρχικών και τηνεπιστροφή στην πατριαρχική παράταξη πολλών χωριών στα βόρεια της επαρχίας Δράμας.

Ο Χρυσόστομος δεν περιόριζε την εθνική εργασία μόνο στο Θείο Κήρυγμα, αλλά προέβαινε σε αποφασιστικές, αποτελεσματικές ενέργειες.

Παρότρυνε πολλές πατριαρχικές οικογένειεςτόσο στην Πετρούσα όσο και σε άλλα χωριά της επαρχίας του, είτε να ενοικιάσουν ακίνητα, ούτως ώστε να εγκλειστούν οι Εξαρχικοί μέσα σε στενό ελληνικό κλοιό του χωριού τους, είτε να αγοράσουν οικόπεδα και να κτίσουν ελληνικά σχολεία.

Αναμφισβήτητα ο Χρυσόστομος έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων με τη λειτουργία ελληνικών σχολείων και στην Πετρούσα, όπως έπραξε σε κάθε χωριό και κωμόπολη της επαρχίας του.

Σύμφωνα με έκθεση του διευθυντή του δημοτικού σχολείου, λειτουργούσε
 «υπό την προστασίατου τότε Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου.. .
ελληνικό 4/τάξιο δημοτικό σχολεία με 100 περίπου μαθητές,
ενώ παράλληλα λειτουργούσε και βουλγαρικό σχολείο».
Στην έκθεσή του ο διευθυντής του σχολείου αναφέρει ακόμη τα εξής:

«Όταν δε επισκεπτόταν το χωριό ο Μητροπολίτης για να τονώσει το Εθνικό φρόνημα των κατοίκων του χωριού, γινόταν σ' αυτόν μεγάλη υποδοχή, ψάλλοντας πάντα με ρίγη εθνικής συγκινήσεως
το «ως ευ παρέστης Δέσποτα, εν μέσω του λαού σου, το ποίμνιόν σου εύθυμον προϋπαντάσαι, Πάτερ...».

Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, και συγκεκριμένα κατά το σχολικό έτος 1910-1911, η Πετρούσα έχει:


α) Ορθοδόξων οικίες 112,
οικογένειες 134,
ψυχές 638.
Σχολή αρρένων πεντατάξιο και θηλέων τριτάξιο με νηπιαγωγείο,
στα οποία διδάσκονται
80 μαθητές από 2 διδασκάλους,
32 μαθήτριες από 2 διδασκάλισσες,
ιερέα δε 1.


β) Σχισματικές οικογένειες 247, ψυχές δε 1.304.

Γλώσσα δε που ομιλείται είναι η ελληνική και η βουλγαρική.

Τέλος, πολύ καρποφόρα και αποτελεσματική ήταν η εθνική εργασία του Υποπροξενείου της Ελλάδας στην Καβάλα.

Η Πετρούσα, όπως είναι γνωστό, ήταν από τα πρώτα χωριά που προσχώρησε στην Εξαρχία και έγινε μία από τις ισχυρότερες εστίες της βουλγαρικής προπαγάνδας.

Το Υποπροξενείο Καβάλας δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχο μπροστά σε έναν τέτοιο κίνδυνο. Κύριο μέλημά του, μεταξύ άλλων, ήταν η διατήρηση και λειτουργία στο χωριό ελληνικών σχολείων (αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο με νηπιαγωγείο μαζί), η όσο το δυνατό μεγαλύτερη αύξηση του πατριαρχικού πληθυσμού και η εμψύχωση του ηθικού των κατοίκων απέναντι στη βουλ γαρομακεδονική διείσδυση.

Σε εμπιστευτική έκθεσή του που υπέβαλε στον υπουργό Εξωτερικών Αλ. Σκουζέ, ο υποπρόξενος Καβάλας Νικόλαος Μαυρουδής, μεταξύ άλλων,αναφέρει και τα εξής:

 «Παρά το μονομερές εν τούτοις τούτο θαρραλέον κίνημα των Χριστιανών Πλεύνας, ο φόβος και η καταπτόησίς των μοι παρέχει υποψίας ότι, αφιέμενοι εις τας ιδίας δυνάμεις, θα εξακολουθήσουν εν ανοχή και καρτερία αδικαιολογήτω πάσχοντες και καταδιωκόμενοι υπό των Βουλγάρων.

Το Υποπροξενείον, αναγνωρίζον την ανάγκην τού να βοηθήση το χωρίον, διώρισεν εκεί κατά το έτος τούτο διευθυντήν των σχολείων υποσχόμενον να προετοιμάση την ελληνικήν κοινότητα εις τον γενικόν αγώνα δια το μέλλον, αλλά και να καταρτίση ταύτην εις στοιχειώδη άμυναν κατά του παρόντος κινδύνου.

Αλλά και άλλα μέτρα λαμβάνει το Υποπροξενείον δια το χωρίον τούτο, άτινα αποφεύγω να αναφέρω λεπτομερώς εν τη παρούση εκθέση».

Πηγή: Α.Υ.Ε., φάκ. 1885/ΑΒΕ,ΔΙ (έγγραφο 436/30.12.1885).

Αν τώρα επιχειρήσουμε εδώ μία πρώτη εκτίμηση και έναν πρώτο σχολιασμό των αριθμητικών στοιχείων του παραπάνω στατιστικού πίνακα 10 σχετικά με το "βουλγαρικό" ορθόδοξο και σχισματικό πληθυσμό του καζά Δράμας θα καταλήξουμε στις εξής γενικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα:

α) Από εσφαλμένη εκτίμηση της πηγής (1885,1886) παρουσιάζονται πολλοί κάτοικοι των χωριών ως Βούλγαροι ορθόδοξοι και ως Βούλγαροι σχισματικοί ή και τα δύο μαζί.

Η λανθασμένη αυτή εκτίμηση του συντάκτη του στατιστικού πίνακα ανατρέπεται από τα γεγονότα και κυρίως από τηνηρωική δράση πολλών νέων παιδιών των χωριών αυτών που έδειξαν ηρωική εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας και του βουλγαρικού κομιτάτου.

β) Με την επικράτηση της εθνοθρησκευτικής πόλωσης τόσο στο βορειοδυτικό τμήμα της επαρχίας Δράμας και Ζιχνών όσο και στη Μακεδονία γενικότερα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η εθνογραφική εικόνα παρέμενε αρκετά χρόνια περίπλοκη και συγκεχυμένη.

Ο εθνολογικός χάρτης παρουσίαζε μια πολυμορφία με ένα μικτό χριστιανικό πληθυσμό που απαρτιζόταν από Σλαβόφωνους, Ελληνόφωνους, Βλαχόφωνους και Αλβανόφωνους ορθοδόξους.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ακόμη πως

α) οι κάτοικοι των χωριών της στήλης «Βούλγαροι ορθόδοξοι» που παρουσιάζει ο παραπάνω στατιστικός πίνακαςήταν σλαβόφωνοι Έλληνεςκαι ότι η γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοι αυτοί κακώς κάκιστα απετέλεσε για μερικούς συγγραφείς και στατιστικολόγους κριτήριο για την εθνικότητά τους.

β) Οι κάτοικοι των χωριών της στήλης «Βούλγαροι εξαρχικοί» που δείχνει ο ίδιος στατιστικός πίνακας ήταν σλαβόφωνοι Έλληνες που είχαν προσχωρήσει στο βουλγαρικό σχίσμακάτω από την πίεση της βουλγαρικής Εξαρχίας και τον τρόμο του βουλγαρικού κομιτάτου.

Πολλοί πάντως από αυτούς ή εξ ολοκλήρου επανήλθαν στο Πατριαρχείο.

Ενδεικτικά αναφέρουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα της ανέκδοτης έκθεσης του υποπροξένου Καβάλας Α. Τσιμπουράκη που αναφέρει τα εξής:
«Εν τη επαρχία Δράμας ουδείς σχισματικός υπάρχει, επιστρεψάντων των τοιούτων επί των ημερών του νυν μητροπολίτη Δράμας κ. Γερμανού Μιχαηλίδου».

γ) Πολύ καρποφόρα, εξάλλου, και αποτελεσματική ήταν και η εθνική εργασία του μητροπολίτη Δράμας και Ζιχνών Χρυσοστόμου στην αντιμετώπιση της εξαρχικής διείσδυσης στα χωριά του βορειοδυτικού τμήματος της επαρχίας του.

Στην περίπου σύγχρονη με την προηγούμενη περιγραφή της πόλης και των γύρω χωριών που έγινε από τον υποπρόξενο της Ελλάδας στην Καβάλα Α. Τσιμπουράκη, αναλυτικά στοιχεία για τη σύνθεση του πληθυσμού της πόλης και των γύρω χωριών υπάρχουν στην περιγραφή τους από τον Ν. Σχινά το 1886 .

Η παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Τα σχολεία του Βώλακα Δράμας.

$
0
0
Βώλακας. Άρμεν Κούπτσιος
του Ευάγγελου Γ. Καρσανίδη 
Σχολικού Συμβούλου ε.τ.
Η εκπαίδευση στις επαρχίες Δράμας & Ζιχνών
κατά την Τουρκοκρατία
(σελ. 318-320)
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


Ο Βώλακας βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα του καζά Δράμας, στις βόρειες πλαγιές του Φαλακρού όρους
με σλαβόφωνο πληθυσμό
και απέχει 36 χμ. από τη Δράμα.


Αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα πεδία της βουλγαρικής διείσδυσης στη Μητρόπολη Δράμας. Ο πληθυσμός του χωριού ήταν μοιρασμένος μεταξύ των Πατριαρχικών και των Εξαρχικών.

Ονομάστηκε Βώλακας από τους κατοίκους του εξαιτίας του πράσινου τοπίου που είχε το χωριό καθ’ όσον βρίσκεται μέσα σε μια καταπράσινη κοιλάδα.

Κατά το έτος 1876 μνημονεύεται η ύπαρξη ενός γραμματοδιδασκαλείου (κοινού σχολείου) για τη λειτουργία του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο.

 Στα 1885 ο Βώλακας αριθμούσε 750 κατοίκους.
Από εσφαλμένη εκτίμηση της πηγής (1886) παρουσιάζονται όλοι οι κάτοικοι ως σχισματικοί.

Η αντίληψη αυτή του συντάκτη της στατιστικής ανατρέπεται και μόνο από το γεγονός ότι πολλοί κάτοικοι από το 1870 και εξής αγωνίσθηκαν για την υπεράσπιση του έργου της ελληνικής άμυνας κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας.

Στις αρχές του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα γύρω στα 1906, σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή που δημοσίευσε στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δ. Σάρρος,
 το χωριό είχε 970 κατοίκους, 
από τους οποίους οι 331 ήταν Έλληνες, 
οι 625 σχισματικοί Βούλγαροι και
 14 Τούρκοι.

Σημειωτέον ότι οι αριθμοί αυτοί συμφωνούν με εκείνους που αναφέρει στην εμπιστευ- τική έκθεσή του ο υποπρόξενος Καβάλας Νικ. Μαυρουδής σε ό,τι αφορά μόνο τους Έλληνες και τους σχισματικούς Βούλγαρους κατοίκους. 
Οι Τούρκοι κάτοικοι κατά τον υποπρόξενο υπολογίζονται στους 108.
 Ο Νικ. Μαυρουδής αναφέρει ακόμη ότι ο φυλετικός και εκκλησιαστικός αγώνας στο χωριό, από το 1896 μέχρι τότε στοίχισε 
«ουκ ολίγα θύματα εις τε τους ημετέρους και τους Βουλγάρους...». 

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από το 1897 καθιερώθηκε επίσημα το σχίσμα της αυτοκρατορικής κυβέρνησης, το οποίο καθόρισε και για το χωριό αυτό τα εξής: 

Πατριαρχικοί και εξαρχικοί να εκκλησιάζονται εκ περιτροπής στην εκκλησία και
 «να μοιράζωνται το σχολικόν οίκημα». 

Έτσι το ελληνικό και βουλγαρικό σχολείο που λειτουργούσαν κάτω από την ίδια στέγη μοιράσθηκε και δόθηκε το μισό στους Έλληνες και το άλλο μισό στους Βουλγάρους, επειδή η τοπική διοίκηση δε θέλησε να επιδικάσει το σχολικό κτίριο σε καμία από τις δύο Κοινότητες, η δε Μητρόπολη της Δράμας 
«ουχί αδίκως, έκρινεν εύλογον να μην αποκρούση την τοιαύτην διακανόνισιν».

 Στο ελληνικό σχολείο τη χρονιά αυτή φοιτούν 26 μαθητές, οι οποίοι διδάσκονται από 1 διδάσκαλο, ενώ η «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Εκκλησίας και Παιδείας» ενέκρινε χρηματικό ποσό για το διορισμό και 1 διδασκάλισσας για να αναλάβει την ανατροφή των νηπίων, τα οποία δεν φοιτούσαν ως τη χρονιά αυτή στο σχολείο.

Κατά την άποψη του υποπροξένου Νικ. Μαυρουδή, πολύ καρποφόρα και αποτελεσματική ήτανη εθνική εργασία του Χρυσοστόμου και στο Βώλακα, 

«χάρις εις την προσωπικήν αγαθήν επιρροήν του, χάρις ειδικώτερον εις την προσοχήν μεθ’ ης παρηκολούθει τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα, χάρις και εις τον ενθουσιασμόν ον ωφελίμως επί του προκειμένου γνωρίζει ο Άγιος Δράμας να μεταδίδη εις το ποίμνιόν του...».

 Η επίσκεψη του Χρυσοστόμου στο Βώλακα και η τετραήμερη διαμονή του εκεί συνετέλεσαν ώστε όλοι οι σχισματικοί κάτοικοι να επανέλθουν στην Ορθοδοξία και να αναγνωρίσουν τον Χρυσόστομο ως κανονικό τους αρχιερέα, παραδίδοντας μάλιστα σε αυτόν όλα τα βιβλία τους τα σλαβικά και τα βουλγαρικά για να τα εξαφανίσει. 

Έτσι, με την επάνοδο όλων των κατοίκων στο Πατριαρχείο, επανέρχονται στα χέρια των Πατριαρχικών και η εκκλησία και ολόκληρο το σχολείο.

 Από την έκθεση του γενικού επιθεωρητή των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δ. Σάρρου πληροφορούμαστε ακόμη ότι ο Μυτιληναίος διδάσκαλος Δημήτριος Φραντζής
«διδάσκει εκεί από τριετίας και θεωρείται κατάλληλος».

Στο σχολείο τοποθετήθηκε και η σύζυγός του Ευαγγελία, διδασκάλισσσα, η οποία δηλητηριάστηκε κατά το μήνα Φεβρουάριο.

Τέλος, πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους και συγκεκριμένα κατά το σχολικό έτος 1910-1911το χωριό είχε:

α) Ορθόδοξες οικίες 92, οικογένειες 113, ψυχές 556. Μικτό τετρατάξιο σχολείο με νηπιαγωγείο, στα οποία διδάσκονται 25 μαθητές και 30 μαθήτριες με νήπια μαζί από 1 διδάσκαλο και 1 διδασκάλισσα. 

β) Σχισματικές οικογένειες 70, ψυχές 353.


Γλώσσες που ομιλούνταν ήταν η ελληνική και η βουλγαρική.

Μακεδονικός Αγώνας, Makedonikos Agonas, Makedonischer Freiheitskampf.

$
0
0
Makedonischer Freiheitskämpfer 
Nationale Ansprüche
Konflikte und
Entwicklungen
 in Makedonien, 1870-1912.
(Εθνικές διεκδικήσεις, 
συγκρούσεις και εξελίξεις στη Μακεδονία, 1870-1912.)

Vasilis K. Gounaris
Professor in der Abteilung für
 Neuere und Neueste Geschichte,
 Folklore, und Sozialanthropologie
(die Photos sind Auswahl von Yauna) 


1.  Vom bulgarischen Exarchat bis zur bulgarischen Autonomie

Kraft des ersten Artikels des Firmans des Sultans vom 27. Februar (nach dem alten Kalender) 1870 wurde ohne Wissen des Patriarchats das bulgarische Exarchat gegründet. 

Das Firman des Sultans
fuer das bulgariches Exarchat
Von den 13 Kirchenprovinzen, die in seine Verantwortung übergingen, konnte man nur die Metropolis von Velesa rein formell als makedonisch bezeichnen. 
Doch gemäß  dem zehnten Artikel des Firmans konnten auch andere Metropoleis dem Exarchat beitreten, wenn dies mindestens zwei Drittel ihrer Gemeindemitglieder wünschten.

Dieser Firman gilt als die Geburtsurkunde der Makedonischen Frage, was jedoch nicht zutrifft. 

Die Voraussetzungen für die Entstehung feindlicher Parteien und die Nationalisierung dieser Gegensatze waren Produkt der politischen, sozialen und wirtschaftlichen Umschichtungen, die der Erlass Hatt-i Humayun (Februar 1856) mit sich gebracht hatte. 

Dieser Erlass hatte zu Veränderungen des Grundbesitzsystems zu Gunsten der Christen gefuhrt und die gifliks offiziell vererblich gemacht.

 Er hatte auch die Voraussetzungen für öffentliche Arbeiten und für eine Änderung des Steuerung des Kreditsystems geschaffen. 

Und schlieβlich war, im Rahmen der Abfassung von Rechtskodizes, vom Patriarchat die Abfassung allgemeiner Verordnungen für die Verwaltung der Orthodoxen unter Mitwirkung von Laien verlangt worden.
 Die Fertigstellung und die Anwendung der Verordnungen führte nacheinander schon in den Sechzigerjahren des 19. Jh. zum Aufstieg verschiedener Kräfte: 
modernisierender Kräfte, die sich der Gründung von Schulen widmeten, doch auch spaltender Kräfte, die sich nach der Einführung gewisser demokratischer Prinzipien in die Verwaltung der Volksgemeinschaften frei entfalten konnten.

 Oft waren die Vertreter der Modernisierung und der Spaltung dieselben Personen, indem sie die Bildung als geeignetes Werkzeug für die Erweiterung und Ausformung ihrer „Parteibereiche“ gebrauchten, die keine anderen waren als die griechische, die bulgarische und die rumanische Partei. In diesem Rahmen legte der zehnte Artikel des Firmans von 1870 die „Sperrhuerde“ fest, die auch formell die vollständige Machtuebergabe erlaubte: 2/3 der orthodoxen Einwohner.1

Da zu diesem Zeitpunkt die bulgarische Nationalbewegung in Entwicklung begriffen war, bedeutete die kirchliche Grenzziehung des Exarchats nicht bloβ eine formelle Kleinigkeit. 

Das Problem der „gemischten“ Provinzen, zu denen auch viele makedonische gehörten, stellte 1871 ein Hindernis für die Wiederannaeherung zwischen dem Patriarchat und den Bulgaren dar, wahrend eine eigenständige bulgarische Nationalversammlung ihre eigenen Allgemeinen Verordnungen ausarbeitete. Im darauf folgenden Jahr (1872) erreichte die Spannung innerhalb der Kirche ihren Hohepunkt, und die bulgarischen Allgemeinen Verordnungen traten auf türkische Anordnung in Kraft. 
Patriarch Anthimos der VI

Der Patriarch Anthimos VI. exkommunizierte die führenden bulgarischen kirchlichen Würdenträger und erklärte, von einem Teil der Laien unter Druck gesetzt, sowohl die Kleriker als auch die Laien, die auf ihrer Seite standen, zu Schismatikern.2 

Das Schisma und der Kirchenbann begünstigten das weitere Auseinanderdriften der beiden Parteien, der Anhänger des Patriarchats und des Exarchats, und vor allem seine geographische Ausweitung. 
Bäuerliche Gemeinden, in denen soziale oder wirtschaftliche Konkurrenzen nicht existent waren, fanden sich bald vor Dilemmata von hohem theoretischem Schwierigkeitsgrad wieder:

Die Ausübung ihrer religiösen Pflichten mittels der einen oder der anderen Kirche setzte ihre nationale Selbstdefinition voraus.

 Doch mit Hilfe welcher Kriterien sollten sie sich entscheiden?

Verein zur Verbreitung der griechischen Bildung
Sie von diesem Dilemma zu befreien, machten sich die griechischen Bildungseinrichtungen zum Ziel, die man bereits in Athen und Konstantinopel aufgebaut hatte:
 der „Verein zur Verbreitung der griechischen Bildung“, 
nunmehr unter dem Vorsitz des Nikolaos Mavrokordatos, der „Griechische Philologische Verein Konstantinopels“, in neuer Form seit 1871, und die „Makedonische Bruderschaft der Bildungsfreunde“, gegründet im selben Jahr von den Westmakedoniern der osmanischen Hauptstadt. 

Nach dem Schisma wurden die Aktivitäten dieser zentralen Träger verstärkt und durch die Gründung von Zweigvereinen in ganz Makedonien weiterverbreitet: 
1870 in Serres, 
1872 in Edessa, 
1873 in Thessaloniki, Megarovo, Prosotsani und Krusevo, 
1874 in Doxato und Sidirokastro, 
1875 in Stromnitsa, 
1878 in Kavala usw. In Serres wurde auβerdem 
1871 ein groβer Bildungskongress veranstaltet, und 
1872 trat auch die erste Lehrerbildungsanstalt in Funktion. Ab
1873 wurde das Gymnasium von Thessaloniki als gleichwertig mit denen des griechischen Staates anerkannt. 
1876 nahmen bereits die ersten griechischen Halbgymnasien in 
Kastoria, 
Veria, 
Kosani und 
Drama ihren Betrieb auf.

 Am Ende der Siebzigerjahre des 19. Jh. waren bereits 30 Kindergarten in Betrieb, mehr als 360 „Volksschulen“ der Gemeinden in jeder Form (200 wurden auch von Madchen besucht), 42 „griechische Schulen“ und sieben Halbgymnasien.3 

Wie zu erwarten, vervielfachte sich bald die Zahl der Studienanfanger aus Makedonien an der Universität Athen, wahrend dank der groβen Anzahl der Personen mit Lehrerbildungsabschluss der Unterricht durch altere Schuler überall begann seltener zu werden. 
Die Zahl der Druckereien stieg, und im Mai 1875 wurde von der Druckerei des Sofoklis Garbolas, der ein jüngerer Bruder von Miltiadis, dem Gründer der ersten griechischen Druckerei in der Stadt, war, die erste griechische Zeitung in Thessaloniki, der Ermisherausgegeben.

Trotz der quantitativ eindrucksvollen Resultate fehlte es dem Unternehmen „griechische Bildung“ nicht an Gegnern und Hindernissen.

 Die Fortschritte des Exarchats waren zu Anfang des Jahrzehnts bereits überall sichtbar, in den Gebieten von Ohrid und der Prespaseen, sogar in Monastiri/Bitola selbst (1873), in Nevrokopi (1870), in Edessa (1870), aber auch in Zentralmakedonien, wo das positive Resultat der bulgarischen Bewegung noch spurbarer war, die schon seit dem vorhergehenden Jahrzehnt in den Gebieten von Kilkis, Doirani und Gevgeli in Erscheinung getreten war. 1870 gab es dort dank der Aktivitaten des Metropoliten von Kilkis, Parthenios, verstreut bereits siebzig bulgarische Schulen. 

1873 tauchte zum ersten Mal wenn auch nur kurz der unierteBischof Nilos Isvorov auf, wahrend 1875 der unierte Bischof von Konstantinopel selbst, Rafael Popov, Jannitsa und Kilkis besuchte.4 
Um die gleiche Zeit traten im Gebiet von Kato Vermio (Xerolivado und Veria) rumänische Schulen in Erscheinung und wurde sogar ein Vordringen nach Naoussa versucht.5 

Trotz der Tatsache, dass die revolutionären Ereignisse, die folgten, die Makedonier nicht unberuehrt lieβen, waren diese frühen Erfolge doch ein sicheres Indiz der Unzufriedenheit über den höheren Klerus trotz der nationalen Unterschiede. 

Es ist auβerdem bezeichnend, dass die bulgarische nationale Ideologie, die sich noch nicht völlig vom serbischen Einfluss emanzipiert hatte, bereits vom ersten Auftreten eines makedonischen Separatismus erschüttert wurde, den die neu erstandene, in Athen, Belgrad oder verschiedenen russischen Städten ausgebildete Elite der Slawischsprachigen vorantrieb.6

Das wichtigste Hindernis für die Griechen bestand jedoch nicht in der vergleichsweise geringen Verbreitung des bulgarischen, rumänischen und serbischen Unterrichts, sondern in den diplomatischen Entwicklungen selbst. 
Im Sommer 1875 fand nahe bei Mostar in Herzegowina ein christlicher Aufstand statt. 
Es ging dabei um Forderungen wirtschaftlicher Natur. Trotz der nachgiebigen Haltung der Hohen Pforte gegenüber dem Druck, den OsterreichUngarn zu Gunsten von Reformen ausübte, weitete sich der Aufstand im Frühjahr 1876 auf Bulgarien aus und schuf so neben der kirchlichen auch eine politische bulgarische Frage.

 Im Mai jenes Jahres führten die Massakrierung des franzosischen und des deutschen Konsuls in Thessaloniki durch die aufgebrachte Menge der Moslems aus dem Anlass ihres Eingreifens in einem Fall der Konvertierung zum Islam7 sowie auch die blutige Vergeltung der Türken im bulgarischen Dorf Batak in den Rhodopen zu einer Verstärkung der europäischen diplomatischen Interventionen. 

Wenige Tage später (am 30. Mai) wurde der dem Westen gegenüber „nachgiebige“ Sultan Abdul Aziz ermordet, und im Juni folgte der Ausbruch des für Belgrad unglücklichen Serbisch-Türkischen Krieges.

Die griechische Politik war, was diese Entwicklungen betraf, auf dem Laufenden, konnte jedoch nicht wesentlich eingreifen. 
Im Sommer 1876 aktivierte der langjährige Unterstutzer der panorthodoxen Bewegungen Leonidas Voulgaris, von Griechen und Serben ermutigt, das Netzwerk der Bewaffneten in Thessalien und Makedonien. 

Doch eine aktivere Teilnahme Griechenlands am Krieg war nicht möglich, obwohl dies das griechisch-serbische Abkommen von 1867 forderte.

 Im Dezember 1876 bei der Konferenz von Konstantinopel entschieden die Vertreter der Machte in Abwesenheit der Türkenüber die Friedensbedingungen. 
Bezüglich der bulgarischen Frage wurde die Schaffung zweier selbstverwalteter vilayets, eines östlichen und eines westlichen, mit Tyrnavo und Sofia als Hauptstädte, beschlossen.

Teil des zweiten vilayets wurden dank des russischen Einsatzes und trotz der bis 1876 besonders schwachen Prasenz von Anhangern des Exarchats die Gebiete von Kastoria, Florina und Edessa. 

General Nikolay Ignatev
Vom Grafen Ignatiev wurde gar bei der Diskussion 
über die Zusammensetzung 
der Rate der Volksgemeinschaften 
die Sprache
 als Kriterium für die Bestimmung der Nationalität 
vorgeschlagen 
für die griechischen Interessen ein katastrophaler Vorschlag.

 Die Erklärung über das Zugeständnis einer Verfassung in den letzten Dezembertagen durch die JungTürken und Midhat Pascha daβ die Bedingungen der Konferenz wirkungslos werden.

 Doch ein für die Zukunft Makedoniens ernstes Präzedens war bereits entstanden, das in Gefahr war, die griechischen Pläne für eine Gebietserweiterung nicht bis zum Aimos, sondern sogar schon bis Monastiri/Bitola, zu durchkreuzen. 

Die diesbezüglichen Massenproteste, angestiftet von den griechischen Konsuln in Makedonien, waren nicht ausreichend, um das abzuwehren, was kommen sollte.8

Wenige Monate danach war die Gefahr wieder stark prasent.
Ab April 1877 begann das russische Heer seinen Vormarsch durch das Reichsgebiet. 

In Athen wurden die makedonischen Kreise, mit dem Rechtsanwalt Stefanos Dragoumis aus Vogatsiko als Vorkampfer, mit dem eindeutigen Ziel eines Aufstandes aktiv.
 Es sollten Landungen in Pierien, auf der Chalkidiki, aber auch in Ostmakedonien vorhergehen, mit dem Fernziel der Begegnung mit den in Bulgarien befindlichen russischen Truppen. 
Doch die Unschlüssigkeit Griechenlands, ob es sich ganz in den Krieg hineinziehen lassen sollte, verzögerte den Ausbruch der Bewegung unwiederbringlich, wahrend Makedonien zur gleichen Zeit (1877) von Rauberangriffen durch Albaner und andere Freischärler im groβen Maβstab heimgesucht wurde.
 Die Landung des Corps unter Hauptmann Kosmas Doumbiotis in Litochoro wurde im Februar 1878 durchgeführt wenige Tage vor Abschluss des Vorvertrags zwischen Russen und Türken in San Stefano, einem Vorort von Konstantinopel. 

Die Russen erzwangen die Schaffung Groβbulgariens, das ganz Makedonien mit Ausnahme von Thessaloniki, der Chalkidiki und der Provinzen Kosani und Servia umfassen sollte. Zum politischen Beauftragten für Makedonien wurde der ehemalige Konsul von Monastiri, Hitrovo, bestimmt. Das vierte Corps des russischen Heeres sollte seinen Sitz in Skopje haben.9
Griechische Revolution in Makedonien in 1878

Zu derselben Zeit wurde in Litochoro die „Vorlaufige Regierung Makedoniens“ mit Evangelos Korovangos als Präsidenten gebildet, wahrend sich der Aufstand dank der Aktivitäten des Metropoliten von Kitros, Nikolaos, des Hirtenanfuehrers (architselingas) von Vermio, Pavlos Batralexis, und der Partisanen vom Olymp in Pierien ausbreitete.
Für ein weiteres Mal degenerierte der Aufstand durch strategische Fehler schnell, und die bewaffneten Kräfte in Pierien zogen sich nach Griechenland zurück. 
Doch im Gebiet des Berges Vourino war auf der Basis des patriotischen Netzwerkes, das hier seit etwa 1865 bestand, bereits am 18. Februar die „Vorläufige Regierung der Provinz Elimeia in Makedonien“ gebildet worden.

 Ihr Präsident war Ioannis Govendaros aus Kosani, und Schriftführer war der Lehrer Anastasios Pichion aus Ohrid, Wegbereiter des „Bildungsvereins“ von Kastoria und Vertreter des „Vereins zur Verbreitung der griechischen Bildung“ in derselben Stadt. 

Zum Militaerverwalter wurde der Partisanenfuehrer Iosif Liatis bestimmt, der 500 Bewaffnete kommandierte. 
Wahrend der Frühjahrs und Sommermonate 1878 übernahm es diese Regierung, schwach unterstutzt durch Athen, klar zu machen, dass sich die griechischen Gebietsanspruche nicht auf Epirus und Thessalien beschrankten.

 Die Bemühung unterstutzten Tausende Bewaffnete vielleicht bis zu 15.000 aus allen Gebirgseinheiten der Gegend, sodass sich Ende des Sommers ein allgemeiner Partisanenkrieg von Kosani bis Monastiri ausgebreitet hatte.

 Der Winter beendete oder unterbrach eher die Operationen. Inzwischen hatte der Berliner Kongress Bulgarien in Form zweier autonomer Fuerstentuemer, wenn auch eine beschrankte, so doch eine staatliche Existenz verliehen.

 Die griechische Reaktion war schon beschrieben worden.
 Genauso jedoch nahm auch die bulgarische ab Herbst 1878 in den Gebieten von Kresna und Razlog die Form einer starken Bewegung an. 
Die Bewegung wurde unterdruckt, und das Gebiet von Pirin blieb türkisch, wie man in Berlin beschlossen hatte. Im darauf folgenden Jahr gelangten die Corps der bulgarischen Nationalgarde bis nach Morichovo und Korestia, wo sie wieder unterlagen. Griechenland war nun auch offiziell nicht mehr das einzige Land, das das makedonische Erbe für sich beanspruchte.10

2.         Nach Berlin

Der bulgarische Erfolg von 1878 und erst recht die schwere Hypothek der russischen Bedingungen von San Stefano lieβen Griechenland wenig Raum für dilettantische Experimente in Makedonien. 

Die bulgarischen Corps befanden sich nunmehr fast türkischauf makedonischem Boden vor allem in den östlichen und nördlichen kazas und erinnerten bei jeder Gelegenheit an diese Tatsache, indem sie Druck ausübten für die Einsetzung von dem Exarchat untergebenen Metropoliten. 
1879 übernahm Hitrovo das russische Konsulat in Thessaloniki.
 Im selben Jahr wurde der Bischof Neilos Izborov -eingesetzt seit 1876 mit Sitz in Kilkis wieder in Zentralmakedonien aktiv. 
Nach fünf Jahren gab es insgesamt 57 katholische Dörfer
wahrend die bulgarischen Schulen im vilayet von Thessaloniki bereits 64 waren, darunter auch ein Gymnasium in Thessaloniki.11

Bulgarische Banden traten besonders in Ostmakedonien immer ofter in Erscheinung.

Der Besuch Alexander von Battenbergs in Athen im Frühjahr 1883 konnte die Ängste der Griechen nicht zerstreuen.

Die Athener Zeitungen wurden geradezu bombardiert mit Briefen von Makedoniern, die versuchten, die Aufmerksamkeit nach Norden zu lenken. 
Zu den wichtigsten Briefschreibern gehörten Athanasios Papalouka Eftaxias, der Autor der Untersuchung Das Werk des Griechentums in Makedonien (1880) und Ioannis Kalostypis, der seine Arbeit Makedonien, eine wirtschaftswissenschaftliche, geographische, historische und ethnologische Untersuchung (1886) publizierte. 

Auf der anderen Seite inspirierte die probulgarische Haltung, die die Massaker von Batak provoziert hatten, weiterhin die allgemeine Meinung in Westeuropa, der es schwer fiel, den griechischen Rechten im slawischsprachigen Raum nachzuspuren.

 Faelle wie die probulgarischen Artikel der Zeitung Pall Mall Gazette und die darauf folgende Wiedergutmachungsmission des Majors Henry Trotter sowie die vergleichbare des belgischen Rechtswissenschaftlers Emile de Laveley, die in den makedonischen Städten eine Flut von Protesten ausloste, sind typisch für den Zeitraum 1884-85.12

Die bereits schwierigen Umstände verschlechterten sich sehr wegen der uberraschenden Annexion des autonomen Furstentums von Ostrumelien durch das bulgarische Furstentum von Sofia und die organisierte Tätigkeit bulgarischer Banden in Ostmakedonien im Herbst
 1885. 

Die Niederlage der Serben im kurzen darauf folgenden Krieg und die zwecklose Mobilmachung Griechenlands über mehrere Monate hin steigerten die Bedeutung der Annexion immens.

Makedonien war eindeutig das nächste Ziel Sofias, dem es weder an Mut noch an Know-how fehlte, um dieses Ziel auch zu erreichen. 
Die griechischen Quellen der Zeit sind voll von kleinen Geschichten und Episoden, die beschreiben, wie der Bulgarismus als starke politische Kraft in Makedonien alle Differenzen zwischen den Volksgemeinschaften sowie sozialen Differenzen ausnutzte und ihnen eine spezifische Farbe verlieh besonders in den städtischen Zentren. 

Sogar die Aktivität kleiner Zellen oder von Einzelpersonen konnten für die Formierung ethnopolitischer Gruppierungen wie Katalysatoren wirken. Die Eroffnung einer bulgarischen Schule gemeinsames Ziel der Anhänger des Exarchats und der Unitarier
 war der deutlichste Ausdruck der Differenzierung und zugleich ein Multiplikator des Aufruhrs, wenn wir die anfängliche Weigerung (1883) der Hohen Pforte, vom Exarchat eingesetzte Bischöfe auf ihrem Hoheitsgebiet zu akzeptieren, als gegeben voraussetzen. 

1888 waren in der ganzen europäischen Türkei (Makedonien und Thrakien) 
485 bulgarische Schulen mit 
686 Lehrern und 
23.600 Schülern in Betrieb. 

1893 anerkannte die Hohe Pforte ihren Betrieb offiziell und erklarte sie für in ihrer Funktion mit den griechischen gleichwertig. 
Parallel dazu gelangen Erfolge auch im kirchlichen Bereich.
 Indem Sofia das Auf und Ab der griechisch-türkischen Beziehungen zu seinen Gunsten ausnutzte, erreichte es 1890 die Einsetzung dem Exarchat unterstellter Bischofe in Ohrid und Skopje, 1894 in Velesa und Nevrokopi.13

Nach einer Schaetzung von 1891 waren im Gebiet von Kastoria
nur 13 slawischsprachige Dörfer von insgesamt 53 dem Exarchat beigetreten 
und im Gebiet von Monastiri/Bitola 24 von 100
1894 war die Zahl auf 26 bzw. 42 angestiegen.14

Und es waren nicht nur die Bulgaren.
 Die Rumänen betrieben mit dem Eifer ihrer neu errungenen Unabhängigkeit ihre eigene Propaganda vor allem im vilayet von Monastiri/Bitola, wo die aromunischen Gebiete in sich geschlossene demographische Inseln darstellten.

1887 soll die jährliche Subvention ihrer 29 Volksschulen und drei Gymnasien eine Hohe von 120.000 Franken pro Jahr erreicht haben.15
Die südliche Ausbreitung Serbiens bis nach Nis auf Gebieten, die ihm in Berlin abgetreten worden waren und die Vision der Befreiung „Altserbiens“ was gar von Osterreich unterstutzt wurde erhöhte die Zahl der Länder, die sichtbar Anspruch auf das Land erhoben, noch um eines, das bereit war, viel mehr in die Bildung der Makedonier zu investieren als die Rumanen. 
Diese Rolle übernahm ab 1886 die Gesellschaft zur Forderung der Bildung „Heiliger Sava“ unter der Aufsicht der zwei serbischen Konsulate, die 1887 in Skopje und 1888 in Monastiri/Bitola eröffnet worden waren. 

1887 wurde vom Budget Serbiens eine Summe von vier Millionen Franken zu Gunsten diverser nationaler Bedürfnisse in Makedonien zur Verfugung gestellt. 1891 forderte die serbische Regierung mit russischer Unterstützung vom Ökumenischen Patriarchat die Einsetzung serbischer Bischofe, die Gründung von Schulen und die Erlaubnis zum Gebrauch der slawischen Sprache in den Kirchen und Schulen der Gemeinden, die im Interessensbereich Belgrads lagen. 
Im Prinzip lehnte das Patriarchat ab. 

Durch den Lauf der Dinge wurde es jedoch 1892 zu einem Kompromiss bewogen, um den Preis der Aufgabe der griechischen Sprache  möglichst viele Gemeinden der nördlichen Bistümer auβerhalb des Exarchats zu halten. 1893-94 waren im Kosovo bereits 117 serbische Schulen mit 5.500 Schülern in Betrieb.16 

Wichtig für die Einschatzung der Probleme der Griechen und charakteristisch für die sich vollziehenden sozialen Prozesse ist, dass sogar in den Städten oder Dörfern, wo es keine das Exarchat unterstutzende, rumänische oder serbische Partei gab, zwischen den Liberalen und den Konservativen heftige politische Kampfe ausbrachen.17

Was konnte Griechenland Besseres tun? 
1880 verlangten von einer gemischten Kommission (von Griechen, Slawen und Albanern) unterschriebene Proklamationen von den europäischen Konsuln die Einsetzung einer vorläufigen Regierung und die Einführung des Autonomiestatus für Makedonien. 

Es handelte sich wahrscheinlich um noch einen fruchtlosen und vagen Plan des Leonidas Voulgaris. 
Doch die Zeit der Privatleute war voruber, und dies war kurz darauf klar zu erkennen durch die leichte Zerschlagung der Gruppe um Anastasios Pichion in Westmakedonien (1886-7) und die Festnahme ihrer Mitglieder. 
Die Annexion Thessaliens 1881 hatte für Makedonien die Distanz zu Athen vermindert und erleichterte seine Kontrolle. 
Auβerdem wurde die Zahl der griechischen Konsulate bald auf sechs erhoht, und deren Sitze befanden sich nicht nur in Thessaloniki und Monastiri, sondern auch in Kavala, Serres, Skopje und Elassona.
Nun wurde eine aktivere Beteiligung Athens am Bildungsprozess und seine Abstimmung mit den kirchlichen Tragern und speziell dem Patriarchat notig.
 Doch keines dieser beiden Ziele war leicht zu erreichen.
 Der „Verein zur Verbreitung der griechischen Bildung“ konnte trotz der wesentlichen Erhohung der staatlichen Forderung von 100.000 Drachmen im Jahr 1879 auf 250.000 im Jahr 1880 und 440.000 im Jahr 1883 die gestiegenen Anforderungen nicht abdecken. 

Im vilayet von Monastiri betrug 1883 die mittlere staatliche Subvention der 16 rumänischen Schulen mehr als 120  türkische Pfund pro Schule, die der 310 griechischen (aber auch die der 74 bulgarischen) gerade einmal ein Drittel dieses Betrags. 

Die Verzögerung der staatlichen Unterstutzung führte zur verspäteten Zahlung der fälligen Beatrage und erzwang oft die schmerzhafte Entscheidung zum eingeschränkten Betrieb von Bildungsanstalten, die vom „nationalen“ Standpunkt nicht als effizient beurteilt wurden. 
Das Fehlen an Geldmitteln verstärkte die Spannungen zwischen den Vereinen, Gemeinden und Konsuln. 

Die 1887 vom Auβenministerium eingesetzte „Kommission zur Unterstutzung der griechischen Kirche und Bildung“ übernahm es, die staatliche Unterstutzung in geordnete Bahnen zu lenken, doch die Umstände waren nach den gewaltigen Kosten der Mobilmachung 1885-86 sehr ungünstig. 
Jetzt wurde überall gespart, und im Jahr 1889 war der Protest der Lehrerschaft ein allgemeines Phänomen in Makedonien. 
Die neuen Kurzungen führten zur ungenuegenden Unterstutzung der kleinen Gemeinden, wo andere Mittel fehlten, aber die nationalen Bedürfnisse groeβer waren, und trieben sie so mit mathematischer Sicherheit auf die Seite des Exarchats. 
Diesen Teufelskreis konnten ein paar groβzϋgige Spenden von Privatleuten nicht stoppen.18 

Dennoch waren im Schuljahr 1894-95 in ganz Makedonien mehr als 900 Schulen mit 53.500 Schulen in Betrieb. 

Patriarch Ioakim der III
Zu derselben Zeit wurden auch die Beziehungen der kirchlichen Behörden zu den griechischen Konsulaten durch ernste Probleme beeinträchtigt, die sich unter anderem im Rücktritt des Patriarchen Ioakim III. im Jahr 1884 auβerten. 

Besonders  an den Zeitraum 1886-1894 ist die stärkere Präsenz von Metropoliten charakteristisch, die hin und hergerissen wurden zwischen dem Bedürfnis des Ökumenischen Patriarchats, einen schlimmeren Bruch mit dem Exarchat zu vermeiden das ja auβerdem nicht die einzige Front darstellte, an der die Kirche auf dem Balkan zu kämpfen hatte und den nationalen Erfordernissen, nach denen sich zu richten sie die griechischen Konsuln dringend und mitunter auf beleidigende Weise aufforderten.19

3. Von der Gründung 
der Inneren Makedonischen Revolutionären Organisation 
bis zum Ilinden-Aufstand


Am Nachmittag des 3. Novembers 1893 versammelten sich im Haus von Hristo Batanjiev in Thessaloniki Dame Gruev, Petar Poparsov, Andon Dimitrov, Hristo Tatarcev und Ivan Hadjinikolov. 
Die Gruender der VMRO-IMRO

Frucht dieses Treffens war die Gmndung einer revolutionären Geheimgesellschaft, die die politischen Entwicklungen auf dem Balkan  etwa ein halbes Jahrhundert beeinflussen sollte. 

Die Frage der Bezeichnung der Organisation beschäftigte ihre Mitglieder einige Zeit lang, bis schlieβlich beschlossen wurde, sie „Zentrale Makedonische Revolutionäre Organisation“ zu nennen, ihr zentrales Komitee dagegen „Zentrales Makedonisches Revolutionäres Komitee“. 

Die Organisation wurde dennoch in einem breiteren Kreis bekannt entweder als „Bulgarische Revolutionäre Komitees“ oder als „Geheime Revolutionäre Komitees“, seltener als „Innere Revolutionäre Komitees“ bezogen also auf das Innere Makedoniens.

Die Verschwörer stammten aus Dörfern und Städten Makedoniens, waren jedoch wegen ihrer Studien rechtzeitig in die bulgarische revolutionäre Ideologie und in den Sozialismus eingeweiht worden.
 Alle von ihnen wünschten die Befreiung Makedoniens aus dem türkischen Joch, doch ihre Pläne  sein zukünftiges Schicksal waren noch weniger klar. 

Anfang 1894 wurde das Treffen der Gründungsmitglieder in Dimitrovs Haus wiederholt, und dort wurde der genaue Zweck der Organisation festgelegt.
 Im Lauf der Diskussion sprach man Über die direkte Annexion Makedoniens durch Bulgarien, doch der Vorschlag wurde abgelehnt, da es sicher war, dass dies auf den Widerstand Europas sowie der direkt betroffenen Türkei stoβen wurde. 

Wie man aus den Quellen ersehen kann, gelangten sie also zu dem Ergebnis, die Autonomie Makedoniens anzustreben eine weniger gefährliche Parole und das bulgarische Element laufend zu verstärken in der Hoffnung entweder auf die langfristige Vereinigung mit Bulgarien oder wenigstens auf eine Teilnahme an einer Föderation von Balkanstaaten.

Die gewϋnschte Verstärkung des bulgarischen Elements konnte nur durch entsprechende Reformen gesichert werden, die die Hohe Pforte umsetzen mϋsste.20

Върховният комитет Verchoven Komitet 
Inzwischen war es 1894-95 in Sofia den bulgaromakedonischen Organisationen, bestehend aus Zehntausenden Migranten, die dort auf kurze Zeit oder auf Dauer arbeiteten, mit Hilfe der Regierung Stoilov und mit dem strategischen Ziel einer aggressiveren Politik  gegenüber der Türkei gelungen, zu ihrer Koordination ein „Oberkomitee“ (bulgarisch Verchoven Komitet) zu bilden. 

Der wirkliche Anführer des Komitees war General Ivan Chonchev, der Freund des Fürsten Ferdinand, und der scheinbare war Professor Stojan Michailovski. 

Die erste bewaffnete Operation der Verchovisten in Makedonien, die sogar die Besatzung Melenikos für wenige Stunden im Juli 1895 zum Ergebnis hatte, führte der junge Offizier Boris Sarafov aus Nevrokopi an.21


General IvanTsonchev Revolutionaraere Cheta 
 Es war erkennbar, dass die beiden Organisationen die gleiche Linie vertraten und eine Hervorkehrung ihrer ideologischen Abweichungen notwendig war. Doch dies war keine leichte Sache.

Die Standpunkte der „Inneren Organisation“ wurden im Sommer 1896 noch klarer herausgearbeitet, als Gorce Petrov und Goce Delchev zwei jüngere dynamische Führungskräfte mit der Ausarbeitung vollständigerer Statuten für die Organisation beauftragt wurden. 

In diesem neueren Text war der Einfluss der bulgarischen revolutionären Literatur und vor allem der Einfluss der Statuten der revolutionären Organisation, die in Bulgarien vor 1878 aktiv gewesen war, stark sichtbar.

Doch auch formell, abgesehen von den philologischen Einflüssen, hatte die Organisation weiterhin einen rein bulgarischen Charakter, denn die Artikel 2 und 3 sahen nur die Teilnahme des „bulgarischen Volkes“ Makedoniens und Adrianopels (d. h. Thrakiens) am Kampf vor. 

Die revolutionären Komitees waren aufgerufen, das bulgarische Bewusstsein in der Bevölkerung wachzurufen, die revolutionären Ideen zu verbreiten und den Aufstand vorzubereiten, der allerdings als weit entfernte Perspektive gehandelt wurde. 
Priester der orthodoxen bulgarischen Exarchat
und  Rebellen der VMRO
( Innere Mazedonische Revolutionäre Organisation)

Eine passende Gelegenheit wurde nötig sein. In weiter Ferne lag auch noch die endgültige Klarstellung der Position der Slawomakedonen  gegenüber der bulgarischen Ideologie.22

Vergleichbar mit den bulgarischen waren auch die griechischen nationalen und revolutionären Tendenzen.


 In Athen wurde im Frühjahr 1894 von niederen Offizieren die „Nationale Gesellschaft“ (Ethniki Etaria) gegrUndet. 
Pavlos Melas

Darunter waren einige spätere Kampfer des Makedonischen Freiheitskampfes wie Pavlos Melas, aber auch der junge Ioannis Metaxas. 

Ziel der Gesellschaft, die innerhalb von zwei Jahren eine eindrucksvolle Entwicklung durchmachte, war die „Wiederbelebung des nationalen Gefühles“. 
In ihren Reihen fanden sich nunmehr auβer Politikern bedeutende Bürger, von denen viele durch ihre Sensibilität in makedonischen Fragen auffielen. Im Sommer 1896 war die „Gesellschaft“ in der Lage, in Thessalien sechs bewaffnete Corps zu organisieren, die eine Bewegung nicht 
zum Aufstand gegen die Türken, sondern zum „Protest gegen die bulgarischen Anspruche“ ins Leben rufen sollten. 

Der Bedeutendste unter den makedonischen und anderen Partisanenfuehrern, die Veteranen von 1878 waren und für diese Gelegenheit einberufen wurden, war Athanasios Broufas, ein Maurer aus Krimini in der Nahe von Kosani. Im Gegensatz zu den fünf anderen Corps, die über die Küste von Pierien nicht hinauskamen, gelang des Broufas’ Corps, in Makedonien einzudringen und bis zur Hochebene von Morichovo auβerhalb von Monastiri/Bitola zu gelangen.
Athanasios Broufas

 Dort fiel Broufas nach einer Reihe von Zusammenstössen, und einige seiner Männer landeten in türkischen Gefängnissen.

 Die Operationen der „Gesellschaft“ wurden auch im darauf folgenden Frühjahr wiederholt, fast gleichzeitig mit dem Beginn der Kampfhandlungen im griechisch-türkischen Krieg. 

Doch es gelang wieder weder dem groβen Corps von Kapsopoulos und Mylonas (2.000 Mann) aus Thessalien noch einem weiteren von 400 Mann, das in Kavala landete, um die neue und für den Ausgang der Operationen verhängnisvolle Eisenbahnlinie Thessaloniki-Konstantinopel zu sprengen, das Eindringen.23

Der neuerliche Misserfolg der griechischen Partisanen und die Niederlage des Heeres auf dem Schlachtfeld gab den bulgarischen Komitees die Gelegenheit, auf die sie gewartet hatten.
 Die Beitritte zum Exarchat wurden in der so genannten „Mittelzone“ (nördlich von Monastiri/Bitola, Stromnitsa und Meleniko), die nunmehr de facto den nördlichsten von Griechenland beanspruchten Punkt darstellte, immer häufiger. 

Die Ankunft eines dem Exarchat unterstellten Metropoliten in Monastiri im Dezember 1897 war ein typisches Zeichen für die türkischen Absichten, wahrend die Gerüchte, dass bald Amtseinsetzungen in Kastoria und Florina folgen sollten, immer starker wurden. 

Die „Komitees“ nutzten die günstige Gelegenheit und begannen eine systematische und ausgedehnte Kampagne in Form von Morden an einigen Dutzenden wichtigen Führungskräften der griechischen Partei, den Fanatischsten, bekannt als „Grakomanen“.24 

Die Bilanz war für den Zeitraum 1898-1900 sehr positiv.
 Die Präsenz fähiger Führungskräfte wie Pavle Christov und Poptraikov trug zum Aufbau bewaffneter Zellen im weiteren Gebiet von Kastoria bei. 
Die Bewaffnung der dem Exarchat beigetretenen Dörfer wurde verstärkt mit groβteils mit Hilfe eines sorgfaltig organisierten Netzwerks in Athen gekauften Waffen.

 Die gleichzeitigen Morde an einigen Steuereintreibern und -pächtern verliehen dem „Komitee“ den notwendigen Deckmantel des Tyrannenmörders. 
Sicher ist, dass es einen noch schnelleren Fortschritt erlebt hatte, wenn es nicht zerrissen gewesen ware von inneren Streitigkeiten, die die Vorbehalte der lokalen Partisanenfuehrer provozierten. 


Kotas Hristu 
Diese Meinungsverschiedenheiten wurden sichtbar vor allem in der Weigerung des Kota Hristu aus Rulia, unter dem Neuankömmling aus Bulgarien, Markov (1900), gegen seine dem Patriarchen Untergebenen Landsleute zu kämpfen, und seinem allmählichen Ruckzug aus der Inneren Organisation.

 Ein Teil des Problems war ideologischer Natur. Daher führte die Ausbreitung und Weiterentwicklung der Organisation als revolutionärer Mechanismus in ganz Makedonien bald zu einer weiteren Revision ihrer Statuten. 
Die Organisation versuchte formell zumindest -, im Namen der Autonomie alle Unterdruckten der europäischen Türkei zu vereinigen und nicht nur die Bulgaren, worum sie sich anfangs bemüht hatte. Mitglied konnte nunmehr „jeder Makedonier und Adrianopolit [d. h. Thrakier]“ werden, der alle in den Statuten festgelegten Anforderungen erfüllte. Ihr Zweck war die volle politische Autonomie Makedoniens und Thrakiens, doch am Kampf um seine Verwirklichung sollten „alle Unzufriedenen“ und nicht nur das bulgarische Element Makedoniens und Thrakiens teilnehmen. 
im ersten Halbjahr 1902 wurden die neuen Statuten und die Verfassung der „Geheimen Makedonoadrianopolitischen Revolutionären Organisation“ bekannt nunmehr als IMRO -, von Delcev und Petrov ausgearbeitet.25

Inzwischen hatte die Entführung der Missionarin Ellen Stone durch die Tscheta des Sozialisten Sandanski im Jahr 1901 die Organisation fast auf der ganzen Welt bekannt gemacht.26

Die „Öffnung“ der IMRO für alle Bevölkerungsgruppen war selbstverständlich ein taktisches Manöver.

 Der Weg für den endgültigen Aufstand war bereitet, die bewaffneten Gruppen wurden neu geordnet, der Mechanismus wurde dezentralisiert, um die Aktivität zu erleichtern. Bereits vor dem Frühjahr 1902 wurden die Zusammenstösse der Gruppen mit dem türkischen Heer ausgeweitet.

 Im Sommer desselben Jahres kam Oberst Jankov, einer der Hauptanfuehrer der Verchovisten, mit einem bewaffneten Corps in seiner Heimat Zagoritsani (Vasiliada bei Kastoria) an, um so bald wie  möglich einen Aufstand anzuzetteln, den sowohl Bulgarien als auch Russland unterstutzen wurden

Die lokalen Partisanenfuehrer Chakalarov, Kljasev, Mitros Vlachos u. a. lehnten die Idee ab, indem sie auf die mangelnde Vorbereitung des Gebietes und die fehlenden Waffen hinwiesen.
 Auβerdem hatte im Juli ein starkes Erdbeben vor allem in Zentralmakedonien schwere Schaden angerichtet.
 Doch die Verchovisten lieβen sich nicht umstimmen. 
Im Herbst 1902 leitete Jankov ohne die Hilfe der einheimischen Partisanenfuehrer Operationen in die Wege, wahrend General Chonchev im Gebiet von Dschumaja und Razlog ein groβes Corps anführte. 
Obwohl einige Dörfer, ob sie wollten oder nicht, in die Bewegung verwickelt wurden, endete sie unglucklich, und das Eingreifen ungeordneter Baschibosuken hatte katastrophale Folgen.

Doch der Nutzen für Bulgarien war diplomatischer Natur. 
Die Komitees in die Schranken zu weisen, was die Machte so dringend verlangten, war ohne die Anwendung von Reformen, zu denen sowohl die bulgarische Regierung als auch die IMRO drängten, nicht  möglich.
 Ende November 1902 stimmte die Hohe Pforte zur Wiederherstellung der Normalität der Einsetzung von Huseyin Hilmi Pascha als Zentralverwalter ihrer europäischen Besitzungen zu. 
Im darauf folgenden Monat schlugen die Auβenminister Russlands und Osterreich-Ungarns, Lamsdorf und Goluchowski, nach ihrem Treffen in Wien Reformen für die osmanische Gendarmerie und die Feldwaechter, die Neubestimmung des Zehents, die korrekte Verwaltung der Einkünfte und eine Amnestie für die politischen Haftlinge vor.27 

Das „Wiener Programm“ wurde angenommen, war aber nicht in der Praxis anwendbar. In ganz Makedonien gab es im Frühjahr 1903 zirka 2.700 bewaffnete Anhänger der „Komitees“ (oder auf Türkisch „Komitatschis“), verteilt auf mindestens 90 Banden.

Die befreiten politischen Häftlinge waren sofort in ihre Kampfstellungen zurückgekehrt. 

Der letzte Kongress der IMRO vor der Bewegung von Ilinden fand im April 1903 in Smilevo statt. 
Dabei wurde die Entscheidung des Kongresses im Januar 1903 zu einem Aufstand bestätigt eine Entscheidung, die dem Protokoll zufolge eine Folge sowohl des Zustands im Gebiet von Makedonien als auch der schwierigen Lage war, in die die Organisation nach der Festnahme von Anführern im Jahr 1901 geraten war. 

Die Bestätigung dieser Entscheidung erzwangen im Grunde der Präsident des Zentralen Komitees der IMRO, Ivan Garvanov, und seine Leute, die Zeugnissen der Protagonisten zufolge es unternahmen, mit Drohbriefen die Zustimmung der Kongressteilnehmer zu erpressen, und dies trotz des starken Widerspruchs von Seiten Petrovs mit dem Argument der mangelnden Vorbereitung der Bevolkerung.28

In den darauf folgenden Monaten lieβen die Aktivitäten der IMRO ihre wahren Plane klarer werden. 
Die Bombenattentate auf verschiedene Ziele zeigten, dass etwas Ernstes bevorstand.

Die Welle der Bombenanschlage auf Ziele, die mit europäischen Interessen in Zusammenhang standen, 
Ende April mitten in der Stadt Thessaloniki, lieβen die Vermutungen zur Gewissheit werden, obwohl die tatsachlichen Täter eine Gruppe junger Anarchisten waren, die locker mit der IMRO in Beziehung stand.29 

Die am besten belegten Informationen über diese tragische Periode stammen aus der diplomatischen Korrespondenz der Zeit.
 So schrieb der französische Vizekonsul in Monastiri/Bitola folgende charakteristische Worte: 
„Die Komitees stiften sie [die Bauern] auf jede Weise zum Aufstand an und setzen eifrig ihre Intrigen fort, die auf fruchtbaren Boden fallen. Aus den oben genannten Tatsachen geht hervor, dass sie die Verräter ohne Mitleid ermorden sowie auch diejenigen, die sich weigern,Geld zu geben.“ 

Viel mehr ins Detail ging derbritische Konsul in Skopje, Fontana, der schrieb, die bulgarische Volksgemeinschaft der Stadt Stip arbeite bereitwillig

 „für einen allgemeinen Aufstand der Bulgaren und [seien] bereit, sich abschlachten zu lassen, wenn sie nur ihr Ziel erreichen, nämlich ,Makedonien den Makedoniern’, was zweifellos bedeutet ,Makedonien den Bulgaren’...“.
 Und er fügte hinzu:
„In vielen Gebieten haben die Bauern das ist wahr kaum ehrgeizige Plaene, und nur halbherzig wünschen sie den Aufstand. Sie spielen Heldenlieder und patriotische Melodien auf der bulgarischen Sackpfeife, nehmen Waffen an, lassen ihre Gastfreundschaft auch umherziehenden Banden angedeihen und tragen zu den Geldmitteln des Komitees mit mehr oder weniger stoischer, um nicht zu sagen heroischer Geduld bei. Doch es ist zweifelhaft, inwiefern die Vorstellung, die sie Überhaupt vom Patriotismus oder der Nationalität haben, Über den Hass auf den Türken hinausgeht, den man in ihnen genahrt hat, und ihre Antipathie für das Zahlen der Steuern an ihn. 
Doch in den Städten ist das Gefühl, das unter den bulgarischen Ortsvorstehern, den Lehrern und der Mehrzahl der bulgarischen Bürger vorherrscht, viel tiefer, und die Ausbildung der Schüler in den bulgarischen Gymnasien ist nur ein Echo dieses Gefühls“.30

Unter diesen Umstanden hatten logischerweise auch die optimistischsten Anführer der IMRO nicht mit dem Erfolg einer allgemeinen revolutionären Erhebung rechnen können, speziell auf dem Land. 
Doch ihr bereits eingeschlagener Weg in Richtung eines allgemeinen Infernos lasst sich durch ihre konkreten diplomatischen Bestrebungen erklären: Europa musste unmittelbar eingreifen. 
Die Ereignisse, die folgten, rechtfertigten nur zum Teil die Entscheidungen der bulgarischen Revolutionäre. 

Die Julibewegung, besser bekannt als Ilinden-Aufstand, weil sie sich am Namenstag des Propheten Elias auβerte, wurde wie eigentlich zu erwarten trotz der aus Bulgarien gesandten Hilfe sehr schnell und unter schwersten Verlusten erstickt. 

Obwohl die türkischen Gutshauser (konak) in einigen gifliks in Brand gesteckt wurden, war die militärische Niederlage vollständig, und die kurzfristigen diplomatischen Erfolge waren nicht die erwarteten. 
Im September 1903 wurde im Jagdschloss Kaiser Franz Josefs in Muerzsteg in der Steiermark am Rande des Treffens der Kaiser von Russland und Osterreich-Ungarn ein neuer Reformplan vorbereitet, der schlieβlich sowohl von der Hohen Pforte als auch von den anderen Machten akzeptiert wurde. 
Der Plan zielte auf die Anwendung dessen ab, worauf man sich in Wien geeinigt hatte, auβerdem auf die Wiedergutmachung der Schaden und die Wiederherstellung des Friedens, bevor das gebeutelte Makedonien in eine neue Runde aufständischer Bewegungen gerate. 

Konkret sah es die Einsetzung zweier politischer Agenten (eines Russen und eines Osterreichers) als Berater an der Seite Hilmis vor, die Neuordnung der Gendarmerie durch europäische Offiziere, die Neugestaltung der Verwaltungskreise, sodass in ihnen eine  möglichst ethnologisch homogene Bevolkerung leben sollte, die Neuordnung der Verwaltungs und Justizinstitutionen zu Gunsten der Christen, die Einsetzung von Untersuchungskommissionen für die politischen Verbrechen, die wirtschaftliche Unterstützung der heimgesuchten Bevölkerung, die Auflosung der ungeordneten Militarcorps und die Anwendung der neuen in Wien beschlossenen Methoden der Steuereintreibung.

 Die Autonomie war nicht erreicht worden, doch die Zerstörung der Kleinstädte Krusovo und Klisura und Dutzender Dörfer mit nicht einmal eindeutiger Teilnahme an der Bewegung, die Verwüstungen, die Versklavungen und die obdachlosen Flüchtlinge sorgten schlieβlich dafür, dass die Propaganda der IMRO und Bulgariens zur Makedonischen Frage in Europa bekannt wurde. Dies war eine sehr bedeutende Hypothek für die nächsten Jahre.31

4. Der Makedonische Freiheitskampf

Zu derselben Zeit, als die Machte an einer Friedenslosung für Makedonien arbeiteten, begann die griechische Regierung die  Möglichkeit eines aktiven Eingreifens ernsthaft zu erwagen.32

Es handelte sich um keine 0berraschung. Schon seit Anfang des Jahrhunderts hatte man begonnen, die Ausbildung der Makedonier groβzϋgiger zu unterstutzen, aber auch sich mit dem Gedanken getragen, nur Gewalt könne der Gewalt begegnen. 

Die griechischen Bildungsanstalten erreichten nunmehr die Zahl 1.000, mit ca. 70.000 Schulern.33 

Im Bereich der Kirche waren ebenfalls ernstzunehmende Veranderungen zu verzeichnen gewesen. Der wichtigste Schritt war die Einladung an den ehemaligen Ökumenischen Patriarchen Ioakim III, mit Unterstützung der griechischen Regierung den Thron wieder zu besteigen (März 1901).34 


Zu derselben Zeit wurden an wichtigen Punkten neue Metropoliten eingesetzt:
Foropoulos, Chrysostomos und Germanos Karavangelis
Ioakim Foropoulos in Monastiri/Bitola, Chrysostomos Kalafatis in Drama, 
Germanos Karavangelis in Kastoria, u. a. 


Ion Dragoumis
Alle von ihnen setzten sich nun offen für die griechische Sache ein, und aggressiver als alle anderen Germanos in Kastoria, der sich sofort auf eine Spaltung des Netzes des bulgarischen „Komitees“ und den Aufbau bewaffneter Gruppierungen hin orientierte, indem er Kota Hristu und andere unzufriedene Führungskräfte der IMRO auf seine Seite zog.35 

Zu Hilfe bei seinem Werk kam ihm im November 1902 der Diplomat Ion Dragoumis, Sohn des Stefanos, der um seine Anstellung als Sekretär beim Konsulat in Monastiri bat und sie auch erhielt. Von dieser Stadt aus, deren Kommunikationsnetz ganz Makedonien erfasste, begann der Aufbau von Zellen, d. h. griechischer nationaler Komitees, auch als Amyna („Verteidigung“) bekannt. 

Ihre Führung unternahmen die wagemutigsten und am meisten griechisch gebildeten Personlichkeiten der Stadt und der Marktstaedte, die sahen, dass die aggressive Politik des „Komitees“ den ganzen sozialen und wirtschaftlichen 0berbau gefahrdete.

 Durch die Aktivität der alten Anführer der „Nationalen Gesellschaft“, die als Offiziere in Thessalien dienten, begannen Waffen in Makedonien einzulangen. Dragoumis schrieb Überallhin feurige Briefe, in denen er gar seinen Schwiegersohn Pavlos Melas bat, unter der Führung von General Timoleon Vassos einen Militaerputsch zur Rettung Makedoniens vorzubereiten.36 

Die Konsulate wurden instruiert, die Verteidigung zu verstärken. Ja, unter dem von Karavangelis ausgeübten Druck sandte der Kreis um Dragoumis das erste bewaffnete Corps, bestehend aus elf Kretern (Mai 1903). 
Das Corps stieβ bereits am ersten Tag des Ilinden-Aufstandes mit den Bulgaren zusammen, und mit vielen Schwierigkeiten verhalf man ihm zur Flucht nach Griechenland.37
Am 15. August 1903 wurde zum Anlass der tragischen Ereignisse in Makedonien und auf Veranlassung der makedonischen Vereine in Athen eine Kundgebung veranstaltet.

 Es folgte eine Resolution über die Absendung zweier Untersuchungsmissionen, bestehend einerseits aus vier Offizieren (Kondoulis, Kolokotronis, Papoulas, Melas), andererseits in Gestalt des Dolmetschers der Botschaft in Konstantinopel, Georgios Tsorbatzoglou.

Die Missionen waren erst im Sommer 1904 abgeschlossen, aber ihrer Berichte gelangten nicht zu demselben Ergebnis. 
Sogar zwischen den Offizieren gingen die Ansichten auseinander. 

Die Verhaftung Kotas nach einem Verrat durch Germanos Karavangelis verstärkte die Beschaftigung mit der Problematik, ob denn Überhaupt die  Möglichkeit bestand, die bulgarische organisatorische Überlegenheit zu Fall zu bringen.38

 Doch in der Tat war bereits seit dem Frühjahr das Umgekehrte in die Wege geleitet worden. 
Damals wurden Dimitrios Kallergis in Monastiri und Lambros Koromilas in Thessaloniki als Konsuln eingesetzt, wahrend parallel dazu eine Gruppe von Offizieren an das Auβenministerium versetzt wurde, um in Konsulaten und Vizekonsulaten ihren Dienst als „Sondersekretare“ anzutreten.

 Ende Mai gründeten ehemalige Mitglieder der „Nationalen Gesellschaft“ das „Makedonische Komitee“ unter dem Vorsitz von Dimitrios Kalapothakis, dem EigentUmer der im Aufstieg begriffenen Zeitung Embros („Vorwarts“) und ehemaligen Leiter von Trikoupis’ politischem Büro. 

Aus dem Gruendungstext der Statuten geht hervor, dass das Komitee sehr weit gefasste Zuständigkeiten angenommen hatte, die auch die Bereiche der Rekrutierung und des Aufbaus von Corps umfassten. 

Obwohl die griechische Regierung seine Ausgaben deckte und die Hälfte der Mitglieder des Vorstands bestimmte, war es klar, dass die parallele Aktivität von Privatpersonen und dem Staat die Gefahr von Komplikationen in sich barg. In den darauf folgenden Jahren verliefen die Koordination der Operationen und die Aufteilung von Mann und Material alles andere als reibungslos.39
Thymios Kaoudis

Ende Juli 1904 war die Absendung neuer Corps beschlossene Sache.
 Mitte August gelang dem Corps unter Thymios Kaoudis und etwas später dem unter Pavlos Melas das Eindringen.

 Die diplomatischen Dienste verfolgten ihren Marsch und ihre Aktivität aus der Ferne mittels der verfügbaren Informanten, wobei sie zweifellos angesichts der ersten griechischen Erfolge Befriedigung empfanden, doch sie konzentrierten sich mehr auf den Schein als auf das eigentliche Wesen des bewaffneten Zusammenstoβes, das mehr in dem schlimmen seelischen Kampf lag, der sich in den Herzen der Bauern abspielte. 

Der Tod des Pavlos Melas im Oktober 1904 hat den Verlauf des Makedonischen Freiheitskampfes in vieler Hinsicht entscheidend gepragt.

 Als liebenswürdige und positiv gesinnte Persönlichkeit, Ideologe und leicht zu rühren, wenn auch bereit, die Formen der Klephtentradition anzunehmen,40 war er im Grunde nicht im Stande, die harten Regeln anzuwenden und die körperlichen Strapazen des unorthodoxen Krieges zu ertragen und stieg so zum tragischen Helden auf.41 

Sein Verlust war vor allem ein Triumph des romantischen Nationalismus, der durch das Opfer für das Vaterland besiegelt wurde ein Schicksal, das Melas, wie aus seinen Schriften hervorgeht, systematisch gesucht hatte. 

Wenige Tage nach Melas’ Tod durchquerte das Corps unter Georgios Katechakis (Rouvas) das Grenzgebiet, und Mitte November folgte Georgios Tsondos, der sich bald zur bedeutendsten Persönlichkeit im Stab des Freiheitskampfes entwickelte.42
Georgios Tsondos

 Diese zwei Gruppen zusammen mit Kaoudis’ Maennen versetzen der bulgarischen Seite die ersten Schlage, womit sie zum ersten Mal das griechische Prestige in den Augen der lokalen Bevölkerung wiederherstellten.

Der Winter lieβ die Kriegstätigkeit zum Stillstand kommen. 
Masarakis-Ainian 

Die Vorbereitungen für den Frühjahrs-Gegenangriff (1905) begannen mit der Reise des Sondersekretars und Leutnants Masarakis-Ainian nach Athen. 

Masarakis Übermittelte die Ansichten Koromilas’ und bemühte sich, die Losung der einheitlichen Leitung des Kampfes durch das Generalkonsulat Thessaloniki voranzutreiben, indem er auf die Schwachen des Komitees hinwies.

 Doch letzteres verfugte bereits um genug politische Deckung und das notwendige Prestige, um jede Bemühung, seine Aktivität in Schranken zu weisen, wirkungslos zu machen. 

Trotz der sehr gestärkten Moral war der griechische Gegenangriff eine viel komplexere und komplizierter Angelegenheit. 
Mazarakis Makedonische Freiheitskämpfer 

Schwieriger noch als der Partisanenkampf der Berge war die Organisation der Infrastruktur, die Planung durch den Stab und die ständige Umsetzung, wenn man die Verstreuung und die gegenseitige ueberschneidung der Entscheidungszentren von der Redaktion der Zeitung Embros und dem Auβenministerium in Athen bis zu den Gipfeln des Vitsi, den Dörfern des Voio und den nationalen Komitees der Kleinstädte mit all ihren Besonderheiten als gegeben voraussetzt. Als dominante Gestalt trat auf dieser Ebene Koromilas in Erscheinung, der Absender hunderter dynamischer und leidenschaftlicher Briefe an das Auβenministerium.

 Zeugen beweisen, dass Koromilas sich seiner Überlegenen Fähigkeiten bewusst war und einen exzentrischen Charakter besaβ, der manchmal seine Zusammenarbeit unterminierte, doch es steht auβer Zweifel, dass der Generalkonsul eine condicio sine qua non des Freiheitskampfes darstellte.

Tatsachlich geht aus seinen Schriften klar hervor, dass sich Koromilas mit seinem personlichen Ansehen erfolgreich bemühte, die griechische Regierung zu einer aktiveren Teilnahme zu verleiten als 1903-1904. Kaum dass er ab Januar 1905 eine Genehmigung der notwendigen Ausgaben erreicht hatte, träumte er von einer Ausweitung der Operationen auf Zentral und Ostmakedonien bis Meleniko und Stromnitsa.

 Auβerdem hatte er begonnen, Waffenschmuggel und die Bewaffnung des Landesinneren durch das Konsulat zu organisieren, wobei er mit seinem rhetorischen Pathos vielleicht einige Male die Regierung selbst beeinflussen konnte.

 Sein immer wiederkehrender Refrain bestand in dem Ruf nach tausenden Waffen und Munition. Als Mitarbeiter hatte er die „Sondersekretäre“, die als Sektionsleiter mittels vertrauenswürdiger Agenten die Entwicklungen mitverfolgten, Personen und Dinge besuchten, kannten und fotografierten, Berichte für das Makedonische Komitee verfassten und im Gebäude des Generalkonsulats tägliche Audienzen abhielten, auf Schritt und Tritt beobachtet von den osmanischen Behörden.

Zu derselben Zeit machte man sich auch in Monastiri vor allem Gedanken Über die Zukunft der Operationen. In Ermangelung höherer Befehle wünschten die Diplomaten die Prasentation eines Planes, die vernUnftige Verteilung der Corps, die Aufteilung der Fuehrungspflichten im Vorhinein, wobei sie für die Rolle des Koordinators einen ins Konsulat versetzten Offizier vorsahen -, genauso, wie Koromilas für das vilayet von Thessaloniki vorgeschlagen hatte.

Die Entwicklungen zeigten, wie sehr sie Recht hatten. Aber die „einheitliche Handlungsweise“, die „sorgfaltige Bereitung des Bodens“ und die „vollständige Organisation“, die Koromilas und seine Kollegen verlangten, blieben ein nicht verwirklichter Traum.43

Trotz der Bedenken fanden sich im Frühjahr 1905 in Makedonien mindestens 565 Mann ein, in groβen Corps organisiert unter der Führung vor allem von Offizieren des griechischen Heeres und der Verwaltungsaufsicht des Komitees.

 In derselben Zeit wurden in Zentralmakedonien zirka 122 Mann unter der Verwaltung von Unteroffizieren und lokalen Partisanenfuehrern (sieben Gruppen) sowie 109 Buergerwehrsoldaten (12 Gruppen) aktiv.

 Zusätzlich zu diesen wurden in allernächster Zeit 178 Mann erwartet. Im Herbst befanden sich in demselben Gebiet 13 Partisanengruppen (215 Mann)  gegenüber etwa gleich vielen bewaffneten Bulgaren in Aufstellung und 32 Buergerwehrgruppen (183 Männer).

 Auβerdem zaehlte man in Ostmakedonien schon im November 1905 14 kleine Corps mit insgesamt 85 Mann. 
Es war nur zu erwarten, dass die gleichzeitige Präsenz von zirka 1.000 bewaffneten Griechen zu einem Zeitpunkt, als es bereits Indizien gab, dass das  türkische Heer dabei war, seine vorherige passive Haltung aufzugeben, eine gewaltige Zahl an Unglücksfällen und schweren Opfern forderte. 

Die bekanntesten Opfer waren die Offiziere Marinos Lymberopoulos (Krombas), Michail Moraitis (Kodros) und Spyridon Frangopoulos (Sogras). Andererseits jedoch stellten die vergroeβerte Zahl der Buergerwehren, der Vormarsch nach Morichovo und Ostmakedonien, die Ausweitung der Kontrolle auf die Kastanochoria und die Ebenen nördlich und südlich von Florina und die Sicherstellung entscheidender Hauptstrassen rund um Monastiri innerhalb von zehn Monaten unbezweifelbare strategische Vorteile dar.
Doch der Kampf war noch nicht entschieden. 

Seit Anfang 1906, als die erste Begeisterung verflogen war, wurden im vilayet von Monastiri die Probleme sichtbar, auf die die Diplomaten rechtzeitig hingewiesen hatten: Auflosung der Corps in der nordlichen Zone, die Unmöglichkeit, die Vorgange in der südlichen Zone mitzuverfolgen, Unregelmaeβigkeiten in der wirtschaftlichen Verwaltung, Mangel an Führungskräften in den Zentren und an Koordination betreffend den Eintritt in die und den weiteren Aufbau der Corps. 

Die tragischen Folgen traten unmittelbar ein: 
Georgios Skalidis fiel im März, 
Christos Prantounas im April, 
Antonios Vlachakis im Mai, 
Konstantinos Garefis im Juni, 
Evangelos Nikoloudis im Juli und zusammen mit ihnen Dutzende Freiheitskämpfer , in den meisten Fallen Opfer sinnloser Zusammenstösse mit den türkischen Truppen.

 Es ist auch charakteristisch, dass im September 1906 im selben Gebiet die offiziellen Streitkräfte nicht mehr ausmachten als 200 Mann vielleicht etwas mehr als ihrerseits die Komitatschis -, der Vitsi verlassen war, keine Kontrolle Über Korestia  möglich war und die Anhänger des Exarchats durch morderische Gegenangriffe viele Opfer forderten. 

Dagegen hatten sich im Lager des Patriarchats die Faelle von mangelnder Disziplin vervielfacht. 
Ioannis Demestichos (Nikiforos)
Genau zu derselben Zeit befand sich Lambros Koromilas aus Thessaloniki in der glücklichen Lage, Über eine dauernde Verbesserung der Lage der Griechen berichten zu können, da man mit Erfolg den Vormarsch der Corps unter Sarantos Agapinos (Agra) und Ioannis Demestichos (Nikiforos) in den Sumpf von Jannitsa versuchte. 


Er hoffte, dass sie auf diese Weise die vielen Dörfer am See unter ihre Kontrolle bringen konnten, deren Wirtschaftsleben von der Fauna und der Flora des Sumpfes abhängig war.44

Am Ende des dritten Jahres der bewaffneten Aktivität konnte die griechische Seite nach wie vor ihren relativen Vorteil, den sie 1905 in ganz Makedonien erreicht hatte, beibehalten, doch es war eindeutig, dass je nach Ort Abweichungen von den gewünschten Zielen oder sogar ein Verzicht auf Erreichtes vorkamen. 
Die Konsulatsdokumente lassen keinen Zweifel offen, dass die Probleme vor allem in Makedonien sichtbar waren. 

Die Krise, die seit 1906 im vilayet von Monastiri schwelte, scheint eher mit geographischen Faktoren in Zusammenhang gestanden zu sein.

 Die Nachbarschaft mit dem griechischen Staat vervielfachte im Gegensatz zu den immer gut organisierten, aber gleichzeitig problematischen und Besorgnis erregenden Landungen vom Meer aus auf der Chalkidiki und im Roumlouki genannten Gebiet südlich des Sumpfes von Jannitsa die Chancen auf eine erfolgreiche Invasion von Corps. 

Überhaupt war die griechisch- türkische Grenze jenes Gebiet, wo aus Tradition jede Art von Partisanen zu Hause waren. 

Es war eine logische Folge, dass letztere im Bergland von Makedonien in verhaltnismaeβig höherer Zahl als in den Ebenen im Zentrum und im Osten auftauchten, wo die Landungen fast völlig vom griechischen Staat kontrolliert waren.

 Auch war im Westen das Verwaltungszentrum, Monastiri, im Gegensatz zum Luxus der Eisenbahnverbindung zu allen Zentren in seinem Zuständigkeitsbereich, die Koromilas zur Verfugung stand, eigentlich abgeschnitten von vielen Schauplatzen der Operationen. 

So vervielfachte die Distanz zu den Operationen in Grevena, Kastanochori, Korestia u. a. die Schwierigkeiten der Koordination der groβen Zahl der Bewaffneten, wahrend die von Anfang an vorhandenen Kommunikationsprobleme den Eindruck des Chaos verstarkten. Schlieβlich war das Problem der Verwaltungsverantwortung über die lokalen nationalen Komitees im Westen unvergleichlich ernster, wo die Volksgruppentradition und die Wirtschaftsform Interventionen von auβen unterminierten.

 Es war unvermeidlich, dass die neue Klasse der begeisterten Patrioten, die sich auf die Waffen der Corps stutzte, mit der Macht der traditionellen Ortsvorsteher in Konflikt kam. 

Dagegen zeitigte der Druck von „oben“ in den gifliks der Ebene unmittelbareren Erfolg.
Die Allmacht der IMRO und ihr Erfolg lieβen sie anscheinend für die griechischen Diplomaten zum Vorbild in Bezug auf Organisation und Aktivität werden, die gern ihr Netz als die griechische „innere“ Organisation sahen allem Anschein nach in Gegenüberstellung zum „höheren“ Komitee Athens. 

In Wirklichkeit verlief auch der Kampf der Bulgaren nicht ohne Hindernisse. 
Doch wie auch im Lager der Griechen waren ihre Konflikte alles andere als ideologischer Natur. Es ist bezeugt, dass die Spaltung der dem Exarchat zugeneigten Basis in zwei Parteien dadurch zustande kam, dass die Bauern nicht in der Lage waren, die auf lange Zeit ausgerichteten wirtschaftlichen Forderungen der IMRO zu erfüllen.

 In der Zeit des Verfalls, die auf Ilinden folgte und nach dem griechischen Gegenangriff 1905 von längerer Dauer war, schufen der Druck, die Misserfolge und der Ehrgeiz der Hauptmaenner, aber auch die mangelnde Bereitschaft des bulgarischen Staate, ordnend einzugreifen, eine explosive Mischung, die nicht nur die bulgarische irredentistische Politik im osmanischen Makedonien unterminierte, sondern langfristig auch den sozialen Frieden in Bulgarien selbst in ernste Gefahr brachte.

Die Richtungsprobleme im Kampf der Griechen und Bulgaren erschienen noch bedeutender innerhalb der ungünstigen Rahmenbedingungen, die die Interventionspolitik der Groβmaechte und die Hinhaltetaktik der Hohen Pforte schufen.

 Die Präsenz Ersterer In Makedonien fiel zusammen mit der Zunahme der griechischen Aktivität, die als den Frieden destabilisierender Faktor behandelt wurde. Auch wenn die Franzosen, Briten und Italiener anscheinend wegen der Initiativen der Osterreicher und Russen in Makedonien verärgert waren, scheinen dennoch keine ernste Meinungsverschiedenheiten Bezüglich der unmittelbar anzuwendenden Politik bestanden zu haben. 

Alle von ihnen Übersahen die Tatsache, dass die griechischen Corps bloβ versuchten, den vorherigen Zustand wiederherzustellen, da ihr eigenes kurzfristiges Interesse darin bestand, die bulgarische Macht genau in dem Ausmaβ zu erhalten, dass die griechische neutralisiert wurde, ohne dass parallel dazu die osmanische Vorherrschaft ins Wanken gebracht wurde. 

Dieser „parteiischen“ Politik schloss sich auch die Hohe Pforte an, vielleicht nicht so ungem, wie der Generalrevisor von Makedonien, Hilmi Pascha, in Gesprächen mit griechischen Diplomaten andeutete.

 Nachdem die Verminderung der  Möglichkeit der Bulgaren zum Umsturz erreicht wurden war, war von türkischer Seite die wohlwollende Neutralität  gegenüber den griechischen Corps vorbei, die sie zu Beginn des Makedonischen Freiheitskampfes gezeigt hatte, und sie widmete sich deren „gnadenloser Verfolgung“. 

Nach auβen hin versicherte natürlich Hilmi, der trotz all dem Druck durch Europa und den Sultan mit bewundernswertem Geschick die Rolle des Philhellenen spielte, den Griechen weiterhin, er sei vor allem an der Zerschlagung der bulgarischen Banden interessiert, und höflich riet er ab von der Organisation neuer griechischer Corps, um nicht die Aufmerksamkeit des osmanischen Heeres abzulenken. 

Doch diese  Möglichkeit, nämlich die Verfolgung der Komitatschis ausschlieβlich den Türken zu Überlassen, sodass die Verwicklung griechischer Corps in diesen Kampf vermieden wurde, war nicht realistisch. 

Der griechischen Seite war bereits sowohl die Fahrigkeit der Anhänger des Exarchats zu verschleierten Aktivitäten als auch die besondere Bedeutung bekannt, die die bloβe Präsenz einiger Bewaffneter für einen Wandel der Ansichten hatte.45

Doch es war nicht nur die Durchführung des Kampfes mit Waffengewalt, auf die sich das Interesse der griechischen Diplomaten konzentrierte. 

Es ist klar zu erkennen, dass sie mit Recht glaubten, dass auch die Initiativen wirtschaftlicher Art genauso aussichtsreich sein würden.

 Es handelt sich um eine Reihe Vorschlage und Plane, die kaum bekannt sind, weil sie nie genug Erfolg zeitigten, und so sind sie in der Geschichte als der Wirtschaftskrieg bekannt, den Leutnant Athanasios Souliotis den mit dem Exarchat verbundenen Gewerbetreibenden und Arbeitern Thessalonikis erklärte. 

Doch die Situation war komplizierter als ein Handelsboykott und hatte im Grunde mit den starken Veränderungen in der Wirtschaft Makedoniens zu tun, die unten untersucht werden sollen.46

 Vier Aspekte der wirtschaftlichen Veränderungen wurden vor allem mit dem Makedonischen Freiheitskampf in Beziehung gesetzt: die Emigration nach Übersee, der Handel mit Land, die Gründung von Bankfilialen und die Konkurrenz der Gewerbetreibenden in den urbanen Zentren.

Der Emigrantenstrom Richtung USA, der sich vor allem nach dem Ilinden-Aufstand bemerkbar machte, hatte 1905 bereits in der ganzen slawischsprachigen Zone des vilayets von Monastiri bedeutende Ausmaβe erreicht. 

Dies war nunmehr eine Strategie, die planmaeβig und konsequent von fast jedem Familienclan durchgeführt wurde. In jenem Jahr emigrierten allein im Landkreis Monastiri zirka 5.500 die Ueberwaltigende Mehrheit waren junge Männer aus den Dörfern, die von den bewaffneten Corps am starksten unter Druck gesetzt wurden.

 Bis zum Ende desselben Jahres hatte die Strategie ihren Weg bereits auch in die westlichen Gegenden des vilayets von Thessaloniki gefunden.

 Ihre Folgen waren negativ vor allem für den türkischen Staat, der sie, auch wenn er dies wünschte, nicht eindämmen konnte. 
Doch der starke Maennermangel konnte auch die Komitees nicht unbeeinflusst lassen, die in Ermangelung von genug Anhängern und Mitteln versuchten, sogar die Netzwerke der Auswanderungsagenturen zu kontrollieren. 
Doch eine auf lange Sicht bedeutendere Entwicklung war nicht so sehr der Maennermangel in Makedonien wie die 0bertragung des Gegensatzes zwischen den Anhängern des Exarachats und des Patriarchats auf den amerikanischen Kontinent. 

Die Bedeutung dieser Tatsache scheinen sowohl Griechenland als auch Bulgarien direkt wahrgenommen zu haben. Von griechischer Seite musste das reibungslose Zusammenleben der Makedonier mit den Emigranten aus dem griechischen Staat Priorität erhalten und eine unuberlegte Isolation der Slawischsprachigen als Bulgaren vermieden werden. 

In den Fallen, wo dies geschah, beeilten sich die Ruckwanderer mit all dem Prestige, das ihnen ihre Dollars verliehen, sich für die Beleidigungen durch ihre Parteinahme für das bulgarische „Komitee“ zu rachen. Dies war ein Prozess, der sehr viel Feingefühl erforderte, das, wie die Geschichte zeigte, durch die Präsenz eines fähigen geistlichen Wuerdentragers oder was zeitgenossische Beobachter favorisieren diplomatischen Vertreters nicht garantiert war.

Die Aufgabe der Felder, die Zerrüttung der gifliks aus Mangel an Arbeitskräften und der Devisenzufluss hatten natürlich eine gewaltige Steigerung des Handels mit Grundbesitz zur Folge. 
Genau dies war ein günstiger Rahmen für verschiedene Strategien, die durch das Pachten von gifliks, Weidegrund und Wäldern die Umsiedlung von dem Patriarchen Untergebenen Bevölkerungsgruppen, den sicheren Vormarsch Bewaffneter und die Einsetzung von Wächtern erlaubten. 
Der verwundete Kapetan Agras in den Suempfen Jannitsa 

Von besonderem Interesse scheinen auch die Seen gewesen zu sein, d. h. die seichtenSumpfe von Jannitsa, Amatovo und Artzan, die nicht nur natürliche Stutzpunkte für Bewaffnete darstellten, sondern auch die Wirtschaft der umliegenden Dörfer stutzten. 

Dennoch stieβ die Umsetzung dieser Vorschlage trotz der zu erwartenden Vorteile auf die erklärte geringe Bereitschaft der Kreditorganisationen sogar derer in griechischer Hand -, Kapital in der unsicheren Umgebung des makedonischen Hinterlands auf Spiel zu setzen
.
In den urbanen Zentren standen die wirtschaftlichen Probleme des nationalen Freiheitskampfes nicht in Zusammenhang mit Kapitalmangel, sondern mit der Struktur der Gesellschaft selbst.
 Der Umstieg auf die Geldwirtschaft, das gesteigerte Tempo beim Handel, die verbesserte Kommunikation und vor allem die Unsicherheit führten immer mehr slawischsprachige Bauern und kleine Gewerbetreibende in die urbanen Zentren, entweder fallweise oder ständig. Hier lebten sie in bestimmten Stadtteilen am Rand der Gesellschaft, wie z. B. in Dragor und Exoches bei Monastiri oder Kilkis bei Thessaloniki.

 Die unvermeidlichen sozialen Unterschiede und die wirtschaftlichen Konflikte der neu angekommenen kleinen Geschäftsleute, Verkäufer ohne Laden und Arbeiter mit der etablierten Klasse der griechischsprachigen und aromunischsprachigen Handler, aber auch unter sich, maximierten die Bedeutung der finanziellen Unterstutzung des bulgarischen und rumänischen „Komitees“, um die sich die „Gestrandeten“ der Gesellschaft überall bemuhten und sich schlieβlich gegen Geld in die Reihen der Komitees eingliedern lieβen. 

Die Ansiedlung von Ärzten und Lehrern im Landesinneren oder der Unterhalt von Kampfern als kleine Gewebetreibende in den Stadtvierteln war für die Bedürfnisse des Freiheitskampfes eine nützliche Praktik, doch sie trug nicht besonders zum Ausgleich der sozialen Unterschiede und der nationalen Leidenschaften bei, die diese forderten. 

Sogar die griechischen Quellen lassen ohne Weiteres wenn nicht gar die gegenseitige Antipathie den Abgrund erkennen, der Bauern und Burger trennte, aber auch die unglaublichen politischen Leidenschaften, die sich sogar innerhalb rein griechischsprachiger Gemeinden entwickelten.48

Der bedeutendste Wandel, der sich in den letzten zwei Jahren (1907-1908) vollzogen hatte, besteht in den starken Umschichtungen in der diplomatischen Szene oder eher deren manchmal fälschlichem Eindruck.

 Es war eindeutig, dass in Bulgarien die Dinge nicht gut verliefen. 

Die Makedonienpolitik Sofias sah ihrem Ende entgegen. 
Andererseits war die griechische Regierung wahrend des ganzen Jahres 1907 nach wie vor Zielscheibe des Protests der Hohen Pforte, der Machte und besonders des damals immer hervorragend informierten Groβbritannien. 

Tatsachlich geht aus dem Archivmaterial dieser Periode hervor, wie entscheidend die Rolle der europäischen Beobachter dafür war, wem die Verantwortung angelastet wurde. 

Leicht kann man den Arger der griechischen Diplomaten erkennen, die die britischen und franzosischen Konsulatsangehörigen und Militärs für ihre offene probulgarische Haltung und Parteilichkeit zu Lasten der dem Patriarchat Untergebenen Bevölkerung tadeln. Wenn man ihnen auch Mangel an Weitsicht und Verständnis des europäischen Blickwinkels vorwerfen konnte, der darin bestand, dass das wesentlichste Problem für die Friedensarbeit, die die Machte in der laufenden Periode Übernommen hatten, tatsachlich die griechischen Corps darstellten, so war ihr Arger dennoch nicht gegenstandslos. 

Die Eindrücke der Beobachter vor Ort verstärkten und beschleunigten die Entscheidung der Machte, diplomatischen Druck auf die Balkanstaaten auszuüben und speziell auf Athen, damit es Maβnahmen ergriff, die nicht bloβ abschrecken, sondern die PartisanenTätigkeit eindämmen sollten. Umgekehrt unterstützen sie die Forderungen der Hohen Pforte nach der Entfernung jener Diplomaten und Metropoliten, die ebenfalls den Beobachtern zufolge am bewaffneten Kampf der Griechen beteiligt waren.49

Die Frage, was in Makedonien geschehen wäre, wenn nicht im Sommer 1908 die Jung türkische Bewegung die Entwicklungen gehemmt hatte, lasst sich schwer beantworten.

 In Wirklichkeit kam ein bulgarisch-türkischer Krieg nicht ernstlich in Frage.
 Wie auch Griechenland, war Bulgarien nicht in der Lage, die Machte völlig zu ignorieren, aber auch eine  Möglichkeit der Versöhnung mit den nunmehr in auβersten Schwierigkeiten befindlichen Komitees war nicht in Sichtweite. 

Trotz der von Zeit zu Zeit verbreiteten Drohungen und entsprechender Gerüchte war auch die Türkei im Grunde nicht vorbereitet für einen Zusammenstoß an ihrer Nordgrenze, schon gar zu einem Zeitpunkt, als die Unzufriedenheit im Heer wegen verspateter Soldzahlungen bereits zu den ersten Fallen von Fahnenflucht geführt hatte.

 Jedenfalls scheint es, dass die Griechen die Türken zu Recht des Opportunismus bezichtigten:
 Bulgarien würde nicht so bald sein Interesse an Makedonien verlieren, und den langfristigen türkischen Interessen war mit dem selektiven Druck auf die Griechen ganz und gar nicht gedient. 

Wenn wir den Angaben der Konsulate glauben dürfen, so gab es tatsachlich keinerlei Anzeichen dafür, dass die Aktivität der bulgarischen Komitatschis in einem befriedigenden Maβe nachgelassen hatte. 


Kapetan Agras und Miggas 

Agras’ Ermordung (Juni 1907) hatte die Atmosphäre angeheizt. 

Die Tributpflicht der Anhänger des Patriarchats an die IMRO galt weiter, wo und wann immer das  möglich war. 

Drohungen und Morde standen auf der Tagesordnung. 

Das Eindringen von Gruppierungen aus Bulgarien hatte nicht aufgehoert.

 Die Zusammenarbeit mit den Aromunen rumanischer Gesinnung von Almopia wurde vertieft und schöpfte aus deren Konflikt mit den griechischen Aromunen auf dem Vermio. 

Auβerdem hatte die Hohe Pforte seit 1905 ein aromunisches vilayet anerkannt. Die Aktivität bekannter Voevoden mit vielen Genossen in den östlichen kazas hatte noch eine starke Basis, ja, im Februar 1908 nahm sie beunruhigende Ausmaβe an.
Sicherlich befand sich die IMRO nicht in der best möglichen Situation:


Vasilios Megalanos, griechischer Lehrer, opfer von IMRO
 Wegen des problematischen Bearbeitung der Dokumente lieβ ihr Netz manches durchsickern.

 Aus den Kastanochoria zogen, nachdem das Gebiet unter die Kontrolle der griechischen Corps gelangt war, Dutzende Anhänger des Exarchats nach Bulgarien ab, wohl um sich neu zu organisieren. 

Die Verantwortlichen der dem Exarchat unterstellten Gemeinde in Thessaloniki waren eindeutig nicht bereit, in eine neue Bewegung zu investieren, und der Wirtschaftskrieg der Griechen sorgte für nicht unbedeutende Schwierigkeiten. 

Es mehrten sich die Falle von Fahnenflucht von Partisanenfuehrern, die zum griechischen Lager Überlaufen. 
Doch zum Glück für die bulgarischen „Komitees“ war auch die griechische Seite aus vielen verschiedenen Gründen nicht in der Lage, entschieden zu ihrer völligen Ausmerzung zu schreiten.

 In Zentralmakedonien war es nach zwei Jahren dauernden Bemühens (1905-1906) nicht geglückt, die Gebiete östlich und nördlich des Sees von Jannitsa unter Kontrolle zu bringen, da der Fluchtweg der Komitatschis zu den Sumpfen hin nach wie vor frei war.

 Die Bemühungen von Agras und Nikiforos hatten unter wirklich eines Romans würdigen Umstanden zu keinen den Opfern entsprechenden Ergebnissen geführt, bis Nikiforos Operationen auβerhalb des Sumpfes gegen dem Exarchat Untergebene Dörfer Ubernahm.50

 Doch die Entrüstung der Europäer sorgte für einen Aufschub der Operationen und die Krankung der Anhänger Rumaniens zu Vergeltungsmaβnahmen gegen griechische Gemeinden in Rumänien.


MetropolitChrysostomos
von Drama
 In Makedonien wiederum führte eine Reihe von unglücklichen Umstanden und Fehlern in weniger als zwei Monaten (Mai -Juni 1907) zum Ruin der Corps der Hauptmanner Fiotakis, Foufas, Ziakas, Gouras, Flambouras und Doxojannis, aber auch zur Festnahme vieler Anführer, wahrend in Ostmakedonien der Tod des sehr beliebten Andreas Stenimachitis, eines sehr fähigen Kampfers und Redners zu nationalen Anlassen, die dem Patriarchat Untergebene Bevölkerung erschUtterte wie ein wenig später die erzwungene Entfernung des Metropoliten Chrysostomos von Drama.51

Anfang 1908 schien der Zustand der freiwilligen Untätigkeit die ganze Gegend von Monastiri bis zum Gebiet von Drama erfasst zu haben. Es lag nicht an fehlender Begeisterung. 

Doch eine maβvolle Gewaltanwendung wurde Überhaupt durch den Charakter der Anhänger der IMRO erschwert. 
Wie der Konsul Dimaras schrieb, waren diese Gruppierungen

 „bei Bedarf zusammengerottetes Bauerngesindel, das nach der Vollführung des geplanten Auftrags die Waffe niederlegt und seine bäuerlichen Tätigkeiten wieder aufnimmt“

Der Angriff auf ihre Basis bedeutete einen Angriff auf Dörfer, und solche Initiativen konnten nur diplomatische Probleme bringen.52 Doch dies war nicht die einzige Schwache. 


Tegos Sapountzis
Tegos Sapountzis, der dem Stab in Florina angehörte, führte als Ursachen für das Nachlassen die geringe Eignung bestimmter Personen an, die Einmischung der Corps in die Gemeindeangelegenheiten und den Mangel an Propagandatätigkeit.

 Er bemerkte auch die gewisse Leere, die in bestimmten Gegenden die lang andauernde Abwesenheit einflussreicher und wirtschaftlich starker Personen in Athen zurϋcklieβ, die, obwohl man ihnen ständig von vielen Seiten zuredete zurückzukehren, zögerten, wieder in ihre Heimat zu ziehen.

Hinzufügen konnte man noch diverse nicht eingestandene Streitigkeiten zwischen Gemeindevorstehern, kirchlichen und anderen Persönlichkeiten.

Athanasios Souliotis
Die andere Seite der scheinbaren Untätigkeit lag zum Teil in der Orientierung auf nicht kriegerische Maβnahmen hin und zwar konkreter zum Wirtschaftskrieg. 

Athanasios Souliotis und Georgios Modishaben aufschlussreiche Beschreibungen solcher Initiativen in Thessaloniki und Monastiri hinterlassen, doch auf dem Land waren die Regeln viel strenger.

 Die Bauern hatten in der Realität nicht viele Wahl Möglichkeiten, und so war ihr Ausschluss von den Markten, den Jahrmarkten, aber auch den Arbeitsmarkten, von katalytischer Bedeutung eindeutig entscheidender als irgendeine nationale Propaganda. 

Doch ansonsten war die Auffassung, dass sie mit einer Abhandlung Über die höhere wirtschaftliche Stellung des griechischen Elements die europäischen Publizisten und Kapitalisten zu Gunsten Griechenlands beeinflussen konnten, naiv zu einem Zeitpunkt, als selbst die Banken in griechischer Hand aus wirtschaftlichen Gründen nicht wagten, Transaktionen mit Bulgaren zu unterbrechen.

 Die endgültige Verdrängung der bulgarischen Interessen war eine komplexere Angelegenheit, die nie zu einem Ende kommen würde, wenn nicht Frieden im Land herrschte und die griechischen Weiterverkaufer die Kreditbedingungen nicht änderten.
Doch es war schon zu spät für eine eindrucksvolle Neugestaltung der griechischen Aktivitäten. 

Die griechische Organisation in Makedonien war an ihre Grenzen gestoβen.
Lampros Koromilas Konsul Thessaloniki

 Nach der endgültigen Entfernung Koromilas’ im September 1907 
war der Weg eigentlich frei
 für eine Vereinigung der Verwaltungsorganisation des Makedonischen Freiheitskampfes.

 Der berechtigte Verdacht, auch das vilayet von Thessaloniki konnte endgültig in den Verantwortungsbereich des Makedonischen Komitees, also der Privatpersonen, gelangen, forderte die Reaktion der Offiziere (Sondersekretaere) des Konsulats von Thessaloniki heraus, die als Alternativlosung die Beauftragung des Oberst Panajotis Danglis mit der Verwaltung des Komitees propagierte.

 Wahrend Danglis seine ersten Kontakte herstellte und Pläne schmiedete, war die Situation bereits auβer Kontrolle. 


Theodoros Askitis 
Die Ermordung des Dolmetschers des Konsulats in Thessaloniki Theodoros Askitis nur wenige Tage später sensibilisierte die allgemeine Meinung noch mehr. 

Auf einer Kundgebung am 16. Marz 1908 auf dem Platz des Varvakios-Lyzeums erklarte das „Volk von Athen und Piraus“ das heiβt die makedonischen Kreise und ihre Freunde  gegenüber dem Premierminister Theotokis und dem Thronfolger Konstantin, das Makedonische Komitee genieβe nicht mehr sein Vertrauen und sei verantwortlich für die Verschlechterung der Lage in Makedonien. Zumindest mit Zweiterem hatten sie nicht ganz Recht, aber das entsprechende Gesuch unterzeichneten fast 400 Partisanenfuehrer. 

Trotz des Drucks, der Memoranden, die Rucktrittdrohungen der Offiziere der Konsulate und von Danglis selbst schlug das Vorhaben der Manipulation des Komitees letztendlich fehl. 
Danglis verfugte nicht über den Einfluss seiner Gegner, und Premierminister Theotokis war von Natur aus nicht bereit, die Situation ins Extrem zu treiben. 

Unter diesen Umstanden sollte man erwahnen, dass die „Front“ wie aus Tragheit hielt, und die Erleichterung, für die die Initiative der putschenden JungTürken, den Partisanen Amnestie zu gewahren, sorgte, ist absolut verständlich. 

Die Bewegung der JungTürken gab die Gelegenheit für den Ersatz des Komitees durch die von Danglis, Ion Dragoumis und noch ein paar anderen Offizieren ins Leben gerufene „Panhellenische Organisation“ (PO). Die PO, eher ein Spionage und Propagandanetzwerk als ein Kampfbund, hatte de facto keinen groβen Handlungsspielraum. 

Die Realität war, dass die griechisch-türkischen Beziehungen ein Tief erlebten, und die Kampfer des Makedonischen Freiheitskampfes mussten vorübergehend in den Kasernen bleiben.

Die seelische Leere nach fast vier Jahren der Operationen in Makedonien war groβ und die Reaktionen heftig. 

Bereits seit Frühjahr 1908 hatten die Klagen über das Fehlen einer ausreichenden moralischen und materiellen Belohnung begonnen. Die Unteroffiziere, die sehnsüchtigst auf ihre Beforderung zum Feldwebelleutnant warteten und geglaubt hatten, dass ihnen ihre Heldentaten auf dem Schlachtfeld der Partisanenkampfe den Weg zum Offizierscorps ebnen wurden, sahen sich in ihren Erwartungen getauscht. 

Dies war ihre erste und wichtigste Forderung, aber ihre Beschwerden waren unterschiedlicher Natur es ging dabei um Verschiedenstes von Versetzungen und finanziellen Ansprüchen bis hin zu Fragen der Moral. Die ersehnten Beforderungen hatten Konkurrenzcharakter. 
Die Spannung war offenkundig. 
Zellen mit Verschwörungscharakter begannen zu entstehen, und Danglis begann, dem König und dem Thronfolger Memoranden und Gesuche vorzulegen. Die Nichtzufriedenstellung der Veteranen barg für Makedonien Gefahren. Dragoumis’ alte Ideen fielen auf fruchtbaren Boden.

In dieser Aufruhrstimmung hatte Kalapothakis Februar 1909 Gelegenheit, in einer Reihe verleumderischer Artikel in der Zeitung Embros die Regierung Theotokis offen wegen der Aufgabe der Aktivität in Makedonien zu beschuldigen und das Ansehen der Leitung der PO zu unterminieren, indem er sie als „offizielles Terrorzentrum“ bezeichnete. 

Wenige Wochen danach begannen die verschwörerischen Handlungen der niederen Offiziere, die in die Bewegung von Goudi mundeten. 
Die Kampfer des Makedonischen Freiheitskampfes, entweder Mitglieder der PO oder Veteranen des Komitees, spielten unabhangig von ihrem Rang die fuhrende Rolle und verliehen der Bewegung so das notwendige Ansehen.

 Über die Beweggrunde der Kampfer für die nationale Sache bestand kein Zweifel, und ihre Sorge um die nationalen Interessen war echt. Kalapothakis, befriedigt vom Rucktritt Theotokis’, schlug selbst Kyriakoulis Mavromichalis als Premierminister vor. 

Sein Schwager, Abgeordneter und ehemaliger Minister, Alexandros Romas, war ein leitendes Mitglied des Komitees. 
Bis zu Venizelos’ Machtergreifung und speziell wahrend der kurzlebigen Regierung unter Stefanos Dragoumis fanden sich einige führende Personen und die Freunde des Makedonischen Komitees in verschiedenen leitenden Positionen.

 Die Offiziere des Makedonischen Freiheitskampfes waren damals so machtig, dass es ihnen — auf Anstiften von Periklis Argyropoulos und gegen Stefanos Dragoumis’ Widerstand gelang, ihren alten Bekannten vom Konsulat in Monastiri, den Diplomaten Dimitrios Kallergis, zum Auβenminister zu befordern.

 Im Jahr 1909 brachten die lebenden Legenden des Makedonischen Freiheitskampfes den Lebensatem des Partisanenkampfes der Berge in die politische Arena Athens. 

Der Einfluss wirkte Wunder, wenn auch die Ursachen tiefgründiger waren als die Unzufriedenheit der Freiheitskampfer als solche. Kalapothakis lebte nicht mehr lang genug, um Zeuge der Entwicklungen zu werden. 

Doch die Generation der Militärs des Makedonischen Freiheitskampfes erlangte hohe Range beim Heer und in der Politik, und dies in beiden Lagern der Zwischenkriegszeit. Ihr Eintritt in die Politik zeitigte noch eine bedeutende Folge.
 Die aristokratischen Offiziere und nunmehr erfolgreichen Militärführer wurden noch einmal zur Zusammenarbeit mit den Bauern Makedoniens geführt, ihren alten Mitkampfern: diesmal nicht, um nationale, sondern um politische Netzwerke und Parteien aufzubauen, die Über jede Erwartung hinaus lebendig blieben.53

Inzwischen verschlechterte sich die Lage in Makedonien seit dem Beginn des Wahlkampfes von 1908.

Da die neu gegründeten politischen Vereine bloβ andere Namen für die nationalen Parteien und Komitees darstellten, war es eine logische Folge, dass sich der Wahlkampf zu einem neuen Makedonischen Freiheitskampf entwickelte, in dem die lokalen bewaffneten Verbande wieder eine entscheidende Rolle spielten. 

Die Griechen stellten sich an die Seite der Liberalen Partei, die Maβnahmen der Dezentralisierung und der autonomen Rechte für die religiösen und nationalen Minderheiten unterstützte. 

Anfangs schien es, dass sich diese gemaβigten Ideen durchsetzen würden.

 In die gleiche Richtung, hin zu Bestrebungen der Dezentralisierung und der Selbstverwaltung, bewegten sich auch die konservativeren Führungskräfte der IMRO, aber auch der Flügel der Föderalisten, wo sich die berühmten Voevoden Sandanski und Cernopeev beteiligten.


 Voevoden Sandanski und Cernopeev 
 Nach der Enttäuschung der Wahlen, in denen es nicht gelang, die politische (also auch nationale) Kraft der Griechen in dem Maβe zur Geltung zu bringen, wie sie gehofft hatten, aber auch dem Putsch des Sultans im Marz 1909 änderte sich die Lage. Wahrend sich die griechischen Offiziere der politischen Arena zuwandten, begannen ihre türkischen Kollegen eine brutale  türkische nationalistische Innenpolitik anzuwenden und gleichzeitig auch der sozialistischen Bewegung Schlage beizubringen.54

 Der Nationalismus führte zum Nationalismus, und der Rückfall in der Kretischen Frage verkomplizierte die Lage weiter.

 Die IMRO wurde wieder aktiv, und die Bewaffnung griechischen Dörfer wiederholte sich. 

Die gesetzgebende Regelung des Besitzstatus von Kirchen und Schulen in Makedonien, die im Grunde ihrem Betrieb ein Ende setzte, wo eine Aufteilung nicht  möglich war, provozierte heftige griechische Proteste.55 

Die Ordnung wurde nur mittels der Durchsetzung des staatlichen Terrors aufrecht erhalten, der das Werk der Komitees durch die präventive Ermordung von wichtigen Personen auf Seite des Patriarchats und des Exarchats fortsetzte, gedeckt durch die „antirevolutionären“ Gesetze, die Ende Sommer 1909 durchgebracht worden waren.56
In derselben Zeit, als die Kontakte für die Gründung einer Balkanallianz sich weiterentwickelten, führte der Druck der Jungtürken zur Wahlzusammenarbeit von Griechen und Bulgaren mit der November 1911 gegründeten Oppositionspartei „Liberale Vereinigung“.

 Die Zusammenarbeit führte zu keinen greifbaren Erfolgen, da die Liberalen bei der Wahl im April 1912 im Klima der Gewalt des Jungtürkischen Komitees, das ab 1909 nach der erfolgreichen Gegenrevolution nunmehr als politische Partei aktiv war, eine schwere Niederlage erlitten.57

 In den nächsten Monaten folgten einzelne Episoden der Zusammenarbeit griechischer und bulgarischer Corps, wahrend Athen und Sofia immer offensichtlicher das Eindringen Bewaffneter unterstützten, wobei aber natürlich auf keinen Fall der vollige Verzicht auf gegeneinander gerichtete Kampfhandlungen gesichert war.58 

Das vergossene Blut, das die beiden Seiten trennte, und die gewaltige symbolische Bedeutung, die in den Makedonischen

Freiheitskampf investiert worden war, konnte un möglich durch Instruktionen und auch nicht durch die Zusammenarbeit im ersten Balkankrieg neutralisiert werden.


Anmerkungen
1.         M. Th. Laskaris, To Anatolikon Zitima 1800-1923 [Die Orientalische Frage 1800-1923], Thessaloniki 1948-55, Nachdruck 1978, S. 270. №er das System der Volksgemeinden hat Ath. Karathanassis die vollständigste Artikelsammlung herausgegeben: Symposio. I diachroniki poreia tou koinotismou sti Makedonia [Symposium. Die Langzeitentwicklung des Gemeindewesens in Makedonien], Thessaloniki 1991.
2.         Dimitrios Stamatopoulos, Metarrhythmisi kai ekkosmikefsi. Pros mia anasynthesi tis istorias tou Oikoumenikou Patriarcheiou ton 19o aiona [Reform und Sakularisierung. Versuch einer Neudarstellung der Geschichte des Ökumenischen Patriarchats im 19. Jh.], Athen 2003, S. 339-44.
3.         FUr einen kurzen 0berblick siehe Evangelos Kofos, „Makedonia“ [Makedonien], Istoria tou Ellinikou Ethnous [Geschichte der griechischen Nation], Bd. 13, Athen 1977, S. 38687. Die speziellste Monographie zum Thema ist die von Stefanos Papadopoulos, Ekpaideftiki kai koinoniki drastiriotita tou Ellinismou tis Makedonias kata ton teleftaio aiona tis tourkokratias [Bildungsund SozialTätigkeit des Griechentums wahrend des letzten Jahrhunderts der Türkenherrschaft], Thessaloniki 1970.
4.         Im Detail siehe: Athanasios Angelopoulos, Ai xenai propagandai eis tin eparchian Polyanis kata tin periodon 1870-1912 [Auslandische Propaganda in der Provinz Polyani in der Zeit 1870-1912], Thessaloniki 1973.
5.         Asterios I. Koukoudis, Oi vergianoi Vlachoi kai oi Arvanitovlachoi tis Kentrikis Makedonias [Vergianoi Vlachoi und Arvanitovlachoi in Zentralmakedonien], Thessaloniki 2001, S. 121-2.
6.         Spyridon Sfetas, I diamorfosi tis slavomakedonikis taftotitas. Mia epodyni diadikasia [Die Herausbildung der slawomakedonischen Identitat. Ein schmerzhafter Prozess], Thessaloniki 2003, S. 11-45.
7.         Die vollständigste Beschreibung stammt von Apostolos Vakalopoulos, „Ta dramatika gegonota tis Thessalonikis kata to Maio 1876 kai oi epidraseis tous sto Anatoliko Zitima“ [Die dramatischen Ereignisse von Thessaloniki im Mai 1876 und ihr Einfluss auf die Orientalische Frage], Makedonika, 2 (1941-52), 193-262, wo das Verhor Über die Vorgange nachgedruckt wurde.
8.         Laskaris, op. cit., S. 275-84. Evangelos Kofos, „Agones gia tin apeleftherosi, 1830-1912“ [„Freiheitskampfe, 1830-1912“], in: Μ. V. Sakellariou (Red.), Makedonia. 4.000 chronia ellinikis istorias kai politismou [Makedonien. 4.000 Jahre griechische Geschichte und Kultur], Athen 1982, S. 455-6. Ds., I Ellada kai to Anatoliko Zitima 1875-1888 [Griechenland und die Orientalische Frage 1875-1888], Athen 2001.
9.         Kofos, Orientalische Frage, S. 151-2. Konstantinos A. Vakalopoulos, O Voreios Ellinismos kata tin proimi fasi tou Makedonikou Agona (1878-1894) [Das nordliche Griechentum wahrend der fruhen Phase des Makedonischen Freiheitskampfes (18781894)1 Thessaloniki 1983, S. 71-7.
10.       Evangelos Kofos, I epanastasis tis Makedonias kata to 1878 [Der Aufstand in Makedonien 1878], Thessaloniki 1969. Ds., O antartis Episkopos Kitrous Nikolaos [Der Rebell Bischof Nikolaos von Kitros], Athen 1992. John S. Koliopoulos, Brigands with a Cause. Brigandage andIrredentism in Modern Greece 1821-1912, Oxford 1987, S. 192212. Κ. Vakalopoulos, op. cit., S. 78-9.
11.       Κ. Vakalopoulos, op. cit., S. 78-106, 177.
12.       Ibid., S. 144-51. Ioannis Koliopoulos, „I Makedonia sto epikentro ethnikon antagonismon (1870-1897)“ [Makedonien im Mittelpunkt nationaler Konkurrenzen (1870-1897)], in: I. Koliopoulos & I. Κ. Hassiotis (Red.), I neoteri kai synchroni Makedonia: Istoria, oikonomia, koinonia, politismos [Das neuere und moderne Makedonien: Geschichte, Wirtschaft, Gesellschaft, Kultur], Thessaloniki s.a. [1993], Bd. 1, S. 503-4.
13.       Konstantinos A. Vakalopoulos, I Makedonia stis paramones tou Makedonikou Agona (1894-1904) [Makedonien am Vorabend des Makedonischen Freiheitskampfes (18941904)], Thessaloniki 1986, S. 195-9.
14.       Public Records Office, Foreign Office (FO)/195/1849, Shipley an Blunt, Monastir, 31. Marz 1894, ff. 103-107 und Blunt an Currie, Thessaloniki, 20. April 1894, f. 86.
15.       Κ. Vakalopoulos, Nordliches Griechentum, S. 301.
16.       Nikolaos V. Vlachos, To Makedonikon os fasis tou Anatolikou Zitimatos 1878-1908 [Die Makedonische Frage als Phase der Orientalischen Frage 1878-1908], Athen 1935, S. 178-81. Κ. Vakalopoulos, Nordliches Griechentum, S. 82.
17.       Siehe P. Pennas, „Erides peri tin koinotikin organosin tis poleos Serron kai ta praktika tis en Serrais Exarchias ton mitropoliton Thessalonikis“ [Streitigkeiten um die Gemeindeorganisation der Stadt Serres und das Protokoll des Exarchats der Metropoliten von Thessaloniki in Serres], Serraika Chronika, 2 (1957), 67-125. S. Zapanti, „Oi endokoinotikes erides stin elliniki koinotita tis Thessalonikis apo to 1881 mechri to 1912“ [Die Streitigkeiten innerhalb der griechischen Gemeinde in Thessaloniki von 1881 bis 1912], I’ Panellinio Istoriko Synedrio (Maios 1989). Praktika [X. Panhellenischer Historischer Kongress (Mai 1989). Protokolle], Thessaloniki 1989, S. 119-147. Periklis Vakoufaris, „O anatheorimenos kanonismos tis ellinikis koinotitas Thessalonikis tou 1874 kai oi dienexeis ton koinotikon archonton“ [Die revidierte Gemeindeordnung von 1874 der griechischen Gemeinde in Thessaloniki und die Streitigkeiten ihrer AnfUhrer], Thessaloniki, 3 (1992), 169-
18.       Sophia Vouri, Ekpaidefsi kai ethnikismos. Iperiptosi tis voreiodytikis Makedonias 18701904 [Bildung und Nationalismus. Der Fall Nordwestmakedoniens 1870-1904], Athen
1992,  S. 83-101.
19.       Κ. Vakalopoulos, Nordliches Griechentum, S. 204. Ds., Makedonien am Vorabend, S. 53. Die beste Untersuchung der Probleme zwischen Patriarchat und Diplomaten stammt von Christos Kardaras, To Oikoumeniko Patriarcheio kai o alytrotos ellinismos tis Makedonias, Thrakis, Ipirou [Das Okumenische Patriarchat und das unbefreite Griechentum in Makedonien, Thrakien, Epirus], Athen 1996, S. 211-382.
20.       Zu einer kurzen Analyse, in der man auch die wichtigsten bulgarischen Quellen findet, siehe die unveroffentlichte Diplomarbeit von Anna Panayotopoulou: „Apo ti Thessaloniki sto Krousevo: Ideologia, organosi kai drasi tis EMEO“ [Von Thessaloniki bis Krusevo: Ideologie, Organisation und Aktivität der IMRO], Aristoteles-Universitat Thessaloniki,1993.
21.       Douglas Dakin, The Greek Struggle in Macedonia, 1897-1913, Thessaloniki 1966, S. 4751. Duncan Perry, The Politics of Terror. The Macedonian Revolutionary Movements, 1893-1903, Durham 1988, S. 31-66.
22.       Perry, op. cit., S. 65. Panayotopoulou, „op. cit.“, S. 48-53. Sfetas, op. cit., S. 53-8.
23.       K. Vakalopoulos, Makedonien am Vorabend, S. 101-26.
24.       Siehe den Katalog der Opfer als Anhang zu FO 195/2089, Bericht von Biliotti No 38, Thessaloniki, 20. April 1900, ff. 128-133.
25.       Panajotopoulou, „op. cit.“, S. 54-7.
26.       Siehe auβer der alten Untersuchung von Laura Beth Sherman, Fires In The Mountain. The Macedonian Revolutionary Movement and the Kidnapping of Ellen Stone, New York 1980, auch die neuere von Teresa Carpenter, The Miss Stone Affair. America’s First Modern Hostage Crisis, New York 2003.
27.       Steven W. Sowards, Austria’s Policy of Macedonian Reform, Boulder 1989, S. 15-27.
28.       Vasilis K. Gounaris, „O Makedonikos Agonas kai i proetoimasia tis apeleftherosis“ [Der makedonische Freiheitskampf und die Vorbereitung der Befreiung], in: I. Koliopoulos & I. K. Hassiotis (Red.), I neoteri kai synchroni Makedonia: Istoria, oikonomia, koinonia, politismos [Das neuere und moderne Makedonien: Geschichte, Wirtschaft, Gesellschaft, Kultur], Thessaloniki s.a. [1993], Bd. 1, S. 508-27. Panayotopoulou, „op. cit.“, S. 61.
29.       Die vollstandigste Untersuchung in griechischer Sprache ist die von Jannis Megas: Oi ,Varkarides ’ tis Thessalonikis. I anarchiki voulgariki omada kai oi vomvistikes energeies tou 1903 [Die,Varkarides ’ von Thessaloniki. Die bulgarische Anarchistengruppe und die Bombenanschlage von 1903], Thessaloniki 1994.
30.       Die Zitate stammen aus der Publikation des Museums des Makedonischen Freiheitskampfes, herausgegeben von Vasilis K. Gounaris, Anna A. Panayotopoulou und Angelos A. Chotzidis: Ta gegonota tou 1903 sti Makedonia mesa apo tin evropaiki diplomatiki allilografia [Die Ereignisse von 1903 in Makedonien in der europäischen diplomatischen Korrespondenz], Thessaloniki 1993.
31.       Gounaris, „Der Makedonische Freiheitskampf“, S. 510-11. Sowards, op. cit., S. 30-31. Zu den Artikeln im Detail siehe Vlachos, op. cit., S. 294-301.
32.       Zu einer vielseitigen Annaherung an die Zeit siehe die neuere Untersuchung von Vemund Aarbakke, Ethnic Rivalry and the Quest for Macedonia, 1870-1913, Boulder 2003, der allerdings keine Neuinterpretation der Geschehnisse versucht.
33.       Vouri, op. cit., S. 101-8.
34.       Siehe Evangelos Kofos, „Patriarch Joachim III (1878-1884) and the Irredentist Policy of the Greek State“, Journal of Modern Greek Studies, 4/2 (1986), 109-114 und allgemeiner Ath. E. Karathanasis (Red.), Epistimoniko Symposio. O apo Thessalonikis Oikoumenikos Patriarchis Ioakeim C’ o Megaloprepis [Wissenschaftliches Symposium. Der Okumenische Patriarch Joachim III. der Prachtige aus Thessaloniki], Thessaloniki 1994.
35.       Siehe Charalambos Papastathis, „I ekklisia kai o Makedonikos Agonas“ [Die Kirche und der Makedonische Freiheitskampf], Praktika tou Symposiou ,O Makedonikos Agonas’ [Kongressberichte ,Der Makedonische Freiheitskampf’], Thessaloniki 1987, S. 63-70.
36.       Giorgos Petsivas (Red.), Ionos Dragoumi. Ta tetradia tou Ilinden [Ion Dragoumis. Die Hefte von Ilinden], Athen 2000, S. 333-7.
37.       Angelos Chotzidis (Red.), Efthymios Kaoudis. Apomnimonevmata [Efthymios Kaoudis. Memoiren], Thessaloniki 1996.
38.       Andreas P. Andreou, Kottas (1863-1905), Prespes 2002, S. 154-72.
39.       GES/DIS, O Makedonikos Agon kai ta eis Thrakin gegonota [Der Makedonische Freiheitskampf und die Ereignisse in Thrakien], Athen 1979, S. 346-8.
40.       Iakovos D. Michailidis, „Stratiotika protypa kai kleftiki paradosi: Organotika provlimata kai kathimerini zoi sta chronia tou Makedonikou Agona“ [„Militarische Modelle und Klephtentradition: Organisatorische Probleme und Alltagsleben zur Zeit des Makedonischen Freiheitskampfes“], in: Makedonia. Istoria kai politismos. Diimerida 20 kai 21 Oktovriou 1995 [Makedonien. Geschichte und Kultur. Kongressbericht vom 20. und21. Oktober 1995], Florina 1997, S. 249-280.
41.       Die Herausgabe seiner Briefe durch seine Frau Natalia (Alexandria 1926) ist nach wie vor unersetzlich. Zu einigen neuen Daten und Ansatzen siehe die Beilage der Zeitung Kathimerini „Epta Imeres“: „Pavlos Melas. Enas aionas mnimes“ [Pavlos Melas. Ein Jahrhundert an Erinnerungen], 17. Oktober 2004.
42.       Zu seiner Aktivität siehe die wertvollste publizierte Quelle zu der Zeit, Giorgos Petsivas, Georgiou Tsontou-Varda. O Makedonikos Agon, Bd. 1 (Tagebuch 1904-1905), Bd. 2.1 (Tagebuch 1906), Bd. 2.2 (Tagebuch 1907), Athen 2003.
43.       Siehe die Dokumente im Band von P. Karambati et al. (Red.), Oi aparches tou Makedonikou Agona (1903-1904): 100 engrafa apo to Archeio tou Ypourgeiou ton Exoterikon tis Ellados [Der Beginn des Makedonischen Freiheitskampfes: 100 Dokumente aus dem Archiv des griechischen A^enministeriums], Thessaloniki 1996. Siehe auch Christos Mandatzis, „Proypologismoi, logariasmoi kai aprovleptes ethnikes dapanes. Apopeires chrimatodotisis tou alytrotikou agona sti Makedonia (1904-1908)“ [Budgets, Rechnungen und unvorhersehbare nationale Ausgaben. Versuche zur Finanzierung des irredentistischen Kampfes in Makedonien“], Thessalonikeon Polis, 16 (2004), 18-59.
44.       Siehe die Dokumente in P. Karambati et al. (Red.), I elliniki antepithesi sti Makedonia 1905-1906: 100 engrafa apo to Archeio tou Ypourgeiou ton Exoterikon tis Ellados [Der griechische Gegenangriff in Makedonien 1905-1906: 100 Dokumente aus dem Archiv des griechischen A^enministeriums], Thessaloniki 1997.
45.       Zur Diplomatie der Machte siehe auch Nadine Lange-Akhund, The Macedonian Question, 1893-1908from Western Sources, Boulder 1998.
46.       Siehe v. a. die Untersuchung von Christos Mandatzis, „Antartiko sto katofli mias ekchrimatizomenis oikonomias. Koinoniki kai oikonomiki diastasi tou Makedonikou Agona“ [Partisanenkampf an der Schwelle des 0bergangs zur Geldwirtschaft. Soziale und wirtschaftliche Dimension des Makedonischen Freiheitskampfes], Thessalonikeon Polis, 16 (2004), 60-83.
47.       Basil C. Gounaris, “Emigration from Macedonia in the Early Twentieth Century”, Journal of Modern Greek Studies, 7 (1989), 133-153.
48.       Vasilis K. Gounaris, Stis ochthes tou Ydragora: Oikogeneia, oikonomia kai astiki koinonia sto Monastiri 1897-1911 [An den Ufern des Hydragoras: Familie, Wirtschaft und burgerliche Gesellschaft in Monastir 1897-1911], Athen 2000. Zu den Streitigkeiten in den Dörfern siehe Hans Vermeulen, „Agrotikes synkrouseis kai koinoniki diamartyria stin istoria enos makedonikou choriou (1900-1936)“ [Bauerliche Zusammens^e und sozialer Protest in der Geschichte eines makedonischen Dorfes (1900-1936)], in: Stathis Damianakos (Red.), Diadikasies koinonikou metaschimatismou stin agrotiki Ellada [Prozesse sozialer Umschichtung im bauerlichen Griechenland], Athen 1987, S. 227-230, und die unveroffentlichte Diplomarbeit von Persephoni Karambati, „Koinonikes anakatataxeis sta chronia tou Makedonikou Agona: To archeio tou Stergiou Misiou“ [Gesellschaftliche Umschichtungen zur Zeit des Makedonischen Freiheitskampfes], Aristoteles-Universitat Thessaloniki 1996.
49.       Siehe die Dokumente in P. Karambati et al. (Red.), I teleftaia fasi tou Makedonikou Agona: 100 engrafa apo to Archeio tou Ypourgeiou ton Exoterikon tis Ellados [Die letzte Phase des Makedonischen Freiheitskampfes: 100 Dokumente aus dem Archiv des griechischen A^enministeriums], Thessaloniki 1998.
50.       №er die Aktivität im Sumpfgebiet, aber auch in ganz Zentralmakedonien bis zum Vermio siehe die analytische Dokumentensammlung, die der Kulturverein von Naoussa „Anastasios Michail o logios“ herausgegeben hat, Archeia Makedonikou Agona periochis Vermiou, Naoussa 2002.
51.       Konstantinos A. Vakalopoulos, Makedonikos Agonas. I enopli fasi 1904-1908 [Makedonischer Freiheitskampf. Die bewaffnete Phase 1904-1908], Thessaloniki 1987. Zu Ostmakedonien und die Aktivität des Chrysostomos von Smyrna siehe Alexis Alexandris (Red.), To archeion tou Ethnomartyros Smyrnis Chrysostomou, Athen 2000, Bd. 1 (Drama 1902-1910).
 52.      Dimitris Livanios “Conquering the Souls, Nationalism and Greek Guerrilla Warfare in Ottoman Macedonia, 1904-1908”, Byzantine and Modern Greek Studies, 23 (1999), 195221.
53.       Vasilis Κ. Gounaris, „Apo ti Makedonia sto Goudi: Drastiriotites ton makedonomachon stratiotikon (1908-1909)“ [Von Makedonien bis Goudi. Aktivitaten der Militars des Makedonischen Freiheitskampfes (1908-1909)], Deltio tis Istorikis kai Ethnologikis Etaireias, 29 (1986), 175-256.
54.       Akis Apostolidis, Alekos Dangas et al., I sosialistiki organosi Federasion Thessalonikis, 1909-1918 [Die sozialistische Organisation „Foderation“, 1909-1918], Athen 1989, S. 75-6.
55.       Konstantinos A. Vakalopoulos, Neotourkoi kai Makedonia (1908-1912) [JungTürken und Makedonien (1908-1912)], Thessaloniki 1988, S. 321-3.
56.       Bernard Lewis, I anadysi tis synchronis Tourkias [Die Entstehung der modernen Turkei], tbs. P. Konstanteas, Bd. 1, Athen 2001, S. 438-9.
57.       Ibid, S. 442-6.
58.       K. Vakalopoulos, JungTürken, S. 409-11.
59.       Basiert vollstandig auf der Untersuchung: Basil C. Gounaris, Steam over Macedonia. Socio-Economic Change and the Railway Factor, Boulder 1993.
60.       E. A. Hekimoglou und Aik. Karizoni (1993-94), „Drastiriotites tis Trapezas tis Anatolis sto Monastiri, sta Skopia kai tis Serres 1905-1911“ [Aktivitaten der Orientbank in Monastir, Skopje und Serres 1905-1911], Makedonika, 29 (1993-4), 88-119. Siehe auch Evangelos Hekimoglou, „O rolos ton ellinikon trapezon sti Makedonia, 1905-1912“ [Die Rolle der griechischen Banken in Makedonien, 1905-1912], Thessalonikeon Polis, 6 (Oktober 2001), 124-140.

Μακεδόνες στην επανάσταση του 1821. Ο Μακεδόνας οπλαρχηγός Θεόδωρος Ζιάκας.

$
0
0
Θεόδωρος Ζιάκας (1798-1882)
ΜΙΛΤ. Ι. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ 
ΚΑΙ Η ΣΥΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ 
ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

 ΟΘεόδωρος Ζιάκαςάνήκει σε μια μεγάλη και ισχυρή άρματολική οικογένεια των Γρεβενών, που πρόσφερε πολυ μεγάλες υπηρεσίες στους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. 

Οι υπηρεσίες της αρχίζουν από τα μέσα του 18ου αιώνα, ίσως και νωρίτερα, και συνεχίζονται σχεδόν ως τα τέλη του 19ου.

Η οικογένεια του καταγόταν από το Μαυρονόρος, μικρό και ασήμαντο χωριουδάκι με 40-50 οικογένειες σήμερα, μα που ως τα μέσα του περασμένου αιώνα παρουσίαζε άξιόλογη εμπορική κίνηση με εβδομαδιαία αγορά για τις εμπορικές συναλλαγές των κατοίκων των γύρω χωριών κι ετήσια μεγάλη εμποροπανήγυρη, που συγκέντρωνε κόσμο από τη Μακεδονία, την Ήπειρο  τη Θεσσαλία κι άκόμα μακρύτερα κι είχε μεγάλη κίνηση άγοραπωλησίας μεγάλων και μικρών ζώων.

 Ακόμα και σήμερα δείχνουν στον περίεργο επισκέπτη τη θέση, όπου γινόταν η άγορά και η εμποροπανήγυρη.
Είναι στη θέση «’Αργαστήρια», στο νότιο μέρος του χωριού, προς την κατεύθυνση του χωριού Μαυραναΐοι.
Σήμερα είναι χωράφια. Η παροιμία «σάν οί γκαβοί στο Μαυρονόρος», που μεταφορικά σημαίνει πυκνή συρροή κόσμου σ’ ενα μέρος, έχει την άρχή της στις καλές μέρες του Μαυρονόρους, όταν , με την εύκαιρία της εβδομαδιαίας άγορας και της έμποροπανήγυρης, συνέρρεαν εκεί παντος εΐδους άνθρωποι, κυρίως ζητιάνοι και γενικά άνίκανοι για εργασία, για να ζητιανέψουν.

Κατά την παράδοση η άγορά καταργήθηκε, γιατί δεν υπήρχε καμιά άσφάλεια για τον κόσμο έξαιτίας της κακής διοικήσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των συχνών επιδρομών των ληστών και των Άρβανιτάδων.

Κατ’ άλλες πάλι πληροφορίες, που κι χύτες οφείλονται στην προφορική παράδοση, την αγορά την κατάργησε ο ονομαστός σιλιχτάραγιχς των Γρεβενών Μεχμέτ Τάγος. Μάλιστα επειδή η αγορά είχε καθιερωθεί με σουλτανικό διάταγμα (φιρμάνι) και δεν ήταν εύκολο να καταργηθεΐ, ο Μεχμέτ Τάγος υποχρέωσε το μητροπολίτη Γρεβενών Αγάπιο και τους προέδρους (μουχτάρηδες) των κοινοτήτων των γύρω χωριών και γενικότερα της περιφέρειας, να υπογράψουν άναφορά πρός την Υψηλή Πύλη και να ζητούν οί ΐδιοι την κατάργηση της άγορας του Μαυρονόρους και τη μεταφορά της στα Γρεβενά.

Πότε ακριβώς μετοίκησαν οί Ζιακαΐοι από το Μαυρονόρος δεν είναι γνωστό.

Το πιθανότερο είναι ότι μετοίκησαν κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν   Άλή πασάς προσπάθησε να συντρίψει τη δύναμη των άρματολικιών, που του ήταν έμπόδιο στα επεκτατικά και απολυταρχικά του σχέδια και την καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών.
Τότε, υποθέτω, και οί Ζιακαΐοι, μή νιώθοντας ασφαλή τον έαυτό τους κοντά στα Γρεβενά—το Μαυρονόρος απέχει μόλις 10 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά—αναγκάσθηκαν να μετοικήσουν.

Άλλο ζήτημα είναι το που έγινε  ή μετοικεσία τους, στην Τίστα, το σημερινό Ζιάκα, η στο Σπήλαιο, χωριά, που απέχουν 20-25 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά και σε τοποθεσία φυσικά οχυρή. Το πιθανότερο είναι ότι η μετοικεσία έγινε στην Τίστα  και διότι αυτή εϊναι η επικρατέστερη παράδοση και διότι εκεί δείχνουν τα κτήματα, που ανήκαν στούς Ζιακαίους, και διότι υπάρχουν δημοτικά τραγούδια, που μνημονεύουν την Τίστα και που θά άναφέρονται στην έποχή, που οί Ζιακαΐοι είχαν μετοικήσει εκεί.

Μολαταύτα και στο Σπήλαιο υπάρχει παράδοση ότι εκεί είχαν μετοικήσει οί Ζακαΐοι, άναφέρεται κι εκεί τοπωνύμιο με την ονομασία «στής Ζιάκινας την κοπριά» κι υπήρχαν κι εκεί κτήματα της οικογένειας Ζιάκα.

Για τους προγόνους του Ζιάκα δεν έχουμε πολύ συγκεκριμένες πληροφορίες.

Τά σχετικά άρθρα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας και του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού   Ελευθερουδάκη, που τα ακολούθησαν και τα νεώτερα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, όπως π.χ. του Ηλιον, μνημονεύουν το όνομα, του γερο-Ζιάκα, που χρημάτισε αρματολός στην περιφέρεια Γρεβενών, πήρε μέρος στην επανάσταση του 1770, που είχε υποκινήσει η αύτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη, και ήρθε σε σύγκρουση με τον Κούρτ πασά κι αργότερα με τον Άλή πασά των Ίωαννίνων.

Μνημονεύεται άκόμα ένας γιός του, ο πατέρας του Γιαννούλα και του Θόδωρου, που πήρε μέρος στην έπαναστατική κίνηση του Θύμιου Βλαχάβα το 1802.
Αργότερα συμφιλιώθηκε με τον ’Αλή πασάκαι πήρε το αρματολίκι των Γρεβενών και της Κόνιτσας που τα κράτησε ίσαμε το 1810.

Απ’ όσα λέγει όμως ο έγγονός του Γούλας Ί. Ζιάκας, ο γιός του Γιαννούλα, σε μια αίτησή του προς την ελληνική κυβέρνηση, προφανώς για να έξάρει τις ύπηρεσίες της οικογένειας Ζιάκα προς το έθνος και να διεκδικήσει ορισμένα δικαιώματα ύπέρ αυτής (βρίσκεται στο ’Αρχεϊο Αγωνιστών, στα χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης με αριθμό 27.832)  κι απ’ όσα λένε ο ’Αραβαντινός, ο Κρυστάλλης και οι Wace-Thompson στο αξιόλογο βιβλίο τους The Νοmads of Balkans, πρόκειται για ενα μόνο πρόσωπο (Γεωργάκης-ΓάκηςΖιάκας) , που χρημάτισε πρωτοπαλίκαρο του Ντεληδήμου και του Τότσκά,
πρωτεξαδέλφου του, τον οποίο διαδέχθηκε στο αρματολίκι των Γρεβενών.

Ο ίδιος πήρε μέρος και στην επανάσταση του 1770 και στο κίνημα του Βλαχάβα.

 Αργότερα, άφού συμφιλιώθηκε με τον Άλή πασά, ξαναπήρε το άρματολίκι των Γρεβενών, που το κράτησε ίσαμε το 1810, ή, κατά τον Άραβαντινό, στο προμνημονευόμενο έργο του, ίσαμε το 1814.

Αναφέρουν ακόμα τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, προφανώς από σύγχυση, ότι κατά το 1854, η οικογένεια Ζιάκα έχασε 30 μέλη. 

Ο άριθμός είναι ασφαλώς εντελώς απίθανος.Πιο πιστευτή είναι η πληροφορία του Γούλα στην προμνημονευόμενη έκθεσή του προς την επιτροπή έκδουλεύσεων, σύμφωνα με την οποία 30 μέλη της οικογένειας Ζιάκα, μεταξύ των όποιων και τέσσερα άδερφια του παππού τού, και φυσικά και ο πατέρας του, σκοτώθηκαν σ’ όλο το διάστημα των υπέρ του έθνους άγώνων της οικογένειας, δηλ. ίσαμε το 1854.

Εκείνο που φαίνεται πιθανότερο, όπως σωστά υποστηρίζει ο γυμνασιάρχης Χρ. Ένισλείδης, είναι ότι ο γερο-Ζιάκας εχασε κατά τη διάρκεια των άγώνων του προς τους Τούρκους την ιδιαίτερη οικογένεια του κι ότι ξαναπαντρεύθηκε σε προχωρημένη ηλικία. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι έχει μικρά παιδιά σε μεγάλη ηλικία, όπως θά φανεί άμέσως παρακάτω.

Γιος του γερο-Ζιάκα είναι ο Γιαννούλας, που γεννήθηκε, κατά τον Ένισλείδη1, το 1795 κι ο λίγο μικρότερος του Θόδωρος.
Σύμφωνα με την προμνημονευόμενη έκθεση του Γούλα Ζιάκα, όταν  ο παππούς του, περί το 1810 ή, το πιθανότερο, κατά τον Άραβαντινό, τον Κρυστάλλη και τους Wace-Thompson4 (οί τελευταίοι υποστηρίζουν πώς τότε σκοτώθηκε), το 1814, γέρος πιά και κουρασμένος από τους άγώνες και τις κακοπάθειες άποχώρησε από τη διοίκηση του καπετανάτου, που περιλάβαινε τις επαρχίες Γρεβενών, Βεντζίων, Κόνιτσας και Άνασελίτσαςκαι άποτελούσε, όπως παραστατικά μάς λέγει ο Γούλας Ζιάκας,«μίαν μικράν ηγεμονίαν με 600 χωρία», τότε τον διαδέχθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία ο πρωτότοκος γιος του Γιαννούλας.

Αυτός, κατά τις ίδιες πηγές, για να άντιμετωπίσει καλύτερα τα στίφη των ληστών και των Άρβανιτάδων, που λυμαίνονταν τα χριστιανικά χωριά των περιοχών, κράτησε μόνο τις περιφέρειες Γρεβενών και Βεντζίων, που άποτελούσαν μια γεωγραφική ενότητα (καί οί δυό περιοχές άνήκουν σήμερα στο νομό Γρεβενών) και διέθεσε τις άλλες δυό σε συγγενείς του και στον άδερφό του Θόδωρο, όταν κάπως ένηλικιώθηκε.

Όταν άρχισε η ελληνική επανάσταση, ο Γιαννούλας, που φαίνεται ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ξεσήκωσε τη Δυτική Μακεδονία και πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον αγώνα παρεμποδίζοντας τις τουρκικές δυνάμεις να κατεβαίνουν δια των ορεινών διαβάσεων από την 'Ήπειρο προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και άπασχολώντας άρκετο τούρκικο στρατό στην περιοχή του.

Εναντίον του Ζιάκα ήρθε ο βουλγαρικής καταγωγής Μπεχλιβάν Μπαμπά πασάςκαι με τις σημαντικά άνώτερες δυνάμεις του τον άνάγκασε να συμπτυχθεΐ προς τα ορεινότερα μέρη και λεηλάτησε την περιφέρεια Γρεβενών.

Ιωάννης Πετρώφ
Άλλες πληροφορίες για την έπαναστατική δράση του Ζιάκα στα χρόνια εκείνα δεν έχουμε, αλλά ασφαλώς δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια.


Ξέρουμε μόνο, όπως μάς πληροφορεί ο Ρώσος φιλέλληνας Ιωάννης Πετρώφ,ότι πήρε μέρος στην ηρωική έπανάσταση της Νάουσας το 1822 και θά είχε τις σχετικές ταλαιπωρίες και άπώλειες.

Αργότερα ο Γιαννούλας, με τη μεσολάβηση του Χουρσίτ πασά, τον οποίο είχε βοηθήσει κατά του Άλή πασά των Ίωαννίνων, ύποσχέθηκε να σταματήσει τη δράση του και να παραμείνει ήσυχος,όταν  μάλιστα σκεφθούμε πώς ο άγώνας θά ήταν μάταιος, άφού είχαν παύσει να υπάρχουν επαναστατικές εστίες στη Μακεδονία.

Σέ άντάλλαγμα διορίσθηκε αρματολός («ύπομίσθιος ύποφύλαξ», λέγει, προφανώς για να τον μειώσει, ο ’Αραβαντινός) των περιοχών, που είχε και προηγουμένως και πιθανότατα και των περιφερειών Ζαγορίου και Μετσόβου, που διεκδικούσε από καιρό.

Παρά ταύτα δεν έπαυσε να βοηθεί και να ένισχύει την έπανάσταση. Κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου έστειλε εκεί τον ύπαρχηγό του Απόστολο Κυρίμη, από τον Τσούργιακα, τη σημερινή ’Αετιά των Γρεβενών, με αρκετή δύναμη. 

Το μεγαλύτερο μέρος των άνδρών αύτών, μεταξύ των οποίων και τέσσερα ξαδέρφια του Ζιάκα, βρήκαν ήρωικο τέλος κατά την πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου.

Για τον Απόστολο Κυρίμη ο Ί. Βασδραβέλλης, στηριζόμενος σε ένθύμηση γραμμένη σε εκκλησιαστικό βιβλίο του Άγιου 'Όρους, μας λέγει ότι είχε δράσει κατά τον Ιούλιο του 1821 στη Χαλκιδική υπό τον Έμμ. Παπά κι ότι σ’ αύτόν όφείλεται η έξόντωση του πληρώματος τουρκικού πλοίου, που είχε έξοκείλει στο Άγιον ’Όρος.

Για τις υπηρεσίες του αυτές η ελληνική κυβέρνηση άπένειμε στο Γιαννούλα δίπλωμα χιλιαρχίας (κάτι αντίστοιχο με το βαθμό του συνταγματάρχη), στο δε αδερφό του Θόδωρο το βαθμό του ταγματάρχη.

Το φθινόπωρο του 1826 ο σιλιχτάρ αγάς των Γρεβενών Μεχμέτ Τάγος, είτε από δική του πρωτοβουλία, γιατί έκρινε πώς η δύναμη και το κύρος του Γιαννούλα ήταν εμπόδιο και φραγμός στις αυθαιρεσίες του έναντι των χριστιανικών πληθυσμών, είτε και με διαταγή του Κιουταχή, που άσφαλώς θα είχε ύπόψη του τις ένέργειες και τη δράση του Ζιάκα υπέρ της επαναστάσεως  κατόρθωσε να τον σκοτώσει στο χωριό Μαυρονόρος υστέρα από προδοσία των αδελφών Άλέξη και Νικόλα Μακρή που κατάγονταν από το ίδιο χωριό Μαυρονόρος.
Αύτοί, λέγεται, είχαν λόγους να μισούν το Ζιάκα, γιατί τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το φόνο ένός άλλου άδελφού τους.

Στή δολοφονία θά συνήργησαν άσφαλώς και άλλα πρόσωπα, όπως άφήνει να υπονοηθεί ο Γούλας στην προμνημονευόμενηέκθεσή του.

Εναντίον όλων αυτών των προσώπων θα στραφεί αργότερα η μήνις του Θεόδωρου Ζιάκα.

Κατά την παράδοση μαζί με το Γιαννούλα βρισκόταν στο Μαυρονόρος κι ο άδερφός του Θόδωρος, αλλά σε άλλο σπίτι, κι είναι μυθιστορηματικός ο τρόπος με τον οποίο κατόρθωσε να διαφύγει.
 Ενώ δηλ. το σπίτι, όπου έμενε, είχε περικυκλωθεί από παντού και δε φαινόταν από πουθενά ελπίδα σωτηρίας, έβαλε σε ενέργεια ένα πολύ τολμηρό σχέδιο.
Πάνω στη ράχη του άλογου του έδεσε τεχνικά την κάπα του, έτσι που να δείχνει άνθρωπος καβαλάρης και κατόπιν μαστίγωσε το άλογο δυνατά. "Υστερα άνοίγοντας την πόρτα το άφησε να πεταχτεΐ έξω. Το άλογο αφηνιασμένο όρμησε πρός τα έξω.

Οΐ Τούρκοι νομίζοντας πώς είναι ο Ζιάκας, που προσπαθεί να ξεφύγει, πυροβολούν όλοι έπάνω του.
 Πάνω στη σύγχυση και την ταραχή ο Θόδωρος κατόρθωσε να ξεφύγει.
Ως το Σεπτέμβριο του 1943 το σπίτι αύτό, το σπίτι του Μαχαιρα, σωζόταν ανέπαφο κοντά στην εκκλησία των 'Αγίων Θεοδώρων. Κάηκε από τους Γερμανούς μαζί με τα άλλα σπίτια του χωρίου κατά τις έκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στην περιφέρεια Γρεβενών.

Σχετικά με το φόνο του Γιαννούλα ο μέν Βασδραβέλλης υποστηρίζει στο προμνημονευόμενο έργο του ότι πιάσθηκε από τον Κιουταχή και κρεμάσθηκε στη Λαμία, ο δε Ένισλείδης ότι σκοτώθηκε με προδοσία στα Γρεβενά. Καί οΐ δυο κάνουν κάποια σύγχυση. Ότι σκοτώθηκε στο Μαυρονόρος φαίνεται και από την προφορική παράδοση, που είναι ομόφωνη, κι από τις πληροφορίες του Κρυστάλλη και του Άραβαντινού καί, έμμεσα, από την προμνημονευόμενη έκθεση του Γούλα Ζιάκα.

Υστερα από το θάνατο του Γιαννούλα άρχηγος της άρματολικής και έπαναστατικής κίνησης στην περιφέρεια Γρεβενών και γενικότερα στη Δυτική Μακεδονία γίνεται ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο θρυλικός επαναστάτης του Σπηλαίου, σάν επίτροπος του άνήλικου γιου του Γιαννούλα Νικολάκη, τον όποιο, με τα έξαίρετα στρατιωτικά και διοικητικά του προσόντα, θά ύποκαταστήσει οριστικά. 

Σχετικά με την κατοπινή δράση του Ζιάκα κατά την επανάσταση του 1821 δεν έχουμε πολλές πληροφορίες.

Μονάχα ο Άραβαντινός μάς πληροφορεί ότι πιεζόμενος από τις τουρκικές δυνάμεις άναγκάσθηκε ο Ζιάκας, μετά την καταστολή και των άλλων έπαναστατικών κινημάτων στη Μακεδονία, να καταφύγει και να δράσει στη νοτιότερη Ελλάδα.

Μά στα τέλη του 1827 τον βρίσκουμε, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, έξαιτίας των διαδόσεων για την επικείμενη κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και τον επικείμενο καθορισμό των συνόρων του συνιστώμενου νέου έλληνικού κράτους, να παίρνει μέρος σε ζυμώσεις και κινήσεις στην περιοχή του Όλυμπου.
Δημήτριος Υψηλάντης
Έτσι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί, μέσα στους οποίους είναι και ο Ζιάκας, συνέρχονται σε μυστική σύσκεψη στη μονή του άγίου Διονυσίου του ’Ολύμπου και με δυο αναφορές τους προς την κεντρική έλληνική κυβέρνηση, ζητούν να τους ύποστηρίξει υλικά και ηθικά και να τους στείλει άρχηγό της έπαναστατικης κινήσεως στη Μακεδονία είτε το Δημήτριο Υψηλάντη είτε το Γερμανό φιλέλληνα συνταγματάρχη Heidek.

Τήν άναφορά υπογράφουν έκτος από το Ζιάκα και άλλοι όνομαστοί οπλαρχηγοί του ’Ολύμπου, όπως οί άδελφοί Κώστας και Διαμαντής Νικολάου, Γεώργιος και Αθανάσιος Συρόπουλοι, ο Τόλιος Λάζου και άλλοι.

 Οι απαντήσεις, που πήραν οί άρχηγοί του Όλύμπου στις προαναφερόμενες άναφορές τους τόσο προς το Δημήτριο 'Υψηλάντη, το 1827, όσο και προς τον Καποδίστρια, τον Ιούλιο του 1828, τους έκοβαν και τις τελευταίες έλπίδες.
Στις άπαντήσεις τους τους συνιστούν να συμβιβαστούν με τους Τούρκους και να ησυχάσουν καθ’ δσον το θέμα της άπελευθερώσεως της Ελλάδος και του καθορισμού των συνόρων είχε περάσει στη δικαιοδοσία των μεγάλων δυνάμεων κι ότι έπρεπε να περιμένουν καλύτερους καιρούς.

 Έτσι όσοι άρχηγοί εμειναν άκόμα στη Μακεδονία άναγκάσθηκαν να συμβιβασθούν, ενώ οί υπόλοιποι, όπως και ο Ζιάκας,καταφεύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα.

Μά ο Ζιάκας δεν μπορεϊ να ησυχάσει.
 Τό σχέδιό του είναι πάντοτε να βρει εύκαιρία να επιτεθεί κατά των Γρεβενών και να εκδικηθεί το Μεχμέτ Τάγο και τους άλλους έχθρούς του για την προδοσία και το φόνο του άδελφού του.
 Τά σχετικά με την έπίθεση του Ζιάκα κατά των Γρεβενών μάς τα λέγει το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

Έσεϊς, πουλιά μ΄ πετούμενα, 
που πάτε στον αέρα,
 αύτού που πάτε κι ερχεστε 
και πίσω δε γυρνάτε,
 μην εϊδατε το Θόδωρο,
 το Θόδωρο το Ζιάκα;
—’Εψές, προψές τον είδαμε 
μέσ" στ Άσπρο το ποτάμι.
 Παλικαοάκια μάζωνε όλο των είκοσι ένα.
Παίρνει το Νάσιο Μάνταλο και το Σωτήρη Στράτο.
Τριών μερών περπάτημα το κάνει σε μια μέρα, 
στα Γρεβενά ξημέρωνε, στον έμορφο τον τόπο.
Τηταν ημέρα του Βαγιού, ήμερα του Λαζάρου.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του δημοτικού τραγουδιού, με τις όποιες άλλωστε συμφωνεί και η δημοτική παράδοση, στα μέρη του Άσπροποτάμου (τού Αχελώου) θά τραβήξει ο Ζιάκας, για να στρατολογήσει τους άντρες που του χρειαζόταν, όταν  εκρινε πώς μπορούσε να επιστρέφει στην περιφέρεια Γρεβενών και να έκδικηθεΐ τους έχθρούς του.

Άνθρωποι ορεινοί οί Άσπροποταμίτες, γενναίοι, πολεμικοί, άλλα και πάμπτωχοι, ήταν φυσικό να μή λογαριάζουν τους πολεμικούς κινδύνους και να λαβαίνουν μέρος στη συγκρότηση άνταρτικών σωμάτων, που θά τους έπέτρεπε και στο έθνος να προσφέρουν τις ύπηρεσίες τους αλλά και να ζήσουν.

Και το αρματολίκι των Γρεβενών ήταν από τα πλουσιότερα, αφού  όπως μας λέγει ο Γούλας Ζιάκας, είχε εισόδημα 700 χιλιάδες γρόσια, ποσό αστρονομικό για κείνη την εποχή, κι αριθμούσε στις μέρες της άκμής του 1.700 άντρες. 

Υστερα το όνομα του Ζιάκα ήταν μια εγγύησηπώς θα χτυπούσαν με επιτυχία τους κυρίαρχους.

Κατά την προφορική παράδοση συγκρότησε σώμα με 300 περίπου άντρες και με οπλαρχηγούς το γνωστό και από άλλα δημοτικά τραγούδια Νάσιο Μάνταλο και το Σωτήρη Στράτο.

Ό πρώτος είναι γνωστός κι από την επανάσταση του 1821, ο δε δεύτερος είναι ο κατοπινός συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, που πήρε μέρος σαν εθελοντής στην Ήπειρο κατά την επανάσταση του 1854.

Το να έρθουν άγωνιστές της αξίας του Μάνταλου και του Στράτου και να καταταχτούν στα σώμα του πολύ νέου άκόμα Θ. Ζιάκα, δείχνει την πανελλήνια φήμη και έκτίμηση, που είχε από τότε ο Γρεβενιώτης άγωνιστής.

Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν να μπορέσει να καταλάβει τα Γρεβενά, να μπει στο κονάκι του και να σκοτώσει το Μεχμέτ Τάγο.

Μά ποιος είναι αύτος ο Μεχμέτ Τάγος;

Πάλι η δημοτική παράδοση θά μας σταθεί κατά το πλείστο βοηθός.
 Σύμφωνα μ’ αύτήν ο Μεχμέτ Τάγος, υπασπιστής του Άλή πασα, σε μια από τις πολυάριθμες μάχες του έναντίον των εχθρών του του έσωσε τη ζωή και σε άντάλλάγμα των υπηρεσιών του διορίσθηκε σιλιχτάρ άγάς των Γρεβενών και του παραχωρήθηκαν μερικά από τα πολυάριθμα τσιφλίκια, που είχε ο Άλή πασάς στην περιφέρεια Γρεβενών αύτά άργότερα, μετά το θάνατο του Άλή, έγιναν δημόσια (ΐμπλιάκια), για να άπαλλοτριωθούν ύπέρ των κατοίκων μετά την άπελευθέρωση του 1912.

Ό Μεχμέτ Τάγος παντρεύθηκε στα Γρεβενά και πήρε γυναίκα του χριστιανή, την όνομαστή για την ομορφιά και την καλοσύνη της Μιγδάλω (Μαγδαληνή) από τη Φυλή των Γρεβενών, η οποία, όπως και η Βασιλική του Άλη πασά, πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στούς χριστιανούς της περιοχής.

Μονάκριβος γιός τους, μαζί με τρεις θυγατέρες, υπήρξε ο Βελής, που κι αυτός πήρε γυναίκα του χριστιανή, συγγενή της οικογένειας Σπίρτου από τα Γρεβενά. Γιοι του Βελή υπήρξαν ο Ριφάτ μπέης και ο Φουάτ μπέης (ό ένας τους χρημάτισε και υποψήφιος βουλευτής κατά την περίοδο του 1915-20• λέγεται μάλιστα ότι κατά τις εκλογές του 1920, που είχαν γίνει με σφαιρίδιο, ο συγγενής του μακαρίτης φαρμακοποιός Θεμ. Σπίρτος, πολιτικά άντίθετός του, τον καταψήφισε ρίχνοντας στο μαύρο χρυσό σφαιρίδιο), που έφυγαν από την Ελλάδα με την άνταλλαγή των πληθυσμών το 1924.

Η κατοικία του Μεχμέτ Τάγου, τα όνομαστά «κονάκια του μπέη», βρίσκονταν στο νότιο άκρο των Γρεβενών, κοντά στο Γρεβενίτικο ποταμό, λίγο πιό κάτω από τη «σμίξη» του Αύλίτη, του καθαυτό Γρεβενίτικου ποταμού, με το Δοξανίτικο ποταμό κι άπέναντι από τη θέση «Τσακάλια».

Σωζόταν σχεδόν άνέπαφη ως τα τελευταία χρόνια (λίγο πρίν από τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο), όπότε κατεδαφίσθηκε από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της μακαρίτη Άντρέα Παπαλεξίου και πουλήθηκε όλη η περιοχή της για οικόπεδα• σήμερα στο μέρος αύτό, κοντά στη γέφυρα, που οδηγεί προς την Καλαμπάκα, έχει κτισθεΐ ολόκληρος συνοικισμός σπιτιών. Κτισμένη σ’ ένα ορθογώνιο οικόπεδο έκτάσεως περισσότερο από δέκα στρέμματα, άποτελούνταν από μια σειρά επιβλητικών σε όγκο, ύψος και εμφάνιση οικοδομημάτων, που τα περιέβαλλε ένα πελώριο
καί επιβλητικό τείχος ύψους δέκα περίπου μέτρων.

Στις άκρες, μα και στο μέσο των μακρών πλευρών, της δυτικής και της ανατολικής, πανύψηλοι πύργοι χρησίμευαν σάν παρατηρητήρια και πολεμίστρες.
Πάνω από τις μεγάλες σιδερένιες πόρτες (ή κυρία είσοδος βρισκόταν στη νότια πλευρά, προς το ποτάμι) βρίσκονταν οί «ζεματίστρες», άπ’ δπου ζεμάτιζαν με καυτό νερό, πίσσα η λάδι, τον τολμηρό, που θά επιχειρούσε να τις παραβιάσει. "Ως τα τελευταία διακρίνονταν πάνω στους τοίχους οι χαρακιές του λαδιού η της πίσσας. Μέσα στους άδειους χώρους, που άφηναν τα χτισμένα κτήρια, έβοσκαν, όπως μας πληροφορούν οί Wace-Thompson, που τα έπισκέφθηκαν και τα γνώρισαν από κοντά, τα άλογα και τα πρόβατα του νοικοκύρη.

Κατά την παράδοση, αλλά και από τις πληροφορίες των επιγραφών, που σώζονταν πάνω στις εξωτερικές πλευρές του τείχους, κτίσθηκε το 1829-30 (αύτές τις ενδείξεις έφεραν οί επιγραφές) κι ότι για την κατασκευή λένε ότι βοήθησαν με χρήμα και προσωπική εργασία δλα τα γύρω χριστιανικά χωριά.

Κι αύτό δεν είναι καθόλου άπίθανο, αν σκεφθούμε το κλίμα που επικρατούσε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (έχω ύπόψη μου ότι στο χωριό μου, τον Έλατο Γρεβενών, που ο πληθυσμός του ήταν μικτός, Τούρκοι και 'Έλληνες, οί χριστιανοί κάτοικοι του χωριού καλλιεργούσαν δωρεάν με προσωπική εργασία τα κτήματα του σημαντικότερου Τούρκου γαιοκτήμονα του χωριού) και το πόσο άγριος και καταπιεστικός ήταν ο Μεχμέτ Τάγος.

Τόση τρομοκρατία άσκούσαν στούς χριστιανικούς πληθυσμούς τα άφεντικά του κτηρίου αύτού ώστε, όταν , μετά την απελευθέρωση και την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν οί Τούρκοι ιδιοκτήτες του και το κτήριο έμεινε έρημο και άφύλακτο, και τότε άκόμα κανένας δεν τολμούσε να το πλησιάσει. Μονάχα, πού και πού, τα παιδιά, που δεν είχαν ζήσει τη φρίκη των χρόνων της σκλαβιάς (κι αυτός που γράφει τις γραμμές αύτές άνάμεσα σ’ αύτά), σκαρφάλωναν από κάποιο χάλασμα και περιτριγύριζαν τα ερημικά κτήρια και τις χορταριασμένες αύλές.

Ένα δέος, κάτι σαν φόβος και θαυμασμός, έπιανε τον περιπατητή, που περιδιάβαζε, μέσα στην άπόλυτη ησυχία και ερημιά, όπου δεν έφθανε ο θόρυβος και η άναταραχή της σύγχρονης ζωής, τα επιβλητικά απομεινάρια περασμένων μεγαλείων, που παραδίνονταν σιγά σιγά στην καταστροφή και στο χαμό, κατοικίες τώρα της κουκουβάγιας και της νυχτερίδας, και σαν άκουε τους θρύλους και τις παραδόσεις για τις ωμότητες των κατακτητών, και σαν του έδειχναν, στην είσοδο κάποιου κτηρίου, το μέρος, όπου ήταν στημένη (ψέματα, άλήθεια; ποιός ξέρει;) η λαιμητόμος.

"Ως τα τελευταία σωζόταν, μπηγμένο στον τοίχο, ενα πλάγιο ξύλο, όπου στηριζόταν για να κοπεί το κεφάλι του καταδίκου. Κάπου εκεί κοντά έδειχναν ενα πηγάδι, δπου έριχναν, κατά την παράδοση πάντα, το κεφάλι του καταδίκου.

Μέ την παρέκβαση έφυγα κάπως μακριά από το θέμα μου, την επίθεση του Ζιάκα κατά των Γρεβενών.
Η επίθεση έγινε άφού χωρίστηκε το σώμα σε τέσσερα τμήματα. Τά τρία μπήκαν από τρία διαφορετικά σημίεΐα στην πόλη, ενώ το τέταρτο κατέλαβε το Βαρόσι, την παλαιά Μητρόπολη, προαστειακό συνοικισμό των Γρεβενών (σήμερα ένώθηκε τελείως με την υπόλοιπη πόλη των Γρεβενών), για να υποστηρίξει ένδεχόμενη υποχώρηση και να τιμωρήσει τους εκεί εχθρούς του Ζιάκα. Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν να κόψουν το νερό του μυλαύλακου, που περνούσε κάτω από τα τείχη των κονακιών, και περνώντας κάτω από το άνοιγμα, που θά σχηματιζόταν, να μπουν στα κονάκια και να σκοτώσουν το Μεχμέτ Τάγο.

Οι σύντροφοί του όμως δείλιασαν και περιορίσθηκαν στη λεηλασία των Γρεβενών.

Πότε έγινε η επίθεση αύτή;

Κατά τόν Άραβαντινό και τους WaceThompson, που κι αύτοί άντλούν τις πληροφορίες τους από τδν Άραβαντινό, έγινε το 1831 και πήραν μέρος σ’ αύτήν χίλιοι άντρες που λαφυραγώγησαν «χριστιανούς και Τούρκους πυρπολήσαντες τα δύο τρίτα των οικιών».

Η πληροφορία και ως πρός τον άριθμό των άνδρών, που πήραν μέρος στην επιχείρηση, αλλά πρδ παντός ως πρός το τελευταίο μέρος της, τη λαφυραγώγηση και την πυρπόληση χριστιανικών και οθωμανικών σπιτιών, δεν είναι καθόλου άληθινή.

'Ο Άραβαντινός είναι η μόνη πηγή, που δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ ληστών και κλεφτοαρματολών, προφανώς επηρεασμένος από το περιβάλλον, μέσα στο οποίο έζησε, το περιβάλλον του Άλή πασά, που είχε κάθε λόγο να χαρακτηρίζει κοινούς ληστές και έγκληματίες τους άγωνιστές και υπερασπιστές του άδικούμενου και καταπιεζόμενού από τδν κατακτητή έλληνισμού.

Έτσι θεωρεί κοινούς ληστέςτο Ζιάκα, το Βλαχάβα, το Σωτήρη Στράτοκι όλα τα τιμημένα ονόματα των άπελευθερωτικών άγώνων του έθνους και δε μας εξηγεί πώς πήραν ήθικές και ύλικές αμοιβές και ανώτερα άξιώματα από την ελληνική κυβέρνηση για την έθνική τους δράση.

 Ο Στράτος έγινε συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού σε μια εποχή, που οί άνώτεροι στρατιωτικοί βαθμοί δε δίνονταν καθόλου εύκολα, ο δε Ζιάκας και οί ανεψιοί του, οί γιοι του Γιαννούλα, έκτος από τα στρατιωτικά αξιώματα, σε άνταμοιβή των υπηρεσιών τους, θά πάρουν και κτήματα στην περιοχή της Λαμίας,όπου και θά περάσουν και τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.

 Σχετικά με το Ζιάκα καμιά άλλη πηγή δε μας λέγει πώς ξέφυγε από την εθνική δράση και κατάληξε στο ποινικό άδίκημα, που είναι η ληστεία.

Αύτός ο Αυστριακός πρόξενος Ίωαννίνων Φερδινάνδος Χάας,μολονότι ποτέ η αυστριακή διπλωματία δεν εδειξε φιλικά αισθήματα προς την Ελλάδα και γενικά προς τις φιλελεύθερες και τις επαναστατικές ιδέες, σε έκθεσή του σταλμένη προς την κυβέρνησή τουομολογεί πώς η δράση του Ζιάκα ήταν καθαρά εθνική και πώς μόνο προστασία παρείχε στούς έλληνικούς πληθυσμούς.

Ο ϊδιος ο Άραβαντινός παραδέχεται άλλου  ότι, όταν  ο Ζιάκαςμπήκε το 1831 στα Γρεβενά, λεηλάτησε το πλεΐστον μέρος μόνο των οθωμανικών οικιών.

Τώρα άν καμιά φορά τα παλικάρια του, επηρεασμένα από τη φτώχεια και το πνεύμα της εποχής, παρεκτρέπονταν εις βάρος και των χριστιανικών πληθυσμών, αύτό άσφαλώς δε βαρύνει τόν άρχηγό.

 Ότι βέβαια θα τιμωρήθηκαν και χριστιανοί, που θεωρήθηκαν προδότες και υπεύθυνοι του φόνου του άδελφού του κι ότι άκόμα μπορεί να έγιναν από τα παλικάρια του Ζιάκα και κάποιες υπερβολές, αύτό είναι πολύ πιθανό, αλλά ότι ο θρυλικός εθνικός άγωνιστής θά μεταβαλλόταν σε κοινό ληστή, αύτό είναι τελείως άπίθανο και απαράδεκτο.

Μνημονεύονται άκόμα από τα δημοτικά τραγούδια και δυο επιθέσεις του Ζιάκα κατά της Καστανιας της Καλαμπάκας και των Νιγάδων του Ζαγορίου, αλλά και εκεί άσφαλώς θά πρόκειται για τιμωρίες προδοτών .

Για την περίοδο της δράσης του Ζιάκα, που άναφέρεται στην ελληνική επανάσταση, μαθαίνουμε από τόν Κασομούλη  ότι ο Κιουταχής κατά το 1830 προσπάθησε να σκοτώσει με δόλο τους οπλαρχηγούς, που έξακολουθούσαν να δρουν στό τουρκικό έδαφος, καλώντας τους τάχα σε συνεννόηση για την κατάπαύση του πυρός κι ότι κατάφερε να παρασύρει στην παγίδα και να σκοτώσει αρκετούς, αλλά οί υπόλοιποι, μεταξύ των οποίων και ο Ζιάκας, δεν έπεσαν στην παγίδα και δεν πήγαν στον τόπο της συναντήσεως με τον Κιουταχή.

Άπό τους διασωθέντες οί μέν οπλαρχηγοί των Χασίων, και φαίνεται ότι μέσα σ’ αύτούς ήταν και ο Ζιάκας, κατέφυγαν στα Τζουμέρκα και συνέχισαν τον άγώνα, οί δε οπλαρχηγοί του Όλύμπου συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη και με τη μεσιτεία του προξένου της Ρωσίας Μουστοξύδη κατέφυγαν στην Ελλάδα.

Ποια είναι η κατοπινή δράση του Ζιάκα κατά την περίοδο αύτή κι ως πότε δρα αύτός σάν οπλαρχηγός στην περιφέρεια Γρεβενών, δεν είναι γνωστό.

Κατά τόν Άραβαντινό ο Ζιάκας ειχε γίνει το φόβητρο των Όθωμανών της περιφέρειας Γρεβενών ίσαμε το 1835,
 οπότε πιεζόμενος από την έντονη καταδίωξη των τουρκικών αρχών άναγκάζεται να καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα.

Άπό τον ίδιο τον Άραβαντινδ μνημονεύεται άκόμα ότι το 1832 ο Ζιάκας με τους ύπαρχηγούς του Κώστα Βλάχο και Μεντερλή προσεβλήθη από πολυάριθμο τουρκικό στρατό στο Σπήλαιο των Γρεβενών, άλλα περισσότερα για το περιστατικό αύτό, στο οποίο άναφέρεται και σχετικδ δημοτικό τραγούδι, δεν ξέρουμε.

 Σχετικά με τη δράση του Ζιάκα πριν από την έπανάσταση του 1854 υπάρχουν και πολλές άλλες παραδόσεις, αλλά ως ποιό  σημείο υπάρχει άλήθεια σ’ αύτές, δεν ξέρουμε ούτε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.

"Ετσι λέγεται ότι κάποτε το σώμα του Ζιάκα άποκλείστηκε στο βράχο της Άετιας, του παλιού Τσιούργιακα, συνοικισμού της κοινότητας Φιλιππαίων Γρεβενών, που είναι βατός μόνο πρός το νότιο μέρος, πρός το χωριό, ένώ από τα άλλα μέρη εϊναι άπότομοι κρημνοί ύψους 100-200 μέτρων.

 Οι Τούρκοι έπιασαν το νότιο μέρος, άπ’ όπου μόνο ήταν δυνατό να περάσουν οί άντρες του Ζιάκα, με τη βεβαιότητα πώς θά τους άναγκάσουν να παραδοθούν.

Μά τη νύχτα εκείνοι ξήλωσαν τα σιρίτια από τις κάπες τους, τα έκαμαν μακρύ σχοινί, σύρθηκαν από το σχοινί κάτω από τους βράχους και σώθηκαν. 
Γίνεται επίσης λόγος για τησυνεργασία του Ζιάκα με κάποιον καπετάν Λάμπρο, με τον οποίο χώρισε αργότερα, αλλά τί είδους συνεργασία είχαν και γιατί χώρισαν δεν είναι γνωστό. Για το χωρισμό τους υπάρχει μόνο μια παροιμιακή φράση:

«όσοι είστε με τα κόγκολα(;) και τις τραγατσίκες με τον καπετάν Λάμπρο, κι όσοι με τους τροβάδες και τ’ ασκιά με τον καπετάν Ζιάκα», αλλά τί ακριβώς σημαίνει δεν είναι γνωστό.

Από το 1835 χάνονται τα ίχνη του Ζιάκα. Κατά τη μαρτυρία του Άραβαντινού, που άναφέραμε παραπάνω, είχε αποσυρθεί στην ελεύθερη 'Ελλάδα, περιμένοντας πιο πρόσφορους καιρούς για να δράσει.


Συνέχεια στο Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ  ΚΑΙ Η ΣΥΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Μακεδόνες στην επανάσταση του 1821: Η ένδοξος Μακεδονική οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά από τις Σέρρες.

$
0
0
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, 
Σύγγραμα Περιοδικόν
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Θεσσαλονίκη 1986.

Χαρισμένη στον Ετεοκλή Γρηγοριάδη

 1. Η παρακάτω μελέτη μου έχει τη μικρή της ιστορία.

 Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου 1985 έλαβα επιστολή του φίλου συγγραφέα κ. Ετεοκλή I. Γρηγοριάδη, ο οποίος με ενημέρωνε ότι κατά την τελευταία του επίσκεψη-έρευνα στα Κρατικά Αρχεία της Βιέννης (Allgemeines Verwaltungs-Archiv, Wallner-Strasse 6), όπου περιέχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος εκθέσεις της αυστριακής αστυνομίας, υπήρχαν 2 μικροί φάκελοι σχετικοί με τον Εμμ. Παπά, No 1967 και No 2241 του 1822 με τα στοιχεία του Ευρετηρίου (Inventar) 191, Polizei Hofstelle, Chronol. Listen 1821-1824. Ок. Γρηγοριάδης είχε την ευγένεια να μου γνωρίσει τα παραπάνω στοιχεία, γιατί—έχοντας υπόψη του το βιβλίο μου
 «Εμμανουήλ Παπάς, Αρχηγός και Υπερασπιστής της Μακεδονίας. Η ιστορία και το Αρχείο της οικογενείας του, Θεσσαλονίκη 1981»
—είχε τη γνώμη ότι ήμουν «ο πλέον αρμόδιος», όπως μου έγραφε, να φέρω στο φως τις νέες πληροφορίες που θα περιείχαν οι δυο αυτοί φάκελοι σχετικά με τον Εμμ. Παπά.

Αμέσως, αφού ευχαρίστησα τον κ. Γρηγοριάδη, σκέφθηκα ν’ αποταθώ στον φιλογενέστατο σεβασμιότατο μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ (ανεψιό του ομώνυμου εθνομάρτυρα Σμύρνης), ο οποίος πράγματι πρόθυμα ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου και μου έστειλε τα φωτοαντίγραφα των εγγράφων που περιέχονταν μέσα στους δύο μικρούς φακέλους.

 Γι’ αυτό και τον ευχαριστώ εκ βαθέων. Επειδή όμως τα περισσότερα έγγραφα ήταν αχνά από την πολυκαιρία και γραμμένα στην παλαιά γερμανική γραφή, ζήτησα τη συνδρομή του φίλου συναδέλφου άλλοτε της Γερμανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διευθυντή του Goethes-Institut, Graf Kurt ν. Posadowsky, που πρόθυμα ανέλαβε τη μεταγραφή των εγγράφων στη σύγχρονη γερμανική γραφή και ο οποίος, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσίαζαν τα κείμενα, έφερε σε πέρας το έργο του.

 Χωρίς τη βοήθεια του δεν θα ήταν δυνατόν να έλθουν στο φως τα νέα ιστορικά στοιχεία και να γραφτεί η μικρή αυτή μελέτη.

Από την πρώτη ματιά που έριξα στα γραπτά διαπίστωσα ότι αυτά δεν αναφέρονταν στον Εμμανουήλ Παπά, αλλά στον δευτερότοκο γιο του Αναστάσιο (13 Ιουνίου 1796-1858)1 και επομένως πρέπει να γίνει η αναγκαία διόρθωση στους δύο μικρούς φακέλους του στο
Allgemeines VerwaltungsArchivτης Βιέννης.

Ακόμη διαπίστωσα ότι οι παραπάνω φάκελοι διέλαθαν την προσοχή του αλησμιόνητου λαμπρού ερευνητή των αυστριακών αρχείων Γεωργίου Λαΐου, ο οποίος δημοσίευσε πολύ ενδιαφέροντα έγγραφα σχετικά με τη δράση του Αναστασίου Παπά στην Αυστρία και Γερμανία το 1821, αναφερόμενα στο χρονικό διάστημα από 18 Απριλίου-28 Σεπτεμβρίου 18212.

Τα παρακάτω δημοσιευόμενα έγγραφα, που απόκεινται στο WerwaitungsArchiv, ανάγονται στο διάστημα από 3 Ιανουαρίου-11 Μαρτίου 1822, αλλά δεν έχουν την έκταση και τη σπουδαιότητα των αντίστοιχων του Γ. Λαΐου.

 Μολαταύτα μας διευκολύνουν να ιχνηλατήσουμε ορισμένα σκοτεινά σημεία από την παραμονή του Αναστασίου Παπά στην Αυστρία και Γερμανία μετά την 28η Σεπτεμβρίου 1821. 

Οι τελευταίες πληροφορίες που είχαμε ως τώρα γι’ αυτόν ήταν ότι, μετά την αποτυχία του ελληνικού κινήματος στη Μολδαβία, στο οποίο είχε πάρει μέρος, είχε σκοπό να κατέβει μέσω Αεμβέργης-Τεργέστης στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπως μαθαίνουμε από την από 9 Σεπτεμβρίου 1821 επιστολή του γνωστού πανεπιστημιακού καθηγητή στο Μόναχο και θερμού φιλέλληνα Friedrich Thiersch, του γνωστού στους Έλληνες ως Ειρηναίου Θειρεχσίου. Εκεί, μεταξύ άλλων, του έγραφε:

«...Στο Τριέστι θα ιδείς, αν θα σου επιτραπεί να αποπλεύσεις για την πατρίδα σου. 
Φοβούμαι όμως το αντίθετο, γιατί τον τελευταίο καιρό η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων φαίνεται να πήρε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα μια στάση ενάντια προς τους Έλληνες...
 Στη Γερμανία εκάμαμε ό,τι ήταν δυνατό για να προετοιμάσουμε μια σημαντική βοήθεια για τους Έλληνες και για να είμαστε έτοιμοι, μόλις επακολουθήσει η συγκατάθεση των Κυβερνήσεων (γιατί χωρίς αυτή δεν μπορούμε ούτε ένα διαβατήριο να βγάλουμε, αφήνω πια να συγκροτήσουμε γερμανική λεγεώνα). Αυτή η συγκατάθεση όμως εξαρτάται από την εξέλιξη των πολιτικών σχέσεων... 
Εάν, αγαπητέ μου Αναστάσιε, θέλεις να περιμένεις καμιά ευνοϊκότερη περίσταση κοντά στους Γερμανούς φίλους σου, αντί στο Τριέστι, τότε θα χαρώ κατάκαρδα να σε ξαναϊδώ εδώ.

 Αλλά φυσικά θα απομακρυνθείς περισσότερο από την Πατρίδα σου.
 Εάν δεν σε υποχρεώνει κανένα ορισμένο πατριωτικό καθήκον να μείνεις αυτού, τότε έλα και μείνε κοντά μας, εδώ στη φιλόξενη χώρα μας. 
Δεν χρειάζεται να σου ειπώ, ότι η παρουσία σου θα μας είναι πολύ ευχάριστη, αλλά και πολύ χρήσιμη στην περίπτωση, που θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στη φιλελληνική μας προσπάθεια και αρωγή». 

 Στο γράμμα αυτό, όπως βλέπουμε, ο Thiersch κάνει λόγο για τις προσπάθειες του να συγκροτήσει μια φιλελληνική γερμανική λεγεώνα,που θα κατέβαινε να πολεμήσει στην Ελλάδα, αλλά φαίνεται απογοητευμένος από την πορεία των πραγμάτων.

Μολαταύτα η λεγεώνα αυτή συγκροτήθηκε και έδρασε στην Ελλάδα, αλλά το τέλος της δεν ήταν ευτυχές, γιατί, όπως γνωρίζουμε, τελικά διαλύθηκε.

Το γράμμα αυτό του Thiersch έπεσε στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας, η οποία παρακολουθούσε τη φιλελληνική κίνηση, και είχε κακές συνέπειες για ορισμένους φορείς της, όπως για τον καθηγητή Thiersch και για τον Αναστάσιο Παπά.
 Έτσι ο τελευταίος, μόλις κατέβηκε στην Τεργέστη, πιάστηκε, αλλά για άλλη προβαλλόμενη αιτία:
ότι οι αντιπρόσωποι του ελληνικού εμπορικού οίκου των αδελφών Βλαστού της Βιέννης στην Τεργέστη τον κατάγγειλαν στην αστυνομία ότι είχαν να λαβαίνουν απ’ αυτόν το σημαντικό ποσό των 300.000 δουκάτων για πουλημένο βαμπάκι.

 Ο Παπάς στη φυλακή συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια, διαθέτει πολλά χρήματα «και για την τροφή του δεν αφήνει να του λείψει τίποτε», όπως γράφει ο διευθυντής της αστυνομίας von Cattanei προς τον γενικό διοικητή της Τεργέστης βαρόνο Spiegelfeld.

Ο Παπάς ελπίζει ν’ αποφυλακιστεί σε 14 μέρες.

Από τις αρχές Ιανουαρίου ως τα μέσα Μαρτίου 1822 εμφανίζεται πάλι το όνομα του Παπά με λανθασμένο το μικρό του όνομα ως Εμμανουήλ αντί Αναστάσιος σε έγγραφα της αστυνομίας, η οποία παρακολουθεί τις κινήσεις του.

Σε 3 μάλιστα έγγραφα μνημονεύεται ως Έλληνας πρίγκιπας(!).

 Μολαταύτα τα λίγα αυστριακά έγγραφα, που παρατίθενται παρακάτω, μας δίνουν ορισμένες άγνωστες ως τώρα πληροφορίες για τη δραστηριότητα του Αναστασίου Παπά μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 1822.

 2. Με βάση τα έγγραφα των παραπάνω μικρών φακέλων No 1967 και No 2241 του 1822 των αυστριακών αρχείων προκύπτουν οι εξής πληροφορίες για τον Εμμανουήλ και τον δευτερότοκο γιο του Αναστάσιο Παπά, τις οποίες συλλέγει από τις διάφορες υπηρεσίες του στις αρχές Μαρτίου 1822 ο στρατάρχης Heinrich Graf von Bellegarde (1756-1845) απευθυνόμενος προς τον υπουργό της αστυνομίας Graf ν. Sedlnitzky.

Σχετικά με τον Εμμ. Παπά τα στοιχεία είναι σχεδόν ακριβή:

ότι ήταν ένας πλούσιος και πολύτεκνος τραπεζίτης του πασά των Σερρών,
ότι εμφανίστηκε στην Κασσάνδρα ως αρχηγός των επαναστατών  και
ότι μετά την κατάληψή της από τoυς Τούρκους είναι άγνωστη η τύχη του 
ότι ο μεγάλος του γιος (εννοεί τον Αναστάσιο), που φρόντιζε για τις εμπορικές τον δουλειές στη Βιέννη, εγκατέλειψε ξαφνικά την πρωτεύουσα τον Μάρτιο του 1821 και
 ότι ορισμένοι συμπατριώτες τον τον διώκουν δικαστικά για οικονομικές διαφορές. 

Ο ίδιος ως «εταιριστής» (οπαδός της Φιλικής Εταιρείας) πήγε στην Οδησσό.

 Οι δύο νεώτεροι αδελφοί του, που άλλοτε φοιτούσαν στο εκπαιδευτήριο Kraus στη Βιέννη, βρίσκονται τώρα, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς, στη Λειψία, κατά τη δήλωση των αυστριακών πρακτόρων.

Αυτές όμως οι πληροφορίες δεν είναι απόλυτα ακριβείς, όπως θα ιδούμε λίγο παρακάτω.
Μετά την επάνοδο του Αναστασίου στη Βιέννη και απ’ εκεί μετά την κάθοδό του στην Τεργέστη, για να πάγει κατόπιν στην Ελλάδα, οι αδελφοί Βλαστού τον καταγγέλλουν για ιδιοποίηση των 300.000 δουκάτων από το πούλημα του βαμβακιού και τον έβαλαν στη φυλακή.

Στις 28 όμως Νοεμβρίου ο μεγαλύτερος του αδελφός Αθανάσιος, που φεύγει κρυφά από την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία,προσκομίζοντας πολλές μαρτυρίες, απέδειξε τον αδελφό του αθώο των κατηγοριών και τον έφερε από τις φυλακές της Τεργέστης στα κρατητήρια της αστυνομίας της Βιέννης.

Σύμφωνα με το πρώτο τώρα χρονολογικά νέο έγγραφο της 3ης Ιανουαρίου 1822 της Αστυνομικής Διευθύνσεως, εντέλλεται η αστυνομική αρχή να κρατήσει, μέχρι νεώτερης διαταγής, τον Αναστάσιο Παπά σε χωριστό θάλαμο και να τον διατρέφει με 2 φλορίνια για κάθε μέρα.

Ήδη η αστυνομική αρχή έχει εισπράξεί προκαταβολικά γΐ αυτόν τον σκοπό 10 φλορίνια.
Και πρέπει ο παραπάνω μνημονευόμενος Έλληνας να παρουσιαστεί χωρίς αναβολή στον ποινικό δικαστή Anton ν. Bock για προανάκριση.

Στις 10 Φεβρουάριου διακόπτεται η προφυλάκιση του Αναστασίου Παπά, και από την ημερομηνία αυτή θεωρείται ως υπαγόμενος στη δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου. Κατόπιν στο σχετικό κακογραμμένο και κακοσυνταγμένο έγγραφο γίνεται λόγος για την αξία της ημερήσιας διατροφής των 2 φλ. και της προκαταβολής των 10 φλ., χωρίς να βγαίνει κανένα νόημα από τις σχεδόν διαγραμμένες και δυσανάγνωστες γραμμές του επόμενου φύλλου.

Ακολουθεί το από 12 Φεβρουάριου ψήφισμα, με το οποίο, ύστερ’ από αίτηση των αδελφών Βλαστού, γίνεται προσφυγή κατά της αποφάσεως του Εφετείου, με το οποίο αναιρείται η έναρξη της προανάκρισης του Αναστασίου Παπά και αναφέρεται ότι σχετικά με την τύχη του θα αποφανθούν οι ανώτατες δικαστικές αρχές του κράτους.

Φαίνεται ότι ύστερ’ από την αναίρεση αυτή ο Αναστάσιος, ελεύθερος πια, ταξιδεύει και προβαίνει σε διάφορες ενέργειες σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, παρουσιαζόμενος ως έμπορος Εμμανουήλ αντί Αναστάσιος Παπάς,για να μπορεί δήθεν να ταξιδεύει ανυποψίαστος.

 Κατόπιν, σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, δοσμένες από τα σύνορα και γραμμένες στις 16 Φεβρουάριου 1822, στη Νυρεμβέργη κατά τις αρχές Φεβρουάριου ο Αναστάσιος Παπάς, 28-29 ετών, περνώντας μέσα από τις χώρες της αυστροουγγρικής μοναρχίας, είχε περάσει συνοδευόμενος από πολλούς ανθρώπους του, προφανώς Έλληνες, με ειδική ταχυδρομική άμαξα, συρόμενη από 4 άλογα, διευθυνόμενος προς το Augsburg και το Μόναχο. Στη Νυρεμβέργη έμεινε 1 ι/2 μέρα και αγόρασε σπαθιά, όπλα, πιστόλια κ.λ. και πλήρωσε τεράστια ποσά.

Ο ίδιος μάλιστα ο πληροφοριοδότης γράφει ότι του πούλησε 2 Kuchenreutner(;) πιστόλια για 15 χρυσά νομίσματα (βλ. εικ. 1).

Εκτός απ’ αυτά έκανε μεγάλες παραγγελίες κάθε είδους πολεμικού υλικού. Από τους ανθρώπους που τον συνόδευαν ορισμένοι έμειναν στο Μόναχο και Augsburg, οι οποίοι επίσης αγόρασαν μεγάλες ποσότητες όπλων και έκαναν αντίστοιχες παραγγελίες.

Ο ίδιος ο Παπάςπηγαίνει για τον ίδιο σκοπό στο Augsburg και στο Μόναχο, καθώς και για να επισκεφθεί τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α',για να τον παρακαλέσει να γίνουν δεκτοί στη στρατιωτική σχολή αξιωματικών οι αδελφοί του, που ως τότε σπούδαζαν σε κάποιο εκπαιδευτήριο της Βιέννης και όπου τώρα δεν μπορούσαν πια να μείνουν.

Ο Παπάς εξεικόνιζε την κατάσταση στην Ελλάδα με ελπιδοφόρα χρώματα και θεωρούσε απόλυτα βέβαιο τον προσεχή πόλεμο Ρωσίας-Τουρκίας.

Κατόπιν σκόπευε μέσω Αυστρίας να κατέβει ίσως στην Τεργέστη και στην Ελλάδα.

 Ως προς τον κρατούμενο στο υγρό φρούριο του Munkatz πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Αναστάσιος Παπάς σε στιγμές ασφαλώς ερεθισμού, άφηνε να του ξεφύγουν από το στόμα του οι απειλητικοί λόγοι ότι οι Έλληνες θα τον απελευθέρωναν συλλαμβάνοντας ως όμηρο ένα στρατιωτικό ή πολιτικό αυστριακό αξιωματούχο, ωσότου αποφυλακιστεί ο ήρωάς του.

 Μέσ’ από τα περιεχόμενα του πολύ ενδιαφέροντος αυτού εγγράφου προβάλλουν ορισμένες απορίες:

Πώς βρίσκεται στη Βιέννη ο μεγαλύτερος γιος του Εμμ. Παπά, ο Αθανάσιος ή, χαϊδευτικά, Αθανασάκης, που συμπαραστέκεται στον Αναστάσιο, για να τον γλυτώσει από την κατηγορία των αδελφών Βλαστού και τελικά κατορθώνει να τον βγάλει από τη φυλακή, ώστε να κυκλοφορεί ελεύθερος στην Αυστροουγγαρία και στη Γερμανία; 

Ποιοι Έλληνες και ξένοι τον συνοδεύουν, οι οποίοι προβαίνουν με άφθονα χρήματα στις αγορές όπλων και άλλου πολεμικού υλικού; 

Οι ενέργειές του αυτές είναι ατομικές πρωτοβουλίες και ανεξάρτητες από κάθε άλλη παρόμοια γνωστή κίνηση, όπως των Γερμανών φιλελλήνων για τη συγκρότησή της περίφημης γερμανικής λεγεώνας1, για την οποία ενδιαφερόταν ο ίδιος ο Friedrich Thiersch; 

Δυστυχώς δεν έχουμε επαρκή στοιχεία, για ν’ απαντήσουμε με ακρίβεια σε όλα αυτά τα ερωτήματα.
Πρώτα πρώτα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο μεγαλύτερος γιος του Εμμανουήλ, ο Αθανάσιος, μετά τη λήψη της επιστολής του αδελφού του Αναστασίου της 18-4-1821,
με την οποία τον ειδοποιεί ότι εγκαταλείπει τη Βιέννη για να πάγει προς τη Μολδαβία, και μετά τις ειδήσεις για τονηγετικό ρόλο του πατέρα του Εμμανουήλ στηνεπανάσταση της Μακεδονίας, φυγαδεύεται από τις Σέρρεςπρος το αυστριακό Ζέμουν (Σεμλίνο), όπως έχω αποδείξει.

 Έτσι εξηγείται η εμφάνισή του και η συμπαράστασή του προς τον αδελφό του Αναστάσιο κατά τις δικαστικές του περιπέτειες εξαιτίας των κατηγοριών των αδελφών Βλαστού.

Η γνώμη μου είναι ότι τότε τα δύο αδέλφια αποζημίωσαν τους αδελφούς Βλαστού και ότι διέλυσαν τον τραπεζικό και εμπορικό οίκο Παπά της Βιέννης και ότι
 με τα πολλά χρήματα που εισέπραξαν πέρασαν μέσα από τις αυστριακές χώρες 
και τη Γερμανία αγοράζοντας όπλα και άλλα πολεμοφόδια, για να καταλήξουν τελικά οι δυο πατριώτες στα πεδία των μαχών της Ελλάδας. 

Αν τώρα λάβουμε υπόψη μας ότι ο Αναστάσιος Παπάς μετά την αποφυλάκισή του κατευθύνεται προς το Augsburg και απ’ εκεί στο Μόναχο, όπου είχε την έδρα του ο αγαπητός του και οικείος Γερμανός καθηγητής Thiersch, δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι δεν θα είχε επανειλημμένες ίσως συναντήσεις και συσκέψεις μαζί του.

Ανάμεσα στα αιτήματά του που ήθελε να υποβάλει στον βασιλιά Λουδοβίκο А' της Βαυαρίας ήταν—και η πληροφορία αυτή των αυστριακών πρακτόρων δεν είναι ακριβής—να δεχθεί να φοιτήσουν στη στρατιωτική σχολή αξιωματικών της οι δύο αδελφοί του—και αυτοί πρέπει να ήταν ο Γιαννάκης, 24 χρονών, και ο Νικολάκης, 19 χρονών, που ήθελε μάλιστα ν’ ακολουθήσει τον Αναστάσιο στα πεδία των μαχών της Μολδαβίας3—οικότροφοι άλλοτε στο εκπαιδευτήριο Kraus.

Το αίτημα όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, γιατί

ο Γιαννάκης είχε κιόλας συμμετάσχει στις πολεμικές περιπέτειες του πατέρα του στη Μακεδονία και μετά την αποτυχία του απελευθερωτικού κινήματος τον είχε συνοδέψει στην ελεύθερη Ελλάδα (Δεκέμβριος 1821), 
ενώ ο Νικολάκης μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Αθανασάκη φαίνεται ότι έμενε στη Βιέννη παρακολουθώντας κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες τη διάλυση των εμπορικών εργασιών του οίκου Παπά.

Στη Βιέννη φαίνεται ότι μένουν για πολλούς μήνες, ωσότου επιστρέφουν μέσω Μονάχου πάλι στις Σέρρες στις 27 Μαρτίου 18231, απ’ όπου με κάποιες προφυλάξεις και ευκαιρίες κατεβαίνουν στην Ελλάδα και παίρνουν ενεργό μέρος στους αγώνες για την ελευθερία της μαζί με τους αδελφούς των του Νότου.
Ο Αναστάσιος;
 Στο Μόναχο ασφαλώς θα έμεινε αρκετό χρόνο και συνεννοούμενος με τον καθηγητή του Thiersch θα διέθεσε μεγάλες ποσότητες του πολεμικού υλικού στους φιλελληνικούς κύκλους και στους φιλέλληνες που κατέβαιναν στην Ελλάδα και, έστω και αν μας λείπουν οι σχετικές ειδήσεις, θα αναμείχθηκε με ζήλο στις κινήσεις για την τόνωση του φιλελληνικού ενδιαφέροντος στην Ευρώπη.

Τελικά ακολουθώντας το παράδειγμα των δύο προηγούμενων αδελφών του κατέβηκε και αυτός στην επαναστατημένη Ελλάδα και έτσι στις αρχές του 1824 τον βρίσκουμε εγκαταστημένο στην Ύδρα με αρκετά χρήματα, όπως διαδίδει η κοινή φήμη.

Τελικά τι απέγιναν οι πλούσιοι ήρωες της μικρής μας μελέτης;

Αν εξαιρέσουμε τον Αναστάσιο, που τον βρίσκουμε και στην πολιορκία του Μεσολογγίου τον Οκτώβριο του 1825 και ο οποίος επιζεί ως δικαστής στην Πάτρα ως τον θάνατό του (1858),
 οι άλλοι τρεις αδελφοί του βρήκαν τον θάνατο στα πεδία των μαχών:

ο Αθανασάκηςπιάνεται αιχμάλωτος σε μια αποβατική ενέργεια των Ελλήνων στην περιοχή των Θερμοπυλών, κοντά στην Αταλάντη, τον Νοέμβριο του 1826, και αποκεφαλίζεται έξω από τη Χαλκίδα, 

ο Γιαννάκηςσκοτώνεταιμαζί με τον Παπαφλέσαστο Μανιάκι στις 20 Μαΐου 1825 και ο Νικόλαος στο Καματερό στις 27 Ιανουαρίου 1827. 

Ποια λοιπόν είναι η προσφορά
 των λίγων αυστριακών παραπάνω εγγράφων
 στη διαλεύκανση της ιστορίας της οικογένειας Παπά; 

Αποκαλύπτουν πώς έδρασε ο Αναστάσιος (μετά την αποφυλάκισή του) Παπάς
 και ο αδελφός του Αθανασάκης στην Αυστρία και Γερμανία,
πώς διέθεσαν τα μεγάλα ποσά του εμπορικού τους οίκου για τον εφοδιασμό τους σε πολεμοφόδια 
και πως τελικά, αυτοί και τα άλλα δυο αδέλφια τους, θυσίασαν και την ίδια ακόμη τη ζωή τους, για να πετύχουν την απελευθέρωση της κοινής μεγάλης πατρίδας τους. 

Ομολογώ ότι στην ιδιαίτερή τους πατρίδα, 
στις Σέρρες,
 θα έπρεπε να στηθεί ένα
 μνημειακό σύμπλεγμα
 που θα παρίστανε 
τον πατέρα και τα τέσσερα παιδιά του.

Εθνική Παλιγγενεσία: Ο Μακεδόνας φιλικός Γεώργιος Λασσάνης και ο Φιλέλλην Βαυαρός Μονάρχης Λουδοβίκος ο Α΄.

$
0
0
Ο Μακεδόνας φιλικός,
Γεώργιος Λασσάνης

Der Makedonische Freiheitskämpfer  
Lassanis Georgios 
und 
König Ludwig I. von Bayern.

"Ich versichere sie, dass ich bei der Befreiung Griechenlands dieselbe Freude empfand, welche mein Herz bei der Befreiung meines Vaterlandes Deutschlands von den Franzosen fühlte. 
Ich sage ihnen 
ich glühe, ich glühe für Griechenland
 — Ich wünsche nur, dass recht viele Griechen nach München kommen. 
Sie können bei mir alles studieren, Philosophie, Philologie, Staatswissenschaften, Kriegskunst, Medizin, alles, alles — Bei uns werden die Wissenschaften gründlich betrieben, wir halten uns an die klassische- Französische  Bildung taugt nichts für die Griechen, sie ist oberflächlich..." Ludwig I., König von Bayern 



Κωνσταντίνου Απ. Βακαλόπουλου
"ΤΡΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ
ΤΟΥ ΦΙΛΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΣΣΑΝΗ¨
Μακεδονική Βιβλιοθήκη
Δημοσιεύματα ΕΜΣ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΜYΗΣΕΩΣ 
TOΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΣΣΑΝΗ 
ΣΤΗΝ ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Στο Αρχείο της Βιβλιοθήκης της Βουλής, ανάμεσα σε διαφόρους φακέλλους, απόκειται και το αρχείο του Μακεδόνα φιλικού Γεωργίου Λασσάνη, όπου, ανάμεσα σε άλλα έγγραφα, βρίσκονται και τρία ιστορικά δοκίμιά του, δύο ελληνικά και ένα γερμανικό, για τα όποια θα μιλήσουμε παρακάτω.

Ο Λασσάνης υπήρξε ενας από τους πιο πιστούς συνεργάτες του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κατά την διάρκεια της επαναστάσεως στην Μολδοβλαχία και ασφαλώς ο πιο πιστός σύντροφός του μετά την διαφυγή των Υψηλαντών και άλλων συντρόφων τους στην Αύστρία και τον εγκλεισμό τους στις φυλακές του Munkatz και της Theresienstadt.

Για  να εκτιμήσουμε ορθά την προσωπικότητα του Λασσάνη ως φιλικού και την σπουδαιότητα των δοκιμίων του, πρ΄ άναφερθούμε σε ορισμένα γενικά βιογραφικά στοιχεία και να επιμείνουμε έπειτα ειδικά στην μύησή του στην Φιλική Εταιρεία και στην δραστηριότητά του κατά την πρόοδο των εργασιών της. Δεν πρόκειται λοιπόν εδώ να προβώ στην σύνταξη μιας διεξοδικής βιογραφίας του Λασσάνη, αλλά μόνο να συζητήσω ορισμένα σημεία της ζωής του, που βρίσκονται σε στενή σχέση με τα όσα αναφέρει στα δοκίμιά του.
 Με την πλήρη βιογραφία του επιφυλάσσομαι ν΄ ασχοληθώ σε ειδική εργασία.

Ο Γεώργιος Λασσάνης γεννήθηκε στην Κοζάνη από πατέρα έμπορο στα 1793.
Μικρός έμεινε ορφανός: ο πατέρας του σκοτώθηκε σ’ ένα ταξίδι του από την Βιέννη στην Ελλάδα.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο της πατρίδας του και στην τάξη του ξεχώριζε με την εύφυία και την επίδοσή του.

Νέος άκόμη έρωτεύθηκε παράφορα και άρραβωνιάσθηκε την Αναστασία, κόρη του Νικολάου Τακιατζή, ο όποιος διατηρούσε έμπορικό κατάστημα στην Πέστη Έκει πήγε να έργασθή για λίγο καιρό ο νεαρός Λασσάνης.
Τα επίβουλα όμως σχέδια του ’Αλή πασά για την άγαπημένη του άναγκάζουν τους γονείς της να την παντρέψουν με άλλον νέο της Κοζάνης.
Ο Λασσάνης ψυχικά τραυματισμένος φεύγει στην Λειψία και σπουδάζει φιλολογία στο πανεπιστήμιό της.
Τα χρόνια των σπουδών του ήταν τα χρόνια της γερμανικής εθνικής άφυπνίσεως. Οί λόγοι του Fichte πρός την γερμανική νεολαία είχαν βαθιά άπήχηση στην ψυχή του.

«Φύσις ζωηρά και πλήρης πατριωτικού ενθουσιασμού, νωπά έχουσα τα ίχνη της τυραννίας και καταδιώξεως, δεν ήδύνατο να μένη άδιάφορος εις τα τεκταινόμενα κατά την εποχήν εκείνην».

 Τα μικρά ταξίδια του μέσα στην Γερμανία, οι έπαφές και οι συζητήσεις του με τους Έλληνες έμπορευομένους και λογίους για την σκλαβωμένη μακρινή πατρίδα, ασφαλώς συνετέλεσαν, ώστε ο κύριος σκοπός της ζωής του να γίνη η άναγέννηση του ελληνικού έθνους.
'Όταν τελείωσε τις σπουδές του στην Λειψία (1817), πήγε στην Μολδαβία, όπου εμεινε για ενα χρονικό διάστημα.

Ωριμος πιά έρχεται στα 1818 στην Ρωσία και τελικά κατασταλάζει στην Οδησσό, όπου εργάζεται στην «Έλληνεμπορική Σχολή» μαζί με τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και τον Γεώργιο Γεννάδιο και άλλους και εισάγει την άλληλοδιδακτική και Λαγκαστριανή μέθοδο.

Αυτόν τον καιρό ο Λασσάνης γίνεται ένα από τα πιο θερμά μέλη της ΦιλικήςΈταιρείας της Όδησσού και αναπτύσσει ζωηρή δράση.

Πότε όμως μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και σε ποιο ακριβώς μέρος;

Η απάντηση είναι δύσκολη, επειδή για το πρόσωπό του έχουμε σποραδικές μόνο και αντικρουόμενες πληροφορίες από τους λίγους Φιλικούς που έγραψαν απομνημονεύματα.
Ο ίδιος ακόμη ο Λασσάνης με τα όσα γράφει στο γερμανικό χειρόγραφό του δεν μας διαφωτίζει αρκετά και έτσι αφήνει πολλά σκοτεινά σημεία.

Σφραγίς  Φιλικής Εταιρείας 
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Το σχετικό απόσπασμα, όπως θα δούμε, αναφέρεται γενικά και αόριστα στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας και στην συμπεριφορά των αρχηγών της, χωρίς να μπαίνη καθόλου σε λεπτομέρειες.

Καί όμως ο Λασσάνης γνώριζε πολλά για την ελληνική επαναστατική οργάνωση και είχε ύπ΄ οψη του πολλά σημαντικά έγγραφά της, τουλάχιστον από τότε που ανέλαβε ο Αλέξανδρος 'Υψηλάντης
την άρχηγία της, οπότε έλαβε έμπιστευτική θέση κοντά του ως γραμματέας. Γι΄ αύτο παραμένει άναπάντητο το έρώτημα σύγχρονων έρευνητών: γιατί ο Λασσάνης, του όποιου ο ρόλος στην Φιλική Εταιρεία ήταν σημαντικός, δεν έγραψε σχεδόν τίποτε για την οργάνωση αύτή, ενώ θα μπορούσε να διαλευκάνη πολλά ίσως σκοτεινά σημεία της;

Στο έρώτημα αύτό θα προσπαθήσω να δώσω εύλογη, νομίζω, άπάντηση κατά την πορεία της μελέτης μου.

Μυστήριο επίσης καλύπτει τις πρώτες επαφές του Λασσάνη με τους φιλικούς και τις κινήσεις του μέσα στην Ρωσία.
 Είναι βέβαιο ότι ο Λασσάνης μετά το πέρας των σπουδών του στην Λειψία και την βραχυχρόνια παραμονή του στην Μολδαβία φεύγει τον Ιούνιο του 1818 για την Μόσχα και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου κατεβαίνει στην Όδησσό.

Για  ποιο λόγο έρχεται ο Λασσάνης στην Ρωσία; 

Το ζήτημα έχει σχέση με την δράση των Φιλικών στην Μολδαβία και ιδίως του Νικολάου Γαλάτη, όπως θα φανή από τα παρακάτω.

Στην Ρωσία ο Λασσάνης, με τα συνεχή ταξίδια του στην Μόσχα, Κισνόβι, Πετρούπολη και με τις επισκέψεις του στις εκεί ελληνικές παροικίες, ανέπτυξε δραστηριότητα, σύμφωνα και με τις πληροφορίες του Νικολάου 'Υψηλάντη, ο όποιος παραδέχεται τον Λασσάνη ως οπαδό του Γαλάτη.

Ας αρχίσω πρώτα από το πρόβλημα του χρόνου τής μυήσεως του Λασσάνη στην Φιλική Εταιρεία, το όποιο παρουσιάζει δυσχέρειες και βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το άλλο θέμα της παραμονής και των κινήσεών του στην Ρωσία.

Σύγχρονοί, ερευνητές τοποθετούν την μύησή του στα 1818, καθώς και ορισμένοι Φιλικοί. Έτσι στούς καταλόγους του Παναγιώτη Σέκερη, ανάμεσα στα 26 μόνον άτομα που μυήθηκαν ως τα 1818 στην Φιλική Εταιρεία, άναφέρεται και ο Γεώργιος Λασσάνης στις αρχές του 1818 με την εξής σημείωση:

 «Γεώργιος Ίωάννη Λασσάνης.

 Άπο Κοζάνην της Μακεδονίας σπουδαίος.

 Χρόνων 25. 

Διά Κωνσταντίνου Χριστοδούλου Πεντεδέκα. 

Μόσχα 1818 Μαρτίου αη. 
Τω Γεωργίω Παπαλαζάρου εις Θεσσαλονίκην Φλ. 30». 


Έτσι βλέπουμε ότι ο Λασσάνης μυήθηκε στα 1818 από τον Κωνσταντίνο Πεντεδέκα, έμπορο από τα Ιωάννινα, άφού πλήρωσε τριάντα φλωρία.
 Άπό την σημείωση του Σέκερη μαθαίνουμε ότι ο Λασσάνης σημειώνεται ως «σπουδαίος».

Ασφαλώς πρόκειται για άπλό χαρακτηρισμό και όχι για ψευδώνυμο, γιατί πουθενά δεν βρήκα στούς σχετικούς καταλόγους το παραπάνω επίθετο.
Τό «σπουδαίος» οφείλεται ασφαλώς στην εκτίμηση που έτρεφαν άπέναντί του ορισμένοι Φιλικοί. Επίσης και ο Φιλήμων τοποθετεί την μύηση του Λασσάνη στα 1818, άλλά στην Μόσχα από τον Νικόλαο Γαλάτη, ενώ ο Λ. Παπαδόπουλος-Βρετός νωρίς στα 1816.
Αύτά εγραψε ο Βρετός, ενόσω ζούσε άκόμη ο Λασσάνης, από τον όποιο ίσως άντλησε την πληροφορία του αύτή, όπως ορθά παρατηρεί ο Εύάγγ. Τζιάτζιος.

Ή χρονολογία 1818 ως έτος μυήσεως του Λασσάνη από τον Νικόλαο Γαλάτη δεν μου φαίνεται ορθή, έφόσον ο Γαλάτης μόνο τον Όκτώβριο του 1816 πήγε στην Μόσχα, όπου και μύησε άρκετά πρόσωπα.

Ύστερα από λίγους μήνες, στις άρχές του 1817, πήγε στην Πετρούπολη και παρουσιάστηκε στον υπουργό των εξωτερικών του τσάρου Ιωάννη Καποδίστρια με σκοπό να τον μυήση στην Φιλική Εταιρεία και να του άναθέση την γενική άρχηγία της, άλλ’ άπέτυχε στην προσπάθειά του αύτή. Έπειτα, όπως είναι γνωστό, τον συνέλαβε η ρωσική άστυνομία και τον άπήλασε από την Ρωσία.

Ο Γαλάτης τότε στάλθηκε με συνοδεία ως το Βουκουρέστι, άλλά έμεινε για ένα χρονικό διάστημα στην Μολδαβία, υπό την επιτήρηση του Ρώσου γενικού προξένου στις παραδουνάβιες ήγεμονίες Αλεξάνδρου Πίνη, ώσότου παρουσιαστή η κατάλληλη ευκαιρία για να σταλή πίσω στην πατρίδα του.

Τότε φαίνεται ότι μύησε και τον Λασσάνη και συνδέθηκε στενά μαζί του.
Στο Ιάσιο ο Λασσάνης έργαζόταν ϊσως ως οικοδιδάσκαλος σε επίσημες οικογένειες του τόπου , η δίδασκε στο εκεί Ελληνικό Σχολείο.

Ο Γαλάτης φαίνεται ότι έμενε κυρίως στο Ιάσιο και ότι κατά την διάρκεια της παραμονής, του στην Μολδαβίαάρχισε να μυή αυθαίρετα στην Φιλική Εταιρεία άρκετούς 'Έλληνες των ήγεμονιών, χωρίς να το γνωρίζουν και οί διοι οι άρχηγοί της.

 Ή διαγωγή αύτή του Γαλάτη, που έθετε σε κίνδυνο την ίδια την υπόσταση της Φιλικής Εταιρείας, άνησύχησε τα σημαίνοντα μέλη των ήγεμονιών. Ασφαλώς θα είχαν και παραπονα εναντίον του Λασσάνη που συντρόφευε τον Γαλάτη.

Γι΄ αύτό και ο Θεόδωρος Νέγρης, άρχιγραμματέας του ηγεμόνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Καλλιμάχη και μυημένος στην Φιλική Εταιρεία, έλαβε μόνος του, χωρίς να εχη καμία εντολή μερικά προφυλακτικά μέτρα, όπως εξέθετε άργότερα, στις 12 Απριλίου 1819, σε μακρό υπόμνημά του πρός την Αρχή.
Έκεί μιλώντας για τον Λασσάνη έγραφε τα έξης περίεργα, άλλά και αποκαλυπτικά:

 «Ούτω τον Λασσάνην ούπω ήθικώς διαφθαρέντα ως άσχετον, μολυνόμενον δέ παρά του τέρατος (δηλ. του Γαλάτη) άφησα να μεταβή, εφόδια δούς, όπου αί πρόωροί του έπιθυμίαι προσέφερον και ιδού, ως μανθάνω, καθημερινώς τελειοποιείται». 

Τι εννοούσε με αυτά τα λόγια ο Νέγρης;
Ή μαρτυρία του αύτή μας κάνει να υποθέσουμε ότι ο Λασσάνης, που βρισκόταν τότε στην Μολδαβία, συγκεκριμένα στις αρχές του 1817, επηρεαζόταν από τον Γαλάτη, και έδειχνε πρόωρες φιλοδοξίες και υπερβολικό ζήλο.
Συνδυάζοντας την πληροφορία αύτή του Φιλήμονος και με τα όσα παραδέχεται και ο Κανδηλώρος, δηλαδή ότι ο Κωνσταντίνος Πεντεδέκας τον   «τελειοποίησε» (ή λέξη προέρχεται άσφαλώς από το ύπόμνημα του Νέγρη) στην κατήχηση την 1η Μαρτίου 1818 στην Μόσχα, συμπεραίνω ότι η μύηση του Λασσάνη ειχε άρχίσει νωρίς (στις αρχές ίσως του 1817).

 Ή άκριβής ήμερομηνία της είναι δύσκολο να προσδιορισθή.
Αυτό όφείλεται ίσως στον τρόπο που γινόταν η μύηση και η άνοδος των μυημένων στούς διαφόρους βαθμούς.
Μετά την απομάκρυνση του Λασσάνη από την επικίνδυνη συντροφιά του Γαλάτη σε τόπο (καί άσφαλώς είναι η Μόσχα), «όπου αί πρόωροι έπιθυμίαι προσέφερον», βελτιώθηκε από κάθε αποψη και εγινε χρήσιμο στέλεχος της Εταιρείας. Αύτά έξυπακούουν πρόοδο και προβιβασμό του Λασσάνη στην ιεραρχία των Φιλικών και προγενέστερη μύησή του στην Φιλική Εταιρεία. Μέ την σκοτεινή του έκφραση «όπου αί πρόωροι έπιθυμίαι προσέφερον)) ο Νέγρης υπαινίσσεται — χωρίς όμως να γίνεται σαφής — ότι ο Λασσάνης επιθυμούσε να δράση στην Ρωσία και συγκεκριμένα στην Μόσχα.
Αύτή νομίζω ότι είναι η λύση του αινίγματος της χρονολογίας, κατά την όποια μυήθηκε ο Λασσάνης στην Φιλική Εταιρεία. Ο Φιλήμων γράφοντας ως ετος μυήσεως το 1818 είχε ύπ οψη του την τελική φάση της εισδοχής και της ανόδου του Λασσάνη στην κλίμακα των Φιλικών.

.......................

'Όταν στις 23 Φεβρουάριου του 1821 φθάνη ο Υψηλάντης στο Ιάσιο και κηρύσση την επανάσταση, ο Γεώργιος Λασσάνης διορίζεται υπασπιστής τού πρίγκιπα και χιλίαρχος του ελληνικού στρατού.

Ο Λασσάνης μαζί με τον ’Ορφανό και τον Ν. Σκούφο ήταν οι επιστήθιοι φίλοι του πρίγκιπα. Στό Τιργοβίστι όμως ο Σκούφος εχασε την ευνοιά του, γιατί ήλθε σε ρήξη με τον Λασσάνη. Καί όπως άφηγείται ο καπετάνιος Γεώργιος Παπά,
 «τό κακόν τούτο έφερε και την άρχήν της δυσαρέσκειας του Καντακουζηνού κατά τού Αρχιστρατήγου, όστις πάντοτε έπροτίμα τ'ν φιλόδοξον Λασσάνην».

Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα μετά το άλλο με επιταχυνόμενο ρυθμό.
 Ο Λασσάνης, σύμφωνα με το πρόσφατο συλλογικό έργο της Ρουμανικής Ακαδημίας «Ιστορία του ρουμανικού έθνους», μαζί με τον Καραβιά παρέλαβε από τον Υψηλάντη τον Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου, τον όποιο και θανάτωσε την νύχτα της 27ης Μαίου , άλλά ο Ρουμάνος άκαδημαϊκός Andrei Otetea στην μονογραφία που δημοσίευσε τελευταία « udor Vladimirescu» άναφέρει μόνο τον Βασίλη Καραβιά.

Ή εκστρατεία του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, με το γνωστό οίκτρό τέλος της μετά την μάχη του Δραγατσανίου, καταλήγει στην φυγή του ίδιου, των άδελφών του, και των στενών φίλων τους στην Αύστρία. 

Έκεί φυλακίζονται στα φρούρια Munkatz και Theresienstadt και μένουν έξι ολόκληρα χρόνια.

Για  την παραμονή του Λασσάνη (1821-1827) στό Munkatz και στην Theresienstadt γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα:
ότι ειχε το ψευδώνυμο «ύπηρέτης Anton Schwartz», όπως και όλοι οι άλλοι σύντροφοί του είχαν τα δικά τους ψευδώνυμα  ότι οι κακές συνθήκες που έπικρατούσαν στην φυλακή του κλόνισαν την ύγεία και γι αύτό ζήτησε με αίτηση του πρός τον υπουργό Χοεντσόλλερν την απελευθέρωση του και έκδοση διαβατηρίου, για να πάη στην Λειψία, όπου ειχε σπουδάσει και ειχε πολλούς φίλους, άλλά η αίτηση του απορρίφθηκε (Ιανουάριος 1827).


 Ο ΛΑΣΣΑΝΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ TOΥ 
ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ THERESIENSTADT 
ΩΣ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ TOΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 1821-1828 
(ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ TOΥ)
Theresienstadt
'Όταν αποφυλακίζωνται οι κρατούμενοι της Theresienstadt, ο Αλέξανδρος Yψηλάντης βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου και ο Γεώργιος Λασσάνης μένει ο άχώριστος σύντροφός του ως τις τελευταίες στιγμές του. Πολύ παραστατικά μάς περιγράφει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων αιχμαλώτων, λίγο πριν από την άπελευθέρωσή τους, ο κόμης Chiesa, διοικητής του φρουρίου της Theresienstadt σε έγγραφό του με ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1827, όπου ειδικά για τον Λασσάνη σημειώνει τα εξής:

«Γεώργιος Λασσάνης (Georg Laszanes), γεννημένος στον ’Όλυμπο στην Ελλάδα, 33 ετών, ορθόδοξος, άγαμος, κοντός, ώοειδές πρόσωπο, μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια και φρύδια, γαμψή μύτη, μικρό στόμα, μακρύ πηγούνι, με κομμένη γενειάδα και καγκελλωτό μουστάκι, μιλεί έλληνικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά».

Άναχωρούν ;oλοι μαζί από την Theresienstadt, ο Αλέξανδρος 'Υψηλάντης, οι άδελφοί του, ο Καβαλερόπουλος και ο Λασσάνης και φθάνουν στην Πράγα στίς 25 Νοεμβρίου.

Η κατάσταση του 'Υψηλάντη συνεχώς χειροτερεύει. 
Στίς 27 Νοεμβρίου συνεχίζουν το ταξίδι τους και περνούν από τις πόλεις Bohmisch Brod, Csaslau, Iglau, Stiersau, Schottelau, Mahrisch Brod, Znaim, Guntesdorf, Hollabrun, Schonborn και Stockerau, όπου άναγκάζονται να μείνουν ένα μικρό χρονικό διάστημα, επειδή η υγεία του 'Υψηλάντη έχει έπιδεινωθή.

Ποιά ήταν η ψυχική κατάσταση του Αλεξάνδρου 'Υψηλάντη την έποχή αύτή μάς το άφηγείται ο συνοδός του Lorenczy στην από 10 Δεκεμβρίου 1827 άναφορά του πρός τον υπουργό της Αστυνομίας Sedlintzky:

«Ο πρίγκιπας, παρά την δυστυχία του, έχει μια ξεχωριστά απίστευτη καρτερία. Είναι σχεδόν πάντοτε σιωπηλός χωρίς να έξωτερικεύη την ψυχική του διάθεση και μόνο καπου-καπου παρατηρεί κανείς ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη του, που πρέπει να το αποδώση στίς οδυνηρές του συνθήκες. Έκτος από την ανάγκη για ησυχία, δεν νιώθει καθόλου την καρδιά του πιά, άλλά την άρχή ενός πιθανού τέλους της σταδιοδρομίας του. Νιώθει στην ζωή μόνος χωρίς κανείς να του δείχνη άφοσίωση, χωρίς άγάπη...». 

Τέλος στίς 9 Δεκεμβρίου 1827 εφθασαν στην Βιέννη.
Στην Βιέννη ο 'Υψηλάντης άναγκάσθηκε να μείνη, γιατί η κλονισμένη ύγεία του δεν του έπέτρεπε να συνέχιση το ταξίδι του.
 Έδώ τον έπεσκέφθηκαν οι άδελφές Thurheim, με τις όποιες συζητούσε πολλά θέματα της τραγικής ζωής του. Ή κατάπτωσή του περιγράφεται πολύ χαρακτηριστικά από την Lulu Thurheim:

« die Tränen, welche ihm wahrend diese Erzählungen über die Wangen liefen, sagten uns, wie Schweres er erduldet hatte. Ach für einen edelmutigen Mann gab es nichts Ärgeres!».

Ο Λασσάνης έμεινε για άρκετό διάστημα στην Βιέννη και μετά τον θάνατο του 'Υψηλάντη, γιατί εμποδίσθηκε από την αύστριακή κυβέρνηση να κατεβή στην Ελλάδα μέσω Τεργέστης.

Γι΄  αύτό άκολούθησε άλλον δρόμο: πέρασε από το Movaxo-Augsburg-Ulm-Stuttgart-Karlsruhe-Baden-StrasburgΠαρίσι-Μασσαλία-Τουλών, όπου «διά συστάσεως του έπί των Ναυτικών 'Υπουργού της Γαλλίας Hyde de Neuville έγεινε δεκτός εις Γαλλικήν φρεγάταν, και κατήλθε περί τον Ιούλιον εις την Ελλάδα».

Μόνος του πιά τώρα στην ζωή ο Λασσάνης σκοπό έχει ν΄ αποκαταστήση την φήμη του πρώτου άρχηγού της ελληνικής ελευθερίας, εναντίον του όποιου είχαν γράψει η εξακολουθούσαν να βάλλουν διάφοροι Εύρωπαίοι και Έλληνες με τις εφημερίδες η με φυλλάδια.
Για  το χρονικό διάστημα, που μεσολαβεί από την αποφυλάκιση του Λασσάνη ως την κάθοδό του στην Ελλάδα, πολύτιμες και άνεκμετάλλευτες ως σήμερα ειδήσεις μάς δίνουν τα λίγα μικρά φύλλα ενός άκατάστατου ήμερολογίου, διαστάσεων 0,105x0,135, που κράτησε ο Κοζανίτης άγωνιστής κατά την περίοδο αύτή.

Τό ήμερολόγιο αύτό δεν σώζεται δυστυχώς ολόκληρο. 

Πάντως μας δίνει ενδιαφέρουσες ειδήσεις για τους σταθμούς πόλεις, από τις όποιες πέρασε, για τα πρόσωπα που συνάντησε και τις ιδέες που σχημάτισε κλπ., θέματα που ήταν μέχρι σήμερα άγνωστα.
Οί καταγραφές του σταματούν στο Παρίσι.
Οι ειδήσεις του ημερολογίου είναι και κατά τούτο σημαντικές, γιατί μάς περιγράφουν την ψυχολογική κατάσταση του φυλακισμένου που χαίρεται τώρα την ελευθερία και τις κοινωνικές συναναστροφές. Αρχίζει με την επιγραφή «Άναχώρησις από το Κάστρον» (εννοεί το φρούριο της Theresienstadt) και η πρώτη ήμερολογιακή ένδειξη είναι: «Έλεύθερος καί όμως φύλαξ εις το πλάγι μας», έκφραση που δείχνει ότι μετά την αποφυλάκισή τους βρίσκεται υπό συνοδεία και επιτήρηση. Κατευθύνονται πρός την Πράγα και εκεί ο Λασσάνης γνωρίζει έναν Έλληνα, τον Δημήτριο Βελδάρη, ο όποιος
 «έχει την φροντίδα να εφοδιάζεται κατ’ έτος με χαρατσοχάρτια, και τα δείχνει εις τους έκείθεν διαβαίνοντας εμπόρους Τούρκους  ένας εξ αύτών τον ύπεσχέθη να τον συστήση εις τον μεγάλον Βεζύρην ως πιστόν ράγιάν».

 Μέ τα παραπάνω ο Λασσάνης χαρακτηρίζει έναν Έλληνα, Τούρκο υπήκοο, εγκατεστημένο στην Πράγα, ο οποίος, όπως φαίνεται, φρόντιζε, άν και μακριά από την πατρίδα του, να πληρώνη τακτικά τα χαράτσια στο οθωμανικό κράτος, για να μπαινοβγαίνη ελεύθερα στην οθωμανική αύτοκρατορία.

Στην ίδια πόλη ο Λασσάνης χαίρεται την συντροφιά «τριών νέων χαριτωμένων» Γερμανών και γνωρίζει την «Mπαρονέσα Μαριάννα Μάρκελικ», την έρωτεύεταικαι της άφιερώνει ορισμένες γραμμές του ημερολογίου του:
«Εις μάτην περιήλθα την πρώτην ήμέραν όλους τους δρόμους!
 Εις μάτην έπεσκέφθην το θέατρον! 
Κόρη των ποιημάτων του Όσσιάν πουθενά δεν σε ειδα! 
Ο Μορφεύς όμως άντάμειψε τους κόπους μου. 
Τέλος ξημερόνει! 
Τι ευτυχής ημέρα!
 — Ο Malvina! thy song is lovely, but it melts the soul. There is a joy in grief when thy white hands move upon the harps. 

Ή γνωριμία μας έγεινε καθώς έκείναι τάς όποίας διαβάζομεν εις τάς Μυθιστορίας—ό Χωρισμός αχ! πικρός — άφωνος — τα χείλη δεν έτόλμησαν να συγχύσουν την ίεράν συνομιλίαν των καρδιών—».

Στην Βιέννη σημειώνει ο Λασσάνης στό ημερολόγιό του ως επιγραφή «πικρή ένθύμησις» και άναφέρει ότι οι 'Έλληνες έκει «δεν αξίζουν τ΄ ονομα».

Έξαιρούνται μόνον ο Ζώης Χαραμής, ο Δ. Ποστολάκας και ο Ρογκότης.
Για  τον γνωστό Λαρισινό λόγιο και δάσκαλο του Γένους Κωνσταντίνο Κούμα, που ήταν θαυμαστής και οπαδός του Κοραή, γράφει τα εξής σχετικά με τον θάνατο του Αλεξάνδρου 'Υψηλάντη:

 «Άπό μεγάλην εύσέβειαν κινούμενος έπέπληξε τους ιερείς διότι έκοινώνησαν τ΄ άχραντα μυστήρια εις τον Άλέξ. 'Υψηλ.: ημέρας τινάς προ του θανάτου. — Τωόντι φρόνημα χριστιανικόν και εις την 19ην εκατονταετηρίδα! Κ΄ επαγγέλλεται τον Φιλόσοφον!».

Έδώ ο Λασσάνης ειρωνεύεται τον κατά τα άλλα φιλελεύθερο και προοδευτικό λόγιο Κούμα, που στην προκειμένη περίπτωση δείχθηκε, για λόγους θρησκευτικής τάξεως, συντηρητικός και κατηγόρησε τους ιερείς — εμμέσως ίσως και τον Λασσάνη, τον πιστό φίλο του 'Υψηλάντη — ότι έσπευσαν να τον κοινωνήσουν, προτού φθάσουν οι τελευταίες στιγμές του.

 Δεν νομίζω ότι υπάρχει πνεύμα έχθρότητας του Κούμα άπέναντι του 'Υψηλάντη, μολονότι στό ιστορικό του εργο δεν τον θεωρεί ως τον κατάλληλο αρχηγό του κινήματος:

 «Εύθύς έφάνη, ότι ο 'Υψηλάντης δεν ήτο ο προσδοκώμενος Μεσίας».

Στην Βιέννη γνωρίζει την βαρώνη Βελιγκχάουσεν, η όποια τον καταπλήττει με τα θερμότατα φιλελληνικά της αισθήματα.
Σχετικά σημειώνει:
«Άνέλπιστον φαινόμενον διά τα ύπέρ Ελλήνων φρονήματά της».
 Στην Βιέννη ζή φαίνεται την διαίρεση των Ελλήνων της Βιέννης σε Κοδρικιστές και Κοραϊστές, άλλά δεν δίνει καμιά λεπτομέρεια παρά μόνο την έξης σημείωση:
«Ανέκδοτον εις την Κοδρικοραϊστικήν έριδα — και ο Σουλτάνος Κοραϊστής».

 Ο Λασσάνης ξαναζή πάλι στιγμές φιλολογικών ερίδων μεταξύ οπαδών του Κοδρικά και τού
Κοραή, που είχε γνωρίσει, ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στην Όδησσό, όπου λίγο πριν απο την επανάσταση
οι Φιλικοί ήταν χωρισμένοι όχι μόνο ως πρός τις πολιτικές τους τάσεις, 
αλλά και ως προς τις γλωσσικές τους πεποιθήσεις:

 «...Τό δέ περιεργότερον πάντων έστίν, ότι οι αυτοί διεφέροντο και φιλολογικούς εις Κοραϊστάς και Κοδρικιστάς (ή Άντικοραϊστάς), και ούτως έπεπόλαζον, η μία την άλλην γεννώσα, δύο διαιρέσεις πολιτική και φιλολογική».

Στό Μόναχο, όπου φθάνει κατόπιν ο Λασσάνης, θαυμάζει την άγορά και την Στοά με τις δώδεκα νωπογραφίες (fresco) που είκονίζουν θέματα από την ιστορία της Βαυαρίας.

Αναφέρει ορισμένους ζωγράφους (Zimmermann, Reichmann) και άλλους και έναν Έλληνα, του όποιου το όνομα Ευθύμιος, σημειώνει ελληνικά.
Επίσης παραθέτει ονόματα πανεπιστημιακών διδασκάλων και ποιητών, ανάμεσα στούς όποιους και τον Heine, «νοστιμότατον διά το σατιρικόν του πνεύμα», καθώς και στρατιωτικών.

Μεταξύ αυτών άναφέρει τον άντισυνταγματάρχη βαρώνο Zandt, τον όποιο έπεσκέφθηκε κατά σύσταση άσφαλώς της βαρώνης Lulu Thurheim, όπως γνωρίζουμε από ανέκδοτη επιστολή που εστειλε ο Λασσάνης σ΄ αύτήν από το Μόναχο.

Ο Βαυαρός Βασιλεύς Λουδοβίκος ο Α΄
Στις 6 Τουνίου 1828 ο Λασσάνης παρουσιάζεται στόν βασιλιά Λουδοβίκο, ο όποιος τον δέχθηκε στόν κοιτώνα του (σημειώνει: (« τί λιτότης!») και τον κράτησε μία ολόκληρη ώρα από τις 12.30'-1.30'.

Ο Λουδοβίκος ζήτησε να μάθη πώς άρχισε η Επανάσταση και πώς τους εκλεισαν στις φυλακές.

 Ένδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη («περί του μακαρίτου») και για την σύγχρονη εκστρατεία των Ελλήνων στην Αττική.

Κατά την διάρκεια της συνομιλίας τους ο Λουδοβίκος του είπε τα έξής, τα όποια αποδίδει άμέσως κατόπιν ο Λασσάνης, όπως τα θυμάται, με μερικά γραμματικά και συντακτικά λάθη (Ή καταγραφή της συνομιλίας τους πιάνει συνολικά 31/2 σελίδες του ημερολογίου του):



Als ich noch in meinem 14en Jahre die alte Geographie studierte, schlug

mein Herz hoher bei einem jeden Nahmen der klassischen Gegenden Ihres Vaterlandes — Ich glühe für Griechenland— Ich hab’ es bewiesen während dem Congresse, wo ich meinen Nahmen unter dem des Kaisers Alexander mit einer groesseren Summe Unterzeichnete — Vor zehn Jahre noch sprach ich mit dem Grafen Capodistrias über die Befreiung Griechenlands.

Er ist der einzige Mann, der für den jetzigen Zeitpunkt Griech. am meisten nutzen kann. Er geniesst die Achtung aller Souverains, er kennt die Richtung der Diplomatie aller Kabinette.
 Ich hoffe er wird nicht in der Mitte stille stehen.
Er wird eine vollkommene Unabhängigkeit für Gr. zu erringen wissen. Ja! Unabhängig muss Griech. / werden. Die Municipal Freyheit, die Suzerainitat der Türken heisst nichts.
Ich versichere sie, dass ich bei der Befreiung Griechenlands dieselbe Freude empfand, welche mein Herz bei der Befreiung meines Vaterlandes Deutschlands von den Franzosen fühlte. 
Ich sage ihnen ich glühe, ich glühe für Griechenland — Ich wünsche nur, dass recht viele Griechen nach München kommen. 
Sie können bei mir alles studieren, Philosophie, Philologie, Staatswissenschaftten, Kriegskunst, Medicin, alles, alles — Bei uns werden die Wissenschaften gründlich betrieben, wir halten uns an die klassische-Franzosische Bildung taugt nichts für die Griechen, sie ist oberflaechig 
Ο ιστορικός Ναός Μεταµορφώσεως του Σωτήρος
(Salvatorkirche) στο Μόναχο (1493),
 ο οποίος το 1829 παρεχωρήθη
από το βασιλιά Λουδοβίκο Α΄
 στον Ελληνισµό της πόλεως.

Ich habe ihnen hier die Kirche Salvator eingeräumt —Salvator heisst griech. Soter nicht wahr der Nahme ist sehr anpassend. 

Er wird Griechenland erlösen er wird es. 

Aber Athen — Athen müssen sie haben — Ganz Griechenland muss einen Körper bilden — kennen sie den Poppen? Ich lese jeden / Sonntag das   Evangelium und die Epistel griechisch — hier ist es:
καιμ΄  εδειξεν μίαν έκδοσιν Λατινοελληνικήν τον Ευαγγελίου και των αποστόλων με δέσιμον μαύρον άπλούστατον.
 Ich hoffe, von ihnen zu hören, wenn sie nach Griech. kommen.
Ich habe mir ihren Namen gemerkt, hier sehen sie —μ΄ εδειξενεναμεγάλονσημείω[μα]τάριονειςτοόποιονείχεγράψειτόνομάμου— 
Wie sie aber sehr gut deutsch sprechen, das freuet mich unendlich 
—Befehle, ich wünschte, ich konnte in Griech: befehlen 
— Sagen Sie dem Grafen Capodistrias sehr viel gutes
— er begann sein Werk mit sehr viel Einsicht und Maessigung 
— er entwickelte grosse Kraft
 — schliessen sie sich an ihn
Alle wohlgesinnte Griechen mussen ihn unterstutzen, sie haben von ihm nichts zu furchten, ich kenne ihn sehr genau, er liebt sein Vaterland, er athmet nur für die Wohlfahrt Griechenlands
 — Sagen sie meinem Heidegger viel gutes, er ist ein Mann von grossen Talenten — τονείπαναμάςάφίστ] ακόμητονΗ 
— Wir werden sehen — / Es hat mich ausserst gefreut sie kennen gelernt zu haben
Χαϊρε 
— Sie können versichert seyn, dass es mich gefreut hat, sie gesehen zu haben —Viel gutes Ihren Kuebernetes, und meinem Heidegger — Sie sind glücklich, einem Volke zu gehören, welches in seiner ganzen Jugendkraft dasteht 
Χαϊρε—.


Ή ελληνική μετάφραση του γερμανικού κειμένου έχει ως έξης:


 'Όταν στα δεκατέσσερά μου χρόνια μελετούσα την άρχαία γεωγραφία, χτυπούσε η καρδιά μου πιο δυνατά σε κάθε ονομα των άρχαίων τόπων της πατρίδας σας.
 Φλέγομαι για την Ελλάδα. 
Το απέδειξα κατά την διάρκεια του Συνεδρίου, όπου υπέγραψα κάτω από το ονομα του αύτοκράτορα Αλέξανδρου με ενα μεγαλύτερο ποσό.

’Ήδη πριν από δέκα χρόνια μίλησα με τον κόμη Καποδίστρια για την ελευθερία της Ελλάδας. 

Είναι ο μοναδικός άνδρας, ο όποιος την στιγμή αύτή μπορεί να ώφελήση την Ελλάδα περισσότερο άπ΄ όλους. 
Απολαμβάνει την εκτίμηση ολων των μοναρχών, γνωρίζει την πορεία της διπλωματίας όλων των ύπουργείων. 
Ελπίζω ότι δεν θα σταματήση στην μέση, θα μπορέση να κερδίση μιά τέλεια άνεξαρτησία για την Ελλάδα. 

Ναι! Ή Ελλάδα πρέπει να γίνη άνεξάρτητη.

Η κοινοτική έλευθερία, η επικυριαρχία των Τούρκων δεν σημαίνει τίποτε.

'Σάς βεβαιώνω ότι δταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα, ένιωσα την ίδια χαρά, που αίσθάνθηκε η καρδιά μου δταν η πατρίδα μου, η Γερμανία, έλευθερώθηκε από τους Γάλλους. 

Σάς λέγω, φλέγομαι, φλέγομαι για την Ελλάδα.

 Εύχομαι μόνο να έλθουν άρκετοί Έλληνες στό Μόναχο. 

Μπορειτε κοντά μας να σπουδάσετε όλα, φιλοσοφία, φιλολογία, πολιτικές επιστήμες, πολεμική τέχνη, ιατρική, όλα, όλα.
 Σ’ εμάς καλλιεργούνται οι επιστήμες συστηματικά, δίνουμε σημασία στίς κλασσικές σπουδές.

 Ή γαλλική μόρφωση δεν άξίζει καθόλου για τους Έλληνες, είναι έπιπόλαιη. 

Σάς έθεσα στην διάθεσή σας την έκκλησία του Σωτήρος—Salvator σημαίνει στα έλληνικά Σωτήρ, δεν είναι έτσι;
 Τό ονομα ταιριάζει πολύ. 
Θά λυτρώση την Ελλάδα, θα την λυτρώση.

 Άλλά πρέπει να έχετε την Αθήνα, την Αθήνα. Πρέπει δλη η Ελλάδα να σχηματίση ένα σώμα. Γνωρίζετε τον ιερέα; Διαβάζω κάθε Κυριακή το Εύαγγέλιο και τις επιστολές στα έλληνικά. 
Νά το! (καί μ΄ έδειξεν μίαν έκδοσιν Λατινοελληνικήν του Εύαγγελίου και των αποστόλων με δέσιμον μαύρον άπλούστατον).

 Ελπίζω, ν’ άκούσω ξανά για σάς,όταν έλθετε στην Ελλάδα. 

Σημείωσα το ονομά σας εδώ, βλέπετε; (μ* έδειξεν ενα μεγάλον σημειω[μα]τάριον εις το όποιον είχε γράψει τ΄ ονομά μου).

 Χαίρομαι άπέραντα που μιλάτε πολύ καλά γερμανικά. 

Οί διαταγές μου θα έπιθυμούσα, θα ήθελα να τις έξέφραζα στα έλληνικά. 
Πήτε στον κόμη Καποδίστρια πολλές ευχές και χαιρετίσματα: άρχισε το έργο του με μεγάλη σύνεση και μετριοπάθεια, ανέπτυξε μεγάλη δύναμη. 

Συσπειρωθήτε γύρω του. 

'Όλοι οι φρόνιμοι Έλληνες πρέπει να τον υποστηρίξουν.

 Δέν έχουν να φοβηθούν τίποτε άπ5 αύτόν, τον γνωρίζω πολύ καλά, άγαπά την πατρίδα του, άναπνέει μόνο για την εύημερία της Ελλάδας. 
Πήτε στον Heidegger μου πολλά χαιρετίσματα, είναι ένας άνθρωπος με μεγάλα προτερήματα (τόν είπα να μάς άφίση άκόμη τον Η). 
Θά δούμε.
Χάρηκα πολύ, πολύ που σάς γνώρισα. 
Χαίρε.
 Μπορειτε νά είστε βέβαιος, ότι χάρηκα, που σάς είδα. 
Πολλούς χαιρετισμούς στον Κυβερνήτη σας και στόν Heidegger μου.
Είστε ευτυχισμένος, που άνήκετε σ5 ένα λαό, ο όποιος βρίσκεται σε δλη του την νεανική δύναμή του. 
Χαίρε».

Άπό τα παραπάνω διαπιστώνεται η φλογερή άγάπη του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας πρός την Ελλάδα και η εκτίμησή του πρός τον Καποδίστρια, τον όποιο θεωρεί τον μοναδικό άνδρα για ν΄ άντιμετωπίση την παρούσα κατάσταση μέσα στην Ελλάδα.

 Έχει την πεποίθηση ότι ο Καποδίστριας θα κατορθώση να χαρίση στην Ελλάδα την πλήρη άνεξαρτησία, την όποια και ο ϊδιος ο Λουδοβίκος επιθυμεί, και παραλληλίζει την χαρά που αίσθάνθηκε από την άπελευθέρωσή της Ελλάδας με την αντίστοιχη της Βαυαρίας από τους Γάλλους.

Χαρακτηριστικές είναι οι άλλεπάλληλες έκφράσεις του: «Ich gluhe, ich gluhe fur Griechenland» και η επιθυμία του να σπουδάσουν οι Έλληνες στην χώρα του, ο,τι επιθυμούν, φιλοσοφία, φιλολογία κλπ.

Θεωρεί ότι οι κλασσικές σπουδές άρμοζουν στην Ελλάδα.

Μνημονεύει την παραχώρηση της εκκλησίας του Σωτήρος του Μονάχου στους Έλληνες και θεωρεί ότι το όνομα Σωτήρ ταιριάζει σε μιά χώρα που τώρα μόλις απολυτρώθηκε από την σκλαβιά.
Τελικά τον χαιρετά με την έλληνική λέξη «Χαίρε» και τον επιφορτίζει να μεταφέρη τις ευχές του στόν Καποδίστρια και τους χαιρετισμούς του στόν Heidegger η Heideck, -όπως είναι περισσότερο γνωστός στην Ελλάδα.

Ο Λασσάνης αποβλέποντας στις ώφέλιμες επιδράσεις που θα μπορούσε ν΄ άσκηση ο Γερμανός στρατιωτικός στην οργάνωση του έλληνικού στρατού, παρακαλεί τον Λουδοβίκο να τον άφήση να παραμείνη άκόμη στην Ελλάδα.

Carl Wilhelm von Heideck 
Le colonel Charles Fabvier
 'Ο Λουδοβίκος του άπαντά με την ξερή φράση:
«θά δούμε».

’Ίσως ο Λουδοβίκος ειχε ύπ΄ οψη του τις δυσχέρειες που είχαν προκόψει μεταξύ του Γάλλου άρχηγού των ελληνικών τακτικών στρατευμάτων Fabvier και του Καποδίστρια ως πρός το θέμα της στρατολογίας των υποψήφιων τακτικών στρατιωτών. Τότε, όπως είναι γνωστό, ο Fabvierθεώρησε υποχρέωσή του να παραιτηθή και να φύγη στην Γαλλία.

Παρουσιαζόταν λοιπόν η εύκαιρία να προωθηθή στην άρχηγία των ελληνικών τακτικών στρατευμάτων ο Heideck και ίσως να είχαν γίνει ορισμένες κρούσεις πρός αύτόν έκ μέρους του Καποδίστρια.

 Γεγονός πάντως είναι ότι ο Heideck ανέλαβε τελικά την αρχηγία αυτή.

Στό Μόναχο επίσης φαίνεται ότι συναντά ο Λασσάνης τον γνωστό έπειτα πρόεδρο του δικαστηρίου κατά την δίκη του Κολοκοτρώνη (1833-1834)Λ. Πολυζωίδη, ο οποίος σημειώνει με το χέρι του τα έξης στην ίδια σελίδα του ήμερολογίου του:
Α. Πολυζωίδης
 «ό υποφαινόμενος παρακαλεί τον κύριον Λασσάνην, άφού με το καλόν φθάση εις Ελλάδα, να προσφέρη τους εγκαρδίους άσπασμούς του 
εις τους κυρίους Α. Μαυροκορδάτον, Σπ. Τρικούπην, Γ. Σπανιολάκην, Γ. Πραίδην, Λιβέριον, Θεόκλ. Φαρμακίδην και Γεννάδιον
Α. Πολυζωίδης»

Φεύγοντας στις πέντε το απόγευμα απο το Μόναχο ο Λασσάνης φθάνει στο Augsburgκαι επισκέπτεται τα μνημεία του.
 Κατόπιν περνά από την Ulm, όπου θαυμάζει την περίφημη καθεδρική της έκκλησία (Munster).

Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα φθάνει στην Στουτγάρδη, όπου μένει μερικές ήμέρες και κάνει ορισμένες γνωριμίες με επίσημα πρόσωπα, μεταξύ των όποιων ήταν και ο στρατηγός Theobald.

Θαυμάζει τις δύο θυγατέρες του, που συνδυάζουν ομορφιά και πνεύμα, και γράφει:
«Μακάριος όστις εύτυχήση να ένωθή διά των δεσμών της υπανδρείας με μίαν άπ΄ αύτάς. Πλούσιον πεδίον θα τον φανή η γη μας».

 Συνεχίζοντας το ταξίδι του περνά από το Baden και από την Καρλσρούη και φθάνει στο Στρασβούργο.

 Καί εδώ, όπως και στις προηγούμενες πόλεις, θαυμάζει τα μνημεία, ανάμεσα στα όποια την περίφημη γοτθική έκκλησία (Munster) με τα 658 σκαλιά.
 Εκεί φαίνεται γνωρίζει έναν Έλληνα, του όποιου άναφέρει το ονομά του «ό Γραικός Κύπριος Πετράκης Φαγγής», καθώς και τον δικηγόρο Barthelemy, ο όποιος του έπιφορτίζει να διαβιβάση τους χαιρετισμούς του στον φίλο του Fabvier.

Τέλος φθάνει στο Παρίσι, όπου γνωρίζει τον χειρουργό Bachelot, ο όποιος έχει μοναρχικές ιδέες και του λέγει:

«ότι η Ελλάς έχει χρείαν βασιλέως και πρός καθησύχασιν τής Εύρώπης και διότι μετά τον θάνατον του Capodistria δεν υπάρχει άλλος Έλλην ικανός ν΄ άναπληρώση τον τόπον του».

Στό ήμερολόγιό του ο Λασσάνης σημειώνει και ορισμένες σκέψεις του με τον τίτλο «ίδέαι», την ανάγκη να έκδοθή στην Ελλάδα μία εφημερίδα, εννοεί άσφαλώς περιοδικό, που να μνημονεύη τα διάφορα πολιτιστικά ιδρύματα, τα ήθη και έθιμα των πολιτισμένων έθνών και ποιά από τα στοιχεία αυτών είναι δυνατόν να μετακενωθούν στό έλληνικό έθνος.

Επίσης μνημονεύει σχέδιο για τους Έλληνες που σπουδάζουν στην Ευρώπη με υποτροφίες των φιλελλήνων, για την ίδρυση «πολυτεχνικού σχολείου» στην Ελλάδα και για την ανάγκη ένισχύσεως των καθηγητών που θα διδάξουν στό σχολείο αύτό.

Τήν σκέψη του αύτή την τελειώνει με την φράση: «προτροπή του βασιλέως της Βαυαρίας».

 Άπό τον Λουδοβίκο Α΄επίσης φαίνεται ότι προέρχονται οι σημειώσεις του, που άφορούν την έκστρατεία των Ελλήνων στην Αττική και την έξοδό τους από την άδράνεια.
 Συγκεκριμένα ο Λασσάνης σημειώνει τα έξης:

«Ή έκστρατεία εις την Αττικήν και εις την δυτικήν Ελλάδα — άπραξία — φόβος μήν αποτύχη και χαθούν δλα τα έξοδα—ανάγκη ενός συστήματος Guerillas, διά μέσου άλύσου τοιούτον Guerillas έμπορούσαν οι Έλληνες να ένωθώσι με την δεξιάν πτέρυγαν του ρωσσικού στρατού και έβγωσιν από την μηδαμινότητα, εις την όποίαν τους κατεδίκασεν η συνθήκη της 6 Ιουλίου».

 Αξίζει να σημειωθή, ότι ο Λουδοβίκος προτείνει να έφαρμοσθή από τους Έλληνες η άνορθόδοξη για την εποχή εκείνη τακτική του κλεφτοπολέμουαπό την Αττική έως την Μακεδονία και πιο επάνω ακόμη, με αντικειμενικό σκοπό την ένωσή τους με τον ρωσικό στρατό που προχωρούσε.

 Ή σκέψη αυτή θυμίζει το παράτολμο σχέδιο του Νικοτσάρα.

Αύτή είναι με λίγα λόγια η προσωπικότητα του Λασσάνη και η δραστηριότητα που έδειξε για τις γενικές υποθέσεις του έθνους ως την κάθοδό του στην Ελλάδα.

Ο Λασσάνης φθάνοντας στην πατρίδα του τον Ιούλιο του 1828 διορίσθηκε, υστερ΄ από έπιθυμία του, στρατοπεδάρχης του στρατού στην Ανατολική Ελλάδα από τον Δημήτριο 'Υψηλάντη.

Από τότε έως τα μέσα του Σεπτεμβρίου 1829 ο Λασσάνης συμμετέσχε στίς μάχες του Στεβενίκου, της Λιβαδιάς, των Θηβών και της Πέτρας.

Μετά το τέλος του πολέμου παντρεύθηκε την Ευθυμία Λιανοσταφίδα και παρέμεινε έως την άφιξη του ’Όθωνος γενικός έπιθεωρητής της Ανατολικής Ελλάδος.
Κατά την περίοδο της άναρχίας (1831-1833) παρακολουθεί με οδύνη τον σπαραγμό των Ελλήνων, όπως φαίνεται από την άρχή του «Στρατιωτικού της Ελλάδος».

Άπό τις άναμνήσεις άκριβώς της δραματικής περιόδου της ζωής του μεταξύ 1816-1833, προέρχονται τα τρία ιστορικά δοκίμια, που δημοσιεύω στό βιβλίο μου και τα όποια αποτελούν μέρος του «Αρχείου Λασσάνη» της Βιβλιοθήκης της Βουλής.

Viewing all 330 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>