Quantcast
Channel: YaunaTakabara
Viewing all 330 articles
Browse latest View live

Μακεδόνες στην επανάσταση του 1821. Η Μακεδονική Λεγεών και ο αήττητος στρατηγός της Γέρο-Καρατάσος

$
0
0
Καρατάσος Τάσος
Ιωάννης Βασδραβέλλης
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΛΕΓΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 1821

Η  Ελληνική επανάστασις του 1821, εκ των μεγαλύτερων κατορθωμάτων του Ελληνικού έθνους, είχε χαρακτήρα πανελλήνιον.
Την ιστορικήν ταύτην αλήθειαν, οσονδήποτε και αν ηγνόησαν αδαείς και αμελείς ιστοριογράφοι, αποκαλύπτουν τόσον η έκτασις του έκραγέντος άγώνος, από του Δουνάβεως εως την Κρήτην, όσον και τα κατά καιρούς δημοσιευόμενα ανέκδοτα ιστορικά κείμενα.

Μεταξύ των ανεκδότων τουρκικών έγγραφων του 'Ιεροδικείου της  Βερροίας, άτινα λίαν προσεχώς δημοσιεύω εις την υπό της  Ακαδημίας Αθηνών βραβευθεισαν έργασίαν μου, υπάρχει και το υπό χρονολογίαν 30 Ρετζέπ 1236 (3 Μαίου 1821) αύτοκρατορικόν φιρμάνιον, το όποιον μεταξύ άλλων διαλαμβάνει τα εξής:

 «Το εν Μολδαβία κίνημα των απίστων και κατηραμένων 'Ελλήνων, μεταδοθέν εις τας πέραν της  Θεσσαλονίκης χώρας, προεκάλεσε την αναρχίαν και τον αναβρασμόν μεταξύ των έκεϊ κατοίκων .... 
Εμμανουήλ Παπάς
Εκ των γεγονότων τούτων άπαξ έτι κατεδείχθη ότι η επανάστασις αυτη των απίστων, φέρουσα γενικόν χαρακτήρα, εχει έξυφανθή και προοχεδίασθη κατόπιν συνεννοήσεως ολοκλήρου της  φυλής αυτών».

Η  έκρηξις λοιπόν της  επαναστάσεως εν Μακεδονία, έργον του μεγάλου πατριωτισμού των τέκνων της αλλά και  της  ’Ιδέας των Φιλικών, η όποια δια Μακεδόνων διεδόθη και έκαρποφόρησεν εδώ, άποτελει μιαν των ένδοξων αλλά και τραγικών σελίδων της  έπαναστάσεως. αρξαμένη εν τή Χαλκιδική την 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Σερραίον τραπεζίτην και μεγαλέμπορον Εμμανουήλ Παπάν έτερματίσθη περί τα τέλη Μαίου του 1822 εν Βερμίω, Όλύμπφ και Δυτική Μακεδονία. 

Διήρκεσε δηλαδή περί τους δεκατέσσαρας μήνας, κατά τους όποιους έλαβον χώραν γεγονότα εξαιρετικά και θυσίαι απαράμιλλοι.

Τό αποτέλεσμα, το όποιον έπέφερεν ο αντιπερισπασμός και η καθήλωσις εν Μακεδονία σοβαρών έχθρικών δυνάμεων προοριζομένων να καταπνίξουν την εν Πελοποννήσω και Στερεά Έλλάδι έπανάστασιν ύπήρξεν εύεργετικόν και όλως σημαντικόν διά τον αγώνα του "Έθνους.

 Τό γεγονός τούτο έδωκε τον άπαιτούμενον καιρόν εις τους εν τη Νοτίω Έλλάδι να οργανώσουν τον άγώνα καλύτερον.

"Οτε δε η Μακεδονία, πανταχόθεν βαλλόμενη και αλλαχού μεν αμυνόμενη αλλαχού δε θριαμβεύουσα και εν τέλει ύποκύπτουσα προ του τεραστίου εχθρικού όγκου, έθυσιάζετο χάριν του υπολοίπου έθνους, οι έναπολειφθέντες εκ των αρχηγών της και ικανός αριθμός πολεμιστών έγκαταλείποντες με βαρυαλγούσαν την ψυχήν το προσφιλές έδαφος της ιδιαιτέρας των πατρίδος κατήλθον εις την κάτω του Ολυμπου Ελλάδα, ίνα ομού μετά των λοιπών Ελλήνων συνεχίσουν τον μετά τοσούτον θυσιών άρξάμενον άγώνα.

Τήν δράσιν ταύτην των τέκνων τούτων της Μακεδονίας, ήτις άποτελεί συνέχειαν της όλης ένεργείας των Μακεδόνων, έκθέτομεν εις την παρούσαν μας μελέτην.

Η  κάθοδος των Μακεδόνων εις την Στερεάν Ελλάδα και τας Σποράδας

Μετά την καταστροφήν των επαναστατικών ερεισμάτων της  Χαλκιδικής, του Βερμίου και του Όλύμπου οι εναπολειφθέντες εκ των αρχηγών και αρκετοί πολεμισταί συνεκεντρώθησαν εις τα κρησφύγετα του Ολύμπου.

Κατ΄ άρχάς άπεφασίσθη η διατήρησις του αγώνος εις την περιφέρειαν ταύτην και ήρξατο στρατολογησις άνδρών εκ των έλαχίστων περιφερειών, αίτινες είχον διαφύγει την καταστροφήν και την ερήμωσιν.

Περί τα τέλη  Απριλίου η δύναμις αυτή των συγκεντρωθέντων, δρώσα υπό τον Γέρω- Καρατάσιον και τον Λιαμαντήν, κατώρθωσε δ΄ ευφυούς πολεμικού τεχνάσματος να κύκλωση και έξολοθρεύση παρά την γέφυραν του Μπαμπά, σημαντικην δύναμιν εκ Γενιτσάρων, τους όποιους ο Κεχαγιάς του Ρούμελη Βαλεσή είχεν άποστείλει εκ Λαρίσης προς ένίσχυσιν της  στρατιωτικής δυνάμεως της  Κατερίνης.

Αλλά το μεμονωμένον αυτό γεγονός δεν ήτο δυνατόν να έχη γενικώτερα αποτελέσματα επί του άγώνος εν Μακεδονία.

 'Ολόκληρος η χώρα είχε πλημμυρίσει από τας στρατιάς του Έμπου Λουμπούτ, του Χουρσίτ και του Μπεχλιβάν Μπαμπά, τα μαχητικά κέντρα είχον καταστραφή και το πλείστον των πολεμιστών είχε θυσιασθή έπι του πεδίου της  τιμής. Αι φύλακαι της  Θεσσαλονίκης και της  Βερροίας ήσαν πλήρεις Ελλήνων, αί περιουσίαι είχον διαρπαγή καί το φάσμα του θανάτου έπλανάτο όλέθριον εις την Μακεδονικήν γην.

 Όλα αυτά τα γεγονότα και αί πανταχόθεν φθάνουσαι πληροφορίαι παρουσίαζον ώς αδύνατον την συνέχισιν του άγώνος εις οίονδήποτε μέρος της Μακεδονίας.

Μετά σύσκεψιν γενομένην εις το Μοναστήριον του 'Αγίου Διονυσίου άπεφασίσθη η κάθοδος εις την κάτω του Ολύμπου Ελλάδα προς συνέχισιν του επαναστατικού αγώνος.

'Ο Διαμαντής 
έχων ίδίαν προσωπικότητα και ιδιαίτερον άρματοκλίκι,
 παραλαβών τον 
Γούλαν, 
Λιάκον καί 
Μπινον
 επί κεφαλής 250 πολεμιστών, 
άνεχώρησε διά την Σκόπελόν και την Σκιάθον, 

ο δε Καρατάσιος, ο μάλλον επιφανής εκ των Μακεδόνων αρχηγών, 
με ύπαρχηγόν τόν Γάτσον και τους άρματωλούς 
Δουμπιώτην, 
Συρόπουλον, 
Λάζον, 
Κώταν και με πρωτοπαλλήκαρον τον


Τσίαμης Καρατάσος
Τσιάμην Καρατάσιον,
 ηγούμενος  300 πολεμιστών διήλθε την Θεσσαλίαν και κατηυθύνθη προς τον Άσπροπόταμον.


Καραισκάκης Γ.
 Έγκαταστήσας εις το χωρίον Μερόκοβον τους συγγενείς του καθώς και τας οίκογενείας των συναγωνιστών του
συνέπραξε με τον Καραϊσκάκην και τόν Ράγκον εις την έκκαθάρισιν των Αγράφων από τα τουρκικά στρατιωτικά άποσπάσματα και ακολούθως επί κεφαλής 300 Μακεδόνων κατηυθύνθη εις το Μεσολλόγι τεθείς υπό τας Διαταγάς του Μαυροκορδάτου.

Μέρος ωσαύτως Μακεδόνων πολεμιστών και εθολοντών, ώς συνέβη με τους Θράκας και τους Μικρασιάτας, προερχόμενον εκ διαφόρων περιφερειών της  Μακεδονίας και του εξωτερικού, άφικνούκενον περιοδικώς εις την Πελοπόννησον ιδίως έκει ένθα ειχε μετατοπισθή το κέντρον του άγώνος, έστρατολογήθη υπό του Δημητρίου Ύψηλάντου και άπετέλεσε τόν πυρήνα της  συστάσεως του τακτικού σώματος υπό τον Παλέσαν και Κουβερνάτην.

 Οι ανδρός ούτοι, γράφει ο φαλαγγάρχης των Αθηνών κατά την έπανάστασιν καί μετέπειτα συνταγματάρχης X. Βυζάντιος,

«υπήρξαν εξαιρετικοί πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί είς κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι εν πολεμώ και ευπειθέστατοι. 
Ηλθον εις την Ελλάδα διά να υπηρετήσουν την Πατρίδα μη εχοντες ενταύθα οικείους η γνωρίμους, εύρον καταφύγιον έντιμον εις το τακτικόν Σώμα......«

Μαυροκορδάτος Αλ.
Κατά τον ’Ιούνιον του 1822 ο ηγέτης της  Δυτ. Ελλάδος Αλ. Μαυροκορδάτος έξεστράτευσεν εναντίον του Μεχμέτ Ρεσήτ και του Ισμαήλ Πλιάσσα, οίτινες, κατερχόμενοι προς το Μεσολόγγιον, ειχον πολιορκήσει την Κιάφαν.

Μετά γενομένην σύσκεψιν εις το Κομπότι την 21 Ιουνίου 
ο Μπότσαρης με 300 Σουλιώτας, 
ο Καρατασιος με 300 Μακεδόνας καθώς και ο ’Ίσκος και
 ο Βλαχόπουλος με δύναμιν εν συνόλω 1200 πολεμιστών άνεχώρησαν διά την Πλάκαν, εις δε το Κομπότι παρέμειναν ο Ντόβας, ο Πεταλούδης και ο Γκολφ ινος με τους Αιτωλοακαρνάνας.

Τό έκστρατευτικόν σώμα εις το όποιον μετειχεν ο Καρατασιος, έπιτεθέν αίφνιδιαστικώς κατά της  Πλάκας διέλυσε και κατέσφαξε την Τουρκικήν φρουράν, προχωρήσαν δε προς το Σίδερο, εύρέθη άντιμέτωπον προς τριπλασίαν έχθρικήν δύναμιν.

Οι Ελληνες καταλαβόντες τους ύπερκειμένους βράχους της  ορεινής αυτής τοποθεσίας προσέβαλον τους Τούρκους ιππείς δυσχερώς κινουμένους εις την ακατάλληλον δι΄ ίππικόν ταύτην τοποθεσίαν, έφόνευσαν 180 έξ αυτών μετά του αρχηγού των και τελικώς τους έτρεψαν εις φυγήν.

Αλλ΄ οι έχθροί, λαβόντες ένισχύσεις, άντεπετέθησαν, έξετόπισαν τον Κουτελίδαν και ήνάγκασαν τον Γρίβαν και τον ’Ίσκον να υποχωρήσουν.

Μόνος έξ όλων ο Καρατάσιοςόχι μόνον κατώρθωσε να διατηρήση την κατεχομένην θέσιν, αλλά και να συλλάβη αιχμαλώτους 150 Γενιτσάρους καθώς και 5 Μπέηδες τελικώς φοβούμενος κύκλωσιν μετέβη εις συνάντησιν των άλλων φέρων μεθ΄ εαυτού και τους αίχμαλωτισθέντας.

Οι αρχηγοί έξαιρουμένου του Βαρνακιώτη, όστις άπέφυγε να συγκρουσθή προς τους Αλβανούς, προοίμιον τούτο της  περιέργου μετέπειτα διαγωγής του, συνεκεντρώθησαν και πάλιν παρά την Πλάκαν, την οποίαν κατείχον σθεναρώς οι γενναίοι Σουλιώται του Μ. Μπότσαρη.

Τήν 30 Ιουνίου ισχυρότατος στρατός εκ 10 000 άνδρών ύπό τον Άχμέτ Βρυώνην, άποτελούμενος από Γκέκηδες και Τόσκηδες, προσέβαλε το Έλληνικόν σώμα εις την Πλάκαν.
 Ο έμπειροπόλεμος Αλβανός ηγέτης κατώρθωσε να δημιουργήση ρήγμα και κατά την 4ην ημέραν της  μάχης να εισχωρήση μεταξύ Μπότσαρη, Βλαχοπούλου και Μπουκουβάλα, παραλύσας ούτω την άμυναν των Ελλήνων.

 Προκειμένου να διαταχθή ύποχώρησις ο Καρατασιος, μη ανεχόμενος να έγκαταλείψη άταφους τους 37 νεκρούς Μακεδόνας εν οίς και ο Πέτρος Γάτσος, κατώρθωσε προ των όμμάτων των 3 Αλβανών να παραλαβή τους νεκρούς και τραυματίας και να ύποχωρήση εις τα ορεινά συγκροτήματα του Σουλίου. 

Αι ζημίαι των Τούρκων υπήρξαν μεγάλαι κατά την τετραήμερον μάχην της  Πλάκας, αλλά και του Ελληνικού σώματος ωσαύτως σημαντικαί.

Μετά τα γεγονότα της  Πλάκας και την καταστροφήν του Πέτα ο Καρατάσιος με τους πολεμιστάς του μετεστάθμευσεν εις την Εύβοιαν, η όποια εύρίσκετο εν αναστατώσει ήδη από εξαμήνου.

Τά γεγονότα της  Εύβοιας. Τοπικιστικαί αντιζηλίαι.

Περί τα τέλη ’Ιουνίου του 1822 ο ’Άρειος Πάγος, το πολιτικόν Σώμα της  3 Ανατολικής Ελλάδος, μη δυνάμενος να εχη μόνιμον διαμονήν ενεκα των έπιχειρήσεων αλλά και της  έχθρότητος του Όδυσσέως Άνδρούτσου , άπέστειλεν εις τας βορείους Σποράδας, ενθα εύρίσκοντο πολλοί Μακεδόνες ύπό τον Διαμαντήν Νικολάου, τον αρεοπαγίτην Θεόκλητον Φαρμακίδην, ίνα έπιτύχη την μεταφοράν των Μακεδονικών στρατευμάτων εις την Εύβοιαν.

Ο Διαμαντής όμως άπουσίαζεν εις τον ’Όλυμπον, ενθα είχε μεταβή προς παραλαβήν των οικογενειών και 150 πολεμιστών, οϊτινες εύρίσκοντο διασκορπισμένοι εις τα δάση , ώστε μόνον 600 περίπου Μακεδόνας κατώρθωσε να μεταφέρη ο Φαρμακίδης εις την Εύβοιανμε το πλοιον του Χατζηβισβίζη ύπό τους αρχηγούς Μπίνον, Λιάκον και Καρακώσταν.

Ούχ ήττον η μικρά αύτη δύναμις κατοορθωσε να έκτοπίση μετά κρατεράν μάχην τους Τούρκους από τα Βρυσάκια της  Χαλκίδος και να μεταδώση το άπωλεσθέν θάρρος εις τους έντοπίους, οϊτινες ήρχισαν πυκνούντες την δύναμιν του Διαμαντή.

 Δυστυχώς ένεκα διαφωνίας προς ώρισμένους εκ των έντοπίων, της  κακής διατροφής και της  έλλείψεως χρημάτων το σώμα τούτο των 600 πολεμιστών άπεχώρησεν εις ’Ωρεούς. Έξ άλλου ο έπισυμβάς θάνατος του Αγγελή Γοβγίνα περιέπλεξε τήν κατάστασιν, καθ΄ όσον ο διάδοχος αύτού Κριεζώτης δεν ήτο δεδοκιμασμένος εισέτι και  η Εύβοια ειχεν ανάγκην εμπειροπολέμου αρχηγού.

Οδ΄ εκ των προκρίτων του Πηλιου Γρηγόριος Κωνσταντάς τον Αύγουστον μεταβάς κατ΄ εντολήν του Κωλέτη είς την Σκόπελον διά να λάβη μέτρα προς καλυτέραν οργάνωσιν του κινήματος της  Εύβοιας και  της  Θεσσαλομαγνησίας, εγραψεν εις τον Υπουργόν των Στρατιωτικών την 27ην Αύγούστου 1822 εκ Σκιάθου, ύποδεικνύων ως κατάλληλον αρχηγόν τον Διαμαντήν, όστις είχεν έπιστρέψει έξ Όλύμπου .

Τοιουτοτρόπωςο Μακεδών πολέμαρχος διωρίσθη γενικός αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων του προς την Χαλκίδα τμήματος της  Εύβοιας και κατά τας άρχάς Σ)βρίου, έπι κεφαλής ικανής δυνάμεως πολεμιστών άποβιβασθείς διά του πλοίου του Χατζήβισβίζη εις τα Βρυσάκια, έπετέθη και διέλυσε το τουρκικόν στρατόπεδον της  Λιθάδας.

Έκ της  επιτυχίας ταύτης του Διαμαντή κατεφάνη πόσον χρήσιμος ήδύνατο ν΄ άποβή διά την Εύβοιανη σύμπραξις των Μακεδόνων με τους εντοπίους. 

Δυστυχώς όμως ο "Άρειος Πάγος δεν έπολιτεύθη καλώς και συντόμως ήρχισαν άντιζηλίαι μεταξύ των Εύβοέων θεωρούντων ξένους τους διακεκριμένους πολεμιστάς.

Ο Γιαννάκης Δημητρίου και ο Τομαράς, τέως αρχηγοί του στρατοπέδου των Εύβοέων, υποκινούμενοι από τον Όδυσσέα και τους προκρίτους της  Εύβοιας, έδήλωσαν εις την Κυβέρνησιν δτι δεν ανέχονται ως αρχηγόν τον έπήλυδα Διαμαντήν και έξεστράτευσαν εναντίον του.

Αλλά και  ο Διαμαντής δεν εμείνεν άπρακτος  άντεπιτεθεις εις τα Καμάρια ένίκησε τους Εύβοεις και τους έξηνάγκασε διά της  Αταλάντης να κατευθυνθούν προς τα ένδότερα της  Στερεάς διά να ζητήσουν από τον Όδυσσέα Ανδρούτσον ένίσχυσιν προς έκδίωξιν του Διαμαντή.

Η  Κυβέρνησις διατελούσα εν γνώσει όλων των περί την Εύβοιαν συμβαινόντων ένέκρινε τον προβιβασμόν εις τον βαθμόν του στρατηγού άμφοτέρων των Μακεδόνων αρχηγών,
 διορίσασα τον μεν Διαμαντήν άρχηγό της  έκστρατείας έναντίον του Φρουρίου της  Χαλκίδος,
 τον δε Καρατάσιον αρχηγόν της  πολιορκίας της  Καρύστου με πλήρη συνεργασίαν άμφοτέρων.

 Επειδή δε ήτο αδύνατον τας δαπάνας της  έκστρατείας ταύτης ν΄ άναλάβουν τα ολίγα έπαναστατήσαντα χωρία της  Εύβοιας εδωκεν έντολήν, ίνα οι στρατηγοί μέ κάθε τρόπον εξαναγκάσουν και τα υπόλοιπα χωρία εις έπανάστασιν και συμμετοχήν εις τας δαπάνας της  εκστρατείας.

Αλλ΄ ο Κριεζώτης, ευρισκόμενος διά του Δημητρίου και Τομαρά εις επαφήν με τον Ανδρούτσον, ήρνήθη να δεχθή την άπόφασιν της  Κυβερνήσεως και διεμήνυσεν εις τον Διαμαντήν ότι δεν τον αναγνωρίζει γενικόν αρχηγόν.

 Μοιραίως έπήλθε νέα σύγκρουσις και ο Διαμαντής άπέστειλεν εναντίον του Κριεζώτη τον σύγγαμβρόν του Καρακώσταν, τον Βασιλείου και τον Κόταν επί κεφαλής 1000 Μακεδόνων και Θεσσαλών, οϊτινες διεσκόρπισαν τα στρατεύματα του Κριεζώτη εις το Μακρυχώρι και τον έξηνάγκασαν να άποχωρήση εις τον "Αγιον Λουκάν. 

Ο Διαμαντής ήτο υποχρεωμένος να ύπερασπισθή το αξίωμά του, εν τή πραγματικότητι δε ο Κριεζώτης ήτο στασιαστής εναντίον των εστω και παραλόγων αποφάσεων της  Κυβερνήσεως.
Τή έπεμβάσει του Καρατάσιου, μη έπιθυμουντος ν΄ άντιταχθή εις το τοπικόν αίσθημα των κατοίκων, έπήλθε σχετική ύφεσις, έσημειώθησαν μάλιστα και άρκεταί έπιτυχίαι εκ μέρους των Όλυμπίων.

Αλλ΄ ο Ανδρούτσος δεν ήδύνατο ν΄ άνεχθή τους Μακεδόνας άρματωλούς και ταχέως ήρξατο να ύποδαυλίζη έμφυλίους ταραχάς εις την Εύβοιαν.
 Η  Κυβέρνησις άντελήφθη έγκαίρως την προσπάθειαν ταύτην του γενναίου και περιέργου Ρουμελιώτη αρχηγού και ιδού τι εγραφεν αύτη από την Έρμιόνην προς τους προκρίτους της  Υδρας την 21 Δ)βρίου 1822:
Οδυσσεύς Ανδρούτσος

« Τά φρονήματα του άντιδιοικητού Όδυσσέως τα γνωρίζετε πολύ καλά απειθής εϊς της  Διοικήσεως τους λαοσώους σκοπούς έκηρύχθη μόνος του Αρχιστράτηγος της  Ανατολικής Ελλάδος και Εύβοιας και διά τούτο με ολίγην εύχαρίστησιν βλέπει τους στρατηγούς Διαμαντήν και Καρατάσιον αρχηγούς των αρμάτων Εύβοιας ώς μη συμφωνοϋντας με τους ολέθριους σκοπούς του' διά τούτο άπεφάσισε να κάμει άπόβασιν με στρατεύματα, διά να κτυπήση, όμως θέλει προξενήσει όλεθρον εις τους δυστυχείς κατοίκους ταύτης της  νήσου .... κ.λ.π. ».

Ιδιαιτέρως ο προβιβασμός του Διαμαντή εις στρατηγόνδυσηρέστησε τον Ανδρούτσον, όστις έξακολουθών την πολεμικήν κατά του Αρείου Πάγου καί έπιθυμών να άρχη άπολύτως είς την Ανατολικήν Ελλάδα, άπέστειλε τους εντοπίους φίλους του αρχηγούς Τομαράν, Χαλκιάν και Βερούσην εις το Ξηροχώρι, οίτινες θύσαντες και λεηλατήσαντες τα πάντα παρ΄ ολίγον να συλλάβουν την γυναίκα του Διαμαντή αιχμάλωτον. 

Ο Διαμαντής βλέπων περιπλεκομένην την κατάστασιν άφ΄ ενός και τον έπαπειλούμενον άφ΄ ετέρου εμφύλιον πόλεμον, πεισθείς έξ άλλου και περί της  αδυναμίας του ’Αρείου Πάγου, ήναγκάσθη να έπιστρέψη εις το Ξηροχώρι, έκείθεν δε άνεχώρησεν εις την Σκιάθον παραλαβών και την γυναίκα του.

Τήν άναχώρησιν του Διαμαντή έπηκολούθησεν εντός ολίγου και η άναχώρησις των οπαδών του, οιτινες « άνευ άρτου, άνευ μισθοδοσίας, πειναλέοι και γυμνητεύοντες » πρόσφυγες, έζήτησαν άσυλον εις την Σκιάθον και την Σκόπελον, ενθα εύρίσκοντο αί οικογένειαί των έγκαταλελειμμέναι και είς οίκτράν κατάστασιν.

Αποχωρήσαντος του Διαμαντή εκ της  Εύβοιας, παρέμεινεν αρχηγός της  πολιορκίας της  Καρύστου ο Καρατάσιος με την μεγαλυτέραν δύναμιν των Βορειοελλαδιτών πολεμιστών.

Μετά του Καρατάσιου ο Ανδρούτσος εύρίσκετο εις σχετικώς καλάς σχέσεις λόγω παλαιοτέρων δεσμών και προεπαναστατικής συνεργασίας.

H μάχη του Τρίκκερι

Νέα όμως εν τώ μεταξύ πολεμικά γεγονότα έξειλίχθησαν.
Ο ύπαρχηγός των φαλάγγων του Κιουταχή Σελήχ Πασάς, ενωθείς με τα 3 Αλβανικά στρατεύματα του Περκόφτσαλη και κατερχόμενος εκ Λαρίσσης προς την Στερεάν Ελλάδα, καταλαμβάνει τα Βρυσάκια, ένω άλλη φάλαγξ υπό τον "Ισμαήλ Μπότα, αφού κατέλαβε τα Λεχώνια του Πηλίου, την 1ην Μαίου 1823 προχωρεί προς το Τρίκκερι, ενθα ήτο έστρατοπεδευμένος ο αρχηγός των Πηλιορητών Μήτρος Βασδέκης.

Οι Τρικκεριώται κατεταράχθησαν εκ της  ειδήσεως ταύτης και ο Βασδέκης έζήτησε κατεσπευσμένως 
την συνδρομήν του Γέρω Καρατάσιου, 
όστις πράγματι εσπευσεν έπικεφαλής του μεγαλυτέρου τμήματος
 της  «Μακεδονικής Λεγεώνος» 
άποτελουμένης εκ 2000 εμπειροπολέμων 
και κατά πάντα αρίστων πολεμιστών. 

Αγγελής Γάτσος
Φθάσας εις το Τρίκκερι κατέλαβε την όχυράν θέσιν Παναγιά και προέβη εις την κατασκευήν οχυρωματικών έργων.
Τήν 14ην Μαίου άφήσας τον Αγγελήν Γάτσον έπι κεφαλής της  άμύνης του Τρίκκερι, παρέλαβε 500 Μακεδόνας παλαιούς συναγωνιστάς του Βερμίου και του Όλύμπου και έπικουρούμενος από θαλάσσης υπό της  ήρωίδος Μαντώς Μαυρογένους άπεβιβάσθη εις την νήσον 'Αλατάν κατεχομένην από ισαρίθμους Τούρκους.


 Η  έπίθεσις των Μακεδόνων υπήρξε ορμητικήοι Τούρκοι κατετροπώθησαν και κατεσφάγησαν μαζι με τους όμοφύλους των κατοίκους της  νήσου’ 240 εξ αυτών όχυρωθέντες εις παλαιόν μοναστήρι της  νησίδος, άφ΄3 ού ήμύνθησαν άπεγνωσμένως, έξορμήσαντες ίνα διασπάσουν τους πολιορκητάς κατεσφάγησαν απαντες πλήν 6 σημαινόντων, τους όποιους έκράτησεν ο Καρατάσιος, σκοπών ν΄ άνταλλάξη τούτους με "Έλληνας αιχμαλώτους.

Τήν έπομένην της  μάχης ταύτης άνεχώρησε και πάλιν δια Τρίκκερι ενθα ο Σελήχ Πασάς προσβαλών την υπό τον Γάτσον δύναμιν με 10 000 άνδρας άπεκρούσθη σθεναρώς από τον άρματωλόν της  Εδέσσης.

 Η  έπίθεσις έπανελήφθη και την έπομένην με μεγαλυτέραν ορμήν εναντίον των οχυρωμάτων της  Παναγιάς υπό των Αλβανών.
’Άλλ΄ η άμυνα των Ελλήνων υπήρξε ανώτερα της  έπιθέσεως. ο Γέρω Καρατάσιος η όπως έκαλειτο από τους συμπολεμιστάς του Γέρω Τσεκούρας καθήμένος επί λίθου ατάραχος και ψύχραιμος εδιδε τας διαταγάς του και το εύστοχον πυρ των πολεμιστών κατεκρήμνιζε σωρηδόν τους έπιτιθεμένους  Αλβανούς' ούδεμία λιποψυχία έσημειώθη εκ μέρους των οπαδών του, ούδέν λάθος εκ μέρους του έμπειροπολέμου στρατηγού.

Οι κλέφτες των Μακεδονικών βουνών άντεπαρετάχθησαν εις τακτικόν αγώνα έναντίον άρτιου στρατού διευθυνομένου από αξιωματικούς έγνωσμένης αξίας και μαχητικότητος και μετά κρατερόν και φονικώτατον αγώνα έξήλθον νικηταί.

Ο υπερήφανος Σελήχ ύπεχώρησε προ του Καρατάσιου και έγκατέλειψε το Τρίκκερι.

Ιδού πώς περιγράφει τον Καρατάσιον κατά την μάχην του Τρίκκερι δημοσίευμα είς τον «Φιλόπατριν» της  29-3-1857

« Ηκολούθησα τον Παπούν (Καρατάσιον) καθ' όλας τας εκστρατείας του διά της  άγωνιζομένης Ελλάδος μου φαίνεται οτι βλέπω ακόμη το άρρενωπόν και εϋχαρι πρόσωπόν τον, μου φαίνεται οτι τον άκοωω ακόμη προφέροντα τας μονοσυλλάβους τον προσταγάς και μηδέποτε συγχωρούντα.

 'Άγιον ρίγος, το ένθυμώμαι εως τώρα, μας κατελάμβανε όλους όταν παριστάμεθα εμπροσθέν του* 

το νεύμα του ήτο προσταγή αδυσώπητος και ovυαί εις τον παραβάτην αυτής' η αταραξία του εν καιρώ των μαχών ήτο άδριάντος όρειχαλκίνου αταραξία
 ουδεις είδεν αυτόν έφ΄ όλης τον της  ζωής όπισθοχωρήσαντα ενώπιον των εχθρών.

Τον ένθυμούμαι όταν έπι της  Μαγνησίας κατεπολέμει τονς Τούρκους μόλις ήριϋθμούμεθα δισχίλιοι περί τον Παποϋν και έναντίον ημών αλλεπάλληλα και ατελείωτα έφώρμων των απίστων τα στίφη εις το όροπέδιον των Τρικκέρων. 
Τέσσαρας ημέρας διήρκεσεν η μάχη έπι της  αυτής πέτρας, ο Γέρως άσάλεντος ώς η πέτρα αυτή και την σήμερον άκόμη δεικνύεται από τονς έντρόμονς κατοίκους ο τόπος έφ΄ ον έκάθετο κατά την τετραήμερον έκείνην σφαγήν. « K΄ αν ήθελα τότε να φύγω, ελεγεν επειτα γελών, μηδέ μ΄ άφηναν τα γεράματα ; »

Παραθέτομεν ωσαύτως άπόσπασμα της  χαρακτηριστικής αναφοράς, την όποίαν ύπέβαλεν ο Καρατάσιος εις την Κυβέρνησιν σχετικώς με την μεγάλην μάχην του Τρίκκερι •

» Πρός το Σον Μηνιστέριον του πολέμου 
την εύπειθεστάτην υπόκλισιν απονέμω

Έγώ πριν λάβω τας έπιταγάς σας, όρων τον εις Τρίκκερα πόλεμον και την ανάγκην της  Πατρίδος, αυθόρμητος με όσους συναγωνιοτάς μου και στρατιώτας είχα ήλθα είς τα εδώ κάμνοντας το πατριωτικόν μου απαραίτητον χρέος και θέλω κάμει και είς το έξης ώς αι έπιταγαί σας με διατάσσουσι διά να μη χάσωμεν τούτο το άκρωτήριον διότι τούτο ( ο μη γένοιτο) χαθέντος, χάνεται όλον το δικαίωμα της  Θεσσαλίας' το δουφέκι μας συν θεω πηγαίνει άριστα' είς τας τέσσαρας μάχας όπου έκάμαμεν οι 'Έλληνες έκέρδισαν τας νίκας. 

Είς την πρώτην (καίτοι άπόντος μοι) εγινεν η μάχη τρομερά είς την θέσιν της  Παναγίας, ώστε έθανατώθησαν πολλοί εκ των εχθρών και έκαρατομήθησαν' δευτέρα μάχη είς το εν Άλατά μοναστήριον άπέκλεισα 241 και μετά εξ ημέρας παρεδόθησαν με συχνούς πυροβολισμούς τους οποίους οί 'Έλληνες διά ξίφους έπέρασαν, πλήν 6 τους οποίους ώς κεφαλή των άποκλείστων εμπόδισα μήπως από τας αίχμαλωτισθείσας ψυχάς άπελευθερώσωμεν.

Τήν αυτήν ημέραν είς την θέσιν της  Παναγιάς ώρμησαν οί εχθροί με μεγάλην ορμήν είς τα ταμπούρια των Ελλήνων νυκτός και έκράτησεν ο πόλεμος εως τας εξη ώρας της  ήμέρας, θανατωθέντες και καρατομηθέντες παρά των Ελλήνων ικανώτατοι εχθροί' άφησαν και τα μπαϊράκια τους και εκ των Ελλήνων δύο μόνον έσκοτώθησαν έξ αιτίας των λαφύρων. 

Τετάρτην δε μάχην έξήλθον με τα πλοία είς το αντίκρυ μέρος Γατζέα καλούμενον διά να έμποδίσω τας τροφάς των έχθρών και αύτοι ώρμησαν ένθεν και ενθεν διά να μάς ριχθοϋν και ημείς τους έρρίχθημεν πρότερον πέρνοντες το κανόνι τους και 16 κεφάλια και 2 ζωντανούς και εκ των Ελλήνων εις μόνον άλλά μ΄ όλον όπου δυνάμει θεϊκή αριστεύει το 'Ελληνικό ντουφέκι και εφθειρεν Ικανούς έχθρύς, αύτοι όμως στέκονταιέγώ ώς πασίδηλον δεν έπαυσα από το να
πολεμώ κατά των έχθρών έξ ής ώρας έχασα και σπήτι μου και πράγμα μου και φαμελίαν μου *) και είς Όλυμπον και είς ΙΊέταν και είς Σοϋλι και Μωρέαν και Εύριπον καθώς και τώρα εδώ
1823 9 Ιουλίου 20 Τρίκκερα
O Στρατηγός της  Θετταλομαγνησίας 
ΚΑΡΑΤΑΣΙΟΣ

Παρά την ήτταν των όμως οί έναπομείναντες Αλβανοί του Περκόφτσαλη, λαβόντες σοβαράς ενισχύσεις εκ μέρους του Κιουταχή, ήρχισαν και πάλιν νά πιέζουν το Έλληνικόν στρατόπεδον.

Ο Καρατάσιος εγραφε διαρκώς εις το Μινιστέριον του Πολέμου ζητών ενισχύσεις εις άνδρας, πολεμικόν ύλικόν και τρόφιμα.

 Οι Τρικκεριώτες δεν έδείκνυον προθυμίαν άνάλογον προς την περίστασιν και το στρατόπεδον ύπεβάλλετο εις μυρίας στερήσεις  μισθούς οι στρατιώται δεν έλάμβανον και αι οικογένειαι αυτών εύρισκόμεναι ως πρόσφυγες εις την Σκιάθον και  Σκόπελον εστερούντο και άρτου ακόμη.

Χριστόφορος Περραιβός
 Εις αυτήν την κατάστασιν εύρίσκοντο οι εις το Τρίκκερι έστρατοπεδευμένοι Μακεδόνες ότε άφίκετο άφ΄ ενός μεν ο Κιουταχής έπι κεφαλής των υπολοίπων φαλαγγών, άφ΄ ετέρου δεο Χριστόφορος Περραιβός προερχόμενος εκ Πελοποννήσου.

Τον Περραιβόν άπέστειλεν η Κυβέρνησις  ίνα συνεργασθή μετά του έπαρχου της  Εύβοιας Κωλέτη διά την καλυτέραν όργάνωσιν του αγώνος και τον ανεφοδιασμόν των στρατευμάτων.

Δυστυχώς ο Περραιβός άπεδείχθη αρχομανής και ελάχιστα συνέβαλε διά τον κατευνασμόν των παθών και την προαγωγήν του κυρίου σκοπού δι΄ όν άπεστάλη.

Από της  πρώτης στιγμής φαίνεται ότι δυσηρεστήθη με τον Καρατάσιον και συνετάχθη με τους κατοίκους του Τρίκκερι άποβλέπων εις το να ύποσκελίση τον στρατιωτικόν ηγέτην της  Θεσσαλομαγνησίας.

Ο Κιουταχής, ευρισκόμενος έπί κεφαλής 7.000 Τούρκων εις το στρατόπεδον του Τρίκκερι, στερούμενος τροφών και άσθενήσας, άντιληφθείς δε δτι δεν ήδύνατο να έξαναγκάση τον Καρατάσιον να υποχώρηση, έπρότεινεν εις αυτόν είρηνην, ύποσχεθείς να παραδώση την εν Θεσσαλονίκη εν αιχμαλωσία εύρισκομένην οικογένειαν του καθώς και την του Γάτσου. 

Ο Περραιβός ισχυρίζεται οτι ο Κιουταχής έξηπάτησε τον Καρατάσιον διά να διαφυγή τον βέβαιον όλεθρον του στρατοπέδου του. 

Αλλά και ο Όρλάνδος όλως άβασανίστως, στηριχθείς εις τας άναξιοπίστους πηγάς του Περραιβού, κατηγορεί τον άνδρειον Καρατάσιον ως συνθηκολογήσαντα αίσχρώς με τους Τούρκους.

Ο Περραιβός διαρκώς ύπέβλεπεν τον συνετόν γέροντα Καρατάσιον και ούδέν κατορθώσας κατ΄ αυτού ήθέλησε να τον έκδικηθή και μετά θάνατον.
 Παρ΄ όλον δε ότι προσπαθεί να περιγράψη και τους όρους της  συνθήκης διά της  όποίας ο Καρατάσιος ήλευθέρωνε την σύζυγόν του και τον υιόν του Γιαννάκην αιχμαλώτους εν Θεσ)νίκη, έλάμβανε ολόκληρον την νήσον Εύβοιαν και μισθούς 800 στρατιωτών, δεν μάς δικαιολογεί πώς ούδέν έξ αύτών συνέβη εις την πραγματικότητα και πώς ο Καρατάσιος εύθύς μετ΄ ολίγον εύρίσκετο έπί κεφαλής του σώματός του είς Σκιάθον πολεμών τον Τοπάλ πασάν.

Η  διχόνοια της  έποχής δεν έγνώριζεν όρια,προδόται δε ειχον άποκληθή εκ περιτροπής οί ένδοξότεροι των αγωνιστών.
Αντί παντός άλλου κρίνομεν σκόπιμον να παραθέσω μεν άπόσπασμα του άγωνιστού Κασομούλη έπί των γεγονότων :

 « 'Ο Καρατάσιος είς αυτήν την περίστασιν έβγήκεν με όλους τους Μακεδόναςαπό τα νησιά και προκατέλαβεν το Τρίκκερι καθώς και το στενόν του κόλπον και ένίκησεν τον Ταχιρ πασιάν εις όλους τους πολέμους. 
Ο Ίσούφ πασιάς Περκόφτζαλης είχεν άπεράσει εις Εύριπον και έκινήθη κατά του στρατοπέδου όπου διοικούσεν ο Διαμαντής Νικολάου. 
ΟΔιαμαντής άμελήσας και αυτού τα χρέη τον, έχαλάσθη ο στρατός του μετά δύο ημερών μάχην και εχασεν και μερικούς καλούς αξιωματικούς.
Αφ΄ ου έσκορπίσθη ο πολιορκητικός στρατός της  Εύρίπου ελειψαν αί προμήθειαις του στρατού του Καρατάσιου. Οί Τούρκοι βιασμένοι άπό άδυναμίας ήρχισαν να διαπραγματεύωνται την ύποχώρησιν του στρατού, έπι λόγω να ήσυχάση ο λαός. 
Ο Καρατάσιος δυσκολευμένος και αυτός αναγκασμένος και άπό τον στρατόν ένέδωκεν εις μιαν συνθήκην όπου έκαμαν αναμεταξύ των και έτράβηξεν το στράτευμα εις τά νησιά Σκίαθον και λοιπά».

Αύτή είναι η περιβόητος και κατασυκοφαντηθείσα άπό τους έχθρούς του Καρατάσιου συνθήκη.

Είς την Σκιάθον γενομένης συσκέψεως των "Ολυμπίων αρχηγώνπαρισταμένου και του Περραιβού ύπεγράφη συνυποσχετικόν του άγώνος υπό χρονολογίαν 26 Αύγούστου 1823.

ΙΙαρίσταντο 9 αρχηγοί Όλύμπιοι, οιτινες ώρκίσθησαν και προς έξυπηρέτησιν του Αγώνος άνεγνώρισαν παμψηφει ως Γενικόν Αρχηγόν τον στρατηγόν Καρατάσιον και ύπεσχέθησαν ύπακοήν εις αυτόν και εις τον άποφασίσαντα να συνεργασθή ήδη μετ΄ αυτού Μινίστρον Χριστ. Περραιβόν2.

Εις την Σκιάθον, κατόπιν συσκέψεων των διευθυνόντων τα Μακεδονικά στρατεύματα, άπεφασίσθη να ένεργηθή εκστρατεία προς κατάληψιν της  Θεσσαλίας και κλείσιμον των στενών των Τεμπών.

 Εις 3.000 άνδρας άνήρχοντο οι Μακεδόνεςτης  Σκιάθου, Σκοπέλου και Εύρίπου, ύπελογίζετο δε ο'τι διπλάσιοι θά προσήρχοντο διά τον αγώνα Πηλιορειται και άλλοι Θεσσαλοί.

Η  Κυβέρνησις όμως εχουσα ύπ΄ όψιν την γενομένην έξοδον του Όθωμανικού στόλου, την εκστρατείαν του Πασά της  Σκόδρας και τας πολεμικάς προπαρασκευάς του Κιουταχή εν Λαρίσση, άπηγόρευσε δι΄ ιδιαιτέρων εγγράφων και προφορικών διαταγών την ενέργειαν ταύτην του Καρατάσιου και Περραιβού, οϊτινες και συνεμορφώθησαν.

Ούχ ήττον δύναμις εκ 1.200 πολεμιστών Μακεδόνων, των όποιων οι πλειστοι κατήγοντο εκ της  Χαλκιδικής, διαταγή της  Κυβερνήσεωςάπεστάλησαν εις τα Ψαρρά ϊνα συμπολεμήσουν μετά των Ψαρριανών διά την προστασίαν της  ηρωικής ταύτης νήσου, άπειλουμένης εκ της  άποβάσεως αγημάτων.

 Έπι κεφαλής των Μακεδόνων τούτων έτάχθησαν οί όπλιτάρχαι της  ΧαλκιδίκηςΓούλας Κασσανδρινός  καικαπετάν Κότας, ο Σκλαβούνος, ο Νάνος Τουρούντζιας Σιατιστεύς,ο Κοζανίτης  Ιωάννης Τσόντζαςκαι κατά πάσαν πιθανότητα και ο πρόκριτος της  Βάλτας Γιαννιός.

Αυτοί υπήρξαν τα ήρωϊκώτερα θύματα της  αυτοθυσίας εις την νήσον ταύτην. 

Κατέχοντες το φρούριον και πολεμήσαντες ως λέοντες έπί διήμερον έναντίον των 10.000 "Αλβανών και Τούρκων, άπωλέσαντες δε πάσαν ελπίδα έθεσαν πυρ είς την πυριτιδαποθήκην του φρουρίου και 600 περίπου έξ αυτών άνετινάχθησαν είς τον αέρα μετά των έπιδραμόντων εχθρών.

Τό ολοκαύτωμα των Μακεδόνων τούτων είς την ήρωικήν νήσον,
η θυσία του Γεωργάκη "Ολυμπίου και 
ο συγκινητικός θάνατος των παρθένων της  Ναούσσης, 
άποτελούν παραδείγματα μεγαλειώδους αύταπαρνήσεως 
και αυτοθυσίας του Μακεδονικού Ελληνισμού 
κατά τον αγώνα υπέρ της  ανεξαρτησίας.

Η  συγκέντρωσις όμως των πολυαρίθμων Μακεδόνων και Θεσσαλών πολεμιστών εις την Σκιάθον και τας άλλας Βορείους Σποράδας, η έλλειψις τροφίμων και μισθοδοσίας, η χειριστή κατάστασις των προσφυγικών οικογενειών και αί έμφανισθεισαι άσθένειαι έδημιούργησαν μεταξύ Μακεδονο Θεσσαλών και εντοπίων έριδας φοβεράς.

Απωλέσαντες έξ άλλου την έλπίδα έπιστροφής είς τας πατρίδας των και ένεκα της  ματαιωθείσης, ως ανωτέρω έξετέθη, έκστρατείας προς την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν ήρχισαν να διατρέφωνται εκ των πόρων της  χώρας, ούδενός φειδόμενοι και ωθούμενοι υπό της  πείνης και των άλλων στερήσεων και άναγχών, ήδίκων τους ημέρους νησιώτας, άδυνατούντας ν΄ άνταπεξέλθουν κατά των πολεμικωτάτων "Ολυμπίων.

Κατά τας άρχάς του Σεπτεμβρίου του 1823 μερίμνη του Κωλέτη έπάρχου της  Εύβοιας και κατ" έντολήν της  Κυβερνήσεως τέσσαρα πλοία των Ψαρρών, άποσταλέντα είς την Σκιάθον και Σκόπελον, προσεπάθησαν να μεταφέρουν τα Ολυμπιακά στρατεύματα είς Ωρεούς προς άναζωπύρωσιν της  επαναστάσεως εν Εύβοια.

 Η  νέα αύτη εκστρατεία και πάλιν έναυάγησεν έλλείψει των αναγκαίων και διότι οί "Ολύμπιοι δεν ήννόουν να έγκαταλείψουν τας οίκογενείας των είς την Σκιάθον, φοβούμενοι την άναπτυχθεισαν εν τώ μεταξύ δυσμένειαν των νησιωτών έναντίον των, της  όποίας τα αποτελέσματα δεν ήργησαν να παρουσιασθούν.


Η  Μάχη της  Σκιάθου

Περί τα τέλη του αύτού μηνός ο τουρκικός στόλος υπό τον Καπουδάν Μωχαμέτ Χορσέφ Τοπάλ Πασάν εφθασεν εις τα παράλια της  Χαλκιδικής και άπέστειλεν εις τας νήσους Σκόπελον, Σκιάθον και Σκύρον τον διερμηνέα Στέφανον Βογορίδην, ίνα ζητήση την υποταγήν αυτών.

Οι Σκιαθιώται και κυρίως οι πρόκριτοι της  νήσου ταύτης όχι μόνον εδήλωσαν υποταγήν, αλλά παρεκάλεσαν τον τούρκον ναύαρχον ν΄ άποστείλη αγήματα ίνα άποδιώξη έκειθεν τα Όλυμπιακά στρατεύματα με την περίέργον δικαιολογίαν ότι κατεκράτουν την νήσον και έπεβάρυναν τους κατοίκους.

 Πράγματι ο Χορσέφ Πασάς την 8ην Όκτωβρίου άνεφάνη προ της  Σκιάθου με 13 πλοία και περιέπλευσε ταύτην ίνα εύρη κατάλληλον μέρος δι΄ άπόβασιν. Πρέπει να σημειωθή ενταύθα ότι ο Χορσέφ είχεν άποστείλει και αντιπρόσωπόν του, τον όποιον οί Σκιαθιώται έδέχθησαν ως διοικητήν εις το φρούριον της  νήσου  τούτο έσήμαινεν ότι το φρούριον έτάχθη με το μέρος των τούρκων.

Η  κατάστασις ήδη εις την νήσον ταύτην παρουσιάζετο λίαν κρίσιμος και η θέσις των Μακεδονικών στρατευμάτων και των εν τη νήσω οικογενειών αυτών αυτόχρημα τραγική.

Γενομένης συσκέψεως, εις την οποίαν ελαβον μέρος εκτός του αρχηγού Καρατάσιου, ο Διαμαντής, ο Γάτσος, ο Περραιβός, ο Μπίνος, ο Γούλας και ο Συρόπουλος, έγένετο δεκτήη γνώμη του Γάτσουκαι άπεφασίσθη πάση θυσία ν΄άντιταχθούν κατά πάσης άποβάσεως αγημάτων εις την νήσον. 

Τά γυναικόπαιδα των Όλυμπίων άπεστάλησαν μαζί με άπόσπασμα πολεμιστών εις το Μοναστήριον της  Παναγίας Ευαγγελίστριας, δίωρον άπέχοντος από της  πρωτευούσης της  νήσου, 150 δε άνδρες υπό την οδηγίαν του Τσάμη Καρατάσιου άνέλαβον να επιτηρούν τους εν τώ φρουρίφ Σκιαθιώτας υπό τον τούρκον διοικητήν, οί δε αρχηγοί με τους έναπομείναντα κατέλαβον τας κατωτέρω θέσεις:

ο Καρατάσιος το ύψηλότερον μέρος της  κωμοπόλεως, 
ο Περραιβός την εκκλησίαν των Τριών "Ιεραρχών, 
ο Μπίνος τους Ανεμομύλους έχων και τον Συρόπουλον συμπαραστάτην, 
ο Γάτσος την πλέον επικίνδυνον θέσιν Όβριόκαστρον και 
ο Διαμαντής με τον Γούλαν το δυτικόν τμήμα του λιμένος. 

"Ολη η δύναμις άνήρχετο είς 800 πολεμιστάς. Τήν έπομένην, 9ην Όκτωβρίου 1823, ο στόλος, άφ΄ ου έπλησίασε και έβομβάρδισε σφοδρότατα τας κατεχομένας θέσεις άνευ σχεδόν αποτελέσματος, έπεχείρησε ν΄ αποβιβάση αγήματα.

 Οί Μακεδόνες κατέχοντες καταλλήλους θέσεις με συνεχείς πυροβολισμούς έπέφερον μεγάλας βλάβας εις τον εχθρόν και ήνάγκασαν τας λέμβους να απομακρυνθούν.

Τελευταία απόπειρα άποβιβάσεως έγένετο το απόγευμα.
 Έπι κεφαλής των αγημάτων έτέθη ο ύπαρχηγός του στόλου υποναύαρχος Ταχήρ πασας αποφασισμένος να καταλάβη πάση θυσία την νήσον.

Παρά το πυκνόν και εύστοχον πυρ των Ελλήνων αί λέμβοι κατώρθωσαν ν΄ αποβιβάσουν στρατεύματα εις την παραλίαν  και τότε έγράφη μία από τας έπικάς σελίδας του άγώνος της  ανεξαρτησίας.

 Οι αμυνόμενοι πολεμισταί βλέποντες το μέγεθος του κίνδυνου εκ της  καταλήψεως της  νήσου έπετέθησαν κατά του Ταχήρ πασά και μετά αιματηρότατον εκ του συστάδην αγώνα, τον ήνάγκασαν να άποσυρθή εκ της  παραλίας.

 Τετρακόσια πτώματα έχθρικά εκειντο εις τα γραφικά ακρογιάλια της  Σκιάθου, αί δε άπώλειαι των αμυνόμενων ήσαν έλάχισται. 

Μιαούλης Ανδρέας
Την έπομένην ο Χορσέφ πασας, άπηλπισμένος εκ των αποτελεσμάτων και πληροφορηθείς τον έκπλουν του ελληνικού στόλου υπό τον Μιαούλην εκ της  Ύδρας, άνεχώρησε διά τον Παγασητικόν, ενθα και ο στόλος του κατεστράφη ύπό των Υδραίων. Έκτοτε ούδεμία έπεχειρήθη άπόβασις Τούρκων εις την Σκιάθον.

Ο Περραιβός μετά την μάχην της  Σκιάθου διαφωνησας εκ νέου προς τον Καρατάσιον άνεχώρησεν εις "Ύδραν και έκειθεν κατηυθύνθη είς Μεσολόγγιον.

Αφ’ ετέρου ο Καρατασιος επί κεφαλής 1.000 πολεμιστών, έντολή της  Κυβερνήσεως, μετέβη εις την Κάρυστον προκειμένου να συμπράξη μετά του Όδυσσέως ’Ανδρούτσου εις την πολιορκίαν της  πόλεως ταύτης. 

Ο Όμέρ πασάς της  Εύβοιας, ύποφέρων εκ λιμού και μη δυνάμενος να άνεφοδιασθή από θαλάσσης ενεκα του αποκλεισμού ύπό του ελληνικού στόλου, έπεχείρησε διά δόλου να άποσυρθή εκ της  Καρύστου.

 Οί 'Έλληνες όμως της  πόλεως ταύτης ειδοποίησαν δ΄ άγγελιαφόρου τα ελληνικά σώματα, τα όποια διά των ληφθέντων μέτρων έξηνάγκασαν τον Όμέρ πασάν εις τα στενά της  Κακής Σκάλας παρά το χωρίον Βαθύ να έπανέλθη εις την Κάρυστον μετά πολλών απωλειών.

 Έκ της  Καρύστου ο Καρατάσιος έπανήλθεν είς την Σκιάθον. Δυστυχώς έδημιουργήθη και νέα διάστασις μεταξύ των πολεμιστών και των προκρίτων της  νήσου των πρώτων κατηγορούντων τους Σκιαθιώτας έπι φιλοτουρκισμώ αλλά και διατρεφομένως βιαίως είς βάρος της  περιουσίας των.
Οί Σκιαθιώται διεμαρτυρήθησαν προς την Κυβέρνησιν κατ’ έπανάληψιν και τελικώς άπεστάλη ως φρούραρχος της  νήσου ο Υδραίος Αναγνώστης Μποσλής ως και ο Παύλος Παρασκευάς ίνα συνεννοηθή μετά του γενικού αρχηγού Καρατάσιου διά την ευταξίαν της  νήσου και την κατάπαυσιν των ερίδων .

Κατά διαταγήν της  Κυβερνήσεως ο Καρατάσιος έπί κεφαλής του σώματός του κατηυθύνθη εις την νήσον "Ύδραν, η όποια ήπειλειτο δι΄ άποβάσεως στρατευμάτων υπό του Αιγυπτίου ’Ιμβραήμ.

Παραμείνας έκει μέχρι των αρχών του μηνός Νοεμβρίου έπέστρεψεν ακολούθως είς Αθήνας.


Οί Μακεδόνες είς την Πελοπόννησον και η μάχη του Σχοινόλακα

Εύρισκόμεθα είς το τέταρτον έτος του άγώνος υπέρ της  ανεξαρτησίας.

Η  Έπανάστασις είς την Πελοπόννησον ειχεν έπιβληθή, διότι οί αγώνες της  Μακεδονίας, της  Ρούμελης άλλά και της  Δυτικής Ελλάδος είχον άπασχολήσει τας σημαντικωτέρας των τουρκικών δυνάμεων.

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος
Η  δόξα του Κολοκοτρώνη αντιλαλούσε άπ΄ άκρου είς άκρον είς την Πελοπόννησον,
 ο δε γενναίος άρχιστράτηγος άναδειχθείς διά τας τοπικάς νίκας του ήρχισε δυστυχώς με κίνδυνον των ελπίδων της  άγωνιζομένης περαιτέρω Ελλάδος ν΄ αναμιγνύεται είς την πολιτικήν και να παρεκτρέπεται.

Είχεν έκλεγή τή επιμονή στρατιωτικών κύκλων, άλλά και τινων πολιτικών δυσηρεστημένων, αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού είς το Ναύπλιον. Ο Κολοκοτρώνης και οι περισσότεροι εκ των Πελοποννησίων ηγετών συνεκρούοντο με τους νησιώτας.

Μόλις ο αήρ της  ελευθερίας ήρχισε να θωπεύη τους σκληρώς άγωνιζομένους "Έλληνας ένεφανίσθησαν τα έθνοφόρα πολιτικά πάθη και τα κακά του εμφυλίου σπαραγμού, τα οποία ήσαν άσυγκρίτως μεγαλύτερα και φοβερώτερα από τους εχθρούς.
Κουντουριώτης Γεώργιος

Ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης, γόνος ένδοξου οικογενείας, η όποια τα πάντα είχε προσφέρει εις τον αγώνα του Γένους, τυγχάνων πρόεδρος του Βουλευτικού, συνεκρούσθη προς τον Κολοκοτρώνην.

Έκ της  συγκρούσεως ταύτης προέκυψαν αποτελέσματα, τα όποια εθεσαν εις μέγιστόν κίνδυνον, ου μόνον τον αγώνα, αλλά και την ζωήν του Ελληνικού "Έθνους.

Ο Κουντουριώτης έκτος των νησιωτών είχε συνεργάτας τους Μανιάτας, αλλά και αρκετούς Πελοποννησίους αντιπάλους του Κολοκοτρώνη. 

Παρ΄ όλα ταύτα μη δυνάμενος να καταβάλη τους έπαναστάτας άπέστειλε τον ’Αδάμ Δούκαν και τον Μακρυγιάννην εις την Στερεάν Ελλάδα ίνα μετακαλέση τους Ρουμελιώτας του στρατηγού Γκούρα, τους Σουλιώτας του Τζαβέλλα και έξ Αθηνών τους Όλυμπίους του Καρατάσιου, προτιθέμενος να χρησιμοποίηση τα στρατεύματα ταύτα, ως λίαν εμπειροπόλεμα, κατά των ανταρτών του Κολοκοτρώνη.

Μακρυγιάννης Ιωάννης
Ο στρατηγός Μακρυγιάννηςέθεωρήθη ο μάλλον ένδεδειγμένος διά την ενέργειαν ταύτην, ήτο ιδιαίτερος φίλος του υπουργού των Στρατιωτικών Κωλέτη καθώς και των Ρουμελιωτών και Όλυμπίων.

Τήν 22 Νοεμβρίου ο Γκούρας και ο Καρατάσιος φθάνουν εις την Κόρινθον.

Οι έπαναστάται μόλις έπληροφορήθησαν την άφιξίν των, γνωρίζοντες καλώς την πολεμικήν αξίαν των Ρουμελιωτών και των Μακεδόνων,κατεθορυβήθησαν, συνήλθον εις την Καρύταιναν και προεδρεύοντος του "Αναγνώστη Δεληγιάννη άπέστειλαν εις τον Καρατάσιον και τον Γκούραν την εξήςλίαν άξιομνημόνευτον και περίέργονδιά τας αντιλήψεις των επιστολήν.

Γενναιότατοι Καπετανέοι Ρουμελιώται,

Ημείς με το να εχωμεν δικαίωμα και ίντερέσα της πατρίδος μας Πελοπόννησόν έκινήθημεν εναντίον της  τυραννίας μερικών ατόμων και επειδή εϊμεθα πατριώται δεν έπιθυμουμεν να κινηθώμεν μεταξύ μας εις εμφύλιον πόλεμον. 

Όθεν αν εισθε 'Έλληνες και πατριώται δεν πρέπει να άνακατωθήτε εις τα της  Πελοποννήσον πράγματα, αλλά να οταθήτε αδιάφοροι και αν έχετε κανένα δίκαιον θέλει το λάβετε εν καιρω τώ δέοντι' ει δε θελήσετε να άνακατωθήτε εις τα της  Πελοποννήσον πράγματά μας, ότι σας άκολουθήση 'οψεσθε και ημείς μένομεν άνεύθυνοι.

Αναγνώστης Δεληγιάννης
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Έκτελούντες τας διαταγάς της  νομίμου Κυβερνήσεως ο Καρατασιος με τον Γκούραν έπετέθησαν εναντίον του Ακροκορίνθου και έξηνάγκασαν τους μετά τού Κολοκοτρώνη συμπράττοντας Λόντον και Νοταράν και πολιορκούντας τον Ακροκόρινθον κατεχόμενον ύπό κυβερνητικών στρατευμάτων να λύσουν την πολιορκίαν και ν΄ άπέλθουν εις "Αγιον Γεώργιον, ενθα δώσαντες μάχην ένικήθησαν και διεσκορπίσθησαν ύπό μιας φάλαγγος του Καρατάσιου.

Ο Αρχιμανδρίτης Παπαφλέσσας ειχε ταχθή εύθύς έξ αρχής με την Κυβέρνησιν.

 Δι΄ έπιστολής  από ο Δεκεμβρίου 1824, απευθυνόμενης προς τον Καρατάσιον προτρέπει τούτον να συντρίψη τους έπαναστάταςκαι προσθέτει ότι 
« με τον ανεψιόν του αντιστράτηγον Δ. Δίκαιον αποστέλλει δύο τόπια και μερικά μπαλαμισδράλια και ντουφεξήν διά τα ντουφέκια».

Ο Καρατάσιος με τον Γκούραν προχωρούν, καταλαμβάνουν την Κερπινήν και πολιορκούν τον Ζαίμην εις τα Καλάβρυτα.

 Έτέρα κυβερνητική φάλαγξ με έπι κεφαλής τον Χατζηχρήστον συνεπικουρούμενον από τον Βάσσον και άπόσπασμα Μακεδόνων ύπό τον Τσάμην Καρατάσιον βαδίζει προς την Τριπολιτσάν.

 Ποιον υπήρξε το αποτέλεσμα του έμφυλίου σπαραγμού;

 Η  έρήμωσις της  Πελοποννήσου, η σύλληψις του Κολοκοτρώνη και ο διασκορπισμός όλων σχεδόν των Πελοποννησίων ηγετών και πολεμιστών  και ταύτα πάντα καθ΄ ήν εποχήν ο Ιμβραήμ πασάς άναχωρών εκ της  Κρήτης κατηυθύνετο εις την Πελοπόννησον με άντικειμενικόν σκοπόν να καταστείλη διά παντός μέσου το έθνικόν κίνημα των Ελλήνων.

Η  Κυβέρνησις του Γεωργίου Κουντουριώτου έναντίον του Ιμβραήμ διέθετεν 
700 Μακεδόνας του Καρατάσιου, 
600 Ρουμελιώτας του Γκούρα, 
1.200 του Καραϊσκάκη και του Τζαβέλλα.

 "Έτεροι 1.000 περίπου ήσαν με τον Μακρυγιάννην και Χατζηχρήστον, 600 Υδραίοι, Σπετσιώται και Κρανιδιώται ύπό τον Σκούρτην καθώς και 300 'Αγιοπετριται ύπό τον Ζαφειρόπουλον.

Έκτος αυτών οι Πελοποννήσιοι ήγέται Γιατράκος, Παπατσιώρης και Γρηγοριάδης διέθετον περίπου 1.500 άνδρας.

Ο Πρόεδρος της  Κυβερνήσεως, παρασυρόμενος άπό αδαείς αλλά και  πείσμονας συμβούλους, ύπέπεσεν εις το σφάλμα να διορίση αρχιστράτηγον των κατά ξηράν δυνάμεων της  Πελοποννήσου τον πλοίαρχον Σκούρτην, άγαθόν μεν και τίμιον πατριώτην άλλ΄ άπειρον των κατά ξηράν αγώνων και δή της  τακτικής των άτιθάσσων και άτακτων πολεμιστών της  Ρούμελης, τού Σουλίου και τού Όλυμπου.

Οι αρχηγοί βαρέως εφερον την προσβολήν ταύτην,πολλοί δε των πολεμιστών, μη εχοντες εμπιστοσύνην είς την ικανότητα τού αρχιστρατήγου,ήρχισαν να λιποτακτούν.

 Ο Καρατασιος, εις άκρον φιλότιμος, ήρνήθη να ταχθή ύπό τας διαταγάς τού Σκούρτη' είναι η πρώτη και μόνη απείθεια, την οποίαν έπέδειξε καθ΄ όλον το διάστημα τού Αγώνος.

Αλλ΄ ο πολέμαρχος γέρων, ο διδάσκαλος της  πολεμικής τέχνης ήγανάκτησε και παραλαβών 200 παλαιούς του συναγωνιστάς,των άλλων Μακεδόνων παραμεινάντων ύπό τον Γάτσον,ώχυρώθη εις το χωρίον Σχοινόλακα της  Μεσσηνίας, έναντίον τού όποιου κατηυθύνετο η έμπροσθοφυλακή τού Ιμβραήμ πασά.

 Οι υπόλοιποι αρχηγοί των σωμάτων ύπό τον Σκούρτην παρετάχθησαν εις το Κρεμμύδι άθυμούντες και χωρίς δρεξιν διά πόλεμον.

Τήν πρωίαν της  18ης Μαίου 1825  η έμπροσθοφυλακή τού Ιβραήμ άποτελουμένη από 3.000 λογχοφόρους τού τακτικού στρατού, 1.000 άτάκτους Αλβανούς και 700 ιππείς Μαμελούκους έπετέθη λυσσωδώς κατά των ευαρίθμων Μακεδόνων

Οί αμυνόμενοι κατέχοντες έπίκαιρον ύψηλήν και δεσπόζουσαν τοποθεσίαν βάλλουν ψυχραίμως και με συνοχήν, οί δε Αιγύπτιοι θερίζονται' ο αρχηγός Καρατάσιος όρθιος και ακάλυπτος κατά το σύνηθες διατρέχει το πεδίον της  μάχης, εμψυχώνει τους πολεμιστάς και αναγκάζει τους στρατιώτας του Ιβραήμ είς ύποχώρησιν.

 Δευτέρα και τρίτη έπίθεσις των Αιγυπτίων αποτυγχάνουν άδόξως όπως και  η πρώτη.

Τό απόγευμα και περί ώραν 3ην έπαναλαμβάνεται η έπίθεσις και τίθεται έπι κεφαλής ο αντιστράτηγος Ρισβάν μπέης αρχηγός των Μαμελούκων.

 Καί πάλιν η έπίθεσις των Αιγυπτίων ύπήρξεν ορμητική, άλλ΄ είς μάτην. Οί Αιγύπτιοι άποδεκατίζονται, η έπίθεσις των μένει και πάλιν άνευ αποτελέσματος.

Έν τω μεταξύ οί Πελοποννήσιοι αρχηγοί Παπατσιώρης με 500 Αρκάδας, Γιατράκος με 600 Μανιάτας, οί Χατζηχρήστος, Γάτσος και Κοντογιάννης με 1.400 Ρουμελιώτας και Μακεδόνας σπεύδουν είς ένίσχυσιν του Καρατάσιου.
 Δυστυχώς έγένοντο αντιληπτοί ολίγον πριν φθάσουν εις το πεδίον της  μάχης, ευρισκόμενοι δε είς πεδινόν μέρος έδέχθησαν την έπίθεσιν 2.000 ιππέων Μαμελούκων και 1500 πεζών Αιγυπτίων και μετά μικράν άντίστασιν, μη προλαβόντες καν να συνταχθούν, έτράπησαν εις φυγήν έγκαταλείψαντες 45 νεκρούς και πολλούς τραυματίας και αιχμαλώτους.

 Έν τώ μεταξύ κατά τας έσπερινάς ώρας ήρχισε βροχή ραγδαιοτάτη μετ΄ αστραπών και βροντών ο δε Καρατάσιος, του όποιου η θέσις καθίστατο κρίσιμος άπό στιγμής εις στιγμήν, έπωφεληθείς της  κακοκαιρίας και του έπελθόντος σκότους άπεσύρθη εις την Λιγούδιτσαν, συναντηθείς με τους Αρκάδας.

 Η  μάχη του Σχοινόλακα συμφώνως προς το ήμερολόγιον του Πελοποννησίου στρατηγού Γρηγοριάδου διήρκεσεν εξ ώρας.

Έκ των ανδρείων Μακεδόνων
 εφονεύθησαν 13 στρατιώται, 
6 έπληγίοθησαν και 
6 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. 

3 Παπαρρηγόπουλος εις την βιογραφίαν του Καραϊσκάκη  ασχολούμενος με την μάχην του Σχοινόλακα γράφει:

 « Οι νικηφόροι Μακεδόνες έπεμψαν εις Τρίπολιν ως απαρχήν του νέου τούτου είδους του πολέμου,όν έπρόκειτο ήδη να διεξαγάγωσιν οι Έλληνες, 109 λογχοφόρα όπλα. 
Τωόντι τότε κατά πρώτον τα άρρυθμα ημών στίφη προς τακτικόν άντεπαρετάχθησαν τάγμα και μολονότι ούδεμίαν έλαβον εκ Κρεμμυδίου επικουρίαν, άλλ΄ όμως διά την άτρόμητον ανδρείαν και μάλιστα διά την έπιτηδειότητα του αρχηγού, κατώρθωσαν να κατισχύσωσιν ».

Η  νίκη του Καρατάσιου εις τον Σχοινόλακα ένεθουσίασε την Κυβέρνησιν,ο δε Κουντουριώτης μεταβάς είς την Τριπολιτσάν άπεφάσισε με τον Μαυροκορδάτον και τον Κωλέτην να διοργανώσουν τον αγώνα κατά του Ιβραήμ.

 Έπήλθον όμως τα θλιβερά γεγονότα του Κρεμμυδίου και οί μετά του Σκούρτη Ρουμελιώται ύπέστησαν πανωλεθρίαν' διεσκορπίσθησαν είς την Πελοπόννησον και επηρεαζόμενοι από τον Κωλέτην άλλοι μεν έπέστρεψαν είς την Δυτικήν Ελλάδα, άλλοι δε ήρχισαν να φορολογούν και να βασανίζουν τους κατοίκους.

 Πλήρης αναρχία έκράτει είς την Πελοπόννησον. Συμπλωκαί συνήπτοντο καιθημερινώς μεταξύ κατοίκων και στρατευμάτων και ο άγων διήρχετο φοβέραν κρίσιν.

 Ο Καρατάσιος έστρατοπεδευμένος εις τας χώρας εξέθεσε την κατάστασιν εις την Κυβέρνησιν και έζήτησε να αποχώρηση εκ της  άναρχουμένης Πελοποννήσου προς κατευνασμόν των παθών.

 Έν τω μεταξύ οί πλείστοι των Ρουμελιωτών άνεχώρησαν, παρέμειναν δε τελικώς μόνον ο Καρατάσιος, ο Βάσσος, ο Χατζηχρήστος και ο Σκούρτης με 2,000 πολεμιστάς.

Η  υπεράσπισις της  Υδρας

Έν τώ μεταξύ όμως αί φάλαγγες του Ιβραήμ έπροχώρουν και ο Αιγυπτιακός στόλος ήπείλει τας νήσους και ιδιαιτέρως την "Ύδραν.
 Οί Υδραίοι διά της  από 29 3 Απριλίου 1825 έπιστολής των προς το Έκτελεστικόν έζήτησαν την αποστολήν δυνάμεως 1.500-2.000 άνδρών υπό τον Καρατάσιον καθώς και την εκ 500 άνδρών δύναμιν των Όλυμπίων υπό τον Μήτρον Λιακόπουλον, η οποία εύρίσκετο με τα γυναικόπαιδα των προσφυγόντων Βορειοελλαδιτών εις τας Βορείους Σποράδας.

'Όντως ο Καρατάσιος άνεχώρησεν εκ Μεσσηνίας και έφθασεν εις την Έρμιόνην, έκειθεν δε διά πλοίων διεπεραιώθη έπί κεφαλής 1.200 Μακεδόνων πολεμιστών εις την Ύδραν, ένθα συνήντησε τον Μήτρον Λιακόπουλον με 300 Όλυμπίους, τον ’Αποστολάραν με 170 και τον 3Ιωάννην Έμμ. Παπάν με ετέρους 70 Μακεδόνας.

Η  παρουσία στρατηγού έμπειροπολέμου και γνωστοτάτου εις την "Ύδραν εκ της  πρώτης έκστρατείας όσον και εκ των λαμπρών κατορθωμάτων του απανταχού της  Ελλάδος διεσκέδασε τον φόβον των Υδραίων.
Εντός ολίγου εφθασεν εις την "Ύδραν και ο Θεοδωράκης Γρίβας με 400 Ρουμελιώτας καθώς και 200 άλλοι εκ Σαλαμινος, ταχθέντες άπαντες υπό τον Καρατάσιον.

Ο αρχηγός έπεδόθη αμέσως εις την οχύρωσιν της  νήσου οί πρόκριτοι της  νήσου, αδαείς εις τους κατά ξηράν άγώνας, φαίνεται ότι δεν κατέβαλον την προσήκουσαν έπιμέλειαν εις την οχύρωσιν της  νήσου των έναντίον τυχόν απόπειρας άποβιβάσεως εχθρικών αγημάτων.

Τέλος κατόπιν της  έπιμονής τού Καρατάσιου η οχύρωσις της  νήσου έπερατώθη, ο δε τουρκικός στόλος πληροφορηθείς τας αποσταλεί σας ενισχύσεις δεν έτόλμησε να προσβάλη αυτήν. Δυστυχώς όμως τα υπέρογκα βάρη τού ’Αγώνος και αι μεγάλαι οίκονομικαί θυσίαι της  εύάνδρου ταύτης νήσου, της  έξυπηρετησάσης τον "Αγώνα όσον ούδεμία άλλη, είχον εξαντλήσει το ταμείον της.

 Οι στρατιώται τού Καρατάσιου, του Γρίβα και του εν τώ μεταξύ άφιχθέντος Μακρυγιάννη δεν έλάμβανον τους μισθούς και τα καθιερωμένα σιτηρέσια.

 Ο Καρατασιος ως γενικός αρχηγός των άποβίβασθέντων διά της  από 14 Νοεμβρίου 1825 έπιστολής του εγραφε προς τους προκρίτους της  νήσου.

« Σήμερον ήλθον όλοι οι καπετανέοι εδώ και με λέγουνοτι τους έβίασαν οί στρατιώται διά τα σιτηρέσια. 
Επειδή τις και είναι άποκρέα σήμερον, θέλουν χαρτζιλίκι ο κόσμος να αποκρέψουν.
 Περικαλώ λοιπόν κλπ» 

Εις την 'Ύδραν ο Καρατασιος παρέμεινε μέχρι τέλους τού 1825, ότε και άνεκλήθη εις την Πελοπόννησον, έπειδή η κατάστασις έκει έχειροτέρευεν ενεκα της  προόδου των επιχειρήσεων του "Ιβραήμ.

Θά παραθέσωμεν ενταύθα άπόσπασμα της  ύπ3 άρ. 15934/31-12-1825 Διαταγής άνακλήσεως προς τους προκρίτους της  "Ύδρας, η οποία λίαν χαρακτηριστικούς περιγράφει τα γεγονότα.

« . . . . Επειδή μετά την αποτυχίαν του κατά της  Τριπολιτζάς σχεδίου έσκορπίσθησαν όλα τα στρατεύματα των επαρχιών και επόμενον να δειλιάση ο λαός και τα εκ της  δειλίας αποτελέσματα να είναι ολέθρια, η Διοίκησις εκρινεν άναγκαίον να φέρη είς την Πελοπόννησον τον στρατηγόν Καρατάσιον με τους ύπό την οδηγίαν του οπλαρχηγούς, διά να εύρίσκεται εν καιρω χρείας εν σώμα άρκετόν και συγκείμενον από ανδρείους και εμπειροπολέμους στρατιώτας και να χρησιμεύση εναντίον του έχθροϋ . . . ».

Αλλά και ο αρχιστράτηγοςΚολοκοτρώνης βλέπων την διάλυσιν των Πελοποννησίων παρεκάλεσε κατ’ έπανάληψιν την Διοίκησιν να άνακαλέση εις την Πελοπόννησον τον γενναιον Καρατάσιον, η δε Διοίκησις άπαντώσα διά της  ύπ3 άριθ. 55/25-6-1825 έπιστολής της προς τον Κολοκοτρώνην εγραφε :

 «... 'Όσον λυπηρά και αν είναι η περίστασις, αρχηγοί 'Έλληνες, δεν πρέπει όμως να μάς άπονεκρώση.
 'Η Διοίκησις εγραψε μετ’ επιμονής εις την Ύδραν, διά να μεταφέρη δλα τα έκεί ευρισκόμενα σώματα ύπό την οδηγίαν του στρατηγού Καρατάσιουσυμποσούμενα εις 3 χιλιάδας περίπου... ».

Ο Καρατάσιος έντολή της  Κυβερνήσεως άναχοορήσας έξ "Υδρας έπανήλθεν είς τα Βέρβενα της  Πελοποννήσου ϊνα σύμπραξη με την ύπό τον Χατζημιχάλην ομάδα των έναπομεινάντων Ρουμελιωτών, έχων ως ύπαρχηγόν τον πολεμιστήν των Βοδενών ’Αγγελήν Γάτσον.

 Ηγούμενος δυνάμεως εκ 2000 πολεμιστών κατέλαβε την περιφέρειαν από Τζιπχιανά έως το ΙΊαρθένι ίνα αντιμετώπιση την προς την Καρύταιναν προελαύνουσαν φάλαγγα του "Ιβραήμ.

Έν τώ μεταξύ, ένεκα της  υποταγής των Τρικκεριωτών καθώς και του Διαμαντή, άνεχώρησεν από την Πελοπόννησον έπι κεφαλής 300 πολεμιστών διά την Σκιάθον, εις την όποιαν εύρίσκοντο αί οικογένειαι των Όλυμπίων.

Εις την Πελοπόννησον παρέμεινεν έπι κεφαλής των Μακεδόνων ο Αγγελής Γάτσος, άλλοι δε 200 Μακεδόνεςμε αρχηγόν τον Τόλιον Λάζον άνεχώρησαν με την αποστολήν του Καλλέργη διά την Κρήτην, ίνα συνδράμουν την έπανάστασιν της  Μεγαλονήσου.

Κατά το διαρρεύσαν διάστημα οί Θεσσαλοί, μη δυνηθέντες ν΄ άντισταθούν μετά την άναχώρησιν των περισσοτέρων Όλυμπίων υπό τον Καρατάσιον εις την Πελοπόννησον, συνεργούσης δε και της  διαγωγής του Όδυσσέως ύπετάγησαν εις τον Κιουταχήν. 

Ο Διαμαντής παρ΄ όλην την ανδρείαν του διαφωνών διαρκώς με την Κυβέρνησιν και τους άλλους αρχηγούς, ύπετάγη και αυτός εις τους Τούρκους μαζί με τον Γούλαν και τον Αίτωλοακαρνάνα Μιχαήλ Πιλάλαν.

Οι πολεμισταί ούτοι άμα τή έπιστροφή του Καρατάσιου εις την Σκιάθον άπέστειλαν τον Θεσσαλόν I. Τσακμάκην ίνα καταπείση τον Μακεδόνα πολεμιστήν και τους συνεργάτας του να υποταχθούν και αύτοι εις τους Τούρκους.

Αί κατά την Εϋβοιαν και Στερεάν μάχαι

Ο ύποκινών τους άρματωλούς τούτους  Αλβανός αρχηγός Ταχήρ Κόνιτσας άπέστειλε διά του Τσακμάκη χρήματα και διάφορα δώρα εις τον Καρατάσιον

 « "Αλλ" ούτος ο αγαθός γέρων (Καρατασιος), γράφει ο Σπηλιάδης, άφ΄ ού έπολέμησεν εις την Μεσσηνίαν τον Ιβραήμ δεν ήτο ποτέ δυνατόν να συνδιαλλαγή με τους έχθρούς ».

Απέπεμψε τον αίσχρόν Ελληνα άπεσταλμένον και ειδοποίησε πάραυτα την Κυβέρνησιν λάβη τα μέτρα της, διότι ο Ταχήρ Κόνιτσας και ο Όμέρ της  Καρύστου έπρόκειτο να έπιτεθούν κατά της  Σκιάθου, της  όποίας οι κάτοικοι και πάλιν ήρχισαν να δεικνύουν διαθέσεις υποταγής εις τους Τούρκους.

 Κατόπιν των άνωτέρω κατά μήνα Νοέμβριον του 1826 η Κυβέρνησις διώρισεν εκ νέου τον Καρατάσιον αρχηγόν της  περιφερείας ταύτης.
Γκούρας Ιωάννης

Μετά τον οίκτρόν θάνατον του Ανδρούτσου και την πτώσιν του Μεσολογγίου ο I. Γκούραςδιορισθείς αρχιστράτηγος της  "Ανατολικής Ελλάδος προσεκάλεσε τον Καρατάσιον και όλα τα "Ολυμπιακά στρατεύματα να κατέλθουν εις τα Μέγαρα ίνα πολεμήσουν κατά του καταλαβόντος την "Αττικήν Κιουταχή.

 Ούτω μετεσταύθμευσεν ο Καρατάσιος εις τα Μέγαρα ένθα έδημιουργείτο το νέον Έλληνικόν στρατόπεδον ύπό τον Καραϊσκάκην, αλλά πάλιν διά νέας διαταγής διετάχθη να διεκπεραιοοθή εις την Εύβοιαν και να προβή εις έπίθεσιν έναντίον των έκει Τούρκων.

Αφιχθείς έκει έλεηλάτησε την νήσον και κατώρθωσε διά του τρόπου αύτού να έξαναγκάση τους μετά του Κιουταχή εις την Αττικήν έκστρατεύσαντας Τούρκους να έπανέλθουν είς την νήσον.

Τό τουρκικόν στρατόπεδον της  Αττικής έξησθένησεν αρκούντως έκ
Καραϊσκάκης Γεώργιος
τού αντιπερισπασμού, τον όποιον έδημιούργησεν ο Καρατάσιος, άλλά η Κυβέρνησις δεν έξεμεταλλεύθη την παρουσιασθείσαν ευκαιρίαν.

Ούχ ήττον όμως ο Μακεδών στρατηγόςπεριφερόμενος εις την Εύβοιαν και λεηλατών αυτήν είχε κατορθώσει να αιχμαλωτίσω, συμφώνως προς τα γραφόμενα υπό τού άγωνιστού Καρώρη, δυο τουρκικά πλοία πλήρη πολεμοφοδίων και τροφίμων καθώς και 80 ναύτας, άτινα άπέστειλεν εις την Κυβέρνησιν.

Παρ΄ όλας τας επιτυχίας ταύτας και την επιθυμίαν να δημιουργηθή ισχυρός περισπασμός εις την Εύβοιαν και τον Εύριπον δεν έπετεύχθησαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, διότι η μεγαλυτέρα προσοχή ήτο έστραμμένη εις την Αττικήν και εις την Πελοπόννησον.

Έάν διετίθετο σοβαρά κατά ξηράν δύναμις πολεμιστών ως και ναυτική τοιαύτη, την όποίαν έπιμόνως έζήτει ο Καρατάσιος άπό τους Υδραίους  διά να άποβιβασθή εις την  Αταλάντην και προσβάλη τους σταθμούς ανεφοδιασμού των Τούρκων απειλών τα νώτα τού Κιουταχή, άλλοία πιθανώς θά ήτο η εκβασις της  εκστρατείας εκείνης.

Κατά μήνα Σεπτέμβριον η Κυβέρνησις άπέστειλε τον Κωλέτην εις την Εύβοιαν, Ταλαντονήσι και Σκιάθον προς τον Καρατάσιον, ίνα συνεννοηθή μετ΄ αύτού προς ενέργειαν αποβάσεων εις ’Αταλάντην και έκειθεν προέλασιν προς τας Θήβας, ίνα διά τού νέου αύτού άντιπερισπασμού εύοδωθή η εκστρατεία τού Καραϊσκάκη.

 Τήν 3ην Νοεμβρίου τα Όλυμπιακά στρατεύματα ήρχισαν αποβιβαζόμενα εις την Αταλάντην.
 Τήν 8ην τού αύτού μηνός ο Γάτσος έπί κεφαλής των άποσχισθέντων εκ τού γενικού αρχηγού Καρατάσιου πολεμιστών άνερχομένων εις 500 περίπου έπετέθη κατά της  "Αταλάντης και κατέλαβε τον σταθμόν ανεφοδιασμού  ακολούθως πληροφορηθείς οτι ο Μουστάμπεης άφικνειται εκ Θηβών, κατέλαβε σημειον τι της  κεντρικής όδού μεταξύ  Αταλάντης και Λεβαδείας ίνα αντιμετώπιση τους έπερχομένους Τούρκους.

Εις το σημειον αυτό συνήφθη σφοδροτάτη μάχη, κατά την όποίαν οί "Ελληνες μαχόμενοι εις τα πεδινά και προσβληθέντες από το ίππικόν του Μουστάμπεη ύπέστησαν μεγάλην φθοράν.

 Έκεί έφονεύθη ο ’Αγγελής Συκιώτης από την Χαλκιδικήν, ο Γέρω Καλαμίδας, ο Κόντος, ο Χαμακιώτης, ο αρεοπαγίτης Κ. Σακελλίων,συνελήφθη δε αιχμάλωτος ο Αθανάσιος Έμμ. Παπάς,  ο υιός του άτυχους αρχιστρατήγου της  Χαλκιδικής.

 Ο Γάτσος επολέμησεν άνδρειότατα όπως πάντοτε, άλλ΄ύποχωρών ναι αυτός μαζί με τον άρματωλόν του 'Αλμυρού Βελέντζαν κατώρθωσε να καταλάβη μιαν ερειπωμένην εκκλησίαν και να οχυρωθή με 80 άνδρας.

Έπι οκτώ ώρας ήμύνετο άπεγνωσμένως κατά τών Τούρκων, έφόνευσε και έπλήγωσεν άνω των 150, θά συνελαμβάνετο δε αιχμάλωτος,αν δεν κατέφθανεν η πρωτοπορεία του σώματος του Καρατάσιου υπό τον υιόν του Τσάμην και με ύπαρχηγούς τον Μήτρον Λιακόπουλον, τον ’Αποστολάραν, άποσχισθέντα εκ του Γάτσου, και τον Καπετάν ’Αναστάσην (Χιμευτόν ; ) εκ Κασσάνδρας, οίτινες και ετρεψαν τους Τούρκους εις φυγήν, άφου άπώλεσαν 34 πολεμιστάς και άπήλλαξαν τον Γάτσον και τον τραυματισθέντα Βελέντζαν από βεβαίου θανάτου η αιχμαλωσίας.

Δυστυχώς η άναχώρησις των πλοίων των περιπολούντων εις την Εύβοιαν, Σκιάθον και Σκόπελον ήνάγκασε τα Όλυμπιακά στρατεύματα να έπανέλθουν εις τας νήσους, η δε κατά των Θηβών άρξαμένη εκστρατεία έματαιώθη προς ζημίαν του άγώνος εν ’Αττική.

Είπομεν ανωτέρω ότι κατά την γενομένην συνθήκην μεταξύ Όλυμπίων και Κιουταχή εις Τρίκκερι παρέμεινεν εντός της  πόλεως μόνον ο Αλβανός ηγέτης Ταχήρ Κόνιτσας.
Ο Κιουταχής, ώς γνωστόν, ειχεν άναλάβει την ύποχρέωσιν εκτός της  έκκενώσεως της  περιφερείας να άφήση ελεύθερα τα άρματωλίκια τού Βελέντζα και των άλλων Θεσσαλών.

ΟΤούρκος όμως Πασάς όχι μόνον ήθέτησεν άργότερον τας συμφωνίας άλλ΄ άπέστειλε και στρατεύματα εις τον Ταχήρ Κόνιτσαν, όστις ώχύρωσε το Τρίκκερι καθώς και τας άποθήκας τού λιμένος.
Βαρέως φέροντες οί Μακεδόνες αρχηγόι την άθέτησιν των συμφωνιών τού Κιουταχή προς τους Θεσσαλούς συναγωνιστάς των άπεφάσισαν να έπιτεθούν κατά τού Τρίκκερι, να οχυρωθούν εντός αύτού και έπεκτείνοντες τας ένεργείας των εντός της  Θεσσαλίας να δημιουργήσουν αντιπερισπασμόν εις τον εχθρόν.

Τήν εποχήν εκείνην Πασάς της  Λαρίσσης ειχε διορισθή ο "Αλβανός Όμέρ Βρυώνης, όστις πριν αναχώρηση διά την νέαν του θέσιν, άπέστειλεν εις Λάρισσαν τον ύπαρχηγόν του επι κεφαλής ισχυράς δυνάμεως "Αλβανών διευθυνομένης από επίλεκτους αξιωματικούς, μεταξύ των όποιων ήτο και ο Νούρκα Σερβάνης.

Ο Καρατασιος ευρισκόμενος εις την Σκιάθον και συνεπικουρούμενος από τον Γάτσον—μετά τού οποίου κατόπιν μάλιστα τού ατυχήματος της  Λεβαδειάς και της  παρασχεθείσης συνδρομής, ειχεν ανανεώσει τους παλαιούς αδελφικούς δεσμούς της  25ετούς συνεργασίας — τον Μπινον, τον Λιακόπουλον, τον Βελέντζαν και τον "Αποστολάραν, καθώς και από άπόσπασμα Εύβοέων σταλέντων ύπό τού Κριεζώτη την νύκτα της  5 Νοεμβρίου 1827 επετέθη αίφνιδιαστικώς κατά τού λιμένος τού Τρίκκερι, κατέλαβε τας άποθήκας εφοδιασμού, κατέσφαξε και  ήχμαλώτισε την "Αλβανικήν φρουράν, αμέσως δε επορευθη κατά της  πόλεως.

Ο Ταχηρ Κόνιτσας όμως επικεφαλής ίσχυράς δυνάμεως και καλώς ώχυρωμένος κατώρθωσε ν΄αναχαίτιση όλας τας εφόδους των έπιτεθέντων, ζητήσας συνάμα επειγόντως ενισχύσεις εκ Λαρίσσης.

Πράγματι εστάλησαν 1.500 πολεμισταί Αλβανοί με επικεφαλής τον Νούρκα Σερβάνην, αλλά δεν επρόλαβον να είσέλθουν εις το Τρίκκερι.
Ο Καρατασιος άφού έταξε μικράν δύναμιν πολεμιστών ίνα κρατή εις άπόστασιν τον ωχυρωμένον Ταχήρ Κόνιτσαν, εσπευσεν είς συνάντησιν τού Σερβάνη επί κεφαλής 2.000 άνδρών.

Η  σύγκρουσις έγένετο είς τα παλαιά οχυρώματα της  Παναγίας, η δε μάχη υπήρξε πεισματώδης και κρατερά.
Τελικώς οι "Αλβανοί δεν ήδονήθησαν να άντιστούν είς την επίθεσιν και ήρχισαν να υποχωρούν' κυκλωθέντες όμως διά στρατηγήματος τού Καρατάσιου και  φονευθέντος τού αρχηγού των Νούρκα Σερβάνη κατεσφάγησαν σχεδόν άπαντες.

Η  νίκη αύτη ένέπλησε χαράς τους "Ελληνας, οϊτινες ακολούθως έπετέθησαν κατά τού Τρίκκερι, μη δυνηθέντες όμως να κυριεύσουν την πόλιν, ελεηλάτησαν τας άποθήκας εφοδιασμού, παρέλαβον τα πυρομαχικά και  τα τρόφιμα και  ακολούθως έπέστρεψαν εις το στρατόπεδον της  Σκιάθου και της  Σκοπέλου.

Ο Κωλέτης  έπιστρέψας εν τώ μεταξύ είς την Σκιάθον εν συνεννοήσει με τον Καρατάσιον, τον Γάτσον και τους λοιπούς Όλυμπίους ένήργησε και νέον αποκλεισμόν τού Εύρίπου, ωστε να καθίσταται αδύνατος ο εκ Βόλου ανεφοδιασμός τού Κιουταχή και τού Όμέρ Πασά της  Καρύστου.

Έξακολουθούντος τού αποκλεισμού τού Εύρίπου 250 Μακεδόνες με έπι κεφαλής τον ’Αγγελήν Γάτσον άνεχώρησαν διά την Πελοπόννησον ενθα παρέμειναν μαχόμενοι μέχρι πέρατος τού Αγώνος, έτεροι δε 200 με τον Μήτρον Λιακόπουλον και τον Ψαροδήμον άπεστάλησαν ώς επικουρία εις τον Κριεζώτην δρώντα έναντι της  Χαλκίδος.

Ο Καρατάσιος μετεσταύθμευσεν εις την Ναύπακτον έπι κεφαλής σημαντικού τμήματος Μακεδόνων εις δε την περιοχήν τού Εύρίπου παρέμεινεν ο Τσάμης Καρατάσιος με τον Βελέντζαν. 

Κατ'  αύτόν τον τρόπον η Μακεδονική Λεγεών διεσκορπίσθη εις ολόκληρον την Ελλάδα. 

Συγχρόνως και αι πολεμικαί επιχειρήσεις με την άφιξιν τού Κυβερνήτου διήνυον το τελευταιον στάδιον.

Ο Κριεζώτης με τον Μήτρον Λιακόπουλον και τον Τόλιον Λάζον δρώντες υπό τας διαταγάς τού στρατάρχου της  "Ανατολικής Ελλάδος Δ. Ύψηλάντη κατέλαβον την 18ην Μαίου 1829 την έναντι της  Χαλκίδος θέσιν Ανυφορίτην  εξ άλλου η ύπό της  υπολοίπου δυνάμεως τού Κριεζώτη κατοχή τού φρουρίου Καραμπαμπά  έναντι της  Χαλκίδος συνετέλεσεν ώστε ο Όμέρ Πασάς να εύρεθή εις δύσκολον θέσιν.

Κριεζιώτης Νικόλαος
 Έπι κεφαλής 1.000 άνδρών τού τακτικού στρατού και 500 άτάκτων άπεφάσισε να προσβάλη αιφνιδιαστικούς την ύπό τον Κριεζώτην δύναμιν άνερχομένην εις 800 άνδρας και κατέχουσαν τονΑνυφορίτην.

Όντως οί εχθροί επιτεθέντες έπέφερον σύγχισιν μεγάλην εις το στρατόπεδον και ο γενναίος Κριεζώτης εύρέθη εις θέσιν εξαιρετικά δύσκολον, άλλ΄ εύτυχώς κατά την πλέον κρίσιμον στιγμήν ο πεντηκόνταρχος Νικόλαος Λιακόπουλος (αδελφός τού Μήτρου) τεθείς έπι κεφαλής όμάδος "Ολυμπίων και επιτεθείς άνέστειλε την ορμήν των Τούρκων, ο δε συμπατριώτης του Ψαροδήμος ιδών τούρκον σημαιοφόρον πλησιάσαντα τα οχυρώματα και μέλλοντα να στήση την τουρκικήν σημαίαν, άνέσπασε μεγάλην μάχαιραν και πηδήσας έπί τού εχθρού αφού έβύθησε ταύτην έπί τού στήθους του κατώρθωσε να άρπάση την σημαίαν παρ΄ όλα τα τραύματα, άτινα έδέχθη.

 Η  δημιουργηθεισα ψυχολογική στιγμή άνεπτέρωσε το ήθικόν των άγωνιζομένων και μετ΄ολίγον οί εχθροί έτράπησαν εις φυγήν έγκαταλείψαντες πολλούς νεκρούς και τραυματίας. Μετά πάροδον ολίγων ημερών έφονεύετο πλησίον των Θηβών εις εκ των πλέον μαχιμωτάτων ύπαρχηγών της  Μακεδονι

κής Λεγεώνος ο Μήτρος Λιακόπουλος *) εις έπίθεσιν κατά 500 Τούρκων, οί οποίοι μετέβαινον εκ Χαλκίδος εις Θήβας. Οανδρείος ούτος πολεμιστής, παλαιός κλέφτης του Όλυμπου και ύπαρχηγός τού Διαμαντή είς την έπαναστασιν της  Χαλκιδικής, είναι εκ των τελευταίων νεκρών τού ’Αγώνος, διότι μετ΄ ού πολύ κατά την τελευταίαν μάχην της  Πέτρας ύπεγράφετο η γνωστή ειρήνη, η όποια εστεφε τα ένδοξα όπλα της  Ελλάδος.

Είχον παρέλθει ήδη οκτώ ετη από της  ένάρξεως τού Αγώνος.

Οί Μακεδόνες πολεμισταί μετά την κάθοδόν των εις την κάτω τού Όλύμπου Ελλάδα πολεμούντες παντού ενθα η ανάγκη της  πατρίδας επέβαλλε τούτο και διαρκώς ένισχυόμενοι με νέους πελεμιστάς στρατολογουμένους κατά περιόδους εκ των διαφόρων μακεδονικών περιφερειών, προσέφερον ο,τι ήδύναντο διά τήν  δημιουργίαν τού ελληνικού θαύματος.

 Οί περισσότεροι ήγέται μετά χιλιάδων οπαδών είχον πέσει επί τού πεδίου της  τιμής, πολλοί δε άλλοι ύπηρέτουν εις τα διάφορα ελληνικά στρατόπεδα.

 Ύπό το όνομα Ολύμπιοι ο ερευνητής της  ιστορίας πανταχού ανευρίσκει άγωνιστάς.

Είς το Πέτα, το Τρίκκερι, τας Θήβας, την Πελοπόννησον, την Ηπειρον, την ’Αταλάντην, την Εύβοιαν και  την Στερεάν, την Ύδραν, τα Ψαρά και την Κρήτην υπάρχουν είς τας έκατόμβας των άγωνισαμένων και πεσόντων Μακεδόνες πόλεμισταί,οί όποιοι μετά των τέκνων συμπάσης της  Ελλάδος έπότισαν με το αίμα των το δένδρον της  ελευθερίας, το όποιον έβλάστανεν ήδη είς την έρημωθεισαν μέν, άλλά άναστηθεισαν Έλληνικήν Πατρίδα.

Μέ την εναρξιν της  τακτικής όργανώσεως και  άτάκτων πολεμιστών της  χιλιαρχίας, ο ούσιαστικώτερος αρχηγός των Μακεδόνων, ο Γέρω Καρατάσιος, άνέλαβε την διοίκησιν της  έβδομης χιλιαρχίας με έδραν την Ναύπακτον.

 Είχεν όμως γηράσει ο άδάμαστος πολεμιστής  αί θλίψεις της  ζωής, η απώλεια της  αγαπημένης ιδιαιτέρας του πατρίδος, ο μαρτυρικός θάνατος της  οίκογενείας του, αί κακουχιαι της  εκστρατείας έπέδρασαν έπι της  υγείας του.

Τεσσαράκοντα πέντε ετών υπηρεσία είς τον αγώνα της  δούλης Πατρίδος, υπηρεσία θετική, καρποφόρος, ανιδιοτελής από τας όλίγας και ολίγων αγωνιστών.

Προσβληθείς από πνευμονίαν κατά τας άρχάς τού 1831 
και άντιληφθείς επερχόμενον τον θάνατον
 έκάλεσε τον υιόν του Τσάμην Καρατάσιον 
και  άφού τον έξώρκισε 
να μήν παύση άγωνιζόμενος διά την ελευθερίαν της  Μακεδονίας, 
άπέθανεν εν ειρήνη την 31 Ιανουαρίου 1831 
κηδευθείς με όλας τας τιμάς είς την Ναύπακτον.

Διά τον χαρακτήρα και την δράσιν του μεγάλου ταύτου άγωνιστού, τού μέχρι χθες παραμεληθέντος ύπό των Ελλήνων Ιστορικών, άντι παντός άλλου άρκούμεθα να έρωτήσωμεν :

« Γνωρίζετε άλλους αρχηγούς τού Άγώνος, οίτινες έπραγματοποίησαν τοιούτους πολεμικούς περιπάτους άπό των εκβολών τού Άλιάκμονος μέχρι Σουλίου και άπό Ναούσσης μέχρι Ματαπά, άγωνιζόμενοι ως ο Καρατάσιος και οί σύν αύτω δχι εκ στενού τοπικού ενδιαφέροντος η έξ άνάγκης, άλλά μόνον διά την Πατρίδα, την ιδέαν αυτής και της  ελευθερίας; » 


Μακεδόνες στην επανάσταση του 1821. Ο εκ Βλάστης Μακεδόνας φιλικός Ιωάννης Φαρμάκης

$
0
0
Ο Ιωάννης Φαρμάκης με τον Γεώργιο Ολύμπιο,
ενώ βάζει φωτιά στη μονή Σέκου
Μιχ. Αθ. Καλινδέρη
"Ο βίος της κοινότητος Βλάτσης επί τουρκοκρατίας
εις το πλαίσιον 
του δυτικομακεδονικού περιβάλλοντος
"ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΙΣ ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣ 
 ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ

Περί της Βλάτσης ως έδρας του άρματολικίου της περιοχής της άνω του Αλιάκμονας κειμένης και περί των Βλατσιοτών άρματολών Βράκα και Ντόκου των έπαπειλούντων τα πέριξ Καστοριάς, Σιατίστης, Κοζάνης, Βέροιας, Βοδενών, προ της προωθήσεως του ’Αλή πασιά εις την Δυτικήν Μακεδονίαν, έγένετο ήδη λόγος άνωτέρω.

Δια την στρατηγικότητα του τόπου, μαρτυρουμένην ήδη από των μέσων του ΙΖ' αίώνος δια της παρουσίας και εύχεροΰς κινήσεως της μεγάλης ομάδος των κλεφτών του καπετάν Πάνου, αι καθ’ ολου άγωνιστικαι προσπάθειαι δεν νοούνται διακοπεΐσαι εις τούς: Βράκαν και Ντόκον μετά την χηρείαν του ύπ΄ αύτούς άρματολικίου.

Εν άλληλοσυναρτήσει προς το γενικώτερον κλίμα το επικρατούν εις την εγγύς περιοχήν του Όλύμπου και των Χασίων άρχομένου ιδίως του ΙΘ' αίώνος, δύο Βλατσιώται:
Φαρμάκης Ιωάννης

ο Ι. Φαρμάκης και ό Γ. Ζάγλας 

θά έξέλθουν άνεπιστρεπτί των ορίων της Βλάτσης ως άγωνισταί της ελευθερίας, εντασσόμενοι εις τους έκπροσώπους του συγκεκριμένου ήδη αγώνος ύπέρ της εθνικής άποκαταστάσεως.

Άρχομένου του αίώνος μας και ύπό την πρόσθετον απειλήν κινδύνων ίδιομόρφων εις βάρος του Ελληνισμού της Μακεδονίας τρεις κυρίως Βλατσιώται, έξ ών οι δύο οπλαρχηγοί μαχόμενοι θά έκπροσωπήσουν έπαξίως την άντίστασιν καθ’ ο μέρος άφεώρα εις τον εντόπιον παράγοντα.

Την σταδιοδρομίαν των άνωτέρω εκλεκτών άγωνιστών θυσιασθέντων κατά τας σημαντικωτέρας περιόδους της έθνικής ημών ιστορίας, ήτοι την προ της έπαναστάσεως του 1821 και κατ’ αύτήν ως και κατά τον Μακεδονικόν άγώνα θά παρακολουθήσωμεν δι όσων στοιχείων κατέχομεν, άναλυτικώτερον του Ι. Φαρμάκη, έπιμένοντες εις τα της πατρίδος των πρωτίστως δεδομένα τα προκαλέσαντα την μεταλλαγήν του βίου των ίδιων και των οικογενειών των.

Παραλλήλως προς τους έπωνύμους τούτους έκπροσώπους της έθνικής ιδέας έκρίθη χρήσιμος η σύνθεσις ίδιου κεφαλαίου περιλαμβάνοντος γενικά τινα σχετιζόμενα προς τας δυνάμεις άμύνης τας περισσότερον μονίμους, αι όποιαι συνείχον την Κοινότητα ως ομάδα, άνευ των υπηρεσιών των όποιων η συντήρησις αύτής (τής Κοινότητος) επί μακρόν ΐσως θά ήτο προβληματική, άν μη άδύνατος.

Τάς δυνάμεις ταύτας άποτελούσας την συνεχή άξιόμαχον φρουράν και άντιπροσωπευομένας από άνωνύμους κατά το πλεΐστον άγωνιστάς ώνομάσαμεν ύπερασπιστάς.

Απήχησιν της εν γένει μαχητικότητος και του άδουλώτου πνεύματος νομίζω ότι άπέδωσεν η γνωστή ανά την εύρεΐαν έκτασιν του δυτικομακεδονικοΰ χώρου χαρακτηριστική προσωνυμία
 «το ήρωϊκόν Μπλάτσι»,
καθώς και το έπιγραματικο στιχάκι
«ή Σιάτιστα εχει το φλουρί, το Μπλάτσι το ντουφέκι», 
διατυπωθέντα κατά τινα ΐσως υπερβολήν, κατά το πιθανώτερον όμως δια της έπισωρεύσεως εντυπώσεων εξ άνδραγαθημάτων των άγωνιστών κ.λ., μέχρι των θυσιών του άπλοΰ αγγελιοφόρου η του κοινού τζιομπάνου Βλατσιώτου.

  Προ της έπαναστάσεως του 1821 και κατ’ αυτήν

  Περί της οικογενείας και τον αγωνιστού Ίωάννον Φαρμάκη

Ή οικογένεια Φαρμάκη ήτό ποτε εκ των άξιολόγων της Βλάτσης, δια την έμπλοκήν όμως του εκ των μελών της Ίωάννου κυρίως εις τα κλεφταρματολικά και τα έθνικοαπελευθερωτικά έκτόςτου κατατρεγμού και των ζημιών, τας όποίας ύπέστη, δεν άπέφυγε κατ’ άνάγκην και το ξεκλήρισμα έκ της εστίας της, καταλιποΰσα εν αυτή μόνον ίχνη τινά της ζωής της και συντρίμματα άναμνήσεων εις τους χωριανούς.

Αφετηρίαν ύπάρξεως της οίκογενείας εν Βλάτση προσδιορίζει η μνεία δύο ονοματεπωνύμων Φαρμακαίων εις προγαμιαιον σύμφωνον έτους 1795. 

Ένας Στέργιος δηλαδή Φαρμάκης και ό Ιωάννης ΣτεργίουΦαρμάκη έμφανίζονται ύπογράφοντες ως μάρτυρες προικοσύμφωνον συντασσόμενον εν Σιατίστη την 20 Μαΐου του έτους τούτου (1795) και περιέχον καταγραφήν προικώων κινητών της Αγνής, γυναικαδέλφης του Σιατιστέως Χατζή Κώνστα Παπαγεωργίου, ύπανδρευομένης τον Δημήτριον Χατζή Κώσταν, Βλατσιώτην, τον μετέπειτα Γραμματικόν, περί ου βλ. άνωτέρω εις τον βίον Δημητρίου Γραμματικού.

Ές έτέρου έγγράφου πωλητηρίου του επομένου έτους 1796, Μαΐου 25,εν «Μπλάτση» συνταχθέντος, σημαντικόν στοιχειον παρέχεται δια της άπλής μνείας σπιτιού του Στεργίου Φαρμάκη συνορεύοντος κολλητά μετά τόπου Βλατσιώτισσας πωλουμένου προς τδν Δημήτριον έπίσης X" Κώνστα.

Ουτω εις το έξ άλλων πηγών σκότος δια των ως άνωτέρω λαμβανομένων πληροφοριών προσδιορίζεται έκτόςτης παρουσίας δύο Φαρμακαίων μετά της συγγενικής αύτών σχέσεως, ό Ιωάννης του Στεργίου υιός, και η συμμετοχή της οίκογενείας Φαρμάκη εις εγγείον κυριότητα έντόςτου συνοικισμοΰ Βλάτσης, συνεπως και η καταλογή της οίκογενείας εις τας έχούσας ύποχρεώσεις και δικαιώματα έντόςτ ου χώρου της Κοινότητος, γεγονός πολλής σημασίας δια το έκπαλαι ιδιόρρυθμον σύστημα εισόδου και διαμονής, τδ καλοκαίρι μόνον, οικογενειών ποιμένων έντόςτου συνοικισμοΰ των γηγενών έπί ένοικίω και εις τα ξεχειμαδιά Θεσσαλίας και Χαλκιδικής.

Είδικώτερον δε προσδιορίζεται η θέσις του σπιτιού Φαρμάκη, του Στέργιου και του υίοΰ Ίωάννου
 έν σχέσει προς τον πωλούμενον τόπον, ήτοι κάτω του Γραμματικού (Δ. X" Κώστα) και άνω του Στέργιου Φαρμάκη, εις τον ενδιάμεσον χώρον, όπου ένθυμοΰνται οί γεροντότεροι ότι ό Γραμματικός είχεν ιδιαίτερον παράρτημα (ως άχυρώνα).

Ή παρατήρησις αυτη είναι πολύ χρήσιμος και δια την άγνοιαν των πλείστων έκ των συγχωριανών περί του που εντός του συνοικισμοΰ εύρίσκετο το σπίτι του Φαρμάκη, αλλά και προς πίστωσιν και έπαλήθευσιν όσων οί άμεσοι γείτονες διέσωζον εξ άναμνήσεων των γεροντοτέρων.

(( Ούτω προκειμένου περί της προελεύσεως της οίκογενείας διασώζονται μεν αναμνήσεις τινές, άλλ’ ό έλεγχος των στοιχείων κατά τας παραλλαγάς δεν φαίνεται άποδοτικός  εις άκρίβείαν. Επειδή όμως και τα άπίθανα σήμερον είναι δυνατόν νά άποδειχθοΰν και εν μέρει άληθή από τίνος πηγής άγνώστου εις ήμάς η εις άλλον εχοντα μείζονα ήμών παρασκευήν, δεν έφάνησαν παραλειπτέα: 

Οί Φαρμακαΐοι κρατούσαν ρίζα από το Φαρμάκι, χωριό περιφερείας Σαρανταπόρου Έλασσόνος

Χάλασέ ποτε το χωριό αυτό και οί Φαρμακαΐοι έπιασαν πιο ξέμακρα και πιο επάνω, το Βλάτσι. 

Τό Φαρμάκι ως χωριό της Επαρχίας του Δεσπότου Έλασσόνος βλ. εις μονήν Ζάμπορδας μεταξύ 1534-1692 με διακοπήν άφιερωτών εφεξής. 
Χαλασμόν του χωρίου είχεν άκουστά γραία Βλατσιώτισσα (ή Δεσπούλου Τσιουκρικα) από εκείνες που κατέβαιναν εις τα ξεχειμαδιά της Θεσσαλίας και δια το όνομα συνέφυρε και την μετοικεσίαν της οίκογενείας Φαρμάκη εις το Βλάτσι.

 Προκειμένου περί της προελεύσεως του έπωνύμου έκ χωρίου δέν δύναται νά είναι βέβαιον
 (παρά τα γνωστά: Βλαχάβας, Γκούρας, Σούλης, Λιδωρίκης, Πάτρας κ.λ.), διότι 
το Φαρμάκης άπαντάταί πολλαχοΰ και εις το σαρακατσιάνικο τσελνικάτο.

 Έπώνυμον Φαρμακιώτης και οικογένεια -ιώτη κτηνοτροφική, άσχετος προς την παλαιάν του Φαρμάκη, ύφίσταται εν Βλάτση.

Ή κατά την ιδίαν γραίαν και κατά τον ισχυρισμόν άλλων προέλευσις και καταφυγή εις Βλάτσην και των Καλιαντεραίων όφείλεται, ως φρονοΰμεν, πρώτον εις την άνάμνησιν περί του ότι οί Καλιαντεραΐοι ήσαν Χασιώτες (έ'νας Θεόδο^ρος από τα Χάσια διωκόμενος έπιασε το Βλάτσι) και δεύτερον εις την γειτονίαν των οικογενειών έντός του άρχικοΰ οικισμού, όπου ειχον κατειλημμένον χώρον εύρύν και σχεδόν ’ίσον εις εκτασιν και σχήμα, οί έξώπορτές μας άντίκρυστές κ.λ. Άλλ’ ό προτιθέμενος νά άποδεχθή την παράδοσιν άνάγκη νά άρη κωλύματα: 
1) το γεωργικόν της έγκαταστάσεως των Καλιαντεραίων εν άντιθέσει προς το ώργανωμένον τσελνικάτον των Φαρμακαίων, 2) την σχέσιν συνδέσεως της είκόνος του πολιούχου Αγίου Μάρκου με το παλαιοχώρι του Πεκρεβενίκου με το υφιστάμενον εικονοστάσι εις εν των παραρτημάτων των σπίτιών μας κ.λ., εν οις και τας έπιγαμίας μετά γεωργών γηγενών.

Διασώζονται και άλλαι άναμνήσεις περί προελεύσεως των Φαρμακαίων έκ της Πίνδου κατά την ούχί άσυνήθη μεταλλαγήν καλοκαιρινών βοσκοτοπίων του τσελνικάτου προς  τούς μέσους ορεινούς όγκους της Δυτικής Μακεδονίας, Σινιάτσικου-Βίτσι προς Πρέσπες. Κατά ταύτας η οικογένεια Φαρμάκη προέρχεται από την Βωβοΰσαν (πλησίον του Μετσόβου), δθεν και η οικογένεια Ζήκα, μεθ’ ής ήλθεν εις έπιγαμίαν. 
Βλ. εύθύς κατωτέρω και την σημείωσιν δια την Βαγγελίτσου Φαρμάκη την ύπανδρευθεΐσαν τον Άδάμον Έξάρχου έκ Σαμαρίνης.
 Άπό την Βωβοΰσαν κρατάει και το τραγούδι εις τον τρανόν χορόν των κτηνοτροφών (άγνωστον εις τους γηγενείς): 
«Άιντε εσείς Τσαλαπανιώτες, όπου πάτε μόν’ παινέστε του χουριό μας δεν πατιέτι» κ.λ., του όποιου παραλλαγή εξυμνεί τον έκ Βωβούσης άρματολόν Νικόλαον Δούβλην. Τσαραπλανά: γείτονικόν χωρίον, παλαιόν. Βλ. Λαμπρίδου, Ήπειρ. Μελετήματα, Ζαγοριανά\, μέρος Β', Άθήναι 1889, 39, 41, 55, 56, σημ. 1.))

Έκ της ύπάρξεως σπιτιού Στέργιου Φαρμάκη εν Βλάτση το 1796 δύναται να συναχθή το περί γεννήσεως του Ιωάννου εν Βλάτση και τοΰτο ούχί μετά βεβαιότητος, όπως έκ της άπλής ομολογίας περί της ήλικίας του κατά τον χρόνον μυήσεώς του εις την Φιλικήν Εταιρείαν (45 έτών το 1817) ύπελογίσθη ό χρόνος της γεννήσεώς του (1772), άνευ κωλύματος τίνος έκ του έγγράφου του 1795, έφ΄ όσον ήδύνατο νά παρίσταται ως μάρτυς άγων τότε το 23 έτος

 Ό προσθέσας το Γεώργιος ως όνομα πατρός του καπετάν Γιαννάκη ήτο υποχρεωμένος νά άρη το μεμαρτυρημένον έκ πηγής των χρόνων έκείνων «Ιωάννης Στεργίου»δι άμαρτύρου διευρύνσεως του συγγενολογίου Φαρμάκη με πρώτα έξαδέλφια ομώνυμα η άλλως πως.

Κατ’ άκολουθίαν δεν ήμπορεΐ νά γίνη άποδεκτόν, άνευ έλέγχου, το άλλοθεν άμάρτυρον ονομα Γεώργιος ως πατήρ της ώραίας κόρης Φαρμάκη της ζητηθείσης δια τα χαρέμια του Άλή πασιάκατά την διασκευήν του Γ. Μόδη (Μακεδ. 'Ιστορ.), Άθήναι 1920, σ. 36-48), μή παραλειπομένης ένταΰθα της έκ παραδόσεως της γειτονιάς μας μνείας περί του ότι ό Γιαννάκης ειχεν άδελφόν Γεώργιον όνόματι φονευθέντα εις μάχην
«αύτοΰ κατά το Βελιγράδι, σ΄ ενα μέρος Ντόγτσιλάρ λεγόμενον».

Εις την αύτήν, έκ πηγής πιστουμένην, περίοδον περί της οίκογενείας Φαρμάκη εν Βλάτση και των κατ’ αυτήν, μελών κ.λ., άναφέρεται και η πολύτιμος πληροφορία του Νικολάου Κασομούληπερί της μητρός του.

Περιλαμβάνεται αύτη ως συμφραζόμενον με όσα περί μετοικεσίας του πατρός του μετά της μητρός του και του ίδιου, νηπίου τότε εν Βλάτση, ως και περί προσκολλήσεώς του (του πατρός του Κωνσταντίνου) εις τον Ίωάννην Φαρμάκην, θειον της μητρός του, μετά τα θλιβερά γεγονότα της Κοζάνης μεταξύ των άντιμαχομένων μερίδων:
Αύλιώτου (σουλτανικοΰ τα φρονήματα) και Κοντορρούση (άληπασιαδικού), τα όποια ό Ν. Κασομούλης άνάγει εις το ετος 1795.
Κασομούλης Νικόλαος εκ Κοζάνης

Λαμβανομένου όμως ύπ οψιν του ήδη άναμφισβητήτου περί γεννήσεως του Νικολάου (Κασομούλη) τον Αύγουστον (20) του 1795 εν Κοζάνη,η αύτή χρονολογία (άορίστως πως) προ η μετά την γέννησίν του δεν συμφωνεί με τα άλλοθεν σαφώς καθωρισμένα χρονολογικώς γεγονότα, τα λαβόντα χώραν μετά τον Μάϊον του 17972, ήτοι με τα περί φονικής έντός της πόλεως Κοζάνης συμπλοκής των άντιμαχομένων (και Αλβανών) και σωτηρίας τινών έκ των άποδρασάντων οπαδών του Αύλιώτου, εις ους κατελέγετο και ό πατήρ του, οπαδός του φονευθέντος άρχηγού Αύλιώτου.

Δυσχέρειαν προσδιορισμού παρέχει και η πληροφορία του έκ της διατυπώσεως «προσκολληθείς εις τον 'Ιωάννην Φαρμάκην».

 Τι είδους προσκόλλησιν έκαμεν εις τον 23ετή η 25ετή Ιωάννην, τον θείον της γυναικός του;

 Κατά το πιθανώτερον έπιφανείας κατωτέρας και δεν την άναφέρει.

Δεν άναφέρει έπίσης το γένος της μητρός του, όθεν θά ύποβοηθούμεθα εις άλλας διαπιστώσεις.

Δεν το ένθυμειτο;
Αύτά τα έκ Κοζάνης-Βλάτσης, ημπορώ νά παρατηρήσω, τα έγραψε μετά παρέλευσιν πολλών έτών και εις ιδιαιτέραν μάλιστα προσθήκην εις τα «άρματολικά» του.

 Τό ετος 1795 δεν ήτο αύθαίρετον, άλλ άνεφέρετο εις τον χρόνον έπιστροφής του Αύλιώτου εις Κοζάνην μετά 14 έτών άπουσίαν εις Πέστην λόγω κατατρεγμού του δια τα γκοτζαμπασλίκια.

'Η προσκόλλησές του πατρός Κωνσταντίνου εις τονΙ. Φαρμάκην δύναται να έχη σχέσιν με άλλην πληροφορίαν του 1817, χρόνου μυήσεως του Φαρμάκη εις την Φιλικήν Εταιρείαν μακράν της Βλάτσης ευρισκομένου από ετών.

 Εις τον κατάλογον δηλαδή των μελών της Φιλικής «ό έκ της κώμης Μπλάτζι» καπετάν Ι. Φαρμάκης είχε χρηματίσει έκει (εις Βλάτσην) «έξουσιαστής και διοικητής της πολιτικής και πολεμικής».

 Τό «και πολεμικής» άγει κατ’ άνάγκην εις την άποδοχήν ότι κατείχε και το άρματολίκι, εις ό θά είχε θέσιν και η προσκόλλησις του Κ. Κασομούλη φυγάδος εν όπλοις έκ Κοζάνης.

 Άλλ’ ό ίδιος ό Νικ. Κασομούλης δεν θα έγνώριζεν η δεν θά είχεν άκούσει ότι ο θειος της μητρός του ήτο αρματολός;

"Έπειτα σαφής είναι εις την διατύπωσίν του ότι μετά τον φόνον του Βράκα και Δόκου «Μπλατζιωτών» έκτοτε έμεινε χηρεύουσα η θέσις των (ώς άρματολών της περιοχής) πέραν του ποταμού Βίστριτζας (Αλιάκμονος).

 Δια ταύτα και ό,τι έγράφη υπό τινων περί Γεωργίου Φαρμάκη ως πατρός του Ίωάννου, ως αρχηγού του αρματολικιού της περιοχής της πέραν του Αλιάκμονος και ως συμμετασχόντος μετά του Ζιάκα εις τα Όρλωφικά μετά σώματος Μακεδόνων πολεμιστών κατελθόντων εις Πελοπόννησον κ.λ., εχει άνάγκην τεκμηριώσεως.

Προκειμένου περί του  ασφαλώς κατά παράδοσιν, θεσμού του προεστού της Κοινότητοςαπό του 1806 και έφεξής άνελλιπως παρακολουθοΰμεν τα πρόσωπα έπί δεκαετίας.
Πάντως κατ’ άμφότερα τα σκέλη της άσκήσεως.τής έξουσίας ήτο έκ των ών ούκ άνευ πρωταρχικόν το της πολιτογραφήσεως ούτως είπεΐν της οίκογενείας εν Βλάτση κατά τα έξ αρχής λεχθέντα.
 Διότι, έάν ό Γιαννάκης ήτο «άρχιποιμήν», ως γράφει ό Κασομούλης, ήτοι τσέλνικας μή κατοικών χειμώνα καλοκαίρι εν Βλάτση, θά ήτο άνέφικτος η άσκησις έξουσίας και άπαράδεκτος δια τους γηγενείς, τους κυρίους του τόπου, ως έπιμαρτυρεΐται και έκ των έφεξής κατά παράδοσιν συνηθειών εις την διοίκησιν των κοινοτικών της Βλάτσης.

Διό και κατά παρέκκλισιν είναι άνάγκη νά δεχθώμεν ότι ό άρχιποιμήν 'Ιωάννης Φαρμάκης κατά την θητείαν του ως προεστοΰ (ή άρματολοΰ) παρέμεινεν εν Βλάτση (τον Ιανουάριον, χειμώνα καιρό, του 1808 δραπετεύει πόθεν;), της φροντίδος των ποιμνίων του εις Θεσσαλίαν δια ξεχείμασμα έμπιστευομένης εις τους συγγενείς του κ.λ. Δικαιολογείται δθεν ως μή άσφαλής και η σημείωσις του ίδιου Κασομούλη περί σκηνιτών τσελιγκάδων, εις τα παραδείγματα των όποιων κατέλεγε και τον Φαρμάκην, άποσβεσθείσα υπό του ίδιου (σελ. 133 του χειρογράφου, έκδ. σελ. 105, σημ. 3).
'Οπωσδήποτε έκ των όσων διέσωσεν η γειτονιά μας άναμφισβήτητον πρέπει νά θεωρήται ότι ό Γιαννάκης ειχεν εξουσίαν τινά στο χωριό και κατά πως έλεγεν ό ομώνυμος πάππος μου (στη μάνα μου), «και δίκαζε και φυλάκωνε στην Κούλια του και είχε και φάλαγγα».

Κατά τα άνωτέρω δια την συντήρησιν των ποιμνίων των Φαρμακαίων κατ’ άναστροφήν μετατοπίσεως βοσκοτοπίων, χειμερινών ανά έξάμηνον προς Δαμάσι Θεσσαλίας, και δια την άσκησιν της έξουσίας εν Βλάτση παρά του Ί. Φαρμάκη άπητοΰντο ικανότητες εις χρόνους μάλιστα λίαν ταραχώδεις, ως οί του τέλους του 18ου και αρχών του 19ου αίώνος, δταν η μέν κλεφτουριά των Χασίων και του Όλύμπου εύρίσκετο εις έντονον δρασιν, καθ’ ά γνωρίζομεν, ό δ΄ Άλής πασιάς προωθούμενος δια των οργάνων του προς έδραίωσιν της επικυριαρχίας του έπάτασσε πάντα άντιφρονοΰντα η άπειθαρχούντα.

Ή περίπτωσις της Κοζάνης (Αύλιώτου-Κοντορρούση), χωρίς νά είναι μοναδική, είναι χαρακτηριστική και δια την καταφυγήν του Κ. Κασομούλη εις Βλάτσην, δπου θά κατέφευγον και κλεφταρματολοί μετά των ποιμνίων των Βλατσιωτών και των Φαρμακαίων κατά το μέχρι των ήμερών μας συνηθέστατον σύστημα συνδρομής και περιθάλψεως, πολλάκις έξ άνάγκης και φόβου.

Εις τας ως άνω συνθήκας περιβάλλοντος η έμπλοκή του Ί. Φαρμάκη εις συνωμοτικάς ένεργείας ήτο άναπόφευκτος. της μεταπτώσεως όμως αύτου εις την κατηγορίαν των διωκτέων παρά των οργάνων του Άλή τα λεπτομερειακά είναι πολύ θολά μεμειγμένα με άναξίας διαφωνίας προσωπικών (διά διαφοράν π.χ. τόπου έγγύς και άνω του Φαρμάκη).

Έκ μεταγενεστέρας πηγής μανθάνομεν ότι ό Ι. Φαρμάκης ήτο «διακεκριμένος έχθρός του ’Αλή πασια», έκ της αύτής και τον χαρακτηρισμόν του ως διασήμου άντάρτου, προφανώς προερχόμενον από την γνώσιν της καθ5 έκαστα δράσεώς του ως κλέφτου.

Άπό πότε όμως ό Ί. Φαρμάκης, άρχιποιμήν και έξουσιαστής και διοικητής εν Βλάτση ών μεταλλάξας βίον εύρέθη μακράν της Βλάτσης;


Την πρώτην πληροφορίαν μας παρέχει ό D. Popovic. 

Ούτος γράφει ότι ό Φαρμάκης (πατήρ της Νούλας) με τον συγχωριανόν του Ζάγλαν και άρχηγόν τον Γεωργάκην Όλύμπιον με επτά συντρόφους ήλθον εις βοήθειαν των έπαναστατησάντων Σέρβων καταταχθέντες εις το στράτευμα του χαϊδούκ Βέλκου.

 Μη έχοντες ούδέν στοιχείον προς άμφισβήτησιν της πληροφορίας ταύτης του Popovic ήμποροΰμεν νά συμπεράνωμεν περί της δράστηριότητος του Άλή πασια εις την περιοχήν των πατρίδων των διωχθέντων.

 Μετά διετίαν, ήτοι το 1806, το Βλάτσι από κεφαλοχώρι γίνεται τσιφλίκι του Άλή.

 Επάνοδον του Φαρμάκη εις την πατρίδα του σημαίνουν, όσα γράφει ό Κασομούλης (σ. 70) περί του Γιαννάκη Φαρμάκη συμβάντα το 1808.
Τον Ιανουάριον δηλαδή του έτους τούτου — ό προσδιορισμός του μηνός άξιοπρόσεκτος — οί Λαζαιοι και οί Τζιαραΐοι έπεκτείνοντες το πνεύμα όργανώσεως νέου έπαναστατικοΰ κινήματος

«και εις τους σημαντικωτέρους έβοήθησαν ... εις την δραπέτευσιν του περιφήμου άρχιποιμένος Γιαννάκη Φαρμάκη». 

Εις την φυγήν ταύτην του Φαρμάκη πρέπει να άναφέρεται και κάποιος περιωρισμένος λόγος, καθ’ ον έκ του Πεκρεβενίκου (παλαιοχωρίου) ό Φαρμάκης με δύο άλλους επιασαν αύθημερον κονάκι εις το άνω των Σερβίων, δεξιά, χωρίον Καλντάδες η Ράχοβον εις ύπάρχουσαν εκεί συγγενικήν του ενός των συντρόφων οικογένειαν.

Τό γεγονός τούτο της δραπετεύσεως— υπονοούνται ένέργειαι του Φαρμάκη κατά του Άλή ως και ένημερότης των Λαζαίων και Τζιαραίων εις τας προθέσεις κατά του Φαρμάκη — συμπίπτει με τον έπαναστατικόν εις ’Όλυμπον και Χάσια οργασμόν τον ένταθέντα άρχομένου του 1808,
την άποστολήν Ρώσων έκ Σερβίας εις τον ’Όλυμπον, την σύγκλησιν συνόδου καπεταναίων περί τα μέσα Φεβρουάριου του 1808 υπό του Παπά Εύθυμίου Βλαχάβα, τον καθορισμόν ήμέρας ένάρξεως έπαναστάσεως την 29 Μαΐου, την υψωσιν σημαίας έπαναστάσεως υπό του Παπαευθύμη την 5 Μαΐου1 με συμμετοχήν και του Φαρμάκη κατά την περιεκτικήν διατύπωσιν την εν τώ ύπομνήματι του Φιλικού Ξάνθου « άποκτήσας (ώς συνεργός ό Φαρμάκης) επ’ αύτού (τού περιφήμου δηλ. Εύθυμίου Βλαχάβα) και εις άλλας περιστάσεις μεγάλην επιρροήν εις την Ρούμελην...».

Ή κατά το 1808 άπομάκρυνσις του Ι. Φαρμάκη έκ Βλάτσης φαίνεται ότι ήτο οριστική.

Ή εχθρα του με τον Άλή πασια ήτο βαθυτάτη, διό και προυτίμησε νά ύπηρετήση προσωρινώς τον Ισμαήλ μπεην των Σερρών (φρούριον Θεσσαλονίκης, άρματολίκι Καλαμαριάς) ως επραξε και μερίς άλλων άρματολών (Τζιαραΐοι, Μπζιωταΐοι, ό Γούλας Δράσκος (εις Σέρρας από 1813-1816) κ.λ.) μή ύποκυψάντων εις συμβιβασμόν με τον Άλή πασιάν.

Τότε η ολίγον βραδύτερον θά μετεκινήθη και η σύζυγός του έκ Βλάτσης εις Σέρρας, πόλιν με άρκετούς Βλατσιώτας.

Πριν άκριβέστερον άναζητήσωμεν προσδιορισμόν του χρόνου άπομακρύνσεως της συζύγου του Γιαννάκη έκ Βλάτσης βάσει μαρτυρίας, δεν θεωρούμεν παραλειπτέα και όσα η παράδοσις των Βλατσιωτών διέσωσε λείψανα άναμνήσεων, θολά έστω και πενιχρά, σχετικά όμως προς την φυγήν της οίκογενείας έκ της πατρίδος της.
Άπομνημονεύουν λοιπόν οί χωριανοί, άλλοι μέν ότι ό Φαρμάκης οίκογενειακώς έφυγε προς Βελιγράδι, Σερβίαν, λαβών την προς βορράν οδόν δια μέσου του Παλαιοχωρίου, περιοχής Εμπορίου (νήπιον κλαυθμηρίζον το έπνιξαν δια νά μήν προδοθούν), άλλοι δέ, οί περισσότεροι, ότι άποβραδίς φορτώσας ό Γιαννάκης τα πολυτιμότερα (άφησαν επίτηδες και τις λάμπες αναμμένες) κατηυθύνθη προς  χωρίον Φραγκότσι, περιφερείας Καιλαρίων, και από το Σέλι καταβάς προσεπέρασε το Βαρδάρη όριον κυριαρχίας του Άλή πασιά, και γλύτωσε καταφυγών εις Σέρρας.
Και περισσότερον συγκεκριμένα άναφορικώς με τα ξεχειμαδιά των ποιμνίων του Φαρμάκη εις Δαμάσι Θεσσαλίας, ως και με την φήμην φυγής του πέραν του Βαρδαρίου συνήψεν ό λαϊκός τραγουδιστής:

 «Τρία πουλάκια κάθουνταν, 
Γιαννάκη Φαρμάκη μ΄,
 στήν Κούλια ’π του Δαμάσι... 
Γιαννάκης δε μάς φάνηκε
 κι ούδέ στού Μπλάτσι άκούσκι. 
Μάς είπαν κάτι ψέματα,
 μάς εΐπαν κάτι άλήθεια. 
Γιαννάκης, μωρ’ άπέρασιν πέραν άπ’ του Βαρδάρι...».

Εις τον προσδιορισμόν του χρόνου της οριστικής έκ Βλάτσης άπομακρύνσεως της συζύγου του Ι. Φαρμάκη ύποβοηθούμεθα έκ των πολυτίμων στοιχείωνμιας έπιστολής του ίδιου Φαρμάκη προς τον Αλέξανδρον 'Υψηλάντην. 

'Η πολυτιμότης των στοιχείων άφορα και εις το της τύχης ολοκλήρου της εν Βλάτση οίκογενείας Φαρμάκη μετά των περί αύτήν.

Πρός πληρέστερον κατά το δυνατόν σχολιασμόν των εν τή έπιστολή είναι άνάγκη νά λεχθοΰν τα και γενικώτερον γνωστά:
 ήτοι ότι το 1816 ό Ί. Φαρμάκης είχε κατευθυνθή εις Πετρούπολιν με άλλους άξιο λόγους καπεταναίους προτιθεμένους νά ζητήσουν μέσον του Καποδιστρίου άντιμισθίαν δια τας υπηρεσίας των εις τα Επτάνησα εις τον πόλεμον κατά των Γάλλων (1806-1812), ότι το 1817 (Αύγούστου 2) κατηχήθη εις Μόσχαν ως Φιλικός και κατά Μάϊον του 1818 έξ Όδησσοΰ εφθασεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου έχρίσθη «’Αρχηγός των αφιερωμένων της Φιλικής Εταιρείας» προοριζόμενος δια περιοδείαν εις την Μακεδονίαν προς μύησιν εις την Εταιρείαν.

Κατ’ Αύγουστον λοιπόν του 1818 εύρίσκεται εις τας Σέρρας— θά έπιστρέψη εις το Βουκουρέστι τέλη Ιουλίου 1819. 
«'Όταν έμίσεψα από Μόσχαν εις Κωνσταντινούπολιν», γράφει ό Φαρμάκης προς τον 'Υψηλάντην (Μάϊον 1818 ), «οί συνάδελφοι του Τσκαριώτου — οί προδόται δεν ελειψαν ποτέ—προ έμοΰ έπρόλαβαν και έπρόδωσαν και έχάσαμεν τότες σημαντικές φαμίλιες και σχεδόν 250 ήρωες».
Με τας συνεπείας της προδοσίας περί άπωλείας κατά τα γενικώτερα σημαντικών οικογενειών και σχεδόν 250 ήρώων δεν θά άσχοληθώμεν ήμεΐς ένταΰθα, άρκούμενοι εις την διερεύνησιν των εν συνεχεία γραφομένων υπό του Φαρμάκη άφορώντων εις το κύριον ήμών θέμα, ήτοι το της τύχης της οίκογενείας Φαρμάκη.

«Έλήφθη αιχμάλωτον το σπίτι μου με όλους τους άνθρώπους και το βιος μου κινητόν και άκίνητον. Πολλοί έξ αύτών άπέθαναν έκτος της γυναικός μου. που την ειχα εις τας Σέρρας και έγλύτωσε και εως σήμερα εύρίσκεται εκεί». 

Και πρώτον δια της έκφράσεως «τήν είχα εις τας Σέρρας» νοοεΐται από χρόνου προγενεστέρου των εν Βλάτση οδυνηρών συμβάντων εις το σπίτι του και τους ανθρώπους του, έξ ών πολλοί άπέθανον.
Κατ’ Αύγουστον λοιπόν του 1818 ό Φαρμάκης συνηντήθη εις Σέρρας με την σύζυγόν του (ή έπιστολή έγράφη μεταγενεστέρως).
Εφεξής όμως που κατέληξεν αυτη;
 Τό σπίτι του Φαρμάκη με 'ολους τους άνθρώπους και το βιος του, επί μακρόν από της άπομακρύνσεως του ίδιου έκ Βλάτσης υπό τον έλεγχον του Άλή πασια ευρισκόμενα, δεν ειχον ύποστή ζημίας, πρίν δηλαδή γίνουν γνωστά τα της μεταβάσεώς του εις Ρωσίαν και κατηχήσεώς του εις την Φιλικήν.
Συνεπως «ή αιχμαλωσία», ως την χαρακτηρίζει ό Φαρμάκης, των άνθρώπων και της περιουσίας του έγένετο άπόντος του Γιαννάκη, καί, μόνον της γυναικός του σωθείσης κατά πρόνοιαν μετακινηθείσης ένωρίτερον εις Σέρρας.

Αύτή αυτη η αιχμαλωσία ολίγον προ της έκ Μόσχας άναχωρήσεώς του δια Κωνσταντινούπολιν δεν είναι άψευδής μάρτυς ότι η άλλη οικογένεια και το βιος του έξηκολούθουν ύφισταμένα εν Βλάτση;
Έάν προηγούντο φόνοι Τουρκαλβανών του Άλή έντός της Βλάτσης, ως έγράφη, εις δύο μάλιστα έπιδρομάς, δεν θά έπηκολούθουν άντίποινα άνάλογα προς την γνωστήν σκληρότητα του Άλή;

Ό θάνατος πολλών έκ των άνθρώπων του Φαρμάκη και η άρπαγή του βιού του έδωσαν, καθ’ ά φρονούμεν, άφορμήν εις τους χωριανούς νά άναζητήσουν τα αίτια, άγνωστα, άνύποπτα και άνερμήνευτα εις τους περισσοτέρους εν σχέσει προς τα τεκταινόμενα συνωμοτικά της Φιλικής.

Ουτω την έπιδρομήν των Τουρκαλβανών κατά την περίπτωσιν αιχμαλωσίας των Φαρμακαίων το 1818 συνέφυραν προς άλλας έπιδρομάς κατά της Βλάτσης και συμπλοκάς εν αύτή της περιόδου 1821-1826, συνεπεία των οποίων αι περισσότεραι οίκογένειαι, ως είπομεν, έξεπατρίσθησαν προσο^ρινώς η και όριστικώς εις Μοναστήρι, Θεσσαλονίκην, Σέρρας και άλλαχού, παραλειπομένης της μνείας των έφεξής κατά καιρούς έπιδρομών μέχρι και του 1878.

 Πόσαι προγενέστεραι των χρόνων του 1821 δέν θά ήσαν έπισωρευμέναι εις την μνήμην των προγόνων μας!!
 ’Άλλοι τον κατατρεγμόν του Φαρμάκη άπέδωσαν εις την άρνησιν νά δώσουν δια το χαρέμι του Άλή την έπιλεγεΐσαν υπό του Βάγια ώραίαν κόρην του Φαρμάκη Γεωργίου, Νούλαν όνόματι.
Προηγούμενον βέβαιον έθεωρεΐτο η παρά του ίδιου Άλή πασια άποστολή Τουρκαλβανών προς παραλαβήν δια το χαρέμι του της νύφης της Χαριζάμινας (μητρός της Κώτσινας Πιπιλιάγκα, θανούσης 80 περίπου έτών το 1938, Χαριζάνου άξιόλογος οικογένεια). Την έφυγάδευσαν όμως με κιρατζήν (τον Γάκην Τάρην) προσπεράσαντα το ντερβένι της Βέροιας.

Ή διατύπωσις «τό σπίτι έλήφθη αιχμάλωτον» είναι ορθώς διατυπωμένη, δεν έπυρπολήθη δηλαδή, καθ’ ά έγράφη, έφ΄ οσον διετήρήθη μέχρι των χρόνων μας.
 'Υπονοείται λεηλασία των οσων ήτο δυνατόν νά μετακινηθούν, μολονότι οί μετέπειτα, δπως έψιθυρίζετο εις την γειτονιάν μας και εις τους χρόνους μας ως παιδιών, πολλά εδρον άξιόλογα έκ των της οικοσκευής (και θαμμένα).

Τό βιος του, κατά την έννοιαν των ζωντανών, γιδοπροβάτων, φοραδιών (οί υπολογισμοί εις πολλάς χιλιάδας είναι αυθαίρετοι), ώδηγήθησαν δια των τζιομπαναραίων των εις την "Ηπειρον. ('Ένας Κόλτσης λεγόμενος ήτο έκ των βοηθών των συνοδευσάντων τα ποίμνια, έτών 16 τότε, θανών περί τό 1890).

Θά παρέλθη δεκαετία ολόκληρος — ήσαν οί χρόνοι άναταραχής ιδιαιτέρως της Βλάτσης λόγω της θέσεώς της — και το 1828 ως terminus μνείας των Φαρμακαίων εν Βλάτση θά άναγραφή εις τον κατάλογον των σπιτιών των Βλατσιωτών των ύποχρέων εις το μαχτοϋ μπόρτζι
 «Φαρμακάδικα σπίτια 3.100 γρόσια», ήτοι ποσόν συγκριτικώς με το των άλλων πολύ ύπερβολικόν.
Έπηυξάνετο δηλαδή το χρέος δια τον νοούμενον έκπατρισμόν των κτητόρων και την ελλειψιν κληρονόμων άμέσων, ώστε νά δικαιολογήται η μετ΄ ού πολύ έκποίησίς των δυναμένη νά προσδιορισθή έκ των άναμνήσεων των γεροντοτέρων κατά χρόνον και πρόσωπα.

Καί του ποτε τσέλνικα εις Άβδέλλαν Γρεβενών Μπαντραλέξη την ώραίαν θυγατέρα έζήτησε δια το χαρέμι του ό Άλής.
Εις τα προς τοΰτο άποσταλέντα όργανά του ό Μπαντραλέξης εδείξε μεγάλην προθυμίαν άπαντήσας ότι θά την πάη ό ίδιος.
 Φορτώσας όμως με την οίκογένειάν του έτράβηξε προς Κοζάνην και από έκεΐ έπιασε το Σέλι επάνω (Ναούσης) γενόμενος έκ των άξιολόγων οικιστών του οικισμού. (Κατά τας άναμνήσείς Κ. Σαμαρα, πρ. γενικού δίευθυντοΰ Έκθέσεως Θεσσαλονίκης. και η οικογένεια Σαμαρα έξ Άβδέλλας εις Σέλι).

((Τον χώρον όλον, όπου ήσαν τα Φαρμακάδικα σπίτια 
— τα περιέβαλλε κοινή αυλή και εντός κήπος με πολλά όπωροφόρα — 
ήγόρασε περί το 1832-35 ό Δημήτρίος Παναγιώτου, Ζέρβας το έπίθετον, Παναγιωτόπουλος είτα και Άμπράζος γνωστός, με τον άδελφόν του Αναστάσιον. και το μέν κεντρικόν σπίτι, μονώροφον, το πήρεν ό Δημήτρίος, έδώ η μεγάλη εξώπορτα με τα φαρδιά καρφιά και το σκεπαστό της έπάνω, το δέ αριστερά εις την γωνίαν, διώροφον με παραθυρόφυλλα ξύλινα, ό Άναστάσης.
 ’Όπισθεν των σπιτιών, προς την γωνίαν συνοχής των εύρίσκετο η Κούλια, έκ της όποίας μικρόν ύψωμα από χώμα και πέτρες διακρίνεται. 

Τά σπίτια τα παλαιά διεσώζοντο μέχρι των παιδικών μας χρόνων. 
Τον δεξιά χώρον, όπου έλέγετο ότι ήσαν τα βοηθητικά παραρτήματα δια τας έργασίας των γυναικών Φαρμάκη, μαγειρικά, φούρνοι κ.λ., ήγόρασε περί το 1840 ό Νικόλαος Χρήστου Χρηστίδης, κοινότερον Γκράσους, κτίσας το 1852 το ύπάρχον και νυν σπίτι. Εύνόητον το έλλιπές των άναμνήσεων των νέων οίκητόρων ως προς τους πρώην. 
Έκ των ίδικών των ζωηροτέρων άναμνήσεων ούχί περιφρονητέαι έθεωρήθησαν αι άφορώσαι εις τον Χρήστον Χρηστίδην.
 Ούτος κατήγετο από την Ζέρμαν Ηπείρου. 
Ήταν κάλφας κοντά στον Άλή πασιά. Αύτός εφκιασε το μοναστήρι του Άγιου Γεωργίου στά Γιάννινα. Είχε κρατήσει κάνα κόκκαλο από το λείψανο του Αγίου, άλλ  έμφανισθείς κατ’ όναρ ό
 «Αγιώρς, νά μί βάλτς, τούν είπιν, ίκεΐ π’μί πήρις». 
και ήταν άκριβώς τον καιρό που έστρωνε την άγια τράπεζα, ότε τον έπεσε το δακτυλίδι. Άποδώσας το κόκκαλο από το χέρι του λειψάνου, βρήκε το δαχτυλίδι του. Έκ Ζέρμας κατηυθύνθη το πρώτον εις Πιπιλίσταν περί το 1821. Ήτο πλούσιος με πολύ φλουρί, στο μουσιαμά το είχε εδώ στο κιμέρι και στην Πιπιλίστα έφερε 10 μουλάρια πράγματα. Τοΰτο έσκανδάλισε κάπως. Οί κλέφτες μυρισθέντες τον παίρνουν και τον κρατούν 6 μήνες. Τον άπέλυσαν ξημερώνοντας το Πάσχα στήν Παναΐα από το Τσιαρούσινο (ή στο Κοντσικό). Γλύτωσεν από τους κλέφτες, άλλ’ ευθύς έμπερδεύθη εις άλλο.
 Ήταν τον καιρό που χαλνούσαν τή Νιάουστα κινδυνεύσας νά φονευθή εις τα Καϊλάρια, δπως έσημειώθη άνωτέρω εις τα περί μετοίκων.))

Ποιοι από τους πολλούς των ανθρώπων του Φαρμάκη άπέθανον δεν άποσαφηνίζεται. Προκειμένου περί της συζύγου του, η όποια είχε γλυτώσει εις τας Σέρρας, εϊναι άγνωστον, ποΰ κατέφυγεν ιδίως μετά την έπίσημον εις τας Ηγεμονίας κήρυξιν της έπαναστάσεως και κυρίως μετά τον εις την μονήν του Σέκου οδυνηρόν επίλογον των πολυετών άγώνων του άνδρός της.

 Πολύ πιθανόν πλησίον της θυγατρός της Νούλας, η όποια, καθ’ ά παραδίδει ό Popovic ειχε σύζυγον ενα ('Έλληνα)  Απόστολον όνόματι, ειτα δ΄ άνηρπάγη εις Σερβίαν υπό του Βούτσις (δευτέρα σύζυγος τούτου).
Αύτής της Νούλας, μετά ΙΟΟετίαν όλην, ήτοι μετά την άπελευθέρωσιν (1912), έ'νας γαμβρός επ’ άνεψια ένεφανίσθη εις Βλάτσην — συνεννοήθη με τα ολίγα γαλλικά του — κομίζων και σχεδιαγράμματα των χώρων Φαρμάκη.

Έξ άλλου γραία (Μπουζιάνα όνόματι) εγκατεστημένη εις Τζουμαγιάν διετήρει άναμνήσεις (1926, Θεσσαλονίκην) περί προελεύσεως της οίκογενείας της μητρός της έκ Βλάτσης, γένους Ζήκα και συγγενείας Φαρμάκη.

Δια πάντων των ως άνωτέρω έκαλύφθη, φρονούμεν  ό λόγος ό περί τον άξονα της παρούσης έκδόσεως συνεχόμενος ως προς το ίστορικόν δηλαδή της εν Βλάτση εύημερούσης ποτέ οίκογενείας Φαρμάκη συλλήβδην λαμβανομένης.

Είδικώτερον λεπτομερειακά έκ της μακράς σειράς άγώνων και περιπετειών του Ίωάννου Φαρμάκη, άφ’ ής το πρώτον έξήλθεν έκ Βλάτσης διωκόμενος, δεν περιλαμβάνονται ενταύθα.

Κεφαλαιωδώς όμως έχει προσαρμογήν ύπόμνησις των όσων έγραφεν ό Γ. Όλύμπιος προς τον Αλέξανδρον 'Υψηλάντην, έπικειμένης της άποφασισθείσης άναχωρήσεως του Φαρμάκη δια την Μακεδονίαν και ’Ήπειρον προς έξέγερσιν.
 «... με τον Καπετάν Ίωάννην Φαρμάκην παρακαλοΰμεν νά μή μας ξεχωρίσης, διότι κάθε πρώτη αρχή εΐναι δύσκολη’ δταν άποθάνη ό εις νά είναι ό άλλος ,..».

 Εν άλλοις:
 ό Όλύμπιος και τελείως απαραίτητον έκρινε την παρουσίαν του Φαρμάκη εις τον άρχόμενον άγώνα και ισοτιμίαν άνεγνώριζεν εις τον επί 20ετίαν άκαταπόνητον συνεργάτην του.

 Εις το υψος του Γολγοθά προκαλεΐ όμολογουμένως τον θαυμασμόν ό έκάστοτε ήρως.

 Ό Φαρμάκης δεν άφησεν άνεκμετάλλευτον και την τελευταίαν εύκαιρίαν προς έξακολούθησιν της αποστολής του, την όποίαν δεν έθεώρει λήξασαν με το άτυχες τέλος του άγώνος εις την μονήν του Σέκου.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

$
0
0
Εμμανουήλ Παπάς
 Ιωάννης Βασδραβέλλης
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


 Ο αγώνας του 1821 απετέλεσε το αποκορύφωμα των βίαιων επαναστατικών εκκρήξεων από ένα έθνος που πίστευε με την ψυχή του στην ιδέα της ελευθερίας και της άνθρωπίνης αξιοπρεπείας.

Τι αυτό το λόγο η κραυγή του 21, αντήχησε βαθειά στη συνείδηση του 'Έλληνος, σαν μια επιτακτική εκκληση άγάπης και πίστεως, για τα πεπρωμένα του έθνους.

Τα ιστορικά επιτεύγματα της εποχής έκείνης, ξεδιπλώνονται ορμητικά με το διάβα του χρόνου και κατασταλάζουν στη μνήμη μας σάν καθαρές ιδέες. εκεί άφομοιώνονται και απορροφούνται.
Επιδρούν άμεσα αι πράξεις εκείνες στά βάθη της συνειδήσεώς μας γίνονται ιδέες, μορφές και σύμβολα και μνήμη ιστορική.

Γιατί ο αγώνας εκείνος υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ελληνικού έθνους. 

Οι παλαιοί αμυντικοί πόλεμοι κατά των Περσών στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, υπήρξαν μικρότερης διαρκείας και η καρτεροψυχία του ελληνικού λαού ήταν βραχύτερη. 

Η άντοχή του έθνους, που ήταν έλεύθερο και ωργανωμένο τότε, δεν έδοκιμάσθη τόσο όσο στην οκτάχρονη έπανάσταση του 21, που έπεχείρησε ένα έθνος, υπόδουλο 400 χρόνια άνοργάνωτο.

 Η παγκόσμια ιστορία έκρινε σπουδαίους τους Περσικούς πολέμους, όχι για το βαθμό της αντοχής  και της ταλαιπωρίας των Ελλήνων, μα για την ευρύτητα των αποτελεσμάτων στον παγκόσμιο πολιτισμό. αν τότε νικούσαν οι Πέρσαι, ο ελληνικός πολιτισμός του 6ου και 5ου αιώνα θά έπνίγετο μέσα στον Ασιατικό χείμαρρο και η παγκόσμια ιστορία θά είχε διαφορετική εξέλιξη.

 Στο μεγάλο μας αγώνα του 21, λειτούργησε αξιοθαύμαστα ο φυσικός νόμος της άγάπης για την ελευθερία, η δύναμη της εθνικής κληρονομιάς και η καταφρόνηση και το μίσος για τον τύραννο, που είχε στερήσει τους 'Έλληνας από τα στοιχειωδέστερα προνόμια της άνθρωπίνης ζωής.

Οι ηθικοί αυτοί παράγοντες της επαναστάσεως που είναι τόσον σπουδαίοι και αληθινοί, δεν έξεδηλώθησαν μονάχα στους καλλιεργημένους Έλληνες του εξωτερικού μα και στην ψυχή απλών ανθρώπων, όπως ήταν οι περισσότεροι από τους ίδρυτάς της Φιλικής Εταιρείας. 

Η επαναστατική εκείνη οργάνωση που έξεκολάφθη στη Νότιο Ρωσία, που ήταν τότε γεμάτη από 'Έλληνας, απέβλεπε να συνενώση όλες τις ζωντανές δυνάμεις του ελληνισμού και να εκβιάση με τα όπλα μια λύση, που μάταια ψάχνει ένας όρθολογιστής να τη στηρίξη σε λογική βάση.

Διέδωσαν οι φιλικοί πως υπαρχει μια υπέρτατη αρχή και μεγάλη υποστήριξη που κρύβεται στά βάθη της Ρωσίας. στην πραγματικότητα, όμως, όλη αυτή η επαναστατική κίνηση, ξεπηδοΰσε από άσήμαντους εμπόρους, ύπαλλήλους και μερικούς καπετανέους που βρίσκονταν στις Ηγεμονίες του Δούναβη, στη Ρωσία, μα που πίστευαν άκλόνητα στην επιτυχία της επαναστάσεως. Ήταν οι τολμηροί, οι ίδεαλισται που τους κινούσε ένας άγιος ενθουσιασμός. Ήταν οι ριψοκίνδυνοι που επικρατούν σε τέτοιες στιγμές.
 Οι άλλοι θ’ άκολουθήσουν.

Η Φιλική Εταιρεία πέτυχε να κανη τους Ελληνας ένα ζωντανό επαναστατικό σύνολο. 


Χρειάσθηκαν χρήματα και τάδωκαν οι πλούσιοι πατριώτες.

 Χρειάσθηκε στον αγώνα η εκκλησία, το σχολείο που ήταν τα βασικά στηρίγματα του Γένους, κι΄ οι καλύτεροι δεσποτάδες, οι παπάδες, οι καλόγεροι, κι΄ οι δάσκαλοι, ήταν πρώτοι στην ιδέα.

Kαι χρειάσθηκε στρατός επαναστατικός και ναυτικό και ξεκίνησαν κλέφτες κι’ αρματολοί, κι’ η ελληνική αγροτιά και οι τσομπάνιδες άπ’ όλη την Ελλάδα, άπ΄ την Ρούμελη και τη Μακεδονία, το Μόριά και τη Θεσσαλία και την Μικρασία, τη Θράκη και την Κρήτη, και μαζύ ΄ αυτούς άδελφωμένοι οι κουρσάροι και οι πειραται από τα Ψαρά, την Υδρα, τις Σπέτσες. 

’Έτσι η Φιλική Ιδέα διαδόθηκε, σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλο τον παληό έλληνικό ζωτικό χώρο, και σ’ όλα εκείνα τα μέρη και τις περιοχές, που οι πρόγονοί μας, εζησαν, μεγαλούργησαν, άνδραγάθησαν και μαρτύρησαν.

Το λάβαρο της ελευθερίας ανέμιζε πάντα στην Ελλάδα. Ιδιαιτέρα εδώ στη Μακεδονία, σκιρτούσαν μεγάλες καρδιές κι΄ ακούγονταν ατόφια η φωνή της ελευθερίας.

Οι Μακεδόνες είχαν ταχθή από τη μοίρα τους να είναι οι προπομποί του Έθνους. αι προφυλακές της ελληνικής ελευθερίας.

 Μάς το είπε πριν από δυο χιλιάδες χρόνια ο Πελοποννήσιος ιστορικός Πολύβιος:

“ Πηλίκης γάρ τιμής αξιοΰσθαι Μακεδόνας οι το πλεϊστον του βίου ού παύονται αγωνιζόμενοι τοΐς βαρβάροις και προκινδυνεύοντες υπέρ της των Ελλήνων ελευθερίας”.

Έτσι στην επανάσταση του 21 έλαχε και πάλι στη Μακεδονία να προκινδυνεύση.

Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της που επαναλαμβάνεται τακτικά, σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές του Έθνους.

 Η Μακεδονία ήταν οργανωμένη από τη Φιλική Εταιρεία.

 Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές 37 Μακεδόνες είχαν μυηθή στη Φ. Ε. μα πρέπει νάταν περισσότεροι, όπως άπεδείχθη κατά την έναρξη της επαναστάσεως.

Φαρμάκης Ιωάννης
Ολύμπιος Γεωργάκης
 Ο Γεωργάκης Όλύμπιος ο ήρωας της Βλαχίας,
ο Φαρμάκης τραγικό θύμα της επαναστάσεως,
ο Εμμανουήλ Παπάς αρχηγός σε λίγο της Χαλκιδικής και Ανατολικής 'Μακεδονίας, οι μητροπολίτες Σερρών, Άρδαμερίου, Γρεβενών και τόσοι άλλοι, ήταν Μακεδόνες.

Μάλιστα ο Παπάς που διέθεσε όλο το τεράστιο πλούτο για την έπανάσταση, είχε εκλεγεί στην Κωνσταντινούπολη αρχιταμίας της Φιλικής Εταιρείας, αξίωμα έμπιστευτικό κι’ από τα μεγαλύτερα.

Πρώτος έφθασε εδώ ο άρματολός Γιάννης Φαρμάκης 
από το Βλάτσι της Δυτικής Μακεδονίας.

Παλαιός έχθρός του Άλή Πασά, άρματολός στον ’Όλυμπο και στά Εφτανησα μέ τον Κολοκοτρώνη, τον Άναγνωσταρά και τον Χρυσοσπάθη, εξελέγη στο Βουκουρέστι αρχηγός των άφιερωμένων της Φιλικής Εταιρείας κι΄ εφθασε στάς Σέρρας το 1818.

'Ίδρυσε το Κέντρο των Σερρών — Δράμας — Καβάλλας.

Απ εκεί τράβηξε για το Άρδαμέρι και το 'Άγιον ’Όρος, όπου μύησε τον πατριάρχη Γρηγόριο.
Στο άγιώνυμο "Ορος ο Φαρμάκης άνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα.

Έμύησε πολλούς ήγουμένους, καλογήρους και όλους τους εξέχοντας του Πολυγύρου, των Μαντεμοχωρίων καθώς και τους Θεσσαλονικεΐς, Καυταντζόγλου, Πάϊκον, Μενεξέ και Μπαλανο.
Ναούμ Παναγιώτης
Κασομούλης Νικόλαος
 Σε λίγο εφθασαν στη Μακεδονία άλλοι ντόπιοι Φιλικοί.

ΟΠαναγιώτης Ναούμ για την Έδεσσα, τη Σιάτιστα, την Καστοριά και τα Γρεβενά,
 ο Κασομούληςπου εδρασε σαν φιλικός στις Σέρρες, στη Σιάτιστα και στην Κοζανη, στο Βλάτσι και την περιοχή Βέροιας και άλλοι πολλοί.


Το έργον λοιπόν των Φιλικών
 εδώ στη Μακεδονία 
δεν ήταν δύσκολο.

Αγώνες συνεχείς 400 ολόκληρα χρόνια, είχαν χαλυβδώση την ψυχή του άγροτικού και ποιμενικοΰ πληθυσμού της Βορείου Ελλάδος και η άνταρσία των βουνών κατά της τούρκικης τυραννίας, ήταν διαρκής.
Είχε δημιουργηθή με την πάροδο του χρόνου στά βουνά της Μακεδονίας, μία παράδοσις από κλέφτες και άρματολούς, να σκοτώνουν τον Τούρκο όπου κι΄ αν τον εύρισκαν, γιατί τον θεωρούσαν συνειδητά, σάν άρπαγο της πατρικής κληρονομιάς.

Tο μίσος αυτό πήγαζε από την πίστη στην ιδέα πως το έργο των ορεινών προ πάντων πληθυσμών, που βρίσκονταν σε διαρκή επαναστατικό οργασμό ήταν εθνικό, και ότι οι άρματολοί και κλέφτες αποτελούσαν το εθνικό στρατό του δουλεύοντος Γένους.

Έτσι το εργο αυτό περιεβάλλετο από τη συμπάθεια του έλληνικού λαού χωρίς καμμιά διάκριση.
Τ΄ αρματολίκια και η κλεφτουργιά εδώ στη Μακεδονία ήταν ωργανωμένα όσο σε καμμιά άλλη έλληνική περιφέρεια.
 Στο βιβλίο μου « Άρματολοί και κλέφτες» που δημοσίευσα πριν από λίγα χρόνια, αποδεικνύω με επίσημες και άγνωστες ιστορικές πηγές, βγαλμένες από τα τούρκικα αρχεΐα, πως πατρίδα του άρματολισμού στην Ελλάδα, θεωρείται η Μακεδονία.

Η άνταρσία στά βουνά κατά της τούρκικης αύθαιρεσίας είχε λάβει εδώ μεγάλες διαστάσεις από τις αρχές άκόμα του ΧΥ αιώνα.

Στον 'Όλυμπο, τα Πιέρια, το Βέρμιο και το Καϊμακτσαλάν, οι Καπετανέοι Περδικάρης, Σερμπέτης, Καλόγηροςκαι τόσοι άλλοι, κυριαρχούσαν άπόλυτα κι΄ οι Τούρκοι στρατολόγοι που μάζευαν τους γενιτσάρους, δεν τολμούσαν να πατήσουν έκεΐ.

Στά 1700, 3.000 άρματολοί και κλέφτες σε ομαδική έκστρατεία ρήμαξαν τα τούρκικα τσιφλίκια στις περιοχές του Αλιάκμονα στην επανάσταση του 1769.

Στά γνωστά ’Ορλωφικά, ο Ζιάκας, ο Λάζος, ο Ζήδρος, ξεσήκωσαν όλα τα βουνά της Μακεδονίας κι΄ εφθασαν πολεμόντας εως την αιτωλοακαρνανία.

Καρατάσος Τάσος
Άλλοι άρματολοί, ο Καζαβέρνης, ο Καρατάσιος και ο Νικοτσάρας, είχαν όργανώση και πειρατικές εκστρατείες, στη Χαλκιδική και την άνατολική Μακεδονία που τις πλήρωσαν άκριβά οι Τούρκοι. σε λίγα χρόνια ο Νικοτσάρας με 500 κλέφτες Μακεδόνας, Θεσσαλούς και Ρουμελιώτες, φθάνει με καΐκια στο Σταυρό της Χαλκιδικής, περνάει τη Ζίχνα και το Νευροκόπι, και πηγαίνει να βοηθήση τους Σέρβους που είχαν επαναστατήση.

Δίνει σκληρές μάχες με 8.000 τούρκους του βαλή των Σερρών, που αποθανάτισε η λαϊκή μούσα και τελικά ξαναγυρίζει στ΄ 'Άγιον ’Όρος για να συναντηθή με τη μοίρα του Ρωσικού στόλου, που διηύθυνε ο ναύαρχος Σενιάβιν.

Αν ο Νικοτσάρας δεν σκοτωνόταν στο Λιτόχωρο και ζούσε στην αρχή της επαναστάσεως, θάταν ο πιο ένδεδειγμένος αρχηγός εδώ στη Μακεδονία, γιατί και μόρφωση είχε, και καταπληκτική ψυχραιμία κι΄ ήταν γεννημένος για ήγέτης.

 Ητο λοιπόν ο έλληνισμός της Μακεδονίας άκμαΐος στά εθνικά του αισθήματα και ωργανωμένος όσο ήταν δυνατό από τη Φιλική Εταιρεία και περίμενε την εκκρηξη της επαναστάσεως.
Η επανάσταση άρχισε από τη Χαλκιδική Χερσόνησο με αρχηγό τον Σερραΐο τραπεζίτη μεγαλέμπορο και αρχιταμία της Φ. Ε. Εμμανουήλ Παπά.

Ο Παπάς που ήταν τότε 44 χρόνων και είχε γεννηθή στο χωριό Δοβίστι των Σερρών ξεκινώντας κρυφά από την Κωνσταντινούπολη εφθασε στο Άγιον Όρος στις 23 Μαρτίου 1821 ως επίσημος άπεσταλμένος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη με τον τίτλο του αρχηγοΰ της Χαλκιδικής και Ανατολικής Μακεδονίας.
Στο άγιώνυμο όρος έφθασε με το καράβι του Φιλικού από τη Λήμνο Χατζηβισβέλη, έχοντας μαζύ ως υπασπιστή τον Χατζηπέτρο.

Το σκάφος ήταν γεμάτο όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα που είχεν άγοράση ο πατριώτης αρχιστράτηγος με χρήματα δικά του.

 Η χερσόνησος του ’Άθω είχε κριθή από τους όργανωτάς της επαναστάσεως ως το κατάλληλο σημείο αποβιβάσεως του Παπά.
Το 'Αγιώνυμο ’Όρος από τα ίστορικώτερα θρησκευτικά κέντρα της Χριστιανοσύνης, άφ΄ ού στό παρελθόν είχεν ύποστη πολλές ταλαιπωρίες από τους Τούρκους, τα τελευταία χρόνια είχαν αποκτήσει σημαντικά προνόμια.

 Έκτος από μια ολιγάριθμη τουρκική φρουρά που έμεινε στις Καρυές, ολόκληρη «ή Χερσόνησος του ’Άθω» εύρίσκετο στη διάθεση των μοναχών. το θρησκευτικό αι σθημα ήταν λυπηρό, τα γράμματα με την περίφημο Άθωνιάδα Σχολή έκαλλιεργοΰντο ικανοποιητικά, άλλά και το πατριωτικό αι σθημα των μοναχών ήταν δοκιμασμένο, γιατί πολλές φορές οι θρησκευτικοί αυτοί λειτουργοί, είχαν διασώση και περιθάλψη 'Έλληνας άρματολούς και κουρσάρους και άλλους δυστυχισμένους ραγιάδες της Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μακεδονίας που κατεδίωκαν οι Τούρκοι για τα πατριωτικά τους αισθήματα.

Μόλις έφθασεν ο Παπάς στό μοναστήρι του Έσφιγμένουκαι συνάντησε τον αρχημανδρίτη Νικηφόρο, Φιλικό και προσωπικό του φίλο, έκάλεσε εκεί γενική σύσκεψη των μεμυημένων της περιοχής. εκεί άπεφασίσθη η γενική στρατολογία όλων εκείνων που μπορούσαν να έξοπλισθοΰν τόσον στη Χαλκιδική όσον και την Ανατολική Μακεδονία έως τη Μαρώνεια.

 Ταυτόχρονα έγραψε στον Φιλικό μητροπολίτη των Σερρών Χρύσανθο ν΄ αποστείλη ενισχύσεις και νάναι έτοιμος, μόλις δοθή το σύνθημα της έξεγέρσεως.

Μέσα στάς Σέρρας όμως είχε γνωσθή η έκρηξη της επαναστασεως στη Μολδοβλαχία και η σφαγή του Οίκομενικού Πατριαρχη και των Συνοδικών, ο δε φρούραρχος και ο βαλής των Σερρών, είχαν λάβει εξαιρετικά μέτρα για να προλάβουν ,κάθε εξέγερση.

Και ναι μέν μία ομάδα Σερραι ων αγωνιστών, άνάμεσα στους όποιους ήταν και ο Κώστας Κασομούλης εμπορευόμενος εκεί και πατέρας του αγωνιστη και ιστορικού Νικολάου Κασαμούλη είχαν καταλάβη το Μοναστηρι της Ήλιόκαλης και περίμεναν οδηγίες, μα ο Μουστάμπεης γιος του πρώην βαλή Γιουσούφ μπέη, άσπονδου εχθρού του Παπά, συνέλαβεν άμέσως τον μητροπολίτη Χρύσανθο κι΄ άλλους 150 επιφανείς Σερραίους και τους έφυλάκισε.

Ταυτόχρονα ένα σύνταγμα τουρκικού στρατού περικύκλωνε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Μακεδονίας και οπλισμένοι ως τα δόντια γενίτσαροι και βασιβοζούκοι περιπολούσαν στην πόλη με επί κεφαλής τον φρούραρχο Άμπντούλ Άγάν, δέροντες και σφάζοντες τους κατοίκους.

Ανάμεσα σ’ άλλα κακουργήματα και τάς διαρπαγάς, έβαλαν φωτιά στό σπίτι και τα υποστατικά του αρχηγοΰ της επαναστάσεως και εβασάνισαν άπάνθρωπα τους συγγενείς και την σύζυγόν του.
Με τα δραστικά και εξοντωτικά αυτά μέτρα δεν κατώρθωσε η πόλη των Σερρών να κινηθή.
Οι Σερραΐοι που είχαν συγκεντρωθή στό μοναστηρι της Ήλιόκαλης ύστερα άπ’ αυτά κατώρθωσαν να ξεφύγουν από τους Τούρκους και να φθάσουν στό 'Άγιον ’Όρος πρός ένίσχυσιν των δυνάμεων του Παπά.
Έν τώ μεταξύ στη Χαλκιδική, το κήρυγμα του Παπά κατενθουσίασε τους κατοίκους και τους αγιορείτες και οι επαναστάτες έπολλαπλασιάζοντο.

Στις Καρυές συνελήφθη και έφυλακίσθη από τους καλογήρους ο σούμπασης Χασεή μπέης με τη φρουρά του, στον Πολύγυρο εξηγέρθησαν οι κάτοικοι έσφαξαν τον τοΰρκο βοεβόδα και 14 άνδρας της φρουράς και έτρεψαν σε φυγή 2 τούρκικα αποσπάσματα που έστάλησαν έκεΐ.

Στην Κασσάνδρα οι κάτοικοι συνεπικουρούμενοι από καράβια της Λήμνου και των Ψαρρών ξεσηκώθηκαν μαζύ με τα χωριά της Σιθωνίας και με αρχηγούς τον Δουμπιώνη, τον Χάψα και τον Χιμευτό. σε λίγο μαζύ με τους Σερραι ους και άλλους ’Ανατολικομακεδόνας έφθανε στο Άγιον Όρος και ο ιατρός Ευάγγελος από τη Μαρώνεια με άρκετούς συμπατριώτες του.
 Μά και οι 'Αγιορείτες κατά έκατοντάδας πύκνωναν τις τάξεις των επαναστατων με αρχηγούς τον αρχιμανδρίτη του Βατοπεδίου Θεόφιλο, τον Μ στης Λαύρας Ναθαναήλ, του Έσφιγμένου Εύθύμιον και Ξενοφώντος Γεδεών.

Ο Βαλής της Θεσσαλονίκης Σερήφ Σιννίκ Γιουσούφ μπέης μόλις επληροφορήθη την επανάσταση στο Άγιον Όρος συγκέντρωσε σοβαρές δυνάμεις κι΄ έφθασε στην 'Ιερισσό προκειμένου να είσβάλη στό Άγιον Όρος .
Εκεί οι άγιορεΐτες τον καθησύχασαν, τον ξεγέλασαν και δήλωσαν πως είναι άφωσιωμένοι στον Σουλτάνο. Ο  Γιουσούφ μπέης φαίνεται πως  έπείσθη από τα καλογηρικά άπιχειρήματα κι΄ άφ΄ ού έγκατέστησε φρουρές στην 'Ιερισσό και μάζεψε ομήρους περίπου 80 μοναχούς άπ’ τα διάφορα μετόχια, γύρισε στη Θεσσαλονίκη όπου τους φυλάκισε μαζύ με πολλούς άλλους Θεσσαλονικεΐς ύποπτους που είχαν συλληφθή έν τώ μεταξύ προληπτικά.

Μόλις όμως οι Πολυγυρινοί εξώντωσαν την τουρκική φρουρά και κατέλαβαν ολόκληρη την περιοχή, ο Γιουσούφ μπέης διέταξε δύο ισχυρά αποσπάσματα να καταλάβουν τον Πολύγυρο και να τιμωρήσουν σκληρά τους κατοίκους, μα οι αποσταλέντες τούρκοι ήπήθησαν κατά κράτος και ύπεχώρησαν πρός την Παλαρούδα με πολλές άπώλειες.

Αυτό εξαγρίωσε τον αιμοβόρο Γιουσούφ, που γι άντίποινα έσφαξε όλους τους καλογήρους που είχε ώς ομήρους καθώς και άλλους 27 Θεσσαλονικεΐς υπόπτους μέσα στις φυλακές, συνέλαβε και έκλεισε άλλους 2.000 στην εκκλησία και τον περίβολο του Γρηγορίου του Παλαμά, κρέμασε στό Καπάνι τον τοποτηρητή του μητροπολιτικοΰ θρόνου της Θεσσαλονίκης επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο, τους φιλικούς Μπαλάνο, Πάϊκο, Μενεξέ, Κυδωνιάτη, τον ιερέα του ΄ Αγίου Μηνά Παπαγιάννη και 11 άλλους προύχοντας.

Σ’ αυτό το διάστημα της τρομοκρατίας ο τουρκικός όχλος ερεθιζόμενος από άλλοφύλους ξένους αποβλέποντας στην οικονομική καταστροφή του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονικής πρωτεύουσας, μπήκε μέσα στη μητρόπολη και κατεκρεούργησε ομαδικά όλους σχεδόν τους εγκλείστους Θεσσαλονικεΐς.

ΌΤούρκος ιστοριογράφος Χαιρουλάχ έφέντης παρών στη Θεσσαλονίκη τότε μας διηγείται πως ελάχιστοι γλύτωσαν από τους δερβίσηδες ένός τούρκικου τεκέ που ήταν εκεί κοντά.

Απάνω από 3.000 Ελληνες της Θεσσαλονίκης υπολογίζω ότι σφάγηκαν κατά τις φοβερές αυτές μέρες της έθνικής δοκιμασίας, ξένος δε συγγραφέας τους άνεβάζει σε 25.000, έχοντας προφανώς ύπ΄ οψει του τους χιλιάδες από αιχμαλώτους και ομήρους από διάφορες ελληνικές περιοχές που μετέφεραν οι Τούρκοι στην Θεσσαλονίκη και καθημερινώς θανάτωναν.

Με την δοκιμασία αυτή τη φοβερή που έπαθε η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, έκμηδενίσθηκε κάθε προσπάθεια άπελευθερωτικής κινήσεως.

Η πρώτη αυτή περίοδος της τρομοκρατίας κράτησε δύο μήνες και σ’ αυτό το διάστημα άρκετοί Θεσσαλονικεΐς έφυγαν κρυφά στό εξωτερικό, μερικοί σε επαρχιακές πόλεις και ένας μικρός άριθμός διέφυγε στη Χαλκιδική, ένταχθείς στις επαναστατικές δυνάμεις του Εμμανουήλ Παπά.

Ο Έλλην αρχιστράτηγος έν τώ μεταξύ είχε συγκεντρώσει στό Άγιον Όρος 3. 900 πολεμιστάς από τους οποίους οι 1.000 περίπου ήταν καλόγηροι.
Αυτή τη δύναμη την διήρεσε σε δύο φάλαγγες.

Την μία που περιελάμβανε τους 'Αγιορείτες, ’Ανατολικομακεδόνας και άλλους πολεμιστάς από κοντινές περιοχές, ένέλαβεν αυτοπροσώπως, και την άλλη με τους ντόπιους Χαλκιδικιώτες, έθεσε υπό τάς διαταγάς τού γενναιου Κανδρινού καπετάν Χάψα με τον όποιον συνέπραπεν ο Δουμπιώτης, ο Βασιλικός και άλλοι.

Ο ΙΙαπάς με την πρώτη φάλαγγα επιτεθείς διασκόρπισε την τούρκικη δύναμη της 'Ιερισσοΰ, και νικήσας κατ’ έπανάληψιν τις δυνάμεις του Γιουσούφ μπέη στη Ρεντίνα και την Παλαρούδα, έφθασε μέχρι των σημερινών λουτρών της Άπολλωνιάδος, ένώ ο Χάψας και οι άλλοι αρχηγοί της Χαλκιδικής, κατέλαβον την ’Αρναια, άπελευθέρωσαν όλα τα χωριά της περιοχής του Χολομώντα και έν συνεχεία τον Βάβδον, την Γαλάτισταν, τα Βασιλικά και εφθασαν έως τα λουτρά του Σέδες.

Οι Τούρκοι ήπηθέντες και εις τάς δύο πλευράς και καταδιωκόμενοι και πανικόβλητοι οπισθοχώρησαν στη Θεσσαλονίκη.

Αν τότε υπήρχε σχέδιο ωργανωμένης επιθέσεως και στρατιωτικός ήγέτης έμπειρος, με κατάλληλο επιθετική ενέργεια των δύο επαναστατικών πτερύγων και με τη συνδρομή μερικών καραβιών, η Θεσσαλονίκη θά έπεφτε στά χέρια των επαναστατών. Αι ολίγες δυνάμεις του Γιουσούφ μπέη ήπηθεΐσαι έπανειλημμένως από τους Έλληνες επαναστάτες, που τους κατείχε άκρατος ενθουσιασμός, δεν ήταν σε θέση να προβάλουν άντίσταση. σε ακόμη χειρότερη θέση θά εύρίσκετο η Θεσσαλονίκη, αν ταυτόχρονα με τους επαναστάτες της Χαλκιδικής, έκινοΰντο και οι άρματολοί των Πιερίων, του Βερμίου και του Όλύμπου.

 Ανεξάρτητα όμως από αυτά, η ολη έξέλιξη του άγώνος άπέδειξε ότι ο Εμμανουήλ Παπάς, είχε καταβάλει αξιοθαύμαστη ενεργητικότητα.

Ο άνθρωπος αυτός που είχε έγκαταλείψει πλούτο, εύμάρεια και τόσες απολαύσεις για την ελευθερία της πατρίδος, ήτο ένθουσιώδης πατριώτης και έχοντας πληροφορίες εσφαλμένες για νίκες των Ελλήνων επαναστατων στις Ηγεμονίες του Δούναβη, έκλαιε από συγκίνηση και ώραματίζετο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να μπαίνη νικητής στην Κωνσταντινούπολη και να κάθηται στο θρόνο των Παλαιολόγων.

Με τέτοιο ενθουσιασμό ο αρχηγός, διοικών τους ενθουσιώδεις πατριώτες της Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μακεδονίας μπορούσε να καταλάβη τη Θεσσαλονίκη.
Στερούμενος όμως στρατιωτικής παιδείας διέπραξε το σφάλμα ν΄ άναστείλη την προέλαση. Έτσι άδικα κατηναλώθη τόσος ενθουσιασμός.

Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε στην Ελλάδα υπεύθυνος αρχηγός ν΄ άντιληφθή τη θέση της επαναστάσεως της Χαλκιδικής και ν΄ αποδώση την εμπρέπουσα σημασία.

'Όταν άργότερα έσυστηματοποιήθη ο αγώνας στην Πελοπόννησο και συγκεντρώθηκαν εκεί όσες προσωπικότητες πολιτικές και στρατιωτικές διέθετε ο έλληνικός κόσμος, τότε οι ιθύνοντες άντελήφθησαν πόσον έξυπηρετική για το έθνος θά ήτο μια ισχυρή επαναστατική εστία στη Χαλκιδική, που θ΄ αποτελούσε μια διαρκή απειλή στά πλευρά των Τούρκων.

Κι’ ενώ σ΄ αυτό το διάστημα ο Γιουσούφ μπέης ώχύρωνε οσο μπορούσε καλύτερα τη Θεσσαλονίκη λαμβάνοντας διάφορα έκτακτα άμυντικά μέτρα, έφθασε στη Θεσσαλονίκη ο μουχασίλης του ’Αϊδινίου και Σαροχάν, βεζύρης Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ πασάς, επί κεφαλής μεγάλης στρατιάς από 30.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και ισχυρό πυροβολικό  αυτός προωρίζετο για την καταστολή της επαναστάσεως στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο και πορευόμενος έκεΐ,
διετάχθη από τον Σουλτάνο να καταστείλη πρώτα! το κίνημα της Χαλκιδικής κι΄ ύστερα να συνέχιση την πορεία του.
Αυτό το Σουλτανικό φερμάνι το άνεκάλυψα στο τούρκικο αρχείο της Θεσσαλονίκης.
Προκύπτει άπ΄ την ανάγνωση πως ο Μπαϊράμ πασάς κατέστειλε μαζύ με τ άλλα και μια κίνηση των ραγιάδων στην περιοχή του κόλπου του Σάρρου δηλαδή Άλεξανδρουπόλεως πρός Μαρώνειαν, κι΄ ύστερα έφθασε στη Θεσσαλονίκη.
Αυτό το ξεσήκωμα της περιοχής αυτής ήταν τελείως άγνωστο στην ιστοριογραφία της επαναστάσεως.
Ο Παπάς μόλις επληροφορήθη την άφιξη του Μπαϊράμ πασά, ανησύχησε.
Έγραφε στους 'Υδραίους να στείλουν καράβια και πολεμοφόδια, στην Πελοπόννησο να στείλουν ένισχύσεις καθώς και στους Όλυμπίτες άρματολούς.

Τίποτα όμως δεν πέτυχε, και η κατάσταση άπέβαινε πολύ κρίσιμη. πως ήταν δυνατον οι 4 — 5 χιλιάδες επαναστάτες που είχαν ώς μόνο έφόδιο τον πατριωτικό ενθουσιασμό ν΄ άντισταθοΰν σε μια ωργανωμένη στρατιά της ίσχυροτάτης τότε Όθωμανικης αυτοκρατορίας;

 Ο Μπαιράμ πασάς έπετέθη με δύο φάλαγγες εναντίον των δύο επαναστατικών πτερύγων.
Η πρώτη φάλαγγα με 2.500 ιππείς και 20.000 πεζούς, προσέβαλε τους επαναστάτες του Χάψα στά Βασιλικά όπου μπήκε ο Άχμέτ μπέης με το Ιππικό και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την ωραι α κωμόπολη.
 Ο Χάψας ύπεχώρησε σέ μια οχυρά τοποθεσία πέρα από το Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας και σε μια φοβερή σύγκρουση πρός δεκαπλάσιους Τούρκους, σκοτώθηκε ένδοξα μαχόμενος σάν λιοντάρι μαζύ με τα παληκάρια της Συκιάς και του Βάβδου.

162 Έλληνες έμειναν εκεί και 500 τούρκικα πτώματα μαρτυροΰσαν την άγρια άλληλοσφαγή και τον ήρωϊσμό των Ελλήνων.
 Οι άλλοι οπισθοχώρησαν πρός το Βάβδο, τον Πολύγυρο και τη Χερσόνησο της Κασσάνδρας, δίδοντες μάχες οπισθοφυλακής.
Εκεί πρόλαβαν την υποχώρηση 400 κλέφτες του Όλύμπου με αρχηγό τον Καπετάν Διαμαντή άφιχθέντες με πλοιάρια.

Αυτοί κατέλαβαν το Ισθμό της Κασσάνδρας και κατώρθωσαν βοηθούμενοι κι΄ από τους Κασσανδρινούς, να αναχαιτίσουν τους Τούρκους.

Η άλλη φάλαγγα του Μπαιράμ πασά, με ολόκληρο το Ιππικό και 15 000 πεζούς έπετέθη κατά της δεξιάς παρατάξεως του Παπά στον κάμπο της Παλαρούδας. και ναι μέν ο Παπάς καλώς πράπων διέταξε άμεση υποχώρηση άλλά οι Τούρκοι κατώρθωσαν να κυκλώσουν την οπισθοφυλακή των επαναστατων η όποια και έξωντώθη ολόκληρη.

Το υπόλοιπον σώμα διεσώθη και κατέφυγε στον Πρόβλακα του Ξέρξου όπου και ώχυρώθη.

Στο διάστημα αυτό, αποσπάσματα του τουρκικού στρατού και όχλος αποτελούμενος από Τούρκους Εβραίουςκαι Αθιγγάνους πυρπόλησεν το ιστορικό μοναστηρι της Άγιας Αναστασίας, τή Γαλάτιστα, το Βάβδο, τον Πολύγυρο, την Άρναια και δεκάδες άλλα χωριά της Χαλκιδικής, έσφαξαν αδιάκριτα έκατοντάδες Έλληνας χωρικούς, και διήρπασαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία. αυτά κράτησαν έως τα μέσα του Ιουλίου του 1821.

Τότε εφθασε στη Θεσσαλονίκη νέα τουρκική στρατιά, με αρχηγό τον μουτεσαρίφη Θεσσαλονίκης και Καβάλας Μεχμέτ Έμίν Έμπού Λουμπούτ πασάν, που προωρίζετο αποκλειστικά να σαρώση με όλα τα μέσα τις επαναστατικές έκδηλώσεις των Ελλήνων στη Μακεδονία.

 Ο Μπαιράμ πασάς άνεχώρησε για τη Θεσσαλία και τη Στερεά, άφήνοντας διάδοχο το αιμοβόρο αυτό θηρίο. σ΄ αυτό το διάστημα από τα τέλη Ιουλίου έως τάς 26 Όκτωβρίου 1821 ο μέν Παπάς καταβάλλων τεράστιες ενέργειες και μεγάλη ζωτικότητα προσπαθούσε να κρατήση τάς δύο χερσονήσους του Άγιου Όρους και της Κασσάνδρας, παλαίοντας πρός άνυπέρβλητες δυσχέρειες που δεν είναι του παρόντος να άφηγηθώ, ο δε Έμπού Αουμπούτ πασάς ώργάνωνε το στρατό του όσο μπορούσε καλύτερα για να επιφέρη το τελικό χτύπημα.

Στις 26 Όκτωβρίου, άφ΄ ού άπέστειλε μικτό άπόσπασμα στη διώρυγα του Πρόβλακα για ν΄ άπασχολή τους επαναστάτες του Άθω, αυτός επικεφαλής 14.000 πεζικού και ιππικού με ισχυρότατο πυροβολικό και άκολουθούμενος και από 400 ώπλισμένους Εβραίους με αρχηγό τον Ιωσήφ Περέζ, εφθασε στις προφυλακές της Κασσάνδρας και ζήτησε την παράδοση των επαναστατών, ύποσχεθείς γενική άμνηστία.

Έστειλε μάλιστα άπεσταλμένο στον Παπά τον ίδιο Περέζ, που γνώριζε τα Ελληνικά και φορούσε στολή Τούρκου άξιωματικού.

Ο Παπάς με σύμφωνη γνώμη όλων των αρχηγών τής Κασσάνδρας, άπέρριψετην πρόταση και δήλωσε πως θα συνέχιση τον αγώνα με όλες τις θυσίες.
Δεν διέθετε εκεί περισσότερους από 1.500 άνδρας κατάλληλους για πόλεμο, με όπλα κάθε μορφής και με πυρομαχικά ελάχιστα. και παρ΄ όλα αυτά, από τις 27   Οκτωβρίου έως τα 13 Νοεμβρίου, οι Έλληνες άπέκρουσαν όλες τις λυσσαλέες επιθέσεις των Τούρκων, προυξένησαν μεγάλες άπώλειες και έξετέλεσαν το πατριωτικό τους καθήκον με πίστη και αυτοθυσία. αυτό όμως δεν έφθανε.

Ούτε μακροχρόνιο αμυντικό αγώνα μπορούσαν να οργανώσουν οι αυτοσχέδιοι πολεμισταί πατριώτες, οΰτε τα πολεμικά μέσα και τις άπαιτούμενες δυνάμεις και τρόφιμα είχαν για τέτοια επιχείρηση.

Τό πρωΐ της 14ης Νοεμβρίου 1821 ο τοΰρκος στρατιωτικός βλέποντας τη μικρή δύναμη των επαναστατων τους παρέσυρε με επιτήδειο τέχνασμα στό άνατολικό τμήμα της διώρυγος όπου είχε ένεργήση συνδυασμένη έπίθεση πεζικού και πυροβολικού.

Κι΄ ενώ οι Έλληνες προσπαθούσαν με τεράστιες θυσίες και άφάνταστους ήρωισμούς ν΄ αποκρούσουν την έχθρική έφοδο, αλλη μεγάλη τουρκική φάλαγγα, ειδικά προετοιμασμένη και έφωδιασμένη μέ ξύλα κλαδιά και σάκκους γεμάτους χώμα παραγέμισε τον αύλακα πρόχειρα και κατώρθωσε νά περάση και κύκλωσε τούς μαχομένους πού εύρέθησαν τώ­ρα σέ δεινή θέση.
Ή μάχη υπήρξε φονική και διεξήχθη σώμα πρός σώμα. 14.000 τούρκοι είχαν κυκλώσει τού: Έλληνας πού έμάχοντο χωρίς κανένας νά ύποχωρήση.

Τά 3)4 σκοτώθηκαν στό πεδίο τής μάχης άφ΄ού πλήρωσαν πολύ άκριβά τήν ζωή τους, και μόλις 200 πολεμισταί μαζύ μέ τον άρχιστράτηγο, κατώρθωσαν νά διασω­θούν μέ μικρά σκάφη και νά φθάσουν στη Χερσόνησο τού ’Άθω σέ άθλια κατάσταση.
Ό Παπάς όμως παρ’ όλες τις ατυχίες είχε μέσα του πίστη ακατάβλητη για τον αγώνα.
Μή θεωρών τεοματισθέντα τον άγώνα, συνεκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και ζή­τησε επικουρίες, πλοία και πολεμοφόδια άπό τήν "Υδρα όπου άπέστειλε σαν έκτακτο άντιπρόσωπο τόν ιατροφιλόσοφο Διονύσιο Πύρρο τό Θεσσαλό.

Επικουρίες έφθασαν σέ λίγο άσήμαντες μά έδώ συνέβη και κάτι τό άπρόβλεπτο.
Ένώ στην άρχή του άγώ­να, όλοι σχεδόν οι μοναχοί, πατριωτικώτατα σκεπτόμενοι μέ ενθουσιασμό άκολούθησαν τον αρχηγό και έδειξαν αύταπάρνηση και ήρωϊσμό, ύστερα άπό τά άτυχήματα άρχισαν νά κάμπωνται και πολλοί άπ΄αυτούς νά άρνούνται νά συμμετάσχουν στά οικονομικά βάρη και τις θυσίες γιά τήν εξακολούθηση τής έπαναστάσεως.
Ξέχασαν δυστυχώς τά καθήκοντά τους και ύπέκυψαν στην ψυχική άδυναμία.
Ήλθαν σέ επαφή μέ άπεσταλμένους τού Έμπού Λουμπούτ πασά πού τούς ύπέσχετο, κι΄ αύτό άπεδείχθη ψεύδος δπως ήταν έπόμενο, άμνηστία και σεβασμό τής μοναστηριακής περιουσίας.
Έλληνες και ξέ­νοι ιστορικοί κατηγόρησαν δριμύτατα τήν στάση αύτή μεγάλης μερίδος των 'Αγιορει­τών, προσωπικά δέ ό σημερινός ομιλητής, μάταια έψαξε στά μοναστηρια του ’Άθω ναύρη τεκμήρια γιά νά έλαφρύνη αυτήν τήν κατηγορία.
Εύρεθείς σέ μιά τέτοια κατάσταση ό Παπάς και θεωρώντας μάταιο και επικίνδυνο τον περαιτέρω άγώνα, πήρε τό επιτελείο του, μερικούς πιστούς καλογήρους και πολεμιστάς καί, μπήκε στό καράβι τού Χατζηβισβέλη γιά νά μεταβή στην "Υδρα και νά έξακολουθήση προσφέροντας τις υπηρεσίες του στη μαχομένη πατρίδα.
Δυστυχώς συντετριμένος άπό τά άτυχήματα και τήν εξέλιξη τού άγώνος, ύπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε μέσα στό πλοίο.
Μεταφερθείς στην 'Ύδρα, κηδεύθηκε μεγαλοπρεπώς άπό τούς έπιφανεΐς Υδραίους στην έκκλησία τής Υπαπαντής μέ δλες τις τιμές τού άρχιστρατήγου.
Πριν άπό λίγα χρόνια πήγα στην 'Ύδρα γι’ αύτή τήν υπόθεση. Έκεΐ στην έκκλη­σία τής Άναλήψεως πού είναι μετόχιο τού Παναγίου Τάφου άνεκάλυψα μιά επιτύμβια πλάκα πού κάλυπτε άλλοτε τον τάφο τού ’Ανατολικομακεδόνος πατριώτου. Αντέγραψα τό αρχαϊκό επίγραμμα πού λέει;
Γόνος άρητήρος σθεναρός γε Μανουήλ
ος λιπε Σέρης τήν τοτουνί γενναμένην
μαρνάμενος κατά των κοιράνων οφρα σαώση
Ελλάδα κλεινήν και κύδος έλοι το μέγα
Έμπης μαρνάμενο τό χρέον κρατέει παράδοξον σώμα δι΄ου 'Ύδρα έλεν, πνεύμα δ5ούρανίων.
1821 Δεκεβμρίου Ε'.
Ό Εμμανουήλ Παπάς, υπήρξε ένας αγνός και ίδεολόγος, πατριώτης από τήν άθάνατη λεβεντογενηά του 21, πού τού άνήκει κάθε τιμή, έπαινος και έθνικός σεβα­σμός. Ανήκει στη χορεία των μεγάλων έκείνων Ελλήνων, πού έθεσαν τον πλούτον και τήν εύμάρεια στη διάθεση τού Γένους χωρίς κανένα άντάλλαγμα, και θυσίασε τή δική του ζωή μαζύ μέ τά 4 παιδιά του, γιά ν΄άναστηση τήν σκλαβωμένη πατρίδα.

Ξώδεψε γιά τον άγώνα ολόκληρη τήν περιουσία του άπό 200.000 δίστηλα τάλληρα και τέτιο κολοσσιαίο ποσό, ούτε οί Κοντουριώτηδες δέν προσέφεραν στον άγώνα.

Μέ πίστη άπέραντη και άγιο ενθουσιασμό ό χθεσινός φιλήσυχος έμπορος και τρα­πεζίτης έτέθη επί κεφαλής των πατριωτων τής Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μα­κεδονίας και χωρίς καμμιά πολεμική πείρα, ώργάνωσε μιά επαναστατική εστία σοβα­ρά, μαχόμενος και προκινδυνεύων 8 ολοκλήρους μήνες.
Μέ τούς γενναίους πολεμιστάς του και συντηρών μέ δικά του σχεδόν χρήματα τον άγώνα αύτόν, έφθειρε και άπασχόλησε σοβαρές έχθρικής δυνάμεις προοριζόμενες νά πνίξουν τον άγώνα στη Θεσσαλία, Στερεά και Πελοπόννησο.

Έγνώριζεν ό Μακεδών άρχηγός πόση μεγάλη ωφέλεια θά προέκυπτε γιά τον όλον άγώνα, άν κατώρθωνε κάμποσους μήνες νά κρατήση τήν έπανάσταση, πού θ’ άπτελούσε μιά οιονεί άπειλή κατά των Τούρκων.

Έγραψαν μερικοί, επιφανειακά έξετάζοντες τήν έπανάσταση εδώ στη Μακεδονία, πώς μπορούσε ίσως ό Παπάς, όταν διεπιστώθη ή κάμμα των Αγιορειτων νά κατάσχη τή μοναστηριακή περιουσίά και ν΄άποκτήση ρευστοποιώντας την και όπλα και πολε­μοφόδια και άλλα πολεμικά άναγκαΐα.
Ό Θεοσεβής άρχιστράτηγος όμως δέν θέλησε νά μιμηθή τον άρχαΐο Φιλόμηλο και νά θέση χειρα επί τής μοναστηριακής περιουσίας.

 Και αύτό όμως άν έκαμνε, τό άδυσώπητο Τούρκικο στρατηγείο, μέ κάθε θυσία θά προσπαθούσε νά καταστείλη τήν επα­νάσταση έκεΐ, γιατί όπως ξείπα και παραπάνω οί Μακεδόνες σάν προφυλακή και προ­πομποί τού Έθνους είναι προωρισμέναι νά πέφτουν γιά τήν τιμή και τή δόξα τής Ελλάδος.
Μετά τήν καταστροφή τής Χαλκιδικής, άρχισε νά κινείται τό Βέρμιο, τά Πιέρια και οΌλυμπος.
 Αί συγκρούσεις στον Κολινδρό και τήν Καστανιά πού διηύθυνε ό Καπετάν Διαμαντής, άνάγκασαν τό τουρκικό στρατηγείο ν’ άποστείλη έκεΐ σοβαρές δυνάμεις πού είχαν όμως καθηλωθή άπ’ τούς έπαναστάτες.


Γάτσος Αγγελής
Ταύτόχρονα στην Νάουσα, είχεν άρχίση άπ΄τις παραμονές άκόμα τού άγώνος, νά οργανώνεται σοβαρή επαναστατική έστία μέ άρχηγό τό Ναουσαΐο εύπατρίδη ΖαφειράκηΛογοθέτηκαι μέ στρατιωτικούς ήγέτες τούς άρχιαρματολούς Νάουσας και Έδεσσας, Καρατάσιο και Άγγελή Γάτσο.

Αί οδη­γίες πού περίμεναν από τό Δημήτριο 'Υψηλάντη ήταν άνεπαρκεΐς και συγκρουόμενες, κι έτσι
 ή Νάουσα
μέ μοναδικό κίνητρο τον ένθουσιασμό τής ήρωϊκής φρουράς
τήν Κυ­ριακή τής ‘Ορθοδοξίας 3 Μαρτίου 1822, μέσα στην εκκλησία τού 'Αγίου Δημητρίου,
κήρυξε τήν έπανάσταση.

Μέ τό χρυσοκέντητο λάβαρο μπροστά ποΰχε τον άναγεννώμενο Φοίνικα, εργο περί­φημο λαϊκής τέχνης καμωμένο άπό τά κορίτσια του τόπου, ξεχύθηκαν οί επαναστά­τες έσφαξαν τον τουρκο καντή και τήν φρουρά και έπετέθησαν νά καταλάβουν τή Βέ­ροια.

Ό επιτελάρχης του Βαλή τής Θεσσαλονίκης Έμίν μπέη πού είχε μυρισθή τήν υ­πόθεση, εφθασε μέ 2 συντάγματα στρατού στη Βέροια, κρέμασε 12 Βεροιώτες, άφώπλισε τούς κατοίκους και κατέλαβε επίκαιρες θέσεις γύρω στην πόλη.

 Οί έπαναστάτες όμως έφθασαν, ρίχθηκαν σέ μιά νυχτερινή έφοδο, έκαψαν τις άκρινές συνοικίες, μά τά ξημερώματα άναγκάσθηκαν ν΄άποσυρθούν στό κοντινό μοναστηρι τής Παναγίας, όπου τώρα βρίσκεται τό Πρεβαντόριο.

 Έκεΐ έγινε τό θαύμαό Επιτελάρχης ρίχθηκε μέ όλες του τις δυνάμεις νά έκπορθήση τό μοναστηρι, οί έπαναστάτες πού διηύθυνε ό Καρατάσιος πολέμησαν λυσσασμένα, εφθασε κ΄ ό Γάτσος μέ τό Ζαφειράκη μέ ενισχύσεις, και τελικά οί τοΰρκοι ύπεχώρησαν άτακτα στη Βέροια και άφησαν γύρω άπ’ τήν Πα­ναγία 1.500 νεκρούς και τραυματίες,

Ύστερα άπ’ αύτή τήν πρώτη περιφανή νίκη γύ­ρισαν γεμάτοι ενθουσιασμό στη Νάουσα.
Ό Τούρκος σωματάρχης πού κατέλαβε και ρήμαξε τή Χαλκιδική, λογάριαζε πώς ειχε λήξει ό άγώνας στη Μακεδονία και τώρα οί έπαναστάτες τού Βερμίου τού άνέτρεπαν τά σχέδια.
Τον εξέθεταν άπέναντι στό σουλτάνο πού ειχε άφήσει μέ ιδιαίτερο φερμάνι, άπόλυτη πρωτοβουλία, νά πνίξη στό αιμα τή Μακεδονία, νά σφάξη τούς Έλ­ληνας άδιακρίτως ήλικίας, νά κάψη όλα τά ελληνικά χωριά, ούτε φωνή  άλέκτορος, όπως γράφει τό φερμάνι πού δημοσίευσα, νά μήν ξανακουσθή στη Μα­κεδονία.

Στη Νάουσα έν τώ μεταξύ είχαν συγκεντρωθή όλοι οί άετοί των βουνών τής Κεν­τρικής και Δυτικής Μακεδονίας, ψυχωμένοι και χαλυβδωμένοι γιά τήν ύπέρτατη θυσία.
Ό άρχηγός των αρματολών Καρατάσιος μέ 1.200 Ναουσαίους, ό πολιτικός ήγέτης Ζαφειράκηςκαι ό Γιαννάκης Καρατάσιοςμέ 600 Ναουσαίους, ό Γάτσοςμέ 450 Έδεσσαίους, Δαρζελοβίτες κι άπ τά γύρω χωριά, ό Τσάμης Καρατάσιοςμέ 500 άπό τό Διχαλεύρι, τή Σκοτίνα και τό Άρκουδοχώρι οί παληοί Κλέφτες τού Όλύμπου και τού Βερμίου, Μαλάμος, Κατσαούνηςκαι Καμπίτηςμέ 300 κλέφτες έμπειροπολέμους και ψημένους στό ντουφέκι και τήν άγριάδα, κι άλλοι 1.000 πολεμιστές άπό τό Βλάτσι, τήν Καστοριά, τήν Κοζάνη, και μερικά υπολείμματα των άγωνιστων τής Χαλκιδι­κής.

 Παλικάρια διαλεχτά κλέφτες και άρματολοί κι ολόκληρος ό πληθυσμός, αδελφω­μένος στον άγώνα, πολεμούσε νά βγή άπ τήν σκοτεινή σκλαβιά, γιατί έβλεπε ξεκάθαρα πώς τό τελευταίο κομμάτι τής Μακεδονίας, κινδύνευε.

Τής Νάουσας ό άγώνας υπήρξε σύμβολο κοινής προσπαθείας τής Μακεδονίας, πού χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή άπό τον μελετητή τής ιστορίας. Είναι φαινόμενο συνολικό άπό άπίστευτες και ξαφνικές δυνάμεις, Θρεμμένες και μεγαλωμένες μέσα στη λαϊκή ψυχή.
Είναι φαινόμενο ομονοίας αδελφικής και φιλοτιμίας υπέροχης κι ένα άνθοβόλημα παληκαριάς, όπου όλοι προσφέρονται αύθόρμητα στόν κοινό σκοπό.
Είναι γέννημα και θρέμμα τού Ελληνισμού τής Μακεδονίας, πού τήν ψυχή του και τηνν καρδιά του, έθρεψαν άγώνας και ποτάμια αίματα και θυσίες 400 χρόνων.
Μένοντας ό λαός ό Ελληνικός άβοήθητος άπό την Εύρώπη, κάτω από βάρβαρη διοίκηση, κι’ έχοντας παντοτεινά σύντροφο τον κρυφ΄πόθο τής ελευθερίας, γύμνασε κι  άκόνισε τήν ψυχή του στην πίκρα, τήν καταφρόνια και την στέρηση, κι έκαμε ν’ αστράψη στό σκοτάδι μιά δύναμη υπεράνθρωπη, μέσα άπ’ τήν οποία θάβγαινε ενας κό­σμος καινούργιος, ελεύθερος και άνεξάρτητος.

 Τέτιοι πολεμισταί είχαν συγκεντρωθή εκεί για να δώσουν την τελευταια μάχη, που ώδήγησε στη θυσία της τιμής.

Οι αρχαΐοι Έλληνες τους θεοποιούσαν κι’ η αθάνατη λύρα τραγουδούσε αιώνια τη δόξα τους.

 Ο Έμπού Λουμπούτ πάσας έφθασε εκεί στις 21 Μαρτίου 1822 συνοδευόμενος από 12.000 στρατό τακτικό άφθονο πυροβολικό και άνεξάντλητες εφεδρείες.
 Μόλις στρατοπέδευσε στην τοποθεσία Ροδιά έστειλε άγγελιοφόρο προστάζοντας να παραδώσουν οι επαναστάται την πόλη και να τους δοθή άμνηστεία.

Μά η ήρωϊκή φρουρά που την διηύθυνε ο πολέμαρχος Καρατάσιος, άπέρριψε με περιφρόνηση τις προτάσεις, κι’ έδήλωσε πως θά έξακολουθήση τον αγώνα χωρίς καμμιά υποχώρηση.

 Έγινε η κατανομή των δυνάμεων στά επίκαιρα στρατηγικά σημεία, κι΄ αρχισαν επιθέσεις και άντεπιθέσεις αιματηρότατες στις όποιες έλαμψε το άκατάβλητο φρόνημα και το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων επαναστατών.

Ο εξαντλητικός κλεφτοπόλεμος στον όποιον ο αρχηγός Καρατάσιος ήτο μαθημένος, τα τεχνάσματα των κλεφτών, οι νυκτερινοί αιφνιδιασμοί που πάντοτε έπέφεραν σύγχισι και πολλά θύματα στους Τούρκους, έφεραν τον τοΰρκο σωματάρχη σε άδιέξοδο.

 Αναγκάσθηκε να μεταφέρη από την Βέροια δύο βαρέα φρουριακά πυροβόλα που έβαλλαν αδιάκοπακατά της Νάουσας.

 Σείεται ολόκληρη η πόλη, τα σπίτια πέφτουν και σωριάζονται σε σωρό ερειπίων, οι ντάπιες υποχωρούν, οι σκοτωμένοι κι΄ οι τραυματίες αύξάνονται.

Μά τίποτε άπ’ όλα αυτά τα δεινά δεν κάμνει τους άμυνομένους να δειλιάζουν΄ άντίθετα τους έξαγριώνουν περισσότερο. Με τα μάτια βαθουλωμένα από τις στερήσεις, την άϋπνία, την κούραση και τον αδιάκοπο πόλεμο, ώχροί σαν φαντάσματα, περιμένουν με το καρυοφίλι στό χέρι μπροστά στά προχώματα, άκαμπτοι και αποφασιστικοί.

Ένα μήνα κράτησεν η πολιορκία, αι μάχες κι’ ο αδιάκοπος βομβαρδισμός, κι’ ο Έμπού Αουμπούτ πασάς έμενε καταπληκτος από την άντίσταση των άμυνομένων κι’ άπ΄ τις δικές του άπώλειες.
Τα τρόφιμα αρχίζουν να σπανίζουν γιατί οι Τούρκικες φρουρές της Δυτικής Μακεδονίας που κάλεσε για ενίσχυσή του ο αρχηγός της πολιορκίας, κύκλωσαν τη Νάουσα και από τα γύρω βουνά, κι’ άπέκοψαν κάθε επαφή και τροφοδοσία.

Η Νάουσα τώρα κινδυνεύει.

Οι Τούρκοι φθάνουν στις προσβάσεις της πόλεως και η τύχη των πολιορκουμένων έχει στρατιωτικά κριθή, γιατί ήταν άδύνατο ο στρατιωτικός αυτός ογκος με τις άνεξάντλητες έφεδρείες να μή επιβληθή τελικά του γενναι ου άντιπάλου. Στις 18 Απριλίου 1822, ο εχθρός σε μια άπεγνωσμένη προσπάθεια, πολύωρη και με μεγάλες δυνάμεις, άδιαφορώντας όλότελα για ας άπώλειες, κατορθώνει να παραβιάση την πύλη του Άγιου Γεωργίου και να μπή στην πόλη.
Με άλλαλαγμούς και πρωτοφανή αγριότητα, αρχίζουν τη σφαγή, τον εμπρησμό, τη δήωση.
Οι ύπερασπισται , όσοι είχαν μείνη, άμύνονται σκληρά από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι και ύποχωρούν στις άπάνω συνοικίες. Οι Τούρκοι τους άκολουθούν και συνάπτονται άγριοι άτομικοί άγώνες, σώμα πρός σώμα, με χέρια και με δόντια.

 Ο πατέρας του Κασομούλη, πίσω άπ’ ένα χάλασμα σκοτώνεται, άφ’ ού καθάρισε 15 Τούρκους. .

Στό κέντρο της Νάουσας άλλη νησίδα άντιστάσεως, όπου και η αποθήκη των πυρομαχικών. εκεί πολεμούν ο Ζώτος, ο Τσούπης και ο μικρότερος γυιός του Καρατάσιου, ο Κωτούλας.
Συνάπτεται φονική συμπλοκή και τραυματίζεται βαρειά ο Ζώτος. Κινδυνεύοντας να συλληφθή, βάζει φωτιά στά πυρομαχικά και τινάζεται στον άέρα με τους συντρόφους του και τους είσβαλόντας Τούρκους.

Μιμήθηκε τον συμπατριώτη του Όλύμπιο στό Μοναστηρι του Σέκου και στάθηκε πρόδρομος του Καψάλη στό Μεσολόγγι. εκεί ξαναζωντάνεψε το Σουλιώτικο Κιούγκι με τη μεγαλειώδη θυσία, που δίδαξε στις επερχόμενες γενεές ολο το ύψος της ανθρώπινης προσφοράς για την ελευθερία Σέ λίγο οι Τούρκοι μπαίνουν στη μητρόπολη που είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα, γέροντες και τραυματίες.

Τα πλήθη σφάζονται έκεΐ, ο πρωτοσσύγγελος Γρηγόριος, ο Παπαγιάννης και η εκκλησία παραδίδεται στό πυρ μαζύ με τους καταφυγόντας.
Τώρα ο ογκος του τούρκικου πεζικού στρέφεται στον Πύργο Ζαφειράκη που βρίσκεται σε δεσπόζουσα τοποθεσία νοτιοδυτικά, και που τον υπερασπίζεται ο Ναουσαΐος αρχοντας και ο Γιαννάκης Καρατάσιος με 500 πολεμιστάς.

Η Μάχη εκεί διεξάγεται με τη λύσσα των άπελπισμένων και των μελλοθανάτων. Ο Πύργος όμως έχει πολλά γυναικόπαιδα, νεαρές μητέρες και τα νεογέννητα φωνάζουν.

 'Ο Ζαφειράκης διατάσσει το πνίξιμο των παιδιών, και η μακάβρια τραγωδία έκτελεΐται χωρίς άντίρρηση. Τρεις μέρες βάσταξε η άμυνα του Πύργου, και σ’ αυτό το διάστημα κάμποσοι πολεμισται κατώρθωσαν να γλυτώσουν ξεφεύγοντας στά γύρω ύψώματα. δεν απομένει όμως άλλη διέξοδος, κι΄ ύστερα από μια σύσκεψη, αποφασίζουν μια ήρωϊκή έξοδο με το σπαθί στό χέρι. Ο χρόνος δεν τους καρτερούσε. Την νύχτα ανοίγουν τις πόρτες και ξεχύνονται στους Τούρκους.
Και τότε έγινε τέτιο άνακάτωμα και τέτια φρικτή πάλη σώμα με σώμα που υπερβαίνει κάθε περιγραφή. Οι γενναίοι σφάζουν και σφάζονται, σκοτώνουν και σκοτώνονται, κι’ όσοι μένουν, προχωρούν και θερίζουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους.

Ελάχιστοι τελικά γλύτωσαν, μα και τα πτώματα των γενιτσάρων, μαρτυρούσαν την άγρια άλληλοσφαγή.

'Όσοι άπ΄ τους Ναουσαίους πιάσθηκαν ζωντανοί, ώδηγήθηκαν στό Κιόσκι με τα μεγάλα πλατάνια, κι’ εκεί κρεμάσθηκαν χωρίς άλλη διαδικασία.

 Σύμφωνα με τις τούρκικες πληροφορίες, 2.000 κρεμάσθηκαν σ’ αυτή την ώμορφη και ρωμαντική τοποθεσία, που καμαρώνει ο σημερινός επισκέπτης της Νάουσας.

 Ένα μεγάλο μέρος από νέες γυναίκες και κοπέλες της Νάουσας, τρομαγμένο κι’ άλαφιασμένο από τον ολεθρο που συνεκλόνιζε την πατρίδα τους εκείνες τις δραματικές ώρες, μ’ ένα υπέρτατο αύθορμητισμό συγκεντρώθηκε κοντά στη γέφυρα της Άραπίτσας, και μ΄ άπόγνωση προσπαθούσε ναύρη τρόπο γλυτωμοϋ στις άπέναντι όχθες κι΄ άπ΄ εκεί στό βουνό, μα βρέθηκαν κυκλωμένες άπ΄ όλες τις μεριές από το Τούρκικο ιππικό και πεζικό.

Σ’ αυτην την τοποθεσία, έγράφη μια σελίδα, άξια των ήρωϊκών τέκνων της Μακεδονίας κι’ από τις σπάνιες στην ιστορία των έλευθέρων λαών.
Άντί της άτιμώσεως και του βίαιου έξισλαμισμού, αι γυναίκες και αι άδελφές των πολεμιστών, προτίμησαν τον τραγικό μα ένδοξώτερο θάνατο.

 Έπεσαν όλες στό βάραθρο του καταρράκτη 30 μέτρα άπότομη άγρια κατηφοριά, που στό βάθος βροντάει με παφλασμό ενας άλλος Αχέροντας, και σκοτώθηκαν όλες.
Κληροδότησαν όμως μ’ αυτή τη θυσία και τον ομαδικό θάνατο, αθάνατη δόξα στην πατρίδα των, μα και το θαυμασμό και την εύγνωμοσύνη του έλληνικού έθνους.

 Ο ιστορικός έρευνητής μπροστά σ’ αυτό το φωτεινό παράδειγμα της ανθρώπινης αρετής και του ψυχικού μεγαλείου, στέκει βαθειά με κατάνυξη και γονατίζει εύλαβικά στην δραματική αυτοθυσία.

Ο θαυμασμός μας όμως δεν είναι άρκετός.

Δεν μπορούμε εύκολα να συλλάβουμε το ύψος. Η μίμηση είναι δύσκολη. Μάταια με λόγια τώρα έδώ προσπαθοΰμε ν’ άναπαραστησουμε τη μορφή του δράματος. Τη μοίρα τους αυτές την πρόσταξαν γιατί αυτές έπλασαν το πεπρωμένο τους.
Υπήρξαν αυτές αι γυναίκες θρέμματα μιας λεβεντογεννηάς, πλούσιας σε ψυχικές και πατριωτικές έκδηλώσεις.
Έκλεισαν μέσα τους όλο το ψυχικό μεγαλείο μιας σκληρά αγωνιζομένης πατρίδας, και τη θυσία αυτή πιός μπορεΐ να την λησμονήση;
Αραπίτσα 
 Ποιος τολμά να φανή επιδεής σ΄ αυτή τη συναρπαστική εικόνα της ομαδικής περιφρονήσεως πρός τον θάνατο;

Φανηκαν όλες άντάξιες των άλλων πολεμιστών της Μακεδονικής γής, και παραστέκουν περήφανα δίπλα-στις Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου.

Η Νάουσα, το τελευται ο αυτό οχυρό του άγώνος της άνεξαρτησίας στη Βόρειο Ελλάδα, όπως έγινε με το Μεσολόγγι στη Δυτική Ελλάδα, έπεσε για την ελευθερία, την άνεξαρτησία και την τιμήν του αγωνισθέντος ελληνικού Γένους.

 Η ωραία αυτή πόλη του Βερμίου, μετεβλήθη σε έρείπια και τα χώματά της έγιναν τάφος νεκρών ενδόξων.

Στις ώμορφρες χαράδρες που οργιάζει η βλάστηση, στά καταπράσινα άμπέλια και τις ρεματιέ: με τα γάργαρα νερά σπάρθηκε ο θάνατος.

Ο θάνατος που με το ξαναγέννημα μιας καινούριας έλεύθερης γενηάς, θάφερνε ολοζώντανη τη μνήμη των ηρώων.
Υπάρχουν πράξεις στη ζωή των λαών που αποτελούν αληθινά σύμβολα στις επερχόμενες γενεές.
Υπάρχουν πράξεις ήρωϊσμού και αυτοθυσίας,πού υψώνονται σά μύθοι, και μυθοποιούν κι΄ άνεβάζουν το πνεύμα της εποχής που έζησαν οι πρωταγωνισται , και του δίνουν νόημα υπεροχής.
Μιά τέτια υψηλή και έξαίρετη πράξη είναι ο αγώνας της Νάουσας.
Μοιάζει μ΄ ένα φωτεινό μετέωρο καταπλήξεως, θαυμασμού και σεβασμού, τοποθετημένο μέσα στον μεγάλο αγώνα του 21.

Σέ μια σύντομη άνάλυση όπως αυτά μόνον πτυχές μικρές ξεδίπλωσα του αγώνα της άνεξαρτησίας στη Μακεδονία. Η τύχη της Χαλκιδικής Χερσονήσου και της Θεσσαλονίκης με τις τεράστιες ουσίες σε ανθρώπινο υλικό και σε οικονομικά άγαθά, υπήρξαν μεγάλες.

89 Ελληνικές κωμοπόλεις και χωριά έκάησαν όλοσχερώς στην Χαλκιδική άλλα 74 μερικώς, καθώς και 58 μετόχια του Άγιου ’Όρους, όλες αι εκκλησίες.
15. 000 Έλληνες σκοτώθηκαν στις μάχες η σφάγηκαν και η καταστροφή σε περιουσίες και γενικά σε άγαθά, ήταν στη Χαλκιδική ολοκληρωτική.

’Όσοι χωρικοί γλύτωσαν και δεν κατώρθωσαν με τα ολίγα καΐκια ν’ απομακρυνθουν στην Στερεά και την Πελοπόννησο, γύριζαν νηστικοί και απελπισμένοι στά βουνά και τις δασωμένες χαράδρες του Χολομώντα άπ΄ όπου με απόγνωση άντίκρυζαν την καταστροφή των οικογενειών τους και την πλήρη έκμηδένιση της περιουσίας, τους.

Μά και στην περιοχή του Βερμίου, έκτος από τη Νάουσα που κείτονταν σε έρείπια και σε άταφους νεκρούς, 120 άλλα χωριά του Βιρμίου και των Πιερίων, έγιναν στάχτη με όλα τα ύλικά άγαθά και χιλιάδες Ελλήνων έσφάγησαν.

Η καταστροφή αυτή συνετάραξε ολόκληρη την αγωνιζομένη Ελλάδα, όπου η είδηση μεταφέρθη από τους έπιζήσαντας πολεμιστάς της Μακεδονίας που μετέβησαν στη Ρούμελη, στό Μεσολόγγι και στην Πελοπόννησο για να συνεχίσουν τον αγώνα στό πλευρό των νοτίων άδελφών.

Η Βόρειος Ελλάς και ειδικά η Μακεδονία δεχθεΐσα πρώτη την έπίθεση των πολυαρίθμων και οργανωμένων στρατευμάτων της άπέραντης τότε ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προσεφέρθη σάν ιερά θυσία για το μετέπειτα κέρδος του άγώνος.

 Η αντίσταση των τέκνων της, που πρώτα πολέμησαν εναντίον των τουρκικών στρατιών που κατήρχοντο για να πνίξουν την καθολική ελληνική επανάσταση έδωσε τον καιρό στην κάτω του Όλύμπου πατρίδα, και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, να συστηματοποιήση και να όργανώση τον αγώνα.

Η Μακεδονία, προσβαλλομένη απ’ όλες τις πλευρές, δημιούργησε δύο επαναστατικές έστίες σοβαρές, μία στη Χαλκιδική Χερσόνησο και την άλλη στο Βέρμιο. Με τις ίδιες δυνάμεις, με τους δικούς της οικονομικούς πόρους, με το αίμα και τον πατριωτισμό των κατοίκων της, έφθειρε και άπασχόλησε σοβαρά τον κατακτητή επί δέκα πέντε μήνες και τελικά έθυσιάσθηκε στον αγώνα της ελευθερίας, για το συμφέρον του υπολοίπου έθνους.

Οι δε αρχηγοί των, πιστεύοντες άπόλυτα στην επιτυχία της επαναστάσεως, θρεμμένοι με τις άναμνήσεις του κλασσικού και έλληνοβυζαντινοΰ πολιτισμού και καλλιεργημένοι ψυχικά από τη Φιλική Εταιρία, αρχισαν τον αγώνα με τον άγιο ενθουσιασμό που γεννά η πίστη, χωρίς σχέδια επιτελικά, άπροετοίμαστοι στρατιωτικά και χωρίς γενικώτερη οργάνωση, όπως συνέβη και με την άλλη Ελλάδα.

Ελληνικότητα Μακεδονίας: το "Ρουμελιώτικο Ζήτημα" του GIOVANΙ AMADORI VIRGILΙJ

$
0
0
Μακεδονία-Ήπειρος-Θράκηκατά Yauna
ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ
Παμμακεδονικός Σύλλογος
Αθήνα 1906


"Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ”
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)


Στατιστική.

Τελευταίων αι Οθωμανικαί αρχαί, επί τη βάσει γενομένης απογραφής των κατοίκων, εδημοσίευσαν στατιστικήν του πληθυσμού.


Κατά την στατιστικήν του Γενικού διοικητου Χιλμή Πασά ο πληθυσμός των τριών Βιλαετίων έχει ως έξης

Οθωμανοί...............1.720.007,
Έλληνες.................... 677.978,
Σχηματικοί................ 547.734
Σέρβοι...................... 167.601
Εβραίοι....................... 48. 270,

ήτοι εν όλω...........  3. 161.590 .

Κατά την Όθωμανικήν απογραφήν ο πληθυσμός των Βιλαετίων Μοναστηριού και Θεσσαλονίκηςεχει ως έξη

Οθωμανοί............... 967.573, 
Ελληνες................... 634.510, 
Σχισματικοί............. 385.729,

ήτοι εν όλω............. 1.979.800. 

Ή στατιστική αύτη συμπίπτει μετά της εν τοις  έμπροσθεν μνημονευθείσης αγγλικής στατιστικής, ήτις πιθανόν να έχη την αυτήν πηγήν.

Κατά την Έλληνικήν στατιστικήν ο πληθυσμός των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου έχει ως έξης:

Όθωμανοί................. 760.837,
Ελληνες.................... 657.499,
Σχισματικοί............... 351.342,

ήτοι εν όλω............ 1.864.407.

Τά εν Μακεδονία, εξαιρούμενης της Θάσου, υπάρχοντα 
Ελληνικά σχολεία ανέρχονται εις...................................1.022,
καθηγηταί, διδάσκαλοι και διδασκάλισαι........................ 1.565,
μαθηταί και μαθήτριαι................................................. 63.782. 

Απέναντι τούτων οι Βούλγαροι εχουσι 
σχολεία............................................................................561 , 
διδασκάλους.....................................................................873 
 και  μαθητάς και μαθήτριας..........................................18.311.

Οί αριθμοί ούτοι λαλούσιν εύγλώττως περί της μεγάλης δυνάμεως και υπεροχής του Ελληνισμού εν τη περιμαχήτω χώρα.

Τήν υπεροχήν ταύτην μή δυνάμενοι να καταβάλωσιν οι εν Σοφία Βούλγαροι δια των συνήθων αυτοίς ραδιουργιών και δωροδοκιών, επενόησαν τον σχηματισμόν ληστρικών συμμοριών και την εν συνδυασμώ προς τους μισθοφόρους της Ρουμανίας ενέργειαν και επιδρομήν κατά των Ελληνικών χωρίων, ων ώμοσαν την λεηλασίαν και καταστροφήν.

 Ή τοιαυτη ενέργεια των έπηλύδων εχθρών του Ελληνισμού έξήγειρε τους Ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας και παρήγαγε κατ΄ ανάγκην την ΑΜΥΝΑΝκαι τους ΕΚΔΙΚΗΤΑΣ, οίτινες αρκετά έξεδικήθησαν τας σφαγάς αθώων υπάρξεων, τους εμπρησμούς των οικιών και κτημάτων καί τας δολοφονίας διαπρεπών και σημαινόντων Ελλήνων.


Τήν εν τοις γράμμασιν, ταις έπισήμαις, τω εμπορίω και τη βιομηχανία δύναμιν. των Ελλήνων, οΐτινες αποτελουσι μόνοι αυτοί την καλήν και έκλεκτήν τάξιν, παρακολουθεί και η εν τοις όπλοις υπεροχή,

Ό κ. Παγιαρές ((Σ.Σ.) Ό Μιχαήλ Παγιαρές ήταν Γάλλος δημοσιογράφος, φίλος της αλήθειας και των Ελλήνων.) εν τω εσχάτως εκδοθέντι βιβλίω αύτου ύπό τίτλον «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΚΥΚΕΩΝ» έκ της παραβολής των εν Μακεδονία Ελληνικών και Βουλγαρικών σχολείων γράφει τα έξής:

«Οι Έλληνες όθεν υπερτερούσι των Βουλγάρων.
'Αλλως τε οί εμπορικοί πράκτορες της Βουλγαρίας, οϋς ήρώτησα, δέν άρνουνταιΐ την υπεροχήν των Ελλήνων επί των σχολείων.

 Άποδίδουσιν δέ τούτην εις την άρχαιοτέραν Ελληνικήν προπαγάνδαν.

 Έλπίζουσιν όμως να φθάσωσιν τους Έλληνας και να προσελκύσωσιν είς τόν βουλγαρισμόνπάντας, ακόμη και τους μάλλον έλληνόφρονας. 

Έν τούτοις είνε αποδεδειγμένον ότι την σήμερον μ΄ όλας τας βασάνους, τό έγχειρίδιον και τας βόμβας φοιτώσι περισσότεροι Μακεδόνες εις τα ελληνικά παρά εις τα βουλγαρικά σχολεία».


Τό σπουδαιότερον δέ είνε ότι τα ελληνικά σχολεία ίδρύθησαν ιδιωτική πρωτοβουλία και ότι εις ταυτα φοιτώσιν οι μαθηταί έλευθέρως άνευ πιέσεως τίνος χρηματικής, ηθικής και φυσικής.

Όπως εκτιμήση τις, γράφει ο κ. Βεράρδ (σημ.YaunaVictor Bérard), την όλην αξίαν του έργου, δέον να γνωρίση τους αληθείς πράκτορας της προπαγάνδας.

Ή ελευθέρα Ελλάς και τό Πατριαρχείον συντελούσιν εν μέρει, άλλ΄ η συμμετοχή αυτών είνε έλαχίστη.
Κυρίως αι εγχώριοι κοινότητες προσκαλούσι και συντηρούσι τους έξ Αθηνών διδασκάλους.
Τά ελληνικά σχολεία ιδρυθέντα δι΄ ιδιωτικών κεφαλαίων, λειτουργούσι και προοδεύουσι διά μόνης της μερίμνης και της έλευθέρας συνδρομής των ελληνικών οικογενειών.

Τα ίδια τέκνα των οικογενειών τούτων αποτελούσι την πελατείαν των σχολείων. Συμβαίνει αράγε το αυτό και εις τας άλλας προπαγάνδας;


Ό κ.Βλών (BLONT), γενικός πρόξενος της Αγγλίας εν Θεσσαλονίκη, εν τη Κυανή βίβλω άριθ. 3 του έτους 1889, αναφέρει ότιη σημασία των περισσοτέρων βουλγαρικών σχολείων εν Μακεδονία είνε μηδαμινή, κατά την γνώμην του, διότι ταυτα συντηρούνται έκ των πεμπομένων χρημάτων έκ Βουλγαρίας, Ανατολικής Ρωμυλίας και ίσως έκ Ρωσσίας.

Μ1ΧΑΗΛ ΠΑΓΙΑΡΕΣ

Ό γνωστός ανά τό Πανελλήνιον 

Γάλλος δημοσιογράφος, 
φίλος της αλήθειας και των Ελλήνων
«Μέ είπον, γράφει ο κ. Παγιαρές, ότι μόνον Σλάβους θέλω ευρει εν Μακεδονία. 

Έν τούτοις εις όλα σχεδόν τα διαμερίσματα εύρον ανθρώπους , οΐτινες έθνησκον άνακράζοντες δι΄ όλων των δυνάμεων αυτών και διά φωνής διατόρου και άτρομήτου
«ElΜΕΘΑ ΕΛΛΗΝΕΣ. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ». 

"Εκαστος λίθος καθ’ όδόν διηγείτο τα παθήματα των 'Ελλήνων.
 Μετ’ όλίγον άπειράριθμα φάσματα παρουσιάζονται προ της διόδου μου δια μέσου των πεδιάδων, κοιλάδων λόφων, όχθών του Άξιου, πλευρών του Περίμ, ύπωρειών του Όλυμπου, κατά μήκος των λιμνών, επί του Βαρνούντος, των πτυχών των Μαλεσίων, επί των όχθών του Στρυμόνος και Άλιάκμονος και ήκουον μίαν τρομεράν διαμαρτύρησιν
 «ΕIΜΕΘΑ ΕΛΛΗΝΕΣ»,
έκραύγαζον τα φάσματα, και έπειδή επέμέναμεν ινά μείνωμεν Ελληνες διά τούτο επέσαμεν ύπό την μάχαιραν των δολοφόνων!

Έν Νιαούση τρεις χιλιάδες σκελετοί θέλουσιν έξέλθει έκ του τάφου, ίνα μοι άναπωλήσωσιν ότι οί Ελληνες έσφάγησαν διά του γιαταγανιού.

«Οί τεθνώντες ούδέποτε ψεύδονται πρέπει να τό πιστεύσωμεν.
 Άφήσωμεν κατά μέρος τας έθνολογικάς και γλωσσολογικάς θεωρίας.

 Τό ούσιώδες και άξιωσημείωτον είνε ότι πάντες οί Μακεδόνες προτιμώσι να σταυροθώσι μάλλον παρά να στρέψωσι τα νώτα προς την Ελλάδα».

 Ας έπιτρέψει μοι ο κ. Παγιαρές να παρατηρήσω ότι η λέξις προπαγάνδα ήν και άλλοι συγγράφεις έκ των Ευρωπαίων μεταχειρίζονται, δεν άρμόζει ποσώς, προκειμένου περί διαδόσεως της Ελληνικής παιδείας και πολιτισμού.

Διά τας άλλας εθνότητας τό εργον είνε βεβαίως προπαγανδικόν, οί λαοί ούτοι, παρείσακτοι όντες, προσπαθουσι διά θυσιών χρηματικών και ανθρωποθυσιών να εϊσχωρήσωσιν εν τη Μακεδονία και τον έθνικόν αυτής χαρακτήρα να μεταβάλωσιν.

Οι "Έλληνες όμως εν Μακεδονία εύρίσκονται εν τη ιδία αυτών εστία, ταδέ εν αυτή έλληνικά σχολεία συντηρούνται τα μέν διά κληροδοτημάτων Μακεδόνων, τα δέ υπό των έγχωρίων έλληνινικών κοινοτήτων.

Οί τα έλληνικά γράμματα διδάσκοντες εν Μακεδονία εισί τό πλείστον Μακεδόνες ιθαγενείς, όλίγιστοι δέ οί έκ της έλευθέρας Ελλάδος.

Εν Μακεδονία από των αρχαιοτάτων χρόνων έκαλλιεργούντο τα έλληνικά γράμματα.

 Ή Πέλλα επί  Αρχελάου (413—399 π. X.) ύπήρξεν έστία των Ελλήνων λογίων και ποθητών και της έλληινικής εν γένει παιδείας.

Ή Στάγειρος έφυσε ((Σ.Σ.) γέννησε) τόν μέγαν της άρχαιότητος 'Έλληνα φιλόσοφον Άριστοτέλην, τόν διδάσκαλον του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πάντων των Ελλήνων.


Ή ’Αμφίπολις, η Θεσσαλονίκη, η Απολλωνία της Ιλλυρίας διέπρεψαν δια την καλλιέργειαν των έλληνικών γραμμάτων.

Έν Θεσσαλονίκη τω 1490 έδίδασκεν εν τη έκει έλληνική σχολή ο Ιωάννης Μόσχος ύπό των Θεσσαλονικέων προσκληθείς.

Τής 'Ελληνικής σχολής Θεσσαλονίκης εν έτει 1721 προΐστατο Ιωάννης ο Θεσσαλοινικεΰς.
 Έν έτει 1757 ύπήρχον εν Θεσοαλονίκη δύο έλληνικαι σχολαί.

Έν τη μονή Βατοπεδιίου ύπήρχεν η ’Αθωνιάς Ακαδημία (1753—1758) ής προΐστατο Ευγένιος Βούλγαρις.

Ελληνικά σχολεία υπήρχον 

εν Πολυγύρω, Εδέσση, Βερροία και Νιαούστη τω 1750, 
εν Μελενοίκω τω 1810,
εν Σέρρας τω 1740, 
εν Καστορία τω 1660, 
εν Σιατίστη τω 1710, 
εν Γρεβενοις και Κοζάνη τφω 1666 και 
εν Βελβενδω τω 1780. 

Σημιειωτέον ότι τα "Ελληνικά γράμματα έδιδάσκοντο προ αιώνων, πολύ πρό των άνω χρονολογιών, παρά των ιερέων έκάστης ένορίας.
Ούτοι συνήθροιζον οίκοι τους παίδας και έδίδασκον τα γράμματα έπ΄  αμοιβή.
Τουθ  όπερ έβράδυνεν εις πολλά μέρη τήν σύστασιν 'Ελληνικών σχολείων.

Αλλως οί 'Έλληνες από των προϊστορικών χρόνων μέχρι σήμερον είσίν έμφύτως οί φορείς και πρόδρομοι του πολιτισμού.

Εις Κριμαίαν 1000 έτη πρό Χρίστου οί 'Έλληνες μετέβησαν και μετέδωκαν έκει τας τέχνας και τόν πολιτισμόν. 

Δέκα δε αιώνας μ. X. βραδύτερων οί 'Έλληνες εισήγαγον τόν χριστιανισμόν εν  Ρωσσία, βαπτισθέντος πρώτου του Βλαδίμηρου Α' υπό 'Ελλήνων ιερέων.

 Οι Θεσσαλονικείς Έλληνες ίσαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιοςέδίδαξαν τα γράμματα και μετέδωκαν τον χριστιανισμόν εις τους Βουλγάρους, τους αμείλικτους τούτους εχθρούς του Ελληνισμού. 

Ή Ελλάς κατά την εποχήν του Περικλεούς ύπήρξεν η εδρα των γραμμάτων και των τεχνών, και εν αυτή προσήρχοντο άπό πάσης χώρας όμοεθνεΐς και ξένοι ΐνα διδαχθώσι τα έλληνικά γράμματα.

Ό Μέγας Άλέξανδος διά των ένδοξων αύτού έκστρατειών μετέδωκεν είς Ευρώπην, Άσίαν και Αφρικήν την έλληνικήν παιδείαν και τόν έλληνικόν πολιτισμόν.

Ό εν Θεσσαλονίκη γεννηθείς τω 1370Θεόδωρος Γαζήςεδίδαξε τα ελληνικά γράμματα εν Ιταλία.

Ό εν τη αυτή πόλει γεννηθείς τω 1400 διδάσκαλος Ματθαίος Καμαριώτης εδίδαξεν εν Κωνσταντίνου πόλει.

Μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, οί  Ελληνες λόγιοι διωκόμενοι μετέβησαν είς Ιταλίαν και έκει έδίδαξαν τα ελληνικά γράμματα και μετέδωκαν τόν πολιτισμόν.

 Ό έκ Βερροίας διδάσκαλος Ιωάννης Κοντούνιος έδίδαξε τα έλληνικά γράμματα εν Βενετία.
 Ό Σεβαστός Λεοντιάδης έκ Καστορίας, γεννηθείς τω 1690, ύπήρξε δεινός συγγραφεύς και φιλόσοφος.

 Ό Μιχαήλ Παπαγεωργίου εκ Σιατίστης, γεννηθείς τω 1727, έδίδαξε τα ελληνικά γράμματα εν Μελενοίκω.

Αλλά και επί των ήμερων ήμών οί Έλληνες εξημέρωσαν τό Σουδάν μεταδώσαντες έκει τόν πολιτισμόν.
Οί "Ελληνες άναντιρρήτως εισίν έξ εμφύτου έκπολιτιστικόν στοιχείον, τούτο αποδυκνύει η δράσις εν γένει του Ελληνισμού από των άρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον.

 Ή δράσις δέ αυτή βεβαίως δέν δύναται να κληθή προπαγάνδα,ουδέ είνε τοιαυτη η υπαρξις εν Μακεδονία ολίγων διδασκάλων, είνε απλώς συνέχεια της δράσειως εν γένει του ‘Ελληνισμού.

Τελευταίον και σπουδαιότερον έπιχείρημα ύπέρ του ισχυρισμού ήμών ότι προπαγάνδα δέν χωρεί επί κεκτημένου εδάφους είνε τό εν ετει 1455 μ. X. εκδοθέν αύτοκρατορικόν διάταγμα (φιρμάνιον), δι΄ ου ο κατακτητής, παρά τη τουρκική, έκήρυττε την ΕΛΛΗΝΙΚΗΝως έπίσημον γλώσσαν εν Θράκη και Μακεδονία,είς τρόπον ώστε πάσαι αι δημοσιεύσεις και διαταγαί των επιτόπιων αρχών των άνω χωρών εδημοσιεύοντοτουρκιστί και ΕΛΛΗΝΙΣΤΙ.

Τελευταίον εδημοσιευθη ίταλιστί εκτεταμένη συγγραφή ύπό τίτλον τό ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ,εργον του Ιταλού δημοσιολόγου κ.   Ιωάννου Άμαδόρου (GIOVANΙ AMADORI VIRGILΙΙ).

Τό βιβλίον κοσμείται ύπό πέντε χαρτών και πληθύος στατιστικών πληροφοριών και έπίΐισήμων εγγράφων, έφ΄ ων στηρίζει τας σκέψεις και κρίσεις ο αμερόληπτος συγγραφεύς. Χάριν των αναγνωστών ήμών αποσπώμεν έκ των πολλών εν αυτή ενδιαφερόντων ζητημάτων.

Ό κ. Άμαδορης εν πρώτοις μεταχειρίζεται την λέξιν Ρωμυλίαν, εν η περιλαμβάνει ου μόνον την Μακεδονίαν αλλά και την παλαιάν Σερβίαν, Θράκην, Ήπειρον και Αλβανίαν.

Τοιουτοτρόπως η Μακεδονία δεν έξετάζεταιως πρόβλημα αυτόνομον παρεμφερές προς τό της Κρήτης, άλλ΄ ως χώρα αναπόσπαστος των όμόρων αυτή έπαρχιών.
Άφ΄ ετέρου ο κ. Άμαδόρης χωρίζει την Ήπειρον άπό της Αλβανίας, καθώς και την κυρίως Μακεδονίαν άπό της παλαιάς Σερβίας, ήν παρά τας ίστορικάς και γεωγραφικός διαφοράς οί Βούλγαροι μετά των Ευρωπαίων μεταρρυθμιστών προσεκόλλησαν εις την πατρίδα του Αλεξάνδρου.
Κατά τον αυτόν συγγραφέα εθνικότητες άρτιαι συμπληρώσασαι την έξέλιξιν αυτών εϊνε δυο η Ελληνική και η Μουσουλμανική. 



Εις τους "Ελληνας και τους 'Μουσουλμάνους μόνον πράγματι ανευρίσκεται, τόσον εις τό σύνολον των πληθυσμών, όσον και εις τα άτομα, αίσθημα έθνικόν και εθνική συνείδησις μόνιμος και ανέκαθεν υπάρχουσα (GONS TANTE Ε TRADIZIONALE), καθιστώσα τους "Έλληνας τους διαδόχους του Βυζαντίου και τους έκπαιδευτάς του Ανατολικού Χριστιανικού κόσμου, ένω έκ παραλλήλου οί Μουσουλμάνοι συνεχίζουσι την διά κατακτήσεως κυριαρχίαν.

 Οί άλλοι κάτοικοι είνε ομάδες άνεθνικαι (GRUPPI ANAZIONALI).

 Ή Σλαυική ομάς εχει συνείδησιν έθνικοπολιτικήν άρνητικήν άνθελληνικήν και άντιτουρκικήν, ήτις είνε ΑΠΟΤΈΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΣ ΥΠΟΔΕΕΣΤΕΡΟΥ ΑΥΤΗΣ.

Τό υποδεέστερον τούτο καθίστα κατά τόν μεσαίωνα τόν Σλάβον άπλούν έργάτην της γης.

Βραδύτερον δέ, μή δυνάμενος να έξηγήση τους λόγους της αστικής υπεροχής του Ελληνικού στοιχείου,ο Σλάβος συνειθισε ν΄ άνθίσταται αρνητικώς εις τας δυο δυνάμεις, την 'Ελληνικήν και την Μουσουλμανικής, αϊτινες πολιτικώς και οίκονομικιώς έδέσποζον αυτού.

Ό Αλβανός στερείται και ιστορίας, ήτις δύναται να συντελέση εις την γέννησιν εθνικών διανοημάτων. 

Αί δέ μετά τους Σλάβους και τους Αλβανούς ερχόμεναι ομάδες χαρακτηριστικόν γνώρισμα έχουσι TOΝ ΠΟΛITIKON ΑΥΤΩΝ ΑΜΟΡΦΙΣΜΟΝ (AMORFISMO).

 Θέλουσιν όθεν προσελκυθή υπό του ίσχυροτέρου γείτονος στοιχείου.

Περί της σχετικής δυνάμεως των διαφόρων ομάδων ο κ. Άμαδόρης, μετ’ έπιστημονικωτάτην βάσανον των διαφόρων στατιστικών, άφου κατέδειξεν,
 ότι η γλώσσα και η φυλή ως και η θρησκεία είνε κριτήρια αβέβαια και επισφαλή, καταλήγει άνακηρύσσων ως την θετικωτέραν και την έπιστημονικωτέραν των στατιστικών την ύπό του ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥτω 1904συναχθείσαν, ής την άκρίβειαν έπεκύρωσεν εμμέσως και η όλίγω βραδύτερον γενομένη έπίσημος απογραφή.

 Ιδού σύνοψις των δύο τούτων στατιστικών.

Στατιστική Ελληνική.

 Τούρκοι 760.837, "
Έλληνες 657.499,
 Βούλγαροι 351.342.
 Σύνολον κατοίκων Μακεδονίας 1.864.407.

Άπογραφή Τουρκική.

Τούρκοι 967.573, 
Έλληνες 634.510, 
Βούλγαροι 385.729. Σ
ύνολον κατοίκων Μακεδονίας 1.979.800.

’Από έδαφικής άπόψεως και έξεταζομένης νυν όλης της Ευρωπαϊκής Τουρκίας μεταξύ των Χριστιανών οί "Έλληνες έπικρατουσιν εν Ήπείρω, εν τοις  Βιλαετίοις Μοναστηριού και Θεσσαλονίκης και εν Θράκη.
Οί Σέρβοι υπερέχουσιν εν τω Βιλαετίω του Κοσσυφοπεδίου, οί δέ Βούλγαροι εις τας βορείους Ύποδιοικήσεις της Μακεδονίας ιδία Ανατολικάς.
 Ώς προς τους ρουμανίζοντας ουτοι (ους δέον να μή συγχύσωμεν μέ τους Κουτσοβλάχους) εΐνε, παρά τάς υπέρογκους θυσίας της Ρουμανικής προπαγάνδας, ελάχιστοι.

'Ως προς τους Αλβανούς, ους ο συγγραφεύς διακρίνει των Ήπειρωτών, ούτοι έδρηνται εν πλειοψηφία άπό Αύλώνος και έκείθεν εν τοις Βιλαετίοις της Σκόδρας, εν τμήμασίτισι του Βιλαετιού του Κοσσυφοπεδίου και εις τας Υποδιοικήσεις Δίβρης και Έλβασάν, τάς
τεχνητώς προσκολληθείσας είς τό Βιλαέτιον Μοναστηριού.

Περατώνων τό κεφάλαιον τούτο ο κ. Άμαδόρης προσθέτει τα έξης:

Ή Ελληνική 'Ήπειρος είνε μία φυσική, γεωγραφική, εθνική, Ιστορική συνέχεια του Μακεδονικού Ελληνισμού... 
Τό Άλβανορθόδοθον στοιχειον δέν είνε είμή Έλληνίζον στοιχείον μεταβάσεως μεταξύ του 'Ελληνικού  πληθυσμού και του Μουσουλμανικού Αλβανικού του Βορρά.

»Περί πολιτικής της Ελλάδος άναφέρων ο κ. Άμαδόρης χαρακτηρίζει τούτην άς πολιτικήν ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. 

Τοσούτον όγκον ούδείς άλλος Βαλκανικός λαός έχει να επίδειξη εν Ανατολή.

'Ολόκληρος ο ύπό την Τουρκίαν Ελληνικός κόσμος είνε έθνοπολιτικώς συνδεδεμέινος και ήνωμένος μετά της έλευθέρας 'Ελλάδος. 

Ή Μεγάλη Ιδέα αποτελεί την βάσιν της έλληνικής πολιτικής. 

Καί ύποστηρίζεται ού μόνον ύπό των δυνάμεων του Ελληνικού Κράτους, άλλά και υπό των πολιτικοκοινωνικών ένεργειών ολοκλήρου του Ανατολικού 'Ελληνικού κόσμου.

Ό πατριωτισμός του Έλληνος—έλευθέρου και δούλου—είνε υπέροχος. 

Καί εν τω πατριωτισμω τούτω έγκειται όλον τό μέλλον του 'Ελληνισμού».

Τήν Μεγάλην Ιδέαν των 'Ελλήνων μετ’ ού πολύ θέλει συμβολίζει ο άνδριάς Κωνσταντίνου του Παλα ιολόγου, έγερθησάμενος εν περιόπτω θέσει των Αθηνών.

Προ της άρρενωπης μορφής του πεσόντος επί των έπάλξεων της Κωνσταντινουπόλεως τελευταίου "Ελληνος αύτοκράτορος, οι Πανέλληνες παρελαύνοντες και φρονηματιζόμενοι έκ του παραδείγματος Λύτου θέλουσιν έτι μάλλον προσηλωθή εν τη πραγματοποήσει του Ιδανικού της ελληνικής φυλής.

Η ΦΛΩΡΙΝΑ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

$
0
0
Καπετάν Βαγγέλης Στρεμπρενιώτης,
εκ του χωρίου Ασπρόγεια Φλωρίνης
Γ. X. ΜΟΔΗ

Διάλεξις δοθείσα την 12ην Απριλίου 1968
 εις την αίθουσαν της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών 
υπό την αιγίδα του Συλλόγου Φλωρινιαίων ’Αθηνών.

Ή Φλώρινα δεν είχε εκκλησίαν ίσαμε το 1835.

 Οι άνθρωποι εκκλησιάζονταν σε γειτονικά χωριά, όπου παντρεύονταν, βαπτίζονταν, κηδεύονταν. το 1835, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Φλωρινιώτης οπλαρχηγός Λάκης Πύρζας, ένας καλός 'Αλβανός πασάς τους έδωσε την άδεια να κτίσουν εκκλησίαν αλλά έξω και μακρυά από την πόλι.

 Δεν έπρεπε να μολύνεται η ατμοσφαίρα της με ψαλμωδίες απίστων.

Φανατικοί Τούρκοι αποτελούσαν την μεγάλην πλειοψηφία των κατοίκων της.

Ρίχθηκαν οι άνθρωποι στην δουλειά μεγάλοι και μικροί, άνδρες και γυναίκες.
Αλλά τη νύχτα οι Τούρκοι χαλνούσαν ότι με τόσους κόπους έφιαναν οι ραγιάδες την ημέρα. Και μιά μεγάλη επιτροπή από μπέηδες και χοτζάδες αγάδες διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πασά που είχε δώσει την άδεια από δική του πρωτοβουλία χωρίς Σουλτανικόν φερμάνι.

Ό Πασάς τους ρώτησε.

Έχουν οι γκιαούρηδες σχολείον;
Έχουν, απάντησαν.
Δεν είναι το σχολείον περισσότερο επικίνδυνο από μιαν εκκλησίαν όπου απλώς ο Αλλάχ λατρεύεται;
Είναι.
Τότε πως αφίνετε το σχολείο και θέλετε να εμποδίσετε την εκκλησίαν;
Μα το σχολείο υπάρχει από πολύ παληά χρόνια.

Είχε δημιουργηθή αμφισβήτησις αν υπήρχαν Ελληνικά σχολεία στην Μακεδονία τον 18ον αιώνα. 

Όπως φαίνεται από το βιβλίο του Μπράγκωφ, που θα μας απασχολήση και αργότερα, παραδέχονται και οι Βούλγαροι ότι λειτουργούσαν το 1760 Ελληνικά σχολεία στη Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος, τη Μοσχόπολι, Βέρροια και κατά συγκατάβασι στην Κοζάνη και Καστοριά.
Αλλά αφού  η Φλώρινα με τον φτωχό και λιγοστό Χριστιανικό πληθυσμό της διατηρούσε τότε περίπου σχολείον είμπορεί να θεωρηθή βέβαια ότι υπήρχαν σχεδόν παντού. Ό Φυλακτός, πού υπηρέτησε γυμνασιαρχης έπι Τουρκοκρατίας και εις Κορυτσάν και Σέρρας, γραφει ότι υπήρχε σχολείο στην Κορυτσά το 1730 και εις Σέρρας πολύ παλαιότερα.

Στά αρχεία της Βενετίας βρήκε ο κ. Μέρτζος επιστολές του 1690 εμπόρων από την Θεσσαλονίκη, την Μοσχόπολι, την Καστοριά, την 'Αχρίδα και την.... Μηλόβιστα.
Άναφέρονται σε εμπορικά ζητήματα αλλά δεν έχουν ορθογραφικά η συντακτικά λάθη.
'Έμαθαν οι σπουδασταί τους τα δύσκολα Ελληνικά γράμματα με την έπιφοίτησι του ‘Αγίου Πνεύματος και μάλιστα ξενόφωνα μέρη όπως η Μηλόβιστα πού είναι χωμένη σε μιά βαθειά ρεμματιά του Περιστεριού. Άσφαλώς πέρασαν από σχολείο.

Ή Φλώρινα απέκτησε περί το 1845 και Μητροπολίτη.

Έγινε έδρα της Μητροπόλεως Μογλενών και Φλωρίνης. το 1720 έτούρκεψε ο Μητροπολίτης Μογλενών δηλαδή Καρατζόβας και Άλμωπίας και Αριδαίας. Μαζύ του έτούρκεψαν και πολλά χωριά. Άφού δεν τους έπροστάτευσαν από της τρομακτικές πιέσεις τών Τούρκων οι αγιοι, ο Χριστός, η Παναγία πήγαν και αύτοί με τους ισχυροτέρους!... το παράδειγμα είχαν δώση οι Αλβανοί. Δικαιολογούσαν τις άθρόες εξισλαμίσεις με την θεωρία «όπου το σπαθί έκεί και η θρησκεία».
 Οι Τούρκοι σ’ αμοιβή διωρίσαν τον έξομώτη Μητροπολίτη Μουφτή της Λάρισσας πού ήταν τότε η περισσότερο Τουρκική πόλη της Εύρωπαίκής Τουρκίας. Άλλα εκείνος αργότερα μετάνοιωσε και μιά μέρα άντί να ειπη στο τζάμι «Ένας είναι ο Αλλάχ και Μωάμεθ ο προφήτης του» είπε.

Ένας είναι ο Αλλάχ και ο Χριστός είναι ο προφήτης του!

«Οι Τούρκοι τον κομμάτιασαν αμέσως και στο τάφο του έγραψαν: Νί μπιζήμ νί σιζήν. Ουτε δικός μας ουτε δικός σας»!

Το περίεργο είναι ότι οι διάδοχοι του μητροπολίτου δια τον φόβο των νεοφωτίστων Μουσουλμάνων φανατικωτέρων πάντοτε εγκατεστάθηκαν εξω από την επαρχίαν Μογλενών στην Κατράνιτσα πρώτα, έπειτα στην Κρέμσα το τραγικό Μεσοβούνι της κατοχής και έπειτα στο Εμπόριο της Πτολεμαί'δος και τελικά στην Φλώρινα. τΗταν δηλαδή περιπλανώμενοι Ιουδαίοι και κλωτσοσκούφί τών Τούρκων. 'Έτσι βρέθηκε η Φλώρινα πρωτεύουσα επαρχίας της όποίας πολλά χωριά περί την Γευγελήν και την Γουμένιτσαν απέχουν 150 χιλιόμετρα ενώ άλλα χωριά σε μισή ώρα απόστασι από την Φλώρινα υπαγοντο στη Μητρόπολι Καστορία !...

Δεν έχομε ακριβείς πληροφορίες γιά τα γεγονότα του 1821 στην Φλώρινα.

Βέβαιον είναι ότι τότε καταστράφηκαν δυο μικρά χωριά πάνω από την Φλώρινα Καλογερίτσα και Μπαστροβίτσα ώς και ότι πολλοί από πολλά χωριά πήραν μέρος στον αγώνα. 25 π. χ. από την Κέλλη πού αγωνίσθηκαν στη Νάουσα και ακολούθησαν έπειτα τους Καρατάσιο και Γάτσο στην νότιον Ελλάδα και άλλοι από τον Άκριτα πού δούλευαν στη Ζάκυνθο και την άλλη Επτάνησο ώς πριονάδες και από εκεί διεκπεραιώθηκαν στον έπαναστημένο Μωριά και την Ρούμελη. Ό Ζούρκας από τη Νέβεσκα πολέμησε 7 χρόνια τότε και το 1830 εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη αφοΰ άλλαξε δια λόγους άσφαλείας το όνομά του εις Μεσολογγίτην, ε/γονός του ήταν ο δημοσιογραφος Βασίλειος Μεσολογγίτης. ’Αλλά ήτο δυνατόν να εύρεθή μόνος στη μαχόμενη Ελλάδα;

Ένα σπάνιο βιβλίο « Αίγλη εν ζοφώ » του Άντωνιάδη αναγραφει σε υπερκαθαρεύουσαν ότι το 1867 στην ακμή της Κρητικής έπαναστάσεως συγκροτήθηκε σ’ ενα μοναστήρι της Φλωρίνης, της Κλαδοράχης ίσως η της 'Αγίας Τριάδος Πισοδερίου. συνέδριο πού αποφάσισε την κήρυξιν έπαναστάσεως στην περιοχή. το Έλληνικόν Προξενείον Μοναστηριού φαίνεται, την εμπόδισε.

Το 1878 όμως ξέσπασε σοβαρώτατο έπαναστατικόν κίνημα.

Είχαμεν ακούσει ότι τότε ολόκληρο Τουρκικό ταγμα πετσοκοπήθηκε πάνω απ’ την Φλώρινα στην Βίγλα του Πισοδερίου. ’Αλλά δεν υπήρχαν γραπτά κείμενα.

Μονάχα ενας... αρχικομιτατζής ο Πάντο Κλιάσεφ το μνημονεύει με το όνομα « ανταρσία ».

Βρέθηκαν ευτυχώς στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών από τον κ. Κωφόν εκθέσεις του Προξενείου Μοναστηριού της εποχής εκείνης πού χύνουν απλετον φώς.
Όταν αρχισε και προχώρησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος κατάλαβαν οι δικοί μας στη Θεσσαλονίκη ότι δεν άρκούσαν τα υπομνήματα και ψηφίσματα, πού είχαν υποβληθή απ’ όλ η τη Μακεδονία στην διεθνή Διάσκεψι, πού είχε συγκροτηθή στην Κωνσταντινουπολι γιά να προλάβη τον Ρωσοτουρκικόν πόλεμο και έχρειάζετο να χυθή όχι μόνο μελάνη άλλά και αίμα. Συνεδρίασαν λοι

πόν 50 πρόκριτοι στην Μητρόπολι Θεσσαλονίκης τη μιά μέρα και άλλοι τόσοι την άλλη, των οποίων τα ονόματα αναγραφει στο βιβλίο του ο Γκιπολάς και αποφάσισαν την έπανάστασι... Άλλα έπανάστασι με αυτούς τους δρους δεν μπορούσε να είναι παρά φιάσκο, θεωρήθηκε όμως υπόλογος δεν ξεύρω γιατί ενας νεαρός φοιτητής ο όποιος ενώ περπατούσε μιά μέρα στη Θεσσαλονίκη κοντά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου δέχθηκε ξαφνικά στο καλοχτενισμένο κεφάλι του από μιά γυναίκα ενα βάζο γεμάτο άκαθαρσίες και μιά ταινία με την επιγραφήν: « Εις τον Εφιάλτην του Όλύμπου »...

Αποβιβάσθηκαν όμως 15 Φεβρουάριου 1878 από δυο ατμόπλοια στην παραλία του Λιτοχώρου 450 άνδρες παιδιά παλαιών Μακεδόνων αγωνιστώνκαι ένας Γερμανός εθελοντής υπό την αρχηγίαν του λοχαγού Δουμπιώτη, υίου αρχηγού στην έπανάστασι της Χαλκιδικής.

Μπήκαν στο Λιτόχωρο, αιχμαλώτισαν Τούρκους αστυνομικούς και υπαλλήλους και κυρίευσαν το φρούριο του Πλαταμώνα.

Συνήρθαν έπειτα αντιπρόσωποι πολλών χωριών και εξέλεξαν « Προσωρινή Κυβέρνησι της Μακεδονίας» υπό τον ιατρόν Καραβαγκον η οποία με υπομνήματα στούς Πρόξενους της Θεσσαλονίκης, έζήτησε την ενωσι με την « μητέρα Ελλάδα».

Άλλά η έπανάστασις γρήγορα κατεστάλη στο αίμα και τή στάχτη πολλών χωριών. 
Μάλιστα είχε παρατηρηθή στη Μακεδονία μεγαλύτερος ενθουσιασμός και ζωηρότερη προθυμία γιά τον αγώνα και από την Θεσσαλία και την "Ήπειρο, όπως γραφει ο Σμυρναίος δημοσιογραφος Σείζάνης πού είχε πάρει ένεργόν μέρος.

Ή Τουρκία είχε συνάψει ανακωχήν με τον Ρωσικό στρατό και διέθετε πλέον πολλά στρατεύματα.
Τότε επτά γυναίκες Βλάχων κτηνοτροφών από το Σέλι, των οποίων ο! άνδρες είχαν δράξη τα όπλα ρίχθικαν σ΄ ενα γκρεμό γιά να μή πέσουν στα χέρια τών Τούρκων.
 Μονάχα ο Σείζάνης, αναφέρει ότι τρεις γυναίκες Βλάχων κτηνοτροφών ρίχθηκαν στον γκρεμό.

Εύτυχώς ο άντιστράτηγος έ. ά. κ. Δασκαλόπουλος και ο άντ)ρχης εν αποστρατεία κ. ΣωκράτηςΛιάκος διέσωσαν τα ονόματά τους καθώς κα) ενα δημοτικό τραγούδι της εποχής εκείνης πού ελεγε
 « Φλεβάρης δεν κουσούριασε Μάρτης δεν έμπήκε και όλη η Βλαχιά μαζώχθηκε να φέρη το Ρωμαίκό ». 

Σημειωτέον ότι οι Ρουμάνοι τότε διαμαρτύρονταν εναντίον της σχεδιαζομένης προσαρτήσεως της Θεσσαλίας όπου υπήρχαν πολλοί Βλάχοι καθαρότατοι, κατ΄ αύτούς Ρουμάνοι, πού προτιμούσαν την Τουρκίαν με τους ζαπτιέδες, τους δεκατιστάς, τους Γκέγκηδες, τους μπασιμπουζούκους!...

Αι επτά εκείνες εθνομάρτυρες γυναίκες τους έδωσαν την αποστομωτικήν απάντησι.
Τήν ίδια εποχή ειχεν έκραγή στην Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα στην ορεινή περιφέρεια Φλώρινας — Καστορίας επαναστατικό κίνημα πολύ διαφορετικώτερο.
Αύτοδύναμο από εντοπίους αρχηγούς και οπλίτες χωρίς καμμιά από πουθενά ένίσχυσι, συνεχίσθηκε όλ ο το 1878 και δεν εσβησε ουτε το 1879 καί το 1880 και 1881.

Σπουδαιότεροι αρχηγοι που αναφέρει ο Πρόξενος, ήσαν ο  Δημ. Νταλίπης από την Μπέσφινα η Σφήκα που απέθανε στην Αθήνα φουστανελοφόρος κασαπης ειδικευμένος στα τραγιά, ο  Βασίλης Ζούρκας νικητής σ’ όλες τις συγκρούσεις που μπήκε τον Ιανουάριον 1879 μέσα στη Λάρισα και απήγαγε το χαρέμι του πασά, το όποιον απελευθέρωσε όταν αφέθηκαν ελεύθερες οι δικές μας γυναίκες, πού κρατούσαν οι Τούρκοι.

Φαίνεται ότι ήταν από τη Νέβεσκα.

Άναφέρονται επίσης αρχηγοί ο Κόλε Γκίζας η Κοβρίσκος, ο Μανθόπουλος, Καραγεώργης, Στέφος, Άνδρέουκαι άλλοι.
Τά προξενικά έγγραφα επιβεβαιώνουν την καταστροφή στη Βίγλα του τάγματος πού ειχεν ξεκινήση από το Μοναστήρι εν πομπή και παρατάξει καθώς και τον αφοπλισμό ενός λόχου κοντά στην Περικοπή.

Μπήκαν έξ άλλου στούς μουσουλμανικούς μαχαλάδες του Λαιμού και ενός άλλου χωρίου της Πρέσπας πού είναι τώρα Γιουγκοσλαυίκό και αφού  τους πλιατσκολόγησαν πήραν σκλάβους 16 Τουρκαλβανούς πού ήσαν πάνοπλοι και πολεμικώτατοι.
Τούτο σημαίνει ότι ενέπνεαν οι έπαναστάται τόσον τρόμο και δέος ώστε έπαγωσαν και δεν πρόβαλαν καμμιάν άντίστασι.
Στήν περιφέρεια Βοίου πάλιν οι επαναστάτες προκάλεσαν με ύβριστικά γράμματα τους Τούρκους και τους κατατρόπωσαν όταν πήγαν πρός συνάντησί τους.

Άλλοι μεγάλοι και έξοχοι οπλαρχηγοί ήσαν τότεο ήρωίκός ΆΘαν. Μπούφαςο όποιος έξώπλισε με έξοδα ίδικά του 150 άνδρες και ένεφανίσθη εις το Πισοδέρι όπως γραφει ο Πρόξενος.

Έτσάκισε ενα μπουλούκι Αλβανούς πού έσερνε αμέτρητο κοπάδι ζώα πλιατσκολογημένα στην Θεσσαλία και κρέμασε από το σαρίκι του τον Ίμπραίμ Χότζα.

Ήταν ο εφημέριος Παπαγιάννης, πού έχήρεψε και επειδή δεν μπορούσε να πάρη δεύτερη συμβία έτούρκεψε και έγινε Χότζας!.. 

“Ηταν ο λαμπρός Λεωνίδας από την Σαμαρίνα, υιός μεγάλου αρχιτσέλιγκα και απόφοιτος της Ζωσιμαίας των Ίωαννίνων, καθώς και η καπετάνισσα Περιστέρα από τή Σιάτιστα. Αναγκάσθηκε ν΄ ακολουθήση τον οπλαρχηγόν άδελφόν της και όταν εκείνος σκοτώθηκε τον αντικατέστησε.

Ό Μητροπολίτης Σιατίστης καταφερε να της δοθή χάρις, έγινε δεκτή στην Σιάτιστα μετά φανών και λαμπάδων και όταν πήγαν ξαφνικά οι Τούρκοι να την πιάσουν τους έξέφυγε απ’ τα χέρια σάν άληθινή περιστέρα και κατέφυγε στην Θεσσαλία όπου πεζότατα παντρεύθηκε.

Ό Πρόξενος αναφέρει ότι 24 χωριά των Κορεστίων μεταξύ Φλώρινας και Καστοριάς και πολλά άλλα ήσαν έτοιμα να ξεσηκωθούν και να ενωθούν με τους έπαναστάτας άλλά περίμεναν την σχετική διαταγή την όποίαν επρεπε να εκδώση η Ελληνική κυβέρνησις μέσον του Προξενείου. Αί κυβερνήσεις όμως παραζαλισμένες έξ αιτίας των γεγονότων του Ρωσοτουρκικου πολέμου και επιπόλαιες, ενώ στρατολογούσαν άψε σβυσε από κάθε καρυδιάς καρύδι δια να τους στείλουν με σώματα στην Θεσσαλία και την 'Ήπειρο, άδιαφόρησαν όλότελα δια το υφιστάμενο ήδη μεγάλο κίνημα στην Δυτική Μακεδονία το όποιον με ολίγην ήθικήν ιδίως ένίσχυσιν μπορούσε να πάρη τάς διαστάσεις γενικής έπαναστάσεως.

Πρότασις μάλιστα του Προξένου να σταλουν στους έπαναστάτας σ’ ενα σημείο τών μακρυνών συνόρων πολεμοφόδια έμεινεν χωρίς απάντησιν, ώς τόσον εγραψεν ο Πρόξενος δι΄ αυτους:
« Θέλουσιν και άξιουσιν να ώσι όργανα του Προξενείου»!
Γεγονός είναι ότι το κίνημα εκείνο ήτο πολύ διαρκέστερο από το Ήλιντεν ( το Βουλγαρικό της 20 Ιουλίου 1903 ) και καθόλου κατώτερο. Οι Βούλγαροι όμως το διαλάλησαν στα ιέσσαρα άκρα του κόσμου ήμείς δε σκεπάσαμε το ίδικό μας με τον βάρβαρο πέπλο της λήθης.

Τότε επίσης ο οπλαρχηγός Ναούμηςαπό την Ίεροπηγή της Καστορίας,απήγαγε τον Τούρκον καίμακάμην της Φλώρινας.

Μπήκαν μέσα στην πόλι μιά νύχτα πού έώρταζαν οι Τούρκοι το ραμαζάνι, επιασαν τον καίμακάμη και τον έσυραν μαζί τους και πρός χαιρετισμόν τών Τούρκων ερριξαν μίαν ομοβροντίαν στον άέρα. το γεγονός ήτο συγκλονιστικόν δια τους Τούρκους και ρωμηούς.

Ό καίμακάμης ειχεν εύρυτάτην εξουσίαν. το τραγούδι του «Ναούμης πάει στην Φλώρινα » τραγουδιέται και χορεύεται εις όλη την Δυτικήν Μακεδονίαν και σήμερα. Φαίνεται ότι δεν ήταν όλότελα αγράμματος.
Μέ έβεβαίωσαν ότι υπαρχει επιστολή του με την όποίαν ζητούσε να όρισθή πληρεξούσιος από την Μακεδονίαν στην Έθνοσυνέλευσιν πού έφερε τον βασιλέα Γεώργιον.

Άπό άλλο Προξενικόν έγγραφον προκυπτει ότι είχαν συλληφθή πολλοί χωρικοί από τις περιοχές Φλώρινα και Μορίχοβον ώς συγγενείς επαναστατών.

Οι Μητροπολίται Φλώρινας και Μοναστηριού ενεργούσαν δια την αποφυλάκισίν των.

Άλλο Προξενικόν έγγραφο του 1876 όταν είχε συγκροτηθή στην Πόλι διεθνής διάσκεψις δια να ματαιώση τον απειλούμενον Ρωσοτουρκικόν πόλεμο, αναφέρει ότι στον καζά Καστοριάς επί υπερεκατόν χωριών υπήρχαν σε δυο μόνον Βούλγαροι ολίγοι και στον καζά—δηλαδή την επαρχίαν—Φλώρινας μόνον εις εξ.

Μέ τους αριθμούς αυτούς συμφωνούν πληρέστατα και τα απομνημονεύματα του αρχικομιτατζή Πάντο Κλιάσεφ ο όποιος ομολογεί ότι εις το 1900 μόνον σε δυο χωριά της επαρχίας Καστοριάς ( Ντέμπενι και Μπόμπιστα ) υπήρχε Βουλγαρική πλειοψηφία.

Το 1888 εγιναν πολλές συλλήψεις στην Καστοριά, την Κλεισούρα ( καπου 17 ), την Νέβεσκα, την Φλώρινα, στο Μοναστήρι και ακόμα στην Αχρίδα και τή Θεσσαλονίκη. Ή σαν τα « Πηχεωνικά ». Είχαν κατασχεθή δηλαδή στο σπίτι του δάσκαλου Πηχεών στην Καστοριά επιστολές του του ‘Ελληνικού Προξενείου Μοναστηριού και χρηματαποστολή του. Επίσης περιήλθε στα χέρια της Τουρκικής άστυνομίας και επιστολή του γιατρού Άργυροπούλου πού μιλούσε γιά 50 τουφέκια, πού έπρεπε να σταλουν σ΄ έναν όπλαρχηγό.

 Οι Τούρκοι αναστατώθηκαν, κατάρτισαν αμέσως με Σουλτανικό Διάταγμα στο Μοναστήρι ειδικό στρατοδικείο εις το όποιον και παρέπεμψαν όλους με την κατηγορία της έσχάτης προδοσίας, ότι δηλαδή εργάζονταν γιά να προσαρτηθή το Βιλαέτι Μοναστηριού στο « Γιουνανιστάν » ( Ελλάδα ).

Έγιναν πολλές ενέργειες από τους ιδικούς μας και έχρησιμοποιήθηκαν μέσα πού είχαν πολλήν πέρασι στους Τούρκους και έτσι το στρατοδικείο αθώωσε τους περισσότερους. Άπέθαναν στην εξορία οι Μοναστηριώτες Πίσχας και Σιώμος και ξέφυγε από την Συρία, όπου ειχεν έξορισθή ο Πηχεών και ήρθε στην Αθήνα.

Θύμα των «Πηχεωνικών» έπεσεν και ο Φιλιππίδης μαζί με τον Ήπειρώτη φίλο του Πασχίδη.

Γεννήθηκε στη Μηλόβιστα όπου κατέφυγε ο πάππος του με μιά ντουζίνα παιδιά το 1805 όταν υπέκυψε η Νάουσα στα στρατεύματα του Άλή πασά τών Ίωαννίνων ύστερα από πολιορκία πέντε μηνών. Έχρημάτισε δάσκαλος στη Φλώρινα το 1867 και εξελίχθηκε αργότερα στην Γερμανία σε μεγάλο φιλόλογο με γενικώτερη έκτίμησι στούς φιλολογικούς κύκλους.

 Έγραψε πάμπολλες μελέτες σε Γερμανικές Εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά καθώς και την ιστορία της Έπαναστάσεως της Νάουσας του 1822.

Του έγινε πρότασις να διορισθή καθηγητής στο Πανεπιστήμιο το 1888 δεν δέχθηκε όμως γιατί έφυγε με Γερμανικήν αποστολήν γιά μελέτες στην Μικρά ’Ασία. Άλλά μόλις αναχώρησε ενα Ουγγρικό περιοδικό πού έβγαινε Γαλλικά στην Βουδαπέστη ( REVUE D’ORIENT ) δημοσίευσε έναν άληθινό Φιλιππικό έναντίον του.

Τον χαρακτήρισε « μεγαλοίδεάτη Έλληνα », « αρχιεπαναστάτην», «δημόσιον κίνδυνο γιά την Τουρκία» κλπ. Και μιά μέρα πού έβγαινε απ΄ το Πατριαρχείο, βρέθηκε απομονωμένος πολύ καιρό σ’ ένα φοβερό άστυνομικό μπουντρούμι.

Αναστατώθηκαν οι Γερμανοί, έπέμβηκε η Γερμανική Πρεσβεία και η Γερμανική Κυβέρνηση του Βίσμαρκ.
Οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να του προσφέρουν χάριν. Αυτός όμως σάν γνήσιος δάσκαλος δεν την δέχθηκε ζήτησε ν’ αναγνωρισθή η άθωότης του και ότι επομένως άδικα ταλαιπωρήθηκε. ’Έτσι βρέθηκε τώρα στο ερημικό Φεζάν της Άφρικανικής Τριπολίτιδας όπου ο φίλος του Πασχίδης αφισε τα κόκκαλα.

Το καταπληκτικό είναι ότι η REVUEτης Βουδαπέστης εξακολούθησε να δημοσιεύη άνταποκρίσεις από την ’Αθήνα, το Μοναστήρι και από τήν... Κλεισούρα γραμμένες από όργανα της Ρουμανικής προπαγάνδας και τών Αύστριακών Προξενείων πού ήσαν δριμύτατα κατηγορητήρια κατά του Φιλιππίδη και του πλήθους τών φυλακισμένων στο Μοναστήρι και υποδίκων ενώπιον του έκτάκτου στρατοδικείου. Τούς εμφάνιζαν έπαναστάτας, ταραχοποιούς, Τουρκομάχους κλπ.

Οι παληανθρωποι αύτοί περίμεναν να παρασύρουν με αύτές τές άτιμίες τον βλαχόφωνο πληθυσμό, προκρίτους τών οποίων φυλακισμένους πάσχιζαν να στείλουν στη Τουρκική κρεμάλα!!

Ητο φανερόν ότι η Αύστροουγγρική πολιτική προσπάθησε ν’ αποτρέψη την προσοχή του Ρουμανικού λαου από την γειτονική Τρανσυλβανία όπου υπήρχαν δύο και πλέον εκατομμύρια γνήσιοι Ρουμάνοι, στη μακρυνή Μακεδονία, όπου οι λίγοι Κουτσοβλάχοι ήσαν ανέκαθεν ταυτισμένοι με τον Ελληνισμό και πάντα συνυφασμένοι μαζύ του.

Και έρχόμεθα τώρα στην εμφάνιση περί το 1900 του Βουλγ. Κομιτάτου και των κομιτατζήδων στην Δυτική Μακεδονία.

Πρέπει εύθύς να τονισθή ότι η Φλώρινα και η επαρχία της άντέδρασαν κατά των κομιτατζήδων, ένωρίτερα και ζωηρότερα από κάθε άλλην περιοχήν και μαζι με την επαρχίαν Καστορίας έδωσαν τα πρώτα και περισσότερα θύματα.

Πάντο Κλιάσεφ
Υπάρχουν ευτυχώς τα απομνημονεύματα τουαρχικομιτατζή Πάντο Κλιάσεφ, πρώην Βουλγαροδασκάλου, πού έξεδόθησαν το 1925 στη Σόφια από το Βουλγαρικόν Ινστιτούτο. Έχουν έπομένως και την σφραγίδα της επίσημότητος. Όμολογεί ούτος οτι ήδη τον Ιούνιο 1899 έδολοφονήθησαν δύο νοικοκυραίοι της Βασιλειάδας ( Ζαγορίτσανης ) Μισιρλής και Δημητριάδης, πού γύριζαν άνυποπτοι από το παζάρι, από τους βουλγαροδασκάλους Ποποτράίκωφ και Ρόζεν πού εξακολούθησαν να διδάσκουν στο σχολειό τους το « ού φονεύσεις».

Ό Ποποτράίκωφ προβιβάσθηκε αργότερα αρχηγός του Κομιτάτου της έπαρχίας Καστορίας και ξεκαθαρίσθηκε το 1903 από τον Κώττα.

Ό Κλιάσεφ άνομολογεί άτελείωτη σειρά άλλων σφαγών παπάδων, προκρίτων, δασκάλων, πού τους κατονομάζει και δεν τους κατηγορεί κάν ώς προδότας άλλά μόνον ώς γραικομανείς «γραικομάνους ».

 Στήν ίδια Βασιλειάδα κατακρεουργήθηκε κατά τον αγριώτερο τρόπο μέσα στο μεσοχώρι ο « στυλοβάτης του Ελληνισμού » Καραμάιας από τον αρχικομιτατζή και πρώην έπίσης Βουλγαροδάσκαλον Κούζωφ ο όποιος ενα χρόνο αργότερα κυκλώθηκε κά τραυματίσθηκε από στρατιωτικόν απόσπασμα και αύτοκτόνησε μαζι με τήι ερωμένη του Βουλγαροδασκάλα. Δημοδιδάσκαλοι και καθηγητές ήσαν οι αρχηγοί του Κομιτάτου και τών περισσότερων συμμοριών του.
Στον Πολυπόταμο της Φλώρινας έσφαγιάσθηκε ο εφημέριος Παπακωνσταντίνος. Ε
ίχεν επάνω του και 80 χρυσές λίρες του χωρίου γιά τον Τούρκο ενοικιαστή της δεκά της, πού έκαμαν φτερά και αναγκάσθηκε το χωριό να μάση άλλα χρήματα.

Τόσο το παράκαμαν οι κομιτατζήδες ώστε, όπως γραφει πάλιν ο Κλιάσεφ, τον χειμώνα του 1902 όλα τα χωριά εκτός από δύο τους έκλεισαν τήι πόρτα και η κομιτστζιδική Επιτροπή Μοναστηριού τους σύστησε να κατα φύγουν στην φιλόξενη.... Ελλάδα.

Ή Φλώρινα έσχημάτισε από το 1902 πενταμελή «Επιτροπήν Άμύνης: όπως γραφει στα απομνημονεύματά του ο οπλαρχηγός αργότερα και δεξι χέρι του Παύλου Μελά Λάκης Πύρζας.

Άποτελείτο από τον

Λάκη Πύρζα,
Τέγον Σαπουντζήν,
Γεώργιον Λουκάν,
Πέτρον Χατζητάσην
και εναν άλλον.

Κατώρθωσαν να παρακολουθούν συνεδριάσεις της Επιτροπής του Κομιτάτου τη Φλώρινας. Ώτακουστούσαν συστηματικά.

’Αλλά κάποια όργάωωση έστω υποτυπώδης υπήρχε πάντοτε στη Φλώρινα καθώς και στο Μοναστήρι, τήν άνοιξι π. χ. του 1897 εικοσιοκτώ νέοι Μοναστηριώτες τών καλιτέρων οικογενειών μεταξύ τών οποίωνο βιομήχανος Καζάσης και ο καθηγητής Νάκαςείχαν προμηθευθή όπλα και φουστανέλλες γιά να βγουν άντάρτες με αρχηγό τον Κώττα που ήταν τότε ενας άσημος χωρικός σ’ ενα μακρινό και απόμερο χωριό του οποίου ούτε η ύπαρξις ήταν γνωστή στο Μοναστήρι.

 Πώς λοιπόν και που τον βρήκαν; Είναι ολοφάνερο πως καποια όργάνωσις της Φλώρινας τον είχε συστήση που ήξερε μάλιστα πολύ καλά να κρίνη πρόσωπα και πραγματα.

Στήν επαρχία της Φλώρινας αρχισε η πρώτη ένοπλη άντίδρασις κατά τών κομιτατζήδων.

Τήν εγκαινίασε ο Κώττας.

 Οι 28 Μοναστηριώτες παράτησαν τα άρματωλικά τους σχέδια σάν έμαθαν τα χάλια μας στον πόλεμο του 1897.
 Ό Κώττας όμως αρχισε εύθύς να καθαρίζη τον ενα πίσω από τον άλλο Τουρκοαλβανούς, αγάδες και μπέηδες, τρομερούς τυραννίσκους του αγροτικου πληθυσμού. Έγινε το ίνδαλμά του.
Όπως μου είπε ο σεμνός Κρητικός οπλαρχηγός Θύμιος Καούδης οι χωρικοί τον είχαν σάν Θεό.

Το 1900 τον βρήκαν οι κομιτατζήδες ενθρονισμένο στα Κορέστια (άνάμεσα Φλώρινα και Καστοριά ).
Τον πλησίασαν, τον ύμνησαν, τον δοξολόγησαν, τόν προσκύνησαν και τόν Σεπτέμβριον της ίδιας χρονιάς, όπως πάλιν γραφει ο Κλιάσεφ, τόν πυροβόλησαν πισώπλατα και άτιμώτατα γιά να τόν ξεκάμουν « κατά διαταγήν του Κεντρικού Κομιτάτου. »
Κομιτατζήδες  Τσακαλάρωφ-Κλιάσεφ (καθιστοί)

 Ό Κώττας τραυματίσθηκε άρκετά σοβαρά και όταν θεραπεύθηκε τους κήρυξε τόν πόλεμο. Τέσσαρα όλα χρόνια πολέμησε κατά του Κομιτάτου και της Τουρκικής αυτοκρατορίας! Οι κομιτατζήδες του έστησαν απειρίαν ένεδρών και παγίδων, όπως πάλιν γραφει ο Κλιάσεφ, άλλά ο γερόλυκος τών βουνών τους ξέφευγε πάντοτε. Και σάν μεσαιωνικός βαρώνος κρατούσε υπό την κυριαρχίαν του τα περισσότερα χωριά τών Κορεστίων.

Επίσης έκήρυξε τόν πόλεμο στο Κομιτάτο ο καπετάν Βαγγέλης από τα Άσπρόγεια ( Στρέμπρενο ). Είχε πάει εθελοντής στόν πόλεμο του 1897, τραυματίσθηκε στη μάχη του Βελεστίνου και όταν γύρισε στην Πόλι, όπου δούλευε, τόν έξώρισε η Τουρκική άστυνομία στην γενέτειρά του. Έκεί τόν πλησίασαν οι ανθρωποι του Κομιτάτου τόν εξύμνησαν και τόν ώνόμασαν αρχηγόν. Σάν είδε όμως τα καμώματα και τα εγκλήματά τους τους απεκήρυξε.

Μιά νύχτα πλήθος κομιτατζήδες κύκλωσαν το σπίτι του.
 Ό Βαγγέλης με τόν Χρήστο Παναγιωτίδη η Μαλέτσκον άμύνθηκε, βάρεσε μερικούς και στο τέλος τους κυνήγησε. Μιά ομάδα κομιτατζήδων πού έπεχείρησε να άνεβή από το πίσω μέρος του σπιτιού στην στέγη γιά να βάλη φωτιά δέχθηκε δύο χούφτες κόκκινο πιπέρι απ’ την άδελφή του Σοφία στα μάτια...

Στο Φλάμπουρο επίσης σχηματίσθηκε σώμα από τόν παληό αγωνιστή Κόλε Πίνη και στο Λέχοβο άλλη ομάδα υπό τόν Ζήση Δαμάλιο γιά την προστασία του χωρίου.


Δυστυχώς τον Μαίο 1904 ο καπετάν Βαγγέλης επεσε σ΄ ένέδρα κομιτατζήδων και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Κώττας αιχμαλωτίσθηκε σε μιάν κρυπτη από Τουρκικό απόσπασμα. Προδόθηκε δ΄ άκατανοήτους λόγους από ανθρωπο που έπρεπε να τον φυλαγη σάν κόρη οφθαλμού.
Χάθηκαν δυσυχώς δύο αρχηγοί που Θά ήσαν άνεκτίμητοι όταν αρχισε συστηματικός ο ένοπλος αγώνας μας.

Χωριά της Φλώρινας κυρίως έπισκέφθηκε την άνοιξι του 1904 επιτροπή υπό τον τότε λοχαγό Άλεξ. Κοντούλην, από τους Παύλον Μελά, τον ’Αναστ. Παπούλαντον τραγικόν αρχιστράτηγο στην Μικά Άσία, τον Πάνο Κολοκοτρώνη, πού έπεσε ταγματάρχης στον Έλληνοβουλγαρικόν πόλεμο του 1913.

Ειχε σταλή από την Έλληνικήν Κυβέρνησι να μελετήση την κατάστασι στη Μακεδονία.
 Πήγε στον Κώττα, το Πράσινο, το Τρίγωνο, το Αντάρτικό, στις Καρυές της Πρέσπας.
Έκεί απεχώρησε με πολλή δυσφορία ο Παύλος Μελάς γιατί τον ανακάλεσε επειγόντως η Κυβέρνησις κατόπιν διαμαρτυρίας της Τουρκικής Πρεσβείας.

"Έφερε το σχετικό κρυπτογραφικό γράμμα του Προξενείου Μοναστηριού ενας « μισότρελλος κουρελής » όπως γραφει ο Μελάς.

Σταμάτησαν τότε και τα τόσον εύγενικά όσον και διαφωτιστικά γράμματά του πρός την σύζυγό του.
Άν έλειπαν τα απόμνημονεύματα του Λάκη Πύρζα πού είχε γίνει το δεξί του χέρι και ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του δεν θα ξεύραμε τι απόγινε η υπόλοιπος επιτροπή.
Άπό αύτά μαθαίνουμε ότι πήγε στον Πολυπόταμο, την Τριανταφυλλιά, την Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο, τα ’Ασπρόγεια, όπου συναντήθηκε με τον καπετάν Βαγγέλη, το Λέχοβο.
Παντού έπεσκέφθηκαν σχολεία, έκκλησιάσθηκαν σε εκκλησίες, ώμίλησαν σε συγκεντρώσεις χωρικών χωρίς να ενοχληθούν από Τούρκους η κομιτατζήδες, σά να βρίσκονταν στην παληά Ελλάδα.
Οί Βούλγαροι αν ήξευραν σε ποιο άκριβώς μέρος βρίσκονταν θα είχαν στείλη σίγουρα τα στρατιωτικά αποσπάσματα.
Ό Πύρζας περιγραφει πως στο Λέχοβο και το Βογατσικό υπέγραψαν οι τρεις αξιωματικοί την κοινή εκθεσι, πως ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης συνέταξαν κρυφά άλλην άντίθετη, με αποτέλεσμα να μονομαχήσουν στην Άθήνα Μελάς και Κολοκοτρώνης.

 Οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης ήσαν απαισιόδοξοι.
Αλλά τί ήθελαν, γ Ορισαν τόσα χωριά τόσον καιρό σάν να εκαμναν επιθεώρηση χωρίς να ενοχληθούν από κανένα. Ό Παπασταύρος του Πισοδερίου όταν πήγε στο Αντάρτικό να τους χαιρετήση με το τουφέκι στον ώμο αρχισε άντι παντός άλλου να τραγουδάη το « το λυγερόν και κοφτερόν σπαθί μου».
Ό μουχτάρης της Μικρολίμνης είπε του Κοντούλη στις Καρυές. Τώρα πού μας θυμήθηκε ο βασιλιάς μας δώσατε μας όπλα και έννοια σας. Πολλοί όταν τους πρωτοείδαν δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυα. "Ηθελαν να τους υποδεχθούν σε Τούρκικο έδαφος με σημαίες και μουσικές!...
Δέν εχομε καιρό βέβαια ν" άσχοληθούμε με την έξέλιξι του αγώνος στην περιφέρεια της Φλώρινας. Είμπορώ όμως και πρέπει ν" αναφέρω τις θυσίες του τόπου.

Στήν Σκοπιά έσφαγιάσθηκαν δυο παπάδες και ενας τρίτος απαγχονίσθηκε από τους Γερμανούς γιατί το ήθελαν οι Βούλγαροι του Κάλτσεφ.

Στον Πολυπόταμο άλλοι, δυο ο Παπαγιάννης και τέσσαρες χωρικοί παρασύρθηκαν σε κομιτατζήδικη παγίδα με ενα ψεύτικο γράμμα, πού προήρχετο δήθεν από Έλληνα οπλαρχηγόν. Μέ την ίδια μέθοδο εξοντώθηκε ένωρίτερα και ο Παπασταύρος του Πισοδερίου.

Στήν Περικοπή άλλοι δύο παπάδες βρήκαν τραγικόν θανατο. Πλήθος άλλοι παπάδες μΕμονωμένοι είχαν την ίδια τύχη στα Άσπρόγεια, το Ξινό—Νερό, τους Ψαράδες, τα Χάλαρα, το Πισοδέρι, την Ιτιά και άλλου.
Τού εφημερίου Άμμοχωρίου Παπαίωανεικίου του έκοψαν τα δύο αύτιά! Αμέτρητοι είναι και οι χωρικοί πού έπεσαν από το μαχαίρι τών ελευθερωτών κομιτατζήδων. Στον Αετό μιά νύχτα έσφαγιάσθησαν 5 άνδρες και δυο γυναίκες, στις Λεπτοκαρυές 4, στις Κάτω Κλεινές ο , στον Άγιο Γερμανό 5, άλλοι τόσοι στην Ιτιά, Βεύη, Κέλλη.

 Έπτά Νεβεσκιώτες πού γύριζαν από την Φλώρινα στο χωριό τους ψήθηκαν σ’ ενα φούρνο.

Έπτά Λεχοβίτες πού γύριζαν από το παζάρι του Αμυνταίου στο χωριό τους χάθηκαν στον δρόμο μαζί με τα άλογά τους σάν να άνοιξε και τους καταπιε η γή.

Δέν υπαρχει σχεδόν χωριό πού να μήν εχη τους έθνομάρτυρές του.

 Είναι μία χρυσή βίβλος, γραμμένη με αίμα και δάκρυα. Πυρπολήθηκαν το 1907 το Φλάμπουρο και το Κρατερό το όποιο είχε καή το 1903 από τους Τούρκους και το 1947 ξανακάηκε από τους συμμορίτες!

 Σέ μιά γενεά τρεις πυρπολήσεις!....

Στήν Φλώρινα είχε εγκατασταθή τότε ώς διευθυντής τών σχολείων και του οικοτροφείου ο Βασίλειος Μπάλκος δήμαρχος αργότερα και βουλευτής της Πρέβεζας. Είχε φορέσει ράσα πού του πήγαιναν και παρουσίαζε την γυναίκα του γιά άδελφή.

Καπετάν Βασίλειος Πανουσόπουλος
Τόν Σεπτέμβριο 1904 ήλθε στην Φλώρινα ώς δάσκαλος με Ελληνικό διαβατήριο και άλλο όνομα (Βαλτετσώτης) ο τότε ανθυπίλαρχος και έπειτα στρατηγός Βασίλειος Πανουσόπουλος.

 Δέν ένοχλήθηκε καθόλου γιατί ο τότε άστυνομικός ( κομισέρ Γρηγόρ-έφέντης ) Γρηγόριος Νικολαίδης έμπορος σε λίγο και δήμαρχος Αμυνταίου δεν τόν άνέφερε στον άστυνομικόν διευθυντή ( μπας πολίτς ) πού αγαπούσε πολύ το ούζο. Πήρε τα μαθήματα της γεωγραφίας, της αριθμητικής και την γυμναστικήν, η οποία όμως και τόν έπρόδωσε.

Τήν άνοιξι του 1905 μία μέρα ο καίμακάμης, ο εισαγγελέας, ο άστυνομικός διευθυντής και άλλοι επίσημοι Τούρκοι άνέβηκαν στον λόφο πάνω απ’ την Φλώρινα και έπιναν το ούζο με τους ανάλογους μεζέδες.
 Χρέη γκαρσόνι ών έκτελούσαν χωροφύλακες.
Κατά κακήν τύχην εκαμνε εκείνη την ώρα γυμναστικήν ο Πανουσόπουλος κοντά στην αύλή τών δυο καινούργιων και ώραίων σχολείων πού είχαν άνεγερθή στο μεγάλο οικόπεδο του Ίζέλ πασά.
 Τά ζωηρά και έντονα παραγγέλματά του αναστάτωσαν τους Τούρκους.

Ό καίμακάμης είπε του αρχιαστυνόμου να του παρουσιάση την άλλη μέρα στο γραφείο του τον παράξενο αυτόν δάσκαλο που εγύμναζε στρατιωτικά τα γκιαουρόπαιδα.

Και αποκαλύφθηκε ότι ήταν Έλληνας υπήκοος μεταμφιεσμένος σίγουρα αξιωματικός....
Διατάχθηκε να φυγή αμέσως στο Γιουνανιστάν ( Ελλάδα ) Ό Πανουσόπουλος έφυγε  μά γιά το Πισοδέρι και τα βουνά όπου σχημάτισε άνταρτικό σώμα....

Έξ άλλου ο Φλωρινιώτης δάσκαλος Θεόδωρος Ναούμ είχε καθιέρωση ιδικό του σύστημα σχολικής βαθμολογίας.

 Έβαζε δεκάρια ( βαθμόν άριστα ) στα παιδιά που έσπαγαν κανένα Βουλγάρικο κεφάλι....

Έτσι πήρε δυο « δεκάρια » ο δικηγόρος τώρα εδώ κ. Αλκιβιάδης Παπαγεωργίου.
Τά παιδιά όμως το παράκαμαν.
Μπήκαν μιά μέρα στο Βουλγαρικό σχολείο και τα έκαμαν γυαλιά καρφιά!
Ησαν πολλαπλάσια από τα Βουλγαρόπαιδα.

Στο Παρίσι, κυκλοφόρησε το 1905 ένα Γαλλικό βιβλίο με τον τίτλο « Οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας ».
'Αναγραφει κατά εθνικότητα τους χριστιανούς κάθε χωρίου και κάθε πολιτείας. Συγγραφεύς του φέρεται καποιος « Μπράγκο », υπό τον όποιον όμως έκρύβετο ο αρχιγραμματεύς της Βουλγαρικής Εξαρχίας Μήσεφ.

Οι αριθμοί επομένως που δίνει είναι επίσημοι της εξαρχίας.

Γιά την Φλώρινα αναγραφει ο Μπραγκωφ — Μήσεφ
800 Βουλγάρους και 
3.544 « Ελληνίζοντας » η Γραικομάνους.

 Ύστερα δηλαδή από πεντάχρονη δράσι του Κομιτάτουο Ελληνικός πληθυσμός της Φλώρινας το 1905 ήταν σχεδόνπενταπλάσιος του Βουλγαρικούκατά την ομολογίαν αυτού του αρχιγραμματέως της Βουλγαρικής Εξαρχίας. 

Σύμφωνα με την ίδια στατιστική ο Ελληνικός πληθυσμός υπερείχε πολύ του Βουλγαρικούόχι μόνο και στις άλλες Μακεδονικές πόλεις αλλά και στο Μοναστήρι, στο Κρούσοβο, την Στρώμνιτσα, την Δοίράνη, το Μελένοικο,που έμειναν έξω από τα Ελληνικά σύνορα.

Και δεν ήσαν βέβαια το στόμα της άληθείας οι αριθμοί της Βουλγαρικής Εξαρχίας.


Μ1ΧΑΗΛ ΠΑΓΙΑΡΕΣ
Ό Γάλλος δημοσιογραφοςΜισέλ Παγιαρές, όπως γραφει στο βιβλίο του « το Μακεδονικό πρόβλημα», διαπίστωσε στην Ανατολική Μακεδονία με την βοήθεια τών Γάλλων και Άγγλων αξιωματικών και οργανωτών της χωροφυλακής ότι οι Έλληνες κάτοικοι ήσαν πολύ περισσότεροιαπό τους αριθμούς του Βούλγαρο—Γαλλικού βιβλίου.

Τήν άνοιξι του 1909 μόλις γύρισα από την ’Αθήνα στο Μοναστήρι με κάλεσαν στο Προξενείο ο τότε υπολοχαγός και έπειτα γνωστός στρατηγός Άλέξ. Μερεντίτης και ο λοχαγός και πολιτευόμενος Ντεργερές — έπολιτεύοντο τότε φανερά οι αξιωματικοί και η κυβέρνησις Βενιζέλου το απαγόρευσε — μου έζήτησαν να έλθω το καλοκαίρι στην Φλώρινα αντιπρόσωπός τους με την ιδιότητα του γραμματέως της Μητροπόλεως και με τον μεγάλο μισθό τών τριών εικοσοφραγκων τον μήνα....

Δέχθηκα έλαφρα τή καρδία αν και ήξερα ότι είχε συλληφθή ο προκάτοχός μου Δημήτριος Λαμπράκης, ο ιδρυτής του «Βήματος», με τον όρο να φύγω τον Όκτώβριο δια να συνεχίσω τις σπουδές μου.

Δέν έβαζαν Φλωρινιώτη γιατί υπήρχαν αντιζηλίες και αντιθέσεις.

Ό Μητροπολίτης όμως Σμάραγδος εφερνε αντιρρήσεις.
Ζήτησε να φορέσω ράσα, πραγμα άνόητον. Στο τέλος έπιέσθη και υπεχώρησε. Αλλά άνεχώρησε αμέσως και απουσίασε δύο μήνες.
 Έγώ εγκαταστάθηκα στη Μητρόπολι.

Υπήρχε ενα μικρό βαρελάκι με εξαίρετο κρασί το όποιον το αδέιασα.
 Όταν γύρισε και είδε την άλλη μέρα, ήμερα παζαριού να μπαινοβγαίνουν στην Μητρόπολι πρόσωπα που δεν είχαν εκεί ξαναπατήση και έμαθε ότι είχαμε μπάσει και όπλα, με κάλεσε και μου είπε ταραγμένος:

Βρε παιδί μου. Δέν λυπάσαι τον εαυτό σου, δεν λυπάσαι την χήρα μητέρα σου, δεν λυπάσαι και εμένα;
Τί έχετε να πάθετε σεις, Σεβασμιώτατε;
Νά. Άναγκάσθηκα να κοντέψω μιά πιθαμή το ράσο μου.
Και τί σχέσι έχω εγώ με το ράσο σας; !
Τί σχέσι; ! Άφ" ότου ήρθες από τον φόβο και την αγωνία επεσε τόσο η κοιλιά μου, ώστε αναγκάσθηκα να κοντέψω το ράσο.
 Φύγε παιδί μου το καλό που σου θέλω να εχης και την ευχή μου. Άλλοιώς....

"Ήθελε να είπή ότι αν δεν τον άκουα θα ειχα την κατάρα του.
Ήταν ενας ξανθός γίγας, καλός και αγαθός άλλά δειλός.
 Γιά το κρασί δεν είπε τίποτε. Έγώ δεν έφυγα. Αυτός ξαναέφυγε.

Είχαμε τότε στην περιοχή της Φλώρινας μικρό σώμα από τρεις άνδρες με αρχηγό τον Γεώργιο Μακρή από τα Γρεβενά.

 Κυκλώθηκε μιά μέρα σ΄ ενα σπίτι της Κάτω Ύδρούσας από τουρκικό απόσπασμα.
 Ό Μακρής πυροβόλησε στο στόμα του γιά ν΄ αυτοκτονήση άλλά απλώς παραμορφώθηκε.

 Έπειδή φοβηθήκαμε μήπως ο ενας από τους τρεις προέβαινε σε αποκαλύψεις, οπότε θα πλημύριζαν αί φυλακές, έφροντίσαμε να τους φυγαδεύσουμε τή νύχτα του « ντουλουμπά », της επετείου της Νεοτουρκικής μεταπολιτεύσεως, 10 "Ιουλίου.

Τούς έδώσαμε λίμαν, περίστροφα, έβάλαμε και δυο να τους περιμένουν στο ποτάμι άλλά ο υποπτος έδείλιασε.
Εύτυχώς δεν έπρόδωσε και το καλοκαίρι του 1911 απελύθησαν όλοι, όταν ο Σουλτάνος εκαμε το ταξείδι « προσκύνημα » στο Μοναστήρι το « λίκνον της Νεοτουρκικής ελευθερίας ».

Άπελύθησαν τότε και ο Δημ. Λαμπράκης και ο Άλέξ. Μερεντίτης, ο όποιος ειχεν επίσης συλληφθή παρά την διπλωματικήν του άσυλίαν την όποίαν δεν έσεβάσθησαν οι Νεότουρκοι.

 Ό στρατηγός Μουσταφά πασά πού ήταν Κρητικός και φίλος του πατέρα του Λαμπράκη, όταν πήγε στην φυλακή Μοναστηριού να διαβάση το Διάταγμα της χάριτος του είπε.
«Κύτταξε παιδί μου να μή ξανάρθης στην Μακεδονία γιατί σε 400 χρόνια μιά φορά ήρθε ο Σουλτάνος στο Μοναστήρι ».

Ό Σμάραγδος γύρισε μετά ενα μήνα. Και την δεύτερη μέρα μπήκε αναστατωμένος στο γραφείο μου.
Ό καιμακάμης του είχεν ειπή ότι ο κομιτατζής ψευτογραμματεύς του είχε το θράσος και να υβρίζη στις εφημερίδες τές αρχές. 
Έγώ άρνήθηκα καλή τή πιστει. Άλλά κατά το βραδάκι ο Μητροπολίτης εξαλλος μου εδειξε ενα φύλλο της  «Αλήθειας» Θεσσαλονίκης.

Τί είχε συμβή;

Πριν ενα περίπου μήνα είχαν συλλάβει οι Τούρκοι καπου 50 Φλαμπουριώτες τους οποίους έκακοποίησαν βαρβαρώτατα.
Έγώ εσπευσα να τα γράψω στην εφημερίδα με την υπογραφή «ενας διαβάτης».

Διά να ξεύρουν δέ ότι ήτο σοβαρά η πηγή έσημείωσα στην άκρη « Γεώργιος Μόδης Γραμματεύς της Ίερας Μητροπόλεως Μογλενών και Φλωρίνης».

Ή εφημερίδα, αγνωστο δια ποιον λόγον, εδημοσίευσε τόσον αργά το δριμύ κατηγορητήριό μου με φαρδειά πλατειά την ιδιότητα και το όνομά μου!

Ό Μητροπολίτης δικαίως τώρα έξεστόμιζε κατάρες.
 Έγώ έφυγα αμέσως μ’ ενα άμάξι στο Μοναστήρι όπου και κρύφθηκα 10 ήμερες.

 Φαίνεται όμως ότι αί κατάρες του έπειασαν γιατί εμεινα άγαμος και ανυπαντρος.



Η Μακεδονία στην Εθνική Παλιγγενεσία: ΤΟ «ΚΟΙΝΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ» Θεσσαλονίκης και οι περιπέτειες του

$
0
0
François Pouqueville 
(1770-1838)
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΧ. ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Θεσσαλονίκη 2008
* Πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στις 21.03.2007.


Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
ΠΡΙΝ, ΚΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ 
ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Προσφάτως, ξένος επιστήμονας αναφερόμενος στον Ελληνισμό της Θεσσαλονίκης κατά το 1821 διατύπωσε την άποψη ότι

«το οθωμανικό κράτος δεν είχε μακροπρόθεσμο συμφέρον να εξαλείψει τους Έλληνες ούτε να τους εξουθενώσει οικονομικός. 

Αντιθέτως, είχε ανάγκη από το εμπορικό τους δαιμόνιο, οσάκις αποφάσιζε να χαλιναγωγήσει τους πάντοτε ενοχλητικούς Αλβανούς».

 Αυτός ο ισχυρισμός υποδηλώνει ότι οι σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν περιστασιακό ατύχημα στη λειτουργία ενός έλλογου μηχανισμού, ο οποίος λειτουργούσε με βάση τα «μακροπρόθεσμα» συμφέροντά του.

Αντιθέτως, νομίζω ότι τα δεινά των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης -όπως και οποιαδήποτε συστηματική καταστροφή κοινωνικού πυρήνα -δεν ήταν απλώς τυχαίο συμβάν της οθωμανικής ιστορίας, αλλά οργανικό προϊόν της οθωμανικής κοινωνίας.

Το ίδιο ισχύει και για τις δηλώσεις που πραγματοποίησαν αιγυπτιακά στρατεύματα εις βάρος χριστιανικών και μουσουλμανικών χωριών της Κύπρου -αδιακρίτως- την ίδια εποχή, όπως και για τις εκτεταμένες καταστροφές εκ μέρους των Οθωμανών όχι απλώς κατοικημένων τόπων, αλλά παραγωγικών μηχανισμών μεγάλης σημασίας, όπως η Χίος.

Η αντίληψη που αποδίδει στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό των αρχών του 19ου αι. την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ή όχι τα «μακροπρόθεσμα συμφέροντά» του έχει μικρή σχέση με την πραγματικότητα.

Είναι αναγκαία μια προκαταρκτική παρατήρηση για τη σχέση προφορικής και γραπτής παράδοσης:

οι σημερινοί Θεσσαλονικείς, των οποίων πρόγονοι κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αι. είναι ασφαλώς λίγοι.

 Η τοπική προφορική παράδοση για την επανάσταση έχει εκλείψει.


Ψήγματά της συγκεντρώθηκαν παλαιότερα χάρη στις φιλότιμες αλλά ατομικές προσπάθειες του Χρίστου Γουγούση  και της Αγγελικής Μεταλλινού.

 Μας λείπουν τα ημερολόγια, τα οικογενειακά κατάστιχα, οι ανέκδοτες ή δημοσιευμένες αφηγήσεις από τον 19ο αι., που θα είχαν καταγράψει την τοπική παράδοση για όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο της επανάστασης.
Σήμερα βασιζόμαστε μόνον σε γραπτές πηγές τριών βασικών κατηγοριών:

(α) Αναφορές των ευρωπαίων προξένων,
(β) Οθωμανικά έγγραφα και κατάστιχα και
(γ) Κώδικες της ελληνικής κοινότητας Θεσσαλονίκης.

Προξενικές αναφορές έχουν δημοσιευτεί αρκετές. Το ίδιο ισχύει και με τις οθωμανικές πηγές, αν και πιστεύω ότι πολλές λανθάνουν αμετάφραστες. Όσο για τις πηγές της ελληνικής κοινότητας ελάχιστα αξιοποιήθηκαν και θα μας απασχολήσουν ιδιαιτέρως κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει.
Οι πρωτοπόροι και οι συνεχιστές της έρευνας
Ο πρώτος ιστοριογράφος
 που έδωσε πληροφορίες
 για την επανάσταση στη Μακεδονία 
γενικότερα και τη Θεσσαλονίκη ειδικότερα ήταν 
ο Pouqueville, 

στο τετράτομο έργο του με θέμα την ελληνική επανάσταση
(κατά την περίοδο 1821-1824), το οποίο εκδόθηκε το 1838 στο Παρίσι.
Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1890-1891.
Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης ο Pouqueville στηρίχθηκε σε πληροφορίες του γάλλου προξένου Bottu, επιλογή πολύ φυσιολογική αφού και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε διατελέσει πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα και την Πάτρα.

 Οι ειδήσεις του για την κοινωνία της Θεσσαλονίκης είναι λίγες και αποσπασματικές. Από τους Θεσσαλονικείς αναφέρεται μόνον ο Μανόλης του Κυριακού ή Τζανόγλου, για τον οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια.
 Αντιθέτως δίδεται ιδιαίτερη σημασία στις ενέργειες και παραλείψεις των διοικητών της Θεσσαλονίκης, και ιδιαιτέρως του πασά Μαχμούντ Εμίν (επονομαζόμενου Αμπντούλ Αμπούτ) και στις πραγματικές ή υποτιθέμενες ενέργειες του Bottu για τη σωτηρία των χριστιανών της πόλης.

Η γενική άποψη του Pouqueville ήταν ότι οι χριστιανοί της Μακεδονίας αναγκάσθηκαν να επαναστατήσουν από τον φόβο των αντιποίνων, ενώ ειδικώς στη Νάουσα η εξέγερσή τους προκλήθηκε σκοπίμως από τον ίδιο τον Μαχμούντ Εμίν.

Αυτή η υποκειμενική θεώρηση -που χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό εργαλείο στην αφήγηση με κουραστική συχνότητα- υπονόμευσε το έργο του Pouqueville και τη μεγάλη χρησιμότητά του, το οποίο μας δίδει πολλές και συχνά λεπτομερειακές ειδήσεις για τις μάχες, τις εκστρατείες και τα αντίποινα εις βάρος του τοπικού πληθυσμού.

 Επειδή, μάλιστα, ο Bottu είχε άμεση επαφή με τον Μαχμούντ Εμίν, συχνά αναφέρονται (ανεξαρτήτως της πιστότητάς τους) και οι εκδοχές του τελευταίου.

Πάντως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για συνολική ιστορία της ελληνικής επανάστασης, στην οποία η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει μόνον μερικές σελίδες.

Το ίδιο ισχύει και για το έργο του Raffenel που εκδόθηκε το 1825, όπως και του Σπυρίδωνος Τρικούπη σχετικά με την ιστορία της ελληνικής επανάστασης, που εκδόθηκε το 1860.

 Ήταν και εκείνος πληροφορημένος, από διαφορετικές πηγές, για την έκρηξη της επανάστασης στη Μακεδονία το 1821 και περιέγραψε τα πολεμικά γεγονότα στη Χαλκιδική, τη Νάουσα και τον Όλυμπο. 
Στην εξιστόρησή του αναφέρεται τηλεγραφικώς και στη Θεσσαλονίκη: οι πρόκριτοι της πόλης, όπως και των επαρχιών, καλούνται και κρατούνται ως όμηροι. 

Σε αντίποινα για την εξέγερση στον Πολύγυρο αποκεφαλίζονται ο επίσκοπος Κίτρους, ο Χριστόδουλος Μπαλάνος, ο Χρίστος Μενεξές και κάποιος Κυδωνιάτης. 

Δύο χιλιάδες χριστιανοί φυλακίζονται στον ναό και την αυλή της μητρόπολης. 
Πολύ καλά ενημερωμένος για την επανάσταση στη Νάουσα και λιγότερο για τη Θεσσαλονίκη ήταν ο Ν. Γ. Φιλιππίδης, ο οποίος έδωσε σειρά διαλέξεων το 1879 στον «Παρνασσό», έχοντας προηγουμένως μιλήσει και με αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. 
Το πλεονέκτημα της αφήγησής του είναι ότι ξεκινά από το καθεστώς του Αλή πασά πριν από τα καθ’ αυτού γεγονότα της επανάστασης.


Το ερώτημα για τον ρόλο της Θεσσαλονίκης κατά την επανάσταση του 1821 τέθηκε ουσιαστικά στη δεκαετία του 1930, με αφορμή τους καθυστερημένους (λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας) εορτασμούς για την 100ετηρίδα από την εθνική παλιγγενεσία. 

Μάλιστα, στη δημοτική αγορά που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δόθηκε η ονομασία «Αγορά Βλάλη», ενός εκ των μαρτύρων της επανάστασης, ενώ οι δρόμοι έλαβαν ονόματα προκρίτων της Θεσσαλονίκης, είτε θανατωθέντων κατά το 1821 (Μπαλάνος, Μενεξές) ή πολύ μεταγενεστέρων (Αυγερινός).
 Υπήρξε εμφανής όμως στις ονοματοδοσίες η επιρροή του πνεύματος του εορτασμού του 1821.

 Ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Αντώνιος Κεραμόπουλλος, αρχαιολόγος στην ειδικότητα, καταγόμενος από τη Δυτική Μακεδονία, εξέδωσε το 1939 στην Αθήνα το μελέτημα
 «Οι Βόρειοι 'Έλληνες κατά το Εικοσιένα»
 (και αυτό το έργο δεν αναφέρεται στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης). Εκτός από την Αγγελική Μεταλλινού, υλικό για την τοπική ιστορία συγκέντρωνε και δημοσίευσε στον τύπο ο δημοσιογράφος Βασίλης Μεσολογγίτης. Ιστορική βιβλιογραφική έρευνα έκανε και ο γυμνασιάρχης I. Μέλφος.

Ενδιαφέρουσα είναι μία δημοσίευση του Κωνσταντίνου Σ. Τάττη, που υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου ανέκδοτου χειρογράφου στο αρχείο της οικογένειας, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Αλλά ο πρώτος που συνέταξε και εξέδωσε μια μικρή μονογραφία -με τίτλο
«Η δραματική συμβολή της Θεσσαλονίκης στον αγώνα του 1821»- ήταν ο δημοσιογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης, το 1940. Μελέτησε τις λίγες διαθέσιμες δημοσιευμένες πηγές, φυλλομέτρησε τους κώδικες της Μονής Βλατάδων και προσπάθησε να σκιαγραφήσει προσωπογραφικά σχεδιάσματα Θεσσαλονικέων της εποχής της επανάστασης.

 Δεν εργάσθηκε ως ιστορικός, σημειώνει ο ίδιος, αλλά ως δημοσιογράφος, που σκόπευε να παροτρύνει τους ειδικούς για την «κατάρτισι του χρονικού της Θεσσαλονίκης του Εικοσιένα», για το οποίο πίστευε ότι ««αξίζει τον κόπο να μην ξεχνιέται παραχωμένο στα αραχνιασμένα βάθη των αρχείων». Η έκφραση είναι παραστατική, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού κανένα τοπικό αρχείο δεν ήταν τότε γνωστό, εκτός από το προαναφερθέν αρχείο Τάττη (στο οποίο ο Θεοδωρίδης έκανε σαφή αναφορά) και φυσικά τα οθωμανικά αρχεία. Ας σημειωθεί ότι το μικρό βιβλίο του Θεοδωρίδη δεν αναφέρεται στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.


Την ίδια χρονιά, στον παρθενικό τόμο των ««Μακεδονικών» της ΕΜΣ, ο Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Αβραάμ Παπάζογλου δημοσίευσε μια σπουδαία άμεση οθωμανική μαρτυρία, του ιεροδικαστή Χαϊρουλλάχ.

 Ο βίος του Παπάζογλου δυστυχώς υπήρξε βραχύς, αφού πέθανε το επόμενο έτος σε ηλικία μόλις 31 χρόνων.

Βασδραβέλλης Ιωάννης 
(1900-1981)
Ιδρυτικό μέλος της ΕΜΣ
Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει τη δράση του ένας άλλος επίμονος ερευνητής, ο Ιωάννης Βασδραβέλλης, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος.

 Εξέδωσε -και εκείνος το 1940, πάλι από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών- το έργο

«Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας», 

στηριγμένος εν πολλοίς στη βιβλιογραφία και εν μέρει σε οθωμανικά έγγραφα του ιεροδικείου της Βέροιας, τα οποία είχε εντοπίσει ο δημόσιος λειτουργός Νικόλαος Τότσιος και με φροντίδα του είχε μεταφράσει ο Σωκράτης Αναγνωστίδης.

Ο μακαριστός Βασδραβέλλης -επί πολλά έτη γενικός γραμματέας της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών-είχε αντιληφθεί την τεράστια σημασία των οθωμανικών πηγών.

Και όσο και αν φαίνεται περίεργο, η κατοχική τριετία 1941-1944 αποτέλεσε τη χρυσή περίοδο της μετάφρασής τους.

Διαπρεπείς γνώστες της οθωμανικής νομοθεσίας (όπως ο Δημήτριος Δίγκας και ο Κωνσταντίνος Τσώπρος) και τουρκομαθείς (Λάζαρος Μαμζορίδης, Θεόδωρος Συμεωνίδης και Χαρίτων Εμμανουηλίδης) μετέφρασαν μέσα στην Κατοχή εκατοντάδες οθωμανικά έγγραφα, χάρη στην πρωτοβουλία και την επιμονή του Βασδραβέλλη.

Ταυτοχρόνως, το 1943, ο Μιχαήλ Λάσκαρις, διαπρεπής καθηγητής της Ιστορίας των Λαών της Χερσονήσου του Αίμου, εξέδωσε στο Βουκουρέστι τις αναφορές των προξένων της Γαλλίας και της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη για την περίοδο 1821-182613. Ήταν η πρώτη ουσιαστική επιστημονική συνεισφορά προς την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών πηγών, η οποία αποτέλεσε και τον ακρογωνιαίο λίθο των σημερινών γνώσεών μας.

Το 1946, πάλι μέσω της ΕΜΣ, ο Βασδραβέλλης εξέδωσε τη βραχεία μελέτη
 «Η Θεσσαλονίκη κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας», στην οποία αξιοποίησε τα μεταφρασθέντα οθωμανικά έγγραφα και τη συναφή βιβλιογραφία, όχι όμως και τη συμβολή του Λάσκαρι.
Βακαλόπουλος Απόστολος
(1909-2000)

 Αυτό έπραξε τον επόμενο χρόνο ο αείμνηστος Απόστολος Βακαλόπουλος, ο πρώτος επαγγελματίας ιστορικός που ασχολήθηκε με το θέμα.
Στο βιβλίο του
 «Η Θεσσαλονίκη στα 1430, 1821 και 1912-1918», 
εκπόνησε ένα σύντομο σχεδίασμα των συμβάντων στη Θεσσαλονίκη, συνδυάζοντας προξενικές πηγές, προφορική παράδοση και τη μαρτυρία του Χαϊ'ρουλλάχ, όχι όμως τα μεταφρασμένα οθωμανικά έγγραφα.

 Ο Απ. Βακαλόπουλος είχε ήδη ασχοληθεί με την επανάσταση στη διατριβή του

«Πρόσφυγες και προσφυγικό ζήτημα κατά την επανάστασιν του 1821» 

την οποία είχε εκδώσει το 1939, αλλά και στην υφηγεσία του

 «Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την επανάστασιν του 21», που εκδόθηκε το 1941.

Ο επόμενος στη σκυταλοδρομία της προπολεμικής γενεάς ήταν ένας ερευνητής αμερικανικών αρχείων, ο εκπαιδευτικός Γεώργιος Σούλης, που δυστυχώς έφυγε -όπως και ο Παπάζογλου- σε νεαρή ηλικία.

 Στο πρώτο μεταπολεμικό τόμο των «Μακεδονικών» δημοσίευσε τις επιστολές ανώνυμου Βρετανού, τις οποίες ο συντάκτης τους είχε στείλει το 1821 στη Σμύρνη, στον αμερικανό ιεραπόστολο Πλίνιο Φλινκ.

 Λιτές και πλήρεις λεπτομερειών, οι ειδήσεις εκείνες επιβεβαίωσαν δημοσιευμένες μαρτυρίες και κάλυψαν μερικά κενά. Δυστυχώς, δεν έχει εντοπιστεί ακόμη ο «ανώνυμος Βρετανός».

Θα περίμενε κανείς να γραφτεί τότε μια συνολική μελέτη για τη Θεσσαλονίκη της επανάστασης, εν όψει και της 50ετηρίδος του 1962. Θα περίμενε επίσης τη συνέχιση της αναζήτησης νέων πηγών. Ωστόσο, πέρασαν πάνω από 25 χρόνια χωρίς τίποτε νέο, αν εξαιρέσουμε τα μεταφρασθέντα κατά την Κατοχή οθωμανικά έγγραφα που δημοσίευσε ο Βασδραβέλλης, πάλι μέσω της ΕΜΣ, το 1952.

 Έτσι η σκυτάλη πέρασε στη νεότερη επιστημονική γενεά.

Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος 
(Θεσσαλονίκη, 1951)
Στη δεκαετία του 1970ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ανέδειξε λανθάνουσες πηγές της ελληνικής κοινότητας16 και δημοσίευσε στα «Μακεδονικά» προξενικές αναφορές πλήρεις λεπτομερειών για την περίοδο κατά και μετά την επανάσταση.

Έπειτα, ο Αθανάσιος Καραθανάσηςέφερε στο φως άφθονα τεκμήρια από τα γαλλικά αρχεία για την προεπαναστατική και την επαναστατική περίοδο.

Τέλος, ο Βασίλης Δημητριάδηςδημοσίευσε το 1997 μια σπουδαία οθωμανική πηγή, την απογραφή του 1835.

 Με την ίδια πηγή ασχολήθηκε ταυτοχρόνως και η ερευνήτρια Μερόπη Αναστασιάδου.

 Το χρονικό της Ορμύλιας, που δημοσίευσε ο Χαράλαμπος Παπαστάθης, χωρίς να αναφέρεται άμεσα στη Θεσσαλονίκη, φώτισε πολλές πλευρές της κατάστασης στη γύρω περιοχή κατά την περίοδο πριν και μετά την επανάσταση.
Διαφωτιστικά στοιχεία περιέχει καιο κώδικας της ελληνικής σχολής 1825-1844που είχε εντοπίσει παλαιότερα ο Χαράλαμπος Παπαστάθης και δημοσίευσε προσφάτως η Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου.

 Παράλληλα, η πυκνή περί τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία ιστοριογραφική δραστηριότητα επεκτάθηκε και ενίσχυσε το γνωστικό υπόβαθρο.

Το Κοινόν της Πολιτείας

Ο λεγόμενος άτιτλος κώδικας του Αγίου Αθανασίου, 
δηλαδή το λογιστικό κατάστιχο της
ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης
 που συντάχθηκε στην περίοδο 1792-1797
 και φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, 
σκιαγραφεί τη χριστιανική κοινότητα κατά την περίοδο εκείνη

Από την ανάλυση των εγγραφών φαίνεται ότι οι ορθόδοξοι έμποροι και τεχνίτες της Θεσσαλονίκης που έπρεπε να καταβάλουν στην κοινότητά τους εισφορές για το συσσωρευμένο χρέος της ανέρχονταν σε 1.100 περίπου.

Αυτό μας δίνει ένα συνολικό αριθμό περίπου 5.500 ορθοδόξων.

Στα τέλη του 18ου αι. η κοινότητα των ορθοδόξων της Θεσσαλονίκης ονόμαζε τον εαυτό της «Κοινόν της Πολιτείας». 

Η ονομασία απαντά στους κοινοτικούς κώδικες μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Την ίδια ονομασία βρίσκουμε και σε άλλες ελληνικές κοινότητες, π.χ. στην Αδριανούπολη και τη Λήμνο.
Όπως προκύπτει από το άτιτλο λογιστικό κατάστιχο και από τους κώδικες του Αγίου Αθανασίου, της Παναγούδας και της ελληνικής σχολής, η διοικητική διάρθρωση του «Κοινού της Πολιτείας» είχε μέχρι το 1840 ως εξής:

Η Φλώρινα στην επανάσταση του 1821.

$
0
0
. Παναγιώτης Ναούμ
 
αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
 από την Έδεσσα(η πρώτη φωτογραφία Έλληνα).
Εκπροσώπησε τους Μακεδόνες 
στις Εθνοσυνελεύσεις της 
Ερμιόνης (Γ΄ Εθνοσυνέλευση),
της 
Τροιζήνας (Γ΄ Εθνοσυνέλευση),
του 
Άργους (Δ΄ Εθνοσυνέλευση) και του Ναυπλίου (Ε΄ Εθνοσυνέλευση)
ως πληρεξούσιος Εδέσσης και Μακεδονίας.

 ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤ. ΤΖΙΑΤΖΙΟΥ
Καθηγητού Φιλολογίας
εκ Δροσοπηγής
Αναδημοσίευσις
 από το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ»
 Θεσσαλονίκης του  Νίκου Σφενδόνη,
έτους 1939, σελίς 135 143.

Η σημασία του  Αρχείου Ιεροδικείου Βερροίας
 διά την μελέτην της νεωτέρας Μεκεδονικής ιστορίας.


 Άξιον προσοχής και εξάρσεως τυγχάνει το γεγονός καθ  ο νέοι επιστήμονες ακολουθούντες το παράδειγμα του κ.  Δ. Μισυρλή Επιθεωρητού της Μέσης Εκπαιδεύσεως ήρχισαν από  τίνος να προσφέρουν στοιχεία πολύτιμα δια την συγγραφήν της Ιστοιρίας της Μακεδονίας, ιδία όσον αφορά την συμβολήν της εις τον αγώνα του 1821, πληρουμένου ολονέν του περιέργου χάσματος, το όποιον παρατηρούμεν εις τα υπάρχοντα  συγγράμματα των  Ελλήνων ιστορικών.
Ένας από τους φανατικότερους και αξιολογότερους μελετητάς του κεφαλαίου αυτού  της Ελληνικής Ιστορίας είναι  και  ο φίλος κ. Ευάγγελος Στεργίου Τζιάτζιος Καθηγητής της Φιλολογίας εκ Δροσοπηγής της Φλωρίνης, γνωστός εις  τους αναγνώστας μας από την περυσινήν του μελέτην περί του Άλ. Υψηλάντου και γενικώτερον γνωστός εις τον  έπιστημονικόν  κόσμον από διαφόρους μελετάς του, όπως τα
 «Τραγούδια των Σαρακατσαναίων», 
«ή δημοτική ποίησις των Βαλκανικών λαών»,
 ο «Γεώργιος Λασσάνης»,
 «'Ένα ποίημα τού Αλ. Υψηλάντη»,
 «Όλίγους  μήνας  προ της επαναστάσεως»,  
μεταφράσεις Αλβανικών και Βουλγαρικών διηγημάτων ... κ,τ.λ.

Όταν εντός ολίγου, θα, ίδουν το  φώς  της  δημοσιότητος ανέκδοτοι μελέται του  κ. Τζιάτζιου μεταξύ των όποίων «ο Γεώργιος Λασσάνης η ζωή και το έργο του» με στοέχεία από αυτό τούτο το αρχείον του Λασσάνη, θα γίνουν γνωστά καταπληκτικά κατορθώματα των Μακεδόνων άγωνιστων του 1821 δια τα οποία η Ιστορία δεν άναφέρει μέχρι σήμερον.

Ό κ. Ε. Τζιάτζιος με τον ζήλον  του  και την ευρυμάθειαν του ως Φιλόλογος  και Νομικός προώρισται να προσφέρη πολύτιμα στοέχεία εις την ελληνικήν ιστορίαν και γενικώτερον εις την πνευματικήν ζωήν  του τόπου.

Είναι κοινό μυστικό πως η μελέτη της Ιστορίας στο  κεφάλαιο της συμβολής της Μακεδονίας στην Επανάσταση του 1821 δεν έχει γίνει ως τώρα κι΄ούτε πρόκειται να γίνη πλήρης,  αν το ζήτημα  απ΄  την ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αποτελέσει αντικείμενο κρατικής αντίληψης.
Γιατί πρέπει να εννοηθή  απ’ τον καθένα, προ παντός δε από εκείνους που διαχειρίζονται τα κοινά, πως τέτοια «έργα δεν γίνονται μονάχα με την καλή πρόθεση των ιδιωτών πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να ένδιαφερθούν το Κράτος, οι Δήμοι και κάθε μια οργάνωση, που επιδιώκει πνευματικούς σκοπούς.

Έτσι έχει γραφή η Ιστορία της Επαναστάσεως του 1821, Έτσι  έχουν ερευνηθή τα αρχεία, έτσι έχουν δημοσιευθή κι’ έχουν γίνει κτήμα του Εθνους.

Πόσα όμως «αρχεία» αγωνιστών, που έχουν άμεση σχέση με την ιστορία της Μακεδονίας δεν μένουν ανέκδοτα, άγνωστα σε δημόσιες βιβλιοθήκες η σε χώρια ιδιωτών, που τα κρύβουν ζηλόφθονα άπ΄ το μάτι του  ιστοριοδίφη;

Ευτυχώς η Εθνική Κυβέρνηση επρονόησε και για το ζήτημα αυτό, κι  υπάρχει ελπίδα τα άγνωστα ιστορικά μνημεία  του νεώτερου Έλληνισμού να καταστούν προσιτά στον ερευνητή.

 Μ΄ ένα μου άρθρο στην εφημερίδα «Μακεδονία» επρότεινα την ίδρυση μιας Εταιρείας Ιστορικών Μελετών με έδρα τη Θεσσαλονίκη κι  όχι τάς Αθήνας, όπως προτάθηκε  αργότερα   απ΄  τον κ. Κεραμόπουλο και τους Μακεδόνες των Αθηνών. 
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μια τέτοια οργάνωση πρέπει να ιδρυθή το ταχύτερο.

Στην Ιδρυσή της ασφαλώςθα βοηθήσει πολύ και το Ίστορικόν  Αρχείον, που τη σύστασή του εξάγγειλε το Υπουργείο Έθν. Παιδείας.

Τά «Αρχεία» των Μακεδόνων Νικολάου Κάσομούλη, Εμμανουήλ Παππά, του Γεωργίου Λασσάνη,το αρχείο τού Ιεροδικείου Βέροιας και άλλα άγνωστα σε χέρια ιδιωτών, μένουν ανέκδοτα και ποιος ξέρει αν θάρθει ποτέ καιρός να δημοσιευθούν.

Όλα αυτά τα αρχεία συνδέονται αμεσώτατα με την Επανάστασή του 1821 στη Μακεδονία  και όλα θάχουν να διαφωτίσουν πολλά, σκοτεινά και κενά σημεία της ιστορίας μας.

Το Τουρκικό Αρχείο της Βερροίας—που ο Δήμος το δώρησε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης—θα μας δώσει πολύτιμα στοιχείαδυστυχώς όμως δεν ύπαρχει από πουθενά καμμιά ένδειξη πως γρήγορα μπορεί να μεταφρασθή και να δημοσιευθή.

Ειδικά για την ιστορία των έπαρχιών Κοζάνης, Εδέσσης και Φλωρίνης το αρχείο αύτό ασφαλώςθα περιέχει διαφωτιστικές πληροφορίες, όπως αποδεικνύεται από τα λίγα έγγραφα, που μπόρεσαν φιλότιμοι μεταφραστές να φέρουν στην δημοσιότητα.

Το αρχείο—όπως το περιγράφουν όσοι το είδαν το 1920—αποτελείται από 250 περίπου τόμους, που ο καθένας του έχει 100—400 σελίδες.
Στις σελίδες αυτές περιλαμβάνονται χρονολογικά όλα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εδώ και 350 χρόνια, πολεμικά, στρατιωτικά, διπλωματικά και γενικά που αφορούσαν στη ζωή του υποδούλου  Ελληνισμού.

Tο αρχείο διασώθηκε ακέραιο, είναι δε το μόνο σωζόμενο Αρχείο Ιεροδίκου. η Βέροια ήταν επί Τουρκοκρατίας έδρα Ίεροδίκου (Καντή), ως γνωστόν, η Ευρωπαϊκή Τουρκία ως την Ελληνική επανάσταση διαιρούνταν σε ιεροδικαστικές περιφέρειες—τά καντιλίκια—στην πρωτεύουσα σε κάθε μιας περιφέρειας ήδρευεν και ο Ιεροδικαστής (Καντής).

 Ό Καντής συγκέντρωνε στη  δικαιοδοσία του όλες τις πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές της περιφερείας του..
Τέτοιες είδρες ίεροδικαστων ήσαν η ’Ανδριανούπολη, το Μοναστήρι, τα Σκόπια, η Βέροια (Καραφέρια), η Λάρισσα, τα Γιάννενα και άλλες.

Κάθε έγγραφο επίσημο τού Σουλτάνου, αι εγκύκλιοι της Υψηλής Πύλης, νόμοι ,διατάγματα κλπ. διαβιβάζονταν στούς ίεροδικαστές στο πρωτότυπο, και αυτός αφού τα αντέγραφε  στο  αρχείο της έδρας υπέγραφε και ήταν υπόλογος για την πιστή εκτέλεση.

Εκτός απ’ αυτό στο  αρχείο καταχωρίζονταν και οι προϋπολογισμοί της ίεροδικαστικής περιφερείας, διάφοροι τίτλοι ιδιοκτησιών, άδειες γάμου, βαφτίσεων, ταφής, καθώς και δισκογραφίες.     

Ή σημασία τού αρχείου  αυτού έχει (μεγάλη σπουδαιότητα, γιατί σ΄ αυτό οι ίδιοι οι ίδιοι οι Τούρκοι ομολογούν όλα τα γεγονότα τα όποια έδημιουργώντο μεταξύ των αρχών και τού ελληνικού πληθυσμού, όπως φαίνεται και απ' τις διαταγές, που στέλνονταν Απ’ την Πύλη σ΄ αυτούς.

Σ΄ ένα φιρμάνι (1236 έτος Εγίρας) υπάρχει ανάμεσα, σ΄ άλλα κι’ αύτή η περικοπή:

«.. Αι Ίεραί γραφαί και τα παραγγέλματα των Σερί επιβάλλουσιν, 
όπως ούτοι μέν οι άπιστοι παραδίδονται εις τον διά ρομφαίας θάνατον, 
αί γυναίκες και τα ανήλικα αυτων τέκνα έξανδραποδίζωνται και περιέρχωνται δούλοι εις τους πιστούς αδελφούς 
τα υπάρχοντά των διανέμωνται μεταξύ των νικητών,
 αι δε εστίαν των παραδίδωνται εις το πυρ  και την τέφραν,  κατά   τρόπον ώστε ανθρώπου φωνή να μη  ακουσθή πλέον εν αυταίς ..;»..

 Σ΄ ένα υψηλό Γράμμα του Στρατάρχου Μπεχράμ ΙΙασσά(1236) υπάρχουν αυτά:

«.. . Ούτως εκτελών το υψηλόν  αύτου Πρόσταγμα  και έκκαθαρίζων από  των τοιούτων ακαθάρτων στοιχείων και βδελυρών ερπετών την περιφέρειαν  Θεσσαλονίκης, 
επέδραμον μετά του γενναίου στρατού  κατά των περιοχών Καλαμαριάς  Παζαρούδας, , Σιδηρόπορτας,  ΙΙολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους και Κατερίνης, 

ένθα καταπολεμήσας τους απίστους τούτους εξώντωσα και άπήλειψα από  προσώπου τής γης τεσσαράκοντα δύο πόλεις και χωρία αυτών, συνωδά δε τω Ίερώ Φετφά, 
αυτούς τους ιδίους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας,
 τάς γυναίκας και τα τέκνα των εξανδρηπόδισα, τα υπάρχοντά των διένειμα μεταξύ των νικητών πιστών, 
τάς δε εστίας των  παρέδωκα εις το πυρ και την τέφραν κατά  τρόπον  ώστε ούτε φωνή αλέκτορος να μήν άκούηται πλέον εις αύτάς .... »

Σ΄ ένα Βεζυρικό Διάταγμα (1236) γράφονται τα εξής:

  « . . .Ούτως εχόντων των πραγμάτων  διατάσσωμεν και παραγγέλλομεν, όπως συνωδά  τω εκδοθέντι ύψηλω Αυτοκρατορικώ  Φιρμανίω και τω Φετρά αυτούς μέν  διαπεράτε  έν στόματι   ρομφαίας, τας  γυναίκας και τα ανήλικα  τεκνά των εξάνδραποδίζητε  και  καθιστάτε δούλους εις τους πιστούς, τά υπάρχοντάτων διανέμητε μέταξύ   των  νικητών αδελφών, τάς  δε  εστίας των παραδίδητε εις  το πυρ  και  την τέφραν, κατά τρόπον, ώστε όχι μόνον άνθρωπίνη  φωνή, αλλά και αλέκτορος τοιαύτη ινα μη  ακουσθή πλέον εν  αυταίς».

Ό ιστορικός  πλούτος του Ίεροδικαστικού τούτου αρχείου είναι πολύτιμος και θα επιχύση φως στην ιστορικήν έρευναν γι’ αυτό επιβάλλεται να  μεταφρασθή γρήγορα,  και το περιεχόμενό του να δημοσιευθή γιατί   είναι ανυπολόγιστη  ή  σημασία του στην συγγραφή της ιστορίας της Μακεδονίας στην Επανάσταση τού 1821

            Ποιά  ήταν  η κατάσταση στη  Μακεδονία πριν  απ΄   την Επανάσταση, ποια  ήταν ή δράση τής Φιλικής Έταιρίας είναι πράγματα, ανεπαρκέστατα γνωστά.

 Είναι αναμφίβολο πώς το  έδαφος είχε καλλιεργηθή ίδεολογικά και πως διακλαδώσεις της οργάνωσης αυτής θα υπήρχαν και  στις  περιφέρειες   Κοζάνης,  Καστοριάς και  Φλωρίνης.
Στην περιφέρεια της  Καστοριάς μάλιστα προκύπτει ότι επαναστατική  οργάνωση, υπήρχε μπροστα απ’ τη Φιλική Εταιρία, άλλ΄  η ύπαρξή της μας είναι ατελέστατα, γνωστή.

'Όταν είχε φθάσει το  πλήρωμα του  χρόνου και  στην Όδησσο  και το  Κισνόβι άποφασίζονταν η έναρξη τού  Αγώνα  με  σχέδιο να κατεβή ο Ύψηλάντης στην Ελλάδα, είχε κριθή σκόπιμο να προπορευθή ο Γεώργιος Λασσάνης στη  Μακεδονία για να οργανώσει τα κατά  τόπους  τμήματα της Φιλικής Εταιρείας, να συστήσει όπου, δεν υπήρχαν τέτοια  και να προετοιμάσει το έδαφος για επαναστατική   δράση.
Λασσάνης Γεώργιος

Για   επίρρωση του γεγονότος αυτού παραθέτω το παρακάτω έγγραφο, που είναι μια  επιστολή του οπλαρχηγού Ναούμη  Παναγιώτη, Φιλικού  από την Έδεσσα 
προς τον Κοζανίτη Γεώργιο Λασσάνην.

Το έγγραφα έχει ως έξης :  

«Αγαπητέ μοι φίλε      '          
κύριε Γεόργιε Λασσάνη !  

κισνόβι τη 24 10βρίου 1820

 Έμαθον οτι εκδίδεις ελληνικήν αρχαιολογίαν και  ότι μελετάς να ταξιιδεύσης εις την φιλτάτην  μας πατρίδα, διά να θεώρησης  και να περιγράψης  όσα ερείπια σώζονται ακόμη  διασκορπισμένα εδώ κι   εκεί.
Άλλ’ επειδή εις τάς παρούσας περιστάσεις, είναι κίνδυνος να ταξιδεύη τις  χωρίς συνοδίαν  και μάλιστα διά τοιούτον έργον διά τούτο εγώ αποφασίζω αυτοπροαιρέτως να ευκολύνω την ιδιοτροπίαν σας συνοδεύοντας με τριακόσια παλληκάρια  μου τα οποία εγώ να  τα συνάξω οπόταν αποφασίσετε  να μέ ειδοποιήσετε περί του ταξιδιού σάς.

Ύγίαινε και νόμιζε φίλον  πιστόv και ευπειθέστατον άδελφόν 

Ναούμην Παναγιώτην

25 (σήμα αφιερώσεως)           (σήμα καθιερώσεώς)  


Απ’ την παραπάνω επιστολή πληροφορούμεθα ότι ο Λασσάνης θά κατέβαινε στη  Μακεδονία όχι μονάχα για νά οργανώσει τα τιμήματα της  Φιλικής ’Εταιρείας, μά  και   να δώσει το  σύνθημα της εξέγερσης   για την επιτυχία του σκοπού αυτού είχε   προσφερθή να τον συνοδεύσει   με 300 πολεμιστές ο οπλαρχηγός της Εδέσσης Ναούμης Παναγιώτης 
ο οποίος και θά τάσσονταν επί κεφαλής του αγώνος στήν  Έδεσσα  και  Νάουσσα , πράγμα που έγινεν αργότερα.

 'Ύστερα  όμως απ’ την τροποποίηση  σχεδίου δράσεως  ματαιώθηκε  η κάθοδος του Λασσάνη στη   Μακεδονία γιατί ήταν απαραίτητη η παρουσία του στη  Μολδαβία, στη  θέσή του δε -πιθανότανα- νά στάλθηκε ο Ναούμης Παναγιώτης,  που τον βρίσκουμε  άργότερα στην Έδεσσα.

  
Τι ακριβώς  έγινε, βρισκόμαστε σ΄ αδυναμία   να ” το  αναπαραστήσουμε, γιατί μάς λείπουν οι  λεπτομέρειες.

Ή Φλώρινα.
Πήρε μέρος  στήν Εξανάσταση;

 δέν  έφτασε ως την περιφέρεια Φλωρίνης η  ηχώ της σάλπιγγας της Ελευθερίας;

Πολλοί αμφιβάλλουν  oι περισσότεροι δεν ξέρουν απολύτως τίποτα κι  ούτε πρόκειται να μάθουν, γιατί -είναι πεπεισμένοι πως δεν μπορει να πήρε μέρος στην επανάσταση η Φλώρινα, γιατί αν έπαιρνε θα το . . . έγραφεν η ιστορία.
Κι αφού η ιστορία -δεν το γράφει ...
Ποιές ήσαν αι συνθήκες, στις όποιες διατελούσεν η περιφέρεια Φλωρίνης πριν άπ την Ελληνική Επανάσταση;

Η Φλώρινα στα μέσα του 18 αί. ήταν κυρίως μια τουρκαλβανική κωμόπολη μέ πολύ ολίγες χριστιανικές οικογένειες.

Όπως  διηγούνταν γέροι, όχι μονάχα η Φλώρινα και η περιοχή της, άλλα και η περιφέρεια του Μοναστηριού μαζί με την πόλη είχεν »έλάχιστον Χριστιανικόν πληθισμόν κι’ αύτο δε απ’ τις μεγάλες καταδιώξεις που ύφίστατο το Χριστιανικό στοιχείο άπ τις συχνές έπιδρομές των Τουρκαλβανών της βορείου   Αλβανίας (Γκέκηδων) , που έφθαναν ως το σημείο, ώστε στα τέλη του 18 αί. να αιχμαλωτίζουν ολόκληρα χωριά και να μεταφέρουν όλα, ανθρώπους, ζώα, κινητήν περιουσίαν στά ορμητήριά τους, όπου αφού εγκαθιστούσαν αυτούς, τους μεταχειρίζονταν σάν δούλους για την καλλιέργεια των χωραφιών και για τις λοιπές χειρωνακτικές εργασίες.

Δεν είναι δε απίθανο τις επιδρομές αυτές να τις ευνοούσαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν το χριστιανικό στοιχείο και να άντικαταστήσουν αύτο με Τουρκαλβανούς  πράγμα που φαίνεται από το ότι όλη η περιοχή της Φλωρίνης κατοικούνταν από Τουρκαλβανούς, πούχαν έρθει απ΄ την ’Αλβανία. Με τις επιδρομές όμως αυτές ερημώθηκεν ο τόπος και έμεινεν ακαλλιέργητος, έλειπαν τα εργατικά χέρια.
Γι΄ αυτό οι πλούσιοι γαιοκτήμονες (μπέηιδες) του  Μοναστηριού απεφάσισαν να προστατεύσουν τους Χριστιανούς και για τον σκοπόν αυτόν συνέστησαν ισχυρά καταδιωκτικά σώματα από Τούρκους, τελικά δε και τέσσαρα χριστιανικά σώματα με χριστιανούς όπλαρχηγούς υπό την γενικήν  αρχηγίαν του  Μαλισόρου Κουσμάν Καραμάν.

Τα σώματα αυτά είχαν ως έδρες το πρώτο την Αχρίδα με όπλαρχηγόν τον Κουσμάν Καραμάν, το δεύτερο τη Ρέσναν με αρχηγόν τον Αναστάσιον Παπαγεωργίου άπό το Νυμφαίον : (Νέβεσκα) Φλωρίνης (πρόγονον του  καθηγητου  κ. Δ. Μάρκου), το τρίτον με έδραν τον Περλεπέν και το τέταρτον το Έξη Σου (Ξυνό Νερό) Φλωρίνης με ντόπιους Αρχηγούς.

 'Ύστερα από επανηλειμμένες πολύνεκρες συμπλοκές κατώρθωσαν οι οπλαρχηγοί αυτοί ν΄ απαλλάξουν την περιφέρεια άπ΄ τις ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών.

Τόσον δε μεγάλη ήταν η έντύπωση άπ΄ την άποτελεσματέχή δράση των χριστιανικών σωμάτων, ώστε ο Σουλτάνος ικανοποιημένος ετίμησε τους όπλαρχηγούς χαρίζοντας στόν μέν Κουσμάν Καραμάν χρυσήν πανοπλίαν, στούς δε άλλους άπό μια άργυρή παρόμοια.

Απ' την εποχή αυτή έξ αιτίας της σχετικής προστασίας που απήλαυσαν οι Χριστιανοί άρχισεν η εγκατάσταση  πολλών οικογενειών σ’ όλη τη Μακεδονία καθώς επίσης και στην Ήπειρο, το Βόϊον, οπού  ήκμασαν σπουδαία πλούσια κέντρα, όπως η Μοσχόπολι, η Νίτσα, το Βιθυκούκι, η Nικoλίτσα, το Λιανοτόπι, το Δένισκο, η Σίπισχα και η Φλώρινα στα χρόνια της επαναστάσεως είχε περίπου 2.000 κατοίκους, γεωργούς.

Ποία ήταν η έκταση της επαναστατικής κίνησης στην περιφέρεια Φλωρίνης δεν μάς είναι γνωστό, δεν αποκλείεται όμως να γίνη  γνωστό  απ΄  τη (μελλοντική έρευνα των ανεκδότων αρχείων του 1811.

 Από αφηγήσεις έτσι μπορούμε να περιγράφουμε τα γεγονότα.
Μόλις κυκλοφόρησε η είδηση ότι Μολδοβλαχία και η κυρίως Ελλάς επαναστάτησεν, οι όπλαρχηγοί της περίφερειας Φλωρίνης, που διατελούσαν σ’ επαφή και  συνεννόηση  με τους Όλυμπίους οπλαρχηγούς, κατέλαβαν τα στενά του  Βόρα και του Όστρόβου και προσεπάθησαν να εμποδίσουν παρενοχλώντας τα Τουρκικά στρατεύματα, που είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται και να διευθύνονται για την επαναστατημένη Ελλάδα.

Η καταστροφή της Ναούσης και η καταστολή της Έπαναστάσεως στην Χαλκιδική ανάγκασαν άλλους  μεν να καταθέσουν τα όπλα και να  γυρίσουν μ’ αμνηστεία στά χωριά  τους, άλλους δε να κατεβούν στην Παλαιά Ελλάδα, όπου και πολέμησαν στό πλευρό των αγωνιστών.

Απ’ τις αφηγήσεις των συγχρόνων μέ την επανάσταση έχουμε,  και το παρακάτω περιστατικό.

Στή Φλώρινα ζούσεν η οικογένεια Ματράκα, που άποτελούνταν από πέντε αδέρφια και κατάγονταν απ΄ την Εύβοια. Στην επανάσταση  ο μεγαλύτερος απ’ τ΄ αδέρφια, ο Εμμανουήλ πήγε με το μέρος των επαναστατών.

Όταν έμαθαν αυτό οι Τούρκοι της Φλωρίνης απεφάσισαν να εξολοθρέψουν ολόκληρη την οικογένεια.
Έπιασαν λοιπόν τα δυό μικρότερα αδέρφια του, τον ένα 15 χρονώ και τον άλλον 12, που έπαιζαν στο  δρόμο και τους έσφαξαν καταμεσής στην πόλη, δεν πέτυχαν όμως να εξοντώσουν την οικογένειαν, γιατί κατώρθωσαν να κρυφθούν τη μέρα εκείνη κι’ υστέρα να διαφύγουν στο  Μοναστήρι, όπου και μετώκησαν.

Άλλα κι΄ εκεί καταδιώχτηκαν και δεν εσώθηκαν παρά μονάχα αφού απέδειξαν ότι δεν κατάγονταν απ’ την επαναστατημένη Ελλάδα.

Μοναδικό γνωστό έγγραφο—καί γι΄ αύτό πολύτιμο—που αποδεικνύει την επαναστατική εκδήλωση στην περιφέρεια Φλωρίνης, είναι το παρακάτω που βρέθηκε στην Έδεσσα  είναι γραμμένο πάνω  σέ πάπυρο και στην Τουρκική και την Ελληνική γλώσσα πράγμα που δείχνει ολοφάνερο

πώς η ελληνική γλώσσα ήταν η επικρατέστερη  γλώσσα της περιφερείας  Φλωρίνης, απευθύνεται δε προς τους  Δερβεναγάδες (δηλαδή τούς φύλακες των κλεισωρείων) Φλωρίνης και Όστρόβου.

Με το έγγραφο  αυτό διαατάσσονται οί δερβεναγάδες να προστατεύσουν τους 'Έλληνας που έφυγάω στα βουνά  επαναστατώντας και  αφήνοντας τις  εργασίες τους και  να  φροντίσουν για την επιστροφή τους στα πρώτα ειρηνικά τους έργα. .

Τό κείμενο του εγγράφου έχει ως εξής:

Πρός εσάς ημέτεροι Ντερβέν Αγάδες της Φλωρίνης και Όστρόβου, κατ’ υψηλήν αυθεντικήν προσταγήν, τα Ιμπλιάκια (ΣΣ τα κτήματα) όπου ευρίσκονται εις τον Καζά Βοδενών, ως ιδικά μας όπου είναι, προστάζομεν,  όχι μόνον να μήν ήθελεν τολμήσει τινάς να τα ντοκουντίση ξερέ καντάρ (ΣΣ να μην τα πειράξη μέχρι νεωτέρας διαταγής)  ότι τζεβάπι δεν μας δίδει,  άλλα καί να τα γκιοζλεντίζετε (ΣΣ επιβλέπετε) εσείς και να τα απαντάτε από κάθε τι.

Και όσοι ραγιάδες από τα περιστατικά του καιρού, έφυγαν από τα χωριά των αυτά, τα Ιμπλιάκια  και εσκόρπισαν εις τον Καζά Όστρόβου ή και εις άλλα μέρη  
και επήραν τα άρματα 
και χτύπησαν το ασκέρι μας 
για νά κάνουν δικό τους Γιουνάν ντουβλέτι  
 κατά τον υψηλόν Μπουγιουρουλντή του Υψηλοτάτου Αυθέντου μας,  όπου εδόθη εις χείρας του Ίμιλιάκ άγασή Ίζετλλού Χουισεΐν Μπέη  προς τον Αϊ-αννην Όστρόβου, να παρασταθήτε κι΄ εσείς και να μαζώξητε τον κάθε έναν οπίσω εις το χωριό του και κανένας μανές να μη γίνη και εις τούτον τον Ιμπλιάκ άγασή και εσείς ραγιάδες των Ίμπλιακιών αυτών, όπου και αν ήθελε είσθε, να γυρίσετε οπίσω και θέλετε εύρει ησυχίαν και ραχάτι και περίθαλψήν από τον Υψηλότατον αύθέντην μας (τόν Σουλτάνον) και από ημάς.

Ούτω γενέσθω και όχι αλλέως.

Έξ άποφάσεως τη 4η Μαρτίου 1824

Ο Σεΐτ Μουσταφας Κάπουτζήμπσαης, Μουτεσελίμης του (λέξις δυσανάγνωστος). και Κεχαγιάς βεκίλης του  ύψηλοτάτου Βεζύρη Σερασκέρ ΙΙασσά και αύθέντου μας.
(Σημ. η υπογραφή τουρκιστί και ελληνιστί

ακολουθεί τουρκική σφραγίς τού λήπτου της εγκυκλίου)
Σείτ Μουσταφά
Ραγήπ Φεϊζούλάχ.      
17 Μουχαρέμ 1289».

 Απ’ το παραπάνω έγγραφο διαπιστώνονται  ότι  οι αφηγήσεις  που διασώθηκαν με την παράδοση είναι ακριβέστατες  και ότι η περιφέρεια Φλωρίνης προσέφερε κι΄ αυτή τον φόρο του αίματος στη μεγάλη  μας  Επανάσταση.

Το έγγραφοι αυτό, σ΄ αντίθεση με τα παραπάνω αναφερθέντα, μας δείχνει πως οι Τούρκοι πολύ γρήγορα αρχίζουν να θυμούνται τους Έλληνες και φροντίζουν να τους επαναφέρουν πίσω στα  κέντρα τους, στά χωράφια τους, γιατί φαίνεται πως η παραμέληση: της καλλιέργειας των χωραφιών  θα δημιούργησε σιτοδεία στην Μακεδονία, που τα κυριώτερα κέντρα της  είχαν καταστραφή, όπως αποδεικνύεται περίτρανα απ’ τις ίδιες τις διαταγές των Τούρκων.

Οι ντερβέν αγάδες της  Φλωρίνης και Όστρόβου διατάσσονται να ενδιαφερθούν μήπως καταληφθούν από κανένα τα ίμπλιάκια, να φροντίσουν για την επάνοδο των καλλιεργητών των χωραφιών, για την προστασία και την περίθαλψή τους, διότι ό Σουλτάνος αμνήστευσεν  όλους εκείνους που 
«... επήραν τα άρματα καί χτύπησαν το ασκέρι μας για να κάνουν δικό τους Γιουνάν  ντουβλεντί. ... . ».

Δεν υπάρχει  καμμιά αμφιβολία πως τέτοια έγγραφα θα υπάρχουν πολλά.

Δεν μένει παρά να κάνουν όλοι το  καθήκον τους.
Κάθε αμέλεια από οποιονδήποτε αποτελεί έγκλημα κατά της Εθνικής μας  Ιστορίας.



Η συνεισφορά των Μακεδόνων στην Εθνεγερσία του 1821

$
0
0

Του κ. Κωνσταντίνου Β. Χιώλου
Διδάκτορος Νομικής
 Προέδρου Εθνικής Ενώσεως Βορείων Ελλήνων
 (Ηπειρωτών – Μακεδόνων και Θρακών)
(Εφημερίς Πρωινός Τύπος Δράμας)

Την Επανάστασιν του 1821 προετοίμασαν, εν μέσω πολλών αντιξοοτήτων και κυρίως κινδύνων η Εκκλησία, οι Διδάσκαλοι του Γένους, τα  Σώματα των Κλεφτών και κατά κύριον Λόγον η Φιλική Εταιρεία.

Οι ήρωες του 1821 την 25ην Μαρτίου ύψωσαν την Σημαίαν της Επαναστάσεως, επικαλούμενοι την βοήθειαν του Χριστού και την σκέπην και τα προς Αυτόν πρεσβείας της Παναγίας Μητρός Του, εις ένα Αγώνα κυριολεκτικώς υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.

«Για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία», ήταν το σύνθημά τους.

Ένοπλοι Μακεδόνες αγωνίζονται μετά των αδελφών των εις όλην την Ελλάδα.
Εις το Μεσολόγγι, εις το Πέτα, εις την Κιάφαν, εις την Ύδραν εις τα Ψαρά, εις την Σκιάθον, εις την Εύβοιαν, εις την Στερεάν και αλλαχού.

Τον πόθο για την Ελευθερία εκράτησαν άσβεστο στη Μακεδονία οι Αρματολοί και οι Κλέφτες. Κυριότερο κέντρο των Κλεφτών ήταν ο Όλυμπος.

Η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες, το Μελένικο, η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Νάουσα και πολλές άλλες πόλεις της Μακεδονίας διατήρησαν αμείωτη την Ελληνική ζωτικότητά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας τους υπό τον Τουρκικό ζυγό.
Παπάς Εμμανουήλ

 Όταν δε υπό τις ευλογίες της Εκκλησίας την 25η Μαρτίου 1821 υψώνετο στην Αγία Λαύρα η Σημαία της Επαναστάσεως και η μια κατόπιν της άλλης εξεγείροντο οι υπόδουλες Ελληνικές πόλεις,
 οι Σέρρες επανεστάτησαν και αυτές και συμμερίσθηκαν την τύχη του Έθνους υπό την αρχηγία του μεγάλου τέκνου τους, 
Εμμανουήλ Παπά,
 ο οποίος μυηθείς στη Φιλική Εταιρεία 
υπό του Ιωάννου Φαρμάκη, 
διέθεσε ολόκληρη την σεβαστή περιουσία του
 και όλον το είναι του υπέρ του Απελευθερωτικού Αγώνος.

Η παρά του Εμμανουήλ Παπά, αναπτυχθείσα δραστηριότητα ήταν πολύ μεγάλη. Το επαναστατικό κήρυγμά του και η Επανάσταση της Χαλκιδικής ανησύχησαν βαθέως την Τουρκική Κυβέρνηση.

Ως εκ τούτου για να ανακοπή η επέκταση της Επαναστάσεως, εδόθη εντολή στον Πασά της Θεσσαλονίκης Αμπούλ Αβούδ να εκστρατεύση κατά της Χαλκιδικής και να καταπνίξη στο αίμα την Επανάσταση των Μακεδόνων, όπερ και εγένετο με την πτώση της Κασσάνδρας την 29η Οκτωβρίου ύστερα από σθεναρή αντίσταση των 600 υπερασπιστών της.

Ο Εμμανουήλ Παπάς και οι άνδρες του έμειναν τελείως αβοήθητοι.

Κατόπιν τούτου, εκ μέρους του Εμμανουήλ Παπά εζητήθη η σύμπραξη των οπλαρχηγών του Ολύμπου και η αποστολή πλοίων από την Ύδρα για την απόκρουση της από θαλάσσης επιδρομής των Τούρκων.

 Βλέπων με μεγάλη απογοήτευση την κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η Επανάσταση στη Χαλκιδική, ο Εμμανουήλ Παπάς, αναχώρησε με τον υιό του από την Κασσάνδρα για την Ύδρα, προκειμένου να επιτύχει το ταχύτερον την αποστολή βοηθείας από πλοία και πολεμοφόδια προς ενίσχυση του Αγώνος στη Χαλκιδική.

Ατυχώς, όμως, συντελούσης και της καταστροφής της Κασσάνδρας, τα γεγονότα έλαβαν ραγδαία εξέλιξη επί τα χείρω.

Δεν ήταν, όμως, πεπρωμένο να φθάση ο Εμμανουήλ Παπάς στην Ύδρα, διότι ύστερα από τόσες κακουχίες και έντονες ψυχικές συγκινήσεις, υπέστη εν πλω συγκοπή καρδίας και απέθανε την 5η Δεκεμβρίου 1821 σε ηλικία μόλις 48 ετών, ενώ το πλοίο παρέπλεε τον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) και ετάφη με τιμές Αντιστρατήγου στην Ύδρα, μετά δε τη μεταβολή του έτους 1843 ανεγράφη το όνομά του, ως ενός των πρωταγωνιστών της Εθνεγερσίας του 1821.

Καρατάσος Τάσος
Ετσι, εξέλιπε μια συμπαθέστατη μορφή του Ιερού Αγώνος των Ελλήνων, στον ένθερμο πατριωτισμό του οποίου ωφείλετο η Επαναστατική κίνηση της Μακεδονίας.

Η συνεισφορά των Μακεδόνων στην Εθνεγερσία του 1821, υπήρξε αποφασιστικής σημασίας και σπουδαιότητος. 

Με τρεις μεγάλες επαναστατικές εστίες που εδημιούργησαν οι Μακεδόνες, ήτοι

στη Χαλκιδική υπό τον Εμμανουήλ Παπά, 
στην περιοχή Βεροίας – Ναούσης και Εδέσσηςυπό τουςΑγγελήν Γάτσο, Ζαφειράκη Θεοδοσίου και Καρατάσο και 

Γάτσος Αγγελής
Κασομούλης Νικόλαος
στην περιοχή Πιερίας – Ολύμπουυπό τους Γρηγόριο Σάλα, Νικόλαο Κασομούλη και Διαμαντή Ολύμπιο,

 αντέστησαν σθεναρώς εις τους Τούρκους και συνέβαλαν τα μέγιστα στην επιτυχή έκβαση του υπέρ Πίστεως και Πατρίδος Αγώνος των Πανεληλήνων.

Τελικώς, η Επανάσταση στην Μακεδονία κατεπνίγη στο αίμα, αφού οι Τούρκοι διέθεσαν προς τούτο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. 

Παρά ταύτα όμως, το αγωνιστικό φρόνημα των Μακεδόνων δεν εκάμφθη και συνέχισαν ούτοι απτόητοι τον Αγώνα, παρέχοντες την συνδρομή τους στην λοιπή αγωνιζόμενη Ελλάδα και προσφέροντες εις αυτήν τους βραχίονες και το αίμα τους.

Πολλοί εξ αυτών διεκρίθησαν  στις μάχες για την τόλμη, την ανδρεία, την αυταπάρνηση και το γενναίο φρόνημά τους.

Προκειμένου, λοιπόν, να συνεχίσουν τον Αγώνα τους και την πολύτιμη συνεισφορά τους

στην Μακεδονική Φάλαγγα, (σημ Yauna Μακεδονική Λεγεώνα)

παρέσχον αμέριστη την συνδρομή τους στην απελευθέρωση του Έθνους των Ελλήνων μέχρι του διπλωματικού τυπικού τέρματος της Ελληνικής Επαναστάσεως που έλαβε χώραν το έτος 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, δια του οποίου ανεγνωρίσθη διεθνώς το Ελληνικό Κράτος με όρια τον Σπερχειό και τον Αχελώο.

Κατακλείοντες σημειώνουμε συμπερασματικώς, ότι οι Μακεδόνες που ως αποστολή τους έταξαν την διαρκή προστασία και άμυνα της Ελλάδος, όντες από αμνημονεύτων χρόνων «πρόφραγμα», δηλαδή προμαχών του Ελληνισμού, με τους συνεχείς αγώνας των εναντίον των ποικίλων επιβούλων της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητος της Ελλάδος, απέτρεψαν πολλάκις την υποδούλωσή της και συνετέλεσαν να θεμελιώσει απερίσπαστος ο Ελληνισμός τον Κλασσικό Πολιτισμό που εκληροδότησε η Ελλάς στην Ανθρωπότητα.

Ist die makedonische Sprache griechisch oder slawisch?

$
0
0
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
 ΑΝΕΘΗΚΕ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΑΘΗΝΑΙ ΠΟΛΙΑΔΙ

König Alexander widmete den Tempel Athena Poliadii

London, British Museum

DAS WAR DIE SPRACHE ALEXANDER DES GROSSEN 



Glauben sie,  dass Aristoteles Alexander den Großen auf slawisch unterrichtet hat ein Aprilscherz ist?

NEIN!!!

Es ist kein Aprilscherz. 

Im Rahmen der Slawisierung und Falsifizierung der makedonischer Sprache und der makedonischer Geschichte wird das Projekt "Skopje 2014" in der Hauptstadt FYROM's verwiklicht.

Denkmäler  von bedeutenden Helden, Herrschern und Führen,  aus der griechischen Mythologie, der Makedonische  Herrschaft neben   byzantinische Kaiser und bulgarischen Zaren werden aufgesellt um 
die NEUE Identität
 des neugeschaffenen Staates zu  unterbinden.

Das gewünschten Ziel, 
die Geschichte nach eigenen willen 
neu zu präsentieren
und ein einheitliches Bild
 trotzt der unterschiedlichen sprachlichen, ethnischen und religiösen Differenzen 
die die abgebildeten Herrscher unterschieden haben,
als eigen zu präsentieren, 
sorgt fuer Verwirrung.
  


Skopje 20120814 03014 Οι Σκοπιανοί έχουν ανεγείρει μνημείο με τον Αριστοτέλη να διδάσκει τον Μ. Αλέξανδρο... Σλαβικά!!!

Höhepunkt dieser Verwirrung ist eine Inschrift in einer Löwen-Statue die man im diesem Irrgarten in Skopje findet in der  Aristoteles Alexander den großen auf slawisch unterrichtet habe soll!!!.

Skopje 20120814 03016 Οι Σκοπιανοί έχουν ανεγείρει μνημείο με τον Αριστοτέλη να διδάσκει τον Μ. Αλέξανδρο... Σλαβικά!!!


Im einer Abbildung des großen Gelehrten der ein  Papyrus in sein Hand hält auf dem statt
" Η δημοκρατία είναι το θεμέλιο της ελευθερίας"
 ( Demokratie ist das Fundament der Freiheit) auf griechisch stehen sollte,
steht
auf kyrilisch „makedonisch“ : Демокрацията е в основата на свободата
der gleiche Satz auf 
kyrilisch bulgarisch :               Демократијата е    основа     на слободата.

Doch :

Nicht alle in FYROM  stimmen mit  diesem Verfälschung ihre eigene Geschichte bzw die Geschichte ihres Vaterlandes zu.

Der ehemalige Präsident der ehemaligen jugoslawischen Republik Mazedonien Kiro Gligorov, sagte: 


"Wir sind Slawen, 

die in diesem Bereich im sechsten Jahrhundert kammen ...
 wir sind nicht Nachkommen der alten Mazedonier" 


(Foreign Information Service Daily Report, Osteuropa, 
26. Februar 1992, S. . 35).
..
Auch erklärte Herr Gligorov: 

"Wir sind Mazedonier, aber wir sind slawische Mazedonier
Das ist, wer wir sind! 
Wir haben keine Verbindung
 zu Alexander den Griechen und seine Mazedonien ...
 Unsere Vorfahren kamen hier im 5. und 6. Jahrhundert "
(Toronto Star, 15. März 1992).
..
Am 22. Januar 1999, Botschafter der ehemaligen jugoslawischen Republik Mazedonien in die USA, gab Ljubica Achevska eine Rede über die gegenwärtige Situation auf dem Balkan. 
In Beantwortung von Fragen am Ende ihrer Rede Mrs. Acevshka sagte: 

"Wir erheben keinen Anspruch auf Nachkommen von Alexander dem Großen ... 
Griechenland Mazedonien ist der zweitgrößte Handelspartner, 
und seine Nummer eins Investor. 
Statt sich für den Krieg, haben wir die Vermittlung der Vereinten Nationen gewählt, mit Gesprächen über die Botschafterebene unter Herrn Vance und Herrn Nemitz. "

In Antwort auf eine andere Frage nach der ethnischen Herkunft der Menschen in FYROM, 
erklärte Botschafter Achevska

 "Wir sind Slawen und sprechen eine slawische Sprache."
..
Am 24. Februar 1999, in einem Interview mit der Ottawa Citizen, Gyordan Veselinov, FYROM'S Botschafter in Kanada, gab zu: 

"Wir sind nicht mit den nördlichen Griechen verwandt , die Führer wie Philipp und Alexander der Große in der Vergangenheit hatten
Wir sind ein slawisches Volk und unsere Sprache ist eng mit bulgarischen verwandt.

 "Er sagte:

" Es gibt einige Verwirrung über die Identität der Menschen in meinem Land. "
..
Darüber hinaus ist die Außenminister der ehemaligen jugoslawischen Republik Mazedonien, Slobodan Casule, in einem Interview mit Utrinski Vesnik von Skopje am 29. Dezember 2001, sagte, dass er an den Außenminister von Bulgarien, Solomon Pasi, 
dass sie 
"den gleichen slawischen Volk gehören erwähnt."

Die Photos sind von History Of Makedonia.

Μακεδόνες Βασιλείς: Αλέξανδρος A', ο «Φιλέλλην»

$
0
0
Αλέξανδρος Α΄ ο Φιλέλλην
  N. Γ. ΚΟΕΜΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Συνήθως, προκειμένου περί αρχαίας Μακεδονίας, ασχολούνται οι απομνηματογράφοι μας με τον Μέγα Αλέξανδρο και το έργο του η με τον πατέρα του, Φίλιππο τον Β'
Άλλα ας ασχοληθούμε και με ένα  προγενέστερο βασιληά της Μακεδονίας, τον Αλέξανδρο Α', τα έργα του οποίου πρέπει να μη αγνοούνται από τους Ελληνας.

Ό Αλέξανδρος Α' (532 - 454 π. X.) ήτο από τις πλέων έξέχουσες φυσιογνωμίες μεταξυ των Μακεδόνων Βασιλέων, επονομασθείς από τους νοτίους Έλληνας  «ό Φιλέλλην», εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης δι’ όσα καλά επραξε για την Ελλάδα.

Έπί των ημερών του, με τους Μηδικούς πολέμους, διεδραματίσθησαν σπουδαία γεγονότα εις την ελληνικήν (βαλκανικήν) χερσόννησον, εις τα οποία συνέδραμε με τον τρόπο του δια την τελική ήττα των Περσών.

Ό Αλέξανδρος Α', ως διάδοχος του Θρόνου.

Γυιός του ’Αμύντα Α', ο Αλέξανδρος, όταν ήταν έφηβος 17 χρόνων, ωργάνωσε κατά τρόπο παιδαριώδη και ασύνετο, αλλά και επικίνδυνο δι΄ εαυτόν και τον βασιλικό οίκο, τον φόνον των Πρέσβεων του ισχυρού Πέρσου βασιλέως Δαρείου Α', του Ύστάσπους.


Δαρείος ο Α΄

Ό Δαρείος, έκστρατεύσας κατά της Σκυθίας εις τον Δούναβιν και λόγω του χειμώνος έπανακάμψας ο ίδιος εις ’ Ασίαν, ειχε διατάξει τον Στρατηγό και ισχυρό Πέρση Μεγιστάνα Μεγάβαζον να διαχειμάση εις Αίμον με τους άνδρας του (ογδόντα χιλιάδες).

Ό Μεγάβαζος, για να εξασφάλιση τα νώτα του, ζητούσε την υποταγή των Μακεδόνων, άλλα οι (επτά) Πρέσβεις του συμπεριεφέρθησαν ως κυρίαρχοι, δηλαδή σαν να είχαν ήδη υποδουλώσει τους Μακεδόνας.

'Αξίωσαν να παρακαθήσουν μαζί τους αι σύζυγοι και Θυγατέρες του Βασιλικού οϊκου εις Αϊγάς (Έδεσσαν) στο συμπόσιο που τους παρέθεσε ο 'Αμύντας, ως φιλόξενος βασιληάς.

Ό 'Αμύντας, άφου δεν κατώρθωσε να πείση  τους Πέρσες ότι δεν συνηθίζεται στο Βασίλειό του να συμμετέχουν αι γυναίκες εις συμπόσια των άνδρών, αναγκάσθηκε να ένδώση.

 Αμέσως οι εν ευθυμία ευρισκόμενοι Πρέσβεις έδειξαν τας κτηνώδεις διαθέσεις των.

Ό 'Αλέξανδρος, αφού παρεκάλεσε τον γέρο πατέρα του να άποσυρθή δι* άνάπαυσιν, ύπεσχέθη στους Πέρσες να στείλη πρώτα τις γυναίκες στο λουτρό και να τις ξαναφέρη ευπρεπισμένες. Οί Πέρσαι δέχθηκαν.

'Έντυσε, λοιπόν, μερικούς φίλους της ηλικίας του με γυναικεία ρούχα και ένα  εγχειρίδιο μέσα στον κόρφο ο καθένας, καθώς και πέπλο στο πρόσωπο σαν βέλο, για να παραπλανήσουν τους μισομεθυσμένους Πέρσες.
'Έτσι ήρθαν και στρώθηκαν δίπλα τους.

Οί Πέρσαι άρχισαν να αποθρασύνωνται και να ερωτοτροπούν.

Σε ένα  σύνθημα του Διαδόχου τα κρυμένα μαχαίρια μπήχθηκαν στα στήθη των Περσών.

Το ϊδιο έγινε και στην άλλη αίθουσα, όπου διασκέδαζαν οι Ύπασπισταί και οι άκόλουθοι των Πρέσβεων.
Αύτά εγιναν περί το 514π.Χ.

Ευτυχώς ο Μεγάβαζος άναγκάσθηκε να έπιστρέψη εις Περσίαν, λόγω μεγάλων φθορών που ύφίστατο ο στρατός του άπό τους Θράκας και τον βαρύ χειμώνα. Τό 507 όμως ο Άμύντας άναγκάσθηκε να δώση «γην και ύδωρ» εις τους νέους Πρέσβεις του Δαρείου. Αύτή τή φορά αρχηγός των Πρέσβεων ήταν ο Βουβάρης, υιός του Μεγαβάζου.

Ό Βουβάρης έρωτεύθηκε την  αδελφή του 'Αλεξάνδρου Γυγαίαν και ο Άμύντας δια λόγους πολιτικής σκοπιμότητος τον δέχθηκε ως γαμβρόν του.
'Ετσι απέκτησε ένα  ισχυρό ύποστηρικτή των συμφερόντων του πλησίον του Δαρείου και τα πράγματα κάπως τακτοποιήθηκαν.

Ό Αλέξανδρος Α' Βασιλεύς της Μακεδονίας.

Μετά τον θάνατον του Άμύντα έξηκολούθησε ο 'Αλέξανδρος να είναι κατά τύπους ύποτελής του Πέρσου Βασιλέως, μέχρι του 479 π. X., οπότε απέκτησε την  πλήρη άνεξαρτησίαν του, ως θά ίδωμεν.

Τό 496 ο ηλικίας 34 ετών και άπω διετίας βασιλεύς 'Αλέξανδρος Α' ελαβε μέρος εις τους 'Ολυμπιακούς 'Αγώνας, τερματίσας πρώτος μαζί με ένα  άλλον Έλληνα εις το αγώνισμα «δρόμον του σταδίου».


«'Επειδή άπέδειξεν ως εϊη Αργείος
εκρίθη τε είναι Έλλην 
και άγωνισάμενος στάδιον
 συνέπιπτε τώ πρώτω» 
(Ήροδ. Ε' 22).

Το είχε καύχημα ότι ήτο Έλλην Ήρακλείδης. 

Αυτή η συμμετοχή του εις τους Όλυμπιακούς άποδεικνύει την  Ελληνικότητα του Γένους του.

Ας σημειωθή ότι πολλοί άλλοι Μακεδόνες, κοινοί θνητοί και όχι μόνον εκ της βασιλικής οικογενείας, φέρονται άναγεγραμμένοι ως νικηταί εις τους Όλυμπιακούς 'Αγώνας, εις τους όποιους μόνον ‘Έλληνες είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν 
(π. χ. ο Κλείτων, δια τον όποιον ό/Διόδωρος, (ΧΥΙΙ, 82, I), γράφει το εξής :

 «Όλυμπιάς δ’ ήχθη τρίτη πρός ταίς εκατόν δέκα, καθ' ήν ένίκα στάδιον Κλείτων Μακεδών»).

Εις έπίσκεψίν του εις 'Αθήνας ο 'Αλέξανδρος Α' άνεκηρύχθη
«Πρόξενος και Φίλος»,
δηλαδή αντιπρόσωπος των Αθηναίων εις την  Αυλήν του και προστάτης των συμφερόντων των Αθηνών.

Έπέκτασις των ορίων της Μακεδονίας.

Ένώ οι προ του πατρός του Άμύντα βασιλείς, της Μακεδονίας ήγωνίσθησαν πρός τελειωτικήν άπόκρουσιν των εχθρών των Ιλλυριών,ο Αλέξανδρος, ακόμα και διατελών υποτελής του Πέρσου βασιλέως, είχε επιτύχει την  έπέκτασιν των όρίων του βασιλείου του πρός Ν μέχρι του Όλύμπου και πρός Β μέχρι του Αίμου,
την  υποταγήν των Ηγεμονικών οίκων των
 Λυγκηστών, 
Παιόνων, 
Άγριάνων, 
Όρεστών και 
Τυμφαίων, 
οι όποιοι άνεγνώρισαν αυτόν ως έπικυρίαρχον,
εις δε την  Έλιμιώτιν

 (σήμερον περιοχαι Έλασσόνος, Σερβίων, Κοζάνης, Σιατίστης, Έρατύρας, Νεαπόλεως, Γρεβενών και χωρίου τής δυτικής πλευράς των Πιερίων Νοαών Βεροίας και Κατερίνης),
 έγκατέστησε Ηγεμόνα τον νεώτερον αδελφόν του Άρριδαίον.

Δαρείος και πανωλεθρία του στρατού του εις Μαραθώνα.
Μάχη του Μαραθώνα
Ό Δαρείος είχε βάλει πρόγραμμα να κατακτήση την  Έλλάδα και να τιμωρήση τους Αθηναίους και Έρετριείς, διότι εστειλαν στρατιωτική βοήθεια εις τους Ίωνας, όταν αυτοί έπανεστάτησαν εις Μ. Άσίαν κατά του Δυνάστου.

'Έστειλε, λοιπόν, με επί κεφαλής τον Μαρδόνιον απειροπληθή στρατόν και στόλον, μέσω Θράκης.
 Ό Μαρδόνιος ύπέστη μεγάλας απώλειας εκ μέρους των Θρακών. 'Εκτός τούτου, 300 πλοία έναυάγησαν και 20.000 άνδρες έχά• θησαν, όταν έπεχείρει τον περίπλουν της θυελλώδους θαλάσσης της άκρας του "Αθω.
Κατόπιν αυτής της καταστροφής ο Μαρδόνιος αναγκάσθηκε να έπιστρέψη είς Ελλήσποντον.

Ως αντικαταστάτου του Μαρδονίου ο Δαρείος ώρισε τον ανεψιόν του Άρταφέρνην και τον Δάτιν, Μήδον το γένος.

Είναι γνωστή η πανωλεθρία που υπέστησαν οι Πέρσαι εις τον Μαραθώνα, με την  «τακτική της λαβίδος» που έφήρμοσε ο Στρατηγός των Άθηναίων Μιλτιάδης τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. με στρατόν μόνον δέκα χιλιάδες Αθηναίους και χιλίους Πλαταιείς.

Έκτοτε ο Δαρείος δέν έπαυσε να ονειρεύεται έκδίκησιν δια την  ήτταν του κοι ετοίμαζε ακόμη μεγαλύτερον στρατόν και στόλον δια να έπιδράμη ο ϊδιος κατά της ‘Ελλάδος. "Ομως δέν έπρόλαβε να πραγματοποίηση το όνειρό του, άποθανών το 486 π. X.


Εκστρατεία Ξέρξου.
Ξέρξης
Ό διάδοχος του Δαρείου Ξέρξης, αφού έχασε μερικά χρόνια, όσο να στερεώση τον θρόνο του, άπεφάσισε να φέρη εις πέρας το ipyov του Δαρείου.
 Έκαμε τεράστιες προπαρασκευές εις στρατόν και στόλον :
Δυόμισυ εκατομμύρια άνδρας μαχίμους και άλλους τόσους ύπηρέτας και δούλους,
 1.207 τριήρειςκαι
 3.000 μικρότερα πλοία 
(κατά Ηρόδοτον. Άλλοι, νεώτεροι, καταβιβάζουν τον στρατόν του Ξέρξου εις ένα  εκατομμύριο, η και κατά τι όλιγώτερο πάλιν άλλοι).

Ό Ξέρξης, άφου συνέζευξε τον Ελλήσποντο δια γεφύρας και διεπεραιώθη εις Ευρώπην, έβάδισε μέσω Θράκης και Μακεδονίας.

 Έφθασε τον Ιούνιο του 480 εις Θέρμην, ενώ ο στόλος του παρέπλεε τα Θρακικά και Μακεδονικά ακρογιάλια.
Εις τον γαμβρόν του Αλεξάνδρου, Βουβάρη, είχε αναθέσει ο Ξέρξης την  διεύθυνσι των έργασιών για την  τομή της χερσοννήσου του Άθω εις τον λαιμόν που την  ενώνει με την  Χαλκιδική (όπου σώζονται ακόμα καταφανή τα ϊχνη), ώστε να άποφύγη τον επικίνδυνο περίπλουν του Άθω, μετά την  συμφορά που ειχε υποστή ο στόλος του Μαρδονίου εκεί.
 Όμως το έργον εμεινε ημιτελές, καθόσον ο στόλος περιέπλευσε το άκρωτήριο με νηνεμία.

Μαζί με τον Βουβάρη ήλθε και ο υιός αύτου και της Γυγαίας, Άμύντας, (φέρων το όνομα του πάππου του), ο όποιος επίσης ήτο εύνοούμενος του Ξέρξου.

Ό Αλέξανδρος κατ’ άνάγκην άκολούθησε με τον στρατόν του την  στρατιά του Ξέρξου, όπως άλλως τε επραξαν, έκόντες άκοντες, όλοι οι άλλοι υποταγμένοι "Ελληνες και βάρβαροι ήγεμόνες. Έχοντας όμως στενή συγγένεια ο Αλέξανδρος με Μεγιστάνας εύνοουμένους της Περσικής αύλής, απέκτησε την  εμπιστοσύνη του Αρχιστρατήγου και του επιτελείου του.
Κατ’ αύτόν τον τρόπο μπορούσε να μαθαίνη άπόρρητα και να πληροφορή κάθε φορά τους ομοφύλους του Ελληνας, ώστε να προλαμβάνη τους αιφνιδιασμούς,

Συνέδριον των Ελλήνων έν Ισθμώ της Κορίνθου.

Οί άντιπρόσωποι Αθηνών, Σπάρτης και των άλλων συμμάχων πόλεων Πελοποννήσου, Στερεάς και νήσων, είς συνέδριον εις τον Ισθμόν της Κορίνθου,άπεφάσισαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρόν, με ήγέτιδα την  Σπάρτην κατά ξηράν και θάλασσαν.
Πρός τούτο εστειλαν δύναμιν έκ δέκα χιλιάδων άνδρών των συμμάχων πόλεων εις τάς παρά τα Τέμπη της Θεσσαλίας όρεινάς διαβάσεις μεταξύ Όλυμπου και Όσσης, υπό τον Σπαρτιάτην Ευαίνετον και τον Άθηναίον Θεμιστοκλέα.


Προειδοποίησις του Αλεξάνδρου πρός τους Έλληνας.

Οι Πέρσαι, τον Αύγουστο του 480, μαθόντες την  κίνησιν των Ελλήνων, έστειλαν μέγα μέρος των δυνάμεών των δια μέσου των διαβάσεων του Όλυμπου και Πιερίων άφ΄ ενός, δηλ. των στενών τής Πέτρας, (Αη Δημήτρη Όλυμπου) και άφ΄ ετέρου των Φυλακών — Βολουστάνας (Βυζαντινά Σέρβια και στένα Πόρτας).

Κατ' αυτόν τον τρόπο οι 'Έλληνες θά άπεκλείοντο ενσφηνωμένοι εις την  κοιλάδα των Τεμπών και θά συνετρίβοντο ϊσως καθ’ ολοκληρίαν, εάν δέν τους ειδοποιούσε περι του κινδύνου ο βασιλεύς των Μακεδόνων Αλέξανδρος Α', δι΄ εμπίστων του άγγελιαφόρων.

Οί Ελληνες στρατηγοί έπείσθησαν περι των αγαθών προθέσεων του «Προξένου και Φίλου» των Αθηνών βασιλέως' και έγκαταλείψαντες τα Τέμπη έπεβιβάσθησαν των πλοίων παρά τάς έκβολάς του Πηνειού και άπέπλευσαν εις Ισθμόν.

Εις την  έπείγουσαν άπόφασιν των Ελλήνων ν' άποσυρθουν συνετέλεσε και η μηδίζουσα στάσις, των Άλευαδών της Θεσσαλίας. Ό Διόδωρος σχετικά γράφει :
«Έπει δέ των Θετταλών και των άλλων Ελλήνων των πλησιόχωρων ταίς παρόδοις εδωκαν οι πλείονες υδωρ τε και γήν τοίς άφιγμένοις άγγέλοις από Ξέρξου, άπογνόντες την  περι τα Τέμπη φυλακήν έπανήλθον εις την  οικίαν».

Μάχη Θερμοπυλών.

Νέον Έθνικόν άνώτατον πολεμικόν συμβούλιον των συμμάχων πόλεων έπέλεξε την  τοποθεσίαν των Θερμοπυλών ως κατάλληλον πρός  άπόκρουσιν του εχθρού.
Είναι γνωστό το ψυχικόν μεγαλείον, το όποιον έπέδειξαν οι ‘Έλληνες εις τάς Θερμοπύλας και ως έκ τούτου δεν θά επέκταθώμεν εις το κεφάλαιον αυτό. 
Ή άνθρωπότης όλη στέκει με θαυμασμόν ενώπιον του :
 «Ω ξείν άγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοίς κείνων ρήμασι πειθόμενοι».

Καταστροφή του στόλου του Ξέρξου έν Σαλαμίνη.

Έπηκολούθησε κατάληψις Λοκρίδος, Φωκίδος, Δωρίδος, Εύβοιας, Βοιωτίας, εισβολή εις 'Αττικήν και δήωσις αύτής. Έν συνεχεία δέ η γνωστή έν Σαλαμίνη ναυμαχία με την ολοσχερή σχεδόν καταστροφή του Περσικού στόλου.
Μετά την ήτταν της Σαλαμίνος ο Ξέρξης εσπευσε να έπιστρέψη εις 'Ασίαν, μή τυχόν προλάβουν οι "Ελληνες και καταστρέψουν την  επί του Ελλησπόντου γέφυραν αυτου, άλλ' άφησε εντολή εις τον επ’ αδελφή γαμβρόν του Μαρδόνιον να διαχειμάση εις Θεσσαλίαν, με στρατιωτικήν δύναμιν άπαρτιζομένην εκ των γενναιότερων και πολεμικωτέρων λαών της 'Ασίας, δια να έπιτεθή εκ νέου την  άνοιξιν με τον ίσχυρόν στρατόν του και καθυποτάξη όριστικώς την  Ελλάδα.


Επιδράσεις Αλεξάνδρου εις αποφάσεις Μαρδονίου και πρόληψις κακών.

Κατά την  κατάληψιν της Βοιωτίας ο Αλέξανδρος έφρόντισε να προλάβη κατά το δυνατόν τάς ζημίας έμφανίζων τους Βοιωτούς εις τον Μαρδόνιον ως Μηδίζοντας.

Τό ίδιο είχε κάμει και δια το Μαντείον των Δελφών, δια το οποίον ο Αλέξανδρος έτρεφε απεριόριστον σεβασμόν.

Άλλά και οι ιερείς των Δελφών τόν περιέβαλλον με ιδιαιτέραν εύνοιαν, προφανώς έχουσαν την  αρχήν της εις την  προστασίαν των ιερών κατά την  κρίσιμον εποχήν και την  άποσόβησιν της καταστροφής των άπό τους βαρβάρους με την  έπέμβασίν του.

Ό Μαρδόνιος, πριν επιχειρήσει νέας εκστρατείας πρός κατάληψιν της 'Ελλάδος, εχων τήν πείραν του προσφάτου παρελθόντος, θέτει εις ενέργειαν διπλωματικά μέσα διασπάσεως της ένότητος των Ελλήνων, διατελών έν γνώσει της άγανακτήσεως των Αθηναίων, διότι οι Σπαρτιάται άπεσύρθησαν όχυρουντες τον Ισθμόν και έγκαταλείποντες τάς Αθήνας εις νέαν καταστρεπτικήν επιδρομή του κοινού εχθρού.

 Άπέστειλε, λοιπόν, τον Αλέξανδρον ως πλέον κατάλληλον δια να διαπραγματευθή με τους 'Αθηναίους χωριστήν ειρήνην και όχι υποταγήν, άλλά συμμαχίαν, με άφθονους προσφοράς εδαφών και άλλων πλεονεκτημάτων.

Εννοείται ότι ο Αλέξανδρος κατετόπισε πλήρως τους 'Αθηναίους περί των δυσχερειών των Περσών και των ενδομύχων δολίων προθέσεων του Μαρδονίου,
καθ  ο Έλλην και δή Πρόξενος και Φίλος των Αθηναίων.

Δηλαδή, ότι έπεδίωκε ο Μαρδόνιος διάλυσιν της συμμαχίας Σπάρτης — 'Αθηνών. Τά τελευταία αυτά, έπιτηδείως διοχετευθέντα εις τους Σπαρτιάτας, συνετέλεσαν ώστε να στείλουν αυτοί εις 'Αθήνας πρεσβείαν ζητουντες να άπορριφθούν αι προτάσεις και υποσχόμενοι πλήρη συνέργασίαν εις κοινήν εκστρατείαν των Ελλήνων ένα ντίον του εισβολέως.
Αυτό έπεδίωκον και οι 'Αθηναίοι έν μυστική συμφωνία με τον 'Αλέξανδρον.

Ή μάχη των Πλαταιών.

Αυτά συνέβαιναν την  άνοιξιν του 479 π. X. 'Αμέσως κατόπιν ο Σπαρτιάτης Στρατηγός Παυσανίας, ανεψιός του ήρωος Λεωνίδα, με τους Πελοποννησίους, ενωθείς εις Ελευσίνα με τους 'Αθηναίους, Πλαταιείς, Μεγαρείς, Αιγινίτας, Κορινθίους κ.λ.π. ως 'Αρχιστράτηγος των Ελληνικών δυνάμεων, έβάδισε εναντίον των πολλαπλασίων μαχητών του Μαρδονίου εις Βοιωτίαν. 'Αρχικώς κατέλαβον οι "Ελληνες τάς όρεινάς διεξόδους μεταξύ ΠάρνηΘος και Κιθαιρώνος, καθόσον έστερουντο ιππικού δια να άντεπεξέλθουν εις πεδινήν εκτασιν κατά του εχθρικού ιππικού.
Άφου κατετρόπωσαν το ίππικόν του Μαρδονίου  εις θέσιν έναντι Ερυθρών και Ύσιών, η στρατιά του Παυσανίου άναλαβουσα θάρρος και αύτοπεποίθησιν προχώρησε πρός δυσμάς εις τον χώρον των Πλαταιών, όπου συνήφθη η ένδοξος ομώνυμος μάχη τον Σεπτέμβριον του 479 π.Χ.
Ή πολλαπλασία της των Ελλήνων στρατιά του Μαρδονίου κατείχε την  άνω πεδιάδα του βοιωτικου 'Ασωπού ποταμού.
Ή πλησίον πόλις των Θηβών, που είχε μηδίσει, ήτο σπουδοίον ερισμα δι' αυτόν.

Αυτοπρόσωποι πληροφορίαι Αλεξάνδρου πρός "Αθηναίους.

Ό Μακεδών βασιλεύς Αλέξανδρος Α', λαβών γνώσιν του επιτελικού σχεδίου του Μαρδονίου και της παρατάξεως δια την  μάχην της επομένης, ήμέρας, εσπευσε αυτοπροσώπως, άφοϋ επεσαν όλοι ν' άναπαυθουν, την  ιδίαν νύκτα εις το έναντι στρατόπεδον -τών 'Αθηναίων με κίνδυνον να άνακαλυφθή υπό των Περσών και κατεπόπισε πλήρως τον 'Αριστείδη και τους άλλους "Ελληνας στρατηγούς, ώστε ούτοι έκριναν έπάναγκες να επιφέρουν αμέσως τάς δεούσας μετακινήσεις στρατευμάτων και να ευρεθουν πανέτοιμοι την  χαραυγήν που ήρχισε η έπίθεσις του Μαρδονίου.

«'Ως δέ πρόσω της νυκτός προελήλατο και ήσυχία έδόκιε είναι άνά το στρατόπεδον και μάλιστα οι άνθρωποι έν υπνω, 

τηλικαυτα προσελάσας ϊππω πρός τάς φυλακάς των 'Αθηναίων 'ΑλέξανδροςΆμύντεω...

 έδίζετο (έζήτη) τοίσι στρατηγουσι εις λόγους ελθείν... έπικομένοισι δέ ελεγε...

Ανδρες 'Αθηναίοι, παρακαταθήκην ύμιν τα έπεα τάδε τίθεμαι, απόρρητα ποιευσάμενος πρός μηδένα λέγειν ύμέας άλλον η Παυσανίην (τον Αρχιστράτηγον), ου γάρ αν ελεγον, ει μή μεγάλως έκηδόμην συναπάσης Ελλάδος. 

Αυτός τε γάρ Έλλην γένος είμί τώρχαίονκαι άντ’ έλευθερίης δεδουλωμένην ουκ αν έθέλοιμι οράν την  Ελλάδα. 

Λέγω δέ ουν ότι Μαρδονίω... δέδοκται... άμα ήμέρα διαφωσκούση συμβολήν ποιέεσθαι... έθέλω την  διάνοιαν του Μαρδονίου δηλώσαι υμίν, ίνα μή έπιπέσωσιν ύμίν οι βάρβαροι μή προσδοκόμενοι σί κω» (Ήροδ. Θ, 44-45).

Θάνατος του Μαρδονίου εις το πεδίον της μάχης.

Ό Μαρδόνιος διέπραξε το σφάλμα να ταχθή εις το άριστερόν της παρατάξεώς του, έναντι ακριβώς των Σπαρτιατών, έπιδιώκων να άναμετρηθή ο ίδιος εις αγώνα πρός αυτούς.

Γενναίως μαχόμενος, τον Σεπτέμβριον του 479, επεσε εις το πεδίον της μάχης βληθείς την  κεφαλήν δια λίθου ύπό του 'Αειμνήστου («Πυρσός», Τ. I. σελ. 480), ο δέ αντικαταστάτης του Άρτάβαζος με τους 40.000 άνδρας του εύρισκόμενος όπισθεν της μαχομένης στρατιάς του Μαρδονίου, διέφυγε πρός βορράν ακολουθών την  πορείαν του Ξέρξου του προηγουμένου έτους κατ' άντίθετον κατεύθυνσιν, άκολουθούμενος από τα στίφη των ήττηθέντων.


Αδράνεια των Ελλήνων.

Οί "Ελληνες» άφου έχασαν δεκαήμερον και πλέον πρός συλλογήν των λαφύρων («Πυρσός» Τ. I, σελ. 480) και ταφήν των νεκρών, δια να εκδηλώσουν την  ευγνωμοσύνην των πρός τους θεούς που τους συμπαρεστάθησαν εις τον νικηφόρον αγώνα, άνέθηκαν εις τους Δελφούς χρυσουν τρίποδα υψους 6,5 μ. άναγράψαντες επ’ αυτου τα ονόματα των 31 πόλεων, αι όποιαι ελαβον μέρος εις την  μάχην, εις δέ την  βάσιν αυτου το εξής έλεγείον:

«Ελλάδος ευρυχόρου σωτήρες τουδ' άνέθηκαν, δουλοσύνης στυγεράς συσάμενοι πόλιας».

Σύγκρουσις Αλεξάνδρου πρός τους φεύγοντας Πέρσας.

Ό στρατός του Αλεξάνδρου, του απέσχε της μάχης των Πλαταιών, συνεκρούσθη νικηφόρως με τα φεύγοντα τμήματα της στρατιάς του Μαρδονίου.
 Επίσης μεγάλην φθοράν έπέφεραν εις την  στρατιάν του Μαρδονίου οι καταδιώκοντες αυτούς ατακτοι "Ελληνες.


Εύχαριστίαι του Αλεξάνδρου πρός τους θεούς.

Ό Αλέξανδρος Α', δια να διαιώνιση την  συμμετοχήν των Μακεδόνων εις την  νίκην, αφιέρωσε χρυσουν άγαλμα εις τον Πανελλήνιον Δία της Όλυμπίας και ετερον εις Δελφούς, χρησιμοποιήσας το δέκατον των λαφύρων, τα όποια πρέπει να ήσαν πλούσια.

Αί Άθήναι ώνόμασαν τιμής ενεκεν τον 'Αλέξανδρον τον Ά' «Άθηναίον πολίτην».

Τά ορια της Μακεδονίας επί Αλεξάνδρου και όργάνωσις αυτής.

Ό Αλέξανδρος, όχι μόνον έπεξέτεινε τα ορια της Μακεδονίας πρός δλας τάς κατευθύνσεις, άνατολήν, δύσιν, βορράν και νότον, ως εϊπομεν, άλλά και ώργάνωσε το κράτος του διοικητικώς και στρατιωτικώς.
Τους ένδοξοτάτους περι τον βασιλέα ιππείς ώνόμαζε «Εταίρους»,
 τους δέ πεζούς «Πεζεταίρους».

 Τον δέ στρατόν του διήρεσε εις «Λόχους» και «Δεκαρχίας».

Μετά την  προσάρτησιν της Μυγδονίας και Βισαλτίας, εντεύθεν του Στρυμώνος (άνατολική Μακεδονία), προέβη εις την  συστηματικήν εκμετάλλευσιν των μεταλλείων της Πρασιάδος λίμνης και του Δυσόρου όρους, τα όποια άπέδιδον εις αύτόν εν τάλλαντον άργυρίου ήμερησίως (Ήροδ. Ε', 17).


Έθεσε δηλαδή τάς βάσεις δια την  μεγαλειώδη μετέπειτα έπέκτασιν του Μακεδονικού Κράτους έπι Φιλίππου Β' και 'Αλεξάνδρου του Μεγάλου.

Επικοινωνία με Νοτιοέλληνας και Θάνατος Αλεξάνδρου Α'.

Τό 468 π. X. ο 'Αλέξανδρος έδέχθη εις την  χώραν του τους Μυκηναίους μετά την  εκδίωξίν των εκ της καταστραφείσης από των ’Αργείων πόλεώς των (Παυσαν. VII, 25,6).

Ηδη ο πατήρ του ’Αμύντας Α' είχε παραχωρήσει εις τους Πεισιστρατίδας, έκδιωχθέντας εξ Αθηνών το 517 π.Χ., τον Άνθεμούντα (Καλαμαριά).

Eis την  Αυλήν του ο Αλέξανδρος, εις Αίγάς, εκάλει έξοχους άνδρας του ελληνικού πνεύματος.

Μεταξύ αύτών ήσαν ο μέγας Θηβαίος ποιητής Πίνδαρος, ο όποιος έδωσε εις αυτόν το όνομα «Αλέξανδρος ο Φιλέλλην»,ο πατήρ της ‘ιστορίας Ηρόδοτος μετά του φίλου του, επίσης ιστορικού Ελλανίκου του Λεσβίου και άλλοι.

Ό Αλέξανδρος προήγαγε τον πολιτισμόν της χώρας του δια της έπιδιωχθείσης ύπ΄ αυτού επαφής των κατοίκων της πρός τον πολιτισμόν και τον πνευματικόν βίον των κυριωτέρων άλλων Ελληνικών Κρατών πόλεων.

Παρά ταύτα και δια λόγους σκοπιμότητος, το 464 π.Χ. ύπεστήριξε κρυφίως τους Θηβαίους έπαναστατήσαντας κατά των Αθηνών
 και τούτο διότι οι Αθηναίοι ήπείλουν να καταλάβουν τα μεταλλεία του Παγγαίου.

Ό Αλέξανδρος άπέθανε το 454 π.Χ. έκ φυσικού θανάτου.

Έν συμπεράσματιο Αλέξανδρος Α' υπήρξε κύριος θεμελιωτής του ήνωμένου Έλληνομακεδονικού κράτους,το οποίον κατέστησε συμπαγές και ισχυρόν δια της ευφυίας του και της ικανότητάς του πρός έκμετάλλευσιν των περιστάσεων.

Βαθείαν έχον ο ίδιος συνείδησιν της ελληνικής καταγωγής του, την  όποίαν με ύπερηφάνειαν προέβαλλε εις πάσαν εύκαιρίαν, δια κοινών λαμπρών άγώνων κατά των βαρβάρων και δια των στενών σχέσεών του με τους Νοτιοέλληνας, έρριψε τους εως τότε απομονωμένους έκείθεν του Όλύμπου Μακεδόνας πρός τους κόλπους του Ελληνικού κόσμου.

Μεγαλεπήβολος, γενναιόφρων και ρέπων πρός θαρραλέος ηρωισμούς, έθαυμάσθη και έτιμήθη ύπό συγχρόνων του Ελλήνων.

Έν πολλοίς υπήρξε ο δημιουργός των βασικών εκείνων προϋποθέσεων, αι όποίαι άπητούντο δια να ήγεμονεύση της Ελλάδος, ένα  αιώνα άργότερον, ο Μακεδονικός Ελληνισμός, έπι Φιλίππου Β' και να προβή εις την  κατάκτησιν του τότε γνωστού κόσμου έπι "Αλεξάνδρου του Μεγάλου. (Α. Δασκαλάκη, «Ό Ελληνισμός της αρχαίας Μακεδονίας», 1960, σελ. 368).

(Άπό την  ανέκδοτη έργασία του «Ιστορία της Μακεδονίας»).

Σύντομη ιστορία της Μακεδονίας από 454 π.χ μέχρι την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους.

$
0
0

                                                                               
  N. Γ. ΚΟΕΜΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
(Οι Χάρτες είναι του Ιωάννου Πετρώφ του Φιλέλληνος εκ Μόσχας)
ΒΑΣΙΛΕΙΣ 
ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.

Τον Αλέξανδρον Α'  τον «Φιλέλληνα», 
αποθανόντα το 454 π. X. , διεδέχθη ο πρωτότοκος υιός του ’Αλκέτας Β'. (454 — 448 π.Χ.).
Τούτον δέ, μέθυσον όντα (έξ ου και Χώνην τον άπεκάλουν), παρηγκώνισεν ο νεώτερος αδελφός Πέρδικας Β', συμβασιλεύσας επί δωδεκαετίαν (448 — 436) μετά του αδελφού του Φιλίππου, μετά δε τον θάνατον του τελευταίου ήρξε μόνος μέχρι του 413 π. X.


Περδίκας Β'

Ό Περδίκας Β',κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον ανεμίχθη ως σύμμαχος άλληλοδιαδόχως, των Αθηναίων, των Λακεδαιμονίων, των Κορινθίων, των Χαλκιδέων και αυτών των Όδρυσων (μέ τον Σιτάλκην)
 και είχεν εξαπατήσει τους πάντας, τον ένα κατόπιν του άλλου αναλόγως των συμφερόντων του.

Έδωκε και αυτός ώθησιν εις τα Γράμματα και τον εκπολιτισμόν των Μακεδόνων, μετακαλέσας εις την αυλήν του μεγάλους ανδρας της εποχής του, ως τον διθυραμβικόν Μελανιππίδην, τον ιατρόν Ίπποκράτην τον Κωον κ.ά.


Τον Πέρδικαν Β΄ διεδέχθη εις την Βασιλείαν της Μακεδονίας ο υιός του Αρχέλαος (413-399) π. X.,

 Αναρχία περί την διαδοχήν του Θρόνου

Μετά τον τυχαίον θάνατον το Αρχελάου (δολοφονηθέντος κατά τον Αριστοτέλη), έπηκολούθησε δεκαετής αναρχία λόγω αντιζηλειών και συχνών δολοφονιών,
ως λ.χ. του ανηλίκου διαδόχου Όρέστου (399—396), 
του Επιτρόπου και δολοφόνου αύτουΆερόπου (396-392) Λυγκηστού
τούτον δολοφονηθέντα διεδέχθη Άμύντας ο Μικρός (392-390), 
δολοφονηθείς και ούτος υπό του Δέδα υίου του Άρριδαίου (αδελφού του ’Αλεξανδρου Α'.).

Τον ’Αμύντα διεδέχθη ο υιός του Αερόπου Παυσανίας, δολοφονηθείς και ούτος άφου έβασίλευσε επί ολόκληρον εικοσαετίαν (389—369). 

Κατά το διάστημα τούτο είχε ζήσει εις την αυλήν του Άμύντα Γ' ο ιατρός Νικόμαχος από τα Στάγειρα πατήρ του Άριστοτέλους.

Συνέχεια ανωμαλιών εις την διαδοχήν

Τον Άμύντα Γ' διεδέχθη ο πρεσβύτερος υιός του Αλέξανδρος Β', όστις αμέσως μετά την ανάρρησίν του εις τον θρόνον, κληθείς υπό των Άλευαδών της Θεσσαλίας, εισήλασεν εις αυτήν ως κατακτητής.

Οί Άλευάδαι άγανακτήσαντες έζήτησαν την βοήθειαν των Θηβαίων και τότε ο Πελοπίδας, όχι μόνον εξεδίωξε εκ Θεσσαλίας τον 'Αλέξανδρον, άλλ  εισήλασεν εις την χώραν του.

Έν τω μεταξύ η βασιλομήτηρ Ευρυδίκη, με τας αθεμίτους σχέσεις της μετά του επί θυγατρί (Ευρυνόη) γαμβρού της Πτολεμαίου, προυκάλεσε απαιτήσεις τούτου επί του θρόνου.

Πρός συμβιβασμόν, και προς έξυπηρέτησιν των σκοπών του, ο Πελοπίδας εδέχθη να εξακολουθήση βασιλεύων ο  Αλέξανδρος Β', ανεκήρυξεν όμως τον Πτολεμαίον ηγεμόνα της Άλώρου,εξ ής και έκλήθη Πτολεμαίος ο Άλωρίτης, και έλαβε ως ομήρους πεντηκοντάδα ευγενών,
μεταξύ των οποίων και τον νεώτερον υιόν του Άμύντα, τον δεκαπενταετή Φίλιππον (Β'). 

Άλλ΄ ο Πτολεμαίος εις πανηγυρικόν τινα χορόν έδολοφόνησε τον "Αλέξανδρον Β' (368 π.Χ.) και συζευχθείς την Εύρυδίκηνέβασίλευσε ως επίτροπος των υιώναυτής Πέρδικα και Φιλίππου.

Ένηλικιωθεις ο Πέρδικας εξεδικήθη τον θ'ανατον του αδελφού του Αλεξάνδρου, δολοφονήσας τον Πτολεμαίον (365 π. X.).

Ό Πέρδικας Γ' (365—359 π.Χ.) εδείχθη ικανός βασιλεύς, αποδιώξας τους εις Μακεδονίαν εισβαλόντας Ίλλυριεις. 

‘Ως σύμμαχος δε των Αθηναίων ηγωνίσθη ενδόξως κατά των Όλυνθίων, και της επιρροής των Θηβαίων άπηλλάγη μετά τον θάνατον του Πελοπίδου.

Άπροσδοκήτως έξερράγη στάσις κατά των Τημενιδών προκληθείσα υπό των Λυγκηστών, παρά των οποίων έκλήθησαν οί Ίλλυριείς εις βοήθειαν.

Ό Πέρδικας εφονεύθη εις μάχην κατ’ αυτών, μολονότι ο στρατός του ενίκα, με επακόλουθον όμως εισβολήν και των Παιόνων από βορρά.
Η Μακεδονία του Φιλίππου κατά Πετρώφ

 Υπήρξε τότε μέγας κίνδυνος διαλύσεως του Μακεδονικού Κράτους.

Την κατάστασιν έσωσεν η τόλμη και η δραστηριότης του Φιλίππου (Β').

 Φίλιππος Β'

Ό Φίλιππος 'Β' (359 — 336 π.Χ.), υίός του  Αμύντα Β', ευθύς αμέσως επέδειξε δραστηριότητα, πολιτικότητα και μεγάλας Διοικητικάς και στρατιωτικάς αρετάς.

 Ούτος εντός ολίγων ετών κατώρθωσε να απαλλαγή των ξένων επιδρομέων και των απαιτητών του θρόνου, καθώς και των εσωτερικών εχθρών της ενότητος και της ισχύος του, άλλους εξοντώσας και άλλους προσεταιρισθεις δια συνοικεσίων.

Οι Έλιμιώται ήσαν παντοτε πιστοί εις τους Μακεδόνας.

Την αδελφήν του βασιλέως των Φίλαν ελαβε σύζυγον ο Φίλιππος.
Επίσης συνήψε συγγενικούς δεσμούς ο Φίλιππος με τον βασιλέα των Μολοσσών της Ηπείρου, του οποίου την Θυγατέρα Όλυμπιάδα συνεζευχθη το 357, με την όποίαν έγέννησε τον 'Αλέξανδρον το 356.
Ο Φίλιππος, όταν απέκτησε τον Αλέξανδρον έγραψε εις τον Αριστοτέλη, τον Μέγα Μακεδόνα Φιλόσοφον:


 «’Ίσθοιμι γεγονότα υιόν.
 Πολλήν ουν χάριν τοις Θεοίς έχω  ουχ ούτως επί του παιδός γεννέσει,
 ως επί τη κατά την σήν ηλικίαν αυτόν γεγονέναι.
Ελπίζω γάρ αυτόν υπό σου τραφέντα και παιδευθέν
τα άξιον εσεσθαι και ημών 
και της των πραγμάτων διαδοχής».


 Δηλ.

 Μέ μεγάλη μου χαρά σου αναγγέλλω ότι απέκτησα υιόν. 
Χρεωστώ λοιπόν μεγάλη χάρι στούς Θεούς, 
όχι τόσο γιά τη γέννησι του παιδιού, 
όσο γιατί το παιδί εχει γεννηθή στά χρόνια τα δικά σου. 
Διότι ελπίζω ότι άμα μορφωθή και ανατραφή από σένα, 
θά γίνη αντάξιος διάδοχος 
και ημών και της καταστάσεως.

Ό Φίλιππος έπεδόθη αμέσως κατόπιν (355 π.Χ.) εις τηνοργάνωσιν των δυνάμεων του Κράτους του.

Έξώπλισε στρατόν εκ 40.000 ανδρώνμε όπλα ανώτερα όλων των στρατών της εποχής του, έξησκημένον μεθοδικώς και πειθαρχοϋντα. 

Έβελτίωσε τα οικονομικά του Κράτους, ιδία δια των μεταλλείων του Παγγαίου, των εγγείων φόρων, των λιμενικών τελών και προ πάντων δια της χρηστής διοικήσεως και διαχειρίσεως.

Διεξήγαγε νικηφόρους αγώνας έπεκτείνας τα όρια της Χώρας προς όλας τας κατευθύνσεις. 

Πρός Άνατολάς δε μέχρι του Εύξείνου, ιδρύσας την Φιλιππούπολιν εις το άνω τμήμα του "Εβρου ποταμού, και μέχρι των ακτών της Προποντίδος.

Ύπέταξεν ευκόλως τους Θεσσαλούς, τους Φωκείς, τους Θηβαίους, τους  Αθηναίους, και μετά την εν Χαιρωνεία νίκην του (338) π. X. ηνάγκασε όλους τους Έλληνας, «πλήν Λακεδαιμονίων», να αναγνωρίσουν αυτόν εν Κορίνθω, «Φίλιππον Αυτοκράτορα Στρατηγόν είλαντο του προς Πέρσας πολέμου», Στρατηγόν Αυτοκράτορα του κατά των Περσών αναληφθέντος παρ΄ αύτου άγώνος, επιτυχών ούτω δια πρώτην φοραν την ένωσιν όλων των Ελλήνων κατά των βαρβάρων.

Έν τω μέσω των πολεμικών προπαρασκευών κατά της Ασίας, έδολοφονήθη εις ήλικίαν 47 ετών το 336, αφού πρότερον είχε προετοιμάσει τον υιόν του 'Αλέξανδρον ως διάδοχον και συνεχιστήν του έργου του, δια της αναθέσεως της παιδείας του εις τον διδάσκαλον Αριστοτέλη τον Σταγειρίτη, υιόν του διατελέσαντος ιατρού της Αυλής Νικομάχου.

Ή διαπαιδαγώγησις του Αλεξάνδρου διήρκεσε επί εννέα έτη.

Ό Αθηναίος Ισοκράτης εθαύμαζε τον Φίλιππον αποκαλών αυτόν φίλον των Γραμμάτων και των Τεχνών. ο δε αντίπαλός του Δημοσθένης ομολογεί, ότι και εν αύταίς ταίς Άθήναις δυσκόλως θά ευρίσκετο όμοιος με τον Φίλιππον κατά την λεπτότητα των τρόπων.

Ό ιστορικός Θεόπομπος ο Χίος, μαθητής του Ίσοκράτους, χαρακτηρίζων τον ανδρα, λέγει:

«... μηδέποτε την Ευρώπην ένηνοχέναι τοιούτον άνδρα παράπαν, οίον τον του Άμύντου Φίλιππον».

 Θεωρεί τούτον ως αιτίαν των μεγάλων γεγονότων της εποχής του και έξαίρει την προσωπικότητα του Φιλίππου.

Αριστοτέλης ο Φιλόσοφος Σταγειρίτης

Ό Αριστοτέλης (384 322 π. X.) γεννήθηκε εις τα Στάγειρα της Χαλκιδικής εκ πατρός Νικομάχου, διατελέσαντος ιατρού της Μακεδονικής Αυλής επί Άμύντου Γ' (389 369 π. X. ) και μητρός Φαιστιάδος, εκ Χαλκίδος.

Τούς γονείς του έχασε πολύ ενωρίς ο Αριστοτέλης. Δέκα επτά ετών ήλθε εις Αθήνας (367) και επί δύο έτη έσπούδασε εις την Σχολήν του Πλάτωνος.
 Έν Άθήναις παρεμεινε μέχρι τελευτής του Πλάτωνος, διδάσκων την ρητορικήν εις αυτήν την Ακαδημίαν του διδασκάλου του.

Μεθ΄ ό άπήλθε εις Άταρνέα της Τρωάδος, καθέδραν του Τυράννου Έρμείου, όστις ει χε διατελέσει μαθητής αύτου και του Πλάτωνος, αλλά και φίλος.

Έκεί συνεζεύχθη την ανεψιάν του Έρμείου Πυθιάδα, μεθ’ ής απέκτησε θυγατέρα, ονομάσας αύτήν Πυθιάδα επίσης.

Κατά πρόσκλησιν του Φιλίππου Β' ήλθεν εις την Μακεδονικήν Πρωτεύουσαν Πέλλαν, αναλαβών την εκπαίδευσιν του Αλεξανδρου.
Αύτη διήρκεσε επί εννέα έτη. Μεθ΄ ό άπήλθε εις Αθήνας, όπου  έδίδαξε (περιπατών εις πρωινά και απογευματινά μαθήματα) φιλοσοφικά μαθήματα και ρητορικήν.

Τό εργον του Άριστοτέλους, το όποιον χαρακτηρίζει σαφήνια, πρακτικότης σκέψεως και σοφή διάταξις, αποτελεί αληθή εγκυκλοπαίδειαν της τότε γνώσεως.

Ουδεμία τάξις επιστήμων άφήκε αυτόν άδιάφορον, πλείστων δε όσων επιστημών εγένετο ο ιδρυτής:
Αρχαιολογία, 
Αστρονομία, 
Μετεωρολογία, 
Φυσική, 
Ζωολογία, 
Βοτανική, 
ψυχολογία, 
Αισθητική, 
Πολιτική, 
Ηθική, 
Ποιητική, 
υπήρξαν υποκείμενα ερεύνης της καθολικής του φιλοσόφου διανοίας.

Ή Λογική, η Ρητορική μέθοδος και πλείσται επί μέρους επιστήμαι, όλον δηλαδή το πλαίσιον της συγχρόνου επιστήμης και πολλοί επί μέρους μορφαί αυτής, όφείλονται εις εκείνον.

Είναι όντως θαυμαστή η έκτασις των ερευνών του Άριστοτέλους, όσον και το ποιόν αυτών.
 Ουδείς, ούτε προ αυτου ούτε κατόπιν, δύναται να παραβληθή με εκείνον.
Ή Φιλοσοφία του Άριστοτέλους ουδέποτε από της 'Αρχαιότητας εως σήμερον επαυσε διδασκόμενη.

Μετά τον θανατον του 'Αλεξανδρου (323 π. X.) ο 'Αριστοτέλης απεσύρθη εξ Αθηνών εις την εν Χαλκίδι εκ μητρικής κληρονομιάς κτηματικήν του περιουσίαν, όπου  και  άπεβίωσε μετ' ου πολύ (322 π.Χ.).

Αλέξανδρος ο Μέγας


Τό βέβαιον είναι ότι κατά το τέλος ήδη του Πελοποννησιακού πολέμου, έπειτα από το χάος που δημιουργήθηκε με την παρακμήν της «ελληνικής πόλεως» η Πανελλήνιος 'Ιδέα, ήτοι η πολιτική ένωσις όλων των Ελλήνων, εύρισκε γόνιμον έδαφος καθ' όλην την Ελλάδα.

Οταν διεδόθη η πληροφορία ότι οί Καρχηδόνιοι έπετέθησαν εναντίον της Σικελίας, ο Γοργίας ο Λεοντίνος εύρε την ευκαιρία να έκφωνήση τον πανηγυρικόν του εις την Όλυμπίαν ενώπιον πλήθους συνηγμένων από τα πέρατα του Έλληνικου κόσμου, παροτρύινων τους Ελληνας να ομονοήσουν και όλοι μαζί να εκστρατεύσουν εναντίον των βαρβάρων.

Μόνον με την ομόνοιαν ήτο δυνατόν να σωθή το Έλληνικόν από τον φρικώδη κατατεμαχισμόν και τον έμφίλιον σπαραγμόν.

Ms το ίδιον πνεύμα ωμίλησε εις Αθήνας κατά το μνημόσυνον των πεσόντων, αντιπαραβάλλων τας μάχας Ελλήνων κατά Ελλήνων με τας νίκας εις τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα κατά των βαρβάρων.

Ό Αριστοφανης εξ άλλου, εις την κωμωδίαν του «Λυσιστράτη», εμφαντικώς εκδηλώνει τα πανελλήνια αισθήματά του' ενώ ο Πλάτων εις την «Πολιτείαν» του έχαρακτήριζε ως έμφιλίους τους μεταξύ Ελλήνων πολέμους.

Ό Ξενοφών, εις τον «Ίέρωνα», προσδίδει συγκεκριμένον χαρακτήρα εις τάς συζητουμένας τότε εις εύρυ κύκλον μοναρχικός ιδέας, εις δε την «Κύπρου παιδείαν» του ως μορφή πολιτική, εστράφη εξω από τας Αθήνας δια να ζητήση τον ανδρα τον ίσχυρόν, ο όποιος 0ά είχε την δύναμιν και την Θέλησιν
νά πραγματοποιήση την Πανελλήνιον Ιδέαν.

Ό Ισοκράτης, εις την «πρός Νικοκλέα» επιστολήν του, καθορίζει ουσιαστικώτερα τας πολιτικός του αντιλήψεις.

Τήν Πανελλήνιον Ένωσιν υπό ίσχυρόν Μονάρχην και την σωτηρίαν της Ελλάδος ο Ισοκράτης βλέπει εις μίαν εκστρατείαν όλων των Ελλήνων εναντίον των Περσών, του κοινού εχθρού.

Τον αρχηγόν της τοιαύτης εκστρατείας αναζητεί εις τον βασιλέα της Μακεδονίας Φίλιππον, ως άλλον ’Αγαμέμνονα επί κεφαλής νέας Ελληνικής συμμαχίας εναντίον των βαρβάρων της Ασίας.

Μετά τον θάνατον του Φιλίππου, ο νόμιμος διάδοχος αυτου 'Αλέξανδρος, εικοσαετής, ανακηρυχθείς βασιλεύς υπό της συνελεύσεως των στρατευομένων Μακεδόνων, έπραγματοποίησε τα σχέδια του πατρός του, που ήσαν και ιδικά του, συμπληρούμενα, τροποποιούμενα και βελτιούμενα σύμφωνα με τα νέα δεδομένα κατά την πορείαν του προς 'Ανατολάς.

Και πρώτον έξησφάλισε τα προς βορραν σύνορα έκστρατεύσας κατά των Τριβαλλών και των Ιλλυριών, τους οποίους κατενίκησε.

Ή Συνέλευσις των αντιπροσώπων των Ελληνικών πόλεων εν Κορίνθω ανεκήρυξε τον 'Αλέξανδρον «Στρατηγόν Αυτοκράτορα», όπως είχε ανακηρύξει τον Φίλιππον.

Μέ λύπην του έπυρπόλησε την πόλιν των Θηβαίων, οι όποιοι είχον στασιάσει, πλήν της οικίας του Μεγάλου Πινδάρου. Πρός όλους τους άλλους συμπεριεφέρθη γενναιοφρόνως.

Ή εκστρατεία του Αλεξάνδρου
Η Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τήν Άνοιξιν του 334, άφου έπεθεώρησε τον στρατόν του, διεπεραιώθη από της εν Ευρώπη Σηστού εις την εν 'Ασία 'Άβυδον και , κατά σωζομένας έξαριθμήσεις, ούτος (ό στρατός του) δεν υπερέβαινε τας 45.000 ανδρας.

'Εκ πρώτης όψεως εφαίνετο δυσανάλογος προς το εγχείρημα. 'Αλλά ήγετο υπό ανδρών ως

ο Παρμενίων, 
ο Φιλώτας,
ο Κάλλας, 
ο Κάσσανδρος, 
ο Ηφαιστίων, 
ο Πτολεμαίος, 
ο Λάγος, 
ο Κρατερός, 
ο Πέρδικας 
ο Λυσίμαχος 

και πολλοί άλλοι, οίτινες δεν έπαυσαν επί μακρόν ασκούμενοι εις βαρυτάτους αγώνας, αποκτήσαντες ουτω εμπειρίαν και δεξιότητα, προς τας όποίας δεν ήτο δυνατόν να ανταγωνισθουν οι Μεγιστανες των Μήδων και Περσών.

Τό σπουδαιότερον όμως πλεονέκτημα ήτο το δαιμόνιον στρατηγικόν πνεύμα του υπερτάτου ηγεμόνος.

Ό Αλέξανδρος βλέπων ότι κατά θάλασσαν ήτο ασθενέστερος του αντιπάλου. πρώτον και κύριον σκοπόν εθεσε να αφαίρεση από τους Πέρσας όλην την δυτικήν αυτών παραλίαν.
 Και εις τούτο ήσχολήθη τα τρία πρώτα έτη της εκστρατείας του.

'Αφού κατετρόπωσε τους Μεγιστάνας του Δαρείου εις τον Γρανικόν και έπειτα εις Ισσόν αυτόν τον Δαρείον, έστράφη προς την Αίγυπτον την οποίαν κατέλαβε.

Κατόπιν τούτου δια δευτέραν φοράν κατετρόπωσε τον Δαρείον εις Γαυγάμηλα, προήλασε ακατάσχετα εις τας αχανείς έκείνας Χώρας, κατακτήσας την Κασπίαν, την Βακτριανήν και την Σογδιανήν και το 327 έκυρίευσε τα μέχρι του Ίνδου ποταμού, προελάσας μέχρις Ύφάσπιος, όστις είναι το τελευταίον του Ινδικού πενταποτάμου ρεύμα.

'Εκεί δια πρώτην φοράν Αξιωματικοί και στρατιώται έξεδήλωσαν δυσαρέσκειαν δια τους άκαταπαύστους αγώνας και ο βασιλεύς έδέχθη να όπισθοχωρήση το έτος 326 και μετά τριών ετών εκστρατείαν έπέστρεψε εις Βαβυλώνα.

Πανελλήνιος χαρακτήρ της εκστρατείας του Αλεξάνδρου

Χαρακτηριστικόν της γενικής αντιλήψεως περί Πανελληνίου εκστρατείας κατά των Περσών, είναι: ότι,

α) ο 'Αλέξανδρος, αμέσως μετά την νίκην εις Γρανικόν, άπέστειλεν εις Αθήνας 300 πανοπλίας περσικάς, ως ανάθημα εις την Αθήναν της 'Ακροπόλεως με την επιγραφήν
«'Αλέξανδρος Φιλίππου και οί Ελληνες, πλήν Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την 'Ασίαν κατοικούντων».
Εις τους Έλληνας περιλαμβανει φυσικά πρώτους τους Μακεδόνας, διότι αυτοί κυρίως έπολέμησαν.

β) Μετά την εις Ισσόν νίκην του 'Αλεξανδρου, οί σύνεδροι της Κορινθιακής συμμαχίας συνήλθον εις Ισθμόν κατά την εορτήν των Ίσθίων και άπεφάσισαν να στείλουν δέκα Πρέσβεις εις τον 'Αλέξανδρον δια να τον συγχαρούν και να προσφέρουν εις αυτόν χρυσούν στέφανον άριστείον, ως φόρον ευγνωμοσύνης δι' όσα έπραξε υπέρ της ελευθερίας της Ελλάδος.

Τον  Αλέξανδρον συνήντησαν εις Μέμφιν

γ) Μετά την εις Γαυγάμηλα (ΒΑ της Μοσούλης) νίκην του ο 'Αλέξανδρος διέταξε,

ι. Νά καταργηθουν όλαι αι τυραννίδες και αι ελληνικοί πόλεις να πολιτεύωνται του λοιπού αυτόνομοι, 

ιι. Νά ανοικοδομηθή η πόλις των Πλαταιών, η οποία υπήρξε το θέατρον άγώνος κατά των Περσών, πού έκρινε την τύχην της Ελλάδοςκαι

 ιιι. 'Απέστειλε μέρος των λαφύρων εις Κρότωνα της Ιταλίας, τιμήσας ούτω την μνήμην του δις Πυθιονίκου εν Δελφοίς άθλητού Φάίλου,που είχε σπεύσει με το ιδιωτικόν πλοίον του εις Ελευσίνα δια να λάβη μέρος εν Σαλαμίνι εις τον κοινόν αγώνα των Ελλήνων κατά των Περσών το 480 π.Χ.



Κατάληψις όλων των παραλίων, της Τύρου και της Αίγυπτου


‘Ως γνωστόν, ο Αλέξανδρος μετά την παρά την Ισσόν νίκην του εβάδισε προς Νότον, δια να γίνη κύριος όλων των Μεσογειακών παραλίων, εξασφαλίζων εαυτόν από τον εκ του στόλου των Περσών κίνδυνον.

Έπορεύθη λοιπόν προς την Συρίαν και μετά έπτάμηνον πολιορκίαν της Φοινικικής πόλεως Τύρου κατέλαβεν αυτήν (Αυγ. 332) και όλην την Φοινίκην.

Και δια να ολοκλήρωσή την καθυπόταξιν όλης της Μεσογειακής παραλίας έβάδισε προς την Αίγυπτον. Συνέτριψε την ίσχυραν αντίστασιν της παλαιάς πόλεως των Φιλισταίων Γάζης (Ν/μβριος 332) και εγένετο δεκτός υπό των Αιγυπτίων ως ελευθερωτής από του Περσικού ζυγόυ.

Εις την Μέμφιν, Πρωτεύουσαν κειμένην εις την πεδιάδα πού ενώνει Ανω και Κάτω Αίγυπτον, τον ανεκήρυξαν διάδοχον των Φαραώ, εις δε την Όασιν Σίβα, αφού διέσχισε 600 χλμ, εις την έρημον της Λιβύης, εις το περίφημον Μαντείον τού "Αμμωνος,
ο Προφήτης του Ναού τον ύπεδέχθη ως υιόν τού Θεού ’Άμμωνος, δηλ. τού Διός,

Τούτο ενεποίησε μεγάλην εντύπωσιν εις τους Ελληνας.

 Εις την Αίγυπτον η το η συνηθισμένη προσαγόρευσις προς τους Φαραώ.
Επανερχόμενος προς ανατολάς ο 'Αλέξανδρος συνήντησε την εξ Ελλάδος Πρεσβείαν και νέας στρατιωτικός δυνάμεις εκ μέρους τού Αντιπάτρου, αντιβασιλέως εν Μακεδονία.

Ίδρυσις πόλεως  Αλεξανδρείας

Από την Μέμφιν ο βασιλεύς έπαναπλεύσας τον ποταμόν (Νείλον) μέχρι θαλάσσης, ίδρυσε μεταξύ της νησίδος Φάρου και της λίμνης Μαρεώτιδος πόλιν, την οποίαν ώνόμασε Αλεξανδρειαν (άρχάς τού 331 π.Χ.).

Αυτή, αποικισθείσα από Μακεδόνας και άλλους "Ελληνας, έφθασε πολύ γρήγορα εις ακμήν, αποτελέσασα το σπουδαίοτερον έμπορικόν κέντρον καθ’ όλην την Έλληνιστικήν και την Ρωμαίκήν περίοδον.

Ό "Αλέξανδρος έσκέπτετο να κάμη εις την Αλεξανδρειαν τας δεούσας προετοιμασίας δια μίαν εκστρατείαν κατά της Καρχηδόνος και των άλλων χωρών της Δύσεως και να χαράξη όδόν παραθαλασσίαν, η οποία θά έφθανε μέχρις Ηρακλείων Στηλών (Γιβραλτάρ), καθώς μάς πληροφορούν τα «υπομνήματα» τού βασιλέως, τα όποια παρεδόθησαν εις τον Πέρδικαν προς έκτέλεσιν (Διοδ. 18,4,4)

Έπιστημονικαί εξερευνήσεις του Αλεξανδρου

Eis τα Έκβάτανα άπησχόλησαν τον βασιλέα αι προετοιμασίαι του δια τον περίπλουν της Αραβίας από του Περσικού Κόλπου μέχρι της 'Ηρώων πόλεως (Σουέζ). Εις τον περίπλουν αυτόν ήθελε και ο ίδιος να λάβη μέρος.
Διενήργησε διαφόρους αποστολάς προς έξερεύνησιν της αραβικής παραλίας μέχρι της Έρυθράς θαλάσσης.
Ή αποστολή του Άνδροσθένους, ο οποίος περιέπλευσε την δυτικήν παραλίαν του Περσικού Κόλπου και έξερεύνησε την νήσον Τύλον, υπήρξε πολύ καρποφόρος, κυρίως δια τας άξιολόγους παρατηρήσεις του επί της χλωρίδος,
τας  όποίας είχε υπ΄ όψιν του ο Θεόφραστος εις την «περι φυτών ιστορίαν» του.

Τον ίδιον χρόνον περίπου εγινε και η αποστολή του Άλεξικράτους, ο όποιος από το Σουέζ έπλευσε προς τον Περσικόν κόλπον. ο πλους αυτός είχεν επίσης άξιόλογον επιστημονικήν σημασίαν, καθώς και άλλος, που εγινε από τον Ήρακλείδην, δια την έξερεύνησιν της αγνώστου τότε Κασπίας θαλάσσης.

Ή εκστρατεία του Αλεξανδρου εις τας ανατολικάς περιοχάς του αχανούς άλλοτε κράτους των Περσών, και μέχρι του Ίνδου, εις χώρας δηλαδή περι των οποίων οι Έλληνες είχαν εντελώς ασαφείς γνώσεις, ήτο ύψίστης σπουδαιότητος και δια τον λόγον, ότι έπλούτισε τας επιστημονικός και γεωγραφικός γνώσεις των Ελλήνων διανοουμένων.

Πρεσβείαι γνωστών και αγνώστων Λαών

Εις την Βαβυλώνα (ανοιξις 323) παρουσιάσθησαν εις τον βασιλέα Πρεσβείαι από όλην σχεδόν την Οικουμένην δια να τον συγχαρούν ως Βασιλέα της  Ασίας και να τον στεφανώσουν (ελληνική συνήθεια άγνωστη εις τους βαρβάρους Λαούς), άλλαι δια να συνάψουν φιλίαν και συμμαχίαν, όπως η Καρχηδών, η Λιβύη, η Αιθιοπία, των οποίων η κατάκτησις εφαίνετο προσεχής.

Επίσης άλλαι Πρεσβείαι από τους Ίβηρας, τους Κέλτας, τους Βρεττίους, τους Λευκανούς, τους Τυρρηνούς, πιθανώς και από τους Ρωμαίους.


Τό πολιτικόν, πολιτιστικόν και οικονομικόν έργον του  Αλεξάνδρου


«Διάγραμμα» του Βασιλέως ανέγνωσε εις Όλυμπίαν, κατά την τέλεσιν των αγώνων, ο Νικάνωρ, θετός υιός του Άριστοτέλους.

Σύμφωνα μ΄ αύτό όλοι οί πολιτικοί εξόριστοι έπρεπε να έπανέλθουν εις τας πατρίδας των και να επανακτήσουν τας δημευθείσας περιουσίας των. 

‘Όλοι ούτοι τον έθεώρουν ευεργέτην των έκτοτε.

Τούτο φανερώνει την απόλυτον εξουσίαν την όποίαν περιεβλήθη ο Αλέξανδρος, ο όποιος προηγουμένως εφαίνετο ενεργών ως ήγεμών της Κορινθιακής συμμαχίας.

Ό πνευματικός άθλος του Μεγάλου Μακεδόνος, η διάδοσις δηλονότι της επιστήμης και εν γένει του ελληνικού πολιτισμού εις τα πέρατα της Ασίας μέχρι του Ίνδου και μέχρι του Γάγγη, είναι έξ ίσου μεγάλος και Θαυμαστός με εκείνον των στρατηγικών του κατακτήσεων.

Τόσον μέγας, ώστε και σήμερον ακόμη Λαοί εις τα βάθη της 'Ανατολής να καυχώνται, ότι κατάγονται από τον Ίσκεντέρ, όπως αποκολουν τον Αλέξανδρον, τον Μεγαλοφυή Μακεδόνα Στρατηλάτη.

Δυστυχώς ο πρόωρος θανατός του (13-6-323 π.Χ.) δεν τον άφησε να όλοκληρώση τον έκπολιτιστικόν του εργον.

Εις Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος ησθένησε βαρέως από όξείαν νόσον, ήτις έπέφερε τον θανατόν του, άφου συνεπλήρωσε μόνον 13 ετών βασιλείαν και δεν ήτο ακόμη 33 έτών.

Άπό τα μέτρα που έλάμβανε δια την καλυτέραν όργανωσιν του αχανούς Κράτους του, την οικονομικήν του διοίκησιν και το ένιαίον νομισματικόν σύστημα πού είχεν ήδη έφαρμώσει είναι δυνατόν να καταλήξωμεν εις το ασφαλές συμπέρασμα, ότι ο θανατος του Αλεξανδρου έπήλθε εις το χρονικόν εκείνο σημείον, το όποιον θά ήτο η αφετηρία νέας περιόδου εις την ζωήν του Αλεξανδρου, κατά την όποίαν θά έδοκιμάζοντο ίσως πολίτικα! αρεται του μεγαλοφυούς στρατηλάτου.
Καί πρώτον θά έπήρχετο η ενότης εις το αχανές κράτος του, διότι θά καθίστατο δυνατόν να συναρμολογηθουν τα ανόμοια στοιχεία.

Κατάτμησις του Κράτους του Αλεξάνδρου


Διά τους Μακεδόνας ο 'Αλέξανδρος παρέμεινε ο Βασιλεύς, τον όποιον ανεκήρυξαν αμέσως μετά τον θανατον του πατρός του Φιλίππου.

Διά τους άλλους Ελληνας ήτο ο Κύριος μάλλον παρά ο Σύμμαχος, ο επιβληθείς ως Αρχηγός της Κορινθιακής Συμμαχίας.

Διά τους Άσιάτας ήτο ο Διάδοχος των Άχαιμενιδών. 

Ενώ εις την Αίγυπτον έθεωρείτο ο Διάδοχος των Φαραώ.

Ή συνοχή λοιπόν όλου του Κράτους έξηρτάτο από ένα μόνον ανδρα και αυτός ήτο ο 'Αλέξανδρος.

Τούτου έκλιπόντος, η κατάτμησις του άχανους Βασιλείου εις τόσα Κράτη, όσα και οι Στρατηγοί, Κράτη αντιμαχόμενα και άλληλομισούμενα, καθενός εκ των Στρατηγών (Πέρδικα, Κρατερού, Λυσιμάχου, Αντιπάτρου, 'Αντιγόνου, Πτολεμαίου και Σελεύκου) έπιθυμουντος να κυριαρχήση επί του Κράτους του Αλεξανδρου,
το όποιον διεμελίσθη κατά τα πρώτα είκοσι πέντε έτη 
εις πέντε χωριστά βασίλεια: 
του 'Αντιγόνου (''Ανω Ασία), 
του Πτολεμαίου (Αίγυπτος), 
του Σελεύκου (Άν, Άσία), 
του Λυσιμάχου (Θράκη) και 
του Κασσανδρου (Μακεδονίας (305/4),

χωρίς όμως έκαστος εξ αυτών να αποστή της ιδέας του καθολικού κράτους του Μεγάλου "Αλεξανδρου.

Είτα δε εις τρία μόνον: 

Οί Πτολεμαιοι εγιναν οι διάδοχοι των Φαραώ.

Ό  Αντίοχος Α' (του Σελεύκου)εκληρονόμησε την Βασιλείαν του Περσικού Κράτους.

Ό  Αντίγονος Γονατάςηγεμόνευσε του Βασιλείου της Μακεδονίας, όμοιου εις εκτασιν με εκείνο του Φιλίππου Β', πλήν της Θράκης.

Τό άλληλοφάγωμα και οι διηνεκείς πόλεμοι μεταξύ των Διαδόχων του "Αλεξανδρου έπέφερε την έξαντλησιν ενός έκάστου εις τρόπον, ώστε εντός χρόνου μικρότερου των δυο αιώνων να γίνουν ταύτα Ρωμαίκαί έπαρχίαι (τό 168 δια την Μακεδονίαν).

Όπωσδήποτε όμως η επικράτησις του ελληνικού πνεύματος εις "Ανατολήν και Δύσιν κατά την έλληνιστικήν περίοδον συνετελέσθη.

Μέ τελικόν αποτέλεσμα να έξελληνισθή τελείως

το  Ανατολικόν ήμισυ της Μεγάλης Ρωμαίκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντινή), 

το δε ετερον ήμισυ, το Δυτικόν, να δεχθή το έλληνικόν πνεύμα και τον Έλληνικόν Πολιτισμόν.


Βασιλείς της Μακεδονίας μετά τον Μ. Αλέξανδρον

Αί εριδες μεταξύ τών, Στρατηγών, αίτινες ήρχισαν αμέσως μετά τον θάνατον του Μεγάλου Αλεξανδρου (323 π.Χ )
 άπέληξαν μετ  ου πολύ εις συμβιβασμόν,
 όπως διατηρηθή η ενότης του Κράτους με βασιλέα τον διανοητικώς υστερουντα ετεροθαλή αδελφόν του Μ. Αλεξανδρου Αρριδαίον, μετονομασθέντα εις Φίλιππον Γ',
και τον εκ Ρωξανης αναμενόμενον να γεννηθή υιόν του Μ. "Αλεξανδρου 
και να διανεμηθή η χώρα εις Σατραπείας υπό Διοικητός τους Στρατηγούς, οίτινες θά έλάμβανον διαταγάς μόνον παρά του διορισθέντος "Επιμελή του του Κράτους Πέρδικα (έκ της βασιλικής δυναστείας των Όρεστών).

Ή Μακεδονία, με την Ιλλυρίαν, την Ήπειρον και την νότιονΕλλάδα, περιήλθον υπό την εξουσίαν του Αντιπάτρουέχοντος τον τίτλον του Στρατηγού Αυτοκράτορος, και του Κρατέρου, εχοντος τον τίτλον του Προστάτου της Βασιλείας.

Μετά τον θανατον του Κρατέρου (Μάίον 321 π.Χ.,) και του Πέρδικα σχεδόν ταυτοχρόνως ("Ιούνιο 321), ο "Αντίπατρος απομείνας μόνος ανεγνωρίσθη και ως  Επιμελητής του Κράτους (όπως ήτο εις Μακεδονίαν κατά την διάρκειαν της απουσίας του Μ. "Αλεξανδρου)
και είχε πλησίον του τους Βασιλείς  Φίλιππον Γ' και τον βασιλόπαιδα  Αλέξανδρον με την μητέρα του Ρωξανην.


Τό 319 π.Χ. αποθανόντος του Αντιπάτρου, εις ηλικίαν 70 ετών, η εξουσία περιήλθεν εις τον ίκανώτατον Στρατηγόν του Πολυπέρχοντα Πολυσπέρχοντα) και τον αντιπαθή εις τους Μακεδόνας υιόν του Αντιπάτρουχιλίαρχον Κάσσανδρόν (σκληρόν και κενόδοξον εις τα πολιτικά, με άξιώσεις όμως πολίτικου ανδρός,) όστις, θεωρών εαυτόν άδικηθέντα από τον πατέρα του, τον όποιον είχε την άξίωσιν να διαδεχθή, προσέφυγεν εις τον Αντίγονον, ζητών βοήθειαν δια να ανακτήση την 'Αρχήν εις την Μακεδονίαν.

Ό Αντίγονος υπεσχέθη στρατόν και στόλον εις τον Κάσσανδρον.

 Εις τον συνασπισμόν των δυο προσεχώρησαν ο Πτολεμαίος και ο Λυσίμαχος, ο καθείς με την σκέψιν να ενίσχυση την θέσιν του εις βάρος της εν Μακεδονία κεντρικής εξουσίας (του Πολυπέρχοντος).

Ό Κάσσανδρος έσπευσε εις νότιον Ελλάδα δια να πολεμήση τον Πολυπέρχοντα ευρισκόμενον εις Πελοπόννησον με τον υιόν του 'Αλέξανδρον και στρατόν.

Έν τω μεταξύ εις Μακεδονίαν ανέλαβε την 'Αρχήν η Ευρυδίκη, σύζυγος του Άρριδαίου Φιλίππου.

Ή Όλυμπιάς όμως εσπευσε έξ Ηπείρουμε άρκετάς δυνάμεις δια να αποκαταστήση τον νόμιμο κληρονόμον έγγονόν της Αλέξανδρον Δ' ως μόνον βασιλέα της Μακεδονίας.

Οί Μακεδόνες της Εύρυδίκης, από σεβασμόν προς τον οικον του Φιλίππου Β' και του Μ. Αλεξανδρου, ήρνήθησαν να πολεμήσουν κατά της βασιλομήτορος.

Ή Όλυμπιάς προέβη εις ώμότητας προς την Εύρυδίκην και τον ανάπηρον Άρριδαίον, έθανάτωσε άμφοτέρους και πολλούς από τους ύποστηρικτάς των.

Ό Κάσσανδρος, μόλις έπληροφορήθη τα διατρέξαντα εσπευσε εις Μακεδονίαν, επολιόρκησε την Πύδναν, όπου  είχε καταφύγει η Όλυμπιάς έστερημένη συμμάχων ένεκα των ώμοτήτων της και την ηνάγκασε να παραδοθή.

Ταύτην παρέδωκε ο Κάσσανδρος εις τους συγγενείς των ύπ΄ αυτής θανατωθέντων και ούτοι της έπέβαλον τον δια λιθοβολισμού θανατον (315 π.Χ.).

Τον ’Αλέξανδρον Δ' με την Ρωξάνην ενέκλεισε εις φρούριον της Άμφιπόλεως
και εκεί τους άπεκεφάλισε (311 π.Χ.).


Άφου εξουδετέρωσε και τον Πολυπέρχοντα ο Κάσσανδρος ανεκήρυξε εαυτόν μόνον βασιλέα της Μακεδονίας (306 π.Χ.).

Έν τούτοις ο Κάσσανδρος δέν υπήρξε χειρότερος των άλλων Επιγόνων του Μ. Αλεξανδρου, ουτε όλιγώτερον επιτήδειος.

Κατά την διάρκειαν της βασιλείας του ίδρυσε εις τον Ισθμόν της Παλλήνης την Κασσανδρειαν παρά την άρχαίαν Ποτείδαιαν εις την Χαλκιδικήν και την Θεσσαλονίκην (315 π.Χ,) εις τον μυχόν του Θερμαίκού, προς τιμήν της συζύγου του Θεσσαλονίκης, ετεροθαλής αδελφής του Μεγάλου Αλεξανδρου.

Επίσης προέβη εις την ανοικοδόμησιν της πόλεως των Θηβών.

Άνωμαλίαι εις Μακεδονίαν

Μετά τον θανατον του Κασσανδρου (297 π.Χ.) η Μακεδονία πρριήλθεν εις τους Υιούς του Αντίπατρον και Αλέξανδρον, οι όποιοι διχονοούντες έσχον οικτρόν θανατον.

Ο Αντίπατρος, μητροκτόνος (τό 295 π.Χ.) ο δε Αλέξανδρος, διανοηθεις να δολοφονήση τον επερχόμενον Δημήτριον τον Πολιορκητήν, έδολοφονήθη παρ’ αυτου (292 π.Χ.) πληροφορηθέντος τα των προθέσεων του 'Αλεξανδρου.

Άπό του 294 π.Χ. η Μακεδονία περιήλθεν εις τον Δημήτριον Πολιορκητήν όστις ελαβε ως σύζυγον την αδελφήν του Κασσανδρου Φίλαν.

Τό 285 π.Χ. ο Δημήτριος έξεδιώχθη από την Μακεδονίαν υπό των συμμαχησαντων βασιλέων Πύρρου της Ηπείρου, και Λυσιμάχου της Θράκης.

Ο τελευταίος, μετά τινα χρόνον, νικήσας τον Πύρρον εγινε κύριος της Μακεδονίας.

Άλλά και ο Λυσίμαχος επεσεν εις την μάχην του Κύρου Πεδίου εν Λυδία, όπου ηγωνίζετο κατά του Σελεύκου (θέρος 282 π.Χ.). ο τελευταίος έδολοφονήθη το 281 π. X. εις Λυσιμάχειαν, περιελθούσης της βασιλείας εις τον Πτολεμαίον Κεραυνόν (Μακεδονίας και Θράκης).

Τούτου άπηλλάγη η χώρα το 279 π.Χ. φονευθέντος εις μάχην με τους είσβάλοντας Γαλάτας (ή παλαιοτέρα ονομασία των είναι Κελτοί). 

Τήν Μακεδονίαν έσωσε τότε εκ των Κελτών ο ευπατρίδης Μακεδών Σωσθένης, όστις έπιστρατεύσας όλους τους δυναμένους να φέρωσιν όπλα Μακεδόνας, απώθησε τους εισβολείς.

Οι διασκορπισθέντες ανά την νότιον Ελλάδα και αλλαχού Γαλάται έπαλινδρόμησαν, άλλ’ ο Σωσθένης ειχεν αποθανει.

Τήν Μακεδονίαν εσωσε αυτήν την φοραν από τους Γαλάτας και την αναρχίαν ο υιός του Δημητριού Πολιορκητου Αντίγονος Γονατάς.

Άντιγονίδαι

Ό Αντίγονος Γονατάς έγένετο ο ιδρυτής της εν Μακεδονία Δυναστεία  των Άντιγονιδών, ήτις ήρξε της Μακεδονίας επί ένα και πλέον αιώνα (277 168 π.Χ.).

Ο Αντίγονος Γονατάς δια της συνέσεως και της δράστηριότητός του κατώρθωσε να καταστήση την Μακεδονίαν εν εκ των ισχυρότερων κρατών τα όποια ιδρύθησαν επί των χωρών του αχανούς Κράτους του Μ. Αλεξανδρου.

Μετά την νίκην του κατά τον Χρεμωνίδειον πόλεμον παρά την νήσοι Κώ, από του 262 π.Χ. και μέχρι του θανάτου του (239 π.Χ.) ήσχολήθη μι την όργανωσιν της χώρας του, μεριμνήσας να προαχθή η γεωργία και το έμπόριον και να άσφαλισθή η ησυχία των κατοίκων της δια της ευνομίας και της κτίσεως ,φρουρίοον κατά τα δριά της, πρός ευχερή άπόκρουσιν πάσης επιδρομής.

Ό διαδεχθείς αυτόν υιός του Δημήτριος Β' ήκολούθησε τα ίχνη του πατρός του, τό εν τη νοτίω Έλλάδι όμως πολιτικόν οικοδόμημα κατέπεσε κατά το τελευταίον ετος της βασιλείας του (229 π.Χ.) εξ αιτίας κυρίως των Πτολεμαίων, των κυριωτέρων ανταγωνιστών των Άντιγονιδών, καθόσον ουτοι (Πτολεμαίοι) υπεστήριξαν τους Αίτωλους εισβαλόντας εις Θεσσαλίαν (ήτις έκήρυξε την αυτονομίαν της) και έπεξέτειναν τα όρια της Αχαίκής Συμπολιτείας.

Τον Δημήτριον αποθανόντα διεδέχθη ο εξάδελφός του Αντίγονος Δώσων ως Επίτροπος του ανηλίκου νομίμου βασιλέως Φιλίππου Ε'.

Και ο Αντίγονος Δώσων έξηκολούθησε την αυτήν πολιτικήν των προκατόχων του. Νέος όμως εχθρός, αλλόφυλος αυτός, ένεφανίσθη εκ Δυσμών εις τα πρόθυρα της Μακεδονίας, η Ρώμη, ήτις είχε καταλάβει την Ιλλυρίαν.

 Και ενίκησε μέν τους Δαρδανους ο Δώσων, υπέταξε τους Θεσσαλούς, συνήψε συνθήκην φιλίας μετά των Αιτωλών, περιέκλεισε δια κλειου την Βοιωτικήν ‘Ομοσπονδίαν και ενίσχυσε το ανταγωνιστικόν πνεύμα κατά των Πτολεμαίων εν Ρόδω και Κω, ήναγκάσθη όμως να έκστρατεύση εις Ιλλυρίαν. Άφου εφερε εις αίσιον πέρας και την εκστρατείαν αυτήν, έπέστρεψε εις Μακεδονίαν όπου  και άπεβίωσε το 220 π. X.
Συνεχιστής της πολιτικής των προρρηθέντων βασιλέων ύπήρξεν ο βασιλεύς Φίλιππος Ε', ο διαδεχθείς τον Επίτροπόν του Αντίγονον Δώσωνα.

Ό Φίλιππος Ε΄παρά τας διοικητικάς, πολιτικάς και πολεμικάς αρετάς του, ύπήρξεν άτυχος, διότι είχε να παλαίση πλέον με φοβερώτερον εχθρόν η οι προγενέστεροι αύτου Άντιγονίδαι.

Οί Ρωμαίοι, μετά την εκβασιν του β' Καρχηδονιακου πολέμου ύπέρ αύτών (202 π.Χ.), έθεώρησαν κατάλληλον την ώραν να έπεκταθώσι και πέραν της Ιλλυρίας προς ανατολάς. Αφορμήν προς τούτο εύρον την συνεννόηση  του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου Ε' μετά του Καρχηδονίου Στρατηγού Αννίβα διαρκουντος του β' Καρχηδονιακου πολέμου.

Μετά την παρά τας Κυνός Κεφαλάς νίκην των (197 π.Χ.), η Μακεδονία περιωρίσθη εις τα προ του Φιλίππου Β' όριά της.

Κατάκτησις της Μακεδονίας και ολης της Ελλάδος υπό των Ρωμαίων

Τον Φίλιππον Ε' αποθανόντα το 179 π.Χ. διεδέχθη ο υιός του Περσεύς.

Ούτος συνέχισε τας κατά των Ρωμαίων πολεμικάς προπαρασκευάς του, κληρονομήσας παρά του πατρός του το μίσος κατ’ αυτών, ούχι όμως και τας πολεμικάς του αρετάς. Διά τούτο ήττήθη εν Ηύδνα (τό 168 π. Χ.) και εγινε αίτιος ύποδουλώσεως της πατρίδας του εις τους Ρωμαίους.

Ουτοι άπήγαγον εις Ιταλίαν τους έπιφανεστέρους πολίτας, κατέλαβον και έξεμεταλλεύθησαν τα ορυχεία χρυσού, αργύρου και χαλκού, μετεκόμισαν εις Ρώμην τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, διήρεσαν την Μακεδονίαν εις τέσσαρας επαρχίας ανεξαρτήτους άλλήλων, ανευ δικαιώματος επιγαμίας, έγκτήσεως και εμπορίου μεταξύ των.

Έκ παραλλήλου έδήμευσαν τας μή καλλιεργουμένας η έγκαταλειφθείσας (υπό των άπαχθέντων) γαίας.

Τό 146 π,Χ. η Μακεδονία μεθ’ ολοκλήρου της Ελλάδος είχε Ρωμαίον Ανθύπατον (τόν Μόμμιον) έδρεύοντα εν Μακεδονία, την όποίαν εκτοτε εχρησιμοποίησαν ως βάσιν δια τας περαιτέρω κατακτητικός επιχειρήσεις των.

Ιδρυσαν εν αυτή στρατιωτικός αποικίας κατατάξαντες και έγχωρίους εις τον στρατόν, ήνοιξαν οδούς επικοινωνίας εκ της ^Ιλλυρίας και Ηπείρου μεσω Θεσσαλονίκης προς Θράκην και Προποντίδα.

(Έγνατία οδός, μεταξύ 146 και 120 π.Χ., από της Απολλωνίας και του Δυρραχίου προς Λυχνιδόν (’Αχρίδα), Ήράκλειαν (Μοναστήρι), Βρηγιάδα, δια Βαρνουντος και μέσω της σημερινής Κέλλης εις Βεγορίτιδα λίμνην, Έδεσσαν, Πέλλαν, Θεσσαλονίκην και έκείθεν δια των νοτίων οχθών των λιμνών Κορωνείας (Λαγκαδά) και Βόλβης εις  Αμφίπολιν και δια της βορ. πλευράς του Παγγαίου εις Φιλίππους, Νεαπολιν (Καβάλα), Μαξιμιανούπολιν (παρά την Κομοτηνήν), Τραίανούπολιν (παρά την Άλεξανδρούπολιν), Κύψελα (Ύψαλα) εκ των κυριωτέρων πόλεων του βασιλείου των Όδρυσών, έπί Έβρυτέλμου, 386 π.Χ., πρωτεύουσα της Θράκης), Βυζαντιον.

Έν Μακεδονία κυρίως ελαβον χώραν οι ανταγωνισμοί των Ρωμαίων Στρατηγών (Πομπηίου, Όκταβίου, 'Αντωνίου κ.λ.π.) μεταξύ των.

('Από την ανέκδοτη έργασία του «Ιστορία της Μακεδονίας»),

Βιβλιογραφία : Βλ. «Αριστοτέλης» Φ. Σ. Φλωρίνης, τεύχη: 87-88) 1971, 92-93)1972, 100)1973 και έπί πλέον:
THEODOR BIRT «Αλέξανδρος 6 Μέγας και ο Παγκόσμιος Ελληνισμός». Μετάφρασις Νικ. Κ. Παπαρρόδου, 1956, Άθήναι.
J. G. DROYSEN «HELLENISMUS», 18081884.
κ. J. BELOCH (18541929), «Ελληνική Ιστορία», 1893 1927.
LEONARD COTTRELL «THE BULL OF MINOS, Ιστορία των μεγάλων αρχαιολογικών ανακαλύψεων εις Κρήτην και Ελλάδα», εκδ. PAN ROOKS LTD, LONDON, 1961,
G. FR. HERZBERG (1826 — 1907) «Ιστορία της Ελλάδος» όλων των περιόδων. Μετάφρασις Π. Καρολίδου (Βιβλιοθ. Μαρασλή).

Ο Ιωάννης Πετρώφ ο εκ Μόσχας Φιλλέλην και το έργο του.

$
0
0
Ιώννης Πετρώφ 
(1849-1922)
Γεώργιος Χ. Χιονίδης

Ο Ιωάννης Πετρώφ γεννήθηκε στη Μόσχα το 1849 και πέθανε στην Αθήνα το 1922.

 Στην ελληνική πρωτεύουσα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς το 1882.

Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή της Πετρουπόλεως
 και έγινε αξιωματικός του πυροβολικού. 
Όμως, ο έρωτάς του για τα Γράμματα
 και ειδικά για την Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας 
(κυρίως στην αρχή, γιατί ύστερα διεύρυνε τα ενδιαφέροντά του και για τις άλλες περιόδους του ελληνικού παρελθόντος),
 τον ώθησαν σύντομα στη λήψη της αποφάσεως
 να παραιτηθεί (το 1874 ή το 1875) 
από τον στρατό, 
προκειμένου να επιδοθεί αποκλειστικά 
στη μελέτη της ελληνικής Ιστορίας (με την ευρεία έννοια-σημασία της λέξεως).
Σκοπός του ήταν να υποστηρίξει τα ελληνικά δίκαια και γραπτώς, από τις στήλες των περιοδικών και των εφημερίδων, όπως και προφορικώς, με σειρά ομιλιών-διαλέξεων. Μάλιστα, υπήρξε και εκδότης ή συνεκδότης ενός περιοδικού, το οποίο ονομαζόταν «Ανατολή», που διεύθυνε για εφτά χρόνια.

Στην προσπάθεια του αυτή προχώρησε, αφού κατάρτισε μία πλούσια, ειδική, βιβλιοθήκη, ενώ φιλοτέχνησε πλήθος χαρτών, ατλάντων και πινάκων, που χρησιμοποιούσε και επιδείκνυε, αναρτούσε στη διάρκεια των ομιλιών του. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την εξυπηρέτηση του αντικειμενικού σκοπού του συγκέντρωσε (εκτός από την πλούσια συλλογή βιβλίων σε πολλές γλώσσες) και τεύχη περιοδικών, ακόμα δε και φύλλα εφημερίδων από πολλές χώρες, κρατώντας, συνήθως, τα ενδιαφέροντα αποκόμματά τους, και έτσι απόκτησε σύντομα αρκετούς φακέλους, δηλαδή Αρχείο ταξινομημένων αποκομμάτων του Τύπου.

Ο Ιωάννης Πετρώφ ήταν Ρώσος 
(τουλάχιστον από τη μεριά του πατέρα του, ενώ ο Γ. Βαλέτας έγραψε ότι η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, χωρίς όμως να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του).

 Ήταν κάτοχος (και) της ελληνικής γλώσσας, την οποία έγραφε με καλλιγραφικότατα γράμματα, όπως αποδεικνύεται από τα χειρόγραφά του, από τη διασωθείσα αλληλογραφία του και από τις επεξηγήσεις και τις εγγραφές του στους άτλαντες, στους χάρτες, τους οποίους κατάρτισε, μερικούς από τους οποίους, άλλωστε, είδε και δημοσιευμένους.
 Γνώριζε, ακόμα, τις σλαβικές γλώσσσες (πέρα από τη ρωσική), όπως και τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, όπως συμπεραίνω από το δεδομένο ότι καταλογογραφεί ιδίως βιβλία και μελέτες-άρθρα, που ήσαν γραμμένα κυρίως στις γλώσσες αυτές.

Μετά τη (μόνιμη) εγκατάστασή του στην Αθήνα, έμαθε καλύτερα και τη νεοελληνική γλώσσα και συγκεκριμένα την «καθαρεύουσα», ενώ απεχθανόταν έντονα τη «Δημοτική», την αποκαλούσε δε (και αυτός) «χυδαϊκή» ή και «διεφθαρμένη χυδαϊκή» και μάλιστα κάμνει τον χαρακτηρισμό τούτον στο κείμενο των λημμάτων της βιβλιογραφίας του, δηλαδή σε καθαρώς τυποποιημένα, καταγραφικά, στεγνά, κείμενα, όπου δεν συνηθίζεται (αν δεν πρέπει και να αποκλείεται) η αναφορά επαινετικών και αποδοκιμαστικών κρίσεων, οι οποίες ανήκουν στον προορισμό των βιβλιοκρισιών και όχι των βιβλιογραφικών καταγραφών.
Αλλά ο Ιωάννης Πετρώφ φαίνεται ότι δεν κατόρθωνε να πειθαρχεί γενικά στους κανόνες της αντικειμενικής και φορμαρισμένης καταλογογραφήσεως και συνήθιζε να προβαίνει συχνά και στην αξιολόγηση, ακόμα δε και στην έντονη κριτική θεώρηση των χρησιμοποιούμενων ή καταγραφόμενων μελετών. Ίσως, η στάση, η νοοτροπία του αυτή να εντάσσεται στον γενικότερο (πιθανόν) κυκλοθυμικόν, εκδηλωτικόν ή και νευρώδη χαρακτήρα του...

Στην Αθήνα μετέφερε και την προσωπική βιβλιοθήκη του, την οποία εμπλούτισε πλέον με περισσότερες εκδόσεις στην ελληνική γλώσσα.

Συνέχισε δε την πραγματοποίηση διαλέξεων σε πολλές πόλεις της τότε ελεύθερης χώρας, όπως και στην Αλεξάνδρεια (της Αιγύπτου) και στην Κύπρο. Φακέλους κ.τ.λ. είχε καταρτίσει και για τη Θεσσαλονίκη, από δε το συγκεντρωμένο υλικό και για άλλες πόλεις της Μακεδονίας (κυρίως από τους χάρτες, τις φωτογραφίες και τα αποκόμματα εφημερίδων) είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι επισκέφθηκε, ο Πετρώφ, και τις απελευθερωθείσες «Νέες Χώρες», προκειμένου να αποκτήσει και προσωπική αντίληψη μετά επιτόπια εξέταση.

Από δημοσιεύματα σε εφημερίδες της Ελλάδας και του Εξωτερικού (πολλά των οποίων φρόντισε ο ίδιος να αναδημοσιευθούν στις εκδόσεις των ατλάντων του, για τους οποίους θα γίνει μνεία πιο κάτω), πληροφορούμαστε ότι εντυπώσιαζε το ακροατήριό του, στις ομιλίες-διαλέξεις, λόγω της ευφράδειάς του, του έντονου φιλελληνισμού του (που πλησίαζε τα όρια του εθνικισμού) και της χρησιμοποιήσεως πολλών χαρτών και πινάκων, που έκαμναν πιο προσιτή και εύκολη την προσοικείωση των παρευρισκόμενων στο αντικείμενο της ομιλίας του, το οποίο ήταν πάντοτε γύρω από τον Ελληνισμό και τα δίκαιά του, με βάση τις ιστορικές πηγές.

Οι «Άτλαντές» του

Πέντε χρόνια μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, είχε την ευτυχία, ο Ιωάννης Πετρώφ, να δει, επί τέλους, τυπωμένο το πρώτο έργο του.
Ήταν ο «Ατλας του υπέρ της Ανεξαρτησίας ιερού αγώνος, 1821-1828...», ο οποίος εκδόθηκε στη Λειψία της Γερμανίας.

 Ως χρόνος της εκτυπώσεώς του φέρεται το 1886, αλλά πιστεύω ότι εκδόθηκε (και κυκλοφόρησε τελικά) την επόμενη χρονιά, όπως υποστήριξα σε άλλη μελέτη μου. Τούτος επανακυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1971, με συμπληρώματα του Γιώργου Βαλέτα, γνωστού συγγραφέα και εκδότη («αναστυλωτή») των έργων άλλων.

Από έγγραφα του έτους 1885 και ύστερα (τα οποία εντόπισε στα Αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών της χώρας μας ο γνωστός ιστορικός κ. Ευάγγελος Κωφός και είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει σε φωτοτυπίες, πριν 21 χρόνια), πληροφορούμαστε για τις πολυετείς και αγωνιώδεις προσπάθειες του Ιωάννη Πετρώφ, προκειμένου να εξασφαλίσει για την έκδοση του άτλαντα (1821-1828) οικονομική βοήθεια από διάφορους φορείς και συγκεκριμένα από τον «Σύλλογον προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων», του οποίου πρόεδρος του Δ.Σ. ήταν το 1885 ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Τούτος διαβίβασε την αίτηση, του Ιω. Πετρώφ, στον Θεόδωρο Π. Δηλιγιάννη, Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου (δηλαδή Πρωθυπουργό) και Υπουργό των Εξωτερικών συγχρόνως, αφού έκαμε μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για ορισμένες διατυπώσεις ή και παραλείψεις του Πετρώφ, αν και είδε επί τροχάδην το έργο, διότι (ο Ιω. Πετρώφ) δεν θέλησε να του αφήσει το χειρόγραφο για να το μελετήσει.

Από άλλη σειρά της ίδιας συλλογής εγγράφων (αιτήσεων) του Πετρώφ, μαθαίνομε για τον αγώνα του (το 1892 και το 1895), προκειμένου να εκδοθεί ύστερα και το άλλο έργο του, ο άτλαντας, που είδε τελικά το φως της δημοσιότητας (αφού κυκλοφόρησε, εντωμεταξύ, ο «Ιστορικός άτλας της Κρήτης»),

Εννοώ το έργο του, το οποίο φέρει τον τίτλο:
«Έργον Ε'. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, τόμος Α', Αρχαία και Βυζαντινή εποχή. Ιστορικοεθνολογικός άτλας της Μακεδονίας».


Η έκδοση και τούτου έγινε στη Λειψία από το ίδιο «Πολυχρωμολιθογραφείο», του I. Δ. Νεράντζη. Πρόκειται για πολύ γνωστό (και στις ημέρες μας) άτλαντα, δεδομένου ότι επανακυκλοφόρησε επανειλημμένα, σε τρεις διαφορετικές εκδόσεις, δύο στη Θεσσαλονίκη (το 1991 και το 1992) από τον Παντελή Α. Τσαούσογλου (οδοντίατρο της περιοχής της Θεσσαλονίκης, ο οποίος διακρίνεται για τη μεγάλη πατριωτική ευαισθησία του) και μία από τις εκδόσεις της γνωστής εφημερίδας «Ποντίκι» (Αθήνα, 1992).

Η βιβλιογραφία του για την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία

Θα ασχοληθούμε πια με το κύριο θέμα μας, δηλαδή με τη βιβλιογραφία του Ιωάννη Πετρώφ, που σχετίζεται με τον ανέκδοτο τόμο της Ιστορίας του για τη Μακεδονία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Γνωρίζομε, καταρχήν, ότι υπάρχουν ανέκδοτα χειρόγραφα, έργα του Πετρώφ, για τα οποία έγραψα ήδη και μάλιστα δύο φορές:
στην «Εισαγωγή, μετά καταλόγου των ανεκδότων έργων του Πετρώφ...», 
που προέταξα στην έκδοση ενός χειρογράφου, ανεκδότου «τετραδίου» τούτου (από το συνολικά ανέκδοτο 3ο τόμο του έργου του), το οποίο φέρει τον τίτλο

«Περίδοξος κλεφτουριά της Μακεδονίας» και περιέχει τις βιογραφίες 28 κλεφταρματολών της.

Το σχετικό βιβλίο κυκλοφόρησε το 1972, στη Θεσσαλονίκη, στη σειρά των εκδόσεων Π. Πουρναρά, με επιμέλειά μου, προσέθεσα δε σε τούτο βιβλιογραφικά σημειώματά μου, προ του κειμένου του Πετρώφ, χωριστά για τον καθένα αγωνιστή, όπως και πίνακα με σχετικές σημαίες, σφραγίδες και υπογραφές, τις οποίες βρήκα σε άλλα «τετράδια» του ίδιου τόμου των χειρογράφων του Πετρώφ.

Τέλος, στο «Αφιέρωμα στη Μακεδονία» του περιοδικού της Αθήνας «Νέα Εστία» (τεύχος 1571, Χριστούγεννα του 1992) δημοσιεύτηκε σχετικό μελέτημά μου, για τον Πετρώφ, για τα εκδομένα βιβλία (άτλαντές) του και για την ανέκδοτη βιβλιογραφία του για τη Μακεδονία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (βλ. τις σελίδες 77-93, όπου αναφορά και σχετικής βιβλιογραφίας, στις 18 σημειώσεις, στις σελίδες 90-93).

Ανάμεσα στα ανέκδοτα έργα του Πετρώφ υπάρχει και ένα «τετράδιο» (το 3ο) του 3ου τόμου (της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας), το οποίο αποτελεί τμήμα του 294α χειρογράφου στον γενικόν κατάλογο (χειρογράφων) της Βιβλιοθήκης της Βουλής και περιέχει τη βιβλιογραφία αυτού του τόμου.

Πρέπει να επισημάνουμε, όμως, ότι ο Πετρώφ συνήθιζε να καταγράφει και να μνημονεύει στα έργα του τα βιβλία, τα οποία αποδελτίωσε πραγματικά ή, αλλιώς, εκείνα για τα οποία ήθελε να δώσει αυτή την εντύπωση στον μελλοντικόν αναγνώστη του.

Για τον σκοπόν αυτόν χρησιμοποιούσε ειδικό τμήμα των σελίδων των ατλάντων του, για την καταχώριση της σχετικής βιβλιογραφίας, όπως διαπιστώνεται και από ένα απλό ξεφύλλισμα τούτων.

Συγκεκριμένα, αναγράφονται 494 βιβλία κ.τ.λ. στον άτλαντα του 1821-1828 και 141 στον Ιστορικοεθνολογικόν άτλαντα της Μακεδονίας (που εκδόθηκαν στη Λειψία, όπως προσημειώθηκε).

Το ίδιο κάμνει και στα άλλα ανέκδοτα έργα του, όπως στο 3ο τετράδιο του 2ου τόμου του έργου του για τη Μακεδονία κατά τον Μεσαίωνα (χειρόγραφο 294ß της Βιβλιοθήκης της Βουλής), όπου αναγράφονται 350 τίτλοι βιβλίων κ.τ.λ., σε 35 (χειρόγραφες) σελίδες.

Ειδικά, η εδώ παρουσιαζόμενη βιβλιογραφία, δηλαδή της Ιστορίας της Μακεδονίας κατά την Τουρκοκρατία, αποτελεί ένα ογκώδες «τετράδιον», το οποίο επιγράφεται (στην 3η σελίδα του, της οποίας βλέπετε το δημοσιευόμενο φωτοτυπημένο αντίγραφο, εικ. 1η): «Βιβλία αφορώντα εις την Μακεδονίαν».

Χωρίζεται σε δύο μέρη, όπου καταλογογραφούνται 4.032 λήμματα.

Το πρώτο μέρος (σελίδες 3-225) αποτελεί το αρχικό κείμενο της βιβλιογραφίας, το οποίο (άσχετα με το τι γράφει ο Πετρώφ) περιέχει 3.677 εγγραφές-λήμματα για βιβλία και δημοσιεύματα σε περιοδικά και εφημερίδες, σε 28 γλώσσες (όπως γράφεται ρητά στην ίδια, 3η, σελίδα).

Στο δεύτερο, πρόσθετο μέρος, μετά επανάληψη του τίτλου αλλά και στα σλαβικά, αφού προηγηθεί το «Προοίμιον» (βλ. τις εικόνες 2, 3 και 4), καταχωρούνται (στις σελίδες 226-262) άλλα 355 λήμματα, για τα οποία ο Πετρώφ ισχυρίζεται ότι είναι δημοσιεύματα μετά το 1920 (οπότε και τελείωσε η καταγραφή, γραφή του 1ου μέρους, όπως συμπεραίνεται), αλλά δεν είναι τούτο ακριβές, διότι λημματογραφούνται σε τούτο και δημοσιεύματα, τα οποία είναι, πολλές φορές, παλιότερα, μέχρι και πολλών δεκαετιών ή ακόμα και εκατονταετιών, που του ξέφυγαν («διέλαθον της προσοχής» του, όπως ()α έγραφε ο ίδιος). Άρα, υπάρχουν στο κείμενο του τετραδίου (συνολικά) 4.032 τίτλοι βιβλίων και δημοσιευμάτων περιοδικών και εφημερίδων.

Η καταχώριση γίνεται με αλφαβητική σειρά, προτάσσεται δε το σχετικό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, μεγεθυσμένο και καλλιγραφημένο (βλέπε πάλι τις φωτοτυπημένες απεικονίσεις των σελίδων 3 και 229 ή των εδώ εικόνων 1 και 4).

Τα λήμματα είναι αριθμημένα, συχνά όμως υπάρχει μπροστά μία παύλα (-), αντί για τον αναμενόμενον αριθμό, πρόκειται δε για δεύτερη διπλή εγγραφή του ίδιου δημοσιεύματος με άλλο κριτήριο, όπως όταν μνημονεύεται η πόλη ή το πρόσωπο (στο οποίο αναφέρεται) ή και ο τίτλος της εφημερίδας ή του περιοδικού ή και το θέμα, με το οποίο σχετίζεται το λήμμα, οπότε (σε παρένθεση) γίνεται μνεία και ρητή παραπομπή στην άλλη, ενάριθμη εγγραφή.

Ασχετα με τη γλώσσα, στην οποία είναι γραμμένο το δημοσίευμα, ακολουθείται, πάντοτε, η σειρά του ελληνικού αλφαβήτου και όταν δεν συμπίπτει τούτη με το πρώτο κ.ε. ψηφίο του ξενόγλωσσου κειμένου. Η καταχώριση δεν γίνεται με απόλυτη αλφαβητική σειρά, ως προς το δεύτερο γράμμα-στοιχείο και τα επόμενα, μάλιστα δε υπάρχουν επανειλημμένες άτακτες καταγραφές για τον αυτόν συγγραφέα, όπως συμβαίνει, π.χ., με τα δημοσιεύματα του γνωστού και πολυγραφότατου συγγραφέα-εκπαιδευτικού της Θεσσαλονίκης Πέτρου Ν. Παπαγεωργίου.

 Για την καταλογράφηση δε των μελετών τούτου αφιέρωσε ο Πετρώφ μερικές σελίδες. Το ίδιο έγινε όμως και με την καταγραφή των δημοσιευμάτων, ακόμα, και του εαυτού του, που καταχωρίστηκαν σε διάφορες σελίδες, μη συνεπόμενες. Πρέπει συνεπώς να ανατρέχει ο μελετητής σ’ όλες τις σελίδες (του κυρίως κειμένου και στη συνέχεια και τον συμπληρωματικού) του σχετικού γράμματος-στοιχείου, προκειμένου να είναι βέβαιος ότι συμβουλεύτηκε πράγματι τη βιβλιογραφία του Πετροκρ καθ’ ολοκληρία.

Η καταχώριση των στοιχείων του λήμματος γίνεται στη γλώσσα του δημοσιεύματος, αλλά τούτο είναι απλά ο κανόνας, ο οποίος εμφανίζει πολλές εξαιρέσεις, καθόσον ο Πετρώφ γράφει συχνά το λήμμα στην ελληνική γλώσσα, εκτός από το ονοματεπώνυμο και το αρχικό του πατρωνύμου του συγγραφέα των ξενόγλωσσων δημοσιευμάτων, κυρίως δε των εκδομένων σε σλαβικές γλώσσες, ενώ παρατηρούνται και άλλες, σπάνιες περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα στοιχεία του συγγραφέα καταχωρίζονται στην ελληνική γλώσσα ή, ακόμα, και μονάχα αυτά, το δε κείμενο γράφεται στην ξένη γλώσσα.

Υπάρχουν επίσης ελάχιστες φορές, που ο Πετρώφ διέγραψε ένα λήμμα ύστερα, διότι έκαμε λάθος και τούτο είναι η μόνη σχεδόν περίπτωση κατά την οποία το γραπτό του δεν είναι καλαισθητικά άψογο.
Τέλος, τα αναφερόμενα βιβλιογραφικά στοιχεία δεν είναι πάντοτε πλήρη, διότι ο Πετρώφ δεν αναγράφει, π.χ., τις συγκεκριμένες σελίδες ενός δημοσιεύματος σε περιοδικό κ.τ.λ., ενώ σε άλλα λήμματα είναι μέχρι και σχολαστικός, αφού αναγράφει και περιττές λεπτομέρειες ή κριτικές απόψεις του και σχολαστικές διευκρινίσεις του.

Όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, ο καταλογογράφος δεν κατορθώνει να υποτάξει πάντοτε τον φωλιάζοντα στον χαρακτήρα του ανήσυχον και ενθουσιώδη φιλέλληνα στις απαιτήσεις του ήρεμου και αντικειμενικού ή άψογου παρατηρητή και τότε εκφράζει την έντονη αποδοκιμασία ή την επιδοκιμασία του για τον συγγραφέα ή το έργο του και μερικές φορές η κρίση του αποτελεί και ένα σύντομο βιβλιοκριτικό σημείωμα, το οποίο είναι δυνατόν και να υπερτερεί, ακόμα, σε αριθμό λέξεων, σε σύγκριση με το κυρίως κείμενο του λήμματος, δηλαδή της καθ’ εαυτής βιβλιογραφικής καταγραφής.

Γιατί πρέπει να εκδοθεί η βιβλιογραφία του

Θα ήταν λοιπόν ευχής έργο να εκδοθεί ολόκληρη η βιβλιογραφία του Ιω. Πετρώφ, δεδομένου μάλιστα ότι λείπει μια παρόμοια (ή και η οποιαδήποτε βιβλιογραφική εργασία) για τη Μακεδονία, η οποία υστερεί και στον τομέα αυτόν, αφού έχουν εκδοθεί, αντίθετα, βιβλιογραφίες π.χ. για τη Θεσσαλία, για την Ήπειρο και για άλλα μεγάλα ή και μικρά διαμερίσματα της χώρας, γενικά ή ειδικά για την εποχή της Τουρκοκρατίας.

Βέβαια, είναι εμφανείς οι ελλείψεις του πονήματος του Πετρώφ, αν ληφθεί υπόψη και η πάροδος εβδομήντα χρόνων και πλέον από τον χρόνο της συντάξεώς του. Όμως, πρόκειται για ένα έτοιμο προς έκδοση έργο, του οποίου τα σχετικά προτερήματα είναι αρκετά, πέραν της μοναδικότητάς του. Να μερικά: καταλογογραφείται εντυπωσιακός αριθμός βιβλίων, τα οποία είναι γραμμένα στη βουλγαρική και στη ρωσική γλώσσα, κατά κύριον λόγο, αλλά και σε άλλες γλώσσες. Μάλιστα, η σχετική συλλογή του Πετρώφ είναι εντυπωσιακή, καθόσον αφορά στα έργα τα οποία αναφέρονται στο Άγιον Όρος ή στο λεγόμενον «Ανατολικόν ζήτημα», όπως και στο «Μακεδονικόν ζήτημα» και στη διαμάχη του σλαβικού και του ελληνικού κόσμου, ιδίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού.

Η αναφορά γίνεται συγκεκριμένα στον τομέα της Ιστορίας, της Εθνολογίας, της Προπαγάνδας, της Λαογραφίας κ.ά. ή και στα στρατιωτικά, στα πολιτικά, στα δημογραφικά, στα δημοσιογραφικά, στα εθνικιστικά κ.τ.λ. γεγονότα.

Για την ακρίβεια, αναφέρονται συνθετικά έργα, τα οποία δεν σχετίζονται μονάχα με την εποχή της Τουρκοκρατίας αλλά και με τους βυζαντινούς (ή «μέσους») χρόνους, ακόμα δε και με την αρχαία εποχή.

Γίνεται μνεία και χαρτών, για τους οποίους εκφράζεται και η κρίση, η προσωπική αξιολόγησή του.
Επίσης, μεγάλη σημασία έχει το δεδομένο ότι αποδελτιώθηκαν από τον Ιω. Πετρώφ και άρθρα, που καταχωρίστηκαν σε άγνωστα (σήμερα) ή σπάνια και απρόσιτα (επιστημονικά ή και μη) περιοδικά, ακόμα δε και σε εφημερίδες, που εκδίδονταν στη Σόφια, στη Μόσχα και αλλού.

Συνεπώς, διασώζεται έτσι η μνεία της υπάρξεως ενός πλήθους δημοσιευμάτων, τα οποία αγνοεί η σημερινή ιστορική επιστήμη, χωρίς να αποκλεισθεί η περίπτωση να μην ήσαν γνωστά όλα τούτα, ακόμα και στους τότε σύγχρονούς του μελετητές (του τέλους του 19ου και της αρχής του 20ού αιώνα).

Ας ληφθεί υπόψη ότι ελάχιστοι Ευρωπαίοι (μη Σλάβοι) ερευνητές ήξεραν τότε τις σλαβικές γλώσσες και πως δεν ήταν εύκολη η κατάρτιση σχετικού βιβλιογραφικού οδηγού και η ενημέρωση των ιστορικών συγγραφέων γύρω από τη σλαβική φιλολογία-βιβλιογραφία.

 Και τούτο μπορεί να συμβαίνει πολύ περισσότερο, αφού πολλά βιβλία ή άρθρα περιοδικών και δημοσιεύματα εφημερίδων είναι και παλιότερων αιώνων ή, πάντως, προγενέστερα της εκδόσεως των γνωστών βυζαντινών κ.τ.λ. ιστορικών περιοδικών της Ρωσίας και της Γερμανίας ή της Γαλλίας, απ’ όπου γίνεται (από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατόπιν) η αναγγελία ή και η βιβλιοκριτική των δημοσιευμάτων και στις σλαβικές γλώσσες, οπότε έγινε δυνατή πια και προσιτή πλέον η ενημέρωση των ενδιαφερόμενων και η καταβολή της απαιτούμενης φροντίδας τους προς απόκτηση αντιτύπων, ανατύπων ή αποκομμάτων δημοσιευμάτων εφημερίδων.

Έτσι, η αξία της βιβλιογραφίας του Ιω. Πετρώφ, ειδικά της Ιστορίας της Μακεδονίαςστα χρόνια της Τουρκοκρατίας (με το προσημειωθέν ευρύτερο, χρονικά, περιεχόμενό της), ξεπερνά το ενδιαφέρον του Έλληνα, μονάχα, ερευνητήκαι συνεπώς η ωφέλεια της Ιστορίας, από την έκδοσή της, θα είναι καθολικότερη και γενικότερη, δηλαδή παγκόσμια, τρόπον τινά...

Άλλωστε, υπάρχει για μας τους Έλληνες και ένας άλλος λόγος που καθιστά απαραίτητη την έκδοση της βιβλιογραφίας του Ιω. Πετρώφ:

 αποδελτίωσε και τα δημοσιεύματα (μεταξύ των άλλων) 100 και πλέον ελληνόγλωσσων περιοδικών και πάνω από 50 εφημερίδων της Αθήνας, της Κωνσταντινουπόλεως, της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης, των Πατρών, του Βόλου, του Ρεθύμνου, της Έδεσσας, αλλά και άλλων πόλεων του εξωτερικού, όπως της Βενετίας, του Λονδίνου, της Λειψίας, του Παρισιού, της Ν. Υόρκης, της Αλεξάνδρειας (της Αιγύπτου), της Μόσχας, της Τεργέστης κ.ά.

Συγκεκριμένα, από τη χωριστή καταμέτρηση κατά κατηγορίες που έκαμα, όπως και από την καταλογράφησή μου των λημμάτων-δημοσιευμάτων της βιβλιογραφίας του Ιω. Πετρώφ των ελληνόγλωσσων περιοδικών και των εφημερίδων, προέκυψε ότι υπάρχουν εφτακόσιες δύο (702) καταγραφές (στο κύριο σώμα 604 και στο συμπληρωματικό 98).
 Οι υπόλοιπες καταγραφές είναι για τα (ξενόγλωσσα και για τα ελληνόγλωσσα) αυτοτελή βιβλία ή για δημοσιεύματα σε ξενόγλωσσα περιοδικά και σε εφημερίδες σε διάφορες γλώσσες (πλην της ελληνικής).

Ιδιαίτερη φροντίδα κατέβαλε, ο Ιω. Πετρώφ, για την αποδελτίωση των περιοδικών εκδόσεων «Μακεδονικόν Ημερολόγιον» (της Αθήνας), «Γρηγόριος ο Παλαμάς», «Ημερολόγιον της Θεσσαλονίκης», «Ημερολόγιον του Σκόκου», «Ελληνισμός», «Νέος Ελληνομνήμων» κ.ά.
Με μεγάλη επιμέλεια αποδελτίωσε τα δημοσιεύματα (ιστορικής υφής) της εφημερίδας «Πύρρος» (της Αθήνας), η οποία φαίνεται ότι αποτελούσε τότε και το σημαντικότερο δημοσιογραφικό προπύργιο και το βήμα του εθνικού αγώνα για την ιστορική δικαίωση του Ελληνισμού, αν και ήταν εβδομαδιαία (τουλάχιστον όταν κατόρθωνε να εξασφαλίζει τη δαπάνη για την έκδοσή της, στο τακτό διάστημα των 7 ημερών), στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.

Τέλος, όσο γνωρίζω, ο Ιω. Πετρώφ, συγκέντρωσε, καταλογογράφησε και «δημοσίευσε» την πλουσιότερη βιβλιογραφία και για τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) και μάλιστα όχι μονάχα των ελληνόγλωσσων μελετών, των αυτοτελών ή σε περιοδικά και σε εφημερίδες.

Τις εφημερίδες πρέπει να εντόπιζε και συγκέντρωνε και κατά τα επί τόπου ερευνητικά ταξίδιά του, όπως καταδεικνύεται και από τα άλλα μνημεία ιστορίας κ.τ.λ., τα οποία συνέλεξε, π.χ., από τις φωτογραφίες και από τα σχεδιαγράμματα και τους χάρτες, που συνέταξε-συνέθεσε ο ίδιος.

 Μερικά από αυτά (π.χ. όσα είναι για τη Θεσσαλονίκη) έχουν κάποια (ίσως και σημαντική) αξία, λόγω και των καταστροφικών-καταλυτικών γεγονότων, που επακολούθησαν (όπως ήταν η πυρκαϊά του 1917), με συνέπεια να καταστούν σπάνια (αν όχι και μοναδικά) τα τέτοια, αδιάψευστα τεκμήρια του εξαφανισθέντος παρελθόντος, καθόσον αφορά σε πολλές πόλεις της «μείζονος» Μακεδονίας.

Επιλεγόμενα

Αυτά τα λίγα αφιερώνω, ως ένα, ακόμα, 
πνευματικό μνημόσυνο από μέρους μου στον Ιωάννη Πετρώφ,
 έναν πραγματικόν, 
αγνόν Φιλέλληνα και 
φιλίστορα, 
ως αποτρεπτικό εμπόδιο για τη λησμονιά του και ως αναγνώριση του οφειλόμενου «αντίδωρου», από εμάς τους Έλληνες (και ιδιαίτερα τους Μακεδόνες) ερευνητές, για την κοπιώδη-αγωνιώδη και πολυετή προσπάθειά του για την ανιστόρηση του παρελθόντος της δεύτερης πατρίδας του, της Ελλάδας, την οποία αγάπησε και για την οποία πάλεψε με μαχητικότητα και υπηρέτησε με πίστη και αφοσίωση.

Γι αυτό, ίσως, κατάλληλα... «αμείφθηκε» και αυτός με την καθιερωμένη περιφρόνηση της χώρας μας, για τον ίδιο και για το (όποιο) έργο του, που παραμένει ανέκδοτο και ανεκμετάλλευτο (μια και ό,τι εκδόθηκε ή επανεκδόθηκε οφείλεται σε ιδιώτες).

Άλλωστε, ο τόπος μας, γενικότερα, διακρίνεται και φημίζεται ανέκαθεν για την πλήρη και χαρακτηριστική αδιαφορία και για την αγνωμοσύνη του προς τους άξιους, 
αγνούς, 
τίμιους και 
σεμνούς σκαπανείς του πνεύματος, 

τους Έλληνες και τους Φιλέλληνες...

Ελληνικότητα Μακεδονίας: ΟΙ ΑΘΛΗΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Athletische Spiele in antiken Makedonien.

$
0
0

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΛΜΠΑΝΙΔΗΣ 
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΧΟΙΝΑΣ 
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι οι αθλητικές δραστηριότητες του αρχαιοελληνικού κόσμου δεν ηττήθηκαν από τον χρόνο και παραμένουν στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος των σύγχρονων ανθρώπων.

Αποτελεί αδιάψευστο γεγονός ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για την άσκηση, την υγεία και τη σωματική ευρωστία και αυτό διότι τόσο ο αθλητισμός όσο και η φυσική αγωγή έδωσαν στον αρχαιοελληνικό κόσμο χαρακτήρα νεανικό, δυνατό και υπέρμετρα όμορφο. 

Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος αυτού ήταν οι αρχαίοι Έλληνες να λατρέψουν τη σωματική προσπάθεια και τον ανταγωνισμό όσο κανείς άλλος λαός. 

Όπου κι αν έφθασαν, στις αποικίες ή στα απομακρυσμένα ελληνιστικά βασίλεια, πήραν μαζί τους την αγάπη για αγωγή και παιδεία. Έκτισαν γυμνάσια προκειμένου να ασκούνται και ίδρυσαν αγώνες για να αθλούνται και να τονίζουν τη διαφορετικότητά τους1.

 Στον ελληνόφωνο κόσμο της αρχαιότητας δεν μπορούσε να υπάρξει πόλη χωρίς τον δικό της χώρο άσκησης, το γυμνάσιο, ούτε οικισμός χωρίς τη δική του παλαίστρα2. Κάθε πόλη που σεβόταν τον εαυτό της διοργάνωνε αγώνες και αθλοθετούσε τα έπαθλα.

Από τη συγκέντρωση και επεξεργασία των γραμματειακοί πηγών, των επιγραφικών και νομισματικατών δεδομένων, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η άθληση αποτελούσε σημαντικό κομμάτι του πολιτιστικού βίου της Μακεδονίας ιδιαίτερα κατά τους ελληνιστικούς και αυτοκρατορικούς χρόνους.

Η ανασκαφική δραστηριότητα στην περιοχή της Μακεδονίας είχε ως αποτέλεσμα να έλθουν στο φως δύο μοναδικά επιγραφικά κείμενα που προσφέρουν πλήθος πληροφοριών για τον τρόπο διοίκησης και οργάνωσης του αρχαιοελληνικού γυμνασίου αλλά και για τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του θεσμού της εφηβείας.

Πρόκειται για τον γυμνασιαρχικό νόμο της Βέροιας3 και τον εφηβαρχικό νόμο της Αμφίπολης4.

Έτσι επιβεβαιώνεται ότι οι ελληνικοί αθλητικοί θεσμοίτης γυμνασιαρχίας και της εφηβείας υιοθετήθηκαν από τις μακεδονικές πόλεις5και ότι το γυμνάσιο αποτελούσε και στην περιοχή αυτή ένα βασικό ίδρυμα το οποίο συνέβαλλε ουσιαστικά στη σωματική άσκηση των εφήβων, τη στρατιωτική τους προετοιμασία, την κοινωνικοποίηση και τη γενικότερη εκπαίδευσή τους6.

Η παρουσία Μακεδόνων αθλητών και μάλιστα των βασιλέων τους στους καταλόγους των ολυμπιονικών αποδεικνύει τη σημασία που προσέδιδαν οι Μακεδόνες στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

 Οι Μακεδόνες είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν όχι μόνο στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά και σε άλλους πανελλήνιους αγώνεςστο πλαίσιο της επιθυμίας να συμμετέχουν στα δρώμενα των πανελλήνιων θρησκευτικών κέντρων7.

Από τις πηγές προκύπτει ότι στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες συμμετείχαν οι βασιλείς της Μακεδονίας
Αλέξανδρος Α 8
Αρχέλαος 9 και 
Φίλιππος Β' 10

Το ενδιαφέρον όμως για συμμετοχή στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν περιορίσθηκε μόνο στους Μακεδόνες βασιλείς αλλά επεκτάθηκε και πέρα από το βασιλικό περιβάλλον.

 Ενδιαφέρουσα κρίνεται μια μαρτυρία, η οποία είναι η μοναδική μέχρι τον 4ο αι. π.Χ., όπου κάποιος Κρίτων ή Κλίτων11 φέρεται ως νικητής του σταδίου δρόμου το 328 π.Χ.

Μακεδόνες νικητές εντοπίζονται επίσης και σε άλλους πανελλήνιους ή τοπικούς αγώνες του ελληνικού κόσμου12.

Η άποψη που διατυπώθηκε, ότι η συμμετοχή Μακεδόνων σε πανελλήνιους αγώνες ήταν απόρροια της πολιτικής τους επιρροής στη νότια Ελλάδα δεν ευσταθεί13.

Οι αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ένας πανελλήνιος θεσμός που ενέπνεε σεβασμό" έτσι, κάθε ενέργεια αναγκαστικής εισδοχής θα έπληττε την πολιτική των Μακεδόνων με ολέθρια αποτελέσματα για τη μακεδονική πολιτική στη νότια Ελλάδα14.
Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η συλλογή και επεξεργασία στοιχείων που αφορούν στην αρχή και την εξέλιξη των αθλητικών αγώνων που τελούνταν στην αρχαία Μακεδονία μέχρι το τέλος της αυτοκρατορικής περιόδου.

Η διερεύνηση των αθλητικών αγώνων θα μας επιτρέψει να καταγράψουμε την αθλητική ιστορία του τόπου, ενώ θα μας βοηθήσει επίσης στην καλύτερη και βαθύτερη κατανόηση των κοινωνικών και πολιτιστικών σχέσεων της περιοχής με τα μεγάλα κέντρα του νότιου ελλαδικού χώρου καθώς και τους δεσμούς των μακεδονικών πόλεων με τα κέντρα της ρωμαϊκής εξουσίας. Ως πηγές χρησιμοποιήθηκαν γραμματειακές μαρτυρίες, νομίσματα και κυρίως επιγραφικά δεδομένα.

Αγώνες στη Μακεδονία κατά τους προχριστιανικούς αιώνες.

Μετά τον 8ο π.Χ. αι. ένας σημαντικός αριθμός αγώνων γεννήθηκε όχι μόνο στον κυρίως ελλαδικό αλλά και στον ευρύτερα ελληνικό κόσμο.

Οι Έλληνες οργάνωναν αγώνες για διάφορους λόγους, κυρίως όμως για να λατρέψουν τους θεούς τους ή για να τιμήσουν τους νεκρούς ήρωές τους15.
Αμφίπολη.

Οι Αμφιπολίτες τιμούσαν ως οικιστή της πόλης τον Λακεδαιμόνιο Βρασίδα. 

Ο Θουκυδίδης 16 μας πληροφορεί πως μετά τον θάνατο του Βρασίδα, το 422 π.Χ., οι Αμφιπολίτες κατέστρεψαν τα Αγνώνεια οικοδομήματα και τίμησαν τον νεκρό σαν ήρωα και οικιστή της πόλης τους με ετήσιους αγώνες και θυσίες17.
Μπροστά στην αγορά της πόλης όπου κηδεύτηκε ο Βρασίδας υψώθηκε το επιτύμβιο μνημείο του και στο σημείο αυτό οργανώνονταν οι θυσίες και οι ετήσιοι αγώνες με την επωνυμία Βρασίδεια18.

Άρτεμης
Στην Αμφίπολη τελούνταν επίσης ετήσιοι αγώνες προς τιμή της μεγάλης γυναικείας θεότητας Αρτέμιδος Ταυροπόλου ή Βραυρωνίας19. 

Πιθανότατα στο ιερό της Ταυροπούλου Αρτέμιδος είχε ανατεθεί και το μνημείο του εταίρου του Αντίγονος Κάλλαο οποίος, σύμφωνα με επιγραφή, στέφθηκε νικητής στον οπλίτη δρόμο σε επινίκιους αγώνες που οργάνωσε ο Μ. Αλέξανδρος στην Τύρο το 332 π.Χ.20.

Στην Αμφίπολη ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος οργάνωσε με
γάλους αγώνες ελληνικού τύπου με αθλητές απ’ όλη την Ελλάδα με την ευκαιρία της κατάκτησης της Μακεδονίας το 167 π.Χ.21.
Οι αγώνες όμως αυτοί ήταν ευκαιριακοί, με αφορμή την κατάκτηση και δεν διοργανώθηκαν άλλη φορά.

Θάσος.

 Ο Ηρακλής ήταν ο σημαντικότερος θεός της Θάσου και προστάτης της πόλης22.
 Σύμφωνα με την παράδοση23, η λατρεία του Ηρακλή ήλθε στη Θάσο από τους Φοίνικες και έτσι, αρχικά, λατρευόταν στο νησί ο Ηρακλής των Τυρίων, ενώ μεταγενέστερα ο Ηρακλής, ο γιος του Αμφιτρύωνα24.
Προς τιμήν του Ηρακλή είχε κτισθεί ιερό, το Ηράκλειο, όπου διοργανώνονταν θυσίες και τελετές προς τιμήν του.

Ο εκμισθωτής του κήπου (ιερού) του Ηρακλή ήταν υπεύθυνος του χώρου λατρείας, ετοίμαζε τα υλικά της λατρείας, έκανε την ενάτευση και οργάνωνε αγώνες, τα Ηράκλεια,οι οποίοι περιελάμβαναν σύμφωνα με επιγραφή αγώνα ευταξίας25.

Τα Ηράκλεια είχαν στρατιωτική χροιά μιας και ο ευταξίας αγών ήταν αγώνας στρατιωτικής πειθαρχίας και άμεσα συνδεδεμένος με το γυμνάσιο26. 

Δεν ξέρουμε ποιοι ακριβώς συμμετείχαν, αλλά οι συμμετέχοντες ονομάζονταν τάξεις και πιθανότατα κάθε τάξη αντιπροσώπευε νεοσυλλέκτους εφήβους.

 Κατά τον ιερό νόμο της λατρείας του Ηρακλή, από τα Ηράκλεια αποκλείονταν οι γυναίκες 27, ενώ σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε κοντά στο Ηράκλειο θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι στα Ηράκλεια συμπεριλαμβάνονταν και αγώνες λαμπαδηδρομίας.

Τα «Ολύμπια» της Μακεδονίας. 

Στην αρχαία Μακεδονία κατά τους προχριστιανικούς αιώνες οι σημαντικότεροι αγώνες ήταν τα Ολύμπια τα οποία ίδρυσε ο βασιλιάς Αρχέλαοςπρος τιμήν του Ολύμπιου Δίακαι των Μουσών 28.

Ο Αρχέλαος ήταν σταθερά προσανατολισμένος προς τη νότιο Ελλάδα. Ήταν ένας ιδιαίτερα δραστήριος πολιτικά και διπλωματικά άνδρας, ο οποίος αναμόρφωσε την πολιτική και στρατιωτική δομή της χώρας του.

Συνήψε μακρόχρονη συμφωνία με την Αθήνα εκμεταλλευόμενος την παρακμή των άλλων ελληνικών πόλεων μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Για την προώθηση της ξυλείας και για άλλες υπηρεσίες του οι Αθηναίοι τίμησαν τον Αρχέλαο, όπως και πριν εβδομήντα χρόνια τον Αλέξανδρο I, ως πρόξενο και ευεργέτη29.

Ο Αρχέλαος, αξίζει να επισημανθεί, ότι εντατικοποίησε τις προσπάθειες των προηγούμενων Μακεδόνων βασιλέων σχετικά με την καλλιέργεια του ελληνικού πολιτισμού και των ελληνικών γραμμάτων στη Μακεδονία. 

Επεχείρησε επίσης την προώθηση και διείσδυση των νοτιοελληνικών προτύπων στη χώρα του.
 Στην προσπάθειά του αυτή κάλεσε στην αυλή του σπουδαίες πνευματικές μορφές της νότιας Ελλάδας με κορυφαίο τον Ευριπίδη30.
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής του θέσπισε μια γιορτή στα πρότυπα των Ολυμπίων της Ολυμπίας, η οποία αποτελούσε μια έκφραση της διάθεσης του βασιλέα να δημιουργήσει δεσμούς με τους Έλληνες του νότου.

Η χρονική στιγμή ίδρυσης των αγώνων μας είναι άγνωστη, πιθανολογείται όμως ότι πραγματοποιήθηκε από τον Αρχέλαο κάποια στιγμή μετά τη νίκη του στα Ολύμπια της Ολυμπίας στο αγώνισμα του τεθρίππου το 408 π.Χ.31.

Σαφώς θα πρέπει να θεωρηθείεσφαλμένη η άποψητου Badian 32 και της Slowikowski33, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι αγώνες αυτοί ιδρύθηκαν από τον βασιλιά Αρχέλαο ως το αντίπαλο δέος των αγώνων της Ολυμπίας, ως «αντιΟλυμπιακοί Αγώνες» δηλαδή.

 Ο Αρχέλαος, λαθεμένα υποστηρίζεται ότι επειδή συνάντησε αντιδράσεις για τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς, θέσπισε αυτούς τους αγώνες για να δίνει την ευκαιρία στους Μακεδόνες να μετέχουν στους δικούς τους Ολυμπιακούς, αφού δυσκολεύονταν να μετέχουν σε αυτούς της Ολυμπίας34.

Κατά την άποψη των Ξυδόπουλου και Αναστασίου35 αυτή η γιορτή αποτελούσε μια επιπλέον έκφραση της θέλησης του Μακεδόνα βασιλιά να δημιουργήσει περισσότερους συνδετικούς κρίκους με τους νότιους Έλληνες, αφού ουσιαστικά υιοθετούσε τις συνήθειές τους.

Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι τόπος τέλεσης των αγώνων ήταν οι πρόποδες του Ολύμπου, της κατοικίας των θεών που λάτρευαν όλοι οι Έλληνες.
Επιπλέον, κάθε μια από τις εννέα ημέρες της γιορτής ήταν αφιερωμένη σε μια από τις εννέα Μούσες που η λατρεία τους ήταν κοινή σε Έλληνες και Μακεδόνες.

Οι αγώνες της Ολυμπίας άλλωστε είχαν τόσο μεγάλο κύρος ώστε θα αποτελούσε μεγάλη ανοησία εκ μέρους του Μακεδόνα μονάρχη να ιδρύσει άλλους ανταγωνιστικούς και ομώνυμους αγώνες στη χώρα του.
Τα Ολύμπια τελούνταν με μεγαλοπρέπεια από τους Μακεδόνες βασιλείς.

Διοργανώθηκαν από τον Φίλιππο Β' το 348 π.Χ., σύμφωνα με τον Δημοσθένη36 αλλά και τον Διόδωρο37, αμέσως μετά την άλωση της Ολύνθου.

 Στα Ολύμπια ο Μακεδόνας βασιλιάς γιόρτασε τα επινίκια με θυσίες, αγώνες και συνεστιάσεις στις οποίες κάλεσε πολλούς ξένους.
 Ο Διόδωρος38 και ο Πολύβιος39 αναφέρουν επίσης την τέλεση των Ολυμπίων από τον Μ. Αλέξανδρο το 335 π.Χ. στο Δίον, ο οποίος κατά τη διάρκεια των αγώνων εκφώνησε και σχετικούς προτρεπτικούς λόγους θέλοντας να μετριάσει τις αναστολές του επιτελείου του τις παραμονές της εκστρατείας του στην Ασία40.

Σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής των αγώνων υπάρχει μια σύγχυση εξαιτίας των αντιφατικών πληροφοριών που παρέχουν ο Αρριανός και ο Διόδωρος.

Κατά τον Αρριανό 41, ο τόπος τέλεσης των Ολυμπίων επί Αρχελάου αλλά και επί Μ. Αλεξάνδρου ήταν οι Αιγές, ενώ κατά τον Διόδωρο ήταν το Δίον 42.

 Ο Adams υποστηρίζει ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς αγώνες: τα Ολύμπια που τελούνταν στις Αιγές και οι δραματικοί αγώνες που τελούνταν στο Δίον 43.
Η Mari εξετάζοντας εξονυχιστικά τις πηγές δεν αποκλείει την περίπτωση το 335 π.Χ. να διοργανώθηκαν γιορτές και στις Αιγές, θεωρεί όμως ως τόπο τέλεσης των Ολυμπίων της Μακεδονίας το Δίον 44.

Οι Badian 45, Bosworth 46 και Slowikowski 47θεωρούν ως πιθανότερο τόπο το Δίον και χαρακτηρίζουν ως λαθεμένη την πληροφορία του Αρριανού.

Την άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι το ιερό τέμενος του Ολυμπίου Διός βρισκόταν στο Δίον, περιβαλλόταν από μεγάλες στοές και είχε ποικίλα κτίσματα τα οποία σαφώς μπορούσαν να εξυπηρετήσουν το πλήθος που μαζευόταν απ’ όλη τη Μακεδονία για τη μεγάλη γιορτή48.

Τόπος λοιπόν τέλεσης, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν όχι οι Αιγές αλλά το Δίον, όπου το 1995 από τον αρχαιολόγο Δ. Παντερμαλή εντοπίστηκαν τα όρια και ο αγωνιστικός χώρος του σταδίου καθώς και σειρές χαμηλών χωμάτινων αναβαθμών49.

Η σχετική επιχειρηματολογία που θεωρεί το Δίον ως τον τόπο τέλεσης των Ολυμπίων ενισχύεται και από μια επιγραφική μαρτυρία του 100 π.Χ., η οποία αναφέρεται σ’ έναν Μακεδόνα δρομέα ο οποίος νίκησε στον οπλίτη δρόμο στα Ολυμπία του Δίου, στα Νέμεα και σε αγώνες με την ονομασία Βασιλεία.
 Στους τελευταίους αυτούς αγιόνες απέσπασε νίκες σε τρία αγωνίσματα κατά την ίδια μέρα, στο στάδιο, το δίαυλο και τον οπλίτη δρόμο50.

Σε αντίθεση με τα Ολύμπια της Ολυμπίας, στα Ολύμπια της Μακεδονίας το πρόγραμμα περιελάμβανε εκτός από αθλητικούς αγώνες και διαγωνισμούς καλλιτεχνικού περιεχομένου (σκηνικούς άγώνες). 

Μ.Αλέξανδρος, Δίον
Όπως αναφέρει ο Δημοσθένης, ο Φίλιππος στα Ολύμπια του Δίου, μετά την άλωση της Ολύνθου, κάλεσε έναν μεγάλο αριθμό δραματικών καλλιτεχνών (τεχνιτών) και στεφάνωσε ο ίδιος τους νικητές51.

 Ανάλογους καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς συμπεριέλαβε στο αγωνιστικό πρόγραμμα των Ολυμπίων του Δίου και ο Μ. Αλέξανδρος.

Η διάρκεια των αγώνων, σύμφωνα με τον Διόδωρο52, ήταν εννέα ημέρες και κάθε μια ήταν αφιερωμένη σε διαφορετική Μούσα.Ένα σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης ήταν η περίοδος τέλεσης των αγώνων.

Τα Ολύμπια του Δίου κατά πάσα πιθανότητα τελούνταν το Φθινόπωρο, τον μήνα Οκτώβριο, ενώ τα Ολυμπία της Πελοποννήσου τελούνταν μέσα στο καλοκαίρι.

Η πόλη του Δίου φαίνεται ότι εξελίχθηκε σε οργανωμένο αθλητικό κέντρο, αφού διέθετε αθλητικές εγκαταστάσεις (στάδιο, γυμνάσω) και διοργάνωνε αγώνες.

Την τέλεση αγώνων στο Δίον επιβεβαιώνει και μια τιμητική επιγραφή του 325-300 π.Χ. που αναφέρεται σε γυμνικούς αγώνες στην πόλη, χωρίς όμως να γίνεται σαφές αν πρόκειται για τα Ολύμπια54.
Από τον Πολύβιο πληροφορούμαστε επίσης ότι η πόλη διέθετε γυμνάσιο το οποίο κατεστράφη από τους Αιτωλούς του Σκόπα το 215 π.Χ.55.

Κατά την αυτοκρατορική περίοδο δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να μαρτυρεί την τέλεση των Ολυμπίων του Δίου, ίσως για τον λόγο ότι εκείνη την περίοδο η πόλη της Βέροιας αποτελούσε το κέντρο των Μακεδόνων και συνεπώς εκεί γινόταν όλες οι εορτές και οι αγώνες.

Βέροια. 

Μέσα από έναν αγωνιστικό κατάλογο56 χρονολογημένο κατά το πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ., διαπιστώνεται ότι η Βέροια φιλοξενούσε αγώνες ιδιαίτερα μεγάλης αίγλης.

 Ο κατάλογος περιλαμβάνει ονόματα νικητών διαφόρων ηλικιών (παίδας, άνδρας, αγενείους) σε γυμνικούς (δόλιχον, στάδιον, πυγμή, παγκράτιο) και μουσικούς (κιθαρωδούς) αγώνες.

 Είναι αξιοσημείωτο ότι μνημονεύονται ονόματα αθλητών από διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, όπως:
Θεσσαλονικεύς,
Φυλακαίος (από την πόλη της Πιερίας Φυλάκαι),
Εορδέστης (από την Εορδαία) και πιθανότατα και
Αιγαίος (από τις Αιγές).

Στον κατάλογο εντοπίζονται και ονόματα ξένων αθλητών από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, όπως Λαοδικεύς, Μυτιληναίος, Αβυδηνός και ιδίως Αλεξανδρεύς, εθνικό του οποίου η μεγάλη συχνότητα είναι αξιοπρόσεκτη.

Δυστυχώς μέσα από την επιγραφή δεν διακρίνεται το όνομα των αγώνων, αβίαστα όμως συμπεραίνεται από τη μελέτη του καταλόγου στον οποίο καταγράφονται νικητές από όλη την ελληνική οικουμένη ότι επρόκειτο για σπουδαίους αγώνες με πανελλήνια χαρακτηριστικά. 0α μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για τους στεφανίτες αγώνες της Μακεδονίας στους οποίους κάνει αναφορά το διάταγμα του Φιλίππου του Ε’ που εκδόθηκε το 183 π.Χ. και το οποίο είναι σύγχρονο με τον προαναφερόμενο αγωνιστικό κατάλογο57.

Ο Φίλιππος ο Ε' άλλωστε καταγόταν από τη Βέροια58 και πιθανόν να προσέφερε στην πόλη του τη δυνατότητα οργάνωσης ανάλογων αγώνων με πανελλήνια απήχηση.

«Βασίλεια» της Μακεδονίας. 
Ζεύς-Διός-Διί-Δία, ω Ζεῦ

Οι Μακεδόνες λάτρευαν τον Δία ως Ολύμπιο, Αγοραίο, Ύψιστο και Βασίλειο59.

Η λατρεία του Διός Βασιλείου στη Μακεδονία μας είναι ευρύτερα γνωστή από μια αναφορά του Αρριανού60.

 Προς τιμήν του Διός Βασιλείου οι Μακεδόνες οργάνωναν αγώνες με την επωνυμία Βασίλεια.

 Σε αττική επιγραφή που χρονολογικά προέρχεται από τον Ιο π.Χ. αι. μνημονεύονται οι αγώνες των: Βασιλείων των εν Μακεδονία61.

 Στο αγωνιστικό περιεχόμενο των Βασιλείων της Μακεδονίας συμπεριλαμβάνονταν και μουσικοί διαγωνισμοί, αφού στην παραπάνω επιγραφή καταγράφεται το όνομα κιθαρωδού νικητή.

Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τον ακριβή τόπο τέλεσης στη Μακεδονία, τη συχνότητα τέλεσης ή τα έπαθλα των Βασιλείων.

 Ο Χατζόπουλος υποθέτει ότι τα Βασίλεια της Μακεδονίας θα πρέπει να τελούνταν στις Αιγές ή τη Βέροια 62.
Βασίλεια, των οποίων ο τόπος τέλεσης δεν μας είναι γνωστός, μνημονεύονται και σε επιγραφή του 1ου π.Χ. αι., που αναφέρθηκε προηγούμενα, σύμφωνα με την οποία Μακεδόνας δρομέας στέφθηκε νικητής στο στάδιο, δίαυλο και οπλίτη δρόμο την ίδια ημέρα63.

Ανάλογοι αγώνες Βασιλείων τελούνταν στη Βοιωτία σε ανάμνηση της νίκης των Θηβαίων κατά των Σπαρτιατών στα Δεύκτρα64.

Αγώνες στη Μακεδονία κατά την αυτοκρατορική περίοδο

Κατά την αυτοκρατορική περίοδο, είναι αλήθεια ότι ένα πλήθος νέων αγώνων έκανε την εμφάνισή του και ένας ακόμη μεγαλύτερος αριθμός κατά τα πρότυπα των πανελλήνιων ιερών αγώνων ιδρύθηκε στις οικονομικά εύρωστες πόλεις του ελληνικού κόσμου. 

Στο πλαίσιο μιας σχετικής πολιτικής αυτονομίας των ελληνικών πόλεων OL αυτοκράτορες έδειξαν ανεκτικοί έναντι των ελληνικών θεσμών και συνέβαλλαν σε μια αξιοσημείωτη ίδρυση και ενίσχυση των αγώνων65.

 Όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο έτσι και στη Μακεδονία οι αθλητικοί αγώνες συνέχισαν να προσελκύουν το ενδιαφέρον του κόσμου. 

Το ενδιαφέρον των Μακεδόνων για τα αθλητικά θεάματα πιστοποιείται και από επιγραφή που αναφέρεται σε έναν αρτοποιό από τη Βέροια, ο οποίος ταξίδεψε δίόδεκα φορές στην Ολυμπία για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες 66.

Βέροια.

 Η Βέροια αναγεννήθηκε κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους και αναδείχθηκε πρωτεύουσα της Μακεδονίας 67, μητρόπολις 68, νεωκόρος 69 και έδρα του Κοινού των Μακεδόνων70.

 Ο αυτοκράτορας Νέρβας της απένειμε για πρώτη φορά το δικαίωμα της νεωκορίας, ενώ ο Ηλιογάβαλος της παρεχώρησε τον τίτλο της δις νεωκόρου.

Τον τίτλο αυτόν απώλεσε επί Αλέξανδρου Σεβήρου αλλά ανέκτησε επί Γορδιανού III71.

Η πόλη διέθετε τη σχετική αθλητική υποδομή, γυμνάσιο και στάδιο έξω από τα τείχη της, για να μπορεί να διοργανώνει αγώνες 72.

 Κάθε χρόνο από το Κοινό τελούνταν μία εορτή προς τιμή του αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια των οποίων γινόταν γυμνικοί και θυμελικοί αγώνες ή μονομαχίες προς τιμή του 73, εκδηλώσεις τις οποίες ανελάμβανε να αθλοθετήσει και να εποπτεύσει ο αγωνοθέτης του Κοινού των Μακεδόνων74.

 Στο αθλητικό περιεχόμενο αυτ(όν των αγώνων πιθανώς να περιλαμβανόταν το πένταθλο, αφού μια επιγραφή από την Έφεσο που χρονολογείται το δεύτερο μισό του 2ου μ.Χ. αι. είναι αφιερωμένη σ’ έναν πενταθλητή ο οποίος ήταν νικητής και σε αγώνες στη Μακεδονία75. Μια άλλη επιγραφή αναφέρεται σ’ έναν πυγμάχο από τη Σινώπη, νικητή σε αγώνες του Κοινού της Μακεδονίας κατά την εποχή του Τραϊανού Δέκιου ή του Αδριανού76.

 Οι αγώνες του Κοινού πιθανότατα έφεραν την επωνυμία Κοινά 77και χαρακτηρίζονταν ως ισάκτιοι αγώνες σε μια επιγραφή από τη Βέροια του τέλους του 1ου μ.Χ. αι. 78. Σύμφωνα με την επιγραφή ένας αρχιερέας και αγωνοθέτης του Κοινού των Μακεδόνων διοργάνωσε αγώνες μονομάχων και ισακτίους αγώνες, ταλαντιαίους θυμελικούς και γυμνικούς, σύμφωνα με το πρότυπο των αγώνων των Ακτίων της Νικόπολης που επίσης είχαν γυμνικά και σκηνικά αγωνίσματα και έπαθλο ένα τάλαντο.

Οι πρώτες αγωνιστικές παραστάσεις από τη Βέροια εντοπίζονται στα νομίσματα της εποχής του Ηλιογάβαλου (218-224 μ.Χ.).

Τα συγκεκριμένα νομίσματα απεικόνιζαν αγωνιστικό τραπέζι και δύο στεφάνια ως έπαθλα και την επιγραφή ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ Β ΝΕΩ(ΚΟΡ), ενδείξεις που υπονοούν την τέλεση αγωνιστικών εκδηλώσεων, χωρίς να αναφέρεται το όνομα των αγώνων. 

Τα παραπάνω μας οδηγούν στη σκέψη ότι ίσως το Κοινόν των Μακεδόνων οργάνωνε αγώνες και προς τιμήν του αυτοκράτορα Ηλιογάβαλου, ο οποίος της απένειμε τον τίτλο της νεωκόρου για δεύτερη φορά.

Οι σπουδαιότεροι όμως αγώνες της πόλης ήταν τα Ολύμπια.

 Είναι πολύ πιθανό, τα Ολύμπιατα οποία υποδέχεται η αρίστη πόλις της Μακεδονίας στον Ηρόδοτο του Λουκιανού να είναι αυτά της Βέροιας.

 Στα Ολύμπια λοιπόν βρέθηκε ο Λουκιανός το 166 μ.Χ. θέλοντας να κάνει γνωστό το έργο του στη Μακεδονία80.

Αγώνες με την επωνυμία Ολύμπια εμφανίζονται σε πολλά νομίσματα αυτοκρατορικής εποχής τα οποία αποδίδουν την οργάνωσή τους στο Κοινό των Μακεδόνων την περίοδο της διακυβέρνησης των αυτοκρατόρων Γορδιανού III (238-244 μ.Χ.) και του Φίλιππου του Άραβα (244-249 μ.Χ.) στην πόλη της Βέροιας81. Επί εποχής Γορδιανού III (242 ή 243/244μ,Χ.)82 κόπηκαν νομίσματα με την κεφαλή του Αλεξάνδρου στην πρόσθια όψη, δύο αγωνιστικές κορώνες με κλαδιά φοίνικα στην οπίσθια και την επιγραφή:

ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ Β ΝΕΩΚΟΡ(ΩΝ) ΟΛΥΜ/ΠΙΑ83.

Η παρουσία δύο αγωνιστικών στεμμάτων μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για διπλούς αγώνες.

Δεν είναι απολύτως βέβαιο αν ο αυτοκράτορας Γορδιανός III κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Περσών διήλθε από τη Βέροια, πάντως απένειμε στην πόλη τον τίτλο της νεωκόρον για δεύτερη φορά 84.
Μέγας Αλέξανδρος, χρυσό μετάλλιο του Aboukir
 Το KΟΙΝΟΝ των Μακεδόνων οργάνωσε αγώνες προς τιμήν του με την επωνυμία Ολύμπια. Η τέλεση των Ολυμπίων το ίδιο έτος μαρτυρείται, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, εκτός των άλλων και από ένα χρυσό μετάλλιο του Aboukir 85, το οποίο στην πρόσθια όψη φέρει την προτομή του Μ. Αλεξάνδρου και στην πίσω πλευρά την επιγραφή ΟΛΥΜ/ΠΙΑ AOC, δηλαδή την ονομασία των αγώνων Ολύμπια και την ακτιακή χρονολόγηση AOC που αντιστοιχεί στο 242-243 μ.Χ.

Πιθανότατα όμως η ερμηνεία αυτή να είναι εσφαλμένη και τα μετάλλια αυτά να μη σχετίζονται με τα Ολύμπια της Μακεδονίας, να συνδέονται απλά με την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου, της οποίας το πορτρέτο φέρουν χαραγμένο στη μία τους όψη.86

Σε νόμισμα της ίδιας περιόδου της αυτοκρατορίας του Γορδιανού IIIοι αγώνες φέρουν την επωνυμία Ολύμπια Αλεξάνδρεια.

Η ύπαρξη των αγώνων Αλεξάνδρεια Ολύμπια εν Βεροία κατά τον 3ο αι. μ.Χ. επιβεβαιώνεται από επιγραφή της θρακικής Περίνθου 88.

Διερευνώντας την αιτία τέλεσης των Αλεξανδρείων οδηγούμαστε σε δύο διαφορετικές υποθέσεις.

Η πρώτη υπόθεση θεωρεί ότι τα Αλεξάνδρεια ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τον Μ. Αλέξανδρο.
Η ονομασία Αλεξάνδρεια φανερώνει ότι η μνήμη και η λατρεία του Μ. Αλεξάνδρου παρέμειναν ζωντανές μέχρι αυτήν την περίοδο.
 Η δεύτερη υπόθεση θεωρεί ότι τα Αλεξάνδρεια ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την αυτοκρατορική λατρεία.
Υποστηρίζει δηλαδή ότι το Κοινόν των Μακεδόνων θα πρέπει να οργάνωσε τα Αλεξάνδρεια για να κολακέψει τον αυτοκράτορα Γορδιανό III που επιθυμούσε να κατατροπώσει τους Πέρσες, όπως και ο Μακεδόνας βασιλιάς 89.

Είναι άλλωστε ευρύτερα γνωστό ότι οι αυτοκράτορες επιθυμούσαν να ταυτιστούν και να παρομοιαστούν με τον Μ. Αλέξανδρο 90.

 Βέβαια, όπως και αλλού, δεν ιδρύθηκαν καινούργιοι αγώνες αλλά στα ήδη υπάρχοντα Ολύμπια προστέθηκε η πομπώδης και κολακευτική για τον ματαιόδοξο Γορδιανό III επωνυμία Αλεξάνδρεια.

 Η δεύτερη υπόθεση για τη δικαιολόγηση της τέλεσης των Αλεξανδρείων δεν φαίνεται να ευσταθεί, δεν μπορεί όμως και να αποκλειστεί με βεβαιότητα.

 Είναι γεγονός ότι ήδη από την εποχή του Ηλιογάβαλου (218-222 μ.Χ.) κόπτονταν νομίσματα τα οποία στην πρόσθια όψη έφεραν χαραγμένο το κεφάλι του Μ. Αλεξάνδρου 91.

 Αξίζει να επισημανθεί επίσης ότι η πρώτη αναφορά σε Αλεξάνδρεια προέρχεται από επιγραφή του 229 μ.Χ., περίοδο της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου Σεβήρου ο οποίος ανακάλεσε τη δεύτερη νεωκορία του Ηλιογάβαλου για την πόλη 92, μια ένδειξη αρκετά ισχυρή που αποδυναμώνει τη σύνδεση Αλεξανδρείων και λατρείας του αυτοκράτορα.

 Έτσι μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι τα Αλεξάνδρεια σχετίζονταν κυρίως με τη διατήρηση της μνήμης του Μ. Αλεξάνδρου ή τη διάθεση των Βεροιέων να προβάλλουν την ιστορική τους κληρονομιά και όχι τόσο με την αυτοκρατορική λατρεία 93.

Ολύμπια τελούνταν και επί εποχής Φιλίππου του Άραβα (244-249 μ.Χ.). 

Τα σχετικά νομίσματα χρονολογούνται το 246-247 μ.Χ.94.
Στην πίσω πλευρά τα νομίσματα αυτά φέρουν την επιγραφή ΟΛΥΜΠΙΑ Β ή Β/ΟΛΥΜΠΙ(Α) ΕΝ ΒΕΡ(ΟΙ)(Α), απ’ όπου πιθανώς συνάγεται ότι οι συγκεκριμένοι αγώνες τελέστηκαν για δεύτερη φορά το 246-247 μ.Χ., και επομένως ανήκαν στην κατηγορία των πεντετηρικών αγώνων, τελούνταν συνεπώς ανά τετραετία 95.

Τα Ολύμπια της Βέροιας, όπως φαίνεται σε επιγραφή του 253-257 μ.Χ., απέκτησαν τον τίτλο ιεροί και οικουμενικοί αγώνες96, ενώ σε προγενέστερη επιγραφή του 240 μ.Χ. χαρακτηρίζονται ως ιεροί, εισελαστικοί και ισολύμπιοί 97.

Από τους ελληνιστικούς ακόμη χρόνους είναι γεγονός ότι η τιμή της εισέλασης, της θριαμβευτικής δηλαδή εισόδου των αθλητών στην πόλη τους, αποδίδονταν και στους νικητές των περίχωρων αγώνων, όπως επίσης και στους αγώνες που είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πανελλήνιους αγώνες.

Θεσσαλονίκη. 

Η πόλη λόγω του λιμανιού και της στρατηγικής της θέσης στην Εγνατία οδό ήταν η έδρα των Ρωμαίων αξιωματούχων και το διοικητικό κέντρο της Μακεδονίας.

Στη Θεσσαλονίκη αναφέρονται για πρώτη φορά αγώνες με το όνομα Πύθια το 240 μ.Χ., στα χρόνια της διακυβέρνησης του αυτοκράτορα Γορδιανού III (238-244 μ.Χ)98. Ο Γορδιανός III απένειμε στη Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά τον τίτλο της νεωκόρου και της παρεχώρησε το δικαίωμα τέλεσης των Πυθίων.

Από τα νομίσματα φαίνεται ότι τα Πύθια συνέχισαν να τελούνται και υπό τη διακυβέρνηση των αυτοκρατόρων Φιλίππου του Άραβα (244-249 μ.Χ.) και του Βαλεριανού και Γαλιηνού (253-268 μ.Χ.)100. Τα νομίσματα επί εποχής Γορδιανού III και Φιλίππου του Άραβα έφεραν στην οπίσθια όψη αγωνιστική κορώνα με κλαδί φοίνικα ή αγωνιστικό τραπέζι και την επιγραφή

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΝΕΩ(ΚΟΡΩΝ) ΠΥΘΙΑ101.

Νομίσματα των Πυθίων, που πραγματοποιήθηκαν επί Φιλίππου του Άραβα το 244 μ.Χ., φέρουν επίσης και την επιγραφή ΠΥΘΙΑΔΙ Β, γεγονός που ισχυροποιεί την άποψη ότι τα Πύθια αυτά ήταν τα δεύτερα στη σειρά μετά την ίδρυσή τους επί Γορδιανού το 240 μ.Χ.102.

Σχετικά με τη χρησιμοποιούμενη ονομασία Πύθια μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αγώνες αυτοί πιθανότατα χρησιμοποιούσαν τα ίδια έπαθλα ή ότι είχαν το ίδιο αγωνιστικό περιεχόμενο με αυτό των Πυθίων που τελούνταν προς τιμήν του Απόλλωνα στους Δελφούς.

Μια επιγραφή του έτους 252-253 μ.Χ. καταγράφει την ύπαρξη αγωνοθετών και αμφικτνόνων στη Θεσσαλονίκη, όπως αυτοί ήταν γνωστοί από τους Δελφούς 103.

Στην ίδια επιγραφή αναφέρεται σαφώς το αγωνιστικό περιεχόμενο, όπως και οι κατηγορίες των αγωνιζομένων.

Τα αθλητικά αγωνίσματα ήταν το πένταθλο, οι δρόμοι (στάδιο, δόλιχος, δίαυλος), το παγκράτιο, η πυγμή και η πάλη.

Τα καλλιτεχνικά αγωνίσματα περιελάμβαναν αγώνες σαλπιγκτών, τραγωδών, κηρύκων, ποιητών και κιθαριστών.

Oι κατηγορίες των αγωνιζομένων στα γυμνικά αγωνίσματα ήταν τρεις:
 οι παίδες, 
οι αγένειοι και 
οι άνδρες. 

Τα Πύθια της Θεσσαλονίκης ήταν πεντετηρικοί αγώνες τελούνταν, δηλαδή, ανά τέσσερα χρόνια, όπως φαίνεται από τις επιγραφές 104.

 Από τις παραστάσεις των νομισμάτων φαίνεται ότι τα έπαθλα αυτών των αγώνων ήταν οι τρίποδες, οι αγωνιστικές κορώνες και τα μήλα κατά κανόνα πέντε τον αριθμό.

Τα Πύθια στη Θεσσαλονίκη απέκτησαν κατά καιρούς διάφορα προσωνυμία, όπως Καβείρεια, Καισάρεια και Επινείκια.

 Τούτο πιστοποιούν και δύο επιγραφές, που ως προς το περιεχόμενό τους ήταν προσκλήσεις προς τους μεγάλους αγώνες που τελούνταν στη Θεσσαλονίκη.

Στην πρώτη αποσπασματική επιγραφή του 259 μ.Χ. γίνεται μνεία των:

 [Ακτίων Καβειρί]ων Καισαρειών Πυθίων, ενώ στη δεύτερη σχεδόν ακέραιη επιγραφή του 260 π.Χ. αναφέρεται ο: [ίερ]ός οικουμενικός είσελαστικός των μεγάλων Καισαρειών, Επινεικίων, Καβειρίων, Πυθίων 105.

Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι την εποχή του Βαλεριανού και Γαλλιηνού οι αγώνες ήσαν ιεροί, έφεραν όχι μόνο τα προσωνύμια Καισάρεια, Επινείκια, Καβείρια, Άκτια αλλά και τον γνωστό από άλλους πεντετηρικούς αγώνες χαρακτηρισμό μεγάλα.

Το προσωνύμιο Καβείρεια οφείλονταν στον πολιούχο θεό Κάβειρο στον οποίο απέδιδαν τη σωτηρία της πόλης από τους Γότθους το 254 μ.Χ.106. Το προσωνύμιο Καισάρεια107 φανερώνει τη σύνδεση των αγώνων της Θεσσαλονίκης με τις εορτές προς τιμή των αυτοκρατόρων. Το προσωνύμιο Επινείκια παραπέμπει στη θεότητα Νίκη108 και πιθανότατα σχετίζεται με τη νίκη των θεσσαλονικέων κατά των Γότθων.
Οι συναυτοκράτορες Βαλεριανός και Γαλλιηνός, πιθανότατα, ανταμείβοντας τους θεσσαλονικείς για την αποτελεσματική αντίσταση που πρόβαλλαν στους Γότθους το 254 μ.Χ., της απένειμαν τη δεύτερη νεωκορία και το δικαίωμα να τελούν εκτός των Πυθίων και το δεύτερο ιερό αγώνα αυτόν των Ακτίων Πυθίων.

Οι αγώνες αυτοί θα πρέπει να ήταν μάλλον πεντετηρικοίκαι να τελέσθηκαν για πρώτη φορά το 255 μ.Χ.109.

ΑΚΤΙΑ - ΠΥΘΙΑ / ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ ΠΕΡΙΝΘΙΩΝ ΝΕΩΚΟΡΩ
Την περίοδο λοιπόν αυτή εκδόθηκαν στη Θεσσαλονίκη νομίσματα που έφεραν τον τίτλο Άκτια Πύθια.

Εκτός από τις επιγραφές και τα νομίσματα που συνιστούν τις κύριες πηγές πληροφόρησης για τους αγώνες των Πυθίων, ενδιαφέρον παρουσιάζει ψηφιδωτό δάπεδο (που χρονολογείται μετά τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.), επί της συμβολής των οδών Εγνατίας και Αντιγονιδών στο οποίο εικονίζονται δύο στεφάνια με εγγεγραμμένη τη λέξη Πύθια και παράσταση αγωνιστικού τεθρίππου 111.

Εκτός των Πυθίων μια αγωνιστική επιγραφή ιδιαίτερα πλούσια σε πληροφορίες αναφέρει επιτάφιους αγώνες προς τιμή του αυτοκράτορα Βαλεριανού το 253-260 μ.Χ.112. Εδώ αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η κατηγορία των παίδων αγωνίστηκε στην πάλη και στο παγκράτιο, ενώ οι κατηγορίες των αγενειών και των ανδρών στην πάλη.
Αναφέρονται, επίσης, τα ονόματα των νικητών ανά κατηγορία.

Η άποψη ότι στην πόλη τελούνταν και οι αγώνες των Μεγάλων Πανελληνίων 113προς τιμή του Θεοποιημένου Αδριανού δεν φαίνεται να ευσταθεί και πιθανότατα είναι προϊόν σύγχυσης 114.

Αγώνες γινόταν επίσης προς τιμή του θεού Φούλβου πιθανότατα γιου του Μ. Αυρήλιου που πέθανε σε ηλικία τεσσάρων ετών και θεοποιήθηκε 115.
Αγώνες διοργανώνονταν και προς τιμήν του Αντινόου, στενού φίλου του αυτοκράτορα Αδριανού, με την επωνυμία Αντινόεια 116.
Οι δύο τελευταίοι αγώνες είχαν επιτάφιο χαρακτήρα, γιατί γινόταν προς τιμή των νεκριον και οι νικητές επιβραβεύονταν με χρηματικά έπαθλα (χρηματίτες ή θεματικοί αγώνες) 117.


Φίλιπποι. 

Σε επιγραφή των Φιλίππων 118 συναντούμε τον Κόιντο Φλάβιο Ερμαδίωνα αγωνοθέτη των Μεγάλων Ασκληπιείων, τα οποία οργανώνονταν από τους θρησκευτές του Σεράπιδος, γεγονός που μπορεί να ενισχύσει την άποψη για ταύτιση του Σεράπιδος με τον Ασκληπιό.


Τα Ασκληπιεία των Φιλίππων πιθανότατα ήταν ετήσιοι και όχι πεντετήρικοι αγώνες, όπως τα Ασκληπιεία της Επιδαύρου.

Λητή. 

Σε ένα διάταγμα της Λητής του 119 π.Χ. αναφέρεται η θεσμοθέτηση ετήσιων ιππικών αγώνων προς τιμήν του ταμία XCDV Ρωμαίων Μάρκου Άννιου Ποπλίου και η τέλεσή τους την ημέρα που διοργανώνονταν και άλλοι αγώνες προς τιμήν των ευεργετών της πόλης 119.

Σίρρις. 

Η Σίρρις κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν μία θέση που διετέλεσε ρωμαϊκός σταθμός με την επωνυμία Sarxa ή Sarra.

Η πόλη κατά τη ρωμαϊκή εποχή διέθετε γυμνάσιο, υπάρχουν δε ενδείξεις ότι ο Τιβέριος Κλαύδιος Φλαουιανός Λυσίμαχος, ο οποίος ήταν γιος του γυμνασίαρχου της πόλεως Τιβέριου Κλαύδιου Διογένους ήταν αρχιερέας και αγωνοθέτης.
 Ο αρχιερέας-αγωνοθέτης επέδειξε πλούσια δραστηριότητα και στα πλαίσια της αυτοκρατορικής λατρείας διοργάνωσε ευκαιριακούς αγώνες με την επωνυμία Σεβαστά 120.



Συμπεράσματα

Από την επεξεργασία του επιγραφικού και νομισματικού υλικού της Θράκης προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

1.Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ελληνικός αυτός θεσμός των αθλητικών αγώνων μεταλαμπαδεύτηκε και ρίζωσε στη μακεδονική γη μακριά από τα μεγάλα κέντρα του νότιου ελλαδικού χώρου. 
Ο μακεδονικός ελληνισμός χωρίς αμφιβολία μέσα από τις αθλητικές αυτές γιορτές πρόβαλλε την εθνική του ταυτότητα και τον ελληνικό του πολιτισμό.

2.Μέχρι και το τέλος των ελληνιστικών χρόνων τελούνταν αγώνες προς τιμήν θεών κυρίως του Δία (Ολύμπια του Δίου, Βασίλεια), της Άρτεμης (Αμφίπολη) και ηρώων, όπως του Ηρακλή (Ηράκλεια Θάσου).

3.Κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους συναντούμε τρεις διαφορετικές κατηγορίες αγώνων:
• Αγώνες προς τιμήν θεών του ελληνικού δωδεκάθεου. Τιμώμενος θεός ήταν ο Δίας προς τιμήν του οποίου συνεχίζουν να τελούνται Ολύμπια στη Βέροια και ο Απόλλων προς τιμήν του οποίου οργανώνονταν τα Πύθια στη Θεσσαλονίκη.


• Αγώνες προς τιμήν άλλων θεών. Θεοί στους οποίους αφιερώνονταν αγώνες επίσης ήταν ο Ασκληπιός και ο Κάβειρος.

• Αγώνες προς τιμήν Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η Βέροια και η Θεσσαλονίκη οργάνωναν αγώνες κυρίως προς τιμήν των αυτοκρατόρων που απένειμαν στις πόλεις το δικαίωμα της νεωκορίας. 

Η σύνδεση της αυτοκρατορικής λατρείας και των αγώνων είναι ολοφάνερη μέσα από τις αγωνιστικές παραστάσεις των νομισμάτων. 
Οι αγώνες αυτοί ήταν ευκαιριακοί και είχαν περιορισμένη διάρκεια ζωής. Η ίδρυση των συγκεκριμένων αγώνων ήταν αποτέλεσμα τόσο της πολιτικής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων όσο και των επιδιώξεων των αρχών των πόλεων. Έτσι οι αυτοκράτορες έδιναν το προνόμιο της ίδρυσης αγώνων ταυτόχρονα με το δικαίωμα της νεωκορίας σε μια πόλη, ως ανταμοιβή για την πίστη της και την υποστήριξή της σε πολέμους ή εμφύλιες συρράξεις.

• Στη Βέροια τελούνταν αγώνες με την επωνυμία Αλεξάνδρεια κατά τον 3ο αι. μ.Χ., γεγονός που αποδεικνύει ότι η μνήμη και η λατρεία του Μ. Αλεξάνδρου παρέμεινε ζωντανή μέχρι αυτή την περίοδο. Η περίπτωση οι αγώνες αυτοί να ήταν στενά συνδεδεμένοι με την αυτοκρατορική λατρεία δεν φαίνεται τόσο πιθανή.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ



1.Σχετικά με τα γυμνάσια του ελληνικού κόσμου βλ. J. Oehler, «Gymnasium», RE VII (1912) 2005-2008' J. Delorme, Gymnasien. Etüde sur les monuments consacres a l’ education et Grece, Paris I960• C. Forbes, Greek Physical Education, New York 1971, ö. 179 σημ. 1. Η εξάπλωση του ελληνισμού στην Ασία είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των γυμινασίων: P. Gauthier, «Notes sur le röle du gymnase dans les cites hellenistiques», in: M. Wörrle & P. Zänker, Stadtbild und Bürgerbild im Hellenismus, Kolloquium, München 1993, σσ. 1-11• E. Mango, «Bankette in hellenistisches Gymnasion», Das hellenistische Gymnasion, Berlin 2004, σσ. 273-311• B. Legras, Πολιτισμός και Εκπαίδευση στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, 8ος αι. π.Χ. 4ος αι. μ. X., Αθήνα 2005, σ. 175, με χάρτες όπου καταδεικνύεται η εξάπλωση των γυμνασίων.

2.Τόσο μεγάλη ήταν η σημασία του γυμνασίου στη ζωή της πόλης που είναι εύλογη η δυσκολία του Παυσανία να κατατάξει μεταξύ των πόλεων τους Πανοπείς, οι οποίοι στερούνταν γυμνασίου• Παυσανίας, Φωκικά 4.1.

3.J. M. R. Cormack, «The Gymnasiarchic Law of Beroea», Αρχαία Μακεδονία 2. Ανακοινώσεις κατά το Β'Διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 19-24 Αυγονστον 1973, Θεσσαλονίκη, Ι.Μ.Χ.Α., 1977, σσ. 139-150• Ph. Gauthier M. Β. Hatzopoulos, La Loi Gymnasiarchique de Beroia [Μελετήματα 16], Αθήνα 1993• W. Decker, «Ο νόμος των γυμνασιαρχών στην αρχαία Ελλάδα», «Ηθική στα Σπορ», Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Αθλητικού Δικαίου, Αθήνα 1993, σσ. 47-52.

4.Κ. Λαζαρίδη, «Το γυμνάσιο της Αμφίπολης. Πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη», ΠΑΕ (1990) 241-259• η ίδια, «Το γυμνάσιο της αρχαίας Αμφίπολης», ΑΕΜΘ I (1987) 313-319. Η εισαγωγή του νόμου παρουσιάζεται από τους Gauthier Hatzopoulos, ό.π., σσ. 161-162 σημ. 3.

5.Ενδεικτικά για τον θεσμό της εφηβείας βλ. για Καλίνδοια: Μ. Β. HatzopoulosLoukopoulou, Recherches sur les marches orientales des Temenides [Μελετήματα 11], Αθήνα 1992• Στύβερρα: F. Papazoglou, «Les steles ephebiques de Styberra», Chiron 18 (1988) 232-270• Βέροια: Bullepigr (1914), αρ. 358• Bullepigr (1973), αρ. 273• Έδεσσα: J. M. R. Cormack, «Inscriptions from Macedonia», BSA 58 (1963) 9-22• Θάσο: Ch. Dunant J. Pouilloux, Recherches sur l’histoire et les cultes de Thasos, 11. De 196 avant J.-C. jusqu’ä la fin de l’Antiquite, Paris 1958, σ. 261. Ενδεικτικά για την εδραίωση του θεσμού της γυμνασιαρχίας: Θεσσαλονίκη: IG Χ2,1,4. IG Χ2,1,241. IG Χ2,1,135• Σίρρις: Μ. Δήμιτσας, Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις, Αθήναι 1896, σσ. 811, 812• Λητή: BSA 23 (1918-1919) 72-81, αρ. Τ Θάσος: IG XII, 458 και 459• Αμφίπολη: ΠΑΕ (1982) 46-47, Έργο (1985) 17• Βέροια: Δ-Μακεδονία, 63-64.

6.Για τη συμβολή του γυμνασίου στη γενικότερη αγωγή βλέπε: Oehler, ό.π.• Κ. Μπουραζέλης, «Ελληνιστικό Γυμνάσιο και Πνευματική Αγωγή», Πρακτικά Συνεδρίου «Ελληνικά Ιστορικά Εκπαιδευτήρια στη Μεσόγειο», Χίος 2002, σσ. 38-47• A. Mehl, «Erziehung zum Hellenen Erziehung zum Weltbürger. Bemerkungen zum Gymnasion im hellenistischen Osten», Nikephoros 5 (1992) 60-72• E. Αλμπανίδης, Ιστορία της Άθλησης στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 215-229.

7.Σχετικά με την παρουσία των Μακεδόνων στα πανελλήνια θρησκευτικά κέντρα βλ. M. Mari, Al di lä deUOlimpo. Macedoni e grandi santuari della Grecia dall’etä arcaica al primo ellenismo [Μελετήματα 34], Αθήνα 2002. Για τις σχέσεις Ελλήνων και Μακεδόνων βλ: I. Κ. Ξυδόπουλος, Κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις των Μακεδόνων και των

8.Ηρόδοτος, Ιστορία, 5.22• επίσης βλ. A. Β. Δασκαλάκης, Ο Ελληνισμός της αρχαίας Μακεδονίας, Αθήναι 1960, σσ. 270-285• Ξυδόπουλος, ό.π., σ. 52 σημ. 86• Istvän Kertesz, «When did Alexander I visit Olympia?», Nikephoros 18 (2005) 115-126’ Γ. Κ. Μάλλιος, Μακεδόνων άθλα Ολυμπωνίκες και νικητές στους πανελλήνιους αγώνες της αρχαίας Ελλάδας, Αθήνα 2004, σσ. 48-50.

9.Η πληροφορία προέρχεται από τον Σολίνο (Gaius Iulius Sollinus) 9.16 και γίνεται αποδεκτή και από τον L. Moretti, Olympionikai. I vincitori negli antichi agoni Olympici, Roma 1957, αρ. 349• Μάλλιος, ό.π., σσ. 56-58.

10.Ο Φίλιππος Β' συμμετείχε στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες και συγκεκριμένα στο αγώνισμα της αρματοδρομίας. Σχετικά με τις επιτυχίες των αρμάτων του πρβλ. Πλούταρχος, Αλεξ. 3.8, και 4.9. Οι συμμετοχές του Μακεδόνα βασιλέα καταγράφονται και από τον Moretti, ό.π., αρ. 434 (356 B.C.), 439 (352 B.C.), 445 (348 B.C.)• Μάλλιος, ό.π., σσ. 58-60.

11.P. Oxy. 12V, 14-16. Βλ. Moretti, ό.π., αρ. 463• A. Tataki, Macedonians abroad. Α Contribution to the Prosopography of Ancient Macedonia [Μελετήματα 26], Αθήνα 1998, σ. 64• Μάλλιος, ό.π., σ. 61.

12.1. Τουλουμάκος, «Εξωπολιτιστικές σχέσεις Μακεδόνων και νοτίων Ελλήνων κατά την ελληνιστική και αυτοκρατορική εποχή». Ανακοινώσεις κατά το 5ο Διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 10-15 Οκτωβρίου 1989, τ. III, Θεσσαλονίκη, Ι.Μ.Χ.Α., 1993, σσ. 15171538' Μ. Τιβέριος, Μακεδόνες και Παναθήναια, Αθήνα 2000’ I. Ξυδόπουλος Α. Αναστασίου, «Μακεδόνες Βασιλείς και Ολυμπιακοί Αγώνες», Ε. Αλμπανίδης (εκδ.), «Αρχαίοι και Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες: Η πολιτική και Πολιτιστική τους διάσταση», Πρακτικά 8ου Διεθνούς Συνεδρίου Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιστορικών Φυσικής Αγωγής, Κομοτηνή 25-28 Σεπτ. 2003, Κομοτηνή 2004, σσ. 57-61' Μάλλιος, ό.π., σσ. 161-173.

13.E. Badian, «Greeks and Macedonians», στο B. Barr-Sharrar, & E. N. Borza (eds.), Macedonia and Greece in Late Classical and Early Hellenistic Times, Washington 1982, σ. 38.

14.Ξυδόπουλος, άπ., σ. 101.

15.H. Berve, «Vom agonalen Geist der Griechen», Gestaltende Kräfte der Antike, München 21966• I. Weiler, Der Agon im Mythos. Zur Einstellung der Griechen zum Wettkampf, Darmstadt 1974.

16.Θουκυδίδης, V.ll.l: μετά δε ταϋτα τον Βρασίδαν οί ξύμμαχοι πάντες ξύν οπλοις
έπισπόμενοι δημοσία έθαψανπεριείρξαντες αντον το μνημεϊον ώς ήρωί τε έντέ-
μνουσι καί τιμάς όεόώκασίν άγώνας και ετησίους θυσίας...

17.Σχετικά με την απόδοση τιμών και λατρείας προς ήρωες και οικιστές βλ. Ηρόδοτος, Ιστορία, VI.38.1• E. Kearns, «Between God and Man: Status and Function of Heroes and their Sanctuaries», A. Schächter (eds.), Le sanctuaire grec (Fondation Hardt: Entretiens XXXVII, Vandoeuvres 1992). σσ. 65-107• W. Leschhorn, Gründer der Stadt, Palingenesia, vol. XX, Stuttgart 1984• I. Malkin, Religion and Colonization in Ancient Greece, Leiden 1987, σ. 189 κ.ε.

18.Δ. Λαζαρίδης, Αμφίπολις και Άργιλος, Αθήναι 1972, σσ. 44, 59• πρβλ. Ε. Παυλίνης. Ιστορία της Γυμναστικής, Αθήναι 1927, σ. 202.

19.Δ. Λαζαρίδης, ό.π., σ. 44.

20.X. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, «Μελέται», ΑΔ 26 (1971) 120-127.

 22.IG XII 8. 356.
23.Ηρόδοτος, Ιστορία, 11.44.
24.Παυσανίας, Ηλειακά, 1.12.13.

25.M. Launey, Le sanctuaire et le culte d'Herakles ä Thasos, Paris 1944, σ. 281: ..ώστε τη τάξει τήι νικώσηί τούτους εχειν άθλον διδόναι εις τον ευταξίας άγώνα.

26.Ν. Crowther, «Euexia, Eutaxia, Philoponia: Three Contests of the Greek Gymnasium», Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 85 (1991) 301-304.

27.Launey, ό.π., σ. 46. Γενικά για τον αποκλεισμό των γυναικών από τις τελετές λατρείας του Ηρακλή βλ. J. Mouratidis, «Heracles at Olympia and the Exclusion of Women from the Ancient Olympic Games», JSH 11:3 (1984) 41-55.

28.Διόδωρος Σικελιώτης XVII.16.3-4• Δίων Χρυσόστομος 39.2.2, 46.17.16' Αρριανός, Α νάβ., 1.11.1: Ταϋτα δέ διαπραξάμενος έπανήλθεν εις Μακεδονίαν καί τω τε Διϊ τω Όλνμπίω την θυσίαν την άπ’ Αρχελάου ετι καθεστώσαν εθνσε και τον άγώνα εν Αίγαϊς διέθηκε τα 'Ολύμπια οί δέ καί ταϊς Μούσαις λέγονσιν οτι άγώνα έποίησε.

29.IG Ι2,105.
30.Δασκαλάκης, ό.π., σσ. 174-184• Μάλλιος, ό.π., σσ. 56-58.
31.Moretti, ό.π., αρ. 349.
32.Badian, ό.π., σ. 38.
33.S. S. Slowikowski, Sport and Culture in the Ancient Macedonian Society, Ph.D. Thesis, The Pennsylvania State University 1988, σσ. 72-73.
34.Ξυδόπουλος, ό.π., σ. 101 σημ. 233.
35.Ξυδόπουλος Αναστασίου, ό.π., σσ. 57-61, κυρίως σ. 59.
36.Δημοσθένης, Περί παραπρεσβείας, ΧΙΧ.192: επειδή γαρ ε’ιλεν ’Όλυνθον Φίλιππος, Όλύμπ’ έποίει...

37.Διόδωρος Σικελιώτης XVI.55.1-4: Μετά δε την αλωσιν τής Όλύνθον 'Ολύμπια ποιήσας τοις θεοϊς επινίκια μεγαλοπρεπείς θυσίας συνετέλεσεν πανήγυριν δε μεγάλην συοτηοάμενος και λαμπρούς αγώνας ποιήσας πολλούς των έπιδημούντων ξένων επί τας εστιάσεις παρελάμβανε. παρά δε τούς πάτους πολλαϊς όμιλίαις χρώμενος και πολλοϊς μέν ποτήρια διδούς κατά τάς προπόσεις ούκ όλίγοις δέ δωρεάς άπονέμων, πάσι δέ μεγάλας επαγγελίας ευχαρίστως ποιούμενος πολλούς εσχεν επιθυμητας τής προς αυτόν φιλίας.

38.Ό.π., XVII.16.4: την δε πανήγυριν έφ' ήμέρας εννέα συνετέλεσεν, έκάστη των Μουσών έπώνυμον ημέραν άναδείξας...

39.Πολύβιος IV.62: τότε δ’ ούν άπό στρατείας ήκοντες εν Δίω τής Πιερίας εθυον ταϊς Μούσαις καί τον άγω να των ’Ολυμπίων έτίθεσαν...

40.Διόδωρος Σικελιώ της XVII. 16.3-4: διδάξας ούν αύτούς περί τοϋ συμφέροντος καί παρορμήσας διά των λόγων προς τούς αγώνας θυσίας μεγαλοπρεπείς τοις θεοϊς συνετέλεσεν έν Δίφ τής Μακεδονίας καί σκηνικούς αγώνας Δίί καί Μούσαις, ους Αρχέλαος ό προβασιλεύσας πρώτος κατέδειξε...
41.Αρριανός, Ανάβ., 1.11.1.
42.Διόδωρος Σικελιώτης XVII.16.3-4.
43.W. L. Adams, «Other People’s Games: The Olympics, Macedonia and Greek Athletics», Journal of Sport History 30,2 (2003) 205-217, κυρίως σ. 209.
44.M. Mari, «Le Olimpie macedoni di Dion tra Archelao e l’etä romana», Rivista di Filologia e di Istruzione Classica 126 (1998) 137-169, κυρίως σ. 150 (στο εξής: «Le Olimpie»),
45.Badian, ό.π., σημ. 17.
46.A. Β. Bosworth, «Errors in Arrian», CQ 26 (1970) 119-121.
47.Slowikowski, ό.π., σ. 70, f. 30.
48.Δ. Παντερμαλής, Δίον. Η ανακάλυψη, Αθήνα 1999, σ. 9. Για τις διαφορετικές απόψεις των ερευνητών σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής των Ολυμπίων της Μακεδονίας βλ. επίσης A. Oliva, «Agoni Sportivi e Musicalli nell’ Anabasi di Arriano», Nikephoros 6 (1993) 93-104, κυρίως σ. 93 σημ. 1. Το Δίον, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, παρουσιάζεται ως μια πλήρως αναπτυγμένη πόλη κατά τον 4ο αι. π.Χ. Μ. Β. Hatzopoulos, Macedonian Institutions under the Kings. A Historical and Epigraphic Study [Μελετήματα 22], Athens 1996, σ. 129.
49.Παντερμαλής, ό.π., σ. 76.
50.L. Moretti, Iscrizioni Agonistische Greche, Roma 1953, αρ. 54 (στο εξής: Iscrizioni): ’Ολύμπια τα εν Δίωι αΐ'όρα[ς] οπλίτην, Νέμεα ανδρας στάόι[ον], Βασίλεια στάδιον, δίαυλο[ν] οπλίτην τεΐ αύτεϊ.
51.Δημοσθένης, Περί παραπρεσβείας, ΧΙΧ.192: έπεώη γάρ είλεν ’Όλννθον Φίλιππος, Όλνμπ’ έποίει, εις δε την θυσίαν ταντην και την πανήγυριν πάντας τούς τεχνίτας συνήγαγεν, εστιών δέ αυτούς καί στεφάνών τούς νενικηκότας...
52.Διόδωρος Σικελιώτης XVII.16.3-4.
 53.Mari, «Le Olimpie», ό.π., 151• Hatzopoulos, ό.π., σ. 288.
54.SEG XLVI, 739.
55.Πολύβιος IV.62.2: ...είσελθών τα τείχη κατέσκαψε και τάς οικίας καί το γνμνάσιον...
56.Λουκρητία Γουναροπούλου Μ. Β. Χατζόπουλος, Επιγραφές Κάτω Μακεδονίας, Τεύχος Α': Επιγραφές Βέροιας, Αθήνα 1998, αρ. 140• X. Μακαρόνας, «Χρονικά Αρχαιολογικά», Μακεδονικά Α' (1940) 484.
57.Hatzopoulos, ό.π., σ. 11 σημ. 16.
 58.Ch. F. Edson, «The Antigonids, Heracles and Beroea», HSCP 45 (1934) 233-235.
59.Slowikowski, ό.π., σσ. 71-72.
60.Αρριανός, Ανάβ. ΙΙΙ.5.2.
61.IG Il/IIP, 3779.
62.Γουναροποΰλου Χατζόπουλος, ό.π., σ. 223.
63.Moretti, Iscrizioni, ό.π., αρ. 54.
64.Σχολιαστής Πίνδαρου, Ολνμπιόνικος Ζ'.153.
65.Στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. ο Αίλιος Αριστείδης έγραψε ότι διεξάγονταν ένας ατελείοπος αριθμός αγώνων. Aelius Aristides, Eis Romen, 99. Ένας πρόσφατος υπολογισμός ανεβάζει τον αριθμό των αγιονων στις ανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στους 500. H. Pieket, «Mass-sport and Local Infracture in the Greek Cities of Roman Asia Minor», Stadion XXIV, 1 (1998) 151-172, κυρίως σ. 155' O. Van Nijf, «The Roman Olympics», M. Kaila G. Thill H. Theodoropoulou Y. Xanthacou (eds.), The Olympic Games in Antiquity, Athens 2004, σσ. 186-216, κυρίως σ. 195.
 66.Γουναροπούλου Χατζόπουλος, ό.π., αρ. 398• Α. Ορλάνδος, «Βέροιας επιγραφαί ανέκδοτοι», ΑΔ 2 (1916) 156, αρ. 13.
67.Γουναροπούλου Χατζόπουλος, ό.π., αρ. 7.
68.Ό.π,, αρ. 7, 9,117, 61, 63, 66, 71,107-109,481,483-485 & 509.
69.Ό.π., αρ. 61,66, 69-71,108,109, 481,483-485 & 509.
70.Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε ιδρύθηκε το Κοινόν των Μακεδόνων και πότε η Βέροια απέκτησε το προνόμιο της έδρας. Β. Burrell, Neokoroi. Greek cities and Roman emperors, Boston, Brill Leiden 2004, o. 191 σημ. 1.
71.Σχετικά με τις δραστηριότητες του Κοινού των Μακεδόνων στη Βέροια βλ. Burrell, ό.π., σσ. 191-197• Γ. Χιονίδης, Ιστορία της Βέροιας, Βέροια 1960, σσ. 208-211.
72.Γουναροπούλου Χατζόπουλος, ό.π., σσ. 46-47.
73.S. R. F. Price, Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor, Cambridge 1984, σ. 101• W. Leschhorn, «Griechische Agone in Makedonien und Thrakien. Ihre Verbreitung und politisch-religiose Bedeutung in der römischen Kaiserzeit», U. Peter (eds.), Stephanos nomismatikos, Edith Schoenert Geiss zum 65 Geburtstag. Berlin 1998, σσ. 399-415, κυρίως σ. 401 (στο εξής: «Griechische Agone»). Οι αγώνες του Κοινού υπάρχει περίπτωση να τελούνταν και δύο φορές τον χρόνο. Γουναροπούλου Χατζόπουλος, ό.π., σ. 39.
74.Το αξίωμα του αγωνοθέτη του Κοινού συναντάται σε πολλές επιγραφές του 1ου και 2ου αι. μ.Χ. Ενδεικτικά βλ. Γουναροπούλου Χατζόπουλος, ό.π., αρ. 63,117,118,121, 123,124.
75.Moretti, Iscrizioni, ό.π., αρ. 75.
 76.Moretti, ό.π., αρ. 69.
77.Burrell, ό.π., σ. 339.
78.Γουναροποΰλου Χατζόπουλος, ό.π., αρ. 117 & 118• L. Robert, Rph (1939) 131.
79.Burrell, ό.π., σσ. 192-194• Leschhorn, «Griechische Agone», ό.π., σ. 403.
80.Λουκιανός, Ηρόδοτος, 7-8: Ηρόδοτος μέν ούν έπάνειμι γάρ επ’ εκείνον ίκανήν των Όλνμπίων πανήγνριν ηγείτο καί συγγραφέα θαυμαστον δεΐξαι τοΐς ’Έλληαι.,.καΙ υποδέχεται ή πόλις ή άρίστη ονσα ον κατά Πίσαν μά Δί’ ουδέ την κεΐθι στενοχώριαν καί σκηνάς καί καλύβας καί πνίγος.... Βλ. επίσης σχετικά Γουναροποΰλου Χατζόπουλος, ό.π., σ. 35 σημ. 14.
81.H. Gaebler, Die antiken Münzen Nordgriechenlands III/I, Berlin 1906, σ. 93, αρ. 320, σ. 177, αρ. 795,796,797,798a, 798b, 799,800 και 801, για Φίλιππο Άραβα, αρ. 856, 871.
82.Burrell, ό.π., σ. 195.
 83.D. Klose G. Stumpf, Sport Spiele Sieg: Münzen und Gemmen der Antike, München 1996, αρ. 197.
84.Burrell, ό.π., σσ. 194-197.
85.H. Dressei, Fünf Goldmedaillons aus dem Funde von Aboukir, Berlin 1906, πίν.
III,σ. 3Leschhorn, «Griechische Agone», ό.π., σ. 402.
86.A. Savio, «Intorno ai medaglini talismanici di Tarso e di Aboukir», Rivista italiana di numismatica 96 (1994/1995) 73-103’ Burrell, ό.π., σ. 196.
87.Gaebler, ό.π., σ. 178, αρ. 801.
88.IGR I, 802. Γουναροποΰλου Χατζόπουλος, ό.π., Μαρτυρίες ιη', σ. 35.
89.Ανάλογοι αγώνες τελούνταν στην Πέρινθο και στο Βυζάντιο προς τιμήν του Γορδιανού και στη Φιλιππούπολη προς τιμήν του Καρακάλλα. Ο Καρακάλλας μιάλιστα θέλοντας να αντιγράψει τον Μ. Αλέξανδρο δημιούργησε ένα αντίγραφο της μακεδονικής φάλλαγος αποτελούμενο από 16.000 άνδρες και προσέδωσε στον εαυτό του τον τίτλο Magnus. Th. Gerasimov, «Les Alexandria Pythia et Kendreisia ä Philippopolis», Studia in
 90.Δ. Κ. Κανατσούλης, «Το Κοινόν των Μακεδόνων», Μακεδονικά Γ' (1955) 97-98.
91.Gaebler, ό.π., αρ. 466.
92.Burrell, ό.π,, σ. 194.
93.Ό.π., σ. 193.
94.Gaebler, ό.π., σ. 22.
95.Κανατσούλης, ό.π., σσ. 94-95• Leschhorn, «Griechische Agone», ό.π., σ. 403.
96.IG III, 1, 129. Αγαθή τύχη. (Ονα)λέριος ”Εκλεκτός Σινωπεύς (βου)λεντής καί Αθηναίος και Δελφός (βου)λευτής και Ήλεϊος καί Σαρδιανός (βου)λεντής καί Περγαϊος βουλευτής (κ)αί Νεικαεύς βουλευτής καί άλλων πολλών πόλεων πολείτης καί βουλευτής, κήρυξ όισπερίοδος νεικήσας αγώνας ιερούς οικουμενικούς τούς υπογεγραμμένους•'Ολύμπια έν Πείση β', Πύθια έν Δελφοϊς β', Νέμεια εν ’Αργει γ', ’Ίσθμια δ'.5Ολύμπια εν
Βέροια β'.....
 97.L. Robert, Bulletin Epigraphique 1971, αρ. 400.
98.Π. Νίγδελης, Επιγραφικά Θεσσαλονίκεια, Θεσσαλονίκη 2006. σ. 82• Σ. Πελεκίδης, Από την πολιτεία και την κοινωνία της αρχαίας Θεσσαλονίκης (Παράρτημα 2ου τόμου της Επιστημονικής Επετηρίδος της Φιλοσοφικής Σχολής), Θεσσαλονίκη 1934, σ. 46. Ο χρόνος ίδρυσης των Πυθίων προκύπτει από την επιγραφή: IG Χ2 38.
99.Burell, ό.π., σ. 198• Klose Stumpf, ό.π., σ. 117.
100.I. Touratsoglou, Die Münzstätte von Thessaloniki in der römichen Kaiserzeit, Berlin 1988, Γορδιανός III: αρ. 50, 52 κ.λπ., Φίλιππος: αρ. 1-4, 6-13 κ.λπ., Βαλεριανός: αρ. 10,11,29 κ.λπ.
101.Klose Stumpf, ό.π., αρ. 199 & 200.
102.Πελεκίδης, ό.π., σ. 47.

103.IG Χ2,1,38: άγαθήι τύχηι Απόλλωνι Πυθίω οί Αμφικτύονες καί οί άγωνοθέται τής δ Πνθιάδος υπό επιμελητήν Βαίβιον Τερραΐον Νεικόστρατον τον άξιολογότατων γραμματέα των Πυθίων έτους δ π α Σεβαστού τοϋ καί ν ευτυχείτε.
2

104.IG Χ2,1, 38 (252/3 μ.Χ.), 178 (240/1 μ.Χ.), 214 (240/1 μ.Χ.). Τα Πύθια της Θεσσαλονίκης αναφέρονται επίσης σε μια επιγραφή από τα Μέγαρα: IG VII, 49 (2ο αι. μ.Χ.).
105.Και οι δύο επιγραφές παρουσιάζονται, σχολιάζονται και συμπληρώνονται από τον Νίγδελη. Νίγδελης, ό.π., σσ. 81-91.
106.Touratsoglou, ό.π., σ. 309• IG Χ2,1,199• Νίγδελης, ό.π., σσ. 88-89. Το προσωνύμιο Καβείρια συναντάται επίσης υπό τη διακυβέρνηση του Γορδιανού III και του Φίλιππου Άραβα σε τοπικά νομίσματα. Touratsoglou, am.. Γορδιανός III. αρ. 94, 115,187, Φίλιππος αρ. 47. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από τον αυτοκράτορα Τραϊανό Δέκιο (249-251 μ.Χ.) κόπηκαν στη Θεσσαλονίκη νομίσματα με αγωνιστικά θέματα. Δεν αναφέρονται οι ονομασίες των αγώνων, αλλά η παράσταση των Κάβειρων με έπαθλα (τρίποδες πάνω στους οποίους υπάρχουν μήλα) τους συσχετίζει με τα Πύθια Καβείρια. Touratsoglou, αυτ., Τραϊανός Δέκιος αρ. 8.
107.Touratsoglou, ό.π., Γορδιανός αρ. 96,103.
108.Ό.π., αρ. 109.
 109.Νίγδελης, ό.π., σσ. 87-88.
110.Touratsoglou, ό.π., Βαλεριανός αρ. 3, 25.
111.Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Τα ψηφιδωτά δάπεδα της Θεσσαλονίκης [Βυζαντινά Μνημεία 9], Θεσσαλονίκη 1998, σ. 70Νίγδελης, ό.π., σ. 82 σημ. 123.
112.Δήμιτσας, ό.π,, σ. 374.
113.IG Χ2,1,181Leschhorn, «Griechische Agone», ό.π., σ. 408. Τα Πανελλήνια ήταν αγώνες προς τιμή του Πανελλήνιου Δία που καθιέρωσε ο Αδριανός με σκοπό την αναγέννηση της πανελλήνιας εθνικής ιδέας. Λ. Σ. Βρεττός, Λεξικό τελετών, εορτών και αγώνων των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 1999, λ. «Πανελλήνια», σ. 577.
114.Κατά τον Νίγδελη στην προαναφερόμενη επιγραφή που χρησιμοποιείται ως βασική πηγή για την τεκμηρίωση της ύπαρξης των Πανελληνίων στη Θεσσαλονίκη αναφέρονται τα Πανελλήνια της Αττικής και όχι αυτά της Θεσσαλονίκης. Νίγδελης, ό.π., σ. 83.
115.L. Robert, «Le Dieu Fulvus ä Thessalonique», Hellenica 2 (1946) 37-42 (στο εξής: «Le Dieu Fulvus»).
116.IG X2,1,35.
117.IG X2,1, 262. Επίσης αρ. 153-170.236 και Robert, «Le Dieu Fulvus», ό.π., 37.
118.P. Lemerle, «Inscriptions Latines et Grecques de Philippes», Bulletin de Correspondance Hellenique 59 (1935) 140 κ.ε., αρ. 40-41.
119.Syll3 700' Δήμιτσας, ό.π., σ. 68, αρ. 675.
120.Δήμιτσας, ό.π., αρ. 812.

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ 1715. Mazedonien im Osmanischen Reich (1715): Alexander der Grosse in der griechischen Tradition.

$
0
0
Μέγας Αλέξανδρος
 στην ελληνική παράδοση, Θεόφιλος
Alexander der Grosse
in der griechischen Tradition
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΏΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Έκτος από τους γνωστούς περιηγητές, στους οποίους συνήθως προστρέχουμε, για ν’ αντλήσουμε πληροφορίες για ορισμένους τόπους των ελληνικών χωρών, είναι δυνατόν να βρούμε και άλλες παράλληλες μελετώντας ορισμένα ημερολόγια η χρονικά πολεμικών επιχειρήσεων.

Graecia Vetus-Αρχαία Ελλάδα
 (Macedonia-Thessalia-Epirus,Achaia et Peloponesus)
Robert de Vaugondy, Didier, 1723-1786
Τα τελευταία αυτά κείμενα είναι δυνατόν να διαφύγουν την προσοχή των ερευνητών.
Ανάμεσα σ’ αυτά είναι δύο ημερολόγια  που περιγράφουν την εκστρατεία του μεγάλου βεζίρη Άλή πασά εναντίον των Βενετών στην Πελοπόννησοστα 1715, το πρώτο του Benjamin Brue, διερμηνέα του βασιλιά της Γαλλίας στην Πύλη, και το δεύτερο ενός ανωνύμου που άποδίδεται σ’ έναν Έλληνα της αυλής του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Bräncoveanu (1688-1714), τον Κωνσταντίνο Διοικητή, που ακολούθησε με σώμα Βλάχων τον τουρκικό στρατό.


Silahtar Damat Ali Paşa
(1667-1716)

Το δεύτερο κείμενο, γραμμένο στα ρουμανικά και μεταφρασμένο από τον Νικόλαο Iorga στα γαλλικά, περιέχει πολλές ειδήσεις (κατ’ αντίθεση προς το πρώτο που δεν προσφέρει παρά έλάχιστες) για την διέλευση του σουλτανικού στρατού μέσα από την Μακεδονία, τις όποιες θά προσπαθήσω ν’ αποδώσω παρακάτω σύντομα και να έπιμείνω στα ιστορικά και τοπογραφικά προβλήματα, τα όποια παρουσιάζονται κατά την ανάγνωση.

Ο Διοικητής γενικά είναι αξιόπιστος και οι ειδήσεις του ενδιαφέρουσες.
Τις σημειώσεις του όμως φαίνεται ότι, όταν ήταν κουρασμένος η δέν είχε διαθέσιμο καιρό, τις κατέγραφε στο ημερολόγιό του ύστερ’ από πολλές η λίγες ημέρες  Γι  αυτό κάποτε εχει μερικά σφάλματα ως προς την ακρίβεια της πορείας του:
ενώ δηλαδή εχει μιλήσει για ορισμένους σταθμούς του δρόμου, ύστερα ξεχνώντας τί είχε γράψει μνημονεύει πάλι την παλιά πορεία και τα παλιά ονόματα.
Ίσως κιόλας να είχε λησμονήσει την σειρά των ονομάτων.

Οι πληροφορίες του Διοικητή για την Μακεδονία αρχίζουν από την στιγμή που πλησιάζει προς τα σύνορά της, όταν δηλαδή μπαίνη στην Ξάνθη (βλ. χάρτη).
'Η πορεία των τουρκικών στρατευμάτων μέσα από την Μακεδονία στα 1715
Γι αύ την γράφει ότι ήταν μεγάλη πόλη μέ κάστρο, ότι ήταν έδρα της μητροπόλεως Ξάνθης και ότι τουρκικά όνομαζόταν Scheti — αλλοιωμένη όνομασία του τουρκικού ονόματος Έσκιτζέ. Ο φημισμένος καπνός της  ονομαζόταν «πιρσιτσάν».

Η σημασία της λέξης μου είναι άγνωστη.
Ο διευθυντής του 'Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας και τουρκολόγος κ. Β. Δημητριάδης, είχε την καλωσύνη να μου εξηγήση ότι πιθανόν πρόκειται για παραφθορά των λέξεων bir segen, δηλαδή να σημαίνη καπνά πρώτης κοπής, πρώτης διαλογής.

Ο Διοικητής βαδίζοντας προς Ν της μεγάλης — την εποχή   εκείνη — πόλης Γενιτζέ (και αυτή είναι το σημερινό άσημο χωριό Γενισαία) μνημονεύει μια λίμνη πλούσια σε ψάρια, εννοώντας άσφαλώς την λίμνη της Μπουροϋς (Πόρτο-Λάγο).

Κατόπιν περνώντας τον ποταμό Καρά Σού, δηλαδή τον Νέστο, μπαίνει στο έδαφος της Μακεδονίας και καταλύει στο Σαρή Σαμπάν, στην σημερινή Χρυσούπολη, φημισμένη και αύ την για τον καλό της καπνό.

 Έδώ κοντά τρέχει ένα ρυάκι, όπου έρχονται και ζευγαρώνονται τα πτηνά καλιφάρ, califar, όπως τα γράφει ο Διοικητής στα ρουμανικά. Οlorga τα άποδίδει στην γαλλική μέ την ϊδια λέξη, kalifars, και τα σχολιάζει γράφοντας μέσα σέ παρένθεση ότι είναι πάπιες της Μπαρμπαριάς (Barbarie), δηλαδή της βορειοαφρικανικής άκτής.

Αξιοσημείωτο είναι ότι τα πτηνά αυτά  σύμφωνα μέ τις πληροφορίες κατοίκων της περιοχής, ονομάζονται βαρβαρόσες η βαρβαρόσινες (ανακοίνωση δικηγόρου Καβάλας κ. Κωνστ. Παπαϊωάννου).
Η τελευταία αυτή ονομασία των αποδημητικών αύτών πτηνών είναι χαρακτηριστική, γιατί δηλώνει τον τόπο, από τον όποιο προέρχονται, δηλαδή την Μπαρμπαριά, όπως ονομαζόταν στους περασμένους αιώνες η βορειοαφρικανική ακτή.

Ωστε ο Ιorga ορθά προσδιορίζει την προέλευση των άποδημητικών αύτών πτηνών. Ο ομότιμος καθηγητής της Δασολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ί. Παπαϊωάννου είχε την καλωσύνη να μου ανακοινώση ότι πιθανόν πρόκειται για την πάπια που ονομάζουν σήμερα μ π ά λ ι ζ α. Ο Διοικητής λοιπόν βρίσκεται έδώ στην γνωστή διεθνώς για την σπάνια πανίδα της περιοχή του Κοτζά Όρμάν.
Κατόπιν φθάνει στην Καβάλα.

Περιγράφει το κάστρο, την ακρόπολή της και μέ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες το υδραγωγειο και τις δεξαμενές του κάστρου.

 Μέ την εύκαιρία της περιγραφής της Καβάλας μάς δίνει μια παροιμία τουρκική

 (Kavaladan top atilse, Selänin zarari varmi =έάv έξακοντισθή ένα βλήμα από την Καβάλα, δεν βλάπτει καθόλου την Θεσσαλονίκη), η οποία ύπαινίσσεται αύτόν (έδώ έννοει τους Εβραίους), 

που παινεύεται εμπρός σ΄ έναν άλλο, αλλά εκείνος δεν τον λογαριάζει καθόλου.

 Κατόπιν ο Διοικητής περνά μέσα από τα γνωστά στενά προς τους Φιλίππους και φθάνει στο Μπερεκετλή και κατόπιν στο Πράβι η στην Πράβιστα ( την σημερινή Έλευθερούπολη), γνωστή τότε πόλη η μάλλον μεγάλο κάστρο (Kasaba).

Από τα γειτονικά του βουνά έβγαζαν σιδηρομετάλλευμα, μέ το όποιο κατασκεύαζαν τα βλήματα των πυροβόλων. 

Ο Διοικητής λοιπόν αφήνει τον δρόμο που οδηγεί προς τους Φιλίππους-Δράμα και ακολουθεί τον άλλο που κατευθύνεται προς το Πράβι, παρακάμπτει τους βορειοδυτικούς πρόποδες του Παγγαίου και καταλήγει στις Σέρρες.
Παλαιοχώρι Παγγαίου(Βρανόκαστρο) Κάστρο του Αλεξάνδρου
Palaiokastro Pagaio(Kavala).
Die Festung 'Alexanders des grossen'
Από το Πράβι ο Διοικητής φθάνει σ΄  ένα χωριό, που ονομάζεται του «’Αλεξάνδρου» (ή λέξη γραμμένη στα ελληνικά).

Πρέπει να είναι το σημερινό Παλαιοχώρι Παγγαίου (βλ. εικ. 1), οπου ύπάρχουν ακόμη τα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου, γνωστού με το σωζόμενο ακόμη κατά παράδοση όνομα «Κάστρο του Αλεξάνδρου».

Χαρακτηριστικό είναι ότι η λαϊκή παράδοση το απέδιδε στον Μ. Αλέξανδρο, πράγμα που δείχνει πόσο η μνήμη του Μακεδόνα στρατηλάτη έμεινε ζωντανή στον ελληνικό λαό της Μακεδονίας.

 Και πραγματικά στην Ανατολική Μακεδονία, ιδιαίτερα στην περιοχή Καβάλας και Φιλίππων, οι παραδόσεις για τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν ζωηρές . 

Το Παλαιοχώρι τουρκικά ονομαζόταν Βιράν-καστρί, δηλαδή ερειπωμένο φρούριο από τα λείψανα των τειχών του κάστρου.

Όπως βλέπουμε, ο τουρκικός στρατός άποφεύγει να περάση μέσα από τα στενά που σχηματίζουν το Παγγαιο και το Σύμβολο όρος, άλλ΄ άκολουθεΐ τον δρόμο προς την πεδιάδα των Φιλίππων και τις Σέρρες.

 Η εκλογή της πορείας αυτής ερμηνεύεται ίσως από τον σκοπό του επικεφαλής μεγάλου βεζίρη ’Αλή ν’ άποφύγη ένέδρες και επιθέσεις των Βενετών, ιδίως βομβαρδισμό κατά μήκος του παραλιακού δρόμου Στρυμόνος-Σταυροϋ.

Ο τουρκικός στρατός υστέρα από τρεις ώρες φθάνει στο Τουρκούλ Καϊναρτζασί, μια μεγάλη πηγή που άναβλύζει από τα βουνά, όπου βρίσκεται η μονή της Εικοσιφοινίσσης.

 Ο Διοικητής μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την μονή και μας λέγει
 ότι υπήρχε εκεί εικόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου από μαστίχα κηρού.

 Συνεχίζει τον δρόμο του επειτα και φθάνει σ’ ένα ποτάμι που το ονομάζει Μπανέκα.

Αυτό το ποτάμι πρέπει να είναι ο Αγγίτης ποταμός, γιατί ο Διοικητής γράφει ότι ο Μπανέκα διασχίζει τα οροπέδια, « όπου βρίσκεται η πόλη και η μητρόπολη Φιλίππων και Δράμας», είναι φαρδύς και έχει πολλά ψάρια.

Το όνομα Μπανέκα δεν φαίνεται να είναι τουρκικό, γιατί ήδη τον 14ο αί. είναι πολιτογραφημένο και μνημονεύεται από τον Ιωάννη Καντακουζηνό ώς Πάναξ ποταμός.

 Τέλος, άφοϋ περνά από το Τζεσραϊντέρ Τανίκ και από το χωριό Τόμπα, που πρέπει να είναι η σημερινή Τούμπα,φθάνει στις Σέρρες, για τις όποιες μιλει διεξοδικά, για το κάστρο και το τείχος της πόλης, για την μητρόπολη των Σερρών που ήταν άφιερωμένη στους άγιους Θεόδωρο Τήρωνα και Θεόδωρο Στρατηλάτη, για τα λείψανά τους που σώζονταν εκεί (γιά την κεφαλή του Θεοδώρου Τήρωνος και το ξίφος του Θεοδώρου Στρατηλάτου).

Αναφέρει επίσης την εκκλησία του Ίωάννου Προδρόμου,η οποία είχε κτιστή πριν από 315 χρόνια (και εννοεί ασφαλώς την μονή του Τιμίου Προδρόμου, η όποια είναι βέβαια βυζαντινή).

Κάνει επίσης λόγο για τα κύρια προϊόντα των Σερρών, ρύζι, βαμβάκι, καπνό, καθώς και για τους ωραίους κήπους και άμπελώνες.

Το κλίμα όμως της πόλης είναι άνθυγιεινό.
 Γι  αύτό και οι κάτοικοι παραθερίζουν μέ τις οίκογένειές τους στα κοντινά βουνά. Αναφέρει επίσης ο Διοικητής και άλλες πληροφορίες, άσήμαντες όμως.

Ανεβαίνει έπειτα ο στρατός προς το Δεμίρ Χισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο).
Makedonien, Stieler Adolf 1849

Τα περίχωρα του παράγουν πολύ ρύζι, βαμβάκι και άλλα προϊόντα. Υπάρχουν επίσης πολλά αμπέλια και κήποι, καθώς και μεταλλεία σιδήρου.

Ο Διοικητής μιλεί για τα στενά του Σιδηροκάστρου και για τα δυο χωριά του που ονομάζονται Βέτρινα (Πετρίτσι).
Κατόπιν ακολουθεί τον σημερινό παραμεθόριο δρόμο, περνά την λίμνη Μπούκοβο, το χωριό Τσαΐρκιοϊ, και φθάνει στην Δοϊράνη, μεγάλη πόλη που την κατοικούσαν χριστιανοί και Τούρκοι  Γύρω από την πλούσια σέ ψάρια ομώνυμη λίμνη υπήρχαν πολλά χωριά.

 Κατεβαίνοντας έπειτα προς Ν και περνώντας από διάφορα χωριά και ενα ποταμάκι, το Χαϊνταρλή, φθάνει στο Μπαμτζιλάρ και κατόπιν στο Κουμπαρά Χανέ (εργαστήρι βλημάτων).

Έκεΐ κοντά, λέγει ο Διοικητής, υπάρχει ένα δερβένι, όπου εδρεύει μια φρουρά από αρματολούς για την φρούρηση της Θεσσαλονίκης.

 Η είδηση αυτή είναι σημαντική, άγνωστη από άλλη πηγή για την εποχή εκείνη, γιατί μαθαίνουμε ότι έξω άπό  την Θεσσαλονίκη, στο σημερινό Δερβένι, υπήρχε σώμα άρματολών.

Από την Θεσσαλονίκη ο Διοικητής έχει ορισμένες αναμνήσεις.

Τον έντυπωσιάζουν οι οχυρώσεις της και οι μεγάλοι πύργοι της σέ κάθε πλευρά, ιδίως οι πιο μεγάλοι της παραλίας, μέ τα πολλά και μεγάλα κανόνια.

Στις γωνιές (έννοεΐ των πύργων της παραλίας) μένουν άγρυπνοι οι φρουροί του κοντά στα κανόνια τους.
Στο έπάνω μέρος της πόλης ύψώνεται το Έπταπύργιο, που έχει τον ϊδιο άριθμό πύργων, όπως και το άντίστοιχο της Κωνσταντινουπόλεως, και όπου φρουρούν οι κάτοικοι κατά την εντολή (havale, όπως μνημονεύεται στο κείμενο), που είχαν από τον σουλτάνο.

Η είδηση είναι πολύ ένδιαφέρουσα, γιατί βλέπουμε ότι οι κάτοικοι, από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους στα 1430 ώς τα 1715, εξακολουθούσαν να φρουρούν τα τείχη,όπως φαίνεται να το μαρτυρή τουρκικό έγγραφο της 14ης Όκτωβρίου 1605.

Σύμφωνα μ’ αύτό ο τότε σουλτάνος Μεχμέτ Β' (1421-1451), ο όποιος άνασυνοίκισε την πόλη μέ έντόπιους και ξένους κατοίκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, ανέθεσε σέ ορισμένους απ’ αύτούς να φρουρουν τους πύργους των παραλιακών τειχών. για την ύποχρέωσή τους αυτή απαλλάσσονταν από διαφόρους φόρους (σεχρέ, δογαντζή, χισάρ μπανή, σαλγκούν ζούλ, χιρεχόζ, άκιντζηλίκ, καπάκ, τζελέπ, σουργκιούν, άβαρίζι διαβανιέ και τεκιαλιφ ούρφιέ).

Έχοντας ύπ’όψη την είδηση αυτή  διαπιστώνουμε συνεχή την φρούρηση των τειχών της Θεσσαλονίκης από τους κατοίκους της μέχρι τού 1715.
 Αλλά από το 1605-1715, που πέρασε ο Διοικητής, οι χριστιανοί κάτοικοι είχαν απαλλαγή από τήν ύπηρεσία αυτή  γιατί στα 1605 ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης ’Αχμέτ πασάς κατάργησε την ύπηρεσία τους λέγοντας ότι «δέν είναι δυνατόν η όμάς των απίστων να φυλάσση το φρούριον ούτε έπιτρέπεται προς αύτούς έμπιστοσύνη».

Ο Διοικητής μιλει ακόμη για την ύδρευση της Θεσσαλονίκης και για τους σωλήνες που μεταφέρουν το νερό μέσα στην οχυρωμένη πόλη.
Οι κάτοικοί της είναι χριστιανοί, Ευρωπαίοι  Αρμένιοι και Εβραίοι.
Εκεί υπάρχει η πιο μεγάλη αστική εγκατάσταση Εβραίων στην οθωμανική αυτοκρατορία

 Η Θεσσαλονίκη είναι ένα μεγάλο λιμάνι, όπου καταπλέουν Γάλλοι έμποροι με τα εμπορεύματά τους και έχουν και πρόξενο δικό τους.
Υπάρχουν μοναστήρια άνδρών και γυναικών (δέν τα κατονομάζει όμως ο Διοικητής) και ανάμεσα στις εκκλησίες μια ώραία μητρόπολη, όπου σώζεται το λείψανο τού Γρηγορίου του Παλαμά
και η θαυματουργή και άργυροστόλιστη εικόνα του Αγίου Δημητρίου, η οποία είχε ζωγραφισθή, όπως έλεγαν, ένόσω ζούσε ακόμη ο Αγιος. 

Η πληροφορία αυτή είναι πολύτιμη, γιατί μαρτυρεί οτι πραγματικά στην μητρόπολη της Θεσσαλονίκης είχε μεταφερθή η εικόνα του πολιούχου μετά την κατάσχεση της εκκλησίας από τους Τούρκους στα 1493.
Είναι η ίδια άσφαλώς εικόνα που κάηκε κατά την μεγάλη πυρκαϊά του 1890.

Όσο για την παλιά, βυζαντινή βασιλική του  Αγίου Δημητρίου που είχε μετατραπή σε τζαμί, αυτή ήταν απρόσιτη στους χριστιανούς, γιατί οι Τούρκοι τους άπαγόρευαν την είσοδο, εκτός αν περνούσε κανείς μέσα άπαρατήρητός.
Τιμούσαν όμως τον τάφο και συνεχώς έκαιγαν επάνω του κεριά.

Ο Διοικητής βλέπει ακόμη την ώραία άγορά της Θεσσαλονίκης και το γνωστό μας μπεζεστένι, όπου εκτίθενται αντικείμενα και εμπορεύματα από μακρινές χώρες.
Ένώ ακόμη ο Διοικητής βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη ένδιαφέρεται για το  Αγιο Όρος και μαθαίνει ότι αυτό υψώνεται σάν σκόπελος, ότι είναι μια χερσόνησος που δένεται μέ την ξηρά μέ στενό λαιμό, στενώτερο και από του Έξαμιλίου της Πελοποννήσου.

Έδώ άναφέρει οτι, όπως και στο Έξαμίλι, είχαν υψώσει ένα τείχος, μέ μία πύλη που μπορούσαν να την κλείνουν.
Η τελευταία αυτή είδηση ϊσως να μήν άνταποκρίνεται στην άλήθεια και να προήλθε από την ύπαρξη ιχνών της άρχαίας τάφρου του Ξέρξη (ΙΙροαύλαξ-Πρόβλακας).

Στο "Αγιο Όρος, εξακολουθεί ο Διοικητής, ύπάρχει ένας άντιπρόσωπος του μποσταντζή-μπασή μέ το άξίωμα του χασεκή, ο όποιος φρουρεί τον τόπο.
 Έν συνεχεία προσθέτει — και αύτό είναι άγνωστο —ότι ο μποσταντήμπασής έχει ύπό την έποπτεία του όλα τα μοναστήρια της Ασπρης (Αιγαίου) και της Μαύρης θάλασσας και εισπράττει κάθε χρόνο το εισόδημα άπ’ αύτά.

Σ την Θεσσαλονίκη έρχεται ο καπουδάν πασάς μέ μια μπαστάρδα (— ναυαρχίδα3 και με άλλα πλοία, κατευθύνεται προς τις σκηνές του μεγάλου βεζίρη, λαμβάνει μέρος σέ σύσκεψη και την έπαύριο αναχωρεί  Έδώ έγινε και παρέλαση των τουρκικών δυνάμεων.

Ο Θερμαϊκός κόλπος, γράφει ο Διοικητής, έκτείνεται ώς τα ορη που ονομάζονται «του Αλεξάνδρου» και ώς πέρα από το κάστρο του Πλαταμώνα.
Θά έννοή άσφαλώς τους προβούνους των Πιερίων που φθάνουν ώς τον Κολινδρό.

Κατόπιν λέγει ότι στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, στο ’Αραπλή, στον σημερινό Λαχανόκηπο, υπάρχουν επτά μαρμάρινες κολόνες (καί κοντά σ’ αυτην την έκφραση σημειώνει την ελληνική λέξη: αγάλματα), για να τιμηθή η μνήμη έπτά Τούρκων πασάδων, για τους όποιους έλεγαν ότι έπεσαν πολεμώντας ώς μάρτυρες (sehid) κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης.

 Έδώ έχουμε μια ένδιαφέρουσα είδηση, η οποία ήταν άγνωστη ώς τώρα από γραπτές πηγές η από άλλη προφορική παράδοση.
Μένει λοιπόν το θέμα προς διερεύνηση.

Φεύγοντας από την Θεσσαλονίκη σταμάτησαν στο Τόπσιλαρ, χωριό στις όχθες του ’Αξιοϋ. ’Αφοϋ πέρασαν τόν ποταμό, προχώρησαν προς τόν Αλιάκμονα. Κοντά στην πέτρινη γέφυρά του εκτείνονταν οι γνωστές ώς σήμερα αλυκές, οπου υπήρχαν κατοικίες για τόν έπικεφαλής άρμόδιο (tuz emini), ο όποιος τις ένοίκιαζε από το δημόσιο.

Κατόπιν έφθασαν στο Κίτρος, οπου συνάντησαν επίσης νέες άλυκές και επάνω στους λόφους διέκριναν πολλά χωριά.
Το Κίτρος το χαρακτηρίζει ο Διοικητής ώς μεγάλο κάστρο, κατοικούμενο από πολλούς χριστιανούς. Κάτω προς την παραλία ύπάρχουν πάλι άλυκές.

Βγαίνοντας από το Κίτρος συναντά χωράφια γεμάτα θάμνους και στους λόφους επάνω διακρίνει ένα νέο δάσος και ένα δερβένι που το φυλάγουν αρματολοί  Προχωρεί κατόπιν προς την Κατερίνη. για την Κατερίνη λέγει ότι είναι μεγάλο χωριό που κατοικείται μόνον από χριστιανούς και ότι έχει μια έκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, από την οποία πήρε και το όνομα το χωριό.

Πέρα από την Κατερίνη, αφού περνά το ποτάμι Νεχρί Σεφταλή, το σημερινό Μαυρονέρι, προς τόν Πλαταμώνα ασφαλώς, συναντά νέο δερβένι με αρματολούς επίσης και φθάνει τέλος στο κάστρο, το όποιο και περιγράφει.

Τα νέα στοιχεία που προσθέτει είναι ότι στο ψηλότερο μέρος του κάστρου, άσφαλώς μέσα στον δεύτερο περίβολο, ύπάρχει η πυριτιδαποθήκη και κάτω από το κάστρο ένα στενό πέρασμα, μια βαθιά χαράδρα, που την διασχίζει ένας δρόμος τεχνητός (άσφαλώς ο γραφικός και ο καλντεριμωμένος δρόμος που γνωρίσαμε ώς τα τελευταία χρόνια), ο όποιος όδηγοϋσε ώς το άκρο της θάλασσας.

Την πυριτιδαποθήκη είναι ίσως δυνατόν να την αναγνωρίσουμε στο ορθογώνιο κτίσμα το όποιο βρίσκεται στην βάση του κεντρικού πύργου του Πλαταμώνα, όπως βλέπουμε να είκονίζεται στην ώραία χαλκογραφία που παραθέτει ο περιηγητής Clarke.

Από τα στοιχεία που μας δίνει ο Διοικητής αποκομίζουμε ενδιαφέρουσες ειδήσεις για την γεωγραφία και την ιστορία των τόπων της Μακεδονίας, από τους οποίους πέρασε κατά τις αρχές του 18ου αιώνα.
Μέγας Αλέξανδρος
 στην ελληνική παράδοση, Κόντογλου
Alexander der Grosse
in der griechischen Tradition

Συγκεκριμένα μαθαίνουμε την επιβίωση λαϊκών παραδόσεων του Μ. Αλεξάνδρου για δύο περιοχές στην Μακεδονία:

 1) για το κάστρο του Παλαιοχωρίου του Παγγαίου, γνωστό ως:   του «Αλεξάνδρου» και

 2) για τα Πιέρια, που ονομάζονται «βουνά του Αλεξάνδρου». 

Επίσης ένδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση της φρουρήσεως ορισμένων δερβενιών από χριστιανούς άρματολούς, έξω από την Θεσσαλονίκη, στο γνωστό Δερβένι, κατόπιν έξω από το Κίτρος προς την Κατερίνη και τέλος προς τον Πλαταμώνα.

Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η είδηση του Διοικητή, ότι στην Θεσσαλονίκη τότε, δηλαδή στα 1715, σώζονταν ακόμη μοναστήρια άνδρών και γυναικών, πράγμα που δείχνει ότι ως τις άρχές του 18ου αιώνα υπήρχαν ακόμη πολλά λείψανα της θρησκευτικής ζωής των Βυζαντινών.

 Επίσης μας κινεί το ενδιαφέρον η πληροφορία του ότι στο χωριό Άραπλή έξω από την Θεσσαλονίκη υπήρχαν επτά κολόνες, οι όποιες διαιώνιζαν την μνήμη άντίστοιχων πασάδων που επεσαν κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης στα 1430.

 Άκόμη πρέπει να θεωρήσουμε ώς απόλυτα πιθανό ότι το τοπωνύμιο Κατερίνη είναι άγιωνύμιο, δηλαδή ότι προέρχεται από εκκλησία που τιμάται επ’ όνόματι της 'Αγ. Αικατερίνης.
Τέλος από γενικότερη ιστορική άποψη, παρακολουθούμε από σταθμό σε σταθμό την πορεία των τουρκικών στρατευμάτων μέσα από την Μακεδονία.

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία(14ος έως 17ος αι.).Das Osmanische Makedonien (Ende 14.-Ende 17. Jh.)

$
0
0
Fokion Kotzageorgis 
Museum for the Macedonian Struggle Foundation
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

1.Die osmanische Eroberung

Die osmanische Periode beginnt für Makedonien mit der Eroberung des Gebietes am Ende des 14. Jahrhunderts.1

Der Sieg der Osmanen bei Tschirmen (dem heutigen Ormenio) am Evros im Jahr 1371 (Schlacht an der Maritza) gegen die Truppen der Serben und ihrer Verbündeten war jenes Ereignis, das den Siegern erlaubte, ohne Schwierigkeiten ihr Herrschaftsgebiet nach Westen zu erweitern und nach etwa einem Jahrzehnt den Fluss Nestos zu überschreiten und den geographischen Raum Makedoniens zu betreten.

Im Jahr 1383 ist die erste große Eroberung in Makedonien zu verzeichnen
die Einnahme des bedeutenden Verwaltungszentrums Serrai (heute Serres)

Bis zum Ende des Jahrhunderts waren alle makedonischen Städte von strategischer Bedeutung eingenommen (Beroia/Veria, Monasterion/Bitola, Vodena, Thessaloniki).


Die Eroberung verlief im Fall der Stadt Thessaloniki etwas anders als für die anderen Städte:
Zuerst wurde sie im Jahr 1387 - nach vierjähriger Belagerung - an die Osmanen übergeben und genoss für eine gewisse Zeit einen Autonomiestatus. 

1394 wurde sie vollständig in das Osmanische Reich eingegliedert, um 1403 Kraft der Vereinbarung, die nach der (vorläufigen) Auflösung des Osmanischen Reiches zwischen Byzantinern und Osmanen getroffen wurde, wieder in byzantinische Hand zu gelangen.4

 1423 trat der byzantinische Statthalter, Andronikos Paläologos, die Stadt den Venezianern ab. 

Die Herrschaft der Venezianer in Thessaloniki dauerte sieben Jahre.

Sultan Murat II(1421- 1451)
Am 29. Mai 1430 nahmen die osmanischen Truppen unter Sultan Murat II. die Stadt im Sturm ein und gliederten sie endgültig in ihr Reich ein.5
Der Augenzeuge der Einnahme Thessalonikis Johannes Anagnostes beschreibt den Moment des Einzugs der Osmanen in die Stadt folgendermaßen:6

Da sich dort einige von den Unsrigen eingefunden hatten, die tapferer waren als der Rest und große Steine bei sich hatten, warfen sie sie zusammen mit ihren Leitern hinab und töteten viele.

 Da es nun so geschehen war und jene voller Zorn waren (da sie bedachten, dass es eine nicht gar kleine Schande für sie wäre, wenn wir sie besiegten), dachten sie sorgfältiger nach und legten beim Trigonion eine Leiter an, wo eine Turmecke war und niemand jemanden daran hindern konnte, den Aufstieg zu versuchen, und es war zufällig keine Menschenseele dort. 

Einer von den anderen Fußsoldaten zeigte Mut, packte das Schwert mit den Zähnen und, indem er den Tod dem Leben vorzog, wenn er bloß für eine kühne Tat Berühmtheit erlangen könnte, bestieg er die Burg auf das Kühnste, ohne dass ihn irgend jemand von denen bemerkte, die drinnen waren und anderswo Wache hielten, um zu verhindern, dass Feinde hinaufstiegen. 
Da er nun gleich bei den Schießscharten einen von vorher schon verletzten Venezianer vorfand, der im Sterben lag, haute er ihm den Kopf ab und warf ihn mitten unter die Türken, um zu zeigen, dass er sowohl jenen Ort eingenommen hatte als auch alle die Burganlage im Stich gelassen und auf Nimmerwiedersehen abgezogen waren. Damals war der 29. März zu Beginn des Jahres 6938 [1430]. Er rief nun allen Fußsoldaten aufmunternd zu, sie mögen schnell heraufkommen, und versicherte, drinnen sei niemand. Und diese wiederum legten sofort alle Leitern an, so gut sie konnten, und alle rannten mit Geschrei und Trommelwirbel dorthin, um mit deren Hilfe hinaufzusteigen, denn auch das bringt im Krieg viel Angst und Schrecken.

Auf die Einnahme der Stadt folgten die Flucht oder gar ein Blutbad unter ihren wenigen Einwohnern, sodass die Stadt nach der Eroberung nahezu verlassen war. Ihre Neubesiedelung war für den neuen Machthaber eine wesentliche Aufgabe.

Die Zwangsumsiedlung von tausend Jürükenfamilien (kleinasiatische Nomaden türkischer Herkunft) aus dem nahen Jannitsa zusammen mit weiteren tausend Familien aus Thessaloniki, die sich über die umliegende Gegend verstreut hatten oder in Gefangenschaft geraten waren, bildeten für die osmanische Periode die Bevölkerungsbasis der Stadt.

2.Die Organisation der Verwaltung

Das osmanische Makedonien bildete eine der so genannten Zentralprovinzen des Osmanischen Reiches. 

Hier muss allerdings betont werden, dass es ein „Makedonien“ als eigenständige und einheitlicheProvinz des Osmanischen Reiches in keiner Phase der Türkenherrschaft bis zum 19. Jh. gegeben hat.

Das müssen wir uns beim Studium dieser frühen Phase immer vor Augen halten.

Mit anderen Worten:
Bis zum 19. Jh. können wir weder ganz noch annähernd exakt eine geographische Grenze für das Gebiet Makedonien ansetzen. 

Das Osmanische Reich behandelte es völlig anders.

Im geographischen Raum Makedonien im weiteren Sinn sowie auch in anderen zum Reich gehörigen Balkangebieten kam das klassische Modell der Verwaltungsorganisation zur Anwendung, das sich auf das Timarsystem stützte.

So wurde das Gebiet ab dem 15. Jh. in folgende Verwaltungsbezirke (sancak) unterteilt:

a) das des Paschas (anfangs mit Sitz in Adrianopel/Edirne und ab Anfang des 16. Jh. in Sofia),
b) das von Kustendil und
c) das von Ohrid.

Ab der Mitte des 16. Jh. wurde das riesige sancak des Paschas in kleinere unterteilt, von denen zum geographischen Gebiet von Makedonien die von Thessaloniki und Skopje gehörten.

Mit anderen Worten:

Im 15. Jh. gehörte zum ursprünglichen sancak des Paschas der Großteil des heutigen griechischen Makedonien,
zu dem von Kustendil der des bulgarischen Makedonien und 
zu dem von Ohrid der des heutigen Staates mit der Hauptstadt Skopje. 

Das sancak von Thessaloniki erwarb Gebiete von dem des Paschas dazu, das von Skopje von dem von Ohrid.

Die Änderung in der Verwaltung steigerte die Bedeutung der beiden Städte, die Sitz der neuen sancaks waren.
Diese sancaks zusammen mit anderen in den Balkanländern waren Teil der allgemeinen Militärverwaltung für das europäische Gebiet (beylerbeyilik von Rumeli).

Jedes sancak war in kazas (kleinere Provinzen; innerhalb dieser verantwortlich war der kadi, also der Richter nach islamischem Recht) unterteilt.

 Die Fläche eines kaza und eines sancak war während der ganzen ersten drei Jahrhunderte der Türkenherrschaft keine gleich bleibende Größe.

Ja, sogar die Zahl der kazas in einem sancak konnte sich ändern.
 Neue wurden geschaffen, alte abgeschafft und unter zwei anderen aufgeteilt. Diese Änderungen waren häufig und lassen sich zeitlich schwer lokalisieren.

Die Eingliederung in das Timarsystem hatte nicht nur Konsequenzen für die Verwaltung, sondern (vor allem) steuerliche.
Alle Einkommensquellen des Gebietes wurden an Kavalleriesoldaten des osmanischen Heeres (spahi) als Lohn für ihren Heeresdienst auf dem Schlachtfeld verteilt.
Jede Einkommenseinheit bildete ein timar. Ein anderer Teil der Einkünfte wurde an die hohen lokalen Amtsträger vergeben, wie zum Beispiel die Militärverwalter. Dies waren die ziamet genannten Einheiten.

Ein anderer Teil war der kaiserlichen Schatzkammer oder Personen der kaiserlichen Familie vorbehalten (has).
Außerdem fiel noch ein bedeutender Teil der in Makedonien gewonnenen Einkünfte an vakifs (muslimische wohltätige Stiftungen), die auf dem Balkan vor allem während der osmanischen Expansion gegründet worden waren.9

Wir wissen, dass im 15. Jh. das Recht auf Steuereinnahmen in Form eines timar auch christlichen Offizieren zuerkannt worden war, deren Ränge aus vorosmanischer Zeit stammten und die auf diese Weise ihre hohe soziale Stellung auch unter der neuen Herrschaft behaupten konnten.

 So finden wir in einem Verzeichnis der Voynuken (Corps christlicher Offiziere wie z. B. Armatolen) der Mitte des 15. Jh. aus dem Gebiet der Prespaseen folgende interessante Eintragung:10

Voynuk: Nikolas, Sohn des Dosik. 
Gehilfen: Da Ginis, Milan und Dimitris ursprünglich bereits Söhne von spahis waren, wurden sie [auch jetzt] als Voynuken eingetragen, und ihnen wurde das Recht auf ihre Felder, Weinberge und Besitztümer anerkannt. 
Dies geschah zu Beginn des Monats Muharrem des Jahres 858 [1.-10.1.1454] in Edirne.

Obiges Zitat gibt uns, neben der Tatsache der Zuerkennung von Besitztümern an Christen, die militärische Ränge innehatten, durch die Namen der Voynuken auch
ein Bild der ethnosprachlichen Gruppen in dem Gebiet:
Das slawische, 
das griechische und 
das albanische Element kommen direkt nebeneinander vor.

Mit fortschreitender Zeit (spätestens ab Beginn des 16. Jh.) verschwanden die christlichen Timarioten dennoch in Folge ihres Übertritts zum Islam aus den Quellen.11

Makedonien kannte also seit den ersten Jahren der osmanischen Besatzung keinerlei privilegiertes oder besonderes eigenes Verwaltungssystem. Seine Gebiete wurden in das klassische Timarsystem eingegliedert, anfangs in drei, in der Folge in fünf sancaks unterteilt.

 Es lag in hohem Maße an der frühen Eroberung Makedoniens und an seiner geographischen Lage nahe der Hauptstadt, dass es nicht Privilegien irgendwelcher Art genoss,
wie das mit anderen griechischen Gebieten (ganz besonders den Ägäisinseln) der Fall war.

3.Aufständische Bewegungen in Makedonien

Nach der Festigung der Macht der Osmanen im Zentralbalkan (erste Hälfte 15. Jh.) war der makedonische Raum während der ganzen hier untersuchten Periode kein Schauplatz bedeutender militärischer Bewegungen oder politischer Aktivität.

Die Ansiedlung zahlreicher Jürüken in den Ebenen Makedoniens und anderer muslimischer Bevölkerungsgruppen in seinen großen urbanen Zentren veränderte das demographische Bild des Gebietes. 

Diese Tatsache und die geringe Distanz, die Makedonien von der osmanischen Hauptstand trennte,
stellten zusammen einen hinreichenden Hinderungsgrund für das Aufkommen aufständischer bewegungen dar oder förderten es zumindest nicht.

Erst im vierten Jahrzehnt des 16. Jh. (genauer gesagt im Jahr 1534) nahmen zwei Gemeindevorsteher von Thessaloniki, Alexakis und Dukas Paläologos, in Absprache mit dem Metropoliten der Stadt, Ιoasaph,die Unternehmungen des Habsburgerkaisers Karls V. im östlichen Mittelmeerraum zum Anlass für den Versuch einer Kontaktaufnahme.

Der Versuch blieb allerdings erfolglos. Trotz des erfolglosen Ausgangs wurden im Jahr 1538 die von den beiden Männern aus Thessaloniki vorgelegten Pläne sowie die Möglichkeit einer venezianischen Landung Gegenstand von Gesprächen zwischen Österreichern und Venezianern.

Die Seeschlacht von Lepanto (1571; heute Nafpaktos) und die totale Niederlage der osmanen mobilisierte viele christliche Bevölkerungsgruppen des Balkans gegen seine Beherrscher, sodass die Halbinsel während der ganzen fünfzig auf die Seeschlacht folgenden Jahre von verschiedenen aufständischen Bewegungen erschüttert wurde.

 Im makedonischen Raum scheint eine bedeutende Bemühung in Richtung Aufstand der Plan gewesen zu sein, den der Metropolit von Grevena, Timotheos, dem Papst Pius V. im Jahr 1572 vorlegte.

 Der orthodoxe Würdenträger schlug die Sammlung von Expeditionstruppen aus Zentral- und Westmakedonien in der Ebene von Thessaloniki und ihren Vormarsch in Richtung Konstantinopel vor. 

Die von Timotheos in seinem Plan behauptete Bereitschaft der Bewohner Westmakedoniens zum Aufruhr ist auch dokumentiert durch die türkenfeindliche Aktivität christlicher Gemeindevorsteher von Argyrokastron zur selben Zeit unter Beteiligung geistlicher Würdenträger West- und Nordmakedoniens.

Die osmanischen Behörden erfuhren jedoch sofort von den Aktivitäten und erstickten sie im Keim. 

Dennoch verschickten ihre Wegbereiter weiterhin Memoranden, deren Adressaten vor allem die spanischen Könige waren.
Die Spanier lehnten diese Bewegungen nicht nur nicht ab, sondern schürten sie entweder selbst oder versuchten zumindest, dazu zu ermutigen.

Die vielen Piratenangriffe westlicher Schiffe auf die Küstengebiete Makedoniens - bei denen oft auch Athosmönche eine gewisse Helferrolle spielten - bezweckten, das Gebiet auf Dauer in einen Zustand revolutionärer Gärung zu versetzen.

Wir kennen Appelle von Athosmönchen an Spanien, von denen allerdings die osmanischen Behörden rechtzeitig erfuhren und die für manche Klöster Vergeltungsmaßnahmen zur Folge hatten

Die Athoshalbinsel spielte bei solchen revolutionären Aktivitäten aus folgenden Gründen eine führende Rolle:

a) Sie befand sich ab dem Beginn der osmanischen Eroberung steuerlich in einer begünstigten Situation, die keine Anwesenheit eines Vertreters der osmanischen Amtsgewalt auf der Halbinsel vorsah (zumindest bis zum Ende des 16. Jh.).

b) Das gebirgige und unwegsame Gelände verhinderte die Kontrolle durch die lokalen Truppen der Klöster, die über die ganze Länge der Halbinsel verstreut waren.

c) Die Befestigung durch den Bau hoher Türme bereits am Ende der byzantinischen Periode verwandelte die Klöster in uneinnehmbare Festungen oder erschwerte jedenfalls eine Eroberung sehr.

d) Außerdem begünstigte der Berg Athos durch seine Lage am Meer und in einem Gebiet, in dem die Piraterie florierte, einerseits Seeräuberangriffe, andererseits aber auch die Landung westlicher Schiffe zum Zweck revolutionärer Aktivität.

Allgemein gesagt folgten auf die sehr wenigen invasionen der spanischen Flotte in die makedonischen Küstengebiete immer türkische Vergeltungsmaßnahmen für die christliche Bevölkerung.

So wissen wir von einigen Makedoniern(geistlichen Würdenträgern, Mönchen oder Ortsvorstehern), die in den Westen geflüchtet waren, offensichtlich um sich vor derartigen Vergeltungsschlägen zu retten. 

Ein solches Beispiel sind Nikolaos und Dimitrios Paläologos aus Thessaloniki und Dimos, der Sohn des Panajotis, die alle in den letzten Jahren des 16. und zu Beginn des 17. Jh. in Süditalien Zuflucht gefunden hatten. 

Makedonische Flüchtlinge, Agenten, Händler, Kleriker, Gelehrte, Söldner oder sogar Abenteurer waren diejenigen Leute, die Kontakt zur spanischen Monarchie aufnahmen, um sich deren Unterstützung für einen möglichen Aufstand in der weiteren Umgebung zu sichern. 

So liefen die Mönche des Esphigmenos-Klosters auf dem Athos rund um 1600 Gefahr, von den osmanischen Behörden bestraft zu werden, da sie spanischen Schiffen ihre Dienste angeboten hatten.

Interessant ist allerdings die Tatsache, dass alle gegen die Türken gerichteten Pläne oder Bewegungen in Makedonien Teil breiter angelegter Aufstandspläne für die ganze griechische Halbinsel waren oder mit diesen in Zusammenhang standen.

So wird zum Beispiel eine aufständische Bewegung, die in Pierien im Jahr 1612 zu beobachten war - und die wahrscheinlich das Blutbad unter den Einwohnern von Kitros und die Flucht des örtlichen Bischofs zur Folge hatte - von spanischen und griechischen Quellen in Zusammenhang gesetzt mit dem bekannten Aufstand des Dionysios Philosophos oder Skylosophos in Thessalien und Epirus (1601 und 1611).

Einen charakteristischen Fall für das gesamte Klima revolutionärer Gärung stellt auch die Aktivität des selbsternannten „Sultans“ Yahia (1585-1649) dar.
Dieser trat als Sohn des Sultans Mehmet III. und einer Griechin auf, der Helena Komnena aus Serrai.

Athanasios RizeasErzbischofs von Ohrid (1593 - 1616)
 Seine Aktivität in Nordwestmakedonien fällt in das zweite Viertel des 17.Jh. Sein Ziel war es, Griechen, Bulgaren, Serben und Albaner zum Aufstand zu bewegen - etwas, worauf er in einem Memorandum an den Papst 1639-1640 hinwies.
Sein Versuch - eher als Abenteuer einzuschätzen - blieb gänzlich erfolglos.14

Der ernstzunehmendste Versuch eines Aufstands während der untersuchten Periode, der sogar von Makedonien ausging, war der des Erzbischofs von Ohrid, des Peloponnesiers Athanasios Rizeas. 

Die ersten Kontakte des geistlichen Würdenträgers mit Vertretern der spanischen Regierung hatten schon ab 1601 stattgefunden, während er versuchte, als Person und mit seinen Plänen Distanz zu der Bewegung des Dionysios Skylosophos zu wahren, die im selben Jahr in Thessalien ausgebrochen war.

 Er bemühte sich um aktive Unterstützung durch Spanien und den Papst, indem er ihnen einen konkreten Aktionsplan anbot (1612).

Diesem Plan zufolge sollten die Westmächte zunächst in Prevesa landen und nach Westmakedonien vorstoßen, wo sie rund zwölftausend bewaffnete Einheimische erwarten würden, die im Gebiet einen Aufstand hervorrufen würden.

Für diesen Plan erreichte Athanasios aktive Unterstützung durch Würdenträger aus dem geistigen Klima des Erzbistums Ohrid.
(Der Metropolit von Kastoria, Metrophanes, und der Bischof von Prespai, Zacharias Tsigaras, gehörten zu den eifrigsten Unterstützern der Bewegung.) 

Die extrem hohe Zahl der Bewaffneten, die Athanasios vorschlug, lässt sich zum Teil durch die generell in jener Zeit in Nordwestmakedonien vorhandene revolutionäre Gärung erklären, dies sich um die Aktivität bestimmter makedonischer Klephten zentrierte. 

Das Neue an diesem Plan war, dass Athanasios
mit anderen Griechen aus Epirus, Mani, Thessalien und Zypern zusammengearbeitet hatte, 
um den Papst, die Spanier und die Venezianer dazu zu bewegen, einen allgemeinen Aufstand auf der griechischen Halbinsel aktiv zu unterstützen.

Die Argumentation der potenziellen Aufrührer gegenüber den westlichen Herrscherhöfen war wohlüberlegt und umfasste unter anderem auch das Argument der Teilnahme (zusammen mit den christlichen Mächten) sogar osmanischer Würdenträger, wie des Paschas von Ioannina, Osman, und des Paschas von Veria, Recep. Dennoch war der Papst unschlüssig und nicht geneigt, die schwachen italienischen Kleinstaaten zu mobilisieren, während die Spanier ab dem dritten Jahrzehnt des 17. Jh. solche Bewegungen im griechischen Osten überhaupt nicht begünstigten. So wurde dieser gut durchdachte Plan gar nicht in die Tat umgesetzt.

Im 17. Jh. machte das Auftreten der Österreicher als Hauptgegner der Osmanen an der Nordgrenze des Reiches den Makedoniern neue Hoffnung, was die Initiierung revolutionärer Aktivität betrifft.

Die Österreicher lagen geographisch näher und zeigten größeres und direkteres Interesse am Zentralbalkan.
Andererseits verloren die Venezianer nie das Interesse am griechischen Osten und erhielten ein Klima des Aufruhrs in verschiedenen Gebieten der griechischen Halbinsel am Leben.

 Die Makedonier versuchten, die beiden Mächte zu ihren Gunsten zu mobilisieren, um eine allgemeine aufständische Bewegung im Gebiet zu erreichen. Die zwei venezianisch-türkischen Kriege in diesem Jahrhundert boten einen guten Anlass.

 Doch die Erfolge der Venezianer in der Nordägäis während des Kretischen Krieges (1645-1669) hatten auf die makedonischen Küstengebiete keinen Einfluss.
 Im zweiten Krieg (1684-1699) hatten die venezianischen Unternehmungen an den Küsten von Kavala, Kassandra und Thasos eher den Charakter von Piratenzügen und den Zweck, Thessaloniki den Kontakt zu Adrianopel/Edirne abzuschneiden. 

Francesco Morosini
 “Peloponnesiaco”
Dennoch baten im Jahr 1687, vielleicht dank der Erfolge der Venezianer auf der Peloponnes, bestimmte Gemeindevorsteher von Thessaloniki den venezianischen Flottenkommandanten (capitan general)Morosini, einen Teil seiner Flotte in Thessaloniki landen zu lassen, mit dem weiteren Ziel, Truppen in das Landesinnere Makedoniens zu entsenden, um das ganze Gebiet zum Aufstand zu mobilisieren.

Das Auftauchen eines venezianischen Geschwaders im Hafen von Thessaloniki (Mai 1688) brachte kein wirkliches Ergebnis, da die osmanischen Behörden der Stadt rechtzeitig gewarnt worden waren und die Bewegung, die zu entstehen drohte, bereits im Keim erstickten. 

Anders als die Venezianer hatten die Österreicher trotz all ihrer Vorsätze und ihrer Erklärungen über einen Aufstand auf dem Nordbalkan im 17. Jahrhundert, ja sogar im letzten Krieg 1684-1699, keinen nachweisbaren Kontakt zu Makedoniern.

Wenn wir die aufständischen Bewegungen in Makedonien bis zum Ende des 17. Jh. als Ganzes betrachten, können wir sagen, dass sie zwei Hauptachsen hatten:
 Nordwestmakedonien und Thessaloniki mit den umliegenden Küstengebieten. 

Die erste Achse war durch die Nachbarschaft dieses Gebietes zum Westen und dem gebirgigen Gelände entstanden, das die Formierung von bewaffneten Gruppen mit gegen die Machthaber gerichtetem Charakter begünstigte.
Die zweite Achse verdankte ihre Existenz dem Vorhandensein Thessalonikis, eines urbanen Zentrums mit Einwohnern, die schon aus der byzantinischen Zeit über ein entwickeltes politisches Bewusstsein und eine Tradition politischer Selbstverwaltung verfügten. Dies befähigte sie, Pläne zu schmieden oder auch mit dem Westen in Kontakt zu treten, um die Entstehung von Revolutionsherden in ihrem Gebiet zu ermöglichen.

Der Berg Athos wiederum mit seinem ganz eigenen Status und die Küsten von Kassandra und Thasos mit der starken - oft einheimischen - Piraterie boten ein Potenzial an kampfbereiten Personen, das sich einerseits schwerer durch die osmanischen Machthaber unterwerfen und andererseits leichter von westlichen Mächten benützen ließ.

4.Klephten und Armatolen in Makedonien

Einen entscheidenden Faktor für die Erhaltung eines Klimas der revolutionären Gärung auf makedonischem Boden stellten außer den oben genannten Bevölkerungsgruppen auch die Klephten und Armatolen dar.15 Bezüglich dieser bewaffneten Gruppen der osmanischen Periode wissen wir über das Makedonien des 15.-16. Jh. dasselbe wie über den Rest der griechischen Halbinsel, nämlich sehr wenig.

Das Pindosgebirge im Westen und der Olymp mit den Hasia im Süden bildeten mindestens seit dem 15. Jh. eine Brutstätte für Räuberbanden.

Aus diesem Grund beeilten sich die osmanischen Machthaber, Gruppen von Armatolen zu bewaffnen,die das Gebiet und vor allem die Gebirgspässe unter Kontrolle halten sollten, um den Verkehr von Menschen und Gütern von Zentralmakedonien nach Epirus und Thessalien zu erleichtern und die öffentliche Ordnung zu garantieren.

Es wird sogar behauptet, wenn auch ohne ausreichende Belege, dass im 15. Jh. auf dem Olymp das in zeitlicher Reihenfolge zweite armatoliki der griechischen Halbinsel gegründet wurde.

Bis zur Mitte des 16. Jh., als Sultan Süleyman diese Kampfverbände für das gesamte Herrschaftsgebiet neu organisierte,
waren in Südmakedonien fünf armatolikia entstanden: Die von 
Veria, 
Servia, 
Elassona, 
Grevena und 
Milia.16 

Wir müssen wohl annehmen, dass Mitglieder solcher Kampfverbände die im Hinblick auf die verschiedenen Aufstandspläne, die, wie wir oben gesehen haben, in der Zeit nach der Seeschlacht von Lepanto geschmiedet wurden, kampfbereitesten Einwohner waren.

Eine kurze Anspielung auf das Vorhandensein von Klephten auf dem Olymp um die Mitte des 16. Jh. in der Vita des Heiligen Dionysios vom Olymp bestätigt die Rolle, die diese Gebirgsmasse im Süden Makedoniens für die Entwicklung von Armatolen- und Klephtentum gespielt hat. Ganz allgemein gesagt haben wir allerdings bis zum Ende des 16. Jh. keine positiven Belege für die Aktivität von Klephten und Armatolen in Makedonien.


Die Daten mehren sich im 17. Jh. großteils dank des Vorhandenseins osmanischer Urkunden aus den Gerichtsarchiven von Beroia/Veria und Monasterion/Bitola, jedoch auch wegen des in den Landgebieten Makedoniens immer häufiger vorkommenden Mangels an Disziplin und Gehorsam.

Dieses Phänomen beeinflusste ab der Jahrhundertmitte auch die bewaffneten Einheiten der Armatolen.19
 Die erste Urkunde, die sich klar auf Armatolen bezieht, geht auf das Jahr 1627 zurück und betrifft die Festnahme eines christlichen Klephten bzw. Räubers von christlichen Armatolen, seine Einvernahme durch ein christliches Gericht und seine Verurteilung. in der Urkunde des osmanischen Gerichts lesen wir (in Übersetzung) Folgendes:20

Die Armatolen von Veria Kokkinos und Dukas, Georgios und die anderen, die den steuerpflichtigen Untertan namens Prodromos, Einwohner des Dorfes Grammatikon im Kaza von Ostrovo, gefangen genommen hatten, sagten Folgendes aus: 
Der genannte Prodromos hat schon seit langem zusammen mit anderen Übeltätern seines Schlages, mit denen er die Dörfer heimsuchte, sehr viele Raubüberfälle und Morde begangen und Besitztümer verwüstet. 
Uns ist seine Festnahme bereits in Naussa gelungen, und wir bitten darum, dass die Angelegenheit untersucht und ein Urteil gesprochen werden möge. Auf die Frage bekannte der genannte Pro- dromos ohne Zwang und aus freiem Willen, dass er tatsächlich während des Sommers zusammen mit anderen Räubern in den Bergen herumgezogen war, wobei er viele Raubüberfälle und Morde begangen und viele Gegenstände und Nahrungsmittel geraubt hatte. 

Daher wurde er auch dem Wachtmeister von Veria übergeben, damit ein Urteil gesprochen werde, nachdem man dieses Geschehnis dokumentiert hatte. Mitte Schaban des Jahres 1036 [27.4.-6.5.1627].

Ab dieser Zeit ist in den Archiven eine Reihe von Dokumenten erhalten, die die Aktivität verschiedener christlicher Räuber im Gebiet von Veria und allgemein in Nordwestmakedonien betreffen.
Da die Informationen, die uns über diese Banden zur Verfügung stehen, ausschließlich aus osmanischen Quellen stammen, können wir den genauen Charakter ihrer räuberischen Umtriebe nicht feststellen.

 Die osmanische Regierung behandelte diese Personen als ganz gewöhnliche Verbrecher und Räuber. Daher ist es sehr schwierig, hinter diesen Aktivitäten Bewegungen zur nationalen Befreiung oder zumindest eine antitürkische Haltung auszumachen.

Und das noch viel mehr, da die Umtriebe dieser Verbände sich oft auch gegen christliche Einwohner wandten. Interessant ist die Tatsache, dass die überwiegende Mehrheit der in den osmanischen Archiven verzeichneten Räuber des 17. Jh. Christen (Griechen, Slawen, Albaner) sind, ohne dass allerdings muslimische Räuber völlig fehlen.

Über die Dimensionen, die das Phänomen der Räuberei in Makedonien angenommen hatte, erfahren wir aus einem Befehl des Generalverwalters von Rumeli, der 1682 an die Kadis von Ohrid,
Monasterion/Bitola, Perlepe, Florina, Ostrovo, Edessa, Beroia/Veria und Jannitsa geschickt wurde , Folgendes:

Die Mitglieder der Reaya der Landkreise Ohrid, Monastiri, Skopje, Kustendil, Trikkala und Thessaloniki trafen eine geheime Verabredung untereinander und bildeten eine Räuberbande, bestehend aus fünfzehn bis zwanzig oder dreißig Männern, die, nachdem sie in der Öffentlichkeit revolutionäre Tendenzen offenbart hat, die oben genannten Landkreise manchmal zu Fuß und manchmal zu Pferde durchstreift, sehr viele Moslems und Mitglieder der Reaya der Marktstädte und Dörfer ermordet und ihr Besitztum plündert.
Als ob das nicht ausreichte, greift sie Wanderer auf öffentlichen Straßen an, beraubt Karawanen, entwendet staatliche Gelder und begeht Totschlag.

Als ein Versuch zu ihrer Festnahme unternommen wurde, wollten auf ein Schusszeichen hin die Mitglieder der Reaya in euren Kazas sie beschützen, indem sie versuchten, sie zu verbergen und sie mit den nötigen Nahrungsmitteln und Getränken zu versorgen.

Der Befehl des Generalverwalters an seine Adressaten war eindeutig:

... versammelt die genannten Offiziere, die Befehlshaber der Armatolen, die Mächtigen und alle Mitglieder der Reaya der Gebirgsübergänge und brecht auf, bevor in den Bergen die Pflanzen wachsen, zieht durch das Gebirge, die Schluchten, die Ebenen und überhaupt alle verdächtigen Punkte in der Landschaft, um die Spuren dieser elenden Halunken zu entdecken und sie nach dem Gesetz zu bestrafen, damit die Mitglieder der Reaya und die Nicht-Reaya zur Ruhe kommen und alle wieder in Frieden leben können.

 Wenn ihr aber in Zukunft Nachlässigkeit walten lasst oder sorglos handelt und es den Räubern gelingt, ihren Fuß in ein Gebiet zu setzen, man sie irgendwo dort in der Nähe hört oder nach ihrer Festnahme Anhänger für sie auftreten mit den Worten:

 „Dieser ist mein Reaya, mein Lohnarbeiter, mein Verwalter, einer von meinen Männern “, dann sollt ihr wissen, dass die an jenen vollzogene Strafe auch an diesen vollzogen werden muss. ... Am 23. Rebiülahir 1093 [1.5.1682].

Der allgemeine Mangel an öffentlicher Ordnung führte dazu, dass auch die Armatolen sich Willkürakte gegenüber den Bewohnern der Gebiete Nordwestmakedoniens zuschulden kommen ließen und die sichere Durchreise der Händler durch diese Gebiete behinderten. So konnte man die Aktivitäten der Armatolen nur sehr schwer von denen der Klephten unterscheiden.

Mit einem Firman im Jahr 1699 beschloss jedenfalls der Sultan, die christlichen Armatolen durch muslimische zu ersetzen.
 Es ist wahrscheinlich, dass das Chaos in den letzten Jahren des Jahrhunderts noch schlimmer wurde durch die aufständische Bewegung, die der österreichisch-türkische und der venezianisch-türkische Krieg hervorgerufen hatten.

Bis jetzt existiert allerdings kein glaubwürdiger Beweis für den Zusammenhang zwischen den beiden Ereignissen. Wie wir aus Dokumenten aus den ersten Jahren des 18. Jh. schließen können, zeitigten auch diese Maßnahmen nicht den gewünschten Erfolg.

Die muslimischen Albaner, die man einberufen hatte, um die örtlichen Christen in den Armatolenverbänden zu ersetzen, erwiesen sich als schlechter. So beschloss die Zentralregierung nach sehr kurzer Zeit, sie zu ersetzen und wieder die christlichen Armatolen einzusetzen.

Zusammenfassend bemerken wir, dass die Aktivität der Klephten anscheinend in hohem Maße in den großen Gebirgsmassen von Westnordwest- und Südmakedonien anzusiedeln ist und durch auf die Steuer bezogene und andere Willkürakte der lokalen osmanischen Behörden provoziert wurde.

Es fehlen auch nicht solche Fälle, wo aus sehr niedrigen Motiven gehandelt wurde (Erzielung eines Gewinnes durch Raub), während es schwierig ist, die Motive nationalen oder sozialen inhalts sicher festzustellen, zumindest aus den vorhandenen Quellen.

Die starke Zunahme der räuberischen Umtriebe während des 15. Jh. ergab sich aus dem bereits vollzogenen Verfall der Zentralregierung und der Unfähigkeit der Lokalregierung, Ordnung zu schaffen. Wir können also mit Sicherheit behaupten, dass die Wurzeln der Bewegung der Klephten und Armatolen, die im Freiheitskampf von 1821 eine bedeutende Rolle gespielt hat, im 17. Jh. zu finden sind.

Das Vorhandensein von Klephten und besonders von Armatolen im Makedonien des 15. und 16. Jh. ist wohl belegt, doch der Charakter dieser Verbände war ein anderer gewesen als der, den sie ab dem 17. Jh. angenommen hatten. Ab eben diesem Jahrhundert (vor allem ab seiner zweiten Hälfte) konnte man wegen des häufigen Überlaufens eines Klephten zum Verband der Armatolen und umgekehrt immer weniger zwischen den beiden Gruppen unterscheiden. So entstand ein einheitlicher lokaler Soldatenstand, der einen gegen die Regierung gerichteten Charakter annahm und ab etwa dem Ende des 18. Jh. - entsprechend den allgemeineren ideologischen Entwicklungen der Zeit - unter einem nationalen Deckmantel operierte.

5.Die Tradition der Gemeinden

Die Misserfolge der aufständischen Bewegungen und die zweifelhaften räuberischen Umtriebe in Makedonien hinderten seine Einwohner nicht daran, sich zusammenzuschließen und zum Zweck ihrer Vertretung bei den osmanischen Machthabern Gemeindekörperschaften zu bilden.

Dies war im Übrigen auch die Absicht der Eroberer zur effizienteren Kontrolle der Unterworfenen. Die informationen, die uns über Gemeinden in Makedonien in der untersuchten Periode vorliegen, sind minimal.
Es handelt sich im Grunde um spärliche Daten aus drei Städten: Thessaloniki, Serres und Veria

Für die ersten beiden wird schon seit den ersten Jahren der osmanischen Besatzung die Existenz einer Körperschaft von archontes erwähnt, die die Christen der Stadt gegenüber der osmanischen Lokalregierung vertraten und in Angeverhandeln, die die Stadt betrafen, wie ihre Versorgung, ihre Befestigung, der Handel usw.

 Diese Körperschaft der archontes bestand aus zwölf Mitgliedern. Das wird belegt durch die Antworten, die der venezianische Senat auf Forderungen von Einwohnern Thessalonikis schickte (1426):28

... eure dort befindlichen [venezianischen] Verwalter können die Freiheit haben, sich zusammen mit den zwölf Vertretern der Stadt zu versammeln, und was mehr¬heitlich zum Besten und zum Nutzen der genannten Stadt beschlossen wird, soll durchgeführt werden... zu den abgetretenen Privilegien gehört auch, dass zwölf Adlige in den Rat gewählt werden sollen, doch diese müssen die Gewohnheiten des Landes kennen und wissen, was zum Heil der Stadt ist...

Diese archontes besaßen auch richterliche Zuständigkeiten, während sie eng mit dem örtlichen Metropoliten zusammenarbeiteten. In einem Dokument des Erzbischofs Maximos von Thessaloniki (aus dem Jahr 1502) in Zusammenhang mit einem Athoskloster erinnert man sich an diesen zwölfköpfigen Senat, denn die erzbischöfliche Urkunde wurde von sieben Klerikern und fünf Laien unterzeichnet. Nach dieser Zeit versickern unsere Informationsquellen über die Gesellschaftsorganisation von Thessaloniki. Sie tauchen erst wieder im 18.Jh. auf.

In Serres scheint die Situation nicht sehr anders gewesen zu sein.

 Die Existenz einer Gemeindekörperschaft ist bereits durch Gerichtsbeschlüsse der Ortskirche aus den Jahren 1387 und 1388 belegt, nur vier bzw. fünf Jahre nach der osmanischen Eroberung.

Das Interessante in diesen Fällen ist, dass beim Gericht der Metropolis außer Klerikern auch Laien und ein Vertreter der osmanischen Behörde beteiligt sind - ein Beispiel für die Kontrolle, die der Besatzer von Anfang an über die christliche Bevölkerung und ihre Vertretungsorgane ausüben wollte.

 In einer anderen Urkunde des Metropoliten von Serres aus dem Jahr 1393 fehlt einerseits ein osmanischer Vertreter, und andererseits wurde sie von sieben Klerikern und fünf Laien unterzeichnet. Eindeutig ist auch hier die Erwähnung einer Körperschaft von archontes der Stadt.31

Eine solche Erwähnung einer zwölfköpfigen Körperschaft treffen wir auch in Serres zu Beginn des 16. Jh. (1613) an. Nach einer Beratung aller christlichen Einwohner von Serres wurde die Wahl von zwölf anständigen und ehrlichen Menschen und je einer Person von jeder Zunft der Stadt mit ausschließlich wirtschaftlich-steuerlicher Zuständigkeit beschlossen.

...Nach dem Willen aller wählten sie zwölf gerechte und gute, tugendhafte und gottesfürchtige Menschen und bestimmten aus jeder Zunft einen Menschen, und zwar den gerechtesten und besten und tugendhaftesten, und ließen sie mit Gottes Hilfe entscheiden und walten über die öffentlichen Ausgaben der Burg und der Stadt von Serrai...

Im Lauf der mehr als zwei Jahrhunderte, die zwischen den zwei Erwähnungen liegen, scheint sich der Charakter der Gemeindeverwaltung grundlegend gewandelt zu haben: statt richterlichen erhält die Körperschaft vor allem steuerliche Zuständigkeiten.

In Veria ist das Vorhandensein einer Gemeindeorganisation durch osmanische Quellen des 17. Jh. belegt.
Die Organisation der christlichen Einwohner der Stadt als Körperschaft mit einem Vorsteher (koca bai, kahya) lässt sich etwa der Mitte des 17. Jh. zuordnen, einem Zeitpunkt, zu dem sich für die Stadt die Auferlegung neuer Steuern herauskristallisiert hat. Das Bild der Zuständigkeiten, das wir für die christliche Gemeinde erhalten, ist in erster Linie das eines Steuereintreibemechanismus und in zweiter Linie einer „Polizei“-Struktur im Sinne der Wahrung der Ordnung in den christlichen Stadtvierteln und überhaupt unter der christlichen Bevölkerung.

Aus der letzten Phrase können wir etwas allgemeinere Schlüsse ziehen.
Die Gemeindeorganisation in Makedonien lässt sich ab dem Beginn der osmanischen Periode in bestimmten urbanen Zentren beobachten. Es scheint, dass wir es in diesen Fällen bloß mit einer Fortsetzung der Gemeindeinstitutionen zu tun haben, die in byzantinischer Zeit galten. Die noch im Fluss befindliche politische Situation zur Zeit des Übergangs von der byzantinischen zur osmanischen Herrschaft führte dazu, dass die Gemeindekörperschaft politische Initiativen ergriff. Die Judikative wurde von Beginn an von den Gemeinden und immer im Zusammenspiel mit der Ortskirche ausgeübt. Spuren der makedonischen Gemeinde tauchen dann wieder zu Beginn des 17. Jh. auf.

Es handelt sich um einen zeitlichen Fixpunkt, der übrigens die griechischen Gemeinden der osmanischen Periode in ihrer Gesamtheit betrifft.
Die nunmehr allgemeine Anwendung des Steuerpachtsystems (iltizam) spielte eine entscheidende Rolle für die Übernahme von steuerlichen Zuständigkeiten durch die Gemeinden.34
 Die Aufteilung der gesamten dem osmanischen Staat von den Christen einer Stadt geschuldeten Steuer wurde von den Gemeindeorganen übernommen, die nun auch ihre offizielle Anerkennung erhielten. Die Einstellung eines bezahlten Vertreters (kahya) der Gemeinde gegenüber den osmanischen Machthabern ist der Beweis für die institutionelle 35 Anerkennung der Gemeinde als Institution durch den Staat.

6.Bevölkerungssituation

Ein besseres Verständnis der politischen Rolle, die ein Gebiet in der Gesamtheit einesVielvölkerreichs spielen kann, setzt die Kenntnis der in diesem Gebiet lebenden Bevölkerungsgruppen voraus. Anders als möglicherweise für die politische Geschichte - wenn wir diese als eine Gesamtheit von politischen und militärischen Ereignissen auffassen - ist Makedonien für die demographische Geschichte während der osmanischen Periode von besonders großem Interesse.

 Obwohl die Forschung noch am Anfang steht und gerade erst in den letzten Jahren mit dem Studium der Quellen der Zeit begonnen wurde, können erste Schlüsse über die Bevölkerungssituation Makedoniens in der untersuchten Periode gezogen werden.
Einleitend sollten wir anführen, dass die wesentlichen ethnokulturellen Gruppen, die uns im Allgemeinen auf dem osmanischen Balkan begegnen, ganz besonders in Makedonien an¬zutreffen sind.

So bildeten Griechen, Aromunen, Slawen, Albaner, Juden, Jürüken, andere Moslems und (christliche und muslimische) Roma die wesentlichen ethnokulturellen Gruppen Makedoniens.

Wenn wir mit den Moslems beginnen, müssen wir auf den großen Siedlerstrom von Jürüken in Makedonien schon ab dem Ende des 14. Jh. hinweisen, der bis zum Beginn des 16. Jh. nicht abriss.

Diese Bevölkerungsgruppe bildete sogar eine eigene Kategorie unter den Jürüken des Balkans und wurde als die „Jürüken von Thessaloniki“ (Selänik Yürükleri) bezeichnet. Die Gegenden, wo sie sich ansiedelten, waren Zentral- und Westmakedonien und konkreter die Ebene von Thessaloniki und die Gegend von Kosani. Die Jürüken, die eine besondere militärische Organisation mit Einteilung in ocaks (Heimstätten, wörtlich „Feuerstellen, Kaminen“) hatten, gründeten ihre eigenen Dörfer.
Jürüken 

 Wir kennen nicht die Gesamtzahl dieser Bevölkerung. Spätestens bis zum Ende des 17. Jh. war es zum Niedergang der eigenen Organisation der Jürüken gekommen, und sie selbst hatten nunmehr alle Charakteristika der angesiedelten bäuerlichen Bevölkerung angenommen und sich in das allgemeine Siedlungsgeflecht des Gebietes eingefügt.36

Die eigentliche muslimische Bevölkerungsgruppe Makedoniens bestand aus städtischer Bevölkerung, und daher ist sie grundsätzlich in den makedonischen Städten anzutreffen. 

Tatsächlich ist bekannt, dass der osmanische Staat im Allgemeinen eine Politik der Stärkung der von den Kriegen wirtschaftlich und demographisch zerstörten Städte und der Schaffung neuer verfolgte.

So brachte der Staat neben den Jürüken, die sich auf dem Land ansiedelten, viele Moslems, vor allem mit städtischen Berufen, die die Städte zahlenmäßig bereicherten oder die neu gegründeten demographisch stärkten.

Abgesehen von Jannitsa (Yenice-i Vardar), das vom Eroberer Makedoniens Gazi Evren im letzten Viertel des 14. Jh. gegründet wurde und seinen muslimischen Charakter großteils bis zur Befreiung Makedoniens beibehielt, beobachten wir eine kontinuierliche Zunahme der Moslembevölkerung in den großen makedonischen Städten (Thessaloniki, Skopje, Serres) während des 15. und des ganzen 16. Jh. Nach einer Studie zur demographischen Situation der makedonischen Städte wiesen Ende des 16. Jh. bei einer Gesamtzahl von 26 Städten 18 eine muslimische Mehrheit auf.

 Ein gewisser Prozentsatz dieser Bevölkerung war durch Übertritte zum islam zustande gekommen, eine demographische Größe, die wir nicht mit Sicherheit einschätzen können. in derselben Studie wird behauptet, ein Drittel der muslimischen Bevölkerung der makedonischen Städte am Ende des 16. Jh. habe sich durch Übertritte ergeben.
Sollte der Prozentsatz richtig sein, müssen wir annehmen, dass die Konvertiten in Makedonien während der ersten zwei Jahrhunderte der Osmanenherrschaft viel zahlreicher waren, als man gemeinhin glaubt.

 Die Übertritte zum islam setzten sich zweifellos auch während der beiden darauf folgenden Jahrhunderte fort, doch die Daten, die uns zur Verfügung stehen, vermitteln kein durchgehendes Bild und lassen keine Zahlenangaben zu.

 Ein anderer Teil der muslimischen Bevölkerung umfasste schließlich die Militärgarnisonen und die Verwaltungsbeamten, die speziell in Makedonien mit seinen bedeutenden Verwaltungszentren einen nicht zu unterschätzenden demographischen Anteil ausmachten. Mit Ausnahme der Städte und der Gegenden, in denen sich die Jürüken ansiedelten, ist in der untersuchten Periode in anderen Gebieten Makedoniens keine muslimische Bevölkerung in großer Zahl anzutreffen.

In der Gesamtbevölkerung Makedoniens waren die Christen eindeutig in der Überzahl. 

Die Art der Quellen, die uns zur Verfügung stehen (osmanische Grundkataster), erlaubt uns nicht, innerhalb der christlichen Bevölkerungsgruppe des Gebietes weitere Differenzierungen von ethnokulturellem Charakter vorzunehmen, da die einzige Unterscheidung, die in diesen Quellen getroffen wird (mit Ausnahme der Juden), die zwischen Moslems und Nichtmoslems ist.

Aus den Namen der Einwohner, die nicht immer einen sicheren Beleg für die Zuteilung zu einer ethnokulturellen Gruppe darstellen, können wir schließen, dass unter den Christen die Griechischsprachigen, Slawischsprachigen und Aromunischsprachigen die überwältigende Mehrheit stellten, ohne dass jedoch jeder Gruppe Prozentzahlen zugeteilt werden oder sie in einer bestimmten geographischen Zone lokalisiert werden könnten.

 Das von nationalen Ansprüchen noch ziemlich weit entfernte 15. oder 16. Jh. bietet eigentlich eher das gegenteilige Bild von dem, was wir auf Karten des 19. Jh. zu sehen gewohnt sind:

eine weite Streuung der ethnokulturellen Gruppen ohne klare geographische Orientierung. 

Ganz allgemein und auf die Gefahr hin, die Situation gar zu sehr vereinfacht wiederzugeben, könnten wir sagen,
dass griechischsprachige Christen vor allem in den großen urbanen Zentren anzutreffen waren, 
die slawischsprachigen dagegen auf dem Land.

 Die Gegenwart zweiterer in Gebieten außer Nord- und Nordwestmakedonien lässt sich in bestimmten Enklaven lokalisieren.

So haben wir eine ziemlich starke Konzentration von Slawischsprachigen im Bereich des Flusses Strymon und im Nordosten der Chalkidiki. 

Aromunischsprachige finden wir schließlich in den Gebirgsmassen West- und Nordwestmakedoniens. 

Die starke Streuung dieser Bevölkerungsgruppen auf der ganzen griechischen Halbinsel hatte noch nicht begonnen. 

Diese lässt sich, mit Vorbehalten, im 17. Jh. ansiedeln, als in Gebirgsgegenden bereits ein bedeutender Bevölkerungsüberschuss entstanden war, der schließlich seinen Weg in die Landgebiete und geographisch abgelegene Gegenden fand.

Die Juden stellen in den osmanischen Quellen eine klar erkennbare Bevölkerungsgruppe dar, und wir können sie heute geographisch lokalisieren und ihre demographische Entwicklung mitverfolgen. 
 Juden in der osmanischen Zeit.
Wie wir wissen, kamen Juden ins Osmanische Reich in Einwanderungswellen aus Spanien, Portugal und Süditalien nach 1492, verfolgt von den katholischen Monarchen Spaniens. Diese Menschen bildeten die Gruppe der Sephardim.

Ein kleiner Prozentsatz kam aus Ungarn und anderen nördlichen Ländern und bildete die Gruppe der Aschkenasim. Zu diesen Gruppen müssen wir noch die örtlichen Juden addieren, die sich seit der römischen Zeit in diesen Gebieten befanden, die Romanioten.

Thessaloniki wurde zu dem Ort, der den größten Teil aufnahm, was das von der Iberischen Halbinsel stammende jüdische Element betrifft. 

So kam es im 16. Jh. zu einer Verdoppelung der Bevölkerung der Stadt und einer Stärkung ihrer Wirtschaft.40
 Doch auch andere makedonische Städte nahmen einen größeren oder kleineren Prozentsatz an Juden auf (Monastiri/Bitola, Skopje, Serres, Kavala).

 Die Anwesenheit von Juden lässt sich ausschließlich in den Städten feststellen, wo sie auch ganz bestimmten wirtschaftlichen Aktivitäten nachgingen (Textilien, Bankunternehmen).
Und schließlich lässt sich auch in Makedonien ein kleiner Prozentsatz an Roma beobachten, wie übrigens in jedem Gebiet des Osmanischen Reiches.
Es gibt keine Daten oder Informationen über die Siedlungsorte dieser Bevölkerung. Wir führen nur an, dass sie außer auf dem Land auch in großen Städten vorhanden waren, wie zum Beispiel in Monastiri, wo sie innerhalb der Bevölkerung eine ziemlich bedeutende Größe darstellten.

Ein auf Schätzungen beruhendes demographisches Gesamtbild für Makedonien können wir aus dem während des Jahrzehntes 1520-1530 für das ganze Reich durchgeführten Steuerzensus gewinnen.

Die drei makedonischen sancaks - das des Paschas und jene von Kustendil und Ohrid -, die zusammen das geographische Gebiet von Makedonien bildeten (dazu gehörten allerdings manche andere Gebiete, vor allem Teile von Thrakien), boten folgendes Bild ihrer steuerpflichtigen Bevölkerung:41

Christen 1.000.000, 
Moslems 300.000, 
Juden 10.000.

 Zu diesen Zahlen müssen wir noch etwa 10 % zusätzliche Moslems addieren, unter die die Mitglieder der Garnisonen fallen sowie die übrigen Verwaltungsbeamten oder religiösen Amtsträger, die nicht der Steuerpflicht unterlagen.

In den Tabellen 1 und 2 wird die Bevölkerung der zehn bevölkerungsstärksten Städte Makedoniens im 15.-16. Jh. aufgeführt, um die demographischen Veränderungen sichtbar zu machen, die sich sowohl für jede Stadteinzeln als auch für die Gesamtheit der bevölkerungsstärksten Städte beobachten lassen.






Quelle: Gradovite na Makedonija od Krajot na XIV do XVII vek [Die Städte Makedoniens vom Ende des 14. bis zum 17. Jh.] (Skopje, 1981), S. 65-72; I. Kolovos, „Chorikoi kai monachoi stin othomaniki Chalkidiki, 15os-16os ai. Opseis tis oikonomikis kai koinonikis zois stin ypaithro kai i moni Xiropotamou“ [„Bauern und Mönche auf der osmanischen Chalkidiki, 15.-16. Jh. Aspekte des Wirtschafts- und Soziallebens auf dem Land und das Xeropotamos-Kloster“], unveröffentlichte Dissertation, Bd. 1 (Thessaloniki, 2000) S. 32; E. Balta, Les vakifs de Serres, S. 251-273.

Die überwältigende Mehrheit der Christen müssen wir gegen Ende des Jahrhunderts und vor allem im 17. Jh. viel geringer einschätzen, wobei die Hauptgründe in Islamisierung und Ortswechsel der Bevölkerung liegen. Für letzteren existieren keine gesicherten Daten aus Quellen der Zeit. 

Aus einem Firman aus dem Jahr 1605 kann man den Schluss ziehen, dass eine große Anzahl an Einwohnern von Agrapha sich in Thessaloniki angesiedelt hatte.45 

Der Herausgeber charakterisiert sie als nicht fest angesiedelt. Wenn wir nach dem Steuerbetrag urteilen, den diese Gruppe zu entrichten hatte, kommen wir zu dem Ergebnis, dass sie zahlenmäßig etwa den restlichen Christen der Stadt die Waage gehalten haben muss.

 Dieser Ortswechsel ist Teil der grundsätzlich gegebenen Migrationsbewegung, die in der Literatur über Makedonien angeführt wird.46 Nach dieser Ansicht begannen die Christen, die sich aus Angst vor den Türken im 14. und 15. Jh. in die Gebirgsgegenden geflüchtet hatten, ab dem 16.Jh. und im darauf folgenden ins ebene Land zu ziehen. Die Bewegung wird sowohl durch die Überbevölkerung der Gebirgsgegenden, die die Bewohner nicht mehr ernähren konnten, als auch durch die Wiederherstellung von Frieden und Sicherheit im Gebiet erklärt.

Das 17. Jh. gilt allgemein als Zeit der demographischen Krise für das gesamte Osmanische Reich.

Doch mangels serieller arithmetischer Daten können wir keine Schlüsse ziehen über das Ausmaß der Krise, die die Bevölkerung Makedoniens erlebte - wenn dies nun der Fall war.

Dank zweier osmanischer Reisender des 17. Jh., Evliya Celebi und Katip Celebi (Haci Kalfa), verfügen wir über gewisse Hinweise bezüglich der Bevölkerung bestimmter makedonischer Städte.

Die Bevölkerung wird in diesen Quellen in „Häusern“ angegeben, einer demographischen Größe, die keinen Aufschluss gibt über die entsprechende Zahl der Personen.

 Die Zahlen, die diese Quellen angeben, sowie ihr Vergleich mit der Bevölkerung der Städte im 18. Jh., sprechen für den Faktor 2 bzw. zwei Personen pro „Haus“.

Das demographische Bild, das wir ab dem 16. Jh. von den großen städtischen Siedlungen hatten, gilt auch für dieses Jahrhundert: Dieselben Städte, die im vorhergehenden Jahrhundert am bevölkerungsreichsten gewesen waren, waren es auch in diesem.

Zusätzlich, und im Widerspruch zu der Theorie der demographischen Krise, beobachten wir bei der Bevölkerung vor allem der größten makedonischen Städte ein Wachstum in der Größenordnung von 50 %. So verdoppelt etwa Thessaloniki im Vergleich zum 16. Jh. seine Bevölkerung und erreicht in etwa das Niveau des 18. Jh.

 Dasselbe gilt auch für Skopje, Veria, Serres und Monastiri, die größten Städte Makedoniens.
Speziell für das Gebiet von Monastiri wurde behauptet, es habe bis etwa um die Mitte des 17. Jh. einen demographischen Schwund erlebt, während die darauf folgenden vierzig Jahre eine Zeit des demographischen Aufschwungs gewesen seien.

Wenn die Zahlen der Wahrheit entsprechen, müssen wir eine starke Tendenz zur Landflucht annehmen - ein Charakteristikum, das auch für das späte 16. Jh. Gültigkeit hatte -, mit vor allem den sehr großen Städten als Aufnahmeorten. In den kleineren Städten dagegen befinden sich die Dinge stärker im Fluss. Einige verlieren an Bevölkerung oder verfallen überhaupt, während andere neu auftauchen oder aus verschiedenen Gründen einen Entwicklungsschub erleben. Es scheint allerdings, dass das eigentliche urbane Netz Makedoniens sich bereits seit dem Ende des 16. Jh. herauskristallisiert hatte. In unten stehender Tabelle sieht man die zehn großen makedonischen Städte mit Anzahl an „Häusern“ auf der Basis der Angaben der beiden osmanischen Reisenden.

MAKEDONISCHE STÄDTE IM 17. JH

CityPopulationReligion
Thessaloniki...........33,000(C, M, J)
Skopje....................10,060(C, M, J)
Veroia......................4,000(C, M, J)
Serres......................4,000(C, M, J)
Monastir..................3,000(C, M, J)
Kastoria..................2,500(C, M, J)
Strumnitsa...............2,040(C, M)
Servia.....................1,800(C, M, J)
Yiannitsa................1,500(C, M)
Florina...................1,500(C, M)
Quelle: A. Vakalopoulos, Geschichte Makedoniens, S. 201-248, basierend auf den beiden Reisenden.

7.Schlussfolgerungen

Das Makedonien der osmanischen Periode bietet mindestens bis zur zweiten Hälfte des 17. Jh. ein Bild, das in direktem Zusammenhang steht zu seiner Bevölkerungssituation und folglich auch zu seiner politischen Situation. Die Tatsache, dass es eine der zentralen Provinzen des Osmanischen Reiches und eines der am frühesten eingegliederten Gebiete der griechischen Halbinsel war, bedeutete eine effizientere Kontrolle durch die Zentralregierung als in anderen Provinzen der griechischen Halbinsel und auf dem Balkan allgemein.

Das Vorhandensein einer zahlenmäßig starken muslimischen Bevölkerung sowie starker militärischer Kräfte während der gesamten Periode erschwerte die Entwicklung aufständischer Bewegungen jedweder Form, während außerdem die anfangs rasch wachsende und in der Folge konstante Entfernung des Gebiets von der Staatsgrenze das Entstehen von politisch-militärischer Aktivität nicht begünstigte.

Das Pindosgebirge im Westen Makedoniens unterstützte einerseits die Entwicklung des Klephten- und Armatolentums, andererseits jedoch schnitt es Makedonien ab von den für westliche Revolutionspläne „günstigen“ Gegenden von Epirus.
Das Meer war das eigentliche und in gewisser Weise sicherste Mittel zur Kommunikation mit der „Außenwelt“.

Diese Situation verhinderte eher die Entwicklung eines Gemeindelebens, das geeignet gewesen wäre, die nicht muslimischen Bevölkerungsgruppen als Gruppe zu vereinigen. So wirkt die Geschichte Makedoniens in dieser Periode vom politischen Standpunkt gesehen viel „flacher“ im Vergleich mit anderen osmanischen Provinzen der griechischen Halbinsel.

 Es ist kein Zufall, dass die historische Demographie es ethnokulturell jener Zone zuteilt, in der die Moslems die führende Rolle spielten. Das 18. Jh. mit den vielen starken Veränderungen, das es insgesamt in der osmanischen Gesellschaft bewirkte, wird auch in dieser osmanischen Provinz versuchen, die vorhandene Situation auf den Kopf zu stellen, wenn auch nicht immer mit großem Erfolg.


Ausgewählte Literatur


1.V. Dimitriadis, „I anaptyxi tis koinonikis organosis ton chorion tis Makedonias kai i forologiki politiki tou othomanikou kratous“ [Die Entwicklung der Sozialorganisation der Dörfer Makedoniens und die Steuerpolitik des osmanischen Staates], in: I diachroniki poreia tou koinotismou sti Makedonia [Die Langzeitentwicklung des Gemeindewesens in Makedonien], Thessaloniki 1991, S. 307-320.
2.E. Gara, „In Search of Communities in Seventeenth Century Ottoman Sources: The Case of the Kara Ferye District”, Turcica, 30 (1998), 135-162.
3.I. K. Hassiotis, „Antitourkikes kiniseis stin proepanastatiki Makedonia“ [„Türkeifeindliche Bewegungen in Makedonien vor dem Freiheitskampf“], in: I. Koliopoulos & I. K. Hassiotis (Red.), I neoteri kai synchroni Makedonia: Istoria, oikonomia, koinonia, politismos [Das neuere und moderne Makedonien: Geschichte, Wirtschaft, Gesellschaft, Kultur], Thessaloniki s.a. [1993], Bd. 1, S. 436-457.
4.I. Kolovos, „Chorikoi kai monachoi stin othomaniki Chalkidiki, 15os-16os ai. Opseis tis oikonomikis kai koinonikis zois stin ypaithro kai i moni Xiropotamou“ [Bauern und Mönche auf der osmanischen Chalkidiki, 15.-16. Jh. Aspekte des Wirtschaftsund Soziallebens auf dem Land und das Xeropotamos-Kloster], unveröffentlichte Dissertation, Bd. 1-3, Thessaloniki 2000.
5.A. Matkovski, Turski izvori za ajdutstvoto i aramistvoto vo Makedonija [Türkische Quellen über die Haiduken und die Armatolen in Makedonien], Bd. 1 (1620-1650), Bd. 2 (1650-1700), Skopje 1961.
6.B. McGowan, Economic Life in Ottoman Europe. Taxation, Trade and the Struggle for Land, 1600-1800, Cambridge 1981.
7.K. Mertzios, Mnimeia makedonikis istorias [Denkmäler makedonischer Geschichte], Thessaloniki 1947.
8.P. Odorico, Memoire d’ une voix perdue. Le cartulaire de la metropole de Serres, 17e-19e siecles, Paris 1994.
9.I. D. Psaras, „I othomaniki kataktisi tis Makedonias“ [Die osmanische Eroberung Makedoniens], in: I. Koliopoulos & I. K. Hassiotis (Red.), I neoteri kai synchroni Makedonia:
Istoria, oikonomia, koinonia, politismos [Das neuere und moderne Makedonien: Geschichte, Wirtschaft, Gesellschaft, Kultur], Thessaloniki s.a. [1993], Bd. 1, S. 34-43.
10.M. Sokoloski, „Aper9u sur l’ evolution de certaines villes plus importantes de la partie meridionale des Balkans au XVe et au XVIe siecles”, Bulletin de l’ Association Internationale d’ Etudes du Sud-Est Europeen 12/1 (1974), 81-89.
11.K. Stathopoulou-Asdracha, „Oi tourkikes katalipseis tis Veroias (14os, 15os ai.) kai ta pronomia mias christianikis oikogeneias“ [Die türkischen Eroberungen Verias (14., 15. Jh.) und die Privilegien einer christlichen Familie], Epitheorisi Technis, 20 (1965), 152157.
12.A. Stojanovski, „Administrativno Teritorijalnata Podelja na Makedonija pod Osmanliskata Vlast do Krajot na XVII vek” [Verwaltungseinteilung Makedoniens unter osmanischer Herrschaft bis zum Ende des 17. Jh.], Glasnik za Institut za Nacionalna Istorija, 17/2 (1973), 129-145.
13.A. Stojanovski, Gradovite na Makedonija od Krajot na XIV do XVII vek [Die Städte Makedoniens vom Ende des 14. bis zum 17. Jh.], Skopje 1981.
14.N. Svoronos, „Apo to 1430 os to 1821. Dioikitikes, koinonikes kai oikonomikes exelixeis“ [Von 1430 bis 1821. Entwicklungen in Verwaltung, Sozialleben und Wirtschaft], in: M. V. Sakellariou (Red.), Makedonia. 4000 chronia ellinikis istorias kai politismou [Makedonien. 4000 Jahre griechischer Geschichte und Kultur], Athen 1982, S. 354-385.
15.G. Tsaras, I teleftaia alosi tis Thessalonikis (1430). Ta keimena metafrasmena me eisagogiko simeioma kai scholia [Die letzte Einnahme von Thessaloniki (1430). Die Texte, übersetzt mit Einleitung und Kommentar], Thessaloniki 1985.
16.A. Vakalopoulos, Istoria tis Makedonias, 1354-1833 [Geschichte Makedoniens, 13541833], Thessaloniki 21988.
17.A. Vakalopoulos, „Zur Frage der zweiten Einnahme Thessalonikis durch die Türken”, Byzantinische Zeitschrift, 61 (1968), 285-290.
18.A. Vakalopoulos, „Domi kai synthesi ton koinotikon symvoulion dyo makedonikon poleon, tis Thessalonikis kai ton Serron, epi Tourkokratias os ta mesa tou 19ou ai.“ [Struktur und Zusammensetzung der Stadträte zweier makedonischer Städte, Thessaloniki und Serres, während der Türkenherrschaft bis zur Mitte des 19. Jh.], in: Kentro Istorias Thessalonikis, I diachroniki poreia tou koinotismou sti Makedonia [Die Langzeitentwicklung des Gemeindewesens in Makedonien], Thessaloniki 1991, S. 193-212.
19.I. K. Vasdravellis, Istorika archeia Makedonias. A: Archeion Thessalonikis, 1695-1912 [Historische Archive Makedoniens. A: Archiv von Thessaloniki, 1695-1912], Thessaloniki 1952.
20.I. K. Vasdravellis, Istorika archeia Makedonias. B: Archeion Veroias-Naoussis, 15981886 [Historische Archive Makedoniens. B: Archiv von Veria-Naussa, 1695-1912], Thessaloniki 1954.
21.I. K. Vasdravellis, Armatoloi kai kleftes eis tin Makedonian [Armatolen und Klephten in Makedonien], Thessaloniki, 2. Aufl., 1970.
22.M. Vasich, „The Martoloses in Macedonia”, Macedonian Review, 7/1 (1977), 30-41.
23.S. Vryonis Jr., „The Ottoman Conquest of Thessaloniki in 1430”, in: A. Bryer H. Lowry (Red.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham & Washington D. C., 1984), S. 281-321.

Anmerkungen

1.Grundlegende Untersuchung zur osmanischen Periode in Makedonien bleibt die von A. Vakalopoulos, Istoria tis Makedonias, 1354-1833 [Geschichte Makedoniens, 1354-1833], Thessaloniki 1988. Sehr gut, mit besonderem Augenmerk auf die sozialwirtschaftliche Geschichte, ist der Artikel von N. Svoronos, „Apo to 1430 os to 1821. Dioikitikes, koinonikes kai oikonomikes exelixeis“ [Von 1430 bis 1821. Entwicklungen in Verwaltung, Sozialleben und Wirtschaft], in: M. V. Sakellariou (Red.), Makedonia. 4000 chronia ellinikis istorias kai politismou [Makedonien. 4000 Jahre griechischer Geschichte und Kultur], Athen 1982, S. 354-385. Zur frühen osmanischen Periode in Makedonien siehe schließlich den Artikel: I. D. Psaras, „I othomaniki kataktisi tis Makedonias“ [Die osmanische Eroberung Makedoniens], in: I. Koliopoulos & I. K. Hassiotis (Red.), I neoteri kai synchroni Makedonia: Istoria, oikonomia, koinonia, politismos [Das neuere und moderne Makedonien: Geschichte, Wirtschaft, Gesellschaft, Kultur], Thessaloniki s.a. [1993], Bd. 1, S. 34-43.
2.Ein Jahr vorher hatte die Eroberung des byzantinischen Christoupolis (heute Kavala) stattgefunden; siehe dazu jetzt P. Katsonis, „Othomanikes kataktiseis sti vyzantini Makedonia. I periptosi tis Christoupolis (Kavala)“ [Osmanische Eroberungen im byzantinischen Makedonien. Der Fall Christoupolis (Kavala)], Byzantina, 23 (2002-2003), 181-208.
3.Die genauen Jahre, in denen die Städte Makedoniens in die Hände der Osmanen fielen, sowie auch allgemeiner die anderen Eroberungen Ende 14. Jh., sind für die Forschung noch offen. Der Grund liegt im Nichtvorhandensein eindeutiger Zeugnisse. Die osmanischen Quellen sind in hohem Maße glaubwürdig, während die byzantinischen nicht immer die Jahre oder die Art der Eroberung der verschiedenen Gebiete anführen. Die Brachea Chronika stellen eine grundlegende Quelle für die Feststellung der Zeit der Eroberung von Gebieten der griechischen Halbinsel dar. Siehe P. Schreiner, Die byzantinischen Kleinchroniken, Bd. I-III, Wien 1983. Für ein Beispiel mehrfacher Eroberungen einer makedonischen Stadt und den Zweifel in den Quellen der Zeit siehe: K. StathopoulouAsdracha, „Oi tourkikes katalipseis tis Veroias (14os, 15os ai.) kai ta pronomia mias christianikis oikogeneias“ [Die türkischen Eroberungen Verias (14., 15. Jh.) und die Privilegien einer christlichen Familie], Epitheorisi Technis, 20 (1965), 152-157.
4.Über die Meinungsverschiedenheit zu der Frage, ob die Stadt 1391 oder 1394 eingenommen wurde, sowie auch zu den ersten Jahren der Türkenherrschaft in Thessaloniki bis zum Beginn des 15. Jh., siehe die Publikationen von A. Vakalopoulos, „Oi dimosievmenes omilies tou archiepiskopou Thessalonikis Isidorou os istoriki pigi gia ti gnosi tis protis Tourkokratias sti Thessaloniki (1387-1403)“ [Die veröffentlichten Reden des Erzbischofs von Thessaloniki Isidor als Geschichtsquelle zur Kenntnis der ersten Türkenherrschaft in Thessaloniki (1387-1403)] Makedonika, 4 (1955-1960), 20-34; „Zur Frage der zweiten Einnahme Thessalonikis durch die Türken”, Byzantinische Zeitschrift, 61 (1968), 285290.
5.Zu den verschiedenen Eroberungen Thessalonikis siehe Psaras, „Die osmanische Eroberung“, wo man auch die ganze frühere Literatur findet. Speziell zur Herrschaft der Venezianer in Thessaloniki siehe K. Mertzios, Mnimeia makedonikis istorias [Denkmäler makedonischer Geschichte], Thessaloniki 1947, wo zu dieser Periode auch reichhaltiges Archivmaterial aus Venedig zitiert wird.
6.G. Tsaras, I teleftaia alosi tis Thessalonikis (1430). Ta keimena metafrasmena me eisagogiko simeioma kai scholia [Die letzte Einnahme von Thessaloniki (1430). Die Texte, übersetz, mit Einleitung und Kommentar], Thessaloniki 1985, S. 54-55.
7.Zu den Ereignissen der osmanischen Eroberung Makedoniens bis zur endgültigen Eroberung Thessalonikis siehe allgemein Vakalopoulos, Geschichte Makedoniens, S. 34-93. Speziell zur Einnahme Thessalonikis und den ersten Jahren danach siehe den detaillierten Artikel von S. Vryonis Jr., “The Ottoman Conquest of Thessaloniki in 1430”, in: A. Bryer & H. Lowry (Red.), Continuity and Change in Late Byzantine andEarly Ottoman Society, Birmingham Washington D. C. 1984, S. 281-321.
8.Zur Verwaltungsorganisation Makedoniens bis zum Ende des 17. Jh. ist folgender Artikel grundlegend: A. Stojanovski, „Administrativno Teritorijalnata Podelja na Makedonija pod Osmanliskata Vlast do Krajot na XVII vek” [„Verwaltungseinteilung Makedoniens unter osmanischer Herrschaft bis zum Ende des 17. Jh.”], Glasnik za Institut za Nacionalna Istorija, 17/2 (1973), 129-145.
9.Von der reichhaltigen Bibliographie über die Stiftungen im Osmanischen Reich siehe besonders über Makedonien: T. M. Gökbilgin, XV-XVI. Asirlarda Edirne ve Pa*a Livasi Vakflar Mülker-Mukataalar [Die Verwaltungskreise von Edirne und Pa*a Livasi im 15. und 16. Jh.], Istanbul 1952; E. Balta, Les vakifs de Serres et de sa region XVe et XVIe s. Un premier inventaire, übersetzt von E. A. Zachariadou, Athen 1995; V. Demetriades, “Vakifs along the Via Egnatia”, in: E. A. Zachariadou (Red.), The Via Egnatia under Ottoman Rule (1380-1699), Rethymnon 1996, S. 85-95.
10.H. Inalcik, „Stefan Du§an’dan Osmanli Imperatorluguna. XV. Asirda Rumeli’de Hiristiyan Sipahiler ve Menseleri” [Von Stephan Duschan zum Osmanischen Reich. Die christlichen spahis auf dem Balkan im 15. Jh. und ihre Herkunft], in: H. Inalcik, Fatih Devri Üzerinde Tetkikler ve Vesikalar [Forschung und Dokumente zur Zeit Mehmets II. Fatih], 3. Aufl., Ankara 1995, S. 174.
11.Zu den christlichen Timarioten auf dem Balkan im 15. Jh. siehe den grundlegenden Artikel von Inalcik, „Von Stephan Duschan”, S. 137-184.
12.Die von Vakalopoulos, Geschichte Makedoniens, S. 110-111, behauptete revolutionäre Aktivität im Gebiet von Veria zum Anlass der Schlacht bei Varna (1444) wird von den Quellen nicht bestätigt (I. K. Hassiotis, „Antitourkikes kiniseis stin proepanastatiki Makedonia“ [Türkeifeindliche Bewegungen im vorrevolutionären Makedonien vor dem Freiheitskampf“], in: I. Koliopoulos & I. K. Hassiotis (Red.), I neoteri kai synchroni Makedonia: Istoria, oikonomia, koinonia, politismos [Das neuere und moderne Makedonien: Geschichte, Wirtschaft, Gesellschaft, Kultur], Thessaloniki s.a. [1993], Bd. 1, S. 454, Anm. 2). Zu den Gründen, warum in Makedonien keine breiter angelegten revolutionären Bewegungen beobachtet wurden, siehe den oben genannten Artikel von Hassiotis, „Antitürkische Bewegungen“, S. 451-453. Der folgende Teil stützt sich auf diesen Artikel, der, basierend auf nicht publizierten Archivquellen, ein abgerundetes Bild der aufständischen Bewegungen in dem Gebiet bietet.
13.Aus der reichhaltigen Literatur über den Berg Athos siehe: G. Alexandrou Lavariotou, To Agion Oros meta tin othomanikin kataktisin [Der Berg Athos nach der osmanischen Eroberung], Nachdruck aus Bd. 32 der Epetirida tis Etaireias Byzantinon Spoudon, Athen 1963.
14.Speziell zu der Aktivität des „Sultans“ Yaha siehe: S. Papadopoulos, I kinisi tou douka tou Never Karolou Gonzaga gia tin apeleftherosi ton valkanikon laon (1603-1625) [Die Bewegung des Herzogs von Nevers Carlo Gonzaga für die Befreiung der Balkanvölker (1603-1625)], Thessaloniki 1966, S. 220-230.
15.Grundlegende Werke zu dem Thema sind: I. K. Vasdravellis, Armatoloi kai kleftes eis tin Makedonian [Armatolen und Klephten in Makedonien], 2. Aufl., Thessaloniki 1970; A. Matkovski, Turski izvori za ajdutstvoto i aramistvoto vo Makedonija [Türkische Quellen über die Haiduken und die Armatolen in Makedonien], Bd. 1 (1620-1650), Bd. 2 (16501700), Skopje 1961; M. Vasich, “The Martoloses in Macedonia”, Macedonian Review, 7/1 (1977), 30-41.
16.Vakalopoulos, Geschichte Makedoniens , S. 118-119.
17.Ibid. , S. 118.
18.Zum Folgenden siehe: Ibid., S. 190-197 und 251-257; Vasdravellis, Armatolen und Klephten, S. 32-39.
19.Vasich, “The Martoloses in Macedonia”, 34-37.
20.I. K. Vasdravellis, Istorika archeia Makedonias. B: Archeion Veroias-Naoussis, 15981886 [Historische Archive Makedoniens. B: Archiv von Veria-Naussa, 1695-1912], Thessaloniki 1954, S. 10 (Nr. 11).
21.Siehe z. B. Ibid., Nr. 12, 15, 16 (1627), 38 (1646), 52 (1667), 53 (1668), 56, 57 (1669), 60-62, 67 (1670), 72, 76 (1671), 81-86, 88 (1672-73), 93-96 (1681), 98-99 (1682), 102 (1683), 104, 106 (1684), 109-110 (1685), 122 (1686), 134-135 (1699).
22.Ibid., Nr. 99.
23.Ibid., Nr. 134-135.
24.Ibid., vgl. die Dokumente Nr. 137-138 (1704) und 142 (1708).
25.Sammlung der Informationen zu den Gemeinden von Thessaloniki und Serres in: A. Vakalopoulos, „Domi kai synthesi ton koinotikon symvoulion dyo makedonikon poleon, tis Thessalonikis kai ton Serron, epi Tourkokratias os ta mesa tou 19ou ai.“ [Struktur und Zusammensetzung der Stadträte zweier makedonischer Städte, Thessaloniki und Serres, während der Türkenherrschaft bis zur Mitte des 19. Jh.], in: Kentro Istorias Thessalonikis, I diachroniki poreia tou koinotismou sti Makedonia [Die Langzeitentwicklung des Gemeindewesens in Makedonien], Thessaloniki 1991, S. 193-212.
26.Vakalopoulos, „Struktur und Zusammensetzung“, S. 200-203.
27.E. A. Zachariadou, „Ephimeres apopeires gia aftodioikisi stis ellinikes poleis kata ton XIV. kai XV. aiona“ [Kurzlebige Versuche zur Selbstverwaltung in den griechischen Städten im 14. und 15. Jh.], Ariadne, 5 (1989), 347-349.
28.Mertzios, Denkmäler makedonischer Geschichte, S. 54.
29.N. Oikonomides, Actes de Dionysiou, Paris 1968, S. 192-193 (Nr. 41); Vakalopoulos, Geschichte Makedoniens, S. 69-70 und 75-76.
30.Vakalopoulos, Geschichte Makedoniens, S. 39.
31.J. Lefort, Actes d’ Esphigmenou, Paris 1973, S. 175-177 (Nr. 30).
32.P. Odorico, Memoire d’ une voixperdue. Le cartulaire de la metropole de Serres, 17e-19e siecles, Paris 1994, S. 47.
33.E. Gara, „In Search of Communities in Seventeenth Century Ottoman Sources: The Case of the Kara Ferye District”, Turcica, 30 (1998), 135-162.
34.V. Dimitriadis, „I anaptyxi tis koinonikis organosis ton chorion tis Makedonias kai i forologiki politiki tou othomanikou kratous“ [Die Entwicklung der Sozialorganisation der Dörfer Makedoniens und die Steuerpolitik des osmanischen Staates], in: I diachroniki poreia tou koinotismou sti Makedonia [Die Langzeitentwicklung des Gemeindewesens in Makedonien], Thessaloniki 1991, S. 307-320.
35.Wir wissen, dass in Veria mindestens ab 1620 so ein Rang existierte (Gara, „In Search of Communities”, S. 144-145).
36.V. Dimitriadis, „Forologikes katigories ton chorion tis Thessalonikis kata tin Tourkokratian“ [Steuerkategorien der Dörfer von Thessaloniki während der Türkenherrschaft], Makedonika, 20 (1980), 401-406; T. M. Gökbilgin, Rumeli’de Yurukler, Tatarlar ve Evlad-i Fatihan [Die Jürüken, die Tataren und die Kinder der Eroberer auf dem Balkan], Istanbul 1952, S. 74-78.
37.M. Sokoloski, „Aper9u sur l’ evolution de certaines villes plus importantes de la partie meridionale des Balkans au XVe et au XVIe siecles”, Bulletin de l’ Association Internationale d’ Etudes du Sud-Est Europeen, 12/1 (1974), S. 83-84.
38.Sokoloski, „Aper9u”, 88. Dieselbe Tendenz lässt sich bei der urbanen Bevölkerung aller Städte des Balkans zur selben Zeit beobachten; siehe N. Todorov, I valkaniki poli, 15os19os ai. Koinonikooikonomiki kai demographiki anaptyxi [Die balkanische Stadt, 15.-19. Jh. Sozialwirtschaftliche und demographische Entwicklung], übersetzt von E. Avdela & G. Papageorgiou, Bd. 1, Athen 1986, S. 78-100.
39.Dieses Thema ist vielleicht das am wenigsten erforschte in Bezug auf die frühe osmanische Periode in Makedonien.
40.Die Juden bildeten bis zum Ende des 16. Jh. mehr als die Hälfte der Bevölkerung Thessalonikis. Siehe unten Tabelle 2.
41.O. L. Barkan, „Essai sur les donnees statistiques des registres de recensement dans l’ empire ottoman aux XVe et XVIe siecles”, Journal of the Economic and Social History of the Orient, 1 (1958), 32 Tafel 6. Die Daten dieser Tabelle sind seither in viele Arbeiten aufgenommen worden.
42.Die osmanischen Volkszählungen erfassen die Bevölkerung nach Steuersitz. Ihre Umwandlung in ganze Personenzahlen ist sehr gefährlich, was die Exaktheit betrifft. Hier haben wir folgende Annahmen zugrunde gelegt: a) Jedem Steuersitz mit einem Verheirateten als Familienoberhaupt entsprechen vier Personen. b) Jedem Steuersitz mit einer Witwe als Familienoberhaupt entsprechen drei Personen. c) Jedem Steuersitz einer unverheirateten Person entspricht eine Person. Multipliziert wurde auf Grund dieser Faktoren. Da bezüglich der Verwendung von Faktoren zwischen den Forschern keine Einigkeit besteht, sind die Zahlen in den Tabellen ungefähre Angaben und zeigen nur demographische Tendenzen, ohne absoluten Wert zu haben.
43.To these figures we should also add at least 3,031 Jews, as this register is not complete as regards the Jews.
44.227 Jews are included in the final total.
45.I. K. Vasdravellis, Istorika archeia Makedonias. A: Archeion Thessalonikis, 1695-1912 [Historische Archive Makedoniens. A: Archiv von Thessaloniki, 1695-1912], Thessaloniki 1952, S. 4 (Nr. 1).
46.Vakalopoulos, Geschichte Makedoniens, S. 139-145.
47.B. McGowan, Economic Life in Ottoman Europe. Taxation, Trade and the Struggle for Land, 600-1800, Cambridge 1981, S. 86-87.
48.Ibid., S. 131-134.


Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία (ΤΕΛΗ ΙΔ΄ - ΤΕΛΗ ΙΖ΄ ΑΙΩΝΑ)

$
0
0

Φωκίων Π. Κοτζαγεώργης
ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)



1. Η οθωμανική κατάκτηση
Η οθωμανική περίοδος στη Μακεδονία ξεκινά από την κατάκτηση της περιοχής, στα τέλη του ΙΔ΄ αιώνος. Η νίκη των Οθωμανών στο Τσιρμέν του Έβρου, το 1371, απέναντι στις συνασπισμένες σερβικές δυνάμεις στάθηκε το γεγονός που επέτρεψε στους νικητές να επεκταθούν με ευκολία προς τα δυτικά και μετά από περίπου μία δεκαετία να διαβούν τον ποταμό Νέστο και να εισέλθουν στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας. 
Το έτος 1383 σημειώνεται η πρώτη μεγάλη κατάκτηση στη Μακεδονία, η άλωση του σημαντικού διοικητικού κέντρου των Σερρών. 
Μέχρι τα τέλη του αιώνα, είχαν καταληφθεί όλες οι στρατηγικής σημασίας μακεδονικές πόλεις (Βέροια, Μοναστήρι, Βοδενά, Θεσσαλονίκη). 

Η διαδικασία της κατακτήσεως για την πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν κάπως διαφορετική των υπολοίπων: αρχικά παραδόθηκε το 1387 στους Οθωμανούς -ύστερα από τετραετή πολιορκία- και για ένα διάστημα γνώρισε καθεστώς αυτονομίας. Το 1394 ενσωματώθηκε πλήρως στο οθωμανικό κράτος, για να επανέλθει στα χέρια των Βυζαντινών το 1403, δυνάμει της συμφωνίας μεταξύ των δεύτερων και των Οθωμανών, που συνάφθηκε ύστερα από την (προσωρινή) διάλυση του οθωμανικού κράτους. 

Το 1423 ο Βυζαντινός Διοικητής της πόλεως Ανδρόνικος Παλαιολόγος, την παρεχώρησε στους Βενετούς. 


Η βενετοκρατία στη Θεσσαλονίκη διήρκεσε επτά χρόνια. Στις 29 Μαρτίου του 1430, τα οθωμανικά στρατεύματα, υπό τον Σουλτάνο Μουράτ τον Β΄, άλωσαν με έφοδο την Θεσσαλονίκη και την ενσωμάτωσαν οριστικά στο κράτος τους.
 Ο αυτόπτης μάρτυρας της αλώσεως Ιωάννης Αναγνώστης, περιγράφει ως εξής την στιγμή της εισόδου των Οθωμανών στην πόλη:
Μουράτ ο Β΄
«Επειδή στα μέρη εκείνα βρέθηκαν μερικοί δικοί μας ψυχωμένοι περισσότερο απ' τους άλλους και με κοτρώνια, τους έριξαν κάτω μαζί με τις σκάλες και σκότωσαν πολλούς. 
Μια λοιπόν κι έγιναν έτσι όλ' αυτά κι εκείνοι ήταν όλο θυμό (γιατί στοχάζουνταν πως δε θα 'τανε λίγη η ντροπή αν τους νικούσαμε), σκέφτηκαν πιο προσεχτικά κι ακούμπησαν μια σκάλα στο Τριγώνι, όπου ήταν μια γωνιά από πύργο και δε μπορούσε κανείς να μποδίσει αυτόν που προσπαθούσε ν' ανεβεί και τύχαινε να μην υπάρχει ψυχή. Κάποιος απ' τους άλλους πεζούς έδειξε τόλμη, άρπαξε το σπαθί με τα δόντια του και προτιμώντας το θάνατο απ' τη ζωή, φτάνει μόνο να κερδίσει δόξα για παλικαριά, ανέβηκε στο κάστρο με όσο θάρρος μπορούσε να πει κανείς, χωρίς να τον πάρει μυρουδιά κανένας απ' αυτούς που ήτανε μέσα και φύλαγαν σ' άλλο μέρος μην ανεβούν οι εχτροί. Επειδή λοιπόν βρήκε αμέσως στις πολεμίστρες έναν Βενετσιάνο, πληγωμένο πριν από λίγο, που ξεψυχούσε, του έκοψε το κεφάλι και το πέταξε στη μέση των Τούρκων κι έδειξε πως και το μέρος εκείνο το 'χε πάρει και πως όλοι παράτησαν τα κάστρα κι έφυγαν δίχως να γυρίσουν. Ήταν τότες 29 του Μάρτη κι άρχιζε το 6938 (1430). Παρακινώντας λοιπόν εκείνος κάθε πεζό, φώναζε ν' ανέβει γρήγορα και βεβαίωνε πως δεν ήταν από μέσα κανένας. Αυτοί πάλι ακούμπησαν αμέσως όλες τις σκάλες όπως μπορούσαν κι έτρεχαν όλοι με φωνές και με νταούλια ν' ανεβούν μ' αυτές∙ γιατί φέρνει κι αυτό μεγάλη τρομάρα στους πολέμους».
Την άλωση ακολούθησε φυγή ή και σφαγή των λιγοστών κατοίκων της, έτσι ώστε η πόλη να είναι σχεδόν έρημη μετά την κατάκτηση. Ο εποικισμός της αποτέλεσε κύριο μέλημα του νέου κυριάρχου. 
Η υποχρεωτική μεταφορά χιλίων οικογενειών Γιουρούκων (νομάδων τουρκικής καταγωγής της Μικράς Ασίας) από τα κοντινά Γιαννιτσά μαζί με άλλες χίλιες οικογένειες Θεσσαλονικέων, οι οποίες είχαν διασκορπισθεί στη γύρω περιοχή ή είχαν πιασθεί αιχμάλωτες, συγκρότησε την πληθυσμιακή βάση της πόλεως κατά την οθωμανική περίοδο.
2. Η διοικητική οργάνωση
Η οθωμανική Μακεδονία αποτέλεσε μία από τις λεγόμενες «κεντρικές επαρχίες» του οθωμανικού κράτους. 
Θα πρέπει να τονισθεί, πάντως, ότι «Μακεδονία» ως αυτόνομη και ενιαία επαρχία του οθωμανικού κράτουςδεν υφίστατο σε καμία χρονική φάση της Τουρκοκρατίας, μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα. 
Αυτό θα πρέπει να το έχουμε συνεχώς κατά νου, όταν μελετούμε αυτή την πρώιμη εποχή. 
Με άλλα λόγια, μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα δεν μπορούμε να διαγράψουμε -με απόλυτη ή σχετική ακρίβεια- γεωγραφικά όρια στην περιοχή της Μακεδονίας.

Η αντιμετώπιση του οθωμανικού κράτους ήταν τελείως διαφορετική.
Στον ευρύτερο μακεδονικό γεωγραφικό χώρο, όπως και σε άλλες βαλκανικές περιοχές της αυτοκρατορίας, εφαρμόσθηκε το κλασσικό μοντέλο της διοικητικής οργανώσεως, που στηριζόταν στο τιμαριωτικό σύστημα.
 Έτσι, από τον ΙΕ΄ αιώνα η περιοχή χωρίσθηκε στις εξής στρατιωτικο-διοικητικές περιφέρειες (σαντζάκια):
α΄) του Πασά (αρχικά με έδρα την Αδριανούπολη και από τις αρχές του ΙΣΤ΄ αιώνος, τη Σόφια), β΄) του Κιουστεντίλ και
γ΄) της Αχρίδος.


Από τα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνος, το τεράστιο σε έκταση Σαντζάκι του Πασά διαιρέθηκε σε μικρότερα, από τα οποία στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ανήκαν αυτά της Θεσσαλονίκης και των Σκοπίων.

Με άλλα λόγια, κατά τον ΙΕ΄ αιώνα 
στο αρχικό Σαντζάκι του Πασά ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, στου Κιουστεντίλ της βουλγαρικής και στης Αχρίδος του σημερινού κράτους των Σκοπίων.
 Το Σαντζάκι της Θεσσαλονίκης απέσπασε περιοχές από το αντίστοιχο του Πασά, ενώ το Σαντζάκι των Σκοπίων από αυτό της Αχρίδος.
Η συγκεκριμένη διοικητική αλλαγή αναβάθμισε τον ρόλο των δύο πόλεων, που ήταν οι έδρες των νέων σαντζακιών. Τα σαντζάκια αυτά, μαζί με άλλα της περιοχής των Βαλκανίων, αποτελούσαν τμήματα της Γενικής Στρατιωτικής Διοικήσεως της Ευρώπης (Μπεηλερμπεηλίκι Ρούμελης).

Το κάθε σαντζάκι χωρίζονταν σε
 καζάδες (μικρότερες επαρχίες, εντός των οποίων είχε δικαιοδοσία ο καδής, δηλαδή ο ιεροδικαστής).
Η έκταση των καζάδων και των σαντζακιών δεν ήταν σταθερή καθ' όλη τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων της οθωμανικής περιόδου. Αλλά και ο αριθμός των καζάδων που είχε ένα σαντζάκι άλλαζε· εμφανίζονταν νέοι καζάδες, καταργούνταν οι παλαιοί, μοιράζονταν στα δύο κάποιοι. Οι αλλαγές αυτές ήταν συχνές και χρονικά δύσκολα εντοπίσιμες.
Η ένταξη στο τιμαριωτικό σύστημα δεν είχε μόνο διοικητικές επιπτώσεις, αλλά (κυρίως) φορολογικές. Όλες οι εισοδηματικές πηγές της περιοχής μοιράσθηκαν σε στρατιώτες-ιππείς του οθωμανικού στρατού (σπαχήδες), ως ανταμοιβή των στρατιωτικών τους υπηρεσιών στα πεδία των μαχών· η κάθε εισοδηματική ενότητα αποτέλεσε ένα τιμάριο. Ένα άλλο μέρος των εσόδων δόθηκε στους υψηλοβάθμους τοπικούς αξιωματούχους, όπως για παράδειγμα τους στρατιωτικούς διοικητές· αυτά ήταν τα ζιαμέτια· ένα άλλο μέρος κρατήθηκε για το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο ή για πρόσωπα της αυτοκρατορικής οικογενείας (τα χάσια). Τέλος, σημαντικό τμήμα των εισοδημάτων της Μακεδονίας εντάχθηκε σε βακούφια (ευαγή μουσουλμανικά ιδρύματα), τα οποία είχαν ιδρυθεί στα Βαλκάνια κυρίως κατά τη διάρκεια της οθωμανικής επεκτάσεως.
Τον ΙΕ΄ αιώνα γνωρίζουμε ότι το δικαίωμα εισπράξεως φορολογικών εισοδημάτων με τη μορφή τιμαρίου είχε αναγνωρισθεί και σε Χριστιανούς στρατιωτικούς αξιωματούχους της προοθωμανικής περιόδου, οι οποίοι μ' αυτόν τον τρόπο διετήρησαν την υψηλή κοινωνική τους θέση και υπό το νέο καθεστώς. Έτσι, σ' ένα κατάστιχο βοϊνούκων (σωμάτων Χριστιανών στρατιωτικών, όπως οι αρματολοί) των μέσων του ΙΕ΄ αιώνος από την περιοχή των Πρεσπών, υπάρχει η εξής ενδιαφέρουσα καταχώρηση:
«Βοϊνούκος: Νικόλας γιος του Ντοσίκ.
Βοηθητικοί: Επειδή οι Γκίνης, Μίλαν και Δημήτρης ήταν από παλιά γιοι σπαχήδων, καταχωρήθηκαν [και τώρα] ως βοϊνούκοι και τους [αναγνωρίσθηκαν] στην κατοχή τους τα χωράφια, τα αμπέλια και οι ιδιοκτησίες [που κατείχαν]. Συνέβη στις αρχές του μήνα Μουχαρρέμ του έτους 858 [1-10.1.1454] στην Αδριανούπολη».
Το παραπάνω απόσπασμα, πέρα από το στοιχείο της αναγνωρίσεως ιδιοκτήτου περιουσίας σε Χριστιανούς που κατείχαν κάποια στρατιωτική θέση, μας δίνει και μία εικόνα των εθνογλωσσικών ομάδων της περιοχής, με βάση τα ονόματα των συγκεκριμένων βοϊνούκων:
το σλαβικό,
το ελληνικό και
το αλβανικό στοιχείο βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο.

Προϊόντος του χρόνου (το αργότερο από τις αρχές του ΙΣΤ΄ αιώνος), ωστόσο, οι Χριστιανοί τιμαριώτες εξαφανίσθηκαν από τις πηγές, ως αποτέλεσμα του εξισλαμισμού τους.
Συνεπώς, η Μακεδονία, από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατακτήσεως, δεν απολάμβανε κανενός είδους προνομιακό ή ιδιαίτερο διοικητικό καθεστώς. Οι περιοχές της εντάχθηκαν στο κλασσικό τιμαριωτικό σύστημα, χωριζόμενες σε τρία αρχικά και στη συνέχεια σε πέντε σαντζάκια. 
Η πρώιμη κατάκτησή της καθώς και η γεωγραφική της θέση κοντά στην πρωτεύουσα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό στο να μη γνωρίσει κάποιου είδους προνόμια, όπως συνέβη με άλλες ελληνικές περιοχές (κατ' εξοχήν τα νησιά του Αιγαίου).
3. Επαναστατικές κινήσεις στη Μακεδονία
Μετά την εμπέδωση της οθωμανικής εξουσίας στα Κεντρικά Βαλκάνια, το πρώτο μισό του ΙΕ΄ αιώνος, ο χώρος της Μακεδονίας δεν αποτέλεσε πεδίο σημαντικών στρατιωτικών κινήσεων ούτε πολιτικής δράσεως, καθ' όλη τη διάρκεια της εξεταζομένης περιόδου. 
Η εγκατάσταση πολυαρίθμων Γιουρούκωνστις μακεδονικές πεδιάδεςκαι άλλων μουσουλμανικών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά μακεδονικά κέντρα αλλοίωσε την δημογραφική εικόνα της περιοχής.
Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με τη μικρή απόσταση που χώριζε την Μακεδονία από την οθωμανική πρωτεύουσα, ήταν ικανοί λόγοι για να εμποδίσουν ή έστω να μην ευνοήσουν την εκδήλωση επαναστατικών κινημάτων. 

Μόλις την τέταρτη δεκαετία του ΙΣΤ΄ αιώνος και συγκεκριμένα το 1534, με αφορμή τις επιχειρήσεις του Αψβούργου Αυτοκράτορος Καρόλου Ε΄ στην Ανατολική Μεσόγειο,εκδηλώνεται μία προσπάθεια προσεγγίσεώς του από δύο προκρίτους της Θεσσαλονίκης, τον Αλεξάκη και τον Δούκα Παλαιολόγο,σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη της πόλεως, Ιωάσαφ· η προσπάθεια δεν επέφερε κανένα αποτέλεσμα.

Παρά την τελική αποτυχία όμως, τα σχέδια που είχαν υποβληθεί από τους δύο Θεσσαλονικείς, συζητήθηκαν από Αυστριακούς και Βενετούς το 1538, όπως επίσης και το ενδεχόμενο βενετικής αποβάσεως στην πόλη.
Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571 και η ολοκληρωτική οθωμανική ήττα κινητοποίησε πολλούς χριστιανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής εναντίον των κυριάρχων τους, με συνέπεια, καθ' όλη την πεντηκονταετία που ακολούθησε τη ναυμαχία, η χερσόνησος να ταράσσεται από διάφορα επαναστατικά κινήματα.

Στον χώρο της Μακεδονίας, προς την κατεύθυνση της επαναστάσεως φαίνεται ότι ήταν το σχέδιο που υπέβαλε ο Μητροπολίτης Γρεβενών Τιμόθεος προς τον Πάπα Πίο τον Ε΄, το 1572.

Ο ορθόδοξος ιεράρχης πρότεινε τη συγκέντρωση εκστρατευτικών σωμάτων από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία στον κάμπο της Θεσσαλονίκης και την προέλασή τους προς την Κωνσταντινούπολη.

Η προθυμία των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας για εξέγερση, όπως υποστήριζε στο σχέδιό του ο Τιμόθεος, αποτυπώνεται και στην αντιτουρκική δράση, την ίδια εποχή, κάποιων Χριστιανών προκρίτων του Αργυροκάστρου, με τη συμμετοχή ιεραρχών της Δυτικής και της Βόρειας Μακεδονίας.

Οι οθωμανικές αρχές, όμως, πληροφορήθηκαν αμέσως τις κινήσεις τους και τις κατέστειλαν εν τη γενέσει τους. Ωστόσο, οι πρωτεργάτες συνέχιζαν να στέλνουν υπομνήματα, με αποδέκτες κυρίως τους Ισπανούς βασιλείς.
Οι Ισπανοί όχι μόνο δεν απέρριπταν τις κινήσεις αυτές, αλλά προσπαθούσαν είτε να τις υποδαυλίζουν είτε απλώς να τις ενθαρρύνουν.

Οι πολλές πειρατικές επιδρομές πλοίων δυτικών χωρών στα παράλια της Μακεδονίας -στις οποίες συχνά έπαιζαν κάποιον βοηθητικό ρόλο και Αγιορείτες μοναχοί- είχαν ως στόχο τους να κρατήσουν την περιοχή σε κατάσταση επαναστατικού αναβρασμού.

Είναι γνωστές οι εκκλήσεις Αγιορειτών προς την Ισπανία, οι οποίες, πάντως, γίνονταν άμεσα αντιληπτές από τις οθωμανικές αρχές και είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή αντιποίνων σε κάποιες μονές.  
Η Αθωνική Χερσόνησος πρωτοστατούσε σε τέτοιες επαναστατικές ενέργειες, για τους εξής λόγους:

 α΄) Διέθετε από την αρχή της οθωμανικής κατακτήσεως ένα προνομιακό φορολογικό καθεστώς, το οποίο προέβλεπε την απουσία εκπροσώπου της οθωμανικής εξουσίας στη χερσόνησο, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος,

β΄) το ορεινό και δύσβατο του εδάφους εμπόδιζε τον έλεγχο των μονών από τα τοπικά στρατεύματα, καθώς αυτές ήταν διεσπαρμένες κατά μήκος της χερσονήσου,

γ΄) η οχύρωσή τους -με το κτίσιμο υψηλών πύργων, ήδη από τα τελευταία βυζαντινά χρόνια- καθιστούσε τις μονές απόρθητα φρούρια ή πάντως πολύ δύσκολα κατακτήσιμες,

δ΄) τέλος, η παραθαλάσσια θέση της χερσονήσου, σε μία περιοχή όπου ανθούσε η πειρατεία, καθιστούσε το Όρος ευεπίφορο αφ' ενός σε πειρατικές επιδρομές αλλά και αφετέρου σε προσέλκυση δυτικών πλοίων, με σκοπό την επαναστατική δράση.
Γενικότερα, οι ελάχιστες επιδρομές του ισπανικού στόλου στα μακεδονικά παράλια ακολουθούνταν πάντοτε από τουρκικά αντίποινα εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού.

Έτσι, γνωρίζουμε τις περιπτώσειςαρκετών Μακεδόνων (ιεραρχών, μοναχών και προκρίτων), οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Δύση, προφανώς για να σωθούν από ανάλογα αντίποινα.


 Τέτοιο παράδειγμα αποτελούν οι Θεσσαλονικείς Νικόλαος και Δημήτριος Παλαιολόγος και ο Δήμος του Παναγιώτη, οι οποίοι κατά τα τελευταία έτη του ΙΣΤ΄ και τα πρώτα του ΙΖ΄ αιώνος είχαν καταφύγει στη Νότιο Ιταλία.

Μακεδόνες φυγάδες, πράκτορες, έμποροι, ιεράρχες, λόγιοι, μισθοφόροι ή ακόμη και τυχοδιώκτες, ήταν οι άνθρωποι που προσέγγιζαν την ισπανική μοναρχία, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξή της σε μία πιθανή επανάσταση στην ευρύτερη περιοχή.

Έτσι, οι μοναχοί της αγιορειτικής μονής Εσφιγμένου κινδύνευσαν γύρω στο 1600 να τιμωρηθούν από τις οθωμανικές αρχές, γιατί προσέφεραν υπηρεσίες σε ισπανικά πλοία.

 Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει το στοιχείο ότι τα όποια αντιτουρκικά σχέδια ή και κινήσεις που γίνονταν στη Μακεδονία, εντάσσονταν ή συνδυάζονταν με ευρύτερα επαναστατικά σχέδια συνολικά στην Ελληνική Χερσόνησο.

Για παράδειγμα, μία επαναστατική κίνηση που παρατηρήθηκε στην Πιερία το 1612 και είχε πιθανώς ως αποτέλεσμα τη σφαγή των κατοίκων του Κίτρους και τη φυγή του τοπικού επισκόπου, συνδυάζεται μέσα από ισπανικές και ελληνικές πηγές με την γνωστή Επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, το 1601 και 1611.

Χαρακτηριστική περίπτωση στο γενικό κλίμα επαναστατικού αναβρασμού ήταν και η δράση του αυτοαποκαλουμένου «σουλτάνου», Γιαχιά (1585-1649).
Αυτός παρουσιαζόταν ως γιος του Σουλτάνου Μεχμέτ του Γ΄ και μιας Ελληνίδος, της Ελένης Κομνηνής από τις Σέρρες. 
Η δράση του τοποθετείται στο δεύτερο τέταρτο του ΙΖ΄ αιώνος, στην Βορειοδυτική Μακεδονία. Σκοπός του ήταν να ξεσηκώσει τους Έλληνες, τους Βουλγάρους, τους Σέρβους καθώς και τους Αλβανούς και αυτό το επισήμανε σε υπόμνημά του προς τον πάπα, το 1639-1640. Η προσπάθειά του όμως, η οποία είχε περισσότερο τυχοδιωκτικό χαρακτήρα, έμεινε χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Αθανάσοπς Ριζέας,Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος
Η πιο σοβαρή επαναστατική προσπάθεια κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, η οποία μάλιστα είχε και ως επίκεντρο την Μακεδονία, ήταν αυτή του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Αθανασίου Ριζέα, του Πελοποννησίου.
 Οι πρώτες επαφές του ιεράρχου με εκπροσώπους της Ισπανικής Κυβερνήσεως είχαν πραγματοποιηθεί ήδη από το 1601, ενώ ο ίδιος προσπάθησε να διαχωρίσει τη θέση του και τα όποια σχέδιά του από το Κίνημα του Διονυσίου Σκυλοσόφου, που ξέσπασε την ίδια χρονιά στη Θεσσαλία.

Φρόντισε να εξασφαλίσει την ενεργό υποστήριξη της Ισπανίας και του πάπα, προσφέροντάς τους ένα συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο (1612).

Σύμφωνα με αυτό, οι δυτικές δυνάμεις θα αποβιβάζονταν αρχικά στην Πρέβεζα και στη συνέχεια θα προωθούνταν προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου θα τους περίμεναν γύρω στις δώδεκα χιλιάδες ένοπλοι ντόπιοι, οι οποίοι με τη σειρά τους θα εξήγειραν την περιοχή.

Προς τούτο, ο Αθανάσιος έλαβε την ενεργό συμπαράσταση των ιεραρχών του «κλίματος» της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος (ο Μητροπολίτης Καστοριάς Μητροφάνης και ο Επίσκοπος Πρεσπών Ζαχαρίας Τσιγαράς στάθηκαν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της κινήσεως).

Ο υπερβολικός αριθμός των ενόπλων που πρότεινε ο Αθανάσιος, εξηγείται εν μέρει από τον γενικότερο επαναστατικό αναβρασμό που υπήρχε στην Βορειοδυτική Μακεδονία εκείνη την εποχή και ο οποίος εστιαζόταν γύρω από τη δράση ορισμένων Μακεδόνων κλεφτών. Το καινούργιο στοιχείο σ' αυτό το σχέδιο ήταν ότι ο Αθανάσιος συνεργάσθηκε με άλλους Έλληνες από την Ήπειρο, τη Μάνη, την Θεσσαλία και την Κύπρο για να πείσουν τον πάπα, τους Ισπανούς και τους Βενετούς να βοηθήσουν έμπρακτα έναν γενικό ξεσηκωμό στην Ελληνική Χερσόνησο. Η επιχειρηματολογία των δυνάμει επαναστατών προς τις δυτικές αυλές ήταν εμπεριστατωμένη και περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, και το επιχείρημα της συμπράξεως -μαζί με τις χριστιανικές δυνάμεις- ακόμη και Οθωμανών αξιωματούχων, όπως του Πασά των Ιωαννίνων Οσμάν και του Πασά της Βεροίας Ρετζέπ. Ωστόσο, ο πάπας ήταν διστακτικός και απρόθυμος να κινητοποιήσει τα αδύναμα ιταλικά κρατίδια, ενώ οι Ισπανοί, από την τρίτη δεκαετία του ΙΖ΄ αιώνος, δεν ευνοούσαν καθόλου τέτοιες κινήσεις στην ελληνική Ανατολή. Έτσι, το καλοστημένο αυτό σχέδιο ούτε καν ετέθη σε εφαρμογή.
Τον ΙΖ΄ αιώνα, η εμφάνιση των Αυστριακών ως βασικών αντιπάλων των Οθωμανών στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, αναπτέρωσε τις ελπίδες των Μακεδόνων για την ανάληψη επαναστατικής δράσεως. Οι Αυστριακοί βρίσκονταν εγγύτερα και ενδιαφέρονταν περισσότερο και πιο άμεσα για τα Κεντρικά Βαλκάνια. Οι Βενετοί, από την άλλη, δεν έπαυσαν να ενδιαφέρονται για την ελληνική Ανατολή, συντηρώντας ένα κλίμα αναβρασμού σε διάφορες περιοχές της Ελληνικής Χερσονήσου. Οι Μακεδόνες προσπάθησαν να ενεργοποιήσουν προς όφελός τους τις δύο Δυνάμεις, προκειμένου να επιτύχουν μία γενικευμένη επαναστατική κινητοποίηση στην περιοχή. Οι δύο Βενετοτουρκικοί Πόλεμοι, που διεξήχθησαν μέσα στον αιώνα αυτόν, ήταν μία καλή αφορμή. Οι επιτυχίες, όμως, των Βενετών κατά τον Κρητικό Πόλεμο (1645-1669) στο βόρειο Αιγαίο δεν άγγιξαν τα μακεδονικά παράλια. Στον δεύτερο πόλεμο του 1684-1699, οι βενετικές επιχειρήσεις στις ακτές της Καβάλας, της Κασσάνδρας και της Θάσου είχαν μάλλον πειρατικό χαρακτήρα και έθεταν ως στόχο να αποκόψουν την επικοινωνία της Θεσσαλονίκης με την Αδριανούπολη.
Φραγκίσκος Μοροζίνις 
 Ωστόσο -ίσως και χάρη στις επιτυχίες των Βενετών στην Πελοπόννησο, το 1687- ορισμένοι Θεσσαλονικείς πρόκριτοι ζήτησαν από τον Γενικό Ναύαρχο (capitangeneral) του βενετικού στόλου Φραγκίσκο Μοροζίνι να αποβιβάσει τμήμα του στόλου του στη Θεσσαλονίκη, με απώτερο στόχο να μεταφέρει στρατεύματα προς το εσωτερικό της Μακεδονίας, ξεσηκώνοντας όλη την περιοχή. 

Η εμφάνιση μίας βενετικής μοίρας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του 1688, δεν επέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα, γιατί οι οθωμανικές αρχές της πόλεως είχαν ειδοποιηθεί εγκαίρως και κατέστειλαν την κίνηση που πήγαινε να δημιουργηθεί, εν τη γενέσει της. Αντίθετα με τους Βενετούς, οι Αυστριακοί, παρ' όλες τις προθέσεις τους και τις διακηρύξεις τους περί επαναστάσεως στη Βόρεια Βαλκανική, δεν είχαν καμία διαπιστωμένη επαφή με Μακεδόνες κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, ούτε ακόμη και στον τελευταίο πόλεμο του 1684-1699.
Συνολικά ιδωμένα, τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία μέχρι τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος μπορούμε να πούμε ότι στηρίζονταν σε δύο κύριους άξονες: την Βορειοδυτική Μακεδονία και την Θεσσαλονίκη με την ευρύτερη παράκτια περιοχή της.

 Ο πρώτος άξονας είχε δημιουργηθεί λόγω της γειτνιάσεως της εν λόγω περιοχής με τη Δύση και του ορεινού εδάφους της, που εξέτρεφε ένοπλες ομάδες με αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα.

Ο δεύτερος άξονας οφείλονταν στην ύπαρξη της Θεσσαλονίκης, ενός αστικού κέντρου με κατοίκους που διέθεταν ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση και μια παράδοση πολιτικής αυτοδιαχειρίσεως, ήδη από την βυζαντινή εποχή· αυτό τους καθιστούσε ικανούς να διατυπώνουν σχέδια ή και να διεξάγουν συνεννοήσεις με τη Δύση, προκειμένου να δημιουργηθούν επαναστατικές εστίες στην περιοχή τους.

Το Άγιον Όρος, πάλι, με το ιδιόμορφο καθεστώς του και οι ακτές της Κασσάνδρας και της Θάσου με την έντονη -πολλές φορές εντόπια- πειρατική δραστηριότητα, προσέφεραν ένα ανθρώπινο δυναμικό ετοιμοπόλεμο, το οποίο αφ' ενός ήταν δυσκολώτερα υποτάξιμο από την οθωμανική εξουσία και αφετέρου ευκολώτερα χρησιμοποιήσιμο από δυτικές δυνάμεις.
4. Κλέφτες και Αρματολοί στη Μακεδονία
Κρίσιμος παράγων για την διατήρηση ενός επαναστατικού αναβρασμού στα μακεδονικά εδάφη, εκτός από τις παραπάνω πληθυσμιακές ομάδες, ήταν και οι κλεφταρματολοί. 

Σχετικά με αυτές τις ένοπλες ομάδες της οθωμανικής περιόδου, γνωρίζουμε αναφορικά με την Μακεδονία του ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ αιώνος ό,τι και για την υπόλοιπη Ελληνική Χερσόνησο, δηλαδή ελάχιστα.

Οι ορεινοί όγκοι της Πίνδου στα δυτικά και του Ολύμπου με τα Χάσια στα νότια αποτέλεσαν, τουλάχιστον από τον ΙΕ΄ αιώνα, χώρο εκκόλαψης ληστρικών ομάδων. Γι' αυτόν τον λόγο, η οθωμανική εξουσία έσπευσε να εξοπλίσει σώματα αρματολών, τα οποία θα ήλεγχαν την περιοχή και κυρίως τις ορεινές διαβάσεις, προκειμένου να διευκολύνεται η διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων από την Κεντρική Μακεδονία προς την Ήπειρο και τη Θεσσαλία και να διασφαλίζεται η δημόσια τάξη. 

Υποστηρίζεται μάλιστα, χωρίς ωστόσο επαρκή στοιχεία, ότι στον Όλυμπο ιδρύθηκε το δεύτερο χρονολογικά αρματολίκι της Ελληνικής Χερσονήσου, στα τέλη του ΙΕ΄ αιώνος.

Μέχρι τα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνος, όταν ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν αναδιοργάνωσε τα αρματολίκια ολόκληρης της αυτοκρατορίας, είχαν δημιουργηθεί πέντε αρματολίκια στη Νότια Μακεδονία:
της Βεροίας,
των Σερβίων,
της Ελασσόνος,
των Γρεβενών και
της Μηλιάς.
 
Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι μέλη τέτοιων ενόπλων ομάδων θα ήταν οι ετοιμοπόλεμοι κάτοικοι στα διάφορα επαναστατικά σχέδια που εκπονούνταν την περίοδο που ακολούθησε τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπως είδαμε παραπάνω.

 Μία αόριστη μνεία στον βίο του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω
 περί υπάρξεως κλεφτών στον Όλυμπο κατά τα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνος, επιβεβαιώνει τον ρόλο που έπαιξε αυτός ο νότιος ορεινός όγκος της Μακεδονίας στην ανάπτυξη του κλεφταρματολισμού. Γενικά, πάντως, μέχρι τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος δεν γνωρίζουμε τίποτε θετικό τόσο για τη δράση κλεφτών όσο και αρματολών στη Μακεδονία.
Οι πληροφορίες μας πληθαίνουν κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη οθωμανικών εγγράφων από τα δικαστικά αρχεία της Βεροίας και του Μοναστηρίου αλλά και στην ολοένα αυξανόμενη απειθαρχία στην μακεδονική ύπαιθρο· το φαινόμενο αυτό επηρέασε από τα μέσα του αιώνα και τα αρματολικά σώματα.

Το πρώτο έγγραφο που κάνει σαφή αναφορά σε αρματολούς, χρονολογείται από το 1627 και αφορά τη σύλληψη Χριστιανού κλέφτη-ληστή από Χριστιανούς αρματολούς, την προσαγωγή του στο ιεροδικείο και την καταδίκη του. Διαβάζουμε στο έγγραφο του οθωμανικού δικαστηρίου από μετάφραση:
«Οι αρματολοί Βεροίας Κόκκινος και Δούκας, Γεώργιος και άλλοι, προσαγαγόντες τον φόρου υποτελή ονόματι Πρόδρομον, κάτοικον του χωρίου Γραμματικού του καζά Οστρόβου, κατέθεσαν τα εξής: 
ο ειρημένος Πρόδρομος από πολλού χρόνου μετ' άλλων ομοίων του κακοποιών περιερχόμενος τα χωρία διέπραξε πλείστας ληστείας και φόνους και εδήωσε περιουσίας. Ήδη επετύχομεν την σύλληψίν του εν Ναούση και αιτούμεθα να εξετασθή η υπόθεσις και να αποδοθή το δίκαιον. Ερωτηθείς ο ειρημένος Πρόδρομος ωμολόγησεν αβιάστως και οικειοθελώς ότι πράγματι κατά το θέρος περιήρχετο μετ' άλλων ληστών τα όρη διαπράττων πολλάς ληστείας και φόνους και διαρπάζων πολλά αντικείμενα και τρόφιμα. Δι' ό και παρεδόθη εις τον αστυνόμον Βεροίας, ίνα αποδοθή δικαιοσύνη, καταχωρηθέντος του γεγονότος ενταύθα. Μέσα Σιαμπάν του έτους 1036 [27.4-6.5.1627]».
Από εκεί και ύστερα, σώζεται σειρά εγγράφων στα αρχεία, που αφορούν τη δράση διαφόρων Χριστιανών ληστών στην περιοχή της Βεροίας και γενικότερα της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Επειδή οι πληροφορίες που διαθέτουμε γι' αυτές τις ομάδες προέρχονται αποκλειστικά από οθωμανικές πηγές, δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε τον χαρακτήρα της ληστρικής τους δράσεως.

Η οθωμανική εξουσία αντιμετώπιζε αυτά τα πρόσωπα ως κοινούς εγκληματίες και ληστές.

 Ως εκ τούτου, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ή έστω αντιτουρκικά αισθήματα πίσω από αυτές τις ενέργειες.

 Πολύ περισσότερο δε, που η δράση αυτών των ομάδων στρεφόταν συχνά και εναντίον Χριστιανών κατοίκων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι η συντριπτική πλειονότητα των καταγεγραμμένων στα οθωμανικά αρχεία ληστών του ΙΖ΄ αιώνος είναι Χριστιανοί (Έλληνες, Σλάβοι και Αλβανοί), χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι Μουσουλμάνοι ληστές.
Την έκταση που έλαβε το φαινόμενο της ληστείας στη Μακεδονία πληροφορούμαστε από διαταγή του Γενικού Διοικητού της Ρούμελης, η οποία στάλθηκε στους καδήδες Αχρίδος, Μοναστηρίου, Περλεπέ, Φλωρίνης, Οστρόβου, Εδέσσης, Βεροίας και Γιαννιτσών, το 1682. Σύμφωνα με αυτήν:
«Οι ραγιάδες των περιφερειών Αχρίδος, Μοναστηρίου, Σκοπίων, Κιουστεντίλ, Τρικκάλων και Θεσσαλονίκης, συνεννοηθέντες μεταξύ των μυστικώς, κατήρτισαν ληστοσυμμορίαν εκ δέκα πέντε μέχρις είκοσι και τριάκοντα ανδρών, ήτις, εκδηλώσασα δημοσία τάσεις επαναστατικάς, περιέρχεται τας ανωτέρω περιφερείας άλλοτε πεζή και άλλοτε έφιππος, δολοφονεί πλείστους μουσουλμάνους και ραγιάδες των κωμοπόλεων και χωρίων και λεηλατεί τας περιουσίας αυτών. Εις επίμετρον επιτίθεται κατά των διαβατών εις τας δημοσίας οδούς, ληστεύει τα καραβάνια και τα χρήματα του δημοσίου και διαπράττει ανθρωποκτονίας. Όταν επεχειρήθη η σύλληψις αυτών, διά συνθηματικών πυροβολισμών οι εις τους καζάδες σας ραγιάδες ηθέλησαν να τους προστατεύσουν αποκρύψαντες αυτούς και προμηθεύσαντες τα αναγκαία τρόφιμα και ποτά».
Η διαταγή του Γενικού Διοικητού προς τους αποδέκτες της ήταν σαφής:
«…να συγκεντρώσητε τους μνημονευθέντας στρατιωτικούς, τους αρχιαρματολούς, τους ισχύοντας και πάντας τους ραγιάδες των ντερβενίων και να εκκινήσητε, πριν αρχίση η βλάστησις εις τα όρη, και περιερχόμενοι τα όρη, τας χαράδρας, τας πεδιάδας και τα ύποπτα εν γένει σημεία, να ανακαλύψητε τα ίχνη των φαυλοβίων τούτων, τιμωρούντες αυτούς κατά νόμον…, ίνα ησυχάσουν οι ραγιάδες και μη ραγιάδες και επανακτήσουν πάντες την γαλήνην. Εάν δε εις το μέλλον επιδείξητε ολιγωρίαν ή αμέλειαν και κατορθώσουν οι λησταί να πατήσουν τον πόδα εις τόπον τινά ή ακουσθούν κάπου εκεί πλησίον ή μετά την σύλληψίν των παρουσιασθούν υποστηρικταί αυτών λέγοντες «ούτος είναι ραγιάς μου ή μισθωτός μου ή σούμπασής μου ή άνθρωπός μου», να γνωρίζητε ότι η επιβληθησομένη εις εκείνους τιμωρία θα επιβληθή και εις αυτούς. … Τη 23 Ρεμπή ουλ Αχήρ 1093 [1.5.1682]».
Η γενική έλλειψη δημοσίας τάξεως εξώθησε και τους αρματολούς να προβαίνουν σε αυθαιρεσίες εναντίον των κατοίκων των περιοχών της Βορειοδυτικής Μακεδονίας και να παρεμποδίζουν την ασφαλή διέλευση των εμπόρων από αυτά τα μέρη.

 Έτσι, η διάκριση των ενεργειών των αρματολών από αυτές των κλεφτών ήταν πολύ δύσκολη.

 Με φιρμάνι το 1699, πάντως, ο σουλτάνος αποφασίζει να αντικαταστήσει τους Χριστιανούς αρματολούς με Μουσουλμάνους. Είναι πιθανόν η αναστάτωση των τελευταίων χρόνων του αιώνα να επιτάθηκε με την επαναστατική κινητοποίηση που είχε προκαλέσει ο Αυστροτουρκικός και Βενετοτουρκικός Πόλεμος.

Μέχρι τώρα, πάντως, δεν υπάρχει τεκμηριωμένη απόδειξη για τη σύνδεση των δύο γεγονότων. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από έγγραφα των πρώτων χρόνων του ΙΗ΄ αιώνος, ούτε τα μέτρα αυτά είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί που κλήθηκαν να αντικαταστήσουν τους ντόπιους Χριστιανούς στα αρματολικά σώματα, αποδείχθηκαν χειρότεροι.
Έτσι, η κεντρική εξουσία, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από την τοποθέτησή τους, αποφάσισε να τους αντικαταστήσει και να επαναφέρει τους Χριστιανούς αρματολούς.
Συμπερασματικά, φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό η δράση των κλεφτών εντοπίζεται στους μεγάλους ορεινούς όγκους της Δυτικής-Βορειοδυτικής και Νότιας Μακεδονίας και προκαλούνταν από φορολογικές ή άλλου τύπου υπερβάσεις των τοπικών οθωμανικών αρχών.
Δεν έλλειπαν και οι περιπτώσεις που τα ελατήρια ήταν πολύ ταπεινά (η απόκτηση κέρδους μέσω της ληστείας), ενώ τα εθνικού ή κοινωνικού τύπου κίνητρα είναι δύσκολο να τα διακριβώσει κανείς, μέσα από τις υπάρχουσες τουλάχιστον πηγές. Η διόγκωση δε της ληστρικής δράσεως κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, προήλθε από την ήδη συντελεσμένη αποσάρθρωση της κεντρικής εξουσίας και την αδυναμία της τοπικής ηγεσίας να επιβάλλει την τάξη.

Μπορούμε, συνεπώς, να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι οι ρίζες του κλεφταρματολισμού, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, εντοπίζονται στον ΙΖ΄ αιώνα.

Η παρουσία κλεφτών και ιδίως αρματολών στη Μακεδονία του ΙΕ΄ και του ΙΣΤ΄ αιώνος μπορεί να είναι τεκμηριωμένη, αλλά τα χαρακτηριστικά αυτών των ομάδων ήταν διαφορετικά από αυτά που είχαν προσλάβει από τον ΙΖ΄ αιώνα και εξής.

Από τον αιώνα αυτόν και μετά (κυρίως από το δεύτερο μισό του), τα δύο σώματα γίνονταν όλο και λιγότερο διακριτά, λόγω της συχνής μεταπηδήσεως ενός κλέφτη στο σώμα των αρματολών και το αντίστροφο. Δημιουργήθηκε, έτσι, μία ενιαία τοπική στρατιωτική τάξη που προσέλαβε αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα και -προς τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, με τις γενικότερες ιδεολογικές εξελίξεις- έναν εθνικό μανδύα.
5. Η κοινοτική παράδοση
Οι αποτυχίες των επαναστατικών κινημάτων και η αμφιβόλου χαρακτήρος ληστρική δράση στη Μακεδονία δεν εμπόδισαν τους κατοίκους της να συσπειρωθούν και να συγκροτήσουν κοινοτικά σώματα για την εκπροσώπησή τους στην οθωμανική εξουσία.

Εξάλλου, αυτή ήταν και η πρόθεση των κατακτητών για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των κατεκτημένων.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την ύπαρξη κοινοτήτων στη Μακεδονία κατά την εξεταζόμενη περίοδο, είναι ελάχιστες. 

Πρόκειται, ουσιαστικά, για σκόρπια στοιχεία από τρεις πόλεις: την Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και τη Βέροια.

Στις πρώτες δύο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατακτήσεως, μνημονεύεται η ύπαρξη ενός σώματος αρχόντων, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους Χριστιανούς της πόλεως ενώπιον της τοπικής οθωμανικής εξουσίας και εκδίκαζαν υποθέσεις μεταξύ Χριστιανών. Για την Θεσσαλονίκη γνωρίζουμε ότι οι άρχοντες αυτοί είχαν διαπραγματευθεί -ως εκπρόσωποι του χριστιανικού πληθυσμού της πόλεως- το καθεστώς υποτέλειας κατά την πρώτη οθωμανική κατάκτηση, το 1387. Άλλοι άρχοντες είχαν σταλεί από τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλεως στη Βενετία, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1426), για να διευθετήσουν μία σειρά από ζητήματα που απασχολούσαν την πόλη, όπως ο ανεφοδιασμός της, η οχύρωσή της, το εμπόριο κλπ. Το σώμα αυτό των αρχόντων αποτελούνταν από δώδεκα μέλη. Αυτό τεκμηριώνεται από τις απαντήσεις που έστειλε η Βενετική Γερουσία σε αιτήματα Θεσσαλονικέων, το 1426:
«…οι εκεί ευρισκόμενοι υμέτεροι [Βενετοί] διοικηταί δύνανται να έχουν την ελευθερία να συνέρχωνται ομού με τους δώδεκα αντιπροσώπους της πόλεως και ό,τι κατά πλειοψηφίαν ήθελεν αποφασισθή προς το καλόν και προς ωφέλειαν της ρηθείσης πόλεως να γίνηται εκτελεστόν… μεταξύ των παραχωρηθέντων προνομίων υπάρχει και τούτο, ότι δέον να εκλέγωνται δώδεκα ευγενείς διά το Συμβούλιον, αλλά πρέπει ούτοι να γνωρίζουν τας συνηθείας της χώρας και τον τρόπον της σωτηρίας της πόλεως…».
Οι αρμοδιότητες αυτών των αρχόντων ήταν και δικαστικές, ενώ η συνεργασία τους με τον τοπικό μητροπολίτη υπήρξε στενή.

Σε έγγραφο του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Μαξίμου (του έτους 1502) σχετικά με μία αγιορειτική μονή, υπάρχει η ανάμνηση αυτής της δωδεκαμελούς γερουσίας, αφού οι υπογράφοντες την αρχιεπισκοπική πράξη ήταν επτά κληρικοί και πέντε λαϊκοί. 
Μετά από αυτήν την εποχή, οι πληροφορίες μας για την κοινοτική οργάνωση της Θεσσαλονίκης σταματούν· θα εμφανισθούν πάλι κατά τον ΙΗ΄ αιώνα.
Στις Σέρρες, η κατάσταση δεν φαίνεται να ήταν πολύ διαφορετική. 

Η ύπαρξη κοινοτικού σώματος τεκμηριώνεται ήδη από δικαστικές αποφάσεις της τοπικής εκκλησίας των ετών 1387 και 1388, δηλαδή μόλις τέσσερα και πέντε χρόνια αντίστοιχα από την οθωμανική κατάκτηση.
Ενδιαφέρον σ' αυτές τις περιπτώσεις προκαλεί το γεγονός ότι στο μητροπολιτικό δικαστήριο συμμετέχει -εκτός από κληρικούς και λαϊκούς- και ένας εκπρόσωπος της οθωμανικής αρχής, δείγμα του ελέγχου που ήθελε εξ αρχής να επιβάλλει ο κατακτητής στον χριστιανικό πληθυσμό και στα όργανα εκπροσωπήσεώς του.

Το 1393, σε άλλη πράξη του Μητροπολίτη Σερρών, αφ' ενός απουσιάζει ο Οθωμανός εκπρόσωπος και αφετέρου οι υπογράφοντες το έγγραφο είναι επτά κληρικοί και πέντε λαϊκοί.

Σαφής είναι κι εδώ η μνεία ενός σώματος αρχόντων στην πόλη (της πολιτείας αρχόντων).
Την ίδια αναφορά σε ένα δωδεκαμελές σώμα συναντούμε στις Σέρρες και στις αρχές του ΙΖ΄ αιώνος (1613). Ύστερα από σύσκεψη όλων των Χριστιανών κατοίκων των Σερρών, αποφασίσθηκε να εκλεγούν δώδεκα τίμιοι άνθρωποι, ένας από κάθε συντεχνία της πόλεως, με αποκλειστικά φορολογική-οικονομική αρμοδιότητα:
«…με ολονούν την βουλήν εδιάλεξαν και εψήφισαν δώδεκα ανθρώπους δικαίους και καλούς και εναρέτους και τον Θεόν φοβούμενοι και εύγαλαν από πάσα ρουφέτι έναν άνθρωπον τον πλέον δικαιότερον και καλήτερον και ενάρετον και έβαλάν τους με Θεόν και με ψυχήν τους να διακρένουν και να διατηρούν τα κοινά έξοδα του κάστρου και της πολιτήας των Σερρών…».
Στο χρονικό διάστημα των δύο και πλέον αιώνων που μεσολάβησαν από τις δύο αναφορές, ο χαρακτήρας της κοινοτικής διοικήσεως φαίνεται ότι άλλαξε περιεχόμενο: το σώμα από δικαστικές αρμοδιότητες αποκτά κυρίως φορολογικές.
Στη Βέροια, η παρουσία κοινοτικής οργανώσεως τεκμηριώνεται από οθωμανικές πηγές του ΙΖ΄ αιώνος. Η συγκρότηση, μάλιστα, των Χριστιανών κατοίκων της πόλεως ως σώματος με κάποιον επικεφαλής (κοτζά, μπασή, κεχαγιά), τοποθετείται γύρω στα μέσα του ΙΖ΄ αιώνος, όταν έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί η επιβολή κάποιων νέων φόρων στην πόλη. Η εικόνα των αρμοδιοτήτων που λαμβάνουμε για την χριστιανική κοινότητα, είναι ενός κατά βάση φοροεισπρακτικού και δευτερευόντως ενός «αστυνομικού» μηχανισμού, με την έννοια της διατήρησης της τάξεως στις χριστιανικές συνοικίες και γενικότερα στον χριστιανικό πληθυσμό.
Από την τελευταία φράση, μπορούμε να αναχθούμε σε κάποια γενικοτέρου χαρακτήρος συμπεράσματα. Η κοινοτική οργάνωση στη Μακεδονία εντοπίζεται, από την αρχή της οθωμανικής περιόδου, σε ορισμένα αστικά κέντρα. Φαίνεται ότι στις περιπτώσεις αυτές, υπάρχει απλώς διατήρηση των κοινοτικών θεσμών που ίσχυαν επί Βυζαντίου. Η ρευστή πολιτική κατάσταση, κατά το χρονικό διάστημα της μεταβάσεως από την βυζαντινή στην οθωμανική εξουσία, οδήγησε στην ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών από το κοινοτικό σώμα. Η δικαστική εξουσία ασκούνταν εξ αρχής από τις κοινότητες, σε σύμπραξη πάντοτε με την τοπική εκκλησία. Τα ίχνη της μακεδονικής κοινότητος επανεμφανίζονται στις αρχές του ΙΖ΄ αιώνος. Πρόκειται για ένα χρονικό σημείο που αφορά, εξάλλου, συνολικά τις ελληνικές κοινότητες της οθωμανικής περιόδου. Η γενίκευση του συστήματος εκμισθώσεως δημοσίων προσόδων (ιλτιζάμ) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάληψη φορολογικών αρμοδιοτήτων από τις κοινότητες. Την κατανομή του συνολικού -οφειλομένου στο οθωμανικό δημόσιο- φόρου των Χριστιανών μιας πόλεως επιφορτίζονταν τα κοινοτικά όργανα, τα οποία τώρα αποκτούσαν και επίσημη αναγνώριση. Ο διορισμός ενός έμμισθου εκπροσώπου (κεχαγιά) της κοινότητος έναντι της οθωμανικής εξουσίας αποτελεί απόδειξη της θεσμικής αναγνωρίσεως της κοινότητος από το κράτος.
6. Πληθυσμιακή κατάσταση

Η καλύτερη διάγνωση του πολιτικού ρόλου που μπορεί να παίξει μία περιοχή μέσα στο σώμα μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, εξαρτάται από την γνώση των πληθυσμιακών ομάδων που κατοικούν στη συγκεκριμένη περιοχή.

 Σε αντίθεση ίσως με την πολιτική ιστορία, νοουμένης ως σύνολο πολιτικο-στρατιωτικών γεγονότων, η Μακεδονία παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον για τη δημογραφική ιστορία κατά την οθωμανική περίοδο.

 Παρόλο που η έρευνα βρίσκεται ακόμα στην αρχή και μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να μελετώνται οι πηγές της περιόδου, κάποια πρώτα πορίσματα μπορούν να εξαχθούν αναφορικά με την πληθυσμιακή κατάσταση της Μακεδονίας κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Εκ προοιμίου οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι βασικές εθνοπολιτισμικές ομάδες που απαντώνται γενικά στα οθωμανικά Βαλκάνια, εμφανίζονται κατ' εξοχήν στη Μακεδονία. 
Έτσι, Έλληνες, Βλάχοι, Σλάβοι, Αλβανοί, Εβραίοι, Γιουρούκοι, άλλοι Μουσουλμάνοι καθώς και Αθίγγανοι (Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι)αποτελούσαν τις κύριες εθνοπολιτισμικές ομάδες της Μακεδονίας.
Ξεκινώντας από τους Μουσουλμάνους, θα πρέπει να επισημανθεί το μεγάλο εποικιστικό ρεύμα Γιουρούκων στη Μακεδονία ήδη από τα τέλη του ΙΔ΄ αιώνος, το οποίο συνεχίσθηκε μέχρι και τις αρχές του ΙΣΤ΄ αιώνος.

Αυτή η πληθυσμιακή ομάδα αποτέλεσε μάλιστα ειδική κατηγορία μεταξύ των Γιουρούκων των Βαλκανίων, με την ονομασία «Γιουρούκοι της Θεσσαλονίκης» (Selânik Yürükleri).

Οι περιοχές που εγκαταστάθηκαν ήταν η Κεντρική και η Δυτική Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα, η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και η περιοχή της Κοζάνης. Οι Γιουρούκοι, έχοντας μία ιδιαίτερη στρατιωτική οργάνωση κατά εστίες (οτζάκια), ίδρυσαν τα δικά τους χωριά.
Γιουρούκοι Τούρκοι

Δε γνωρίζουμε το συνολικό αριθμητικό μέγεθος αυτού του πληθυσμού.
Τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος, η ιδιαίτερη οργάνωση των Γιουρούκων είχε παρακμάσει, ενώ οι ίδιοι είχαν προσλάβει όλα τα χαρακτηριστικά των εγκατεστημένων αγροτικών πληθυσμών και είχαν ενταχθεί στο γενικό οικιστικό πλέγμα της περιοχής.
Η κυρίως μουσουλμανική πληθυσμιακή ομάδα της Μακεδονίας αποτελούνταν από αστικό πληθυσμό και γι' αυτό εντοπίζεται κατά βάση στις μακεδονικές πόλεις. 

Πράγματι, είναι γνωστό ότι γενικότερη πολιτική του οθωμανικού κράτους ήταν η οικονομική και δημογραφική τόνωση των κατεστραμμένων από τους πολέμους πόλεων και η δημιουργία νέων.
 Έτσι, παράλληλα με τους Γιουρούκους που εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο, το κράτος μετέφερε πολλούς Μουσουλμάνους, κυρίως αστικών επαγγελμάτων, οι οποίοι επάνδρωσαν τις πόλεις ή τόνωσαν δημογραφικά τις νεοϊδρυμένες

Εκτός από τα Γιαννιτσά (Yenice-i Vardar), που είχαν ιδρυθεί από τον κατακτητή της Μακεδονίας Γαζή Εβρενόςτο τελευταίο τέταρτο του ΙΔ΄ αιώνος και διετήρησαν εν πολλοίς τον μουσουλμανικό τους χαρακτήρα μέχρι την Απελευθέρωση,παρατηρείται μία σταθερή αύξηση των Μουσουλμάνων στις μεγάλες μακεδονικές πόλεις (Θεσσαλονίκη, Σκόπια, Σέρρες), κατά τον ΙΕ΄ και καθ' όλον τον ΙΣΤ΄ αιώνα. 

Σύμφωνα με μία μελέτη για την δημογραφική κατάσταση των μακεδονικών πόλεων, στα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος σε σύνολο 26 πόλεων, οι 18 είχαν μουσουλμανική πλειονότητα.Ένα ποσοστό αυτού του πληθυσμού είχε προέλθει από εξισλαμισμούς, το δημογραφικό μέγεθος των οποίων δεν μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια. 

Στην ίδια μελέτη υποστηρίζεται ότι το 1/3 του μουσουλμανικού πληθυσμού των μακεδονικών πόλεων, στα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος, προερχόταν από εξισλαμισμούς. Αν αληθεύει το ποσοστό, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι εξισλαμισμένοι στη Μακεδονία ήταν πολύ περισσότεροι κατά τους δύο πρώτους οθωμανικούς αιώνες, απ' ότι συνήθως πιστεύεται.

 Οι εξισλαμισμοί συνεχίσθηκαν ασφαλώς και κατά τους δύο επόμενους αιώνες, αλλά τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι αποσπασματικά και μη μετρήσιμα. 

Τέλος, ένα άλλο τμήμα μουσουλμανικού πληθυσμού περιελάμβανε τις στρατιωτικές φρουρές και τους διοικητικούς υπαλλήλους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν ένα σεβαστό δημογραφικό ποσοστό, ειδικά στη Μακεδονία με τα σημαντικά διοικητικά της κέντρα. Εκτός από τις πόλεις και τις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι Γιουρούκοι, δεν εμφανίζονται μαζικά μουσουλμανικοί πληθυσμοί σε άλλες περιοχές της μακεδονικής υπαίθρου κατά την εξεταζόμενη περίοδο.
Οι Χριστιανοί υπερτερούσαν σαφώς στον συνολικό πληθυσμό της Μακεδονίας. 

Το είδος των πηγών που διαθέτουμε (οθωμανικά κτηματολογικά κατάστιχα), δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε περαιτέρω διαφοροποιήσεις εθνοπολιτισμικού χαρακτήρος μέσα στο χριστιανικό στοιχείο της περιοχής, καθώς η μόνη διάκριση που γίνεται σ' αυτές τις πηγές είναι μεταξύ Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων, με την εξαίρεση των Εβραίων. 

Από τα ονόματα των κατοίκων, τα οποία δεν αποτελούν πάντοτε ασφαλές τεκμήριο για την ένταξη σε μία εθνοπολιτισμική ομάδα, συμπεραίνεται ότι οι Ελληνόφωνοι, οι Σλαβόφωνοι και οι Βλαχόφωνοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα των Χριστιανών, χωρίς όμως να μπορούν να δοθούν ποσοστά στην κάθε ομάδα, ούτε να τοποθετηθούν σε κάποια γεωγραφική ζώνη.

 Ο αρκετά μακρινός για εθνικές διεκδικήσεις ΙΕ΄ ή και ο ΙΣΤ΄ αιώνας, προσφέρει μία μάλλον αντίθετη εικόνα από αυτήν που συνηθίζουμε να βλέπουμε σε χάρτες του ΙΘ΄ αιώνος: 


μεγάλη διασπορά των εθνοπολιτισμικών ομάδων, χωρίς σαφή γεωγραφικό προσανατολισμό. 

Γενικά και με κίνδυνο να υπεραπλουστεύσουμε την κατάσταση, 
θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Ελληνόφωνοι Χριστιανοί βρίσκονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα,
 ενώ οι Σλαβόφωνοι στην ύπαιθρο.

Η παρουσία των δεύτερων σε περιοχές εκτός της Βόρειας και Βορειοδυτικής Μακεδονίας, εντοπίζεται σε συγκεκριμένους θύλακες.

Έτσι, παρατηρείται αρκετά μεγάλη συγκέντρωση Σλαβοφώνων στην περιοχή του Στρυμόνα και στη Βορειοανατολική Χαλκιδική. 

Βλαχόφωνοι, τέλος, εντοπίζονται στους ορεινούς όγκους της Δυτικής και Βορειοδυτικής Μακεδονίας. 


Η μεγάλη διασπορά των παραπάνω πληθυσμών σ' όλη την Ελληνική Χερσόνησο δεν είχε ακόμη αρχίσει. 

Αυτή εντοπίζεται -με κάθε επιφύλαξη- κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, όταν είχε πλέον δημιουργηθεί ένα ισχυρό πληθυσμιακό πλεόνασμα στις ορεινές περιοχές, το οποίο διοχετεύθηκε τελικά στην ύπαιθρο ή και σε απομακρυσμένες γεωγραφικά περιοχές.


Οι Εβραίοι αποτελούν ευδιάκριτη πληθυσμιακή ομάδα στις οθωμανικές καταγραφές και μπορούμε σήμερα να τους εντοπίσουμε γεωγραφικά όπως και να παρακολουθήσουμε την δημογραφική τους εξέλιξη.
Οθωμανοί Εβραίοι
Όπως είναι γνωστό, Εβραίοι ήλθαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά κύματα από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κάτω Ιταλία μετά το 1492, διωγμένοι από τους Καθολικούς μονάρχες της Ισπανίας.

Αυτοί αποτέλεσαν την ομάδα των Σεφαραδιτών. Ένα μικρό ποσοστό κατέφθασε από την Ουγγαρία και άλλες βόρειες χώρες και αποτέλεσε τους Ασκεναζίμ. Σ' αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τους ντόπιους Εβραίους, οι οποίοι διαβιούσαν σ' αυτά τα εδάφη από την Ρωμαϊκή Εποχή, τους Ρωμανιώτες.

Η Θεσσαλονίκη υπήρξε ο χώρος υποδοχής του μεγαλυτέρου τμήματος (όσον αφορά το προερχόμενο από την Ιβηρική Χερσόνησο εβραϊκό στοιχείο), διπλασιάζοντας τον πληθυσμό της και τονώνοντας την οικονομία της κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα.

 Και άλλες, όμως, μακεδονικές πόλεις δέχθηκαν μεγάλα ή και μικρότερα ποσοστά Εβραίων (Μοναστήρι, Σκόπια, Σέρρες, Καβάλα).

 Η παρουσία Εβραίων εντοπίζεται αποκλειστικά στις πόλεις, όπου και ασκούσαν μάλιστα συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες (υφαντουργία, τραπεζικές επιχειρήσεις).

Τέλος, η ύπαρξη ενός μικρού ποσοστού Αθιγγάνων παρατηρείται και στη Μακεδονία, όπως εξάλλου και σε κάθε περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ή πληροφορίες για τους τόπους εγκαταστάσεως αυτών των πληθυσμών. Απλώς σημειώνουμε ότι απαντώνται πέραν της υπαίθρου και σε μεγάλες πόλεις, όπως για παράδειγμα στο Μοναστήρι, όπου το πληθυσμιακό τους μέγεθος ήταν αρκετά υψηλό.
Μία συνολική -κατ' εκτίμηση- δημογραφική εικόνα για την Μακεδονία μπορούμε να λάβουμε μέσω της φορολογικής απογραφής ολόκληρης της αυτοκρατορίας, που διενεργήθηκε κατά την δεκαετία του 1520.

Τα τρία μακεδονικά σαντζάκια -του Πασά, του Κιουστεντίλ και της Αχρίδος- που αποτελούσαν την γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας (μαζί, βέβαια, με κάποιες άλλες περιοχές κυρίως της Θράκης) παρουσίαζαν την εξής εικόνα φορολογουμένου πληθυσμού:
1.000.000 Χριστιανοί, 
300.000 Μουσουλμάνοι, 
10.000 Εβραίοι.

 Σ' αυτούς τους αριθμούς θα πρέπει να προσθέσουμε ένα 10% επιπλέον Μουσουλμάνους, που αποτελούν τα μέλη των φρουρών καθώς και τους άλλους διοικητικούς ή θρησκευτικούς υπαλλήλους που δεν υπόκειντο σε φορολογία. Στους πίνακες 1 και 2 παρατίθεται ο πληθυσμός των δέκα πολυπληθεστέρων πόλεων της Μακεδονίας, κατά τον ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ αιώνα, προκειμένου να καταφανούν οι δημογραφικές μεταβολές που παρατηρούνται τόσο στην κάθε πόλη ξεχωριστά όσο και στο σύνολο των πολυπληθεστέρων πόλεων.





Πηγή: Α. Stojanovski, Γκράντοβιτε να Μακεντόνια οτ κράιοτ να XIVντο XVIIβεκ [Οι πόλεις της Μακεδονίας από τα τέλη του ΧΙV ως τον XVII αιώνα], Σκόπια 1981, σσ. 65-72∙ Η. Κολοβός, «Χωρικοί και μοναχοί στην οθωμανική Χαλκιδική, 15ος-16ος αιώνας. Όψεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην ύπαιθρο και η μονή Ξηροποτάμου», ανέκδ. διδ. διατριβή, τ. Α΄, (Θεσσαλονίκη, 2000), σ. 32∙ E. Balta, LesvakifsdeSerres, σσ. 251-273.
Τη συντριπτική χριστιανική πλειονότητα θα πρέπει να την υπολογίσουμε πολύ χαμηλότερη προς το τέλος του αιώνα και κυρίως κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, με κύριες αιτίες τους εξισλαμισμούς και τις πληθυσμιακές μετακινήσεις.

Για τις τελευταίες, δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία από πηγές της εποχής. Από φιρμάνι του 1605 συμπεραίνεται ότι μεγάλος αριθμός Αγραφιωτών είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη.
Ο εκδότης τους χαρακτηρίζει μη μόνιμα εγκατεστημένους.
Εάν κρίνουμε από το ποσό του φόρου που έπρεπε να καταβάλλει αυτή η ομάδα, συμπεραίνουμε ότι θα ήταν πληθυσμιακά περίπου ισοδύναμη με τους υπολοίπους Χριστιανούς της πόλεως. Η μετακίνηση αυτή εντάσσεται στην βασική μεταναστευτική κίνηση που αναφέρεται από τη βιβλιογραφία για την Μακεδονία.

Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, οι Χριστιανοί που είχαν καταφύγει στα ορεινά για τον φόβο των Τούρκων κατά τον ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνα, άρχισαν από τον ΙΣΤ΄ αιώνα και εξής να κατηφορίζουν στα πεδινά.
Η συγκεκριμένη κίνηση ερμηνεύεται τόσο από τον υπερπληθυσμό των ορεινών περιοχών, οι οποίες δεν μπορούσαν να θρέψουν πλέον τους κατοίκους, όσο και από την αποκατάσταση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή.
Ο ΙΖ΄ αιώνας θεωρείται γενικά ως εποχή δημογραφικής κρίσεως για όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Λόγω, όμως, ελλείψεως σειριακών αριθμητικών δεδομένων, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε το μέγεθος της κρίσεως που βίωσε -εάν τελικά κάτι τέτοιο συνέβη- ο πληθυσμός της Μακεδονίας. 

Χάρη σε δύο Οθωμανούς περιηγητές του ΙΖ΄ αιώνος, τον Εβλιγιά Τσελεμπίκαι τον Κιατίμπ Τσελεμπί (Χατζή Κάλφα), διαθέτουμε κάποιες ενδείξεις για τον πληθυσμό ορισμένων μακεδονικών πόλεων. 


Ο πληθυσμός σ' αυτές τις πηγές δίνεται σε «σπίτια», ένα δημογραφικό μέγεθος το οποίο δεν μπορεί να υπολογισθεί σε πόσα άτομα αντιστοιχεί.

 Οι αριθμοί πάντως που παραθέτουν αυτές οι πηγές, συγκρινόμενοι με τον πληθυσμό των πόλεων κατά τον ΙΗ΄ αιώνα, υποδεικνύουν έναν συντελεστή δύο ατόμων για κάθε «σπίτι».

 Η δημογραφική εικόνα που είχαμε από το τέλος του ΙΣΤ΄ αιώνος για τις μεγάλες αστικές πόλεις, συνέχισε να ισχύει και γι' αυτόν τον αιώνα: 
οι ίδιες πόλεις που εμφανίζονταν ως οι πολυπληθέστερες τον προηγούμενο αιώνα, ήταν και σ' αυτόν. 

Επιπλέον -και σε αντίθεση με την άποψη περί δημογραφικής κρίσεως- παρατηρούμε μία αύξηση της τάξεως του 50% στον πληθυσμό, κυρίως των μεγαλυτέρων μακεδονικών πόλεων.

 Έτσι η Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, διπλασιάζει τον πληθυσμό της σε σχέση με τον ΙΣΤ΄ αιώνα και φθάνει περίπου στα επίπεδα του ΙΗ΄ αιώνος. 

Το ίδιο ισχύει και για τα Σκόπια, τη Βέροια, τις Σέρρες και το Μοναστήρι, που ήταν οι μεγαλύτερες πόλεις της Μακεδονίας. Ειδικότερα για την περιοχή του Μοναστηρίου, έχει υποστηριχθεί ότι μέχρι περίπου τα μέσα του ΙΖ΄ αιώνος γνώρισε μία δημογραφική μείωση, ενώ τα επόμενα σαράντα χρόνια στάθηκαν εποχή δημογραφικής ανόδου.

 Αν οι αριθμοί είναι αληθινοί, τότε θα πρέπει να δεχθούμε μία έντονη τάση αστυφιλίας -στοιχείο που ίσχυε και για τον όψιμο ΙΣΤ΄ αιώνα- με χώρους υποδοχής κυρίως τις πολύ μεγάλες πόλεις.

 Αντίθετα, στις μικρότερες πόλεις παρατηρείται μεγαλύτερη ρευστότητα. Αρκετές χάνουν τον πληθυσμό τους ή και παρακμάζουν, ενώ άλλες εμφανίζονται ή αναπτύσσονται για ποικίλους λόγους. Φαίνεται, πάντως, ότι το κύριο αστικό δίκτυο της Μακεδονίας είχε ήδη από τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος αποκρυσταλλωθεί. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται οι δέκα μεγάλες μακεδονικές πόλεις σε αριθμό «σπιτιών», με βάση τα στοιχεία των δύο προαναφερομένων Οθωμανών περιηγητών.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΝ ΙΖ΄ ΑΙΩΝΑ
Θεσσαλονίκη 33.000 (Χ, Μ, Ε)
Σκόπια 10.060 (Χ, Μ, Ε)
Βέροια 4.000 (Χ, Μ, Ε)
Σέρρες 4.000 (Χ, Μ, Ε)
Μοναστήρι 3.000 (Χ, Μ, Ε)
Καστοριά 2.500 (Χ, Μ, Ε)
Στρώμνιτσα 2.040 (Χ, Μ)
Σέρβια 1.800 (Χ, Μ, Ε)
Γιαννιτσά 1.500 (Χ, Μ)
Φλώρινα 1.500 (Χ, Μ)

Πηγή: Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 201-248, με βάση τους δύο Οθωμανούς περιηγητές (Χ= Χριστιανοί, Μ= Μουσουλμάνοι, Ε= Εβραίοι).
7. Συμπέρασμα
Η Μακεδονία κατά την οθωμανική περίοδο, μέχρι τουλάχιστον το δεύτερο μισό του ΙΖ΄ αιώνος, παρουσιάζει μία εικόνα που σχετίζεται με την πληθυσμιακή και εξ αυτής και την πολιτική της κατάσταση.

Το γεγονός ότι αποτελούσε μία από τις κεντρικές επαρχίες του οθωμανικού κράτους και από τις πρωιμότερα ενταγμένες περιοχές της Ελληνικής Χερσονήσου σ' αυτό, σήμαινε ότι ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας ήταν αποτελεσματικότερος σε συνάρτηση με άλλες επαρχίες της Ελληνικής Χερσονήσου ή και των Βαλκανίων γενικότερα.

Η παρουσία ισχυρού πληθυσμιακά μουσουλμανικού πληθυσμού καθ' όλη την περίοδο όπως και ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων δυσχέραινε την ανάπτυξη οιασδήποτε μορφής επαναστατικού κινήματος, ενώ η ταχεία και στη συνέχεια σταθερή απομάκρυνση της περιοχής από τα σύνορα του κράτους δεν ευνόησε την εμφάνιση πολιτικο-στρατιωτικής δραστηριότητος.

Οι ορεινοί όγκοι της Πίνδου στα δυτικά της Μακεδονίας από τη μια βοήθησαν στην ανάπτυξη του κλεφταρματολισμού, από την άλλη όμως την απέκοπταν από τις πιο «ευνοϊκές», για τα δυτικά επαναστατικά σχέδια, περιοχές της Ηπείρου.

 Η θάλασσα υπήρξε ο βασικός και -από μία άποψη- ασφαλέστερος τρόπος επικοινωνίας με τον «έξω» κόσμο.

Η κατάσταση αυτή αποθάρρυνε και την ανάπτυξη ενός κοινοτικού βίου, ικανού να συσπειρώσει τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Έτσι, από πολιτική άποψη, η ιστορία της Μακεδονίας αυτή την περίοδο μοιάζει πολύ περισσότερο «επίπεδη», σε σχέση με άλλες οθωμανικές επαρχίες της Ελληνικής Χερσονήσου.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιστορικοί δημογράφοι την κατατάσσουν εθνοπολιτισμικά στη ζώνη, στην οποία τον κυρίαρχο ρόλο έπαιζαν οι Μουσουλμάνοι.

Ο ΙΗ΄ αιώνας, με τις πολλές ανατροπές που επέφερε συνολικά στην οθωμανική κοινωνία, θα προσπαθήσει -χωρίς πάντοτε μεγάλη επιτυχία- να ανατρέψει την προϋπάρχουσα κατάσταση και σ' αυτή την οθωμανική επαρχία.



Η βασική μελέτη για την οθωμανική περίοδο στη Μακεδονία παραμένει αυτή του Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833, Θεσσαλονίκη 21988. Πολύ καλό με έμφαση στην κοινωνικοοικονομική ιστορία είναι το άρθρο του Ν. Σβορώνου, «Από το 1430 ως το 1821. Διοικητικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις», στο: Μ.Β. Σακελλαρίου (επιμ.),Μακεδονία. 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1982, σσ. 354-385. Τέλος, για την πρώιμη οθωμανική περίοδο στη Μακεδονία βλ. το άρθρο: Ι.Δ. Ψαράς, «Η οθωμανική κατάκτηση της Μακεδονίας», στο: Ι. Κολιόπουλος-Ι.Κ. Χασιώτης, Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία. Οικονομία - Κοινωνία - Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη, χ.χ.
Είχε προηγηθεί κατά ένα χρόνο η κατάληψη της βυζαντινής Χριστούπολης (σημερινής Καβάλας), για την οποία βλ. τώρα Π. Κατσώνη, «Οθωμανικές κατακτήσεις στη βυζαντινή Μακεδονία. Η περίπτωση της Χριστούπολης (Καβάλα)», Βυζαντινά 23 (2002-2003), 181-208.
Οι ακριβείς χρονιές που έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών οι πόλεις της Μακεδονίας, όπως και γενικότερα οι άλλες κατακτήσεις των τελών του 14ου αι., είναι ακόμη ανοικτές στην έρευνα. Η αιτία είναι η απουσία σαφών μαρτυριών. Οι οθωμανικές πηγές είναι σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστες, ενώ οι βυζαντινές δεν αναφέρουν πάντα τις χρονιές ή και τον τρόπο κατάκτησης των διαφόρων περιοχών. Τα Βραχέα Χρονικά αποτελούν βασική πηγή για τη διακρίβωση του χρόνου κατάκτησης περιοχών της ελληνικής χερσονήσου. Βλ. P. Schreiner,Die byzantinische Kleinchroniken, τ. Ι-ΙΙΙ, Βιέννη 1983. Για ένα παράδειγμα πολλαπλών κατακτήσεων μακεδονικής πόλης και αμφισβητήσεων στις πηγές της εποχής βλ.: Κ. Σταθοπούλου-Ασδραχά, «Οι τουρκικές καταλήψεις της Βέροιας (14ος, 15ος αι.) και τα προνόμια μιας χριστιανικής οικογένειας», Επιθεώρηση Τέχνης, 20 (1965), 152-157.
Σχετικά με τη διχογνωμία για το αν καταλήφθηκε η πόλη το 1391 ή το 1394, όπως και για τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας στη Θεσσαλονίκη μέχρι τις αρχές του 15ου αι. βλ. τα δημοσιεύματα του Α. Βακαλόπουλου: «Οι δημοσιευμένες ομιλίες του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου ως ιστορική πηγή για τη γνώση της πρώτης Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1387-1403)», Μακεδονικά, 4 (1955-1960), 20-34· "Zur Frage der zweiten Einnahme Thessalonikis durch die Türken", ByzantinischeZeitschrift, 61 (1968), 285-290.
Για τις διαφορετικές καταλήψεις της Θεσσαλονίκης βλ. Ι.Δ. Ψαράς, «Η οθωμανική κατάκτηση», σσ. 36-39, όπου και όλη η προγενέστερη βιβλιογραφία. Ειδικά για τη βενετοκρατία στη Θεσσαλονίκη βλ. Κ. Μέρτζιος, Μνημεία μακεδονικής ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1947, σσ. 30-99, όπου παρατίθεται πλούσιο αρχειακό υλικό από τη Βενετία για αυτή την περίοδο.
Γ. Τσάρας, Η τελευταία άλωση της Θεσσαλονίκης (1430). Τα κείμενα μεταφρασμένα με εισαγωγικό σημείωμα και σχόλια, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 54-55.
Για τα γεγονότα της οθωμανικής κατάκτησης της Μακεδονίας μέχρι την οριστική άλωση της Θεσσαλονίκης βλ. γενικά: Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 34-93. Ειδικά για την άλωση της Θεσσαλονίκης και τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση βλ. το αναλυτικό άρθρο του S. Vryonis Jr., «The Ottoman Conquest of Thessaloniki in 1430», στο: A. Bryer-H. Lowry (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, Μπέρμιγχαμ - Ουάσιγκτον 1984, σσ. 281-321.
Για τη διοικητική οργάνωση της Μακεδονίας μέχρι τα τέλη του 17ου αι. βασικό είναι το άρθρο: Α. Στογιάνοφσκι, «Αντμινιστρατίβνο - Τεριτοριάλνατα Ποντέλια να Μακεντόνια ποντ Οσμανλίσκατα βλαστ ντο κράιοτ να XVII βεκ», Γκλάσνικ ζα Ινστιτούτ ζα Νατσιονάλνα Ιστόρια, 17/2 (1973), σσ. 129-145.
Από την πλούσια βιβλιογραφία για βακούφια στην οθωμανική αυτοκρατορία βλ. ειδικά για τη Μακεδονία: T.M. Gökbilgin, XV-XVI. AsırlardaEdirnevePaşaLivas ı Vakıflar-Mülker- Mukataalar, (Κωνσταντινούπολη, 1952)· E. Balta, LesvakifsdeSerresetdesa regionXVeetXVIes.). Un premier inventaire, μετφρ. Ε. Καραγιάννη, Αθήνα 1995∙ V. Demetriades, "Vakifs along the Via Egnatia", στο: E.A. Zachariadou (επιμ.), The Via Egnatia under Ottoman Rule (1380-1699), Ρέθυμνο 1996, σσ. 85-95.
H. İnalcık, «Stefan Duşan'dan Osmanlı İmperatorluğuna. XV. Asırda Rumeli'de Hıristiyan Sipahiler ve Menseleri», στο: H. İnalcık, Fatih Devri Üzerinde Tetkikler ve Vesikalar, I, Άγκυρα 3η έκδ. 1995, σ. 174.
Για τους χριστιανούς τιμαριώτες στα Βαλκάνια τον 15ο αι. βλ. το βασικό άρθρο του H. İnalcık, «Stefan Duşan'dan», σσ. 137-184.
Η υποστηριζόμενη από τον Α. Βακαλόπουλο (Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 110-111) επαναστατική δραστηριότητα στην περιοχή Βέροιας με αφορμή τη μάχη της Βάρνας (1444) δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές (Ι.Κ. Χασιώτης «Αντιτουρκικές κινήσεις στην προεπαναστατική Μακεδονία», στο: Ι. Κολιόπουλος-Ι.Κ. Χασιώτης Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, σ. 454 σημ. 2). Για τους λόγους, για τους οποίους δεν παρατηρήθηκαν ευρείας κλίμακας επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία βλ. το προαναφερθέν άρθρο του κ. Ι.Κ. Χασιώτη, «Αντιτουρκικές κινήσεις», σσ. 451-453. Η παρακάτω ενότητα στηρίζεται σ' αυτό το άρθρο, το οποίο δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα των επαναστατικών κινημάτων στην περιοχή με βάση ανέκδοτες αρχειακές πηγές.
Από την πλούσια βιβλιογραφία για το Άγιο Όρος βλ.: Γ. Αλέξανδρου Λαυριώτου, Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανική κατάκτησιν, ανάτυπο από τον τόμο 32 της «Επετηρίδος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών», Αθήνα 1963.
Ειδικά για τη δράση του «σουλτάνου» Γιαχιά βλ.: Σ. Παπαδόπουλος, Η κίνηση του δούκα του Νεβέρ Καρόλου Γονζάγα για την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών (1603-1625), Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 220-230.
Βασικά έργα για το θέμα αυτό είναι τα: Ι.Κ. Βασδραβέλης, Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, (Θεσσαλονίκη, 2η έκδ., 1970)· A. Μάτκοφσκι, Τούρσκι ίζβορι ζα αϊντούτσκβοτο ι αραμίστβοτο βο Μακεντόνια, τ. 1 (1620-1650), τ. 2 (1650-1700), Σκόπια 1961· M. Vasich, "The Martoloses in Macedonia", MacedonianReview, 7/1 (1977), σσ. 30-41.
Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 118-119.
Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 118.
Για τα παρακάτω βλ.: Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 190-197 και σσ. 251-257∙ Ι.Κ. Βασδραβέλης, Αρματολοί και κλέφτες, σσ. 32-39.
M. Vasich, "The Martoloses in Macedonia", σσ. 34-37.
Ι.Κ. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Β΄: Αρχείον Βεροίας-Ναούσης, 1598-1886, Θεσσαλονίκη 1954, σ. 10 (αρ. 11).
Βλ. για παράδειγμα: Ι.Κ. Βασδραβέλλης, Αρχείον Βεροίας-Ναούσης, αρ. 12, 15, 16(1627), 38 (1646), 52 (1667), 53 (1668), 56, 57 (1669), 60-62, 67 (1670), 72, 76 (1671), 81-86, 88 (1672-73), 93-96 (1681), 98-99 (1682), 102 (1683), 104, 106 (1684), 109-110 (1685), 122 (1686), 134-135 (1699).
Ι.Κ. Βασδραβέλλης, Αρχείον Βεροίας-Ναούσης, αρ. 99.
Ι.Κ. Βασδραβέλλης Αρχείον Βεροίας-Ναούσης, αρ. 134-135.
Βλ. τα έγγραφα στο: Ι.Κ. Βασδραβέλλης Αρχείον Βεροίας-Ναούσης, αρ. 137-138 (1704) και 142 (1708).
Συγκέντρωση των πληροφοριών για τις κοινότητες Θεσσαλονίκης και Σερρών στο: Α. Βακαλόπουλος, «Δομή και σύνθεση των κοινοτικών συμβουλίων δύο μακεδονικών πόλεων, της Θεσσαλονίκης και των Σερρών, επί Τουρκοκρατίας ως τα μέσα του 19ου αι.», στο: Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 193-212.
Α. Βακαλόπουλος, «Δομή και σύνθεση», σσ. 200-203.
Ε.Α. Ζαχαριάδου, «Εφήμερες απόπειρες για αυτοδιοίκηση στις ελληνικές πόλεις κατά τον ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνα», Αριάδνη, 5 (1989), σσ. 347-349.
Κ. Μέρτζιος Μνημεία μακεδονικής ιστορίας, σ. 54.
N. Oikonomides, ActesdeDionysiou, Παρίσι 1968, σσ. 192-193 (αρ. 41)∙ Α. Βακαλόπουλος,Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 69-70 και 75-76.
Α. Βακαλόπουλος Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 39.
J. Lefort, Actesd' Esphigmenou, Παρίσι 1973, σσ. 175-177 (αρ. 30).
P. Odorico, Memoire d' une voix perdue. Le cartulaire de la metropole de Serres, 17e-19e siecles, Παρίσι 1994, σ. 47.
E. Gara, "In Search of Communities in Seventeenth Century Ottoman Sources: The Case of the Kara Ferye District", Turcica, 30 (1998), 135-162.
Β. Δημητριάδης, «Η ανάπτυξη της κοινοτικής οργάνωσης των χωριών της Μακεδονίας και η φορολογική πολιτική του οθωμανικού κράτους», στο: Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 307-320.
Στη Βέροια γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον από το 1620 υπήρχε μια τέτοια θέση (E. Gara, "In Search of Communities", σσ. 144-145).
Β. Δημητριάδης, «Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία», Μακεδονικά 20 (1980), σσ. 401-406∙ T.M. Gokbilgin, Rumeli'deYurukler, TatarlarveEvlad-iFatihan, Κωνσταντινούπολη 1952, σσ. 74-78.
Μ. Sokoloski, "Apercu sur l' evolution de certaines villes plus importantes de la partie meridionale des Balkans au XVe et au XVIe siecles", Bulletin de l' Association Internationale d' Etudes du Sud-Est Europeen 12.1 (1974), σσ. 83-84.
Μ. Sokoloski "Apercu", σ. 88. Η ίδια τάση παρατηρείται στον αστικό πληθυσμό όλων των βαλκανικών πόλεων την ίδια χρονική περίοδο· βλ. Ν. Τοντόροφ, Η βαλκανική πόλη, 15ος-19ος αιώνας. Κοινωνικο-οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, μετφρ. Ε.Αβδελά-Γ. Παπαγεωργίου, τ. Α΄, Αθήνα 1986, σσ. 78-100.
Αυτό το θέμα είναι ίσως το λιγότερο ερευνημένο για την πρώιμη οθωμανική περίοδο στη Μακεδονία.
Οι Εβραίοι αποτελούσαν πάνω από το μισό του θεσσαλονικιώτικου πληθυσμού μέχρι τα τέλη του 16ου αι. Βλ. παρακάτω τον Πίνακα 2.
O.L. Barkan, "Essai sur les donnees statistiques des registres de recensement dans l' empire ottoman aux XVe et XVIe siecles», JournaloftheEconomicandSocial HistoryoftheOrient, 1 (1958), 32 πίν. 6. Τα στοιχεία αυτού του πίνακα έχουν έκτοτε αναπαραχθεί σε πολλές εργασίες.
Οι οθωμανικές απογραφές καταχωρίζουν τους πληθυσμούς ανά φορολογικές εστίες. Η μετατροπή τους σε ακέραιους αριθμούς ατόμων ενέχει πολλούς κινδύνους, όσον αφορά την ακρίβειά της. Εδώ χρησιμοποιήσαμε τις εξής παραδοχές: α) κάθε φορολογική εστία με επικεφαλής έγγαμο ισούται με τέσσερα άτομα· β) κάθε φορολογική εστία με επικεφαλής χήρα ισούται με τρία άτομα· γ) κάθε φορολογική εστία άγαμου ισούται με ένα άτομο. Οι πολλαπλασιασμοί έγιναν επί τη βάσει αυτών των συντελεστών. Επειδή δεν υπάρχει ομοφωνία στους ερευνητές για τη χρησιμοποίηση συντελεστών, οι αριθμοί που δίνονται στους πίνακες είναι ενδεικτικοί και παρουσιάζουν μόνο δημογραφικές τάσεις, χωρίς να έχουν απόλυτη αξία.
Στους αριθμούς αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε τουλάχιστον 3.031 Εβραίους, γιατί το κατάστιχο είναι ελλιπές, όσον αφορά τους Εβραίους.Στο τελικό σύνολο υπολογίζονται και 227 Εβραίοι.Ι.Κ. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Α΄: Αρχείον Θεσσαλονίκης, 1695-1912, Θεσσαλονίκη 1952, σ. 4 (αρ. 1).Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 139-145.Β. McGowan, Economic Life in Ottoman Europe. Taxation, Trade and the Struggle for Land, 1600-1800, Κέιμπριτζ 1981, 86-87.Β. McGowan,Economic Life, σσ. 131-134.

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η οθωμανική κατάκτηση - αρχή της νεότερης ιστορίας της.

$
0
0
Εμμανουήλ Παπάς
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΡ. 63
Θεσσαλονίκη 1983
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ 
ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ (1821-1829)

1.H Μακεδονία κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας

Η οθωμανική κατάκτηση (τέλη του 14ου αι.) πρέπει να θεωρηθεί ως αρχή της ιστορίας της Μακεδονίας κατά τους νέους χρόνους.

 Ο τουρκικός κίνδυνος που εμφανίζεται απειλητικός για τους βαλκανικούς λαούς μετά την απόβαση των 'Οθωμανών στην Καλλίπολη (1354), δεν τους βρίσκει συνασπισμένους, άλλ’ αντίθετα εξουθενωμένους από τους μεταξύ τους πολέμους, καθώς και από τις έσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές τους, με αποτέλεσμα να εδραιωθούν οι κατακτητές στη Θράκη και τα τρία χριστιανικά κράτη, Σερβία, Βουλγαρία και Βυζάντιο, να γίνουν φόρου υποτελή σ’ αύτούς (ήττα των Σέρβων στο Τσιρμέν, κοντά στον Έβρο, 1371) και να υποχρεωθούν να συμμετέχουν στις εκστρατείες τους.

Μανουήλ Β'
Η ηρωική αντίσταση που προβάλλει ως υπερασπιστής της Μακεδονίας ο γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε', ο Μανουήλ Β', πνεύμα φωτεινό και ριζοσπαστικό, περιστοιχιζόμενος από λίγους μόνο ομοϊδεάτες του, δεν είναι δυνατό ν’ αναστείλει την προέλαση του τεράστιου όγκου των Τούρκων, οι όποιοι κυριεύουν
 τις Σέρρες, τη Ζίχνα, το Μοναστήρι, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, τη Νάουσα, Έδεσσα, Καστοριά και Αχρίδα και προς Ν το Κίτρος, τον Πλαταμώνα και τα Σέρβια.

Πιο εύκολα κυριεύουν την  Άνω η Βόρεια Μακεδονία, δηλαδή τη σημερινή γιουσκοσλαβική και βουλγαρική, γιατί είναι αραιοκατοικημένη και δεν έχει σημαντικά κέντρα και κάστρα, ερείσματα για να στηρίξουν κάποια σοβαρή άμυνα, όπως η Νότια Μακεδονία. 

Γι αυτό και το βάρος των ιστορικών γεγονότων πέφτει σ’ αυτήν.

Σύγχρονα,ν άπό τότε, από τα τέλη του 14ου αι., οι Τούρκοι προβαίνουν και στον εποικισμό των πιο εύφορων εδαφών της Μακεδονίας, αλλά και ορισμένων επίκαιρων ορεινών, που τα βρίσκουν αραιοκατοικημένα η και εγκαταλειμμένα από τους Βυζαντινούς μεγαλοκτηματίες η και τους άλλους κατοίκους.

 Έτσι αρκετά μεγάλες ομάδες Τούρκων, κυρίως των πολεμικών Γιουρούκων, με έπικεφαλής ονομαστούς αρχηγούς, εγκαθίστανται σε διάφορα σημεία της περιοχής γύρω από την Καβάλα, από τις Σέρρες, προς Β της λίμνης Λαγκαδά, στα Γενιτσά, στις περιοχές Κοζάνης, Σαρή Γκιόλ και Καϊλαρίων.

Έτσι αρχίζουν να γίνονται σημαντικές εθνολογικές αλλοιώσεις στη σημερινή ελληνική Μακεδονία.

Μιά μικρή χρονική ανάπαυλα δοκιμάζουν οι Θεσσαλονικείς μετά την ήττα του Βαγιαζιτ Α' στη μάχη της Αγκυρας (1402) από τον Τιμούρ Λέγκ (Ταμερλάνο), οπότεο Μανουήλ Β'με την υπόσχεση του στον Σουλεϊμάν, έναν από τους γιούς του Βαγιαζίτ, να τον βοηθήσει στον άγώνα του έναντίον των άδελφών του για τη διαδοχή στον θρόνο, κατορθώνει να ξαναπάρει τη Θεσσαλονίκη (1403), μέρος της ένδοχώρας της, τη Χαλκιδική ολόκληρη, καθώς και την παραλιακή περιοχή από τον Στρυμόνα ως τις εκβολές του Πηνειού, ως τα Τέμπη, αλλά μετά την άνοδο στον θρόνο του Μουράτ Β" (1421) ο κίνδυνος ξαναφαίνεται οξύτερος.

Ανδρόνικος Παλαιολόγος
Ο τελευταίος διοικητής της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Παλαιολόγος, γιος του Μανουήλ Β',και οι άρχοντες της, άναλογιζόμενοι τα δεινά τους σέ ενδεχόμενη βίαια κατάληψή της από τους Τούρκους προτιμούν να την παραδώσουν στα 1423 στους Βενετούς με τον όρο να σεβαστούν την κοινοτική τους αύτονομία και τα προνόμια του αρχιεπισκόπου της και της Εκκλησίας.

H βενετοκρατία όμως δεν εσωσε τους κατοίκους.

Οι  Τούρκοι συνεχίζουν τις έχθροπραξίες και ΰστερ’ από 7 χρόνια κυριεύουν την πόλη (29 Μαρτίου 1430) με επίθεση.

Ακολουθούν οι γνωστές σκηνές, φόνοι, αιχμαλωσίες, λεηλασίες και άρπαγές.

Η άλωση της Θεσσαλονίκης, που κατατάραξε τον ελληνικό κόσμο, σφράγισε την κατάληψη της Μακεδονίας και ήταν το προανάκρουσμα της πτώσης της Κωνσταντινουπόλεως, που ακολουθεί υστερ’ από 23 χρόνια (1453).
Τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, Βυζάντιο, Βουλγαρία, Αλβανία, Σερβία δεν ύπάρχουν πιά.

Τά δεινά της σκλαβιάς, η κακοδιοίκηση, το παιδομάζωμα, η βαριά φορολογία που γίνεται βαρύτερη με το πέρασμα των αιώνων, η σκληρότητα και οι ποικίλες αύθαιρεσίες των κατακτητών έκαναν πολλούς κατοι  κους να έπιλέξουν ανάμεσα σέ δύο λύσεις, και τις δύο σκληρές

1) την προσέλευση στον ισλαμισμό, που θά τους φέρει στην όχθη των κατακτητών, η
2) τη φυγή.

Η καταφυγή στους πλησιόχωρους ορεινούς όγκους, στην Πίνδο με τις παραφυάδες της, στο Βέρμιο, Πιέρια, ’Όλυμπο, Χάσια και στους πρόποδές τους η στις πλαγιές τους, θα δημιουργήσει νέους οικισμούς, ορισμένοι από τους οποίους θ’ αναπτυχθούν και θα εξελιχτούν σε νέα κέντρα ζωής, όπως η Νάουσα, η Σιάτιστα και η Κοζάνη.

Τα εγκαταλειμμένα χωριά θα είναι τα λεγόμενα παλαιοχώρια.

’Έτσι συμβαίνει, ώστε — κατά την παράδοση — η ίδρυση πολλών χωριών όχι μόνο της Μακεδονίας, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας να τοποθετείται γύρω στον 15ο αιώνα.

Ο βαρύς ζυγός ήταν επόμενο ακόμη να προκαλέσει τις άντιδράσεις των ορεινών κατοι  κων και να δημιουργήσει στην αρχή μικροκινήματα άντιστάσεως.

Ένα τέτοιο πρέπει να συνέβηκε στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία μεταξύ 1444-1449, συνδυασμένο με την προέλαση του Ιωάννη Ούνιάδη ως το Κοσσυφοπέδι της Νότιας Σερβίας.

Πάντως ο αναβρασμός των κατοίκων, που έξακολουθει ιδίως στην περιοχή του Όλυμπου,
αναγκάζει τον σουλτάνο Μουράτ Β' (1421-1451) να έγκαινιάσει δεύτερο αρματολίκι του ελληνικού χώρου (το πρώτο ήταν των Άγράφων) μέ πρώτο καπετάνιο τον Καρά Μιχάλη. 

Γι’ αύτόν δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο πέρ’ από το όνομά του.

Πάντως θα πρέπει να ήταν ένας φοβερός κλέφτης, που θά είχε σπείρει τον τρόμο στους Τούρκους, ώστε ν΄ αναγκαστούν τελικά να τον αναγνωρίζουν αρματολό του Ολύμπου  ιερού βουνού των άρχαίων Ελλήνων, αλλά και των κλεφτών.

Δεν είναι όμως μόνο οι κλέφτες και οι άλλοι ορεινοί   κάτοικοι που αγωνίζονται για την έλευθερία τους, αλλά και οι νεομάρτυρες, συνήθως παιδιά του λαού (άλλο είδος άγωνιστών για την πίστη και την ελευθερία, καθώς και ορισμένοι έπιφανεις λόγιοι, που αδυνατώντας να ζήσουν μέσα στην πνιγερή ατμόσφαιρα της σκλαβιάς άποδημούν στη Δύση, άγωνιούν για την έπιβίωση του Γένους και μέ τα γραφόμενά τους προσπαθούν να κινήσουν τους ισχυρούς ήγεμόνες της σέ σταυροφορία έναντίον των έχθρών της χριστιανικής πίστης. 
Θεόδωρος Γαζής

Απ’ αυτούς οι πιο γνωστοι   είναι οι Θεσσαλονικείς Θεόδωρος Γαζής και Ανδρόνικος ο Κάλλιστος.

Κατά τα τέλη του 15ου αι. νέα γεγονότα προσθέτουν ένα νέο πληθυσμιακό στρώμα στη Μακεδονία, τους Εβραίους, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, στα Μαντεμοχώρια, στα γνωστά μεταλλεία άργύρου, στη Βέροια, στο Μοναστήρι και ακόμη πάνω από τα όρια της Μακεδονίας, στα Σκόπια.

 Αύτοι, που ογκώνουν τον παλιό προχριστιανικό τους πυρήνα της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, έφευγαν τους διωγμούς, τον πρώιμο αυτόν αντισημιτισμό, των ήγεμόνων της Δύσης, της Γερμανίας και Ούγγαρίας (είναι οι λεγόμενοι   Ασκεναζίμ = Γερμανοεβραΐον Άσκενάζ Γερμανία), της Ισπανίας, της Κάτω Ίταλίας και Σικελίας, της Προβηγκίας και της Πορτογαλίας (είναι οι λεγόμενοι Σεφαρδίμ = Ίσπανοεβραΐοι  Σεφαράδ = Ισπανία), που άποτελουσαν τη μεγαλύτερη ομάδα τους και οι όποιοι με τον ανώτερο πολιτισμό τους, τα έξευγενισμένα ήθη και έθιμά τους, τους καλούς των τρόπους, διαμορφωμένους μέσα στο περιβάλλον της Ισπανίας, αφομοιώνουν ύστερ’ από εναν αιώνα όχι μόνο τους Γερμανοεβραίους, αλλά και τους ολιγάριθμους Ρωμαιοεβραίους (Romaniotes) η Έλληνοεβραίους της αρχαίας και βυζαντινής Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ως τότε μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά, είχαν ονόματα ελληνικά η εβραϊκά έξελληνισμένα και δικό τους τύπο λατρείας, τον λεγόμενο machior Romania.

’Έτσι έπιβάλλεται η ισπανοεβραϊκή ως γλώσσα των Εβραίων της Μακεδονίας, όπως τη γνωρίσαμε ως τα τελευταία ακόμη χρόνια.

Οι   Ίσπανοεβραΐοι ήταν οι κύριοι της υφαντουργίας στη Μακεδονία και γενικά της οικονομικής προόδου της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεών της. 

Ενδιαφέρουσες είναι οι μέθοδοι έπεξεργασίας των μαλλιών, της βαφής τους, ιδίως με μπλε χρώμα, και κατόπιν της ύφάνσεώς τους.
 Η βιοτεχνία αυτή πρώτη, όπως και παντού στην Ευρώπη  δημιούργησε τις αρχικές προϋποθέσεις του καπιταλισμού μέσα στη Θεσσαλονίκη.

Οι Ίσπανοεβραΐοι, άντίθετα προς τους ομοεθνείς τους έργάτες και βιοτέχνες της βυζαντινής εβραϊκής κοινότητας, έμποροι τολμηροι   και φιλόπονοι, με τα μεγάλα τους ταξίδια και με τη στενή τους έπαφή μέ τη Βενετία, τη Γένουα, το  Αμστερνταμ και όλες τις χανσεατικές πόλεις συνετέλεσαν στη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και εύημερία της μακεδονικής πρωτεύουσας.
Αύτοι   την εφεραν κοντά στην Εύρώπη και τη μεταμόρφωσαν και πάλι σ’ ενα ζωηρό κέντρο έμπορίου.

Επίσης σημειώνεται και κίνηση έποχιακών χωρικών έργατών η γυρολόγων, είτε από διάφορα χωριά της Μακεδονίας, είτε των γειτονικών χωρών Ηπείρου, Θεσσαλίας και Αλβανίας, προς τη Μακεδονία, Θράκη, Μ. Άσία η Σερβία, Βουλγαρία και παραδουνάβιες χώρες.

Μερικοι   όμως σταθμεύουν και μένουν οριστικά στα χωριά η πόλεις, όπου βρίσκουν εργασία, είτε ως θεριστές, είτε ως κτίστες, μαραγκοι   κ.λ., είτε και πραματευτές.

 Παρόμοιο, άλλ΄ άντίρροπο μεταναστευτικό ρεύμα παρατηρήθηκε ιδίως από τη Βουλγαρίαμέσα από τις κοιλάδες Στρυμόνα και Νέστου, καθώς και από τα στενά περάσματα των βουνών προς την ελληνική Μακεδονία. 
Σαρακατσαναίοι
Αλλά και Έλληνες  κτηνοτρόφοι, οι λεγόμενοι Σαρακατσάνοι από τις περιοχές Θεσσαλονίκης, Σερρών και Καβάλας, με χιλιάδες πρόβατα άνέβαιναν προς τα επάνω και ξεκαλοκαίριαζαν στα βουλγαρικά βουνά και στον Βίτοσα επάνω από τη Σόφια.

Το ρεύμα αύτο της άνόδου η καθόδου έντείνεται μέ την πάροδο των αιώνων και γίνεται ορμητικό κατά τον 19ο αι. και τις άρχές του 20ού. ’

Έτσι παρατηρείται ανάμειξη των πληθυσμών, 'Ελλήνων, Τούρκων, Εβραίων, Σέρβων, Βουλγάρων στη Μέση Βαλκανική η στη Μείζονα Μακεδονία και αλλοίωση του εθνολογικού της χαρακτήρα. 

Αύτή η ανάμειξη θά δώσει την άφορμή στα τέλη του 19ου και στον 20ό αι. στους Βουλγάρους και Σέρβους να ξαναφρεσκάρουν τα παλιά τους, τα μεσαιωνικά έθνικιστικά τους όνειρα και ν΄ άποβλέπουν στην επέκτασή τους στη Νότια η ελληνική Μακεδονία και στην άνίδρυση των εφήμερων άλλοτε μεγάλων κρατών τους, των τσάρων Συμεών (893-927)καιΣαμουήλ (976-1014)και του κράλη Στεφάνου Ντουσάν (1331-1355).

Ελεύθερη διακίνηση προς τη Μακεδονία παρατηρείται και σε μοναχούς, Έλληνες , Σλάβους, Αλβανούς, Βλάχους, Μολδαβούς, ακόμη και σε Ρώσους, που πηγαίνουν προς το Αγ. Όρος.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οπότε τα βαλκανικά κράτη παύουν να υφίστανται και τα εθνικά τείχη των συνόρων γκρεμίζονται, παρατηρούνται συνεχώς ειρηνικές μετακινήσεις χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών προς κάθε κατεύθυνση
(Τούρκων της Μ. ’ Ασίας προς τη Μακεδονία,
'Ελλήνων της Θεσσαλίας, και κυρίως της Μακεδονίας και Ηπείρου, προς Β,
είτε προς τη Σερβία και επάνω απ’ αύτήν προς την Αύστρία, Ούγγαρία, Γερμανία,
είτε προς τη σημερινή Βουλγαρία, δηλαδή στις πανάρχαιες ελληνικές πόλεις του Εύξείνου, Σωζούπολη, Πύργο, ’Αγχίαλο, Μεσημβρία κ.λ., 
ή προς τη Φιλιππούπολη, Στενήμαχο κ.λ.,

ενώ Νότιοι Σλάβοι κατεβαίνουν προς Ν, προς τη Μακεδονία, για αναζήτηση εργασίας και άναζωπυρώνουν παλιά κατάλοιπα σλαβικών εποικισμών του μεσαίωνα σέ ορισμένα σημεία της),

μετακινήσεις που δημιουργούν νέες και ποικίλες συνθήκες, νέους όρους ζωής και νέα προβλήματα.

 Η κατάσταση συνεχίστηκε έπι αιώνες ως τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918).

Κι όσο κάπως καλυτερεύουν τους όρους της ζωής τους στα ξένα οι Έλληνες  της Μακεδονίας και βλέπουν τη διαφορά του πολιτιστικού περιβάλλοντος, τόσο και μεγαλώνει η πίστη τους στην εθνική τους αποκατάσταση  έφόσον μάλιστα η συμπεριφορά των κατακτητών γίνεται σκληρότερη και οι καταπιέσεις τους βαρύτερες, όπως π.χ. έπι Σελιμ Β' (1566-1574).

Κατασχέσεις κτημάτων, λεηλασίες και σφαγές στο "Αγ. Όρος, αρπαγές εκκλησιών στη Θεσσαλονίκη, επιδρομή και φόνοι μοναχών στη μονή του Τιμίου Προδρόμου των Σερρών σημειώνονται κιόλας πριν από την περιλάλητη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), η οποία, όπως ήταν επόμενο, τόνωσε ακόμη περισσότερο το κύμα της τρομοκρατίας σέ βάρος των 'Ελλήνων και γενικά των χριστιανών.

Κατά τα τέλη του 16ου και τις άρχές του 17ου αι. ζωηρές είναι οι επαναστατικές ζυμώσεις για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, όπως και των άλλων γειτονικών ελληνικών χωρών, Ηπείρου και Θεσσαλίας, οι όποιες μέ το πέρασμα τών χρόνων γίνονται εντονότερες και εκδηλώνονται με ληστείες η και με ανταρσίες των ραγιάδων, όπως π.χ. στις περιοχές Καστοριάς, Μοναστηριού, Φλώρινας, Πρίλεπ, Βέλες, Σαρή Γκιόλ και Τζουμά Παζαρί στα 1621-1622, καθώς και τη στάση του Έμμ. Χρ. Μαρτζέλου στη Βέροια στα 1627.

Η ληστεία έχει γίνει ενδημική αρρώστια. 

Πέρ’ από τα σημερινά ελληνικά σύνορα της Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, δρουν χαϊντοΰκοι (κλέφτες) Αλβανοί  , Τούρκοι και Σλάβοι.
Хајдуци - Χαϊντούκοι
 Η κατάσταση αύτή συνεχίζεται ως το τέλος του 17ου αί. και προεκτείνεται και πέρ’ από αύτόν (άνταρσία Νάουσας 1705). ’

Έτσι εξηγείται και το μεγάλο άποδημητικό ρεύμα των κατοίκων της Μακεδονίας.

Οσοι μένουν στις πατρίδες τους προσπαθούν να επιζήσουν συσπειρωμένοι μέσα στους κόλπους των κοινοτήτων τους και της Εκκλησίας και μέσα στις πόλεις οργανωμένοι επιπλέον με τις συντεχνίες τους.

Μέσα στις δύσκολες όμως αυτές συνθήκες της σκλαβιάς δεν μπορεί να νοηθεί παιδεία. τα σχολεία ήσαν μόνο για αγόρια  προσαρτημένα στην εκκλησία, χωρίς τάξεις.

Η εκπαίδευση είχε περιοριστεί στα λεγόμενα κολλυβογράμματα.

Ο μοναδικός δάσκαλος, συνήθως ιερέας, τους δίδασκε μόνο να διαβάζουν εκκλησιαστικά βιβλία, το 'Ωρολόγιο, την  Οκτώηχο, το Ψαλτήρι, τις διάφορες ακολουθίες κ.λ.

Καλύτερη βέβαια ήταν η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Ελάχιστοι όμως, ακόμη και από τους «πρεσβυτέρους» και από τους καλογήρους, καταλάβαιναν τα βιβλία αύτά.

Μόνο στα μεγάλα πνευματικά κέντρα δεν σβήνουν οι σπινθήρες. Θεσσαλονικέας λόγιος άναφέρεται στα 1559, ο Δημήτριος ο Διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας.

Επίσης στα 1585 διδάσκει στη Θεσσαλονίκη ο Αθηναίος δάσκαλος Γεώργιος και την ίδια περίπου εποχή και ο Κρητικός Ματθαίος, ο όποιος είχε διδάξει επί πολλά χρόνια εκεί και είχε βγάλει πολλούς μαθητές.

Θεσσαλονικέας θεωρείται και ο υποδιάκονος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, ο συγγραφέας του «Θησαυρού», πολύ γνωστού και εύχρηστου εκκλησιαστικού βιβλίου της εποχής της τουρκοκρατίας.

Επίσης πρέπει να μνημονευτούν ο — μορφωμένος άσφαλώς — Θεσσαλονικέας μοναχός Μαλαχίας Ρίζος, που προσκαλείται κατά τα μέσα του 17ου αι. από τον άρχιεπίσκοπο του Παλέρμου, για ν΄ άναλάβει τη διοι  κηση του ορθόδοξου μοναστηριού του Mezzojuso ύστερα από τον θάνατο του πρώτου ήγουμένου του.
Στα 1668 ο Μαλαχίας επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.

Σημαντικό γεγονός για την ανάπτυξη της παιδείας, αλλά και γενικότερα για την ιστορία του έθνους, σημειώνεται στα 1593: 

ο πατριάρχης 'Ιερεμίας Β' ο Τρανόςσυγκαλεΐ σύνοδο και — ανάμεσα σε άλλα —
άποφασίζεται να φροντίσουν οι ορθόδοξοι μητροπολίτες να ιδρύσουν σχολεία, 

«ώστε τα θεία και ίερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις έθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις». "

Έτσι από την εποχή αύτή γενικεύεται η ίδρυση σχολείων. 

Ο δεσμός έκκλησίας-σχολείου, ο όποιος και στα χρόνια της βυζαντινής περιόδου ήταν στενός γίνεται τώρα στενότερος.

Παράλληλα εξακολουθεί και η άντιγραφή των χειρόγραφων βιβλίων.

Η λαμπρή όμως καλλιτεχνική παράδοση των άντιγραφέων άρχίζει να σημειώνει κάμψη, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και στο Άγιον  Ορος, χωρίς όμως να εξαφανιστεί και άπ’ αυτά ακόμη τα επαρχιακά κέντρα.

Ετσι βιβλιογράφος στη Νάουσα της Μακεδονίας στα 1615 αντιγράφει έργα του Βρυεννίου. 

Μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον της μακεδονικής μονής του Τίμιου Προδρόμου Σερρώνσυγκεντρώνεταιο πατριάρχης Γεννάδιος, άποτραβηγμένος από τα συνταρακτικά γεγονότα που ζεΐ,
 και γράφει τα καλύτερα θεολογικά έργα του που σώζονται ακόμη ως σήμερα αύτόγραφα.
Χρυσολωράς Μανουήλ 

Οι   λόγιοι της Μακεδονίας δυσκολεύονται να ζήσουν μέσα στην πνιγερή αυτή ατμόσφαιρα.

 Γ΄ αυτό ορισμένοι άποδημοϋν στη Δύση, όπου το πνευματικό και κοινωνικό περιβάλλον τους έδινε τη δυνατότητα να ζήσουν έλεύθερα και να καλλιεργήσουν τα γράμματα. ο πιο γνωστός από αύτούς είναι ο Θεσσαλονικέας Θεόδωρος Γαζής, που μετά την άλωση της πατρίδας του ήλθε στην Ιταλία και μέ το διδασκαλικό του έργο συνέβαλε στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση, όπου λίγα χρόνια πριν ο Μανουήλ Χρυσολωράςείχε προλειάνει το έδαφος.

Ο Θεσσαλονικέας ίσως   Ανδρόνικος ο Κάλλιστος (1486) καταφεύγει και αύτός στην Ιταλία, όπου διδάσκει τα ελληνικά μέ έπιτυχία.

Θερμός και άγνός πατριώτης ο Κάλλιστος, είναι από τους Έλληνες  έκείνους λόγιους του έξωτερικου, που προσπαθούν μέ τους λόγους και τα έργα τους να κινήσουν την προσοχή και συμπάθεια των δυνατών της ήμέρας για τους σκλαβωμένους Έλληνες .

Γέννημα θρέμμα έπίσης της Θεσσαλονίκης είναι ο Ματθαίος Καμαριώτης, ο πρώτος ϊσως σχολάρχης της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως.

Χαρακτηριστικό της φιλομουσίας των Θεσσαλονικέων κατά το τέλος ακόμη του πρώτου αιώνα της σκλαβιάς, πριν από το 1494, είναι ότι προσκαλοϋν από την Κέρκυρα τον γνωστό λόγιο Ιωάννη Μόσχο να διδάξει στην πόλη τους. οι λόγιοι της είναι κάτοχοι άξιόλογων χειρογράφων, όπως μαθαίνουμε από τον Ίάννο Λάσκαρι, που κατά τα τέλη του 15ου αιώνα περνά από τη Θεσσαλονίκη και άγοράζει χειρόγραφα από τους συγγενείς του Ματθαίου Λάσκαρι (πού μόλις είχε πεθάνει), από τον Μανουήλ Λάσκαρι, πιθανώς μακρινούς συγγενείς του, και από τον Δημήτριο Σγουρόπουλο.


Μαζί μέ τους δύο τελευταίους αύτούς λογίους, όπως και μέ άλλους διαφόρων πόλεων, θά συζήτησε πολλές φορές το προσφιλές θέμα της άπολυτρώσεως του ελληνικού και των άλλων βαλκανικών λαών.
 Μέσα σέ μιά ατμόσφαιρα θερμή από καημούς και πόνους, ξαναμμένοι οι σκλάβοι 'Έλληνες θά μίλησαν μαζί του ώρες ολόκληρες για τη μακριά και αξημέρωτη νύχτα της δουλείας.

Απελπισμένοι οι Έλληνες της Μακεδονίας συσπειρώνονται— στους τόπους όπου ύπάρχει μουσουλμανικός πληθυσμός — σε ορισμένες συνοικίες γύρω από μιά η περισσότερες περιφρονημένες από τους Τούρκους μικρές ως έπι το πλειστον εκκλησίες κι έτσι διατηρούν τη συνεκτικότητα και την έθνικότητά τους.

 Γιά τη συντήρηση των εκκλησιών αύτών η για την άνακαίνιση η και την άνίδρυσή τους συνεισφέρουν νεόπλουτοι, που έχουν άποκτήσει περιουσίες μέ το έμπόριο, η και άπόγονοι παλαιών οικογενειών του Βυζαντίου.

 Είναι πολύ πιθανό ότι στο παλαιό αυτό στρώμα άνήκει ο «έντιμότατος άρχων κυρός Κομνηνός Καλοκρατάς» Βεροίας, που άναλαμβάνει τις δαπάνες για την άνοικοδόμηση του ναού του 'Αγίου Νικολάου στα 1566, όπως μνημονεύει σχετική έπιγραφή στην κύρια πύλη από μέσα.
οι   χριστιανικές συνοικίες, συμμαζεμένες γύρω από τις εκκλησίες είναι πραγματικές νησίδες σωτηρίας, μέσα στον ταραγμένο ωκεανό της σκλαβιάς και της βαρβαρότητας, το χαρακτηριστικό βέβαια αύΤο παρατηρειται κυρίως στις μεγάλες πόλεις.

Αξιόλογα είναι τα έργα δυο μεγάλων Κρητικών ζωγράφων του 16ου αί., του Θεοφάνη και του Δαμασκηνού.
Ο πρώτος τελειοποίησε την τεχνική της εικόνας.

Θεοφάνης ο Κρης, 1546, ΙΜ Σταυρονικήτα
 Γνωστές τοιχογραφίες του Θεοφάνη στη Μακεδονία είναι του καθολικού της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον  ’Όρος (1535), το πιο άντιπροσωπευτικό έργο του, της τράπεζας της ϊδιας μονής, έργο άμφισβητούμενο, και του καθολικού της μονής Σταυρονικήτα (1546).


Πανσέληνος Μανουήλ, Πρωτάτο 14 αιων.
 Πηγές για τις έμπνεύσεις της εικονογραφίας του ύπήρξαν τα θέματα της έποχής των Παλαιολόγων, που τα έβλεπε στο Άγιον  ’Όρος και ιδίως οι έξαίσιες τοιχογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου (αρχές 14ου αι.) στην εκκλησία του Πρωτάτου των Καρυών.

Έκτος από τον Θεοφάνη, εμφανίζονται στο Άγιον  Όρος και άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Κρητικός Ζώρζης (καθολικό μονής Διονυσίου), ο Μακάριος (παρεκκλήσι της Θεοτόκου στη μονή του 'Αγίου Διονυσίου, 1615) και ιδίως ο Φράγκος Κατελάνος από τή Θήβα, οι όποιοι δεν ακολουθούν πιστά, όπως οι άλλοι, τον Θεοφάνη, αλλά προσπαθούν να ελευθερωθούν από τις επιδράσεις του.

Ο Κατελάνος ιστορεί στα 1560 το παρεκκλήσι του 'Αγίου Νικολάου στη Λαύρα.
Επίσης στον ίδιο πρέπει ν΄ άποδώσουμε και την άνώνυμη διακόσμηση του ναού της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων που έγινε στα 1548.
Ο Κατελάνος δεν έχει τη λιτότητα του Θεοφάνη, αλλά ιστορεί τις σκηνές του μέ κάθε λεπτομέρεια και δανείζεται πολλά από την ιταλική τέχνη, κυρίως στις μεγάλες συνθέσεις του.

Οι   έπιδράσεις του 'Αγίου Όρους  ως εστίας ζωγραφικής επί τουρκοκρατίας είναι αισθητές — κατά τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες — στη Σερβία και στη σημερινή σέρβική Μακεδονία.

Πραγματικά, όπως τότε, έτσι και τώρα (16ος αι.), Έλληνες  ζωγράφοι,που είχαν εργαστεί στο Άγιον  Ορος, στην Καστοριά και άλλου, ιστορούν εκκλησίες των περιχώρων του Πρίλεπ (Πριλάπου), τη Studenica στα 1568 και τη μονή του Krusedol στο Fruska Cora (16ος αι.).

 Έλληνες  έπίσης ύπήρξαν οι δάσκαλοι γνωστών Σέρβων ζωγράφων, όπως του Georgije Mitrofanovic, που στα 1621 ιστόρησε την τράπεζα του Χιλανδαρίου, του ιερέα Danilo, που στα 1664 έκαμε τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του 'Αγίου Νικολάου της Ιδιας μονής, καθώς και άλλων άκόμη.

Μολονότι μέ την ίδρυση του πατριαρχείου του Ίπέκ στα 1557 άρχίζει λαμπρή περίοδος της σερβικής ζωγραφικής, «ή μεταβυζαντινή εικόνα, η οποία είσέδυσε μέ διάφορους δρόμους μέσα στον σέρβικο πολιτισμό κατά την τουρκοκρατία, γράφει ό Djuric, κατέχει μια θέση ιδιαίτερη και σπουδαία στην ιστορία της τέχνης των Σέρβων και των άλλων γιουγκοσλαβικών λαών».

Η ήγετική θέση της ελληνικής ζωγραφικής κατά την περίοδο αύτή εξασφαλίζεται όχι μόνο μέ την αϊγλη της μεγάλης βυζαντινής παράδοσης, αλλά και μέ την άνανέωσή της κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκόκρατίας.

 Γι  αυτό έπιβάλλεται οχι μόνο στη Σερβία, αλλά και στις άλλες χώρες της χερσονήσου του Αίμου. Ακόμη και στη μεγάλη ομόδοξη αύτοκρατορία του Βορρά η ελληνική εικόνα προβάλλεται ως πρότυπο.

2.H Μακεδονία από τις συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) 
και του Πασσάροβιτς (1718)
 ως το τέλος της Έπαναστάσεως του 1821


Με τις συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και ιδίως του Πασσάροβιτς (1718), μέ τις όποιες διευρύνονται οι οικονομικές σχέσεις με την αύστριακή μοναρχία και γενικά μέ την Κεντρική Εύρώπη, η Μακεδονία γενικά και προπάντων οι μικρές η μεγάλες πόλεις της, που άποτελοϋν έπίκαιρα κέντρα στο μεταίχμιο των δύο αύτοκρατοριών, κέντρα του διαμετακομιστικοϋ έμπορίου, επρόκειτο να γνωρίσουν συνεχώς αύξανόμενες εύεργετικές έπιδράσεις ως αυτό ακόμη τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1914).

Η Αύστρία, που μέ τη συνθήκη του Πασσάροβιτς ένσωματώνει στα έδάφη της το Βελιγράδι, το μεγαλύτερο μέρος της Σερβίας μέ τη μικρή Βλαχία και το Βανάτο του Τέμεσβαρ, δεν είναι πιά και πολύ μακριά από τη Μακεδονία και το μεγάλο έμπορικό λιμάνι της, τη Θεσσαλονίκη, προς την οποία είναι δυνατόν να εξαχθούν τα εμπορεύματα της Κεντρικής Εύρώπης και να εισαχθοϋν άντίστοιχα τα προϊόντα της Ανατολής.

 Μεγάλες δυνατότητες εύκολου πλουτισμού παρουσίαζε το έμπόριο των μαλλιών, καπνού, βαμβακιού, βαμβακερών νημάτων (βαμμένων κόκκινων στα έργαστήρια της Βέροιας, καθώς και των κωμοπόλεων της Θεσσαλίας) και των σιτηρών που παράγονταν σε μεγάλες ποσότητες στις εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλονίκης και των Σερρών.

Αντί γι’αύτά οι Έλληνες  καρβανάρηδες και πραματευτέςείσήγαν βιομηχανικά προϊόντα της Κεντρικής Εύρώπης, τσόχες, διάφορα ύφάσματα, γυαλικά της Βοημίας, σιδερικά και έπιχρυσώματα.

’ Εκτός από τους Αύστριακούς και Γερμανούς καπιταλιστές, οι Γάλλοι, Αγγλοι, ’Ολλανδοι   ενδιαφέρονται ζωηρά για τα προϊόντα της Μακεδονίας και ιδρύονται βαθμιαία άντίστοιχα προξενεία και ύποπροξενεία σε διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις, έφόσον από τις άρχές του 18ου αι. η έμπορική κίνηση έκεΐ τονώνεται. Σ’ αύτήν πρωτοστατούν Έλληνες  και Εβραίοι.

 'Ορισμένοι για να ύπερπηδούν τα διάφορα εμπόδια που τους βάζουν οι τουρκικές άρχές πετυχαίνουν την προστασία του προξενείου ενός εύρωπαϊκοϋ κράτους και μέσω αύτοϋ εφοδιάζονται μέ ειδικό βεράτι που τους εξασφαλίζει ορισμένα προνόμια κατά την άσκηση της εργασίας τους.

Αυτοί   είναι οι λεγόμενοι προστατευόμενοι η μπαρατάριοι.
Στο μεγάλο κέντρο, στη Θεσσαλονίκη, καταφθάνουν και οι πρώτοι ξένοι έμποροι και άρχίζουν να σχηματίζονται οι πρώτες εύρωπαϊκές παροικίες.

Το έμπόριο στο έσωτερικό της Μακεδονίας διεξάγεται και έξυπηρετείται κυρίως μέ τις έμποροπανηγύρεις, όπως των Σερβίων, του Άβρέτ Χισάρ (Γυναικόκαστρου), Κιλκίς, της Ντόλιας η Ντόλιανης κοντά στο Πετρίτσι, του Μαυρονόρους κ.ά., παρά τους κινδύνους που διέτρεχαν οι έμποροι από τις επιθέσεις των ληστών, τις καταπιέσεις των άρματολών και τις άνταρσίες των κατοι  κων ορισμένων περιοχών.

Ακολουθεί η ελληνική επανάσταση του 1770 μέ την ύποκίνηση και σύμπραξη των Ρώσων που βρίσκονται σέ πόλεμο μέ τους Τούρκους, 1768-1774. 

Κατά τη διάρκεια του οι Ρώσοι, καθώς και οι Έλληνες  κουρσάροι, δρουν μέσα στο Αιγαίο.

Ρωσική μοίρα μάλιστα τον Αύγουστο του 1770 άγκυροβολεΐ στο λιμάνι της άρχαίας Θάσου και μεταβάλλει το νησί σέ ναυτική βάση. 

Ο άντίκτυπος των επιχειρήσεων έκδηλώνεται στη Μακεδονία μέ άλλεπάλληλες και ποικίλες οικονομικές έπιβαρύνσεις και καταπιέσεις των Τούρκων, ένώ στρατιώτες τους λιποτάκτες που γυρίζουν από τα βόρεια μέτωπα στις μακεδονικές πατρίδες τους λυμαίνονται την ύπαιθρο, ληστεύοντας, κακοποιώντας η και σκοτώνοντας τους διαβάτες.

Ζιάκας Θεόδωρος
Οι Τούρκοι ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους της Μακεδονίας, γιατί ορισμένοι κλεφταρματολοί   της,

 όπως ο γέρο Ζιάκας των Γρεβενών, 
ο Ζήδρος, 
ο Λάζος, 
ο Τόσκας και οι γιοι   του του Όλύμπου, καθώς και 
ο Μπλαχάβας των Χασίων, 

ακόμη και μετά τη συντριβή της έπαναστάσεως στην Πελοπόννησο έξακολουθοϋσαν τους άγώνες τους μέ άποτέλεσμα να έξουσιάζουν όλη την περιοχή από την Εδεσσα ως τα Τρίκαλα και από τα Σέρβια ως την Κατερίνη και τον Πλαταμώνα.

Μέ τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), που τόσα εύνοϊκά άποτελέσματα είχε για τους Έλληνες , όχι μόνο δεν άποκαθίσταται η τάξη στο έσωτερικό της Μακεδονίας, άλλ’ άντίθετα χειροτερεύει η άταξία μέ την άρβανιτοκρατία που έπικρατεΐ, δηλαδή μέ τις διάφορες αύθαιρεσίες των Αλβανών μισθοφόρων που είχαν χρησιμοποιηθεί για την κατάπνιξη της ελληνικής έπαναστάσεως του 1770 και οι όποιοι τώρα είχαν φωλιάσει σέ διάφορες πόλεις και χωριά και είχαν έξελιχθεΐ σέ καταπιεστές και τυράννους και αύτών ακόμη των Τούρκων.

 Η άνυπόφορη αύτή κατάσταση δυνάμωσε το ρεύμα των χριστιανών προς την έξωμοσία, το όποιο ποτέ δέν είχε διακοπεί.

 Άπό τα πιο άξιομνημόνευτα γεγονότα είναι οι έξισλαμισμοι  — από τα μέσα του 17ου αι. ως τις άρχές άκόμητου 19ου αι. — των κατοίκων πολλών ελληνικών χωριών της Δυτ. Μακεδονίας, ιδίως των ονομαζόμενων Βαλαάδων 
(άπό τον όρκο τους Βαλλαχϊ μά τον θεό, τη μόνη τουρκική λέξη που γνώριζαν),
 που ως τα τελευταία χρόνια, δηλαδή ως την άνταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών του 1924 (οπότε έφυγαν από την Ελλάδα ως Τούρκοι!),
 διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα.

Το ρεύμα προς την άλλαξοπιστία άναστέλλεται κάπως από τη βαθμιαία ύψωση της πνευματικής στάθμης στη Μακεδονία και γενικά στην 'Ελλάδα, που συμβαδίζει μέ την οικονομική της άνοδο: ιδρύονται στοιχειώδη σχολεία σέ διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις, ιδίως στις ορεινές, όπου ο ελληνικός πληθυσμός έπικρατεί και ο ζυγός είναι έλαφρότερος.
Βούλγαρης Ευγένιος

Μεγάλες ύπηρεσίες στον ελληνισμό προσέφερε τότε
 η Άθωνιάς Ακαδημία
 στην κορυφή ενός λόφου ΒΑ της
 μονής Βατοπεδίου, 
όπου δίδαξαν, μεταξύ άλλων, 

ο Κερκυραίος Εύγένιος Βούλγαρης και 

ο Μεσολογγίτης Παναγιώτης Παλαμάς,
 πρόγονος του μεγάλου ποιητή Κωστή Παλαμά. 

Από την Άθωνιάδα αποφοίτησαν νέοι, μοναχοί   και λαϊκοί, μαθητές κυρίως του Βούλγαρη, που σκορπίστηκαν στη Μακεδονίακαι γενικά στα πέρατα του ελληνικού χώρου και συνετέλεσαν μέ τις γνώσεις τους και προπάντων μέ τον ένθουσιασμό τους στηβαθμιαία άνοδο του πνευματικού έπιπέδου των κατοίκων. 

Κοσμάς ο Αιτωλός

Άπό τα θρανία της πέρασε και ο μεγάλος διδάσκαλος και έθνοκήρυκας, ο μοναχός Κοσμάς ο Αίτωλός,ο όποιος, κατά τις άλλεπάλληλες περιοδείες του μέ το θερμό του κήρυγμα σέ πόλεις και χωριά ιδίως της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας όχι μόνο στήριξε την πίστη των κατοίκων στον χριστιανισμό, αλλά συνετέλεσε στην ίδρυση πολλών σχολείων.

Τήν έποχή αύτή, δηλαδή το δεύτερο μισό του 18ου αι., πυκνώνεται ακόμη περισσότερο το ρεύμα των Μακεδόνων, ιδίως των Δυτικομακεδόνων, προς τις βόρειες χώρες της  Βαλκανικής, προς την Κεντρική Εύρώπη και τις παραδουνάβιες χώρες μέσ΄ από τις κοιλάδες του 'Αλιάκμονα, του Άξιου, Μοράβα και Δούναβη, καθώς και από τη Θεσσαλονίκη μέσ5 από τη Βοσνία η μέσ’ από τις Σέρρες άκολουθώντας την κοιλάδα του Στρυμόνα.

Οι Μακεδόνες αυτοί  εγκαθίστανται οριστικά σε διάφορες από τις παραπάνω χώρες (στή Σερβία και Βοσνία έξελίσσονται σε δραστήριους έμπορους και άποτελοΰν την άστική τάξη των χωρών αύτών, κατά τις ομολογίες των ιστορικών τους, και οι γόνοι τους προκαλούν την έθνική αφύπνιση του τόπου), ιδίως χιλιάδες σέ πάμπολλα χωριά και πόλεις 

της Αύστρίας και Ούγγαρίας, 
όπου ιδρύουν σχολεία, 
εκκλησίες, 
νεκροταφεία, στα όποια και σήμερα μπορεί να ιδεί κάνεις τις
έπιτύμβιες ελληνικές έπιγραφές
Το εξώφυλλο του βιβλίου
«Αλφαβητάριον Μικρόν
προς εύκολον μάθησιν των παιδίων»
(1792, Βιέννη,
τυπογραφείο Γεωργίου Βεντότη)

Στο πανεπιστημιακό τυπογραφείο της Βούδας, καθώς και στο τυπογραφείο Tzattner και Karolyi της Πέστης, που ονομάζεται σέ πολλές έκδόσεις «Έλληνικόν Τυπογραφειον», τυπώνονται άλφαβητάρια, 
άναγνωστικά, 
έγχειρίδια γραμματικής, 
ρητορικής, 
λεξικά, 
ιερές ιστορίες, 
κατηχήσεις, 
έργα άστρονομίας, 
γεωμετρίας, 
ιστορίας, 
φυσικής κ.λ. 
στη Βιέννη ακόμη έκδίδονται οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες, από τις όποιες όνομαστότερες
 η «’Εφημερις» των Σιατιστινών Μαρκιδών Πούλιου.

Οι   Μακεδόνες άπόδημοι πρωτοστατούν στον διαφωτισμό του έθνους. 


Ειδικά μάλιστα οι οικονομικές και πολιτιστικές επιδράσεις τους στις ιδιαίτερές τους πατρίδες είναι τεράστιες:
 άνοίγουν σχολεία, 
στέλνουν βιβλία, 
ένισχύουν άπορες οικογένειες, 
κτίζουν η άνακαινίζουν έκκλησίες μέ ωραία ξυλόγλυπτα τέμπλα, άμβωνες, τις κοσμούν μέ τοιχογραφίες, 
εικόνες, άλλα 
άναθήματα, 
κατασκευάζουν έργα κοινής ωφέλειας και τέλος τα ωραία άρχοντόσπιτα του 17ου, 18ου και 19ου αι., που θαυμάζαμε ως τα τελευταία χρόνια
 στη Μοσχόπολη, 
στην Καστοριά, 
στη Σιάτιστα, 
στην Κοζάνη, 
στη Βέροια, 
στη Σαμαρίνα, 
στην Αχρίδα, 
στις Σέρρες, 
στο Μελένικο και άλλου. 

Η άρχιτεκτονική μορφή των αρχοντικών αύτών, η οποι  α προέρχεται από την οργανική έξέλιξη του αγροτικού σπιτιού προς ένα τύπο τελειοποιημένο από πρακτική και αισθητική άποψη, παρουσιάζει τη γένεση και ανάπτυξη της άστικής κοινωνίας κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας.

Οι   εύποροι Έλληνες  αστοί  και οι λόγιοι του έξωτερικοϋ, όπως όλοι οι άστοι   των εύρωπαϊκών κρατών, είναι φιλελεύθεροι και έπαναστατικοι  , 
είναι αύτοι   που άφυπνίζουν το ελληνικό έθνος και οργανώνουν την πανελλήνια έξέγερση. 

Μέσ’ από τους κόλπους των πηγάζει στη Βιέννη 
η κίνηση του Ρήγα, 
που την πλαισιώνουν Έλληνες  της Μακεδονίας, 
οι στενότεροι συνεργάτες της, 

οι άδελφοι   Παναγιώτης και Ιωάννης Εμμανουήλ από την Καστοριά, έπίσης 
ο Γεώργ. Θεοχάρης από την ίδια πόλη, 
ο Θεοχ. Τορούντζιας, 
ο Κωνστ. Δούκας και 
ο Γεώργιος Πούλιου από τη Σιάτιστα.

Η παράδοση του Ρήγα και ορισμένων από τους συνεργάτες του, Μακεδόνες και άλλους Έλληνες , από τους Αύστριακούς στους Τούρκους και η θανάτωσή τους στο Βελιγράδι συγκλόνισαν όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τις άλλες βαλκανικές χώρες, έσπειραν τον καρπό της έλευθερίας τους, έφόσον μάλιστα η κατάσταση της τρομοκρατίας έκεΐ κάτω όχι μόνο δέν παρουσίαζε βελτίωση, άλλ’ άπεναντίας χειροτέρευε.

Τήν έποχή αύτή συνταράζει τους Έλληνες , ιδίως της Μακεδονίας και Θεσσαλίας, η άνταρσία των Σέρβων (1804 κ.έ.), η οπία έχει μεγάλη άπήχηση στους κλεφταρματολούς του Όλύμπου, των Χασίων και του Βερμίου.

Αύτοί , έπωφελούμενοι από την άναταραχή, ξαναρχίζουν τους άγώνες τους έναντίον των Τούρκων.

Έτσι φτάνουμε στις παραμονές της μεγάλης έλληνικής έπαναστάσεως του 1821, την οποία οργανώνει κυρίως ηΦιλική Εταιρεία (1814-1821) που έργάζεται συνωμοτικά μέ έπιτυχία και στη Μακεδονία. 

Εκεί ο έπαναστατικός σπινθήρας μεταδίδεται κατά τα μέσα Μαίου 1821, μέ την ανταρσία των κατοίκων του Πολυγύρου, και ξαπλώνεται σέ όλη τη Χαλκιδική, και στις τρεις χερσονήσους της Κασσάνδρας, Σιθωνίας και Άγ. Όρους, όπου μάλιστα αποβιβάζεται, προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη, 
ο ’Εμμ. Παπάς (1772-1821) από τη Δοβίστα των Σερρών, 
έπιφανής φιλικός,φέρνοντας μαζί του πολεμοφόδια.

Στή Θεσσαλονίκη, αλλά και σέ άλλα κέντρα της Μακεδονίας, ακόμη και σέ μικρά χωριά που βρίσκονταν στους δρόμους της καθόδου των τουρκικών στρατευμάτων η των Αλβανών μισθοφόρων προς τη Νότια Ελλάδα οι κάτοικοι ζούν ήμέρες τρομερής άγωνίας μέ τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και τις έκτελέσεις που βλέπουν έμπρος στα μάτια τους καθημερινά.

Δύο είναι κυρίως τα έπαναστατικά σώματα των ' Ελλήνων, από τα όποια το ένα ύπό τον ’Εμμ. Παπά προχωρεί ως το Στενό της Ρεντίνας και στο ’Εγρι Μπουτζάκ και το άλλο ύπό τον Χάψα ως τρεις ώρες έξω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά οι άνδρες τους είναι άοπλοι η κακώς οπλισμένοι και έντελώς άνοργάνωτοι.

 Γι αυτό και άπωθούνται από τους Τούρκους και καταφεύγουν μέ πλήθη προσφύγων στις χερσονήσους Κασσάνδρας και Άγ. ’Όρους, όπου και οχυρώνονται.

 Τέλος τα ξημερώματα της 30ής Όκτωβρίου ο νέος πασάς της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ ’Εμιν σπάζει τις γραμμές των ύπερασπιστών της Κασσάνδρας, την κυριεύει και άναγκάζει τους μοναχούς του Άγ. Όρους και τους κατοίκους της Θάσου να συνθηκολογήσουν.

Ο ’Εμμ. Παπάς άπελπισμένος φεύγει μέ κοσμικούς και μοναχούς στην "Υδρα, αλλά στο ταξίδι παθαίνει συγκοπή και το καράβι τον βγάζει στην ξηρά νεκρό.

Το επόμενο έτος νέα άνταρσία των Ελλήνων στην περιοχή του Όλύμπου, Πιερίων (Μάρτιος-Απρίλιος 1822) καταλήγει και πάλι σέ καταστροφή παρά την ήρωική τους άντίσταση σέ διάφορα σημεία.

Η άποτυχία αύτή καταδίκασε και την έπέκταση των έπιχειρήσεων στη Δυτική Μακεδονία.

Χιλιάδες πρόσφυγες καταφεύγουν στη Νότια Ελλάδα, όπου συνεχίζουν τον αγώνα τους έναντίον των Τούρκων. στα κενά που δημιουργούνται από τους φόνους, τους έξανδραποδισμούς η και από τη φυγή των κατοίκων εισδύουν μουσουλμάνοι, Σλάβοι χωρικοι   η και Εβραίοι (στά αστικά κέντρα).

Ήταν και αυτό ένα νέο αίτιο για την αραίωση του πυκνού ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας.
Αλλά και μετά το 1822 αισθητές είναι στη Μακεδονία οι έπιπτώσεις της έπαναστάσεως που μαίνεται για χρόνια στη Νότια Ελλάδα, έπιβαρύνσεις των κατοίκων σέ χρήμα, καταπιέσεις, στρατολογίες εργατών, έπιδρομές, καταλύματα, διατροφή Αλβανών μισθοφόρων σέ πόλεις, χωριά και κωμοπόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, λεηλασίες κ.λ. κατά το πέρασμά τους.

Τέλος κατά τα μέσα του 1830 ο Ρούμελη βαλεσή (διοικητής της εύρωπαϊκής Τουρκίας) Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς, που εδρεύει στο Μοναστήρι, άποβλέποντας στην επιβολή της τάξης έξοντώνει μέ δόλο έξω από την πόλη τους πιο σημαντικούς Αλβανούς αρχηγούς, και κατά το τέλος του ϊδιου χρόνου Έλληνες  άρματολούς στη Θεσσαλία, ένώ τους συντρόφους των της Μακεδονίας τους διώκει και τους άναγκάζει να ζητήσουν καταφύγιο στην έλεύθερη Ελλάδα.

Αυτό ήταν και το τέλος γενικά του άρματολισμού.

Άπό τώρα και στο εξής άρχίζουν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Μαχμούτ Β'.


Ελληνικότητα Μακεδονίας: Ελληνικά επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία 1830-1878

$
0
0
Ο αρχιστράτηγος της Μακεδονίας
Καρατάσος Τσάμης

Ε. Κωφού-Δημ.Σπ. Τσαφαρά, 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΡ. 63
Θεσσαλονίκη 1983
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


Η Μακεδονία, παρά την ομόθυμη συμμετοχή των κατοίκων της στον Αγώνα του 1821, που αλλού πρόλαβε να εκδηλωθεί με ένοπλες εξεγέρσεις και αλλού παρέμεινε στο στάδιο της προετοιμασίας, και παρά τις εκατόμβες των θυσιών της σε αίμα και καταστροφές, έμεινε έξω από τα σύνορα του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους.

Το δέντρο της ελευθερίας, για να ανθήσει  έπρεπε να ποτιστεί πάλι με πολύ αίμα. Σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αί. οι Μακεδόνες δεν έπαψαν να προσβλέπουν στην απελευθέρωσή τους και να αγωνίζονται για τον ιερό αυτό σκοπό.

’Ενώ δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί οι διαδικασίες, με τις όποιες η οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώριζε την ανεξαρτησία του μικρού ελληνικού κράτους, άρχισαν οι πρώτες ζυμώσεις για μελλοντικές εξεγέρσεις στις ελληνικές έπαρχίες της Τουρκίας.

Αγωνιστές του ’21, εκπατρισμένοι στο ελληνικό βασίλειο από τη Μακεδονία και άλλες αλύτρωτες περιοχές, καθώς και στρατιωτικοί, πολιτικοί η και λόγιοι, που είχαν διαδραματίσει κάποιο ρόλο στον Αγώνα, αποτελούσαν τις ομάδες απ’ όπου ξεκινούσαν συζητήσεις και σχέδια μυστικών εταιρειών για τον ξεσηκωμό της Μακεδονίας και των άλλων υπόδουλων περιοχών.

Μια τέτοια εταιρεία π.χ. υπήρξε η «Εταιρεία των Φιλορθοδόξων», η οποία, παράλληλα με τους άλλους σκοπούς της, καλλιεργούσε και την ιδέα επαναστάσεων στη Θεσσαλία,'Ήπειρο και Μακεδονία.

Η Εταιρεία αυτή που διαλύθηκε το 1840 είχε εκπρόσωπό της για τη Μακεδονία τον Μ. Παπά. 

Στην ανασύνταξη των Μακεδόνων προσφύγων και στην προετοιμασία τους για ομαδική εξέγερση στην κατάλληλη στιγμή ηγετικό ρόλο είχε αναλάβει ο Τσάμης Καρατάσος, γιος του γερο-Καρατάσου της επαναστάσεως του '21.

Στις τρεις πρώτες δεκαετίες ο Τσάμης Καρατάσος αποτέλεσε την κυρίαρχη μορφή ανάμεσα στους Μακεδόνες αγωνιστές και υπήρξε ο φυσικός αρχηγός κάθε επαναστατικής προσπάθειας στη Μακεδονία.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι και η περίπτωση του στρατηγού Μακρυγιάννη, ο όποιος, διατηρώντας καλές σχέσεις με τους Μακεδόνες πολέμαρχους του Αγώνα, μετά την ίδρυση του κράτους μύησε αρκετούς απ’ αυτούς στην ιδέα ενός δεύτερου ξεσηκωμού.

Με την παρότρυνση του Μακρυγιάννη ανέλαβε αρματολός στα Μαντεμοχώρια ο οπλαρχηγός Ιλαρίωνας και μυούσε στην εθνική ιδέα τους πατριώτες.

Στα 1839-40 εμφανίζονται στη Μακεδονία δύο κινήσεις που απέβλεπαν  στον ξεσηκωμό των Μακεδόνων.

Η μία προερχόταν από πράκτορες του Μεχμέτ Άλή της Αίγύπτου, ο οποίος βρισκόταν σε έμπόλεμη κατάσταση με τον σουλτάνο.

Οι πράκτορες αυτοί με βάση την Καβάλα και τη Θάσο — παραχωρημένες από τον Μαχμούτ Β' (1808-1839) στον Μεχμέτ Άλή — προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν εναντίον του σουλτάνου χριστιανούς και μουσουλμάνους.

Η άλλη κίνηση ξεκινούσε αποκλειστικά από Ελληνες, μια επαναστατική επιτροπή από τους Μακρυγιάννη, Δόσιο, Δαμιανό, Ναούμ και άλλους, η οποία, έχοντας εξασφαλίσει και τη συμμετοχή του Τσάμη Καρατάσου, συγκέντρωνε χρήματα και οργάνωνε σώματα για τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.

O τελευταίος μάλιστα ξεκίνησε για τη Μακεδονία, αλλά αναγκάστηκε από θαλασσοταραχή να σταματήσει στο Πήλιο. Στη συνέχεια όμως κατευθύνθηκε προς την Κρήτη και έλαβε μέρος στην επανάσταση της μαζί με άλλους Μακεδόνες, ελπίζοντας να επανέλθει αργότερα στην πατρίδα του με τη βοήθεια και των Κρητικών.

Η αποτυχία όμως στην Κρήτη ματαίωσε τα σχέδια.

 Στο Άγιον  Όρος  έφτασε μόνον ο Βελέντζας, αλλά και αυτός αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Θεσσαλία, γιατί οι μοναχοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να εκτεθούν σε κίνδυνο από επιπόλαιες ενέργειες. Οι μικροκινήσεις του Καρατάσου και του Βελέντζα, καθώς και η εξέγερση στην Κρήτη, είχαν ώς αποτέλεσμα να ξεσπάσει η οργή των Τούρκων κατά των χριστιανών, ιδίως των Ελλήνων, άλλά έκαναν αισθητό τον ρόλο της Μακεδονίας στα ευρύτερα αλυτρωτικά σχέδια του ελληνισμού.

Μετά τα γεγονότα του 1839-1841 και ως το 1854, που σημειώνεται μια σοβαρή προσπάθεια για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, συνεχίζονται οι δραστηριότητες των μυστικών εταιρειών.

Οι προσπάθειες αυτές μπορεί να μην είχαν θεαματικά αποτελέσματα  διατηρούσαν όμως σε εγρήγορση τον ελληνισμό μέσα και έξω από το βασίλειο για τη μοίρα των υπόδουλων αδελφών.

Εξάλλου στο χρονικό αυτό διάστημα η Μεγάλη Ιδέα παίρνει συγκεκριμένη μορφή ώς πολιτική του βασιλείου και συμπαρασύρει και την ηγεσία του κράτους, η οποία ευνοεί μυστικά την υποκίνηση επαναστατικών κινημάτων στις υπόδουλες επαρχίες.
’Έτσι μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα, η Μακεδονία — μαζί με την ’Ήπειρο, Θεσσαλία και Κρήτη — παραμένει στην πρώτη σειρά του προγράμματος της Μεγάλης Ιδέας.

Τον 9 Οκτώβριο του 1853 ξεσπάει νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο γνωστός Κριμαϊκός, που στην ' Ελλάδα προκάλεσε γενική κινητοποίηση, γιατί τόσο ο ’Όθωνας όσο και οι περισσότεροι πολιτικοί πρόβλεπαν ήττα και διάλυση της Τουρκίας. Έτσι με προσωπική ανάμειξη του βασιλιά καταρτίστηκαν ένοπλα σώματα που θα δρούσαν στις τρεις βόρειες υπόδουλες ελληνικές επαρχίες

Η είσοδος των σωμάτων και οι εχθροπραξίες στην ’Ήπειρο και τη Θεσσαλία προηγήθηκαν, ενώ στη Μακεδονία το πρώτο ένοπλο σώμα με τον Τσάμη Καρατάσο ώς «αρχιστράτηγον της Μακεδονίας» αποβιβάστηκε στη Σιθωνία στις 6/18 Απριλίου 1854.

 Ο  Καρατάσος, επικεφαλής μεγάλης δυνάμεως προσπάθησε να ξεσηκώσει τη Χαλκιδική και τους Αγιορείτες μοναχούς.

 Με προκήρυξη που απηύθυνε φτάνοντας στη Μακεδονία καλούσε όλους τους χριστιανούς να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων

Και πράγματι παντού γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό και οι νέοι έσπευδαν να καταταγούν έθελοντές στο σώμα του.

 Στο μεταξύ όμως η Αγγλία και η Γαλλία συμμάχησαν με την Τουρκία και κήρυξαν τον πόλεμο έναντίον της Ρωσίας.

Επειδή η 'Υψηλή Πύλη είχε ζητήσει λίγο νωρίτερα από την Ελλάδα να ανακαλέσει τα άνταρτικά σώματα και η απαίτησή της δεν έγινε δεκτή,
 οι Άγγλογάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά και επέβαλαν στην Αθήνα κυβέρνηση της προτιμήσεώς τους. 

Παράλληλα, με εντολή του Γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη, γαλλικό πολεμικό έσπευσε στη Σιθωνία και βούλιαξε το πλοίο των επαναστατών  το όποιο μετέφερε τα πυρομαχικά, καθώς και διάφορα βοηθητικά πλοιάρια.
Ο  Καρατάσος, παρά τις δυσμενείς αυτές συνθήκες, συνέχιζε τον αγώνα, προσβάλλοντας τις τοπικές φρουρές και προκαλώντας σοβαρές απώλειες στον εχθρό.

 Οι Τούρκοι στο μεταξύ συγκέντρωσαν σημαντικές δυνάμεις στη Χαλκιδική, ενέσπειραν τον τρόμο στον άμαχο πληθυσμό καισκότωσαν, σχεδόν χωρίς αφορμή  27 προκρίτους του Πολυγύρου. 

Έτσι τα γεγονότα αυτά πάγωσαν τον αρχικό ενθουσιασμό των εντοπίων και των Αγιορειτών μοναχών και άνάγκασαν τον Καρατάσο να συμπτυχτει στη θέση Κουμίτσα, κοντά στην 'Ιερισσό.
Η έπίθεση των Τούρκων έγινε στις 16/28 Μαΐ'ου και το σώμα του Καρατάσου, παρά τον ηρωισμό των ανδρών του, δεν μπόρεσε να την αντιμετωπίσει, γιατί οι θέσεις του δεν ήταν φυσικά οχυρές και ο εχθρός πολλαπλάσιος.

Οι Τούρκοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες, αλλά και του Καρατάσου έπεσαν 90 άνδρες στο πεδίο της μάχης. Ο  ίδιος μετά την αποτυχία αυτή υποχώρησε στο Άγιον  Όρος , απ’ όπου, με τη μεσολάβηση των ξένων προξένων, επέστρεψε με γαλλικό πολεμικό στη Χαλκίδα.

Η απόβαση του Καρατάσου στη Χαλκιδική αποτελούσε το ένα μόνο σκέλος του πολεμικού σχεδίου που πρόβλεπε ταυτόχρονη εισβολή στη Μακεδονία και από δύο άλλα σημεία: το ένα από τη Δυτική Μακεδονία και το άλλο από την ’Όσσα’Όλυμπο, όπου θα έφτανε μέσω Θεσσαλίας ισχυρό σώμα ’ Ολυμπίων οπλαρχηγών.

Το σώμα αυτό  2.500 περίπου άνδρες, κατέλαβε τα Τέμπη, τον νότιο ’Όλυμπο και έφτασε κοντά στην Κατερίνη.
Ζίακας Θεόδωρος

Η εξασθένηση της επαναστάσεως στις άλλες περιοχές και η μεσολάβηση των προξένων Αγγλίας και Γαλλίας έπεισαν τους επαναστάτες να δεχτούν ανακωχή και να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Στη Δυτική Μακεδονία εξάλλου ο Θεόδωρος Ζιάκας κατέλαβε τη δυτική Πίνδο άπ’ όπου έκαμε συνεχείς επιδρομές στην περιοχή Γρεβενών και Ανασελίτσας.

Οι επιτυχίες του ξεσήκωσαν τους πιο θερμούς νέους των γειτονικών χωριών και αρκετούς Κοζανίτες που έσπευσαν να καταταγούν στο σώμα του.

Πολυάριθμος τουρκικός στρατός κινήθηκε κατά του Ζιάκα, ο οποίος οχυρώθηκε στο Σπήλαιο των Γρεβενών και αμύνθηκε επί ημέρες γενναιότατα.

Οι φθορές που προξένησε στον εχθρό ήταν μεγάλες, αλλά και οι ελπίδες για τελική απόκρουση μηδαμινές. Οι πρόξενοι των Δυνάμεων στα Γιάννενα μετέβησαν στον τόπο των έχθροπραξιών και πρότειναν στον Ζιάκα να αποχωρήσει  εγγυώμενοι αυτοί για την ασφάλεια των γυναικοπαιδών κ.λ.

Ο  Ζιάκας στην αρχή απέρριψε την πρόταση των Τούρκων και των προξένων, άλλά τελικά, βλέποντας τις δυσκολίες να συνεχίσει τον αγώνα, κάμφθηκε και έφυγε και αύτός, όπως και ο Καρατάσος και οι ’ Ολύμπιοι  οπλαρχηγοί, στην ελεύθερη Ελλάδα.

Η περιοχή των Γρεβενών πλήρωσε στη συνέχεια την ανταρσία της με καταστροφή και ερήμωση.

Η έκβαση της επαναστάσεως του 1854 στη Μακεδονία στάθηκε ατυχής, άλλα οι προσπάθειες των Μακεδόνων για ελευθερία δεν σταμάτησαν.

 Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι αντάρτες αποχώρησαν  αριθμός ενόπλων παρέμεινε στον μακεδονικό χώρο εναλλάσσοντας τον ρόλο του επαναστάτη με του ληστή.

 Έτσι επιβίωσαν πυρήνες που διατηρούσαν εμπειροπόλεμο δυναμικό έτοιμο, ώστε σε νέα ευκαιρία να μεταπηδήσουν και πάλι από το ληστρικό στο επαναστατικό τους έργο.

Από την άλλη μεριά οι ντόπιες παραδοσιακές δυνάμεις του ελληνισμού — έμποροι, δημογέροντες, δάσκαλοι, κληρικοί — καλλιεργούν με πείσμα την εθνική ιδέα, επικουρούμενες και από τη γενιά των νέων επιστημόνων, που σπουδασμένοι στο ελεύθερο βασίλειο και διαποτισμένοι με έντονο εθνικιστικό πνεύμα επιστρέφουν και εγκαθίστανται στις γενέτειρές τους.

Παράλληλα στην ελεύθερη Ελλάδα πλήθαιναν οι διάφορες οργανώσεις Μακεδόνων, όπως η «’Οργάνωση των Μακεδόνων Φοιτητών», η «Προπαρασκευαστική Επιτροπή των Μακεδόνων» κ.ά.

Στόχος των οργανώσεων αυτών  που βρίσκονταν σε στενή επαφή με τις τοπικές επαναστατικές επιτροπές του εσωτερικού της Μακεδονίας, έμενε πάντα η απελευθέρωση της πατρίδας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο  Τσάμης Καρατάσος εξάλλου συνέχιζε για ένα διάστημα τις μυστικές του ενέργειες και συνεννοήσεις για νέα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία.


 Νέα ευκαιρία για εξέγερση στη Μακεδονία παρουσιάστηκε την εποχή της Μεγάλης Κρητικής Επαναστάσεως (1866-1868). Την εποχή εκείνη, τα ανήσυχα επαναστατικά στοιχεία ανάμεσα στους Μακεδόνες που ζούσαν στο βασίλειο διείδαν δυνατότητες για επεκτάσεις του επαναστατικού κινήματος και στις βόρειες υπόδουλες επαρχίες.

 Ανάμεσά τους ο Λεωνίδας Βούλγαρης, ανήσυχος πατριώτης, έχοντας δικά του επαναστατικά σχέδια για τη Μακεδονία, όταν ξέσπασε η κρητική επανάσταση το 1866 αποβιβάσθηκε στην Όρμύλια της Χαλκιδικής μαζί με τον καπετάν Γεωργάκη, τον Μαδεμοχωριανό, και με δύναμη 25-30 άτόμων.

Σκοπός του ήταν να ξεσηκώσει τους υπόδουλους αδελφούς. Οι Τούρκοι όμως γρήγορα εξουδετέρωσαν το σώμα του Βούλγαρη συλλαμβάνοντας τον ίδιο και τους περισσότερους άνδρες του και ενσπείροντας, όπως συνήθως, κύμα τρομοκρατίας στον πληθυσμό.

Σε λιγότερο από μια δεκαετία η τύχη της Μακεδονίας ήρθε και πάλι στο προσκήνιο.

Το 1878, ύστερα από νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο, υπογράφηκε η περιώνυμη συνθήκη του 'Αγίου Στεφάνου, με την οποία ιδρυόταν η μεγάλη ηγεμονία της Βουλγαρίας, που θα περιλάμβανε όχι μόνο τις χώρες μεταξύ Δούναβη και Αίμου  άλλά και τη Βόρεια Θράκη, τη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία, έκτος από τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική και τις επαρχίες Κοζάνης και Σερβίων, περιοχές κατοικούμενες από πυκνούς ελληνικούς πληθυσμούς. 


Στέφανος και Ιών Δραγούμης
Οι 'Έλληνες όμως δεν ήσαν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν χωρίς μάχη τον αγώνα. ’Ήδη σ’ όλη τη διάρκεια του 1877 γίνονταν μυστικές συνεννοήσεις για ένα γενικό ξεσηκωμό.

Στο μεταξύ, επειδή η κεντρική επιτροπή των εθνικών εταιρειών «Εθνική ’Άμυνα» και «Αδελφότης» είχε την ευθύνη για την ταυτόχρονη προετοιμασία της εξέγερσης στην Κρήτη, Θεσσαλία και Μακεδονία, είχε συγκροτηθεί, όπως είπαμε, στην Αθήνα η

«Μακεδονική Επιτροπή»
 η «Έπιτροπή Μακεδόνων»

με μοναδική φροντίδα της την οργάνωση της επαναστάσεως στη Μακεδονία.

Η έπιτροπή αυτή άπαρτίσθηκε από προσωπικότητες μακεδονικής καταγωγής, όπως οι 
Στέφανος Δραγούμης, 
Λεωνίδας Πασχάλης, 
Ιωάννης Πανταζίδης, 
Γεώργιος Παπαζήσης, 
Νικόλαος Χαλκιόπουλος κ.ά. 

Τον ίδιο καιρό ο Λεωνίδας Βούλγαρης ετοίμαζε ισχυρό σώμα για να προκαλέσει εξέγερση στην Ανατολική Μακεδονία. 

Στο εσωτερικό της Μακεδονίας την ιδέα της επαναστάσεως είχαν ασπαστεί οι κάτοικοι του Όλύμπου και της Πιερίας, εκτεταμένη δε προετοιμασία είχε συντελεστεί στις περιοχές Κοζάνης, Σιάτιστας, Καστοριάς, Μοναστηριού, Χαλκιδικής και Σερρών.


Ο  λοχαγός Κοσμάς Δουμπιώτης με σώμα 500 άνδρών και σύμβουλο τον Λεωνίδα Πασχάλη αποβιβάστηκε στην Πιερία στις 16/28 Φεβρουάριου και μετά 3 ήμέρες
 στο Λιτόχωρο σχηματίστηκε
 «Προσωρινή Κυβέρνησις της Μακεδονίας» 
με πρόεδρο τον Λιτοχωρινό 
Ευάγγελο Κοροβάγκο. 

Έτσι στις 19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878, ημέρα υπογραφής της συνθήκης του 'Αγίου Στεφάνου, κατά περίεργη σύμπτωση, η αγωνία των Ελλήνων της Μακεδονίας εκδηλωνόταν με την επανάσταση της περιοχής Όλύμπου-Πιερίων. 

Η επαναστατική κυβέρνηση απηύθυνε διακήρυξη προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, από τις όποιες ζητούσε υποστήριξη στον δίκαιο αγώνα της και προστασία των γυναικοπαιδών από την τουρκική θηριωδία.

Σημαντική υπήρξε και η συμμετοχή των κατοίκων της Πιερίας.
Χάρη στις πρωτοβουλίες του επισκόπου Κίτρους Νικολάου, του αρχηγέτη των Βλάχων του Βερμίου Πατραλέξη και των ληστανταρτών Χοστέβα’καί Καλόγηρου, ολόκληρη η περιοχή Όλύμπου-Πιερίας, εκτός από την Κατερίνη, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.

Δυστυχώς όμως μιά σειρά σφαλμάτων τακτικής και η γρήγορη αποστολή τουρκικών δυνάμεων είχαν ως αποτέλεσμα να πυρποληθεί το Λιτόχωρο και πολλά χωριά, να περιοριστεί ο αγώνας σε ανταρτοπόλεμο και τέλος να αναγκαστοϋν οι επαναστάτες να καταφύγουν στη Θεσσαλία και στη συνέχεια στην ελεύθερη Ελλάδα.

Στη Δυτική Μακεδονία, μετά την άφιξη του Δουμπιώτη στην Πιερία, νέοι των περιοχών Σερβίων, Κοζάνης και Καστοριάς πήραν τα όπλα και περίμεναν τον ερχομό σωμάτων από το ελληνικό βασίλειο.

Και στην περιοχή αυτή συγκροτήθηκε  
«Προσωρινή Κυβέρνησις της Επαρχίας Έλιμείας» 
με πρόεδρο τον Κοζανίτη 
Ιωάννη Κοβεντάρο, 
γραμματέα τον Καστοριανό 
Αναστάσιο Πηχεώνα 
και στρατιωτικό αρχηγό τον ντόπιο οπλαρχηγό 
Ιωσήφ Λιάτη. 

Μέσα σε δυο μήνες το αντάρτικο, ενισχυμένο και με επαναστάτες και οπλαρχηγούς που είχαν μετάσχει στις εξεγέρσεις Θεσσαλίας, Ηπείρου και Όλύμπου-Πιερίας, άπλώθηκε σε όλη την ορεινή περιοχή από την Κοζάνη ως το Μοναστήρι.

 Για ένα διάστημα στο Πισοδέρι της Φλώρινας δημιουργήθηκε αρχηγείο σωμάτων που η δύναμή τους έφτασε περίπου στις 2.000 άνδρες. 

Μολονότι οι Τούρκοι κήρυξαν στρατιωτικό νόμο και συγκέντρωσαν στην περιοχή στρατό 15.000 άνδρών, οι επαναστάτες κράτησαν ως τον Νοέμβριο του 1878, οπότε οι καιρικές συνθήκες τους άνάγκασαν να διαλυθούν.

Στο μεταξύ, το καλοκαίρι της χρονιάς αυτής στο Βερολίνιο συνέδριο πραγματοποιήθηκε η αναθεώρηση των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και 
η Μακεδονία παρέμεινε βέβαια στην Τουρκία, 
αλλά ξέφυγε από τη βουλγαρική αρπαγή.

Οι εξεγέρσεις στη Μακεδονία δεν ήταν , δυνατό να οδηγήσουν στην απελευθέρωσή της. 

Υπογράμμιζαν όμως τον δυναμισμό του ελληνισμού της χώρας και τον πόθο για ελευθερία.

 Συγχρόνως κατέγραψαν την ελληνική αντίδραση στις απαράδεκτες διατάξεις της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, την οποία αντίδραση εκμεταλλεύτηκαν όσοι είχαν συμφέρον για την ανατροπή της συνθήκης και την απομάκρυνση των ορίων του βουλγαρικού κράτους από τη Μακεδονία.

Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι σταμάτησαν οι αγώνες των Μακεδόνων για έλευθερία.

 Αντίθετα η πάλη,
 διμέτωπη τώρα, 
θα άρχιζε πιο σκληρή και ανελέητη 
 γιατί οι Βούλγαροι με κάθε μέσον ήθελαν να διεισδύσουν στη Μακεδονία
ενώ οι Τούρκοι αγωνίζονταν να θωρακίσουν τη θέση τους ως κυριάρχων του μακεδονικού χώρου.

Namensstreit Makedonien-Makedonische Frage: Irrtümer und Fakten

$
0
0
Löwenjagd. Mosaik im Museum in Pella
Μωσαικό, Μουσείο Πέλλα, Μακεδονία
Мозаик во музејот во Пела, Македонија

Ioannis Gegas
             
In den letzten Jahren sind viele Fehlinformationen über die sogenannte makedonische Frage, entweder durch Unkenntnis oder gezielter Propagierung im Umlauf gekommen. 

Das Problem hat sich durch die systematische Propaganda, die aus dem ehemaligen kommunistischen Jugoslawien, und heute der ehemaligen jugoslawischen Republik (FYROM) stammt, zugespitzt, und dies mit der extremen und fanatischen Diaspora der ehemaligen Jugoslawen vor allem aus Kanada, USA und Australien. 

Dieser Artikel entkräftet nur einige „paramythische“ Propagierungen und Irrtümer der ehemaligen Jugoslawen aus FYROM .
Einige Irrtümer und Fakten zur makedonischen Frage


Irrtum # 1 


Die Bewohner der ehemaligen jugoslawischen Republik (FYROM) sind ethnische- nationale Makedonen, direkte Nachkommen oder Verwandte der alten Makedonen.

Fakt # 1 

Die meisten Bewohner von FYROM sind Slawen, Bulgaren, Albaner und Zigeuner. Sie haben nichts mit den alten Makedonen gemein. Hier sind ein paar offizielle Statements von Beamten der Regierung der ehemaligen jugoslawischen Republik (FYROM): 

A. Der ehemalige Präsident von FYROM Kiro Gligorov sagte:

 «Wir sind Slawen, und wir kamen im sechsten Jahrhundert nach Chr. in der Region. Wir sind nicht Nachkommen der alten Makedonen.»

(Foreign Intelligence Service, Daily Report, 26. Februar 1992, Seite 35).

B. Gligorov hat auch gesagt: 
«Wir sind keine Makedonen, sondern Slawen. Das sind Wir! Wir sind nicht Verwandt mit Alexander dem griechischen Makedonen und mit seinem Makedonien. Unsere Vorfahren kamen hier im fünften und sechsten Jahrhundert »
(Toronto Star, 15. März 1992).

C. Am 22. Januar 1999, sagte Lioubitsa Atsefska die Botschafterin FYROM’S von Washington DC, in ihre Rede über der aktuellen Lage auf dem Balkan:

 «Wir fordern nicht, dass man uns anerkennt als die Nachkommen von Alexander dem Großen. Griechenland ist der zweitgrößte kommerzielle Partner von FYROM und der Nummer eins Investor. Anstatt der Feindseligkeiten, haben wir die Vermittlung der Vereinten Nationen gewählt in Botschafterebene unter der Schirmherrschaft von den Herren Vance und Nimetz. In ihrer Antwort auf eine Frage nach der ethnischen Herkunft der Einwohner der ehemaligen jugoslawischen Republik (FYROM) antwortete Botschafterin Atsefska: «Wir sind Slawen und sprechen eine slawische Sprache».

D. Am 24. Februar 1999, hat der Botschafter FYROM’S von Kanada Gyordan Veselinov, in einem Interview in der Zeitung «Politis» von Ottawa, zugegeben: 

 «Wir haben keine Affinität zu den nördlichen Griechen, die Führer wie Philipp und den Großen Alexander hervorbrachten. Wir sind Slawen und unsere Sprache steht in einem engen Zusammenhang mit dem bulgarischen. Es gibt eine Verwirrung über die Identität der Menschen in meinem Land».

E. Am 29. Dezember 2001, hat der Außenminister FYROM’S Slobodan Tsasoule, in einem Interview in der Zeitung «Outrinski» berichtet, dass er dem bulgarischen Außenminister Solomon Pasi gesagt hatte, dass sie zu der gleichen slawischen Rasse gehören.

Irrtum # 2

Die griechischen Makedonen gehören zur selben ethnischen Gruppe wie die "Mazedonier" der ehemaligen jugoslawischen Republik (FYROM) an.

Fakt # 2

Die Griechen Makedoniens gehören nicht der gleichen ethnischen Gruppe wie die Slawen der ehemaligen jugoslawischen Republik FYROM an. 

Die Makedonen sind Griechen, die aus dem Gebiet von Makedonien stammen und dort seit je her leben. 
Sie sind die Nachfahren der antiken Makedonen und die einzigen die das kulturelle, historische, und sprachliche Erbe weiterführen.
 Deswegen haben nur sie das Recht sich Makedonen zu nennen!

Irrtum # 3

Die alten Makedonen waren ein Stamm, die mit den Griechen zwar verwandt waren, aber keine Griechen waren.

Fakt # 3

Die alten Makedonen waren eines von mehr als 230 Stämmen der Familie des hellenischen Volkes.

 Diese Stämme sprachen mehr als 200 verschiedene Dialekte.

Für mehr Informationen lesen Sie bitte Herodot, Thukydides, Tito Livio, Neviim, Ketouvim, die Esoterischen Makkabäer I, 1-2.

Es wird bei Herodot erwähnt (Historie, H, 43), dass eine Reihe von Städten des Peloponnes, die bewohnt waren von Lakedämonen, Korinther, Sikyonen, Epidaurier, Troizinier, und Herminen, mit einziger Ausnahme der Herminen, alle anderen dorischen und makedonischen Ursprungs waren. Diese Völker, lebten in den Städten, die auf dem Peloponnes lagen, und dies bestätigt die Tatsache, dass die Makedonen genau so Griechen waren wie die Dorier.

«Unter Berücksichtigung der politischen Rahmenbedingungen, der Religion und der Moral der Makedonen sind wir überzeugt, dass sie ein griechischer Stamm, und Verwandt mit den Doriern waren. Zurück geblieben und zum Teil isoliert im Norden, waren sie nicht in der Lage, an den kulturellen Fortschritt der Stämme die sich südlicher befanden teil zu nehmen» (Wilken, Alexander der Große, S. 22).

Weil die Makedonen mit nördlichen unzivilisierten Völkern in unmittelbarer Nachbarschaft lebten, wie die Illyrer, die Paionen und die Dardanen, mussten sie kontinuierlich diese Horden abwehren, so haben sie eine undringliche Mauer gebildet, und gaben somit dem Feind nicht die Möglichkeit andere hellenische Regionen des Südens anzugreifen. Das ist der Grund, warum die Makedonen als «Bastion» oder «Schutzschild» des Hellenismus bezeichnet werden.

Den Hellenismus der Makedonen begannen die Slawen aus rein expansionistischen Gründen im Jahre 1945 anzuzweifeln.

Irrtum # 4 

Das Antike Griechenland war ein Staat, das einen rechtlichen- legalen Status hatte, wie wir ihn heute verstehen.

Fakt # 4

Nein, Griechenland wurde als ein Staat und juristische Person, wie wir den Begriff heute verstehen, im Jahre 1830 gegründet und anerkannt. Seit Anfang ihres Bestehens bis 1830, wurde der Begriff Hellas als ein erweiterter geographischer Begriff der Region und Gebieten in denen die griechischen Stämme ansässig waren benutzt (meist als eigenständige Stadtstaaten), und eine Verwaltungsregion deren Grenzen sich oft je nach historischer Epoche veränderten. Als griechisch galt in der Antike Sizilien, genauso wie Kleinasien, die Schwarzmeer Region und selbstverständlich Makedonien und Thrakien und teile Nordafrikas wie Cyränaica.

Irrtum # 5



Es gab keine einheitliche altgriechische Sprache. Die alten Makedonen sprachen Makedonisch, und nicht Griechisch.



Fakt # 5

Sprachlich gesehen gibt es keine wirkliche Unterscheidung zwischen Dialekt und Sprache ohne einen bestimmten Faktor. 
Die Menschen berücksichtigen in der Regel den politischen Faktor zur Unterscheidung von Sprache und Dialekt. 
Der griechische Raum bestand aus vielen kleineren Gebieten (Attika, Lakedämonia, Korinth, usw.), und größere Bereiche (Molosia, Thesprotia, Makedonien, Akarnania, Ätolia, etc.). Die Griechen glaubten dass sie verschiedene Sprachen sprechen, während sie in Wirklichkeit alle dieselbe Sprache in unterschiedlichen Variationen sprachen.

 Das am weiteste entwickelte aller griechischen Dialekte wurde der Dialekt von Athen, der sogenannte Attische Dialekt. Wenn von der antiken griechischen Sprache die Rede war, meinte man den Attischen Dialekt. Jeder Vergleich zwischen dem makedonischen Dialekt und der «antiken griechischen Sprache» ist in Wirklichkeit ein Vergleich zwischen dem Attischen-Dialekt und dem makedonischen Dialekt. Der Unterschied zwischen dem Makedonischen und Attischen-Dialekt ist ähnlich wie der Unterschied zwischen dem Hochdeutschem und dem Niederdeutschem.

Niemand bezweifelt, dass beide Dialekte deutschen Ursprungs sind, obwohl sie sich untereinander unterscheiden. Ein weiteres Beispiel für ein sehr reiches dialektisches Sprachsystem, ist das des heutigen Italien. Die offizielle Sprache des Landes, ist die von Florenz, aber die Menschen sprechen immer noch ihre Dialekte. Zwei Menschen aus verschiedenen Regionen Italiens können nicht kommunizieren wenn sie ihre jeweiligen Dialekte sprechen, aber sie sprechen beide Italienisch. Warum soll das Altgriechische anders sein?

Zu diesem Zeitpunkt sprachen die Griechen mehr als 200 verschiedene griechische Dialekte, oder Sprachen wie sie das nannten. Die bekanntesten von den Dialekten sind das Ionische, Attische, Dorische, Äolische, Zypriotische, Arkadische, Ätolische, Akarnische, Makedonische und Lokrische. Außerdem wissen wir, dass die Römer die Makedonen für griechischsprachig hielten. Der römische Geschichtsschreiber Titus Livius schrieb «die Ätolier die Akarnanen und die Makedonen, sprachen eine sehr ähnliche Sprache, und es gab nur kleine Unterschiede von Zeit zu Zeit durch triviale Ursachen.» (Livius, Geschichte von Rom, Buch XXX Abs. XXIX).

Die Ätolier und Akarnanen waren unbestreitbar griechische Stämme. Bei einer anderen Gelegenheit schrieb Livios: 
«General Paulus saß in seinem Sitz, umgeben von vielen Makedonen, seine offiziellen Ankündigungen wurden ins griechische übersetzt und vom Pretoriaer Gnäus Oktavius wiederholt»
Wenn die Makedonen in dieser Versammlung kein griechisch sprachen, wieso fühlten die Römer die Notwendigkeit, das Wort von Paulus ins griechische zu übersetzen? (Livius, Geschichte von Rom, b. XLV Abs. XXIX).

Der makedonische Dialekt war ein äolischer Dialekt und gehörte zu der westlichen griechischen Sprache (Hammond, Der makedonische Staat, S. 193). Alle diese Dialekte unterscheiden sich voneinander, aber nicht so sehr, dass zwei Menschen, die aus verschiedenen Regionen Griechenlands kamen nicht einander verstehen konnten. Die jugoslawische Militär-Enzyklopädie, Ausgabe 1974 (Buchstabe M. S. 219), eine äusserst antihellenische Version erwähnte:(In der Zeit der römischen Invasion war ihre Sprache griechisch, doch vor zwei Jahrhunderten, war sie ganz anders, aber nicht so sehr, dass die beiden Völker einander nicht verstehen konnten).

Nach dem Tod Alexanders des Großen, veränderte sich die Situation im endlosen Reich und es gab eine neue Realität. Der Pharao von Ägypten, Ptolemaios II Philadelphos (308-246 v. Chr.), realisierte, dass die Vereinigung der Griechen und die Weite des Imperiums, die weitere Stabilisierung der bereits verbreiteten gemeinsamen Sprache (Kini) erforderte. Die griechische Sprache war die Standard-Sprache der griechischen Welt der vier Diadochen- Königreiche. Obwohl es sich um die gesprochene Sprache handelte, gab es kein gemeinsames Alphabet noch Grammatik.

Alexandria von Ägypten um 280 n.Chr. war bereits das kulturelle Zentrum des Reiches. Ptolemaios II ordnete Aristeas, einen Athener Wissenschaftler, die Grammatik der ’’neuen’’ Sprache zu verfassen, so dass nicht nur die griechische Bevölkerung, aber in der Regel alle Bürger des Imperiums sie sprechen konnten. So verwendete Aristeas den attischen Dialekt als Grundlage für die neue Sprache. Außerdem haben Aristeas und seine Gelehrten die attischen Besonderheit der Sprache entfernt, und fügten neue Wörter, grammatische und syntaxische Regeln, vor allem aus dem dorischen, ionischen und äolischen Dialekt. Es wurde nichts vom spartanisch- dorischen Dialekt hinzugefügt. So stabilisierten sie die griechische Sprache, die auch bekannt ist als die gemeinsame (KINI).

Die Sprache wurde noch nicht perfektioniert. Die nicht Griechen hatten Schwierigkeiten mit dem Lesen, denn es gab keine Trennung zwischen den Wörtern, Sätzen und Absätzen. Die Buchstaben wurden in einer Folge kontinuierlich Seite an Seite geschrieben. Außerdem gab es keinen Ton in der schriftlichen Rede. Zu dieser Zeit war die griechische Umgangssprache melodisch, melodischer, als es heute die Italienische Sprache ist. Das System der Absätze, Sätze, und einiger Zeichen und Symbole, wie Komma ~.;`!, war das Ergebnis der kontinuierlichen Verbesserung und Perfektionierung der griechischen Sprache, mit Beiträgen von vielen griechischen Wissenschaftlern weltweit. Zu dieser Zeit, benutzten mehrere griechische Städte unterschiedliche Alphabete, in denen verschiedene Buchstaben, die Klänge dieser Dialekte wiedergaben. Es gab zwei Kategorien, die Ost- und West-Alphabete.

Das erste offizielle Alphabet hat Buchstaben weggelassen die nicht mehr verwendet wurden (Sabi, koppa, digama, das auch bekannt ist als Stigma [f] in den griechischen Zahlen) und hat ein Alphabet mit 24 Buchstaben für die neue gemeinsame Sprache entwickelt. Die Benutzung von kleinen Buchstaben wurde aber nicht sofort eingeführt, sondern es dauerte noch ein paar Jahrhunderte bis sich die gemeinsame Sprache(Kini) stabilisierte.

Als die Sprache mit ihren Symbolen perfektioniert wurde, haben die Juden Ägypten´s entschieden ihre religiösen Bücher in der griechischen Sprache zu übersetzen, da die griechische Sprache die Sprache der jüdischen Diaspora war. Auf der Insel Faros, am Hafeneingang von Alexandria, haben sich 72 jüdische Gelehrte isoliert und ihre heiligen Bücher (Tora, Neviim, Ketouvim, etc.) aus dem aramäischen und Hebräischen ins griechische (Kini) übersetzt.

Diese Übersetzung ist bekannt als die Septuaginta. 

Die Gemeinsame Sprache entwickelte sich weiter und innerhalb von zwei bis drei Jahrhunderten gestaltete sich die Sprache, in das was mehrere Wissenschaftler biblische Griechisch nennen.
Es ist Fakt, dass nur Menschen, die den Attischen Dialekt studiert haben den Unterschied zwischen der griechischen Septuaginta und dem griechischen des Neuen Testaments verstehen können. 

 Obwohl in der Öffentlichkeit die (Kini) die offizielle Sprache war, haben in der Regel die einfachen Menschen weiter ihre eigenen Dialekte benutzt, und hier und da kann man Elemente des attischen Dialektes im Neuen Testament finden.

Das Johannes Evangelium und die Apokalypse sind im attischen Dialekt verfasst. 

Die drei anderen Evangelien wurden schriftlich in der (Kini) zusammengefasst Das Ergebnis ist, dass es heute in Griechenland viele Variationen in der Rede gibt, aber nicht in dem Maße, dass zwei Menschen sich nicht verstehen können. Dennoch gibt es Unterschiede in der gesprochenen Sprache. Heute akzeptiert die offizielle griechische Sprache nur die tsakoniki, bei der es sich um eine natürliche Entwicklung des alten dorischen Dialektes von Sparta handelt.

Die öffentliche Amtssprache (dimotiki) ist die Entwicklung vom dorischen, während die so genannte Katharevousa, ihre Grundlage im Klassischen oder Attischen Dialekt hat. 
 Die heutige Sprache in Griechenland variiert von Ort zu Ort, und manchmal fällt es einem ungeschulten Ohr möglicherweise schwer lokale Dialekte zu verstehen. 
Die pontischen und zyprischen Dialekte sind schwierig für Leute, die nicht mit diesen Dialekten vertraut sind. 
Das tsakonische, der Nachkomme des spartanischen - dorischen, ist fast unverständlich für jemanden, der ebenfalls nicht vertraut mit diesen Dialekt ist.

Makedonien hatte mehrere Namen gehabt. 
Zuerst gaben die Makedonen ihr den Namen Imathia (von ihrem Führer Imathion). Im etymologischen Sinne bedeutet es Sand- Sandlich. Später wurde es Maketia oder Makessa genannt und schließlich in Makedonien umbenannt. Letztere Bezeichnung ergibt sich aus dem dorisch / äolischen Wort "makos" (im attischen Dialekt "mikos"), was Länge bedeutet, (siehe Homer, Odyssee, VII, 106) und so bedeutet das Wort Makednos den langen, großen, aber auch den Bergbewohner. Alle Inschriften und historische Funde die in den Ausgrabungen gefunden wurden, einschließlich von Trebeniste und Olevenis in der Nähe von Monastiri, sind unbestreitbar in der griechischen Sprache.

In der Stadt Opi, in der Nähe von Babylon, wo die makedonischen Soldaten gegen Alexander rebellierten, wandte sich Alexander an die makedonische Armee, und sprach mit ihnen auf Griechisch (Arrian, Alexander Anabasis, VII, 9,10).

Als die Soldaten hörten, dass ihr Anführer auf eine abfällige, und demütigende Art und Weise mit ihnen sprach ,blieben sie sprachlos. Sie waren verärgert. Sobald Alexander in den Palast ging forderten sie auch rein zu gehen um mit ihm zu sprechen. Alexander kam sofort raus als er hörte dass die Soldaten mit ihm sprechen wollten. Er sah sie traurig und viele weinten. Als Alexander die rührenden Soldaten sah bekam er wiederum tränen in den Augen. Kallynis, der älter als die anderen Soldaten war und eine besondere Stellung in der Kavallerie hatte, sagte:
 «König, was den Makedonen Traurigkeit bereitet ist, dass du einige Perser als Freunde hast und sie sich als Verwandte von dir bekennen. Keiner der Makedonen hatte bis heute diese Ehre».
 (Arrian, Alexander Anabasis, VII, 8-10).

Die obige Geschichte zeigt deutlich, dass die Makedonen Griechisch sprachen, weil sie verstehen konnten, was Alexander sagte. Dort gab es Tausende makedonische Soldaten und nicht nur einige, die Griechisch sprachen. Es wäre unrealistisch und paradox, wenn Alexander mit ihnen in einer Sprache sprechen würde die sie nicht verstanden. 
Es ist unmöglich zu glauben, dass die makedonischen Soldaten so sehr gerührt waren, dass sie anfingen zu weinen wenn sie die Worte ihres Anführers in dieser Sprache nicht verstehen konnten. Die makedonischen Soldaten haben keine Schnellkurse in Griechisch gemacht, um Alexanders Rede verstehen zu können.


Darüber hinaus trugen die Makedonen ein unverwechselbaren Hut, die "Kavsia" (Polybius IV 4,5, Alexander Anabasis Arrian, VII 22, Sturz, der mazedonische Dialekt, 41), die sie von vielen anderen Griechen unterschied.

 Das Wort "Kavsia" kommt aus dem griechischen Wort ’’Kavsi’’ was so viel wie Brennen, oder Wärme bedeutet. 

Das ist der Grund, warum sie die Perser "yauna takabara" nannten, was «die Griechen die ein Hut tragen» bedeutet.

 Die makedonische Kopfbedeckung war anders als bei vielen anderen griechischen Soldaten, aber die Perser trennten die Makedonen von den übrigen Griechen nicht, weil sie genau so griechisch sprachen (Hammond, der makedonische Staat, S. 13, J.M Balcer Geschichte, 37 [1988] 7).



Erstens, Hesiod stellte den Makedon als Bruder des Magnitos dar. Wie wir aus verschiedenen Aufschriften wissen, haben die Magnesier einen äolischen Dialekt gesprochen, und somit ist anzunehmen, dass die Makedonen ebenfalls einen äolischen Dialekt sprachen. Zweitens, Hesiod stellte den Makedon und den Magnesier als Cousins ersten Grades der drei Söhnen des Hellen dar, nämlich von Doro, Xoutho und Äolos die, die Gründer der drei großen griechischen Dialekte, dem dorischen, ionischen und äolischen waren. Hesiod würde diese Verwandtschaft und Beziehung nicht erwähnen, wenn er nicht wissen würde, rund um das siebte Jahrhundert, dass die Makedonen griechischsprachig waren.



Schließlich, in der zweiten Hälfte des fünften Jahrhunderts hat der griechische Historiker, Ellanikos, der Makedonien besuchte, die Genealogie von Hesiod verändert und präsentierte den Makedon nicht als Cousin, sondern als Sohn des Äolos, und hat somit den Makedonen und seine Nachkommen in enger Verwandtschaft mit dem äolischen Zweig der griechisch- sprechenden Familie gebracht. Hesiod, die Perser, und Ellanikos haben keinen Grund gehabt, Lügen in Bezug auf die Sprache der Makedonen zu erzählen, (wie es einige ehemaligen Jugoslawen behaupten), die damals noch schwach und machtlos waren. Diese Aussagen müssen als Tatsachen und Fakten akzeptiert werden. (NGL Hammond, der makedonische Staat, S. 12-13).

Bei den Bergen Himalajas und dem indischen Kaukasus, und in der heutigen pakistanischen und afghanischen Zuständigkeit lebt ein Stamm namens Kalas

Mädchenbildnis Kalasha
Sie beanspruchen Nachkommen der Soldaten Alexanders des Großen zu sein, die aus verschiedenen Gründen nicht den weiteren Feldzug der Armee folgen konnte, und in der Tiefe von Asien blieben. Sie hatten keinen Kontakt mit der Außenwelt für fast 23 Jahrhunderte, und sind ganz anders als die anderen benachbarten Völker.

 Hellhäutige mit blauen Augen zwischen dunkelhäutigen Nachbarn, mit einer Sprache, die zwar durch die vielen muslimischen Völker der Region beeinflusst wurde, 
die aber in ihrem Wortschatz immer noch Elemente der altgriechischen Sprache hat. Sie heißen ihre Besucher mit dem Wort "ispanda" Willkommen, aus dem griechischen Verb "aspazome" und nennen den Winter "cheman" vom griechischen Wort "chimon".

 Die Kalas glauben immer noch, an die zwölf olympischen Götter und ihre Architektur ähnelt sehr der makedonischen (dorischen) Architektur.

Michael Woods, der britische Historiker erwähnt in seinem Buch 
’’Auf den Spuren Alexander des Großen (S. 8), 
die folgende Aussage einer Person des Stammes der Kalas, der Kazi Khushnawaz heißt: Vor vielen vielen Jahren vor der Ära des Islam, kam Sikanter e Aazem nach Indien. Er trug zwei Hörner, und ihr Britten nennt ihn Alexander den Großen. 

Dieser eroberte die Welt, und war ein großartiger Mann, mutig und furchtlos und sehr großzügig mit den Menschen. Als er wieder nach Griechenland zurückkehren wollte, beschlossen einige seiner Männer lieber hier zu bleiben. Ihr Anführer war General Salakos (Selefkos). Er und einige seiner Offiziere kamen hier zu diesen Ebenen, heirateten lokale Frauen und blieben hier. Wir die Kalas, sind die Nachkommen von ihren Kindern. Auch einige unser Wörter sind ähnlich mit ihren, unsere Musik und unsere Tänze ebenfalls. 

Zeus
Wir verehren dieselben Götter. Aus diesem Grund glauben wir, dass die Griechen unsere ersten Vorfahren sind.

Die Kalas glauben heute noch an die Götter der alten Griechen, vor allem an Di Zaou (Dias Zeus), dem Gott des Himmels. Leider ist ihre Sprache verloren gegangen während der vielen muslimischen Eroberungen, ihren glauben konnten sie jedoch bewahren.

Die Behauptung, dass die Makedonen Barbaren waren begann in Athen und hatte politische Gründe. Als Grundlage war der Lebensstil der Makedonen, und nicht ihre Nationalität und Sprache. (Casson, Makedonien, Thrakien und Illyrien, S. 158, Errington, Geschichte von Makedonien , S. 4). 

Demosthenes reiste zweimal nach Makedonien und blieb dort insgesamt neun Monate. Er kannte sehr genau die Sprache der Makedonen. Die gleiche Haltung kennen wir auch von Thrasyvoulos der nur dann sagt dass die Akarnanen Barbaren waren, als die Athener eine politische Rivalität mit ihnen hatten. Der makedonische Lifestyle hatte Unterschiede von der Lebensweise der südlichen Griechen, aber das war etwas sehr häufiges unter den Bewohnern des westlichen Griechenlands, wie bei den Chaonen, den Molossern, den Thesprotern, den Akarnanen oder Makedonen (Errington, A History of Macedonia, S. 4). Die makedonische Verwaltung der Institutionen war ähnlich mit denen von Mykene und Sparta (Wilken, Alexander der Große, S. 23). Im Hinblick auf die Aussage des Rhetorikers Dimosthenes, dass Philip ein «Barbar» war, gibt sogar Badian, der ein Gegner des Hellenismus der Makedonien ist, zu dass: «Die Vorwürfe des Dimosthenes gegen Philip haben keine historische Bedeutung, es ist ein Fall der persönlichen Abneigung für seine persönlichen Feinde.

Irrtum 6 #



Makedonien war ein einheitlicher Staat



Fakt 6 #

Vor der Ära von Philip II, war Makedonien in Städten geteilt, die die gleiche städtische Struktur mit den südlichen griechischen Städten hatte. Jede makedonische Stadt oder Region hatte ihre eigene Hauptstadt und Regierung. König Philip II vereinte die makedonischen Städte, und konsolidierte ein Königreich Homerische Verwaltungsart, während die Struktur der kleinen Städte erhalten blieb, und jede Stadt ihren eigenen Fürsten beibehielt. Alle Fürsten (Adel) mussten aber Steuern an den König des vereinten Makedonien zahlen. Diese Tatsache wurde uns bekannt, als zu einem bestimmten Zeitpunkt Alexander Fürst von Lynkystis wurde. Aber man muss die Tatsache verstehen, dass jeder mehr Loyalität zu seiner eigenen Stadt und Region hatte als zum König von Makedonien (Hammond, der makedonische Staat, S. 9). Makedonien umfasste, die Regionen Imathia, Pieria, Vottiaia, Mygdonia, Krestonia, Visaltia, Sintiki, Odomantis, Idonis, Elimeia, Orestis, Eordaia, Almopia, Lynkystis, und Pelagonia. Makedonien eroberte das bereits hellenisierte Paionien 217 v. Chr. während der Herrschaft von Philip V, 106 Jahre nach dem Tod Alexanders des Großen. Wer somit eine Landkarte Paioniens in das Makedonien vor 217 v. Chr. Integriert, ist dies absolut falsch.

Irrtum 7 #

Im Laufe der Zeit verschwanden die Makedonen.

Fakt 7 #

Unter dem Einfluss einer gemeinsamen Sprache, Kultur, Nationalbewusstsein- Identität und historischen Werdegangs fusionierten die Makedonen mit allen anderen Griechen.

Irrtum 8 #

Wenn die alten Makedonen Griechen waren, wieso wurde der König von Makedonien Alexander I, Philhellene genannt?

Fakt 8 #

Der König von Makedonien, Alexander I, wurde Philhellene vom Dichter von Theben Pindaros genannt, aus dem gleichen Grund weil Iason von Ferres und Evagoras von Zypern auch Philhellenen genannt wurden (Isokrates 107A, 199A). Der Titel «Philhellene» hatte damals die Bedeutung des Patrioten (Platon, Politik, 470E, Xenophon Agisilaos, 7, 4). Das ist der Grund, warum Alexander der Große nicht das Familienhaus des Pindaros zerstörte, als er seine Soldaten befahl Theben zu verbrennen.

Irrtum 9 #

Die alten Griechen hatten ein griechisches Nationalbewusstsein, und die Makedonen bewiesen dass sie keine Griechen waren, weil sie "viele " (eigentlich nur Theben ) griechische Städte zerstörten.

Fakt 9 #



Griechenland ist eine Region, die keine geografische Kontinuität besitzt, und dies begünstigt die Isolation der verschiedenen Stämme nicht nur im allgemeinen Sinn. Dies erklärt, warum die alten Griechen relativ spät ein gemeinsames nationales Bewusstsein erlangten und ständig miteinander kämpften (Höhepunkt der Peloponnesische Krieg). Die Makedonen zerstörten oder verbrannten manche Städte, aus dem gleichen Grund wie z.b die Athener, Thebaner und die Spartaner untereinander kämpften.



Sie wussten, dass eine Verbindung unter ihnen bestand, aber das lokale Bewusstsein hatte Vorrang gegenüber dem Panhellenischen Bewusstsein. Die alten Griechen waren vereint, wenn ein gemeinsamer Feind, die Freiheit und den Wohlstand bedrohte. Dies trat immer dann herbei, wenn die Perser griechische Regionen angriffen. Manchmal verbündeten sich Griechen von Ionien, Äolien oder anderen Regionen mit dem persischen Feind oder auch später mit den Römern und so kämpften Griechen gegeneinander.


Es war eine gemeinsame Institution verschiedener Städte, politische und militärische Allianzen untereinander zu bilden um gegen andere zu kämpfen. Meistens hatten diese jedoch nicht den Charakter von nationalen Kooperationen.
 Es gibt viele Beispiele von solchen Bündnissen in der antiken griechischen Welt.Es sind einige Jahrhunderte vergangen, bis die Griechen ein starkes nationales Bewusstsein bekamen. Zweifellos hat das vereinte Alexander Reich zu einer Stärkung des Nationalbewusstseins beigetragen.

Das griechische Nationalbewusstsein wurde aber vor allem als Justinian Kaiser von Byzanz wurde sehr gefördert. Nur wenige Griechen, wie Perikles, Aristoteles, Isokrates, Philipp II, oder Alexander hatten die Weitsicht, ein geeintes Griechenland zu sehen. Jeder wollte dass seine Region die Hegemonie dieser Vereinigung hat. Aristoteles und Isokrates waren die Visionäre, Perikles hat davon geträumt, Demosthenes hat es bekämpft, aber Philip der II hat es vollbracht.


Irrtum 10 #



Die alten Makedonen waren ein Illyrischer Stamm



Fakt 10 #

Trotz der Tatsache, dass viele Beweise für die Sprache der alten Makedonen existieren, gibt es Hinweise von Polybius in Buch XXVIII Absätze 8 und 9, in dem es heißt, dass die Makedonen Dolmetscher benutzten um mit den Illyrern zu kommunizieren. Das heißt, dass die Makedonen und die Illyrer nicht die gleiche Sprache sprachen. Zum Beispiel, hat der makedonische König Perseus, den Adaio von Veria (der nur griechisch sprach) und Pleuratus den Illyrer als Übersetzer (denn er sprach die Sprache der Illyrer), in Mission zum König der Illyrer Genthius (169 v. Chr.) geschickt. Pleuratus war im Exil und blieb im Palast von Perseus. Außerdem gibt es sehr viele Hinweise die darauf deuten, dass die Illyrer und Makedonen Erzfeinde waren, und sich ständig im Krieg befanden.

Irrtum 11 #

Viele der Griechen die in der griechischen Provinz von Makedonien leben sind Flüchtlinge, die in Makedonien während des Ersten Weltkriegs kamen, vor allem im Zeitraum zwischen 1920 und 1930, von Teilen der Türkei, dem Nahen Osten, von Georgien, Russland, der Ukraine und Bulgarien.

Fakt 11 #

Es ist wahr, dass eine Reihe von Griechen die in Makedonien leben, als Flüchtlinge aus anderen Orten gekommen sind. Aber es ist auch wahr, dass diese Griechen Nachkommen der alten Griechen, einschließlich der alten Makedonen sind, die Kolonien in den Gebieten des heutigen Russlands, Ukraine, Georgien, Bulgarien, Türkei, oder Teile des Nahen Ostens gegründet haben. Einige von ihnen, sind Alexander dem Großen in seinem Feldzug nach Osten gefolgt. Diese Griechen der Kolonien, sind in Griechenland nach einer Abwesenheit von mindestens zweieinhalb Tausend Jahren, und nach dem sie die griechische Kultur und Sprache verbreitet haben, und die Umstände sie dazu gebracht haben zurückgekehrt (wie z. B nach der Kleinasiatischen Katastrophe von 1922). Aber es sind auch sehr viele Makedonen in den Grenzen von Griechenland und in der griechischen Provinz Makedonien eingewandert, die aus anderen Regionen Makedoniens kamen die nach den Balkankriegen von 1912-13 nicht an Griechenland den Anschluss fanden.

Solche Makedonen kamen aus Monastiri, Geugeli, Stromnitsa, Krusevo, Ohrid, Philipoupolis, Neurokopi, Melenikon, Petritsi u.v.m. Sie alle waren Makedonen deren makedonische Regionen an Jugoslawien und Bulgarien zugeordnet wurden, und sie als Griechen in einem griechischen Umfeld leben wollten. Außerdem reicht es einen Blick auf die Volkszählungen des Osmanischen Reiches ende des 19 und Anfang des 20 Jahrhunderts in den Vilayets von Thessaloniki und Monastiri zu werfen. Zwischen Bulgaren und Griechen wurden die Vergleiche hauptsächlich gemacht. Mutter Griechenland hat ihre Kinder willkommen geheißen nachdem sie für lange Zeit fern waren. Es war das Mindeste, was sie tun konnte. Außerdem hatte jeder das Recht auf eine Rückkehr in seine Heimat, so wie die Juden auch in ihre Heimat zurückgekehrt sind. Nichts desto trotz bilden die lokalen Makedonen die klare Mehrheit in der Region Makedoniens.

Irrtum 12 #

Die Heiligen Kyrill and Methodius waren Slawen und dass ist der Grund, warum sie als "Apostel der Slawen" bezeichnet werden.

Fakt 12 #

Der Begriff « die Slawen Apostel » oder «die Apostel der Slawen» bedeutet nicht, dass die beiden Brüder Slawen waren. Der heilige Thomas wird «der indische Apostel» genannt, aber wir alle wissen, dass er kein Inder war. Er verbreitete nur das Christentum an die Inder. Die griechischen Brüder aus Thessaloniki lehrten das Christentum an die Slawen, gaben ihnen das Alphabet (das jetzt Kyrillisch heißt), und übersetzten die Heilige Schrift und die christlichen Hymnen, in der altslawischen Sprache, oder wie sie anders bekannt ist als altbulgarische.

Papst Johannes Paul der II hat in seinen Rundschreiben vom 31. Dezember 1980 und 2. Juni 1985, die Tatsache bestätigt dass diese beiden Brüder, Griechen aus Thessaloniki waren.

Die Universitätsprofessoren Ivan Lazaroff, Plamen Pavloff, Ivan Tyutyundzijeff und Milko Palangurski der historischen Fakultät der Universität der heiligen Kyrill und Methodius im Großen Tyrnavo von Bulgarien, berichten ausführlich in ihrem Buch Kratka istoriya na bulgarskiya narod (Kurze Geschichte der bulgarischen Nation, S. 36-38), dass die zwei Brüder Kyrill und Methodius Griechen aus Thessaloniki waren. Der verstorbene Oscar Chaletski, Professor der Geschichte für Ost europäische Studien, in seinem Buch "Grenzen der westlichen Zivilisation, Geschichte des Mittel- und Osteuropa (Kapitel, der mährische Staat und die Apostel der Slawen) stimmt mit den Autoren der Kratka istoriya na bulgarskiya narod zu. Darüber hinaus gibt es eine Menge seriöse Literatur die über den Griechentum von Kyrill und Methodius keinen Zweifel haben.


Irrtum 13 #



Das Emblem der ehemaligen jugoslawischen Republik (FYROM) ist der Löwe. Es ist der gleiche Löwe, der in ein paar Münzen von Alexander dem Großen auf seinem Kopf zu sehen ist.



Fakt 13 #

Es gibt keine Gemeinsamkeit zwischen dem Löwen der ehemaligen jugoslawischen Republik (FYROM) und des Löwen der in einigen Münzen von Alexander zu sehen ist.

 Der Löwe von FYROM ist in Wirklichkeit der Löwe, der im Emblem von Bulgarien zu sehen ist.

Der Löwe den Alexander der Große trägt ist der Löwe von Nemea.

Der Löwe den der mythologische Held Herkules in einem seiner 12 Heldentaten tötete. Das tragen dieses Löwen symbolisiert die familiäre Affinität Alexanders mit Herkules (Herakliden). Es gibt eine Inschrift eines Xanthon des dritten Jahrhunderts v. Chr. (vgl. Robert, Amyzon, 1, 162, N 31), in dem die Ptolemäer ihre Vorfahren erwähnen und sie «Herakliden Argeaden» nennen (Errington, Geschichte Makedoniens, S. 265, 6).

Irrtum 14 #

In manchen Währungen ist zu sehen, dass Alexander zwei Hörner auf dem Kopf trägt, und dies symbolisiert das Böse von Alexander dem Großen.

Fakt 14 #

Traditionell galt im Nahen Osten, das der Mann der Hörner trug sehr einflussreich war.
 Darius nannte Alexander in seinen Briefen Zoul-Al-Kournain, was der Mensch mit zwei Hörnern bedeutet.
So bedeuten die Hörner auf dem Kopf von Alexander dem Großen, das er allmächtig war.

Irrtum 15 #

Nach der Schlacht von Granikos, hat Alexander ein Geschenk an die Athener gesendet. Es waren 300 Persische Rüstungen, mit der Aufschrift: 
«Alexander von Philip und die Griechen mit Ausnahme der Lakedämonen, widmen dieses Geschenk». Bezüglich dieses Geschehens sagt JR Hamilton: 

"Unter Berücksichtigung der kleinen Rolle die die griechischen Soldaten in der Schlacht (ohne Verweis auf die Makedonen) gespielt haben, muss es als bewusste Propaganda für seine griechischen Verbündete gewesen sein. Alexander lässt keine Gelegenheit aus, um die Abwesenheit der Spartaner zu betonen.»
Fakt 15 #
Reliefdarstellung Alexanders in der Schlacht am Granikos

Die Meinung von J.R. Hamilton ist bei weitem nicht überzeugend. Es war nicht Notwendig für Alexander irgendjemanden zu danken oder zu schmeicheln, weil die Anzahl der Truppen aus Süd-Griechenland sich nur auf 9.400 Männer belief, und wie Hamilton selbst einräumt, spielten die 9.400 Soldaten nur eine kleine Rolle in der Entwicklung der Schlacht. Alexander selbst war der Anführer und Stratege der Schlacht.

Wenn Alexander die makedonischen Soldaten vernachlässigt hätte, und nur die «ausländischen» Griechen gelobt hätte, dann müsste er die gleichen wütenden Makedonen, wie auch bei Opin gegenübertreten, als er Ausländer (Perser) in hohen Positionen der militärischen Verwaltung ordnete.

Es sollte jedoch darauf hingewiesen werden, dass sich keiner der Makedonen über die Inschrift nach der Schlacht von Granikos beschwerte, weil sie sich als Griechen selbst mit eingeschlossen fühlten.Unter Berücksichtigung der oben Gesagten schließen wir, dass Alexander der Große, mit dem Sieg über die Perser in der Schlacht von Granikos, 300 Rüstungen an die Göttin Athene, die auch die Göttin des Krieges war gesandt hat, um Rache zu nehmen für die 300 Spartaner des Leonidas, die sich opferten um Griechenland zu verteidigen.

Die Wahrheit ist, dass Alexander der Große sich und seine Makedonen, als Griechen gesehen hat.

Seine Mutter behauptete genealogische Herkunft von Achilles gehabt zu haben, und väterlicherseits von Herkules. Sein Vorfahre Alexander I, erklärte, dass er ein Grieche sei (Herodot, Historien, V, 20,22 - VIII, 137 - IX, 45).

Einige der oben genannten Wissenschaftler, waren zunächst skeptisch und ungewiss über das Griechentum der Makedonen (z. B NGL Hammond), aber die Inschriften, archäologischen Funde und Werke der antiken griechischen Kunst, die in den letzten Jahren durch Ausgrabungen ans Licht kamen, haben gezeigt, dass die Makedonen zweifellos Griechen waren. Dies führte dazu, dass viele Historiker ihre Fehler zugaben und zu beheben versuchten.

Diese Fülle von Nachweisen zeigen und beweisen, dass die Makedonen eines der vielen griechischen Stämme waren, einen griechischen Dialekt sprachen, und die gleichen Institutionen mit den Spartanern und vor allem mit den westlichen Griechen hatten. (Hierbei wurde nicht einmal das 1/100 der historischen Fakten präsentiert - das Thema würde für eine Dissertation reichen ). Und so wird die falsche Darstellung, Propaganda und Geschichtsverfälschung der ehemaligen Jugoslawen , des pseudomakedonischen Regimes und seiner Diaspora mit der Kraft der Wissenschaft Stück für Stück --- „ Entkräftet“



Μελένικο(bul.Мелник). Ελληνόφρονες και Βουλγαρόφρονες Μακεδόνες και ο "σλαβόφιλος" Μητροπολίτης Μελενίκου Προκόπιος(1875-1891).

$
0
0

ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΜΠΑΚΑΣ
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ
 ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ο ΣΕΡΡΑΙΟΣ

(Περίπτωση ορθοδόξου αρχιερέα
 στη δίνη των εθνοφυλετικών ανταγωνισμών
 και της διαμάχης Αθηνών-Φαναρίου)
     
Κατά την κρίσιμη φάση της εμφάνισης και έξαρσης του Βουλγαρικού Ζητήματος στο χώρο της Μακεδονίας 
οι περιπτώσεις ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 
φιλικά προσκειμένων προς το βουλγαρικό στοιχείο και ενδοτικών στις απαιτήσεις του, 
σκανδάλισαν, προβλημάτισαν και ανησύχησαν πολλούς.

 Ιδιαίτερα η κατάσταση αυτή ενόχλησε την ελληνική εξωτερική πολιτική και τους εκπροσώπους της, δηλαδή τις κατά τόπους ελληνικές διπλωματικές αρχές, που έβλεπαν ορισμένους μητροπολίτες να μην πειθαρχούν στις δικές τους γραμμές και υποδείξεις.
Οι διαφωνίες των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους και μητροπολιτών πάνω σε καίρια εθνικά θέματα που χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή, οδηγούσαν αρκετές φορές σε ανοιχτές συγκρούσεις και σε προσωπικές αντεγκλήσεις 2
Η διαφορετική πολιτική που πολλές φορές ακολουθήθηκε από τα δύο εθνικά κέντρα, την Αθήνα και το Φανάρι, αιτιολογεί την κατάσταση.
 Η παρέμβαση της ελληνικής πολιτικής στο μακεδονικό και θρακικό χώρο προκάλεσε την αντίδραση των μητροπολιτών, της εθναρχούσης δηλαδή Εκκλησίας, και των τοπικών αρχόντων, που έβλεπαν τους εαυτούς των να παραγκωνίζονται στη χάραξη της εθνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής από το ελληνικό κράτος 3.

Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' αναφερόμενος στο ζήτημα αυτό δήλωσε:

 Ο Οικουμενικός Πατριάρχης
 Ιωακείμ Γ ο Μεγαλοπρεπής
 Άπεσκόπει ή πολιτική αϋτη εις την αναφανδόν συνεργασίαν των άνά τά επίμαχα μέρη, καί άκολούθως πανταχοϋ εκκλησιαστικών αρχών μετά τών προξένων προεξαρχόντων αυτών επί τό έπιδεικτικότερον.
 Ή τάσις άφεώρα εις την ύπόδειξιν καί κατ’ ακολουθίαν εις άπόδειξιν 
ότι ή Εκκλησία διατελεί η δέον νά διατελή υπό την προστασίαν τής ελληνικής κυβερνήσεως
 οτι οί κάτοικοι εκείνων τών μερών ώφειλον νά έννοήσωσι καί να αίσθανθώσι, ότι δέον εις τάς άνάγκας αυτών καί τάς κοινοτικός καί κοινωνικός χρείας νά προσέρχωνται εις το προξενεϊον, ώστε νά έθισθώσιν αποβλέποντας εις τήν Ελλάδα. 

Τό δόγμα τοϋτο τής ελληνικής πολιτικής... έδημιούργησε σύγχυσιν, άνέτρεψεν αιώνων καθεστώς, έξήγειρε τους απεναντίους ου μόνον εις άμυναν, άλλό καί έπίθεσιν. 

Ή Εκκλησία καί οι λειτουργοί αυτής έκλονίσθησαν εις τό έργον αυτών προχωροϋντες μετά δειλίας τίνος καί ενδοιασμού συρόμενοι εις νέαν οδόν. Ταϋτα δέν έδήλουν, πολλον γε καί δή. ελλειψιν φιλοπατρίας καί πόθων προγονικών, άλλό φόβον μη τό εγχείρημα άποβή εις κοινήν όλεθρίαν 4.

Στη διαμάχη αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κυρίως κατά την πρώτη πατριαρχία του Ιωακείμ Γ', αποφάσισε να μην επιτρέψει σε αρχιερείς του τη συμμετοχή σε «προπαγανδιστικές» υπέρ των Ελλήνων ενέργειες5, δρώντας έτσι φυλετικά και διαιρώντας το ποίμνιό τους, το οποίο σε ορισμένες επαρχίες δεν ήταν αμιγές. 

Ο Ιωακείμ Γ' πίστευε στις δυνατότητες της οικουμενικής αποστολής του Πατριαρχείου και γι’ αυτό επιδίωκε τη βελτίωση των σχέσεων με όλους τους Σλάβους ορθοδόξους.

 Πίστευε ότι η άρση του βουλγαρικού σχίσματος θα βοηθούσε όχι μόνο την οικουμενική του πολιτική, αλλά και τα ελληνικά συμφέροντα στη Μακεδονία. 
Ζητούσε λοιπόν την επαναφορά των πρωτοβουλιών στους μητροπολίτες, κυρίως στα εκπαιδευτικά ζητήματα, που είχαν περιέλθει βαθμηδόν στους προξένους6.

Τελικά η κατάσταση έγειρε υπέρ της Αθήνας με την επιβολή της πολιτικής της και το τέλος της εθναρχικής παράδοσης του Πατριαρχείου 7.

Μέσα στη δίνη των φυλετικών ανταγωνισμών και της διαμάχης των δύο εθνικών κέντρων βρέθηκαν, όπως ήταν φυσικό, από την πρώτη στιγμή πολλοί ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ποίμαιναν βαλκανικές επαρχίες, στις οποίες είχαν προκύψει προβλήματα κυρίως με τους Σλάβους, Βουλγάρους ή Σέρβους. 

Στην περίοδο 1866-1870 σημειώθηκε η μεγαλύτερη πρόοδος των Βουλγάρων στη διαφιλονικούμενη κεντρική ζώνη της Μακεδονίας. 

Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση τηςεπαρχίας Πολυανής, η οποία, με πρωτοστάτη το φιλοβούλγαρο επίσκοπό της Παρθένιο, είχε γίνει μετά τα Βελεσσά το ισχυρότερο βουλγαρικό κέντρο στη Μακεδονία 8

Οι αρχιερείς αυτοί κατηγορήθηκαν από τους εκπροσώπους της πολιτικής της Αθήνας για υποχωρητικότητα και πνεύμα συνδιαλλαγής απέναντι στο σλαβικό στοιχείο ή για έλλειψη συνεργασίας με το εθνικό κέντρο των Αθηνών. 

Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του Έλληνα προξένου στο Μοναστήρι σε επιστολή του στις 20 Μαρτίου 1891 προς τον Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη 9:

Βλέπετε, κύριε Πρεσβευτά, μέ ποιους άνθρώπους πρόκειται νά έργασθώμεν, καίτοι γινώσκονοιν ούτοι τό δύσκολον τής ύμετέρας θέσεως καί τής άπείρως δυσχερείας μας. Έν τούτοις οϋχί μόνον δεν φείδονται ημών, αλλά καί ζητουσι νά έπανξήσίοσι τάς στεναχώριας μας καί νά μάς πιέσωσι θέτοντες ως σημεΐον τής σκοποβολής των ο,τι ημείς ζητούμεν διά τόσον χρηματικών θυσιών καί άγώνων νά προαγάγωμεν καί νά παγιώσωμεν. 
Έννοοΰσι δήλον ότι νά μας κτυπήσωσι κατάκαρδα...
 Δεν εχουσι δίκαιον οι λέγοντες ότι. όταν ημείς εχωμεν Μητροπολίτας. οι Βούλγαροι καί οι άλλοι ημών εχθροί δέν εχουσι άνάγκην επισκόπων.
 Τέτοιες περιπτώσεις ήταν των Νευροκοπίου Γρηγορίου, Καστορίας Φιλαρέτου, Στρωμνίτσης Καλλινίκου, Πελαγονίας Νεοφύτου, Φιλίππων καί Δράμας Γερμανού, Σερρών Κωνσταντίνου Βαφείδη καί Λουκά Πετρίδη, Πολυανής Μελετίου καί Παναρέτου, 
οι οποίοι πολλές φορές επέτρεψαν την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων σε χωριά των επαρχιών τους παραγνωρίζοντας την ελληνική αντίδραση  10.

Ανάμεσά τους και ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν αυτή του μητροπολίτη Μελενίκου Προκοπίου, Σερραίου στην καταγωγή και σλαβόφωνου στη γλώσσα.

 Οι κατηγορίες σε βάρος του Προκοπίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ανεξάρτητες και από τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε, από το 1860 περίπου, στο Πατριαρχείο, κυρίως με τη διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών του γεροντισμού και αυτών με τις νέες φιλελεύθερες αντιλήψεις στο χώρο της διοίκησης της Εκκλησίας. 
Αυτές είχαν μεγάλες επιδράσεις στο κοινοτικό σύστημα των χριστιανικών κοινοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας 12.

Ο Προκόπιος, μεγάλος σε ηλικία αρχιερέας 13, την εποχή των αλλαγών στο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας και ευεργετημένος από τον Ιωακείμ Β, έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους του γεροντισμού 14που τον βοήθησε να επιστρέφει στο Μελένικο ως μητροπολίτης, ήταν φυσικό ν’ ακολουθήσει κι αυτός πέραν των άλλων και τη γραμμή των οπαδών του γεροντισμού και να έλθει σε αντίθεση με τους υποστηρικτές της άλλης πλευράς, που επιδίωκαν ν' απαλλαγούν απ’ αυτόν και τους ομοϊδεάτες του.

Η παρούσα μελέτη δεν έχει σκοπό να υπερασπισθεί το συγκεκριμένο μητροπολίτη, ούτε να τον απαλλάξει από ενέργειές του, βλαπτικές ίσως για τον ελληνισμό της επαρχίας του

Στόχος είναι να καταδείξει την προσωπικότητά του σε όλη του τη σταδιοδρομία, για να καταστούν έτσι πιο παραστατικές οι περιπτώσεις και άλλων αρχιερέων που βρέθηκαν κατηγορούμενοι μέσα στη δίνη των γεγονότων της εποχής που έδρασαν, χωρίς όμως να αποκλείονται και οι ιδιαιτερότητες του καθενός χωριστά.

Κατά τον Ελευθέριο Ταπεινό, συγγενή του μητροπολίτη Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού και συγγραφέα της ιστορίας της ίδιας μητρόπολης 15, ο Προκόπιος «είλκε τό γένος» από το χωριό Μελενικίτζι ή Μιλιγκίτς της επαρχίας Σερρών 16.

Ωστόσο είναι πιθανή η μετοίκηση του Προκοπίου ή της οικογένειάς του στη Νιγρίτα, για λόγους έως τώρα άγνωστους. Αυτό εικάζεται από δύο στοιχεία: στη Νιγρίτα ο Προκόπιος κατείχε περιουσία, την οποία αργότερα δώρισε στη Μονή Προδρόμου Σερρών 17, ενώ την ίδια χρονική περίοδο κατοικούσε στη Νιγρίτα η οικογένεια της ονομαζόμενης «Μιλιγκιώτσας», η οποία επίσης κατείχε αξιόλογη ακίνητη περιουσία και ενδεχομένως να είχε συγγένεια ή ακόμα και να ταυτιζόταν με την οικογένεια του Προκοπίου.

Ο χαρακτηρισμός του ως Βουλγάρου την καταγωγή, που του προσέδωσαν οι υποπρόξενοι Σερρών Γ. Λαγκαδάς18 και Αριστ. Μεταξάς19 —άλλωστε τέτοιοι χαρακτηρισμοί δίνονταν εύκολα σε μη ευάρεστα πρόσωπα—, οφείλεται περισσότερο στην πολιτεία του Προκοπίου στο Μελέλακο παρά στην πιθανή σλαβοφωνία του λόγω της καταγωγής του από το Μιλιγκίτς, πατρίδα, εξάλλου, και του Παπασυναδινού, γνωστού από το Χρονικό των Σερρών.

Δυστυχώς δεν μας είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία γέννησής του καθώς και οι σπουδές του. Η στενή όμως σχέση που είχε με τη Μονή του Προδρόμου Σερρών, την οποία και ευεργέτησε, καθώς και η φιλία του με τον ηγούμενο της ίδιας Μονής Θεοδόσιο 20, οδηγούν στο συμπέρασμα μιας πιθανής φοίτησης του Προκοπίου στη σχολή της Μονής, στην οποία πιθανότατα εκάρη και εγκαταβίωσε για ένα διάστημα ως μοναχός.

Το 1849 συναντούμε τον Προκόπιο αρχιδιάκονο του μητροπολίτη Δέρκων Νεοφύτου, του από Δράμας (22.11.1835-Ιούν. 1842), επί πατριαρχίας Ανθίμου Δ'21.
 Ο Νεόφυτος ήταν πνευματικό τέκνο του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ' του Φουρτουνιάδη, του από Σερρών.

 Ο ίδιος διηύθυνε τη Μητρόπολη Σερρών (1836-1839) ως επίτροπος του Γρηγορίου 22, όταν αυτός εξελέγη πατριάρχης και μαζί με τον πατριαρχικό θρόνο διατηρούσε για μερικά χρόνια και τον αρχιερατικό θρόνο των Σερρών 23
Πιθανώς στη σχέση αυτή του Νεοφύτου με την πόλη των Σερρών να οφείλεται και η γνωριμία του με τον Προκόπιο, τον οποίο έλαβε μαζί του όταν μετατέθηκε στη μητρόπολη Δέρκων. 
Εξάλλου ο Προκόπιος δεν ήταν ο μόνος Σερραίος που ακολούθησε τον από Δράμας Νεόφυτο στη Μητρόπολη Δέρκων.
 Ο Νεόφυτος είχε ως πρωτοσύγκελό του το 1849 τον επίσης Σερραίο Μελέτιο Σπανδωνίδη, μετέπειτα και για 45 χρόνια μητροπολίτη Ρασκοπρεσθένης 24.

Στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους ο Προκόπιος εξελέγη επίσκοπος Τρίκκης της Μητροπόλεως Λαρίσης, διαδεχόμενος τον Ιωσήφ το Μετεωρίτη, που παύθηκε με απόφαση του Πατριαρχείου άτε δη έν αυτή άρχιερατεύοντος κυρίου Ιωσήφ εγκληματίας φανείς καί την αξιοπρέπειαν τής 'Αγίας Εκκλησίας προσκρούσας έπαύθη...25.

Ο Τρίκκης Προκόπιος Α' ο Σερραίος αναφέρεται σε ενθύμηση στο ναό της Αγίας Παρασκευής των Τρικάλων με ημερομηνία 2 Φεβρουάριου 1854. Το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους 26παύεται από επίσκοπος με πατριαρχική και συνοδική απόφαση και εξορίζεται στο Αγιο Όρος μαζί με άλλους επισκόπους, επειδή έλαβε μέρος και ευνόησε την επανάσταση του 1854 στη Θεσσαλία.

 Δυστυχώς δεν μας είναι γνωστή η δράση του επισκόπου Τρίκκης στην επανάσταση του 1854ούτε και η παραμονή του στο Αγιο Όρος, όπου πιθανώς να παρέμεινε έως το 1857.

Ο Αγγλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Blunt μας διασώζει σ’ έγγραφό του ότι ανάμεσα στους Έλληνες αιχμαλώτους της Καλαμπάκας ήταν και ο μητροπολίτης της περιφέρειας, κατηγορούμενος ως υπαίτιος αναταραχής. 
Για την απελευθέρωσή του ενδιαφέρθηκε ο ίδιος προσωπικά προβαίνοντας σε σχετικές, ανεπιτυχείς όμως, ενέργειες στο Φουάτ εφέντη. Επρόκειτο μάλλον για τον επίσκοπο Σταγών και Μετεώρων Κύριλλο, ο οποίος, αφού υπέστη βασανιστήρια, στάλθηκε αιχμάλωτος στη Λάρισα 27και όχι για τον Τρίκκης Προκόπιο Α'.

Από τον Ιούλιο του 1857 ως τις 20 Σεπτεμβρίου του 1863 ο Προκόπιος κλήθηκε ως πρώην Τρίκκης να ποιμάνει την επαρχία Μελενίκουως εκπρόσωπος και επίτροπος του μητροπολίτη Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού, που έλειπε συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη.

Στο Μελένικο ο Προκόπιος διακρίθηκε για τη μετριοπαθή στάση του.

 Επιδίωκε την ειρηνική συμβίωση των χριστιανών ελληνοφώνων ή σλαβοφώνων με τους μουσουλμάνους και μεσολαβούσε συχνά στον αγά του Μελενίκου για την άρση άδικων κατηγοριών και αποφάσεων 28

Ωστόσο η στάση αυτή του Προκοπίου δεν άργησε να παρεξηγηθεί από τον υποπρόξενο τον Σερρών Γ. Λαγκαδά στα 1863 και μάλιστα να κατηγορηθεί ότι διαπνέεται από πανσλαβιστικές ιδέες, μαζί πάντα με το χαρακτηρισμό του Βουλγάρου την καταγωγή 29

Η αφορμή δόθηκε όταν ο Προκόπιος, στην προσπάθεια του να βελτιώσει το επίπεδο των ιερέων της επαρχίας του, εγκατέστησε στη μητροπολιτική περιφέρεια Μελενίκου ιερείς από το μοναστήρι της Ρίλας, που θεωρούνταν κέντρο των πλεκτανών της ρωσικής προπαγάνδας. 

Οι ιερείς αυτοί λειτουργούσανστη βουλγαρική γλώσσαστα χωριά που τοποθετούνταν, ενώ πρώτα η λειτουργία γινόταν στα ελληνικά. 

Η ενέργειά του όμως αυτή δικαιολογείται από την τάση συμβιβασμού και τη διάθεση ικανοποίησης μερικών αιτημάτων των βουλγαροφώνων των βορείων κυρίως περιοχών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν μάλιστα η πλειοψηφία των κατοίκων στην υποδιοίκηση Ανω Τζουμαγιάς ήταν ξεκάθαρα βουλγαρική και στις υποδιοικήσεις Πετρίτσης και Μελενίκου υπήρχαν αρκετά βουλγαρικά χωριά. 
Το γεγονός αυτό το αναγνωρίζει και ο ίδιος ο κατήγορος του Προκοπίου υποπρόξενος Λαγκαδάς σε έγγραφό του προς τον υπουργό των εξωτερικών II. Δεληγιάννη 30.

Στο κατηγορητήριό του ο υποπρόξενος Λαγκαδάς ζητεί την ενεργοποίηση της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη προς το μητροπολίτη Μελενίκου Διονύσιο, ώστε να παυθεί ο Προκόπιος από επίτροπος και να μετατεθεί σε μητρόπολη, που δεν θα βρισκόταν σε τόσο εθνικά κρίσιμη θέση όπως το Μελένικο. 

Το έγγραφο του υποπροξενείου στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Οκτωβρίου του 1863, ο Προκόπιος όμως είχε ήδη εκλεγεί από τις 20 Σεπτεμβρίουμητροπολίτης Ερσεκίου στην Ερζεγοβίνηδιαδεχόμενος τον από Πισιδείας Γρηγόριο 31.

Ο Προκόπιος παρέμεινε στο Μελένικο ως τις 20 Ιανουαρίου του 1864, οπότε μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπως συνηθιζόταν μετά την εκλογή των αρχιερέων. 
Στις 8 Απριλίου του ίδιου έτους αναχώρησε για την έδρα της επαρχίας του Μοστάρ 32.

Ως μητροπολίτης Ερσεκίου ο Προκόπιος συνετέλεσε ουσιαστικά στη 0εμελίωση και εφαρμογή του συστήματος της αρχιερατικής επιχορήγησης με αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση των εισοδημάτων για τη μητρόπολη και το μητροπολίτη. 
Ενδιαφέρθηκε, επίσης, για την τακτοποίηση και οργάνωση της εκκλησιαστικής του περιφέρειας, θέτοντας έτσι τέρμα στην προηγούμενη ανώμαλη κατάσταση. 
Τον Αύγουστο του 1864 ορίστηκε να μεταβεί ως έξαρχος στην Τούζλα, έδρα της Μητρόπολης Σβορνικίου της Βοσνίας, για να ελέγξει αιτιάσεις σε βάρος του μητροπολίτη Διονυσίου. Ο Προκόπιος, εκτελώντας με ευσυνειδησία την αποστολή που του ανέθεσε η Εκκλησία, πρότεινε την απαλλαγή του Διονυσίου από τις εναντίον του κατηγορίες 33.

Στα τέλη του 1874 ο Προκόπιος κάλεσε στο Μοστάρ, στην υπηρεσία της επαρχίας του, τον ιερομόναχο Θεοδόσιο Προδρομίτη από το Τερλήσιο του Νευροκοπίου, τον οποίο ο Προκόπιος είχε χειροτονήσει ιερέα όταν ήταν τοποτηρητής ακόμα στη Μητρόπολη του Μελενίκου το 1864 34.

 Ο Θεοδόσιος ήταν ανεψιός του γνωστού ηγουμένου της Μονής Προδρόμου Σερρών Θεοδοσίου 35

Από νωρίς μπλέχτηκε στα σχέδια της Βουλγαρικής Εξαρχίας, 
έδρασε γι’ αυτήν και τελικά χειροτονήθηκε 
σχισματικός μητροπολίτης Σκοπιών,
 εκθέτοντας το θείο του ηγούμενο Θεοδόσιο.

Ο Προκόπιος συνέβαλε στην προσωρινή μεταστροφή του Θεοδοσίου και την επιστροφή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

Ο τελευταίος όμως στην Ερζεγοβίνη σύναψε σχέσεις με επαναστατικά και αντιτουρκικά στοιχεία με αποτέλεσμα να φυλακιστεί όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το Μοστάρ και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να προσχωρήσει ξανά στην Εξαρχία, η οποία αργότερα και τον χειροτόνησε επίσκοπο 36.

Ο Προκόπιος παρέμεινε στη Μητρόπολη Ερσεκίου εννέα χρόνια.

 Στις 12 Μαΐου το 1875 μετατέθηκε στο Μελένικο επί πατριαρχίας Ιωακείμ Β '. 
Διαδέχτηκε το Διονύσιο Ταπεινό που είχε οικειοθελώς παραιτηθεί στις 25 Μαρτίου του ίδιου έτους 37.

Στο γνώριμό του Μελένικο, ως μητροπολίτης πλέον, ο Προκόπιος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση των μελλοντικών κληρικών της επαρχίας του. 

Αυτή τη φορά δεν στράφηκε για την προσέλκυση κληρικών προς τη Ρίλα, που είχε καταστεί ολοφάνερα κέντρο των πανσλαβιστών,
αλλά στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου Σερρών όπου λειτουργούσε ιερατική σχολή 38.

 Το Σεπτέμβριο του 1880 γράφει προς τον ηγούμενο του Προδρόμου και φίλο του Θεοδόσιο και του συστήνει τον υποψήφιο σπουδαστή Βελίκη από το χωριό Λάτριβο της επαρχίας του, καθώς και τον Αθανάσιο Στογιάννου από το Γολέσιαβο 39
Ο Βελίκης θα παρακολουθούσε τα μαθήματα της προσφάτως συσταθείσης Σχολής Προδρόμου μόνο για ένα έτος, με την υποχρέωση να γίνει με το τέλος των σπουδών του ιερέας.

Σ’ άλλη επιστολή του προς το Θεοδόσιο στις 22 Οκτωβρίου του 1880 συστήνει το μαθητή Δαμιάνη, γιο του προκρίτου του χωριού Σάβιακο, ενώ τον Αύγουστο του επόμενου έτους διαβιβάζει συστατικό γράμμα των προκρίτων του Σάβιακου για τον υποψήφιο μαθητή Δημήτριο Μπόζικα 40.
Το Σεπτέμβριο του 1883 ο Προκόπιος με συστατική επιστολή ζητεί την εγγραφή στην ιερατική σχολή του Προδρόμου ενός μαθητή από τη σχολή της Τζουμαγιάς, προοριζόμενου για ιερέας 41.

Ο αριθμός των σπουδαστών στη σχολή του Προδρόμου που προέρχονταν από την επαρχία Μελενίκου δείχνει τον ιδιαίτερο ζήλο του Προκοπίου για τη μόρφωση των μελλοντικών στελεχών και συνεργατών του. 
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί:

Κατά το έτος 1880-1881 στην ιερατική σχολή του Προδρόμου, σε σύνολο 24 σπουδαστών, φοιτούσαν 6 μαθητές από την επαρχία Σερρών, 6 από την επαρχία Δράμας, 6 από την επαρχία Μελενίκου και 6 από τα γειτονικά προς τη Μονή χωριά 42

Κατά το επόμενο έτος 1881-1882, σε σύνολο 25 μαθητών, οι 8 προέρχονταν από την επαρχία Σερρών, οι 7 από την επαρχία Δράμας και οι 10 από την επαρχία Μελενίκου 43

Το σχολικό έτος 1882-1883 από τους 26 μαθητές που φοιτούσαν, 9 προήλθαν από τη Μητρόπολη Σερρών, 4 από τη Μητρόπολη Δράμας, 7 από τη Μητρόπολη Μελενίκου και 6 από τη Μητρόπολη Νευροκοπίου 44.

Τη συμπαράσταση όμως και την αγάπη του προς τον κλήρο ο Προκόπιος την έδειξε και με άλλον τρόπο, με την αποστολή συνδρομητών προς το γηροκομείο ορθοδόξων κληρικών, που λειτουργούσε στη νήσο Πρώτη στην Κωνσταντινούπολη 45.

Παράλληλα όμως ο Προκόπιος έδειξε ενδιαφέρον και για τα βουλγαρικά γράμματα. 

Μεριμνούσε για τα βουλγαρικά σχολεία της επαρχίας του και παρευρισκόταν συχνά στις εκδηλώσεις τους ευχόμενος την «έν ειρήνη καί όμονοία» λειτουργία τους 46

Επίσης με επιστολή του ο Προκόπιος προς τους εφόρους και προκρίτους της σλαβόφωνης συνοικίας της Κάτω Τζουμαγιάς συνιστούσε τη μάθηση όλων των γλωσσών του τόπου, 
δηλαδή 
ελληνικά, 
βουλγαρικά και 
τουρκικά, 
βοηθώντας όμως με τον τρόπο αυτό την εισαγωγή της βουλγαρικής στα σχολεία 47

Στην Κάτω Τζουμαγιά μάλιστα ο Προκόπιος επιχείρησε πραξικοπηματικά και παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων και του Ελληνικού Προξενείου Σερρών, να ιδρύσει βουλγαρικό σχολείο ζητώντας και τη σύμπραξη των τουρκικών αρχών για το σκοπό αυτό. 

Μαρτυρείται από το διδάσκαλο της κωμόπολης Τόλιο Στεργίου ότι οι βουλγαρόφρονες από τον ενθουσιασμό τους για τις ενέργειες του μητροπολίτη υπέρ αυτών ζητωκραύγαζαν δημόσια

 Ζήτω ή Βουλγαρία καί ό δεσπότης μας48.

Αξιοσημείωτη είναι η δικαιολογία του Προκοπίου σχετικά με την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων. 

Όπως δηλώνει, επιτρέπει την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων, διότι την επιτρέπει και το Πατριαρχείο. 

Αν αυτό το απαγόρευε, τότε και αυτός υπακούοντας δεν θα επέτρεπε τη λειτουργία τους στην επαρχία του. 
Εξηγεί όμως πως το Πατριαρχείο, 
βλέποντας την ιδιαίτερα καλή μεταχείριση του Βούλγαρου Εξάρχου από την Υψηλή Πύληκαι 
φοβούμενο μήπως οι σλαβόφωνοι στη Μακεδονία κηρυχθούν σχισματικοί
εξαναγκάστηκε να μην εμποδίσει τη διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσαςστη μερίδα του ποιμνίου του που το επιθυμούσε 49

Έτσι ο Προκόπιος έδινε νέες αφορμές για κατηγορίες σε βάρος του και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που να θεωρείται προτιμότερο και λιγότερο επιβλαβές στον ελληνισμό το να είχε προσχωρήσει στους σχισματικούς. 

Η συνεχής μάλιστα εμφάνιση στην επαρχία Μελενίκου Βουλγάρων διδασκάλων, φανερών προπαγανδιστούν της πανσλαβιστικής ιδέας, δημιούργησε ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα σε βάρος του Προκοπίου, ο οποίος σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς: 
τον έπιμενίδειον ύπνον εϋδει διά τά έν τη επαρχία αντοϋ συμβαίνοντα, ή δέ Μεγάλη Εκκλησία άδιαφορεϊ...50.

Σχετική με την εμφάνιση των προπαγανδιστών είναι μια επιστολή-αναφορά που έστειλε ο Προκόπιος στο Πατριαρχείο στις 23 Ιανουαρίου του 1883.

 Ο Προκόπιος ενημέρωνε τον Πατριάρχη για την κατάσταση στην επαρχία Μελενίκου με την επαναφορά από την οθωμανική κυβέρνηση 
των παυθέντων βουλγαροδιδασκάλων, αποστόλων της βουλγαρικής Εξαρχίας, 
που, αρωγοί στο έργο των ληστοσυμμοριτών,
 περιέρχονταν τα χωριά διχάζοντας τους κατοίκους, 
ακόμη και στο αναμφισβήτητα ελληνικό Μελένικο. 

Ο μητροπολίτης ζητούσε τη συμπαράσταση της Μ. Εκκλησίας και τη μεσολάβησή της στην αυτοκρατορική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κατάστασης που μόνο έριδες και ταραχές προξενεί στον κόσμο.
 Στην αναφορά του αυτή ο Προκόπιος υπέγραφε με τη φράση: 
Θεράπων ελάχιστος καί τοϊς όρισμοΐς προθυμότατος 
 + Ό Μελενίκου 51.

Αφορμή επίσης για δριμύτατες κατηγορίες σε βάρος του μητροπολίτη Μελενίκου έδωσε η κυκλοφορία επιστολής του προς το βοηθό του επισκόπου Δαφνουσίας στις 29 Ιουνίου του 1884, 
στην οποία αναφέρει το Φίλιππο της Μακεδονίας
 όχι με τον ελληνικό τίτλο «βασιλιάς»
 αλλά με το σλαβικό «κράλης», 
παραπέμποντας ταυτόχρονα τον ενδιαφερόμενο να μάθει 
περί της αληθινής καταγωγής του Φιλίππου 
στον Γ' Ολυνθιακό του Δημοσθένη. 

Το τι υπονοούσε είναι φανερό. 

Απόσπασμα της επιστολής αυτής ενεχείρισε στο Προξενείο Σερρών ο μητροπολίτης Σερρών 52.

Η επιθυμία του τμήματος Δεμίρ-Ισάρ ν’ αυτονομηθεί από τη Μητρόπολη Μελενίκου και το μητροπολίτη της και ν’ αποκτήσει δικό του επίσκοπο δημιούργησε πολλά προβλήματα στον Προκόπιο, γιατί τα επιχειρήματα για τη σύσταση μιας τέτοιας ιδιαίτερης επισκοπής στηρίχτηκαν κυρίως στις κατηγορίες εναντίον του και όχι τόσο στις πραγματικές ανάγκες του τόπου, που όντως έκαναν αναγκαία την ίδρυση μιας τέτοιας επισκοπής.

 Η αρχή είχε γίνει με το διορισμό βοηθών επισκόπων, υπευθύνων για το τμήμα Δεμίρ-Ισάρ με τον τίτλο «Δαφνουσίας». 
Πρώτος βοηθός επίσκοπος Μελενίκου είχε τοποθετηθεί ο Δαφνουσίας Χαρίτων (Νοέμβριος 1848-1872) 53.

 Στο χρονικό διάστημα από το 1872 ως τις 30 Μαρτίου 1883 δεν τοποθετήθηκε άλλος βοηθός επίσκοπος Μελενίκου. 
Τα καθήκοντά του φαίνεται ότι ασκούσε ο προποσύγκελος του μητροπολίτη.

Τον Ιανουάριο του 1881 54 μερίδα των χριστιανών κατοίκων του Δεμίρ-Ισάρ διαμαρτυρήθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' κατά του μητροπολίτη Προκοπίου. 

Στις καταγγελίες αυτές όμως απάντησε, υπερασπίζοντας το μητροπολίτη της, η άλλη μερίδα παν χριστιανών του Δεμίρ-Ισάρ, γεγονός που δείχνει και τις εσωτερικές διαμάχες που ταλάνιζαν τις κοινότητες την εποχή εκείνη, διαμάχες όπως αυτήν του Δεμίρ-Ισάρ για τον έλεγχο των κοινοτικών πραγμάτων. 

Το μητροπολίτη υπερασπίστηκαν και οι κάτοικοι του Μελενίκου, συγκεντρώνοντας υπέρ αυτού πάνω από δύο χιλιάδες υπογραφές και αρκετές μουχταρικές σφραγίδες. 

Η αιτία της καταγγελίας, όπως αποδείχτηκε, ήταν η απόλυση του πρωτοσυγκέλλου της Μητρόπολης Μελενίκου και υπευθύνου για το τμήμα του Δεμίρ-Ισάρ.

Το Μάιο του 1883 ορισμένοι εκ των κατοίκων του Δεμίρ-Ισάρ επανήλθαν στο αίτημά τους εκφράζοντας τα παράπονά τους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τα οποία επεδίωκαν το διορισμό επισκόπου για την κάλυψη των θρησκευτικών τους αναγκών.
 Το Πατριαρχείο ενημέρωσε το μητροπολίτη Προκόπιο, ο οποίος άφησε το θέμα στην κρίση του Πατριάρχη και της συνόδου, που προχώρησαν στη χειροτονία επισκόπου Δαφνουσίας, ως βοηθού επισκόπου του μητροπολίτη Μελενίκου. 
Τελικά, για τη θέση αυτή επιλέχτηκε ο Σερραίος αρχιδιάκονος της Μητρόπολης Σερρών Μεθόδιος Παπαεμμανουήλ, τελειόφοιτος της Χάλκης, γνώστης της βουλγαρικής και της τουρκικής γλώσσαςκαι κυρίως της κατάστασης που επικρατούσε στα μέρη εκείνα. 
Τη χειροτονία μάλιστα του νέου επισκόπου τέλεσε ο ίδιος ο κυρίαρχος μητροπολίτης Μελενίκου, συγχοροστατούντων του αρχιεπισκόπου Νευροκοπίου και του επισκόπου Ελευθερουπόλεως 55.

Το ζήτημα της πλήρους αυτονόμησης της αρχιερατικής περιφέρειας Δεμίρ-Ισάρ από τη μητρόπολη Μελενίκου επανήλθε τον Ιανουάριο του 1887 με τη χειροτονία του Τενεδίου Κωνσταντίνου Χατζηαποστόλου ως επισκόπου Δαφνουσίας (αργότερα έγινε Μελενίκου από Λιτίτζης, Μάιος 1894-Μάρτιος 1899), με την υποστήριξη μάλιστα του Ελληνικού Προξενείου Σερρών 56.

Ο Προκόπιος συνάντησε, ως μητροπολίτης Μελενίκου, μεγάλες αντιδράσεις εναντίον του υποκινούμενες από το Ελληνικό Προξενείο Σερρών, που πολλές φορές ζήτησε τη μετάθεσή του από το Μελένικο, εξαιτίας, όπως αναφέρεται, της εθνικά επικίνδυνης διαγωγής του εκεί 57

Σε έγγραφό του προς το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης ο πρόξενος των Σερρών αναφέρει για το μητροπολίτη Μελενίκου:

 ό τήν εκκλησίαν προδίδων Μελενίκου είναι μυστικός καί επικίνδυνος ώς εκ της Θέσεώς του ταύτης οργανον τής βουλγαρικής προπαγάνδας, είναι άνάγκη κατεπείγουσα νά άπομακρυνθή οχι μόνον άπό τήν επαρχίαν του αλλά άπό όλα τά μέρη ταϋτα εις ά κρυφίως ραδιουργεί. 

Το φθινόπωρο μάλιστα του 1884 το Προξενείο Σερρών δεν δίστασε να στείλει τον εκ Δεμίρ-Ισάρ Έλληνα υπήκοο Κωνσταντίνο Σεμέτσο στην Κωνσταντινούπολη, για να ενημερώσει την Ελληνική Πρεσβεία αναφορικά με τη διαγωγή του μητροπολίτη Προκοπίου 59.
 Ο Σεμέτσος συχνά ενημέρωνε το Ελληνικό Προξενείο Σερρών για τις δραστηριότητες του Προκοπίου.
 Μάλιστα σε δύο επιστολές του που έστειλε στο Προξενείο στις 26 Ιουνίου και στις 2 Ιουλίου του 1884 καταφέρεται εναντίον του μητροπολίτη χαρακτηρίζοντάς τον ως άθλιο60

Ήταν η εποχή που το Δεμίρ-Ισάρ ζητούσε την εκκλησιαστική του αυτονόμηση από το Μελένικο.

Ο Προκόπιος κατηγορήθηκε για την αδιαφορία που έδειξε στη συνεργασία του με το Προξενείο σε ζητήματα κυρίως εκπαιδευτικά 61, για εγκατάσταση βουλγαροδιδασκάλων σε ελληνικά σχολεία και τη συνδρομή του στη λειτουργία βουλγαρικού σχολείου σε εκκλησιαστικό μάλιστα κτήριο 62

Σε έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών προς την Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη το Δεκέμβριο του 1883 αναφέρεται σχετικά για τον Προκόπιο:

 Ή μέχρι τον νϋν πολιτεία του απαθής καί άδιάφορος ώς προς πάσαν τών Βουλγάρων ένέργειαν, άπό τίνος όμως ήδη χρόνου ήρξατο φανερώς υποστηρίζων τούς άγώνας εκείνων διά προτρεπτικών πρός τάς κοινότητας Τζουμαγιάς καί Πετρίτσης έπιστολών πρός αποδοχήν Βονλγάρων διδασκάλων επί τώ λόγω ότι, καθώς ή Τουρκική κυβέρνησις επιτρέπει τήν έλευθέραν λειτουργίαν τών σχολείων πάσης έθνότητος οϋτω καί ή Εκκλησία δέον νά μή παρακωλύη τήν κανονικήν αυτών πρόοδοί 63.

Σε αναφορά επίσης του πρόξενου Σερρών Ν. Μπέτσου προς τον υπουργό των Εξωτερικών Α. Κοντόοταυλο αναφέρεται: 

ό δε άγιος Μελενίκου έν τώ φανερώ μέν απρακτεί καί έν άκρα πολιτεύεται επιφυλάξει, εν τω κρυπτω δέ καί εμμέσως τοΐς εχθροΐς ημών συμπράττει καί παραλύει σχεδόν διά τής πονηράς ταύτης πολιτείας τον τάς έπιτόπου ήμετέρας ένεργείας.

Τό Έλ. Προξενεϊον πρό χρόνων ικανών εύρίσκεται εις την δνσάρεστον θέσιν νά τηρή τυπικήν τι να καί έπίπλαστον μόνον σχέσιν πρός τόν ’Αρχιερέα τοϋτον [καί] ύπολαμβάνει κινδυνώδες νά συνεννοηθή άπ' ευθείας μετ’ αυτόν καί περί τής ελάχιστης εθνικής ύποθέσεως

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο Πρόξενος πρότεινε να μην απομακρυνθεί ο Μελενίκου με βιασύνη, αλλά αφού κληθεί πρώτα ως συνοδικός και αντικατασταθεί από τοποτηρητή γνωστών και αδιαφιλονίκητων ελληνικών φρονημάτων, στη συνέχεια να τοποθετηθεί σε κάποια ασιατική επαρχία ή ως γέρων ή και προεδρικώς, όπου θα είναι ακίνδυνος. 

Την αντικατάσταση του Προκοπίου, αφού πρώτα εξακριβωθεί η γνώμη του Πατριάρχη, υποστήριξε ενστερνιζόμενο τις προτάσεις του προξένου Σερρών και το υπουργείο Εξωτερικών σε έγγραφά του προς την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης 65

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης πιεζόμενος από το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών υποσχέθηκε ότι θα μεριμνούσε για την αθόρυβη απομάκρυνση του Προκοπίου από τη Μητρόπολη Μελενίκου 66

Ταυτόχρονα τέθηκε πάλι επιτακτικά το θέμα της εκκλησιαστικής αυτονόμησης του τμήματος Δεμίρ -Ισάρ από τη Μητρόπολη Μελενίκου.
 Σημαντική ήταν η απάντηση του Πατριάρχη σε εμπιστευτικό σημείωμα: 

Πολλά κατά καιρούς έλέχθησαν καί έγράφησαν περί τοϋ Μητροπολίτου Μελενίκου ώς σλαβοφίλου,επίσημος όμως ποιμαντική ενέργεια αύτοϋ ουδόλως επιμαρτυρεί τούτο.
 Οί άδιστάκτως φρονοϋντες ότι οϋτος όντως σλαβοφιλεί σχηματίζουσι τάς ιδέας αυτών από την αδράνειαν μεθ’ ην δεικνύει εις τά περί σχολείων καί άδελφοτήτων. 
Ή εκκλησία εξ ενός μή έχουσα αδιάψευστα τεκμήρια τής σλαβοφίλου αύτοϋ διαγωγής, εξ άλλου φοβουμένη μεγαλύτερον σάλον καί βλάβην άπέσχε νά άποφασίση τελειωτικώς. 
Ωστόσο αποφάσισε να διορίσει τιτουλάριο επίσκοπο για το διαμέρισμα Δεμίρ-Ισάρ 67.

Κατηγορήθηκε επίσης για το χωρισμό των νέων στο Πετρίτσι μεταξύ ορθοδόξων και σχισματικών, την παραχώρηση ενός από τα δύο σχολεία της κοινότητας στους Βουλγάρους 68, την εισαγωγή στον αριστερό χορό της εκκλησίας του Πετριτσίου της βουλγαρικής γλώσσας από το 1884 και τη χειροτονία Βουλγάρων ιερέων 69.

Οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κοινότητας Πετριτσίου κατήγγειλαν μάλιστα στο Ελληνικό Προξενείο Σερρών την ενθάρρυνση των Βουλγάρων από το μητροπολίτη Μελενίκου, 
εις την δικαιοδοσίαν τοϋ οποίον ή πόλις ημών (ενν. το Πετρίτσι) έχει την ατυχίαν νά εϊνε..., στην κατάληψη ναού από τους εξαρχικούς. 
Σπουδαίο ρόλο στις καταγγελίες έπαιξε ο δάσκαλος του Πετριτσίου Φ. Ταπεινός, πιθανότατα συγγενής του «οικειοθελώς» παραιτηθέντος μητροπολίτη πρώην Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού, προκατόχου του Προκοπίου 70.

 Ο Φ. Ταπεινός μάλιστα προμήθευσε στο Προξενείο Σερρών εγκύκλιο του Προκοπίου προς το σύγκελό του στο Πετρίτσι, στις 18 Νοεμβρίου του 1883, 
με την οποία χορηγεί την άδεια να ψάλλουν
 στα σλαβικά στις δύο εκκλησίες του Πετριτσίου εκτός από τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο
 (υπήρχε άλλωστε και η απαγόρευση του Πατριαρχείου να κυκλοφορούν σε βουλγαρική μετάφραση το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος).

 Στην εγκύκλιό του αυτή ο Προκόπιος αυτοχαρακτηρίζεται «Χριστιανός Ορθόδοξος Μακεδών» ενισχύοντας έτσι τις κατηγορίες εναντίον του 71.

Δεν είναι ξεκάθαρα τα αίτια που προκάλεσαν την εχθρότητα ανάμεσα στο μητροπολίτη Προκόπιο και στους αδελφούς Ταπεινού, συγγενείς του πρώην μητροπολίτη Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού. 

Επιστολή, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Βυζαντίς» 72 της Κωνσταντινούπολης, εκ Πετριτσίου δήθεν προερχόμενη, περιείχε πλήθος συκοφαντιών κατά του γιατρού Νικολάου Γρ. Ταπεινού και του αδελφού του Φ. Ταπεινού, διδασκάλου στο Πετρίτσι.
 Η επιστολή προσπαθούσε να υπερασπισθεί το μητροπολίτη Μελενίκου από τις εναντίον του κατηγορίες χρησιμοποιώντας επιχειρήματα κατά των δύο αδελφών Ταπεινού. 
Ακόμη περισσότερο περιπλέκει την κατάσταση το ότι ο γιατρός Νικόλαος Ταπεινός είχε ως σύζυγό του μια ανεψιά του μητροπολίτη Προκοπίου 73.
Είναι πάντως γεγονός ότι όχι μόνο εξαιτίας των δύο Ταπεινών η ελληνική κοινότητα Πετρίτσης στάθηκε αρνητική απέναντι στον Προκόπιο.
 Σε ανταπόκριση του «Νεολόγου» από το Πετρίτσι, που δημοσιεύθηκε στις 4 Μαΐου του 1888 74, αναφέρεται:

 Εύρεθείς χάριν ιδιαιτέρων μου υποθέσεων ενταύθα άπό τινας ημέρας, κατά καθήκον έρχομαι δι’ ολίγων νά περιγράψω τήν οίκτράν κατάστασιν εις ήν περιέστη ή ελληνική κοινότης Πετρίτσης ώς εκ τής άδρανείας τού  Αγίου Μελενίκου κ. Προκοπίου. 

Γνωστόν τυγχάνει ότι άπό τού 1884 ή εν Μεσαχώρω έδρεύουσα σχισματική εξαρχία προσπαθεί παντί σθένει νά ίδρυση εις τά διάφορα μέρη τής Μακεδονίας σχολεία καί δι' αυτών νά επιτυχή τούς σκοπούς αύτής... 

Οϋτω λοιπόν στήσασα άνόμως καί ενταύθα τά κέντρα αύ τής μετ’ έπιτάσεως άγωνίζεται διά τών οργάνων αύ τής ... νά διαδώση σύν τοΐς νάμασι τής βουλγαρικής παιδείας καί τόν ιόν τής άποστροφής πρός πάν ο,τι άνέκαθεν ύπήρξεν έλληνικόν. 

Άλλ ’ ο "Αγιος Μελενίκου καίτοι ταϋτα έγνώριζε, καίτοι την πολιτείαν τής εξαρχίας καί τών οργάνων αύ τής εκ τού πλησίον βλέπει, εξακολουθεί νά άποκαλή αύτούς τέκνα τής Μεγάλης Εκκλησίας καί νά εύλογή αύτούς καί τά σχολεία αύτών νά έπισκέπτηται καί νά καλή αύτούς σέ συμπόσια καί δείπνα. 

Πολύ δέ ολίγον μέλει αύτώ εάν οί πρόκριτοι καί οί όρθοφρονοϋντες κάτοικοι ζητοϋσι την παλινόρθωσιν τών καθεστώτων καί την τών κακώς κειμένων, ερχόμενος δέ εις έπίσκεψιν τών τέκνων του περιορίζεται εις τό νά άνεγείρη άχυρώνας καί δωμάτια μόνον διά τόν έαυτόν του καί διά τόν άνεψιόν του, έάν δέ οί βουλγαροδιδάσκαλοι καί αί διδασκάλισσαι αύτών φανερόν κηρύττουσιν οτι είσί σταλμένοι άπό την εξαρχίαν καί ότι λαμβάνουσι κατ’ έτος 250 λίρας καί έτέρας 150 δι ’ άπρόοπτα έξοδα ό "Αγιος Μελενίκου κηρύττει οτι δέν τά ήκουσεν... 

Εύτυχώς όμως έλθών κατά τήν 10 άπριλίου καί λειτουργήσας εν τώ ναώ τού άγιου Νικολάου εΐδεν όφθαλμοφανώς οτι ό βούλγαρος ψάλτης, ον ή Σεβασμιότης του καλοκαγαθία φερομένη διώρισεν άπό τριετίας ϊνα ψάλλη έν τή είρημένη εκκλησία, δέν τόν ήκουσε καί εξακολουθεί νά ψάλλη τό Χερουβικόν βουλγαριστίέν ω ή Σεβασμιότης του διέταξε διά ποιμαντορικών έπιστολών πρό τετραετίας
 όπως οί δεξιοί χοροί τών εκκλησιών ψάλλωσιν ελληνιστί 
καί μόνον οί άριστεροί βουλγαριστί... 

Τί δέ νά ειπωμεν καί περί τού επιτρόπου αύτοϋ... 
Αλλ' ό ”Αγιος Μελενίκου ώς βούλγαρος όνειρευόμενος μεγάλην Βουλγαρίαν διότι έγαργαλίσθη άπό τήν νύν μεθορεύουσαν ηγεμονίαν έχει δίκαιον νά άγνοή τά συμβαίνοντα ή Μεγάλη όμως τού Χριστοϋ Εκκλησία δέν οφείλει νά ύπερασπισθή τά τέως αύτής πιστά τέκνα, άτι να παρ' αύτής ζητοϋσι καί έκλιπαροϋσιν ύπεράσπισιν; 

Διατί ή εξαρχία νά έπεμβαίνη ενταύθα καί ημείς ούχί μόνον νά σιωπώμεν, άλλά νά δίδωμεν καί τάς εκκλησίας ημών καί τά σχολεία διά νά έκτελώνται διάφορα έργα; 

Διατί ή Μ. Εκκλησία άφοϋ δέν πιστεύει εις τάς δικαίας αιτήσεις τής όρθοφρονούσης μερίδος πιστεύει εις τά γραφόμενα τού Αγίου Μελενίκου καί δέν στέλλει επίτηδες άνθρωπον διά νά πληροφορηθή τί συμβαίνει; 
Τή άληθεία άνεξήγητός έστιν ή σιωπή αύ τη τής Μ. Εκκλησίας καί ούδέν έτερον ύπ εμφαίνει είμή άδυναμίαν ...
Τά όργανα τής έξαρχίας, "Αγιε Μελενίκου, έχουσιν ώρισμένον σκοπόν τόν όποιον έγνώριζες... 

Φοβερά εύθύνη έπίκειται καί άλλίμονον εις ημάς ελπίζοντας νά έπιτύχωμεν τών δικαίων ημών έκ τοιούτου μητροπολίτου δι’ ον ουκ ολίγα έδημοσιεύβησαν.  
Απορον όμως τί ή Μ. Εκκλησία σκέπτεται. *Αρα γε, άφοϋ έγνώρισε τα σνμβαίνοντα καί τάς ένεργείας των βουλγάρων. έπικυροί την πολιτείαν τοϋ Άγιον Μελενίκον...; 

Πολλοστήν ταύτην φοράν παρακαλοϋμεν τό Οίκ. Πατριαρχεϊον ϊνα δώση άκρόασιν καί πίστιν καί έπιτάξη αύστηρώς τον άγιον Μελενίκον νά μή φέρηται μεροληπτικώς...


Στις 6 Δεκεμβρίου του 1888, κατά τη συνηθισμένη επίσκεψη του μητροπολίτη Μελενίκου στο Πετρίτσι εξαιτίας της γιορτής του Αγίου Νικολάου, στο όνομα του οποίου ετιμάτο ο ένας από τους δύο ναούς της πόλης, προκλήθηκε σύγχυση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, όταν Βούλγαροι προπαγανδιστές επεδίωξαν να διαταράξουν τη συμφωνημένη σειρά ψαλμωδίας στις δύο γλώσσες. 

Ο Προκόπιος προτίμησε να μην ανακατευτεί στη συμπλοκή κρυπτόμενος, γιατί κατά το μεγαλύτερο μέρος της λειτουργίας και ο ίδιος έψελνε στη βουλγαρική 75.

Οι προσπάθειες του Προκοπίου να οργανώσει και να θέσει σε εφαρμογή και στο Μελένικο ένα σταθερό σύστημα αρχιερατικής επιχορηγίας, όπως με επιτυχία εφήρμοσε στη Μητρόπολη Ερσεκίου, αποτέλεσαν μια ακόμη αφορμή να κατηγορηθεί, ανάμεσα στα άλλα, και για φιλοχρηματία και ότι με τις απαιτήσεις του εκεί οδηγήθηκε σε αποσκίρτηση στο σχίσμα η πλειοψηφία των χριστιανών της Ανω Τζουμαγιάς 76.

Φαίνεται όμως ότι δεν υπήρχαν μόνο κατηγορίες σε βάρος του Προκοπίου, αλλά και επαινετικά σχόλια.

Έτσι, όταν το 1881 ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ ζήτησε από το φίλο του πρόξενο των Σερρών Παπακωστόπουλο πληροφορίες για τους αρχιερείς της προξενικής περιφέρειας Σερρών, εκείνος του απάντησε για το μητροπολίτη Μελενίκου Προκόπιο:

 ...σήμερον τίποτε δέν ήμπορώ νά είπω κατά τοϋ Ιεράρχον τούτον. Ήυνόησεν τά σημεία των καιρών καί την άνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος παρέχει τώ Συλλόγω (ενν. Φιλεκπαιδευτικό) την έαυτοϋ πρόθυμον συνδρομήν καί σύμπραξιν έν άπασι τοις διαμερίσμασι τής αρχιεπισκοπής του καί συνετέλεσεν ου σμικρόν εις την προαγωγήν τών ενεργειών τον... (ενν. του συλλόγου) 77.

Ο Προκόπιος υποστηρίχτηκε από το Πατριαρχείο καί ιδιαίτερα από τον πατριάρχη Διονύσιο τον Ε', με τον οποίο γνωριζόταν από πολλά χρόνια, όταν ακόμη ο Προκόπιος ήταν διάκονος του Δέρκων. 

Ο Διονύσιος ο Ε', υποστηρίζοντας το μητροπολίτη Μελενίκου απάντησε στον υπάλληλο της Ελληνικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Ναούμ σχετικά με τις κατηγορίες σε βάρος του Προκοπίου ότι:
 ...ό Άγιος Μελενίκον ποιμαίνει επαρχίας κατοικουμένας τό πλεϊστον νπό ελληνοφώνων οϋς ή βουλγαρική προπαγάνδα δέν ήδυνήθη νά άποσπάση μέχρι τονδε έκ τών κόλπων τής Μ. Εκκλησίας χάριν τής προσπαβείας τον έν λόγω Μητροπολίτου..

Ή εις τάς παρούσας περιστάσεις μετάθεσις τον Μητροπολίτον Μελενίκον δυναται νά φέρη λίαν σοβαρά άποτελέσματα ών τήν ευθύνην δέν έπιθυμεϊ νά άναλάβη (ενν. ο Πατριάρχης)...78.

 Ο Διονύσιος σημειώνει μάλιστα σε άλλη του επιστολή προς την Ελληνική Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως ότι
 ο μητροπολίτης Μελενίκου ουδέποτε καθυστέρησε τήν περί τών έθνικών ίδρυμάτων συνδρομήν τον 79.

Στην Κωνσταντινούπολη ο Προκόπιος δεν έχασε για μια ακόμη φορά την ευκαιρία να δείξει το μεγάλο και πραγματικό του ενδιαφέρον για τα ελληνικά γράμματα και την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στη Μακεδονία.

 Υπήρξε μάλιστα ένα από τα αξιότιμα μέλη τηςΜακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος80 και πολλές φορές λειτούργησε στο ιδιόκτητο Αγιασμά της, το οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος συντηρούσε τη Σχολή Τσοτυλίου. 

Αξίζει να αναφερθούν τα λόγια του Νικολάου Β. Τσούλκα στη λογοδοσία της Αδελφότητας του έτους 1885-1886 81

Έν τώ ίδιοκτήτω τής ’Αδελφότητος Αγιάσματι, τό όποιον ώς έπί τό πλεΐστον διά τον όβολον τ ον συντρέχοντος χριστωνυμον ποιμνίου συντηρεί κατά μέγα τήν Σχολήν, έτελέσαμεν πάσας τάς τελετάς τών Τριών Ιεραρχών, τής Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης. τά μνημόσυνα τών άοιδίμων ευεργετών Ζαννή Σκυλίτση Στεφάνοβικ καί Κωνσταντίνου Σίσκου μετά τοϋ Αρχιερέως Αγίου Μελενίκον κυρίου Προκοπίου, τον βαθυσεβάστον ημών πατρός καί ποιμενάρχον, τρις αύτοκλήτως ίερουργήσαντος καί τρις ένί έτει φιλοδωρήσαντος ήμάς άνά μίαν λίραν Τουρκίας, εκτός τής προθύμου έτησίως συνδρομής του. Νομίζομεν ότι λησμονοϋμεν μέγα καθήκον νά μή άναφέρωμεν τον τρανόν ζήλον τοϋ Σεβαστού ήμών τούτου πατρός καί τάς φιλαγάθους προθέσεις, πάντοτε ένθαρρύνοντας καί παρηγοροϋντας ήμάς διά τής Σοφοκλέονς ρήτρας:
«Θάρσει μοι, Θάρσει. τέκνον, έτι μέγας ουρανώ Ζεύς, ος έφορά πάντα καί κρατύνει».

Ο Προκόπιος ως μητροπολίτης Μελενίκου διετέλεσε συνοδικός για μια περίπου διετία 20.2.1885-16.8.1886 82και εφοροταμίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης 83

Σε έγγραφο του Προξενείου Σερρών84 φαίνεται ότι ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Δ' απομάκρυνε, κατόπιν «θερμών παρακλήσεων» της ελληνικής διπλωματίας τον Προκόπιο από το Μελένικο καλώντας τον ως συνοδικό στην Κωνσταντινούπολη και υποσχέθηκε ότι με την πρώτη ευκαιρία θα τον αντικαταστήσει. 

Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Προκόπιος κλήθηκε συνοδικός κατά το Συνταγμάτιο, επειδή εκωλύοντο οι μητροπολίτες Φιλαδελφείας και Μεσημβρίας να παραστούν ως συνοδικοί85

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1886 ο «Νεολόγος» δημοσίευσε την είδηση: 

αγγέλλεται έκ Μελενίκου ο Θάνατος τον πανιερωτάτον μητροπολίτον τής είρημένης έπαρχίας Προκοπίου, πέρνσι χρηματίσαντος σννοδικοϋ μέλους 86.

Η «Βυζαντίς» στις 4 Δεκεμβρίου όμιος τη διέψευσε σχολιάζοντας ότι ουδέποτε στα Πατριαρχεία έφτασε ανάλογη είδηση 87.

Οι αντιδράσεις και οι κατηγορίες σε βάρος του Προκοπίου πρέπει να ήταν τα αίτια που τον έφεραν τον Ιούλιο του 1887 υποψήφιο για τη μητρόπολη Ικονίου, χωρίς όμως επιτυχία, με συνυποψήφιους τον Βάρνης Κύριλλο και τον πρώην Χίου Αμβρόσιο που τελικά εξελέγη 88

Στις 31 Μαρτίου του 1888 ήταν και πάλι υποψήφιος για τη Μητρόπολη Ερσεκίου, στην οποία η θητεία του ως μητροπολίτη (1863-1865) είχε χαρακτηρισθεί ευδόκιμη, μετά την παραίτηση του Ερσεκίου Ιγνατίου. 
Υποψήφιοι για τη θέση ήταν εκτός από τον Προκόπιο ο Σκοπίων Παΐσιος και ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος Ραδούλοβιτς, ο οποίος και εξελέγη 89.

Τον Ιούνιο του 1889 η Σύνοδος επέτρεψε, ύστερα από κυβερνητική άδεια, στον Προκόπιο να μεταβεί στη Βιέννη για τη θεραπεία των ματιών του 90

Ο Προκόπιος έπασχε από καταρράχτη και στους δύο οφθαλμούς 91.

 Το Σεπτέμβριο όμως του ίδιου έτους προσκλήθηκε πάλι κατά το Συνταγμάτιο ως συνοδικός. Έτσι κλήθηκε να επιστρέψει από τη Βιέννη στην Κωνσταντινούπολη και όχι στο Μελένικο 92.

 Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες, αν τελικά ο Προκόπιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη ή επέστρεψε στην έδρα του.

Μέχρι τις παραμονές του θανάτου του η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε την απομάκρυνσή του από το Μελένικο.

 Ενδεικτική είναι η αναφορά του πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Μαυροκορδάτου προς το Υπουργείο των Εξωτερικών τον Ιούνιο του 1891, στην οποία επίσης φαίνεται και η διαμάχη των δύο εθνικών κέντρων, Αθήνας και Φαναριού:

 ...εάν μή οϋτως ή άλλως ό άνάξιος καί έπικίνδυνος Μητροπολίτης Μελενίκον άπομακρυνθή τής έπαρχίας τον ή Ελληνική Κυβέρνησις θά λάβη πλέον τό ένδόσιμον νά σκεφθή έάν ή αδιαφορία τού Πατριαρχείου εις ίκανάς σπουδαίας έννοιας αίτήματά της δέον νά έπιβάλη αυτή τήν διαρρύθμισιν άλλο των πρός τό Φανάριον σχέσεων.

 Στην ίδια αναφορά επισημαίνεται ότι ο μητροπολίτης Μελενίκου τυγχάνει προστασίας και ότι η απομάκρυνσή του από την επαρχία του εμπνέει φόβους στο Πατριαρχείο 93.

Ο Προκόπιος απεβίωσε στην έδρα του, το Μελένικο, στις 28 Αυγούστου 189194, σε μεγάλη ηλικία 95 (το 1887 ήταν ο αρχαιότερος των αρχιερέων96). 

Ο ενταφιασμός του έγινε στον περίβολο του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου στο Μελένικο 97, ενώ αρχιερατικός επίτροπος ορίστηκε ο Δαφνουσίας Κωνσταντίνος 98 (τοποτηρητής είχε οριστεί ο Σερρών).

Το ζήτημα της περιουσίας του Προκοπίου απασχόλησε αρκετά το Πατριαρχείο, από την άρνηση κυρίως του χακίμη (δικαστή) του Μελενίκου να παραδώσει τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου του αποθανόντος στον εκπρόσωπο της Συνόδου του Πατριαρχείου διάκονο Κωνσταντίνο Μικρούλη, ο οποίος για το λόγο αυτό είχε μεταβεί στο Μελένικο 99

Με διάβημα του Πατριαρχείου στην Υψηλή Πύλη εκδόθηκε διαταγή προς το χακίμη και έτσι έληξε το θέμα.

Διάδοχος του Προκοπίου στο Μελένικο τοποθετήθηκε, με κάποια καθυστέρηση λόγω της χηρείας του Οικουμενικού Θρόνου, ο από Πρεσπών και Αχριδών Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης, αρχιερέας με πολυσχιδή δραστηριότητα 100.

Η ζωή και το έργο του Προκοπίου μέσα στην πολύχρονη ζωή του και στην επίσης πολύχρονη αρχιερατεία του σημαδεύτηκε από πολλές φάσεις, όχι άσχετες με τις εκάστοτε καταστάσεις. 

Ήταν επαναστάτης στα Τρίκαλα, 
οργανωτικός στην Ερζεγοβίνη, 
αλλά κατηγορήθηκε ως ύποπτος και εθνικά επικίνδυνος στο Μελένικο 101

Έδειξε αγάπη για τον κλήρο, ενδιαφέρον για την παιδεία και τη μόρφωσή του, ανεξάρτητα από την καταγωγή του καθενός, καθώς και επιθυμία για ομαλή και ειρηνική συμβίωση του ποιμνίου του.

 Η ευαισθησία του για τα σλαβόφωνα πνευματικά του τέκνα ήταν φανερή, ίσως λόγω της καταγωγής του. 

Αποτελούσαν εξάλλου την πλειοψηφία στην επαρχία του. 

Ο Προκόπιος αρχιεράτευσε σε εποχή με σημαντικά γεγονότα τόσο για την εκκλησία, όσο και για τα Βαλκάνια. 

Αρχιερέας γηραιός την εποχή των σημαντικών αυτών εξελίξεων δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει τις επιταγές των καιρών με αποτέλεσμα να γίνει στόχος πολλών κατηγοριών. 

Ωστόσο η πίστη και αφοσίωσή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο σε εποχή αμφισβητήσεων και συγκρούσεων δικαιολογεί αντίστοιχα και το σεβασμό του Πατριαρχείου προς αυτόν και την άρνησή του να τον απομακρύνει από την επαρχία του και από τα πνευματικά του τέκνα.

Παραπομπές
1.Ν. I. Γιαννόπουλος, «Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας», Έπετηρίς Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού, 1 (1914) 302: Επισκοπή Τρίκκης: «Προκόπιος Α' Σερραΐος είτα παυθείς καί μετέπειτα Έρσεκίου καί μετά ταϋτα Μελενοίκου ενθα έτελεύτησε».
2.Κων. Βακαλόπουλος, Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894), Θεσσαλονίκη 1983, σ. 207.
3.Α0. Καραθανάσης, «Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ’,η Αθήνα και το Φανάρι - Περίοδος εθνικών περιπετειών», Επιστημονικό Συμπόσιο: Χριστιανική Μακεδονία - Ο από Θεσσαλονίκης οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ Γ' ο Μεγαλοπρεπής, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 161.
4.Μακεδονία 4000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, Αθήνα 1982, ο. 555 σημ.61."
5.Αθ. Καραθανάσης, (LT., σ. 162, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
6.Μακεδονία 4000χρόνια, (Lt., σ. 556 σημ. 71.
7.Αθ. Καραθανάσης, (LT., σ. 167.
8.Μακεδονία 4000χρόνια, (Lt., ο. 453.
9.Κων. Βακαλοπουλος, ό.π., ο. 206.
10.Ο.π., σ. 205.
11.Για τη φιλοβουλγαρική δραστηριότητα του Προκοπίου βλ. ό.π., σσ. 140-142 και 322323.12.Βαπ. Σταυρίδης, Οί Οικουμενικοί Πατριάρχαι 1860-σήμερον, Θεσσαλονίκη 1977, σσ.31.32.
13.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 15 (1891-1892) 210 και Α.Υ.Ε., Προε. Σερρών 100/ 12.5.1887/1019/28.5.1887 (σημειώσεις Πρεσβ. Κωνσταντινουπόλεως 29.7.1887).
14.Βασ. Σταυρίδης, ό.π., σ. 91.
15.ΕλευΟ. Ταπεινός, « Ιστορία τής Μητροπόλείος Μελενίκου», 'Εκκλησιαστική 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 16 (1892-1893) 167, 168.
16.Παροτι είναι βέβαιη η καταγωγή του Προκοπίου από το Μελενικίτζι, εντούτοις σε ένα έγγραφο του Υπουργείου Εςωτερικοη’ (Α.Υ.Ε., πρός. Σερρών Ν. Φουντούλης προς υπουογό Εςωτερ. Αλές. Κοντόσταυλο, 129/7.7.1884/1074/16.7.1884) εμφανίζεται ο Προκόπιος ως καταγόμενος από το χιοριό Κούλα (Παλαιόκαστρο) κοντά στο Δεμίρ-Ισάρ.
17.Χριστόφ. Δημητριάόης, Προσκυνητάριον τής παρά τή πύλει τών Σερρών σταυροπηγιακής Ίεράς Μονής τον Αγίου Ίωάννου του Προδρόμου, Λειψία 1904, σ. 61: «Τού Προκοπίου Μητροπολίτου Μελενίκου κήπος έν τή κοψοπόλει Νιγρίτα».
18.Α.Υ.Ε., υποπρόξ. Σερρών Γ. Λαγκαδάς προς Υπουργείο Εςοπερικιόν, 200/1.10.1863/ 5584/15.10.1863: «Οΰτος Βούλγαρος ών τό γένος.»
19.Α.Υ.Ε., πρός. Σερρών Αρ. Μεταςάς προς πρεσβευτή Κιονσταντινουπόλεως Ν. Μαυοο- κορδάτο, 309/7.11.1890/3457/19.11.1890.''
20.Α.Υ.Ε., πρός. Σερρών Παπακωστόπουλοζ προς πρίοθυπουογό Αλες Κουμουνόούοο 136/9.6.1881/1428/20.6.1881.' '' "
 21.Έκκλ. Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3 (1882) 431.
22.Νικομήδειας Φιλόθεος, «Ό άρχαιότερος κώδιξ τής Ίερας Μητροπόλειυς Σερρών», Ήμερυλόγιυν τής 'Ανατολής, 1879, α. 390.
23.Διονύσιος Κυράτσος, επίσκοπος, Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, Δράμα 1995, σ. 91.
24.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντίνο νπόλεοκ 19 (1895-1896) και Νεολόγος, Δευτέρα 28.8. 1895, σ. 1. Τόσο ο Νεολόγος όσο και η Εκκλησιαστική Αλήθεια από λάθος μάλλον αναφέρουν το Μελέτιο Σπανδωνίδη ως πρωτοσύγκελο του από Θεσσαλονίκης Νεοφύτου. Ο συγκεκριμένος Δέρκων Νεόφυτος ήταν από Δράμας.
25.Ν. Κ. Γιαννυύλης, Κώδικας Τρίκκης, Αθήνα 1980, σ. 110.
26.Θεόκλητος Φιλιππαίος, «Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως έπισκοπαί καί επίσκοποι», Θεολογία ΛΑ' (1960) 550 και Μ. Γεδεών, «Πατριαρχικοί Πινακίδες», Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3 (1882) 443. «Προβιβασμός έν ετει 1854 κατά Σεπτέμβριον τού Ίνοπύ- λεως Ανθίμου εις Τρίκκην επί διαδοχή τοϋ παυθέντος Προκοπίου».
 27.Απ. Βακαλόπουλος, Η ελληνική επανάσταση στη Θεσσαλία στα 1854, Τρίκαλα 1989, αα. 52, 84. Ο Απ. Βακαλόπουλος τον ονομάζει μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγοόν, ενώ είναι γνοκττό ότι την εποχή εκείνη στην περιοχή υπήρχαν δύο διαφορετικές επισκοπές της Μη- τροπύλεως Ααρίαης, πρβλ. Δημητρίου Κουτρούμπα, Ή επανάσταση τυΰ 1854 καί αί έν Θεσσαλία ίόίαι επιχειρήσεις, Αθήνα 1976, σ. 169, και Ν. Κ. Γιαννούλης, ό.π., α. 114.
28.Α.Υ.Ε., υποπρύξ. Σερρών Κανακάρης προς Υπουργείο Εξοπερικιόν, 141/19.7.1860 /6681/27.8.1860."
29.Α.Υ.Ε., ό.π., 200/1.10.1863/5584/15.10.1863.
30.Α.Υ.Ε., υποπρύξ. Σερρών, 281/22.11.1863/6777/3.12.1863.
 31.Μ. Γεδεών, ό.π., σ. 329 (σημειώσεις). «Άποκατάστασις τοϋ πρώην Τρίκκης Προκοπίου τή 20 Σεπτεμβρίου 1863 άναδειχθέντος Ερσεκίου επί διαδοχή τοϋ άποΟανόντος Γρηγορίου»• βλ. και Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 16 (1892-1893) 168.
32.Έκκλ. Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., ο. 168 (σημείωση).
33.Ό.π..
34.Rudolf Grulich, Die unierte Kirche in Mazedonien (1856-1919), Wurzburg 1977, o. 73.
35.M. Γεδεών, Άποσημειώματα χρονογράφου, 'Αθήνα 1932, σ. 330.
 36.Rudolf Grulich, ό.π., ο. 74.
37.Μ. Γεδεών, ό.π., σ. 634.
38.Γ. Στογιόγλου, «Η Ιερατική Σχολή στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου Σερροη'», Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου «Χριστιανική Μακεδονία - Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών», Θεσσαλονίκη 1995, σ. 133."
39.Γ. Στογιόγλου, ό.π., σ. 150.
40.Ό.π., σ. 152.
41.Ό.π., σ. 154.
42.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 1 (1880-1881) 152.
  43.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3 (1881-1882) 690.
44.Γ. Στογιόγλου, ό.π., α. 165.
45.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 4 (9.2.1883) 287.
46.Νεολόγος, Πέμπτη 11 Αυγούπτου 1888, q\ 5748, ο. 3.
47.Α.Υ.Ε., προξ. Σερριόν Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξοπερ. Αλέξ. Κοντόοταυλο. 129/7.7.1884/1074/16.7.1884.
48.Α.Υ.Ε., προξ. Σερριόν Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξοιτερ. Αλέξ. Κοντόοταυλο, 260/23.11.1884/173/7.12.1884.
49.Ό.π. (αυνημ. έγγραφο 5).
 50.Νευλόγος, Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 1888, φ. 5799, ο. 1.
51.Α.Υ.Ε., Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως προς πρόεδρο του Συλλόγου Διάδοσης των Ελληνικίόν Γραμμάτων Κων. Παπαρρηγόπουλο 396/18.2.1883/228/21.2.1883.
52.Α.Υ.Ε., πρόξ. Σερρών Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξωτερικών Αλέξ. Κοντόσταυλο, 129/7.7.1884/1074/16.7.1884.'
 53.Θεόκλ. Φιλιππαίος, ό.π., ο. 84.
54.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 1 (14.1.1881) 249.
55.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως4 (31.5.1883) 539.
56.Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών προς Υπουργείο Εξωτερικών, 100/12.5.1887/1019/28.5.1887.
57.Α.Υ.Ε., Υπουργείο Εξωτερικίόν προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 1590/27.10.1884 και 1079/30.5.1887.'
58.Α.Υ.Ε., Προξ. Σερριόν προς Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1876 α.α.
59.Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών προς Πρεσβεία Κωνσταντιπόλεως 254/7.11.1884.
60.Α.Υ.Ε., πρόξ. Σερρίόν Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξωτερικ(όν Αλέξ. Κοντόοταυλο 129/7.7.1884/1074/16.7.1884."
61.Α.Υ.Ε., πρός. Σερρίόν Ν. Φουντούλης προς τον πρόεδρο του Συλλόγου Διάδοσης τοιν Ελληνικοϊν Γραμμάτων Κων. Παπαρρηγόπουλο, 136/19.7.1884.
62.Α.Υ.Ε., Προς. Σερριυν 263/23.11.1884, Επιστολή Τόλιου Στεργίου προς τον πρόξενο Ν. Φουντούλη (20.11.1884).
63.Α.Υ.Ε., Υπουργείο Εξοπερικών προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 1659/9.12.1883.
 64.Α.Υ.Ε., πρόξ. ΣερροΥν Ν. Μπέτσος προς υπουργό Εξωτερικών Α. Κοντόσταυλο, 189/13. 5.1883/644/28.5.1883.
65.Α.Υ.Ε., Υπουργείο Εξωτερικών προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 239/11.5.1883 και 644/1.6. 1883.
66.Α.Υ.Ε., Υπουργείο Εξωτερικών προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 1659/2.12.1883.
67.Α.Υ.Ε., Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείο Εξωτερικών, 1191 και 1381/ 16/26.6.1883.
68.Α.Υ.Ε., προξ. Σερριόν Αρ. Μεταξάς προς Πρέσβη Κωνσταντινουπόλεως Ν. Μαυρο- κυρδάτο 151/22.5.1891.
 69.Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών, 100/12.5.1887, ό.π.
70.ΈλευΟ. Ταπεινός «'Ιστορία τής Μητροπόλεως Μελενίκου», Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 16 (1892-1893) 168.
71.Α.Υ.Ε., πρόξ. Σερρών Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Κοντό- σταυλο, 129/7.7.1884/1074/16.7.1884.
72.Νεολόγος, Σάββατο 9 Ιουλίου 1888, φ. 7156, σ. 3 και Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 1888, φ 5799, σ. 1.
73.Νεολόγος, Σάββατο 20 Φεβρουάριου 1888, σ. 2.
74.Νεολόγος, Τετάρτη 4 Μαΐου 1888, σ. 3.
 75.Νεολόγος, Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 1888, φ. 5855, ο. 3.
76.Α.Υ.Ε., πρός. Σερριον Αρ. Μεταξάς προς πρέσβη ΚοΜπαντινουπόλεοκ Ν. Μαυου- κορόάτο 309/7.11.1890/3457/19.11.1890."
77.Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρίόν 136/9.6.1881/1428/20.6.1881 προςπρωθυπ. Α. Κουμουνόούρο.
  78.Α.Υ.Ε., Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως 1 12/30.3.1887/881/2.4.1887 (επιστολή Ναούμ).
79.Λ.Υ.Ε., Προξ. Σερριόν 100/12.5.1887/1019/18.5.1887 (συνημ. έγγρ. 29.7.1887).
80.Νικ. Β. Τσούλκας, 'Ετήσια λογοδοσία τής Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής 'Αδελφότητος τού έτους 1885-1886, Κιονσταντινούπολις 1886, σ. 4.
81.Ό.π., σ. 26.
82.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 6 (1884-1885) 230 (20.2.1885) και 9 (1886) 364 (31.8.1886).
83.Ό.π., τομ. 9 (1886) 263
84.Α.Υ.Ε., Υπουργείο ΕξωτερικοΥν προς τον έκτακτο απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη Ιιοάν. Κουντουριοπη 1957/5.8.1886.
 85.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 6 (1884-1885) 11 1 (1.12.1884).
86.Νευλόγυς, Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 1886, cp. 5249, ο. 2.
87.Νευλόγυς, Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 1886, φ. 5252, ο. 3.
88.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 11 (1887) 92 (31.7.1887).
89.Ό.π., 12 (1887-1888) 165.
90.Ό.π., 13 (1888-1889) 257 (14.6.1889).
91.Νευλόγυς, Σάββατο 9 Ιουλίου 1888, φ. 7156, ο. 3.
92.Έκκλ. Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., ο. 354.
 93.Α.Υ.Ε., Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείο Εξωτερικών 1744/29.6.1991. Στο Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών προς Υπουργ. Εξοπερ. 260/23.11.1884/173/7.12.1884 ανας-έρεται ως προστάτης του Προκοπίου ο συνοδικός γέροντάς του μητροπολίτης Αμασείας και ένας γραμματέας του Πατριαρχείου με το όνομα Καλιφρονάς.
94.Θεοκλήτου Φιλιππαίου, ό.π., ΛΑ' (1960), σ. 531.
95.Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινoυπόλειος 15 (1891-1892) 210 (Παρασκευή 30.8.1891): θάνατος Μητροπολίτου Μελενίκου - Τηλεγραφήματα άποσταλλέντα εις τά Πατριαρχεία παρά τής Δημογεροντίας καί του Πρωτοσυγκέλλου Μελενίκου ήγγειλαν τόν θάνατον του γηραιού Μητροπολίτου Μελενίκου έπισυμβάντος την πρόκαν τής Τετάρτης. Ή Α.Σ. ό άγιος Τοποτηρητής ένετείλατο τηλεγραφικώς τοίς αυτόθι άρμοδιοις, όπως υυτοί συνωδά τοΐς κανο- νιαμοίς προβώσιν εις τά άπαιτυύμενα διαβήματα περί τής σφραγισεως της περιουσίας του άοιδίμου ίεράρχο υ.
96.Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών 100/12.5.1887/1019/28.5.1887 (σημ.Πρεσβ. Κων/λεως, Πέρα 29.7. 1887).
97.Έκκλ. Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 16 (1892) 168.
98.Ό.π., τόμ. 15 (1891-1892) 217 (6.9.1891) και 226 (13.9.1891).
99.Ό.π., τόμ. 15 (1891-1892)258(11.10.1891).
100.Ό.π., τόμ. 16 (1892-1893) 168, και Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, σ.925.
101.Βλ. και Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών προς Υπουργ. Εξωτερικών 225/11.10.1884 καθώς και Α.Υ.Ε., Υπουργ. Εξωτερ. προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως 1590/27.10.1884.





Viewing all 330 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>