Quantcast
Channel: YaunaTakabara
Viewing all 330 articles
Browse latest View live

Konstantinos G. Karamanlis (8.3.1907-23.04.1998) der Grosse Makedonier: "Es gibt nur ein Makedonien und es ist griechisch."

$
0
0


Konstantinos Karamanlis war Politiker, der in der griechischen Politik eine sehr wichtige und bedeutende Rolle gespielt hat. 

Er bekam dafür den Name des „Εθνάρχης” Ethnarch.

Der 4jaehrige Karamanlis
mit den Waffen seines Vaters Georgios
Er diente als Premierminister 14 Jahre die Griechische Republik, in den Zeiträume 1955 bis 1963 und von 1974 bis 1980 und 10 Jahre als  Präsident der Republik für zwei Perioden 1980-1985 und 1990-1995.

Der 23 April ist als Gedenktag an den großen griechischen Politiker, Philosoph und Patrioren Karamanlis gewidmet.

Der Makedonischer Freiheitskaempfer
Georgios Karamanlis
mit seinem Sohn Konstantinos
Die Mutter Fotini Karamanli

Karamanlis wurde am 8 März 1907 
in Kupkioiheute Proti Serron in osmanischem Makedonien geboren.

Sein Vater Georgioswar Makedonischer Freiheitskämpfer, 
seine Mutter Fotini war auch in der Freiheitsbewegung der griechischen Makedonier 
gegen die Türkische Herrschaft 
und 
 den bulgarischen Freischärler beteiligt.

Im Video macht der Präsident der griechischen Demokratie 
die Aussage das 
Makedonien eine und griechisch ist.

 Er muss feststellen dass fast  nach 
einem Jahrhundert vom Makedonischen Freiheitskampf, 
in dem seine Eltern und tausende von Makedonier
 gegen 


die territorialen Ansprüche der Bulgaren an Makedonien gekämpft haben
viele davon ermordet und misshandelt wurden, 

das HEUTE,
Makedonien vor der GLEICHEN Gefahr steht.

Jetzt beansprucht  FYROM nicht nur den Namen Makedoniens 
sondern stellt auch territoriale  Ansprüche 
auf ganz  Makedonien und eine teil von Bulgarien.


Die Reaktion des Grossen Manes ist selbsterklärend.



Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η εθνολογική σύνθεση των Νομών Δράμας και Καβάλας μετά το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα (1909).

$
0
0

Το Βιλαέτι Θεσσαλονίκης(κόκκινη γραμμή)
και τα Σαντσάκια Δράμας και Σερών και
Θεσσαλονίκης
  ΒΑΣ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ
εφημερίς "Πρωινός Τύπος"

Η κατάληψις της πόλεως Δράµας, την 1ην lουλίου του 1913
( η Καβάλα κατελήφθη την 27 lουνίου του ιδίου έτους υπό του ελληνικού στόλου)
 έφερε αυτήν υπό την σκέπην τη ελληνικής επικρατείας
και εις τους κόλπους της µητρός πατρίδος.

Το όνειρον του έθνους εξεπληρούτο προηγουµένως κατήχετο υπό των Βουλγάρων οι οποίοι είχαν καταλάβη αυτήν από τους Τούρκους κατά την διάρκειαν του Α' Βαλκανικού πολέµου.

Οι Βούλγαροι κατά το διάστηµα της προσκαίρου κατοχής των εδαφών τούτων την εποχήν εκείνην, 
µετήλθον παν θεµιτόν και αθέµιτον µέσον,
 ίνα αλλοιώσουν την σύνθεσιν του πληθυσµού των πόλεων και των περιφερειών, 
πρός όφελος αυτών ούτως ώστε εις την δεδοµένην περίστασιν
 να προτάξην τας διεκδικήσεις των τάς οποίας δήθεν έχουν επί των περιοχών αυτών.

Η πρόσφατος κατοχή των µερών αυτών υπό των Βουλγάρων- δοθέντα εις αυτούς υπό των Γερµανών δίδει το δικαίωµα εις κάθε ένα ν' αναλογισθή τα µέσα, τα οποία µετέρχονται οι Βουλγάροι εις κάθε δοθής σοµένην τυχον περίστασιν.

Αι γενεαί των Βουλγάρων αντιγράφουν αλλήλας.

Η αρχαία επαρχία της Μακεδονίας,
 η καλουµένη Ηδωνίς
αντιστοιχεί µε τας περιφερείας 
της Δράµας, της Καβάλας και του Πραβίου.
 Η επαρχία αυτή, µε την πτώσιν της Κων/πόλεως τω 1453 εδέχθη κι αυτή ως ήτο επόµενον τους Τούρκους κατακτητάς και την Οθωµανικήν κυριαρχίαν.

 Συνέπειαι της Τουρκικής κατακτήσεως ήταν η ελάττωσις του πληθυσµού της (διωγµοί, φόνοι, παιδοµάζωµα κ.τ.λ), αι περιουσίαι των Ελλήνων περιήλθαν εις τους Τούρκους και γενικώς το Ελληνικόν στοιχείον απώλεσε ολίγον κατ' ολίγον την οντότητα του και τας προϋποθέσεις που χρειάζονται δια την ανάπτυξιν και πρόοδον αυτού.

 Πολλαί εκ της περιφερείας αυτής προ της Τουρκικής καταιγίδος κατήλθον εις την παραλίον πόλιν της επαρχίας αυτής και εκείθεν επιβάντες εις πλοία η λέµβους κατέφυγον εις τας νήσους του Αιγαίου και εις άλλα µέρη της Ηπειρωτικής Ελλάδας.

Άλλοι πάλιν, ολιγώτεροι τούτων διέφυγον Βορειότερον.

 Ολίγοι κατέφυγον εις τα Σέρρας, οι κάτοικοι του οποίου απήλαυνον αργότερον ιδιαιτέρων προνοµίων, χορηγουµένων εκτάκτως υπό της Υ. Πύλης.

Σε όλον το διάστηµα της Τουρκικής σκλαβιάς, η επαρχία αυτή απεψιλώθη σχεδόν του Ελληνικού της πληθυσµού.

Ειδικώς η πόλις Δράµα και η περιφέρειά της, η οποία ήσθανθη περισσότερον από κάθε άλλην πόλιν της επαρχίας Ηδωνίδος, το πέλµα του Τούρκου κατακτητού, απεψιλώθη ολοσχερώς του, Ελληνικού της στοιχείου.

Η Μητρόπολις της Δράµας έδρα Έλληνος Μητροπολίτου - λόγω των διώξεων και των αυθαιρεσιών της Τουρκικής διοικήσεως και κάθε τυχόντος Τούρκου κατέστη πολλάκιςανάγκη να µεταφερθή εις την κατοικουµένην υπό Ελλήνων σχεδόν, κωµόπολιν Τσατάλτσα.

Η απελευθέρωσις της επαρχίας αυτής από τους Τούρκους εγένετο υπό των Βουλγάρων, οι οποίοι και συνεπλήρωσαν τας καταστροφάς των προκατόχων των, προς όφελός των.

Το Έλληνικόν στοιχείον παρεδίδετο από του ενός κατακτητού εις άλλον φοβερώτερον εις υπουλότητα και δολιότητα.

Κι η ποθητή ηµέρα- η 1 lουλίου 1913 εσήµανε το τέλος των µαρτυριών και ταλαιπωριών του Ελληνικού στοιχείου, το οποίον µε ακµαίας τας ηθικάς του δυνάµης ενηγκαλίσθη την κυανόλευκον των πρώτων Ελληνικών απελευθερωτικών τµηµάτων που εισήλθον εις αυτήν.

Ταύτα έκρινα αναγκαίον να προσθέσω , ίνα εισερχόµενοι εις την επεξεργασίαν του κυρίως θέµατος, διαγνώσουν οι αναγνώσται στοιχεία και αριθµούς, έχοντες υπ' όψιν τα ανωτέρω.

Η αρχαία επαρχία της Μακεδονίας Ηδωνίς περιλαµβάνουσα τας περιφερείας των πόλεων 
Δράµας, 
Καβάλας και 
Πραβίου
 ήτο κατά την έναρξιν των βαλκανικών πολέµων, 
Τουρκικον Σαντζίκιον (αντιστοιχεί µε τον ελληνικόν Νοµόν), 
τουτέστιν µια τουρκική επαρχία.


Το Σαντζάκιον της Δράµας συµπεριλάµβανε 

5 Καζάδες (αντιστοιχούσα µε τους ιδικούς µας Δήµους), τον 
Δράµας, 
Καβάλλας, 
Πραβίου 
Σαρί- Σαµπάν και της 
νήσου Θάσου.

α) Καζάς Δράµας. 

Η πόλις Δράµα ήτο πρωτεύουσα του Σαντζακίου Δράµας και του Καζά Δράµας
 και έδρα Έλληνος µητροπολίτου.

 Η πόλις Δράµα ηρίθµει περί τας 14.100 κατοίκωνκατανεµοµένων ως εξής:

4.850 Έλληνες 
900 µουσουλµάνοι 
(τούρκοι, κονάροι, αθίγγανοι, τουραλβανοί, ποµάκοι κλπ) 
200 ισραηλίται διεξάγοντες εµπόρον εν αυτή τη πόλει, 
και 100 προτεστάνται βούλγαροι
αφιχθέντες, ενταύθα, πριν από του έτους 1910 
και µεταξύ των ετών 1904-1907,
 εκ της περιοχής του Κιλκίς και της Δοϊράνης.

Κατά ελληνικήν στατιστικήν- κι' αυτήν λαµβάνωµεν υπ' όψιν όσον αφορά τους αριθµούς - 
ο καζάς της Δράµας είχε την εποχήν εκείνην (1910) 12 χωριά και κωµοπόλεις, 
οικουµένας αναµείκτως υπό ελλήνων, µουσουλµάνων και σχησµατικώς βουλγαριζόντων 
(6.710 Έλληνες 4760 µουσουλµάνοι), και 2.250 σχηµατικοί βουλγαρίζοντες (και 61 χωριά οικούµενα καθαρώς υπό µουσουλαµάνων (τούρκων, ποµάκων, αθιγγάνων, κονιάρων κλπ) 
µε σύνολον πληθυσµού 19,227 κατοίκων.

Μνηµοµεύοµεν ενταύθα τρεις ονοµαστάς ελληνικάς κωµοπόλεις,
 διατηρήσασας δια µέσω των πέντε αιώνων σκλαβιάς
 αναλλοίωτα την εθνικήν των συνειδησιν,
 την ακλόνητον των πίστιν και τα ήθη και έθιµά των.


 Είναι η Προσωτσάνη
 (1.000 Έλληνες, 750 σχισµατικοί βουλγαρίζοντες, 1.200 µουσουλµάνοι),
 η Τσατάλτσα 
2.200 Έλληνες,160 µουσουλµάνοικαι 
το Δοξάτον 
1.300 Έλληνες,1.100 µουσουλµάνοι

β) Καζάς Πραβιου.

 Το Πράβιον υπήρξε πρωτεύουσα του καζά Παραβίου και έδρα του µητροπολίτου Έλευθερουπόλεως , εκατοικείτο 
υπό 2.500 Ελλήνωνκαι 3.000 µου μουσουλµάνων, (τούρκων αθιγγάνων κονιάρων κλπ). 
Εις τον καζάν Πραβίου παρατηρείται το εξής γεγονός.
 Ότι ουδείς Βούλγαρος ή σχηµατικός, 
βουλγαρίζων κατοίκει εις την περιφέρειαν του Πραβίου 
και τούτο εύλογον είναι διότι 
τα µέρη ταύτα είναι ανέκαθεν ελληνικά
και οι σποραδικώς υπάρχοντες τοιούτοι εις τον καζάν Δράµας
 προέρχονται εξ άλλων περιφερειών, ως ήσαν οι Βούλγαροι της πόλεως Δράµας.

Τα χωριά του καζά Πραβίου εκατοικούτο είτε εξ ολοκλήρου υπό Ελλήνων ή µουσουλµάνων είτε αναµείκτως εξ Ελλήνων και Μουσουλµάνων.

Διακρίνοµεν επτά (7) χωριά οικούµενα εξ ολοκλήρου υπό Ελλήνων πληθυσµού 4.470 κατοίκων. 

Μεταξύ αυτών των χωριών διακρίνοµεν
 τα χωριά Νικήσιανη µε 1.600 κατοίκους και Μεσερόπη µε 1.750 κατοίκους καθαρώς Έλληνες

Υπήρχαν και 28 χωριά κατοικούµενα εξ ολοκλήρου υπό Μουσουλµάνων
 (Τούρκων, Κονιάρων αθιγγάνων κ.α) µε σύνολον κατοίκων 9.800. 
Αναφέροµεν εν ταύθα εκ των χωριών τούτων το Σαµόκοβον µε πληθυσµόν 2.300 κατοίκων όλων Μουσουλµάνων.
 Υπήρχον τέλος εις τον Καζάν Πραβίου και 6 χωριά κατοικούµενα αναµείκτως υπό Ελλήνων και Μουσουλµάνων, µε σύνολον κατοίκων 5.110, εκ των οποίων οι 2.810 είναι Έλληνες και 2.300 Μουσουλµάνοι.


γ) Καζάς Καβάλλας.

 ή πόλις Καβάλλας ήτο πρωτεύουσα του και έδρα αρχιερατικού επισκόπου της ελληνικής µητροπόλεως Ξάνθης.
 Κατά την ελληνκήν στατιστικήν (συνετάθη και εξεδόθη από έλληνος, φερών ανωνυµία) εν έτει 1910 εν Αθήναις , 
ηΚαβάλλα εκατοικείτο υπό 18.200 κατοίκων οριστικώςδιαµενόντων εις αυτήν 
και 6.000 προσκαίρως,διαµενόντων εις αυτήν εκ των πέριξ περιοχών µετρεχόµενων τους εργάτες καπνού.
Οι 18.200 κάτοικοι της πόλεως Καβάλαςκατανέµονται κατ' εθνικότητα ως εξής
 9.000 µουσουλµάνοι, 
και 100 καθολικοί Έλληνες (φρανκολεβαντίνοι ). 
Οι ετέροι 6.000 κάτοικοι είναι άπαντες Έλληνες.
 Ο καζάς Καβάλας είχε 23 χωριά, 
άπαντα κατοικούµενα υπό µουσουλµάνων (τούρκων, κονιάρων, αθιγγάνων κλπ.)


δ) Καζάς Σαρί- Σαµπάν. 

οι µουσουλµάνοι υπερτερούν ενταύθα, ανερχόµενοι εις αριθµόν 1.640 έναντι 650 Ελλήνων 
και ουδενός Βουλγάρου ή σχισµατικού βουλγαριζοντος.

ε) Καζάς Θάσου. 

Αντιθέτως δε ο καζάς της νήσου Θάσου εκατοικείτο
 εξ ολοκλήρου υπό καθαρώς Ελλήνων 
ανερχοµένων 15.300 κατοίκους.

Οι µουσουλµάνοι ενεφανίζοντο ενταύθα κατά αραιά διαστήµατα ιδίως οι αθίγγανοι µουσουλµάνοι. 

Ουδείς Βούλγαρος ή σχισµατικός βουλγαρίζων
 ενεφανίσθη ποτέ µέχρι τούδε (1910) εις την νήσον Θάσον.

Περιφανή νίκη του Ελληνισµού. 

Οι Βούλγαροι κοµιτατζήδες επέπεσαν εντη αλαζονεία των εναντίον του Ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωµυλίας και διέπραξαν τους φοβερωτάτους των διωγµών και απελάσεων κατά το έτος 1906. 
Η εφαρµογή του εξοντωτικού προγράµµατος εν Ανατολική Ρωµυλία εγένετο, αφού πρότερον εγένετο γνωστή η αποτυχία αυτού εν τη Μακεδονία ήτοι από του έτους 1906 ... ».

(Σηµείωσις «Μεγάλης Ελλάδος»: Τα υπό τον τίτλον «Αι αρχαί των Σωβινιστικών τάσεων εν τη Νεωτέρα Βουλγαρία». Παρατεθέντα τρία εν συνόλων άρθρο αποτελούν απόσπασµα, ληφθέν εκ του κεφ. Δ της ανεκδότου ιστορικής µελέτης του νεαρού συµπολίτου µας κ. Λάκη Κων. Πασχαδίση: «Η ιστορία αντιγράφει, εαυτή. Οι Βούλγαροι και ηµείς διαµέσου των αιώνων».

Osmanisches Makedonien. Die griechische nationale Revolution (1821) in Makedonien

$
0
0

Delacroix.
 Griechenland
auf den Ruinen von Missolonghi. 1826
M. Lascaris, «La revolution grecque vue de Salonique. 
Rapports des consuls de France et d’Autriche 1821-1826», 
Balcania 6 (1943) 145-168.

Die türkischen Militäroperationen 
gegen die Rebellen von Chalkidiki (Makedonien)
in den Berichten des österreichischen Konsuls in Thessaloniki (1821-1826).



I.
Griechische Revolution 1821.
"Freiheit oder Tod"
Salonik den 12. Juli 1821.

Die Insurgenten hatten sich in beträchtliger Menge in dem ziemlich grossen Orte Polygyros zusammengezogen und die Türken fürchteten daselbst mächtigen Widerstand zu finden; 
doch gross war das Erstaunen der grossherrlichen Truppen 
als sie diesen Flecken gänzlich von den Griechen verlassen und alles bei Seite geschafft fanden. 
Diese Ortschaft ward auch sogleich in Asche gelegt. Die Rebellen flüchteten sich teils an Bord der zahlreichen griechischen Schiffe, welche an den benachbarten Küsten kreutzen, mehrere zogen sich aber nach Cassandra zurück, wo sie den Angriffen der Türken mächtigen widerstand leisten.
Das Gouvernement fährt noch immer fort mit aller Sorgfalt die Geissein zu bewachen und hält die bedeutenderen selbst in Ketten.

Der Makedonische Freiheitskämpfer Lassanis Georgios (1793 - 1870)

II.
Salonik den 26. Juli 1821.

Heute verlässt der Gouverneur Jussuf bey diese Stadt, um das Kommando der bei Cassandra stehenden ottomanischen Truppen zu übernehmen wo sich die Griechen fortwährend in grösser Zahl mächtig verteidigen und verschanzen.

Der Makedonische Freiheitskämpfer Papas Emmanouil (1772 - 1821)
III.

Salonik den 28. August 1821.

Die in Cassandra versammelten Insurgenten hatten hinlänglich Zeit und Eifer um sich hinter dreifachen Laufgräben zu verschanzen, die sie mit grossen von Bord ihrer Schiffe dahin gebrachten Kanonen besetzen; ein Teil dieser Schiffe ist aufgestellt um die Truppen in Cassandra von der Seeseite aus zu schützen. 
Fruchtlos und mit grossem Verluste verbunden waren die von Seite der Türken auf diese Stellung gemachten stürmische Angriffe, die besonders am 5 und 6 dieses Monats sehr heftig und blutig waren.


Der Makedonische Freiheitskämpfer Karatasos Tasos (1764 - 1830)
IV.

Salonik den 30. August 1821.

Die ottomanischen Truppen wurden von den zu Cassandra befindlichen Griechen bei mehreren Gefechten mit Verlust sich zurückzuziehen gezwungen; 

alle ihre Stürme auf die Verschanzungen der Rebellen wurden zurückgeschlagen, denn diese letzteren fanden neuen Mut durch die Anwesenheit von fünfzehn wohlbewaffneten Schiffen, die zu ihrer Unterstützung herbeigeeilt sind. 
Jeder Versuch von Seite der Türken, sowohl zu Wasser als zu Lande, hatte noch immer den schlechtesten Erfolg, und noch bedenklicher wird die häufige Deserzion unter ihren Truppen die ihre Kommandanten verlassen und in ihre Heimat zurückkehren, da sie sich, ohne Lebensmittel, auch nicht einmal durch einen glücklichen mit Raub und Beute gekrönten Erfolg geschmeichelt fühlen.

Jede Verbindung mit den benachbarten Provinzen ist noch immer abgeschnitten; dennoch vernahm man heute dass Hadschi Bekir Pascha, der sich mit vielen Truppen nach Morea begeben hatte, zu Larissa plötzlich starb. 
Die Sache der Türken stand damals nicht am besten.
Der Makedonische Freiheitskämpfer Ziakas Theodoros (1798-1882)

V.

Salonik den 13. September 1821.

Die wiederholten Angriffe der Türken auf die Verschanzungen der Griechen bei Cassandra waren vergebens;
 es erfolgte darauf ein Waffenstillstand von mehreren Tagen.
 Man spricht jedoch die Türken seien gesonnen heute von neuem einen allgemeinen Angriff zu machen, von dem sie sich einen guten Erfolg versprechen; sollte auch dieser fehlschlagen, so wollen sie den Weg der Vermitlung ergreifen, der ihnen von dem Stellvertreter des Bischofes von Salonik angeraten wurde, welchen man hier erwartet, und welcher, wie man sagt, beauftragt ist, sich in Unterhandlungen einzulassen, wodurch den Rebellen der von dem Grossherrn versprochene Pardon zu Teil werde. 

Indessen wurden die griechischen Kirchen wieder eröffnet und es wurde eine bedeutende Anzahl Griechen der geringeren Klasse in Freiheit gesetzt nachdem sie seit langer Zeit im Gefängnis gesessen hatten.
Der Makedonische Freiheitskämpfer Naoum Panagiotis
 (Das allererste Photo eines Griechen)

VI.

Salonik den 30. September 1821.

Der Pascha hat die Nachricht von einem vollständigen Siege bekannt machen lassen, welchen Jussuf bey, unterrichtet von der Landung von 600 Griechen vor Cassandra, über diese Truppe davongetragen hat.
 Die Echtheit dieser Angabe bestätigt sich durch die Menge von hieher gebrachteten (ihrer Hinrichtung entgegensehenden) Gefangenen, und durch die vielen blutigen Trophäen auf die das Auge überall fasst. 

An dem Tore Wardar genannt waren in allem 120 Köpfe angespiesst. 
Cassandra selbs hält sich indess noch, und fruchtlos waren alle bisherigen Versuche der Osmanen in die sogenanten Tore von Cassandra einzudringen, wo eine bedeutende Anzahl entschlossener Insurgenten aufgestellt ist.
Der Makedonische Freiheitskämpfer Kasomoulis Nikolaos (1795-1872)

VII.

Konstantinopel den 10. November 1821.

Der vormalige Statthalter von Salonik Jussuf Pascha, Sohn des Ismail bey von Serres, ist nach Magnesia unweit Smirna, Abdulubud Mehemed Pascha aber in gleicher Eigenschaft nach Salonik 
berufen.


Der Makedonische Freiheitskämpfer Karatasos Tsamis (1798-1861).
Der General Makedoniens.

VIII.

Konstantinopel den 24. Dezember 1821.

Dem Pascha von Salonik gelang es nach Einnahme der Halbinsel Cassandra auch die Einwohner von Monte Santo und jene der Insel Thasso zur Unterwerfung zu bestimmen. 
Dies geschah durch gutwillige Übereinkunft:

 Die Griechen legten die Waffen nieder und kein bewaffneter Türke darf jene Landstriche betreten. 

Die Pforte hat diese Übereinkunft gebilligt und setzt einen grossen Wert auf die Unterwerfung des ersteren Punktes, 
da dieser als der Sitz und die Pflanzschule der griechischen Geistlichkeit angesehen wird deren Einfluss auf das Volk im allgemeinen entschieden und überwiegend genannt werden kann und sich auch in der neuesten Zeitgeschichte auf diese Weise bewährte.


Namensstreit um Makedonien - Makedonische Frage: Eine kommunistische Erfindung?

$
0
0
Die Gliederung des Kgr. Jugoslawien
in Banovine 1929-1941
Ελληνικό Κείμενο
Spyros Sfetas
(Bilder-Auswahl vonYauna)


Vardarska Banovina:

Die Entstehung des „Makedonismus“ 
in der Zwischenkriegszeit


 1.Die Rolle der Kommunistischen Internationalen bei der Geburt der „makedonischen Nation“

In der Historiographie ist die Auffassung sehr verbreitet, die „makedonische Nation“ sei eine Schöpfung Tito-Jugoslawiens. 

Dies lässt sich natürlich nicht bezweifeln, da ja die Kommunistische Partei Jugoslawiens besondere Gründe hatte, im jugoslawischen Makedonien der Zwischenkriegszeit den „Makedonismus“ als nationalideologisches Gegengewicht zur bulgarisch-serbischen Konkurrenz zu fördern.

Die Notwendigkeit der Befreiung der Slawen Makedoniens vom griechischen, serbischen und bulgarischen Einfluss und der Schaffung einer gemeinsamen slawomakedonischen Identität hatten bereits zu Beginn des 20. Jh. einige slawische Intellektuelle betont:

Krste Misirkov,
Stefan Dedov, 
Diamandi Misajkov und 
Dimitrija Cupovski.

Da sie erkannten, 
dass die Konkurrenz zwischen Serben und Bulgaren sich zum Nachteil der örtlichen Bevölkerung auswirkte und die türkische Herrschaft verlängerte,
 strebten sie die Anerkennung der Slawen Makedoniens 
als eigene Volksgemeinschaft (millet) an.

 Doch zu Beginn des 20. Jh. begünstigten die politischen Umstände nicht die Förderung des „Slawomakedonismus“ als neuer kollektiver nationaler Identität,
 und seine ersten Anhänger stießen bei den Massen auf kaum Resonanz.

Die politischen und ideologischen Voraussetzungen für den „Makedonismus“ wurden im Wesentlichen in der Zwischenkriegszeit durch die Dritte Kommunistische Internationale (Komintern) geschaffen. 

Es ist bereits belegt, dass die Kommunistische Internationale die Makedonische Frage als eine Sache der Taktik sah, entsprechend den jeweiligen politischen Gegebenheiten.1

 Die Veröffentlichung wichtiger Dokumente zum Zeitraum 1923-1925 aus dem Archiv der Komintern hat im Wesentlichen die Ansicht bestätigt, 
die Kommunistische Internationale habe damals den Standpunkt von einem einheitlichen und unabhängigen Makedonien in einer Balkanischen Sowjetrepublik propagiert, 
um die IMRO für ihre Bemühung zu gewinnen
eine einheitliche Front 
der bulgarischen Kommunisten, 
der bulgarischen Agrarier und 
der bulgaromakedonischen Organisationen zu schaffen, 
um die Revolution in Bulgarien, die Einsetzung einer Arbeiter- und Bauernregierung und die Destabilisierung der Balkanstaaten voranzutreiben.

Der Kommunistischen Internationalen zufolge sollten die makedonischen Organisationen in Bulgarien nicht nur vom Einfluss der bulgarischen „bürgerlichen“ politischen Kräfte befreit, sondern auch vom bulgarischen Nationalismus entfremdet werden.

 Karl Radek äußerte sich bei der Konferenz des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationalen in Moskau (12.-13. Juni 1923) folgendermaßen, indem er der bulgarischen Kommunistischen Partei Vorwürfe machte wegen ihrer neutralen Haltung bezüglich des Putsches gegen die Agrarierregierung unter Aleksandär Stambolijski:

In der ganzen modernen Geschichte Bulgariens spielt die Makedonische Frage eine große Rolle. 

Makedonien, wo Bauern leben, von denen man schwer sagen kann, ob sie Serben oder Bulgaren sind, stellt ein altes Streitobjekt zwischen Bulgarien und Serbien dar. 

Nach der Niederlage Bulgariens im Krieg hat die Agrarierpartei Stambolijskis auf ihren Anspruch auf Makedonien verzichtet. 

Sie hat nicht nur offiziell verzichtet und in Nis einen Vertrag mit Jugoslawien unterzeichnet, auf Grund dessen Stambolijski die alten makedonischen Organisationen verfolgt hat. Diese Organisationen sind vom sozialen Standpunkt her Organisationen kleiner und armer Bauern. Sie haben eine revolutionäre Vergangenheit, sie haben gegen die Herrschaft der türkischen Grundbesitzer und die serbische Bourgeoisie gekämpft, sie haben illegale revolutionäre Organisationen.

Man sympathisiert schon lange mit der Russischen Revolution. 
Die makedonischen Organisationen waren ein sozialer Faktor, zu dem wir eine Verbindung aufnehmen könnten... 
Die Partei hat nichts getan, und typisch ist die Vernachlässigung der Makedonischen Frage als einer Sache der Taktik...“3

 Statt des Begriffes „bulgarisches Volk“, wie er in früheren Proklamationen der Dritten Internationalen vorkommt, wird 1923-24 der Terminus „makedonisches Volk“ oder „makedonische Bevölkerung ohne ethnische Unterscheidung“ eingeführt.

Absicht der Komintern war vom politischen Standpunkt her die Herausbildung eines einheimischen „makedonischen“ Bewusstseins als ein „Volk“ bei allen Ethnien Makedoniens und ein einheitliches und unabhängiges Makedonien als deren Ziel zur Unterminierung der „bürgerlichen“ Staaten des Balkans.

Die neue auf der Sechsten Konferenz der Kommunistischen Balkanföderation (Dezember 1923 in Moskau) und beim Fünften Kongress der Komintern (17.6.8.7.1924) durchgesetzte Linie ist ein „einheitliches und unabhängiges Makedonien in einer Balkanföderation“ - nur zu verwirklichen, „wenn der Kampf des makedonischen Volkes mit dem Kampf der Arbeiter und Bauern des Balkans einhergeht“.

Es ist nicht schwer zu verstehen, dass eine solche Politik auf die Aushöhlung der Balkanstaaten einschließlich Bulgariens abzielte.


 In einem Brief an die IMRO im Juli 1924 machte die Komintern für eine Unterstützung der organisation deren Pflicht, 
mit dem Ziel der Vertreibung der bulgarischen Staatsorgane aus dem bulgarischen Teil Makedoniens und der Proklamation seiner staatlichen Unabhängigkeit die Revolution in Bulgarien zu beginnen, zur Voraussetzung.4

Der Druck, der im Jahr 1924 von der Komintern auf die Kommunistische Partei Griechenlands ausgeübt wurde, den Beschluss des Fünften Kongresses der Komintern bezüglich der Makedonischen Frage zu akzeptieren, erklärt sich aus ihrer Politik gegenüber der IMRO.

Kommunistische Partei Griechenlands
 Der Flügel der Kommunistischen Partei Griechenlands,
der die neue Linie akzeptierte,
 rechtfertigte seine Haltung mit dem Argument,
soweit der Standpunkt von einem
„einheitlichen und unabhängigen Makedonien“ zu einem erfolgreichen Ausgang der Revolution in Bulgarien und auf dem Balkan beitrage,
müsse die Kommunistische Partei Griechenlands als internationalistische Partei sie akzeptieren, auch wenn das zu einem Konflikt mit dem griechischen Bürgertum führe.5

Der Begriff „makedonische Nation“, emphatisch gleichgesetzt ausschließlich mit dem slawischen Element in Makedonien, hatte noch nicht in die Texte der Komintern Eingang gefunden, doch die Makedonische Frage galt nicht mehr als eine bulgarische Angelegenheit.
Die Pläne der Komintern schlugen fehl, aber die sowjetische Einmischung in die Makedonische Frage hatte eine politisch-ideologische Polarisierung der bulgarisch-makedonischen Bewegung zur Folge.

Als ideologischer und politischer Antipode der IMRO unter Ivan Mihajlov wurde im Oktober 1925 in Wien die unter dem Schutz der Kommunistischen Internationalen stehende Vereinigte IMRO gegründet.

Im Zentralkomitee der Vereinigten IMRO gab es einen kommunistischen und einen national-revolutionären Flügel, der, obwohl er mit einer kommunistischen Ausrichtung nicht einverstanden war, für eine Revision der Friedensverträge auf die Hilfe der Sowjetunion baute.

1928 wurde im Licht der Beschlüsse des Sechsten Kongresses der Komintern der nationalrevolutionäre Flügel des Zentralkomitees der Vereinigten IMRO ausgemerzt,
das somit einen kommunistischen Charakter im engeren Sinn erhielt,
wobei Dimitär Vlahov und Vladimir Poptomov, Mitglieder der Bulgarischen Kommunistischen Partei, eine führende Rolle spielten.

Angesichts der Tatsache, dass ihr sitz zuerst in wien und später in Berlin war, war der Einfluss der Vereinigten IMRO im Balkanraum unbedeutend, und ihr journalistisches Organ mit dem Titel Makedonsko Delo („Makedonische Sache“), das in bulgarischer Sprache herausgegeben wurde, war auf dem Balkan schwer zugänglich.

 Bis 1928 wurden nur im serbischen Teil Makedoniens kleine zur Vereinigten IMRO gehörige Gruppierungen ohne eigentliche politische Bedeutung aufgebaut, und 1929 wurden sie endgültig von den serbischen Behörden zerschlagen.

 In Bulgarien wurden 1928 die ersten Zellen der Organisation gegründet, aber dennoch konnte sich die Vereinigte IMRO in Bulgarien wegen ihres kommunistischen Charakters im engeren Sinne und der feindlichen Haltung der IMRO unter Mihailov nicht zu einem bedeutenden politischen Faktor entwickeln und beschränkte sich auf Propagandatätigkeit unter den bulgarisch-makedonischen Flüchtlingen.

 Die wesentliche politische Linie der Organisation bestand in einem „einheitlichen und unabhängigen Makedonien“ in einer Balkanföderation und unter dem Begriff „makedonisches Volk“ liefen alle Ethnien Makedoniens (Bulgaren, Albaner, Türken, Juden, Aromunen, Griechen, Roma).

 In einem Memorandum der Organisation (10. 9. 1927) an den Präsidenten der Vertretung der nationalen Minderheiten in Genf über den Zustand der unterdrückten Völker des Balkans im Jahr 1927 wurde charakteristischerweise Folgendes betont:

Im serbischen Makedonien wenden alle Belgrader Regierungen, ungeachtet ihrer Unterschiede bezüglich Innen- und Außenpolitik, gegenüber den Makedoniern dieselbe Politik an. 

Das makedonische Volk, das heißt alle Ethnien, die dort lebten und für die wir sprechen: 
Bulgaren, Albaner, Türken, Juden, Zigeuner genießen keine politischen und bürgerlichen Rechte. 
Alle serbischen Behörden behandeln sie nach wie vor als Serben...

Wenn wir untersuchen, wie das makedonische Volk unter der griechischen Sklaverei lebt, stellen wir fest, dass auch hier der Zustand der nämliche ist. 
Die griechischen Behörden haben die Türken aus Makedonien vertrieben, nachdem sie sie zuerst um ihr Hab und Gut gebracht hatten.

 Die Juden hindern sie in vielen Dingen, um sie zum Aussiedeln zu zwingen. Sie vertreiben auch die Bulgaren...

 Es gibt keinen Unterschied in der Politik zwischen der griechischen und der serbischen Regierung, was die Ethnien Makedoniens betrifft. 

Griechenland behandelt diese Ethnien wie Sklaven...

Wenn wir den bulgarischen Teil Makedoniens untersuchen, stellen wir fest, dass auch hier der Zustand ähnlich ist wie im serbischen und griechischen Teil.

Die griechischen und türkischen Makedonier, die zuerst hier lebten, wurden vertrieben. 
Die Bevölkerung bulgarischer Nationalität, die in diesem Teil Makedoniens lebt, erfreut sich kultureller Rechte. 
Sie hat Schulen, Kirchen usw. 
Und das ist der einzige Unterschied zwischen dem Zustand der Makedonier in Bulgarien und jenem in Griechenland und Serbien...

Von jedem anderen Gesichtspunkt unterscheidet sich der Zustand der Makedonier in diesem Teil Makedoniens nicht von den Teilen, die sich unter griechischer und serbischer Hoheit befinden, und in manchen Fällen ist er sogar schlechter. Das in Makedonien unter bulgarischer Herrschaft geltende politische System ist

eines der tyrannischsten, die es auf der Welt gibt... Was den wirtschaftlichen Zustand betrifft, in dem man die makedonischen Bulgaren in diesem Teil Makedoniens leben lässt, ist er besonders tragisch... “

6. Welche Faktoren spielten eine Rolle, sodass dieser Standpunkt verlassen und die Auffassung von der Existenz einer ausschließlich mit der slawischen Volksgruppe gleichgesetzten „makedonischen Nation“ angenommen wurde? Heute erlaubt uns die Möglichkeit eines Zugriffs auf das Archiv der Komintern eine vollständigere Darstellung dieses Prozesses.

Im Allgemeinen wird die alte Auffassung bestätigt, dass nach der Machtergreifung Hitlers die Komintern im bevorstehenden Krieg die Ausnützung der Makedonischen Frage durch Nazideutschland zu Gunsten Bulgariens, wie auch im Ersten Weltkrieg geschehen, verhindern wollte.

 Da die IMRO unter Mihailov 1933 den Standpunkt der Vereinigten IMRO von einem einheitlichen und unabhängigen Makedonien akzeptiert hatte - allerdings als zweiter bulgarischer Staat, indem die bulgarische nationale Identität als passend zu der politischen Bezeichnung „Makedonier“ empfunden wurde -, war das Bedürfnis nach der Aufnahme eines nicht nur ideologischen und politischen, sondern auch nationalen Kampfes gegen die IMRO unter Mihailov nunmehr ersichtlich.

Wesentlichen Einfluss hatte auch die Bemühung der Komintern, die Ausnützung der nationalen Probleme Jugoslawiens und speziell der Kroatienfrage durch Nazideutschland zu verhindern, und aus diesem Grund wurde auch die Frage der Gründung einer nationalen kroatischen und slowenischen Partei aufs Tapet gebracht, sodass sich die nunmehr auf nationaler Basis organisierten kommunistischen Parteien mit den nationalen Problemen des Landes beschäftigen konnten.

Unter den neuen Bedingungen sollte Jugoslawien einen Schutzwall gegen einen eventuellen Versuch der Deutschen, auf den Balkan vorzudringen, darstellen.

Sobald Vladimir Poptomov, Mitglied des Zentralkomitees der Vereinigten IMRO, erfahren hatte, dass innerhalb der Komintern über den Zustand der Organisation und die Perspektive der „revolutionären Aktivität“ gesprochen werden sollte, legte er am 15.11.1933 dem Balkanländer-Sekretariat (BLS), dem für den Balkan zuständigen Organ der Komintern, ein Memorandum vor.

 Er sah nach die Ursachen des Scheiterns der Vereinigten IMRO bei ihrem Versuch, sich zu einer Massenorganisation zu entwickeln, in ihrem zentralistischen Charakter, den Schwierigkeiten der Verbreitung der Zeitung „Makedonische Sache“ und in der Schwierigkeit für die Bevölkerung in Griechenland und Jugoslawien, die Zeitung zu lesen und zu verstehen, da sie in der bulgarischen Schriftsprache herausgegeben wurde.
Poptomov wies besonders auf die unterschiedlichen in den drei Teilen des weiteren makedonischen Raumes herrschenden politisch-sozialen Zustände hin, auf die andauernde Serbisier- ung und Hellenisierung der slawischen Bevölkerung, die zur Folge hatte, dass die jungen Generationen sich mündlich und schriftlich nur in serbischer oder griechischer Sprache ohne Schwierigkeiten ausdrücken konnten.

So konnte Poptomov zufolge die Zeitung „Makedonische Sache“ nur von den bulgarisch-makedonischen Flüchtlingen Bulgariens verstanden werden. 

Er schlug die Dezentralisierung der Organisation vor, die Gründung einer national-revolutionären Organisation in jedem Teil Makedoniens unter der Anleitung der kommunistischen Parteien und die Parole von der „Selbstbestimmung des makedonischen Volkes bis zur Verselbständigung als souveränes und einheitliches Makedonien“.
 Der wesentliche Punkt von Poptomovs Bericht war vielleicht die Bestätigung der Gefahr, dass die Serbisierung und die Hellenisierung gelingen könnten.

Bei der Konferenz des BLS am 20. Dezember 1933 wurde der Bericht von Rilski9 (Pseudonym von Georgi Karadzov), einem Mitglied der Vereinigten IMRO (Bulgarien) über die Vereinigte IMRO untersucht und seine Auffassung vom Recht des „makedonischen Volkes“ auf seine Abspaltung, von einem einheitlichen und unabhängigen Makedonien und einer Balkanföderation der Werktätigen angenommen.10

Es wurde auch die Frage nach der Nationalität der Makedonier gestellt und „ eine besondere Untersuchung der Frage, möglichst unter Beteiligung der auf Makedonien angereisten Genossen, für nötig befunden“11

An der Konferenz am 22. Dezember 1933nahm auch Vlahov teil.

Es stellte sich das Problem der Verfassung eines Resolutionsentwurfes über die Vereinigte IMRO mit der Nationalität der Makedonier als Kernpunkt, und Vlahov, Rilski und German (Pseudonym des bulgarischen Kommunisten Pavle Gicev) wurden beauftragt, in drei Tagen den Vorentwurf zu 12 präsentieren.

Die Hauptpunkte darin sind folgende:

Die nationale Frage Makedoniens steht in besonders engem Zusammenhang mit der Frage des Krieges und mit der Frage der internationalen sozialen Revolution.

Die seltene Eigentümlichkeit der historischen Entwicklung hat hier vom nationalen Standpunkt einen Zustand geschaffen, zu dem es nirgends in Europa ein Pendant gibt...
Nach dem Balkankrieg und dem imperialistischen Krieg wurde Makedonien in drei Stücke gerissen und zwischen Serbien, Griechenland und Bulgarien aufgeteilt.

Es kam zu einer künstlichen Bevölkerungsverschiebung zwischen ganzen Gegenden, Neubesiedlung, gewaltsamer Entethnisierung und Assimilation...

Das makedonische Volk sieht die Gefahr, in der es schwebt, solange es einen Kapitalismus und einen Imperialismus geben wird, solange die großen imperialistischen Zentren die kleinen Balkanstaaten ausbeuten...

 Die Bevölkerung des Landes, die schon so viele Kriege erlebt hat, ist sich bewusst geworden, dass der neue Imperialismus zu ihrer völligen physischen Vernichtung führen könnte, wenn der Krieg nicht davor durch einen Aufstand und den Sieg der sozialen Revolution in Europa abgewendet wird.

Dieser Zustand lässt die gesamte Bevölkerung der Werktätigen dieses Teils der Balkanhalbinsel sich zusammenschließen und schafft hier eine eigentümliche Tatsache, nämlich dass sowohl die Bevölkerung, die die slawische Sprache spricht, als auch die Bevölkerung, die die Sprachen der Minderheiten spricht, dieselbe nationale Unterdrückung empfindet, dieselbe wirtschaftliche Ausbeutung und Plünderung.

Sie hat zum gegenwärtigen Zeitpunkt gemeinsame Interessen und empfindet die Notwendigkeit der gemeinsamen Verteidigung, wenn die bevorstehenden Ereignisse eintreten...

Die werktätigen Massen Makedoniens nennen sich selbst weder Bulgaren noch Serben und wollen auch nicht solche sein und empfinden die Regierung der Griechen und der Türken als Fremdherrschaft. Sie bezeichnen sich als souveräne makedonische Gesamtheit...

Hier ist die Idee der makedonischen nationalen Hoheit identisch mit dem Recht der vollen nationalen Selbstbestimmung Makedoniens 
und die Idee von einer einheitlichen und unabhängigen makedonischen Republik der Werktätigen identisch mit dem gemeinsamen Kampf gegen den Imperialismus und der sozialen Revolution... “13

Der Hauptteil bezog sich auf den bevorstehenden Krieg, und unter den Begriffen „makedonisches Volk“ und „die werktätigen Massen Makedoniens wurden alle Ethnien Makedoniens verstanden, Slawen und Nichtslawen, als eine politische Gesamtheit mit der politischen Bedeutung des Begriffes „Volk“.

Diese Besonderheit verlieh das Recht auf einen einheitlichen und unabhängigen makedonischen Staat „der Arbeitermassen“. 

Im Wesentlichen unterschied sich der Text nicht von den früheren Proklamationen der Vereinigten IMRO - nur mit dem Unterschied, dass aus taktischen Gründen kein Bezug mehr genommen wurde auf eine Sowjetrepublik oder Balkanföderation.

 Der Text des Vorentwurfes wurde nicht als befriedigend bewertet, und in der Konferenz des BLS am 28. Dezember 1933, bei der Vlahov nicht anwesend war, wurde German (Pseudonym von Gicev) beauftragt, dem BLS bis zum 31. Dezember 1933 die Endfassung des Resolutionsentwurfes vorzulegen.14


Doch auch der dem BLS am 31. Dezember 1933 vorgelegte Text war ähnlich wie der Vorentwurf.

„. Nach dem Balkankrieg und dem imperialistischen Krieg, als deren Folge der vom geographischen und wirtschaftlichen Standpunkt einheitliche makedonische Raum zwischen Serbien, Griechenland und Bulgarien dreigeteilt wurde, hat sich die wirtschaftliche und politische Lage der makedonischen Bevölkerung noch mehr verschlechtert...

Als Ergebnis dieser Politik hat sich die alte ethnographische Physiognomie einiger Teile Makedoniens fast von Grund auf verändert - im griechischen Teil -, und soweit dort einheimische Bewohner verblieben sind, ist es ihnen unter Todesstrafe verboten, ihre Muttersprache zu sprechen (in Makedonien unter serbischer und griechischer Herrschaft).

Die überwältigende Mehrheit der werktätigen makedonischen Bevölkerung, die in Makedonien lebt oder anderswo als Flüchtlinge, stellt trotz der vorhandenen Unterschiede in Religion und Sprache und der im Lauf der Jahrhunderte künstlich geschaffenen Zwietracht zum gegenwärtigen Zeitpunkt eine Gesamtheit mit gemeinsamen wirtschaftlichen und politischen Interessen dar und empfindet die Notwendigkeit der gemeinsamen Verteidigung, wenn die großen bevorstehenden historischen Ereignisse eintreten... 

Aufbauend auf die Bewusstmachung der Notwendigkeit, die wirtschaftliche und politische Einheit Makedoniens zum Nutzen ihrer physischen Existenz zu erhalten, verlangt {die Bevölkerung} das Recht auf ihre nationale Selbstbestimmung bis zur Abspaltung zu Gunsten eines unabhängigen makedonischen Staates.

 Die makedonischen Massen wollen nicht mehr zu Bulgarien, Serbien oder Griechenland gehören, obwohl im Hinblick auf Sprache und Religion verschiedene Teil der makedonischen Bevölkerung mit der Bevölkerung des einen oder anderen Balkanstaates näher verwandt sind. 

In Erkenntnis all dieser Dinge muss das BalkanProletariat den nationalen Befreiungskampf des makedonischen Volkes mit dem Ziel der nationalen Befreiung und des Zusammenschlusses in jeder Weise unterstützen und es immer konsequent und beständig lehren, dass nur die vollständige Niederlage des Imperialismus das makedonische Volk von der Gefahr der völligen physischen Vernichtung befreien kann - einer Bedrohung, die für es immer vorhanden ist im Hinblick auf seine geographische Position. “15

Die Kommunisten des Balkans erfassten damals den Kern des Problems nicht..

Es ging natürlich um die Frage der Identität der Slawen Makedoniens, die das revisionistische Bulgarien als nicht befreite Bulgaren ansah - etwas, was dazu beitragen sollte, dass sich Bulgarien im bevorstehenden Krieg dem deutschen Lager anschloss.

Die Hinterfragung der bulgarischen Identität der Slawen Makedoniens würde Bulgarien das Recht auf seine Ansprüche nehmen. 

Schon während der Balkankonferenzen (1930-1933) war das Beharren Bulgariens auf der Notwendigkeit der Unterzeichung bilateraler Verträge zum Schutz der Minderheiten typisch. In diesem Sinne musste der Beschluss gefasst werden.

Daher wurde bei der Konferenz des BLS am 3. Januar 1934 Germans Text nicht angenommen, und ein Eingreifen hochrangiger Führungskräfte der Komintern wurde notwendig. Bewiesen ist die Teilnahme von Vasil Kolarov an der Änderung des Resolutionsentwurfes.16

Der neue Text wurde in der Konferenz des BLS am 7. Januar 1934 präsentiert und vom Politbüro des Exekutivkomitees der Komintern in einer geschlossenen Sitzung am 11. Januar 1934 genehmigt.

Dem schlichten Protokoll der Sitzung fand eine Diskussion statt, an der unter anderem Vlahov, Kolarov und German teilnahmen. Leider wurden die vorgebrachten Ansichten nicht aufgezeichnet. Das Politbüro nahm den Text des Berichtes als Grundlage an und beauftragte das BLS damit, „den Text auf der Basis des Meinungsaustausches und in Einklang mit dem Genossen Kuusinen endgültig 17 auszuarbeiten.

Die Parole Republik der Werktätigen’ muss im Beschluss bleiben“. So war für die endgültige Formulierung der Resolution über die Makedonische Frage und die Vereinigte IMRO das Eingreifen sehr hoher Führungskräfte der Komintern wie Otto Kuusinen, Sekretär des Exekutivkomitees der Komintern und Mitglied der Finnischen Kommunistischen Partei, entscheidend.

Die Resolution unterschied sich bedeutend von dem Entwurf vom 31. Dezember 1933.

„Aus dem Umstand der Zuspitzung der internationalen Widersprüche und der Gegensätze zwischen den Klassen, der direkten Gefahr neuer Kriege und der vollen Entwicklung der revolutionären Krise spielt die makedonische national-revolutionäre Bewegung, 
an deren Spitze die Vereinigte IMRO steht, 
die Rolle eines wichtigen Faktors und Bundesgenossen der Arbeiterklasse, 
des Bauerntums und aller unterdrückten Ethnien
 im Kampf für den Sturz der Herrschaft des Bürgertums und der Grundbesitzer in den drei Staaten, die Makedonien seiner Freiheit beraubt haben.

Die Aufteilung Makedoniens, die die Grundlage darstellte für die Allianz zwischen Bulgarien, Serbien und Griechenland in ihrem Krieg gegen die Türkei und sofort zum Problem wurde, das zu einem neuen Krieg Serbiens und Griechenlands und anderer gegen Bulgarien führte, ist in der Nachkriegszeit eine ständige Ursache für die Zuspitzung der Gegensätze und den Kampf zwischen den drei Staaten um die Vorherrschaft in ganz Makedonien und den Zugang zur Ägäis.

Auf der anderen Seite haben die großen imperialistischen Staaten Makedonien in einen Brückenkopf für Kriegshandlungen im imperialistischen Weltkrieg verwandelt und schlachten jetzt die Makedonische Frage für die Stärkung ihrer Position auf dem Balkan aus.

 So ist Makedonien einer der Herde für einen bevorstehenden imperialistischen Krieg.

Die Staaten, die in Makedonien die Vorherrschaft haben, wenden eine räuberische Wirtschaftspolitik an, die die Werktätigen aussaugt, blindwütigen Terror und nationale Unterdrückung.

 Die vorherrschenden Ethnien der drei imperialistischen Staaten, die Makedonien zerstückelt haben, rechtfertigen die nationale Unterdrückung mit der Leugnung der ethnischen Besonderheiten des makedonischen Volkes, mit der Leugnung der Existenz eines makedonischen Volkes.

Der griechische Chauvinismus behauptet, die einheimische slawische Bevölkerung in dem Teil Makedoniens, über den er herrscht, bestehe aus in den vergangenen Jahrhunderten slawisierten Griechen, die mit Gewalt zur griechischen Kultur „zurückkehren“ müssen, indem man ihnen das Sprechen und Lernen ihrer Muttersprache verbietet.

 Die großserbischen Chauvinisten erklären, indem sie sich auf das Vorhandensein serbischer Beimischungen in der Sprache der einheimischen makedonischen Bevölkerung berufen, diese Bevölkerung zu einem der „Stämme“ der einheitlichen jugoslawischen Nation und serbisieren sie mit Gewalt. Und schließlich erklärt der bulgarische Chauvinismus, der die Verwandtschaft der makedonischen Sprache zur bulgarischen ausschlachtet, sie zu Bulgaren und rechtfertigt so den Besatzungszustand im Landkreis von Petritsi und seine räuberische Politik im Hinblick auf ganz Makedonien.

 Im Kampf gegen die Zerteilung und die Versklavung des makedonischen Volkes, gegen jedwede nationale, kulturelle, soziale und wirtschaftliche Unterdrückung muss die Vereinigte IMRO den wahren Sinn all der klugen Schlüsse aufdecken, die den Makedoniern den Charakter einer Nation verweigern, und die Durchdringung ihrer Umgebung verhindern...

Die Vereinigte IMRO muss einen Kampf gegen jedwede Art der nationalen Unterdrückung organisieren und täglich führen, gegen jedes Sondergesetz, für das Recht auf die Muttersprache in allen staatlichen und öffentlichen Einrichtungen, für die Freiheit der Schulen, der Publikationen usw. in der Muttersprache...

 In diesem Kampf muss die zentrale Losung der Vereinigten IMRO die Losung vom Recht der Nation auf Selbstbestimmung bis zur Abspaltung und der Erlangung der unabhängigen makedonischen Republik der Werktätigen sein.

Eindeutig ist die Differenzierung der Begriffe „makedonisches Volk“, d. h. alle Ethien Makedoniens in der politischen Bedeutung des Begriffes „Volk“, und „makedonische Nation“ als Volksgemeinschaft, bezogen ausschließlich auf die Slawen.

Da die bisherigen Bemühungen der Komintern, die Makedonische Frage vor allem im Sinne der revolutionären Idee auszuschlachten, nicht das gewünschte Ergebnis gebracht hatte, war der Rückgriff auf die nationale Idee chancenreicher.

War der Beschluss dennoch ein Reflex auf die tatsächlichen Zustände?
 Hatte die Aufteilung Makedoniens bei den Slawen ein Gefühl der Zusammengehörigkeit entstehen lassen, das Bedürfnis der Entfremdung von der bulgarischen, serbischen oder griechischen nationalen Idee?
 Wie schon erwähnt, verlief die Entwicklung in den drei Teilen unterschiedlich.

Die slawische Bevölkerung gebrauchte den Begriff (Slawo-)Makedonier als geographischen Begriff, aber auch als ungefährliche Bezeichnung, die die eventuell gefährliche öffentliche Selbstbezeichnung „Bulgare“ in Jugoslawien und Griechenland entschärfen oder das Lokale, die Bedeutung des „Autochthonen“ im Gegensatz zu den Zuwanderern, den serbischen Ansiedlern oder den griechischen Flüchtlingen bezeichnen konnte.

Auf der Ebene des Selbstbewusstseins drückte sich das Gefühl des unterschieds zur griechischen oder der serbischen Idee eher durch eine probulgarische Haltung aus,19 soweit man nicht von Personen mit hin und her fließendem Bewusstsein sprechen konnte.

Skopjes Geschichtsschreibung unterstützt die Auffassung, die Resolution der Komintern sei die erste Anerkennung der „makedonischen Nation“ als objektiver Tatsache von einer internationalen Institution gewesen - etwas, was für die weiteren Entwicklungen von großer Bedeutung sein sollte. Doch wie man aus den Sitzungsprotokollen ersehen kann, beweist der unterschiedliche Inhalt der Vorentwürfe des

Beschlusses und des endgültigen Beschlusses, dass die „makedonische Nation“ nicht von Anfang an als eine gegebene Tatsache angesehen wurde.

Die Komintern bezog sich weder auf die Wegbereiter des slawomakedonischen Separatismus noch stellte sie die besonderen nationalen charakterzüge der „Makedonier klar“, die sie von den Serben, Griechen und Bulgaren unterschieden.

Es ist typisch, dass selbst die Kommunisten des Balkans im Vorentwurf und im Entwurf zur Resolution über die Vereinigte IMRO nicht imstande gewesen waren, 
den Begriff der „Ethnie der Makedonier“ als eigene „slawomakedonische Nation“ aufzufassen.

 Es besteht kein Zweifel, dass dies eine politische Entscheidung der Komintern war, die den kommunistischen Parteien des Balkans aufoktroyiert wurde.

Mit diesem Beschluss wurde das Recht Bulgariens und der IMRO unter Mihailov, Anspruch auf die Befreiung der „Makedonier“ als noch unterworfener Bulgaren zu einer zweifelhaften Sache gemacht.

Gleichzeitig waren die Meinungsverschiedenheiten zwischen den bulgarischen und den jugoslawischen Kommunisten über die nationale Identität der „Makedonier“ in der Schwebe.

Jetzt waren die kommunistischen Parteien des Balkans aufgefordert, den geographischen Begriff „Makedonier“ in einen nur auf die Slawen bezogenen nationalen Begriff umzuwandeln.

Unter den neuen Bedingungen nach dem Aufstieg des Nationalsozialismus sollte ein starkes Jugoslawien ein Bollwerk gegen den Vormarsch Hitlers auf dem Balkan bilden.
Mit der Ankerkennung der nationalen Eigenheit der „Makedonier“ und der Anzweiflung der bulgarischen und serbischen Ansprüche konnte die Makedonische Frage innerhalb eines neuen Jugoslawien auf föderativer Basis gelöst werden.

Es war auch kein Zufall, dass bei der Konferenz des BLS am 5. Januar 1934 gleichzeitig mit der Vorbereitung des Beschlusses über die Existenz einer „makedonischen Nation“ auch die Gründung einer kroatischen und einer slowenischen Kommunistischen Partei im Rahmen der Kommunistischen Partei Jugoslawiens beschlossen wurde.20

Dennoch existiert auch die anthropologische Seite der Frage. Was für eine Resonanz konnte, unabhängig von den politischen Zielen der Komintern, die Auffassung von der Existenz einer „makedonischen Nation“ bei den einfachen Bauern des weiteren makedonischen Raumes finden?

War das letztlich eine aufoktroyierte, fremde Identität?

Wie schon erwähnt, wurde der Begriff „Makedonier“ von den Slawen als geographischer, lokalistischer Begriff gebraucht, und die slawischen Idiome, die die Bauern sprachen, bezeichneten sie als „makedonisch“. 

Von diesem Standpunkt aus stellte sich die Frage der Benennung nicht.

Der geographische Terminus „Makedonier“ konnte im Bewusstsein der Bauern leicht eine nationale Dimension gewinnen, sofern es politische Kräfte gab, die diese Mutation vorantrieben, und wenn es die umstände erforderten, wie dies während des Zweiten Weltkriegs der Fall war.


Man sollte die Tatsache nicht ignorieren, dass die bäuerliche slawische Bevölkerung im serbischen Makedonien Opfer einer serbisch-bulgarischen Konkurrenz und im griechischen Teil Opfer einer griechisch-bulgarischen Konkurrenz war.

Auf der einen Seite wurde sie von der IMRO genötigt, den Komitatschis Asyl zu gewähren, sich für Bulgaren zu erklären und eine bulgarische Haltung einzunehmen, andererseits wurden sie von den serbischen militärischen Organisationen verfolgt, wenn sie der IMRO Schutz gewährten, und hatten unter einer Politik der Serbisierung zu leiden.

Es war nur natürlich, wenn ihr Nationalbewusstsein eine Krise erlebte.
 Im Fall der griechischen Seite machten die Vorkommnisse um das Kalfov-Politis-Protokoll, das darauf folgende Beharren Bulgariens auf der Anerkennung einer bulgarischen Minderheit durch die griechische Regierung und insgesamt die revisionistische Politik Sofias die Hellenisierung der Anderssprachigen im griechischen Makedonien auch zu einer dringenden Notwendigkeit.

Unabhängig von den potenziellen Erfolgen der Serbisierung und der Hellenisierung auf langfristiger Basis wirkte die Alternativlösung der „makedonischen Nation“ ausgleichend auf die traditionelle serbisch-bulgarische und die griechisch-bulgarische Konkurrenz und bot der Bevölkerung ein Gefühl der Sicherheit.

Zum Zweck dieser „Ethnogenese“ sollte es für Persönlichkeiten der Politik ein leichtes sein, ein nationales Ideologem mit unklarer Grenze zwischen Mythos und historischen Tatsachen zu schaffen, sodass die Slawen Makedoniens eine „ruhmreiche“ Vergangenheit ihr eigen nennen konnten.

Die spätere Politik der Komintern zur Makedonischen Frage wurde von dem Bedürfnis, eine einheitliche antifaschistische Front im Geist der Beschlüsse des Siebenten und letzten Kongresses der Komintern (25.7-20.8.1935) zu schaffen, bestimmt.

Sofort nach dem Kongress und unter dem Einfluss der Ermordung des Königs von Jugoslawien Aleksander Karadjordjevic im Oktober 1934 wurden Anweisungen an die Kommunistischen Parteien des Balkans gegeben, um die „makedonischen Massen“ für die antifaschistische Front zu gewinnen.

Der Aufbau einer einheitlichen antifaschistischen Front gegen die “bürgerlichen Regimes” machte die weitere Existenz der Vereinigten IMRO als besondere politische Institution unnötig.

Die Parole vom „unabhängigen Makedonien“ wurde zu Gunsten der Beanspruchung elementarer nationaler, politischer und wirtschaftlicher Rechte und Freiheiten aufgegeben.

Der Siebente Kongress der Komintern gab den Kommunistischen Parteien des Balkans die Möglichkeit, ihre Taktik zu einem Großteil autonom zu gestalten, doch ihre Auffassung von der Existenz einer „makedonischen Nation“ stellte nunmehr einen Parameter dar, den sie wohl oder übel in ihre Politik einbeziehen mussten.

2.Die Kommunistischen Parteien des Balkans im Licht der Auffassung der Komintern von der Existenz einer „makedonischen Nation“

2.1.Die Bulgarische Kommunistische Partei


Die Bulgarische Kommunistische Partei sah die Makedonische Frage im Grunde als eine Bulgarische Frage an und bezog sich in diesem Sinne auf abgetrennte Teile des bulgarische Volkes in Makedonien, Thrakien und der Dobrudscha.

 Die einzige Differenzierung der Partei von der offiziellen bulgarische Linie von der Autonomie Makedoniens war ihr Standpunkt, dass die nationalen Fragen auf dem Balkan, folglich auch die Makedonische Frage, sich nicht im Rahmen des vorhandenen kapitalistischen Systems, sondern nur in einer sozialistischen Gesellschaft und einer Balkanföderation sowjetischen Typs endgültig lösen ließen.

Nach dem erfolglosen Aufstand im September 1923 flohen wichtige Führungskräfte der Partei, darunter Georgi Dimitrov und Vasil Kolarov, ins Ausland (Wien, Berlin und schließlich Moskau) und gründeten das Außenbüro der Bulgarischen Kommunistischen Partei, während der Großteil des Zentralkomitees der Partei in Bulgarien blieb. Dimitrov und Kolarov nahmen innerhalb der Komintern hohe Positionen ein, was zum Ergebnis hatte, dass sie nicht immer Standpunkte im Einklang mit den bulgarischen Nationalinteressen äußerten.

Die Teilnahme Kolarovs an der Ausarbeitung des Beschlusses des Exekutivkomitees der Komintern am 11. Januar 1934 stellt ein typisches Beispiel dar.

Anders als in Griechenland und Jugoslawien war in Bulgarien die Vereinigte IMRO als ideologischer und politischer Antipode der IMRO unter Mihailov tätig.

 Die Veröffentlichung der Resolution der Komintern in der Zeitung „Makedonische Sache“ im April 1934 stiftete in Bulgarien Verwirrung und Zwietracht innerhalb der Vereinigten IMRO.

Bestimmte Mitglieder des „national-revolutionären“ Flügels leugnetendie Existenz einer „makedonischen Nation“. 

Sie schätzten ein, dass die Auflösung der IMRO unter Mihailov im Juni 1934durch das politisch-militärische Regime vom 19. Mai 1934 ein geeignetes Klima für die weitere Aktivität der Vereinigten IMRO geschaffen hatte, das sich mit der neuen Parteilinie umkehren könnte.

Das Ergebnis war, dass sie innerhalb der Organisation, die nunmehr völlig von der Bulgarischen Kommunistischen Partei kontrolliert wurde, an den Rand gedrängt wurden.
So gab im Februar 1935 das Kreiskomitee der Vereinigten IMRO im bulgarischen Makedonien folgende Proklamation an die „makedonischen Brüder“ ganz im Einklang mit dem Standpunkt der Komintern heraus:

„Die griechischen Chauvinisten nennen uns ,slawischsprachige Griechen’, die serbischen ,richtige Serben’. Warum? Um ihre Vorherrschaft und ihre unterdrückerischen Absichten gegenüber Makedoniens zu rechtfertigen.

Auf dieselbe Weise handeln auch die bulgarischen Chauvinisten. Sie nützen die Verwandtschaft zwischen Makedoniern und Bulgaren aus und bezeichnen uns Makedonier als unabtrennbaren Teil der bulgarischen Nation’.

Die bulgarischen Imperialisten haben immer einer Eroberung und Versklavung und nicht eine Befreiung Makedoniens angestrebt.

Beweis dafür ist unser unterworfenes Gebiet. Haben wir etwa immer schon für eine solche Freiheit, wie es sie jetzt im Landkreis von Petritsi gibt, gekämpft?...

Wir müssen vor aller Ohren erklären, dass wir weder Serben sind noch Griechen noch Bulgaren.
Wir sind Makedonier, eine eigenen makedonische Nation. 
Nur so können wir am besten die Unabhängigkeit unserer Bewegung und das Recht auf einen unabhängigen makedonischen Staat verteidigen... “23.

Diese Erklärung provozierte eine Reaktion der bulgarischen Behörden. 

Am 15. August 1935 begann sowohl in Sofia als auch im Landkreis von Petritsi eine Welle von Inhaftierungen von Mitgliedern der Vereinigten IMRO, die im Grunde gleichbedeutend war mit einer völligen Zerschlagung der Organisation. 
Der Hauptanklagepunkt betraf den Standpunkt der Vereinigten IMRO, die Makedonier seien keine Bulgaren, sondern eine eigenen Nation, sowie die Beziehungen der Organisation zur kommunistischen Bewegung.

Durch die Festnahmen von 1935 wurde die Aktivität der Vereinigten IMRO in Bulgarien ganz wesentlich gelähmt.
 Die inhaftierten Mitglieder wurden am 8. Juli 1936 vor Gericht gestellt. 
Sie widersprachen dem Anklagepunkt, die Vereinigte IMRO sei eine Klassenorganisation, ein Anhängsel des Bulgarischen Kommunistischen Partei, und führten die Beziehungen zu den Kommunisten schlicht und einfach auf taktische Gründe zurück.
Alle bezeichneten sich selbst als Bulgaren. 
Als Makedonier bezeichnete sich selbst nur Asen Karakciev, wobei er das Recht des Landkreises von Petritsi auf Selbstbestimmung bis zu seiner Abtrennung von Jugoslawien unterstützte.

Am 21. Juli 1936 wurde das Urteil verkündet. Dimitar Vlahov und Vladimir Poptomov wurden in Abwesenheit zu je 12 Jahren und 6 Monaten Gefängnisstrafe verurteilt, von den Übrigen erhielten einige eine Gefängnisstrafe von 5 Jahren und eine Geldstrafe von 50.000 Lewa,26 andere wurden freigesprochen.

 Der Prozess und die allgemeineren internationalen Entwicklungen besiegelten im Grunde den politischen Tod der Vereinigten IMRO in Bulgarien. Die Initiative der Propagierung der neuen Standpunkte ergriff nunmehr die Bulgarische Kommunistische Partei.

Eine kurz zusammengefasste theoretische Einführung in die „historische“ Begründung der slawomakedonischen Identität versuchte Angel Dinev in der Zeitung „Makedonische Nachrichten“, die er während der Jahre 1935-1936 für die makedonischen Brüderschaften herausgab und worin er anfangs die Linie der Vereinigten IMRO von einem einheitlichen und unabhängigen Makedonien als gleichberechtigtem Mitglied einer Balkanföderation vertrat.

 Im Geist der Resolution der Komintern bemühte sich Dinev, den speziellen Begriff „makedonische Nation“ vom allgemeinen Begriff „makedonisches Volk“ abzusetzen.

„. Die makedonische Nation entstand in einem langen historischen Prozess und bildete sich schon seit dem vorigen Jahrhundert vollständig heraus. 

Ihre anthropologische Zusammensetzung besteht in einer Verschmelzung der antiken Makedonen mit den späteren Slawen Makedoniens...

Die makedonische Nation existiert,
 weil die slawomakedonische Bevölkerung eine gemeinsame Sprache hat
genau dieselben Bräuche, eine einheitliche Geschichte... 
einen einheitlichen makedonischen Raum und eine einheitliche Wirtschaft.

 Es existiert auch ein makedonisches Volk, bestehend aus den Slawomakedoniern zusammen mit allen anderen Ethnien Makedoniens.

Und es ist das erste Mal, dass diese Frage aufgeworfen wird.
Sogar schon im 19. Jahrhundert, als unsere makedonische Wiedergeburt begann, waren die makedonischen Aufklärer der neuen Zeit, Theodosios aus Skopje, die ,Lazaristen’, die Kämpfer für die Durchsetzung des westlichen Dialekts (des Makedonischen) und andere Träger eines reinen makedonischen Bewusstseins, und wie der bulgarische Mönch Paisios lehrten sie ihre Landsleute, sich des Namens „Makedonier“ nicht zu schämen. 
Genau diese Kämpfer für eine autokephale makedonische Kirche und die Erschaffer der eigenständigen makedonischen Kultur, diese würdigen Fortsetzer der ersten makedonischen Lehrer, Kyrill und Method, sind die ersten Menschen unter uns, die die Existenz einer eigenen makedonischen Nation bewiesen haben.

Die ,Makedonischen Nachrichten’ setzen nur ihr heiliges Werk fort, das in Makedonien von der ausländischen Propaganda unterdrückt worden war.

Wir kennen den Schaden, der durch diese Propaganda entstanden ist - in der Vergangenheit hat sie die makedonische Bevölkerung zerteilt in Gräkomanen, Serbomanen und Bulgaren, damit die Aufteilung und Unterwerfung der makedonischen Heimat leichter werde.

Bezüglich der Nationalität der Makedonier zweifeln wir nicht daran, dass wir auch bei vielen, die ansonsten unsere Freunde sind, auf Widerstand stoßen werden...

Wir geben uns nicht der Illusion hin, dass es leicht wäre, das Nationalbewusstsein der Makedonier in Bulgarien zum Leben zu erwecken, wo unsere Assimilation sehr weit fortgeschritten ist.

Doch wir werden ohne große Mühe in diese Richtung arbeiten, da wir überzeugte Makedonier sind und wissen, dass nur das makedonische Selbstbewusstsein helfen wird, um auf die beste Weise alle Unsicherheiten in der ganzen makedonischen Bewegung auf dem Weg zur Freiheit und Unabhängigkeit zu überwinden. “18

Es handelt sich um eine sehr vereinfachte mechanistische Anwendung des stalinistischen Modells der Nation. 

Die Herausbildung eines slawomakedonischen Nationalbewusstseins wird auf das 19. Jahrhundert datiert, und zu seinen wichtigsten Vertretern werden die erhoben, die für die Kodifizierung einer polydialektischen bulgarischen Sprache kämpfen und sich selbst als Bulgaren bezeichnen.

Doch die Schwierigkeiten des Unterfangens der „Makedonisierung“ in der Zwischenkriegszeit werden nicht vergessen.

 Die Zeitung konnte sich ihrer Mission nicht ernsthaft widmen, da schnell von Seiten der bulgarischen Behörden ihre Schließung angeordnet wurde.

Mit der Unterstützung der Bulgarischen Kommunistischen Partei wurde 1938 ein „Makedonischer Literaturzirkel“ gegründet, dessen wichtigste Mitglieder die Dichter Nikola Vapcarov, Anton Popov, Mihajl Smatrakalev, Kole Nedelkovski, Venko Markovski und Georgi Abadziev waren.

Zweck des Zirkels war nach dem Bericht Vapcarovs die Entwicklung einer „makedonischen“ Literatur mit Hilfe der Erforschung der Idiome, der Folklore, der Bräuche und der Pflege eines auf die Vergangenheit der „makedonischen“ national-revolutionären Bewegung (Ilinden) bezogenen revolutionären Romantizismus als Bestandteil eines künstlerischen 28 Realismus.

Den Statuten zufolge enthielt sich der Zirkel jeglicher politischer Aktivität, doch er durfte eine politische Ideologie ausdrücken.

Die Beschäftigung mit dem „Slawomakedonismus“ war allerdings eher ein Liebäugeln.

Die Sprache der Gedichte war in der Regel die bulgarische Schriftsprache, und nur Benko Markovski und Kole Nedelkovski unternahmen gewisse Bemühungen, Dichtung in slawomake- donischen Idiomen zu verfassen.
Nedelkovski nahm Kontakt zu der Witwe und dem Sohn von Misirkov auf, kopierte bestimmte Publikationen des Vaters des slawomakedonischen Separatismus wie das Werk „Über die makedonischen Angelegenheiten“29 und versandte sie an Kollegen im serbischen Makedonien.

Ganz im Geist der Parteilinie wurde die Frage der Existenz oder Nichtexistenz einer „makedonischen Nation“ als politische Frage behandelt. Zu diesem Thema notierte Anton Popov (1939) Folgendes:

„Gibt es eine makedonische Nation?
Was sind ihre Elemente und Merkmale?
Wo müssen wir ihren Beginn und ihre Entstehung suchen?

Auf diese Fragen haben wir unsere Aufmerksamkeit in den letzten Jahren gelenkt.

Dies sind in verschiedenen makedonischen Zirkeln Anlässe für Meinungsverschiedenheiten. Und je nach der Klassenzugehörigkeit und dem ideologischen Lager der Gegner werden auf diese Fragen unterschiedliche Antworten gegeben...

In letzter Zeit hat sich mit der Zuspitzung der imperialistischen Gegensätze zwischen den Balkanstaaten allgemein und dem Aufbau der imperialistischen Front auch in Makedonien die auf die makedonische Bevölkerung und die makedonischen Flüchtlinge ausgerichtete Propaganda spürbar verstärkt. Makedonien ist wieder ein Objekt der Spekulationen in Bezug auf seine Zerteilung und Neuaufteilung...

Unter diesen Umständen stellt sich für Makedonien und die Makedonische Frage die Akzeptanz oder die Ablehnung der Idee der makedonischen Nation als Prüfstein für Makedonien und seine Orientierung dar, für den politischen Weg, den es einschlagen muss, weil diese Frage heute nur auf der Basis der Parole von einem freien und unabhängigen Makedonien gestellt werden kann.

Die schwarzen Agenten des bulgarischen und des italienischen Imperialismus sehen diese Proklamationen als serbisches Werk an...
Nie waren sie dem makedonischen Volk, den einfachen makedonischen Massen, nahe, um die Veränderungen wahrnehmen zu können, die sich in der Weltanschauung und der Orientierung dieser Massen vollzogen haben... Sie träumen von ,Großbulgarien’, der Vereinigung der bulgarischen Rasse ’, dem ,Lebensraum ’ usw. Doch an ein freies Makedonien mögen sie nicht einmal denken, von einer makedonischen Nation wollen sie noch weniger hören... “ 30.

Doch im Mai 1941, sofort nach dem Einmarsch des bulgarischen Heers im serbischen Makedonien, zu einem Zeitpunkt, von dem man vielleicht erwarten konnte, dass er den „Slawomakedonismus“ stärker betonen würde, löste sich der Zirkel auf und wurde jede Bemühung um ein slawomakedonisches Erwachen aufgegeben.31 Vapcarov und Popov wurden 1942 von den Deutschen als Kommunisten wegen Widerstandsaktivität hingerichtet.

In Bulgarien fiel der „Slawomakedonismus“ nicht auf fruchtbaren Boden.

Außer der Reaktion der bulgarischen Behörden war auch die Haltung akademischer Kreise negativ, die die „makedonische Nation“ als eine Erfindung aus dem Labor der Bulgarischen Kommunistischen Partei bezeichneten, und voll Ironie wünschten sie, der Gründer der Bulgarischen Kommunistischen Partei, Dimitär Blagoev, der aus Vasiliada bei Kastoria stammte, würde noch leben, um seine Nationalität zu erfahren!
Auch die Bulgarische Kommunistische Partei selbst vermied den direkten Zusammenstoß mit den bulgarischen Behörden, beschränkte sich eher auf theoretischen Proklamationen und wandte eine elastische Politik an.

2.2.Die Kommunistische Partei Griechenlands

Das Abenteuer, in das die Kommunistische Partei Griechenlands 1924 mit ihrer durch starken Druck erreichten Akzeptanz des Beschlusses des Fünften Kongresses der Komintern über ein „einheitliches und unabhängiges Makedonien“ verwickelt wurde, hatte zum Ergebnis, dass sie sich in Zukunft bezüglich der Makedonischen Frage vorsichtiger verhielt.

Der Hauptgrund, warum letztendlich die Kommunistische Partei Griechenlands nach einer inneren Spaltung den Beschluss des Fünften Kongresses der Komintern auf ihrem Dritten Sonderparteitag (Dezember 1924) annahm, war die Förderung der Zusammenarbeit zwischen der Vereinigten IMRO und der Bulgarischen Kommunistischen Partei im Hinblick auf den bevorstehenden Aufstand in Bulgarien.

Es stellte sich heraus, dass es sich um ein revolutionäres Abenteurertum handelte.
Obwohl theoretisch die Linie von einem „einheitlichen und unabhängigen Makedonien“ galt, war die Kommunistische Partei Griechenlands auf politischer Ebene nicht aktiv.

Es ist typisch, dass sie nach 1925 zögerte, im griechischen Makedonien Gruppierungen der Vereinigten IMRO zu gründen und so die Kritik der Komintern auf sich zog.

Als Sachariadis die Parteiführung übernahm und im Herbst 1931 mit einer Abordnung der Partei Moskau besuchte, wurde er für die Haltung der Kommunistischen Partei Griechenlands in der Makedonischen Frage kritisiert.34

So trat nach zwei Konferenzen, bei denen das Mitglied des Politbüros des Zentralkomitees der Kommunistischen Partei Griechenlands Stylianos Sklavenas anwesend war - die erste hatte in Thessaloniki Anfang 1932 unter Beteiligung nicht nur von Slawischsprachigen, sondern auch von Juden, Moslems und Aromunen stattgefunden und die zweite in Veria unter Teilnahme nur von Slawischsprachigen - im März 1933 in Edessa die Gründungsversammlung der Vereinigten IMRO zusammen und wählte eine kleine Gruppe von Führungspersönlichkeiten unter Andreas Tsipas aus Agios Panteleimon bei Florina, der Mitglied der Kommunistischen Partei Griechenlands 35
war.

Im September 1934 begann die Veröffentlichung der ersten Erklärungen von Gruppen der Vereinigten IMRO in der Zeitung Risospastis („Der Radikale“) bezüglich der nicht bulgarischen, serbischen und griechischen Identität der Slawomakedonier und der Bedeutung der Vereinigten IMRO36.


Führungskräfte der Vereinigten IMRO waren die slawomakedonischen Mitglieder der Kommunistischen Partei Griechenlands Andreas Tsipas, Georgios Tourountzas, Lasaros Terpovski u. a.
 Zu einer Massenorganisation konnte die Vereinigte IMRO natürlich während des kurzen Zeitraums 1934-1936 nicht werden. Tsipas zufolge zählte sie 893 Mitglieder,37 Vlahov zufolge 700 - Zahlen, die vielleicht übertrieben sind.

Dennoch machte sich die Kommunistische Partei Griechenlands eifrig an die Propagierung des Standpunkts von der Existenz einer „makedonischen Nation“.

Am 1. Februar 1935 veröffentlichte die Kommounistiki Epitheorisi („Kommunistische Revue“) in griechischer Übersetzung den Artikel von Vasil Ivanovski „Die makedonische Ethnie“.

 Ivanovski war Journalist, politischer Sekretär der Vereinigten IMRO in Bulgarien, aber da er in Moskau studiert hatte, besaß er eine theoretische Ausbildung im Marxismus, und aus diesem Grund bemühte er sich, die „makedonische Nation“ historisch zu begründen.

Er skizzierte ein historisch existentes Volk, entstanden aus der Vermischung der antiken (nicht griechischen) Makedonen mit den Slawen, das zur Zeit Samuels (10.-11. Jahrhundert) eine Staat gründete und im 19. Jahrhundert bei seiner Bemühung um seine nationale Rehabilitation der Assimilationspolitik der Griechen, Serben und Bulgaren zum Opfer fiel.

Indem die „makedonische Nation“ einen historischen Ursprung erhielt, wurde der Begriff „Makedonier“ mit Substanz gefüllt und spielte in den Publikationen eine stärkere Rolle als der Begriff „Slawomakedonier“.

Nach dem missglückten Putsch am 1. März 1935 ersetzte die Kommunistische Partei Griechenlands die Losung von einem „einheitlichen und unabhängigen Makedonien“ durch die Losung „mehr Gleichberechtigung für die Minderheiten“.

Diese Änderung wurde gerechtfertigt durch die Veränderung der ethnologischen Zusammensetzung des griechischen Makedonien „in engem Zusammenhang mit dem Umständen, unter denen sich heute die revolutionäre Bewegung auf dem Balkan allgemein und spezieller in unserem Land entwickelt, deren grundlegende Pflicht der 38 Kampf gegen Faschismus und Krieg ist“.

Als markanter Schluss wurde bemerkt, „ dass die Änderung der Parole alles andere als eine Schwächung unserer Arbeit in Makedonien und unter den ethnischen Minderheiten bedeutet.

 Im Gegenteil ist es notwendig, dass unsere Bemühungen um die Sicherung voller Rechte für die Minderheiten verstärkt werden.

Die Partei hört nicht auf zu proklamieren, dass die Makedonische Frage letztlich und endgültig nach dem Sieg der Sowjetherrschaft auf dem Balkan, die die ehrlosen Verträge zum Bevölkerungsaustausch zerreißen und alle möglichen Maßnahmen ergreifen wird, damit ihr imperialistisches Umrecht beseitigt wird, auf brüderliche Weise gelöst werden wird. Nur so wird das makedonische Volk 39 zu seiner vollen nationalen Rehabilitation finden. “ .

Auf ihrem 7. Parteitag (Dezember 1935) machte die Kommunistische Partei Griechenlands ihren Verzicht auf ihre Auffassung von einem „einheitlichen und unabhängigen Makedonien“ offiziell bekannt und adoptierte die Linie der „vollen Gleichberechtigung der Minderheiten“.

Ihre Taktik bewegte sich im Rahmen des Aufbaus einer allgemeinen antifaschistischen Front.

Doch nach wie vor propagierte sie ihren Standpunkt von der Existenz einer „makedonischen Nation“, wobei sie gleichzeitig versuchte, Personen aus dem slawomakedonischen Bereich in ihre Reihen aufzunehmen,40 speziell die junge Generation, die griechische Schulen oder sogar Hochschulen besucht hatte.

Die Propagandatätigkeit der Kommunistischen Partei Griechenlands hatte zum Ergebnis, dass sich ein Kern von slawomakedonischen Führungskräften wie Lasaros Terpovski, Andreas Tsipas, Paschalis Mitropoulos, Michalis Keramitzis, Ilias Tourountzas u. a. formierte. Obwohl sie sich nicht vollständig von ihren probulgarischen Wurzeln getrennt hatten, präsentierten sie die Makedonische Frage doch als ein nicht-bulgarisches Problem und setzten ihre Lösung mit der „sozialistischen Revolution“ in Zusammenhang.

2.3.Die Kommunistische Partei Jugoslawiens


Die Kommunistische Partei Jugoslawiens, illegal im Jahr 1921, beschäftigte sich anfangs nicht mit der nationalen Frage. Nach der offiziellen Ideologie wurden Serben, Kroaten und Slowenen als drei Stämme ein- und derselben Nation angesehen, und als Voraussetzung für eine Lösung der nationalen Fragen wurde die sozialistische Revolution angesehen.

Als die Komintern in den Jahren 1923-1924 eine kommunistische Revolution in Bulgarien propagierte und die Destabilisierung des Balkans propagierte, begannen die jugoslawischen Kommunisten unter dem Druck Moskaus der nationalen Frage Bedeutung beizumessen.

 Das Problem war der Komintern zufolge war nicht der Verweis der Lösung der nationalen Fragen auf die kommunistische Revolution, sondern die Ausschlachtung der nationalen Fragen zugunsten der Ausbreitung des Kommunismus. In der Kommunistischen Partei Jugoslawiens bildeten sich zwei Flügel heraus.
Ein „rechter“ Flügel unter der Führung des Serben Sima Markovic und ein „linker“, angeführt vor allem von Kroaten. Markovic veröffentlichte 1923 sein Flugblatt mit dem Titel „Die Nationale Frage im Licht des Marxismus“, in dem er, ausgehend von Stalins Definition der Nation, die Behauptung aufstellte, die Kroaten und Slowenen hätten dasselbe Recht wie die Serben, eine Autonomie zu verlangen.

Die nationale Frage Jugoslawiens war für Markovic im Grunde eine Angelegenheit der Verfassung, deren Lösung in der Annahme einer föderalen Verfassung zu suchen sei.

Der andere Flügel betonte das Recht auf Selbstbestimmung, ohne dass diese notwendigerweise als Abspaltung interpretiert wurde. Der Fünfte Kongress der Komintern (Juni-Juli 1924) fasste eine Resolution zur Auflösung Jugoslawiens als einer Schöpfung des Imperialismus (Abspaltung Kroatiens, Slawoniens und ein einheitliches und unabhängiges Makedonien).

Dennoch adoptierte die Kommunistische Partei Jugoslawiens nicht sofort die Linie der Komintern. Anfang 1925 mischte sich auch Stalin selbst in die Gespräche der jugoslawischen Kommunisten ein und schlug folgende Lösung vor: Solange Jugoslawien ein kapitalistischer Staat blieb, sollte die Partei das Recht der Selbstbestimmung der Völker bis zu ihrer Abspaltung unterstützen, doch im Falle eines Sieges der Sowjetherrschaft sollte sie das sowjetische Modell anwenden, das heißt ein föderatives System.

 Die Abspaltung war Stalin zufolge für die Kommunisten nicht immer eine Pflicht.

Was die Makedonische Frage betrifft, verstand die Kommunistische Partei Jugoslawiens sie als ein gesamtbalkanisches (und nicht bulgarisches) Problem und trennte sie von der allgemeineren nationalen Frage Jugoslawiens.

Sie hatte immer mit den Einmischungen der bulgarischen Kommunisten in ihre inneren Probleme zu kämpfen und speziell mit deren Ziel, das serbische Makedonien in die ihnen unterstellte Zone einzugliedern.

Wegen der starken serbisch-bulgarischen Konkurrenz im serbischen Makedonien vermied es die Kommunistische Partei Jugoslawiens, die slawische Bevölkerung der Region als bulgarisch oder serbisch zu charakterisieren, und sprach ganz einfach von Makedoniern und makedonischer Bevölkerung. 

Die Kommunistische Partei Jugoslawiens war in einer schwierigen Lage. Einerseits verurteilte sie die Politik des großserbischen Hegemonismus im serbischen Makedonien, andererseits charakterisierte sie die IMRO als terroristische bulgarischchauvinistische Organisation und nicht als eine der nationalen Befreiung.

 1924 gab Kosta Novakovic sein Flugblatt „Makedonien - das Land an die Bauern“ heraus, in dem er den Makedoniern ein Recht auf Selbstbestimmung zuerkannte. Die Belgrader Behörden antworteten mit einer Verfolgungswelle, die sich gegen Mitglieder der Kommunistischen Partei Jugoslawiens und Novakovic selbst richtete.

Den Beschluss zur Auflösung Jugoslawiens und der Gründung unabhängiger demokratischer Staaten fasste die Kommunistische Partei Jugoslawiens 1928 in Dresden, auf dem Gipfel der serbisch-kroatischen Streitigkeiten, nachdem zuerst Markovic aus dem Weg geräumt worden und der serbische Widerstand gebeugt worden war.

Ab 1935begann sich die Kommunistische Partei Jugoslawiens unter dem Eindruck der Resolutionen des Siebenten Kongresses der Komintern zur Schaffung einer einheitlichen antifaschistischen Front in Richtung der Lösung einer jugoslawischen Föderation zu orientieren. Unter den neuen nach dem Aufstieg des Nationalsozialismus in Deutschland herrschenden umständen würde die Auflösung Jugoslawiens Nazideutschland begünstigen.

So anerkannte die Kommunistische Partei Jugoslawiens 1934, nach den Vorgaben der Resolution der Komintern, die Existenz einer „makedonischen Nation“ an, in der sie die Möglichkeit einer Bekämpfung bulgarischer Ansprüche sah. 

Auf dem fünften Parteitag der Kommunistischen Partei Jugoslawiens, der im Dezember 1934 in Ljubljana zusammentrat, wurde die Gründung einer „Kommunistischen Partei Kroatiens, einer Kommunistischen Partei Sloweniens und in absehbarer Zukunft die einer Kommunistischen Partei Makedoniens“ beschlossen.41.



Es handelte sich im Grunde genommen um die Umsetzung der entsprechenden Resolution des BLS im Januar 1934. 1937 wurde die Kommunistische Partei Kroatiens und Sloweniens gegründet, doch die Gründung einer Kommunistischen Partei „Makedoniens“ gelang nicht, da sich keine Führungskräfte finden ließen.

Im jugoslawischen Makedonien hatten sich Gruppierungen der Vereinigten IMRO formiert. Dennoch hatten diese keinerlei politischen Einfluss, ihre Beziehungen zur Kommunistischen Partei Jugoslawiens verliefen problematisch, und 1928 wurden sie von den jugoslawischen Behörden vollständig zerschlagen.

Nach dem Fünften Kongress der Komintern betonte Poptomov in seinen Anweisungen an die Kommunistische Partei Jugoslawiens unter anderem die Notwendigkeit einer Wiederherstellung der Vereinigten IMRO, der Herausgabe einer Zeitung in „makedonischer Sprache“ im serbischen Makedonien, der Gründung einer Studentengruppe der Vereinigten IMRO in Belgrad und Zagreb, der Wiederherstellung geregelter Kontakte zu Thessaloniki, das zum Koordinationszentrum der Vereinigten IMRO bestimmt war, und die Verteilung eines für das einfache Volk verständlichen Flugblattes über die Makedonische Frage und die Pflichten der Vereinigten IMRO im serbischen Makedonien.42

Doch nach der Resolution der Komintern zur Auflösung der Vereinigten IMRO wurde jeder Versuch zur Wiederherstellung der Organisation im serbischen Makedonien aufgegeben.

Dennoch wurde 1936 auf die Initiative der Kommunistischen Partei Jugoslawiens hin eine Organisation slawomakedonischer Studenten (ca. 250 Personen) der universitäten Zagreb und Belgrad mit dem Namen „MANARO - Makedonski Naroden Pokret - Makedonische Volksbewegung“ gegründet. Ihr politisches Programm sah Folgendes vor:

1) Das makedonische Volk hat das Recht auf ein freies Nationalleben im Rahmen einer jugoslawischen Föderation.

2) Diese Forderung kann nur durch den Umsturz der monarchofaschistischen Diktatur und Hegemonie und die Wiederherstellung der nunmehr erweiterten Republik umgesetzt werden.

3) Aus diesem Grund wird das makedonische Volk zusammen mit den anderen Völkern und den fortschrittlichen Kräften in Jugoslawien für die Befreiung der politischen Gefangenen, die Rede- und Pressefreiheit und die Abschaffung aller antidemokratischen Gesetze kämpfen.

4) Das makedonische Volk verlangt die Wiederaufnahme diplomatischer Beziehungen und den Abschluss eines Freundschaftspaktes mit der Sowjetunion.

5) Die sofortige Ankündigung freier und geheimer Parlamentswahlen muss verlangt werden.43


Die ΜΑΝΑΡΟ präsentierte sich als nationale, aber gleichzeitig auch als demokratische, antidiktatorische Organisation im Rahmen der Volksfronttaktik.

Dennoch konnte sie in Jugoslawien keine politischen Partner finden. Sie versuchte sich bei den Wahlen von 1938 mit der Kroatischen Republikanischen Bauernpartei und dem linken Flügel der Serbischen Bauernpartei zu verbünden, doch ihre Bemühungen blieben fruchtlos.

Der kroatische Parteiführer Vladko Macek, der für die Autonomie Kroatiens kämpfte, wollte klarerweise die Serben nicht verärgern, indem er sich mit einer staatsfeindlichen Organisation verbündete. Aus diesem Grund lehnte er auch das Angebot der ΜΑΝΑΡΟ für eine Zusammenarbeit mit dem Argument ab, er sei mit den kroatischen staatlichen Angelegenheiten schon zu sehr ausgelastet. Die ΜΑΝΑΡΟ beschränkte sich auf das jugoslawische Makedonien und nahm das griechische und das bulgarische Makedonien nicht in ihr Programm auf.

Die ΜΑΝΑΡΟ konnte in Makedonien keinen bedeutenden politischen Einfluss ausüben, und 1939 hörte sie als politische Organisation zu existieren auf. Dennoch nahm ein Teil der jungen Generation der mit der Kommunistischen Partei Jugoslawien sympathisierenden slawomakedonischen Studenten und Intellektuellen und der ehemaligen Mitglieder der Vereinigten IMRO die Auffassung der Komintern und der Kommunistischen Partei Jugoslawiens von der Existenz einer makedonischen Nation an und propagierten sie.

 Charakteristischer ist der Fall des Dichters Koco Racin, der das poetische Werk „Beli Mugri - Weiße Tagesanbrüche“ im slawomakedonischen Idiom verfasste und 1939 in Samobor in Kroatien veröffentlichte. In seinem Gedicht beschreibt er die furchtbare wirtschaftliche und soziale Lage der Bauern im serbischen Makedonien und ruft sie zum Aufstand auf. Racin stand in Kontakt zum „Makedonischen Literaturzirkel“ in Sofia.

Nach dem Serbisch-kroatischen Einverständnis im August 1939 in Bezug auf die Gewährung einer Autonomie für Kroatien und die Teilhabe der Kroaten an der Verwaltung berührten ehemalige Mitglieder der ΜΑΝΑΡΟ und der Vereinigten IMRO in philologischen Diskussionen im Rahmen von Literaturkreisen das Thema der Gewährung einer Autonomie für das serbische Makedonien und der Anerkennung der Slawomakedonier als eigenes Volk sowie auch das Thema der Kodifizierung einer slawomakedonischen Sprache.

In einem interessanten Dialog, den Koco Racin, Ljubco Arsov und Panko Brasnarov im Dezember 1939 mit den serbischen Universitätsprofessoren Vulic und Radovic führten, beharrten sie auf der Existenz der Slawomakedonier als eigener Nation, die in die Antike und das Mittelalter zurückreicht, und verlangten, dem serbischen Makedonien müsse gewährt werden, was auch die Kroaten erreicht hatten. Die serbischen Professoren, die mit historischen Belegen argumentierten und die Politik der Ser- bisierung verteidigten, waren völlig negativ eingestellt. Vulic vertrat unter anderem Folgendes:


Was wollt ihr Makedonier?

Ihr hättet gern eine Autonomie wie die Kroaten.
Die Kroaten haben ihre Sprache, nämlich die kajvavische und die tsakavische (es handelt sich um Dialekte des Serbokroatischen - Anmerkung des Autors) geopfert und eine Sprache angenommen, die nicht die ihre ist, nämlich die stokavische (es handelt sich um einen Dialekt des Serbokroatischen - Anmerkung des Autors).

Ihr würdet gern eure makedonische Sprache als Schriftsprache benutzen...

Doch was würdet ihr gewinnen damit?

In Deutschland versteht der Preuße den Bayern überhaupt nicht, und trotzdem leben sie zusammen.

Die Menschen vereinigen sich...

 Was werdet ihr mit dem Gebrauch eurer Sprache in den Schulen gewinnen?

Hier wird ein Kampf um die Vorherrschaft der Dialekte beginnen. 
Ich sehe keinerlei Gewinn in dem Namen „Makedonien“.

 Dass ihr eure Abstammung auf Alexander den Großen zurückführt, führt in die Irre. 

Ich verstehe, ihr verlangt Rechte, doch leichter werdet ihr sie mit uns erlangen als allein.

Wenn die Kroaten nicht irgendwann einen souveränen Staat gehabt hätten (Volksversammlung, Ban usw.), würden sie das, was sie verlangt haben, nicht verlangen.

 Ihr verlangt etwas, was ihr nie gehabt habt. Ihr seid junge Idealisten und leidet an Verirrungen... 

Noch nie habe ich von jemandem aus Skopje gehört, er sei Makedonier.

 Ihr seid in dieser Umwelt aufgewachsen, nennt euch Makedonier und wollt eure Sprache.

 Dagegen kenne ich viele Leute aus diesem Gebiet die sagen, sei seien Serben...

Noch entschiedener äußerte sich Professor Radovic:

„Wir können euch nicht als nationale Besonderheit akzeptieren.
Das sage ich als Politiker... Es ist wahr, dass wir ohne das Morava- und das Vardartal nicht existieren können. Das ist das Rückgrat unseres Jugoslawien.

Die Idee besteht darin, dass der Staat alle unsere Kräfte vereinen soll, damit wir durchzuhalten vermögen. Die Verwaltung muss verbessert werden, und alle müssen wir gleichberechtigt sein. Kroatien hatte ein Eigenleben, und aus diesem Grund hat es das Recht auf Autonomie.

Wenn wir die Autonomie früher zugestanden hätten, hätten wir heute einen besseren Zusammenhalt...

Wir werden die Verwaltung verbessern und euch volle Gleichberechtigung zugestehen...

Wir können aus politischen Gründen die politische Besonderheit der Makedonier weder erlauben noch anerkennen. Wir müssen die Fehler korrigieren, und ihr müsst die gemeinsame Schriftsprache lernen, dann ist alles erledigt.“ 45

Wie schon erwähnt, wurde keine Kommunistische Partei Makedoniens gegründet, und die Mitglieder der Kommunistischen Partei Jugoslawiens im serbischen Makedonien waren gering an Zahl.

 Da der Zustand im serbischen Makedonien weiterhin unklar war, schickte Dimitrov im Einverständnis mit Tito im Frühjahr 1940 Metodija Satorov aus Moskau in das serbische Makedonien als Sekretär eines Kreiskomitees innerhalb der Kommunistischen Partei Jugoslawiens. Satorov war Mitglied der Bulgarischen Kommunistischen Partei und ehemaliges Mitglied der Vereinigten IMRO.

Die Tatsache, dass ein Mitglied der Bulgarischen Kommunistischen Partei die Neuorganisation der Parteibasis im serbischen Makedonien übernahm, beweist, dass die bulgarischen Kommunisten daran interessiert waren, bei einer zukünftigen Lösung der Makedonischen Frage eine bedeutende Rolle zu übernehmen.

1940 wurde Tito, der bereits aus Moskau nach Jugoslawien zurückgekehrt war, Sekretär des Zentralkomitees der Kommunistischen Partei Jugoslawiens.

Auf dem Fünften Kongress der Kommunistischen Partei Jugoslawiens (Oktober 1940) wurde das Recht auf Gleichstellung des makedonischen Volkes in einer jugoslawischen Föderation anerkannt. In der Terminologie der jugoslawischen Kommunisten bezeichnete der Begriff „Volk“ eine souveräne Nation.

Das Ideologem des „Makedonismus“ stellte eine Alternativlösung zur Konkurrenz der Balkanstaaten um den Einfluss im weiteren makedonischen Raum dar.

 Im Gegensatz zu Misirkovs Fall gab es jetzt politische Kräfte, die die slawomakedonische Lösung stützten.

Natürlich wurden die kurzfristigen Ziele der Komintern nicht erreicht.

 Die Vereinigte IMRO wurde aufgelöst, und Bulgarien schloss sich den Achsenmächten an.

Doch der Slawomakedonismus blieb eine nationale Präferenz.

Dass dieser Verlauf in dem Maße nicht unumkehrbar war, in dem Bulgarien seine „historische“ Mission erfüllen könnte, ist eine logische Hypothese.

 Dennoch begünstigten die Entwicklungen während des Zweiten Weltkriegs vor allem die slawomakedonische Lösung,
 wobei die Kommunistische Partei Jugoslawiens als der eigentliche Protagonist die Makedonische Frage zu einer jugoslawischen Frage werden ließ.


Bibliographie

1.BKP, Komiternät i Makedonskijät Väpros (1917-1946), Tom Vtori [Die Bulgarische Kommunistische Partei, die Komintern und die Makedonische Frage (1917-1946), Bd. 2], Publikation der Bulgarischen Staatsarchive,
Sofia 1999.
2.Dangas, Alexandros & Leontiadis, Georgios, Komintern kai Makedoniko Zitima.
To elliniko paraskinio 1924 [Komintern und Makedonische Frage. Griechenland hinter den Kulissen 1924], Athen 1997.
3.Dobrinov, Deco, VMRO (Obedineta. [Vereinigte IMRO], Sofia 1993.
4.Katardziev, Ivan (Red.), VMRO (Obedineta). Dokumenti i Materiali, Kniga II [Vereinigte IMRO. Dokumentenmaterial, Bd. 2], Skopje 1992.
5.Palesutski, Konstantin, Jugoslavskata Kommunisticeska Partija i Makedonskijät Väpros 1919-1945 [Die Kommunistische Partei Jugoslawiens und die Makedonische Frage 1919-1945], Sofia 1985.
6.Papapanajotou, Alekos, To Makedoniko Zitima kai to Valkaniko Kommounistiko Kinima 1918-1939 [Die Makedonische Frage und die Kommunistische Bewegung auf dem Balkan 1918-1939], Athen 1992.
7.Sfetas, Spyridon, Opseis tou Makedonikou Zitimatos ston 20o aiona [Aspekte der Makedonischen Frage im 20. Jh.], Thessaloniki 2001
8.Ds., I diamorfosi tis slavomakedonikis taftotitas. Mia epodyni diadikasia [Die Herausbildung der slawomakedonischen Identität. Ein schmerzhafter Prozess], Thessaloniki 2003
9.Tocinovski, Vasil, Makedonskiot Literaturen Kruzok - Sofija 1938-1941, Dokumenti [Der Makedonische Literarische Zirkel - Sofia 1938-1941, Dokumente], Skopje 1995.
10.To KKE. Episima keimena [Die Kommunistische Partei Griechenlands. Offizielle Texte], Bd. 4 (1934-1940), Athen 1975.
11.Zila, Lina I. & Popovski, Vlado, Makedonskij Vopros v Dokumentov Kominterna, Tom I, Cast 1, 1923-1925 gg. [Die Makedonische Frage in den Dokumenten der Komintern, Bd.1, Teil 1, 1923-1925], Skopje 1999.

Anmerkungen


1.Zu einer ersten Annäherung siehe Sp. Sfetas, Opseis tou Makedonikou Zitimatos ston 20o aiona [Aspekte der Makedonischen Frage im 20. Jh.], Thessaloniki 2001, S. 55-78.
2.Siehe die Dokumentensammlung L. I. Zila & V. T. Popovski, Makedonskij Vo- pros v Dokumentov Kominterna, Tom I. Cast 1, 1923-1925 gg. [Die Makedonische Frage in den Schriftstücken der Komintern, Bd. 1, Teil 1, 19231925], Skopje 1999.
3.Siehe Κ. Radek, „Der Umsturz in Bulgarien“, Die Kommunistische Internationale, 27 (15.8.1923), 115-116.
4.Siehe Spyridon Sfetas, Makedonien und Interbalkanische Beziehungen 19201924, München 1992, S. 320.
5.Zu diesen Diskussionen siehe Sfetas, Makedonien, S. 434-440.
6.Siehe Ivan Katardziev (Red.), VMRO (Obedineta). Dokumenti i Materiali, Kniga I [Vereinigte IMRO. DokumentenmaterialBd. 1], Skopje 1991, S. 129-137 (hier S. 131, 133-134).
7.Rossijski Centr Hranenija i Izucenija Dokumentov Novejsej Istorii [Russisches Zentrum für die Aufbewahrung und Untersuchung von Dokumenten der Neueren Geschichte] (im folgenden: RCHIDNI), Fond 509 (im folgenden: F-Serie.), Opis 1 (im folgenden: Op-Katalog ), Delo 164 (im folgenden: D-Akte), vertraulich, Brief von Poptomov and das Balkanländer-Sekretariat, 15. November 1933.
8.Ibid.
9.Der Bericht konnte im Archiv nicht aufgefunden werden.
10.RCHIDNI, F.495, Op.69, D.56, Protokoll der Konferenz am 20. Dezember 1933.
11.Ibid.
12.RCHIDNI, F.495, Op. 69, D.56, Protokoll der Konferenz am 22. Dezember 1933.
13.RCHIDNI, F.509, Op.169 (ohne Aktenangabe), Proekt rezolucii o makedonskoj „nacii” 1933 [Resolutionsentwurf über die makedonische „Nation“ 1933].
14.RCHIDNI, F.459, Op.69, D.56, Protokoll der Konferenz am 28. Dezember 1933.
15.RCHIDNI, F.509, Op.169 (ohne Aktenangabe), O prave makedonskogo naroda na samoopredelenie [Über das Selbstbestimmungsrecht des makedonischen Volkes],
31.Dezember 1933.
16.Siehe „Dokumenti. Rezoljucijata po Makedonskijat Väpros” [Dokumente. Der Beschluss zur Makedonischen Frage], Vremena, 1 (1992), 100-111.
17.RCHIDNI, F.495, Op.3, D.402, „Resolutionentwurf des Balkan-LS über die Makedonische Frage und die IMRO (Vereinigte). Wird als Grundlage angenommen. Das Balkan-LS wird beauftragt, den Entwurf auf Grund des Meinungsaustausches endgültig zu redigieren und mit dem Gen. Kuusinen zu vereinbaren. Die Losung ,Republik der Werktätigen’ soll in der Resolution bleiben“. Aus den Archiven der Komintern geht nicht hervor, dass die Rolle Vlahovs bei der Ausarbeitung der Resolution bedeutend war, wie er in seinen Memoiren behauptet. Siehe D. Vlahov, Memoari, Skopje 1970, S. 357.
18.Siehe die Dokumentensammlung, die die Direktion Staatlicher Archive Bulgariens herausgegeben hat, BKP, Komiternät i Makedonskijät Väpros (1917-1946), Tom Vtori [Die Bulgarische Kommunistische Partei, die Komintern und die Makedonische Frage (1917-1946), Bd. 2], Sofia 1999, S. 881-884.
19.Aufschlussreich ist das Interview (1975) mit Michalis Keramitzis, Mitglied der Kommunistischen Partei Griechenlands vor dem Krieg und Führungskraft der SNOF und der NOF während der Besatzungszeit und des Bürgerkrieges. „...Damals (1939) hatte ich von diesen Dingen keine Ahnung: Makedonier, Makedonien, Makedonische Frage, Komitee usw. Genauso auch alle unsere anderen makedonischen Führungskräfte. Ich empfand dasselbe wie ein griechischer Kommunist. In dem Maße, dass ich als Slawe etwas Besonderes empfand, empfand ich, dass ich Bulgare war.“. Siehe E. Kofos, „To
Makedoniko stis scheseis KKE-KKJ kata ta teli tou 1944” [Die Makedonische Frage in den Beziehungen KKE-KKJ Ende 1944] im Sammelband Makedonia kai Thraki, 1941-1944. Katochi - Antistasi - Apeleftherosi [Makedonien und Thrakien, 1941-1944. Besetzung - Widerstrand - Befreiung], IMCHA [Institut für Balkanstudien] (269), Thessaloniki 1998, S. 131.
20.Siehe RCHIDNI, F.495, Op.69, D.63, Protokoll der Konferenz am 5. Januar 1934.
21.Siehe Sfetas, Aspekte, S. 80.
22.Siehe D. Dobrinov, VMRO (Obedinena) [Vereinigte IMRO], Sofia 1993, S. 223224.
23.Siehe S. Sfetas, I diamorfosi tis slavomakedonikis taftotitas. Mia epodyni diadikasia [Die Herausbildung der slawomakedonischen Identität. Ein schmerzhafter Prozess], Thessaloniki 2003, S. 107.
24.Siehe Dobrinov, op. cit., S. 232.
25.Ibid., S. 234-235.
26.Ibid., S. 236. 1937, als der Thronfolger Simeon, der spätere Premierminister Bulgariens, geboren wurde, erteilte Zar Boris allgemeine Amnestie.
27.Siehe Makedonski Vesti, God. II [Makedonische Nachrichten, Jahrgang 2], 12. Juli 1936.
28.Siehe V. Tocinovski, Makedonskiot Literaturen Kruzok - Sofija 1938-1941, Dokumenti [Der Makedonische Literarische Zirkel - Sofia 1938-1941, Dokumente], Skopje 1995, S. 44.
29.Ibid., S. 97-98.
30.Ibid., S. 56-59.
31.Siehe P. Galcin, „Makedonski literaturen krazok (1938-1941) Väzvrästane käm bälgarskite koreni“ [Der Makedonische Literarische Zirkel (1938-1941). Rückkehr zu den bulgarischen Wurzeln], Makedonski Pregled, 2 (2002), 25.
32.Siehe N. Minkov, „Makedonska nacija?“ [Makedonische Nation?], Nacija i Politika, 4 (1936), 148-149.
33.Zu dieser Frage siehe Sfetas, Makedonien, S. 434-440.
34.Siehe R. Kirjazovski, „Aktinovsta na VMRO (Obedineta) vo Egeskiot Del na Makedonija do 1936 godina” [Die Aktivität der Vereinigten IMRO in ÄgäisMakedonien], im Sammelband 70 godini VMRO (Obedineta) 1925-1995 [70 Jahre Vereinigte IMRO 1925-1995], Tagungsberichte (20.12.1995), Publikation des Instituts für Nationale Geschichte, Skopje 1998, S. 109.
35.Ibid., S. 110.
36.Siehe I. Katardziev (Red.), VMRO (Obedineta). Dokumenti i Materiali, Kniga II, [Vereinigte IMRO. Dokumentenmaterial, Bd. 2], Skopje 1992, S. 276-278. In einem Leserbrief an den Rizospastis erwähnte ein „Makedonier“: „Hier in Florina ist der Terror nicht zu ertragen. Ehrbare Makedonier werden vor Gericht gezerrt und zu schweren Strafen verurteilt, und weil sie die griechische Sprache nicht beherrschen, nennen sie sie Bulgaren. Die griechischen Unterdrücker sollen ruhig wissen, dass wir weder Bulgaren noch Serben noch Griechen sind, sondern echte Makedonier, die für die Befreiung Makedoniens auch eine Geschichte besitzen.“ Siehe die Zeitung Rizospastis, 1. Dezember 1934.
37.Siehe Sfetas, Aspekte, S. 76.
38.Siehe To KKE. Episima keimena [Die Kommunistische Partei Griechenlands. Offizielle Texte], Bd. 4 (1934-1940), Athen 1975, S. 296.
39.Ibid., S. 297.
40.Aufschlussreich für diese Veränderung der Identitäten ist die Erklärung von Michalis Keramitzis: „Nur die griechischen Kommunisten sprachen immer von Makedoniern und Makedonien, sie vertraten diesen Standpunkt vor Gericht und wurden verurteilt. In der KKE und von der KKE, von den griechischen Kommunisten und nicht von den Makedoniern, erfuhr ich zum ersten Mal, ich sei Makedonier. Das ist die Wahrheit“. Siehe E. Kofos, op. cit., S. 131.
41.Siehe K. Miljovski, Makedonskoto prasanje vo nacionalnata programma na KPJ (1919-1937) [Die Makedonische Frage im nationalen Programm der Kommunistischen Partei Jugoslawiens (1919-1937)], Skopje 1962, S. 121.
42.RCHIDNI, F.495, Op.74, D.64, Konkrete Fragen der nationalen Befreiungsbewegung auf dem Balkan nach dem 7. Kongress der Komintern, 11. September 1935, vertraulich.
43.Siehe K. Miljovski, op. cit., S. 148-149.
44.Siehe I. Katardziev, Po Vrcinite na makedonskata istorija [Auf der Höhe der makedonischen Geschichte], Skopje 1986, S. 376-377.
45.Ibid., S. 381-382.

Το Μακεδονικόν Ζήτημα εκκλησιαστικώς: Η Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας και η "Σχισματική θρησκευτική οργάνωσις: Μακεδονική Εκκλησία".

$
0
0
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

Καθηγητής εκκλησιαστικής Ιστορίας 
της Θεολογικής Σχολής 
του ΑΠΘ

 
ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ 
ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ
 ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 
ΑΠΟ ΤΟΥ 1913 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΟΝ

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, 
έφαρμόζον την θεμελιώδη κανονικήν άρχήν Του, 
«τά έκκλησιαστικά εί ωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς», 
έξησφάλισε την νομοκανονικήν ύπόστασιν των μητροπόλεων
 του μακεδονικού χώρου 
έν καιρώ μετά την άπελευθέρωσιν τούτου 
έκ τού  όθωμανικού  ζυγού  
κατά τούς βαλκανικούς πολέμους των έτών 1912 καί 1913.

Ούτω, αί μητροπόλεις της κυρίως Μακεδονίας, αι έντός της έλληνικής έπικρατείας εύρεθεισαι, ώς και των άλλων γεωγραφικών διαμερισμάτων τής Ηπείρου, τών Νήσων του Αρχιπελάγους και τής Δυτικής Θράκης, έχειραφετήθησαν τό 1928 διά τής Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως
 «Περί τής διοικήσεως τών Ιερών Μητροπόλεων τών Νέων Χωρών» 
και διά του νόμου 3615 
«Περι τής έκκλησιαστικής διοικήσεως τών έν ταις Νέαις Χώραις τής Ελλάδος Μητροπόλεων τού Οικουμενικού Πατριαρχείου».

1.         Αί μητροπόλεις τής Μακεδονίας, αί ύπαγόμεναι νυν είς την έφαρμογήν τής αύτής Πράξεως, είναι έν συνόλω  21: 

α) Βεροίας και Ναούσης, 
β) Γρεβενών, 
γ) Δράμας, 
δ) Εδέσσης, Πέλλης και Άλμωπίας, 
ε) Έλευθερουπόλεως, 
στ) Ζιχνών και Νευροκοπίου, 
ζ) Θεσσαλονίκης, 
η) Ίερισσού , Αγίου Ορους καί Άρδαμερίου, 
θ) Κασσανδρείας, 
λ) Καστορίας, 
ια) Κίτρους, 
ιβ) Λαγκαδά, 
ιγ) Πολυανής και Κιλκισίου, 
ιδ) Σερ βίων καί Κοζάνης, 
ιε) Σερρών και Νιγρίτης, 
ιστ) Σιδηροκάστρου, 
ιζ) Σισανίου και Σιατίστης, 
ιη) Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου, 
ιθ) Φλωρίνης, Πρεσπών και Έορδαίας, 
κ) Σταυρουπόλεως και Νεαπόλεως καί 
κα) Καλαμαριάς καί Νέας Κρήνης. 
Αί δύο τελευταίαι ίδρύθησαν τον Μάϊον τού  1974.

2.         Αί μητροπόλεις τής Ηπείρου, αί ύπαγόμεναι νϋν εις την έφαρμογήν τής Πατριαρχικής καί Συνοδικής Πράξεως τού  1928, είναι 4: 
α) Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης, 
β) Ίωαννίνων, 
γ) Νικοπόλεως, Πρεβέζης καί Φιλιππιάδος καί 
δ) Παραμυθίας, Φιλιατόδν καί Γηρομερίου.

3.         Αί μητροπόλεις τού  Αρχιπελάγους, αί ύπαγόμεναι εις τήν έφαρμογήν τής αύτής Πράξεως, είναι 5: 
α) Λήμνου, 
β) Μηθύμνης, 
γ) Μυτιλήνης, 
δ) Σάμου καί Ικαρίας καί 
ε) Χίου.

4.         Αί μητροπόλεις τής Δυτικής Θράκης, αί ύπαγόμεναι νϋν εις τήν έφαρμογήν τής ιδίας Πράξεως, είναι 4: 
α) Άλεξανδρουπόλεως, 
β) Διδυμοτείχου καί Όρεστιάδος, 
γ) Μαρωνείας καί 
δ) Ξάνθης.

Ή έπί τή βάσει τών άνωτέρω χειραφέτησις αύτη συνιστά ίδιόμορφον νομοκανονικόν καθεστώς, κατά τό όποιον αι μητροπόλεις αύται έξακολουθούν νά άνήκουν μέν όργανικώς εις τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον, 
διοικούνται όμως έν τοίς έπι μέρους και δή κατά παρακλητικήν έντολήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ύπό της Εκκλησίας της Ελλάδος 
κατά τρόπον «έπιτροπικόν» και υπό ώρισμένους «γενικούς ορούς», συμφώνως πρός την Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν Πράξιν του 1928.

Αί μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις τό βορειότερον άκρον της Μακεδονίας, τό όποιον ένεσωματώθη εις τό «Ήνωμένον Βασίλειον των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», έξεχωρήθησαν ύπ’ Αύτού  διά της νομοκανονικης οδού εις την Σερβικήν Εκκλησίαν. 

Ουτω, άντιπροσωπία τής Κυβερνήσεως τού Ηνωμένου Βασιλείου των Σέρβων καί τής Σερβικής Εκκλησίας μετέβη τον Αύγουστον τού 1919 εις την Κωνσταντινούπολιν, διά νά ζητήση πρώτον τήν άνασύστασιν τού Σερβικού Πατριαρχείου καί δεύτερον τήν κανονικήν χειραφέτησιν πασών τών μητροπόλεων τού Βασιλείου τούτου, αί όποιαι μέχρι τού 1913 εύρίσκοντο ύπό τήν κανονικήν δικαιοδοσίαν τού Οικουμενικού θρόνου. 

Αί μητροπόλεις αϋται τής Βορείου Μακεδονίας, πλήν τών άλλων έν Σερβία, ήσαν τέσσαρες: 

Δεβρών καί Βελισσού, 

Πελαγονίας, 

Πρεσπών και Αχριδών, 

Στρωμνίτσης καί τμήμα τής έπισκοπής 

Πολυανής.

 Κατόπιν σχετικών διαπραγματεύσεων ύπεγράφη τήν 17 Μαρτίου 1920 άρμοδίως Σύμβασις μεταξύ τών δύο μερών, τήν δέ έπομένην (18 Μαρτίου 1920) έξεδόθη ύπό τής Πατριαρχικής Συνόδου ή Συνοδική Άπόφασις πρώτον τής χειραφετήσεως τών εις τήν Σερβίαν περιελθουσών έπαρχιών τού  Πατριαρχείου εις τήν Βόρειον Μακεδονίαν και τήν Σερβίαν και δεύτερον τής άναγνωρίσεως τής ένώσεως τών Εκκλησιών τής Σερβίας, τού  Μαυροβουνίου και τού  Καρλοβικίου και τών δύο Δαλματικών επαρχιών τής Ζάρας και τού  Καττάρου εις μίαν 
«Αύτοκέφαλον Ήνωμένην Όρθόδοξον Σερβικήν Εκκλησίαν τού  Βασιλείου τών Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» .

Ή χειραφέτησις αύτη, ώς προελέχθη, ήτο αποτέλεσμα τών έν Σερβία νέων τοπικών και έδαφικών συνθηκών και ώς έκ τούτου σύμφωνος πρός τήν άρχαίαν κανονικήν αρχήν και τάξιν τής διευθετήσεως και προσαρμογής τής εκκλησιαστικής διοικήσεως πρός τάς έκάστοτε πολιτικάς και έδαφικάς μεταβολάς διά λόγους πρακτικής ώφελείας «τή Εκκλησία και τώ χριστωνύμω λαώ».

Ή άνωτέρω Άπόφασις, ύπογραφεί σα ύπό τού  Τοποτηρητού  τού  Πατριαρχικού  Οικουμενικού Θρόνου, τού  μητροπολίτου Προύσης Δωροθέου, και τών μελών τής Άγιας και Ίερας Συνόδου, άντικατεστάθη άργότερον διά τού  κανονικού Πατριαρχικού Συνοδικού Τόμου τής 19 Φεβρουάριου 1922 (εικ. 1), τού  Πατριάρχου Μελετίου Δ'4. Διά τού  τόμου τούτου πρώτον άνεγνωρίζετο ή Ηνωμένη Σέρβική Εκκλησία ύπό τάς προεκταθείσας δύο πρού ποθέσεις και δεύτερον άνασυνιστάτο τό Σερβικόν Πατριαρχείον. 
Ο ¨Εξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης
επί τη ευκαιρία της επισήμου  παραδόσεως του Τόμου εν Βελιγράδι 1922

Ή επίσημος τελετή παραδόσεως τού  Τόμου τούτου έγένετο ύπό τής άντιπροσωπίας του Οικουμενικού Θρόνου μέ έπί κεφαλής τον μητροπολίτην Γερμανόν Καραβαγγέλην εις τον καθεδρικόν ναόν τού  Βελιγραδιού τήν 2 Απριλίου 1922 .
 Τήν κανονικήν ταύτην χειραφέτησιν άνεγνώρισαν άπασαι αί Όρθόδοξοι Έκκλησίαι.
  
Ή νομοκανονική αύτη ρύθμισις τών μητροπόλεων τής Βορείου Μακεδονίας,
 άποδεκτή ύπό συμπάσης τής Όρθοδόξου Εκκλησίας, 
ύπήρξεν άντικείμενον άμφισβητήσεως
 από μέρους τών αύτονομιστικών και εθνικιστικών κύκλων 
τών Σκοπιών μετά τό 1944,
 ότε ή Αρχή εις Γιουγκοσλαβίαν κατελήφθη
ύπό του Κ.Κ. τής χώρας ταύτης 
και ίδρύθη 


ή «Λαϊκή Δημοκρατία τής Μακεδονίας»
 μέ συνέπειαν και ή ανωτέρω έκκλησιαστική χειραφέτησις 
νά έμπλακή εις τά δίκτυα τής πολιτικής σκοπιμότητος
 τουΚ.Κ.Γ. έπί τού  Μακεδονικού  Ζητήματος.


 Ή πολιτική αϋτη συνίστατο, ώς γνωστόν, 
εις τήν ιδρυσιν ιδίας εθνικής όμάδος είς τήν Νότιον Γιουγκοσλαβίαν, 
τής «μακεδονικής», 
μέ όλα τά χαρακτηριστικά έθνους
 (εθνική συνείδησις, γλώσσα, διοίκησις, παραδόσεις, Εκκλησίακ.λ.), 
εντός τών πλαισίων πάντοτε τού  ένιαίου γιουγκοσλαβικού  κράτους. 

Είς τό γενικώτερον πλαίσιον τής μεταπολεμικής γιουγκοσλαβικής πολιτικής έπί τού  Μακεδονικού  εντάσσεται καί ή νέα έκκλησιαστική κατάστασις τών Σκοπιών, ή όποια ήκολούθησεν, όλως έθνοφυλετικήν, άντικανονικήν καί αναληθή ίστορικώς πορείαν ώς ακολούθως.

Αί προσπάθειαι από τού  1944 κ.έ. ίδρύσεως ανεξαρτήτου Εκκλησίας είς τά Σκόπια,
 τής λεγομένης «Μακεδονικής»,
 έκ τής ονομασίας τής νεοκόπου έθνότητος είς τήν «Λαϊκήν Δημοκρατίαν τής Μακεδονίας», έρείδονται έπί φυλετικών άξιώσεων καί ούχί έπί έκκλησιαστικών αναγκών.

 Άλλά έν τήΌρθοδόξω Εκκλησίαείναι γνωσταί μόνον τοπικαί, δηλαδή εντός γεωγραφικών ορίων περιλαμβανόμεναι, καί ούχί έθνικαί Έκκλησίαι.

 Ό φυλετισμός εχει ύπόστασιν εις πολυεθνή κράτη από πολιτειακής και κοσμικής πλευράς, διά τήν Εκκλησίαν όμως «έστί τι ξένον και όλως άδιανόητον», εισάγων «τό κακόν της εκκλησιαστικής κατατομής, συγχύσεως και διαλύσεως μέχρι και αύτών τών κατ’ οίκον έκκλησιών», έρχόμενος ού τω είς άκραν άντίθεσιν πρός τήν ούσίαν τής Εκκλησίας, ή όποία είναι κοινωνία πνευματική, προωρισμένη νά συμπεριλάβη πάντα τά έθνη εις μίαν έν Χριστώ άδελφότητα. 

Αύτός είναι ό λόγος, 
διά τον όποιον 
ό φυλετισμός καταδικάζεται ώς αίρεσις
 ύπό τής Τοπικής Συνόδου του 1872, 
οι δέ οπαδοί ταύτης ώς Σχισματικοί.

Ή κατά τό 1967 
αύτοανακήρυξις τών μητροπόλεων τής Βορείου Μακεδονίας,
συμπεριλαμβανομένης καί τής τών Σκοπίων, έν Σερβία, 
είς αύτοκέφαλον Εκκλησίαν ύπό τίνος κληρικολαϊκής συνελεύσεως (17 Ιουλίου τού  1967)
 τή συμπαραστάσει τής Πολιτείας έχει πραξικοπηματικόν
 καί όλως άντικανονικόν χαρακτήρα, 
καθ’ όσον τό αύτοκέφαλον μιας Εκκλησίας 
δέν παρέχεται ύπό κληρικολαϊκής συνελεύσεως καί τής πολιτικής έξουσίας,
 άλλά υπό Οικουμενικής Συνόδου ή κατ’ έπέκτασιν υπό τής Μητρός Εκκλησίαςέν Συνόδω τής Ιεραρχίας έκπροσωπουμένης και υπό τήν οικοθεν νοουμένην πρού πόθεσιν τής οριστικής ρυθμίσεως τού  θέματος υπό νέας Οικουμενικής Συνόδου.

 Έν προκειμένω Μήτηρ Εκκλησία ύπό ευρυτέραν έννοιαν  είναι τό Οίκουμενικόν Πατριαρχειον γενικώτερον ώς θεσμός και είδικώτερον ώς ή έκχωρήσασα τάς μητροπόλεις ταύτας αρχή εις τό Σερβικόν Πατριαρχειον επί τή βάσει συγκεκριμένης Συνοδικής Άποφάσεως (1920) και Συνοδικού Τόμου (1922), ύπό στενοτέραν δέ έννοιαν τό Σερβικόν Πατριαρχείον, όργανικόν τμήμα του οποίου μετά τήν έκχώρησιν κατέστησαν αί περί ού ό λόγος μητροπόλεις. 

Ένεκα τών θεμελιωδών τούτων νομοκανονικών συμφωνιών καί δεσμεύσεων
 ή αυτοκαλουμένη «Μακεδονική» Εκκλησία 
έκηρύχθη «Σχισματική θρησκευτική όργάνωσις» 
ύπό τής Συνόδου τής 'Ιεραρχίας του Σέρβικου Πατριαρχείου
καί ώς τοιαύτην άπεδέχθη τό άμέσως ένδιαφερόμενον Οίκουμενικόν Πατριαρχειον,
 καί μετ’ αυτό σύμπασα ή Όρθόδοξος Εκκλησία.


Ή Όρθόδοξος Εκκλησία είναι μία καί καθολική• διά τού το έκάστη έπί μέρους Εκκλησία ενεργεί οχι ώς άπολύτως κεχωρισμένη ένότης, άλλ’ ώς τμήμα τής Οικουμενικής Εκκλησίας, ένεργεί  έξ ονόματος της καί τείνει νά μείνη εις άδιάκοπον ενότητα πίστεως, ομοφωνίας καί αγάπης μετ’ αυτής.

 Άλλά ό θεσμός τών αύτοκεφάλων Εκκλησιών προήλθεν ώς αποτέλεσμα πρακτικής άνάγκης, κατ’ άκολουθίαν τής βασικής άρχής «τά έκκλησιαστικά είωθε συμμεταβάλλεσθαι τοις πολιτικοίς» ύπό τήν έννοιαν τής έδαφικής διαφοροποιήσεως, όπως π.χ. δημιουργία άνεξαρτήτου κράτους ή έπέκτασις καί έπαύξησις πρού πάρχοντος, όπως συνέβη μέ τήν Ελλάδα καί τήν Σερβίαν μετά τούς βαλκανικούς πολέμους.

 Ή ούσιώδης αϋτη προύπόθεσις τού  αύτοκεφάλου ώδήγησε τό Οίκουμενικόν Πατριαρχειον εις τήν άπόφασιν τής χειραφετήσεως τών εις τό σερβικόν κράτος περιελθουσών επαρχιών του κατά τό 1920, έκτοτε ομως ούδεμία εδαφική διαφοροποίησις συνετελέσθη εις τό Βασίλειον τών Σέρβων, Κροατών καί Σλοβένων, τό όποιον άργότερον ήλλαξε μόνον τήν όνομασίαν του άποκληθέν Γιουγκοσλαβία. 

Αί έντός τής μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας συνταγματικαί και διοικητικαί μεταβολαί, έκ λόγων καθαρώς έσωτερικής πολιτικής και φυλετικής σκοπιμότητας προελθού σαι (έξ 'Ομόσπονδοι Δημοκρατίαι, έν οίς και ή «Λαϊκή Δημοκρατία τής Μακεδονίας»), ούδεμίαν αναλογίαν, σχέσιν ή συγγένειαν δύνανται νά έχουν έξ έπόψεως ουσίας πρός τήν βασικήν κανονικήν αρχήν έν τή Όρθοδόξω ’Εκκλησία τής συμμεταβολής τών έκκλησιαστικών πρός τά πολιτικά πράγματα.

Επομένως, καταπίπτει άφ’ έαυτού  τό έπιχείρημα τών έκκλησιαστικών παραγόντων τών Σκοπίων ότι τό αύτοκέφαλον δύναται νά θεμελιωθή εις τό γεγονός ότι «ή Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Μακεδονίας είναι όμόσπονδον τμήμα κράτους μέ περιωρισμένας δικαιοδοσίας», τοσού τον μάλλον καθ’ όσον τό Σερβικόν Πατριαρχειον διά λόγους πρακτικής ανάγκης κατ’ άκραν οικονομίαν παρέσχε τό 1959 ήδη έπισήμως διοικητικήν αύτονομίαν εις τάς μητροπόλεις τής Βορείου Μακεδονίας καί τών Σκοπίων, καίτοι καί ή παραχώρησις έκείνη του αύτονόμου καθεστώτος διά τούς ανωτέρω λόγους ήτο αντικανονική, καθώς προ έτους (Μάϊος του 1958) ό ειδικός έπί τού  θέματος εισηγητής κατά τήν Σύνοδον τής 'Ιεραρχίας είχεν άποφανθή2 καί ή Σύνοδος τής 'Ιεραρχίας τού  Μαίου 1966 έδέχθη, άποφασίσασα τήν έπαναφοράν τών μητροπόλεων τούτων εις τό προ τού  1959 κανονικόν καθεστώς, ήτοι τήν πλήρη ένσωμάτωσιν αύτών εις τό Σερβικόν Πατριαρχειον.

Τέλος, ή ένόνόματι δήθεν ιστορικών τινων δικαίων αιτιολογία του αύτοκεφάλου μέ τον ισχυρισμόν ότι ή Εκκλησία έν Μακεδονία ύπό τήν όνομασίαν τής Αρχιεπισκοπής Άχρίδος ύπήρξεν αύτοκέφαλος έπί 800 έτη, είναι άναληθής διά δύο λόγους: 

Πρώτον, ή Αρχιεπισκοπή Άχρίδος ούδέποτε ύπήρξεν αύτοκέφαλος Εκκλησία,
 ούτε κατά τήν βυζαντινήν περίοδον, 
ούτε ύπό τούς Βουλγάρους, Σέρβους και Τούρκους,

ούτε δέ και ή Μήτηρ Εκκλησία, τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, παρεχώρησεν ή άνεγνώρισεν εις αύτήν αύτοκέφαλον.

 Και δεύτερον, ούδεμία δυναται νά γίνη σύγκρισις μεταξύ τής λεγομένης Εκκλησίας τών Σκοπίων και τής Αρχιεπισκοπής Άχρίδος, όπως περι τού  Σερβικού  Πατριαρχείου και τού  Πατριαρχείου Πεκίου. 

Ή Αρχιεπισκοπή Σερβίας και τό Πατριαρχείον Πεκίου είς τό μεσαιωνικόν σερβικόν κράτος, ώς και τό νϋν Σερβικόν Πατριαρχείον, είχον σερβικόν χαρακτήρα, άνεφέροντο είς τήν Σερβίαν και οί προκαθήμενοι αύτών εις τούς τίτλους των έδήλουν τού το. 

Ό Άγιος Σάββας Νεμάνια ύπέγραφεν ώς «Αρχιεπίσκοπος πασών τών Σερβικών και τών Παραθαλασσίων χωρών».

 Ή Αρχιεπισκοπή Άχρίδος, έν τώ μεταξύ, ήτο ελληνική μέ 'Έλληνας αρχιεπισκόπους, μητροπολίτας, έπισκόπους και έπίσημον γλώσσαν τήν έλληνικήν 
και ούδέποτε είχεν εξ έπόψεως εθνικής συνθέσεως τής περιοχής της καθαρώς σλαβικόν «μακεδονικόν» χαρακτήρα μέ τήν σημερινήν έρμηνείαν τού  όρου ύπό τών έκκλησιαστικών ιστορικών τών Σκοπίων, ούτε και έκαλειτο «μακεδονική», καθώς δύναται νά διαπιστωθή έκ τών τίτλων και τών ύπογραφών τών Αρχιεπισκόπων Άχρίδος.

Έν συμπεράσματι, δύναται μετά βεβαιότητος νά ύποστηριχθή οτι 
τό Μακεδονικόν Ζήτημα έκκλησιαστικώς 
δέν είναι έθνικόν θέμα ούτε τής Ελλάδος, 
ούτε τής Γιουγκοσλαβίας,
 άλλά διορθόδοξον και άνάγεται εις τήν ύψηλήν άρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως,
 ώς συνισταμένης τής όρθοδόξου κανονικής τάξεως, και του Σέρβικου Πατριαρχείου, ού τινος τμήμα, κατά νομοκανονικήν παραχώρησιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τυγχάνουν αί μητροπόλεις τής Βορείου Μακεδονίας και των Σκοπίων έν Σερβία. 


Το θέμα έρρυθμίσθη έκκλησιαστικώς διά τής Συνοδικής Άποφάσεως τού  1920 και τού  Πατριαρχικού και Συνοδικού  Τόμου τού  1922. 

Ώς έκ τούτου, ή πραξικοπηματική αύτοανακήρυξις τού  αύτοκεφάλου ύπό τών έκκλησιαστικών παραγόντων τών Σκοπίων, κατ’ Ιούλιον τού  1967, 
είναι έξ έπόψεως κανονικού άλλά καί θετικού  δικαίου αντικανονική, έπανεισάγει τήν αϊρεσιν τού  έθνοφυλετισμού  εις τήν Όρθόδοξον Εκκλησίαν
κατά τό προηγούμενον τής Βουλγαρικής Εξαρχίας
 καί τέλος έλέγχεται ίστορικώς ανακριβής ό συσχετισμός τού  αύτοκεφάλου τούτου πρός τό ανύπαρκτον τής πάλαι ποτέ Αρχιεπισκοπής Άχρίδος, 
δι’ ο καί έκηρύχθη ή μητροπολιτική περιφέρεια Σκοπίων ώς σχισματική. 

Ή μόνη ορθή λύσις τής έκκλησιαστικής ταύτης έκτροπής είναι ή έπάνοδος εις τό άγνοηθέν νομοκανονικόν καθεστώς τού  1920/1922 ή, κατ’ άκραν οικονομίαν, εις τό αύτοδιοίκητον καθεστώς τού  1959 άλλά καί πάλιν έγκρίσει τής Συνόδου τής Ιεραρχίας τού  Σερβικού  Πατριαρχείου, όργανικόν τμήμα τού  οποίου τυγχάνουν αί μητροπόλεις τής Βορείου Μακεδονίας καί τών Σκοπίων έν Σερβία, κατόπιν καί τής σχετικής συγκαταθέσεως τού  Οίκουμενικού  Πατριαρχείου, ώς έκχωρησάσης άρχής, δυνάμει τών συμπεφωνημένων κατά τά έτη 1920 καί 1922. 

Το Μακεδονικόν Ζήτημα εκκλησιαστικώς: Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος.

$
0
0
Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Εκκλησιαστική ιστορία και γραμματεία των Σλάβων



Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΧΡΙΔΩΝ



H Αρχιεπισκοπή πρώτης Iουστινιανής Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας ιδρύθη, ως γνωστόν, 
δια του σιγιλλίου του
 αυτοκράτορος Βασιλείου Β' του έτους 1018.

Εις την Αχρίδα υπήρξε παλαιά παράδοσις ελληνομαθείαςμεταξύ των έστω και στοιχειωδώς τυχόντων παιδείας. 

Προ των μέσων του 19ου αιώνος, δηλαδή πολύ προ της συμπληρώσεως εκατονταετίας από της καταργήσεως της Αρχιεπισκοπής, δεν ευρίσκετο εν Άχρίδι άνθρωπος γνωρίζων σλαβικήν ανάγνωσιν και γραφήν, ενώ αντιθέτως πλείστοι όσοι ήσαν εξησκημένοι εις την ευχερή ανάγνωσιν της γραφής των βυζαντινών έλληνικών χειρογράφων.

 Περί τούτων μας πληροφορεί ο Ρώσος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Kazan V. I. Grigorovic (1815-1876), όστις κατά τα έτη 1844-1845 περιηγήθη την Μακεδονίαν
και μετ’ εκπλήξεως διεπίστωσε ταύτα έν Άχρίδι. 

Ο ίδιος λέγει επί λέξει:

 «Εις την Αχρίδα δεν εύρον ούτε ένα άνθρωπον, ο όποιος θά ήδύνατο να άναγνώση και την πλέον άπλήν σλαβικήν γραφήν. 
Άντιθέτως εις την άνάγνωσιν της ελληνικής των αρχαίων χειρογράφων, ήτις, ως γνωστόν, έχει άρκούντως δύσκολον γραφήν, πολλοί ήσαν λίαν έξησκημένοι».


Μετά μακρόν βίον επτά και ημίσεος αιώνων, η Αρχιεπισκοπή περιέπεσεν εις πνευματικήν και οικονομικήν παρακμήν τοιαύτης εκτάσεως, ώστε να επιφέρη την κατάργησιν ταύτης το έτος 1767 και την υπαγωγήν των ύπ’ αυτήν μητροπόλεων και επισκοπών υπό την δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Τελευταίος αρχιεπίσκοπος Αχριδών υπήρξε κάποιος Αρσένιος,
 αμέσως γνωστός εις ημάς σχεδόν μόνον εκ δύο εγγράφων παραιτήσεώς του, πρώτον μεν εκ του αρχιεπισκοπικού θρόνου και δεύτερον εκ του θρόνου της μητροπόλεως Πελαγονίας.

 Τα έγγραφα ταύτα έχουν επανειλημμένος δημοσιευθή, μετά λαθών όμως και παραλείψεων, άνευ δε οίωνδήποτε παλαιογραφικών η άλλων σχολίων.

Τα περί του Αρσενίου βιογραφικά δεδομένα είναι πενιχρότατα.

Ούτος φέρεται εκλεγείς αρχιεπίσκοπος Αχριδών το 1763 από μητροπολίτης Πελαγονίας, χωρίς όμως και να παραιτηθή της προεδρίας της μητροπόλεως ταύτης.

 H σφραγίς του Αρσενίου ως αρχιεπισκόπου Αχριδών κατεσκευάσθη τον Φεβρουάριον του έτους 1764.
’Ίσως πρέπει να υποθέσωμεν, ότι ούτος ανέλαβε τα καθήκοντα του αρχιεπισκόπου κατά τας αρχάς του έτους 1764.
Τον Απρίλιον του 1765 μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και παρέστη εις την συνεδρίαν της πατριαρχικής Συνόδου, κατά την οποίαν καθηρέθη ο Κορυτσάς Διονύσιος.

Τήν 24ην Νοεμβρίου 1765 έπεσκέφθη την μονήν του Προδρόμου της Μοσχοπόλεως και κατέβαλε το ποσόν των 1.200 άσπρων δια να μνημονεύεται το όνομά του εις σαρανταλείτουργον.

 Ό Αρσένιος ήτο οπωσδήποτε Σλάβος την καταγωγήν. 

Τα εκ της υπογραφής του παλαιογραφικά δεδομένα μας δημιουργούν την εντύπωσιν, ότι ούτος προήρχετο εκ μοναχών κάποιας μονής, εντός της οποίας είχε την ευκαιρίαν να αναγνώση σλαβικά χειρόγραφα και είχεν εξοικειωθή προς την ορθογραφίαν και την γραφήν τούτων.

Φαίνεται ότι ο Αρσένιος δεν κατήγετο εξ ’Αχρίδος, ούτε και είχε σχέσεις μετά της εν Μοσχοπόλει και άλλαις πόλεσι της Μακεδονίας αναπτυσσομένης την εποχήν εκείνην ελληνικής παιδείας. 

Ούτω, ως προς την ελληνικήν γλώσσαν, ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος Αχριδών εμφανίζεται εντελώς ακατάρτιστος.

Ο Αρσένιος εις τον επισκοπικόν θρόνον των Αχριδών διεδέχθη τον  Ελληνα αρχιεπίσκοπον Ανανίαν, όστις προήρχετο εκ μεγάλων πρωτοσυγκέλλων του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Φαίνεται παράδοξον ότι μετά από μακροτάτην παράδοσιν Ελλήνων αρχιεπισκόπων Αχριδών έξελέγη Βούλγαρος η Σέρβος, όστις μάλιστα ήγνόει και στοιχειωδώς την επίσημον γλώσσαν της Αρχιεπισκοπής. 

Ότι ο Αρσένιος υπήρξεν ασήμαντος αρχιεπίσκοπος Αχριδών, ουδεμία δύναται να εγερθή αμφιβολία. Προφανώς η εκλογή του ως αρχιεπισκόπου υπηγορεύθη εκ των πραγμάτων  η  Αρχιεπισκοπή είχεν ήδη περιπέσει εις πολλά και δυσβάστακτα χρέη, ως και ο ίδιος ομολογεί, και οι μητροπολίται εσκέφθησαν μετά τον Ανανίαν να εκλέξουν τον από του έτους 1761 μητροπολίτην Πελαγονίας  Αρσένιον, μη έχοντες οι ίδιοι προσωπικόν ενδιαφέρον δια τον δεινώς χειμαζόμενον οικονομικώς θρόνον.

Τοιουτοτρόπως αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Αρσένιος, επί των ήμερων του οποίου το χρέοςτης Αρχιεπισκοπής, όχι μόνον δεν ηλαττώθη, άλλ’ αντιθέτως ηυξήθη μεγάλως.

Όταν η οικονομική κατάστασις της Αρχιεπισκοπής έφθασε προ αδιεξόδου, ο Αρσένιος μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και υπέβαλε την παραίτησιν του, ήτις συνωδεύετο και υπό συνυποσχετικού εγγράφου των ύπ’ αυτόν μητροπολιτών, ότι απεδέχοντο και συνέστεργον την κατάργησιν της Αρχιεπισκοπής.

 Το γράμμα της παραιτήσεως του Αρσενίου φέρει ημερομηνίαν 16ης Ιανουαρίου 1767. 

Ό Ά. Κομνηνός-Ύψηλάντης, όστις παρηκολούθει εκ του σύνεγγυς κατά την εποχήν εκείνην τα εκκλησιαστικά πράγματα, λέγει ότι

 «επεκυρώθη, κατά την αίτησιν εκείνων (δηλ. των αρχιερέων Αχριδών και Πεκίου) με χάττι-σερίφι το να προστεθούν οι θρόνοι εκείνοι τω οίκουμενικώ θρόνω της Κωνσταντινουπόλεως.
 Και εγένετο ευτυχώς τη ιε' του Ιανουαρίου με πολλήν δόξαν και κέρδος του οικουμενικού θρόνου, και με το ασφαλές και αζημίωτον των εν τοις δύο αύτοις κλίμασι μητροπολιτών τε και έπισκόπων». ’

Αν η υπό Κομνηνού-Ύψηλάντου διδομένη ημερομηνία είναι η αληθής, τότε πρέπει να εννοήσωμεν ότι το γράμμα της παραιτήσεως του Αρσενίου ήλθε post factum να κατοχυρώση ο,τι είχε προφορικώς συμφωνηθή να συντελεσθή «και με το ασφαλές και αζημίωτον» μάλιστα των ιεραρχών της Αρχιεπισκοπής Αχριδών.

Η  θλιβερά οικονομική κατάστασις, εις την οποίαν είχε περιπέσει η Αρχιεπισκοπή, μαρτυρείται και εκ γράμματος υπογραφομένου υπό του Αρσενίου και των υπ’ αυτόν μητροπολιτών του κλίματος της Αχρίδος και σταλέντος την 12ην Φεβρουάριου 1767 προς τον μητροπολίτην Βελεγράδων Ιωάσαφ, παρά του οποίου ούτοι εζήτουν δάνειον δια την εξόφλησιν των χρεών της Αρχιεπισκοπής.

Παραιτηθείς τον θρόνον του αρχιεπισκόπου, ο Αρσένιος παρέμεινε μητροπολίτης Πελαγονίας μέχρι της 24ης Ιουνίου 1767, οπότε παρητήθη και τον θρόνον τούτον.
Περί της περαιτέρω τύχης του ουδέν το βέβαιον είναι γνωστόν.
Το λογικώτερον είναι να σκεφθώμεν οτι ο Αρσένιος παρέμεινε σχολάζων εν Αχρίδι ή ότι απεσύρθη εις τινα μονήν των αυτόθι περιοχών δια να εφησυχάση.

Ούτω τα ίχνη του χάνονται εις το σκότος.

Παρά ταύτα εις τούς βουλγαρικούς κύκλους των μέσων του παρελθόντος αιώνος εδημιουργήθησαν δύο παραδόσεις περί του τέλους του Αρσενίου.

H πρώτη έξ αυτών θέλει τον Αρσένιον αποθανόντα έγκλειστον έν Κωνσταντινουπόλει,
 η δε έτέρα θανόντα εν 'Αγίω Όρει, όπου έσχόλαζεν εν τη μονή Ζωγράφου.

 Ό εξ Αχρίδος ποιητής Γρηγόριος Σταυρίδης-Pärlicev (1830-1893) αφιέρωσε και ποίημα εκ 18 στροφών εις τον Αρσένιον, ένθα εξιστορείται ότι ούτος εξηναγκάσθη εις παραίτησιν.

 Ό Αρσένιος εις το γράμμα της παραιτήσεώς του λέγει ότι αύτη είναι «οικειοθελής και αβίαστος».
Νομίζομεν ότι αι ειδήσεις περί των οικονομικών τής Αρχιεπισκοπής Αχριδών κατά την εποχήν της καταργήσεώς της και αι σχετικαί επίσης πληροφορίαι του Κομνηνού Ύψηλάντου είναι αρκεταί δια να τοποθετήσουν το όλον θέμα επί βάσεως, ήτις θα απέκλειε την θεώρησιν τούτου υπό το πρίσμα εθνικιστικών κριτηρίων η τάσεων επιβολής κυριαρχίας του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.

Ή βουλγαρική ιστοριογραφία μέχρι στιγμής ακολουθεί την τελευταίαν ταύτην γραμμήν, ήτις εδημιουργήθη από των μέσων του παρελθόντος αίώνος.

H πρώτη σοβαρά αντίδρασις κατά της καταργήσεως της Αρχιεπισκοπής προήλθεν εκ μέρους 
του έξ’ Αχρίδος καταγομένου διαπρεπούς Έλληνος φιλολόγου Μαργαρίτου Γ. Δήμιτσα,
όστις το 1859 εδημοσίευσε βιβλίον, εν τω οποίω εξητάζετο το όλον θέμα.

 Σκοπός του δημοσιεύματος του Δήμιτσα ήτο να δημιουργήση κίνησιν δια την επανασύστασιν της Αρχιεπισκοπής. 

Ο νεαρός τότε φιλόλογος Δήμιτσας επίστευεν ότι τα οφέλη εκ της επανασυστάσεως της Αρχιεπισκοπής Αχριδών θα ήσαν δύο, πρώτον μεν η χριστιανική κατήχησις και διαφώτισις του λαού,

 «δεύτερον δε η διάδοσις της παιδείας εις πάσας τας τάξεις και εξάπλωσις του Ελληνισμού και έφ΄ όλων των άλλων στοιχείων των μετά τού Ελληνισμού συμβιούντων διότι και εκ της έλλείψεως ταύτης ούχ ήττον ώφελούμενοι οι της  Άρκτου Απόστολοι (έννοει τούς Ρώσους πανσλαβιστάς)υπό μυρίας μορφάς και προσχήματα άδιαλείπτως ούκ ολίγα άπάγουσι πρόβατα προς τον έαυτών σκοπόν και βλάβην του Ελληνισμού».

Ό αφελώς ένθουσιών Δήμιτσας δεν κατηνόει ότι το ύπ΄ αυτού ριφθέν σύνθημα θα εγίνετο όπλον εις χείρας των Βουλγάρων, οίτινες όμως είχον αντιθέτους προς εκείνον σκοπούς.

Αντιδρώντες οι βουλγαρικοί κύκλοι εις την υπό τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποστολήν κατά το 1861 τού Μελετίου ως μητροπολίτου Πρεσπών και Αχριδών, συνέταξαν έγγραφον προς το Πατριαρχειον εν τω οποίω έλεγον ότι

«ολόκληρον το βουλγαρικόν έθνος μας ... έζήτησε την επικύρωσιν της εγκαθιδρύσεως της αύτοκεφάλου Αρχιεπισκοπής της πρώτης Ίουστινιανής Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας ... την οποίαν αδίκως και παρανόμως έσφετερίσθη αύτός ο γραικικός κλήρος». 

Ήδη το θέμα της καταργηθείσης Αρχιεπισκοπής είχε καταστή αντικείμενον εθνικιστικής προπαγάνδας.

Εις το γράμμα του ο Αρσένιος έλεγεν ότι η παραίτησιςτου ώφειλε
 «καταστρωθήναι και έν τώ ίερώ κώδικι της του Χρίστου Μεγάλης Εκκλησίας, ως και του μακαριωτάτου 'Ιεροσολύμων κυρίου Παρθενίου».

Ο Παρθένιος είχεν εκλεγή πατριάρχης 'Ιεροσολύμων το 1737 και διέμενεν έν Κωνσταντινουπόλει.

Ο Αρσένιος εζήτησεν, όπως λάβη γνώσιν της παραιτήσεώς του και ο Παρθένιος. Τοιουτοτρόπως ούτος εσυνέχιζε την από του 17ου αίώνος δημιουργηθείσαν παράδοσιν,καθ’ ήν οι προκαθήμενοι των αυτοκεφάλων Εκκλησιών διετήρουν ιδίας σχέσεις μετά των πατριαρχών 'Ιεροσολύμων, οίτινες επενέβαινονεις τα των εν λόγω Εκκλησιών, παραβλέποντες ενίοτε τας κανονικάς δικαιοδοσίας του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

 Ό Παρθένιος συνήθως φέρεται θανών το 1766, το γράμμα όμως του Αρσενίου έρχεται εις επίρρωσιν της μαρτυρίας του Κομνηνού-Ύψηλάντου, οστις είχεν ιδιαιτέρας σχέσεις μετά του Παρθενίου, ότι ούτος απέθανεν όχι το 1766, αλλά το 1767.

Έκ της προς τον μητροπολίτην Βελεγράδων Ίωάσαφ επιστολής του Αρσενίου και των λοιπών αρχιερέων του κλίματος Αχριδών, της σταλείσης την 12ην Φεβρουάριου 1767, επληροφορούμεθα ότι ο τελευταίος προκαθήμενος της Αρχιεπισκοπής ταύτης είχε συνάψει προσωπικά χρέη, τα οποία μεγάλως τον εβάρυναν.

Το έγγραφον της παραιτήσεώς του Αρσενίου και εκ της μητροπόλεως Πελαγονίας έρχεται να επιβεβαιώση την ύπαρξιν των χρεών αυτών.

Ό Αρσένιος, όχι μόνον δεν ήδύνατο πλέον να κυβερνήση τήν μητρόπολιν Πελαγονίας, άλλ΄ επί πλέον εφοβείτο και να μεταβή εις την έδραν του δια τάς υφορωμένας των δικαστών ενοχλήσεις.

 Φαίνεται οτι ο Αρσένιος είχεν έλθει εις συνεννοήσεις μετά του Μογλενών Ναθαναήλ, όστις προφανώς εδήλωσε δυνατότητα τακτοποιήσεως των χρεών εκείνου,υπό τον όρον της παραιτήσεως του Αρσενίουεκ της μητροπόλεως Πελαγονίας. 

Αί συναλλαγαί του είδους τούτου, καίτοι σαφώς αντίθετοι προς τούς ιερούς κανόνας της Εκκλησίας, απετέλουν σύνηθες τι κατά την τουρκοκρατίαν.

Ούτω ο Πελαγονίας εζήτει, όπως η παραίτησίς του έχη το κύρος μονοπροσώπως εις την αυτού πανιερότητα, ον μην δέ εις άλλο πρόσωπον.

 Ενδιαφέρουσα τυγχάνει και η πρόσθετος δήλωσις του Αρσενίου και εις την περί τούτον ένδειξιν και ασφάλειαν έδωκα τή πανιερότητί του την παρούσαν μου οικειοθελή παραίτησιν.

Δοθέντος ότι ο Αρσένιος δεν ηδύνατο να μεταβή εις την έδραν της μητροπόλεώς του ενόσω τα χρέη δεν είχον είσέτι τακτοποιηθή, δημιουργείται κατ’ άρχήν η υπόνοια ότι μετά την εκ της Αρχιεπισκοπής παραίτησίν του παρέμεινεν έν Κωνσταντινουπόλει, όπου είχε μεταβή μετά των άλλων αρχιερέων, η άλλου που εντός των ορίων της τέως Αρχιεπισκοπής η και εν 'Αγίω Όρει και ότι ενεχείρισεν εις τον Ναθαναήλ την παραίτησιν, οστις και την κατέθεσεν εις το Πατριαρχείον.

Το ένδεχόμενον τούτο φαίνεται εις ημάς και το ολιγώτερον πιθανόν.

Ό Αρσένιος υπέβαλε την εκ της μητροπόλεως Πελαγονίας παραίτησίν του ευρισκόμενος έν Κωνσταντινουπόλει, προφανώς δέ παρέτεινε την αύτόθι παραμονήν του μέχρι του "Ιουνίου 1767.
 H διαδοχή του Αρσενίου εις την μητρόπολιν Πελαγονίας εγένετο προφανώς τή συγκατανεύσει του Πατριαρχείου και η προ ημών παραίτησις αύτη δεν ήτο παρά το τέλος μιας μακράς σειράς διαπραγματεύσεων μεταξύ Αρσενίου, Ναθαναήλ και Πατριαρχείου.

Απόδειξις τούτου άλλωστε είναι ότι το Πατριαρχείον απεδέχθη την λύσιν ταύτην και εξέλεξε τελικώς τον Ναθαναήλ μητροπολίτην Πελαγονίας.
 Το γεγονός ότι η παραίτησίς του Αρσενίου ήτο πλήρως συμπεφωνημένη μετά του Ναθαναήλ και ότι είχε δοθή η προφορική επιδοκιμασία του Πατριαρχείου, βεβαιούται και εκ της ύπογραφής  πρώην Πελαγονίας.

 Εις ήν περίπτωσιν δεν είχεν εκ των προτέρων γίνει δεκτή η παραίτησίς του Αρσενίου, ούτος δεν θά ύπέγραφεν ως πρώην, όπως δεν έπραξε τούτο ο την 7ην Φεβρουάριου 1783 παραιτηθείς μητροπολίτης Πελαγονίας Συμεών.

Ό τίτλος πρόεδρος του Αρσενίου εις την σφραγίδα του ως μητροπολίτου Πελαγονίας, έδήλωνε την τέως ιδιότητα του αρχιεπισκόπου.
 Ό Αρσένιος κανονικώς έπρεπε να φέρη τον τίτλον πρώην αρχιεπίσκοπος Αχριδών και Πρόεδρος Πελαγονίαςy άντ’ αυτού όμως χρησιμοποιεί ταυτοχρόνως το μητροπολίτης και πρόεδρος, τα όποια φαίνονται ασυμβίβαστα, διότι συνήθως πρόεδρος μιας μητροπόλεως ήτο ο ποιμαίνων ταύτην έν ενεργεία πατριάρχης η αρχιεπίσκοπος η πρώην τοιούτος, οπότε όμως ώφειλε συγχρόνως να διατηρή και τον τίτλον του πρώην.

Μετά την κατάργησιν της Αρχιεπισκοπής Αχριδών η μητρόπολις Πελαγονίας,
 ύπαχθεισα εις το Οίκουμενικόν Πατριαρχείον, 
έλαβε την ιε' θέσιν εις την τάξιν των μητροπόλεων αυτού,
ο δέ μητροπολίτης ταύτης έφερε τον τίτλον
 «ό Πελαγονίας, ύπέρτιμος και έξαρχος άνω Μακεδονίας».

Από της στιγμής της παραιτήσεώς του Αρσενίου εκ του θρόνου Πελαγονίας, έξαφανίζονται όριστικώς τα ίχνη του ιεράρχου τούτου, όστις, ούτως η άλλως, υπήρξεν ασήμαντος έκκλησιαστική φυσιογνωμία, ώστε δι" αύτής να έπισφραγισθή καταλλήλως η παρακμή και το τέλος μιας άρχιεπισκοπής.

1.IIΑΡΑΙΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΥ

16 Ίανουαρίου 1767

Πρωτότυπον:

ΚώδιξΣΤ' του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 138. Το γράμμα της παραιτήσεώς του Αρσενίου, κατατεθέν εις την πατριαρχικήν γραμματείαν, επεκολλήθη έπί του κώδικος δι'  ισπανικού κηρού.

Έκδίδεται έπί τή βάσει φωτογραφίας άποκειμένης εις το άρχειον του 'Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.
Εχει δημοσιευθή υπό 1) Γρηγορίου, άρχιγραμματέως της Ίεράς Συνόδου της του Χρίστου Μεγάλης "Εκκλησίας3 (Γ), 2) "Ανθίμου "Αλεξούδη, μητροπολίτου Βελεγράδων4 (Α) 3) Κ. Δελικάνη5 (Δ) και 4) υπό του Βουλγάρου λογίου G. Krästevic, του οποίου όμως την έκδοσιν δεν κατέστη δυνατόν να συμβουλευθώμεν.

Περί ταύτης γνωρίζομεν εκ της ακριβούς μεταφράσεως εις την βουλγαρικήν, την οποίαν έδημοσίευσεν ο I. Snegarov.

Επειδή αί έκδόσεις των Γρηγορίου, Άλεξούδη και Δελικάνη είχαν ώρισμένας παραλήψεις, ο Snegarov έδημοσίευσετό γράμμα τούτο ως και το επόμενον εις βουλγαρικήν μετάφρασιν εκ της εκδόσεως του Krästanov.

Περίληψις:

Ό αρχιεπίσκοπος Αχριδών  Αρσένιος γράφει προς τον οίκουμενικόν πατριάρχην, δηλών ότι, μη δυνάμενος να άνορθώση τά οικονομικά της Αρχιεπισκοπής του παραιτείται ταύτης.
Έν τοσούτω, της μητροπόλεως Πελαγονίας, της οποίας τυγχάνει συγχρόνως μητροπολίτης, δεν παραιτείται αλλά διατηρεί ταύτην.

Διά της παρούσης μου οίκειοθελούς και άβιάστον παραιτήσεως, φανερώ ό  κάτωθεν υπογεγραμμένος, οτι δια το άδυνάτως έχειν με οικονομήσαι και  διορθώσαι τάς της άρχιεπισκοπής τον Αχριδών χρείας άλλεπαλλήλους έπισυμβάσας, έπί τε των προ ήμών και έπι των ήμερών ήμών, λαβήν ου μικράν λαβόντων των κακοποιών, το της αρχιεπισκοπής ονομα  είς τό κατατρέχειν και ζημιούν και βλάπτειν και τάς υποκειμένας τή άρχιεπισκοπή Άχριδών μητροπόλεις και τους έν αυτή πτωχούς ραγιάδες, και δια το μη άλλως έχειν έλευθερωθήναι των χειρών  αυτών το έκείσε κλήμα, και όλον το χριστιανικόν γένος,  μη τή αναιρέσει της αρχιεπισκοπής.

Δι αυτά ταύτα παραιτούμαι ήδη της άρχιεπισκοπής5Αχριδών, ου μήν δέ και τής  προτέρας μου επαρχίας Πελαγωνί(ας), ήντινα και εχειν έφ ορω\ ζωής μου εις ζωοτροφίαν μου και χρείαν των άναγκαίων επίϊ τοιαυτη συμφωνία και μετά των συναδελφών μου αγίων άρχιερέων έγένετο και η παρούσα μου οικειοθελής και άβίαστος  παραίτησίς, ήτις οφείλει καταστρωθήναι και έν τώ ίερώ κώδικι της τού Χ(ριστ)ού μεγάλης έκκλησί(ας), ως και τού μακαριωτάτου Ιεροσολύμων κυρίου Παρθενίου • : •  αψξζ' :





Το γράμμα δεν είναι ιδιόχειρον του "Αρσενίου.

H ύπογραφή τούτου φανερώνει οτι ήγνόει την έλληνικήν γλώσσαν.

 Ούτος δεν εγνώριζε τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου και τα συνέχεε μετά των σλαβικών.

 Εις την λέξιν Αχριδών τα ελληνικά γράμματα δ και ν έχουν αντικατασταθή δια των σλαβικών Α και Η.

 Επίσης μετά το τελικόν Ν ύπάρχει το άφωνον σλαβικόν κ, όπερ μαρτυρεί γνώσιν των κανόνων της ορθογραφίας των σλαβικών και δή σερβικών χειρογράφων.

 Εις το όνομα Αρσένιος τά έλληνικά γράμματα σ, ε, ν και ς έχουν αντικατασταθή δια των σλαβικών c,  Ν και κ.

Καιένταύθα τηρούνται βασικώς οι κανόνες της σλαβικής ορθογραφίας του ονόματος  Αρσένιος με μόνην την διαφοράν ότι άντι του ω επρεπε να γραφή ο.

Εδώ έχει παραληφθή εις το τέλος το σλαβικόν σίγμα, άλλ  έν τοσούτω διατηρείται το άφωνον κ, του οποίου η παρουσία δηλοι ότι έδει να προηγήται το σίγμα, όπερ έξέπεσεν.

Το σλαβικόν σύμπλεγμα ck, λείπει μέν εκ του ονόματος 'Αρσένιος, ύπάρχει όμως εις την λέξιν «ήπώοκχετε», πράγμα το όποιον έρχεται και πάλιν να έπιβεβαιώση την υπό του  Αρσενίου γνώσιν της ορθογραφίας των σλαβικών χειρογράφων.

Ό  Αρσένιος, πλήν της ύπογραφής του, θέτει εις το κάτω αριστερά μέρος του γράμματος και την προσωπικήν του σφραγίδα.
Αυτη είναι στρογγύλη.

Εις τον έξω κύκλον φέρει την έπιγραφήν:

APCENIOC ΕΛΕΩι Θ(Ε)ΟΥ ΑΡXIEΠΙCKOΠOC ΠΡΩΤΗΟ IOYCTINIANHC KAI ΠACHC ΒΟΥΑΓΑPIAC. 

Εις το άνω μέρος του έσω κύκλου υπάρχει επιγραφή τουρκιστί, εις δε το κάτω μέρος η χρονολογία:

ΦΕΥΡΟΥΑΡΙΟΥ ΑΨΞΔ.


2.ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ ΤΟΥΓ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ

24 Ιουνίου 1767

Πρωτότυπον:


ΚώδιξΣΤ' του Πατριαρχικού  Αρχειοφυλακείου Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 154. Και αυτό το γράμμα του  Αρσενίου έχει επικολληθή δι'  ισπανικού κηρού επί του κώδικος ως και το προηγούμενον.

Εκδίδεται εκ φωτογραφίας αποκειμένης εις το αρχείον του 'Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αϊμου.
Το γράμμα τούτο του "Αρσενίου εγνώρισε τόσας έκδόσεις, όσας και το προηγούμενον και πάλιν υπό των Γρηγορίου1 (Γ), "Αλεξούδη2 (Α), Δελικάνη3 (Δ) και Krästevic4.
Οί τρεις πρώτοι έχουν παραλήψεις και διάφορον άνάγνωσιν ώρισμένων λέξεων.

Π ε ρ ί λ η ψ ι ς:

Ο Αρσένιος δηλοί ότι ένεκα πολλών χρεών και της μητροπόλεως Πελαγονίας και αυτού του ίδιου, μη δυνάμενος να αντεπεξέλθη εις την δημιουργηθείσαν κατάστασιν, παραιτείται τον μητροπολιτικόν θρόνον, υπό τον όρον διάδοχος αυτού να άναδειχθή ο μητροπολίτης Μογλενών Ναθαναήλ.

 'Η ταπεινότης η έμή δια τον παρόντος της οικειοθελούς  παραιτήσεώς γράμματος δηλοποιεί, ότι μη δυναμένη κυβερνήσαι τά επικείμενα τη επαρχία μου χρέη, ουτε μην  όλως άπελθείν έκείσε δια τάς υφορωμένας των δικαστών ενοχλήσεις, οικειοθελώς και άβιάστως ποιούμαι πα (ί ραίτησιν της επαρχίας μου Πελαγωνίας είς τον πανιερώτατον μ[ητ]ροπολίτην Μογλενών, τον άγαπητόν μοι αδελφόν κυρ Ναθαναήλ, ως άξιον και ίκανόν εϊς την διοίκησιν τής επαρχίας εκείνης όθεν δέομαι Θερμώς τον παναγιωτάτον και σεβασμιοτάτον μοι δεσπότου και της ίεράς των πανιερωτάτων αρχιερέων συνόδου, ινα συγκατανευσωσι τή αυθαιρέτω μου ταυτη βουλή και προχειρίσασθαι την αυτου   πανιερότητα έν τή μ[ητ]ροπόλει ταυτη, βούλομαι δε τήν  οϊκειοθελή μον ταυτην παραίτησιν έχειν το κυρος μονοπροσώπως εις την αυτου πανιερότητα, ου μήν δε  εις άλλο πρόσωπον’ και εις την περί τούτον ενδειξιν και άσφάλείαν εδωκα τή πανιερότητί τον την παρουσαν μου οικειοθελή παραίτησιν, κατησφαλισμένην τή ιδιοχείρω μου υπογραφή και σφραγίδι:
αψξζ': Ιοννίον: κδ':


2τής παραιτήσεώς Α. 6 Πελαγωνείας ΓΔ: Πελαγονίας Α. 6-9 εις τον πανιερώτατον ... επαρχίας εκείνης, παραλ. ΓΑΔ. 12-16 και προχειρίσασθαι ... άλλο πρόσωπον, παραλ. ΓΑΔ. 17 δέδωκα ΓΑΔ. τή πανιερότητί τον, παραλ. ΓΑΔ. 19 αψξδ' Ιοννίον κδ', παραλ. Γ. Υπογραφή: 'Ο πρώην Πελαγωνείας (Πελαγονίας Λ) Αρσένιος ΓΑΔ.

H ύπογραφή του Αρσενίου παρουσιάζει τάς αύτάς όρθογραφικάς ιδιοτυπίας ως και το είς το προηγούμενον έγγραφον.

Είς την λέξιν πρώην το ι και το ν έχουν άντικατασταθή δια των σλαβικών ϊ και Η.
 Είς την λέξιν Πελαγωνίας έχουν άντικατασταθή τά έλληνικά γράμματα ε, γ, ν και ς δια των σλαβικών 't, γ, η και c.
H γραφή του σλαβικού γ ένταύθα παρουσιάζει μίαν ιδιοτυπίαν ομοιάζει τούτο περισσότερον προς το έλληνικόν τ, καθότι έχει την κεραίαν έκτεινομένην προς άμφοτέρας τάς πλευράς.

 Το φαινόμενον δεν είναι σπάνιον είς την νοτιοσλαβικήν ταχυγραφίαν, άλλά το άξιον προσοχής είναι, ότι, ενώ η τοιαύτη γραφή του σλαβικού Γ εύρίσκεται εν χρήσει από του 16ου μέχρι των αρχών του 18ου αίώνος, και έχει γενικώς έγκαταλειφθή από των μέσων τούτου1, χρησιμοποιείται είσέτι υπό του Αρσενίου. Τούτο πρέπει οπωσδήποτε να αποδοθή εις την εξοικείωσίν του προς την γραφήν των νοτιοσλαβικών χειρογράφων.

Εις το όνομα του  Αρσενίου έχουν αντικατασταθή δια σλαβικών τα γράμματα σ, ε, ν, ι και ς. Άντ’ αύτών έχομεν c, Φ, Ν, ϊ και c.
Έχομεν και ενταύθα την παράθεσιν του αφώνου κ, όπερ, ως ήδη έλέχθη, μαρτυρεί γνώσιν της ορθογραφίας των σερβικών κυρίως χειρογράφων.

 Εις την τελευταίαν λέξιν «βεβώΝώ» μόνον το ν έχει άντικατασταθή δια του σλαβικού Ν.

Το γράμμα του "Αρσενίου φέρει την σφραγίδα αύτου ως μητροπολίτου Πελαγονίας.

Εις τον έσω κύκλον ύπάρχει έπιγραφή τουρκιστί, εις δέ τον έξω η έξής: |

Ο ΤΑΠΕΙΝΟC MHTPOΠOΛITHC ΠΡΟΕΔΡΟC ΠΕΛΑΓΩNIAC APCENIOC ΑΨΞΖ.



Μακεδονικό Zήτημα: Το Ελληνομακεδονικόν Κομιτάτον και η Βουλγαρική οργάνωση ΕΜΕΟ- VMRO

$
0
0

DOUGLAS DAKIN

"Η ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1770-1923"

ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ.

Ο τρίτος απελευθερωτικός αγώνας: 
το Μακεδονικό ζήτημα 1897-1908

Μακεδονία

O,τι  και να σήμαινε η λέξη Μακεδονία στους παλαιότερους χρόνους, κατά τα τέλη του 19 ου αιώνα δήλωνε την περιοχή που εκτεινόταν από τις λίμνες Οχρίδα  και Πρέσπα στα δυτικά  ως τον ποταμό Νέστο ανατολικά,  και από τα βουνά του Σάρ, της Ρίλας  και της Ροδόπης στο βορρά  ως την Πίνδο, τον ‘Όλυμπο  και το Αιγαίο στο νότο.

Συνδυασμός από οροσειρές, λίμνες  και ποταμούς, η Μακεδονία διασχιζόταν από τρεις κύριες οδικές αρτηρίες —τις κοιλάδες του Άξιου  και του Στρυμόνα, που συνέδεαν την κεντρική Ευρώπη με το Αιγαίο,  και τη ρωμαϊκή Εγνατία Οδό, που περνούσε από το Μοναστήρι  και τη Θεσσαλονίκη  και έφτανε στην Κωνσταντινούπολη.

 Ήταν λοιπόν επόμενο πολλοί λαοί —οι Πέρσες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι  και οι Τούρκοι— να προσπαθήσουν ο ένας μετά τον άλλον να κυριαρχήσουν στην περιοχή.

'Όταν κατά το τέλος του 19ου αιώνα η οθωμανική αυτοκρατορία φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει, οι Δυνάμεις της εποχής, η Αυστρία  η Ρωσία, η Γερμανία  και η Ιταλία, συνειδητοποίησαν τα παραμελημένα συμφέροντά τους στη Μακεδονία, η όποια στον αιώνα του σιδηροδρόμου αποκτούσε μεγάλη σπουδαιότητα. εξαιτίας όμως των διεθνών αντιζηλιών καμιά μεμονωμένη Δύναμη δεν ήταν σε θέση να προσαρτήσει την επαρχία αυτή.

 Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι μεγάλες Δυνάμεις ήταν να διατηρήσουν την επιρροή που διέθεταν στην Κωνσταντινούπολη, όσο υπήρχε ακόμα η Τουρκία,  και να είναι έτοιμες να υποστηρίξουν έναν η περισσότερους από τους πιθανούς διαδόχους του τουρκικού καθεστώτος —
τούς Σέρβους, τους 'Έλληνες, τους Βουλγάρους, τους Αλβανούς η ακόμα  και τους Μακεδόνες, που οι πιθανότητές τους να ιδρύσουν ανεξάρτητο έθνος δεν ήταν εντελώς ανύπαρκτες.

Όλοι αυτοί οι λαοί μπορούσαν να προβάλουν αξιώσεις  βασισμένες σε ιστορικούς, εθνικούς, κοινωνιολογικούς, γλωσσολογικούς, πολιτιστικούς  και θρησκευτικούς λόγους, είτε για ολόκληρη τη Μακεδονία είτε τουλάχιστον για εκτεταμένα τμήματά της.

Η περιοχή αυτή ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν το l866-67 1κατά τις ελληνοσερβικές διαπραγματεύσεις και,  όπως είδαμε, όλες οι βαλκανικές χώρες, μετά τη συνθήκη του Βερολίνου  και την προσάρτηση της Θεσσαλίας από την Ελλάδα, είχαν φτάσει στο σημείο να διεκδικούν τη Μακεδονία  και να ισχυρίζονται ότι οι Μακεδόνες ήταν τα αδέλφια τους που είχαν χαθεί από καιρό.

 Οι Σέρβοι  και οι Βούλγαροι είχαν ορισμένους φυλετικούς, γλωσσικούς  και πολιτιστικούς δεσμούς με τους Σλάβους της Μακεδονίας, αλλά  και οι δυο διαφωνούσαν βίαια στο ζήτημα του βαθμού συγγενείας.

Οι Έλληνες μπορούσαν να προβάλουν τη μεγαλύτερη αρχαιότητα των ιστορικών τους αξιώσεων.

Υπήρχαν επίσης πολυάριθμα χωριά, ιδιαίτερα στα νότια μέρη, που από γλωσσική άποψη ήταν ελληνικά  και έτσι παρά την εξάπλωση της Βουλγαρικής Εξαρχίας η ελληνική Εκκλησία συνέχισε να κυριαρχεί σε σημαντικό μέρος των καθαρά σλαβόφωνων περιοχών.2

Κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα οι Έλληνες ίδρυσαν στη Μακεδονία μια « εθνική» οργάνωση που άρχισε να διαδραματίζει κάποιο ρόλο την εποχή του πολέμου της Κριμαίας  και εμφανίστηκε πάλι τον καιρό της συνθήκης του Βερολίνου.

Βλέποντας την εξάπλωση της Εξαρχίας  και την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους, άρχισαν να βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης αυτής  και να την προσαρμόζουν, για να είναι σε θέση να αντισταθεί καλύτερα στο συναγωνισμό του σλαβιστικού κινήματος. Τόσο το Πατριαρχείο όσο  και το εθνικό βασίλειο άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στο ζήτημα των ελληνικών σχολείων. Τα σχολεία αυτά ήταν ήδη αρκετά, χάρη στη φροντίδα των κοινοτήτων  και των πλούσιων ευεργετών  έπρεπε όμως να γίνουν περισσότερα,  και μολονότι οι προσπάθειες που έγιναν δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν απόλυτα στις ανάγκες  το 1902 υπήρχαν στη Μακεδονία παραπάνω από χίλια ελληνικά σχολεία με 70.000 μαθητές, καθ ως  και μερικά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια όπου φοιτούσαν άλλοι 8.000μαθητές.3

Τα σχολεία της Εξαρχίας, που είχαν ιδρυθεί  και λειτουργούσαν με χρήματα που έστελναν η Ρωσία  και η Βουλγαρία, έφταναν τα 592  και είχαν συνολικά περίπου 30.000 μαθητές.

Αλλά  και οι Σέρβοι είχαν ακολουθήσει το δρόμο των εκπαιδευτηρίων.
Το 1886 ίδρυσαν την εκπαιδευτική εταιρεία του 'Αγίου Σάββα  και διέθεταν το 1901, εκτός από τέσσερα λύκεια για αγόρια  και τρία για κορίτσια, 226 σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης.

Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι αριθμοί αυτοί ανταποκρίνονταν περίπου στα στοιχεία του πληθυσμού που προέκυπταν με βάση την τουρκική απογραφή του 1905  σύμφωνα με αυτήν ο αριθμός των ατόμων που υπάγονταν
στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου ανερχόταν  στη Μακεδονία σε 647.962 άτομα, 
ενώ εκείνοι που ελέγχονταν από την Εξαρχία ήταν 557.734 άτομα.

 Γενικά όμως είχε γίνει παραδεκτό ότι πολλοί από τους κατοίκους είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία επειδή εξαναγκάστηκαν,  και όχι επειδή αυτή ήταν η πεποίθησή τους.

Στις περιοχές όπου τα ελληνικά σχολεία ήταν πολυάριθμα, ο Ελληνισμός διέθετε τη μεγαλύτερή του δύναμη, ενώ στα μέρη όπου ήταν αριθμητικά ισοδύναμοι όσοι πήγαιναν στα σχολεία της Εξαρχίας  και του Πατριαρχείου, η διαμάχη ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες είχε πάρει οξύτατη μορφή.

Τόσο η αδυναμία όσο και ή δύναμη του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία συμβάδιζαν απόλυτα με τη θέση της ελληνικής εκπαίδευσης. Πολλοί δυτικοευρωπαίοι αμφέβαλλαν κατά πόσο υπήρχε πραγματικά Ελληνισμός στη Μακεδονία  και έβλεπαν το όλο θέμα ως εφεύρεση των εφημερίδων της κυρίως Ελλάδας.

Αποδείχτηκε όμως ότι είχαν άδικο.
Το ελληνικό στοιχείο κατόρθωσε να επιβιώσει παρά τις δριμύτατες επιθέσεις που δεχόταν. 
Και δεν θα είχε βέβαια επιζήσει αν δεν υπήρχε.

Τη δύναμή του την όφειλε κατά ένα μέρος στην ελληνική εκπαίδευση  και κατά ένα άλλο μέρος στον έμφυτο συντηρητισμό της πλειοψηφίας των Μακεδόνων, είτε σλαβικά μιλούσαν αϊτοί είτε βλάχικα, είτε ελληνικά.

Η εκπαίδευση που δινόταν στα σχολεία της Εξαρχίας είχε ένα πλεονέκτημα:
 ήταν δωρεάν,  
και διέθετε μερικά οικοτροφεία που έδιναν υποτροφίες στους μαθητές τους.

 Επιπλέον, μολονότι ήταν λιγότερο άρτια, έδινε ιδιαίτερο βάρος στις γλώσσες  και στις χρήσιμες γνώσεις  και γι΄ αυτό ασκούσε κάποια έλξη.
Ή εκπαίδευση όμως που δινόταν στα ελληνικά σχολεία, αν  και κάπως ξεπερασμένη, άντανακλούσε κάποιο κοινωνικό επίπεδο  και οι πιο εύποροι Σλάβοι την προτιμούσαν γι αύτόν το λόγο.

 Οί απόφοιτοι των σχολείων της Εξαρχίας δεν είχαν παρά ελάχιστες δυνατότητες.
Τα επαγγέλματα  και οι έμπορικές ασχολίες έμεναν στα χέρια των Ελλήνων, των Βλάχων  και των Εβραίων.
Μόλις διαμορφωνόταν μια τάξη διανοουμένων από τους άποφοίτους των σχολείων, μετανάστευε στη Βουλγαρία ή σε μακρινές χώρες.

Έτσι δεν επαληθεύτηκε το όνειρο  των Εξαρχικών ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν τη Μακεδονία διαμέσου της εκπαίδευσης. 
Το μόνο που τα εξαρχικά σχολεία κατόρθωσαν να πετύχουν ήταν να δημιουργήσουν σφήνες στούς ακριτικούς χώρους του Ελληνισμού, πληρώνοντας γι  αυτό υπέρογκο αντίτιμο, καθ ως δημιούργησαν μια τάξη ατόμων που έμελλε να τηρήσει εχθρική στάση απέναντι στη βουλγαρική Εκκλησία.

Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση

Με το πέρασμα του χρόνου το εκπαιδευτικό σύστημα της Εξαρχίας έπεσε κατά μεγάλο μέρος στα χέρια άθρησκων στοιχείων που επιδίωκαν την ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος,  και το ίδιο το εξαρχικό κίνημα διοχετεύτηκε σε δύο αντίπαλα ρεύματα —τον βουλγαρικό εθνικισμό από τη μια  και το κίνημα για την αυτονομία της Μακεδονίας από την άλλη.

'Όσον καιρό είχε την εξουσία στη Σόφια ο Stepan Stambulov (1887-94) η πολιτική της Βουλγαρίας είχε στόχο να συνεργαστεί με τους Τούρκους, που ήταν εχθροί του Ελληνισμού,  και να κερδίσει κι άλλες μητροπόλεις για λογαριασμό της Εξαρχίας.

 Οι διάδοχοι όμως του Stambulov άρχισαν, κάπως δειλά είναι αλήθεια  να ενθαρρύνουντο κίνημα για την αυτονομία της Μακεδονίας, με την ελπίδα ότι μόλις εξασφαλιζόταν καθεστώς αυτονομίας τότε η υπόθεση της Μακεδονίας θα είχε κερδηθεί για τη Βουλγαρία, όπως είχε γίνει  και στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας

Παρ’ όλα αυτά η κίνηση για την αυτονομία της Μακεδονίας είχε τη δική της ζωή  και αφοσιωμένους οπαδούς οι όποιοι, όσο  και να τους ικανοποιούσε το γεγονός ότι τους υποστήριζαν χρηματικά η Βουλγαρία  και η Εξαρχία, επιθυμούσαν να ιδρύσουν ένα χωριστό κράτος βασισμένο σε πολιτικές  και κοινωνικές αρχές εντελώς διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν στο εσωτερικό της βουλγαρικής ηγεμονίας.

'Η λαϊκή κίνηση για την αυτονομία της Μακεδονίας υπήρχε πριν από την καθιέρωση της Εξαρχίας  και αυτή η κίνηση οργάνωσε αργότερα επαναστατικές ένοπλες ομάδες στα 1879-81  και 1885-86.

Στη Μακεδονία οι Τούρκοι μπέηδες, που ήταν κυρίως αλβανικής καταγωγής, υπό τη διπλή τους ιδιότητα (ως φεουδάρχες  και  ως φοροεισπράκτορες) καταλήστευαν τόσο τους αγρότες όσο  και το τουρκικό δημόσιο ταμείο. Οι εξαθλιωμένοι χωρικοί πάλι αναγκάζονταν να συνεργάζονται με ληστές για να προστατευθούν από τους άλλους ληστές  και τους ασυνείδητους αξιωματούχους —μέθοδος πολυδάπανη αλλά αποτελεσματική.
Επιπλέον, υπέφεραν τα πάνδεινα αν είχαν την ατυχία να δικαστούν από τουρκικά δικαστήρια.

 Η Μακεδονία είχε όλες τις κοινωνικές δυστυχίες που θα μπορούσαν να σπρώξουν τον κόσμο να ασπασθεί ένα επαναστατικό κίνημα.

 Το 1893 εμφανίστηκε μια ανατρεπτική κίνηση με κάποια βαρύτητα, όταν ο Gruev  και ο Tatarchev ίδρυσαν την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική  Οργάνωση (ΕΜΕΟ). 

Ή οργάνωση αυτή, που θεωρητικά θα περιλάμβανε στους κόλπους της Μακεδόνες όλων των δογμάτων, υιοθέτησε το σύνθημα "ή Μακεδονία στούς Μακεδόνες"  και μολονότι ήταν θεμελιακά αντίθετη με την κίνηση της Εξαρχίας, εργάστηκε παράλληλα με αυτήν.

Τούτο οφειλόταν στο ότι η  Οργάνωση βρήκε ότι ήταν πιο εύκολο να δημιουργήσει ομάδες σε χωριά που υπάγονταν στην Εξαρχία η στα όποια ζούσαν οπαδοί της Εξαρχίας, παρά στις κοινότητες που ελέγχονταν σταθερά από το Πατριαρχείο.

Το 1895 ιδρύθηκε στη Σόφια ένα ανώτατο μακεδονικό κομιτάτο.
Στόχος του ήταν να ενισχύσει —ή  και να υποκαταστήσει ακόμα— την Εσωτερική Όργάνωση στέλνοντας στη Μακεδονία ένοπλες ομάδες που θα επανδρώνονταν κυρίως από Μακεδόνες μετανάστες.

 Επίσης οργανώθηκαν ομάδες ανταρτών στη Βουλγαρία από την Εσωτερική Οργάνωση η οποία, καθ ως μεγάλωνε μέσα στη Μακεδονία, είχε αρχίσει να προσεταιρίζεται τους τοπικούς χαϊδούκους.

Αυτή η κάπως συγκεχυμένη δράση των ένοπλων ομάδων αύξήθηκε σημαντικά μετά την ήττα της Ελλάδας το 1897  και δεν άργησε να πάρει ανθελληνικό χαρακτήρα, όπως εξάλλου  και αντιτουρκικό.

Στόχος τους ήταν να βοηθήσουν τη μερίδα που υποστήριζε την Εξαρχία στα διάφορα χωριά για να αναγκάσουν έτσι τις κοινότητες αυτές να πάρουν θέση υπέρ της βουλγαρικής Εκκλησίας. 

Οι τουρκικές φρουρές  και οι χωροφύλακες (πού στρατολογούνταν κυρίως από Αλβανούς γκέκηδες) άρχισαν να δρουν για την καταστολή των άναταραχών αύτών  και εύθύνονταν οπωσδήποτε για το κύμα της καταπίεσης που εξαπολύθηκε. Οί ειδήσεις που έφταναν στην Εύρώπη για τα καταπιεστικά μέτρα έγιναν αίτια να κερδίσουν οι επαναστάτες πολλές συμπάθειες. Ή ιδέα της «Μακεδονίας στούς Μακεδόνες» είχε ήδη αποκτήσει σημαντική υποστήριξη στην Εύρώπη, κυρίως στο χώρο των κακοπληροφορημένων φιλελεύθερων, οι όποιοι μέσα στην άγνοιά τους φαντάζονταν ότι υπήρχε μακεδονική εθνότητα.

Στα χωριά οι γραικομάνες(όπως  λέγονταν οι φανατικοί οπαδοί του Πατριαρχείου) έπαιζαν το ρόλο του πληροφοριοδότη των Τούρκων.
Συγχρόνως οι ελληνικές οργανώσεις άρχισαν  κάπως αργοπορημένα, να υπερασπίζουν τον Ελληνισμό άπέναντι στα επαναστατικά σλαβικά στοιχεία.

Το έργο που είχαν να εκτελέσουν  αν  και ήταν πολύ σημαντικό, δεν ήταν παρ  όλα αύτά τόσο τεράστιο όσο φάνηκε αρχικά.

 Το βουλγαρομακεδονικόκίνημα είχε κατακερματιστεί σε χίλια κομμάτια: 
είχαν κάνει την εμφάνισή τους άντιζηλίες  και διχογνωμίες στο εσωτερικό των σωμάτων που συναγωνίζονταν για την καθοδήγησή του και,  σε τοπικό επίπεδο, δεν ήταν παρά ένα παράξενο συνονθύλευμα ληστοσυμμοριτισμού, τοπικής βεντέτας, κοινωνικής αναταραχής, θρησκευτικής διαμάχης  και μιας σχεδόν ακατανόητης πάλης μεταξύ των τοπικών ήγετών.

Ηταν πολύ δύσκολο να βρεθούν χρήματα  και όπλα  και η μεγάλη πλειοψηφία των χωρικών έμενε άδρανής.
Παρ  όλα αυτά η αντίπαλη ελληνική οργάνωση αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες για να προστατεύσει τους Έλληνες ιερείς, δασκάλους  και επισήμους του Πατριαρχείου στις πόλεις  και στα χωριά όπου η πάλη είχε πάρει οξύτατη μορφή. 

Οι  κοινότητες αυτές τοποθετούνταν κυρίως στην πλατιά λωρίδα της γεωγραφικής περιοχής που την αποτελούσαν οι περιφέρειες (καζάδες) του Μοναστηριού  και της Φλώρινας στη δύση, της Γευγελής, των Βοδενών (Έδεσσας)  και των Γιανιτσών στο κεντρικό τμήμα  και οι Σέρρες  και η Ζίχνα στο άνατολικό κομμάτι (άπό την περιοχή αυτή πέρασαν έπειτα τα σύνορα).

Η Ελληνική  Οργάνωση


Εξέχουσα μορφή ανάμεσα στους υπερασπιστές του Ελληνισμού στη Μακεδονία ήτανο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, ο όποιος είχε διοριστεί το 1900 από τον πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε' στη μητρόπολη της Καστοριάς. 
Ο Γερμανός κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν ανάγκη να οργανωθούν ανταρτικές ομάδες για να προστατεύσουν τα χωριά  και για να βοηθήσουν τους Τούρκους να κατατροπώσουν την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Όργάνωση (ΕΜΕΟ)  και τις βουλγαρομακεδονικές συμμορίες.

Στήν αρχή διάλεξε για το έργο αύτο τον Χρίστο Κώττα από τη Ρούλια, σλαβόφωνο κλέφτη που είχε διαφωνήσει με τους νεαρούς γραμματισμένους ηγέτες της ΕΜΕΟ.

Αργότερα στρατολόγησε τον Βαγγέλη από το Στρέμπενο  και τον Guelev από τα Τύρσια ( και τους δυο είχε προσπαθήσει να πάρει με το μέρος της η ΕΜΕΟ)  και αργότερα ακόμα κέρδισε την υποστήριξη των κλεφτών Γεώργη από το Νεγκοβάνι, Νίκου από το Νερέτι, Καραλίβανου  και άλλων. 

Επιπλέον χρησιμοποιούσε πληρωμένους κατασκόπους  και πράκτορες που δούλευαν μέσα στην ΕΜΕΟ, καθ ως  και Τούρκους δολοφόνους.

Είναι βέβαια περιττό να τονίσουμε ότι ενημέρωνε πάντα τους Τούρκους της περιοχής για τις κινήσεις του.
Αυτοί σε αντάλλαγμα του είχαν διαθέσει σωματοφύλακες που τον συνόδευαν όταν περιόδευε στα χωριά της μητρόπολής του για να τελέσει τη λειτουργία ή νά προωθήσει τις πολιτικές του δραστηριότητες.

'Όταν η ΕΜΕΟ οργάνωσε την αποτυχημένη έξέγερση του ’Ίλιντεν τον Αύγουστο του 1903, ο Καραβαγγέλης  και η ακολουθία τουήταν κυρίως υπεύθυνοι για τη αποτυχία της. 

Ο Κώττας πολεμούσε με μια μεγάλη συμμορία 600 άνδρών.
Ή άλήθεια είναι ότι πολεμούσε κυρίως για δικό του λογαριασμό, γιατί ποτέ του δεν ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τους Τούρκους. 

Αλλά τόσο οι δικές του ενέργειες, όσο  και η δράση του Βαγγέλη  ο όποιος κατέστρεψε πολλές συμμορίες της ΕΜΕΟ, διευκόλυναν πολύ τους Τούρκους να εκμηδενίσουν την ΕΜΕΟ, που δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει από την ήττα της. ο Καραβαγγέλης δεν ήταν ο μόνος που έργάστηκε για την Εκκλησία στη Μακεδονία.

Οί επίσκοποι Φλωρίνης  Άνθιμος, 
Μοναστηριού Φορόπουλος, 
ο Αλεξανδρος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, 
ο Δράμας Χρυσόστομος  και 
ο Βοδενών Στέφανος διαδραμάτισαν όλοι ξεχωριστο ρόλο στον μακεδονικό αγώνα. 

Είναι δύσκολο να πούμε κατά πόσο έργάζονταν απλως για το Πατριαρχείο η για τον Ελληνισμό της Αθήνας (αύτά τα δύο δεν βρίσκονταν σε άπόλυτη ρήξη).

Ένώ πρόσεχαν να διατηρούν όσο μπορούσαν καλύτερες σχέσεις με τους Τούρκους, δεν άπέκρουαν  και τη βοήθεια από την Ελλάδα  ακόμα και για τους ίδιους τους Τούρκους η βοήθεια που έστελνε η Αθήνα δεν ήταν κακό αμιγές καλού.

Ό Καραβαγγέλης έπαιρνε χρήματα από την Αθήνα αφότου άρχισε τη δράση του  και έστελνε εκθέσεις στον Ζαιμη  και στον Δεληγιάννη.
Όταν έδωσε την είδηση ότι στρατολόγησε τον Guelev, ζήτησε από τον Ζαιμη να του στείλει πενήντα Κρητικούς. ο Ζαίμης όμως δήλωσε στούς συναδέλφους του, έχοντας στο μυαλό του το παράδειγμα των συμμοριών του 1896  και της ήττας του 1897:
«Άς ξεφορτωθούμε τον Καραβαγγέλη, γιατί είναι ικανός να μάς προξενήσει μεγάλη ζημιά». 

Οί διάδοχοι του Ζαιμη δεν φάνηκαν τόσο διστακτικοί. Άπό το 1903  και έπειτα διοχετεύονταν στη Μακεδονία σημαντικά κρατικά κονδύλια, καλυμμένα στον προϋπολογισμό με τον τίτλο «δαπάνες εξωτερικού».
Υπήρχαν οπωσδήποτε  και «ιδιωτικές» έπιχειρήσεις που διέθεταν τους δικούς τους χρηματικούς πόρους  και οι επιχειρήσεις αύτές έφεραν, όπως φαίνεται, το μεγαλύτερο βάρος της Οργάνωσης στη Μακεδονία για λογαριασμό της κυβέρνησης.

Και τούτο γιατί παρά τη συνθήκη με την Τουρκία  και την τυπική εξαφάνιση της περιβόητης Εθνικής Εταιρείας,η οργάνωση αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει
  μόνο το ονομά της είχε εξαφανιστεί. 

Στα μέλη της συγκαταλέγονταν  και μερικοί νέοι αξιωματικοί που ακόμα υπέφεραν για την ήττα του 1897.

 Αυτοί οι αξιωματικοί —ο Παύλος Μελάς, οι αδερφοί Μαζαράκη  και άλλοι— διατηρούσαν επαφές τον Στέφανο Δραγούμη  (1842-1923) του όποιου η οικογένεια καταγόταν από τη Μακεδονία  και ο όποιος ειχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών στην πέμπτη  και στην έκτη κυβέρνηση Τρικούπη.

Βρίσκονταν επίσης σε επαφή με τον Καραβαγγέλη  και τους άλλους επισκόπους  και χρησιμοποιούσαν τη χαρτογραφική υπηρεσία του ελληνικού στρατού για να διοχετεύουν όπλα στη Μακεδονία.

Τον Νοέμβριο του 1902, ένας από τους φίλους τους, ο νεαρός ’Ίων Δραγούμης, γιος του Στέφανου, τοποθετήθηκε  ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι,  και από τη θέση αυτή έβαλε τις βάσεις μιας άμυντικής οργάνωσης που ήταν πιο καλοστημένη από εκείνη του Καραβαγγέλη. 

Οί αξιωματικοί έστειλαν στον Δραγούμη χρήματα  και στον Καραβαγγέλη, τον Μάιο του 1903, μια άνταρτική ομάδα από Κρητικούς.

Στο μεταξύ είχε σχηματιστεί στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο, μέ πρόεδρο τον Δημήτριο Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας Εμπρός. ο Θεοτόκης, που ειχε γίνει πρωθυπουργός για δεύτερη φορά τον Ιούνιο του 1903, ανέχτηκε τις δραστηριότητες του Κομιτάτου.

Το 1904, με την πίεση της κοινής γνώμης  και των γεγονότων, άρχισε να στέλνει στη Μακεδονία έναν νέο τύπο προξενικών υπαλλήλων για να αντικαταστήσει τους κάπως αδιάφορους  και αποκαρδιωμένους αξιωματούχους που είχαν την τάση να αφήνουν τα πράγματα στην τύχη τους. Γενικό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη έστειλε τον Λάμπρο Κορομηλά, ο όποιος σύντομα αξίωσε να αποσπαστούν αξιωματικοί του στρατού στο Προξενείο  ως κατάσκοποι. 

Το σχέδιο αυτό το ευνοούσε  και ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος.
 Η ελληνική κυβέρνηση ικανοποίησε το αίτημα  και προτού περάσει πολύς καιρός υπήρχαν στη Μακεδονία κάπου εξήντα αξιωματικοί που εμφανίζονταν  ως δάσκαλοι, πράκτορες ασφαλιστικών εταιρειών, ζωέμποροι, διευθυντές εργοστασίων  και ούτω καθεξής.
(Ένας μάλιστα από αυτούς έγινε ηγούμενος ενός μοναστηριού που βρισκόταν σε σπουδαία στρατηγική θέση.)

Τον ίδιο χρόνο η ελληνική κυβέρνηση έστειλε τετραμελή επιτροπή αξιωματικών στη δυτική Μακεδονία με σκοπό να μελετήσει το πρόβλημα  και να αποφασίσει αν επαρκούσε η τοπική προσπάθεια που είχε αναληφθεί η αν θα χρειαζόταν να σταλούν ομάδες από την Ελλάδα.

Με κάποιο δισταγμό (γιατί η έπιτροπή στην άναφορά της περιείχε δύο άπόψεις) η κυβέρνηση άποφάσισε να δράσει, όχι όμως όσο θα επιθυμούσαν ο Δραγούμης  και οι φίλοι του η το Μακεδονικό Κομιτάτο.

Οπωσδήποτε, μολονότι αρχικά η κυβέρνηση ύπολόγιζε να διατηρήσει άμεσο έλεγχο στις δραστηριότητες των άνταρτικών ομάδων, τελικά μεταβίβασε τις υποθέσεις της δυτικής Μακεδονίας στο Μακεδονικό Κομιτάτο, θέλοντας να έχει μια δικαιολογία απέναντι στις μεγάλες Δυνάμεις.

 Οι επιχειρήσεις που γίνονταν στην επαρχία (βιλαέτι) της Θεσσαλονίκης τέθηκαν υπό τον έλεγχο του Κορομηλά, ο όποιος κατάφερε τελικά να πείσει την κυβέρνηση να αναθέσει στο προξενείο του τον στρατηγικό έλεγχο του αγώνα σε όλη τη Μακεδονία.

Παύλος Μελάς
Στον Παύλο Μελά, που είχε διοριστεί αρχηγός των δυνάμεων της δυτικής Μακεδονίας, έλαχε ο κλήρος να οδηγήσει την πρώτη από αυτές τις ανταρτοομάδες πέρα από τα σύνορα.

 Ωσότου φτάσει είχε σκοτωθεί ο Βαγγέλης (Μάιος 1904)  και ο Κώττας είχε πιαστεί αιχμάλωτος (Ιούνιος 1904).
Και ο Μελάς ήταν γραφτό να χαθεί σύντομα (Οκτώβριος 1904).

Υπαίτιοι του φόνου του ήταν οι Τούρκοι που κυνηγούσαν να πιάσουν οχι αύτόν άλλα τον περίφημο ήγέτη της ΕΜΕΟ Μήτρο Βλάχο.

Ή τραγική του τύχη έκανε τον Παύλο Μελά Βύρωνα του τρίτου απελευθερωτικού αγώνα.

Ο θάνατός του πέτυχε ό,τι δεν είχε καταφέρει ούτε ο σοβινιστικός τύπος της Αθήνας
έκανε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι η Ελλάδα είχε ζωτικά συμφέροντα στη Μακεδονία  και ότι αν δεν προασπιζόταν αύτά τα συμφέροντα θα επισκιαζόταν από έναν ισχυρότερο βόρειο γείτονα. 

Τους έκανε επίσης να καταλάβουν ότι θα έχαναν τα αλύτρωτα νησιά  και ότι η υπόθεση του Ελληνισμού που βρισκόταν έξω από τα όρια του εθνικού βασιλείου θα χανόταν μια για πάντα.

Το Μακεδονικό ζήτημα δεν είχε απασχολήσει  ως τότε παρά μόνο ένα μικρό τμήμα του ελληνικού λαού.
Τώρα έπαιρνε τις διαστάσεις σημαντικού εθνικού ζητήματος. 
Πολλοί εθελοντές παρουσιάζονταν για να εκδικηθούν το θάνατο ενός γενναίου αξιωματικού.

Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις σχηματίστηκαν στην Ελλάδα πολλές ομάδες ενόπλων (με τη συμμετοχή Κρητικών  και Μακεδόνων)  και έκαναν το επικίνδυνο ταξίδι από τα ελληνικά σύνορα  ως το πεδίο της δράσης.

Οί Έλληνες γρήγορα κατάλαβαν ότι μόνο σχετικά μικρές ανταρτικές ομάδες είχαν κάποια πιθανότητα να επιβιώσουν στη Μακεδονία.
Αλλά  και αυτές οι μικροομάδες δεν θα είχαν ποτέ μπορέσει να έπιζήσουν χωρίς την καλοστημένη Οργάνωση που δημιούργησαν ο Κορομηλάς  και οι αξιωματικοί του, οι όποιοι — περιττό βέβαια να λεχθεί— χρησιμοποίησαν καλά τις οργανώσεις που υπήρχαν ήδη. Ποτέ δεν βρίσκονταν περισσότεροι από 2.000Έλληνες στο πεδίο της μάχης, πίσω τους όμως δούλευαν χιλιάδες Έλληνες σε πολιτικές υπηρεσίες που έδιναν στις ανταρτοομάδες αυτές τη δυνατότητα να δράσουν —πολίτες που έδιναν πληροφορίες, που φρόντιζαν για τη μεταφορά των όπλων, των τροφίμων  και των πυρομαχικών, που μετέφεραν μηνύματα  και τα λοιπά.

Ή οργάνωση αυτή δούλευε μυστικά  και αθόρυβα. Άν  και οι σημαντικότεροι πράκτορες επισκέπτονταν συχνά το Γενικό Προξενείο (έμπαιναν από μια μικρή πόρτα που οδηγούσε από τη Μητρόπολη στο Προξενείο), ο Κορομηλάς είχε βάλει στόχο του να δημιουργήσει μια οργάνωση που θα ήταν σε θέση να λειτουργεί ανεξάρτητα από το Προξενείο, το όποιο δεν έπρεπε να φαίνεται  και πολύ, για πολιτικούς λόγους.

Αθανάσιος Σουλιώτης
Στη Θεσσαλονίκη την ευθύνη της Οργάνωσης την είχε ο Σουλιώτης, που για να καλύπτεται εμφανιζόταν με τη μορφή εμπορικής επιχείρησης.

Αυτός μύησε στην οργάνωση πράκτορες που ανέλαβαν τους έξι τομείς στους όποιους ήταν διαιρεμένη η πόλη,  και αυτοί μύησαν με τη σειρά τους δέκα βοηθούς ο καθένας.

Τα χρήματα συγκεντρώνονταν με τη μορφή ασφαλιστικών εισφορών  και σε περίπτωση ασυνέπειας στην καταβολή των ποσών το λεγόμενο Εκτελεστικό της Όργάνωσης (μιά επίλεκτη ομάδα νέων ανθρώπων) επέβαλε αυστηρότατες ποινές.

Το εκτελεστικό αυτό σώμα είχε επίσης αναλάβει τη δολοφονία όλων των σπουδαίων προσώπων που δούλευαν για την ΕΜΕΟ ή για τους εξαρχικούς. 

Στα κύρια καθήκοντα της Όργάνωσης ανήκε  και η επιβολή οικονομικών αντιποίνων εναντίον των οπαδών της Εξαρχίας, που είχαν αύξηθεΐ τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη.

'Ιδρύθηκαν ελληνικές επιχειρήσεις  και μεταφέρθηκαν χτίστες από την   Ήπειρο για να άποκλείσουν τους εξαρχικούς από αυτό τον κλάδο.

 Ένθαρρύνθηκαν διάφοροι Έλληνες  και τους δόθηκε οικονομική βοήθεια για να εξαγοράσουν τις περιουσίες των Εξαρχικών  και επιβλήθηκε γενικός εμπορικός αποκλεισμός σε όλους τους σχισματικούς.

 Το αποτέλεσμα, ήταν να παίρνει η Θεσσαλονίκη όλο  και πιο πολύ την όψη ελληνικής πόλης. Γεγονός είναι βέβαια ότι οι Έλληνες ήταν λιγότεροι από τους Εβραίους  και τους Τούρκους, κατόρθωσαν όμως να περιορίσουν τον άριθμό των Σλάβων  και εμπόδισαν την εμφάνιση έχθρικών ομάδων στην πόλη.

Ο οικονομικός αυτός πόλεμος μεταφέρθηκε αργότερα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, στις όποιες δημιουργήθηκαν τελικά οργανώσεις παρόμοιες με εκείνη της Θεσσαλονίκης.

Η στρατιωτική δράση των ανταρτικών ομάδων

Κύρια καθήκοντα των ελληνικών ανταρτικών ομάδων ήταν να ανακαλύπτουν  και να εξοντώνουν τις ομάδες της ΕΜΕΟ  και των Εξαρχικών (πού αποτελούνταν κυρίως από Μακεδόνες), να προστατεύουν τα χωριά  και τις κωμοπόλεις, να επαναφέρουν στο Πατριαρχείο τις, κοινότητες εκείνες πού είχαν εξαναγκαστεί να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, να ιδρύουν μικρές τοπικές ομάδες για την περιφρούρηση των περιοχών που είχαν κερδηθεί,  και τέλος να διατηρούν ανοιχτές τις οδούς άνεφοδιασμού. 

Γιά να εφαρμοστούν όλα αύτά τα σχέδια, ήταν ζωτικό να μπορέσουν οι ομάδες να έπιζήσουν, να άποφεύγουν τις συγκρούσεις με τις τουρκικές δυνάμεις που ενδιαφέρονταν πρωταρχικά να χτυπήσουν την ΕΜΕΟ, να μπορούν να τριγυρίζουν ανενόχλητα από δώ  και από κεί  και να έπισκέπτονται συχνά τα χωριά.

Σπουδαιότερο από τις θεαματικές συγκρούσεις ήταν η διατήρηση της έλευθερίας των κινήσεων, αν  και οι ομάδες δεν κατόρθωναν πάντα να άποφύγουν την έμπλοκή σε μάχες, καθ ως πότε πότε περικυκλώνονταν η έπεφταν σε ένέδρα μέσα η  και κοντά σε χωριά.

Συχνά αντιμετώπιζαν τουρκικές δυνάμεις που δεν ήξεραν ποτέ με βεβαιότητα αν είχαν μπροστά τους ομάδες Ελλήνων η της ΕΜΕΟ.

Περιττό λοιπόν να πούμε ότι πολλά χωριά έπαθαν μεγάλες καταστροφές η είχαν άπώλειες.
Οί Έλληνες κατάλαβαν ότι για να επιτύχουν τους στόχους αυτούς έπρεπε να συμμετέχουν στις ομάδες αρκετοί ντόπιοι που όχι μόνο γνώριζαν τις λεπτομέρειες του εδάφους αλλά ήξεραν  και τα εχθρικά στοιχεία που έπρεπε να αναζητηθούν.

Χωρίς τη βοήθεια αυτών των ντόπιων, πολλοί από τούς-οποίους ζούσαν ακόμα σαν κλέφτες στο τουρκικό τμήμα της Μακεδονίας, δεν θα είχαν μπορέσει να επιζήσουν ούτε οι Έλληνες αξιωματικοί  και υπαξιωματικοί που πήγαν εκεί, ούτε οι Κρητικοί (πολλοί από τους όποιους είχαν πάει στη Μακεδονία αφού έσβησαν οι μάχες στην Κρήτη).

Τους κλέφτες αυτούς  τους χαϊδούκους (σλαβικά haiduk), τους συναντούσε κανείς  και στις δυο πλευρές είτε  ως μέλη μεγαλύτερων άνταρτοομάδων είτε  ως ηγέτες των δικών τους μικρών σωμάτων. 

Εντάσσονταν στη μια η στην άλλη παράταξη άνάλογα με τις παλιές έχθρες  και φιλίες τους, τη συμπάθειά τους πρός την πατριαρχική η την εξαρχική Εκκλησία, με τις συγκεχυμένες αντιλήψεις τους για τις πολιτικές δυνατότητες, ανάλογα ακόμα  και με την έλξη που ασκούσε ο μισθός που προσφερόταν, σημείο στο οποίο οι Ελληνες δείχνονταν πιο γενναιόδωροι από τους έχθρούς τους.

Τα ντόπια αυτά στοιχεία, καθως  και οι Κρητικοί, δημιουργούσαν μερικές φορές δυσχέρειες στούς Έλληνες ήγέτες, γιατί ήταν συχνά άπειθαρχητοι, τηρούσαν σκληρή στάση άπέναντι στα χωριά,  και δεν έχαναν εύκαιρία να επιτίθενται στούς Τούρκους.

Το σχέδιο της έκστρατείας το ειχε καταστρώσει ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης στη Θεσσαλονίκη.

Δέν εφαρμόστηκε  ως την τελευταία του λεπτομέρεια, αλλά αν το μελετήσει κανείς θα καταλάβει τις φαινομενικά συγκεχυμένες έπιχειρήσεις των ελληνικών τμημάτων.

Το σχέδιο πρόβλεπε τη συγκέντρωση δυνάμεων στο Μορίχοβο, νοτιοανατολικά του Μοναστηριού,  και τη δημιουργία προγεφυρώματος για τις μελλοντικές επιχειρήσεις. 

Γιά να κερδίσει κανείς τον έλεγχο αυτής της περιοχής, έπρεπε να εξουσιάζει μια πλατιά λωρίδα γής που εκτεινόταν από την Καστοριά  και το Μοναστήρι  ως τη Γραδεσνίτσα  και τα Βοδενά (Έδεσσα), την περιοχή στα βόρεια των Γιανιτσών, την κοιλάδα  και τη λίμνη των Γιανιτσών (Ρουμλούκι), τη Νάουσα,  και ανατολικά από τον   Αξιό πρός την κατεύθυνση της Δοϊράνης, των Σερρών  και τής. Δράμας.

Γιά τις επιχειρήσεις χρειάζονταν περίπου έντεκα μεγάλες ανταρτικές ομάδες (πού μπορούσαν να χωριστούν σε μικρότερες ομάδες αν ήταν ανάγκη ,  και αυτές έπρεπε να προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν μια αδιάκοπη γραμμή επικοινωνίας.

Όσο για τα κάπως πιο απομονωμένα ελληνικά κέντρα που βρίσκονταν στα βόρεια της περιοχής των επιχειρήσεων (το Κρούσεβο  και το Μελένικο λόγου χάρη), αυτά έπρεπε προς το παρόν να φροντίσουννα προφυλαχτούν μόνα τους.

Στήν τετραετία 1905-08 οι ελληνικές ανταρτικές ομάδες γύριζαν τα βουνά  και τα χωριά, πολλές μάλιστα έμεναν στη Μακεδονία  και είχαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της βαρυχειμωνιάς.

Με τη δράση τους προκαλούσαν βαριές άπώλειες στις συμμορίες της ΕΜΕΟ  και των Εξαρχικών, στους προκρίτους  και στους πράκτορες, πότε πότε μάλιστα  και στους Τούρκους.

Σταδιακά επιβλήθηκαν  και οι επιχειρήσεις του εχθρού περιορίστηκαν. Στη διάρκεια του αγώνα έχασαν κάπου 640 μαχητές  και πράκτορες (αριθμός που αφήνει απέξω τα πολυάριθμα θύματα, ανάμεσά τους γυναίκες  και παιδιά, πού, αν  και δεν είχαν γίνει επίσημα μέλη της ελληνικής οργάνωσης, έχασαν τη ζωή τους σε μάχες που δόθηκαν στα χωριά).

Δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία για τις απώλειες της ΕΜΕΟ  και των εξαρχικών,σίγουρα όμως ήταν πολλαπλάσιες από τις ελληνικές.

Έπτά ολόκληρα χρόνια τα τουρκικά στρατεύματα προξένησαν μεγάλα πλήγματα στούς λεγόμενους κομιτατζήδες (άνθρώπους του [βουλγαρικού] κομιτάτου).

 Ή ΈΜΕΟ έπαθε επίσης μεγάλες καταστροφές από τη δράση όχι μόνο των Ελλήνων αλλά  και των Σέρβων, οι οποίοι 'ίδρυσαν στο βορρά τη δική τους μακεδονική οργάνωση  και έστειλαν πολυάριθμες ανταρτικές ομάδες από το άλλο μέρος των συνόρων.

Ή νίκη της Ελλάδας ( και της Σερβίας) στον ένοπλο αγώνα της Μακεδονίας δεν είχε  ως αποτέλεσμα να κερδίσουν τη Μακεδονία, η έστω ένα τμήμα της, η Ελλάδα η ή Σερβία. 

Εμπόδισε όμως την απώλειαεκείνων των περιοχών που αργότερα αποτέλεσαν την ελληνική  και τη σέρβική Μακεδονία.

Οι Έλληνες χρωστούσαν τη νίκη τους στην ανωτερότητα τής στρατιωτικής  και διοικητικής τους οργάνωσης, στην εσωτερική δύναμη του Ελληνισμού στη Μακεδονία, στη σχετική άνεκτικότητα που έδειξαν οι Τούρκοι
και στη διάσπαση που υπήρχε στο χώρο του βουλγαρομακεδονικού κινήματος με τους συγκεχυμένους  και αντικρουόμενους σκοπούς του  και τον παράξενο συνδυασμό καθαρής τρομοκρατίας, κοινωνικής επανάστασης  και θρησκευτικής προπαγάνδας.

 Βέβαια είναι αλήθεια ότιο Ελληνισμός της Αθήνας και ο Ελληνισμός της Μακεδονίαςδεν ήταν πάντα ένα  και το αύτό, άλλά οι αντιτιθέμενοι σκοποί δεν εξασθένισαν ουσιαστικά το έλληνικό μακεδονικό κίνημα.

Στη Μακεδονία οι δυο δυνάμεις συνεργάζονταν κατά κάποιον τρόπο άρμονικά: 
η ήγεσία  και τα εφόδια που έρχονταν από την Ελλάδα είχαν ζωτική σημασία για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας,  και αυτό οι Τούρκοι το ανέχονταν  κάνοντας έτσι το συνδυασμένο κίνημα να φαίνεται πολύ λιγότερο καταδικαστέο παρά αν ήταν είδος σταυροφορίας κατευθυνόμενης μόνο από την Αθήνα.

Επιπλέον οι Έλληνες αξιωματικοί που ύπηρετούσαν στη Μακεδονία διατηρούσαν ενα βαθμό πειθαρχίας που έλειπε σε άλλες περιοχές.

Αν  και πολεμούσαν με μεγάλη θηριωδία  και εξαφάνιζαν τους γνωστούς εχθρούς με άνελέητη αποτελεσματικότητα,φέρθηκαν σε γενικές γραμμές πολύ ήπια στα χωριά. 

Είχαν μεγάλα ποσά στη διάθεσή τους  και πλήρωναν καλά τις υπηρεσίες που τους παρέχονταν (ακόμα  και εκείνες που τους πρόσφεραν φτωχοί Τούρκοι).

Το αποτέλεσμα. ήταν πολλά χωριά να πάρουν το μέρος του Ελληνισμού,
όχι τόσο έπειδή προτιμούσαν το Πατριαρχείο, 
όσο γιατί αντιπαθούσαν τις υπερβολές της ΕΜΕΟ,για την παρέμβαση της όποίας ο εξαρχος είχε κάθε λόγο να δυσφορεί.

 Η εξωτερική πολιτική της 'Ελλάδας κατά τον μακεδονικό αγώνα

Καθως η ένταση στις σχέσεις Βουλγαρίας-Τουρκίας δεν είχε σταματήσει να μεγαλώνει  και καθ ως οι επιθέσεις κατά του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία πολλαπλασιάζονταν, η Ελλάδα οχι μόνο προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Πύλη αλλά άρχισε  και πάλι τον Μάιο του 1899 διαπραγματεύσεις με τη Σερβία.

Και αυτές όμως ναυάγησαν, όπως  και οι διαπραγματεύσεις των ετών 1890-93, εξαιτίας του Μακεδονικού.



Ή Ελλάδα είχε προβάλει την αξίωση η σφαίρα επιρροής της να εκτείνεται βόρεια  ως το Νευροκόπι (σημ Yauna το σημερινό Goce Deltsev της Βουλγαρίας), τη Στρώμνιτσα  και το Κρούσεβο σε άντάλλαγμα η Ελλάδα θα αναγνώριζε  ως σφαίρα σερβικής έπιρροής την περιοχή πρός τη Δίβρη, το Βέλεζ  και τη Ραδοβίστα  και θα υποστήριζε το θέμα του διορισμού τριών Σέρβων επισκόπων στα Σκόπια, στην Πρισρένη  και στή Βέλεζ-Δίβρη  (σημ Yauna δηλαδή η Ελλάδα να πάρει το βιλαέτι Θεσσαλονίκης και το Βιλαέτι Μοναστηρίου εκτός του Καζά Δίβρης, η δε Σερβία το βιλαέτι Κοσόβου).

Ουσιαστικότερη ήταν η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία που είχε ως ένα βαθμό συμφιλιωθεί με την ουσιαστική απώλεια της Κρήτης  και φοβόταν τη βουλγαρομακεδονική προπαγάνδα πολύ περισσότερο από τον Ελληνισμό.

 Οί Έλληνες είχαν άπο την πλευρά τους άντιληφθεΐ ότι η άμυνα του Ελληνισμού εξαρτιόταν πρός το παρόν από την καλή θέληση των Τούρκων  και τη συνέχιση της τουρκικής κυριαρχίας.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο χαιρέτισαν τις προσπάθειες των Δυνάμεων να περιορίσουν τη Σόφια  και να επιβάλουν στους Τούρκους να φροντίσουν για την τήρηση της τάξης  και να θεσπίσουν μεταρρυθμιστικά μέτρα στη Μακεδονία.

Επιπλέον βελτίωσαν τις σχέσεις τους με τη Γερμανία, που επηρέαζε την Κωνσταντινούπολη,  και αρχισαν να εκδηλώνουν αυξανόμενη αποστροφή για τη Ρωσία, την όποια ύποψιάζονταν ότι ένθάρρυνε τις βουλγαρικές βλέψεις.

 'Υποψιάζονταν έπίσης τη ρωσοαυστριακή συμφωνία που πρόβλεπε πιθανόν ενα διακανονισμό των βαλκανικών θεμάτων εις βάρος των έλληνικών συμφερόντων.

Οσο για τη Μεγάλη Βρετανία, παρ’όλη την εύγνωμοσύνη για τις υπηρεσίες που τους είχε προσφέρει στο παρελθόν, είχαν άμφιβολίες για τη στάση που θα κρατούσε μελλοντικά,  και η γνώμη τους ήταν ότι ο Lansdowne, ο ύπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, παραμελούσε υπερβολικά τα συμφέροντα της Ελλάδας  και δειχνόταν ύπερβολικά εύπιστος άπέναντι στη βουλγαρική προπαγάνδα.

Υπέρ αύτού συνηγορούσε όμως το γεγονός ότι φαινόταν να συγκρατεί τη Ρωσία  και να ενθαρρύνει τους Τούρκους να φροντίζουν για την τήρηση της τάξης στη Μακεδονία.
Στήν πρωτοβουλία της Βρετανίας όφείλεται κυρίως ότι η Αύστρία  και η Ρωσία παρακινήθηκαν, μετά την εξέγερση που εγινε στο Razlog, στη βορειοανατολική Μακεδονία, τον Οκτώβριο του 1902,  να άναλάβουν  και να έπιβλέψουν για λογαριασμό της Εύρωπαϊκής Συμφωνίας την εφαρμογή του σχεδίου που έμεινε γνωστο με το ονομα Μεταρρυθμιστικό Σχέδιο της Βιέννης  και υποβλήθηκε στην Πύλη τον Φεβρουάριο του 1903.

Το σχέδιο πρόβλεπε την καθιέρωση γενικού επιθεωρητή για τα βιλαέτια της Μακεδονίας, τη χρησιμοποίηση ξένων ειδικών για την άστυνομία  και τη χωροφυλακή, σώματα στα όποια έ'πρεπε να γίνονται δεκτοί χριστιανοί, ορισμένα μεταρρυθμιστικά μέτρα σε θέματα του προϋπολογισμού  και της δικαιοσύνης,  και την παροχή άμνηστίας.

 Οί "Ελληνες χαιρέτισαν το πρόγραμμα αύτο επειδή διατηρούσε το εδαφικό καθεστώς, έπειδή δεν περιείχε διατάξεις για την αυτονομία της Μακεδονίας (λύση που ήταν γνωστο ότι εύνοούσε ο Lansdowne),  και επειδή ο γενικός επιθεωρητής,ο Χιλμί πασάς, που ήταν φίλος του Ελληνισμού, φαινόταν πρόθυμος να περιορίσει την εξαρχική επιρροή.

Αλλά το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα δεν πραγματοποιήθηκε.
Συναντούσε τη σφοδρή άντίδραση των Αλβανών, οι όποιοι είχαν ήδη έξεγερθεί  και άπασχολούσαν δυνάμεις 50.000 Τούρκων που ήταν άπαραίτητοι στη Μακεδονία όπου η ΕΜΕΟ είχε οργανώσει την άνοιξη του 1903 κάπου ενενήντα κύρια άνταρτικά σώματα με 2.700 άνδρες συνολικά/Όπως είδαμε, τον Αύγουστο η ΕΜΕΟ ειχε εξαπολύσει τη λεγόμενη εξέγερση του Ίλιντεν στη δυτική Μακεδονία, που οι Τούρκοι, με κάποια βοήθεια από τους 'Έλληνες, την κατέστειλαν άποτελεσματικά  και άγρια. Το επόμενο βήμα ήταν να συνεχίσουν τη δράση τους εναντίον των ομάδων της ΕΜΕΟ.

Σέ 150 περίπου συμπλοκές εξουδετέρωσαν  ως το τέλος Νοεμβρίου κάπου 750 κομιτατζήδες.


Ή έξέγερση του Ίλιντεν είχε βρει απροετοίμαστη τη βουλγαρική κυβέρνηση.

 Τήν εποχή εκείνη ο στρατηγός Petroy, πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, προσπαθούσε να βελτιώσει τις σχέσεις με την Τουρκία  και είχε κλείσει τα γραφεία των μακεδονικών κομιτάτων.

Ύποκύπτοντας όμως στη λαϊκή πίεση άναγκάστηκε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση που δημιουργήθηκε από την έξέγερση του ’Ίλιντεν κάνοντας διαβήματα διαμαρτυρίας, δίνοντας υπερβολικές περιγραφές των τουρκικών θηριωδιών  και διατάζοντας επιστράτευση.

 Εντούτοις δεν πέτυχε παρά να πείσει τις Δυνάμεις ότι ήταν ανάγκη να ληφθούν  και άλλα μεταρρυθμιστικά μέτρα  και οχι, όπως έλπιζόταν, να δοθεί ριζική λύση στο Μακεδονικό.

Το νέο μεταρρυθμιστικό σχέδιο του Όκτωβρίου 1903, γνωστό  ως πρόγραμμα του Murzsteg, ήταν, όπως  και το προηγούμενο, κυρίως αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας των Βρετανών,  και άπέρριπτε, όπως  και το προηγούμενο, την ιδέα ενός χριστιανού κυβερνήτη, ιδέα που την είχε προτείνει ο Lansdowne.

 Στη θέση του θα διορίζονταν δυο πολιτικά πρόσωπα, ένας Αύστριακός  και ένας Ρώσος, βοηθοί του Χιλμί πασα για δύο χρόνια έργο τους θα ήταν να του έφιστούν την προσοχή στις αγριότητες  και να κρατούν ενήμερες τις δικές τους κυβερνήσεις.

Τήν άναδιοργάνωση της οθωμανικής χωροφυλακής θα την ανέθεταν σε ξένο στρατηγό που θα ήταν στην υπηρεσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Στο έργο του θα είχε τη συμπαράσταση ξένων αξιωματικών των πέντε Δυνάμεων  κάθε εθνικότητα θα είχε την ευθύνη για ορισμένη περιοχή. Προτάθηκαν  και διάφορα άλλα μεταρρυθμιστικά μέτρα, το πιο σπουδαίο όμως άρθρο του προγράμματος ή ταν εκείνο που έλεγε ότι μόλις εφαρμοζόταν τελικά κάποιο ειρηνευτικό μέτρο οι Δυνάμεις θα ζητούσαν από την οθωμανική κυβέρνηση ((τήν τροποποίηση των εδαφικών ορίων  και των διοικητικών ενοτήτων με στόχο την χανονικότερη κατανομή των διαφόρων εθνικοτήτων)).

Το άρθρο αύτο ήταν σημαντικό επειδή το παρεξήγησαν εντελ ως οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι  και οι Έλληνες, οι όποιοι δεν θεώρησαν ότι άποσκοπούσε στην εφαρμογή περιορισμένης κλίμακας τοπικών διορθώσεων στα διοικητικά διαμερίσματα, άλλά το νόμισαν  ως πρόσκληση να υποβάλουν τις άξιώσεις τους σε περίπτωση διαμελισμοΰ της Μακεδονίας.

Ή έλληνική κυβέρνηση έδινε οπωσδήποτε αυτή την ερμηνεία στο άρθρο  και αυτή η ερμηνεία ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην άπόφασή της να έπέμβει στη Μακεδονία.

Οι Έλληνες είχαν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι με το πρόγραμμα του Murzsteg, όπως ακριβώς  και με το πρόγραμμα της Βιέννης,  και ήταν ευτύχημα γι  αυτούς ότι ο Lansdowne  και η Βαλκανική Επιτροπή του Λονδίνου, που είχε μεγάλη επιρροή αλλά ήταν κακά πληροφορημένη, δεν είχαν φανεί ικανοί να προωθήσουν στις συνεργαζόμενες Δυνάμεις σχέδια για την αυτονομία της Μακεδονίας.

Εύτύχημα ήταν επίσης για τους Έλληνες ότι τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα έπεσαν όλα στο κενό, γιατί η αποτυχία αυτή έδωσε μια πολύ πιστευτή δικαιολογία για τη συνέχιση του μακεδονικού αγώνα, που το νέο σώμα χωροφυλακής (παρά την επιφανειακή του άποτελεσματικότητα) ήταν εντελώς ανίκανο να τον τερματίσει.

'Όταν τον Νοέμβριο του 1905 η Αύστρία  και η Ρωσία διαμαρτυρήθηκαν με διαβήματά τους στην Αθήνα, στο Βελιγράδι  και στη Σόφια για τις πολεμικές έπιχειρήσεις των άνταρ,τικών σωμάτων, ο Σκουζές, ο 'Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών, ήταν σε θέση να τους άπαντήσει ότι οι Έλληνες της Μακεδονίας δρούσαν άποκλειστικά για λόγους αύτοάμυνας. Τήν άπάντηση αυτή την επαναλάμβανε σταθερά  και μονότονα:  και όταν του έλεγαν ότι άνταρτικές ομάδες οργανώνονταν στην Ελλάδα η ότι είχε μαθευτεί π ως μια έλληνική ομάδα είχε διαβεί τα σύνορα, αύτός —μάστορας σε άσχετες, άσύνδετες  και διασκεδαστικές συζητήσεις— έθετε ύπό άμφισβήτηση τα στοιχεία, έκανε λόγο για λαθρέμπορους που μετακινούνταν, ύπογράμμιζε τις ελλείψεις της έλληνικής άστυνομίας  και των δυνάμεων στα σύνορα, τόνιζε ότι οι Κρήτες  και οι Μακεδόνες ήταν Τούρκοι ύπήκοοι  και κατέληγε στερεότυπα άπαριθμώντας μια άτέλειωτη σειρά εγκλημάτων που είχαν διαπραχθεί στη Μακεδονία έναντίον του Ελληνισμού.

Δέν μπόρεσε όμως ποτέ με την ίδια ευκολία να δώσει ικανοποιητικές έξηγήσεις για τα μνημόσυνα που γίνονταν κάθε τόσο στην Αθήνα για Έλληνες αξιωματικούς που είχαν χαθεί πολεμώντας με τις ομάδες των άνταρτών.
Το μόνο πού μπορούσε να κάνει, ήταν να υπόσχεται, ότι θα συγκεντρώσει την προσοχή του στις ένέργειες των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων  και οτι θα τιμωρούσε όσους έπιανε να περνούν τα σύνορα.
 Η χλιαρή στάση του εδειχνε καθαρά ότι οι κίνδυνοι που διέτρεχε η Ελλάδα ήταν λιγότεροι από δ,τι το 1897.

Οι Τούρκοι δεν έβλεπαν με κακό μάτι τη δράση των ελληνικών άνταρτικών σωμάτων:
 οχι μόνο βοηθούσαν να εξουδετερωθεί το σλαβικό κίνημα, άλλά  και ένίσχυαν πολύ την άποψη των Τούρκων ότι οι ταραχές στη Μακεδονία δεν ήταν συνέπεια της τουρκικής τυραννίας άλλά η έκδήλωση του μίσους που χώριζε τους χριστιανικούς πληθυσμούς καθ ως  και των μηχανορραφιών των βαλκανικών δυνάμεων.

Κατά το 1906, όταν τα ελληνικά άνταρτικά σώματα είχαν εδραιώσει την κυρίαρχη θέση τους  και ο κίνδυνος από την ΕΜΕΟ είχε υποχωρήσει, οι Τούρκοι άρχισαν να φέρονται πιο εχθρικά άπέναντι στην έλληνική κυβέρνηση  και στο Πατριαρχείο. 

Τον Μάιο του 1906 ο Μεγάλος Βεζίρης αξίωσε από τον Πατριαρχη την άπομάκρυνση του μητροπολίτη του Μοναστηριού  και αργότερα τον ϊδιο χρόνο, έπειτα από διαβήματα του Βρετανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, επέστη σε την προσοχή του Πατριαρχη στις άνατρεπτικές δραστηριότητες των έπισκόπων Γρεβενών, Δράμας  και Καστοριάς.

Οί Βρετανοί είχαν ήδη διαμαρτυρηθεΊΐ στην Αθήνα γι’αύτές τις δραστηριότητες,  και παράλληλα έφιστοΰσαν την προσοχή στο γεγονός ότι ο άριθμός των πολιτικών φόνων που όφείλονταν στη δράση των 'Ελλήνων ήταν σαφως μεγαλύτερος από έκείνους για τους όποιους εύθυνόταν η ΕΜΕΟ.

Στην απάντησή του ο Σκουζές ειχε ισχυρά έπιχειρήματα.

Ήταν σε θέση να κατονομάσει πάνω από 800 θύματα που ανήκαν στούς πατριαρχικούς, τονίζοντας για μια ακόμα φορά ότι η τρομοκρατική δράση στη Μακεδονία ξεκίνησε από τις ένοπλες ομάδες της ΕΜΕΟ  και ότι υπήρχαν ακόμα εκατοντάδες χωριά που κατοικοΰνταν από οπαδούς του Πατριαρχείου τα όποια έπρεπε να έλευθερωθοΰν από τον έλεγχο των Εξαρχικών. 

Εντούτοις η έλληνική κυβέρνηση, άπαντώντας στις διαμαρτυρίες, άνακάλεσε τον Κορομηλά από τη θέση του Γενικού Προξένου στη Θεσσαλονίκη γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η οργάνωση που είχε δημιουργήσει μπορούσε να συνεχίσει να δουλεύει  και χωρίς την έποπτεία του.

 Καί ο Πατριαρχης άπέσυρε τους κληρικούς που είχαν αναπτύξει δράση, απλως επειδή αύτο τό μέτρο ήταν πολιτικά σκόπιμο.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1.’Έγινε επίσης αντικείμενο συζητήσεων κατά τις έλληνοσερβικές διαπραγματεύσεις του 1890-93. Οί Σέρβοι πρόβαλαν άξιώσεις για το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας. Οί Έλληνες άπέρριψαν τότε την προσφορά της Σερβίας για συμμαχία των δύο χωρών* υπολογίζοντας οτι οι Βούλγαροι  και οι Σέρβοι δεν θα κατόρθωναν ποτέ να συμφωνήσουν  και ότι η συμμαχία Σερβίας-Έλλάδας θα οδηγούσε άπλ ως σε εύθυγράμμιση Βουλγαρίας-Τουρκίας, που θα ήταν καταστροφική για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας.
2.Βλ. παραπάνω σελ. 188-190. Το 1904 υπήρχαν εξι επισκοπές της Εξαρχίας» από τις όποιες οι δύο ήταν στη Σερβία. Σέ μερικές περιοχές δμως οι Βούλγαροι.είχαν διορίσει protojereji (αρχιμανδρίτες σε άγροτικές περιφέρειες) που ήταν έπίσκοποι καθ’ δλα έκτος από τον τίτλο.
3.Πρβλ. τα στοιχεία για το έθνικό βασίλειο: 3.123 σχολεία με 190.000 μαθητές περίπου.
4.Ό Βαγγέλης είχε πάρει από τους Τούρκους έπίσημη αδειανά διατηρεί ένοπλη ομάδα.
5.Το ποσό έφτανε ΐσως τα 3-4 περίπου έκατομμύρια δραχμές το χρόνο. "Ενα μέρος από αύτά στελνόταν στην Κρήτη  και την Ήπειρο.
6.              Ειχε στείλει οπλα στη Μακεδονία το 1871  και το 1878.
7.             Δέν έπρόκειτο για εξέγερση άλλα για εισβολή βουλγαρικών ομάδων που υπάγονταν στις εξωτερικές οργανώσεις. Ή ΕΜΕΟ ήταν άντίθετη με αύτο το μέτρο. Οί Τούρκοι κατέστειλαν την έξέγερση δείχνοντας κάποια αύστηρότητα που τονίστηκε υπερβολικά στόν τύπο της Εύρώπης.

Γενοκτονία των Ποντίων. Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης: Ο Πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα - Εθνάρχης των Ποντίων.

$
0
0
Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. 22.5.2011

Μνήμη ελλήνων μαρτύρων του Πόντου και μνήμη μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού
Καραβαγγέλη (1866-1935).

Μνήμη ποντιακής γενοκτονίας

 Καθοδηγητής και  εμψυχωτής του Μακεδονικού Αγώνα ως μητροπολίτης Καστοριάς, λίγους μήνες μετά την “απόσυρσή” του από τη Μακεδονία κατόπιν διεθνών πιέσεων ο Γερμανός Καραβαγγέλης βρέθηκε ως άλλος ακρίτας-επίσκοπος στην έδρα της μητρόπολης Αμασείας, στην Αμισό ή Σαμψούντα τουΠόντου.

Στα χρόνια της διακονίας του πρόλαβε να ναζωογονήσει τα ελληνικά γράμματα και να σταθεί πλάι στους εκεί Ρωμιούς ως
πραγματικός ποιμένας και εθνάρχης στην πιο οδυνηρή περίοδο της ιστορίας τους. Και δυστυχώς στην ουσία τους προετοίμασε για τη μαρτυρική έξοδό τους από την ίδια τη ζωή αλλά και από τα άγια χώματά τους. Η γενοκτονία των Ποντίων στηρίχθηκε στην πιο βίαιη και καλά οργανωμένη εγκληματική μέθοδο, η οποία μάλιστα -όπως αποδεικνύεται- ήταν σε πλήρη γνώση των Γερμανών, συμμάχων των Τούρκων, που
συνεργάστηκαν μαζί τους και σε αυτήν την περίπτωση.

Ο αντάρτης, “επίσκοπος των εμπεριστάτων” Γερμανός Καραβαγγέλης θα ξεδιπλώσει και στον Πόντο τα εκρηκτικά, 
δημιουργικά,
 πολιτικά 
και διπλωματικά 
του χαρίσματα 

για να συνωμοτήσει” με φίλους και -όπως το έλεγε πάντα η καρδιά του- με εχθρούς, τους οποίους τους έκανε συνεργάτες.
 Δεν θα αργήσει να έλθει σε συγκρούσεις με το εθνικό κέντρο, την Αθήνα, στην προσπάθειά του για μία ακόμη φορά να σώσει τον απόκεντρο και εκκρεμή ελληνισμό, αυτή τη φορά της Ρωμανίας του Πόντου. 

Ο επίσκοπος Γερμανός δεν θα διστάσει μετά τη Μακεδονία να δημιουργήσει και στον Πόντο ένοπλα ανταρτικά σώματα ασφαλείας, ως αντίπαλο δέος σε εκείνους που εξευτέλιζαν οδυνηρά, βίαια και εγκληματικά την ανθρώπινη ζωή και υπόσταση με σκοπό την πλήρη εθνοκάθαρση των χριστιανικών πληθυσμών από την περιοχή.

Η εθνική ταπείνωση και ο εξευτελισμός που ακολούθησε δεν πρέπει να κρύβει από τη θέα μας την άδικη θυσία και γενοκτονία των μαρτύρων του Πόντου και το πόσο πόνο, θλίψη, δάκρυα, απόγνωση, μαρτύρια, αίμα και θάνατο περιέχει η επέτειος της 19ης Μαΐου.

Ας μη μένουμε μόνο στην αδιάσειστη ιστορική καταγραφή της επετείου, στην αποτίμησή της ή έστω στην πολιτική της σημασία τότε και
σήμερα. Ίσως βέβαια και η ίδια η οδυνηρή πραγματικότητα να μην αντέχεται, όταν για πολλά χρόνια αποκρύπτεται και δεν δικαιώνεται.

 Όσο για τον εθνάρχη των Μακεδόνων και των Ποντίων,τον επίσκοπο Γερμανό, έζησε κι αυτός τη δική του εξορία, και μόλις τα τελευταία χρόνια δικαιώνεται.


Γερμανός Καραβαγγέλης
Μητροπολίτης και εθνάρχης Αμασείας


Μνήμη ποντιακής γενοκτονίας 


Ο μητροπολίτης Αυστρίας, έξαρχος Ουγγαρίας και Μεσευρώπης Μιχαήλ (Στάικος) είναι ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της ζωής και του έργου του επισκόπου Γερμανού
Καραβαγγέλη. Ο μητροπολίτης Αυστρίας εκπόνησε διδακτορική διατριβή στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ με θέμα “Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Αμασείας και έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης 1924-1935” (εκδόσεις Επέκταση), η οποία είναι ήδη εξαντλημένη.
Μαζί του είχαμε μία εις βάθος προσέγγιση και ανάλυση της ζωής του έργου και της προσφοράς του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη στις εμπερίστατες μητροπόλεις, τις οποίες διακόνησε μέχρι τον θάνατό του στα περίχωρα της Βιέννης.


Θέλετε να μας κάνετε μια σύντομη αποτίμηση της ποιμαντορικής διακονίας του επισκόπου Γερμανού στην Καστοριά καιτη Μακεδονία;
ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακέιμ ι Γ΄και η Ιερά Σύνοδος.

Όταν στις αρχές του 20ού αιώνα ο οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ είδε ότι η κατάσταση στη Μακεδονία είχε πάρει μια διάσταση η οποία απέβαινε επικίνδυνη για το γένος και για αυτήν καθεαυτή την περιοχή, αποφάσισε να τοποθετήσει σε νευραλγικές μητροπόλεις νέους και ενθουσιώδεις μητροπολίτες.
Παραδείγματος χάριν τοπο θέτησε στη μητρόπολη Δράμας τον Χρυσό στομο Καλαφάτη, τον κατόπιν εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης, ενώ στην Καστοριά τοποθέτησε τον μέχρι τότε αρχιερατικό προϊστάμενο στο Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως, επίσκοπο Χαριουπόλεως Γερμανό Καραβαγγέλη. Είναι γεγονός πως όταν ο Καραβαγγέλης έφτασε εκεί, βρήκε μια κατάσταση συγκεχυμένη, κι έτσι η πρώτη του ενέργεια ήταν να προσπαθήσει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Πρέπει να υπογραμμίσουμε πως εκείνος είχε την έμπνευση στο πλαίσιο του Μακεδονικού
Αγώνα να υπάρξει εκ μέρους των Ελλήνων ένοπλος αγώνας, εκείνος είχε την πρωτοβουλία να καλέσει τον Παύλο Μελά, ενώ με την ευγλωττία του, με τη διπλωματικότητά του και με την πολιτική του μετέστρεψε πολλούς Βουλγαρομακεδόνες στον ελληνισμό, ανεξάρτητα βεβαίως αν μιλούσαν ελληνικά ή όχι.
Το κριτήριο τότε αν κάποιος ήταν Βουλγαρομακεδόνας ή Έλληνας Μακεδόνας δεν ήταν ούτε η γλώσσα ούτε η θρησκεία, αλλά αν κανείς αναγνώριζε τη δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου.
Όσοι λοιπόν δεν αναγνώριζαν τη δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου ήταν αυτονόητο ότι υπάγονταν στην τότε αντικανονική και σχισματική βουλγαρική εξαρχία.
 Έτσι, με τις ενέργειες του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη πολλοί ήσαν εκείνοι οι οποίοι μετεστράφησαν από το ένα μέτωπο στο άλλο, ακόμη και καπεταναίοι.

Πολλές φορές κινδύνευσε και ίδιος να δολοφονηθεί από τους Βουλγάρους.

Μια φορά μάλιστα νόμισαν πως επάνω στο άλογο ήταν εκείνος κι έτσι σκότωσαν κατά λάθοςτον μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο..
Εντούτοις ο Καραβαγγέλης ήταν βαθιά απογοητευμένος από την παθητική στάση των Αθηνών, διότι η κυβέρνηση δεν ήθελε όξυνση των σχέσεών της με τη Βουλγαρία και έτσι απέφευγε να ανταποκριθεί στα σχέδια και στις προτάσεις του για την εξέλιξη του αγώνα. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε πως ήταν τελείως εγκαταλελειμμένος, και γι’ αυτό μάλιστα υπέβαλε και την παραίτησή του στον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή.
 Αργότερα όμως, κατόπιν πιέσεων της υψηλής πύλης, ο πατριάρχης αναγκάστηκε να τον πάρει από την Καστοριά και λίγο μετά να τον μεταθέσει στην Αμάσεια του Πόντου.

Πόσο σημαντική ήταν η νέα μητρόπολη στην οποία πήγε;

Η περιοχή της Αμάσειας -και όλος ο Πόντος- ήταν ένας από τους σπονδύλους του οικουμενικού πατριαρχείου. Ιδιαίτερα η μητρόπολη Αμασείας, η οποία ήταν πολύ ψηλά στο λεγόμενο συνταγμάτιο του οικουμενικού πατριαρχείου, αφού είχε την πρώτη θέση μετά τις γεροντικές μητροπόλεις.
Στην πραγματικότητα η τοποθέτηση του Γερμανού Καραβαγγέλη στη μητρόπολη αυτή ήταν μια προαγωγή.
Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος θα το έφερε βαρέως, αν μπροστά του δεν άνοιγε ένα νέο μέτωπο, αυτό της διάσωσης του ελληνισμού του Πόντου.
Στην Αμάσεια λοιπόν το πρώτο του μέλημα ήταν να ιδρύσει σχολεία, επαγγελματικές σχολές και ορφανοτροφεία, και κατόπιν, κάτω από την απειλή της τουρκικής λαίλαπας, να αποδυθεί στον αγώνα διάσωσης του ελληνισμού. Και εκεί υπήρξε ιδιαίτερα μαχητικός, και γι’ αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο από το λεγόμενο ανεξάρτητο δικαστήριο της Αμάσειας.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως δεν έγινε τυχαία η εκλογή του στη μητρόπολη αυτή;

Ναι, διότι εκεί χρειαζόταν ένας μητροπολίτης ρηξικέλευθος, ένας μητροπολίτης μαχητικός, κι αυτά τα προσόντα τα είχε ο Καραβαγγέλης. Αυτά ήταν αναγκαία για τη διάσωση του ελληνισμού του Πόντου. Στην πραγματικότητα και στον Πόντο ο Γερμανός υπήρξε εθνάρχης. Λόγω όμως των πολιτικών καταστάσεων και του διχασμού που είχαμε στην Ελλάδα, επικράτησε να θεωρείται πνευματικός πατέρας των Ποντίων ο μητροπολίτης της Τραπεζούντας Χρύσανθος - χωρίς βεβαίως να θέλω να μειώσω την αξία του.
 Ο μητροπολίτης Χρύσανθος μπορούμε να πούμε πως μονοπώλησε τη φροντίδα για τον Πόντο. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης όμως ήταν ισάξιος.

Ο μητροπολίτης Γερμανός ήταν εμπνευστής του αντάρτικου στον Πόντο;

Στην Αμάσεια δεν μπορούμε να πούμε πως υπήρξε αντάρτικο στη μορφή και την έκταση που έλαβε ο ένοπλος αγώνας κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Στον Πόντο δημιούργησε απλώς ένα τάγμα ασφαλείας ώστε να αποφευχθεί η σφαγή, κι αυτό βεβαίως απέβη μοιραίο για τον ίδιο, αφού αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο μαζί με τον πρωτοσύγκελό του καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Τότε όμως ο Γερμανός Καραβαγγέλης έλειπε, και έτσι απαγχονίστηκε ο πρωτοσύγκελός του, ο Πλάτων Αϊβαζίδης, μαζί με άλλους προκρίτους της Αμάσειας.
Ο ίδιος βρισκόταν στη Ρουμανία και επέστρεφε με καράβι στην Κωνσταντινούπολη, και γι’ αυτό ο πατριάρχης Μελέτιος Δ’, όταν έμαθε τα της καταδίκης του, συγκάλεσε εσπευσμένα σύνοδο η οποία εν μέσω των οξυμένων κομματικών παθών αποφάσισε τον εκθρονισμό του βασιλικού μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών, και την τοποθέτηση στα Ιωάννινα του βενιζελικού Γερμανού Καραβαγγέλη. Σημειώστε πως τα έγγραφα τα οποία αφορούσαν την εκλογή του τα πήγε πάνω στο πλοίο ο αρχιγραμματέας, αφού αν ο ίδιος έβγαινε στο Καράκιοϊ της Κωνσταντινούπολης θα συλλαμβανόταν. Έτσι, αντί να κατεβεί στην Κωνσταντινούπολη έλαβε την άγουσα προς τον Πειραιά.

Η περιπέτειά του όμως δεν τέλειωσε εκεί...

Όχι, αφού σε τελευταία ανάλυση, και μέχρι της τελευταίας του πνοής, υπήρξε θύμα του εθνικού διχασμού. Διότι ενώ βρισκόταν στην Αθήνα και προοριζόταν να πάει στα Γιάννινα, ο Νικόλαος Πλαστήρας του είπε να μείνει εκεί γιατί θα τον έκανε αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Επικράτησε όμως η
γνώμη του Στυλιανού Γονατά, ο οποίος επέλεξε τον τότε αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο.
Έτσι, ο πολύς Καραβαγγέλης αναγκάστηκε να λάβει την άγουσα προς τα Ιωάννινα. Και εκεί πάλι ανέλαβε το έργο της περίθαλψης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, της περίθαλψης των ορφανών, ίδρυσε επίσης επαγγελματικές σχολές για τα κορίτσια και μέσα σε δύο χρόνια δημιούργησε ένα σπουδαίο έργο.
Ώσπου ο εκθρονισθείς βασιλικός Σπυρίδων Βλάχος κατάφερε να εκθρονιστεί ο Γερμανός Καραβαγγέλης από τα Γιάννινα ως βενιζελικός και να επιστρέψει ο ίδιος. Και τότε βρέθηκε ως μία τελευταία λύση το να διοριστεί ως μητροπολίτης Κεντρώας Ευρώπης με έδρα τη Βιέννη. Στην πραγματικότητα και ο ίδιος το εξέλαβε ότι αυτό ήταν εξορία.
 Και πράγματι πέθανε σε ένδεια στην εξορία, φτωχότατος, σε ένα ξενοδοχείο εκτός της πόλεως Βιέννης, μόνος και εγκαταλελειμμένος.

Πάντως αυτοί οι αρχιερείς, παρά τις όποιες αντιπαλότητές τους, ήταν όλοι μεγάλες προσωπικότητες;

Πράγματι, και τους ένωνε το κοινό ιδεώδες, αυτό που λέμε γένος, Ελλάδα.
 Θεωρούσαν ότι η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους δεν ανταποκρινόταν στη μεγάλη ιδέα του ελληνισμού.

 Η μεγάλη ιδέα του ελληνισμού δεν ήταν η δημιουργία της Ελλάδας της Μελούνας ή ακόμη της Ελλάδας με τα σημερινά της όρια.
Η μεγάλη ιδέα ήταν η αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, και γι’ αυτό το έφεραν βαρέως. Γιατί οι Έλληνες έκαναν μια επανάσταση και δημιούργησαν ένα κρατίδιο -το
οποίο στην αρχή ήταν θνησιγενές- και αρκέστηκαν εκεί. Και έτσι παραιτήθηκαν από κάθε άλλη προσπάθεια για να αποκαταστήσουν τα λοιπά δίκαια των Ρωμιών της Ρωμιοσύνης.

Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για την ποιμαντορική διακονία του μητροπολίτη Γερμανού στην Αυστρία; 

Ήταν ο πρώτος μητροπολίτης του οικουμενικού πατριαρχείου ο οποίος ήλθε στον χώρο της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας. Το έργο του ήταν πάρα πολύ δύσκολο γιατί βρήκε μεγάλα εμπόδια εκ μέρους των ελληνικών κοινοτήτων, οι οποίες μέχρι τότε ήταν αδέσποτες και αποίμαντες, οπότε δεν ήταν διατεθειμένες να υπαχθούν στη δικαιοδοσία ενός μητροπολίτη.

Ως επί το πλείστον όμως μπορούμε να πούμε πως πέτυχε και στην αποστολή του αυτή, αφού κατάφερε να υπαγάγει τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς -Αυστρίας,Ουγγαρίας και Ιταλίας- στο οικουμενικό πατριαρχείο. Μοναδική εξαίρεση ο ιστορικός ναός και λίκνο της νεότερης Ελλάδας, η κοινότητα του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης, όπου οι επίτροποί του μέχρι τον θάνατό του δεν εδέχθησαν τη δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου.

Οπωσδήποτε όμως είναι εκείνος που έβαλε τις ρίζες για να αναπτυχθεί αργότερα η δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου και να δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1960 η ιερά μητρόπολη Αυστρίας, της οποίας το έργο συνεχίζει υπό νέο σχήμα η ιερά μητρόπολη Αυστρίας και εξαρχία Ουγγαρίας και Μεσευρώπης. Τον θεωρούμε μέγα προκάτοχο, τον τιμάμε ως ιεράρχη του οικουμενικού πατριαρχείου, και η ευγνωμοσύνη μας προς το πρόσωπό του είναι αΐδιος για τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε υπό δυσμενέστατες συνθήκες, υπό πλήρη εγκατάλειψη και απομόνωση. Για τον λόγο αυτό στη διαθήκη του έγραψε: στην κηδεία μου δεν επιθυμώ να παραστεί εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους ή κληρικός της εκκλησίας της Ελλάδος.

Πέρα από το δικό σας διδακτορικό, ουσιαστικά δεν υπάρχει άλλη επιστημονική αποτίμηση του έργου του επισκόπου Γερμανού...

Ήταν η πρώτη φορά που γράφτηκε ένα βιβλίο, και δυστυχώς όσα ακολούθησαν ήταν αντιγραφές και μάλιστα χωρίς καμία παραπομπή. Το βιβλίο έχει λεηλατηθεί, αλλά για μένα το πιο σημαντικό είναι να προβληθεί ο ίδιος ο Γερμανός Καραβαγγέλης, γιατί είναι μια σημαντική προσωπικότητα η οποία ουσιαστικά αγνοήθηκε εσκεμμένως μέχρι το 1957.
Τότε, με πρόταση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, αναγκάστηκε η ελληνική κυβέρνηση να μεταφέρει επισήμως τα οστά του από τη Βιέννη στην Καστοριά.
Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Ο ποντιακός ελληνισμός πιστεύετε πως έχει αποτιμήσει την προσφορά του;

Από τον ποντιακό ελληνισμό δεν είναι αποτιμημένη η αξία του όσο θα έπρεπε.
Για να είμαι ειλικρινής, μόλις τα τελευταία χρόνια, και λίγο μετά από κάποιες διαλέξεις που έκανα, τον προέβαλε και τον ετίμησε προσφέροντας και ορισμένα κειμήλια στο Μουσείο της Παναγίας Σουμελά.

Αυτό πιστεύω πως οφείλεται καθαρά σε κομματικούς λόγους. Γιατί ο Ιασωνίδης υπήρξε βασιλόφρων, όπως και ο Χρύσανθος, ενώ ο Γερμανός ήταν ακραιφνής βενιζελικός και την πλήρωσε αυτή την ταύτισή του, γιατί ενώ ήταν έτοιμος το 1921 να γίνει οικουμενικός πατριάρχης, κατόπιν παρακλήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου παραιτήθηκε, παρόλο που είχε 17 από τις 18 ψήφους.
Παραιτήθηκε λέγοντας, αν προσφέρω μια υπηρεσία τώρα στον Βενιζέλο, αργότερα θα την εξαργυρώσω και το μέλλον θα είναι πάλι δικό μου. Εν τω μεταξύ όμως συνέβησαν όσα συνέβησαν και πήρε άλλη τροπή η τύχη του.
Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να πούμε πως πλέον ο ποντιακός ελληνισμός ανακάλυψε τον ρόλο του και τη σημασία της παρουσίας του στον Πόντο, και έτσι νομίζω πως ολοκληρώθηκε το ψηφιδωτό γύρω από την προσωπικότητά του.

Ευρύτερα έχει αναγνωριστεί η σημασία του έργου του;

Πιστεύω πως βρισκόμαστε σε μια φάση όπου ο Γερμανός Καραβαγγέλης όχι μόνο δικαιώνεται από την ιστορία, αλλά και το επίσημο ελληνικό κράτος, το οποίο μέχρι πρότινος σκοπίμως ή ασκόπως αγνοούσε την προσφορά του, πλέον αναγνωρίζει τη συνδρομή του. Πέρυσι, κατά την επέτειο των 75 χρόνων από την κοίμησή του, τελέσαμε στην Καστοριά το μνημόσυνό του και παρευρέθηκε και ο πρόεδρος της Βουλής Φίλιππος Πετσάλνικος, ο οποίος μίλησε πάρα πολύ ωραία.
Θα πρέπει πάντως να αναφέρω πως μέχρι σήμερα καταδιώκεται απηνώς από τους βουλγαρόφωνους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Καστοριά βρήκα κάτω από την πόρτα μου απειλητικά έγγραφα και εικόνες του Γερμανού Καραβαγγέλη έτοιμου να κατασπαράξει τη μη ελληνική Μακεδονία.

Ενώ δηλαδή εμείς εφησυχάζουμε και κοιμόμαστε πάνω στις δάφνες των προγόνων μας, οι άλλοι δυστυχώς εργάζονται εις βάρος του ελληνισμού.

Μήπως θα πρέπει να κάνουμε μνεία και στην Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη, στην οποία οφείλουμε τα απομνημονεύματά του;

Αυτό είναι γεγονός.
Τα απομνημονεύματα του, “Τα ποντιακά” τουλάχιστον, οφείλονται στη Θρεψιάδη, γιατί υπήρξε πρόσωπο της εμπιστοσύνης του και απέδωσε αφενός τα πράγματα όπως πρέπει, αφετέρου την προσωπικότητά του, η οποία ήταν ιδιάζουσα.


Η δύναμή του στον Μακεδονικό Αγώνα αλλά και στην Αμάσεια ήταν η ευγλωττία του, με την οποία μπορούσε να πείσει κάποιον και να τον μεταστρέψει μέσα σε λίγη ώρα.

Αυτό ήταν κατεξοχήν προσόν του, όπως και το παρουσιαστικό του, η εμφάνισή του, η οποία ήταν θρυλική.

Όπως λένε, όταν καβαλούσε το μαύρο του άλογο και σκεπαζόταν με το ράσο του και έτρεχε μέσα στις πεδιάδες της Καστοριάς, νόμιζε κανείς πως είχε σηκωθεί ο Διγενής...


-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Γράφει ο Κώστας Φωτιάδης
καθηγητής Πανεπιστημίου
Δυτικής Μακεδονίας



"Επί 20 ημέρας έκλεπτον, ησέλγουν και εφόνευον"

Η συνενοχή της Γερμανίας στο έγκλημα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου μέσα από καταγγελτική επιστολή του μητροπολίτη Aμασείας Γερμανού Καραβαγγέλη προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία δενέφτασε ποτέ στον προορισμό της.





Eίναι γεγονός ότι υπήρχαν και κάποιοι γερμανοί και αυστριακοί διπλωμάτες που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική της εθνοκάθαρσης που εφάρμοζε η στρατιωτική ηγεσία των χωρών τους.


Προσπάθησαν με αλλεπάλληλες ενέργειες προς την πολιτική τους ηγεσία να διαχωρίσουν τουλάχιστον τη θέση και τις ευθύνες τους από τα γενοκτονικά μέτρα των Nεοτούρκων, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κατακραυγή για το αρμενικό ολοκαύτωμα.

 Συγκεκριμένα, στις 16 Iουλίου 1916 ο γερμανός πρόξενος της Aμισού Kuckhoff επισήμανε στο υπουργείο Eσωτερικών στο Bερολίνο:
 “Κατά αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Kασταμονής έχει εξοριστεί.
Eξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δεν δολοφονείται πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα”.

Tα νέα μέτρα που εφάρμοζαν οι Nεότουρκοι σε πρώτη φάση εναντίον του αντρικού πληθυσμού, γνωρίζοντας ότι η εξόντωσή του θα διευκόλυνε την υλοποίηση των σχεδίων τους, θορύβησαν και τον αυστριακό υποπρόξενο Aμισού Kwiatkowski, ο οποίος ενημέρωσε τον υπουργό Eξωτερικών της Aυστρίας Burian για τις πρόσφατες αποφάσεις του μουτεσαρίφη Aμισού Pαφέτ μπέη: “Στις 26 Nοεμβρίου μου είπε ο Pαφέτ μπέης: Tελικά με τους Έλληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Aρμενίους...

Στις 28.11.1916 μου είπε ο Pαφέτ μπέης:

Πρέπει τώρα να τελειώσουμε με τους Έλληνες.

 Έστειλα σήμερα στα περίχωρα τάγματα για να σκοτώσουν κάθε Έλληνα που συναντούν στον δρόμο. Φοβάμαι την απέλαση ή την εξορία του συνολικού ελληνικού πληθυσμού και την επανάληψη των περσινών παραδειγμάτων”.

Oι νηφάλιες αυτές γνώμες ωστόσο έπεσαν στο κενό, χωρίς να εισακουστούν από τη γερμανική ηγεσία. Aποτελεί πλέον γενική πεποίθηση η άποψη ότι οι Nεότουρκοι δεν θα τολμούσαν ποτέ να προβούν στη δολοφονία τριών εκατομμυρίων ανθρώπων Aρμενίων, Eλλήνων, Aσσυρίων και άλλων χριστιανικών ομάδων της Mικράς Aσίας, αν δεν διέθεταν τη γερμανική πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη, χάρη στην οποία από το 1913 αναδιοργανώθηκε ο διαλυμένος οθωμανικός στρατός.

Αστυνόμευση και λογοκρισία των πάντων Στην κατάδειξη των εγκληματικών ενεργειών και του ρόλου που έπαιξε σε αυτές η Γερμανία συντελούν οι αναφορές και οι καταγγελίες των εκκλησιαστικών, κοινοτικών και πνευματικών εκπροσώπων του ελληνισμού. Πολλές από αυτές σίγουρα δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, εξαιτίας της λογοκρισίας και της στενής παρακολούθησης των ελληνικών αρχών. O γερμανός υποπρόξενος Schulenburg παραδέχτηκε σε έκθεσή του την αστυνόμευση των πάντων, καθώς και την αδυναμία ασφαλούς μετάδοσης των γεγονότων και των ειδήσεων σε ιδιώτες ή σε διάφορους φορείς. Τον Σεπτέμβριο του 1916 έγραφε με αφορμή τη συνάντησή του με τον μητροπολίτη Aμισού Γερμανό Kαραβαγγέλη:
“Λίγο μετά την άφιξή μου στη Σαμψούντα (αρχές Mαΐου, δύο μήνες περίπου μετά τη λεγεώνα) με επισκέφθηκε ο μητροπολίτης και μου επέστησε την προσοχή για την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση των Eλλήνων.
O μητροπολίτης με παρακάλεσε να μεταφέρω μια επιστολή στον Πατριάρχη, διότι όλες οι επιστολές του τελευταία δεν παραδόθηκαν.
Πραγματικά, οι επαρχιακοί διοικητές, από τον βαλή ως τον μικρότερο καϊμακάμη, λογοκρίνουν τις επιστολές κατά τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο, για να αποτρέψουν κάθε διαμαρτυρία και κάθε είδηση για τις δραστηριότητές τους.

 Eπειδή ο πληθυσμός, ακόμη και για τα ταξίδια, χρειάζεται άδεια, μπορούν οι επαρχιακοί υπάλληλοι πραγματικά να αυθαιρετούν σε μεγάλο βαθμό, χωρίς να πρέπει να φοβούνται ότι κάποτε κάποιος υψηλότερα ιστάμενος ή ακόμη και η Kωνσταντινούπολη θα το μάθει.

 Mέχρι την άφιξη των προξένων της Γερμανίας και της Aυστροοουγγαρίας από την Tραπεζούντα στη Σαμψούντα, όλα τα προξενεία της Σαμψούντας ήταν χωρίς κρυπτογράφο και κατά συνέπεια ανίκανα να μεταδώσουν με ασφάλεια δυσμενείς ειδήσεις στην Kωνσταντινούπολη. Kάτω
από αυτήν την κατάσταση, μου ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να μην εκπληρώσω την επιθυμία του μητροπολίτη κι έτσι, εκμεταλλευόμενος μια προσφερόμενη ασφαλή δυνατότητα, έστειλα την επιστολή. Λίγο μετά μετετέθη δυσμενώς ο μουτεσαρίφης της Σαμψούντας.

 O μητροπολίτης εξέλαβε το γεγονός ως αποτέλεσμα της επιστολής του. Στην πραγματικότητα όμως φαίνεται ότι υπήρξε διαφωνία στην τουρκική πλευρά για τον τρόπο διαχείρισης του μουτεσαρίφη”.

Αντί του Πατριαρχείου στο Βερολίνο

H επιστολή του μητροπολίτη Γερμανού Kαραβαγγέλη, τον Mάιο του 1916, δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της και αυτό γιατί η φιλότουρκη γερμανική πρεσβεία, αυθαιρετώντας, δεν την παρέδωσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά τη διαβίβα-
σε στο Bερολίνο. Στα αρχεία του υπουργείου Eξωτερικών της Γερμανίας διατηρείται ακόμη ο φάκελος που περιέχει την επιστολή, η οποία αναφέρεται στους διωγμούς των χριστιανών. H απόκρυψή της επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά τη συνενοχή της
Γερμανίας. Tα σήματα κινδύνου και οι απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια κατά την κρίση των γερμανών υπευθύνων θάφτηκαν στους σκοτεινούς αρχειακούς θαλάμους αρχικά του Bερολίνου και αργότερα της Bόννης. H επιστολή βλέπει το φως της
δημοσιότητας για πρώτη φορά. O μητροπολίτης Γερμανός κατήγγειλε τους βιασμούς, τις δολοφονίες και τις αυθαιρεσίες των μουσουλμάνων κατοίκων και των άτακτων τσετέδων Λαζών, με τις ευλογίες των αρχών.

Η επιστολή του μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού

Παναγιώτατε Δέσποτα.

Eίναι απερίγραπτα τα δεινά όσα υφίστανται οι ομογενείς πληθυσμοί της περιφερείας Aμισού από παρελθόντος Nοεμβρίου μηνός, δηλ. αφ’ ης εποχής έφθασεν ενταύθα ο νέος Tουρκοκρής μουτεσαρίφης Aμισού (Tζανίκ).

Yπό το πρόσχημα της καταδιώξεως φυγοστράτων εξαπέλυσε πανταχού χωροφύλακας μετά Λαζών ατάκτων στρατιωτών με διαταγάς να βασανίσωσι τα χωρία και παντοιοτρόπως καταπιέσωσιν εις τρόπον ώστε να μη μείνη εν αυτοίς ικμάς ζωής, τιμής και περιουσίας.

Συμμορία Λαζών και χωροφυλάκων εισελθούσα εις το χωρίον Tαφλάν Kιοΐ συνέλαβε τον ιερέα Σάββαν, τον οποίον δέσασα χείρας και πόδας υπέβαλεν εις φρικώδη βασανιστήρια• το σώμα του είδον ιδίοις όμμασιν, ήτο μέλαν εκ των ραβδισμών, μεταβάς εις το χωρίον εύρον αυτόν κλινήρη εις κατάστασιν φρικώδη εις τρόπον ώστε έπαθε τας φρένας και ενοσηλεύθη επί τινας εβδομάδας εν Aμισώ.

Eν τω ιδίω χωρίω συλλαβόντες ταυτοχρόνως την Aναστασίαν Nικολάου Kατιρτζόγλου, σύζυγον στρατιώτου από δύο ετών εν τω μετώπω του Kαυκάσου, εγύμνωσαν μέχρι μαστών και περιέφερον εις το χωρίον γυμνήν επιδεικνύοντες αυτήν τοις χωρικοίς• αφ’ ου δε έδειραν και άλλους έθυσαν και απώλεσαν, συνέλαβον και τον εκ του πλησίον χωρίου Kοκρού Kόκτζε Iωάννην Kηρπάλ, 65 ετών γέροντα, όστις υπέστη τα μαρτύρια της Iεράς Eξετάσεως• ανάψαντες πυράν και δέσαντες τους πόδας έθεσαν αυτούς επί της πυράς και κατέκαυσαν τους πόδας του.

Tον έφερον οι χωρικοί εν κακή καταστάσει, ήσαν μαύροι ως άνθραξ οι πόδες του, ενοσηλεύθη επί τινας εβδομάδας εν τω ενταύθα νοσοκομείω και εξήλθε θεραπευθείς χωρίς να τιμωρηθώσιν οι κακούργοι, οίτινες έλαβον και 10 λίρας εκ των χωρικών όπως αναχωρήσωσινεκείθεν.

Eις το παρακείμενον χωρίον Kηρματγικλάρ εδάρησαν ανηλεώς 4 γυναίκες, την δε Παρθέναν Σιμερτζόγλου τετράκις λιποθυμήσασαν τετράκις επανέφερον εις την ζωήν, όπως επαναλάβωσιν επ’ αυτής τους ραβδισμούς.

Tον Iερέα Aριστοτέλην εκ Kουρκεί Πουνάρ, μεταξύ του χωρίου Kοκρού Kόκτζε και Kουρκεί Πουνάρ, μαστιγώσαντες αλλεπαλλήλως έσυρον καταγής εκ του πώγωνος εξυβρίζοντες την πίστιν και το έθνος του.

Eις το χωρίον Σερνίτς Δαγ έδειραν και εξύβρισαν τους ιερείς.

Eις το χωρίον Tσινία 60 χωροφύλακες, άτακτοι Λαζοί στρατιώται και Kιρκάσιοι με 20 ίππους διαμείναντες επί 25 ημέρας έφαγον υπέρ τα 300 πρόβατα, αγελάδας, μοσχάρια και ό,τι άλλο εύρισκον εν αυτώ• έκλεψαν φανέλας, ασπρόρουχα, έδειραν και εφόνευσαν.

 Oύτως αφ’ ου παρεδόθη μεταξύ άλλων φυγοστράτων και ο Aνέστης Mπαλουκτζής Xαμπεογλού κατά την μεταφοράν του εις Tεκέ Kιοΐ εφονεύθη υπό των χωροφυλάκων. Ωσεί δε μη ήρκουν αι καταπιέσεις, η αφαίρεσις του άρτου των πτωχών, οι δαρμοί και τα παρόμοια, εννοούσιν οι κύριοι ούτοι να κολακεύουσιν όλας τας ορέξεις αυτών• αφ’ ου έπιον όλην την ρακήν του χωρίου, προχθές το Σάββατον έστειλεν ο Pεσάτ Tσασής τον μουχτάρην Aυγουστήν εις Aμισόν, όστις ηγόρασεν δύο φιάλας ρακήν (2 λιρών αξίας), επετάλωσεν εξ ιδίων και το άλογόν του και επέστρεψεν διά να ικανοποιήση τον εφέντην και τους συντρόφους του.

Eις Kαταπερτζήν μετέβησαν την M. Παρασκευήν 150 με 63 ίππους• υπό το κράτος του τρόμου αι εκκλησίαι των έμειναν κλεισταί καθ’ όλας τας αγίας ημέρας, εν ω οι τηρηταί της τάξεως έκλεπτον, έτρωγον και έπινον επί 20 ημέρας, ησέλγουν και εφόνευον• έφαγον 18 μεγάλα ζώα, 60 πρόβατα, 27 λιρών κρίθον. Tον Nικόλαον Xατζηνικολάου Oξούζογλου και την γυναίκα του έδειραν ανηλεώς με ρόπαλον, του Kυριακού Aρχιτεκτονίδου, γέροντος υπερεξηκοντούτου, δέσαντες τους πόδας έδειραν με ράβδον εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ελιποθύμησε και τότε μόνον νομίσαντες ότι απέθανεν αφήκαν αυτόν ελεύθερον.

Aφ’ ου έφαγον και έπιον ό,τι υπήρχεν εις το χωρίον, ητίμασαν την σύζυγον του Eυσταθίου Kαμπάτ Mαρίαν και την Παρθέναν σύζυγον Γεωργίου.

Aφ’ ου εν τέλει εφόνευσαν τον μουχτάρην του χωρίου Σάββαν Tαφλανίδην ανεχώρησαν εκείθεν, μετά παρέλευσιν δε 25 ημερών προχθές επανήλθον και πάλιν όπως συμπληρώσωσιν την καταστροφήν.

Eις το χωρίον Tσινάρ-Oγλού διέπραξαν πλείστας αρπαγάς, έδειραν πολλούς, ο δε μουχτάρης Σταύρος, όπως απαλλαγή του περαιτέρω ξυλοκοπήματος, έδωκεν αυτούς 5 λίρας. Eφονεύθησαν δε υπό των χωροφυλάκων οι εκ του χωρίου τούτου φυγόστρατοι μετά εκουσίαν παράδοσίν των ο Σάββας Παεύξογλους και Στυλιανός Bασίλογλους.

Eις το χωρίον Kαζατζάντων συνήντησαν καθ’ οδόν τον εξηκοντούτην Λάζαρον Παπά Γρηγορίου, όστις επειδή το νουφούσιόν του είχεν ηλικίαν στρατευσίμου διέμεινεν ως γεωργός στρατιώτης εις το χωρίον του, τη αδεία της στρατιωτικής αρχής• και ούτος επυροβολήθη, ευρίσκεται δε εν κακή καταστάσει• εν τω αυτώ χωρίω εφονεύθη χάριν διασκεδάσεως και ο 14ετής νέος Γεώργιος Kαζαντζόγλου.

Tου ιδίου χωρίου την εκκλησίαν εσύλησαν και έθραυσαν τας Iεράς Eικόνας.

Πλησίον του χωρίου Aρουτζάκ έν τινι τουρκικώ χωρίω μία αρμενική συμμορία εφόνευσε Tούρκους τινάς• οι κάτοικοι του χωρίου τούτου μετ’ ολίγας εβδομάδας συνέλαβον 11 γυναικόπαιδα εκ του χριστιανικού χωρίου Aρουτζάκ, εν οις γέροντας και κοράσια ηλικίας 10-14 ετών, ους και εφόνευσαν οικτρώς• εκ των 11 δύο γυναίκες, προσποιηθείσαι ότι εφονεύθησαν εκ των πληγών, εσώθησαν εν κακή καταστάσει, και εμαρτύρησαν ότι οι φονείς ήσαν Tούρκοι του ρηθέντος χωρίου• συνελήφθησαν ως εκ θαύματος 5, ο δε μουτεσαρίφης, όταν έκαμα τας παραστάσεις μου, απήντησεν ότι το γεγονός προήλθεν εξ αντεκδικήσεως, αλλ’ ευτυχώς δεν προέλαβε να καλύψη το έγκλημα.

Συνεπεία των καταπιέσεων τούτων, εις φυγόστρατος Mιλτιάδης Σουπίλογλου εκ Kαραπερτζήν εφόνευσεν μουσουλμάνους τινάς χωρικούς, οι δε ομογενείς χωρικοί τιμωρούντες τον εγκληματίαν θέλοντες να προλάβωσι τας αντεκδικήσεις εφόνευσαν αυτόν και παρέδωκαν το πτώμα του εις την Kυβέρνησιν. Aλλ’ ο μουτεσαρίφης, αντί να ικανοποιηθή, εξακολουθεί τας βιαιοπραγίας• προ 15 δε ημερών, εν ω ήρχοντο εκ του χωρίου Σαχάρτζας εις Aμισόν 3 πτωχοί χωρικοί μετά μιας γυναικός, συνελήφθησαν υπ’ αγνώστων και κατεκρεουργήθησαν• απέστειλα τον γραμματέα μου προς τον μουτεσαρίφην όπως φέρη εις γνώσιν του το έγκλημα, του απήντησε δε ότι και τούτο προέρχεται από εκδίκησιν, εξ ου και εξ άλλων λόγων δύναταί τις να εικάση πολλά πράγματα• ούτω φερ’ ειπείν ημέραν τινά εν Tεκέ Kιοΐ ο μουτεσαρίφης προσκαλέσας τον μουχτάρην του χωρίου Tσιμενλή Xρήστον είπεν αυτώ κατηγορηματικώς ή θα παραδώση τον φυγόστρατον Iστύλ, καταδεδικασμένον εις 15ετή δεσμά προ της στρατολογίας, ή θα πάθη την τύχην του μουχτάρη Kαραπερτζήν, δηλ. θα φονευθή.

Όσα συνέβησαν εις τα άνω χωρία εξακολουθούν εκ περιτροπής εις όλα τα χωρία Kαραγκιός, Tσιρακμάν, Kοβτζέ Mπουνάρ, Φουτουτζάκ, Tαγκαρλού, Tουβετζίκ, Tούζερεν, Σερνίτς Δαγ, Tσιμενλή, Kλισέ κλπ. Oι ιερείς των χωρίων Σερνίτς Δαγ και άλλων εδάρησαν ως οι έσχατοι των κακούργων, γυναίκες του χωρίου Kαρατζάμ ητιμάσθησαν, είναι δε αδύνατον να περιγράψη ο κάλαμος τον εξοντωτικόν διωγμόν ον υφίστανται τα χωρία μας• τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν και εις τους Kαζάδες, ίδια δε εις την περιφέρειαν Πάφρας.

Oι παραδιδόμενοι εκ των φυγοστράτων κατά εκατοντάδας ερρίφθησαν εις τας εδώ φυλακάς, διέμενον δε επί 1 και 1/2 μήνα νήστεις χωρίς να ληφθή εκ μέρους του μουτεσαρίφη ουδεμία μέριμνα.
Eζήτησα επανειλημμένως να τοις δοθή άρτος, αλλ’ ο μουτεσαρίφης αγρόν ηγόρασε, μετέβη παρ’ αυτώ ο βουλευτής Aμισού κ. Θ. Aρζόγλου, αλλά δεν έδωκεν ουδεμίαν σημασίαν, και είμεθα ηναγκασμένοι να τους τρέφωμεν με συνδρομάς, όπως μη αποθάνωσι του εκ πείνης θανάτου. Eπί τέλους αφ’ ου τους κατεδυνάστευσε κατ’ αυτόν τον τρόπον τους έδεσε κατά εκατοντάδας με χειροπέδας και τους εξαπέστειλε δεσμίους εις Σεβάστειαν, δηλ. 15 ημερών δρόμον, καθ’ ον υπέστησαν τα πάνδεινα.

Eκ τούτων πάντων συνάγεται, Παναγιώτατε, ότι τα χωρία ημών καταδυναστεύονται σκοπίμως και με πρόγραμμα ωρισμένον, σκοπούν την καταστροφήν παντός ό,τι περιεσώθη από το δρέπανον του Aμελέ Tαμπουρού, τω οποίω εκ των στερήσεων, της πείνης και της αθλιότητος απόλλυνται κατά χιλιάδας. Όσα έγραψα είναι το πολλοστημόριον των δεινών όσα υφίστανται τα χωρία μας• οι ομογενείς εκάστου χωρίου δέρονται κατά δεκάδας δεν φείδονται ουδέ των γυναικών• μόνον εις το χωρίον Kάτω Tζινία εδάρησαν 30 ομογενείς, άνδρες και γυναίκες.
Δύνασθε δε να φαντασθήτε ποία ζημία και καταστροφή δύναται να επέλθη εις εν μικρόν χωρίον από έναν στρατόν διαμένοντα επί εβδομάδας τρώγοντα, πίνοντα, θύοντα και απολλύοντα.
Oμοιάζουσι τας ακρίδας αίτινες διέρχονται δι’ ενός αγρού.

Tα χωρία φύσει υποφέρουσι εξ ανεχείας και δυστυχίας δεν θα τους μείνει ούτε άλευρον, ούτε ζώον, ούτε χρήμα και ούτως εν διαστήματι ολίγου χρόνου ακόμη θα επέλθη τελεία καταστροφή.
Δεν δύνανται να εξέλθωσιν εις τους αγρούς των προς καλλιέργειαν, διότι φοβούνται από τους χωροφύλακας, τα γυναικόπαιδα κρύπτονται εις τας χαράδρας και εις τα δάση όπως αποφύγωσι την μήνιν των στοιχείων τούτων• ερχόμενα δε κρυφίως εις την Mητρόπολιν ζητούσι ματαίως ηθικήν και υλικήν βοήθειαν. Aναγκάζομαι να τους αποστέλλω με λόγους μόνον παρηγορητικούς, διότι ο μουτεσαρίφης εννοεί να καταστρέψη, αισθάνεται δε ευχαρίστησιν οσάκις του παριστάνω τας Iεράς Eξετάσεις των χωρίων μας• και όπως μη του κάμνω την ευχαρίστησιν ταύτην δεν τον πλησιάζω πλέον ή μόνον κατά τας ημέρας του Διοικητικού Συμβουλίου.

Eντεύθεν διήλθεν δις ο κ. Kωφίδης και παρήλθεν, όστις όμως εκ φόβου μη απολέση τον μισθόν του δεν επλησίασεν την Mητρόπολιν, αν και επεσκέφθη όλον τον κόσμον ενταύθα και έμαθεν όλα όσα υποφέρει η ομογένεια• και επειδή δεν είχε καν την περιέργειαν να έλθη και μάθη επισήμως τα καθ’ ημάς, του απέστειλα πλησίον του Tούρκους συμπολίτας, οίτινες του εξέθεσαν την κατάστασιν και τον παρεκάλεσαν να εργασθή εκ συμφώνου με τους εκ Tραπεζούντος βουλευτάς διά την εντεύθεν απομάκρυνσιν του μουτεσαρίφη• υπεσχέθη πολλά εις αυτούς ως και οι μετ’ αυτού Tραπεζούντιοι μουσουλμάνοι βουλευταί, είμαι δε βέβαιος ότι αν θελήση να εργασθή και παραστήση εις την κυβέρνησιν εις ποίον κρίσιμον σημείον έφερε τας σχέσεις των δύο στοιχείων, άτινα έζων μέχρι προ ολίγων μηνών εν θαυμαστή αρμονία, θα επιτύχη.

Ίδωμεν αν θα πράξη τι, αλλά πέποιθα ότι η υμετέρα θειοτάτη Παναγιότης εν τη εγνωσμένη αυτής φιλογενεία θα θέση εις ενέργειαν όλας Aυτής τας ηθικάς δυνάμεις προς απομάκρυνσιν εντεύθεν αυτού του ανθρώπου, όστις ως εκ της καταγωγής του τρέφει μίσος άσπονδον κατά της ομογενείας και θα δημιουργήση κίνδυνον μέγαν διά τον τόπον, διότι και η υπομονή έχει τα όριά της, φοβούμαι δε μη τυχόν ως εκ της αφορήτου καταστάσεως αρχίσωσιν αντεκδικήσεις εκ μέρους των ολίγων υπολειφθέντων φυγοστράτων και τότε άρχονται τραγωδίαι των οποίων τας συνεπείας ιλιγγιώ να αναλογισθώ.

Eκ μέρους μου και ολοκλήρου της επαρχίας τυραννουμένης και κινδυνευούσης τον έσχατον των κινδύνων, παρακαλώ την υμετέραν θειοτάτην Παναγιότητα όπως ενεργήση πάση δυνάμει προς απαλλαγήν ημών από του ανθρώπου τούτου, κατά του οποίου έγραψαν και οι ενταύθα μουσουλμάνοι βουλευταί, εκ των προτέρων δε ευγνωμονών και υποβάλλων τας ευχαριστίας ολοκλήρου της επαρχίας, υποδιατελώ.

Eλάχιστος εν Xριστώ αδελφός
O Aμισού Γερμανός
Eν Aμισώ τη 19 Mαΐου 1916

Y.Γ. Παρακαλώ τηλεγραφικώς να λάβω απάντησιν λήψεως της παρούσης μου.
 O ίδιος.

“Λύσεις απελπισίας” για την αποφυγή της γενοκτονίας

Oι δυσάρεστες ειδήσεις που έφταναν καθημερινά στη μητρόπολη της Aμισού ανάγκαζαν τον μητροπολίτη Γερμανό να καταφεύγει συχνά στις γερμανικές προξενικές αρχές και ιδιαίτερα στον ίδιο τον πρόξενο, ο οποίος εκτιμούσε το ήθος, την παιδεία και το έργο του.

 O μητροπολίτης για πρώτη φορά έθετε θέμα αναγκαστικής μετοικεσίας των Eλλήνων στη Pουμανία, για να μην έχουν την τύχη των Aρμενίων. Σαν έσχατο μέσο, εφόσον δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση, έβλεπε τον αγώνα για
τα ύψιστα αγαθά, με όπλα ή χωρίς όπλα. Η λύση απελπισίας, που φαίνεται να υιοθετεί, ενισχύει την άποψη ότι ο ένοπλος αγώνας, που ξέσπασε κυρίως μετά την  ομαδική εκτόπιση των Eλλήνων του Πόντου τον χειμώνα του 1916, αποτελούσε
τη μοναδική διέξοδο στον μονόδρομο του θανάτου που τους οδηγούσαν οι Nεότουρκοι.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο επίσκοπος Γερμανός
στην πύλη του μαρτυρίου του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’
.
 

 Ήταν πραγματικός Αντάρης

Με τον κ. Βασίλη Γούναρη, καθηγητή Ιστορίας Νεωτέρων Χρόνων του ΑΠΘ,
 μιλήσαμε για την ευρύτερη ιστορική συγκυρία όταν ο επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης εγκαταστάθηκε από την Καστοριά στην Αμισό, την αντιστοιχία της δράσης του στη Μακεδονία και τον Πόντο, για τα πρώτα δείγματα γραφής για την εθνοκάθαρση που ετοίμαζαν οι Νεότουρκοι, αλλά και την ευθύνη των Γερμανών στην εθνολογική κάθαρση στην περιοχή.

Ποια ήταν η κατάσταση στην οθωμανική αυτοκρατορία και τα Βαλκάνια την περίοδο που ο επίσκοπος Γερμανός εκλέχθηκε μητροπολίτης Αμάσειας;

Την άνοιξη του 1908 η κατάσταση στην οθωμανική αυτοκρατορία ήταν οριακή. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν αποφασισμένες να επέμβουν αποφασιστικά, για να αποσοβήσουν το ενδεχόμενο μιας μοιραίας τουρκοβουλγαρικής σύρραξης. Η Βρετανία έγερνε πλέον προς τη λύση της αυτόνομης Μακεδονίας.
 Οι Νεότουρκοι ήταν έξαλλοι με την ανοιχτή και πιεστική ευρωπαϊκή παρέμβαση στη χώρα τους. Η δική τους ανοιχτή παρέμβαση ήταν θέμα χρόνου.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατόπιν διεθνών πιέσεων, αναγκάστηκε κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα να αποσύρει τον επίσκοπο Γερμανό από τη μητρόπολη Καστοριάς ως ταραξία. Η εκλογή του ως μητροπολίτη Αμάσειας και η αποστολή του στον Πόντο, επί οθωμανικής αυτοκρατορίας ακόμη, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο προσπάθεια εξορίας και απομόνωσής του;

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1906 η εφημερία “Εμπρός” δημοσίευσε σε πρωτοσέλιδο πως ο Γερμανός είχε δολοφονηθεί και έπλεξε το εγκώμιο της εθνικής δράσης του. Ο ρόλος του ήταν πλέον γνωστός και τεκμηριωμένος. Ρώσοι και Βρετανοί πίεσαν τον Μεγάλο Βεζίρη Φερίτ πασά και αυτός με τη σειρά του τον Πατριάρχη. Αρχές του 1907 ο Καραβαγγέλης αποκλείστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Καστοριάς.
Του απαγορεύτηκαν οι περιοδείες.
Για να σωθούν τα προσχήματα, το πατριαρχείο τον διόρισε μέλος της Ιεράς Συνόδου και τον προσκάλεσε στην Πόλη.
Παρέδωσε στον πιστό του πρωτοσύγκελο Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Οι “Times” πανηγύρισαν, γιατί η απομάκρυνσή του είχε βοηθήσει στην ειρήνευση στην περιοχή.

Η κυβέρνηση των Νεοτούρκων που ανέλαβε λίγους μήνες μετά την εγκατάσταση του Καραβαγγέλη στον Πόντο πώς αντιμετώπισε τον νέο μητροπολίτη Αμάσειας;

Δεν νομίζω πως είχε προβλήματα μέχρι την έκρηξη του πολέμου το 1914... τουλάχιστον αν κρίνουμε από τη δράση του στην εκπαίδευση.

Πότε και πώς εμφανίστηκαν τα πρώτα μηνύματα για όσα ετοίμαζαν οι Νεότουρκοι για να πετύχουν εθνολογική κάθαρση και ομοιογένεια στην περιοχή;

Μια πρώτη σφαγή Αρμενίων έγινε στα Άδανα το 1909. Ο συστηματικός διωγμός των Αρμενίων δρομολογήθηκε την άνοιξη του 1915. Των Ελλήνων του Πόντου το 1916.

Είναι αποδεδειγμένη ιστορικά η γερμανική ανάμειξη στην υπόθεση αυτή;

Το βέβαιο είναι πως οι Γερμανοί γνώριζαν τι γινόταν. Κάποιοι το επιδοκίμαζαν. Κανείς δεν το σταμάτησε.

Υπήρξαν ευρύτερες διεθνείς συμμαχίες στην προσπάθεια ανακήρυξης της Δημοκρατίας του Πόντου; Ποια ήταν η ανάμειξη των ιεραρχών της περιοχής;

Τα γεγονότα αυτά δεν αφορούν τον Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος ήταν στην Πόλη από το 1917 έως το τέλος του πολέμου, οπότε επέστρεψε στον Πόντο γα μερικούς μήνες μόνο μέχρι τα μέσα του 1920. Αφορούν όμως τον Χρύσανθο, τον μητροπολίτη Τραπεζούντας.
Είναι μεγάλη ιστορία για να ειπωθεί τόσο περιληπτικά.

Υπάρχουν αντιστοιχίες όσον αφορά τη δράση του Καραβαγγέλη στον Πόντο και στην Καστοριά;

Το αντάρτικο που οργάνωσε και στις δύο περιπτώσεις είναι η πιο προφανής. Όμως κανείς μπορεί να δει ομοιότητες και στον τρόπο προσέγγισης των τουρκικών αρχών όσο και στη γενικότερη παρορμητική στάση του Γερμανού σε κάθε θέμα που ανέκυπτε.

Πραγματικός αντάρτης!





Απομνημονεύματα Καραβαγγέλη: Το επεισόδιο με τους εξαρχικούς στη Ζαγορίτσιανη (Χριστούγεννα 1901).

$
0
0
Γερμανός Καραβαγγέλης
Μητροπολίτης Καστοριάς
ΑΡΧΕΙΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ
ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ
"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ"
(ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ)
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 1959

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Εγεννήθηκα στο χωριό Στύψη τής Λέσβου στα 1866.

Και οι γονείς μου ήταν από τη Στύψη.

Ο  παππούς μου όμως, φαίνεται, του πατέρα μου ο πατέρας, βρέθηκε στην καταστροφή των Ψαρών, γιατί θυμούμαι πως κάπνιζε τσιμπούκι κι εγώ, μικρό παιδί, πήγαινα να του ανάψω το τσιμπούκι με καρβουνάκι, που τώπιανα με μια τσιμπίδα.


Εκείνος τότε μου έλεγε γελώντας
«Στάσου, εγώ μια φορά κάηκα στα Ψαρά». 

Κι έπαιρνε με το χέρι του το αναμμένο κάρβουνο και άναβε το τσιμπούκι του.
Μου έλεγε ένα σωρό ιστορίες.
Μα ήμουν πολύ μικρός και δεν τα θυμούμαι καλά.

Μου φαίνεται πως πολέμησε με τον Κανάρη και τον Μιαούλη.

Οι γονείς του Γ. Καραβαγγέλη,
Χρυσόστομος Καραβαγγέλης
και Μαρία Κουτσουβέλη
 με δύο από τις αδελφές του

1) Αδελφός Ευριπίδης Καραβαγγέλης 
2) Αδελφή Αφροδίτη Χσρισιάδου
3) Αδελφή Πηνελόπη Στυλιανοπούλου 
4) Αδελφή Δέσποινα Αψή
5) Αδελφή Κλεονiκη Ρόμπαπα 
6) Αδελφή Ευριδίκη χήρα ιατρού
Ο  πατέρας μου ήταν έμπορος.
Νέος ακόμη πήγε απέναντι, στο Αδραμύττι, και άνοιξε κατάστημα.
Όταν όμως έφθασε όμως ώρα γάμου, ήρθε πάλι στη Στύψη και παντρεύτηκε. Και πάλι ξαναγύρισε στο Αδραμύττι  Μα ερχόταν στις γιορτές. Όταν έγινα εγώ δυο χρόνων, ήρθε και μας πήρε όλους στο Αδραμύττι  Έκει γεννήθηκαν οι εξι αδελφές μου, ή μια πέθανε πολύ μικρή, και τελευταίος ο αδελφός μου Ευριπίδης, που κι αυτός πέθανε νέος.

Στο Αδραμύττι ελείωσα το ελληνικό σχολείο. Ένα χρόνο πριν τελειώσω, είχε έρθει στο Αδραμύττι και παρευρέθηκε στις εξετάσεις μας τις προφορικές ο φιλόμουσος μητροπολίτης Εφέσου Άγαθάγγελος.

Οταν τελείωσαν οι εξετάσεις μας, προσκάλεσε τον πατέρα μου και του ειπε
«Τό παιδί σου πρέπει να το στείλης να σπουδάση στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης»
(Ή Σχολή της Χάλκης είχε γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, δηλ. εν όλω φοίτησις 7 ή 8 ετών).

Και τον άλλο χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 1882, με πήρε ο πατέρας μου και με πήγε στη Σχολή. Κατατάχτηκα αμέσως στη β' γυμνασίου, δηλ. πήδηξα μια τάξι.
'Έμεινα λοιπόν έξι χρόνια κι άκουσα διάφορους επιφανείς καθηγητάς, μέσα στους όποιους ξεχώριζε ο Λέανδρος Άρβανιτάκης, καθηγητής της άρχ. ελληνικής φιλολογίας, καθώς και ο Γεώργιος Λιανόπουλος, καθηγητής τών Μαθηματικών, και ο αρχιμανδρίτης Γερμανός Γρηγοράς, διευθυντής της Σχολής, που ξεχωριστά μ'  αγαπούσε.

Οταν πέθανε ο Ζαννής Σκυλίτσης Στεφάνοβικ (παππούς της Κας Βενιζέλου), ο γυιός του Παύλος Στεφάνοβικ (θειος της Κας Βενιζέλου) ήρθε στη Θεολογική Σχολή τη Μεγάλη Εβδομάδα να πέραση λίγες μέρες και να ξεχάση τη θλίψι του, γιατί ήταν φίλος του αρχιμανδρίτη Γρηγορά.

 Εγώ ήμουν ακόμα νέο παιδί αμούστακο κι έψελνα στην εκκλησία τέταρτος ψάλτης.
Γερμανός Καραβαγγέλης
Φοιτητής στην Ι.Θ.Σ.Χάλκης
.

Φαίνεται λοιπόν πως του Παύλου του έκαμα εντύπωσι και με το παρουσιαστικό μου και με την ψαλτική μου, γιατί, άμα μετά την εκκλησία ανέβηκαν στο Διευθυντήριο, ρώτησε το Γρηγορά, ποιο είναι αυτό το παιδί.

 Ο  διευθυντής του είπε ό,τι ήξερε για μένα. Αυτό έγινε αφορμή να πάω αργότερα να σπουδάσω στην Ευρώπη.

Στά 1888 τελείωσα τις σπουδές μου στη Χάλκη.

Την ημέρα της επιδόσεως των διπλωμάτων ελειτούργησε στην εκκλησία της Θεολογικής Σχολής ο πατριάρχης Διονύσιος με τη Συνοδό του και με χειροτόνησε όμως διάκονο. 

Κι υστέρα από τη χειροτονία μου είπε ότι θα με προσελάμβανε στο Πατριαρχείο και να μη ζητήσω άλλου θέσι.

Οι θέσεις στο Πατριαρχείο ήταν περιζήτητες, γιατί αμέσως έμπαινες στον ανώτερο κλήρο. 

Ο  Γρηγοράς όμως που μ΄  αγαπούσε πολύ και που είχε κρατήσει υπό σημείωσι το ενδιαφέρον του Σκυλίτση για μένα, πήγε χωρίς να μου πή τίποτα στον Σκυλίτση, του ξαναθύμισε το επεισόδιο της εκκλησίας και του είπε ότι χρειάζεται διάδοχό του στη Σχολή, γιατί αυτός ήταν πια πολύ γέρος, και ότι τέτοιον προορίζει εμένα.

Του είπε λοιπόν ότι πρέπει να πάω να σπουδάσω στην Ευρώπη και του επρότεινε να με στείλη δι΄ εξόδων του. 
Ο  Σκυλίτσης δέχτηκε αμέσως κι ο Γρηγοράς γεμάτος χαρά ήρθε στη Σχολή και μου το ανεκοίνωσε. Έγώ όμως του άπήντησα ότι είχα δώσει πια τον λόγο μου στον Πατριάρχη να πάω στο Πατριαρχείο.

Τότε ο Γρηγοράς με ρώτησε τι προτιμώ, το Πατριαρχείο ή την Ευρώπη.
Του απήντησα το δεύτερο.

Τότε ο Γρηγοράς πήγε και τα κανόνισε με τον Πατριάρχη.
Έπειτα με πήρε και πήγαμε μαζί στον Σκυλίτση.

Τον ευχαρίστησα και όμως λίγο έφυγα για την Λειψία, όπου έμεινα δυόμιση χρόνια.

Έκει ενεγράφηκα στη Φιλοσοφική Σχολή κι άκουσα μεταξύ άλλων και τον περίφημο Γερμανό φιλόσοφο Wundt.

 Τον ’Ιανουάριο του 1891 ανακηρύχθηκα διδάκτωρ της φιλοσοφίας.

 Στο μεταξύ όμως άκουγα και θεολογικά μαθήματα από τον περίφημο Luthard, που δίδασκε δογματική θεολογία, απολογητική του Χριστιανισμού, ερμηνεία της Καινής Διαθήκης κ.τ.λ. το δεύτερο εξάμηνο πήγα στη Βόννη του Ρήνου, όπου άκουσα εκκλησιαστική ιστορία από καθηγητάς παλαιοκαθολικούς, προτεστάντας και καθολικούς, κι εκαμα μια συγκριτική μελέτη, τι ελεγαν δηλαδή για το ίδιο ζήτημα αυτοί οι καθηγηταί, και κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι οι περισσότερο μελετημένοι από όλους ήταν οι παλαιοκαθολικοί, μέσα στούς οποίους διακρινόταν κυρίως ο ιστορικός Langen.

Στο μεταξύ είχα ειδοποιήσει το Πατριαρχείο ότι επήρα το δίπλωμά μου και στο τέλος της δευτέρας εξαμηνίας (τής έκτης δηλ. των όλων στη Γερμανία σπουδών μου) έλαβα τηλεγράφημά του πατριάρχου Διονυσίου που με προσκαλούσε να επιστρέψω, 
διότι είχα διορισθή καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας και άλλων θεολογικών μαθημάτων στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. 

Το Σεπτέμβριο του 1891 ανέλαβα τα καθήκοντα μου στη Σχολή κι έδίδαξα εκεί ως τα 1896.

Κατόπιν συνοδικής αποφάσεως ο πατριάρχης Άνθιμος ο Ζ' ανέθεσε όμως μένα ως καθηγητή της εκκλησιαστικής ιστορίας τη σύνταξι της πατριαρχικής εγκυκλίου ως απάντησι στην εγκύκλιο του πάπα Λέοντος του ΙΓ', που καλούσε τις ανατολικές εκκλησίες σ’ενωσι.

Ή πατριαρχική αυτή εγκύκλιος μεταφράστηκε όμως όλες τις ευρωπαϊκές και σλαβικές γλώσσες και έσχολιάζετο ευνοϊκά για μήνες στα θεολογικά περιοδικά τών ορθοδόξων εκκλησιών, τών προτεσταντών και της άγγλικανικής εκκλησίας, ενώ αντιθέτως με πικρία στούς επιστημονικούς κύκλους του Βατικανού.

'Ύστερα απ’αυτό το θόρυβο που έγινε δημοσίευσα και επιστημονική πραγματεία, που αναιρούσε ιστορικώς όλες τις πλάνες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. 

Το 1895 εδημοσίευσα όμως ιδιαίτερο τόμο την ιστορία του Πάσχα και του Πασχαλίου από της εποχής του Χριστού μέχρι τών ημερών μας.
Εκτός από διάφορα άρθρα και εκκλησιαστικούς λόγους, που εδημοσιεύθηκαν ή έξεφωνήθησαν, εχω ακόμα και ανέκδοτες συγγραφές, εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας, εκκλησιαστική ρητορική και μερικές εκατονταετηρίδες της εκκλησιαστικής ιστορίας.

ΧΩΡΟΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΝ

Τό Φεβρουάριο του 1896 έψηφίσθηκα χωροεπίσκοπος Πέραν.
Το Πέραν ήταν γεμάτο από προπαγανδιστικά σχολεία και όλοι τους σχεδόν οι τρόφιμοι ήσαν Έλληνόπαιδα, που φοιτούσαν σ’ αυτά, για να μάθουν τη γαλλική γλώσσα.
Στα σχολεία αυτά εστρεβλώνετο το πνεύμα των μαθητών, η ελληνική γλώσσα και η ελληνική ιστορία ήσαν άγνωστες, και τα παιδιά καθώς βρίσκονταν όμως ξένο και εχθρικό περιβάλλον έξεφυλλίζοντο και μεταβάλλοντο όμως κοσμοπολίτες αδιάφορους προς τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στάς παραδόσεις των, αφού όλη τους ή μόρφωσις είχε σκοπό προπαγανδιστικό.

Άπεκαλύφθησαν μάλιστα και ένα σωρό προσηλυστικά σκάνδαλα, ιδίως κοριτσιών αρίστων οικογενειών.

Έπρεπε λοιπόν να γίνη μια συστηματική αντίδρασις εναντίον αυτού του ρεύματος. 

Ή πρώτη μου ενέργεια ήταν να διορίσω ως επίσκοπος του Πέραν διπλωματούχους εφημερίους και ιεροκήρυκας του Πέραν, τον Κ. Καλλίνικον, το Νέστορα Σεπολίδη, καθηγητή της Εμπορικής Σχολής, το Ζώτο, το Στέφανο Αθανασιάδη, καθηγητή του Ζαππείου και έπειτα Μέγαν  Ιεροκήρυκα των Πατριαρχείων, και άλλους. με τους ιεροκήρυκας αυτούς και με δικά μου τακτικά κηρύγματα εδημιουργήθηκε μια δυνατή αντίδρασις δχι μόνον στο Πέραν αλλά και όμως όλα τα κέντρα της Πόλης, όπου στις εκκλησίες εκήρυσσαν οι ιεροκήρυκες που ανέφερα.

 Αφού ετοιμάστηκε το έδαφος, οι μαθηταί της προπαγανδιστικής σχολής ΙΙαπάζ-Κιοπρού του pere Andre που είχαν αθορύβως και καταλλήλως κατηχηθή, μια Δευτέρα ως εκ συνθήματος εγκατέλειψαν τα μαθητικά θρανία και έσπευσαν στην εκεί κοντά Ελληνική εκκλησία, όπου τους περίμενα.

Εκατόν πενήντα μαθητάς όμως δυο στίχους παρατεταγμένους τους μετέφερα την ίδια στιγμή και τους κατέταξα στις αστικές σχολές και στο Ζωγράφειον.
Μέσα στην ίδια εβδομάδα έφυγαν και οι υπόλοιποι μαθηταί κι ετσι κλείστηκε μια για πάντα ή φωλιά αυτή και στη θέσι της εμπήκε ή ιδιωτική Σχολή του Μουμτζή. το παράδειγμα αυτό των μαθητών, που διασαλπίστηκε από τη δημοσιογραφία, εμιμήθηκαν και των άλλων προπαγανδιστικών σχολών οι μαθηταί όμως τρόπο που υπερπληρώθηκαν οι ελληνικές σχολές του Πέραν και τών άλλων ενοριών. Και για τα αγόρια το πράγμα ήταν εύκολο, γιατί υπήρχαν άρρεναγωγεια, όπου εδιδάσκέτο αρκετά ή γαλλική γλώσσα, όπως το Λύκειο Χατζηχρήστου και το Ζωγράφειον.

Για τα κορίτσια όμως δεν υπήρχε ελληνογαλλικό παρθεναγωγείο, και το Ζάππειο, προωρισμένο να μορφώνη δασκάλες, μόλις διέθετε 2-3 ώρες την εβδομάδα για τα γαλλικά. Τότε, βλέποντας ότι τα οικονομικά της κοινότητας δεν έπαρκούσαν, ίδρυσα εξ ιδίων μου το Έλληνογαλλικό Παρθεναγωγείο Πέραν,που μετωνομάσθηκε από το λαό «Παρθεναγωγείο του Καραβαγγέλη».

Ενοίκιασα ένα μεγάλο σπίτι, το εφωδίασα με έπιπλα, θρανία, πιάνο κλπ. και κατήρτισα ετσι το άντιπροπαγανδιστικό φυτώριο των κοριτσιών, όπου εδιδάσκοντο το πρωί τα ελληνικά και το απόγευμα αποκλειστικώς τα γαλλικά κατά το πρόγραμμα του λυκείου.

Έδώ εδίδασκαν οι καθηγηταί της Μεγάλης Σχολής του Γένους Αύθεντόπουλος. Μοστράτος, Φ. Δημητριάδης, Παχτικος, Καλλίνικος, οι αδελφές Σαντοριναίου και πολλές γαλλοδιδασκάλισσες, όμως τρόπο που ή Σχολή όμως λίγο διάστημα είχε 450 μαθήτριες, που άποσπάσθηκαν από τις προπαγανδιστικές σχολές και που ανήκαν όμως ολες τις κοινωνικές τάξεις. "Ήσαν δηλ. κορίτσια επιστημόνων, καθηγητών, εμπόρων, αλλά και βιοπαλαιστών, όπως ή φτωχή μαθήτρια Ελπίς Καλογεροπούλου, που ή φωνή της τράβηξε την προσοχή του σοφοί) μουσικοδιδασκάλου Παχτίκου, κι έτσι έβαλε τις πρώτες βάσεις στη μουσική έξέλιξι της διάσημης καλλιτέχνιδος του τραγουδιού, της γνωστής με τ’όνομα Σπεράντσα Καλό.

2. Μ’ αυτό τον τρόπο και με τα σχολεία και με το κήρυγμα εκλονίσθηκαν σοβαρά τα θεμέλια της προπαγάνδας.
Στο μεταξύ συνέβη και το εξής επεισόδιο.

Στην κλεισμένη πια Σχολή του pere Andre εξακολουθούσε νά μένη μαζύ με τους καλογέρους κι ένας αλήτης Ίλαρίων Δόντης, άλλοτείερεύς ορθόδοξος, που είχε προσχωρήσει από χρόνια στην Ουνία

Αυτός, καπηλευόμενος τη θέσι του για να χρηματίζεται, εκτελούσε γάμους όρθοδόξων εμποδισμένους, αντί γενναίας αμοιβής, δηλ. γάμους συγγενών μεταξύ τους ή και εγγάμων. το Πατριαρχείο, επειδή δέν μπορούσε με τις αρχές νά πιάση τον αποστάτη, είχε προβή από χρόνια στην καί)αίρεσί του.

Αυτός όμως ύποστηριζόμενος από τους ισχυρούς καλογήρους εξακολουθούσε να φέρη το ορθόδοξο σχήμα και να το εμπορεύεται.

Τότε συνεννοήθηκα με τον κ. Δ. Γιαννακόπουλο.

Τον παρεκάλεσα να πάη στο σπίτι του ψευτοϊλαρίωνος και να προσποιηθή ότι θέλει να παντρευθή μια νέα από το Μπαλατά και το Πατριαρχείο δέν του δίνει άδεια εξ αίτιας συγγενικού εμποδίου.

Πράγματι ο Γιαννακόπουλος επήγε και αφού του εδωσε μερικά χρυσά νομίσματα έμειναν σύμφωνοι. την ώρισμένη μέρα και ώρα πήγε πάλι ο Γιαννακόπουλος με κλειστό αμάξι στο σπίτι του και τον πήρε να πάνε μαζύ στην ενορία, όπου θα γινόταν ο γάμος.
Ή ενορία του Μπαλατά βρίσκεται πέρα από το Φανάρι, άπ  όπου αναγκαστικά θα περνούσε το αμάξι. Κι ο άμαξας, που ήταν κι αυτός συνεννοημένος, τη στιγμή που τ΄ αμάξι περνούσε μπρος από το Πατριαρχείο σταμάτησε ξαφνικά στη θύρα του Γρηγορίου του Ε΄,

Εκεί τους περίμενα εγώ με δυο κλητήρες, που επιασαν τον αποστάτη και τον έσυραν στην αυλή των Πατριαρχείων.
Ο  σοφός πατριάρχης Κωνσταντίνος στενοχωρέθηκε με το επεισόδιο.

Εγώ όμως μαζίμε τον τότε μεγάλο πρωτοσύγκελο και τελευταίως μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, τον ιερομάρτυρα, που ήταν κι εκείνος νέος σαν και μένα, φωνάξαμε κρυφά έναν κουρέα, κι άφού του ξούρισε τη λευκή γενειάδα και τα μαλλιά του, του φορέσαμε ένα  φέσι και τον αφήσαμε επειτα να φύγη ως κύριος Ίλάριος, όμοιος με μπακάλη του Φαναριού, υπό τους γιουχαϊσμούς των χαμινιών. 

Δυστυχώς ο Χρυσόστομος κι εγώ δέν κατωρθώσαμε να πείσωμε τον Πατριάρχη να τον άπελάση κρυφά στο Αγιον ’Ορος, κι ετσι ο κύριος Ίλάριος φόρεσε μια ψεύτικη γενειάδα και περούκα κι εξακολουθούσε τη δουλειά του.
Συνέπεια του έξευτελισμού που έκανα στον ουνίτη ιερέα και του κλεισίματος της προπαγανδιστικής σχολής ήταν να με καταγγείλουν στην αυλή του σουλτάνου Χαμίτ ότι επάτησα τη γαλλική σημαία, υπό την σκιά της οποίας ελειτουργούσε ή σχολή.
Έπενέβησαν όμως οι πρέσβεις Ελλάδος και Ρωσσίας και διώρθωσαν το ζήτημα.


ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Το 1900 πέθανε ο μητροπολίτης Καστορίας και χήρευσε ή έδρα της.

Ήταν εποχή που οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει να χτυπούν. το Κομιτάτο τους είχε εκδηλωθή αμέσως μετά το 97.

Αλλά το 1900 εκδηλώθηκε πια φανερά, και ιδίως στην επαρχία Καστορίας, που εθεωρείτο το τελευταίο όριο της βουλγαρικής προπαγάνδας ως τον 'Αλιάκμονα.

Σκότωσαν τον παπά Κωνσταντίνο από το Νερέτι της Φλώρινας (επαρχία Καστοριάς), το δάσκαλο Σίστέβου  Αθανάσιο και άλλους προκρίτους.

Αυτή λοιπόν τη θέσι μου πρότειναν.

 Έγώ όμως δεν ήθελα να δεχθώ, γιατί από το Σταυροδρόμι στά βουνά της Καστοριάς μου ’ρχόταν λίγο δύσκολο.

Ερχεται τότε ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, πρεσβευτής της Ελλάδος, στο κελλί μου και μου λέει
«Θα γίνης επίσκοπος Καστορίας».

«Μά είμαι ακόμα νέος» του απαντώ. 
«'Ακριβώς γι  αυτό θα γίνης» επιμένει εκείνος.

 «Τό Βουλγαρικό Κομιτάτο λυμαίνεται τον τόπο και πρέπει να πάη ίερεύς άξιος της αποστολής του. Κι έπειτα είναι θέλησις της Κυβερνήσεως». 

Τότε δέχτηκα κι έγινα Καστορίας.
 Ή ϊδρυσις όμως και διατήρησις του Παρθεναγωγείου με είχε βυθίσει όμως μεγάλα χρέη, διότι είχα συνάψει δάνεια από διαφόρους φίλους μου.
Κι επειδή τώρα εχρειάζοντο κι έξοδα του ταξιδιού, τα εξοικονόμησα από τοκογλύφους επί υποθήκη των πολυτίμων αμφίων μου.

Πριν φύγω ασφάλισα και τη ζωή μου αντί ποσού ίσου προς τα χρέη μου, που τα πλήρωσα, όταν εγινα Άμασείας.

Πολλοί από τους φίλους μου αρνήθηκαν μ΄ επιμονή να πάρουν τους τόκους, όπως ο Ίβάκης και ο Σπυρίδωνος.
 Αλλά οι τοκογλύφοι επήραν τα υποθηκευμένα, όπως ο Ν. Μέτσης, που πούλησε αντί πινακίου φακής ύστερα από ένα  χρόνο τον βαρύτιμο μανδύα και την αρχιερατική μου μίτρα.
 Άφού λοιπόν ετοιμάστηκα και παρέδωσα το παρθεναγωγείο μου, που ήταν πια αύταρκες, στη διευθύντρια Σαντοριναίου, υπό το όνομα «Έλικών», έφυγα για την Καστοριά.

Όταν εφθασα εκεί, βρήκα τον τόπο όμως άθλια κατάστασι.

 Ο  πόλεμος του 97 ήταν ακόμα πρόσφατος. οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υπεστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής καταστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου. οι βλέψεις του Βουλγαρικού Κομιτάτου έφθαναν ώς τον 'Αλιάκμονα και τα Καστανοχώρια, και γι  αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στά Κορέστια της Καστοριάς, για ν΄ αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά επρεπε 
να χαραχθούν τα σύνορα της ονειροπολουμένης Μεγάλης Βουλγαρίας. 


Στην αρχή συγκροτήθηκαν εκεί δυο συμμορίες, ή μια υπό τον Πετρώφ από το Σίστεβο για τα Κορέστια, ή άλλη υπό τον Μαρκώφ από το χωριό Πάτελι για την περιφέρεια Φλωρίνης. τα πρώτα αιματηρά κρούσματα παρουσιάστηκαν στην επαρχία Καστοριάς.

Το Βουλγαρικό Κομιτάτοεκτελώντας το ανθελληνικό του σχέδιο άρχισε να ρίχνη τον ένα υστέρα από τον άλλο τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να έμπνευση τον πανικό και ναυποτάξη τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία.

Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφη τη γη της Μακεδονίας. 

Η Τσέτα του Τσακαλάρωφ.
Τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούσαν στην Εξαρχία και μάλιστα καθώς με τον καιρό επληθύνοντο κι οι συμμορίες με την εμφάνηση νέων οπλαρχηγών,
όπως ήταν

ο Τσακαλάρωφ από το Σμαρδέσι, 
ο Κόλες από τη Μόκραινα, 
ο Κώτας από τη Ρούλια, 

ο Μήτρος Βλάχος από το Κονομπλάτι, 
ο Καρσάκωφ από το Κοστενέτσι, 

Η Τσέτα του Μήτρο Βλάχο και Καρσάκωφ
(Четите на Атанас Кършаков и Митре Влаха)
ο Κωνστάντωφ από τα Καστανοχώρια, 
ο Γκέλεφ από την Τύρσια, 
άλλος Κόλες από τη Ντομπρόλιτσα, 
Οι κομιτατζήδες του συνταγματάρχη  Γιαγκώφ
ο Νικόλας από το Κονομπλάτι, 
ο Άλέξης από το Έξι Σού (πού τουρκικά σημαίνει Ξυνό Νερό), 
ο Παντελής από τη Μπάνιτσα, 
ο Λάζος παπά-Τράϊκωφ από τη Ντύμπενη, 
ο Κούζος, βουλγαροδιδάσκαλος του Μπλάτη, 
ο Χρήστωφ από τη Σταρίτσανη, 


ο συνταγματάρχης Γιαγκώφ από τη Ζαγορίτσανη, 
ο Γκουράνωφ από τη Βουλγαρία, 
ο Λουκάς, που ήταν Βλάχος, από την Καστοριά, 

κι ένα σωρό άλλοι που ωπλίζοντο στη Σόφια και τους έστελναν στα Κορέστια.
Αρχείο:582px-Koreshta-karta.jpg

Ή κατάστασι γινόταν απελπιστική. 
Οι συμμορίες συγκαλούσαν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα σ΄ εκκλησίες 
και αφού τους ώρκιζαν στο Κομιτάτο, 
τους αποσπούσαν υπό την απειλή των όπλων 
αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνησι,
 όπου εδήλωναν ότι αποσκιρτούν στην  Εξαρχία. 

Όσοι από τους χωρικούς εκινδύνευαν ως ύποπτοι στους Βουλγάρους κατέφευγαν στην Καστοριά, οι δάσκαλοι εγκαταλείπανε τις θέσεις τους,


Βασ. Μαλιγγάνος, διδάσκαλος 
δολοφονηθείς από την ΕΜΕΟ
ιδίως μετά τον τραγικό θάνατο του δασκάλου Σετόμου Μαλιγγάνου, 
που έφερε τριάντα λογχισμούς, 
και οι ιερείς ύστερα από την δολοφονία 
τών ιερέων 
Νερετίου, 
Στρεμπένου, 
Προκοπάνας και 
Μποσδίβιστας, 
άλλοι κατέφυγαν στην Καστοριά, 
όπως οι ιερείς 
της Ζορμπάνιστας, 
του Άπόσκεπου, 
της Λαμπάνιτσας, 
της Ζαγορίτσανης, 
της Κολίστας, 
της Τεχτόλιτσας, 
και άλλοι έμεναν στά χωριά τους σιωπώντας και περιμένοντας την ήμερα της άπελευθερώσεώς των από την τυραννία του Βουλγαρικού Κομιτάτου.


 Αφού μελέτησα την κατάστασι, πήγα στο προξενείο του Μοναστηριού να συνεννοηθώ με τον Πεζά, τον πρόξενο.

Του εξέθεσα τα πράγματα,τού είπα ότι ή προπαγάνδα ή βουλγαρική κερδίζει έδαφος, ότι κάθε μέρα γίνονται φόνοι κι εκβιασμοί.
Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες έλεγαν στους δικούς μας 
«Δέ θα πάτε στη Μητρόπολι». 
Κι αν πήγαιναν, τους σκότωναν.

Ο  Πεζάς μου είπε ότι η κατάστασις αυτή είναι κι εδώ κι άλλου.

Εδώ οι πιέσεις είναι τόσο μεγάλες, γιατί θέλουν να δείξουν ότι ως τον Αλιάκμονα είναι Βουλγαρία

Μου είπε όμως ο ΙΙεζάς να κάνω μιάν εκθεσι προς την Κυβέρνησι. Κι έκαμα μια και την έστειλε ο ίδιος ο πρόξενος στο Υπουργείο.

 Σ΄ αυτή τους υπεδείκνυα ότι ήταν αδύνατο να κρατηθή ο αγών χωρίς ελληνικά σώματα.

Ή έκθεσις στάλθηκε, μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Σε λίγες εβδομάδες πήγα πάλι στο προξενείο και ο πρόξενος μου είπε ότι όχι μόνον δέν μάς στέλναν βοήθεια, αλλά και μας εμπόδιζαν. 

«Δέν μπορούμε να κάνωμε τίποτα» μου λέει.

 «Μά καλά» του απαντώ «κάθε μέρα χύνεται το αΐμα το ελληνικό. Κάθε μέρα οι ορθόδοξοι άποσκιρτουν. 
Αυτοί σκοτώνουν. 
Το Κομιτάτο τους δυναμώνει.
Θα μείνω λοιπόν με χέρια δεμένα; 
Τότε χάθηκε ή Μακεδονία». 
Κι αυτός ήταν σύμφωνος.

Γύρισα απελπισμένος στην Καστοριά και αποφάσισα να ενεργήσω όπως μπορούσα μόνος μου.
Με όλους τους παράγοντας των χωριών, κληρικούς και λαϊκούς, βρισκόμουν όμως μυστική αλληλογραφία και τους ενεθάρρυνα και τους υποσχόμουν ότι γρήγορα θα έχουν βοήθεια από την 'Ελλάδα.

Τώρα λοιπόν σκέφθηκα άλλο πράγμα.

Αφού δεν είχα πια να περιμένω βοήθεια από την Ελλάδα, έπρεπε να δοκιμάσω ν’ άποσπάσω κανένα βουλγαρόφωνο οπλαρχηγό και να τον πείσω και να τον μεταστρέψω και να τον κάνω  Έλληνα οπλαρχηγό. 

Καπετάν Κώτας
Κι έτσι αποφάσισα να συναντήσω τον Κώτα από τη Ρούλια. 

Αυτός ήταν και παλληκάρι και δεινός σκοπευτής και ως οπλαρχηγός στους Βουλγάρους είχε σκοτώσει τον Κασίμ Άγά.

Ήταν επομένως έκτος νόμου, καταδικασμένος όμως θάνατο.
Το χωριό του όμως Ρούλια προ ολίγων ακόμη χρόνων ήταν ελληνικό κι αυτός ο ίδιος πριν μπή στο Κομιτάτο ήταν ορθόδοξος, ώστε θα μου ήταν πιο εύκολο να τον προσηλυτίσω από οποιονδήποτε άλλο.

Έπειτα στο Κομιτάτο ακόμα έδειχνε σημεία συμπαθείας για τους δικούς μας και προ πάντων για κείνους που σκοτώναν. 

«Θα τον εύρω λοιπόν» είπα «καί ο,τι θέλει ας γίνη».

"Υστερα από πολλές ενέργειες κατώρθωσα να συνεννοηθούμε και μείναμε σύμφωνοι με γράμμα ν΄ ανταμώσουμε σ΄ ένα χωριό απέναντι στη Γουλιά, το Τύρνοβο.
Έπήγα εκεί μεσάνυχτα.

 Καθήσαμε μαζί όλ η τη νύχτα και μιλούσαμε.
Του έλεγα.
«Εσείς είσαστε Ελληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και πέρασαν οι Σλάβοι και σάς έξεσλάβωσαν.
 Ή μορφή σας είναι ελληνική και ή γη που πατούμε είναι ελληνική. 
Το μαρτυρούνε τα αγάλματα που είναι κρυμμένα μέσα της. 
Και αυτά είναι ελληνικά, και τα νομίσματα που βρίσκομε είναι ελληνικά, κι οι επιγραφές είναι ελληνικές.
Έπειτα ή Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία.

Ένώ ή Βουλγαρία δέ στάθηκε ικανή ώστε ή ίδια να έλευθερωθή, παρά την ελευθέρωσε ή Ρωσσία. 

Και σύ περιμένεις τώρα να ελευθερώση και τη Μακεδονία; 

Και φαντάζεσαι πως είναι ποτέ δυνατον ή ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακυρώση τη Μακεδονία στη Βουλγαρία και προπάντων τη Φλώρινα και την Καστοριά, που απέχουν μόλις δυο μέρες από τα ελληνικά σύνορα, ενώ από τα βουλγαρικά απέχουν επτά;»

Έπειτα του μίλησα και για τους φόνους, και του είπα ότι, αν αληθινά το Βουλγαρικό Κομιτάτο εργαζόταν για την ελευθερία, για ένα  τόσο ιερό σκοπό, δέ θα μπορούσε να κάνη τέτοια κακουργήματα, να παίρνη διά της βίας χρήματα από τους φτωχούς χωρικούς και να σκοτώνη αθώους.

«Από σήμερα» του είπα «Θα είσαι μαζί μας, θα είσαι ο πρώτος. θα σου στείλω κάτω να γνωρίσης τους Ελληνες βασιλείς και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν».

Το παραδέχθηκε και μείναμε σύμφωνοι, αυτός ν΄ αναλάβη την υπεράσπισι των χωριών της περιφερείας του κι έγώ την ύποχρέωσι να συντηρώ το σώμα του. 

Μου έδωσε και ένα  γράμμα ότι στο εξής θα υπηρετήση το Ελληνικό Κομιτάτο.

Σε δυο τρεις μέρες μου έστειλε και τα παιδιά του, δυο αγοράκια, το ένα  επτά και τοό άλλο δώδεκα χρονών, που ήσαν τρόφιμοι του βουλγαρικού γυμνασίου Καστοριάς. Τα κράτησα μια εβδομάδα στη Μητρόπολι κι έπειτα τάστειλα στον Παύλο Μελά με το ιστορικό τους. 

Εδώ τα έβαλαν στο Λύκειο του Δέλιου κι έπειτα στη Σχολή των Εύελπίδων και σήμερα είναι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού.

Στον Κώτα έστειλα αμέσως ένα  μηνιάτικο, δέκα λίρες γι΄ αυτόν και δύο για κάθε ένα  από τα παιδιά του, τα παλληκάρια του δηλαδή.

'Αργότερα τον έστειλα και τον ίδιο τον Κώτα στο Μελά στάς Αθήνας.
Από την Καστοριά ως τα ελληνικά σύνορα είχα αγγελιοφόρους χωρικούς κι ένας άπ΄ αυτούς τον συνώδευσε ως εδώ με δυο-τρία από τα παλληκάρια του, επειδή ήξερε και την Ελλάδα.
Σέ κάθε χωριό είχαμε ένα  αγγελιοφόρο, που έπρεπε να μας ειδοποιή για το κάθε τι. Εμείς ειδοποιούσαμε τον αγγελιοφόρο ότι θα έρθη την τάδε ώρα ένα  σώμα και θα το φιλοξενήσης.
Τα ΐδια την άλλη νύχτα σ’ άλλο χωριό. Περπατούσαν νύχτα όμως νύχτα και την ημέρα κοιμόντουσαν.

Έδώ στην Αθήνα τον Κώτα τον περιποιήθηκε ο Μελάς κι έπειτα επέστρεψε πάλι στην Μακεδονία. Οταν γύρισε, άρχισε ν΄ αντενεργή στο Βουλγαρικό Κομιτάτο  μα όχι φανερά, ώς μέλος ακόμα του Κομιτάτου.
Οι Βούλγαροι βέβαια το είχαν μάθει ότι πήγε στην  Αθήνα μα τον φοβόνταν πολύ.

 Κι ετσι εξακολούθησε να μένη στά Κορέστια, στην περιφέρεια του, που ήταν όλο βουλγαρόφωνα χωριά.


Στις αρχές του 1901 έκανα μια μεγάλη περιοδεία σ΄ όλα τα σλαβόφωνα χωριά των Κορεστίων.

 Κι ετσι ή Ρούλια και το Τύρνοβο, ή Τύρσια και η Δρανόβενη, το Γαμπρέσι και ή Τσαρνόβιστα ξαναγύρισαν στην ορθοδοξία.
Τ΄ άλλα χωριά, Κοστενέτσι, Σμαρδέσι, Πρέσνιτσα, Μπροδίβιτσα κτλ. ήταν μικτά.

 Σ’ όλα όμως ελειτούργησα με το ελληνικό κόμμα, που άρχισε να αναθαρρή.

Στο Κονομπλάτι, το χωριό του Μήτρου Βλάχου, οι Βούλγαροι δε θέλησαν να μας παραδώσουν τα κλειδιά της εκκλησίας. 

Τότε εγώ μαζί με τον καβάση μου Έμίν έχοντας κρεμασμένα στους ώμους μας τα όπλα μας, εγώ ένα  μάλιγχερ και κείνος ένα  γκρα, σπάσαμε με μπαλτάδες την πόρτακαι μπήκαμε και λειτούργησα χωρίς κανείς να τολμήση να μ'  εμποδίση. 

Ένώ εξακολουθούσα την περιοδεία μου στά Κορέστια, μια μέρα πριν πάω στο Μπαψόρι με ειδοποίησαν ότι μια βουλγαρική συμμορία, του Τσακαλάρωφ, από εξήντα άτομα είχε πιάσει τα ψηλώματα γύρω στ'  αμπέλια, ανάμεσα από τη Δρανόβενη και το Μπαψόρι, και παραμόνευε.

 Επειδή ακόμα δεν είχα συνοδεία δικών μας, και δεν ήθελα να διακόψω την περιοδεία μου στα Κορέστια, ειδοποίησα τον τουρκικό στρατό, που ήταν στο Κονομπλάτι, και μου εστειλε εκατό άνδρες.

’Έτσι έφτασα ανενόχλητος στο Μπαψόρι, γιατί ο Τσακαλάρωφ, μόλις είδε το στρατό, τραβήχτηκε με το σώμα του και κρύφτηκε στο δάσος. 

Μπήκα λοιπόν στο Μπαψόρι και λειτούργησα μαζί με τους δυο Ελληνες ιερείς, τον παπά-Κώστα και τον παπά-Δημήτρη.

Οταν όμως έφυγα, οι κομιτατζήδες για να τρομοκρατήσουν τους δικούς μας σκότωσαν τρεις άντρες και μια γυναίκα, εκείνους που με φιλοξένησαν στο σπίτι τους.

Τα Χριστούγεννα του 1901 πήγα στη Ζαγορίτσανη. 

Εκεί είχαμε δυο παπάδες δικούς μας, ένα δάσκαλο και μερικούς άλλους, μα όλοι ήταν τρομοκρατημένοι.

 Φιλοξενήθηκα στο σπίτι του παπά Γιώργη και τα μεσάνυχτα θα κάναμε τη λειτουργία.

Γράφω στους Βουλγάρους να μου στείλουν τα κλειδιά της εκκλησίας.

Μου γράφουν
 «Πρώτα θα λειτουργήσωμε εμείς και ύστερα σεις».

τους απαντώ «Πρώτα εγώ και ύστερα σεις». 

Ήταν εκεί και ο Τσακαλάρωφ με το σώμα του και ο Μήτρος Βλάχος.

Εξήντα άντρες και χώρια οι χωρικοί.
 «Θα σπάσω» τους λέω «τήν πόρτα να μπώ μέσα». 

Ακόμα τότε δέν είχαν αποφασίσει να με σκοτώσουν.
 Ήταν ο πρώτος χρόνος που είχα πάει.

Μου στέλνουν λοιπόν επιτροπή από το χωριό να με πείση ότι είναι καλύτερα να λειτουργήσουν αυτοί πρώτα.

«Οχι» τους απαντώ «ή εκκλησία εγινε με Ελληνικό φιρμάνι από το Ελληνικό Πατριαρχείο και εγώ είμαι άρχιερεύς. Λοιπόν πρώτος θα λειτουργήσω». 

Τότε σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς να μου δώσουν τα κλειδιά.
 «Έμίν» φωνάζω στον καβάση μου «πήγαινε στον καϊμακάμη, να πής να μάς στείλη στρατό».

Αυτοί τάκουσαν και μου στειλαν τα κλειδιά.

Έτσι τα μεσάνυχτα πήγα συνοδευόμενος από δυο δικούς μας ανθρώπους με το ρεβόλβερ στο χέρι, και ο Εμίν με το γκρά.
Το όπλο του Καραβαγγέλη.
Κάθε φορά που είχαμε να στρίψωμε στο δρόμο, στη στροφή ο Έμίν γύριζε το γκρά κατά πάνω έτοιμος, σημαδεύοντας.

Στην εκκλησία έβαλα το ρεβόλβερ μου στην πέτσινη θήκη του και ξέχασα μάλιστα, θυμούμαι, τον πετεινό σηκωμένο.

 Μά ευτυχώς δεν συνέβη δυστύχημα.

 Πίσω από το θρόνο ήταν ένας δικός μας που στάθηκε όλη την ώρα με το πιστόλι στο χέρι. 

Έτσι λειτούργησα και φθάσαμε στά Αγια.

Τότε όμως ήρθαν οι Βούλγαροι κι άρχιζαν να φωνάζουν 
«Γρήγορα, οι Γραικομάνοι να τελειώσουν». 

Εγώ όμως λειτούργησα, έδωσα αντίδωρο κι έτσι φύγαμε.

Άμα φτάσαμε στο σπίτι ο παπά-Γιώργης έκανε το σταυρό του.

 «Ολοι οι κακούργοι ήταν εδώ» είπε. 

Ή πρώτη λειτουργία στη Ζαγορίτσανη αλήθεια άγρια. 

Μά ετσι επιβλήθηκα.

Οι Σκοπιανοί και το Παράλογο… Λίγο Έλληνες και λίγο Βούλγαροι.

$
0
0

Τα Σκόπια είναι εκτός Αρχαίας Μακεδονίας.



Τα Σκόπια στην πορεία των αιώνων ουδέποτε ανήκαν στην Μακεδονία .


 Γιατί όμως πάσει θυσία θέλουν το κράτος τους  να έχει ελληνικό όνομα;  

 Το τελευταίο καιρό έχει γεμίσει ελληνικά αγάλματα η πλατείες των Σκοπίων.

Ο Tsar Alexander-Μέγας Αλέξανδρος δίπλα στον Tsar Boris..


Τα Σκόπια ζητούν την απογαλάκτηση τους από την ιστορική Μητέρα τους;

Είναι φανερό ότι ζητούν την σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα.

 Στο τέλος της Ανάρτησης υπάρχει βίντεο του καναλιού ARD της γερμανικής τηλεόρασης στο οποίο περιγράφεται  πολύ καλά το παράλογο των Σκοπίων:  Skulpturen-Wahn in Skopje.

….λίγο Έλληνες 

Μακεδονία η χώρα των Υαουνά Τακαμπαρά.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες αναμφισβήτητες πηγές για την ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονίας.

Δύο λέξεις όμως αρκούν: Yauna Takabara

Σήμερα αν κατέβει κανείς στο κέντρο της Αθήνας  δεν θα δυσκολευτεί να ξεχωρίσει τις διάφορες ράτσες, ανάλογα με το ντύσιμο την συμπεριφορά αλλά προπάντων την γλώσσα τους.
Αλλιώς μιλούν οι Ινδοί, αλλιώς οι Κινέζοι, αλλιώς οι Ιάπωνες, αλλιώς οι Γερμανοί κοκ.

ΑΝ όμως κάποιος δεν έχει εξιδικευμένες γλωσσικές γνώσεις δεν θα ξεχωρίσει έναν Βαυαρό από έναν Βερολινέζο, που σαφώς έχουν διαφορετικές διαλέκτους.

Είναι όμως Γερμανοί.

Το ίδιο ίσχυε και στο παρελθόν. Οι Πέρσες στους παλαιούς καιρούς  είχαν οικονομικές και άλλου είδους ειρηνικές και μη, συναλλαγές με όλους τους αρχαίους λαούς.

Οι Μακεδόνες για να μην μακρηγορώ ήταν οι Yauna.
Δηλαδή οι Έλληνες (Ίωνες-Υαουνά, σημ. Υουνάν) με κάλυμμα κεφαλής όμοια με ασπίδα.

Αυτή είναι η απόλυτη ταυτοποίηση.
Έλληνες λοιπόν οι Μακεδόνες.
Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος ήταν Yauna.

Η χώρα των Yauna ήταν χωρισμένη σε διοικητικά διαμερίσματα (Ηδωνίδα, Σιντική, Βισαλτία κλπ).

Η απεικόνιση των αρχαίων αυτών διαμερισμάτων στο google στην πάνω εικόνα .
Είναι οφθαλμοφανές ότι τα Σκόπια είναι εκτός της αρχαίας Μακεδονίας.

Τα όρια της σημερινής Μακεδονίας συμπίπτουν κατα 100% της αρχαίας.

Οι περιοχές της αρχαίας Άνω Μακεδονίας:
Λυγκιστίδας (Μοναστήρι , Αχρίδα. κλπ)
Μακεδονικής Παιονίας και Πελαγονίας (Γευγελή, Στρώμνιστα, Μελίνικο κλπ)  ανήκαν στη επικράτεια των Μακεδόνων βασιλέων.

ΜΥΘΟΛΟΓΊΑ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΤΕΧΝΗ, ΠΑΙΔΕΙΑ- ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΓΛΩΣΣΑ  της Αρχαίας Μακεδονίας είναι ελληνικά.


Μακεδονία στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή.
Τα Σκόπια είναι εκτός Ρωμαϊκής Μακεδονίας.

Εδώ «χάνεται» η  έννοια του κράτους και η λέξη Μακεδονία γίνεται γεωγραφικός προσδιορισμός.

Τα Σκόπια είναι εκτός Βυζαντινής Μακεδονίας.
Ο όρος "Μακεδονία" γεωγραφικώς χρησιμοποιείτε από διάφορους με διαφορετικά όρια.
Αδιάψευστος μάρτυρας είναι οι χάρτες από τον μεσαίωνα και εντεύθεν.

                      Η Μακεδονία στη Τουρκοκρατία.

Από την πτώση της Κωνσταντινούπολης και με την εγκαθίδρυση των Μιλιέτ όλες οι ορθόδοξες εκκλησίες υπάγονται στο Έλληνα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Υπεύθυνο για την παιδεία και εκπαίδευση των υποδούλων  το Πατριαρχείο.

Είναι αναμφισβήτητο ότι όλοι οι πατριάρχες προώθησαν την ελληνική γλώσσα και παιδεία σε όλη την επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έχουμε την διαίρεση σε βιλαέτια.

Βιλαέτι Θεσσαλονίκης
 Η κατανομή των Ελλήνων και Βουλγάρων κατά βιλαέτι σύμφωνα με την ίδια στατιστική ήταν:

Βιλαέτι Θεσσαλονίκης: 
Ελληνες 373.217 , Βούλγαροι 177.317

Βιλαέτι Μοναστηρίου: 
Έλληνες 261.283 , Βούλγαροι 178.412

Βιλαέτι Κοσσυφοπεδίου:
Έλληνες 13.468 , Βούλγαροι 172.055

Τα Βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου "πάνω" στα όρια της
Αρχαίας Μακεδονίας.




Η ιστορική Μακεδονία είναι τα Βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου.


Όλες οι αναφορές για την περίοδο της τουρκοκρατίας σε Μακεδονία αναφέρονται στο Βιλαέτι Θεσσαλονίκης.

Τα Σκόπια μένουν πάλι εκτός Μακεδονίας και υπάγοται σαν σαντζάκι στο Βιλαέτι Κόσοβο. 


Όλα τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία πριν αλλά και μετά την εθνεγερσία του 1821 είχαν σκοπό την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την ένωση με την Ελλάδα.

 Οι Μακεδόνες όχι μόνο συμμετείχαν μαζικά στην επανάσταση του 1821 αλλά και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία και στην ανάπτυξη του νέου ελληνικού κράτους.

Αντίθετα στη βουλγαρική επανάσταση δεν συμμετείχαν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων μακεδόνες στην βουλγαρική αφύπνιση και στην δημιουργία του νέου βουλγαρικού κράτους.

…….λίγο Βούλγαροι


Μόλις το 1749 από την μονή Χιλανδαρίου ο Παίσιος ξυπνά τους Βουλγάρους και τους ενθαρρύνει «να  μη ντρέπονται που είναι Βούλγαροι».

Μέχρι την καθιέρωση της Εξαρχίας και την επέκτασή της στη Μακεδονία το 1870 δεν υπήρχε εκτός της ελληνικής και τουρκικής άλλη εκπαίδευση.

Από το 1870 και εντεύθεν ιδρύονται ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ σχολεία στη Μακεδονία και μακεδόνες γίνονται για πρώτη φορά κοινωνοί μιας ξένης παιδείας η οποία διδάσκετε σε σλαβική γλώσσα την οποία κάποιοι μακεδόνες μιλούν.

Από την θρησκευτική αυτή υπαγωγή στις νεοσύστατες ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ μητροπόλεις ξεκινά και η Οδύσσεια του μακεδονικού ελληνισμού.

Υπαγωγή στην εξαρχία σημαίνει αυτόματα και εθνική υπαγωγή στη βουλγαρική ηγεμονία.

Μέχρι το 1870 στην Μακεδονία όλοι οι χριστιανοί Μακεδόνες ήταν πατριαρχικοί.

Οι εξαρχικοί εγκαταλείπουν την ιστορική συνέχεια της μακεδονικής ελληνορθόδοξου παραδόσεως δηλαδή την βυζαντινή παρακαταθήκη και προσχωρούν στην βουλγαρική εκκλησία.

Ο διαχωρισμός ήτανκαθαρά θρησκευτικόςκαι όχι γλωσσικός όπως σχεδίαζαν οι πανσλαβιστές.

Στα τέλη του 19ου αιώνα την οριοθέτηση των νέων κρατών στις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου.

Το χαρτί βέβαια είναι υπομονετικό και ανέχεται όλους τους σχεδιασμούς.
Χάρτης Βουλγαρικής Εξαρχίας

Τα κριτήρια για την χάραξη νέων συνόρων από τις  μεγάλες Δυνάμεις ήταν "εθνολογικά-θρησκευτικά".

Συνθήκη Αγίου Στεφάνου

Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έληξε στις 3 Μάρτιο του 1878 ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος 1877-1878.
Αποτέλεσμα του πολέμου, ήταν η ανεξαρτησία της Βουλγαρίας.
Η μεγάλη Βουλγαρία κατά τον πρίγκιπα Tscherkaski. 
Έχει μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι η 3η Μαρτίου είναι εθνική εορτή στην Βουλγαρία,  πράγμα που δείχνει την αλυτρωτική θέση της Βουλγαρίας απέναντι στα όμορα κράτη.
Χάρτης Μεγάλης Βουλγαρίας με το όρια των
Συνθηκών Αγίου Στεφάνου και Βερολίνου

Από την σκοπιά των Βουλγάρων βλέποντας τον χάρτη της μεγάλης Βουλγαρίας αποτελείται από τρία κομμάτια.

Την Βουλγαρία του 1878 
την Ανατολική Ρωμυλία 
και το υπόλοιπο το οποίο
 βαπτίζεται ΜΑΚΕΔΟΝΊΑ(και Ανδριανούπολη).



Συνθήκη Βερολίνου.

Οι μεγάλες δυνάμεις βλέποντας ότι περιορίζεται η επιρροή τους στα βαλκάνια σε σχέση με την Ρωσία αποφασίζουν στις 13 Ιουλίου 1878 νέα όρια για τα νέα κράτη.

Η Μακεδονία παραμένει οθωμανική αλλά η Ανατολική Ρωμυλία αποκτά καθεστώς αυτονομίας, στην οποία οι Έλληνες οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι είναι ισότιμοι.

Η Βουλγαρία αντιδρά στους όρους της Συνθήκης του Βερολίνου δημιουργώντας δύο επαναστατικά κινήματα.

 Ένα στην Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη) με έδρα την Φιλιπούπολη το 1885 ,
 την Bulgarian Secret Central Revolutionary Committee (BSCRC),
Български таен централен революционен комитет,
Βουλγαρική Μυστική Επαναστατική Οργάνωση.

 και ένα στην Μακεδονία και Υπόλοιπο Θράκης με έδρα την Θεσσαλονίκη το 1893,
την Bulgarian Macedonian-Adrianople Revolutionary Committees (BMARC),
Български Македоно-Одрински революционни комитети,
Βουλγάρικη Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας-Αδριανούπολης.
Σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες».

Και στις δύο βουλγαρικές επαναστατικές οργανώσεις ακολουθείτε η ίδια μέθοδος της Σόφιας μέσω αυτονόμησης η προσάρτηση.

Η "Αυτονομία" της Ανατολικής Ρωμυλίας κράτησε επτά χρόνια (1878-1885).

Μέσα στα 7 αυτά χρόνια η οργάνωση 'κατάφερε' με αιματηρούς αγώνες που κόστησαν την ζωή σε  χιλιάδες Έλληνες την εκδίωξη και τον ξεριζωμό του ελληνισμού της ελληνικότατης αυτής περιοχής των Βαλκανίων.


Η Βουλγάρικη Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας-Αδριανούποληςανέλαβε, με το ίδιο σχέδιο της BSCRC,  την αυτονόμηση  και κατόπιν προσάρτηση της Μακεδονίας-Υπολοίπου Θράκης στη Βουλγαρία και  να ολοκληρώσει έτσι το πάζλ στο χάρτη της Συνθήκη του Βερολίνου.

Ενώ όμως  ξεκίνησε σανΒουλγαρική Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας-Ανδριανούπολης το 1919 ως γνωστή πια VMRO επικεντρώνει την αξίωση μόνο στη δική της  "Μακεδονία".

Η οργάνωση είχε δύο τάσεις.

Την φιλομοναρχική (βερχοβιστές) και την αντιμοναρχική (σεντραλιστές), η οποία ήταν σε σχέση με τους φιλομοναρχικούς αμελητέα ποσότης.
Η συντριπτική πλειοψηφία και ειδικά η βάση της οργάνωσης ήταν φιλομοναρχικοί.

Η διαφορά ήταν διαφορά μεταξύ αδελφών κάτι παρόμοιο με τους δικούς μας φιλομοναρχικούς και δημοκρατικούς (Βενιζελικούς...)
΄
Η εξέλιξη και η μετονομασίες της  BMARC :

Έτος 1902: SMARO– Μυστική Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας-Αδριανούπολης, Secret Macedonian-Adrianople Revolutionary Organization (SMARO),
πεδίο δράσης Μακεδονία και Θράκη

Έτος 1905 : IMARO - Εσωτερική Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας-Αδριανούπολης , Internal Macedonian-Adrianople Revolutionary Organization (IMARO) ,
 πεδίο δράσης Μακεδονία και Θράκη

Έτος 1919 :VMRO-IMRO - Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Internal Macedonian Revolutionary Organization (IMRO) (Bulgarian: Вътрешна македонска революционна организация (ВМРО) Vatreshna makedonska revoliutsionna organizatsia (VMRO),
Πεδίο δράσης η Μακεδονία από το 1919 έως το 1941.

Λεπτομέρεια: ο Deltsev δεν ήταν μέλος της VMRO-ΒΜΡΟ αλλά της ΒΜΑΡC!!.

Η αντίσταση ενάντια στη VMRO  έστω και καθυστερημένα του μακεδονικού ελληνισμού ανέτρεψε τα μεγαλεπίβολα σχέδια της Μεγάλης Βουλγαρίας.

Διαπιστώνουμε αναζητώντας στο διαδίκτυο για τη ζωή και την δράση των βούλγαρων κομιτατζήδων ότι όλοι  οι Βούλγαροι βοεβόδες αλλά και στελέχη της VMRO είναι κοινά και στα Σκόπια και στη Σόφια.



Γκότσε Ντέλτσεφ :

 bulg. Георги Николов Делчев български революционер и национален герой, βούλγαρος επαναστάτης

skop. Георги Николов Делчев македонски револуционер и национален херој, μακεδόνας επαναστάτης





Γιάννε Σαντάνσκυ:

     bulg. Яне Сандански е български революционер, βούλγαρος επαναστάτης

     skop.Јане Сандански, бил истакнат македонски револуционер, μακεδόνας επαναστάτης









Άλλος μακεδόνας βούλγαρος βοεβόδας ο Μπορίς Σαράφωφ:

bulg. Борис Сарафов е български военен и революционер
skop.Борис Сарафов бил македонски револуционер.





Vardarska Banovina.


Τα Σκόπια κομμάτι του Βιλαετίου Κοσόβου

Με την πτώση και τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
το σαντζάκι Σκοπίων,
ένα κομμάτι του βιλετίου Μοναστηριού
και ένα κομμάτι της ελληνικής Μακεδονίας 
προσαρτούνται στην μοναρχία Σερβίας και ονομάζονται Vardarska Banovina.

Ένα κομμάτι δηλαδή της ελληνικής Μακεδονίας
 με κέντρα όπως
 η Αχρίδα το Μοναστήρι η Γευγελή η Στρώμνιτσαελληνικότατα
Σκόπια Βαρντάρσκα Μπανοβίνα
κέντρα με μακραίωνη ελληνική παράδοση και ο ελληνικός πληθυσμός γίνονται σερβικά.

Το δε πολυθρήνητο Μελένικο βουλγαρικό.

Για πρώτη φορά λοιπόν εμφανίζονται τα Σκόπια με τα σημερινά σύνορά τους το 1929 ως κρατίδιο υπό την ηγεμονία του του Σερβικού κράτους με τον όνομα Vardarska Banovina.



Ο Διαχωρισμός σε Μακεδονία του Vardar-Pirin-Aegean είναι ανιστόρητος ισχυρισμός. 
Είναι η ανέφικτη παράσταση επιθυμίας της Βουλγαρίας.



Η "Μακεδονία" όπως την παρουσιάζουν και  οι Σκοπιανοί  στους αλυτρωτικούς τους χάρτες  δεν διαμελίστηκε ποτέ, γιατί δεν υπήρχε.

Αυτό που υπήρχε όμως και δυστυχώς υπάρχει ακόμα και σήμερα είναι η διεκδίκηση της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. 

Είναι η γωνία που τους λείπει.






Αντί λένε
"δεν είμαστε ούτε έλληνεςούτε βούλγαροι"
μήπως 
«είμαστε λίγο έλληνες και λίγο βούλγαροι»
ή 
« Μη ντρέπεστε που είστε σλάβοι»




Ο Μέγας Αλέξανδρος στην ελληνική παράδοση: Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου.

$
0
0
Μέγας Αλέξανδρος
 στην ελληνική παράδοση, Θεόφιλος
Alexander der Grosse
in der griechischen Tradition
Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου

Εκτός από τα ιπποτικά-ερωτικά μυθιστορήματα έχουμε την εποχή αυτή και διάφορες διηγήσεις.

Μια από αυτές είναι και η Διήγησις Αλεξάνδρου του Μακεδόνοςέμμετρη διασκευή του1388, σε αρχαία γλώσσα, του ελληνιστικού μυθιστορήματος τουΨευδο-Καλλισθένη.

 Της έμμετρης αυτής διασκευής έχουμε μια παραλλαγή στη δημοτική (1529)και μια πεζή διασκευή την ίδια περίπου εποχή.

Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου είναι η τελευταία πεζή διασκευή, δημοτικότερη στο ύφος και τη γλώσσα, που κυκλοφορούσε σε φτηνές λαϊκές εκδόσεις από το 1680 περίπου ως τις μέρες μας και έγινε εξαιρετικά αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα.

Περιέχει τις πιο περίεργες και θαυμαστές διηγήσεις γύρω από τη μορφή του Μακεδόνα βασιλιά που τα κατορθώματά του πέρασαν στη σφαίρα της λαϊκής μυθολογίας.

«Ο Αλέξανδρος του μύθου αυτού», γράφει ο Α. Α. Πάλλης, «δε μοιάζει πια παρά πολύ αμυδρά με τον Αλέξανδρο της ιστορίας. Τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του πνίγονται μέσα σε πυκνό και φοβερό ρουμάνι φανταστικών άθλων και περιπετειών.

 Ο στρατηλάτης Αλέξανδρος μεταβάλλεται σ' ένα μυθολογικό ήρωα που συνενώνει τα χαρακτηριστικά πολλών μυθικών προσώπων παλαιότερων και νεοτέρων εποχών».

Περί των τόπων του σκότους
Ο Μέγας Αλέξανδρος ως Βυζαντινός Αυτοκράτωρ

Μισεύοντας δε από το νησί των Μακάρων επερπατούσαν ημέρες δέκα.

 Και ηύραν έναν κάμπον πλατύν και μέγαν και εις την μέσην του ήτον ένα χάος βαθύ και πλατύ, οπού εκρατούσεν από μίαν άκραν έως την άλλην, και δεν ημπορούσαν να απεράσουν.

Και επρόσταξεν ο Αλέξανδρος και έκαμεν ένα γεφύρι πολλά μεγάλον και εδιάβηκεν με τα φουσάτα του, εις την μέσην δε του γεφυριού έγραψεν τα παρόντα γράμματα:

«Διά προσταγής Αλεξάνδρου του βασιλέως εκτίσθη το παρόν, και εδιάβη με τα φουσάτα του, όντας εξήλθεν εκ της γης των Μακάρων».

 Ύστερον δε από εκεί επεριπατούσαν ημέρες τέσσαρες και ήλθαν εις την σκοτεινήν γην.

Και εκεί όρισεν ο Αλέξανδρος και ήφεραν φοράδες οπού είχαν πουλάρια μικρά.
Και άφηκαν τα πουλάρια έξω και εσέβησαν εις το σκότος και επεριπάτησαν έως είκοσι τέσσαρες ώρες. Και εκεί εδιαλάλησαν εις όλον το φουσάτον ότι πας εις να πεζεύσει να πάρει από το χώμα της γης εκείνης.
 Και όσοι επήραν όταν εξέβησαν έξω, είδαν το χώμα και ήτον όλον χρυσάφι. Και επικράνθηκαν πως δεν επήραν περισσόν.
Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας τεσσάρας.
Μεγαλέξανδος, Φώτης Κόντογλου
Και εσυναπάντησεν ο Αλέξανδρος δύο πουλία ανθρωποπρόσωπα, κατά πολλά εύμορφα, τα οποία του εμίλησαν με ανθρωπίνην φωνήν και είπαν:
Αλέξανδρε, διατί πειράζεις τον Θεόν; 

Και θέλει σε οργισθεί εις τον έρημον τόπον να χαθείς και εσύ και το φουσάτον σου όλον.

Μόνον κάμε ετούτο οπού σο
υ λέγομεν και γύρισε οπίσω δεξιά και σύρε πάλιν να ακολουθήσεις τους συνηθισμένους σου πολέμους, ότι καρτερεί σε και ο βασιλεύς της Ινδίας να πολεμήσετε.
Και εγύρισε δεξιά ο Αλέξανδρος και επεριπάτησεν ημέρας οκτώ.
Και φθάνοντας εις μίαν λίμνην ετέντωσε να αναπαυθεί. Και οι μάγειροι άρχισαν διά να μαγειρεύσουν και επήραν και έβαλαν στεγνά οψάρια πολλά εις την λίμνην και άφηκάν τα ολίγον να βραχούν και αυτά ανέζησαν και έφυγαν εις την λίμνην.

Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος πως ανέζησαν τα οψάρια, εθαύμασε και εξεπλάγη.
Και όρισε και εκολύμβησαν όλα τα φουσάτα του με τα άλογα τους μέσα εις την λίμνην και εδυναμώθησαν από τον κόπον τον πολύν.
Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας δύο και ήλθεν εις άλλην λίμνην, οπού είχε το νερόν γλυκύ ωσάν ζάχαρη.
Και εσέβη ο Αλέξανδρος να κολυμβήσει και ήλθεν επάνω του ένα οψάρι μέγα.
Και αυτός έφυγεν έξω και το οψάριον κυνηγώντας τον εξέβη έξω.
Και αυτός το εκαβαλίκευσε και εσκότωσέ το.
Και είπε και έσχισάν το και ευρήκεν μέσα του ένα λιθάρι πολύτιμον· και ήτον ωσάν χηνάριον αυγό και έλαμπεν ώσπερ τον ήλιον.
Μεγαλέξανδρος και Γοργόνες.
Και όρισε και έβαλάν το εις το φλάμπουρόν του και εβαστούσαν το εις τον Αλέξανδρον ομπροστά ωσάν φανάρι.

Και απ' εκεί ήλθαν εις άλλην λίμνην και έπεσαν να αναπαυθούν.
Και όταν εβραδίασεν εξέβησαν από εκείνην την λίμνην γυναίκες και έλεγαν τραγούδια πολλά εύμορφα, εις τόσον οπού ο νους του ανθρώπου επαίρνετο.

Και ως ομοιάζει, εκείνες ήτον οι αναράιδες, οπού λέγουν την σήμερον.
Και απ' αυτού επεριπάτησαν ημέρας εξ και ήλθον εις έναν τόπον οπού ήτον λόγκος μέγας.
Και εκεί εξέβησαν αλογάνθρωποι πολλοί κατεπάνω του φουσάτου, οι οποίοι από την μέσην και απάνω ήτον άνθρωποι, από δε την μέσην και κάτω ήτον άλογα.
Και ήτον όλοι τοξότες και το ξιφάρι της σαΐτας ήτον από λίθον αδαμάντινον.

Και σίδερον δεν είχαν παντελώς και ήτον πολλά ογλήγοροι ωσάν πετούμενα.
Μεγαλέξανδρος, "Χάρτα" Ρήγα Φεραίου.

Και ως τους είδεν ο Αλέξανδρος, είπε των Μακεδόνων: Ας κάμομεν μίαν πονηρίαν, να πιάσομεν απ' αυτούς να τους πάρομεν εις την Μακεδονίαν δια θαύμα. 

Και επρόσταξε να κάμουν λάκκους, να τους σκεπάσουν με καλάμι χοντρό.
Και απέστειλεν ανθρώπους να τους παρακινήσουν εις πόλεμον, και αυτοί μην ηξεύροντες την πονηρίαν των ανθρώπων έπεσαν εις τους λάκκους.
Και εσκότωσαν δώδεκα χιλιάδες και επήραν και ζωντανούς και τους ημέρωσαν άλλες έξι χιλιάδες. Και ηθέλησαν να τους εβγάλουν εις τον κόσμον.
Και τόσον ήτον ογλήγοροι, ότι δεν τους εγλίτωνε τίποτας.
Και όπου και αν ετόξευαν, δεν αστοχούσαν.

Και τους έδωκεν ολωνών άρματα ο Αλέξανδρος και τους ετοίμαζεν, διά να τους έχει βοηθούς εις τους ερχόμενους πολέμους. Οπόταν δε εξέβησαν εις τον κόσμον, κατά τύχην εφύσησεν άνεμος κρύος και απόθαναν όλοι. Μετά δε εξήντα ημέρας ήλθαν εις την Ηλιούπολιν και εσέβηκαν εις ένα ναόν και επροσκύνησαν εις τον οποίον ευρήκεν ο Αλέξανδρος γράμματα οπού έδειχναν τον θάνατον του και ελυπήθη πολλά.

Και απ' αυτού εσηκώθησαν και επεριπάτησαν ημέρας δέκα.
Και ηύραν ανθρώπους μονοπόδαρους και είχαν ουράν ωσάν πρόβατα.
Και επίασαν πολλούς απ' αυτούς και ήφεράν τους εις τον Αλέξανδρον.
Και ο Αλέξανδρος τους ερώτησε λέγων: Πώς είστε αυτού; Και αυτοί του είπαν: Αλέξανδρε βασιλεύ, ελεημονήσου και άφες μας, ότι διά αδυναμίαν μας ήλθαμεν εδώ και εκρύφθημεν.

Και ακούοντας ταύτα τα λόγια ο Αλέξανδρος τους άφησε διά να πηγαίνουν.
Και επηδούσαν από λιθάρι εις λιθάρι και άρχισαν να περιγελούν τον Αλέξανδρον και έλεγαν: Ο Αλέξανδρος όλον τον κόσμον επήρε τον με την φρονιμάδα του και ημείς τον εγελάσαμεν και μας άφηκεν, οπού το κρέας μας είναι νοστιμότερον από όλα τα πετούμενα και τετράποδα και το κουφάρι μας γέμει πολύτιμα λιθαρόπουλα και χοντρό μαργαριτάρι και το πετζί μας σίδερον δεν το απερνά.

Ο Μεγαλέξανδρος του Ρήγα.
Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος, εγέλασεν και είπε:
Ο άνθρωπος από την γλώσσαν του χάνει το κεφάλι του.

Και ευθύς όρισε και αρματώθηκαν διακόσιες χιλιάδες καβαλαραίοι με λαγωνικά και πάρδους και ζαγάρια.
Και ετριγύρισαν όλον το βουνί και απόλυσαν τα ζαγάρια και τους πάρδους και τα λαγωνικά και επίασάν τους και τους ήφεραν όλους εις τον Αλέξανδρον.
Και όρισε και έσφαξαν τους.
Και τους έγδαραν και εστέγνωσαν τα πετζία τους και ευρήκαν εις το σκάφος τους πλούτον αναρίθμητον από πολύτιμα λιθαρόπουλα και μαργαριτάρι.

Και όρισε τους Πέρσας και έφαγαν το κρέας τους.

Και έλεγαν ότι να ήτον νοστιμότερον από όλα τα πετεινά και τετράποδα.

Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας εξ και ήλθεν εις το σύνορον της Ινδίας και εξέβη εις τον κόσμον. Είχε δε μήνας εξ αφού είδεν τα γράμματα εις την Ηλιούπολιν οπού έδειχναν διά τον θάνατον του, και πάντοτε ήτον λυπημένος.

Και εκεί εθυμήθη τους μονοποδάρους και εγέλασε.

Και είδαν οι Μακεδόνες και εχάρησαν και εγέλασαν και αυτοί.

Και την πίκραν οπού είχεν ο Αλέξανδρος δεν την ήξευραν.
Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ινδία, Θεόφιλος.

'Εμαθεν δε ο Πώρος, ο βασιλεύς της Ινδίας, ότι ήλθεν ο Αλέξανδρος εις το σύνορόν του και του έγραψεν επιστολήν.

φουσάτο: στράτευμα.
όντας: όταν.
πας εις: καθένας.
θέλει σε οργισθεί: θα οργιστεί μαζί σου.
τεντώνω: κατασκηνώνω (για στράτευμα).
χηνάριο αυγό: αυγό χήνας.
ξιφάρι της σαΐτας: η αιχμή του βέλους.
ελεημονήσου μας: λυπήσου μας.
ζαγάρι: κυνηγετικό σκυλί.
πάρδος: λεοπάρδαλη.
σκάφος: κουφάρι.
Ο Μέγας Αλέξανδρος έφιππος εισέρχεται στην Ινδία.
Μικρογραφία από χειρόγραφο κώδικα του Μυθιστόρηματος του Αλέξανδρου,
14ος αι. μ.Χ. Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών

.


ΔΙΗΓΗΣΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΑΣ 
Ευμενείς Αναγνώστας

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Παρα Πάνω Θεοδοσίου του εξ Ιωαννίνων

ΕΝΕΤΙΗΣΙ 1804


Γενοκτονία Μακεδόνων: Μακεδόνες Όμηροι από το Νέο Σούλι Σερρών στην Βουλγαρία (1916-1918).

$
0
0
Απόσπασμα από το άρθρο του κ. Μεσάικου Δημητρίου
Φιλόλογου Καθηγητή

Οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας και μαζί και του χωριού μας, τον Οκτώβριο του 1912, κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, απαλλάχτηκαν από τον Τούρκικο ζυγό, αλλά δυστυχώς αντί να δεχθούν ως ελευθερωτή τον Ελληνικό στρατό, δέχτηκαν το Βουλγαρικό, ο οποίος ήταν σύμμαχος τότε, ή μάλλον ψευδοσύμμαχος με τους Έλληνες.

Το Μάιο του 1913 άρχισαν να γίνονται αθρόες συλλήψεις των προκρίτων της πόλης των Σερρών και του χωριού μας και να καταζητούνται όλοι εκείνοι, όσοι εργάστηκαν για την Ελληνική ιδέα.
Όσοι βρίσκονταν, στέλνονταν δεμένοι με συνοδεία οπλισμένων στρατιωτών στις φυλακές των Σερρών.


Αργότερα, τον Ιούνιο του 1913, εξερράγη ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος. Τα βουλγαρικά στρατεύματα νικήθηκαν και οι Βούλγαροι καθώς έφευγαν έκαιγαν, λεηλατούσαν και κατέστρεφαν καθετί το Ελληνικό.

Τότε το χωριό μας λίγο έλειψε να υποστεί την τύχη
της πόλης των Σερρών, που κάηκε ολόκληρη στις 28 Ιουνίου 1913, 
αφού από τα  6.000 συνολικά σπίτια καταστράφηκαν τα 4.050 και 1.000 καταστήματα.

Οι συγχωριανοί μας σώθηκαν, γιατί με επικεφαλής τον ηρωικό  Αθανάσιο Κυριακόπουλο, πριν ακόμη έλθει ο Ελληνικός στρατός, κατέφυγαν στο γνωστό εκείνο τέχνασμα, να στήσουν δηλαδή σκηνές απέναντι στα υψώματα του Μπουζιάρου, τις οποίες μόλις τις είδαν από μακριά οι Βούλγαροι, νόμισαν ότι ήταν του  Ελληνικού στρατού και έτσι έφυγαν αμέσως.
          
Δυστυχώς, όμως, ξανάρχονται οι Βούλγαροι και πάλι με την ευκαιρία του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, για να ικανοποιήσουν τις κατακτητικές βλέψεις του Τσάρου τους στο βαλκανικό χώρο.

Σκοπός τους ήταν να  εκβουλγαρίσουν, να καταστρέψουν κάθε τι το ελληνικό, να ξεγυμνώσουν τις πόλεις και τα χωριά, και να εξοντώσουν τους κατοίκους.


Σύμφωνα με τα σχέδιά τους η Ανατολική Μακεδονία έπρεπε με κάθε τρόπο να κατακτηθεί και να αφελληνισθεί, γιατί, όταν θα κατόρθωναν να εξαπλώσουν το βουλγάρικό τους οδοστρωτήρα προς νότο, έχοντας δεξιά το Στρυμόνα και αριστερά το Νέστο, η Θράκη θα έπεφτε στα χέρια τους σαν ώριμο σύκο.

Για το λόγο αυτό φρόντισαν το 1913, το 1916 και το 1941, με επιστημονικό σύστημα να εξοντώσουν και να εκβουλγαρίσουν αυτό το Ελληνικό τμήμα (Στρυμόνα-Νέστου) με κάθε σκληρό και ανάλγητο μέσο.
Στην εκτέλεση αυτού του σχεδίου αποδείχθηκε ότι οφείλονται οι σφαγές που    έγιναν το 1913 στο Σιδηρόκαστρο, στο Δοξάτο και το κάψιμο της πόλης των Σερρών, και το 1916 η σκόπιμη και συστηματική φρικτή πείνα του ερμητικά αποκλεισμένου Ελληνισμού της Ανατ. Μακεδονίας, με πρόσθετο έγκλημα τους ομαδικούς θανάτους βρεφών και παιδιών.


Στο ίδιο σχέδιο οφείλονται οι βαριές αγγαρείες, οι βασανισμοί, οι δαρμοί και οι αγχόνες και τέλος η εξοντωτική ομηρία του 1916-1918,
 “για να καθαρίσει ο τόπος από αυτούς τους φανατικούς και ενοχλητικούς Έλληνες”, 
όπως έλεγαν. 
Με αναίσχυντο τρόπο και τα Βουλγαρικά φύλλα έγραφαν τότε :

 “Θέλουμε τη Μακεδονία άδεια από κατοίκους”.

Για να ξεγυμνώσουν το χωριό μας ιδού τι έκαναν.

Μαζεύουν όλους τους χωρικούς μια Δευτέρα βράδυ, στις 3 Οκτωβρίου 1916, και τους λένε ότι δήθεν πήραν διαταγή από το Υπουργείο τους στη Σόφια να αδειάσουν το Ν. Σούλι (τότε Σουμπάσκιοϊ) και να απομακρυνθούν οι κάτοικοι όλοι από τα σπίτια τους, γιατί επρόκειτο να γίνει μέσα στο χωριό μάχη.
Οι χωρικοί τρομαγμένοι άκουσαν τη διαταγή αυτή και δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Και επειδή περνούσε η ώρα και οι κάτοικοι δεν έλεγαν να φύγουν, τότε όρμησε τη νύχτα ο βουλγαρικός στρατός και με τη βία ανάγκασε όλους τους κατοίκους να βγουν και να φύγουν από το χωριό. Τη νύχτα εκείνη δεν ακούγονταν τίποτα άλλο παρά θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός.
Πολλές μάνες έχασαν τα παιδιά τους και πολλά παιδιά τις μάνες τους.
Τα υπάρχοντά τους όλα και τα χρήματά τους τα άφησαν μέσα στα σπίτια τους………..


Στην Ελλάδα η διαμάχη μεταξύ του Βασιλιά Κων/νου και του Βενιζέλου έφθανε κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη του 1916 στο αποκορύφωμα. Ο ένας υποστήριζε να τηρήσει η Ελλάδα ευμενή ουδετερότητα υπέρ της Αντάντ, ο άλλος ήθελε με κάθε τρόπο να βγει η Ελλάδα άνευ όρων στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ. Τότε είναι που ο Βενιζέλος σχηματίζει στη Θεσ/νίκη την “Προσωρινή Κυβέρνηση”.
Τελικά η Αντάντ πέτυχε την εκθρόνιση του βασιλιά Κων/νου και την προέκταση της κυριαρχίας της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσ/νίκης σ’ ολόκληρη τη λοιπή Ελλάδα τον Ιούνιο του 1917. Ακριβώς τότε, με την ένταξη της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ και επομένως και της κήρυξης του πολέμου εναντίον της Βουλγαρίας, βρήκαν πρόφαση οι Βούλγαροι και έστειλαν στην ομηρία 70.000 Έλληνες της Ανατολικής  Μακεδονίας “ως πολίτες εχθρικού κράτους”.

            Ήταν 23 Ιουνίου του 1917, ημέρα Παρασκευή,που οι Βούλγαροι κατά το Βασιλικό τους Διάταγμα έστειλαν όλους τους άνδρες του χωριού μας ως ομήρους στη Βουλγαρία. Το ίδιο μέτρο εφάρμοσαν και στις Σέρρες και σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας……….

Και πραγματικά από τους 70.000 Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας, που εκτοπίσθηκαν κατά τα έτη 1916-1917 από τους Βουλγάρους μόνο 12.000 έμειναν στη ζωή.

 Συγκεκριμένα από το χωριό μας, από τους 350 που έφυγαν τότε, οι 170 πέθαναν στη Βουλγαρία (131 ντόπιοι και 39 ξένοι υπάλληλοι που εργάζονταν τότε στο χωριό).
Όλους αυτούς οι Βούλγαροι ομαδικά τους είχαν εκτοπίσει στη βορινή, παγωμένη και αφιλόξενη Βουλγαρία.
Αυτοί οι ίδιοι οι όμηροι διηγούνται, αυτοί εκθέτουν, αυτοί μόνοι τους εξιστορούν τα μαρτύριά τους, τα οποία έχουν τραβήξει στην εξορία.
Ιδού με ποιες λέξεις περιγράφει τα δεινοπαθήματα όλων των Μακεδόνων στη Βουλγαρία ο προαναφερθείς συμπατριώτης μας Γραμμένος Βασίλειος, ένας από τους παθόντες και αυτόπτης μάρτυρας :

“Πατέρες και παιδιά, άνδρες γενναίοι και παλικαράδες, οι οποίοι απέθαναν από την πείνα, από το ξύλο, από τη δυστυχία, από το ψύχος, από την ψείρα και λέρα, άδικα απέθαναν οι καημένοι.
Δεν ζει άνθρωπος με 100 δράμια ψωμί.
Και το φαγητό ήταν ένα κεφάλι βοδινό, για να φάνε εξακόσιοι (600) άνθρωποι.
Και κάθε μέρα κασμά και φτιάρι, και να φωνάζουν όλοι από μικρό έως το μεγάλο : “Κτυπάτε τους κερατάδες τους Γραικούς”. “Απέθαναν οι καημένοι όλοι όσοι προσπαθούσαν να τραφούν από τις χελώνες και βατράχους και ακανθόχοιρους. Έφαγαν και ψοφίμια πολλά, που οι χωρικοί τα έριχναν στις κοπριές, ορνίθια, και βόδια και γουρούνια και ό,τι άλλο έβρισκαν μέσα στις κοπριές, κι όλα αυτά για να γλιτώσουν τη ζωή τους.
Όλοι οι Μακεδόνες, όπου εργαζόμασταν μαζί ήμασταν 1048, και τώρα μείναμε το τέταρτο ή το ήμισυ του τετάρτου.
Αλλά και αυτοί που μείνανε δεν είναι γεροί.
Άλλος έκοψαν το πόδι του και άλλος έχασε το λογικό του, άλλος έχει ρευματισμούς”.

Ο Νατάλης Πέτροβιτς, Σερραίος πατριώτης, περιγράφοντας τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, γράφει:

Βάσις όλων των ομήρων ήταν το στρατόπεδο συγκεντρώσεως τηςΣιούμλας. 

( Σημ. Yauna: Η Σιούμλα, Shiumla ή Shumla βρισκόταν δυτικά της Βάρνας,Στρατόπεδο Σιούμλας.)

Από εκεί έστελναν διάφορες αποστολές, όπου η στρατιωτική διοίκηση είχε ανάγκη για έργα στρατιωτικά ή αγροτικά. Οι πιο άτυχοι ήταν εκείνοι που τους κατέγραψαν και τους έστειλαν:


 
1. Στο ΚΑΡΝΑΜΠΑΤ( Σημ.Yauna Karnobat (Bulgarian: Карнобат). ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ.

Εκεί τους έβαζαν σε βαριές δασικές δουλειές, να κόβουν δέντρα στα δάση, να πριονίζουν κορμούς, να τεμαχίζουν τους κορμούς με τα τσεκούρια, μέσα στον άγριο χειμώνα, μέσα στο χιόνι και στους πάγους, χωρίς επαρκή τροφή, σε πρόχειρη στέγαση και χωρίς φάρμακα και ιατρική περίθαλψη.
Σ’ αυτή την αποστολή η αναλογία των θανάτων ήταν μεγάλη.

2. Στο ΓΚΟΣΤΙΒΑΡ (Σημ.Yauna Gostivar Bulgarian:Гостивар, αλβανικά : Gostivari). FYROM

Σε μια άγρια και ακατοίκητη περιοχή κοντά στην Αχρίδα για στρατιωτικές ανάγκες οι Βούλγαροι έβαλαν τους ομήρους  να στρώσουν σιδηροδρομική γραμμή μήκους 130 χιλιομ. στην καρδιά του χειμώνα του 1917.
Κάτω από προσταγές, κραυγές και βούρδουλα κατά χιλιάδες οι συμπατριώτες μας έπιαναν τον κασμά με παγωμένα χέρια, μετέφεραν και έστρωναν τις τραβέρσες και τις ράγες της γραμμής αυτής. Από κρυοπαγήματα, υποσιτισμό και δαρμούς πέθαναν οι περισσότεροι.

Τόσοι πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα, ώστε άνοιγαν ομαδικούς τάφους για κάθε 300 νεκρούς και αφού τους ράντιζαν με ασβέστη τους σκέπαζαν με χώμα.

3. Στο ΚΙΤΣΕΒΟ(Σημ.Yauna Kičevo (Bulgarian: Кичево, Albanian: Kërçovë or Kërçova)FYROM.

 Δυστυχώς από τους Σερραίους που εργάστηκαν στο Κίτσεβο- τη μεγάλη αυτή καταβόθρα του Άδη- λίγοι κατόρθωσαν και  επέστρεψαν ζωντανοί, γιατί ο βούλγαρος φρουρός για το παραμικρό χτύπαγε αλύπητα με τη διπλή φαρδιά πέτσινη ζώνη με μετάλλινο τοκά και δεν του έμελλε πού θα εύρισκε: στη ράχη, στο κούτελο, στο πρόσωπο, και δος του αίματα να τρέχουν, χωρίς να έχεις και τίποτε να τα σταματήσεις. Ούτε μαντήλι, ούτε πανί, ούτε βαμβάκι. Πάγωνε το αίμα πάνω στο τραύμα και όταν έπιανε κρούστα σταματούσε. Αυτά ήταν τα ελαφρότερα χτυπήματα, γιατί χτύπαγαν συχνά με τον υποκόπανο και άφηναν πολλούς στον τόπο. Μέσα σ’ αυτή τη ζάλη ποθούσες να έρθει ο θάνατος σαν σωτηρία, σαν λυτρωτής ...”

         Η ομηρία τους διήρκεσε 16 ολόκληρους μήνες
 και για μερικούς 17.

Μόλις τον Οκτώβριο του 1918 άρχισαν, όσοι επέζησαν, να επανέρχονται στην πατρίδα τους. Αλλά σε ποια κατάσταση! Σκελετοί κατάξεροι, κατακίτρινοι, καταξεσχισμένοι, καταψειριασμένοι εντελώς, αγνώριστοι στους δικούς τους.
Όλοι ρωτούσαν να μάθουν για τους δικούς τους από αυτούς που κατέφθαναν. Πολλές οικογένειες περίμεναν τους προστάτες τους να γυρίσουν από την ομηρία, με μια διαρκή ελπίδα που δεν έσβηνε, αφού και τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο και το Μάρτιο, και μέχρι και το Πάσχα του 1919, επέστρεφαν ακόμα από την ομηρία άτομα μεμονωμένα με σημαντική καθυστέρηση….

Ιερά Μονή Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου. ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΘΡΥΛΟΥΜΕΝΗΣ ΜΠΟΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΗΣ

$
0
0

ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


 Ό θεολόγος Καθηγητής Ευαγγέλου Πασχάλης, διηγήθη εις τους μαθητάς του Γυμνασίου Καβάλας τoέτος 1953, τα πει της βουλγαρικής θρυλουμένης Μπότας, της Είκοσιφοινίσσης.


Προκάλεσε δε τον θαυμασμό εις τούς μαθητάς και ο Γυμνασιόπαις Απόστολος Κοσμίδης από το Κρυόνερο Καβάλας, το διατηρεί ζωντανό στη μνήμη του και το διηγείται ως έξης:
 
Προ του 1920 λέγει, ήτο ανώμαλος ή κατάστασης εις Μακεδονία.
 
 Έφτασαν με αποστολή εις το Παγγαίο τρεις χιλιάδες (3.000) στρατός τακτικός Ρωσοβούλγαροι (Βούλγαροι καταταγμένοι στο Ρωσικό Στρατό) να συλήσουν την Αχειροποίητο Εικόνα της Παναγίας εις Βουλγαρία.

Επί κεφαλής ήσαν 4 αξιωματικοί. 
 
Σχέδιο τους ήτο, σε περίπτωση εναντιώσεως των Μοναχών, να προβάλλον αντίσταση την ιερά Εικόνα της Είκοσιφοινίσσης, οχυρούμενοι όπισθεν αυτής, βέβαιοι όντες ότι οι Μοναχοί, οίτινες ευλαβούνται την Παναγία, δεν θα επιτεθούν κατά της ιεράς Εικόνος και ούτω θα διευκολύνωντο να τη απαγάγουν πονηρώς από την ιερά Μονή.

Ταύτα εσκέφθησα άλλ' επλανήθησαν.

Στρατοπέδευσαν λοιπόν κρυφά, στα δάσος της ιεράς Μονής την πρωτεραίαν μέρα της εισβολής των, άλλ' ό επί κεφαλής αξιωματικός είδε όνειρο την Παναγία μας και του είπε:
 
«Σκοπεύεις να πάρεις αύριο το πρωί την Εικόνα μου από το Μοναστήρι της Είκοσιφοινίσσης; 
 
Πρόσεξε καλά, μην τολμήσεις να με πάρεις από τη θέση  μου γιατί το αίμα σου θα χυθεί στη μαρμάρινη Κολώνα και ή μπότα σου με το πιστόλι σου θα μείνουν λάφυρα κάτω στο μάρμαρο της Εκκλησίας».

Ό αξιωματικός Βούλγαρος το διηγηθεί εις τους άλλους 3 αξιωματικούς χωρίς βεβαίως να το λάβουν σοβαρός ύπ' όψιν. 
 
Όνειρο είναι, τίποτα δεν είναι, είπαν.

Το πρωί άρχισαν το σχέδιο τους. Ό στρατός έμεινε στον Πλάτανο έξω της Ιεράς Μονής. Οι 4 αξιωματικοί προχώρησαν προς την Εκκλησία. Πρώτος μπήκε εις τον κυρίως Ναό ο επί κεφαλής αξιωματικός, πού είδε το όνειρο και οι άλλοι 3 αξιωματικοί ακολουθούσαν. Πριν δε εισέλθουν οι 3 αξιωματικοί εις τον κυρίως Ναό, στον Νάρθηκα παρουσιαστή βγαίνων από τον Ναό ο Χριστός μας ως δεκαετές παιδίον και τους είπε: «Μην είσέλθητε διότι θα τιμωρηθείτε παραδειγματικός!». Ούτω σταμάτησαν εις την θύρα.

Μόλις ο επί κεφαλής αξιωματικός Βούλγαρος άγγιξε την θαυματουργών Εικόνα της Παναγίας, αυτομάτως αόρατος δύναμις τον ξετίναξε με βία στη μαρμάρινη Κολώνα αριστερά, έσπασε το κεφάλι του και ξεψύχησε. Το αίμα του, ή μπότα του, το πιστόλι του, έμειναν αποτυπωμένα εις τα μάρμαρα της Εκκλησίας, εις το μέσον αυτής διακρινόμενα μέχρι της σήμερον.

Οι τρεις αξιωματικοί Βούλγαροι με αγωνία βλέπον από την ανοικτή θύρα το θαύμα και κιτρίνισαν εκ του τρόμου των.
 
 Την στιγμήν αυτήν παρουσιάζεται στους στρατιώτες, πού άνέμενον το ποθούμενο έξω της Μονής, ένας παράξενος άνδρας πού είχε -μία ταινία πάνω του γραμμένη με χρυσά γράμματα   Άγιος Νεκτάριος» και τούς είπε:

«Μη προχωρείτε, θα σας αφανίσω όλους σας .
Ούτε βήμα δεν έκαμαν προς την ιερά Μονή οι 3 χίλιαζες στρατιώτες, άλλα μαζί με τούς 3 αξιωματικούς γύρισαν άπρακτοι.

Αύτη είναι ή ωραία ιστορία της Είκοσιφοινίσσης.

Καυχάται ή Τήνος διά την θαυματουργό Εικόνα του Εύαγγελιστού Λουκά. Καυχάται ή Ελλάδα όλη για την Αχειροποίητο Εικοσιφοίνισσα της Μακεδονίας μας. Ορθώς λέγει και ό Ήρωελεγειακός στίχος: «Μη νομίζεις αυτό το μέγιστο θαύμα παρόμοιο με άλλο από εκείνα τα θαύματα, όσα άλλα έγένοντο εις την γήν». Διότι στο ραϊσμένο αυτό σανίδι «Κάθισε- ή Παναγία μας με τον Θεάνθρωπο Υιόν της ως Βρέφος.


Το φώς ήτο όμοιο με το της Βάτου στο Όρος Σινά. θεοβάδιστο το Όρος. Παναγιοβάδιστο και Άγιοβάδιστο το Μοναστήρι, τουτέστιν   Φοβερός ό τόπος ούτος.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΗΣ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΑΘΗΝΑ 1973.
ΔΗΜΗΤΗΡΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ.

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η Ελληνική Μητρόπολη του Νευροκοπίου-Goze Deltschew- Гоце Делчев(1870-1908)

$
0
0
Το ελληνικό σημερινό  Νευροκόπι λεγόταν παλαιότερα Ζίρνοβο, 
μετέπειτα Κάτω Νευροκόπι 
και σήμερα καταχραστικά μόνο Νευροκόπι.
Το πραγματικό Νευροκόπι μετονομάστηκε σε Гоце Делчев.

                                                                                                                                                          Στάθη Χρ. Κουζούλη,
                                                                                                                                    «ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»

Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΝΕΥΡΟΚΟΠΙΟΥ 
Τοπογραφικά

Θέση:

Το Νευροκόπι πολιτικά ήταν υποδιοίκηση (Καζάς), 
υπαγόμενη στη διοίκηση (Σατζάκ) Σερρών,
η οποία με τη σειρά της υπαγόταν στο Νομό (Βιλαέτ) Θεσσαλονίκης,
έναν από τους τρεις Νομούς της Μακεδονίας (Μοναστηριού και Σκοπίων οι δύο άλλοι Νομοί).


Εκκλησιαστικά ήταν Επαρχία που ανήκε στην τρίτη στήλη και κατείχε την 69η σειρά του Συνταγματίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.


Όρια:


 Η Επαρχία αυτή είχε στα βόρειά της τη Ροδόπη, στα νότια την Επαρχία Σερρών, από την οποία χωριζόταν με το ΚαράΔάγ (κλάδο του Ορβήλου όρους), στα Ν.Α. την Επαρχία Δράμας και στα δυτικά την Επαρχία Μελενίκου, από την οποία χωριζόταν με τον Όρβηλο (Πιρίν, τουρκιστί).


Περιλάμβανε δύο τμήματα:


Το βόρειο τμήμα της, το οποίο γεωγραφικά ανήκει σήμερα στη Βουλγαρία και που αποτελούσε προέκταση, ανατολικά, της βόρειας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας.
 Στη ζώνη αυτή κατοικούσαν σλαβόφωνοι πληθυσμοί κυρίως, οι οποίοι με την ίδρυση της Εξαρχίας το 1870 προσχώρησαν στο Σχίσμα.

Το νότιο τμήμα της, το σημερινό Κ. Νευροκόπι με την ευρύτερη περιοχή του, που αποτελούσε προέκταση, επίσης ανατολικά, της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας.

Εδώ κατοικούσαν πληθυσμοί, που από αιώνες ήταν ελληνικοί και φυσικά πατριαρχικοί.

Σ’ αυτό το ευαίσθητο σημείο, στη συνοριακή γραμμή μεταξύ Ελληνισμού και βουλγαρισμού, έδρασε ανενόχλητη για 30 ολόκληρα χρόνια (1870-1900) η βουλγαρική προπαγάνδα, η
οποία επεδίωκε να οδηγήσει βίαια τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Εξαρχία, για να μπορεί να ελπίζει, στην πραγμάτωση του ονείρου της, που ήταν η ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας.

Εδώ, στη γη του Ζιρνόβου, μπροστά από τα σύνορα της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας το 1901-1907 συγκρούσθηκε ο Ελληνισμός με την ένοπλη βουλγαρική πλευρά: και η αντίσταση των κατοίκων του, δασκάλων, ιερέων, προκρίτων και απλών ανθρώπων του χωριού, έκρινε την τύχη της περιοχής του, όπως αυτή έχει σήμερα.

Όνομα: 

Ονομάζεται Νευρόκοπος, Νευροκόπιον και Νευροκόπι. 
Το όνομα φαίνεται πως προήλθε, μας πληροφορεί ο Κώστας Χ"Δημητρίου, αρχιδιάκονος και ιεροκήρυκας της μητρόπολης Νευροκοπίου το 1900, από την επίδραση που έχουν στα νεύρα και το κλίμα του, τα οποία στην κυριολεξία κόβουν την αναπνοή κατά τους βαρείς χειμώνες, προπαντός εκείνων, που δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτά.

(Κατά σύμπτωση και το Κάτω Νευροκόπι, όπου κατέφυγαν 23 οικογένειες Νευροκοπινών ως πρόσφυγες το 1913, έχει το ίδιο κλίμα, με υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι και χαμηλές τους χειμερινούς μήνες, οι οποίες αγγίζουν τους 20°C υπό το μηδέν).

Το όνομα Νευροκόπος αντικατέστησε το όνομα άλλης πόλης, γνωστής ως Ουλπία, Χριστόπολη και τελευταία Νικόπολη. 

Μέχρι σήμερα η εκεί θέση των ερειπίων στη μία όχθη του Νέστου ποταμού ονομάζεται Νικόπολη. (Το ίδιο όνομα φέρουν και άλλες πόλεις, στην Ήπειρο, στο Δούναβη, στη Βουλγαρία, στην Ουκρανία, στη Μικρασία και στην Αίγυπτο). (Β. Λαούρδα «Η μητρόπολη Νευροκοπίου 19001907», σ. 54. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τ. 9, σ. 820).

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΝΕΥΡΟΚΟΠΙΟΥ

Α. Οι αρχιερείς, οι οποίοι θήτευσαν και ποίμαναν την επισκοπή, αρχιεπισκοπή και έπειτα μητρόπολη Νευροκοπίου, ήταν οι:

1.    Σαμουήλ. Άγνωστη είναι η χρονολογία της θητείας του.
2.    Ιωάσάφ. 15751578 και 15931597. Αναφέρεται ως μητροπολίτης Νευροκοπίου και το 1564.
3.    Διονύσιος. Εντοπίζεται το 1593.
4.    Ανανίας. Εντοπίζεται το 1606 και το 1608.
5.    Άνθιμος Α'. Εντοπίζεται το 1608 και το 1609.
6.    Δανιήλ Α'. 16111622.
7.    Δανιήλ Β'. 16221626.
8.    Άνθιμος Β'. Εντοπίζεται το 1628.
9.    Νικηφόρος Α'. Εντοπίζεται το 1643.
10.    Σισώης. Τον Ιούλιο του 1655 καθαιρείται από τον Πατριάρχη Ιωαννίκιο Β'. Τον ίδιο μήνα και έτος εκδίδεται τόμος συνοδικός από τον ίδιο Πατριάρχη (Ιωαννίκιο Β'), για την ένωση των μητροπόλεων Νευροκοπίου και Ζιχνών. 
(Βλ. Β. Κ. Πασχαλίδη «Δράμα 7000 χρόνια, μελέτες για την πόλη και την περιοχή της, Προϊστορία  Ιστορία  Πολιτισμός», σ. 251, 252).

Το έτος 1663 εβδομήντα χωριά της επαρχίας Νευροκοπίου αποσπάστηκαν από την εκκλησία.
 Έτσι, μίκραινε η Επαρχία και ο Πατριάρχης Διονύσιος, Λαρισαίος στην καταγωγή, συνένωσε την Επαρχία Νευροκοπίου με αυτή των Ζιχνών και Φιλίππων και αποτέλεσε την Επαρχία Δράμας.

Το Νευροκόπι εξακολουθούσε να αποτελεί μέρος της Επαρχίας Δράμας μέχρι το 1882.
 Το επόμενο έτος (1883), επί πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ, η Επαρχία Νευροκοπίου αποσπά στηκε από την Επαρχία Δράμας, για τους λόγους που αναφέ ρονται στη συνέχεια του πονήματος.

 Αφού ενώθηκε με την αυτοδιοίκηση Ρασλοκίου, η οποία ώς τότε αποτελούσε τμήμα της μητρόπολης Σαμακοβίου, που, ουσιαστικά η μητρόπολη αυτή έπαψε να υπάρχει από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας,στην οποία υποτάχθηκε, ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή, υπαγόμενη κατ’ ευθείαν στο Οικ. Πατριαρχείο με το όνομα:
«Αρχιεπισκοπή Νευροκόπου και Ρασλοκίου».

Το 1883 πρώτος αρχιεπίσκοπος της αρχιεπισκοπής «Νευροκοπίου και Ρασλοκίου» έγινε ο Ιγνάτιος.

Εκλέχθηκε στις 27.10.1882. Ήταν τότε 70 ετών και καταγόταν από τη Ρόδο. Πέθανε στο Νευροκόπι μετά από ένα και πλέον έτος (Μάρτιος 1884) από την εγκατάστασή του εκεί.

Ο Χρύσανθος  ήταν δεύτερος αρχιεπίσκοπος Νευροκοπίου και Ρασλοκίου. Εκλέχθηκε στις 31.1.1885 και έφθασε στο Νευροκόπι το Μάϊο του ίδιου έτους.

Έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του από σχισματικό του χωριού Άνω Σιγκιρτή. 

Το 1887 παραιτήθηκε με την πικρία ότι το Πατριαρχείο δεν μπορούσε να το βοηθήσει οικονομικά, για να μπορέσει να αντιπαρατεθεί με τη βουλγαρική προπαγάνδα και αναχώρησε από το Νευροκόπι.

Κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε ως το 1888, οπότε εκλέχθηκε μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου και στη συνέχεια έγινε μητροπολίτης Κορυτσάς.

Κατά το έτος 1888 η Επαρχία Νευροκοπίου ανακηρύχθηκε σε Μητρόπολη.

Ως πρώτος μητροπολίτης της Μητρόπολης Νευροκοπίου χρημάτισε ο Γρηγόριος (1888-1891).

Ο Γρηγόριος καταγόταν από ένα βουλγαρόφωνο χωριό της Κομπανίας. 
Συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους και προσχώρησε στην Εξαρχία.

 Με την προδοτική του αυτή συμπεριφορά έβλαψε ανεπανόρθωτα τον Ελληνισμό της περιοχής και την Ορθοδοξία.

Το 1891 παύθηκε από τον Πατριάρχή Νεόφυτο Η'.

Δεύτερος μητροπολίτης έγινε ο Νικηφόρος (1892-1894)  από τη Μάδυτο, πρώην μητροπολίτης Λατίτσης. Το επώνυμό του ήταν Λεβανταρίδης.

Στις 17 Ιουνίου 1896 ψηφίσθηκε τρίτος μητροπολίτης Νευροκοπίου ο Νεόφυτος.
 Εγκαταστάθηκε στο Νευροκόπι το 1897. Έμεινε εκεί ώς τον Ιούνιο του 1900.
Ακολούθησαν οι μητροπολίτες:

Νικόδημος, μητροπολίτης Νευροκοπίου από το 1900 μέχρι το 1903, οπότε παραιτήθηκε και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη.

Θεοδώρητος, μητρολίτης Νευροκοπίου από το 1903 μέχρι το 1907, καταγόμενος από τις Σέρρες και είχε το επώνυμο Βασματζίδης. Σημαντική πνευματική και πολιτική προσωπικότητα με αξιόλογη εθνική και θρησκευτική δράση.

Δαμασκηνός, (1907-1924). Έγραψε την ιστορία της Μονής Εικοσιφοίνισσας το 1896.

Φιλόθεος, μητροπολίτης Νευροκοπίου από το 1924 μέχρι το 1935, οπότε παραιτήθηκε. Έφερε το επώνυμο Λουκίδης.

Ευγένιος, μητροπολίτης Νευροκοπίου από το 1935 μέχρι το 1936, οπότε παραιτήθηκε. Έφερε το επώνυμο Θεολόγου ή Βακάλης.

Βασίλειος, μητροπολίτης Δράμας και Νευροκοπίου από το 1938 μέχρι το 1941.

Γεώργιος Παπαγεωργιάδης, εκλέχτηκε μητροπολίτης Νευροκοπίου το 1942 και παραιτήθηκε το 1945.
 Δεν πήγε στην έδρα του, γιατί η επαρχία του βρισκόταν υπό βουλγαρική κατοχή (1941-1944).

Αγαθάγγελος Τσαούσης, στις 19 Οκτωβρίου 1945 εκλέχθηκε μητροπολίτης Νευροκοπίου. Διατήρησε τον τίτλο του αυτό μέχρι το Σεπτέμβριο του 1952, οπότε ονομάστηκε μητροπολίτης Νευροκοπίου και Ζιχνών.
 (Β. Λαούρδα, «Η Μητρόπολη Νευροκοπίου 19001907», σ. 48, 55, 56, 57’ Β. Πασχαλίδη, ό.π., σ. 252, 253' Φ. Τριάρχη, «Ιστορία του Ν. Δράμας», σ. 157).

Β. Οι μητροπολίτες που ποίμαναν τη μητρόπολη Νευροκοπίου και Ζιχνών ήταν οι:

Μακάριος, το 1655 μόνο για λίγους μήνες. Πέθανε το ίδιο έτος.

Κοσμάς, εμφανίζεται ως μητροπολίτης Ζιχνών και Νευροκοπίου το 1655.

Γερμανός, μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων, Ζιχνών και Νευροκοπίου το 1663.

Νεόφυτος, μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων, Ζιχνών και Νευροκοπίου το 1674.

Δαμασκηνός μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων, Ζιχνών και Νευροκοπίου το 1689.

Παρθένιος Β', μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων, Ζιχνών και Νευροκοπίου το 1721.

Αγαθάγγελος Τσαούσης, μητροπολίτης Ζιχνών και Νευροκοπίου από το 1952 μέχρι το 1966.

Χειροτονήθηκε Επίσκοπος στις 4.11.1945 στο μητροπολιτικό ναό Αθηνών από του μητροπολίτες, Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, Καστοριάς Νικηφόρο, Κασσάνδρας Καλλίνικο και Έδεσσας Διονύσιο. Τοποθετήθηκε στη μητρόπολη Νευροκοπίου το 1945, διορίστηκε τοπο ηρητής στην μητρόπολη Ζιχνών και όταν εκδόθηκε ο συνοδικός τόμος για τη συγχώνευση των δύο μητροπόλεων των Ζιχνών και του Νευροκοπίου εκλέχθηκε μητροπολίτης Ζιχνών και Νευροκοπίου.
 Δίδαξε στη Δράμα και στη Θεσσαλονίκη θρησκευτικά ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.

Σπυρίδων Κυβετός 1966.
Διακρίνεται για το αξιόλογο εκκλησιαστικό και συγγραφικό του έργο.

Από το 1953 η νέα μητρόπολη Ζιχνών και Νευροκοπίου, σύμφωνα με το Νόμο 2315 του 1953, διατηρεί δύο έδρες. Τη Νέα Ζίχνη, που είναι η χειμερινή διαμονή του μητροπολίτη (1η Οκτωβρίου  30η Ιουνίου) και το Κ. Νευροκόπι, που είναι η θερινή διαμονή του μητροπολίτη (1η Ιουλίου  30 Σεπτεμβρίου).

(Α. Καραθανάση, «Ο Ελληνισμός και η μητρόπολη Νευροκοπίου κατά τον Μακεδονικό Αγώνα», σ. 46' Β. Πασχαλίδη, ό.π., σ. 253).


Προπύργια του Ελληνισμού

Τα σπουδαιότερα χωριά της μητρόπολης Νευροκοπίου κατά το έτος 1885 ήταν:

Το Κουμανίτσι (Δασωτό σήμερα) ήταν ένα τσιφλίκι που βρισκόταν νότια της πόλης του Άνω Νευροκοπίου και σε 6 ώρες απόσταση απ’ αυτό.

Το Ζίρνοβο (Κ. Νευροκόπι σήμερα), νότια και αυτό του Άνω Νευροκοπίου και σε απόσταση 7 ωρών ποδαρόδρομο.

Το Τερλίσι (Βαθύτοπος σήμερα), 6 ώρες απόσταση, νότια του Άνω Νευροκοπίου.

Το Μοναστηρτζίκ (Καράκιοϊ τουρκ., Κατάφυτο σήμερα) απέχει 10' απόσταση από το Τερλίσι.

Κ. Βροντού, 8 ώρες νότια του Νευροκοπίου και

το Τσερέσοβο (Παγονέρι σήμερα), ΝΑ του Νευροκοπίου και σε απόσταση 10 ωρών.

Οι 65 και πλέον κοινότητες πιστές στο πατριαρχείο, οι οποίες συγκροτούσαν τη μητρόπολη Νευροκοπίου, είτε για λόγους γλωσσικούς είτε γιατί εξηναγκάσθηκαν βίαια από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες, προσχώρησαν στο Σχίσμα.

 Έτσι, χάθηκε κάθε επικοινωνία τους με την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό.

Τελευταία θύματα της οργανωμένης βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία διέθετε και χρήματα πολλά και άλλα μέσα, υπήρξαν τα χωριά, Κουμανίτσι, Τερλίσι, Λόφτσα (Ακρινό σήμερα), Μοναστηρτζίκ, όλα της περιοχής Ζιρνόβου, οι κάτοικοι των οποίων από τη συνεχή ασκούμενη βία, που διαπραττόταν σε βάρος τους, δεν άντεξαν και υπέκυψαν στο βουλγαρισμό.

 Ήδη από το 1900 δε γίνεται πλέον λόγος για τα χωριά αυτά. Σ’ αυτά η ορθόδοξη φωνή έπαψε να ακούγεται από τη δράση της εξαρχικής τρομοκρατίας.

Έτσι, τα μόνα κέντρα Ελληνισμού,τα οποία διασώζονταν, με το λυκόφως του 19ου και το λυκαυγές του 20ου αιώνα ήταν:

α) Το Νευροκόπι, έδρα της μητρόπολης και το Παπάς Τσιαΐρ,που σήμερα γεωγραφικά βρίσκονται στο βουλγαρικό έδαφος.

β) Στην περιοχή Ζιρνόβου, το ίδιο το Ζίρνοβο και οι ΚοινότητεςΚ. Βροντού, Στάρτιστα και Τσερέσοβο.

Αυτές οι έξι κοινότητες με πληθυσμό 350-370 οικογένειες αποτελούσαν την Ορθόδοξη Επαρχία του Νευροκοπίου.

Ήταν οι μόνες κοινότητες, όπου ο Ελληνισμός, που υπερείχε συντριπτικά έναντι των σχισματικών, έδινε τη διπλή μάχη του και εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας (1870-1900) και κατά της ένοπλης (1901-1907) δράσης του δολοφονικού βουλγαρικού κομιτάτου.

Ήτανοι μόνες ορθόδοξες κοινότητες,οι οποίες, «έχοντας το ρόλο, τότε και τώρα του ακρίτα του Ελληνισμού»  αγωνίσθηκαν με πάθος ώς το 1913 κατά της εξαρχικής εχθρότητας και βίας.

Γι αυτό μπόρεσαν να μείνουν προσηλωμένες στα Εθνικά ιδεώδη, στον Ελληνισμό και στην Ορθοδοξία, ενσαρκώνοντας με τους αγώνες και τις θυσίες τους το βαθύτερο νόημα της ιστορικής τους επιταγής.

Στο παρόν πόνημα θα γράψουμε για τα προπύργια αυτά του Ελληνισμού, με όσα στοιχεία μπορούσαμε να έχουμε στη διάθεσή μας.
Κυρίως, θα αναφερθούμε στις ορθόδοξες κοινότητες Κ. Βροντούς, Ζιρνόβου, Στάρτιστας και Τσερεσόβου, ως οι σημαντικότερες εστίες του Ελληνισμού που απέμειναν στο Ζίρνοβο και στην περιοχή του και που αποτελούν τη ζώσα ιστορία της Επαρχίας (Κ. Νευροκοπίου σήμερα), για την περίοδο 1870-1913, οπότε και η ελληνοβουλγαρική διαμάχη έκλεισε οριστικά.

«Η οριστική καταδίκη του Ελληνισμού του ΠαπάςΤσαΐρ, του Νευροκοπίου (Άνω) και της ευρύτερης περιοχής του σφραγίστηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913 Ιούλιος). 

Τότε οι Νευροκοπηνοί, οι Μελενικιώτες και οι Στρωμνιτσιώτες εγκατέλειψαν τις πατρογονικές εστίες και εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Μακεδονία και ιδιαίτερα στην περιοχή του Κιλκίς».


Ακόμη θα επισημάνουμε τις δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησαν οι κάτοικοι των κοινοτήτων αυτών στην προσπάθειά τους να αναχαιτίσουν το βουλγαρικό μαχαίρι και τα μαρτύρια, στα οποία επί σειρά ετών υποβλήθηκαν από τους Βουλγάρους, που μπορεί ο αναγνώστης μας να παρακολουθήσει μέσα από τις γραμμές αυτής της συγγραφής.

Λόγοι ύπαρξης της ανεξάρτητης Μητρόπολης Νευροκοπίου

Οι σπουδαιότεροι λόγοι, που επέβαλαν την ύπαρξη της ανεξάρτητης μητρόπολης Νευροκοπίου, σημειώνει (1010-1903) ο Άγιος μητροπολίτης Δράμας και Σμύρνης αργότερα Χρυσόστομος (Καλαφάτης) στον κώδικα της Δημογεροντίας Νευροκοπίου, κατά την επίσκεψή του εκεί, όταν είχε την ποιμαντορία της μητρόπολης, ήταν:


1.    - Η επίκαιρη θέση την οποία κατείχε το Νευροκόπι. Απο- τελούσε φυσικό οχύρωμα, και πρόχωμα κατά του Σχίσματος που, σημειωτέον, είχε έδρα στο Νευροκόπι και διέθετε πλούσιους πόρους. 
Αν κατάφερνε το Σχίσμα να διαρρήξει το Νευροκόπι, την ακρόπολη αυτή του Ελληνισμού, θα περνούσε μέσα από την πεδιάδα του Ζιρνόβου και το στενό πέρασμα του Γιουρετζεκίου (Γρανίτης σήμερα) σην πεδιάδα της Δράμας. Τότε, το κέντρο του διεξαγόμενου θρησκευτικού αγώνα θα μεταφερόταν σε κρισιμότερο σημείο και έδαφος, κάτι που θα ήταν ολεθριότατο για τα συμφέροντα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

2.     Η πτώση του Νευροκοπίου θα είχε αναπόφευκτα άσχημο αντίκτυπο και δυσάρεστες συνέπειες στο ηθικό των Ελλήνων της Επαρχίας Σερρών και Δράμας, των οποίων το φρόνημα θα κλονιζόταν.

3.     Η ύπαρξη μητροπολίτη στο Νευροκόπι, πίστευε ο Χρυσόστομος, θα τόνωνε το ηθικό και το φρόνημα εκείνων, οι οποίοι, ύστερα από σκληρούς αγώνες και θυσίες, κατάφεραν να μείνουν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά τις απειλές του βουλγαρικού κομιτάτου.
Τους λόγους αυτούς, που συνηγορούσαν υπέρ της ύπαρξης ανεξάρτητης μητρόπολης στο Νευροκόπι, τους διατύπωσε πρώτος όλων ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ', μια από τις σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες κατά το δέυτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. ΓΥ αυτό το λόγο απόσπασε το 1882 την Επαρχία Νευροκοπίου από την Επαρχία Δράμας και την ανακήρυξε Αρχιεπισκοπή το 1883 και σε μητρόπολη το 1888, η οποία αριθμούσε υπέρ τις 60 χριστιανικές κοινότητες. (Β. Λαούρδα, ό.π., 254256* Αθ. Καραθανάση, ό.π., σ. 59).

Ο Βουλγαρισμός στο Νευροκόπι

Μέχρι το 1872, δηλαδή μέχρι την εποχή που δημιουργή θηκε το μακεδονικό ζήτημα και συνήλθε η Ιερά Σύνοδος των Ορθοδόξων Ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία κήρυξε τη βουλγαρική εκκλησία σχισματική, σ’ όλες τις βόρειες επαρχίες της Μακεδονίας και σ’ αυτές του Σατζακίου (διοίκησης) Σερρών δεν γινόταν κανένας λόγος, ή μάλλον δεν υπήρχε θέμα εθνότητας και γλώσσας.

Όλοι, Έλληνες και Βούλγαροι, συνυπήρχαν μονιασμένοι και αγαπημένοι σε μια κοινότητα: την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα. 

Εκκλησιάζονταν όλοι στην ίδια εκκλησία και τα παιδιά τους φοιτούσαν στο ελληνικό σχολείο.

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε ο Ρώσος ιστορικός συγγραφέας Colombisky:

«Κατά το 1839 ακόμη ουδείς των κατοίκων των πόλεων της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίαςεθεώρει εαυτόν Βούλγαρον, ουδέ ήθελε να ομιλήσει την βουλγαρικήν γλώσσαν, τουναντίον εμίσουν παν το βουλγαρικόν».

Κι ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η ομολογία, που κάνει, στο βιβλίο του «La Macedoine, L’ Etat Pesend du Bulgarisme», πολύ αργότερα, το 1885, ο Βούλγαρος συγγραφέας Officoff, φανατικός οπαδός της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, η οποία ανατράπηκε στο Βερολίνο από την ομώνυμη Συνθήκη:

«Το μεγαλύτερο μέρος της βουλγαρικής Μακεδονίας δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωμένην εθνικήν συνείδησιν κι αν η Ευρώπη επέτρεπεν εις τον μακεδονικόν λαόν να εκλέξει εθνότητα είμαι βέβαιος ότι η πλειονότης αυτών θα εξέφευγεν εκ των χειρών ημών. 
Εξαιρουμένων των βορείων διαμερισμάτωνοι πληθυσμοί των άλλων περιφερειών είναι έτοιμοι ίνα ενδίδοντες και εις την ελαχίστην πίεσιν δηλώσωσι ότι δεν είναι Βούλγαροι, ότι αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο και προτιμούν τα Ελληνικά Σχολεία και τους Έλληνας καθιηγητάς».

 Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτά γράφονταν στην πιο κρίσιμη περίοδο του 1880-85, τότε που η βουλγαρική προπαγάνδα, ανενόχλητη, οργίαζε στη Μακεδονία.

Μπορίς Σαράφης του Πέτρου
Την ιδέα  του βουλγαρισμού στην Επαρχία Νευροκοπίου την εισήγαγαν, δυστυχώς, εξαγορασθέντες από τη βουλγαρική προπαγάνδα, Έλληνες δάσκαλοι και ιερείς. 

Αυτοί ηγήθηκαν της κίνησης εκβουλγαρισμού του ελληνικού στοιχείου με άκρατο μισελληνισμό και φανατισμό, 
με προεξάρχοντα τον Πέτρο Σαράφωφ (Πέτρο Σαράφη).

Ο Πέτρος Σαράφης καταγόταν από το χωριό Γαϊτανίνα. 

Ήταν Έλληνας δάσκαλος και πατέρας του μετέπειτα περιβόητου αρχηγού του βουλγαρικού κομιτάτου Μπόρις Σαράφωφ, ο οποίος σκόρπισε τον όλεθρο και το θάνατο για πολλά χρόνια. 

 Τυφλό όργανο του βουλγαρικού κομιτάτου και του Πανσλαβισμού, ο Σαράφωφ εργάστηκε υπέρ της βουλγαρικής ιδέας μαζί με τους:
παπαΧαρίτωνα (πενθερό του) από τη Λιμπάχοβα, τον παπαΑθανάσιο από τη Στάρτιστα και τους Έλληνες δασκάλους Γιώργο Στοΐδη και Γιώργο Αθανασίου.

 (σημ.  Yauna.  Δηλαδή ο Boris Sarafov ειχε πατέρα ελληνοδιδάσκαλο και παππού πατριαρχικό ιερέα).

Ατυχώς, αυτοί οι τελευταίοι υπηρέτησαν, ο πρώτος στο Ζίρνοβο, στη Δράμα και στην Τσατάλτζα (Χωριστή σήμερα) και ο δεύτερος οτο Νευροκόπι και στις Σέρρες.

Φανατισμένοι πανσλαβιστές, οι πέντε εξωμότες αποτέλεσαν μια σπείρα πολύ επικίνδυνη για τον Ελληνισμό του Νευροκοπίου.

Η σπείρα αυτή εγκαταστάθηκε στο Νευροκόπι.
Εκεί, αφού κατάφερε να ξεγελάσει τους προύχοντες, Ηλία Δούκα, τους τρεις αδελφούς Ασταρτζή (ο Ιωάννης ο μικρότερος αδελφός αργότερα αποκήρυξε το Σχίσμα), τον Απόστολο Σμιλιά και άλλους, δημιούργησε, με το πέρασμα του χρόνου, με τη βία που ασκούσε στους ελληνικούς πληθυσμούς, μια κατάσταση καθόλου ευοίωνη για το μέλλον του άτυχου Ελληνισμού της Επαρχίας Νευροκοπίου.

Η πίεση αυτή του Σαράφωφ επί του ελληνικού πληθυσμού, κατέληξε στο να λάβει μορφή έντονης ένοπλης βίας από το 1901, όταν εγκαταστάθηκε στο Ζίρνοβο ο Δ. Δουκώφ (Δ. Δούκας), ταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού.

Φανατισμένος, κι αυτός, βούλγαρος προπαγανδιστής, με βάρβαρα αισθήματα, ύπουλος και δόλιος, εφοδιασμένος με τα απαραίτητα χρηματικά ποσά και άλλα μέσα, οργάνωσε και εξόπλισε τους σχισματικούς της περιοχής, κάτω από την πλήρη αδιαφορία των τουρκικών αρχών.

 Έτσι, με την ανοχή των τουρκικών αρχών, άρχισε ένας αγώναςπροκειμένου να καμφθεί το φρόνημα των Ελληνορθοδόξων, οι οποίοι βίωναν τον τρόμο και την απειλή για τη ζωή τους καθημερινά.
Ήταν τότε, που στο μητροπολιτικό θρόνο του Νευροκοπίου είχε εγκατασταθεί ο μητροπολίτης Νικόδημος.
Απελπισμένος ο άξιος εκείνος ιεράρχης και απογοητευμένος από τη βάρβαρη συμπεριφορά του βουλγαρικού κομιτάτου, που καθημερινά συγκρουόταν με το ελληνικό στοιχείο, για να του αρπάξει την εκκλησία και το σχολείο και ανήσυχος για την τύχη του Ζιρνόβου, το οποίο κινδυνεύει να χαθεί, γράφει (1902) προς το Οικ.
Πατριαρχείο:

«... Είχον γράψει εις την Χ.Θ.Π. πολλάκις ότι οι Βούλγαροι τόσον μυστικώς εργάζονται ώστε ουδείς των ημετέρων δύναται να τους εννοήσει και τόσον επιτυχώς καθ’ όσον θυσιάζουν και προσωπικόν και ικανόνχρήμα χάριν του σκοπού των. Είχον γράψει εις την Μεγάλην Εκκλησίαν ότι εάν εκβουλγαρισθεί το Ζίρνοβο, η Επαρχία Νευροκοπίου θα απολεσθή καθ’ όσον θα μείνει με 50 οικογένειες εις Νευροκόπιον, 95 εις Τσερέσοβον, 120 εις Παπα Τσιαΐρ και ταύτας επί πέντα μήνας κατ’ έτος, καθ’ όσον το χειμώνα καταβαίνουσι εις διάφορα θερμά μέρη και 25 οικογενείας εις Στάρτιστα».

Μητρόπολη Νευροκοπίου-Гоце Делчев: Η Βουλγαρική Προπαγάνδα κατά την πρώτη φάση του Μακεδονικού αγώνα (1870-1900).

$
0
0

Στάθη Χρ. Κουζούλη
«ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»
 
Σ’ όλα τα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας την προστασία και την φροντίδα των ορθοδόξων χριστιανών των Βαλκανικών λαών την είχε το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Αυτό σήμαινε ότι το Πατριαρχείο μεριμνούσε για τα σχολεία, για τις εκκλησίες, ακόμη και για τις δικαστικές υποθέσεις των ορθοδόξων χριστιανών.

Ακολούθησε το Πατριαρχείο πολιτική ειρηνικής συνύπαρξης των ορθοδόξων χριστιανών, τους οποίους αντιμετώπιζε χωρίς διακρίσεις, με στοργή και δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή.

Σεβόταν τις ιδιαιτερότητες (γλώσσα συνήθειες, παραδόσεις) κάθε εθνότητας.

Ακόμη και στα χρόνια  τα δύσκολα για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, της διαμάχης δηλ. Ελλήνωνκαι Βουλγάρων, έτσι πορεύθηκε και
«σε καμίαν περίπτωσιν, όσο και αν σταδιακά σημειωνόταν η συρρίκνωση του Ελληνισμού της περιοχής, το Πατριαρχέιο δε ζήτησε τη λήψη βίαιων μέτρων, δεν εξέθεσε τον Ελληνισμό σε σκληρή και φανατική αντιπαράθεση με το βουλγαρισμό».

Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι το 1860. 

Ως τότε, που οι Βούλγαροι, πιεζόμενοι από τους Ρώσους καθοδηγητές τους, ζητούσαν την ίδρυση δικής τους ανεξάρτητης εκκλησίας.
Να έχουν στην Κωνσταντινούπολη δικό τους εκκλησιαστικό και εθνικό εκπρόσωπο (Έξαρχο).
Το Φιρμάνι της
Βουλγαρικής Εξαρχίας


Και το πέτυχαν ύστερα από δέκα χρόνια, στις 10.3.1870, τη χρονιά της ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας.

Την ίδρυση της Εξαρχίας την προέβλεπε σχετικό φιρμάνι του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, το οποίο εκδόθηκε και υπογρά φηκε από τον ίδιο στην παραπάνω ημερομηνία, έπειτα από σύμφωνη γνώμη των πρεσβευτών της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας.

Μέσω του φιρμανίου, που της επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Τουρκία επιδίωξε να λύσει τις Ελληνο βουλγαρικές διαφορές, οι οποίες υπήρχαν.

Οι Βούλγαροι κινούμενοι από μίσος που έτρεφαν προς τους Έλληνες και από πολιτικούς λόγους, θέλησαν να αποχωριστούν από το Οικ. Πατριαρχείο και να αποτελέσουν δική τους εθνική εκκλησία, με την ελπίδα ότι έτσι θα πετύχαιναν ευκολότερα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας.

Ο διαχωρισμός αυτός ελληνικού Πατριαρχείου και βουλγαρικής Εξαρχίας απόκτησε και χαρακτήρα εθνικό, «πέρα, βέβαια, από τη θεολογική και θρησκευτική σημασία, που είχε»,
 που σήμαινε ότι οι πατριαρχικοί ήταν οι Έλληνεςκαι οι εξαρχικοί ήταν οι Βούλγαροι.

Αυτοί οι τελευταίοι δεν ήταν ευχαριστημένοι να υπάρχουν στην εξαρχική εκκλησία μόνοι τους. Γι’ αυτό προσπάθησαν πολύ, ώστε να αναγκάσουν, όσο γίνεται περισσοτερες πατριαρχικές κοινότητες, από εκείνες που βρίσκονταν κοντά σε βουλγαρικές περιοχές, να αρνηθούντο Πατριαρχείο, ν’ αποσκιρτήσουν στην Εξαρχία και να ασπαστούν το Βουλγαρισμό.

Το Οικουμενικό Πατριαρχέιο δεν είχε κανένα λόγο να μην αναγνωρίσει την Εξαρχία, αν στο φιρμάνι δεν υπήρχε το άρθρο 10, το περιεχόμενου του οποίου ήταν απαράδεκτο και δόλιο.

Το επίμαχο άρθρο 10 δεν διευκρίνιζε με σαφήνεια την εδαφική δικαιοδοσία της Εξαρχίας.
Και το χειρότερο;
 Όριζε στηγ’ παράγραφό τουότι, αν οι κάτοικοι μιας περιοχής επιθυμούσαν στο σύνολό τους ή τουλάχιστον κατά τα 2/3 του συνόλου τους, μπορούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία.

Αυτό σήμαινε πως, αν κατάφερνε η Εξαρχία (μόνο με τη βία) να έχει μία τόσο μεγάλη επιτυχία των 2/3 του πληθυσμού σε κάποια περιοχή, όπου οι πατριαρχικοί Έλληνες πλειοψηφούσαν έναντι των εξαρχικών Βουλγάρων, ήταν σίγουρο ότι με μεγάλη άνεση μπορούσε να ισχυριστεί ότι η περιοχή αυτή κατοικείται από Βουλγάρους, άρα είναι βουλγαρική.

Η διάταξη αυτή του φιρμανίου, η οποία σκόπιμα τέθηκε, έγινε η αιτία όλων των ταραχών, που προκλήθηκαν στη Μακεδονία.
Και, ακόμη, προκάλεσε τη βουλγαρική θρασύτητα και άνοιξε τις πόρτες στη βουλγαρική και κατά συνέπεια στην πανσλαβική, μέσω της Ρωσίας, προπαγάνδα, με δυσάρεστες συνέπειες όχι μόνο για τη Μακεδονία και γενικά για την Ελλάδα, αλλά και γι’ αυτές τις ίδιες τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Το Πατριαρχείο αντέδρασε άμεσα και δυναμικά.
Ζήτησε την τροποποίηση του άρθρου 10 του φιρμανίου, αλλά η Υψηλή Πύλη ήταν ανυποχώρητη. Έτσι, υποχρεώθηκε η Σύνοδος των Ορθοδόξων Ιεραρχών του Πατριαρχείου να συνέλθει στις 282 1872 και να κηρύξει την Εξαρχία σχισματική.

Από τότε, έχοντας οι Βούλγαροι ως αφετηρία και οδηγό τους το άρθρο 10 του σουλτανικού φιρμανίου και προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους, δηλ. τον εκβουλγαρισμό και στη συνέχεια την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη βουλγαρική επικράτεια, ανέπτυξαν μεγάλο ανταγωνισμό και έχθρα κατά των Ελλήνων.

Παράλληλα, προέβαιναν και σ’ ένα κλιμακούμενο προγραμματισμό ενεργειών, για την οργάνωση της προπαγάνδας που θα ασκούσαν επί του μακεδονικού Ελληνισμού, η οποία προπαγάνδα έκανε τα πρώτα δειλά βήματα της αμέσως μετά την ίδρυση της Εξαρχίας.

Αυτή είχε για στόχο της: την αύξηση των Βουλγάρων αρχιερέων στη Θράκη και στη Μακεδονία και τον προσηλυτισμό των σλαβόφωνων κατοίκων στη βουλγαρική εκκλησία, με την πειθώ, με χρήματα και άλλη βοήθεια.

Στην περίπτωση της Επαρχίας Νευροκοπίου, η βουλγαρική προπαγάνδα είχε ως συνεργούς της και ένοπλα βουλγαρικά τμήματα,που δρούσαν στην περιοχή ήδη από το 1870.


Εντάθηκε η βουλγαρική προπαγάνδα ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη  του Αγίου Στεφάνου, η οποία προέβλεπετην ίδρυση του κράτους της Μεγάλης Βουλγαρίας. Η Συνθήκη αυτή σήμανε και επίσημα την αρχή του Μακεδονικού Αγώνα «κατά τον οποίο η Ελλάδα δε θα αντιμετώπιζε πλέον την Τουρκία, αλλά τους Βουλγάρους.

 Σηματοδοτούσε ακόμη και σφοδρότατη αντιπαράθεση του Ελληνισμού με το Βουλγαρισμό.

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που έπληττε αθεράπευτα τα δίκαια του Ελληνισμού, ανατράπηκε, όπως γράψαμε, από το Ευρωπαϊκό Συνέδριο (βλ. σ. 26), γνωστό ως συνθήκη του Βερολίνου. Το συνέδριο περιόριζε τα σύνορα της Βουλγαρίας μεταξύ Δούναβη, Αίμου και Ευξείνου Πόντου. Αν δεν συνερχόταν το Ευρωπαϊκό Συνέδριο, ήταν βέβαιο ότι η Μακεδονία θα αποτελούσε βουλγαρική επαρχία.

Η ματαίωση του ονείρου των Βουλγάρων, για την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, ως συνέπεια των αποφάσεων της Συνθήκης του Βερολίνου, οδήγησε τη Βουλγαρία στο να ανα δειχθεί η δημιουργός όλων των ανώμαλων καταστάσεων, που προέκυψαν στα Βαλκάνια και στη Μακεδονία ιδιαίτερα.
Και όχι μόνο συνετίστηκε και συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις αυτές, αλλά επέτεινε ακόμη πιο πολύ την προπαγανδιστική της δραστηριότητα, η οποία για δέκα (1870-1882) και πλέον χρόνια δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς, ως αναποτελεσματική και αποτυχημένη.

Στη συγκεκριμένη αυτή εποχή, το ελληνικό στοιχείο επικρατεί στην Επαρχία Νευροκοπίου, παρά την τρομακτική πίεση που του ασκούσε ο Βουλγαρισμός.

«Διά να καταπολεμήσωμεν τον εχθρό μας αυτόν (την Ελλάδα)» γράφει ο Σαπώφ, γραμματέας της Εξαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας, «πρέπει να χρησιμοποιήσωμεν δασκάλους και παπάδες για να μπορέσουμε να επικρατήσωμε» .

Σ’ αυτούς επένδυαν τη δημιουργία βουλγαρικής εθνικής συνείδησης. Έτσι, μεταξύ των πολλών διευκολύνσεων, που παρείχε η Τουρκία στους Βουλγάρους, ήταν και η έκδοση σουλτα νικού φιρμανίου, το οποίο τους επέτρεπε να ιδρύουν σχολεία και εκκλησίες στη Μακεδονία και σε εκείνα ακόμη τα μέρη, όπου ήταν ασήμαντη η σλαβική αναλογία.

Αυτή η ξεχωριστή μεταχείρηση των Τούρκων προς τους Βουλγάρους, έκανε τους τελευταίους να πιστεύουν ότι η Μακεδονία θα γινόταν εύκολη λεία τους και ότι ευχερέστερα θα προχωρούσαν στην πραγματοποίηση του εθνικού τους πόθου. Ωστόσο και σ’ αυτή τη δεινή θέση, στην οποία περιήλθαν οι Μακεδόνες, αντιοτάθηκαν με νύχια και με δόντια, γι’ αυτό κράτησαν αλώβητη τη γλώσσα και την πίστη τους στην Ορθοδοξία.

Όταν κι αυτά τα μέτρα των Βουλγάρων φάνηκαν αδύναμα να ικανοποιήσουν τις προβλέψεις τους και μετά από τη διαπίστωση ότι οκόσμος δε γυρίζει με το μέρος τους, ύστερα από οχτώ χρόνια (1882-1890), η βουλγαρική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να δεχθεί την εισήγηση του αρχιμακελάρη Σαράφωφ, που επιγραμματικά έλεγε:

 «Επειδή τα σχολεία και οι εκκλησίες δεν κατόρθωσαν να εκβουλγαρίσουν τη Μακεδονία, είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσωμε πρακτικότερα και αποτελεσματικότερα μέτρα. 
Τα μέτρα αυτά είναι η δυναμίτις και η φωτιά... Θα χρησιμοποιήσουμε το έγκλημα»

Γι  αυτό λοιπόν στη δεκαετία 1890-1900 η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

Η βουλγαρική προπαγάνδα είχε στο πλευρό της και τα οπλισμένα σώματα των κομιτατζήδων, τα οποία έκαναν την εμφάνισή τους το 1883.

 Εν ονόματι του σκοπού τους, λήστευαν και τρομοκρατούσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς με τον ανηλεέστερο τρόπο.
Κοντά στους κομιτατζήδες παλιοί ληστές, που λυμαίνονταν τη Μακεδονία από προηγούμενες δεκαετίες, περιθωριακά στοιχεία, που παρουσιάζονταν ως δάσκαλοι, δήθεν, και ιερείς, όλοι επιστρατευμένοι της κυβέρνησης της Σόφιας, περιέρχονταν τα χωριά της Μακεδονίας.

Πίεζαν ασφυκτικά και εξανάγκαζαν τους χωρικούς να υπογράψουν την αναφοράδήλωση ότι ήταν ανέκαθεν Βούλγαροι. Τους παρότρυναν να εγκαταλείψουν το Οικ. Πατριαρχείο και να συμπορευτούν μ’ αυτούς στην Εξαρχία.

Να διώξουν τους Έλληνες δασκάλους και ιερείς και να καλέσουν στη θέση τους άλλους από τη Βουλγαρία.

Οι κομιτατζήδες δολοφονούσαν όποιον δεν υπάκουε στα κελεύσματά τους. 
 Καταδίωκαν με λύσσα τους Έλληνες δασκάλους, τους ιερείς και τους προκρίτους, γιατί αυτούς θεωρούσαν τους κατ’ εξοχήν αντιδρώντες στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους.

Τα πράγματα εξελίσσονταν πιο οδυνηρά στην επαρχία Νευροκοπίου τα χρόνια 1888-1891, όταν στο μητροπολιτικό θρόνο είχε εγκατασταθεί ο Γρηγόριος.
Ο Γρηγόριος συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους, απογοητεύοντας το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Επί των ημερών του η Εξαρχία κυριάρχησε σχεδόν σ’ όλο το χώρο της Επαρχίας Νευροκοπίου, περιορίζοντας την παρουσία του Ελληνισμού σε ελάχιστες κοινότητες.

Σ’ αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο η ίδρυση από τους Βουλγάρους σχολείων και εκκλησιών, που ο εξωμότης ιεράρχης τα χρησιμοποίησε περίτεχνα και αποτελεσματικά υπέρ της Εξαρχίας και σε βάρος του Ελληνισμού.

Το «όπου Βούλγαροι αρχιερείς, εκεί δια τους Έλληνας δεν υπάρχει έδαφος προς εργασίαν» βρήκε την τέλεια εφαρμογή του στην περίπτωση της επαρχία Νευροκοπίου, όπου η βουλγαρική προπαγάνδα, ανενόχλητη και με ιδιαίτερη αγριότητα, οδηγούσε βίαια τον απροστάτευτο Ελληνισμό στην Εξαρχία και στο Βουλγαρισμό.

Το μίσος των Βουλγάρων προς τους Έλληνες, έτσι όπως εκδηλωνόταν με την τρομοκρατία και τις δολοφονίες, είχε προχωρήσει μέχρι το ακαταλόγιστο στη δεκαετία 1890-1900, η οποία θεωρείται ως «η δραματικότερη χρονική περίοδος στην ιστορική εξέλιξη του μακεδονικού χώρου».

«...Είχε πια αρχίσει να γίνεται φανερό ότι σε λίγα χρόνια δεν πρόκειται να μείνει κανένας Έλληνας στη Μακεδονία. 
Το βουλγαρικό κομιτάτο είχε πράκτορες και σ’ αυτή την Αθήνα, από όπου αγόραζε όπλα, τρόφιμα και ρούχα και εφόδιαζε μ’ αυτά τους Βουλγάρους κομιτατζήδες της Μακεδονίας,...».

Και μόνο η αντικατάσταση των παλαιών μητροπολιτών στην αρχή του 20ου αιώνα, η οποία έγινε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ, με νέους 30-35 ετών, δυναμικούς και με θέληση για εθνική δράση, οι οποίοι στάθηκαν πλάι στους τρομοκρατημένους πληθυσμούς, έσωσε τη Μακεδονία και τον Ελληνισμό από τη βουλγαρική λαίλαπα.

Πώς όμως συντηρούνταν όλο αυτό το οργανωμένο κύκλωμα της προπαγάνδας, που ανέπτυξαν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία; Ασφαλώς με χρήματα, που αφειδώς διέθετε η βουλγαρική κυβέρνηση.

Το έτος 1884, σημειώνεται στο βιβλίο «Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα» του ΓΕΣ, Δ/νση ιστορίας Στρατού, (σ. 99):

«εμισθοδοτούντο υπό της Βουλγαρίας εις Μακεδονίαν δύο επίσκοποι μετά προσωπικού εξ 150 περίπου μελών; 450 ιερείς, τέσσαρες εμπορικοί πράκτορες μετά 12 γραμματέων και άλλων τόσων καβάσηδων (σωματοφυλάκων), υπέρ τους 800 δήθεν δάσκαλοι και διδασκάλισσαι, προϊστάμενοι οικοτροφείων, διευθυνταί και επιθεωρηταί. 

Εις τον βουλγαρικόν προϋπολογισμόν του 1894-1895, ενεγράφοντο προς τούτο, εκτός των διαφόρων κονδυλίων για την παιδείαν και τα εξής ποσά:

    900.000 φράγκα δια τον Έξαρχον εις Κωνσταντινούπολιν προς μισθοδοσίαν των Βουλγάρων επισκόπων και κληρικών εις Μακεδονίαν.

    70.000 φράγκα επικουρικώς δια τον Υπουργόν Παιδείας, προς κάλυψιν δαπανών ιδρύσεως βουλγαρικών σχολείων εις Μακεδονίαν.

    120.000 φράγκα δια την μισθοδοσίαν των δασκάλων των ανωτέρω βουλγαρικών εκπαιδευτηρίων εις Μακεδονίαν.

    70.000 φράγκα δια τα οικοτροφεία εις Βουλγαρίαν, τα προσλαμβάνοντα μαθητές εκ Μακεδονίας.

    100.000 φράγκα δια τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Εξωτερικών, δια του οποίου διετηρουντο τα δήθεν «εμπορικά» πρακτορεία.

Εν αντιθέσει προς αυτάς τας άφθονους παροχάς, αι οποίαι αυξήθησαν πολύ περισσότερον, κι ενώ ουδεμία θετική βοήθεια από το ελεύθερο ελληνικό κράτος υπήρχε, αι ελληνικοί εκκλησίαι και τα ελληνικά ιδρύματα ουδένα άλλον διέθετον πόρον, ει μη μόνον τας συνεισφοράς των κατοίκων.

 Αι εισφοραί αυταί κατεβάλλοντο υπό των κατοίκων αγογγύστως, λόγω του διακαούς πόθου να μορφώσουν τα τέκνα των με τας καθιερωμένος αρχάς της Ελληνοχριστιανικής παιδείας και του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. 

Οι διακαείς αυτοί πόθοι των Μακεδονικών πληθυσμών ενδυναμούντο συνεχώς από διακεκριμένην ομάδα φωτισμένων ιεραρχών, υπό την συνετήν καθοδήγησιν των οποίων οργανώθη και εξε δηλώθη η εύστοχος αρχική αντίστασις κατά της βουλγαρικής Εξαρχίας και των βουλγαρικών κομιτάτων».

Κυριότεροι λόγοι αποσκίρτησης στο Σχίσμα

Οι ουσιαστικότεροι λόγοι, που συνέβαλαν στο να χάσει η Επαρχία Νευροκοπίου τις 60 από τις 65 περίπου κοινότητές της, κατά την πρώτη περίοδο (18701900) του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν:

1.    Η έλλειψη ελληνικών σχολείων

Σε πολλά χωριά της περιοχής της Επαρχίας Νευροκοπίου δε λειτουγούσαν σχολεία. Σε όσα χωριά υπήρχαν σχολεία υπολειτουργούσαν.
Σχολεία με πολλούς μαθητές και ένα δάσκαλο, σχολεία με ατελείς τάξεις και δασκάλους απλούς, καλοπροαίρετους χωρικούς, που, όμως δεν είχαν καμιά σχέση με την εκπαίδευση και το λειτούργημα του εκπαιδευτικού, ήταν η αποτύπωση της αδυναμίας του ελληνικού κράτους να διατηρεί σχολεία, πλαισιωμένα με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό και εξοπλισμένα όσο καλύτερα γινόταν, για να μπορεί ο Ελληνισμός του Νευροκοπίου και γενικότερα ο μακεδονικός Ελληνισμός να συγκρουσθεί με την πολυδύναμη βουλγαρική προπαγάνδα.

Σύμφωνα με μια έκθεση ανυπόγραφη του 1885, μας πληροφορεί ο Αθ. Καραθανάσης ότι, τότε που τα περισσότερα χωριά του Νευροκοπίου ήταν πατριαρχικά, η κατάσταση της παιδείας παρουσίαζε την εξής εικόνα στα σπουδαιότερα χωριά:

Στο Νευροκόπι, έδρα της μητρόπολης, λειτουργούσε σχολείο από 5 τάξεις, με δύο δασκάλους και 85 μαθητές, ένα παρθε ναγωγέιο, με 5 τάξεις, με μια παρθεναγωγό και 40 μαθήτριες, ένα νηπιαγωγείο, με μια νηπιαγωγό και 40 νήπια.

Στο Ζίρνοβο είχε σχολείο, με 3 τάξεις, 80 μαθητές και ένα δάσκαλο.

Στο Κουμανίτσι δεν υπήρχε σχολείο.

Στη Στάρτιστα είχε σχολείο με νηπιαγωγείο στο οποίο φοιτούσαν 28 νήπια και παιδιά.

Γραμματοδιδασκαλείο σε άθλια κατάσταση με 40 μαθητές λειτουργούσε στην Κάτω Βροντού. Δίδασκε ο κανδηλανάφτης της εκκλησίας.

Ένα ωραίο, νεόκτιστο σχολείο με 4 ατελείς τάξεις και 90 μαθητές λειτουργούσε στα Τερλίσι. Δίδασκε ο ψάλτης της εκκλησίας.

Στο Μοναστηρτζίκ υπήρχε σχολείο με 5 τάξεις και 120 μαθητές. Δίδασκε ο ψάλτης της εκκλησίας.

Η Λόφτσα είχε για Γραμματοδιδασκαλείο ένα μετόχι (κτήμα Μοναστηριού).

Στο Τσερέσοβο λειτουργούσε σχολείο με άγνωστο αριθμό μαθητών σε μεγαλοπρεπές κτίριο, το οποίο κτίσθηκε το 1861 (θεμελιώθηκε το 1839). Δίδασκε ο ψάλτης Αθανάσιος Σταμάτης27.

Σ’ όλα τα σχολεία διδάσκονταν η ελληνική γλώσσα.

Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, που παρουσίαζαν τα ελληνικά σχολεία, οι Βούλγαροι προέτασσαν σχολεία και σ’ εκείνα, ακόμη, τα χωριά, στα οποία η εξαρχική παρουσία ήταν υποτυπώδης.

 Ήταν οργανωμένα και άριστα εξοπλισμένα.

 Είχαν ικανούς δασκάλους και ομοιόμορφο πρόγραμμα το οποίο εφάρμοζαν σ’ όλα τα σχολεία.
Η ανακολουθία αυτή, που παρατηρούνταν στο χώρο της εκπαίδευσης μεταξύ των ελληνικών και βουλγαρικών σχολείων, έφερε οδυνηρό πλήγμα στον Ελληνισμό του Νευροκοπίου.
Πολλοί Ελληνόπαιδες, οι οποίοι προσελκύονταν από τις ανέσεις, που τους παρείχε η βουλγαρική προπαγάνδα (υποτροφίες κ.ά.), η οποία συγχρόνως τους υποσχόταν περαιτέρω εξέλιξη με λαμπρό μέλλον, συντάσσονταν ανεπιστρεπτί με το Σχίσμα.

Με το πέρασμα του χρόνου γινόταν ορατό στον ορίζοντα, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στην Επαρχία Νευροκοπίου. Τα σχολεία μέσα σε μια δεκαετία μειώθηκαν ανησυχητικά.

Έτσι, το 1896 λειτουργούσαν στην Επαρχία μόνο 6 σχολεία με 8 δασκάλους και 254 μαθητές.

Ο βουλγαρισμός πέτυχε αυτό που επεδίωκε χρόνια πολλά.
Σ’ αυτόν περιήλθαν οι περισσότερες εκκλησίες και το σύνολο σχεδόν των ελληνικών σχολείων με βίαιη αρπαγή. «Εν ημίν δε ολίγα δυστυχώς χωρία διεσώθησαν υπό των αρπακτικών ονύχων των αντιφρονούντων» θα γράψει ο μητροπολίτης Νεόφυτος σε έκθεσή του, του 1889, η οποία απευθυνόταν προς το «εν Σέρραις Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο» και στην οποία κάνει λόγο γιά την κατάσταση που επικρατούσε τότε στο Νευροκόπι, στην Κ. Βροντού, στη Στάρτιστα και στο Τσερέσοβο.


2.    Η διαμάχη των ελληνικών Κυβερνήσεων και του Πατριαρχείου.

Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να είναι αυτές, οι οποίες θα συντόνιζαν (μέσω των κατά τόπους προξενείων) τον αγώνα των Μακεδόνων κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας. Είχαν όμως την απαίτηση, (εκδηλώθηκε μετά το 1875), να υποταχθεί σ’ αυτές το Πατριαρχείο, το οποίο θα ενεργούσε σύμφωνα με τις οδηγίες τους.

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Π αρνήθη κε την υποταγή της εκκλησίας στις ελληνικές Κυβερνήσεις. Ήρθε σε σύγκρουση μ’ αυτή την επίσημη πολιτική τους, που εξέφραζαν και ίσως για το λόγο αυτό παραιτήθηκε από το πατριαρχικό θρόνο το 1884.

Στο υπόμνημα που υπέβαλε στον Έλληνα επιτετραμένο στην Κωνσταντινούπολη Α. Ποττέ, το 1901, σημείωνε ο Πατριάρχης, ανα φερόμενος στη διαμάχη αυτή: «Το δόγμα της ελληνικής πολιτικής... εδημιούργησε σύγχυσιν, ανέτρεψε αιώνων καθεστώς, εξήγειρεν τους υπεναντίους, ου μόνον εις άμυναν; αλλά και επίθεσιν.

Η Εκκλησία και οι λειτουργοί αυτής εκλονίσθησαν εις το έργον αυτών προχωρούντες μετά δειλίας τινός και ενδοιασμού συρόμενοι εις νέαν οδόν...
Αυτό το δυσάρεστο, απρόσμενο γεγονός, της διαταραχής των σχέσεων ελληνικών κυβερνήσεων και Πατριαρχείου, σε μια εποχή κατά την οποία κρινόταν η τύχη του ελληνισμού της Επαρχίας Νευροκοπίου και γενικότερα της Μακεδονίας, είχε ως αποτέλεσμα την περικοπή των κρατικών επιχορηγήσεων των ελληνικών Κυβερνήσεων προς τις ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας, κατά συνέπεια και προς τα ελληνικά σχολεία.

Έτσι, τα σχολεία της Μακεδονίας και ιδιαίτερα αυτά της ευαίσθητης περιοχής της Επαρχίας Νευροκοπίου, τα οποία δεν επιχορηγούνταν πλέον, αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις λειτουργικές τους δαπάνες. Και το οδυνηρότερο; αδυνατούσαν να καταβάλουν κι αυτούς, ακόμη, τους μισθούς των δασκάλων και των καθηγητών.

Ποιο όμως ήταν το τίμημα αυτής της ακατανόητης πολιτικής;

 Η συρρίκνωση, ασφαλώς των σχολείων σε 5 κοινότητες (Νευροκόπι, Παπάς Τσιαΐρ, Ζίρνοβο, Στάρτιστα, Τσερέσοβο) της Επαρχίας, στην αρχή του 20ου αιώνα, οπότε άρχισε η ένοπλη βία των Βουλγάρων κομιτατζήδων.

Κατάφεραν οι Βούλγαροι με την προπαγάνδα τους να αλώσουν σχολεία και εκκλησίες του ανυπεράσπιστου ελληνικού στοιχείου, που υπερείχε συντριπτικά τη συγκεκριμένη εποχή στην Επαρχία Νευροκοπίου.

Να υποσκελίσουν κάθε τι το σχετικό με την Ορθοδοξία και να εξοβελίσουν τον Ελληνισμό από την προαιώνια ελληνική μακεδονική γη (της επαρχίας Νευροκοπίου).

Ας μη λησμονούμε γράφει ο Θ. Καραθανάσης ότι
 «την εποχή εκείνη επικρατούσε η αντίληψη ότι, όσα περισσότερα σχολεία διαθέτει μια εθνότητα στη Μακεδονία, τόσο περισσότερο θα επηρεάσει για τις θέσεις της την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη».

Στις δυο απέριττες, αλλά μεστές πρειεχομένου επιστολές του προς τους μητροπολίτες Αμασείας Άνθιμο και Ελευθερουπόλεως Διονύσιο, με ημερομηνία 20.2.1900, ο μητροπολίτης Νεόφυτος (1897-1900) αναφέρεται με αγανάκτηση στην τραγική οικονομική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η μητρόπολη Νευροκοπίου.

Αποτυπώνεται, ακόμη, στις ίδιες περιληπτικές επιστολές του, ο πόνρς, αλλά και η οργή του, γιατί, εξαιτίας αυτής της απαράδεκτης οικονομικής κατάντιας, δεν επιτράπηκε στους μητροπολίτες να υπε ρασπισθούν αποτελεσματικά τα δίκαια του Ελληνισμού του Νευροκοπίου και της περιοχής του.

Και φυσικά δεν απέφυγε να κάνει και κάποιον υπαινιγμό για την ακατανόητη αυτή πολιτική των ελληνικών Κυβερνήσεων, με ό,τι συνεπαγόταν αυτή στην ευρύτητά της.

Γράφει προς το μητροπολίτη Αμασείας:

«Οι αντίπαλοί ημών εν τη επιθετική των πάντοτε στάσει δυνάμει των μέσων άτινα αυτοίς αφειδώς παρέχονται προς επίτευξιν του επιδιωκομένου σκοπού των, εξέρχονται εκ του άλωνος δαφνοστεφείς. Αι δε μητροπόλεις ημών πένονται εξευτελίζονται, δειλιώσιν ίνα αντεπεξέλθωσιν άνευ των απαιτουμένων και αποχρώντων εφοδίων κατ’ εχθρού καθ’ όλα ισχυρού».
Και συνεχίζει ο ίδιος προς το μητροπολίτη Διονύσιο:

«Ως ει μη ήρκουν αι από μέρους των πολεμίων της τε εκκλησίας και του Γένους ημών αδιάλειπτοι επιθέσεις, δίκην Εριννύων επιτίθενται καθ’ ημών και εκείναι παρ’ ων ηλπίζομεν ότι θα παρά σχωσιν ημίνχείρα βοήθειας, ίνα ερρωμένως αντεπεξέλθωμεν κατά του εχθρού κοινού και ου μόνον τούτο, αλλά και τας χείρας ημών εδέσμευσαν, πιέζοντες ημάς οικονομικώς, ίνα και η υπηρεσία σπου δαίως χωλαίνη και η διατήρησις ημών αυτών ακόμη καθίσταται προ βληματώδης, εν αντιθέσει όλως προς όσα συμβαίνωσιν εις τον απέναντι εχθρόν ημών, όστις επιτιθέμενος πάντοτε δεν στερέιται ουδενός ηθικού μέσου προς επίτευξιν του σκοπού του, καθ’ όσον αυτώ παρέχονται αφειδώς τα υλικά μέσα, ενώ ημείς πενόμεθα, υβριζόμεθα, εξευτελιζόμεθα, ασθενείς καθιστάμεθα, όπως προασπίσωμεν τα δίκαια της ημετέρας Εκκλησίας και τους Γένους».

3.    Η φτώχεια και η πείνα

Φτώχεια και πείνα επικρατούσε παντού, σε όλα τα χωριά της Μακεδονίας.
 Η κατάσταση γινόταν τραγική, όταν οι Βούλγαροι εκβιαστές και οι συνοδοιπόροι τους σχισματικοί κατέστρεφαν τη γεωργική παραγωγή των Ελλήνων ή έκαιγαν τα σπίτια τους ή λεηλατούσαν την ατομική τους περιουσία.
Δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους φόρους τους, οι οποίοι ήταν δυσβάστακτοι. Παντού η δυστυχία και η απόγνωση κυριαρχούσε.
Όλα αυτά δεν τους άφηναν κανένα περιθώριο να ζήσουν μια, τουλάχιστον, ανθρώπινη ζωή.
Ακριβώς τότε, πάνω στον πόνο και στη δυστυχία τους, εμφανιζόταν ο από μηχανής Θεός, ο σωτήρας, ο Βούλγαρος προπαγανδιστής.
Ήταν άριστα εκπαιδευμένος και αντιμετώπιζε με επιτυχία τέτοιες θλιβερές καταστάσεις. Είχε πολλά χρήματα και κινούνταν
με ευελιξία.

Μη φοβάσαι, του έλεγε. 
Θα πληρωθούν όλα τα χρέη σου, θα έχεις τρόφιμα και ρουχισμό να ντυθούν τα παιδιά σου και να χορτάσουν. 
Αρκεί μόνο να υπογράψεις αυτό το χαρτί ότι δέχεσαι να στείλεις τα παιδιά σου σε βουλγαρικό σχολείο και ότι θέλεις να αλλάξουμε τον παπά, που είναι άχρηστος και να φέρουμε έναν δικό μας από τη Βουλγαρία.

Εκείνο όμως το χαρτίπαγίδα, έκρυβε κάτι πολύ πιο τραγικό.

Δεν υπέγραφε μόνο για το δάσκαλο και τον παπά ο αγράμματος, ο ταλαίπωρος εκείνος χωρικός.

Δήλωνε και επίσημα, πάνω στην άγνοιά του, ότι ανέκαθεν ήταν Βούλγαρος και πως τώρα «ελεύθερα» το δέχεται και το ομολογεί.

Και δεν ήταν λίγα τα θύματα εκείνου του απάνθρωπου εκβιασμού.

«Έφταιγε άραγε ο χωρικός, αυτός ο αγράμματος και δυστυχισμένος για την αθέλητη θρησκευτική και εθνική του μετατόπιση» γράφει ο ιστορικός συγγραφέας Φ. Τριάρχης.

Και συνεχίζει ο ίδιος:

 «Βεβαίως όχι. Ήταν μόνος, εγκαταλελειμένος και αβοήθητος σ’ ένα πέλαγος σκλαβιάς, φτώχειας και δυστυχίας. Το ελληνικό κράτος ήταν πολύ μακριά και ούτε σκεφτόταν πως υπήρχε εκεί στη Μακεδονία κάποιος, που υπέφερε και ζητούσε βοήθεια, έστω και ηθική. Είναι θαύμα πώς δε χάθηκε ο Ελληνισμός μας. Μόνο η εκκλησία είχε αρχίσει ένα δειλό και αβέβαιο αγώνα».

4. Το αίσθημα της εγκατάλειψης

Είναι αλήθεια ότι ο Ελληνισμός του Νευροκοπίου αισθανόταν ως ξένος μέσα στον ίδιο τον τόπο του. Ένιωθε απομονωμένος και περιφρονημένος, αφημένος μόνος στην τύχη του, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Ζούσε με την πίστη ότι το εθνικό κέντρο αδιαφορούσε και δε νοιαζόταν για το τι συνέβαινε στην άκρη αυτή της ελληνικής γης.

Έτσι, χωρίς να έχει που να στηριχτεί, ξεχασμένος απ’ όλους, γινόταν περισσότερο ευάλωτος στη βουλγαρική προπαγάνδα, η οποία, σημειωτέον, δεν άφηνε ανεκμετάλλευτες τέτοιες ευκαιρίες. Ήταν παρούσα παντού, εκεί, όπου βασίλευε η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, ο πόνος, για να δώσει τη «λύση», να αλιεύσει τα θύματά της, τα οποία, δυστυχώς, έμελλε να μεγαλώσουν το βουλγαρικό κράτος.

5.    Ο διορισμός ακατάλληλων θρησκευτικών και πνευματικών ηγετών.

Δυστυχώς η Επαρχία Νευροκοπίου δεν είχε την τύχη, πάντοτε, να πλαισιωθεί από άξιους και ικανούς θρησκευτικούς και πνευματικούς ηγέτες, οι οποίοι να μπορούν να αντισταθούν στην οργιά ζουσα προπαγάνδα των Βουλγάρων, υπέρ του Σχίσματος.

Το δυσάρεστο αυτό φαινόμενο, της ανικανότητας, δηλαδή, των μητροπολιτών να αντεπεξέλθουν στη δύσκολη αποστολή τους, να προστατεύσουν τον Ελληνορθόδοξο πληθυσμό της Επαρχίας και να ενισχύσουν το ηθικό του, παρουσιάστηκε μετά το 1883.

Από τότε που η Επαρχία Νευροκοπίου αποσπάστηκε από τη μητρόπολη Δράμας (1883) και ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητη Αρχιεπισκοπή και σε Μητρόπολη αργότερα (1888), μέχρι το 1900.

Ο Β. Λαούρδαςστην εισαγωγή του έργου του «Η Μητρόπολη Νευροκοπίου 1900-1097» , μεταξύ των άλλων, αναφέρει τους βασικούς λόγους, οι οποίοι ευθύνονται για εκείνη την απραξία των Μητροπολιτών. Γράφει σχετικά:

«...Εκ της ως άνω διαγραφείσης διαδοχής των μητροπολιτών εις τον θρόνον του Νευροκοπίου προκύπτει ότι πλην των δυο μητροπολιτών, Ανθίμου και Θεοδωρήτου, οι οποίοι απέθαναν εκεί, ο εις εν έτος μετά την εκλογή του, ο δε άλλος τρία και ήμισυ έτη, προτού καν φθάσει την ηλικία των τεσσαράκοντα ετών, άπαντες οι άλλοι μητρο πολίται, ο Χρύσανθος, ο Γοηγόριος, ο Νικηφόρος, ο Νεόφυτος και ο Νικόδημος, εφρόντισαν να απομακρυνθούν το ταχύτερον εκ του Νευροκοπίου, εις μάλιστα εξ αυτών, ο Γρηγόριος προσεχώρησεν εις την παράταξιν του εχθρού, τον οποίο είχε σταλεί να αντιμετωπίσει».


Εις την μελέτην του «Ιστορικοί τινές πληροφορίαι περί της Ενταύθα Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος από της εμφανίσεως του βουλγαρικού ζητήματος και εντεύθεν», ο Θεοδώρητος αφήνει σαφώς να εννοηθή ότι κατά τη γνώμη του αιτία των παραιτήσεων αυτών ήτο η ανικανότης των υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιλεγέντων ως μητροπολιτών δια τη δυσχερή θέσιν του πνευματικού και εθνικού ηγέτου εις Νευροκόπιον.

 Ο Άνθιμος ήτο ηλικίας περίπου εβδομήκοντα ετών,
 ο Γρηγόριος είχε εξαγορασθεί υπό των Βουλγάρων, 
ο Νικηφόρος ήτο φιλοχρήματος, 
ο Νεόφυτος είχε συνηθίσει εις την ησυχίαν του Αγίου Όρους, 
ο δε Νικόδημος ήτο οινόφλυξ και φιλοχρήματος».

 Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ,
ο Μεγαλοπρεπής
Ευτυχώς ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Ελληνισμός στη Μακεδονία. 

Όταν επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο (1901-1912) επέλεξε και τοποθέτησε στις μητροπόλεις της Μακεδονίας

(Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, 
Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, 
Στέφανος Δανιηλίδης στην Έδεσσα, 
Θεοδώρητος Βασματζίδης στο Νευροκόπι, 
Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα) 

νέους στην ηλικία και ικανούς μητροπολίτες, οι οποίοι εκπλήρωσαν με επιτυχία και συνέπεια την αποστολή τους στην κρισιμότερη, για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1907).

6.    Η προδοτική συμπεριφορά του Γρηγορίου

Το 1888 που, όπως είπαμε, η Αρχιεπισκοπή Νευροκοπίου προηχθη σε Μητρόπολη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε το Γρηγόριο ως τον πρώτο μητροπολίτη του Νευροκοπίου.

Ο Γρηγόριος καταγόταν από ένα βουλγαρόφωνο χωριό της Κομπανίας.

Πριν από την εκλογή του ως μητροπολίτη, επί είκοσι τέσσερα συναπτά χρόνια κατείχε τη θέση του Μ. Συγγέλου στον πατριαρχικό ναό.

Δυστυχώς η εκλογή αυτή του Πατριαρχείου αποδείχθηκε άστοχη και ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στον Ελληνισμό του Νευροκοπίου.

Ο περιβόητος Γρηγόριος αμέσως μετά την εκλογή του συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους, προσχώρησε στο Σχίσμα και ανέπτυξε μεγάλη φιλοβουλγαρική δράση, προς απογοήτευση ολόκληρου του Ελληνισμού της Επαρχίας Νευροκοπίου.

 Επί των ημερών του, ακέφαλος εκκλησιαστικά ο Ελληνισμός του Νευροκοπίου, μόνος του και αβοήθητος, κατάντησε έρμαιο της βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία ανενόχλητη προχωρούσε στο έργο της και θριαμβολογούσε για τις επιτυχίες της.

Ευτυχώς, οι έγγραφες διαμαρτυρίες προς το Πατριαρχείο του Προξένου Σερρών Αριστείδη Μεταξά, των δημογερόντων, των δασκάλων, των Συλλόγων και των εκκλησιαστικών επιτροπών του Νευροκοπίου, για το βίο και την πολιτεία του ανήκουστου αυτού ιεράρχη, επέσυραν την προσοχή του Πατριάρχη Νεοφύτου (1891-1894).

Χωρίς καμιά καθυστέρηση, ο Νεόφυτος, αμέσως μετά από την εκλογή του (1891) στον πρωταρχικό θρόνο, απαλλάσσει των καθηκόντων του το Γ ρηγόριο, για την προδοτική του στάση, εξαιτίας της οποίας τόσα δεινά υπέφερε η δύσμοιρη Επαρχία του Νευροκοπίου.
Μετά από την παύση του από τη θέση του μητροπολίτη, ο Γρηγόριος έγινε ηγούμενος της Μονής Βλατάδων. Το Σεπτέμβριο του 1892 αυτομόλησε στη Σόφια και έγινε βοηθός επίσκοπος του εξαρχικού μητροπολίτη.
Με αυτόν τον τόπο πλήρωσε η Εξαρχία, για τις υπηρεσίες που της προσέφερε «το αποφώλιον τούτο τέρας, τον αιμοχαρή λύκο και απαίσιο ηθικό δολοφόνο και απεμπολιτή».

7.    Η ανυπαρξία του ελληνικού Κράτους

Δυστυχώς για την Επαρχία Νευροκοπίου δεν υπήρχε και από το ελεύθερο ελληνικό κράτος αντίδραση όχι για να εξαλείψει την άριστα οργανωμένη βουλγαρική προπαγάνδα, αλλά για να την περιορίσει, όσο γίνεται, στο ελάχιστο. 

Ίσως σ’ αυτό «συνέβαλε και η λαθεμένη αντίληψη του Έλληνα Προξένου των Σερρών, Στουρνάρη, που πίστευε στην εθνική αντοχή του Ελληνισμού και στην υπεροχή τουδεν είχε αντιληφθεί προφανώς, ότι μετά το 1870, με την υποστήριξη της Ρωσίας τα πράγματα είχαν αλλάξει σε βάρος του Ελληνισμού και υπέρ της Βουλγαρίας».

Το επίσημο ελληνικό κράτος απορροφημένο από το κρητικό ζήτημα, τη λύση του οποίου επεδίωκε να πετύχει, άφηνε έξω από τα διαφέροντά του το Μακεδονικό.
Ακόμη, τραυματισμένο από την ταπεινωτική ήττα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, απέφυγε να ανα λάβει κάποια πρωτοβουλία, για να μην προκαλέσει και δυσαρεστήσει την Τουρκία, με την οποία προτιμούσε να διατηρεί καλές σχέσεις.

Ως αδύναμο πολιτικά και οικονομικά το ελληνικό κράτος στάθηκε ανίκανο να επιβάλλει μια ενιαία πολιτική για το Μακεδονικό Ζήτημα.
Ούτε είχε τη δύναμη να δράσει ένοπλα στο μακεδονικό χώρο και πολύ πρισσότερο στις βόρειες Επαρχίες της Μακεδονίας και ιδιαίτερα στο ιδιάζον, και ευαίσθητο, ως προς τη θέση του, γεωγραφικό χώρο της Επαρχίας Νευροκοπίου.

Ο Β. Λαούρδας στην ίδια εισαγωγή του έργου του «Η μητρόπολη Νευροκοπίου κ.λπ.», ό.π. (σ. 65, 66), όταν αναφέρεται στο δράμα του Ελληνισμού του Νευροκοπίου και στην πλήρη αδιαφορία του ελληνικού κράτους για την τύχη του, σημειώνει (Αύγουστος 1960):

«...Υπό άκρως δραματικός συνθήκας διήλθον τα από του σχίσματος μέχρι του τέλους του Μακεδονικού Αγώνος έτη και οι Έλληνες των χωρίων Τσερέσοβου (Παγονέρι) και Στάρτιστας (Περιθώρι), τας οδυνηρός περιπετείας των οποίων δύναται να παρακολουθήσει κανείς εις τας ενταύθα δημοσιευμένος εκθέσεις.

 Οι κάτοικοι του Τσερεσόβου υπό τη διαρκή τρομοκρατία των Βουλγάρων, οι οποίοι εξόντωναν συστηματικός τους προκρίτους της, παρέμειναν μέχρι τέλους πιστοί εις την Ορθοδοξίαν και τον Ελληνισμόν, όπως επίσης παρέμειναν πιστοί εις τα ίδια ιδεώση και οι κάτοικοι της Σταρτίστης, εις την οποίαν δικαίως εδόθη από πολύ ενωρίς ο ωραίος χαρακτηρισμός «Το Σούλι της Μακεδονίας».

Τας θλιβερός απώλειας όλων των άλλων κοινοτήτων της περιοχής Νευροκοπίου τας αντισταθμίζει κάπως η γενναία μέχρι τέλους εμμονή των μικρών αυτών κοινοτήτων της περιοχής Νευροκοπίου τας αντισταθμίζει κάπως η γενναία μέχρι τέλους εμμονή των μικρών αυτών κοινοτήτων εις τα ιδεώδη των.

Της παρούσης δημοσιεύσεως σκοπός είναι να επαναφέρη εις την μνήμην των σημερινών Ελλήνων τα μαρτύρια εις τα οποία επί μακράν σειράν ετών υπεβλήθη υπό των Βουλγάρων ο Ελληνισμός της περιοχής Νευροκοπίου, αποτέλεσμα των οποίων ήτο η απώλεια πολυάριθμων αφοσιωμένων εις το Έθνος των Ελλήνων και πολύτιμων λόγω της οριακής των θέσεως ελληνικών περιοχών.

Εις τας δημοσιευμένος ενταύθα εκθέσεις των δυο κατά τα κρίσιμα,έτη 1900-1907 μητροπολιτών Νευροκοπίου, του Νικοδήμου και του Θεοδωρήτου, ο αναγνώστης δύναται να παρακολουθήσει την υπό των εργασθέντων συστηματικώς και επιμόνως Βουλγάρων εξόντωσιν του εκεί Ελληνισμού. Είναι μία πολύ θλιβερά ιστορία, την οποίαν καθιστά έτι θλιβερωτέραν η μάταια προσπάθεια των δυο μητροπολιτών να εύρουν την συμπαράστασιν και την κατανόησιν των αρμοδίων.

Εις τον θανάσιμον αγώνα, τον οποίον διεξήγαγεν ο Ελληνισμός εις όλην την Βόρειον Ελλάδα αμυνόμενος εναντίον των Βουλγάρων, η περιπέτεια του Νευροκοπίου φαίνεται ότι εις την κρίσιν των αρμοδίων της εποχής εκείνης εθεωρείτο ως απλή λεπτομέρεια... Ας ελπίσωμεν και ας ευχηθώμεν ότι η αντίληψις αυτή δεν θα επανέλθη πλέον ούτε δια το Νευροκόπι ούτε δια καμμίαν άλλην ελληνικήν περιοχήν. Αν ο Ελληνισμός εδικαιούτο άλλοτε της πολυτελείας να χάνει Έλληνας και ελληνικός περιοχάς, σήμερα δεν πρέπει να χάνη πλέον ούτε ένα Έλληνα, ούτε μίαν σπιθαμήν ελληνικής περιοχής.
Εις την άκραν αυτήν της Χερσονήσου, του Αίμου, όπου περιόρισαν τον Ελλη νισμόν αφ’ ενός μεν οι εχθροί του, αφ’ ετέρου δε τα λάθη των ηγετών του και αι ακρισίαι των φίλων των, και η ελάχιστη πλέον θυσία εις ανθρώπους ή εις εδάφη δύναται να γίνει η οριστική αρχή της τελικής του εκμηδενίσεως».

Παύλος Μελάς, Θεόφιλος
Ο Παύλος Μελάς σε γράμμα του (1904) προς τη γυναίκα του Νάτα και αδελφή του Ίωνα Δραγούμη, αναφέρει ότι
 «διαπιστώνει την καταστροφική συνέπεια που είχε η επίσημη εγκατάλειψη του μακεδονικού Ελληνισμού από το ελλαδικό κράτος:
 Τους δικαιολογώ τους δυστυχείς. 
Έχουν ακόμη τρομερόν φόβον των Βουλγάρων. 
Η περυσινή δε υφ’ ημών εγκατάληψις των τους κατέστησε πολύ δύσπιστούς προς ημάς και σχεδόν μας το λέγουν».

Και η Νάτα σχολιάζει στο ίδιο σημείωμα:

«Έπρεπε να είναι πολύ ριζωμένη η ελληνική ιδέα στους μακεδονικούς πληθυσμούς για να ανακτηθεί σε ολίγους μήνες, σε ολίγα χρόνια, ό,τι υπονόμευσαν οι Βούλγαροι με τη μακροχρόνια συστηματική τους εργασία και μεις με την κρατική μας ανεπάρκεια».

Η στάση αυτή του ελληνικού κράτους μόνο απογοήτευση και πικρία πρόσφερε στο μακεδονικό Ελληνισμό.

Γιατί συνειδητοποίησε ότι η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων αδιαφορούσε για τα τεκται νόμενα στη Μακεδονία, λες και επρόκειτο για έναν άλλο, ξένο προς τον Ελληνισμό, λαό.

8.    Οι βουλγαρόφρονοι πληθυσμοί

Οι κοινότητες με αμιγείς βουλγαρικούς πληθυσμούς και εκείνες με μεικτό πληθυσμό, αλλά είχαν βουλγαρική πλειοψηφία, οι οποίες γεωγραφικά ανήκουν σήμερα στη Βουλγαρία, από πολύ νωρίς, σχεδόν με την ίδρυση της Εξαρχίας, προσχώρησαν στο Σχίσμα.


9.    Η ανερμάτιστη πολιτική της Τουρκίας

Η Τουρκία εντελώς απροκάλυπτα ευνοούσε τις θέσεις των Βουλγάρων σε βάρος του Ελληνισμού, ο οποίος, ενώ στα μέσα του 19ου αιώνα υπερείχε στην Επαρχία Νευροκοπίου των άλλων εθνοτήτων και των Βουλγάρων, ελαττώθηκε δραστικά στο τέλος του ίδιου αιώνα και

10.    Η τουρκική διοίκηση και δικαιοσύνη

Η περίπτωση του ανοσιουργήματος, που διαπράχθηκε στο Ζίρνοβο  αποκαλύπτει περίτρανα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η τουρκική διοίκηση και επί πλέον ξεσκεπάζει τη μέθοδο, που χρησιμοποιούσαν τα τουρκικά δικαστήρια, για την απονομή της δικαιοσύνης.

 Αναδεικνύεται ακόμα μέσα απ’ αυτό η φιλοβουλγαρική πολιτική της Τουρκίας, η οποία, ενώ υποστήριζε έμμεσα, μέσα από τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη τις βουλγαρικές θέσεις, υπέσκαπτε, συγχρόνως, θανάσιμα τα δίκαια του Μακεδονικού Ελληνισμού.
Κι αυτό γινόταν ίσως επειδή, ούτε οι στρατιωτικές, ούτε οι, κατά τόπους, πολιτικές τουρκικές αρχές, διέθεταν τόση νοημοσύνη, ώστε να αντιληφθούν και να προβλέψουν ότι, η ενδυνάμωση του βουλγαρισμού και η εξασθένηση της θέσης του Ελληνισμού, θα είχε ολέθρια αποτελέσματα γι’ αυτό το ίδιο το τουρκικό κράτος.

Σε καμμία από τις τόσες δολοφονίες ή τις απόπειρες δολοφονιών, τις οποίες διέπραξαν οι Βούλγαροι σε βάρος του Ελληνισμού του Νευροκοπίου ή στα δυσάρεστα διαδραματιζόμενα γεγονότα, σχεδόν καθημερινά, στο χώρο της εκκλησίας και του σχολείου, που το βουλγαρικό κομιτάτο ήθελε να τα οικειοποιηθεί ή να τα κλείσει, ποτέ δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη από τους Τούρκους δικαστές.
Η στάση των μεροληπτούντων Τούρκων υπέρ των Βουλγάρων οδηγούσε στις καλένδες όλες, όσες από τις υποθέσεις αυτές έφθαναν στα τουρκικά δικαστήρια.
 Κι αν τύχαινε κάποια φορά να συμβεί το αντίθετο και κάποιος Βούλγαρος καταδικαζόταν για ένα έγκλημα που διέ πραξε, αυτό δε σήμαινε τίποτα. Οι εισαγγελείς μπορούσαν να ανασύρουν από τα συρτάρια τους κάθε στιγμή τις παλιές υποθέσεις, που είχαν κλείσει, και να επαναλάβουν τη δίκη, εκδίδοντας αθωωτική απόφαση.

Στο Τσερέσοβο συνελήφθησαν οι ηθικοί αυτουργοί (οι φυσικοί είχαν ήδη δραπετεύσει) της δολοφονίας του προεστού Θεοδώρου Αθανασίου, ύστερα από ανακρίσεις που τους έκριναν ενόχους. Οδη γήθηκαν στις φυλακές Νευροκοπίου. Μετά από λίγες ημέρες αποφυλακίστηκαν. Την αποφυλάκισή τους ακολούθησε η τηλεγραφική διαταγή του προβουλευτικού ή παραπεμπτικού λεγάμενου Σώματος (χεγέτι τυχαμιγέ) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, η οποία πανηγυρικά τους αθώωνε από κάθε ενοχή και κατηγορία.

Επίσης, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών (3011901) οι τρεις Βουλγαροδάσκαλοι στο Ζίρνοβο Γ. Γούλεφ, Ηλίας Τριανταφύλλωφ και Ιωάννης Παπαναστασίεφ, με πρόθεση να διαταράξουν και να διακόψουν στη συνέχεια τη σχολική γιορτή των πατριαρχικών, άναψαν στη διπλανή αίθουσα πιπεριές, θείο και άλλες δύσοσμες ασφυκτικές ουσίες.

 Αυτή η ενέργεια, σημειώνει ο Νικόδημος, είχε σαν θλιβερή συνέπεια να αποβάλουν έγκυες γυναίκες. Μάλιστα μιας από τις παθούσες το παιδί, που γεννήθηκε πρόωρα, πέθανε.

Ο Νικόδημος διαμαρτυρήθηκε εντονότατα προς τον καϊμακάμη Νευροκοπίου, τονίζοντάς του ότι η πράξη αυτή των Βουλγαροδασκάλων ήταν καθαρά διατάραξη θρησκευτικής τελετής εκ προμελέτης και ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία τους.

Πράγματι, οι Βουλγαροδάσκαλοι οδηγήθηκαν στο δικαστή και καταδικάστηκαν σε 15ήμερη φυλάκιση. Όμως ποτέ δεν εκπλήρωσαν την ποινή τους.
Θα μπορούσαμε να καταγράψουμε πληθώρα παρόμοιων περιπτώσεων στις οποίες αποκαλυπτόταν η γύμνια και η ανεπάρκεια των Τούρκων δικαστών, οι οποίοι τόσο αβασάνιστα δωροδοκούνταν και

εξαγοράζονταν.

Συνέβαινε ακριβώς αυτό που κατάγγελνε συχνά ο μητροπολίτης Νικόδημος και προς τις τουρκικές αρχές και προς το Οικ. Πατριαρχείο, για να καταδείξει το φόβο, που είχε καταλάβει τους Έλληνες της Επαρχίας και την αφόρητη κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει:

«Φονεύεται, χάνεται Γραικός, ουδείς λόγος, ουδεμία φροντίς φονεύεται Βούλγαρος, μικρά κίνησις, διότι ενισχύει το απόρρητον φονεύεται Οθωμανός, μεγίστη φροντίς».

Ο καϊμακάμης, ως ανώτατος διοικητικός υπάλληλος (τοποτηρη τής), ήταν γνήσιος εκπρόσωπος της τουρκικής διοίκησης, με την οποία η τουρκική κυβέρνηση ασκούσε την εξουσία. Απ’ αυτόν, λοιπόν, ζητούσαν οι Έλληνες, μέσω των μητροπολιτών τους, κατανόηση και συμπαράσταση στη λύση των προβλημάτων τους, εκείνων φυσικά, που ανέκυπταν από τις προστριβές τους με τους Βουλγάρους. Σ’ αυτόν κατέφευγαν να βρει τους ενόχους με τη σχετική διαδικασία, για τη δολοφονία κάποιου προσφιλούς τους προσώπου.

Και να ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσε: με πολλή προθυμία κατέφθανε (τις περισσότερες φορές καθυστερημένα) ο ίδιος ή ο εκπρόσωπός του στον τόπο όπου διαπρά χθηκε το έγκλημα, για τη διελεύκανσή του. Τον συνόδευε και το επιτελείο του, που το συνέθεταν, ο αστυνομικός διευθυντής ή ο εκπρόσωπός του, ο εισαγγελέας, ο ιατροδικαστής και ο ανακριτής. Ο τελευταίος αυτός έκανε την ανάκριση και σύντασσε το πόρισμα. Πόρισμα έβγαζε και ο ιατροδικαστής. Αυτά τα δύο πορίσματα συνέκλιναν σ’ ένα κοινό σημείο: ότι,δηλαδή, δεν υπήρχε ένοχος!

«...Οι ενταύθα κυβερνητικοί διατελούντες υπό την επήρειαν της βουλγαρικής μαγικής ράβδου, πίστεψαν ή προσποιούνται ότι πιστεύουσι τας σατανικός ερεσχελείας των Βουλγάρων»

 σημειώνει ο μητροπολίτης Θεοδώρητος, προς ικανοποίηση αυτών που κατάγγελναν και όλες οι ενέργειες για την εύρεση των ενόχων γίνονταν για το θεαθήναι. Κι αυτό επαναλαμβανόταν σε κάθε παρόμοια καταγγελία.

Η τουρκική κυβέρνηση, οχυρωμένη πίσω από το νόμο, ο οποίος ζητούσε αυτόπτες μάρτυρες για την απόδειξη του εγκλήματος, οδηγούσε τους δικαστές στην έκδοση ανακριβών και μεροληπτικών αποφάσεων, που οδηγούσαν στις φυλακές εκείνους, δηλ. τους αθώους, οι οποίοι δεν διέπραξαν καμία αξιόποινη πράξη. Γι’ αυτό οι εγκληματίες χωρίς τους αυτόπτες μάρτυρες, ούτε συλλαμβάνονταν, ούτε φυλακίζονταν, αν και ήταν γνωστοί.


Φυσικά ο νόμος ερμηνευόταν διαφορετικά για τους Οθωμανούς εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Γι αυτούς, ένοχοι ή αθώοι, η απόφαση των δικαστών ήταν προγραμμένη: αθώοι!
Ευνόητο ήταν ότι ο νόμος αυτός γινόταν διάτρητος και οδηγούσε σε αυθαίρετες και εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις. Κι’ αυτό συνέ βαινε, γιατί η ψευδομαρτυρία41 ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην απόδοση του δικαίου ή του αδίκου και στην τιμωρία των πραγματικών ενόχων ή των αθώων.
Οι ψευδομάρτυρες κατάντησαν να καθιερωθούν ως θεσμός στην τουρκική δικαιοσύνη. «Πιάνουν καίριες θέσεις μπροστά στα δικαστήρια, περιμένοντας κάποιον πελάτη να τους εκμισθώσει»42.
Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη, αλλά τουρκικού τύπου έτσι «που οι δίκες κερδίζονταν ή χάνονταν ανάλογα με το αν οι δικαστές έχουν εξαγοραστεί ή όχι από τους μηνυτές».
Ακόμη και η βουλγαρική Εξαρχία φαινόταν να υιοθετεί αυτό το αλαλούμ, που επικρατούσε στην τουρκική δικαιοσύνη.

«Ο Βούλγαρος μητροπολίτης σε κάθε περίσταση, κατά την οποία ήταν δυνατόν να πάθει κάποιος Ελληνορθόδοξος κάτι κακό, συμβούλευε τους σχισματικούς, επειδή ήταν εθνική υπόθεση,να ορκίζονται, ψευδομαρτυρούντες, κι αυτός στη συνέχεια διάβαζε ευχές για να συγχωρεθούν».

Όλα ήταν διαβρωμένα και σ’ όλη την έκταση της τουρκικής επικράτειας.
Ο στρατός έκλεβε και λεηλατούσε τις ελληνικές περιουσίες.
Η αστυνομία ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη, κυρίως στην ύπαιθρο.
Αδυνατούσε να δώσει λύσεις στα προβλήματα που προέκυπταν ανάμεσα στους ανημαχόμενους ΈλληνεςΒουλγάρους.
Κι αν τολμούσε κάποιος να παραπονεθεί για κάποιο πρόβλημά του, που δε λύθηκε, το λιγότερο κακό που μπορούσε να πάθει ήταν να βρεθεί στη φυλακή. Και ένας Θεός γνώριζε μόνο πότε θα ξέμπλεκε από την περιπέτειά του εκείνη.

Όλα εξαγοράζονταν. 

Το χρήμα, όπως πάντοτε, ήταν η υπέρτατη δικαιοσύνη. Αυτό κινούσε τα πάντα. Στρατός και αστυνομία, εισαγγελείς και δικαστικοί συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: «ότι πουλούσαν τη συνείδησή τους αντί πινακίου φακής».

Βέβαια, υπήρχε και διοίκηση, αλλά οι καταχρήσεις και οι απα τεωνίες, που τη χαρακτήριζαν, συναντιόνταν σ’ όλη τη διοικητική κλίμακα. Από τον προϊστάμενο ως τον τελευταίο υπάλληλο. Οποιαδήποτε υπόθεση ή συναλλαγή μ’ αυτήν, έβρισκαν τη λύση τους μόνο με το ρουσφέτι. Βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γράψει κανείς για το ηθικό ποιόν και χαρακτήρα της τουρκικής διοίκησης, που τόσα δεινά στοίχισε στον Ελληνισμό του Νευροκοπίου.

Μέσα απ’ όλη αυτή τη σύγχυση και αταξία που επικρατούσε και με δεδομένο το συμβιβασμό του βουλγαρικού κομιτάτου με τους Τούρκους, ο μεγάλος χαμένος ήταν ο Ελληνισμός του Νευροκοπίου. Γιατί διαπίστωνε πως η μεροληπτική συμπεριφορά του καϊμακάμη σε βάρος του, αποτελούσε φανερή περιφρόνηση και αδικία και υβριστική καταπάτηση των δικαίων του και των δικαίων της Οθροδοξίας.

Όλοι αυτοί οι λόγοι, αλλά και οι αντιπαλότητες στις ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες, των προκρίτων, για λόγους εκλογικούς κυρίως και σε πολλές περιπτώσεις η ασυνεννοησία τους με τους μητροπολίτες, για πολύ σοβαρά θέματα, που προέκυπταν, διευκόλυναν άμεσα ή έμμεσα την εξάπλωση του βουλγαρισμού και κατά συνέπεια την απώλεια του συνόλου σχεδόν των κοινοτήτων της Επαρχίας.

Έξω απ’ αυτή τη θλιβερή ιστορία έμειναν μόνο οι ιστορικές κοινότητες, Ζιρνόβου (Κ. Νευροκοπίου), Κάτω Βροντούς, Στάρτιστας (Περιθωρίου) και Τσερεσόβου (Παγονερίου), οι οποίες αντιστάθηκαν και στη βουλγαρική προπαγάνδα και στην ένοπλη βία των Βουλγάρων κομιατζήδων.

Σ’ αυτό τον κυκεώνα κλήθηκαν οι κάτοικοι των κοινοτήτων αυτών ν’ αγωνισθούν σ’ ένα αγώνα ανισόπλευρο, για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της ύπαρξης του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας εδώ, στη γη αυτή του Ζιρνόβου, όπου η διαχρονική παρουσία τους χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Οι αγώνες και οι θυσίες τους ήταν μια συνειδητή επιλογή με όποιο κόστος τη συνόδεψε.
Απέδειξαν έτσι πως στο προσκλητήριο των μεγάλων και κρίσιμων για την Πατρίδα και την Ορθοδοξία στιγμών δεν υπάρχουν περιθώρια για ουδετερότητα ή αποχή.

«Στα σκοτεινά και δύσκολα εκείνα χρόνια πρωταγωνιστές υπήρξαν οι μητροπολίτες, Δράμας Χρυσόστομος και Νευροκοπίου Νικόδημος και Θεοδώρητος καθώς και τρεις ιερείς και δάσκαλοι»

(σ.σ. για την περίπτωση του Ζιρνόβου), γράφει η εγγονή του προκρίτου και Μακεδονομάχου Ιωάννη Μπλάγου, Μαρία ΜπλάγουΤοπαλατζή σε επιστολή της που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, για να καταλήξη με την επισήμανση ότι

 «από τους Ορθοδόξους Έλληνες γνωστοί και άγνωστοι όλοι πρόσφεραν στον αγώνα, για να μείνει και αυτή η γωνιά της μακεδονικής γης ελληνική και ελεύθερη, για να μπορεί πολύ αργότερα να υποδεχτεί τους αδελφούς πρόσφυγες της. Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Για να μάθουν οι νεότεροι τι έγινε στον τόπο μας εκείνα τα σκοτεινά χρόνια».

Königreiche des antiken Griechenland: Mazedonien / Makedonien.Kingdoms of ancient Greece : Macedonia / Macedon

$
0
0

European Kingdoms

Ancient Greece


historyfiles.co.uk
(History-of-Macedonia)


Macedonia / Macedon
The Macedonians were of Hellenic stock, claiming legendary descent from the Dorians who conquered Sparta and much of Greece towards the end of the Mycenaean period. Their name is generally thought to mean 'highlander', which would be entirely appropriate for their mountainous homeland. They probably arrived in the northernmost parts of Greece on the tail-end of the Dorian influx during the ninth century BC, coming in from the west and driving the Thracians out of Mygdonia in the process.
Neighbouring the friendly Hellenic kingdom of Epirus on their western border, The Macedonians also had Paeonia to the north, Thrace to the east, and Thessaly to the south. Like the Thracians, with whom they had many cultural similarities, they were an aggressive people, perfectly suited to the more mountainous land in which they settled. While they later become more Hellenised from the fourth century, the more southerly Greeks regarded them as being rough and ready, still semi-barbarians.
Temenus
Legendary son of Aristomachus of Sparta. King of Argos.
c.770 BC
Greek myth paints Caranus as the son of Temenus, king of Argos, who in turn is the son of Aristomachus, the Dorian conqueror of Laconia (although given dating discrepancies between Caranus and Aristomachus, it is more likely that he claims descent from the latter rather than being his actual son).
Aigai
The ruins of Aigai (Aegae, modern Vergina), which was originally an Illyrian base
According to the Chronicon by Eusebius, Caranus takes his followers north to aid the king of the Orestae, who is at war with his neighbours, the Eordaei. The Orestae (possibly an Epirote tribe) occupy a location in central northern Greece, immediately north-west of Mount Olympus and west of the Eordaei.
The king promises Caranus half his territory in return for his successful aid. The Orestae are indeed successful and the king keeps his promise. Caranus takes possession of the territory, founding the very beginnings of the Macedonian kingdom and reigning for thirty years, eventually dying of old age. He is succeeded by his son. The Macedonians appear to enjoy close and friendly relations with the Epirotes from the very beginning, which supports the idea that the Orestae themselves are Epirotes.
c.770 - 740 BC
Caranus / Karanus
Son. Macedonian tribal king. Reigned 30 years
c.740 - 729 BC
Comus / Koinos / Coenus
Son. Macedonian tribal king. Reigned 12 years.
c.728 - 700 BC
Tyrmas / Tyrimmas
Son. Macedonian tribal king. Reigned 28 years.
Argead Kings of Macedonia
c.700 - 305 BC
A Macedonian kingdom only emerged around the end of the eighth century under the Argead line of kings. According to legend, they migrated into the region from Argos under Caranus, hence Argead ('of Argos'). Once there they helped the king of the tribal Orestae to defeat a neighbouring tribe and were given half the king's territory in thanks. This must have been the eastern half, and three or four generations later, either Perdiccas or Argaeus established a capital at Aigai (or Aegae, modern Vergina, near Veria), east of both the former Orestae and their neighbours, the Eordaei, and close to the northernmost point of the Aegean Sea. The region was in a fertile plain in Lower Macedonia which was irrigated by two rivers, the Axius and the Haliacmon. Under Alexander I the kingdom expanded rapidly and, until the fourth century, occupied an area approximately the same as the modern Greek province of Macedonia.
c.700 - 678 BC
Perdiccas I
First historical king according to Herodotus.
678 - 640 BC
Argaeus I
Son. Founder of the Argeads. Faced Galaurus' Illyrian invasion.
640 - 602 BC
Philip I
Son.
602 BC
The Illyrian invasions which had begun during the reign of his father continue during Philip's reign. He resists successive attempts to invade his small kingdom but is eventually killed by them in battle. His infant son inherits the kingship.
602 - 576 BC
Aeropus I
Son. Infant at accession.
602 - 601 BC
The Macedonians are dispirited by the continual Illyrian attacks against them, which have lately been joined byThracian attacks. Believing that the presence of their king will strengthen then, the Macedonian army carries the infant Aeropus into battle. The attempt works, and the Illyrians and Thracians are finally driven from the region. The king reigns in apparent peace thereafter.
576 - 547 BC
Alcetas I
Son.
547 - 498 BC
Amyntas I
Son. A Persian vassal for much of his reign.
542 BC
There is a period of Persian overlordship, although Amyntas is still able to enter into an alliance with Hippias, tyrant of Athens. Macedonia remains a vassal until it manages to break free under the rule of Alexander I.
513 -512 BC
Neighbouring Thrace south of the Danube is conquered by the Persians and is held for about fifty years.
498 - 454 BC
Alexander I
Son. Built up the kingdom from its tribal origins.
490 BC
In response to the Athenian support of revolts by Salamis and the Ionians, Darius I invades mainland Greece, subduing the Thracian tribes along the way (all except the Satrai, precursors to the Bessoi). Athens is sacked, but only after its citizens withdraw safely, and subsequently the invaders are defeated by Athens and Plataea at the Battle of Marathon in August or September of the year.
Alexander I silver stater
A silver stater (or tetrobol) issued by Alexander I between 476-454 BC
480 - 479 BC
FeatureInvading southern Greece in 480 BC, the Persians are swiftly engaged by Athens and Sparta in the Vale of Tempe, and then stymied by a mixed force of Greeks led by Sparta at Thermopylae. While Macedonia is a Persian vassal, it still supplies the Greek city states with supplies and information regarding Persian movements.
Athens, as the leader of the coalition of city states known as the Delian League, then defeats the Persian navy atSalamis, and after the Persian king Xerxes returns home, his army is decisively defeated at the Battle of Plataea and kicked out of Greece, with many of the survivors of Plataea being killed by Alexander's forces as they retreat to Asia Minor by land. This defeat also allows the Macedonians to fully regain a freedom that they may have established in 490 BC.
c.479 - 454 BC
During his reign, Alexander I leads the expansion of the kingdom's territory into Upper Macedonia, conquering independent Macedonian tribes such as the Elmiotae (immediately south-west of Aigai) and the Lyncestae (to the north-west). He also takes other tribal centres including Eordaia (home to the tribe that had been defeated by Caranus and the tribal Macedonians in the early eighth century), Bottiaea (home to a possibly aboriginal people), Pieria (immediately south of Aigai and bordered on its own south by Pelasgiotis which is either home to a population of Pelasgians or remembers their former existence there in its name), Mygdonia (home to Thracians), and Almopia (home to the Almops).
454 - 448 BC
Alcetas II
Son. An alcoholic, he was killed by Archelaus, his nephew.
454 BC
The Macedonian kingdom formed by Alexander begins to disintegrate under his successors. The alcoholism of Alcetas, and the in-fighting between Perdiccas and Phillipus allows the Macedonian and other subject tribes regain autonomy. Perdiccas' subsequent reign sees him involved in the prelude to the Peloponnesian Wars, in which he frequently switches sides between Athens and Sparta in their growing conflict.
448 - 413 BC
Perdiccas II
Brother. Took the throne following the murder of his brother.
434 BC
Phillipus
Brother. Challenged Perdiccas for the throne.
429 BC
Against the backdrop of the Second Peloponnesian War, Perdiccas is opposed by Amyntas II, the son of either Phillipus or Menelaus. He seeks the support of Sitalces, king of the Odrysian Thracians, but Perdiccas mediates with Seuthes, the son of Sitalces to obtain peace between the Thracians and Macedonia. Amyntas is forced to wait for his accession.
413 - 399 BC
Archelaus I
Son of Perdiccas. Gained the throne by murdering all rivals.
413 - 412 BC
One of the first acts of Archelaus is to stabilise relations with Athens, supplying it with wood with which to build a new fleet after its disastrous defeat at Syracuse. He also stabilises the kingdom, improving its organisation and infrastructure by building strongholds and roads. By the time of his (possibly accidental) death during a hunt at the hands of Craterus, one of the royal pages, Macedonia is a significantly stronger kingdom.
399 BC
Craterus / Crateuas
Royal page who killed the king. Seized throne for 4 days.
399 - 396 BC
Orestes
Son of Archelaus.
399 - 396 BC
Aeropus II
Guardian of Orestes.
396 - 393 BC
Archelaus II
Brother of Orestes. Patron of arts & literature. Killed hunting.
393 - 392 BC
A period of confusion follows the unexpected death of Archelaus II. The subsequent kings rule for brief periods, with little information regarding them. The kingdom probably fractures under the strain of a virtual royal civil war.
393 BC
Amyntas II
Son of Phillipus or Menelaus, brother of Perdiccas.
393 BC
Pausanias
Son of Aeropus II. Assassinated by Amyntas III.
393 BC
Amyntas III
Son of Arrhidaeus. Driven out by the Illyrians.
393 BC
Amyntas III is driven out of the kingdom by the Illyrians who are assisting the pretender to the Macedonian throne, Argaeus. It takes the rightful king just a year to regain his throne, with support from the Thessalians.
393 - 392 BC
Argaeus II
Pretender. Probably returned in 359 BC.
392 - 370 BC
Amyntas III
Restored. Died of old age.
c.387 - 380 BC
During the first years of his reign Amyntas III creates a fully unified Macedonian state which heralds a period of greatness. Around this time he also establishes good relations with Cotys of the Thracian Odrysian kingdom which presages even closer relations under Philip II.
370 - 368 BC
Alexander II
Son. Assassinated by Ptolemy I.
368 - 360 BC
Perdiccas III
Brother. Forced to accept regent. Killed in battle by Illyrians.
368 - 365 BC
Ptolemy I Alorites / of Aloros
Brother-in-law and regent. Killed by Perdiccas III.
362 BC
Athens and Sparta, together with the Eleans and the Mantinaeans, are defeated by the Thebans at the Battle of Mantinea. The battle is fought on 4 July, with the Thebans being supported by the Arcadians and the Boeotian League. The Spartan defeat paves the way for Macedonian supremacy later in the century.
360 - 359 BC
Amyntas IV
Infant son of Perdiccas III. Usurped by Philip II.
359 BC
As soon as Phillip II deposes his infant nephew and claims the throne for himself, the pretender, Argaeus, attempts to secure the throne with Athenian support. Philip manages to persuade the Athenians not to interfere. Argaeus gathers his supporters, along with some freelance Athenians, and attempts to capture the capital by force but is repulsed. While retreating back to his headquarters at Methone, he is ambushed by Philip and defeated. He either dies during the fighting or is executed afterwards.
359 BC
Argaeus (II?)
Probably the same as the Argaeus of 393 BC.
359 - 336 BC
Philip II
Brother of Perdiccas III. Assassinated.
359 BC
Philip makes an alliance with Cotys of the Thracian Odrysian kingdom. In the same year he marries Olympias, the niece of King Arybbas of Epirus. The union is partly to combine resources to ward off the dangerous Illyrian tribes to the north-west, but it also cements an alliance between the two kingdoms that helps to forge an empire.
Phillip II of Macedonia
With his conquest of Greece, Phillip II laid down the foundations for the Hellenic empire
352 - 343 BC
The new ruler of the Odrysian kingdom makes an enemy of Philip so he undertakes a successful expedition into Thrace, gaining ascendancy for a time. The Odrysian king subsequently throws off Macedonian control, so a second expedition in 343 BC gains Philip complete dominance by 341 BC.
338 - 337 BC
Philip defeats the Greek states at the Battle of Chaeronea and gains overlordship over all of Greece, includingAthensCorinth and Sparta. Athens and other city states join the Corinthian League (or Hellenic League) which is formed by Phillip to unify the military forces at his command so that he can pressure Persia.
336 BC
The invasion of Persia has only just begun when Philip is assassinated at his capital in October of the year. The court gathers for the celebration of the marriage between Alexander I of Epirus and Philip's daughter, and Philip is killed by Pausanias of Orestis, one of his seven bodyguards. Pausanias tries to escape and is pursued by three of Philip's bodyguards, dying at their hands.
Great Kings of Macedonia
Thanks to foundations laid by his father, Phillip II, the Macedonians reached their greatest extent under Alexander the Great, becoming for a short time the greatest power in the world. Following Alexander's early death the kingdom broke up into several Hellenic sections. Alexander's immediate successors held no real power, being mere figureheads for the generals who really held control of Alexander's empire, and during the course of civil wars and negotiations for control of various sections, the territories were divided up into separate kingdoms which were firmly established by 305 BC.
336 - 323 BC
Alexander III the Great
Son. Born 356 BC to Philip II and Olympias of Epirus.
336 BC
The Thracians revolt against Macedonian rule so Alexander mounts a campaign which conquers two of their tribes, bringing capitulation from the rest.
334 - 319 BC
Antipater
Viceroy & regent of Macedonia during Alexander's conquests.
334 - 330 BC
Between 334-333 BC the various regions of Anatolia are taken from Persia, including Cappadocia, LyciaLydia, and Phrygia. Between 333-332 BC HarranJudah, and Phoenicia are captured, and between 332-330 BC Persiais conquered. It takes a further two years to subdue eastern areas around Bactria (330-328 BC).
The Battle of Gaugamela in 331 BC
Alexander defeated the Persian king Darius III at the Battle of Gaugamela in Mesopotamia in 331 BC
333 - 331 BC
While Alexander is campaigning in Asia, Sparta rebels against Macedonian hegemony in Greece with allies from Elis, along with most of Achaea and Arcadia. Antipater marches a large army south and defeats the rebellion after a desperate struggle.
326 BC
Alexander's army enters western India through the passes of the Hindu Kush, but the troops rebel against the prospect of more battles against another great army, that of Magadha, on the Ganges. Alexander is forced to retreat, abandoning his hopes of conquering India.
323 BC
Upon the death of Alexander his two successors are retained as figureheads while the empire is governed by Alexander's powerful generals. Perdiccas, the leading cavalry commander, is the first general to rule, carrying the title 'Regent of Macedonia', first with Meleager, head of the infantry officers, as his lieutenant, but alone after he has him murdered.
Control of the empire is divided up:
In the west it is made up of Ptolemy in Egypt and Libya; Laomedon in Syria and Phoenicia; Philotas in Cilicia; Peithon in Media; Antigonus in PhrygiaLycia and Pamphylia; Asander in Caria; Menander in Lydia; Lysimachus in Thrace; Leonnatus in Hellespontine Phrygia; Neoptolemus in Armenia. Macedon and the rest of Greece fall under the joint rule of Antipater and Craterus (Alexander's most able lieutenant), while Alexander's secretary, Eumenes of Cardia, gains Cappadocia, Mysia, and Paphlagonia.
In the east, Alexander's arrangements remain largely intact: Taxiles and Porus rule over their Indo-Greekkingdoms, namely Taxila and Paurava; Alexander's father-in-law Oxyartes rules Indo-Greek Gandhara; Sibyrtius rules Indo-Greek Arachosia and Gedrosia; Stasanor rules Indo-Greek Aria and Drangiana and then later Bactria; Philip rules Bactria and Sogdiana; in former Persia, Phrataphernes rules Parthia and Hyrcania; Peucestas governs Persis; Tlepolemus governs Carmania; Atropates governs northern Media; Archon rules Babylonia; and Arcesilas rules northern Mesopotamia.
323 - 317 BC
Philip III Arrhidaeus
Son of Philip II. Feeble-minded. Titular king.
323 - 310 BC
Alexander IV
Son of Alexander and Roxana. Titular king.
323 - 321 BC
Perdiccas
Regent of Macedonia.
322 - 320 BC
The First War of the Diadochi (the successors - the generals of Alexander's army) sees civil war break out between the generals, and Perdiccas is murdered by his own generals during an invasion of Egypt. Philip III agrees terms with the murdering generals and appoints them as regents.
320 BC
Peithon and Arrhidaeus
Regents of Macedonia.
320 BC
A new agreement with Antipater makes him regent of the empire instead and commander of the European section. Antigonus remains in charge of PhrygiaLycia, and Pamphylia, to which is added Lycaonia, Syria andCanaan, making him commander of the Asian section. Ptolemy retains Egypt, Lysimachus retains Thrace, while the three murderers of Perdiccas - Seleucus, Peithon, and Antigenes - are given the former Persian provinces ofBabyloniaMedia, and Susiana respectively. Arrhidaeus, the former regent, receives Hellespontine Phrygia.
320 - 319 BC
Antipater
Restored as regent of Macedonia.
319 - 317 BC
Polyperchon
Regent of Macedonia. Deposed in the Second Diadochian War.
319 - 315 BC
The death of Antipater leads to the Second War of the Diadochi. He had passed over his son, Cassander, in favour of Polyperchon as his successor (possibly to avoid claims of dynasticism) but the two rivals go to war. Polyperchon allies himself to Eumenes (Alexander's secretary, former satrap of Cappadocia, Mysia, andPaphlagonia), but is driven from Macedonia by Cassander, and flees to Epirus with the infant Alexander IV and his mother Roxana.
Philip III is killed by his stepmother, Olympias, in 317 BC who is herself killed by Cassander the following year. Cassander also captures Alexander IV and Roxana and installs a governor in Athens, subsuming its democratic system. Eumenes is defeated in Asia and murdered by his own troops. The result is that Cassander controls the European territories (including Macedonia), while the Empire of Antigonus controls those in Asia (Asia Minor, centred on Phrygia and extending as far as Susiana). Polyperchon remains in control of part of the Peloponnese.
317 - 306 BC
Cassander
Regent of Macedonia. Son of Antipater. Claimed crown (305 BC).
314 - 311 BC
The Third War of the Diadochi results because the Empire of Antigonus has grown too powerful in the eyes of the other generals so Antigonus is attacked by Ptolemy (Egypt), Lysimachus (Thrace), Cassander (Macedonia), and Seleucus (Babylonia). The latter secures Babylon itself and the others conclude peace terms with Antigonus in 311 BC.
Antigonus continues to fight Seleucus for Babylon but he is defeated in 309 BC and withdraws. At around the same time, Cassander murders the fourteen year-old Alexander IV and his mother, Roxana, ending the Argead line of Macedonians.
308 - 301 BC
The Fourth War of the Diadochi soon breaks out. In 306 BC Antigonus proclaims himself king, so the following year the other generals do the same in their domains. Polyperchon, otherwise quiet in his stronghold in the Peloponnese, dies in 303 BC and Cassander claims his territory. The war ends in the death of Antigonus at the Battle of Ipsus in 301 BC.
Battle of Ipsus
The Battle of Ipsus in 301 BC ended the Wars of the Diadochi
Lysimachus and Seleucus divide Antigonus' Asian territories between them, with Lysimachus receiving western Asia Minor (the Lysimachian empire, including Pergamum), and Seleucus the rest (the Seleucidire, includingSusaniaBabyloniaBactria, and the Indo-Greek provinces), except Cilicia and Lycia, which go to Cassander's brother, Pleistarchus, and Pontus, which becomes independent, and Phrygia itself, which apparently remains with or is reclaimed by Antigonus' son. Ptolemy remains secure in Hellenic EgyptLibya, and Palestine.
Antipatrid Kings of Macedonia
305 - 277 BC
During the lifetime of Alexander the Great, while he was carving out his great Greek empire, Antipater served as his regent back home in Macedonia. Following Alexander's death, Antipater continued to act as regent for the king's brother and son. He also passed over his own son, Cassander, for the role of regent in favour of Polyperchon, so Cassander went to war against this general to assert his own claim to the Macedonian regency. He drove his rival out of Macedonia and captured Alexander's son and wife, putting him in the powerful position of controlling Alexander's European territories apart from the Peloponnese by 315 BC.
The remaining wars between Alexander's generals did not change the ambitious Cassander's position in Greece, so he remained regent until he killed Alexander's son and wife in 309 BC (he had already killed Alexander's mother, Olympias, in 310 BC and had married Alexander's half-sister, Thessalonica, to secure his right to succeed the Argeads). From that point he was king of Macedonia in all but name, although he only proclaimed himself as such in 305 BC after Antigonus (of Phrygia) had assumed the same title the year previously, forcing all the other surviving generals to copy him. Cassander was now undisputable (although not undisputed) king of Macedon, founding a new dynasty.
305 - 297 BC
Cassander
Regent (317-306 BC). Proclaimed himself king of Macedonia.
297 BC
Cassander dies of dropsy, and his son, Philip, follows him due to natural causes less than a year later. The new dynasty is already in trouble, as Cassander's other two sons are involved in a dynastic dispute, meanwhile having to fend off Demetrius of the Antigonids.
297 BC
Philip IV
Son.
297 - 294 BC
Antipater II Etesias
Brother. Ousted Alexander. Overthrown by Demetrius (to 279).
297 - 294 BC
Alexander V
Brother. Assassinated by Demetrius of the Antigonids.
294 BC
Alexander is ousted by Antipater, and turns to Demetrius of the Antigonids for help. The Antigonid king ousts Antipater, and subsequently has Alexander assassinated. Demetrius now rules Macedonia, albeit with various strong rivals ranged against him.
294 - 288 BC
Demetrius I Poliorcetes
Antigonid king (306-285 BC).
288 BC
The position of Demetrius as king is continually threatened, and eventually the combined forces of Pyrrhus (ofEpirus), Ptolemy (of Egypt) and Lysimachus (of Thrace), assisted by the disaffected among his own subjects, oblige him to leave Macedonia in 288 BC. He passes into Asia and attacks Lysimachus' provinces but famine and plague destroys large numbers of his forces and he is abandoned by his troops on the field of battle, surrendering to Seleucus (of Syria and Babylonia). Lysimachus and Pyrrhus share Macedonia between them, but soon begin to fight, and Pyrrhus is ejected.
Lysimachian coin
This silver tetradrachm was issued by Lysimachus, and shows the deified head of Alexander the Great on the obverse, with the goddess Athena on the reverse
288 - 281 BC
Lysimachus
King of Thrace. Killed by the Seleucids.
288 - 285 BC
Pyrrhus
King of Epirus.
281 BC
Ptolemy II is the eldest son of Ptolemy of Egypt (it had been his younger brother who had ascended the Egyptian throne as Ptolemy II in 285 BC), and stays at the court of Lysimachus until the king is killed by Seleucus. Ptolemy agrees an alliance with Pyrrhus of Epirus and marries Lysimachus' widow, Arsinoë, to gain the throne. Then he kills Arsinoë's two sons for conspiracy against him and Arsinoë flees to Egypt to seek protection from her brother-in-law.
281 - 279 BC
Ptolemy II Ceraunus
Ruler of the Lysimachian empire.
279 BC
Despite ruling both the Lysimachian empire and Macedonia, and having his main rival, the Antigonid King Antigonus II Gonatas bottled up in his own capital, Ptolemy is killed during an invasion of Greece by the hordes of the Galatian Celts. The kingdom is plunged into anarchy as the Celts invade further into Greece, and only the Aetolians seem to be able to take the lead in defending Greek territory.
279 BC
Meleager
Brother. Deposed by his troops after two months.
279 BC
Antipater II Etesias
Son of Cassander. Restored. Ousted by Sosthenes.
279 BC
Macedonia is weakened by the reigns of four short-lived kings. Meleager is forced to step down by his own troops after just two months, and his replacement, the returning Antipater II, governs for just forty-five days before being deposed by Sosthenes, a possible former officer in the army of the Lysimachian empire. Antipater remains a threat until he is defeated by the Antigonid King Antigonus II Gonatas (probably by 277 BC). He flees to his relatives in Egypt where he lives out the remainder of his life.
279 - 277 BC
Sosthenes
Cousin? Army commander, not made king. Killed.
279 - 277 BC
Sosthenes is elected king by the Macedonian army. His subsequent assumption of the title of king is doubted, with it seeming more likely that he remains strategos (military general). Apart from facing continual rivalry fromAntigonid King Antigonus II Gonatas, during his short period in command Greece is still suffering from the invasion by Galatian Celts. They are defeated by a force led by the Aetolians at Thermopylae and Delphi in 278 BC, and then suffer a crushing defeat at the hands of Antigonus II in 277 BC. They retreat from Greece and pass through Thrace to enter into Asia Minor. The fate of Sosthenes is uncertain, but the vacant throne is soon claimed by Antigonus II.
Antigonid Kings of Macedonia
277 - 148 BC
Antigonus II of the Antigonids was originally based in Phrygia, where his grandfather, the one-eyed Antigonus, had created an empire out of the former conquests of Alexander the Great. Since then three generations of Antigonids had constantly been at war with the other generals of the Greek empire as each of them jostled for superiority. Antigonus II defeated an army of invading Galatian Celts in 277 BC at a time when the Macedonian throne was weakened by continual changes of occupier, and by the Galatian invasion itself.
Antigonus had already outlasted most of his rivals in Macedonia and the Lysimachian empire, and was now able to claim the vacant Macedonian throne, founding a new ruling house in Macedonia and Thrace combined that would last until Roman occupation ended independent Greek rule. The fact that he was the grandson of Antipater and the nephew of Cassander helped to reconcile most other Greek nobles to his rule.
277 - 274 BC
Antigonus II Gonatas (Antikini)
Son of Demetrius of the Antigonids.
274 BC
Just three years after claiming the Macedonian throne and uniting Thrace to it, Antigonus is attacked and easily defeated by Pyrrhus of Epirus, the former ally of Lysimachus. The Epirote king takes Macedonia for himself and rules it for the last two years of his life.
274 - 272 BC
Pyrrhus
Restored. King of Epirus.
273 BC
The Celts invade again, destroying the Thracian kingdom and forcing the aristocracy to escape to the Greek colonies bordering the Black Sea, which include Pontus. The kingdom of Galatia is created in Anatolia by the victorious Celts.
272 BC
Pyrrhus goes to war against Antigonus for his lack of support during the war against Rome, but finds himself trapped inside the walls of Argos with Antigonus surrounding him with superior forces. Trying to extricate himself, his unit of elephants is thrown into confusion and causes further chaos in which Pyrrhus is struck by a tile thrown by an old woman. Zopyrus, one of Antigonus' soldiers, kills the Epirote king. His entire veteran army goes over to the victorious Macedonian king, greatly increasing his power.
272 - 239 BC
Antigonus II Gonatas
Restored following the death of Pyrrhus.
267 - 261 BC
The Chremonidean War is fought between a coalition of Greek city states led by Athens and Sparta who are fighting for the restoration of their independence from Macedonian influence. They are aided by the PtolemaicEgyptians who are naturally threatened not only by Antigonus' apparently peaceful rule of Greece, but by his friendship with the Seleucid empire. He temporarily loses control of most of the Greek city states to the south but, by 263 BC, has worn down both Athens and Sparta. Order and prosperity are restored in Greece.
Antigonus II Gonatas Coin
A coin showing the face of Macedonian king, Antigonus II Gonatas
261 - 256 BC
The interference by Ptolemy of Egypt continues, triggering the Second Syrian War. Macedonia and Antiochus II of the Seleucid empire team up to combine their attacks. Egypt loses ground in Anatolia and Phoenicia, and is forced to cede lands which include its ally, the city of Miletus.
239 - 229 BC
Demetrius II Aetolicus
Son. May have been co-ruler from 257/256 BC.
235 BC
Determined to rule themselves rather than remain under the rule of kings, the people of Epirus form a republic called the Epirote League. Their former royal family are exterminated between 235 and about 233 BC, perhaps because their alliance with Macedonia is unpopular. It certainly serves to gravely weaken Macedonia. However, during his reign, Demetrius is able to extend the kingdom by taking Euboea, Magnesia, and Thessaly and its surrounding territory, although not Dolopia and perhaps also Peparethos and Phthiotic Achaia.
229 BC
Just a year after losing control of Pergamum, Demetrius dies shortly after a disastrous battle against the Dardanii on the kingdom's northern border. His son, Philip, is an infant, so his cousin is offered the throne as his guardian. He rescues the kingdom from collapse, and defeats the Dardanii, so he is persuaded to marry the widowed queen and take the throne for himself. It seems, however, that he is unable to keep the recently conquered Thessaly (and Phthia) within the kingdom.
229 - 221 BC
Antigonus III Doson
Cousin. Son of Demetrius the Fair of Cyrene.
222 BC
Despite securing the throne for himself, Antigonus III appears to view himself as a caretaker king for Philip V. He never tries to secure his own sons as heirs to the throne. Instead, he builds on his cousin's gains by re-establishing Macedonian power and dominance across the region, and in this year he overwhelms the Spartansat the Battle of Sellasia, ending any serious attempt by the Spartans to oppose Macedonian superiority in Greece.
221 BC
Although Greece is at peace, the Illyrians are a constant threat to the northern borders. They invade Macedonia and Antigonus has to rush north to defeat them in battle. He suffers a ruptured artery during the battle and dies.
221 - 179 BC
Philip V
Son of Demetrius II.
215 - 205 BC
During the Second Punic War, Philip allies himself to Carthage. To avoid a possible reinforcement of Hannibal by Macedonia, Rome dispatches a force to tie down the Macedonians in the First Macedonian War. The war ends indecisively in 205 BC with the Treaty of Phoenicia. Even though it is only a minor conflict, it opens the way for later Roman military intervention in Greece.
214 BC
The Thracians eject the Celts of the kingdom of Galatia from Greece and restore Thracian rule.
202 BC
Philip conquers the kingdom of Thrace and permanently appends it to Macedonia. It remains part of Macedonian territory until the final end of the kingdom.
200 - 196 BC
The Second Macedonian War is triggered by apparently falsified claims by Pergamum and Rhodes of a secret treaty between Macedonia and the Seleucid empire. Rome launches an attack and after a spell of indecisive conflict, Philip is defeated at the Battle of Cynoscephalae in 197 BC, while his general, Androsthenes, is defeated near Corinth. The Macedonian army is drastically reduced in size as a result of the defeat, and Philip's standing as an important Greek king is greatly diminished.
Philip V of Macedonia
This silver tetradrachm bears the head of Philip V of Macedonia
179 BC
Philip invites in a massive contingent of warriors from the tribe of the Bastarnae which resides to the north of the Danube. Apparently they are long-time allies of his and are needed to help him defeat the aggressive Dardanii, raiding Thraco-Illyrians who are located along his northern border and whom his diminished army is unable to defeat alone. However, the aged king dies before his allies can arrive. Now unsupported and without supplies, the Bastarnae pillage the land, although they are checked by Thracians who are on the defensive. About half their number return home while the rest press on for Macedonia where they are quartered by Perseus, who uses them in an attack on the Dardanii. The Bastarnae are ultimately defeated and return homewards. While crossing the frozen Danube on foot, the ice gives way and most of their number are drowned.
179 - 167 BC
Perseus
Son. Persuaded Philip to kill his pro-Roman brother, Demetrius.
171 - 168 BC
The use of the Bastarnae to attack Macedonia's enemies has forewarned Rome of Perseus' intention to break the restrictions laid on his father following Macedonia's defeat in 197-196 BC. Now Macedonia and Rome renew the fighting in the Third Macedonian War. Perseus enjoys some initial success but is forced to surrender following defeat at the First Battle of Pydna on 22 June 168 BC. He is taken prisoner and transported to Rome by the victorious Roman general, Lucius Aemilius Paullus, along with his half-brother, Philippus, and his infant son, Alexander.
168 - 150 BC
Roman rule of Macedonia and Thrace follows the defeat of Perseus. The Antigonids are removed from power and the kingdom is dismantled and replaced by four republics.
Roman Governors of Macedonia & Thrace
168 BC - AD 395
The rule of Macedonia and Thrace by the Roman republic followed the defeat of Perseus, the last of the native Macedonian kings. All around the eastern Mediterranean, the states that had been created by the Macedonian empire were falling to Rome, as was Greece itself, and the loss of Macedonia was a great blow for Greek freedom. Following their defeat at the First Battle of Pydna on 22 June 168 BC, the Antigonids were immediately removed from power and the kingdom was dismantled and replaced by four republics.
Information on Roman governors seems to be very sparse, and multiple rebellions and uprisings occurred in Macedonia, but more especially in Thrace, which was still very tribal and prone to violent actions. The situation there calmed down in the first century AD following the near destruction of the Bessoi, one of Thrace's most warlike tribes, but incursions by tribes from the Danube area continued to be a serious problem.
168 - 166 BC
Gaius Publilius
Roman governor.
fl c.150 BC
Lucius Fulcinius
Roman governor.
150 BC
Andriscus of Macedon, ruler of Adramyttium in Aeolis, claims to be the son of Perseus and breaks the Romanhold over the former kingdom when he leads a popular uprising in the Fourth Macedonian War.
Roman forum in Stobi
The Roman Forum at modern Stobi is now in the Former Yugoslav Republic of Macedonia
149 - 148 BC
Andriscus / Philip VI
Son of Perseus? Defeated by Rome.
149 - 148 BC
Andriscus invades Macedonia from Thrace in 149 BC and defeats an army under the Roman praetor, Publius Juventius. Then he proclaims himself King Philip VI of Macedonia. In the following year, his popular uprising is put down by the legions at the Second Battle of Pydna, and they establish a permanent residence in Greece. The Achaean League of Greek states rises up against this presence and is swiftly destroyed. Rome also destroysCorinth as an object lesson and annexes Greece, including Macedonia and Thrace.
146 BC
The four client republics are dissolved and Macedonia officially becomes the Roman province of Macedonia, which also includes Epirus, Thessaly, and areas of Illyria, Paeonia, and Thrace.
146? - ? BC
Gnaeus Egnatius
Roman proconsul. Built the Via Egnatia across Greece.
? - 119 BC
?
Roman governor. Name unknown. Killed.
119 BC
The Scordisci and Maedi invade Macedonia, defeating and killing the governor.
110 - 107 BC
Marcus Minucius Rufus?
Roman governor? Crushed the Bessoi.
c.94? - c.92? BC
Lucius Julius Caesar III
Roman governor. Killed in the Roman Civil War in 87 BC.
c.92 - ? BC
Sentius
Roman governor.
78 - 76 BC
Appius Claudius Pulcher
Roman governor. Consul of Rome in 79 BC.
76 - 72? BC
Gaius Scribonius Curio
Roman governor. Consul of Rome in 76 BC. Died 53 BC.
72 BC
Gaius Scribonius Curio occupies the lands of the Dardanians, and expands the province as far north as the Danube.
c.70 - 65 BC
Aesillas
Roman governor.
c.63 - 60 BC
Gaius Antonius Hybrida
Roman governor.
62 - 61 BC
In response to Rome's incursions into the Danube delta, which are seen as a major threat by all the peoples of the region, King Burebista of the Getae has united all of the Getae into a single kingdom. He has also established overlordship of the neighbouring Bastarnae and Sarmatians. Burebista's powerful forces raid regularly into Roman-held territory. In 62 BC the Greek cities rebel against Roman rule, and in the following year the Bastarnae manage to isolate the Roman infantry of the inept proconsul of Macedonia, Gaius Antonius (uncle to Mark Antony). The entire force is massacred. The Roman hold over the region collapses.
57 - 55 BC
Lucius Calpurnius Piso
Roman governor. His son returned in 11 BC to quell uprising.
55 BC
Rabokentus of the Bessoi is mentioned by Cicero in relation to action that is taken by Lucius Calpurnius Piso, to suppress unrest in the province. Rabokentus is murdered by Piso after the latter accepts a bribe from Kotys II of the Astean, a typical example of Roman officials playing off the native leaders against one another.
42 BC
During his reign, Raskouporis of Sapes has already granted assistance to both Pompey and Caesar during their struggle for power. Now, immediately after the murder of Julius Caesar, he supports the Roman republican faction under Brutus and Cassius against Mark Antony and Octavian. In return, Brutus and Cassius lead campaigns against the tribal Bessoi in the highlands in defence of their allies.
fl 28 BC
Marcus Licinius Crassus
Roman governor.
28 BC
Dio Cassius Cocceianus reports that Marcus Licinius Crassus undertakes a punitive expedition against the Thracians (in what is now southern Bulgaria), mainly against the Bessoi. The ancient sanctuary of Dionysos, described by Herodotus, is captured, taken away from the Bessoi priests and priestesses, and delivered to theAstean, who are Roman allies. The Bessoi do not accept the settling of these Odrysian Thracians in their ancient sanctuary and revolt. This first uprising is quickly suppressed.
19 BC
King Kotys III of Sapes is killed by Raskouporis II. Roimitalkes II, the son of the victorious king is given the lands to the north of the Haemus in Thrace while Kotys' son, Roimitalkes III gets the lands to the south, both ruling under the guardianship of the Roman governor of Macedonia.
15 - 11 BC
Vologeses is a Dionysian priest (and possible king) who leads his fellow mountain Bessoi in one of the most prolonged uprisings against the Romans. Their initial aim is to free and re-conquer the sanctuary of Dionysos. Other Thracians join the uprising, and it quickly grows into a storm. Dio Cassius relates that a number of regions in Thrace are ravaged and the Odrysians of Astean are persecuted by the revolting Bessoi. Raskouporis II of Astean is killed and his relative, Roimitalkes I of Sapes, is forced to seek protection from the Romans. To suppress the uprising, the Romans receive help from Pamphylia, and under Lucius Calpurnius Piso Caesoninus, son of former Governor Lucius Calpurnius Piso, they manage to quell the revolting Bessoi by drowning the country in blood and fire.
AD 9
With the formation of the new Roman provinces of Dalmatia, Moesia and Thrace, the province of Macedonia acquires the physical dimensions that it retains throughout the empire period. It also gains safety and security at last, with the Thracian tribes fully pacified and external threats kept away by the buffer provinces around it.
Roman Stobi
The Roman city of Stobi (now in the Former Republic of Macedonia) was a sophisticated and attractive Roman city in Macedonia
32 - ?
Publius Memmius Regulus
Roman praefect of Macedonia.
114/115
Publius Iuventius Celsus
Roman praefect of Thrace.
267/268 - 269
The Peucini Bastarnae are specifically mentioned in the invasion across the Roman frontier. Part of the barbarian coalition which includes Goths and Heruli, they use their knowledge of boat building from several centuries of living on the Black Sea coast and in the Danube estuary to help build a fleet in the estuary of the River Tyras (now the Dnieper). The force of which they are part sails along the coast to Tomis in Moesia Inferior. They attack the town but are unable to take it. Sailing on, they are frustrated twice more, at Marcianopolis and Thessalonica in Macedonia. Athens is also attacked, captured, and plundered by the Heruli (in 267-268). Finally, they move into Thrace where they are crushed by Emperor Claudius II at Naissus in 269.
c.285 - 318
Following reforms by Roman Emperor Diocletian at the end of the third century, Epirus Vetus is removed from the province of Macedonia. In the less well-recorded fourth century, Macedonia itself is divided into Macedonia Prima (the south) and Macedonia Salutaris (the north). In 318 they form part of the diocese of Macedonia, one of three dioceses which is included in the praetorian prefecture of Illyricum.
395
Greece becomes the central segment of the Eastern Roman empire. It remains so until the Byzantine empire's final conquest in 1453 by the Ottoman empire. Only in the twentieth century does an independent Greek kingdom rise out of two millennia of Turkish occupation or Romanised empire.

Makedonien in der Antike. Η Μακεδονία στα αρχαία χρόνια.

$
0
0
Der heutige Skopje-Staat und das Antike  Makedonien.
Δημ. Κανατσούλη
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΠ. ΑΠΟΣΤ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Μακεδονική Βιβλιοθήκη Αρ. 63

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Χρυσός στατήρας
 του Φιλίππου Β΄από το Δίον
1. Η Μακεδονία από τα προιστορικά χρόνια ως τον Ε' π.Χ. αιώνα

Η Μακεδονία στους αρχαίους χρόνους περιλάμβανε όλα τα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας και  τις  περιοχές τοϋ Μοναστηρίου, του Τσεπικόβου, του Περλεπέ και του Μοριχόβου της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας.


 'Από γεωγραφική καθαρά άποψη διακρινόταν σε τρία μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα- την "Ανω Μακεδονία, την Κάτω Μακεδονία και την Ανατολική Μακεδονία, που υποδιαιρούνταν σ τις  λεγόμενες φυλετικές χώρες (= διοικητικές υποδιαιρέσεις).

 Η  Άνω Μακεδονίαπεριλάμβανε έξι τέτοιες χώρες: 

την Έλιμιώτιδα (ή Ελίμεια),
 την Όρεστίδα,
την Εορδαία,
τη Λυγκηστίδα,
την Πελαγονία και τη
Δερρίοπο.

ΗΚάτω Μακεδονία περιλάμβανε πέντε χώρες:

 τη Βοττιαία, την Αλμωπία,
την Πιερία,
την 'Αμφαξίτιν και τη
Μυγδονία- και

 ηΑνατολική Μακεδονίαέξι χώρες:

την Κρηστωνία,
τη Βισαλτία,
τη Σιντική,
την Όδομαντική,
την Ηδωνίδα και την
Πιερίδα.

Η συστηματική έρευνα της προίστορικής Μακεδονίας αρχισε μόλις τα τελευταία χρόνια με  τις  αρχαιολογικές ανασκαφές που γίνονται συνεχώς.

Η προίστορία της περιλαμβάνει μια περίοδο πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια και φτάνει ως τα μέσα της 4ης π.Χ. χιλιετίας.

 Η περίοδος αυτή, ως την εμφάνιση των Μακεδόνων η καλύτερα τη δωρική εισβολή στις ελληνικές χώρες, υποδιαιρείται από τους αρχαιολόγους στις έξης μικρότερες περιόδους:
 στη νεολιθική, τη χαλκολιθική, την παλαιότερη εποχή του χαλκού και τη μεταγενέστερη.

α) Η νεολιθική εποχή διακρίνεται στη νεολιθική I (3500-2500 π.Χ.) και στη νεολιθική II (2500-2000 π.Χ.). 

Ο πολιτισμός της νεολιθικής I ήταν δημιούργημα των ανθρώπων της Μεσευρώπης, που κατέβηκαν στη Μακεδονία από τους φυσικούς δρόμους και οι όποιοι προσαρμόστηκαν στο καινούργιο περιβάλλον και αρχισαν να άσχολούνται με την αλιεία, το κυνήγι, τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

 Οι κατοικίες τους, που στην αρχή ήταν καλύβες από καλάμια και λάσπη κι αργότερα από τούβλα ψημένα και σε σχήμα ορθογώνιο, δεν βρίσκονταν, όπως διαπιστώνεται από τα ευρήματα, σε υψώματα και λόφους, αλλά  σ τις  κοιλάδες και σ τις  πεδιάδες, πράγμα που φανερώνει ειρηνική διαβίωση.
Ο νεολιθικός I πολιτισμός διακόπτεται στα μέσα της 3ης χιλιετίας με την εισβολή μικρασιατικών λαών, που ήδη γύρω στα 3000 π.Χ. είχαν καταλάβει τη Νότια και Κεντρική Ελλάδα και τα νησιά ανάμεσα στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. "Ο νεολιθικός II πολιτισμός σε σύγκριση με τον προηγούμενο παρουσιάζει οπισθοδρόμηση και σημαντικές κοινωνικές μεταβολές. ' Η τέχνη των αγγείων της εποχής αυτής είναι κατώτερη από της προηγούμενης. Ο πληθυσμός, μή βρίσκοντας ασφάλεια στους ανοιχτούς τόπους, αναγκάζεται να οχυρώσει  τις  κατοικίες του.

β)Η αρχή της χαλκολιθικής εποχής (2000-1580 π.Χ.) συμπίπτει με την κάθοδο των ελληνικών φύλων, που κατέβηκαν από βορρά και εισέβαλαν στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, όπου υπέταξαν τους προελληνικούς πληθυσμούς η τους απώθησαν στις  περιφερειακές περιοχές. 
Τήν εποχή αυτή διαδίδεται όλο και περισσότερο η χρήση του χαλκού, χωρίς να εκτοπισθεί όμως οριστικά η χρήση του λίθου. Περιορισμένη είναι η χρήση του ορειχάλκου, η οποία παραμένει ως τα μέσα του 15ου αιώνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την περίοδο αυτή, η Μακεδονία αναπτύσσει σχέσεις με  τις γειτονικές της χώρες προς βορρά και νότο, καθώς και με τη ΒΔ Μ. Ασία, δηλαδή την Τροία.

γ) Η μετάβαση από τη νεολιθική στην εποχή του χαλκού(1500-1400 π.Χ.) έγινε βαθμιαία.
Επίσης, βαθμιαία υπήρξε και η επικράτηση του ορειχάλκου την εποχή αυτή, αφούτα πρώτα 130 χρόνια κυριαρχούσε ο απλός χαλκός. Μόλις στα μέσα του 15ου π.Χ. αιώνα, με την εξάπλωση του μυκηναίκούπολιτισμούστη Θεσσαλία και Μακεδονία, επικράτησε τελικά ο ορείχαλκος. Τήν επίδραση του μυκηναίκούπολιτισμούστη Μακεδονία μαρτυρούν όχι μόνο τα μυκηναίκά αγγεία που βρέθηκαν στό μακεδόνικο έδαφος (τούμπες), αλλά  και τα άφθονα εγχώρια αγγεία, που φανερά μιμούνται τα μυκηναίκά, αν και κάπως άτεχνα.

δ) Στη μεταγενέστερη εποχή του χαλκού(1400-1200 π.Χ.) παρατηρούμε, κυρίως κατά τον 13ο αιώνα η στις αρχές του επόμενου, σημαντικές μεταβολές: οι πληθυσμοί, που είχαν κατοικίες κοντά στις  τούμπες, μετατοπίζονται σε έπιπεδοειδή υψώματα (οί αρχαιολόγοι τα λένε τράπεζες), σε μικρή απόσταση από  τις  τούμπες, η συνδέονται με αυτές. Η μετακίνηση αυτή των κατοίκων σε πιό οχυρά μέρη θεωρείται ως αποτέλεσμα της δωρικής εισβολής, που είχε αρχίσει στη Βόρεια Ελλάδα. Συνέπεια της εισβολής αυτής ήταν και η κατάρρευση του μυκηναίκούπολιτισμού, αλλά  και το τέρμα της εποχής του χαλκούκαι η αρχή της εποχής του σιδήρου. Μαζί με τους Δωριείς εμφανίζονται και οι Μακεδόνες, οι όποιοι υποτάσσουν τους παλαιότερους πληθυσμούς.

Οι Μακεδόνες ανήκουν στους Δωριείς με τους οποίους τους συναντούμε στα τέλη της 2ης χιλιετίας στην περιοχή γύρω από την Πίνδο.

 Είχαν  τις  ίδιες στρατιωτικές και πολιτικές αρετές με τους νότιους "Ελληνες: 
έδειξαν την ίδια προσαρμοστική ικανότητα για έναν ανώτερο πολιτισμό, τον ελληνικό, τον όποιο και διέδωσαν σε όλο τον κόσμο, είχαν την ίδια θρησκεία και διαμόρφωσαν τους θεσμούς και το καθεστώς τους, όπως και οι αρχέγονες ελληνικές κοινωνίες• μιλούσαν διάλεκτο ελληνική, πιθανώς συγγενική με τη θεσσαλική και είχαν ανέκαθεν ελληνικά ονόματα.

Μετά την κάθοδο των Ιλλυριών και άλλων λαών κατά τη 12η η την 11η εκατονταετία π.Χ. οι Δωριείς, κάτω από την πίεση των λαών αυτών, κατέβηκαν στον νότο, και το μεγαλύτερο μέρος τους εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο, ενώ οι Μακεδόνες ακολούθησαν άλλο δρόμο και εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Μακεδονία.

Στους ιστορικούς χρόνους διακρίνουμε εκεί τα εξής φύλα:
 τους Έλιμιώτες, τους 'Ορέστες και τους Αυγκηστές.

Στις  αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα ένα από τα φύλα αυτά ήλθε στην Κάτω Μακεδονία και κατέλαβε τη φρυγική "Εδεσσα και κοντά σ' αυτήν ίδρυσε  τις οχυρές Αίγες, που νεώτεροι ερευνητές  τις  τοποθετούν στη σημερινή Βεργίνα, όπου βρέθηκαν βασιλικοί τάφοι.

Τις Αίγες έκανε πρωτεύουσα και ορμητήριο για  τις  παραπέρα κατακτήσεις του.
Περδίκκας Β΄  451-413 π.Χ.

Ιδρυτής και αρχηγέτης της δυναστείας του φύλου αυτού, των Άργεαδών, σύμφωνα με την επίσημη μακεδόνικη παράδοση, γνωστή και στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη,
 ήταν ο Περδίκκας Α'. 

Δυστυχώς όμως όλη αυτή η περίοδος από την ίδρυση του κράτους ως το τέλος του 6ου π.Χ. αίώνα, δηλαδή ως την εποχή του Αμύντα Α' (548-518 π.Χ.), είναι σκοτεινή και καλύπτεται από μύθους.
Πάντως είναι βέβαιο ότι, κατά τη σκοτεινή αυτή περίοδο, οι Μακεδόνες όχι μόνο σταθεροποιήθηκαν στην Κάτω Μακεδονία, αλλά  και έβαλαν  τις  βάσεις για την παραπέρα εξέλιξη του κράτους. Πέτυχαν να αποκρούσουν όλους τους εξωτερικούς εχθρούς και να έπεκταθούν σταθερά ως τον Αξιό ποταμό και πέρα από αυτόν. Δεν πρόλαβαν όμως να ολοκληρώσουν τίς κατακτήσεις τους στην περιοχή ανατολικά του Άξιου, γιατί τους βρήκε η περσική κατάκτηση.

 Τό 513/2 π.Χ. ο στρατηγός Μεγάβαζος κατέστησε τους Μακεδόνες φόρου υποτελείς στον βασιλιά των Περσών. Η υποτέλεια όμως αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα εδαφικές απώλειες η άλλες πολιτικές μεταβολές μέσα στη Μακεδονία.
Αντίθετα, οι Μακεδόνες είχαν κάποια ελευθερία στις εξωτερικές τους σχέσεις. "Ετσι ο βασιλιάς τους Αμύντας Α' διατήρησε αγαθές σχέσεις με τους Πεισιστρατί-δες, όπως και προηγουμένως με τον Πεισίστρατο.

2. Η Μακεδονία κατά τον 5ο και 4ο αιώνα

Δεν πέρασε πολύς χρόνος από την υποδούλωση τους και οι Μακεδόνες αποτίναξαν την περσική κυριαρχία,
 όταν ο γιός και διάδοχος του Αμύντα,
 ο Αλέξανδρος Α' (498-454 π.Χ.), 
αρνήθηκε να πληρώσει στους Πέρσες το φόρο υποτέλειας.


 Τότε, το 494 π.Χ., ο Δαρείος έστειλε τον γαμπρό του Μαρδόνιο στη Θράκη, για να σταθεροποιήσει εκεί  τις  περσικές κτήσεις, και αυτός κατέλαβε τη Μακεδονία και επέβαλε την περσική κυριαρχία.

 "Ετσι, κατά την εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει, χωρίς να πάψει όμως να είναι ψυχικά με το μέρος των Ελλήνων.


Οι πραγματικές του διαθέσεις φάνηκαν μετά την ήττα των Περσών στις Πλαταιές (479 π.Χ.)• τότε δεν δίστασε να επιτεθεί εναντίον τους, όταν αυτοί οπισθοχωρούσαν, και να τους προξενήσει σοβαρές ζημιές.
 Εκμεταλλευόμενος, όπως φαίνεται, τη σύγχυση που επικράτησε μετά τη φυγή των Περσών, πέτυχε να καταλάβει τη Βισαλτία και την Κρηστωνία και να  τις  προσαρτήσει στό κράτος του επεκτείνοντας έτσι τα σύνορα ως τον Στρυμόνα.
Αργότερα όταν οι Αθηναίοι, μετά την ίδρυση της αττικοδηλιακής συμμαχίας, επιχείρησαν να βάλουν πόδι στις εκβολές του Στρυμόνα, ο Αλέξανδρος αντέδρασε δραστήρια υποστηρίζοντας άλλοτε τους επαναστατημένους Θασίους και άλλοτε τους Θράκες.

Οι προστριβές των Αθηναίων με τους Μακεδόνες πήραν σοβαρότερη μορφή, με αντίκτυπο και στό εσωτερικό της χώρας, στα χρόνια του Περδίκκα Β' (454 (;) - 414/3 π.Χ.), όταν οι Αθηναίοι, για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στα θρακικά και μακεδόνικα παράλια, απέσπασαν βίαια παραλιακές μακεδόνικες πόλεις και υποκίνησαν άλλες να αποστατήσουν.

Ο Περδίκκας δεν τόλμησε να τα βάλει με την πανίσχυρη αποικιοκρατική δύναμη και εξακολούθησε να είναι σύμμαχος και φίλος των Αθηναίων ακόμη και όταν αυτοί, με την ίδρυση της Άμφιπόλεως (437 π.Χ.) στον Στρυμόνα, έπληξαν ζωτικά συμφέροντα της Μακεδονίας.

"Οταν όμως συμμάχησαν με τους εσωτερικούς του αντιπάλους, με τον αδελφό του Φίλιππο και τον βασιλιά της Έλιμιώτιδας γύρω στα 433 π.Χ., αναπτύσσει εκπληκτική διπλωματική δραστηριότητα. Δώδεκα φορές άλλαξε στρατόπεδο, άλλοτε καταπολεμώντας μόνος τους Αθηναίους η προσχωρώντας στους αντιπάλους των, άλλοτε συμμαχώντας με τους Αθηναίους η πολεμώντας μαζί τους τους πρώην συμμάχους του.

Τελικά, όταν οι Αθηναίοι συμμάχησαν το καλοκαίρι του 431 π.Χ. με τον βασιλιά των 'Οδρυσών Σιτάλκη, ο Περδίκκας μπροστά στον κίνδυνο να δεχτεί μόνος του τον θρακικό όγκο, προσχώρησε κι αυτός στη συμμαχία με αμοιβαίες παραχωρήσεις.
 Και η συμμαχία αυτή του Περδίκκα με τους Αθηναίους, αν και είχε μεγαλύτερη διάρκεια, δεν είχε διαφορετική τύχη από  τις  άλλες.
Οι Αθηναίοι σύντομα έστρεψαν εναντίον του τον Σιτάλκη, ο όποιος το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς εισέβαλε στη Μακεδονία και για είκοσι μέρες λεηλατούσε την ύπαιθρο, ενώ για άλλες όχτώ κατέστρεφε τη Χαλκιδική και τη Βοττική.
 Δεν μπόρεσε όμως να πετύχει κάτι αξιόλογο και επέστρεψε στη χώρα του.
 'Ακολουθούν νέες αναταραχές και ανωμαλίες στή Μακεδονία με την εμπλοκή του Περδίκκα στα παρασκήνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404), καθώς και με τη βοήθεια που πρόσφερε στον Βρασίδα για να κλονίσει το κύρος των Αθηναίων στη Χαλκιδική και στην Αμφίπολη.

Βλέποντας όμως πώς με το κύρος και την επιρροή που ασκούσε ο Βρασίδας στις πόλεις της Χαλκιδικής, η Σπάρτη είχε γίνει τόσο επικίνδυνη όσο και η Αθήνα, δεν άργησε να συμμαχήσει με τους Αθηναίους.
Μετά τον θάνατο όμως του Βρασίδα και την υπογραφή της Νικιείου ειρήνης (421 π.Χ.) βλέποντας πώς η επιρροή της Σπάρτης στη Θράκη μειώθηκε και η αθηναίκή συμμαχία έκεΐ αποδυναμώθηκε, φάνηκε απρόθυμος να τηρήσει τους όρους της συνθήκης του 423/2 με τους Αθηναίους.

Στά χρόνια μάλιστα, που διαμορφώνονταν οι διάφορες συμμαχίες στη Νότια Ελλάδα, ήταν πολύ εφεκτικός και προσπαθούσε να διατηρεί καλές σχέσεις με όλους.

 "Ετσι, κατά το τέλος του 418 π.Χ., προσχώρησε στους Λακεδαιμονίους και τους Άργείους. 
Με τους εικοσάχρονους αυτούς αγώνες, με την πολιτική του ευστροφία και τη διπλωματική του ικανότητα ο Περδίκκας κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία όλους τους κινδύνους που διέτρεξε η Μακεδονία στους δύσκολους εκείνους καιρούς, να διατηρήσει την ακεραιότητα και ανεξαρτησία της χώρας, να μειώσει σημαντικά την επιρροή των Αθηνών στη Χαλκιδική, κι ακόμη να παίξει σημαντικό ρόλο κατά τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακούπολέμου και να ανυψώσει πολιτικά τη Μακεδονία τόσο, ώστε να την υπολογίζουν σοβαρά οι δύο μεγάλες δυνάμεις της Ελλάδας, Αθηναίοι και Σπαρτιάτες.

Τήν ανύψωση της δυνάμεως της Μακεδονίας στα χρόνια του Περδίκκα και την ηρεμία που επικράτησε για χρόνια κατόπιν,
την εκμεταλλεύθηκε κατάλληλα ο διάδοχος του Αρχέλαος (414/13 π.Χ.),
για να επιδοθεί στην αναδιοργάνωση του κράτους και στην παραπέρα πολιτιστική ανάπτυξη της Μακεδονίας.

"Εχτισε κάστρα, άνοιξε δρόμους και εγκατέστησε στρατιωτικά σώματα για να εξαλείψει τη ληστεία και ν' αποκαταστήσει την ασφάλεια στη χώρα, ώστε να μπορέσει ν' αναπτυχθεί το εμπόριο και γενικότερα η οικονομία.

Ακόμη ο Αρχέλαος επιδόθηκε στην αμυντική οργάνωση της χώρας με την κατασκευή στρατιωτικών έργων και στη δημιουργία, σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, αξιόμαχου και συγχρονισμένου στρατού.

Γενικά ο Αρχέλαος υπήρξεο σημαντικότερος στρατιωτικός οργανωτής πριν από τον Φίλιπποκαι πρόδρομος των μεγάλων στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων του 4ου αιώνα στη Μακεδονία.

 Στόν Αρχέλαο αποδίδεται και η μεταφορά της πρωτεύουσας από  τις  Αίγες στην Πέλλα. 

Η τελευταία, με την επέκταση της Μακεδονίας ως τον Στρυμόνα, βρισκόταν στη μέση του κράτους και μάλιστα κοντά στη θάλασσα, με την όποια έπικοινωνούσε με τον πλωτό ποταμό Λουδία και την ομώνυμη λίμνη.

Άπό τον θάνατο του Αρχελάου ως τον Αμύντα Γ', τον πατέρα του Φιλίππου Β', μεσολαβεί μια περίοδος ταραγμένη και σκοτεινή, από την οποία μόνο τα ονόματα των εφήμερων βασιλέων μας είναι γνωστά.

Ποτέ όμως η Μακεδονία δεν έφθασε σε τόσο απελπιστική κατάσταση όσο στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αμύντα Γ'.
Δυο φορές την κατέλαβαν, οι Ιλλυριοί πρώτα και κατόπιν οι Χαλκιδεΐς, ώσπου ο Αμύντας με τη βοήθεια των Σπαρτιατών έδιωξε τους Χαλκιδεΐς και την επανέφερε στα όρια που ήταν στην εποχή του Περδίκκα Β' και του Αρχελάου.
"Ετσι, ο διάδοχος του Αλέξανδρος Β' (370/69-369/8 π.Χ.) είχε τη δύναμη, αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία, να επέμβει, όπως άλλοτε ο Αρχέλαος, στα θεσσαλικά πράγματα.

 Η επέμβαση όμως αυτή, που προκάλεσε την αντίδραση των Θεσσαλών και των Θηβαίων, καθώς και άλλες εσωτερικές αναταραχές μέσα στον βασιλικό οίκο, που είχαν ως αποτέλεσμα να περιέλθει ο θρόνος στον Περδίκκα, δευτερό-τοκο γιο του Αμύντα Γ'.

Ο Περδίκκας, όπως και ο ομώνυμος προγονός του, δεν ήθελε να σταθεροποιηθεί η ηγεμονία των Αθηναίων στα θρακικά παράλια. Γι' αυτό, όταν αυτοί επιχείρησαν να καταλάβουν την Αμφίπολη, αντέδρασε σθεναρά και ενίσχυσε την άμυνα της πόλης με μακεδόνικη φρουρά.
"Εδιωξε ακόμη και τον ίδιο τον βασιλιά της Πελαγονίας Μενέλαο τον Πελαγόνα (μεταξύ 363 και 360 π.Χ.) από τη χώρα του, όταν αυτός έδειξε πώς ήθελε να παραμείνει στη συμμαχία των Αθηναίων. Στά 359 όμως έπαθε πανωλεθρία σε μεγάλη μάχη εναντίον των Ιλλυριών, που έπί αιώνες είσέβαλλαν συχνά και λεηλατούσαν τη Μακεδονία.

Μετά την ήττα του Περδίκκα η κατάσταση της Μακεδονίας έγινε απελπιστική.

Ιλλυριοί, Θράκες, Παίονες απειλούν να εισβάλουν σ' αυτή, άνταπαιτητές του θρόνου προβάλλουν αξιώσεις και ο στρατός βρίσκεται σε διάλυση.

Τήν κατάσταση έσωσε ο τελευταίος γιός του Αμύντα Γ', ο Φίλιππος, που αναγορεύθηκε βασιλιάς από τον στρατό σε ηλικία 24 ετών.

Με καταπληκτική δραστηριότητα, αλλά  και πονηριά, ο Φίλιππος Β' (354-336 π.Χ.) κατόρθωσε όχι μόνο να σώσει το κράτος, αλλά  και να κάνει τη Μακεδονία μέσα σε λίγα χρόνια τη μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης. 

Με  τις  μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στον στρατό, τον ανέδειξε πρώτο στον κόσμο.

Τόν στρατό τον αποτελούσαν κυρίως το ιππικό (οί εταίροι η ίππος η εταιρική), που το συγκροτούσαν Μακεδόνες ευγενείς, και η φάλαγγα, όπου κατατάσσονταν κατά τάξεις οι αγρότες, οι βοσκοί και οι άλλοι κάτοικοι της Μακεδονίας που είχαν εξομοιωθεί με τους εταίρους και ονομάζονταν πεζέταιροι. Αυτός ήταν ο πυρήνας του μακεδόνικου στρατού.

Εκτός από αυτούς υπήρχαν και άλλα τμήματα πιό ελαφρά και ευκίνητα.
"Ολα τα σώματα είχαν μεταξύ τους στενή εξάρτηση και το καθένα από αυτά είχε ορισμένο προορισμό.
Με τον νέο οπλισμό και τη νέα τακτική, που εισήγαγε ο Φίλιππος, ο στρατός έγινε ακαταμάχητος.

 Οι πεζέταιροι εξοπλίστηκαν με βαριά και μακριά δόρατα,  τις  σάρισσες, και με μικρές στρογγυλές ασπίδες,  τις  πέλτες.
Με σάρισσες μικρότερες εφοδιάστηκαν και οι ιππείς.

Χρησιμοποιήθηκε ακόμη η λοξή φάλαγγα του Επαμεινώνδα που βελτιώθηκε και προσαρμόστηκε από τον Φίλιππο στις απαιτήσεις του μακεδόνικου στρατού.
 Σώμα κρούσεως δεν ήταν ένα από τα κέρατα της φάλαγγας, σύμφωνα με τη θηβαίκή τακτική, αλλά  το άριστο μακεδόνικο ιππικό (οί εταίροι).
Η φάλαγγα άποτελούσε την αμυντική πτέρυγα, που μπορούσε να δράσει μόνο ως συμπαγής μάζα με το δάσος από  τις  σάρισσες.
 Επειδή η φάλαγγα δεν μπορούσε να αλλάξει μέτωπο ανάλογα με  τις  περιστάσεις, τα πλευρά της τα προστάτευαν από ενδεχόμενες πλευροκοπήσεις των αντιπάλων τα ελαφρά σώματα.
Ο Φίλιππος, για να συντομεύσει τον χρόνο του πολέμου, εφάρμοσε την τακτική της ολοκληρωτικής εξουθένωσης και συντριβής του αντιπάλου.
Τόν ίδιο σκοπό είχε και η εισαγωγή των πολιορκητικών μηχανών, με  τις  όποιες έριχναν τα τείχη και ανάγκαζαν  τις  πόλεις να παραδίνονται πιό γρήγορα.
 Στο ναυτικό εισήγαγε τον τύπο των μεγάλων πολεμικών πλοίων, των θωρηκτών της εποχής,  τις  τετρήρεις και πεντήρεις. Τά οικονομικά μέσα για την οργάνωση του στρατούπροέρχονταν κυρίως από τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου.

Ανυπέρβλητος ήταν όμως ο Φίλιππος στους πολιτικούς ελιγμούς και στη διπλωματία, στην υπηρεσία της όποιας έβαζε και τον πόλεμο.
Στίς επιτυχίες του στον τομέα αυτό τον βοήθησε το χρήμα, που γενναιόδωρα διέθετε στους φίλους που εξαγόραζε και στα φιλομακεδονικά κόμματα, που συντηρούσε ο ίδιος στις ελληνικές πόλεις.

Ο Φίλιππος στό έργο του προχώρησε με σύνεση και μεθοδικότητα. Στήν αρχή απαλλάχτηκε από τους εισβολείς (Ιλλυριούς, Παίονες) και τους άνταπαιτητές του θρόνου και πέτυχε να ενοποιήσει τη Μακεδονία καταλύοντας τα κρατίδια της "Ανω Μακεδονίας.

Στή συνέχεια με την κατάληψη και ενσωμάτωση της Αμφίπολης στο κράτος του (357 π.Χ.) άνοιξε το δρόμο για την περιοχή πέρα από τον Στρυμόνα,- ενώ με την υποταγή της Πύδνας και της Μεθώνης εξασφάλισε τη βάση για μια διείσδυση πρός νότο.

 Κατόπιν ο Φίλιππος ανέλαβε να προστατέψει τις Κρηνίδες, αποικία των Θασίων στην περιοχή του χρυσοφόρου Παγγαίου, οι όποιες κάτω από την πίεση των Θρακών ζήτησαν τη βοήθεια του.

 Ο Φίλιππος, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία αυτή, κατέλαβε τις Κρηνίδες και εγκατέστησε έκεί Μακεδόνες άποικους και επέκτεινε την κυριαρχία του ως τον Νέστο. 

Άπό τότε η πόλη έχει το όνομα του (Φίλιπποι).

Οι εκπληκτικές του όμως επιτυχίες προκάλεσαν συνασπισμό των αντιπάλων του Θρακών, Παιάνων και Ιλλυριών, στους οποίους προστέθηκαν και οι Αθηναίοι (356/5 π.Χ.).
Προτού όμως να προλάβουν αυτοί να έρθουν σε βοήθεια των συμμάχων τους, πέτυχε να καταβάλει τον καθένα χωριστά.
 Εκμεταλλευόμενος τον Ιερό πόλεμο αναμείχθηκε στα ελληνικά πράγματα.

Μετά από αποφασιστική μάχη εναντίον των Φωκέων εξασφάλισε τη μακεδόνικη επικυριαρχία σε ολόκληρη τη Θεσσαλία ως την Άλο, εγκατέστησε μακεδόνικες φρουρές στις Παγασές και άλλες πόλεις της και τέλος κατάφερε να γίνει δεκτός ως μέλος του άμφικτυονικούσυνεδρίου, δηλαδή να εγκατασταθεί στην καρδιά της Ελλάδας. Τό 346 π.Χ. έκανε τη λεγόμενη Φιλοκράτειο ειρήνη με τους Αθηναίους, με τους οποίους βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση μετά την κατάληψη της Άμφιπόλεως.

Η ειρήνη αυτή ήταν πραγματικά μια ευκαιρία για συνεργασία του Φιλίππου με τους Αθηναίους. Αυτό άλλωστε επιδίωκε κι ο Φίλιππος και όχι την κατάκτηση της Αθήνας και της Ελλάδας. Διαφορετική όμως γνώμη είχε ο Δημοσθένης, που έβλεπε τα πράγματα με στενό τοπικιστικό πνεύμα. Αυτός τη Φιλοκράτειο είρήνη τη θεωρούσε μία ανάπαυλα, για να διορθωθούν τα οικονομικά της πόλης και γιά
νά μπορέσουν να ανασυγκροτηθούν οι Αθηναίοι για την τελική αναμέτρηση τους με τη Μακεδονία. Υπήρχαν όμως στην Ελλάδα άνθρωποι, που στο πρόσωπο του Φιλίππου έβλεπαν τον ένωτή και σωτήρα της Ελλάδας.

Στό μεταξύ ο Φίλιππος ενσωμάτωσε τη Θράκη στό κράτος του.

 Δεν πέτυχε όμως να καταλάβει την Πέρινθο και το Βυζάντιο, όπου όχι μόνο η Αθήνα, αλλά  και οι Πέρσες είχαν ζωτικά συμφέροντα.

Τόν Σεπτέμβριο η τον ' Οκτώβριο του 340 π.Χ. οι Αθηναίοι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου με την υποστήριξη και των Περσών και συμμάχησαν με τους Εύβοείς, τους Μεγαρείς και τους Κορινθίους.

Χάρη στη διπλωματική ικανότητα του Φιλίππου η διαφορά τους συσχετίστηκε με τον νέο Ιερό πόλεμο.
Έτσι, ο πόλεμος που θά έλυνε οριστικά τις διαφορές του με τους Αθηναίους και τους συμμάχους θά γινόταν, όχι για λογαριασμό του, αλλά  με εντολή των άμφικτυόνων.

 Στίς 2 Αυγούστου του 338 π.Χ. δόθηκε η αποφασιστική μάχη κοντά στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας. 

Οι σύμμαχοι ηττήθηκαν, μετά από γενναία αντίσταση.
Ο Φίλιππος, παρά τη συνήθεια του, δεν καταδίωξε τους αντιπάλους για να τους εξοντώσει, κι αυτό γιατί είχε αποφασίσει οριστικά να συμφιλιωθεί με αυτούς, ιδιαίτερα με τους Αθηναίους, και όχι να τους υποτάξει.
Κι ενώ φάνηκε αμείλικτος πρός τους Θηβαίους, σε χωριστή ειρήνη, που έκλεισε με τους Αθηναίους, φάνηκε πολύ ήπιος.
Πόσο διαφορετική εικόνα του Φιλίππου παρουσίαζε ο Δημοσθένης στους λόγους του, όπου τον άποκαλούσε βάρβαρο και καταστροφέα της ελληνικής ελευθερίας!

Τόν χειμώνα της ίδιας χρονιάς, ύστερα από πρόσκληση του Φιλίππου, απεσταλμένοι των ελληνικών πόλεων, έκτος από τη Σπάρτη, συγκεντρώθηκαν στην Κόρινθο για να πάρουν κοινές αποφάσεις για τη νέα τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα.
Αποφάσισαν να σταματήσουν τις προστριβές αναμεταξύ τους καί να γίνει γενική ειρήνη (κοινή ειρήνη)• να είναι ελεύθερη η θαλάσσια επικοινωνία και να απαγορευτεί η πειρατεία- να μή θιγεί η ελευθερία και αυτονομία των πόλεων και να μήν επιτραπεί η βίαιη μεταβολή του πολιτεύματος σ' αυτές.
 Επιστέγασμα όλων αυτών των αποφάσεων ήταν η συγκρότηση πανελλήνιας συμμαχίας. Με τη συμμαχία αυτή, που την εκπροσωπούσε το συνέδριο, που είχε έδρα την Κόρινθο, ο Φίλιππος έκανε αιώνια συμμαχία και έπιμαχία, και ως ηγεμόνας του συνεδρίου ανέλαβε την αρχηγία της συμμαχίας.

Τήν άνοιξη της επόμενης χρονιάς το συνέδριο της Κορίνθου του ανέθεσε, ως αρχηγό του στρατού, τον πόλεμο εναντίον των Περσών, που τους θεώρησαν εχθρούς της «κοινής ειρήνης». Γιά να μπορέσει να πραγματοποιήσει το μεγάλο εγχείρημα του παραχώρησαν έκτακτες εξουσίες με τον τίτλο του «στρατηγού αύτοκράτορος».
Τήν άνοιξη του 336 π.Χ. έστειλε ως προφυλακή στην Ασία 10.000 άνδρες με επικεφαλής τον Παρμενίωνα και τον γαμπρό του "Ατταλο με σκοπό να διατηρήσουν το προγεφύρωμα που σχηματίστηκε εκεί και να ελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις.

 Ο ίδιος με την κύρια δύναμη θά ακολουθούσε αμέσως.

Τό καλοκαίρι όμως της ίδιας χρονιάς, στους γάμους της κόρης του Κλεοπάτραςμε το βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο, δολοφονήθηκε στις Αίγες, σε ηλικία 47 ετών. 

Τόν κίνδυνο της αναρχίας απέτρεψαν τότε οι στρατηγοί του Φιλίππου, προπαντός ο Αντίπατρος στη Μακεδονία και ο Παρμενίων στην 'Ασία, που ανεπιφύλακτα πήραν το μέρος του νόμιμου διαδόχου και γιου του Αλεξάνδρου.

Ο Φίλιππος υπήρξε αναμφίβολα εξέχουσα προσωπικότητα και αυτό το αναγνώριζαν οι σύγχρονοι του. Δεν είναι υπερβολικά τα λόγια του ίστορικού Θεοπόμπου που έγραψε ότι η Ευρώπη δεν ανέδειξε άλλον μεγαλύτερον άνδρα από τον Φίλιππο, τον γιό του Αμύντα.

Υπήρξε λαμπρός στρατηγός,μεγάλος οργανωτής και ικανότατος διπλωμάτης και πολιτικός.

Ηταν αρκετά μορφωμένος και διατηρούσε στενές σχέσεις με τους κορυφαίους του πνεύματος.

Ήξερε καλά τα ανθρώπινα και ασκούσε αληθινή γοητεία και τεράστια επιρροή στους ανθρώπους που τον έγνώριζαν.

Κατόρθωσε όχι μόνο να ενώσει τους Έλληνες και να αναδείξει τη Μακεδονία ως τη μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης, αλλά  και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια νέα εποχή.


Ο Αλέξανδρος Γ' (336-323 π.Χ.), αφούα παλλάχτηκε από όλους εκείνους που ήταν η μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι για τον θρόνο, κατέβηκε στη Νότια Ελλάδα, για να προλάβει πιθανές αναταραχές και ανακατατάξεις.

 Έκεΐ του αναγνωρίστηκαν όλα τά  δικαιώματα που είχαν παραχωρήσει στον πατέρα του Φίλιππο, του ανανέωσαν την εντολή για τον πόλεμο εναντίον της Περσίας και τον εξέλεξαν, όπως και τον πατέρα του, «στρατηγό αυτοκράτορα».

Μονάχα οι Σπαρτιάτες δεν δέχτηκαν να πάρουν μέρος στον πανελλήνιο αγώνα εναντίον των Περσών προφασιζόμενοι «μή είναι πάτριον σφίσι άκολουθεΐν άλλους, άλλ' αυτούς άλλων ήγεΐσθαι».

 Μία επίδειξη δυνάμεως, για να κρατήσει σε υποταγή τους βαρβάρους της Βαλκανικής, τον έφερε πέρα από τον Δούναβη (335 π.Χ.).
Στη συνέχεια κατέβαλε και την επανάσταση που έκαναν οι Ιλλυριοί με τον ηγεμόνα Κλεΐτο, στους οποίους είχε προσχωρήσει και ο βασιλιάς των Ταυλαντίων Γλαυκίας.
Κατέβαλε επίσης και την πιό επικίνδυνη επανάσταση των Θηβαίων, που βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους Αθηναίους και που υποστηρίζονταν με χρήματα από τους Πέρσες. Τό συνέδριο της Κορίνθου τους τιμώρησε σκληρά για παραδειγματισμό.

Ο  Αλέξανδρος δεν πείραξε τους άλλους επαναστάτες.

 Ιδιαίτερα ήπια μεταχειρίστηκε τους Αθηναίους, γιατί ένιωθε συμπάθεια γι' αυτούς και τον πολιτισμό τους, αλλά  και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.

Τήν επόμενη χρονιά (334 π.Χ.) έξεστράτευσε στήν Ασία, αφού άφησε ως αντιπρόσωπο του τον στρατηγό Αντίπατρο με το ένα τέταρτο του στρατούτου για να προστατεύει τη Μακεδονία.

Ο Αντίπατρος ποτέ δεν πήρε μέρος στην ασιατική εκστρατεία.
Εμεινε στη Μακεδονία ως διοικητής της Ευρώπης, «στρατηγός της Ευρώπης», ως τον θάνατο του (334-314 π.Χ.).

 Οι αρμοδιότητες του ήταν:

α) να εξασφαλίζει την τάξη και την ησυχία στη Μακεδονία και στις χώρες που εξαρτιόνταν από αυτή, β) να αποκρούει κάθε εχθρική επίθεση από το εξωτερικό• και
γ) να υποστηρίζει τον Αλέξανδρο, που αγωνιζόταν στην Ασία, με την αποστολή εφεδρειών από τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα.

 Είναι φανερό ότι στις αρμοδιότητες τρυ άνηκε και η διεξαγωγή πολέμου στην Ευρώπη. Πόσο πολύτιμη ήταν η συμβολή του Αντιπάτρου, όσο απουσίαζε ο Αλέξανδρος, και πόσο δίκιο είχε αυτός να τον αφήσει με σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις και ευρεία δικαιοδοσία, το απέδειξαν οι πόλεμοι που έκανε στην Ευρώπη εναντίον των Θρακών, των Ιλλυριών και των ίδιων των Περσών, όταν αυτοί επιχείρησαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Ευρώπη.

3. Η Μακεδονία στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου

Ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου προκάλεσε σοβαρές αναστατώσεις στην Ελλάδα.

Αμέσως πήραν θάρρος και επαναστάτησαν πρώτα η Αθήνα και η Αιτωλία, που ήταν τότε οι πιό ισχυρές, και στη συνέχεια προσχώρησαν σ' αυτές και άλλες πολιτείες της Κεντρικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, οι όποιες συνέπηξαν πανελλήνια συμμαχία κατά της Μακεδονίας με αρχηγό τον ικανό Αθηναίο στρατηγό Λεωσθένη.

Ακολουθεί ο Λαμιακός,πόλεμος που ονομάστηκε έτσι από την πόλη Λαμία, όπου είχε πολιορκηθεί ο Αντίπατρος.

 Τόν Αύγουστο όμως του 322 οι σύμμαχοι νικήθηκαν στην Κραννώνα και συνθηκολόγησαν. Ο Αντίπατρος ακολουθώντας διαφορετική τακτική από εκείνη του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, κράτησε μία στάση σκληρή απέναντι στις ελληνικές πόλεις, και ιδιαίτερα απέναντι στην ' Αθήνα- ζήτησε την υποταγή των ελληνικών πόλεων, τοποθέτησε ακόμη μακεδόνικες φρουρές και εισήγαγε στις ελληνικές πόλεις ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα.

Στήν εξουσία ήρθαν τα μακεδόνικα κόμματα και οι αρχηγοί των αντίπαλων κομμάτων καταδιώχτηκαν σκληρά και θανατώθηκαν.

Ακολουθούν νέες εσωτερικές αναταραχές μέσα στην απέραντη αυτοκρατορία, ώσπου το καλοκαίρι του 321 π.Χ. ο Αντίπατρος στη συνέλευση που έγινε στην Τριπαράδεισο της Συρίας ανακηρύχτηκε από τον στρατό του επιμελητής των βασιλέων, δηλαδή άντιβασιλέας.

Παράλληλα με το μεγάλο αυτό αξίωμα διατήρησε και τη στρατηγία της Ευρώπης.

Συνεπής όμως στη μέχρι τότε μακεδόνικη πολιτική του, πήρε μαζί του και τους νόμιμους βασιλείς και μ' αυτό τον τρόπο μετέφερε το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας του από την 'Ασία στην Ευρώπη. Τό γεγονός αυτό συνετέλεσε σημαντικά στη διάλυση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου, επειδή η αυτοκρατορία αυτή που έφτανε ως τις Ινδίες ήταν αδύνατο να διοικηθεί από την Ευρώπη και να κρατήσει τη συνοχή της.

Ο Αντίπατρος, σύντομα μετά την επιστροφή του από την 'Ασία, πέθανε από πυρετό το 319, αφούδιόρισε ως αντικαταστάτη του και στρατηγό της Ευρώπης τον Πολυπέρχοντα (319-316 π.Χ.), έναν από τους επιφανέστερους και παλιότερους συντρόφους του Μ. Αλεξάνδρου. Τά χρόνια όμως που ακολουθούν είναι καταστρεπτικά για τη δυναστεία και την ενότητα του κράτους.

Ο Πολυπέρχων, παρά την υποστήριξη της ' Ολυμπιάδας, ανατράπηκε, ενώ ο 'Αρριδαΐος και η σύζυγος του Ευρυδίκη δολοφονήθηκαν, όπως δολοφονήθηκε και η ίδια η ' Ολυμπιάδα
τό 316 π.Χ. στην Πύδνα από τον γιό του Αντιπάτρου, τον Κάσσανδρο, ο όποιος τελικά επιβλήθηκε ως βασιλιάς της Μακεδονίας (316-298 π.Χ.).

Ο γιος του Αλεξάνδρου, ο Αλέξανδρος Δ', μαζί με τη μητέρα του Ρωξάνη, φυλακίστηκαν στην Αμφίπολη.

Τό ίδιο έτος ιδρύθηκαν από τον Κάσσανδρο η Θεσσαλονίκη και η Κασσάνδρεια (στή θέση της αρχαίας Ποτείδαιας). 

Με την ίδρυση των δύο πόλεων, που η πρώτη είχε το όνομα ενός απογόνου της αρχαίας δυναστείας των 'Αργεαδών (τής Θεσσαλονίκης, συζύγου του Κασσάνδρου και αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου) και η δεύτερη το δικό του, πίστευε ότι εγκαινίαζε για τη Μακεδονία νέα εποχή με την ένωση των δύο οίκων και την ανάδειξη της νέας δυναστείας στην εξουσία.

Ο Κάσσανδρος άνηκε σε οικογένεια φιλόμουση.
Ο πατέρας του, ο Αντίπατρος, ήταν φίλος του Αριστοτέλη, που τον όρισε μάλιστα και εκτελεστή της διαθήκης του, και διατηρούσε σχέσεις με πολιτικούς ηγέτες της Ελλάδας (Ισοκράτη, Δημάδη), με την Περιπατητική Σχολή του Αριστοτέλη, καθώς και με πολλούς πνευματικούς άνδρες της εποχής του, όπως τον Θεόφραστο, τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον ρήτορα Δείναρχο.

 Ο ίδιος είχε γράψει και σύγγραμμα «τάς Περδίκκου πράξεις, Ιλλυρικός», που δυστυχώς μόνο ο τίτλος του διασώθηκε. Στους ρωμαίκούς- χρόνους σώζονταν δύο τόμοι των επιστολών του. ' Ο Κάσσανδρος φαίνεται ότι άσχολούνταν ιδιαίτερα με τον "Ομηρο και γι' αυτό τον αποκαλούσαν «φιλόμηρο».

Ο Κάσσανδρος, όταν πέθανε, άφησε τον θρόνο στον γιό του Φίλιππο.

Κι αυτός όμως μετά από τετράμηνη βασιλεία ακολούθησε τον πατέρα του στον τάφο. Ο θάνατος του Κασσάνδρου υπήρξε πραγματικά μεγάλη συμφορά για τη Μακεδονία, επειδή ακολούθησε μεγάλη αναρχία.
Τότε όλοι σχεδόν οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου άπέβλεψαν στην κατάληψη της μακεδόνικης βασιλείας και πρώτος ήταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής  (294-287 π.Χ.).

Χωρίς αμφιβολία ο Δημήτριος ήταν ο ικανότερος και ο ευφυέστερος άπ' όλους τους Μακεδόνες βασιλείς μετά τον Αλέξανδρο και η βασιλεία του θά ήταν σωστή ευλογία για τη χώρα του, αν έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι' αυτήν και πολιτευόταν καλύτερα κατά την περίοδο της εφτάχρονης βασιλείας του. 

Δυστυχώς τον μακεδόνικο θρόνο τον θεωρούσε πάντα σάν προσωρινή λύση και ονειρευόταν διαρκώς ν' ανακτήσει το ασιατικό κράτος του πατέρα του, ώσπου έχασε και την ίδια τη Μακεδονία.

Άπό την αναρχία και το χάος ησύχασε η Μακεδονία όταν ύστερα από 13 χρόνια επικράτησε ο Αντίγονος ο Γονατάς (274-239 π.Χ.).

4. Η Μακεδονία στα χρόνια των Άντιγονιδών

Ο Αντίγονος ο Γονατάς (274-239 π.Χ.), που έγινε κύριος της Μακεδονίας και του μεγαλύτερου τμήματος της Ελλάδας, έδωσε νέα δυναστεία που κυβέρνησε στη χώρα περισσότερο από έναν αιώνα.

Στά χρόνια τα δικά του και των διαδόχων του, ως την εμφάνιση των Ρωμαίων, η Μακεδονία έγινε μια από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις, που ρύθμιζαν τα ζητήματα της Ανατολής.

Ο Γονατάς με τις στρατιωτικές του επιτυχίες έθεσε σε κίνδυνο την αρχή της ισορροπίας των δυνάμεων που ρύθμιζε τότε  τις σχέσεις των ελληνιστικών κρατών, αρχή που κανένας στό παρελθόν δεν είχε τολμήσει να παραβεί χωρίς να προκαλέσει τον συνασπισμό και την αντίδραση των άλλων. Η αντίδραση αυτή δεν άργησε να εκδηλωθεί και εναντίον του Αντιγόνου.

"Οταν ο διοικητής της Χαλκίδας και της Κορίνθου Αλέξανδρος, που δεν άρκούνταν στον ρόλο του άντιβασιλιά της Ελλάδας, που ο πατέρας του ο Κρατερός του είχε κληροδοτήσει το 253 η 252 π.Χ., επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά, έσπευσαν να τον βοηθήσουν όχι μόνο ο Αντίοχος Β' της Συρίας, που έβλεπε με ζηλοτυπία την αύξηση της Μακεδονίας, αλλά  και όλοι οι εχθροί της Μακεδονίας στην Ελλάδα.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες πέθανε το 239 π.Χ. ο Αντίγονος ο Γονατάς, μετά από βασιλεία 34 ετών και τον διαδέχτηκε ο γιός του Δημήτριος.

Ο Αντίγονος δεν ήταν καλός στρατιωτικός, αλλά  ικανός πολιτικός και καλλιεργημένος άνθρωπος.

"Οταν ήταν νέος είχε μαθητεύσει στην Αθήνα κοντά στον Ζήνωνα, τον ιδρυτή της Στοάς, και είχε επηρεαστεί πολύ από τη φιλοσοφία του.

 Επίσης, ακολουθώντας τις παραδόσεις των Μακεδόνων βασιλέων, υποστήριξε με κάθε τρόπο τα ελληνικά γράμματα. Ο ίδιος βρισκόταν σε πνευματική επικοινωνία με εξέχοντες φιλοσόφους της εποχής.

Στήν περίοδο της βασιλείας του Δημητρίου του Β' (238-229 π.Χ.) η Μακεδονία γνώρισε μακρά περίοδο με μεγάλες δυσκολίες και συνεχείς αγώνες (Δημητριακούς πολέμους από 238-229 π.Χ.).

Οι μακεδόνικες κτήσεις στην Ελλάδα είχαν περιοριστεί στό ελάχιστο.
Οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις, η Αχαίκή και η Αίτωλική Συμπολιτεία, που είχαν στενές σχέσεις με τη Σπάρτη, την Ηλεία, τη Μεσσηνία και τη Βοιωτία, είχαν συνασπισθεί εναντίον της Μακεδονίας.

Γιά πρώτη φορά μετά τα Περσικά η Ελλάδα που βρισκόταν στα νότια των Θερμοπυλών παρουσιαζόταν τόσο ενωμένη. Καί θά ήταν ευχής έργο η συνεννόηση αυτή να διαρκούσε για πολύ και να ίσχυε για τους αλλόφυλους Ρωμαίους, που εκμεταλλευόμενοι ακριβώς τις αντιθέσεις και διαμάχες των Ελλήνων, εμφανίστηκαν σάν ελευθερωτές τους μετά από 40 χρόνια.

Αν συνέβαινε αυτό, η Ρώμη δεν θά έβαζε ποτέ πόδι στη Βαλκανική και η ελληνική ελευθερία θά είχε οριστικά παγιωθεί.

Ακολουθεί ο Αντίγονος Β' ο Δώσων (= παραδώσων), που κυβέρνησε τη Μακεδονία όχι ως επίτροπος του Δημητρίου, αλλά  αργότερα και ως υπεύθυνος βασιλιάς ως τον θάνατο του  (221 π.Χ.).

Στό μεταξύ δεν μπόρεσε να αντιδράσει στην επέμβαση των Ρωμαίων στην Ιλλυρία (229 π.Χ.), που μέχρι τότε βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της Μακεδονίας και έχασε όλες τις κτήσεις που βρίσκονταν νότια από τον Ολυμπο, έκτος από την Πελασγιώτιδα, τη Θεσσαλία και την Εύβοια.

Ο γιός του Φίλιππος ο Ε' (221-179 π.Χ.), επειδή ήταν ανήλικος (μόλις 17 ετών), είχε τεθεί, μετά από υπόδειξη του πατέρα του, ύπό την κηδεμονία ενός συμβουλίου που αποτελούνταν από άνδρες έμπειρους και ικανούς.

 Εντούτοις αυτός από την πρώτη στιγμή έδειξε τα ηγετικά του προσόντα.

Οι Αιτωλοί, που από την ίδρυση της «κοινής συμμαχίας» του Αντιγόνου είχαν εξαναγκαστεί σε πλήρη απραξία, επωφελούμενοι από την κυβερνητική αλλαγή στη Μακεδονία, έκαμαν επίθεση εναντίον της Μεσσηνίας, με σκοπό την αρπαγή και τη λεηλασία.

 Η ' Αχαΐα, για να προστατέψει τους Μεσσηνίους, έκλεισε με αυτούς χωριστή ειρήνη. Αυτό ανάγκασε την Αχαίκή Συμπολιτεία να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αιτωλίας.

 Στόν πόλεμο αυτό που ονομάζεται «συμμαχικός πόλεμος», πήρε μέρος και η Μακεδονία σάν προστάτρια της Αχαίας.

Ο Φίλιππος, μετά από πρόσκληση του 'Αράτου εμφανίστηκε με σημαντικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο, δέχτηκε στην ελληνική συμμαχία τη Μεσσηνία και κάλεσε τους αντιπροσώπους του συνεδρίου στην Κόρινθο ν' αποφασίσουν από κοινούτόν πόλεμο κατά των Αιτωλών.

Στό μεταξύ οι Αιτωλοί, που επωφελήθηκαν από την απουσία του Φιλίππου από τη Μακεδονία, αφούπέρασαν από τη Θεσσαλία και την κοιλάδα των Τεμπών, εισέβαλαν στην Πιερία και κατέστρεψαν εντελώς την ιερή πόλη των Μακεδόνων Δίον (219 π.Χ.), χωρίς να λυπηθούν ούτε τους ναούς των θεών ούτε τα αναθήματα τους.

Ο Φίλιππος, για ν' ανταποδώσει τα ίδια, εισέβαλε στην Αιτωλία το επόμενο έτος (218) και κατέστρεψε την πόλη Θέρμο.

 Η καταστροφή του Θέρμου υπήρξε φοβερό πλήγμα για τους Αιτωλούς, που δεν ήθελαν πιά να συνεχίσουν τον πόλεμο και ήταν έτοιμοι να ειρηνεύσουν.

Τό καλοκαίρι όμως του 216 π.Χ. έγινε η νίκη των Καρχηδονίων στις Κάννες, που άνοιξε τον δρόμο για συνεννοήσεις ανάμεσα στον Αννίβα και στον Φίλιππο, αλλά  και για τη σύγκρουση του Μακεδόνα βασιλιά με τους Ρωμαίους, γιατί το επόμενο έτος (215 π.Χ.) υπογράφηκε η συμμαχία, με την οποία παραχωρούνταν στον Φίλιππο οι ρωμαίκές κτήσεις στην Ιλλυρία και αναγνωρίζονταν ως σφαίρα επιρροής του η "Ηπειρος και η Ιλλυρία, σάν αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που ήταν υποχρεωμένος να στείλει στον Αννίβα.

Ο πρώτος Μακεδόνικος πόλεμος (215-205 π.Χ.),που από το ένα μέρος δέσμευε τις δυνάμεις του Φιλίππου στη Βαλκανική και στην Ελλάδα για πολλά χρόνια και δεν τον άφηνε να στείλει την τόσο απαραίτητη βοήθεια στον Αννίβα, ούτε και να εκπληρώσει τον αντικειμενικό του σκοπό, να εκδιώξει δηλαδή τους Ρωμαίους από την Ιλλυρία, από το άλλο αποδεκάτισε τους "Ελληνες και κατέστρεψε τη χώρα τους από τη μία άκρη ως την άλλη.

 Οι μόνοι που βγήκαν κερδισμένοι από τον πόλεμο αυτόν ήταν οι Ρωμαίοι, που σ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα κατόρθωσαν ν' αντιμετωπίσουν με επιτυχία τον Αννίβα, που είχε απομονωθεί στη Νότια Ιταλία, και να τον κάνουν τελικά ακίνδυνο.

Ο δεκάχρονος αυτός πόλεμος έληξε το 205 π.Χ. στη Φοινίκη της Ηπείρου με πλήρη ανάμειξη των Ρωμαίων στη Βαλκανική και στα ελληνικά πράγματα.

 Οι άξεστοι Ρωμαίοι φάνηκαν διπλωματικότεροι από τους πολιτισμένους  Ελληνες.

Ο Φίλιππος, επειδή πίστευε ότι μια αναμέτρηση με τους Ρωμαίους ήταν αναπόφευκτη, αφού αυτοί εξακολουθούσαν να παραμένουν στην Ιλλυρία, και επειδή δεν υπολόγιζε πιά σε ξένη βοήθεια ούτε και σ' αυτήν ακόμη των συμμάχων του,  αρχισε από την επόμενη μέρα της συνθήκης της Φοινίκης να προετοιμάζεται εντατικά.

Φρόντισε να ενισχύσει  τις  δυνάμεις του με την αύξηση των πόρων και με την κατάληψη νέων εδαφών, να ναυπηγήσει ισχυρό στόλο, ν' ανασυγκροτήσει την οικονομία του κράτους με την εισαγωγή νέων διοικητικών και κοινωνικών μέτρων και ν' αποκαταστήσει το γόητρο του που είχε μειωθεί εξαιτίας της τροπής του πολέμου.

Δυστυχώς όμως στην εξωτερική πολιτική του πολιτεύτηκε με τόση αδεξιότητα, ώστε δημιούργησε πλήθος από εχθρούς τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα και στό Αιγαίο, όσο και στη Μ. 'Ασία και Αίγυπτο και ήλθε σε σύγκρουση με τα ελληνιστικά βασίλεια της Συρίας, της Περγάμου και της Αιγύπτου.

Τότε οι Ρωμαίοι ζήτησαν από τον Φίλιππο να σταματήσει τις εχθροπραξίες εναντίον των ' Ελλήνων και να επιστρέψει τα εδάφη που είχε κατακτήσει, άλλ' αυτός, επειδή η αποδοχή τέτοιων όρων θά τον μετέβαλλε σε υποχείριο των Ρωμαίων, τους απέρριψε χωρίς συζήτηση.

 Οι δύο αντίπαλοι, με ισάριθμες σχεδόν δυνάμεις, συναντήθηκαν σε μια λοφοσειρά, στις Κυνός Κεφαλές (198 π.Χ.), δυτικά των Φερρών.

 'Εκεί η μακεδόνικη φάλαγγα, που θεωρούνταν ως τότε ακατάβλητη, αποδείχτηκε κατώτερη από τους ευκίνητους ρωμαίκούς λόχους (manipulos).

Ο Φίλιππος δέχτηκε ο,τι απέρριπτε προηγουμένως και ο Φλαμινίνος δεν αύξησε τις αξιώσεις του, σε αντίθεση πρός τους συμμάχους του Αιτωλούς, που ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο ως την ολοκληρωτική εξόντωση του Φιλίππου.
Ο Φλαμινίνος ήθελε να διατηρηθεί η Μακεδονία ισχυρή, για να χρησιμεύσει άπ' τη μια μεριά σάν προμαχώνας στις επιθέσεις των βαρβάρων λαών κατά της Βαλκανικής και από την άλλη σάν αντίρροπη δύναμη εναντίον των απαιτητικών και υπερφίαλων Αιτωλών. "Ισως ακόμη ο κίνδυνος από τον 'Αντίοχο Γτον Μέγα της Συρίας τον έκαμε να μή θέλει να σπρώξει τον Φίλιππο στην απόγνωση, πράγμα που θά τον ανάγκαζε να ενωθεί με τον 'Αντίοχο.

Η συμφωνία επικυρώθηκε στη Ρώμη από τη Σύγκλητο και τον λαό και το 196 π.Χ. έφτασε στην Ελλάδα επιτροπή από δέκα συγκλητικούς, για να τακτοποιήσει τα ζητήματα στις λεπτομέρειες τους.

Σύμφωνα με τη συνθήκη, ο Φίλιππος ήταν υποχρεωμένος ν' αναγνωρίσει την ελευθερία και αυτονομία όλων των ελληνικών πόλεων της Ελλάδας και της Μ. Ασίας, να παραιτηθεί άπ' όλες τις κτήσεις του στη Θράκη και Μ. 'Ασία, ν' αποσύρει τις φρουρές του από την Ελλάδα, να παραδώσει όλο τον στόλο του, έκτος από έξι πλοία, και να πληρώσει πολεμική αποζημίωση 1.000 τάλαντα.

 Οι Όρέστες, οι Μαγνήτες και οι Περραιβοί αποσπάστηκαν από τη Μακεδονία και ανακηρύχτηκαν ελεύθεροι.

Στη συνέχεια ο Φίλιππος προσχώρησε στη συμμαχία των Ρωμαίων και πρόσφερε σ' αυτούς το έδαφος και τις δυνάμεις του στη διάρκεια του πολέμου που αυτοί μετά από λίγο κήρυξαν εναντίον του 'Αντιόχου Γ'. Στη διάρκεια των επιχειρήσεων πρόσφερε πραγματικά πολύτιμες υπηρεσίες και γι' αυτό οι Ρωμαίοι ικανοποίησαν μερικές απαιτήσεις του και του επέτρεψαν να καταλάβει μερικά εδάφη στη Θεσσαλία και 'Αθαμανία.
"Οταν όμως κέρδισαν τον πόλεμο, τον αγνόησαν.

 Ο Φίλιππος, βλέποντας τις εχθρικές διαθέσεις της Ρώμης και θεωρώντας ότι η σύγκρουση μ' αυτήν ήταν αναπόφευκτη, αρχισε πάλι να προετοιμάζεται για τον πόλεμο που θά ήταν τώρα πόλεμος ζωής η θανάτου.

Αύξησε τη φορολογία και τους λιμενικούς δασμούς, εκμεταλλεύτηκε εντατικά τα ορυχεία και τα μεταλλεία, ακόμη κι εκείνα που από πολύ καιρό είχαν εγκαταλειφθεί και για ν' αυξήσει τον πληθυσμό της χώρας ευνόησε με νομοθετικά μέτρα την πολυτεκνία και τη μετακίνηση θρακικών λαών στα παράλια και σε μέρη, όπου ο γηγενής πληθυσμός είχε αραιώσει.

Δυστυχώς πάνω στις προετοιμασίες του πέθανε ο δραστήριος αυτός ηγεμόνας σε ηλικία 59 χρόνων.

Τόν Φίλιππο  τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιός του Περσέας (179-169 π.Χ.). Αυτός δεν ήθελε ν' αναμετρηθεί με τη Ρώμη και προσπάθησε να αποφύγει τη σύγκρουση όσο ήταν δυνατό. Γι' αυτό, μόλις ανέλαβε την εξουσία, ανανέωσε τη συμμαχία του με τη Ρώμη και ζήτησε από τη σύγκλητο την αναγνώριση του.

 Άλλά για την ασφάλεια του και επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στην πολιτική της Ρώμης, συνέχισε τις προετοιμασίες του πατέρα του, συγκέντρωνε θησαυρούς και διατηρούσε ισχυρό στρατό. Προσπάθησε ακόμη να επεκτείνει τη δύναμη του και στα γειτονικά έθνη με ειρηνικές διαπραγματεύσεις, αλλά  και με επικίνδυνες εκστρατείες. Επίσης στην Ελλάδα, όπου τα πνεύματα είχαν αρχίσει να μεταστρέφονται, έβρισκε πολλές συμπάθειες και ιδιαίτερα στα λαίκά στρώματα. Τότε ο βασιλιάς της Περγάμου Εύμένης κατήγγειλε τον Περσέα στη ρωμαίκή σύγκλητο για τις προετοιμασίες του. Μάταια απεσταλμένοι του Περσέα και των Ροδίων προσπάθησαν να μεταπείσουν τους συγκλητικούς.

Ο πόλεμος είχε προαποφασιστεί.
Καί όταν ρωμαίκή πρεσβεία, που είχε σταλεί στην Ελλάδα, επιβεβαίωσε τις καταγγελίες του Εύμένη, ο ρωμαίκός λαός τον κήρυξε πιά επίσημα. "Ετσι αρχισε ο τρίτος Μακεδόνικος πόλεμος (171-168 π.Χ.), ο όποιος μπήκε στην αποφασιστική του φάση, όταν οι Ρωμαίοι ανέθεσαν την αρχιστρατηγία σε στρατηγό δοκιμασμένο και πολιτικά συνετό, τον Λ. Αιμίλιο Παύλο, που διακρινόταν για τη μόρφωση και το φιλελληνισμό του.

Ο Αιμίλιος Παύλος βάδισε με βάση ένα καλά οργανωμένο σχέδιο. Με έναν πετυχημένο ελιγμό ανάγκασε τον Περσέα να εγκαταλείψει τις οχυρές του θέσεις στις βόρειες πλαγιές του ' Ολύμπου και να υποχωρήσει στην πεδιάδα της Πύδνας. 'Εκεί, στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ., δόθηκε η μάχη που μέσα σε μια ώρα έκρινε την τύχη της Μακεδονίας και ολόκληρης της Ανατολής. Ο βασιλιάς επικεφαλής του ίππικούεγκατέλειψε τη μάχη και διέφυγε στην Πύδνα.  Άπό εκεί πήγε στήν

Αμφίπολη και στη συνέχεια κατέφυγε στό ίερό των Καβείρων στη Σαμοθράκη, άλλ' αναγκάστηκε αμέσως να παραδοθεί στον νικητή χωρίς όρους. Η Μακεδονία μέσα σε δύο μέρες καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους. Η μόνη στρατιωτική δύναμη που μπορούσε να αναμετρηθεί με τη Ρώμη δεν υπήρχε πιά. Οι ελληνικές πολιτείες και τα ελληνικά κράτη της Ανατολής, ανίκανα ν' αντιδράσουν, θά ακολουθήσουν σε λίγο την τύχη της Μακεδονίας.

5. Η Μακεδονία κατά τη ρωμαίκή εποχή

Με τη συνθήκη της Αμφίπολης, που έγινε το επόμενο έτος (167 π.Χ.), η Μακεδονία έχασε την ελευθερία αλλά  και την ενότητα της.

Οι Ρωμαίοι τη διαίρεσαν σε τέσσερα διαμερίσματα, τις μερίδες. Κάθε μερίδα είχε τους δικούς της αρχοντες, που τους έξέλεγε για ένα χρόνο, και ένα αντιπροσωπευτικό συμβούλιο, το συνέδριο. Τήν κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκε κάποιος τυχοδιώκτης, ο Άνδρίσκος, από το Άδραμύτειο της Μ. Ασίας, για να καταλάβει τον μακεδόνικο θρόνο και να κινήσει τους Μακεδόνες κατά των Ρωμαίων. Κατόπιν εμφανίστηκε άλλος διεκδικητής του θρόνου, ο Αλέξανδρος, αλλά  και αυτός νικήθηκε.

 Τό 143/2 π.Χ. παρουσιάστηκε νέος υποψήφιος του θρόνου, κάποιος Ψευδοφίλιππος, που έλεγε ότι ήταν γιός του Περσέα και τον υποστήριζαν οι Θράκες. Αυτός παρέσυρε πολλούς Μακεδόνες, ιδίως από τα κατώτερα στρώματα, αλλά  εύκολα ο ταμίας του Α. Λικινίου Νέρβα, ο Λ. Τρεμέλλιος Σκρώφας, κατέπνιξε το κίνημα του.

"Υστερα από τις αλλεπάλληλες αυτές περιπέτειες, η χώρα υποφέρει από τις εισβολές των βαρβαρικών λαών από βορρά. Τό 119/8 π.Χ., 29 μόλις χρόνια από τη μέρα που η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε ρωμαίκή επαρχία, ισχυρά στίφη Γαλατών, οι Σκορδίσκοι, που συνεργάζονταν με τον ηγεμόνα των ΜαίδωνΤίπαν, εισέβαλαν στη Βόρεια Μακεδονία.

 Ο διοικητής της Μακεδονίας, ο πραίτορας Σεξ. Πομπήιος, νικήθηκε σε μια μάχη κοντά στό "Αργός της Παιονίας κι έπεσε νεκρός. Τήν κατάσταση έσωσε ο ταμίας του Μάρκος" "Ανιος.

Δεν πέρασε όμως ούτε μία πενταετία από την εισβολή αυτή και οι Σκορδίσκοι απείλησαν και πάλι τη Μακεδονία. Τόν αγώνα εναντίον τους διεξήγαγε ο ύπατος και στη συνέχεια ανθύπατος της Μακεδονίας Μ. Λίβιος Δρούσος (112-110). Τέλος, μόλις μετά από δύο χρόνια κατόρθωσε ο ανθύπατος Μ. Μινούκιος Ρούφος (108 π.Χ.) να τους κατανικήσει και ν' αποκαταστήσει την ησυχία για αρκετά χρόνια.

Η Μακεδονία δεν υπέφερε μόνο από τις βαρβαρικές επιδρομές, αλλά  κι από τους εμφύλιους πολέμους της Ρώμης (49-30 π.Χ.). Τρεις μεγάλοι πόλεμοι έγιναν σε μακεδόνικο η ελληνικό έδαφος με όλα τα τρομερά επακόλουθα για τους κατοίκους.

Βίαιες εισφορές και άργυρολογίες, επιτάξεις και επιστρατεύσεις, γενικά εξαντλητική χρήση όλων των πόρων αυτών, αλλά  και λεηλασίες και διαρπαγές και καταστροφές,

Γύρω στα τέλη του φθινοπώρου του 42 π.Χ., στη μάχη των Φιλίππων, νικήθηκαν οι δημοκρατικοί ύπό τον Μάρκο Βρούτο και Γ. Κάσσιο από τους διαδόχους του Καίσαρα, τον Μ. Αντώνιο και Γάίο 'Οκτάβιο και κρίθηκε οριστικά η τύχη της ρωμαίκής αυτοκρατορίας.

Η Μακεδονία περιήλθε ουσιαστικά στη δικαιοδοσία του Μάρκου Αντωνίου και παρέμεινε κάτω από την εξουσία του ως τη ναυμαχία στό "Ακτιο (41 π.Χ.). "Υστερ' από τη ναυμαχία ακολουθεί πολιτειακή μεταβολή με την αναγόρευση του ' Οκτάβιου σε αυτοκράτορα Αύγουστο. Ο Αύγουστος είχε τη φιλοδοξία να φέρει στην αυτοκρατορία την πολυπόθητη ειρήνη και να γίνει ο σωτήρας του ανθρώπινου γένους.

Στη Μακεδονία, που είχε ερημωθεί στό μεγαλύτερο μέρος, ίδρυσε η επανίδρυσε ρωμαίκές αποικίες, όπως το Δυρράχιο, τή  Βουλλίδα, την Πέλλα, το Δίον, την Κασσάνδρεια και τους Φιλίππους, όπου εγκατέστησε όχι μόνο βετεράνους του ρωμαίκούστρατού, Ρωμαίους και Ιταλούς, αλλά  και πολίτες ελληνικής καταγωγής, προπαντός από την Ιταλία.

Κατόπιν καταπολέμησε τους βαρβαρικούς λαούς Δάκες, Βαστάρνες, Μοισούς και Γέτες και εξασφάλισε τα βόρεια σύνορα της επαρχίας, ενώ τα υπόλοιπα εδάφη τα ενσωμάτωσε στη Μακεδονία, που από το 27 π.Χ. έγινε ειρηνική συγκλητική επαρχία. Άπό τους Γέτες 50.000 που κατοικούσαν στις περιοχές πέρα από τον "Ιστρο τους εγκατέστησε στη Θράκη. Άπό τα νέα εδάφη δημιουργήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου νέες ρωμαίκές επαρχίες στη Βαλκανική, η Δαλματία, η Μοισία και η Θράκη.

Η Μακεδονία, αφούέγινε εσωτερική επαρχία, δεν ενοχλήθηκε πιά, ως τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, από βαρβαρικές επιδρομές.

Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας αυτής περιόδου τα ερείπια εξαφανίστηκαν, οι πόλεις και τα χωριά ανοικοδομήθηκαν, το εμπόριο και τα επαγγέλματα ευημέρησαν, το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων ανυψώθηκε και ο πληθυσμός της χώρας έγινε πυκνότερος. Στήν πλούσια αυτή επαρχία συγκεντρώνονταν άπ' όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα από την Ανατολή, την Ασία, τη Βιθυνία κ.λ. πλήθη ανθρώπων για να κάμουν την τύχη τους.

Ακόμη Ρωμαίοι και γενικά Ιταλοί έρχονται να εγκατασταθούν ως έμποροι (negotiatores) και επαγγελματίες όχι μόνο στις ρωμαίκές αποικίες, αλλά  και σ' άλλες πόλεις της Μακεδονίας.

'Άς σημειωθεί ότι και το εβραίκό στοιχείο, που ήξερε ν' ανακαλύπτει τους προσοδοφόρους τόπους της αυτοκρατορίας, ήταν πολυάριθμο. Εβραίκές κοινότητες των χρόνων αυτών μας είναι γνωστές από τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, τους Φιλίππους και τους Στόβους.

Τό πλήθος των επιγραφών και των μνημείων που συναντούμε σε όλη την έκταση της Μακεδονίας την εποχή αυτή  δείχνουν την ευημερία της χώρας.

Καμιά άλλη περίοδος δεν μπορεί να συγκριθεί μ' αυτήν στα άφθονα ευρήματα. "Ομως, παρά την ευημερία τους, οι Μακεδόνες δεν πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, ούτε και αργότερα, όπως άλλοι λαοί και κυρίως έκρωμαίσμένοι λαοί της Δύσης και της Βαλκανικής. "Ολη τη δραστηριότητα τους οι Μακεδόνες τη διοχέτευαν στα κοινοτικά πράγματα και στην επαρχιακή λατρευτική τους οργάνωση, το κοινόν.
 Μέσα στα πλαίσια αυτών φιλοδοξούσαν να διακριθούν και να διαπρέψουν ως αρχοντες.

Η ειδυλλιακή αυτή κατάσταση, που διατηρήθηκε στη Μακεδονία περισσότερο από διακόσια χρόνια, διακόπηκε γύρω στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα.

Τό 250 οι Γότθοι, που από τις αρχές του αιώνα είχαν εγκατασταθεί στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου ως τα ρωμαίκά σύνορα, με ισχυρές δυνάμεις εισέβαλαν στη Μοισία, πέρασαν τον Αίμο και λεηλάτησαν τη Θράκη και τη Μακεδονία.

Η ίδια η Φιλιππούπολη έπεσε στα χέρια τους μετά από προδοσία του Ρωμαίου διοικητή.

 Με την αναγγελία της εισβολής των Γότθων ο αυτοκράτορας Λέκιος Τραίανός έσπευσε στη Μοισία, αλλά  έκεΐ, παρά τις προσδοκίες όλων, νικήθηκε (251 μ.Χ.) στα έλη της Δοβρουτσάς και έπεσε στό πεδίο της μάχης.

Στά επόμενα χρόνια ακολουθούν κι άλλες συχνές επιδρομές των Γότθων. Πιό σοβαρή όμως ήταν η επιδρομή τους στην εποχή του Βαλεριανού(253/4 μ.Χ.), όποτε πολιορκήθηκε .γιά πρώτη φορά και η Θεσσαλονίκη, η οποία όμως αντιστάθηκε ήρωίκά. Στήν εποχή του Γαλλιηνού(267 μ.Χ.) οι Γότθοι εισβάλλουν με 500 πλοία στον Βόσπορο και την Προποντίδα καί, άφοϋ λεηλατούν το Βυζάντιο, ξεχύνονται στό Αιγαίο.

Τό 269/70 μ.Χ. έκαμαν άλλη φοβερότερη επιδρομή. Σέ μια φονική όμως μάχη κοντά στη Ναίσσό νικήθηκαν από τον τότε αυτοκράτορα Κλαύδιο Β' και όσοι απέμειναν αναγκάστηκαν νά
εγκαταλείψουν τη χώρα.

Στήν εποχή του Αϋρηλιανού(271 μ.Χ.) επανέλαβαν τις επιδρομές τους. Τελικά όμως ο διάδοχος του Πρόβος τους ανάγκασε, μετά από σκληρούς αγώνες, να σταματήσουν πιά οριστικά τις επιδρομές τους (273 μ.Χ.).

Ehemalige FYROM Premierminister: "Es ist klar: Wir sind Slawen, und wir haben keine Beziehung zur Antiken Makedonien.

$
0
0
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
 ΑΝΕΘΗΚΕ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΑΘΗΝΑΙ ΠΟΛΙΑΔΙ
Γ. Εχέδωρος
5. Dezember 2011.
 Skopje.
Quelle: Алфа ТВ

" Wir schreiben einen  Teil der griechischen Geschichte ab ..."
Ljubco Georgievski, VMRO PP
Љубчо Георгиевски
Претседател на
 ВМРО-Народна партија

" Diese Geschichte  wollen sie  uns  als staatliche Politik für das antike Makedonien  aufzwingen  , 
ich nenne 
 es Karikatur der Geschichte, 
weil es unabhängige Ereignisse verbinden soll.»

Dieses sagte der  ehemalige  Premierminister von FYROM 
und Führer der Partei
 «ВМРО-ДПМНЕ» (die derzeit Gruevski  führt ) und aktueller Ehrenpräsident der 
«ВМРО-НП» (Volkspartei),
 Mr. Ljubčo Georgievski, in einem Interview mit Radio Slobodan Europa.


"Das 'Mazedonien' Volk  
wird täglich 
mit Lügen bombardiert, 
mit Fehlinformationen, 
mit Videos aus denen hervorgeht 
das wir  die griechische Geschichte eigen gemacht haben, 
  und  wird sie dementsprechend   'angepasst' haben  .

Für mich ist es sehr klar, 
dass es eine klare Trennung zwischen
 der so genannten 
Alten Geschichte Mazedonien 
und slawischen Geschichte gibt.

Ich verteidige  Sie die Position, dass das wo wir uns verlassen können und das ist nicht falsch, ist die slawischen Identität, unsere geistige Schöpfer sind St. Cyril und Methodius, St. Clemens, St. Naum.

Dies ist unsere Geschichte, wo wir sicher uns Festhalten  [im Original: «Тоа е таа историја каде што можеме единствено сериозно да газиме»], sagte Georgievski.

"Die Entscheidung des Gerichtshofs in Den Haag wird Einfluss auf die Verhandlungen zwischen unserem Land und Griechenland haben. Für zwei Monaten werden wir fröhlich sein und wir werden sagen, wie stark wir als moralische Sieger sind ", sagte Georgievski.

 "Aber es wird sich keine Wille zur Lösung finden, und dies setzt das Land in die Gefahr das mindestens in zwei oder drei Jahren nichts unternommen wird  ", prophezeite der ehemalige Ministerpräsident.

Auf die Frage ob die derzeitige Regierung ist in der Lage ist, sich mit Griechenland  abzufinden , um in NATO und in der Europäischen Union beizutreten, antwortete er  kategorisch:

"Nein Ich sehe, aus unsere Sicht, kein Signal. Und dies spiegelt sich  aus den Berichten der  staatlichen Journalisten, die täglich die Regierungspolitik predigen,wider .
Ich glaube nicht  dass es etwas mehr gibt, von dem was wir  in den staatlichen Medien und der Regierung Propaganda sehen. 
Seit vier Jahren verteidigt die Regierung den Namen, ohne eine  andere Alternative".

"Die Mehrheit will dass ein  Starttermin für die Beitritts-Verhandlungen mit der EU bekannt gegeben wird, aber nicht glaube das es nicht dazu kommen wird.
Die  Signale aus der Europäischen Union und der NATO sind klar. Der Beitritt setzt die Lösung des Namen-Problem voraus.


Ich weiß nicht, warum manche Politiker und Journalisten in FYROM  nicht versuchen, diesε klare und eindeutige Botschaft zu verstehen ", sagte der ehemalige Premierminister Georgievski Lioumpso.

Μακεδονία και Προέλληνες.

$
0
0
Ο Λαομέδων στο αέτωμα του ναού της Αφαίας στην Αίγινα,
490/480 π.Χ. Γλυπτοθήκη Μονάχου.
Ν.Π.ΑΝΔΡΙΩΤΗ

ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΛΑΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ
 ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1953





ΟΙ ΠΡΟΕΛΛΗΝΕΣ
(ΔΙΑΛΕΞΙΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΕΝ ΤΗ ΑΙΘΟΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ)

Eιν ολ' αυτά τα πράγματα πολύ παλιά, οι Προέλληνες και o πολιτισμός τους και η γλώσσα τους, όχι όμως και στερημένα γι' αυτό από ενδιαφέρον. 
Στην επιστήμη το παλιό και το νέο είναι ισοδύναμα και ισότιμα. 
Γιατί το παλιό είναι το θεμέλιο του νέου, και το νέο στηρίζεται στο παλιό και προσδιορίζεται από αυτό ανέκκλητα και παντοτινά. 
Να γιατί δε φοβάμαι, μιλώντας για τους Προέλληνες μπροστά σε καλλιεργημένο κοινό, να πω πράγματα ξένα προς το ενδιαφέρον του.

Οι Ινδοευρωπαίοι, που τμήμα τους είναι η ελληνική φυλή, ήταν ως την 5η χιλιετηρίδα π. Χ. μια από τις πολλές γλωσσικές φυλές που κατοικούσαν στην Ευρώπη. 

Η φυλή όμως αυτή φαίνεται πως ήταν προικισμένη με μια κατακτητική και αφομοιωτική ικανότητα, που από τα αποτελέσματα της θα μπορούσε να χαρακτηριστή εκπληκτική.

 Όταν μετά την 5η χιλιετηρίδα π. Χ. άρχισε να διασπάται και να σχηματίζη τους επί μέρους Ινδοευρωπαικούς λαούς, δηλ. τους Έλληνες, Ίνδοιρανούς, Θρακοιλλυριούς, Ίταλοκέλτες, Τεύτονες, Βαλτοσλάβους κ. α., και να απλώνεται προς όλες τις γεωγραφικές κατευθύνσεις, οι άλλες γλωσσικές φυλές της Ευρώπης και της Ασίας που βρέθηκαν στα βήματα της, άλλες αργά και άλλες γρήγορα, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την υποταγή και τη γλωσσική αφομοίωση τους από τους Ίνδοευρωπαίους. 

Τυρσηνοί, ΤυρρηνοίTomba dei Leopardi, Tarquinia
Έτσι στην Ασία οι Ινδοί αφομοίωσαν τους μογγολικούς λαούς που κατοικούσαν την απέραντη χώρα του Ινδικού πενταποτάμου. 

Οι Χεττίτες, τους παλαιοτέρους λαούς της Μ. Ασίας. Στην Ευρώπη οι Τεύτονες αφομοίωσαν παλαιοτέρους λαούς της βόρειας Ευρώπης, οι Κέλτες τους Λίγυες της Γαλατίας και τους Pritu, δηλ. τους παλαιούς Βρεττανούς της Αγγλίας,
 οι Ιταλοί τους Έτρούσκους κ.ο.κ. 

Οι Έλληνες, αφού πέρασαν την πρωτοελληνική, όπως τη λέμε, περίοδο στους κάμπους της Ουγγαρίας και της Σερβίας, και πληθύνοντας αριθμητικά απλώθηκαν γεωγραφικά σε βαθμό ώστε ν° αρχίση η γλώσσα τους να διαφοροποιείται σε διαλέκτους, εμφανίστηκαν γύρω από τον 20° αιώνα π. Χ. στα σημερινά βόρεια σύνορα της χώρας που έμελλε να ονομαστή απ' αυτούς Ελλάδα και να γίνη η οριστική ιστορική  τους κοιτίδα επί 4 000 χρόνια αδιάκοπα, από τότε ως σήμερα.
 Η είσοδο τους στην Ελλάδα δεν έγινε μεμιάς, αλλά σε τρία κύματα, με τρεις διαδοχικές κατακτήσεις. 

Πρώτα κατέβηκαν οι  Ίωνες 1 κατόπι, γύρω στον 17° αιώνα π. Χ., οι Αχαιοί, και τελευταίοι, γύρω στον 12° αιώνα π. Χ., οι Δωριείς.

Τη νέα και τελική τους πατρίδα δεν τη βρήκαν οι Έλληνες ακατοίκητη. 

Οι χώρες που περιβάλλουν τη Μεσόγειο είναι, όπως όλοι ξέρουμε, κατοικίες αρχαιότατων λαών και κοιτίδες πανάρχαιων πολιτισμών. 

Και φυσικά δεν μπορούσε να συμβή διαφορετικά με τη χώρα την πιο επίκεντρη και πιο ευνοημένη από τη φύση και τους κλιματολογικούς όρους, την Ελλάδα. 

Αρχαιότατοι μεσογειακοί λαοί μελαχροινοί 2 με δέρμα ψημένο επί χιλιετηρίδες από τον καυτόν ήλιο και την αρμύρα των κυμάτων, φυλετικά και γλωσσικά άσχετοι με τους ξανθογάλανους   Ινδοευρωπαίους, ασκώντας τέχνες, ναυτικό εμπόριο και πειρατεία στις θάλασσες που συνδέουν τις τρεις παλιές ηπείρους, κοσμογυρισμένοι θαλασσοκράτορες, ήταν εγκαταστημένοι ήδη από την 47π χιλιετηρίδα π. Χ. στις ακτές και στα νησιά που περιβρέχονται από το Αιγαίο, το Λιβυκό και το Ιόνιο πέλαγο, δηλ. στα δυτικά της Μ. Ασίας, στην Ελλάδα και στην Ιταλία.
 Ήταν οι φορείς του πολιτισμού που στην αρχαιολογία λέγεται μινωικός η αιγαίος. Τού πολιτισμού με τα πελώρια και πλούσια βασιλικά παλάτια, τα ζωγραφισμένα με τους κρίνους και τα λείρια των κήπων και με τους κρόκους των βουνών, με τους ψηλόλιγνους νέους και τις υπέρκομψες κυρίες.

Της αγγειογραφίας με τα θαλάσσια φυτά, ζώα και κοχύλια, που αναδίνουν ακόμα τη θαμπή δροσιά των βυθών4.

Όταν οι αιώνες έσβησαν από τη μνήμη των Ελλήνων κάθε θύμηση της καθόδου των από το βορρά, o απλός ελληνικός λαός νόμιζε πιά πως ήταν ανέκαθεν ιθαγενής στη χώρα αυτή, κι έπλασε η ιδιοποιήθηκε από τους εξελληνισμένους τώρα προκατόχους του, ντόπιους κοσμογονικούς μύθους, που τον παρουσίαζαν φυσικό γέννημα και θρέμμα της γης του. 

Γιά το λαό οι Προέλληνες είναι απλώς οι πανάρχαιοι πρόγονοι, και η αντίληψη του αυτή βρίσκει κάποτε θέση και στην ποίηση εκείνη που απηχεί λαικές δοξασίες, όπως λ. χ. στον Ησίοδο και στις Ικέτιδες του Αισχύλου, καθώς και στην απλοϊκή Ιστοριογραφία του Ηροδότου (1,56), που ταυτίζει τους Ίωνες με τους Πελασγούς, δηλ. με τους Προέλληνες 5.

 Άλλα οι Έλληνες συγγραφείς, και ιδίως οι ιστορικοί, δεν ήταν απ' εκείνους που θα μπορούσε να διαφυγή την προσοχή τους ένα τόσο σημαντικό γεγονός, κι ας είχαν περάσει πια τόσοι αιώνες από την εποχή της πρώτης καθόδου. Ούτε ήταν δυνατό να μην τους κάνη εντύπωση το ότι ως την εποχή τους σώζονταν εδώ κι εκεί ανάμεσα τους υπολείμματα αλλόγλωσσων Προελλήνων. Ήδη ο ποιητής της 'Οδύσσειας έλεγε για την Κρήτη :

Κατοίκους έχει αρίθμητους και χώρες ενενήντα.
Κάβε λαός κι η γλώσσα του.
Ζουν Άχαιοι στον τόπο, ζοϋνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια, και Κύδωνες και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες 6.

Ο Ηρόδοτος λέγει ότι το ελληνικό έθνος αρχικά ήταν ολιγάριθμο  ύστερα όμως μεγάλωσε, γιατί συγχωνεύτηκαν μαζί του οι Πελασγοί και πολλά άλλα βάρβαρα φύλα7.  Ο ίδιος λέγει για την Αττική πως παλαιότερα ήταν η πελασγική, ότι η γλώσσα της ήταν βάρβαρη8, ότι κατόπιν εξελληνίστηκε κι άλλαξε γλώσσα9, ότι η Ίμβρος και η Λήμνος κατοικούνταν παλαιότερα από Πελασγούς 10, και ότι ολόκληρη η Ελλάδα παλαιότερα λεγόταν Πελασγία 11.

Ο Θουκυδίδης μαρτυρεί ότι στη χερσόνησο του Άθωνα στα χρόνια του, εκτός από τους Έλληνες αποίκους από την "Ανδρο και τη Χαλκίδα, ήταν και άλλες πόλεις που κατοικούνταν από ανάμεικτο πληθυσμό δίγλωσσων βαρβάρων, που ήταν κατά μέγα μέρος πελασγικός και κατάγονταν από τους ίδιους εκείνους Τυρσηνούς που κατοικούσαν παλαιότερα και τη Λήμνο και τας Αθήνας 12.

Ο Στράβων γράφει ότι ο παλαιότερος του Εκαταίος ο Μιλήσιος αναφέρει ότι στην Πελοπόννησο πριν από τους Έλληνες κατοικούσαν βάρβαροι, και προσθέτει o Στράβων ότι ολόκληρη η Ελλάδα έναν καιρό ήταν κατοικία βαρβάρων 13.
Ο σχολιαστής του Απολλώνιου του Ροδίου (I 608) λέγει ότι οι παλαιότεροι κάτοικοι της Λήμνου ήταν πειρατές   Τυρσηνοί, δηλ. Προέλληνες14 πράγμα που συμφωνεί με το ότι ο Όμηρος ονομάζει τους κατοίκους της Σιντίας αγριοφώνους 15.

Kαι των άλλων νησιών του Αιγαίου τους παλαιούς κατοίκους οι Έλληνες τους ξεχώριζαν από τη δική τους εθνότητα.
Και οι κάτοικοι των νησιών, γράφει ο Θουκυδίδης, ήταν πειρατές, Κάρες και Φοίνικες  γιατί αυτοί κατοικούσαν τα περισσότερα νησιά16.
Και ο Στράβων προσθέτει:

«Άπό όσα έχουν ειπωθή για τους Κάρες, εκείνο που δέχονται οι περισσότεροι είναι ότι οι Κάρες....λέγονταν τότε Λέλεγες και κατοικούσαν τα νησιά» 17.

Ξεχωρίζουν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς τους Προέλληνες από τους πραγματικούς Έλληνες, άλλοτε με το όνομα Πελασγοί 18, και Τυρσηνοί η Τυρρηνοί, άλλοτε με τα ονόματα Κάρες και Λέλεγες και άλλοτε με τοπικά εθνικά ονόματα, σύνθετα με το επίθετοετεός (=άληθινός, ντόπιος): Έτεόκρητες, Έτεοκαρπάθιοι.

Αλλά και ό,τι θεωρούνταν πολύ παλιό στην Ελλάδα το χαρακτήριζαν πελασγικό. Τα πανάρχαια τείχη, τα χτισμένα με ογκολίθους, τα θεωρούσαν πελασγικά. 
Τη Λάρισα της Θεσσαλίας την ονόμαζαν Πελασγικόν  Άργος. Τα πολύ παλιά ιερά, όπως του Δία στη Δωδώνη της Ηπείρου και της  Ήρας στη Θεσσαλία, τα ανάγουν στην εποχή των Πελασγών :

 Ω Δία της Δωδώνης, Πελασγικέ, που κατοικείς μακριά μας! 19
agalmadiosdodoni
Πρόσθετο τεκμήριο για την εθνολογική διάκριση Ελλήνων και Προελλήνων, που ήταν ως την εποχή που συντάχτηκαν τα ομηρικά έπη ακόμα αισθητή, είναι ότι σ' αυτά οι Πελασγοί, όσοι ακόμα σε ακραία σημεία σωζονταν τότε άναφομοίωτοι, παρουσιάζονται ως σύμμαχοι των Τρώων, μαζί με άλλους ασφαλώς μη ελληνικούς λαούς της Μ. Ασίας και της Θράκης.

Αυτά τα ανάφερα απλώς για να φανή :

dodoni04Bronze
Δωδώνη   
1) Πως οι Έλληνες συγγραφείς ήταν βέβαιοι γι' αυτό που η επιστήμη σήμερα με δικά της αρχαιολογικά και γλωσσικά τεκμήρια πιστοποίησε, ότι δηλ. πριν απ' αυτούς κατοικούσε στην Ελλάδα μια άλλη, ξένη προς αυτούς, και αλλόγλωσση φυλή, και

2) Πως η εθνολογική και γλωσσική απορρόφηση των Προελλήνων από τους Έλληνες άργησε πολύ να συμπληρωθή σε όλες τις περιοχές της χώρας, αφού ως την εποχή του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, δηλ. ως τον 5° π. Χ. αιώνα, υπήρχαν υπολείμματα Προελλήνων που δεν είχαν ακόμα αφομοιωθή, κι ας είχαν περάσει δεκαπέντε αιώνες από την εποχή της πρώτης καθόδου των Ελλήνων.

Ο πολιτισμός που έφερε η πρώτη ελληνική φυλή στην Ελλάδα ήταν ασύγκριτα κατώτερος από τον πολιτισμό των Προελλήνων.
Και όπως συμβαίνει συνήθως όταν ένας λαός απολίτιστος κατάκτηση ένα πολιτισμένο λαό, οι Έλληνες κατάστρεψαν τον προελληνικό πολιτισμό.

Ένας πολιτισμός όμως δε χάνεται ολότελα με τη λεηλασία και την πυρπόληση των ανακτόρων και των ιερών.

Το σημαντικώτερο τμήμα του, το έμψυχο υλικό, που ήταν o ζωντανός φορέας των πολιτιστικών αγαθών, δεν κάηκε, αλλά έμεινε με όλη του την πνευματική καλλιέργεια, διασταυρώθηκε φυλετικά, θρησκευτικά, ακόμα και γλωσσικά με τον κατακτητή, και από τη διασταύρωση αυτή, που εκ των υστέρων φαίνεται πως στάθηκε μια από τις βιολογικά πιο ευνοϊκές ενώσεις λαών, βγήκαν δυο θαυμάσια αποτελέσματα :

Το πρώτο ήταν μια καινούργια, βιολογικά ανανεωμένη, γερή και όμορφη φυλή, προικισμένη με έξοχα πνευματικά χαρίσματα, που συνδύαζε τη σωματική αλκή και φρεσκάδα των κατακτητών με την αισθητική και πνευματική φινέτσα ενός λαού εξαντλημένου βιολογικά από μια μακρόχρονη προηγμένη μορφή ζωής.

Το δεύτερο ήταν η αρχή ενός νέου πολιτισμού, που δεν αρχίζει από το μηδέν, άλλα με νέα δύναμη συνεχίζει, μετουσιώνει και εποικοδομεί ένα έτοιμο, τελειωμένο πολιτισμό θρησκείας, θρύλων, παραδόσεων και τέχνης, και του δίνει τη ρωμαλέα μορφή, με την όποια μας παρουσιάζεται στην πλήρη άνθηση του o πρώτος ελληνικός πολιτισμός στα οικοδομήματα και στα έργα τέχνης των μυκηναικών και υστερομινωικών χρόνων και στα ομηρικά έπη.
Την πνευματική αυτή διασταύρωση τη συμβολίζει καλύτερα απ'δλα το ελληνικό πάνθεο, όπου οι άρρενες θεοί των ινδοευρωπαίων Ελλήνων παρουσιάζονται ζευγαρωμένοι με τις θηλυκές θεότητες, που όλες σχεδόν είναι προελληνικές.


Υπάρχουν στην ιστορία των εθνών πολλά παραδείγματα κατακτητών που αφομοιώθηκαν εθνολογικά και γλωσσικά από το έθνος που υποδούλωσαν, ιδίως όταν, όπως συνήθως συμβαίνει, οι κατακτητές είναι αριθμητικά και πολιτιστικά κατώτεροι από τους κατακτημένους.

Έτσι λ.χ. έγινε με τους σκανδιναβικής καταγωγής Ρώσ(ους), που εκσλαβίστηκαν από τους Σλαβους υποτελείς των.

Το ίδιο έγινε με τους γερμανικής καταγωγής Φράγκους (Frangais), που όταν κυρίεψαν τη λατινόφωνη Γαλατία έκγαλλίστηκαν.

Το ίδιο έγινε με τους μογγολικής φυλής και τουρκοταταρικής γλώσσας Πρωτοβουλγάρους, που έκσλαβίστηκαν από τους ανάμεσα στον Αίμο και τον Δούναβη Σλάβους υποτελείς των.

Το ίδιο έγινε με τους σκανδιναβικής καταγωγης Νορμανδούς, που όταν κατάκτησαν τη Β. Γαλλία έκγαλλίστηκαν, και όταν απ'εκεί κατάκτησαν την Αγγλία έξαγγλίστηκαν.
Το ίδιο τέλος έγινε με τους Ρωμαίους κατακτητές της Ελληνικής Ανατολής, δηλ. του Βυζαντίου.

Δε θάταν λοιπόν διόλου παράξενο αν και οι Έλληνες αφομοιώνονταν από τους αριθμητικά και πολιτιστικά ανώτερους των Προέλληνες, και μάλιστα αφού δεν κατέβηκαν στην Ελλάδα όλοι μαζί, αλλά κατά τρία κύματα που τα χώριζαν αιώνες. Και όμως αυτό δεν έγινε.

Η πρώτη ελληνική φυλή που βρέθηκε ανάμεσα στους Προέλληνες, οι Ίωνες, δεν αφομοιώθηκαν, αλλά αφομοίωσαν ένα μεγάλο μέρος των Προελλήνων, έτσι που, όταν μετά τρεις αιώνες, κατέβηκαν οι Αχαιοί, βρήκαν μια χώρα κατά μέγα μέρος ελληνόφωνη, και ακόμα περισσότερο, όταν μετά άλλους πέντε αιώνες κατέβηκαν οι Δωριείς20.

Έπλήρωσαν όμως με άλλο τρόπο οι Ίωνες την πρωτοποριακή τους δόξα για τον εξελληνισμό της χώρας:

 Όχι μόνον αναλώθηκε η κατακτητική τους αλκή από την άνιση ανάμειξη τους με τους Προέλληνες, ώστε όταν κατέβηκαν οι  Αχαιοί ήταν πια εξοφλημένοι οι Ίωνες ως φυλή κατακτητών, και γι' αυτό εύκολα άλλου υποτάχθηκαν και άλλου απωθήθηκαν από τους Αχαιούς στα ανατολικά παράλια και στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και η γλώσσα τους δέχτηκε την ισχυρότερη και βαθύτερη επίδραση της Προελληνικής", ενώ η γλώσσα των Αχαιών και των Δωριέων έμεινε καθαρώτερα ελληνική.

 Όταν τον 17° αιώνα π. Χ. κατέβηκε στην Ελλάδα το δεύτερο ελληνικό κύμα, οι Αχαιοί, η πολιτική ηγεσία της χώρας πέρασε αμέσως στα χέρια τους.

 Οι Ίωνες έγιναν, όπως οι Προέλληνες, άμαχοι έμποροι, τεχνίτες και επαγγελματίες, περιορίστηκαν δηλ. σε έργα ολότελα άσημα για μια ηρωική εποχή, γι' αυτό και στα ομηρικά έπη, όπου κυριαρχεί η δόξα των Αχαιών, οι Ίωνες ούτε μνημονεύονται καν ως συντελεστές του τρωικού πολέμου η, αν τύχη να γίνη γι' αυτούς λόγος, χαρακτηρίζονται με επίθετα αντιηρωικά.

 Όχι ευκνήμιδες, χαλκοκνήμιδες, χαλκοχίτωνες, αρηίφιλοι, φιλοπτόλεμοι, μεγάθυμοι, όπως οι Αχαιοί, αλλά ελκεχίτωνες, δηλ. άνθρωποι με μακριά φορέματα, που συχνάζουν στα πανηγύρια, ως έμποροι φυσικά και τεχνίτες, ασχολίες που θα τους δώσουν πάλι αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, μαζί με την οικονομική και αποικιακή υπεροχή,
και την πνευματική ηγεσία των Ελλήνων, αλλά που πάντως τους κρατούν στο περιθώριο της επικής ιστορίας.

 Η επίδραση που δέχτηκαν οι Έλληνες από τους Προέλληνες εκτείνεται σε όλες τις μορφές της ζωής και είναι ποσοτικά ανυπολόγιστη. 

Και τούτο γιατί, όταν η συγχώνευση των δυό λαών είχε προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, Έλληνες δεν ήταν πιά μόνο οι γνήσιοι, ούτε μόνο οι μιγάδες, αλλά και οι καθαροί Προέλληνες, που εξελληνισμένοι πιά ως προς τη γλώσσα, δεν διακρίνονταν εθνολογικά από τους γνήσιους, και ενσωματώθηκαν στον Ελληνισμό διατηρώντας το χαρακτήρα τους, τον ιδιαίτερο τρόπο της ζωής τους, τους παλιούς θρύλους και παραδόσεις τους, καθώς και πολλά στοιχεία της παλιάς τους θρησκείας, δλα αυτά ενσωματωμένα πιά σε μια ελληνική ζωή, γλώσσα και τέχνη.

Καί επειδή καθρέφτης της ζωής του παρελθόντος είναι πάντα η γλώσσα και η τέχνη, σ'αυτές καταφεύγουμε σήμερα για να πληροφορηθούμε τι απ' εκείνα που αποτελούν για μας σήμερα τον άρχαίο Ελληνισμό είναι γνήσιο ελληνικό και τι προέρχεται από τους Προέλληνες.

Η Αρχαιολογία είναι σήμερα σε θέση να μας πληροφόρηση σε γενικές γραμμές ποιά στοιχεία της κατοικίας, των εργαλείων και σκευών και της διακοσμητικής τους στην αρχαία Ελλάδα είναι φερμένα από το βορρά με την κάθοδο των Ελλήνων κατακτητών, και ποιά είναι συνέχεια των στοιχείων του προελληνικού πολιτισμού.

 Θα μου επιτροπή, ως μη ειδικός, να μη μιλήσω γι'αυτά και να περιοριστώ στα στοιχεία εκείνα που η Γλωσσολογία αναγνωρίζει μέσα στην αρχαία ελληνική γλώσσα ως στοιχεία προελληνικά.

 Όσο κι αν η Αρχαιολογία και η Γλωσσολογία συνεργάζονται στον τομέα αυτόν της έρευνας και πολύ συχνά τα πορίσματα τους συμπίπτουν, η Γλωσσολογία, όπως θα δήτε, είναι εκείνη που φωτίζει με ζαιηρότερο φως τις πτυχες της αρχαίας ζωής, όπου οι δυό εθνότητες συναντήθηκαν.

Θα σας πω λοιπόν μερικά πράγματα για τα προελληνικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. 
Πόσο αυτά βοηθούν ωστε να διακρίνετε μέσα από τις λέξεις και τα πολιτιστικά στοιχεία που είναι προελληνικά, θα το διαπιστώσετε μόνοι σας.

Πριν όμως μπούμε στα καθέκαστα θα σας γεννηθή το ερώτημα, είναι άραγε σε θέση η επιστήμη να ξεχωρίση σήμερα
 τι από την αρχαία ελληνική γλώσσα είναι καθαρά ελληνικό και τι προελληνικό ;
 Και με ποια μέθοδο έρευνας μπορεί να το πετύχη ;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανεπιφύλαχτα καταφατική. 
Καί η μέθοδο της έρευνας είναι η εξής : 
Σήμερα, χάρη στην τεράστια εργασία που έχει γίνει από τους γλωσσολόγους όλου του κόσμου στην περιοχή της συγκριτικής γλωσσολογίας, είναι γνωστό σε γενικές γραμμές ποιες λέξεις κάθε ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τις κρατά από την εποχή που οι Ίνδοευρωπαίοι ήταν 
ακόμα ένας λαός και ποιες δανείστηκε αργότερα από άλλες μη Ινδοευρωπαικες γλώσσες, αφ' ότου κάθε λαός ξεχώρισε από τον κορμό των Ίνδοευρωπαίων και έζησε σε άλλο γεωγραφικό περιβάλλον.

 Έτσι και ειδικά για την αρχαία ελληνική γλώσσα, οι γλωσσολόγοι έκαναν το διαχωρισμό του υλικού με την εξής μέθοδο. 

Όποια λέξη της και όποιο γραμματικό στοιχείο της βρίσκεται και σε όλες τις άλλες Ινδοευρω­παϊκές γλώσσες ή στις περισσότερες ή σε πολλές από αυτές, το θεωρεί άλ­λοτε αδίσταχτα και άλλοτε με μεγάλο βαθμό πιθανότητας ως γνήσια ελλη­νικό, φερμένο στήν Ελλάδα από τήν Ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα.

 Όποια όμως λέξη η όποιο γραμματικό στοιχείο δεν έχει αντίστοιχο της στις άλλες αδελφές γλώσσες, αυτό, αν μπόρεση να το έξηγήση ως νεώτερο πλάσμα ελληνικό, πάει καλά. "Αν όμως δεν μπόρεση, τότε αναζητεί να βρη την προέλευση του σε μια από τις μη Ινδοευρωπαικές γλώσσες λαών με τους οποίους οι Έλληνες ήρθαν σε επιμειξία η σε εμπορική και γενικά ιστορική επαφή.

 Ως εδώ η μέθοδο είναι αρνητική. 

Δεν είναι ινδοευρωπαϊκό, θα είναι άρα από άλλη γλώσσα. Η θετική όμως επαλήθευση του από ποιά γλώσσα προέρχεται είναι εκείνη που πρέπει να ολοκλήρωση το τεκμήριο και να το όπλιση με πειθανάγκη και εδώ μπορούν να συμβούν δυό πράγματα : 

"Η θα βρεθή η προέλευση της κάθε μη ελληνικής λέξης σε μια από τις γειτονικές γλώσσες που έχουν γραπτή παράδοση παλαιότερη της ελληνικής, όπως είναι οι σημιτικές γλώσσες της δυτικής Ασίας (Ασσυροβαβυλωνιακή, Εβραική) και οι χαμιτικές της βόρειας Αφρικής (αρχαία Αιγυπτιακή) και τότε πιά το πρόβλημα λύθηκε, 

η δε θα βρεθή τίποτε το αντίστοιχο στις γλώσσες αυτές, και τότε θα πρέπει να γίνη ο εξής συλλογισμος :

 Ελληνικό δεν είναι, σημιτικό δεν είναι, χαμιτικό δεν είναι, θα πρέπει λοιπόν να είναι από τη γλώσσα των Προελλήνων.

Κι εδώ όμως έχουμε στο χέρι μόνο το αρνητικό τεκμήριο της προελληνικής καταγωγής. Το θετικό, που θα ήταν να βρούμε τη λέξη που εξετάζουμε γραμμένη σε προελληνικά κείμενα, αυτό δεν υπάρχει, γιατί οι προελληνικές επιγραφές, εκτός από ελάχιστες, είναι γραμμένες σε αλφάβητο άγνωστο ως τώρα και, με όλες .τις προσπάθειες που έγιναν και γίνονται, δε βρεθηκε τρόπος να διαβαστούν.

Μας μένει λοιπόν για τις προελληνικές λέξεις της Ελληνικής μόνο το αρνητικό τεκμήριο, που δεν είναι ολότελα χωρίς αξία, κοντά σ'αυτό όμως και μερικά άλλα βοηθητικά τεκμήρια που μας τα δίνει η λογική προπάντων, αλλά και η Γεωγραφία και η Ίστορία. 
Ας δούμε μερικά :

 Να είναι άραγε εντελώς τυχαίο το ότι οι λέξεις της αρχαίας Έλληνικής, που δεν είναι ινδοευρωπαικές, εκφράζουν πράγματα και έννοιες που ασφαλώς δεν ήταν γνωστά στην κοιτίδα των Ίνδοευρωπαίων, και που πρέπει άρα οι Έλληνες να τα γνώρισαν για πρώτη φορά εδώ στην Ελλάδα ;

Όλα τα φυτά που δε φυτρώνουν μόνα τους βορειότερα από την Ελλάδα, δεν έχουν στην ελληνική γλώσσα ονόματα ινδοευρωπαικά.

 Λογική συνέπεια επιβάλλει να δεχτούμε ότι τα πρωτοείδανοι Έλληνες εδώ και ρώτησαν τους Προέλληνεςπως λέγονται αυτά τα φυτά. 
Οι Προέλληνεςτους είπαν το όνομα που είχαν στη δική τους γλώσσα, και οι Έλληνες μαζί με το νέο πράγμα πήραν στη γλώσσα τους και τη νέα λέξη.

Όλα τα ονόματα των ψαριών, πουλιών και άλλων ζώων, που δεν είναι Ινδοευρωπαικά, είναι εκείνα που ζούν μόνο γύρω στη Μεσόγειο και στη νότια Ευρώπη. 

Πολύ φυσικό λοιπόν ήταν να μην έχουν οι Έλληνες, όταν ήρθαν εδώ, λέξεις για τέτοια ψάρια, πουλιά και άλλα ζώα, και γνωρίζοντας τα για πρώτη φορά εδώ. να τα μάθουν με τα ονόματα που τους είχαν δώσει οι Προέλληνες. 
Γιατί θα ήταν αλήθεια αλλόκοτη η σκέψη ότι ούτε δικό τους ελληνικό όνο μα είχαν να δώσουν στα ζώα αυτά, ούτε το προελληνικό όνο μα καταδέχτηκαν να πάρουν, αλλά περίμεναν να περάσουν αιώνες, για να γνωρίσουν τους αρχαίους Αιγυπτίους η τους Φοίνικες και να τους ρωτήσουν πως θα ονομάσουν τα ζώα αυτά.

Λέξεις της αρχαίας Ελληνικής που εκφράζουν αντικείμενα και έννοιες κάπως προχωρημένου για την εποχή εκείνη πολιτισμού δεν είναι ινδοευρωπαικές. Λίγες από αυτές είναι φοινικικές22 η αιγυπτιακές23, και μπήκαν στην Ελληνική όταν άρχισε η εμπορική επικοινωνία με τους Φοίνικες και τους Αίγυπτίους.

Οι άλλες όμως από που προέρχονται; Λογικό είναι να δεχτούμε κι εδώ ότι μας ήρθαν από τη γλώσσα των Προελλήνων, άφού τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι ο πολιτισμός των τελευταίων ήταν πολύ πιο εξελιγμένος από τον ελληνικό. Μπορεί να είναι τάχα ολότελα τυχαίο το ότι οι Έλληνες, λαός που διακρίθηκε πάντοτε για το υπερβολικά ανεπτυγμένο αίσθημα της μορφής, ποτέ όμως για το μουσικό του αίσθημα, είχε μουσικούς όρους που δεν είναι Ινδοευρωπαικοί;

 Οι αρχαίοι Έλληνες έθαύμαζαν τους καρικούς ύμνους και τα λυδικά μέλη, δηλ. μουσική προελληνική. Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο οι μουσικοί δροι της αρχαίας Ελληνικής να είναι προελληνικοί.

Τα τοπωνύμια της αρχαίας Ελλάδας, δηλ. τα ονόματα πόλεων, νησιών, βουνών, ποταμών κλπ., είναι κατά τα 9/10 ανεξήγητα με τη βοήθεια του ελληνικού λεξιλογίου 24. 

Δεν έχουν δηλ. καμμιά σημασία στην ελληνική γλώσσα. Πολλά μάλιστα από αυτά είναι τα παλαιότερα, και ακριβώς εκείνα που οι αρχαίοι Έλληνες τα χαρακτήριζαν πελασγικά. Τι το λογικώτερο λοιπόν από το να δεχτούμε ότι τα τοπωνύμια αυτά τα βρήκαν οι Έλληνες έτοιμα στη γλώσσα των Προελλήνων και δεν αισθάνθηκαν καμμιάν ανάγκη να τα αλλάξουν.
 Η διατήρηση των τοπωνυμίων του προκάτοχου λαού από τον κατακτητή είναι φαινόμενο γενικό στις εθνολογικές μεταβολές όλων των λαών.
Καί οι Ιταλοί λ. χ. διατήρησαν τα προιταλικά, τα ετρουσκικά τοπωνύμια της χώρας τους, και οι Τούρκοι τα ελληνικά τοπωνύμια της Μ. Ασίας, με μικρές γραμματικές προσαρμογές των στη γλώσσα τους: 
Το εις την Πόλη το έκαναν Istanbul, το εις Άμισόν, Samsun, το εις την Κω, Istanköy, το Σμύρνη, Izmir, το Άδριανού(πολις), Edirne, το Ίκόνιον, Konia, το Προϋσα, Bursa, το Σεβάστεια, Sivas, το "Αγκυρα, Ankara, το Τραπεζοϋς, Trabzon, το Κεράσους, Giresun κ.ο.κ. Έτσι γίνεται πάντοτε. 
Τι το παράξενο λοιπόν αν και οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν τα ίδιο για τα προελληνικά τοπωνύμια ;

Η προελληνική προέλευση των τοπωνυμίων αυτών γίνεται φυσικά βεβαιότερη, όταν βρίσκουμε τα ίδια τοπωνυμία και στην προελληνική ενδότερη Μ. 'Ασία σε εποχή που δεν είχαν ακόμα έγκατασταθή εκεί Έλληνες. 
Λάρισα εδώ, Λάρισα και έκεί. 
Πήδααος εδώ, Πήδααος και εκεί. 
Παρνασσός έδώ, Παρνασσός και έκεί. 
Πίνδος εδώ, Πίνδασος και έκεί. 
Μυκαλλησός εδώ, Μυκαλησαός, Μυκάλη και έκεί. 
Δέκα Όλυμποι έδώ, άλλοι τόσοι Όλυμποι και έκεί. 

Το ίδιο συμβαίνει, όταν συναντούμε και στην Ελλάδα και στην προελληνική Μ. 'Ασία τοπωνύμια έτυμολογικώς ανεξήγητα και με μορφολογία όχι ελληνική, σε -σσος, -σσα, -νθος, -ρνα, -μνα, όπως Παρνασσός, Κνωσσος έδώ, Αλικαρνασσός, Τελμησσός έκεί, Λάρια(σ)α έδώ, Μύλασσα, Βάργαοαα έκεί, Κόρινθος, Τίρυνς  νϋος, Ζάκυνϋος έδώ, Λαυρανδός, Λνκανδός, Σοανδός έκεί, "Αρνα, Άλάσαρνα, Φαλάσαρνα έδώ, "Υπαρνα, "Αβαρνος, Άιάρνη, Πασάρνη στη Μ. 'Ασία, Ρεθυμνα στην Κρήτη, Μηθυμνα, Κάλυμνα στα νησιά της Μ. 'Ασίας. 

Ούτε βέβαια είναι χωρίς σημασία για την προέλευση τέτοιων τοπωνυμίων η παρατήρηση ότι τις καταλήξεις τους -σ(σ)ος και -νθος τις συναντούμε και σε προσηγορικές λέξεις σίγουρα προελληνικές,
 όπως κυπάρισσος, νάρκισσος, άσάμινθος, αψινθος, ερέβινθος, λέβινθος, όλυνθος, ύάκινθος.

Μυκηναίοι, οι πρώτοι Έλληνες στην Ιταλία
Θετικό τεκμήριο για την προελληνική καταγωγή ελληνικών λέξεων έχουμε όταν λέξεις της αρχαίας Ελληνικής, που δεν εξηγούνται ως Ινδοευρωπαικές, τις συναντούμε και στη γλώσσα των προινδοευρωπαικών κατοίκων της ιταλικής χερσονήσου, δηλ. των Έτρούσκων, που ήταν γλωσσικά συγγενείς των Προελλήνων25. 

Της Ετρουσκικής έχουμε περίπου 7.000 επιγραφές και ένα βιβλίο, γραμμένα σε μια παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, δηλ. υλικό όχι μόνο ποσοτικά ασύγκριτα πλουσιώτερο από το προελληνικό, αλλά και ευκολοδιάβαστο, ώστε να είναι ικανό να μας βοηθήση στη μελέτη της Προελληνικής26.


Έτσι λ.χ. για το ελληνικό πρύτανις βρίσκουμε αντίστοιχο ετρουσκικό epuruni, για το τύραννος, το έτρουσκ. turan, για το όπυίω -(νυμφεύομαι), το έτρουσκ. puia (=γυναίκα), για το ίερός ('ιαρός (Ισαρός), το έτρουσκ. aiseras, για το Τυνδαρίδαι (=οι γιοι του Τυνδάρεω), οι Διόσκουροι, τα ετρουσκικά Tina (=Ζεύς) και tur (=γιός), για το τρυτάνη (=ζυγαριά), το έτρουσκ. trutnut κ.ο.κ. 
Επίσης η μαρτυρία των αρχαίων ότι το παλιό προελληνικό όνο μα της αττικής Τετράπολης ήταν Ύττηνία, δηλ. με την αρχαία προφορά Huttenia, βρίσκει θαυμάσια εξήγηση στο γεγονός ότι ο αριθμός τέσσερα στην Ετρουσκική λεγόταν huθ.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η μέθοδο, με την οποία οι γλωσσολόγοι, άλλοτε με πιθανότητα και άλλοτε με βεβαιότητα, χωρίζουν τις αρχαίες ελληνικές λέξεις σε γνήσιες ελληνικές και σε προελληνικές. 
Είναι η ίδια μέθοδο, με την οποία καθορίζουν και των άλλων αδελφών της Ελληνικής γλωσσών τα προινδοευρωπαικά στοιχεία, δηλ. τα προινδικά της Ινδικής, τα προιταλικά της Ιταλικής κ.ο.κ. 
Με την εφαρμογή της μεθόδου αυτής έχουμε πιά σήμερα ξεκαθαρισμένο ενα σημαντικό ποσόν αρχαίων ελληνικών λέξεων με προελληνική προέλευση. Η επισκόπηση τους είναι από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσα και σ' ενα ευρύτερο κοινό μη είδικών, γιατί 

1) μας διδάσκει την ιστορική προέλευση σημαντικού μέρους του αρχαίου ελληνικού λεξιλογίου, 
2) μας δίνει μιάν, αμυδρή έστω, Ιδέα της άρθρωτικής και ηχητικής μορφής που είχε η γλώσσα των Προελλήνων,
 3) μας δείχνει σε πόσες και ποιες εννοιες και πράγματα οι Προέλληνες υπήρξαν διδάσκαλοι των Ελλήνων, και 
4) διδάσκει σ' εκείνους που αισθάνονται δέος και αποστροφή μπροστά στις ξένες λέξεις της νέας Ελληνικής, ότι χρωστούν κάποια κατανόηση προς τις ιστορικές τύχες της γλώσσας μας, βλέποντας σε πόσο μεγάλο βαθμό η ξένη λέξη είναι η μοίρα της γλώσσας κάίτε ιστορικού λαού, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πολιτιστικής επικοινωνίας και της διασταύρωσης των πολιτισμων επάνω στη γη.

Θά παρουσιάσω λοιπόν εδώ μιά επιλογή από προελληνικές λέξεις τής αρχαίας Ελληνικής, παρμένες από διάφορες περιοχές τής ζιοής, πού δίνουν μιά γενική εντύπωση γιά τό κεφάλαιο αυτό τής γλωσσικής μας ιστορίας:

Α'. ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ

Σέ -νθος : Άμάρυνθος, ' Αράκυνθος, Άψινθος, Έρύμανιυος, Ζάκυνθος, Ζύρινθος, Κήρινθος, Κόρινθος, Κόσκινθος, Λαβύρινθος, Αέβινθος, Προβάλινθος, Πύρανθος, Σάμινθος, Σύρινθος, Τίρυνς γεν. Τίρυνθος.

Σέ -σ(σ)ός, ττός καί ο(ο)α : Αμνισός, Διρφωσσός,  Ιλια(σ)ός, Κηφισ(σ)ός, Κνωασός, Μνκάλησσός, Παρνασσός, Πραιαός, Τερμησσός,—Άρδηττός, Βριληττός, Γαργηττός, Λυκαβηττός, Συκαληττός, Σφηττός,—Λάρισ(σ)α, Μάρπησσα.

Σέ -μνος καί -μνα: Κάλυμνος, Ρέθυμνος, Σέδαμνος, Λάρυμνα, Μήθυμνα.

Μέ συμφωνικό σύμπλεγμα ρν: 'Αλάσαρνα, "Αρνα, Φαλάσαρνα, Πάρνης, Πόρνων, Παρνασσός.

Σέ ·άνα: Αθάνα, Μυκάναι, Πιράνα
.
Διάφορα:   Γαϋδος,   Θάσος,   Θήρα, Ίμβρος,  Κάρπαθος, Κρήτη,Κως, Λέρος, Λέσβος, Λήμνος, Μήλος, Νάξος, Οίτη, Όλυμπος, Πάρος, Σά­μος, Σκιάθος, Σκϋρος, Σύμη, Τένεδος, Τήνος, Χίος.

Β'.   ΟΝΟΜΑΤΑ ΦΥΤΩΝ

"Αψινθος, ερέβινθος, καλάμινθος, κολοκννθη, μίνθη, δλυνθος, τερέβινθος, τέρμινβος, υάκινθος, άκαλήφη, αμυγδαλή, ανηθον, αρακος, άσφόδελος, άφάκη, βράβυλα, δάφνη, ελαία, ϋύμβρα, ϋύμος, κάκτος, κάππαρις, κέγχοος, κέδρος, κέρασος, κινάρα, κρΐ καί κριθή, κύμινον, κυπάρισσος, λείοιον, μαλάχη, νάρκισσος, όνωνις, όρίγανον, οροβος, ορυζα, παλίουρος, πίσος, ραφανίς, ρόδον, ροιά, σέλινον, σήσαμον, σίδη (= ιτιά), σικυός (= αγγούρι), σίναπι, σίρφη, σίτος, σόγχος, συκέα, σφένδαμνος, σφόγγος, φακή.

Γ'.   ΟΝΟΜΑΤΑ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΨΑΡΙΩΝ

Άθερίνη, βόλινθος (= άγριο βόδι), γαλεός, έλεδώνη, θρίσσα, ιξαλος, κολεός, κωβίος, λάρος, μεμβράς, νεβρός (= νεογνό λαφιού), δρφώς, πέρκη, πηλαμύς, σάλπη, σαργός, σίαλος (= χοΐρος), σισερΐνος, σκάρος, σκολόπενδρα, σκόμβρος, σμαρίς, σμνραινα, σπάρος, αυναγρίς, σφήξ, τευθίς, τρίγλη, φάγρος, χάννη.

Δ'.   ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ

Θάλασσα, ζέφυρος.

Ε'.   ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Άβυρτάκη (= είδος σάλτσας),άναξ, άρβύλη, άσάμινθος (= λουτήρας), ασπίς, βάρβιτος, βασιλεύς, βαϋνος (= καμίνι σιδερά), βίκος, βραβευς (— δικαστής αγώνος), βραττίμης (= είδος ψωμιού), βύσαος, γεΐσον, δέπας, διθύραμβος, δούλος, ειρήνη, θάλαμος, θεός, θίασος, θριγγός, ίαμβος, καθαρός, κάλως, κασσίτερος, κιθάρα, κίνδυνος, λαός, λέβης, λήκυθος, μέγαρον, μήρινθος, ξίφος, πεσσός, πλίνθος, σάλπιγξ, σαμβύκη, αάνδαλον, σίδηρος, σίκιννις (= χορός Σατύρων), σισύρα, σωλήν, φίλος, χαλκός, χρυσός28.

Τ'.   ΟΝΟΜΑΤΑ ΘΕΩΝ

 'Αθήνα, Απόλλων, Άρτεμις, Αφροδίτη, Έρμης, Ήφαιστος.

Ζ'.   ΟΝΟΜΑΤΑ ΗΜΙΘΕΩΝ

Γίγας, Ηρακλής, Πήγασος.

Σαφέστερη όμως εντύπωση γιά τήν εξωτερική μορφή τής προελληνικής γλώσσας μπορεί νά μάς δώση ή ανάγνωση προελληνικών επιγραφών, γραμμέ­

νων από υπολείμματα Προελλήνων σέ ιστορικούς χρόνους, όταν πιά είχαν πάρει κι αυτοί από τούς Έλληνες τό ελληνικό (φοινικικό) αλφάβητο, καί έτσι οί επιγραφές τους διαβάζονται σήμερα μέ τήν ίδια ευκολία πού διαβάζονται καί οί αρχαίες ελληνικές, έστω κι αν ώς προς τό περιεχόμενο τους είναι ακα­τανόητες. Θά παραθέσω λοιπόν καί μερικές φράσεις από τήν προελληνική επιγραφή τής Λήμνου, καί κατόπι μερικές φράσεις από επιγραφές τών Έτρούσκων τής Ιταλίας, γιά νά προσέξετε δυό πράγματα:

1) Ότι δεν έχουν τίποτε τό ελληνικό, ούτε θυμίζουν καμμιάν άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, είτε στις λέξεις εϊτε στήν άρθρωση, και


2) Πόσο μοιάζουν ηχητικά αναμε­ταξύ τους ή Προελληνική μέ τήν Ετρουσκική. Πλούσιες καί οί δυό σέ μα­λακά, εξακολουθητικά σύμφωνα καί φτωχές σέ τραχιά καί στιγμικά. Καί στις δυό απουσιάζουν τά σύμφωνα b, g, d.
Είναι καί οί δυό γλώσσες μέ άπαλότητα, θάλεγε κανείς, γυναικεία.

Κάπου κάπου παρουσιάζουν κοινές ή όμοιες λέξεις, π.χ. προελλ. aFιζ—έτρουσκ. avils, προελλ. σιαλχFιζ — έτρουσκ. sialxus, κ. ά.

Α'. από τήν επιγραφή τής Λήμνου, τού 6ου π.Χ. αιώνα.

Ή σω­στή ανάγνωση της διευκολύνεται από τό ότι οί λέξεις στήν επιγραφή χωρί­ζονται ή μιά από τήν άλλη.
Ο τονισμός τους μάς είναι άγνωστος.

Ή επιγραφή αρχίζει έτσι:

ΗΟΛΑΙΕΖ ΝΑΦΟΘ ZIAZI ZIFAI EFIΣΘO ΖΕΡΟΝΑΙΘ ΣIAΛXFEIZ AVIZ ΜΑΡΑΖ MAFANAΣΙΑΛ ΖΕΡΟΝΑΙ ΜΟΡΙΝΑΙΛ ΑΚΕΡ TAFAPZIO      
καί τελειώνει έτσι: AFIZ ΣΙAXFIZ ΜΑΡΑΖΜ AFIZ ΑΟΜΑΙ.

Β'. από ετρουσκικές επιτύμβιες επιγραφές. (To Χ είναι ελλην. χ):

LARΘ XURXLES ARNΘAL XURXLES ΘANXVΙLUSC CRACIAL CLAN AVILS CIEMZARΘMS LUPU.

Αλλη : TUTES SEΘRE LARΘAL CLAM PUMPLIALX VELAS ZILACHNUNCE ZILC XI PURTSVAVC XI LUPU AVILS MAXS GAΘRUMS.


Άλλά ας γυρίσουμε στους Έλληνες.

Η ζωή τους μετά την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα, μπαίνει απότομα σε μια εντελώς νέα φάση :
Νέα χώρα, με οργιαστική εναλλαγή βουνών και θαλασσών, τόσο διαφορετική από τους ενωμένους με τον ορίζοντα κάμπους της Ευρώπης, διαφορετικό, ήπιο κλίμα, άγνωστα φυτά και ζώα, καινούργιες μορφές κατοικίας με άγνωστες ως τώρα ανέσεις, αλλιώτικοι τρόποι ζωής και εργασίας με κυρίαρχη θέση της ναυτιλίας, περίεργα ήθη και έθιμα με δεσπόζουσα θέση της γυναίκας μέσα στο σπίτι, νέο καυτερό μεσογειακό αίμα μέσα στις φλέβες τους από τη φυλετική διασταύρωση με τους Ιθαγενείς, νέο λεξιλόγιο για τόσα νέα πράγματα και έννοιες άγνωστες ως τώρα, παράξενα και ακατάληπτα ονόματα τόπων σε κάθε τους βήμα.
Καί επειδή για μας σήμερα καθρέφτης τής βαθειάς αυτής αλλαγής των πραγμάτων είναι κυρίως η γλώσσα, δεν είναι ίσως υπερβολή αυτό που λέει

Ο Γάλλος γλωσσολόγος Α. Meillet, ότι περνώντας κάνεις από την Ινδοευρωπαική στην ελληνική γλώσσα του φαίνεται πως μπαίνει σ' ενα καινούργιον κόσμο 30.

Έκτος από τις ξένες προελληνικές λέξεις που δέχτηκε με τον τρόπο αυτόν η ελληνική γλώσσα, παρουσιάστηκε ανάγκη και από τις καθαρά ελληνικές να αχρηστευθούν μερικές, γιατί δεν εύρισκαν σημασιολογικό αντίκρυσμα, και άλλες να αναπροσαρμοστούν σημασιολογικά και να πάρουν νέα σημασία.

Θα περιοριστώ σε λίγα παραδείγματα :

Η Ινδοευρωπαική λέξη φρατήρ για τον ομοπάτριο αδελφό δεν ήταν πιά ικανοποιητική στη νέα οικογενειακή ιεραρχία, όπου, από επίδραση της μητριαρχίας των Προελλήνων, ο ίεριότερος αδελφικός δεσμός ήταν εκείνος που υπήρχε ανάμεσα στους ομομήτριους και όχι στους όμοπάτριους. 

Βρέθηκαν λοιπόν σε ανάγκη να πλάσουν νέα ελληνική λέξη από το αθροιστικό α και το δελφύς = μήτρα, δηλ. το α  δελφός. Άλλο παράδειγμα : Πόντος έσήμαινε αρχικά στην ελλ. γλώσσα «πέρασμα» και «δρόμος», σημασία που τη διατήρησαν το αντίστοιχο ινδ panthas, το λατιν. ponspontis, το σλαβ.ροηί κ.α.

 Έπειδή στην Ελλάδα το συχνότερο πέρασμα και o πιο ίσιος δρόμος ήταν η θάλασσα, το πόντος πήρε τη σημασία «θάλασσα».

Το μέθυ ήταν ένα ποτό από μέλι και νερό, σημασία που διατήρησαν το αντίστοιχο ινδ. madhu και το σλαβ. med.
Όταν οι Έλληνες γνώρισαν εδώ ένα άλλο άφθονώτερο και καλύτερο γλυκό ποτό, το κρασί, το ονόμασαν κι αυτό μέθυ, και επειδή, αντίθετα με το παλιό, το νέο μέθυ ζάλιζε, έπλασαν και ρήμα μεθύσκομαι.
  
Αυτές, σε γενικές γραμμές, ήταν ως πριν από λίγα χρόνια οι γνώσεις μας για τους Προέλληνες και για τις σχέσεις των Ελλήνων μαζί τους. Ήταν μια επιστημονική πίστη δεκαετηρίδων, που είχε για ευαγγέλιο της το περίφημο βιβλίο του Ρ. Kretschmer, Εισαγωγή στην Ιστορία της ελληνικής γλωσσας31. 

Ξαφνικά όμως στο πρόβλημα των Προελλήνων δημιουργήθηκε μια αναστάτωση, η όποία, από μια φάση που θα την ονόμαζε κανείς επική, το έριξε σε μια φάση δραματική. 

Η Αρχαιολογία, της όποίας τα πορίσματα είναι πολύτιμα για όλες τις ιστορικές επιστήμες, έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση, που η Γλωσσολογία δεν μπορούσε να την άγνοήση. 
Με συστηματικές ανασκαφές πιστοποίησε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν κάτω από το πρώτο ελληνικό πολιτιστικό στρώμα, το μυκηναικό, όχι ενα, αλλά δυό αλλεπάλληλα προελληνικά στρώματα πολιτισμού,σαφώς διαφορετικά αναμεταξύ τους από άποψη τεχνοτροπίας στη διακόσμηση των αγγείων, καθώς και ως προς την ανθρωπολογική μορφή των σκελετών των άνθρώπων: 

Το ενα, το πιο βαθύ στο έδαφος, και πιο παλιό άρα, εκτείνεται μόνο στην Ελλάδα και στη Μ. Ασία, και έχει ανατολική, μικρασιατική προέλευση. 
Το ονόμασαν Α ν α τ ο λ ι κ ό (Anatolisch). 

Το άλλο, που απλώνεται επάνω στο προηγούμενο, είναι άρα νεώτερο απ' αυτό, καλύπτει την Ελλάδα, ολόκληρη τη Βαλκανική και τη λεκάνη του Δούναβη ως την Ουγγαρία, περνά και στη Ν. Ιταλία, απουσιάζει όμως από τη Μ. 'Ασία, και έχει προέλευση μεσευρωπαική. 
Η τεχνοτροπία των αγγείων του είναι η λεγόμενη Bandkeramik.

 Το στρώμα αυτό το ονόμασαν Δουναβικό (Donauländisch). 

Το πρώτο ελληνικό πολιτιστικό στρώμα, το μυκηναικό, σκεπάζει, όπως είπαμε, και τα δυό αυτά πολιτιστικά στρώματα,
 οι Έλληνες άρα είχαν ως προκατόχους στην Ελλάδα δυό διαφορετικούς λαούς.

Τί συμβαίνει λοιπόν; 
Ποιος από τούς δυό αυτούς προελληνικούς λαούς και πολιτισμούς είναι ο πραγματικός προελληνικός, πού έδωσε δηλ. στούς Έλληνες τό αίμα του και τά πολιτιστικά και γλωσσικά στοιχεία πού είδαμε; ο μικρασιατικός ή ο μεσευρωπαϊκός, ή και οί δυό, ο ένας μέσα στον άλλο; 

Τό πρόβλημα πού γεννήθηκε έτσι ήταν αχώριστα δεμένο μέ τό ζήτημα τής καταγωγής καί τού χαρακτήρα τής προελληνικής γλώσσας.


Ο Ρ. Kretschmer,που ήταν πάντοτε η μεγαλύτερη αυθεντία στα προελληνικά ζητήματα, έσκυψε πάλι επάνω στο νέο πρόβλημα, και από τα 1925 έγραψε διάφορες πραγματείες 32, που τα πορίσματα τους τα συνόψισε στα 1939 σε μια μεγάλη εργασία με τον τίτλο : «Τα προελληνικά γλωσσικά και εθνολογικά στρώματα» 33. 
Μίνωες στην Θήρα. 

Στην πραγματεία του αυτή προσπάθησε να συμβιβάση τα πορίσματα της Αρχαιολογίας με τα δεδομένα της Γλωσσολογίας, και δέχεται ότι στην Ελλάδα συναντήθηκαν δυό προελληνικές εθνότητες: 

1)Μιά παλαιότατη μεσογειακή, με ορμητήριο την Μ. 'Ασία, που τελευταίο απομεινάρι της ήταν οι Κάρες και οι Λέλεγες των μικρασιατικών παραλίων και των νησιών μας, και 

2) μια νεώτερη εθνότητα ευρωπαική, όχι όμως της ινδοευρωπαικής γλωσσικής οικογένειας, με κάποια ίσως μακρινή συγγένεια προς ούς Ίνδοευρωπαίους, ανάλογη με τη μακρινή συγγένεια που έχουν η σημιτική γλωσσική οικογένεια με τη χαμιτική. 

Ως πιθανώτερος χρονος της καθόδου της στην Ελλάδα ορίζεται o 25ος αιώνας π. Χ., δηλ. 500 περίπου χρόνια πριν κατεβούν οι Έλληνες. 

Αυτοί είναι οι Π ε λ α σ γ ο τ υ ρ ρ η ν ο ι, οι άμεσοι, οι πραγματικοί Προέλληνες. 

'Απ' αυτούς προέρχεται και η προελληνική γλωσσική κληρονομιά που είδαμε, συνδυασμένη με στοιχεία του προκατόχου ανατολικού γλωσσικού στρώματος. 

Αύτοι διατήρησαν και μετέδωσαν στους Έλληνες και τα παλαιότατα τοπωνύμια που είχε αφήσει το προηγούμενο εθνολογικό στρώμα, προσθέτοντας και μερικά δικά τους. 

Αυτοί κατόπι από την Ελλάδα πέρασαν και στην Ιταλία και σχημάτισαν τους Προιταλούς, δηλ. τους Έτρούσκους.

Έδώ σταμάτησε ο Ρ. Kretschmer, θεωρώντας οποιαδήποτε άλλη διαπίστωση ως πρόωρη, πριν βρεθή το κλειδί της προελληνικής γραφής και διαβαστούν οι προελληνικές επιγραφές, που θα λύσουν ασφαλώς και οριστικά το πρόβλημα.

Άλλά αμέσως αναπήδησαν οι ανυπόμονοι και οι τολμηροί, οι τυχοδιώκτες της επιστήμης. Γιατί τι άλλο παρά τυχοδιωκτισμός είναι στην επιστήμη, όταν Λεν φροντίζη η έρευνα να προχωρή πατώντας σε στερεό έδαφος, αλλά βαδίζει στον αέρα ;

Ο Βούλγαρος γλωσσολόγος Vladimir Georgief, μαθητής του Kretschmer και καθηγητής της γλωσσολογίας στο ΙΙανεπιστήμιο της Σόφιας, στηρίχτηκε αμέσως στη διαπίστευση του δασκάλου του, ότι οι άμεσοι Προέλληνες είναι ευρωπαικής καταγωγής, και πρόσθεσε:
 Όχι μόνον ευρωπαικής καταγωγής, αλλά και ινδοευρωπαικής γλώσσας είναι οι Προέλληνες, και μαλιστα, τίποτα λιγότερο, Θρακοιλλυριοί
Είναι γνωστό πως οι Βούλγαροι θεωρούν τον εαυτό τους ως τους καθαυτό φορείς του θρακοιλλυρικού αίματος στη Βαλκανική, επειδή η σλαβοβουλγαρική τους εθνότητα απλώθηκε επάνω σε υπόστρωμα θρακοιλλυρικό. 
Τον εξελληνισμό των Θρακών και τον αρχαίο αποικιακό Ελληνισμό της Θράκης δεν τον αναγνωρίζουν. 
Το ίδιο λοιπον θρακοιλλυρικό πρόσχημα, με το οποίο αγωνίστηκαν να ιδιοποιηθούν εθνολογικά τους αρχαίους Μακεδόνες, χωρίς να το επιτύχουν, γιατί αποδείχτηκε ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν γλωσσικά και εθνολογικά άσχετοι με τους Θρακοιλλυριούς, όσο κι αν συναντήθηκαν εδαφικά με αυτούς, το στρεφουν τώρα στα νώτα της ελληνικής ιστορίας, προσπαθώντας να παραστήσουν την παρουσία της ελληνικής φυλής σιή Ν. Βαλκανική ως μια παρένθεση μέσα σε μια θρακοιλλυρική αιωνιότητα, που αρχίζει πολύ πριν έρθουν εδώ οι Έλληνες και συνεχίζεται από τους έκσλαβισμένους σημερινούς Θρακοιλλυριούς. 

«Άπό πανάρχαια εποχή, γράφει ο V. Georgief, κατοικούσαν οι Θρακοιλλυριοί στήν περιοχή του Αιγαίου. 'Εδώ δημιούργησαν εναν υπέροχο πολιτισμό, που κορυφώθηκε στην Κρήτη, στις Μυκήνες και στην Τροία,ώσπου, λαοί βάρβαροι (οι Έλληνες) επέδραμαν από το βορρά και τους υπέταξαν» 34.

Όποιος ξέρει πόσο οι Βούλγαροι κατατρέχονταιαπό το σύμπλεγμα της εθνολογικής κατωτερότητας και πόσο η λεηλασία της ξένης Ιστορίας στάθηκε κανόνας στη σκέψη και στη δράση τους, δε θα έκπλαγή για τη νέα επιβουλή. 

Ασφαλώς όμως θα έκπλαγή και θα χάση την ψυχραιμία του, όταν προχώρηση στους παρακάτω ισχυρισμούς του V. Georgief: 

Επειδή η ιστορική κύκλωση του Ελληνισμού από τους Θρακοιλλυριούς με τον ταυτισμό Προελλήνων και Θρακοιλλυριών άφηνε πολύ μακρόχρονη ιστορική παρουσία στους Έλληνες από τον 20° αιώνα π. Χ. ως τον 20° μ. Χ., δηλ. 4.000 χρόνια, η λαβίδα της ιστορίας έπρεπε να μας συστείλη περισσότερο. 

Ο V. Georgief δημοσίεψε στα 1937 στη Σόφια μια εργασία σε γερμανική γλώσσα με τον τίτλο : Όι φορείς του κρητο μυκηναικού πολιτισμού, η προέλευση τους και η γλώσσα τους» 35. 

Στην εργασία του αυτή προσπαθεί να υποστήριξη ότι όχι μόνον οι Προέλληνες είναι Θρακοιλλυριοί, αλλά και όλες οι παλαιότερες στην Ελλάδα ελληνικές φυλές εκτός από τους Δωριείς. 
Μονάχα οι Δωριείς ήταν Έλληνες. 

Η πρώτη και μόνη ελληνική κάθοδος είναι η δωρική. 
Οι παλαιότερες ελληνικές φυλές, Ίωνες και Αχαιοί, ήταν Θρακοιλλυριοί.
Όχι λοιπόν από τον 20° αιώνα π. Χ., παρά μόλις από τον 12° αρχίζει η παρουσία των Ελλήνων στη νότια Βαλκανική. 
Στην Τροία Θρακοιλλυριοί πολιορκούσαν Θρακοιλλυριούς. Καί το καταπληκτικώτερο: «Σε πρωτοιλλυρική γλώσσα ποιήθηκαν αρχικά και τα ομηρικά έπη » 36.
 Το ότι τα γνώρισε ο κόσμος μόνο σε ελληνική γλώσσα δε σημαίνει τίποτε. 
Είναι μετάφραση που έκαναν οι Έλληνες από τα Ιλλυρικά πρωτότυπα, για να υμνούν κι αυτοί τα κλέη των προκατόχων τους.

Φυσικά, για να είναι συνεπής o V. Georgief, έπρεπε τους Έτρούσκους της Ιταλίας, ως γλωσσικά συγγενείς των Προελλήνων, να τους βγάλη κι αυτούς Θρακοιλλυριούς.

 Καί το έκανε αδίσταχτα σε τρεις αλλεπάλληλες πραγματείες του37, δημοσιευμένες γερμανικά στη Σόφια στα 1938, 1941 και 1943. Τα επιχειρήματα του, γράφει o Ρ. Kretschmer38, είναι κατά μέγα μέρος τόσο αυθαίρετα και στερημένα από αποδεικτική δύναμη, δσο και τα σχετικά με τους Προέλληνες.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ανάμεσα στους γλωσσολόγους δλου του κο σμου μόνο τρεις βρέθηκαν να συμφωνήσουν με τις γνώμες του V. Georgief για τους Προέλληνες. 

Ο ένας είναι ο Βούλγαρος D. Detschef, o άλλος είναι o Γιουγκοσλάβος Μ. Budimir (Arcades ambo!), και τρίτος o Αυστριακός W. Brandenstein, ο ίδιος ακριβώς που με αχαλίνωτη φαντασία και τόλμη είχε υποστηρίξει στα 1937, σ'ένα τουρκικό περιοδικό39, πως οι Προέλληνες και οι Έτρούσκοι ήταν Τούρκοι, και είχαν έρθει και τότε στη Μεσόγειο, όπως και οι νεώτεροι Τούρκοι ξανά στο μεσαίωνα, από την Κεντρική Ασία.

Στην επιστήμη όμως δεν έχουν καμμία σημασία οι καλές η κακές, οι ιδιοτελείς η ανιδιοτελείς προθέσεις.
 Η αλήθεια είναι κι αύτη, όπως η τύχη, τυφλή, και αδιαφορεί σε ποιόν είναι βλαβερή και σε ποιόν ωφέλιμη. Ας ερθουμε λοιπόν στην ουσία.
Τα ανυπέρβλητα εμπόδια, που δεν επιτρέπουν να γίνη δεκτή η θεωρία του V. Georgief, ότι οι Προέλληνες είναι Θρακοιλλυριοί, είναι: 
1) Ότι τίποτε απολύτως από τα γλωσσικά κατάλοιπα των Προελλήνων που είδαμε παραπάνω δεν μπορεί να άποδειχτή ως θρακοιλλυρικό. Οι προελληνικές επιγραφες, όσες διαβάστηκαν, δεν παρουσιάζουν ούτε μια λέξη που να βρέθηκε σε καμμιά θρακοιλλυρική επιγραφή. 
Γιά να εξουδετέρωση το βασικό αυτό εμπόδιο o V. Georgief τι κάνει; Τις αποκηρύσσει απλούστατα.

Σε μια προσφατη εργασία του 40 ισχυρίζεται, χωρίς κανένα επιχείρημα, ότι οι επιγραφές αυτές δεν γράφτηκαν από τους Προέλληνες, αλλά μεταφέρθηκαν κάποτε στην Έλλάδα από τόπο άγνωστο μιάς περιοχής μη ινδοευρωπαικής, η, λέει, γραφτηκαν από ανθρώπους άγνωστους, μη Ίνδοευρωπαίους, που από άγνωστο

μέρος μετανάστευσαν στην αρχαία Ελλάδα σε άγνωστη εποχή, και από άγνοιστα αιτια, και για τους οποίους κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν κάνει πουθενά λόγο. Το άγνωστο λοιπόν διά του άγνωστου. Id est ignotum per ignotius explicare, που έλεγαν οι Λατίνοι.

Οι Προέλληνες είναι Ίνδοευρωπαίοι και για ένα άλλο λόγο, λέγει o V. Georgief 41, γιατί κανένας από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς που μιλούν γι'αυτούς δεν λέει ότι δεν είναι Ίνδοευρωπαίοι. 
Ως αν ήταν δυνατό οι αρχαίοι Έλληνες, που δεν ήξεραν ούτε ότι υπάρχει καν ίνδοευρο)παική γλωσσική οικογένεια, ούτε ότι οι ίδιοι άνηκαν σ'αύτή, ούτε ότι συγγενεύει η γλωσσά τους με καμμιάν άλλη γλωσσά, να διαπιστώσουν με ποιά γλώσσα συγγενεύει η γλώσσα των Προελλήνων. 
To argumentum ex silentio δεν μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθή με χειρότερο τρόπο.
Έπειτα πως σας φαίνεται o παράδοξος και απίστευτος ισχυρισμός του V. Georgief, ότι οι Έλληνες για να κατεβούν στην Ελλάδα διέσχισαν τους Θρακοιλλυριούς σ' ολόκληρη τη Βαλκανική ; 
Ξέρουμε ότι όλοι οι Ινδοευρωπαικοί λαοί απλώθηκαν σε εδάφη γλωσσικώς μη ινδοευρωπαικά. 

Μόνο στους Έλληνες λοιπόν επιφυλάσσονταν η κακή τύχη, μόλις έκαναν να κινηθούν κατά το Νότο, να βρουν τη Βαλκανική ολόκληρη πιασμένη από τους Θρακοιλλυριούς ; αλλά έστω, ας υποθέσουμε ότι αυτό έγινε, μολονότι τίποτε δεν το στηρίζει.

Τότε όμως τι θα ήταν φυσικώτερο από το να μείνουν οι Έλληνες στη θέση τους στην Κεντρική Ευρώπη, η να υποτάξουν, αν μπορούσαν φυσικά, ενα μέρος από τους γείτονες τους Θρακοιλλυριούς, με τους όποίους ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή στους κάμπους της Μεσευρώπης;

 Και τι το πιο αφύσικο και πιο παράδοξο και πιο απίθανο από του να δεχτούμε, έτσι άπλά, χωρίς κανένα απολύτως τεκμήριο, ότι μόλις εμφανίστηκαν στον ορίζοντα οι Έλληνες, o αχανής θρακοιλλυρικός κόσμος της Βαλκανικής έσκίστηκε διά μαγείας σαν Ερυθρή Θάλασσα στα δυό, για να περάση ανεμπόδιστος o ελληνικός Μωϋσής βαδίζοντας τράνσιτο προς τον άγνωστο και αδιέξοδο Νότο, και αμέσως έκλεισε πάλι πίσω από τα βήματα του ; 

Τι προηγούμενα είχαν οι Έλληνες με τους νότιους, τους κάτω από τον Όλυμπο Θρακοιλλυριούς, ώστε παρατρέχοντας δλους τους άλλους, έσπευδαν να δείξουν μονάχα σ' εκείνους την κατακτητική τους μανία; 
Και κάτι ακόμα: 

Αν οι Προέλληνες ήταν μια απλή προέκταση των Θρακοιλλυριών της Βαλκανικης, γιατί τάχα μόνον αύτοι ανέπτυξαν πολιτισμό, τέχνη, γραφή και ό,τι άλλο μας παρουσιάζουν τα αρχαιολογικά τους κατάλοιπα, ένώ οι βορειότεροι ομοεθνείς και ομόγλωσσοί τους Θρακοιλλυριοί τίποτε απ' αυτά δε γνώριρισαν, ούτε στην ιδια εποχή, ούτε αργότερα ; 

Πού είναι τα ανάκτορα των βασιλέων τους σαν τα μινωικά η σαν τα μυκηναικά, που οι θησαυροί τους, οι τοιχογραφίες, τα αγγεία, οι επιγραφές τους; 
Ήταν ποτέ δυνατό ενας Όλυμπος να διχοτόμηση τόσο άνισα από άποψη πολιτισμού ενα μεγάλο ομογλωσσο έθνος ; 
Πως μπορούμε τέτοια άσύστατα, αλλόκοτα και περίεργα πραγματα, που και πιστοποιημένα να ήταν θα προκαλούσαν κατάπληξη, να τα δεχτούμε όταν παρουσιάζονται αστήριχτα και άναπόδειχτα ; 42.

Και αν όλος αυτός ο χάρτινος πύργος περί Θρακοιλλυριών Προελλήνων συναρμολογήθηκε μόνο και μόνο για να δικαιολογηθή η φωνητική ιδιορρυθμία μερικών λέξεων της αρχαίας Ελληνικής, που, ενώ είναι ινδοευρωπαικες, παρουσιάζουν δήθεν όχι καθαρά ελληνική, αλλά θρακοιλλυρική μορφή43, γιατί να μη δεχτούμε ότι οι λέξεις αυτές μεταδόθηκαν στην Ελληνική κατά την περίοδο της μεσευρωπαικής γειτονείας Ελλήνων και Θρακοιλλυριών;

 Ο «πανιλλυρισμός» αυτός, όπως τον ονομάζει ειρωνικά ο Kretschmer, είναι και ιστορικά αδύνατος, γιατί, όπως παρατηρεί ο ίδιος, καταλογίζει στους Θρακοιλλυριούς αριθμητική δύναμη και γειογραφική έκταση κολοσσιαία επάνω στη Βαλκανική, την Ιταλική Χερσόνησο και τη Μ. 'Ασία, που σε μια τόσο αρχαία εποχή κόμμιά εθνότητα δεν μπορούσε να έχη.
Αυτά για τον ταυτισμό των Προελλήνων με τους Θρακοιλλυριούς. Γιά τον άλλο, τον αχαρακτήριστο Ισχυρισμό, ότι και οι πρώτες ελληνικές φυλές, δηλ. οι Ίωνες και οι Αχαιοί, ήταν κι αυτές θρακοιλλυρικές, και ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός, ο μυκηναικός, και ο τρωικός πόλεμος, έργα Θρακοιλλυριών, τα ομηρικά έπη, δημιουργήματα θρακοιλλυρικά, που οι Έλληνες δήθεν τα μετέφρασαν και τα σφετερίστηκαν, μπορεί κανείς να καγχάση η να πη μαζί με κάποιον κριτή των ισχυρισμών του Georgief ότι η ευγένεια επιβάλλει να σιωπήσουμε (die Höflichkeit gebietet zu schweigen), η να συμφωνήση με τον Ρ. Kretschmer ότι ο V. Georgief με τους ισχυρισμούς του αυτούς ανεβαίνει σε μια τόσο φαντασιώδη αυθαιρεσία, ώστε μας εμποδίζει να τον πάρουμε στα σοβαρά αλλά η ιστορία και η λογική είναι πιο ευγλωττες από τον καγχασμό, την ευγενική σιωπή και την περιφρόνηση.

Καί ιδού γιατί:

 Πως ποτέ μπορούσαν οι μόνοι Έλληνες να είναι οι Δωριείς, που πρωτοήρθαν στην Ελλάδα περί το 1100 π.Χ., άφού και οι άλλοι, οι παλαιότεροι, οι μη Δωριείς Έλληνες είχαν διατηρήσει την ανάμνηση της όψιμης δωρικής καθόδου, που την ονόμαζαν κάθοδο των Ηρακλείδων;
 Καί το κυριώτερο :
 Οι ελληνικές υπερπόντιες αποικίες των Ιώνων και των Αχαιών έξω από την Ελλάδα αρχίζουν τον 14° αιώνα π. Χ., και για να γίνουν προϋποθέτουν μακρόχρονη διαμονή των φυλών αυτών στην Ελλάδα και υπερπληθυσμό.

 Οι Έλληνες αυτοί άποικοι είναι εξακριβωμένο πως μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες γλώσσα ελληνική, όπιος π. χ. οι Αχαιοί στην Κύπρο. αλλά πως μπορούσε ποτέ να μεταφερθή τόσο νωρίς ελληνική γλώσσα από την Ελλάδα στις υπερπόντιες αποικίες, αν οι Έλληνες πρωτοκατέβηκαν στην Ελλάδα μόλις γύρω από το 1100 π. Χ ; 
Τέλος ο ισχυρισμός ότι τα ομηρικά έπη μεταφράστηκαν στην Ελληνική από θρακοιλλυρικά πρωτότυπα μαρτυρεί εκπληκτική άγνοια των προβλημάτων που παρουσιάζει η βαθμιαία γένεση των ποιημάτων του ομηρικού και γενικά του έπικοϋ κύκλου. 
Γι' αυτό και όσοι ασχολούνται με το ομηρικό ζήτημα δε θεώρησαν τη γνώμη του Βουλγάρου γλωσσολόγου άξια ούιε ανασκευής ούτε καν μνείας.

 Θα μπορούσε μονάχα να ρωτήση κανείς: 

Οι Έλληνες, που τόσο πολύ σεβάστηκαν τα προελληνικά ονόματα, πως συνέβη μεταφέροντας στη γλώσσα τους τις επικές δόξες των Θρακοιλλυριών να μη διατηρήσουν μέσα στα ομηρικά έπη ούτε ενα θρακοιλλυρικό όνο μα ελλαδικού ήρωα ;

Το τελευταίο μυστικό από την εθνική καταγωγή των Προελλήνων βρισκεται χαραγμένο με άγνωστο αλφάβητο και σε άγνωστη γλώσσα στις χιλιάδες των προελληνικών επιγραφών45. 

Οι δυσκολίες για να διαβαστούν κάποτε οι επιγραφές αυτές είναι κατά τον Α. Evans για πάντα ανυπέρβλητες, κατά τον Ρ. Kretschmer και άλλους, πολύ μεγάλες. 

Ζητούμε να λύσουμε ενα προβλημα με δυό άγνωστους συντελεστές, τη γλώσσα και τη γραφή. 

Γιά να γνωρίσουμε τη γλώσσα, πρέπει να βρούμε πρώτα τι φθόγγους παριστούν τα γράμματα των επιγραφών. 
Αλλά και για να βρούμε τι προφορά έχουν τα γράμματα, πρέπει να ξέρουμε τη γλώσσα. Από τον φαύλο αυτόν κύκλο μόνο η ανεύρεση μιάς δίγλωσσης επιγραφής, όπως έγινε για τα ιερογλυφικά με την επιγραφή της Ροζέττας, θα μπορούσε να μας βγάλη.


 Στις δυσκολίες αυτές προσιέθηκε τελευταία κι άλλη : 

Οι τελευταίες ανασκαφές στην Πύλο, στις Μυκήνες κ.α. φέρνουν στο φως ολοένα και περισσότερες επιγραφές με προελληνικό αλφάβητο, που ανήκουν στον 14° και 13° αιώνα π. Χ., δηλ. σε εποχή που τις ακροπόλεις αυτές τις κατέχουν ελληνικές φυλές, άρα είναι πολύ πιθανό οι επιγραφές αυτές να εικονίζουν γλώσσα ελληνική *. 

Στην περίπτωση αύτη όσοι πειραματίζονται με υποθετικές αναγνώσεις των επιγραφων αυτών, Έλληνες και ξένοι, δεν ξέρουν σε ποιά γλώσσα να στηρίξουν τις υποθετικές αναγνώσεις τους.

Όταν, όπως έγινε και για άλλες άγνωστες γραφές, καίίώς η σφηνοειδης των Άσσυροβαβυλωνίων και η ιερογλυφική των Αιγυπτίων, βρεθή το κλειδί και της προελληνικής γραφής και κατανοηθή η γλώσσα των επιγραφων της, η εθνικότητα των Προελλήνων — όποια και να είναι — θα• γίνη μια λεπτομέρεια ασήμαντη μέσα στο εξαίσιο θέαμα ενός άγνωστου, πανάρχαιου και εξωτικού κόσμου, που ακάλυπτος θα λάμψη στα μάτια μας και θα μας μιλήση ο ίδιος στη γλώσσα του.


*. Σημ. Πριν τυπωθή η παραπάνω ομιλία μου έφτασαν χαρμόσυνες ειδήσεις, ότι στη Σουηδία και στην Αγγλία συγχρόνως βρέθηκε το κλειδί της προελληνικής γραφής, ότι άρχισαν να διαβάζωνται οι επιγραφές της Πύλου και των Μυκηνών και ότι παρουσιάζουν γλώσσα αναμφισβήτητα ελληνική! Είναι η γλώσσα των Αχαιών του 14ου και 13ου αίώνα π. Χ., πολύ πριν κατεβούν στην Ελλάδα οι Δωριείς (οι πρώτοι και μόνοι Έλληνες κατά xöv V. Georgief), εκείνων δηλ. ακριβώς που ο Βούλγαρος γλωσσολόγος αγωνίστηκε να τους παρουσίαση ως Θρακοιλλυριούς.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



1. Ότι οί Ίωνες κατέβηκαν πρώτοι στήν Ελλάδα καί όχι οί Αχαιοί, όπως νόμιζαν ol Ε. Meyer καί Busolt, βλ. Ρ. Kretschmer στήν Glotta 1, 11.
2. Γιά τό μελαχροινό χρώμα τών Προελλήνων βλ. Ρ. Kretschmer στήν Glotta25, 5.
3. Ότι οί Ίνδοευρωπαΐοι ήταν ξανθοί καί γαλανοί βλ. W. Sieglinq, Die blonden Haare der indogermanischen Völker des Altertums. Eine Sammlung der antiken Zeugnisse als Beitrag zur Indogerinanenfrage. (München 1935). Πβ. Ρ. Kretschmer στήν Glotta 27, 4 κέξ.
4.Βλ. R. Uussand, Les civilisations prehelleniques dans le bassin de la ruer d'Egee. (Paris 1914), Σ. Ν. Μαρινάτου, ο αρχαίος κρητικός πολιτισμός. ('Εν Αθήναις 1927).
5. Ήρόδ. 1,56. «(Κροίσος] εύρισκε Λακεδαιμονίους και ' Αθηναίονς προέχοντας, τους μεν τοϋ Δωρικού γένους, τούς δε του Ίωνιχοϋ. Ταϋτα γαρ ην τα προχεχριμένα, έόντα τό άρχαϊον το μεν Πελασγιχόν, τό δε Έλληνιχόν εθνος». Πβ. καί δσα λέγει γιά τούς Ίωνες τών νησιών 7, 95 «καί τοντο Πελασγιχόν εθνος, ύστερον δε Ίωνιχόν έκλήθη*.
6. Έτσι κατά τή μετάφραση τοΰ Α. Έφταλιώτη. Τό αρχαίο κείμενο (Όδύσσ. Τ 174) είναι:
έν δ' άνθρωποι πολλοί, άπειρέσιοι, καί ένενήχοντα πόληες. "Αλλη δ'άλλων γλώσσα μεμιγμένη   έν μεν Αχαιοί, έν δ' Έτεόχρητες μεγαλήτορες, έν δέ Κύδωνες Δωριέες τε τριχάιχες δϊοί τε Πελασγοί.
7. Ήρόδ. 1, 58. «Τό έλληνιχόν από μιχροΰ τευ χατ' αρχήν όρμεόμενον ηυζετο ες πλήΰος έθνέων, Πελασγών μάλιστα προσχεχωρηχότων αύτφ χαι άλλων έΰνέων βαρβάρων συχνών». Πβ. Θουκυδ. 1, 3, 1.
8. Ήρόδ. 1, 57. «"Ηντινα δέ γλώσσαν ΐεσαν οί Πελασγοί οΰχ εχω άτρεχέοίς είπαι' εί δε χρεών έατι τεχμαιρόμενον λέγειν... ήσαν οί Πελασγοί βάρβαρον γλώσσαν ίέντες».
9. Ήρόδ. 2, 57. «Τό Άττιχόν εθνος, τόν Πελασγικόν, άμα τη μεταβολή τη ΐς Έλ­ληνας και τήν γλώσσαν μετέβαλε» .
10. Ήρόδ. 5, 20 «ό Ότάνης... είλε Λήμνόν τε χαι Ίμβρον, άμψοτέρας έτι  τότε υπό Πελασγών οίχεομένας*.
11. Ήρόδ. 2 56 «τής νϋν Έλλάδος, πρότερον δέ Πελασγίης χαλευμένης*.
12. Θουκυδ. 4, 109 «αΐ οίχυϋνται ξνμμείχτοις εθνεσι βαρβάρων δίγλωσσων, και τι και Χαλχιδικόν ενι βραχύ, τό δέ πλείστον Πελασγικόν, τών και Λήμνόν ποτε χαι 'Αθήνας Τυρσηνών οίκησάντων*.
13. Στράβ. 7, 321 «Εκαταίος μέν ουν ο Μιλήσιος περί τής Πελοποννήσου ψηαίν, ότι προ τών Ελλήνων ψχησαν αυτήν βάρβαροι. Σχεδόν δέ τι σύμπασα ή Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε τό παλαιόν*.
14. Σχολ. 'Απολλ. Ροδ. I 608. «Τυρσηνοί γαρ αυτήν ωχησαν βλαπτιχώτατοι όντες* .
15. 'Οδύσσ. Θ 294 «("Ηφαιστος) οΐχεται ες Λήμνον μετά Σίντιας άγριοφώνους*. Καί ο σχολιαστής τής Όδύσσειας Ελλάνικος ερμηνεύοντας τόν ίδιο στίχο χαρακτη­ρίζει τους κατοίκους τής Λήμνου €μιξέλληνας».
16. θουκυδ. 1, 8 «Καί ούχ ήοσον λησταί ήσαν οί νησιώται, Κάρες όντες και Φοί­νικες" οΰτοι γάρ τάς πλείστος τών νήσων ωκησαν.
17. Στράβ. 14, 661 «Πολλών δέ λόγων είρημένων περί Καρών o μάλισθ' όμολογονμενός έστιν οντος, ότι οί Κάρες..., τότε Λέλεγες καλούμενοι, τάς νήσους έχουν».
18. Τό όνομα Πελασγοί ερμηνεύεται σήμερα από τό * Πελαγσγοί, καί τοϋτο από τό πέλαγος, πού αρχικά σήμαινε Όμαλή επιφάνεια», (πβ. αλός έν πελάγεασι, άλιον πέλαγος, πόνιιον πέλαγος) καί «κάμπος». Πελασγοί ονομάστηκαν από τούς Έλληνες αρχικά οι καμπήσιοι ιθαγενείς, οί Προέλληνες πού κατείχαν καί καλλιεργούσαν τις πεδιάδες.

19. Ίλ. Π. 233 «Ζεν ανα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, χηλόθι ναίων,ΙΔωδώνης μεδέων δυσχειμέρον» .
20. Άπό τό πλήθος τών σχετικών εργασιών βλ. C. Schuchhardt, Die Indogermanisierung Griechenlands. Die Antike 9, 303 κέξ., 4. Debrunner, Die Be­siedlung des alten Griechenland im Licht der Sprachwissenschaft. Neues Jahr­buchfür kl. Altertum 21, 433 κέξ.
21.      Προελληνική επίδραση στήν ίιονική διάλεκιο θεωρούν μερικοί τήν τροπή τοΰ μακροΰ α σέ η, τήν τροπή τοΰ τ< σέ σι (Ποτιδάων Ποσειδών, εΐκοιι  είκοσι, ίχοντι εχουσι) κ. ά.
22. Βλ. Ε. Ries, Quae res et qua vocabula a gentibus seruiticis in Graeciam pervenerint. (Breslau 1890), MussArnold, Semitic words in Greek and Latin. Trans, of the Ann. Philol. Ass. 23,35 156, A. Müller, Semitische Lehnworte im älteren Griechisch. Bezz. Beitr. 1, 273, όπου καί προγενέστερη βιβλιογραφία.
23. W. Spiegelberg, Aegyptische Lehnwörter in der älteren griechischen Sprache. Kuhn's Zeitschr. 41, 127 κέξ.
24. Ρ. Kretschmer, στήν Glotta 28, 252.
25. Ρ. Kretschmer, Pelasger und Etrusker, στήν Glotta 11, 276 κεξ.
26. Ή σπουδή τής Ετρουσκικής πήρε μεγάλη ανάπτυξη ιδίως στήν Ιταλία από τό 1928, μέ τήν ίδρυση τής Έπιτροπής Ετρουσκικών Μελετών», πού εκδίδει τό περιο­δικό «Studi Etrusci». Νέο υλικό γιά τήν Ετρουσκική συγκεντρώνει ο Ε. Vetter στήν Glotta 28, 117231. 29, 205219.
27. Βλ. Ρ. Kretschmer, Einleitung in die Geschichte der griechischen Spra­che. (Göttingen 1896), A. Fick, Vorgriechische Ortsnamen als Quelle für die Vorgeschichte Griechenlands. (Göttingen 1905).
28. Περισσότερα παραδείγματα βλ. G. Glotz, La civilisation egeenne, o. 441, Γ. Ν. Χατζιδάκη στήν "Αθηνά 42, 83 κέξ. Πβ. //. Frisk, Grekiskan och det egeiska substratet. Apophoreta Gotoburg V. Lundström oblata, σ. 171185.
29. Βλ. C. Pauli, Eine vorgriechische Inschrift von Lemnos. 2 τόμοι (Leip­zig 188694), A. Torp, Die vorgriechische Inschrift von Lemnos. (Christiania 1903), E. Nachmanson, Die vorgriechischen Inschriften von Lemnos. Ath. Mitt. 1908,47 κέξ., S. P. Cortsen, Die lemnische Inschrift. Glotta 18, 101 κέξ., P.Kretschmer,Die tyrrhenischen Inschriften der Stele von Lemnos. Glotta 29,89  98.
30. A. Meidet, Apergu d'une histoire de la lanque grecque', σ. 32 «en passant de l'indoeuropeen au grec commun, on entre dans un monde nouveau».
31. P. Kretschmer, Einleitung in die Geschichte der griechischen Sprache. (Göttingen 1896).
32. P. Kretschmer, Die protindogermanische Schicht. Glotta 14, 302 κέξ., τοΰ ίδιου, Die ältesten Sprachschichten auf Kreta, Glotta 31, 120.
33. P. Kretschmer, Die vorgriechischen Sprach  und Volksschichten. Glotta 28, 234  278, 30, 84  218, 244  246.
34. V. Georgief, Die Träger der kretisch  mykenischen Kultur, ihre Her­kunft und ihre Sprache, I (Sofia 1937). Zusammenfassung. Πβ. τού ίδιου, Vor­griechische Sprachwissenschaft. (Sofia 1941).
35. Στό ίδιο.
36. Στό ίδιο. «In urillyrischer Sprache waren auch die homerischen Epen zuerst abgefasst».
37. Georgief, Die Sprache der Etrusker. (Sofia 1938),— Das Schicksal der idg. ο  Deklination im Etruskischen. (Sofia 1941),—Die sprachliche Zuge­hörigkeit der Etrusker. (Sofia 1943).

38. Kretschmer, στήν Glotta 27, 3 «seine Etymologien sind grossenteils so willkürlich und ohne Beweiskraft, wie im I. Teil».
39. Brandenstein, Sprachliches zur Urgeschichte der Etrusker und Tyrrhener. Bulletin, Istanbul 1937, σ. 745 κέξ.
40. Georgief, Etat actuel des etudes de linguistique prehellenique. Studia linguistica 2 (1948), 71.
41. Georgief, στό ίδιο, ο. 71.

42. Γιά τήν ιστορία καί μόνο πρέπει νά σημειοιθή εδώ ότι ανάλογα πράγματα υποστήριξαν καί ο Θωμόπουλος, Πελασγικά, ήτοι περί τής γλώσσης τών Πελασγών (Αθήναι 1912), πού προσπαθεί νά έξηγήση τά προελληνικά μέ τή βοήθεια τής Αλβα­νικής, καί ο Ν. 'Ελευθεριάδης, Πελασγική Ελλάς, οί Προέλληνες (Αθήναι 1931), πού θεωρεί τούς Προέλληνες Σημίτες, καί τά ομηρικά έπη μετάφραση σημιτικών προελ­ληνικών έπων. αλλά καί οί δυό αύιοί είχαν τό ελαφρυντικό ότι ουτε γλωσσολόγοι, ουτε κάν φιλόλογοι ήταν, ασχολούνταν δηλ. μέ τά ζητήματα αυτά σάν ερασιτέχνες, άρα ανεύθυνα καί άσυνόριστα. (Βλ. κρίση τού Γ. Ν. Χατζιδάκη στήν Άθηνα 43, 41 κέξ.). Στις μέρες μας άλλος ερασιτέχνης οπαδός τού Ν. Ελευθεριάδη, ο κ. Δ. Η. Τζιόρτζογλου, μέ μοναδικό εφόδιο τό λεξικό τής Τουρκικής τοΰ o Χλωρού, εκδίδει σειρά από φυλλάδια, μέ τόν τίτλο «Έτυμολογίαι καί εξηγήσεις τών πελασγικής προελεύσεως ελληνικών λέξεων»(Μιιτιλήνη 1949 κέξ.),όπου εξηγεί καθε τι τό προελληνικό ώς αραβικό !

43. Ώς δείγμα τής μεθόδου μέ τήν οποίαν εργάζεται ο V. Georgief γιά νά στηρίξη ιή θεωρία του ότι οί Προέλληνες είναι Θρακοϊλλυριοί, επειδή δήθεν μερι­κές ινδοευρωπαϊκές λέξεις τής Ελληνικής παρουσιάζουν μορφή θρακοϊλλυρική, ανα­φέρω τό εξής : Τή λέξη άσάμινθος— λουτήρας μπάνιου ιή σχετίζει μέ τό έλλην. ακμών = πέτρα καί δέχεται ότι ιό ο οφείλεται σέ τροπή τοΰ κ σέ ο, πού γίνεται στις γλώσ­σες satem, όπως στήν Ινδική, όπου τό ακμών έγινε asman. αλλά ο λουτήρας, όπως πι­στοποιεί ή Αρχαιολογία ήταν πάντα από πηλό, από μέταλλο ή από ξύλο, ποτέ όμως από πέτρα. Καί από πέτρα όμως νά ήταν, δέν είναι νοητό γιατί έπρεπε νά ονομάζεται πέτρα ή πέτρινος. Ο Α. Mayer στήν Glotta 32, 58 παράγει τό άοάμινθος από τό άσσυρ. assammu= δοχείο νεροϋ. Όί περισσότερες ετυμολογίες τοΰ V. Georgief», γράφει ο Kretschmer στήν Glotta 27, 2, «είναι τόσο αυθαίρετες καί σκοτεινές, ώστε περισ­σότερο εξασθενούν παρά ενισχύουν τή  θρακοϊλλυρική θεωρία του».

44. Ρ. Kretschmer στήν Glotta 27, 2. «Unverständlich ist es mir aber, wie Georgief den aiolischen Dialekt für illyrisch, das homerische Epos für das Volks­epos der Urillyrier, die Achäer und damit auch die Träger der raykenischen Kultur für lllyrier erklären kann. Hier versteigt er sich zu einer phantasti­schen Willkur, die nicht mehr ernst genommen werden kann». Παρά τις κρίσεις αυτές, ο V. Georgief επανέρχεται στή θεωρία του μέ επιμονή σέ μιά πρόσφατη ερ­γασία του μέ τόν τίτλο Etat actuel des etudes de linguistique prehellenique, στό σουηδικό περιοδικό Studia linguistica (Lund) 2 (1948) 6992.


45. Άπό τό μέγα πλήθος τών σχετικών πραγματειών βλ. Στ. Ξανθουδίδου, Προϊστορική γραφή έν Κρήτη. ΆΟηνά 18, 560581, Α. Evans, Scripta Minoa I (Oxford 1909), G. Ipsen, Der Diskus von Phaistos. Ein Versuch zur Entziffe­rung. Indog. Forsch. 47, 141, Γ. Ε. Μυλωνά, ο ενεπίγραφος έτερόστομος άμφορεύς τής Έλευσίνος καί ή ελλαδική γραφή. Άρχ. Έφημ. 1936, σ. 61  100, G. Puqliese Carratelli, Γ,ε inscrizioni preelleniche di Haghia Triada in Creta e della Greeia Peninsulare (1945), B. Hrozny', Kretas und Vorgriechenlands Inschriften, Ge­schichte und Kultur. Ein Entzifferungsversuch. Archiv Orientalny'14 (1943), τοΰ ίδιου, Les inscriptions cretoises II. Archiv Orientalny' 15 (1946), P. Kretschmer, Die Inschriften von Praisos und die eteokretische Sprache (1946).


Η εξ Άργους καταγωγή των Μακεδόνων βασιλέων.

$
0
0
Δωριείς μαχητές.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΥΙΟΚΑΣ 
Επίτιμος Δικηγόρος
Διάλεξις δοθείσα την 22η Φεβρουαρίου 1975, 
υπό την αιγίδα της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής  Αδελφότητος .

(Οι  εικόνες επιλογή Yauna)




Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΡΓΕΑΔΩΝ  ΤΗΜΕΝΙΔΩΝ
ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.

Η Μακεδονική δυναστεία κατά τους ιστορικούς χρόνους εκαυχάτο ότι κατήγετο εξ απογόνων του μυθικού ήρωος Ήρακλέους και οι βασιλείς της ελέγοντο Αργεάδαι και Τημενίδαι.

Τούτο προκύπτει, όχι μόνον εκ πολλών νομισμάτων, άλλα και εκ της Στοάς, την οποίαν είχεν ανεγείρει εις Δήλον ο Αντίγονος Γόνατος, βασιλεύς της Μακεδονίας (283—239 π. Χρ.) , υιός του Δημητρίου του ΙΙολιορκητού και εγγονός του Αντιγόνου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Είς την Στοάν ταύτη, ετοποθέτησε σειράν ανδριάντων των βασιλέων της Μακεδονίας, αρχήν ποιούμενος από το άγαλμα του Ηρακλέους.

Επίσης προκύπτει εκ του ιστορικού γεγονότος ότι ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α',
όστις διεδραιμάτισεν ελληνικώτατων μέρος εις την μάχην των Πλαταιών, —ότε είχε συνεκστρατεύσει υποχρεωτικώς μετά των Περσών— με τίτλον την καταγωγήν του ως Αργεάδου  Τημενίδου μετέσχε των Ολλυμπιακών αγώνων κατά το έτος 496 π. Χρ.'

Όμοίως προκύπτει και εκ του χρησμού της Σίβυλλας, ως αναφέρες ο Παυσανίας, περί της καταστροφής του Μακεδονικου Βασιλείου, ότι οι Μακεδόνες βασιλείς εκαλούντο Αργεάδαι, ως ελκοντες την κατχγωγήν των εκ των μυθολογικών βασιλέων του Άργους. ο χρησμός της Σίβυλλας έχει ως εξής:

Αυχούντες βασιλεύσι    Μακηδόνες    Αργεάδησιν,
ύμίν κοιρανέων αγαθόν και πήμα Φίλιππος,
ήτοι ο μεν πρότερος πόλεσι λαοΐσι τ' άνακτας θήσει'
ο δ' όπλότερος   τιμήν από πασαν όλέσσει δμηθεΐς 
έσπερίοισιν ύπ' άνδράσιν ήώοις τε. 

Δηλαδή κατ' ελευθέραν μετάφρασιν: 

Σείς οι Μακεδόνες, καυχάσθε δια τους Άργεάδας βασιλείς σας, 
 άλλα ο Φίλιππος που βασιλεύει είναι ο καλός και ο κακός σας δαίμων, 
Φίλιππος Β'
διότι ο μέν πρεσβύτερος (εννοεί τον Φίλιππον τον Β', πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου) 
θα εγκαταστήση βασιλείς εις λαούς και πόλεις,
ο δε νεώτερος (εννοεί τον Φίλιππον τον Ε', όστις ήττήθη υπό των Ρωμαίων εις την θέσιν Κυνός Κεφαλα'ι της   Θεσσαλίας)
 θα χάση πασαν δόξαν, ηττημένος υπό ανδρών της Δύσεως και της Ανατολής. 
Φίλιππος Ε΄

Βλέπομεν ότι η Σίβυλλα ονομάζει τους Μακεδόνας βασιλείς  Αργεάδας.

Ωσαύτως ο πατήρ της Ιστορία Ηρόδοτος, αφηγούμενος την υπό του Μαρδονίου αποστολήν του  Αλεξάνδρου του Α', υίού του Αμύντου, βασιλέως της Μακεδονίας ως πρεσβευτού πρός τους Αθηναίους, ίνα τους πείση να συμπράξουν μετ΄ αυτού, μας πληροφορεί
ότι ιδρυταί της Μακεδόνικης δυναστείας ήσαν τρεις αδελφοί Τημενίδαι, 
οίτινες έφυγον άπό το  Άργο;ς προς. τους Ιλλυριούς και κατόπιν περιπετειών ήλθον εις  Εδεσσαν και εγκατέστησαν εκεί την πρωτεύουσαν του βασιλείου των, όνομάσαντες αυτήν Αίγας. 

Βλέπομεν ότι ο Ηρόδοτος ομιλεί ενταύθα περί απογόνων του Τημένου (Τημενιδών) , όστις ήτο Ηρακλείδης, πρεσβύτερος υιός του Άριστομάχου, του πεσόντος κατά την δευτέρααν κάθοδον των Ηρακλείδων.

Υπό την αρχηγίαν του Τημένου εγινεν η τρίτη κάθοδος των Ηρακλείδων, ήτις απέβη και τελεσφόρος, διότι ο Τήμενος ενίκησε τόν βασιλέα των Αχαιών Τισσαμενόν, υίόν του Όρέστου
και εγγονόν του  Ατρείδου Αγαμέμνονοςκαι διένειμε μετά των αδελφών του Κρεσφόντου και Αριστοδήμου την νοτίαν Πελοπόννησον.

Έλαβον ο μεν Τήμενος το Αργός,
ο δέ Κρεσφόντης την Μεσσηνίαν και τα ανήλικα τέκνα του εν τω μεταξύ αποβιώσαντος Αριστοδήμου, 
Εύρυσθένης και Προκλής, την Λακωνικήν.

Είναι ιστορικώς δεδομένον ότι οι βασιλείς της Μακεδονίας, όχι απλώς ώνομάζοντο απόγονοι των 'Αργεαδών Τημενιδών, άλλα και εκαυχώντο δια την καταγωγήν των ταύτην.
Θα ήδύνατό τις να υποθέση ότι ο Ηρόδοτος μεταφέρει ενα μύθον, μίαν παράδοσιν, την οποίαν δέν ήλεγξεν, ούτε ηδυνήθη να εξακρίβωση και να αποσαφήνιση.

Αλλά και ο Θουκυδίδης, όστις θεωρείται περισσότερον αξιόπιστος ιστορικός, διότι ήλεγχεν επιμελώς τάς πληροφορίας και τας παραδόσεις, γράφει ότι

«τήν δέ περί θάλασσαν νύν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ο ΙΙερδίκκου πατήρ και πρόγονοι αύτού, Τημενίδαι το άρχαίον όντες εξ Αργούς, πρώτον έκτήσαντο και έβασίλευσαν».

Οι ιδρυταί της δυναστείας του βασιλείου της Μακεδονίας ονομάζονται και ύπό του Θουκυδίδου Τημενίδαι, έλκοντες την καταγωγήν εκ του Αργούς.

Γεννάται όμως ευλόγως το ζήτημα εκ τίνος  Αργούς είλκον την καταγωγήν των οι  Αργεάδαι  Τημενίδαι, βασιλείς της Μακεδονίας, καυχόμενοι ότι ήσαν απόγονοι των Ηρακλείδων, και ποίον ήτο το λΐκνον των προγόνων των, το  Αργός της Πελοποννήσου η το Αργός Όρεστικον της Όρεστίδος;

 Διότι είναι αληθές ότι εις το Αργός της Πελοποννήσου υπήρχεν η παράδοσις  ότι οι Μακεδόνες βασιλεΐς είλκον εκείθεν την αρχαίαν καταγωγήν των και δι' αυτό οι κάτοικοι της ιστορικής ταύτης πόλεως ήσαν πάντοτε θερμοί ύποστηρικται της Μακεδονικής Μοναρχίας μέχρι της  καταλύσεως αυτής ύπό των Ρωμαίων.

Αλλά υπάρχει και άλλη εκδοχή στηριζομένη και εις γραπτάς παραδόσεις, καθ΄ ήν το λΐκνον της δυναστείας των Μακεδόνων βασιλέων υπήρξε το  Αργος Όρεστικόν και ότι η ονομασία των ως Αργεαδών προήλθεν ουχί από το Άργος, άλλά από τον βασιλέα  Αργαίον, όστις έβασίλευσεν είς Μακεδονίαν προ του Φιλίππου του Α' και ήτο υιός του Περδίκκου.
Η εκδοχή αύτη στηρίζεται εις την μαρτυρίαν του ιστορικού  Αππιανού του Άλεξανδρέως

«Άργος άλευόμενος το πεπρωμένον εις έτος ήξει. "Εν δ' Άργει πελάσας, τότε, τέν παρά μοίραν όλοιο.
Ο μήν δή Αργός το Πελοποννήσιον και  Άργος το 'Αμφιλοχικόν και  Αργός το εν "Ορεστεία (όθεν  Αργεάδαι Μακεδόνες) .
Κατά την γραπτήν αυτήν παράδοσιν προσδιορίζεται ότι οι Μακεδόνες βασιλείς κατήγοντο άπό το "Αργός Όρεστικόν και ουχί άπό το Άργος της Πελοποννήσου».

Ποία εκ των δύο τούτων εκδοχών είναι η ορθότερα και η επικρατέστερας εις διάλεξίν μου δοθείσαν εις την αίθουσαν της Εταιρείας Μακεδόνικων Σπουδών προ ετών υπεστήριξα την δευτέραν ταύτην άποψιν παρεμπιπτόντως, διότι άλλο ήτο το βασικόν θέμα της ομιλίας μου.

 Έπεκρίθην όμως υπό του καθηγητού κ.  Α. Κανατσούλη, υποστήριξαντος την πρώτην αποψιν.

Φρονώ ότι η επίκρισις ήτο αβάσιμος και δι  αυτό έθεώρησα άξιον ιδιαιτέρας διαλευκάνσεως το θέμα τούτο.
Ως Δυτικομακεδών, καταγόμενος εκ της ιστορικής πόλεως Καστοριάς, έθεώρουν την Ορεστίδα, ως την πρώτην κοιτίδα της δυναστείας των Μακεδόνων Βασιλέων, αλλ΄ έφ' όσον η Ορθότης της απόψεως μου ήμφεσβητήθη, εθεώρησα καθήκον μου να την θεμελιώσω επιστημονικώς και το πόρισμα των ερευνών μου να το κατάστησω εύρύτερον γνωστόν.
Αυτό είναι το αντικείμενων της παρούσης διαλέξεώς μου.
Θά εκθέσω τα επιχειρήματα, τα οποία παρέταξαν οι οπαδοί μιας εκάστης των δύο απόψεων και κατόπιν θα καταλήξω εις το επικρατέστερων συμπέρασμα επί της καταγωγής των Άργεαδών Τημενιδών —απογόνων του  μυθικού ήρωος Ηρακλέους.

Έν πρώτοις δέον να λεχθή ότι, όχι μόνον οι βασιλείς της Μακεδονίας εκαυχώντο ότι ήσαν Ήρακλείδαι, αλλά καί πλεϊστοι άλλοι, ως επί παραδείγματι οι βασιλείς της Μεσσηνίας, της Λυγκηστίδος, της Όρεστίδος, της Κορινθίας, της Θεσσαλίας (οι Αλευαδαι) κ.λ.π.
 Δηλαδή κοινή καταγωγή βασιλέων συνδέουν τήν Πελοπόννησον με την Κεντρικήν και την Δυτικήν Μακεδονίαν και με τήν Θεσσαλίαν.

 ΙΙώς επεκράτησαν αι μυθολογικαί και ιστορικαί αυταί παραδόσεις;

Ο κ. Απόστολος Δασκαλάκης και ο ακολουθήσας αύτον κ. Δ. Κανατσούλης υποστηρίζοντες τήν άποψιν ότι οι ιδρυταί της δυναστείας τών Μακεδόνων βασιλέων ήλθον έξ   Άργους της Πελοποννήσου και έγκατεστάθησαν εις την Έδεσσαν, την οποίαν ώνόμασαν Αίγας, στηρίζονται είς κείμενον του πατρός τής Ιστορίας Ηροδότου, όστις περιγράφει τήν τοιαύτην  μετακίνησιν.

Κατ΄  ελευθέραν μετάφρασιν η περικοπή αύτη του Ηροδότου εχει ως εξής:



 «Αυτός ο Αλέξανδρος (εννοεί τον Α') ήτο απόγονος της εβδόμης γενεάς του Περδίκκα, ο οποίος απέκτησε την βασιλείαν εις την Μακεδονίαν κατά τον εξής τρόπον:

 Τρεις αδελφοί εκ των απογόνων του Τημένου από το Άργος  κατέφυγον εις την Ίλλυρίαν ο Γαυάνης, ο  Αέροπος και ο Περδίκκας και από την Ίλλυρίαν, διαβάντες (πιθανώς την όροσειράν του Σκάρδου) την περιοχήν της  Ανω Μακεδονίας έφθασαν εις την πόλιν Λεβαίαν.

 Εκεί εγένοντο μισθωτοί βοσκοί του βασιλέως. 
Ο εις έβοσκε τους ίππους, ο έτερος τους βους και ο νεώτερος, ο ΙΙερδίκκας, τα αιγοπρόβατα. 

Κατά τους χρόνους εκείνους, όχι μόνον οι δημόται. αλλά και οι βασιλείς ήσαν πτωχοί χρημάτων, η δέ γυνή του βασιλέως έψηνεν αυτοπροσώπως τους άρτους της οικογενείας.
Όταν όμως έψηνε τόν άρτον του μικρού ύπηρέτου, του Περδίκκα, έδιπλασιάζετο κατ΄ όγκον αυτομάτως.
 Επειδή το αυτό συνεβαινε πάντοτε, άνεκοίνωσε το φαινόμενων τούτο εις τον σύζυγόν της.

 Ούτος όμως μόλις το ήκουσεν εσκέφθη ότι ήτο θαύμα και θα προμήνυε κάτι μεγάλον.
Εκάλεσε τότε   τους ύπηρετας του τούτους και τους διέταξε να φύγουν από το βασιλειόν του.

Εκείνοι όμως απήντησαν ότι δικαιούνται πριν φύγουν να λάβουν τους καθυστερημένους μισθούς. 

Οταν ο βασιλεύς ήκουσε την αξίωσιν των μισθών, εγένετο έξαλλος (θεοβλαβής) και επειδή εκείνην την στιγμήν ο ήλιος είσεχώρει εκ της καπνοδόχου εις την οίκίαν τους έδειξε τόν ήλιον και τους είπε «σάς πληρώνω τον ήλιον, ως μισθόν που αξίζετε. 

Τότε οι μεν Γαυάνης και Αέροπος, μεγαλύτεροι αδελφοί, έμειναν κατάπληκτοι, ο δέ νεώτερος, ο Περδίκκας, όστις έτυχε να κρατά μάχαιραν, εσπευσιεν ν' απάντηση λέγων «δεχόμεθα αυτά που μας δίδεις, ώ βασιλεύ », και μέ την μάχαιραν περιέγραψε κύκλον πέριξ της ήλιοφωτίστου επιφανείας του δωματίου και εκαμε τρεις φοράς την κίνησιν ότι έλαβε τους μισθούς από τόν ήλιον και τους έθεσεν εις τα θυλάκιά του. Κατόπιν άνεχώρησεν αυτός και οι σύντροφοι του.

Όταν έφυγον οι τρεις αδελφοί, εις εκ των παρισταμένων είπεν εις τόν βασιλέα ότι ο μικρότερος εξ αυτών κάτι κακόν εσκέφθη και έβαλε δήθεν εις τα θυλάκιά του αυτά που είκονικώς τώ έδωκεν.

Οταν ήκουσεν αυτά ο βασιλεύς έξεμάνη και έστειλεν ιππείς εις καταδίωξίν των, διά να τους φονεύσουν. Είς την χώραν αυτήν υπάρχει ποταμός, εις τον οποίον προσφέρουν θυσίας, ως σωτήρα των, οι απόγονοι των ανδρών τούτων, οι όποιοι είχον ελθει από το  Άργός. ο ποταμός αυτός, μόλις τόν διέβησαν οι Τημενίδαι, έπλημμύρησε τόσον πολύ, ώστε να μή δυνηθούν να τόν διαβούν οι ιππείς. Εκείνοι τότε έφθασαν εις άλλην περιοχήν της Μακεδονίας και έγκατεστάθησαν πλησίον των κήπων, περί των όποιων λέγεται ότι ανήκον εις τόν Μίδαν, υίόν του Γαρδίου.
Εκεί εφύοντο άγρια ρόδα εξηκοντάφυλλα, τα όποια έχουν καλύτερον άρωμα άπό τα άλλα. Είς τους κήπους αυτούς συνελήφθη και ο Σιληνός, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες.

 Υπεράνω των κήπων τούτων κείται το   Βέρμιον όρος, το   όποιον καθίσταται αδιάβατον κατά τόν χειμώνα. Άπό εκεί ορμώμενοι, αφού κατέκτησαν την περιοχήν αυτήν, υπέταξαν και την ύπόλοιπον Μακεδονίαν.

Από τον Περδίκκαν αυτόν ο Αλέξανδρος κατήγετο ως εξής: 
ο Αλέξανδρος (ο Α') ήτο υιός του Άμύντου,
 ο Αμύντας δε του Άλκέτου, 
όστις είχε πάτερα τον Άέροπον,
 του όποιου  πατήρ ήτο ο Φίλιππος,
 του δέ Φιλίππου ο Αργαίος, όστις,
 ήτο υιός του Περδίκκου, όστις κατέκτησε την βασ:λείαν».


Ή μυθική αύτη παράδοσις δεν πρέπει να ερμηνευθή κατά γράμμα, διότι δεν είναι πιθανόν οι τρεις αδελφοί να κατέλαβαν την  Εδεσσαν αμαχητεί, δεδομένου ότι τοιαύτη περιοχή θα κατείχετο ύπό ισχυράς δυνάμεως, αφού ήτο περίρρυτος από ύδατα καί εύφορωτάτη.

Το πιθανώτερον είναι ότι οι ίδρυταί των Αιγών ήταν προ πολλού εγκατεστημένοι εις το Άργος της Όρεστίδος καί εκείθεν με στρατεύματα επεξετάθησαν εις την περιοχήν της  Εδέσσης και οι διάδοχοι των κατόπιν επεςετάθησαν άνατολίκώτερον και έφθασαν μέχρι της Θράκης.

Ή ως εξετέθη μυθολογική παράδοσις του Ηροδότου εις άλλους συγγραφείς απαντάται με άλλας παραλλαγάς.

Αρχέλαος ο Μακεδών
Εις δράμα του Ευριπίδου επιγραφόμενον «Αρχέλαος» υπάρχει η εκδοχή ότι ιδρυτής του Μακεδονικού βασιλείου ήτο ο Αρχέλαος, όστις ήτο φυγάς από το Άργος, διότι έξώντωσε τόν βασιλέα των Μακεδόνων Κισσέα, όστις ήρνήθη να δώση εις αυτόν την θυγατέρα του, ως σύζυγον, μολονότι τώ την είχεν ύποσχεθη και ήλθεν εις την τοποθεσίαν της Εδέσσης και έκτισε την πρωτεύουσα ν του βασιλείου του, την οποίαν ωνόμασεν Αίγας από την αίγα, η όποια τον ωδήγησεν έκεί.
Η παράδοσις αύτη, δεν φαίνεται αληθοφανής, διότι θα επενοήθη ίσως ύπό του ποιητού και συγγραφέως Εύριπίδου διά λόγους θεατρικής δημιουργίας.

Ό Θουκυδίδης (Ιστορία τού Πελοποννησιακού πολέμου, βιβλ. Β'. Κεφ. 100) έχει διάφορον μυθολογικήν παράδοσιν περί της καταγωγής του βασιλικού οίκου των Μακεδόνων .
Κατά τήν παράδοσιν ταύτην οι Λυγκησταί και Έλιμιώται και άλλα έθνη, όπως ή Πελαγονία, ή Όρεστις κλπ. είναι, σύμμαχοι καί υπήκοοι τών Μακεδόνων βασιλέων μολονότι έχουν   ιδικούς των βασιλείς.

Την περί την θάλασσαν Μακεδονίαν ο Αλέξανδρος ο πατήρ του Περδίκκου και οι πρόγονοι  του απέκτησαν και εβασίλευσαν εκδιώξαντες κατόπιν μάχης τους Πίερας από την Πιερίαν και τους Βοττιαίους από την Βοττίαν.
Οι Πίερες εκδιωχθέντες επώκησαν κατόπιν τον Φάγρητα και άλλα χωρία εις την πέραν του Στρυμόνος υπό το ΙΙαγγαίον περιοχήν, δι' ο και ωνομάσθη Πιερικός κόλπος η κάτωθι του Παγγαίου προς την θάλασσαν περιοχή, οι δέ Βοτταίοι έγκατεστάθησαν προς τα σύνορα της Χαλκιδικής.

Είς την περικοπήν ταύτην του Θουκυδίδου ιστορείται ότι οι πρόγονοι του Αλεξάνδρου του Α' «Τημενίδαι το αρχαίον οντες εξ  Άργους, πρώτον έκτήσαντο και έβασίλευσαν εις τας Αίγας, ως πρωτεύουσαν του βασιλείου των, το οποίον βραδύτερον έπεξετάθη, ως κατωτέρω αναφέρει. «Τημενίδαι» και καταγωγή από το  Άργος, οδηγεί τον αναγνώστην εις το Άργος της Πελοποννήσου, το όποιον κατά την προιστορικήν περίοδον, ως αναφέρει ο Ηρόδοτος  είχε βασιλέα τόν Ηρακλείδην Τήμενον και υπερείχε απασών των ελληνίδων πόλεων.
 Άλλά τοιαύτη εκστρατεία εκ του  Αργούς της Πελοποννήσου εις την περιοχήν της Πιερίας δέν αναφέρεται ούδαμού και επιπλέον και δύσκολος θα ήτο και απίθανος. Μάλλον πρόκειται περί του  Άργους της Όρεστίδος.

Συνεχίζων ο Θουκυδίδης  μας πληροφορεί ότι οι Τημενίδαι βασιλείς της Μακεδονίας κατέκτησαν μίαν λωρίδα της Παιωνίας μέχρι της θαλάσσης και της Πέλλης παρά τον Άξιον ποταμόν  και πέραν αυτού μεχρι του Στρυμόνος κατέκτησαν την Μυγδονίαν, εκδιώξαντες τους Ήδώνας, ώς επίσης έξεδιωξαν και τους Έορδούς και κατέλαδον την Έορδίαν, καθώς και την Άλμωπίαν περί την Φύσκαν.

Επίσης εκυρίευσαν οι Μακεδόνες και τον Άνθεμούντα και την Γρηστωνίαν και την Βισαλτίανκαι πολλήν αλλην χώραν αυτών τούτων των Μακεδόνων.

Άπασα αύτη η περιοχή καλείται Μακεδονία. 

Εκ της περιγραφής ταύτης των διαδοχικών επεκτάσεων του Μακεδόνικου βασιλείου προκύπτει το αβίαστον συμπέρασμα ότι οι Τημενίδαι Μακεδόνες βασιλείς  κατήγοντο άπό το  Άργος της Όρεστίδος, οπόθεν βαθμηδόν και κατ' ολίγον επεξέτειναν την επικράτειάν των πρός νότον και προς ανατολάς και κατέκτησαν ολην την περιοχήν, ήτις και σήμερον καλείται Μακεδονία, πλήν της Χαλκιδικής, της όποιας είχον καταλάβει μόνον μέχρι τόν Άνθεμούντα.

 Είναι λίαν απίθανον ότι οι Τημενίδαι εξεκίνησαν από το  Αργός της Πελοποννήσου και έγκατεστάθησαν εις την Μακεδονίαν.

Κατ' άλλην παράδοσιν  ην μεταφέρει ο Παυσανίας,
θεμελιωτής της δυναστείας των βασιλέων της Μακεδονίας δέν ήταν ο Περδίκκας, 
αλλά ο Κάρανος, όστις Τημενίδης - Ηρακλείδης την καταγωγήν
αδελφός του βασιλέως του  Άργους Φείδωνος, 
μετηνάστευσεν εις Μακεδονίαν και έγκατεστάθη εις τάς ύπ΄ αυτού κυριευθείσας Αίγας. 

Προς την παράδοσιν ταύτην, είλημμένην εκ του θεοπόμπου του Χίου, μαθητού του Ισοκράτους, συμφωνεί ο Ιουστίνος (VII, 1  2)
κατά τον οποίον αρχηγέτης του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας ήτο ο Κάρανος, όστις κατέλαβε διά δόλου την πρωτεύουσαν του επιχωρίου βασιλέως Μίδα Έδεσσαν. 

Κατά την αφήγησιν του Ίουστίνου ο ύπό του Ηροδότου φερόμενος ως άρχηγέτης του Μακεδονικού οίκου Περδίκκας, ήτο υιός του Καράνου.

Πάντως και αί δύο έκδοχαί του Ηροδότου και του Παυσανίου  Ίουστίνου συμφωνούν επί του ουσιώδους γεγονότος ότι κατελύθη το ιθαγενές κράτος των Αιγών — Εδέσσης
υπό ενός νέου βασιλικού οίκου, όστις ασφαλώς δέν έπέδραμε μόνος, άλλά ήγεΐτο ολοκλήρου λαού και στρατού μετακινηθέντος η εξορμήσαντος εκ γειτονικών περιοχών.

Ο λαός αυτός ήτο Έλληνομακεδονικός και κατά την έποχήν εκείνην έγινε κύριος της μεταξύ Αλιάκμονος και Αξιού περιοχής.

Έκ των νεωτέρων ιστορικών συγγραφέων ο καθηγητής κ. Απόστολος Δασκαλάκης (Ό Ελληνισμός της αρχαίας Μακεδονίας, 1960 σελ. 65) δέν θεωρεί απίθανον να πρόκειται περί μιας και της αυτής παραδόσεως, της παραλλαγής προελθούσης εκ συγχύσεως του Ονόματος Κάρανος, το όποιον προφανώς είναι το Όμηρικόν κοίρανος- βασιλεύς.

Δηλαδή κατά τον κ. Δασκαλάκην δεν είναι απίθανον να πρόκειται περί του Περδίκκα όστις ως βασιλεύς τότε των Δωριέων Μακεδόνων θα εκαλείτο και Κάρανος.
Η υπόθεσις όμως αύτη δεν φαίνεται ορθή.
Διότι το όνομα Κάρανος ήτο κύριον Ονομα προσώπου προερχόμενον εκ της λέξεως «κάρα», η όποια σημαίνει κεφαλήν.

Διά να διαλευκάνω το ιστορικόν τούτο σημείον της καταγωγής των Μακεδόνων 
θ' ανατρέξω εις τόν Ηρόδοτον,

όστις διακρίνει δύο κλάδους του Ελληνισμού, 
Δωριείς
ήτοι τους μέν Λακεδαιμονίους κατατάσσει ως ανήκοντας εις το Δωρικόν γένος, 
Αθηναίοι οπλίτες 
τους δε Αθηναίους εις το Ίωνικόν γένος.

Το Δωρικό, γένος ήτο Πελασγικής καταγωγής, το δέ Ίωνικόν ήτο Ελληνικής καταγωγής. 

Το μεν πρώτον δέν μετέβαλε τόπον διαμονής, το άλλο όμως εκαμε πολλάς μεταναστεύσεις.
Διότι επί μεν της βασιλείας του Δευκαλίωνος κατώκει εις την Φθιώτιδα γήν, επί δέ της βασιλείας του Δώρου, υιού του Έλληνος, εις την περί την  Όσσαν και τόν 'Ολυμπον περιοχήν, η όποια ονομάζεται Ίσταιώτις.
Εκ της Ίταιώτιδος όταν τους έξεδίωξαν οι Καδμείοι κατώκουν εις την Πίνδον μέ το όνομα Μακεδνόν έθνος.

 Εκείθεν πάλιν μετηνάστευσεν εις την Δρυόπιδα.
Οταν εκ της Δρυόπιδος μετηνάστευσεν εις την Πελοπόννησον ωνομάσθη Δωρικόν (έθνος  γένος).

Συμφωνώς προς την περικοπήν ταύτην του Ηροδότου οι Μακεδόνες επί της βασιλείας του Δώρου, υιού του Έλληνος και τούτου υιού του Δευκαλίωνος, κατώκουν εις την μεταξύ "Οσσης και Όλύμπου περιοχήν, κατόπιν δέ έκδιωχθέντες εκείθεν ύπότων Καδμείων κατέφυγον είς την Πίνδον και μεταγενεστέρως μετηνάστευσαν εις Δρυοπίδα (Δωρίδα) και εκείθεν εις Πελοπόννησων, ως Ήρακλειδείς και Δωριείς.

 Έκει κατέλαβον το  Άργος και εκυρίευσαν το πλείστον μέρος της Πελοποννήσου, ανέκτησαν τας πατρίδας των οι Ήρακλειδείς εξωσθέντες άλλοτε εκ Πελοποννήσου, οι δέ Δωριείς ίδρυσαν τα δωρικά κράτη της Μεσσηνίας, της Σπάρτης, του Άργους, της Κορίνθου, της Επιδαύρου και το εν Ίλιδι κράτος των Αιτωλό -Ηλείων.

Πως ευρέθησαν Ήρακλείδαι, Μακεδόνες-Δωριείς εις την Μακεδονίαν και συνεξεστράτευσαν κατά της Πελοποννήσου προς ανάκτησιν του  Άργους της ΙΙελοποννήσου, του οποίου ο βασιλεύς Σθενέλαος, υιός του Περσέως και της Ανδρομέδας, εξεθρόνισε τον πατέρα του Ήρακλέους Αμφιτρύωνα και κατέλαβε τάς Μυκήνας ο Ηρακλής κατά διαταγήν του υίού του Σθενελάου Εύρυσθέως ύπεχρεώθη να κάμη τους 12 άθλους του.

 Μετά τον θάνατον όμως του Ηρακλέους ο Ευρυσθεύς έξεδίωξεν έκτός της Πελοποννήσου τους πολλούς υιούς του Ηρακλέους, οίτινες ώνομάσθησαν Ήρακλείδαι, καθώς και οι απόγονοι αυτών.

Πέριξ των απογόνων του Ηρακλέους έδημιουργήθησαν πλείστοι και παντοειδείς μύθοι, οι όποιοι μετεβιβάσθησαν μέχρις ημών διά των θεατρικών έργων του Εύριπίδου (Ήρακλείδαι, Τήμενος, Αρχέλαος κλπ.) , καθώς και άλλων συγγραφέων και ποιητών οι απώτεροι απόγονοι του Ηρακλέους, Ήρακλείδαι, ήγωνίσθησαν έπί εκατόν και πλέον έτη, διά να κατακτήσουν εκ νέου το  βασίλειων του   πατρός του Ηρακλέους Άμφιτρύωνος.

Διά να φέρουν εις πέρας τας επιδιώξεις των ταύτας συνεμάχησαν με πολλούς άλλους  Ελληνας και κυρίως με τους Μακεδόνας, εις κλάδος των οποίων, είτε διότι είχεν εγκατασταθή εις την Δωρίδα, είτε διότι κατήγετο εκ του υίού του  Ελληνος Δώρου, έλαβε την Ονομασίαν των Δωριέων, ιδίως όταν εξεστράτευσεν, ως ανωτέρω ελέχθη, κατά της Πελοποννήσου υπό την ηγεσίαν του  Τημένου κατά την τρίτην κάθοδον των Ηρακλείδων.

Κατά μίαν των μυθολογικών παραδόσεων ο Ύλλος, πρεσβύτερος υιός του Ηρακλέους εκ της Διηανείρας, εκδιωχθείς υπό του Εύρυσθέως προσέφυγε προς τον Θησέα, τον μυθικόν ήρωα και βασιλέα των Αθηνών, τή βοήθεια του όποιου κατέλαβε τάς Μυκήνας και εφόνευσε τον Ευρυσθέα.
Ηρακλής και Ευρυσθέας, 530 π.Χ. Λούβρο

Επειδή όμως ενέσκηψε λοιμός, ηναγκάσθη κατά χρησμόν του Απόλλωνος να εγκατάλειψη την Πελοπόννησον και να καταφυγή προς τόν βασιλέα των Δωριέων, δηλαδή των Μακεδόνων, Αιγίμιον παρά τους πρόποδας του Όλύμπου.

Επειδή ο πατήρ του Ύλλου Ηρακλής είχε βοηθήσει τον Αιγίμιον εις τόν πόλεμον αύτού κατά των Λαπίθων, εις ανταπόδοσιν ο βασιλεύς ούτος των Δωριέων -Μακεδόνων παρεχώρησεν εις αυτόν (τόν Ύλλον) το εν τρίτον του βασιλείου του προς εγκατάστασιν.
Βραδύτερον ο Ύλλος ηγούμενος των Δωριέων  Μακεδόνιων εξεστράτευσε και πάλιν κατά της Πελοποννήσου (δευτέρα κάθοδος των Ηρακλείδων) πρός ανάκτησιν του προγονικού βασιλείου (τού πάππου του Αμφιτρύωνος) , άλλ' απέτυχε και εφονεύθη.

Μετά πάροδων όμως τριών γενεών οι δισέγγονοι του Ύλλου Αριστόδημος, Τήμενος και Κρεσφόντης, υιοί του Άριστομάχου, ηγούμενοι των Δωριέων-Μακεδόνων αντί να επιτεθούν διά του Ισθμού της Κορίνθου επροτίμησαν να διαβούν τον Κορινθιακόν κόλπον διά του στενού του Αντιρρίου  Ρίου, εισέβαλον εις την Πελοπόννησον, κατενίκησαν τον Τισαμενόν, υίον του Όρέστου και κατέλαβον το Άργος και ολόκληρων την ανατολικήν και νοτίαν Πελοπόννησον και την διένειμαν μεταξύ των ως ανωτέρω ελέχθη.

Αλλά Ήρακλείδαι εκαλούντο και οι εξ άλλων τέκνων του  Ηρακλέους απόγονοι, ως π.χ. οι εκ του υιού του Ηρακλέους Ίππότου, οίτινες έβασίλευσαν εις Κόρινθων, οι βασιλείς της Λυγκηστίδος της Μακεδονίας, οίτινες εκαυχώντο ότι κατήγοντο εκ των Ηρακλείδων της Κορίνθου, οι βασιλείς της Όρεστιδος, της Πελαγονίας και της Μακεδονίας ολοκλήρου.

Έκ των ανωτέρω μυθολογικών παραδόσεων προκύπτει ότι μετακινήσεις πληθυσμού εκ της Πελοποννήσου πρός την Μακεδονίαν δέν εγένοντο.
Το αντίθετων όμως συνέβη, διότι οι εκδιωχθέντες εκ του  Άργους της Πελοποννήσου υίοί και απόγονοι του Ηρακλέους ήλβον εις Μακεδονίαν, έγκατεστάθησαν εις διαφόρους περιοχάς αυτής, όπως και εις Θεσσαλίαν οι 'Αλευαδαι, μετά πάροδον δέ πολλών ετών έξεστράτευσαν εκ Μακεδονίας κατά του  Άργους της Πελοποννήσου.

Ό Στράβων, περί της Όρεστιδος και του  Άργους Όρεστικού γράφει:

Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο, ενώ η μητέρα του απομακρύνεται τρομαγμένη, 480 π.Χ.«λέγεται» ότι κάποτε ο Όρέστης κατέλαβε την περιοχήν της Ορεστιδος, όταν, καταδιωκόμενος ύπό των Ερινυών διά τον φόνον της μητρός του, κατέφυγεν εκεί μετά του υίού του ΙΙενθίλου.

 Έκεί έκτισε πόλιν την οποίαν ώνόμασεν  Αργός Όρεστικόν.
'Αλλ' η παράδοσις αύτη δέν φαίνεται αληθοφανής, διότι ο Όρέστης έβασίλευσεν εις τάς Μυκήνας, ο δέ υίός του Τισαμενός ευρέθη αντιμέτωπος του Τημένου και των Δωριέων κατά την τρίτην κάθοδον των Ηρακλείδων και ήττήθη.

Το Άργος Όρεστικόν φαίνεται παλαιότερον της ηλικίας του  Ορέστου, η δε Όρεστίς έλαβε την ονομασίαν της ουχί εκ του Όρέστου, άλλ' εκ των ορέων ύφ" ών γύρωθεν περιβάλλεται, ως αναφέρει και πάλιν ο Στράβων.

Ή Όρεστίς, όπως και η γείτων Ήπειρος, κατωκούντο ανέκαθεν υπό ελληνικού πληθυσμού και είχον πόλεις ελληνικάς, όπως το "Αργός Όρεστικόν, το Κέλετρον εις την Όρεστίδα και η Φοινίκη, η Δωδώνη και το Μαντεΐον της Δωδώνης εις την Ήπειρον, το όποιον μνημονεύεται ύπό του Όμηρου κατ' επανάληψιν .

Δεν γνωριζομεν ποίος έκτισε το Άργος Όρεστικόν, αλλά είναι γνωστόν ότι η Λυγκηστίς, η Πελαγονία, η Ελίμεια και η Όρεστίς, ενώ πρότερον «κατεδυναστεύοντο έκαστα», δηλαδή είχον ιδίους βασιλείς, βραδύτερον επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου του Α' περιήλθον ύπό την κυριαρχίαν του ενιαίου κράτους των Αγεαδών  Τημενιδών, μολονότι διετήρησαν τους ιδιαίτερους βασιλείς των μέχρι της βασιλείας του  Αρχελάου.

Αι περιοχαί αύται εκαλούντο με το όνομα Άνω Μακεδονία, εν αντιθέσει προς την νοτίαν περί τάς Αίγας και το Βέρμιον περιοχήν, ήτις εκαλείτοΚάτω Μακεδονία

Κατά τινας συγγραφείς, τους όποιους δέν μνημονεύει ο Στράβων, η  Ήπειρος εθεωρείτο ως τμήμα της Μακεδονίας, εκαλείτο δέ Μακεδονία άπασα η μέχρι της Αδριατικής θαλάσσης χώρα, μερικοί δέ συγγραφείς ονομάζουν Μακεδονίαν και όλην την χώραν μέχρι της Κερκύρας, αιτιολογούν δέ την προσωνυμίαν ταύτην, διότι και κατά την κόμμωσιν (κουράν) και κατά την ομιλουμένων διάλεκτον και κατά την χλαμύδα και κατά την λοιπήν άμφίεσιν ομοιάζουν πολύ.

Μερικοί δε έξ αυτών είναι και δίγλωσσοι, ίσως διότι έχρησιμοποίουν πλήν της Ελληνικής και την γλώσσαν των γειτόνων Ιλλυριών.

Εκ της περικοπής ταύτης του Στράβωνος συνάγεται το συμπέρασμα ότι η οροσειρά του Γράμμου (Πίνδος) , αντί να χωρίζη, ήνωνε την Δυτικών Μακεδονίαν μέ την Ήπειρον, 
αμφότεροι δέ οι εκατέρωθεν αύτού πληθυσμοί ήσαν ελληνικοί, 
είχον τα αυτά ήθη και έθιμα, την αυτήν κόμμωσιν και ένδυμασίαν, έπικοινωνίαν και έπιγαμίαν συχνήν και το αυτό έλληνικόν γλωσσικόν ιδίωμα.

 Επομένως και αί πόλεις της Ορεστίδος Άργος Όρεστικόν, Κέλετρον κλπ., ήσαν τόσον άρχαίαι όσον και η Φοινίκη και το Μαντεΐον της Δωδώνης, το οποίον μνημονεύεται εις τα 'Ομηρικά έπη.

Δέν εκτίσθη οθεν το Άργος Όρεστικόν ύπό του Όρέστου, του υιού του "Αγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας, άλλ' υπήρχε προ αυτού.

Ό   Γάλλος   ιστορικός Paul Cloche, όστις   έχει ασχοληθή ειδικώτερον με τας χρονολογήσεις των ιστορικών εξελίξεων των Μακεδόνων γράφει ότι κατά την διάρκειαν του 12ου και του 11ου αίώνος προ Χρίστου εις την Μακεδονίαν των  Αχαιών εισέβαλαν και έγκατεστάθησαν οι Δωριείς, οι οποίοι την εκυβέρνησαν, ως μέγα τμήμα της Ελλάδος.

Μέ τα γεγονότα αυτά άρχεται η αρχαίκή περίοδος, κατάς την διάρκειαν της όποιας η χώρα αύτη υφίσταται νέας μεταβολάς.
Οι επιδρομείς Δωριείς ήλθον κατά πασαν πιθανότητα εξ Ιλλυρίας, όπου διάφοροι μεταναστεύσεις από δύο περίπου αιώνων είχον δημιουργήσει βιαίας μετακινήσεις πληθυσμών.

Η μεγαλύτερα μερίς εξ αυτών δεν παρέμειναν εις το βόρειον μέρος της χερσονήσου, άλλά κατηυθύνθησαν πρός την Πελοπόννησον και εγκατέστησαν εκεί την κυριαρχιαν των (Κάθοδος των Ηρακλείδων).

 Άλλά μία σημαντική μειονότης, οι Μακεδνοί, εσυνέχισαν την πορείαν των εις την βορείαν περιοχήν της Ελλάδος κατά μήκος των όχθων της Λυχνίτιδος (Άχρίδος) λίμνης και ακολουθήσαντες τάς ορεινάς διαβάσεις της Πελαγονίας και της Εορδαίας ήρχισαν να εγκαθίστανται εις την περιοχήν, ήτις εξ αυτών έλαβε το όνομα Μακεδονία.

Αι ανασκαφαί απεκάλυψαν στρώμα τέφρας των Αχαιών, όπου επικρατεί ο ορείχαλκος (bronze) , ως επίσης και στρώμα τέφρας των Δωριέων, όπου επικρατεί ο σίδηρος.

Βλέπομεν ότι κατά την γνώμην του Cloche  η μετανάστευσις των Μακεδόνων-Δωριέων δέν έγένετο εκ του Άργους της Πελοποννήσου προς την Μακεδονίαν, άλλ' άντιστρόφως εκ της "Ιλλυρίας προς την Πελοπόννησον και προς τας Αίγας, δηλαδή από βορρά προς νότον και προς ανατολάς.

Άρα και οι Αργεάδαι δέν ήλθον εκ του Άργους της Πελοποννήσου, άλλ' εκ του Άργους της   Όρεστίδος, οπου   παρέμειναν επί   μακρόν μετά των 'Ορεστων και πάντως ότι ήσαν Μακεδόνες  Δωριείς, κατελθόντες εξ Ιλλυρίας προς τας Αιγάς μετά στρατιωτικής δυνάμεως, μεθ' ής εξέβαλον εκ των εύφορων πεδιάδων της Εδέσσης και της Ημαθίας τους Φρύγας του Μίδα και εγκατέστησαν την πρωτεύουσάν των εις τάς Αίγας.

Επί της εκδοχής ταύτης έχομεν, ως ανωτέρω άνέφερον, και την μαρτυρίαν του 'Αππιανού του Άλεξανδρέως, όστις ρητώς αναφέρει ότι οι Αργεάδαι Μακεδόνες κατήγοντο από το Άργος της Όρεστίδος και ουχί της Πελοποννήσου.

Παρά ταύτα οι αντιφρονούντες κ.κ.  Απ. Δασκαλάκης και Δημ. Κανατσούλης απορρίπτουν την μαρτυρίαν ταύτην του Αππιανού λέγοντες

α) ότι ο Αππιανός είναι πολύ μεταγενέστερος του Ήροδότου και του Θουκυδίδου και επομένως μέχρις ότου φθάσουν μέχρι του 'Αππιανού αι μυθολογικαί αύται παραδόσεις υπέσ:ησαν άλλοίωσιν και παραμόρφωσιν και

β) ότι, εάν οι βασιλείς της Μακεδονίας κατήγοντο εκ του Άργους Όρεστικοϋ, θα ήδύναντο να καλούνται  Αργεάδαι, ουχί όμως Τημενίδαι — Ήρακλείδαι, δεδομένου ότι ο Τήμενος εκυρίευσε το "Αργός της Πελοποννήσου και έγένετο βασιλεύς αυτού.

Ό κ. Απ. Δασκαλάκης γράφει ότι «κατά την εποχήν του Ηροδότου οι Έλληνες επίστευον σαφώς περί της εκ του Πελοποννησιακού  Αργούς καταγωγής των βασιλέων της Μακεδονίας, άλλως δέν θα ήτο δυνατόν να στηριχθή η γνώμη των περί της εκ των Ηρακλείδων Τημενιδών ηγεμόνων του Άργους της Πελοποννήσου καταγωγής των, βάσει της όποιας και εγένετο δεκτός εις τους Ολυμπιακούς αγώνας ο Μακεδών βασιλεύς Αλέξανδρος ο Α'.
Μάλλον λοιπόν πρέπει να παραδεχθώμεν ότι ο Αππιανός γράφων τόν 2ον αιώνα μετά Χριστόν, οπότε αι κλασσικαι εθνικαί παραδόσεις των Ελλήνων είχον σχεδόν σβεσθή, περιέπεσεν εις σύγχυσιν, φαντασθείς ότι επρόκειτο περί του Αργούς Όρεστικού».

Άλλά δέν ερμηνεύει ο κ. Δασκαλάκης κατά γράμμα την παράδοσιν του Ήροδότου, ήτοι ότι δήθεν οι τρεις αδελφοί Γαυάνης, Αέροπος και Περδίκκας εξεκίνησαν από το Άργος της Πελοποννήσου, μετέβησαν εις την Ιλλυρία, και εκείθεν ήλθον εις την Λεβαίαν, όπου έθήτευσαν ως βοσκοί ίππων, βοών και αιγοπροβάτων, έκδιωχθέντες δ' εκείθεν έφθασαν εις την περιοχήν της Εδέσσης, όπου έκτισαν την πρωτεύουσαν του βασιλείου των Αίγας, άλλ' ότι οι Αργεάδαι Μακεδόνες έξώρμησαν εκ των περί την Πίνδον ορεινών περιοχών, όπου οι Μακεδόνες  Δωριείς είχον ζήσες επί αιώνας και εκείθεν πιεζόμενοιυπό των βαρβάρων γειτόνων των εκινήθησαν προς Ανατολάς και έφθασαν εις την περιοχήν της Εδέσσης, όπου έγκατεστάθησαν οριστικώς εις τάς Αίγας.

"Ομως προσθέτει ο συγγραφεύς ούτος ότι το «Μακεδνόν έθνος εις μίαν ακαθόριστον χρνολογικώς εποχήν (ίσως έννοει προιστορικήν) μετετοπίσθη εκ Νότου πρός Βορραν,  ενώ τοιαύτη ομαδική μετανάστευσις λαών δέν αναφέρεται υπό των αρχαίων συγγραφέων.

Αντιθέτως, ως εξετέθη ανωτέρω, εις κλάδος Μακεδόνων κατελθών εκ της Ιλλυρίας και της Δυτικής Μακεδονίας πρός την Νοτίαν Ελλάδα έγκατεστάθη εις την Δωρίδα και προσωνομάσθη λαός Δωριέων, όστις μετέσχε της τρίτης καθόδου των Ηρακλείδων εις Πελοπόννησον, ενώ οι υπόλοιποι έξηκολούθησαν να όνομάζωνται Μακεδόνες και Μαγνήτες, κατήλθον εις την μεταξύ Όλύμπου και θαλάσσης περιοχήν και βραδύτερον κατέλαβον την Πιερίαν, τάς Αίγας και έφθασαν μέχρι του Στρυμόνος ποταμού με αρχηγόν τον Κάρανον και τους απογόνους του.

Αναφερόμενος εις τον Βυζαντινόν Χρονογράφον Γεώργιον Σύγγελον ο κ. Δασκαλάκης γράφει τα εξής:

«Ό Κάρανος, 7ος γόνος του Τημένου χαί Ενδεκατος του Ηρακλέους, εξώρμησεν εκ Πελοποννήσου με μισθοφορικά στρατεύματα προς κατάκτησιν χωρών και ίδρυσιν ίδιου βασιλείου.
Κατόπιν ευνοικού χρησμού του Μαντείου των Δελφών διήλθε μετά της στρατιάς του τάς ορεινάς αλύσεις της Πίνδου και έφθασε μέχρι των Μακεδονικών βασιλείων της Λυγκηστίδος και της Όρεστίδος.
Τότε ο βασιλεύς των Ορεστών εθρίσκετο εις πόλεμον κατά του βασιλέως των Έορδών.

Ο δε Κάρανος επροθυμοποιήθη να παράσχη εις αυτόν βοήθειαν υπό τον όρον να παραχωρηθή εις αυτόν το ήμισυ της χώρας του αντιπάλου προς ίδρυσιν ίδιου βασιλείου.

 Πράγματι κατά την διήγησιν ταύτην μετά την νίκην του Καράνου και του βασίλειος των Όρεστών κατά του βασίλειος των Εορδών ο Κάρανος κατέλαβε τα εδάφη εκείνα, εις τα όποια ίδρυσε το βασίλειον των Τημενιδών, κτίσας ως πρωτεύουσαν τας Αίγας».

Ή παράδοσις αύτη ανευρίσκεται είλημμένη εκ του Διόδωρου εν τω διασωθεντι εις λατινικήν μετάφρασιν τμήματι του χρονικού του Εύσεβίου.

Ο κ. Δασκαλάκης εξ όλων τούτων συνάγει το συμπέρασμα ότι ιδρυτής του κράτους των Άργεαδών  Τημενιδών Μακεδόνων υπήρξεν ο Κάρανος, ο δέ ύπό των Ηροδότου και Θουκυδίδου φερόμενος ως ιδρυτής Περδίκκας καταλαμβάνει την τετάρην θέσιν μετ αυτόν, ήτοι Κάρανος, Κοινός. Τυρίμας, Περδίκκας.

Ή εκδοχή αύτη δέν φαίνεται ανταποκρινόμενη εις την ιστορικήν αλήθειαν, διότι τοιαύτη εκστρατεία του Καράνου εκ Πελοποννήσου κατά της "Ιλλυρίας, της Άνω Μακεδονίας, ούτε μνημονεύεται εις τους συγγραφείς, ούτε πιθανολογείται εκ των πραγμάτων, διότι ο στρατός του Καράνου θα ήτο πολύ δύσκολον να εκκίνηση εκ του Άργους της Πελοποννήσου, να διέλθη διά ξηράς από λαούς πολεμικούς, ως ήσαν οι Αιτωλοί, οι Μαγνήτες, οι Θεσσαλοί, οι Πίερες.
Εκ των νεωτέρων συγγραφέων ο κ. Δημήτριος Κανατσούλης στηριζόμενος κυρίως εις την παράδοσιν του Ηροδότου και του θουκυδίδου υποστήριζεν ομοίως ότι κοιτίς των Άργεαδών - Τημενιδών βασιλέων τήξ Μακεδονίας δέν ύπήρξεν η Όρεστίς και το Άργος Όρεστικόν, άλλα το Άργος της Πελοποννήσου.

Εκείθεν κατά τόν εν λόγω συγγραφέα εξώρμησαν οι Τημενίδαι και έφθασαν εις Ίλλυρίαν. εκείθεν δέ εις  Ανω Μακεδονίαν και τέλος κατήλθον εις την νοτίαν περιοχήν της Μακεδονίας, όπου εγκατεστάθησαν οριστικώς και έκτισαν την πρωτεύουσάν των εις τον χώρον της παλαιάς Εδέσσης, την οποίαν ώνομασαν Αίγας, λόγω της ροής άφθονων υδάτων η λόγω των αίγάγρων, οίτινες ωδήγησαν εκεί τα βήματα του Καράνου .

 Κατά τον κ. Κανατσούλην, όστις ακολουθεί τόν Κ. Παπαρρηγόπουλον, όλας τας δυσκολίας περί την ερμηνείαν των παλαιών μυθολογικών παραδόσεων δημιουργεί η ονομασία των Μακεδόνων βασιλέων, ως Τημενιδών, ενώ είναι δεδομένον και ιστορικώς εξηκριβωμένον ότι ο Ηρακλείδης Τήμενος εξεδίωξεν εκ του Άργους της Πελοποννήσου τον υιόν του Όρέστου Τισαμενόν και έβασίλιευσε κατόπιν εις αυτό .

Δέν δύνομαι να συμφωνήσω μέ την γνώμην ταύτην των δύο Ελλήνων ιστορικών, διότι, εάν έγίνετο εκστρατεία του Καράνου εκ του  Άργους της Πελοποννήσου, θα άφινεν ίχνη και θα εμνημονεύετο υπό του Όμηρου η ύπό του Ηροδότου, όπως μνημονεύεται η κάθοδος των Αχαιών και των Ηρακλείδων  Δωριέων.
 Άλλως τε αι επεκτατικαί εκστρατείαι γίνονται πάντοτε εις βάρος των γειτονικών περιοχών και ουχί εις βάρος απομεμακρυσμένων και αγνώστων επικρατειών.
Ούτω και οι Μακεδόνες-Δωριείς κατελθόντες εκ της Ιλλυρίας έγκατεστάθησαν περί την Όρεστίδα και κατά πασαν πιθανότητα εις την πεδιάδα του Άργους Όρεστικού και εκείθεν βραδύτερον προωθήθησαν πρός ανατολάς.
Μέ την γνώμη  ταύτην συμφωνούν οι δοκιμώτεροι των ιστορικών συγγραφέων.

Είδομεν ανωτέρω τον Γάλλον ιστορικόν Paul Cloche, όστις δέχεται ότι η εξόρμησις των Άργεαδών Τημενιδών προς Ανατολάς εγένετο εκ του Άργους Όρεστικού, οπόθεν οι πρώτοι Μακεδόνες βασιλείς κατήγοντο  και ότι η ονομασία των Άργεαδών δέν προήλθεν από το Άργος της Πελοποννήσου η της Όρεστίδος, άλλα από τον Άργαίον η 'Αργέον, τόν βασιλέα της Μακεδονίας.

Πρώτος διετύπωσε την άποψιν ταύτην ο Στέφανος Βυζάντιος εν τη επιτομή, άλλά την έφερεν εις φώς ο Γερμανός ιστορικός συγγραφεύς Julius Beloch και την ανέπτυξε στηριζόμενος εις τον Ηρόδοτο ν, (I, 56 και VII, 43) και εις τον Ήσίοδον, καθώς και εις τον Χατζηδάκην (Περί της καταγωγής των "Αρχαίων Μακεδόνων. Αθήναι 1897) :

«Ό Ηρόδοτος ονομάζει τους Δωριείς γένος των Μακεδόνων και ο "Ησίοδος θεωρεί τόν Μακεδόνα και τόν Μάγνητα αδελφούς, γενικώτερον δέ τους Μακεδόνας και τους Μάγνητας λαούς στενώτατα συγγενεύοντας. Ωσαύτως αναφέρει ότι ο Ελλάνικος ονομάζει τόν Μακεδόνα άδελφόν του Αιτωλού (FR. 46 FHG, I, 51) καταλέγει δε τους Μακεδόνας εις το Αιολικόν γένος». 

Ο Julius Beloch επίσης γράφει ότι από τον Τήμενον, τον Βασιλέα του Άργους της Πελοποννήσου κατήγοντο, πλην των βασιλέων της πόλεως ταύτης και οι βασιλείς της Μακεδονίας γνωστοί, ως Τημενίδαι.

Άλλά, ενώ εκ των χωρίων τούτων του συγγραφέως φαίνεται να δέχεται την άποψιν του Ηροδότου, περαιτέρω (έν σελ. 237) συσχετίζων ολας τας μυθολογικάς παραδόσεις δέχεται την άκόλουθον άποψιν ως γενικόν συμπέρασμα:

 «Ή ιστορία των Μακεδόνων αρχίζει κατά τό 700 προ Χριστού εις την Όρεστίδα, την οποίαν ενέμοντο από κοινού με το Έλληνικόν φύλον των Όρεστών. Είς την περιοχήν αυτήν τοποθετείται άπό την παράδοσιν η κοιτίς της βασιλικής δυναστείας των Μακεδόνων, η οποία φέρει τα δύο ονόματα: Αργεάδαι και Τημενίδαι. 
Το πρώτον εξ αυτών δυνατόν να σημαίνη   καταγωγήν από τινα   Άργαίον, οπότε θά πρόκειται περί του  Αργαίου του Α' , όστις εβασίλευσεν άπό το 652—621 προ Χριστού η διά τινα παλαιότερον φέροντα το όνομα τούτο, άγνωστον όμως εις την ιστορίαν. 

Το δεύτερον δυναστικόν όνομα Τημενίδαι το έφερον επίσης οι ηγεμόνες των ιστορικών Άργείων από τόν Ήρακλείδην Τήμενον, αρχηγόν των Δωριέων, οίτινες κατέλαβον το Άργος της Πελοποννήσου μετά την τρίτην κάθοδον των  Ηρακλείδων. 

Η ομωνυμία αύτη έδωκε λαβήν εις την διαμόρφωση της παραδόσεως οτι οι Τημενίδαι των Μακεδόνων κατήγοντο άπό το Άργος της Πελοποννήσου. 
Η μόνη λογική εξήγησις, καταλήγει ο Beloch, της συμπτώσεως των δύο δυναστικών ονομάτων είναι ότι το όνομα Τήμενος είναι μακεδονικόνκαι ότι έφθασεν εις τους Ήρακλείδας του "Άργους δια μέσον των Μακεδόνων, οι οποίοι έγιναν υπήκοοι των  Ηρακλείδων εις την Κεντρικήν Στερεάν και απετέλεσαν εν από τα συστατικά στοιχεία των Δωριέων.

Η η βασιλεία του Περδίκκα ανήκει εις το πρώτον ήμισυ του Ζ' αιώνος προ Χριστού, κατ΄ αυτήν δέ οι Μακεδόνες επεξετάθησαν από την Όρεστιδα προς τα ανατολικά. Πρώτον φαίνεται ότι κατέλαβον την Έορδαίαν, χώραν όμορον της Όρεστίδος, έπειτα την Βοττιαίαν και την Πιερίαν νοτίως του Αλιάκμονος και τέλος την Άλμωπίαν».

Διά της ερμηνείας ταύτης ο Beloch διευκολύνεται η λύσις του προβλήματος της καταγωγής των Τημενιδών από το  Άργος της Πελοποννήσου η από το Άργος της Όρεστίδος.
Το πρόβλημα τούτο εμβάλλει εις πειρασμόν όλους τους συγγραφείς, οι οποίοι ερμηνεύουν κατά γράμμα το κείμενον του "Ηροδότου και του Θουκυδίδου και απορρίπτουν την γνώμην του Άππιανού.
Ο κ. Δασκαλάκης δέχεται ότι, η ύπό του Άππιανού υποστηριζόμενη εκδοχή ότι οι Αργεάδαι βασιλείς της Μακεδονίας έλαδον την πρόσωνυμίαν ταύτην από το Άργος της Όρεστιδος, οπόθεν κατήγοντο, είναι προίόν συγχύσεως λόγω της παρόδου του χρόνου.

Ο κ. Κανατσούλης, ακολουθών την άντίληψιν ταύτην του κ. Δασκαλάκη αποφαίνεται ότι «ή πρώτη πρωτεύουσα του κράτους των Μακεδόνων ήσαν αι Αίγαί και από τόν Άρχέλαον η Πέλλα.
Το Άργος Όρεστικόν ουδέποτε υπήρξε πρωτεύουσα των Μακεδόνων, ούτε κατά την μυθικήν παράδοσιν».

Ό κ. Δασκαλάκης γράφει ότι ο Ηρόδοτος ευρισκόμενος πλησιέστερων χρονικώς τπρος την ίδρυσιν του οίκου των Αργεαδών δεν ήτο δυνατόν να πάθη σύγχυσιν,
 διότι όλοι οι Έλληνες της εποχής του επίστευον περί της εκ του Πελοποννησιακού Άργους καταγωγής των βασιλέων της Μακεδονίας,
 ενώ ο 'Αππιανδός έγραψε τόν 2ον αιώνα μετά Χριστόν, οπότε αί παραδόσεις είχον υποστή παραμόρφωσιν και σύγχυσιν.

Δέν είναι πειστικός ο συλλογισμός του κ. Δασκαλάκη, διότι πιθανώς να συμβαίνη το αντίθετων, ήτοι ο Παυσανίας και ο Στράβων και ο  Αππιανός, μεταγενέστεροι οντες, να προέβησαν εις έξακρίβωσιν και διευκρίνισιν των αντιφατικών παραδόσεων'!.

Πάντως η γνώμη του Beloch φέρεται επικρατούσα εστηρίχθη δέ επί της εκτεθείσης εκδοχής του Γερμανού ιστορικού Abel εις διατριβήν του επί του θέματος τούτου, περί της όποιας εγένετο λόγος εν υποσημειώσει άρ. 28.
Η γνώμη αύτη εγένετο δεκτή και υπό του Κ. Παπαρρηγοπούλου και Παύλου Καρολίδου, ως αναφέρει ο κ. Δασκαλάκης, όστις φαίνεται παρεσύρθη και από τον Βυζαντινόν Χρονογράφον Σύγγελον .

Τήν θεωοίαν ταύτην των Beloch και Abel αποδέχονται και οι διακεκριμένοι σύγχρονοι συγγραφείς της Ιστορίας του Ελληνικού "Εθνους κ.κ. 'Ι. Θεοδωρακόπουλος, "Ι. Άνδρεώτης, Κ. Τσάτσος κλπ. Πράγματι οι συγγραφείς του Β' τόμου της εν λόγω Ίστορίας αντιγράφουν σχεδόν τον Beloch ως εξής:


«Ή Ιστορία των Μακεδόνων αρχίζει κατά το 700 π. Χρ. εις την Όρεστιδα, που μοιράζονταν μέ ένα φύλον Ελληνικόν τους Όρέστας. 
Στήν ίδια περιοχήν (τήν Ορεστιδα) τοποθετείται από την παράδοσιν η κοιτίς της βασιλικής δυναστείας των Μακεδόνων, που φέρει δύο ονόματα: 
Αργεάδαι  Τημενίδαι.
 Το πρώτον ες αυτών δυνατόν να σημαίνη καταγωγήν από έναν Άργέα, άγνωστον στήν παράδοσιν η από έναν Αργαίο, όποτε θα πρόκειται για τον Άργαίον τον Α' (652—621 προ Χρ.) παρά για παλαιότερόν του, που λανθάνει το δεύτερον δυναστικόν όνομα το έφερον επίσης οι ηγεμόνες των  ιστορικών  Αργείων από τόν Ήρακλείδην Τήμενον, αρχηγόν των Δωριέων, που κατέλαβον το Άργος  (τής ΙΙελοποννήσο ) . 

Αυτή η ομωνυμία έδωσε λαοήν στήν οιαμόρφωσιν της παραδόσεως ότι οι Τημενίδαι των Μακεδόνων κατήγοντο από το Πελοποννησιακόν  Αργός. 
Η μόνη λογική έξήγησις της συμπτώσεως των δύο δυναστικών ονομάτων είναι ότι το όνομα Τήμενος είναι Μακεδονικόν και ότι έφθασεν ως τους Ήρακλείδας του Άργους  διά μέσου των Μακεδόνων, που έγιναν υπήκοοι των Ηρακλείδων στήν Κεντρικήν Στερεάν και απετέλεσαν ένα άπό τα συστατικά στοιχεία των Δωριέων». 

Περαιτέρω αντιγράφουν πιστώς τόν Beloch οι εν  λόγω Ακαδημαίκοί συγγραφείς  ότι η βασιλεία τού Περδίκκα ανήκει εις το πρώτον ήμισυ του Ζ αιώνος π.Χρ.

Κατ  αύτήν οι Μακεδόνες απλώθηκαν από την  Ορεστίδα πρός τα ανατολικά.
Η  Όρεστίς λοιπόν και το Αργός Ορεστικόν υπήρξεν η κοιτίς της δυναστείας των βασιλέων της Μακεδονίας, οίτινες εκαλούντο  Αργεάδαι, ουχί ως καταγόμενοι από το  Άργος της Πελοποννήσου η της Όρεστίδος, άλλ' εκ του Αργαίου η τοϋ Αργέα, διότι τα εις -άδης επώνυμα σημαίνουν οίκογενειακήν καταγωγήν, δηλαδή προγονικήν καταγωγήν, ως π.χ. Καρνεάδης,  Ανδρεάδης, Δημάδης, Δημητριάδης, Βασιλειάδης και ούτω καθεξής.

 Έάν η επωνυμία των Αργεαδών προήρχετο εκ της πόλεως Άργος  ήτο Αργείος η Αργέστης, ουχί όμως 'Αργεάδης.
Επίσης η επωνυμία Τημενίδαι φαίνεται ότι προέρχεται από το κύριον όνομα Τημένου,  το όποιον έσυνηθίζετο εις Μακεδονίαν και εντεύθεν μετεβιβάσθη εις Πελοπόννησον , διά του   ήγηθέντος της τελευταίας καθόδου των Ηρακλείδων  Δωριέων-Μακεδόνων Τημένου, όρμηθέντος από Βορρά προς Νότον.

Εκ πάντων των ανωτέρω προκύπτει ότι πιθανωτέρα και επικρατέστερα είναι η εκδοχή ότι κοιτίς της Μακεδόνικης Δυναστείας υπήρξεν η Όρεστίς, όπου η πόλις του Αργούς Όρεστικού, ύπήρςεν η βάσις έξορμήσεως των πρώτων Μακεδόνων προς Νότον και Ανατολάς.

ΙΙρωτεύουσα της Όρεστίδος υπήρξε το Κέλετρον, η σημερινή Καστοριά, η έδρα των τοπικών βασιλέων, μεταξύ των όποιων μνημονεύεται ο 'Αντίοχος κατά τους χρόνους του ΙΙελοποννησιακού πολέμου, ως αναφέρει ο Θουκυδίδης.

 Είς την δευτέραν πολιν της Όρεστίδος, το Άργος Όρεστικόν, φαίνεται ότι επιδραμόντες έξ Ιλλυρίας έγκατεστάθησαν οι Μακεδόνες και συνενεμήθησαν μετά του παλαιόθεν ελληνικού φύλου των Ορεστών την  Ορεστιδα, τέλος δέ επεκράτησαν ούτοι ύποτάξαντες τουςΟρέστας η από κοινού Μακεδόνες και Ορέσται μετηνάοτευσαν προς ανατολάς η τέλος εκδιωχθέντες υπό των Όρεστών ήναγχάσθησαν να τραπούν προς ανατολάς και να εγκαταστήσουν την πρωτεύουσα, αυτών παρά την  Έδεσσαν, όπου ίδρυσαν την πόλιν των Αιγών.

 Έπί Αλεξάνδρου του Α' υπετάγησαν εις τους Μακεδόνας οι Όρέσται, οι Έλιμιώται κλπ. βασιλείς, βραδύτερον δε επί  Αρχελάου συνεχωνεύθησαν με το ενιαίον Μακεδονικόν κράτος της Πέλλης, όπου είχε μεταφερθή υπό του Αρχελάου η πρωτεύουσα εξ Αιγών.

Κατά συνέπειαν η γενεαλογία των Μακεδόνων βασιλέων είναιι κατά την επικρατέστεραν έκδοχήν κατά χρονολογικήν σειράν 

1) Κάρανος, 
2) Κοινός, 
3) Τυρίμας η Θουρίμας. 
4) ΙΙερδίκκας
5) Αργαίος, 
6) Φίλιππος ο Α', 
7) Αέροπος, 
8) Αλκέτας, 
9) Αμύντας ο Α', 
10) Αλέξανδρος Α' ο Φιλέλλην.

Οι προγενέστεροι, οίτινες είχον έλθει εξ Ιλλυρίας και εγκατεστάθησαν εις την Ορεστίδα είναι άγνωστοι.
Οι μεταγενέστεροι μέχρι του Περσέως είναι γνωστοί από την ιστορίαν.

Έν τελικω συμπεράσματι 
τα επώνυμα  Αργεάδαι και Τημενίδαι προήλθον άπό γενεολογικήν καταγωγήν Μακεδόνων 
το δέ όνομα του Τημένου, 
εξ ού οι διαδεχθέντες αυτόν ως βασιλέα του  Αργούς της Πελοποννήσου απόγονοι
 εκλήθησαν Τημενίδαι, 
είναι όνομα Μακεδονικόν, 
μεταδιβασθέν ύπό των Μακεδόνων  Δωριέων 
εις το  Άργος της Πελοποννήσου κατά τήν τελευταίαν  κάθοδον των Ηρακλείδων.

Άγαπώμεν και τιμώμεν τόσον το Άργος  της Πελοποννήσου, όσον και το   Άργος Όρεστικόν, διότι είμεθα αδελφοί και ρέει εις τάς φλέφας μας το ίδιον αίμα, είτε οι Πελοποννήσιος μετηνάστευσαν εκείθεν εις Μακεδονίαν και ίδρυσαν την Μακεδονικήν δυναστείαν, είτε οι Μακεδνοί μέ τον Ηρακλείδη/ Τήμενον κατήλθον εις την Πελοπόννησον.

Τ' ανωτέρω εξετέθησαν, διότι, ενώ η αγάπη μας είναι η αυτή και διά το Άργος της Πελοποννήσου και διά το  Άργος  της Όρεστίδος, εν τούτοις η πρός την ιστορικήν αλήθειαν αγάπη μας είναι και οφείλει να είναι μεγαλύτερα.

Ή ιστορική αλήθεια λοιπόν, την οποίαν με κόπον και υπομονήν ανεζήτησα και εξέθεσα ανωτέρω, αποδεικνύει ότι η Μακεδονία, όπως και η  Ηπειρος, ήτο Ελληνική προ του 11ου και 12ου αιώνος προ Χριστού και δή προ της εκ Βορρά καθόδου των Μακεδνών, οι οποίοι επίσης ήσαν Έλληνες και κατήλθον από Βορρά ποός Νότον, πρώτον ως  Αχαιοί και είτα ως Δωριείς προς Πελοπόννησον και ως Μακεδνοί, Μακεδόνες και Μαγνήτες πρός Ανατολάς και Νοτιοανατολάς (Μαγνησίαν).

Από της καθόδου των Μακεδνών εις τάς περιοχάς της Όρεστίδος, της Λυγκηστίδος, της Πελαγονίας, της  Ελίμειας, της   Έορδίας, της Άλμωπίας, της Παιονίας, της Μυγδονίας, της Βοττιαίας, της Πιερίας, της Ημαθίας, της Βισαλτίας κλπ., κλπ. εσημειώθη πρόοδος εις τας τέχνας και εις την επεξεργασίαν, όχι μόνον του χαλκού και του ορειχάλκου, αλλά και του σιδήρου, οι δέ φορείς της τέχνης της επεξεργασίας των μετάλλων τούτων  Ελληνες Μακεδνοί έπεκράτησαν των μεμονωμένων κρατιδίων, τα ήνωσαν ύπό την ήγεοίαν των και έδημιούργησαν το αναγκαίον πρόφραγμα της Ελλάδος κατά των περιστοιχιζόντων αυτήν βαρβάρων επιδρομέων.

Το πρόφραγμα τούτο επέτρεψε, εις τους νοτιωτέρους "Ελληνας και δή εις τους "Αθηναίους να αναπτύξουν εν ασφάλεια και άνέσει την φιλοσοφίαν και την πνευματικήν άνθισιν, η όποια εφώτισε την ανθρωπότητα, να βάδιση εις την οδόν της προόδου και της ευημερίας με τον Πλάτωνα, τον Σωκράτην, τον  Αριστοτέλην και την άναρίθμητον πλειάδα των φιλοσόφων, των ποιητών, των ιστορικών, των καλλιτεχνών και των θεμελιωτών της ανθρωπινής επιστημονικής σκέψεως.

Η σφυρηλάτησις της φυλετικής ενότητος, της κοινής γλώσσης, των κοινών εθνικών στοιχείων των παλαιοτέρων ελληνικών βασιλείων με τους άπό του βορρά κατελθόντας Μακεδνούς και μέ τους αδελφούς των Μάγνητας εγένετο εις την Δρυοπίδα, την λεγομένην ακόμη και σήμερον Δωρίδα, όπου προσέλαβον το επώνυμον των Δωριέων και εκείθεν κατήλθον εις Πελοπόννησον, ως Δωριείς, και εις την Όρεστιδα, όπου Μακεδνοί και Όρεσται συνέζησαν επί πολλά ετη, ίσως επί αιώνας.

 Εκείθεν εκκινήσαντες επεξετάθησαν πρός Ανατολάς και συνέστησαν το κράτος των Αιγών παρά την "Εδεσσαν.
Το  Ορεστικόν Άργος λοιπόν παρά την λίμνην νής Όρεστιάδος, όπου άνευρεθησαν διά των ανασκαφών τα ίχνη λιμναίας οικήσεως και πολλά λίθινα εργαλεία της νεολιθικής εποχής, υπεδέχθη και εφιλοξένησε τους εκ της Πίνδου και της  Ιλλυρίας κατελθόντας Μακεδνούς και τους προέπεμψεν η συνεστράτευσε μετ' αυτών πρός Νότον και πρός  Ανατολάς μέχρι της Θράκης.



Viewing all 330 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>