Quantcast
Channel: YaunaTakabara
Viewing all 330 articles
Browse latest View live

Βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία: Η Εξέγερση και Σφαγή της Δράμας, 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1941.

$
0
0
του κ. Γ.Κ.ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ,
 τ. ΛΥΚΕΙΑΡΧΗ
Αναδημοσίευση από την 
     

Σεβασμός μνήμης

«Το ολοκαύτωμα της Δράμας το 1941»
Όσα ακολουθούν, δεν αποβλέπουν στην ανάξεση πληγών, αλλά στη διατήρηση της αλγεινής μνήμης, αφού είναι αποδεδειγμένο ιστορικά ότι, όταν αυτή ξεθωριάζει, τότε ακολουθούν οδυνηρές περιπέτειες.

Από αυτήν την οπτική γωνία ξεκινώντας, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1941 μέρος του δραμινού λαού δεν επιτέλεσε συνειδητό κίνημα κατά του κατακτητή για την απόκτηση της θεόδοτης ελευθερίας,
αλλά έπεσε τραγικό θύμα μιας απάνθρωπης προβοκατόρικης κίνησης καθώς και ενός παραληρηματικού ενθουσιασμού. 

Είναι λυπηρό να τονίζεται από κάποιους διαστρεβλωτικούς της ιστορικής αλήθειας κονδυλοφόρους ότι ο δραμινός λαός συνειδητά ήγειρε τα όπλα κατά τον κατακτητή.



Και απόδειξη ότι ελάχιστος υπήρξε ο χρόνος από τη στιγμή που η χώρα μας είχε βυθισθεί στο βαθύ έρεβος της τριπλής δουλείας.

Τα κινήματα και οι επαναστάσεις απαιτούν χρόνο.

Είναι δυνατόν, κατά την κρίση και των πλέον παρορμητικών κονδυλοφόρων, να ετοιμασθεί επανάσταση μέσα σε ελάχιστους μήνες από ανθρώπους, όσο ανίατοι εραστές της ελευθερίας κι αν είναι αυτοί, οι οποίοι επιστρέψανε μέσα από τη φωτιά και το σίδερο ακρωτηριασμένοι, ρακένδυτοι, ημιθανείς και ψυχικά ράκη με οικογένειες διαλυμένες ψυχικά και οικονομικά;

Τα κινήματα, αλλά και οι επαναστάσεις απαιτούν χρόνο για σώφρονα ετοιμασία.
Απαιτούν οικονομική ευμάρεια , απαιτούν ψυχραιμία, απαιτούν τέλος σοβαρή στήριξη από ισχυρούς προστάτες.

Αλλιώτικα δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιπόλαιη αυτοκτονία.

Ήταν ο Σεπτέμβρης του 1941 μια απάνθρωπη και oδυνηρή παγίδα για τον φιλήσυχο δραμινό λαό, τον πρόμαχο της ελευθερίας.

Ήταν ο μήνας εφαρμογής της τρίτης σχεδιασμένης προσπάθειας των άκαπνων βορείων γειτόνων για εξόντωση και αφελληνισμό της περιοχής μάς.

 Ήταν μια προσπάθεια υλοποίησης του προαιώνιου πόθου τους για έξοδο στο Αιγαίο.

Και η προσπάθειά τους αυτή διαφαίνεται ολοκάθαρα από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκαν.

Με λυσσώδη μανία για ολοκλήρωση της ανήκουστης στην ανθρώπινη ιστορίαγενοκτονίας μετήλθαν κάθε απάνθρωπο μέσο.

Τρομοκράτησαν, λήστεψαν, εξόρισαν, βασάνισαν, φίμωσαν και ως αποκορύφωμα αφαιρέσανε χιλιάδες ψυχές, πάρα πολλές από τις οποίες ήταν παντελώς αμέτοχες στο παράτολμο κίνημα.

Ποιο ήταν το φταίξιμο των βρεφών, ώστε να μη χαρούν το φως της ζωής;

Ποιο ήταν το φταίξιμο των φιλήσυχων γυναικών, ώστε να βιάζονται παρά τους θείους και ανθρώπινους κανόνες;

Ντύσανε στα μαύρα χιλιάδες Δραμινούς, τραυμάτισαν ανεξίτηλα ψυχές, οδήγησαν στην ορφάνια βρέφη και έφηβους αθώους.

 Για ποια επανάσταση λοιπόν μιλάμε;

Δεν κυριαρχούμεθα από μανία εκδίκησης.

Δεν συγχωρούμε όμως.

Έχουμε χρέος να ενθυμούμεθα.

Και η αρετή της μνήμης είναι στολίδι για κάθε άνθρωπο, που σέβεται τον εαυτό του.

 Καλόν είναι λοιπόν στις επαιτείους να αποφεύγουμε τους βερμπαλισμούς και τους φρυγανώδεις λόγους.

Η αλήθεια αντάμα με την σεμνότητα είναι χρυσός.



Ελληνικότητα Μακεδονίας: ΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣ O ΦΙΛΙΠΠΟΣ!

$
0
0
Τοιχογραφία με την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη.
Βεργίνα, Τάφος Φιλίππου Β'.


Αγαπητός Γ. Τσοπανάκης
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ
50 ΧΡΟΝΙΑ (1939-1989)
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)







ΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣ (ΦΙΛΙΠΠΟΣ)
ή
 ΠΩΣ ΔΙΑΙΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ

Σε πολλές και σοβαρές υποθέσεις αφήνουμε τους εχθρούς να οικοδομούν με ψέματα και να προβάλλουν ανυπόστατες απόψεις, που με την επιμονή και την επανάληψη κατορθώνουν να τις εντυπώνουν στο μυαλό και την ψυχή των άλλων ανθρώπων. 

Εμείς θεωρούμε ότι  η αλήθεια είναι αυτονόητη, δεν φροντίζουμε όμως  να την γνωστοποιήσουμε στους άλλους, και νομίζουμε ότι είναι αρκετό να λέμε ότι «το μακεδονικό ζήτημα είναι ανύπαρκτο», και ότι  αυτή είναι η καλύτερη απάντηση. 
Δυστυχώς όμως  δεν είναι η καλύτερη, και αμφιβάλλω αν είναι καν απάντηση.
Από που συμπεραίνεται η μη ελληνικότητά της Μακεδονίας και των Μακεδόνων;


Ο Αθηναίος Ρήτωρ
Δημοσθένης
 Κυρίως από το ότι  ο Δημοσθένης θέλοντας να εξάψη τους Αθηναίους εναντίον του Φιλίππου κραυγάζει από το βήμα της εκκλησίας του δήμου:

 ουκ εχθρός (ο Φίλιππος, δηλαδή);
 ουκ ’έχων τα υμέτερα; ου βάρβαρος; (Όλυνθ. Γ', 17). 

Το γιατί, τώρα, ένας Φίλιππος,
 γιος του Αμύν-τα, απόγονος
 ενός Αρχε-λάου 
και άλλων ομοιών θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «βάρβαρος», δηλαδή «μη Έλληνας», σύμφωνα με μίαν προσφιλή σε πολλούς άποψη, αυτό είναι δυσκολοεξήγητο για ανθρώπους που διαθέτουν και υψηλήν ακόμα νοημοσύνη. 


Ο Αρχέλαος μάλιστα, ήδη προς το τέλος του 5ου αι. π.Χ.,είχε καλέσει στην Πέλλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά ονόματα της εποχής, 
τον περίφημο ζωγράφο Ζεύξιν, από την Ηράκλεια της Κάτω Ιταλίας,
 τον επικό ποιητή Χοιρίλο τον Σαμιώτη,
 τους τραγικούς ποιητές Αγάθωνα και Ευριπίδηναπό την Αθήνα και τον περίφημο διθυραμβοποιό και μουσικό Τιμόθεο από την Μίλητο, τον πρώτο για να του διακοσμήση το παλάτι και τους άλλους για να τραγουδήσουν ή να ανεβάσουν θεατρικά έργα.
Ο φανατισμός παραμορφώνει τις ανθρώπινες σκέψεις και συναισθηματικές διαθέσεις και κάμνει τους ανθρώπους να μην προσέχουν ότι ο ζωγράφος πρέπει να έμεινε έναν τουλάχιστο χρόνο στην Πέλλα, οι άλλοι τουλάχιστο μίαν περίοδο δύο η τριών μηνών, 
ενώ για τον Ευριπίδη είναι γνωστά ότι έμεινε κάτι παραπάνω από δυο χρόνια και ότι πέθανε στην Μακεδονία. 
Είναι μάλιστα γνωστό ότιεδώ έγραψε και τις Βάκχεςτου, που παραστάθηκαν στα 404 π.Χ., μετά τον θάνατό του, στην Αθήνα, πήραν το πρώτο βραβείο, και εξακολουθούν να είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας .
 Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι τα μεγάλα αυτά καλλιτεχνικά ονόματα που αντιπροσώπευαν την επική, λυρική και δραματική τέχνη της εποχής,έδιναν παραστάσεις για τον πολύν κόσμο, συναναστρέφονταν με πολύν κόσμο, και οι παραστάσεις αυτές εκτελούνταν σε ειδικούς χώρους, που ήταν τα θέατρα, και αυτό πρέπει να έγινε και στην Πέλλα.

 Ξέρουμε μάλιστα πως ο Ευριπίδης έγραψε και μίαντραγωδία με τον τίτλο Αρχέλαος, που θα αφορούσε προφανώς κάποιον πρόγονο του βασιλιά, η όποια είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι παραστάθηκε κιόλας εκεί .
Αρχαίο Θέατρο Βεργίνας Μακεδονίας
Το θέατρο λοιπόν, και ως λογοτεχνικό είδος και ως θεσμός και ως οικοδόμημα αρχιτεκτονικό, είναι αποκλειστικώς ελληνικό, και ένα θέατρο βρέθηκε ήδη από τις ανασκαφές του καθηγητή Ανδρόνικου στην Βεργίνα, δίπλα και κάτω από το παλάτι, όπου ίσως δολοφονήθηκε οΦίλιππος ο Β '


Οι άλλοι λαοί, εκτός από τους Έλληνες, δεν είχαν θέατρα,
 και αυτά που υπάρχουν στον βορειοελλαδικό χώρο της Θράκης ιδρύθηκαν από τους Έλληνες αποίκους,
 όπως στην Θάσο, τους Φιλίππους, τα Άβδηρα κ.α.
Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων Μακεδονίας


 Οι παλιοί Θράκες δεν τα ήξεραν.

Το θέατρο ήταν πολιτιστικό στοιχείο του ελληνισμού, 
και η παρουσία του στην Μακεδονία
αποτελεί βασικό και απρόσβλητο στοιχείο αυτού του ελληνισμού, 
του αρχαίου ελληνισμού της Μακεδονίας,
 και όχι αποικιακή εισφορά η εισαγωγή του.

 Η αγνόηση η αποσιώπηση αυτού του γεγονότος δείχνει ότι εμείς οι ίδιοι 
ή δεν αντιλαμβανόμαστε την σημασία του η το θεωρούμε αυτονόητο, 
αυτό που αποτελεί, αντίθετα, 
το σήμα κατατεθέν και την σφραγίδα της γνήσιας ελληνικότητας.
Καιρός είναι να καταλάβουμε ότι τα πράγματα γίνονται αυτονόητα, όταν αποκτήσουν την κατάλληλη προβολή τους, προπάντων όταν είναι αληθινά. και επιτρέψετέ μου να υπογραμμίσω, χωρίς να υπερβάλλω, ότι και οι δυο τραγικοί ποιητές, 
και ο Χοιρίλος και ο Τιμόθεος, 
Αρχαίο Θέατρο Δίον Μακεδονίας
ήρθαν στην Πέλλα βέβαιοι ότι θα υπήρχε θέατρο, όπου θα μπορούσαν να επιδείξουν την τέχνη τους, αφού έρχονταν σε μίαν ελληνική πρωτεύουσα.

Από την άλλη μεριά, και ο βασιλιάς που έκαμε την πρόσκληση δεν θα ήθελε να γίνει καταγέλαστος, αν δεν διέθετε τον κατάλληλο χώρο. 

Ξέρουμε τώρα ότι και το Δίον είχε το θέατρό του,

και βέβαια αυτά όλα προϋποθέτουν και το αντίστοιχο ακροατήριο, το κοινό, 
που βλέπει, ακούει και καταλαβαίνει: που ξέρει τον  Ηρακλή και τον Διόνυσο, την Αθηνά, τον 'Ερμή και τους ήρωες.
Έχω μιλήσει σε άλλην ευκαιρία για τον Όλυμπο και την σημασία του για την ελληνικότητα της Μακεδονίας . 

Το γεγονός ότι ο Όλυμπος είναι Όλυμπος μόνο από τον κάμπο της κεντρικής Μακεδονίας, και όχι τόσο από της Θεσσαλίας, 
νομίζω ότι έκαμε τους Έλληνες να τοποθετήσουν στην κορυφή του το Δωδεκάθεό τους,
 να ιδρύσουντο Δίον από τους μυκηναϊκούς χρόνουςστους μακεδονικούς πρόποδές του, να ονομάσουν *Ολυμπιάδας ('Ησιοδ. Θεογ. 25, 52, 966, 1022) η Πιερίδας (Ήσιοδ. Ασπ. 206) τις Μούσες από τα αντίστοιχα βουνά —και τα Πιέρια είναι αξιοπρόσεκτα μόνο από την Μακεδονία—, και να καταστήσουν την περιοχή θρησκευτικό και μουσικό κέντρο του ελληνισμού.

 Αν η Μακεδονία δεν ήταν ελληνική, αν δεν είχαν εγκατασταθεί εδώ πάρα πολλά χρόνια, τουλάχιστο δυο η τρεις αιώνες, τα ελληνικά φύλα που κατέβαιναν προς τα κάτω, αν αυτοί που προχώρησαν δεν είχαν αφήσει πίσω τους τους Έλληνες Μακεδόνες να συντηρούν αυτές τις καταβολές, 
για ποιόν λόγο οι «βάρβαροι» Μακεδόνες θα διαφύλατταν την λατρεία τουΔίακαι των άλλων θεών στο Δίον και στην υπόλοιπη Μακεδονία; 
 
Αρχαιολογικός Χώρος Δίον Μακεδονίας


Τα διαφύλατταν γιατί ήταν κοινή ελληνική κληρονομιάκαι οι ίδιοι ήταν Έλληνες· και θα είχαν προβάλει τα δικά τους, αν δεν ήταν. 

Κι αν δεν υπήρχε αυτή η κοινότητα, ποιος από την Θεσσαλία και κάτω θα ήξερε τι ήταν και που βρισκόταν ο Όλυμπος; 

Από την άλλη μεριά, 
πως θα ήταν δυνατό να θεωρηθή τόσο ιερό,
 τόσο συνδεμένο με την θρησκεία των  Ελλήνων ένα βουνό 
που δεν βρισκόταν μέσα στην Ελλάδα αλλά στα σύνορά της, 
με ξένους λαούς έξω από αυτά;
Η απομόνωση ενός τόπου, μιας περιοχής, όπως και η μόνωση ενός ατομού, είναι και ευλογία και κατάρα. 

Οι επικοινωνίες με την κάτω 'Ελλάδα, κυρίως την Θεσσαλία, είναι δύσκολες από την ξηρά.

Τα Τέμπη ήταν δύσβατα, υπάρχει μια διάβαση από τα Πιέρια προς τα κάτω, η κοίτη του  Αλιάκμονα είναι πιο βατή.

 Πιο ομαλές είναι οι διαβάσεις από το Μοναστήρι προς το Αμύνταιο, την Πτολεμαΐδα και την Θεσσαλία, η προς την Κορυτσά και την ’Ήπειρο. Όλες όμως οι διαβάσεις αυτές, λίγο πολύ, πρέπει να περάσουν από στενά, τα περίφημα δερβένια των Τούρκων και τις κλεισούρες των Βυζαντινών, και ήταν πάντα επικίνδυνες. 
 Η ορεινή Μακεδονία έχει ψυχρό κλίμα, η κεντρική σχετικά ήπιο μικροκλίμα με ηπειρωτικό χαρακτήρα.
Ο βίος ήταν γεωργοκτηνοτροφικός, ίσως περισσότερο ημινομαδικός, με εκμετάλλευση ορυκτού πλούτου και ξυλείας οικοδομήσιμης και ναυπηγήσιμης από βαλανιδιές, καστανιές, έλατα η ρόμπολα.

Έτσι, η Μακεδονία, με την απομόνωσή της από την κάτω Ελλάδα,
 έχασε την τακτική γλωσσική επαφή της
με αποτέλεσμα να διατηρήσει μίαν κλειστή και 
αρχαϊκή διάλεκτο
αρχαϊκούς θεσμούς
εταίρους και σχεδόν ομηρική βασιλεία, 
αγροτοποιμενικήν οικονομία και ενότητα, σε μεγάλη κλίμακα και εκτεταμένη περιοχή· 
από την άλλη όμως  —αν εξαιρέσει κανείς την κάπως προσιτή επικοινωνία με την Χαλκιδική— πρέπει να υστερούσε ως προς την εγγραμματωσύνη από το επίπεδο της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και, φυσικά, της Αττικής. 

Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν βρέθηκαν, ως τώρα τουλάχιστο, μακεδονικές επιγραφές πριν από τον 4ο αι. π.Χ., ούτε και αντίστοιχα δείγματα μακεδονικής διαλέκτου από συγγραφείς, εκτός από αυτά που διαφαίνονται από τα κύρια ονόματα, όπως 
Παρ-μενίων, 
Άμύν-τας, 
Νικά-τωρ , 
άγ-χαρμον, 
που δείχνουν την αιολική και δωρική αποκοπή των προθέσεων ανά, παρά, κατά, από, υπό σε αν-, παρ-, κατ-, απ-, υπ- μπροστά στο σύμφωνο της επόμενης λέξης, αιολικές και δωρικές καταλήξεις σε -τας, -τωρ, αιολικό και δωρικό α αντί η· από τα ονόματα των μηνών, όπως 
Απελλαίος, 
Άρτεμίσιος, 
Λώιος, 
Υπερβερεταίος , 
 λίγες αρχαίες λέξεις που σώθηκαν από λεξικογράφους, όπως
 ('ρακλής) Κυναγίδας, 
ίλαξ·
 η πρίνος, 
κατα-πάλτης, κ.α.,
 και μερικές που σώζονται στα σημερινά μακεδονικά ιδιώματα, 
 προδίδουν όμως την μεγάλη τους αρχαιότητα και την αρχαιοελληνική μακεδονική τους ιδιότητα· π.χ. ού μάκους = η μήκων, 
αργατίνα, η = η έργάτρια,κ.α.

Επεξηγώ με συντομία ότι
 Παρμενίων είναι αυτός που παρα-μένει, μένει δηλαδή σταθερός στην θέση του, στην μάχη, πιστός στον σύντροφό του στην παράταξη, 
Αμύν-τας,είναι οαμύν-της, δηλαδή αυτός που αμύνεται αποκρούοντας τον εχθρό,ανα-χάρμαν< άγχαρμον, ήταν στρατιωτικό παράγγελμα = ανωφερή την αιχμήν, να έχουν προς τα πάνω την αιχμή του δόρατος (ανα-χάρμαν), έτοιμοι να το ρίξουν εναντίον κάποιου, 
Νικάτωρ = νικήτωρ, 
Κυναγίδας = κυνηγίδης, 
καταπάλτης, ο, (= καταπέλτης, πολεμικό όπλο η μηχάνημα), κ.α. 

Το ότι ο μάκους και η αργατίνα προέρχονται άπο την αρχαία μακεδονική διάλεκτοτο συμπεραίνουμε από το ότι ο μάκους σώζεται και στα σλαβικά (μάκκο, ο)και στα βλάχικα και η αργατίνα με τον τύπο αργατίνκα, η, στα σλαβικά (πρβλ. Τσιούλκα, Κ. I., Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων, Άθήναι 1907, σ. 13 s.v. εργάτης, 30 s.v.
 μήκων («μάκκο — όπιον εις χρήσιν των παίδων αϋπνούντων αϋπνιαν»). 
Όλα αυτά μας οδηγούν στην ανάμειξη αιολικών και δωρικών στοιχείων, μας προσεγγίζουν προς την ομηρική γλώσσα και την θεσσαλική, βοιωτική και την (αρχαία) κυπριακή διάλεκτο.
Αυτή η απομόνωση και η πατριαρχική βασιλεία της Μακεδονίας ερχόταν σε οξεία αντιπαράθεση προς την λαοκρατική ψύχωση της Αθήνας και έκαμνε τον Δημοσθένη αλλεργικόν μπροστά στον πολεμικό Φίλιπποκαι τους κινδύνους που εξαιτίας του απειλούσαν την αθηναϊκή δημοκρατία και δύναμη.
Όλα αυτά του επέτρεπαν να διατυπώνη έναν τόσο υβριστικό χαρακτηρισμό, πιθανώς χωρίς να διαμαρτύρονται οι ακροατές του.
Ας μην ξεχνούμε ότι και ο Δημοσθένης και οι Αθηναίοι, λίγα χρόνια αργότερα, περίμεναν με ανακουφιστική προσδοκία τον θάνατο του Αλεξάνδρου, για να απαλλαγούν από την μακεδονική κηδεμονία.


 Κανένας όμως από όλους αυτούς 
δεν υποψιάσθηκε ποτέ
 και δεν το κατήγγειλε ποτέ,
 ότι οι Μακεδόνες αυτοί, 
ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος,
 οι τοποτηρητές τους και οι άλλοι,
 μιλούσαν άλλην γλωσσά και ανήκαν σε ξένη φυλή, 
γιατί ένα τέτοιο πράγμα δεν συνέβαινε.

Η τραγική ειρωνεία των γεγονότων αυτών ήταν ότι αυτοί οι ίδιοι οι Αθηναίοι και οι πρόγονοί τους πριν από πέντε γενεές, δηλαδή από 160 χρόνια και περισσότερα, μόνοι τους στον Μαραθώνα στα 490 π.Χ. και με τους Σπαρτιάτες και Κορινθίους στην Σαλαμίνα 10 χρόνια αργότερα, ήταν αυτοί που νίκησαν τους Πέρσες, οι μόνοι που εγκατάλειψαν την πόλη τους, οι μόνοι που είδαν τα ιερά τους να καίγωνται ( 'Ηροδ. 8, 53), χωρίς πιά να μπορούν στα επόμενα χρόνια να πάρουν την εκδίκηση που πάντα είχαν στον νου τους. 

Kαι την εκδίκηση αυτήν, ύστερα από αυτά τα πολλά χρόνια, ερχόταν να την εξοφλήσει αυτός ο ίδιος ο Φίλιππος, που την προετοίμασε με την αναγκαστική ένωση των 'Ελλήνων μετά την μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και την εξερευνητική αποστολή δυο σπουδαίων στρατηγών στην Μικρά Ασία λίγο πριν από τον θάνατό του στα 336, δεν πρόφτασε όμως να την πραγματοποιήση. 
 
Η Ελληνική-Μακεδονική 'Αυτοκρατορία'

Aυτό ήταν το τυχερό του απαράμιλλου γιου του, του Αλεξάνδρου, ο όποιος έσπρωξε την ελληνική και μακεδονική δύναμη ως τον Ινδό και πραγματοποίησε την διάλυση της περσικής αυτοκρατορίας και τα όνειρα μιαςπαγκόσμιας ελληνικής πολυεθνικής ηγεμονίας.
Νομίζω ακόμα ότι, μέσα σ ’ αυτά τα συμφραζόμενα της δήθεν «βαρβαρότητας»του Φιλίππου, δεν λαμβάνουμε υπόψη μας ότι 
θα ήταν αδύνατο σε έναν Αθηναίο σαν τον Ισοκράτη
με την τόσο πανελλήνια συνείδηση, 
ο οποίος αναζητούσε Έλληνες και από την Κάτω Ιταλία και Σικελίαακόμα για να αναλάβουν την συμφιλίωση των ελληνικών πόλεων και την εκστρατεία εναντίον των Περσών ( Ίσοκρ. Έπιστ. 1 Διονυσίω), 
πως θα ήταν δυνατό λοιπόν να απευθυνθεί στον Φίλιππο τον Β 'και να του ζητά να οργανώσει αυτήν την ένωση και αυτήν την εκστρατεία.
Λέει λοιπόν ο Ισοκράτης σε ένα πρώτο του εκτεταμένο μήνυμα προς τον Φίλιππο (Ίσοκρ. Φίλιππος 103α) τα εξής: 
«ό δέ (ένν. «ό κτησάμενος τήν άρχήν», προφανώς ό Περδίκκας ό Α', γιος του Τημένου) τον μεν τόπον τόν ελληνικόν όλως είασεν, τήν δ ‘έν Μακεδονία βασιλείαν κατασχών έπεθύμησενήπίστατο γάρ τούς μεν "Ελληνας ούκ είθισμένους ύπομένειν τάς μοναρχίας, τούς δ ’ άλλους ού δυναμενους ανευ τής τοιαύτης δυναστείαςδιοικεΐν τόν βίον τόν σφέτερον αύτών...»,
όπου η αντιπαράθεση του  «τόν μέν τόπον τόν έλληνικόν» πρός «τήνεν Μακεδονία βασιλείαν»και του «τούς μεν Έλληνας» προς το «τούς δ ’ άλλους» στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι Μακεδόνες, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν αναμφισβήτητη απόδειξη της διαφορετικής καταγωγής των μεν και των δε. 
Αυτά, μάλιστα, ο κακόβουλος θα πίστευε ότι θα μπορούσε να τα ενισχύσει με όσα λέει για τον ίδιο τον Φίλιππο ο ’ Ισοκράτης ο ίδιος λίγο παρακάτω (107, ως έξής:

«έστιν ουν άνδρός μέγα φρονούντος και φιλέλληνος..., άπαλλάξαι τους ξενιτευομένους των κακών...», 
αν δεν αντιληφθεί ότι το επίθετο φιλέλλην σημαίνει εδώ τον Έλληνα που αγαπά την πατρίδα του, τον φιλόπατρη, τον πατριώτη, οπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, εκτός από την σημασία και του ξένου που αγαπά τους Έλληνες και την Ελλάδα- και βέβαια, αν δεν θεώρηση ότι  ο Ισοκράτης κάτι έχει πάθει όταν,
 από την μια μεριά καλεί τους Αθηναίους να εμπιστευθούν τον Φίλιππο για την ένωση των 'Ελλήνων, από την άλλη όμως  τους λέει ότι ο Φίλιππος αυτός δεν είναι Έλληνας.
Ευτυχώς όμως  τα πράγματα δεν είναι έτσι. 

Η άμεση συνέχεια στις αντιθέσεις που παραθέσαμε, που αναφέρεται ακόμα στον «κτησάμενον την άρχήν», λέει: 
«μόνος γαρ των Ελλήνων ουχ ομοφύλου γένους 
άρχειν αξιώσας, μόνος και διαφυγείν ηδυνήθη τους κίνδυνους τους περί τας μοναρχίας γιγνομένους», 
όπου η υπογράμμιση του «μόνος των Ελλήνων» «ομοφύλου γένους», που δεν θεώρησε ότι ήταν αξιοπρεπές να το υπόταξη και να το εξουσιάσει, αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα ποδιά όσων θα ήθελαν να παίζουν με τις λέξεις. 

Είναι γνωστό ότι αρχικά «Έλληνες» ήταν αυτοί που πήραν το όνομα τους από τον Έλληνα , τον γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, 
του ζευγαριού δηλαδή που σώθηκε από τον ελληνικό κατακλυσμό. 

Οι τρεις γιοι του 'Έλληνα,
ο Δώρος, 
ο Ξούθος και 
Αίολος, 
έφτασαν ως την Θεσσαλία, αφήσαν όμως  έξω την Ήπειρο και την Μακεδονία,
 έτσι ώστε μόνοη κάτω από την Μακεδονία περιοχή να ονομάζεται Ελλάς και οι κάτοικοι Έλληνες
'
Ότι όμως  και η Μακεδονία (και η ’Ήπειρος) ήταν τμήματα του ελληνικού χώρου, φαίνεται από την πολύτιμη πληροφορία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο οποίος μας διασώζει ένα απόσπασμα από τις  Ηοίες, γενεαλογικό έπος του 'Ησιόδου, που λέει ότι η κόρη του Δευκαλίωνα, αυτού του ίδιου που έκαμε τους τρεις γιούς, η Θυία, ενώθηκε με τον Δία και γέννησε δυο γιούς,
τον Μάγνητα και 
τον Μακηδόνα,
 τον ιπποδαμαστή ( Ησιοδ. αποσπ. 5 Rzach):


έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση ή αμφιβολία για την άμεση σχέση της Μακεδονίας με την άλλη Ελλάδα, όπως το υπογραμμίζει και ο Πορφυρογέννητος αυτοκράτορας: 
«Μακεδονία η χώρα (ωνομάσθη) από Μακεδόνος του Διός (= του γιου του Δία) 
και Θυίας της Δευκαλίωνος (= της κόρης του Δ.), 
ως φησι 'Ησίοδος ο ποιητής».
Είναι περιττό να ξανασυζητήσουμε την σημασία της λέξης βάρβαρος, που είναι ονοματοποιημένη και σήμαινε αρχικά τους ξενόγλωσσους ανθρώπους, 
 αυτούς που σαν να έλεγαν διαρκώς 
μπαρ-μπαρ, 
δηλαδή μιλούσαν ακαταλαβίστικα
όπως φαίνεται καθαρά από την πρώτη μνημόνευση του επιθέτου από τον Όμηρο στο σύνθετο βαρβαρόφωνος (Β 867 Καρών ηγήσατο βαρβαροφώνων),
 για τους Κάρες. 
Το ρήμα βαρβαρίζω, με επιμονή στην ηχομιμητική προφορά μπαρ-μπαρ, σώζεται και σήμερα ως μπαρμπαρίζω και μπερμπερίζω, και σημαίνει μιλώ ακαταλαβίστικα, μουρμουρίζω .
Το ότι οι 'Έλληνες απέδιδαν το επίθετο σε ορισμένους ξενόγλωσσους λαούς που διέπρατταν βιαιότητες και ανομίες δεν είναι εκπληκτικό. 
Όλοι θεωρούμε φυσικό η δική μας γλώσσα και τα δικά μας ήθη και έθιμα να είναι τα καλύτερα.

 Το εκπληκτικό είναι ότι εμείς γενικεύουμε τα πράγματα και εκεί όπου δεν πρέπει, και βγάζουμε συμπεράσματα, που δεν μπορούν να σταθούν. 

Θα προσφέρω δυο εντυπωσιακά παραδείγματα, ένα από έναν ρήτορα του 4ου αι. π.Χ., συγχρόνου του Δημοσθένη, και ένα από τον Πλάτωνα, επίσης του 4ου αι. π.Χ., από τα όποια και ο πιο δύσπιστος μπορεί να καταλάβει με πόσην προσοχή πρέπει να διαβάζουμε και με πόσο μεγαλύτερη να ερμηνεύουμε αυτά που διαβάζουμε:

 Στο πρώτο, ο ευγενής Αθηναίος ρήτορας Λυκούργος στον λόγο του εναντίον του Λεωκράτη (Κατά Λεωκράτους, 42) λέει τα έξής: 
 «τοσαύτη δ ’ ή πόλις (δηλ. η Αθήνα) εκέχρητο μεταβολή, 
ώστε πρότερον μέν ύπέρ τής τών άλλων Ελλήνων ελευθερίας αγωνίζεσθαι, 
έν δέ τοίς τότε χρόνοις αγαπάν, 
εάν υπέρ τής αυτών χωράς δύνηται διακινδυνεύσαι, 
καί πρότερον πολλής τών βαρβάρων έπάρχειν,
 τότε δε πρός Μακεδόναςύπέρ τής ιδίας κινδυνεύειν»
όπου είναι φανερό ότι η αντίθεση ανάμεσα στους βαρβάρους, στους οποίους υπονοούνται και περιλαμβάνονται εδώ όλοι οι μη Έλληνες, και από την άλλην τους Μακεδόνες, βεβαιώνει την συμπερίληψη και αυτών μέσα στηνελληνική οικογένεια.

Το ότι η αντιπαράθεση ερχόταν φυσική στο στόμα του ρήτορα φαίνεται και από την άμεση συνεχεία της ιδίας περιόδου, που λέει: 

«και τον δήμον (ενν. των Αθηναίων), όν πρότερονΛακεδαιμόνιοι και Πελοποννήσιοι και οι την Άσίαν κατοικούντες Έλληνες βοηθόν έπεκαλούντο, έδει τοτ’ εξ 'Άνδρου και ... και ... και ... έπικουρίαν αύτω μεταπέμψασθαι ..., 
οπούη παράταξη και διάκριση Λακεδαιμόνιοι και Πελοποννήσιοι δεν παραξένεψαν ούτε τον ρήτορα που τα έλεγε ούτε τους άκρατές του, 
γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να σκεφτεί 
ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν περιλαμβάνονταν στους Πελοποννησίους.
Η δεύτερη —και πιο εντυπωσιακή— μαρτυρία προέρχεται από τον Πλάτωνα, ο όποιος, στον Πρωταγόρα του (341c) 
 αποδίδει σκωπτικά το επίθετο βάρβαρος σε μίαν από τις αρχαϊκότερες και ωραιότερες ελληνικές διαλέκτους, την λεσβιακή.

Λέει λοιπόν εκεί ο φιλόσοφος, στην αρχαιότερη —και όχι πολύ καλόπιστη— φιλολογική ανάλυση ενός ποιήματος, 

«διά τούτ ’ άρα και μέμφεται (ο Σιμωνίδης), 
ην δ’ έγώ, ω Πρόδικε (μιλά ο Σωκράτης), 
τον Πιττακόν λέγοντα χαλεπόν έσθλόν έμμεναι, ώσπερ αν ει ήκουεν αύτού λέγοντος ότι εστί κακόν έσθλόν έμμεναι’ (όπου, φυσικά, άλλο είναι το χαλεπόν, το δύσκολο, και άλλο το κακόν)
 — Άλλα τι οίει, έφη (ο Πρόδικος), λέγειν, ω Σώκρατες, Σιμωνίδην άλλο η τούτο, και όνειδίζειν τω Πιττακώ ότι τα ονόματα (= τις λέξεις) 
ουκ ήπίστατο όρθώς διαιρείν άτε Λέσβιος ων καιεν φωνή βαρβάρω τεθραμμένος»— 
« Ακούεις δη, εφην έγώ (ο Σωκράτης), ω Πρωταγόρα, Προδίκου τούδε. έχεις τι προς τούτο λέγειν;» .
'Ο Πρόδικος, δηλαδή, λέει ο Πλάτωνας, έχει την γνώμη ότι ο Πιττακός δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίζει την σημασία των λέξεων,
 γιατί ανατράφηκε μέσα σε «βάρβαρον φωνήν»,
 δηλαδή σε μίαν «ακαταλαβίστική» γλώσσα, 
η οποία δεν ήταν άλλη από διάλεκτο του Αλκαίου και της Σαπφώς. 
Περιττό να σημειώσουμε ότι και ο Πρόδικος και ο Σιμωνίδης κατάγονταν από την Κέα, την Τζιά, και είχαν, μαζί με τον Πλάτωνα, αττικούς τίτλους γλωσσικής ευγενείας.
Δεν νομίζω ότι πρέπει να εκπλαγούμε από την ευκολία με την οποία και σπουδαίοι άνδρες ακόμα μπορούν να χρησιμοποιούν ακατάλληλα επίθετα, μπορούμε όμως  να ευγνωμονούμε τον Πρόδικο-Πλάτωνα που έκαμε αυτήν την ταύτιση, γιατί μας δίνει την ευκαιρία να καταλάβουμε πως η αρχαία λεσβιακή διάλεκτος η τα ποντιακά σήμερα μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρότερες παρεξηγήσεις. αυτό γινόταν ασφαλώς και με την αρχαία μακεδονική διάλεκτο, που είναι ευνόητο για εν αν γλωσσολόγο, έστω και αν ο πολύς κόσμος δυσκολεύεται να το καταλάβει.
Προσωπικά, πάντως,
δεν είμαι βέβαιος ότι ο Δημοσθένης
 ήθελε να πει πως
 ήταν ξενόγλωσσος ο Φίλιππος. 

 Ο ίδιος πρέπει να ήξερε καλά ότι 
η μακεδονική διάλεκτος ήταν διαφορετική από την αττική
όπως ήταν και η βοιωτική και η θεσσαλική και οι δωρικές.

Και ο ίδιος χρησιμοποίησε το επίθετο «βάρβαρος» με υπονοούμενο ουσιαστικό την λ.. χώρασε διαφορετικά συμφραζόμενα που περιλαμβάνουν τον Φίλιππο στον ελληνικό χώρο. Λέει δηλαδή στον Γ'Φιλιππικό του (27) ότι
«ουθ’ ή 'Ελλάς ουθ’ ή βάρβαρος (ένν. χώρα) τήν πλεονεξίαν χωρεί τάνθρώπου», ενώ στο χωρίο του Γ '’ Ολυνθιακού, που ξεσήκωσε τόσες συζητήσεις, τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι η σημασία του επιθέτου είναι «βίαιος, άπρόβλεπτος, κακοποιός, πες τον ο,τι θέλεις»,
 όχι όμως  ξενόγλωσσος, αλλόγλωσσος. ’

Αξίζει τον κόπο να τα ακούσουμε:
«— Δεν έχει προκυριεύσει όλους τους δικούς μας τόπους;
—           Δεν έχουμε υποσχεθεί να σπεύσουμε αμέσως να προστατεύσουμε όλους όσοι θα πολεμούσαν εναντίον του;
—           Δεν είναι εχθρός μας;
—           Δεν κατακρατά τα δικά μας μέρη;
—           Δεν είναι ένας βάρβαρος άνθρωπος;
—           Δεν είναι ο,τι και να πει κανείς;» .
Τις απόψεις για την απομόνωση της Μακεδονίας και την ελληνικότητά της έχει διατυπώσει σαφέστατα και ο αξιόλογος καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Hermann Bengtson στο κλασσικό βιβλίο του Griechische Geschichte, Μόναχο 1965, ο όποιος αφού εξέτασε όλες τις απόψεις καταλήγει (σ. 296 κ.ε.): 

«Για την ιστορική κρίση έχει αποφασιστική σημασία το ότι
 μια μακραίωνη απομόνωση διαμόρφωσε τους Μακεδόνες στην χώρα
 που έχει το όνομά τους σαν μίαν ξεχωριστή κοινωνική,
 πολιτική και ανθρωπολογική ενότητα και μάλιστα χωρίς την παρεμβολή ελληνικής επίδρασης σε όλα τα ουσιώδη, εσωτερικά και εξωτερικά, χαρακτηριστικά. 

Ετσι, —συνεχίζει ο Bengtson—, ήταν πιά από πολύν καιρό διαμορφωμένος ο χαρακτήρας του μακεδονικού λαού,
 όταν οι γεμάτες μίσος δημηγορίες του Δημοσθένη πρόβαλλαν διαρκώς την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε Έλληνες και Μακεδόνες».
Από όσα είπαμε, πρέπει να έγινε φανερό ότι τα προβλήματά μας δεν ξεκινούν από την αρχαιότητα. 

Ξεκινούν από τις επιδρομές και εγκαταστάσεις Σλάβων στα βόρεια σύνορα της Μακεδονίας και από την διεκδίκησή της από τους άμεσους ομόγλωσσούς τους γείτονες.

Η κίνηση του Τίτο να δημιουργήσει
 ένα ψευδώνυμο κράτος στις παρυφές της ελληνικής Μακεδονίας
 στέρησε από τον Δημητρώφ την ευκαιρία να προσάρτηση στην Βουλγαρία
 αυτό το νοτιοσερβικό βουλγαρόφωνο κομμάτι 
και να διεκδικήσει ο,τι μπορούσε και από μας, 
δημιούργησε όμως απρόβλεπτα προβλήματα και σε μας, 
για τα όποια πάντοτε πρέπει να αγρυπνούμε. 

Από την στιγμή που κάποιος διεκδικεί κάτι από σένα, σου δημιουργεί πρόβλημα.

Πρόσεχε!








Μακεδονομάχοι Δράμας: ο Εθνομάρτυρας Άρμεν Κούπτσιος.

$
0
0
Εφημερίς "Πρωινός Τύπος Δράμας" 
Ο Εθνομάρτυς Μακεδονομάχος
Άρμεν Κούπσιος
εκ Βώλακος Δράμας
30.9.2013

Μεταξύ των ιδεομάρτυρων της ελευθερίας μας συγκαταλέγεται και ο Αρμεν όστις υπήρξεν εις εκ των κυριοτέρων Μακεδονομάχων αφιερώσας την ζωήν δια τηνυπόθεσιν της ελευθερίας.

Ο Αρμεν Κουπτσιος, νέος ηλικίας 25 μόλις ετών κατήγετο από το χωρίο Βώλαξ.

 Εζησε κατά την εποχή εκείνην καθ’ ην, δια την εξόντωσιν των Χριστιανών της Μακεδονίας, μικτή και στενή συνεργασία των Τούρκων και Βουλγάρων, εγέννησε την ίδρυσιν εν τη πολυπαθεί αυτή χώρα το Ελληνικόν Κομιτάτον, προς αντίδρασιν, κατά των σχεδίων των Τουρκοβουλγάρων, άτινα δεν ήσαν άλλα από την εξολόθρευσιν των Ορθοδόξων Χριστιανών Μακεδονίας και την επικράτησιν εις την Μακεδονίαν του σχίσματος του Βουλγάρου Εξάρχου.

Ο πατήρ του Αρμεν, Κούπστιος ονομαζόμενος και εγκατεστημένος εις τον Βώλακα ήτο ο Γενικός Πράκτωρ, εν τω Βιλαετίω Δράμας, του Ελληνικού κομιτάτου.\ Όλα τα αποστελλόμενα όπλα χειροβομβίδες και πολεμεφόδια παρελάμβανεν ο ενθουσιώδης και υπέρ πατριώτης ούτος Ελλην. 

Επίσης διενήργει την μετά του Κεντρικού Κομιτάτου αλληλογραφίαν λαμβάνων παρ’ αυτού οδηγίας ας, και διεβίβαζεν εις τα δρώντα τότε ανταρτικά σώματα.

Και γενικώς η ψυχή του αγώνος εν τω Νομώ της Δράμας ήτο ο Κούπτσιος. 


Τοιούτος πατήρ ως ήτο φυσικόν εγέννησε και ανέθρεψεν υιόν καθ’ όλα αντάξιον αυτού και ούτος ήτο ο Αρμεν περί ου και το σημερινόν θέμα μας.

Ο Αρμεν καίτοι μικρός εις την ηλικίαν, εν τούτοις εις τα νεαρά στήθη του, έβραζεν ο Εθνικός ενθουσιασμός, δι’ αυτό και ενεργώς έλαβεν μέρος τότε εις τον Μακεδονικόν αγώνα υπό τας ευχάς και ευλογίας του Μητροπολίτου Δράμας και τελευταίως Σμύρνης αειμνήστου Χρυσοστόμου παρά του οποίου είχεν εκτιμηθή δεόντως.

Ατρόμητος ψύχραιμος σώφρων αποφασιστικός και προ παντός Ελλην την ψυχήν δεν ηδύνατο παρά να φέρη πάντοτε επ’ αίσιον πέρας κάθε ανατιθεμένην αυτώ παρά του Κομιτάτου εντολήν έστω και την λίαν επικίνδυνον.

Ητο πανταχού παρών η μάστιξ των Βουλγάρων και των σχησματικών. 

Εφόνευεν έσφαζεν αυτούς και πάντα ασύλληπτος.
 Φόβον και τρόμον ενέσπειρεν μεταξύ των Βουλγάρων και Τούρκων. 

Το Βουλγαρικό Κομιτάτο έδιδε επανειλημμένας διαταγάς εις τους πράκτοράς του, πάση θυσία να τον εξολοθρεύσουν
 η δε Τουρκική Κυβέρνησις τον επεκήρυξε δια 30 χιλιάδες γρόσια.

Αλλ’ αυτός ατάραχος, απτόητος, εξηκολούθει να ενσπείρη τον θάνατον εκκαθαρίζων την Δράμαν από τους πράκτορας του Βουλγ. Κομιτάτου. 

Εντός μιας και μόνης ημέρας παρά το Μπουνάρμαση εφόνευσε επτά (7) Βουλγάρους εκ Καλαποτίου.

Απεπειράθη να φονεύση και τον Αρχηγόν του εν Δράμα Βουλγαρικού Κομιτάτου τον καπνέμπορον Χ’γεώργη αλλά η σφαίρα αστοχήσασα αυτόν εύρεν τον καβάση του Νικόλαν τον οποίον και άφησε νεκρό.

 Και ο Χ’Γεώργης όμως δεν εσώθη, διότι μετ’ ολίγους μήνας εφονεύθη εν Ξάνθη από τονΣτέργιον Μπινόπουλον (Δραμινόν).

Ο Αρμεν διετέλεσεν πρωτοπαλήκαρο των οπλαρχηγών Δούκα, Τσάρα και άλλων επιφανών Καπετανέων του Μακεδονικού Αγώνος.

Κατ’ Αύγουστον του 1907 ο Αρμεν πληροφορηθείς ότι εις το Τουρκοχώριον ενεφανίσθη άγνωστος Βούλγαρος τρέχει προς συνάντησίν του. Τον συναντά τον αιχμαλωτίζει τον ερευνά του παίρνει όσα έγγραφα του Κομιτάτου μεθ’ εαυτού έφερε και τον αποκεφαλίζει.

Εκ Τουρκοχωρίου, διηυθύνθη εις το Παγγαίον, δια να εύρη το εκεί δρων ανταρτικόν σώμα. 
Διέρχεται από το τσιφλίκι του Τούρκου βέη Χαβαλέ, μένει ολίγον δια να γευματίση μετά του βέη, αλ’ εκεί δι’ απάτης συλλαμβάνεται από αυτόν τον Χαβαλέ και σιδηροδέσμιος μεταφέρεται και παραδίδεται εις τας εν Δράμα Τουρκικάς Αρχάς παρά των οποίων ετυραννήθη και εβασανίσθη απανθρώπως.

Και κατόπιν συντομωτάτης διαδικασίας, καταδικάζεται εις τον δι’ απαγχονισμού θάνατον, όστις και εξετελέσθη περί τα ξημερώματα της 14ηςΣεπτεμβρίου του 1908 ημέραν Δευτέραν και εορτήν του Σταυρού.

Απηγχονίσθη δε ακριβώς εις την έναντι της ήδη οδού Αρμεν Πλάτανον, όπου σήμερον το καφενείον της Πλατείας.

Ατάραχος εβάδισεν εις το ικρίωμα και προτού θέσουν τον βρόγχον εις τον λαιμόν του εξύβρισε τους Τούρκους και τον Σουλτάνον των, ζητωκραυγάσας υπέρ του Ελληνικού Εθνους. 

Όταν δε ο δήμιος τον ερώτησεν, εάν έχη να αφίση καμμιά παραγγελία δια την πατρικήν οικογένειά του, είπεν μεγαλοφώνως. 

"Τίποτε, το Ελληνικόν Εθνος θα φροντίση δια τα αδέλφια μου."

Ο Ελληνικός πληθυσμός της Δράμας την πρωίαν αντικρίσας επί της αγχόνης το πτώμα του Αρμεν εξηγριώθη.
 Οι Τούρκοι δεν ήθελον να παραδώσωσιν εις την εκκλησίαν το σώμα του προς ταφήν. Διαδήλωσις όμως γυναικών, επεδίωξε να το κατεβάση από την αγχόνην. 

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, μετά του σώματος της Δημογεροντίας, μεταβάς εις τον Καϊμακάμην, εζήτησεν επιμόνως την παράδοσιν εις την Εκκλησίαν του σώματος του Αρμεν.

Και εις άρνησιν του Καϊμακάμη ο υπέροχος εκείνος Ιεράρχης απήντησεν.

Ημείς απερχόμεθα και η ευθύνη θα βαρύνη εσάς, και μόνον σας καϊμακάμ βέη. 

Προ της απειλής εκείνης ο Τούρκος Νομάρχης διέταξε να παραδοθή το σώμα του Αρμεν.

 Η κηδεία του, εγένετο δαπάναις της Ι.Μητροπόλεως και λίαν, επιβλητική. Σύμπας ο Ελληνικός πληθυσμός παρηκολούθησεν αυτήν. 

Ο Μητροπολίτης, εξεφώνησε πατριωτικώτατον επικήδειον εις την εκκλησίαν της Μητροπόλεως.

Ο πατήρ του Αρμεν, Κούμπτσιος μαθών τον απαγχονισμόν, του υιού του εσυνέχισε με μεγαλύτερον φανατισμόν και λύσσα την δράσιν του έζησε δε μέχρι του 1926
(σ.σ. πρόκειται για λάθος αναγραφής της ημερομηνίας .Συμείωνε 1916

για  οπότε εις την Βουλγαρικήν κατοχήν κατακρεουργηθείς παρά Βουλγάρων στρατιωτών, ερρίφθη εις τι φρέαρ.

Αργότερον κατά το 1919 ο Δήμος δια να κρατήση την μνήμην του Εθνομάρτυρος Αρμεν αιωνίαν έδωσε εις την ως άνω μνημονευθείσαν οδόν το όνομα του Αρμεν.

Ηρωικές Μορφές του Μακεδονικού Αγώνα: Ο Βωλακιώτης Μακεδονομάχος Αρμεν Κούπτσιος

$
0
0
 7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΑΡΜΕΝ ΚΟΥΠΤΣΙΟΥ

Ο Ήρωας Άρμεν Κούπσιος εκ Βώλακος Δράμας.    
του Πέτρου Μαρκόπουλου
 Αντιστράτηγου ε.α 
Αντιδημάρχου Κ. Νευροκοπίου
Εφ. ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗΣ
Αρ.Φυλ 23/2007

Ο Μακεδονικός Αγώνας αρχίζει την 27η Φεβρουάριου 1870 με την έκδοση του φιρμανιού του Μεγάλου Βεζίρη Αλί Μωχάμεντ Εμίν Πασά, μετά από πίεση της Ρωσίας δια του πρεσβευτού της στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ, με το οποίο ιδρύεται «Αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εξαρχία» στην Κωνσταντινούπολη, το λεγόμενο «Σχίσμα».

 Σε αυτήν θα υπαγόταν όχι μόνο οι Βουλγαρικές πόλεις αλλά και οι πόλεις και τα χωριά που τα 2/3 του πληθυσμού ζητούσαν τέτοια υπαγωγή.

Έτσι δόθηκε η ευκαιρία στους Βουλγάρους κομιτατζήδες να εξαπολύσουν οργανωμένη βία, πειθαναγκασμό και σφαγές με σκοπό να παρουσιάσουν τους εξαρχικούς ως Βουλγάρους και κατά συνέπεια τις περιοχές ως Βουλγαρικές και όχι Ελληνικές.

 Από τότε άρχισε λυσσαλέος και αδυσώπητος αγώνας μεταξύ Βουλγάρων και Μακεδόνων υπό την ανοχή του Τούρκου κατακτητή που εφήρμοζε την αρχή «διαιρεί και βασίλευε».

Η τσαρική Ρωσία προχωρεί με πολύ γρήγορους ρυθμούς.

Την 3η Μαρτίου 1878 με τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου δημιουργεί τη μεγάλη Βουλγαρία.

Ευτυχώς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ανετράπη η συνθήκη αυτή και υπεγράφητην 15η Ιουλίου 1878 η συνθήκη του Βερολίνου με την οποία δημιουργείται η ηγεμονία της Βουλγαρίας σε πολύ περιορισμένο χώρο, και η αυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία (Θράκη).

Η δε Μακεδονία παρέμεινε υπό τον Τουρκικό ζυγό.

Μετά 7 χρόνια, το 1885, η Βουλγαρία κάνει βίαιη προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας και ρίχνει το νέο σύνθημα «Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες», προκειμένου να αυτονομηθεί και να την προσαρτήσει όπως την Αν. Ρωμυλία.

Οι Μακεδόνες δεν πείθονται εύκολα, αντιστέκονται και πολεμούν, αλλά και οι Βούλγαροι συνεχίζουν με αμείωτη ένταση την τρομοκρατία προκειμένου να επιτύχουν το καταχθόνιο σκοπό τους.

Την 20η Ιουλίου 1903 (μετο παλαιό ημερολόγιο) πραγματοποιούν τη λεγομένη «ψευδοεπανάσταση» τουΊλιν-Ντεν,που οδήγησε στην επέμβαση του Τουρκικού Στρατού και την εξολόθρευση του Ελληνικού στοιχείου στις πόλεις Κρουσόβου, Κλεισούρας, Νυμφαίου, Στρώμνιτσας κ.α.

Τότε, το 1903, ξύπνησε η επίσημη Ελλάδα.
Νωρίτερα, το Πατριαρχείο στέλνει επίλεκτά του στελέχη ως Μητροπολίτες, όπως το Χρυσόστομο Καλαφάτη στη Δράμα, το Γερμανό Καραβαγγέλη στη Καστοριά, το Φώτιο στην Κορυτσά κ.α. σημαντικούς μητροπολίτες σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας.

 Στο διάστημα αυτό εμφανίζονται τα πρώτα σώματα Μακεδονομάχων στο βουνό με επικεφαλής τον καπετάν-Κώττα, τον καπετάν-Βαγγέλη κ.α.

Έλληνες πατριώτες όπως ο Στέφανος Δραγούμης, ο Δημήτριος Καλαποθάκης, ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης ή Αινιάν, ομάδες αξιωματικών, Κρήτες οπλαρχηγοί και πλήθος εθελοντών από όλη την Ελλάδα εγείρονται και έρχονται στη Μακεδονία.

Τα κέντρα του Μακεδονικού αγώνα αποτελούν το προξενείο Θεσσαλονίκης με τον πρέσβη Λάμπρο Κορομηλά και το προξενείο Μοναστηριού με τον Πρέσβη Ίωνα Δραγούμη.

Η θυσία του εθνικού ήρωα, του Παύλου Μελά, που ήταν γαμπρός του πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη, ήταν ο σπινθήρας που άναψε τη μεγάλη φλόγα που απλώθηκε σε όλη τη Μακεδονία και έκανε το θαύμα της με την επικράτηση των Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, με την καθολική συμμετοχή των ντόπιων κατοίκων της Μακεδονίας, τους αποκαλούσαν γκραικομάνους. Ήταν όμως τίτλος τιμής για αυτούς.

Ηρωικός, επιτυχημένος και πανεθνικός ο Μακεδονικός Αγώνας και παράλληλα πολύ δύσκολος αφού είχε να αντιμετωπίσει και τον Βούλγαρο εισβολέα εκτός από τον Τούρκο κατακτητή.

Χάρη στο Μακεδονικό Αγώνα, η σημαία που κυματίζει σήμερα, μέσα και έξω από κάθε Μακεδονικό κτίριο, έχει τα αθάνατα και ανεξίτηλα γαλανόλευκα χρώματα.

Αυτά τα χώματα της Μακεδονίας που πατάμε εμείς και είναι Ελληνικά έχουν αποκτηθεί με τη σεβάσμια σφραγίδα της λευτεριάς που χρειάστηκα πάντα και παντού προσφορά αίματος για να αποτυπωθεί.

Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόσιομος

Ορόσημο για τον Μακεδονικό αγώνα στη Δράμα αποτελεί η 22α Ιουλίου 1902, μέρα χαρμόσυνη και ιστορική που ο λαός της Δράμας, της πόλης και των περιχώρων, υποδέχεται πανηγυρικά το νέο Μητροπολίτη της Χρυσόστομο.

Ο Χρυσόστομος, γεννημένος θρησκευτικός και εθνικός ηγέτης, ήταν ο σπινθήρας που άναψε τη φλόγα στις ελληνικές ψυχές του Νομού Δράμας και της περιοχής της μητροπόλεώς του.

Άφοβος, ατρόμητος περιοδεύει στα χωριό της επαρχίας του και καλεί τους ορθόδοξους χριστιανούς όχι μόνο σε συναγερμό και σε αυτοάμυνα αλλά και σε αντεπίθεση.

Βροντοφωνάζει παντού «Πωλησάτω έκαστος το ιμάτιον αυτού και αγωρασάτω μάχαιραν» (ας πουλήσει ο καθένας τα ρούχα του και ας αγοράσει μαχαίρι). Αναπτερώνει το ηθικό και εθνικό φρόνημα των καταπιεζομένων Ελλήνων της Δράμας.

Στις 2 Οκιωβρίου 1902 βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να στείλει στον Οικουμενικό Πατριάρχη, Ιωακείμ Γ΄ το πρώτο χαρμόσυνο μήνυμα«το χωριό Βώλακας ξαναγυρίζει στην Ορθοδοξία».

Ο Βώλακας είχε τότε 187 οικογένειες και από αυτές οι 120 είχαν γίνει σχισματικές.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να εξιστορήσω με ποιο ύπουλο τρόπο.

Ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Βοϊβόδας Ντάεφ από τη Φλώρινα και οι άνδρες του, εγκαταστάθηκαν στο Βώλακα και έμειναν στο σπίτι του Γιανάκεβ.

Διέδωσαν σκόπιμα ότι δήθεν ο Γιανάκιεβ ψυχορραγούσε και καλούσε όλους τους κατοίκους να περάσουν υποχρεωτικά από το σπίτι του για την τελευταία συγχώρεση.

Οι προσερχόμενοι Βωλακιώτες τότε αναγκαζόταν από τον Ντάεφ και τους άντρες του και με το όπλο στον κρόταφο να προσχωρούν στην εξαρχική εκκλησία.

Για το Μητροπολίτη Χρυσόστομο 4 ημέρες παραμονής ήταν αρκετές για να επαναφέρει τους κατοίκους του Βώλακα στην Ορθοδοξία. Οι κάτοικοι του παρέδωσαν τα σλαβονικά εκκλησιαστικά βιβλία, το κερί, τα αφιερώματα και του έδωσαν τη μεγάλη υπόσχεση να μείνουν πιστοί στο Πατριαρχείο, πράγμα το οποίο και τήρησαν.

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος τοποθετεί άξιους δασκάλους στο χωριό, προσλαμβάνει σωματοφύλακά τούτον πρόκριτο Νικόλαο Καβάζη του Αντωνίουκαι συγκροτεί ένοπλη ομάδα αποτελούμενη από τους:

1.Αρμεν Γεώργιο
2.Αρμεν Κούπτσιο
3.Βαγγέλη Γεώργιο
4.Βαγγέλη Νικόλαο
5.Γεωργίου Κυριάκο
6.Ζίργα Ιωάννη
7.Λεπίδη Θεόδωρο
8.Μάντζιο Γεώργιο
9.Μίχο Αγγελο
10.Μπόσκου Ιωάννη
11.Μπόσκου Σταμάτη
12.Σίγκο Κωνσταντίνο
13.Στάικο Δημήτριο
14.Χριστοδούλου Βασίλειο

και ως αγγελιοφόρους και κομιστές της αλληλογραφίας του όρισετον ιερέα Δημήτριο Μπόσκου και τον ιεροψάλτη Σίντο Κωνσταντίνο.

Φονευθέντες Μακεδονομάχοι από το Βώλακα ήσαν
τα αδέλφια Κωνσταντίνος και Γεώργιος Παπαμαρίνος (1903), 
Γεώργιος Μάντζιος (παππούς της μητέρας μου),
 Κυριάκος Πανταζής (1906), 
Πασχάλης Ζήργας, 
Μποσκοψίου Προκοπής,
 Μποσκοψίου Πέτρος και
 Κάκαρας Αντώνης (1907).

Από την άλλη πλευρά η συσταθείσα ομάδα κρούσεως του Βώλακα δεν έμεινε με δεμένα τα χέρια.

Οι Αρμεν Κούπτσιος, Αγγελος Μίχος και Δημήτριος Στάικος εκτέλεσαν μια ομάδα Βουλγάρων κοντά στο Γρανίτη και ανέκοψαν τη κάθοδο των Βουλγάρων στη Δράμα.

 Εννέα σχισματικοί που συνέβαλλαν στη δολοφονία ανυποψίαστων Ελλήνων κατοίκων του Βώλακα πληρώθηκαν μετο ίδιο νόμισμα.

Ο Ήρωας Αρμεν Κούπτσιος.
Ο ¨Αρμεν Κούπτσιος
του σύγχρονου Αγιογράφου Κ. Κουγιουμτζή


Ήρθε τώρα η στιγμή να αναφερθώ λεπτομερώς στον ήρωα-μάρτυρα Αρμεν Κούπτσιο που γεννήθηκε στο Βώλακα το 1887.

Γνωρίστηκε με τον Μακεδονομάχο καπετάν-Νταή, δάσκαλο στη Προσοτσάνη και σε αυτόν απεκάλυψε ότι είναι έτοιμος να αγωνιστεί για την πατρίδα.

Ο αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου, Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος ο Β’, όρκισε στη Δράμα τον Αρμεν όπως και άλλους Μακεδονομάχους και έισι αναβιώνει στη Δράμα η δεύτερη φιλική εταιρεία.

Ο Αρμεν έγινε ένας από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του Χρυσοστόμου.

Ήταν σε συνεχή επαφή με τον αφανή ηγέτη του Μακεδονικού Αγώνα στη Δράμα, τον προστάτη του χειμαζόμενου μαρτυρικού λαού, το Χρυσόστομο και έδινε καθημερινά αγώνα ζωής και θα
νάτου με τους τυράννους.
 Οι επίβουλοι εχθροί της Δραμινής ελευθερίας αφανίζοντα: από το τουφέκι του και τη μάχαιρα του.

Ο Αρμεν Κούπτσιος γίνεται το φόβητρο των Σλαβικών συμμοριών.

 Στο ενεργητικό του συγκαταλέγονται 33 φόνοι κομιτατζήδων και για αυτό ονομάστηκε και Βουλγαροφάγος. 

Το Ιούνιο του 1907 ο Κούπτσιος παίρνει εντολή από το Ελληνικό κομιτάτο να εξαφανίσει το Βούλγαρο αρχικομιτατζή Πλάτσεφ, ο θάνατός του θα έσωνε τη ζωή πολλών Ελλήνων.

Ο Αρμεν με τον Νάκο Βογιατζή και τον Πέτρο Μάντζα του έστησαν ενέδρα κοντά στο Μυλοπόταμο.

Ο Πλάτσερ έπεσε στην παγίδα και ο Αρμεν του ζήτησε να αφήσει το όπλο του και να παραδοθεί. Εκείνος, όμως, τον πυροβόλησε χωρίς επιτυχία.

Φοβερός και ταχύτατος σκοπευτής ο Αρμεν, πυροβολεί και τον σκοτώνει.

Ήταν το 33ο θύμα του. Στους πυροβολισμούς έσπευσαν έφιπποι Τούρκοι αστυνομικοί και ο Τουρκαλβανός επιστάτης από τον Καλό Αγρό.

 Ο Αρμεν φρόντισε πυροβολώντας να αποσπάσει την προσοχή των Τούρκων ώστε να μπορέσουν να ξεφύγουν οι σύντροφοί του και το επέτυχε.
Εδώ βλέπουμε την παλικαριά και το μεγαλείο του παιδιού που προτίμησε να θυσιαστεί και να σωθούν οι σύντροφοί του.

Ο Αρμεν θα μπορούσε να συγκρουστεί με τους Τούρκους που τον καταδίωκαν.

Δεν πυροβόλησε κανέναν από αυτούς για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα στον Μητροπολίτη Χρυσόστομο τον οποίον οι Τούρκοι θα τον θεωρούσαν υπεύθυνο.

Από αγάπη προς το μητροπολίτη και τον αγώνα άφησε τους Τούρκους αμαχητί να τον συλλάβουν και να οδηγηθεί στις φυλακές.

Μεταφέρεται σιδεροδέσμιος στη Θεσσαλονίκη για να δικαστεί.
Το ειδικό Τουρκικό στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο δια απαγχονισμού. Στις φυλακές βασανίστηκε απάνθρωπα από Τούρκους και Βουλγάρους για να αποκαλύψει πρόσωπα και πράγματα.
Δεν είπε τίποτα για κανένα.
Διαισθανόμενοι οι Τούρκοι ότι οι Έλληνες, έστω και με δωροδοκία, θα κατόρθωναν να τον φυγαδεύσουν, αποφασίζουν να τον επαναφέρουν στη Δράμα.

Η αλήθεια είναι ότι έγιναν τεράστιες προσπάθειες τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στη Δράμα για την απελευθέρωσή του αλλά κατέστη αδύνατο.

Υστάτη προσπάθεια ήταν να οργανώσουν ένα σχέδιο αποδράσεως υφαρπαγής του κατά την ημέρα του απαγχονισμού του, αλλά δυστυχώς και τότε βρέθηκε ο Εφιάλτης που πρόδωσε το σχέδιο στους Τούρκους οι οποίοι άλλαξαν δρομολόγιο και ώρα εκτελέσεως.

 Την 14η Σεπτεμβρίου 1907 ο Αρμεν Κούπτσιος, ατρόμητος και αλύγιστος, οδηγείται στον πλάτανο της πλατείας της Δράμας.

Εκεί στο γέρικο πλάτανο το μόλις 20 ετών παιδί κρεμάστηκε και άφησε την τελευταία του πνοή για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Ελληνικωτάτης Μακεδονίας την Ελευθερία.

Ο πατέρας του Αρμεν με πόνο ψυχής έμαθε τα άσχημα μαντάτα, βρήκε παρηγοριά στο Μητροπολίτη Χρυσόστομο.

 Και εκεί ο ηρωικός αυτός πατέρας βρήκε τη δύναμη να δώσει συλλυπητήρια λέγοντας στο Δεσπότη:

«δεν κλαίω που έχασα το παιδί μου, κλαίω που εσύ έχασες το πρωτοπαλίκαρό σου».

Ο ποιητής λαός σμίλεψε στίχους λιτούς εκφραστικά, όμως βαθυστόχαστους όπως οι ακόλουθοι:
«ο Αρμεν και αν κρεμάστηκε στην άτιμη θηλειά το αίμα του χαλάλι για την ελευθερίά» 
αλλά και δόκιμοι Δραμινοί ποιητές θα σμιλέψουν στίχους-ύμνους όπως:
«Ρωμιοί μη το ξεχάσετε του Αρμεν το σχοινί γιατί σε αυτόν οφείλουμε τη λεύτερη ζωή» 
και ένας άλλος ποιητής θα συνθέσει τους ακόλουθους στίχους:
«σπόρο μεστό και γόνιμο για την ελευθερία έσπειρες Αρμεν μόνιμο
εις rnv Μακεδονία την πότισες με το αγνό το αίμα της καρδιάς σου και έγινε σήμερα τρανό πρότυπο η λεβεντιά σου»

Επίλογος

Βαθυτάτη πράγματι με διακατέχει συγκίνηση αλλά και θαυμασμός και υπερηφάνεια γιατί μου έγινε η τιμή να αναφερθώ σε μορφές ηρωικές, σε πατριώτες ακραιφνείς που έταξαν ως υπέρτατο χρέος τους να φυλάττουν τις Θερμοπύλες της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, να αναφερθώ στον εθνομάρτυρα Αγιο Μητροπολίτη Χρυσόστομο για την τεράστια εθνική, κοινωνική και πνευματική προσφορά του στα άγια χώματα της μαρτυρικής Δράμας αλλά και στον ήρωα μάρτυρα Αρμεν Κούπτσιο, καμάρι του χωρίου μας, της Δράμας και της μαρτυρικής Μακεδονίας μας.

Τιμώντας τον Αρμεν Κούπσιο τιμάμε ταυτόχρονα και όλους τους κατοίκους του Βώλακα που τόσο στον Μακεδονικό Αγώνα όσο και στους πρόσφατους αγώνες του Έθνους μας , ο καθένας τους αγωνίσθηκε με τον τρόπο του και μεγάλος αριθμός μέχρι αυτοθυσίας για την Ελλάδα.

Οφείλουμε, όμως, να αποτίσουμε φόρο τιμής προς όλους εκείνους τους αφανείς ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για την Ελλάδα.

Όλους εκείνους τους αγράμματους χωρικούς που στήριξαν το Μακεδονικό Αγώνα και τροφοδότησαν τα ανταρτικά μας σώματα με πληροφορίες και τρόφιμα, όλους εκείνους τους Μακεδόνες που άνοιξαν τη πόρτα του σπιτιού τους στους αγωνιστές αυτούς μέσα στα χιόνια και με την αγάπη τους τους ζέσταναν μοιράζοντας μαζί τους τη φτωχική τους στέγη και το ψωμί τους.

Οι ηρωικότερες σελίδες γράφτηκαν στα χωρία που μιλούσαν το ντόπιο σλαβικό ιδίωμα μα που ήσαν πιστοί στο Πατριαρχείο και στον Ελληνισμό. 

Λαμπροί Έλληνες σαν τα ηρωικά βλαστάρια του καπετάν-Κώττα, του Αρμεν Κούπτσιου και τόσων άλλων οπλαρχηγών.

 Όλοι οι προαναφερθέντες Μακεδονομάχοι αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά των ένοπλων ανταρτικών σωμάτων και την εμπροσθοφυλακή του αγώνα.
Υπήρξαν και παραμένουν το δόρυ του γένους.
Σε αυτούς εμείς, ελεύθεροι πια τώρα, τους χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη αλλά και δεν πρέπει να τους λησμονούμε ποτέ.

Είναι δυστυχώς μεγάλο άδικο που η ολοκληρωμένη ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα παραμένει μέχρι σήμερα καλυμμένη από την ομιχλώδη αχλύ της άγνοιας, του θρύλου και της ελλιπούς πληροφόρησης του Ελληνικού λαού.

Πολύ ορθά θέτει πολλά ερωτήματα και ο Μητροπολίτης μας στο ημερολόγιο της Μητροπόλεως του 2007 που είναι αφιερωμένο στον Αρμεν Κούπτσιο, και με την ευκαιρία αυτή, εκ μέρους όλων των Βωλακιωτών, παρακαλούμε να δεχτεί για μια ακόμη φορά τις θερμές ευχαριστίες μας για την έκδοση αυτή.

Τα ερωτήματα που θέτει ο Σεβασμιότατος είναι εάν ποτέ έμαθαν οι Δραμινοί στα σχολεία για τον Αρμεν Κούπτσιο, τις θυσίες των Μακεδονομάχων και των οικογενειών των και για όλους εκείνους που προτίμησαν να πεινάσουν αυτοί και τα παιδιά τους από του να πάρουν λίρες προδοσίας στα χέρια τους από τους Τούρκους και Βουλγάρους.

 Αυτή η σιάση προς την ιστορία δεν είναι εθνικισμός, ούτε πατριδοκαπηλία. Οφείλουμε να εμβαθύνουμε στις ρίζες μας και έχουμε μεγίστη ευθύνη για να μη καταγραφούμε ως η γενεά που αφάνισε τον πολιτισμό 3.000 ετών.

Ας μην ξεχνούμε, όμως, όσο οι άλλοι σχεδιάζουν και στις σημερινές ημέρες επιβουλές για το Μακεδονικό, ο Μακεδονικός αγώνας θα συνεχίζεται. 

Eίναι μια περιοχή που τα χώματα της είναι Μακεδονικά αλλά τα συστατικά της γνήσια Ελληνικά.

Μόνο η εθνική συνείδηση και η συσπείρωση που διατήρησε ακραιφνή ο Μακεδονικός Ελληνισμός παρά τις τότε πιέσεις, τρομοκρατία και σφαγές, οδήγησαν τελικά στην ένοπλη αντίδραση και απελευθέρωση της Μακεδονίας.

 Η πίεση για τη Μακεδονία σε συνδυασμό με τις γνωστές διεκδικήσεις των ανατολικών γειτόνων μας κάνουν επιτακτική την ανάγκη της διατήρηση σε ύψιστο βαθμό της εθνικής μας συνείδησης και στις μέρες μας.

Η Ελληνική φυλή πρέπει να πιστεύει χωρίς ελάχιστη αμφιβολία ότι ο ιερός Μακεδονικός χώρος της επικράτειάς μας είναι καθαρά Ελληνικός και να βεβαιώσουμε οποιοδήποτε επίδοξο σχεδιαστή επιβουλών ότι θα υπερασπιστούμε μέχρι τελευταίο ρανίδα του αίματός μας τα εδάφη αυτά που ήδη πότισε το αίμα των αθανάτων Μακεδονομάχων μας.

Ας προσευχόμαστε να αναπαύει εσαεί ο Μεγαλοδύναμος τις ψυχές των Μακεδονομάχων, εν κόλποις Αβρααμ.

 Ας είναι αιωνία η μνήμη τους.

(Σημ. Yauna. Μια διόρθωση: Ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Βοϊβόδας Ντάεφ, Daev, Михаил Даев, καταγόταν από το Балчик, България, Βάλτζικ της Βουλγαρίας κοντά στην Βάρνα. Πάντως ήταν ένας αιμοσταγής κομιτατζής που με τον υπαρχηγό του Πανίτσα ήταν ο φόβος και ο τρόμος των χωριών της Δράμας).

Μακεδονικός Αγώνας-Μακεδονικό Έπος. ΑΡΜΕΝ ΚΟΥΠΤΣΙΟΣ: Ο Εθνομάρτυρας Μακεδονομάχος

$
0
0
Άρμεν Κούπτσιος
δια χειρός
Κ. Κουγιουμτζή

του Ιωάννη Θ. Δεϊρμεντζόγλου
τ. Σχολικός Σύμβουλος στο Νομό Καβάλας

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)




Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012,
στον Βώλακα,
σαν ελάχιστο φόρο τιμής
αφιερώθηκε η μέρα στον
Εθνομάρτυρα - Μακεδονομάχο
Άρμεν Κούπτσιο,

τον οποίο οι Βούλγαροι τον κρέμασαν
στην Κεντρική πλατεία της Δράμας.

Για την ζωή και τους αγώνες του Άρμεν Κούπσιου μίλησε ο Γιάννης Δεϊρμεντζόγλου, ο οποίος με την γλαφυρότητα του λόγου  του κατόρθωσε να ακουμπήσει τις ψυχές των παρισταμένων προκαλώντας όχι μόνο συγκίνηση αλλά και εθνική υπερηφάνεια για τους προγόνους μας Μακεδονομάχους που έδωσαν την ζωή τους   για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι.

Η ομιλία του Ι. Δεϊρμεντζόγλου στα «ΚΟΥΠΤΣΙΑ 2012»

«Δέος με κατέχει τούτη την ώρα που κλήθηκα να ψελλίσω τους θνητούς μου λόγους, εδώ που φωνάζουν τα ηρωικά κατορθώματα ενός εικοσάχρονου νέου, του Άρμεν Κούπτσιου.

Και βίασα τον εαυτό μου να μην φύγω από το μέτρο.

Άρμεν Κούπτσιος
Μη πω κάτι λιγότερο, να μην υπερβάλω, μα να καταθέσω την αλήθεια και μόνον την αλήθεια, ως όρκο τιμής προς τον ήρωα Αρμεν.

Δεν ήλθα να μιλήσω, να προσκυνήσω ήλθα. 

Και ό,τι θα πω είναι λιγότερο λόγος και περισσότερο προσευχή.

Στοχάζομαι την ώρα εκείνη τού θανάτου τού ήρωα.
Προσπαθώ να διεισδύσω στην ψυχή του, που τόσα απλά και άνετα και φυσικά, διάλεξε τον δρόμο του χρέους και της θυσίας, διότι αυτός οδηγεί στην ελευθερία.

Εκείνος ο αγώνας – το Μακεδονικόν έπος
θα το ονόμαζα, 
τού 1904-1908 – 
ήταν σίγουρα εμπνευσμένος από το μεγάλο είκοσι ένα (1821) 
και όλους γενικά τους Εθνικούς αγώνες. 

Ξεκίνησε με τα ίδια ιδανικά, με την ίδια πίστη, με την ίδια ορμή.
Συμπορεύτηκαν – όπως πάντα – ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία. 
Η αληθινή ανδρεία με την γνήσια αγάπη στην Εκκλησία.

Και ήταν – τολμώ να πω τηρουμένων των αναλογιών – εφάμιλλος με την Μάχη του Μαραθώνος. Εκεί αναδείχτηκαν οι «Μαραθωνομάχοι» και ύστερα από 1.490 χρόνια περίπου αναδείχθηκαν εδώ οι σύγχρονοι «Μακεδονομάχοι».

Αναπολώντας τις μορφές και τα ιδανικά του «Μακεδονικού αγώνα» βεβαιώνεται ο καθένας πως η ίδια πίστη, που φωτίζει ανέκαθεν με το ιλαρό, γλυκύτατο και ζωογόνο φως την ελληνική ψυχή, άστραψε και στην περίοδο τού Μακεδονικού αγώνα.

Καταπληκτική η ατμόσφαιρα: Ορμή της νιότης, πίστη αλλά και αυτή η περίεργη ανάσα τού Ελληνικού λαού που ξαφνικά γνωρίζει τον εαυτό του και σύσσωμος ρίχνεται σε αγώνα τιτάνιο για την λευτεριά.

Λευτεριά (Φοβερή λέξη)! Σπάνια έννοια, γεμάτη φλόγα και φως.

Ας μεταφερθούμε σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα.

Κάτω από την πίεση και την βία των Βουλγάρων, που άρχισε το 1860 και φούντωσε με την εμφάνιση του βουλγαρικού σχίσματος (1870-1872) πολλοί από τους κατοίκους τού Βώλακα και άλλων περιοχών,
έχασαν την ελληνική γλώσσα και έγιναν σλαβόφωνοι. 

Και η αλλοίωση αυτή, με το πρόσχημα του σχίσματος συνεχιζόταν με φανατισμό από την μεθοδική, Βουλγαρική προπαγάνδα, έως ότου ανέλαβε μητροπολίτης Δράμας, ο Χρυσόστομος, ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας της Σμύρνης.

Από τότε άρχισε συστηματική αντίδραση τής ελληνικής εκκλησίας εναντίον των σχισματικών και η προστασία των ελληνικών χωριών της περιοχής Δράμας, από τον εκβουλγαρισμό.

Η Ανατολική Μακεδονία οφείλει πάρα πολλά στον μεγάλο δεσπότη Χρυσόστομο της Δράμας,γιατί σταμάτησε τον εκβουλγαρισμό των Ελλήνων, ενέπνευσε θάρρος στις ψυχές τους, ανέστησε το εθνικό τους φρόνημα και τους έδωσε το κουράγιο ν’ αφήσουν την άμυνα και να περάσουν στην αντεπίθεση.

Μια από τις σημαντικότερες ένοπλες ανταρτικές ομάδες που οργανώθηκαν τότε στην Αν. Μακεδονία ήταν η ομάδα τού Βώλακα.

Αρχηγός ο Άρμεν Κούπτσιος.

 Έργο τής ανταρτικής αυτής ομάδας τού Κούπτσιου ήταν να ξαναφέρει στο Πατριαρχείο της Κων/λεως, όλους, όσους παρασύρθηκαν με τη βία προς την βουλγαρική σχισματική εκκλησία, να σταματήσει με κάθε μέσο τον εκβουλγαρισμό, να προστατέψει τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων, που κυνηγούσαν με μανία τους δασκάλους κυρίως, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες,
 να σταματήσουν τις εκκλησιαστικές λειτουργίες στη σλαβική γλώσσα
και να κυνηγήσουν με την ίδια σκληρότητα τους κομιτατζήδες που αφάνιζαν τα χωριά με τις επιδρομές τους.

Ο Άρμεν Κούπτσιος ήταν τότε 19 ετών, αλλά η παλικαριά του και τ’ άλλα ηγετικά προσόντα του, ήταν πασίγνωστα σε όλη την περιοχή.

Ξεχώριζε για την λεβέντικη κορμοστασιά του.

Ηταν ευκίνητος, ρωμαλέος και ταχύς σαν τον άνεμο και προ πάντων γεμάτος καλοσύνη και χριστιανική πίστη.
Γρήγορα επιβλήθηκε σε όλη την περιοχή χάρη στα ηγετικά του προσόντα.

Τις πιο δύσκολες αποστολές, τις πιο επικίνδυνες τις ανέθετε ο μητροπολίτης στον Κούπτσιο.

Γοργοπόδαρος καθώς ήταν εκμηδένιζε τις αποστάσεις.
Σαν ξωτικό έσχιζε τα τενάγη τών Φιλίππων, περνώντας τα έλη και τις λάσπες για να φτάσει στο Παγγαίο, στο Πράβικαι όπου αλλού τον καλούσε ο Εθνικός αγώνας.

Αμέτρητες είναι οι φονικές συγκρούσεις που είχε με τους κομιτατζήδες.

Στα ελληνικά χωριά έβλεπαν τον Κούπτσιο σαν σπαθοφόρο άγγελο – προστάτη και το όνομά του έγινε γνωστό πέρα από την Αν. Μακεδονία σε όλο το μαχόμενο γένος. Φυσικά, έναν τέτοιο αντίπαλο, το κομιτάτο βάλθηκε να τον εξοντώνει με κάθε τρόπο.

Μια μέρα του 1907, ο Άρμεν Κούπτσιος και ο Νάκας Βογιατζής, από την Προσοτσάνη και ο Πέτρος Μάντζας ανέλαβαν κατά διαταγή του Γεν. Αρχηγείου, ν’ αποκλείσουν το πέρασμα των κομιτατζήδων από το πέρασμα Αλιστράτης Καλαποδίου.

Κατά την εκτέλεση αυτής της υπηρεσίας και ύστερα από την προδοσία ενός αγροφύλακα – αρβανίτικης καταγωγής – έπεσε σε ενέδρα τουρκικού αποσπάσματος.

Την άλλη ημέρα οι Τούρκοι τον έστειλαν στη Θεσ/νίκη και τον έκλεισαν στις φυλακές τού επταπυργίου, όπου συνήθιζαν να φυλακίζουν τους πιο επικίνδυνους από τους αντιπάλους τους.

Ο Άρμεν, πίστεψε στην θεόσδοτη ιδέα τής ελευθερίας και αναλώθηκε για την επικράτηση της. Γιατί η έννοια της ελευθερίας είναι συνδεδεμένη με την απόφασή τής θυσίας.

Αυτή τον οιστρηλατούσε, αυτή με την μεγαλοσύνη της του ενέπνευσε την θυσία.
Θα μου επιτρέψετε κυρίες και κύριοι να σας διαβάσω μια σκηνή, από το θεατρικό που έχω γράψει για τον Εθνομάρτυρα επίσκοπο Δράμας και Σμύρνης Χρυσόστομο. Αναφέρεται στον απαγχονισμό του Άρμεν Κούπτσιου.

Χρυσόστομος Σμύρνης

Στο Γραφείο της Μητροπόλεως Δράμας, οι μητροπολίτης Χρυσόστομος και κάποιοι πρόκριτοι και αγωνιστές συζητούν για την σύλληψη, φυλάκιση και καταδίκη εις θάνατον, του Άρμεν Κούπτσιου.

ΧΡΥΣ: Παιδιά μου! Σας γνωρίζω  ότι σε συνεργασία με τον Ελληνα Πρόξενο της Καβάλας, υποπλοίαρχο Στυλιανό Μαυρομιχάλη, καταβάλαμε κάθε προσπάθεια για την αποφυλάκιση του Αρμεν. 

Δυστυχώς, δεν πετύχαμε τίποτα!

Ο πατέρας τού Αρμεν – ο μόνος που οι Τούρκοι επέτρεπαν να εισέρχεται στις φυλακές – δεν μπόρεσε να έλθει σε επαφή με τον δωροδοκηθέντα Τούρκο δεσμοφύλακα.

Έτσι, ο Άρμεν επανήλθε στη Δράμα, για να εκτελεσθεί με απαγχονισμό.

Με τον υποπλοίαρχο Στυλιανό Μαυρομιχάλη αποφασίσαμε την βίαιη απελευθέρωση του παλικαριού, κατά την μεταφορά του από τις φυλακές στον τόπο της εκτέλεσης.

Ένοπλοι άντρες θα επιτεθούν κατά της Τουρκικής Φρουράς, που θα τον μεταφέρει και θα τον απαγάγουν στο κρυσφύγετό τους.

Στο μεταξύ, γυναίκες από την Τσατάλτζα θα δημιουργήσουν στο σημείο της απόδρασης επεισόδιο και αναταραχή, ώστε να διευκολύνουν την διαφυγή.

Ο Άρμεν είναι ενήμερος.

Έστειλα τον παπα-Δημήτρη, από το Δοξάτο, να τον κοινωνήσει· βοήθησε σ’ αυτό και
 ο Νικήτας Δρακόπουλος. Ελπίζουμε στην επιτυχία του εγχειρήματος. Ο Θεός βοηθός!

ΑΓΓΕΛΙΟΦ: Δέσποτα … πατριώτες … προδοθήκαμε. 

Οι Τούρκοι άλλαξαν την πορεία της διαδρομής και αντί η συνοδεία να περάσει από την Μεγ. Αλεξάνδρου – όπου θα γινόταν η επίθεση – πέρασε από άλλα στενά (περιοχή ΙΚΑ Δράμας, σημερινή Αγαμέμνωνος) και δυστυχώς το κακό έγινε. 
Ο Άρμεν θανατώθηκε.

Το παλικάρι βάδισε προς τον θάνατο, ωραίο, περήφανο, ατρόμητο.
 Γύρισε το λαμπερό του βλέμμα προς τον ήλιο για στερνή φορά 
και βροντοφώναξε την ύστατη ώρα: 

«Ζήτω η Ελλάδα. Μακεδονία Ελληνική. Ζήτω η ελευθερία».

Θυσιάστηκε, την 14η Σεπτεμβρίου 1907, ημέρα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου. Δεν σταυρώθηκε … απαγχονίστηκε στον πλάτανο της πλατείας, μπροστά στα μάτια του γέροντα πατέρα του!

Και η αποκορύφωση!...

Μπαίνει ο γερο-Κούπτσιος στο Γραφείο του μητροπολίτη, υποβασταζόμενος από δύο νεαρούς. Γονατίζει εμπρός στον Χρυσόστομο και του φιλά το χέρι.

Ο Χρυσόστομος τον φιλά στο μέτωπο και δακρύζει.

 Αργά τον ανασηκώνει … κι ο γερο Κούπτσιος:

 Είμαι περήφανος για τον γιο μου Δέσποτα. 
Δεν λυπούμαι που χάθηκε. 
Λυπούμαι που χάσατε εσείς το πρωτοπαλίκαρό σας.
Ας είναι. 
Την θέση του είμαι βέβαιος θα την αναπληρώσουν άλλοι νέοι …

Κι ένας νέος: Είμαστ’ εμείς γέροντα. Και υποσχόμαστε γρήγορα να πάρουμε πίσω το αίμα του γιού σου.

ΚΟΥΠΤΣΙΟΣ: 

Δεν ζητώ εκδίκηση.
 Θυσία μόνο ζητώ για την Πατρίδα … για τη λευτεριά. 
Αυτή θα είναι η ικανοποίησή μου.

Η μαγνητική βελόνα που τάραζε την ψυχή του ήρωα Άρμεν Κούπτσιου, στάθηκε ακίνητη και τον προσανατόλισε στη μοίρα τού καθαρού χρέους.

Μπροστά του υψώθηκε ο σταυρός τού καθήκοντος για την Πατρίδα.
 Δεν τον φοβήθηκε.
 Με σταθερά βήματα πορεύτηκε το δρόμο τών ηρώων.
 Αναδείχθηκε νικητής τής ζωής και τού θανάτου κι ανέβηκε ψηλά στη συνείδησή μας.

Έγινε σύμβολο, πήρε μια θέση στο στερέωμα των αιωνίων αξιών, όπως όλοι οι ήρωες.

Οι ήρωες! Είναι παιδιά τής γης, μα γίνανε ουρανοπολίτες. 

Φτάσανε στο θρίαμβο ρίχνοντας κάθε στιγμή στην πλάστιγγα τής θέλησής τους, την θέληση του αγαθού και την αγάπη στην Πατρίδα.

Κάθε ένας απ’ αυτούς είναι και ένα μάθημα για μας.
Είναι ένας δρόμος που μας ανοίγεται. Είναι ένα χέρι που μας δίνεται, για να μας οδηγήσει στο δρόμο της θυσίας. Είναι μια φωνή που φωνάζει! Άνθρωποι θνητοί, μη δειλιάζετε. Ελάτε μαζί μου! Ακολουθείστε την πορεία μου. Κοιτάξτε! Από την ίδια λάσπη, τη δική σας, πλασμένος είμαι κι εγώ. Ο καθένας σας μπορεί τη λάσπη αυτή να την κάνει να λάμψει, σαν άστρο.
Κυρίες – Κύριοι
Είμαστε ένας μικρός λαός και δεν έχουμε περιθώρια για μεγάλα λάθη. Δυστυχώς, τούτον τον καιρό ούτε και για μικρά.
Αν στη ροή του χρόνου φυσήξει ένας άνεμος παραφροσύνης και οργής επάνω σε όλη την Οικουμένη, η Ελλάδα είτε το θέλει είτε όχι θα βρεθεί στη μέση αυτής της ανεμοθύελλας και θα πρέπει να διαλέξει, ανάμεσα σε σκλαβιά και σε αγώνα για την επιβίωσή της. Το τι θα διαλέξει το ξέρουμε.

Τον ίδιο δρόμο που βάδισε και ο ήρωας Άρμεν Κούπτσιος.

Τώρα όμως – όπως και πάντα – θέλουμε με όλους τους λαούς την ειρήνη.

Και γι’ αυτήν αγωνιζόμαστε. Τα όπλα μας δεν είναι όπλα πολέμου, αλλά όπλα ειρήνης.

Δεν είμαστε πολεμοχαρείς, αλλά ούτε και λωτοφάγοι, για να ξεχάσουμε την ιστορία μας.

 Είμαστε λαός αναστάσιμος.
Θα ζήσουμε, γιατί η ζωή της Ελλάδας, είναι από αιώνες τώρα, δεμένη με την ελεύθερη ζωή και όχι με τον θάνατο.

Το έδαφος της Πατρίδας μας είναι άγονο για να θρέψει τις ρίζες της ελευθερίας.
Χρειάζεται το αίμα των παιδιών της, για να δώσει ζωή στο δέντρο της Λευτεριάς.
Σ’ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου, τον κακοτράχαλο και στενό, ένας νέος 20 ετών, ο Άρμεν Κούπτσιος έδειξε στους φλύαρους ξένους, με τις ψευτοδημοκρατικές μεγαλοστομίες τους, πώς κατακτιέται η λευτεριά.

Τους δίδαξε με την θυσία του πως
«Οι δούλοι πεθαίνουν τον θάνατο που τους επιβάλλουν. Οι ελεύθεροι τον θάνατο που επιθυμούν».
Εντυπωσιασμένοι οι ξένοι από τα ηρωικά κατορθώματα των παιδιών της Πατρίδας μας ερωτούν:
«Τι θα ήσουν Ελλάδα χωρίς ελευθερία»
τους απαντούμε:
«Τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς Ελλάδα;»

ΑΡΜΕΝ ΚΟΥΠΤΣΙΟ:

Η καρδιά μας λαχταρά να σε μοιάσει. 
Αγωνιά μη προδώσουμε τον ιερό αγώνα και την θυσία σου. 
Νιώθουμε πως αυτό που έβραζε μέσα σου ήταν πλούτος ζωής.  
Αυτόν το πλούτο – ευχή και υπόσχεση δίνουμε πως θα τον κρατήσουμε
και θα τον κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας.

Η δόξα σου ήρωά μας, ας φωτίζει τον δρόμο μας και η θυσία σου, ας μας δυναμώνει να γίνουμε άριστοι πολίτες και Έλληνες μιας Ελλάδας που εσείς οι ήρωες με την θυσία σας την κληροδοτήσατε σ’ εμάς, ελεύθερη.

Άρμεν Κούπτσιος. Ο νεότερος Έλληνας Μακεδονομάχος.

$
0
0
Θα ήθελα προτού διαβάσετε την ιστορία του Αρμεν Κούπτσιου να κάνω μια μικρή εισαγωγή.

Ο Βώλακας είναι ένα πανέμορφο χωριό κάτω από το Χιονοδρομικό Κέντρο Φαλακρού στην Δράμα.

Ο Βώλακας είναι ορεινό ντόπιο καθαρά μακεδονικό χωριό.

Οι κάτοικοι μιλούσαν και μιλούν και το σλαβικό ιδίωμα.

Ο Άρμεν ήταν ένας γνήσια εθνικά Μακεδόνας!!.

Κάνω την ανάρτηση αυτή, από την μια για να αναδείξω την προσωπικότητα ενός γηγενούς Μακεδονομάχου του Αρμεν, αλλά για να θυμίσω σε πολλούς ότι πολλά νέα παιδιά θυσιάστηκαν, 
 όχιγια να γίνει η Μακεδονία ελληνική
αλλά για ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΕΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ.



Αγωνίστηκαν οι ντόπιοι Μακεδόνες ενάντια τους εισαγώμενους βούλγαρους της VMRO. Υπήρχαν όμως δυστυχώς και κάποιοι Μακεδόνες που συνεργάστηκαν με τους βουλγάρους.

Ο Άρμεν δεν μιλούσε καλά ελληνικά αλλά μιλούσε άπταιστα την 'ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ'δηλαδή τα σλαβικά ή βουλγάρικα.

Έγινε όμως ο νεώτερος ΕΛΛΗΝΑΣ Μακεδονομάχος μάρτυρας.

Ένας εθνικά Μακεδόνας Ήρωας.

Ειναι ο ποιό αγαπητός εθνικά Μακεδόνας Ήρωας της Δράμας, η μοναδική προτομή του οποίου κοσμεί την κεντρική πλατεία της Δράμας. Η προτομή βρίσκεται στο σημείο της εκτέλεσης του.


ΑΡΜΕΝ ΚΟΥΠΤΣΙΟΣ


Ο Άρμεν Κούπτσιος καταγόταν από το χωριό Βώλακας.

Γεννήθηκε στον Βώλακα το 1885. Η προσφορά του στο Μακεδονικό αγώνα στην ανατολική Μακεδονία ήταν πολύ μεγάλη.
Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών μυήθηκε στους σκοπούς του αγώνα και μετά από λίγο σχημάτισε ο ίδιος ανταρτική ομάδα.

Αναφέρω απόσπασμα από το βιβλίο του Φ.Τριάρχη για το πως μυήθηκε ο Άρμεν:

"Μια μέρα ό Διευθυντής του ελληνικού σχολείου Προσωτσάνης Στρατής Σπληναρίδης (Ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Νταής), 
δέχτηκε στο γραφείο του δυο χωρικούς από τον Βώλακα.
Δεν μιλούσαν καλά Ελληνικά, ήταν όμως Έλληνες στην καρδιά.


Του ζητούσαν, ούτε λίγο ούτε πολύ να τους εμπιστευτεί και να τους εισαγάγει στο Ελληνικό Κομιτάτο, για να αγωνισθούν εναντίον των Βουλγάρων.
Ήσαν συστημένοι από το Ελληνικό Κέντρο Δράσεως του Βώλακος. Μεγάλος φαινόταν ό φανατισμός των. Αλλά ό Σπληναρίδης δεν τους εμπιστεύονταν.

Αυτοί τότε έβγαλαν μια ταμπακέρα για να του προσφέρουν μυρωδάτο καπνό από το χωριό τους.
Ό ψευτοδάσκαλος έκανε να απλώσει το χέρι του για να πάρει μια πρέζα καπνό. Το χέρι του στάθηκε μετέωρο και τα μάτια του πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες.
Μέσα στην ταμπακέρα ήσαν δύο ανθρώπινα αυτιά, πρόσφατα κομμένα !!!
Αυτοί οι δύο νεαροί Βωλακιώτες είχαν ήδη σκοτώσει ένα γνωστό Βούλγαρο κομιτατζή. Δεν χρειαζόταν άλλα συστατικά. Ό Σπληναρίδης τους δέχτηκε.

Τα δύο Ελληνόπουλα ήσαν ό Αρμεν Κουπτσιος και ό φίλος του Νικόλαος Μαυρίδης. "





Ο Άρμεν λοιπόν έγινε το φόβητρο των βουλγαρικών συμμοριών με τις επιτυχείς ενέργειες του. Ήταν το δεξί χέρι του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου.
Υπολογίζεται ότι σκότωσε 33 πράκτορες των βουλγάρων.

Τον Ιούνιο του 1906 ό Βούλγαρος κομιτατζής Πλάτσεφ, άπό τό Σκρίτσοβο, βρισκόταν στή Δράμα. Τό Ελληνικό Κέντρο Δράσεως τον παρακολουθούσε.

Διαπιστώθηκε ότι ήταν από τά κύρια καθοδηγητικά
στελέχη, της προετοιμαζόμενης από τους Βουλγάρους μεγάλης δολοφονικής επιθέσεως εναντίον μεμονωμένων Ελλήνων αγωνιστών, στα διάφορα χωριά.

Επρεπε νά τον προλάβουν πριν άρχίση τό εργο του.
Δόθηκε η εντολή στον Αρμεν και την ομάδα του να τον εξόντωση.


Ό θάνατος του θα έσωζε την ζωή πολλώνΕλλήνων.

Ευτυχώς υπήρχεν ή πληροφορία τής ημερομηνίας και του δρομολογίου επιστροφής του στο Σκρίτζοβο.

Ό Αρμεν με τον Νάκο Βογιατζή και τον Πέτρο Μάντζα, έστησαν ενέδρα στήν θέση Τσομπάνκα της περιοχής του Τουρκοχωρίου.

Μόλις φάνηκεν ό Βούλγαρος, ό Άρμεν πετάχθηκε μπροστά και τον διέταξε να σηκώση ψηλά τα χέρια του.
 
Ό Πλάτσεφ, όμως, έβγαλε τό περίστροφο του και πυροβόλησε.
 
Ό Άρμεν, αστραπιαία απέφυγε τήν σφαίρα και συγχρόνως πυροβόλησε τον Βούλγαρο.Ό Πλάτσεφ έπεσε νεκρός.
 
Στήν Όσμανίτσα (Καλός Αγρός), όμως, ο Μωαμεθανός επιστάτης του έκει τσιφλικιού, Άλής, καθώς ήταν καβάλα οτό άλογο του, άκουσε τους πυροβολισμούς.

Μαζί του είχε τά όπλο του.
Εσπευσε με καλπασμό προς τήν Τσομπάνκα.

Είδε τους τρεις Έλληνες και άρχισε νά τους καταδιώκη πυροβολώντας τους.
Οί Έλληνες μπορούσαν νά του αντεπιτεθούν.
Άλλά είχαν διαταγή από το Ελληνικό Κέντρο ν'αποφεύγουν τις συμπλοκές με τους Τούρκους και νά παραμένουν όσο τό δυνατόν άγνωστοι, μετά άπό κάθε πράξη τους.

Έγιναν πολλές ενέργειες για την απελευθέρωση του από τον Χρυσόστομο και από άλλους πολλούς Δραμινούς, άλλα μάταια.

Στην ανάκριση ό Άρμεν βασανίστηκε για να αποκαλύψει πρόσωπα και πράγματα.

Καθώς δεν αποκάλυπτε τίποτα Οι Τούρκοι τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, για να δικαστεί. Το ειδικό τουρκικό Στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης τον καταδίκασε σε θάνατο δια απαγχονισμού.
Έγιναν προσπάθειες από το ελληνικό προξενείο για να αποφυλακισθεί αλλό από ατυχείς και ερασιτεχνικούς χειρισμούς των οικείων του απέτυχαν.

Ο Άρμεν επέστρεψε και πάλι στη Δράμα για να επισφραγίσει την μικρή αλλά ένδοξη και τίμια ζωή του με τον μαρτυρικό του θάνατο.


Και στην Δράμα έγιναν προσπάθειες να αναδείξουν το θέμα στην αγγλική αντιπροσωπεία που φιλοξενούταν στο σπίτι του τούρκου μουφτή. Και αυτές δεν απέδωσαν.
Η προσπάθεια να απαχθεί από ένοπλο σώμα απέτυχε και αυτό γιατί προδόθηκε στου Τούρκους οι οποίοι άλλαξαν τελευταία στιγμή την πορεία μέσα στη Δράμα για την εκτέλεσή του.

Ο Άρμεν απηγχονίσθει στον πλάτανο που βρίσκεται στο κέντρο της Δράμας.

Στον απαγχωνισμό του παρευρίσκετο πλήθος κόσμου και ο πατέρας του Άρμεν, ο οποίος είπε την φοβερή ρήση στον Μητροπολίτη:


 «δεν κλαίω πού έχασα το παιδί μου, κλαίω πού εσύ έχασες το πρωτοπαλίκαρο σου».


Προς τιμή του γίνονται κάθε χρόνο τον Οκτώβριο τα "ΚΟΥΠΤΣΙΑ"με πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις.

Ημέρα Μακεδονικού Αγώνα: Ο Μακεδονικός Αγώνας στη περιοχή Δράμας.

$
0
0
Το Ελληνιμό-μακεδονικό σώμα του
Μακεδονομάχου Οπλαρχηγού
Καπετάν Δούκα
.
ΟΜΙΛΙΑ
 ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Α.Π.Θ.  
ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ 
ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ ΔΡΑΜΑΣ
 ΤΗΝ 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008

Ευχαριστώ θερμά, τους έχοντες την πρωτοβουλία της σημερινής εκδήλωσης.
Αυτά τα νέα παιδιά της Ανατολικής Μακεδονίας που συνεχίζουν με το δικό τους τρόπο τον «Μακεδονικό Αγώνα».

Διότι ο «Μακεδονικός Αγώνας» είχε ένα συμβατικό τέλος το 1908, γι’ αυτό και γιορτάζουμε σήμερα τα 100 χρόνια από το συμβατικό αυτό τέλος, αλλά γνωρίζουμε καλώς ότι υπό άλλες μορφές, συνεχίζεται ένας άλλος «Μακεδονικός Αγώνας».

Οφείλω επίσης να μεταφέρω τους θερμούς χαιρετισμούς της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και του προέδρου της κ. Νικολάου Μέρτζου.

 Αλλά πιο θερμός είναι ο χαιρετισμός του πρώην προέδρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του καθηγητή και ακαδημαϊκού κ. Κων/νου Βαβούσκου που είναι γέννημα θρέμμα της μαρτυρικής πόλεως της Δράμας.

Ελέχθησαν ήδη από τους προλαλήσαντες αρκετά κατατοπιστικά πράγματα για την έναρξη του «Μακεδονικό Αγώνα»και την σύντομη ιστορία της Μακεδονίας.

Εδέχθην την προτροπή των οργανωτών της σημερινής εκδήλωσης, να θίξω ορισμένα από τα πάρα πολλά που αφορούν τον «Μακεδονικό Αγώνα» στην περιοχή της Δράμας.

 Από εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης της Δράμας, λίγο πριν από την εκδήλωση, μου τέθηκε ένα απλό αλλά εύλογο ερώτημα:

Γιατί δεν είναι τόσο γνωστός ο «Μακεδονικός Αγώνας» και τα όσα εξελίχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία και κυρίως στη Δράμα; 

Η απάντησή μου είναι ότι, οι περισσότεροι που έγραψαν για τον «Μακεδονικό Αγώνα» κατάγονταν από τη Δυτική Μακεδονία που ήταν ούτως ή άλλως το κέντρο του «Μακεδονικό Αγώνα».

Έτσι η Ανατολική Μακεδονία και ιδίως η επαρχία της Δράμας, των Σερρών και του Νευροκοπίου, θα έλεγε κανείς πως πέρασε στο περιθώριο. Αλλά όσοι ασχολούμαστε με αυτά τα θέματα δεν έχουμε ξεχάσει την Ανατολική Μακεδονία.

Προ δεκαετίας περίπου, το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας, εξέδωσε τρεις τόμους οι οποίοι αναφέρονται στην αλληλογραφία
του ιεροεθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Καλαφάτη του Μητροπολίτου Σμύρνης από Δράμας. 

Στον πρώτο τόμο υπάρχει η ογκώδης αλληλογραφία από την εδώ αρχιερατεία του, που καλύπτει την πλέον κρίσιμη περίοδο του «Μακεδονικού Αγώνα» στη Δράμα, την οκταετία 1902-1910, με μία απουσία του μακαριστού Χρυσοστόμου περίπου δέκα μηνών, όταν απομακρύνθηκε από τη Δράμα για λόγους που θα αναφέρω παρακάτω.

Όταν έφτασε στη Δράμα ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, σε νεαρή ηλικία, η πρώτη του φροντίδα ήταν να ενισχύσει την Ελληνική Κοινότητα, τα φιλεκπαιδευτικά σωματεία και τα ελληνικά σχολεία. Απέναντι από το Μητροπολιτικό Μέγαρο της Δράμας είναι το σχολείο το οποίο ίδρυσε ο ιεροεθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης.

Έτσι φρόντισε από το πρώτο καιρό της παρουσίας του στη Δράμα να επισκέπτεται το βόρειο τμήμα της, 
τις Κοινότητες Κλεπούσνα (Αγριανή Σερρών) 
την Σκρίτζοβα (Σκοπιά Σερρών), 
την Προσοτσάνη, 
τον Βώλακα, 
την Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια) και άλλες που υφίσταντο τη βουλγαρική πίεση. 


Άρχισα την ομιλία μου με τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, διότι αυτός ήταν η κυρίαρχη προσωπικότητα της οργάνωσης του «Μακεδονικού Αγώνα» στην Ανατολική Μακεδονία και κυρίως στη μητροπολιτική περιφέρεια της Δράμας.

Και βεβαίως όχι μόνος, γιατί μόνος δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε, αν δεν υπήρχαν οι ντόπιοι γηγενείς μακεδονομάχοι, πολλοί εκ των οποίων προβάλλονται στην οθόνη και πιστεύω σας είναι γνωστοί και οικείοι.

Τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του Χρυσοστόμου στη Μητρόπολη Δράμας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ικανοποιητικά, τουλάχιστον στη δική του συνείδηση, ότι μπόρεσε να ελέγξει τον ζωτικό αυτό χώρο, σε μια εποχή που το Εθνικό Κέντρο των Αθηνών αδυνατούσε να βοηθήσει την απομακρυσμένη για τα δεδομένα της εποχής εκείνης Ανατολική Μακεδονία.

 Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε αναθεωρήσει την πολιτική των ισορροπιών και εφάρμοζε ήδη από το 1902 μια επιθετική πολιτική στη Μακεδονία. 

Μέχρι τότε, το Πατριαρχείο κρατούσε ορισμένες ισορροπίες καθ’ ότι ήταν Οικουμενικό, είχε μια άλλη ιδεολογία, μακριά από την εθνική ιδεολογία που είχε ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, αυτή που τελικά τον οδήγησε στο μαρτυρικό του θάνατο στη Σμύρνη.

 Όταν αντιλήφθηκε τις δυσκολίες αλλά και το χαμένο έδαφος στη Μακεδονία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έστειλε δυναμικούς κληρικούς, οι οποίοι ετέθησαν επικεφαλείς της αντίστασης, της αμύνης του Μακεδονικού Ελληνισμού απέναντι στη βουλγαρική λαίλαπα.

Τέτοιοι ιεράρχες ήταν π.χ.
ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα, 
ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, 
ο Θεοδώρητος Βασματζίδης στο Νευροκόπιο οποίος ήταν σε αυτή τη δύσκολη εποχή συνεργάτης και συναγωνιστής του μητροπολίτη Χρυσοστόμου Καλαφάτη, και άλλοι ιεράρχες.

Στη Δράμα, ο Χρυσόστομος εργαζόταν με συνέπεια και με απόλυτη επιτυχία μολονότι αβοήθητος από το Εθνικό Κέντρο, ακόμη και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το οποίο ήταν σε διάσταση λόγω της εξισορροπητικής πολιτικής που κρατούσε το τελευταίο για τη Μακεδονία.

 Έτρεχε ο Χρυσόστομος Καλαφάτης με τους αναπαλμούς της Μεγάλης Ιδέας. Είχε όμως στο πλευρό του το ντόπιο ελληνικό στοιχείο που περίμενε τον ικανό και οργανωτικό ηγέτη του και τον βρήκε στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου.

Βεβαίως σε όλα τα χρόνια της αρχιερατείας του, είχε την συμπαράσταση του εθνικού ανδρός, του Ίωνος Δραγούμη, αλλά και άλλων πατριωτών που δραστηριοποιούνταν στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη.
 Έφτανε μάλιστα στο σημείο ο Χρυσόστομος, να ασκεί δριμύτατη κριτική στο Φανάρι για την πολιτική των ισορροπιών, ζητώντας δραστήρια αντιμετώπιση των Βουλγάρων.

Ο Χρυσόστομος ήταν αντίθετος σε αυτή την πολιτική που ακολούθησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1453, την εθναρχική, αλλά υποστήριζε την εθνική όπως και οι λοιποί ιεράρχες που εστάλησαν στη Μακεδονία την κρίσιμη δεκαετία του 1900-10.

 Γι’ αυτό ήταν εκείνος που οργάνωσε όχι μόνο την εκπαίδευση στη Δράμα, αλλά κυρίως τα ελληνικά ένοπλα τμήματα, προκαλώντας έτσι την αντίδραση των Βουλγάρων και των Οθωμανών. Από τους τελευταίους αρχικά ο Χρυσόστομος ζήτησε συνεργασία για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού, δηλαδή της βουλγαρικής δραστηριότητας στη Μακεδονία.

Από την άλλη ας μη λησμονούμε, ότι ο Χρυσόστομος είχε να αντιμετωπίσει στη Δράμα, τους Ευρωπαίους μεταρρυθμιστές που εφάρμοζαν τη συμφωνία Μυρστέγκ του 1903 και η στάση τους ήταν κάθε άλλο παρά φιλελληνική.
 Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1906 ο Άγγλος αξιωματικός, υπεύθυνος για την τάξη στη Δράμα, με υπόμνημα προς την Κυβέρνησή του, κατηγορούσε τον Χρυσόστομο ως υπαίτιο των ελληνοβουλγαρικών συγκρούσεων στη Δράμα και στην περιοχή της.

Είναι αλήθεια ότι οι Άγγλοι αξιωματούχοι εδώ στη Δράμα, ήταν αρνητικοί απέναντι στο Χρυσόστομο και έπρατταν τα πάντα για την απομάκρυνσή του. 

Είναι πλέον φανερό, ότι οι Ευρωπαίοι, οι δήθεν μεταρρυθμιστές και εγγυητές της ειρήνης στη Μακεδονία, ευνοούσαν τις βουλγαρικές επιδιώξεις.

Κατηγορούσαν τον Χρυσόστομο ότι σε συνεργασία με τους Έλληνες προξένους στην Καβάλα και στις Σέρρες οργάνωναν αντάρτικα σώματα. 
Φυσικά ο Χρυσόστομος γνώριζε τις ενέργειες των Άγγλων που ήθελαν με κάθε τρόπο την απομάκρυνσή του από τη Δράμα.

Οι Άγγλοι με τη σειρά τους πίεζαν την Οθωμανική Κυβέρνηση να απαιτήσει από το Πατριαρχείο την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου.

 Η αιτία βρέθηκε με την κατάσχεση της αλληλογραφίας του, που όπως έλεγαν Οθωμανοί, Βούλγαροι και Ευρωπαίοι, περιείχε πολλά εις βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία.

 Ότι δηλαδή συνεννοούνταν με τους ντόπιους μακεδονομάχους για το οργανωτικό μέρος της αντιστάσεως έναντι των Βουλγάρων.

Έτσι τον Οκτώβριο του 1907, το Πατριαρχείο ανακάλεσε τον μεγάλο αυτόν ιεράρχη που μετέβη στην Τρίγλια, τη γενέτειρά του, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Μερικούς μήνες πριν, του είχε απαγορευτεί από τους Οθωμανούς να περιοδεύει στα χωριά της επαρχίας του. Έτσι, ο δυστυχής Χρυσόστομος εγκατέλειψε τη Δράμα συνοδευόμενος έως το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλεως από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1908 με τη γενική αμνηστία που παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς με την ευκαιρία του ψευδεπίγραφου συντάγματος των Νεότουρκων, που επαγγελόταν δημοκρατία, ασφάλεια, ειρήνη, αλληλεγγύη σε όλους τους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επωφελήθηκε της κατάστασης και επέστρεψε στη Δράμα τον Αύγουστο του 1908. Ήλπιζε ότι το νέο σύνταγμα των Νεότουρκων θα άμβλυνε την κατάσταση στη Μακεδονία και τα πράγματα θα έπαιρναν ειρηνική τροπή.
Αλλά δεν ήταν έτσι.

Ο Υπουργός των Εσωτερικών των Νεότουρκων Χουσεΐν Χιλμή πασάς, που ήταν πρώην επιθεωρητής σε όλη τη Μακεδονία, παραχώρησε στους Βούλγαρους την άδεια να ιδρύσουν στη Δράμα δική τους Κοινότητα, εκκλησία και σχολεία.

 Ο Χρυσόστομος εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει Τούρκους, Βούλγαρους και Άγγλους παρατηρητές που τον κατηγορούσαν ότι ήταν φανατικά προσηλωμένος στην ελληνική εθνική ιδέα, αρνούμενος όπως έλεγαν να συλλάβει το πνεύμα των καιρών, δηλαδή αυτών που επαγγελόταν η επανάσταση των Νεότουρκων.

Ο Χρυσόστομος όμως ήξερε ότι οι Οθωμανοί συνεργάζονταν ή έστω έδειχναν ανοχή στον αρχικομιτατζή Σαντάνσκυ που δρούσε στην περιοχή Δράμας-Σερρών, όπως και στονέτερο αρχικομιτατζή Πανίτσα (είναι αυτός που έκλεψε τα κειμήλια της Εικοσιφοίνησσας) που δρούσε στην περιοχή της Ζίχνης.

 Ο Χρυσόστομος έβλεπε με ανησυχία την οθωμανική ανοχή και την υποστήριξη προς τους Βούλγαρους, που άνοιγαν σχολεία των οποίων η λειτουργία ήταν αναιμική και δεν λειτούργησαν πέραν του έτους, αλλά και τον αποκλεισμό Έλληνα υποψηφίου στη Δράμα στις οθωμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1908.

Η αντίδρασή του μάλιστα έφτασε μέχρι τον Πρόεδρο της οθωμανικής Βουλής, την Κυβέρνηση αλλά και τους φίλους του στις δυτικές εκκλησίες που με αλλεπάλληλα υπομνήματα προέβαλλε τα δίκαια του μακεδονικού ελληνισμού.

Η συνεχής δράση του Χρυσόστομου στη Δράμα, οδήγησε για μια ακόμη φορά, να του απαγορέψουν τις εξόδους του στα χωριά της Δράμας και οι συνεχείς συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων να αποδίδονται από τους Άγγλους παρατηρητές αλλά και τους Οθωμανούς, στον Χρυσόστομο.

Για μια ακόμη φορά Οθωμανοί και Βούλγαροι ζήτησαν την απομάκρυνσή του.
 Τελικά το πέτυχαν και ο Χρυσόστομος έφυγε από τη Δράμα τον Ιούνιο του 1909 πριν συμπληρώσει χρόνο κατά τη δεύτερη θητεία του.

Ο Χρυσόστομος υπήρξε εθνικός ήρωας και το απέδειξε στη Δράμα. 

Όπως είπε πριν και ο Δήμαρχος Δράμας (στον χαιρετισμό του) αναφερόμενος σε αυτό που έπραξε στη συνέχεια ο Χρυσόστομος, συνεπής με τον εαυτό του και στο θυσιαστικό του ρόλο, όταν μαρτύρησε στη Σμύρνη στις 27 προς 28 Αυγούστου του 1922 με το μαρτυρικό του θάνατο.

Εξακολουθώντας μέχρι την τελευταία του στιγμή να ακολουθεί την ίδια εθνική πολιτική, πιστεύοντας στην αδύνατη συνεννόηση με τους Οθωμανούς και στην επιμονή του να στηρίζεται στο Ελλαδικό Εθνικό Κέντρο, την Αθήνα, που πολλές φορές δυστυχώς τον πρόδωσε.

Την εποχή που έφτανε στη Δράμα ο Χρυσόστομος, ο χριστιανικός πληθυσμός της αποτελούνταν από τριάντα χιλιάδες με πενήντα Κοινότητες.
Προς το Πατριαρχείο σημείωνε, ότι το εμπόριο, η έγγειος περιουσία, οι τέχνες, οι επιστήμες, η βιομηχανία, ο πλούτος, ο πολιτισμός, βρίσκονταν σε χέρια ελληνικά και οι ελάχιστοι Βούλγαροι που ήταν στην περιοχή, ασχολούνταν με χειρονακτικές εργασίες, εργαζόμενοι στα κτήματα των μπέηδων και των Ελλήνων γαιοκτημόνων. Έγραφε, ότι τα 3/4 της περιοχής της Δράμας κατοικούνταν από ελληνόφωνους ορθόδοξους χριστιανούς, ενώ υπήρχαν ελάχιστοι ορθόδοξοι τουρκόφωνοι ή σλαβόφωνοι χριστιανοί.

 Ήταν από τους καλούς γνώστες του «μακεδονικού» ζητήματος.

 Και για να μην παρεξηγηθεί στο Πατριαρχείο από αδαείς ιεράρχες ή κοσμικούς, έλεγε ότι οι σλαβόφωνοι δικοί μας ούτε φυλετικά ούτε γλωσσικά έχουν σχέση με τους Βούλγαρους.

Τη σλαβοφωνία ο Χρυσόστομος την χαρακτήριζε ως ένα κράμα άμορφο και κατασκεύασμα της σλαβικής και της ελληνικής γλώσσας.

 Έλεγε ότι οι δικοί μας σλαβόφωνοι και τουρκόφωνοι της Δράμας, αποτελούσαν με τους υπόλοιπους ελληνόφωνους κατοίκους ένα σύνολο συμπαγούς,ογκώδους μακεδονικού ελληνισμού,ορθόδοξου πληθυσμού. 

Η πίστη και η θρησκεία, η παιδεία και η μόρφωση, οι παραδόσεις, οι οικογενειακές τους εστίες, τα κοινά αισθήματα, οι κοινοί πόθοι και επιθυμίες είναι όλα ελληνικά και ελληνοπρεπέστατα.

Και είναι αλήθεια ότι παρά τη βουλγαρική προπαγάνδα, την πίεση και τις απειλές επί των σλαβόφωνων, τίποτε δεν κατόρθωσαν.
Ούτε οι σφαγές, οι πυρπολήσεις σχολείων και εκκλησιών και ολόκληρων χωριών είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Επίσης έλεγε ότι, για να γίνει βουλγαρική η Μακεδονία, πρέπει να στραγγαλιστεί η ιστορία και η εθνογραφία. 

Να εξολοθρευτούν τα 3/4 του πληθυσμού της, 
να καταστραφούν όλα τα σχολεία, 
όλες οι εκκλησίες και
 όλες οι πόλεις που είναι ελληνικές, 
να καούν όλα τα μνημεία, αρχαία, βυζαντινά, νεότερα και 
να καταστραφούν και οι αρχαιότητες που είναι στα σπλάχνα της.

 Τελειώνοντας έλεγε, η Μακεδονία μπορεί να μετατραπεί σε βουλγαρική, μόνο αν γίνει ένα απέραντο κοιμητήριο νεκρών και άγρια έρημος.

 Είναι από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα του «Μακεδονικού Αγώνα» αυτή η επιστολή του Χρυσοστόμου, συνταχθείσα στη Δράμα προς το Πατριαρχείο.

Τον Οκτώβριο του 1902 ο Χρυσόστομος μετέβη στον Βώλακα που τότε αριθμούσε 187 οικογένειες και όπουη βουλγαρική πίεση είχε σημειώσει ορισμένες επιτυχίες.

 Έμεινε τέσσερις ημέρες και κατόρθωσε να εμπεδώσει την πατριαρχική κυριαρχία.

 Στις 28 Οκτωβρίου του 1903 ο Χρυσόστομος έγραφε συγκλονισμένος για τον τραγικό θάνατο τεσσάρων Ελλήνων Προκρίτων του Ζιρνόβου (Κάτω Νευροκόπι), που τους κατακρεούργησαν τριάντα κομιτατζήδες εισερχόμενοι στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου που πανηγύριζε.

Επρόκειτο για τον πλούσιο και ευγενέστατο γαιοκτήμονα 
Ζαφείριο Ζαφειρίου, τον επίτροπο της εκκλησίας 
Νικόλαο Γέρμαν και τον υιό του 
Γεώργιο Γέρμαν καθώς και τον δάσκαλο 
Κωνσταντίνο Χριστίδη. 

Στις 31 Ιουλίου 1905 έγραφε για τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στην Καλλιθέα (Εγρί Δερέ).

Είχε τότε διακόσιες ελληνικές οικογένειες.

Οι Βούλγαροι το 1870, έκαψαν ζωντανό αφού πρώτα περιέλουσαν με πετρέλαιο, τον Κομβόκη Αθανάσιο. 

Το διαδέχτηκαν στον πατριωτικό αγώνα, ως στύλοι της ορθοδοξίας, οι γιοι του Βασίλειος και Προκόπιος.

Τη νύχτα της 30ης Αυγούστου 1905 ογδόντα κομιτατζήδεςεισέβαλανστην οικία τουΒασιλείου Κομβόκη σε ηλικία τότε 75 ετών, που κοιμόταν με τη σύζυγό του Αναστασία και τη νύφη του Ευαγγελία. Οι δύο άλλες νύφες του με τα εγγόνια του κατόρθωσαν να διαφύγουν.
 Κατόπιν, είχε σειρά η οικία του Προκοπίου Κομβόκη που ήταν στη μέση του χωριού και την κατέκαψαν σκοτώνοντας τον Απόστολο Σωτηρίου Γιαννάκη. 

Στις 7 Ιουλίου 1906 ο Χρυσόστομος έγραφε για τη βομβιστική ενέργεια των Βουλγάρων στη Λέσχη της ελληνικής κοινότητας της Δράμας,όπου εφονεύθη ο λαμπρός πρόκριτος Γεώργιος Παπαδημητρίουκαι στα γεγονότα της ίδιας ημέρας, που έριχναν βόμβες στο πλήθος των προσκυνητών που γιόρταζαν στο Μοναστήρι της Αγίας Κυριακής στην Αλιστράτη.

Στην Γκόρνιτσα (Καλή Βρύση) την 17 Ιουλίου 1906 οι κομιτατζήδες έβαλαν βόμβες σε τρεις ελληνικές οικίες (η Γκόρνιτσα τότε είχε σαράντα οικογένειες) και κατακρεούργησαν τον λόγιο ιερέα Ιωάννη Παπαεμμανουήλ.Τις ίδιες μέρες μάλιστα σχεδιάστηκε απόπειρα και κατά της Μητροπόλεως αλλά η Βουλγάρα που ανέλαβε να τοποθετήσει τη βόμβα δεν είχε το θάρρος να τελειώσει αυτή την επιχείρηση.

Στη Γρατσιάνη (Αγιοχώρι) σκότωσαν το 1906 τον Μακεδονομάχο πατέρα Ιωάννη.

 Τον Νοέμβριο του 1906 κατέκαψαν την οικία του προκρίτου Τρύφωνος Στογιάννη. Στις 12 Δεκεμβρίου 1906 έκαναν ολοκαύτωμα την Κλεπούσνα (Αγριανή Σερρών).

Έκαψαν τις οικίες του προκρίτου Βοζίκη, του ιερέα Ευαγγέλου, του προκρίτου Αγγέλου Μίνου, του δασκάλου Φιλιππίδη, του προκρίτου Αθανασίου Παπαφιλίππου.

Στις 20 Ιουνίου 1907 κατέσφαξαν έξω από την Κλεπούσνα τον 80χρονο Μακεδονομάχο Γεώργιο Λάζο.

Και άλλα πολλά ολοκαυτώματα και δολοφονίες συνέβησαν σε βάρος των Ελλήνων της Δράμας και της περιοχής, αλλά που δεν έχουμε χρόνο να αναφερθούμε αναλυτικά, όπως οι δολοφονίες των Αθανασίου Βαλαβάνη, Κωνσταντίνο Αγγέλου, Γεωργίου Τρότσκα, Δημητρίου Μάρτζου και άλλων πολλών που συνέβησαν σε
Πλεύνα (Πετρούσα), 
Προσοτσάνη, 
Βησοτσάνη (Ξηροπόταμο), 
Σκρίτζοβα  (Σκοπιά), 
Κλεπούσνα (Αγριανή), 
Γκόρνιτσα (Καλή Βρύση) και αλλού.

Κάτι που έχει μεγάλη σημασία είναι το γεγονός ότι εδώ δεν έδρασαν τα πολυπληθή αντάρτικα σώματα, όπως συνέβαινε στη λοιπή Μακεδονία που ήρθαν από την παλιά Ελλάδα.

Εδώ, οι ηγέτες των ανταρτικών σωμάτων που μαζί  με τον Χρυσόστομο Καλαφάτη οργάνωσαν τον μακεδονικό αγώνα, ήταν ο Καπετάν Ζέρβας ή Δούκας Γαϊτατζής και ο Καπετάν Τσάρας ή Κωνσταντίνος Νταής.

Δεν ήταν μόνο ο Χρυσόστομος Καλαφάτης που συντόνιζε τον αγώνα στη Δράμα, αλλά είχε κοντά του ένα θερμό πατριώτη, παλικαράκι από μια άλλη μαρτυρική πόλη της Μ. Ασίας το Αϊδίνη,
τον Θεμιστοκλή Χατζησταύρου. 
 http://1.bp.blogspot.com/-e_-f5ApO1-0/T8jiTaS6X9I/AAAAAAAABXQ/8vWZvwHxN4g/s1600/xatzhstayrou.jpg
Δεν ήταν παρά ένας ηρωικός κληρικός.

 Με ηρωισμό που τον έδειξε στη Σμύρνη, στις δύσκολες μέρες του 1922 αλλά και στην περαιτέρω εκκλησιαστική του σταδιοδρομία ως Μητροπολίτης Βεροίας για λίγο καιρό και έπειτα στη Μητρόπολη Φιλίππων Νεαπόλεως και Καβάλας, μέχρι που έγινε το 1962 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος με το όνομα Χρυσόστομος Χατζησταύρου.

Αφανείς γηγενείς μακεδονομάχοι 1903 - 1913
Αυτός ήταν όπως φαίνεται από την κατασχεθείσα αλληλογραφία του Χρυσοστόμου, ο έμπιστος άνθρωπός του, που συνέδεε τα ανταρτικά σώματα, δηλαδή τους εντοπίους μακεδονομάχους, με τον Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον Ίωνα Δραγούμη και άλλους.

Πριν από λίγες ημέρες η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, εξέδωσε βιβλίο με τον τίτλο «Αφανείς Γηγενείς Μακεδονομάχοι» όπου νέοι ερευνητές καταγράφουν ένα πλήθος μακεδονομάχων για το νομό Δράμας.


Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω, επιλεκτικά γιατί είναι πολλοί, ορισμένα ονόματα μακεδονομάχων από χωριά της περιοχής και την πόλη της Δράμας.

Ο Εθνομάρτυς Μακεδονομάχος
Άρμεν Κούπτσιος.
Από τον Βώλακα: 

ο Καραγεωργίου Γεώργιος (Μαυρουδής)και βέβαια
 ο Άρμεν Κούπτσιοςπου συνελήφθη τυχαία από τους Τούρκους και απαγχονίστηκε στην κεντρική πλατεία της Δράμας την 14-9-1906.
 Ο Προκόπιος Κούπτσιοςπου δολοφονήθηκε το 1916 από Βούλγαρους μετά από σκληρά βασανιστήρια και  
ο Σίγγος Κων/νος.

Από το Δοξάτο,οι: 

Καβαλάρης Γεώργιος, 
Καραβαγγέλης Σπυρίδων, 
Χαντζόπουλος Ιωάννης. 

Από Δράμα οι: 

Βάϊος Ιωάννης, 
Γιώτας Παναγιώτης, 
Δαυίδ Ευάγγελος, 
ιεροδιάκονος Βησσαρίων Δημητριάδης, 
Διάφας Νικόλαος, 
Δοβέλλας Κωνσταντίνος, 
Ζαχαρόπουλος Ιωάννης, 
Ζουλούμης Ευστάθιος, 
Θεοδωρίδης Ιωάννης, 
Καραγιάννης Νικόλαος, 
Λιβανού Ελένη, 
Μεσσήνης Δημήτριος, 
 Ντουμπαρατζίδης Κων/νος, 
Παλιάγκας Πολυχρόνης ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση στο Μπουνάρμπασι (Κεφαλάρι) όπου με δύο ακόμη οπλίτες εξουδετέρωσε δέκα Βούλγαρους. 

Ακόμα οι: 
Παπαγεωργίου Χρυσόστομος, 
Παπαχατζής Σωτήριος, 
Πετρίκης Νικόλαος, 
Ρίζος Γεώργιος, 
Ρίζος Κων/νος, 
Σκορδάς Ιωάννης, 
Φέσσας Μιχαήλ, 
Χατζής Γεώργιος και ένας Τούρκος Δραμινός 
ο Χαφούζ Αλή Ζεΐρ ο οποίος πολέμησε μαζί με τα ελληνικά τοπικά ανταρτικά σώματα.
  Έφερνε πολεμικό υλικό και την αλληλογραφία. 
Συνελήφθη, καταδικάστηκε, σε ισόβια αλλά αποφυλακίστηκε το 1919 μετά από παρέμβαση της ελληνικής Κυβέρνησης. 


Από την Καλή Βρύση 

ο κληρικός Οικονόμος Παπαϊωάννου. 

Από την Καλλιθέα 

όλη η οικογένεια Κομβόκη (Αναστασία, Ευαγγελία, Αθανάσιος, Βασίλειος, Κων/νος, Προκόπιος, Σωτήριος),
 η οικογένεια Σαμαρά (Αθανάσιος και Κων/νος) και 
οι Σέρπης Νικόλαος, 
Τσαρούχας Νικόλαος, 
Τσίρκας Θωμάς. 

Από τον Ξηροπόταμο οι:

 Ιωάννης Σεκλεμές, 
Μανδρατζής Δημήτριος και 
Σαμαράς Ιωάννης. 

Από την Οξυά 

 ο Σαράφης Αλέξιος. 

Από το Παγονέρι οι: 

Βλάχος Αθανάσιος και
 ο Πέντσας Δημήτριος. 

Από το Περιθώρι οι: 

Αβριώνης Ιωάννης, 
Γεωργιάδης Δημήτριος, 
Ζιώγας, Ιωάννου Ηλίας και 
Νάκου Νικόλαος. 

Από την Πετρούσα οι: 

Άγγελος και Πέτρος Βαλαβάνης, 
Βόλακλης Δημήτριος, 
Γενίκης Άγγελος, 
Καλαϊτζής Μιλτιάδης, 
Κότιος Θεόδωρος, 
Μαρινίδης Γεώργιος, 
Τερνεκτσής Αθανάσιος. 

Από την Προσοτσάνη οι: 

Αγωγιάτης Απόστολος, 
Βεργίδης Πασχάλης, 
Βογιατζής Χρήστος, 
κληρικός Βογιατζής Νάκας Δημήτριος, 
οικογένεια Βουλτσιάδη (Λεωνίδας κ.α.), 
Βλαχτάσης Θεόδωρος. 

Από τη Χωριστή 

ο Δώδου Γεώργιος.

Βεβαίως διαπιστώνω ότι είναι ατελές το βιβλίο, γιατί δεν περιλαμβάνει πολλά από τα ονόματα μακεδονομάχων, όπως αυτών του Νευροκοπίου, αλλά αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια που πρέπει να εμπλουτιστεί στην επόμενη έκδοσή του.

Προ 25ετίας έγραψα για το Νευροκόπι διότι το 1913 όταν εισήλθαν, κατ’ εφαρμογή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, στο Άνω Νευροκόπι οι Βούλγαροι,
 ένας παππούλης δεν πήρε τίποτε άλλο χρήσιμο αλλά φόρτωσε στα μουλάρια τους ογκωδέστατους κώδικες που αναφέρονταν στην Κοινότητα και στη Μητρόπολη Νευροκοπίου. 

Ένα τεράστιο υλικό που ταξίδεψε μέχρι τον Πειραιά, την Αθήνα και γύρω στα 1955 ήρθε στη Θεσσαλονίκη, όπου παραδόθηκε και φυλάσσεται στο Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου.

Εκεί, αναφέρεται πλήθος ονομάτων γηγενών μακεδονομάχων την περίοδο που ήτανΜητροπολίτης Νευροκοπίου ο Θεοδώρητος Βασματζίδης από τις Σέρρες

Επίσης, στη Δράμα από τα αξιόλογα στελέχη του «Μακεδονικού Αγώνα» ήταν ο Ιωάννης Βάιος, που διετέλεσε δάσκαλος μουσικής στον εθνικό σύλλογο «Ορφέας» των Σερρών.

Ο Ευάγγελος Δαυίδ, που κουβαλούσε τη μυστική αλληλογραφία και πολεμικό υλικό και ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια.

Ο Ιωάννης Ζαχαρόπουλοςπου δεν έδρασε μόνο στη Δράμα αλλά και στη Δυτική Μακεδονία (στο Σώμα του Κ. Ρίζου στα Γρεβενά).
 Ο Μιχαήλ Φέσσας που ήταν από τα έμπιστα πρόσωπα στη Δράμα του Χρυσόστομου Καλαφάτη.

Ο Σέρπης Νικόλαος από την Καλλιθέα, που διετέλεσε γραμματέας στο Σώμα του Γιαγκλή στη Νιγρίτα Σερρών.

Πρέπει να μνημονεύουμε πάντα αυτούς στους οποίους οφείλουμε τόσα.
Ο «Μακεδονικός Αγώνας» και ιδίως στη Δράμα, είναι άγνωστος εν πολλοίς. 
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο γενναία ήταν η άμυνα αυτών των εντοπίων μακεδονομάχων, που αβοήθητοι από το Ελληνικό Κέντρο, με όποια μόνο βοήθεια μπορούσε να πράξει το Φανάρι, μπόρεσαν και κράτησαν αυτό τον τόπο όρθιο για να μπορούμε σήμερα να τους μνημονεύουμε και να αποτίουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης.

Όπως και αυτούς που ήρθαν από άλλα μέρη, για παράδειγμα ο Καπετάν Τσάρας ή Κωνσταντίνος Νταής από την Καρδίτσα και έδρασε εδώ με τους εντοπίους.
http://2.bp.blogspot.com/-LlqkQcXLaPs/Tq2ZSXEU7dI/AAAAAAAAAo8/HwhfTil-K8g/s1600/%25CE%259E%25CE%25B7%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2580%25CF%258C%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25BC%25CE%25BF%25CF%25826.jpg
Το μακεδονικό σώμα του Καπετάν Τσάρα.

 Είχε την απόλυτη συνεργασία και βοήθεια από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο και τον νεαρό αρχιδιάκονο Θεμιστοκλή Χατζησταύρου.
Ερχόμενος στη Δράμα, για να μην κινήσει τις υποψίες των Τούρκων, διορίστηκε διευθυντής στο σχολείο της Προσοτσάνης με το ψευδώνυμο Ευστράτιος Σπιναρίδης.

Μάλιστα, συνεργαζόταν με τους κατ’ επάγγελμα δασκάλους στην Προσοτσάνη, Αστεριάδη Νικόλαο, Βουλτσιάδη Βασίλειοκαι άλλους.

Έδρασε για δύο ολόκληρα έτη, συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Μυτιλήνη, δραπέτευσε όμως και επέστρεψε στη Δράμα όπου συγκρότησε 15μελές αντάρτικο Σώμα.

Είχε μάλιστα ως έδρα την ιστορική Ιερά Μονή της Εικοσιφοίνησσας στο Παγγαίο.

Ο Μακεδονομάχος
Γεώργιος Καραμανλής|
με τον Εθνάρχη.

Ο όρκος πίστεως που έδωσαν όλα τα παλικάρια του Καπετάν Τσάρα, ήταν στην Πρώτη Σερρών, στην οικία του προέδρου της τοπικής επιτροπής,Γεωργίου Καραμανλή, πατέρα του εθνάρχη, Προέδρου της Δημοκρατίας, Κων/νου Καραμανλή. 

Από τα 15μελή ομάδα του Καπετάν Τσάρα, μνημονεύουμε τον Βογιατζή Χρήστοαπό την Προσοτσάνη, τον Δημήτριο Κομήτη ή Κυριακού από το Δοξάτο, τον Καραγεωργίου Γεώργιο Μαυρουδή από τον Βώλακα, τον Παλιάγκα Πολυχρόνη από την Χωριστή.

Πολλά στοιχεία μπορεί να βρει κανείς στη μελέτη που έκανε πριν 30 χρόνια περίπουη Αγγελική Κιουρτσή Μιχαλοπούλου, φιλόλογος από την Καβάλα, η οποία κατέγραψε στην έρευνα της τους επιζώντες μακεδονομάχους στην περιοχή της Δράμας και της Καβάλας.

Αυτοί, είτε ήταν στις επιτροπές αγώνα, είτε οδηγοί, είτε εκτελεστικά όργανα, καταγόμενοι από Χωριστοί, Δοξάτο, Αδριανή, Προσοτσάνη, Βώλακα κτλ.

Μάλιστα, για να τιμήσουν τον Καπετάν Νταή οι Κοινότητες Δοξάτου και Γεωργιανής Παγγαίου τον ανακήρυξαν επίτιμο Πρόεδρο της Κοινότητας και έδωσαν το όνομά του σε μια κεντρική οδό των κωμοπόλεών τους.

Από τις επιστολές του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Καλαφάτη, που εξιστορούσε τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στη Δράμα και την περιοχή της εκείνη την περίοδο, αντιλαμβάνεται κανείς τον αυτοθυσιαστικό αγώνα των γηγενών κατοίκων των περιοχών αυτών.
Οι παλαιοελλαδίτες πατριώτες που ερχόντουσαν, πολεμούσαν για λίγο και μετά έφευγαν είτε διότι τραυματίζονταν είτε για να λάβουν νέες οδηγίες από την Αθήνα.
Τον αγώνα όμως συνέχιζαν οι γηγενείς, οι άγνωστοι, αφανείς μακεδονομάχοι, που υπέμειναν τις κακουχίες στα βουνά, στις λίμνες, τα ποτάμια, στον κάμπο, έχοντας απόλυτη εμμονή στα πάτρια, έστω και μόνοι και ήσαν υπερήφανοι για τον αγώνα τους.
 Αυτοί ήσαν που άναβαν στο εικονοστάσι του γένους, το κερί της θυσίας και της ελευθερίας.
Σας ευχαριστώ.


Μακεδονικός Αγώνας: Ο Ελληνισμός στη Μακεδονία.

$
0
0
Μητροπολίτης Καστοριάς
ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ

και ο Βοεβόδας ΓΚΕΛΕΦ
του Σωτήρη Ζήση.

DOUGLAS DAKIN
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
1897-1913
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει τις εξελίξεις στη Μακεδονία, ο γηγενής Ελληνισμός, ωστόσο, είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει την άμυνά του.

Ολόκληρες κοινότητες είχαν φανερά μείνει πιστές στην Ορθοδοξία,ενώ άλλες, οι οποίες είχαν εξαναγκαστεί να ανακηρυχτούν σχισματικές, παρέμεναν κρυφά πατριαρχικές, έτοιμες να επανακάμψουν στις γνήσιες πεποιθήσεις τους με την πρώτη ευκαιρία.

Η αποτυχία του εγχειρήματος των επαναστατών οφειλόταν κυρίως στην αντίθεση των κοινοτήτων, ιδίως εκείνων στις οποίες οι πατριαρχικοί επικρατούσαν ή τουλάχιστον αποτελούσαν ισχυρή δύναμη.

Δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να εξιστορήσει κανείς ολόκληρη την ιστορία της αντίστασης αυτής: απαρτίζεται από πολυάριθμες τοπικές ιστορίες και πολύ σπάνια συλλαμβάνουμε κάτι περισσότερο από μια φευγαλέα ματιά από τις πολυάριθμες τοπικές έριδες, οι οποίες, αν διαφωτίζονταν πλήρως, θα συνέθεταν το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας του Μακεδονικού Αγώνα.

Συνηθέστερα γνωρίζουμε μόνο τις τραγικές εκδηλώσεις της μιας ή της άλλης διαμάχης —
τη δολοφονία 
προκρίτων, 
ιερέων και 
δασκάλων, την 
πυρπόληση κατοικιών και τη 
σφαγή γυναικοπαιδών.

Αυτό το οποίο δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο σε λίγες περιπτώσεις, είναι η ιστορία της αποφασισμένης αντίστασης των πατριαρχικών απέναντι σε απειλές και απάνθρωπη μεταχείριση



Δεν χωρεί, όμως, αμφιβολία ότι η αντίσταση αυτή αφορούσε χιλιάδες.

Χωρίς αυτήν, ολόκληρη η Μακεδονία θα περνούσε σιωπηρά στα χέρια της Εξαρχίαςκαι η μετέπειτα ιστορία του Μακεδονικού ζητήματος θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός της αντίστασης αυτής απέδειξε περισσότερο από κάθε τι άλλο ότι ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία κάθε άλλο παρά ανεδαφικός ήταν (όπως πολλοί νόμισαν τότε) αλλά ότι αποτελούσε μια εξαιρετικά εύλογη και, όπως θα αποδείκνυαν τα γεγονότα, θετική πολιτική επιλογή.

 Η προβολή της ελληνικής υπόθεσης στηρίχτηκε συχνά σε ιστορικά, γλωσσολογικά και εθνολογικά επιχειρήματα, τα οποία ήταν κατά τι μόνο λιγότερο φαιδρά από εκείνα τα οποία επιχειρούσαν να αναιρέσουν: την πραγματική, όμως, βάση των ελληνικών ισχυρισμών αποτελούσε η ύπαρξη ισχυρών στοιχείων που αντιδρούσαν στην εξαρχική και βουλγαρική επικράτηση.

Τα στοιχεία αυτά συνέθεταν τον Ελληνισμό με την πιο ευρεία σημασία του όμια δύναμη η οποία στη Μακεδονία δεν ήταν σωστό να ταυτίζεται αποκλειστικά με την ελληνική γλώσσα ή φυλή. 

Ο Ελληνισμός αντλούσε το περιεχόμενό του κυρίως από την πατριαρχική Εκκλησία, τα ανθηρά ελληνικά σχολεία και από μια τάξη η οποία απολάμβανε ένα βαθμό οικονομικής ανωτερότητας, μια τάξη συντηρητική, η οποία διακινδύνευε πολλά και η οποία είχε προσαρμοστεί στο καθεστώς της οθωμανικής κυριαρχίας, λαμβάνοντας υπόψη τα μειονεκτήματά του.

Ο Ελληνισμός αποτελούσε τρόπο ζωής, με εμφανές χαρακτηριστικό την αποδοχή της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. 

Αυτόν τον τρόπο ζωής απειλούσαν τώρα στοιχεία του ντόπιου πληθυσμού, τα οποία θεωρούνταν ανεπιθύμητα, και δεν είναι περίεργο ότι παρουσιάστηκαν πολλοί για να υπερασπιστούν την παλιά τάξη πραγμάτων.

Στην προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν μόνοι τους στην απειλή,
οι πατριαρχικοί έπρεπε κατανάγκην να ζητήσουν προστασία από τις τουρκικές αρχές. 

Αυτό το έπραξαν μέσω των νόμιμων εκπροσώπων τους, του ανώτερου κλήρου και των προκρίτων

Αρχικά, στην ύπαιθρο ελάχιστη προστασία ήταν δυνατή αλλά, καθώς οι Τούρκοι ενίσχυσαν τη στρατιωτική τους παρουσία στη Μακεδονία, οι δραστηριότητες του επαναστατικού κινήματος περιορίστηκαν σαφώς.
 Οι πατριαρχικοί συχνά αναλάμβαναν δράση με την προτροπή των πιο αποφασιστικών από τους Έλληνες μητροπολίτες,ενώ η αποστολή τους χωρίς αμφιβολία ενισχύθηκε από πλήθος πατριαρχικών πληροφοριοδοτών.

Εάν, όπως έχει λεχθεί, οι Έλληνες «δολοφονούσαν δι'αντιπροσώπου»,
 αυτό συνέβαινε επειδή αρχικά αποτελούσε τον μόνο τρόπο αυτοάμυνας.

 Από την αρχή ο ελληνικός κλήρος και οι πρόκριτοι επινόησαν μεθόδους για να μεταδίδουν πληροφορίες στους Τούρκους.

Για τις τουρκικές αρχές η συνδρομή αυτή ήταν ευπρόσδεκτη:
όσο και αν η Ευρώπη αμφέβαλλε για τηνύπαρξη του Ελληνισμού, οι Τούρκοι ασφαλώς γνώριζαν τη λανθάνουσα ισχύ του και παρόλο που η υποστήριξη που είχαν παράσχει στην Εξαρχία υπήρξε από τους βασικούς λόγους για την εξασθένιση της επιρροής του Ελληνισμού στη Μακεδονία, τώρα προσπαθούσαν να επωφεληθούν όσο ήταν δυνατό.

Οι ηγέτες του Ελληνισμού από την πλευρά τους,
όση απέχθεια και αν αισθάνονταν για την τουρκική κυριαρχία,
θεώρησαν κάποιο βαθμό συνεργασίας ως τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας.

 Ο τρόπος αυτός ενέργειας δεν είχε κάτι το υπερβολικά επονείδιστο, περιέκλειε, όμως, κινδύνους, καθώς ο αγώνας έπρεπε να διεξαχθεί εξ ολοκλήρου υπό τα όμματατης ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, η οποία διέθετε κακή πληροφόρηση από τις σελίδες ενός κίτρινου Τύπου .

Το πρόβλημα αυτό —σε ποιο βαθμό, δηλαδή, ήταν δικαιολογημένη ή πολιτικά φρόνιμη η συνεργασία με τους Τούρκους— επρόκειτο να προκαλέσει αρκετές αντεγκλήσεις και μεταξύ των ίδιων των Ελλήνωνστο ξεκίνημα, όμως, του αγώνα δεν υπήρχε άλλη επιλογή.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι Έλληνες όφειλαν αρκετά στους Τούρκους. Πράγματι, η τουρκική επικράτηση το 1903 ήταν σωτήρια για τον Ελληνισμό.
Τη χρονιά εκείνη οι Τούρκοι κατάφεραν στην επαναστατική κίνηση ένα πλήγμα από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ, με αποτέλεσμα ο Ελληνισμός, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει την άμυνά του, να είναι σε θέση να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος.

  Ο Κότας και ο Καραβαγγέλης
Ο πρώτος Μακεδονομάχος
Καπετάν Κότας (Κώτας).


Μητροπολίτης Καστοριάς
Γερμανός Καραβαγγέλης
Κορυφαίοι μεταξύ εκείνων που με διάφορους τρόπους συσπείρωσαν τον Ελληνισμό στη Μακεδονία υπήρξαν ο Κότας και ο μητροπολίτης Καραβαγγέλης.

Ο Κότας, που ποτέ του δεν εμπιστεύτηκε την ΕΜΕΟ, εξελίχτηκε τελικά σε αδυσώπητο εχθρό της. 

Η περίπτωσή του δεν ήταν μοναδική στη Μακεδονία, σίγουρα, όμως, καταλαμβάνει περίοπτη θέση και ως παράδειγμα ενέπνευσε τους ομόφρονές του να προβάλουν ακλόνητη και ηρωική αντίσταση.

Ανάλογη υπήρξε η συμβολή του Καραβαγγέλη, ενός από τους πιο ατρόμητους Έλληνες ιεράρχες, η στάση του οποίου, όπως και του Κότα, εμψύχωσε σε τεράστιο βαθμό τους πατριαρχικούς στη Δυτική Μακεδονία.

Η συνεργασία τους δεν υπήρξε ιδιαίτερα στενή:
ο καθένας τράβηξε το δικό του δρόμοκαι δεν συμφωνούσαν σε όλα πάντοτε·
 στο βαθμό, όμως, που η πορεία τους συνέπεσε αλλά και για τη δράση του ο καθένας ξεχωριστά κέρδισαν την ευγνωμοσύνη του ελληνικού έθνους.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ανήλθε το 1900 στο μητροπολιτικό θρόνο της Καστοριάς—στη θαυμάσια αυτή ορεινή πόλη της Δυτικής Μακεδονίας, που είναι χτισμένη πάνω σε μια μικρή χερσόνησο που εισχωρεί στην ομώνυμη λίμνη και κοσμείται από πολυάριθμες βυζαντινές εκκλησίες.

Η χειροτονία του έγινε από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε', ο οποίος έκλινε προς την πιο εθνικιστική εκδοχή του Ελληνισμού που πρόβαλλαν οι κυβερνήσεις της Αθήνας και αναγνώριζε την ανάγκη για την παρουσία μιας ισχυρής προσωπικότητας στη Δυτική Μακεδονία.

Ο Καραβαγγέλης αποτελούσε μια καλή επιλογή .

Νικόλαος Μαυροκορδάτος
(1837-1903)
Ως επίσκοπος στο Πέραν είχε αποδείξει τις ικανότητές του με την αναδιοργάνωση των σχολείων της περιφέρειάς του σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα και με την ίδρυση νέων.

 Ο ίδιος, πάντως, δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να μεταβεί στη Μακεδονία —μέχρι τη στιγμή που ο Έλληνας πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Μαυροκορδάτοςτου μίλησε για τη σημασία του έργου που είχε να επιτελέσει εκεί.

 Ο Καραβαγγέλης βιαστικά έβαλε ενέχυρο τα άμφιά του (είχε ξοδέψει όλα του τα χρήματα για τα σχολεία του Πέραν) και για να καθησυχάσει τους πιστωτές του ασφάλισε τη ζωή του.

Αφού έγιναν αυτά, ξεκίνησε για τη Μακεδονία.
Εκεί βρήκε μια αξιοθρήνητη κατάσταση. 

Η πόλη της Καστοριάς ήταν γεμάτη με πατριαρχικούςπου είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τουςγια να γλιτώσουν από τις διώξεις
πολλοί δάσκαλοι και ιερείς,έπειτα από τιςάγριες δολοφονίες των ιερέωνστο Νερέτι, το Στρέμπενο (Ασπρόγεια), την Πρεκοπάνα (Περικοπή) και την Ποσδίβιστα, είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους, ενώ όσοι δεν είχαν πάρει το δρόμο της φυγής έμεναν πτοημένοι και σιωπηλοί με τη μάταιη ελπίδα ότι θα περνούσε και αυτή η μάστιγα.

Η πρώτη κίνηση του Καραβαγγέλη ήταν να πάει στο Μοναστήρι και να συναντηθεί με τον Έλληνα πρόξενο Πεζά, ο οποίος, όμως, το μόνο που συνέστησε στον Καραβαγγέλη ήταν να συντάξει μια έκθεση την οποία το προξενείο θα προωθούσε στην Αθήνα.

 Πράγματι, ο Καραβαγγέλης συνέταξε την έκθεση:
εφιστούσε την προσοχή των αποδεκτών της στα θλιβερά δεινά του Ελληνισμού στη Δυτική Μακεδονία και
υπογράμμιζε την ανάγκη να σταλεί ένοπλο σώμα από την Ελλάδα.

Τίποτε, όμως, δεν βγήκε από την έκθεση αυτή.

Έτσι, λοιπόν, αποφάσισε να δράσει μόνος του.
Υπογράφοντας ωςΚώστας Γεωργίου,
άρχισε μυστική αλληλογραφία με τους πατριαρχικούς προκρίτους της περιφέρειάς του, προσπαθώντας να συντηρήσει την ελπίδα ότι θα έφτανε βοήθεια από την Ελλάδα, αν και γνώριζε καλά ότι, πριν από την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας, θα έπρεπε να αποδειχτεί ότι υπήρχε οργανωμένη ελληνική αντίσταση.

 Υπήρχε, λοιπόν, κατά την άποψή του, άμεση ανάγκη να οργανωθεί ένα σώμα ή, ακόμη καλύτερα, καθώς ο χρόνος πίεζε,
να ταχθεί ένα τοπικό σώμα στην υπηρεσία του Ελληνισμού. 

Η προτίμησή του στράφηκε στον Κότα από τη Ρούλια, του οποίου γνώριζε την αντίθεση με τα επαναστατικά στελέχη της περιοχής της Καστοριάς.

Χαμηλού αναστήματος, νευρώδης και οστεώδης, φαλακρός, με μικρά φωτεινά μάτια και μακρύ γυριστό μουστάκι, ο Κότας την περίοδο αυτή θα ήταν γύρω στα τριανταοκτώ .

Ήταν αληθινός πολυτεχνίτης:
 καλλιεργούσε ένα μικρό κλήρο,
πουλούσε λίγα μαναβικά,
έκανε τον πανδοχέα,
έφτιαχνε κεριά και
εκτελούσε δουλειές του ποδαριού.

 Έγινε, επίσης, μουχτάρης (κοινοτάρχης)στο χωριό του, τη Ρούλια, που βρίσκεται σε μια δασωμένη ρεματιά που ξεκινά από το Πισοδέρι και καταλήγει στα αλβανικά σύνορα.

Στην περιοχή αυτή ο τουρκικός ζυγός ήταν βαρύτερος από αλλού, καθώς οι ντόπιοι τσιφλικάδες ήταν περήφανοι και αδίστακτοι Αλβανοί μπέηδες, που απομυζούσαν και τον τελευταίο παρά, χωρίς να λογαριάζουν, όποτε τους βόλευε, τους οθωμανικούς νόμους.

Το τυραννικό αυτό καθεστώς αψήφησε ο Κότας, πιστός στην κλέφτικη παράδοση, και αναδείχτηκε σε αφοσιωμένο υπερασπιστή των τοπικών δικαιωμάτων.

Είχε πολλές διαφορές με τον Κασίμ Μπέη της Καπέστιτσα, ο οποίος κατείχε μια μεγάλη έκταση στο οροπέδιο της Φλώρινας.
Μια διαφορά, για παράδειγμα, αφορούσε ένα χάνι που ανήκε στην Εκκλησία, ενώ μια άλλη είχε να κάνει με τη λειτουργία ενός νερόμυλου που στερούσε τις γειτονικές κοινότητες από το αναγκαίο νερό για την άρδευση.
Ο Κότας αντιτάχθηκε, επίσης, στους Τούρκους υπαλλήλους που γύρευαν τρόφιμα για τη στρατιωτική επιμελητεία.

Το τόλμημα αυτό του στοίχισε κάποτε ένα γερό ραβδισμό,στη συνέχεια, όμως, παρουσιάστηκε αγέρωχος στις αρχές στην Καστοριά για να υποβάλει διαμαρτυρία, με αποτέλεσμα να του χορηγηθεί αποζημίωση.

Η φήμη του είχε εξαπλωθεί τόσο, ώστε πολλά χωριά άρχισαν να προσκαλούν αυτόν και το σώμα του για προστασία. Ενέπνεε φόβο στους Τούρκους αξιωματούχους και στους ανθρώπους των μπέηδων, και όσοι τόλμησαν να τον αψηφήσουν βρήκαν άσχημο τέλος στα χέρια του.

Μετά από κάθε κατόρθωμα συνήθιζε να πηγαίνει στο βυζαντινό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στο Πισοδέρι και να προσκυνά, χωρίς ποτέ να μάθει κανείς αν το έκανε για να ζητήσει συγχώρεση για το αίμα που χύθηκε ή για να ευχαριστήσει την Παρθένο που τον ευλόγησε να απαλλάξει τη γη του από έναν ακόμη κακούργο.

Το παράδοξο είναι ότι, ενώ τα περισσότερα από τα θύματά του ήταν Τουρκαλβανοί, ο ίδιος έγινε ένας από τους ήρωες του αλβανικού λαού, ο οποίος έχει και τραγούδι για τον Κότα.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι διατηρούσε αγαθές σχέσεις με τους Τούρκους στρατιώτες και χωροφύλακες, με τους οποίους περνούσε πάντα τη μέρα του χωρίς ποτέ να τον ενοχλήσουν.

Αν και είχε γεννηθεί και βαπτιστεί ορθόδοξος 
και ζούσε σε κοινότητα κυρίως πατριαρχική, 
σε κάποια φάση της ζωής του 
είχε γίνει εξαρχικός.

Η αλλαγή αυτή πιθανώς δεν σήμαινε πολλά για τον Κότα,
για τον οποίο δεν είχε διαφορά αν η λειτουργία γινόταν στα ελληνικά ή τα σλαβικά.

 Ήταν, πάντως, πιστός.
Ως γνήσιος κλέφτης καταδίκαζε τους αδιάκριτους φόνους χριστιανών .
Ούτε μπορούσε να καταλάβει γιατί
οι νεαροί επαναστάτες έπρεπε να αγοράζουν όπλα στην Ελλάδα μια περίπου λίρατο ένα
 κι ύστερα να υποχρεώνουν τους φτωχούς χωρικούς να τ'αγοράζουν με εξωφρενικό τίμημα,
 τη στιγμή που θα μπορούσαν να τα είχαν προμηθευτεί πολύ πιο φθηνά από τους Αλβανούς της περιοχής τους.

Γι'αυτούς και άλλους, καθαρά προσωπικούς, λόγους, ο Κότας είχε τραβηχτεί μακριά από τους πράκτορες της ΕΜΕΟ και στα τέλη του 1901 εργαζόταν εναντίον της.
Μητροπολίτης Καστοριάς
Γερμανός Καραβαγγέλης

Ο Καραβαγγέλης ήταν πλήρως ενήμερος για τη λειτουργία της ΕΜΕΟ και την ιδιόμορφη θέση του Κότα.

Ο Πετρόφ, όπως έχουμε δει, είχε μιλήσει απρόσεκτα και ο παπα-Αργύρης, ο ιερέας της Ζουπάνιστα, ήταν σε θέση να δώσει στον Καραβαγγέλη μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης.

Ο Καραβαγγέληςγνώριζε τα πάντα για τα σχέδια αγοράς όπλων από την Ελλάδα

Άλλες πληροφορίες είχε πάρει από τον παπα-Ηλία και τον Γιάντση Κιάμο από την Ποσδίβιστα, καθώς και από τον πρόκριτο Καραμάντσο της Ζαγορίτσανης .

Η βουλγαρική Τσέτα της ΕΜΕΑΟ -VMORO του
Panto Kliatsiev Пандо Кляшев
Σύμφωνα με τον Κλιάσεφ, ο Καραβαγγέλης ήταν εκείνος που έπεισε τον καϊμακάμη της Καστοριάς να εγκαταστήσει φρουρές στα χωριά και να λάβει μέτρα κατά των εξαρχικών,
στους οποίους αποδίδονταν τώρα όλα τα εγκλήματα .

 Ο Καραβαγγέλης, επίσης, τηρούσε τους Τούρκους ενήμερους με κάθε λεπτομέρεια για το εμπόριο όπλων,με αποτέλεσμα, όπως έχουμε δει, η διακίνηση όπλων να καταστεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.

Στα τέλη του 1901 ή στις αρχές του 1902 ο Καραβαγγέλης κατόρθωσε με μεγάλη δυσκολία να κανονίσει μια συνάντηση με τον Κότα στο χωριό Τίρνοβο, απέναντι από τη Ρούλια .
 Σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του Καραβαγγέλη , ήταν μεσάνυχτα όταν συναντήθηκαν και συνέχισαν να συνομιλούν μέχρι την αυγή.

Ο Καραβαγγέλης είπε στον Κότα:

Μέγας Αλέξανδρος
 «Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου
και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν.

 Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη που πατούμε είναι ελληνική. 

Το μαρτυρούνε τα αγάλματα που είναι κρυμμένα μέσα της. 

Και αυτά είναι ελληνικά, και τα νομίσματα που βρίσκομε είναι ελληνικά, κι οι επιγραφές είναι ελληνικές. 

Έπειτα η Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. 

Ενώ η Βουλγαρία δε στάθηκε ικανή ώστε η ίδια να ελευθερωθεί, παρά την ελευθέρωσε η Ρωσία. 

Και συ περιμένεις τώρα να ελευθερώσει και τη Μακεδονία; 

Και φαντάζεσαι πως είναι ποτέ δυνατόν η ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακυρώσει τη Μακεδονία στη Βουλγαρία και προπάντων τη Φλώρινα και την Καστοριά, 
που απέχουν μόλις δύο μέρες από τα ελληνικά σύνορα, ενώ από τα βουλγαρικά απέχουν επτά;... 

Από σήμερα, του είπα, θα είσαι μαζί μας, θα είσαι ο πρώτος. 

Θα σε στείλω κάτω να γνωρίσεις τους Έλληνες βασιλείς και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν» . 

 Σύμφωνα με τον Καραβαγγέλη, ο Κότας συμφώνησε να υπηρετήσει την πατριαρχική υπόθεση και η συμφωνία διατυπώθηκε γραπτώς.

 Ο Καραβαγγέλης εξασφάλισε στον Κότα μηνιαία χορηγία δέκα τουρκικών λιρών, ενώ θα έδινε δύο λίρες σε καθένα από τους άντρες του.

 Αυτή υπήρξε πιθανώς η συμφωνία ανάμεσα στον Καραβαγγέλη και τον Κότα.
Δεν ήταν τόσο ζήτημα να κερδηθεί ο Κότας όσο να κανονιστεί η χρηματοδότηση και η συνεργασία μαζί του.

Στην πραγματικότητα ο Κότας και όχι ο Καραβαγγέλης ήταν εκείνος που έκανε την πρώτη κρούση, 
και έτσι δημιουργείται εύλογα η εντύπωση ότι ο Κότας επιθυμούσε τη βοήθεια του Καραβαγγέλη για να στείλει τους γιους του στην Αθήνα. 

Από πουθενά δεν προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο Κότας έγινε ο πειθήνιος αρχιστράτηγος του μητροπολίτη. 
Καπετάν Κώττας

Ο Κότας είχε ήδη αναδειχτεί σε ηγέτη ενός ιδιότυπου Ελληνισμού και δεν ήταν άνθρωπος που θα δεχόταν διαταγές. 

Ο Καραβαγγέλης προσπαθεί από την αρχή να δώσει την εντύπωση ότι ο .ίδιος ασκούσε τον υπέρτατο έλεγχο.
 Όμως, όσο δραστήριος και αν ήταν, ασφαλώς δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Τόσο ο Κότας όσο και ο Καραβαγγέλης, παρά την όποια συνεργασία τους, ακολούθησαν το δικό του δρόμο ο καθένας.

Ο Καραβαγγέλης είχε κιόλας ξεκινήσει να δημιουργεί κάποιας μορφής οργάνωσηστην περιφέρειά του. 

Ήδη, από το Μάιο του 1902, οι ηγέτες της ΕΜΕΟ είχαν πληροφορίες
 ότι μια μυστική ελληνική εταιρεία είχε συσταθεί στην Ποσδίβιστα.


Τις υποψίες τους είχε κινήσει το γεγονός ότι, όταν ο Τσακαλάροφ είχε βρεθεί στην Αθήνα το Μάρτιο του 1902, άνθρωποι από την Ποσδίβιστα είχαν αποπειραθεί να τον απαγάγουν.

 Στην πραγματικότητα, ο Καραβαγγέλης είχε στείλει τον Γεώργιο Τσιάμο (Γιάντση) και τον εξάδελφό του παπα-Ηλία της Ποσδίβιστα για να εκτελέσουν το εγχείρημα, πληρώνοντας τα έξοδά τους από την τσέπη του.

Από τη βιασύνη του ο Τσιάμος έχασε μια χρυσή ευκαιρία.

Ο Τσακαλάροφ τον πρόσεξε, διέφυγε σ'ένα καφενείο και εξαφανίστηκε .

Λίγο μετά την επιστροφή του στο Σμάρδεσι (24 Απριλίου 1902), ο Τσακαλάροφ ανέλαβε με τον Κλιάσεφ να ξεκαθαρίσει το θέμα της μυστικής οργάνωσης.

Η βουλγαρική Τσέτα της ΕΜΕΑΟ -VMORO των
Panto Kliatsiev-Пандо Кляшев και
Vasil Chakalarov-
Васил Чекаларов
Τη νύχτα της 5/18 Μαΐου έπιασαν τον Τσιάμο και τον παπα-Ηλίακαι δέκα μέρες αργότερα τους εκτέλεσαν , αφού προηγουμένως είχαν εξαναγκάσει τον παπα-Ηλία να υπογράψει μια ομολογίακαι κατάρα μαζί, την οποία έστειλαν στον Καραβαγγέλη.

Κατά την παραμονή τους στην Ποσδίβιστα, οι Κλιάσεφ και Τσακαλάροφανακάλυψαν ότι ο Καραβαγγέλης είχε υποσχεθεί στους κατοίκους όπλα, καθώς επίσης και την άφιξη σώματος από την Ελλάδα για την προστασία τους.

Ο Καραβαγγέλης είχε πράγματι εισέλθει αποφασιστικά στον αγώνα.
 Στην πόλη της Καστοριάς αυτός ήταν ο πραγματικός κυρίαρχος και όχι ο καϊμακάμης από το ετοιμόρροπο κονάκι του.

 «Μπορείς να τον δεις», γράφει ο Brailsford, που επισκέφτηκε την Καστοριά το 1903, «οποιαδήποτε μέρα κατά το μεσημέρι —μια αρρενωπή μορφή με μαύρο ράσο, μαύρη γενειάδα, κυματιστούς βοστρύχους και έντονα χαρακτηριστικά, να ανηφορίζει καμαρωτός πάνω στο άσπρο του άλογο τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στο δικό του μέγαρο στην κορυφή του λόφου. 
Προηγουμένως υπαγόρευε πολιτική στον Τούρκο Καϊμακάμη» . 

Μια βδομάδα πριν τον συναντήσει ο Βρετανός επισκέπτης του, ένας Βούλγαρος επίσκοπος είχε αποπειραθεί να εισέλθει στην πόλη.
Μέσα σε μισή ώρα ηχούσαν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών και ο Καραβαγγέλης πάνω στο καμαρωτό λευκό του άτι συγκέντρωνε τους πιστούς για να διαδηλώσουν και να κραυγάσουν θάνατο στον παρείσακτο.

Την επόμενη μέρα ο Βούλγαρος ιεράρχης συνοδεύτηκε από ισχυρή δύναμη της τουρκικής αστυνομίας έξω από τα ιερά όρια του Ελληνισμού .

Για να επιτύχει ένας Έλληνας επίσκοπος στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, όποια και αν ήταν τα άλλα προσόντα του, έπρεπε να διαθέτει πολιτικές ικανότητες αλλά και θάρρος.

 Το αξίωμά του καθαυτό είχε πολιτικό χαρακτήρα, για τον απλούστατο λόγο ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ελληνική Εκκλησία αποτελούσε ταυτόχρονα τόσο ένα ημι-αυτόνομο θεοκρατικό σύστημα όσο και τμήμα του οθωμανικού διοικητικού συστήματος.

Οι ανώτεροι κληρικοί είχαν διπλή ιδιότητα:
αξιωματούχοι του οθωμανικού κράτους και ηγέτες, πολιτικοί και πνευματικοί, του λαού τους. 

Η διπλή αυτή ιδιότητα ήταν επαχθής, ιδίως σε μια περιοχή σαν τη Μακεδονία.
Εδώ ήταν απαραίτητοι άντρες με ασυνήθιστες ικανότητες.

Γι αυτό το λόγο ο Καραβαγγέλης αποτελούσε εξαιρετική επιλογή για τη μητρόπολη της Καστοριάς.

Και άλλοι, όπως ο προκαθήμενος στη γειτονική μητρόπολη Πελαγονίας 
Ιωακείμ Φορόπουλοςκαι ο ακάματος ιεράρχης
Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα,
τον συναγωνίζονταν από την άποψη αυτή·
ο Καραβαγγέλης, όμως, ξεχωρίζει ως η μεγαλύτερη, ίσως, εκκλησιαστική μορφή του ελληνικού αγώνα για τη Μακεδονία, εν μέρει γιατί γνωρίζουμε τόσα πολλά γι'αυτόν, κυρίως, όμως, επειδή η συμπεριφορά του ήταν εντυπωσιακή και τα λόγια του σταράτα, κι ήταν πάντα έτοιμος να ριχτεί στη φωτιά του αγώνα.

Λίγο μετά την άφιξή του στην Καστοριά άρχισε τις περιοδείες στα χωριά της δικαιοδοσίας του. Έκανε αισθητή την παρουσία του, συσπείρωνε τους αναποφάσιστους, ενθάρρυνε τους πιστούς να αντιτάξουν σθεναρή άμυνα.

Συνήθως ζητούσε ένοπλη συνοδεία από τους Τούρκους. 

Αυτό έκανε όταν στις αρχές του 1901 επισκέφτηκε τα χωριά των Κορεστίων για να λειτουργήσει και να κηρύξει στους συγκεντρωμένους χωρικούς .

Με την ευκαιρία εκείνη τα χωριά Ρούλια, Τίρνοβο, Τίρσια, Ντρενοβένι, Γάμπρες και Ζερνόβιστα επέστρεψαν όλα στο Πατριαρχείο.

 Σε άλλα χωριά (όπως στο Κοστενέτσι, το Σμάρδεσι, την Πρέβιτσα και τη Μπρόντβιτσα) έπρεπε να αρκεστεί στην τέλεση της θείας λειτουργίας με την πατριαρχική μερίδα υπό την προστασία των τουρκικών δυνάμεων.
Υπήρχαν περιπτώσεις, πάντως, που καταργούσε τη συνοδεία και ήταν απορίας άξιο πώς κατόρθωνε να επιβιώνει.

Όσο ατρόμητος και αν ήταν, όμως, γνώριζε να αποφεύγει τις επικίνδυνες απερισκεψίες. 

Πρώτα απ'όλα διέθετε τόσο εξαιρετικό δίκτυο πληροφοριών, ώστε να είναι πάντα σε θέση να γνωρίζει σε ποια σημεία ελλόχευαν σώματα (πληροφορίες τις οποίες γενναιόδωρα παραχωρούσε στις τοπικές αρχές).
 Έπειτα, δεν πήγαινε πάντοτε εκεί όπου είχε προαναγγείλει την άφιξή του, και συνήθιζε να ταξιδεύει από ασυνήθιστα δρομολόγια, διασχίζοντας συχνά, αντί να παρακάμπτει, ψηλές βουνοκορφές .

 Τέλος, τόσο ο ίδιος όσο και ο «καβάσης» του, ο πιστός Εμίν, διέθεταν εξαιρετικά άλογα, σβέλτα και με σταθερό πάτημα, χάρη στα οποία ήταν σε θέση να εκτελούν μεγάλες διαδρομές προστατευμένοι από το σκοτάδι της νύχτας.
Μόνο μια φορά, ή μπορεί και δύο, βρέθηκαν στην ανάγκη να φέρουν τα δύο αυτά ζώα στα όρια της αντοχής τους για να ξεφύγουν από επίδοξους δολοφόνους.

Ο μητροπολίτης, όπως και ο σωματοφύλακάς του, ήταν αρματωμένοι ως τα δόντια. 
Ο οπλισμός του Μητροπολιτη Καστοριάς
Γερμανού Καραβαγγέλη
Ο ίδιος ο Καραβαγγέλης ήταν δεινός σκοπευτής:
όταν βρισκόταν σε φιλικό χωριό περνούσε την ώρα του εξασκούμενος στο σημάδι.

Φορώντας σκούρο εγγλέζικο αδιάβροχο πανωφόρι με ψηλές μπότες ιππασίας και μ'ένα μαύρο μαντίλι τυλιγμένο γύρω από το καλυμμαύκι του, 
είχε ένα τουφέκι Μάνλιχερ περασμένο στον ώμο,
 το φυσεκλίκι στον άλλο, και από τη ζώνη του κρεμόταν θήκη μ'ένα μεγάλο πιστόλι κι ένα μαχαίρι. 

Димитър (Митре) Пандуров
Μήτρο Βλάχο 
Mitre Pandzharov
Έτσι οπλισμένος επισκεπτόταν συχνά τα χωριά, τελώντας λειτουργία και εκπληρώνοντας την πολιτική αποστολή του.
Μια φορά στο Κονομπλάτι, το χωριό τουΜήτρου Βλάχου, η εξαρχική μερίδα αρνήθηκε να
παραδώσει τα κλειδιά της εκκλησίας.
 Ο Καραβαγγέλης και ο Εμίν έσπασαν την πόρτα, και ο μητροπολίτης, έχοντας πλάι του το περίστροφο και τον Εμίν να τον καλύπτει, τέλεσε απρόσκοπτα τη θεία λειτουργία.

Σε μιαν άλλη περίπτωση (τη φορά αυτή είχε πάρει στρατιωτική συνοδεία, καθώς είχε πληροφορηθεί ότι ο Τσακαλάροφ και ο Μήτρος Βλάχοςσχέδιαζαν νατού επιτεθούν) πήγε στη Ζαγορίτσανη. 

Εκεί τα κλειδιά της εκκλησίας δεν παραδόθηκαν και πάλι, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τουρκικό φιρμάνι ανήκαν στους πατριαρχικούς. Οι συνοδοί του Καραβαγγέλη εξασφάλισαν τελικά τα κλειδιά και ο Καραβαγγέλης λειτούργησε υπό την προστασία των τουρκικών όπλων.


 Ο Βαγγέλης, ο Γκέλεφ και άλλοι
Ο ΜακεδονομάχοςΕυάγγελος Νάτσης Γεωργίου
ή
Βαγγέλης Στρεμπενιώτης μετά τέκνων

Σχεδόν την ίδια περίοδο που είχε αποκαταστήσει σχέσεις με τον Κότα, ο Καραβαγγέλης είχε την τύχη να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ενός από τους πιο φημισμένους μαχητές της Μακεδονίας —του Βαγγέλη, ενός ψηλού, γεροδεμένου νέου, αρρενωπού, έντιμου, αφοσιωμένου και έξυπνου. Γεννημένος στο Στρέμπενο, στις βουνοπλαγιές του Βίτσι, είχε πάει να εργαστεί στην Κωνσταντινούπολη ως οικοδόμος.

 Εκεί ο ίδιος και οι φίλοι του διασκέδαζαν με όπλα, μέχρι που οι Τούρκοι ενοχλήθηκαν και τους ξαπέστειλαν πίσω στα
Ο Μακεδονομάχος
Βαγγέλης Στρεμπενιώτης
χωριά τους.

Μόλις επέστρεψε, στρατολογήθηκε από την ΕΜΕΟαλλά, όπως και ο Κότας, 
δεν μπορούσε να ανεχτεί εκείνους που δολοφονούσαν ιερείς και προκρίτους.

Μια μέρα η οργάνωση του ζήτησε να γίνει οπλαρχηγός στο Στρέμπενο και στα γειτονικά χωριά Πέτρες και Πάτελε.

Αποκρίθηκε ότι θα έθετε υπό την προστασία του και το Λέχοβο, την Κλεισούρα, το Γκέρμαν, τη Λόσνιτσα και το Κοσταράζι.

Ο καθοδηγητής της οργάνωσης Ποπόφ παρατήρησε ότι οι κάτοικοι αυτών των ελληνικών και γραικομάνικων χωριών ήταν ανεπιθύμητοι στην κίνηση.

Ο Βαγγέλης απάντησε:

 «Μα... μα... πώς;... 

Δεν είναι και αυτοί σκλάβοι και εχθροί των Τούρκων;... 

Μα απ'την Ελλάδα παίρνομε τα όπλα και δεν λέμε στον κόσμο πως πολεμάμε σαν χριστιανοί για το σταυρό και την ελευθερία χωρίς να ξεχωρίζουμε Γραικούς και Βούλγαρους...

 Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα». 

Αργότερα, η ΕΜΕΟ του πρόσφερε την αρχηγία στα Κορέστια, αλλά δεν τη δέχτηκε.
Από ’ κει και έπειτα τον κυνήγησαν. 

Μια φορά, αντιμετώπισε τους επίδοξους δολοφόνους του με τη βοήθεια ενός συντρόφου και της αδελφής του, η οποία είχε την ευστροφία να ρίξει πιπέρι στους εισβολείς, καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να ανέβουν από τη σκάλα στο πάνω πάτωμα του σπιτιού .

Ο Καραβαγγέλης είχε μάθει για τον Βαγγέλη.

Μια μέρα του Νοεμβρίου 1901, ο θείος του Βαγγέλη, ο έβδομηντάχρονος παπα-Δημήτρηςαπό το Στρέμπενο, επισκέφτηκε το μητροπολίτη για να παραπονεθεί για τις απειλές που δεχόταν από τους εξαρχικούς.
Μια ώρα μετά την αναχώρησή του από την Καστοριά ο παπα-Δημήτρης δολοφονήθηκε

Μετά από λίγο, ο Νικόλας Νικολαΐδης, πατριαρχικός από το Στρέμπενο,βρέθηκε κι αυτός δολοφονημένος,
ενώ έγιναν απόπειρες και κατά του γιου του παπα-Δημήτρη και εξαδέλφου του Βαγγέλη.

 Μαζί με άλλους συγγενείς, ο Βαγγέλης κι ο εξάδελφός του πήγαν να δουν το μητροπολίτη .
Ο Καραβαγγέλης προφανώς πρότεινε στον Βαγγέλη να συστήσει σώμα.

Στην αρχή ο νέος φοβήθηκε τον όρκο που είχε δώσει στην Εσωτερική Οργάνωση.
Ο Καραβαγγέλης, όμως, γρήγορα έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, απαλλάσσοντας τον Βαγγέλη από τον όρκο του και ορκίζοντάς τον στην ελληνική υπόθεση.

Του έδωσε όπλα, πυρομαχικά και χρήματα για να οργανώσει σώμα από οκτώ άντρες , ανάμεσά τους τον Γρηγόρη και τον Χρήστο, που εξελίχτηκαν αργότερα σε σημαντικούς αρχηγούς.

Ο Καραβαγγέλης χειροτόνησε επίσης τον εξάδελφο του Βαγγέλη ιερέα του χωριού του, δίνοντάς του το όνομα του πατέρα του, του παπαΔημήτρη.

Το σώμα του Βαγγέλη ήταν ευπρόσδεκτο για τους Τούρκους, που μυστικά βοήθησαν τις κινήσεις του.
Πράγματι, αν πιστέψουμε τον Μακρή ,ο Βαγγέλης είχε ρητή άδεια από τον Χουσεΐν Χουσνί πασά (φίλο του Καραβαγγέλη) να κυκλοφορεί οπλισμένος και να καταδιώκει τα μέλη της ΕΜΕΟ .

Έτσι, μόλις σχηματίστηκε το σώμα, άρχισε να παρενοχλεί τους επαναστάτες, οι οποίοι αποπειράθηκαν πολλές φορές να σκοτώσουν τον Βαγγέλη.

Μια μέρα, καθώς πήγαινε στο γάμο της ηρωικής αδελφής του, ο Κόλεφ προσπάθησε να του στήσει καρτέρι· η απόπειρα απέτυχε και ο Κόλεφ αποσύρθηκε με δύο άντρες λιγότερους.

Το ίδιο βράδυ ο Βαγγέλης άφησε τη γαμήλια γιορτή και ανηφόρισε στο κοντινό ύψωμα του Ράδου για να καταδιώξει τους εχθρούς του.
Αυτή τη φορά σκότωσε τον κομιτατζή Κίρτση .

Λίγο διάστημα αφότου εξασφάλισε τις υπηρεσίες του Βαγγέλη, ο Καραβαγγέλης στρατολόγησε έναν άλλον αρχηγό, τον Γκέλεφ, πρώην δάσκαλο στα Τίρσια, τον άνθρωπο που το Νοέμβριο του 1901 είχε πάει μαζί με τον Κότα να συναντήσουν τον Ντέλτσεφ.

 Στις 19 Μαΐου 1902 ο Γκέλεφ είχε τραυματιστεί όταν τουρκικός στρατός επιτέθηκε στα Τίρσια.

Τη στιγμή εκείνη βρίσκονταν στο χωριό οι Μάρκοφ, Τσακαλάροφ και Κλιάσεφ. 

Προφανώς ήταν εκεί για να εξακριβώσουν σε ποιο σημείο βρίσκονταν οι σχέσεις του Γκέλεφ με τον Κότα.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπήρχε κοινό μέτωπο ανάμεσά τους, γιατί λίγο αργότερα άρχισε να μαζεύει όπλα από χωριά και να τα κρύβει σε μέρη όπου δεν θα τα ανακάλυπταν οι ηγέτες της Εσωτερικής Οργάνωσης .

Επιπλέον, είχε έρθει σε ρήξη με τον Μάρκοφ και είχε αρνηθεί να αποδώσει λογαριασμό για τα χρήματα που είχε συλλέξει.

Γύρω στα τέλη του 1902 ο Τσακαλάροφ και ο Κλιάσεφ προσπάθησαν και πάλι να τον πάρουν με το μέρος τους, με σκοπό να τον χρησιμοποιήσουν για την εξόντωση του Κότα.

Σύμφωνα με τον Κλιάσεφ, όμως, στις 2 Αυγούστου 1902 ο Γκέλεφ κατέστησε σαφές ότι ήταν με το μέρος του Κότα.

Το περιστατικό αυτό θα πρέπει να συνέπεσε με την ένταξη του Γκέλεφ στην υπηρεσία του Καραβαγγέλη.

Ο Καραβαγγέλης είχε μάθει τα πάντα για τα προβλήματα του Γκέλεφ με τους πράκτορες της ΕΜΕΟ, καθώς και για την προσωπική του βεντέτα με τον Τσακαλάροφ που αφορούσε τη γυναίκα του Γκέλεφ. 

Έτυχε, ακόμη, ο Γκέλεφ να είναι εξάδελφος του παπα-Ηλία, τον οποίο, όπως είδαμε, είχε δολοφονήσει ο Τσακαλάροφ.

 Με τη μεσολάβηση του Κότα, ο Καραβαγγέλης κανόνισε να συναντηθεί με τον Γκέλεφ στη Στάτιστα, κάπου έξι ώρες δρόμο από την Καστοριά.

Ο Εμίν ο καβάσης, ο οποίος δεν γνώριζε πού πήγαινε ο Καραβαγγέλης, δεν συμφώνησε καθόλου με το παράτολμο εγχείρημα και δικαιολογήθηκε ότι είχε την οικογένειά του να σκεφτεί.
Τελικά, όμως, υπάκουσε και ξεκίνησε με τον αφέντη του μόλις έπεσε το σκοτάδι για να συναντήσουν έναν οδηγό που έστειλε ο Γκέλεφ.

Ο οδηγός τους πήγε σ'ένα σπίτι —στα δύο επάνω δωμάτια, αφού το ισόγειο καταλάμβαναν τα ζώα— όπου έμειναν να περιμένουν από τα μεσάνυχτα μέχρι τις δύο το πρωί.

Εκείνη την ώρα τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν, βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν, το καπάκι της καταπακτής άνοιξε και ο Γκέλεφ με μια ομάδα από δέκα πέντε άντρες ξεπρόβαλαν ένας-ένας.

Ο Καραβαγγέλης είχε έτοιμο το περίστροφό του και φάνηκε απρόθυμος να αφήσει τον Γκέλεφ να φιλήσει το δαχτυλίδι του —κάτι, όμως, που ο Γ κέλεφ επέμεινε να κάνει.

Ο Γκέλεφ ήξερε ελληνικά και ο Καραβαγγέλης του μίλησε σ'αυτή τη γλώσσα.

 «Έργάζεσθε για την ελευθερία της Μακεδονίας. 
Ο σκοπός σας βέβαια είναι ιερός. 
Μα επιτρέπεται σ'ένα σωματείο με τέτοιο ιερό σκοπό να κάνει τέτοιους φόνους;...
 Δε μου λες,... 
πήγατε στον παπα-Ηλία.
 Σας δέχτηκε;"
 "Ναι". 
"Σας έδωσε ψωμί;"
 "Ναι." 
"Ήταν καλός άνθρωπος;" 
"Ναι". 
"Τότε γιατί τον σκότωσε αυτός ο κακούργος;"
 "Ναι"μου λέει "κι εγώ θύμωσα γι 'αυτό". 
"Τι θα πει θύμωσες; Έτσι, για ένα καπρίτσιο του να σκοτώσει έναν τέτοιον άνθρωπο;"»·

 Ο Καραβαγγέλης υπενθύμισε κατόπιν στον Γκέλεφ τις ερωτοτροπίες του Τσακαλάροφ.

Στο τέλος άρχισε να μιλά για τη Μακεδονία.

Από τη Βουλγαρία, είπε, δεν υπήρχε καμιά ελπίδα.

«Μόνο άμα θα ιδείς στις κορυφογραμμές των βουνών της Μακεδονίας τα Ελληνόπουλα και μένα με το ντουφέκι στο χέρι, μόνον τότε να κάνεις επανάσταση». 

Ο Γκέλεφ συγκινήθηκε μέχρι δακρύων. 
Τότε ο Καραβαγγέλης έβγαλε από την τσέπη του ένα έγγραφο που απευθυνόταν στον Δεληγιάννη στην Αθήνα —ένα πιστοποιητικό με το οποίο ο Γκέλεφ αναλάμβανε να εργαστεί για την Ελλάδα .

 Το έγγραφο αυτό, υποτίθεται, υπέγραψαν ο Γκέλεφ και οι σύντροφοί του, οπότε και ο Καραβαγγέλης, αφού τους είχε πει ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα έπαιρναν χρήματα από τους φτωχούς, τους μίλησε για την αμοιβή τους — τρεις λίρες το μήνα για τον Γκέλεφ και μιάμιση για καθένα από τους άντρες του.

Λίγο μετά από την επιστροφή του στην Καστοριά, ο Καραβαγγέλης έμαθε ότι ο Γκέλεφ είχε σκοτώσει τον Τσίλο Κότεφ και έναν άντρα από το Γκάμπρες —κι οι δύο μέλη του σώματος που είχαν συνοδεύσει τον Τσακαλάροφ στην Ποσδίβιστα για τη δολοφονία του παπα-Ηλία και του Τσιάμου.

Η είδηση έφτασε ενώ παρακολουθούσε ένα τοπικό συμβούλιο στο κονάκι.

Ο καϊμακάμης ρώτησε τον Καραβαγγέλη γιατί οι «Βούλγαροι» είχαν αρχίσει να σκοτώνονται αναμεταξύ τους.
«Δε χαίρεσαι;» ήταν η απάντηση του μητροπολίτη. Ο καϊμακάμης, όμως, μάλλον είχε μαντέψει την αλήθεια .

Το πιστοποιητικό με την υπογραφή του Γκέλεφ το έστειλε ο Καραβαγγέλης στον Δεληγιάννη, μαζί με εσώκλειστη αναφορά.
Δεν έλαβε καμιά απάντηση.
Έγραψε και στον Ζαΐμη.

 «Στείλτε μου», έλεγε, 
«πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς, για να τους ενώσω με τους δικούς μου. 
Θα καταρτίσω έτσι είκοσι σώματα και θα τα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μορίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο, Σέτινα (Σκοπό), Βλάδοβο (Άγρας), Βοδενά και Καρατζόβα.

 Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση.
 Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς και διδάσκαλοι είναι μεμυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα...
Τα πενήντα αυτά παιδιά θα τα παραδώσω στον Κότα, στον Γκέλεφ, στον καπετάν Βαγγέλη, στον καπετάν Γιώργη από τη Νεγκοβάνη (Φλάμπουρο) και άλλους, και ξαφνικά μια βραδιά θα διατάξω να χτυπήσουν σε κάθε χωριό ένα-δύο Βουλγάρους αρχηγούς κι έτσι όλος ο τόπος θα γίνει δικός μας». 


Ο Ζαΐμης, όμως, έχοντας πικρή πείρα από τα σώματα του 1896 και την ήττα του 1897, είπε στους συναδέλφους του:
 «Να βγάλομε αμέσως τον Καραβαγγέλη από την Καστοριά, γιατί θα κάνει κακό μεγάλο» .

Ο καπετάν Γιώργης από τη Νεγκοβάνη, που αναφέρει ο Καραβαγγέλης, ήταν παλιός κλέφτης .

Τον διαδέχτηκε στη συνέχεια ο ανηψιός του, καπετάν Νικόλας, καθώς ο ίδιος ο Γιώργης είχε προσκληθεί από τον Μαζαράκη για να οργανώσει το πρώτο σώμα που συνέστησε q Οργάνωση της Θεσσαλονίκης .

Μεταξύ των «άλλων» ήταν ο Καραλίβανος, πρώην υπαξιωματικός του ελληνικού στρατού, μετά κλέφτης στη Μακεδονία, ο οποίος, αφού έλαβε αμνηστία, υπηρέτησε και με τις δυνάμεις του Νεσάτ πασά στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

 Ο Καραβαγγέλης λέει ότι «στρατολόγησε» τον Καραλίβανο το 1901.
 Το πιθανότερο είναι ότι τον «δανείστηκε» και τον χρησιμοποίησε για να μειώσει τη διακίνηση όπλων.

Αργότερα, την εποχή της εξέγερσης του 1λιντεν,ο Καραβαγγέλης τον έστειλε «εκ μέρους του Νεσάτ πασά» (ο οποίος ήταν φίλος του Καραβαγγέλη) στην περιοχή γύρω από τη Μπόμπιστα,όπου έσωσε πολλά πατριαρχικά χωριά από τη φωτιά . 

Επίσης ανάμεσα στους «άλλους» συγκαταλεγόταν ο Νίκος από το Νερέτι, ο οποίος, μαζί με θείο του Γιάννη κάι άλλους συγγενείς δημιούργησαν σώμα το οποίο πρόσφερε πολλές υπηρεσίες .

 Παρόμοια σώματα συστάθηκαν στο Ζέλοβο, το Πισοδέρι (βλαχόφωνο χωριό), το Βογατσικό, την Κλεισούρα και το Λέχοβο .

Όλο αυτό το διάστημα ο Καραβαγγέλης ανέπτυσσε μια «οργάνωση» από πατριαρχικά κομιτάτα, που διευκόλυναν τη διανομή όπλων, εξασφάλιζαν εφόδια και χρήματα για τα σώματα, και επίσης παρείχαν πληροφορίες και ταχυδρομικές υπηρεσίες.

Ο Καραβαγγέλης συντηρούσε επίσης πολλούς κατασκόπους, 
αρκετοί από τους οποίους εξωτερικά ανήκαν στην ΕΜΕΟ 
αλλά μυστικά εργάζονταν εναντίον της. 

Τέτοια ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση ενός Βλάχου από τη Νέβεσκα, στον οποίον ο ιεράρχης κατέβαλλε δύο τουρκικές λίρες το μήνα. 

Το άτομο αυτό κρατούσε διαρκώς εμήμερο τον Καραβαγγέλη για τις κινήσεις των εχθρικών σωμάτων .

Μεγάλες υπηρεσίες πρόσφερε, επίσης, μέχρι την ώρα του θανάτου του (δολοφονήθηκε έπειτα από μια επίσκεψη στο μητροπολίτη) ο Λάζαρος από το Σμάρδεσι, που ήταν προπύργιο των αντιπάλων. Από το ίδιο χωριό ο Καραβαγγέλης στρατολόγησε τον Ηλία Κοβάτση, ο οποίος είχε επίσης βίαιο τέλος.

Για λογαριασμό του Καραβαγγέλη εργάζονταν επίσης αρκετοί δάσκαλοι, ανάμεσά τους ο Νικόλαος Ναούμ από το Ζέλοβο .

Μακεδονομάχος Παύλος Κύρου
Από το ίδιο χωριό καταγόταν ο Παύλος Κύρου, που κατά καιρούς είχε λάβει μέρος στο σώμα του Κότα, όπως και ο Τράικο, που αργότερα έγινε καπετάνιος.

Τέλος, υπήρχε ο Δημήτριος Νταλίπης, παλιός κλέφτης, που πρόσφερε πολλές υπηρεσίες ως οπλαρχηγός .

Μακεδονικός Αγώνας: Η θέση του ελληνισμού της Μακεδονίας στα τέλη του περασμένου αιώνα

$
0
0
  Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 
ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ 
ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ 
(1894-1904)

Η θέση του ελληνισμού της Μακεδονίας
 στα τέλη του περασμένου αιώνα και ο αντίκτυπος του ελληνοτουρκικού πολέμου (1897) 
στο πολιτικό καθεστώς του.

1.    Η εξελικτική πορεία του μακεδονικού ελληνισμούκατά τη χρονική περίοδο 1894-1897,
η οποία αποτελεί μια από τις κρισιμότερες φάσεις της νεότερης ιστορίας της Μακεδονίας,
βρίσκεται σε στενή εξάρτηση με τη στάση της Πύλης,
 τη ραγδαία ανάπτυξη της βουλγαρικής κίνησης και τις δυσμενείς συγκυρίες,
 που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.


Οι αλλεπάλληλες παραχωρήσεις της Πύλης προς την Εξαρχία τόσο στον εκπαιδευτικό όσο και στον εκκλησιαστικό τομέα, καθώς και ο δυσμενής αντίκτυπος των ελληνικών ανταρτικών κινημάτων του 1896-1897 και του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897,
δημιούργησαν την εποχή αυτή πρόσφορο έδαφος για την εδραίωση του βουλγαρικού παράγοντασ’ ολόκληρο το μακεδονικό χώρο και προκάλεσαν μεγάλη ένταση στις ελληνοβουλγαρικέςδιαμάχες.

Νωπές ήταν ακόμη οι θυελλώδεις διαμαρτυρίες και οι αθρόες διαδηλώσεις, που είχαν πραγματοποιήσει οι Έλληνες στα 1894 στη
Θεσσαλονίκη, στα 
Βοδενά, στα 
Γιανιτσά, στη 
Δοϊράνη, στη 
Στρώμνιτσα, στις 
Σέρρες, στο 
Μοναστήρι, στο 
Νευροκόπι, στη 
Δράμα και σ’ 
άλλες κωμοπόλεις 
για το διορισμό τωνδυο Βουλγάρων επισκόπωνστα Βελεσά και στο Νευροκόπι. 



Οι επίμονες φήμες που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη για τη χορήγηση και άλλων βερατιών στην Εξαρχία και το διορισμό νέων Βουλγάρων επισκόπων στη Μακεδονία, ανησυχούσε ιδιαίτερα τους Έλληνες της Μακεδονίας, οι οποίοι συνέχιζαν με αποφασιστικότητα να εκδηλώνουν τις διαμαρτυρίες τους.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το μέγεθος της ελληνικής αντίδρασης υπήρξε τόσο μεγάλο, ώστε είχε παρακινήσει ακόμη και το σουλτάνο ν’ αναστείλει, έστω και προσωρινά, την απόφασή του για το διορισμό των δυο Βουλγάρων επισκόπων στο Νευροκόπι και στα Βελεσά.

Ήδη όμως από τις αρχές του 1895 η επανασύνδεση φιλικών επαφών ανάμεσα στο σουλτάνο και στο Βούλγαρο Έξαρχο έδωσαν αφορμή για τη διασπορά νέων φημών, που προμήνυαν τον επικείμενο διορισμό Βουλγάρων επισκόπων στη Θεσσαλονίκη και στο Μοναστήρι.

 Στο διπλωματικό βέβαια πεδίο ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Λαμπάνωφ διέβλεπε δυσάρεστες συνέπειες από τηδημιουργία νέων βουλγαρικών επισκοπικών εδρών στη Μακεδονίακαι έμμεσα δικαίωνε τις ελληνικές και τις σερβικές εδαφικές αξιώσεις στο γεωγραφικό αυτό χώρο.

 Σε συσχετισμό με τις επίσημες ρωσικές θέσεις απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα, οι Αυστριακοί διπλωμάτες επιβεβαίωναν την εποχή αυτή σταθερά την πρόθεση της χώρας τους να μη διεκδικήσει στο μέλλον οποιοδήποτε τμήμα του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας.
 Η επίσημη αυστριακή πολιτική αντιδρούσε κατηγορηματικά στην παραχώρηση νέων βουλγαρικών βερατιών και κατά την έναρξη του βουλγαρικού κινήματος του Ιουνίου (1895) είχε προβεί σε έντονες διαμαρτυρίες προς τη βουλγαρική κυβέρνηση.

Η εφαρμογή του 23ου άρθρου της συνθήκης του Βερολίνου, για την εισαγωγή διοικητικών μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία και την παραχώρηση οργανικού νόμου, ανάλογου μ’ εκείνον που είχε θεσπιστεί για την Κρήτη στα 1868, παραμένει και κατά τη νέα χρονική περίοδο το κυριότερο αίτημα του βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας.

 Μετά το 1890 η Εξαρχία είχε πετύχει με δραστήριες ενέργειες σημαντικά αποτελέσματα στο μακεδονικό χώρο, αφού, παράλληλα με το διορισμό των Βουλγάρων επισκόπων στα 1890 και στα 1894 σε τέσσερα επίκαιρα γεωγραφικά σημεία της Βόρειας Μακεδονίας, είχε αναπτύξει επίσης ζωηρή εκπαιδευτική δραστηριότητα με την αποστολή διευθυντών οικοτροφείων, την ίδρυση βουλγαρικών διδασκαλείων και γυμνασίων και τηνκαλλιέργεια βουλγαρικής εθνικής συνείδησηςσε μεγάλο ποσοστό του ντόπιου πληθυσμιακού στοιχείου.
Έτσι κατάφερε,ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις και το μέγεθος της αντίδρασης, να δημιουργήσει μικρούς ή μεγαλύτερουςαστικούς και αγροτικούς βουλγαρικούς πυρήνεςστις περιοχές Θεσσαλονίκης, 
Δοϊράνης, 
Κιλκίς,
 Βοδενών, 
Βελεσών, 
Στρώμνιτσας, 
Νευροκοπίου, 
Μελενίκου, 
Πετριτσίου, 
Πορρόιων, 
Άνω και Κάτω Τζουμαγιάς,
 Σερρών,
 Βροντούς, 
Αλιστράτης, 
Ζηλιάχοβου, 
Μοναστηριού, 
Καστοριάς, 
Φλώρινας, 
Αχρίδας, 
Κρουσόβου, 
Περλεπέ,
Σκοπιών, 
Κουμάνοβου καί 
Καλκάνδελε (Τέτοβου).

Απέναντι στη θεαματική αυτή ανάπτυξη του βουλγαρικού στοιχείου
 σ ’ ολόκληρο σχεδόν το μακεδονικό χώρο, 
η ελληνική παρουσία εμφανίζεται αισθητά αποδυναμωμένησυγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. 

Είναι γεγονός ότι μετά το 1894 ο μακεδονικός ελληνισμός περνά την κρισιμότερη φάση της ιστορικής του εξέλιξης και γι αυτό ακριβώς το λόγο θα ήταν απαραίτητο να σταθμιστεί εδώ με βάση ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια η πληθυσμιακή ενότητα και το πεδίο της εκπαιδευτικής του δραστηριότητας στα μέσα της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα.
Από διάφορα ενδιαφέροντα στατιστικά δεδομένα, που αντλούνται από αρχειακές πηγές του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, προκύπτει ότι στο σαντζάκι της Θεσσαλονίκης ολόκληρη η νότια ζώνη υπήρξε ελληνική με την παρεμβολή σημαντικών βουλγαρικών νησίδων στους καζάδες Βοδενών και Γιανιτσών.

 Αντίθετα στον καζά του Αβρέτ Χισάρ το συνολικό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού αντιπροσώπευε μόνο το 1/5 περίπου του αντίστοιχου βουλγαρικού. 

Στο βόρειο χώρο ο ελληνισμός υπερείχε αισθητά στους καζάδες της Γευγελής και της Στρώμνιτσας,ενώ αξιόλογη ήταν και η παρουσία του στους καζάδες Δοϊράνης και Βελεσών.

Στο σαντζάκι Σερρών επισημαίνεται η ελληνικότητα των καζάδων Σερρών και Ζίχνας αλλά και η δυναμική παρουσία του ελληνισμού στους καζάδες Νευροκοπίου, Πετριτσίου και Μελενίκου

Η κατανομή των πατριαρχικών και εξαρχικών
εγκαταστάσεων το 1903
Στον καζά του Δεμίρ Χισάρ ο ελληνικός και ο βουλγαρικός πληθυσμός αντιπροσωπεύονται σε ίση περίπου αναλογία.

Στο βιλαέτι Μοναστηριού αναμφισβήτητα υπερείχε ο ελληνισμός στους καζάδες Μοναστηριού, Κοριτσάς, Καστοριάς και Μογλενών. Αξιοσημείωτες υπήρξαν ακόμη οι ελληνικές κοινότητες της επαρχίας Πρεσπών και Αχριδών και της περιοχής Μοριχόβου.

Στον τομέα της εκπαιδευτικής δραστηριότητας ο ελληνισμός συνεχίζει να διατηρεί την κυριαρχική παρουσία του σ’ ολόκληρο το μακεδονικό χώρο παρά τη σημαντική αριθμητική αύξηση των βουλγαρικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μετά το 1890.

 Έτσι κατά τη σχολική χρονιά 1894-1895 λειτούργησαν 
στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης
526 ελληνικά σχολεία με 
728 δασκάλους και καθηγητές και 
30.177 μαθητές, 
ενώ στο βιλαέτι του Μοναστηριού 
381 ελληνικά σχολεία με 
517 δασκάλους και καθηγητές και 
23.456 μαθητές. 

Έτσι λοιπόν κατά το σχολικό έτος 1894-1895 λειτούργησαν
 σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία
907 ελληνικά σχολεία με 
1.245 δασκάλους και καθηγητές και 
53.633 μαθητές. 

Πρόκειται οπωσδήποτε για ένα πολύ αξιόλογο αριθμό σχολείων και μαθητών, ο οποίος όχι μόνο υπερείχε σημαντικά των αντίστοιχων βουλγαρικών και ρουμανικών, αλλά αντικατόπτριζε κυρίως την πληθυσμιακή υπεροχή του ελληνισμού ολόκληρης της Μακεδονίας στα τέλη του 19ου αιώνα.

Ο καζάς Θεσσαλονίκηςπεριλάμβανε 
46 ελληνικά σχολεία με 3.583 μαθητές, 

ο καζάς Γευγελής (στη Γευγελή και στα χωριά Γοργόπη, Γκίρτσιστα, Δάμποβο (Βαλτοτόπι), Ίσβορο, Καλύβα, Κούπα, Καρασούλι (Πολύκαστρο), Λέσκοβο (Τρία Έλατα), Λούκοβιτς, Λούγουντσα (Λαγκάδια), Λούμνιτσα (Σκρα), Μπερίσλαβ (Περίκλεια), Μαρζέντσα, Μπογορόϊτσα, Μπογδάντσα, Μόιμτσα, Μαντσίκοβο (Εύζωνοι), Μπερόφτσα, Μούιν, Νέγκορτσα, Πέτροβο, Παρδέιτσα, Στογιάκοβο, Σέχοβο (Ειδομένη) και Φούρκα) 
 30 σχολεία με 1.126 μαθητές

οκαζάς Δοϊράνης (στη Δοϊράνη και στα χωριά Αμάτοβο (Άσπρο), Βαλάντοβο, Βαρδαρόφτσα (Αξιοχώρι), Βεργατούρι, Καβακλί (Αγ. Αθανάσιος), Ποταρός (Δροσάτο), Σφεταπέτκα, Τοψίν (Γέφυρα), 10 σχολεία με 385 μαθητές

οικαζάδες Λαγκαδά και Κασσάνδρας  
29 σχολεία με 1.939 μαθητές και 
55 σχολεία με 2.972 αντίστοιχα, 

ο καζάς της Στρώμνιτσας (στη Στρώμνιτσα και στα χωριά Γάβροβο, Βοδότσια, Βαρβαρίτσα. Δραγομίρ, Ελεούσα, Ζούμποβο, Κολέσινο, Κοστούρινο, Μόκρινο, Μακρίοβο, Μπορίεβο, Μονόσπιτο, Μποσίλοβο, Μπαρμπάρεβο, Ρούσινο, Ριτς, Πέστοβα και Χράτοβο) 
22 σχολεία με 1.277 μαθητές

ο καζάς Κατερίνης
31 σχολεία με 1.988 μαθητές,

 οι καζάδες Γιανιτσών και Βέροιας 
30 σχολεία με 1.234 μαθητές και 
39 σχολεία με 2.192 μαθητέςαντίστοιχα,

ο καζάς Βοδενών
27 σχολεία και 1.341 μαθητές

ο καζάς Βελεσών
2 σχολεία και 103 μαθητές

ο καζάς Σερρών 
70 σχολεία και 4.058 μαθητές

ο καζάς Δεμίρ Χισάρ και Μελενίκου (στις κωμοπόλεις και στα χωριά Δεμίρ Χισάρ, Μελένικο, 'Ανω Τζουμαγιά, Βέτερνα (Ν. Πετρίτσι), Ερνίκιοϊ (Ποντισμένο), Κρούσοβο (Αχλαδοχώρι), Κουμλί, Κάτω Τζουμαγιά, Μπαϊρακλί (Βαλτερό), Μαρκόστινα, Πετρίτσι, Πυρίνη, Πορρόϊα, Ράδοβο (Χαρωπό), Στάρτσοβο, Ράμνα (Ομαλό), Σουσίτσα, Ρουπέλι, Λάτροβο(Χορτερό), Σάβιακο (Βαμβακόφυτο), Σπάτοβο (Κοίμηση), Συγκέλι, 
 35 σχολεία και 1.978 μαθητές

ο καζάς Νευροκοπίου (Κάτω Βροντού, Νευροκόπι, Τσέρνοβο, Στάρτσιστα (Περιθώρι)
 6 σχολεία και 230 μαθητές

ο καζάς της Ζίχνας 
53 σχολεία και 3.090 μαθητέςκαι 

οι καζάδες της Δράμας και της Καβάλας 
41 σχολεία με 2.681 μαθητές.

Στο βιλαέτι Μοναστηριού υπήρχαν στον καζά Καστοριάς 
131 ελληνικά σχολεία με 5.907 μαθητές

στον καζά Ελασσόνας 
31 σχολεία με 1.264 μαθητές

στον καζά Σερβίων και Κοζάνης 
30 σχολεία με 2.343 μαθητές

στον καζά Σισανίων και Σιάτιστας 
38 σχολεία με 3.025

στον καζά Γρεβενών
27 σχολεία με 1452 μαθητές

στον καζά Πελαγονίας (στο Μοναστήρι και στα χωριά και κωμοπόλεις Βελουσίνα, Γραδέσνιτσα, Δίχοβο, Δομπρομίρ, Δράγος, Δομπρούσοβο, Κάτω Ίγρι, Λάζετς, Λάχτσι, Μεγάροβο, Μπαρέσανη, Μπίτουσα (Παρόρι), Μπούκοβο, Μπροντ, Μπρούσνικ, Νεγότσανη (Νίκη), Νιζόπολη, Ορέχοβο, Ράκοβο (Κρατερό), Ρακοτίν, Σφεταπέτκα (Αγ. Παρασκευή), Κάτω Τσαϊρλί, Τύρνοβο) 
38 σχολεία με 3.005 μαθητές

στον καζά Περλεπέ (Περλεπές, Γραδέσνιτσα, Σταράβινα, Ζώβικ) 
3 σχολεία με 165 μαθητές, 

στον καζά Πρεσπών και Αχριδών (στις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά Αχρίδα, Βέρμπιανη (Ιτιά), Βοστάρανη (Μελίτη), Γέρμα, Γιαγκοβέτσι, Γκόπεσι, Κρούσοβο, Κρούσορατ (Αχλάδα), Λάγκα, Λουμπάνιστα, Μηλόβιστα, Άνω και Κάτω Μπεάλα, Νίβιτσα, Ορέχοβο, Όροβνικ (Καρυές), Όστροβο, Πισοδέρι, Πούστετι, Ράμπη (Λαιμός), Ρέσνα, Ρούδαρι (Καλλιθέα), Στρούγκα, Τούμνετι, Τραπεζίτσα, Τσερέσοβο) 
36 σχολεία με 2.270 μαθητές

στονκαζά Μογλενών (στην Φλώρινα και στα χωριά Αρμένσκο ( Άλωνας), Αρμενοχώρι, Γκορνίτσοβο (Κέλλη), Γραμματίκοβο (Γραμματικό), Εξυσού (Ξυνό Νερό), Εμπόριο, Καμπάσνιτσα (Πρώτη), Κατράνιτσα (Πύργοι), Κλέστινα(Άνω Κλειναί), Κορνίσορ, Κίμανη, Κόνσκο, Κουνούχι, Μπλάτσι, Νεβόλιανη, Πάτελη (Άγ. Παντελεήμων), Πεσόσνιτσα (Αμμοχώρι), Πέτερσκο (Πέτραι), Σουροβίτσοβο, Τρέμενο, Τσερτσέσοβο, Φράγκοτς, Χασάνκιοϊ) 
28 σχολεία με 1465 μαθητές 

και στον καζά Κοριτσάς (Βεμπέλι, Βερνίκι, Βοστοστίτσα, Γιάντση, Γράψη, Δίσνιτσα, Δρένοβο, Ζιτίστι, Καμενίτσα, Κοριτσά, Μοναστηράτσι, Μπόρια, Μπραδοβίτσα, Πολένα, Πρόγρι, Χότσιστα) 
22 σχολεία με 2.560 μαθητές


Η αξιόλογη ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας, η οποία συνεχίστηκε και στα τέλη της δεκαετίας του 1890-1900 σε ολόκληρη τη Μακεδονία, παρά τις τεράστιες οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο ελληνισμός,συμπίπτει χρονικά με τη θεαματική αριθμητική αύξηση των βουλγαρικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κυρίως στο βόρειο γεωγραφικό χώρο.

 Οι επίμονες προσπάθειες που καταβάλλουν οι εξαρχικοί την εποχή αυτή για την επαναλειτουργία ορισμένων βουλγαρικών σχολείων, τα οποία είχαν κλειστεί από τις τουρκικές αρχές, επειδή δεν διέθεταν άδεια λειτουργίας, συναντούσαν την αντίδραση των κατά τόπους διοικητικών οργάνων.

Η στάση αυτή των τουρκικών αρχών οφείλεταικυρίως στην τεταμένη κατάσταση, που επικρατούσε στα 1895 στο βόρειο μακεδονικό χώρο, ύστερα από τις αλλεπάλληλες διεισδύσεις των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, τα οποία με την παρουσία τους είχαν εξαγριώσει τις ντόπιες τουρκικές διοικήσεις και είχαν καταθορυβήσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.

Ηδη από τις αρχές του 1895 είχαν παρατηρηθεί μεγάλες στρατιωτικές κινήσεις κοντά στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα.
Η προσοχή των τουρκικών στρατευμάτων είχε στραφεί προς τοΜελένικο, την Αχρίδα, το Μορίχοβο και τη Στρώμνιτσα. 

ΤονΑπρίλιο του 1895 πραγματοποιήθηκαν πολλές συλλήψεις Βουλγάρωνπου συμμετείχαν σε ανταρτικά σώματα, τα οποία δρούσαν στις περιοχές
 Περλεπέ, Βελεσών, Αχρίδας και Νευροκοπίου.

Η διείσδυση βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία από τη Ρίλα και τη Ντούπνιτσα, φαινόμενο, που καθιερώθηκε ως «εποχιακό» από τις τουρκικές αρχές της Μακεδονίας κατά τη χρονική περίοδο 1878—1890, πήρε στα μέσα της δεκαετίας του περασμένου αιώνα διαστάσεις μόνιμης αναταραχής με αποκορύφωμα το βουλγαρικό κίνημα το καλοκαίρι του 1895.

Καθώς λοιπόν φημολογούνταν ότι επρόκειτο να επιβληθεί σύντομα η εφαρμογή του 23ου άρθρου της συνθήκης του Βερολίνου, 
πολυάριθμα βουλγαρικά σώματαξεχύθηκαν στις αρχές Ιουλίου του 1895από το Κιουστεντίλ και από την οροσειρά του Μαλεσίου στην κοιλάδα της Στρώμνιτσας,
 αλλά η αποστολή ισχυρών τουρκικών δυνάμεων τα ανάγκασε να διαλυθούν και να υποχωρήσουν. 

Στο Πετρίτσι και σε άλλες κωμοπόλεις της Βορειοανατολικής Μακεδονίας Βούλγαροιαπεσταλμένοι περιέτρεχαν τους δρόμους υποκινώντας το ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό σε γενική εξέγερση.

 Στο Μελένικο, που αποτελούσε πια για τον ελληνισμό της γεωγραφικής εκείνης περιφέρειας «όασιν εν τη ερήμω», 
οι Βούλγαροι είχαν νοικιάσει ένα οίκημα και το είχαν μεταβάλει σ’ εκκλησία, — η ενέργειά τους αυτή είχε πραγματοποιηθεί με τη συμπαράσταση του ντόπιου μουτεσαρίφη αποβλέποντας στο διορισμό Βουλγάρου επισκόπου, αλλά η προσπάθεια τους συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού.

 Στις αρχές Ιουλίου ο ακμαίος ελληνισμός του Μελένικουαντίκρισε 60 Βουλγάρους αντάρτες, οι οποίοι εισέδυσαν στην κωμόπολη,
έκαψαν το τηλεγραφείο και 25 σπίτια, κυρίως τουρκικά, και κραυγάζοντας «Janghin Var» (= φωτιά! φωτιά!),πυροβολούσαν τους Τούρκους ναι τους Ελληνες κατοίκους.

Οι Ελληνες έχασαν μάλιστα 7-8 συμπατριώτες τους. 
Συχνή ήταν επίσης και η παρουσία των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων στο Νευροκόπι, όπου προμηθεύονταν με βίαια μέσα τρόφιμα από τους ντόπιους Ελληνες κατοίκους και έπειτα απομακρύνονταν.

 Ο ελληνισμός του Νευροκοπίου αντίκριζε καθημερινά με μεγάλη απογοήτευση τη βαθμιαία συρρίκνωσή του. 

Αισθανόταν επίσης ιδιαίτερη θλίψη από την περικοπή των εκπαιδευτικών χορηγημάτων του ελληνικού κράτους, γεγονός, που είχε δυσμενή αντίκτυπο στην εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών σχολείων.
Οι Ελληνες δάσκαλοι του Νευροκοπίου όχι μόνο υπέφεραν σημαντικά από την ανεπάρκεια των πενιχρών μισθών τους, αλλά έβλεπαν και αυτούς ακόμη να περικόπτονται αρκετά.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ακαταπόνητου Ελληνα δασκάλου Α. Τοζίδη, ο οποίος είχε προσφέρει για 15 ολόκληρα χρόνια ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ελληνική κοινότητα 
του Νευροκοπίου.

Στα μέσα Ιουλίου του 1895 Βούλγαροι αντάρτες περιφέρονταν στα περίχωρα της Στρώμνιτσας και καλούσαν τους κατοίκους να πάρουν τα όπλα και να εξεγερθούν κατά των Τούρκων.

 Στα τέλη του ίδιου μήνα σημειώθηκε σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα σε βουλγαρικά σώματα και στον τουρκικό στρατό κοντά στο Λιμπάχοβο στην περιοχή Νευροκοπίου, αλλά έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Βουλγάρους.

Από τις ανακρίσεις των αιχμαλώτων προέκυψε ότι η εισβολή των βουλγαρικών σωμάτων στη Μακεδονία απόβλεπε σε μαζική επίθεση και κατάληψητου Μελένικου, του Πετριτσίου και των γύρω χωριών.

 Στα τέλη Ιουλίου του 1895 εμφανίστηκαν επίσης 150 περίπου Βούλγαροι αντάρτες στο σαντζάκι Σερρών, στο τουρκικό χωριό Μοράσκα της περιφέρειας Πετριτσίου, αλλά απωθήθηκαν και ανασυντάχθηκαν με βαρειές απώλειες στη Μπρέσνιτσα.

 Πολλά άλλα σώματα που δρούσαν στις περιοχές της Στρώμνιτσας,του Μαλεσίου, του Ράδοβιτς και της Τζουμαγιάς, σχέδιαζαν ν’ ανατινάξουν τις κοντινές σιδηροδρομικές γέφυρες αλλά απέτυχαν στο σκοπό τους και διαλύθηκαν.

 Βέβαιο είναι ότι το βουλγαρικό κίνημα του 1895 καταπνίγηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφού δεν διέθετε τη συμπαράσταση του ντόπιου εξαρχικού πληθυσμού, ο οποίος προτίμησε να παραμείνει αμέτοχος.
 Σημαντικές υπήρξαν οι απώλειες των Βουλγάρων σε ανθρώπινο υλικό.

Η αμείωτη δράση των βουλγαρικών σωμάτων, που παρατηρήθηκε στα τέλη του 1894 και εντάθηκε ιδιαίτερα στα μέσα του 1895 σε ολόκληρο το μακεδονικό χώρο, έδωσε παράλληλα μεγάλη ώθηση στη δραστηριοποίηση των βουλγαρικών ενεργειώνκυρίως στις περιοχές της
Μπογδάντσας, της 
Γευγελής, της 
Στρώμνιτσας, του 
Μοναστηριού, αλλά και σε
 άλλες περιφέρειες της νοτιότερης ζώνης, 
οι οποίες περιλαμβάνονται στα σημερινά όρια της ελληνικής Μακεδονίας, 
όπως π.χ. στις επαρχίες Βοδενών και Γιανιτσών. 

Με ιδιαίτερη αγριότητα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά, συνεχίζονται κατά τη χρονική περίοδο 1894-1897 οι ελληνοβουλγαρικές συγκρούσεις για την κατοχή των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών.

Χαρακτηριστικές είναι οι εκκλησιαστικές διαμάχες, που εξελίσσονται στα ελληνικά χωριά του Γραδεμπορίου και τηςΛιγκοβάνης (Ξυλόπολη) στα1896,   οι οποίες αντικατοπτρίζουν ανάγλυφα τις τραγικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη στη Μακεδονία. 

Στη Λιγκοβάνη οι εξαρχικοί υποστήριζαν με ανεδαφικά επιχειρήματα ότι αποτελούσαν την πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού,
ότι είχαν συνεισφέρει υλικά στην ίδρυση της ελληνικής εκκλησίαςκαι επιδίωκαν την κατάληψή της και την τέλεση της λειτουργίας στα βουλγαρικά.

 Κάτω από τη δυναμική αντίδραση των Ελλήνων η εκκλησία παρέμεινε κλειστή για αρκετούς μήνες, ως τη γιορτή του Αγ. Δημητρίου (1896), οπότε οι εξαρχικοί δημιούργησαν πάλι επεισόδια και δόθηκε ξανά η εντολή να κλείσει.

Στη Μπογδάντσα, όπου ήδη από το 1860 διεξάγονταν σκληροί αγώνες ανάμεσα στο ντόπιο ελληνικόκαιβουλγαρικό στοιχείο, η κατάσταση διαγραφόταν ιδιαίτερα ανησυχητική, στα μέσα της δεκαετίας του 1890-1900, υστέρα απο την ενεργή δραστηριότητα των Βουλγάρων, Σέρβων και Ουνιτών δασκάλων, οι οποίοι παρενέβαλαν αλλεπάλληλα εμπόδια στην ευρυθμη λειτουργία των ελληνικών σχολείων της κωμόπολης.

 Η άφιξη όμως του Ελληνα δασκάλου Κ. Μιχαηλίδητο Σεπτέμβριο του 1894 στη Μπογδαντσα, και οι σύντονες προσπάθειες που κατέβαλε για τη βελτίωση της κατάστασης, έπεισαν την Ελληνίδα συνάδελφό του Ζωή Γρηγορίου Κιατου,η οποία εργαζόταν τότε ως διευθύντρια του εκεί ουνιτικού σχολείου, να παραιτηθεί απο τη θέση της και να δεχθεί με δάκρυα χαράς το διορισμό της ως βοηθος του ελληνικού παρθεναγωγείου.

Η αποχώρηση της Κιάτου απο το ουνιτικό σχολείοπροξένησε μεγάλη αγανάκτηση στο ντόπιο βουλγαρικό και ουνιτικό πληθυσμό και συνέβαλε αποφασιστικά στη συρροή των Ουνιτώνμαθητών προς τα ελληνικά σχολεία.

 Το καθολικό σχολείοσχεδόν ερημώθηκεκαι οι βουλγαρικές οικογένειες δεν ξεπερνούσαν τις 58. Στο ελληνικό σχολείο φοιτούσαν 110 μαθητές και 118 μαθήτριες.

Στην περιφέρεια Γευγελής, όπου σημαντικό ποσοστό των κατοίκων υπηρξαν Βούλγαροι, τα χωριά Σμόκφιτσα, Κουβάντσα, Σλιόπινο και Δρεβινο, τα οποία υπήρξαν άλλοτε ουνιτικά, μεταπήδησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1890-1900 στην Εξαρχία.

Ορισμένες προόδους είχαν πραγματοποιήσει στη γεωγραφική εκείνη περιοχή και οι σερβικές ενέργειες
Όπως στο υπόλοιπο τμήμα της Βόρειας Μακεδονίας, έτσι και στην περιφέρεια Γευγελης, οι Βούλγαροι επιδίωκαν την εποχή αυτή να γίνονται κάτοχοι των μουχταρικων σφραγίδων, να σφραγίζονται τα διάφορα έγγραφα με το ανάλογο πολιτικό περιεχόμενο και να διορίζονται στα ντόπια διοικητικά συμβουλια Βούλγαροι αζάδες (σύμβουλοι).

Με τον τρόπο αυτό είχαν τη δυνατότητα να προωθούν τα συμφέροντά τους, να προστατεύουν τους Βουλγάρους κατοίκους και να προσελκύουν ολοένα και περισσότερους.

Μέσα στη Στρώμνιτσα οι Βούλγαροι απέκτησαν στις αρχές του 1895 δικό τους παρεκκλήσι.

 Την ίδια εποχή στο χωριό Μποσίλοβο οι Έλληνες εκλεισαν τη μια εκκλησία, για να μη κατέχεται από τους Βουλγαρουνίτες, οι οποίοι κατοικούσαν κυρίως στα χωριά Μονοσπίτοβο, Μούρτινο, Βελούστι και Ντραγκομίροβο.

Κατά την ίδια περίπου χρονική περίοδο (τέλη 1894 -αρχές 1895) μεγάλη ένταση σημειώνουν οι βουλγαρικές ενέργειες και στην επαρχία Βοδενών, οπου το 1/4 των κατοίκων ήταν εξαρχικοί.

Μετά το διορισμό Βουλγάρων επισκόπων στα 1890 και στα 1894 ο ντόπιος βουλγαρικός πληθυσμός της επαρχίας Βοδενών είχε κινητοποιηθεί σύσσωμος επιζητώντας την παρουσία ενός Βουλγάρου εκκλησιαστικού εκπροσώπου στην περιοχή εκείνη.

 Η βουλγαρική κίνηση, εκμεταλλευόμενη και εδώ τις δυσμενείς συνέπειες από την περικοπή των εκπαιδευτικών χορηγημάτων του ελληνικού κράτους, — ο σχολικός προϋπολογισμός της επαρχίας Βοδενών, περίπου 4.264 τουρκικές λίρες, που είχε προτείνει ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης Γ. Δοκόςγια τη χρονιά 1894-1895, είχε περικοπεί κατά το ημισυ— είχε δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για την κατάληψη των ελληνικών εκκλησιών και την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων με τη συμπαράσταση του ντόπιου καϊμακάκη και την πρωτοβουλία των Βουλγάρων ιερέων Στέφ. Μαυρομάτη και Ιωσήφ και των εξαρχικών κατοίκων της Έδεσσας Στογιάννου Μόϊσεφ, Τζανέση, X. Σαρακέντσε, Λιμπάρη και Νόστε.

Το χωριό Βαλκογιάννοβο είχε προσχωρήσει στην Εξαρχία, ενώ 10 περίπου οικογένειες του χωριού Μεσημέρι που είχαν εκβουλγαριστεί με τις ενέργειες του περιβόητου Χρήστου Γιάντσε, είχαν καταλάβει το ελληνικό μοναστήρι της Αγ. Τριάδαςκαι είχαν ιδρύσει βουλγαρικό σχολείο.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η βουλγαρική δραστηριότητα εντάθηκε στο χωριό Μεσημέρι με τη δημιουργία ντόπιων σωμάτων και την απαρχή δολοφονικών ενεργειών σε βάρος των Ελλήνων.

Υποτυπώδη βουλγαρικά σχολεία λειτουργούσαν επίσης στο Βλάδοβο (Άγρας) με 20 βουλγαρικές οικογένειες και στο Τέχοβο (Καρυδιά) με 5-6 βουλγαρικές οικογένειες.

Απερίγραπτες είναι αληθινά οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει την εποχή αυτή ο μητροπολίτης Βοδενών Ιερόθεοςύστερα από την περικοπή της αρχιερατικής επιχορήγησής του και του σχολικού προϋπολογισμού της επαρχίας του.

 Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο ίδιος είχε αναγκαστεί να δανειστεί στις αρχές του 1895 10 τουρκικές λίρες από το βαλή της Θεσσαλονίκης!
Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπιζαν και τα ελληνικά σχολεία των γύρω χωριών, όπως του Σαμαριού, του Βερτεκόπι (Σκύδρας),του Προφήτη Ηλία, της Πράνιανης (Άσπρου), του Άρσεν (Αρσένιου), του Κάμενικ (Πετριάδας), του Οριζαρίου, του Τσερμαρίνοβου (Μαρίνας) και της Βοστίτσας, τα οποία είχαν άμεση ανάγκη από τις επιχορηγήσεις του ελληνικού κράτους, καθώς και των χωριών Μπαρίνοβου, Καδίνοβου (Γαλατάδων), Γιούπσεβου (Γυψοχωρίου), Ασιάρμπεη (Δροσερού), Βλάσης, Βέτκης, Παζάρ, Λιτοβόης και Μαυροβίτσας της επαρχίας Γιανιτσών και Μποέμιτσας (Αξιούπολης), Γοργόπης και Ισβόρου της περιφέρειας Γευγελής».

Στα τέλη Μαρτίου του 1895ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκηςζήτησε από το ντόπιο βαλήνα μεσολαβήσει για την παράδοση της ελληνικής εκκλησίας και της μουχταρικής σφραγίδας του χωριού Οριζάρι στους Έλληνες, να μεταθέσει τους καϊμάκηδες Βοδενών και Γιανιτσών, που κρατούσαν ανοικτά ανθελληνική στάση, να μην εκλέγονται στο εξής Βούλγαροι μουχτάρηδες, οι οποίοι καταδίωκαν το ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη σύλληψη όλων εκείνων,
που εξανάγκαζαν τους κατοίκους να υπογράφουν αναφορές για το διορισμό Βουλγάρων επισκόπων.

Ας σημειωθεί ότι στο χωριό Οριζάρι, όπου τα 2/3 των κατοίκων ήταν εξαρχικοί, η ντόπια διοίκηση είχε διατάξει να κλειστεί η ελληνική εκκλησία αγνοώντας τις διαμαρτυρίες των Ελλήνων κατοίκων. Μπροστά στα πιεστικά αιτήματα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ο βαλής παρέμενε αναποφάσιστος και αδυνατούσε να προχωρήσει στη λήψη δραστικών μέτρων.

Αντίθετα καυτηρίαζε τη στάση των εκκλησιαστικών εκπροσώπων του πατριαρχείου, στους οποίους επέρριπτε την ευθύνη για την ελεεινή κατάσταση που επικρατούσε.
Χαρακτηριστικά ανάφερε το παράδειγμα του μητροπολίτη Βελεσών, ο οποίος είχε επιτρέψει στην εκκλησία του Πασάκιοϊ την τέλεση της εκκλησιαστικής λειτουργίας από ένα Σέρβο και ένα Βούλγαρο ιερέα,αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες της ελληνοβλαχικής κοινότητας.

Κατηγορούσε επίσης τον άλλοτε μητροπολίτη Κοριτσάς Φιλόθεο, ο οποίος είχε διαιρέσει με τη στάση του την εκεί ελληνική κοινότητα.

Στην περιφέρεια Γιανιτσών ο εκεί εκκλησιαστικός εκπρόσωπος της Εξαρχίας,ιερέας Νικόλαος από το Νευροκόπι, κατέβαλε έντονες προσπάθειες για να προσελκύσει τους Ουνίτες στην Εξαρχία, ύστερα μάλιστα από την προσχώρηση του Mladenof

Σε όσους κατοίκους της περιοχής παράμεναν ακόμη αφοσιωμένοι στην Ουνία, οι τουρκικές αρχές παραχώρησαν μια εκκλησία στα Γιανιτσά.

Πολυάριθμοι έκτακτοι απεσταλμένοι των βουλγαρικών κομιτάτωνπεριφέρονταν στην επαρχία και συγκέντρωναν υπογραφές από τους Βουλγάρους κατοίκους.
 
 Οι κάτοικοι των χωριών της Τρούπιστας, της Τούμπας, του Κάτω Κουφάλοβου και του Τσέκρι είχαν προσέλθει στην Εξαρχία.
Επίσης στα χωριά Μπαμπάκιοϊ και Αλάρι ορισμένοι κάτοικοι είχαν εκδηλώσει την επιθυμία τους να προσέλθουν στην Εξαρχία.

Ηπερικοπή των εκπαιδευτικών χορηγημάτων του ελληνικού κράτους είχε προκαλέσει κατά την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα οξύτατα προβλήματα και στις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων εκπαιδευτικών της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.

 Μάταια παρακαλούσε ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού Ν. Μπέτσος τους αρμόδιους υπαλλήλους του υπουργείου Εξωτερικών να στείλουν χρηματικές ενισχύσεις για τους δασκάλους της περιφέρειας Μοναστηριού και τους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου.

 Στις κρίσιμες εθνικές περιστάσεις, κάτω από τις οποίες αγωνιζόταν ο ελληνισμός της Πελαγονίας, η ατυχής παρουσία του μητροπολίτη Αλεξάνδρου Ρηγοπούλου (1891-1895) είχε διαιρέσει την ελληνική κοινότητα και είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση.
Οι εκπρόσωποι των εσναφιών του Μοναστηριού έστειλαν στα μέσα του 1895 έγγραφη διαμαρτυρία προς τον πατριάρχη, την οποία όμως αρνήθηκαν να υπογράψουν τα σωματεία και η εφορεία των ελληνικών σχολείων.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε αισθητά στις αρχές του 1896 με την οριστική ρήξη του μητροπολίτη και του Έλληνα προξένου, του οποίου τις ενέργειες καταδίκαζαν ορισμένοι Έλληνες πρόκριτοι του Μοναστηριού και ζητούσαν από τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών την ανάκλησή του.

Οι πρόκριτοι αυτοί υποστήριζαν ότι η στάση του Ν. Μπέτσου είχε ερεθίσει τις τουρκικές αρχές και είχε δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα.
 Η ενεργή ανάμειξή του στα εκπαιδευτικά ζητήματα και οι άστοχες παρεμβάσεις του για την αντικατάσταση ορισμένων ικανών Ελλήνων δασκάλων τον είχαν φέρει σε σύγκρουση με το μητροπολίτη Πελαγονίας Αλέξανδρο.

 Σε νέα τους επιστολή από τις 7 Μαΐου του 1896 οι Έλληνες έφοροι του Μοναστηριού Νικ. Νικαρούσης, Γεώργ. Γώγος και Κων. Ματσάλης, απευθυνόμενοι προς το μητροπολίτη Αλέξανδρο, εξέθεταν τις υπάρχουσες διαφωνίες ανάμεσα στις εφορείες των ελληνικών κοινοτήτων της Πελαγονίας και στους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας των εφορειών, κυρίως στο θέμα της εκλογής, του διορισμού και της παύσης των καθηγητών του γυμνασίου Μοναστηριού, που διαδραμάτιζε την εποχή εκείνη σημαντικό ρόλο σε ολόκληρη τη Βορειοδυτική Μακεδονία και αποτελούσε πόλο έλξης του μαθητικού κόσμου.

Πραγματικά, κατά το σχολικό έτος 1896-1897 είχαν εγγράφει στο γυμνάσιο Μοναστηριού 102 μαθητές, από τους οποίους 65 προέρχονταν από το Μοναστήρι, 9 από το Μεγάροβο, 4 από τη Νιζόπολη, 5 από το Βελβενδό, 2 από τη Νάουσα και ανά 1 από το Τύρνοβο, τη Ρέσνα, το Γιαγκοβέτσι, τη Μηλόβιστα, το Γκόπεσι, το Μπουντιμίρτσι, το Ελβασάν, το Δυρράχιο, το Παλαιογρατσίνο, την Κοζάνη, τα Γιανιτσά, τη Δάϊστα, το Δοξάτο, το Ζαγόρι, τη Θεσσαλονίκη, τη Χειμάρα.
Ανάμεσα στο καθηγητικό προσωπικό του γυμνασίου Μοναστηριού συγκαταλέγονταν ο Παντελής Νάκας, ο οποίος δίδασκε Φυσική, μαθηματικά και κοσμογραφία, ο Δ. Νάκαςχημεία, ο Πέτρος Καραϊσκάκης γαλλικά, οΔημ. Παλατίδηςγυμναστική και τουρκική γλώσσα, οι Ευάγγ. Τσούπτσης και Σωτ.Κοντούληςθρησκευτικά και λατινικά, ο Αλέξ. Παπαναούμιχνογραφία, ο γιατρός Κ. Ματσάληςζωολογία και οΧαράλ. Τριανταφύλλουγυμναστική.

Οι προσπάθειες της Πύλης για την ανακίνηση του προνομιακού ζητήματος, που άρχισαν να σημειώνονται και πάλι στα μέσα της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα, έθεσαν αρχικά σα στόχο την υποχρεωτική εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.

Ήδη το Σεπτέμβριο του 1894 οι ντόπιες αρχές του βιλαετιού Μοναστηριού κοινοποίησαν στους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου τη σχετική απόφαση της Πύλης.

 Ιδιαίτερα εχθρική στάση τήρησε ο καϊμακάκης της Αχρίδας απέναντι στον μητροπολίτη Πρεσπών και Αχριδών, στον οποίο ανάγγειλε ότι θα έκλεινε όλα τα ελληνικά σχολεία της περιφέρειάς του.

Σε δεύτερο στάδιο οι τουρκικές ενέργειες απόβλεψαν, στα πλαίσια της κατάλυσης των εκπαιδευτικών προνομίων, να παρεμβάλλουν ποικίλα εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών σχολείων.
Στις 28 Μαΐου του 1896 επίσημο έγγραφο του βαλή του Μοναστηριού, απευθυνόμενο προς το νέο μητροπολίτη Πελαγονίας Κοσμά Ευμορφόπουλο (1895-1900), συντάραξε τον εκκλησιαστικό εκπρόσωπο του πατριαρχείου και προκάλεσε γενικό αναβρασμό στην ελληνική κοινότητα.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εγγράφου, διατάχθηκε να παραβρίσκεται εκπρόσωπος της ντόπιας τουρκικής εκπαιδευτικής επιτροπής ή της πολιτικής αρχής στις εξετάσεις των ελληνικών δημοτικών σχολείων και των γυμνασίων, ο οποίος θα ήταν υπεύθυνος για την υπογραφή των τετραδίων των εξετάσεων, για την επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου αυτών στα μέλη της εκπαιδευτικής επιτροπής και για την επικύρωση των μαθητικών διπλωμάτων.

Ανάμεσα στα δραματικότερα γεγονότα που έζησε ο ελληνισμός της Πελαγονίας στα 1896, αναφέρονται η σκληρή ελληνοβουλγαρική διαμάχη για την κατοχή του ελληνικού μοναστηριού της Μπαρεσάνης και η τραγική αληθινά περιοδεία του μητροπολίτη Κοσμά στην περιοχή του Περλεπέ μέσα σ'ένα εχθρικά διακείμενο απέναντι του βουλγαρικό πληθυσμό.

Στο χωριό Μπαρεσάνη, κοντά στο Μοναστήρι, στα νότια του Μπουκόβου, όπου λειτουργούσε ελληνικό σχολείο και το ομώνυμο μοναστήρι, οι εξαρχικοί είχαν πετύχει να επικρατήσουν και απειλούσαν να καταλάβουν και τη μονή.

Η ντόπια τουρκική διοίκηση είχε ζητήσει μάλιστα από το μητροπολίτη Πελαγονίας να παραδώσει τα κλειδιά του μοναστηριού στους εξαρχικούς
αλλά ο εκκλησιαστικός εκπρόσωπος του πατριαρχείου αντιδρούσε, επικαλούμενος ότι η μονή της Μπαρεσάνης υπαγόταν, σύμφωνα με σχετικό φιρμάνι, στο πατριαρχείο

Την ημέρα της Αγ. Αναλήψεως, στη μνήμη της οποίας γιόρταζε το μοναστήρι της Μπαρεσάνης και ενώ η κατάσταση διαγραφόταν ανησυχητική, ύστερα από τις αυξημένες πιέσεις των εξαρχικών,
η ντόπια τουρκική διοίκηση αποφάσισε να τελεστεί η εκκλησιαστική λειτουργία εναλλάξ από τους Έλληνες και τους Βουλγάρους.

 Ο ελληνικός πληθυσμόςμε επικεφαλής το μητροπολίτη Πελαγονίας εισέβαλε στο μοναστήρι, τέλεσε την εκκλησιαστική λειτουργία καιδεν επέτρεψε την είσοδο στους εξαρχικούς

Η συμπλοκή γενικεύθηκε και οι Βούλγαροι αποχώρησαν άπρακτοι.
Σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση περιήλθε τον Οκτώβριο του 1896 ο μητροπολίτης Πελαγονίας Κοσμάς, όταν, ανταποκρινόμενος στην επιθυμία ορισμένων κατοίκων διαφόρων μεμονωμένων ελληνικών κοινοτήτων του καζά Περλεπέ και επιθυμώντας να επισκεφθεί το ελληνικό μοναστήρι στο μεικτό χωριό Σλέπτσε, εκδήλωσε την πρόθεσή του να επιχειρήσει μια μεγάλη περιοδεία στη γεωγραφική εκείνη περιφέρεια, όπου ζούσε συμπαγής βουλγαρικός πληθυσμός, γύρω στους 37.000 κατοίκους, ανάμεσα στους οποίους και 1.000 περίπου Έλληνες.

 Στις 4 Οκτωβρίου ο Κοσμάς παρακάλεσε το βαλή Μοναστηριού να του χορηγήσει στρατιωτική συνοδεία, για να μεταβεί στον Περλεπέ, όπως και έγινε.
Το βράδυ της ίδιας μέρας αντιπρόσωποι της βουλγαρικής κοινότητας του Περλεπέ, επικαλούμενοι κυρίως τα εχθρικά αισθήματα του εξαγριωμένου βουλγαρικού πληθυσμού της πόλης, έστειλαν έγγραφη διαμαρτυρία στο ντόπιο καϊμακάμη και απαίτησαν να μην επιτραπεί στον εκπρόσωπο του πατριαρχείου να διασχίσει τα βουλγαρικά χωριά της γύρω περιοχής.

Καθώς όμως ο καϊμακάμης έσπευδε να ζητήσει οδηγίες από το βαλή του Μοναστηριού, ο μητροπολίτης Πελαγονίας έφτασε ήδη κρυφά στον Περλεπέ και απέφυγε να συναντήσει το ντόπιο Τούρκο διοικητή.

Έστειλε επίσης σχετικό έγγραφο στο βαλή καθιστώντας υπεύθυνο τον καϊμακάμη του Περλεπέ για ο,τιδήποτε θα του συνέβαινε κατά τη διάρκεια της περιοδείας του. Ενώ η απάντηση του βαλή αργοπορούσε, ο Κοσμάς, συνοδευόμενος από διαφόρους ιερείς των χωριών που επρόκειτο να επισκεφθεί, αποφάσισε να αρχίσει την περιοδεία, αλλά πλήθος αγριεμένων Βουλγάρων του επιτέθηκε έξω από την πόλη και ο κακοποιημένος μητροπολίτης μόλις κατόρθωσε να διαφύγει στο τηλεγραφείο με τη βοήθεια ισχυρών τουρκικών δυνάμεων.

Όταν πληροφορήθηκε το συμβάν η πολυπληθής ελληνική κοινότητα Μοναστηριού, επέδωσε έντονη διαμαρτυρία προς το βαλή και ζήτησε ικανοποίηση για την προσβολή που είχε υποστεί ο Έλληνας μητροπολίτης.
Ιδιαίτερα ευαίσθητη απέναντι στις δυναμικές βουλγαρικές ενέργειες ήταν η ελληνική κοινότητα Μοναστηριού, η οποία φαινόταν την εποχή εκείνη αποφασισμένη να μη κάμει οποιαδήποτε υποχώρηση παρά τις αντίξοες περιστάσεις που επικρατούσαν στο βόρειο μακεδονικό χώρο.

 Αυτό φάνηκε καθαρά μετά την άτυχη έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του
1897,    όταν η δραστηριότητα της βουλγαρικής κίνησης πήρε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις, επωφελούμενη και από την ανθελληνική στάση της Πύλης. Συνάρτηση της νέας πολιτικής κατάστασης, που επικρατεί τώρα στη Βόρεια Μακεδονία, αποτέλεσε αρχικά ο διορισμός των Βουλγάρων εμπορικών πρακτόρων σε επίκαιρα γεωγραφικά σημεία ολόκληρου του μακεδονικού χώρου, οι οποίοι κινούσαν τα νήματα της βουλγαρικής κίνησης, συνέβαλαν άμεσα στην προώθηση των βουλγαρικών συμφερόντων και αντιστάθμιζαν στην πραγματικότητα την απουσία των Βουλγάρων διπλωματικών εκπροσώπων.


Σε δεύτερη φάση η Πύλη έκανε πραγματικότητα τοόνειρο του βουλγαρικού πληθυσμού και της Εξαρχίας με το διορισμό Βουλγάρων επισκόπων στο Μοναστήρι, στη Στρώμνιτσα και στη Δίβρα, δηλαδή σε δύο καθαρά ελληνικά αστικά κέντρα.

Η βουλγαρική πολιτική στόχευε ουσιαστικά στην ίδρυση πέντε βουλγαρικών επισκοπικών εδρών στο Μελένικο, στο Κιλκίς, στο Μοναστήρι, στη Στρώμνιτσα και στις Σέρρες ή στη Τζουμαγιά.

Η αναταραχή και ο αναβρασμός, που προκλήθηκαν τότε ανάμεσα στις μεγάλες μάζες των ελληνικών πληθυσμών του Μοναστηριού και της Στρώμνιτσας, ύστερα από τη διαμόρφωση του νέου πολιτικού κλίματος στο βόρειο μακεδονικό χώρο, υπήρξαν πολύ μεγάλοι.

Σοβαρές ανησυχίες είχε εκδηλώσει επίσης και η σέρβική πλευρά, η οποία ζήτησε από την Πύλη την ανάκληση των τριών Βουλγάρων επισκόπων.
Στην Κωνσταντινούπολη ο σύμβουλος της εκεί ρουμανικής πρεσβείας επισκέφθηκε στις αρχές Ιανουαρίου του 1898 τον σουλτάνο και έκανε έντονες παραστάσεις, διαμαρτυρόμενος για το διορισμό των Βουλγάρων εκκλησιαστικών εκπροσώπων ζητώντας σαν αντιστάθμισμα την αναγνώριση ρουμανικών κοινοτήτων από την Πύλη και το διορισμό Ρουμάνου Εξάρχου.

 Η αντίδραση όμως του ελληνικού πληθυσμού του Μοναστηριού και της Στρώμνιτσας υπήρξε ιδιαίτερα σφοδρή.

 Τουλάχιστο χίλιες υπογραφές συγκέντρωσαν οι δύο ελληνικές κοινότητες σε έγγραφες αναφορές τους προς την Πύλη, στις οποίες διαμαρτύροντανγια την παρουσία Βουλγάρων επισκόπων.

 Η επικείμενη άφιξη του Βουλγάρου επισκόπου στο Μοναστήριέδωσε αφορμή για την πραγματοποίηση μεγάλων ειρηνικών διαδηλώσεων εκ μέρους των Ελλήνων Μοναστηριωτών, οι οποίες ανάγκασαν τελικά το βαλή Αβδούλ Κερίμ πασά να δεχθεί να μεταβιβάσει στο σουλτάνο την έγγραφη ελληνική διαμαρτυρία, που είχε αρχικά αρνηθεί να παράλάβει.
Τη μέρα της άφιξης του Βουλγάρου επισκόπου στο Μοναστήρι (23 Δεκεμβρίου 1897) συγκεντρώθηκε μικρό σχετικά πλήθος, για να τον υποδεχθεί, η βουλγαρική σχολική κοινότητα του Μοναστηριού, το διδακτικό προσωπικό και άλλα περίπου 250-300 άτομα.

 Την ίδια μέρα πολλοί Έλληνες κατευθύνθηκαν στη μητρόπολη του Μοναστηριού, ζήτησαν από το σουλτάνο ν’ αναστείλει την απόφασή του και εξέφρασαν στο μητροπολίτη Πελαγονίας την αγανάκτησή τους για τη στάση του πατριαρχείου.

 Όταν μάλιστα οΒούλγαρος επίσκοπος Γρηγόριοςπαρουσιάστηκε στο βαλή και του παράδωσε το φιρμάνι του διορισμού του,παρατηρήθηκε γενική αναστάτωση ανάμεσα στα μέλη της ελληνικής κοινότητας.

 Την επόμενη, παραμονή Χριστουγέννων, η ελληνική αντιπροσωπεία συγκεντρώθηκε στη μητρόπολη και ζητούσε να πραγματοποιήσει πορεία διαμαρτυρίας, αλλά τελικά αποφασίστηκε να σταλεί τηλεγράφημα στον πατριάρχη, για να μεσολαβήσει ενεργά για την προστασία των πατριαρχικών προνομίων και την ανάκληση του Βουλγάρου επισκόπου.

 Μπροστά στις τραγικές εκείνες στιγμές ο μητροπολίτης Κοσμάςέχασε την ψυχραιμία του και χωρίς να αναλογιστεί τις συνέπειες της ενέργειάς του, αποφάσισε, στις 25 Δεκεμβρίου του 1897, να υποβάλειτηλεγραφικά προς το πατριαρχείο την παραίτησή του.

 Σύσσωμη η ελληνική κοινότητα του Μοναστηριού έστειλε την επομένη τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στο σουλτάνο και διόρισε επιτροπή, η οποία επέδωσε νέα αναφορά στο βαλή, παρακαλώντας τον γραπτά και προφορικά να μεταφέρει στην Πύλη τη θλιβερή εντύπωση, που είχε προκαλέσει στον ελληνισμό ο διορισμός του μητροπολίτη Γρηγορίου.

 Ο βαλής όμως, αφού διάβασε την αναφορά, αρνήθηκε να την προωθήσει στην Πύλη, γεγονός, το οποίο εξόργισε περισσότερο την ελληνική κοινότητα, που σκέφτηκε να κλείσει σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας ακόμη και την αγορά της πόλης, αλλά ανακάλεσε την απόφασή της κάτω από τις επίμονες προτροπές του μητροπολίτη Κοσμά.

Η σιωπηρή στάση του πατριαρχείου απέναντι στα γεγονότα που διαδραματίζονταν στο Μοναστήρι, απογοήτευσε τους Έλληνες και δημιούργησε σ’ αυτούς πολλά ερωτηματικά ως προς τις μελλοντικές σκέψεις του πατριάρχη σχετικά με την ελληνική παρουσία στη Βόρεια Μακεδονία.

Καθώς λοιπόν οι βουλγαρικοί κύκλοι του Μοναστηριού θριαμβολογούσαν για το διορισμό του εκκλησιαστικού εκπροσώπου της Εξαρχίας και επεσήμαιναν τη βαθμιαία συρρίκνωση του βόρειου ελληνισμού, ο μητροπολίτης Πελαγονίας δήλωνε επίσημα σ’ έγγραφό του προς την Πύλη το ασυμβίβαστο της παρουσίας δύο ορθοδόξων μητροπολιτών στο Μοναστήρι.

 Σ’ επιστολή του γραμμένη στις 27 Δεκεμβρίου του 1897 προς τον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηριού Ν. Μπέτσο, ο Κοσμάς χαρακτήριζε το διορισμό των νέων Βουλγάρων επισκόπων «χαριστική βολή» για την εξελικτική πορεία του ελληνισμού της Βόρειας Μακεδονίας και επικαλούμενος τις τεράστιες οικονομικές δυσχέρειες, που αντιμετώπιζε ο ίδιος, οι Έλληνες δάσκαλοι και τα ελληνικά σχολεία, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι όλες αυτές οι δυσμενείς συγκυρίες είχαν παραλύσει το σθένος του και τον είχαν παρακινήσει να υποβάλει την παραίτησή του στο πατριαρχείο.

 Το πατριαρχείο δεν έκανε βέβαια δεκτή την παραίτησή του και ο πατριάρχης, απογοητευμένος από την ενέργεια αυτή του Κοσμά, που δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των εθνικών περιστάσεων, αναγνώρισε τα τετελεσμένα γεγονότα και αρκέστηκε να διαμαρτυρηθεί στην Πύλη με έντονο ύφος χωρίς όμως να προβεί σε άλλα διαβήματα, τα οποία πιθανό να περιέπλεκαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Άλλωστε ο ίδιος ο πατριάρχης επεσήμανε στον Έλληνα πρέσβη ότι το πατριαρχείο δεν διέθετε τα ανάλογα ηθικά μέσα για να αντιστρατευθεί στην τουρκική απόφαση, εφόσον ο σουλτάνος κρατούσε ευνοϊκή στάση απέναντι στην Εξαρχία.

Γι αυτό και σκόπευε να επαναλάβει παλαιότερο αίτημά του για την αλλαγή του σχήματος του βουλγαρικού κλήρου.

Σύγχρονα με την υποβολή της παραίτησής του στο πατριαρχείο, το Δεκέμβριο του 1897, ο μητροπολίτης Πελαγονίας πρότεινε σε σχετικό υπόμνημά του προς τον πατριάρχη και τον Έλληνα πρόξενο Ν. Μπέτσοτην κατάργηση της μητρόπολης Πρεσπών και Αχριδών και την υπαγωγή των ελληνικών κοινοτήτων της γεωγραφικής εκείνης περιφέρειας στη μητρόπολη Πελαγονίας.

 Παράλληλα επεσήμανε την αναγκαιότητα για τη σύσφιξη των ελληνοσερβικών σχέσεων, την πραγματοποίηση στενότερης ελληνοσερβικής συνεργασίας στη Μακεδονία και το διορισμό Σέρβου επισκόπου στο Κίρτσοβο.
Οι προτάσεις του όμως αυτές έδωσαν αφορμή στο Ν. Μπέτσο να χαρακτηρίσει τον Κοσμά «μικρόπνοο», «όργανο» της σερβικής πολιτικής και τον ανάγκασαν να ζητήσει από το υπουργείο Εξωτερικών την αντικατάστασή του από το μητροπολίτη Τραπεζούντας ή το μητροπολίτη Σκοπίων Αμβρόσιο.

Επάνω στα ζωτικά αυτά ζητήματα επανήλθε ο μητροπολίτης Πελαγονίας και πάλι στις αρχές του 1898 με μακροσκελές υπόμνημά του προς τον πατριάρχη, γραμμένο στις 23 Μαρτίου του ίδιου χρόνου.
Εκεί τονίζει, αρχικά τη δεινή θέση του ελληνισμού της Βόρειας Μακεδονίας, ο οποίος είχε ν αντιπαλαίσει κυρίως με το βουλγαρικό παράγοντα, που είχε αποκτήσει σημαντικά ερείσματα ακόμη και μέσα στο Μοναστήρι μετά το διορισμό του Βουλγάρου επισκόπου.

Η ένταση των εθνικών ανταγωνισμών στο γεωγραφικό αυτό χώρο είχε συντελέσει, σύμφωνα με την άποψη του Κοσμά, στη διαφθορά των θρησκευτικών συνειδήσεων του χριστιανικού πληθυσμού και των διαφόρων εκκλησιαστικών εκπροσώπων του πατριαρχείου, στη συρρίκνωση του ελληνισμού,καθώς και στην παράλληλη ισχυροποίηση του ντόπιου βουλγαρικού στοιχείου.

 Η τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε, θα μπορούσε να είχε εξομαλυνθεί, εάν το πατριαρχείο έπαιρνε ουσιαστικά μέτρα για την άρση του σχίσματος και τη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων πλευρών με τη μορφή αμοιβαίων παραχωρήσεων.

Καθώς όμως όλα αυτά φαίνονταν ανέφικτα,τουλάχιστο για εκείνη τη χρονική περίοδο, ο εκκλησιαστικός εκπρόσωπος του πατριαρχείου σπεύδει να προτείνει στο πατριαρχείο ορισμένα μέτρα, που απέβλεπαν στη συσπείρωση του ελληνισμού της Βόρειας Μακεδονίας και στη διαφύλαξη των ελληνικών συμφερόντων.

Και αυτά ακριβώς τα μέτρα συνοψίζονταν στην επείγουσα ανάγκη για την εναρμόνιση της εκκλησιαστικής διαίρεσης ορισμένων επαρχιών του βιλαετιού Μοναστηριού με τη διοικητική οργάνωση που προϋπήρχε, την κατάργηση της μητρόπολης Αχριδών και Πρεσπών, τη μεταβολή των γεωγραφικών ορίων της δικαιοδοσίας ορισμένων άλλων μητροπόλεων, την αύξηση της οικονομικής ενίσχυσης των μητροπόλεων Πελαγονίας, Μογλενών και Πρεσπών, την αποστολή εκπαιδευμένων ιερέων σε διάφορα χωριά της Βόρειας Μακεδονίας για την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων και τέλος το συντονιστικό ρόλο, τον οποίο θα έπρεπε να διαδραματίσει η μητρόπολη Πελαγονίας σε ολόκληρο το βόρειο μακεδονικό χώρο.

Αρχικά λοιπόν ο μητροπολίτης Πελαγονίας προσδιορίζει στο υπόμνημά του τη ζώνη επιρροής του ελληνισμού, η οποία, όπως σημειώνει, για λόγους ιστορικοπολιτικούς, θα

 «πρέπει να τεθή εις την γραμμήν την διερχομένην από του Κιρτζόβου της επαρχίας Δεβρών και διευθυνομένην προς ανατολάς άνωθεν τον Κρουσόβου της επαρχίας Πρεσπών, διερχομένην άνωθεν του Περλεπέ ανά μέσον του Δρένοβο Σέλο και Καβαδάρ της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης και εκείθεν, κάμπτουσα προς βορράν άνωθεν της Στρουμνίτζης, περιλαμβάνουσα το Πετρίτσι της επαρχίας Μελενίκου κάτωθεν της πόλεως Μελενίκου και εξικνουμένη κάτωθεν του Νευροκόπου και άνωθεν της Λυμπέγοββας μέχρι ύπερθεν της Δράμας εις τα σύνορα της Θράκης».

Στη συνέχεια του υπομνήματος του ο μητροπολίτης Πελαγονίας θίγει ένα πολύ καυτό ζήτημα, που είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τις ελληνικές κυβερνήσεις στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και αφορούσε την επιτακτική ανάγκη για την ομοιόμορφη κατανομή των εκκλησιαστικών περιφερειών της Μακεδονίας σύμφωνα ή έστω κατά προσέγγιση με το υφιστάμενο διοικητικό σύστημα.

Είναι αλήθεια ότιο σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην εκκλησιαστική και τη διοικητικήδιαίρεση της Μακεδονίας δημιουργούσε πολλά προβλήματα κυρίως στους κατοίκους των κωμοπόλεων και ιδιαίτερα των χωριών, οι οποίοι υπάγονταν διοικητικά και εκκλησιαστικά σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές.

Παρά τις επίμονες όμως πιέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, 
το πατριαρχείο δεν φαινόταν διατεθειμένο να κάμει τουλάχιστο ορισμένες μεταβολές. 

Διακρίνοντας τα πράγματα ρεαλιστικά και αποβλέποντας, αφενός στην ομοιόμορφη κατανομή των εκκλησιαστικών και των διοικητικών περιφερειών της Μακεδονίας και αφετέρου στην ισχυροποίηση του βόρειου ελληνισμού του βιλαετιού Μοναστηριού και στην εξάρτησή του από ένα μόνο εκκλησιαστικό κέντρο, δηλαδή από τη μητρόπολη Πελαγονίας, όπου το ελληνικό στοιχείο εμφανιζόταν ισχυρότερο συγκριτικά από εκείνο που υπαγόταν στη μητρόπολη Αχριδών και Πρεσπών, ο Κοσμάς επισημαίνει την ανάγκη να υπαχθεί το Κρούσοβο εκκλησιαστικά στη μητρόπολη· Πελαγονίας. 

Στο Κρούσοβο βέβαια θα συνέχιζε να εδρεύει ένας τιτουλάριος επίσκοπος, ο οποίος θα είχε κάτω από την εποπτεία του όλα τα χωριά Ν. του Κρουσόβου και όσα βρίσκονταν γύρω από τον Περλεπέ και στο τμήμα Μοριχόβου.

Στο συμπέρασμα αυτό είχε καταλήξει ο μητροπολίτης Πελαγονίας ύστερα από την ορθή διαπίστωση ότι η μητρόπολη Αχριδών και Πρεσπών θα ήταν δύσκολο να εποπτευθεί από τους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου λόγω της απομακρυσμένης γεωγραφικής θέσης του Κρουσόβου από τα υπόλοιπα χωριά και κωμοπόλεις, που υπάγονταν σε διαφορετικές πολιτικές υποδιοικήσεις και διοικήσεις.
Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρούνταν και στα χωριά της περιφέρειας του Οστρόβου, που βρίσκονταν γεωγραφικά στο μέσο των επαρχιών Μογλενών και Πελαγονίαςκαι των οποίων οι κάτοικοι αναγκάζονταν ν’ απευθύνονται για τις υποθέσεις τους, άλλοι στη μητρόπολη Πελαγονίας και άλλοι στη μητρόπολη Μογλενών.
Το ίδιο ίσχυε για το γεωγραφικό τμήμα της Καρατζόβας, που υπαγόταν στη μητρόπολη Μογλενών και για εκείνα τα χωριά των τμημάτων Μοριχόβου και Περλεπέ, που διοικητικά υπάγονταν στην υποδιοίκηση Περλεπέ και εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Πελαγονίας, αλλά απείχαν απ’ αυτή 8—10 ώρες απόσταση.
Ο μητροπολίτης Κοσμάς τονίζει ακόμη ότι στη μητρόπολη Πελαγονίας θα έπρεπε επίσης να υπαχθούν και οι κωμοπόλεις της Μηλόβιστας, του Γκοπεσίου και της Ρέσνας,όπου ζούσε συμπαγής ελληνοβλαχικός πληθυσμός.

Το υπόλοιπο γεωγραφικό τμήμα της μητρόπολης Αχριδών θα αποσπόταν από τη μητρόπολη Πρεσπών και μαζί με την περιφέρεια του Κιρτσόβου της μητρόπολης Δεβρών, τα χωριά της Κάτω Δίβρας και εκείνα, που βρίσκονταν γύρω από τη Στρούγγα και υπάγονταν στη μητρόπολη Δυρραχίου, θ’ αποτελούσαν ξεχωριστή μητρόπολη ή ανεξάρτητη επισκοπή με έδρα την Αχρίδα και το Κίρτσοβο (μητρόπολη Αχριδών και Κιρτσόβου).
Το γεωγραφικό τμήμα της Πρέσπας και του Οστρόβου και όσα χωριά της μητρόπολης Καστοριάς υπάγονταν διοικητικά στη Φλώρινα, θα συγχωνεύονταν στη μητρόπολη Μογλενών.

 Έτσι θα δημιουργούνταν η μητρόπολη Πρεσπών και Μογλενών, αφού αφαιρούνταν απ’ αυτήν το τμήμα Καρατζόβας και υπαγόταν στη μητρόπολη Βοδενών, κοντά στην οποία βρισκόταν. 

Όσα χωριά ακόμη βρίσκονταν κοντά στηνπεριφέρεια Γευγελήςκαι υπάγονταν στημητρόπολη Μογλενών, θα περιέρχονταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της επισκοπής Πολυανής, ενώ εκείνα, στα νότια της Νάουσας, τηςμητρόπολης Βοδενών, θα προσαρτιόνταν στη μητρόπολη Βέροιας.
Η μητρόπολη Βελεσών και Δεβρώνθα διασπόταν και η πρώτη θα αποτελούσε ανεξάρτητη επισκοπή, στην οποία θα υπάγονταν τα χωριά κοντά στα Βελεσά και όσα βρίσκονταν μακριά από τη Στρώμνιτσα. Το γεωγραφικό τμήμα της μητρόπολης Δεβρών θα περιερχόταν στη μητρόπολη Δυρραχίου μαζί με την περιφέρεια της Σπαθίας.

Πέρα όμως από τις παραπάνω μεταβολές, που ήταν απαραίτητο να πραγματοποιηθούν στο υφιστάμενο καθεστώς της εκκλησιαστικής διαίρεσης της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, ο μητροπολίτης Πελαγονίας έκρινε σκόπιμο ν’ αναφερθεί και σε ορισμένα άλλα καίρια θέματα, που αφορούσαν τις επιχορηγήσεις του ελληνικού κράτους προς τις μητροπόλεις του βόρειου μακεδονικού χώρου και την ορθότερη κατανομή των ενισχύσεων αυτών για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της κατάστασης.

Αρχικά τονίζει ότι δεν υπήρχε ανάγκη να επιχορηγείται η μητρόπολη Βοδενών, η οποία, όπως υπονοεί, δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο από τη βουλγαρική διείσδυση. Ακόμη θα έπρεπε να διακοπούν οι επιχορηγήσεις προς τα ελληνικά χωριά των επαρχιών Καστοριάς και Κοριτσάς και προς τις δύο ανθηρές κωμοπόλεις του Μεγάροβου και του Τύρνοβου.

Αντίθετα ο μητροπολίτης Πελαγονίας επισήμαινε την ανάγκη για την αύξηση της χορηγίας προς τις μητροπόλεις Πελαγονίας, Μογλενών και Πρεσπών, Αχριδών και Κιρτσόβου και προς τον τιτουλάριο επίσκοπο Κρουσόβου και Περλεπέ.

Ένα ειδικό κονδύλι θα έπρεπε να διατεθεί αποκλειστικά για τις τεράστιες ανάγκες των κατοίκων των πολυάριθμων ελληνικών χωριών των επαρχιών Πελαγονίας, Πρέσπας και Μογλενών, που είχαν εξαντληθεί οικονομικά από τις μεγάλες υλικές θυσίες, στις οποίες υποβάλλονταν καθημερινά κατά τους λυσσώδεις αγώνες τους για την ανάκτηση των ελληνικών εκκλησιών και σχολείων.

 Ο ίδιος μητροπολίτης Πελαγονίας χαρακτηρίζει θαύμα το γεγονός, πώς τόσα πολλά χωριά στις παραπάνω επαρχίες είχαν παραμείνει γνήσια ελληνικά, χωρίς να έχουν καμιά υλική συμπαράσταση από το ελληνικό κράτος.

Ένα άλλο σημαντικό μέτρο που πρότεινε ο εκπρόσωπος του πατριαρχείου στο υπόμνημά του, έχοντας σαν πρότυπο ανάλογο μέτρο, το οποίο εφάρμοζε εδώ και αρκετά χρόνια η Εξαρχία με μεγάλη επιτυχία, αφορούσε την επιστράτευση ντόπιων κατηχητών ιερέων, οι οποίοι θα ήταν γνώστες του σλαβικού ιδιώματος και θα είχαν σαν κύρια αποστολή να επαναφέρουν στο πατριαρχείο όσα χωριά είχαν εξαναγκαστεί να προσέλθουν στην Εξαρχία.

 Στη μητρόπολη Πελαγονίας θα διορίζονταν 3 ιερείς, 2 στη μητρόπολη Πρεσπών και Μογλενών και 2 στη μητρόπολη Αχριδών και Κιρτσόβου.
 Στα πλαίσια της υλοποίησης της πρότασης αυτής ο μητροπολίτης Πελαγονίας προτείνει την κατάργηση του Τσοτυλίου διδασκαλείου και την ανασύστασή του σε οικοτροφείο, προοριζόμενο για τους κατηχητές ιερείς, οι οποίοι θα είχαν υλική ενίσχυση όχι μόνο από τη «Μακεδονική Αδελφότητα» της Κωνσταντινούπολης, αλλά και από το ελληνικό κράτος.

Επικαλούμενος ακόμη την καίρια γεωγραφική θέση του Μοναστηριού, το οποίο υπήρξε έδρα της μητρόπολης Πελαγονίας και προπύργιο του ελληνισμού της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς και τον τεράστιο φόρτο εργασίας και ευθύνης, που προέκυπτε για τον εκάστοτε εκπρόσωπο του πατριαρχείου, όταν είχε ν’ αντιμετωπίσει κυρίως τα αλλεπάλληλα αιτήματα των κατοίκων των χωριών της Πελαγονίας, ο Κοσμάς προτείνει την άμεση λήψη των παρακάτω μέτρων:

 1) να υποχρεωθούν οι μητροπόλεις του βιλαετιού Μοναστηριού, ύστερα από σχετική απόφαση του πατριαρχείου, να επιλύουν τις εκκρεμείς υποθέσεις τους αρχικά μέσω της μητρόπολης Πελαγονίας και έπειτα μέσω της γενικής διοίκησης,

2) με παρέμβαση του πατριαρχείου στην Πύλη ν’ αναγνωριστεί από τη γενική διοίκηση του βιλαετιού στη μητρόπολη Πελαγονίας το δικαίωμα να μεσολαβεί στην κεντρική αρχή για τις υποθέσεις και των άλλων μητροπόλεων,

3)να διοριστεί από το μητροπολίτη Πελαγονίας υπεύθυνος υπάλληλος, ο οποίος να γνωρίζει ελληνικά και τουρκικά. Αυτός θα αναλαμβάνει να αλληλογραφεί με τις γύρω μητροπόλεις κάτω από την καθοδήγηση του εκκλησιαστικού εκπροσώπου Πελαγονίας και θα έρχεται σε επαφή με τη γενική διοίκηση Μοναστηριού για την επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων.

 Τακτικές συναντήσεις των μητροπολιτών Αχριδών και Κιρτσόβου, Μογλενών και Πρεσπών και Καστοριάς, που θα πραγματοποιούνταν τρεις φορές το χρόνο, κάθε Φεβρουάριο, Μάιο, και Ιούλιο,θα συντόνιζαν τις κατάλληλες εθνικές ενέργειες.

Αυτές ήταν σε γενικές γραμμές οι συγκεκριμένες προτάσεις που υπέβαλε με διορατικότητα και ρεαλισμό ο μητροπολίτης Πελαγονίας προς τον πατριάρχη θίγοντας και αναλύοντας ορισμένα πολύ σημαντικά θέματα, των οποίων, όπως χαρακτηριστικά έγραφε,

«η εφαρμογή παρέχει την ελπίδα της βελτιώσεως της τύχης των δικαιωμάτων του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας ανά τα μέρη ταύτα. 
Βεβαίως υπάρχουσι και έτεραι λεπτομέρειαι. 
Επειδή όμως αύται συνέχονται προς τα μέτρα ταύτα, είναι περιττόν να εκτεθώσιν εν τη παρούση μου. Και είνε μεν αληθές ότι η εφαρμογή του πρώτου μέτρου περί διαρρυθμίσεως των επαρχιών προσκρούει εις το καθεστώς, αλλ ’ επιτραπήτω μοι να είπω ότι, εάν εις άλλα κλίματα του Οικουμενικού Θρόνου η μετακίνησις του τοιούτου καθεστώτος τυγχάνη επιζήμιος ή ασύμφερος, έχει την δικαιολογίαν ότι δεν εκβιάζεται υπό των περιστάσεων, αλλά και η εμμονή εις το τοιούτον καθεστώς καταφωράται ως έγκλημα αβελτηρίας και τούτ ’ αυτό προδοσία των συμφερόντων της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. 

Τούτων πάντων ένεκα αφ ’ ενός και εκ των ανυπερβλήτων δυσχερειών ως απαντώμεν ημείς τε ενταύθα και η Μήτηρ Εκκλησία εν τη Βασιλευούση προς υποστήριξιν των καθ’ ημέραν διαφευγόντων εκ των χειρών ημών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Θρόνου αφ ’ ετέρου, κατά την εμήν ταπεινήν κρίσιν δέον ή εκ των δύο να σπεύση η Εκκλησία να θέση εις ενέργειαν ή την συνθηκολόγησιν μετά των διεκδικούντων το Μακεδονικόν έδαφος εθνών και την μετά ταύτην άρσιν του σχίσματος ή την εφαρμογήν των ανωτέρω μέτρων. 

Αλλως μάτην κοπιώσι και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον καταναλισκόμενον εις τα ουνήθη ημίμετρα παρά τη Σεβαστή Κυβερνήσει και η Ελλάς δαπανώσα ανωφελώς το εθνικόν χρήμα και ημείς οι εν τω κλίματι τούτω αρχιερείς, οι καταστάντες ανίσχυροι και αυτών των χωρικών ιδιωτών και σταυρώσαντες τας χείρας ημών απέναντι της συνωμοσίας των πάντων καθ ’ ημών. 

Η φορά δε των πραγμάτων ενταύθα κατέστη τοσούτον ταχεία όσον και ο χρόνος και καθώς ούτος δεν επιστρέφει, ούτω και τα πράγματα δεν επιστρέφουσιν αλλά ολονεν προχωρούντα εξαλείφουσι την ύπαρξιν ημών εκ του εδάφους τούτου ώστε ό,τι δύναται να γίνη σήμερον μηδέ ως όναρ δύναται να λεχθή».


Η δίνη των περιστάσεων και η τροπή των γεγονότων δεν επέτρεψαν βέβαια την υλοποίηση των προτάσεων του μητροπολίτη Πελαγονίας, που στόχευαν αναμφισβήτητα στη βελτίωση του καθεστώτος του ελληνισμού της Βόρειας Μακεδονίας στα τέλη του περασμένου αιώνα.

Η ουδέτερη στάση του πατριαρχείου και η διστακτικότητά του ν’ αναλάβει ενεργή πρωτοβουλία επιδείνωναν καθημερινά τη θέση του εκκλησιαστικού εκπροσώπου του στη μητρόπολη Πελαγονίας,ο οποίος είχε ν’ ανταπεξέλθει με την ολοένα ισχυροποιούμενη βουλγαρική παρουσία.

Έτσι το Νοέμβριο του 1897 ξέσπασε μεγάλη αναταραχή στο Μοναστήριμε αφορμή την κατοχή των ελληνικών νεκροταφείων, που διεκδικούσαν με πείσμα οι Βούλγαροι, οι οποίοι προσπαθούσαν να επωφεληθούν από τις δυσμενείς για τους Έλληνες περιστάσεις με την πρωτοβουλία του Βουλγάρου εμπορικού πράκτορα Στόιτσεφ και του Ρώσου προξένου Ροστκόφσκι.

Στο Μοναστήρι υπήρχαν την εποχή εκείνη 3 νεκροταφεία:
του Ντοβλετζίκ,
της Ηράκλειας στο Μπούκοβο και
της Αγ. Κυριακής.

Μετά την ίδρυση της Εξαρχίας (1870) οι Έλληνες παραχώρησαν στους λιγοστούς εξαρχικούς της πόλης το νεκροταφείο της Αγ. Κυριακής όπου είχαν ταφεί πολλοί Έλληνες, ορισμένοι απόγονοι των οποίων είχαν προσέλθει στην Εξαρχία.

Από τότε ο ελληνισμός του Μοναστηριού κατείχε τα νεκροταφεία του Ντοβλετζίκ και του Μπουκόβου.

Το τελευταίο ήταν το μεγαλύτερο και διαιρούνταν σε τρεις κατηγορίες.
Βουλγαρικές ενέργειες για την ταφή εξαρχικών στα δυο παραπάνω νεκροταφεία προκάλεσαν στα 1897 αιματηρές συγκρούσεις  ανάμεσα στην ελληνική και τη βουλγαρική κοινότητα, η οποία πέτυχε, μολαταύτα, με την έγκριση και των τουρκικών αρχών, να χρησιμοποιεί το νεκροταφείο του Ντοβλετζίκ καθώς και την τρίτη και δεύτερη θέση του νεκροταφείου του Μπουκόβου με την προϋπόθεση ότι ο ενταφιαζόμενος εξαρχικός θα είχε συγγενείς Έλληνες και μάλιστα ύστερα από την έγκριση του μητροπολίτη Πελαγονίας.
 
Η διαμάχη αυτή για την κατοχή των ελληνικών νεκροταφείων προκάλεσε στα τέλη του 1897 μεγάλη αναταραχή ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό του Μοναστηριού, ο οποίος κυριεύθηκε από πίκρα και απογοήτευση ύστερα από τηνάδικη αυτή απόφαση των τουρκικών αρχών.

 Με τη συμπαράσταση του μητροπολίτη Πελαγονίας Κοσμά οι Έλληνες Μοναστηριώτες, επικαλούμενοι την αναντίρρητη πληθυσμιακή υπεροχή τουςόχι μόνο στο Μοναστήρι, αλλά και σε ολόκληρο το βιλαέτι, έστειλαν έγγραφη διαμαρτυρία προς την Πύλη ζητώντας την άμεση επέμβασή της για την ακύρωση της απόφασης του βαλή.


Την κυριαρχική πληθυσμιακή παρουσία του ελληνισμού 
ολοκλήρου του βιλαετιού Μοναστηριού 
αναγνωρίζει την ίδια ακριβώς εποχή
 και ο Γάλλος πρόξενος του Μοναστηριού Ledoux, 
ο οποίος επισημαίνει παράλληλα τις ακαταπόνητες ενέργειες
 της βουλγαρικής κίνησης και τις θεαματικές προόδους της στη Μακεδονία. 

Ο Ledoux συμπεραίνει ότι
 η μεγαλύτερη πλειοψηφία
 των βλαχόφωνων και αλβανόφωνων πληθυσμών
 του μακεδονικού χώρου
 είχε ελληνική συνείδηση. 

Δεν ίσχυε βέβαια το ίδιο και για τους σλαβόφωνους των βόρειων κυρίως περιοχών, τους οποίους προσέλκυε ολοένα και περισσότερο ο βουλγαρικός παράγοντας, ύστερα από τα αλλεπάλληλα τραγικά σφάλματα, όπως αναφέρει, που είχαν διαπράξει οι εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι του πατριαρχείου.

 Στο βόρειο τμήμα του βιλαετιού Μοναστηριού η παρουσία του ελληνισμού εμφανιζόταν λοιπόν αισθητά εξασθενημένη, όπως συμπεραίνουμε από τις αυστριακές προξενικές στατιστικές του 1897.

Αν εξαιρέσουμε το πολυάριθμο ελληνοβλαχικό πληθυσμιακό στοιχείο της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, 
συμπαγείς ελληνικοί σλαβόφωνοι πληθυσμοί, αφοσιωμένοι στο πατριαρχείο, κατοικούσαν στα εξής χωριά της περιοχής Μοναστηριού:
Λισολάι, 
Κιρκλίνο, 
Τσούλιτσα, 
Πότζεμ, 
Νόβατσι, 
Ριμπάρτσι, 
Νεγκότινο, 
Παράλοβο, 
Βράνεφτσι, 
Μπαλτόβιτσα, 
Βελιέσελο, 
Τέπαφτσι, 
Γκνίλες, 
Γκορντίλοβο, 
Μπροντ, 
Σλήβιτσα, 
Σκοτσιβίρ, 
Πόλιατε, 
Τσένγκελ, 
Ορέχοβο, 
Σούχοντολ, 
Δομπρομίρ, 
Νταλεμπέλοφτσι, 
Τράπε, 
Νοσπάλ, 
Ποντμολ, 
Τσάπαρη, 
Ρακοτίνο, 
Μπραντιντόλ, 
Δίχοβο, 
Μπρούσνικ, 
Λάχτση (Γκάμπα), 
Μπούκοβο, 
Ολέβενη, 
Ποροντίν,
Βελουσίνα, 
Όστρετς, 
Κράβαρη, 
Μάμπλιανη, 
Ομπντίτσαρη, 
Γραδέσνιτσα, 
Λάζετς, 
Κάνινο, 
Νταγουσίνο, 
Οψίρινα (Εθνικό), 
Αγ. Παρασκευή, 
Βίτουσα (Παρόρι), 
Ράκοβο (Κρατερό), 
Κλαμπουτσίστα (Πολυπλάτανος), 
Βακάφ, 
Νεγότσανη (Νίκη), 
Έγκρη Βακούφ, 
Μπούκρι, 
Άνω και Κάτω Έγκρη.

Συνολικά στο ναχιγιέ Μοναστηριού, σύμφωνα με τις αυστριακές στατιστικές, κατοικούσαν
22.499 εξαρχικοί και
21.905 πατριαρχικοί.

Στο ναχιγιέ Μοριχόβου
(4.460 εξαρχικοί και 2.547 πατριαρχικοί)
αναφέρονται ελληνικοί πληθυσμοί στα χωριά
Βιτόλιστα, 
Μέλνιτσα, 
Γραδέσνιτσα, 
Σταράβινα, 
Μοναστήρτσε. 

Ο Αυστριακός πρόξενος αγνοεί την ελληνική παρουσία και στα χωριά
Μπουντιμίρτσι, 
Γρούνιστα και 
Ζώβικ.

 Στην περιοχή της Φλώρινας το ελληνικό στοιχείο, εκτός από την ίδια τη Φλώρινα, επικρατεί στα χωριά
Κοτσκόινι, 
Νερέτη (Πολυπόταμο), 
Χασάνοβο (Μεσοχώρι), 
Σακούλεβο, 
Γκορνίτσοβο (Κέλλη), 
Νεγοβάνη (Φλάμπουρο), 
Τσέροβο (Κλειδί), 
Μπάνιτσα (Βεύη), 
Σέτινα (Σκοπός), 
Κρούσορατ (Αχλάδα), 
Λάζανη (Μεσονήσι), 
Πεσόσνιτσα (Αμμοχώρι), 
Αρμενοχώρι, 
Κλαδοράπη (Κλαδοράχη), 
Αρμένσκο (Άλωνας), 
Πισοδέρι, 
Τούρια, 
Κάλενικ (Άνω Καληνίκη), 
Καμπάσνιτσα (Πρώτη), 
Μπατς, 
Γκόριντσι, 
Λέσκοβατς (Λεπτοκαρυά), 
Ζίβονιε, 
Γράψιστα και 
Βακούφκιοϊ. 

Συνολικά στο ναχιγιέ της Φλώρινας κατοικούσαν
9.323 εξαρχικοίκαι
13.244 πατριαρχικοί.

Πατριαρχικοί πληθυσμοί αναφέρονται ακόμη και στα χωριά 
Τραπεζίτσα και 
Λουμπάνιστα του 
ναχιγιέ της Αχρίδας.

ΟΙ Βλάχοι της Ελλάδας και το Κουτσοβλαχικό ζήτημα.

$
0
0
ΑΘΑΝ. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΏΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΗΠΕΙΡΟΥ.

Η Κουτσοβλαχική  γλώσσα

Κατά τον ΙΑ'αιώνα το Βυζαντινό Κράτος απασχολήθηκε με το ζήτημα των ξενοφώνων πληθυσμών, που κατοικούσαν σε ορεινά μέρη της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Αλβανίας ή και πιο πάνω ακόμη.

Στα μέρη αυτά υπήρχον διάφορες περιοχές, όπου  οι κάτοικοι μιλούσαν μια παρεφθαρμένη Λατινική διάλεκτο, που μοιάζει κάπως με τη ρουμανική γλώσσα καθώς διαμορφώθηκε στη Δακοβλαχία. 

Οι Βυζαντινοί φαίνεται πως δεν εξέτασαν σοβαρά το ζήτημα αυτό και γιαυτό δεν μας άφησαν καμμιά ιστορική πληροφορία, που να μας εξηγεί πως προήλθε και δημιουργήθηκε η γλωσσική αυτή διάλεκτος, που μιλήθηκε από τη μικρά αυτή μειονότητα των κατοίκων μερικών ορεινών χωρίων, ορισμένων περιοχών του Ελληνικού κράτους. 

Μερικοί συγγραφείς εξέφεραν γνώμες αόριστες και ασαφείς, στις όποιες προσπαθούν να εξηγήσουν την καταγωγήν των ανθρώπων αυτών, που μιλούν αυτό το γλωσσικό ιδίωμα.

Οι γνώμες αυτές όλες δεν στηρίζονται σε αποδείξεις ιστορικές.

Με το πέρασμα του χρόνου και όταν οι Τούρκοι κατάκτησαν τη Χερσόνησο του Αίμου, πολλοί 'Έλληνες διωρίστηκαν Ηγεμόνες στη Μολδαυία και Βλαχία.
Αυτό το γεγονός έγινε αιτία να έλθουν οι 'Έλληνες σε στενώτερη επαφή με τους πληθυσμούς, που ζούσαν στις Ηγεμονίες αυτές, 
οι όποιοι ωνομάσθηκαν με το κοινό όνομα Βλάχοι και η γλώσσα τους Βλαχική η τα Βλάχικα.


Έτσι και εκείνοι που κατοικούσαν στα ορεινά  μέρη του υποδούλου Ελληνισμού και μιλούσαν τη συγγενική προς τη Βλαχική γλώσσα διάλεκτο ωνομάσθηκαν Κουτσόβλαχοι από τη γλώσσα τους, που ωνομάσθηκε Κουτσοβλαχική, δηλαδή παρεφθαρμένη Βλαχική.

Η Εθνική τους  συνείδηση.

Οι βουνήσιοι αυτοί πληθυσμοί ποτέ δεν παραδέχθηκαν την ονομασία «Κουτσόβλαχοι» γιατί
την θεωρούσαν ταπεινωτική.

Προτιμούσαν να ονομάζωνται «Ελληνόβλαχοι» η «ορεινοί  Έλληνες Βλάχοι».

 Η λέξις Βλάχος έχει τη σημασία του ορεσιβίου Έλληνος ποιμένος σε όλη την 'Ελλάδα και όχι μόνο στις περιοχές, που μιλήθηκε η Κουτσοβλαχική γλώσσα.

Ύστερώτερα ωνομάσθηκαν «Άρρουμούνοι» από μερικούς  στην αρχή δέχτηκαν το όνομα αυτό  γιατί τους προσείλκυσε το πρώτο στερητικόα, το όποιον κατ’ αυτούς εφανέρωνε ότι δεν ήσαν «Ρουμούνοι», αλλά και το όνομα αυτό  γρήγορα το άφήκαν και με πείσμα δέχονται να λέγωνται μόνο «Βλάχοι» όπως και όλοι οι ορεινοί ποιμένες της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου, γιατί έτσι πιστεύουν ότι φανερώνουν καλύτερα την Ελληνικότητά τους.

Οι Βλάχοι αυτοί σε όλη την ιστορική ζωή του Έθνους μας στάθηκαν οι πιο γνήσιοι Έλληνες και στις ευτυχείς και στις δύσκολες ημέρες και διακρίθηκαν στην πρώτη γραμμή των εθνικών αγώνων και του Ελληνικού εμπορίου και του Ελληνικού πολιτισμού και όταν ζούσαν στον τόπο τους και όταν αποδημούσαν σε ξένες χώρες. 

Και ως το τέλος του περασμένου αιώνα, όταν για πρώτη φορά ανακινήθηκε από τη Ρουμανική Προπαγάνδα το Κουτσοβλαχικό ζήτημα, ουδέποτε παρουσιάστηκε ούτε η παραμικρότερη αμφιβολία για την Ελληνικότητα των πληθυσμών αυτών.

  
Η καταγωγή των Ρουμάνων.

Είναι αξακριβωμένο από την ιστορία ότι ο λαός της Ρουμανίας δημιουργήθηκε στα βουνά της  Τρανσυλβανίας, στο Βανάτο, τη Βουκοβίνα και τη Βεσσαραβία από την ανάμιξη των εντοπίων Δακοθρακικών πληθυσμών με τους Ρωμαίους αποίκους που από κάθε γωνία του απέραντου Ρωμ. Κράτους, έστειλε εκεί ο αυτοκράτωρ Τραιανός τον πρώτον αιώνα μ. X. για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους.
 
Αυτοκράτωρ Τραιανός.
 Όταν δηλαδή ο αυτοκράτωρ Τραϊανός κατέκτησε τη Δακία έστειλε πολλούς αποίκους για να συνδέση πιο στενά την επαρχία αυτή με το Ρωμαικό Κράτος και να δημιουργήση έτσι εκεί ένα ισχυρό στήριγμα της αυτοκρατορίας εναντίον των επιδρομών των άλλων λαών και των Σλαύων, που κατοικούσαν βορειότερα.

Από την ανάμιξη αυτή των Ρωμαίων αποίκων με τους εντοπίους δημιουργήθηκε νέο γλωσσικό ιδίωμα, η τοπική λατινική διάλεκτος, που ωνομάστηκε αργότερα Ρουμανική.

Γιατί οι Έλληνες Βλάχοι δεν είναι Ρουμάνοι.

Από την Τρανσυλβανία, τα Βανάτο, τη Βουκοβίνα και τη Βεσσαραβία απλώθηκαν οι Ρουμάνοι στις απέραντες και πλούσιες πεδιάδες του Δούναβη μετά τον 11ον αιώνα, όταν oι Πετσενέγοι και οι Κουμάνοι, που ζούσαν εκεί ως τότε καταστράφηκαν ολότελα από τους Βυζαντινούς και έσβησε το όνομά τους από την ιστορία.

Ούτε λογικό ούτε εύλογο είναι να παραδεχτούμε ότι οι Ρουμάνοι άφησαν τις πλούσιες και εύφορες πεδιάδες της Βλαχίας και ήλθαν να αποικίσουν τις άγονες και πετρώδεις περιοχές των Μακεδονικών και Ηπειρωτικών βουνών.
 Στις περιοχές αυτές κατοικούσαν πολλοί εντόπιοι, ασχολούμενοι κατά τα πλείστον εις την κτηνοτροφίαν, όπως συμβαίνει και σήμερον στις ίδιες περιοχές και σε άλλες ορεινές περιοχές της Ελλάδος.


 ’Ας μη ξεχνάμε ακόμη ότι στα ορεινά  και απρόσιτα αυτά χωριά κατέφευγαν και πολλοί κάτοικοι από τις πεδιάδες για να αποφεύγουν τα δεινά των επιδρομών και των πολέμων, που διαρκώς ερήμωναν τους κάμπους, ώστε τα ορεινά  χωριά ήσαν πάντοτε πυκνά κατωκημένα.


Γιατί δεν είναι απόγονοι Ρωμαίων αποίκων.

Δεν μπορεί επίσης κανείς να παραδεχθή  ότι οι σημερινοί Έλληνες Βλάχοι είναι απόγονοι Ρωμαίων άποίκων, όπως είναι οι Ρουμάνοι.
Οι Ρωμαίοι, που είχαν κατακτήσει όλη την Ευρώπη και μέρος της Ασίας και της Αφρικής, είχαν στη διάθεσή τους να διαλέξουν τα πιο εύφορα μέρη για να στείλουν εκεί αποίκους.

Φυσικά δεν μπορεί να ευσταθήση ο συλλογισμός ότι προτίμησαν από τις εύφορες πεδιάδες τα κατσάβραχα της Μακεδονίας και της Ηπείρου.

 Όσες άλλως τε αποικίες αναφέρονται ότι έγιναν στην Ελλάδα όλες έγιναν σε πεδινά και εύφορα μέρη όπως είναι οι Φίλιπποι, η Πέλλα, το Δίον, κ.λ.π.

Ο σοφός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαικός κ. Κεραμόπουλος, στην περισπούδαστη μελέτη του : « Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι», μας δίνει μια σαφή εξήγηση.

Άποδεικνύει οτι ο εκλατινισμός της γλώσσης των μη λατινικών αυτών πληθυσμών οφείλεται στη στρατολογία των πληθυσμών, την οποίαν έκαμναν οι Ρωμαίοι.

Οι Ρωμαίοι δηλαδήεστράτευον υποχρεωτικώς άνδρας από τες διάφορες επαρχίες του κράτους των και τους κατέτασσον επί είκοσι έτη εις τις Ρωμαικές Λεγεώνες η επί 25 έτη εις τα επικουρικά στρατεύματα.

 Οι άνδρες αυτοί εξεπέμποντο, όπου επέβαλλε κάθε φορά η ανάγκη του Ρωμαικού Κράτους. 
'Όλοι αυτοί οι στρατευόμενοι θέλοντας και μη εμάθαιναν τη λατινική γλώσσατις πιο πολλές φορές όχι τέλεια.

Την ίδια υποχρέωση είχαν και oι υιοί των κατ’ αυτόν τον τρόπον στρατευομένων. 
 Έπρεπε δηλαδή και αυτοί να υπηρετήσουν στρατιώτες όπως οι πατέρες των και γιαυτόν το λόγο μάθαιναν και αυτοί λατινικά και έτσι με την πάροδο των ετών βρέθηκαν οικογένειες, που μιλούσαν μια γλώσσα επηρεασμένη πολύ από τη λατινική.

Επειδή δε όσοι  κατοικούσαν τα ορεινά , πτωχά και άγονα εδάφη, με ευχαρίστηση εδέχοντο τη στρατολογία του είδους αυτού και επειδή   εις τα μέρη είδικώς εκείνα, εις τα όποια ομιλείται σήμερα το λατινογενές αυτά γλωσσικό ιδίωμα, εγίνετο ευρύτερη στρατολογία, διότι αι ανάγκαι του τόπου άπαιτουσαν την έγκατάσταση φρουρών για να καταστέλλουν τη ληστεία και να έξασφαλίζουν διόδους, γιαυτόν το λόγο το γλωσσικό αυτό  ιδίωμα επεκράτησε εκεί ευχερέστερα. 

Όλοι αυτοί, που κατετάσσοντο στους λεγεώνες, γύριζαν όταν συνεπλήρωναν τη θητεία τους στα σπίτια τους. 
Και όσοι  μεν κατοικούσαν στους κάμπους, όπου  ο πληθυσμός ήταν πυκνότερος ξανάρχιζαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα.
 Όσοι όμως κατοικούσαν στα ορεινά  μέρη, επειδή   διαρκώς σαυτά υπήρχαν ρωμαίοι φρουροί, οι όποιοι μολονότι ήσαν εντόπιοι ήσαν όμως και υποχρεωμένοι να μιλάν τη λατινική γλώσσα,ευρίσκοντο και αυτοί στην ανάγκη να διατηρήσουν το λατινογενές ιδίωμα, που έμαθαν στο στρατό και το όποιο σιγά σιγά επεβλήθη και απέμεινε η μόνη γλώσσα.

Μία Παράδοση για την Κουτσοβλαχική γλώσσα.

 Στην Ηπειρο και Θεσσαλία οι Βλάχοι διατηρούν την παράδοση  πως η γλώσσα τους δημιουργήθηκε, όταν οι Ρωμαίοι κατακτηταί εγκατέστησαν μόνιμες φρουρές στα περάσματα των βουνών, (στις κλεισούρες), και στα γειτονικά χωριά. 

Οι στρατιώτες αυτοί, φυσικά, μιλούσαν Λατινικά. 
Γι αυτό  το λόγο οι εντόπιοι 'Έλληνες, όσοι  αναγκαστικά είχαν μαζί τους συναλλαγές, αναγκάστηκαν να μάθουν τις Λατινικές λέξεις, που τους ήσαν απαραίτητες για να συνεννουύνται με αυτούς.
 αυτές οι παρεφθαρμένες Λατινικές λέξεις μαζί με τις ελληνικές δημιούργησαν ένα γλωσσικό ιδίωμα, που διαδόθηκε στον πολύ κόσμο, ο όποιος δε μπορούσε να διατηρήση δυό γλώσσες. 

Μόνο οι πιο μορφωμένοι από αυτούς, οι έμποροι και γενικά όσοι  πήγαιναν στις πόλεις διατήρησαν παράλληλα και την ελληνική μητρική τους γλώσσα.

Το ίδιο φαινόμενο το βλέπομε και στους Βλάχους της Αλβανίας, τους Άρβανιτόβλαχους, που έχουν στη γλώσσά τους τις ίδιες Λατινικές λέξεις, τις όποιες έχουν και οι Βλάχοι της 'Ελλάδος.

Οι άλλες λέξεις των Άρβανιτοβλάχων είνε άρβανίτικες και είναι περίπου οι ίδιες με τις ελληνικές λέξεις των Βλάχων της Ελλάδος.

 Από αυτό  μπορεί να βγάλη κανείς το συμπέρασμα ότι οι Βλάχοι της 'Ελλάδος και οι Άρβανιτόβλαχοι της Αλβανίας επήραν από τη Λατινική γλώσσα μόνο τις λέξεις, που τους εχρειάζοντο για να συνεννοούνται με τους Ρωμαίους και διατήρησαν τις υπόλοιπες λέξεις της δικής τους γλώσσας.

Γιά την Ηπειρο, Θεσσαλία και τα περισσότερα Κουτσοβλαχικά χωριά της Μακεδονίας η παράδοση αυτή επικυρώνεται από το ότι τα Κουτσοβλαχικά χωριά ευρίσκονται όπου  υπάρχουν ορεινά  περάσματα και δρόμοι, που εξυπηρετούσαν την κίνηση και το σύνδεσμο των Ρωμαϊκών στρατευμάτων από τα παράλια της Ηπείρου προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Αντίθετα πάλι στις ορεινές περιοχές, που δεν παρουσιάζουν τέτοια περάσματα, η όπου  τα χωριά είναι μακρυά από αυτά, δεν υπάρχουν Κουτσόβλαχοι.
 Επίσης ανάμεσα στις Κουτσοβλαχικές περιοχές έχομε και χωριά, που οι κάτοικοί τους δεν μιλούσαν ποτέ Κουτσοβλαχικά.

Και από την Κουτσοβλαχική αυτή παράδοση, που δε στηρίζεται σε ιστορικές πηγές, και από την ιστορική ερευνά του κ. Κεραμοπούλου βγαίνει το ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή η Κουτσοβλαχική γλώσσα των ορεινών χωρίων της 'Ελλάδος επεβλήθη η από τις Ρωμαικές φρουρές, που είχαν έγκατασταθή στα περάσματα των βουνών (κλεισούρες) η από τη στρατολογία πληθυσμού ελληνικού. 
Και στις δυό περιπτώσεις εκείνοι που δέχτηκαν τη λατινική γλώσσα δεν ήσαν Ρωμαίοι, αλλά ήσαν 'Έλληνες, όπως και όλοι οι άλλοι που κατοικούσαν στα γειτονικά χωριά.


ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΙΚΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ

Γιατί η Ρουμανία διεκδικεί τους Κουτσοβλάχους.

Καμμιά ιστορική πηγή η εύλογη αφορμή τους δεν φανερώνει σχέση των Βλάχων της Ελλάδος με το Ρουμανικό Κράτος• 
άντίθετα η γνώση της ιστορίας και της ζωής του τόπου βεβαιώνει ότι σε περασμένες εποχές πλήθος 'Ελλήνων είχε εγκατασταθή στη Ρουμανία, 
κανένας δε Ρουμάνος δεν ήλθε να εγκατασταθή στην Ελλάδα.

Οι κάτοικοι των πτωχών ορεινών μερών της Ελλάδος ταξιδεύοντας για εμπόριο σ’ όλο τον κόσμο έφθαναν έως τα τελευταία χρόνια και στην πλούσια Βλαχία, όπου  η παρουσία των 'Ελλήνων Ηγεμόνων εξησφάλιζε στους Ελληνες έμπόρους έξαιρετική προστασία. Γι’ αυτό  σε όλες τις περιοχές της Μολδαβίας και Βλαχίας και προ πάντων στα παράλια και στις πολιτείες, που βρίσκονται κοντά στο Δούναβη, δημιουργήθηκαν πλούσιες και ακμαίες ελληνικές παροικίες, που αποτελούσαν την αριστοκρατία στο πνεύμα και στο χρήμα.

Στον αποικισμό αυτόν σημαντικά αντιπροσωπεύοντο η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία. Παρά πολλές οικογένειες της Ηπείρου είχαν « σπίτια και χωράφια στη Βλαχιά», όπως λένε στα Ηπειρωτικά χωριά, το δε ήπειρωτικό τραγούδι του Ρόβα, που « ξεκίνησε εις τη Βλαχιά να πάη», δείχνει ότι οι Έλληνες, που είχαν προοδεύσει στο εμπόριο και σε άλλες επιχειρήσεις, ταξίδευαν στη Ρουμανία για να εκμεταλλεύωνται τον πλουτό της.

Ευκολονόητο είναι ότι πολλοί από τους Έλληνες, που εγκατασταθήκαν στη Ρουμανία, ήσαν και Βλάχοι της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας και ότι για την ομοιότητα της γλώσσης κάμποσοι από αυτούς αφωμοιώθηκαν προς τους κατοίκους, όπως έγινε και με πολλούς άλλους Έλληνες αποίκους.
  
 Ήταν αργότερα η Μολδαυία και η Βλαχία έγιναν 'Ηγεμονία και πριν aκόμα αυτή aποκτήση την oλική aνεξαρτησία της, φανερώθηκαν πολύ λίγοι και από τους Ρουμούνους πατριώτες και από τους Βλάχους που είχαν άφομοιωθή, οι όποιοι καλλιεργούσαν τη γνώμη πως υπήρχε φυλετική συγγένεια μεταξύ των Ρουμούνων και των Βλάχων της Ελλάδος.

Τότε για πρώτη φορά εγύρισεν από τη Ρουμανία στην Ελλάδα ο Βλάχος Απόστολος Μαργαρίτηςκαι επιχείρησε την προπαγάνδα του, προσπαθώντας να παρασύρη τους συγγενείς των Ελλήνων Βλάχων που ήταν εγκατεστημένοι στις παραδουνάβειες χώρες. 
Δεν μπόρεσε όμως να επιτύχη τίποτε σοβαρό γιατί οι Βλάχοι δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τον εθνισμό τους.

Η επίσημη Ρουμανία δεν φαινόταν ποτέ κατά την εποχή αυτή να υποστηρίζή καμμιά διεκδίκηση για τους Έλληνες Βλάχους.
Χάρτης Συνθήκης Αγίου Στεφάνου.

Άλλα όταν η Ρωσία με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου πήρε από τη Ρουμανία την ευφορώτατη νότια Βεσσαραβία, της οποίας όλοι σχεδόν οι κάτοικοι ήσαν Ρουμάνοι, και δε δικαιώθηκε από τη συνθήκη του Βερολίνου, η όποια της αφήκε μόνο τη Β. Δοβρουτσά όχι όμως και τη Βεσσαραβία, η προσοχή της Ρουμανίας στράφηκε ολοκληρωτικά στην απελευθέρωση των σκλαβωμένων Ρουμάνων, που ζούσαν στην Τρανσυλβανία, το Βανάτο, τη Βουκοβίνα και τη Βεσσαραβία. 

'Όλες αυτές οι επαρχίες είχαν προσαρτηθή στην Αυστρουγγαρία και τη Ρωσία.

 Κάθε όμως προσπάθεια για την απελευθέρωση των επαρχιών αυτών μοιραία θα έφερνε το νεαρό Κράτος της Ρουμανίας σε σύγκρουση προς τις δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις και φυσικά τέτοια προσπάθεια θα ήταν πολύ επικίνδυνη για το νεαρό ρουμανικά Κράτος.

 Γι’ αυτό  οι πολιτικοί της Ρουμανίας αγωνίστηκαν να συγκροτήσουν και να συμπιέσουν τα όνειρα του Ρουμανικού λαού για τη φυλετική του αποκατάσταση. 
Και όταν αργότερα εγινε η τριπλή συμμαχία μεταξύ Γερμανίας, Αύστρουγγαρίας και Ιταλίας, προσεχώρησε στην πολιτική επιρροή της συμμαχίας αυτής και η  Ρουμανία και έτσι πέρασε μια ειρηνική εποχή τριάντα χρόνων.

Ο λαός όμως της Ρουμανίας δεν έπαυσε να δείχνη ενδιαφέρον για τους σκλάβους Ρουμούνους, που ζουσαν στην ΑύστρουγγαρΙα και τη Ρωσία. 
Τότε η φημισμένη για τα μεγαλοφυή τεχνάσματά της Αυστριακή διπλωματία για να απαλλαγή από πιθανές ενοχλήσεις, που ήταν δυνατό να διαταράξουν τις φιλικές σχέσεις της με τη Ρουμανία, σκέφτηκε να απασχολήση την προσοχή του Ρουμανικού λαού με άλλο εξωτερικό ζήτημα. Βέβαια τέτοιο πρόχειρο ζήτημα ήταν η απελευθέρωση των Ρουμάνων της Βεσσαραβίας από τους Ρώσους. 
Αν όμως υποκινούσε τη Ρουμανία εναντίον της Ρωσίας υπήρχεν ο κίνδυνος να προκληθή Ευρωπαϊκός πόλεμος, που δεν τον ήθελαν τότε οι Δυνάμεις της Τριπλής Συμμαχίας.

 Γι’αυτό  το λόγο οι Αυστριακοί πολιτικοί προσπάθησαν και πέτυχαν να στρέψουν τις φιλοδοξίες των Ρουμάνων προς τις Ευρωπαϊκές επαρχίες της Τουρκίας, που κείνη την εποχή προκαλούσαν την όρεξη πολλών Κρατών. 'Η Ρουμανία ούτε σύνορα κοινά είχε με την Τουρκία ούτε ρουμουνικούς πληθυσμούς σκλάβους στην Τουρκία. Η Αυστριακή όμως διπλωματία σκέφτηκε ότι ήταν δυνατό να δημιουργηθούν Ρουμανικές αξιώσεις με τους Ελληνας Βλάχους της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Το έπίσημο Ρουμανικό Κράτος υιοθέτησε την υπόδειξη αυτή, γιατί έτσι θα μπορούσε να απασχόληση και να αποκοιμίση το Ρουμανικό λαό, που πονούσε για τους σκλάβους Ρουμάνους, που ζούσαν στην Αύστρουγγαρία και τη Ρωσία. Έτσι η Ρουμανία δημιούργησε το Κουτσοβλαχικό ζήτημα της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. .

Η Ρουμανική προπαγάνδα.
  
Άρχισε λοιπόν η Ρουμανική Κυβέρνηση να στέλνη πλήθος πρακτόρων από τη Ρουμανία
στις βλάχικες περιοχές για να προσέλκυση τους  Έλληνες Βλάχους. 

Οι πράκτορες αυτοί άρχισαν να προπαγανδίζουν και να λένε ότι οι Έλληνες Βλάχοι είναι Ρουμάνοι σκλάβοι και ότι η Ρουμανία ενδιαφέρεται για την απελευθέρωση τους• και επειδή   σκορπούσαν χρήματα ασυλλόγιστα κατώρθωσαν να παρασύρουν με το μέρος τους μερικούς φτωχούς βλάχους, τους όποιους έπεισαν να στείλουν τα παιδιά τους στη Ρουμανία για να μορφωθούν δωρεάν και να δημιουργήσουν καλύτερη τύχη. Φυσικά το δόλωμα τούτο ήτο πολύ δελεαστικό για τους φτωχούς Βλάχους. Οι προπαγανδισταί ήταν γι’ αυτούς οι αντιπρόσωποι της θείας Προνοίας, που τους έστελνε έτσι χωρίς να το περιμένουν για να μπορέσουν να μορφώσουν τα παιδιά τους να τα κάμουν επιστήμονας η υπαλλήλους, και να τα ανυψώσουν έτσι σε ανώτερο επίπεδο ζωής και κοινωνικής θέσεως.

’Έτσι επήλθε κάποιο ρήγμα για μια στιγμή μεταξύ των Ελλήνων Βλάχων, από τους όποιους μερικοί από συμφέρον παρουσιάστηκαν φανερά ως Ρουμανίζοντες η Ρουμανόβλαχοι, αλλά ο κίνδυνος ήταν πάντα μικρός γιατί η αντίδραση της μεγάλης μάζας των Βλάχων ήταν ακατάβλητη. Μόνο μερικοί τελείως άποροι, όπως τονίσαμε, παρεσύροντο από την προπαγάνδα και αυτοί μόνον από την προσδοκία των οικονομικών ωφελημάτων, τα όποια συνεχώς τους υπέσχοντο οι πράκτορες της προπαγάνδας και οχι γιατί πίστεψαν ποτέ στα σοβαρά ότι ήταν δυνατόν οι ίδιοι να είναι Ρουμάνοι.


Oι Τούρκοι εβοήθησαν την προπαγάνδα.

Τα αποτελέσματα όμως της προπαγάνδας αυτής σχετικά με τα εκατομμύρια των χρυσών φράγκων πού εσπαταλήθηκαν γι  αυτή, ήσαν  πολύ πενιχρά και η Ρουμανική Κυβέρνηση επείσθηκε ότι για να επιτύχη η προπαγάνδα έπρεπε να υποστηριχθούν οι πράκτορές της από την Τουρκική Κυβέρνηση, που δε θα έχανε τίποτα, αν οι υπήκοοί της Βλάχοι δήλωναν ότι ανήκουν στο Ρουμανικό έθνος αντί στο 'Ελληνικό.

Άρχισαν λοιπόν σχετικές ενέργειες στην Τουρκική Κυβέρνηση. Η Τουρκική Κυβέρνηση από χρόνια βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, εξ αίτιας των ταραχών, που είχαν δημιουργήσει στη Μακεδονία οι Βουλγαρικές συμμορίες των κομιτατζήδων. 

Οι θηριωδίες των Βουλγάρων δημιούργησαν το Μακεδονικό Αγώνα.
Το Μακεδονικό Σώμα του Παύλου Μελά.
Τα Ελληνικά ανταρτικά σώματα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατώρθωσαν να ανατρέψουντα φιλόδοξα όνειρα της Βουλγαρικής προπαγάνδας για τον εκβουλγαρισμό όλης της Μακεδονίας και επροστάτευσαν επιτυχώς τους ελληνικούς πληθυσμούς της. 

Έτσι όμως επεκράτησε μια ανώμαλη κατάσταση στη Μακεδονία, έγινε πολύς θόρυβος στις Ευρωπαϊκές εφημερίδες και οι Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις επέβαλαν έλεγχο στη Χωροφυλακή της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Αξιωματικοί των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης ανέλαβαν τότε την ανώτερη Διοίκηση της Χωροφυλακής για να επιβάλουν την τάξη.

Σε τέτοια δύσκολη θέση βρισκόταν η Τουρκική Κυβέρνηση, όταν άρχισαν οι ενέργειες της Ρουμανικής Κυβερνήσεως για τους Βλάχους.
Και επειδή   είχε κάθε συμφέρον να διαιρέση τις εθνότητες, που είχε υποδουλώσει και σύμφωνα με το πολιτικό δόγμα « διαίρει και βασίλευε », που ανέκαθεν Ακολουθούσε, φάνηκε πρόθυμη να εύχαριστήση την Αύστριακή διπλωματία, η οποία την επίεζε πολύ να δεχθή τις Ρουμανικές αξιώσεις. για τους Βλάχους. 
Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να δικαιολογήση και να παραδεχθή την ύπαρξη ανυπάρκτων υπηκόων της Ρουμανικής εθνότητος, δέχτηκε μόνο το 1905 να άναγνωρίση τους Βλάχους ως ιδιαίτερο έθνος,  (μελέτι) Κουτσοβλαχικό, όχι όμως ως Ρουμούνους.
Η αναγνώριση αυτή, αν και δεν ικανοποιούσε τις Ρουμανικές αξιώσεις, χρησίμεψε αρκετά στη Ρουμανική προπαγάνδα.

Οι Κουτσοβλαχικές Κοινότητες.
  
Έτσι οι Βλάχοι, όσοι ήθελαν, μπορούσαν  να αποτελέσουν ιδιαίτερη Κουτσοβλαχική Κοινότητα με δικά της σχολεία και εκκλησίες.

Άρχισε τότε η Ρουμανική προπαγάνδα να στέλνη από τη Ρουμανία στις Κουτσοβλαχικές περιοχές όχι μόνο πράκτορες, που είχαν στη διάθεσή τους άφθονα χρήματα για την προπαγάνδα, αλλά και πλήθος δασκάλων, οι όποιοι άνοιξαν σχολεία, που τις πιο πολλές φορές είχαν περισσότερους δασκάλους από μαθητές.

Στην αρχή ίδρυσαν Οικοτροφεία, για να παρασύρουν φτωχούς Βλάχους να στείλουν τα παιδιά τους και άφησαν για υστέρα να δημιουργήσουν Κοινότητα και Εκκλησία.

Με αυτά τα μέσα πέτυχαν να παρασύρουν μερικούς Βλάχους, ιδίως στη Μακεδονία, που δήλωσαν ότι ανήκουν στην Κουτσοβλαχικήν εθνότητα για να αποφύγουν τους διωγμούς των κομιτατζήδων, οι όποιοι δεν εδίωκαν τους Ρουμανίζοντας και γιατί δεν απέδιδαν καμμιά σοβαρότητα και σημασία στην προσπάθειά τους και γιατί πίστευαν, όπως ήταν και αλήθεια, ότι η προσπάθεια αυτή στους Βλάχους εξασθενούσε τον Ελληνισμό, τον όποιον κυρίως θεωρούσαν επικίνδυνο και θανάσιμο αντίπαλο τους.

Από την άλλη μεριά η Ρουμανική προπαγάνδα προσπαθούσε με κάθε μέσο και σε κάθε περίσταση να προσελκύση οπαδούς και να δημιουργήση κίνηση υπέρ των σκοπών της στους Κουτσοβλαχικούς πληθυσμούς. Ανελάμβανε να στέλνη τα παιδιά πτωχών Κουτσοβλάχων στη Ρουμανία για να σπουδάζουν δωρεάν.
Ανεζήτει εις την Ρουμανίαν Έλληνας Βλάχους και παρείχεν εις αυτούς παροχάς και τιμές εξαιρετικές, παράσημα και διακρίσεις για να τους προσελκύση να προσχωρήσουν εις τας απόψεις της και να εργασθούν για τον αγώνά της.

Ρουμανικά σχολεία εδημιουργήθηκαν σε διάφορες κοινότητες, γυμνάσια δε και οικοτροφεία στα Γιάννενα και το Μοναστήρι. Τα γυμνάσια αυτά δίνανε στους αποφοίτους απολυτήριο που εθεωρείτο ισότιμο με το απολυτήριο των ρουμανικών γυμνασίων και έδινε στους κατόχους τη δυνατότητα για δωρεάν σπουδές στις ανώτατες σχολές του Βουκουρεστίου.

Με όλα ταύτα η Ρουμανική Προπαγάνδα είχεν εντελώς ασήμαντα αποτελέσματα.  
Έτσι μερικοί από τους Βλάχους αποσπάσθηκαν από τη μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων Βλάχων και απετέλεσαν τους Ρουμανόβλαχους η Ρουμουνίζοντας. Η μεγάλη πλειοψηφία έμειναν φανατικοί Έλληνες.

 Όταν ελευθερώθηκε η Μακεδονία και η Ήπειρος, η Ελληνική Κυβέρνηση υπεχρεώθηκε να αναγνωρίση ότι υπήρχε Κουτσοβλαχική μειονότης, που μπορούσε να διατηρή δικά της σχολεία και εκλησίες, η όποια όμως ήταν εντελώς ασήμαντη απέναντι στον όγκο των Ελλήνων Κουτσοβλάχων.

 Σύμφωνα λοιπόν με την συμφωνία Βενιζέλου Ίωνέσκο, διατηρήθηκαν όσα σχολεία Ρουμανικά υπήρχαν μέχρι τότε σε Κουτσοβλαχικές Κοινότητες, και έγινε και το Ρουμανικό γυμνάσιο των Γρεβενών.


Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ

Άφου δεν υπάρχει καμμιά ιστορική μαρτυρία η άλλη απόδειξη ότι κάποτε κατήλθαν στα ελληνικά εδάφη της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας Δακορρουμούνοι, δεν είναι νοητή και παραδεχτή η γνώμη ότι υπάρχει φυλετική συγγένεια μεταξύ Ρουμάνων, και Κουτσοβλάχων της Ελλάδος. 

Αντίθετα αν έγινε, και έγινε ασφαλώς, κάποια έπιμιξία μεταξύ Ελλήνων, Βλάχων και Ρουμάνων αυτή έγινε στις ρουμανικές επαρχίες, όπου  εγκατασταθήκαν πολλοί Έλληνες Βλάχοι και σε πολλές περιστάσεις πολλοί από τους Βλάχους αυτούς παρέμειναν εκεί μέχρι σήμερα, έγιναν Ρουμάνοι υπήκοοι και έχασαν την ελληνική τους εθνικότητα. Έτσι μπορεί κανείς σήμερα να ισχυρισθή ότι στις φλέβες των σημερινών Ρουμάνων ρέει αίμα ελληνικό βλαχικό, σε καμμιά όμως περίπτωση, όπως τονίζει στην ειδική και εμπεριστατωμένη μελέτη του ο σοφός καθηγητής κ. Κεραμόπουλος δεν θα βρη ιστορικά στηρίγματα για να ισχυρισθή το αντίθετο, ότι δηλαδή και στις φλέβες των Ελλήνων Βλάχων της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας ρέει αίμα ρουμανικό.

Οι Βλάχοι της Ελληνικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου κατά τίποτε δεν διαφέρουν από τους άλλους Έλληνας έχουν τους ίδιους πόθους και τα ιδία ιδανικά, έχουν βαθειά μέσα τους ριζωμένη την πεποίθηση ότι είναι γνήσιοι Έλληνες και ίσως και γνησιώτεροι, αν είναι δυνατό να ειπωθή, από κάθε άλλον, γιατί, επειδή   έζησαν απομονωμένοι στα βουνά τους διατήρησαν αμόλυντα τα ήθη και έθιμά τους, τις παραδόσεις τους και το ελληνικό αίμα τους. Οι ίδιοι ξέρουν ότι το λατινογενές γλωσσικό ιδίωμα, που μιλούν, επεβλήθηκε στον τόπο τους και έμεινε από τον. καιρό της Ρωμαϊκής κυριαρχίας και ότι αυτό  δεν μπορεί να είναι επιχείρημα σοβαρό για να αμφισβητήση κανείς την εθνικότητα τους.

’Εκτός από αυτό  δεν πρόκειται έδώ για γλώσσα καθαρά λατινική, αλλά για ιδίωμα γλωσσικό, που σε δέκα λέξεις, τις όποιες χρειάζεται κανείς για να εκφράση μια σκέψη του οι 7 είναι ελληνικές και τρεις έχουν τη ρίζα τους μόνο λατινική. 

Ούτε έχει καμμιά συγγένεια η Κουτσοβλαχική γλώσσα με τη Ρουμανική.

 Και στις δυό γλώσσες οι λέξεις, που προέρχονται από λατινική ρίζα μοιάζουν κάπως.

Οι περισσότερες όμως λέξεις της κουτσοβλαχικής γλώσσης είναι ελληνικές ένώ στη ρουμανική γλώσσα οι λατινικές λέξεις είναι ασύγκριτα πιο πολλές από τις σλαυικές.

Έτσι η γλωσσική συνεννόηση Κουτσοβλάχου με Ρουμούνο είναι αδύνατη.

Οι προπαγανδισταί που ήλθαν στα κουτσοβλαχικά χωριά για να προπαγανδίσουν την εκ Ρουμούνων καταγωγήν των Κουτσοβλάχων ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν με τους  Έλληνας βλάχους και μόνον με χειρονομίες κατώρθωναν μια ατελή συνεννόηση. Η γλώσσα, που διδάσκουν στα Ρουμανικά Οίκοτροφεία και Σχολεία οι Ρουμάνοι δασκάλοι, είναι άγνωστη και ξένη γλώσσα στους Κουτσοβλάχους μαθητές, που αγωνίζονται και ιδρώνουν να τη μάθουν.

 Από την άλλη μεριά οι δασκάλοι τους μεταχειρίζονταν ευρύτατα την κουτσοβλαχική και την ελληνική για να ερμηνεύσουν εις  τα παιδιά το περιεχόμενο των διδασκομένων, ξένων στο γλωσσικό τους ιδίωμα, ρουμανικών λέξεων και φράσεων.

Όσοι Βλάχοι πορασύρθηκαν από το χρήμα και έγιναν δασκάλοι στα σχολεία αυτά, άλλη γλώσσα διδάσκουν στα σχολεία και άλλη μιλούν οι ίδιοι στα σπίτια τους και με τους ρουμανίζοντας Κουτσοβλάχους.
‘Η Ρουμανική προπαγάνδα με τα χρήματα και τα άλλα μέσα, που αναφέραμε, κατώρθωσε να αποσπάση μερικούς Βλάχους, δεν μπόρεσε όμως να πείση ούτε αυτούς ακόμη ότι είναι Ρουμάνοι. Οι περισσότεροι από τους νέους, τους όποιους έστειλε και εμόρφωσε στη Ρουμανία η ίδια προπαγάνδα, διακηρύττουν σήμερα την ελληνική εθνική τους καταγωγή. Γιά το λόγο αυτό  πολύ σπάνια μεταχειρίζεται η ρουμανική προπαγάνδα αυτούς για τους σκοπούς της. Στο παρελθόν παρεσύρθησαν πολλοί από το χρήμα και γιατί ήθελαν να γλυτώσουν από τους διωγμούς των Τουρκικών αρχών και των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Παρεσύρθησαν και μερικοί συμφεροντολόγοι και μερικοί απλοϊκοί, γιατί νόμιζαν πως πτωχοί αυτοί και ασήμαντοι μπορούσαν να καμαρώνουν γιατί ανήκουν σε κράτος και έθνος πλούσιο και ευρωπαϊκό και όχι στη μικρή και φτωχή Ελλάδα, όπως τους έλεγαν οι προπαγανδιστές.
Παρεσύρθησαν ακόμη και κατά την περίοδο της 'Ελληνικής διοικήσεως όσοι  είχαν η ενόμιζον ότι είχαν αφορμές να είναι δυσαρεστημένοι εναντίον της Ελληνικής διοικήσεως και όσοι  με τις δικές των δυνάμεις δεν μπόρεσαν να ορθοποδήσουν και να προοδεύσουν.

Είναι ενδεχόμενο, στις σημερινές εξαιρετικά δυσχερείς ημέρες, που περνά η πατρίδα μας, να παρασυρθούν και μερικοί ακόμη, εάν βρεθούν με μειωμένη την αντοχή του έθνικου των αισθήματος. Αλλά τίποτε δε θα μπορέση να παρασύρη τη μεγάλη πλειοψηφία των Βλάχων, οι όποιοι καλά το ξεύρουν πως στις φλέβες των ρέει αγνό ελληνικό αίμα, και οι όποιοι βλέπουν πάντα και ακολουθούν το δρόμο που χάραξαν και ακολούθησαν οι πρόγονοί των, οι μεγάλοι εθνικοί εργάται και πασίγνωστοι Έλληνες βλάχοι, που διακρίθηκαν πάντοτε στους εθνικούς αγώνες.

Η Ρουμανική προπαγάνδα, επειδή   δεν ημπορεί να εύρη κανένα εθνολογικό στήριγμα για να αποδείξη ότι οι βλάχοι είναι Ρουμάνοι, δεν θα μπορέση να παρασύρη παρά μόνον δυστυχείς και ανοήτους.

Οι Βλάχοι δεν είναι δυνατόν να ξεχάσουν τους αγώνες των και τους αγώνες των προγόνων των για την ελευθερία των Ελληνικών επαρχιών•

Καυχώνται και θα καυχώνται πάντοτε γιατί ο πρωτοψάλτης και πρωτομάρτυς της ελευθερίας Ρήγας ο Φεραίος ήταν Βλάχος

καμαρώνουν γιατί ένας από τους πρώτους Ελληνας πρωθυπουργούς ο Ι. Κωλέτης ήταν Βλάχος•
αναψέρουν με υπερηφάνεια ότι οι πρώτοι μεγάλοι αγωνιστές Νικοτσάρας, Ευθύμιος Βλαχάβας  και Γεωργάκης Όλύμπιος ήσαν Βλάχοι.

 Οι μεγαλύτεροι ευεργέται του  Έθνους, που διέθεσαν όλη τους την περιουσία για να κοσμήσουν την 'Ελλάδα με μεγαλοπρεπέστατα οικοδομήματα ήσαν Βλάχοι.
 
Ο μεγάλος ευεργέτης Σίνας Γεώργιος.
 Τα ονόματα τους τα ξεύρουν όλοι οι Έλληνες•
Άβέρωψ, Τοσίτσας, Ζωσιμάδαν, Σίνας κ. λ. π.

 Βλάχοι επίσης ήσαν και οι μεγάλοι ποιηταί Ζαλοκώστας και Κρυστάλλης και ο μεγάλος ιστορικός και πολιτικός Σπ. Λάμπρος, που εδόξασε το Πανεπιστήμιο των Αθηνών με τις ανεξάντλητες επιστημονικές εργασίες του. 

Και σήμερα πολλοί επιστήμονες και άλλοι, που διακρίνονται σε όλους τους κλάδους της Ελληνικής Διοικήσεως, είναι Βλάχοι, οι όποιοι επαξίως κατέχουν και τιμούν τις θέσεις των.

Το όψιμο ενδιαφέρον της Ρουμανικής προπαγάνδας και η υστερόβουλη προστασία που τους θπόσχεται δεν θα μπορέση να επηρεάσουν τους αγνούς Βλάχους, γιατί κάθε προσπάθεια που θα καταβάλη η προπαγάνδα για να εκμεταλλευθή τη σημερινή γενική δυστυχία του Ελληνικού λαού θα προσκόψη στο απόρθητο και ακατάβλητο τείχος του πατριωτισμού των αγνών Ελλήνων Βλάχων.

Γεωργίου Μόδη: Η Φλώρινα επί Τουρκοκρατίας.

$
0
0
Καπετάν Βαγγέλης Στρεμπρενιώτης,
εκ του χωρίου Ασπρόγεια Φλωρίνης
Γ. X. ΜΟΔΗ

Διάλεξις δοθείσα την 12ην Απριλίου 1968
 εις την αίθουσαν της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών 
υπό την αιγίδα του Συλλόγου Φλωρινιαίων ’Αθηνών.

Ή Φλώρινα δεν είχε εκκλησίαν ίσαμε το 1835.

 Οι άνθρωποι εκκλησιάζονταν σε γειτονικά χωριά, όπου παντρεύονταν, βαπτίζονταν, κηδεύονταν.

Το 1835, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Φλωρινιώτης οπλαρχηγός Λάκης Πύρζας, ένας καλός Αλβανός πασάς τους έδωσε την άδεια να κτίσουν εκκλησίαν αλλά έξω και μακρυά από την πόλι.

 Δεν έπρεπε να μολύνεται η ατμοσφαίρα της με ψαλμωδίες απίστων.

Φανατικοί Τούρκοι αποτελούσαν την μεγάλην πλειοψηφία των κατοίκων της.

Ρίχθηκαν οι άνθρωποι στην δουλειά μεγάλοι και μικροί, άνδρες και γυναίκες.
Αλλά τη νύχτα οι Τούρκοι χαλνούσαν ότι με τόσους κόπους έφιαναν οι ραγιάδες την ημέρα. Και μιά μεγάλη επιτροπή από μπέηδες και χοτζάδες αγάδες διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πασά που είχε δώσει την άδεια από δική του πρωτοβουλία χωρίς Σουλτανικόν φερμάνι.

Ό Πασάς τους ρώτησε.

Έχουν οι γκιαούρηδες σχολείον;
Έχουν, απάντησαν.
Δεν είναι το σχολείον περισσότερο επικίνδυνο από μιαν εκκλησίαν όπου απλώς ο Αλλάχ λατρεύεται;
Είναι.
Τότε πως αφίνετε το σχολείο και θέλετε να εμποδίσετε την εκκλησίαν;
Μα το σχολείο υπάρχει από πολύ παληά χρόνια.

Είχε δημιουργηθή αμφισβήτησις αν υπήρχαν Ελληνικά σχολεία στην Μακεδονία τον 18ον αιώνα. 

Όπως φαίνεται από το βιβλίο του Μπράγκωφ, που θα μας απασχολήση και αργότερα, παραδέχονται και οι Βούλγαροι ότι λειτουργούσαν το 1760 Ελληνικά σχολεία στη Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος, τη Μοσχόπολι, Βέρροια και κατά συγκατάβασι στην Κοζάνη και Καστοριά.
Αλλά αφού  η Φλώρινα με τον φτωχό και λιγοστό Χριστιανικό πληθυσμό της διατηρούσε τότε περίπου σχολείον είμπορεί να θεωρηθή βέβαια ότι υπήρχαν σχεδόν παντού. Ό Φυλακτός, πού υπηρέτησε γυμνασιαρχης έπι Τουρκοκρατίας και εις Κορυτσάν και Σέρρας, γραφει ότι υπήρχε σχολείο στην Κορυτσά το 1730 και εις Σέρρας πολύ παλαιότερα.

Στά αρχεία της Βενετίας βρήκε ο κ. Μέρτζος επιστολές του 1690 εμπόρων από την Θεσσαλονίκη, την Μοσχόπολι, την Καστοριά, την 'Αχρίδα και την.... Μηλόβιστα.
Άναφέρονται σε εμπορικά ζητήματα αλλά δεν έχουν ορθογραφικά η συντακτικά λάθη.
'Έμαθαν οι σπουδασταί τους τα δύσκολα Ελληνικά γράμματα με την έπιφοίτησι του ‘Αγίου Πνεύματος και μάλιστα ξενόφωνα μέρη όπως η Μηλόβιστα πού είναι χωμένη σε μιά βαθειά ρεμματιά του Περιστεριού. Άσφαλώς πέρασαν από σχολείο.

Ή Φλώρινα απέκτησε περί το 1845 και Μητροπολίτη.

Έγινε έδρα της Μητροπόλεως Μογλενών και Φλωρίνης. το 1720 έτούρκεψε ο Μητροπολίτης Μογλενών δηλαδή Καρατζόβας και Άλμωπίας και Αριδαίας. Μαζύ του έτούρκεψαν και πολλά χωριά. Άφού δεν τους έπροστάτευσαν από της τρομακτικές πιέσεις τών Τούρκων οι αγιοι, ο Χριστός, η Παναγία πήγαν και αύτοί με τους ισχυροτέρους!... το παράδειγμα είχαν δώση οι Αλβανοί. Δικαιολογούσαν τις άθρόες εξισλαμίσεις με την θεωρία «όπου το σπαθί έκεί και η θρησκεία».
 Οι Τούρκοι σ’ αμοιβή διωρίσαν τον έξομώτη Μητροπολίτη Μουφτή της Λάρισσας πού ήταν τότε η περισσότερο Τουρκική πόλη της Εύρωπαίκής Τουρκίας. Άλλα εκείνος αργότερα μετάνοιωσε και μιά μέρα άντί να ειπη στο τζάμι «Ένας είναι ο Αλλάχ και Μωάμεθ ο προφήτης του» είπε.

Ένας είναι ο Αλλάχ και ο Χριστός είναι ο προφήτης του!

«Οι Τούρκοι τον κομμάτιασαν αμέσως και στο τάφο του έγραψαν: Νί μπιζήμ νί σιζήν. Ουτε δικός μας ουτε δικός σας»!

Το περίεργο είναι ότι οι διάδοχοι του μητροπολίτου δια τον φόβο των νεοφωτίστων Μουσουλμάνων φανατικωτέρων πάντοτε εγκατεστάθηκαν εξω από την επαρχίαν Μογλενών στην Κατράνιτσα πρώτα, έπειτα στην Κρέμσα το τραγικό Μεσοβούνι της κατοχής και έπειτα στο Εμπόριο της Πτολεμαί'δος και τελικά στην Φλώρινα. τΗταν δηλαδή περιπλανώμενοι Ιουδαίοι και κλωτσοσκούφί τών Τούρκων. 'Έτσι βρέθηκε η Φλώρινα πρωτεύουσα επαρχίας της όποίας πολλά χωριά περί την Γευγελήν και την Γουμένιτσαν απέχουν 150 χιλιόμετρα ενώ άλλα χωριά σε μισή ώρα απόστασι από την Φλώρινα υπαγοντο στη Μητρόπολι Καστορία !...

Δεν έχομε ακριβείς πληροφορίες γιά τα γεγονότα του 1821 στην Φλώρινα.

Βέβαιον είναι ότι τότε καταστράφηκαν δυο μικρά χωριά πάνω από την Φλώρινα Καλογερίτσα και Μπαστροβίτσα ώς και ότι πολλοί από πολλά χωριά πήραν μέρος στον αγώνα. 25 π. χ. από την Κέλλη πού αγωνίσθηκαν στη Νάουσα και ακολούθησαν έπειτα τους Καρατάσιο και Γάτσο στην νότιον Ελλάδα και άλλοι από τον Άκριτα πού δούλευαν στη Ζάκυνθο και την άλλη Επτάνησο ώς πριονάδες και από εκεί διεκπεραιώθηκαν στον έπαναστημένο Μωριά και την Ρούμελη. Ό Ζούρκας από τη Νέβεσκα πολέμησε 7 χρόνια τότε και το 1830 εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη αφοΰ άλλαξε δια λόγους άσφαλείας το όνομά του εις Μεσολογγίτην, ε/γονός του ήταν ο δημοσιογραφος Βασίλειος Μεσολογγίτης. ’Αλλά ήτο δυνατόν να εύρεθή μόνος στη μαχόμενη Ελλάδα;

Ένα σπάνιο βιβλίο « Αίγλη εν ζοφώ » του Άντωνιάδη αναγραφει σε υπερκαθαρεύουσαν ότι το 1867 στην ακμή της Κρητικής έπαναστάσεως συγκροτήθηκε σ’ ενα μοναστήρι της Φλωρίνης, της Κλαδοράχης ίσως η της 'Αγίας Τριάδος Πισοδερίου. συνέδριο πού αποφάσισε την κήρυξιν έπαναστάσεως στην περιοχή. το Έλληνικόν Προξενείον Μοναστηριού φαίνεται, την εμπόδισε.

Το 1878 όμως ξέσπασε σοβαρώτατο έπαναστατικόν κίνημα.

Είχαμεν ακούσει ότι τότε ολόκληρο Τουρκικό ταγμα πετσοκοπήθηκε πάνω απ’ την Φλώρινα στην Βίγλα του Πισοδερίου. ’Αλλά δεν υπήρχαν γραπτά κείμενα.

Μονάχα ενας... αρχικομιτατζής ο Πάντο Κλιάσεφ το μνημονεύει με το όνομα « ανταρσία ».

Βρέθηκαν ευτυχώς στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών από τον κ. Κωφόν εκθέσεις του Προξενείου Μοναστηριού της εποχής εκείνης πού χύνουν απλετον φώς.
Όταν αρχισε και προχώρησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος κατάλαβαν οι δικοί μας στη Θεσσαλονίκη ότι δεν άρκούσαν τα υπομνήματα και ψηφίσματα, πού είχαν υποβληθή απ’ όλ η τη Μακεδονία στην διεθνή Διάσκεψι, πού είχε συγκροτηθή στην Κωνσταντινουπολι γιά να προλάβη τον Ρωσοτουρκικόν πόλεμο και έχρειάζετο να χυθή όχι μόνο μελάνη άλλά και αίμα. Συνεδρίασαν λοι

πόν 50 πρόκριτοι στην Μητρόπολι Θεσσαλονίκης τη μιά μέρα και άλλοι τόσοι την άλλη, των οποίων τα ονόματα αναγραφει στο βιβλίο του ο Γκιπολάς και αποφάσισαν την έπανάστασι... Άλλα έπανάστασι με αυτούς τους δρους δεν μπορούσε να είναι παρά φιάσκο, θεωρήθηκε όμως υπόλογος δεν ξεύρω γιατί ενας νεαρός φοιτητής ο όποιος ενώ περπατούσε μιά μέρα στη Θεσσαλονίκη κοντά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου δέχθηκε ξαφνικά στο καλοχτενισμένο κεφάλι του από μιά γυναίκα ενα βάζο γεμάτο άκαθαρσίες και μιά ταινία με την επιγραφήν: « Εις τον Εφιάλτην του Όλύμπου »...

Αποβιβάσθηκαν όμως 15 Φεβρουάριου 1878 από δυο ατμόπλοια στην παραλία του Λιτοχώρου 450 άνδρες παιδιά παλαιών Μακεδόνων αγωνιστώνκαι ένας Γερμανός εθελοντής υπό την αρχηγίαν του λοχαγού Δουμπιώτη, υίου αρχηγού στην έπανάστασι της Χαλκιδικής.

Μπήκαν στο Λιτόχωρο, αιχμαλώτισαν Τούρκους αστυνομικούς και υπαλλήλους και κυρίευσαν το φρούριο του Πλαταμώνα.

Συνήρθαν έπειτα αντιπρόσωποι πολλών χωριών και εξέλεξαν « Προσωρινή Κυβέρνησι της Μακεδονίας» υπό τον ιατρόν Καραβαγκον η οποία με υπομνήματα στούς Πρόξενους της Θεσσαλονίκης, έζήτησε την ενωσι με την « μητέρα Ελλάδα».

Άλλά η έπανάστασις γρήγορα κατεστάλη στο αίμα και τή στάχτη πολλών χωριών. 
Μάλιστα είχε παρατηρηθή στη Μακεδονία μεγαλύτερος ενθουσιασμός και ζωηρότερη προθυμία γιά τον αγώνα και από την Θεσσαλία και την "Ήπειρο, όπως γραφει ο Σμυρναίος δημοσιογραφος Σείζάνης πού είχε πάρει ένεργόν μέρος.

Ή Τουρκία είχε συνάψει ανακωχήν με τον Ρωσικό στρατό και διέθετε πλέον πολλά στρατεύματα.
Τότε επτά γυναίκες Βλάχων κτηνοτροφών από το Σέλι, των οποίων ο! άνδρες είχαν δράξη τα όπλα ρίχθικαν σ΄ ενα γκρεμό γιά να μή πέσουν στα χέρια τών Τούρκων.
 Μονάχα ο Σείζάνης, αναφέρει ότι τρεις γυναίκες Βλάχων κτηνοτροφών ρίχθηκαν στον γκρεμό.

Εύτυχώς ο άντιστράτηγος έ. ά. κ. Δασκαλόπουλος και ο άντ)ρχης εν αποστρατεία κ. ΣωκράτηςΛιάκος διέσωσαν τα ονόματά τους καθώς κα) ενα δημοτικό τραγούδι της εποχής εκείνης πού ελεγε
 « Φλεβάρης δεν κουσούριασε Μάρτης δεν έμπήκε και όλη η Βλαχιά μαζώχθηκε να φέρη το Ρωμαίκό ». 

Σημειωτέον ότι οι Ρουμάνοι τότε διαμαρτύρονταν εναντίον της σχεδιαζομένης προσαρτήσεως της Θεσσαλίας όπου υπήρχαν πολλοί Βλάχοι καθαρότατοι, κατ΄ αύτούς Ρουμάνοι, πού προτιμούσαν την Τουρκίαν με τους ζαπτιέδες, τους δεκατιστάς, τους Γκέγκηδες, τους μπασιμπουζούκους!...

Αι επτά εκείνες εθνομάρτυρες γυναίκες τους έδωσαν την αποστομωτικήν απάντησι.
Τήν ίδια εποχή ειχεν έκραγή στην Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα στην ορεινή περιφέρεια Φλώρινας — Καστορίας επαναστατικό κίνημα πολύ διαφορετικώτερο.
Αύτοδύναμο από εντοπίους αρχηγούς και οπλίτες χωρίς καμμιά από πουθενά ένίσχυσι, συνεχίσθηκε όλ ο το 1878 και δεν εσβησε ουτε το 1879 καί το 1880 και 1881.

Σπουδαιότεροι αρχηγοι που αναφέρει ο Πρόξενος, ήσαν ο  Δημ. Νταλίπης από την Μπέσφινα η Σφήκα που απέθανε στην Αθήνα φουστανελοφόρος κασαπης ειδικευμένος στα τραγιά, ο  Βασίλης Ζούρκας νικητής σ’ όλες τις συγκρούσεις που μπήκε τον Ιανουάριον 1879 μέσα στη Λάρισα και απήγαγε το χαρέμι του πασά, το όποιον απελευθέρωσε όταν αφέθηκαν ελεύθερες οι δικές μας γυναίκες, πού κρατούσαν οι Τούρκοι.

Φαίνεται ότι ήταν από τη Νέβεσκα.

Άναφέρονται επίσης αρχηγοί ο Κόλε Γκίζας η Κοβρίσκος, ο Μανθόπουλος, Καραγεώργης, Στέφος, Άνδρέουκαι άλλοι.
Τά προξενικά έγγραφα επιβεβαιώνουν την καταστροφή στη Βίγλα του τάγματος πού ειχεν ξεκινήση από το Μοναστήρι εν πομπή και παρατάξει καθώς και τον αφοπλισμό ενός λόχου κοντά στην Περικοπή.

Μπήκαν έξ άλλου στούς μουσουλμανικούς μαχαλάδες του Λαιμού και ενός άλλου χωρίου της Πρέσπας πού είναι τώρα Γιουγκοσλαυίκό και αφού  τους πλιατσκολόγησαν πήραν σκλάβους 16 Τουρκαλβανούς πού ήσαν πάνοπλοι και πολεμικώτατοι.
Τούτο σημαίνει ότι ενέπνεαν οι έπαναστάται τόσον τρόμο και δέος ώστε έπαγωσαν και δεν πρόβαλαν καμμιάν άντίστασι.
Στήν περιφέρεια Βοίου πάλιν οι επαναστάτες προκάλεσαν με ύβριστικά γράμματα τους Τούρκους και τους κατατρόπωσαν όταν πήγαν πρός συνάντησί τους.

Άλλοι μεγάλοι και έξοχοι οπλαρχηγοί ήσαν τότεο ήρωίκός ΆΘαν. Μπούφαςο όποιος έξώπλισε με έξοδα ίδικά του 150 άνδρες και ένεφανίσθη εις το Πισοδέρι όπως γραφει ο Πρόξενος.

Έτσάκισε ενα μπουλούκι Αλβανούς πού έσερνε αμέτρητο κοπάδι ζώα πλιατσκολογημένα στην Θεσσαλία και κρέμασε από το σαρίκι του τον Ίμπραίμ Χότζα.

Ήταν ο εφημέριος Παπαγιάννης, πού έχήρεψε και επειδή δεν μπορούσε να πάρη δεύτερη συμβία έτούρκεψε και έγινε Χότζας!.. 

“Ηταν ο λαμπρός Λεωνίδας από την Σαμαρίνα, υιός μεγάλου αρχιτσέλιγκα και απόφοιτος της Ζωσιμαίας των Ίωαννίνων, καθώς και η καπετάνισσα Περιστέρα από τή Σιάτιστα. Αναγκάσθηκε ν΄ ακολουθήση τον οπλαρχηγόν άδελφόν της και όταν εκείνος σκοτώθηκε τον αντικατέστησε.

Ό Μητροπολίτης Σιατίστης καταφερε να της δοθή χάρις, έγινε δεκτή στην Σιάτιστα μετά φανών και λαμπάδων και όταν πήγαν ξαφνικά οι Τούρκοι να την πιάσουν τους έξέφυγε απ’ τα χέρια σάν άληθινή περιστέρα και κατέφυγε στην Θεσσαλία όπου πεζότατα παντρεύθηκε.

Ό Πρόξενος αναφέρει ότι 24 χωριά των Κορεστίων μεταξύ Φλώρινας και Καστοριάς και πολλά άλλα ήσαν έτοιμα να ξεσηκωθούν και να ενωθούν με τους έπαναστάτας άλλά περίμεναν την σχετική διαταγή την όποίαν επρεπε να εκδώση η Ελληνική κυβέρνησις μέσον του Προξενείου. Αί κυβερνήσεις όμως παραζαλισμένες έξ αιτίας των γεγονότων του Ρωσοτουρκικου πολέμου και επιπόλαιες, ενώ στρατολογούσαν άψε σβυσε από κάθε καρυδιάς καρύδι δια να τους στείλουν με σώματα στην Θεσσαλία και την 'Ήπειρο, άδιαφόρησαν όλότελα δια το υφιστάμενο ήδη μεγάλο κίνημα στην Δυτική Μακεδονία το όποιον με ολίγην ήθικήν ιδίως ένίσχυσιν μπορούσε να πάρη τάς διαστάσεις γενικής έπαναστάσεως.

Πρότασις μάλιστα του Προξένου να σταλουν στους έπαναστάτας σ’ ενα σημείο τών μακρυνών συνόρων πολεμοφόδια έμεινεν χωρίς απάντησιν, ώς τόσον εγραψεν ο Πρόξενος δι΄ αυτους:
« Θέλουσιν και άξιουσιν να ώσι όργανα του Προξενείου»!
Γεγονός είναι ότι το κίνημα εκείνο ήτο πολύ διαρκέστερο από το Ήλιντεν ( το Βουλγαρικό της 20 Ιουλίου 1903 ) και καθόλου κατώτερο. Οι Βούλγαροι όμως το διαλάλησαν στα ιέσσαρα άκρα του κόσμου ήμείς δε σκεπάσαμε το ίδικό μας με τον βάρβαρο πέπλο της λήθης.

Τότε επίσης ο οπλαρχηγός Ναούμηςαπό την Ίεροπηγή της Καστορίας,απήγαγε τον Τούρκον καίμακάμην της Φλώρινας.

Μπήκαν μέσα στην πόλι μιά νύχτα πού έώρταζαν οι Τούρκοι το ραμαζάνι, επιασαν τον καίμακάμη και τον έσυραν μαζί τους και πρός χαιρετισμόν τών Τούρκων ερριξαν μίαν ομοβροντίαν στον άέρα. το γεγονός ήτο συγκλονιστικόν δια τους Τούρκους και ρωμηούς.

Ό καίμακάμης ειχεν εύρυτάτην εξουσίαν. το τραγούδι του «Ναούμης πάει στην Φλώρινα » τραγουδιέται και χορεύεται εις όλη την Δυτικήν Μακεδονίαν και σήμερα. Φαίνεται ότι δεν ήταν όλότελα αγράμματος.
Μέ έβεβαίωσαν ότι υπαρχει επιστολή του με την όποίαν ζητούσε να όρισθή πληρεξούσιος από την Μακεδονίαν στην Έθνοσυνέλευσιν πού έφερε τον βασιλέα Γεώργιον.

Άπό άλλο Προξενικόν έγγραφον προκυπτει ότι είχαν συλληφθή πολλοί χωρικοί από τις περιοχές Φλώρινα και Μορίχοβον ώς συγγενείς επαναστατών.

Οι Μητροπολίται Φλώρινας και Μοναστηριού ενεργούσαν δια την αποφυλάκισίν των.

Άλλο Προξενικόν έγγραφο του 1876 όταν είχε συγκροτηθή στην Πόλι διεθνής διάσκεψις δια να ματαιώση τον απειλούμενον Ρωσοτουρκικόν πόλεμο, αναφέρει ότι στον καζά Καστοριάς επί υπερεκατόν χωριών υπήρχαν σε δυο μόνον Βούλγαροι ολίγοι και στον καζά—δηλαδή την επαρχίαν—Φλώρινας μόνον εις εξ.

Μέ τους αριθμούς αυτούς συμφωνούν πληρέστατα και τα απομνημονεύματα του αρχικομιτατζή Πάντο Κλιάσεφ ο όποιος ομολογεί ότι εις το 1900 μόνον σε δυο χωριά της επαρχίας Καστοριάς ( Ντέμπενι και Μπόμπιστα ) υπήρχε Βουλγαρική πλειοψηφία.

Το 1888 εγιναν πολλές συλλήψεις στην Καστοριά, την Κλεισούρα ( καπου 17 ), την Νέβεσκα, την Φλώρινα, στο Μοναστήρι και ακόμα στην Αχρίδα και τή Θεσσαλονίκη. Ή σαν τα « Πηχεωνικά ». Είχαν κατασχεθή δηλαδή στο σπίτι του δάσκαλου Πηχεών στην Καστοριά επιστολές του του ‘Ελληνικού Προξενείου Μοναστηριού και χρηματαποστολή του. Επίσης περιήλθε στα χέρια της Τουρκικής άστυνομίας και επιστολή του γιατρού Άργυροπούλου πού μιλούσε γιά 50 τουφέκια, πού έπρεπε να σταλουν σ΄ έναν όπλαρχηγό.

 Οι Τούρκοι αναστατώθηκαν, κατάρτισαν αμέσως με Σουλτανικό Διάταγμα στο Μοναστήρι ειδικό στρατοδικείο εις το όποιον και παρέπεμψαν όλους με την κατηγορία της έσχάτης προδοσίας, ότι δηλαδή εργάζονταν γιά να προσαρτηθή το Βιλαέτι Μοναστηριού στο « Γιουνανιστάν » ( Ελλάδα ).

Έγιναν πολλές ενέργειες από τους ιδικούς μας και έχρησιμοποιήθηκαν μέσα πού είχαν πολλήν πέρασι στους Τούρκους και έτσι το στρατοδικείο αθώωσε τους περισσότερους. Άπέθαναν στην εξορία οι Μοναστηριώτες Πίσχας και Σιώμος και ξέφυγε από την Συρία, όπου ειχεν έξορισθή ο Πηχεών και ήρθε στην Αθήνα.

Θύμα των «Πηχεωνικών» έπεσεν και ο Φιλιππίδης μαζί με τον Ήπειρώτη φίλο του Πασχίδη.

Γεννήθηκε στη Μηλόβιστα όπου κατέφυγε ο πάππος του με μιά ντουζίνα παιδιά το 1805 όταν υπέκυψε η Νάουσα στα στρατεύματα του Άλή πασά τών Ίωαννίνων ύστερα από πολιορκία πέντε μηνών. Έχρημάτισε δάσκαλος στη Φλώρινα το 1867 και εξελίχθηκε αργότερα στην Γερμανία σε μεγάλο φιλόλογο με γενικώτερη έκτίμησι στούς φιλολογικούς κύκλους.

 Έγραψε πάμπολλες μελέτες σε Γερμανικές Εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά καθώς και την ιστορία της Έπαναστάσεως της Νάουσας του 1822.

Του έγινε πρότασις να διορισθή καθηγητής στο Πανεπιστήμιο το 1888 δεν δέχθηκε όμως γιατί έφυγε με Γερμανικήν αποστολήν γιά μελέτες στην Μικρά ’Ασία. Άλλά μόλις αναχώρησε ενα Ουγγρικό περιοδικό πού έβγαινε Γαλλικά στην Βουδαπέστη ( REVUE D’ORIENT ) δημοσίευσε έναν άληθινό Φιλιππικό έναντίον του.

Τον χαρακτήρισε « μεγαλοίδεάτη Έλληνα », « αρχιεπαναστάτην», «δημόσιον κίνδυνο γιά την Τουρκία» κλπ. Και μιά μέρα πού έβγαινε απ΄ το Πατριαρχείο, βρέθηκε απομονωμένος πολύ καιρό σ’ ένα φοβερό άστυνομικό μπουντρούμι.

Αναστατώθηκαν οι Γερμανοί, έπέμβηκε η Γερμανική Πρεσβεία και η Γερμανική Κυβέρνηση του Βίσμαρκ.
Οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να του προσφέρουν χάριν. Αυτός όμως σάν γνήσιος δάσκαλος δεν την δέχθηκε ζήτησε ν’ αναγνωρισθή η άθωότης του και ότι επομένως άδικα ταλαιπωρήθηκε. ’Έτσι βρέθηκε τώρα στο ερημικό Φεζάν της Άφρικανικής Τριπολίτιδας όπου ο φίλος του Πασχίδης αφισε τα κόκκαλα.

Το καταπληκτικό είναι ότι η REVUEτης Βουδαπέστης εξακολούθησε να δημοσιεύη άνταποκρίσεις από την ’Αθήνα, το Μοναστήρι και από τήν... Κλεισούρα γραμμένες από όργανα της Ρουμανικής προπαγάνδας και τών Αύστριακών Προξενείων πού ήσαν δριμύτατα κατηγορητήρια κατά του Φιλιππίδη και του πλήθους τών φυλακισμένων στο Μοναστήρι και υποδίκων ενώπιον του έκτάκτου στρατοδικείου. Τούς εμφάνιζαν έπαναστάτας, ταραχοποιούς, Τουρκομάχους κλπ.

Οι παληανθρωποι αύτοί περίμεναν να παρασύρουν με αύτές τές άτιμίες τον βλαχόφωνο πληθυσμό, προκρίτους τών οποίων φυλακισμένους πάσχιζαν να στείλουν στη Τουρκική κρεμάλα!!

Ητο φανερόν ότι η Αύστροουγγρική πολιτική προσπάθησε ν’ αποτρέψη την προσοχή του Ρουμανικού λαου από την γειτονική Τρανσυλβανία όπου υπήρχαν δύο και πλέον εκατομμύρια γνήσιοι Ρουμάνοι, στη μακρυνή Μακεδονία, όπου οι λίγοι Κουτσοβλάχοι ήσαν ανέκαθεν ταυτισμένοι με τον Ελληνισμό και πάντα συνυφασμένοι μαζύ του.

Και έρχόμεθα τώρα στην εμφάνιση περί το 1900 του Βουλγ. Κομιτάτου και των κομιτατζήδων στην Δυτική Μακεδονία.

Πρέπει εύθύς να τονισθή ότι η Φλώρινα και η επαρχία της άντέδρασαν κατά των κομιτατζήδων, ένωρίτερα και ζωηρότερα από κάθε άλλην περιοχήν και μαζι με την επαρχίαν Καστορίας έδωσαν τα πρώτα και περισσότερα θύματα.

Πάντο Κλιάσεφ
Υπάρχουν ευτυχώς τα απομνημονεύματα τουαρχικομιτατζή Πάντο Κλιάσεφ, πρώην Βουλγαροδασκάλου, πού έξεδόθησαν το 1925 στη Σόφια από το Βουλγαρικόν Ινστιτούτο. Έχουν έπομένως και την σφραγίδα της επίσημότητος. Όμολογεί ούτος οτι ήδη τον Ιούνιο 1899 έδολοφονήθησαν δύο νοικοκυραίοι της Βασιλειάδας ( Ζαγορίτσανης ) Μισιρλής και Δημητριάδης, πού γύριζαν άνυποπτοι από το παζάρι, από τους βουλγαροδασκάλους Ποποτράίκωφ και Ρόζεν πού εξακολούθησαν να διδάσκουν στο σχολειό τους το « ού φονεύσεις».

Ό Ποποτράίκωφ προβιβάσθηκε αργότερα αρχηγός του Κομιτάτου της έπαρχίας Καστορίας και ξεκαθαρίσθηκε το 1903 από τον Κώττα.

Ό Κλιάσεφ άνομολογεί άτελείωτη σειρά άλλων σφαγών παπάδων, προκρίτων, δασκάλων, πού τους κατονομάζει και δεν τους κατηγορεί κάν ώς προδότας άλλά μόνον ώς γραικομανείς «γραικομάνους ».

 Στήν ίδια Βασιλειάδα κατακρεουργήθηκε κατά τον αγριώτερο τρόπο μέσα στο μεσοχώρι ο « στυλοβάτης του Ελληνισμού » Καραμάιας από τον αρχικομιτατζή και πρώην έπίσης Βουλγαροδάσκαλον Κούζωφ ο όποιος ενα χρόνο αργότερα κυκλώθηκε κά τραυματίσθηκε από στρατιωτικόν απόσπασμα και αύτοκτόνησε μαζι με τήι ερωμένη του Βουλγαροδασκάλα. Δημοδιδάσκαλοι και καθηγητές ήσαν οι αρχηγοί του Κομιτάτου και τών περισσότερων συμμοριών του.
Στον Πολυπόταμο της Φλώρινας έσφαγιάσθηκε ο εφημέριος Παπακωνσταντίνος. Ε
ίχεν επάνω του και 80 χρυσές λίρες του χωρίου γιά τον Τούρκο ενοικιαστή της δεκά της, πού έκαμαν φτερά και αναγκάσθηκε το χωριό να μάση άλλα χρήματα.

Τόσο το παράκαμαν οι κομιτατζήδες ώστε, όπως γραφει πάλιν ο Κλιάσεφ, τον χειμώνα του 1902 όλα τα χωριά εκτός από δύο τους έκλεισαν τήι πόρτα και η κομιτστζιδική Επιτροπή Μοναστηριού τους σύστησε να κατα φύγουν στην φιλόξενη.... Ελλάδα.

Ή Φλώρινα έσχημάτισε από το 1902 πενταμελή «Επιτροπήν Άμύνης: όπως γραφει στα απομνημονεύματά του ο οπλαρχηγός αργότερα και δεξι χέρι του Παύλου Μελά Λάκης Πύρζας.

Άποτελείτο από τον

Λάκη Πύρζα,
Τέγον Σαπουντζήν,
Γεώργιον Λουκάν,
Πέτρον Χατζητάσην
και εναν άλλον.

Κατώρθωσαν να παρακολουθούν συνεδριάσεις της Επιτροπής του Κομιτάτου τη Φλώρινας. Ώτακουστούσαν συστηματικά.

’Αλλά κάποια όργάωωση έστω υποτυπώδης υπήρχε πάντοτε στη Φλώρινα καθώς και στο Μοναστήρι, τήν άνοιξι π. χ. του 1897 εικοσιοκτώ νέοι Μοναστηριώτες τών καλιτέρων οικογενειών μεταξύ τών οποίωνο βιομήχανος Καζάσης και ο καθηγητής Νάκαςείχαν προμηθευθή όπλα και φουστανέλλες γιά να βγουν άντάρτες με αρχηγό τον Κώττα που ήταν τότε ενας άσημος χωρικός σ’ ενα μακρινό και απόμερο χωριό του οποίου ούτε η ύπαρξις ήταν γνωστή στο Μοναστήρι.

 Πώς λοιπόν και που τον βρήκαν; Είναι ολοφάνερο πως καποια όργάνωσις της Φλώρινας τον είχε συστήση που ήξερε μάλιστα πολύ καλά να κρίνη πρόσωπα και πραγματα.

Στήν επαρχία της Φλώρινας αρχισε η πρώτη ένοπλη άντίδρασις κατά τών κομιτατζήδων.

Τήν εγκαινίασε ο Κώττας.

 Οι 28 Μοναστηριώτες παράτησαν τα άρματωλικά τους σχέδια σάν έμαθαν τα χάλια μας στον πόλεμο του 1897.
 Ό Κώττας όμως αρχισε εύθύς να καθαρίζη τον ενα πίσω από τον άλλο Τουρκοαλβανούς, αγάδες και μπέηδες, τρομερούς τυραννίσκους του αγροτικου πληθυσμού. Έγινε το ίνδαλμά του.
Όπως μου είπε ο σεμνός Κρητικός οπλαρχηγός Θύμιος Καούδης οι χωρικοί τον είχαν σάν Θεό.

Το 1900 τον βρήκαν οι κομιτατζήδες ενθρονισμένο στα Κορέστια (άνάμεσα Φλώρινα και Καστοριά ).
Τον πλησίασαν, τον ύμνησαν, τον δοξολόγησαν, τόν προσκύνησαν και τόν Σεπτέμβριον της ίδιας χρονιάς, όπως πάλιν γραφει ο Κλιάσεφ, τόν πυροβόλησαν πισώπλατα και άτιμώτατα γιά να τόν ξεκάμουν « κατά διαταγήν του Κεντρικού Κομιτάτου. »
Κομιτατζήδες  Τσακαλάρωφ-Κλιάσεφ (καθιστοί)

 Ό Κώττας τραυματίσθηκε άρκετά σοβαρά και όταν θεραπεύθηκε τους κήρυξε τόν πόλεμο. Τέσσαρα όλα χρόνια πολέμησε κατά του Κομιτάτου και της Τουρκικής αυτοκρατορίας! Οι κομιτατζήδες του έστησαν απειρίαν ένεδρών και παγίδων, όπως πάλιν γραφει ο Κλιάσεφ, άλλά ο γερόλυκος τών βουνών τους ξέφευγε πάντοτε. Και σάν μεσαιωνικός βαρώνος κρατούσε υπό την κυριαρχίαν του τα περισσότερα χωριά τών Κορεστίων.

Επίσης έκήρυξε τόν πόλεμο στο Κομιτάτο ο καπετάν Βαγγέλης από τα Άσπρόγεια ( Στρέμπρενο ). Είχε πάει εθελοντής στόν πόλεμο του 1897, τραυματίσθηκε στη μάχη του Βελεστίνου και όταν γύρισε στην Πόλι, όπου δούλευε, τόν έξώρισε η Τουρκική άστυνομία στην γενέτειρά του. Έκεί τόν πλησίασαν οι ανθρωποι του Κομιτάτου τόν εξύμνησαν και τόν ώνόμασαν αρχηγόν. Σάν είδε όμως τα καμώματα και τα εγκλήματά τους τους απεκήρυξε.

Μιά νύχτα πλήθος κομιτατζήδες κύκλωσαν το σπίτι του.
 Ό Βαγγέλης με τόν Χρήστο Παναγιωτίδη η Μαλέτσκον άμύνθηκε, βάρεσε μερικούς και στο τέλος τους κυνήγησε. Μιά ομάδα κομιτατζήδων πού έπεχείρησε να άνεβή από το πίσω μέρος του σπιτιού στην στέγη γιά να βάλη φωτιά δέχθηκε δύο χούφτες κόκκινο πιπέρι απ’ την άδελφή του Σοφία στα μάτια...

Στο Φλάμπουρο επίσης σχηματίσθηκε σώμα από τόν παληό αγωνιστή Κόλε Πίνη και στο Λέχοβο άλλη ομάδα υπό τόν Ζήση Δαμάλιο γιά την προστασία του χωρίου.


Δυστυχώς τον Μαίο 1904 ο καπετάν Βαγγέλης επεσε σ΄ ένέδρα κομιτατζήδων και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Κώττας αιχμαλωτίσθηκε σε μιάν κρυπτη από Τουρκικό απόσπασμα. Προδόθηκε δ΄ άκατανοήτους λόγους από ανθρωπο που έπρεπε να τον φυλαγη σάν κόρη οφθαλμού.
Χάθηκαν δυσυχώς δύο αρχηγοί που Θά ήσαν άνεκτίμητοι όταν αρχισε συστηματικός ο ένοπλος αγώνας μας.

Χωριά της Φλώρινας κυρίως έπισκέφθηκε την άνοιξι του 1904 επιτροπή υπό τον τότε λοχαγό Άλεξ. Κοντούλην, από τους Παύλον Μελά, τον ’Αναστ. Παπούλαντον τραγικόν αρχιστράτηγο στην Μικά Άσία, τον Πάνο Κολοκοτρώνη, πού έπεσε ταγματάρχης στον Έλληνοβουλγαρικόν πόλεμο του 1913.

Ειχε σταλή από την Έλληνικήν Κυβέρνησι να μελετήση την κατάστασι στη Μακεδονία.
 Πήγε στον Κώττα, το Πράσινο, το Τρίγωνο, το Αντάρτικό, στις Καρυές της Πρέσπας.
Έκεί απεχώρησε με πολλή δυσφορία ο Παύλος Μελάς γιατί τον ανακάλεσε επειγόντως η Κυβέρνησις κατόπιν διαμαρτυρίας της Τουρκικής Πρεσβείας.

"Έφερε το σχετικό κρυπτογραφικό γράμμα του Προξενείου Μοναστηριού ενας « μισότρελλος κουρελής » όπως γραφει ο Μελάς.

Σταμάτησαν τότε και τα τόσον εύγενικά όσον και διαφωτιστικά γράμματά του πρός την σύζυγό του.
Άν έλειπαν τα απόμνημονεύματα του Λάκη Πύρζα πού είχε γίνει το δεξί του χέρι και ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του δεν θα ξεύραμε τι απόγινε η υπόλοιπος επιτροπή.
Άπό αύτά μαθαίνουμε ότι πήγε στον Πολυπόταμο, την Τριανταφυλλιά, την Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο, τα ’Ασπρόγεια, όπου συναντήθηκε με τον καπετάν Βαγγέλη, το Λέχοβο.
Παντού έπεσκέφθηκαν σχολεία, έκκλησιάσθηκαν σε εκκλησίες, ώμίλησαν σε συγκεντρώσεις χωρικών χωρίς να ενοχληθούν από Τούρκους η κομιτατζήδες, σά να βρίσκονταν στην παληά Ελλάδα.
Οί Βούλγαροι αν ήξευραν σε ποιο άκριβώς μέρος βρίσκονταν θα είχαν στείλη σίγουρα τα στρατιωτικά αποσπάσματα.
Ό Πύρζας περιγραφει πως στο Λέχοβο και το Βογατσικό υπέγραψαν οι τρεις αξιωματικοί την κοινή εκθεσι, πως ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης συνέταξαν κρυφά άλλην άντίθετη, με αποτέλεσμα να μονομαχήσουν στην Άθήνα Μελάς και Κολοκοτρώνης.

 Οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης ήσαν απαισιόδοξοι.
Αλλά τί ήθελαν, γ Ορισαν τόσα χωριά τόσον καιρό σάν να εκαμναν επιθεώρηση χωρίς να ενοχληθούν από κανένα. Ό Παπασταύρος του Πισοδερίου όταν πήγε στο Αντάρτικό να τους χαιρετήση με το τουφέκι στον ώμο αρχισε άντι παντός άλλου να τραγουδάη το « το λυγερόν και κοφτερόν σπαθί μου».
Ό μουχτάρης της Μικρολίμνης είπε του Κοντούλη στις Καρυές. Τώρα πού μας θυμήθηκε ο βασιλιάς μας δώσατε μας όπλα και έννοια σας. Πολλοί όταν τους πρωτοείδαν δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυα. "Ηθελαν να τους υποδεχθούν σε Τούρκικο έδαφος με σημαίες και μουσικές!...
Δέν εχομε καιρό βέβαια ν"άσχοληθούμε με την έξέλιξι του αγώνος στην περιφέρεια της Φλώρινας. Είμπορώ όμως και πρέπει ν"αναφέρω τις θυσίες του τόπου.

Στήν Σκοπιά έσφαγιάσθηκαν δυο παπάδες και ενας τρίτος απαγχονίσθηκε από τους Γερμανούς γιατί το ήθελαν οι Βούλγαροι του Κάλτσεφ.

Στον Πολυπόταμο άλλοι, δυο ο Παπαγιάννης και τέσσαρες χωρικοί παρασύρθηκαν σε κομιτατζήδικη παγίδα με ενα ψεύτικο γράμμα, πού προήρχετο δήθεν από Έλληνα οπλαρχηγόν. Μέ την ίδια μέθοδο εξοντώθηκε ένωρίτερα και ο Παπασταύρος του Πισοδερίου.

Στήν Περικοπή άλλοι δύο παπάδες βρήκαν τραγικόν θανατο. Πλήθος άλλοι παπάδες μΕμονωμένοι είχαν την ίδια τύχη στα Άσπρόγεια, το Ξινό—Νερό, τους Ψαράδες, τα Χάλαρα, το Πισοδέρι, την Ιτιά και άλλου.
Τού εφημερίου Άμμοχωρίου Παπαίωανεικίου του έκοψαν τα δύο αύτιά! Αμέτρητοι είναι και οι χωρικοί πού έπεσαν από το μαχαίρι τών ελευθερωτών κομιτατζήδων. Στον Αετό μιά νύχτα έσφαγιάσθησαν 5 άνδρες και δυο γυναίκες, στις Λεπτοκαρυές 4, στις Κάτω Κλεινές ο , στον Άγιο Γερμανό 5, άλλοι τόσοι στην Ιτιά, Βεύη, Κέλλη.

 Έπτά Νεβεσκιώτες πού γύριζαν από την Φλώρινα στο χωριό τους ψήθηκαν σ’ ενα φούρνο.

Έπτά Λεχοβίτες πού γύριζαν από το παζάρι του Αμυνταίου στο χωριό τους χάθηκαν στον δρόμο μαζί με τα άλογά τους σάν να άνοιξε και τους καταπιε η γή.

Δέν υπαρχει σχεδόν χωριό πού να μήν εχη τους έθνομάρτυρές του.

 Είναι μία χρυσή βίβλος, γραμμένη με αίμα και δάκρυα. Πυρπολήθηκαν το 1907 το Φλάμπουρο και το Κρατερό το όποιο είχε καή το 1903 από τους Τούρκους και το 1947 ξανακάηκε από τους συμμορίτες!

 Σέ μιά γενεά τρεις πυρπολήσεις!....

Στήν Φλώρινα είχε εγκατασταθή τότε ώς διευθυντής τών σχολείων και του οικοτροφείου ο Βασίλειος Μπάλκος δήμαρχος αργότερα και βουλευτής της Πρέβεζας. Είχε φορέσει ράσα πού του πήγαιναν και παρουσίαζε την γυναίκα του γιά άδελφή.

Καπετάν Βασίλειος Πανουσόπουλος
Τόν Σεπτέμβριο 1904 ήλθε στην Φλώρινα ώς δάσκαλος με Ελληνικό διαβατήριο και άλλο όνομα (Βαλτετσώτης) ο τότε ανθυπίλαρχος και έπειτα στρατηγός Βασίλειος Πανουσόπουλος.

 Δέν ένοχλήθηκε καθόλου γιατί ο τότε άστυνομικός ( κομισέρ Γρηγόρ-έφέντης ) Γρηγόριος Νικολαίδης έμπορος σε λίγο και δήμαρχος Αμυνταίου δεν τόν άνέφερε στον άστυνομικόν διευθυντή ( μπας πολίτς ) πού αγαπούσε πολύ το ούζο. Πήρε τα μαθήματα της γεωγραφίας, της αριθμητικής και την γυμναστικήν, η οποία όμως και τόν έπρόδωσε.

Τήν άνοιξι του 1905 μία μέρα ο καίμακάμης, ο εισαγγελέας, ο άστυνομικός διευθυντής και άλλοι επίσημοι Τούρκοι άνέβηκαν στον λόφο πάνω απ’ την Φλώρινα και έπιναν το ούζο με τους ανάλογους μεζέδες.
 Χρέη γκαρσόνι ών έκτελούσαν χωροφύλακες.
Κατά κακήν τύχην εκαμνε εκείνη την ώρα γυμναστικήν ο Πανουσόπουλος κοντά στην αύλή τών δυο καινούργιων και ώραίων σχολείων πού είχαν άνεγερθή στο μεγάλο οικόπεδο του Ίζέλ πασά.
 Τά ζωηρά και έντονα παραγγέλματά του αναστάτωσαν τους Τούρκους.

Ό καίμακάμης είπε του αρχιαστυνόμου να του παρουσιάση την άλλη μέρα στο γραφείο του τον παράξενο αυτόν δάσκαλο που εγύμναζε στρατιωτικά τα γκιαουρόπαιδα.

Και αποκαλύφθηκε ότι ήταν Έλληνας υπήκοος μεταμφιεσμένος σίγουρα αξιωματικός....
Διατάχθηκε να φυγή αμέσως στο Γιουνανιστάν ( Ελλάδα ) Ό Πανουσόπουλος έφυγε  μά γιά το Πισοδέρι και τα βουνά όπου σχημάτισε άνταρτικό σώμα....

Έξ άλλου ο Φλωρινιώτης δάσκαλος Θεόδωρος Ναούμ είχε καθιέρωση ιδικό του σύστημα σχολικής βαθμολογίας.

 Έβαζε δεκάρια ( βαθμόν άριστα ) στα παιδιά που έσπαγαν κανένα Βουλγάρικο κεφάλι....

Έτσι πήρε δυο « δεκάρια » ο δικηγόρος τώρα εδώ κ. Αλκιβιάδης Παπαγεωργίου.
Τά παιδιά όμως το παράκαμαν.
Μπήκαν μιά μέρα στο Βουλγαρικό σχολείο και τα έκαμαν γυαλιά καρφιά!
Ησαν πολλαπλάσια από τα Βουλγαρόπαιδα.

Στο Παρίσι, κυκλοφόρησε το 1905 ένα Γαλλικό βιβλίο με τον τίτλο « Οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας ».
'Αναγραφει κατά εθνικότητα τους χριστιανούς κάθε χωρίου και κάθε πολιτείας. Συγγραφεύς του φέρεται καποιος « Μπράγκο », υπό τον όποιον όμως έκρύβετο ο αρχιγραμματεύς της Βουλγαρικής Εξαρχίας Μήσεφ.

Οι αριθμοί επομένως που δίνει είναι επίσημοι της εξαρχίας.

Γιά την Φλώρινα αναγραφει ο Μπραγκωφ — Μήσεφ
800 Βουλγάρους και 
3.544 « Ελληνίζοντας » η Γραικομάνους.

 Ύστερα δηλαδή από πεντάχρονη δράσι του Κομιτάτουο Ελληνικός πληθυσμός της Φλώρινας το 1905 ήταν σχεδόνπενταπλάσιος του Βουλγαρικούκατά την ομολογίαν αυτού του αρχιγραμματέως της Βουλγαρικής Εξαρχίας. 

Σύμφωνα με την ίδια στατιστική ο Ελληνικός πληθυσμός υπερείχε πολύ του Βουλγαρικούόχι μόνο και στις άλλες Μακεδονικές πόλεις αλλά και στο Μοναστήρι, στο Κρούσοβο, την Στρώμνιτσα, την Δοίράνη, το Μελένοικο,που έμειναν έξω από τα Ελληνικά σύνορα.

Και δεν ήσαν βέβαια το στόμα της άληθείας οι αριθμοί της Βουλγαρικής Εξαρχίας.


Μ1ΧΑΗΛ ΠΑΓΙΑΡΕΣ
Ό Γάλλος δημοσιογραφοςΜισέλ Παγιαρές, όπως γραφει στο βιβλίο του « το Μακεδονικό πρόβλημα», διαπίστωσε στην Ανατολική Μακεδονία με την βοήθεια τών Γάλλων και Άγγλων αξιωματικών και οργανωτών της χωροφυλακής ότι οι Έλληνες κάτοικοι ήσαν πολύ περισσότεροιαπό τους αριθμούς του Βούλγαρο—Γαλλικού βιβλίου.

Τήν άνοιξι του 1909 μόλις γύρισα από την ’Αθήνα στο Μοναστήρι με κάλεσαν στο Προξενείο ο τότε υπολοχαγός και έπειτα γνωστός στρατηγός Άλέξ. Μερεντίτης και ο λοχαγός και πολιτευόμενος Ντεργερές — έπολιτεύοντο τότε φανερά οι αξιωματικοί και η κυβέρνησις Βενιζέλου το απαγόρευσε — μου έζήτησαν να έλθω το καλοκαίρι στην Φλώρινα αντιπρόσωπός τους με την ιδιότητα του γραμματέως της Μητροπόλεως και με τον μεγάλο μισθό τών τριών εικοσοφραγκων τον μήνα....

Δέχθηκα έλαφρα τή καρδία αν και ήξερα ότι είχε συλληφθή ο προκάτοχός μου Δημήτριος Λαμπράκης, ο ιδρυτής του «Βήματος», με τον όρο να φύγω τον Όκτώβριο δια να συνεχίσω τις σπουδές μου.

Δέν έβαζαν Φλωρινιώτη γιατί υπήρχαν αντιζηλίες και αντιθέσεις.

Ό Μητροπολίτης όμως Σμάραγδος εφερνε αντιρρήσεις.
Ζήτησε να φορέσω ράσα, πραγμα άνόητον. Στο τέλος έπιέσθη και υπεχώρησε. Αλλά άνεχώρησε αμέσως και απουσίασε δύο μήνες.
 Έγώ εγκαταστάθηκα στη Μητρόπολι.

Υπήρχε ενα μικρό βαρελάκι με εξαίρετο κρασί το όποιον το αδέιασα.
 Όταν γύρισε και είδε την άλλη μέρα, ήμερα παζαριού να μπαινοβγαίνουν στην Μητρόπολι πρόσωπα που δεν είχαν εκεί ξαναπατήση και έμαθε ότι είχαμε μπάσει και όπλα, με κάλεσε και μου είπε ταραγμένος:

Βρε παιδί μου. Δέν λυπάσαι τον εαυτό σου, δεν λυπάσαι την χήρα μητέρα σου, δεν λυπάσαι και εμένα;
Τί έχετε να πάθετε σεις, Σεβασμιώτατε;
Νά. Άναγκάσθηκα να κοντέψω μιά πιθαμή το ράσο μου.
Και τί σχέσι έχω εγώ με το ράσο σας; !
Τί σχέσι; ! Άφ"ότου ήρθες από τον φόβο και την αγωνία επεσε τόσο η κοιλιά μου, ώστε αναγκάσθηκα να κοντέψω το ράσο.
 Φύγε παιδί μου το καλό που σου θέλω να εχης και την ευχή μου. Άλλοιώς....

"Ήθελε να είπή ότι αν δεν τον άκουα θα ειχα την κατάρα του.
Ήταν ενας ξανθός γίγας, καλός και αγαθός άλλά δειλός.
 Γιά το κρασί δεν είπε τίποτε. Έγώ δεν έφυγα. Αυτός ξαναέφυγε.

Είχαμε τότε στην περιοχή της Φλώρινας μικρό σώμα από τρεις άνδρες με αρχηγό τον Γεώργιο Μακρή από τα Γρεβενά.

 Κυκλώθηκε μιά μέρα σ΄ ενα σπίτι της Κάτω Ύδρούσας από τουρκικό απόσπασμα.
 Ό Μακρής πυροβόλησε στο στόμα του γιά ν΄ αυτοκτονήση άλλά απλώς παραμορφώθηκε.

 Έπειδή φοβηθήκαμε μήπως ο ενας από τους τρεις προέβαινε σε αποκαλύψεις, οπότε θα πλημύριζαν αί φυλακές, έφροντίσαμε να τους φυγαδεύσουμε τή νύχτα του « ντουλουμπά », της επετείου της Νεοτουρκικής μεταπολιτεύσεως, 10 "Ιουλίου.

Τούς έδώσαμε λίμαν, περίστροφα, έβάλαμε και δυο να τους περιμένουν στο ποτάμι άλλά ο υποπτος έδείλιασε.
Εύτυχώς δεν έπρόδωσε και το καλοκαίρι του 1911 απελύθησαν όλοι, όταν ο Σουλτάνος εκαμε το ταξείδι « προσκύνημα » στο Μοναστήρι το « λίκνον της Νεοτουρκικής ελευθερίας ».

Άπελύθησαν τότε και ο Δημ. Λαμπράκης και ο Άλέξ. Μερεντίτης, ο όποιος ειχεν επίσης συλληφθή παρά την διπλωματικήν του άσυλίαν την όποίαν δεν έσεβάσθησαν οι Νεότουρκοι.

 Ό στρατηγός Μουσταφά πασά πού ήταν Κρητικός και φίλος του πατέρα του Λαμπράκη, όταν πήγε στην φυλακή Μοναστηριού να διαβάση το Διάταγμα της χάριτος του είπε.
«Κύτταξε παιδί μου να μή ξανάρθης στην Μακεδονία γιατί σε 400 χρόνια μιά φορά ήρθε ο Σουλτάνος στο Μοναστήρι ».

Ό Σμάραγδος γύρισε μετά ενα μήνα. Και την δεύτερη μέρα μπήκε αναστατωμένος στο γραφείο μου.
Ό καιμακάμης του είχεν ειπή ότι ο κομιτατζής ψευτογραμματεύς του είχε το θράσος και να υβρίζη στις εφημερίδες τές αρχές. 
Έγώ άρνήθηκα καλή τή πιστει. Άλλά κατά το βραδάκι ο Μητροπολίτης εξαλλος μου εδειξε ενα φύλλο της  «Αλήθειας» Θεσσαλονίκης.

Τί είχε συμβή;

Πριν ενα περίπου μήνα είχαν συλλάβει οι Τούρκοι καπου 50 Φλαμπουριώτες τους οποίους έκακοποίησαν βαρβαρώτατα.
Έγώ εσπευσα να τα γράψω στην εφημερίδα με την υπογραφή «ενας διαβάτης».

Διά να ξεύρουν δέ ότι ήτο σοβαρά η πηγή έσημείωσα στην άκρη « Γεώργιος Μόδης Γραμματεύς της Ίερας Μητροπόλεως Μογλενών και Φλωρίνης».

Ή εφημερίδα, αγνωστο δια ποιον λόγον, εδημοσίευσε τόσον αργά το δριμύ κατηγορητήριό μου με φαρδειά πλατειά την ιδιότητα και το όνομά μου!

Ό Μητροπολίτης δικαίως τώρα έξεστόμιζε κατάρες.
 Έγώ έφυγα αμέσως μ’ ενα άμάξι στο Μοναστήρι όπου και κρύφθηκα 10 ήμερες.

 Φαίνεται όμως ότι αί κατάρες του έπειασαν γιατί εμεινα άγαμος και ανυπαντρος.



Βυζαντινή Μακεδονία. Στα χρόνια του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου και του Τσάρου Σαμουήλ.

$
0
0
Ο Άγιος Δημήτριος κατατροπώνει τον
Τσάρο των Βουλγάρων
Ιωαννίτζη-"
Σκυλογιάννη".

Γ.Ι. Θεοχαρίδη
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΠ. ΑΠΟΣΤ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Μακεδονική Βιβλιοθήκη Αρ. 63

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
 ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (285-1354)

Η απέραντοι ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη από τα χρόνια του Αύγουστου σε λίγες και πολύ μεγάλες διοικητικές μονάδες, τις επαρχίες.
 Αργότερα επί Διοκλητιανού διαιρείται σε δώδεκα διοικήσεις. Μιά απ’ αυτές  ήταν η διοίκηση Μοισιών, που περιλάμβανε 8 μικρές επαρχίες, μια από τις όποιες ήταν η Μακεδονία.

Αργότερα η διοίκηση Μοισιών θα χωριστεί στα δύο. 
Οι άλλοτε επαρχίες της Δακία και Μακεδονία θα γίνουν οι ίδιες διοικήσεις και θα έχουν οι ίδιες επαρχίες στη δικαιοδοσία τους. 
Η διοίκηση Μακεδονία θα έχει επτά και η διοίκηση Δακία θα έχει τέσσερις επαρχίες . 
Μέσα στη διοίκηση Μακεδονία θα είναι και η ιστορική Μακεδονία με τα γνωστά όρια ως επαρχία της διοίκησης. 
Από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα δεν πρέπει λοιπόν να μπερδεύουμε τη διοίκηση Μακεδονία με την επαρχία Μακεδονία. 
Η ιστορική Μακεδονία είναι η επαρχία και όχι η διοίκηση. 
Αξιοσημείωτο είναι ότι όλες οι επαρχίες της διοίκησης Μακεδονία είναι ελληνόφωνεςκαι όλες οι επαρχίες της διοίκησης Δακία είναι λατινόφωνες

Επειδή δε όλες οι επαρχίες της διοίκησης Δακία βρίσκονται πάνω από τα Σκόπια, είναι φανερό ότι ο ελληνισμός έφθανε ως έξω από τα Σκόπια, όπως άλλωστε καθόρισε αυτό και η περίφημη «γραμμή Γίρετσεκ».



Η Μακεδονία κατά τη ρωμαίκή εποχή

1.         Προβυζαντινή περίοδος (285-395)

Στις αρχές του 4ου αιώνα, στις 26 'Οκτωβρίου 305, επί Γαλερίου, μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη ο Αγιος Δημήτριος και άρχισε η σπουδαία για τον χώρο των Βαλκανίων λατρεία του, που θα εξαπλωθεί πέρα από τη Μακεδονία, στα Βαλκάνια, στην Κωνσταντινούπολη και στη Μ. Άσία. 

Στη γιορτή του θα γίνεται πολυήμερο πανηγύρι στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, όπως μας το περιγράφει ο βυζαντινός διάλογος «Τιμαρίων», μια διεθνής έκθεση της εποχής με επισκέπτες ακόμα και από την Ισπανία. Τέλος, τα πολλά Εγκώμιά του στη βυζαντινή πεζογραφία, οι πολλές εικόνες του στη βυζαντινή τέχνη και οι πολλοί προσκυνητές στον τάφο του δείχνουν τη μεγάλη άπήχηση και έξάπλωση της λατρείας του.

 Από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε ο Μ. Κωνσταντίνοςμε πειθαρχημένο και ενθουσιασμένο κάτω από το χριστιανικό του λάβαρο στρατό και νίκησε τον Λικίνιο πρώτα κοντά στην Άδριανούπολη, στις 3 Ιουλίου 324, και έπειτα στη Χρυσούπολη, στις 18 Σεπτεμβρίου 324, και έτσι έληξε ο αγώνας μεταξύ των δυό τελευταίων τετραρχών της αυτοκρατορίας, ο όποιος δεν ήταν αγώνας μόνο πολιτικός, αλλά και αγώνας μεταξύ του χριστιανισμού του Μ. Κωνσταντίνου και του ειδωλολατρισμοϋ του Λικινίου.
Στα 379 στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκε ο αύτοκράτορας της Ανατολής Θεοδόσιος και εκεί έμεινε με μικρά διαλείμματα, από τον Ιούνιο 379 ως τον Νοέμβριο του 380, αφού   πέτυχε μέσα στο 379 με μικρά ευκίνητα τμήματα να διώξει πέρα από τον Δούναβη τα στίφη των βαρβάρων, τα όποια λεηλατούσαν τις χώρες της Βαλκανικής.

Την άνοιξη του 390 έγινε στη Θεσσαλονίκη το γνωστό επεισόδιο της σφαγής 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο, το όποιο στοίχισε στον Θεοδόσιο την ταπεινωτική δημόσια μετάνοια του έξω από τη μητρόπολη του Μιλάνου, όπου τελούνταν η λειτουργία των Χριστουγέννων. 
Από τότε δεν έγιναν πια  αγώνες στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης, στον χώρο της γνωστής σήμερα πλατείας Ιπποδρομίου.


2.         Πρωτοβυζαντινή περίοδος (395-641)

Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου και τον χωρισμό του ρωμαϊκού κράτους σε δυτικό και ανατολικό, το Ανατολικό Ιλλυρικό πολιτικά μεν ύπήχθηκε στην Ανατολή, όπου γεωγραφικά και ιστορικά ανήκε, οι μητροπόλεις όμως και οι επισκοπές του, που χρόνια ήταν υπό τη δικαιοδοσία του πάπα, υπήρξαν στόχοι μακράς διεκδικήσεως μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. 
Αργότερα οι άβαροσλαβικές επιδρομές διέλυσαν την εκκλησιαστική οργάνωση του Δυτικού Ιλλυρικού, καταπόντισαν τα μεγάλα έκκλησιαστικά του κέντρα (Σίρμιο και Πρώτη Ίουστινιανή) και άπομόνωσαν απ’ αυτό τη Δυτική Εκκλησία.
 Ότι άπόμεινε από το Δυτικό Ιλλυρικό το κυβερνούσε ο Θεσσαλονίκης ως τα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα Γ'του ’Ίσαυρου (717-741), οπότε το κράτος προσάρτησε την Εκκλησία του Ανατολικού Ιλλυρικού στη μόνη εκκλησιαστική κεφαλή, που απόμεινε στην Ανατολή μετά τις αραβικές κατακτήσεις, στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Οι επιδρομές των βαρβαρικών λαών, των Γότθων στα χρόνια του Λέοντα Λ' (457-474) και του Ζήνωνα (474-491), των ούννικών φυλών στα χρόνια του Ίουστινιανού Λ' (527-565), των Άβαροσλάβων σε αλλεπάλληλα κύματα, στα χρόνια του Μαυρίκιου (582-602), του Φωκά (602-610) και του 'Ηρακλείου (610-641) —για τις τελευταίες πολλά στοιχεία μας δίνουν τα βιβλία των θαυμάτων του 'Αγ. Δημητρίου— προξενούν μεγάλες αναστατώσεις και καταστροφές.

 Η Μακεδονία, πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, υποφέρουν τα πάνδεινα. 
Λεηλασίες, αιχμαλωσίες, σφαγές και ερημώσεις σημειώνονται από όπου και αν περνούν τα βαρβαρικά φύλα.

 Η πρωτεύουσα της, η Θεσσαλονίκη, πολιορκείται αρκετές φορές και οι κάτοικοί της, που περνούν μέρες τρομερής αγωνίας, ζητούν τη σωτηρία τους από τον προστάτη μεγαλομάρτυρα Άγιο.

 Από τις πέντε κατά διάφορα χρονικά διαστήματα επιθέσεις των Σλάβων υπογραμμίζουμε την τρίτη μετά το 610, η οποία διαφέρει από τις δυό προηγούμενες (την πρώτη με 100.000 Άβαροσλάβους το 597 και τη δεύτερη με 5.000 Σλάβους το 603), 
γιατί σ’αύτήν πολλές σλαβικές φυλές, 
οι Δρογουβίτες, 
οι Σαγουδάτοι, 
οι Βελεγεζίτες, 
οι Βαιουνίτες κ.α., 
ξεσηκώθηκαν όλες μαζί, από μέρη έξω από τη Μακεδονία, πιθανώς περ’ από τον Δούναβη, και κατεβαίνουν προς Ν με μονόξυλα μεσ’ από τον Αλιάκμονα, τον Άξιό η τον Στρυμόνα, για να λεηλατήσουν τις ελληνικές χώρες και να επιτεθούν κατά της Θεσσαλονίκης, την οποία με αρχηγό τον Χάτζωνα μάταια πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα: δυνατός βορειοδυτικός τοπικός άέρας, ο γνωστός Βαρδάρης, σκόρπισε τα μονόξυλα,καθώς και ταυτόχρονα ορμητική έξοδος χάρισε στους πολιορκημένους λαμπρή νίκη.

 Σ’ αυτό το γεγονός, που θεωρήθηκε θαύμα του 'Αγίου Δημητρίου, αναφέρεται πιθανότατα το μωσαικό, το λεγόμενο «των 'Ιδρυτών», και η επιγραφή του στον ναό του: 
«Κτίστας θεωρείς του πανενδόξου δόμου εκείθεν ένθεν μάρτυρος Δημητρίου του βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλων μετατρέποντος και πόλιν λυτρουμένου».

Κατόπιν οι Σλάβοι αύτοί, χωρίς αρχηγό , σκορπίστηκαν και εγκατασταθήκαν άλλοι στη Μακεδονία, άλλοι στη Θεσσαλία και κατευθύνθηκαν προς Ν, και με τα μονόξυλά τους έφτασαν, κατά μερικούς ευφάνταστους ιστορικούς, ως τα νησιά του Αιγαίου, στη Μ. Άσία και άκομη ως την Κρήτη!!

 Αργότερα οι Σλάβοι της Μακεδονίας ζήτησαν τη βοήθεια του Χαγάνου των ’Αβάρων, για να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, που μόνοι τους δεν είχαν μπορέσει να την πάρουν.

Ολες οι χώρες νοτίως του άνω ρου του Δούναβη διατρέχονται και λεηλατούνται από ορδές Σλάβων, που κινούνται ελεύθερα, γιατί ο 'Ηράκλειος ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο κατά των Περσών, που προχωρούσαν στη Μ. ’Ασία. 

Ηλθαν όμως από την Κωνσταντινούπολη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ενισχύσεις σε τρόφιμα και όπλα με τον αξιωματούχο Χαβρία και οι Άβαροι ζήτησαν συνθηκολόγηση.
Καί ύστερα από 23 μέρες πολιορκία αποχώρησαν, αφού   οι Θεσσαλονικείς δέχτηκαν να εξαγοράσουν τους αιχμαλώτους.

'Ύστερα από λίγα χρόνια γίνεται τρομακτικός σεισμός και τα έγκατεστημένα στη μακεδονική ύπαιθρο σλαβικά φύλα όρμησαν άοπλα για να λεηλατήσουν την πόλη, που τη νόμιζαν καταστραμμένη. 
Βρήκαν όμως άγρυπνη τη φρουρά στα άθικτα τείχη και γύρισαν πίσω απογοητευμένα.

Την εποχή αύτή μνημονεύεται ότι πυρκαγιά έκαψε τη βασιλική του 'Αγίου Δημητρίου. 
Στην πυρκαγιά αύτή αναφέρεται η επιγραφή:
«Επί χρόνων Λέοντος ήβώντα βλέπεις καυθέντα το πριν τον ναόν Δημητρίου», που βρισκόταν κάτω από τρεις μορφές μέσα σε κύκλους στα μωσαικά (έχουν πέσει) της δεύτερης βόρειας κιονοστοιχίας του ναού. Επειδή οι τρεις μορφές,  Αρχών-'Άγιος-Επίσκοπος, μοιάζουν με τις τρεις μορφές του μεγάλου μωσαικού, του λεγόμενου «των Ιδρυτών», πρέπει να είναι οι ανακαινιστές του ναού μετά την πυρκαγιά και όχι οι αρχικοί ιδρυτές του 5ου αιώνα, όπως πιστεύεται.

 Ο σεισμός και η απόπειρα των Σλάβων να λεηλατήσουν τη Θεσσαλονίκη πρέπει να τοποθετηθούν κατά τους μελετητές γύρω στα 630, η πυρκαγιά γύρω στα 635 και η ανακαίνιση του ναού το αργότερο δυο χρόνια μετά το 635, όλα λοιπόν μαζί μεταξύ 630-640.
 
Κατά τη μαρτυρία των κειμένων των θαυμάτων του 'Αγίου Δημητρίου, Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία ήταν: 

α) οι Στρυμονίτες που πρέπει να είχαν εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Στρυμόνα, από τις εκβολές του οποίου λήστευαν με τα μονόξυλά τους τα καράβια που παρέπλεαν

 β) οι Ρυγχίνοι εγκατεστημένοι και αύτοί σε κοιλάδα του ποταμίσκου Ρυχίου, που χύνει τα νερά της λίμνης Βόλβης στον Στρυμονικό κόλπο από το Στενό της Ρεντίνας (το Ρυγχίνοι είναι παραφθορά του Ρηχίνοι, όπως ονομάζονται σωστά σε άγιορείτικο έγγραφο) και

 γ) Οι Δρογουβίτες, που μαζί με τους Σαγουδάτους είχαν έγκατασταθεί δυτικά της Θεσσαλονίκης στην πεδιάδα της Βέροιας. Οι Βλαχορυγχίνοι μαζί με τους Σαγουδάτους πρέπει να θεωρηθούν Βλάχοι και όχι Σλάβοι. 

Αυτές  είναι οι λεγόμενες σκλαβηνίες της Μακεδονίας.

Οι Βελεγεζίτες και οι Βερζίτες έγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία. 
Οι Βαιουνίτες όμως δεν πρέπει να πήγαν, όπως πιστεύεται, στην 'Ήπειρο, στη Βαγενετία, απέναντι από την Κέρκυρα, αλλά εγκαταστάθηκαν κάπου στη Μακεδονία και ισως κρύβονται στις φυλές, που πήραν καινούργιο όνομα από τους ποταμούς, όπου έγκαταστάθηκαν, όπως και οι Στρυμονίτες.

Έκτος από αυτές , γνωρίζουμε κι άλλη σλαβική φυλή, που έμεινε χρόνια στη Μακεδονία, πριν ν’ απομακρυνθεί από αυτήν. 

Είναι οι Σμολεάνοι η Σμολένοι Σλάβοι,που έγκατέστησε το 688 ο Ιουστινιανός Β'στην Κλεισούρα του Στρυμόνα, κοντά στο Μελένικο και στο Νευροκόπι, για να φυλάγουν τα Στενά της Κούλας και του Ρούπελ από επιδρομές των Βουλγάρων

Με τη βουλγαρική εισβολή του «καυχάνου» Ίσβούλου το 837 οι Σμολένοι ύποχώρησαν προς τα στρατεύματα του Καίσαρα Μωσηλέ, που βρίσκονταν στη Χριστούπολη (Καβάλα).

 Στην περιοχή της έμειναν αρκετά χρόνια και επί Φωτίου το 864 σχηματίστηκε επισκοπή Σμολένων, που υπαγόταν στη μητρόπολη Φιλίππων. 

Με τη διοικητική αναδιοργάνωση τουΒασιλείου Β'oiΣμολένοι μετακινήθηκαν πέρα από τον Νέστο, στη Ροδόπη.
 Εκεί σχηματίστηκε το θέμα Σμολένων, όπου σήμερα βρίσκεται το βουλγαρικό χωριό Ίσμιλάν, κέντρο επί τουρκοκρατίας περιοχής Πομάκων, σλαβόφωνων μουσουλμάνων.

3.         Κύρια βυζαντινή περίοδος (641-1204)


α) Αγώνες εναντίον σλαβικών και άλλων εχθρικών φύλων

1.         Κατά τα τέλη του 7ου και αρχές του 8ου αι., και συγκεκριμένα στα 688-689 ο Ιουστινιανός Β' (685-695 και 705-711) επιχείρησε μεγάλη εκστρατεία κατά των σκλαβηνιών της Μακεδονίας και κατά των Βουλγάρων στα ΒΑ του κράτους. 

 Η εκστρατεία υπήρξε νικηφόρα και ο Ιουστινιανός Β'μπήκε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλο μέρος από τους υποταχθέντες Σλάβους μετέφερε στη Βιθυνία της Μ. Άσίας, στο θέμα ’Οψίκιο, που είχε ερημωθεί από αραβικές επιδρομές, και τους εγκατέστησε εκεί γεωργικά σε στρατιωτόπια σαν στρατιώτες. 

Τι απέγιναν λοιπόν οι λεγάμενες σκλαβηνίες;

Στην αρχή αυτοδιοικούμενες, αναγνώρισαν έπειτα την επικυριαρχία του βυζαντινού κράτους, γιατί η μπήκαν στην υπηρεσία του κράτους ως φεδεράτοι, όπως οι Σμολεάνοι, η νικήθηκαν σε στρατιωτικές έπιχειρήσεις των Βυζαντινών, διαλύθηκε η αυτοδιοίκησή τους και έγιναν φόρου υποτελείς, όπως οι Δρογουβίτες και οι Σαγουδάτοι. 
Γι’ αυτό από το 836/7 δεν αναφέρονται πια  σαν σκλαβηνίες.
Οι Θεσσαλονικείς Άγιοι
Κύριλλος και Μεθόδιος.
 Ακολουθεί ο εκχριστιανισμός των Σλάβωνμε την πρωτοβουλία δύο αδελφών Θεσσαλονικέων, του Κυρίλλου (Κωνσταντίνου) και του Μεθόδιου (Μιχαήλ)
που έδωσαν σε όλο τον σλαβικό κόσμο όχι μόνο τη θρησκεία, αλλά και το αλφάβητο για τη γραφή της γλώσσας του, και τις φιλολογικές βάσεις για την ανάπτυξη του πολιτισμού του.

Το θέμα του εκχριστιανισμού και εκβυζαντινισμού των Σλάβων φαίνεται ότι είχετελειώσει πια  στην εποχή του Λέοντος ΣΤ'του Σοφού (886-912), ο όποιος μας λέγει καθαρά στα «Τακτικά» του ότι αυτό το πέτυχε ο πατέρας του Βασίλειος Α'ο Μακεδών (867-886).

Στις αρχές του 10ου αιώνα από τον Καμενιάτη μαθαίνουμε: 

α) ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας έχουν βαπτιστεί χριστιανοί και ζούν ειρηνικά με τον ελληνικό πληθυσμό,

β) ότι στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και Βεροίας, έκτος από τα καθαρά ελληνικά χωριά, υπάρχουν και χωριά ανάμεικτα, όπου ζουν μαζί Έλληνες και Δρογουβίτες και Σαγουδάτοι, και

 γ) ότι στην υπηρεσία του στρατηγού του θέματος Στρυμόνα υπάρχουν έμπειροι τοξότεςΣλάβοι.
 Οι Στρυμονίτες λοιπόν έγιναν στρατιώτες του βυζαντινού στρατού.

Από τα παραπάνω λοιπόν φαίνεται πολύ καθαρά πως εξαφανιστήκαν οι Σλάβοι της Μακεδονίας. 

Υπήρξε μια βασική προϋπόθεση και έδρασαν δυο ισχυροί παράγοντες, η Εκκλησίακαι ο στρατός.

Η βασική προϋπόθεση ήταν ότι εγκαταστάθηκαν και έζησαν μέσα σε ελληνικό πληθυσμό. 
Γιατί ούτε τόσο πολλοί ήταν, ώστε να καλύψουν όλη τη Μακεδονία (τους υπερβολικούς αριθμούς των αγιογράφων δεν τους πιστεύουν ούτε οι Σλάβοι ιστορικοί), ούτε όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες κάτοικοι της Μακεδονίας εγκατέλειψαν τη χώρα με τις εισβολές, χωρίς να επιστρέφουν ποτέ.
 

2.        Αφού διαλύθηκαν οι σκλαβηνίες και εκχριστιανίστηκαν οι Σλάβοι τους,η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη γνώρισαν χρόνια ειρηνικής και πλούσιας επαρχιακής ζωής με φυσικό αποτέλεσμα να χάσουν οι κάτοικοι τη μαχητικότητα της εποχής των αβαροσλαβικών επιδρομών και να παραμελήσουν την οχύρωση και το κράτος, την ανανέωση και ενίσχυση του στόλου.

’Έτσι αρνησίθρησκοι χριστιανοί αρχιπειρατές, σαν τον Λέοντα τον Τριπολίτη (από την Τρίπολη της Συρίας), επικεφαλής αραβικών πειρατικών στόλων τρομοκρατούν τα έλληνικά παράλια του Αιγαίου και οι Σαρακηνοί του Τριπολίτη πλέοντας από τη Θάσο μπαίνουν το 902 στον Παγασητικό, λεηλατούν τη Δημητριάδα κοντά στον Βόλο και στις 29 Ιουλίου 904, μέρα Κυριακή, 10.800 άνδρες αγκυροβολούν ανατολικά της Θεσσαλονίκης και αρχίζουν τις επιθέσεις από την ξηρά. Τη δεύτερη μέρα πλησιάζουν το θαλάσσιο τείχος με ψηλούς ξύλινους πύργους στημένους κιόλας σε διπλά μεγάλα πλοία, αποδεκατίζουν τους υπερασπιστές του και μπαίνουν στην πόλη.
 
Την τριήμερη σφαγή των κατοίκων και την άγρια λεηλασία της πόλης, που ακολούθησαν, μας τις περιγράφει ο κληρικός Ιωάννης Καμενιάτης. Οι αιχμάλωτοι, όταν μετρήθηκαν στην Κρήτη, βρέθηκαν να είναι 22.000. "Αν σ’ αυτούς προσθέσουμε αυτούς που σφάχτηκαν η κρύφτηκαν η διέφυγαν, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10ου αιώνα έφταναν ίσως στις 100.000. Οι φυγάδες και οι εξαγορασμένοι Θεσσαλονικείς που επέστρεψαν, συνήλθαν με τον καιρό, επιδιόρθωσαν τα τείχη της πόλης τους και την οχύρωσαν, έστω και αργά, όπως μαρτυρεί επιγραφή, που βρέθηκε το 974 στην περιοχή του λιμανιού της.

3.         Την επιδρομή αυτή των Σαρακηνών τη διευκόλυνε η αδυναμία του βυζαντινού στόλου και η εμπλοκή των Βυζαντινών σε νέους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων.

Ο Βούλγαρος Τσάρος Συμεών.
Ο τσάρος τους Συμεών (893-927), που στην εποχή του πατέρα του Βόριδα Μιχαήλ είχε περάσει τα νιάτα του στην Κωνσταντινούπολη, μόλις ανέβηκε στον θρόνο το 893 έδειξε εχθρικές διαθέσεις προς το Βυζάντιο.  

Απαγόρευσε αμέσωςτα ελληνικά βιβλία και την ελληνική γλώσσα στο κράτος τουκαι ανάγκασε το Βυζάντιο για αντίποινα να μεταφέρει το ελληνοβουλγαρικό εμπορικό κέντρο τελωνείου από την κοντινή Κωνσταντινούπολη στη μακρινή για τους Βουλγάρους Θεσσαλονίκη
Αυτό του έδωσε την αφορμή, που ζητούσε, και δεν ήταν η πραγματική αιτία του πολέμου, όπως υποστηρίζουν Σλάβοι ιστορικοί.


 Το 894 έκαμε αιφνιδιαστική εισβολή στη Θράκη. 
Ο Λέων ΣΤ'όμως έριξε τους Ούγγρους εναντίον των Βουλγάρων και τους συνέτριψε σε τρεις μάχες. Ο Συμεών αναγκάστηκε το 895/6 να ζητήσει ειρήνη, που τους όρους της διαπραγματεύτηκε ο Πελοποννήσιος διπλωμάτης Λέων ο Χοιροσφάκτης.
 Χρησιμοποιώντας με τη σειρά του ο Συμεών τους Πετσενέγκους εναντίον των Ούγγρων, που αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Παννονία, εισέβαλε δεύτερη φορά στη Θράκη και στο Βουλγαρόφυγο το 896 κατανίκησε τις βυζαντινές δυνάμεις. 

Aντί όμως να στραφεί κατά της Κωνσταντινουπόλεως, διευθύνθηκε εναντίον της Μακεδονίας και έφτασε λεηλατώντας ως το Δυρράχιο. 
Το Βυζάντιο απάντησε με μεγάλη εισβολή στη Βουλγαρία και ο Συμεών ζήτησε το 899-900 και πάλι ειρήνη, που τους όρους της διαπραγματεύτηκε πάλι ο Λέων ο Χοιροσφάκτης, ο όποιος καυχιέται σε επιστολή του ότι απόσπασε από τα νύχια του Συμεών τριάντα φρούρια του Δυρραχίου.

 Καί όταν ο Συμεών επιχείρησε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, που είχε προσωρινά ερημωθεί το 904 από τους Σαρακηνούς πειρατές, βυζαντινά στρατεύματα τον εμπόδισαν, και έγινε για τρίτη φορά ειρήνη με διαπραγματευτή και πάλι τον Λέοντα Χοιροσφάκτη.

Ο Βούλγαρος Τσάρος Σαμούλ
Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας
Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος.

Μετά τον Συμεών κι άλλος τσάρος των Βουλγάρων, ο Σαμουήλ (976-1014) ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια τη Μακεδονία. 

Το 971 ο Τσιμισκής, που είχε διαλύσει το βουλγαρικό κράτος, δεν επέβαλε κατοχή στο δυτικό του τμήμα, που το διοικούσε ειρηνικά ο αρμένικης καταγωγής συμπατριώτης του Νικόλαος Κομιτόπουλος. 

Μετά τον θάνατο του Τσιμισκή, το 976, οι τέσσερις γιοι του Νικόλαου, οι Κομιτόπουλοι, επαναστάτησαν κατά του Βυζαντίου και ένας από αυτούς, ο Σαμουήλ, που εξόντωσε τους άλλους, επωφελήθηκε από τους αγώνες τουΒασιλείου Β' (976-1025) προς τον επαναστάτη στρατηγό του Βάρδα Σκληρό, για να μετατρέψει το βουλγαρικό απελευθερωτικό κίνημα σε κατακτητικό πόλεμο, που ξαπλώθηκε στη μισή Βαλκανική. 

Με βάση πρώτα την Πρέσπα και έπειτα την Αχρίδα κατέλαβε σιγά σιγά τη Δυτική Μακεδονία, την ’Ήπειρο και μέρος της Αλβανίας ως το Δυρράχιο και έπειτα την περιοχή του παλιού βουλγαρικοϋ κράτους. 

Το 980 ο Σαμουήλ μπήκε στη Θεσσαλία, κατέλαβε τη Λάρισα, μετέφερε τους κατοίκους της στη Βουλγαρία και το λείψανο του Αγίου Αχίλλειου στην Πρέσπα και αλώνιζε τη Μακεδονία. Δημιούργησε έτσι ένα βουλγαρικό κράτος μεγαλύτερο από το παλιό, ενώ το Βυζάντιο αγωνιούσε να καταπνίξει πρώτα την επανάσταση του Βάρδα Σκληρού και έπειτα του Βάρδα Φωκά και δεν μπορούσε να αντιδράσει, δηλαδή στα χρόνια 976-989.

Το 986 ο νεαρός ακόμα Βασίλειος Β'αρχίζει έναντίον του άγώνα ζωής και θανάτου. Στην αρχή σε αντιπερισπασμό εισβάλλει στη Βουλγαρία από τα Στενά «Πύλη του Τραινού» και κατευθύνεται προς την Τριαδίτσα (Σόφια), αλλ’ αναγκάζεται να υποχωρήσει άπρακτος, γιατί είχε διαδοθεί ότι πίσω του είχε ξεσπάσει επανάσταση. Στα ίδια Στενά κτυπήθηκε από Βουλγάρους, νικήθηκε και μόλις σώθηκε στη Φιλιππούπολη. Κατόπιν η επανάσταση του Βάρδα Φωκά, νικητή του Σκληρού, τον απασχόλησε ως το 989.
Από το 990 όμως ο Βασίλειος Β'απερίσπαστος από εσωτερικές αναταραχές αναλαμβάνει αγώνα κατά του Σαμουήλ, που μέσα στα 13 ταραγμένα χρόνια των επαναστάσεων του Βυζαντίου είχε ιδρύσει μεγάλο κράτος, από τον Ευξεινο ως την ’Αδριατική και από τον Αίμο ως τη Θεσσαλία, και με τις επιδρομές του έφτανε ως την Πελοπόννησο. Η καταστροφή αυτού του κράτους θα είναι στο εξής ο σκοπός της ζωής τουΒασιλείου Β'.
Το 991 έρχεται στη Θεσσαλονίκη, που θα είναι η βάση των έπιχειρήσεών του, βάζει φρουρά στην καλά οχυρωμένη πόλη με διοικητή τον μάγιστρο Γρηγόριο Ταρωνίτη και προβαίνει σε επιχειρήσεις στη Μακεδονία, για τις όποιες δεν γνωρίζουμε τίποτε από έλλειψη μαρτυριών. Το 994 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, για ν’άντιμετωπίσει τους Φατιμίδες 'Άραβες της Αίγυπτου, που προήλαυναν στη Συρία.

Το 996 ο Σαμουήλ, επωφελούμενος από την απουσία του αύτοκράτορα στην Ανατολή, άρχισε νέες εχθροπραξίες, για να ξαναπάρει τα φρούρια της Μακεδονίας που είχε ανακτήσει ο Βασίλειος. 

Μάταια όμως επιχείρησε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. 

Διευθύνθηκε έπειτα για λεηλασία προς την Κάτω 'Ελλάδα κι έφτασε ως τον Ισθμό.

 'Ο Βασίλειος Β'έστειλε στη θέση του Ταρωνίτη ως «άρχοντα πάσης Δύσεως» τον έμπειρο στρατηγόΝικηφόρο Ουρανό.

Η Μάχη του  Σπερχειού.

Ο Ουρανός καταδιώκοντας τον εχθρό στρατοπέδευσε στην όχθη του πλημμυρισμένου Σπερχειού. Ασφαλής πίσω από τα νερά του ποταμού, επισήμανε πέρασμα και μέσα στη νύχτα, έπεσε πάνω στους κοιμισμένους αντιπάλους του που στρατοπέδευαν στην άλλη όχθη, τους συνέτριψε και ανάγκασε τον Σαμουήλ με τα υπολείμματα του στρατού του ν’αποσυρθεί στη Βουλγαρία. 

Ο Ούρανός γύρισε με όλα τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους και έπειτα από τρεις μήνες έμπαινε στη Βουλγαρία χωρίς να βρει καμία αντίσταση. 

Από το 997 ως το 1001 ο Σαμουήλ δεν φάνηκε πουθενά.
Το 1001 ο Σαμουήλ ξαναπαρουσιάζεται και ο Βασίλειος Β'ξαναγυρίζει για δεύτερη φορά από τη Μέση Ανατολή κι εφαρμόζοντας μελετημένο σχέδιο τον απωθεί από διάφορες θέσεις της Μακεδονίας και τελικά την άνοιξη του 1003 τον κατατροπώνει στον Άξιό, κοντά στα Σκόπια. 

Ο Σαμουήλ έχασε το μισό κράτος του αυτό ήταν η αρχή του τέλους. 

Ο Βασίλειος Β'διέκοψε τον αγώνα και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, για να παραχειμάσει. Από το 1004 ως το 1014 δεν έχομε πληροφορίες για μεγάλα γεγονότα. Το 1014 ο Σαμουήλ αποφάσισε να κτυπήσει για τελευταία φορά με τακτική πάλι ενέδρας, αλλά με μεγάλες δυνάμεις.

Με 15.000 άνδρες οχύρωσε τη στενή κοιλάδα του Στρυμόνα στο Κλειδί, ανάμεσα στις Σέρρες και στο Μελένικο, και έστειλε από τα βουνά τον στρατηγό του Δαβίδ Νεστορίτζη να κτυπήσει τη Θεσσαλονίκη σε αντιπερισπασμό. 
Ο διοικητής της όμως Θεοφύλακτος Βοτανειάτης τον έτρεψε σε φυγή και με λάφυρα και αιχμαλώτους ήλθε κι αύτός στο Κλειδί. Από το Κλειδί ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας παράκαμψε από μονοπάτια το ψηλό βουνό Βαλαθίστα και βρέθηκε στα νώτα των Βουλγάρων. Στη γενική επίθεση την 29 Ιουλίου 1014 ο Σαμουήλ νικήθηκε και μόλις σώθηκε στο Πρίλαπο (Περλεπέ).
Μετά τον θάνατο του Σαμουήλ τον πόλεμο συνέχισε για μερικούς μήνες ο γιός του Γαβριήλ-Ραδομίρ

Ο Βασίλειος Β’ ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη κτυπά και κυριεύει φρούρια του άντιπάλου του, όπως τα Βιτώλια, το Πρίλαπο και το Στυπείον (Ίστίπ) το φθινόπωρο του 1014 και τα Βοδενά και τα Μογλενά την άνοιξη του 1015. 

Το 1015 όμως οΙωάννης Βλαδισλάβος, απόγονος της παλιάς βουλγαρικής οικογένειας του βασιλικού οικου του Πέτρου και του Συμεών, δολοφόνησε τον Γαβριήλ-Ραδομίρ, τη γυναίκα του και τον γαμπρό του Ιωάννη Βλαδίμηρο και απαλλάχτηκε από τους κληρονόμους της αντίπαλης οικογένειας των Κομιτοπούλων.
’Από το 1015-1018 ο Βασίλειος Β'και οι στραγητοί του Δαβίδ ’Αριανίτης και Κωνσταντίνος Διογένης θα πολεμούν με τον Βλαδισλάβο για τα φρούρια της περιοχής Φλώρινας και Καστοριάς, ώσπου αυτός νικημένος θα φύγει, για να πολιορκήσει το μακρινό Δυρράχιο, στην αρχή της πολιορκίας του οποίου θα σκοτωθεί και ο ίδιος πιθανώς.

 Όταν έμαθε τον θάνατο και του Ιωάννη Βλαδισλάβου, ο Βασίλειος Β'ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη σε μεγάλη περιοδεία στις χώρες του πολέμου. 

Στον δρόμο προς τις διάφορες πόλεις, όπως στην Άδριανούπολη και στις Σέρρες, έρχονταν Βούλγαροι διοικητές και του παρέδιναν φρούρια. 

Από τη Στρώμνιτσα πήγε στα Σκόπια, στην Αχρίδα, στην Πρέσπα, στη Δεάβολη κι έφτασε στο Δυρράχιο. Κι έπειτα έπιστρέφοντας από την Καστοριά και τα Σέρβια έφτασε στη Θεσσαλονίκη και από ’κεί κατέβηκε στην Αθήνα. 
Παντού έβαζε φρουρές και διόριζε στρατηγούς διοικητές.
Τελευταίο καταλήφτηκε, υστέρα από αντίσταση, το Σίρμιο στο 1019 από τον στρατηγό Κωνσταντίνο Διογένη. ’Αφο.Ο το 1019 τελείωσε ο πόλεμος, όλη η περιοχή του κράτους του Σαμουήλ, από την Άδριατική ως τον Εϋξεινο, οργανώθηκε στρατιωτικά σε θέματα και έκκλησιαστικά σε έπισκοπές.
 Όταν πέθανε ο Βασίλειος Β'στις 15 Δεκεμβρίου 1025, όλη η Βαλκανική ανήκε στο βυζαντινό κράτος, όπως ήταν πριν να εμφανιστούν σ’αυτήν οι Σλάβοι.

β) Η ίδρυση της μοναχικής πολιτείας τον Άθω
Μέσα στον 10ο αιώνα ιδρύθηκε στη χερσόνησο του 'Άθω της Χαλκιδικής η μοναχική πολιτεία του Άθω, που ονομάστηκε αργότερα 'Άγιον 'Όρος και έγινε το κέντρο της 'Ορθοδοξίας. 'Η ιστορία της διαιρείται: α) στην περίοδο των ερημιτών, β) στην περίοδο των λαυρών, και γ) στην περίοδο των μονών.

α) Ερημίτες.
 Στα χρόνια της Είκονομαχίας είχαν καταφύγει στην ακατοίκητη χερσόνησο του 'Άθω, έκτός από μεμονωμένους ερημίτες, και διωκόμενοι εικονολάτρες, γιατί μόλις τέλειωσε η Είκονομαχία εμφανίστηκαν ξαφνικά για πρώτη φορά το 843 αντιπρόσωποι Αθωνίτες στη Σύνοδο της Θεοδώρας, που αναστήλωσε τις εικόνες. 
Τίποτε άλλο δεν ξέρουμε γι’αυτούς. Η παράδοση διατήρησε το όνομα του Πέτρου του Αθωνίτη, που στις αρχές του 9ου αιώνα μόνασε σε σπήλαιο του 'Άθω πενήντα χρόνια. Αυτή είναι η σκοτεινή περίοδος των ερημιτών του ‘Άθω, που φτάνει ως τα μέσα του 9ου αίώνα.
β) Λαύρες.
 Στα μέσα του 9ου αιώνα ερημίτες μιας περιοχής, σκορπισμένοι σε καλύβες και σπήλαια, συμφωνούν και κτίζουν εκκλησάκι στο κέντρο της, όπου μαζεύονται για λειτουργία κάθε Κυριακή (Κυριάκόν). Εκλέγουν και έναν προιστάμενο, λειτουργό και δικαστή (γέροντα). Οι οργανωμένες αυτές  περιοχές λέγονται λαύρες. Τρεις φορές τον χρόνο οι γέροντες όλων των λαυρών μαζεύονται για κοινά ζητήματα με έναν πρόεδρο (πρώτο). Μαζεύονται στη σπουδαιότερη λαύρα πάνω στον Ζυγό, την Καθέδρα των Γερόντων, που την άναφέρει σαν «άρχαία» χρυσόβουλλο του Ρωμανού Λεκαπηνού του 934, γιατί άργότερα, στον 10ο αίώνα, η Καθέδρα των Γερόντων μεταφέρθηκε πιο μέσα στο ’Όρος, στη Μέση, τις σημερινές Καρυές. Αυτή είναι η περίοδος των χαλαρά οργανωμένων λαυρών. 'Ο ερημικός βίος σε καλύβες και σπήλαια εξακολουθεί να υπάρχει παράλληλα ως το τέλος του 9ου αίώνα και σιγίλλιο του Βασιλείου Α'του 883 έξασφαλίζει σ’αύτούς το άνενόχλητο και για πρώτη φορά το άπαραβίαστο του ’Όρους ως τόπου ιερού.

γ) Μονές.
 Σ’ αυτή την τρίτη περίοδο δεν έχουμε πια  σκορπισμένους έρημίτες στην περιοχή μιας λαύρας, αλλά στην άρχή 10-15 άτομα, που ζουν μαζί σε ένα μικρό οίκημα (μονύδριο) βίο κοινοβιακό. Τέτοιο μονύδριο ιδρύθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Κολοβό έξω από το 'Όρος, στα Σιδηροκαύσια, κοντά στην 'Ιερισσό. ’Έπειτα έγιναν πολλά μονύόρια μέσα στο ’Όρος, που άλλα με τον καιρό διαλύθηκαν και άλλα έγιναν φυτώρια των μεγάλων μονών άργότερα, όπως του Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Ίβήρων κ.α.
Στα χρόνια τουΝικηφόρου Φωκά (963-969) κτίστηκε μέσα στο ’Όρος από τον φίλο του 'Άγιο Αθανάσιο η Μεγάλη Λαύρα, μεγάλο κοινόβιο με πολλούς μοναχούς και πολλά κτήρια, αληθινό στρατόπεδο μοναχών, που είχε τον μεγάλο αριθμό ατόμων μίας λαύρας και τον κοινό βίο ενός μονυδρίου.

Αν και πριν από τη λαύρα είχαν παρουσιαστεί και οι τρεις μορφές του μοναχισμού, η ερημιτική, η λαυρεωτική και η κοινοβιακή, η Μεγάλη Λαύρα με το ανθρώπινο πλήθος της, τα κτηριακά συγκροτήματα της και την αύστηρή οργάνωσή της αρχίζει την περίοδο των αύστηρά οργανωμένων μεγάλων μονών.
Μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά (Δεκέμβριος 969) οι μοναχοί των λαυρών του ’Όρους, που ενοχλήθηκαν από την καινούργια μορφή μοναχικού βίου της Μεγάλης Λαύρας, παραπονέθηκαν με πρεσβεία στον διάδοχό του Ιωάννη Τσιμισκή και ο Τσιμισκής έστειλε το 971 στον Άθω τον ήγούμενο της Μονής Στουδίου Ευθύμιο, για να ρυθμίσει με κανόνες τον μοναχικό βίο του ’Όρους. 

Σε μεγάλη Σύναξη όλων των γερόντων στις Καρυές συμφωνήθηκε το Α'Τυπικό του Άθω, ο πρώτος καταστατικός χάρτης του ’Όρους, το ιδρυτικό αυτό της μοναχικής πολιτείας, έγγραφο με τη γιγαντιαία κόκκινη υπογραφή του Τσιμισκή, που σήμερα το φυλάγουν στο Αρχείο της Ίεράς Κοινότητος στις Καρυές και σπάνια το δείχνουν έχει τρία μέτρα μήκος και είναι γνωστό ως «Τράγος», γιατί είναι γραμμένο σε συγκολλημένα κομμάτια τραγίσιου δέρματος. Το τυπικό αυτό άναγνωρίζει τον Άθω ως άνεξάρτητη μοναχική πολιτεία με κελιά, λαύρες και μονές.


γ) Νέοι αγώνες εναντίον των εξωτερικών εχθρών
Μετά τον θάνατο τουΒασιλείου Β'επικράτησε για αρκετά χρόνια ηρεμία στη Βαλκανική. 

Το 1040 όμως ο βουλγαρικός λαόςδυσαρεστημένος, γιατί είχε αναγκαστεί από τον πρωθυπουργό Ιωάννη Όρφανοτρόφο να πληρώνει τους φόρους του σε χρήμα και όχι σε προιόντα, όπως είχε ορίσει ο Βασίλειος Β', και γιατί ο ίδιος Όρφανοτρόφος είχε διορίσει Ελληνα αρχιεπίσκοπο Αχρίδας στη θέση του Σλάβου Ιωάννη, που είχε πεθάνει το 1037, 
επαναστάτησε με αρχηγό τον Πέτρο Δελεάνο, που παρουσιαζόταν σαν έγγονός του Σαμουήλ

'Ο Δελεάνος κατέλαβε το Δυρράχιο, κατέβηκε στη Θεσσαλία και κυρίευσε τη Δημητριάδα κοντά στον Βόλο.

Ο Μιχαήλ Δ'ξεκίνησε, παρά την επιληψία του, εναντίον του και τον βοήθησαν συγγενείς του Σαμουήλ που δεν άναγνώριζαν ως τσάρο τον Δελεάνο. 

Έτσι η βουλγαρική επανάσταση έσβησε το επόμενο έτος γρηγορότερα απ’ ό,τι φαινόταν, χάρη στη ρήξη των αρχηγών της, αλλά η ύπαιθρος της Θεσσαλονίκης έπαθε καταστροφές και λεηλασίες από τους Βουλγάρους.
Ύστερα από 40 χρόνια νέοι εχθροί, οι Νορμανδοί, με δύο αλλεπάλληλους πολέμους υπό τον Ροβέρτο Γυισκάρδο και κατόπιν τον γιό του Βοημούνδο απειλούν το βυζαντινό κράτος και ειδικά τη Μακεδονία.

Οπρώτος νορμανδικός πόλεμος (1081-1084), υστερ’ από πολλές φάσεις μέσα στην ελληνική χερσόνησο, έληξε με την ήττα των Νορμανδών στο Λυκοστόμιο των Τεμπών, αλλά ταλαιπώρησε την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.

 Ύστερ’ από 23 χρόνια, τον 'Οκτώβριο του 1107, ο Βοημούνδος αποβιβάζεται στην Αύλώνα, αλλά την άνοιξη του 1108 ο Αλέξιος Α'ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη εναντίον του δεν  του έδωσε ευκαιρία για μάχη. 
Τον πολιόρκησε στο Δυρράχιο και τον ανάγκασε με την πείνα να υπογράψει το 1108 ειρήνη με πολύ βαρείς γι’αύτόν όρους.

Ο κίνδυνος των Νορμανδών παρουσιάζεται απειλητικότερος, όταν ο βασιλιάς Γουλιέλμος Β' (1166-1189), ακολουθώντας τα σχέδια του Ροβέρτου Γυισκάρδου και του Βοημούνδουπροσέβαλε με 200 πλοία και 80.000 άνδρες τον Μάη του 1185 το Δυρράχιο,που το παρέδωσε ο διοικητής του Ιωάννης Βρανάς, γιατί δεν μπορούσε να το υπερασπίσει. 

Από το Δυρράχιο ο στρατός βάδισε προς τη Θεσσαλονίκη κι έφτασε σ’αύτήν την 6η Αύγουστου. 'Ο στόλος, αφού   στον δρόμο κατέλαβε την Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο, παρέπλευσε την Πελοπόννησο κι έφτασε στη Θεσσαλονίκη στις 25 Αύγούστου.
Την επομένη άρχισε την πολιορκία της από ξηρά και θάλασσα.
Οι προσπάθειες του εχθρού συγκεντρώθηκαν στο νότιο τμήμα του ανατολικού τείχους, όπου το επίπεδο έδαφος εύνοούσε τη χρήση των πολιορκητικών του μηχανών.
 Η μεγάλη μάλιστα πετροβόλος μηχανή έκαμε εκεί και το πρώτο ρήγμα μέσα από το όποιο πέρασαν οι Νορμανδοί την ένατη μέρα. Στις οδομαχίες ανδραγάθησαν πολλοί και πολλοί βρήκαν τον θάνατο. Ακολούθησαν σφαγές (7.000 ύπολογίζονται οι νεκροί), αιχμαλωσίες και λεηλασίες (Σάββατο 24 Αύγούστου).
 Λεηλατήθηκε και το χρυσό κιβώριο του 'Αγίου Δημητρίου.
Κατόπιν άφησαν φρουρά στην έρημη σχεδόν Θεσσαλονίκη και, αφού   κατέλαβαν τις Σέρρες, τράβηξαν προς την Κωνσταντινούπολη, τον τελικό σκοπό τους, αλλά τους αντιμετώπισε ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς πρώτα στο Δημητρίτσι Σερρών και έπειτα στη Μοσυνόπολη βόρεια της Κομοτηνής, τους συνέτριψε και έπιασε 4.000 αιχμαλώτους. 
Οι Νορμανδοί αποχώρησαν και άδειασαν τη Θεσσαλονίκη, το Δυρράχιο και την Κέρκυρα.


4.         Φραγκοκρατία (1204-1261)


1.         Ακολουθεί η κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους (1204). 

Η Θεσσαλονίκη και μέγα μέρος της Μακεδονίας παραχωρείται στον Βονιφάτιο τον Μονφερρατικό, ο όποιος και ήλθε να εγκατασταθεί σ’αύτήν και να στεφθει βασιλιάς στις αρχές του 1205.

 Όργάνωσε έπειτα τη διοίκηση της έπικράτειάς του, που περιλάμβανε τη σημερινή κεντρική και ανατολική Μακεδονία κι ένα μέρος της Θράκης ως τη Μοσυνόπολη  βόρεια της Κομοτινής. 

Όργάνωσε και τη Λατινική Εκκλησία. 

Η 'Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης έγινε μητροπολιτικός ναός των Λατίνων, σαν αντίστοιχος της 'Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως, και πρώτος Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έγινε ο Νιβελόν Ντε Σεριζύ, άλλοτε επίσκοπος της Σουασσόν της Γαλλίας, ο όποιος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου 1207 και τον διαδέχτηκαν άλλοι δύο.

Συμφωνήθηκε από τους Σταυροφόρους ο Βονιφάτιος ν’άναλάβει την αρχηγία του στρατού, που θα κυρίευε και θα μοίραζε την Κάτω Ελλάδα στους Φράγκους ευγενείς, που με το Συμφωνητικό της Διανομής είχαν πάρει φέουδα σ’αυτήν, αλλά μόνοι τους δεν μπορούσαν να τα κατακτήσουν.

 Μάζεψε λοιπόν κοντά του Λομβαρδούς, Γάλλους, Γερμανούς εύγενείς, ακόμα και Βυζαντινούς, όπως ήταν ο Μιχαήλ  Άγγελος Δούκας, που αργότερα ίδρυσε το δεσποτάτο της Ηπείρου. 

Άφησε λοιπόν στη Θεσσαλονίκη αντιβασιλεία με τη σύζυγό του Μαργαρίτα-Μαρία την Ούγγρική και ξεκίνησε για την Κάτω 'Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του ο Βλάχος στρατηγός Σισμάν του τσάρου των Βλαχοβουλγάρων Ίωαννίτζη, διοικητής του φρουρίου Πρόσακον, ήλθε σε συνεννοήσεις με τους Θεσσαλονικείς, τους έπεισε να επαναστατήσουν μαζί με τους Θρακιώτες και ο ίδιος πέτυχε να μπει με χιλιάδες Κουμάνους στη Θεσσαλονίκη και να πολιορκήσει τη φρουρά και την αντιβασίλισσα στην ακρόπολη. 

'Ο Βονιφάτιος όμως πρόφτασε με γρήγορη πορεία να έλθει στη Θεσσαλονίκη, να ελευθερώσει τους δικούς του, που πολιορκούνταν στην ακρόπολη, και ν’άναλάβει την άμυνα της πόλης. 

Οι Βούλγαροι δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν και ξεχύθηκαν ερημώνοντας την ύπαιθρο ως τη Βέροια. 
Οι Κουμάνοι με τις ζέστες του Μάη 1205 γύρισαν στον τόπο τους αφήνοντας ακάλυπτο από τα ανατολικά τον Ίωαννίτζη, που αναγκάστηκε να επιστρέψει κι αυτός στη χώρα του ακολουθώντας την κοιλάδα του 'Έβρου.
Το καλοκαίρι του 1207 ο Λατίνος αυτοκράτορας 'Ερρίκος, που διαδέχτηκε τον Βαλδουίνο, εισέβαλε στο κράτος του Ίωαννίτζη και ο Βονιφάτιος, που είχε και αύτός λογαριασμούς με τους Βουλγάρους, έτρεξε να τον βοηθήσει. 'Έπεσε όμως σε ενέδρα στην περιοχή της Ροδόπης και το κεφάλι του στάλθηκε τον Σεπτέμβριο 1207 στον Ίωαννίτζη.

Ήταν ευκαιρία τώρα για τον Ίωαννίτζη να κατακτήσει το βασίλειο της Θεσσαλονίκης. 

Ηλθε λοιπόν και πολιόρκησε την πόλη το φθινόπωρο του 1207, αλλά τον Οκτώβριο του 1207 βρέθηκε νεκρόςστο στρατόπεδό του ανατολικά της Θεσσαλονίκης.

 'Ελληνικές πηγές λέγουν ότι πέθανε από πνευμονία, λατινικές ότι δολοφονήθηκε από τον Κουμάνο στρατηγό του Μαναστρά, ερωμένο της Κουμάνας συζύγου του. 

Η λαική παράδοση απέδωσε τον θάνατό του στον Αγιο Δημήτριο. 

Γι’ αυτό ακόμα σήμερα υπάρχουν φορητές εικόνες, που είκονίζουν τον Αγιο έφιππο να λογχίζει πεσμένο εχθρό (με την επιγραφή «οΣκυλογιάννης»).
Τον Βονιφάτιο διαδέχτηκε ο ανήλικος γιός του Δημήτριος (τον επιτρόπευε η Ούγγροελληνίδα μητέρα του ΜαργαρίταΜαρία), ο όποιος τελικά, υστέρα από πολλές αναταραχές στέφθηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης στις 6 Ίανουαρίου 1209. 

Το βασίλειό του όμως το διέλυσε ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Δούκας Άγγελος, ο όποιος ανεβαίνοντας από τη Νότια Ελλάδα κυριεύει τα φρούρια της Μακεδονίας το ένα μετά το άλλο, το Κάστρο του Πλαταμώνα, το Πρόσακο στην κοιλάδα του Άξιού, την Καστοριά, τα Γρεβενά, τη Βέροια, τις Σέρρες, τα Σέρβια. 

Έτσι γύρω στα 1223 ο Θεόδωρος κατέχει τις ελληνικές χώρες από τη Ναύπακτο και την 'Υπάτη ως το Δυρράχιο και τις Σέρρες. Επίσης και πέρα από την Αχρίδα κατέχει τη Δίβρα, το Πρίλαπο και την Πελαγονία.
Έχοντας ο Θεόδωρος μέσα σε κλοιό τη Θεσσαλονίκη εκαμνε εναντίον της όλο το 1222 δοκιμαστικές επιθέσεις και στις αρχές του 1223 την πολιόρκησε κανονικά. 
Η φρουρά, που πολιορκούνταν επί μήνες, αφού   έχασε κάθε ελπίδα βοήθειας απ’ έξω, εξασθενημένη, παραδόθηκε μεταξύ 1 Όκτωβρίου και 31 Δεκεμβρίου 1224.

Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ούτε αυτοκράτορα ούτε ικανό υπερασπιστή, γιατί στις αρχές του 1228 είχε πεθάνει στην Πελοπόννησο πηγαίνοντας στη Ρώμη ο Φράγκος αυτοκράτορας Ροβέρτος Κουρτενέ, αφήνοντας ως διάδοχο τον αδελφό του Βαλδουίνο έντεκα χρόνων.
 Σε λίγο πέθανε και η αντιβασίλισσα χήρα του Μαρία. 

ο Βούλγαρος Τσάρος Ασάν
Ξεκινώντας ο Θεόδωρος την άνοιξη του 1230 από τη Θεσσαλονίκη για την Κωνσταντινούπολη και φτάνοντας στην Άδριανούπολη, για να εξασφαλίσει τα νώτα του από τον Ασάν, προς τον όποιο, αν και σύμμαχος, δεν είχε εμπιστοσύνη, άντι να συνεχίσει την πορεία του προς την πρωτεύουσα, γύρισε προς Β και μπήκε από την κοιλάδα του 'Έβρου στη Βουλγαρία. 

Στην Κλοκοτνίτσα, μεταξύ Άδριανουπόλεως και Φιλιππουπόλεως, όπου έγινε η σύγκρουση τον Απρίλιο του 1230, οι Βούλγαροι πολέμησαν με αγανάκτηση προδομένων συμμάχων. 

'Ο στρατός του Θεοδώρου καταστράφηκε και ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος. 

Ο Άσάν στην αρχή φέρθηκε με επιείκεια και σ’αύτόν και στους στρατιώτες του, αλλ’ άργότερα τον τύφλωσε και τον κράτησε σε αιχμαλωσία επτά χρόνια.
Ο Άσάν με γρήγορη προέλαση κατέλαβε όλα τα μακεδονικά οχυρά του Θεοδώρου και η κυριαρχία του έφτασε ως τις ακτές της Αλβανίας. 
Στην Κλοκοτνίτσα ούσιαστικά πέθανε το βασίλειο της Θεσσαλονίκης.

2.         Μετά την Κλοκοτνίτσα βασίλειο της Θεσσαλονίκης ανεξάρτητο, όπως πριν, δεν υπήρχε πιά. 

Ο μικρότερος αδελφός του Θεοδώρου Μανουήλ, που γλύτωσε από την Κλοκοτνίτσα, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανακηρύχτηκε βασιλιάς.

Και ο Ασάν το ανέχθηκε, επειδή ήταν γαμπρός του στην κόρη του Μαρία Μπελοσλάβα. 
Δεσπότης στη Θεσσαλία πριν από το 1230 ο Μανουήλ κυβέρνησε τώρα το ακόμα λεγόμενο βασίλειο της Θεσσαλονίκης επτά χρόνια (1230-1237) ως αυτοκράτορας υπογράφοντας με κόκκινη μελάνη, αλλά κυβέρνησε σε πολύ μικρότερη έκταση από την παλιά του περιοχή.

 Διόρισε βέβαια και κυβερνήτες (δούκες) και ξέρουμε ονόματα τους, τον Κωνσταντίνο Πηγωνίτη στην Πελαγονία και τον Αλέξιο Πηγωνίτη και Γεώργιο Άπόκαυκο στη Θεσσαλονίκη (έχομε μάλιστα και επιγραφή του στο δυτικό τείχος της πόλης), αλλά πάντα βρισκόταν κάτω από την κηδεμονία του iσχυρού πεθερού του Ασάν.
Δύσκολη ήταν και η εξωτερική πολιτική του Μανουήλ.
Θέλησε να απαλλαγεί από την κηδεμονία του πεθερού του ’Ασάν, που για να μειώσει την επιρροή των μητροπολιτών του Θεοδώρου είχε ύποτάξει τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης στο Πατριαρχείο Τυρνόβου, διώχνοντας τον μητροπολίτη της Ιωσήφ και βάζοντας δικό του, τον Μιχαήλ Πράτανο. ’Αρχές του 1232 έγραψε ο Μανουήλ στον πατριάρχη Νίκαιας Γερμανό ζητώντας συμφιλίωση και αναγνώρισή του από πατριαρχική σύνοδο η από πατριαρχικό έξαρχο. Έτσι έγινε πανηγυρικά δεκτός στη Θεσσαλονίκη ο επίσκοπος Άγκυρας Χριστόφορος, εκλεγμένος την 6η Μαρτίου 1232 από σύνοδο στη Νίκαια, ως πατριαρχικός έξαρχος.

Έγινε σύνοδος όλης της δυτικής ελληνικής ιεραρχίας.
Όλες οι παλιές αξιώσεις για εκκλησιαστική ανεξαρτησία ανακλήθηκαν και τέλειωσε στη Θεσσαλονίκη το σχίσμα, που επί οκτώ χρόνια χώριζε την 'Ορθόδοξο Εκκλησία. 
Η πολιτική σημασία του πράγματος ήταν ότι ο ηγεμόνας της Νίκαιας αναγνωρίστηκε ως ο μόνος βυζαντινός αυτοκράτορας.
Στα 1237 ο Ασάν, που χήρεψε, πήρε από σφοδρό έρωτα γυναίκα την κόρη του Θεοδώρου, την ωραία Ειρήνη. 

Τότε ελευθέρωσε τον τυφλό πεθερό του και του έδωσε την άδεια και συνοδεία να ξαναπάρει τη Θεσσαλονίκη και όσες μπορέσει από τις παλιές κτήσεις του. 

Ο Θεόδωρος μπήκε μεταμφιεσμένος στη Θεσσαλονίκη και με τη βοήθεια φίλων του εκθρόνισε τον Μανουήλ Α'και τον εξόρισε στην Αττάλεια της Μ. Άσίας, ενώ τη σύζυγό του Μαρία Μπελοσλάβα την έστειλε πίσω στον πατέρα της Άσάν. 

Ο ίδιος δεν φόρεσε το στέμμα, αλλά έκανεβασιλιά χωρίς στέψη τον γιό του Ιωάννη. 
Ο Ιωάννης Γ'Δούκας Βατάτζης,
Αυτός θα βασίλευε και έκεινος θα κυβερνούσε, υποψήφιοι και οι δυό τους για τον θρόνο του Βυζαντίου, στον όποιο καθόταν ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. 

Στα 1242 ο Ιωάννης παραιτήθηκε από τον τίτλο του αύτοκράτορα και ως δεσπότης πια  έδωσε όρκο υποτέλειας στον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ'Δούκα Βατάτζη,που έμεινε μόνος διεκδικητής του βυζαντινού θρόνου. Το 1244 πέθανε ο Ιωάννης Αγγελος και τον διαδέχτηκε ο άδελφός του Δημήτριος.

Από τον Βατάτζη ζητήθηκε η επικύρωση του διορισμού του Δημητρίου ως δεσπότη και αύτός τον επικύρωσε ευχαριστημένος από την αναγνώριση. 

Την πολιτική του Δημητρίου, όπως προηγουμένως του Ιωάννη, θα τη διηύθυνε πάλι ο πατέρας του Θεόδωρος. Ο Δημήτριος όμως με τις ατασθαλίες του και την αφόρητη γενικά διαγωγή του ερέθισε την κοινή γνώμη. Και από αυτή την κατάσταση επωφελήθηκε ο αυτοκράτορας, που το καλοκαίρι του 1246 περιόδευε τις κτήσεις του στη Θράκη.

Στον Έβρο έμαθε τον θάνατο του γιού καιδιαδόχου του Ασάν Καλιμάν Α',που τον είχε διαδεχτεί ο νεαρός Μιχαήλ, γιός του Ασάνκαι της ωραίας Ειρήνης του Θεοδώρου
Ήταν εύκαιρία να αποσπάσει μερικά εδάφη, από αυτά που είχαν πάρει από τους Φράγκους ο Θεόδωρος και ο ’Ασάν.

Βάδισε λοιπόν μέσω Καβάλας προς Φιλίππους και κτύπησε τις βουλγαροκρατούμενες Σέρρες, που ο φρούραρχός τους Δραγωτάς τις παρέδωσε εύκολα. 

Σε τρεις μήνες είχε καταλάβει όλη την περιοχή βόρεια των Σερρών ως το Κουστεντίλ και πιο ανατολικά ως τον Στενήμαχο. 
Γυρνώντας βορειοδυτικά κατέλαβε τα Σκόπια και έπειτα διευθυνόμενος προς Ν από τα Βελεσά και το Πρίλαπο κατέλαβε την Πελαγονία (Βιτώλια) και ήλθε στην κοιλάδα του ’ Αξιου κυριεύοντας το οχυρό Πρόσακο.
Κατά τα τέλη Νοεμβρίου του 1246 ο Βατάτζης πλησίασε με τον στρατό του τη Θεσσαλονίκη και ζήτησε να βγει ο Δημήτριος σαν υποτελής να τον προϋπαντήσει, αλλά αυτός φοβήθηκε. 
Ο Βατάτζης πλησίασε πιο πολύ στα τείχη και ζήτησε ανεφοδιασμό του στρατού του, αλλά δεν πήρε απάντηση. 'Ετοιμαζόταν για πολιορκία, όταν σε λίγες μέρες σε μια άψιμαχία μια μικρή πόρτα στο θαλασσινό τείχος βρέθηκε ανοικτή και ο στρατός του μπήκε στην πόλη. 
Ο Βατάτζης έγινε ανέλπιστα κύριος της Θεσσαλονίκης. 
Ο Δημήτριος κατέφυγε στην ακρόπολη. 
Εγγύηση για τη ζωή του πήρε από τον Βατάτζη η αδελφή του Ειρήνη, η χήρα του Άσάν και κόρη του Θεοδώρου. Ετσι παραδόθηκε και φυλακίστηκε ο Δημήτριος στο φρούριο των Λεντιανών της Μ. Άσίας. 

Η Μακεδονία έγινε πια  μέρος της επικρατείας της αυτοκρατορίας της Νικαίας.

Θεόδωρος Β'Λάσκαρης

3.         Τον Βατάτζη διαδέχτηκε ο γιός του Θεόδωρος Β'Λάσκαρης, που στέφθηκε αυτοκράτορας τα Χριστούγεννα του 1254. 

Τον θάνατο του ισχυρού Βατάτζη θέλησε να εκμεταλλευτεί ο τσάρος των Βουλγάρων Μιχαήλ Α'Άσάν (1246-1257), εγγονός του Θεοδώρου από την κόρη του Ειρήνη,που τον Ιανουάριο του 1255 πέρασε τον Εβρο και κατέλαβε ανεμπόδιστα τη χώρα ως τον Άξιο και ως τα βουνά της Αλβανίας.

Ο Θεόδωρος Β'Λάσκαρης πέρασε αμέσως στη Θράκη, τσάκισε στο Ρούπελ τις δυνάμεις του διοικητή των Σερρών Δραγωτά, που είχε παρασπονδήσει και πολιορκούσε το Μελένικο, και κατόπιν με βάση τη Θεσσαλονίκη και το στρατόπεδό του στην Εδεσσα εκκαθάριζε επί ένα χρόνο τα βουλγαροκρατούμενα μέρη της Μακεδονίας ως την Αλβανία. 

Αφού   διαχείμασε στο Νυμφαίο, την άνοιξη του 1256 ξαναήλθε και τον Μάη υποχρέωσε τον Μιχαήλ Άσάν να υπογράψει συνθήκη στον ποταμό ’Εργίνη της Ανατολικής Θράκης και να επιστρέψει όλα τα εδάφη που είχε καταλάβει.

‘Ο Λάσκαρης διόρισε κυβερνήτες στις ελευθερωμένες επαρχίες και γενικό διοικητή τους, μονοστράτηγο της Δύσης, τον ιστορικό Γεώργιο Άκροπολίτη. 
Στις 23 ’Οκτωβρίου 1256 ο Θεόδωρος Λάσκαρης έφυγε για τη Βιθυνία, οπου κάτι γινόταν με τους Τούρκους.
Τον Δεκέμβριο του 1256 ο Άκροπολίτης από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε για περιοδεία στην περιοχή του, στη Βέροια, στα Σέρβια, από κεί στην Καστοριά, Αχρίδα, Έλβασάν και στο Δυρράχιο, όπου τον υποδέχονταν οι τοπικοί διοικητές. ’
Επιστρέφοντας μεσ’ από την Κρόια πάνω από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας έφτασε τον Φεβρουάριο του 1257, μετά τρεις μήνες, στο Πριλαπο και από ’κεί στην Πελαγονία και στη Θεσσαλονίκη. Στην Πελαγονία έμαθε ότι πίσω του είχε ξεσπάσει έπανάσταση των Αλβανών με την υποκίνηση του Μιχαήλ της Ηπείρου και την υποστήριξη των Σέρβων.

'Ο Μιχαήλ της Ηπείρου και οι σύμμαχοί του κατέλαβαν τη Βέροια και την Καστοριά και πολιόρκησαν τον Άκροπολίτη στο Πρίλαπο, ο όποιος ζήτησε βοήθεια από τη Νίκαια.

 Το καλοκαίρι του 1257 στάλθηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος με λίγες δυνάμεις, που ενώθηκαν με τις άντίστοιχες της Θεσσαλονίκης, αλλά αυτές  δεν έφταναν ούτε τη Βέροια να πάρουν ούτε τον δρόμο προς το Πρίλαπο να ανοίξουν. 

Τελικά ο Μιχαήλ της Ηπείρου κατέλαβε το Πρίλαπο με προδοσία. Ακόμα πριν από την άλωση πολλοί διοικητές οχυρών είχαν παραδοθεί και είχαν μπει στην υπηρεσία του Μιχαήλ της Ηπείρου που κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Μακεδονίας. 
Στη Μακεδονία δεν είχαν μείνει δυνάμεις να σταματήσουν τον στρατό του δεσποτάτου. 

Τα πράγματα έδειχναν ότι η μακρινή Νίκαια δεν μπορούσε να κρατήσει τη Μακεδονία, ιδίως όταν τον Αύγουστο του 1258 πέθανε ο Θεόδωρος Β'Λάσκαρης αφήνοντας τον θρόνο στον ανήλικο γιό του Ιωάννη Δ'Λάσκαρη (1258-1259). 

Ανήσυχοι για την κατάσταση στη Μακεδονία λαός και στρατός στη Νίκαια, στο τέλος του 1258, επέβαλαν τον Μιχαήλ Παλαιολόγο ως αυτοκράτορα τους.

 Ακολουθούν συγκρούσεις με το δεσποτάτο της Ηπείρου, οι όποιες λήγουν με την περιλάλητη μάχη της Πελαγονίας στα 1259, κατά την οποία ηττήθηκε ο στρατός του δεσποτάτου και των Φράγκων συμμάχων του. Η μάχη αυτή ορθά θεωρείται πρόλογος της ανακαταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως.  Ύστερα από αύτήν τα  μακεδονικά οχυρά και η ορεινή περιοχή από την 'Έδεσσα ως το Δυρράχιο θα γίνουν έδαφος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που θα παλινορθωθεί με την άνακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως στις 25 Ιουλίου 1261.

 
Ο δικέφαλος αετός,
έμβλημα της Δυναστείας των Παλαιολόγων και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
με το μονόγραμμα των Παλαιολόγων στο κέντρο

5.         'Υστεροβυζαντινή περίοδος η εποχή των Παλαιολόγων (1261-1453)

Μιχαήλ Η'Παλαιολόγος
Έτσι τον άλλο μήνα ο Μιχαήλ Η'Παλαιολόγοςμπήκε στην πρωτεύουσά του και στέφθηκε στην 'Αγία Σοφία για δεύτερη φορά αυτοκράτορας. 

Η εχθρικότατα όμως του Μιχαήλ Β'της Ηπείρου ανάγκασε τα στρατεύματα της Νίκαιας να έλθουν επανειλημμένα στη Μακεδονία, στα 1264 και στα 1265.
Άλλοτε πιστευόταν ότι ο Μιχαήλ Η'Παλαιολόγοςστα πλαίσια της φιλενωτικής πολιτικής του με τη Δύση, και μάλιστα ιιετά τη Σύνοδο της Λυών του 1274, είχε προβεί σε αιματηρούς και βάρβαρους διωγμούς σε βάρος των μοναχών του 'Αγίου Όρους, που αντιστέκονταν σ’αύτήν. Σήμερα υποστηρίχτηκε πειστικά ότι πρόκειται για σύγχυση από γεγονότα και χρονολογίες στη μοναχική παράδοση του ’Όρους, που φόρτωσε αναδρομικά τις κακώσεις των μοναχών από τους Καταλανούς στα 1307 στον Μιχαήλ Η'Παλαιολόγο, ο όποιος ως λατινόφιλος είχε αφήσει σε πολλούς κακή ανάμνηση.

Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Η'Παλαιολόγου (1282) άνέβηκε στον θρόνο ο Ανδρόνικος Β' (1282-1328), που σε δεύτερο γάμο το 1284 πήρε την Ιταλίδα Γιολάνδα, κόρη του μαρκησίου του Μονφερρά, απογόνου του Βονιφατίου του Μονφερρατικού, που ζώντας κληροδότησε στην κόρη του τον ψιλό τίτλο του βασιλείου της Θεσσαλονίκης.

 Έτσι ο 'Ανδρόνικος Β'εξουδετέρωσε τα δήθεν κληρονομικά δικαιώματα της Δύσης στη Θεσσαλονίκη. Η Γιολάνδα βαφτίστηκε Ειρήνη και από τον γάμο γεννήθηκαν τρία αγόρια, ο Ιωάννης, ο Θεόδωρος και ο Δημήτριος, και μία θυγατέρα, η Σιμωνίδα, που θα τη δώσουν το 1299 πέντε χρόνων κοριτσάκι στον Σέρβο κράλη Μιλούτιν (1282-1321), που δεν έπαυε τις επιθέσεις, αν δεν γινόταν συγγενής της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Το 1305 ο θάνατος του διοικητή της Θεσσαλονίκης δημιούργησε το πρόβλημα, ποιος θα τον διαδεχτεί. 

Η Γιολάνδα -Ειρήνη επέμενε να μοιραστεί η επικράτεια του κράτους στους τρεις γιούς της σαν κληρονομικά φέουδα, όπως γινόταν στη Δύση. 

Ο Ανδρόνικος Β'με κανένα λόγο δεν δεχόταν το ξένο προς την ελληνική νοοτροπία και παράδοση δυτικό αυτό πρότυπο και η Γιολάνδα-Είρήνη οργισμένη κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη που τη θεωρούσε φέουδό της. 
Από τη Θεσσαλονίκη η Γιολάνδα-Είρήνη θα έλθει σε συνεννοήσεις με τον γαμπρό της Μιλούτιν, για να εξασφαλίσει τη διαδοχή του θρόνου της Σερβίας στον γιό της Δημήτριο, που τον έστειλε στη σέρβική αυλή. 
Όλα της όμως τα σχέδια θα αποτύχουν. 
Ο γιός της Ιωάννης θα πεθάνει ανύπαντρος στη Θεσσαλονίκη, ο Θεόδωρος θα μείνει για πάντα στην Ιταλία στον παππού του, ο Δημήτριος δεν θ’άντέξει στο περιβάλλον της σερβικής αύλής και θα γυρίσει πίσω, ενώ η κόρη της Σιμωνίδα με τον πρόωρο γάμο της θα μείνει άτεκνη. 
Τα πράγματα όμως έδειχναν ότι υπήρχαν διασπαστικές τάσεις στο Βυζάντιο.
Σε όλη του τη ζωή ο Ανδρόνικος Β'υποστήριξε την Εκκλησία και αύξησε το κύρος και τη δύναμη του πατριαρχείου.
Με το χρυσόβουλλο του Νοεμβρίου 1312 όρισε να ύπάγονται τα μοναστήρια του Αγίου Ορους στο πατριαρχείο και όχι στον αύτοκράτορα, όπως ύπάγονταν από την εποχή του Αλεξίου Α'Κομνηνού, και ο πρώτος του Αγίου Ορους να διορίζεται στο εξής από τον πατριάρχη και όχι από τον αυτοκράτορα αποτέλεσμα, ν’ αύξηθεί πολύ το κύρος του πατριαρχείου και τα μεγάλα εισοδήματα από τα πολλά κτήματα των μονών του Όρους να ενδυναμώσουν πολύ την οικονομική δύναμή του.

Στην εποχή του Ανδρονίκου Β'αναστατώνουν τη Μακεδονία 
α) Η έπιδρομή των Καταλανών, και 
β) ο πόλεμος των δύο Άνδρονίκων.
α) Η επιδρομή των Καταλανών.

 Οργανωμένο στρατιωτικό σώμα, η λεγάμενη Καταλανική 'Εταιρεία, 6.500 άνδρες, προπάντων Ισπανοί μισθοφόροι, είχαν περάσει τον Δεκέμβριο του 1303 από την υπηρεσία του Φρειδερίκου της Σικελίας στην υπηρεσία του Ανδρονίκου Β', για να χρησιμοποιηθούν κατά των Όθωμανών Τούρκων της Βιθυνίας, αλλ’ απ’ εκεί οι άνδρες του μολονότι είχαν την άνοιξη του 1304 επιτυχίες ανακλήθηκαν στην Καλλίπολη, γιατί είχαν εκτραπεί σε λεηλασίες.

 Αυτοί αφού   από τον Δεκέμβριο του 1305 είχαν άποστατήσει και δεν είχαν αφήσει τίποτε όρθιο στη Θράκη έρχονται το φθινόπωρο του 1307 και έγκαθίστανται στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, και από εκεί επί δυο χρόνια λεηλατούσαν τακτικά τα μοναστήρια του 'Αγίου Όρους, ώστε από τα 180 μικρά και μεγάλα μοναστήρια του 11ου αιώνα μόνο 25 βρίσκουμε να υπάρχουν τον 14ο αιώνα, από τα όποια σήμερα επέζησαν 13.
Την άνοιξη του 1308 οι Καταλανοί της Κασσάνδρας ήλθαν κάτω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης και ζητούσαν να τους παραδοθεί η πόλη απειλώντας πως αν την έπαιρναν με έφοδο, δεν θα άφηναν ούτε γάτα ζωντανή σ’αύτήν. 

Ο στρατηγός του θέματος Θεσσαλονίκης Άγγελος Παλαιολόγος, επειδή δεν είχε δυνάμεις αρκετές για να τους αποκρούσει, ζήτησε τη βοήθεια της πρωτεύουσας.

Πράγματι έφτασαν εσπευμένα τρόφιμα και ενισχύσεις με τον στρατηγό Χανδρηνό και έτσι απέτυχε η επίθεση των Καταλανών. Νικημένοι κλείστηκαν πάλι στην Κασσάνδρα, και επί ένα χρόνο ακόμα λεηλατούσαν την ύπαιθρο της Μακεδονίας.

 Κατόπιν καταδιωκόμενοι από τον Χανδρηνό μπήκαν στη Θεσσαλία, όπου επί ένα χρόνο έκαμαν τα ίδια, ώσότου νικημένοι πάλι από τον Χανδρηνό τράβηξαν για την Κάτω 'Ελλάδα, όπου πολέμησαν τους Φράγκους της Αττικής και κυρίευσαν την Αθήνα.
β) Ο πόλεμος των δύο Άνδρονίκων.

 Στις 12 'Οκτωβρίου 1320 πέθανε στη Θεσσαλονίκη από καρδιακή προσβολή ο Μιχαήλ Θ', γιος και συναυτοκράτορας του Ανδρονίκου Β', ύστερα από δυό τραγικές ειδήσεις που πήρε, ότι δηλαδή στην
Ηπειρο, όπου βασίλευε, πέθανε η κόρη του Άννα και ότι στην Κωνσταντινούπολη ο γιός του Ανδρόνικος σκότωσε κατά λάθος τον μικρότερο άδελφό του Μανουήλ. 

Ο πάππος Ανδρόνικος Β', ύστερα από αυτό, έχοντας και άλλες αφορμές από την άτακτη ζωή και τις παράλογες απαιτήσεις του ομώνυμου έγγονού του Ανδρονίκου, του αφαίρεσε το δικαίωμα διαδοχής στον θρόνο και του απαγόρευσε να φορεί βασιλικά ρούχα και να συχνάζει στα άνάκτορα. 

Ο Ανδρόνικος με ισχυρούς φίλους του αποφάσισε να αντισταθεί στα σχέδια του πάππου του και έτσι ξέσπασε ο πόλεμος των δύο Άνδρονίκων, του έγγονού Ανδρονίκου Γ'κατά του πάππου Ανδρονίκου Β', που βάσταξε έπτά χρόνια, από 19 Απριλίου 1321 ως 24 Μαίου 1328, και στον όποιο Μακεδονία και Θεσσαλονίκη έπαιξαν μεγάλο ρόλο. 
Ο πόλεμος έληξε με την επικράτηση του εγγονού.

Στο πρόγραμμα της εσωτερικής πολιτικής του Ανδρονίκου Γ'ήταν μεταξύ άλλων και η ενίσχυση της άμυνας του κράτους με φρούρια.

  Έτσι στη Μακεδονία την εποχή αύτή κτίστηκε το Γυναικόκαστρο στην κοιλάδα του Άξιού, στην κοιλάδα του Στρυμόνα οχυρώθηκε το Σιδηρόκαστρο κοντά στα σύνορα, καθώς και η Άμφίπολις στις έκβολές του, σε θέση όμως διαφορετική από της αρχαίας πόλης. 

Την οχύρωση των θέσεων αύτών έπέβαλλαν οι εχθρικοί κίνδυνοι, και ιδίως ο αναφαινόμενος από βορρά νέος κίνδυνος.
 
Τσάρος Στέφανος Ντουσάν και η Τσαρίνα Ελένη.
Στη Σερβία οι Σέρβοι εϋγενείς ανατρέπουν τον κράλη τους Στέφανο Ουρός Γ'Ντεσνάνσκι, αναθέτουν την εξουσία στον γιό του Στέφανο Ντουσάν (1331-1335) και εισβάλλουν στη Μακεδονία. 

Την ανοιξη του 1334 αυτομολεί στον Ντουσάν επιφανής Βυζαντινός και πεπειραμένος στρατιωτικός, ο Συργιάννης που εγινε αρχιστράτηγός του και επικεφαλής σερβικών δυνάμεων κυριεύει την Αχρίδα, τη Στρώμνιτσα και την Καστοριά και το καλοκαίρι του 1334 βρίσκεται εμπρός στη Θεσσαλονίκη. 

Στο Διδυμότειχο ο Ανδρόνικος Γ'συγκεντρώνει στρατεύματα κατά των Σέρβων, αλλά τελικά ο Ντουσάν δέχεται να διαπραγματευθεί μαζί τους την ειρήνη, γιατί οι Ούγγροι είχαν φτάσει στα σύνορα της χώρας του.

'Η συνάντηση έγινε στον Γαλλικό ποταμό στις 26 Αύγούστου 1334 και συμφωνήθηκε να επιστραφούν τα φρούρια, που είχαν χάσει οι Βυζαντινοί -και ο Ντουσάν να πάρει βοήθεια κατά των Ούγγρων. 

Οι Ούγγροι όμως έμαθαν τη συμφωνία και αποχώρησαν. 'Η σερβοβυζαντινή ειρήνη βάσταξε επτά χρόνια, από το 1334 ως το 1341.

 Μετά τον θάνατο του Ανδρονίκου Γ'το 1341 οι Σέρβοι θ’αρχίσουν και πάλι τις επιχειρήσεις, αλλά θα τους σταματήσουν οι Οθωμανοί πάνω στο πτώμα του Βυζαντίου.
Στις 15 Ιουνίου 1341 όμως πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη ο Ανδρόνικος Γ'σε ηλικία 44 ετών. 

Μετά τον θάνατό του ξεσπάζει ο χειρότερος εμφύλιος πόλεμος, μεταξύ του μεγάλου δούκα Αλεξίου ’Απόκαυκου και του μεγάλου δομέστικου Ιωάννη Καντακουζηνού για τη διακυβέρνηση του κράτους. 
Ο πόλεμος των δύο Άνδρονίκων κόστισε την απώλεια της Μ. ’Ασίας. 

Ο πόλεμος του Καντακουζηνού θα φέρει τους Τούρκους στην Ευρώπη. 

Και οι δυό εξάντλησαν τη Μακεδονία, που δεν θα αργήσει να κατακτηθεί από τους Τούρκους.
 
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄Καντακουζηνός

γ) Η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη κατά τους δυναστικούς αγώνες του Καντακουζηνού.

 Η Μακεδονία και προπάντων η πρωτεύουσα της Θεσσαλονίκη συμπαθούσε την αύτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων και θεωρούσε τον Καντακουζηνό σφετεριστή, που ήθελε ν’άρπάξει τον θρόνο από τον μικρό Ιωάννη Ε'Παλαιολόγο, τον γιο του Ανδρονίκου Γ'και της Άννας της Σαβοικής. Γι΄ αυτό, όταν οι άρχοντες της Θεσσαλονίκης θέλησαν να την παραδώσουν στον Καντακουζηνό, ο λαός πήρε τα όπλα εναντίον τους. 

Την άνοιξη του 1342 ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Συναδηνός ειδοποίησε ότι προσχωρεί στον Καντακουζηνό και .είναι έτοιμος να του παραδώσει την πόλη.

 Στις 5 Μαρτίου 1342 ο Καντακουζηνός, αφήνοντας στο Διδυμότειχο φρουρά με τη σύζυγό του Ειρήνη και τον σύγαμβρό του Μανουήλ Άσάν, ξεκίνησε με στρατό και πολλούς συγγενείς για τη Θεσσαλονίκη. 

Στούς Φιλίππους είδοποιήθηκε να μη προχωρήσει, αλλά να περιμένει να έλθει και ο Σέρβος βογιάρος Χρέλης, που καθυστεροϋσε πολιορκώντας το Μελένικο, γιατί ο ίδιος ο Συναδηνός δεν είχε επαρκείς δυνάμεις για το πραξικόπημα. 

Ο Καντακουζηνός έστειλε δυνάμεις και κατέλαβε το Μελένικο, όπου θα συναντούσε τον Χρέλη. 
Στο μεταξύ στη Θεσσαλονίκη ξέσπασε η επανάσταση των Ζηλωτών.

 Στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη με τον κοσμοπολίτικο πληθυσμό και τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις, οι Ζηλωτές, οργανωμένο κόμμα των πτωχών, το καλοκαίρι του 1342 ξεσήκωσαν τις λαικές μάζες σε επανάσταση κατά των πλουσίων, καθώς ο μισητός τους αριστοκράτης Καντακουζηνός από τους Φιλίππους και το Στενό της Ρεντίνας πλησίαζε προς τη Θεσσαλονίκη. 

Ο Συναδηνός με 1.000 αριστοκράτες κατέφυγε στο Γυναικόκαστρο και ειδοποίησε τον Καντακουζηνό να βιαστεί να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη.

Κυβερνητικά όμως στρατεύματα που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και στόλος με τον Άπόκαυκο στο λιμάνι της ματαίωσαν κάθε επιχείρηση εναντίον της Θεσσαλονίκης και ο Καντακουζηνός αποσύρθηκε στη Βέροια και στην Εδεσσα. 
Το ηθικό των οπαδών του κλονίστηκε. 
Στη Θεσσαλονίκη στο μεταξύ οι Ζηλωτές κατέλαβαν την έξουσία και κατά το πρόγραμμά τους έκαμναν κατάσχεση της περιουσίας όχι μόνο των πλουσίων, αλλά και των εκκλησιών και των μοναστηριών.

Έτσι μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ του επαναστατημένου προλεταριάτου, που ήταν οι πολιτικοί Ζηλωτές, και του συντηρητικού ορθόδοξου κλήρου και των φίλων του Καντακουζηνού 'Ησυχαστών, που ήταν οι θρησκευτικοί Ζηλωτές.

 Τη Θεσσαλονίκη διοικούσαν ο απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη και ο αρχηγό ς των Ζηλωτών, την πραγματική όμως έξουσία είχε ο αρχηγός των Ζηλωτών.

 Μόνη έλπίδα του Καντακουζηνού απέμειναν οι Σέρβοι. 

Γι’αυτό προχώρησε προς το Πρόσακο, από όπου πέρασε τον Αξιό και βρήκε φιλοξενία στα Βελεσά στον φίλο του βοεβόδα Ιωάννη Λιβέρη.

 Με τη μεσολάβηση αυτού η συνάντηση με τον Ντουσάν έγινε στην Πριστίνα βόρεια των Σκοπίων τον Ιούλιο του 1342. 

Ο Καντακουζηνός έγινε δεκτός με τιμές και φιλοξενήθηκε στην αυλή του για πολύ καιρό, γιατί η ανάμειξή του στον εμφύλιο πόλεμο της αυτοκρατορίας εξυπηρετούσε τα σχέδιά του. 

Στις διαπραγματεύσεις του ο Ντουσάν προσπάθησε σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια του να πάρει όλη τη Μακεδονία δυτικά από τη Χριστούπολη, αλλά απέτυχε. 
Δέχτηκε μολαταύτα να τον βοηθήσει οπωσδήποτε και υπέγραψε συμφωνία τον Ιούλιο του 1342. 

Ο Καντακουζηνός ξεκίνησε για το Διδυμότειχο με συνοδεία σέρβικου στρατού. 

Καθυστέρησε τρεις μέρες στις Σέρρες, αλλά δεν έπεισε τους άρχοντες της πόλης να του την παραδώσουν. 
Η είδηση, ότι κυβερνητικός στρατός βαδίζει να του κόψει τον δρόμο προς το Διδυμότειχο και ότι ο στόλος του Άπόκαυκου πλέει προς τη Χριστούπολη, προκάλεσε λιποταξίες στο στρατόπεδό του. Τελικά έμεινε μόνο με 500 οπαδούς, με τους όποιους άρχισε την επιστροφή στη Σερβία μέσα από την Έδεσσα.
Στο τέλος του 1342 ο Καντακουζηνός ξεκινάει πάλι από τη Σερβία για το Διδυμότειχο. 

Ως τις Σέρρες, που ακόμη δεν παραδίδονταν, τον συνόδεψε και ο Ντουσάν. 
Πέρα από τις Σέρρες δεν προχώρησε πολύ, γιατί μεγάλες κυβερνητικές δυνάμεις στο Περιθεώριο (Πόρτο-Λάγο) και εβδομήντα πλοία του Άπόκαυκου στην ’Αμφίπολη του έφραζαν τον δρόμο. 

Γύρισε πίσω στη Σερβία για δεύτερη φορά και συναντήθηκε με τον Ντουσάν στη Στρώμνιτσα.

Στο Διδυμότειχο η σύζυγος του Καντακουζηνού, που αγωνιούσε, ζήτησε με δική της τώρα πρωτοβουλία τη βοήθεια του τσάρου των Βουλγάρων Ίβάν Αλεξάνδρου. 

Ο Ντουσάν, που κατά βάθος δεν ήθελε να επικρατήσει κανείς από τους 'Έλληνες αντιπάλους, φοβήθηκε ότι με τη συμμαχία αύτή με τους Βουλγάρους θα επικρατούσε ο Καντακουζηνός. 

Γι’αυτό τον εγκατέλειψε και πήγε με τους κυβερνητικούς. 

ΟΚαντακουζηνός βρήκε άλλο σύμμαχο, τον Σελτζούκο εμίρη του ’Αιδινίου Ούμούρ, παλιό φίλο του από την εποχή του Ανδρονίκου Γ.

Ετσι, έκτος από τους Σέρβους και τους Βουλγάρους, ανακατεύονται τώρα και οι Τούρκοιστον εμφύλιο πόλεμο των Ελλήνων και αυτοί θα δώσουν την τελική στρατιωτική λύση, ενώ στο μεταξύ όλοι αρπάζουν και πλουτίζουν σε βάρος τους. 

Από την ακαταστασία αυτή και την κατάπτωση του βυζαντινού κράτους επωφελούμενος τελικά ο Στέφανος Ντουσάνανακηρύσσει στα 1345 τον εαυτό τουαυτοκράτορα των Σέρβων και των Ρωμαίων. 

Οι εμφύλιες συγκρούσεις συνεχίζονται ωσότου στα 1353 επικρατούν οι Καντακουζηνοί, ο πατέρας Ιωάννης Στ'και ο γιος του Ματθαίος συναυτοκράτορας.
Το κράτος ήταν τώρα στα χέρια των Καντακουζηνών που χρωστούσαν τη νίκη τους στους συμμάχους των Τούρκους.

Αυτοί όμως, που τους ανέδειξαν, αυτοί θα τους καταστρέψουν. 
Οι συχνές εκστρατείες τους σε ελληνικά ευρωπαικά εδάφη τους έδειξαν τον δρόμο, που οδηγούσε από την ’ Ασία στην Ευρώπη.

Βοήθησε και ένα τυχαίο γεγονός  στις 2 Μαρτίου του 1354 πολύ δυνατός σεισμός κούνησε όλη την παραλία της Ανατολικής Θράκης. 

Πόλεις έπεσαν σε ερείπια και ο κόσμος έφευγε πανικόβλητος.

Οι Τούρκοι του Σουλειμάν, γιού του Όρχάν, κατέλαβαν την ερειπωμένη και άδεια Καλλίπολη και εγκατασταθήκαν εκεί μόνιμα. 

Στην Κωνσταντινούπολη κατατρόμαξαν. 
Μάταια ο Καντακουζηνός ζήτησε από τον Σουλειμάν και έπειτα από τον πατέρα του Όρχάν να εγκαταλείψουν οι Τούρκοι την ελληνική πόλη και πρόσφερε, παρά τη φτώχεια του κράτους, 40.000 υπέρπυρα για αποζημίωση. 

Οι Τούρκοι όμως δεν είχαν σκοπό να εγκαταλείψουν τέτοιο θαυμάσιο ορμητήριο για επιχειρήσεις στην ξηρά και στη θάλασσα.

 Ο Όρχάν δέχτηκε να συναντηθούν τάχα στη Νικομήδεια για συνεννοήσεις, κερδίζοντας χρόνο, ώσπου να επιδιορθωθούν τα τείχη της Καλλιπόλεως και δεν ήλθε στη συνάντησή. 

Ο Καντακουζηνός γύρισε άπρακτος. 
Ξεσηκώθηκε ο κόσμος εναντίον αυτού, που είχε φέρει πρώτος τους Τούρκους στην Ευρώπη.
Στο μεταξύ ο 'Ιωάννης Ε'είχε πιάσει φιλίες με τους Γενουάτες του Γαλατά, έχθρούς του Καντακουζηνού, και ο Γενουάτης πειρατής Φραντζέσκο Γκατιλούζιο, που αλώνιζε το Αιγαίο, υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να πάρει πίσω τον θρόνο.

Θα έπαιρνε ως αντάλλαγμα σύζυγο την άδελφή του Ιωάννη Ε'Μαρία και προίκα τη νήσο Λέσβο. 

Έτσι τη νύκτα 21/22 Νοεμβρίου 1354 ο Ιωάννης Ε'και οι πειρατές του ήλθαν από την Τένεδο και κατάφεραν να μπούν στην Κωνσταντινούπολη από το λιμάνι του 'Επτασκάλου στην Προποντίδα. 

Η είδηση άναστάτωσε την πόλη. 
Στα ανάκτορα αποφασίστηκε να καλέσουν ενισχύσεις απ’έξω.

Την επομένη 23 Νοεμβρίου ο όχλος κτύπησε το Καστέλλιον, τον πύργο της καταλανικής φρουράς των ανακτόρων των Βλαχερνών. 

Την τρίτη μέρα, 24 Νοεμβρίου, ο Καντακουζηνός παραδίνεται και στις 10 Δεκεμβρίου σε τελετή στα ανάκτορα των Βλαχερνών παραιτείται επίσημα από τον θρόνο, παραδίδει τα αυτοκρατορικά διάσημα στον Ιωάννη Ε'και 
αποσύρεται μεκαλογηρικό ράσοστη Μονή Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων με το όνομα Ίωάσαφ. 

Επίσης η γυναίκα του Ειρήνη έγινε μοναχή Ευγενία στη Μονή της Κυρά Μάρθας. 
Μέσα στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης και στη δυτική πλευρά του πρώτου δεξιού πεσσού του κεντρικού κλίτους παριστάνεται σε τοιχογραφία όρθια αυτοκρατορική μορφή με την επιγραφή: «Αγιος Ίωάσαφ». 
Η μορφή αγκαλιάζει με το αριστερό της χέρι μικρότερη μορφή ιεράρχου που θυμιατίζει. Οι ειδικοί βλέπουν στην παράσταση αυτή τον Ιωάννη-Ίωάσαφ Καντακουζηνό και τον προστατευόμενό του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά.
Οι Τούρκοι, αφού   κατέλαβαν τον Μάρτιο του 1354 την έρημη από τον σεισμό Καλλίπολη, την οχύρωσαν καλά, την έκαναν ναύσταθμο και τη μετέβαλαν σε ορμητήριο για την κατάκτηση της θρακικής ενδοχώρας, που χωρίς πια  αμυντικές δυνάμεις ήταν στη διάθεσή τους. 

Από την Κωνσταντινούπολη, πολλοί πανικόβλητοι έφευγαν στη Δύση. 
Πράγματι, καμιά δύναμη δεν υπήρχε πιά, για να εμποδίσει την πρόοδο των Τούρκων προς το εσωτερικό. 

Το βυζαντινό κράτος του Ιωάννη Ε'με την οικονομική του εξαθλίωση, τον εδαφικό τεμαχισμό του και με τη διαλυμένη διοίκησή του δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί αποτελεσματικά. Το έβλεπαν αυτό και οι ξένοι και οι βάιλοι της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη ειδοποιούσαν τη Βενετία για την κατάσταση.

Η Σερβία, μετά τον θάνατο του Ντουσάν στις 20 Δεκεμβρίου 1355, στα χέρια του άδύνατου γιου του Στεφάνου Ούρός, χωρίστηκε σε μικρές ηγεμονίες και δεν είχε τη δύναμη ν’ άντισταθεί στον κοινό έχθρό, στους Τούρκους, 
ενώ η Βουλγαρία με καταστραμμένη οικονομία βρισκόταν σε χειρότερη θέση, τεμαχισμένη σε τοπικά μικροκρατίδια, και άποδυναμωμένα από κομματικές και θρησκευτικές έριδες.
Σ’αυτό το «κενό δυνάμεως», με ανύπαρκτη κάθε αντίσταση θα εισορμήσουν οι Τούρκοι από την Καλλίπολη, αλλά η παρακάτω ιστορία τους μας φέρνει στην περίοδο της τουρκοκρατίας, που οδηγεί στους νεότερους χρόνους.

Ελληνική Μακεδονική Γη: Γευγελή (Гевгелија). Οι ξένες Προπαγάνδες

$
0
0

Η κηδεία του Νικολάου Μπέλλη
προύχοντα από τα Μικρά Λιβάδια
στη Γευγελή,

μετά τη δολοφονία του από τους κομιτατζήδες
του Ιωάννου Ξανθού
Συνταξιούχου Δημοδιδασκάλου
και
ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΥ
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΓΕΛΗΣ ΚΑΙ 
ΕΘΝΙΚΗ ΔΡΑΣΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΑΥΤΗΣ
 ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΞ ΧΩΡΙΩΝ"
Θεσσαλονίκη 1954
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)


Οι κάτοικοι της περιφερείας Γευγελής και όλης της Βορείου Μακεδονίας, ως απεδείχθη ανωτέρω, ως προς το ζήτημα της Έθνικότητος, ήσαν όλοι ανεξαιρέτως Έλληνες με το γνωστόν ανάμικτον γλωσσικόν ιδίωμα και παρέμειναν ως τοιούτοι άθικτοι και συμπαγείς μέχρι του 1870, οπότε διάφοροι προπαγάνδαι διεισδύσασαι εις τα τμήματα ταυτα ήρχισαν δια δελεαστικών και παραπλανητικών μέσων να προσελκύουν κατ’ άρχάς άμορφώτους, άφελείς και πτωχούς κατοίκους.

Τοιαύται προπαγάνδαι ένεφανίσθησαν εις την περιφέρειαν Γευγελής
η Ουνιτική, 
η Βουλγαρική, 
η Σέρβική και 
η Ρουμανική.

 Έκ τούτων η Σερβική ήτο ασήμαντος και ουχί έπικίνδυνος, διότι η Σερβία δεν εδειξε μέγα ενδιαφέρον δια να εξαπολύση ισχυράν προπαγάνδαν και δεν είχε μεγάλας βλέψεις εις τας άλλας περιφερίας μέχρι του 1900, συνάμα δέ δεν ύπήρχε Σέρβικός πληθυσμός Νοτίως των Σκοπιών και έθεωρουσε τα τμήματα

Μοναστηριού, Γευγελής, Δοϊράνης και Στρωμνίτσης της τότε άκεραίου Μακεδονίας, ότι ήσαν παλαιαί Έλληνικαί έπαρχίαι, ως το ομολογούν οι ίδιοι οι Σέρβοι.


Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδιού ο Τσβίγιτς άναγνωρίζει, ότι ο πληθυσμός των Βορείων τμημάτων της Μακεδονίας δεν είναι Σέρβικός.

Ο Σέρβος Γεωγράφος Γεώργεβιτς εγραφε το 1919, ότι τα Βόρεια τμήματα Μακεδονίας ήσαν παλαιαί Έλληνικαί έπαρχίαι.

Ο Πρωθυπουργός της Σερβίτας Πάσιτς άνεγνώριζε την Ελληνικότητα των Βορείων τμημάτων της Μακεδονίας, και ως έκ τούτου έδειξε μεγάλην ύποχωρητικότητα 
δια την παραχώρησιν των περιοχών Μοναστηριού, Γευγελής και Στρωμνίτσης εις την Ελλάδα.

Η συμφωνία Σερβίας και Βουλγαρίας, η γενομένη εις το Νίς (Νίσσα) της Σερβίας τον Μάρτιον του 1902, περί διανομής της Μακεδονίας δεν έτηρήθη, διότι η μεν Σερβία έζήτει καθορισμόν ζώνης έπιρροής προοριζομένης δια τον έαυτόν της, η δέ Βουλγαρία έζήτει άκεραιότητα της Μακεδονίας δια τον έαυτόν της.

Ο Γάλλος Σαιζών, ο όποιος ήτο Αξιωματικός της Ανατολικής Στρατιάς, έλεγεν, ότι κανείς δεν έσκέφθη να δώση Σερβικόν χαρακτήρα εις τα Βόρεια τμήματα της Μακεδονίας.

Την Ελληνικότητα της Μακεδονίας την έπιβεβαίωσε δημοσία και ο τέως πρωθυπουργός της Βουλγαρίας ο Πετκώφ  ο όποιος μέσα εις την βουλήν της Σόφιας έφώναξε.

«Τί είδους όμογενείς μας είναι αύτοί οι της Μακεδονίας, πού δεν έχουν, ουτε βουλγαρικήν έθνικήν συνείδησιν, ουτε και βουλγαρικόν χαρακτήρα;
 Καί πώς θα κατορθώσωμεν να τους κάμωμεν να άποκτήσουν βουλγαρικήν συνείδησιν;»

Κατόπιν τούτου ο Πετκώφ έδολοφονήθη.

Η Σέρβική προπαγάνδα βλέπουσα την πρόοδον της βουλγαρικής τοιαύτης, έξαπέστειλε και αυτή τους πράκτοράς της εις την περιφέρειαν Γευγελής περί το 1895, οι όποιοι έπέτυχον να προσελκύσουν μερικούς δυσηρεστημένους 'Έλληνας προς τους δημογέροντας της Ελληνικής Κοινότητος Γευγελής και τοιουτοτρόπως κατώρθωσε να σχηματίση σερβικήν Κοινότητα 10-15 οικογενειών και να ίδρύση σχολείον με 20-25 μαθητάς, με δύο διδασκάλους και μίαν διδασκάλισσαν.

Η Ρουμανική προπαγάνδαη οποία ένεφανίσθη ταύτοχρόνως με την σερβικήν τοιαύτην, έντός της Γευγελής δεν ήδυνήθη να δείξη σημεία ζωής και περιωρίσθη εις μίαν και μόνην οικογένειαν.

Αι σερβικαί οίκογένειαι και η Ρουμανική έκκλησιάζοντο εις τας Έλληνικάς έκκλησίας.

Η Ρουμανική προπαγάνδα άνέπτυξε ζωηροτάτην δράσιν εις τα βλαχόφωνα χωρία Μεγάλα Λειβάδια, όπου υπήρχε και σχολείον ρουμανικόν,
 Αρχάγγελον ('Όσιανην), 
Σκρά (Λούμνιταν), 
Κούπαν, 
Λαγκαδιάν (Λούγουντσαν),
 η οποία κατ’ άρχάς δια δελεαστικών μέσων και λόγω της βλαχικής γλώσσης κατώρθωσε να προσελκύση άθώους απλοϊκούς κατοίκους και να σχηματίση βλαχικήν κοινότητα εξ 8-10 οικογενειών. 
Άργότερον όπως καχώρθωσε να προσέλκυση ή μάλλον να έκβιάση και άλλας οίκογενείας και να έξαπλώση τους πλοκάμους της και εις τα άνωτέρω βλαχόφωνα χωρία,
 διότι άπό το 1903 συνεμάχησε και συνέπραξε μετά των βουλγάρων κομιτατζήδων προς έξόντωσιν του ελληνισμού.


Ως πρώτη πρώτη προπαγάνδαεις την περιφέρειαν Γευγελής ένεφανίσθη μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον ήτοι μετά το 1880
η Ούνιτική,
η όποια ιδρύσασα έκκλησίας εις Γευγελήν, Είδομένην (Σέχοβον) και εις το άπόκεντρον και όρεινόν χωρίον Πάλιουρτσα πλησίον της Βογδάντσης και περί τας τέσσαρας ώρας άπέχον της Γευγελής, έγκατέστησεν εις ταύτας καλογραιάς είδικώτατα έκπεπαιδευμένας εις ιατρικούς κλάδους, ως παθολογικόν, ώτολαρυγγικόν, όδοντολογικόν, όφθαλμολογικόν και μαιευτικόν άκόμη.

Αυται έπωφελούμεναι τότε έκ της έλλείψεως ιατρών (καί άν ύπήρχον ήσαν έλάχιστοι και άνεπαρκείς δια τας άνάγκας ολοκλήρου περιφερείας και την περίθαλψιν τοσούτου πληθυσμου) έγένοντο η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, άφου μάλιστα και η ιατρική περίθαλψις και τα φάρμακα παρείχοντο δωρεάν και παρουσιάζοντο ως δήθεν κινούμεναι άπό φιλανθρωπικούς σκοπούς, κατά βάθος όπως και εις την πραγματικότητα δολίους και σατανικούς.

Μέ τα δελεαστικά ταυτα μέσα οι άφελεις και άθώοι κάτοικοι των χωρίων έρχόμενοι εις συχνήν έπαφήν μετά των εν λόγω καλογραιών και των προπαγανδιστικών πρακτόρων, συνήπταν φιλικάς σχέσεις μετ’ αύτών, αί όποίαι σύν τώ χρόνω άνεπτύσσοντο και έγίνοντο στενώτεραι και ισχυρότεροι και εν τέλει οι χωρικοί αύτοί κατηχούμενοι και καθοδηγούμενοι καταλλήλως και φανατιζόμενοι άπετέλουν πλέον μέλη της αύτής ιδεολογίας.

Εις τα δελεαστικά ταυτα μέσα των Ούνιτών οι 'Έλληνες της περιφερείας Γευγελής άντετάχθησαν σθεναρώς ούδεμίαν σημασίαν δώσαντες δι’ όσα προσεφέροντο.
Διά τούτο η προπαγάνδα αυτη ήναγκάσθη να κλείση τας πύλας των κέντρων τούτων, τας όποίας όπως έπέπρωτο ν΄ άνοίξη άλλη προπαγάνδα τολμηροτέρα, συνάμα δέ και έπικινδυνωδεστέρα, η βουλγαρική, η όποια άργότερον κατέστησε τα κέντρα ταύτα φωλέας των κομιτατζήδων.

Η βουλγαρική προπαγάνδακαθώς και η σέρβική απετάθησαν κατά πρώτον εις τον Χρήστον Δέλλιου (η Ζαχαροπλάστην ως εκ του επαγγέλματος του η και Σεκερτζής τουρκιστί) προς τον όποιον προσεφέρθησαν μεγάλα χρηματικά ποσά δια να ένταχθη εις τας προπαγάνδας των, ουτος όπως ήρνήθη να δεχθη τας γενναίας αυτάς χρηματικάς προσφοράς.

Ο πρόεδρος της εν Γευγελή βουλγαρικής προπαγάνδας ο Λάζαρ. Δερμεντζήςκαι ο γραμματεύς αυτού ο Θωμάς Μπαγιαλτσαλήςέκάλεσαν τον Χρησ. Δέλλιου (Ζαχαροπλάστην) το 1901 και του έπρότειναν να τον καταστήσουν μέλος της προπαγάνδας των και μάλιστα να τον κάμουν και άντιπρόεδρον αυτής.

Εις έρώτησιν αύτου «ποιον σκοπόν θα έπιδιώξη η συνεργασία αυτη;» του έδόθη η άπάντησις, ότι θα είναι έναντίον των τούρκων.
Εντός έλαχίστων ήμερών όπως άντιληφθείς ότι αί ένέργειαί των έστρέφοντο μάλλον έναντίον του ελληνικού στοιχείου, ήρνήθη να δεχθή άξιώματα και άπήντησε ότι δεν δύναται να συνεργασθή με δόλιας οργανώσεις.
Έσκέφθη όπως και άπεφάσισε να όργανώση Έλληνικήν Φιλικήν Εταιρείαν.

Η βουλγαρική προπαγάνδα κατ’ άρχάς ήκολούθησε την αυτήν τακτικήν, τας αυτάς μεθόδους, το αυτό πρόγραμμα και τα αύτά δελεαστικά μέσα, χορηγούσα δωρεάν βιβλία και γραφίκήν υλην, υποδήματα και ενδύματα εις μαθητάς και χρηματικάς βοήθειας εις άπορους οίκογενείας, έπί πλέον δέ μετεχειρίσθη και κεκαλυμμένον δελεαστικόν παιδομάζωμα.

 Διότι πράκτορες Βούλγαροι διατρέχοντες τα χωρία, έθήρευον και δια δολίου τρόπου παρελάμβανον ορφανά και πτωχά παιδιά ως και τέκνα άπλοϊκών και αθώων χωρικών, τα όποία έξεπαίδευον δωρεάν εις ορφανοτροφεία και διδασκαλεία της Σόφιας, όπου τα έφανάτιζον κατά τοιουτον τρόπον,
 ώστε κατόπιν έγένοντο οι πλέον φανατικώτεροι διώκται τού έλληνισμου, ως νέοι Γενίτσαροι.

Τούς τοιουτοτρόπως έκπαιδευθέντας εις βουλγαροδιδασκάλους η προπαγάνδα έξαπέλυεν εις τας πατρίδας των, όπου άνενοχλήτως έπεδίδοντο εις το προπαγανδιστικόν εργον των μεταξύ των συγγενών και συγχωριανών των.

Η βουλγαρική προπαγάνδα ήρχισε τον προσηλυτισμόν εχουσα ως μοναδικόν τεκμήριον της βουλγαρικής καταγωγής των κατοίκων το άνάμικτον γλωσσικόν ιδίωμα.

’Άλλη άφορμή, η όποια άργότερον παρουσίασεν εύνοϊκόν έδαφος διαιρέσεως των κατοίκων, ύπήρξεν, αί τραχείαι και φανατικοί διενέξεις και φιλοδοξίαι κατοίκων εξ αιτίας κοινοτικών, σχολικών και έκκλησιαστικών ζητημάτων, διότι έάν κανείς δεν έπετύγχανε να καταλάβη θέσιν τινά εις κοινοτικά η έκκλησιαστικά ζητήματα εις πείσμα άπεσκίρτα και έγίνετο Βούλγαρος, όπότε παρεχωρείτο η θέσις αύτη υπό της προπαγάνδας προθυμότατα και πανηγυρικώτατα, εις την βουλγαρικήν κοινότητα.

Τοιουτοτρόπως μέχρι του 1880 εις Γευγελήν 
δεν υπήρχεν ούδείς Βούλγαρος,
 ως τούτο έβεβαίουν οι σεβάσμιοι γέροντες κατά τα μετά το 1890 ετη,
 άλλ’ ούτε και ζήτημα βουλγαρικόν ύπήρχε.

Άπό της ως άνω χρονολογίας έσχηματίσθη μικρά βουλγαρική κοινότης, η όποια ίδρυσε βουλγαρικόν σχολείον, το όποιον η βουλγαρική προπαγάνδα δια να έπιτύχη τους σκοπούς της δεν έφείσθη χρημάτων να πλουτίση με δια φορα και άφθονα έποπτικά μέσα διδασκαλίας.

Τό σχολείον τούτο ηρχισε την λειτουργίαν κατ’άρχάς μεν με έλαχίστους μαθητάς, άργότερον δέ με περισσοτέρους. Προσείλκυσε δέ αύτούς η προπαγάνδα με δελεαστικά μέσα ήτοι δωρεάν βιβλία, γραφικήν ύλην, ύποδήματα, ένδύματα κ.τ.λ.

Εις το σχολείον οι Βούλγαροι διδάσκαλοι έδίδασκον εις τους μαθητάς των 
(χωρίς να έντρέπωνται τους διεθνείς ιστορικούς) 
ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήτο Βούλγαρος, 
ως έπίσης και αύτοί οι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας ητοι 
ο Άχιλλεύς, ο Ηρακλής ο θησεύς, ο Ίάσων κ. ά. 

Ενθυμούμαι δέ καλώς, 
ότι οι Βούλγαροι συγχωριανοί μου μαθηταί 
μοί έπιδείκνυον το βιβλίον της ιστορίας των,
 εις το όποιον είχον τας εικόνας των εν λόγω ηρώων.

Έξ αιτίας ένός τοιούτου τερατολογήματος το 1904 εις το καφενείον του χωρίου Άδένδρου (Κιρτζιλάρ) έχρειάσθη έπέμβασις κατοίκων παρευρεθέντων εις το καφενείον τούτο προς άπομάκρυνσιν ένός βουλγαροδιδασκάλου, τον όποιον παρ’ όλίγον θα τον άφινα νεκρόν δι’ ένός καθίσματος, διότι παρεποίει και έπλαστογράφει την Ιστορίαν και έπροπαγάνδιζεν, 
ότι η Μακεδονία είναι βουλγαρική και ότι και ο Μέγ. Αλέξανδρος ήτο Βούλγαρος.

Μέ τοιαυτα και πολλά άλλα παραπειστικά μέσα κατώρθωσεν η προπαγάνδα να προσελκύση άρκετούς άφελείς κατοίκους και εις τα πέριξ χωρία.

Άπό το ετος όπως 1897, ήτοι από τον άτυχή Έλληνοτουρκικόν πόλεμον και έντευθεν, αί άποσκιρτήσεις έγένοντο πολυπληθέστεροι, καθόσον οι τούρκοι λόγω του ως άνω πολέμου, μένεα πνέοντες έναντίον του Ελληνικού στοιχείου, διέκειντο δυσμενώς μποϊκοταρίζοντες και πιέζοντες αύτό.

Διά τους λόγους αύτούς η βουλγαρική προπαγάνδα δεν ήρκέσθη πλέον εις τα δελεαστικά μέσα και εις την σιωπηράν προπαγανδιστικήν έργασίαν,διότι έβιάζετο να έκβουλγαρίσητο ταχύτερον τον Έλληνικόν πληθυσμόν,δια τούτο έμηχανεύθη να μεταχειρισθή πιεστικά και βίαια μέσα, και,  έάν έπετύγχανε τούτο, τότε και όλοι οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων θα έξεβουλγαρίζοντο άνευ πολλών κόπων και θυσιών.

Τον σκοπόν τούτον ένίσχυσε και το γεγονός, ότι η Ελλάς ένεκα της άστοχου τότε και άδιαφόρου πολιτικής εις το Μακεδονικόν ζήτημα, έθεωρήθη άνίσχυρου να προστατεύση τον Έλληνικόν πληθυσμόν της Μακεδονίας άπό την τουρκικήν τότε τυραννίαν και δια τούτο πολλοί εστρεψαν τας έλπίδας των προς τους Βουλγάρους και την όπισθεν αύτών Ρωσσίαν, ως μόνην ίκανήν να δώση την έλευθερίαν εις τον καταπιεζόμενον Ελληνισμόν.

 Τούτο κατανοήσασα καλώς η βουλγαρική προπαγάνδα και εύρουσα εύνοϊκόν πεδίον δράσεως, ήρχισε να έργάζηται έντατικώς κατά δόλιον τρόπον και να λέγη
«έλατε να συνεργασθώμεν 'Έλληνες και Βούλγαροι μαζύ, δια να διώξωμεν εύκολώτερον και γρηγορώτερον τους Τούρκους άπό την Μακεδονίαν με την βοήθειαν της Ρωσσίας και να έλευθερωθώμεν ».

Οι 'Έλληνες αν και ποθούσαν και λαχταρούσαν έλευθερίαν, έντούτοις σκεπτόμενοι και συναισθανόμενοι ως 'Έλληνες ήρώτων τους προπαγανδιστάς και ελεγον :

« Καλά να συνεργασθώμεν, άλλα μετά την άπελευθέρωσίν μας, ποιος θα διοίκηση την Μακεδονίαν, η Ελλάς η η βουλγαρία; ».

 Οι προπαγανδισταί τότε, έκτος του άπατηλου κηρύγματος
 « θα έργασθώμεν οι Μακεδόνες δια την Μακεδονίαν », έδιδον και την έξής άνόητον μέν, άλλά πονηράν άπάντησιν « ας σκοτώσωμεν ήμεις την άρκούδα και δια το μοίρασμα του δέρματος είναι ευκολον ».

'Ένεκα των άνωτέρω η βουλγαρική προπαγάνδα βλέπουσα την άπροθυμίαν και την διστακτικότητα των Ελλήνων εις συνεργασίαν, άπεφάσισε και εθεσεν εις ένέργειαν και έφαρμογήν άγριας και τρομακτικός μεθόδους έναντίον των Ελλήνων. 

Άφου μάλιστα κατενόησεν, ότι δια των δελεαστικών μέσων και της σιωπηράς προπαγανδιστικής έργασίας άπέβαινε ματαία η προσπάθεια προς έκβουλγαρισμόν του Ελληνικού πληθυσμού, ο Πρόεδρος του εν Σόφια ίδρυθέντος περιβοήτου βουλγαρικού κομιτάτου εν τη άπελπισία του άγανακτήσας έβροντοφώνησε

 «'Όσοι δεν είναι Βούλγαροι εις την Μακεδονίαν, δεν έχουν κανένα λόγον να ζήσουν. Καί δια να έκδιωχθουν οι πάνοπλοι τουρκοι, πρέπει να έξοντωθή ο άοπλος Ελληνισμός αυτής».

Κατόπιν τούτου το 1899 έξαπέλυσεν η Βουλγαρία τους αίμοβόρους κομιτζήδες, οι όποιοι άπέβησαν το φόβητρον των εν Μακεδονία Ελλήνων.

Τότε και οι Βούλγαροι της Γευγελής έσχημάτισαν συμμορίαν κομιτατζήδων προς έκφοβισμόν και τρομοκράτησιν των Ελλήνων Γευγελής και των πέριξ χωρίων.

Πρώτοι κομιτατζήδες της συμμορίας ταύτης ήσαν οι έξής.

Ο εξ Είδομένης (Σεχόβου) καταγόμενος ύπότροφος δέ της ούνιτοβουλγαρικής σχολής Κιλκισίου και εις Σόφιαν έκπαιδευθείς
Άργύριος Μανασής βουλγαροδιδάσκαλος και διευθυντής της βουλγαρικής σχολής Γευγελής, άργότερον δέ κομιτατζής και τέλος Βοεβόδας, άρχηγός συμμορίας.

Ο έκ του ίδίου χωρίου καταγόμενος και εις Σόφιαν έκπαιδευθείς βουλγαροδιδάσκαλος Γρηγόριος Τότες, κομιτατζής και άργότερον βοεβόδας.

Οι έκ Γευγελής Χρησ. ’Άγκο, Χρησ. Ούζούν Νικόλα, Σάββας Γιώσεφ, Ζαφείρ Ζαφείρωφ και άλλοι έκ διαφόρων χωρίων.
Βοεβόδας Ivanco Karasulijata
Иванчо Карасулията

Τό 1900 και 1901 έσχηματίσθησαν και άλλαι πέντε συμμορίαι 
του Γιοβάν καπετάν Καρασουλή,
Άποστόλ βοεβόδα, 
’Ίτσιο Γιούψε, 
Τίμτσε, Χρησ. Ουρούμ Στόϊκο έκ Μαρζέντσης, 
και του Ντάνεφ, το πρώτον έμφανισθέντος εις την περιφέρειαν Γευγελής.

Οι κομιτατζήδες ουτοι κατ’ άρχάς περιωρίσθησαν μόνον εις έκφοβισμόν και τρομοκράτησιν των Ελλήνων της Γευγελής.

Κρυπτόμενοι δέ έντός της πόλεως, έξήρχοντο την νύκτα εις τους δρόμους και τας συνοικίας αύτής, έπετίθεντο κατά των άνυπόπτων Ελλήνων, τους όποιους έτρομοκράτουν δια του ξίφους και του περιστρόφου και έξεβίαζον αύτούς έπί ποινή θανάτου να ύποβάλουν αιτησιν εις την Ύποδιοίκησιν (Καϊμακαμλίκι) Γευγελής δια της όποίας να δηλώνουν, ότι εις το έξής θα είναι Βούλγαροι.

Οσοι συλλαμβανόμενοι "Ελληνες ήσαν ήσύχου χαρακτήρος έκ φόβου έδέχοντο ν΄ άσπασθώσι τόν βουλγαρισμόν (ούχί όπως ένδομύχως), παρελαμβάνοντο και ώδηγουντο εις τινα βουλγαρικήν οικίαν, όπου έξηναγκάζοντο να όρκισθώσιν έπί του περιστρόφου και της σπάθης, ότι εις το έξής θα είναι πιστοί Βούλγαροι, ότι δεν θα προδίδωσι τα μυστικά της δράσεως των κομιτατζήδων, ότι θα μισούν τους "Ελληνας και τους Τούρκους και ότι άν τυχόν άποπειραθώσι να έπανέλθουν εις τόν Ελληνισμόν, ο θάνατός των θα είναι δια του δπλου και της σπάθης.

Έάν δέ οι συλλαμβανόμενοι 'Έλληνες ήσαν τολμηροί και με σταθερόν και άκλόνητον Έλληνικόν φρόνημα και έδυστρόπουν και δεν εδιδον εύνοϊκήν άπάντησιν, τότε κατά πρώτον έκακοποιουντο και έάν και μετά ταυτα ένέμενον εις την ιδεολογίαν των έδολοφονούντο.

Πρός τρομοκράτησιν του Ελληνικού πληθυσμου της Μακεδονίας άφ’ένός, και,  άφ’έτέρου, δια να παρουσιάσουν αύτήν εις την Εύρώπην ως έπαναστατημένην, προέβησαν οι κομιτατζήδες και εις δυναμιτιστικάς άνατινάξεις γεφυρών, αμαξοστοιχιών και διαφόρων δημοσίων τουρκικών κτιρίων.

Ίνα δέ τρομοκρατηθή και ο Ελληνικός πληθυσμός της Γευγελής και των πέριξ χωρίων, μία τοιαύτη άνατίναξις έγένετο εις μικράν γέφυραν της σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ Γευγελής και Μαρζέντσης το 1903.

 Δράσται της δυναμιτιστικής ταύτης άνατινάξεως ήσαν οι έκ του Βορρά και εις άπόστασιν
είκοσι λεπτών της ώρας της Γευγελής κειμένου χωρίου Μαρζέντσα και εις Σόφιαν έκπαιδευθέντες βουλγαροδιδάσκαλοι Χρησ. Ούρούμ Στόικου και Χρησ. Μέντσε και άπό της ημέρας έκείνης κομιτατζήδες.

Δευτέρα δυναμιτιστική άνατίναξις έγένετο δια τον αυτόν ως άνωτέρω σκοπόν το 1904 έντός βαγονιού της εξ Εύρώπης προς Θεσσαλονίκην κατερχομένης αμαξοστοιχίας και ολίγον τι μετά την άναχώρησιν ταύτης έκ του σιδηροδρομικού στάθμου Γευγελής, και τούτο λόγω κακού ύπολογισμου της εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Ούδόβου (Στρωμνίτσης) τοποθετηθείσης έντός ξυλίνου κιβωτίου ώρολογιακής βόμβας, η οποία έπρόκειτο να έκραγή κατά την εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Γευγελής στάθμευσιν της άμαξοστοιχίας, έπί της όποίας είχε τοποθετηθή η εν λόγω βόμβα, οπότε θα έπροξενουντο πολλοί θάνατοι και τραυματισμοί εις τους κατά το σύνηθες άνυπόπτως περίεργαζομένους τους έπιβάτας του συρμού.

Δέον να σημειωθή ένταυθα, ότι κατά την ήμέραν έκείνην παρετηρήθη, ότι Βούλγαροι της Γευγελής δεν είχον προσέλθει εις τον σταθμόν έκείνο το άπόγευμα και όσοι είχον προσέλθει παρέμειναν εις τα εκτός του στάθμου και εις μικράν άπόστασιν αύτου εύρισκόμενα καφενεία. Έκ τούτου καταφαίνεται ότι καταλλήλως θα είχον προειδοποιηθή έπί του προκειμένου.

Ώς δρασται της δυναμιτιστικής ταύτης άνατινάξεως συνελήφθησαν δύο φανατικοί Βούλγαροι εξ Ούδόβου, οι όποιοι έξετελέσθησαν δια του δια της άγχόνης θανάτου εις Γευγελήν πλησίον του στάθμου, όπου έγένετο η άνατίναξις προς παραδειγματισμόν.
 Προ της έκτελέσεως εις μάτην παρεκάλει αύτούς ο ’Έλλην άρχιμανδρίτης, εις τον όποιον αί τουρκικαί άρχαί είχον άναθέσει να κοινωνήση αύτούς δια των άχράντων μυστηρίων, ούτοι ήρνήθησαν να δεχθώσι να τους κοινωνήση  Έλλην ιερωμένος.

Οι κομιτατζήδες ημέρα τη ημέρα έγένοντο πιεστικώτεροι, έπιφοβώτεροι και τρομακτικώτεροι, καθημερινώς προβαίνοντες εις άκατονόμαστα, βάρβαρα και άπάνθρωπα κακουργήματα, ως εις πυρπολήσεις οικιών και σιτηρών, εις σφαγήν μικρών και μεγάλων ζώων, εις καταστροφήν άμπέλων, μωρεοδένδρων καί λαχανικών και εις καταστροφήν παντός Αντικειμένου άνήκοντος εις "Ελληνας.

Προ του βαρβάρου κομιτατζή ούδέν έλληνικόν πράγμα έστέκετο ορθιον.

Αύτά όπως τα κακουργήματα δεν έκόρεσαν την βάρβαρον ψυχήν των κομιτατζήδων, οι όποιοι ένόμιζον, ότι με τας ζημίας και τας καταστροφάς αυτάς οι "Ελληνες θα έξηναγκάζοντο να ύποταχθουν και να καμφθη η γρανιτώδης έλληνική των ψυχή και τοιουτοτρόπως θα ήσπάζοντο τον βουλγαρισμόν. Άλλ΄ όλα τα πιεστικά αυτά μέσα άπέβησαν εις μάτην.

Οι κομιτατζήδες προς κέντρα έλάκτιζον, διότι οι ‘Έλληνες της περιφερείας Γευγελής, όσον περισσότερον κατεπιέζοντο, τόσον περισσότερον έφανατίζοντο και έξωργίζοντο.

Καί εις τα άνωτέρω άκόμη κακουργήματα δεν ήρκέσθησαν τα τέρατα ταύτα της φύσεως, οι καννίβαλοι αυτοί της Ευρώπης, αυτοί οι όποιοι έθεώρουν τον έαυτόν των ως τον πλέον πεπολιτισμένον λαόν της Εύρώπης, άλλ’ η ψυχή των έδίψα και αϊματα, δια τούτο καθημερινώς προέβαινον εις άφαντάστους θηριωδίας δολοφονουντες, καίοντες, σφάζοντες δια μαχαίρας, πελέκεως και άλλων φονικών οργάνων ιερείς, διδασκάλους, ιατρούς, προκρίτους και άλλους ένθουσιώδεις 'Έλληνας, κατασφάζοντες ολοκλήρους οίκογενείας, ξεκοιλιάζοντες γυναίκας και βρέφη άκόμη, κατά τον πλέον σατανικόν τρόπον, έπινοουντες καθημερινώς και νέας μεθόδους βασανιστηρίων.
Η ιερά έξέτασις ώχριά προ των κακουργημάτων και βασανιστηρίων των κακούργων αυτών.

Οι κομιτατζήδες δια να πλουτίσουν τα βαλάντιά των, πλήν των τακτικών ύποχρεωτικών εισπράξεων, τας όποίας εκαμνον μεταξύ των Βουγάρων, έξεβίαζον και ‘Έλληνας πλουσίους άπό τους όποιους ζητούσαν γενναία ποσά.

 Τούτο άποδεικνύεται και έκ της έξής έπιστολής του Άποστόλ βοεδόδα προς τον έκ Πάσιανης Μεγάλων Λειβαδιών κτηνοτρόφον.


Η Τσέτα του Apostol Petkov
Четата на Апостол Петков

Δημήτρε Κεχαγιά 
Μόλις πάρεις το γράμμα μου να μου στείλης 30 λίρες.
5 Ιουλίου 1904 
Μέ φιλικούς χαιρετισμούς
 Βοεβόδας Άποστόλ Πέτκωφ 

Οι κομιτατζήδες εκαμνον και προγραφάς δια την δολοφονίαν ενθουσιωδών Ελλήνων,ως έξάγεται εξ επιστολής η όποια εύρέθη εις την τσάνταν του εις Σμόλ (Πευκόδασος) έξοντωθέντος μετά της πολυμελους συμμορίας του άρχικομιτατζή Ίβάν Βοεβόδα Καρασουλή το 1905 ύπό τουρκικού στρατού.

Αδελφέ μας Ίβάν

Είμαστε σύμφωνοι εις το ζήτημα τιμωρίας των Γραικομάνων.

Σου στέλνω κατάλογον γραικομάνων.
Τούς Χρ. Σεκερτζήν (Ζαχαροπλάστην), Διευθυντήν του Ελληνικού σχολείου Άβράσογλου, Γρηγόρ Στρουμιτζαλήν, Γεώργ. Σίβο (Ξάνθον) και Άγκο Δάκο έκ Παρδείτσης.

 Είναι προδότες οι άθλιοι και Γραικομάνοι και άπεφασίσαμε να τους ξεκαθαρίσωμε. 
Γνωρίσατέ μας άν πήρατε 40 λίρες που είσέπραξεν ο Ίβάν ’Άγκοφ άπό το χωριό του.

Υ. Γ. ’Απαγορέψατε αύστηρότατα και το έμπόριο με τους Γραικομάνους και να μή πηγαίνουν οι χωρικοί σέ χάνια Γραικομάνων οπως τόν Ραδιναλήν και Στόϊτσην. (Άρχ. Δημ. Κακάβου).


Τό κάθε χωρίον εις το όποιον έσχηματίζετο βουλγαρική κοινότης κατήρτιζε Επιτροπήν, συνδέσμους, ύπευθύνους αύτοάμυναν, ταμειακήν ύπηρεσίαν κ.τ.λ,

’Άλλο κακούργον μέσον των κομιτατζήδων ήτο, ότι έξεβίαζον τους κατοίκους των Ελληνικών χωρίων εις έπανάστασιν κατά των Τούρκων, οι όποιοι έρεθιζόμενοι τοιουτοτρόπως να κηρύξουν και αύτοί διωγμόν έναντίον των Ελλήνων.

Έν γένει μετεχειρίσθησαν δλα τα φρικώδη βασανιστήρια, τα όποια μόνον σατανικός νους ήδύνατο να τα συλλάβη.
'Ωσαύτως ήπείλουν τους Ελληνας δια θανάτου να μή έκκλησιάζωνται εις Έλληνικάς έκκλησίας και οι μαθηταί να μή φοιτούν εις τα Ελληνικά σχολεία.
Άπεδείχθη ότι εις όλην αύτήν την βάρβαρον και άπάνθρωπον δράσιν των Βουλγάρων υπήρχε κατεστρωμένον πλήρες και τέλειον σύστημα έξολοθρεύσεως του Ελληνισμού της περιφερείας Γευγελής.
Οι βάρβαροι αύτοί έπιδρομεις δια του έγχειριδίου και του περιστρόφου, της βόμβας και της δυναμίτιδος προσεπάθουν να στραγγαλίσουν και να καταπνίξουν το Έλληνικόν αίσθημα και την Έλληνικήν ψυχήν.

Τό έδαφος της Γευγελής και των πέριξ χωρίων διαρκώς έβάφετο και έποτίζετο με το τίμιον αίμα άθώων άλλ’ άκραιφνών και άδολων Ελλήνων, οι όποιοι με το άκαμπτον και άκλόνητον αίσθημα, με την άτρόμητον ψυχήν και με τον ήρωϊσμόν των παρουσίαζαν άσύγκριτον φαινόμενον αύταπαρνησίας και αύτοθυσίας.

Ο κάθε 'Έλλην του άκραίου αύτου Ελληνισμού ύπήρξεν άκλόνητος βράχος, εις τον όποιον έθραύετο η ισχύς και η βαρβαρότης του κομιτατζή.

Ο άκραίος αύτός Ελληνισμός της περιφερείας Γευγελής ο φρουρός και ο προμάχων της Ελλάδος κατά τα ετη 1880-1912 ύπήρξε το Σινικόν τείχος δια του οποίου συνεκρατείτο ο Σλαυϊσμός δια να μή διαρρεύση προς Νότον.

'Υπήρξεν ο στερεός κυματοθραύστης, εις τον όποιον έθραύοντο τα ορμητικά κύματα του Σλαυϊσμού.
 Ύπήρξε τέλος η ρωμαλαία και ισχυρά ράχις η όποια έβάσταξεν έπί αιώνας δλα τα κακουργήματα και ύπέφερε τα πάνδεινα.
Έάν δεν ύπήρχεν ο φανατικός αύτός Ελληνισμός των Βορείων τμημάτων της Μακεδονίας κατά τους νεωτέρους χρόνους 1872-1912, ο όποιος ύπήρξε το προπύργιον και ο προμάχων του όλου Ελληνισμού, άσφαλώς η Έλληνική φυλή θα έξηφανίζετο.

Διά τούτο ολόκληρος ο Ελληνισμός πρέπεινα εύγνωμονή τους 'Έλληνας τών Βορείων περιφερειών 


Μοναστηριού, Γευγελής, Στρωμνίτσης, Δοϊράνης και Μελενίκου, 

οι όποιοι δια της αύτοθυσίας των έναντι των έχθρών κατώρθωσαν να διατηρηθή ο Ελληνισμός και έπομένως να ύπάρχη και Ελλάς. 

Διότι ο Ελληνισμός αύτός των Βορείων τμημάτων δια της σθεναράς άντιδράσεώς του έπροφύλαξε και συνεκράτησε τον σλαυϊσμόν να κατέλθη προς Νότον, προς την Νότιον Μακεδονίαν, Θεσσαλίαν, Στερεάν Ελλάδα και Πελοπόννησον, όπως είχε κατέλθει το 921 μ. X. έπί του πρώτου βασιλέως της Βουλγαρίας του Συμεών και το 996 έπί του Σαμουήλ.

Τοιαυτα δέ ήσαν τα βάρβαρα και άπάνθρωπα κακουργήματα των κομιτατζήδων και τόσην φρικτήν έντύπωσιν και άποστροφήν έπροξένησαν, ώστε και αυτός ο Ρώσσος συνταγματάρχης Σμπίρσκυ δεν κουράσθηκε να οργίζεται, να ύβρίζη και να άποκαλή αυτούς άθλιους, κακούργους, ληστάς και κτήνη.

Ο Γάλλος γενικός πρόξενος εν Θεσσαλονίκη ο Στήγκ την 29η Αύγούστου 1904 εγραψεν εις την Γαλλικήν Κιτρίνην Βίβλον:

«Οι κομιτατζήδες σκοτώνουν με πρωτάκουστον άγριότητα, οχι μόνον έκείνους τους 'Έλληνας τους οποίους έχουν προγράψει, άλλά και τας οίκογενείας των και καίουν τα σπίτια των».

Ο Βούλγαρος πρεσβευτής εν Κωνσταντινουπόλει διεμαρτυρήθη και αυτός δια τα τρομακτικά κακουργήματα των κομιτατζήδων.

Γάλλοι άξιωματικοί με άρχηγόν τόν Βερράν κατά την εις Μακεδονίαν άποστολήν των, ύβριζον τους κομιτατζήδες δια τους βανδαλισμούς αύτών έναντίον των Ελλήνων.

Ο Αγγλος πρόξενος Θεσσαλονίκης σέρ Μπιλιώτης, άπό την Γευγελήν όπου είχε μεταβή εις περιοδείαν, την 28nv Φεβρουάριου 1903 εγραφεν :

«Έδώ εις την Γευγελήν συνεχίζουν οι κομιτατζήδες το σύστημα του έκβιασμού.
 Οι κομιτατζήδες ζουν εις βάρος των Ελλήνων δια να τρώγουν καλά, να τους έκθέτουν και να τους έξοντώνουν».

Η κατά του έλληνικού πληθυσμου της περιφερείας Γευγελής έπιβουλή των κομιτατζήδων είχε φθάσει εις το όξύτατον σημείον κατά τα ετη 1901 -1903 και τόσον ήτο το μίσος και η έχθρότης αύτών, ώστε αί δολοφονίαι και τα κατακρεουργήματα έπληθύνοντο καθ’ έκάστην.

Κατά την διάρκειαν δέ των τριών άνωτέρω έτών, άνω των 140 Ελλήνων έκ Γευγελής και των πέριξ χωρίων έδολοφονήθησαν και έξοντώθησαν τη άνοχή και συνεργασία τουρκικών άρχών, τας όποίας έπλήρωνεν αδρότατα η βουλγαρική προπαγάνδα δια να έξυπηρετουν τους καταχθονίους σκοπούς της.

Η περιφέρεια Γευγελής ύπήρξε και αύτή μία άπό τας περιφερείας η οποία έδοκίμασε την έχθρότητα και την όρμητικότητα των κομιτατζήδων και έθρήνησε πλειστα όσα θύματα εις τόν βωμόν της Ελληνικής ’Ιδέας.

Οι δε έκ Γευγελής άγρίως δολοφονηθέντες 'Έλληνες ήσαν οι έξής:


Γεωργ. Βαφόπουλος.
Εις εκ των ένθουσιωδεστέρων πατριωτών, με δρασιν έκπαιδευτικήν και έθνικήν, ο παντοιοτρόπως ύποστηρίξας τά έλληνικά ζητήματα, ο συντρέξας και ύπο βοηθήσας το εργον των σχολείων και διδασκάλων
 έδολοφονήθη άγρίως δι΄ ένέδρας πλησίον του χωρίου Στάθης (Τοσίλοβον) Γουμενίτσης.

Δημ. Κυβερνίδης. 
Εκ Λειβαδιών θηβών και εν Γευγελή έγκατεστημένος, ιατρός εκ των αρίστων, ο ένθαρρύνων και παροτρύνων γονείς και μαθητάς εις τήν Έθνικήν Ιδέαν, ο συνεργάτης πάντων των τότε Ελληνικών Αρχών, έδολοφονήθη δι’ ένέδρας εν μέση Γευγελή και προ τής οικίας του.

Χρηστός Τσίτσος.
Ο πλουσιώτερος των Ελλήνων Γευγελής, ο ύποστηρικτής των πτωχών, ο διατελέσας έπί σειράν έτών Πάρεδρος του Ύποδιοικητου Γευγελής και πολλάκις ύποστηρίξας Ελληνας εις τά δικαστήρια, ώς ένθουσιώδης Έλλην έδολοφονήθη άγρίως δ΄ ένέδρας εν μέση Γευγελή δεχθείς άνω των δέκα πέντε λογχισμών περί ώραν 9 μ.μ. (1ην τουρκιστί) και όλίγον τι μετά τήν άποχώρησίν του από τον Καϊμακάμην και τον Βούλγαρον ’Αρχιμανδρίτην, οί όποιοι σκοπίμως είχον παρασύρει αυτόν μέχρι του σιδηροδρομικοί) στάθμου Γευγελής και
κατά τήν έπιστροφήν έδολοφονήθη εν πλήρει γνώσει αυτών.

Αικατερίνη Χατζηγεωργίου.
Εκ Γεγελής καταγομένη και εις Γκίρτσισταν ύπηρετουσα διδασκάλισσα κάτω άπό το γυναικεΐον ένδυμα τής όποίας έκρύπτετο μία καρδιά πλήρης θάρρους και τόλμης, γενναιότητος και ήρωίσμου, μή ύπακούσασα εις τάς διαταγάς των κομιτατζήδων διά νά άπομακρυνθή τής θέσεώς της, κατόπιν τετραώρου μάχης,
 έκάη ζώσα ύπ΄ αύτών μετ’ άλλων εξ συγκατοίκων της μεταξύ των οποίων και ή μαθήτρια Άνδρονίκη Σιωνίδου.

Χατζηγεώργιος Τσιορλίνης.
 Εις εκ των γενναίων και άτρομήτων νέων, ο Έθνικώτατα δράσας σχηματίζων ομάδας όμηλίκων του και περιερχόμενος τάς συνοικίας τής Γευγελής ένεθάρρυνε και ένεψύχωνε τούς τρομοκρατημένους Έλληνας με τά Εθνικά και Δημώδη τραγούδια και πάντοτε νικητής κατά τάς μετά Βουλγάρων νέων συγκρούσεις,
έδολοφονήθη δι΄ ένέδρας διερχόμενος μόνος διά τής βουλγαρικής συνοικίας.

Χαράλαμπος Γκάρτζιος.
Ενθουσιώδης και δραστήριος δημοδιδάσκαλος, συνελήφθη εις Σκρά (Λούμνιτσαν) υπό κομιτατζήδων, οί όποιοι άφου πρώτον εθεσαν τούς πόδας του εις την πυράν, κατόπιν καβαλλικεύσαντες αυτόν τον έξηνάγκαζον νά βαδίζη γρηγορώτερον επί πετρώδους έδάφους με καμμένους πόδας σουβλίζοντες αυτόν εις τούς γλουτούς διά τής λόγχης.
Μετά τά φρικώδη ταύτα βασανιστήρια κατεκρεουργήθη φρικωδώς.

Γεώργιος Ξανθός.
Εκ Μαρζέντσης και εν Γευγελή έγκατασταθείς, άπήχθη υπό κομιτατζήδων λόγω των πολαπλών Αντιδράσεων και άντενεργειών αύτου έναντίον αυτών,
έδολοφονήθη άγρίως εις Καφαντάρ διά φρικτών βασανιστηρίων.

’Άλλοι δολοφονηθέντες πρόκριτοι το 1913 κατά τήν εισβολήν των Βουλγάρων εις Γευγελήν είναι

οί Θάνος Μένου, 
Νάκος Τσιορλίνης, 
Μιχαήλ Γκόνου Δασκάλου, 
Θάνος Τζιούνδας, 
Ελένη Τζιούντα.

 Ώς εκ θαύματος δέ έσώθησαν τότε ο Θωμάς Βαφόπουλος εις εκ των ύπερπατριωτών με έξαίρετον έθνικήν δράσιν πατήρ του ποιητοϋ και Διευθυντου τής Δημοτ. Βιβλίοθήκης Θεσσαλονίκης του κ. Γεωργίου Θωμ. Βαφοπούλου.

'Όμηροι.

 Όμιλουντες περί όμηρείας ούτοι είναι πάντες οί άπαχθέντες ύπό του βουλγαρικού στρατού εκ Γευγελής και τής περιφερείας αυτής το 1913 κατά τον δεύτερον Βαλκανικόν πόλεμον μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, είναι δέ οί κάτωθι.

Ανανιάδης ’Αρχιερατικός Επίτροπος Γευγελής,
 Χατζηδέλλιος Χατζηζαφειρίου
 μετά τής συζύγου του Όλυμπίας 
και των θυγατέρων Μαρίκας και Θέκλας, 
Χρηστ. Πιπέρης μετά τής οίκογενείας του, 
Γεώργιος Δάϊτσης μετά τής οίκογενείας του, 
Ίωαν. Δάϊτσης (Ίωαννίδης) μετά τής μητρός του Ελένης,
Θάνος Σιώτης μετά τής συζύγου του,
 Γεωργ. Ξανθός, 
Κωνστ. Ξανθός μετά τής συζύγου του του υίου του θωμά και των τεσσάρων θυγατέρων του Ίορδάνας, ’Αντιγόνης, Μαρίκας και Σοφίας, 
Δέλλιος Κώτσιου μετά τής οίκογενείας του, 
Σωτήριος Πρωίας μετά τής συζύγου Ζαχαρούλας και των τέκνων του Πέτρου, 'Ωραιοζήλης, Πολύμνιας, Χρήστου, Ίωάννου, 
Γεωργίου Θωμά,
Μακεδονία Κρετσόβαλη μετά των τέκνων της, 
Χρηστ. Μπίκας μετά τής συζύγου του Μαγδαληνής και του υίου του Δημητρίου,
Ιωάνν. Ζαφειριού μετά τής συζύγου Εύαγγελής και του υίου του Δημητρίου,
Άννα Νάκου Τσιορλίνη μετά των θυγατέρων της Βασιλικής και Έλπίδος,
 Σοφία Παπαϊωάννου,
 Χρηστ.Παπαϊωάννου μετά τής οικογένειας του, 
Κωνστ.Τσίτσος, 
Ζαφείρια Χατζηνάκου, 
Μήτσιος Κεχαγιάς μετά τής οικογενείας του, 
Γεωργ. Δουγάνης μετά τής οικογενείας του, 
Θάνος Δουγάνης μετά τής οικογένειας του, 
Μπισέρα Παπαδέλλιου,
Έλένη Παπαδέλλιου, 
Ίωάν. Δουγάνης μετά τής οικογενείας του, 
Φειδώ Γεωργ. Τσιουλάκη, 
Μαγδαληνή Χατζηγεωργ. Μένου μετά τής θυγατρός της, Ελένη Καραβασίλη, 
Γεωργ. Καρακεχαγιάς, μετά του υίου Βασιλείου και τής θυγατρός του Ελένης, 
Μαγδαληνή Γεωργ. ’Αρβανίτου, 
Μαρία Δημτρ. Τσιορλίνη, 
Πέτρος Βλάχος,
 Κομιανή Χατζημήτσιου, 
Παπαδημήτριος Παπαστογιάννου Λιάγκος μετά τής συζύγου και του υίου του Δημοσθένους, Παπαγεώργιος Παπαστογιάννου,
 Αίκατερ. Καρακαμπάκη, 
Χρηστ. Ταραλιάίκος,
 Γεώργ. Κανταρτζής μετά τής οικογενείας του Κωνσταντίνου και Ίωάννου, 
Ίωαν. Καραντουλάμας μετά τής μητρός του, 
Αίκατερ. ’Αλεξίου, 
Δημητρ. Κύρκος μετά τής μητρός και άδελφής του, 
Ήλίας Κύρκος μετά τής οικογενείας του,
 Χρηστ. Μακρής (Ούζούνης) και ο ’Αντώνιος μετά των οικογενειών των, 
Βελίκα Πρόσκου,
Άθανασ. Καραθάνος μετά τής οικογενείας του,
 Αικατερίν. Προδάνου μετά των θυγατέρων της Κωνσταντίας, Άνασίας και ’Αγγελικής, 
Ελένη Χατζηάγκου, 
Δημητρ. Νέσκας μετά τής οικογενείας του, Εύαγγελή Γεωργίου,
 Κωνσταντ. Κουλουρτζής, 
Χατζημήτσος Μένου,
 Γεωργ. Κατρανστάνης μετά τής οικογενείας του,
Θάνος Παρδεϊτσλής μετά τής οικογένειας του, 
Θανος Παπαδόπουλος μετά τής συζύγου του Μαρίας και των τέκνων του Κωνσταντίνου, Άριστείδου, Μιχαήλ,  Αταρσίας.

Φυλακισθέντες εν τή όμηρεία.

Χατζηδέλλιος Χατζηζαφειρίου, 
Κωνσταντ. Ξανθός, 
Χρηστ. Ταραλιά'ίκος, 
Κωνστ. Κουλουρτζής.

Θανόντες εν τη όμηρεία εκ κακομεταχειρίσεως. 

Χατζηδέλλιος Χατζηζαφειρίου υποβληθείς εις έξευτελικάς εργασίας,
Γεώργ. Ξανθός δολοφονηθείς άγρίως εις Καφαντάρ, 
Παπαδηήτριος Παπαστογιάν Λιάγκος και ο υιός του Δημοσθένης,
Ίωάν. Καραντουλάμας, 
Χρηστ. Παπαϊωάννου, 
Κωνστ. Κουλουρτζης,
 Χρηστ. Μπίκας,
 Ίωάν. Δουγάνης, 
Μαγδαληνή Γεώργιου ’Αρβανίτου, 
Χρηστός Ταραλιάϊκος, 
Θωμάς Σωτ. Πρώϊας, 
Γεώργ. Κανταρτζής.

Περί των δολοφονιών των εκ των πέριξ χωρίων θά όμιλήσωμεν κατωτέρω.




Ελληνική Μακεδονική Γη: Το Πολύχρονο Χαλκιδικής στους εθνικούς αγώνες.

$
0
0
Μνημείο του καπετάν Κάψα στο σημείο
της μάχης των Βασιλικών13 Ιουνίου 1821

Αρτιστόδημος Χρ. Ζάγκας
(1932-2011, Πολύχρο)
ΠΟΛΥΧΡΟΝΟ
Ένα χωριό στη ροή της ιστορίας.
Κοινότητα Πολυχρόνου
1996
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)







Η Χαλκιδική στον αγώνα για την ελευθερία

Εμμανουήλ Παπάς,
ο Μακεδόνας πρωτεργάτης
της Εθνεγερσίας
Στα τέλη του Μάρτη του 1821 έφθασε στο Αγιο Όρος ο Σερραίος οραματιστής και αγωνιστής Εμμανουήλ Παπάς,με σκοπό να εξεγείρει τη Χαλκιδική κι ολόκληρη τη Μακεδονία σ'επανάσταση κατά των Τούρκων.

Στις 17 Μαΐου στον Πολύγυρο οι κάτοικοι σκότωσαν τον Τούρκο Διοικητή, καθώς και τους άνδρες της φρουράς.

Στην Κασσάνδρα οι πρόκριτοι έσπευσαν να δώσουν το παρόν.
Σ'επιστολή τους προς την Ιερά Επιτροπή των Αγιορειτών έγραφαν κοντά στα άλλα και τα εξής:

"Ήμεϊς οί έν χερσονήσω Κασσάνδροι έσηκώσαμεν τά άρματα κατά των τυράννων μας... 
Έτοιμασθήτε λοιπόν στρατιώται του επουρανίου Χριστού... 
Μην αμελήσετε, άγιοι Πατέρες, άλλ'όπλισθήτε καί σπεύσατε ταχύτατα πρός άφανισμόν του τυράννου μας δι'άγάπην του Γένους καί της πίστεως ημών... 
Ταχύνατε διά νά λάβωμεν καί παρά θεού καί παρά του Γένους τόν στέφανον".

Αυτήν την επιστολή  προκήρυξη υπογράφουν με ημερομηνία 29 Μαΐου (1821) ο Ιωάννης Χατζηχριστοδούλου, ο Αναγνώστης Γεωργίου, ο Δημήτριος Ιωάννου, ο καπετάν Μανόλης Ιωάννου, ο καπετάν Γεώργιος Καμπούρης και ο καπετάν Ιωάννης Γεωργίου.

Αυτοί αποτελούσαν την επιτροπή αγώνα της Κασσάνδρας και προέρχονταν αντιπροσωπευτικά από διάφορα χωριά, ο Δημήτριος Ιωάννου καταγόταν από το Πολύχρουν, πράγμα που δείχνει πως οι Πολυχρουνιώτες έδωσαν το παρόν και κατά το μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους μας.

Το σχέδιο των επαναστατών της Χαλκιδικής ήταν να ξεκινήσουν οι μεν από τα Μαδεμοχώρια υπό τον Εμμανουήλ Παπά, οι δε από την Κασσάνδρα υπό τον καπετάν Κάψα και να συναντηθούν όλοι στους



Ο καπετάν Κάψας και η μάχη των Βασιλικών

Ο Κάψας ή Χάψας καταγόταν από τα Παζαράκια, αλλ'έμενε στη Συκιά.
Ήταν γνωστός σ'ολόκληρη τη Χαλκιδική για τη γενναιότητα του.
Οι Κασσανδρινοί τον υπεραγαπούσαν και του είχαν φτιάξει και τραγούδια. Ένα απ'αυτά είναι και το παρακάτω:

Καπετάν Κάψας
Κάθισαν και τραγούδησαν του Κάψα το τραγούδι
άνδρες, γυναίκες και παιδιά μέσ'της Κασσάνδρας τα χωριά.

—    Καράβια, όταν πλέξετε και βάλτε τα πανιά σας
 και πλέξετε στις θάλασσες και σ'όλα τα λιμάνια,
 να πάτε χαιρετίσματα στο καπετάν τον Κάψα 
και να του πείτε γρήγορα τη λευτεριά να φέρει.
Ο Κάψας όταν τ'άκουσε βαριά τον κακοφάνητ'άρματα
 του άρπαξε και το σταυρό τον κάνει:
—    Θεέ μου, κάνε το στρατό φτερά, φτερά τον εαντό μου,
 για να προλάβω την Τουρκιά στον τόπο το δικό μου.
Ο Κάψας όταν έφθασε μέσα εις την Κασσάνδρα 
καμιά Τουρκιά δεν άφησε κι ας ήταν και αράδα. 
Κάθισε και έβαψε σεντόνια μέσ'το αίμα 
και πήγε και τα έστησε στα κάστρα τα βαμμένα...

Ο Κάψας λοιπόν με 200 περίπου αγωνιστές από την Κασσάνδρα και τη Σιθωνία, καταδιώκοντας τους αγάδες Αγκούς και Χασάν, έφθασε στις Σέδες έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Δυστυχώς όμως ήρθε να σταματήσει την προέλαση του ο Μπα'ι'ράν πασάς με 30 χιλιάδες πεζούς και 5 χιλιάδες ιππείς, αφού προηγουμένως πέρασε από την Ιερισσό και την Αρναία, ρημάζοντας στο διάβα του τα πάντα.

Η προπη σύγκρουση ΚάψαΜπαϊράν έγινε έξω από το χωριό Βασιλικά.

Οι Τούρκοι όμως είχαν την αριθμητική υπεροχή και οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας.

Εκεί στις 13 Ιουνίου 1821 έγινε η τελική αναμέτρηση.

Δυστυχώς ο αγώνας ήταν άνισος. Πολεμούσαν 1 προς 170.
 Και έπεσαν ηρωικά 62 παλικάρια, μαζί και ο γενναίος αρχηγός τους Κάψας.
Από τους Οθωμανούς σκοτώθηκαν γύρω στους 500.
Ωστόσο επικράτησαν οι Τούρκοι, οι οποίοι, αφού έκαψαν το μοναστήρι, προχώρησαν στο εσωτερικό της Χαλκιδικής. Παντού πυρπολούσαν χωριά και εξανδραπόδιζαν γυναικόπαιδα, που τα έστελναν κατευθείαν στα σκλαβοπάζαρα της Θεσσαλονίκης.

Η Κασσάνδρα εμπόδιο στην τουρκική προέλαση

Όσοι γλίτωσαν από την τουρκική θηριωδία κατέφυγαν στην Κασσάνδρα.
Εδώ είχαν έρθει και γυναικόπαιδα από διάφορα μέρη της Χαλκιδικής. Κι αυτό για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί πίστευαν οι αγωνιστές πως θα οχύρωναν τον ισθμό της Ποτίδαιας και θα εμπόδιζαν τους Οθωμανούς να εισέλθουν στη χερσόνησο. Και δεύτερον, γιατί θα μπορούσαν να μπουν σε πλοία και να φύγουν προς τα νησιά, αν οι Τούρκοι πατούσαν την Κασσάνδρα.

Όντως, δυο χιλιάδες περίπου άνδρες από όλη τη Χαλκιδική και κυρίως από τα χωριά της Κασσάνδρας έπιασαν τις Πόρτες. Σ'αυτούς προστέθηκαν και 400 που ήρθαν από τη Θεσσαλία με επικεφαλής το Μήτρο Λιάκο και 200 από τα Πιέρια με τον καπετάν Διαμαντή. Ακόμα στη διάθεση τους ήταν δυο ψαριανά πλοία, δυο λημνιώτικα κι ένα τοπικό που επιτηρούσαν τις ακτές.
Αρχηγός ήταν ο Εμμανουήλ Παπάς. Υπαρχηγός ο Γιαννιός Χατζηχριστοδούλου από τη Βάλτα. Κι οπλαρχηγοί πολλοί.
Από την πρώτη στιγμή άρχισαν την οχύρωση του ισθμού. Κατασκεύασαν οχυρώματα, κυρίως με κάρα και βοϊδάμαξες που μάζεψαν από τα γύρω χωριά, αλλά και με πέτρες που πήραν από τα ερείπια των αρχαίων πόλεων. Κι όλα αυτά τα τοποθέτησαν σε δυο σειρές και τα γέμισαν ή τα κάλυψαν με χώμα. Παράλληλα άνοιξαν τάφρο που ένωνε το Θερμαϊκό με τον Τορωναίο. Κι ακόμα τοποθέτησαν και τρία κανόνια, το ένα από τα οποία είχε παραχωρηθεί από την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους.
Οι Τούρκοι, που είχαν πιστέψει πως οι Έλληνες δε θα τολμούσαν να εμποδίσουν την προέλαση τους, λύσσαξαν κυριολεκτικά.
 Ο χριστιανομάχος Γιουσούφ Μπέης της Θεσσαλονίκης ήρθε στις Πόρτες με 4,5 χιλιάδες άνδρες και 5 πυροβόλα. Εντούτοις επί εξάμηνο δεν μπόρεσε να κάμψει την αντίσταση των υπερασπιστών του Ισθμού. Αντίθετα, υπέστη μεγάλες φθορές, ιδίως από τις ξαφνικές αντεπιθέσεις των αγωνιστών. Μια τέτοια ήταν στα πλατάνια του χωριού Μυριόφυτου, που έγινε από τα νώτα κρυφά κι αιφνιδιαστικά και σκοτώθηκαν 500 περίπου Τούρκοι.

 Οι Πόρτες στα χέρια των Τούρκων

Αλλά, ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, ορίστηκε νέος Τούρκος αρχιστράτηγος, που ανέλαβε να παραβιάσει τις Πόρτες της Κασσάνδρας.

Ήταν ο Αβδούλ Αμπούδ πασάς, γνωστός ως Μπουλούτ πασάς, που προερχόταν από την τάξη των γενιτσάρων.
 Αυτός ήρθε εναντίον της Κασσάνδρας στα τέλη Οκτωβρίου με 14 χιλιάδες άνδρες, ιππικό και αρκετά πυροβόλα.
 Μαζί του συνέπρατταν και 500 Εβραίοι υπό την αρχηγία του Ιωσήφ Περέζ, που γνώριζε άριστα την ελληνική γλώσσα.

Ο Περέζ κατ'εντολή του Τούρκου στρατάρχη συνέταξε στις 7 Νοεμβρίου επιστολή προς τους "γενναίους πολεμιστάς"και την πήγε ο ίδιος ατο αρχηγείο του Εμμανουήλ Παπά, που ήταν στον πύργο του Αγίου ΠαύλουΝ. Φώκαιας.
Κατά την επίδοση παραβρίσκονταν και οι οπλαρχηγοί Γιαννιός Χατζηχριστοδούλου από τη Βάλτα, Αβραάμ από τη Βάβδο, Βασίλης Κατσάνης από την Αθυτο, Μαυρουδής Παπαγεωργάκης από τον Πολύγυρο και άλλοι.
Με την επιστολή αυτή καλούνταν οι Έλληνες να πετάξουν τα όπλα και να ξαναγυρίσουν στα χωριά τους.

"Γενναίοι πολεμισταί, έγραφε. 
Δεχθητε τήν παρεχομένην ύψηλήν συγγνώμην καί επιστρέψατε εις τά χωριά σας, όπως ζήσετε ευτυχείς, όπως καί προηγουμένως συνέβαινε. 
Ρίψατε τά όπλα καί προσέλθετε εις τό ύψηλόν μου στρατόπεδον, έχετε δέ τόν λόγον του στραταρχικοϋ μου αξιώματος ότι τίποτε δεν θά πάθετε, αλλά θά σας υποστηρίξω, διά νά άποκατασταθήτε εις τόν τόπον σας, άναδομούντες τά χωριά σας". 

Αλλ'η επιστολή απορρίφτηκε κι άρχισε η προετοιμασία για μια σύγκρουση μέχρις εσχάτων.
Στις 14 Νοεμβρίου 1821, ξημέρωμα προς τη Δευτέρα, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν επίθεση καθ'όλο το μήκος της διώρυγας.
Αλλ'οι Έλληνες, παρ'όλο που αντιστοιχούσαν 1 προς 10, απέκρουσαν τους επιτιθέμενους. Οι οθωμανοί δεν μπορούσαν να περάσουν την τάφρο.
 Τότε έστρεψαν το βάρος της επίθεσης στην ανατολική μεριά, πράγμα που έκανε τους πλειότερους υπερασπιστές να σπεύσουν στο μέρος εκείνο, αφήνοντας στα δυτικά το Γιαννιό Χατζηχριστοδούλου με 100 μόνο μαχητές.
Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι, που ήξεραν μάλιστα πως στο σημείο εκείνο η τάφρος είχε βάθος μόνο ένα μέτρο. (Λένε  πως τους είχε πληροφορήσει σχετικά ο Παπαστρατής από τον Αγιο Μάμα). Κι αμέσως εξαπέλυσαν σ'εκείνο το μέρος χίλιους και πλέον πολεμιστές. Και, ενώ αυτοί καθήλωναν τους αμυνόμενους, άλλοι έσπευσαν να ρίξουν στην τάφρο κλαδιά, πέτρες, στρώματα, παπλιόματα κι ό,τι άλλο έβρισκαν. Κατ'αυτό τον τρόπο έφτιαξαν δίοδο και πέρασαν απέναντι. Στη συνέχεια, αφού εξουδετέρωσαν τους 100 μαχητές, προσέβαλαν από τα νώτα το κύριο σιομα των υπερασπιστών, που μάχονταν ηρωικά κατά μήκος της διώρυγας. Το μακελειό είναι απερίγραπτο. Περισσότεροι από χίλιοι Έλληνες πολεμιστές έπεσαν εκεί μαχόμενοι. Όσοι γλίτωσαν υποχώρησαν στα ενδότερα, ελπίζοντας ν'ανασυνταχθούν και να εμποδίσουν την προέλαση των Οθωμανών στο εσωτερικό της Κασσάνδρας..

Ο Μπουλούτ πασάς την ίδια μέρα, 14 Νοεμβρίου, ανάγγειλε τη νίκη του στο μουτεσερίφη — νομάρχη της Θεσσαλονίκης με πολλή χαρά.
 Έγραφε μεταξύ των άλλων:

"Σας αναγγέλλω ότι... την ευτυχισμένη ημέρα Δευτέρα, 17 του παρόντος μήνα Σαφέρ, κατά την πρώτη και ημίσεια πρωινή ώρα, τα στρατεύματα που βρίσκονται υπό τη διοίκηση εμού του ταπεινού δούλου, σύμφωνα με το ρητό του Κορανίου, "κατήγαγον νίκην υψηλήν" ...
 Περισσότεροι από χίλιοι διαπεράστηκαν με τα ξίφη των νικητών μουσουλμάνων και περίπου εξακόσιες γυναίκες και άνδρες, αφού αιχμαλωτίστηκαν, δέθηκαν με αλυσίδες...".

Ο χαλασμός της Κασσάνδρας

Οι Κασσανδρινοί, παρ'όλο τον πόνο τους. προσπάθησαν ν"ανασυνταχθούν και αποκρούσουν τους Τούρκους στις τοποθεσίες "Πίνακας".
"Απάνω Χώρα"και αλλού. Δυστυχώς ήταν αδύνατο ν'αναχαιτίσουν την ορμή των κατακτητών. Οι στρατιώτες του Μπουλούτ πασά παντού βίαζαν, σκότωναν κι έκαιγαν.
 Ανδρες, γυναίκες και παιδιά εγκατέλειπαν τα χωριά και το βιος τους κι έτρεχαν να γλιπόσουν άλλοι στα δάση κι άλλοι στη θέση "Σωλήνα"της παραλίας, από όπου θα έφευγαν με καΐκια προς το Αγιο Όρος ή προς τα νησιά.
Δεν υπήρχαν όμιος τόσα πλοία ώστε να χωρέσουν όλοι κι έτσι πολλοί λίγοι μπόρεσαν να σωθούν. Εξάλλου Τούρκοι ιππείς τους προλάβαιναν και τους  σκότωναν ή τους αιχμαλώτιζαν.
Δέκα χιλιάδες ντόπιοι και ξένοι σφάχτηκαν, τα χωριά λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Και πολλά δάση κάηκαν.

Και το Πολύχρουν είχε την ίδια τύχη. 

Όσοι από τους κατοίκους του δεν μπόρεσαν να φύγουν, ιδίως άρρωστοι, γέροι και μικρομάνες κατέφυγαν στο ναό του Αγίου Αθανασίου, πιστεύοντας ότι θα σέβονταν οι Οθωμανοί την εκκλησία. Όμως, όταν έφθασαν οι Τούρκοι, έβαλαν φωτιά να τους κάψουν ζωντανούς. Κι όσοι έβγαιναν έξω, για να γλιτώσουν, τους έπιαναν και τους έσφαζαν σαν τα αρνιά. Γι'αυτό σήμερα, όταν σκάβει κανένας στο προαύλιο του "Αγίου Αθανασίου", βρίσκει ανθρώπινα κόκαλα. Στη συνέχεια λεηλάτησαν τα σπίτια κι ύστερα τα έκαψαν όλα ένα προς ένα. Δεν παρέλειψαν να καταστρέψουν και τον ανεμόμυλο, που ήταν χτισμένος πάνω στον «Κουκορόζο», για τις ανάγκες του χωριού. Η μανία τους μάλιστα έφθασε κι ως το «Μετόχι Ξηροποτάμου», το οποίο χάλασαν.
Συνολικά στην Κασσάνδρα κατά το χαλασμό οι Τούρκοι έκαψαν 12 χωριά και 14 μετόχια.
Πολλοί, ιδίως γυναικόπαιδα από τα νοτιοανατολικά χωριά, είχαν καταφύγει στην παραλία της Χρούσου, για να μπουν σε πλοία και να μπαρκάρουν στα νησιά. Αλλά κι εδώ υπήρχαν μονάχα δύο καΐκια κι ήταν αδύνατο να τους πάρουν όλους. Έτσι, όταν έφθασαν οι Τούρκοι, πρώτα οι σπαχήδεςιππείς κι ύστερα οι πεζοί, έκαναν ό,τι και στη Σωλήνα: Σκότωσαν, εξανδραπόδισαν και βίασαν.
Από τους οπλαρχηγούς άλλοι έπεσαν μαχόμενοι κι άλλοι διέφυγαν εδώ κι εκεί. Ο Γιαννιός Χατζηχριστοδούλου πήγε στη Σωλήνα, μπήκε με άλλους σε κάποιο καΐκι κι έφυγε για τις Σποράδες. Ο αρχηγός του αγώνα Εμμανουήλ Παπάς, πικραμένος κι άρρωστος, επιβιβάστηκε σε πλοίο, αλλά πέθανε "έν πλςο"προς τα νησιά και η σορός του μεταφέρθηκε κι ενταφιάστηκε στην Ύδρα.

Δημοτικά τραγούδια για το χαλασμό

Υπάρχουν αρκετά δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στην τραγωδία του χαλασμού της Κασσάνδρας. Παρακάτω καταχωρίζονται τρία απ'αυτά που δίνουν με τη χαρακτηριστική απλότητα τους όλο το μέγεθος της καταστροφής και του πόνου.

Ο χαλασμός της Κασσάνδρας

Πέντε πασιάδες πολεμούν την όμορφη Κασσάνδρα,
 πέντε πασιάδες πέσανε, δεν 'πόργι να την πατήσουν. 
Λονμπούτ πασιάς κατέβηκε με το ρεντίφ ασκέρι. 
Λουμπούτ πασιάς ανέλαβε αυτός να την πατήσει. 
Παπαστρατής επρόδωσε την όμορφη Κασσάνδρα.
 Παπαστρατής ο άθλιος από τον Άγιο Μάμα. 
Παπαστρατής οδήγησε 'πο πού να την πατήσουν. 
Λουμπούτ πασιάς ορκίστηκε σ'όλο το βιλαέτι, 
Λουμπούτ πασιάς ορκίστηκε: "Εγώ θα την πατήσω.
 Κεσσεντρινοί, Κβσσεντρινοί, ολούμ Κεσσεντρινοϊ!" 
Και κάνει φούρια το σκυλί με το ρεντίφ ασκέρι
 και πήρ'αράδα τα χωριά να σφάζει και να καίει. 
Βγαίνουνε γέροι, βγαίνουν γριές, βγαίνουν τον προσκυνούνε 
και τον καλωσορίζουνε: "Καλώς τον τόν Αφέντη". 
"Προσκύνημα δε δέχονμαι, όλους θα σας χαλάσω. 
Τον όρκον όπου έδονσα εγώ δεν τον πατάω. 
Διαταγή μου έδονσα εις το ρεντίφ ασκέρι 
ψυχή να μην αφήσουνε μέσα εις την Κασσάνδρα 
και κόκορας με τα φτερά κι αντός να μη λαλήσει". 
Πλήθος κόσμον μαζεύτηκε απ'όλη την Κασσάνδρα. 
Όλο το γυναικόπαιδο μαζεύτηκε στη Χρούσου
 ζητούσαν μικροκάικα στο Όρος για να πάνε, 
ζητούσαν μικροκάϊκα στη Σκόπελο να πάνε. 
Ήταν δύο πλοιάρια και ποιον να πρωτοπορούν. 
Σαν έφτασε Λονμπούτ πασιάς με το ρεντίφ ασκέρι, 
κακό μεγάλο έγινε στη Χρούσον της Παλλήνης, 
κακό μεγάλο έγινε, καταστροφή μεγάλη. 
Κλαίγαν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
 Έκλαιγε και η Ελλάδα μας για την ελευθέρια της.

Η αιχμαλωσία της Αναστασίας

Πέντε πασιάδες πολεμούν την έρημη Κασσάνδρα 
κανένας δεν την πάτησε, κανένας δεν την πήρε. 
Λονμποντ πασιάς την πάτησε, Αονμπούτ πασιάς την πήρε. 
Πήρανε άσπρα, πήραν φλουριά, πήρανε κάρα γρόσια
πήραν και την Αναστασία, το άνθος της Κασσάνδρας. 
Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και τρεις την εξετάζουν.
—    Κόρη μ'. Τούρκα γίνεσαι. Τούρκο άνδρα να πάρεις;
—    Κάλλιο το 'χο) το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει,
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.

Μάνα Κασσανδρινή

—    Μωρή ψηλή Κασσανδρινή, τι είσαι λυπημένη; 
— Έχασα τον άνδρα μου και όλα τα παιδιά μου.
—    Για πες μας πού τα έχασες να πάμε να τα βρούμε;
—    Μεσ'της Κασσάνδρας τα χωριά, όπου τα σφάζει η Τουρκιά, 
μου 'πανε πως θα πήγαιναν στον Πίνακα, στη Χώρα. 
Παλιόκαστρο κι Ελληνικό,
για να πολεμήσουνε τα τούρκικα σκυλιά.
—    Κασσανδρινή μου υψηλή,
πήγαμε και είδαμε χωριά καταστραμμένα
 και είδαμε και πτώματα να είναι πεταμένα...

Ευαρέσκεια τον σουλτάνου στο μουτεσερίφη


Το τραγικό γεγονός της καταστροφής της Κασσάνδρας το έμαθε γρήγορα ο σουλτάνος Μαχμούτ Β'. Και, επειδή ικανοποιήθηκε ιδιαίτερα, με αυτοκρατορικό φιρμάνι της 7ης Φεβρουαρίου 1822 εξέφρασε την ευαρέσκεια του στο μουτεσερίφη νομάρχη της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ πασά και του έστειλε ως δώρο ένα γούνινο ένδυμα κι ένα ξίφος αδαμαντοκόλλητο.

Ιδού το σχετικό απόσπασμα:

 "Πληροφορήθηκα ότι συ. ο διακεκριμένος και περινούστατος Βεζίρης μου, που διορίστηκες... να εκπορθήσεις την Κασσάνδρα, η οποία επαναστάτησε...
, ενεργώντας με δεξιότητα, εμπειρία και δραστηριότητα...
 κρίθηκαν από μένα τον Εστεμμένο η πίστη και η τιμιότητα σου άξια επαίνου και επιδοκιμασίας... 
Ο μεγαλοδύναμος Θεός ας καθιστά πάντοτε τη σημαία σου νικηφόρο και τροπαιούχο. Συ είσαι ευπειθής, πρόθυμος, έμπειρος και δραστήριος μεταξύ των Βεζίρηδων και γι'αυτό είναι ολοφάνερη σε σένα η κοσμοκρατορική ευαρέσκεια μου... 
Με το σκοπό της αύξησης της επιβολής και της ανεξαρτησίας σου. σου χαρίστηκε τούτη τη φορά από την ένδοξη αυτοκρατορική Μεγαλειότητα μου ένα καλό ένδυμα, κεντημένο ολόκληρο, με γούνα σαμουρίου, προς εκδήλωση της αυτοκρατορικής χαράς και αγαλλιάσεως. καθώς κι ένα ξίφος αδαμαντοκόλλητο, για να θερίζεις τους εχθρούς...".

Καθολική εξέγερση ανά την Ελλάδα


Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην άμοιρη Κασσάνδρα, σ'ολόκληρη την Ελλάδα διαδραματίζονταν αξιοθαύμαστα γεγονότα.

Στη Λαμία, και συγκεκριμένα στη Γέφυρα της Αλαμάνας, τον Απρίλιο του 1821 ο Αθανάσιος Διάκος όρθωσε το ανάστημα του μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη και έγραψε σελίδες αφάνταστου ηρωισμού.

Στην Πελοπόννησο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το Σεπτέμβριο κατατρόπωσε το Μουσταφά Μπέη και απελευθέρωσε την Τριπολιτσά. Επίσης ο Κολοκοτρώνης μαζί με το Δημήτριο Υψηλάντη, τον Παπαφλέσσα και το Νικηταρά στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822 προξένησαν στο Δράμαλη μεγάλη συμφορά.

Στη θάλασσα η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά υπό τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Κων/νο Κανάρη έκαψαν με τα πυρπολικά τους τουρκικές ναυαρχίδες και δίκροτα και φρυγάδες και πάρωνες κι έγιναν ο φόβος κι ο τρόμος των Οσμανιδών.

Το 1825 ο φλογερός ιερωμένος Παπαφλέσσας έπεσε ηρωικά στο Μανιάκι της Μεσσηνίας με τους 300 άνδρες του, αντιμετωπίζοντας  τον Ιμπραήμ που είχε πολύ περισσότερο στρατό.
Από τον Ιούλιο του 1825 μέχρι τον Απρίλιο του 1826 οι πασάδες Ρεσίτ και Ιμπραήμ πολιόρκησαν το Μεσολόγγι, το οποίο, παρά τις αρρώστιες και την πείνα, προτίμησε την έξοδο που οδηγούσε αναμφισβήτητα ή στη ελευθερία ή στο θάνατο.

Στην κεντρική και ανατολική Στερεά Ελλάδα ο γιος της καλόγριας, ο γενναίος Γεώργιος Καραϊσκάκης, έγραψε ανεπανάληπτες σελίδες ηρωισμού και δόξας.

Και, για να παραλείψουμε τόσα άλλα, θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε πως όλοι οι Έλληνες βρίσκονταν στο πόδι. Και οι επιτυχίες τους υπήρξαν αξιοθαύμαστες. Αλλ'οι Τούρκοι έστρεψαν εναντίον τους όλο σχεδόν το στρατό και προς στιγμή φάνηκε πως επιβλήθηκαν. Προς στιγμή όμως...

Αμνηστία και επάνοδος των Κασσανδρέων

Όπως είναι ήδη γνωστό, όσοι επέζησαν κατά το χαλσμό της Κασσάνδρας κατέφυγαν στη Σιθωνία, στο Αγιο Όρος, στη Σκόπελο, στη Σκιάθο και σ'άλλα νησιά του Αιγαίου. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που έμεναν στην καταστραμμένη χερσόνησο και κυρίως Τούρκοι στρατιώτες.

Το 1822 ο Νάξιος Γρηγόριος Σάλας, πρώην αξιωματικός του ρωσικού στρατού και υπασπιστής του Υψηλάντη και τώρα αρχηγός των επαναστατών στον Όλυμπο και το Βέρμιο, προσπάθησε ν'απελευθερώσει την άτυχη Κασσάνδρα, αλλά δεν τα κατάφερε. Και οι Τούρκοι, για να μην μπορεί κανένας να κρυφτεί στα πυκνά δάση της, έβαλαν το καλοκαίρι φωτιές και μετέτρεψαν την καταπράσινη χερσόνησο σε θλιβερό καψαλότοπο. Έτσι συνέχισε καμένη κι ακατοίκητη για πολλά χρόνια.

Ωστόσο ορισμένοι ήρθαν κρυφά με μικροκάικα και προσπάθησαν να ιδιοποιηθούν ξένες περιουσίες. Αυτοί χαρακτηρίζονταν ως ληστές και καταδιώκονταν.
 Αλλά σιγά σιγά άρχισαν να επιστρέφουν οι Κασσανδρινοί, ιδίως όσοι είχαν καταφύγει σε μέρη κοντινά. Ανάμεσα σ'αυτούς ήταν κι ο καπετάν Αναστάσιος Χυμευτός, που είχε διακριθεί στις μάχες της Αγίας Αναστασίας και της Κασσάνδρας.
 Ο ίδιος είχε  ζητήσει από το μουτεσερίφη Θεσσαλονίκης να επιτρέψει να επανέλθουν στην Κασσάνδρα όλοι οι Κασσανδρινοί που είχαν φύγει κατά το μεγάλο χαλασμό και ήταν διασκορπισμένοι "τήδε κακεΐσε".
 Κι ο μουτεσερίφης, εκτιμώντας ότι δε συνέφερε οικονομικά στην τουρκική αυτοκρατορία να μένει ακατοίκητη κι ακαλλιέργητη η Κασσάνδρα, ανέφερε σχετικά στο σουλτάνο Μαχμούτ Β', ο οποίος στις 25 Ιουλίου 1827 εξέδωκε φιρμάνι, τοοποίο περιλάμβανε και τα εξής:

"Μόλις φθάσει το αυτοκρατορικό φιρμάνι, ας γίνει γνωστό ότι... ο καπετάν Αναστάσιος, κάτοικος κυρίως της χερσονήσου Κασσάνδρας, που στην αρχή της επανάστασης διέφυγε στα νησιά της άσπρης θάλασσας", θ'αμνηστευθεί "υπό τους όρους να αρθεί η προσωνυμία "καπετάν"και να του παραχωρηθεί ο τίτλος του "κοτσάμπαση"της χερσονήσου, να διορισθεί κατάλληλος μουσουλμάνος διοικητής στη χερσόνησο αυτή και να μετακληθούν κι εγκατασταθούν όσοι ραγιάδες έφυγαν από την αρχή της επανάστασης...".

Από τότε άρχισαν να επανέρχονται πολλοί, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο καπετάν Μανώλας κι ο καπετάν Κρήτος από τα Παζαράκια.
 Στο Πολύχρουν επέστρεψαν κυρίως γυναίκες με τα παιδιά τους, ανάμεσα στα οποία ήταν οι έφηβοι Γεώργιος του Διαμαντή, Χριστόδουλος του Μιχαλάκη, Τριαντάφυλλος του Γεωργίου, Δημήτριος του Αναστασίου και Αθανάσιος του Ιωάννου.

Όμως ο "κοτσάμπασης"Αναστάσιος Χυμευτός ένιωθε ταπεινωμένος που του αφαιρέθηκε ο τίτλος του "καπετάν".
Εξάλλου δε θεωρούσε σωστό να υπηρετεί τον κατακτητή. Γι'αυτό γρήγορα εγκατέλειψε την Κασσάνδρα και πήγε κι εγκαταστάθηκε στην Αταλάντη της Βοιωτίας.
Το ίδιο περίπου συνέβη και με τον Γιαννιό Χατζηχριστοδούλου από τη Βάλτα. Αυτός βέβαια δεν είχε επιστρέψει, αλλά προτίμησε να μείνει και να πεθάνει στη Σκιάθο, γιατί δεν ήθελε να βλέπει τους Τούρκους, ούτε εκείνους που του έλεγαν ότι ήταν ο αίτιος της καταστροφής της Κασσάνδρας.
Πάντως η ζωή στην αιματοβαμμένη και καψαλισμένη Κασσάνδρα ξανάρχισε. Τα σπίτια κτίστηκαν από την αρχή. Τα χωριά ανασυγκροτήθηκαν. Και οι κοινότητες πήραν πάλι στα χέρια τους την πρωτοβουλία της δημιουργίας.

Ελληνικό κράτος

Στα τέλη του Ιουνίου του 1827 οι τρεις μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία υπέγραψαν στο Λονδίνο συνθήκη που όριζε ότι "θέλει άπαιτηθή άμεση ανακωχή των όπλων μεταξύ των διαμαχομένων".
Αλλ'ο Αιγύπτιος πασάς Ιμπραήμ, που είχε γυρίσει από τη Στερεά Ελλάδα πίσω στην Πελοπόννησο, δεν ήθελε να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή των μεγάλων δυνάμεων και συνέχισε τις λεηλασίες και τις καταστροφές.
 Τότε οι ναύαρχοι της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας Κόδριγκτων, Δεριγνύ και Χέυδεν, που ναυλοχούσαν στη Μεσόγειο, κήρυξαν τον Ιμπραήμ "εκτός του νόμου των εθνών καί εκτός των υφισταμένων συνθηκών"κι έδωσαν εντολή στα τουρκικά και αιγυπτιακά πλοία που ήταν στην Πύλο της Μεσσηνίας να απέλθουν, αλλιώς θα υποχρεώνονταν κατά τρόπο δυναμικό. Όμως ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να κωφεύει.
Έτσι στις 8 Οκτωβρίου του 1827 οι τρεις προαναφερθέντες ναύαρχοι επιτέθηκαν κατά του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο και μέσα σε τέσσερις ώρες καταβύθισαν σχεδόν όλα τα πλοία των Οθωμανών. Κατ'αυτό τον τρόπο ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο.

Επί πλέον, ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β'ηττήθηκε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 182829 και υποχρεώθηκε να υπογράψει τη συνθήκη της Ανδριανουπόλεως, με την οποία αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας. Πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους έγινε ο Ιωάννης Καποδίστριας.

 Στις 29 Μαΐου 1829 ρυθμίστηκαν και τα βόρεια σύνορα της ελληνικής επικράτειας.

 Αρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο, ακολουθούσαν τη γραμμή Όθρυς — Αγραφα — Ασπροπόταμος — Μακρυνόρος και κατέληγαν στον Αμβρακικό Κόλπο. 

Έτσι πρόβαλε μέσα από τη στάχτη η νέα Ελλάδα, αφού, όπως υπογραμμίζει ο ιστορικός μας Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, "εδέησε νά προηγηθώσιν αφοσιώσεις καί θυσίαι, τάς οποίας ή ιστορία θέλει άποθαυμάζει, εν όσιο εν τω κόσμω τούτω τιμώνται τά ίερά ονόματα της πατρίδος καί της ελευθερίας". Ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα πιο πολλά από τα μισά ελληνικά εδάφη, μαζί και η Μακεδονία, εξακολουθούσαν να βρίσκονται κάτω από τον τουρκικό ζυγό.

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ανασύνταξη

Το φιρμάνι που όριζε την αμνηστία της Κασσάνδρας έθετε τους Κασσανδρινούς υπό την "προστασία"του σουλτάνου. "Στο εξής, έλεγε, εφόσον δε θα εκδηλωνόταν από τους ραγιάδες κάποια ενέργεια και κίνηση αντίθετη στους τύπους της υποταγής, αυτοί να είναι κάτω από τη σκιά και την προστασία της φιλόστοργης ασπίδας μου". Τούτη η διάταξη συνέτεινε όχι μονάχα στην επιστροφή, αλλά και στην ανασύνταξη των Κασσανδρινών.

Το Πολύχρουν ξαναχτίστηκε από την αρχή.

 Βέβαια τα σπίτια που έγιναν ήταν γύρω στα 15, γιατί κι αυτοί που επέστρεψαν δεν ήταν πολλοί. Έφτιαξαν κι ένα νέο ανεμόμυλο στο χώρο της αρχαίας Νεάπολης, κοντά στην παραλία, για ν'αλέθουν το σιτάρι. Ακόμα, φρόντισαν ν'αποκτήσουν ζώα, να ημερώσουν τα χωράφια που είχαν γεμίσει με χόρτα και θάμνους, να καθαρίσουν τ'αμπέλια, να κλαδέψουν τα λιόδεντρα, να μαζέψουν όσα μελίσσια επέζησαν σε τρύπες και κουφάλες δέντρων.

Η εκκλησία ήταν το πρώτο μέλημα τους.
Όμως δεν μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τον "Αγιο Αθανάσιο"που ήταν γκρεμισμένος, με όρθια μονάχα την αγιογραφημένη κόγχη του ιερού και με ένα αυλόγυρο διάσπαρτο από ανθρώπινα κόκαλα, πνιγμένα στα βάτα και στα χορτάρια. Ίσως φοβούνταν τους Οθωμανούς που απαγόρευαν στους χριστιανούς να φτιάχνουν μεγάλα κτίρια και μάλιστα ναούς. Γι'αυτό πήγαν πιο πάνω στο αντέρεισμα κι έχτισαν μια μικρή εκκλησία, που δε διέφερε και πολύ από τις συνηθισμένες καλύβες. Την αφιέρωσαν μάλιστα στον Αρχάγγελο Μιχαήλ και στις άλλες αγγελικές Δυνάμεις, για να τους προστατεύουν από κάθε κακό.

Χωρίς να το καταλαβαίνουν, τροποποιούσαν κάπως και το όνομα του χωριού. Αντί "Πολύχρουν"έλεγαν "Πολύχρουνου". Αυτό βέβαια γινόταν ασυνείδητα. Συμφωνούσε όμως με την ουσία. Γιατί το χωριό, παρ'όλες τις δοκιμασίες και τις καταστροφές, κατόρθωσε να επιζήσει και ν'αποδειχθεί όντως πολύχρονο.

Διανοούμενος στην υπόδουλη Κασσάνδρα

Το 1846 περιέπλευσε τα παράλια της Κασσάνδρας με το ελληνικό πολεμικό πλοίο "Λουδοβίκος"ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Φρεαρίτης. ο ποίος έγραψε τις εντυπώσεις του που είναι πολύ ενδιαφέρουσες.

"Ήγκυροβολήσαμεν, λέει, τήν 8ην Αυγούστου απέναντι άσημου τινός κώμης της Καψοχώρας.
 Έγώ δέ μετ'ολίγον έπιβάς της ακάτου μετέβην είς τήν πρωτεύουσαν της Κασσάνδρας Άθυτον. 

'Αλλά καί αυτή κατ'ουδέν διαφέρει της Καψοχώρας• παντού έρήμωσις καί δουλεία.
 Πλην καίτοι ή χερσόνησος της Κασσάνδρας, ώς έχει τήν σήμερον έρημος σχεδόν, ουδέν παρέχει άξιον λόγου εν γένει, δι'ημάς όμως είναι καί ούτος τόπος ιερός• 
καθ'ότι καί ενταύθα παταμηδόν έχύθη των μαρτύρων της ελευθερίας τό αίμα.
 "Η Κασσάνδρα έχει ήδη κεκτημένα δικαιώματα επί της ευγνωμοσύνης της πατρίδος, ύψώσασα τό 1821 τήν σημαίαν της ελευθερίας, ής τήν τιμήν γεναίως ήμύνατο μέχρι της τελευταίας ρανίόος τοΰ αίματος... 
Αί έπελθοΰσαι λεηλασίαι καί δηώσεις της χώρας καί ή κτηνώδης κατάθλιψις των έναπολειφθέντων ώς επί τό πλείστον γυναικών, γερόντων καί παιδιών, ήρήμωσαν τόν επίγειον τούτον παράδεισον, καταστάντα επί δύο ολόκληρα έτη ή φωλεό τών ληστών καί των πειρατών ή κατάδυσις. Βαθμηδόν δέ καί κατ'ολίγον της πατρίδος ή μαγνητική δύναμις έσυρεν αύθις είς τόν τόπον τά λείψανα τών χιλίων ονομάτων, ήτοι οικογενειών, αΐ (ακούν πρό της επαναστάσεως έν τή χερσονήσω, καί τριακόσιαι οϊκογένειαί είσι διεσπαρμένοι νυν έφ'άπασαν τήν Κασσάνδραν, είς ένδεκα μικρά συνςοκισμένα χωρία, οίον, Παλιούρι, Καψοχώραν, Άγίαν Παρασκευήν, Τσαπράνια. Πολύχρονον, Παζαράκια, Καλάτραν, Φούρκαν, Βάλτον, Άθυτον, Πόρταις...".

Ο Καθηγητής Κ. Φρεαρίτης παραλείπει τα χωριά Κασσανδρινό και Χανιώτη και γράφει λανθασμένα τα ονόματα των χωριών Βόλτας και Καλάνδρας. καθώς και ότι πρωτεύουσα ήταν η Αθυτος, ενώ ήταν η Βάλτα. Αλλ'αυτά δε μεκονουν την αξία του κειμένου που πραγματικά μας παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την Κασσάνδρα του 1846.

Το κίνημα του Καρατάσιου

Ο Μακεδόνας Αρχιστράτηγος
Τσάμης Καρατάσος

Τριάντα χρόνια μετά το χαλασμό ή Κασσάνδρα κινδύνεψε να μπει σε νέα περιπέτεια.

Συγκεκριμένα, ο Δημήτριος Τσάμης Καρατάσιος, που βρισκόταν στη νότια Ελλάδα, αποφάσισε να οργανώσει ένα νέο επαναστατικό κίνημα, το οποίο θα είχε για σκοπό την απελευθέρωση  της Μακεδονίας.

Έχοντας ως συμβούλους τους καπετανέους Αναστάσιο Χυμευτό και Αναστάσιο Πολυγυρινό, πήγε στις Σποράδες, συγκέντρωσε 200 περίπου πολεμιστές.και το Μάρτιο του 1854 αποβιβάστηκε σε παραλία της Κασσάνδρας, όπου κάλεσε τους πρόκριτους για να τους κάνει γνωστά τα σχέδια του.
Όμως οι Κασσανδρινοί, που συγκινήθηκαν γιατί έβλεπαν ύστερα από τόσα χρόνια το συμπατριώτη τους Χυμευτό, είπαν πως η Κασσάνδρα δεν προσφερόταν για ένα νέο ξεσηκωμό και υπέδειξαν ότι θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσει η επανάσταση αυτή από τη Σιθωνία, που διέθετε βουνά και δάση και ήταν πιο κοντά στο Αγιο Όρος, στο οποίο μπορούσαν οι επαναστάτες να καταφύγουν σε περίπτωση αποτυχίας.

Ο καπετάν Αναστάσιος Χυμευτός συμφώνησε σε τούτο και ο Τσάμης Καρατάσιος δέχτηκε να πάρει τους άνδρες του και να περάσει με καΐκια απέναντι στο Πόρτο Κωφό.

Όταν οι Τούρκοι έμαθαν για το κίνημα του Καρατάσιου, έσπευσαν να στείλουν στην Κασσάνδρα 2700 άτακτους στρατιώτες. Αλλ'οι ιερείς και οι πρόκριτοι τους έπεισαν πως ήταν εντελώς αμέτοχοι στην επανάσταση.
Ωστόσο στις 28 Απριλίου εισέβαλε στην Κασσάνδρα και τακτικός τουρκικός στρατός, ο οποίος, όπως συνήθως, επιδόθηκε σε αρπαγές και λεηλασίες.

Ο Καρατάσιος από το Πόρτο Κωφό ανέβηκε με τους άνδρες του στο χωριό Συκιά, προχώρησε βορειοδυτικά προς τα άλλα χωριά και, εξουδετερώνοντας τις τοπικές τουρκικές φρουρές, έφθασε στον Πολύγυρο, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.
Όμως λίγο μετά ηττήθηκε από τους Τούρκους στη θέση "Καβρόλακκας"κι αναγκάστηκε ν'αποσυρθεί στις Καρυές του Αγίου Όρους. Αλλά, επειδή οι Αγιορείτες φοβούνταν να συμπράξουν και στο μεταξύ οι Οθωμανοί πλημμύρισαν και πάλι τη Χαλκιδική, ο Δημήτριος Τσάμης Καρατάσιος υποχρεώθηκε με πόνο ψυχής να εγκαταλείψει τα όνειρα και τον αγώνα που έκανε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Τρία άλλα κινήματα

Δώδεκα χρόνια αργότερα, στις 19 Απριλίου 1866, ο εγγονός του οπλαρχηγού Γιαννιού Χατζηχριστοδούλου Λεωνίδας Βούλγαρης αποβιβάστηκε με 32 αντάρτες στην Κασσάνδρα, για να ξεσηκώσει τους Κασσανδρινούς εναντίον των Τούρκων. 

Αλλά το εγχείρημα (/πέτυχε, διότι οι οθωμανοί αντέδρασαν αμέσως. Μάλιστα ο στρατιωτικός διοικητής της Κασσάνδρας Ριτζέπ Μπέης απέκλεισε με στρατό που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη όλα τα χωριά, πριν προλάβουν οι επαναστάτες ν'αναπτύξουν κάποια δράση.

Κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 187-778 η Ελληνική Κυβέρνηση θέλησε να επωφεληθεί και υποστηρίξει κρυφά τη δημιουργία επαναστατικών κινημάτων στη Μακεδονία, Θεσσαλία και Ήπειρο.
Φυσικά η Κασσάνδρα, λόγω θέσεως και ιστορίας, δεν ήταν δυνατό να παραμείνει αμέτοχη.

Το 1878 σε κάθε χωριό δημιουργήθηκαν επιτροπές, που είχαν ως σκοπό την οργάνωση και συμπαράσταση ομάδων εξέγερσης ενάντια στον κατακτητή. 
Στο Πολύχρουν ή Πολύχρουνου ορίστηκαν ως μέλη οι Αθανάσιος Ιωάννου και Αναστάσιος Δημητρίου. Αλλ'οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν τα τεκταινόμενα και έσπευσαν στην Κασσάνδρα πριν εκδηλωθεί η εξέγερση.

Το 1885 αποβιβάστηκαν στην Κασσάνδρα εθελοντές Μωραΐτες, με πρόθεση να καταλάβουν τη Βάλτα και ύστερα να προχωρήσουν στ'άλλα χωριά.
 Όμως ο μουχτάρ ΓέροΡήγας, φοβούμενος ότι θα δημιουργούσαν πρόβλημα, τους παρακάλεσε κι έφυγαν.

Τα τρία αυτά κινήματα δείχνουν πως η Κασσάνδρα δεν μπορούσε να μείνει ήσυχη, γιατί δεν την άφηναν. 
Αλλωστε το αίμα που έχυσε κατά το παρελθόν ζητούσε εκδίκηση. Κι αυτό έγινε πόθος και όραμα.

Πολύχρουν και Κασσανδρινοί

Το 1870 η Κασσάνδρα είχε 12 χωριά με 450 περίπου οικογένειες. Πληροφορίες για όλα αυτά μας δίνει σε σχετική μελέτη του ο γραμματέας της Μητροπόλεως Κασανδρείας Χρυσανθίδης Βυζάντιος. Για το Πολύχρουν σημειώνει τα παρακάτω:

"ΠΟΛΥΧΡΟΥΝ. 
Τό χωρίον τούτο απέχει της θαλάσσης κατά τό 1/4 περίπου της ώρας• έπωνομάσθη δ'ούτως ώς εκ των εκεί πλείστων καί ποικιλοχρόων ανθέων σύγκειται εκ 18 οικιών έχει δέ καί 'Εκκλησίαν, ώς καί Δημοτικόν Σχολεΐον".

Το Πολύχρουν λοιπόν είχε εκκλησία και σχολείο.
Η εκκλησία δεν ήταν πια ο "Αρχάγγελος", που ήταν μικρή και τους έπεφτε μακριά, αλλ'ο "Χριστός"στο ανατολικό μέρος του χωριού, που την έχτισαν το 1863 και την αφιέρωσαν στη Γέννηση του Κυρίου, ο οποίος ήρθε στον κόσμο ως λυτρωτής και σωτήρας.

Ως σχολείο οι Πολυχρονιώτες χρησιμοποιούσαν τον επάνω όροφο διώροφης κατοικίας, που βρισκόταν στα νότια των ερειπίων του "Αγίου Αθανασίου".

Σχολεία είχαν και τα άλλα χωριά. Αυτό συνέβαινε γιατί, μετά το χαλασμό, από την πρώτη μέρα της επιστροφής ενδιαφέρθηκαν οι Κασσανδρινοί να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα. Στις 25 Απριλίου 1866 έγινε στην Ιερά Μητρόπολη σύσκεψη προκρίτων υπό τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας Χρύσανθο κι αποφασίστηκε να λειτουργήσουν σχολεία σε όλα τα χωριά. Στη σύσκεψη αυτή από το Πολύχρουνου πήραν μέρος οι Διαμαντής Γεωργίου, Μιχαλάκης Χριστοδούλου, Γεωργάκης Τριαντάφυλλου και Χρήστος Γεωργίου.

Το 1870 λειτούργησαν στα περισσότερα χωριά της Κασσάνδρας "Κοινά Σχολεία"— μονοτάξια δημοτικά• στη Φούρκα, Καλάνδρα, Καψόχωρα και Αθυτο "Αληλοδιδακτικές Σχολές"— διτάξια σχολεία• και στη Βάλτα "Εληνοδιδακτική Σχολή"— τετρατάξιο σχολείο. Τα έξοδα των σχολείων αυτών τα αναλάμβαναν οι ίδιοι οι Κασσανδρινοί, που διακρίνονταν για τη φιλοτιμία και την εργατικότητα τους.

Ο Χρυσανθίδης Βυζάντιος, που αναφέραμε παραπάνω, γράφει για τους Κασσανδρινούς τα εξής κολακευτικά: "Ούτοι όντες τόν αριθμόν όλίγιστοι καί κατοικοΰντες τά δώδεκα μικρά χωρία, ως ανω εϊρηται, ζώσι διά της γεωργίας καί μελισσουργίας άόκνως εργαζόμενοι τήν γήν καί κοπιώντες άδιακόπως έν τή χερσονήσω Κασσάνδρα. Διό καί άδρώς απολαμβάνοντες των καρπών της εργασίας, άξιοι όντες επαίνων τυγχάνουσιν. Όσον άφορα τήν διανοητικήν καί ήθικήν άνάπτυξιν κατά μέγιστον μέρος ούτοι διαφέρουσι των άλλων επαρχιωτών, ώς έχοντες συγκοινωνίαν στενήν μετά τών νήσων τού Αιγαίου Πελάγους. Διό, εις τε τήν φιλοξενίαν καί ήμερότητα διακρινόμενοι τών λοιπών χωρίων της αυτής επαρχίας, δεικνύουσι καί κρείττονα τού πολιτισμού σημεία".

Να σημειωθεί ακόμα πως στις 25 Νοεμβρίου 1870, όταν Μητροπολίτης Κασσανδρείας ήταν ο Γρηγόριος (18671873), τα γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως μεταφέρθηκαν από τη Βάλτα στον Πολύγυρο, ο οποίος από τον προηγούμενο κιόλας χρόνο είχε γίνει έδρα του Διοικητηρίου της Χαλκιδικής.

Ελληνοτουρκικός πόλεμος

Το 1896 ξεσηκώθηκε η Κρήτη κατά των Τούρκων. Το επόμενο έτος ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο νησί. Αλλ'επενέβησαν οι μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία κλπ. κι εμπόδισαν την εξέλιξη. Το 1897 η Τουρκία, εξαιτίας του κρητικού προβλήματος, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας και έστειλε στρατό στη Θεσσαλία.
Δυστυχώς οι Έλληνες δεν μπόρεσαν ν'ανακόψουν την τουρκική προέλαση και, το χειρότερο, νικήθηκαν στα Φάρσαλα και στο Δομοκό. Ευτυχώς έσωσε την κατάσταση η επέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας, που απαίτησε να εγκαταλείψουν οι Τούρκοι τη Θεσσαλία. Όμως εξαναγκάστηκε ν'αποχωρήσει κι ο ελληνικός στρατός από την Κρήτη.

Πειρατές και ληστείες

Οι πειρατές, που τους προηγούμενους αιώνες κυριαρχούσαν στις θάλασσες, δεν είχαν εκλείψει εντελώς. Και μετά την επανάσταση του 1821 τα παράλια της Μακεδονίας δεν έπαυσαν να δοκιμάζονται από πειρατικές επιδρομές. Κι αυτές προέρχονταν ή από τούρκικα πλοία, που τα πληρώματα τους λυμαίνονταν τα παραθαλάσσια χωριά, ή από ομάδες αρματολών και κλεφτών που έρχονταν με μικροκάϊκα να παρενοχλήσουν τους αξιωματούχους Οθωμανούς ή τους νωθρούς Κοτσαμπάσηδες που αδιαφορούσαν για τ'απελευθερωτικά κινήματα. Όμως και στις δύο περιπτώσεις κατά κανόνα πλήρωνε ο κοσμάκης. Συνήθως ήταν οι απλοί ραγιάδες που πάσχιζαν να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί για να ζήσουν.
Μερικοί από τους αρματολούς και κλέφτες, καταδιωκόμενοι από τις τουρκικές αρχές, δεν έφευγαν από την Κασσάνδρα, αλλά παρέμεναν σ'αυτή και κρύβονταν ως επί το πλείστον στα δάση. Πολλές φορές έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις κι άρπαζαν από τους μωαμεθανούς ή κι από τους χριστιανούς ό,τι ήθελαν, κυρίως χρήματα. Πολλά από αυτά τα κρατούσαν για τον εαυτό τους, άλλα τα έδιναν σε φτωχούς ως ενίσχυση. Γι'αυτό, παρ'όλο που είχαν το χαρακτηρισμό του ληστή, μερικοί από αυτούς ήταν συμπαθείς.
Από τους ληστές της Κασσάνδρας οι πιο γνωστοί ήταν ο καπτάν Αντώνης από το Παλιούρι, που σκοτώθηκε από Υδραίους ναυτικούς όταν πήγε να τους ληστέψει, ένας Καλδής από τη Βάλτα και κάποιος Κολοβός από την Καλάνδρα, που το 1905 συμμετέσχαν με άλλους σε ληστεία στα μεταλλεία του Ίσβορου και πήραν από τους Οθωμανούς τρεις χιλιάδες λίρες. Αλλά περισσότερο γνωστός ήταν ο Καλαμπούκας από τη Βάλτα, ο οποίος σκότωσε στη Χανιώτη τον Τούρκο κατή

ειρηνοδίκη, ενώ στο Πολύχρουν και σ'άλλα μέρη συνεπλάκη επανειλημμένα με τους ζαπιέδεςχωροφύλακες τελικά στο μετόχι "Ρωσικό"του έρριξαν στο κρασί ναρκωτικό και τον πρόδωσαν στους Τούρκους, οι οποίοι τον καταδίωξαν και τον σκότωσαν τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1906 στο ρέμα μεταξύ "Ρωσικού"και Βάλτας.

Ο Μακεδόνικος Αγώνας

Στις αρχές του 20ού αιώνα η τουρκική αυτοκρατορία βρισκόταν κυριολεκτικά σε παράλυση.

Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκαν πολλοί και μάλιστα οι Βούλγαροι που έσπευσαν να διεισδύσουν στη Μακεδονία.

 Ήταν οι λεγόμενοι κομιτατζήδες.

 Όμως η Ελληνική Κυβέρνηση από το 1904 είχε φροντίσει να στείλει κρυφά εθελοντές αξιωματικούς, οι οποίοι σε συνεννόηση με την Εκκλησία και τους πρόκριτους δημιούργησαν αντάρτικες ομάδες, που με μαχητικότητα, στερήσεις και θυσίες κατόρθωσαν να απομακρύνουν τους Βουλγάρους.
Παράδειγμα λαμπρού μακεδονομάχου οΠαύλος Μελάς, γνωστός και ως καπετάνΜίκης Ζέζας, που έπεσε μαχόμενος στις 13 Οκτωβρίου 1904 στη Στάτιστα της δυτικής Μακεδονίας.

Ψυχή του Μακεδόνικου Αγώνα ήταν ο Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς, ενώ γενικός αρχηγός ο αξιωματικός του ελληνικού στρατού Δημήτριος Κάκκαβος, συμμαθητής του Παύλου Μελά.
Αυτός τοποθετήθηκε το 1904 στο ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης δήθεν ως αρχειοφύλακας, ενώ στην πραγματικότητα είχε αναλάβει την οργάνωση των ανταρτικών ομάδων με το ψευδώνυμο Δημήτριος Ζώης.

Στη Χαλκιδική αρχηγός του Μακεδόνικου Αγώνα στην αρχή ήταν οκαπετάν Κουρμπέτης,ανθυπολοχαγός από τα Μαγούλιανα της Γορτυνίας, και μετά ο αξιωματικός Αριστόβουλος Κώης, γνωστός ως καπετάν Βάλτσας.

Στην Κασσάνδρα υπήρχαν Βούλγαροι κατάσκοποι που έκαναν τους έμπορους ή εργάζονταν στα μετόχια ως εργάτες.
Γι'αυτό από το 1905 είχαν σταλεί κρυφά Έλληνες αντάρτες, με την εντολή να τους επισημάνουν και να τους εξοντώσουν.
 Ένας από αυτούς ήταν κι ο Καπετάν Ακρίτας ή Γρέγος.

Ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος
 Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Μαζαράκης.

Την εποχή του Μακεδόνικου Αγώνα ήταν υπολοχαγός και αρχικά υπήρξε οργανωτήςανταρτικών σωμάτων και αρχηγός ανταρτικού σώματος στην περιφέρεια της Νάουσας.

Η δράση του όμως δεν περιορίστηκε μόνον εκεί. αλλ'επεκτάθηκε μέχρι τη Γευγελή, το Κιλκίς και τη Χαλκιδική, όπου πολέμησε άφοβα Τούρκους και Βουλγάρους, προξενώντας σ'αυτούς μεγάλες και σοβαρές καταστροφές.

Ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος (1907-1945) ενδιαφέρθηκε πολύ για την απομάκρυνση των Βουλγάρων κι ανέλαβε ο ίδιος την οργάνωση των πραγμάτων.

Σε κάθε χωριό ορίστηκαν επιτροπές που είχαν κύριο έργο να συγκεντρώνουν χρήματα και είδη για τον αγώνα.

Γενικός εκπρόσωπος ολόκληρης της Κασσάνδρας ήταν ο Περικλής Μαντζάρης από τη Βάλτα, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Βασίλη είχαν νοικιάσει τα μετόχια Παντοκράτορα και Σταυρονικήτα, όπου κρυβόταν η εληνική στρατιωτική ομάδα μ'επικεφαλής τον αξιωματικό Γ. Γαλανόπουλο.
 Η ομάδα αυτή τελικά παγίδευσε κι εξόντωσε τους Βουλγάρους.

Νεότουρκοι και Στρατιωτικός Σύνδεσμος


Το 1908 είχε εκραγεί η λεγόμενη νεοτουρκική επανάσταση, που άρχισε από τη Μακεδονία κι εξαπλώθηκε σ'ολόκληρη την Τουρκία.
 Οι Νεότουρκοι είχαν φιλελεύθερη πολιτική και στην αρχή επέδειξαν ανοχή έναντι των υπόδουλων λαών. Όμως ακολούθησαν συγκυρίες που μείωσαν πολύ την τουρκική αυτοκρατορία.

Η Βουλγαρία ανεξαρτοποιήθηκε, η Αυστροουγγαρία προσάρτησε τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ εκθρονίστηκε και η Κρήτη ανέκτησε την ελευθερία της.

Παράλληλα το 1909 έγινε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Γουδί επανάσταση Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι πήραν την προσωνυμία "Στρατιωτικός Σύνδεσμος"κι ανέθεσαν την αρχηγία στο συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά. Όταν σταθεροποιήθηκαν, αξίωσαν ν'απομακρυνθούν από τις στρατιωτικές διοικήσεις οι βασιλόπαιδες, να διορισθούν υπουργοί στρατού και ναυτικού και να ενισχυθεί το ταχύτερο η εθνική άμυνα.

 Η επανάσταση αυτή έκανε ν'αλλάξουν διαδοχικά τέσσερις κυβερνήσεις και να έρθει στα πράγματα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος προκήρυξε εκλογές και τις κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία. Αυτό του έδιοσε το δικαίωμα να κάνει αρκετές μεταρρυθμίσεις, από τις οποίες η πιο σπουδαία ήταν το Σύνταγμα του 1911.
Ακόμα, ενδιαφέρθηκε για τον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνάμεων, διότι προέβλεπε πως αργά ή γρήγορα οι Έλληνες θα έρχονταν σε πόλεμο με τους Τούρκους για την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών.

Η απελευθέρωση της Μακεδονίας

Το Μάιο του 1912 έγινε η ελληνοβουλγαρική συμμαχία. Το Σεπτέμβριο η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βουλγαρία και η Ελλάδα ζήτησαν από την Τουρκία μεταρρυθμίσεις υπέρ των χριστιανών που κατοικούσαν στις ευρωπαϊκές τουρκικές επαρχίες. Αλλ'οι Τούρκοι αντέδρασαν πεισματικά, αναλογιζόμενοι την αριθμητική υπεροχή τους. Διότι διέθεταν 350 χιλιάδες πεζούς, 6 χιλιάδες ιππείς και 1600 πυροβόλα. Όμως ο στρατός αυτός έπρεπε να διαιρεθεί στα τέσσερα, όσα δηλαδή ήταν και τα αντίπαλα βαλκανικά κράτη, που θα έπαιρναν μέρος στον πόλεμο. Ιδιαίτερα οι Έλληνες θ'αντιμετώπιζαν τους Τούρκους στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.

Στις 5 Οκτωβρίου του 1912 οι ελληνικές δυνάμεις με διοικητή το διάδοχο Κωνσταντίνο άρχισαν να προελαύνουν από τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία. Τις αμέσως επόμενες ημέρες κατέλαβαν την Ελασσόνα και τη Δεσκάτη. Κι εκεί κοντά, στα στενά του Σαρανταπόρου, συνάντησαν τον τουρκικό στρατό που ήθελε να εμποδίσει την παραπέρα προέλαση τους.

Το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου άρχισε η μάχη.

Οι Έλληνες, παρά τα καταιγιστικά πυρά των Οθωμανών, έδειχναν ότι υπερτερούσαν. Τη νύχτα που ακολούθησε προώθησαν τις θέσεις τους κυκλωτικά, πράγμα που αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι και υποχώρησαν βορειότερα. Το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός ήταν κύριος της κατάστασης.

Τις επόμενες ημέρες οι Έλληνες κινήθηκαν προς τα Σέρβια, την Κοζάνη, τη Βέροια και την Κατερίνη, ενώ οι οθωμανοί υποχωρούσαν συνεχώς αποδεκατιζόμενοι.

 Τέλος, ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν πασάς έκρινε καλό να οχυρωθεί στα Γιαννιτσά. Εδώ επιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις στις 1920 Οκτωβρίου και έτρεψαν τον αντίπαλο σε φυγή. Ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ανοιχτός.

Πράγματι, αφού ο ελληνικός στρατός αναπαύθηκε επί τριήμερο, πέρασε τον ποταμό Αξιό και βάδισε για τη Νύμφη του Θερμαϊκού. Ο αρχιστράτηγος Ταξίν πασάς, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν αδύνατο να σταματήσει την προέλαση των ελληνικών δυνάμεων, αναγκάστηκε να παραδώσει στις 26 Οκτωβρίου 1912 την πόλη του Αγίου Δημητρίου στους Έλληνες.

 Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου απόσπασμα ευζώνων κατέλαβε το Διοικητήριο, ενώ οι ελληνικές μεραρχίες στρατοπέδευσαν έξω και γύρω από τα κάστρα.

Την 11η ώρα της 28ης Οκτωβρίου εισήλθε στη Θεσσαλονίκη κι ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του και πήγε κατευθείαν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, όπου τελέστηκε ευχαριστήρια στο Θεό δοξολογία για την απελευθέρωση της όμορφης Νύμφης του Θερμαϊκού κι ολόκληρης της Μακεδονίας.

 Ελεύθερη και η Κασσάνδρα

Η Χαλκιδική είχε απελευθερωθεί λίγο πρωτύτερα από τη Θεσσαλονίκη. 

Από τις αρχές Οκτωβρίου είχαν έρθει με πλοία στα χωριά της Κασσάνδρας Έλληνες αντάρτες για να διώξουν τους Τούρκους.
Τότε στη Βάλτα ήταν μια ομάδα από ζαπιέδες, μια άλλη από στρατιώτες οθιομανούς στην παραλία της Καλάνδρας και μια τρίτη ομάδα από Τούρκους στη Σωλήνα, για να προσέχουν μήπως κάνουν την εμφάνιση τους ελληνικά απελευθερωτικά τμήματα.

Όμως όλοι αυτοί, όταν πληροφορήθηκαν τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.
 Μόνο ο Τούρκος διοικητής Ετέμ Εφέντης έμεινε στη Βάλτα, γιατί ήταν καλός άνθρωπος και τον αγαπούσαν οι Κασσανδρινοί.

Έτσι είχαν τα πράγματα, οπότε ο Έλληνας αξιωματικός Αντύπαςαποβιβάστηκε με 30 οπλίτες στην Αθυτο, ενώθηκε εκεί με τους αντάρτες του Γαλανόπουλου και όλοι μαζί προχώρησαν και κατέλαβαν τη Βόλτα, χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση από κανέναν.

 Την ίδια μέρα ο μοναχός Ανθιμος από το μετόχι του Αγίου Παύλου, που είχε καταφθάσει έφιππος, κατέβασε την τουρκική σημαίααπό το κτίριο του τελωνείου κι αναπέτασε σ'αυτό την ελληνική, απόδειξη πως η πρωτεύουσα της Κασσάνδρας ήταν ελεύθερη.

Φυσικά ο διοικητής Ετέμ Εφέντης δεν αντέδρασε καθόλου. Αντίθετα, μοίρασε πρώτα τα σκεύη και τα έπιπλα του Διοικητηρίου στους Βαλτιώτες. ύστερα κατέβηκε στη Σίβηρη και με ελληνικό ιστιοφόρο έφυγε για τη Θεσσαλονίκη.

Στα τέλη Οκτωβρίου 1912 ήρθε στη Βάλτα και μια διμοιρία από 35 άνδρες του τακτικού ελληνικού στρατού υπό το λοχαγό Αλεξάνδρου.
 Η διμοιρία αυτή χωρίστηκε σε μικρές ομάδες που πέρασαν από όλα τα χωριά της Κασσάνδρας, για να επιβεβαιώσουν και επίσημα στους Κασσανδρινούς ότι ήταν πια ελεύθεροι.

Το Πολύχρονο ουσιαστικά ήταν ελεύθερο από τις 5 Οκτωβρίου του 1912.

 Όμως οι Πολυχρονιώτες δεν είχαν συνειδητοποιήσει αμέσως ότι τα βάσανα τους είχαν τελειώσει.

Μονάχα όταν έμαθαν πως ο ελληνικός στρατός εισήλθε τροπαιούχος στη Θεσσαλονίκη και κυρίως όταν επισκέφτηκε το Πολύχρονο η ομάδα του ελληνικού τακτικού στρατού, χαμογέλασαν με ανακούφιση, σα να ένιωσαν ότι έφυγε πια από πάνω τους το βάρος της τούρκικης σκλαβιάς, που τους πίεζε 482 ολόκληρα χρόνια.

Ανατολική Ρωμυλία: Τα έθιμα-χαντέτια του Δωδεκαημέρου. Πρωτοχρονιάτικα έθιμα. Το δρώμενο της Καμήλας.

$
0
0
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Πήγαινε στα δημοτικά τραγούδια, 
στη δημοτική τέχνη και στη χωριάτικη και λαϊκή ζωή, 
για να βρεις τη γλώσσα σου και την ψυχή σου 
και μ’ αυτά τα εφόδια  αν έχεις ορμή μέσα σου
 και φύσημα θα πλάσεις ό,τι θέλεις, 
παράδοση και πολιτισμό
 και αλήθεια και φιλοσοφία.

Ίων Δραγούμης  

Το δρώμενο της Καμήλας.


της Ελένης Δάγκα 
απόσπασμα έρευνας της σκηνογράφου-ενδυματολόγου 
(υποψήφιας διδάκτορος τμήματος Θεάτρου -Σχολή Καλών Τεχνών, ΑΠΘ)
(αναρτησμένο στο facebook)
  (οι φωτογραφίες είναι επιλογή Yauna)

Το δρώμενο της Καμήλας, ιδιαίτερα διαδεδομένο στο παρελθόν, αλλά και σήμερα, στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη (από τον Πόντο ως την Πόλη και από την Ουκρανία ως την Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη νότια Αυστρία και τη Σλοβενία), εμφανίζεται ως μεταμφίεση τελετουργικού χαρακτήρα με «αόριστη γονιμοποιητική σημασία».[1] 

Το έθιμο, που με διαφορετικές παραλλαγές –αλλά πάντα πάνω στο ίδιο μοτίβο- το συναντάμε σε ολόκληρη την Ελλάδα,[2] 
συνηθίζεται από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας 
μέσα στις γιορτές του Δωδεκαημέρου,
 και πιο συγκεκριμένα, κατά την παραμονή της πρωτοχρονιάς. 

Ο Β. Πούχνερ (Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια) υποστηρίζει, βέβαια, 
πως στον ελληνικό χώρο καλούνται «καμήλες» οι μεταμφιεσμένοι 
και μουτζουρωμένοι με καπνιά,
ντυμένοι με κουρέλια,
Βώλακας
 προβιές και κουδούνια.[3] 

Εντούτοις, όσο κι αν μιλήσαμε με τους ανθρώπους της Θράκης δεν αναφέρθηκε ποτέ αυτός ο χαρακτηρισμός –που δεν μπορούμε, φυσικά, να αμφισβητήσουμε πως ίσως ισχύει για άλλες περιοχές της Ελλάδας- για τους ‘μουτζουρωμένους’ της αποκριάς ή άλλων εθίμων.

Ο σκοπός του εθίμου της Καμήλας, μοιάζει να έχει χαθεί, μαζί με την προέλευσή του. 

Όπως κάθε αγερμός έχει σαν στόχο την ανταλλαγή ευχών για ‘καλοχρονιά’, γονιμότητα και υγεία. Άγνωστοι όμως παραμένουν οι λόγοι κατασκευής ενός τέτοιου ομοιώματος.

 Η καμήλα πιστεύεται, μας είπαν, ως ζώο που συμβολίζει την αφθονία. 

Θεωρούμε, όμως, πως αυτή είναι, μάλλον, μία εκ των υστέρων εξήγηση των σύγχρονών μας –ή λίγο γηραιότερων- που τους τέθηκε αυτό το ερώτημα. 

Υπάρχει, πάντα, και η προφανής απάντηση ότι το πλούσιο εμπόριο ερχόταν στη Θράκη από το Βυζάντιο και την Ανατολή με καμήλες, γι’ αυτό και οι νέοι έμαθαν να συλλέγουν τα συμβολικά ‘δώρα’ του αγερμού τους με αυτό το υπομονετικό ζώο. 

Ή αντίθετα, ότι αφού ο κίνδυνος της επιδρομής κατέφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή και την Οθωμανική αυτοκρατορία με καμήλες, οι Βαλκάνιοι ξόρκισαν τους φόβους τους με μια ‘μαγική’ ιεροπραξία που αντικαθιστούσε το αρνητικό με το θετικό.[4] 

Όπως και να έχει ο συμβολισμός του ομοιώματος δεν μας είναι ξεκάθαρος.[5]

Ακόμη και τα παιχνίδια της με τον καμηλιέρη, όταν προσποιείται πως πεθαίνει κι έπειτα ανασταίνεται με την προσφορά κρασιού ή άλλων δώρων δεν φαίνεται να έχουν την ίδια σκοπιμότητα με το θάνατο και την ανάσταση του Τζαμαλάρη στο συγγενικό της έθιμο της σποράς. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο δρώμενο είναι αρκετά φτωχό σε συμβολισμούς, αντίθετα πλουσιότερο σε δράση που συμβαίνει προς χάριν των θεατών, κάτι που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα σε επόμενη ενότητα.    
             
Η μεταμφίεση και ο τρόπος κατασκευής του ομοιώματος της καμήλας είναι γνωστός και παντού ο ίδιος. 

Μπάμπιντεν Πετρούσα Δράμας
Ο Καμηλιέρης ή Ντιβιτζής ή Χιμπιτζής που συνοδεύει το ομοίωμα της καμήλας ή, σε κάποιες περιοχές, το ξόανο με το μακρύ λαιμό και το σαγόνι που ανοιγοκλείνει μηχανικά είναι συνήθως μεταμφιεσμένος είτε σε ανατολίτη, είτε με προβιές, ενώ οι συνοδοί του είναι φορτωμένοι με κουδούνια και μουτζουρωμένοι, όπως άλλωστε και στα περισσότερα λαϊκά δρώμενα.

 Όσο για την κατασκευή, αν και τα όρια ανάμεσα στα τετράποδα είναι ρευστά,[6] 
εντούτοις παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο κατασκευαζόταν σε όλες –ανεξαιρέτως- τις περιοχές η καμήλα. 

Πιο συγκεκριμένα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως αν και ενδιέφερε η αληθοφάνεια (γι’ αυτό και οι λεπτομερείς περιγραφές και η χρήση δέρματος στο λαιμό ή το κεφάλι), το ομοίωμα δινόταν σχηματικά, με κάποια στοιχεία, σχεδόν σουρεαλιστικά θα έλεγε κανείς, κι όμως αυτό ακριβώς συντελούσε στην αίσθηση της πιστής απεικόνισης.[7] 

Για παράδειγμα, συχνότατα χρησιμοποιούσαν κρανίο πρόβατου ή σκύλου για το κεφάλιτου ομοιώματος, τα οποία διαφέρουν πολύ από το κρανίο της καμήλας, 
ή κατασκεύαζαν με δυο ξύλα –τυλιγμένα με δέρμα ζώου- απλώς ένα σαγόνι. 

Επιπλέον, αν και είναι ξεκάθαρο πως το σύμβολο του δρωμένου είναι μια θηλυκή οντότητα, εντούτοις η κατασκευή παραπέμπει σε ένα πλάσμα άφυλο και εξορίζει από το δρώμενο αυτό κάθε στοιχείο σεξουαλικότητας, γεγονός ιδιαίτερα περίεργο για μια τελετή τέτοιου είδους.

Αναφορές στη βιβλιογραφία 

Θούριο
Το 1969, καταγράφεται από τον Δ. Κτενίδη, η Καμήλα στο Θούριο Διδυμοτείχου.

 Το έθιμο θεωρείται –προφανώς με αφορμή την ημερομηνία τέλεσής του- ως αναπαράσταση του ταξιδιού του Αγίου Βασιλείου από τα βάθη της Ανατολής. 

Σάππες 
Η τελετουργία του δρωμένου είναι απλή, πρόκειται για ένα αγερμό την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, κατά τον οποίο, πολλές ομάδες νέων -μία ομάδα νέων στο παρελθόν του χωριού όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας- γυρνούν στα σπίτια του χωριού μεταφέροντας ευχές, τραγουδώντας, χορεύοντας, κάνοντας αστείες και μιμικές κινήσεις, και στους οποίους οι νοικοκυραίοι προσφέρουν χρήματα ως ανταμοιβή. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κατασκευή της καμήλας.

Κατασκευάζουν πρώτα ένα πλαίσιο από ξύλα σε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου με τις πλάγιες πλευρές μεγαλύτερες από τις παράλληλες, οι οποίες εξέχουν λίγο. 

Επάνω σε αυτό το πλαίσιο στηρίζουν ένα σκελετό από βέργες μουριάς καμπουριαστό. Πάνω στο σκελετό αυτό εφαρμόζουν κουβέρτες χρώματος σταχτί κι έτσι σχηματίζεται ο κορμός της καμήλας.

 Ένα κομμάτι ξύλο τυλιγμένο με δέρμα λαγού αποτελεί το λαιμό και ένα κρανίο προβάτου ή σκύλου αποτελεί το κεφάλι. 
Δύο γυαλιστεροί βόλοι αποτελούν τα μάτια και μια κόκκινη πιπεριά τη γλώσσα. 

Η ουρά κατασκευάζεται με μια λωρίδα από προβιά ή μια φούντα από μαλλιά κατάλληλα πλεγμένα.  Όλο αυτό το σύστημα το ανασηκώνουν δύο νέοι, το σώμα των οποίων κρύβεται και προβάλλουν μόνο τα τέσσερα πόδια. Στο λαιμό κρεμούν ένα κουδούνι.[8]

Την Καμήλα ακολουθεί πάντα ο Καμηλιέρης,μεταμφιεσμένος σε ανατολίτη (φορώντας γυναικεία ρούχα) και μαυρισμένος με φούμο, ενώ στις ομάδες υπάρχει πάντα ένας ταμίας, και συχνά και οργανοπαίχτες.

Γαλάτιστα Χαλκιδικής
Ο Ι. Πραντσίδης στη διδακτορική διατριβή[9] του αναφέρει πως στο Ακ Μπουρνάρ της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Inzovo Βουλγαρίας) 
το έθιμο της Kαμήλας τελούνταν αποκλειστικά από άντρες, 
που επιλέγονταν προσεκτικά με κριτήριο,
 όχι μόνο την καλή γνώση του εθίμου και των στιχομυθιών που επαναλαμβάνονταν, 
αλλά και την ευχέρεια τους στο λόγο, 
τους αστεϊσμούς, 
καθώς και την άνεσή τους μπροστά στο κοινό τους,
 μια και θα ξεστόμιζαν φράσεις με άσεμνο περιεχόμενο.

 Τα πρόσωπα του εθίμου ήταν ο Ντιβιτζής, δηλαδή ο καμηλιέρης με την καμήλα του, μια δεύτερη καμήλα που κυκλοφορούσε ελεύθερη, οι δυο παππούκες και οι οργανοπαίχτες (με γκάιντα και νταούλι). 

Τα ομοιώματα της καμήλας ήταν κατασκευασμένα από ξύλα, επενδυμένα με υφαντές κουρελούδες, ενώ ο λαιμός και το σαγόνι, χάριν της αληθοφάνειας επενδύονταν με προβιές. 

Το σαγόνι της κατασκευής αυτής ήταν δεμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανοιγοκλείνει με ευκολία, ενώ γύρω από το σώμα της κρεμούσαν κουδούνια. Την καμήλα κουβαλούσε ένας άντρας στην πλάτη του, με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβεται κάτω από την καμπούρα της και να φαίνονται μόνο τα πόδια του.

Καβακλή-Νέο Μοναστήρι. Ντιβιτζής κρατάει το τοπούζι.
Ο Ντιβιτζής φορούσε ανάποδα ένα μακρύ παλτό επενδυμένο με προβιά (την κουζιούφκα), ένα ψηλό κωνοειδές καπέλο ντυμένο με ύφασμα ή δέρμα, το καούκι, τσαρούχια και από πάνω μπιάλια(:άσπρες γκέτες) ενώ μαύριζε το πρόσωπό του με καπνιά. 

Στη μέση του έδενε μια μεταλλική βέργα με γάντζο (τον άλσο), που όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας χρησιμοποιούσαν πάνω από το τζάκι για να κρεμάνε τα μπακιρένια σκεύη, και κρατούσε στα χέρια ένα ξύλινο σπαθί και το τοπούζι
ένα κοντό ρόπαλο
 σε σχήμα φαλλού. 

Ο παππούκας φορούσε παλιά ρούχα και ένα δερμάτινο προσωπείο με γένια και κέρατα,[10] ενώ κρατούσε στο χέρι και μία λεπτή βέργα.        
  
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι άντρες επισκέπτονταν τον Ντιβιτζή για να τον προσκαλέσουν στο έθιμο. 
Νέα Ορεστιάδα

Εκείνος αρχικά, προσποιούνταν πως δεν θέλει και τους ανάγκαζε να τον παρακαλούν, μέχρι να του υποσχεθούν κάποιο δώρο. 


Αφού τον έπειθαν, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το σπίτι του παπά, το πρώτο σπίτι που έπρεπε σύμφωνα με το έθιμο να επισκεφθούν. 
Ακολουθούσε επίσκεψη σε όλα τα σπίτια του χωριού ως το πρωί.[11] 

Σε κάθε πόρτα που έφταναν ο Ντιβιτζήςρωτούσε το νοικοκύρη αν ήθελε να του χορέψει η Καμήλα

Αν ο τελευταίος δεχόταν, ακολουθούσαν διάφορα αστεία που ολοκληρώνονταν με το συμβολικό θάνατο και την ανάσταση της Καμήλας.


Αφιντικό να χουρέψη η καμήουα;
 Η τόπους είνι ιρός; 
ντιμέκ είνι βαρά η καμήουα να μην πατώσ(ει). 
Ιντάξ(ει) ιρός είνι, λέει τ’ αφεντικό.
 Χιρνά η γκάιντα να ουαλεί,
πιάν(ει) αυτός ‘ν καμήουα,
 ‘ν παένει κι φιουά του χερ(ι) τ’ αφεντικού, 
σ’ αφεντικίνας, ύστιρα χιρνά να χουρεύ(ει). 
Χουρεύ(ει) ως καπ, 
α σουρήξ(ει) νιάφρα η γκάιντα ξιέρν(ει) η καμήουα. 
Πεφτν οι παπούκες πχακών
 ‘ν καμήουα να τ’ σφαξν
 να μην πάει τζιάμπα.
 […]
 Ιρνά κατ’ αφιντικό τουν φτα, 
δεν ντρέπισι να μη πεις ψέμματα,
 η τόπους δεν ήταν ιρός και ξέορι του χαϊβάν(ι). 
[…]
Παέν(ει) ως καπ ιρνά, κοίταξι λέει, 
του χαϊβάν(ι) ψόφσι που ψόφσι να βρούμι κάνα φάρμακο
 να του δώσουμι, 
να ιδούμι δα να πιράσ(ει); 
Λέει, τίπτας αν εχς κρασί να του δώσουμι…
 […] 
Τ’ δίν(ει) ‘ν καμήουα, 
να πιη κι άθραπους ουπχάτ, 
πάλι δεν ένιτι δλεια, 
η καμήουα δεν ταράζιτι, 
να ιδούμε κάνα ξούρ(ι) θα ‘χει. [
…] 
Τηράει, λέει, ε αφιντικό κοίταξ(ει) 
η δλεια που είνι, 
δα ξιίρι του πέταουτς μη του νύχ(ι) μαζί, 
αν έχς κάνα πέταου που να γράφ(ει) 20, 50 λέφια να ‘ν καλιγώσουμι,
 θα σκουθεί.[12]

Σάππες
            Μετά το φιλοδώρημα της καμήλας ακολουθούσαν ευχές και ένα ξόρκι στα τουρκοελληνικά για καλή σοδειά και γονιμότητα με την ακόλουθη κατάληξη: 
«σικινίντα μπιρικέτ(ι) σικινίντα κουβέτ(ι)», 
δηλαδή «καλή δύναμη και σοδειά στο φαλλό μας».

Η σκηνή τελείωνε με χορό, που σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διατριβή, αλλά και το πληροφοριακό υλικό που συγκεντρώσαμε μέσα από συνεντεύξεις για την περιοχή, ήταν συγκεκριμένος και ονομαζόταν ‘καμηλίτικος’ (ζωναράδικος χορός).

 Στο χορό αυτό οι πρωταγωνιστές είχαν συγκεκριμένες θέσεις και χόρευαν μπρος- πίσω, δίχως να μετακινούνται προς τα δεξιά. 
Έπειτα ξεκινούσαν για το επόμενο νοικοκυριό. 


Σταυρούπολη
Το δρώμενο συνεχιζόταν ως τα ξημερώματα, μέχρι να περάσουν από ολόκληρο το χωριό και να συναντηθούν με την ομάδα που τελείωνε εκείνη την ώρα τα ‘τραγούδια’ της παραμονής.[13]           

Για το Μεγάλο Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας, επίσης στην επαρχία του Καβακλή,
οι Καμήλεςκαθώς ήταν το έθιμο 
που άνοιγε και έκλεινε τον κάθε χρόνο,
ήταν, ίσως, 
και το σημαντικότερο της κοινωνικής ζωής των κατοίκων. 

Ο Π. Λιτούδης στη μεταπτυχιακή του εργασία με θέμα το συγκεκριμένο δρώμενο, μας πληροφορεί πως οι Ντιβιτζήδες (:οι καμηλιέρηδες) ετοιμάζονταν μέρες πριν.[14]

 Η φορεσιά του Ντιβιτζή στο Μοναστήρι ήταν όμοια με εκείνη του Ακ Μπουρνάρ. μακρύ πανωφόρι από προβιά, όμοιο παντελόνι, τσαρούχια, άσπρες γκέτες, τοπούζι στα χέρια και καούκι στο κεφάλι (το προσωπείο του είχε ακόμη και κατασκευασμένα φρύδια, μουστάκι από σπάγκο, και δόντια από φασόλια περασμένα σε σκοινί με ειδικό τρόπο).

Κολινδρός
 Η Καμήλα κατασκευαζόταν με ένα σκληρό ξύλινο πλαίσιο βάσης με κουδούνια σε κάθε γωνία, πάνω του βέργες σε καμπύλη και από πάνω παλιά στρωσίδια ή δέρματα. 
Για λαιμό και κεφάλι της Καμήλας χρησιμοποιούσαν μια χοντρή βέργα, 
τον πατσά ή καφά 
που κατέληγε σε «κύρτωμα», πάνω στο οποίο τύλιγαν ένα δέρμα ή προβιά.

Η διαφοροποίηση στην περιοχή αυτή συναντάται στο γεγονός πως εδώ το ίδιο βράδυ, βγαίνουν πολλοί Ντιβιτζήδες, ο καθένας με την Καμήλα του, και γυρνάνε ως ζευγάρι τα σπίτια.  

Όταν την νύχτα της παραμονής έφταναν σε κάποιο σπίτι έλεγε ο ντιβιτζής μπροστά στο νοικοκύρη, που τους προϋπαντούσε τα εξής λόγια: 
Καβακλή-Νέο Μοναστήρι.


«Μαχ, μαχ τον πίτα, 
τον παρά, τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά, 
νάσου μπακαλούμ; 
μπεε; 
κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά
. Μάχ, μαχ τον πίτα τον πάρα». […]

   Έλεγε χτυπώντας το τοπούζι «Μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά».[15] 

Αμέσως η καμήλα λικνιζόταν σιγά- σιγά και καθόταν κάτω, ή σε κάποιο κάθισμα. 
η έκφραση «τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά» σημαίνει θα τον πάρουμε τον πίτα τον παρά. Ο πίτας ο παράς ήταν το νόμισμα της πίτας της πρωτοχρονιάτικης. 
Αυτό ζητούσαν σαν φιλοδώρημα.

   Οι λέξεις «νάσου μπακαλούμ, μπεε» ήταν η παράκληση του ντιβιτζή προς την καμήλα να σηκωθεί.
 Η καμήλα σηκωνόταν μόλις την έλεγε «κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά», δηλαδή μας έδωσαν τα χρήματα, «τον πίτα τον παρά». 

Προτού συμβεί αυτό ο νοικοκύρης τους έλεγε, μήπως πρέπει να δώσουν κάτι στο ζωντανό για να σηκωθεί, δηλαδή λίγο τσίπουρο, λίγο κρασί «κανιά μοίρα» μόλις συνέβαινε κι αυτό τότε ο ντιβιτζής έβαζε το τοπούζι από κάτω στη βάση του πλαισίου και την στήριζε βοηθώντας να σηκωθεί.[16]   

Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν ως το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς.


Σοχός
Όταν η περιφορά της καμήλας τελείωνε συγκεντρώνονταν όλοι στην πλατεία του χωριού, περιμένοντας να τελειώσει η λειτουργία της εκκλησίας ώστε να στήσουν το χορό που κρατούσε ως αργά το μεσημέρι.[17] 

Πριν, όμως, ‘κλείσει’ το έθιμο χόρευαν οι καμήλες τον «καμηλτζίδκου χουρό», κατά τον οποίο, η μία προσπαθούσε να ‘νταϊκώσει’ την άλλη από κάτω (ουσιαστικά η μία προσπαθούσε να επιβληθεί της άλλης), και στη συνέχεια, οι ντιβιτζήδες, τον «ντιβιτζίδκου χουρό», συγκαθιστό χορό κατά τον οποίο έπρεπε να δείξουν όλη τη χάρη και τη δεξιοτεχνία τους.
Άποψη Καβακλή 1904
            Το Καβακλή ήταν η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην Ανατολική Ρωμυλία,[18]

 με πληθυσμό γύρω στις δέκα χιλιάδες Έλληνες κατοίκους στις αρχές του εικοστού αιώνα. 

Το 1906, μάλιστα, βρίσκουμε κατεγραμμένα 
 τέσσερα ελληνικά σχολείακαι
 τρεις ελληνικές εκκλησίες.[19] 

Για τους Καβακλιώτες η Πρωτοχρονιά ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική μέρα που έπρεπε να γιορταστεί με συμβολισμούς πλούτου και αφθονίας. 

Ακριβώς αυτήν την αφθονία, υποστηρίζουν οι σημερινοί ηλικιωμένοι απόγονοί τους πως συμβολίζει η καμήλα. 

Πιστεύοντας, δηλαδή, πως πρόκειται για ένα ζώο που αντανακλά το προσόν της υπομονής, αλλά και τη χάρη της αφθονίας (υποθέτουμε πως, μάλλον, αυτή η εντύπωση έχει δημιουργηθεί επειδή συγκρατεί άφθονο νερό στο οργανισμό της ώστε να επιζήσει στην έρημο), η καμήλα επιλέχθηκε για να συντροφεύσει τους νέους στο βραδινό αγερμό της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.

 Οι κάτοικοι του δήμου Κουφαλίων[20] σήμερα υποστηρίζουν πως όταν ξεκίνησε το έθιμο, 
η τέλεσή του γινόταν με ζωντανές καμήλες.[21]

Εντούτοις, στην πρώτη καταγραφή του δρωμένου, που ανακαλύψαμε σε ένα ανέκδοτο κείμενο φοιτητή από το αρχείο του Σπουδαστηρίου Λαογραφίας, γραμμένη το 1966 και βασισμένη στην περιγραφή και τις εμπειρίες ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα που γεννήθηκε στο Καβακλή περίπου το 1886, η Καμήλα τελούνταν με την κατασκευή ομοιώματος.

Όταν πρόκειται για μεγάλη καμήλα (…) συγκεντρώνονται μεγάλοι άντρες μπροστά από καιρό και κάνουν τις ετοιμασίες, (…) 15- 20 άντρες και κατέβαλαν ένα ορισμένο χρηματικό ποσό που κατά τη γνώμη τους θα κάλυπτε τα έξοδά της... 

Πάνω σ’ ένα κάρο δίτροχο έκαναν το σκελετό της με ξύλα καρφωμένα στα πλευρά του κάρου, τα οποία σκέπαζαν με διάφορες γούνες ή υφάσματα ούτως ώστε να σχηματίζεται ο κορμός της. 

Από το εμπρόσθιο μέρος του κάρου, εκεί που φυσιολογικά βρίσκεται ο λαιμός της καμήλας, τοποθετούσαν ένα μακρύ και λίγο στραβό σε δύο μέρη ξύλο, (…) και στο άκρο του λαιμού, όπου το ξύλο ήταν πιο εξογκωμένο να δηλώνει το κεφάλι στο κάτω μέρος, μ’ ένα κομμάτι σανιδιού καταλλήλως πελεκημένο σχημάτιζαν την κάτω σιαγόνα της καμήλας στερεωμένη στο πίσω άκρο έτσι ώστε να κινήται όπως ακριβώς μια φυσιολογική […] 

Στο κούφιο μέρος που σχημάτιζαν μέσα στον κορμό της καμήλας τοποθέτησαν ένα παιδί να κινή με τη βοήθεια ενός σκοινιού και δια μίας τρύπας που ήταν για αυτόν ακριβώς το λόγο ανοιγμένη στην απάνω σιαγόνα. 

Τη συνοδεία της καμήλας αποτελούσε ολόκληρο επιτελείο από ψεύτικα κανόνια τα οποία έσερναν άλογα, ένα σωρό καβαλάρηδες λαμπροστολισμένοι, φουστανελοφόροι (…) 

παρίστανε ο καθένας τους κι ένα μεγάλο στρατηγό. Τα κανόνια κατά την ώρα της πορείας (…) σε κάθε δυο- τρία σταυροδρόμια βροντούσαν και μ’ αυτό τον τρόπο έκαναν πιο επιβλητική τη μεγαλοπρέπεια του κατασκευάσματος. […] 

Η πομπή συνοδευόταν από πλήθος κόσμου και απολάμβανε ασυγκίνητα ενθουσιώδη χειροκροτήματα και οι ομορφοντυμένοι καβαλάρηδες έκαναν διάφορους καλπασμούς πάνω στ’ άσπρα τους άλογα και κόλπα, που κατά τη γνώμη τους δεν μπορούσαν να κάνουν άλλοι. 

Η πομπή της καμήλας γύριζε και στα γειτονικά χωριά για να αυξηθούν όσο το δυνατόν τα έσοδά της. […]

Σήμερα στα Κουφάλια (…) κάνουν καμήλες, μικρές όπως τις ονομάζουν, συνήθως μικρά παιδιά.

 Κάνουν μόνο το ‘τσιακαλdάκ’, δηλαδή το λαιμό και το κεφάλι της καμήλας παίρνουν μερικά κουδούνια μεγάλα απ’ τους τσομπάνηδες, τα λεγόμενα ‘τουντσιά’, και γυρίζουν το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς απ’ τα σπίτια, χτυπώντας τα κουδούνια και φωνάζοντας ‘dίου dέdου κάμι dέdου ό ό ορ ι ι σι’ με μια δυνατή και μακρόσυρτη φωνή[22]. 

Εκτός απ’ το βράδυ της παραμονής οι καμηλιέρηδες (καμιουάρους) στέκονται και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έξω από την εκκλησία, στην εξωτερική πύλη της και ενώ βγαίνει ο κόσμος χτυπούν πάλι τα κουδούνια, ανοιγοκλείνουν το ‘τσιακαλdάκι’ της καμήλας, βροντοφωνάζουν το συνηθισμένο σκοπό κ’ απλώνουν το χέρι τους με τον κουμπαρά στους πιστούς δημιουργώντας ένα σωστό πανδαιμόνιο εκκωφαντικών θορύβων.[23]

 Από την ίδια καταγραφή, μαθαίνουμε, επίσης, πως στο Καβακλή μετά την περιφορά της Καμήλας ακολουθούσε πολύωρο γλέντι με τις προσφορές που είχαν μαζευτεί καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ενώ ό, τι περίσσευε από τα έσοδα της βραδιάς, οι συμμετέχοντες το μοίραζαν στις φτωχές οικογένειες.

Παραπομπές

[1] Β. Πούχνερ, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, σ. 88

[2] Μια εκτενή περιγραφή για τον Ασπρόπυργο, βλ. στο Β. Πούχνερ, ό. π., σσ. 88- 89

[3] Ό. π., σ. 79

[4] Για το ίδιο ζήτημα, βλ. και Θ. Γράμματα, Δρώμενα και Λαϊκό θέατρο, σ. 18

[5] Καθώς δεν έχουμε ανακαλύψει στη βιβλιογραφία κάποια ικανοποιητική εξήγηση, και αφού δεν θεωρούμε εαυτούς ειδικούς σε τέτοια ζητήματα, αφήνουμε το ερώτημα ανοιχτό.

[6] Με τον ίδιο τρόπο σε άλλες περιοχές παριστάνουν π.χ. τα ‘άλογα’. Βλ. και Β. Πούχνερ, ό. π., σ. 91-92

[7] Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στο αφαιρετικό αυτό σχήμα και την αληθοφάνεια θα μας απασχολήσει στη συνέχεια εκτενέστερα. Όσο για τον όρο ‘σουρεαλιστικό’ τον χρησιμοποιούμε με την πλατιά ετυμολογική του σημασία και όχι με την πιο ειδική έννοια που έλαβε στα διάφορα κινήματα της τέχνης (βλ. και την ενότητα του σχολιασμού των δρωμένων)

[8] Δ. Κτενίδης «Λαογραφικά Θουρίου Διδυμοτείχου», Θρακικά τόμ. 43ος, σ. 141. Αναδημοσιευμένο και στο Θ. Γραμματάς, Δρώμενα και Λαϊκό Θέατρο, σσ. 22- 23 

[9] Ιωάννης Πραντσίδης, Ο παραδοσιακός χορός στις κοινότητες των Ακμπουναριωτών στο Γκενεράλ Ίντσοβο Βουλγαρίας και στο Αιγίνιο Πιερίας, σσ. 54- 59 

[10] Δεν μπορούμε και εμείς να μην κάνουμε εδώ τη σύγκριση με τους σάτυρους. Εντούτοις, αναρωτιόμαστε πάντα, αν ο παππούκας θύμιζε εξαρχής τους αρχαίους προγόνους του ή αν η ομοιότητα προέκυψε από την επιθυμία να τους θυμίσει.

[11] Σημειώνεται εδώ πως στο δρόμο τραγουδούσαν όλοι το τραγούδι Μωρ’ Λένου, Λένου
Μωρ’ Λένου- Λένου καραγκιόζου (μαυρομάτα)
Μωρ’ που ήσαν Λένου τώρα βδουμάδα
Τώρα βδουμάδα κι τρεις σου μέρις
Στου Μαναστήρι ζουνάρια υφαίνου μουρ μουκαντέινα μαρμαρουδήτμα (σχέδια ύφανσης)
Ν’ ακούς μουρ Λένου τι λέει η γκάιντα τι χουρατεύι
Η γκάιντα λέει Τούρκουν αϊγάπσις Τούρκουν θα πάρεις.
Σφάζομαι μάναμ κόφτουμι μάναμ τα’ αρμάνια παίρνου Τούρκον δεν παίρνου
(Ό. π. σ. 56)

[12] Αφήγηση του Ένιο Ντ. Σμόκοφ (κάτοικος στο Ίντζοβο και γεννημένος το 1925) στον Ι. Πραντσίδη. Ό. π. σ. 57
Μεταφέρουμε στα νέα ελληνικά:
Αφεντικό, να χορέψει η καμήλα; Το πάτωμα είναι γερό; Γιατί η καμήλα είναι βαριά, να μην πέσει. Εντάξει, γερός είναι, λέει το αφεντικό. Ξεκινά η γκάιντα να τραγουδά, πιάνει κι αυτό (εν. ο ντιβιτζής) την καμήλα, πηγαίνει και φιλά το χέρι του αφεντικού και της αφεντικίνας, κι ύστερα ξεκινά να χορεύει. Χορεύει ως κάπου (εν. λίγο), μέχρι να παίξει μια φορά η γκάιντα, πέφτει κάτω η καμήλα. Πέφτουν οι παππούκες πλακώνουν την καμήλα να τη σφάξουν να μην πάει χαμένη. […] Γυρνά αυτός στο αφεντικό, τον φτύνει, δεν ντρέπεσαι που μου είπες ψέματα, το πάτωμα δεν ήταν γερό και έπεσε το ζώο. […] Πηγαίνει μέχρι κάπου (εν. ο ντιβιτζής), γυρίζει, κοίταξε, λέει, το ζώο, ψόφησε που ψόφησε, να βρούμε κανένα φάρμακο να του δώσουμε, να δούμε θα περάσει; Λέει, τίποτα κρασί, αν έχεις να του δώσουμε. […] Το δίνουν στην καμήλα, να πιει κι ο άνθρωπος που ήταν από κάτω, πάλι δεν γίνεται δουλειά, η καμήλα δεν ταράζεται, να δούμε κανένα πρόβλημα θα έχει. Βλέπει, λέει, αφεντικό κοίταξε, δουλειά που έγινε, θα φύγει το πέταλό της με το νύχι μαζί. αν έχεις κανένα πέταλο που να γράφει 23- 30 λέφια (νομίσματα Βουλγαρίας) να την πεταλώσουμε, θα σηκωθεί.     
          
[13] Έθιμο, επίσης της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ήταν η περιφορά μιας ομάδας αντρών από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουν κάλαντα και, κυρίως, ευχές για τους νοικοκυραίους.

[14] «Η λέξη προέρχεται ετυμολογικά από την αραβική ‘ντεβέτ’ που σημαίνει καμήλα, άρα ντιβιτζής προέρχεται από το ‘ντεβετζή’ και σημαίνει τον αναβάτη της καμήλας, τον καμηλιέρη». Π. Λιτούδης,Το δρώμενο της ‘Καμήλας’ και η μουσικοχορευτική παράδοσή του κατά το πέρασμα του χρόνου από τους Μεγαλομοναστηριώτες, σ. 40

[15] Όπως μας πληροφορεί ο Π. Λιτούδης «μαχ, μαχ» είναι το πρόσταγμα του Ντιβιτζή για να καθίσει η καμήλα. Συνεπώς, «μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά» θα σήμαινε –σε ελεύθερη απόδοση- «κάθισε για να πάρουμε τον πίτα τον παρά, δηλαδή το φιλοδώρημα».

[16] Π. Λιτούδης, ό. π., σσ. 40- 41

[17] Ο χορός της ημέρας ήταν οι ‘Καμήλες’ σε ζωναράδικο ρυθμό, με στίχους όπως «Καλές καμήλες, καουά παλκάρια, καλές φουντούδες, καουά κουρτσούδια». Βλ. Π. Λιτούδης, ό. π., σ. 42

[18] Η περιφέρεια ή επαρχία Καβακλή περιλάμβανε τα χωριά Καρυαί, Σιναπλή, Μέγα και Μικρό Μοναστήριον, Ακ Μπουρνάρ (ή Ακ Βουνάρ), Μέγα και Μικρό Βογιαλίκιον, Μουραδανλή, Δογάνογλου, Δράμα, Τσεκούρ- κιοϊ (ή Τσικούρ- κιοϊού), Χάσκιουϊού, με συνολικό ελληνικό πληθυσμό 28.500 κατοίκων το 1906. Βλ. Α. Γλαβίνα, Το Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, σ. 20

[19] Βλ. ακόμη Μ. Λουλουδόπουλος, Ανέκδοτος συλλογή, 1903, σ. α- ιη

[20] Δήμος στο νομό Θεσσαλονίκη όπου κατοικούν οι περισσότεροι πρόσφυγες Καβακλιώτες.

[21] Στην πεποίθησή τους αυτή φαίνεται να οφείλεται και το γεγονός πως στο παρελθόν το 1957, αλλά και γύρω στα 1971, έφεραν από την Ανατολή ζωντανές καμήλες στα Κουφάλια για να γιορταστεί το έθιμο. Εμείς, βέβαια, αναρωτιόμαστε μήπως είναι η ανάμνηση αυτή, μαζί και φωτογραφικό υλικό με καμήλες στο Καβακλή (φώτο 79), που έχει προκαλέσει τη σύγχυση για την πεποίθηση αυτή, μια και ο γηραιότερος σήμερα, ελάχιστες μνήμες μπορεί να έχει ουσιαστικά από τη γενέτειρά του.

[22] Η έκφραση αυτή, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, επαναλαμβάνεται με παρόμοιους τρόπους ως τις μέρες μας, δίχως κανείς να είναι σίγουρος για την προέλευση και τη σημασία της. Ενδιαφέρον λοιπόν, παρουσιάζει το σχόλιο του επίδοξου συγγραφέα πως όσο κι αν ρώτησε τους γηραιότερους δεν πήρε απάντηση για τη σημασία των λόγων αυτών, γεγονός που δείχνει πως από τότε είχε χαθεί η αρχική τους έννοια.

[23] Χ. Λέκας, (Καβακλί- Αν. Ρωμυλίας) Από τους βουλγαροπρόσφυγες ‘Καβακλιώτες’. Έθιμα κατά τις ημέρες των Δωδεκαημέρων (αdέτια) (1966) Πρωτογενές λαογραφικό υλικό για τη Θράκη, Σπουδαστήριο λαογραφίας ΑΠΘ, 340- περιγραφή του Ιβάντσιου Σαράφι/ Ιωάννη Σαραφείδη, αυτόπτη μάρτυρα της καμήλας στο Καβακλί, περίπου 80 χρονών την εποχή της καταγραφής



Μακεδονικά Μοναστήρια.Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών. Απολεσθέντα από τους Βουλγάρους κειμήλια Ιεράς Μονής.

$
0
0
55


(άλλη Ανάρτηση μας:
Βυζαντινή Παρακαταθήκη: Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών.)


Ο 20ος  αιώνας άρχιζε να ανατέλλει και μαζί με αυτόν για το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου άρχιζε μία ριζική εκ θεμελίων καταστροφή. 
107Ήταν Ιούνιος του 1917, όταν λυσσαλέοι οι Βούλγαροι επιδρομείς, ύστερα από πολλές λεηλασίες στο χώρο της Μακεδονίας, απογύμνωσαν και ερήμωσαν τη μονή.
 Οι Πατέρες εξορίσθηκαν όλοι ως όμηροι στη Βουλγαρία, ενώ ανάμεσα στην κτηματική περιουσία που είχε συληθεί, συγκαταλέγονταν 1500 τόμοι με έντυπα βιβλία, πλήθος από χειρόγραφα, βυζαντινά χρυσόβουλλα, πατριαρχικά σιγίλλια, σουλτανικά φιρμάνια και πλείστα ιερά σκεύη υψηλής τέχνης και μεγάλης αξίας.
Την πρώτη αυτή λαφυραγώγηση ακολούθησε και δεύτερη κατά τα έτη 1941 -1944. Κατά το χρονικό διάστημα αυτό οι  μοναχοί της Μονής είχαν εκδιωχθεί, και την Διοίκηση της είχαν αναλάβει οι Βούλγαροι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αφαιρεθούν εικόνες πολύ παλαιές ανεκτιμήτου αξίας και οτιδήποτε άλλο είχε απομείνει από την πρώτη λεηλασία. 

Συντάχθηκε δε πρωτόκολλο παραλαβής υπογεγραμμένο από τους Βουλγάρους, το οποίο ανέφερε λεπτομερώς όλα τα υπεξερεθέντα και παρανόμως κατασχεθέντα.

Όλα τα κλοπιμαία μεταφέρθηκαν και τις δύο φορές στην Βουλγαρία. 
Μετά την λήξη των εχθροπραξιών και σύμφωνα με την συνθήκη ειρήνης που υπεγράφη (Συνθήκη του Νεϊγύ 1919) θα έπρεπε να επιστρέψουν όλα τα κλεμμένα στην Ιερά Μονή, όμως με παράβαση των κανόνων της συνθήκης τα συληθέντα  χειρόγραφα και κειμήλια δεν επεστράφηκαν ποτε.

 Όσο γιά τα αφαιρεθέντα από την δεύτερη επιδρομή του 1941-1944, μετά την λήξη του πολέμου στάλθηκαν στη Γενική Διεύθυνση δημοσίου Λογιστικού  Διεύθυνση ΙΧ τμήμα Β΄ και στην Ελληνική Αντιπροσωπεία της Διασυμμαχικής Επιτροπής στην Σόφια κατάλογοι με τα κλοπιμαία, οι οποίοι συντάχθηκαν σύμφωνα με το  πρωτόκολλο παραλαβής. Τους καταλόγους συνόδευε το αίτημα για επιστροφή των κλοπιμαίων στην Ιερά Μονή, το οποίο αίτημα ποτέ δεν ικανοποιήθηκε.

Το μεγαλύτερο μέρος των χειρογράφων φυλάσσονται  σήμερα στο  Κέντρο Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών Ivan Dujcev στη Βουλγαρία και κάποια λιγοστά μικρότερης αξίας βρίσκονται στην Εθνική βιβλιοθήκη στην Αθήνα.

 Όσο για τα ιερά σκεύη, 
κειμήλια, 
παλιες εικόνες 
και ότι άλλο αφαιρέθηκε από το Καθολικό και το Σκευοφυλάκιο της Μονής,
 βρίσκονται σε μουσεία της Βουλγαρίας και 
στο μοναστήρι της Ρίλα.

Η πολυμαρτυρική Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών στέκει αναμέσου των αιώνων ακριτικό προγεφύρωμα του Ορθοδόξου Ελληνισμού. 

Αήττητος προμαχών της πολυπαθους Ελληνικής Μακεδονίας, ουδέποτε εκάμφει υπό διώξεων, λεηλασιών, κακουχιών και καταστροφών υπό αλλοφύλων εισβολαίων. Ως γεραρόν προπύργιον του Ελληνισμού  αναμένει καρτερικά  να ανακτήσει τα συληθέντα  υπάρχοντά της παραμένοντας  φάρος τηλαυγέστατος της Ορθοδόξου Πίστεως. 
Έγγραφα δήλωσης καταγραφής 1941:
                   
 ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΕΠΙΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ 1917


Ο πολυγραφότατος ιερομόναχος Γαβριήλ Κουντιάδης, 
ένας από τους τελευταίους Πατέρες της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών ο οποίος έζησε και τις δύο επιδρομές των Βουλγάρων  ( 1917 & 1941) διήγείται στο βιβλίο του 

«Σύντομος Ιστορικη Επισκοπησις  της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρων» για την λεηλασιά του 1917:

« Μόλις τον Ιούνιο του 1917 ήρχισαν να αγριεύουν τα πράγματα, και τότε εφηρμόσθη το σατανικό και ληστρικό εκείνο σχέδιο του εκτοπισμού του άρρενος πληθυσμού εις Βουλγαρίαν και της διαρπαγής και λεηλασίας της κινητής των κατοίκων περιουσίας.

 Ακριβώς εις τας 27 και28 Ιουνίου του 1917 εξετόπισαν και ημάς από την Μονήν,  19 τον αριθμό άτομα, και μας έστειλαν κατ’αρχάς με συνοδίαν στρατιωτών έως εις τας Σέρρας . Εκεί εμείναμε επί πέντε ημέρας και νύκτας κλεισμένοι μέσα εις την φυλακήν. Κατόπιν αφού μας αφήρεσαν όλα τα χρήματα όπου είχαμε μαζί μας και ατομικά και της Μονής, μας έστειλαν μερικούς εις την Δράμαν, και τους άλλους κατευθείαν εις την Βουλγαρίαν. Τα δε χρήματα που μας επήραν εις τας Σέρρας, ήσαν τα εξής :

Λίραι Τουρκίας χρυσαί 980, και Δραχμαί Ελληνικαί εις χαρτονομίσματα 30.000

Από την Δράμαν, όσοι μείναμε ανεχωρήσαμεν μετά δύο περίπου μήνας σιδηροδρομικώς διά την  Βουλγαρίαν. 

Τα παθήματα που υπεφέραμεν εκεί , και τας στερήσεις και τας ταλαιπωρίας που δοκιμάσαμεν επί 15 και πλέον μήνας δεν περιγράφονται όλα αυτά.
Τέλος κατά τον Οκτώβριον του 1918 επανήλθομεν εις την Μονήν μας τελείως εξαντλημένοι και απογυμνωμένοι. Τότε εύρομενη την Μονήν ερημαγμένην και κατεστραμένην. 

Τα δωμάτια όλων μας ήταν εντελώς ξεγυμνωμένα, η πλούσια Βιβλιοθήκη της Μονής μας, 
με τα αρχαία και πολύτιμα χειρόγραφα της, 
και τους παλαιούς Κώδικας  της,
 και με όλα τα επίσημα έντυπα βιβλία της, είχεν εντελώς εκκενωθή


1. Τόμοι επί μεμβράνης χειρόγραφα
2. Τόμοι επί παλαιού χάρτου χειρόγραφα 1. Τόμοι διάφορα έντυπα βιβλία 3. Επί μεμβράνης Χρυσόβουλα των βυζαντινών Αυτοκρατόρων
1. Πατριαρχικά Σιγίλια 2. Κώδικες παλαιοί

και πάμπολα άλλα πολύτιμα ιερά αντικείμενα, όλα αυτά διερπάγησαν υπό των Βουλγάρων .
Από δε την εκκλησίαν αφήρεσαν ιερά σκεύη τιμίου σταυρούς, ιερά άμφια και αργυρά ενδύματα Ιερών Εικόνων. 

Εξέσχισαν ιερά Ευαγγέλια και επήραν τα αργυρά των επικαλύμματα.

 Επίσης το ιερό Αρτοφόριον μαζί με δύο σμάλτινα εξαπτέρυγα, τα ορειχάλκινα πολυέλαια και μανουάλια, το Προσκυνητάριον και τον Αρχιερατικόν Θρόνον αρίστης ξυλογλυπτικής τέχνης έργα, και πλέιστα όσα άλλα της Εκκλησίας πράγματα. 

Όλα αυτά έγινα υπό των απαισίων Βουλγάρων και από τότε ( 1917-1918 ) προήλθεν η μέγιστη καταστροφή εις την Μονήν.» 
122

Μια μελαγχολική εικόνα της βιβλιοθήκης  μας άφησε απ” το 1926 ο Ευάγγελος Στρατής
 (Η Ιερά μονή Τιμίου Προδρόμου παρά τας Σέρρας, στο «Δελτιό Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας»Περίοδος Β΄-Τόμος Γ΄ Τεύχη Α΄& Β΄,έτος 1926)

«Εκδραμόντες επίτηδες προς εξακρίβωσιν της μετά την ερήμωσιν δημιουργηθείσης θλιβεράς καταστάσεως της Μονής, κατώδυνοι θολεροίς καταβρέξαμεν δάκρυσι το κενόν ήδη – φευ! – Θησαυροφυλάκιον , όνπερ ήτο πλουσιότατος θησαυρός Βυζαντινών ανεκτιμήτου αξίας κειμηλίων και την πενθίμως, έρημον βιβλιοθήκην μετας ωραίας κυπαρισσίνας θήκας της, αλλ” άνευ ουδεμίας των περγαμηνών και του λοιπού αμυθήτου αυτής πλούτου ! 

30Αι αράχναι ήδη υφαίνουσι τον ιστό εν αυτή και ως μόνος τοποτηρητής της αποιχομένης ευδαιμονίας , απορφανισθείς της ομοζύγου, άρρην περικαλέστατος ταώς (παγώνι) δέχεται ημέρως και προσινώς  τους εισιοντας συμπαθώς και συγκακωθής  και ούτος μετά της βιβλιοθήκης, ουχί τότε αλλ’εφέτος προ λίγων ημερών, υπό βανδαλικής και κακούργου ψαλίδος ομογενούς μοχθηρού κρονολήρου θελήσαντος να πλουτίσει νηποινεί δια ασπλάχνου αφαιρέσεως της μεγαλοπρεπεστάτης ουράς του αγαθού πτηνού και αποκοπής των χρυσιζουσων πτερύγων του.

Πόσον πενθίμως συμβολίζει, ερημωθείς ούτος της καλλονής του, της βιβλιοθήκης την ερήμωσιν και της όλης Μονής,
 σύμβολον της λαμπρότητος κατά τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους ! 

Αδύνατον να υπάρξει επιτυχέστερος και θλιβερώτερος συμβολισμός.


Θρακομακεδονικά Διονυσιακά έθιμα: ΜΠΑΜΠΟΥΓΕΡΑ Καλής Βρύσης Δράμας.

$
0
0

-->
Αναδημοσίευση από 
Δραμινή εφημερίδα
 ΗΧΩ (2010)


Τα έθιµα του δωδεκαηµέρου αναβιώνουν και φέτος στο νοµό µας, στις 6-7-8 Ιανουαρίου,από τους κατοίκους του Μοναστηρακίου, της Πετρούσας, του Βώλακας, των Πύργων, του Ξηροποτάµου και της Καλής βρύσης.
Από αύριο οι κάτοικοι των οικισµών συµµετέχουν µαζικά στα δρώµενα και δηµιουργούν µοναδική ατµόσφαιρα για τους επισκέπτες.


Σας παραθέτουµε σήµερα στο τελετουργικό των «Μπαµπούγερων» της Καλής Βρύσης, τα οποία κατέχουν ξεχωριστή θέση στα δρώµενα του νοµού Δράµας.
«Μπαµπούγερα»
-->

Στην Καλή Βρύση Δράµας, το πανάρχαιο πνεύµα είναι ζωντανό.
Κυρίαρχο στοιχείο τα ¨ΜΠΑΜΠΟΥΓΕΡΑ», άνθρωποι µεταµφιεσµένοι, που το τριήµερο 6 – 7 – 8 Ιανουαρίουκάνουν την εµφάνισή τους στους δρόµους του χωριού.


Ένα δρώµενο που έχει τις ρίζες του στην λατρεία του θεού Διόνυσου.
Ο θεός Διόνυσος ήταν ο θεός της καρποφορίας, της ηδονής, της αµπέλου και του θεάτρου. Γυιός µιας χθόνιας θεάς, της Σεµέλης και του ουράνιου θεού Δία, καρπός µιας παράνοµης σχέσης που εξαιτίας αυτής, φυγαδεύτηκε στην Θράκη όπου µεγάλωσε εκεί.
Λατρεύτηκε στην περιοχή αυτή µε ιδιαίτερο πάθος, επειδή έδωσε την ελπίδα στον άνθρωπο και της ενθεής µανίας να υπερβεί τα όριά του. Απόδειξη της λατρείας αυτής που υπήρξε στην περιοχή είναι ο ναός του θεού Διόνυσου που ανακαλύφθηκε 2 χλµ.
Έξω από την Καλή βρύση.
Τα Μπαµπούγερα µε την εντυπωσιακή και επιβλητική µορφή τους ξεχύνονται στους δρόµους µετά τον Αγιασµό των υδάτων και χτυπούν µε το σακίδιο στάχτης , που κρατούν στο χέρι, τον κόσµο για να ξορκίσουν το κακό. Η µάσκα που γίνεται από δέρµατα ζώων έχει τη µορφή τράγου που συµβολίζει το ζώο που έχει δύναµη για ζωή.
Επίσης τα κουδούνια που ζώνονται στη µέση, βγάζουν ένα ήχο, για να ξυπνήσουν τη φύση.
Τέλος η καµπούρα που τοπουετείται πίσω στην πλάτη συµβολίζει τη γριά Μπάµπω που έχει αποδώσει τους καρπούς της ζωής (τους απογόνους).
Τα Μπαµπούγερα κατά την εποχή του Διόνυσου,
Ήταν οι Σάτυροι, οι ακόλουθοι του θεού Διόνυσου όπου γλεντούσαν µε µια ζωή ανέµελη µε κρασί και γλέντι.
Οι κωδωνοφόροι κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε όλες τις ιστορικές περιόδους ανά τους αιώνες.
Λέγεται επίσης ότι αυτούς τους χρησιµοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος στις εκστρατείες του µε σκοπό να τραπούν σε φυγή οι ελέφαντες του βασιλιά της Περσίας, τροµάζοντας από τον ήχο των κουδουνιών. Επίσης επί τουρκοκρατίας κανένας Τούρκος φοροεισπράκτορας δεν πάτησε το πόδι του στην Καλή Βρύση για να πάρει το λεγόµενο «χαράτσι» - φόρος των Ελλήνων προς τους Τούρκους γιατί έκαναν εµφάνιση τα άγρια σε όψη Μπαµπούγερα και τους τροµοκρατούσαν µε αποτέλεσµα να τρέπονται σε φυγή.
Το έθιµο κορυφώνεται στις 8 Ιανουαρίου µε την αναπαράσταση του Διονυσιακού σατυρικού γάµου.
Σ’ αυτή τη γιορτή µεταµφιεσµένων κυριαρχεί ο αυθορµητισµός και ο ενθουσιασµός.
Το έθιµο έχει παγανιστικές ρίζες αλλά αργότερα εντάχθηκε στις Χριστιανικές γιορτές για να δώσει αφορµή για γλέντι και διασκέδαση. Είναι µια έξαρση της κοινωνίας για να ξεφύγει από την καθηµερινότητα και τα προβλήµατά της.


Καλή Βρύση:

Ο τόπος και οι άνθρωποι

Η Καλή Βρύση είναι ένα όµορφο παραδοσιακό χωριό που έχει πλούσια πολιτιστική κληρονοµιά.
Είναι ένα δηµοτικό διαµέρισµα του Δήµου Προσοτσάνης και ανήκει στο Νοµό Δράµας.
Βρίσκεται 23 km ΒΔ της πόλης της Δράµας, στις ΒΑ υπώρειες του Μενοίκιου όρους απέναντι από το Φαλακρό όρος και πολύ κοντά στο σπήλαιο του Αγγίτη.
Στην Καλή Βρύση µπορεί κάποιος να φτάσει είτε οδικώς, είτε σιδηροδροµικώς, είτε αεροπορικώς µέσω του αεροδροµίου Καβάλας.
Οι αποστάσεις από Αθήνα είναι 800 km, ενώ από Θεσσαλονίκη είναι 150 km και από το αεροδρόµιο της Καβάλας 75 km.

Οι κάτοικοι του χωριού ανέρχονται γύρω στους 700 και είναι κυρίως γηγενείς πολίτες στην καταγωγή τους, ενώ κάποιοι άλλοι κατάγονται από την Ανατολική Θράκη και τη Μ. Ασία.


Στο επάγγελµα ασχολούνται κυρίως µε τη γεωργία και την καλλιέργεια καπνού, σιτηρών και βαµβακιού ενώ τελευταία άρχισε να διαδίδεται και η αµπελοκαλλιέργεια.


Επίσης υπάρχουν και αρκετοί κτηνοτρόφοι, καθώς και λατόµοι στα λατοµεία µαρµάρου που υπάρχουν στην περιοχή.

Τους ανθρώπους τους χωριού τους διακρίνει η ζεστή φιλοξενία που παρέχουνστον επισκέπτη, καθώς και η αγάπη τους για την παράδοση, κρατώντας µε θρησκευτική ευλάβεια όλα τα ήθη και τα έθιµα που κληρονόµησαν.

Επίσης τους διακρίνει η αγάπη τους για το γλέντι και τη διασκέδαση.


Το χωρίο Καλή Βρύση όσο από γεωγραφικής θέσης αλλά όσο και από αρχιτεκτονικής άποψης και ένα από τα οµορφότερα χωριά της περιοχής, αλλά και από τα πιο ιστορικά.


Από την Καλή Βρύση πέρασαν διάφοροι κατακτητές ανά τους αιώνες.

Τη µεγαλύτερη καταστροφή έκαναν οι Βούλγαροι όπου έχασαν τη ζωή τους πολλοί κάτοικοι.

Η Καλή Βρύση έχει πλούσια πολιτιστική κληρονοµιά από τους προγόνους της.


Η διατήρηση της κληρονοµιάς αλλά και η συνέχισή της είναι το βαρύ χρέος όλων των κατοίκων.

Κύριος φορέας αυτού του χρέους είναι έχει αναλάβει ο «Πολιτιστικός Σύλλογος Καλής Βρύσης», ο οποίος ιδρύθηκε το 1983 και λειτουργεί έως και σήµερα µε 300 µέλη ενεργά.

Καθήκον του Συλλόγου είναι να πρωταγωνιστεί σε όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις και να διατηρεί αναλλοίωτα τα ήθη και τα έθιµα.


Επίσης στο σύλλογο γίνεται εκµάθηση παραδοσιακών χορών καθώς και διδάσκεται σε οργανοπαίκτες παραδοσιακή γκάιντα και νταχαρές.


Η ιστορία του χωριού χάνεται στα βάθη των αιώνων.


Πρόσφατα 2 km έξω από το χωριό η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως, σύµφωνα µε τα ευρήµατα που βρέθηκαν εκεί ναό αφιερωµένο στο Θεό Διόνυσο.

Εκεί βρέθηκε και η κεφαλή του θεού σε ανάγλυφο που χρονολογείται από 3ο-4ο αιώνα π.χ.

Πολλά τα ήθη και έθιµα που υπάρχουν και αναβιώνουν εώς σήµερα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Κορυφαία εκδήλωση είναι το δρώµενο του Μπαµπούγερου που λαµβάνει χώρα στις 6, 7 και 8 Ιανουαρίου.


Ζωντανό δρώµενο µε ρίζες από τη Διονυσιακή λατρεία.


Κυρίαρχο στοιχείο στα Μπαµπούγερα, άντρες µεταµφιεσµένοι σε τραγόµορφη όψη που βγαίνουν στους δρόµους 3 µερόνυχτα για να ξορκίσουν το κακό και να ξυπνήσουν τη φύση µε τον ήχο των κουδουνιών που φορούν στη µέση.


Άλλες εκδηλώσεις είναι το «άναµµα της κούπας» το βράδυ της Κυριακής της Τυρίνης, είναι Πέµπτη µετά του Πάσχα η λιτανεία για το θεό, το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας στις 16-17 Ιουλίου, η γιορτή τσίπουρου αρχές Νοεµβρίου και πολλές άλλες γιορτές, οι οποίες δίνουν αφορµή για γλέντι και χορό.


Μια επίσκεψη στο χωριό γίνεται η αιτία ο περιηγητής να κάνει ως τόπο προορισµού του την Καλή Βρύση, γιατί µένει εντυπωσιασµένος από τις οµορφιές που έχει αυτός ο τόπος, αλλά και από τους ζωντανούς ανθρώπους που πλαισιώνουν αυτή την µικρή κοινωνίας.
Μια κοινωνία που ζει αρµονικά και προσπαθεί να ξεπεράσει τα προβλήµατά της µε συνεργασία όλων των µελών της.

 Αξίζουν πολλά εύσηµα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που διατηρούν και συνεχίζουν ανά τους αιώνες αυτό που λέγεται ιστορία και πολιτισµός.

Θρακομακεδονικά Διονυσιακά έθιμα: ΠΕΤΡΟΥΣΑ, ΜΠΑΜΠΙΝΤΕΝ

$
0
0

-->
Μπάμπιντεν Πετρούσας
Αναδημοσίευση από
Ομάδα μαθητριών της Β'Τάξης
του
 Γυμνασίου Πετρούσας,
με θέμα:

''Παραδοσιακές εκδηλώσεις 
στην περιοχή της Πετρούσας''.

Στο χωριό μας ΠΕΤΡΟΥΣΑ , υπάρχουν πολλά ήθη και έθιμα. Από αυτά είναι και η παραδοσιακή γιορτή της Μπάμπιντεν που είναι μια πολύ δημοφιλής εκδήλωση σ’ όλο το νομό Δράμας.

Τα δρώμενα καθιερώθηκαν σύμφωνα με μια εκδοχή, το 1912-13 από το μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο.

Σύμφωνα μ’ αυτήν την εκδοχή οι κάτοικοι της περιοχής, ενωμένοι, προσπάθησαν να καταπολεμήσουν τον τουρκικό ζυγό, που επί αιώνες, τους είχαν υποδουλώσει κάτω από τοδικό τους πνεύμα.

Αποτέλεσαν τοπική γιορτή για το χωριό, που επαναλαμβάνεται μέσα στο πέρασματων χρόνων.

Η γιορτή αυτή δημιουργήθηκε από τις γυναίκες της εποχής εκείνης, επειδή ήταν καταπιεσμένες και δεν μπορούσαν να διασκεδάσουν.

Στην γιορτή πήγαιναν μόνο οι γυναίκες και αν υπήρχε κάποιος άντρας εκεί, τον γέμιζαν με στάχτη.
Οι άντρες για να πηγαίνουν κι εκείνοι στη γιορτή μεταμφιέζονταν σε γυναίκες.

Έτσι καθιερώθηκε το έθιμο να ντύνονται καρναβάλια.

Η ονομασία του Μπάμπιντεν προήρθε από τη λέξη Μπάμπω, που σημαίνει μαία ή γριά και
από τη λέξη ντεν που σημαίνει μέρα.

Δηλαδή η ημέρα της μαίας ή της γριάς.
Μπάμπιντεν Πετρούσας

Θα λέγαμε ότι είναι Διονυσιακή γιορτή, επειδή έχει αρκετά στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας.
Όμως αυτό δεν είναι απόλυτο διότι οι ρίζες της γιορτής αυτής χάνονται μέσα στα βάθη των αιώνων.

Τα δρώμενα της Πετρούσας τελούνται στις 7-8 Ιανουαρίου, δηλαδή τον ίδιο καιρό περίπου
με τα «κατ’ αγρούς»Διονύσια.

Στα «κατ’ αγρούς» Διονύσια, αγρότες από μικρούς συνοικισμούς, μετέφεραν την ημέρα της
γιορτής με κάρα (τα τότε πολυτελή μεταφορικά μέσα) στους μεγαλύτερους δήμους.

Μπάμπιντεν Πετρούσας
Τα στοιχεία που δείχνουν ότι είναι Διονυσιακή είναι τα ακόλουθα από τα οποία δεν σώζονται όλα, και θα αναφερθούμε πρώτα σ ΄ αυτά:
Γύρω στα 30-40 χρόνια πριν, κάποιοι νέοι, οι οποίοι ήταν μέλη του ερασιτεχνικού θιάσου,
έβαφαν το πρόσωπό τους και μασκαρεύονταν ποικιλότροπα, φορούσαν δέρματα ζώων,
κρεμούσαν στην μύτη τους κουδούνια μικρά ή μεγάλα ή φορούσαν τις πατροπαράδοτες
μακεδονικές ενδυμασίες. Ανέβαιναν πάνω σ’ ένα άρμα, ειδικά κατασκευασμένο γι’ αυτή την
περίπτωση, η πομπή ξεκινούσε έξω από το χωριό, όπου γινόταν και εικονικό όργωμα.
Ύστερα από το όργωμα, ο θίασος με τη συνοδεία λαϊκών μουσικών οργάνων έμπαινε στο χωριό.

Ανεβασμένοι πάνω στο άρμα ξεστόμιζαν στους γνωστούςάγνωστους διαβάτες, τα λεγόμενα «σκώμματα εξωμάτης» δηλαδή βωμολοχίες και τραγουδούσαν «φαλλικά άσματα».

Φαλλός είναι το ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού οργάνου και στις γιορτές το
χρησιμοποιούσαν γονιμότητας.

Ακόμα οι χυδαίες αυτές φράσεις που είχαν σχέση με την γενετήσια ορμή, απευθύνονται και σε γυναίκες που είχαν την κατάλληλη ηλικία για τεκνοποίηση.
Αυτό δεν για να τις προσβάλουν αλλά οι βωμολοχίες είχαν σκοπό
την «γένεση ανθρώπινων καρπών».

Μπάμπιντεν Πετρούσας
Στο στοιχείο της Διονυσιακής λατρείας και του φαλλού.

Πολλά χρόνια πριν, την ημέρα της γιορτής 8 Ιανουαρίου έβαζαν μέσα σ’ ένα κοφίνι έναν γυμνό άνδρα
και οι πιο τολμηροί πήγαιναν να τον δουν.

Αυτό είναι ένα στοιχείο του φαλλού.

Γιατί όπως ξέρουμε ο Διόνυσος ήταν θεός του έρωτα και της προστυχιάς, παράλληλα δε της γονιμότητας και του οργασμού της φύσης.

Αρκετά χρόνια πάλι πριν κάποιοι άνθρωποι έμπαιναν στους φούρνους, γινόταν μαύροι από τη στάχτη και μετά περνούσαν τρέχοντας μέσα απ’ το χορό. Ακόμη ένα στοιχείο του φαλλού

Την τιμητική θέση στην γιορτή είχαν οι γυναίκες όπως προαναφέραμε και ειδικότερα οι μαίες.

Αυτό γινόταν επειδή η μαία ήταν αυτή που έφερνε τη ζωή στον κόσμο και έκοβε τον ομφάλιο λώρο.
Γιατί τον καιρό που γινόταν η γιορτή πριν το 1923 όπου το παλιό ημερολόγιο ήταν γύρω στις,
20-23 Ιανουάριου, που ήταν τότε οι αλκυονίδες μέρες κι όπου άρχιζε σιγά σιγά να έρχεται η
ζωή στη φύση και γι’ αυτό όπως αναφέραμε δόθηκε στο δρώμενο η ονομασία «Μπάμπιντεν».
Υπάρχουν και άλλα στοιχεία τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα και είναι τα ακόλουθα:


Την παραμονή στις 7 Ιανουάριου, πρωί-πρωί μαζεύονται παιδιά και άντρες έξω από τον
Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού, όπου ξεκινάει η γύρα της καμήλας
ή όπως λένε «ο φωτισμός του χωριού».

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι ανάμεσα στην εξέλιξη των δρώμενων εμφανίζεται
και η καμήλα, η οποία υπάρχει στην γιορτή για να δείξει και να τονίσει περισσότερο τον δύσκολο
τρόπο ζωής της εποχής εκείνης. Κι αυτό γιατί είναι ζώο που αντέχει στην πείνα, στην δίψα, στην
κούραση και στις κακουχίες. Στοιχεία έντονα της εποχής εκείνης. Έως και πριν 30 χρόνια
Μπάμπιντεν Πετρούσας

Τώρα όμως επειδή είναι δύσκολο να βρεθεί αληθινή, γίνεται μια τεχνητή.

Οι πολυμήχανοι κάτοικοι την εφεύραν, χρησιμοποιώντας την ως «Δούρειο Ίππο».

Αυτή ήταν κατασκευασμένη από ξύλο έτσι ώστε για να κινηθεί έπρεπε να την σηκώσουν
Μπάμπιντεν Πετρούσας
δύο άνθρωποι στους ώμους τους, οι οποίοι δεν φαίνονται διότι σχηματίζουν το σώμα της καμήλας.

Αυτή τη τεχνική δεν παρουσιάζεται κι έτσι την κατασκεύαζαν με πλαστικό υλικό. Φέτος είχε γίνει μια εξαίρεση. 

Η ψεύτικη καμήλα γέννησε ένα καμηλάκι το οποίο θα συντροφεύει την μάνα-καμήλα στον γύρο του χωριού μας.


Μπροστά βρίσκονται οι αράπηδες,οι οποίοι είναι άντρες με το σημείο του σταυρού στο μέτωπο.
(Πράξη που φέρνει σε αντίθεση την γνώμη πολλών, ότι τα δρώμενα σχετίζονται με το Δωδεκάθεο του Ολύμπου).
Έπειτα βρίσκεται η παρέα της καμήλας, οι άνθρωποι οι οποίοι διαρκώς χόρευαν σε ξέφρενους
ρυθμούς κρατώντας οινοπνευματώδη ποτά. Ακολουθεί ο καμηλιέρης, ο οποίος υποτίθεται ότι κρατώντας το σχοινί, σέρνει την καμήλα. Στην πραγματικότητα την σέρνουν κάποιοι άλλοι.
Επίσης υπάρχουν διάφοροι άνθρωποι που μουτζουρώνουν τα πρόσωπα όλων όσων βρίσκονται στην γιορτή.
Ακόμα ο Σύλλογος διαθέτει μερικούς κουμπαράδες για έρανο και τα έσοδα θα δαπανηθούν για τις ανάγκες της γιορτής.

Ένα πανηγύρι σαν και αυτό δεν μπορεί να λέγεται έτσι αν δεν υπάρχουν μουσική και φαγητό.
Έτσι οι νταχαρέδες,οι λύρεςκαι τα μεζεδάκιασυνοδεύουν την πομπή πάνω σε δύο αγροτικά αυτοκίνητα (ντάτσουν).

Την επόμενη ημέρα στις 8 Ιανουάριου η παρέα της καμήλας κάνει μια σύντομη βόλτα για να καλέσει τους κατοίκους του χωριού στην αποκορύφωση της γιορτής που θα πραγματοποιηθεί στο χώρο του Δημοτικού Σχολείου.
Παλιότερα αυτό το δρώμενο πραγματοποιούταν προς την Δράμα. Η τοποθεσία δεν βόλευε τους κατοίκους διότι ήταν αρκετά απομακρυσμένο απ’ το χωριό και ο χώρος ήταν περιορισμένος.
Μπάμπιντεν Πετρούσας

Η αυλή του Δημοτικού Σχολείου είναι στολισμένη μ’ ένα παραδοσιακό σπιτάκι,το οποίο χτίζεται ειδικά γι’ αυτήν την ημέρα.

Το σπιτάκι είναι φτιαγμένο από ξύλο φουντουκιάς και η σκεπή με κεραμίδια, ενώ παλιότερα γινόταν με πλάκα(σκεπή).
Κάτω από αυτό βρίσκεται μια σειρά από ζωγραφισμένα τσουβάλια για να δείξουν ότι υπήρχαν ζώα τα οποία ήταν πολύ χρήσιμα για την ζωή και την παραγωγή τροφής των ανθρώπων.

Άλλο ένα στοιχείο που σώζεται μέχρι και σήμερα είναι το βραστό, το λεγόμενο κουρμπάνι, το οποίο μαγειρεύεται στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Επίσης υπάρχει μια έκθεση παλιών αντικειμένων για να δούμε τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της εποχής εκείνης για να επιβιώσουν στην καθημερινή τους ζωή και το χωράφι. Τον κόσμο, τον ξεσηκώνουν οι οργανοπαίχτες που βρίσκονται στην βεράντα του σπιτιού, παίζοντας στην γιορτή λαμβάνοντας μέρος στον χορό και στο φαγοπότι.

Πρέπει να αναφέρουμε ότι στις σατιρικές αναπαραστάσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια της γιορτής η αποκορύφωση όλων είναι αυτή του παραδοσιακού γάμου.

Το ζευγάρι γαμπρός και νύφη είναι ντυμένοι με τις παραδοσιακές στολές του χωριού μας και πρέπει να σημειωθεί ότι και η νύφη είναι άντρας.

Κάτι άλλο πολύ σημαντικό που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι μπροστά στο χορό πηγαίνει ο Στάχτης, κρατώντας μια κάλτσα γεμάτη στάχτη την οποία χτυπάει όποιους εμποδίζουν να αναπτυχθεί ο κύκλος του χορού.

Η γιορτή διαρκεί μέχρι αργά το βράδυ με το τσίπουρο και το Κουρμπάνι να ρέει άφθονο.

-->



Διωγμοί ελληνικών πληθυσμών στα βουλγαρικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, 1906

$
0
0
Κοτζάμπαση Μαρία
(18/12/2007)
Για παραπομπή: Κοτζάμπαση Μαρία,
«Διωγμοί ελληνικών πληθυσμών στα βουλγαρικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, 1906», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος

 1. Στόχοι και μέσα της βουλγαρικής αφομοιωτικής πολιτικής (1885-1904) 

 Μετά την προσάρτηση της υπό οθωμανικό έλεγχο αυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας στη βουλγαρική ηγεμονία (1885) επιδιώχθηκε η αφομοίωση του ελληνικού στοιχείου με διάφορους τρόπους.
Η βουλγαρική αφομοιωτική πολιτική εφαρμόστηκε κυρίως από το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα, που συνδύαζε εθνικιστική και φιλελεύθερη ιδεολογία, στηριζόταν σε διάφορα πατριωτικά σωματεία και κυβέρνησε τη χώρα κατά τα χρονικά διαστήματα 1886-1894 και 1903-1908.

 Η αφομοιωτική διαδικασία κατευθύνθηκε από την κυβέρνηση και την κεντρική διοίκηση και εκδηλώθηκε στην εκπαίδευση, στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, στο στρατό και στα εκκλησιαστικά ζητήματα1.

Για το σκοπό αυτό το βουλγαρικό κράτος έλαβε μια σειρά από μέτρα, όπως:

 Α) Το διάταγμα που αφορούσε στην εφαρμογή του άρθρου 10 του νόμου Ζίφκωφ «περί δημοσίας εκπαιδεύσεως» του 1891.
Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, «τα τέκνα των Βουλγάρων υπηκόων των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών λαμβάνουν την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή τους στη βουλγαρική γλώσσα».

Ο νόμος Ζίφκωφ σήμαινε κατάργηση κυρίως της ελληνικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Λόγω των έντονων διαμαρτυριών, τόσο των ελληνικών κοινοτήτων και των εκκλησιαστικών αρχών όσο και των διπλωματικών πρακτόρων της Ελλάδας,
το άρθρο 10 δεν εφαρμόστηκεστα ελληνικά σχολεία πριν από το Σεπτέμβριο του 1906 2.


 Β) Οι βουλγαρικές αρχές αρνούνταν να αναγνωρίσουν τις ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες ως νομικά πρόσωπα, με συνέπεια τη δήμευση κοινοτικών περιουσιών και την αρπαγή πατριαρχικών εκκλησιών. 


Κατά τη δεκαετία του 1890 πατριαρχικοί ναοί, μοναστήρια, εκκλησιαστική και κοινοτική περιουσία των Ελλήνων σε διάφορες περιοχές της Βουλγαρίας καταλαμβάνονται και δεν επιστρέφονται ποτέ3.

 Η άνοδος του βουλγαρικού εθνικισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, τα καταπιεστικά μέτρα σε βάρος των Ελλήνων και η κορύφωση της ελληνοβουλγαρικής αντιπαλότητας στη Μακεδονία οδηγούν στους ανθελληνικούς διωγμούς του 1906.

Κατά τη δεύτερη διακυβέρνηση του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος (1903-1908), η μείωση των εισοδημάτων των εργατών προκάλεσε εργατικές απεργίες, φοιτητικά συλλαλητήρια και αναταραχές στα αστικά κέντρα, που κορυφώθηκαν με τους ανθελληνικούς διωγμούς του καλοκαιριού του 1906.4


 2. Οι ανθελληνικές διώξεις του 1906 

 Οι κυβερνητικές εφημερίδες ήδη από το 1905 προετοίμαζαν το έδαφος για ανθελληνικές διώξεις, εξάπτοντας τα πνεύματα.
 Επιπλέον, ο ανθελληνικός διωγμός που οργανώθηκε το 1905 στη Ρουμανία με απελάσεις Ελλήνων εμπόρων, συλλαλητήρια και λεηλασίες ελληνικών καταστημάτων, συντέλεσε στην οργάνωση ανάλογων διωγμών στη Βουλγαρία.5

 Προοίμιο των βίαιων γεγονότων του καλοκαιριού του 1906 ήταν τα γεγονότα της Βάρνας τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου.

Στα τέλη Απριλίου, όταν έγιναν τα εγκαίνια του λιμανιού της Βάρνας,
 Βούλγαροι μαθητές προκάλεσαν καταστροφές στην ελληνική συνοικία,
ενώ ανάλογα επεισόδια επαναλήφθηκαν κατά τη γιορτή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.6

 Στις αρχές Ιουνίου του 1906 παρεμποδίζεται από τις βουλγαρικές αρχές η άφιξη του νέου πατριαρχικού μητροπολίτη Βάρνας Νεόφυτου, ενώ κατά την επάνοδό του λιθοβολήθηκε και εξυβρίστηκε από τον όχλο, όταν προσπάθησε να προσεγγίσει το λιμάνι της πόλης.

Μάλιστα, ο εξαγριωμένος όχλος έφτασε μέχρι το σημείο να περιφέρει στην πόλη ένα γαϊδουράκι, με κάλυμμα στην πλάτη του πάνω στο οποίο ήταν γραμμένες με λατινικά στοιχεία οι λέξεις: “Metropolit Gaïdouris, Elenus, Elada”.

 Χαρακτηριστικό των ακροτήτων που έγιναν ήταν η κυκλοφορία αργότερα ενός εικονογραφημένου δελταρίου με φωτογραφία του εν λόγω γάιδαρου και λεζάντα: «Η υποδοχή του Μητροπολίτη Βάρνας».7

 Η ένταση και οι ταραχές στην πόλη γενικεύτηκαν με την προκλητική παρουσία ομάδων Βουλγαρομακεδόνων και την κατάληψη και λεηλασία του ελληνικού νοσοκομείου και των ναών του Αγίου Γεωργίου, Αγίου Νικολάου και Αγίας Παρασκευής.

 Στα ελληνικά καταστήματα της Βάρνας είχαν κολλήσει έντυπο που έγραφε:
 «Βούλγαρε, αυτό το μαγαζί είναι ελληνικό. Δεν επιτρέπεται η συναλλαγή».

Η λεηλασία των ελληνικών καταστημάτων αποφεύχθηκε χάρη στην επέμβαση των Ευρωπαίων προξένων και τις συνεχείς πιέσεις των Ελλήνων κατοίκων στο νομάρχη, ο οποίος διέταξε την αστυνομία να λάβει μέτρα.

 Στη συνέχεια, το επίκεντρο της ανθελληνικής εκστρατείας μεταφέρθηκε στη Φιλιππούπολη (Πλόβντιφ) και πρωτοστάτησαν σ’ αυτή ο βουλγαρικός «Πατριωτικός Σύνδεσμος» της Φιλιππούπολης και ο σύλλογος «Βούλγαρος Φιλογενής» που είχε ιδρυθεί από τον Πέταρ Δραγούλεφ με στόχο την «εθνική αυτοσυνειδησία των Βουλγάρων».

 Αυτός ο σύλλογος είχε ήδη διοργανώσει ανθελληνικά συλλαλητήρια σε διάφορες πόλεις, τα οποία είχαν συνοδευτεί από αρπαγές και καταστροφές ελληνικών περιουσιών.

Στις 16 Ιουλίου, το συλλαλητήριο και οι θεαματικές ανθελληνικές εκδηλώσεις στη Φιλιππούπολη εξελίχθηκαν σε λεηλασίες, πυρπολήσεις και βανδαλισμούς σε βάρος ελληνικών εκκλησιών, σχολείων, κοινοτικών κτηρίων, καταστημάτων, εργοστασίων και σπιτιών.

Οι Βούλγαροι κατέλαβαν πέντε ελληνικές εκκλησίες, το μητροπολιτικό μέγαρο και τα υπόλοιπα κτήρια της κοινότητας, ενώ οι υλικές ζημιές ήταν τεράστιες.9

 Οι διωγμοί εξαπλώθηκαν σε όλα τα υπόλοιπα αστικά κέντρα με ελληνικό πληθυσμό – Στενήμαχο, Καβακλή, Αγχίαλο κ.α.
 Συγχρόνως με τη Φιλιππούπολη οργανώθηκε ανθελληνικό συλλαλητήριο στον Πύργο (Μπουργκάς).
Μόλις έφτασαν τα νέα για τα γεγονότα στη Φιλιππούπολη, άρχισαν λεηλασίες ελληνικών σχολείων, εκκλησιών και ιδιωτικών περιουσιών.
Στις 23 Ιουλίου ομάδες Βουλγάρων κατέλαβαν την ελληνική εκκλησία και το σχολείο του Ευσταθοχωρίου (κοντά στον Πύργο) όπου ζούσαν 140 ελληνικές οικογένειες.10

 Η καταστροφή της Αγχιάλου 

 Το ανθελληνικό κίνημαείχε τραγική κατάληξη στην Αγχίαλο, όπου η ελληνοβουλγαρική διαμάχη είχε οξυνθεί στα τέλη του 19ου αιώνα με αφορμή την κυριότητα του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου.

Έπειτα από τα γεγονότα του Πύργου, οι ομάδες Βουλγάρων που είχαν συγκεντρωθεί εκεί από τη Φιλιππούπολη και τη Βάρνα σχεδίαζαν επιδρομή στην Αγχίαλο.

Οι Έλληνες κάτοικοί της, αφού ζήτησαν μάταια την προστασία του νομάρχη Πύργου, αποφάσισαν να αμυνθούν με κάθε τρόπο.

 Έκλεισαν τα καταστήματα της πόλης, έβαλαν ένοπλη φρουρά στην είσοδό της και οχύρωσαν το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου με εκατό οπλισμένους πολίτες.
Στις 20 Ιουλίου, κατέλαβε το μοναστήρι βουλγαρικός στρατός για να το περιφρουρήσει και παρέμεινε ως τις 28 του μήνα.
Εκείνη τη μέρα, η βουλγαρική εφημερίδα Край της Αγχιάλου κάλεσε τους Βούλγαρους των γύρω περιοχών να συγκεντρωθούν στην πόλη την Κυριακή 30 Ιουλίου

«προς απελευθέρωσιν των εν Αγχιάλω Βουλγάρων από τουαφορήτου ζυγού των Ελλήνων της Αγχιάλου». 

Ο νομάρχης Πύργου στον οποίο τηλεγράφησαν οι Έλληνες απάντησε ότι «ουδεμίαν εύρισκεν εις το άρθρον της Край πρόκλησιν προκειμένου περί εθνικής και νομίμου πάλης».11

 Μετά την αναχώρηση του στρατού, ομάδες Βουλγάρων από τον Πύργο επιτέθηκαν κατά των οπλισμένων Ελλήνων με τη βοήθεια Βουλγάρων υπαλλήλων και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν σε όλη την πόλη.

Το απόγευμα, οι Βούλγαροι έβαλαν φωτιά σε διάφορα σημεία της πόλης, προκαλώντας τη φυγή των κατοίκων προς την παραλία.
Καταστράφηκαν όλες οι συνοικίες της πόλης, εκτός από τη συνοικία του «Χριστού» και τη βουλγαρική.

Κάηκαν οι εκκλησίες,
 τα σχολεία, 
το μητροπολιτικό μέγαρο, 
ενώ λεηλατήθηκαν τα σπίτια.

Ο αριθμός των τραυματιών ήταν μεγάλος και των νεκρών ανεπιβεβαίωτος.

Σύμφωνα με ελληνικές εκτιμήσεις, οι νεκροί Έλληνες έφτασαν τους 110. 

Όσοι γλίτωσαν, διέφυγαν με πλοιάρια προς τη Μεσημβρία, τη Σωζόπολη και τις τουρκικές ακτές, κι από εκεί προς την Ελλάδα.

 Οι υλικές καταστροφές των ελληνικών κοινοτικών και ιδιωτικών περιουσιών ήταν τεράστιες.12

Την ίδια μέρα έγιναν καταστροφές ελληνικών περιουσιών στον Αετό, το Καρναμπάτ, τη Σήλυμνο κ.α.
Στη Μεσημβρία, οι Έλληνες πρόκριτοι και ο δήμαρχος, φοβούμενοι μην πάθουν ανάλογη καταστροφή με την Αγχίαλο, ενέδωσαν στις απαιτήσεις των Βουλγάρων και υπέγραψαν έγγραφο παραχώρησης του ελληνικού ναού και υπαγωγής των Ελλήνων στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της εξαρχίας.13

 Μετά τα γεγονότα του 1906, πολλοί Έλληνες από την Αγχίαλο, τη Βάρνα, τη Μεσημβρία, τον Πύργο και άλλες πόλεις έφυγαν πρόσφυγες κυρίως προς την Ελλάδα. 

Μετά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και ιδίως μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), σχεδόν όλοι οι εναπομείναντες Έλληνες μετανάστευσαν.
Το 1930, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επικύρωσε τη διάλυση 82 ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στη Βουλγαρία και 299 βουλγαρικών ορθόδοξων κοινοτήτων στην Ελλάδα.14

Συμπεράσματα 

 Οι ευθύνες για τα γεγονότα δε βρίσκονται μόνο στα κατώτερα και μεσαία στρώματα της βουλγαρικής κοινωνίας αλλά και στις ανώτερες βαθμίδες της πολιτικής εξουσίας.

Αν και τα συλλαλητήρια είχαν προαναγγελθεί, η κυβέρνηση δεν έλαβε μέτρα για τη ματαίωσή τους∙ αντίθετα στις παραμονές ο υπουργός Εσωτερικών έφυγε στο εξωτερικό, ενώ οι υπεύθυνοι νομάρχες απουσίαζαν από τις θέσεις τους.

Εξάλλου, οι αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές δεν επενέβησαν δραστικά για να αποτρέψουν ή να σταματήσουν τα έκτροπα και τις βιαιοπραγίες.

 Απαντώντας στις διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η βουλγαρική κυβέρνηση εξέφρασε τη λύπη της για τα επεισόδια, αλλά υποστήριξε πως δεν μπορούσε να διατηρήσει την τάξη και να συγκρατήσει το μαινόμενο πλήθος.
Παρά τις ελληνικές διαμαρτυρίες και τις βουλγαρικές υποσχέσεις για τιμωρία των πρωταίτιων και επιστροφή των εκκλησιών και των σχολείων στις κοινότητες, στην ουσία η κατάσταση χειροτέρευσε.
Τα σχολεία, οι εκκλησίες - με ελάχιστες εξαιρέσεις - και τα κοινοτικά ακίνητα δεν επιστράφηκαν στους Έλληνες.

Με κυβερνητική απόφαση, το Σεπτέμβριο του 1906 εφαρμόστηκε πλήρως το άρθρο 10 του νόμου Ζίφκωφ και καταργήθηκε έτσι η ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ τέθηκαν πολύ αυστηροί όροι για τη λειτουργία των δευτεροβάθμιων σχολείων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προχώρησε σε απολύσεις Ελλήνων δημοτικών και δημοσίων υπαλλήλων.15

Σε κάθε περίπτωση, η βουλγαρική κυβέρνηση όχι μόνο δεν εμπόδισε την έκρηξη του ανθελληνικού διωγμού, αλλά τον εκμεταλλεύτηκε για να πετύχει τη διάλυση των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας.16

 Ο βουλγαρικός τύπος σχεδόν στην πλειοψηφία του δικαιολόγησε τις βιαιότητες ως αντίποινα για τη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων κατά των Βουλγάρων στη Μακεδονία.

Όπως έγραψε η Вечерна Поща «οι Έλληνες έφτασαν μέχρι τα άκρα με τις προκλήσεις τους και έκαναν το βουλγαρικό έθνος, το πιο ανεκτικό έθνος στην Ευρώπη, να χάσει την υπομονή του».17 

Το Εθνικό Κόμμα, που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση, και οι Σοσιαλιστές καταδίκασαν το ανθελληνικό κίνημα και κατέστησαν την κυβέρνηση υπεύθυνη για τις βιαιοπραγίες και τους βανδαλισμούς.
Ο τύπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των Σοσιαλιστών υποστήριξε ότι οι διωγμοί ήταν προσχεδιασμένοι από Βούλγαρους εθνικιστές με την υποστήριξη ορισμένων τουλάχιστον υπουργών της κυβέρνησης.

Βέβαια, το επίσημο όργανο του Εθνικού Κόμματος επιδοκίμασε τα ψηφίσματα των ανθελληνικών συλλαλητηρίων ως έκφραση της κοινής γνώμης, αλλά υποστήριξε ότι χρειάζεται αλλαγή μεθόδων στην εξωτερική πολιτική.18 


Παραπομπές

 1. Crampton, R. J., Bulgaria 1878-1918. A History (New York 1983), σελ. 297, 327· Назърска, Ж., Българската държава и нейните малцинства (1879-1885) (София 1999), σελ. 81-180.

 2. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 255-281· Κοτζαγεώργη, Ξ., Η εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα των Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία (αρχές 19ου αιώνα- 1906) (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 170-171.

 3. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 312-313, 325, 330.

 4. Crampton, R. J., “The Second Stambolovist ministry. Public order and internal unrest (1903-1908)”, Bulgarian Historical Review 10/1 (1982), σελ. 37-40.

5. Τούσας, Α. Σ., Η βουλγαρική δολιότης και οι ανθελληνικοί διωγμοί εν τη Ανατολική Ρωμυλία (1900-1906) (Θεσσαλονίκη 1949), σελ. 20.

 6. Μαραβελάκης, Μ., Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 17-18.

 7. Παππαδάτης, Α. Ι., Ιστορία-αγώνες-δίκαια του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (Αθήνα 1948), σελ. 58.

8. Μαραβελάκης, Μ., Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 18-19.

9. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 368-383, 424-428· Παππαδάτης, Α. Ι., Ιστορία-αγώνες-δίκαια του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (Αθήνα 1948), σελ. 57-65· Σφέτας, Σ., «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5-6 (1993-94), σελ. 83· Εφημ. Вечерна Поща 1763 (17/30 Ιουλίου 1906), 1764 (18/31 Ιουλίου 1906).

10. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 383, 414· Παππαδάτης, Α. Ι., Ιστορία-αγώνες-δίκαια του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (Αθήνα 1948), σελ.61. 11. Μαυρομμάτης, Δρ., Η Αγχίαλος μέσ’ από τις φλόγες (Αθήνα 1930), σελ. 11-40.

 12. Μαυρομμάτης, Δρ., Η Αγχίαλος μέσ’ από τις φλόγες (Αθήνα 1930), σελ. 11-40· Φώτιος,
Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 414-417· Διαμαντόπουλος, Α. Ν., Η Αγχίαλος (Αθήνα 1954), σελ. 138-139· Παπαναστασίου, Ι., Αι τρομεραί φρικαλεότητες της Αγχιάλου και των λοιπών εν τε τη Ανατολική Ρωμυλία και Βουλγαρία ελληνικών κοινοτήτων (Αθήνα 1907), σελ. 51· Σφέτας, Σ., «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5-6 (1993-94), σελ. 84.

 13. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 417-418.

 14. Βογαζλής, Δ. Κ., «Ελληνικές θρησκευτικές κοινότητες στην Τουρκία, Βουλγαρία και Ανατολική Ρωμυλία», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσολογικού Θησαυρού Ι' (1943-44) σελ. 59-60· Ladas, S. P., The exchange of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey (New York 1932), σελ. 157-179.

 15. Εφημ. Вечерна Поща 1824 (17/29 Σεπτεμβρίου 1906)· Association Patriotique des Thraces à Athènes, Persécution des Grecs en Bulgarie et en Roumelie Orientale (Αθήνα 1906), σελ. 12-13. 

16. Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 435-441.

 17. Εφημ. Вечерна Поща 1808 (1/14 Σεπτεμβρίου 1906).

 18. Εφημ. Мир 1901 (21 Ιουλίου 1906), 1904 (25 Ιουλίου 1906), 1906 (27 Ιουλίου 1906), 1912 (4 Αυγούστου 1906)· Εφημ. Работнически Вестник 85 (14 Ιουλίου 1906), 88 (27 Ιουλίου 1906)· Φώτιος, Ειρηνουπόλεως, Επίσημα έγγραφα και ιστορικαί σημειώσεις περί της βουλγαρικής πολιτικής και των βουλγαρικών κακουργιών προς εξόντωσιν του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1878-1914) (Αθήνα 1919), σελ. 382-383, 439-440· Σφέτας, Σ., «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5-6 (1993-94), σελ. 82.

Μακεδονικός Αγώνας: Οι Σλαβόφωνοι-Γραικομάνοι ήρωες αδελφοί ΔΟ(Υ)ΓΙΑΜΑ.

$
0
0

του Γεωργίου Μόδη.
"ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ   
ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 
Αρ. 9
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.


ΟΙ   ΤΕΣΣΕΡΕΣ  ΑΔΕΛΦΟΙ   ΔΟΥΓΙΑΜΑ

Πάνω σε μια υψηλή πλαγιά του Πάϊκου είναι η Καστανερή (Μπαροβίτσα), αετοφωλιά, στεφανωμένη από δάση καστανιάς. 

Είναι τώρα κι αυτή  ένα απ΄ τα αμέτρητα ρημαγμένα και ερημωμένα χωριά. 

Οι κάτοικοι της ομιλούν σήμερα το τοπικό σλαβόφωνο Ιδίωμα. 
'Αλλά πριν 100—200 χρόνια είχαν γλωσσά τους την βλάχικη. 

Βλάχικες είναι και οι τοπωνυμίες του χωρίου. Εκεί ζούσαν οι τέσσερες αδελφοί Λάζος, Γκόνος, Μητρός, Τράϊος Δουγιάμα.

Το 1901 ο υίός του μουχτάρη μαζί μ'ενα Τούρκο  αγροφύλακα Σιαμπάν έσκότωσαν μια γυναίκα. 
Ο πρόεδρος έκάλεσε τότε τον Τράϊο κι άλλον ένα νέο και τους ανακοίνωσε εμπιστευτικά ότι τους ζητούσε η τουρκική αστυνομία στην Γουμένιτσα. 
«Ξέρετε, τους είπε με την αυστηρότερη εχεμύθεια. Είναι για τον σκοτωμό της γυναίκας. Καταλαβαίνετε τί σας περιμένει». 
Ο Τράϊος προτίμησε να πάρη τα κορφοβούνια παρά να συρθή στις φυλακές και τα μπουντρούμια. Ο υίός του προέδρου, εννοείται, έμεινε με τον Τούρκο φίλο και συνένοχο του ανενόχλητος. 
Αλλοι φορτώθηκαν τις δικές τους αμαρτίες.

Έξ αιτίας του Τράϊου βρήκε τον μπελά του ο αδελφός του Λάζος. 
Κάθε λίγο και λιγάκι τον καλούσαν και τον κρατούσαν να τον ανακρίνουν για το φυγόδικο (φεράρ) αδελφό του. 
Προτίμησε κι αυτός στο τέλος να πάρη τα βουνά. 
Επιασαν αργότερα οι Τούρκοι με την πρώτη αφορμή τους δυο άλλους αδελφούς, Γκόνο και Μήτρο. Τους κατέβασαν στην Γουμένιτσα, τους πήγαν δεμένους στα Γιαννιτσά, τους ξανάφεραν στην Γουμένιτσα με την άπόφασι πιά να τους οδηγήσουν ίσια στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. 
Τόσκασαν κι αυτοί απ'το κρατητήριο και πήγαν ν'ανταμώσουν τα δυο άλλα αδέλφια.

Έτσι και οι τέσσερες αδελφοί, όλη η οικογένεια, βρέθηκαν φυγάδες και επαναστάτες στο γνώριμο τους Πάϊκο. 

Δεν υπήρχε τότε άλλο άποκούμπι άπ'τους κομιτατζήδες. 
Πήγαν αναγκαστικά μαζί τους. 

Απ'την επιτυχία η αποτυχία τους θα κρίνονταν αν θα γύριζαν καμμιά φορά στα  σπίτια και τα χωράφια  τους.
Apostol Petkov,
Апостол Петков Терзиев





Κυριαρχούσε σ'όλη εκείνη την περιοχή ως τα πρόθυρα σχεδόν της Θεσσαλονίκης ο βοεβόδας Άποστόλ
Ήταν σωστός βασιλιάς χωρίς στέμμα. 
Είχε τιτλοφορηθή «ο ήλιος των Γιαννιτσών».

 'Ηταν όμως ήλιος, πού έκαιε και κατάστρεφε.
 Η εκθεσις του 'Ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης από 20ής Μαΐου 1901 και ύπ'άριθμ. 2140 λέγει γι'αυτόν: 
«Δέν είναι ούτε πατριαρχικός ούτε εξαρχικός ούτε Ελλην ούτε Βούλγαρος.
 Είναι ληστής».

'Ακόμα και απ'τους Τούρκους του Μαγιαντάγ (Αρχάγγελων) τόλμησε να ζήτηση φόρο 600 λίρες χωρίς βέβαια να  είσπραξη ούτε  600 παράδες.

Ή κυριαρχία του τρόμου του έφθανε έως τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. 
Ξένα εγκλήματα υπαρχηγών του η άλλων βοεβοδάδων, όπως του Γραδεμπορίου, ώπισθογράφονταν στον λογαριασμό του και φούσκωναν το κλέος και τα μυαλά  του.

Οί τέσσερες αδελφοί προσπάθησαν να μείνουν πάνω στα βουνά και τα λαγκάδια του Πάϊκου μακρυά απ'τις χρηματικές και εθναποστολικές επιχειρήσεις του Άποστόλ και των υπαρχηγών του, πού συνωψίζονταν στο «πουγκί ή την ζωή σου» η «το πουγκί και τη ζωή σου η γίνου Βούλγαρος». 

Οσο διατηρούσε ο αγώνας την απελευθερωτική και τούρκομάχο μάσκα, το πράγμα δεν ήταν δύσκολο. 

Άφ'ότου όμως το κομιτάτο αποφάσισε απροκάλυπτα ν'απελευθέρωση τη Μακεδονία πρώτα απ'τους υπόδουλους Ρωμιούς και έπειτα άπ'τους τυράννους Τούρκους, η ούδετερότης η και η απλή έφεκτικότης ήταν αδύνατη και επικίνδυνη.

Πιστήν εικόνα της όλης καταστάσεως στην περιοχή εκείνη μας δίνει και το γράμμα προς τον Παύλο Μελά του γιατρού της Γουμένιτσας 'Αγγέλου Σακελλαρίου από 2ας 'Απριλίου 1901, πού δημοσιεύεται  στην   σελίδα  69.

Το κομιτάτο είχε κηρύξει τον πόλεμο και κατά τετραπόδωνκαι άψυχων

Έσκότωναν οι κομιτατζήδες τα ζώα και ποίμνια των 'Ελλήνων της Γουμένιτσας, κατέστρεφαν τ'αμπέλια και τα μωρεόδεντρά τους, έκαιαν τα σπίτια και τις εγκαταστάσεις των. 
'Υπολόγιζε το προξενείο Θεσσαλονίκης στις 8 'Ιουλίου 1904 τις σχετικές ζημίες σε 4.000 χρυσές λίρες !
 Και πάνω σ'όλα τους είχαν αποκλείσει και άπ'όλη την πελατεία τους των χωριών, πού μ'αύτη ζούσαν. 
Κάθε λίγο και λιγάκι έφθαναν και γράμματα του Άποστόλ η με την σφραγίδα τουλάχιστο του Άποστόλ, πού τους έλεγαν: 
«"Η θα γίνετε Βούλγαροι η θα εντείνουμε τον οικονομικό   αποκλεισμό σας».

Οί τέσσερες αδελφοί τ'άκουαν, τα έβλεπαν και τ'αποδοκίμαζαν, όπως και πολλοί άλλοι, αλλά και σιωπούσαν, όπως και όλοι  οι άλλοι.
 Στον χορό, όπου , θέλοντας και μη, είχαν πιασθή, μια μικρή παραδρομή μπορούσε να τους στοίχιση την καταστροφή.

Άπ'την δίκη μας πάλι την πλευρά δεν έφθαναν εκεί πάνω παρά φήμες αόριστες και συγκεχυμένες και παχιά λόγια χωρίς θετικά έργα. 
Το πάθημα του καπετάν Γιώργη Σερίδη η Σπανού, πού αίχμαλωτίστηκε τον χειμώνα του 1904 άπ'τον τουρκικό στρατό με το μεγάλο σώμα του, ενώ βάδιζε για το Μπέλες και το ΙΙάϊκο, δεν ήταν για να δώση θάρρος σ'εκείνους, πού είχαν το πνεύμα πρόθυμον, αλλά την σάρκα ασθενή να τα βάλουν με το πανίσχυρο κομιτάτο.

Ευτυχώς άρχισε   η  γκρίνια και  το άλληλοφάγωμα   τών κομιτατζήδων.

Ό Άποστόλ ήταν με τη μερίδα του Σαράφωφ, οΊβάν Καρασούλη με την άλλη

Οι τέσσερες αδελφοί καλλιέργησαν όσο μπόρεσαν την διάστασι. 
Και με πολύν και άδολο ενθουσιασμό πήραν μια μέρα μέρος στο κτύπημα του Άποστόλ. 

Κυνήγησαν άρκετήν ώρα σαν λαγό τον περίφημο «ήλιο των Γιαννιτσών». 
Ο στρατός πάνω στο Πάϊκο κοντά στα λειβάδια του κατάφερε δεύτερο πλήγμα. 
'Αλλά δεν έκαμνε διακρίσεις ο τουρκικός στρατός ανάμεσα στις διάφορες κομιτατζηδικές αποχρώσεις και παρατάξεις.

Τον Φεβρουάριο του 1905 εξώντωσε κοντά στο Σμόλ της Γευγελής τον Ίβάν Καρασούλη με την 30μελή συμμορία του. 
Στην τσάντα του βρέθηκε έκτος από άλλα στοιχεία, πού πιστοποιούσαν ότι είχε κάμει το μεγάλο κατόρθωμα να σφάξη και δυο φτωχές δασκαλίτσες, και η επιστολή, πού δημοσιεύεται στην σελίδα 70 της ιστορικής εισαγωγής.

Οι τέσσερες αδελφοί έφρόντισαν στο μεταξύ να δημιουργήσουν ένα είδος ουδετέρου εδάφους. 

Μαζί με άλλους 16 χωριανούς των έσχημάτισαν μια ομάδα, 
πού δεν ήταν ούτε με τον Σαράφωφ ούτε με τον Σαντάνσκη 
και δεν πολεμούσε ούτε Βουλγάρους ούτε Ρωμιούς
 παρά μόνο Τούρκους.

Έφρόντιζαν να περάσουν στα  βουνά τους με όσο το δυνατόν ολιγώτερα ντράβαλα, φασαρίες.

 Ο Λάζος ήταν ο ουσιαστικός αρχηγός.

Έκοίταζαν απ'την άλλη μεριά να κερδίσουν καιρό. Περίμεναν σύμφωνα με την αγγλική παροιμία και έβλεπαν τον ορίζοντα να φανεί καμιά ευνοϊκή αχτίδα. Ήλθαν ατυχώς τ'ατυχήματα τού σώματος Μωραΐτη, πού διαλύθηκε την στιγμή, πού έφθανε επάνω στο Πάϊκο, άφού έχασε τον αρχηγό και υπαρχηγό του (Φραγκόπουλο), του σώματος Νταφώτη, πού δεν μπόρεσε να ξεκολλήση απ'την Χαλκιδική. 

Ώς τόσο μάθαιναν ότι ο πόλεμος μέσα στην λίμνη τών Γιαννιτσών είχε φουντώσει και σώματα ελληνικά στα  γύρο μέρη αντιμετώπιζαν νικηφόρα τους κομιτατζήδες.

Το φθινόπωρο τέλος τού 1905 επίστεψαν ότι έφθασε η στιγμή να κόψουν το σχοινί.

Μιά μέρα, πού λημέριαζαν έξω απ'την Καστανερή, έθεσαν ωμά το ζήτημα στους συντρόφους των.

-  Τί λέτε, βρέ παιδιά; είπε ξαφνικά ο Λάζος. δεν μπορούμε πιά να μείνουμε έτσι. Ο κόμπος έφθασε στο κτένι. Πρέπει να πάρουμε θέσι. 
Με ποιους θα πάμε; 
με τους κομιτατζήδες; 
Και με ποια μερίδα;
 με τους Γραικούς αντάρτες; 
Τί λέτε σεις; Το βλέπετε και σεις.
 Οι κομιτατζήδες μάς γέλασαν.
 Κλέβουν, γυμνώνουν, σκοτώνουν τον κόσμο, χριστιανούς, σάν και μάς.
Και αλληλοσκοτώνονται και οι ίδιοι σάν σκυλλιά.

      Θέλει και ρώτημα; πετάχτηκε ο Γκόνος. 
Τους είδαμε τους τσαρλατάνους. 
Τί προκοπή είδαμε; Δολοφονίες, αρπαγές, εκβιασμούς. 
Πρέπει, λέγουν,τά χωριά να μη ψουνίζουν απ'τα γνώριμα τους μαγαζιά, γιατί είναι Γραικομάνοι. να πηγαίνουν σε χάνια και μαγαζιά, όπου  μερικοί τρανοί έχουν μίζα. 

Πρέπει να δηλώσουν ότι είναι πιά εξαρχικοι και Βούλγαροι. 
'Αλλιώς παν τα κεφάλια τους. 
Γι΄ αυτό πήραμε τα όπλα και βγήκαμε στα βουνά; 
Αδελφοί Δουγιάμα
Ετσι θά διώξουμε τον Τούρκο; 

Έγώ λέω να κάνουμε τον σταυρό μας και να πάμε με τους ιδικούς μας, δηλαδή τους Γραικούς, όπως θα ήταν και η θέλησις των πατέρων και  παππούδων μας.

Πήρε όμως ευθύς τον λόγο ο Γκιούπτσες, πού διεκδικούσε και την αρχηγία  και δεν πολυχώνευε  τον Λάζο και τ'αδέλφια του.

—Ν'αλλάζουμε έτσι στα  καλά καθούμενα δρόμο και να βάλουμε καινούργιο αφεντικό στο κεφάλι μας; 
Ούτε λόγος να γίνη. 
ΙΙέτρα, πού κυλάει, δεν ριζώνει. 
Θα μας πουν πουληθήκαμε. 
Πρέπει να μείνουμε, οπού βρισκόμαστε, και να προχωρήσουμε, όπως ξεκινήσαμε, χωρίς λοξοδρομίες. 
Για νάχουμε άποκούμπι, ας πάμε με την «Εσωτερική όργάνωσι». 
Αυτή έχει την δύναμι. 
Τ΄ άλλα είναι λόγια. 
Αυτή πολεμάει αληθινά για την ελευθερία. 
Οι Γραικοί είναι φίλοι με τους Τούρκους.

Ή συζήτησις τράβηξε αρκετό καιρό και επαναλήφθηκε πολλές φορές. 
Ήλθαν στιγμές, πού λίγο έλειψε να μιλήσουν τα όπλα. 

'Αποφάσισαν στο τέλος να χωρίσουν φιλικά.

— "Οσοι θέλουν νάρθουν μαζί μας, ας σηκωθούν,  είπε ο Λάζος.
Σηκώθηκαν άλλοι εξ συγγενείς και κουμπάροι των. 

Οι υπόλοιποι έμειναν με τον Γκιούπτσε. Χώρισαν «φιλικά». 
Μά ευθύς την ά'λλη μέρα άρχισε αμείλικτος ο πόλεμος μεταξύ  των.

Ο Γκιούπτσες την ευκαιρία αύτη περίμενε.

Δεν ήταν πολύ ρόδινη στο Πάϊκο η θέσις αυτών, πού ακολούθησαν την θέλησι των πατέρων και παππούδων.
Είχαν άπομονωθή.
 Ήσαν περισσότεροι οι άλλοι, πού είχαν πάει με την δύναμι και την Πύλαρο. 

'Αναγκάσθηκαν ν'αποσυρθούν βορειότερα σε φίλους των τσομπάνους και υλοτόμους, άφού παράγγειλαν σ'ένα έμπιστο τους συγγενή απ'την Καστανερή να εναποθήκευση τρόφιμα για τον χειμώνα σε μια κρυφή σπηλιά του Πάϊκου.

Κοντά τα Χριστούγεννα γύρισαν, για να καταφύγουν στην σπηλιά. 
Στή θέσι Παλιοχώρι 10—15 λεπτά εξω απ'τήν Καστανερή στάθηκαν να ιδούν τις γυναίκες και τους συγγενείς των, πού είχαν ειδοποιήσει να τους περιμένουν εκεί.
 Οι εχθροί όμως αγρυπνούσαν.
 Αντί τών συγγενών πρόβαλε ο στρατός! Επίστεψαν πώς έφθασε η τελευταία τους στιγμή. Λεν υπήρχε καμμιά ελπίδα. Το χιόνι ήταν υψηλότερο απ'το ανάστημα τους. 'Ηταν αδύνατο να τρέξουν. Και οι Τούρκοι δεν είχαν παρά ν'ακολουθήσουν τον τορό.
Την είχαν πάθει, όπως οι λαγοί, όταν βουλιάζουν στο χιόνι.

Για την καλή τους τύχη σηκώθηκε ξαφνικά άγριος βοριάς, πού εξαφάνισε κάθε πάτημα και ίχνος στο χιόνι. Είχαν σωθή! Χρειάσθηκαν όμως δύο μέρες, για να φθάσουν στην κορυφή, πού δεν ήθελε το καλοκαίρι παρά δυο τρεις ώρες, και άλλη μιά, για να βρουν την πλακωμένη απ'τα χιόνια σπηλιά. Ευτυχώς ήταν καλά έφωδιασμένη με τρόφιμα.
Έλειπε μονάχα το νερό.

Έλειωσαν χιόνι και το αντικατέστησαν.

Κατέβηκαν έπειτα  στον Βάλτο τών Γιαννιτσών, όπου  ο Λάζος φωτογραφήθηκε με τον Κάκκαβο και τον Άλέξ. Μαζαράκη. 

Ξανανέβαιναν στο ΙΙάϊκο, έδιναν το παρών, καί, όταν τα πράγματα έσφιγγαν, έπαιρναν πάλι τον δρόμο τού Βάλτου.  Είχαν γίνει αμφίβιοι.

Μια μέρα το καλοκαίρι σκότωσε ο Λάζος έξω απ'τον Βάλτο τον Κιοσέ Έμίν, ενα περιβόητο σκληρό αγά, που είχε στενές σχέσεις με τους κομιτατζήδες. Το περήφανο αλογό του έφθασε με καλπασμό στα Γιαννιτσά αφηνιασμένο και περίλυπο.
Λημέριαζαν τώρα μονιμώτερα στο ΙΙάϊκο. 
Η θέσις μας καλυτέρεψε. 

Η ελληνική όργάνωσις δυνάμωνε και ρίζωνε ολοένα περισσότερο. 

Αρχισαν και άλλα σώματα την δράσι των σ'όλην εκείνη την παραμεθόριο σήμερα περιοχή. Ο υπαξιωματικός τότε Χρ. Καραπάνος ανέβαινε συχνά στο ΙΙάϊκο. 'Αναδείχθηκε στο μεταξύ και άλλος οπλαρχηγός του Πάϊκου, ο Στέργιος Ναούμ απ'τα Μεγάλα Λειβάδια, απ'την καρδιά δηλ. του βουνού.

Στην περιφέρεια Δοϊράνης—Γευγελής ο Γεώργιος Καραϊσκάκης απ'την Μπογδάντσα άρχισε να κάμνη θραύσι. 
Με την βοήθεια του τότε διευθυντή του σχολείου Δοϊράνης 'Αναστασίου Παπαϊωάννου, πού έχειροτονήθηκε αργότερα αρχιμανδρίτης Νίκανδρος, εσχημάτισε το 1906 ένα σώμα από 10 παιδιά εντόπια, καταγόμενα απ'τα χωριά της περιοχής, πού έθαυματούργησε.

'Αναγκάσθηκαν οι κομιτατζήδες ν'αποσυρθούν πέρα απ'το Ντεμίρ-καπού. Παράλληλα δούλευαν και πολεμούσαν δύο άλλοι οπλαρχηγοί, ο Βασίλης Τσελεμπής απ'τα Τρία  Ελατα και ο Μιχ. Σιωνίδης απ'το Ματσίκοβο της Γευγελής.
Τώρα δεν έκλαίαμε μονάχα ήμείς νεκρούς και μάρτυρες.

Βούλγαροι, Βουλγαρορουμάνοι και Τούρκοι συνεργάτες των δέχονταν σκληρά και αλλεπάλληλα πλήγματα.

Η επίσημη τουρκική εφημερίδα του βιλαετιού Θεσσαλονίκης ανέγραφε κάθε τόσο με την καθιερωμένη τυπική φρασεολογία ονόματα ανθρώπων και υπηκόων του «'Υψηλού ντοβλετιού», πού είχαν βρεθή σκοτωμένοι σ'εκείνη την περιοχή από «άγνωστους», «κακούργους λησταντάρτες», πού δεν θ'αργούσε οπωσδήποτε να τους πατάξη ο «γενναίος και ένδοξος» αυτοκρατορικός στρατός και να τους τιμωρήση η δικαιοσύνη του «ενδοξότατου, κραταιοτάτου, γενναιότατου, δικαιοτάτου κ.λ.π. σουλτάνου». 
Άπ'την όλη διατύπωσι δεν ήταν δύσκολο να καταλάβη κανείς ότι τα θύματα δεν ήσαν αυτή   τή  φορά Ελληνες.

Το θέρος του 1907 το σώμα των αδελφών και εξαδέλφων πήγε να κτυπήση τους κομιτατζήδες μέσα στην Γρίβα.
 Ώχυρωμένοι στο κωδωνοστάσιο κάμποσοι καρηκομόωντες οπλοφόροι επρόβαλαν ζωηρή άντίστασι. Ετρεξε στον κρότο των όπλων κι ο στρατός.
 Οί, κομιτατζήδες τρύπωσαν ευθύς στις κρύπτες του χωριού. 
Ο Λάζος με τους άνδρες του αναγκάσθηκε να το βάλη στα  πόδια για το βουνό. 
Εκεί όμως, πού περνούσαν ενα στενό μονοπάτι πάνω από θεώρατο γκρεμνό, δέχθηκαν βροχή σφαίρες. 
Αλλοι κομιτατζήδες τους είχαν στήσει εκεί σατανική ενέδρα. Σώθηκαν ώς εκ θαύματος.

Στράβωσε ο Θεός τους κομιτατζήδες και όλες οι σφαίρες των πήγαν στον βρόντο χωρίς να ματώση μύτη.
Επεσαν όλοι στα γόνατα, μόλις πέρασαν την κακοτοπιά, και ευχαρίστησαν τον Θεό για την μεγάλη Του αγάπη και το μοναδικό ενδιαφέρον, πού τους είχε.
Μέ την νεοτουρκική μεταπολίτευσι και το σώμα των αδελφών και εξαδέλφων, όπως τ'άλλα, άφησε τα όπλα και γύρισε στα ειρηνικά έργα.

Λίγους όμως μήνες αργότερα ο Λάζος και ο Γκόνος αναγκάσθηκαν να φύγουν στην Άθήνα, για να μη τους στείλουν οι Νεότουρκοι ελευθερωτές πολύ μακρύτερα.

Ο Τράϊος είχε δολοφονηθή από βουλγαρική σφαίρα και ο Μητρός έθεράπευε τις άνεπούλωτες πληγές του.

Άλλα το κλίμα των 'Αθηνών και η ήσυχη ζωή των δεν πολυσήκωνε ανθρώπους, πού είχαν περάσει τα περισσότερα χρόνια στα βουνά με όπλα, κινδύνους και περιπέτειες. Ένοστάλγησαν το Πάϊκο. Είχαν ξαναφανή άλλως τε εκεί βουλγαρικές συμμορίες. Και μια καλή πρωΐα χωρίς καμμιά άδεια η γνώσι του «κέντρου» ξαναπέρασαν στή Μακεδονία οι αδελφοί Λάζος και Γκόνος, ένας άλλος χωριανός των ο Λάγκος, ο Γεώργ. Καραϊσκάκης, ο Γκόνος Γιώτας (Γιαννιτσιώτης), ο Τσελεμπής και άλλοι.

Ό Γκόνος Γιώτας έπεσε σε μια ενέδρα του τουρκικού στρατού στην σκάλα του Νησιού. O Καραϊσκάκης κυκλώθηκε από στρατιωτικό απόσπασμα σε μια καλύβα βλάχικη κοντά στα  Μεγάλα Λειβάδια πάνω στύ Πάϊκο το 1911.

 Έβοήθησε να ξεγλυστρήσουν οι σύντροφοι του και στάθηκε μόνος αυτός, κυκλωμένος από παντού, ν'αντιμετώπιση τον τουρκικό στρατό. Πολέμησε σαν λεοντάρι ως την τελευταία του πνοή και σφαίρα. Ήταν πραγματικά ένα ατρόμητο παλληκάρι και πολύτιμος αρχηγός.

Μέ τους Βουλγάρους τώρα αρχίσαμε να τα πηγαίνουμε καλά.

Στην Κωνσταντινούπολι Έλληνες και Βούλγαροι βουλευτές—
 ήσαν 5 απ'την 'Ελληνική Μακεδονία 
εκτός απ'τον Τρ. Νάλη, βουλευτή Μοναστηρίου,
 και ένας μονάχα μόνος και μονάκριβος Βούλγαρος 
ο Δημήτρης Βλάχωφ απ'το Κιλκίς, πατριάρχης σήμερα στα  Σκόπια και το Βελιγράδι της «Μακεδονίας του Βαρδαρίου»— συνεργάζονταν στενά, έξωμαλυναν παλιές και καινούργιες διαφορές και παρουσίαζαν ενιαίο μέτωπο στους Νεότουρκους.

Πολλά λέγονταν και για κανονική έλληνοβουλγαρική συμμαχία.
 Φυσικόν ήταν να πάψουν και οι κομιτατζήδες και αντάρτες τον εξοντωτικό πόλεμο. Έκαμαν «συμφιλίωσι».

Μιά μέρα όμως λίγους μήνες πριν τον πόλεμο του 1912, εκεί πού ο Λάζος Δουγιάμαςκαι ο Αθανάσιος Μπέτσιοςαπ'την Κάρπη πήγαιναν μαζί ξένοιαστοι και άδελφωμένοι με τον βοεβόδα Γκιούπτσε και άλλους κομιτατζήδες στην Κάρπη, 
μια δολοφονική όμοβροντία τών καλών συντρόφων και συνοδοιπόρων τους θέρισε.

Δεν ξεχνούσαν εύκολα την παλιά τους τέχνη οι Βούλγαροι. 

Στους χωρικούς της Κάρπης, πού τους περίμεναν, είπε ο Γκιούπτσες ότι  οι   δυο Γραικοί   καπεταναίοι   πήγαν κάπου αλλού. 
'Απ'τά δυο όμως άσημοστόλιστα ελληνικά μάνλιχερ, πού είδαν στα χέρια τους, και το θριαμβευτικό χαμόγελο, πού έβλεπαν στα πρόσωπα τους, κατάλαβαν οι κάτοικοι της Κάρπης τί πραγματικά είχε συμβήκαι πώς εννοούσαν οι Βούλγαροι την συνεργασία και συμμαχία.

Ό Γκόνος είχε απομείνει μόνος απ'τα τέσσερα αδέλφια στο πόδι.

Μ'ένα μικρό σώμα βρέθηκε πάλι επάνω στο ΙΙάϊκο τις μέρες του πολέμου του 1912.

Γύρο απ'την Γευγελήμε άλλο σώμα ήταν και ο Τσελεμπής.

Είχε αποφασίσει, όταν είδε την τουρκική κατάρρευσι, να μπή μέσα στην πόλι και να την καταλάβη 
«εν ονόματι του βασιλέως τών Ελλήνων Γεωργίου», όπως ακριβώς είχε κάμει ο Τσότσος με τον άρχιμανδρίιη Νίκανδρο στην Άρδέα.
Δυστυχώς τον έξώρκισαν και τον απέτρεψαν οι φρόνιμοι και σοφοί! 
"Αν είχε πραγματοποιήσει την άπόφασί του, ίσως δεν θα βρίσκονταν σέ ξένα χέρια η Γευγελή, «τό κλειδί της πόρτας του σπιτιού μας».

Ό Γκόνος τον χειμώνα του 1912 και την άνοιξι του 1913 ήλθε πολλές φορές στα χέρια με Βουλγάρους κομιτατζήδες και στρατιώτες, πού θεωρούσαν όλα εκείνα τα μέρη του Πάϊκου ιδιοκτησία και αναφαίρετη κληρονομιά των.

Μόλις έγινε η ειρήνη, ξανάφκειασε το πατρικό σπίτι, πού είχε καή τρεις έως τότε φορές απ'τους Βουλγάρους, το 1906, το 1908 και το 1911!

Στρώθηκε στην ειρηνική δουλειά. Λεν έπαψε όμως ουδέ στιγμή να κρατάη μαζί με το αλέτρι και το όπλο.

 Πάνω εκεί στή μεθοριακή ζώνη γύριζαν πάντοτε πεινασμένοι λύκοι, οι κομιτατζήδες.
Ήταν το μαντρόσκυλο του ελληνικού εδάφους και αληθινός ακρίτας των συνόρων.

Το 1916 έξώντωσε δυο κομιτατζήδες, αλλά έχασε τον κουνιάδο του Γεώργιο Κεχαγιά και τον εξάδελφο του Χρίστο Δουγιάμα, πού έπεσαν στην συμπλοκή. 

Το 1918 ξέκαμε τους άρχικομιτατζήδες Ζίκαν και Φουστάντση με πέντε οπαδούς των, 
το 1920 άλλους πέντε με τύν Ζάϊκο και το 1922 τον ίδιο τον βοεβόδακαι χωριανό του Ιτσο Γκιούπτσε,πού είχε δολοφονήσει τύν Λάζο.

Τό 1941 με την γερμανική κατοχή άρχισε καινούργια περίοδος αγώνων και ατέλειωτων μαρτυρίων.

Ολοι, όσοι είχαν δηλητηριασθή τα παλιότερα χρόνια απ'τ'άπατεωνικά συνθήματα του Κομιτάτου και την σατανική προπαγάνδα τών Βουλγάρων, καθώς και εκείνοι, πού ώνειρεύονταν περασμένα μεγαλεία και πλούσια τιμάρια η καιροσκοπούσαν, ξεσπάθωσαν υπέρ της Βουλγαρίας, πού σύμμαχος και χαϊδεμένο παιδί της χιτλερικής Γερμανίας θά έφθανε χωρίς άλλο ίσα με τή Λάρισσα, και εναντίον κάθε τι του ελληνικού.

Γι'αυτούς η Ελλάδα είχε ψοφήσει και ταφή σέ βάθος 10 μέτρων με δέκα παπάδες.
 Ήταν ευκαιρία να την σκυλεύσουν και ν'άσχημονήσουν.

 Έπρωτοστάτησε ίδια ο Γεώργιος Τάρτεφμε τα τρία αδέλφια του, πού βρίσκονται στή Βουλγαρία,πρωτανεψιοί του βοεβόδα Ιτσο Γκιούπτσε.

Το 1943 και 1914   μάλιστα και   ώπλίσθηκαν απ'τους Γερμανούς και την όργάνωσι  τού Κάλτσεφ σαν αξιωματικοί και βαθμοφόροι των ενόπλων βασιβουζούκων της «Μιλίτσια» η «Όχράνα»και με φόνους, εμπρησμούς και άρπαγες έδειξαν όλο το πολεμικό μένος και τον ακράτητο ερωτά τους προς τον τόπο, όπου  είχαν γεννηθή.

Και όμως.
Τέλη 'Ιανουαρίου του 1944, την ώρα πού εγύριζε ο καπετάν Γκόνος με τους τρείς υιούς του και τους δύο τσομπαναραίους του απ'τη Γουμένιτσα στην Καστανερή, 
εμφανίζεται ένα τμήμα του ΕΛΑΣ, τους πιάνει και δεμένους τους οδηγεί στο Πάϊκο στην περιφέρεια του 'Αρχαγγέλου.

Τους κατηγόρησαν ως φοβερούς και τρομερούς προδότες!

Την ίδια εποχή ο βουλγαρικός στρατός, πού είχε εισβάλει στο έδαφός μας, για να κυνηγήση τον ΕΛΑΣ, έκαιε για τετάρτη φορά το σπίτι των στην Καστανερή!
Θα είχε ύποστή ο γεροκαπετάνιος με τα παιδιά του την τύχη των άλλων Μακεδονομάχων, πού έσυγκέντρωναν κατά ιδιαίτερη προτίμησι όλη τη μήνι των νέων ανταρτών, αν δεν ενεργούσαν εκείνες τις μέρες οι Γερμανοί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Πάϊκο.
Μέσα στον πανικό και την σύγχυσι τα κατάφεραν οι μελλοθάνατοι να το σκάσουν.

Τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου 1944, όταν οι Γερμανοί έφευγαν και έπανηγυρίζαμε η έπρεπε να πανηγυρίζουμε την άπελευθέρωσί μας, έσφάζονταν στο Κιλκίς μαζί με αρκετές άλλες χιλιάδες και ο υίός του Γκόνου Χρίστος.

Κατακρεουργήθηκαν επίσης δύο υιοί (Λάζαρος και Ευάγγελος) του Μήτρου Δουγιάμα   και ο ανεψιός των Ευάγγελος Τσάνας!

'Ερχόμουν τότε γενικός διοικητής στην Θεσσαλονίκη ως αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως της «Εθνικής ενότητας»και όλων τών κομμάτων, όπως και του ΚΚΕ και ΕΑΜ, πού συμμετείχαν στην κυβέρνησι, με την εντολή και αποστολή να επιβάλω το ταχύτερο το κράτος του νόμου.

Είχα στή τζέπη μου και το νέο νόμο «περί δοσιλόγων», πού θα έκρινε όλους, όσοι έβαρύνονταν  για την στάσι   τους τον καιρό της κατοχής.

Την 14ην Νοεμβρίου του 1944 παρουσιάσθηκαν στο γραφείο μου ένα πλήθος αναμαλλιασμένες γυναίκες απ'τα χωριά της Γουμένιτσας και με θρήνους και κοπετούς μού διηγήθηκαν ότι εκείνο το πρωί ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Μήτσος Βερβερίδης,ένας πρόσφυγας απ'την βουλγαροκρατούμενη Δράμα, πού τον είχαν περιμάσει και βάλει άγροφύλακα, τους είπε ότι θα έπαιρνε τους άνδρες και τα παιδιά των απ'το στρατόπεδο Παύλου Μελά, όπου  ήσαν φυλακισμένοι, και 
θα τους πήγαινε επάνω στα  χωριά των να τους σφάξη, 
όπως είχε κάμει λίγες μέρες ενωρίτερα για άλλους κρατουμένους στις «Νέες φυλακές» της Θεσσαλονίκης.

Τις καθησύχασα με την βεβαιότητα, ότι ο καπετάν Βερβερίδης ήθελε απλώς να πούληση παλληκαρισμό στις φτωχές γυναίκες.
Για καλό όμως και για κακό έκάλεσα τον «διευθυντή του δικαστικού της 'Ομάδας μεραρχιών» πρωτοδίκην Μπαλάσκαν και τον παρακάλεσα να τραβήξη κάπως τ'αυτιά του φανφαρόνου, όπως επίστευα,  καπετάνιου.

Ο Μπαλάσκας μάλιστα μου εζήτησε και τα ονόματα των γυναικών, για να εξακρίβωση πώς τόσον εύκολα δυσφημούσαν τον ΕΛΑΣ και την δικαιοσύνη του.

Την άλλη μέρα όμως παρουσιάσθηκε πάλι στο γραφείο ένας φτωχός άνθρωπος του λαού, πού κατοικούσε κοντά στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, και όλος φόβο και τρόμο μού είπε ότι τα μεσάνυχτα έβγαλαν απ'το στρατόπεδο 200—300 κρατουμένους και τους τράβηξαν προς βορράν προς Λαγκαδά, Κιλκίς η Γουμένιτσαν.

Οι αρμόδιοι της «'Ομάδας μεραρχιών» και του «δικαστικού», καθώς και ο διευθυντής τών φυλακών στρατοπέδου Παύλου Μελά, το διέψευσαν με τον κατηγορηματικώτερο τρόπο.

Την άλλη μέρα έφθασαν πληροφορίες, ότι ο κόσμος είδε φάλαγγα φυλακισμένων, πού εβάδιζε προς βορράν και έσημείωνε με ματωμένα πτώματα την μαρτυρική πορεία της.

Οι αρμόδιοι της «'Ομάδας μεραρχιών» έπρόβαλαν πάλι άρνησι και διάψευσι.
Το ίδιο και την τρίτη μέρα.

Κατάλαβα τότε ότι οι «αρμόδιοι» με κορόιδευαν η κοροϊδεύονταν οι ίδιοι από άλλους, πού είχαν τη πραγματική δύναμι στα χέρια τους.

Ενα αγγλικό απόσπασμα αναχώρησε αμέσως να φέρη πίσω τους κρατουμένους, πού είχαν άπαχθή απ'τους φρουρούς των!

Ο φρούραρχος και ο αρχηγός της πολιτοφυλακής Γουμένιτσας διαβεβαίωσαν κατηγορηματικά τους Αγγλους οτι δεν υπήρχε ούτε ώδηγήθηκε εκεί κανένας κρατούμενος η φυλακισμένος.

Μαζί όμως με τους Αγγλους ήταν και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Άλέξ. Πίπτσος, πού κατάγεται απ'εκείνα τα μέρη.

Κατέβηκε απ'το αυτοκίνητο και ρώτησε κρυφά μερικά παιδάκια πού βρίσκονται οι φυλακισμένοι.
 «Στο καινούργιο σχολείο», του αποκρίθηκαν.

Τράβηξαν αμέσως εκεί τα αυτοκίνητα.

Όταν τα φωτά των —ήταν πιά νύχτα— έπεσαν πάνω στο σχολείο.—φυλακή— σφαγείο, 16 κρατούμενοι ήσαν κάτω στην αυλή έτοιμοι να οδηγηθούν σε μια γειτονική χαράδρα.

 Αν τ'αυτοκίνητα είχαν αργήσει ολίγα δευτερόλεπτα, θα ήσαν όλοι σωρός πτωμάτων.

Μέσα, στούς 16 ήταν και ο Γκόνοςμε τούς δυο υιούς του, τον γαμπρό του  και δύο ανεψιούς του.

Αλλοι 46 είχαν ήδη έκτελεσθή χωρίς παρωδία καν δίκης.
Τόν Φεβρουάριο του 1945 ο υίός τού Γκόνου Βασίλης βρίσκονταν άρρωστος σ'ένα νοσοκομείο του ΕΛΑΣ στην Βέροια.
Ενας αξιωματικός του ΕΛΑΣ ήλθε να τον έπισκεφθη.

Έδήλωσε ότι ήταν πατριώτης και συγγενής του.

Έβγαλε ευθύς την κάμα και ξεκοίλιασε τον άρρωστο.

Ήταν ο Γεώργιος Τάρτεφ, ο ανεψιός του βοεβόδα Ιτσο Γκιούπτσε, τέως αρχηγός της Όχράνα και τώρα βαθμοφόρος του ΕΛΑΣ.

Άλλα τέσσερα μέλη της οικογενείας είχαν επίσης τότε σφαγή.

Εγινε η Βάρκιζα. Ο γέρο Γκόνος πήρε την αποδεκατισμένη οικογένεια του και γύρισε στο ρημαγμένο σπίτι τους στην Καστανερή. '

Αλλά δεν μπόρεσε να μείνη εκεί πάνω πολλούς μήνες.

Ξαναπρόβαλαν οι συμμορίες καθαρά βουλγάρικες (νοφικές) στην αρχή, βουλγαροκομμουνιστικές έπειτα.

 Ξανακατέβηκε πάλι ο Γκόνος με την οικογένεια του πρόσφυγας για πολλοστή φορά στην Γουμένιτσα.

Τη νύχτα της 24ης Αυγούστου του 1947 μεγάλη συμμορία βουλγαροκομμουνιστική έκτύπησε την Γουμένιτσα.

Εστρεψε όλη την προσοχή και λύσσα της στο σπίτι, όπου  κάθονταν μ'ενοίκιο οι τελευταίοι Δουγιάμηδες.

Ο καπετάν Γκόνος με τον υιό του και τον γαμβρό του έκαμε τους επιδρομείς να πληρώσουν ακριβά την τόλμη των.
Μα ένα βλήμα μπαζούκας έβαλε τή φωτιά στο σπίτι. "Ο,τι είχε διασώσει η μαρτυρική οικογένεια απ'τα σπίτια της Καστανερής, πού τόσες φορές είχαν καή, έγινε στάκτη.
Σώθηκαν τα μέλη της με τα νυχτικά.

Ό γέρο καπετάνιος με τα πολλά χρόνια και τα περισσότερα βάσανα, άδραξε πάλι το όπλο.

 Σάν έφεδρος αξιωματικός «εκ μακεδονομάχων»γύριζε μ'ένα απόσπασμα μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τίς γνώριμες του πλαγιές του Πάϊκου και των συνόρων.
Την 9ην Μαΐου του 1948 πήγαινε με το απόσπασμα του τρόφιμα και εφόδια σ΄ ένα μεθοριακό φυλάκιο.
Για τον φόβο των ναρκών ώδηγούσαν μπροστά τους ένα κοπάδι πρόβατα.

Είχαν συγκεντρώσει όλη την προσοχή στις καταραμένες αυτές νάρκες.

Ξαφνικά από ένα άδειο σπίτι της ερημωμένης Κάρπης έπεσαν επάνω του μυδράλλια και πολυβόλα.
Ο γερόλυκος των μακεδόνικων βουνών έγειρε θανάσιμα κτυπημένος.

'Απέθανε ο καπετάν Γκόνος Δουγιάμας, όπως και έζησε όλη του τή ζωή, με τ΄ όπλο στο χέρι.

Viewing all 330 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>