Quantcast
Channel: YaunaTakabara
Viewing all 330 articles
Browse latest View live

Μακεδονικός Αγώνας. Σλαβόφωνοι Μακεδονομάχοι: Ο Αντώνιος Ζώης.

$
0
0
Ο Μακεδονάχος Οπλαρχηγός εκ Μοναστηρίου
Αντώνιος Ζώης.
  Γεωργίου Μόδη.

"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
Δούλευε εισπράκτορας στο Μοναστήρι κάποιας συντεχνίας η συνοικίας. 
Φρόνιμος, ήσυχος, μειλίχιος, τον έπαιρνες για τον ειρηνικώτερο των ανθρώπων. 
Στους γάμους μονάχα και τα πανηγύρια ξεσπούσε με πάθος και μεράκι στα κλέφτικα τραγούδια. Ήταν περίφημος και για τα γερά του πόδια.

Την ήμερα του αγίου Γεωργίου το 1903 στο Μοναστήρι ο τουρκικός όχλος άρχισε σφαγή χριστιανών χωρίς καμμιά διάκρισι αν ήσαν φίλοι των κομιτατζήδων η εχθροί των, Βούλγαροι η Έλληνες .

Οι Γεμιτζήδες και
τα 
Απριλιανά του 1903
 Όλοι οι γκιαούρηδες ήσαν σκυλιά άσπρα η μαύρα. 

Αγρίεψαν οι αγάδες του Μοναστηριού, 
γιατί στην Θεσσαλονίκη οι κομιτατζήδες ανατίναξαν την 15ην και 17ην Απριλίου το γαλλικό ατμόπλοιο «Γουανταλκιβίρ» και την Όθωμανική Τράπεζα.

 Χρειάσθηκε 6—7 μέρες, για να μεταδοθή η ιερά αγανάκτησις απ’ το  ένα  βιλαέτι στο άλλο.

Ευτυχώς ο βαλής κατώρθωσε να προλάβη γενίκευσι της σφαγής.  ένα  πλήθος φανατισμένοι Τουρκαλάδες στρίμωξαν εκείνη την ημέρα τον Άντώνη σ΄ ένα  στενοσόκακο. 

Σώθηκε ως εκ θαύματος, τρυπώνοντας σ’ ένα  εβραικό σπίτι. Ευθύς επειτα εξαφανίσθηκε. Στους μαθητικούς μας κύκλους άρχισε σιγά σιγά να διαδίδεται πως έφυγε στα βουνά να πολεμήση τους Τούρκους
 «για της πατρίδος την ελευθερίαν, για του Χριστού την πίστιν την αγίαν».

Δύσκολο είναι να ξεκαθαρίσω σήμερα τα αισθήματα, που τότε μας συνείχαν. 
Μισούσαμε τους Βουλγάρους, τραγουδούσαμε δυνατά και ζωηρά το
 «Του Πανσλαβισμού η ψώρα Μακεδόνας δεν μολύνει», 
ακούαμε κάπου κάπου και τα εγκλήματα των κομιτατζήδων στην ύπαιθρο. Άλλα ήσαν τόσον ανυπόφοροι και οι Τούρκοι! Τα γεγονότα του αγίου Γεωργίου μας είχαν όλους καταταράξει και κατατρομάξει.

Παρ΄ όλη την προστασία, που μας έταζε ο γείτονας και φίλος μας Τούρκος, είχα φροντίσει τότε να δανεισθώ για πρόσθετη ασφάλεια από  ένα  θειο μου  ένα  παλιό τουφέκι, που είχε λίγες χαλασμένες και άχρηστες σφαίρες.

Όσηδήποτε αποστροφή και αν είχαν οι μεγάλοι και μορφωμένοι για τα σχέδια και τα έργα των κομιτατζήδων, ημείς οι μικροί, μπορεί να θεωρηθή βέβαιο, όπως και ο μικρός κοσμάκης, τους συμπαθούσαμε και συχνά τους θαυμάζαμε. Χριστιανοί ήσαν, που πολεμούσαν τον άπιστο και βάρβαρο τύραννο. Το δραμα της ελευθερίας κρύβει πάντοτε τόση σαγήνη! 
Είχε φθάσει ως εμάς ο αντίλαλος των κατορθωμάτων του Κώτα, που ξεκαθάρισε τον ένα  πίσω απ’ τον άλλο σκληρούς μπέηδες και αγάδες στα χωριά των Κορεστίων, της Πρέσπας, της Φλώρινας.

Το όνομα του αρχηγού μας ήταν σχεδόν άγνωστο. Το έργο του είχε οπισθογραφηθή στο ενεργητικό του ανώνυμου κομιτάτου, που δεν είχε πάψει εκείνη την εποχή να του στήνη παγίδες και να του ετοιμάζη δολοφονικές ενέδρες.

 Είδαμε έπειτα με τα μάτια μας την κηδεία του Σεφκή αγά και του συντρόφου του, που ξέραμε τα κατορθώματα και τα καμώματά των. Συγκεχυμένες εξ άλλου και αλληλογρονθοκοπούμενες ήσαν οι πληροφορίες για τους φόνους των παπάδων και προκρίτων στα μακρυνά χωριά. Οι λίγοι και «επαίοντες» τους είχαν βέβαια για εθνομάρτυρες. Οι πολλοί και απληροφόρητοι σήκωναν με απορία και σχεδόν αδιαφορία τους ώμους, όταν δεν πίστευαν τις σατανικές σπερμολογίες των δολοφόνων. Πολλή συζήτησις και αμφισβήτησις είχε γίνει και για τον φτωχό Τάκη Τσόνα, που τον ξέραμε όλοι, τον είχαμε ιδεί βουτηγμένον στο αίμα. Απ’ τη νεκρώσιμη ακολουθία των συκοφαντιών και τη μεταθανάτιο ηθική δολοφονία κάτι πάντοτε έμενε, όπως ακριβώς το λέγει και η σχετική γαλλική παροιμία.
Ο Ντεντοκόλε Ντοβροβένσκι
 дедо Кольо Добровенски
  
Ο Ζώης είχε την καλή τύχη να πέση σε καλό αρχηγό, τον γέρο Κόλε (Ντεντοκόλε), ένα  καλοκάγαθο και ντόμπρο αγρότη από  ένα  χωριό στα κράσπεδα του Μοριχόβου, το Ντομπροβένι, που μπορούσε να θεωρηθή περισσότερο ιδικός μας παρά Βούλγαρος.

Το ίδιο σχεδόν ήταν και ένας άλλος αρχηγός απ’ την Κρουσεβίτσα του Περλεπέ, που είχε πάρει και τον τίτλο του πασά και λεγόταν Τολέ πασάς. Οι δυο καλοί όσο και αγράμματοι κοίταζαν μόνον να ξεθυμάνουν στους Τούρκους και αγνοούσαν ολότελα τα βαθύτερα σχέδια του κομιτάτου. 
Δεν είχαν βάψει ποτέ τα χέρια τους σε χριστιανικό αίμα. 

Ο Ζώης έγινε γρήγορα, γραμματικός, επιτελάρχης, ύπαρχηγός, μυστικοσύμβουλός των. Έκαμε αυτός ό,τι μπορούσε, για να τους κράτηση μακρυα απ τα ανθελληνικά εγκλήματα και τα φιλοβουλγαρικά κινήματα.

Το βράδυ της 20ης ’Ιουλίου 1903 ξεχύθηκαν με τουφεκιές, ζητωκραυγές, «Χριστός ανέστη» και σταυροφόρα φλάμπουρα στον κάμπο. Πολλά μπέικα κονάκια έγιναν πυροτεχνήματα με τις αποθήκες και όλο το περιεχόμενό των.

Αναψαν και κόρωσαν από ενθουσιασμό και οι ψυχές των χωρικών. Είχε φθάσει η μεγάλη ώρα του ριζικού λυτρωμού. Ο Ζώης προσπάθησε να τους προσγειώση.
Αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Υπήρχαν ακόμα Τούρκοι στο πρόσωπο της γης; Φρόντισε να βάλη και κάποια τάξι και σειρά στον κυκεώνα και το χάος. Έλεγε στον κόσμο ν΄ αποσυρθούν το γρηγορώτερο πάνω στα βουνά του Μοριχόβου με τρόφιμα και εφόδια.

Πολύ λίγοι τον άκουσαν. Γιατί θ΄ άφηναν οι άνθρωποι το γλέντι της λευθεριάς και το πλιατσικολόγημα των μπέικων υπολειμμάτων;
Πέρασαν οι πρώτες λίγες μέρες πραγματικά σαν μέρες Λαμπρής χωρίς να ξεμυτήσουν πουθενά οι αγάδες. Οι Τούρκοι είχαν δώσει στην αρχή μεγαλύτερη σημασία στο κίνημα απ’ ό,τι αληθινά άξιζε.

Αλλά μόλις κινήθηκε ο στρατός, διαλύθηκαν δια μιας το πανηγύρι και το μεθύσι. Φάνηκαν όλα τα χάλια των ελευθερωτών και των ελευθερωμένων. Λεν υπήρχε καμμιά σοβαρή προπαρασκευή.
 Οι περισσότεροι επαναστάτες είχαν εξορμήσει, ωπλισμένοι με ρόπαλα και τσεκούρια! Όλίγοι είχαν καν ένα  σκουριασμένο γκρα η μαρτίνι με ελάχιστα φυσέκια. Σώθηκαν γρήγορα και τα τρόφιμα. Οι ολολυγμοί και ολοφυρμοί των γυναικοπαιδών γέμισαν τα βουνά και τα φαράγγια. Τρομαγμένα  και ζαλισμένα  κοπάδια έμοιαζαν τ΄ ασύντακτα πλήθη.
   Ο τρελλός ενθουσιασμός των πρώτων ήμερων έδωσε τώρα την θέσι του σ’  ένα  τυφλό πανικό. Με τις πρώτες τουφεκιές και μικροσυμπλοκές ο πανικός έγινε και αλλοφροσύνη.

Οι Ζώης, Ντεντοκόλες, Τολέ πασάςγρήγορα κατάλαβαν ότι το πλήθος αυτό των απολέμων και πανικοβλήτων χωρικών ήτο  ένα  άχρηστο και νεκρό βάρος, που έπρεπε το γρηγορώτερο να το ξεφορτωθούν.

Τούς είπαν λοιπόν ότι η επανάστασι έγινε, ο σκοπός επέτυχε και δεν είχαν πια παρά να γυρίσουν στα σπίτια και τις δουλειές των. Και οι «επαναστάτες», άνδρες και γυναίκες με το κεφάλι σκυφτό, την ψυχή βαρεία και το στομάχι άδειο, έφυγαν στα χωριά τους, περιμένοντας απ’ τη μεγαλοψυχία του μπέη, που είχαν ρημάξει, άφεσι αμαρτιών και προστασία.

-           Στα βουνά απόμειναν ολίγοι, οι καλύτεροι. Με αυτούς και τους παλιούς άνδρες των αποσύρθηκαν οι τρεις αρχηγοί στα άδυτα των δασών του Μοριχόβου. Συγκρούσεις με τον στρατό δεν είχαν παρά λίγες και ασήμαντες. Γι αυτό πιθανώτατα και δεν εσημειώθηκαν καταστροφές χωριών σ΄ όλη εκείνη την περιοχή. Είχαν και την πρόνοια οι τρεις φρόνιμοι αρχηγοί να μη κάψουν τα λίγα τούρκικα σπίτια του Παραλόβου, του μόνου χωριού σ’ όλη τη μεγάλη έκτασι, που είχε και Τούρκους.

Τα ερείπια της επαναστάσέως αντιπροσώπευαν μονάχα η στάχτη και τα συντρίμμια των μπέικων «κουλάδων», εγκαταστάσεων και αποθηκών. Μάχη κάπως σοβαρή στους βράχους της Ψάνιστας είχαν δώσει μ΄ ένα  τάγμα Μικρασιατών «ρεντίφηδων», που είχαν και αρκετές απώλειες οι «Καστοριανοί» χωρικοί, δηλαδή οι κομιτατζήδες της περιφερείας Καστοριάς, που είχαν ζητήσει καταφύγιο στο Μορίχοβο.

Τούς έλεγαν και «Γραικούς», γιατί ελληνικά τραγούδια τραγουδούσαν αδιάκοπα.

Η «επανάστασις του Ήλιντεν» οπωσδήποτε τελείωσε χωρίς ν΄ άφήση ευτυχώς ανεπανόρθωτες καταστροφές στα μέρη εκείνα. Η νίκη και επιβολή του τουρκικού στρατού ήταν αδιαφιλονίκητη.
 Ήλθαν οι φήμες για τις συναντήσεις των αυτοκρατόρων και τα σχέδια των μεγάλων «μεταρρυθμίσεων» να δώσουν λίγη παρηγοριά και ελπίδα στους ταλαιπωρημένους πληθυσμούς.

Αλλ' αμέσως έπειτα έφθασαν άλλα δυσάρεστα μαντάτα, η καινούργια «γραμμή» του κομιτάτου, που ήθελε τώρα φανερά και απροκάλυπτα ν΄ απελευθερώσει την Μακεδονία απ’ τον άοπλο Ελληνισμό, αφού δεν μπόρεσε να την απαλλάξη απ΄ τον τουρκικό ζυγό, και εκήρυξε άγριο πόλεμο κατά ειρηνικών παπάδων, δασκάλων, προκρίτων αντί των τυραννικών μπέηδων και των αίμοβόρων αγάδων.

Ο Ζώης διαμαρτυφήθηκε, φώναξε. 
«Γι΄ αυτό βγήκαμε στα βουνά;»είπε μια μέρα, που συναντήθηκαν, του γέρο Νικόλα και του Τολέ πασά.

 Οι δυο γέροι κούνησαν με απελπισία το κεφάλι. «Παίρνουν τον κόσμο στο λαιμό τους.  Ας όψονται» είπε σιγά ο Ντεντοκόλες. Ο Τολέ πασάς επρόσθεσε
 «Δεν τα καταλαβαίνω και εγώ αυτά τα πράμματα. Τρελλάθηκαν οι μεγάλοι και γραμματισμένοι».

Στο  μεταξύ οι φόνοι και εκβιασμοί Ελλήνων πολλαπλασιάζονταν στα χωριά.

Ο Βοεβόδας Τράικο
Трайко Кралев Митрев
Εκμυστηρεύονταν στον Ζώη και οι πρόκριτοι του κυρίως Μοριχόβου ότι ο Τράικο και άλλοι καινούργιοι βοεβοδάδες άρχισαν και αυτούς να τους πιέζουν και απειλούν, για να γίνουν Βούλγαροι.

Τέλη Δεκεμβρίου του 1903 αποφάσισε ο Ζώης να φύγη.

Καταλάβαινε ότι κινδύνευε περισσότερο απ’ τους συναδέλφους παρά απ΄ τον στρατό.

Πήγε και αποχαιρέτησε τον Ντεντοκόλε.

—        Φεύγεις το λοιπόν και μας αφήνεις; του είπε κοιτάζοντας χάμω ο γέρος.
—        Τι να κάμω εδώ πάνω πιά, παππού;
—        Και τι να κάμω μόνος εγώ μ΄ αυτά τ΄ αγρίμια;
—        Έλα και συ.
—        Πού να πάω; Στο χωριό μου; Και από ποιους να πρωτοφυλάγουμαι; Απ’ τους Τούρκους για τους συντρόφους;
—        Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο, παππού. Χρειάζεται ν΄ αρχίσουμε άλλο πια αγώνα. Έγιναν ανυπόφορα τα σκυλλιά.
—        Έχεις δίκιο, παιδί μου. Ο Θεός μαζί σου. Όσο ζω εγώ, θα κοιτάζω να προλάβω μεγαλύτερα κακά. Με την ευχή του Θεού άμε στο καλό, παιδί μου.

Στις 9 Μαρτίου του 1904 εξωντώθηκε απ’ τον τουρκικό στρατό ο γέρος στο Πετάλινο του Μοριχόβου, όπου αργότερα και άλλοι Έλληνες  οπλαρχηγοί έχυσαν το αίμα των. Λίγες μέρες αργότερα, ζωσμένος επίσης από τουρκικό απόσπασμα, επεσε σ’  ένα  χωριό του Περλεπέ και ο Τολέ πασάς. Δεν είναι βέβαιο αν δεν ειχαν την ουρά τους οι άνθρωποι του κομιτάτου στην κατάδοσι και κύκλωσι των δύο αρχηγών και μάλιστα του πρώτου, που ήταν ο περισσότερο απροσάρμοστος στην καινούργια «γραμμή» του.

Στο Μοναστήρι ο Ζώης πέρασε απαρατήρητος απ΄ την αστυνομία. Υπήρχε βέβαια και η γενική αμνηστεία, που είχε  δώσει ο σουλτάνος, δεν εβοήθησε όμως ολίγο και η σεμνή έμφάνισις και το μειλίχιο και φιλήσυχο ύφος του.

Τον είδα πολλές φορές στο κατάστημα του θείου μου.

 Μου έκαμε μάλιστα εντύπωσι η θερμή υποδοχή και η προσοχή και ο σεβασμός, που του έδειχνε.
Τον ήξερε καλά ο μακαρίτης.
Δεν τον είδαμε ποτέ ν’ ανακατεύεται με τον Στέφοκαι τους άλλους ζωηρούς νέους του «εκτελεστικού», που τότε είχε αρχίσει να οργανώνεται.
 Η ιδιοσυγκρασία του δεν ήταν για επιδείξεις, φασαρίες, καυγάδες.
Ζούσε αποτραβηγμένος με την προσοχή  και την ψυχή του στραμμένη ολοκληρωτικά προς το Μορίχοβο. Ανυπομονούσε, γιατί χανόταν τζάμπα και άδικα ο καιρός, ενώ η βουλγαρική πίεσις εκεί πάνω όλο ένα  δυνάμωνε.
«'Έως πότε θα κοπροσκυλλιάζω εδώ;» τον άκουσα μια μέρα να λέει στον θείο μου και τον γιατρό Μόναχο.
«Αν ήξερα έτσι, δεν θα το κουνούσα απ΄ το Μορίχοβο και ας με δολοφονούσαν οι κομιτατζήδες. Οι άνθρωποί μας εκεί υποφέρουν και με ζητούν.’Ας πάω επί τέλους μόνος.   Αν χάσωμε εκείνα τα χωριά, είμαστε χαμένοι».

Αλλά του συνιστούσαν πάντοτε υπομονή. Τώρα θα ερχόταν η επιτροπή των 4 αξιωματικών, που θα μελετούσε επί τόπου τα πράγματα, όπου ναναι θα εβγαινε η μεγάλη απόφασις για την συστηματική πια δράσι και άμυνα όλου του Ελληνισμού, σήμερα αύριο θα εξωρμουσαν τα μεγάλα, ωργανωμένα  και με περίσσια όπλα σώματα. Και κυλούσαν οι μήνες και εβδομάδες.

Ο Μακεδονομάχος
Θεόδωρος Μόδης.
Πέρασε τέλος πάντων ο Μελάς τα σύνορα και πλησίαζε αρχές Σεπτεμβρίου στα βουνά της Φλώρινας.

Στις 4 του ίδιου μηνός έπεσε μέσα στο γραφείο του από βουλγαρική σφαίρα ο θειος μου Θεόδωρος Μόδης.

Ο φίλος και συνεργάτης του φαρμακοποιός Φίλιππος Καπετανόπουλος έτρεξε, για να τον εκδικηθή, να συναντήση τον Μελά και έπεσε από τουρκικές σφαίρες κοντά στη Νερέτη (Πολυπόταμο) της Φλώρινας, πρώτος νεκρός αντάρτης του νέου ανταρτοπολέμου.

Ο Ζώης δεν κρατήθηκε πιά.

Χωρίς να περιμένη άλλες οδηγίες και διαταγές έφυγε για τα χωριά του Μοριχόβου να εκδικηθή, όπως αυτός ήξερε, τον θάνατο των δύο φίλων του.

Μαζί του πήρε και τρεις Τυρνοβίτες, που είχαν υπηρετήσει στο Μορίχοβο στα χρόνια του Μπρούφα και παλαιότερα.
Ενας απ΄ αυτούς ήταν και ο γέρος Μπάρμπα-Σπύρος, σύντροφος ήδη αυτού του καπετάν Ναούμη, που είχε απαγάγει τον καιμακάμη της Φλώρινας.
Ζούσε τώρα για το τσιγάρο και την ρακή.
 Πήγε επίσης μαζί του σε λίγο και ο Αγγελής, που γέρασε κλητήρας στη νομαρχία της Φλώρινας. Έτρεξαν να καταταχθούν και να τον ενισχύσουν και δυο παιδιά απ’ το Μπάχοβο (Προμάχους) της Καρατζόβας, που είχαν κυνηγηθή από τους κομιτατζήδες.

Έτσι σχηματίσθηκε ένα  μικρό σώμα, απομονωμένο απ΄ όλο τον άλλο κόσμο, κυκλωμένο απ’ τους κομιτατζήδες, άλλα θεμελιωμένο γερά στο έδαφος του και αληθινά θαυματουργό.

Τα επτά κύρια χωριά του Μοριχόβου εσχημάτισαν ευθύς μια ελεύθερη και πολεμική ομοσπονδία, που εκήρυξε τον πόλεμο κατά του κομιτάτου και εδημιούργησε αδιάσπαστο μέτωπο σ’ όλα τα πλευρά της.
 Το καλό παράδειγμα το έδωσε πρώτα η πρωτεύουσά της, η Γραδέσνιτσα.

 Ο βοεβόδας Τράικο θέλησε μια νύκτα να βάλη χέρι με την συνειθισμένη του μπαμπεσιά στους δύο παπάδες του χωριού, Παπαμάρκον και ΙΙαπαδημήτρη, και τον γραμματοδιδάσκαλο Γιάννη Μαρκούλη. Τούς χρειαζόταν να τους ρωτήση κάτι, να τους συμβουλευτή κ.τ.λ.

«Να μου τους φέρετε γρήγορα και χωρίς άλλο, είπε στα μέλη της επιτροπής. Βιάζομαι». 
«Έννοιά σου, βοεβόδα θα τρέξουμε να τους φέρουμε» αποκρίθηκαν ο Σκρέκος, ένας άφοβος και τετραπέρατος χωρικός, ο Σουδίας ψηλόλιγνος, όλος πετσί και κόκκαλο, περίφημος πεζοπόρος, που υπηρέτησε οπλίτης και οδηγός στα σώματα σ΄ όλη την διάρκεια του αγώνα και, όταν  υπήρχε ανάγκη να μεταδοθή γρήγορα μια πληροφορία η διαταγή, άφηνε το τουφέκι και άνοιγε φτερωτά τα μακρυά του πόδια, και οι άλλοι επίτροποι.
 ’Έτρεξαν πράγματι, άλλα για να φέρουν τα όπλα και όχι τα θύματα.
 Οι κομιτατζήδες αναγκάσθηκαν να το βάλουν στα πόδια. Τούς κυνήγησαν όλη τη νύχτα οι χωρικοί.
Όλη η οργάνωσις του κομιτάτου εστράφηκε τώρα εναντίον του.

Επιτροπές, αυτοάμυνες, σύνδεσμοι κ.τ.λ. έγιναν τα όργανα της ελληνικής παρατάξέως και άμυνας.
Ο,τι με πολλούς κόπους τόσα χρόνια είχε ετοιμάσει πήγε διά μιας χαμένο. 
Πέρασαν σ΄ εχθρικά χέρια και τα όπλα , που είχε συγκεντρώσει. 
Κομιτατζής δεν ξαναπάτησε σ΄ εκείνα τα χωριά.

Είναι ακατανόητο πως το κομιτάτο δεν εφρόντισε να κινητοποίηση απ'άλλου μεγάλες δυνάμεις και να ξεκαθαρίση ευθύς την κατάστασι, πριν η αντεπανάστασις ριζώση.

 Δεν φαντάζονταν, φαίνεται, ότι τόσο τρομερό ελληνικό φρούριο θα ξεφύτρωνε εκεί πάνω. Περιωρίσθηκε να τιμωρήση τους σκληροτράχηλους χωρικούς την ώρα, που πήγαιναν στο παζάρι.
 Ατέλειωτες ενέδρες τους έστηναν οι κομιτατζήδες και αμέτρητα είναι τα θύματα, που οι Μοριχοβίτες έδωσαν. 
Οι φτωχοί άνθρωποι αναγκάσθηκαν ν ΄ άφήσουν το παζάρι του Περλεπέ, όπου διοικητικά ανήκαν (καζά του Περλεπέ). Πήγαιναν μονάχα στο Μοναστήρι να πωλήσουν την ξυλεία, τα τυριά, τα μαλλιά τους και να πάρουν τα χρειώδη τους και συχνά και όπλα . 
Αλλά το Μοναστήρι απείχε δέκα ολάκερες ώρες. 
Και κάθε ρεματιά, βράχος, κλαδί, γεφύρι, ήταν και μια παγίδα, κάθε σχεδόν πιθαμή κίνδυνος—θάνατος. 
Κάθε χωράφι επίσης το καλοκαίρι, σπαρμένο με σιτάρι η καλαμπόκια, έκρυβε και μια εχθρική ενέδρα.

 Για τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους  ένα  ταξείδι ως το παζάρι ισοδύναμούσε με αληθινή πορεία προς το μαρτύριο. Πήγαιναν να πωλήσουν και ν΄ αγοράσουν ολίγα φτωχά πράγματα και άφηναν στον δρόμο τα κόκκαλά των.

Στη γέφυρα του Έριγώνα (Τσέρνα), κοντά στο μοναστήρι του Τσέμπρεν,κατέσφαξαν οι κομιτατζήδες μία απ’ εκείνες τις μέρες 6-7 χωρικούς, που πήγαιναν για ξυλεία στην πόλι.
Αναγκάσθηκε ο Ζώης να πιάνη με τους λίγους άνδρες του και μερικούς ένοπλους χωρικούς τον δρόμο τις μέρες της εβδομαδιαίας αγοράς, για να τους προστατεύση.

Αλλ΄ απ΄ το ποτάμι έως το Μοναστήρι η απόστασις ήταν πολύ μεγαλύτερη και κινδυνωδέστερη. Γεμάτος «ακάνθας και τριβόλους» ήταν και αυτός ο κάμπος.

Οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει για την ασφάλεια των παζαριωτών τα συνειθισμένα  τους «καρακόλια» και στρατιωτικές περιπολίες. Δεν είδαν όμως  πολλή προστασία και προκοπή οι χωρικοί.
Έκαμναν το σταυρό τους και ξεκινούσαν με απάθεια, που έφθανε τα όρια της στωικότητας. Ο Θεός ήταν μεγάλος. Εφρόντιζαν μόνο να πηγαίνουν περισσότεροι μαζί, αν και όλοι άοπλοι, σαν να ήθελαν να επιμερισθή σε πολλούς η συμφορά. 
 Ύστερα από 2-3 χρόνια, όταν  αρκετά χωριά, που χρησίμευαν έως τότε ως κομιτατζήδικα ορμητήρια, ήλθαν μαζί μας, εξαφανίσθηκαν σχεδόν τελειωτικά οι κίνδυνοι.

Τέλη του 1905 εξώντωσαν οι δικοί μας κοντά στο Πετάλινο τον βοεβόδα Ντέμκο  κύριο οργανωτή των ενεδρών κατά των παζαριωτών. 
Στρατιωτική φρουρά υπήρχε μονάχα στην Σταραβίνα. 
Τ΄ άλλα χωριά, καθώς και τα αμέτρητα μανδριά, καλύβια, πριόνια, σκορπισμένα  όλα σε μεγάλες αποστάσεις στα βουνά η τα δάση, ήσαν ολότελα αφρούρητα και απροστάτευτα.
Ως τόσο δεν είχαν καθόλου θύματα όλον εκείνο τον χειμώνα.
 Οι κομιτατζήδες έμειναν μακρυά απ΄ την περιοχή, σαν να ένοιωθαν κάποιο σεβασμό η τρόμο προς το ιερό έδαφος της. 
Η φήμη είχε εικοσαπλασιάσει, φαίνεται, την δύναμι του Ζώη. Φαντάσθηκαν ίσως ότι ήσαν πάνοπλοι οι βοσκοί και πριονάδες και φρούρια τα μαντριά και τα καλύβια των, κι ας έκαμναν λιτανείες για ένα  παλιοτούφεκο οι φτωχοί άνθρωποι.

Αποδόθηκε επίσης η ελευθερία στα κεντήματα. Την χαιρέτησε μ’ ενθουσιασμό ο γυναικόκοσμος και ρίχθηκε με μεγαλύτερη τώρα ορμή στην καλλιτεχνία της κλωστής.
 Προσπάθησε μόνο ο Ζώης να σταματήση το κακό έθιμο του γάμου μικρών παιδιών με πληθωρικές γυναίκες. Ήταν η γυναίκα εργατικό κεφάλαιο τόσο σημαντικό και υπολογίσιμο, ώστε φρόντιζε ο πατέρας του γαμβρού να το αποκτήση το γρηγορώτερο και ο πατέρας της νύμφης να το χάση το βραδύτερο. 
Για αποζημίωσι έπαιρνε ο τελευταίος και κάμποσα χρήματα.



Το Μορίχοβο είναι ένα  απόμερο και τραχύ οροπέδιο στην βόρεια πλευρά του Καιμακτσαλάν, κάτω από την πολεμική εκκλησίτσα, που έστησαν οι Σέρβοι το 1919 από τουφέκια, κάνες, σύρματα και άλλα πολεμικά είδη σε μνήμη των νεκρών τους στην ψηλότερη κορυφή (2.500 περίπου μέτρα).
'Ορίζεται δυτικά με την βαθειά απότομη και χαώδη κοίτη του Τσέρνα (Έριγώνα), την περίφημη από τα ανακοινωθέντα του πρώτου ευρωπαικού πολέμου Boucle de la Tserna (καμπή της Τσέρνας).
Είναι πλούσιο σε βραχώδεις κορυφές και απόκρημνες ρεματιές και προπαντός σε πυκνά και απέραντα δάση από γιγαντιαία ολόισια πεύκα, έλατα και ελάχιστα δένδρα και οξυές.
Είχε επί πλέον πολλά στο δάσος νεροπρίονα, πολλά σαρακατσάνικα το καλοκαίρι κονάκια και αναρίθμητα χωριάτικα καλύβια, σκορπισμένα  σε χωράφια και βουνά και πλαγιές. Είχε δηλ. ό,τι χρειαζόταν για  ένα  ιδεώδες καταφύγιο και ορμητήριο κλεφτών και ανταρτών. 

Αλλ΄ είχε πάνω απ΄ όλα τους κατοίκους του.
Είναι όλοι σλαβόφωνοι.
Όλίγοι ήξεραν ελληνικά.
Ως τόσο είναι ζήτημα αν σ’ όλο τον υπόδουλο και ελεύθερο Ελληνισμό υπήρχαν τέτιοι Έλληνες.
Δεν είναι ολίγα τα παραδείγματα χωρικών, που τούς έβαζαν το μαχαίρι στο λαιμό οι κομιτατζήδες και τους έλεγαν  «Πέστε ότι δεν είστε Έλληνες  και σας χαρίζομε την ζωή». 
Και εκείνοι απαντούσαν βουλγάρικα  «Είμαστε Έλληνες !» 
Και εσφάζονταν.
Είχαν την παλιά παράδοσι, ότι κατάγονταν απ΄ τον Μωριά και γι΄ αυτό είχε πάρει ο τόπος του τ΄ όνομα Μορίχοβο.

Μεγάλοι και μικροί, άνδρες και γυναίκες, ημπορούσαν να σφαγούν, να κρεμασθούν, να κομματιασθούν, να γδαρθούν, μα λέξι προδοτική δεν τους έπαιρνες.
Δεν σημειώθηκε καμμιά ποτέ προδοσία.

 Γεώργιος Κονδύλης
Ο Γ. Κονδύλης, λοχίας τότε, επιχείρησε με τρεις άλλους κατ’ εντολή των αρχηγών και άξίωσι της επιτροπής να στραγγαλίση μ΄ ένα  σχοινί πάνω στο χιόνι μια γριά απ΄ την Σταραβίνα. 

Μα βρήκε περισσότερες δυσκολίες παρά στην κατάκτησι της αντιβασιλείας.
Η γριά ξαναζωντάνεψε και αποδείχθηκε ότι έπλενε τα ρούχα των Τούρκων αξιωματικών και τους επρόσφερνε και άλλες υπηρεσίες, μα όχι και πληροφορίες.

Το 1930, που περάσαμε απ΄ το σέρβικο έδαφος με δύο αυτοκίνητα απ΄ την Φλώρινα για τον εορτασμό της σερβικής εκκλησίας στην κορυφή του Καιμακτσαλάν, έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη την βουβή αγαλλίασι στα πρόσωπα γυναικών και παιδιών, μόλις κατάλαβαν ότι είμαστε Έλληνες .

Ακόμα το 1942 πήγε εκεί επιτροπή καθηγητών της Σόφιας να ιδή από κοντά το φαινόμενο ανθρώπων, που δεν ήξεραν ελληνικά, αλλά παρέμεναν αγύριστοι Έλληνες  ύστερα από σλαβική κατοχή και διοίκησι (σερβική και βουλγαρική) 30 όλων χρόνων.

Στα ελάχιστα χαρτιά, που βρέθηκαν στο σπίτι του Ζώη ύστερα από τον τραγικό θάνατό του, είναι και  ένας κατάλογος σε τριπλούν, που περιέχει τα ονόματα των σφαγιασμένων από κάθε χωριό μαρτύρων της ελληνικής ιδέας. Τον καταχωρούμε παρακάτω.
Ο Μακεδόνας επαναστάτης
Αθανάσιος Μπρούφας
(Παλαιοκρίμνι 1850 - Μορίχοβο 1896
То 1896 έδρασε και έπεσε στο Μορίχοβο ο καπεταν Μπρούφας, ένας γενναίος πραγματικά και σεμνός οπλαρχηγός από την περιφέρεια του Βοίου. Αφήκε στην Λάρισσα χήρα και ορφανά.
Η «Εθνική Εταιρεία», που τον έστειλε, τους έδωσε κάτι, όταν  διαλύθηκε κάτω από την γενική κατακραυγή του 1897. Έπειτα δεν γύρισε κανείς να τους κοιτάξη.

Παλαιότερα όλοι οι μεγάλοι κλέφτες είχαν εκτιμήσει επίσης τα προσόντα του Μοριχόβου.
Την εποχή, που άρχισε ο αγώνας, ήταν πασίγνωστο το λημέρι του Καταραχιά, ενός Σαρακατσάνου από την Ρούμελη, που άρχισε την σταδιοδρομία του κατά το 1880 ως αρχηγός ανταρτών και κατέληξε τρομερός καπετάνιος ληστών.

Ανήκε το Μορίχοβο στον καζά του Περλεπέ και είναι σήμερα τμήμα της «Λαικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Βαρδαρίου» της Γιουγκοσλαβίας, χωρίς να έχη καν ένα  δημοκρατικό δικαίωμα.

Ο Καπετάν Ρέμπελος
Την άνοιξι του 1905 έφθασε τέλος το πρώτο μεγάλο τακτικό από 40 περίπου άνδρες σώμα με αρχηγό τον Ρέμπελο, τον ανθυπολοχαγό δηλαδή Χρίστο Τσολακόπουλο, που απέθανε μέραρχος, αφού διακρίθηκε στους Βαλκανικούς και τον πρώτο Ευρωπαικό πόλεμο.

Το μεγαλύτερο μέρος του σώματος με τον αρχικό διοικητή του υπολοχαγό Καλομενόπουλο είχεν αιχμαλωτισθή από τον τουρκικό στρατό στην Μπελκαμένη (Δροσοπηγή) της Φλώρινας. Ο αγώνας τώρα άναψε παντού.

Είχαν έτσι την ευκαιρία να μάθουν οι Βούλγαροι πόσον ορθό και σοφό είναι το ρητό του Χριστού «πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται».

Ως τόσο κατώρθωσαν το καλοκαίρι οι κομιτατζήδες να συγκεντρώσουν με αυστηρή μυστικότητα τις συμμορίες και τις αυτοάμυνες και να επιπέσουν αιφνιδιαστικά κατά της Γραδέσνιτσας σε μέρα και ώρα που απούσιαζαν και το σώμα και οι περισσότεροι άνδρες του χωριού.
Η φτωχή πρωτεύουσα του Μοριχόβου έγινε σωρός από ερείπια.

Είκοσι σχεδόν από τους κατοίκους της εκρεουργήθηκαν.
Ο ηρωικός Παπαδημήτρης έμαρτύρησε.

Την στιγμή, που ο Βούλγαρος λειτουργός του Ύψίστου παπά Γκιούρος, από ένα  χωριό της Καρατζόβας, εβύθιζε στο λαιμό του μια λόγχη,
 ο Παπαδημήτρηςζητωκραύγαζε για την Ελλάδα και το Πατριαρχείον.
(Αναφορά Ελληνικού προξενείου Μοναστήρίου 623 της 16-7-1905).

Όπως αναγράφει η ίδια αναφορά δυο εβδομάδες αργότερα ο βοεβόδας Τράικος, αυτός που είχε ρεζιλευθή τον χειμώνα στην Γραδέσνιτσα, έπιασε στο Δομπρομίρι,  ένα  χωριό του κάμπου Μοναστηριού, τον παπά και 4 προκρίτους και «προ των οφθαλμών όλων των χωρικών, υποχρεωθέντων να προσέλθουν και παραστούν εις το θέαμα, εβασάνισε αυτούς επί δυο ώρας κατασπαράσσων ιδία χειρί δια της λόγχης τα στήθη αυτών».

Δεν πρόλαβε ο Ρέμπελος τους κομιτατζήδες υστέρα απ΄ τον αθλό τους στην Γραδέσνιτσα παρά μόνο την οπισθοφυλακή τους, που κι αυτή χάθηκε στον ωκεανό των δασών.
Μόνο οι Σαρακατσαναίοι των Καλυβιών Σουλτογιάννη τους κτύπησαν.
Ο Παναγιώτης Φιωτάκης
’Άλλη μια φάλαγγα βουλγαρική, που πήγαινε να κάψη το χωριουδάκι ΙΙετάλινο, την σταμάτησε  ένας υπαρχηγός του σώματος με λίγους άνδρες, ο Παναγιώτης Φιωτάκης.

Δεν καθόταν, εννοείται, και ο Ρέμπελος με σταυρωμένα  χέρια.

 Έκαψε δυο χωριά στην διεύθυνσι του Περλεπέ, το Πουτουρούς και Τσαρνίτσανι.
  
Πληγώθηκαν τότε βαριά στα πόδια από σφαίρες γκρα η μαρτίνι δυο Κρητικοί, οι Πεντεράκης και Δελάκης.

Οι φίλοι μας Τούρκοι του Παραλόβου τους έφεραν κρυφά στο Μοναστήρι, όπου ενοσηλεύθηκαν δυο σχεδόν χρόνια στο κοινοτικό νοσοκομείο. Επειδή δεν ήξεραν ούτε λέξι τουρκικά, βουλγαρικά η άλλη καμμιά τοπική γλώσσα, τους παρουσίασαν για Σαρακατσαναίους, που είχαν τραυματισθή απ΄ τους κομιτατζήδες τη μέρα που έκαψαν την Γραδέσνιτσα.
Η αστυνομία ήλθε, τους είδε, πήρε τις καταθέσεις των και έστειλε την σχετική έκθεση στους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Ήταν  ένα  νέο δείγμα του λυσσαλέου άλληλοφαγώματος των απίστων.

Με την επίθεσι αυτή ασχολείται και ο Ντραγκάνωφ (σελ. 255).
Στο πρώτο, γράφει, κάηκαν 14 σπίτια μ΄ ελάχιστα θύματα και στο Τσαρνίτσανι 10 σπίτια χωρίς καν ένα  θύμα απ’ τον πληθυσμό.
Για την πυρπόλησι της Γραδέσνιτσας, όπου πολύ περισσότερα σπίτια και άνθρωποι έγιναν στάκτη, δεν διαθέτει ούτε μια γραμμή.

Γενικά γράφει πολλά για τα επεισόδια του πολέμου στην περιοχή του Μοριχόβου.
 Τα παραμορφώνει συστηματικά όλα.
Ακόμα και επιθέσεις κομιτατζήδων κατά ελληνικών χωριών, όπως το Σκοτσιβίρ, τις μετατρέπει σε εγκλήματα Ελλήνων κατά Βουλγάρων! (σελ. 264).

Το φθνόπωρο αναχώρησε για την Αθήνα ο Ρέμπελος. Ήρθε μεταμφιεσμένος σε Τούρκο χωρικό στο Μοναστήρι και εταξείδεψε με το τραίνο στη Θεσσαλονίκη μεταμορφωμένος σε ειρηνικό ζωέμπορο.
Την 8ην Οκτωβρίου έπεσαν στο Πετάλινο σε συμπλοκή με τον στρατόν ο οπλαρχηγός Κρόμβας (άνθυπολοχαγός Μαρίνος Λιμπερόπουλος) και τέσσαρες οπλίτες, ο Αθαν. Μπινέκος απ’ το Μοναστήρι, ο Χρίστος Σουγαράκης απ’ το Ίβενι, που του είχαν θάψει ζωντανές την αδελφή και την μητέρα του οι κομιτατζήδες, και δυο Σαρακατσαναίοι.

Ο φοιτητής και οπλαρχηγός Ήλίας Φαρμάκης (Κούντουρας) απ΄ την Βλάστη κατώρθωσε να διαφυγή.
Τον Νοέμβριο έφθασαν με 10 άνδρες ο καθ ένας οι δυο νεαροί Κρητικοί οπλαρχηγοί, ο Γ. Σκαλίδης και ο Ευάγγελος Νικολούδης, που είχαν δράσει και με τον Μελά.
Ο Ζώης αναχώρησε πια να ξεκουρασθή δικαιωματικά στην Αθήνα.

Δεν μπορούσε άλλως τε να τα ταιριάξη ο μετρημένος αυτός άνθρωπος με τον παράφορο Σκαλίδην, που η παλληκαριά του έφθανε τα όρια της τρέλλας.

Ξαναγύρισε τον Οκτώβριο του 1906 με το σώμα του Βρόντα (ανθυπιλάρχου Βασιλ. Παπά) ως υπαρχηγός με τον ανθυπίλαρχο Φιλόλαον Πηχεώνα.
Στο ίδιο σώμα υπηρετούσε λοχίας τότε και ο Γεώργιος Κονδύλης, ο μετέπειτα αντιβασιλεύς.

Στο μεταξύ είχαν γίνει μεγάλα πράγματα στο Μορίχοβο.

Το «Κέντρον» του Μοναστηριού, οι απεσπασμένοι δηλ. στο προξενείο με διπλωματικά τρικαντό αξιωματικοί, που είχαν συνειθίσει με «την τυφλήν και απεριόριστον υποταγήν παντός κατωτέρου προς πάντα ανώτερον» και δεν μπορούσαν ν΄ ανεχθούν τις αταξίες των δύο νεαρών καπεταναίων, τους διέταξαν να φύγουν στην Ελλάδα.

 Τούς έκοψαν μάλιστα τον εφοδιασμό και την μισθοδοσία, το ένα  δηλ. εικοσάφραγκο τον μήνα, που ήταν για την τροφή, το πλύσιμο, το μπάλωμα κ.τ.λ. Ο Νικολούδης επειθάρχησε, για να πέση τον Μάιο στις γυμνές ράχες της Κέλλης.
Ο Σκαλίδης είπε
«Μια που μας διώχνουν, ας φύγουμε παιδιά κ΄ εμείς».
Έφυγε, άλλα τράβηξε προς το Μοναστήρι!

Πέρασε την Τσέρνα και με δύο γκάιντες μπροστά πήρε σβάρνα όλα τα χωριά του κάμπου και των ριζωμάτων, τα περισσότερα ερμαφρόδιτα και αρκετά βουλγαρικά, αφού μάλιστα ξέκαμε στο Ίβενι 16 χωρικούςγια εκδίκησι της μάνας και της αδελφής του Χρίστου και Πέτρου Σουγαράκη, που τις είχαν θάψει ζωντανές οι Βούλγαροι.

Κατάπληκτοι έβλεπαν οι άνθρωποι τα λεβεντόκορμα αυτά τρελλόπαιδα, φορτωμένα  ασημικά, κουρέλια και ψείρες, να γυρίζουν χειμώνα καιρό με γκάιντες και χορούς στον κάμπο και να προκαλούν μια στρατιά!
Λίγες μόλις εβδομάδες ενωρίτερα ο στρατός είχε εξοντώσει εκεί κοντά στο μοναστήρι του Παραλόβου την συμμορία του Σουγάρε από 24 κομιτατζήδες.

 Η ανήκουστη τόλμη από την μια μεριά, το δράμα του  Ίβενι από την άλλη και η γενική των πραγμάτων τροπή έφεραν κεραυνοβόλα αποτελέσματα.
 Έτρεξαν όλοι στο Μοναστήρι να υποβάλουν με τις καθιερωμένες διατυπώσεις την δήλωσι, ότι ήσαν «Ρούμ» και όχι «Μπουλγκάρ».

Ο Ντραγκάνωφ αναφέρει ότι εκείνη την εποχή αρκετά βουλγαρικά χωριά εκβιάσθηκαν απ΄ την ελληνική τρομοκρατία να προσχωρήσουν στην ελληνική παράταξι.

Το «Κέντρον», που έβλεπε τώρα ότι η τρέλλα αξίζει κάποτε πολύ περισσότερο από τη μεγαλύτερη σοφία, εσπευσε ν΄ άνακαλέση την αποκήρυξι, να του στείλη χρήματα, στολές, υποδήματα και να τον εξορκίση να γυρίση αμέσως στο Μορίχοβο, για να μη παν χαμένοι οι κόποι και οι καρποί.
 Ο Σκαλίδης ξεκίνησε καβάλλα.
Mα στο δρόμο χασομέρησε δύο μέρες, γιατί άκουσε πως ο βοεβόδας Τράικος ειπε ότι ο Σκαλίδης πήγε να τρυπώση απ’ τον φόβο του στα χωριά στα φουστάνια των γυναικών.
Έπιασε την ερωμένη του στο Ράπες και του παράγγειλε πως δεν θα την άφηνε, αν δεν ερχόταν ν΄ αναμέτρηση σαν άντρας μαζί του.
Αντί όμως  του Τράικου ήλθαν οι Τούρκοι.
Από βράχο σε βράχο κατώρθωσε να φθάση ως το ποτάμι.
Μα η Τσέρνα είχε γίνει απ΄ τα χιόνια που έλειωναν αδιάβατη.
Εμποδίσθηκαν από τ΄ αποσπάσματα οι χωρικοί του Μπρότ, που επιχείρησαν να πλησιάσουν με βάρκες. Έπεσαν όλοι οι άνδρες του σώματος, οι δέκα χωριανοί και συγγενείς του καπετάνιου και οι επτά Μοριχοβιτες.
Σχετική αναφορά του προξενείου Μοναστηριού αναγράφει  «Αφού εξηντλήθησαν τα φυσίγγια ο Γ. Σκαλίδης έθραυσε το όπλον.
Αφού εξήντλησε τα φυσίγγια του περιστρόφου, το έρριψε εις τον ποταμόν. Μεθ΄ ο ώρμησε κραδαίνων μάχαιραν κατά του τουρκικού στρατού».
Πολλά χρόνια έπειτα τραγουδούσαν στο Μοναστήρι, στο Μορίχοβο και σ'όλη την περιοχή το «Ύπεσχέθη (κάποτε και υπεσκέφθη) ο Σκαλίδης για να πάη στον Περλεπέ...».

Την επιχείρησι κατά του Σκαλίδη διηύθυνε ο λοχαγός τότε Ένβέρ και αργότερα Ενβέρ πασάς, Νταμάτ Έμβέρ πασάς κ.τ.λ.

Την άνοιξι είχε φθάσει ο Γεώργιος Βολάνης με 20 άνδρες.
Άλλους τόσους έχασε στην μάχη Στρεμπένου—Λεχόβου. Νεαρός και αγράμματος κι αυτός χωρικός από τους Λάκκους της Κρήτης, γενναίος όσο και ο Σκαλίδης, αλλά φρονιμώτερος, είχε σκορπίσει τον τρόμο στους Βουλγάρους και τον σεβασμό στους Τούρκους.
Εξ άνδρες του κοίτονταν πληγωμένοι στα χωριά, όταν ήλθε ο Βρόντας (ανθυπίλαρχος Βασ. Παπάς) με τον ανθυπίλαρχο Πηχεών, τον Αντώνιο Ζώη και τον Γεώργιο Κονδύλη.
Τούς είχαν κυκλώσει απαρατήρητοι οι Τούρκοι μια χαραυγή στη Μπέσιστα, μα αναγκάσθηκαν από το θράσος του ν΄ αποχωρήσουν ντροπιασμένοι. Εκείνες ακριβώς τις μέρες γύριζε από το Δομπρομίρι, όπου πήρε το αίμα του παπά και των τεσσάρων άλλων, που τους είχε λογχίσει την περασμένη χρονιά ο Τράικος.
Ο ηρωικός Καπετάν Γαρέφης.
Είχε φιλοξενηθή εξ άλλου στο Μορίχοβο για λίγο καιρό και ο ηρωικός και παρθενικός Κ. Γαρέφης, έως ότου μια μέρα του Αύγουστου προς την πλευρά της Καρατζόβας άρπαξε από τα μεγάλα του γένεια σε μία σαρακατσάνικη καλύβα τον βοεβόδα Καρατάσο και τον σκότωσε με το πιστόλι  του μαζί με τον συνάδελφό του Λούκα, λοχαγό του βουλγαρικού στρατού.
Πληγώθηκε δυστυχώς και ο ίδιος και πέθανε στην Γραδέσνιτσα.

Ο Βρόντας και ο Βολάνης χώρισαν το Μορίχοβο σε δυο βασίλεια.
Το ανατολικό με πρωτεύουσα την Γραδέσνιτσα πήρε ο Βολάνης, το άλλο με την Γρούνιστα ο Βρόντας.

 Ο στρατός, εννοείται, αγνοούσε και συχνά έσβυνε τα σύνορα. Εκείνο, που δεν μπόρεσε να χαλάση, ήταν η αδελφική συνεργασία των δύο αρχηγών.
Μιαν αυγή ο Βρόντας, εκεί που έβγαινε από την πρωτεύουσά του, άλλαξε κάμποσες τουφεκιές μ΄  ένα  στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Βολάνης τις άκουσε στην Γραδέσνιτσα και ορμάει αμέσως σε βοήθεια.

Συναντάει στο δρόμο  ένα  καραβάνι με σανίδια. Τα ξεφορτώνει, καβαλλικεύει τα μουλάρια, περνάει πάνω από την Σταράβινα, ο που εστάθμευε μία διλοχία και φθάνει καλπάζοντας στην Γρούνιστα.
Με κατάπληξι είδαμε στο χωριό, όπου ήμουν πληγωμένος, το αντάρτικο ιππικό.
Ο Μακεδονομάχος
Βασίλειος Παπάς ή
Βροντάς.
Ένας λόχος έφθασε το απόγευμα πίσω του από την Σταραβίνα. Ο Βολάνης άλλαξε μερικές τουφεκιές μαζί του και έφυγε στο βουνό. Έτρεξε τώρα με την σειρά του ο Βροντάς και ξανακτυπήθηκε με τον στρατό.

Τη μέρα της πρωτοχρονιάς εώρταζε ο Βροντάς (Βασίλης).

Τα δυο σώματα συγκεντρώθηκαν από το πρωί στην πλατεία της Γραδεσνίτσας.
 Ο Ζώης έσυρε πρώτος το χορό επάνω στο χιόνι, ενώ δυο γκάιντες κρατούσαν τον ρυθμό και πολλά κριάρια παραπέρα στριφογύριζαν στη φωτιά. Ξαφνικά ακούσθηκε η κραυγή «Τούρκοι, Τούρκοι». 
Αμέσως χορευτές, γκάιντες, κριάρια έγιναν όλα άφαντα. Ο στρατός εφυγε, ξαναήλθε, ξανάφυγε, με αποτέλεσμα να φύγουν και τα δυο σώματα έξω στα χιόνια και να εορτάσουν οι άνδρες την εορτή του αρχηγού θεονήστικοι και παγωμένοι.

Τα Φώτα βρέθηκαν τα δυο σώματα στη Μπέσιστα. Την αυγή τους ήλθε γι΄ αυτόκλητη επίσκεψη η φρουρά της Βιτολίστας.
 Τα σώματα κατάφεραν να πιάσουν  ένα  ύψωμα στεφανωμένο με γιγαντιαίους βράχους.
Άρχισε η συμπλοκή. Κατά το μεσημέρι οι Τούρκοι, που ήσαν κάτω στον ανοικτό κάμπο, τόβαλαν στα πόδια. Οι αντάρτες τους κυνήγησαν. Αλλ΄ ακούσθηκαν τουφεκιές απ΄ τα νώτα τους.
Ήταν η φρουρά της Σταραβίνας, που έφθανε με κυκλωτική κίνησι. Κι αυτήν όμως άλλοι την κύκλωσαν.
 Οι χωρικοί της Γραδεσνίτσας ξέθαψαν τα κρυμμένα  όπλα και έτρεξαν στο πεδίο της «μεγάλης μάχης». 
Οι αντάρτες οπωσδήποτε ξανάπιασαν το οχυρό τους.
Μερικοί Κρητικοί του Βολάνη, που έσερναν μαζί τους  ένα  αιχμάλωτο, όταν  είδαν σκοτωμένους τον γραμματικό τους Τζοτζόλη Βασίλειο, που είχε μάθει τα γράμματα στη φυλακή, και τον Κανδυλάκη, τον ξέκαμαν αμέσως με τα ασημωτά μαχαίρια τους, προτού προφθάσουν άλλοι να τους συγκρατήσουν.

—        Βρε παιδιά ! Βρε παιδιά ! Έτρεξε ο Ζώης, που έτυχε εκεί κοντά. Ξεχνάτε πως έχομε και χειμώνα;
—        Φοβάσαι μην κρυώση, καπεταν Άντώνη; ήταν η απάντησις.
Ο Ζώης εκούνησε το κεφάλι.

Ο Βροντάς έγινε έξω φρένων. 
«Δεν εχομε να κάνωμε με τακτικούς στρατιώτες» του είπε ο Κονδύλης.
Σκέφθηκαν να τον παραχώσουν τουλάχιστο, για να μη τον βρουν οι συνάδελφοί του.
Μα το μέρος ήταν βραχώδες και επρόβαλαν και άλλα στρατιωτικά τμήματα.
Τράβηξαν τα δυο σώματα για το καλοκαιρινό λημέρι του Βολάνη στο δάσος, που ήταν παλαιότερα και λημέρι του Καταραχιά.
Οι καλύβες από κλαδιά έστεκαν στη θέσι τους, μα γεμάτες χιόνια και πάγους.
Τις καθάρισαν με τα μαχαίρια και τα νύχια.
Μα σε 2—3 μέρες έφθασε το μήνυμα, ότι πλημμύρισε όλος ο τόπος στρατό.

Αγριεμένοι οι αξιωματικοί και στρατιώτες για την σφαγή του αιχμαλώτου απέκλεισαν τα χωριά και ερευνούσαν προσεκτικά κάθε μονοπάτι στα χιόνια.
Ο Ενβέρ διηύθυνε πάλι την επιχείρησι. Δεν υπήρχε άλλη σωτηρία παρά να φύγουν από το Μορίχοβο και όσο γρηγορώτερα τόσο καλύτερα.

—        Να γιατί σας μίλησα για τον χειμώνα, είπε ο Ζώης, με το πατρικό του ύφος στα Κρητικόπουλα, που είχαν μαχαιρώσει τον στρατιώτη. Τώρα μονάχα ο Θεός και η Καρατζόβα μπορούν να μας σώσουν.

Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Να διέσχιζαν το Μορίχοβο, να περνούσαν την Τσέρνα και να ζητούσαν καταφύγιο τόσοι άνδρες σε καν ένα  κουτσοχώρι του κάμπου, όπως επρότεινε κάποιος, θα ήταν καθαρή αυτοκτονία.

Η Καρατζόβα (Άλμωπία) ήταν πίσω από το όρος.
 Είχε και το σπουδαίο προσόν να υπάγεται στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης και οι πασάδες της δεν θα είχαν πιθανώτατα προσβληθή από την μανία και λύσσα των συναδέλφων των του Μοναστηριού. Συμβαίνει και άλλου ν΄ αποτελούν κάθε επαρχία και κάθε υπηρεσία χωριστό καπετανάτο και ανεξάρτητο βασίλειο.
Μεσάνυκτα αφήκαν οι αντάρτες το λημέρι του Βολάνη και του Καταραχιά και κατέβηκαν σ΄ ένα  πριόνι, όπου θάβρισκαν, όπως είχε συμφωνηθή, τρόφιμα. Το βρήκαν κλειστό και έρημο.
Πεινασμένοι, παγωμένοι πήραν τότε το ποτάμι και άρχισαν ώρες πολλές και ατέλειωτες να το ανεβαίνουν στους πάγους, στα παγωμένα  νερά και τις γυαλιστερές πέτρες, για να χαθούν τα ίχνη τους. Κάποτε βγήκαν στην στεριά, δηλ. στα χιόνια.

Ο Ζώης και ο Σουδίας, χωρικός αντάρτης από την Γραδέσνιτσα, βάδιζαν μπροστά.
Για δρόμο η έστω και το στενότερο μονοπάτι'ούτε λόγος να γίνη. Το χιόνι έφθανε τα δυο μέτρα και όλο ένα  ψήλωνε. Στην κορυφή φουρτούνα και σύννεφα σκέπαζαν και τα χιόνια. Ο προσανατολισμός σ΄ αυτό τον κατακλυσμό θα ήταν το όγδοο θαύμα. Μικρό λάθος εξ άλλου εσήμαινε ολική καταστροφή. Το μόνο καθαρό και σίγουρο χωριό ήταν το Μπάχοβο. 'Όλα τ άλλα τουρκικά, ανάμικτα η βουλγάρικα. ‘Οπουδήποτε άλλου κι αν ξέπεφταν ήσαν οριστικά και τελειωτικά καταδικασμένοι, αφού πίσω θα είχαν το βουνό, τα χιόνια και το πλημμυρισμένο Μορίχοβο και μπροστά τα τουρκοχώρια, τον κάμπο και τον τουρκικό στρατό. Άρχισαν ως τόσο να κατεβαίνουν.

Αν τους εύρισκε η νύχτα σε κείνο το ύπαιθρο, θα ήσαν πάλι χαμένοι. Περνούσαν χιόνια, βράχους, ρεματιές και ένα  άγρια και παρθένο δάσος, χωρίς να ξέρουν αν βάδιζαν προς την σωτηρία η την καταστροφή.
Κάποια στιγμή, που ένα  πεσμένο θεώρατο πεύκο έφραζε τον ανύπαρκτο δρόμο, ο Ζώης, βουτηγμένος στον ίδρωτα και το χιόνι, με κρούσταλλα πάγου στα γένεια και τα μουστάκια του, έσυρε το περίστροφο, για να τινάξη τα μυαλά του. 
Είχε την εντύπωσι, ότι είχαν πάρει λανθασμένο δρόμο και αυτός ήταν η αιτία του χαμού 60 όλων ανδρών. Κάποιος ευτυχώς τον κράτησε.

Το σούρουπο μέσα σιό σκοτεινό από τα κλαδιά και τα χιόνια δάσος ακούσθηκαν γαυγίσματα σκυλιών.
 Ήσαν Μπαχοβίτικοι! Έπεσαν απάνω ακριβώς σε τσομπάνικα καλύβια του Μπαχόβου.
Δυο ώρες πίσω και ψηλότερα καταυλίζονταν το σώμα του Μπαχοβίτου καπεταν Τσότσου από τον πατέρα του, τον θειο του και τρία έξαδέλφια του και τον γηραλέο καπεταν Ζαρκάδα, άλλοτε αντάρτη, άλλοτε λήσταρχο. Είχαν σωθή!

Εμειναν εκεί 40 σχεδόν μέρες μ΄ ένα μόνο μικρό διάλειμμα, που γύρισε στην Γραδέσνιτσα ο Βολάνης και έσπευσε ακόμα γρηγορώτερα να ξαναγυρίση πίσω.
 Η δουλειά τους ήταν να κόβουν ξύλα και να τα καιν στις ελάτινες καλύβες, καθώς και να εξοντώνουν τα ζωύφια, που το καθ ένα  ήταν και μια υδρα μ΄ εκατό κεφαλές.

Οι Μπαχοβιτες έφερναν το ψωμί στους ώμους των με νυκτερινές πορείες 6-7 ωρών επάνω σε χιόνια, πάγους, βράχους και γκρεμνούς και μέσα από χιονισμένα  πυκνά δάση, προάγγελοι του θρυλικού χωριού, που 40 χρόνια αργότερα εδημιούργησε τον εθνικό προμαχώνα, που λέγεται σήμερα Πρόμαχοι.

Παρ΄ όλη όμως  αυτή την ακινησία και πιθανώτατα εξ αιτίας της εσημειώθηκε εκεί πάνω και  ένα  στασιαστικό κίνημα.
Στο σώμα του Βρόντα υπηρετούσε και  ένας γίγας, ο Παναγιώτης Φιωτάκης, από την Κρήτη. Είχε ξανάρθει δύο άλλες φορές στο Μορίχοβο. Την δεύτερη φορά με δικό του σώμα από 40 άνδρες.
Αλλα του κατελόγισαν αποτυχία και προ παντός απροθυμία να βοηθήση τον Σκαλίδη την ώρα, που τον κτυπούσε ο στρατός απ΄ όλες τις μεριές στους μοιραίους βράχους της Τσέρνας.

 Και προτίμησε νάρθη απλός διμοιρίτης η οπλίτης στο Μορίχοβο με τον Βρόντα παρά να μείνη άεργος στην Κρήτη η την Αθήνα.

Πολύπειρος και πολυμήχανος, με την γνώσι του τόπου και των ανθρώπων, με το επιβλητικό παράστημα και την επιβλητικώτερη παλληκαριά του — στη μάχη της Μπέσιστας πυροβολούσε ολόρθος — έκαμε εντύπωσι στους άνδρες του Βρόντα.
 Αναγνώριζαν ίσως την αδικία, που του είχε γίνει.
 Και ένα  πρωί δηλώνουν ξαφνικά 17 του Βρόντα και ένας του Βολάνη, ότι δεν δέχονται και δεν θέλουν άλλον αρχηγό και καπετάνιο παρά μόνο τον Φιωτάκη!

Το αντάρτικο σώμα του Π. Φιωτάκη
Τούς μίλησαν ο Βρόντας, ο Πηχεών, ο Κονδύλης, μεσολάβησε πολλές φορές ο Ζώης, που όλοι εκτιμούσαν και εσέβονταν, τους απείλησαν και με σύγκρουσι.
Εκείνοι έμειναν αγύριστοι, αμετάπειστοι, αγριεμένοι.
Όταν ξαναγύρισαν τα δύο σώματα στο Μορίχοβο, ήλθαν κι αυτοί λίγο αργότερα και έστησαν το χωριστό στρατηγείο τους στην περιοχή της Γρούνιστας.

Τον Φεβρουάριο αναχώρησε ο Βολάνης με το σώμα του για τα σύνορα.
Από βραδύς έγινε κοινό τραπέζι των δύο σωμάτων και τρικούβερτο γλέντι.
Επάνω στο μεθύσι του ένας Αρβανίτης αντάρτης του Βρόντα, ο Βαγγέλης, ακουμπά ξαφνικά το πιστόλι του στο κεφάλι του Κονδύλη, που τον πείραζε, 
και τραβά δυο φορές την σκανδάλη. Έπαθε αφλογιστία ! Πήρε φωτιά την τρίτη φορά. Μα αργά πιά.
Πλήγωσε ελαφρά στο πόδι  έναν παρακαθήμενο αντάρτη.
Ήλπιζαν τώρα ο Φιωτάκης και οι αντάρτες του ότι ο αρχηγός και το Κέντρον θ’ αναγκάζονταν οπωσδήποτε να έλθουν σε συνεννόησι μαζί τους.
 Μα και εκείνοι έμειναν με τη σειρά τους αγύριστοι και αμετάπειστοι.
Αποκηρυγμένος και αποδιωγμένος τότε ο Φιωτάκης, όπως ο Σκαλίδης, χωρίς μισθό και εφόδια, εβάδισε αποφασιστικά στα ίχνη του Σκαλίδη.

ΙΙέρασε την Τσέρνα και χύθηκε στα χωριά του κάμπου. Τούς κύκλωσε ο στρατός κοντά στο μοναστήρι του Παραλόβου. Έπεσαν όλοι ως τον τελευταίο.
 Ο Φιωτάκης έσπασε το όπλο του και τίναξε με το πιστόλι τα μυαλά του, όπως ο Σκαλίδης.

Την ίδια εποχή σ’ άντιστάθμισμα δέχθηκαν ο Ζώης και ο Κονδύλης στο Σέλο-Μαναστίρ την προσχώρησι του Τσίτσου και Μπραγιάννη με 20 άνδρες, όλους από τα γειτονικά χωριά.

 Ο Τσίτσος ήταν από την Μπέσιστα, ο Μπραγιάννης από το Ζίχοβο.

Αποτελούσαν την βουλγαρική συμμορία, που είχε συγκρουσθή δύο φορές με τον Βολάνη. Έφρόντισαν από τότε να επανορθώσουν ό,τι κακό είχαν κάμει και έμειναν πιστοί ως το τέλος μαζί μας.

Τον Αύγουστο έφυγε και ο Βροντάς για κάτω, για την Θεσσαλία.
Καπετάν Γκούρας
Δημήτριος Παπαυγέρος
Ο Ζώης έμεινε με το καινούργιο σώμα του Γκούρα (υπολοχαγού ΙΊαπαυγέρου).
 Ήταν το στοιχειό του Μοριχόβου.

Μια μέρα ο Χιλμή πασάς είπε στον Έλληνα πρόξενο Θεσσαλονίκης Κοντογούρην, που πήγε να τον επισκεφθή
  
—        Έχω και κάτι, που ίσως σας ενδιαφέρει. Πήρα αυτή την στιγμή τηλεγράφημα από το Μοναστήρι ότι σκοτώθηκε ο Ζώης. Κρίμα. ΙΙοιός του φταίει; Γιατί ν΄ άφήση την ησυχία του και να πάη στα βουνά;

Ο Κοντογούρης εσιώπησε.
Κατάλαβε ότι ο πασάς είχε πάρει τον Ζώη του Μοριχόβου για τον Ζώη του προξενείου, τον στρατηγό δηλ.. Κάκκαβο, που υπηρετούσε τότε στο προξενείο Θεσσαλονίκης με τίτλο διπλωμάτη και ψευδώνυμο Ζώη.
Δεν είχε καν ένα  λόγο να βγάλη από το μυαλό του πασά την εντύπωσι, ότι ο Ζώης—Κάκκαβος δεν είχε παύσει να υπάρχη.

Λίγες όμως  μέρες αργότερα ο Χιλμή πασάς, για να διασκεδάση την θλίψι του Κοντογούρη, του ανακοίνωσε
«Πήρα νεώτερο τηλεγράφημα από το Μοναστήρι. Ο Ζώης ζη».

Εκείνη την εποχή ο Ζώης είχε κτυπήσει μια βουλγαρική συμμορία κάτω στον κάμπο κοντά στο Μπάτς.
Στις τουφεκιές όμως  έτρεξε  ένα  τουρκικό απόσπασμα, που έτυχε κοντά.
Οι κομιτατζήδες πρόλαβαν και ξέφυγαν, αφήνοντας  ένα  νεκρό.
Ο Ζώης είχε περιέλθει σε πολύ δύσκολη θέσι.
Κατά καλή τύχη περνούσε την ώρα αυτή από το χωριό ο Σωτήρης Σιμίντσας,  ένας λαμπρός πατριώτης από το Μοναστήρι, που πήγαινε καβάλλα ντυμένος τούρκικα να μεταφέρη μίαν επείγουσα διαταγή στο Μορίχοβο.

Οι στρατιώτες έπιασαν τον παράξενο αυτόν Τούρκο, που είχε το κουράγιο να περνά μόνος από μέρη, που τα έλυμαίνονταν «λησταντάρτες» (έσκιά) Έλληνες  (Γιουνάν) και Μπουλγκάρ, και τον έφεραν στον αξιωματικό τους. Βρέθηκαν ευτυχώς φίλοι. Μαζί κατέβαζαν κάθε βράδυ σ’ ένα  καφενείο πολλά εικοσιπεντάρικα ούζο. Ο αξιωματικός διέταξε αμέσως αποχώρησι του αποσπάσματος.
 Και παρουσίασε, φαίνεται, στην σχετική αναφορά τον σκοτωμένο κομιτατζή για τον Ζώη.
Τον Ιανουάριο 1908 αναχώρησε και ο Ζώης για την  Αθήνα.

Βρίσκονταν ακόμη εκεί, όταν  ξέσπασε η νεοτουρκική επανάσταση.
Έσπευσε ευθύς να γυρίση στην πατρίδα του.
Είχε φθάσει στο Μοναστήρι την ημέρα, που έκαμναν την θριαμβευτική τους είσοδο τα ελληνικά σώματα. Οι παλιοί του σύντροφοι, μόλις τον είδαν, θέλησαν να τον πάρουν μαζί τους. Ήταν ο παλαιότερος.
 Ο Ζώης όμως  προτίμησε να κρυφθή πίσω απ’ το ενθουσιασμένο πλήθος.

Ο νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος δεν βάσταξε και πολύ. Οι Τούρκοι γλύτωσαν μια και καλή με το «σύνταγμά» των από τις «μεταρρυθμίσεις», τους Εύρωπαίους «πράκτορας», την άσπονδο φιλίαν και ανοικονόμητη «προστασία των δύο εντολοδόχων Δυνάμεων» και τον άμεσο κίνδυνο του ακρωτηριασμού. Δεν απαλλάχθηκαν όμως  και από τον φανατισμό τους, θρησκευτικόν άλλοτε, εθνικιστικό τώρα.

Ο Ζώης φρόντιζε να παραμένη πάντοτε στη σκιά. Έκαμνε μόνο μερικές περιοδείες στα χωριά του Μοριχόβου, για να τα ενισχύη και τα τονώνη.

Το καλοκαίρι του 1909 έγινε ένα  παράξενο και πολύχρωμο συλλαλητήριο.

Συγκεντρώθηκαν κάτοικοι της πόλεως και μεγάλα πλήθη χωρικών με τ΄ άσπρα πουκάμισσα και τα παρδαλά ρούχα των να διαμαρτυρηθούν για την απόφασι της τουρκικής κυβερνήσέως και βουλής να δοθούν οι παλιές ελληνορθόδοξες εκκλησίες των χωριών στους σχισματικούς Βουλγάρους,όπου είχαν αυτοί κάποια πλειοψηφία.

Ώμίλησαν πολλοί ρήτορες, γιατροί, δικηγόροι, διδάσκαλοι, που διάβασαν τα χειρόγραφά τους και αυτοί μόνοι άκουσαν τη φωνή τους. Καλύτερος, ζωηρότερος, παραστατικώτερος και πολύ ρητορικώτερος ήταν  ένας απλοικός χωριάτης από τη Βελούσινα, που απλά και σταράτα, χωρίς χαρτιά και χειρόγραφα, ετόνισε στο βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα ότι τις εκκλησίες αυτές τις έκτισαν άνθρωποι τώρα πεθαμένοι με τον αποκλειστικό σκοπό να είναι ελληνικές και πατριαρχικές και ότι επομένως ούτε η τουρκική κυβέρνηση ούτε ο Τούρκος Σειχουλισλάμης δεν είχαν τυ δικαίωμα να τις διαθέσουν αλλού, πριν τουλάχιστο ξεσηκώσουν από τον τάφο τους νεκρούς και πάρουν την συγκατάθεσί τους.

Το πλήθος ενθουσιασμένο τότε διηυθύνθηκε στο Διοικητήριο με τη μεγαλύτερη τάξι και ησυχία, να επιδώση το σχετικό ψήφισμα.
Άλλα στο μέγαρο του βαλή πασά τους περίμενε αληθινή ενέδρα. Εκατοντάδες κρυμμένοι χωροφυλακές και στρατιώτες ώρμησαν ξαφνικά και με τα υποκόπανα κτυπούσαν αλύπητα κεφάλια και πλάτες.

Οι φτωχοί χωρικοί, που πρώτη φορά έβλεπαν συλλαλητήρια και εφόδους χωροφυλάκων, τάχασαν. Πολλοί κρημνίσθηκαν από την ψηλή όχθη κάτω στο ποτάμι, όπου έβλεπε κανείς να επιπλέουν στα νερά η να κυλιώνται στις λάσπες οι άσπρες και πολύχρωμες στολές τους.

 Ο Ζώης εβάδιζε επί κεφαλής Μοριχοβιτών. Ενας τσαούσης, που τον ήξευρε, ρίχθηκε επάνω του με κουστωδία χωροφυλάκων και τους υποκοπάνους υψωμένους. Ο Ζώης έκαμε δυό βήματα πίσω και έφερε το χέρι στο περίστροφο. Ο Θεός ξέρει τι θα επακολουθούσε, εάν έρριχνε. Ευτυχώς επενέβηκε  ένα ς μπέης, που τον ήξερε, και τον πήρε σ’ ένα  τούρκικο καφενείο.

'Ήσυχος, φρόνιμος ο Αντώνης, φρόντιζε πάντοτε να ζη στη σκιά.  ένα ς φίλος του όμως  Τούρκος ήλθε μια μέρα και του ανακοίνωσε εμπιστευτικά ότι το Νεοτουρκικό κομιτάτο, η ίδια δηλ. η επίσημη αρχή, είχε αποφασίσει να τον δολοφονήση, όπως το είχε κάμει με αστυνομικά όργανα και για τον φίλο του Παύλο Νεράντζη η καπετάν Πέρδικαν στη Σιάτιστα.

Το μακεδονικό κλίμα γινόταν πάλι βαρύ και όλο ένα  χειροτέρευε με το Κρητικό ζήτημα και τ’ ατελείωτα συλλαλητήρια, όπου οι Τούρκοι απειλούσαν ότι θα πήγαιναν στην Κρήτη και με τα υποδήματα. Θέλησε να ξαναγυρίση και να ξαναδράση στο πιστό του Μορίχοβο, μα δεν του το επέτρεψαν.
 Αναγκάσθηκε να φύγη στην Αμερική, για να μην είναι βάρος σε καν ένα .
Στον Νέο Κόσμο άρχισαν να καταφθάνουν σιγά σιγά παράξενες πληροφορίες. Οι 'Έλληνες και οι Βούλγαροι τάσιαζαν στη Μακεδονία. Το πράγμα ήταν απίστευτο, μα αληθινό.

Η ελληνοβουλγαρική προσέγγισις είχε ξεκινήσει και προχωρούσε κουτσά στραβά σ’ ένα  δρόμο «μετ’ εμποδίων», γεμάτο αγκάθια και παγίδες.
Οι κομιτατζήδες δεν ξεχνούσαν ολότελα την παλιά τους τέχνη και σκότωναν που και που καν ένα  'Έλληνα. К’ οι δικοί μας δεν έπεφταν πολύ κάτω. Υποβοηθούσαν όμως  την προσέγγισι εκείνοι ακριβώς, που κάθε λόγον και συμφέρον είχαν να την εμποδίσουν, οι Νεότουρκοι.
Είχε φθάσει τον Σεπτέμβριο του 1911 στο Μοναστήρι μ5 αρκετά τάγματα μεγαλοσώμων στρατιωτών του Έρζερούμ ο στρατηγός Σεφκέτ Τουργούτ πασάς, αφού αλώνισε την Αλβανία και ετσάκισε μίαν από τις ατέλειωτες επαναστάσεις της.

Την ημέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) οι ξένοι αυτοί στρατιώτες με αστυνομικούς επλημμύρισαν τους δρόμους και άρχισαν γραμμή συλλήψεις.

  Ο υποφαινόμενος κατέφυγε αμέσως στο σπίτι του Τούρκου γείτονα και φίλου, όπου έμαθε ότι είχαν ήδη συλληφθή πολλές εκατοντάδες Έλληνες και Βούλγαροι, μαζί μάλιστα με τον τότε μητροπολίτη Μοναστηριού και έπειτα Λήμνου Στέφανον.

Στο τούρκικο σπίτι ήλθε σε λίγο και ο μουχτάρης της συνοικίας,  ένα ς χονδρός με αντεριά και καλοκάγαθος άνθρωπος, ο Βάντσιος, και μου ανακοίνωσε ότι η αστυνομία ζητούσε και τον Γιώργη υιόν Χρίστου — οι Τούρκοι αγνοούσαν τότε τα επίθετα — και αν τα κατάφερνε να στείλη καν ένα ν άλλο στη θέσι μου στον Κόκκινο Στρατώνα, θα έβγαινα έξω, ειδεμή καλά ήμουν εκεί, όπου ευρισκόμουν.
Σε δυο ώρες ξαναγύρισε ο Βάντσιος και εζήτησε θριαμβευτικά τσιγάρο, καφέ και ρακί.
Ο Γεώργιος Χρίστου, δηλ. εγώ, είχε συλληφθή! Μπορούσα πια να βγω έξω και μάλιστα να επισκεφθώ τους κρατουμένους στον Κόκκινο Στρατώνα.
Ο αντικαταστάτης μου ήταν  ένας έμπορος εγκατεστημένος πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, που είχεν έλθει άρρωστος εκείνη τη χρονιά γι αλλαγή κλίματος, διπλάσιος μου τουλάχιστον στην ηλικία. Παρόμοια λάθη είχαν γίνει και άλλα αρκετά.

Οι Τούρκοι άρχισαν ν΄ απολύουν σιγά σιγά τους κρατουμένους.
 Εκράτησαν μόνον 60 περίπου δικούς μας, τους πιο «ύποπτους», και τους πέρασαν υστέρα από μερικές εβδομάδες από το στρατοδικείο. Μέσα σ΄ αυτούς ήταν και ο έμπορος της Θεσσαλονίκης, που άκουσε την κατηγορία, ότι ήταν φοιτητής του πανεπιστημίου του Γιουνάν (Ελλάδας), πρώην αντάρτης, θρασύς άρθρογράφος κ. τ. λ.

Όταν ο Ζώης είδε ότι τα πράγματα αγρίευαν, έσπευσε ν΄ αφήση την Αμερική. Βρέθηκε μ’  ένα  σώμα στο Βογατσικό την ημέρα, που ο πόλεμος ξέσπασε. Βάδισε μαζί με το σώμα του Στέφου έως την περιφέρεια Καστοριάς. Εκεί τον άφησε και τράβηξε για την περιοχή της Φλώρινας.

Στις 8 Όκτωβρίου κτύπησε την αστυνομική δύναμι της Κλεισούρας και την ανάγκασε να πάρη πόδι.
Λίγες μέρες αργότερα έδωσε άλλη σοβαρώτερη μάχη με τον τουρκικό στρατό κοντά πάλι στην Κλεισούρα.
Είχε μεσολαβήσει τότε το ατύχημα της Ε'μεραρχίας και η επανεμφάνιση των Τούρκων.
Ο Ζώης δεν παρασύρθηκε απ’ το γενικό ρεύμα φυγής προς νότον.

Μπήκε στην Φλώρινα, προτού φθάση ο στρατός, και έβαλε πρώτος την ελληνική σημαία. 
Μόλις ήλθε το στρατηγείο φώναξε, έτρεξε, τσίριξε, χάλασε κόσμο.

Στο τέλος επέτυχε  ένα  λόχο του 16ου συντάγματος και μαζί με το σώμα του έτρεξε στο αγαπημένο του Μορίχοβο, που το είχαν λησμονήσει και οι Σέρβοι.
 Εγκατέστησε την ελληνική κυριαρχία σ3 όλη την ορεινή έκτασι, που έφθανε ως το Βέρσκο, στα πρόθυρα του Περλεπέ.

Οι Σέρβοι βρέθηκαν μπροστά σε αιφνιδιαστικό τετελεσμένο γεγονός. Στα χαρτιά του υπήρχε και  ένα  γράμμα υπολοχαγού, που του έγραφε ότι δεν μπορούσε να «καταλάβη», όπως του ζητούσε, και το Μάκοβο στο ξάνοιγμα του κάμπου Μοναστηριού, γιατί δεν είχε δύναμι κ.τ.λ.
  
Τα ηρωικά και μαρτυρικά χωριά του Μοριχόβου έμειναν ελληνικά όλο τον χειμώνα και την άνοιξι ως το θέρος του 1913.

 Στην Βιτόλιστα, έδρα του τάγματος, υπηρέτησε οδηγός  ένας απ’ τους οπλίτες του Ζώη, ο Πέτρος Σουγαράκης απ΄ το ’Ίβενι, της οικογενείας, που είχε εξοντωθή από Βουλγάρους και Τούρκους.

Με την οριστική χάραξι των ελληνοσερβικών συνόρων παραχωρήθηκαν στην Σερβία σ’ αντάλλαγμα άλλων χωριών, που είχαν προλάβει να καταλάβουν οι Σέρβοι στον κάμπο της Φλώρινας κοντά στην πόλι.
Διαμαρτυρήθηκαν οι χωρικοί, έστειλαν τηλεγραφήματα και ψηφίσματα, κατέβηκαν με μαύρες σημαίες ως την Φλώρινα. Πήγαν δυστυχώς όλα χαμένα . Οι κυβερνήσεις και η διπλωματία δεν έχουν ευαίσθητο αυτί.

Πικραμένος και αηδιασμένος ο Ζώης αποσύρθηκε στη Φλώρινα. Με τον μακεδονομάχο επίσης Πέτρον Χατζητάση άνοιξαν  ένα  καλό εμπορικό κατάστημα.

 Ήλθαν όμως  το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι, έπειτα οι Γάλλοι, οι Ρώσοι, οι Σέρβοι και όλες οι φυλές.
Το κατάστημα λεηλατήθηκε και έγινε θρύψαλα.
Αυτοί έφυγαν στην Αθήνα.
Έζησε από τότε με τον ταπεινό μισθό του δημοτικού παιδονόμου και μια ασήμαντη σύνταξι.
Μακεδονομάχος
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΖΩΗΣ.
Και τον Απρίλιο του 1941, σαν είδε τα γερμανικά ταγκς να κατακλύζουν τον τόπο και φαντάσθηκε πως όλα πια είχαν χαθή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα στο Φλάμπουρο, σαν να φοβήθηκε μήπως χάση τον φτωχό του μισθό.

 Σ΄ όλη την Γαλλία στην τραγική κατάρρευσι της βρέθηκε μονάχα  ένας Γάλλος και αυτός γέρος απόστρατος στρατηγός, που έκαμε την ίδια μεγάλη χειρονομία.




Τουρκοκρατούμενη Θράκη. Η καθημερινή ζωή των χριστιανών κατοίκων της Θρά­κης στα μέσα του 19ου αιώνα.

$
0
0


Η Φιλιππούπολη
Κωνσταντίνου Α. Βακαλόπουλου
Ιστορία του Βόρειου ελληνισμού
Θ Ρ Α Κ Η

Ο πρώτος Έλληνας υποπρόξενος στην Αδριανούπολη, ο Ιωσήφ Βαρότσης,αναφέρεται αναλυτικά στις εκθέσεις του, αρκετά πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, στις τουρκικές διώξεις, οι οποίες στόχευαν το ελληνικό στοιχείο της Θράκης
αλλά ακόμη και τους Έλληνες υπηκόους που ζούσαν εκεί. 

Στο επίκεντρο της διπλωματικής δράστηριότητάς του στην πο­λυεθνικήΑδριανούπολη, που θεωρούνταν ακόμη στα 1835 η δεύτερη σε σπουδαιότητα πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά την Κωνστα­ντινούπολη, ο Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος ανίχνευε με διορατι­κότητα και οξύνοια τις πρόσφατες επιπτώσεις του ρωσοτουρκικού πολέ­μου (1828 - 1829) στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, αλλά και τον αντίκτυπο της εισαγωγής των προδρομικών μέτρων του Τανζιμάτ για την βελτίωση της θέσης του χριστιανικού στοιχείου στην οθωμανική αυτο­κρατορία. 


Αυστηρά προσκολλημένοι στις παραδόσεις, πεισματάρηδες, προληπτικοί και οπισθοδρομικοί, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Θράκης καταφέρονταν κατά του μεταρρυθμιστή σουλτάνου Μαχμούτ Β' (1808 - 1839) και τον θεωρούσαν υπεύθυνο όχι μόνο για τα οδυνηρά αποτελέ­σματα (για την τουρκική πλευρά) της συνθήκης της Αδριανουπόλεως (1829), αλλά και για την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων και την προβλεπόμενη ισονομία και ισοπολιτεία όλων των υπηκόων της οθωμα­νικής αυτοκρατορίας.


Στην πράξη όμως το Τανζιμάτ χειροτέρευσε αισθητά το καθεστώς των χριστιανικών αγροτικών πληθυσμών της Θράκης, αφού επέτεινε την αθλιότητα των χωρικών, αύξησε την φορολογική καταπίεση και επιδεί­νωσε αισθητά την λειτουργία της διοικητικής οργάνωσης

Ήδη από τον Αύγουστο του 1837, δύο μόλις χρόνια πριν από την επισημοποίηση των πρώτων μεταρρυθμίσεων του Γκιουλχανέ Χάττι - Σερίφ, καταργήθηκαν τα πολυάριθμα πασαλίκια της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και ενσωματώθηκαν σε πέντε μεγάλες διοικητικές μονάδες, τα «feriks», της Αδριανουπόλεως, του Βερατίου, του Βελιγραδιού, του Μοναστηριού και της Θεσσαλονί­κης, μέτρο, που διάρκεσε όμως για μικρό χρονικό διάστημα.

Οι συνεχείς διοικητικές μεταβολές και ανακατατάξεις, οι οποίες προέρχονταν από τις επίσημες αποφάσεις των Οθωμανών αξιωματούχων της Πύλης, προκαλούσαν αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες των χριστιανών κατοίκων της Ευρωπαϊ­κής Τουρκίας εφόσον τις περισσότερες φορές θίγονταν τα οικονομικά και τα προσωπικά συμφέροντά τους.

Η κεντρική εξουσία ήταν αδύνατο να ελέγχει την κατάσταση από την Κωνσταντινούπολη και να γνωρίζει τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις κατά τόπους περιφέρειες και οι οποίες διαγράφονταν πολύ συχνά εντελώς διαφορετικές από το περιεχό­μενο των σουλτανικών αποφάσεων. Οι φόροι γίνονταν συνεχώς βαρύτε­ροι και οι Θρακιώτες βρίσκονταν στο έλεος των κατά τόπους διοικητών, ενώ η ληστρική δραστηριότητα έπαιρνε (ιδιαίτερα σε περιόδους πολεμι­κών συγκρούσεων και αναστατώσεων) τεράστιες διαστάσεις προκαλώ- ντας το δέος του χριστιανικού στοιχείου.


Αληθινή μάστιγα για το χριστιανικό στοιχείο της Θράκης αποτελούσε ο φόρος της υποτιθέμενης περιουσίας, ο οποίος ήταν βασισμένος σε αόριστα κριτήρια, η καταβολή του κεφαλικού φόρου και η διαιώνιση της αγγαρείας.

Δεν ήταν όμως μόνο οι φόροι του «έπνιγαν» κυριολεκτικά τους χριστιανικούς πληθυσμούς του θρακικού χώρου.
Η διαφθορά των Τούρ­κων μπέηδων και γενικότερα των διοικητικών οργάνων, οι οποίοι αρνούνταν να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης καθώς και οι καταπιέσεις που ασκούσαν σε βάρος των χριστιανών κατοίκων (βίαιοι εξισλαμισμοί,μεροληπτική απονομή της δικαιοσύνης), επιδείνωναν τις συνθήκες διαβίωσης του χριστιανικού στοιχείου της Θράκης.

Το φαινό­μενο του βίαιου εξισλαμισμού και της αλλαξοπιστίας διογκωνόταν επι­κίνδυνα στις περιοχές Φιλιππουπόλεως,
Αδριανουπόλεως,
Καλλιπόλεως,
Αγχιάλου,
Βάρνας,
Κεσσάνης και
Διδυμοτείχου.


Ένας ογκώδης αριθμός των ελληνικών και των ευρωπαϊκών προξενικών εκθέσεων της εποχής εκείνης αναφέρεται σε πάμπολλες περιπτώσεις χριστιανών νέων, οι οποίοι αναγκάζονταν κάτω από τις περιστάσεις ν’ ασπασθούν την μου­σουλμανική θρησκεία,για ν’ απαλλαγούν από τα δεινά τους, που προκαλούνταν από την διαιώνιση της διαφθοράς των Τούρκων μπέηδων και από τις δομές του διοικητικού συστήματος.
Συγκλονιστική υπήρξε η περί­πτωση μιας νεαρής Ελληνίδας Φιλιππουπολίτισας, της Ελένης, η οποία είχε ζητήσει ν’ αλλαξοπιστήσει κάτω από την άσκηση ψυχολογικής βίας.
Αλλά η απόφασή της εκείνη δημιούργησε τον Απρίλιο του 1868 γενική αναταραχή στους κόλπους της ελληνικής και της μουσουλμανικής κοινότητας Φιλιππουπόλεως.

Φανατικοί ουλεμάδες και σοφτάδες ξε
χύθηκαν στις αρχές Μαΐου (1868)στους δρόμους της Φιλιππουπόλεως,για να διαμαρτυρηθούν για τις παρεμβάσεις τηςελληνικής κοινότητας προκαλώντας τετελεσμένα γεγονότα, αλλά, μπροστά στο ενδεχόμενο πρό­κλησης σοβαρών επεισοδίων, ο διοικητής της πόλης εξαναγκάσθηκε να συλλάβει ορισμένους θερμόαιμους και να διαλύσει το πλήθος.

Οι χριστιανοί κάτοικοι της Θράκης, ιδιαίτερα των περιοχών Αδριανουπόλεως και Βάρνας, έσπευδαν συχνά να ζητήσουν την παρέμβαση των διπλωματικών εκπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων, κυρίως των Άγγλων και των Γάλλων, οι οποίοι προσπαθούσαν επανειλημμένα να μεσολαβή­σουν στις κατά τόπους τουρκικές αρχές για την απελευθέρωση χριστια­νών σκλάβων, να παρεμποδίσουν περιπτώσεις βίαιων εξισλαμισμών και να ζητήσουν την κατάπαυση των βιαιοπραγιών και των ληστρικών επι­δρομών.

Παρά τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις τους στις ντόπιες τουρκι­κές αρχές, οι Τούρκοι διοικητές επικαλούνταν μόνιμα τις ισχνές στρατι­ωτικές και αστυνομικές δυνάμεις που είχαν στην διάθεσή τους, για ν’ αντιμετωπίζουν την κατάσταση.

Έτσι π.χ. ο Αρίφ πασάς, διοικητής της Βάρνας, ισχυριζόταν τον Σεπτέμβριο του 1853 ότι διατηρούσε μόνο 75 ζαπτιέδες, δύναμη, που προοριζόταν για την μεταφορά διαταγών στα γύ­ρω χωριά, για την αποστολή μηνυμάτων και για την εξεύρεση τροφής για τον τουρκικό στρατό.
Ωστόσο ο προκάτοχός του, Ζεϊνέλ πασάς, είχε κρατήσει στην διάθεσή του τους δικούς του ζαπτιέδες, οι οποίοι έβλα­πταν σημαντικά τα συμφέροντα των χριστιανών κατοίκων.
Σε ανάλογες ενέργειες πρόβαιναν οι Ευρωπαίοι πρόξενοι της Θράκης και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης στα συστημένα στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα πλημμελειοδικεία και εμποροδικεία, στα οποία συμμετείχαν και εκπρό­σωποι του χριστιανικού και του μουσουλμανικού στοιχείου.
Συχνά επενέβαιναν στις ντόπιες τουρκικές αρχές, για να επιλύουν τις διαφορές μου­σουλμάνων και χριστιανών, που αφορούσαν κυρίως ζητήματα αστικού δικαίου, συντόνιζαν τις ενέργειές τους για την αυστηρή εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων (Τανζιμάτ) της Πύλης και γενικότερα κατέβα­λαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για την καλυτέρευση των συνθηκών δια­βίωσης του χριστιανικού στοιχείου, για την αποτροπή των βίαιων εξισλαμισμώνκαθώς και των απαγωγών νέων από ντόπιους μπέηδες, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές και στα μικρότερα αστικά κέντρα, όπου υπήρχαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί.

Δεν έλειψαν βέβαια και στην Θρά­κη, όπως και σε άλλες επαρχίες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, οι φωτεινές εξαιρέσεις λιγοστών Τούρκων διοικητών μεταρρυθμιστών, οι οποίοι, συνεργαζόμενοι αρμονικά με τους Ευρωπαίους διπλωματικούς εκπροσώ­πους, συνέβαλαν στην δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών των χριστιανών κατοίκων και στην αποτελεσματικότερη απόδοση των μεταρρυθμιστικών μέτρων της Πύλης.

Η συντριπτική ωστόσο πλειοψηφία της διοικητικής γραφειοκρατίας συγκροτούνταν από ανίκανα και διεφθαρμένα στελέχη.

 Η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στα μέσα του 19ου αιώνα
είχε σοβαρό αντίκτυπο σε ολόκληρο τον υπόδουλο ελλαδικό χώρο.


Στην Θράκη εκδηλώθηκε με την σκλήρυνση της τουρκικής στάσης απέ­ναντι στο ελληνικό στοιχείο.

Η Πύλη έστελνε αυστηρές εντολές στους διοικητές των επαρχιών να παρακολουθούν τα ταξίδια των Ελλήνων υπη­κόων και να ελέγχουν τις κινήσεις τους.
Ιδιαίτερα εχθρική υπήρξε η στάση του Ταχήρ πασά της Αδριανουπόλεως και του Εάντ αγά της Φιλιππουπόλεως, που διαπιστώθηκε όχι μόνο με την δίωξη του ντόπιου ελληνικού στοιχείου, αλλά και με την συνεχή απέλαση Ελλήνων υπηκό­ων.

Από σκληρή μέχρι απάνθρωπη μπορεί να χαρακτηρισθεί η συμπερι­φορά του Εάντ αγά της Φιλιππουπόλεως και απέναντι των βουλγαρικών αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι πιέζονταν κατάφωρα από τις συνεχείς αυθαιρεσίες του.
Η ανθελληνική στάση του πυροδοτούσε την τουρκική μισαλλοδοξία και προκαλούσε συνεχώς την κορύφωση του μουσουλμα­νικού φανατισμού.

Αυτό έγινε ολοφάνερο τον Φεβρουάριο του 1846, όταν καταστράφηκε από φωτιά το τζαμί Μεβλούτ Χανί της Φιλιππουπόλεως.

Η μουσουλμανική μισαλλοδοξία εκτονώθηκε με τον εμπρησμό πολλών ελληνικών σπιτιών της Φιλιππουπόλεως.
Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι το
1/4 της πόλης έγινε παρανάλωμα της φωτιάς,η οποία κατάστρεψε ολοσχερώς 140 σπίτια, 4 χάνια και 600 εργαστήρια αμπατζήδων.

Από την αναταραχή που δημιουργήθηκε, επωφελήθηκαν πολυάριθμες ληστρικές ομάδες, για να επιδοθούν στο πλιάτσικο, από το οποίο δεν γλίτωσε ούτε το ελληνικό σχολείο Φιλιππουπόλεως και η πλούσια βιβλιοθήκη του.
Γενικότερα η συμπεριφορά του Τούρκου διοικητή είχε προκαλέσει τις αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες του χριστιανικού στοιχείου.

Η μεγάλη διάρκεια της πολιτικής ρευστότητας που χαρακτηρίζει την εσωτερική κατάσταση στην οθωμανική αυτοκρατορία στα μέσα του 19ου αιώνα και η οποία επισκιάζεται και από την αλβανική εξέγερση του 1843, την διόγκωση του ληστρικού φαινομένου, την ανεπάρκεια της στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και την συνεχή επαγρύπνηση της Πύλης απέναντι σε ενδεχόμενες ρωσικές ενέργειες, επηρέαζε αναπόφευκτα το χριστιανικό στοιχείο της Θράκης και δημιουργούσε μια τεταμένη κατάσταση στην γεωγραφική αυτή περιοχή.

Στις θρακικές επαρχίες της
Φιλιππουπόλεως, της
Κεσσάνης, της
Ραιδεστού, των
Σαράντα Εκκλησιών και του
Διδυμοτείχου,
κορυφωνόταν η ληστρική δραστηριότητα και εντείνονταν η καταδυνάστευσητων χριστιανικών πληθυσμών,η βαριά φορολογία και οι αδιάκοπες μετακινήσεις των τουρκικών στρατιωτικών μονάδων, που σκοπό είχαν να καταστείλουν πιθανές στασιαστικές κινή­σεις στους κόλπους του τουρκικού στρατού, αλλά συχνά εκτρέπονταν σε βιαιοπραγίες σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών.


Στα 1848 - 1850 η κατάσταση στην Θράκη είχε χειροτερεύσει αισθητά καθώς μεταφερόταν ο αντίκτυπος των ευρωπαϊκών εξεγέρσεων του 1848 στον οθωμανικό χώ­ρο.
Την ίδια εποχή άρχισαν οι στρατιωτικές προετοιμασίες της Πύλης για το ενδεχόμενο μιας ρωσοτουρκικής πολεμικής αντιπαράθεσης.
Πο­λυάριθμοι νεοσύλλεκτοι στρατολογούνταν με συνέπεια να επιδεινώνεται το πολιτικό καθεστώς του χριστιανικού στοιχείου της Θράκης.

Ενδεικτι­κό είναι και το παρακάτω απόσπασμα από σχετική έκθεση του Έλληνα υποπρόξενου Αδριανουπόλεως I. Βαρότση, που είναι γραμμένη στις 2 Μαρτίου του 1849:
«Αν και καθ ’ όλην την Επαρχίαν επικρατεί άκρα ησυχία, τα πνεύματα όμως των κατοίκων όλων των Χριστιανών και Οθωμανών εισίν πλήρη φόβον, ως να επαπειλούτο άμεσος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας πόλε­μος».

Η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των χριστιανών κατοίκων της Θράκης υποχρέωνε συχνά την κεντρική εξουσία να εναλλάσσει τους κατά τόπους διοικητές, για να πετύχει θετικότερα αποτελέσματα και να καταπραΰνει τα οξυμμένα πνεύματα των κατοίκων.

Σχεδόν κάθε διοικητι­κή μεταβολή αναπτέρωνε το ηθικό των ραγιάδων, αλλά η απογοήτευση ερχόταν πολύ σύντομα.
Μια φωτεινή εξαίρεση στο χάος της κακοδιοίκη­σης και της αναρχίας που κυριαρχούσε στην Θράκη, αποτέλεσε η πα­ρουσία του Χαϊρεδδίν πασάστην Αδριανούπολη, τον Ιούνιο του 1850, ο οποίος πήρε μέτρα για την καταπολέμηση της ληστείας, βελτίωσε την γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στο βιλαέτι Αδριανουπόλεως και ελάφρυνε το φορολογικό καθεστώς του χριστιανικού πληθυσμού.

Βαθμιαία η κατάσταση μεταστράφηκε, ιδιαίτερα στις παραμονές και κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853 - 1856), γεγονός, που είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις στο πολιτικό πεδίο, λόγω της διόγκωσης της ληστρικής δραστηριότητας και των επιδρομών των Τούρκων λιποτα­κτών, και στο οικονομικό πεδίο, λόγω της διακοπής των εμπορικών συ­ναλλαγών από τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές μετακινήσεις και επι­στρατεύσεις.

Η κατάσταση χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου.


Τότε διογκώθηκε όχι μόνο η ληστρική δράση, αλλά κορυφώθηκε και ο μουσουλμανικός φανατισμός σε ολόκλη­ρη την Θράκη.
Συχνά απειλούνταν το χριστιανικό στοιχείο των σπουδαιό­τερων θρακικών αστικών κέντρων με σφαγές και λεηλασίες.

Καθημερινό φαινόμενο ήταν οι σφαγές, οι εξισλαμισμοί και οι βιαιοπραγίες σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών.

Ιων Δραγούμης: "Τα Τετράδια του Ίλιντεν". Η κατάσταση στο Καζά Νευροκοπίου μετά την εξέγερση του Ίλιντεν-Illinden(1903)

$
0
0


Ίων Δραγούμης
 Ίωνος Δραγούμη
"Τα Τετράδια του Ίλιντεν"

από τις εκδόσεις Πετσίβα

[Έν Σέρραις] 28 Νοεμβρίου [1903]

Αγαπητέ μπαμπά

’Έλαβον τό βιβλίον του Barres ώς καί τά αντίτυπα του Υπομνήματος, δι ά ευχαριστώ.
Περί τής περιοδείας μου εγραψά τινα εις την μαμάν. 

Τό Νεβροκόπον είναι έτι άνθηρόν τήν αγοράν όλην έχομεν οί Έλληνες άκολουθούμενοι (κατά δεύ­τερον λόγον) υπό των Τούρκων.
Ο Μητροπολίτης των σχισματικών άπηγόρευσε πρό τινων μηνών τοις χωρικοίς νά αγοραζίοσιν από τών ημετερων αλλ, η αυθαιρεσία αύτη κατελύθη υπό τής εμπορικής άνάγκης.


Μωρίς Μπαρρές
Auguste-Maurice Barrès
(1862-1923)
'Η κοινότης Νεβροκόπου είναι όμως μεμονωμενη έν μέσω Βουλγαρικών καί Τουρκικών πληθυσμών. 

Ή εκκλησιαστική περιφέρεια Νεβροκόπου περι­λαμβάνει μόνον τάς εξής έλληνικας κοινότητας πλήν τής πολεως:
Ζίρνοβον
Στάρτσιστα,

Τσερέσοβον.

Ό σχισματικός Μητροπολίτης, συνεννοούμενος με­τά του Καϊμακάμη όν διηνεκώς γλυκαίνει διά χρημάτων, πράττει και διαπράττει ό,τι θέλει.

 Ανέπτυξα εις τόν Καϊμακάμην τό θέμα περί του κινδύνου της έπικρατήσεως των Σλαύων εν τω κρατεί 
 και εκείνος απεκρίνατο ότι υπάρχουσι δυνάμεις άντιπράττουσαι εις τήν Ρωσίαν,

 δηλαδή έλεγε:
« Άφες με νά τρώγω χρήματα
 διότι δεν εξαρτάται απ’ εμού 
η υπαρξις

του κράτους».

Καί είναι Αλβανός καί ευφυέστατος.

Boris Sarafov, Борис Сарафов
Τό Μελένικον έξέπεσε πολύ και δια την καταδίωξιν ήν απο εικοσαετίας πε­ρίπου πάσχει υπό τών βουλγάρων ληστών μή παυσάντων ποτέ νά λυμαίνωνται τήν παραμεθόριον ζώνην, καί διά τό εκτάκτως βαρυ τών φορών έπι τών σταφυλών καί τών οίνων άτινα είναι τά μόνα του Μελενίκου πρόιοντα.

Πολλοί μεταναστεύουσι καί πολλοί πένονται. 
Ivan Tsonchev
Иван Стефанов Цончев

Τώ 1894 ό Σαράφωφ εισελθών μετά συμμορίας εις Μελένικον νυκτωρ επυρπόλησε την τουρκικών συνοι­κίαν έξακολουθούσι δέ νά έπιβουλεύωνται τό Μελένικον οι βουλγαροι.

Τόν πα­ρελθόντα Σεπτέμβριον με τα 250 περίπου βουλγάρων ό στρατηγός Ζόντσεφ, ο Δόντσοςκαί ό Σαντάνσκης έσκόπουν νά επιτεθώσι κατα τής πολεως αλλ εγκαίρως άνεκαλύφθησαν εν τω χωρίω Περίν και συγκρουσθέντες προς τον στρατόν έφυγον προτροπάδην.


Έν Μοναστηρίω αί μαθήτριαι, καί ή διδασκάλισσα τού Βουλγαρικού παρ­θεναγωγείου
 είχον ράψει σημαίαν έπαναστατικήν 
έφ’ ης είχον κεντήσει προς τοίς άλλοις καί 
τά ονόματα ένδεκα πόλεων τής Μακεδονίας, 
ελληνικών, 
άς προτίθεντο νά καταλάβωσι καί καταστρέψωσι. 

Yane Sandanski, Яне Сандански
Τών πόλεωντούτων μια ήτο καί τό Μελένικον. 

Έπί τής σημαίας δ’ ήτο έπικεκεντημένον καί του Κρουσοόβου τό ονομα.

'Υπέδειξα τώ 'Υπουργείω τήν άνάγκην ένισχύσεως τού Μελενίκου διά τής προαγωγής, τής κατασκευής καί του έμπορίου του οίνου υπότροφός τις ήδυνατο νά σταλή υπό τής Κυβερνήσεως εις 'Ελλάδα καί Γαλλίαν πρός εκμάθησιν τής τέχνης.

Οι δέ οίνοι του Μελενίκου τεχνικώτερον παρασκευαζόμενοι δύνανται νά πωλώνται καί εις ξένας χώρας. 
Ό λευκός είναι εξαίσιος, ό μέλας ελαφρός, γωρίς πολλήν τανίνην καί όλως διάφορος του τής Νιαουστης οστις αδύνατον νά πωληθή εις τό έξωτερικόν.

Ή κοινότης Πετριτσίουεύρίσκεται είσέτι έν βρασμώ, δηλαδή οι ελληνό­φωνόι μετά τών βλάχων καί τών βουλγαροφώνων δεν άπετέλεσαν έτι όμοειδή μάζαν, θά προήγετο ταχέως εάν υπήρχεν ησυχία εν τώ τόπω. 
Η πεδιας εκεί­νη είναι εύφορωτάτη.

Έν Πετριτσίω οικονομικώς οι τούρκοι δεσπόζουσι άλλα παρακολουθούνται υπό τών ήμετέρων.
Ή κοινότης Σιδηροκάστρου (ώς μετωνόμασα το Δεμίρ Ισσάρ) ευρίσκετο καί πρό τής πυρκαϊάς έν μαρασμώ. 
Ή πυρκάια κατέστρεψε σχεδόν αυτήν. 
Άλλ’ οί τά πάντα άπολέσαντες γίνονται έπιχειρηματικώτεροι, είμεθα δ’ ελαστικοί οί Έλληνες.
Φοβούμαι μόνον μή μεταναστεύσουσι οί πενόμενοι καί τότε οί βούλγαροι θά είσορμήσωσιν,
ένώ μέχρι τούδε ούδε τρεις οικογένειαι βουλγάρωνύπάρχουσιν έν Σιδηροκάστρω.

Ή "Επίκουρος τών Μακε­δονίαν"φιλάργυρος κυρία, άς άνοιξη τό βαλάντιον αυτής.

Κεντηθήτω ο θείος Μ[άρκος] καί θείος Βικέλας καί εί τις άλλος.

Έγραψα ήδη καί έγώ καί τό Ύπουργεΐον φαίνεται πρόθυμον νά δώση χρήματα- άλλά θελω ικανα. Εζη- τησα τουλάχιστον 500 λίρας όθωμανικάς ώς βοηθήματα διά τούς ένδεεις άπομείναντας, παροχήν δ’ έπί τόκω δανείων έκ τών χρημάτων τής Επι­κούρου", όπως οί παθόντες δυνηθώσι ν’ άρξωνται άμεσως τών έργων αυτών.

Διατί δέν υπάρχει Τράπεζα Ελληνική, Εθνική, έν Μακεδονία; ώ Πεσμαζόγλου!

αλλά κυρίως ώ Κυβέρνησις!

 Καταγίνομαι νά συνάξω υπογραφάς επι εγγράφου πρός τόν Πεσμαζόγλου δι’ ου θά λέγηται ότι ή ίδρυσις υποκατα­στημάτων τής Τραπέζης αύτού έν Μακεδονία θέλει άποφέρη αύτώ κέρδη ανυπολόγιστα, καί ουδεμίαν ζημίαν.
Τό έθνικόν κέρδος παρασιωπώμεν, διότι ό II [εσμαζόγλου] δέν φιλοδοξεί τόν τίτλον εθνικού ευεργέτου. 
Και άλλας κοι­νότητας (Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Μοναστήριον) θά κεντήσω ίνα συντάξωσι καί υπογράψωσι τοιαύτα έγγραφα.
[Ίων]

Ελληνική Μακεδονική Γή: Βισαλτία-Νιγρίτα και η συμβολή της στο Μακεδονικό Αγώνα.

$
0
0
Του Πασχάλη Β. Αγγελόπολου

Η ιστορία της περιοχής


Στη Νιγρίτα και την επαρχία της σε όλη την περίοδο μετά το σχίσμα της Βουλγαρικής Εκκλησίας και της απελευθερώσεως (1912) δεν βρέθηκε κάτοικος που να αποδέχθηκε το σχίσμα.

Ο στρατός του Βουλκώφ αντιμετώπισε έναν συμπαγή πληθυσμό με ακμαιότατο ελληνικό φρόνημα που οι ρίζες του χάνονται βαθειά στην αρχαιότητα προ του 5ου αι. π.Χ.

Οι σημερινοί κάτοικοι της επαρχίας Βισαλτίας δεν διαφέρουν από τους κατοίκους της αρχαίας,κατοικούν στον ίδιο χώρο ή κοντά σε ερείπια που μαρτυρούν περασμένες πολιτείες, χαλάσματα που δηλώνουν με την παρουσία τους ότι σε κάποια περασμένη εποχή υπήρξαν πολυάνθρωπα πολίσματα. 

Σε κάθε σημερινό χωριό ή πολύ κοντά σ’ αυτό βλέπει κανείς εμφανή τα ίχνη του αρχαίου οικισμού του.
Ο καθημερινός βίος των σημερινών κατοίκων της επαρχίας Νιγρίτας εμφανίζει πλούσια τα στοιχεία της αρχαίας λαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς: τραγούδια, χοροί και έθιμα αποτελούν μια συνέχεια, αλλά το κυριότερο, η γλώσσα που ομιλείται και γράφεται σήμερα είναι η ίδια με αυτή του Αντιφά- νους, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες ανάγκες επικοινωνίας.

Τα σημερινά σύνορα της επαρχίας είναι τα ίδια σχεδόν όρια με την αρχαία Βισαλτία, εκτός μιας μικρής περιοχής, δυτικά και πίσω από το βουνό Βερτίσκος, που περιλαμβάνει τα χωριά Αρέθουσα, Βρασνά και Στεφανινά που υπάγονται διοικητικώς στην επαρχία Λαγκαδά, θρησκευτικά όμως συνεχίζουν να υπάγονται στη Μητρόπολη Σερρών, όπως στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία.

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η Βισαλτία ανήκε στο θέμα της Θεσσαλονίκης και αποτελούσε το καπετανίκιο Στρυμόνος.
Κατά την τουρκοκρατία ονομάζεται επαρχία Νιγρίτης και ανήκει στο σαντζάκιο Σερρών.
 Ο εκπρόσωπος του Μητροπολίτη Σερρών στην επαρχία της Νιγρίτας έχει έδρα την Νικόκλεια και από εκεί ως ιερατικός προϊστάμενος παρακολουθεί τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά πράγματα της επαρχίας.

Εξεταζομένη ιστορικώς η επαρχία της Βισαλτίας από τον 5ο π.Χ. αι. παρουσιάζει τρεις περιόδους.

Η πρώτη, κλασική, από τον 5ο αι. π.Χ.
 Η δεύτερη περίοδος, η βυζαντινή, με μια παρένθεση της ρωμαϊκής περιόδου
και η τρίτη της τουρκοκρατίας (1383-1912). 

Κάθε περίοδος έχει και τη δική της ιστορία, η κλασική όμως θεωρείται ως η πλέον ενδιαφέρουσα.

Από την αρχαία Βισαλτία είναι γνωστές 11 πόλεις:

 Άργιλος, Βρέα, Όσσα, Καλλίτερες, Βισαλτία, Ορέσκεια, Τίντος, Τράγιλος, Ευπορία, Βέργη και Αρωλος, το χωριό Κερδύλλιο και το πόλισμα Βένδια.

Αργότερα αναφέρονται και 4 σταθμοί του δευτερεύοντος δρόμου Αμφίπολη - Ηράκλεια Σιντικής που είναι η Ευπορία, η Τρίνλος, το Γκράερο που ταυτίζεται με το Παλαιόκαστρο της Τερπνής και η Αρασών.
 Περιγράφονται παρακάτω οι θέσεις των πόλεων στο Βισαλτικό χώρο :

ΑΡΓΙΛΟΣ. Τη θέση της πόλης ορίζουν με σχετική ακρίβεια ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Βρίσκεται στη δυτική παραλία του Στρυμονικού κόλπου, όχι πολύ μακριά από την Αμφίπολη και τον Στρυμόνα (Ηρόδοτος, βιβλίο 7,115).

ΚΕΡΔΥΛΛΙΟ. Το Κερδΰλλιο ήταν χωριό των Αργιλίων, το οποίο, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, βρισκόταν κοντά στην Αμφίπολη, σε θέση υψηλή, απ’ όπου ο Βρασίδας έλεγχε την περιοχή της Αμφίπολης. Ταυτίζεται κατά τον Μαργαρίτη Δήμιτσα με τα Άνω Κερδύλλια .

ΒΡΕΑ. Η Βρέα, κατ’ εξοχήν βισαλτική πόλη ταυτίζεται με το σημερινό χωριό Βρασνά, όπου σώζεται αρχαίος πύργος και όπου βρέθηκε το ιδρυτικό ψήφισμα της κληρουχίας.

ΟΣΣΑ και ΚΑΛΛΙΤΕΡΕΣ. Την Όσσα οι περισσότεροι ερευνητές την τοποθετούν κοντά στον Σωχό, όπου σώζονται αρχαία ερείπια που μαρτυρούν ότι στη θέση αυτή υπήρξε αρχαία πόλη. Για τη δεύτερη πόλη, τις Καλλίτερες δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις για τη θέση της.

ΒΙΣΑΛΤΙΑ. Η Βισαλτία, πρωτεύουσα της Βισαλτικής Χώρας, φαίνεται ότι έδωσε και έλαβε το όνομά της από τον ποταμό Βισάλτη που τη διέρρεε ή περνούσε δίπλα της. Έτσι, αν θεωρήσουμε βέβαιο το γεγονός ότι ο ποταμός αυτός πρέπει να ήταν ο πιο μεγάλος και γνωστός στη Βισαλτία, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη την άποψη του Μαργαρίτη Δήμιτσα, ο οποίος σημειώνει στο Α'μέρος της Χωρογραφίας του (σελ. 170):
«Και τέλος η Βισάλτης λαμβάνων την πηγήν εκ του Βερτίσκου εκβάλλει εις τον Στρυμόνα, ένθα ούτος εξέρχεται της Κερκινίτιδος». Επίσης στο δεύτερο μέρος της Τοπογραφίας του (σελ. 502) γράφει: «Η Βισαλτία έχουσα εν μέσω τον Βισάλτην ποταμόν, πηγάζοντα εκ του Βερτίσκου, έλαβε το όνομα εκ Βισάλτου υιού του Ηλίου και της Γης, εξ ου υποδηλούται ότι και οι Βισάλται, ως οι λοιποί Έλληνες, ελάτρευον τούς αυτούς θεούς τον Ήλιον και την Γην» .
 Από τα ανωτέρω αναφερόμενα μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση της πρωτεύουσας των Βισαλτών μεταξύ Καστρίου και Ευκαρπίας.

ΟΡΕΣΚΕΙΑ και ΤΙΝΤΟΣ. Η ύπαρξη των δύο αυτών πόλεων μαρτυρείται από διάφορα νομίσματα που φέρουν αντίστοιχα τις επιγραφές ΟΡΕΣΚΙΟΝ και ΤΥΝΤΕΝΟΝΗ. Η θέση της πρώτης δεν είναι απίθανο να ταυτισθεί με το σημερινό ομώνυμο χωριό, όπου και μαρτυρούνται ευρήματα αρχαίας πόλης. Όσο αφορά τη δεύτερη πόλη, Τίντος, θα πρέπει να την τοποθετήσουμε στο σημερινό χωριό Τζίντζος ή Σιτοχώρι, όπου, από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, μαρτυρείται η ύπαρξη του οικισμού.

ΒΕΝΑΙΑ. Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τον προσδιορισμό της θέσης της, που πρέπει να ήταν κοντά στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα.

ΤΡΑΓΙΛΟΣ. Θα πρέπει να ήταν η ίδια με την πόλη Τράιλο που είναι γνωστή από ασημένια και χάλκινα νομίσματα, καθώς επίσης και από φορολογικούς καταλόγους της Αττικοδηλιακής συμμαχίας. Η θέση της Τραγίλου τοποθετείται δυτικά του Αηδονοχωρίου 1-2 χιλ., όπου υπήρχε και ρωμαϊκός σταθμός.

ΓΚΡΑΕΡΟ. Ήταν ο αμέσως επόμενος σταθμός των Ρωμαίων μετά την Τράιλο. Τη θέση του Γκράερο θα πρέπει να την αναζητήσουμε σε απόσταση 17 ρωμαϊκών μιλίων, δηλαδή περίπου 25 χιλ. από την Τρίνλο. Με την απόσταση αυτή συμφωνεί η τοποθεσία Παλιόκαστρο, όπου σώζονται ερείπια πόλεως των αρχαίων ρωμαϊκών χρόνων. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται 5 χιλ. ΝΔ της σημερινής Τερπνής και περιλαμβάνει τρεις λόφους στο νότιο μέρος ενός από αυτούς ανακαλύφθηκε από αρχαιοκάπηλους αρχαία νεκρόπολη στην οποία ανοίχτηκαν πάνω από 30 τάφοι. Για την ίδια περιοχή ο Δ. Σαμσάρης γράφει στα Μακεδονικά, ετήσιο περιοδικό της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (τόμ. 20ός, έτος 1980, σ. 1-8):
«Τον Αύγουστο 1979 κατά τη διάρκεια επιγραφικής έρευνας στην κοιλάδα του Στρυμόνα είχα την τύχη να βρω στην Τερπνή Νιγρίτας μια ενδιαφέρουσα ενεπίγραφη στήλη πεταμένη στην αυλή του Στ. Σταμούλη. Την είχε βρει πρόσφατα ο ίδιος στην τοποθεσία Παλαιόκαστρο, 5 χιλ. ΝΔ της Τερπνής καθώς όργωνε το χωράφι του. Τη στήλη αυτή κατόπιν ενεργειών μου την μετέφερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών.

Στο Παλιόκαστρο Τερπνής πριν από αρκετά χρόνια είχαμε εντοπίσει ίχνη αρχαίου τειχισμένου οικισμού. Εδώ μάλιστα είχαμε τοποθετήσει τον ρωμαϊκό σταθμό Γκράερο.

Ανάμεσα πάλι στο Παλιόκαστρο και την Τερπνή βρέθηκε ο γνωστός μακεδονικός τάφος, στον οποίο, σύμφωνα με τις επιγραφές στους τοίχους, είχαν ταφεί δύο αδέλφια, ο Διοσκουρίδης Απολλοδώρου και ο Ιππώναξ Απολλοδώρου, μέλη οικογένειας που ανήκε στην τοπική αριστοκρατία. Τέλος στην Τερπνή είχε βρεθεί κατά τον α'παγκόσμιο πόλεμο και μια άλλη επιγραφή.

Το κείμενο της στήλης που βρέθηκε στην αυλή του Σταμούλη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τοπογραφική και ιστορική έρευνα. Πρώτα μας πληροφορεί για την οικιστική βαθμίδα του αρχαίου οικισμού που βρισκόταν στο Παλιόκαστρο της Τερπνής, μα και άλλες πληροφορίες μας δίνει η στήλη πάρα πολύ χρήσιμες για τους ειδικούς αρχαιολόγους».

ΒΕΡΓΗ. Η Βέργη ή Βέργα ήταν πολύ γνωστή στην αρχαιότητα ως πατρίδα του κωμικού ποιητή Αντιφάνους. Η πόλη είναι γνωστή, εκτός από τους αρχαίους συγγραφείς, και από τους φορολογικούς καταλόγους της Αττικοδηλιακής συμμαχίας. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, η Βέργη βρισκόταν μεσογειακά, κοντά στον Στρυμόνα και σε απόσταση 200 περίπου σταδίων από την Αμφίπολη , γεγονός για το οποίο οι νεώτεροι ερευνητές δεν έχουν λόγο να αμφιβάλλουν.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν προηγμένο πολιτισμό και αθηναϊκή επίδραση στην τέχνη, αφού η Βέργη είχε στενές επαφές με την Αθήνα ως μέλος της Αττικοδηλιακής συμμαχίας. Έτσι, με βεβαιότητα μπορεί να τοποθετήσει κανείς τη Βέργη στην τοποθεσία μεταξύ των σημερινών χωριών Θερμά, Σιτοχώρι και Λαγκάδι. Σ’ αυτήν τη θέση θα πρέπει οι ειδικοί αρχαιολόγοι ν’ αναζητήσουν τη Βέργη, όπου πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως νομίσματα, κυκλοφορούν μεταξύ αρχαιοκαπήλων.

ΕΥΠΟΡΙΑ. Ανάμεσα στις βισαλτικές πόλεις αναφέρεται και η Ευπορία που κτίστηκε από τον Αλέξανδρο και ονομάστηκε Ευπορία για «το εύπορον» της περιοχής. Η πόλη πρέπει να τοποθετηθεί κοντά στο σημερινό χωριό Ευκαρπία.

ΑΡΩΛΟΣ. Πιθανή θέση της Αρώλου είναι η τοποθεσία μεταξύ Βέργης και Τερπνής 4 χιλ. νότια από το σημερινό χωριό Νικόκλεια, στο λόφο Ισάρ .
Εκτός από τις παραπάνω πόλεις, που αναφέρθηκαν, έχουν εντοπισθεί ερείπια αρχαίων κάστρων και πολισμάτων με άγνωστα ονόματα κοντά στα παρακάτω σημερινά χωριά: Ευκαρπία, Ζερβοχώρι, Τριάδα, Λιθότοπος, Θέρμα, Στρυμονικό και Ασπροβάλτα .

Τη χώρα της Βισαλτίας διέσχιζε οδική αρτηρία που ξεκινούσε από την Αμφίπολη και κατέληγε στην Ηράκλεια Σιντικής. Πάνω σ’ αυτήν οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν τη δευτερεύουσα οδική αρτηρία της Εγνατίας οδού. Την ύπαρξη της δευτερεύουσας αυτής οδικής αρτηρίας επιβεβαιώνει και μια ρωμαϊκή γέφυρα έξω από το χωριό της Νιγρίτας, το Σιτοχώρι.

Ο δρόμος αυτός, συνολικού μήκους 52 ρωμαϊκών μιλίων, ύστερα από την έξοδό του από την Αμφίπολη περνούσε τον Στρυμόνα από τη βόρεια γέφυρα και από εκεί στρε¬φόταν προς βορρά και περνώντας από τα χωριά Αηδονοχώρι - Δάφνη - Ζερβοχώρι - Σιτοχώρι - Νιγρίτα - Νικόκλεια - Τερπνή - Στρυμονικό - Λιθότοπο, παρέκαμπτε τη λίμνη Κερκίνης από το νότιο μέρος, περνούσε τον Στρυμόνα από τη σημερινή Ηράκλεια (Τζουμαγιά) και κατέληγε στην Ηράκλεια Σιντικής (το σημερινό Σιδηρόκαστρο) .

Στη διαδρομή αυτή πρώτος σταθμός, όπως προανέφερα, ήταν η Ευπορία, επόμενος η Τρίνλος, τρίτος σταθμός το Γκράερο, ύστερα απ’ αυτόν η Αρασών και τέλος μετά από 17 μίλια κατέληγε ο ταξιδιώτης στην Ηράκλεια Σιντικής.
Μέσα από τη συνοπτική αυτή περιγραφή προσπάθησα να παρουσιάσω μια εικόνα της χώρας της αρχαίας Βισαλτίας που άνθισε οικονομικά και πολιτιστικά ως την κατάλυση του μακεδονικού κράτους.
 Ύστερα από πολλές διαιρέσεις του μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους φθάνουμε στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, οπότε αρχίζει η δεύτερη περίοδος, η περίοδος δηλ. της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η Βισαλτία, η Βέργη  το Αρωλο μαζί με όλες τις άλλες πόλεις που υπήρχαν μεταξύ των ποταμών Πηνειού και Νέστου υπάγονταν στη διοίκηση της Μακεδονίας Πρώτης που διοικούνταν από ύπατο. Στον 11ο αι. έχουμε και νέα διοικητική διαίρεση, οπότε η Βισαλτία ανήκε στο θέμα της Θεσσαλονίκης και αναφερόταν ως κατεπανίκιο Στρυμόνος.

 Εκτείνεται από τη δυτική όχθη του ομώνυμου ποταμού και τη λίμνη Αχινού δυτικά προς Νιγρίτα και νότια προς Στεφανινά.
Τα Στεφανινά αποτελούσαν ιδιαίτερη αρχοντεία: τα όρια πάντως του κατεπανικίου Στρυμόνος είναι περίπου τα ίδια με τα όρια της σημερινής επαρχίας Νιγρίτας.

Περιλαμβάνει δώδεκα χωριά που υπάρχουν και σήμερα και άλλα 15 που δεν σώζονται. Κατά την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας η περιοχή της Νιγρίτας γνωρίζει και πάλι οικονομική και πνευματική άνθιση.
 Ιερείς διδάσκουν την ελληνική γλώσσα, άνδρες μορφωμένοι καλλιεργούν το φρόνημα του λαού, διδάσκουν την ιστορία τους και έτσι οι Βισάλτες γνωρίζουν πολύ καλά την καταγωγή τους, γνωρίζουν τους προγόνους τους και όταν πλέον καταλύεται η βυζαντινή αυτοκρατορία από τους Τούρκους, κατά τη διάρκεια  της τουρκοκρατίας κανείς Νιγριτινός δεν εξισλαμίζεται, όπως έγινε σε πολλές περιοχές της σκλαβωμένης Ελλάδας.

Συνεχίζουν το βίο τους καλλιεργώντας τη γη τους και μαθαίνοντας γράμματα. Έτσι από το χρονικό του παπα Συναδινού και στο στίχο 18 Β πληροφορούμεθα :

«Εν ,ζρκδ' (χρονολογία 1616) εγίνει Αρχιερεύς εις τας Σέρρας ο κυρ Τιμόθεος ο καθηγούμενος του Τιμίου Προδρόμου εκ χώρας Νεγρίτα.
Και με το να μην έχει άσπρα εχρεώθην ως υ... χιλιάδες. Και με το να αλλαχτούν δύο και τρεις βολές οι βασιλείς εις τον καιρόν του, διά τα μπεράτια (προνόμια) πολλά άσπρα εξώδιασεν [δεν φτάνει που ο Τιμόθεος δεν είχε άλλα άσπρα αλλά και για κακή του τύχη είχε και τρεις αλλαγές Σουλτάνων και για κάθε αλλαγή Σουλτάνου έπρεπε και νέα πληρωμή άσπρων να κάνει προς τον καινούργιον Σουλτάνο για το προνόμιό του να είναι Μητροπολίτης Σερρών] και ήτον πάσα ημέρα εις μεγάλην στεναχώριαν και από το πικρόν του έπεσεν εις ασθένειαν και ήτο κλινήρης πάσαν ημέραν από την ποδαλγίαν και έκαμαν ρόζους τα δάκτυλά του [προφανώς έπασχε από παραμορφωτική αρθρίτιδα], Και τα τόσα, θυμητικό δεν είχεν και τους ιερείς ηγάπαν και ήτον άνθρωπος μακρύς, λιγνός, κιτρινογένης, εύμορφος, γλυκόλογος.
Και αρχιεράτευσεν χρόνους θ και μήνας ζ και εκοιμήθην εν Κυρίω».

Διασταυρώνοντας την πληροφορία του παπα Συναδινού με τις πληροφορίες που δίνει ο Π. Παπαγεωργίου, ο οποίος μελέτησε τον κώδικα της Μητροπόλεως Σερρών προ του 1913 διαπιστώνουμε: ο κώδικας καταγράφει τους Μητροπολίτες που αρχιεράτευσαν στη Μητρόπολη Σερρών από το 1603 ως το 1892 .

Στον πίνακα των Μητροπολιτών ο Τιμόθεος είναι τρίτος. Μητροπολίτης Σερρών έγινε το 1617.

Η Νιγρίτα γράφεται χωρίς το N (Ιγρίτα), έχει 2.300 χριστιανούς κατοίκους, κανένα Τούρκο, μαζί δε με τη Σίρπα, η οποία έχει 1.150 κατοίκους συγκεντρώνει πληθυσμό 3.450, ήσαν όλοι χριστιανοί. Η Τζερπίστα έχει 1.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 650 είναι χριστιανοί και 350 Τούρκοι.

Στο παρελθόν αρκετοί προσπάθησαν να ετυμολογήσουν το όνομα «Νιγρίτα», όμως η προσπάθειά τους οδηγήθηκε σε εικασίες και μόνον.

Για παράδειγμα, γράφηκε ότι το όνομα παράγεται
 1) από το όνομα μεγαλοκτηνοτρόφου Νιγρίτα (πότε όμως;),
 2) από κάποιο Νιγηριανό υφαντουργό (τοποθετούν και τη θέση του υφαντουργείου)!!! από το νίγκρο, νέγκρο κλπ.,
3) από το Νέοι Αγροί,
4) από το όνομα Βέργη, Βεργίτα, Νιβεργίτα, Νιγρίτακλπ. και τέλος ύστερα από 1.200 χρόνια βυζαντινής κυριαρχίας ακούστηκε το ρωμαϊκό «Νέγκρου».

Όλα τα παραπάνω σίγουρα εκφράζουν προβληματισμό, αλλά η αλήθεια θα πρέπει να είναι πιο πειστική.

 Η άποψή μου είναι ότι το Νιγρίτα είναι σύνθετη τουρκική λέξη που παράγεται από τις λέξεις: Egri-Igri = καμπύλη, καμπύλος, λοξός κλπ. και Tas = πλατύστομο κύπελλο: Egri (Igri) + Tas = (Ν) Ιγρίτας, με την προσθήκη του N και την πτώση του s παράγεται το Νιγρίτα.
Δίχως το προσθετικό N μπροστά στη λέξη, αλλά στο τέλος της, έχουμε το Ιγρίταν (Π. Παπαγεωργίου).
 Στο χρονικό του παπά Συναδινού επίσης δεν παρουσιάζεται νέα γραφή, το Εγρί είναι ταυτόσημο με το Ιγρί, Εγρί-Ιγρί + τας = καμπύλο πλατύστομο κύπελλο (A. Β. Θεοφυλακτίδη, Τονρκοελληνικό λεξικό, Κωνσταντινούπολη 1960). Εάν δούμε την πόλη της Νιγρίτας από τα νοτιοδυτικά υψώματα του Αγ. Θωμά θα αντικρύσουμε μια πόλη να μοιάζει με πλατύστομο κεκλιμένο κύπελλο.
Η εποίκηση της Νιγρίτας από οικισμούς στους πρόποδες του Βερτίσκου, βίαιη ή εθελούσια, πρέπει να μην απέχει πολύ από την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1383 αυτό όμως αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης μας.

Οι κάτοικοι της περιοχής, φανατικοί Έλληνες, 
δεν παρέλειπαν σε κάθε εξέγερση να καταφεύγουν στα όπλα και να αγωνίζονται για την ελευθερία τους. 

Έτσι το 1821 οι Νιγριτινοί δεν έμειναν αμέτοχοι στην εθνεγερσία:

Εμμανουήλ Παππάς
 έσπευσαν και κατετάγησαν στις τάξεις του Εμμανουήλ Παππάπου τον ακολούθησαν ως τον Νοέμβριο του 1821 στη μάχη της Κασσάνδρας, όπου μεγάλες τουρκικές δυνάμεις κατέστειλαν την επανάσταση στη Μακεδονία.
 Πιστή εικόνα των δραματικών συμβάντων στην πόλη των Σερρών, τον Μάιο του 1821, και των κινδύνων, τους οποίους αντιμετώπισαν οι Έλληνες της περιοχής, δίνει ο Κασομούλης.

Είναι γνωστό ότι η οικογένεια Κασομούλη κατάγεται από τη Σιάτιστα της Δυτ. Μακεδονίας αλλά πολύ νωρίς εγκαταστάθηκε στα Σέρρας, όπου ο πατέρας του Νικολάου Κωνσταντίνος Κασομούλης, μεγαλέμπορος και με μεγάλη οικονομική ευχέρεια, οχύρωσε το μοναστήρι Λιόκαλη (Ηλιόκαλη) και ετοίμασε σώμα ενόπλων για να λάβει μέρος στον ξεσηκωμό του Γένους.

Η είδηση όμως του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε'κατετάραξε τον Μητροπολίτη Χρύσανθο και τους άλλους επισήμους των Σερρών και σε αλλεπάλληλες συσκέψεις που επακολούθησαν δεν απέβλεπαν πλέον στον τρόπο και στον χρόνο της εκδηλώσεως του ξεσηκωμού, αλλά στο πώς θα αποτραπεί ο επικείμενος κίνδυνος.
Τελικά η επανάσταση δεν εκδηλώθηκε στα Σέρρας δυναμικά, εθελοντές όμως Σερραίοι και Νιγριτινοί έφυγαν στο Άγιον Όρος, όπου είχε φθάσει ο Εμμανουήλ Παππάς και εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις.

Νικόλαος Κασομούλης αφηγείται στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» :

Ν. Κασομούλης
«Συνοδεύων τον Θεόδωρον έλαβα την ευχήν του πατρόζ μου και απέρασα εις Νιγρίταν. Την αύριο καταβάντες εις τον αιγιαλόν Τσαγέζι να εμβαρκαρωσθώμεν, πριν φθάσωμεν, μας ειδοποίησαν οι χωριάτες να επιστρέψωμεν αμέσως εις Νιγρίταν διότι εβγήκαν καράβια εις τον λιμένα και άρπαξαν τον Τελώνην, άρπαξαν όσον πράγμα ήταν εκεί και όσους Τούρκους εμπόρους ηύραν, και ούτως όλοι οι χωριάται Τούρκοι αρματωμένοι κατεβαίνουν να καταλάβουν τας θέσεις.
 Μια τέτοια είδησις μ’ ετάραξεν εμένα και όλον τον λαό, επέστρεψα εις Νιγρίταν, πέμπω να μάθω τι έγινε εις Σέρρας όταν έφθασαν αι ειδήσεις και μήπως ο πατήρ μου ευρέθη κυνηγημένος πρώτος. Αφού τον ηύραν με παρήγγηλεν με αυτές τας λέξεις: Αμα έφθασεν η είδησις των καραβιών, ημέρα ήταν Κυριακή 8 Μα'ίου, έξαφνα μια φωνή γενική από τους Τούρκους ηκούετο: ‘κιλίτζ’, ‘μαχαίρι’ και ορμήσαντες εμάζωξαν τους ευρισκόμενους χωριάτες αγελιδόν εις τα χάνια, οι δε ορμήσαν εις τα σημαντικά σπίτια».

Αυτά γράφει προς τον γιο του ο πατέρας του Κασομούλη από τα Σέρρας. Ο Νικόλαος Κασομούλης με τον φίλο του Θεόδωρο και με άνδρες Νιγριτινούς κατόρθωσαν τελικά να περάσουν στην επαναστημένη Ελλάδα, όπου ο Κασομούλης θα διαδραματίσει ως γνωστό σημαντικό ρόλο στα γενικότερα πράγματα της αγωνιζόμενης Ελλάδας.

 Οι Νιγριτινοί που βρέθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα εγκαταστάθηκαν, όπως και οι άλλοι Μακεδόνες αγωνιστές, άλλοι στην Πελοπόννησο, άλλοι στη Σκόπελο και άλλοι στην Πέλλα της Βοιωτίας.
 Μαζί τους και ο Κασομούλης, ο οποίος έφθασε στο βαθμό του στρατηγού και πέθανε το 1872. Στο βιβλίο του δημοσίου μνήμονος Σκοπέλου υπάρχει καταχωρημένο μάλιστα και το όνομα του Νιγριτινού Χαριζάνη Μανωλάκη, μαχητή του αγώνα.
 Η καταχώρηση έγινε στις 9 Μαίου 1831 και μας πληροφορεί ότι ο Χαριζάνης Μανωλάκης από τη Νιγρίτα δανείσθηκε από την Αβραπηκίνα, σύζυγο του Δημητρίου Σκανδάλη, Μαντεμοχωρίτη, 360 φοίνικες (900) γρόσια .

 Τέτοιες εγγραφές είναι βέβαιο ότι θα υπάρχουν κι άλλες.
Μια άλλη επαναστατική ενέργεια εκδηλώθηκε το 1854 κοντά στη Νιγρίτα, στη Χαλκιδική, με τα γνωστά ατυχή αποτελέσματα.
 Το 1866 σημειώνεται ένα ακόμη επαναστατικό κίνημα, αυτό του Λεωνίδα Βούλγαρη.

 Η αποτυχία του κινήματος Βούλγαρη είχε ως αποτέλεσμα σειρά συλλήψεων στη Νιγρίτα και στη Χαλκιδική.

Νέο κύμα τρομοκρατίας εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά του ντόπιου πληθυσμού. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1878, έχουμε τη γνωστή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, όπου με παρέμβαση της Ρωσίας, «νικήτριας του ρωσοτουρκικού πολέμου» υπέρ της Βουλγαρίας δημιουργείται η
Μεγάλη Βουλγαρία με τη γνωστή επέκτασή της σε βάρος της αλύτρωτης Ελλάδος και Θράκης.

 Η Μακεδονία διέτρεξε τότε σοβαρότατο κίνδυνο, όμως ο μακεδονικός Ελληνισμός δεν έμεινε αδρανής και κήρυξε την επανάσταση του Ολύμπου- έδωσε έτσι αφορμή στη Μεγάλη Βρετανία να ζητήσει από τη Ρωσία να τεθεί η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπό διεθνή κρίση, αφού τόσο κατάφωρα η συνθήκη αυτή αδικούσε τα ελληνικά δίκαια στη Μακεδονία και Θράκη.

Ο κίνδυνος του εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας εξέλιπε προσωρινά με τη συνθήκη του Βερολίνου, δεν έπαψε όμως να είναι ορατός.
Για τον λόγο αυτό συγκροτήθηκαν μικρές ανταρτικές ομάδες που περιφρουρούσαν και προστάτευαν τη Μακεδονία από επιδρομές Βουλγάρων πρακτόρων.

Στην περιοχή της Νιγρίτας, σχηματίστηκε η ομάδα του Γκιόργκα από λίγους και τολμηρούς άνδρες που προκαλούσαν τον τρόμο στους σχισματικούς προπαγανδιστές.
Οι Τούρκοι θορυβημένοι από τη δράση της αντάρτικης ομάδος, εξαπέλυσαν αποσπάσματα ατάκτων για την εξόντωσή της.
Τελικά, την 1η Μαιου 1898, παραμονή της γιορτής του Αγ. Αθανασίου, ύστερα από προδοσία, ο Γκιόργκας συνελήφθη στην περιοχή του πανηγυρίζοντος ιερού ναού του Αγ. Αθανασίου Σίρπας και εκτελέσθηκε στον τόπο της συλλήψεώς του.
 Οι Νιγριτινοί τον έκαναν τραγούδι που τραγουδιέται και σήμερα σε διάφορες περιστάσεις. Ο θάνατός του δεν άφησε την περιοχή απροστάτευτη, αφού τα παλικάρια του συνέχισαν τον αγώνα που εκείνος άρχισε.

Ο γνωστός μας καπετάν Γιώργης Γιαγκλής ήταν από τα παλικάρια αυτά. 

Η δράση της ομάδας Γκιόργκα υπήρξε ο προπομπός του Μακεδονικού Αγώνα που εντάθηκε λίγα χρόνια αργότερα.

Η ομάδα Γκιόργκα, πέρα από την ένοπλη φρούρηση της περιοχής, υπήρξε και σχολείο ανταρτών.
Σ’ αυτό το σχολείο μαθήτευσαν οι μετέπειτα οπλαρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα της περιφέρειας Σερρών και Νιγρίτας, όπως ο Γιώργης Γιαγκλής, ο Βλάχμπεης, ο Μητρούσης, ο Ανδρούτσος και άλλοι.

 Η περιφέρεια των Σερρών ίσως είναι η μοναδική σ’ όλη τη Μακεδονία, όπου οι οπλαρχηγοί που έδρασαν κατά τη διάρκεια του αγώνα είναι ντόπιοι.

Πρώτος και καλύτερος ο Γιώργης Γιαγκλής, που γεννήθηκε στην Ιερισσό το 1870, αλλά από το 1890 βρέθηκε στη Νιγρίτα πολεμώντας στο σώμα του Γκιόργκα. Ύστερα όμως από τον τραγικό θάνατο του καπετάνιου του, η Ιερά Επιστασία του Αγ. Όρους τον κάλεσε και του ανέθεσε καθήκοντα φύλακος (αρχισερδάρη). Από τον καιρό που ανέλαβε τα καθήκοντά του στο Αγ. Όρος δεν ξαναφάνηκαν Βούλγαροι προπαγανδιστές και πράκτορες.

Την ίδια εποχή οι Χαλκιδικιώτες αδελφοί Γερογιάννη, που συγκρότησαν στην Αθήνα Μακεδονική Οργάνωση, κάλεσαν τον Γιαγκλή να αναλάβει την ηγεσία ένοπλης ομάδας, η οποία έδρασε επιτυχώς στη Νιγρίτα από το 1902 ως το 1908.

Κατά τη δάρκεια της περιόδου αυτής καμία βουλγαρική συμμορία δεν επιβιώνει στην περιφέρεια δυτικά του ποταμού Στρυμόνα.

 Ο βοϊβόδας Τάσκα κατόρθωσε με πονηρία να παρασύρει ένα μικρό (τότε) χωριό ανατολικά του Στρυμόνα, τη σημερινή Μονοκκλησιά (Καρατζάκιοϊ τότε), όπου εγκατέστησε τη βάση εξορμήσεώς του προς την περιφέρεια της Νιγρίτας.

Ο Γιαγκλής, αντιλαμβανόμενος τον βουλγαρικό κίνδυνο, επεχείρησε νυκτερινή επιδρομή στις 7 Νοεμβρίου 1906 και κατέστρεψε ολοσχερώς τη βάση των κομιτατζήδων του Καρατζάκιοϊ κατακαίοντας το χωριό και θανατώνοντας προδότες και κομιτατζήδες. Η σφαγή του Καρατζάκιοϊ υπήρξε βέβαια πολύ σκληρή τιμωρία, ο κίνδυνος όμως βουλγαρικών επιδρομών προς την περιφέρεια της Νιγρίτας είχε εκλείψει.

Ο Γάλλος συνταγματάρχης Verand, οργανωτής της τουρκικής αστυνομίας των Σερρών και φιλοβούλγαρος, μετέτρεψε το συμβάν σε διεθνές ζήτημα. 

Ο Γιαγκλής φορτώθηκε βαρέως όλες τις αμαρτίες του Καρατζάκιοϊ, όμως οι κομιτατζήδες δεν ξαναφάνηκαν στη δυτική περιφέρεια του Στρυμόνα. Οι αντάρτες του καπετάν Γιαγκλή ήταν μόνο 18, μεταξύ των οποίων ο Μητρούσης, ο Βλαχμπέης, ο Σέρπης, ο Κοτσιάμπαπας, ο Πασχάλης Γκουλάκης και άλλοι από τα γύρω χωριά.

 Η προτομή του Γιαγκλή μαζί με την προτομή του Αθανασίου Αργυρού δεσπόζουν σήμερα και για πάντα στην πλατεία της Νιγρίτας.
Πέθανε πάμπτωχος και τυφλός, περήφανος όμως, όπως πάντα, το 1946 στο Αγ. Όρος όπου είχε εγκατασταθεί απ’ το 1941 εγκαταλείποντας την αγαπημένη Νιγρίτα την ημέρα που ο βουλγαρικός στρατός σύμμαχος του γερμανικού διάβαινε τον Στρυμόνα. Το κελλί όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο καπετάνιος είναι του Αγ. Προδρόμου ή κοινώς Κουτσομακαρίου.

Ο Μακεδονικός Αγώνας διεξήχθη, ως γνωστόν, κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.

Κράτησε περίπου 40 χρόνια, από το 1871 έως το 1908, και ήταν αγώνας σκληρός για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, όμως ήταν αγώνας επιβίωσης.
 Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τούρκοι ονόμαζαν τους Μακεδονομάχους ληστές. Για παράδειγμα, όταν στις 22 Οκτωβρίου 1912 οι Βούλγαροι κατεβαίνουν να καταλάβουν τα Σέρρας;
λέγει ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής των Σερρών προς τον Μητροπολίτη Σερρών Απόστολο:
«Φέρε μου 100 Έλληνες στρατιώτες και εγώ τους παραδίνω την πόλη».
Ο Μητροπολίτης του απαντά: «Μα στη Νιγρίτα υπάρχουν Έλληνες στρατιώτες». «Εγώ σε ληστές δεν παραδίνω την πόλη».

Αυτή τη γνώμη είχαν οι Τούρκοι για τους Μακεδονομάχους μας!

Η αποφασιστική όμως επαγρύπνηση και αντίσταση του Γκιόργκα πρώτα, και του Γιαγκλή αργότερα, εναντίον της Βουλγαρικής διείσδυσης δεν άφησε αδιάφορο το Εθνικό Κέντρο, που αφυπνίσθηκε από δύο μακεδονικούς συλλόγους που είχαν ιδρυθεί στην Αθήνα ενόψει του κίνδυνου που διέτρεχε η Μακεδονία.

Ο πρώτος μακεδονικός σύλλογος ιδρύθηκε από τον εκλεκτό Νιγριτινό Αθανάσιο Αργυρό και ο δεύτερος από τους Χαλκιδικιώτες αδελφούς Γερογιάννη. 

Οι δύο σύλλογοι συγχωνεύθηκαν αργότερα σ’ ένα, τον Παμμακεδονικό, υπό τον Αθανάσιο Αργυρό. 

Αθανάσιος Αργυρός 
Ο Αθανάσιος Αργυρός γεννήθηκε στη Νιγρίτα στα 1859, σπούδασε στο Μαράσλειο διδασκαλείο και μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στην Καβάλα.
 Αργότερα σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, στη Γαλλία και στη Γερμανία. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα, όπου ήταν ο καλύτερα πληροφορημένος για τα συμβαίνοντα στη Μακεδονία.

 Ανήσυχος για την τρομοκρατική δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων ίδρυσε με τον Στέφανο Δραγούμη και άλλους επιφανείς γύρω στο 1900 τη Μακεδονική Εταιρεία, η οποία αφύπνισε το Πανελλήνιο για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Μακεδονία.

Έλληνες της Ελεύθερης Ελλάδας και της διασποράς ενίσχυσαν με κάθε είδους εφόδια τους αγωνιζόμενους Μακεδόνες αδελφούς, για να αντισταθούν πρώτα και αργότερα να περάσουν στην επίθεση και να εξοντώσουν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.

 Ο Αθανάσιος Αργυρός πέθανε στον Βόλο το 1945 σε ηλικία 85 ετών.

 Από το 1912 ως το τέλος της ζωής του διετέλεσε κατ’ επανάληψη υπουργός και βουλευτής Σερρών. Σήμερα ο επισκέπτης της Νιγρίτας θα αντικρύσει στην κεντρική πλατεία καλαίσθητη προτομή του τοποθετημένη σε βάθρο.
Οι συμπατριώτες του τίμησαν όπως έπρεπε το άξιο τέκνο της Νιγρίτας.

Οι ενέργειες του Παμμακεδονικού Συλλόγου απετίναξαν τη μακαρία αδιαφορία των παραγόντων των Αθηνών, που παραμέρισαν επιτέλους κάθε δισταγμό, βοήθησαν τον Μακεδονικό Αγώνα, μαζί τους και η κοινωνία της Αθήνας, το Πανελλήνιο και οι Ελληνοαμερικάνοι, που με εράνους βοήθησαν την αγορά όπλων, τα οποία τόσο ανάγκη είχαν τα μαχόμενα αδέλφια τους στη Μακεδονία προ του 1904.

Το συλλαλητήριο, που οργανώθηκε στους στύλους του Ολυμπίου Διός από τον αθηναϊκό λαό στις 15 Αυγούστου 1903,με πρωτοβουλία του Αθανάσιου Αργυρού, υπήρξε το εγερτήριο σάλπισμα όλων των Ελλήνων.

 Αλλά και οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, στους οποίους οι επικεφαλής του συλλαλητηρίου Αργυρός και Στέφανος Δραγούμης επέδωσαν ψήφισμα με το οποίο έντονα διαμαρτύρονταν για τις βουγλαρικές θηριωδίες στη Μακεδονία, πληροφορούνταν και επίσημα πλέον απευθείας από τον ελληνικό λαό για τα γεγονότα.

Το σπίτι του Αργυρού στην Αθήνα κατέστη ένα ενεργό επιτελείο υπέρ της μακεδονικής υποθέσεως, γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν τα πιο ζωντανά και επιφανή στοιχεία της αθηναϊκής κοινωνίας, ο Παύλος Μελάς, ο Λάμπρος Κορομηλάς, ο Δημήτριος Καλαποθάκης, ο Βλάσιος Γαβριηλίδης, ο πρόεδρος της Εταιρείας «Ελληνισμός» καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλής Καζάζης και άλλοι πολλοί.

Σώμα καπετάν Γιαγκλή
Η ενθάρρυνση από το κέντρο έδωσε τη δυνατότητα στους Νιγριτινούς και γενικότερα στους κατοίκους της περιοχής του σαντζακιού Σερρών να οργανωθούν καλύτερα και να γίνουν έτσι πολυαριθμότερα τα σώματα των Μακεδονομάχων.


 Στην περιφέρεια της Νιγρίτας και Σωχού έχουμε το σώμα του καπετάν Γιαγκλή, στη Ζίχνη - Παγγαίο το σώμα του Δούκα, το σώμα του ιερέα Παπαπασχάλη  που έδρασε στην περιοχή βόρεια της Νιγρίτας και συγκεκριμένα μεταξύ Ξυλότρους και Ορλιάκου.
Σώμα καπετάν Δούκα

 Ο Παπαπασχάλης ή καπετάν Ανδρούτσος που καταγόταν από το σημερινό Λειβαδοχώρι, προδομένος βρήκε ηρωικό θάνατο στο χωριό Νικόκλεια από Τούρκους, καθώς κατεδίωκε συμμορία κομιτατζήδων που την προηγούμενη μέρα επέδραμαν στο Ξυλότρος.
 Τη γενική αρχηγία όλων αυτών των σωμάτων είχε ο αρχηγός Αλέξανδρος Ευρυθιώτης.
 Η δράση των ανωτέρω σωμάτων υπήρξε σωτήρια για την περιοχή και αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι η επαρχία της Νιγρίτας δεν έχει να δείξει ούτε ενα σχισματικό ή εξαρχικό, όπως λέγονταν οι Βούλγαροι εκείνη την εποχή. Η οργάνωση της περιφέρειας Νιγρίτης, κατά το σχέδιο του Φλωριά, ήταν η πλέον σημαντική.
 Γράφει ο Φλωριάς :

«Το τμήμα της Νιγρίτης άπαν, από του Ορφάνου μέχρις Ορλιάκου πρέπει να οργανωθεί τελείως διά να χρησιμεύση ως ορμητήριον και καταφύγιον των αρματολών και αποθήκη όπλων. Ήδη η οργάνωση του τμήματος ιναι ανατεθειμένη εις τον αρχηγόν Αλέξανδρον.
Διά να είναι ομοιόμορφος η οργάνωσις πρέπει να γίνεται από κοινού μετά της Θεσσαλονίκης.

 Οι αρχηγοί Χαλκιδικής πρέπει να ευρίσκωνται εις συνεχή επικοινωνία και να επικοινωνίσωσι τα διάφορα πρόσωπα της οργανώσεως αμφότερων των τμημάτων διά να είναι ευχερής και η μεταβίβασις των πληροφοριών και η μεταφορά των όπλων και η ενίσχυσις αμοιβαίως εν κρισίμοις περιστάσεσι και η ποδοχή του ενός σώματος εις το διαμέρισμα του άλλου και η ασφάλεια αυτών. Διά να είναι ομοιόμορφος η οργάνωσις πρέπει να λειτουργήση ο ιυτός κανονισμός εις αμφότερα τα τμήματα της Χαλκιδικής.

Η οργάνωση αυτή επιβάλλεται κατά τοσούτω μάλλον καθ’ όσον συντονωτέρα καθίσταται εις άλλα διαμερίσματα η καταδίωξις των σωμάτων υπό του στρατού από  ημέρα εις ημέραν. Τα Ελληνικά μεθόρια πρέπει διά της οργανώσεως να μεταφέρωμεν εις Χαλκιδικήν και να προετοιμάσωμεν τους κατοίκους αυτών εις τα όπλα διά να δυνάμεθα εν καιρώ να αντλώμεν εκ της χώρας ταύτης παν χρήσιμον διά τους σημερινούς και μέλλοντας αγώνας ημών, ιδιαιτέρως πρέπει να επιστήσωμεν την προσοχήν υμών εις το τμήμα από Νιγρίτης εις Ορλιάκον.

Να κατασκευασθώσι κρύπται εις όλα τα χωριά και δη εις Νιγρίταν, Μέργιαννη και Χούμκος.

Διά της τελείας οργανώσεως του διαμερίσματος Νιγρίτης θα δύνανται τα σώματα ημών εν περιπτώσει αποσυνθέσεως ένεκα συντόμου καταδιώξεως ή και καταστροφής να ανασυντάσσονται εις το διαμέρισμα της Χαλκιδικής και πάλιν να εξορμώσιν εις τας διαφόρους διευθύνσεις.
Από του διαμερίσματος τούτου θα δυνάμεθα να επιτιθέμεθα κατά του διαμερίσματος Κιλκισίου, κατά του Μικρού Κάμπου, κατά της πεδιάδας Τζουμαγιάς και κατά της Ζίχνης. Η συνεργασία μετά της Θεσσαλονίκης απολύτως αναγκαία και επιβεβλημένη».


Από τα παραπάνω εύκολα συνάγεται πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στον Μακεδονικό Αγώνα η Νιγρίτα και η περιφέρειά της.

 Ο ρόλος της Νιγρίτας υπήρξε καθοριστικός, γιατί δέσποζε στην περιοχή λόγω της θέσης της, της καταγωγής του πληθυσμού της και ήταν το πλέον ασφαλές ορμητήριο των αντάρτικων σωμάτων προς όλες τις κατευθύνσεις της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας.
 «Από τη σωστή οργάνωση της Χαλκιδικής και ιδίως της Νιγρίτας μέχρι του Ορλιάκου τμήματος εξαρτάται η τύχη του διαμερίσματος Τζουμαγιάς», συνιστά ο Φλωριάς.

Ο Μακεδονικός Αγώνας έληξε τυπικά με την επανάσταση των Νεοτούρκων και την ανακήρυξη του Νεοτουρκικού Συντάγματος το 1908.

Ουσιαστικά στην περιοχή μας ο Μακεδονικός Αγώνας που άρχισε το 1871 τελείωσε με την απελευθέρωση στις 22 Οκτωβρίου 1912.

Σώμα προσκόπων του Μαζαράκη
 Με την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1912 οι Μακεδονομάχοι συγκροτούν το σώμα των Προσκόπων του Ελληνικού στρατού υπό τον οπλαρχηγό Κωνσταντίνο Μαζαράκη.

 Τμήματα των προσκόπων υπό την ηγεσία του καπετάν Δούκα και του καπετάν Γιαγκλή αποβιβάζονται στο Τσάγεζι και ο μεν Δούκας κατευθύνεται προς την περιοχή του Παγγαίου, την οποία απελευθερώνει, το δε σώμα του καπετάν Γιαγκλή κατευθύνεται βόρεια προς Νιγρίτα, την οποία απελευθερώνει κατόπιν σκληρής μάχης με τους Τούρκους στις 22 Οκτωβρίου 1912.

 Ο λοχαγός Γαργαλίδης και ο καπετάν Γιώργης Γιαγκλής  μαζί με τους άνδρες τους φαντάζουν στα μάτια των Νιγριτινών σαν ημίθεοι που μόλις κατέβηκαν από τον Όλυμπο.
Οι χαρές των μέχρι χθες υπόδουλων στους Οθωμανούς Ελλήνων δεν κράτησαν πολύ. Νέος εχθρός άρχισε να εμφανίζεται με τη μορφή του συμμάχου.

 Οι παρεξηγήσεις και τα μικροεπεισόδια μεταξύ συμμάχων Ελλήνων και Βουλγάρων ήταν προμήνυμα βαρύ, οι Νιγριτινοί πίσω απ’ τα χαρούμενα πρόσωπά τους που τα πλάκωναν σκιές βαριές και που στο μυαλό τους φευγαλέα έρχονταν αναμνήσεις από το κοντινό παρελθόν, γιατί η εποχή των φοβερών κομιτζατζήδων δεν πρόλαβε να ξεχασθεί, δεν ήταν δυνατό να εννοήσουν πώς οι λύκοι έγιναν αρνιά. 

Η επίσημη πολιτική προσπαθούσε να πείσει τους Νιγριτινούς ότι οι Βούλγαροι τώρα είναι σύμμαχοί μας, εκείνοι όμως είχαν τις επιφυλάξεις τους και ο χρόνος τους δικαίωσε —τα αρνιά δεν ήταν αρνιά, ήταν πραγματικοί λύκοι όπως πριν λίγα χρόνια.

Οι «σύμμαχοι» Βούλγαροι με κάθε τρόπο προσπαθούν να επεκτείνουν την επιρροή τους σε βάρος της ελληνικής περιοχής, τα επεισόδια παίρνουν και δίνουν, η συμμαχία απειλείται να τιναχθεί στον αέρα. Τέλος στις 22 Μαΐου 1913 συντάσσεται πρωτόκολλο μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων περί καθορισμού μεταξύ των ουδέτερης ζώνης.
Το πρωτόκολλο υπογράφεται από τον αρχηγό του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου υποστράτηγο Δούσμανη και τον στρατηγό Ιβάνωφ, αρχηγό του Βουλγαρικού Επιτελείου .

Αφού καθορίσθηκε οριστικά η ουδέτερη ζώνη, οι ελληνικές μεραρχίες κατέλαβαν τα κατά μήκος της μεθορίου γραμμής εδάφη που περιλάμβαναν τα χωριά Δημητρίτσι, Βέργη, Νικόκλεια - Αγία Παρασκευή - Τερπνή και Νιγρίτα, από τη δυτική όχθη του ποταμού Στρυμόνα και εντεύθεν ως τα παράλια του Στρυμονικού κόλπου, το Σταυρό και τα στενά της Ρεντίνας.

Όμως οι Βούλγαροι συνέχιζαν τις προκλήσεις τους και τέλος στις 17 Ιουνίου επιτέθησαν εναντίον των ελληνικών θέσεων στο χωριό Δημητρίτσι με κατεύθυνση προς τη Νιγρίτα, την οποία και κατέλαβαν.
 Ο Ιούνιος έδειξε πως οι υποψίες και οι επιφυλάξεις των Νιγριτινών ήσαν αληθινές.

Σύμφωνα με το σχέδιο του Ελληνικού Επιτελείου, διετάχθη η 7η μεραρχία να προελάσει προς Νιγρίτα, ενώ στον διοικητή της μεραρχίας δόθηκε πλήρης ελευθερία δράσεως, ώστε, εάν θεωρούνταν αναγκαίο, να προχωρήσει βορειότερα προς τη γέφυρα του Ορλιάκου.

Πράγματι η 7η μεραρχία ύστερα από πεισματώδη μάχη κατέλαβε τη Νιγρίτα στις 19 Ιουνίου.

Οι Βούλγαροι, εκδικούμενοι τους κατοίκους της όμορφης κωμόπολης, οι οποίοι με την αυθόρμητη συμμετοχή τους υπέρ του ελληνικού στρατού στις μάχες της 20-24ης Φεβρουάριου «συνετέλεσαν τα μέγιστα στην κατανίκηση του επιτεθέντος τότε Βουλγαρικού στρατού προκαλώντας τον μεγάλες απώλειες σε υλικό και αιχμαλώτους», αποχωρώντας από τη Νιγρίτα μετέβαλαν την πόλη σε στάχτη.

Οι θανατωθέντες υπέργηροι άντρες και γυναίκες υπερβαίνουν τους 470,  ήταν όσοι δεν μπόρεσαν να διαφύγουν λόγω γήρατος προς το χωριό Αρέθουσα όπου κατέφυγαν οι δυνάμενοι να κινηθούν.

Την ίδια μέθοδο και συμπεριφορά ακολούθησαν εναντίον των κατοίκων των χωριών Δημητρίτσι - Μέργιαννη - Αγία Παρασκευή και όλα τα γύρω χωριά της περιοχής.

Τίποτε δεν έμεινε όρθιο και τα πάντα σαρώθηκαν από τη μανία του βουλγαρικού στρατού και των ακολουθούντων κομιτατζήδων.

Η Νιγρίτα και η περιφέρειά της γνώρισαν τη φρίκη και την αγριότητα των υποχωρούντων Βουλγαροκομιτατζήδων, αγριότητα που χαράχθηκε έντονα στην ψυχή τους.

Με την παρέλευση των κινδύνων οι καταφυγόντες Νιγριτινοί και κάτοικοι των άλλων χωριών στην Αρέθουσα και τα γύρω βουνά άρχισαν να επιστρέφουν σιγά σιγά στους κατεστραμμένους τόπους των, επιδόθηκαν γρήγορα στην επισκευή των καμμένων οικιών τους, συγκρότησαν, όσο μπορούσαν, τα νοικοκυριά τους, και μέσα σε ένα μήνα από την καταστροφή η ζωή άρχισε να ξαναβρίσκει τον ρυθμό της.
Οι ανησυχίες τους όμως δεν έπαυσαν έτσι τρανό παράδειγμα ήταν το πάνδημο συλλαλητήριο που συγκροτήθηκε στη Νιγρίτα στις 17 Ιουλίου με αφορμή τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου, όπου θα οριοθετούνταν τότε τα εθνικά όρια των βαλκανικών κρατών.



Makedonien ist nicht griechisch sondern Griechenland: Geschichtliche Nachweise des Griechenthums der Makedonier.

$
0
0
Widmung Alexander des Großen
an die Athena Polias 
London,  British Museum
G.N. HATZIDAKIS
Athen 1897
(S. 39-57)

Die Bilder und die Textformatierungen 
sind unsere Auswahl (Yauna),

 und nicht im Text enthalten.


Zur Abstammung der
Alten Makedonier
Eine Ethnologische Studie


Die phonetischen Argumente sind, weil von subjektiven Anschauungen unabhängig, die allerschlagendsten; nun giebt es aber auch Forscher, die diesen lautgeschichtlichen Studien fern stehend sich durch derartige Argumente gar nicht oder nur schwer überzeugen lassen. Ich werde also im Folgenden versuchen, auch historische Zeugnisse des Griechenthums der Makedonier beizubringen.

Zuerst bemerke ich, dass die Makedonier die Römer Barbaren genannt haben, was sie ohne Zweifel nicht hätten thun dürfen, wenn sie selbst Barbaren gewesen wären.




So erzählt Plutarch Pyrr. XVI, dass
Pyrrhus
 κατιδώντάξιντεκαιτάςφνλακάςκαικόσμοναύτών(der Römer) και τοσχήματής στρατοπεδείαςέθαύμασεκαιτωνφίλωνπροσαγορευσαςτονέγγυτάτω 
« τάξιςμέν, είπεν, ώΜεγάκλεις, αύτητωνβαρβάρωνούβάρβαρος, τόδεργονείσόμεθα». Dasselbe hat auch Philipp bei Livius XXXI 34 gesagt:
 « subjecta cernens Romana castra admiratus esse dicitur et universam speciem castrorum et descripta suis quaeque partibus cum tendentium ordinetum itinerum intervallis,et negasse barbarorum ea castra ulli videri posse ». 
Wie Philipp so haben auch die anderen Makedonier die Römer Barbaren genannt ; cf. Polyb XVIII 22, 8  
«Κατάδέτοναύτονκαιρόνετεροςέφέτέρωτωνέκ τήςεφεδρείαςΜακεδόνωνέθειπρόςτόνΦίλιπ­πονάναβοών, βασιλεύ, φεύγουσινοίπολέμιονμηπαρήςτόνκαιρόνούμενούσιν ημάς οι βάρβαροι, σήνυνέστινήμερα· σόςόκαιρός». 

UndPlutarchFlamin. III 

«Άκούοντες γάρ ( οι άλλοι 'Έλληνες) των Μακεδόνων, ώς άνθρω­πος άρχων βαρβάρου στρατιάς έπεισι δι’ όπλων πάντα καταστρεφόμενος και δουλούμενος, ειτ’ άπαντώντες άνδρι τήν τε ηλικίαν νέω και την όψιν φιλανθρώπω, φωνήν τε και διάλεκτον Έλληνι και τιμής άληθούς έραστή, θαύμαστώς έκηλοϋντο και τάς πόλεις άπιόντες ένεπίμπλαεαν εΰνοιαςτης πρός αύτόν ώς έχοΰοας ηγεμόνα της έλευθερίας».

Macedonian painting, 4-3rd century BC from a macedonian tomb in Thessaloniki

Wären nun die Makedonier Barbaren gewesen, 
so hätten sie offenbar den Römern dieses Adjectiv nicht beilegen 
und zu­gleich zu den Griechen über den Einfall von anderen Barba­ren reden dürfen,
denn das wäre doch eine Unverschämtheit sonder Gleichen gewesen.

Wie in diesen Zeiten, 
so haben sich die Makedonier auch zwei volle Jahrh. 
vorher als Griechen gefühlt;
Yaunatakabara
Terrakota Statue eines Makedoniers
3 Jhdt v Chr

denn nur auf diese Weise lässt sich begreifen,wie Euripides die Verse I. A. 1399-1400: 
«Βαρβάρωνδ’ 'Έλληναςάρχεινείκός, άλλούβαρβάρους, μήτερ, Ελλήνων, τόμενγάρδούλον, οίδέλεύθεροι»
 in Makedonien dichten konnte ; sie wären ja, wenn die Makedonier nicht Griechen gewesen und sich nicht als Griechen gefühlt hätten, eine schreckliche Beleidigung gegen die gastfreundliche königliche Familie und die makedoni­schen Notabein gewesen. 

Euripides konnte in eine solche Takt­losigkeit nicht verfallen.

Bei Livius XXXI 29 behaupten die makedonischen Gesandten vor den Gesandten von Athen und Rom in Aetolien um 200 v. Chr., dass
die Aetoler,
die Akarnanen und
die Makedonier
dieselbe Sprache sprächen und verwandt seien,
und kein Mensch wagt es, ihnen zu widersprechen und dies in Abrede zu stellen.


Das würde man aber ganz gewiss gethan haben, wenn es nicht wahr gewesen wäre, was Strabo VII 326 oder vielmehr Andere vor ihm bemerkt haben, dass nämlich alle diese Völker «
καί, κουράκαι διαλέκτωκαι χλαμύδικαιάλλοιςτοιούτοιςχρώνταιπαραπληοίοις».
«Furor
est si alienigenae homines, plus lingua et moribus et legibus quam maris terrrumque spatio discreti, haec tenuerint, sperare quicquam eodem statu mansurum. Adsuefacite his terris legiones externas et jugum accipite; sero ac nequiquam, cum dominum Romanum habebitis, socium Philippum quaeretis.
Aetolos,
Acarnanas,
Macedonas
ejusdem linguae homines, levés ad tempus ortae causae disjungunt conjunguntque, cum alienigenis, cum barbaris aeternum omnibus Graecis bellum est eritque, et non mutabilibus in diem causis hostes sunt».Selbst Eumenes, der könig von Pergamos, der bitterste Feind der Makedonier, konnte nicht umhin, vor dem römi­schen Senat zu gestehen, 
dass die Griechen sowohl in Grie­chenland wie in Asien zu Perseus’ Partei und gegen die Römer gehalten hätten, und dass selbst die Aetoler, die vor Kurzem den Makedoniern so feindlich gesinnt waren,den König unter­stützten und infolgedessen Perseus, durch die Verwandten ge­halten, keiner äusseren Hilfe bedürfe.

Gf. Liv.
ILII11
«Nam
apud Graeciae atque Asiae civitates vereri majestatem eius omnes. nec pro quibus meritis, pro qua munificentia tantum ei tribuatur, cernere, nec dicere pro certo posse, utrum felicitate id quadam eius accidat, an, quod ipse vereatur dicere, invidia adversus Romanos favorem illi conciliet. .. His (sc. Bündnissen mit Prusias , Boeotiern und mit den Aetolern) eum fultum societatibus atque amicitiis eos domesticos apparatus belli habere, ut externis non egeat».

Ein jeder sieht
also,wie die Griechen die Makedonier als Verwandten be­trachtetenund gern hatten, die Römer aber im Gegentheil hassten.

Dies bezeugt uns auch anderswo ausdrücklich Livius, ebd. 30 :

« in liberis gentibus populisque plebs ubique omnis ferme, ut solet, deterioris erat ad regem Macedonasque inclinata», und noch deutlicher 63:

«fama equestris pugnae vulgata per Graeciam (sc. dass die Römer von den Makedoniern besiegt sein) nudavit voluntates hominum ».
 
Mosaik aus Pella in Makedonien
Auch Philopoemen hat die makedonische Hegemonie für eine einheimische, die römische Herrschaft aber für eine fremde gehalten ;
deshalb fragte er Aristänetos bei Plutarch Philop. XVII
:

« ώ άνθρωπε, τι σπεύδεις την πεπρωμένην της Ελλά­δος έπιδειν;» 
  
UndbeiPolybXXI 9:

«πότερον συμφέρει συνεργείν ταις όρμαίς ταίς των κρατουντών και μηδέν έμποδών ποιείν, ίν’ώς τάχιστα πείραν λάβωμεν των βαρυτάτων έπιταγμάτων,
ή τούναντίον, καθ’ όσον οίοι τ’ έσμεν, συμπαλαίοντες προσαντέχειν έπί τοσούτον , έφ’ οσον μέλλομεντελέως . . .
ότι μέν γάρ ήξει ποτέ τοίς 'Έλλησιν ό καιρός ούτος, έν ω δεήσει ποιεΐν κατ’ άνάγκην παν τό παραγγελλόμενον, σαφώς έφη γινώσκειν-άλλα πότερα τούτον ώς τάχιστα τις άν ίδεΐν βούληθείη η τούναντίον ώς βραδύ­τατα ; »



Auch Polyb, der ja in der Beurteilung von solchen Fragen nicht unerfahren war, hat ebenso die Makedonier für Grie­chen gehalten;
dies kann man bei ihm wiederholt finden.

In­dem er nämlich XXXVIII 1 ff. über die Leiden der Griechen wehklagt und die griechischen Stämme, die von den Römern so viel gelitten hatten, nennt, zählt er auch die Makedonier dazu:

«
Κατάτούςυποκειμένουςκαιρούςήτύχησανάμα
Πελοποννήσιοι
,
Βοιωτοί
, Φωκείς, . . . τινέςτωντόνΊόνιονκατοικούντωνκόλπον, μετάδέτούτους
Μακεδόνες
».

Und IV 8, wo er die kriegerischen Tugenden der verschie­denen griechischen Stämme hervorhebt, führt er zwischen den
Thessalern,
Aetolern,
Kretern,
Achäern
auch die
Make­donier an, von denen er behauptet, dass sie gleiche Tugen­den wie die
Achäer gehabt hätten.

Es ist aber klar,dass Polyb der Makedonier keine Erwähnung gethan haben würde, wenn er dieselben für Barbaren gehalten hätte.

Auch V 2, 5 wer­den die Tugenden der Makedonier gelobt und diese mit den Aeakiden verglichen,
πολεμώκεχαρηότεςήύτεδαιτί.

So tadelt er auch Theopomp, weil er in seiner Geschichte Philipp’s Thaten als den Hauptpunkt der gr. Geschichte dar­gestellt und die Geschichte der Griechen unter die Philipp’s geordnet habe, während es seiner Meinung nach besser sei, dem Ganzen den Theil, als umgekehrt einzuordnen. 
Er hat also die maked. Geschichte ebenfalls für griechische Geschichte gehalten

Gf. VIII 13, 3:
 «Ούδέ περι τάς ολοσχερείς διαλήγεις ούδείς άν εύδοκήσειε τω προειρημένω συγγραφεί, ος γε έπιβαλόμενος γράφειν τάς Έλληνικάς πράξεις άφ’ ών Θουκυδίδης άπέλιπε, και συνεγγίσας τοίς Λευκτρικοίς καιροίς και τοίς έπιφανεστάτοις τών Ελληνικών έργων, την μέν Ελλάδα μεταξύ και τάς ταύτης έπιβολάς άπέρριψε μεταλαβών δέ την ύπόθεσιν τάς Φιλίππου πράξεις προύθετο γράφειν. Καίτοι γε πολλώ σεμνότερον ήν καί δικαιότερον τή περί τής Ελλάδος υποθέσει τά πεπραγμένα Φιλίππω συμπεριλαβείν ήπερ έν τη Φίλίππου τά τής Ελλάδος».
Ebenfalls wird aus VII 9, 1 klar, dass Polyb die Makedo­nier zu den Griechen und Makedonien zu Griechenland rech­nete:
 «ΕναντίονθεώνπάντωνόσοιΜακεδονίανκαίτήνάλληνΕλλάδα κατέχουσιν . . . Αννίβας ό στρατηγός είπε και πάντες οι Καρχηδονίων γερουσιασταί ... έφ’ ωτ’ είναι σωζομένους και φυλαττομένους ύηοβασιλέως Φι­λίππου και Μακεδόνων καί υπό τών άλλων Ελλήνων, όσοι είσίν αύτών σύμμαχοι . . . Έσται δε και Φίλιππος ό βασιλεύς καί Μακεδόνες καί τών άλλων Ελλήνων  οί σύμμαχοι σωζόμενοι και φυλαττόμενοι . . .».
Auch Plutarch hat die makedonische Herrschaft für eine grie­chische, die römische aber für eine fremde gehalten;
 cf. Flamin. II

« Φιλίππω γάρ ήν στόμωμα μεν είς μάχην άποχρών ή Μακεδόνων άρχή,ρώμη δέ πολέμου τριβήν έχοντος και χορηγία καί καταφυγή και όργανον όλως της φάλαγγος ή τών Ελλήνων δύναμις-ών μη διαλυθέντων άπό τοΰ Φι­λίππου μιας μάχης ούκ ήν εργον ό πρός αύτόν πόλεμος. 
Ή δ’ Ελλάς ούπω πολλά συνηνεγμένη 'Ρωμαίοις, άλλά τότε πρώτον έπιμιγνυμένη ταίς πράξεσιν, είμη φύσει τε χρηστός ήν ό άρχων ( Τίτος Κόϊντος Φλαμίνιος ) και λόγω μάλλον ή πολέμω χρώμενος . . , ούκ αν ούτω ραδίωςάντί τών βυνήθων αλλόφυλον άρχήν ήγάπησεν».

Diodor (XVI 95) hält die Makedonier ebenfalls für Grie­chen
«Δοκεΐ δ’ ούτος (Φίλιππος ό Άμύντου) ό βασι­λεύς έλαχίστας μέν είς την μοναρχίαν άφορμάς παρειληφέναι, μεγίστην δε τών παρ’  Ελλήνων μοναρχιών κατακτήσασθαι».

Auch Flaminin selbst hegt dieselbe Meinung über das Griechenthum der Makedonier.

Nachdem nämlich Philipp be­siegt war, kamen die Verbündeten zusammen, um über die Friedensbestimmungen zu berathen ;
da erzählt nun Appian (Makedon. 9) dass Flaminin
«τούς συμμάχους έκέλευσε γνώμην προαποφήνασθαι κατά πόλεις.
Τα μεν δη παρά τών άλλων φιλάνθρωπα ήν ... Αλέξανδρος δ’ ό τών Αίτωλών πρόεδρος άγνοείν έφη τόν Φλαμίνιον ότι ούδέν άλλο μήτε 'Ρωμαίοις μήθ’ Έλλησι συνοίσει πλην έξαιρεθήναι την άρχήν την Φιλίππου.
Ο δε (Φλαμίνιος) . . . αγνοείς, έφη, καί τούθ’ ότι τοίς "Ελλησιν έθνη πολλά, όσα βάρ­βαρα τήν Μακεδονίαν περικάθηται, εί τις έξέλοι τους Μακεδόνων βασιλέας, έπίδραμείται ραδίως ;
Όθεν εγώ δοκιμάζω τήν μέν αρχήν εάν τών Μακεδόνων προπολεμείν ύμών πρός τούς βαρβάρους
...
» 
Cf. auch Polyb XVIII 37, 9 und Livius XXIII 12.


Bei Polyb IX 35 sagteinGesandterausAkarnanien, Lykiskos, vordenLakedämoniernganzdasselbe :

« Τίνος και πηλίκης δει τιμής άξιούσθαι τούς Μακεδόνας, οί τόν πλείω του βίου χρόνον ού παύονται διαγωνιζόμενοι πρός τούς βαρβάρους ύπέρ της τών Ελλήνων άσφαλείας ;
ότι γάρ άεί ποτ’ άν έν μεγάλοις ήν κινδύνοις τά κατά τούς Έλληνας, είμη Μακεδόνας είχομεν πρόφραγμα καί τάς τών παρά τούτοις βασιλέων φιλοτιμίας, τίς ού γινώσκει; . . .».
« Τίσι δε νύν κοινωνείτε τών ελπίδων; ή πρός ποίαν παρακαλείτε τούτους (τούς Λακεδαιμονίους) συμμαχίαν; αρ’ ού πρός την τών βαρβάρων ( = 'Ρωμαίων ) ;
Όμοιά γε δοκεί τά πράγματα ύμίν ύπάρχειν νύν και πρότερον, άλλ’ ού τάναντία ;
Τότε μεν γάρ ύπέρ ηγεμονίας και δόξης έφιλοτιμείσθε πρός Άχαιούς καί Μακεδόνας όμοφύλους, και τον τούτων ήγεμόνα Φίλιππον νύν δέ περι δουλείας ένίσταται πόλεμος τοίς 'Έλλησι πρός αλλοφύλους αν­θρώπους, ούς ύμεις δοκείτε μέν έπισπάσθαι κατά Φιλίπ­που, λελήθατε δε κατά σφών αύτών έπεσπασμένοι και κατά πάσης Ελλάδος . . . βουλόμενοι γάρ περιγενέσθαι Φιλίπ­που και ταπεινώσαι Μακεδόνας, λελήθασιν αύτοίς έπισπασάμενοι τηλικούτο νέφος άπό τής εσπέρας, ό κατά μέν το παρόν ίσως πρώτοις έπισκοτήσει Μακεδόσι, κατά δε το συνεχές πάσιν έσται τοις 'Έλλησι μεγάλων κακών αίτιον».
«Αξιόν γε τοιούτων άνδρών άπογόνους υπάρχοντας, κάπειτα νύν συμμαχίαν ποιησαμένουςτοίς βαρβάροις στρατεύειν μετ’ εκείνων και πολεμείν Ηπειρώταις, Αχαιοίς, Άκαρνάσι, Βοιωτοίς, Θετταλοίς, σχεδόν πάσι τοίς Έλλησι πλήν τών Αιτωλών ; . . . νυν δε πεποίηνται (οι Αίτωλοί) συνθήκας πρός 'Ρωμαίους κατά πασης τής Ελλάδος
».

Es muss also eine allgemein anerkannte Wahrheit gewe­sen sein, dass die Makedonier Griechen, das Bollwerk Grie­chenlands nach Norden und von gleichem Stamme (ομόφυλοι) waren; und deshalb wagte es auch Niemand zu wider­sprechen.
Auch ein Naupaktier, Agelaos, bezeugt uns (bei Polyb V 104 ) dasselbe, cf. 

«Έφη δείν μάλιστα μεν μηδέποτε πολε­μείν τούς Έλληνας άλλήλοις, άλλα μεγάλην χάριν έχειν τοίς θεοίς, εί λέγοντες εν καί ταύτο παντες καί συμπλέκοντες τάς χειρας καθάπερ οί τούς ποταμούς διαβαίνοντες, δύναιντο τάς τών βαρβάρων εφόδους άποτριβόμενοι συσσώζειν σφάς αυτούς καί τάς πόλεις. 
Oύ μην άλλ εί το παράπαν τούτο μή δυνατόν, κατά γε το παρόν ηξίου συμφρονείν και φυλάττεσθαι, προϊδόμενους το βάρος τών στρατοπέδων και τό μέγεθος τοϋ συνεστώτος πρός ταϊς δύσεσι  πολέμου, δηλον γάρ είναι παντί τώ καί μετρίως περί τά κοινά σπουδάζοντι καί νϋν,ώς έάν τε Καρχηδόνιοι  Ρωμαίων έάν τε 'Ρωμαίοι Καρχηδονίων περιγένωνται τώ πολέμω, διότι κατ’ ούδένα τρόπον είκός έστι τους κρατήσαντας έπι ταϊς Ίταλιωτών και Σικελιωτών μεϊναι δυναστείαις, ήξειν δε και διατενεΐν τάς έπιβολάς και δυνάμεις αυτών πέρα τού δέοντος. 

Διόπερ Άξιου πάντας φυλάξασθαι τον καιρόν, μάλιστα δε Φίλιππον.

Είναι δε φυλακήν, εάν άφέμένος τού καταφθείρειν τούς Έλληνας καί ποιείν εΰχειρώτους τοίς έπιβαλλομένοις κατά τούναντίον ώς ύπέριδίου σώματος βουλεύηται, καί καθόλου πάντων των τής Ελ­λάδος μερών ώς οίκείων καί προσηκόντων αύτω ποιήται πρόνοιαν- τούτον γάρ τον τρόπον χρωμένου τοίς πράγμασι τούς μεν Έλληνας εύνους ύπάρξειν αύτω καί βεβαίους συναγωνιστάς πρός τάς έπιβολάς, τούς δ’ έξωθεν ήττον έπιβουλεύειν αύτού τη δυναστεία, καταπεπληγμένους την των Ελλήνων πρός αύτόν πίστιν . . . ’
Εάν άπαξ τα προφαινόμενα νυν άπό τής εσπέρας νέφη προσδέξηται τοίς κατά την Ελλάδα τόποις έπιστήναι, καί λίαν άγωνιάν έφη μή τάς άνοχάς καί τους πολέμους καί καθόλου τάς παιδιάς, ας νύν παίζομεν προς άλλήλους, έκκοπήναι συμβή πάν­των ήμών έπί τοσούτον, ώστε καν εύξασθαχ τοίς Θεοίς ύπάρχειν ήμίν την εξουσίαν ταύτην καί πολεμείν, όταν βουλώμεθα, καί διαλύεσθαι πρός άλλήλους καί καθόλου κυρίους είναι των έν αύτοίς άμφισβητουμένων ».

Dass unter den Griechen, vor denen Agelaos sagt, es sei am besten, wenn sie nie gegen einander kämpften, auch die Makedonier, zu deren König diese goldenen Worte gesagt wurden, verstanden wer­den müssen, wird klar aus der Bezeichnung, mit der er τάς άνοχάς καί τούς πολέμους και καθόλου τάς παιδιάς άς νυν παίζομεν πρός άλλήλους charakterisiert.

Die Makedonische Könige Philipp II und Alexander III

Auch Isokrates wird über die Makedonier dieselbe Meinung gehabt haben ;
denn sonst ist es ganz unbegreiflich, wie er Philipp dazu zu überreden suchte, die Griechen zu vereinigen und unter seiner Hegemonie gegen die asiatischen Barbaren zu führen ;
denn wären die Makedonier wirklich Barbaren gewesen, so hätte er damit den Griechen gewünscht, unter einen benachbarten Barbaren zu kommen, um andere Barba­ren zu bekämpfen.


Wie einzelne Männer, so haben auch ganze Versamm­lungen sich für das Griechenthum der Makedonier ausge­sprochen.
So werden die Aetoler (bei Polyb XI \ ) in Gegen­wart der Gesandten der Rhodier, der Byzantier, der Chier, der Mytilenaer und aller asiatischen Griechen von den Ge­sandten des Königs von Aegypten ersucht, dem Kriege gegen Philipp und die Achäer während des zweiten Punischen Kriegs ein Ende zu machen ;
denn sonst würden gleich nach dem Ausgang des Punischen Kriegs οι 'Ρωμαίοι πάση τη δυνά­μει την όρμην έπι τούς κατα την Ελλαδα τοπους ποιήσονται, λόγω μέν Αΐτωλοΐς βοηθήσοντες κατά Φιλίππου, τη δ’ άληθεία πάσαν ύφ’ εαυτούς ποιησόμενοι.


Dasselbe erfahren wir auch von Appian (Makedon. 2-3), indem er erzählt, dass
 «οι δέ πρέσβεις (sc. der verschiedenen griechischen Staaten) αύθις συνήλθον και πολλοί φανερώς έλεγον, ότι Φίλιππος και Αίτωλοί διαφερόμενοι τούς 'Έλ­ληνας εις δουλείαν 'Ρωμαίοις ύποβάλλουσιν, έθίζοντες αύτούς της Ελλάδος θαμινά πειράσθαι.

Darauf wollte der römische Gesandte Sulpicius aufstehen und antworten, 

το δε πλήθος ούκ ήκουσεν, άλλ’ έκεκράγεσαν τούς πρέσβεις εύ λέγειν».

Dass sowohl das Schreien der Menge als auch die Worte der Gesandten bei der Annahme, die Makedoner wür­den von den Griechen ebenso wie die Römer für Barbaren und Ausländer gehalten, unsinnig sind, sieht ein jeder.


Noch klarer wird es aus dem, was Plutarch. Flamin XI erzählt.
Als nämlich Flamin, auf dem Isthmienfest alle Grie­chen für frei erklärte, plauderten diese Abends bei Tische darüber und meinten:

«Εις τό Μαραθώνιόν τις έργον άφέλοι, καί τήν έν Σαλαμίνι ναυμαχίαν και Πλαταιάς και Θερμομοπύλας και τα πρός Εύρυμέδοντι και τα περί Κύπρον έργα, πάσας τάς μάχας ή Ελλάς έπί δουλεία μεμάχηται πρός αύτην και πάν τροπαιον αυτής συμφορά και ονειδος έπ’ αύτήν έστηκε, τα πλείστα κακία και φιλονικία των ηγουμένων περιτραπείσης. 
Αλλόφυλοι δ΄ ανδρες, εναύσματα μικρά καί γλίσχρα κοινωνήματα παλαιού γένους έχειν δοκούντες, άφ’ ών και λόγω τι και γνώμη των χρη­σίμων ύπάρξαι τη Έλλάδι θαυμαστόν ήν, ούτοι τοϊς μεγίστοις κινδύνοις και πόνοις έξελόμενοι τήν Ελλάδα δεσπο­τών χαλεπών και τυράννων έλευθεροΰσιν».

 Mit Ausnahme der Persichen Kriege meinten also diese Leute in Bezug auf alle übrigen Kriege, mithin auch auf die mit den Makedo­niern, dass sie Griechenland mit sich selbst, die Griechen un­ter einander geführt hätten.
 Eine officiellere Bestätigung der Nationalität der Makedonier kann es m. E. nicht geben; hier spricht kein leidenschaftlicher Redner, kein Schriftsteller, dessen Glaubwürdigkeit geprüft werden muss, sondern eine ganze Welt, das nationale Gefühl selbst, und das kann in solchen Fragen sich nicht tänschen.


Ist nun auf diese Weise die Nationalität der Makedonier direct bestätigt, so wird dieselbe auch indirect bezeugt ; es lassen sich nämlich eine Reihe historischer Thatsachen an­führen, die bei der Annahme, die Makedonier seien keine Griechen gewesen, höchst sonderbar erscheinen würden, während sie bei der entgegengesetzten Annahme völlig klar sind.


Es ist zu bemerken, dass ebenso, wie sich die Makedonier selbst als von den Barbaren verschieden betrachteten, so auch die Historiker stets zwischen ihnen und den Barbaren einen Unterschied machten.

So sehen wir z. B., dass in Asien ein steter Gegensatz zwischen den Makedoniern und Griechen einerseits und den Barbaren andererseits obwaltet.

Das wäre aber mindestens sonderbar, um nicht zu sagen unverschämt vonseiten der Makedonier, wenn sie nicht echte Griechen ge­wesen wären

So sagt Arrian VII 12, 2 über Alexander.
Alexander der Grosse
« παίδες δε εί τω ( των είς Μακεδονίαν έπιστρεφόντων Απο­μάχων) ήσαν έκ των Ασιανών γυναικών, παρά οί καταλιπείν έκέλευσε μηδί: στάσιν κατάγειν είς Μακεδονίαν αλλοφύλους τε καί έκ βαρβάρωνγυναικών παίδας τοίς οίκοι ύπολελειμμένοις παισί τε καί μητράσιν»,
und VII 9,2 
« 'Ο Φίλιππος... άξιομάχους καταστήσας (τούς Μακεδόνας) τοις προσχώροις των βαρβάρων .... αύτών δ έκείνων των βαρβάρων, ύφ’ ών πρόσθεν ήγεσθε καί έφέρεσθε αύτοί τε καί τα ύμέτερα, ηγεμόνας κατέστησαν»,
und VII 13, 3
«  Ταύτας δε (τάς Αμαζόνας) άπαλλάξαι τής στρατείας Άλέξανδρον, μή τι νεωτερισθείη κατ’ αύτάς ές ύβριν πρός τών Μακεδόνων τι βαρβάρων».

 Das. II 7, 4-5 werden die Ma­kedonier und Griechen von den barbarischen Thrakern, Paeonern, Illyriern und Agrianen unterschieden.


Auch Livius nennt die Makedonier nie Barbaren,
obgleich er sich dieses Adjectivs oft für die Thraker und andere bar­barische Völker bedient ; cf. XXXIV 29 :
Nec per Macedoniam tantum, sed per Thraciam etiam, ubi inter cetera pax quoque praestanda a barbaris erat.
Und 35: Interim per speciem auxilii Byzantiis ferendi, re ipsa ad terrorem regulis Thracum iniciendum profectus, perculsis iis uno proelio et Amadoco duce capto in Macedoniam rediit, missis ad incolas Histri fluminis barbarosy ut in Italiam irrumperent, sollicitandos.

Ferner 53:
Philippopolin urbem fuga desertam oppidanorum, qui -in proxima montium juga cum familiis receperant sese, cepit campestresque barbaros in deditionem ac- cepit.
XL, 4 : Thracibusque et aliis barbaris urbes tradidit habitandas ( nachdem er die Makedonier daraus vertrieben · hatte).
XLIV 2.7: Quod ubi.audivere barbari ( = Galli).
In XLV 36 unterscheidet er die Eordäer, Lynkesten, Pelagonen, Elimiotenvon den umwohnenden Barbaren:
«quartam regionem Eordaei et Lyncestae et Pelagones et Elimiotis. frigida haec omnis duraque cultu et aspera plaga est. cultorum quo­que ingenia terrae similia habet, ferociores eos et accolae bar­bari faciunt, nunc bello exercentes nunc in pace miscentes, ritus suos ».

Also nach Livius machten die benachbarten Bar­baren diese Makedonier ferociores ; diese mussten also ver­schieden von ihnen und nicht etwa selbst Barbaren sein.


Wie die Makedonier den Barbaren, so werden auch die makedonischen Sitten den barbarischen stets entgegengesetzt.
 Cf. Arrian VII 6, 2
 «Είναι γάρ ούν καί Μηδικήν τού Αλε­ξάνδρου στολήν άλγος ού σμικρόν Μακεδόσιν όρωμένην, καί τούς γάμους έν τώ νόμω τώ ΙΙερσικώ ποιηθέντας ου προς θυμού γενέσθαι τοίς πολλοΐς αύτών».

Nirgends wirdeine barbarische Sitte, z.B. der Rauf der Weiber, das Tätowieren, das Sichschämen vor dem nackten Körper und dgl. von den Makedoniern berichtet.

 Im Gegentheil, z. B. die Be­waffnung der Makedonier ist eine schwere, d.h. echt grie­chische ;
sie werden bei Lucian Dialog. Mort. XIV 4 als ελεύθεροι άνδρες bezeichnet, und bei Arrian IV 11, 6 wird gesagt, dass
τού Αλεξάνδρου οι πρόγονοι ού βία άλλα νόμω Μακεδόνων άρχοντες ήσαν.

Und von Polyb V 7, 6 erfahren wir, dass
εΐχον γάρ άεΐ την τοιαΰτην ΐσηγορίαν Μακεδόνες πρός τούς βασιλείς,
 d.h. ganz wie die Achäer in den heroischen Zeiten.
 Ja selbst Verschwörer gegen das Leben des Königs durfte dieser nicht ohne weiteres richten oder tödten, sondern das Heer sass zu Gericht und fällte das Urteil über die Angeklagten.

Von einer barbarischen Sitte lässt sich also keine Spur finden.


Keiner von den alten Schriftstellern hat uns überliefert, dass die Makedonier eine andere als die griechische Sprache gesprochen, oder dass sie das gewöhnliche Griechisch nicht verstanden hätten ;
 im Gegentheil 
deuten alle durch ihre Aeusserungen an, dass die κοινή Allen ganz verständlich war. 

Alexander redet zu seinem Heer stets in einer Sprache
ώ αν δρες Μακεδόνες τε και σύμμαχοι,
 Arrian V 25.
Philotas will sich nicht im Makedonischen, sondern im allgemeinen Griechisch vertheidigen ;
es wäre aber höchst unsinnig, ja verderblich für ihn gewesen, sich in einer fremden, dem Heere unverständlichen Sprache vertheidigen zu wollen, zumal, nachdem gerade kurz vorher Alexander, das Heer gegen ihn aufreizend, von ihm gesagt hatte:
Videtis adeo etiam sermonis patrii Philotam taedere ?... dum memineritis aeque illum ( = Philotam) a nostro more quam a sermone abhorrere.

Es ist nun aber ferner sonnenklar, dass diese Männer, wenn sie die griechische Sprache nicht von ihren Müttern gelernt hätten, diese weder in den makedon. Schulen noch in Asien und Aegypten hätten lernen können. 

Denn zu Hause waren ja die Zustände, wie wir oben S. 10, 37-38 gesehen haben, durchaus nicht dazu geeignet,und die Schulen in jenen schrecklichen Zeiten werden gewiss nichts Besonderes gewesen sein, weshalb denn auch die Makedoner als ungebildete Menschen (nicht aber als Barbaren, Fremdsprachige! ) getadelt wurden.

 Ich glaube also nicht zu irren, wenn ich behaupte, dass die meisten von diesen Soldaten ganz unwissend waren.
Auch in Asien konnten sie das Griechische nicht lernen;
denn sie waren ja viel zahlreicher als die anderen Griechen, und ausserdem hatten sie ganz natürlich auch die höheren Aemter inne.
 Es hätte also ihre Sprache vielmehr die Oberhand gewinnen müssen, falls sie eine fremde und nicht ein Dialect des Grie­chischen gewesen wäre.


Dass aber die Makedonier einen griechischen Dialect und nicht eine fremde Sprache gesprochen haben, wird ausserdem auch daraus klar, das alle die, welche als Μακεδονίζοντες getadelt wurden (Athenäos III 122), sich griechischer Wör­ter bedient haben, wie ρύμη, παρεμβολή, κοράσιον u.s.w.

Dasselbe muss ferner aus Pausanias Bericht IV 29, 1 ge­schlossen werden; als nämlich bei Tagesanbauch die Makedo­nier in die Stadt Messene einfielen, glaubten die Einwohner anfangs,die Angreifer seien Lakedämonier,

 «έπεί δε εκ τε των όπλων καί τής φωνής Μακεδόνας και Δημήτριον τον Φι­λίππου γνωρίζουσιν όντας...»
Wäre die φωνή attisch oder ganz barbarisch gewesen, so würde sie zur Erkennung der Makedonier nichts beigetragen haben.
Eine ganz fremde Spra­che haben auch die Illyrier, die Römer und die Karthager gesprochen, und Attisch war in dieser Zeit kein Unter­scheidungszeichen mehr.
Die Makedonier müssen also einen griechischen Dialect gesprochen haben, dessen Eigentümichkeiten, z. B. die Laute β, δ  st. φ θ, den Griechen damals sicherlich bekannt wraren.


So sind auch die Stellen Plutarch’s in Alexander LI und Eumenes XIV zu verstehen, wo er des Makedonischen Erwähnung thut; er erzählt nämlich, dass Alexander, als er mit Kleitos in Streit gerathen war,
άναπηδήσας άνεβόα Μακεδονιστι καλών τούς υπασπιστάς,
und an der zweiten Stelle, dass die Soldaten des Eumenes ώς είδον (sc. ihn)
εύθύς άσπασάμενοι Μακεδονιστί τή φωνή τάς τ’ άσπίδας άνείλοντο καί ταίς σαρίσαις έπιδουπήσαντες ήλάλαξαν προκαλούμενοι τούς πολε­μίους.
Thessaloniki, Tochter des Philippos, Königin

Das Μακεδονιστί  heisst so viel als dialectisch, nicht attisch.
Dass Alexander bei der grossen Seelenerregung in seinen Dialect verfallen konnte und dass auch die Soldaten ihre Mundart liebten und bei solchen freudigen Ereignissen gebrauchten, ist nur natürlich. Ich selbst verfalle in solchen Momenten in meine kretische Mundart.


Nur bei der Annahme einer von jeher griechischen Natio­nalität der Makedonier begreift man, warum auch selbst nach dem Untergang der alten Dynastie, welche auf die Ma­kedonier einen graecisierenden Einfluss ausgeübt haben soll,
die Diadochen nicht makedonische, sondern griechische Reiche überall gestiftet und griechische Civilisation verbreitet haben.
Das würden sie entschieden nicht gethan haben, wenn sie von ihren Königen zum Griechenthum gezwungen worden wären. Sie haben sich aber,wie auch ihre Soldaten, stets als Griechen gefühlt, und deshalb sind sie es gerade gewesen, die das griechische Wesen in Asien cultiviert haben.


Man darf mir nicht mit der Behauptung entgegentreten, die Makedonier hätten sich wirklich zur Zeit Alexanders des Grossen als Griechen gefühlt, allein sie seien es nicht von Anfang an gewesen, sondern nach und nach durch ihre grie­chische Dynastie geworden, und nachdem sie einmal das Griechische kennen gelernt hätten und mit den Griechen in ein so nahes Verhältniss getreten wären, hätten auch die an­deren Griechen sie als Griechen anerkannt. 

Denn erstens ha­ben wir oben gesehen, dass schon zu Euripides’ Zeiten die Makedonier sich als Griechen gefühlt haben müssen. 
Zwei­tens konnten die maked. Wörter,
άμαλός, δαίτας, μύκηρος, ζέρεθρον, όπλαί, άκόντιον, άγκαλίς, χάρων, σαυτόρια, πυλαυρός, κύρνοι, Πευκέστας u.s.w.
wegen der oben S. 23-24 - angeführten Ursachen weder dem Attischen noch irgend ei­nem anderen Dialect entlehnt werden ;
sie bezeugen im Gegentheil, dass die griechische Sprache in Makedonien ein eigenes unabhängiges Leben gehabt hat. 
Drittens spricht auch das oben S. 40 angeführte Zeugniss Strabo΄ s, wonach die Makedonier mit den Epeiroten einen gemeinsamen Dialect gesprochen haben (κουρά καί διαλέκτω καί χλαμύδι και άλλοις τοιούτοις χρώνται παράπλησίοις),
gegen eine solche Graecisierung der Makedonier,
 da sie in diesem Falle ganz wie die Griechen in Kleinasien die attische κοινή, nicht aber einen Dialect hätten gebrauchen müssen.


Auch Plutarch’s Stelle Pyrrhos XI scheint mir auf einen gemeinsamen Dialect der Epeiroten und Makedonier hinzudeu­ten.
Er erzählt, dass
πολλοί τών έκ τής Βέροιας άφικνούμενοι τον Πύρρον ένεκωμίαζον . . . ήσαν δε τινες, ούς αυ­τός ό Πύρρος έγκαθίει, προσποιουμένους είναι Μακε­δόναςκαι λέγοντας ότι νϋν καιρός εστι της Δημητρίου βαρύτητος άπαλλαγήναι. 
Denn es ist klar, dass nur Men­schen gleichen Dialects, obgleich keine Makedoner (προσ­ποιούμενους είναι Μακεδόνας), so etwas in Makedonien unternehmen konnten.


Man darf aber andererseits nicht daran denken, dass der epeirotische Dialect sich in Makedonien verbreitet habe; denn erstens sind ja die Epeiroten durchaus nicht im Stande ge­wesen, ihre Nachbarn, die Illyrier, zu graecisieren ; um so weniger würden sie das also bei den weiter abgelegenen und politisch stärkeren Makedoniern vermocht haben.
Ausserdem lebten sie stets unter verschiedenen Dynastien und waren in Bezug auf die Civilisation sehr zurückgeblieben, konnten also gar nicht so etwas unternehmen. Auch die Thessaler, die stets unter dem Joch ihrer Häuptlinge schmachteten, ver­mochten es gewiss nicht.
Ueberhaupt ist also eine spätere Grae­cisierung der Makedonier ganz unmöglich,
und wird sie doch angenommen, so muss sie nothwendig zu allerlei Absurdi­täten führen; denn wie haben es erstens die Makedonier ver­mocht, die hochentwickelte griechische Cultur so rasch sowohl in sich aufzunehmen als auch überall hin zu verbreiten!

Kein anderes wirklich barbarisches Volk hat etwas Aehnliches un­ternommen, geschweige denn vollbracht;
und wohlbemerkt, die Makedonier sollen zu gleicher Zeit auch ein schwerfälliges, ungebildetes Volk gewesen sein.
Ausserdem waren sie nicht von den Griechen unterworfen, wohnten auch nicht im Cen­trum Griechenlands, sondern weit, an der Peripherie, wo sie unter ihren Königen frei, ja sogar auch vom Meere weg, allein lebten.
Wie konnten sie also das Griechische und, wie Müller behauptete, sogar vor den Perserkriegen, kennen lernen?
Und warum es nicht auch die Illyrier oder die Thraker gelernt haben, auf diese Frage wird Niemand antworten können.


Auch das Märchen, wonach die königliche Familie der Makedonier, da sie aus Argos im Peloponnes gebürtig die griechische Sprache und Civilisation in Makedonien einge­führt haben soll, würde unbedingt, selbst wenn darin irgend eine historische Wahrheit steckt, was bekanntlich höchst unwahrscheinlich ist, zur Erklärung der sonderbaren Graecisierung Makedoniensnicht das Geringste beitragen können.

Denn, frage ich, warum hat dasselbe nicht auch in Karien, wo die Dynastie so hellenisch gewesen ist, stattgefunden? Und wohlbemerkt, Karien lag am Meere, innerhalb des Einflusses der griechischen Cultur, Makedonien aber nicht, Karien war viel kleiner als Makedonien u.s.w.


Gerade auf das Gegentheil, nämlich auf eine Verwilderung der Griechen Makedoniens inmitten so vieler barbarischer Völker, wie der Thraker, Päonen, Triballer, Dardaner, Illy­rier, müssten wir gefasst sein ;
 dies bezeugt uns Plutarch über die Epeiroten, obgleich Epeirus von jeher von Griechen be­wohnt war (cf. Dodona’s Tempel) und die Epeiroten nur mit einem einzigen Volk, den Illyriern, zu thun gehabt hatten ; cf. Plutarch Pyrr. I
«Μετά δε τούς πρώτους των διά μέ­σου βασιλέων έκβαρβαρωθέντων και γενομένων τη τε δυ­νάμει και τοίς βίοις άμαυροτέρων Θαρρύταν πρώτον ίστορούσιν Έλληνικοίς έθεσι και γράμμασι και νόμοις φιλάνθρώποις διακόσμήσαντα τάς πόλεις όνομαστόν γενέσθαι».

Auch bezüglich der Makedonier hat uns Livius eine solche Verwilderung bezeugt; cf. oben S. 49.


Auf einen derartigen Einfluss geht auch die Umwandlung der Aspiratae φ θ in die Mediaeβ δ, wie oben S. 37 gezeigt worden ist, zurück.

Es ist also eine späte Hellenisierung der Makedonier völlig undenkbar;
sie müssen von jeher Griechen gewesen sein, und somit sind Herodots Angaben, dass
το Δωρικόν έθνος οίκεε έν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον I 56,
und
έόντες ούτοι... Δωρικόν τε και Μακεδνόν έθνος VIII 43,
vollkommen richtig.
Denn vom Pindos sind diese Stämme,welche das «makedoni­sche » Volk bildeten, nordöstlich ausgewandert und in das das Land, welchem sie ihren Namen gegeben haben, nach Ma­kedonien, gelangt; cf. Strabo IX 434 :
« Διά γάρ την επιφά­νειαν τε και επικράτειαν των Θετταλών και Μακεδόνων οί πλησιάζοντες αύτοίς μάλιστα των Ήπειρωτών οί μέν έκόντες οΐ δε άκοντες μέρη καθίσταντο Θετταλών ή Μακεδό­νων· καθάπερ Άθαμανες καί Αίθικες και Τάλαρες Θεττα­λών, Όρέσται δε και Πελαγόνες και Έλιμιώται Μακεδό­νων»,
d.h. also dieάνω Μακεδονία (Ilerodot VII 173 und Strabo VII 326) wurde von epeirotischen Völkern bewohnt. So nennt auch Hekatäos Fr. 77 die Oresten ein Μολοσσικόν έθνος, wie ja überhaupt zwischen Epeiroten und Makedo­niern keine scharfe ethnographische Grenze zu ziehen ist.


Nur ein paar Fragen bleiben uns noch zu erledigen übrig ; nämlich die, warum Alexander, der Sohn Amyntas’, Philhel­len geheissen wurde, und warum er, als er von seinem Ge­gner als Nichtgrieche gehindert wurde, an den olympischen Spielen theilzunehmen, nicht die griechische Nationalität sei­nes ganzen Volkes, sondern nur seiner Familie bewiesen hat?
Alexander I. der Philhelle


Den Namen Philhellen geben wir heutzutage nur den Frem­den, welche Hellas lieben, allein keinem Griechen, den Fall ausgenommen dass wir dadurch an deuten wollen, dass er kein Grieche ist oder dass er fremde Sitten nachahmt und die einheimischen ableugnet.

Die Alten aber haben auch viele Grie­chen Philhellen genannt;
 die Ursache davon ist,dass wir heut­zutage keine kleinen eigenen Staaten, von denen jeder einen einzelnen lieben kann, sondern ein allgemeines, alle Gegenden wo Griechisch gesprochen wird, umfassendes griechisches Vaterland, ein einziges Hellas in unserm Bewusstsein haben.

 Ferner sind wir uns stets bewusst, dass wir dieses mit Na­turnotwendigkeit lieben und zu vertheidigen suchen.
Es braucht also von einem einzelnen Griechen heutzutage nicht gesagt zu werden, dass er Hellas liebt;
bei den Alten war es ganz anders, wesshalb auch Xenophon den Agesilaus Philhel­len nennt und Plato will, dass die Bürger seines Staates Phil­hellenen seien ;

Isokrates nennt die älteren Athener ebenfalls Philhellenen. Gf. Xenophon Agesilaos VII 4:

« Εί γε μην αύ καλόν Έλληνα όντα φιλέλληνα είναι, τίνα τις είδεν άλλον στρατηγόν ή πόλιν ούκ έθέλοντα αίρείν, όταν οίηται πορθήσειν, ή συμφοράν νομίζοντα τό νικάν έν τώ πρός Έλληνας πολεμώ; έκείνος τοίνυν, άγγελίας μέν έλθούσης αύτώ ώς έν τη έν Κορίνθω μάχη όκτώ μεν Λακεδαιμονίων, έγγύς δε μύριοι τών πολεμίων τεθναίεν, ούκ έφησθείς φα­νερός έγένετο, άλλ’ εΐπεν άρα, Φεύ, ώ Ελλάς, όποτε οί νύν τεθνηκότες ίκανοί ήσαν ζώντες νικάν μαχόμενοι πάντας τούς βαρβάρους.»,

 Cf. Plato Polit. V 421 E, sowie Isokr. Panathen. 241 :
«’Ev ώ τούς μεν σούς προγόνους (τούς Αθη­ναίους) ειρηνικούς και φιλέλληνας και τής ίσότητος τής έν ταϊς πολιτειαις ηγεμόνας, Σπαρτιάτας δ’ ύπεροπτικούς καί πλεονέκτας, οϊονσπερ αύτούς είναι πάντες ύπειλήφασιν».
Und Philip. 122:
«Έστιν ούν άνδρός μέγα φρονούντος και φιλέλληνος ( = φιλοπάτριδος) και πορρωτέρω τών άλλων τη διανοία καθορώντος ... », '


Auch der Bericht Herodots V22,dass Alexander der Philhellen
Alexander I. der Philhelle

«άεθλεύειν έλόμενος και καταβάς έπ’ αύτό τούτο έξείργετο ύπό τών άντιθευσομένων Ελλήνων, φαμένων ού βαρβάρων άγωνιστέον είναι τόν άγώνα , άλλά Ελλήνων, Αλέ­ξανδρος δε, επειδή άπέδειξε ώς είη Αργείος, έκρίθη τε είναι Έλληνκαι ... »,

lässt sich leicht erklären, wenn man nur über die Beweismittel der damaligen Zeiten eine klare Idee hat und dieselben nicht mit den modernen vermischt. Heutzutage beweist man die Nationalität eines Landes oder eines Mannes durch allerlei historische, geographische, genea­logische und dgl. Bücher; damals aber, wo es derartige Hilfs­mittel nicht gab, musste man, um so etwas zu beweisen, zu anderen Methoden greifen, und das Allerleichteste waren na­türlich die Ueberlieferungen über die überall hin ausgewander- ten griechischen Colonisten;
da nun eine solche Ueberlieferung auch über das königliche Haus Makedoniens bestand, so hatte Alexander leichtes Spiel, an diese Tradition zu appellieren, ganz wie das ein Kyrenäer oder ein Sikeliote gegebenen Fal­les gethan haben würde.

 Ueber alle Makedonier konnte er einen solchen Nachweis ihres Griechenthums nicht liefern, einerseits weil es sich gar nicht darum handelte, andererseits weil die Makedonier, obgleich sie aus Epeirus ausgewandert waren, doch nicht als Colonisten betrachtet werden konnten.

Jedenfalls aber darf also der beschränkte Nachweis Alexanders nicht als ein Nachweis des Nichtgriechenthums der Makedonier aufgefasst werden.

Ο Μακεδονικός Αγώνας στην Ανατολική Μακεδονία

$
0
0

Ο Άγιος ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Μητροπολίτης Δράμας.

του Γεωργίου Μόδη.
"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ  Η ΝΕΩΤΕΡΗ 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

«Τσεκούρι στον ντόκτορ Γιάννη,
 μολύβι στον Έλληνα πρόξενο, 
μαχαίρι στον Έλληνα μητροπολίτη»,
 έγραφε στον βοεβόδα Τάσκα της περιοχής Σερρών το περίφημο γράμμα. 

Και ο ντόκτορ Γιάννης, ο γιατρός δηλαδή Θεοδωρίδης, μόλις το 'μαθε, έμασε τα μπαγουλάκια του και το 'σκασε στην Αθήνα, αν και ύποπρόξενος της Μεγάλης Βρεταννίας ...

Απ'την άλλη μεριά έγραφε ο Draganofότι στην εκκλησία των Ταξιαρχών Σερρών (8 Νοεμβρίου 1905) κήρυξε ο εφημέριος Παπαστέφανος ότι όποιος σκοτώση Βουλγάρους θ'αγιάση

Δεν είναι βέβαιο αν έγραφε την αλήθεια. 

Είναι γεμάτο ανακρίβειες και ψέματα το προπαγανδιστικό βιβλίο του. 
Επιδίωκε ν'άποδείξη ότι οι «Μεταρρυθμίσεις» είχαν αποτύχει και η μόνη λύση ήταν η αυτονομία

Παρουσιάζει για βουλγαρικά θύματα ελληνικών σωμάτων χωριά ελληνικά που τα έκαψαν οι κομιτατζήδες

Μα κι'αν είναι αληθινό το κήρυγμα του Παπαστεφάνου, αντιπροσωπεύει το πνεύμα της εποχής και εκφράζει το άγριο πάθος, που είχαν καλλιεργήσει με τα έργα τους οι Βούλγαροι. 
 Έσπειραν άνεμους και ήταν φυσικό να θερίσουν θύελλες.

Δεν έχουμε δυστυχώς στην ανατολική Μακεδονία απομνημονεύματα, όπως του Πάντο Κλιάσεφ η και Ελλήνων οπλαρχηγών. 

Δημοσιεύτηκαν όμως στα «Σερραικά Χρονικά» της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Σερρών-Μελενίκου, με γραμματέα τον κ. Π. Πένναν (τόμος Ε'), οι εκθέσεις του τότε προξένου Σερρών Σαχτούρη, που μας δίνουν μιαν ανάγλυφη εικόνα της εποχής.

Αρχίζουν όμως από τις 30 Νοεμβρίου του 1906 και τελειώνουν την 31 Δεκεμβρίου του 1907. 

Φαίνεται ότι κάπως αργότερα έκανε την εμφάνιση της η ένοπλη αντίδραση μας στην ανατολική Μακεδονία. Η αναφορά του προξένου της 4 Ιανουαρίου του 1907 τονίζει : 
«Δυστυχώς η ημετέρα οργάνωσις ευρίσκεται ακόμα εν τη γενέσει της». 

Όπως φαίνεται απ'την αναφορά του προξένου, πίστευαν πολλοί, πριν ένα χρόνο, αρχές δηλαδή του 1906, ότι η διατήρηση ενόπλων σωμάτων στην ανατολική Μακεδονία ήταν αδύνατος εξ αιτίας του εδάφους και απροθυμίας των κατοίκων.

 Υπήρχαν όμως τον Ιανουάριο του 1907 τέσσερα σώματα και παρακαλούσαν τώρα τα χωριά να έχουν δικό τους σώμα (Σερραικά Χρονικά, τόμος Γ'σελ. 24).

Αν όμως άργησαν, η οργάνωση έγινε με καλύτερο σύστημα. 
Χρησιμοποιήθηκαν μικρά σώματα στρατολογημένα στον τόπο από ντόπιους. 

Μεγάλα, όπως εκείνα της δυτικής και της άλλης Μακεδονίας, από εκατόν είκοσι, ογδόντα, εξήντα, σαράντα άντρες, υπήρξαν άγνωστα στην ανατολική Μακεδονία.
 Υπερβασίες η ανοησίες, όπως τις έλεγε ο πρόξενος, ομαδικές δηλαδή σφαγές και πυρπολήσεις χωριών δεν έγιναν, παρά ελάχιστες.
Από την αλληλογραφία φαίνεται ότι το υπουργείο των εξωτερικών έδινε πολλές και αδιάκοπες εντολές. Ο πρόξενος έβαλε όλα τα δυνατά του για να προλαμβάνωνται και ν'αποφεύγωνται τέτοιου είδους ενέργειες.

Η ανατολική Μακεδονία είχε το μειονέκτημα ότι βρισκότανκοντά στα βουλγαρικά σύνορα, όπου περνούσαν ελεύθερα συμμορίες και όπλα.

Μεγάλος και πυκνός ήταν εκεί ο τουρκικός πληθυσμός, κυρίως στο Σαντζάκι της Δράμας.

Santanski και Panitsa με Νεότουρκους στην Κωνσταντινούπολη.

Είχαν επίσης εκεί το βασίλειο τους οι αρχικομιτατζήδες Σαντάσκι και Πανίτσα
που βρίσκονταν σε σκληρό, ακήρυχτο πόλεμο με τ'άλλα κομιτάτα.

Κοντά όμως ήταν και η θάλασσα. Αποβιβάζονταν εύκολα σώματα και όπλα στα ατέλειωτα παράλια της Χαλκιδικής, στον κόλπο του  Ορφανού και σε πολλά άλλα παραθαλάσσια σημεία, όρμους και ορμίσκους.

Ο Dakinαναφέρει την ανακάλυψη και κατάσχεση στην Καβάλα απ'τον  Αγγλο αξιωματικό Χάμιλτον πολλών όπλων γκρα του ελληνικού στρατού

Αργότερα ο υποπλοίαρχος Δεμέστιχας με ειδικό μικρό πολεμικό ξεφόρτωσε πολλά τουφέκια και φυσίγγια σ'όλην εκείνη την περιοχή.

Στην ανατολική Μακεδονία και ιδιαίτερα στις Σέρρες ξαναμπήκε σ'ενέργεια το μαχαίρι.

Στο Μοναστήρι και τις άλλες πόλεις οι φόνοι γίνονταν με πιστολιές
Στις Σέρρες με μαχαίρια.

Ηταν «σήμα κατατεθέν».
 Οι ξένοι, άμα έβλεπαν ένα νεκρό με μαχαιριά στην πλάτη, έλεγαν αδίσταχτα:
 "Δουλειά του ελληνικού κομιτάτου».

Το φθινόπωρο του 1904 ήταν ανάστατη η κοινωνία των Σερρών, γιατί ένας εύπορος Σερραίος για λίγα περισσότερα αργύρια είχε νοικιάσει το σπίτι του στους Βουλγάρους να το κάμουν σχολείο. Πουθενά δεν είχαν ιδιόκτητα σχολικά κτίρια.
Καπετάν Γιάννης Ράμναλης
Υπήρχε τότε σε ένα μακρινό χωριό ξενόφωνο, Ράμνα, ένα αδύνατο παιδί 19-20 χρονών, ο Γιάννης, που εξελίχτηκε στον λαμπρό και θαυμαστό οπλαρχηγό Γιάννη Ράμναλη.

Στα χωριά ξενόγλωσσοι άνθρωποι πολεμούσαν με τους Βουλγάρους, σκοτώνονταν και καίονταν, σφάζονταν και ρημάζονταν. 
Ζούσαν κάτω απ'την δαμόκλειο σπάθη των κομιτατζήδων και κάθε ώρα και στιγμή το δολοφονικό μαχαίρι, το βόλι και η βόμβα τους παραμόνευαν.


 Και μέσα στην πόλη όπου δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, ένας πλούσιος έμπορος πρόδινε η βοηθούσε τους Βουλγάρους και τους έδινε το σπίτι του για σχολειό ! 

Και χωρίς να πη σε κανένα τίποτε, βυθίζει το μαχαίρι στην πλάτη του και τον αφήνει στον τόπο. Αναγκάστηκε να φύγη στην Θεσσαλονίκη και να παρουσιασθή στον Ζώη (υπολοχαγέ τότε Κάκαβο) του προξενείου. 

Ζήτησε να τον στείλουν σ'ένα σώμα.
 Τον εύρισκαν όμως μικρό, αδύνατο. Ηξερε πολύ λίγα ελληνικά

Απ'το φόβο μήπως τον πιάση η αστυνομία για το φόνο των Σερρών, τον έστειλαν τέλος, την άνοιξη, στο μικρό καινούργιο σώμα της Κιλινδρείας (Κιλιντίρ), που είχε βάση το μεγάλο τσιφλίκι του Χρυσαφή.
Παρ'όλες όμως τις στενές σχέσεις του τσιφλικούχου με τους Τούρκους, βρέθηκε «μίαν ώραίαν πρωίαν» το σώμα κυκλωμένο μέσα στο τσιφλίκι  από στρατιωτικών απόσπασμα. Επεσαν πέντε αντάρτες. 

Ο αρχηγός Σακελλαρόπουλος, για να γλυτώση, φόρεσε χωριάτικα γυναικεία ρούχα.

Ο Γιάννης που πολέμησε αληθινά ηρωικά και είχε ξοδέψει τα φυσίγγια του, φόρεσε κι'αυτός χωριάτικα ανδρικά και ανακατώθηκε με τους χωριάτες. Χωριάτης όπως αυτοί ήταν και ο ίδιος.
 Το 'σκασε στη Θεσσαλονίκη και ξαναπαρουσιάστηκε στο προξενείο. 
Δεν ήξεραν τι να τον κάμουν. 
Τούς πρότεινε να τον αφήσουν να στρατολόγηση λίγους δικούς του και να δούλεψη στην περιφέρεια Λαγκαδά και την δυτική πλευρά της περιοχής Σερρών. 
Τον άφησαν για να τον ξεφορτωθούν. 
Σε λίγο όμως άρχισαν να έρχονται ειδήσεις ότι ένας πράκτορας του κομιτάτου πίσω απ'τον άλλο εύρισκαν το θάνατο από "άγνωστους". Ένα σιδερένιο χέρι έβγαινε ξαφνικά απ'το σκοτάδι, χτυπούσε, και πάλι χανόταν. 
Φόβος και τρόμος είχε ξαπλωθή σ'όλη την έκταση. 
Αναστατώθηκαν οι Βούλγαροι, κινήθηκαν οι Ρώσοι αξιωματικοί, κινητοποιήθηκαν οι Τούρκοι. 
Μακεδόνας Εκδικητής.
Μα δεν βρήκαν πουθανά ούτε ίχνος ούτε άλλο σημάδι  από αντάρτικο σώμα. Κανένας δεν είδε τίποτα, κανένας δεν άκουσε τίποτα.


Οι βουλγαροκτόνοι εξαφανίζονταν σαν τιμωρά φαντάσματα.

Οι άντρες του Γιάννη, χωρικοί, όπως αυτός, δούλευαν τη μέρα σαν φρόνιμοι ραγιάδες στα χωράφια και τη νύχτα έβγαζαν τα κρυμμένα όπλα. 

Γίνονταν αντάρτες μόνον όταν έστηναν ενέδρα.

Σιγά-σιγά άρχισε ν'αναφέρεται από στόμα σε στόμα με τρόμο αλλά και με σεβασμό και θαυμασμό το όνομα του Γιάννη Ράμναλη

Είχε πάρει στη φαντασία των απλοικών ανθρώπων τις διαστάσεις μεγάλου ήρωα.

Οι διαταγές, οι συστάσεις του ήταν νόμος για όλη την περιφέρεια. Ακόμα και ο Τούρκος ληστής Χαλίλ Τσαούς κάπου τρύπωσε και δεν έδινε καθόλου σημεία ζωής. Στο μεταξύ ο Γιάννης είχε ριχτή με τα μούτρα να μάθη να μιλά ελληνικά, να γραφή και να διαβάζη.
Εβαλε μάλιστα πλώρη να γίνη αξιωματικός.

Καπετάν Ράμναλης μετά
Τούρκου αξιωματικού (1908)

Με την νεοτουρκική μεταπολίτευση (10 Ιουλίου 1908) παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. 

Οι νεότουρκοι αξιωματικοί φρόντιζαν, ποιος να πρωτοφωτογραφηθή μαζί του.

Και ο Χαλίλ Τσαούς, γιγαντόσωμος με πελώρια μουστάκια, όταν τον αντίκρυσε, μούτζωσε τον εαυτό του μπροστά σε πολύ κόσμο και είπε : 

«Ντροπή στο μπόι και στα μουστάκια σου, Χαλίλ, που τρόμαξες απ'αυτό το νιάνιαρο».

 Μόλις πέρασε ο νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος, έστειλαν οι αρμόδιοι τον Γιάννη στην Αθήνα για ασφάλεια. Δολοφονούσαν οι νεότουρκοι τους οπλαρχηγούς. 

Εξακολούθησε εκεί με την μεγαλύτερη επιμέλεια ο Γιάννης τις σπουδές του. Πήρε και πτυχίο σχολαρχείου.

Οταν συναντούσε γνωστούς του αξιωματικούς απ'το Κέντρο Θεσσαλονίκης, τους αράδιαζε αρχαίες ελληνικές φράσεις και λατινικές.
Δικό του παλληκάρι απ'εκείνα που αυτός εκπαίδευε και διαμόρφωσε ήταν ο Σταύρος Μπερέτης απ'τη Μπαλαφάφτσα, σήμερα Κοχλικό του Λαγκαδά, που πήγε με αποστολή στη Σάμο και σκότωσε στις 11 Μαρτίου του 1912 τον Τουρκόφιλο ηγεμόνα της, Κοπάσην. Βρήκε στο νησί και αυτός τον θάνατο που ήξερε βέβαια ότι δεν θα μπορούσε ν'αποφύγει. Πριν μάλιστα αναχωρήσει για τη Σάμο, έγραψε στη μνηστή του να παντρευτή τον ανιψιό του, γιατί αυτός δεν θα γύριζε ζωντανός από εκεί που πήγαινε.

Ο πόλεμος του 1912 σταμάτησε τις έλληνολατινικές σπουδές του Γιάννη. 

Αποβιβάστηκε μ'ένα σώμα στη Χαλκιδική και αιχμαλώτισε στα Ρεβενίκια ολάκερο τουρκικό απόσπασμα. 
Ρίχτηκε έπειτα στην ειρηνική εργασία με την απόφαση να γίνη πλούσιος.

 Και τα κατάφερε τόσο καλά, που το 1923 τον σκότωσε ο λήσταρχος Τζατζάς για να τον ληστέψη.

Στη μαχαιροφιλία των Σερρών οφείλεται και ένα χαριτωμένο όσο και χαρακτηριστικό επεισόδιο. 

Ο πρόξενος Σαχτούρης πηγαίνοντας ένα απομεσήμερο σε μια σουλτανική γιορτή, παράγγειλε να σφάξουν το γάλο. 
Τού τον είχε φέρει  από κάποιο χωριό και θα φίλευε το βράδυ δυό φίλους.
Όταν γύρισε αργά, ρώτησε τι έγινε με τον γάλο. Τού απάντησαν: Τίποτε.
—Πως τίποτε; ρώτησε με απορία και θυμό.
—Ήταν πολλοί Τούρκοι, Γάλλοι στο Σεράι (Διοικητήριο), του απάντησαν.
 —Και τι δουλειά είχε ο γάλος στο διοικητήριο;
—Ήταν «ντουναμάς». Μεγάλη γιορτή του Σουλτάνου. Πολύς κόσμος. Και ο δεσπότης είδε το παιδί που στείλαμε και του είπε να φύγη.

Τότε λύθηκε η παρεξήγηση. Οι Σερραίοι έλεγαν το γάλο «μισίρκα». Νόμισαν ότι η παραγγελία ήταν να ξεπαστρευτή ένας Γάλλος αξιωματικός, θερμός βουλγαρόφιλος και φανατικός μισέλληνας.

Η αναφορά του προξένου της 19 Μαρτίου του 1907 μας πληροφορεί κάτι το αληθινά καταπληκτικό.

Οι Τούρκοι για να παγιδεύσουν τους χωρικούς μας, οργάνωσαν αντάρτικο σώμα από εφτά τουρκοκρητικούς.
 Την έμπνευση και πρωτοβουλία είχε ο ίδιος ο Τούρκος πασάς και στρατηγός της περιοχής Σερρώνβουλγαρικών συνόρων, που ο πρόξενος ονομάζει «στρατάρχη». 
Μεταμόρφωσε σε αντάρτες τουρκοκρητικούς, που υπηρετούσαν στο στρατό του. 

Ηταν οπλισμένοι επίτηδες με τουφέκια και περίστροφα γκρα και φορούσαν άλλοι στολή χακί με μπότες και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, όπως οι Κρητικοί, και άλλοι φουστανέλα με τσαρούχια. 

Πρωτοεμφανίστηκαν στην περιοχή Νιγρίτας και Κρουσίων, στην ελληνόφωνη ζώνη, και ζητούσαν απ'τους χωρικούς να τους συνδέσουν με τα παλιότερα σώματα, γιατί ήταν νεοφερμένοι.

Έπαιρναν βέβαια και τρόφιμα. Οι χωρικοί όμως τους υποπτεύτηκαν και κουμπώθηκαν. Ζήτησαν και πληροφορίες απ'τις Σέρρες.
Έγινε κοινό μυστικό ότι ήταν τουρκική η παράξενη συμμορία που ξαφνικά χάθηκε, όπως ξαφνικά είχεν εμφανιστή.
 Πάντως δεν είναι πολλά τα κράτη που σοφίστηκαν να στήσουν μηχανές και παγίδες στους υπηκόους τους. 
Η «Υψηλή Αυτοκρατορία» (Ντοβλέτ, άλιέι) το επιχείρησε παρά τις «μεταρρυθμίσεις» και τους ξένους αξιωματικούς...
Το μασκάρευμα αποδεικνύει και πόσο μεγάλος ήταν ο τουρκικός ....φιλλεληνισμός, που τόση κατακραυγή μας δημιούργησε. 
Οι Τούρκοι είχαν πολύ περισσότερους βουλγαρόφωνους
στρατιώτες, χωροφύλακες, αξιωματικούς.

Και όμως δεν έστειλαν κανένα απ'αυτούς μεταμφιεσμένο σε κομιτατζή.
Αποκαλυπτικό του . . . φιλελληνισμού των Τούρκων είναι και το εμπιστευτικό αρχείο του καιμακάμη (έπαρχου) της Έδεσσας που δημοσιεύτηκε  από την Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών (ΙΜΧΑ) με επιμέλεια πάντοτε του κ. I. Βασδραβέλη.

Περιέχει 128 κρυπτογραφικά τηλεγραφήματα και έγγραφα με διαταγές, πληροφορίες, συστάσεις του βαλή Θεσσαλονίκης.

Πολλά αναφέρονται στη δράση των ελληνικών σωμάτων και σε ελληνικές γενικά ενέργειες.
 Το έγγραφο της 1 Νοεμβρίου του 1907 διαβιβάζει διαταγή του Χιλμή Πασά να ληφθούν σύντονα και αυστηρά μέτρα κατά των ελληνικών σωμάτων ακόμα και στη θάλασσα, γιατί 
οι κομιτατζήδες πυρπόλησαν το Ράκοβο (Κρατερό) της Φλώρινας και 
οι  Έλληνες θα ήθελαν να εκδικηθούν.
Το έγγραφο της 5 Δεκεμβρίου του 1907 πληροφορεί τον καιμακάμη ότι στα ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας κάνουν τα παιδιά και στρατιωτικές ασκήσεις και το της 4 Μαρτίου του 1908, ότι ο Έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου συνεργάζεται με τα ανταρτικά σώματα.

Το έγγραφο της 3 Απριλίου του 1908 εξ άλλου προστάζει στον καιμακάμη να παρακολούθηση συστηματικά τον Έλληνα πρόξενο Θεσσαλονίκης Κανελλόπουλο, που θα πήγαινε με τον διερμηνέα του στην  Έδεσσα.

Δεν λείπουν και τα συνηθισμένα τουρκικά τερατολογήματα. Το κρυπτογραφικό τηλεγράφημα (29 Μαίου 1908) μιλεί για επικείμενη εισβολή σώματος  από.... 300 (!) Κρητικούς με αρχηγό τον Ζιμπρακάκη. Άλλο για συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη 600 (!) ανταρτών κι"ένα τρίτο για απαγωγή και μεταφορά στη Θεσσαλία ενός μικρού τουρκόπαιδου, Μεχμέτ, από άγνωστο μέρος και από άγνωστηοικογένεια. Δεν λείπει απ'τα προξενικά έγγραφα και το μαρτυρολόγιο.

Η πρώτη π.χ. έκθεση (30 Νοεμβρίου 1906) με την υπογραφή Σαχτούρης λέγει: 

Στις 19 Νοεμβρίου δολοφονήθηκε κοντά στο Μαρικόλενο του Μελενίκου ο Κων. Σταμπούλης, μικρέμπορος και φιλήσυχος οικογενειάρχης απ'το Σιδηρόκαστρο.
Την 24 Νοεμβρίου κομιτατζήδες σκότωσαν έναν Έλληνα βοσκό απ'την Δοβίτσα και άρπαξαν το ποίμνιο του με τα 80 πρόβατα.
Στις 28 Νοεμβρίου βουλγαρική συμμορία επιτέθηκε στους  Έλληνες αγωγιάτες  από το Μελένικο, σκότωσε έναν αγωγιάτη και πολλά άλογα, πλήγωσε βαρειά άλλον. Θέλησαν να εξαναγκάσουν τους Μελενικιώτες να παρατήσουν τα αμπέλια, ένα σημαντικότατο πόρο της ζωής τους. Οι πυροβολισμοί άκούονταν και μέσα στο Μελένικο. Μα ο τουρκικός στρατός δεν κουνήθηκε και δεν άφησε τους Μελενικιώτες να τρέξουν να βοηθήσουν τους αγωγιάτες.
Στις σελίδες 32-35 δημοσιεύονται τα ονοματεπώνυμα, το επάγγελμα, η κατοικία των θυμάτων της βουλγαρικής θηριωδίας του 1906.
Ηταν τριάντα ένα άτομα απ'την περιοχή της Μητροπόλεως των Σερρών. 
Μεταξύ τους είναι και γυναίκες. 
Υπάρχουν και τρεις αδελφοί που άδελφωμένοι πήγαν στον άλλο κόσμο.

Η περιφέρεια της μητροπόλεως Ζίχνης έδωσε είκοσι ένα νεκρούς, η τοϋ Νευροκοπίου έντεκα και η του Μελενίκου δεκατρείς. 
Σύνολο θυμάτων σ'ένα χρόνο  από μικρή περιοχή εβδομήντα έξι άτομα..,..

Οι σελίδες 16-21 είναι αφιερωμένες στη τραγωδία της Κλεπούσνας (Αγριανής). 

Μεγάλη βουλγαρική συμμορία μπήκε τη νύχτα της 12 Δεκεμβρίου στο χωριό, που ήταν χωρισμένο σε δικούς μας και Βουλγάρους, και έβαλε κυριολεκτικά «πυρ» και «σίδηρο».

Έσφαξαν τη γυναίκα του Πομελέτη, τη νύφη του και το μωρό της, ένα πρόκριτο με τη γριά συμβία του, μιάν άλλη γριά κι'έναν πρόκριτο.
Ο Παπαφίλιππος γλύτωσε πληγωμένος όπως και ο δάσκαλος. 
Η παπαδιά όμως κάηκε μαζί με το σπίτι. 
Το μεγάλο και γερό σπίτι του Καραφύλη που απουσίαζε το ανατίναξαν με βόμβες και το έκαψαν με πετρέλαιο.
Ο γέρο πατέρας του, ογδόντα πέντε ετών, έβρισε τους κομιτατζήδες, τους είπε άνανδρους και δήλωσε ότι προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνη παρά ν'άλλάξη και να γίνη βουλγαροσχιματικός.

Έγιναν στάχτη οχτώ σπίτια μαζί με όλο το περιεχόμενο, έπιπλα, αποθήκες, σταύλους, αχυρώνες, ζώα κλπ. Δεν απόμεινε τίποτε σ'εκείνους που γλύτωσαν.
Η Αγγελική Φιλιππίδου πολέμησε με δίκανο και περίστροφο τους κομιτατζήδες. 

Την πλήγωσε βαρειά σφαίρα ρωσικού όπλου. 
Πήρε φωτιά το σπίτι της. 
Ωστόσο εξακολουθούσε να πολέμα και να βρίζη τους κομιτατζήδες  από γειτονικό σπίτι, όπου αποσύρθηκε.
 "Οταν την πήγαιναν με φορείο στο νοσοκομείο των, Σερρών και περνούσε  από πολλά χωριά, καλούσε άντρες και γυναίκες να πάρουν όπλα, τσεκούρια, πέτρες και να χτυπήσουν τους κομιτατζήδες σαν λυσσιάρικα σκυλιά.
 Στις Σέρρες ο κόσμος της φιλούσε το χέρι.
 Πέθανε  από το τραύμα της στο κοινοτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Το χαρακτηριστικό είναι ότι οι Τούρκοι, λίγες μέρες νωρίτερα, είχαν πάρει τα δεκαπέντε τουφέκια που είχαν δώσει στους δικούς μας για να αυτοπροστατευτούν. Επίσης οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες που αποτελούσαν τη μικρή φρουρά του χωριού δεν ξεμύτισαν καθόλου από το στρατηγείο τους όλην εκείνη την τρομερή νύχτα, γιατί δυο κομιτατζήδες τους έρριξαν στους τοίχους λίγες τουφεκιές. Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Γάλλοι αξιωματικοί συγκινήθηκαν πολύ.

Οι τελευταίοι σπατάλησαν όλη τους την «ίεράν άγανάκτησιν» σε περιπτώσεις, όπως του Καρατζάκιοι, όπου ο Μητρούσης εκδικήθηκε τη σφαγή της γυναίκας και του παιδιού του.

 "Υστερα  από λίγες μέρες πήγε ο Σαχτούρης να έπισκεφτή το μαρτυρικό χωριό με άδεια των τουρκικών άρχων, που δύσκολα του δόθηκε. Σε προϋπάντηση του βγήκαν οι πολυβασανισμένοι Έλληνες με τα παιδιά του σχολείου και είπαν τον εθνικό ύμνο. Τού δήλωσαν ότι δεν δέχονται συλληπητήρια παρά μόνο συγχαρητήρια (!), γιατί τους αξίωσε ο Θεός να προσφέρουν τις περιουσίες τους και τους σπιτικούς oυσία στον βωμό της πατρίδας ! Και ήταν βουλγαρόφωνοι (!), υπογραμμίζει ο πρόξενος.

Με τα γεγονότα της Κλεπούσνας οι Βούλγαροι αποθρασύνθηκαν. 

Αρπαξαν με το ζόρι την εκκλησία και το σχολείο του ΈγρίΝτερέ και επιχείρησαν να κάμουν το ίδιο και στη Γκόρνιτσα και τη Γκράτσανη

Αποδοκιμάζει όμως τη βαρβαρότητα της Κλεπούσνας η μυστική έκθεση του ανωτέρου Βουλγάρου διπλωμάτη που δημοσιεύτηκε στη Φόσισε Τσάιτουγκ του Βερολίνου.

Σκότωσαν, λέγει, οι κομιτατζήδες πέντε γραικομάνους και δυο παιδάκια κι'έκαψαν εφτά σπίτια.Αποτέλεσμα : 
Φυλάκισαν οι Τούρκοι είκοσι εφτά Βουλγάρους και σχημάτισαν οι  Έλληνες αντάρτικο σώμα.

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1906 βουλγαρική συμμορία μπήκε στο Ζίρνοβο (Νευροκόπι)( Σημ. Yauna: το σημερινό Gotse Deltsev)και έβαλε φωτιά στον ελληνικό μαχαλά. 
Το χωριό είχε εκατόν ογδόντα σπίτια ελληνικά, 
εκατόν τριάντα βουλγαρικά και 
πενήντα τουρκικά. 
Κάηκε το μεγάλο σπίτι του πλουσιότερου νοικοκύρη Αγγέλου Ρούντσου.

Την ίδια τύχη είχαν ο Δημήτρης Ρούντσος με τον γιό του Πέτρο, ο Νικόλαος Παναγή, ο Δημήτριος Ιωάννου και ο Δημήτρης Πέππου με τη γυναίκα του, βρήκαν δηλ. τον θάνατο τέσσερεις άντρες, δυο γυναίκες κι'ένα παιδί.

Υπήρχε στρατιωτική φρουρά που δεν κινήθηκε, όπως δεν κινήθηκαν και οι Τούρκοι κάτοικοι που ήταν πάνοπλοι, όπως όλοι οι Τούρκοι. 

Οι κομιτατζήδες τους φώναζαν να μη κινηθούν γιατί είχαν έρθει για τους Ούρούμ (τους Έλληνες )κι'όχι για τους Τούρκους. 
Στα άλλα μέρη όμως της ανατολικής Μακεδονίας, όπου άρχιζε συμπλοκή στρατιωτικού αποσπάσματος με μικρό ελληνικό αντάρτικο σώμα, έτρεχαν αμέσως ένοπλοι οι Τούρκοι χωρικοί για να πάρουν μέρος.

 Ο πρόξενος προσθέτει: 
«Οι Τούρκοι όχι μόνον δεν συμπράττουσι μετά των Ελλήνων, άλλά τουναντίον ύποστηρίζουσι το έργον των Βουλγάρων προς έξόντωσιν των Ελλήνων».

Η αναφορά της 11 Απριλίου του 1907 ασχολείται με τον φόνο στο ΈγρίΝτερέ (Καλλιθέα Δράμας)  από βουλγάρικη συμμορία του Προκοπίου Κομπόκη.

Μπήκαν μέρα μεσημέρι οι κομιτατζήδες στο χωριό.

Άλλοι έξι (άριθ. 6) Κομπόκηδες είχαν νωρίτερα σφαγιασθή. Ο μόνος που επιζούσε ήταν ο γιος του Προκοπίου, που ήταν όμως στη φυλακή. Η μόνη θετική προστασία που μπορούσε να προσφέρη η Τουρκία στους προγεγραμμένους  από επαναστατικό κομιτάτο φιλήσυχους υπηκόους της Υψηλής Αυτοκρατορίας, ήταν ... η φυλακή. Κι'αυτός ο Περικλής Κομπόκης δεν ξέφυγε τη μοίρα της οικογενείας του. Δολοφονήθηκε  από Βουλγάρους το 1916 τον καιρό της βουλγαρικής κατοχής στην ανατολική Μακεδονία.
Στα «Σερραικά Χρονικά» (σελ. 118122) δημοσιεύεται αναφορά του μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου στο Πατριαρχείο (31 Ιουλίου 1905), που περιέγραφε τον σφαγιασμό των άλλων Κομπόκηδων και τον εμπρησμό των σπιτιών τους. Αληθινά μαρτυρικές οικογένειες. Θυσιάστηκαν άντρες και γυναίκες, γέροι και νέοι.

ο Άγιος Χρυσόστομος.

Γράφει ο Χρυσόστομος:

«Ο γηραιός Βασίλειος Κομπόκης, η γραία σύζυγος του Αναστασία, η νύμφη του πρεσβυτέρου υιού του Ευαγγέλου έπεσαν ύπό τας σφαίρας των δολοφόνων». 

Καί λέγει επιγραμματικά ο Χρυσόστομος: 

«Το παρελθόν είναι σκοτεινή άβυσσος, το παρόν κοιλάς κλαύθμωνος, το μέλλον είναι άφεγγές και άσέληνον».

Ηταν κι'άλλες οικογένειες που πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος στους "υπερμάχους του σταυρού και της Μακεδόνικης ελευθερίας".
 Στην αναφορά του π.χ. της 6 Αυγούστου του 1907 (σελ. 89) γράφει ο πρόξενος ότι στις 27 Ιουλίου κομιτατζήδες σκότωσαν σε ενέδρα τον Θεόδωρο Μανδέλα απ'τη Φράστανη (Ορεινή ) και τα  άλογα του εφημερίου Νέστορος και δυο άλλων χωρικών που τη γλύτωσαν...

«Προ ενός έτους», γράφει ο πρόξενος, «έδολοφονήθη κατά τον ίδιον τρόπον ο πατήρ του Μανδέλα και προ επτά μηνών ο αδελφός του». 

Καί απ'αυτή την οικογένεια ένας μονάχα έμεινε ζωντανός. Ύπεύθυνον για την δολοφονία του Θεοδώρου θεωρεί ο πρόξενος τον αστυνομικό σταθμάρχη του χωριού Χαλήλ. Αυτός ειδοποίησε και τους κομιτατζήδες για τη μέρα που θα πήγαιναν στις Σέρρες. Δεν την ήξερε κανένας άλλος.

Έκαναν το λάθος ο Μανδέλας και ο Παπανέστορας να ειδοποιήσουν τον σταθμάρχη για την αναχώρηση τους την επομένη και του ζήτησαν στρατιωτική συνοδεία. Τούς έδωσε δυό χωροφύλακες που έφυγαν απ'την ενέδρα ήσυχα ήσυχα χωρίς να ρίξουν η να δεχτούν ούτε μια τουφεκιά.

Η οικογένεια επίσης Παπαιωάννου  από την Άνω Βρόντου είχε έξι θύματα.

Σκότωσαν οι Βούλγαροι στις 19 Αυγούστου του 1907 το νεαρό μαθητή Ιωάννη Παπαιωάννου. Πριν εννιά μήνες είχαν δολοφονήσει άλλους. 
Καί ήταν βουλγαρόφωνες όλες αυτές οι μαρτυρικές οικογένειες. 
Παράλληλα και οι Τούρκοι ενεργούσαν συστηματικά εναντίον μας διωγμό.

Έρριξαν εκατοντάδες στις φυλακές. Αναγκάστηκε ο Σαχτούρης να πη στον Μουτεσαρίφη (νομάρχη) ότι 
«με τα μέτρα αυτά υποβοηθούσαν οι Τούρκοι την επικράτηση των Βουλγάρων και σπρώχνουν τον ελληνικό πληθυσμό στα βουνά»
Ο πρώην πρόξενος των Σερρών Τσαμαδός είχε γράψει (8 Σεπτεμβρίου 1906): 

«Η κατά των Ελλήνων συστηματική καταδίωξις των τουρκικών άρχων επιτείνεται  από ημέρας εις ήμέραν».

Έφτασαν οι Τούρκοι στη θρασύτητα να καλέσουν για ανάκριση τον γραμματέα του προξενείου Βούτσον (ανθυπολοχαγό Φλωριάν ) και τον Γκαβάζη, γράφοντας στα παλιά τους παπούτσια διπλωματική ασυλία και διομολογήσεις (capitulations).

Δεν μας ήταν φιλική και η στάση των περισσοτέρων Γάλλων αξιωματικών, που είχαν στον τομέα τους το σατζάκιον Σερρών.

Η αναφορά της 20 Φεβρουαρίου του 1907 (σελ. 3543) ασχολείται μ'αυτούς. Οι εχθρικότεροι ήταν ο Φελόν και ο Καμποκασώ.

Παραδόξως δεν αναφέρεται ο Λαμούς που έβγαλεν αργότερα βουλγαρικότατο βιβλίο (Δεκαπέντε χρόνια Βαλκανικής ιστορίας).  
 Ίσως είχεν άντικατασταθή τότε. 
Δεν φαίνεται να ήταν φιλέλληνας και ο αρχηγός του, συνταγματάρχης Βεράν. 
Πως το κατάφεραν οι Βούλγαροι, ανύπαρκτοι ουσιαστικά στις Σέρρες, είναι μυστήριο.
 Μόνη η ελληνική κοινωνία μπορούσε να τους προσφέρη φιλοξενία που να τους υπενθυμίζη την πατρίδα τους. Τούς είχαν ανοίξει στην αρχή σαλόνια και σπίτια. Πολλοί ήταν που μιλούσαν τα γαλλικά. Μα έπειτα δεν ήθελαν ούτε να τους δούν.
Ωστόσο αρχίσαμε να κερδίζουμε έδαφος.
Ο πρόξενος γράφει (σελ. 21) ότι τέσσερα χωριά της περιοχής Πετριτσίου, που βρίσκονται σήμερα στο βουλγαρικό έδαφος (Μίντινο, Σαπάκοβο, Τοπόλνιτσα, Καλάροβο) και ήταν σχισματικά πριν καν αρχίση η κομιτατζίδικη δράση, έγιναν δικά μας, παρουσιάστηκαν δηλαδή οι εκπρόσωποι τους στην τουρκική άρχή και δήλωσαν ότι έπρεπε να θεωρούνται «Ούρούμ» (Έλληνες). 

Πήγε και ίερούργησε στις εκκλησίες τους ο Μητροπολίτης Μελενίκου. 
Αυτό ήταν και το αντικείμενο της διαφοράς μας με τους Βουλγάρους, το «πάπλωμα του καυγά». 

Οι Βούλγαροι άρχισαν τις δολοφονίες και τους εκβιασμούς, για να εμφανίσουν μεγαλύτερο τον δικό τους πληθυσμό. 
Αναγκαστήκαμε να τους ακολουθήσουμε και μεις.

Μεγάλη μεταβολή σημειώθηκε και στην περιοχή Ζίχνης. 

Μόνο  από τη Ζίχνη θα μπορούσαμε να στρατολογήσουμε διακόσιους ενθουσιώδεις νέους, υποστηρίζει ο πρόξενος (σελ. 49).
Αρκετά χωριά άρχισαν να προσέρχωνται η να κλίνουν προς εμάς.

Η μεταβολή ήταν έργο του αρχηγού Δούκα, που τον εξυμνεί και τον εκθειάζει ο πρόξενος.

«Έις τον νέον τούτον, ανήκοντα εις καλήν των Σερρών οίκογένειαν», 
γράφει, 
«θαυμαζόμενον και λατρευόμενον καθ'άπασαν την περιφέρειαν και έξυμνούμενον ήδη εις πατριωτικά άσματα, οφείλεται και θα οφείλεται εθνική ευγνωμοσύνη».  

 Ήταν  πραγματικά άξιος και ίκανώτατος οπλαρχηγός ο Δούκας. 

Είχε πάρει μέρος και στην επίθεση στο γάμο του Ζέλενιτς. Είχε και μια διαίσθηση προφητική σαν να ήταν προικισμένος με κεραίες μυστικού ραδιοπομπού η ραντάρ. 

Πολλές φορές άφησε θέσεις, άλλαξε καταφύγιο, όπου σε λίγο πρόβαλαν οι Τούρκοι.
 
Καπετάν Δούκας
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1912 πρόσταξε να διαλυθούν και να σκορπίσουν οι τριακόσιοι άντρες του στο Παγγαίο. 
Την άλλη μέρα απ'το πρωί εμφανίστηκε ο βουλγαρικός στρατός, που τους αναζητούσε για να τους χτυπήση και να βρη αφορμή να ξεκαθαρίση τον τόπο  από πολλά ελληνικά αγκάθια

Πέρασε τότε τον Στρυμόνα, ορόσημο ανάμεσα στην ελληνική και βουλγαρική ζώνη, και έμεινε δυό μέρες στο Κρούσοβο των Κερδυλλίων.
Έφυγε και απ'έκεί ξαφνικά.
Έπειτα  από δυό ώρες πρόβαλαν Βούλγαροι στρατιώτες και κομιτατζήδες, που τον αναζητούσαν.

Είχε και θαυμαστή ψυχραιμία. Δυό φορές ξέφυγε απ'τα χέρια των Τούρκων, με την πρόφαση Οτι είχε...επείγουσα φυσική ανάγκη. Τα είπε με τόση φυσικότητα και πειστικότητα που δεν αρνήθηκαν  τη μικρή άδειούλα.

Απ'το Κρούσοβο των Κερδυλλίων πήγε στο σπίτι τοϋ Καραβασίλη στα Βρασνά, περιοχή κοντά στον Στρυμόνα, που άνηκε αδιαφιλονίκητα στην ελληνική ζώνη. Είχε μαζί του μονάχα τον οπλίτη Βαγγέλη Τσορμπατζή. Την αυγή, πριν τα ξημερώματα, χτύπησαν την πόρτα πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες και κομιτατζήδες. 
Μαζί τους ήταν και ο βοεβόδας Ίβάν. 
Κατάλαβε ότι δεν είχαν γι΄ αυτόν καθόλου καλές διαθέσεις. 

Βγήκε ο Δούκας στο παράθυρο και με τη μεγαλύτερη ηρεμία ρώτησε βουλγάρικα:
— Τι τρέχει, βρε παιδιά; Τι ζητάτε;
— Τον Δούκα, του απάντησαν. Του εξήγησαν ότι τον ήθελε ο συνταγματάρχης για να τον ρωτήση για μερικούς μπέηδες.
— Α ! Ευχαρίστως. Αμέσως έρχομαι, αποκρίθηκε. Είμαι ο Δούκας. Είσαι καλά Ίβάν; "Ας έρθη ο αξιωματικός σας να συνεννοηθούμε.
Ανέβηκε χαρούμενος τη σκάλα ο υπολοχαγός Ντημιτρώφ. Το λαυράκι ερχόταν μοναχό του να πέση στα δίχτυα του.

Μα ξάφνου ο Δούκας ακούμπησε στη πλάτη του το μάνλιχερ και του ψιθύρισε να μπη μέσα στο δωμάτιο χωρίς να βγάλη μιλιά.
Τον παράλαβε ο Τζορμπατζής.
Με τον ίδιο τρόπο αφόπλισε και τον λοχία Φιλίπ.

Έβαλε έπειτα τον υπολοχαγό να προστάξη τους στρατιώτες και τους κομιτατζήδες να φύγουν συντεταγμένοι και τον κράτησε έπειτα, έως ότου έφτασαν μια διμοιρία  από μια κρητική μονάδα του Σταυρού.

Τις ικανότητες του τις έδειξε ο Δούκας στην επιχείρηση εναντίον της Γκράτσανης (Αγιοχωρίου).

Είχε πληροφορίες απ'τον  Άγγελο Σελαμτζή ότι βρισκόταν έκει ο περιβόητος βοεβόδας Πανίτσα με τη συμμορία του.

Τη νύχτα της 12 Ιανουαρίου του 1907 με πέντε ταχτικούς αντάρτες και σαράντα επιστρατευμένους χωρικούς του Παγγαίου κύκλωσε το χωριό, τοποθέτησε «καραούλια» και «καρτέρια» και με λίγους μπήκε μέσα.

Ο Πανίτσα απ'τα γαυγίσματα και την αναστάτωση των σκύλων κατάλαβε ότι ξένοι, που θα ήταν σίγουρα Τούρκοι στρατιώτες, μπήκαν στο χωριό.

Πήρε ευθύς τους περισσότερους άντρες του και ξέφυγε  από μια ρεματιά που δεν είχε προλάβει να την κλείση ο Δούκας.

Πέντε όμως κομιτατζήδες έπεσαν σ'ένα «καρτέρι». Δυο βρέθηκαν νεκροί το πρωί.

Ο ένας είχε πάρει μέρος στη δολοφονία του Κομπόκη και στη σφαγή της Κλεπούσνας.
 Έθανάτωσε και δυο χωρικούς, μεγάλους πράκτορες των κομιτατζήδων, που ήταν αντιπαθείς και μισητοί σ'όλο το χωριό.

Έκαψε και δυο σπίτια επίσης διαλεχτά.
Ανάμεσα στη Γρατσάνη και το Παγγαίο είναι η Ζίχνη, όπου είχαν την έδρα τους δυο λόχοι.
 Απ'εκεί θα περνούσε αναγκαστικά ο Δούκας, όταν θα πήγαινε στην Γκράτσανη και όταν θα γύριζε θα βρισκόταν το σώμα σε πολύ δύσκολη και απελπιστική θέση, αν η δύναμη αυτή έτρεχε στη Γκράτσανη με τις πρώτες τουφεκιές.

Είχαν κληθή όμως εκείνο το βράδυ οι δυο λοχαγοί στο σπίτι του Νάκου Ματραπατζή για «μουχαμπέτι». 
Ειχε καλό ούζο και μπόλικους μεζέδες και την κόρη του Νίνα, που τραγουδούσε με την γλυκεία φωνή της ώραία το
 «Σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος», το
 «Αχ, του Κίτσου η μάνα», το «Ω! λυγερό και κοφτερόν σπαθί μου» και άλλα.
 Οι δυό λοχαγοί μερακλώθηκαν ο ένας είπε έναν αμανέ. 

http://4.bp.blogspot.com/-XHgx5_xjWu8/T9zCLPTkW5I/AAAAAAAABgU/J6uhu1LJ8lw/s200/%25CE%259A%25CE%25B1%25CF%2580%25CE%25B5%25CF%2584%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%2594%25CE%25BF%25CF%258D%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%25823.jpg
Καπετάν Δούκας
Ηρθε δυο φορές ένας λοχίας να τους πη ότι στη Γκρατσάνη φάνηκαν φωτιές και άκούονταν τουφεκιές. Μα δεν το κούνησαν.

 Τούς ξεσήκωσε ένας νέος ανθυπολοχαγός. Ως ότου όμως να νιφτούν, να φορέσουν τις μπότες και να συνέλθουν, πέρασε αρκετή ώρα και ο Δούκας ήταν πιά κοντά στα ριζά του Παγγαίου.
Απ'έδώ πιά άρχιζε η κωμωδία.

 Οι δυό λοχαγοί οικειοποιήθηκαν τους δυό νεκρούς κομιτατζήδες. 

Στην αναφορά τους έγραψαν ότι μέσα στο πυκνό σκοτάδι, σε μια δυνατή μάχη, εξόντωσε ο γενναίος και ένδοξος αυτοκρατορικός στρατός τους δυό βούλγαρους "λησταντάρτες"και κατεδίωξε κατά πόδας τους άλλους. 

Οι χωρικοί εξ άλλου της Γκράτσανης δήλωσαν ότι βουλγαρική ήταν η συμμορία που έκαψε τα δυό σπίτια και σκότωσε τους δυο χωριανούς τους. Το παραδέχτηκαν οι Τούρκοι αστυνομικοί και δικαστικοί και το πίστεψαν ακόμη και οι Γάλλοι αξιωματικοί.
Επειτα  από ενάμιση μήνα μόνο πήγε στην Άλιστράτη και στην Γκρατσανη ο φιλοβούλγορος Κομπικασώ, που είχε στην δικαιοδοσία του εκείνη την περιφέρεια, και φρόντισε να στρατολόγηση ψευδομάρτυρες για να ενοχοποίηση τον προιστάμενο και τον επιστάτη του οικοτροφείου Άλιστράτης.

Σύμφωνα με μεταγενέστερη αναφορά του γενικού προξένου Θεσσαλονίκης Κοντογούρη ο μουτεσερίφης Δράμας σε νεώτερη έκθεση του προς τον «γενικον έπιθεωρητήν» Χιλμή Πασά υποστήριζε ότι βουλγαρική ήταν η συμμορία που επιτέθηκε εναντίον της Γκράτσανης. Και το αποκορύφωμα της κωμωδίας!

 Ο πρόξενος Σαχτούρης σε μια συνάντηση του με τον μοτεσερίφη παραπονέθηκε γιατί οι Βούλγαροι κομιτατζήδες εξακολουθούσαν να ρημάζουν τους Έλληνες (Ούρούμ) ραγιάδες και ήταν η Γκράτσανη το δεύτερο χωριό, αφ'ότου τοποθετήθηκε στις Σέρρες, που δοκίμαζε βουλγαρική επίθεση ! Τα ιδια είπε και στον Γάλλο συνταγματάρχη Βεράν. 

Όλο το Άγιοχώρι τάχθηκε πιά μαζί μας και επηρεάστηκαν και άλλα γειτονικά χωριά.
Αν ο Δούκας δεν ενεργούσε με τόση προσοχή και δεν είχε διαλέξει με τοσ/) επιμέλεια τα λίγα θύματα του, πολύ διαφορετικό θα ήταν το αποτέλεσμα. Η γενική επίθεση στα κουτουρού θα είχε προκαλέσει την γενικήν αγανάκτηση. Η βάρβαρη βουλγαρική ενέργεια στην Κλεπούσνα μας ωφέλησε, όπως γράφει και ο πρόξενος. 
Βουλγαρική επίθεση κατά της Νούσιας (Δαφνούδι) και Χοροβίτσας ('Αγίου Χριστόφορου) αποκρούστηκε απ'τους χωρικούς.
 Άφησαν και ένα νεκρό οι κομιτατζήδες. 
Οι δικοί μας βουλγαρόφωνοι, όπως ήταν επόμενο, φανατίζονταν και αγρίευαν ολοένα περισσότερο.Και πρέπει να άναγνωριστή ότι έγιναν το στερεώτερο εθνικό μας στήριγμα.

 "Οταν ήταν διευθυντής του σχολείου Προσωτσάνης της Δράμας με το ψευδώνυμο "Σπληναρίδης"ο τότε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού και αργότερα στρατηγός Κωνσταντίνος Νταής, δέχτηκε μια μέρα στο «διευθυντήριον» την επίσκεψη του Νικολάου Μαυρουδή και Άρμεν Κιούτση απ'τον Βόλακα της Δράμας. 
Δεν ήξεραν και οι δυο πολλά ελληνικά, ήταν όμως πρόθυμοι να βάλουν μαχαίρι σ'όλους τους Βουλγάρους, αν ήταν στο χέρι τους.
Του πρόσφεραν την ταμπακέρα για να δοκιμάση ένα εξαιρετικό μυρωδάτο καπνό.
Είχε όμως μέσα δυο ανθρώπινα αυτιά!

Αργότερα, έκεί που ο Άρμεν η Αρμενάκης πήγαινε μια μέρα μ'ενα φίλο του στην Δράμα, συνάντησαν στο δρόμο ένα Βούλγαρο.
Δεν χάνουν καιρό: του ρίχτηκαν και τον σκότωσαν. 

Δυο όμως σοβαρήδες (έφιπποι χωροφύλακες), που περνούσαν, τους είδαν, τους κυνήγησαν και έπιασαν τον Αρμεν. Ο φίλος του ξέφυγε. 
Το έκτακτο δικαστήριο της Θεσσαλονίκης τον καταδίκασε σε θάνατο και στις 14 Σεπτεμβρίου του 1906 τον κρέμασαν στον Πλάτανο της Δράμας.
  Ήταν  ωραιότατο παλληκάρι.

Ο πατέρας του, που είχε κατεβή απ'το χωριό για να τον δη στη φυλακή, άφού τον είδε στο σχοινί πήγε με βήματα υπνοβάτη στη Μητρόπολη, φίλησε το χέρι του Χρυσόστομου, που τον φίλησε στο μέτωπο, έστριψε με τρεμάμενα χέρια ένα τσιγάρο, ένώ σιγότρεμε στα χείλη του σβησμένο ένα άλλο, και με ραγισμένη φωνή...συλλυπήθηκε τον Χρυσόστομο, γιατί έχασε το καλύτερο του παλληκάρι!

Μιλούσε τούρκικα γιατί δεν ήξερε ελληνικά. 
Ο τουρκομαθής ανθυποπλοίαρχος Μαυρομιχάλης που υπηρετούσε με ψευδώνυμο ως «γραμματεύς» στο προξενείο Καβάλας και βρέθηκε εκείνη τη μέρα στη μητρόπολη Δράμας, δεν μπόρεσε να κράτηση τα δάκρυα του, όπως είπε αργότερα του Νταή.

Ο Νταής αναγκάστηκε να βγη στα βουνά της ανατολικής Μακεδονίας οπλαρχηγός με το ψευδώνυμο Τσάρας, γιατί ο αληθινός και άθλιος Σπληναρίδης, εργάτης στον Πειραιά, απ'τους Πλακάδες Μυτιλήνης, που του είχε δανείσει το ονοματεπώνυμο και το «νουφούζι» του, πετάχτηκε κρυφά στο χωριό του, σκότωσε ένα χωριανό του και το 'σκασε ξανά για τον Πειραιά. "Οδηγήθηκε, λοιπόν, ο Νταής με χειροπέδες και αλυσίδες στη Μυτιλήνη και στους Πλακάδες, Όπου διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν ο πραγματικός Σπληναρίδης.

Στον γυρισμό ξέφυγε με την βοήθεια πολλών απ'τα χέρια των Τούρκων. Θα είχε ιστορίες με το έκτακτο δικαστήριο Θεσσαλονίκης για πλαστοπροσοιπεία, άπατη, συνωμοτική δράση κλπ.
Μιά βραδιά, τον Μάιο του 1908, που είχε πάει ο Τσάρας (Νταής) στην Τσατάλτζα (Χωριστή) της Δράμας για να συμφιλίωση τα δυο αντίπαλα κόμματα του χωριού, ήρθαν ξαφνικά δυο τάγματα, κύκλωσαν το χωριό και άρχισαν συστηματική έρευνα. Είχαν καλές πληροφορίες  από κάποιον προδότη.

Τράβηξαν ισια στο σπίτι, όπου είχε κατασκευαστή υπόγεια κρύπτη  από ειδικό τεχνίτη, φερμένο επίτηδες απ'την 'Αθήνα. Ο Νταής όμως την είχε αχρηστεύσει,
 γιατί την ήξευραν πολλοί.
 Την βρήκαν οι Τούρκοι άδεια. Οι δεκαέξι άντρες είχαν τρυπώσει σε μιαν άλλη. 
Ο Νταής μ'ένα μόνο οπλίτη, τον Τάκη Μπογιατζή, βρίσκονταν στο σπίτι του Αν. Τζαμπάση, μουχτάρη και άρχηγοϋ του ενός κόμματος, που είχεν ήδη συμβιβαστή με τον Βενέτη Κιμπόρη, αρχηγό του αντιθέτου.

Ο Νταής για να ελαφρύνη τη θέση του μουχτάρη, επιχείρησε να ξεγλυστρήση έξω απ'το χωριό μαζί με τον Μπογιατζή. Βρήκαν όμως παντού στρατιώτες και τρύπωσαν στο αχούρι ενός απόμερου σπιτιού. Τούς βρήκε το πρωί έκεί η γριά σπιτονοικοκυρά, που πήγε να ποτίση τα ζώα. Ο Νταής της ζήτησε καφέ, γιατί είχε στεγνώσει η γλώσσα του. ΤΗρθε αργότερα μια νεώτερη που τους σήκωσε σχεδόν με το στανιό και τους πήγε πάνω στο σπίτι, «γιατί ήταν άσχημα τα πράγματα». Ο πεθερός της δηλαδή και ο άντρας της είχαν αποφασίσει να τους προδώσουν, μόλις πλησίαζαν οι Τούρκοι, για να γλυτώσουν οι ίδιοι φτηνά. Και η νεαρή γυναίκα ανέβασε τον Νταή πάνω για να ξέρουν Οτι θ'ακολουθούσε μάχη μέσα απ'το σπίτι, αν πραγματοποιούσαν την προδοσία.

Εβραζε κι'αυτή ένα καζάνι νερό για να ζεματίση τους στρατιώτες. Ευτυχώς οι Τούρκοι, κουρασμένοι απ'την έρευνα των πολλών άλλων σπιτιών, δεν μπήκαν σ'αυτό. Το μεσημέρι τα δυο τάγματα αποσύρθηκαν και βγήκαν απ'την κρύπτη οι δεκαέξι άντρες.  Ήταν  όμως λιπόθυμοι. Αν είχαν μείνει μέσα άλλες δυό η και μια ώρα, θα είχαν αποθάνει  από ασφυξία.
Το βραδάκι ήρθε στην Τσατάλτζα ο καπνέμπορος Κων. Θεοδωρίδης καβάλα.

Έβαλε τον Νταή σ'ένα άλλο περήφανο άλογο, του φόρεσε στο κεφάλι ένα κόκκινο φέσι και έφυγαν σαν δυό καλοί καπνέμποροι για τα χωριά του Παγγαίου. 
Προδότης ήταν ο Τάσος Πασβάκης. 
Οταν έγινε το «χουριέτ» και φανέρωσαν οι Τούρκοι ότι τον είχαν μυστικό πράκτορα τους, τον έβαλαν οι Τσαταλτζινοί ανάποδα σ'ένα γαιδούρι και τον διαπόμπευσαν σ'όλους τους δρόμους της Τσατάλτζας.

 Είχαν κινητοποιηθή τα δυό τάγματα γιατί τότε τρεις άντρες του Νταή ντυμένοι σαν γεωργοί Τσαταλτζινοί είχαν χτυπήσει στο γεφύρι, ανάμεσα στη Δράμα και την Καβάλα, ένα μπουλούκι Βουλγάρους που πήγαιναν στην Καβάλα απ'τα βόρεια μέρη. Στις τουφεκιές έτρεξαν Τσερκέζοι καβαλαραιοι που τους πλησίασαν. 

Μα οι τρεις μπήκαν σ'ένα χωράφι με ρύζι και έπειτα στον βάλτο, τα περίφημα «τενάγη των Φιλίππων», όπου τα περήφανα τσερκέζικα άλογα δεν μπορούσαν να προχωρήσουν.
Παρατηρήθηκε τότε ομαδική κάθοδος Βουλγάρων απ'τα γειτονικά στη Βουλγαρία μέρη που κατέβαιναν να εργαστούν καπνεργάτες η και απλοί σκαφτιάδες, στην Καβάλα και στις άλλες πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας.

Άλλοι πήγαιναν στη Χαλκιδική και το "Αγιον "Ορος. Δεν είναι γνωστό αν ήταν οργανωμένο αυτό το ρεύμα. Είχε πάρει όμως μεγάλες διαστάσεις. Γιά να το ανακόψουν, έγινε η επίθεση στη γέφυρα του δρόμου Δράμας-Καβάλας και άλλη μια αργότερα (17 Νοεμβρίου), κοντά στα αρχαία Στάγειρα, Οπου σκοτώθηκαν πολλοί.

 Δεν ήταν βέβαια Ολοι οι οπλαρχηγοί οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση. Ο πρόξενος διατύπωσε στα έγγραφα του παράπονα και παρατηρήσεις.
Ένας οπλαρχηγός άποκηρύχτηκε απ'τους άντρες του, αναγνώρισε ότι δεν τα κατάφερε και αποσύρθηκε
.Ένας άλλος απ'το Άδραμίτι της Μικρας Ασίας, ο Στρατής, έστησε ενέδρα παρά τις διαταγές και σκότωσε δυο βουλγάρους χωρικούς, που γύριζαν απ'το παζάρι και έτυχε να βρεθούν μπροστά του. Τις τουφεκιές άκουσαν τα γύρω στρατιωτικά τμήματα που κινήθηκαν με ασυνήθιστη ταχύτητα για Τούρκους. Ο Στρατής τα 'χασε και ζήτησε καταφύγιο στην εκκλησία του Χριστού (Τοπολιάνης). Δεν άργησαν να την κυκλώσουν. 
Οι Τούρκοι ετοιμάστηκαν να τους βάλουν φωτιά και ο καπετάν Στρατής αναγκάστηκε να παραδοθή. Είχε απομείνει με έξι άντρες, όλους ντόπιους απ'τα χωριά των Σερρών. Είχαν ξεφύγει δυο και ένας τρίτος είχε σκοτωθή. 
Ο Στρατής παραδόθηκε «άνευ όρων». 
Ζήτησε μόνο να μη τους δέσουν όταν θα τους πήγαιναν στις Σέρρες.
 Οι Τούρκοι αναγνώρισαν, φαίνεται, τον ηρωισμό του και τον δικό τους και το δέχτηκαν. Την άλλη μέρα όμως διαμαρτυρήθηκε ο Γάλλος συνταγματάρχης Βεράν.
Σοβαρότερη ήταν η περίπτωση ενός άλλου σώματος  από έντεκα άντρες με αρχηγό τον Ανδρέα Στενημαχίτη, που τον εκθειάζει θερμότατα ο πρόξενος.

 Ηταν μορφωμένος, γενναίος, έξυπνος, δραστήριος, αγνός και ακόμα και ρήτορας. Δημηγορούσε ακούραστα για τον εθνικό αγώνα στους χωρικούς. 
Το σώμα βρισκόταν στις 14 Ιουλίου του 1907 έξω απ'τη Δόβιστα
.Ένας οπλίτης έκαμε κάποια αταξία και αύθαδίασε στον αρχηγό, ο όποιος αναγκάστηκε να τον τιμωρήση.Έξαλλος εκείνος το βάζει στα πόδια και τρέχει προς το Σαρμουσακλή να παραδοθή και να προδώση. 
Τρέχουν οι άλλοι πίσω του με τουφεκιές για να τον σταματήσουν και να τον ξεκάμουν. Φαίνεται Ομως ότι παρασύρθηκαν περισσότερο απ'όσο έπρεπε, βγήκε σε καταδίωξη τους και ιππικό που εμπόδισε την υποχώρηση τους προς το βουνό. 
Κυκλώθηκαν σε μια χαράδρα που έγινε ο τάφος τους. Πάλεψαν ώρες πολλές με τις δυσμενέστερες συνθήκες. Δυο μονά ; χα κατόρθωσαν να ξεφύγουν πληγωμένοι.
Οι Τούρκοι  ξέσπασαν τότε στους χωρικούς.
Έπιασαν τον παπά, τον γιατρό, τους προκρίτους και πολλούς άλλους στη Δόβιστα.

Τέσσερεις σκότωσαν και ψυχορραγούσε και πέμπτος απ'το ξυλοκόπημα. Φυλάκισαν επίσης εκατοντάδες  από πολλά χωριά. Πολλοί άναγκάστηκαν να πάρουν τα βουνά.Έγιναν πολλές συλλήψεις και μέσα στις Σέρρες που τις αναστάτωσαν.
Καπετάν Μητρούσης

Ακολούθησε και η μάχη του σώματος Μητρούση μέσα στην πόλη, που προκάλεσε επίταση του κακού. Οι Τούρκοι απέδειξαν για μια ακόμη φορά τον περιλάλητο φιλελληνισμό τους. Πρωτοστατούσε στις διώξεις ο ίδιος ο «στρατάρχης», όπως γράφει ο πρόξενος.  
Ξέπεσαν ως το σημείο να συμμαχήσουν και με λήσταρχους. Στην περιφέρεια π.χ.  Νιγρίτας, έκτος της τουρκοκρητικής συμμορίας, δημιούργησαν και μιάν άλλη με αρχηγό τον πρώην άρχιληστή Πάρδο. Λυτός, με την πρόφαση ότι καταδίωκε τα ανταρτικά σώματα, πλιατσικολογούσε και λήστευε τον κοσμάκη. Και είχε αναμφισβήτητη προστασία των τουρκικών άρχων. Χωρίς αυτήν δεν Οα μπορούσε να σταθή πολλές μέρες αν μη και ώρες. Η Υψηλή Αυτοκρατορία είχε αγκαλιάσει ληστοσυμμορίτες για να φέρη την τάξη στην «θεοφύλακτη» χώρα.

Ξέσπασαν οι Τούρκοι και σε φοβερές παρεκτροπές στην Αμμουδιά του Σιδηροκάστρου στις 7 Οκτωβρίου του 1907. Ξυλοκόπησαν, μαστίγωσαν φυλάκισαν, βασάνισαν πολλούς, χωρίς κανένα λόγο και αφορμή (Σερραικά Χρονικά, τομ. Γ', σελ. 97).

 Κοντά στο Λαγγένι σε μια σπηλιά είχαν κυκλώσει οι Τούρκοι μια συμμορία κομιτατζήδων.Έφεραν ιππικό και τέσσερα κανόνια.
 Η πολιορκία βάσταξε τρία μερόνυχτα.
Έπειτα οι κομιτατζήδες ξέφυγαν !Έχασαν μονάχα ένα δικό τους. Οταν συναντήθηκαν «στρατάρχης» και μουτεσαρίφης έμειναν  από την ντροπή τους είκοσι λεπτά της ώρας βουβοί.
Οι Βούλγαροι είχαν περισσότερα  από μας βάσανα και παθήματα  από δική τους μάλιστα υπαιτιότητα.
 Στις 23 Νοεμβρίου του 1906 π.χ. οι Τούρκοι έπιασαν κοντά στο Σιδηρόκαστρο κάποιον Στογιάνωφ. Κάτω  από χωριάτικα ρούχα έκρυβε στολή Βουλγάρου στρατιώτη του πυροβολικού.
 Του υποσχέθηκαν χρήματα και διορισμό σε θέση και ευθύς ομολόγησε ότι είχεν έρθει απ'τη Βουλγαρία για να γίνη αρχηγός συμμορίας.

Φανέρωσε επίσης μια αποθήκη που είχε εβδομήντα πέντε βόμβες μικρές, άλλες τόσες μεγάλες, εξήντα όπλα μάλινχερ με χίλια πεντακόσια φυσίγγια, δεκαεφτά όπλα ρωσικά, σύρματα, ηλεκτρικές και έκσφενδονιστικές μηχανές κλπ. 
Προορίζονταν για την ανατίναξη της Σιδηροδρομικής γέφυρας, κοντά στο Σιδηρόκαστρο, και ελληνικών καταστημάτων, μέσα στις Σέρρες. 
'Υποσχέθηκε να φανέρωση και άλλες παρόμοιες αποθήκες στην περιοχή Μελενίκου και Κιλ.κις. Θα είχε, φαίνεται, ανώτερη θέση στην οργάνωση του κομιτάτου.
Οπως ήταν φυσικό, ακολούθησαν πολλές συλλήψεις. 
Αγριος και αιματηρός ήταν και ο εμφύλιος αγώνας των δυο κομιτάτων. Κοντά στο Μελένικο στις 27 Μαίου του 1907 σκοτώθηκαν πέντε βούλγαροι  από συμμορία της άλλης παρατάξεως και άλλοι έντεκα γύρω απ'την Τζουμαγιά.Έγιναν πολλοί παρόμοιοι φόνοι στους βόρειους καζάδες που δεν φανερώθηκαν στις τουρκικές αρχές.

Ο «Σαντραλίστ» αρχικομιτατζής Ντάεφμπήκε στην Βρόντου, για να εξόντωση την «βερχοβιστική» συμμορία του Κιατιπίεφ.
Σκότωσε τον γαμπρό του. 
Αναγκάστηκε τότε ó Κιατιπίεφ μαζί με τον υπαρχηγό του Αντώνιο να παραδοθούν στους Τούρκους.

Παράδωσαν επίσης όπλα, βόμβες, φυσίγγια και τα ονόματα των πρακτόρων των «Σαντραλιστών», δηλ. της ΒΜΡΟ. 

Δήλωσε εξ άλλου ότι οι φορολογίες και διαρπαγές του κομιτάτου παράγιναν και οι πλουσιότεροι χωρικοί έμειναν απένταροι, πανί με πανί.
Στις 21 Ιουνίου ο Κιατιπίεφ και ο υπαρχηγός του Αντώνιος που είχαν άμνηστευθή πήγαν στη Βρόντου. 
Εκεί που ο Αντώνιος είχε καθήσει στο τραπέζι με την οικογένεια του και έκαμνε το σταυρό του, τρεις πυροβολισμοί τον ξάπλωσαν νεκρό.
 Πλήγωσαν βαρεία τη γυναίκα και την κόρη του.
Οι Γάλλοι αξιωματικοί Μασνέ και Σαροί επιβεβαίωσαν στον πρόξενο τις τουρκικές πληροφορίες ότι στους καζάδες (επαρχίες) Ραζλόκ, Τζουμαγιά, Νευροκόπι και τους άλλους υπήρχε σωστή εξέγερση των χωρικών εναντίον των «επαναστατικών κομιτάτων». 
Τούς είχαν ρημάξει με τη βαρύτατη φορολογία και τις ατέλειωτες εισφορές.  Ήταν  στην ημερησία διάταξη και οι ομαδικοί φόνοι, εμπρησμοί, διωγμοί Βουλγάρων  από Βουλγάρους. 

Γράφει πολλά και η μυστική έκθεση του Βουλγάρου διπλωμάτη που δημοσιεύτηκε στην Φόσισε Τσάιτουγκ του Βερολίνου για τις φοβερές ύπερβασίες των κομιτάτων εις βάρος των χωρικών που προκάλεσε την εξέγερση και τον εξοπλισμό τους με τουρκικά όπλα εναντίον των «Ελευθερωτών» 

O  Yane Santanski
Πάνω απ'τους Βερχοβίστ και Σαντραλίστ ήταν ο πολύς Σαντάνσκη, που είχε δική του μπαντιέρα και χωριστό δικό του ταμείο, λήστευε και άρπαζε περισσότερα ίσως απ'τους άλλους. 

 Ήταν  βλάχικης καταγωγής, όπως γράφει η έκθεσις.

Ο Dakinγράφει ότι τον Σαντάνσκη δεν κατεδίωκαν και τότε οι Τούρκοι. 
Αργότερα έγινε και φανερό Όργανο των νεοτούρκων.
Ένας Βούλγαρος  από χωριό, εγκαταστημένος στις Σέρρες, που επιχείρησε να σκοτώση έναν άλλο Βούλγαρο προδότη και πιάστηκε απ'τον ίδιο τον Γάλλο συνταγματάρχη Βεράν, τα ξέρασε όλα στην τουρκική αστυνομία και την ανάκριση, και φανέρωσε εκείνους που τον έβαλαν να κάμη την απόπειρα.

Ετσι η χούφτα των Βουλγάρων των Σερρών έπαθε νέο αποδεκατισμό.

 Βαρείες συνέπειες για τους Βουλγάρους είχε και ο οικονομικός πόλεμος, που αυτοί πρωτοάρχισαν και εγκαινίασαν. 
 Ήταν  μερικά ορεινά φτωχά χωριά, βουλγαρικά ορμητήρια και καταφύγια, που ζούσαν απ'τα πλούσια ελληνικά καπνοχώρια και καμποχώρια, καθώς και απ'τους ελληνικούς πληθυσμούς των πόλεων. 
Ολοι τώρα τους αποκήρυξαν και τους απομόνωσαν με οικονομική καραντίνα. Κινδύνεψαν να λιμοκτονήσουν. Και αναγκάστηκαν ν'αρχίσουν να μας πλησιάζουν.

Μερικοί Βούλγαροι   απ'τους   βόρειους καζάδες είχαν έγκατασταθή στην Καβάλα, Σέρρες, Δράμα, Παγγαίο, Νιγρίτα κλπ. ως εργάτες, κτίστες, μικροβιοτέχνες, καπνεργάτες κλπ. Ο αριθμός  τους  ολοένα  μεγάλωνε.
 Υποχρεώθηκαν με τον οικονομικό αποκλεισμό κυρίως να πάρουν πόδι. Παρουσιάστηκαν μια μέρα στον Άγγλο αξιωματικό οι ελάχιστοι ξένοι Βούλγαροι της Καβάλας και παραπονέθηκαν γιατί είχαν ξεκαθαριστή μερικοί δικοί τους. 

Ο Άγγλος, άφού ρώτησε τα ονοματεπώνυμα τους και συμβουλεύτηκε το σημειωματάριο του, τους σύστησε να φύγουν το ταχύτερο στην πατρίδα τους, αν ήθελαν να γλυτώσουν. Είχε πάρει, άγνωστο πως, απ'την Ελληνική Όργάνωση τον κατάλογο των προγεγραμμένων Βουλγάρων.
Είναι πολύ χαρακτηριστική και εύγλωττη η συνάντηση στις Σέρρες του Σαχτούρη με τον Βούλγαρο πρεσβευτή στην Αθήνα.

 Ο Βούλγαρος δίπλωμα της του είπε πολλά και με πολλή θέρμη για την ανάγκη της ελληνοβουλγαρικής προσεγγίσεως και συνεργασίας. Η ιδέα αυτή, τον διαβεβαίωσε, είχε κατακτήσει πολύ έδαφος στη Σόφια και σ'αυτούς τους κυβερνητικούς κύκλους.

Όπως παρατηρεί ο Σαχτούρης, άρχισαν να μιλούν για ελληνοβουλγαρική συνεννόηση και εκπρόσωποι του κομιτάτου της ΒΜΡΟ και ακόμα και φυλακισμένοι Βούλγαροι στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. 

Ωστόσο συνέχισαν οι Βούλγαροι με πείσμα, επιμονή και αυτοθυσία την εναντίον μας δράση. Απτόητοι και αλύγιστοι ήταν απέναντι τους οι Έλληνες. 

Την ψυχή της ανατολικής Μακεδονίας εκπροσωπούσαν μερικά πρόσωπα όπως και 
η ήρωική εκείνη Φιλιππίδου της Κλεπούσνας,
 ο εφημέριος Παπαπασχάλης και, πάνω απ'όλους, 
ο θρυλικός Μητρούσης.

Μακεδονικός Αγώνας: Ο Πόντιος Εθνομάρτυς Φώτιος Καλπίδης. Μητροπολίτης Κορυτσάς, Πρεμετής και Μοσχόπολης.

$
0
0
Η σεπτή μορφή του Φωτίου

του Λάζαρου Αθ. Παπαιωάννου.
Έκδοση
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ
ΙΔΡΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΤΟ 1871.
ΑΠΟ ΤΟ 1924 ΕΔΡΕΥΕΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1983

Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ 
ΦΩΤΙΟΣ ΚΑΛΠΙΔΗΣ
(1862-1906)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
ΤΑΚΗ Π. ΓΚΟΣΙΟΠΟΥΛΟΥ

’Ανθρώπινη αξία είναι η αρετή και  η αλήθεια.
"Όσοι διακονούν τις δυο αυτές αξίες στη ζωή διαφωτίζουν την ίδια τους ιδιοσυγκρασία και στήνουν στο βάθρο το δικό τους άγαλμα σκαλισμένο άπ΄ την Ιστορική γνώση και την πνευματική τους επάρκεια.


Μια τέτοια μορφή Δυτικό μακεδονική είναι κ΄ ό λογοτέχνης, συγγραφέας πολύπλευρος, Λάζαρος Άθ. Παπαϊωάννου, του όποιου την Ιστορική μονογραφία «Ό εθνομάρτυρας Φώτιος Καλπίδης (1862—1906))) εκδίδει στη σειρά των πολυτίμων εκδόσεων της η Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική ’Αδελφότητα, που απ’ το 1871 ως τώρα δεν έπαυσε να εκπληρώνει τις εκπαιδευτικές κα'ι πολιτιστικές της σκοπεύσεις, υπακούοντας  στην εσώτερη καταστατική λειτουργία της, με τις πολλαπλές δραστηριότητές της.

Ό ιστοριογράφος και μελετητής  στην περίπτωσή μας Λάζαρος ’Αθ. Παπαϊωάννου, στο έργο του αυτό, στηριγμένος σέ πλούσια βιβλιογραφία και μελέτες, δίνει με βαθειά έπίγνωση ευθύνης και συνέπειας την ίστορικοπολιτική ατμόσφαιρα της εποχής και του περιβάλλοντος της Βορειοηπειρωτικής πόλεως και των γύρω χώρων της Κορυτσάς και προχωρεί στη βιογραφική παρουσίαση άλλα και  στην πνευματική φυσιογνωμία του ’Εθνομάρτυρα Φωτίου Καλπίδη, που άπ’ το 1893 χειροτονείται άπ’ το Οικουμενικό Πατριαρχείο διάκονος και άρχιγραμματέας της Συνόδου του Πατριαρχείου, γεγονός που σημαδεύει την επιστημονική γνώση μα και την βαθειά πίστη του στά Ελληνορθόδοξα Ιδανικά του. Είναι το πρόσωπο που συγκεντρώνει πολλά προσόντα κι έχει συλλάβει τις ανησυχίες, τους παλμούς του Έθνους, μα και κείνος που έχει την βεβαιότητα ότι θά είναι αποδοτικός  στην πραγματοποίηση αυτών των στόχων.

Στα 1897 είναι πρεσβύτερος, αργότερα αρχιμανδρίτης και στις 16 Μαΐου 1902 εκλέγεται μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής.
 Μετά δυο περίπου μήνες η Ελληνική Χριστιανική Κορυτσά υποδέχονταν το νέο της ποιμενάρχη «Συγκινημένος ό Φώτιος ευλογούσε τα πλήθη διαβεβαιώνοντάς τα πως έρχεται από την ’Ανατολή στη Δυτική τούτη επαρχία της Ελληνικής Εκκλησίας για να ταυτίσει το υπόλοιπο του βίου του με τη ζωή και τις τύχες τις δικές τους.
Στη συνέχεια ξετυλίγονται στο βιβλίο τα Ιστορικά γεγονότα μέχρι της δολοφονίας του μητροπολίτη Φωτίου την 9η Σεπτεμβρίου 1906, που ό Στρατιώτης της Εκκλησίας έπεφτε στο ελληνικό χώμα δολοφονημένος από ανθελληνικές σφαίρες. Τόσο η πληροφόρηση και η κριτική διασταύρωση των πηγών και πληροφοριών του τύπου όσο και η συστηματοποιημένη συγγραφική τους διαμόρφωση, δείχνουν το μόχθο και την διανοητική διεργασία του συγγραφέα, ό οποίος, έξατομικεύοντας στη μονογραφία του το Ιστορικό πρόσωπο του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Κορυτσάς και Πρεμετής Φωτίου Καλπίδη, έκαμε μνήμη το γενικότερο κλίμα στη Βορειοηπερωτική περιοχή που και τώρα ακόμα δοκιμάζεται ό ελληνικός της πληθυσμός.

ΤΑΚΗΣ Π. ΠΚΟΣIΟΠΟΥΛΟΣ

Το Συμβούλιο της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας

Γ. Βασιλάκης,      Πρόεδρος
 Κ. Βαλκάνος,     ’Αντιπρόεδρος
 Α. 'Αντωνίου,      Γ. Γραμματέας
Γ. Τζάλλας,         Ταμίας
Δ. Τσιγαρίδας,    Έφορος
Δ. Βοζάκας,         Μέλος
Τ. Γκοσιόπουλος,  »
 Π. Οίκονόμου,       »
 Κ. Στεργιάδης,       »

ME TO ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ ΤΗ ΡΟΜΦΑΙΑ

Σ’  όλες  τις σκληρές δοκιμασίες της πατρίδας, μας η Εκκλησία στάθηκε η μεγάλη στοργική μητέρα, που στους κόλπους, της απάλυνε τον πόνο, θέριεψε της ελπίδες για καλύτερες μέρες και κραταίωσε τους αγώνες του Γένους για την επιβίωσή του.

Έτσι και στην εποχή του Μακεδονικού ’Αγώνα (κι όταν λέμε Μακεδονικό ’Αγώνα πρέπει να εννοούμε μια περίοδο αγώνων πενήντα περίπου χρόνων) ο  κλήρος της Εκκλησίας, κρατώντας στο ένα χέρι το σταυρό και στ’ άλλο τη ρομφαία, πρωτοστάτησε κατά τη δύσκολη εκείνη, αναμέτρηση.

 ’Άσημοι καλόγεροι, ταπεινοί ιερείς, φωτισμένοι ιεράρχες, κράτησαν ψηλά τους πυρσούς με τα δίκαια του αγωνιζόμενου Ελληνισμού.
 Μορφές ηρώων και μαρτύρων ιερωμένων κοσμούν το Θίασο των Μακεδονομάχων   δίνουν το μέτρο της προσφοράς και της θυσίας προς το υπόδουλο ποίμνιο.

Το τιμημένο ράσο της ’Ορθοδοξίας, άλλοτε φλογισμένο κι άλλοτε ματωμένο, έκαμε σημαντική την παρουσία του και κατά τις κρίσιμες και σκληρές εκείνες μέρες.

 Κι ‘οσο απομακρυνόμαστε από τη δραματική εκείνη εποχή, τόσο παγιώνεται η πεποίθησή, μας πως η συμβολή του κλήρου στον αγώνα εκείνο και εκτεταμένη και αξιόλογη ήταν.

'Όπως είναι γνωστό, μετά τα 1870 εξαπολύθηκε εναντίον των επαρχιών της ’Ορθοδοξίας του Ελληνικού Βορρά ένα όργιο προπαγάνδας και διαβρωτικής ανθελληνικής δραστηριότητας, με στόχο την αλλοίωση του φρονήματος και τη διαστροφή της εθνικής και Θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων των βόρειων επαρχιών επίλεκτοι πράκτορες και φανατισμένα όργανα της προπαγάνδας, ψευτοδάσκαλοι και ψευτοπαπάδες στέλνονται σε πόλεις και χωριά και μετέρχονται κάθε μέσο για ν’ αποσπάσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς από τον εθνικό τους κορμό.

 Ό ορθόδοξος κλήρος διαβλέπει από νωρίς τον κίνδυνο και προβάλλει με τη σειρά του ρωμαλέα αντίσταση.
Επίσκοποι και κατώτεροι κληρικοί προσπαθούν να κρατήσουν μακριά από το ποίμνιό τους τη διαβρωτική λαίλαπα που στέλνουν οι ασκοί της ανθελληνικής προπαγάνδας.
Νιώθουν οι  αφοσιωμένοι αυτοί κληρικοί το έργο τους κατά κύριο λόγο σαν εθνικό, γι’ αυτό και μεταβάλλουν τον άμβωνα, σ’ εργαστήρι εθνικού φρονηματισμού.

 Κι είναι τ’ αποτελέσματα τους εξαιρετικά.
Ο Ελληνισμός του Βορρά κρατιέται δεμένος  στην ’Ορθοδοξία του και πιστός στους εθνικούς του οραματισμούς.

'Όμως από τα 1903 τα πράγματα αλλάζουν, ό,τι επίδοξοι στραγγαλιστές της εθνικής συνείδησης του Ελληνισμού των αλύτρωτων επαρχιών δεν  μπόρεσαν με την προπαγάνδα και τις δολοπλοκίες να πετύχουν σώνει και καλά θέλουν με τη φωτιά και το τσεκούρι να το κάμουν.

 Ό Μακεδονικός ’Αγώνας μπαίνει στη σκληρότερη και κρισιμότερη φάση του.

 Oι εμπρησμοί και οι δολοφονίες, είναι τα πιο συνηθισμένα μέσα της έκφρασης του ετσιθελισμού εκείνων, που προσπαθούν με τον πιο αδηφάγο τρόπο να εκμεταλλευτούν όσο πιο πολύ γίνεται τις αδυναμίες του «μεγάλου ασθενή», της Τουρκίας, και που στόχο τους, έχουν βάλει σαν οι Τούρκοι φύγουν από τις βόρειες ελληνικές επαρχίες να καθίσουν οί ίδιοι στο σβέρκο των Ελλήνων. Και στη φάση αυτή η μόνη ίσως σκέπη, η μόνη προστασία για τους αδύναμους κι ανυπεράσπιστους ελληνικούς πληθυσμούς είναι η Εκκλησία.

 Ό κλήρος, προσπαθεί όσο μπορεί κι όπως μπορεί να βοηθήσει τους κατατρεγμένους, να παρηγορήσει, να ενθαρρύνει.

Το Πατριαρχείο διαβλέποντας τον κίνδυνο του αφελληνισμού πολλών και μεγάλων επαρχιών του φροντίζει και στέλνει στους επισκοπικούς θρόνους ιεράρχες νέους  στην ηλικία και τολμηρούς, αποφασισμένους για κάθε θυσία, έτοιμους για κάθε αναμέτρηση.

Ό Γερμανός Καραβαγγέλης,  στην Καστοριά, 
ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, 
ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα,
ο Στέφανος  στην Έδεσσα, 
ο Αγαθάγγελος ατά Γρεβενά, 
ο Σεραφείμ στη Σιάτιστα,
ο Φώτιος Καλπίδης  στην Κορυτσά, 

για νά ποτίσει με το αίμα του τη βασανισμένη βορειοηπειρώτικη γη.

ΜΕ ΕΝΘΕΟ TO ZHΛO

Βρισκόμαστε  στην ανατολή του πολυτάραχου αιώνα μας.

Ή εκκλησιαστική επαρχία Κορυτσάς, Πρεμετής και Μοσχόπολης, παρά τα δεινά που μέχρι τώρα έχει υποστεί, πρώτα από την ασυδοσία, των οργάνων της άληπασάδικης κυριαρχίας και στη συνέχεια από την ανεξέλεγκτη δράση των Τούρκαλβανών φυλάρχων και των βασιβουζούκικων ληστοσυμμοριών, σφύζει-ακόμα από έλληνική ζωή

Μα τα πλοκάμια της ύδρας τής ανθελληνικής προπαγάνδας αρχίζουν μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο νά τη ζώνουν. και για το λόγο αυτό έχει την ανάγκη από έναν άξιο των περιστάσεων ποιμενάρχη,. Έτσι το Φανάρι η άγια, αυτή κιβωτός του Γένους, θα στείλει στη δυτική εσχατιά της, ’Ορθοδοξίας ένα από τα εκλεκτότερα τέκνα της "Ανατολής, θα στείλει τον επίσκοπο  Φώτιο Καλπίδη  παραδίνοντας τον  στην υπηρεσία του έθνους.

Νέος  στην ηλικία και δυναμικός στο χαρακτήρα ό Φώτιος παραλάμβανε την επαρχία του γνωρίζοντας τις δυσκολίες και τους κινδύνους που έχει ν΄ αντιμετωπίσει, μα πιο καλά γνωρίζοντας το χρέος του,
 Έρχόταν για όλα αποφασισμένος ακόμα και για την υπέρτατη προσφορά, τη θυσία.
Και το χρέος του θα το κάμει στο ακέραιο  στις 9 Σεπτεμβρίου 1906 θα πέσει θύμα των δολοφονικών σφαιρών των εχθρών του έθνους, επισφραγίζοντας, έτσι, με το αίμα του και καθαγιάζοντας τις τόσο πολύτιμες υπηρεσίες του κλήρου της ελληνικής ’Ορθοδοξίας πρός το αγωνιζόμενο έθνος.

Ο Φώτιος ήταν γόνος πολυμελούς αρχοντικής οικογενείας.
Ό Φώτιος (κατά, κόσμο Ηλίας), Καλπίδης γεννήθηκε στα 1862 στο όμορφο ποντοχώρι Τσαγράκι της Κεράσουντας από ευσεβείς χι αρκετά πλούσιους γονείς.

Ήταν το έβδομο στη σειρά παιδί μέσα  στην οικογένεια, παιδί γεμάτο ζωντάνια και ακτινοβολούσα, εξυπνάδα.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο του χωριού του και λίγο αργότερα στο γυμνάσιο της Κερασούντας συμπλήρωσε τις εγκύκλιες, σπουδές του.

Ήταν τότε η Κερασούντα σπουδαίο πνευματικό κέντρο του Πόντου, εστία πολιτιστική και φάρος εθνικός  τού Ελληνισμού της ’Ανατολής.

Εκεί  στην Κερασούντα ο Φώτιος συνέλαβε τους παλμούς και τις ανησυχίες του έθνους για την εκπλήρωση των πεπρωμένων του κι αποφάσισε να θέσει τον εαυτό του στη διάθεση, της Εκκλησίας, για να τον χρησιμοποιήσει αυτή, κατά τις ανάγκες της.

Είχαν οι γονείς του την οικονομική (δυνατότητα να τον στείλουν για σπουδές πανεπιστημιακές και να του εξασφαλίσουν μιά προσοδοφόρα κοσμική επαγγελματική σταδιοδρομία, 'Όμως η κλίση του νεαρού Ηλία Καλπίδη ήταν στραμμένη στο ιερατικό στάδιο και με τις ευαίσθητες κεραίες της νεανικής του ψυχής έπιανε τα εσωτερικά του μηνύματα, καθώς και την κλήση Εκείνου για μια μελλοντική εθναποστολική δράση.

’Έτσι μετά την αποφοίτησή του από την γυμνασιακή σχολή της Κεράσούντας εγγράφεται και για τέσσερα χρόνια φοιτάει στη θεολογική Σχολή της Χάλκης, η φοίτησή του στη Χάλκη είναι γόνιμη και οι σπουδές του εξαιρετικά πετυχημένες.

Είναι η εποχή που το πνευματικό φυτώριο της σχολής αυτής θα δώσει ένα αξιοσέβαστο πλήθος φωτισμένων θεολόγων, που σε λίγο θα κληθούν να ντυθούν τον αρχιερατικό μανδύα και νά σταλούν να ποιμάνουν επαρχίες, που ζούσαν σαν πρόβατα κυκλωμένα από αγέλες λύκων.
Άπ’ αυτό το εργαστήρι θα βγει κι ο Φώτιος και μάλιστα με τον τίτλο του διδάκτορα της Θεολογίας.

Επιστρέφοντας στον Πόντο αναλαμβάνει τη διεύθυνση των σχολείων, της Κερασούντος και εκτελεί τα καθήκοντά, του με ζήλο μεγάλο, γιατί νιώθει την εργασία του όχι μονάχα σαν εκπαιδευτικό καθήκον αλλά και σαν εξόφληση χρέους προς την παιδεία της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Στα 1893 μετακαλείται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Χειροτονείται διάκονος και διορίζεται ύπογραμματέας πρώτα, κι άρχιγραμματέας κατόπιν της Συνόδου του Πατριαρχείου.

Στα 1897 χειροτονείται πρεσβύτερος και λίγο αργότερα ονομάζεται αρχιμανδρίτης, ενώ συγχρόνως διορίζεται μέλος της συντακτικής επιτροπής, και ταμίας του επίσημου δημοσιογραφικού οργάνου του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια».

Στις 16 Μαίου 1902, πάνω ακριβώς στα σαράντα του χρόνια  Φώτιος εκλέγεται μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής, σ’ αντικατάσταση του  Γερβάσιου 'Ωρολογά, που είχε μετακινηθεί  στην μητρόπολη της Καισαρείας.
Η χειροτονία του γίνεται στις 19 Μαίου 1902, μέρα Κυριακή, στον πατριαρχικό ναό από τον πατριάρχη ’Ιωακείμ  επικεφαλής όλων των συνοδικών αρχιερέων.

Μετά δύο μήνες περίπου η Κορυτσά υποδεχόταν το νέο της ποιμενάρχη.
Δημογέροντες και λαός τον περίμεναν  στην είσοδο της πόλης και δεν ήξεραν πως ζωηρότερα και πως ενθουσιωδέστερα νά φανερώσουν τη συγκίνηση και τη χαρά τους. Κι ο Φώτιος, άλλο τόσο συγκινημένος, ευλογούσε τα πλήθη, διαβεβαιώνοντάς τα. πως έρχεται από την ’Ανατολή στη δυτική, τούτη  επαρχία της ελληνικής Εκκλησίας, για να ταυτίσει το υπόλοιπο του βίου του με τη ζωή και τις τύχες τις δικές τους.

ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗΣ ΠΟΛΥΠΑΘΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ

Και τον περίμενε στ’ αλήθεια'έργο ,μεγάλο και βαρύ έργο εκκλησιαστικό, έργο εθνικό, έργο κοινωνικό. Κι έπρεπε το έργο αυτό να συντελεστεί μέσ’ από ’να σωρό αντιξοότητες και κινδύνους, που προέρχονταν απ’ όλους εκείνους που είτε φανερά είτε κρυφά απεργάζονταν την αποδυνάμωση και τη συρρίκνωση του έθνους των Ελλήνων.

Είναι αλήθεια πώς, η τουρκική εξουσία ήταν εδώ ελάχιστα αισθητή.
Η Πύλη, απασχολημένη στα μεγάλα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα εκείνης της εποχής της, περιοριζόταν  στην άσκηση μιας κάποιας ψιλής κυριαρχίας κρατώντας για λογαριασμό της μόνο τις μεγάλες θέσεις.

’Έτσι οι ’Αρβανίτες, αντλώντας δύναμη και θρασύτητα από το μουσουλμανισμό και τη μακρόχρονη αφοσίωσή τους στον ’Οθωμανό δυνάστη, έβρισκαν τον τρόπο να καρπούνται την κοσμική εξουσία σε βάρος του Ελληνισμού της περιοχής τους.

Αυτοί ήταν μαθημένοι  στα πολεμοχαρή τους έργα και  στην αρπαχτική ζωή.
Η δημιουργική ζωή ανήκε στους 'Έλληνες, αυτοί είχαν το εμπόριο, την παραγωγή, τις τέχνες,, τα γράμματα, αυτοί είχαν τα πάντα.

Οι μουσουλμάνοι  άγριοί κι αχόρταγοι έβλεπαν την πρόοδο των Ελλήνων, μετρούσαν τα πλούτη τους, έβλεπαν τα σχολεία και τις Εκκλησίες να είναι σωστό ελληνικό μελισσολόι.
Και κάθε τόσο και χωρίς αφορμή ξεσπούσαν πάνω στους χριστιανούς, άρπαζαν το βιός τους., έκαιγαν τις εκκλησίες τους και ρήμαζαν τα σχολεία τους, απομυζούσαν τον ιδρώτα τους και κατάστρεφαν τα δημιουργήματα του πνεύματος και των χεριών τους.

Παράλληλα ρουμανιστές και πράκτορες του βουλγαρικού κομιτάτου όργωναν τον τόπο.

’Εκμεταλλευόμενοι τις αυτονομιστικές τάσεις μερικών ισχυρών Αλβανών -συνεργάζονταν μαζί τους κι είχε η συνεργασία τους αυτή βασικό στόχο τη διάβρωση και την εξασθένηση του ελληνικού στοιχείου.

 ’Από επιστολή του επίτροπου του μητροπολίτη Κορυτσάς προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη πληροφορούμαστε ότι «... χάρις εις την σύμπραξιν τών ρουμανιζόντων μετά τών εργαζομένων ύπέρ της αυτονομίας της ’Αλβανίας ’Αλβανών η κατάστασις άπέβη αφόρητος, έντιμοι πολΐται φυλακίζονται, η δε θέσις τών Χριστιανών δεινούται και καταπατούνται τα προνόμια».

Κι ο Νικόλαος Βλάχος στό εργο του «Το Μακεδονικόν ώς φάσις τού ’Ανατολικού Ζητήματος» σηιμειώνει:

«Λίαν χαρακτηριστική ένδειξης  της έντάσεως τών προσπαθειών τών ρουμανιζόντων πρός ύπονόμευσιν και ανατροπήν τών έπιτευχθέντων εθνολογικών επιτευγμάτων παρά τών Ελλήνων από της ενάρξεως του αμυντικού τών άγώνος είναι το γεγονός, ότι δίατηρουμένης, όπως και  κατά τα παρελθόν  της συνεργασίας μετά τών άλβανιζόντων του διαμερίσματος Κορυτσας και τών βουλγαρικών συμμοριών εμφανίζονται επί του πεδίου του φυλετικού ανταγωνισμού αυτοτελείς, ρουμανικαί συμμορίαι, μετά των οποίων συνέπραττον πολλάκις ύπομίσθιοι Όθωμανοί, ’Αλβανοί και ρουμανίζοντες».

Ξέφραγο αμπέλι ήταν οι πόλεις, και τα χωριά της επαρχίας Κορυτσάς. Ό οποιοσδήποτε μπορούσε να μπει μέσα, και ν’ αναπτύξει κάθε είδος δραστηριότητας. Κι απ’ τη στιγμή που η δράσης  αυτή στρεφόταν εναντίον των ελληνικών πληθυσμών οι δράστες κανέναν δεν είχαν να φοβηθούν  όλες  οι άλλες εθνότητες ήταν με το μέρος τους αφού όλες  τους διακατέχονταν από μεγάλο μισελληνισμό η τέλος πάντων καθεμιά άπ* αυτές εργαζόταν για το δικό της συμφέρον αλλά σε βάρος των ελληνικών δικαίων.
Και κάτω άπ΄ αυτές τις συνθήκες στοιχεία, κακοποιά από κάθε φυλή και κάθε προέλευση, έκαμναν την εμφάνισή, τους, βρίσκοντας σαν επάγγελμα, ευκολότερο και γονιμότερο τη διάπραξη ληστειών και άλλων κακουργημάτων.
Και φυσικό ήταν τα στοιχεία αυτά ν΄  άντιστρατεύονται το έργο της ελληνορθόδοξης εκκλησίας και να ’χουν στο δολοφονικό τους στόχαστρο τους λειτουργούς της.

Μ’ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΥΣΙΑ

Σ'όλα αυτά ό Φώτιος αντιτάσσει το φλογερό πατριωτισμό και τον ποιμαντορικό του δυναμισμό. Στην αρχή φαίνεται πως με μόνο όπλο το πνευματικό και ηθικό του ανάστημα θα τα βγάλει πέρα.

Οι χριστιανοί είναι και που είναι με το μέρος του.
Μιλούν με σεβασμό για το πρόσωπό του και νιώθουν ασφάλεια κοντά του.
Μα και οι ξένοι δυνάστες δείχνουν να τον σέβονται τι τέλος πάντων δέν τολμούν νά μιλήσουν ανοιχτά έναντι ον του.

Η μορφή του Φώτιου ακτινοβολεί ηθικό μεγαλείο που , απλώνεται παντού.

 Ό Γερμανός φιλόσοφος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ίένας Γκέσλορ θά γνωρίσει το Φώτιο και  σε φημισμένο σύγγραμμά, του θα σημειώσει πως τέτοιο άντρα, με τόση βαθιά μόρφωση, τέτοιο ήθος και τόση αποφασιστικότητα δεν είχε συναντήσει.

Μα γρήγορα οι εχθροί της Εκκλησίας θα δείξουν πως δεν είναι δυνατό ν΄ ανεχτούν μια τέτοια επιβλητική φυσιογνωμία.

Ό Φώτιος, με κέντρο της αποστολικής του δράσης την Κορυτσά, περιοδεύει από χωριό σε χωριό, φτάνει παντού.

Ενθαρρύνει, παρηγορεί, δίνει ελπίδες.
Στη βία αντιτάσσει, την αγάπη, στα όπλα το διάλογο.
Η δράση του είναι μεγάλη, αλλά η φροντίδα, για την προσωπική του ασφάλεια μηδαμινή.

Μάταια οι άνθρωποι του περιβάλλοντος του προσπαθούν να τον κάμουν προσεκτικό.
Τούς ευχαριστεί για το ενδιαφέρον τους, αλλά δεν τους ακούει,
«*Αν πρέπει να κάμω όπως μου λέτε, τότε για ποιο λόγο μ’ έστειλαν εδώ από την πόλη;», τους λέγει με καλοσύνη  και συνεχίζει τις περιοδείες του αδιαφορώντας για τους κινδύνους, που αρχίζουν πια να γίνονται πιο φανεροί και πιο απειλητικοί.
'Όμως ο Φώτιος δεν το βάζει κάτω. 'Αγκαλιάζει τη νεολαία και δημιουργεί  στην Κορυτσά το σύλλογο των νέων «Τα πάτρια».

Ό σύλλογος αυτός θ΄ ανδρωθεί και θα γιγαντωθεί, για ν΄ αποτελέσει το σκληρότερο προμαχώνα της υπεράσπισης των δικαίων του Ελληνισμού της περιοχής.
Ζούσε τότε  στην περιοχή της Κορυτσάς ο Κωστούρης, άνθρωπος με πολυπρόσωπη συνεργασία με τα ανθελληνικά στοιχεία του τόπου, πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, συνεργάτης των κομιτατζήδικων συμμοριών και φίλος στενός του μισέλληνα, Τούρκου διοικητή της Κορυτσάς.

Ό άνθρωπος αυτός κάθε λόγο είχε να φύγει από τη μέση ό Φώτιος. Από τη στιγμή μάλιστα, που ό Φώτιος αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας παράνομου γάμου σ΄ εναν από τους γιούς του, το μίσος του Κωστούρη εναντίον του μητροπολίτη ήταν αθεράπευτο.
Κι έτσι έψαχνε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, για να υλοποιήσει τα δολοφονικά, του σχέδια.
Τον Ιούνιο του 1906 άνθρωποι του Κωστούρη πηγαίνουν στο χωρίο Πλιάσσα, καταλαμβάνουν αυθαίρετα την εκκλησία και  αρχίζουν τις βαρβαρότητες σε βάρος των κατοίκων.
Πληροφορείται τα γεγονότα ο Φώτιος και σπεύδει  στην Πλιάσσα.
Ελευθερώνει την εκκλησία, αλλά δέχεται επίθεση με πέτρες των οργάνων του Κωστούρη, που τον τραυματίζουν αρκετά σοβαρά.
Όμως ούτε ο Φώτιος περιορίζει τη δράση του ούτε οι εχθροί του εγκαταλείπουν τα σχέδια τους.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1906 ο Φώτιος ξεκίνησε για το χωριό Βρατοβίτσα.

 Τόν συνόδευαν ο πρωθιερέας Ιωσήφ, ό διάκος και ο κλητήρας της μητρόπολης.
Την άλλη μέρα θά τελούσε τα εγκαίνια του ναού του χωριού, καθώς και τη θεια λειτουργία.
Τον είχαν ειδοποιήσει εκείνη τη μέρα να μην πάει στο χωριό, γιατί η ζωή του κινδύνευε, και όμως πήγε! 
«Τί θα πουν οι χριστιανοί μου», απάντησε, «όταν δουν ότι ο ποιμενάρχης τους λιποτάκτησε από φόβο κι αφήνει απροστάτευτο το ποίμνιό του; Είμαι στρατιώτης της Εκκλησίας».

Και για να τους καθησυχάσει δέχτηκε την πρόταση τους να ζητήσει από το μουτεσαρίφη της Κορυτσας νά του διαθέσει ένα μικρό ένοπλο τμήμα για την ασφάλεια του.

Μα εκείνος του άρνήθηκε...

Κατά το ηλιοβασίλεμα και σ’ απόσταση δρόμου ενός τέταρτου της ώρας άπω το χωριό είχαν στημένη την εν έδρα τους οι δολοφόνο:.
 Μια ομοβροντία έριξε το Φώτιο από το άλογό του νεκρό κάτω στο έδαφος.

Κανένας άλλος από τη συνοδεία δεν έπαθε τίποτε. 
Στόχος αποκλειστικός των δολοφόνων ήταν ο Φώτιος.
Και πέτυχαν στο στόχο τους απόλυτα.

Τον επίλογο του δράματος θα μάς τον δώσει, ο Νίκος Μέρτζοςμε τη ζωντάνια και τη συναρπαστικότητα του λόγου του.

«Και σαν να τέλειωνε πια η αποστολή του, καθώς περιέτρεχε τη ματωβαμένη ύπαιθρο, ο Φώτιος δέχτηκε μια μπαταρία κατάστηθα,
Οι εχθροί του Γένους και της ’Ορθοδοξίας τον είχαν πετύχει επιτέλους. ’Έπεσε κάτω, πλημμυρισμένος στο αίμα, αλλά γελαστός. Κοίταξε τους συντρόφους του. 
«Εγώ τελείωσα», είπε. 
Και  από τα χέρια, του έπεσαν τα χαλινάρια,...»..

Πάνω στη σύγχυση και στη γενική κατακραυγή το έγκλημα αποδόθηκε στον Κωστούρη.

Σε μια κάθοδό του μάλιστα στη Θεσσαλονίκη τον επισήμανε το «εκτελεστικό» της πόλης και τον έβγαλε από τη μέση.
'Όμως αργότερα προέκυψαν στοιχεία που φανέρωναν πως οι δολοφόνοι ήταν ρουμανίζοντες και φανατισμένοι μουσουλμάνοι Αρβανίτες.
Τέσσερα χρόνια αργότερα άνθρωποι της ίδιας σχεδόν υφής κατακρεούργησαν και το μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανό Λαζαρίδη.

ΠΟΛΥΚΛΑΥΣΤΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ

Οι χριστιανοί της, περιοχής Κορυτσάς και Πρεμετής έπεσαν σε βαθύτατο πένθος κι έτρεξαν από παντού για τελευταία φορά να φιλήσουν το χέρι του αγαπημένου τους δεσπότη.

Με θρήνους σπαραξικάρδιους για το μεγάλο χαμό αλλά και κατάρες για τους δολοφόνους ό εθνομάρτυρας ποιμενάρχης θάφτηκε στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού του "Αγίου Γεωργίου.

Την κηδεία έκαμαν οι μητροπολίτες Γερμανός Καραβαγγέλης της Καστόριας και Προκόπιος του Δυρραχίου.

Μίλησε ό Καραβαγγέλης.

Κι, ήταν ο λόγος του πύρινος κι εκρηκτικός.

Γράφει σχετικά στ΄ απομνημονεύματα του

 «...Είπα πως δεν πρέπει ν΄ άπελπίζωνται, πως στη θέση του σκοτωμένου  εμείς θα στείλουμε καλύτερο, κι αν τον σκοτώσουν κι αυτόν θα στείλουμε άλλον ακόμα καλύτερο.
Κι  επαναλάμβανα (δείχνοτας προς την Ελλάδα) «Ούκ έκλείψει αρχών εξ Ίούδα..». Αύτή είναι η μοίρα του Ελληνικού ’Έθνους, νά εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσή του...

 Ό ενθουσιασμός του πριν τρομαγμένου λαού, που είχε πλημμυρίσει την εκκλησία και τον αυλόγυρο σιωπηλός και κατηφής, ήταν απερίγραπτος.

Φωνές, κατάρες, ζητωκραυγές αντηχούσαν τώρα.

Τόσο που άμα τελείωσα το λόγο μου ό μουιεσαρίφης (νομάρχης) Κορυτσας που ήταν τρομερά μισέλλην ρωτούσε, με επιμονή το μουαβίνη του (βοηθό του) τί είπα στο λόγο μου. Ό μουαβίνης ήταν 'Έλληνας και φίλος μου. 
Του είπε λοιπόν πως μίλησα αρχαία ελληνικά... δεν κατάλαβε κι αυτός καλά καλά τί είπα.
Αλλά ότι μίλησα θρησκευτικά και τέτοια πράματα...».

Στο πένθος πήρε μέρος ολόκληρος ο Ελληνισμός, ό ελεύθερος κι ό υπόδουλος.

Παντού αναπέμφθηκαν επιμνημόσυνες δεήσεις κι εκφωνήθηκαν λόγοι.

Και πέντε μέρες μετά το θάνατο του Φώτιου ο Δράμας και κατόπι μαρτυρικός μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομοςσ'επιστολή του προς το Μέγα Χαρτοφύλακα του Πατριαρχείου Μανουήλ Γεδεών έγραφε τούτα, προφητεύονται και το δικό του μέλλον:

«Έκλαυσα, έκλαυσα ως παιδίον μικρόν  διά τόν οίκτρόν θάνατον του αδελφού Φωτίου. Αιωνία η μνήμη του! Τίς οίδιε και οποίους άλλους αδελφούς και ίσως ίσως και τόν γράφοντα αυτόν αναμένει . η αυτή τύχη!».

Στην ’Αθήνα η είδηση της δολοφονίας του Φώτιου έφτασε λαθεμένη.

Οι δημοσιογραφικοί και στρατιωτικοί κύκλοι του Μακεδονικού Κομιτάτου πληροφορήθηκαν πως ο Καραβαγγέλης κι όχι ό Φώτιος είναι το θύμα.

Ό πρόεδρος του Κομιτάτου Δημήτριος Καλαποθάκης δημοσίευσε στό «Εμπρός» νεκρολογία του Καραβαγγέλη αποκαλύπτοντας πολλά από τα στοιχεία της έθνικής του δράσης.

Το αποτέλεσμα, ήταν να έχδιωχτεί, με την απαίτηση των Τούρκων, ο Καραβαγγέλης από την Καστοριά κι ό Καλαποθάκης, για το σοβαρότατο λάθος του, να παραιτηθεί από τη Θέση του προέδρου του Κομιτάτου.

Τώρα ο Φώτιος Καλπίδης, κοιμάται τον αιώνιο ύπνο, καταξιωμένος  στην ιστορία σαν ιεράρχης που τίμησε πέρα για πέρα τη μίτρα του και την κλήση του.

Στό μαρμάρινο τάφο του οι χριστιανοί της Βόρειας Ηπείρου εναπόθεταν κάποτε τα λουλούδια της ευγνωμοσύνης και των ελπίδων τους.

Δεν ξέρουμε αν ακόμα σώζεται ο τάφος του κι άν οι 'Έλληνες της περιοχής μπορούν νά τόν προσκυνήσουν.

 Οπωσδήποτε όμως η ψυχή του τραγί κου μητροπολίτη τους παραμένει έχει δεμένη με τις τύχες του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, παραμένει έχει σαν ένα ακόμα σύμβολο αιώνιο  κι άκαταμάχητο της προσφοράς της Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1)         ΒΛΑΧΟΓ NIK.: το Μακεδονικό» ώς φάσις του ’Ανατολικού Ζητήματος 1878-—1908,
Αθήναι 1935, σελ. 446—447.
2)         ΒΟΒΟΛΙΝΗ Α. ΚΩΝ.: η ’Εκκλησία εις τον άγώνα της ελευθερίας, Αθήναι 1952,
σελ. 205,253,411.
3)         ΓΕΝΙΚΟΙ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ! ΣΤΡΑΤΟΓ: Ό Μακεδονικός ’Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, 9Αθηναι 1979, σελ. 102 , 211, 224.
4)         ΔΕΛΤΑ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: "Αρχείο Μακεδονικού ’Αγώνα. Γερμανρυ Καραβαγγέλη: *0
Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα), Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1958, σελ. 58, 59, 60, 66, 110.
5)         ΕΓΚΓΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ: (α) ΗΛΙΟΣ, τομ. ΠΓ, (β) Θρησκευτική και Ηθική, τομ. 12}
σελ. 34, (γ) Μεγάλη Ελληνική, τόμ. ΚΔ', σελ. 340.
6)         Έφη,μ. ΝΕΑ ΑΛΗΘΕΙΑ, 20 "Απρίλ. 1959, δπου σχετικό άρθρο της Αγγελικής Μεταλληνοΰ.
7)         ΚΑΛΑΦΑΤΗ ΧΡΓΣΟΣΤΟΜΟΥ, Μητροπολίτου Δράμας: Εκθέσεις περι του Μακεδονικού Άγώνος 1903-1907, Θεσσαλονίκη 1960, ΕΜΣ (ΙΜΧΑ), σελ.21,42,51,56.
8)         ΚΩΣΤΑΡΙΔΟΥ ΕΓΓΕΝΙΟΥ: η σύγχρονος Ελληνική Εκκλησία, ’Αθήναι 1921, σελ.
423—424, 467.
9)         ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΓ ΑΓΕΛΙΚΗΣ: Λεύκωμα του Μακεδονικού 3Αγ<ωνος 1900—1912
10)       ΜΟΔΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Ο Μακεδονικός "Αγών και η νεώτερη μακεδονική Ιστορία,
Θεσσαλονίκη 1967, σελ. 322—»323.
11)       ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ ΛΕΥΚΩΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ 1821—1921), Άθήναι 1922, σελ. 114.
12)       Περιοδικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ, όπου άρθρα τών: (α) Ε.Ι.Μ. τεύχ. 24, σελ. 19,
(β) Κακουλίδου Χρυσοστόμου, τεΰχ. 28, σελ. 12—14, (γ) Καλίτση Εόαγγέλου, τεΰχ. 32, σελ. 34—35, (δ) Μέρτζου Νικολάου, τεΰχ. 92, σελ. 36—37*
13)       ΤΣΑΚΟΠΟΓΛΟΥ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ: Έπισκοποικοί κατάλογοι εν "Ορθοδοξία, τ. ΛΓ'
(1958), σελ. 401.
14)       ΤΣΑΜΗ Λ. ΠΑΥΑΟΥ: Μακεδονικός 'Αγών, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 137, 332.

Hellenistische Zeit: PTOLEMAIOS I. SOTER

$
0
0
 Werner Huß
Große Gestalten der griechischen Antike
58 historische Portraits von
Homer bis Kleopatra.

Die Bilder und die Textformatierungen 
sind unsere Auswahl (Yauna),

 und nicht im Text enthalten.

Die weltgeschichtliche Bedeutung des Makedonen Ptolemaios (etwa 360-282 v. Chr.) beruht auf der Gründung und dem Ausbau des mächtigsten Reichs der hellenistischen Zeit, des «ptolemäischen» Ägypten. 

Diese Leistung hätte Ptolemaios aber nicht erbringen können, hätte er nicht zu den Männern gehört, die beim Tod Alexanders des Großen (323)über einen herausragenden Einfluß verfügten.

Die politischen Anfänge des Ptolemaios lagen bei Alexander.

Ptolemaios, der «Kriegerische», war der Sohn des Lagos und der Arsinoë und stammte aus der makedonischen Landschaft Eordaia. 

Sein Vater war wahrscheinlich von vornehmer, aber nicht von fürstlicher Herkunft.
Seine Mutter jedoch entstammte einer Seitenlinie des Königshauses.

Möglicherweise führte die kräftige Nachzeichnung der königlichen Linie des Geschlechts durch die spätere höfische Propaganda dazu, daß man in manchen Kreisen munkelte, Ptolemaios sei der natürliche Sohn Philipps II. 

Natürlich ein haltloses Geschwätz - aber doch kaum ein schädliches, eher ein nützliches Geschwätz, wurde Ptolemaios dadurch doch zum Halbbruder des großen Alexander.

Als Junge wurde er, der als Sproß einer adligen Familie höchstwahrscheinlich die Schule der «königlichen Pagen» (basilikoi paides) besuchte, ein Freund des Kronprinzen.

Nach seinem Regierungsantritt rief Alexander ihn nach Makedonien, das er zeitweilig verlassen hatte, zurück.
Nicht als «einfacher Soldat» (so Iustinus), aber doch ohne einen hohen militärischen Rang begleitete er den König wahrscheinlich bereits auf dessen europäischen Feldzügen. 

Makedonische Kämpfer
Am asiatischen Feldzug nahm er anscheinend von Anfang an teil. 330 wurde er «Leibwächter» (somatophylax) des Königs.

 Im nächsten Frühjahr leitete der «Aufsteiger» an der Spitze ausgewählter Verbände ein Unternehmen, das zur Gefangennahme des Bessos führte, des Nachfolgers des persischen Königs Dareios III.

Beim weiteren Feldzug hatte er wichtige Kommandostellen inne.
 Für seine Erfolge zeichnete Alexander ihn 324 mit einem goldenen Kranz aus.

 Auch gab er ihm mit Artakama, einer Enkelin Artaxerxes’ II., eine der vornehmsten persischen Damen zur Frau und ernannte ihn zu seinem Hofmarschall (edeatros).

Ptolemaios war schließlich einer der Gäste bei dem Gastmahl, bei dem die Todeskrankheit des Königs zum Ausbruch kam.

In all diesen Jahren erwies Ptolemaios sich als ein tapferer, organisatorisch begabter, umsichtiger und treuer Gefolgsmann Alexanders. 

Als Feldherr «ragte er unter den anderen hohen Offizieren des Heeres kaum heraus und würde es noch weit weniger tun, wenn wir über (ihn) nicht durch ihn selbst, sondern nur durch andere Schriftsteller unterrichtet wären.
Die große Herrscherpersönlichkeit der folgenden Jahrzehnte läßt sich wie bei den anderen Diadochen aus seinem Wirken in Alexanders Zeit nicht erraten» (H. Berve).

Als Alexander am io. Juni 323 in Babylon starb, hielt die Welt den Atem an.

Wie würde es weitergehen?
Wer würde an die Stelle des Königs treten?

Diese Frage stellten sich natürlich insbesondere die engsten Vertrauten des Königs, ja sie hatten die Frage, wem die Herrschaft zufallen solle, bereits dem Sterbenden selbst gestellt.

Und dieser hatte geantwortet: «dem Stärksten» bzw. «dem Besten». 
Die Diadochenreiche  Alexander des Großen

Hatte Alexander erkannt, daß es sinnlos war, einen Nachfolger zu designieren?
War er davon überzeugt gewesen, daß seine Generale sich nach seinem Tod in blutigen Auseinandersetzungen bekämpfen würden - in Auseinandersetzungen, aus denen schließlich «der Stärkste» bzw. «der Beste» als Sieger und Nachfolger hervorgehen würde?

In der Versammlung des Heeres, die nach dem Tode des Königs einberufen wurde, wurden verschiedene Lösungsmöglichkeiten engagiert erörtert.

Bei aller Verschiedenheit der Ansichten war man sich in zwei wesentlichen Punkten einig: Zum einen sollte das Reich in seiner Gänze fortbestehen und zum anderen sollte die Führung des Reichs in den Händen eines Königs liegen.

Sollte aber - was an sich nahelag - ein männlicher Verwandter des Verstorbenen die Rolle des neuen Königs übernehmen, gab es nur drei Kandidaten:

den Sohn Alexanders von der Baktrierin Rhoxane, die im achten Monat schwanger war - falls es denn ein Sohn werden würde; 

Herakles, den etwa vierjährigen illegitimen Sohn Alexanders von der Halbperserin Barsine; 

schließlich Arrhidaios, den Sohn Philipps II. von der Thessalerin Philinna, der geistig behindert war. 

In jedem Falle aber würde es notwendig sein, einen Vormund oder Vormünder zu bestellen, in dessen oder in deren Händen die Macht liegen würde.

Perdikkas, der «Stellvertreter» des verstorbenen Königs, sprach sich für den erhofften Sohn der Rhoxane aus. Meleagros, einer der Kommandanten einer Abteilung von Infanteristen, favorisierte Herakles oder Arrhidaios. 

Ptolemaios plädierte entschieden dafür, nicht einen geistig Behinderten als königliche Marionette eines Regenten fungieren zu lassen, sondern die führenden Mitstreiter des Verstorbenen in ein Gremium zu berufen, in dem alle wichtigen Entscheidungen getroffen werden sollten. 

An das ungeborene Kind und an das bereits lebende Kind - und damit an die argeadische Dynastie - scheint er keinen Gedanken verschwendet zu haben.
Die Emotionen wogten, doch schließlich siegte die Vernunft - war es die Vernunft? -, und Kavalleristen und Infanteristen schlossen einen Kompromiß, dessen wichtigster Punkt besagte, die Protagonisten beider Seiten, der erwartete Sohn der Rhoxane und Arrhidaios, sollten zu Königen gewählt werden. Perdikkas sollte das Sorgerecht (epiméleia) für die Könige übernehmen.

So hatte er - als Wesir und Reichsverweser in einem - fast die gesamte Macht in Händen, zumindest «auf dem Papier». Eine herausragende, allerdings schwierig zu definierende Position sollte auch Krateros einnehmen, «einer der bedeutendsten» Männer (Diodor), der jedoch damals nicht in Babylon anwesend war.

Antipater, der bisherige strategos von Europa, sollte diese Stellung behalten,
Seleukos Stellvertreter des Perdikkas werden, und
Kassander, der Sohn des Antipater, sollte die Aufsicht über die «Leibwächter» und die «königlichen Schildträger» (hypaspistai basilikoi) übernehmen.

Natürlich konnte und wollte Perdikkas einen der Grundpfeiler der von Alexander übernommenen achaimenidischen Reichsorganisation nicht zum Einsturz bringen:
die Einteilung des Reichs in Satrapien. 

Dies war keine strittige Frage.

Strittig war jedoch, wer wo Satrap bleiben oder werden sollte.

 Bei der Lösung dieser Fragen hatte Perdikkas verschiedene Gesichtspunkte zu berücksichtigen - vor allem aber waren die Ansprüche der bedeutendsten Generale zu befriedigen.

Nur so konnte vermieden werden, daß erneut und sofort schwerwiegende Differenzen aufbrachen. Ptolemaios erhielt die Satrapie Ägypten.

Höchstwahrscheinlich hatte sich Ptolemaios in Alexanders Umgebung befunden, als dieser sich 332/31 in Ägypten aufgehalten hatte.

 Und vermutlich wird ihm bereits damals klar geworden sein, welche Chancen der Besitz Ägyptens eröffnen konnte.
In dieses Land kehrte er nun zurück. Er nahm - wie vor ihm die persischen Satrapen und vermutlich auch sein Vorgänger Kleomenes - in Memphis Residenz.

Der neue Satrap wird bald mit den führenden ägyptischen Verwaltungsbeamten, Generalen und Priestern und mit den makedonischen bzw. griechischen Funktionären und Offizieren Kontakt aufgenommen und um ihre Mitarbeit geworben haben. 

Wie es scheint, hatte er damit Erfolg.
Dagegen wurden die Beziehungen zwischen dem Reichsverweser und dem Satrapen, die wohl von Anfang an nur dem Scheine nach spannungsfrei waren, bald einer schweren Belastung ausgesetzt. Es zeigte sich, daß sie dieser Belastung nicht gewächsen waren.

Die Folge war Krieg, der Erste Koalitionskrieg (320).
Darstellung des Leichenzugs Alexanders des Großen
gemäß der Beschreibung des antiken Historikers Diodoros

In den Monaten der Kriegsvorbereitungen - im Sommer oder Herbst des Jahres 321 - konnte Ptolemaios einen eindrucksvollen propagandistischen Coup landen, 
indem er sich der Leiche Alexanders bemächtigte, die in einem prunkvollen Wagen von Babylon über Damaskos und Pelusion nach Siwa gefahren werden sollte. 

Er überredete den hohen Offizier Arrhidaios, ihm die Leiche zur Bestattung zu überlassen, undließ sie in der Residenzstadt Memphis beisetzen.

Der tote König wurde als der überlegene Schirmherr der Herrschaft des Ptolemaios instrumentalisiert - auch und gerade gegenüber der heranrückenden «königlichen Streitmacht».
Perdikkas nämlich rückte über Damaskos und Tyros nach Memphis vor.

Die Einnahme der Stadt glückte ihm jedoch nicht. Im Offizierskorps sprach man offen vom taktischen Versagen des Perdikkas, und die Sympathien aller Infanteristen neigten sich binnen kurzem dem Ptolemaios zu. Während der dem Desaster folgenden Nacht drangen die hitzigsten Gegner des Perdikkas in dessen Zelt ein und erschlugen ihn.

Am darauffolgenden Tag wurde eine Versammlung des Heeres einberufen, zu der auch Ptolemaios erschien. Er hatte einen großartigen Auftritt.

Zweifellos hätten ihm die Makedonen «das Sorgerecht für die Könige» (Diodor) und damit die Reichsverweserschaft übertragen, wenn er dies gewünscht hätte.

Er tat dies nicht. Warum? Vermutlich deswegen, weil er der Überzeugung war, ein derartiger Schritt sei - zumindest zum gegenwärtigen Zeitpunkt - mit zu vielen und zu hohen Risiken verbunden.
So faßte er den «klügsten Entschluß seines Lebens» (K.J. Neumann) und verzichtete.

Seine Stellung war trotz des Verzichts außerordentlich gefestigt - ja er betrachtete auf Grund des Erfolgs über Perdikkas seine Satrapie als «sozusagen speergewonnen» (Diodor), mithin als persönliches Eigentum.

Die Tatsache, daß Perdikkas bis nach Memphis, bis ins Herz der Satrapie, vorgedrungen war, mußte Ptolemaios zu denken geben.

Derartiges sollte sich nicht wiederholen! Am besten wäre es wohl - dies dürfte das Ergebnis seiner Überlegungen gewesen sein -, wenn Ägypten in Syrien und Phoinikien ein Glacis erhielte.
Auf diese Weise könnte bedrohlichen Angriffen schon im Vorfeld Ägyptens begegnet werden. Ähnliche Gedanken hatten ja bereits viele Pharaonen seit der Zeit des Neuen Reichs gehabt. Im übrigen waren natürlich die wirtschaftlichen Vorteile, die insbesondere mit der Herrschaft über die phoinikischen Städte verbunden sein würden, nicht zu verachten.

 Die Voraussetzungen für ein militärisches Eingreifen im Norden waren günstig: Ptolemaios stand seit den Tagen von Memphis auf einem Höhepunkt seines Ansehens; die innenpolitischen Verhältnisse hatten sich, wie es scheint, konsolidiert; und ein Problem, das vor einiger Zeit in der Kyrenaia entstanden war, war zu seiner Zufriedenheit gelöst.

So zögerte er im Jahr 319/18 nicht, seine Truppen unter der Führung seines «Freundes» (pbilos) Nikanor in der Satrapie Syrien einmarschieren zu lassen.

Den benachbarten Satrapen Laomedon zu überfallen, hatte Ptolemaios um so weniger Bedenken, als dieser im vergangenen Krieg auf der Gegenseite gekämpft oder doch die Gegenseite unterstützt hatte. Und ordnungspolitische Skrupel etwa der Art, daß der Friede im Reich gewahrt werden müsse, kannte Ptolemaios nicht.
Nikanor hatte rasch und vollständig Erfolg.
Er bemächtigte sich anscheinend bereits in Palästina des Laomedon, legte in die phoinikischen Städte Besatzungen und kehrte nach Ägypten zurück.

Da die Zentralregierung untätig geblieben war, waren in die Aktion «Syrien und Phoinikien» zunächst nur Ptolemaios und Laomedon direkt involviert gewesen.

Doch sollten sich bald erneut politische Komplikationen ergeben, in die fast alle oder gar alle Machthaber des östlichen Mittelmeerraums verstrickt sein würden.
 Diese Komplikationen hingen nicht zuletzt mit dem Tod des Reichsverwesers Antipater (319) zusammen. Ptolemaios gehörte nicht zu denen, die die Konflikte ausgelöst hatten, die zum Zweiten Koalitionskrieg (318-317) führten - er wurde vielmehr in diesen Krieg hineingezogen.

Vielleicht ließ er dies geschehen, weil er überzeugt war, von einem Reichsverweser Kassander eher die Anerkennung seiner letzt] ährigen Eroberungen erwarten zu können als von einem Reichsverweser Polyperchon, dem Rivalen Kassanders.

Weiterreichende Pläne scheint er nicht verfolgt zu haben.
Doch auch nach dem Ende des Zweiten Koalitionskriegs glätteten sich die Wogen nicht.
Der Brand schwelte weiter, bis zwei, drei Jahre später ein kräftiger Windstoß die Flamme erneut hochlodern ließ.

 Ptolemaios war an den Auseinandersetzungen dieser Jahre nicht beteiligt - jedenfalls nicht unmittelbar. Er wird aber aufmerksam die Entwicklungen im asiatischen und im europäischen Teil des Reichs verfolgt haben. Im Osten des Reichs war nach dem Zweiten Koalitionskrieg das Schauspiel der Verfolgung des Eumenes, des Reichsfeldherrn der «unitaristi- schen» Richtung, durch Antigonos «den Einäugigen», den Reichsfeldherrn der (angeblich) «partikularistischen» Richtung, zu sehen.

 Der Gejagte war zwar keineswegs chancenlos, doch letzten Endes dem Jäger nicht gewachsen. Antigonos wurde seiner habhaft und ließ ihn töten.

Mit dem Griechen Eumenes starb der Diadoche, der am uneigennützigsten für den Gedanken des universalen Reichs Alexanders gekämpft hatte.

Antigonos erkannte nun keine über ihm stehende Instanz mehr an: natürlich nicht den alten Reichsverweser Polyperchon, der von ihm und seinen Bündnispartnern ausgebootet worden war; jedoch auch nicht den neuen Quasi-Reichsverweser Kassander, dessen Interessen sich ohnehin mehr und mehr auf die Balkan-Halbinsel und die Ägäis beschränkten; und schließlich nicht ein kollektives Führungsgremium des Reichs, das erst hätte geschaffen werdèn müssen.

Der vorhersehbare Konflikt kam bald zum Ausbruch.
Die Kämpfe des Dritten Koalitionskriegs (314-311) erstreckten sich über weite Teile des westlichen Reichsgebiets: angefangen von der Balkan-FIalbinsel über Lydien und Karien bis hin nach Zypern und Syrien. Ptolemaios war mit seinen Streitkräften besonders in Karien, in Kilikien, auf Zypern und in Syrien engagiert. 311 wurde der Krieg durch den Abschluß eines Vertrags beendet. Vermutlich betrachteten alle Paziszenten diesen Vertrag eher als einen Waffenstillstandsvertrag denn als eine endgültige Friedensregelung. Antigonos, der «Führer ganz Asiens» (Diodor), hatte seine universalen Herrschaftspläne kaum aufgegeben, nun aber freie Hand für die Regelung der Verhältnisse im Osten des Reichs erhalten.

Kassander, der Reichsverweser und strategos von Europa, konnte daran denken, verlorene Positionen zurückzugewinnen. Lysimachos, der Satrap Thrakiens, wird die Kampfpause im Hinblick auf den Ausbau seiner Herrschaft gegenüber griechischen Städten und thrakischen und skythischen Dynasten begrüßt haben.

Und Ptolemaios?
Ptolemaios wird klar erkannt haben, daß die endgültige Auseinandersetzung mit Antigonos nur aufgeschoben, nicht aufgehoben war, und wird die entsprechenden Vorkehrungen getroffen haben. Im übrigen war nicht zu übersehen, daß nunmehr das Reich Alexanders faktisch in vier Reiche auseinandergebrochen war. 

Zwar gab es da noch den Sohn Alexanders;
doch rechnete kaum jemand damit, daß dieser je eine ernst zu nehmende politische Rolle spielen werde.

Ptolemaios war mit dem Vertrag des Jahres 311 unzufrieden.
Die Tinte, mit der er den Vertrag unterzeichnet hatte, war kaum getrocknet, da reiften in ihm große Pläne.
Er wollte sich nicht mit der Wiedereroberung Syriens und der Sicherung Zyperns begnügen, sondern den großen Coup wagen und die Herrschaft über das ganze Reich Alexanders gewinnen. 

Die Umstände waren für ein solches Vorhaben nicht ungünstig:
Antigonos scheint von Seleukos beschäftigt worden zu sein,
Kassander war geschwächt aus dem Krieg hervorgegangen, und
Lysimachos zählte nur am Rande.

Ptolemaios plante, sich zunächst nicht um das Problem Syrien zu kümmern, sondern sich - zur Sicherung seiner Flanke - der südkleinasiatischen Küste zu bemächtigen, in der Ägäis die Vorherrschaft des Antigonos zu brechen, in Griechenland eine starke Position aufzubauen und Kassander in die Knie zu zwingen.

Würde dies alles geglückt sein, würde die unvermeidliche - und wohl alles entscheidende - Auseinandersetzung mit Antigonos in Angriff genommen werden können.
Doch Ptolemaios scheiterte.
Dennoch nahm er nach einigen Jahren - wahrscheinlich zu Beginn des Jahres 304 - das Diadem und damit den Königstitel an.
Spätestens zu dieser Zeit schloß er eine lange Phase seiner Außenpolitik ab, die zunächst auf die Sicherung seiner Position in Ägypten und den angrenzenden Gebieten und dann auf den Aufbau einer universalen Machtstellung gerichtet gewesen war; denn er gab dem Königstitel, den er nun trug, keinen universalen Inhalt.

Ptolemaios hatte seinen Platz gefunden - und mit ihm Ägypten, das unter seiner Führung aus einer Satrapie des Reichs Alexanders zu einem mächtigen Königreich der hellenistischen Welt geworden war.

Im Jahr 306 hatte Ptolemaios Antigonos, seinen gefährlichsten Rivalen, an den Grenzen Ägyptens zurückgewiesen. Nun hatte er die Möglichkeit, Kräfte zu sammeln.

Er wird sie genutzt haben.
Von seiner Seite drohte dem Frieden keine Gefahr.
Der unruhige Geist des Antigonos war es, der das östliche Mittelmeer nicht zur Ruhe kommen ließ. Antigonos hatte sein großes, auf das «Ganze» gerichtete Ziel nicht revidiert, und Demetrios folgte in dieser Hinsicht den Spuren seines Vaters.

Ptolemaios zeigte während des folgenden Krieges, des Vierten Koalitionskriegs (302/01), gegenüber seinen Bündnispartnern - Kassander, Lysimachos und Seleukos - keine Kooperationsbereitschaft.

Und nach dem Sieg brach zwischen Ptolemaios und Seleukos der Streit um Südsyrien aus, der nur mit Mühe kaschiert werden konnte.

Der Lagide (Sohn des Lagos) geriet in die Gefahr der Isolation.
Dieser Gefahr suchte er mit diplomatischen Mitteln zu begegnen.

Wozu hat ein König viele Töchter?
Seleukos allerdings kam unter den gegebenen Umständen als Heiratskandidat nicht in Frage.

So blieben Kassander und Lysimachos.

 Mit Kassander aber hatte es schon vor einigen Jahren Konflikte gegeben.
Daher entschied sich Ptolemaios für Lysimachos, den Nachbarn des Seleukos in Kleinasien und des Kassander auf der Balkanhalbinsel.

Wohl im Jahr 300/299 heiratete Lysimachos Ptolemaios’ Tochter Arsinoë.

Makedonien und Griechenland kamen in diesen Jahren nicht zur Ruhe.
 Die sich auf der Balkanhalbinsel vollziehenden Kräfteverschiebungen konnten aber Ptolemaios nicht gleichgültig sein.
Sie führten nach einigen Jahren zum Ausbruch des Fünften Koalitionskriegs (288-286), in dem der Lagide tatkräftig seine Interessen vertrat. Bereits im Jahr 286 gelang es den Alliierten - genauer: Seleukos -, den Unruhestifter Demetrios auszuschalten.

Dies war das wichtigste Ergebnis dieses Krieges.
Ptolemaios konnte jedoch einen weiteren und keinesfalls unwichtigen Erfolg für sich verbuchen:

den Gewinn des Protektorats über den Bund der Insel-Griechen, das bisher Demetrios innegehabt hatte (288 oder 287). 

Als Protektor dieses Bundes beherrschte er weite Teile der Ägäis und verfügte allein schon auf Grund dieser Tatsache über einen beträchtlichen Einfluß im politischen Leben Griechenlands.

Im Jahr 285 teilte Ptolemaios die Macht mit seinem Sohn Ptolemaios, den ihm Berenike, seine dritte Frau, geboren hatte. 

Ägypten hatte im Konzert der Mächte den Platz gefunden, den es fast ein Jahrhundert lang behalten sollte. Das Land war - strategisch gesehen - nicht nur durch seine einzigartige geographische und geologische Beschaffenheit, sondern auch durch Provinzen, Stützpunkte und das Protektorat geschützt: durch die Kyrenaia, Koilesyrien, Zypern, Städte an der Südküste Kleinasiens und die Kykladen. Zu Beginn des Jahres 282 starb der König.

Die wenigen, von Ptolemaios überlieferten dicta geben - wenn sie denn authentisch sind - dem Bild seiner Persönlichkeit ein fast noch stärkeres Profil als die von ihm vollbrachten facta.

Eines Tages fragte er einen nicht allzu kenntnisreichen Elementarlehrer nach dem Namen des
Vaters des Peleus, Aiakos, worauf dieser antwortete, er werde ihm diesen nennen, wenn er ihm zuvor den Namen des - aus unbedeutenden Verhältnissen stammenden - Vaters des Lagos nenne.

Als sich daraufhin die Hofleute über die Frechheit des Elementarlehrers entrüsteten, sagte der König:

«Wenn es nicht königliche Art ist, Spott zu ertragen, dann ist es auch nicht königliche Art, Spott auszugießen» (Plutarch).

 Witz scheint Ptolemaios also besessen zu haben.

Daß er gebildet war - dies beweist nicht nur seine Vertrautheit mit der griechischen Mythologie, sondern dies zeigt sich auch darin, daß er als Historiker selbst literarisch tätig war und daß andere es für angemessen hielten, eine Sammlung seiner Briefe zu edieren. 

Zumindest zu der Zeit, zu der in Babylon die Nachfolgeregelungen ausgehandelt wurden, war Ptolemaios streng national-makedonisch gesinnt.

Sarkastisch sagte er:
«In der Tat, würdig ist der Sprößling, ... der - sei es der Sohn der Rhoxane oder der der Barsine - über das Volk der Makedonen herrschen soll: über ein Volk, dessen Namen auch nur in den Mund zu nehmen Europa sich schämen wird! Ist es doch weitestgehend der Name eines Kriegsgefangenen! Haben wir deshalb die Perser besiegt, um Sklaven ihres Abkömmlings zu werden? Dies haben jene legitimen Könige, Dareios und Xerxes, mit den Heeren vieler Tausender und mit mächtigen Flotten vergeblich zu erreichen versucht!» 

Die ipsissima vox Ptolemaei ist dies natürlich nicht, vielmehr sind es die Worte des Historikers Q. Curtius Rufus.

Doch Rufus ist in diesen Dingen vertrauenswürdiger, als vielfach angenommen wurde und angenommen wird. Nach der Übernahme der Herrschaft über Ägypten allerdings wird Ptolemaios diese Einstellung aufgegeben oder relativiert haben. Letzteres ist eher wahrscheinlich. 
Daß er schöne Jungen wie einen gewissen Galetes gerne gesehen hat und daß er an seinem Hof «Schmeichler» wie einen gewissen Kallikrates geduldet hat - dies sind Züge seiner Persönlichkeit, die sich auch bei manchen anderen Herrschern jener Zeit finden.

Auch aus den Resten des historischen Werks des Ptolemaios lassen sich gewisse Rückschlüsse auf seinen Charakter ziehen. Ptolemaios scheint ein nüchterner Mensch gewesen zu sein:

Er betonte das rationale Vorgehen Alexanders bei militärischen Operationen und politischen Entscheidungen; 

er arbeitete die Nützlichkeitserwägungen des Königs beim Verfolgen bestimmter Ziele heraus;
er sah in den Verurteilungen des Philotas und des Kallisthenes Vorgänge, die von staatspolitischen Notwendigkeiten diktiert und daher legitim gewesen waren;
er scheint nicht nur keine Exkurse geographischer, ethnographischer oder historischer Art, sondern auch keine Anekdoten in sein Werk aufgenommen zu haben; und er gab dem Walten der Schicksalsgöttin Tyche keinen Raum. Bemerkenswert ist auch die Aufrichtigkeit, mit der er wohl seinem lobrednerischen Historikerkollegen Kleitarchos entgegentrat, der zu Unrecht behauptet hatte, et,


Ptolemaios, habe in einer Stadt der Maller dem Alexander das Leben gerettet und daher den Beinamen «Retter» (soter)erhalten.

 Indem er seine Taten indirekt mit denen des Königs oder denen anderer Generale verglich, präsentierte er sich als außerordentlich selbstbewußte Persönlichkeit.

 Daß er schließlich durch die Unterdrückung bestimmter Fakten ein tendenziöses Bild seiner Gegner - etwa des Aristonus und des Perdikkas - entwarf, läßt sich kaum bestreiten.
Ptolemaios der Soter

Ptolemaios war - wie Alexander - in der griechischen Kultur verwurzelt. 


Er lebte von ihrer Kraft, kannte die Figuren der damaligen «Szene» und war selbst literarisch tätig.

 So ist es kein Wunder, daß er mit führenden Vertretern des kulturellen Milieus Kontakt aufnahm und nicht wenige von ihnen an seinen satrapischen bzw. königlichen Hof zu ziehen suchte.

Wenn aber Ptolemaios sich mit solchen Männern umgab, dann nicht deswegen, um in Ägypten eine bestimmte kulturpolitische Linie durchzusetzen, sondern weil er den persönlichen Umgang mit diesen Männern schätzte - vor allem aber, so scheint es, um seinem Hof kulturellen Glanz zu verleihen.

Das Beispiel Alexanders mag ihn in diesem Bestreben bestärkt haben - vielleicht aber noch mehr die weiter zurückliegenden kulturellen Traditionen des makedonischen Hofs.

In Alexandria sollten die Musen - wie seinerzeit in Pella — eine Heimat erhalten.


Die makedonischen Sprache in der Antike.

$
0
0
Antikes Makedonien. Schrift Tafel aus Palatiano Kilkis-Makedonien
Η επιγραφή του Παλατιανού - Κιλκίς
Georgios K. Giannakis
Universität Ionnina
 Die Bilder und die Textformatierungen 
sind unsere Auswahl (Yauna),
 und nicht im Text enthalten.



Die Eigenart der makedonischen Sprache in der Antike und ihr Verhältnis zum Griechischen war seit altersher Gegenstand von Diskussionen, die sich bisweilen in stark aufgeladener Atmosphäre und ohne streng wissenschaftliches Rüstzeug abspielten; gewöhnlich jedoch fand der Dialog auf der Grundlage wissenschaftlicher Kriterien statt.

Es sind zwei Grundthesen, um die herum sich die Wissenschaftler beim vorliegenden Thema bewegen.

Eine Gruppe von Sprachwissenschaftlern und Philologen vertrat die Meinung,
das Makedonische stelle eine unabhängige indogermanische Sprache dar
 (z.B. O. Müller, G. Meyer, M. Vasmer u.a.), während eine zweite Gruppe von Sprachwissenschaftlern und Spezialisten dafür eintrat, das Makedonische sei ein altgriechischer Dialekt (z.B. G. N. Hatzidakis, O. Hoffmann u.a.).

In den letzten zwanzig oder dreißig Jahren hat sich um dieses Thema im Rahmen der zweiten oben genannten Spezialistengruppe eine Forschungsaktivität entwickelt, nach der das Makedonische einen altgriechischen Dialekt darstellt, der viele Ähnlichkeiten mit den nordwestlichen griechischen Dialekten aufweist, speziell mit dem dorischen. 




Grundlegendes Nachteil bei der Erforschung der Sprache der alten Makedonen war und ist noch immer das spärliche Material, das aus ungefähr 150 Glossen und um die 200 Eigennamen besteht (Personennamen und Ortsnamen) sowie ein Corpus von Inschriften, die in der attischen Koiné abgefasst sind, aber auch Elemente und Einflüsse der mündlichen Sprache des antiken Makedonisch bewahren, und schließlich viele Zitate antiker Schriftsteller.

 Der Fortschritt der historischen Sprachwissenschaft und der Dialektkunde der griechischen Sprache hat in den letzten Jahrzehnten bedeutend zu einer besseren und vollständigeren Annäherung an die Sprache des antiken Makedoniens beigetragen.

 In diese Richtung haben auch die Funde beigesteuert, die von der archäologischen Forschung ans Licht gebracht wurden und deren Interpretation einen fachübergreifenden Blick auf die Bewältigung des ganzen Themas wirft und so auch bei der Interpretation der sprachlichen Gegebenheiten hilft.

Die vier in diesem Band enthaltenen Texte stellen das konzentrierte Wissen von vier Spezialisten für die Erforschung des antiken Makedoniens dar und folgen einer fachübergreifenden
Annäherung, wie es die Natur des Forschungsgegenstandes erfordert.

Der erste Text konzentriert sich auf Themen, 
die die Geschichte Makedoniens betreffen vom Beginn der historischen Zeit bis zur hellenistischen Periode, 
der zweite beschäftigt sich mit der archäologischen Sachlage, im darauf folgenden werden die philologischen Zeugnisse des antiken Makedoniens diskutiert, während im letzten eine systematische Diskussion über linguistische Gegebenheiten geführt wird.

Gemeinsamer Nenner, der als verbindendes Element der vier Arbeiten wirkt, ist die objektive Untersuchung der betreffenden Themen durch vier exzellente Kenner
der Sprache, der Geschichte und der archäologischen Situation des antiken Makedoniens. 

Im Zentrum des Bandes steht die Stellung des Makedonischen innerhalb des Altgriechischen und zwar speziell als Mitglied der Dialektgeographie des Altgriechischen;
 dabei helfen die Zeugnisse aus den Nachbarwissenschaften:
 der Philologie, der Geschichte und der Archäologie.

In Professor Zahrnts Untersuchung wird ein Überblick über die historischen Bedingungen gegeben, die zum Aufstieg Makedoniens als Führungsmacht beitrugen, besonders unter Perdikkas, Philipp und Alexander.

Es wird ein historischer Rückblick von den Anfängen des makedonischen Reiches anhand der ersten Zeugnisse der antiken Historiker, besonders Herodots und Thukydides, vorgenommen.

Diese beiden Historiker waren zeitlich den von ihnen beschriebenen Ereignissen nicht sehr fern und dank ihrer Reisen mit den Verhältnissen und Geschehnissen in dieser Gegend recht gut vertraut. 

Außerdem gibt es in ihren Werken Exkurse über die ältere Geschichte Makedoniens:
bei Herodot (8.137ff.) über die Gründung des makedonischen Königreiches 
und bei Thukydides (2.99) über seine Entwicklung bis zu den Perserkriegen. 

Herodot und Thukydides untersuchen die makedonische Frühgeschichte anlässlich der Beschreibung von Ereignissen der griechischen Geschichte, da diese Begebenheiten in den beiden Gegenden, wie sie glaubten, miteinander in Verbindung standen.

Zahrnt untersucht die Erweiterungen des makedonischen Reiches und seine Beziehungen sowohl zu den Nachbarvölkern wie auch den Athenern besonders während des Peloponnesischen Krieges.

Die Studie schließt mit dem Versuch Philipps, die Griechen zu einigen, um gemeinsam gegen die Perser vorgehen zu können, wie es auf dem Kongress von Korinth 337 v.Chr. beschlossen worden war, ebenso wie die Übernahme der Führung Makedoniens durch seinen Sohn Alexander, der schließlich die Pläne seines Vaters zur Bestrafung der Perser, des Erbfeinds der Griechen, verwirklichen sollte.

Diese Untersuchung gibt uns die allgemeinen historischen Konturen des Auftauchens, der Entwicklung und des Aufstiegs Makedoniens zur antiken Weltmacht sowie den Rahmen, in dem die folgenden Studien des Bandes gesehen werden müssen.

Arthur Muller untersucht die archäologischen Gegebenheiten, die ein Bild abgeben, das jenem der anderen griechischen Gegenden ähnelt:
bei der Organisation der Städte, bei den Tempeln und Heiligtümern, der Einstellung gegenüber den Toten und den entsprechenden Anschauungen. 

Dass sich in Makedonien die Königsherrschaft außerordentlich lange hielt, gibt dem Forscher die Gelegenheit, mit konkreten Daten die Organisation des makedonischen Königreichs zu ermitteln, aber auch zugleich die Hypothesen zu dieser Institution im prähistorischen Griechenland zu unterbauen. 

Wie Arthur Muller es bezeichnenderweise ausdrückt:

„Von diesem notwendigerweise unvollkommenen Überblick nehmen wir gleichzeitig das Gefühl der Vertrautheit, der Verschiedenheit und der Originalität der makedonischen Denkmäler mit“.

Mit dem Begriff „Vertrautheit“ bezieht er sich auf die Tatsache, dass alle diesbezüglichen Elemente griechisch sind, was die Formen und die Manifestationen angeht,

„vom Städtebau und dem Haus, den Heiligtümern und den Gräbern bis zur materiellen Produktion überhaupt- wie auch in den Sitten, der Lebensart und den Auffassungen, die mit diesen Denkmälern in Verbindung gebracht werden können, den religiösen Praktiken und Beerdigungsbräuchen finden wir grundlegende Elemente der griechischen Kultur wieder, welche die klassische Archäologie schon seit Langem ans Licht gebracht hat, was die Welt der Stadtstaaten angeht“.

Das Element der „Verschiedenheit“ bezieht sich nach Arthur Muller auf die Tatsache, dass in Makedonien auch Elemente begegnen, die im Griechenland der Stadtstaaten völlig unbekannt sind:
Antikes Makedonien; Palast in Pella 

die Paläste, die monumentalen Grabanlagen und die höfische Kunst, Elemente, die mit der Institution der Monarchie verbunden sind, welche das übrige Griechenland schon ziemlich früh hinter sich gelassen hatte. 

Trotzdem aber „lässt sich diese Verschiedenheit immer in eine Sprache mit ausschließlich griechischen Typen übersetzen, die von einer erstaunlichen Kohärenz charakterisiert ist, da die Architektur der Fassaden bei den Palästen und makedonischen Gräbern im Wesentlichen gleich ist, ebenso wie der Dekor der Wände in den Palästen, den aristokratischen Häusern und monumentalen Grabanlagen“.

Was endlich das Element der „Originalität“ angeht, meint Arthur Muller, dass das Makedonien des 4. Jh.s
 nicht einfach Typen und Vorbilder von den anderen griechischen Stadtstaaten übernahm
sondern auf den meisten Gebieten entscheidend auch zu ihrer Weiterentwicklung zu neuen Formen und Rhythmen beitrug.

Die letzten Forschungen weisen nach, dass Makedonien Merkmale bietet, die früher anderen Zentren der antiken Welt zugeschrieben wurden -wie z. B. die Errichtung großer terrassenförmig angelegter Baukomplexe, die großen von Säulen umgebenen Räume, die miteinander verbundenen Architekturtypen, der Baustil beim Dekor der Häuser und der bildhafte Stil bei den Mosaiken.

In bestimmten Fällen, wie in der Großmalerei, ist Makedonien außerdem das einzige Gebiet, wo diese Formen erhalten sind. Muller schließt seine Untersuchung mit der Überzeugung, dass die Forschungen in der Zukunft den bedeutenden Rang bestätigen werden, den Makedonien bei der Erforschung der griechischen Kultur einnehmen sollte.

Diese Befunde von Prof. Arthur Muller erhalten besonderes Gewicht in Verbindung mit der Interpretation der linguistischen Daten in den beiden folgenden Untersuchungen des Bandes und bestärken die Ansicht, dass, wie es auch bei den archäologischen Funden der Fall ist, so auch das Makedonische eng mit der griechischen Sprache als einer ihrer Dialekte verbunden ist.

Die beiden folgenden Studien beschäftigen sich mit der Sprache des antiken Makedoniens.

 Emilio Crespo präsentiert innerhalb eines linguistisch-philologischen Rahmens die sprachliche Lage im antiken Makedonien und zieht den Schluss, dass das Makedonische einen altgriechischen Dialekt darstellt, der eher mit den nordwestlichen griechischen Dialekten in Verbindung steht, was jenseits aller Zweifel in der folgenden Studie von Julian Méndez Dosuna belegt werden kann.

Im Einzelnen: In der Untersuchung von Prof. Emilio Crespo wird eine allgemeine Einschätzung der Sprachen und Dialekte vorgenommen, die direkt oder indirekt im antiken Königreich Makedonien auf geschriebenen Dokumenten bezeugt sind, die ins 5. und 4. Jh. v.Chr. datiert werden.

Dem Autor zufolge zeigt der sprachliche Zustand, der sich aus dem Studium der Zeugnisse ergibt, die in dem geographischen vielgestaltigen, aber politisch einheitlichen Gebiet Makedoniens gefunden wurden, ein sprachliches Mosaik aus lokalen griechischen Dialekten und wahrscheinlich mindestens einer anderen indogermanischen Sprache.

Crespo bezeichnet diese indogermanische Sprache als „linguistisches Adstrat“, das nur von Glossen in griechischen Texten bezeugt ist, sowie von zwei oder drei phonetischen Merkmalen, die eher aufs Phrygische und Thrakische verweisen. Wahrscheinlich wurden auch andere Sprachen benutzt -wie das Illyrische-, die sich aber weder in Texten erhalten haben noch von antiken Autoren zitiert werden.

Schließlich verweisen gewisse Personennamen fremder Herkunft, die in Texten griechischer Autoren erscheinen, auf Sprecher des Phrygischen, Thrakischen und Illyrischen.

Die unbekannte indogermanische Sprache, so glaubt Crespo, lebte allem Anschein nach noch in der Zeit der ersten geschriebenen Texte des 5. Jh.s v.Chr.; wir dürfen annehmen, dass sie sich wenigstens so lange gehalten hat, wie ihre Interferenzspuren in der Aussprache des Griechischen in griechischen Texten aufspürbar sind.

Andererseits wurden die lokalen griechischen Dialekte, die in den ins makedonische Reich eingegliederten Stadtstaaten verwendet wurden, im geschriebenen Wort allmählich von der attisch-ionischen Koiné abgelöst, und zwar vielleicht früher als in den anderen griechischen Gegenden wegen der wachsenden kommunikativen Funktionen der Verwaltung seit der Mitte des 4. Jh.s.

Der lokale makedonische Dialekt, der wohl nie zum Abfassen öffentlicher Schriftstücke verwendet wurde, verschwand auch aus den geschriebenen Privattexten, da er in allen seinen Funktionen von der attisch-ionischen Koiné ersetzt wurde.

Der Verfall der örtlichen Dialekte wurde von der römischen Eroberung 168 v.Chr. und durch den gleichzeitig verstärkten Gebrauch der attisch-ionischen Koiné beschleunigt. In dieser Zeit scheint der mündliche Gebrauch der örtlichen griechischen Dialekte sowie der unbekannten indogermanischen Sprache sein Ende gefunden zu haben.

Die letzte Erwähnung des makedonischen Dialekts als gesprochener Sprache stammt vom Beginn der nachchristlichen Zeit, als, wie Strabon berichtet (7.7.8) einige (ενιοι) Makedonen δίγλωττοι waren, also die Koiné und den örtlichen Dialekt sprachen.
Koine auf Papyrus.

In der letzten Untersuchung des Bandes (Prof. Julian Méndez Dosuna) erfolgt eine behutsame, detaillierte und gründliche Analyse der linguistischen Daten, welche die Ansicht stützen, dass das Makedonische ein altgriechischer Dialekt ist (die sogenannte „Griechische Hypothese“, wie bezeichnenderweise betont wird).

Und zwar zeigt dieser Dialekt viele Elemente, die ihn in die Gruppe der nordwestlichen Dialekte einordnen. Dann schreitet Prof. Dosuna zur Aufzählung und analytischen Erörterung aller Elemente, welche obige Ansicht stützen, Elemente aus antiken Zeugnissen zur „Griechischkeit“ der Makedonen, Glossen des Lexikographen Hesych (5. Jh. n.Chr.)
wie z.B. άδη ούρανός. Μακεδόνες (AGr αίθήρ), δώραξ• σπλήν ύπό Μακεδόνων (AGr θώραξ, ‘Brust, Rumpf’), δανών• κακοποιών• κτείνων (wahrscheinlich *θανόω = AGr θανατόω; vgl. maked. δάνος für das AGr θάνατος nach Plutarch 2.22c), γόλα (Manuskript γόδα)• εντερα (vermutlich γολά = att. χολή ‘Galle’, ‘Gallenblase’, hom. χολάδες ‘Eingeweide’), βηματίζει• το τοΐς ποσι μετρεΐν, άργιόπους (wahrscheinlich statt άργίπους)• άετός, oder θούριδες• νύμφαι, Μοΰσαι u.a.;

Personennamen wie Philippos, 
Alexandros, 
Perdikkas, 
Amyntas u.a.; 
inschriftliches Material, bei dem das in die Jahre 380-350 v.Chr. datierte Fluchtäfelchen aus Pella einen zentralen Rang einnimmt; makedonische Inschriften, verfasst auf Attisch oder in der attisch-ionischen Koiné.

Dann nimmt der Forscher eine gründliche und belegte Analyse des linguistischen Materials und seiner besonderen Merkmale vor, vornehmlich in phonetisch-phonologischer Hinsicht und beweist die enge Beziehung des Makedonischen zu den anderen Dialekten des Griechischen.

Natürlich weist das Makedonische auch gewisse besondere phonetische Merkmale auf, die sich von allen anderen griechischen Dialekten unterscheiden wie die Stimmhaftwerdung der Verschlusslaute /p t k/ zu [b d g] und der Reibelaute /f θ s x/ zu [v 3 z γ], obwohl man auch hier Hypothesen zu Entwicklungen anstellen könnte, die sich in ähnlicher Form in anderen Dialekten später abspielten, also die Frikativierung von /b d g/ zu [v 3 γ], eine These, die Georgios Babiniotis einige Jahre zuvor aufgestellt hatte.

Die vier Arbeiten tragen folglich entscheidend zur Aufklärung der Identität der Sprache des antiken Makedonenreichs bei.

Die historischen Zeugnisse, die archäologischen Daten und die kulturellen Elemente, die philologischen und linguistischen Zeugnisse legen vorbehaltlos die Zuordnung des Makedonischen zu den antiken griechischen Dialekten nahe.

Besonders die beiden letzten Studien Emilio Crespos und Julian Méndez Dosunas, welche die linguistischen Gegebenheiten analysieren und diskutieren, ordnen das Makedonische unter die griechischen Dialekte ein und weisen es den Dialekten der nordwestlichen Gruppe zu, die enge Beziehungen zum Dorischen aufweist. Sollten sich die historischen, archäologischen, philologischen und andere diesbezügliche Zeugnisse mit den linguistischen Befunden in Einklang bringen lassen, ist das letztliche Bild abgerundet und vollständig; die Arbeiten dieses Bandes streben eben dieses Ziel an und wir glauben, sie haben es erreicht.

Zum Schluss möchte ich mich bei Prof. I. N. Kazazis, dem Vorsitzenden des Zentrums für die Griechische Sprache, und bei Prof. Antonios Rengakos, dem Leiter der linguistischen Abteilung des Zentrums, für die begeisterte Billigung des Programms der antiken Dialekte und seine vorbehaltlose Unterstützung bedanken, bei den Übersetzern der Texte sowie beim Personal des Zentrums, besonders bei den Philologinnen Maria Arapopoulou, Maria Chriti, Konstantina Gakopoulou und Anna Lichou und bei der Sekretärin Katerina Zianna einerseits für die Hilfe durch die Lektorierung der Texte und andererseits für die effiziente Erledigung der komplizierten bürokratischen Verfahren.

Plutarch (Βίοι Παράλληλοι,Vitae parallelae): Alexander der Grosse.

$
0
0
Plutarch 
 (griechisch Πλούταρχος, lateinisch Plutarchus;
Alexander der Grosse.
 * um 45 in Chaironeia; † um 125) war ein griechischer Schriftsteller.

Er verfasste zahlreiche biographische und philosophische Schriften, die seine umfassende literarische und philosophische Bildung und Gelehrsamkeit zeigen.

Sein bekanntestes Werk, die Parallelbiographien (  Bíoi parálleloi, οἱ βίοι παράλληλοι, Vitae parallelae, „Parallele Lebensbeschreibungen“), stellt jeweils die Lebensbeschreibung eines Griechen und eines Römers vergleichend einander gegenüber. 

 In diesen Vitenpaaren wird jeweils ein herausragender Grieche mit einem Römer verglichen.

In den Bioi paralleloi behandelt Plutarch die wichtigsten Staatsmänner der Vergangenheit von Theseus bis Marcus Antonius.

Es handelt sich um 23 Biographienpaare, die jeweils einen Griechen und einen Römer zusammenstellen, deren Leben Ähnlichkeiten aufweisen (z. B. Alexander der Große und Caesar, Demosthenes und Cicero).
Plutarch beschreibt seine Figuren mit negativen und positiven Eigenschaften, und einige große antike Persönlichkeiten werden mit genügend moralischen Mängeln geschildert, um als abschreckende Beispiele zu dienen, z. B. Demetrios. In den meisten Fällen ist die Beurteilung jedoch ausgewogener.
(Wikipedia)
Alexander

Wenn ich hier das Leben König Alexanders erzähle, so möchte ich bei dem Reichtum der Ereignisse die Bitte an die Leser vorausschicken: zu entschuldigen, daß ich nicht alle berühmten Begebenheiten genau und umständlich berichte, sondern die meisten nur kurz berühre.


Denn ich gebe Lebensdarstellung und keine Geschichte; und die Vorzüge oder Fehler eines Menschen spiegeln sich nicht so sehr in seinen glänzenden Taten, vielmehr verrät oft eine unbedeutende Handlung, eine Rede oder ein Scherz den Charakter viel deutlicher als große Kriegsunternehmungen, blutige Schlachten oder Belagerungen.

So wie der Maler nur aus bestimmten charakteristischen Augen des Gesichts die Ähnlichkeiten herauszuholen sucht und sich um das übrige wenig bekümmert, ebenso muß es auch mir vergönnt sein, mehr die inneren Charakterzüge aufzusuchen und nach diesen das Leben eines Menschen zu schildern, die Beschreibung der großen Taten und Schlachten aber anderen zu überlassen.

Man nimmt allgemein an, 
daß Alexander väterlicherseits von Karanos her den Herakles, 
und mütterlicherseits von Neoptolemos den Aiakos (einen Sohn des Zeus und der Aegina) zu Ahnherren hatte. 

Als sein Vater Philipp, erzählt man, in seinen jungen Jahren in Samothrake zugleich mit der Prinzessin Olympias in die Mysterien eingeweiht wurde, verliebte er sich in die ebenfalls noch sehr junge Waise und nahm sie mit Einwilligung ihres Bruders Arymbas, Königs von Epirus, zur Frau.

In der Nacht vor der Vermählung hatte die Braut einen Traum:

Es war ihr, als wenn bei einem Gewitter der Blitz ihr in den Leib schlüge und durch diesen Schlag Helles Feuer hervorbräche und dann plötzlich verlöschte. 

Philipp selbst träumte bald nach der Vermählung, daß er auf den Schoß seiner Gattin ein Siegel drückte, dessen Prägung, wie ihn deuchte, das Bild eines Löwen darstellte. 

Alle Wahrsager fanden den Traum bedenklich und erklärten, Philipp müßte sehr acht haben auf das Betragen seiner Gattin.
Nur der Wahrsager Arisiandros gab die Deutung, die Königin sei schwanger - denn leere Gefäße pflegt man nicht zu versiegeln - und sie werde einen Knaben von feurigem, löwenartigem Mut gebären.
 Einmal sah man auch, als Olympias schlief, eine Schlange neben ihr ausgestreckt liegen. Dieser Vorfall soll hauptsächlich dazu beigetragen haben, die Liebe und Zärtlichkeit Philipps zu mindern, so daß man ihn seitdem sehr selten mit ihr schlafen gehen sah.
 Vielleicht weil er sich vor den Zauberkünsten und Zaubertränken Olympias’ fürchtete oder weil er glaubte, daß sie mit einem höheren Wesen Umgang habe und daher von ihm nicht besucht werden dürfte. Es gibt auch noch eine andere Erklärung für die Beziehung Olympias’ zu den Überirdischen.

Dionysos, Mosaik Pella Makedonien.
Alle Frauen in diesem Land, sagt man, sind von uralten Zeiten her den orphischen Mysterien und dem geheimen Dienst des Dionysos ergeben.

Olympias neigte in besonderem Maß diesen Mysterien zu und gab sich bei den wilden Zeremonien völlig den Verzückungen hin.
 Bei den schwärmerischen Umzügen der Bacchantinnen führte sie große gezähmte Schlangen mit sich, die oft aus dem Efeu und den heiligen Körben der Mysten hervorkrochen und sich zum Entsetzen der Männer um die Thyrsosstäbe und Kränze der Frauen ringelten.

Nach jenem Traum schickte Philipp den Chairon aus Megapolis nach Delphi.

 Das Orakel, das Philipp von dort erhielt, befahl ihm, wie die Legende berichtet, dem Jupiter Ammon zu opfern und diesen Gott besonders zu verehren.

 Auch soll er ein Auge verloren haben, weil er durch einen Spalt in der Tür gelugt und den Gott in Gestalt einer Schlange bei seiner Frau hatte liegen sehen.
Als Alexander später seinen Zug nach Asien antrat, gab ihm Olympias das Geleit, wie Eratosthenes erzählt, und entdeckte ihm unter vier Augen das Geheimnis seiner Geburt mit der Ermahnung, sich einer solchen Abkunft würdig zu erweisen.

Andere freilich melden, sie selbst habe sich über dergleichen Gerüchte geärgert und oft gesagt:
 Wenn doch Alexander endlich aufhören wollte, mich bei Hera in Verdacht zu bringen.

Als Philipp eben Potidaia erobert hatte, erhielt er zu gleicher Zeit drei Freudenbotschaften.

Die eine war, daß sein Feldherr Parmenion die Illyrier in einer großen Schlacht besiegt hatte;

die zweite, daß eins seiner Rennpferde bei den Olympischen Spielen den ersten Preis erhalten hatte, 

und die dritte Botschaft meldete ihm die Geburt Alexanders. 

Die Freude, die er begreiflicherweise darüber empfand, vermehrten die Wahrsager noch durch die Erklärung, daß der unter drei Siegen geborene Prinz unbesiegbar sein werde.

In der Nacht von Alexanders Geburt ging der Tempel der Artemis zu Ephesos in Flammen auf.
 Viele gaben dem Ereignis die Deutung, daß ein großes Unglück über Asien kommen werde.
Alexanders Gestalt geben die Statuen des Lysippos am besten wieder; auch nur von ihm wollte sich Alexander darstellen lassen.
Die Haltung des Halses, der sich ein wenig nach links neigte - eine Eigentümlichkeit, die viele Nachfolger und Freunde Alexanders dann nachahmten - und den strahlenden Glanz der Augen hat Lysippos sehr gut zum Ausdruck gebracht. Apelles aber, der ihn mit dem Donnerkeil in der Hand malte, hat die Gesichtsfarbe nicht getroffen, sondern sie etwas zu bräunlich und dunkel angegeben. Alexander war, wie berichtet wird, hellfarbig, und diese Helle spielte an der Brust und im Gesicht etwas ins Rötliche.

Daß seine Haut lieblich geduftet, und nicht nur der Mund, sondern auch der ganze Körper einen angenehmen Geruch ausströmte, der sogar seine Gewänder durchdrang, habe ich in den Denkschriften des Aristoxenos gelesen.

Die Ursache davon lag vermutlich in der sehr hitzigen und feurigen Mischung seines Körpers. Denn nach der Lehre Theophrasts entsteht der Wohlgeruch dadurch, daß das Feuchte vom Warmen aufgesogen wird;
daher liefern auch die trockensten und heißesten Länder der Erde die meisten und schönsten Gewürze, weil die Sonne die auf der Oberfläche der Körper befindliche Feuchtigkeit, die Ursache der Fäulnis, verzehrt. Eben diese Hitze des Körpers machte wahrscheinlich Alexander auch zum Trunk und Jähzorn geneigt.

Schon im Knabenalter zeigte sich seine Selbstbeherrschung, denn so leidenschaftlich und ungestüm er sonst war, ließ er sich doch von der Sinnenlust nicht so leicht hinreißen, sondern gab sich ihr nur in weiser Mäßigung hin.

Sein ehrgeiziges Streben aber ließ ihn schon weit über seine Jahre hinaus ernst und zielbewußt erscheinen.
Nicht der Ruhm als solcher genügte ihm, auf welchem Gebiet es immer sei;
 hierin ganz der Gegensatz zu seinem Vater, der sich mit seinen Rednerkünsten brüstete, als wenn er ein Sophist und nicht ein König wäre, und auf die Siege seiner Rennpferde in Olympia sogar Münzen prägen ließ.

Als einige Freunde, denen Alexander im Schnellauf überlegen war, in ihn drangen,
sich bei den Olympischen Spielen als Wettläufer zu beteiligen
gab er zur Antwort: 
Gern,
 vorausgesetzt, daß ich dort Könige zu Gegnern haben könnte. 

Überhaupt scheint er für das Athletentum nicht viel übrig gehabt zu haben.

Denn soviel Wettkämpfe er auch für Dichter, Sänger und Musikanten oder auch Jagdspiele und Fechtkonkurrenzen veranstaltete, für Boxen oder den Fünfkampf hat er kaum je einen Preis ausgesetzt.

Als er einst in noch sehr jungen Jahren in Abwesenheit Philipps persische Gesandte empfing, bestrickte er sie nicht weniger durch seine Liebenswürdigkeit als durch seine ernste Unterhaltung.

 Er stellte nicht Fragen nach Nichtigkeiten, wie Kinder oft tun, sondern erkundigte sich nach der Länge des Weges, nach der Art im Innern Asiens zu reisen und dann zum König selbst, wie er als Heerführer verfahre, und wie groß die Militärmacht der Perser sei. Darüber verwunderten sich die Gesandten, und des Vaters vielgepriesene politische Gewandtheit erschien ihnen gering gegenüber dem kühnen und weitblickenden Geist des Sohnes.

Wenn wieder einmal Nachricht einlief, daß Philipp eine berühmte Stadt erobert oder einen glänzenden Sieg errungen hatte, hörte er mit finsterer Miene zu und sagte dann zu seinen Gespielen:

Mein Vater wird mir noch alles vorwegnehmen und mir keine Möglichkeit mehr übriglassen, die Welt durch eine große Tat in Erstaunen zu setzen.

Zu seiner Ausbildung waren natürlich viele Erzieher, Hofmeister und Lehrer bestimmt.
Uber sie alle aber war Leonidas gesetzt, ein Mann von strengen Grundsätzen, ein naher Verwandter Olympias.
Er schämte sich keineswegs des Titels eines Hofmeisters, da ihm sein Amt eine schöne und ehrenvolle Aufgabe bot; aber allgemein nannte man ihn wegen seines Ranges und der Verwandtschaft zum Königshaus den Vormund und Führer Alexanders.
Ancient Greek Coins.
 Seleucid Kings,
Seleukos I Nikator (312-281 B.C.)

Bridled head of horned horse
(Bucephalus) facing to right,
its mouth open


Eines Tages bot ein Thessalier namens Philoneikos dem König Philipp ein Pferd, Bukephalos genannt, zum Kauf an.
Man ging aufs Feld hinaus, um das Pferd auszuprobieren, fand es aber wild und unbrauchbar.

 Es ließ niemanden auf- sitzen, hörte auf kein Anreden und stieg hoch, sobald ihm einer nahekam.
 Philipp, ärgerlich darüber, wollte das unbändige Pferd schon wieder abfiihren lassen, als Alexander, der dabeistand, sagte:

Schade um das schöne Pferd, das man sich nur entgehen läßt, weil keiner mutig und geschickt genug ist, es richtig zu behandeln.

 Anfangs schwieg Philipp dazu; als aber Alexander immer wieder davon anfing und wiederholte, wie schade es um das Pferd wäre, sagte er: Wie, willst du etwa älteren Leuten Vorwürfe machen und behaupten, daß du gescheiter wärest und besser mit Pferden umzugehen wüßtest? Nun, erwiderte Alexander, mit dem Pferd da könnte ich jedenfalls besser umgehen als jeder andere. Philipp versetzte: Wenn du es aber nicht kannst, was zahlst du dann als Strafe für deine Dreistigkeit? - Nun, beim Zeus, dann bezahle ich den Preis des Pferdes.

Darüber gab es ein fröhliches Gelächter.
Nachdem man sich über die Summe einig geworden war, trat Alexander zu dem Pferde und kehrte es gegen die Sonne.
Offenbar hatte er bemerkt, daß das Tier vor dem hin und her schwankenden Schatten scheute, der gerade vor ihm auf den Boden fiel. Alexander führte es eine Zeitlang am Zügel und klopfte es beruhigend, solange es noch aufgeregt war.
Dann ließ er sacht den Mantel fallen und schwang sich behende in den Sattel, hielt aber das Tier erst noch kurz am Zügel und saß ganz still. Als er aber bemerkte, daß die Unruhe des Pferdes sich gelegt hatte und es nur noch vorwärts drängte, gab er ihm den Hals frei, und unter lautem Zuruf und mit kräftigem Schenkeldruck jagte er in voller Karriere davon.
Philipp und seine Begleiter standen zuerst sprachlos vor Angst; als er aber nach einer Weile das Tempo mäßigte, kehrtmachte und mit freudigem Stolz zurückgetrabt kam, jubelte ihm alles zu. Sein Vater aber, heißt es, brach in Freudentränen aus, küßte ihn beim Absteigen und sagte: Suche dir, mein Sohn, ein Königreich, das deiner würdig ist; Makedonien ist zu klein für dich.

Philipp kannte den eigenwilligen und schwer lenkbaren Charakter seines Sohnes, der sich gegen jeden Zwang aufbäumte, durch Vernunftgründe sich aber leicht zur Pflichterfüllung bestimmen ließ.

Er suchte ihn auch mehr durch Überzeugung zu leiten als durch Befehle zu zwingen.
Da die Erziehung und Bildung seines Sohnes eine äußerst schwierige Aufgabe war, mochte er sie auch nicht den üblichen Lehrern der Musik und der gewöhnlichen Wissenschaften anvertrauen.

Aristoteles

Vielmehr berief er dazu den berühmtesten und gelehrtesten unter allen Philosophen, Aristoteles, den er dafür auf fürstliche Art entlohnte.

Philipp ließ nämlich die Stadt Stageira, aus der Aristoteles stammte und die er vor einiger Zeit zerstört hatte, wieder aufbauen und setzte die entronnenen oder in Sklaverei geratenen Bürger in ihr Besitztum wieder ein.
Zum Ort des Studiums wies er Lehrer und Schüler den Nymphen-Hain bei Mieza an.

Offenbar wurde Alexander nicht nur in Ethik und Politik von Aristoteles unterrichtet, sondern auch in die geheimen esoterischen Lehren eingeweiht, die »akroamatischen« und »epoptischen«, wie sie die Philosophen nannten, die nur einem engen Kreis bekannt waren und vor der Öffentlichkeit geheimgehalten wurden.

Später, während des Feldzuges in Asien, erhielt Alexander Kunde, daß Aristoteles ein Buch über diese Lehren herausgegeben hätte.

Alexander schrieb ihm und machte ihm darüber Vorwürfe.
 Am Schluß des Briefes hieß es: Ich für meine Person will mich lieber durch Kenntnis des erhabensten Wissens vor allen anderen auszeichnen als durch Macht oder Größe.
Aristoteles erwiderte, er habe nur Bruchstücke jener Lehren veröffentlicht.

 In der Tat enthielt auch sein Werk über Metaphysik, um das es sich hierbei handelt, nichts, was zum Unterricht oder zum Lernen verwendbar wäre. Es ist eigentlich nur für die Eingeweihten zur Erinnerung geschrieben.
Überdies hat Aristoteles meines Erachtens in Alexander auch die Neigung zur Arzneiwissenschaft geweckt.
Denn Alexander befaßte sich nicht nur mit der Theorie, er half auch seinen Freunden in Krankheitsfällen und verordnete ihnen Diät und Arzneimittel, wie aus seinen Briefen zu ersehen ist. Überhaupt war er sehr wiß- und lernbegierig und ein eifriger Bücherleser.

Die »Ilias« betrachtete er als ein Lehrbuch der Kriegskunst und nannte sie auch so.
Er besaß eine von Aristoteles durchgesehene und verbesserte Ausgabe, die immer nur als die »Ausgabe aus dem Salbenkästchen« bezeichnet wurde.

 Diese hatte er immer neben seinem Dolch unter dem Kopfkissen liegen, wie Onesikritos, der Geschichtsschreiber Alexanders, erzählt.

Da es ihm im Innern Asiens an Büchern fehlte, beauftragte er Harpalos, ihm welche zu verschaffen. Dieser sandte ihm denn auch die Werke des Philistos, viele Tragödien von Euripides, Sophokles und Aischylos und die Dithyramben des Telestes und Philoxenes.

Alexander liebte und verehrte Aristoteles, wenigstens anfangs, aber nicht minder als seinen Vater, denn diesem, sagte er, habe er das leibliche Leben, Aristoteles aber das geistige Leben zu verdanken.

Später aber entstand in ihm ein gewisses Mißtrauen gegen Aristoteles; nicht daß er ihn auf irgendeine Weise seine Ungnade hätte fühlen lassen, aber die spontane Herzlichkeit und Vertrautheit ihrer Beziehungen hörte auf, was als eine ernste Entfremdung angesehen wurde.
Nie aber verlor Alexander die leidenschaftliche Liebe zur Philosophie, die ihm Aristoteles von Jugend an eingeimpft hatte.

Als Philipp gegen Byzanz zu Felde zog, wurde dem damals erst sechzehnjährigen Alexander unterdessen die Regierung Makedoniens nebst dem Reichssiegel mit unbeschränkter Vollmacht anvertraut.
Während seiner Regentschaft unterwarf er die abgefallenen Maider, eroberte ihre Stadt, vertrieb alle Barbaren von dort, siedelte Kolonisten aus verschiedenen Völkerstämmen an und nannte die Stadt fortan Alexandropolis.

Auch an der Schlacht bei Chaironeia gegen die Griechen nahm er teil; er soll als erster in die heilige Schar der Thebaner eingebrochen sein und damit den Sieg entschieden haben. Noch in unseren Zeiten zeigte man am Fluß Kephisos eine uralte Eiche, die Alexandereiche heißt, bei der damals sein Zelt gestanden hat. Nicht weit davon befindet sich der Friedhof der gefallenen Makedonier.

Diese Taten Alexanders erwarben ihm in erhöhtem Maße die Liebe und Zuneigung seines Vaters.

 Ja, Philipp war so stolz auf seinen Sohn, daß er es gern hörte, wenn die Makedonier Alexander ihren König, Philipp ihren Feldherrn nannten.
Aber durch die vielen Heiraten und Liebeshändel Philipps entstanden in der Familie schwere Mißhelligkeiten; man kann sagen, daß das ganze Reich unter den Zänkereien der Frauen litt.
Auch zwischen Vater und Sohn verursachte das viel häßlichen Streit und Zank, und die eifersüchtige und vergrämte Olympias hetzte Alexander immer noch mehr gegen den Vater auf.

Gelegentlich der Hochzeitsfeier des alternden Philipp mit der blutjungen Kleopatra kam der Zwist durch Attalos, den Oheim Kleopatras, zum offenen Ausbruch.

 Attalos, der sich im Wein übernommen hatte, ermahnte nämlich die Makedonier, sie sollten zu den Göttern beten, daß Philipp mit der Kleopatra noch einen rechtmäßigen Thronfolger zeugen möchte. Darüber geriet Alexander in Wut.

Was, Schurke, rief er, hältst du mich für einen Hurensohn?

 und warf ihm einen Becher an den Kopf.
Philipp sprang auf, zog das Schwert und wollte gegen seinen Sohn losgehen. Aber zum Glück für beide strauchelte er vor Zorn und Trunkenheit und fiel zu Boden.
Da höhnte Alexander:
Seht doch, meine Freunde, dieser Mann schickt sich an, von Europa nach Asien hinüberzuziehen, und dabei stolpert er schon, wenn er von einem Tisch zum anderen gehen will.
Nach dieser peinlichen Szene nahm Alexander Olympias zu sich, brachte sie nach Epirus in Sicherheit und begab sich selbst nach Illyrien.

Indessen kam der Korinther Demaratos, der sich als Freund des Hauses ein offenes Wort erlauben durfte, zu Philipp.

Als ihn der König nach der ersten freundlichen Begrüßung fragte, wie es um die Eintracht unter den Griechen stände, antwortete Demaratos:

Dir steht es freilich zu, Philipp, dich um Griechenland zu kümmern, wo du dein eigenes Haus in Zwietracht und Unheil gestürzt hast. 

Dieses Wort brachte Philipp wieder zur Besinnung, und er entsandte Demaratos zu Alexander, um den Sohn wieder ins Vaterhaus zurückzuholen.

Als später dann Pausanias, der auf Attalos’ und Kleopatras Anstiften schwer mißhandelt worden war und dafür keine Genugtuung erhalten konnte, Philipp ermordete, wurde die Schuld größtenteils Olympias zugeschrieben, da sie den ohnehin aufgebrachten Jüngling noch mehr aufgehetzt und erbittert hatte.

Auch auf Alexander fiel einiger Verdacht; denn er soll Pausanias, der sich nach jener Mißhandlung an ihn gewandt und beklagt hatte, die Verse aus Euripides’ Medea zitiert haben:

Den Vater samt der Braut und auch den Bräutigam - Doch ließ er alle, die an der Verschwörung teilhatten, feststellen und bestrafen. Auch verhehlte er Olympias seinen Unwillen nicht, als sie in seiner Abwesenheit Kleopatra grausam mißhandelt hatte.

So übernahm nun Alexander mit zwanzig Jahren die Regierung, die auf allen Seiten von Mißgunst und Neid, von bitterem Haß und Gefahren bedroht war.

Denn die Barbarenstämme an der Grenze wollten das aufgezwungene Joch nicht länger tragen und verlangten ihr angestammtes Königtum zurück. 
Philipp hatte Griechenland zwar mit den Waffen besiegt, aber noch nicht die Zeit gehabt, die Verhältnisse neu zu ordnen.
 Bei seinem Tod war das aus den Fugen geratene Land in voller Gärung.
 Die Makedonier sahen die Lage sehr pessimistisch an, und in ihrer Besorgnis rieten sie Alexander, auf Griechenland ganz zu verzichten und jede gewaltsame Eroberung zu unterlassen, die aufständischen Barbaren aber durch milde Behandlung zu ihrer Pflicht zurückzubringen und so jede Empörung gleich im Anfang zu ersticken. Allein Alexander selbst ging von anderen Grundsätzen aus; er glaubte, nur durch hartes unerschrockenes Zugreifen seinem Reiche Rettung und Sicherheit verschaffen zu können und war überzeugt, daß bei der geringsten Nachgiebigkeit alle Feinde zugleich über ihn herfallen würden.

Zunächst machte er den Aufständen der Barbaren und den Kämpfen in jener Gegend ein rasches Ende. Er stieß mit seiner Armee bis an die Donau vor und bereitete dort dem Syrmios, dem König der Triballier, eine vernichtende Niederlage.

Auf die Nachricht, daß Theben abgefallen und Athen mit ihm im Bund war, führte er sogleich seine Armee durch den Paß von Thermopylä, um, wie er sagte,
als Mann vor den Griechen zu erscheinen. 
Denn Demosthenes habe ihn, solange er im Land der Illyrier und Triballier war, einen Knaben, und als er in Thessalien stand, einen Jüngling genannt;
nun wolle er ihm unter den Mauern von Athen beweisen, daß er ein Mann wäre.

Als er nun vor Theben stand, wollte er den Bewohnern noch einmal Gelegenheit geben, zur Besinnung zu kommen.
Er forderte von ihnen nur die Auslieferung des Phoinix und des Prothydes, der Rädelsführer der Erhebung, versprach aber allen, die sich der makedonischen Oberhoheit fügen würden, völlige Sicherheit von Person und Eigentum.
Die Thebaner aber stellten die Gegenforderung, ihnen Philotas und Antipater auszuliefern, und erließen einen Aufruf, daß sich alle Griechen ihnen anschließen sollten, die für die Befreiung des Landes zu kämpfen gesonnen wären.

 Daraufhin befahl Alexander seinen Truppen den Angriff auf die Stadt.
Die Thebaner bewiesen in dem Kampf gegen den überlegenen Feind eine Tapferkeit und einen Mut, die ihre schwachen Kräfte fast ausgeglichen hätten. Aber als die in Kadmeia liegende makedonische Besatzung einen Ausfall machte und ihnen in den Rükken fiel, wurde der größte Teil der Thebaner umzingelt und niedergemacht.
Die Stadt selbst wurde erobert, völlig ausgeplündert und dann dem Erdboden gleichgemacht.

Hauptsächlich wollte wohl Alexander durch dieses harte Verfahren ein Exempel statuieren und den Griechen jede Lust zu weiteren Aufständen nehmen. Er verteidigte seinen Schritt übrigens auch damit, daß er den Beschwerden seiner Bundesgenossen, der Phokier und Platäer, habe nachgeben müssen, die gegen

Theben schwere Klagen vorgebracht hatten. Mit Ausnahme der Priester, sämtlicher Gastfreunde der Makedonier, auch der Nachkommen Pindars sowie aller, die sich der Empörung widersetzt hatten, ließ er die übrigen, an die dreißigtausend, als Sklaven verkaufen.

Die Zahl der Umgekommenen belief sich auf sechstausend. Bei der Einnahme der Stadt brachen einige Thrakier in das Haus einer vornehmen und tugendhaften Frau ein, namens Timotleia, und raubten alles, was sie fanden. Der Anführer schändete inzwischen die Frau und fragte sie dann, ob sie noch irgendwo Gold oder Silber verborgen hätte. Sie gab das zu, führte ihn allein in den Garten, zeigte ihm einen Brunnen und sagte, hier habe sie bei der Einnahme der Stadt ihre kostbarsten Kleinodien hineingeworfen. Als der Thrakier sich bückte, um nachzusehen, trat Timokleia hinter ihn, stieß ihn in den Brunnen hinab und warf Steine auf ihn, bis er tot war. Als sie dann gefesselt vor Alexander geführt wurde, zeigte sie in Miene und Haltung eine unnachahmliche Würde und Seelengröße und verriet nicht die geringste Furcht.
Auf die Frage des Königs, wer sie sei, antwortete sie:
Ich bin die Schwester des Theagenes, der für die Freiheit der Griechen gegen Philipp gekämpft hat und als Befehlshaber bei Chaironeia gefallen ist.
Alexander konnte nicht umhin, ihre Antwort wie ihre Tat zu bewundern, und gab Befehl, sie mit ihren Kindern freizulassen.
Mit den Athenern söhnte er sich jedoch wieder aus, obwohl sie das traurige Geschick Thebens tief schmerzte. Denn zum Zeichen der Trauer brachen sie die eben begonnene Feier der Mysterien ab und gewährten allen politischen Flüchtlingen freundliche Aufnahme in der Stadt.

 Ob nun Alexander gleich dem Löwen seinen Mut gekühlt hatte oder der Tat des Grauens und Schreckens ein Beispiel der Milde folgen lassen wollte - genug, er erließ den Athenern nicht nur alle Schuld, er ermahnte sie auch, auf die politischen Verhältnisse ein wachsames Auge zu haben, denn wenn ihm etwas zustoßen sollte, würde Athen die Herrscherin über Griechenland sein müssen.

In der Folge soll ihn jedoch die grausame Behandlung Thebens sehr oft gereut und ihn gegen andere milde gestimmt haben.
Wenn er später in der Trunkenheit Kleitos niederstieß und wenn seine Makedonier vor den Indern verzagten, so daß der Feldzug sein Ziel nicht erreichte, so schrieb er all dieses Mißgeschick, wie man erzählt, dem Zorn und der Rache des Dionysos, des Schutzgottes Thebens, zu.

Unter den entkommenen Thebanern war später nicht ein einziger, der nicht Gewährung fand, wenn er mit einer Bitte zu Alexander kam.

Als die Griechen auf der Landenge bei Korinth einen Kongreß abhielten, beschlossen sie einen Kriegszug gegen die Perser zu unternehmen und ernannten Alexander zum Oberbefehlshaber des Expeditionsheeres. 

Bei dieser Gelegenheit machten ihm viele Staatsmänner und berühmte Gelehrte ihre Aufwartung, um ihm Glück zu wünschen.

Alexander wartete, daß auch der bekannte Diogenes von Sinope, der sich gerade in Korinth aufhielt, sich bei ihm einfinden werde.
Aber der nahm nicht die geringste Notiz von Alexander und ließ sich nicht in seiner beschaulichen Muße im Zypressenhain von Kraneion stören.

So mußte sich denn Alexander zu ihm bemühen und fand ihn in der Sonne hegen.

Als Diogenes so viele Menschen auf sich zukommen sah, richtete er sich ein wenig auf und blickte Alexander kurz an.

Der König grüßte ihn freundlich und fragte, womit er ihm dienen könnte.
 Darauf sagte Diogenes:
Geh mir nur, bitte, ein wenig aus der Sonne.
Alexander der Große und Diogenes.

 Alexander aber, von diesem Wort betroffen, bewunderte den Stolz und die Seelengröße des Mannes, der für ihn nur Verachtung gezeigt hatte.

 Als seine Begleiter beim Fortgehen sich über Diogenes lustig machten, rief er:
Wahrhaftig, wenn ich nicht Alexander wäre, möchte ich Diogenes sein.
Um sich bei Apollo Rat zu holen wegen des Feldzuges gegen die Perser, begab er sich nach Delphi.

Es traf sich aber,daß gerade die ungünstigen Tage waren, an denen nach dem heiligen Gesetz kein Orakel erteilt werden durfte.
Alexander schickte zuerst nach der Hohepriesterin und ließ sie um ihr Erscheinen bitten.

Als sie ihm die Bitte abschlug, ging er selbst zu ihr und brachte sie mit Gewalt zum Tempel.

Überwältigt von der Beharrlichkeit Alexanders, rief sie:
Wahrlich, mein Sohn, du bist unüberwindlich.
 Darauf sagte Alexander, er brauche nun keine Weissagung mehr, denn er habe das gewünschte Orakel bereits von ihr erhalten.

Makedonisches Fußvolk
Die Zahlenangaben über die Stärke des asiatischen Expeditionsheeres schwanken; manche geben 30.000 Mann Fußvolk und 5000 Mann Reiterei an, andere wieder nennen 34.000 Mann zu Fuß und 4000 Mann Reiterei.

Zum Unterhalt für diese Truppen besaß er, nach Aristobulos, nicht mehr als siebzig Talente, nach Duris führte er nur für dreißig Tage Verpflegung mit;
und Onesikritos behauptet sogar, er habe noch zweihundert Talente Schulden gehabt.

So beschränkt er nun auch in seinen Mitteln war, stellte er doch vor der Abfahrt die Vermögensverhältnisse seiner nächsten Mitarbeiter fest und wies dem einen ein Landgut, dem anderen ein Dorf, einem dritten die Einkünfte einer Stadt oder eines Hafens an.

Als so fast alles königliche Besitztum verteilt war, fragte Perdikkas:
Und du, König, was behältst du für dich übrig?

Alexander antwortete: Die Hoffnung.
- Gut, versetzte jener, so wollen auch wir, die wir mit dir ins Feld ziehen, an dieser Hoffnung teilhaben.
 Damit schlug Perdikkas den Besitz aus, der ihm schon zugefallen war, und mancher andere folgte seinem Beispie.

Trotzdem verschenkte Alexander fast alles, was er in Makedonien besaß.

Mit so stolzer Zuversicht und in so heiterer Stimmung setzte Alexander über den Hellespont nach Asien über.

Bei Ilion stieg er an Land und brachte dort der Athene ein blutiges Opfer und den Heroen Trankopfer dar.
Die Grabsäule des Achilles bekränzte er, nachdem er sich mit Öl gesalbt und der Sitte gemäß mit seinen Freunden nackt einen Wettlauf um die Saule gemacht hatte.

Er pries Achilles glücklich, weil er im Leben einen treuen Freund und nach seinem Tod einen großen Künder seiner Taten gefunden habe.
Als er in der Stadt umherging und die Sehenswürdigkeiten besichtigte, fragte man ihn, ob er die Leier des Paris-Alexander sehen wolle. Aber er meinte, auf diese lege er keinen Wert, dagegen suche er die Leier des Achilles, zu der er die Taten der Helden gesungen habe.

Inzwischen hatten die Feldherren des Dareios eine starke Truppenmacht zusammengezogen und sie hinter dem Fluß Granikos aufgestellt, um ihm den Übergang zu verwehren. Alexander mußte also gleichsam an den Toren Asiens um den Eintritt in das Reich kämpfen.

Aber viele seiner Unterführer erschraken vor der Tiefe des Flusses und der steilen schroffen Höhe des jenseitigen Ufers, das unter fortwährenden Kämpfen erstiegen werden mußte.

Auch warnten ihn einige, sich über das alte Herkommen in bezug auf den laufenden Monat hinwegzusetzen.
Denn im Monat Daisos (Mai) pflegten die Makedonier nie mit der Armee auszurücken.
 Dieses Bedenken beseitigte Alexander dadurch, daß er Befehl gab, den vorhergehenden Monat Artemisios zweimal zu rechnen.

Als Parmenion ihn bat, doch nicht zu so vorgerückter Tagesstunde ein so schweres Wagnis zu unternehmen, antwortete er:

Wenn ich mich vor dem Granikos fürchtete, müßte sich ja der Hellespont schämen, den ich ohne weiteres überschritten habe.

 Und dann stürzte er sich mit dreißig Reiterschwadronen in den Fluß.

Angesichts des steilen, vom Feind stark besetzten Ufers setzte er mitten im Geschoßhagel über den Strom, der Roß und Reiter fast überspülte und mit sich fortriß. Es schien mehr eine Tat verzweifelter Tollkühnheit, als ruhiger Überlegung. Aber er wollte um jeden Preis den Übergang erzwingen.

 Als er endlich unter äußersten Mühen das jenseitige, noch dazu schlammige und schlüpfrige Ufer mit seinem Vortrupp erreicht hatte, wurde er sogleich in ein wild durcheinanderwogendes Gefecht verwickelt, bevor sich noch seine nachfolgendenTruppen einigermaßen ordnen konnten. Denn die Feinde drangen sogleich heftig auf die Angreifer ein, stellten Pferd gegen Pferd und fochten mit den Speeren, und wenn diese zerbrochen waren, mit den Schwertern. Alexander war in dem Getümmel leicht zu erkennen an seinem Schild und seinem Helmbusch, an dessen beiden Seiten hohe weiße Federn aufragten.

 Daher drangen die Gegner besonders auf ihn ein, und er wurde von einem Wurfspeer am Verschlußstück des Panzers getroffen, ohne jedoch verwundet zu werden. In diesem Augenblick sprengten auch die beiden feindlichen Führer Rhoisakes und Spithridates zugleich gegen ihn heran. Dem einen wußte er geschickt auszuweichen, dem Rhoisakes aber brachte er zuerst einen Stoß mit der Lanze gegen den Harnisch bei, und als sie zerbrach, griff er zum Schwert. Während dieses Kampfes griff Spithridates von der Seite an, hob sich rasch im Sattel empor und führte mit der persischen Streitaxt einen Hieb nach ihm, der den Helmbusch nebst der einen Feder herabschlug.

 Mit knapper Not hielt der Helm den Schlag aus, und die Schneide der Streitaxt streifte nur das Haar. Spithridates holte schon zum zweitenmal aus, aber der Unterfeldherr Kleitos, mit dem Beinamen der Schwarze, kam ihm zuvor und durchbohrte ihn mit der Lanze. Zu gleicher Zeit fiel auch Rhoisakes durch Alexanders Schwert.

Während dieses hitzigen und gefährlichen Reiterkampfes setzte die Phalanx der Makedonier über den Fluß, und das beiderseitige Fußvolk rückte nun gegeneinander an. Jedoch leisteten die Perser weder herzhaften noch langen Widerstand, sondern flohen bald Hals über Kopf davon.

Eine Ausnahme machten die griechischen Söldner in persischen Diensten.

Sie zogen sich dicht zusammengeschlossen auf einen Hügel zurück und verlangten Bürgschaft für ihre Sicherheit. Alexander aber sprengte, mehr in der Hitze des Zorns als mit Überlegung, als erster unter sie und verlor sein Pferd, das von einem Schwerthieb in die Weiche getroffen wurde - doch war es nicht der Bukephalos.

An dieser Stelle hatten die Angreifer die meisten Verluste, denn hier hatten sie es mit Männern zu tun, die keine Hoffnung mehr hatten und zu kämpfen wußten.

Von den Persern sollen in dieser Schlacht 20.000 Mann Fußvolk und 2500 Reiter geblieben sein. Alexander hingegen hatte, wie Aristobulos meldet, im ganzen nur 34 Tote, darunter neun vom makedonischen Fußvolk.

Diesen ließ Alexander eherne Bildsäulen errichten, die von Lysippos ausgeführt wurden.

Auch die Griechen sollten an seinem Sieg teilhaben.

Vor allem schickte er den Athenern dreihundert erbeutete Schilde. Auf die übrige Beute, die für die Ehrung aller Griechen insgesamt bestimmt war, ließ er die Inschrift setzen:

 Alexander, Philipps Sohn, und die Griechen, mit Ausnahme der Lakedaimonier, von den in Asien wohnenden Barbaren. 

Die Trinkgeschirre, Purpurkleider und anderen erbeuteten Kostbarkeiten übersandte er fast alle seiner Mutter.

Durch diesen Sieg nahm die Lage Alexanders eine sehr günstige Wendung.

Die Folge war zunächst, daß Sardes, das Bollwerk der persischen Herrschaft über die Küste sowie das ganze Land ringsum kampflos in seine Hände fiel.
Nur die beiden Städte Halikarnassos und Milet leisteten Widerstand, bis er sie im Sturm eroberte.

Nachdem er so einen Teil der Küstengebiete unterworfen hatte, war er sich über die Fortsetzung des Feldzuges noch nicht ganz im klaren.
Es drängte ihn, sofort weiter gegen Dareios vorzurücken und die ganze Entscheidung auf das Wagnis einer großen Schlacht zu setzen.
Dann wieder hielt er es für klüger, zunächst die gesamten Seeprovinzen zu erobern und, nachdem er so seine Truppen an den Krieg gewöhnt und sich die reichen Hilfsquellen dieser Gebiete zunutze gemacht hatte, den Marsch ins Innere Asiens anzutreten.
Zu dieser Zeit geschah nun in Lykien etwas sehr Merkwürdiges.

Eine Quelle in der-Nähe von Tanthos begann plötzlich heftig aufzusprudeln, lief über und stieß aus der Tiefe eine eherne Tafel hervor, auf der uralte Schriftzeichen eingegraben waren.

Diese kündeten, der Herrschaft der Perser werde durch die Griechen ein Ende gemacht werden. 

Damit war Alexanders Plan entschieden.


Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Μακεδόνες Αγωνιστές στην Εθνεγερσία του 1821.

$
0
0
 H αναφορά των Μακεδόνων Αγωνιστών προς την κυβέρνηση 
(3 Νοεμβρίου 1827, Μονή Αγίου Διονυσίου Ολύμπου)

Η καταστολή της ατυχούς επανάστασης των Ελλήνων που έλαβε χώρα τον Απρίλιο – Μάιο του 1822, στη Νάουσα και στην περιοχή Ολύμπου - Πιερίων, ανάγκασε πολλούς Μακεδόνες αγωνιστές μαζί με τις οικογένειές τους να καταφύγουν στο Νότο και αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στις Βόρειες Σποράδες.

Από τότε, εκτός από λίγες μικροσυμπλοκές και μερικές πειρατικές επιδρομές, δεν μνημονεύονται αξιόλογα επαναστατικά κινήματα. Η Μακεδονία παρέμενε φαινομενικά ήσυχη και αυτό ακριβώς έκανε τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων που συζητούσαν για τον καθορισμό των συνόρων του Ελληνικού Κράτους , να μην συμπεριλάβουν στις συζητήσεις τους, την Μακεδονία.

Από τις ψυχές όμως των Μακεδόνων δεν είχε εξαλειφθεί η επαναστατική φλόγα και ο πόθος για την ελευθερία. Οι Μακεδόνες αγωνιστές που είχαν καταφύγει στο Νότο είχαν πάντοτε στραμμένα τα βλέμματά τους προς την πατρίδα τους, ενώ πρόκριτοι, ιερωμένοι και λαϊκοί που είχαν μείνει στον τόπο τους, περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να ξεσηκώσουν τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων.

Το Νοέμβρη του 1827, στη Μονή του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο, γίνεται μια μυστική σύσκεψη πολλών οπλαρχηγών, κληρικών και προκρίτων κυρίως από την περιοχή Ολύμπου και Πιερίων.
Τριάντα περίπου άτομα υπογράφουν στις 3 Νοεμβρίου του 1827, δύο αναφορές που τις στέλνουν στην Ελληνική Κυβέρνηση. Στις αναφορές αυτές μιλάνε για την ανάγκη να δράσουν ώστε να απελευθερωθούν τα εδάφη τους και μάλιστα τώρα, που πρόκειται να καθοριστούν τα όρια του Ελληνικού Κράτους. Μιλάνε για την ανάγκη και την προθυμία στρατιωτών και κατοίκων της περιοχής των για ελευθερία και ζητούν από την κυβέρνηση να τους ενισχύσει υλικά και να διορίσει επικεφαλής έναν άνθρωπο άξιο, στου οποίου το κύρος να υπακούουν όλοι.

Στην πρώτη αναφορά ζητούν να τους στείλει η κυβέρνηση τον «πατριώτην ἒξοχον κύριον Δημήτριον ‘Υψηλάντην», γιατί όλοι οι οπλαρχηγοί και στρατιώτες τον σέβονται και γιατί «η ἐπήρεια (επιρροή) καί πατριωτική προθυμία «τοῦ ὑποκειμένου τούτου» θα κερδίσει την υπόληψη όλων και θα διώξει «τον όλέθριον φθόνον και άντιζηλίαν».

Στην άλλη αναφορά ζητούν να τους στείλουν τον Βαυαρό φιλέλληνα συνταγματάρχη Heideck ως «διευθυντή τῶν πραγμάτων» και «μεθ’ ὄλης τῆς παρεπομένης οἰκονομίας τῶν ἀναγκαίων ζωοτροφιῶν, πολεμοφοδίων και ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως καί πᾶν ὂ,τι συντείνει εἰς τήν ἐκστρατείαν». Στην αναφορά αυτή τονίζουν την παρουσία του Heideck ως απαραίτητη για τον σεβασμό που του έχουν οι αγωνιστές.
Δηλαδή ζητούσαν ως γενικό αρχηγό τον Υψηλάντη και τον Βαυαρό φιλέλληνα ως βοηθό του, επιμελητή και επιτελάρχη.

Τις αναφορές αυτές τις υπογράφουν γνωστοί οπλαρχηγοί όπως οι αδερφοί Διαμαντής και ο Κώστας Νικολάου, οι αδερφοί Γεώργιος και Αθανάσιος Σύρου, ο Τόλιος Λάζου, ο Θόδωρος Ζιάκας και άλλοι.
Επίσης υπογράφουν οι ηγούμενοι των μοναστηριών του Αγίου Διονυσίου και της Πέτρας Ολύμπου, της μονής Μακρυρράχης του χωριού Κόκοβα των Πιερίων και μερικοί ιερείς και πρόκριτοι της περιοχής.
Οι διασημότεροι οπλαρχηγοί συνοδεύουν την υπογραφή τους και με σφράγισμα από το ατομικό τους σφραγίδα-δαχτυλίδι.
Τα έγγραφα αυτά βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Μακεδονικά Σύμμεικτα, τόμ. 6, Ε.Μ.Σ.

Η πρώτη αναφορά των οπλαρχηγών προς την Ελληνική Κυβέρνηση, έχει ως εξής:

Πρός τήν Σεβαστήν ἡμών Κυβέρνησιν,


Ὁ ἓνθερμος πατριωτικός ζῆλος, ὂστις ἐκίνησε το ἒθνος μας κατά τῆς τυραννίας ὑπέρ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας, ἀναζωπύρησεν ἀπό την ἀρχήν αὐτήν ὃλον τόν ἐνθουσιασμόν εἰς τάς καρδίας τῶν γενναίων Ὀλυμπιακών στρατευμάτων.
Περιττόν να προσθέσωμεν ποσάκις ἐκινήθησαν τά Ὀλυμπιακά σώματα και ὁποῖα ἐκατόρθωσαν εἰς τά κινήματά των. Ἂν ἲσως ὁ φθόνος ἢ ἡ βασκανία τῆς τύχης ἢ αἱ ἂλλαι καταχρήσεις τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν ἀνέκοψεν τάς εὐκταίας προόδους, δεν εἲναι βέβαια σκληροτράχηλον ἀποτέλεσμα τῶν προθέσεων τούτων των στρατευμάτων, ἀλλά σφάλμα καθαρόν και ἀτόπημα προξενηθέν ἀπό τούς ἀνοητίας.


Μέ τήν παρούσαν ἐπισημοτάτην περίστασιν φαίνεται ἀπαραμοίωτος ὁ ἲδιος ἐνθουσιασμός μέ ὂλον τόν ἐναπαιτούμενον διάπυρον ζῆλον τῶν ἐνταῦθα στρατιωτικῶν σωμάτων μας καί, καθ΄ ὂσον ἡ φιλάνθρωπος συγκατάθεσις τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων μᾶς ἐνθαρρύνει καί μᾶς παρακινεῖ να κινηθῶμεν ἁπανταχόσε καί νά συγκρουτήσωμεν νέα στάδια ἀγώνων, ἂλλο τόσον φαίνεται νά κορυφοῦται ἡ ἃμιλλα καί ἡ προθυμία τῶν γενναίων στρατιωτῶν μας.
Τίποτε δέν ἠμπορεῖ νά τήν ψυχράνῃ ἢ νά τήν ἐμποδίσῃ εἰ μή ἡ κακή προμήθεια τῶν τροφῶν, πολεμοφοδίων καί ἡ ἒλλειψης τῆς ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως. 
Ἐκρίθη λοιπόν ἐν μιᾷ φωνῇ καί καρδίᾳ νά ἀναφερθῶμεν προς τήν Σεβαστήν Κυβέρνησιν τοῦ ἒθνους, παρασταίνοντες ὃτι ἀπό ἐμᾶς ἀπαιτεῖται ζῆλος καί προθυμία, ἀπό δέ τῆς Σεβαστῆς Κυβερνήσεως ἡ ἀπαραίτητος προμήθεια τῶν ἀναγκαίων. 


Καί ὃταν ἐπί κεφαλῆς μας διορίςῃ ὑποκείμενον εὐσέβαστον καί ἂξιον νά μᾶς ὁδηγήσῃ, ὑποσχόμεθα ἐντός ὀλίγου νά δείξωμεν κατορθώματα ἂξια τῶν λαμπρῶν προπατόρων μας καί νά ὑπερκτείνωμεν μέ γιγαντιαῖα βήματα τά ὃρία τῆς ἐπικρατείας.
Γνωρίζει ὁ καθείς ὁποία ἐστάθη ἡ Ὀλυμπιακή προθυμία εἰς τό νά ἀκολουθήσωσι τάς ὁδηγίας τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν, τοῦ τε Κωλέτη καί ἂλλων, κατά τάς διαταγάς τῆς Διοικήσεως καί ὃτι τά παρακολουθήσαντα διάφορα ἀτοπήματα ἀπεκατέστηνον τά κινήματά μας ἀνωφελῆ. 
Ὃταν λοιπόν ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις φροντίσῃ ν΄ἀντικαταστήσῃ ἂνθρωπον ἂξιον καί προικισμένον ὁπωσοῦν μέ πολιτικά καί πολεμικά προτερήματα, ἠμπόρεῖ ἀφεύκτως καί νά ἐλπίσῃ ἀποτελέσματα ἀνάλογα τῆς εὐχῆς της. 


Παρόμοιον ὑποκείμενον καί πρός τό ὁποίον νά σώζεται ἀπό μέρους τῶν ἐνταῦθα ὁπλαρχηγούντων καί ἐν γένει ὃλων τῶν στρατιωτῶν μας τό ἀνῆκον σέβας γνωρίζει τόν πατριώτην ἒξοχον κύριον Δημήτριον Ὑψηλάντην. 
Ἠ ἐπήρεια καί πατριωτική προθυμία τοῦ ὑποκειμένου τούτου ἐφάνη καί ἂλλοτε, ὣστε νά κερδίσῃ ὃλη τήν ὑπόληψιν ἡμῶν καί τῶν συστρατιωτῶν μας. Καί διά νά ἀφαιρέσῃ ἀφ΄ἡμῶν τόν ὀλέθριον φθόνον καί ἀντιζηλίαν εἶναι καλόν νά συγκατατεθῇ ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις διορίζουσα τόν πατριώτην τοῦτον, διά νά συμβοῦν καί εὐκταῖα ἀποτελέσματα. 


Εἰς πᾶν δέ ἐναντίον ἂς εἶναι ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις βεβαία ὃτι δέν ἠμπορεῖ νά κατορθωθῇ τίποτε καί θέλει ἀποκτήσει τήν δικαίαν ἀγανάκτησιν και αἰώνιον πικράν κατάκρισιν ἀπό ὂλους ἐν γένει τους Θετταλολυμπίους λαούς, οἲτινες ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ἐπαναστάσεως ψυχή πλέον ἒως τήν σήμερον δέν τους ἒμεινεν.


τῇ 3 Νοεμβρίου 1827
καί μέ τό ἀνῆκον σέβας μένομεν


ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ κατά τήν
οἱ συμπολῖται καί ὁπλαρχηγοί


Σεβαστήν Μονήν τοῦ Ἁγ. Διονυσίου
Ὀλύμπιοι


ἐν Ὀλύμπου


Διαμαντής Γ. νικολάου 
Ἰουάνης σβορόνος
ἀθανάσιος σύρου 
Το Κο (ἰσως Τόλιος Κότας)
λά(μ)προς μάνταλος 
Γιαννούλας Μάν(τ)ζαρης
Τόλιος Λάζως 
Μιχάλης πιτζηάβας 
Θεόδωρος Ζηάκα 
Λιάπης Γεωργιάδης Γραμματεύς
Παπαθίμηος
Διονύσιος Ἰγούμενος μακριᾶς ράχης
Πέτρου γεόργι
γιόργος λώλου
νικόλαος μανόλι
ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου μεθόδιος Πίτζιαβας
Ιωάνης σβορόνος (τό ἲδιο ὂνομα τό βρίσκουμε καί στην ἀρχή τῶν ὑπογραφῶν)
ἀναγνώστι γεοργήου
γηόργηος σιρόπολος
Κώστας Νικολάου 
Ἱγούμενος σαμουήλ πέτρας
Νικόλαος φράγγου
κόστας διμολάζως
παντεληός ἰωάνου
δημήτρη θεωδόρου
ἀναγνώστης παπαζήση
γηοργάκης λιόλιος
σταμάτη γραμένο
Παπακοσμᾶς Πέτρας
ἀναγνόστης χασκάρα
γιόργις μποσταντζής
ἀντονάκη διαμαντή


Ο Heideck σε απάντηση που έστειλε στους οπλαρχηγούς, δέχεται με ευχαρίστηση την πρότασή τους.
Επειδή όμως είχε φτάσει στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, τους παρακινεί να απευθυνθούν σε αυτόν, και τους υπόσχεται ότι θα συνδράμει με ευχαρίστηση, όσο μπορεί.
Το γράμμα του Heideck είχε ημερομηνία «Πόρος, τήν 10 Ἰανουαρίου 1828»,
 και στην πίσω όψη του φύλλου γράφει: «Πρός τούς Κυρίους Κυρίους Ὁπλαρχηγούς καί Προκρίτους τῶν Θετταλολυμπίων, εἰς Ὂλυμπον.»

Τον Δεκέμβριο του 1827 οι οπλαρχηγοί Διαμαντής και Κώστας Νικολάου, ο Τόλιος Λάζου και ο Γεώργιος Συρόπουλος, μεταβαίνουν στη Σκόπελο και επικοινωνούν γραπτώς με τους πληρεξουσίους τους, τον αρχιμανδρίτη Κωνστάντιο, τον αρχιμανδρίτη Αρσένιο, τον Αναστάσιο Ελεών και τον Ιωάννη Περικλέα, και προσπαθούν να μεταφέρουν από τη Μακεδονία στη Νότια Ελλάδα τα γυναικόπαιδα των αγωνιστών, για να διευκολύνουν μια ενδεχόμενη επαναστατική κίνηση. Για το σκοπό αυτό ζητούν να τους εξασφαλίστεί μία μικρή γολέτα, ώστε να μεταφερθούν τα γυναικόπαιδα.

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Καποδίστρια, οι πληρεξούσιοι των Μακεδόνων, υποβάλλουν στον Κυβερνήτη όλα τα έγγραφα των οπλαρχηγών καθώς και αντίγραφο από την απάντηση του Heideck, και ζητούν τη συμπαράστασή του για τη δικαίωση των πόθων των Μακεδόνων.

Το έγγραφο με το οποίο τα διαβιβάζουν είναι το εξής:

Ἐξοχώτατε,


Οἱ Ὁπλαρχηγοί τοῦ Ὀλύμπου ὁδηγούμενοι ἀπό προλαβόντα παραδείγματα (διά νά βάλωσι βάσιν τῆς προμηθείας τῶν ἀναγκείων εἰς τήν ἀρετήν ἀνδρῶν ἀποδεδειγμένων) ἠναγκάσθησαν νά καταφερθῶσιν εἰς τό ὓψος τῶν ἐγτοῦσεν ἁπανταχόσε. Ἀλλ΄ ἢδη, ὃτε ἡ ὑποστήριξις τῶν ἐλπίδων ἀπό τήν πατρικήν κηδεμονίαν τῆς ἐξοχότητός σας ἐμψυχώνει το Πανελλήνιον, ἒπρεπε ν΄ ἀναφερθῶσι κατ΄ἀξίαν.
Διό καί παρακαλοῦμεν θερμῶς οἱ ὑποσημειούμενοι Πληρεξούσιοί των νά συγκαταβῆτε εἰς τό ζήτημα ἀποβλέποντες καί τήν προθυμίαν των ὑπέρ ἐλευθερίας καί τήν φιλανθρωπίαν πρός τούς ἐκεῖ ἀπολλυμένους λαούς.
Ὁ κύριος Ἑϊδέκερ κατά τό ἒγκλειστον ἀντίγραφον δεικνύει ἂκραν προθυμίαν.


Ἐν Αἰγίνῃ, τήν 23 Ἰανουαρίου 1828
Καί μέ βαθύτατον σέβας διαμένομεν
Εὐπειθέστατοι πολῖται
Κωνστάντιος Ἀρχιμανδρίτης
Ἀναστάσιος Ἐλεών
Ἰωάννης Περικλῆς

Οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί οπλαρχηγοί συνέχισαν τις εκκλήσεις τους προς τον Καποδίστρια, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τον Νοέμβριο του 1828, όταν ο Υψηλάντης εξεστράτευσε στην Ανατολική Στερεά, οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί έστειλαν σ΄αυτόν αντιπροσώπους με νέες προτάσεις για την αναζωπύρωση του αγώνα στην Μακεδονία.

Η απάντηση του Υψηλάντη όμως ήταν αρνητική και σ΄αυτό ήταν σύμφωνος και ο Καποδίστριας.

 Δεν συνέφερε κατά τη γνώμη του, η επέκταση των επιχειρήσεων σε μακρινές περιοχές χωρίς να μπορούν να τις εξασφαλίσουν και μάλιστα τη στιγμή που οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων στον Πόρο συζητούσαν σχετικά με τα όρια του ελληνικού κράτους.

Όταν τον Ιούλιο του 1829, στην Δ’ Εθνοσυνέλευση, ο Διαμαντής Νικολάου εξ ονόματος των Θεσσαλομακεδόνων πρόσφερε στον Καποδίστρια την πληρεξουσιότητα, εκείνος τον ευχαρίστησε, αλλά ταυτόχρονα του δήλωσε ότι δεν μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει.

Η τύχη της πατρίδας των (δηλαδή της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας), του έγραφε τότε, εξαρτάται μόνο από τις Μεγάλες Δυνάμεις και του συνιστούσε, όπως και προηγουμένως, να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους Τούρκους και να ελπίζουν για το μέλλον στη θεία πρόνοια και στη δικαιοσύνη των Δυνάμεων…

Έτσι κατέληξε άκαρπη αυτή η προσπάθεια των Μακεδόνων οπλαρχηγών για την αναζωπύρωση του επαναστατικού αγώνα στη Μακεδονία.

Οι Μακεδόνες πρόσφυγες για αρκετό χρόνο εξακολούθησαν να μένουν στις Σποράδες και πολλοί από αυτούς να λυμαίνονται από εκεί ως πειρατές πια τους Έλληνες, ώσπου ο Μιαούλης, με διαταγή του Καποδίστρια, κατέλαβε το ορμητήριό τους και αιχμαλώτισε ή πυρπόλησε τα εξοπλισμένα πλοιάριά τους.
Όσοι οπλαρχηγοί είχαν μείνει στη Μακεδονία, προσκύνησαν τους Τούρκους και φρόντισαν να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους μ΄αυτούς και να ξαναπάρουν τα αρματολίκια τους, περιμένοντας άλλη κατάλληλη περίσταση, για να πραγματοποιήσουν την αιώνια επιθυμία τους, την απελευθέρωση και την ένωση με το ελεύθερο ελληνικό κράτος…

Στ. Παπαδόπουλος
Μακεδονικά Σύμμεικτα, Τόμος 6ος , Θεσσαλονίκη 1965, Ε.Μ.Σ

Πηγή: Ανιχνευτές
---------------------------------------------------------------------

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Η ένδοξος Μακεδονική οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά. Η ζωή και η δράση των ανδρείων υιών του.

$
0
0

Εκ της Βιβλιοθήκης Αναστασίου Παππά.
Εκ Σέρρας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
 του Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου
"ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ"
ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΚΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ


Α'. Ο ΑΝΑΣTAΣΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑΣ 
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 
ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ

1.Τα γερμανικά η άλλα έγγραφα του ’Αναστασίου σε διάφορα μεγέθη, συνήθως στο σχήμα ορθογωνίου τετραπλεύρου, διαστάσεων 0,18 η 0,20x0,12 η 0,13, άποτελοΰν σύντομες κατα κανόνα αναμνηστικές πεζές η ποιητικές καταγραφές διαφόρων φίλων του ’Αναστασίου Παπά, Ελλήνων η και ξένων, τις όποιες αφιερώνουν σ’ αύτόν κατα τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία και Αύστρία γιά λόγους παιδευτικούς η έμπορικούς, καθώς και στήν Ελλάδα κατα τη συμμετοχή τους στούς αγώνες της ελληνικής παλιγγενεσίας.
....
’Ανάμεσα στις γνωριμίες του ’Αναστασίου συγκαταλέγονται πρόσωπα όνομαστά, όπως ο μεγάλος Γερμανός φιλέλληνας Friedrich Thiersch, καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, ακόμη 2-3 καθηγητές γυμνασίου, ενας εύγενής, ο Georg Wilhelm Freiherr von Wedekind από την Darmstadt κ.ά.

'Όπως πρέπει να συμπεράνουμε από τό δεύτερο χρονολογημένο σημείωμα, της 5 Νοεμβρίου 1815, ο ’Αναστάσιος αντάλλαξε τα ενθύμιά του αύτα κατα τη διάρκεια των γνωριμιών του με διάφορους ξένους, κυρίως νέους και νέες της ήλικίας του, και τέτοια είχε συλλέξει άρκετά.

 Ήταν, φαίνεται, συνήθεια της έποχής ν’ ανταλλάσσουν οί νέοι τέτοιου είδους δελτία που τα άντικατέστησαν αργότερα τα γνωστα Λευκώματα που κράτησαν σχεδόν ως την εποχή μας. τα σύντομα αύτα κείμενα είναι κυρίως στίχοι με ρομαντικό περιεχόμενο, οί όποιοι άναφέρονται στην ιδανική στάση, που πρέπει να κρατεί ο άνθρωπος έμπρός στα μεγάλα χρέη και καθήκοντα του. και από την άποψη αύτή τα κείμενα έχουν κάποια σημασία: έξωτερικεύουν τις αντιλήψεις, τις αρχές, των νέων της έποχής έκείνης.

Διαβάζοντάς τα κανείς δεν μπορει παρά να συγκινηθει, γιατί μάς αποκαλύπτουν την εύαίσθητη ψυχή και του ’Αναστασίου Παπά, που γεμάτος άνησυχίες πλανιέται στις μικρές και μεγάλες πόλεις του γερμανικού η γερμανόφωνου κόσμου της Ευρώπης.

’Από τα χρονολογημένα δελτία τα γραμμένα στη Γερμανία, που έχουν και την ένδειξη του τόπου, βλέπουμε ότι ο ’Αναστάσιος έμεινε και είχε φίλους στο Augsburg (1815), Μόναχο (1815), Landshut (1816), Bamberg (1816), Regensburg (1816), Βιέννη (1816), Πράγα (1818), Βερολίνο (1819). η ύπαρξη φίλων στις πόλεις αύτές σημαίνει πιθανότατα και παραμονή του ’Αναστασίου γιά ενα μικρό η μεγάλο διάστημα, όπως φαίνεται από τό «ένθύμιο» ενός Valentini, που τό έγραψε στα ιταλικά στις 26 ’Απριλίου 1819, τήν ημέρα που έφευγε ο ’Αναστάσιος άπό τό Βερολίνο.


Πάντως πρέπει, να θεωρηθεί βέβαιο ότι έμεινε άπό τον Νοέμβριο του 1815 γιά μερικούς μήνες στο Μόναχο γιά σπουδές κοντα στον καθηγητή Friedrich Thiersch,του όποιου παρακολούθησε τις παραδόσεις, όπως συμπεραίνουμε άπό αύτόγραφο σημείωμά του, όπου τον έπαινεί γιά τις προόδους του.

Στο Μόναχο επίσης τό 1816 του δίνει αύτόγραφο του με γνωστούς στίχους της Οδύσσειας «Ούτις έμοιγε όνομα... έταίροι» (ι, 366-367)
 και «τω... σοί μέν έγώ ξείνος φίλος Άργει... δήμον ίκωμαι», ο ’Άγγλος, ’ίσως συμφοιτητής του, Price, ο όποιος υπογράφεται ως Ρησείδης.

Άπό τα 20 χρονολογημένα σημειώματα, γραμμένα σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, τα 9 προέρχονται άπό την πόλη Landshut, γεγονός που ίσως σημαίνει ότι ο Αναστάσιος έκανε εκεί τις περισσότερες γνωριμίες.

Ανάμεσα σ’ αύτές συγκαταλέγονται και τρεις φίλες του.
 Με μιά άπ αύτές, την Walburg Ο., φαίνεται ότι τον συνέδεε έρωτικός δεσμός.
 Ποιος είναι ο λόγος της μακρότερης παραμονής του στο Landshut μάς αφήνει να τό συμπεράνουμε ενα άπό τα χρονολογημένα σημειώματα, τό ύπ άριθμ. 11 του δεύτερου μέρους της μελέτης μου με ημερομηνία 22 ’Ιουνίου 1816, του αύλικού συμβούλου και καθηγητή της 'Ιστορίας Konrad Mannert, ο όποιος επαινεί τον άκροατή και φίλο του γιά την εξαιρετική του έπιμέλεια και τα προσόντα και του εύχεται έπιτυχή έξακολούθηση των σπουδών του και σε
«anderweitigen Unternehmungen» (άλλου είδους έπιχειρήσεις). 
Τό στοιχείο αύτό είναι αινιγματικό.

Τι έννοείται κάτω άπό τις δυο αύτές γερμανικές λέξεις;

Μύησή του στη Φιλική Εταιρεία και έναρξη συνωμοτικής εργασίας (κάπως άπίθανο βέβαια την έποχή αύτή) η ύπαινίσσεται τη δραστηριότητα του Παπά σε φιλολογικές επιδιώξεις η σε έμπορικές επιχειρήσεις;
Αποκλίνω προς τη δεύτερη εκδοχή.
Τό τελευταίο προεπαναστατικό χρονολογημένο «ένθύμιο» έχει ημερομηνία 26 Απριλίου 1819 και γράφτηκε στο Βερολίνο.
Στα 1820 ο Αναστάσιος, «άνήρ λόγιος μορφωθείς εις τό Μονάχον», δημοσιεύει στο ελληνικό περιοδικό της Βιέννης Καλλιόπη (σ. 116-120, 122-126, 129-134, 140-142) μετάφραση της Άραχναιο λόγιας του Γερμανού Joseph Schmidt2. η Σόφη Παπαγεωργίου άναφέρει επίσης ως έργα του
 1) μετάφραση στα γερμανικά άσφαλώς, σε έκδοση του 1.821 στη Βιέννη, των «Λυρικών» του Άθ. Χριστοπούλου με τίτλο «Ό Νέος Ανακρέων» και 2)
«Τό Χρυσουν Κάτοπτρον», Αθήνα 1851.

Ό ’Αναστάσιος ήταν κάτοχος πλούσιας, φαίνεται, βιβλιοθήκης, που την είχε καταρτίσει κατα τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό, και μάλιστα πρώτος αύτος άπο τους 'Έλληνες είχε — κατ’ επίδραση παλιάς γερμανικής παραδόσεως— βιβλιοκτητορόσημο (ex libris), ενα  « άπο τα πιο χαριτωμένα που έχουν γίνει ποτέ, και σαν ιδέα και σάν εκτέλεση», κατα την Παπαγεωργίου. Παρίστανε έν είδει οικοσήμου, στο κάτω μέρος, άριστερά μέσα σ’ ενα τετράγωνο, ενα λιοντάρι, μιά σφίγγα και εναν ήλιο, ενώ δεξιά, σε άλλο δίπλα του τετράγωνο, τον Κερδώο Έρμή, στον όποιον ειχε άφιερωθεί.

 Επάνω άπο τα τετράγωνα υπάρχει η έπιγραφή:

Έκ της Βιβλιοθήκης / ’Αναστασίου ’Εμμανουήλ / Παππά. ’Εκ Σέρρας / της Μακεδονίας /, και έπάνω άπο τό πλαίσιο που περιθέει ολες αύτές τις παραστάσεις 
είκονίζονται άντικρυστα δύο πουλάκια με κλαδιά που διασταυρώνονται και πιο έπάνω άκόμη,
στήν κορυφή του θυρεού, τό κεφάλι ενός άρχαίου 'Έλληνα, 
συγγραφέα η σοφού, 
γιά να δηλώσει ο ’Αναστάσιος μέσα στο ξένο περιβάλλον, όπου ζούσε, 
την ελληνική καταγωγή του.

2.Μένει τώρα να ερευνήσουμε, γιά να καλύψουμε, όσο το δυνατόν τα κενά που μεσολαβούν από την παραμονή του ’Αναστασίου στο Βερολίνο τό 1819 ως την παρουσία του στο πολιορκημένο Μεσολόγγι τον ’Οκτώβριο του 1825.

Av λάβουμε ύπόψη μας την αμέσως παραπάνω είδηση γιά τη μεταφραστική του εργασία και τα δσα άκολουθοΰν, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο ’Αναστάσιος εφυγε γιά τη Βιέννη, όπου άνέλαβε τη διεύθυνση του εμπορικού ύποκαταστήματος του πατέρα του.

Έκεί τον βρήκε και η έκρηξη της Ελληνικής Έπαναστάσεως, η όποια τον συντάραξε, όπως μάς διαφωτίζει σπουδαία γιά τό περιεχόμενό της επιστολή, γραμμένη στη Βιέννη στις 18 ’Απριλίου 1821 προς τον μεγαλύτερο αδελφό του ’Αθανάσιο, και κατασχεμένη από τη μυστική αύστριακή αστυνομία.

'Η επιστολή αύτή, που ποτέ βέβαια δεν εφθασε στον προορισμό της και βρίσκεται σήμερα στα αύστριακά αρχεία, μάς μιλεί γιά μιά αποφασιστική γιά τη ζωή του ’Αναστασίου καμπή.

Συγκεκριμένα ο ’Αναστάσιος, μόλις μαθαίνει την εισβολή του ’Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία, καλεί τον αδελφό του που βρισκόταν στις Σέρρες η στήν Κωνσταντινούπολη (τό θέμα θα προσπαθήσω να τό διευκρινίσω λίγο παρακάτω) να ελθει στη Βιέννη, αφού στήν πατρίδα τους η στήν Κωνσταντινούπολη βρισκόταν «ό καλός μας πατέρας», και ν’ άναλάβει την διαχείριση του ύποκαταστήματος.

Ό ’Αναστάσιος αποφασίζει να κλειδώσει στο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο τα εμπορικά βιβλία και να φύγει με 12 άλλους 'Έλληνες και τον λογιστή του, «εναν άνδρα με άξια και ψυχή», γιά να αγωνιστούν κάτω από τις διαταγές του πρίγκιπα γιά την απελευθέρωση της πατρίδας τους.

Η έπιστολή του αξίζει να παρατεθεί κυρίως γιά τα γνήσια και θερμά πατριωτικά αισθήματα του νέου (αισθήματα που χαρακτήριζαν όλα τα μέλη της οικογένειας Παπά), τα όποια του χαρίζουν τον οίστρο και τη δύναμη ενός μεγάλου λογοτέχνη :

Αγαπημένε μου αδελφέ!

Σου έγραψα προ ημερών και χθες εν παρόδω για την απόφασή μου να αναχωρήσω. 

Επειδή δμως σκέφτηκα, ότι μπορεί να το έθεώρησες γιά αστείο, γι αυτό είμαι άναγκασμένος να σου στείλω σήμερα γράμμα με ειδικό ταχυδρόμο και να σέ πληροφορήσω γιά την όλη αλήθεια του σκοπού μου και έτσι να κανονίσεις, όπως είναι συμφερώτερο, πολυαγαπημένε μου!

Είναι ένας μήνας τώρα, που δέν είχα ησυχία ουτε στιγμή. 

Είχα στρέψει όλη την προσοχή μου στήν τωρινή κατάσταση και ήθελα να βρώ ένα μέσο γιά να ικανοποιήσω τον εαυτό μου και γενικά την οίκογένειά μου. 
Αλλά όλον αυτόν τον καιρό στάθηκε αδύνατο να προτιμήσω την ματαιότητα και να παραμερίσω τό ένδοξο γεγονός του αίώνος.

Μιά γυναικεία μορφή στεκόταν πάντα μπροστα στα μάτια μου θλιμμένη, κλαμένη, πληγωμένη, βαριά αλυσοδεμένη. 

Πάντα με κοίταζε με βλέμμα ατενές χωρίς να μου μιλεί. 
Αλλά τέλος, πριν άπό λίγες μέρες μου είπε θυμωμένα:

— «Παιδί μου, πάψε πιά να είσαι σκυθρωπός! 

Πάψε να είσαι μόνο ο Αναστάσιος Έμμ. Παπά, ο γιος του καλού σου πατέρα! 

Είσαι ένας Μακεδόνας και τό καθήκον σε καλει. 

Αίσχος κι άνεξίτηλη ντροπή θα είναι γιά σένα, εάν μείνεις αδιάφορος σ'αυτήν την ευκαιρία. 

Εμπρός λοιπόν, άγαπημένο μου παιδί! 

Δείξε πως είσαι ενας Μακεδόνας! 

Γίνου ένας Αριστόδημος και κάτω άπ αυτό τό όνομα πολέμα γιά την Πατρίδα! 
Μή φοβάσαι τί θα πουν οι συγγενείς σου. '
Η μητέρα σου, ο πατέρας σου, όλα τ αδέρφια σου αντί να σέ μοιρολογήσουν, αν πέσεις γιά την Πατρίδα, θα μιμηθούν τό παράδειγμα του Ξενοφώντος,
 τό παράδειγμα της σπαρτιάτισσας μητέρας,
 και αν γιά μιά στιγμή κλάιρουν και πενθήσουν, πάντα θα τους παρηγορεί η άξιοθαύμαστη απόφασή σου, έφ δσον εσύ χωρίς καμμιά αλλη αιτία, παράμέσα άπό την αγάπη, τη φιλία και κάθε ησυχία, που σέ περιβάλλουν, ξεκινάς εν τούτοις και τραβάς προς τον υπέροχο σκοπό!

 Αριστόδημε, ο φοίνιξ σου φωνάζει:
 Μάχου υπέρ πατρίδος! 
Μή διστάζεις, μή δειλιάζεις με τη σκέψη, ότι μπορεί να είσαι ο τελευταίος. 

"Ορμα άπάνω στον εχθρό σάν ενας Μακεδόνας, φκιάξε άργυρές άσπίδες, ξαναζωντάνεψε την άήτηττη φάλαγγα. Τί τό όφελος να καλοζείς στα ξένα και να στερείσαι γιά πάντα την Πατρίδα σου!».

Αυτα και άλλα πολλά παρόμοια μου είπε και χάθηκε με μιάς. 
Μου είναι άδύνατο πιά, Θανασάκη μου, να μήν υπακούσω στη φωνή της.

 Τό άποφάσισα, ναι, τό άποφάσισα! Έχετε γειά! σπεύδω προς τα ένδοξα πεδία των μαχών του Μαραθώνα και τών Θερμοπυλών!

 Έκει με περιμένει τό στεφάνι ενός πραγματικού στρατιώτη η ίσως άκόμα και ο θάνατος. 

Αλλά γιά μένα είναι τό ίδιο. 
'Ο θάνατος γιά την Πατρίδα είναι τό γλυκύτερο χάρισμα.

 "Ας γίνει ό,τι μου κλώθει η μοίρα μου. Αν πεθάνω, μή λυπάσαι, άδερφέ μου! Γιά την Πατρίδα πεθαίνω ευχαρίστως. Τό ξέρεις πόσες φορές εδειξα τόλμη στη ζωή μου άπλώς γιά να γνωρίσω τον κόσμο. Τώρα τον έμαθα κάπως, μπορούσα λοιπόν να μείνω άδιάφορος;
 Αυτό μή μου τό ζητάτε, γιατί κάνετε θανάσιμο άμάρτημα.
 Χτες έδιάβασα τις κατάρες και τους έξορκισμούς του Πατριάρχη και της Συνόδου ενάντια στούς επαναστάτες και σέ κείνους, που τους άκολουθοϋν.
Αλλά τέτοιοι έξορκισμοί δεν έχουν πέραση, γιατί είναι φκιαγμένοι κατα διαταγή του Σουλτάνου. 'Ο σκοπός μας είναι ιερός και τέτοιες γυναικείες κατάρες δεν τον πιάνουν. 
Δώσε κουράγιο στη μητέρα μας και διαβεβαίωσέ την, ότι σέ μένα θα βρει ένα πραγματικό παλληκάρι και μάλιστα πολύ γρήγορα'έτσι μου λέει η θεία Πρόνοια.

Περιμένω άκόμα μερικά γράμματα σας και τότε άναχωρώ, δηλαδή μετα τό Πάσχα. Έν τώ μεταξύ θα παρακαλέσω τον κ. Δουδού μη να άναλάβει τις εμπορικές εργασίες μας σύμφωνα με τις οδηγίες σου. 

Άλλά καλύτερα είναί να ερθεις μόνος εδώ, άφού οπωσδήποτε είναι αύτού  ο καλός μας πατέρας. τα εμπορικά βιβλία θα τα κλειδώσω μέσα στο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, και προηγουμένως θα καταχωρίσω στο λογαριασμό μου ακόμα ενα ποσό άπο 30.000 εικοσάρικα (εν πάση περιπτώσει γιά να υποστηρίξετε τους φίλους έκεί που πρέπει), σάν να τα έχασα στο χρηματιστήριο.

Αναχωρώ άπο εδώ με άλλους 12 'Έλληνες και παίρνω μαζί μου επίσης και τον λογιστή μου, εν αν άντρα με αξία και ψυχή. Ο Νικολάκης θέλει βέβαια να έρθεί μαζί μου, άλλά θα τον άφήσω εδώ. Θα σου ξαναγράψω μόλις αναχωρήσω. 
Έχε γειά, αγαπημένε μου! Να είσαι χαρούμενος γιά την απόφασή μου και ευχήσου μιά καλή έκβαση του θείκού σκοπού μου.
'Ο αδελφός σoυ 
Αναστάσιος
*
'Όπως βλέπουμε, ο ’Αναστάσιος δεν γνώριζε ότι ο πατέρας του είχε κιόλας φύγει από την Κωνσταντινούπολη στις 23 Μαρτίου με τό καράβι του Αίνίτη Χατζή Βισβίζη, φορτωμένο με δπλα και πολεμοφόδια με προορισμό τό 'Άγιον ’Όρος,
 γιά να ξεκινήσει απ’ έκεί την έπανάσταση στη Μακεδονία.

Που όμως βρισκόταν την εποχή αύτή ο αποδέκτης της έπιστολής ’Αθανάσιος;

Στις Σέρρες η στήν Κωνσταντινούπολη;
 Λογικά σκεπτόμενοι πρέπει να ύποθέσουμε ότι βρισκόταν στις Σέρρες αντικαθιστώντας τον πατέρα του στις έργασίες του κεντρικού καταστήματος τών Σερρών, έφόσον εκείνος βρισκόταν στη βυζαντινή πρωτεύουσα φοβούμενος την οργή και εκδίκηση του Γιουσούφ μπέη.

Την υπόθεσή μου αύτή ένισχύει η περικοπή έκείνη της έπιστολής του ’Αναστασίου που λέγει: «Δώσε κουράγιο στη μητέρα μας και διαβεβαίωσέ την...» και τό ύπ’ άριθμ. 6 έγγραφο της 12 Δεκεμβρίου 1820, σύμφωνα με τό όποιο οί κάτοικοι της Δοβίστας του πατρικού χωρίου, δανείζονται άτοκα στις Σέρρες από τον ’Αθανάσιο Έμμ. Παπά 9.843 γρόσια κα 12 παράδες με την υποχρέωση να τα επιστρέφουν στη γιορτή του Άγ. Γεωργίου.

Είναι βέβαια αλήθεια, ότι στήν υπόθεσή μου αύτή άντιστρατεύεται η περικοπή «... καλύτερα είναι να έρθεις μόνος εδώ, άφού οπωσδήποτε είναι αύτού ο καλός μας πατέρας...», άλλά νομίζω ότι δεν την ανατρέπει.

Ό ’Αναστάσιος πραγματικά εφυγε μόνος του, χωρίς να πάρει μαζί του τον μικρότερο αδελφό του Νικολάκη, 18 χρόνων, που ήθελε να τον ακολουθήσει, και όπως φαίνεται από γράμμα του καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου Friedrich Thiersch, γραμμένο στις 9 Σεπτεμβρίου 1821 και κατασχεμένο και αύτό άπό την αύστριακή αστυνομία, κατόρθωσε ίσως μέσω Λεμβέργης, παρά τα εμπόδια που είχε συναντήσει, να φθάσει στη Μολδαβία και να πάρει μέρος στις έκεί μάχες.

Σέ ποιές, δεν ξέρουμε. ο καθηγητής του όμως είναι εύχαριστημένος που γλύτωσε ο Αναστάσιος άπό τα πεδία των μαχών, άλλά φοβαται ότι οί Αύστριακοί τώρα δεν θα του επιτρέψουν να κατεβεί στήν Ελλάδα μέσω Τεργέστης, όπου, έπιστρέφοντας πάλι μέσω Λεμβέργης, είχε φθάσει. Πραγματικά, στήν Τεργέστη συλλαμβάνεται και φυλακίζεται άπό την αύστριακή άστυνομία γιά λόγους όμως ξένους προς την έθνική υπόθεση :

 οί άντιπρόσωποι των έγκαταστημένων στη Βιέννη μεγαλεμπόρων άδελφών Βλαστού τον είχαν καταγγείλει ότι τους χρωστούσε 300.000 δουκάτα άπό πουλημένο δικό τους βαμβάκι.

Κατα την άνάκριση είπε ότι ήταν έμπορος στη Βιέννη και ότι τώρα εμπορευόταν στήν ’Οδησσό. Τό τελευταίο αύτό ήταν ψέμα, γιά να δικαιολογήσει την μέσω Βεσσαραβίας καταφυγή του, φαίνεται, στο ρωσικό έδαφος.
Στο κρατητήριο τον έπισκέφθηκαν ο εγγυητής του Γεώργιος Κατράρος, επίσης έμπορος, δύο συνταξιδιώτες του, ο Γεώργιος Μαύρος και ο Χρίστος Ράγκος, διδάκτορας της ιατρικής, και ο δικηγόρος του Βαλσαμάκης.
Κάποια παρεξήγηση φαίνεται ότι είχε συμβεί με τους άδελφούς Βλαστού, γιατί ο ’Αναστάσιος ήταν αισιόδοξος και ήλπιζε ν’ άπολυθεί σέ 14 μέρες.

’Έδειχνε άνθρωπο που είχε μεγάλη οικονομική εύχέρεια.
«’Έχει πολύ χρυσάφι μαζί του, γράφει ο άστυνόμος Κατάνεί στις 28 Σεπτεμβρίου, και γιά την τροφή του δεν άφήνει να του λείψει τίποτε». Και λίγο παρακάτω "Η μέχρι τούδε συμπεριφορά του, όπως βεβαιώνει ο φύλακας, ύπήρξε ήσυχη και άξιοπρεπής".
Ο Παπάς με αύτήν την περιπέτεια, που τον βρήκε άμέσως μετα την άφιξή του στη Βιέννη, δεν είχε τον καιρό να θεωρήσει τό διαβατήριό του γιά τό έξωτερικό η να επιχειρήσει να φύγει κρυφά γιά την Ελλάδα.
Ποιο ήταν τό τέλος της ιστορίας αύτής δεν κατόρθωσα να τό εξακριβώσω.
Πάντως ο ’Αναστάσιος δεν φαίνεται να κατέβηκε στήν Ελλάδα τότε.
’Έμεινε φυλακισμένος; "Ή πώς άλλιώς πέρασε τα χρόνια του στη Βιέννη; Αύτό τό κενό μου είναι ενα σκοτεινό πρόβλημα, τό όποιο άδυνατώ να λύσω.
Τέλος, ο ’Αναστάσιος φαίνεται ότι τακτοποίησε τις έκκρεμότητές του και βρήκε τον τρόπο να κατεβεί στήν Ελλάδα.
Άλλά πότε άκριβώς, δεν τό γνωρίζω.


3.Τον ’Αναστάσιο Παπά τον βρίσκουμε στις άρχές του 1824 έγκαταστημένο στήν Υδρα και με αρκετά χρήματα, όπως φαίνεται να διαδίδει η κοινή φήμη. προς αύτόν άπευθύνεται με επιστολή του στις 11 Μαρτίου άπο την ’Αθήνα ο γνωστός φιλέλληνας Leicester Stanhope, ο όποιος του γράφει ότι του άποστέλλει ενα γράμμα του Άγγλου φιλέλληνα W. Humphreys, που άναχωρεί άπό την Αθήνα με ενα πακέτο με έπιστολές γιά τό Μεσολόγγι.

Ο Αναστάσιος έχει τη φήμη θερμού πατριώτη και άνθρώπου που έχει άποκτήσει πολλά χρήματα. Γι αύτό και ο Stanhope βάζει τον Humphreys που ειχε, φαίνεται, γνωρίσει καλά τον Αναστάσιο, να του μιλήσει με ιδιαίτερη επιστολή γιά την Αθήνα, γιά την τάξη που βασιλεύει έκεί χάρη στη στιβαρή διοίκηση του Όδυσσέα Άνδρούτσου, και τό πιο σπουδαίο, γιά τα πολιτικά δικαιώματα που χαίρονται οί Αθηναίοι.

Με τη διαφήμιση αύτή άπέβλεπε άσφαλώς ο Stanhope να κινήσει τό ενδιαφέρον του πλούσιου Μακεδόνα, ώστε να διαθέσει μέρος τών χρημάτων του γιά τη δημιουργία εκπαιδευτικών και άλλων πολιτιστικών ιδρυμάτων στήν Αθήνα.

Τον παρακαλεί επίσης να του βρει, αν ύπήρχε στήν 'Ύδρα, ενα τυπογράφο γιά την εφημερίδα που σκόπευε να έκδώσει στήν Αθήνα. Γιά τον ίδιο πλούσιο'Έλληνα πατριώτη μιλεί ο Stanhope τέσσερις μέρες άργότερα σέ επιστολή του προς τον ίδιο τον Όδυσσέα.

Τον Αναστάσιο Παπά τον βρίσκουμε έπειτα στο Μεσολόγγι, τον ’Οκτώβριο του 1825, τον έβδομο μήνα της πολιορκίας του:
 τό μαρτυρούν τα τρία τελευταία δελτία του δικού του Αρχείου, γραμμένα άπό φίλους και συμπολεμιστές την ίδια μέρα, στις 16 ’Οκτωβρίου 1825: τό ενα τό γράφει ο Φ. Πλητάς και δέν είναι τίποτε άλλο παρά στίχοι άπό ενα άπόσπασμα άπό τις Φοίνισσες (στ. 1015-1018) του Εύριπίδη, τό όποιο σέ μετάφραση έχει ως έξης:

Γιατί αν ο καθένας πάρει ό,τι καλό μπορεί, αν το ζήσει και τό προσκομίσει στήν ολότητα της πατρίδας τον, τότε οί πόλεις θα δοκίμαζαν λιγότερα κακά και θα ήταν στο εξής ευτυχισμένες .


Οί στίχοι δηλώνουν πολύ καθαρά τους υψηλούς πολιτικούς στόχους που είχαν θέσει γιά την προκοπή της πατρίδας τους οί δύο εκείνοι νέοι.
.....
Στις τραγικές ώρες του βομβαρδισμού, μέσα στη φλόγα του πολέμου, χαλυβδώνονταν οι στενοί δεσμοί της παλιας φιλίας των δύο νέων.
Τό τρίτο σημείωμα, γραμμένο γερμανικά με τό χέρι του γνωστού Ελβετού φιλέλληνα και δημοκράτη Dr. Mayer, άποτελεί εναν υμνο του στους ήρωικούς άγωνιστές του Μεσολογγίου, οι οποίοι δια σώζουν τις αρχές και τό πνεύμα της γαλλικής έπαναστάσεως που έσβησε.
Είναι πολύ συγκινητικό να σκέπτεται κανείς πώς τέσσερις νέοι, πολυταξιδεμένοι, μορφωμένοι, κοσμοπολίτες και φιλελεύθεροι, στερημένοι τώρα άπόμήνες μέσα στο βομβαρδιζόμενο Μεσολόγγι άπό τροφή και άνέσεις, ενώθηκαν τόσο στενά μεταξύ τους γιά ένα μεγάλο και δίκαιο άγώνα, γιατί άπ αύτόν έξαρτιόταν οχι μόνον η άπελευθέρωση της Ελλάδας, άλλά και η επιβίωση των ιδεών της γαλλικής έπαναστάσεως, που θα προδιέγραφαν τό μέλλον της άνθρωπότητας.

Κοντα στούς άγριους και σκληροτράχηλους άγωνιστές τών βουνών της Ελλάδας μάχονται μέσα στο Μεσολόγγι οι τέσσερις αύτοί λεπτευαίσθητοι και καλομαθημένοι νέοι, που έξαίρονται στο υψος τών μεγάλων στιγμών, ικανοί ν άντιμετωπίσουν και τις πιο σκληρές στιγμές της πολιορκίας.

Άπό τους νέους αύτούς ο Mayer, όπως είναι γνωστό, σκοτώθηκε κατα την ’Έξοδο μαζί με τη γυναίκα του και τό μωρό παιδί του, άλλά ο Αναστάσιος Παπάς σώθηκε.

 Οί άλλοι δύο, ο Πλητάς και ο Γεώργιος Κυριακίδης, τί άπέγιναν; Δεν τό γνωρίζω.

Β'. Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑΣ

Άλλά και οί άλλοι αδελφοί του Αναστασίου, ο Αθανάσιος και ο Νικόλαος, άκολουθούν τό παράδειγμά του, κατεβαίνουν και αύτοί στήν Ελλάδα άπό τό εξωτερικό και βρίσκουν τον θάνατο στα πεδία τών μαχών, καθώς και ο άδελφός τους Γιαννάκης. 

Ποιος όμως είναι αύτός που μετα την έκρηξη της Έπαναστάσεως φυγαδεύεται άπό τις Σέρρες προς τό Ζέμουν (Σεμλίνο), Βελιγράδι, Τεργέστη ώς τη Βιέννη, όπως φαίνεται άπό τό άνυπόγραφο σημείωμα (διαστάσεων 0,39X 0,245, διπλωμένο κάθετα, ώστε να γίνεται δίφυλλο), που βρίσκεται στο Αρχείο του Έμμ. Παπά (βλ. έγγραφα ύπ5 άρ. 45 και 70 του πρώτου μέρους) και στο οποίο έκείνος που είχε άναλάβει τη φυγάδευση καταγράφει τα έξοδα που είχε κάνει, ώστε να μπορεί να τα ζητήσει άργότερα:

 ο πρώτος γιος του, ο Άθανασάκης, που φαίνεται ότι διεύθυνε τό κατάστημα του πατέρα του η ο πέμπτος, ο μόλις 16 ετών (γεννημένος στις 24 Μαίου 1805) Μιχαήλος, που αύτή την εποχή έμενε με τα άλλα μέλη της οίκογένειάς του στις Σέρρες;

Νομίζω, σύμφωνα και με όσα έχω άναπτύξει παραπάνω, ότι πρόκειται γιά τον Άθανασάκη.

Πάντως φαίνεται ότι ο Άθανασάκης και ο Νικόλαος συναντιούνται στη Βιέννη και άπ έκεί κατεβαίνουν Ύδρας βρίσκεται ένας κατάλογος στρατιωτών του «καπετάν Άθανασάκη Έμμ. Παπά», συνταγμένος στο Ναύπλιο στις 24 ’Ιουνίου 1824, στον όποιο είναι καταγραμμένοι 2 ύποκαπετάνιοι, ο Βασίλειος Αθηναίος και ο Νικόλαος Έμμ. Παπάς.

Υπό τον πρώτο, έκτος άπό τον γραμματικό Δημ. Γούτα, υπάγονταν 7 μαγγατζήδες που έχουν 8-9
άνδρες ο καθένας, και υπό τον δεύτερο 4 μαγγατζήδες με 9 η και περισσότερους άνδρες άπό διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Η παρουσία αύτή του Άθανασάκη στην 'Ύδρα εξηγείται αν άναλογιστούμε την κρίσιμη κατάσταση που περνούσε η Ελλάδα άπό την άπειλή του εχθρικού στόλου, που άποτελούνταν άπό τις μοίρες της Τουρκίας, Αίγύπτου και της Μπαρμπαριάς.

Γιά να μπορέσουν να τον άντιμετωπίσουν οι Υδραιοσπετσιώτες άπερίσπαστοι άπό τους φόβους γιά τη ζωή των οικογενειών τους, είχαν ζητήσει άπό την κυβέρνηση —καί τό πέτυχαν— να μεταφερθοΰν 3.000 άνδρες στα νησιά τους.

Ανάμεσα στούς καπετάνιους ήταν ο Καρατάσος και ο ’Αθανασάκης Παπάς (’Ιούλιος 1824).

Ποιά ήταν η κατοπινή τύχη του Άθανασάκη και τών άλλων άδελφών του;

Ο Άθανασάκης κατα τη δεύτερη φάση του εμφύλιου πολέμου τάσσεται στο πλευρό του Ζαίμη, Λόντου κ.ά. και καταφεύγει τον Νοέμβριο του 1824 στο Αίτωλικό.

Ό Γιαννάκης, που είχε συνοδέψει τον πατέρα του κατα τη φυγή του προς την έλεύθερη Ελλάδα (Δεκέμβριος 1821) μένει στήν άγωνιζόμενη χώρα, παίρνει μέρος σέ πολλές μάχες και έχει άποκτήσει φήμη παλληκαριού.
Ο Κασομούλης και ο Φωτάκος ιστορούν ότι ακολούθησε τον Παπαφλέσα μαζί με 50 άνδρες του και πήρε μέρος στη μάχη στο Μανιάκι, όπου και σκοτώθηκε.

Ο μικρότερος του αδελφός Κωνσταντίνος γράφει, πολλά χρόνια άργότερα, στα 1858 και 1865, σέ άναφορές του προς τό κράτος γιά τη δικαίωση τών θυσιών της οίκογένειάς του, ότι ο Γιαννάκης σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο  η γνώμη μου είναι ότι σκοτώθηκε στο Μανιάκι, όπως άναφέρουν οί δυο άξιόπιστοι μάρτυρες, άλλά ο Κωνσταντίνος έδωσε τό όνομα της πλησιέστερης όνομαστής πόλης, του Νεοκάστρου.

Τα άλλα παιδιά του Έμμ. Παπά βρίσκονται σέ δεινή οικονομική κατάσταση και ζητούν να συνάξουν τα χρήματα του πατέρα τους, τα όποια βρίσκονταν σέ ξένα χέρια και γι αύτό επικαλούνται τη συμπαράσταση τής κυβερνήσεως.

 ’Έτσι σύμφωνα με τα ύπ άρ. 3094/17-2-1826 και 3095/17- 2-1826 έγγραφα ο γενικός γραμματέας του υπουργείου εσωτερικών Γεώργιος Γλαράκης, άπευθυνόμενος προς τό επαρχείο και τους δημογέροντες Σκοπέλου, Σκύρου, Σκιάθου και Ήλιοδρομίων,

όπου είχαν κυρίως συσσωρευτεί οί Μακεδόνες πρόσφυγες,
 διατάζει τις άρχές να εξαναγκάσουν τον ήγούμενο της μονής Ξενοφώντος να πληρώσει στα παιδιά του Έμμ. Παπά, Άθανάσιο, Αναστάσιο και Νικόλαο τα 6.40019 γρόσια που χρωστούσε στον πατέρα τους.

Ό Άθανασάκηςμαζί με τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς Καρατάσο και Γάτσο παίρνει μέρος στήν άποβατική ενέργεια που κάνουν οί 'Έλληνες τον Νοέμβριο του 1826 στήν περιοχή των Θερμοπυλών, γιά να έλέγχουν τον Μαλιακό κόλπο και ν άποκόψουν τις επικοινωνίες του Κιουταχή άπο τη Θεσσαλία στήν Εύβοια και άπ έκεί μέσω του Ώρωπού στήν Αττική, άλλά ο άντιπερισπασμός αύτός τών Ελλήνων άποτυχαίνει εξ αιτίας της διαφωνίας και τών διενέξεων Καρατάσου-Γάτσου και της αιφνιδιαστικής έμφανίσεως του Μουσταή μπέη με 500 ιππείς και πεζούς στήν περιοχή Αταλάντης.

Στη μάχη που εγινε ο Άθανασάκης Παπάς πιάστηκε αιχμάλωτος.

Τον άλλο μήνα, 25 Δεκεμβρίου, ο αιχμάλωτος προσάγεται δεμένος στα ριζά του Άρείου Πάγου, εξω άπό την Ακρόπολη, όπου επί μήνες πολιορκούνταν οί 'Έλληνες.

Ο Κιουταχής του παραγγέλλει να φωνάξει στούς πολιορκημένους ότι είναι πρόθυμος, αν παραδοθούν, να δεχθεί όποιουσδήποτε όρους και αν προτείνουν.

Οί 'Έλληνες όμως άρνούνται και άπευθύνουν στον δυστυχισμένο γιο του Παπά παρηγορητικά λόγια γιά τη θλιβερή του θέση.

 Πιο παραστατικά τα περιγράφει ο άγωνιστής Ν. Καρώρης στο ήμερολόγιό του
 «... άπό δε τους Τούρκους έμβήκαν 3 Γκέγκηδες, ενας Τσάμης και εν τώ μεταξύ εσχον και τον Αθανάσιον Εμμανουήλ Παπά, Σερραίον... Τον κρατούσαν δε οί Τούρκοι δέσμιον άπό τάς χείρας... με την πλέον άθλίαν κατάστασιν της ενδυμασίας...».

 Κανείς άπό τότε δεν εμαθε τίποτε γιά την τύχη του σημάδι ότι έκτελέστηκε, όπως και πραγματικά εξακρίβωσα άπό άναφορά του Κωνστ. Παπά προς τον ’Όθωνα της 29 Δεκεμβρίου 1858, καθώς και σέ άλλη με τό ίδιο σχεδόν περιεχόμενο της 8 Ιουνίου 1865 (Β', 18), στήν οποία άναφέρει ότι ο Άθανασάκης άποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, καθώς και ότι ο Νικόλαος σκοτώθηκε στο Καματερό (27 Ίανουαρίου 1827),αύτός που δεκαοχτάχρονος ακόμη στη Βιέννη, στα 1821, στο υποκατάστημα του πατέρα του ήθελε ν ακολουθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Άναστασάκη στα πεδία τών μαχών.

Ό Πέννας, στηριζόμενος άσφαλώς στήν προφορική παράδοση, αναφέρει και άλλον γιο του Έμμ. Παπά, τον Δημήτριο, ο όποιος πιάστηκε στο Νεόκαστρο και κρεμάστηκε. 

Την ίδια τύχη ειχε και ο Γεώργιος. τα ιστορικά όμως στοιχεία, όπως είδαμε, αποδείχνουν ότι ο Δημήτριος είναι φανταστικό πρόσωπο, η μάλλον συγχέεται με τον Γιαννάκη που σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο, ενώ ο Γεώργιος έπέζησε, όπως θα φανεί άπό τα παρακάτω.

Επίσης έπέζησε και ο ’Αλέξανδρος (Β', 18), ο όποιος, κατα τον Πέννα, πέθανε στο Μεσολόγγι άγωνιζόμενος υπό τις διαταγές του Μάρκου Μπότσαρη.

 Τέτοιο όμως γεγονός δεν μνημονεύεται πουθενά ούτε και δικαιώνεται αργότερα ώς άγωνιστής, όπως ο πατέρας του και οί άλλοι άδελφοί του, όπως θα ίδούμε.

Γ'. Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΓΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑ

Επομένως, αν έξαιρέσουμε τον Γιαννάκη που σκοτώθηκε στο Μανιάκι, τον Άθανασάκη που έκτελέστηκε στη Χαλκίδα και τον Νικόλαο που βρήκε τον θάνατο στο Καματερό, καθώς και τον Αναστάσιο που τον είδαμε ν’ άγωνίζεται στο Μεσολόγγι,μένουν άλλοι 4 γιοι του Εμμανουήλ, ο Μιχαήλος, ο Γιώργης, ο Αλέξανδρος και ο Κωστάκης, οί όποιοι κατα την έκρηξη της Έπαναστάσεως ήταν ήλικίας 15, 14, 10 και 5 ετών. που βρίσκονταν την εποχή αύτή;

 Άσφαλώς στις Σέρρες, όπου έζησαν μαζί με τη μητέρα τους τραγικές ώρες και μέρες, που είναι άδύνατο σήμερα κανείς να τις εξιχνιάσει και να τις άναπαραστήσει.
Ο τελευταίος γιος, ο Κωνσταντίνος, σέ άναφορά του προς τον ’Όθωνα, στα 1858 (πού δεν την εκδίδω γιατί χρησιμοποιώ την παρόμοια άντίστοιχη του 1865), γράφει ότι τότε τα μέλη της οικογένειας Παπά μόλις γλύτωσαν άπό τη σφαγή με τη συμπαράσταση πολλών συμπατριωτών τους, οί όποιοι ξόδεψαν πολλά χρήματα που τους τα χρωστούν άκόμη και ότι έμειναν στη φυλακή ώς τα 1826, δηλαδή επί 5 περίπου χρόνια.

Νομίζω όμως ότι οί Τούρκοι, όπως συνήθιζαν τότε, κράτησαν την αιχμάλωτη επίσημη ελληνική οικογένεια περιορισμένη ίσως στο πατρικό της σπίτι με τη σκέψη να την άνταλλάξουν στο μέλλον με Τούρκους αιχμαλώτους.
 Κάτι τέτοιο είχε σκεφθεί και ο Έμμ. Παπάς και ο Υψηλάντης αν έπιαναν τον Γιουσούφ μπέη, διοικητή τών Πατρών και άλλοτε διώκτη του Μακεδόνα άγωνιστή.

Ή 'Έλλη ’Αγγέλου-Βλάχου, γράφοντας στα 1935 γιά την τύχη της οικογένειας Παπα και άποδίδοντας πιστα τη ζωντανή παράδοση, δίνει πληροφορίες μόνο γιά τη γυναίκα του Εμμανουήλ Παπα, τη Φαίδρα, εξευγενισμένη γλωσσική μορφή της ’Αφέντρας, όπως την άναφέρουν πιο σωστα τα έγγραφα, ότι φυλακίστηκε και ότι μόνο ύστερ’ άπό 5 χρόνια άπέκτησε την ελευθερία της με ενέργειες του μητροπολίτη Σερρών Χρυσάνθου.
Τα κτήματα της όμως στις Σέρρες δημεύθηκαν και πουλήθηκαν σέ δημοπρασία.

 Τί άπέγιναν όμως τα 4 μικρότερα άγόρια, ο Μιχαήλος, ο Γεώργιος, ο ’Αλέξανδρος και ο Κωνσταντίνος;

’Ίσως ο μεγαλύτερος στήν ήλικία, ο Μιχαήλος, φυγαδεύτηκε στο μεταξύ στο εξωτερικό, δηλαδή στη Βιέννη, όπου και σπούδασε.

Έκεί στα 1827, εκδίδει τάς ’Αρχάς Γραμματικής 'Ελληνικής διά τους αρχαρίους εκ της τυποφραφείας του Μ. Χρ. Αδόλφου28, δηλαδή σέ ήλικία 22 ετών.

Ο ’Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρετός, που μας δίνει την είδηση, σέ άλλη σελίδα γράφει ότι ο Μιχαήλος έπαγγελλόταν τον δάσκαλο της ελληνικής και ότι έδίδαξε στις Σέρρες μεταξύ 1821-1830.
 Αύτό όμως, όπως πρέπει να συμπεράνουμε, δεν ήταν δυνατόν να γίνει παρά μόνο μετα τό 1827.

Τα άλλα παιδιά, όταν άνδρώθηκαν, θα βρήκαν την εύκαιρία να κατεβούν στήν Ελλάδα, γιά να έπισκεφθοΰν τον άδελφό τους ’Αναστάσιο, τον μόνο που έπιζούσε άπό τα 4 πρώτα παιδιά, και να βρουν και κάποιο πόρο ζωής, όπως ο Γεώργιος, όπως θα ίδούμε άμέσως παρακάτω.
.....
Στο μεταξύ με βασιλικό διάταγμα της 25 Μαρτίου 1850 συγκροτείται στρατιωτική επιτροπή, η όποια σύμφωνα με τό Е'ψήφισμα της έθνοσυνελεύσεως του 1843-44 θα έπρεπε να δικαιώσει τους κληρονόμους εκείνων που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης κατα τους άγώνες γιά την ελευθερία του έθνους.

 Στήν επιτροπή άντιπροσωπευόταν και η Μακεδονία με ενα μέλος φιλικό της οικογένειας Έμμ. Παπά, τον Κοζανίτη παλιό άγωνιστή και τώρα ταγματάρχη Νικ. Κασομούλη.

Με τη δημοσίευση του διατάγματος άναζωογονούνται και οί ελπίδες τών κληρονόμων του Έμμ. Παπά, άλλα οί σχετικές εργασίες της επιτροπής είτε δεν προχωρούν γοργά η σταματούν.
Μόνον υστερ’ άπό 8 ολόκληρα χρόνια φαίνεται ότι κάτι πάει να γίνει, γιατί βλέπουμε ότι η Ελένη Καπέτη, κόρη του Έμμ. Παπά και μητέρα 4 άγοριών και 1 κοριτσιού σέ ηλικία γάμου, φροντίζει να έκδοθεί άπό τη μητρόπολη Σερρών πιστοποιητικό άπορίας, με τό όποιο δηλώνεται καθαρά ότι «άξιούται ίνα άπολαύση τών κληρονομικών δικαιωμάτων της πατρικής οίκογενείας» , ενώ ο Κωνσταντίνος Παπάς με άναφορά η αίτησή του, δίφυλλη, διαστάσεων 0,265 X 0,215, με κείμενο στήν πρώτη σελίδα (ΙΕΕ), προς τον βασιλιά’Όθωνα, (άνανεώνεται στίς 8 ’Ιουνίου 1865 προς την «Επιτροπήν ’Αγώνος»), γραμμένη στίς 29 Δεκεμβρίου 1858, εκθέτει τις μεγάλες θυσίες της οίκογένειάς του.

 ’Απ’ αύτή μαθαίνουμε την τύχη τών άγοριών του Έμμ. Παπά: άπό τους 5 άδελφούς που ζούσαν ως τότε «δεινώς και πολυπαθώς και καταφρονημένως»,
τρεις είχαν πεθάνει εκείνον τον χρόνο στήν ψάθα,
 ο ενας στη Βόνιτσα, ο άλλος στήν Πάτρα (πρέπει να είναι ο «πολύπλαγκτος» και συμπαθής ’Αναστάσιος) και ο τρίτος στη Χαλκίδα. 

Έπιζούσαν άκόμη δύο αδελφοί ο Κωνσταντίνος και ο αμέσως μεγαλύτερος του Αλέξανδρος (Β', 18) και δύο άδελφές, η μνημονευμένη παραπάνω Ελένη, σύζυγος Καπέτη, και η Νεράντζω—ή Εύφροσύνη είχε πεθάνει μικρή, προτού ο Παπάς αρχίσει τό επαναστατικό του κίνημα στη Μακεδονία (Β', 15)—, οί όποιοι όλοι «εις ού μικράν ανάγκην και δυστυχίαν εύρίσκονται».

Άπό τη μεγάλη λοιπόν πατριαρχική οικογένεια του Έμμ. Παπά με τα 11 παιδιά του (8 αγόρια και 3 κορίτσια) στα τέλη του 1858 βρίσκονταν στη ζωή μόνο 4, δύο αγόρια και δύο κορίτσια.

Γι αύτό και ο Κωνσταντίνος, εκπροσωπώντας τους αδελφούς που έπιζούσαν, θερμοπαρακαλεί τον βασιλιά να τους εύσπλαχνιστεί και να διατάξει ν άνταμειφθούν αντάξια οί θυσίες της οίκογένειάς του, γιά να απαλλαγούν οί τελευταίοι γόνοι της άπό τη δυστυχία και την άθλιότητα.

Οί έργασίες όμως της έπιτροπής αύτής δεν προχωρούν γρήγορα και άποφασίζεται με τό άπό 21 Σεπτεμβρίου 1861 διάταγμα, επί πρωθυπουργίας Άνδρέα Μιαούλη, να σχηματιστεί νέα έπιτροπή με περισσότερα μέλη άπό τα πιο επισημότερα που έπιζούσαν άκόμη και να χωριστεί σέ 3 διαρκή τμήματα, που να έργάζονται άνεξάρτητα τό ενα άπό τό άλλο τό πρώτο, ένδεκαμελές, θα άσχολείται με τις άπαιτήσεις τών στρατιωτικών, τό δεύτερο, έπταμελές, με τών ναυτικών και τό έπίσης έπταμελές τρίτο με τών λοιπών.

Επιθυμία του βασιλιά είναι να έκκαθαριστούν όσο τό δυνατόν ταχύτερα και οριστικά οί άπαιτήσεις τών δικαιούχων  Τό ζήτημά τους είχε πιά χρονίσει εξοργιστικά. Οί άπαιτήσεις της οικογένειας Παπά, καθώς και άλλων άγωνιστών, θα παραπέμφθηκαν στη νέα αύτή έπιτροπή που καταρτίστηκε μισόν άκριβώς αιώνα μετα την έκρηξη της Έπαναστάσεως.

Αντίγραφο του διατάγματος βρίσκεται στο Αρχείο Παπά, σημάδι που δείχνει καθαρά τό ένδιαφέρον και την άγωνία τών τελευταίων άπογόνων του γιά την άνακούφισή τους άπό τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής.
Αποζημιώθηκαν οί δικαιούχοι η όχι; Η τους πρόλαβε η επανάσταση του 1862 και η έξωση του ’Όθωνα και άναβλήθηκε πάλι τό θέμα τους στις ελληνικές καλένδες;

 Πραγματικά αύτό τό τελευταίο συνέβηκε και έτσι καθυστερεί γιά μερικά άκόμη χρόνια η εκτέλεση του διατάγματος του 1861. 'Ύστερα όμως άπό 4 χρόνια τα πράγματα φαίνεται πώς πλησιάζουν προς τό τέλος, γιατί στις 18 Μαίου 1865 γέροι εντόπιοι Σερραίοι — υστερα άπό παράκληση του Κωνσταντίνου Παπά— ύπογράφουν έγγραφο, με τό όποιο μαρτυρούν ότι η κινητή και άκίνητη περιουσία του πατέρα του ξεπερνούσε τα 300.000 τάλιρα και ότι ξόδεψε μέγα μέρος της περιουσίας του γιά τη μισθοδοσία τών στρατιωτών που οδηγούσε, ενώ ό,τι έμεινε σέ κινητα και ακίνητα δημεύθηκαν άπό τις τουρκικές άρχές.

 Τό γνήσιο τών υπογραφών τών μαρτύρων βεβαιώνεται την έπαύριο, υστερ’ άπό αίτηση του Κωνσταντίνου Παπά που βρίσκεται στίς Σέρρες , άπό τον Γ. Α. Λαγκαδά, υποπρόξενο της Ελλάδας στήν πόλη αύτή, ο όποιος δηλώνει ότι πρόκειται γιά πρόσωπα άπό τα πιο εύυπόληπτα και μερικά άπό τα πιο πλούσια της πόλης.


Οι Γερμανοί Φιλέλληνες στην Εθνεγερσία του 1821

$
0
0
Παναγιώτης Ηλιάδης, 
Δημοσιογράφος-Κοινωνιολόγος


ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν τριπλής διάστασης, ήτοι, ρομαντικό, διαφωτιστικό, πολιτικοαπελευθερωτικό.


Στην Ιστορία, δημιουργήθηκε ένα κίνημα ερμηνειών στη βάση αυτών στηριγμένο στην διάσταση αυτή και σε διαφοροποίηση με την Ιερά Συμμαχία του Μέτερνιχ και τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης.
 Λαμβανομένου υπόψιν, ότι η ελληνική εξέγερση ήταν εθνικοαπελευθερωτική και αστικομετασχηματική, κατά τα πρότυπα της γαλλικής επανάστασης, στο πλαίσιο αυτό, τοποθετούνται οι ιδέες, οι αντιλήψεις και η πρακτική των προσωπικοτήτων και των κρατών σχετικά με την "ελληνική υπόθεση".

Μια υπόθεση  που φτάνει tus ιην εγκαθίδρυση του Όθωνα και τής Βαυαρικής αυλής στη χώρα και τελειώνει το 1864 με το Σύνταγμα της χώρας.

Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο, επίσης, εντασσεται και η ναυμαχία στο Ναυαρινο, στην οποία "τυχαία"οι μεγάλες δυνάμεις επικράτησαν των Οθωμανών ευνοώντας την ελληνική κυριαρχία.

ΣΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΪΜΠΤΣΙΧ, Λειψίας, ο καθηγήτης Κάρλ Ντίντριχ, εξέδωσε επιστολές και αποτελέσματα ερευνών, που δημοσίευσαν οι ίδιοι οι εθελοντές Γερμανοί στην Ελλάδα, για την περίοδο 1821- 22, υπό τον τίτλο
"Γερμανοί Φιλέλληνες στην Ελλάδα'. 'Αμβούργο 1929).

Τα κείμενα του καθηγητή Ντίντριχ, είναι καταλυτικά αλλά δεν είχαν την απαραίτητη απήχηση στην Ελλάδα.
 Ένας λόγος θα ήταν η καθυστερημένη έκδοση, έναν αιώνα πλέον από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και ένας άλλος, η εποχή που δημοσιεύθηκαν, πριν τον πόλεμο, 1929 και την κρίση, καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα επεξεργασίας από τα ελληνικά εκδοτικά και εκπαιδευτικά συστήματα.
Στην ελληνική ιστοριογραφία, επικρατουσε το πνεύμα της νέας μετοθωμανικής δυνάστευσης με την Βαυαροκρατία.

 Η γερμανική κατοχή 1941-44, οι αποζημιώσεις πολέμου και συναφή στερεότυπα, διεκδικήσεις και αναστολές στην επεξεργασία των δεδομένων των σχέσεων των δύο χωρών.

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ, αναφέρεται εδώ και η ερμηνεία του Φαλμεράϊερ
"Περί της καταγωγής των σύγχρονων Ελλήνων"στον γερμανόφωνο χώρο που επίσκιασε το τοπίο, που ήδη εκυριαρχείτο από τα στερεότυπα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν ιστορικά.

Το ιστορικό σκέλος της αλήθειας, ουσιαστικά ουδέποτε έλαβε την διάσταση που έπρεπε.
Τα ιστορικά στερεότυπα υπερίσχυσαν.

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ ΕΥΘΥΣ ΕΞΑΡΧΗΣ, ετέθη από την πρώτη Γενική Συνέλευση στη Στουτγκάρδη της Φιλελληνικής Επιτροπής, η ανάγκη δημιουργίας σώματος εθελοντών και παροχής χρηματικής βοήθειας σε όσους επιθυμούσαν να μεταβούν στην Ελλάδα.

Στην συνέχεια, διεξήχθησαν έρανοι ενίσχυσης.
Taschenbuch für Freunde der Geschichte des griechischen Volkes älterer und neuerer ZeitTaschenbuch für Freunde der Geschichte des griechischen Volkes älterer und neuerer Zeit
Τα σχετικά γεγονότα, περιγράφονται από τον πρόεδρο της Επιτροπής A. Schott-A. Σοτ- στην γερμανική έκδοση της Ιστορίας του Λουκεβίλ, "Ιστορία της αναγέννησης της Ελλάδας", Χαιδελβέργη 1824, 4.5
Σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές, τα έτη 1821-22  αναχώρησαν εκ Γερμανίας 327 εθελοντές, συνολικά, στους οποίους ήλθαν επιπλέον και 50 οι οποίοι ανεχώρησαν μεμονωμένα.

 Συνολικά από αυτούς 121 έχασαν την ζωή τους ή απεβίωσαν ή εφονεύθησαν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.

Στην τρίτη αποστολή συμμετείχε ο γνωστός δια τις υπηρεσίες του στον Ναπολέοντα από το Βυρτεμπέργκ, στρατηγός κόμης Νόρμαν Έρενφελς, ο οποίος έπεσε στην μάχη του Πέτα, 22 Νοεμβρίου 1822 στο Μεσολόγγι.

 Εκεί, στο Μεσολόγγι εδόθη προς τιμήν του το όνομα σε έναν από τους προμαχώνες της πόλης.

Ο τύπος του φιλέλληνα, που διεδόθη δια του τύπου ήταν ρομαντικός.
 Νέος με πάθος που εγκαταλείπει την άνεση, ερωτευμένος με την ελευθερία και με μία εικόνα στην ψυχή της Ελλάδας της αρχαιότητας ως ιδανική.

Ο ενθουσιασμός, μετετράπη σε απογοήτευση.
Αιτία υπήρξε η εχθρική στάση των κυβερνήσεων και τα απογοητευτικά δημοσιεύματα που κυκλοφορούσαν με αναφορές εθελοντών που εγκατέλειψαν την χώρα!
 ΕΚΕΙΝΟ που έχει διαπιστωθεί ήταν ότι, η αποστολή ήταν πολυδάπανη και εξυπηρετούσε τους εθελοντές και όχι τους ίδιους τους Ελληνες.

Στο ανεξέλεγκτο παιχνίδι, συμμετείχε και Έλληνας, ο οποίος είχε αναλάβει χρέη συνοδού των Γερμανών εθελοντών, κατά την τελευταία αποστολή τον Νοέμβριο του 1822, ο ονομαζόμενος Κεφαλάς, στη Μασσαλία εξαφανίσθηκε, αφού πούλησε το υλικό που μετέφεραν στην Ελλάδα οι Γερμανοί εθελοντές.

Στην Ελλάδα της εποχής, επικρατούσε μία χαοτική κατάσταση και το γεγονός θεωρείται απόρροια αυτής, τελικά, αυτή υπήρξε η τελευταία αποστολή των γερμανών εθελοντών.

Εκτός των ευγενώς εμφορουμένων από ιδανικά, υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ τους αλλά και διάφοροι πλανήτες, τύχην αναζητώντες ή ακόμη και φιλόδοξοι να αναδειχθούν στρατιωτικά στο πεδίο της μάχης.

 Με την μετάβασή τους στην Ελλάδα, φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν στρατιωτικές θέσεις, παράσημα, εύνοια και οικονομική αποκατάσταση.

Για τις επιτροπές των Φιλελλήνων, το έργο της διάκρισης των πραγματικών Φιλελλήνων, υπήρξε δύσκολο. Ανάμεσα στους δήθεν φιλέλληνες υπήρξαν και επώνυμοι που είχαν άλλα κίνητρα, από αυτά της ιστορικής περίστασης και του πνεύματος που επικρατούσε στο φιλελληνικό ρεύμα.

 Παράδειγμα αντιπροσωπευτικό υπήρξε ο γνωστός από το Βερολίνο δημοσιογράφος Φράντς Λίμπερ, του οποίου το ημερολόγιο:
Ημερολόγιο παραμονής μου στην Ελλάδα, στη διάρκεια των μηνών Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1822 (έκδοση στη Λειψία 1822), εξέπεμπε ένα μάλλον "ανθελληνικό πνεύμα"και καθόλου συμπάθεια για τους Έλληνες.

Ορισμένοι, μάλιστα από αυτούς, θιγμένοι στον εγωισμό τους, για το ότι οι Έλληνες δεν τους θεωρούσαν σωτήρες, ακόμη και όταν επέστρεψαν στην πατρίδα τους, μετεβλήθησαν λίγο ή πολύ σε ανθέλληνες. Αναφορικά, ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Κρίστιαν Μύλερ, ο οποίος εξέδωσε τις "ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ"του το 1822 στη Λειψία, υπό τον τίτλο:

"Ταξίδι στην Ελλάδα,στα Ιόνια Νησιά, xous phves Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο 1821, όπως κ.α, ενδεικτικά αναφέρω xous φον Γιάρκοβ, συγγραφέα και φον Λέστεν, σατυρικό κωμωδιογράφο, που με άρθρα τους στον τύπο, ικανοποιούσαν την αρνητική διάθεση της περίεργης κοινής γνώμης, υπό τον τύπου ταξιδιωτικών, γλαφυρών περιγραφών και όχι Ιστορικών πτυχών των γεγονότων.

Υπήρξε και η εξαίρεση, από τους φιλέλληνες, οι οποίοι, είτε υπό τύπου ανταποκρίσεων είτε υπό τύπου αναφορών κατά την επάνοδό τους, που υμνούσαν την χώρα.

 Ορισμένοι από αυτούς θυσίασαν αγωνιζόμενοι και την ζωή τους, είναι φυσικά το τελικό δίδαγμα αυτής της αναφοράς.

ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ Γ.Φ. ΦΑΛΜΕΡΑΙΕΡ

Το έργο του αυστριακού περιηγητή, δημοσιογράφου και ιστορικού, όπως και το βιβλίο του
 "Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς  Χρόνους"
και το "Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων"
από τον ίδιο, το τελευταίο 1830, διατυπώνει την άποψη ότι οι Ελληνες της εποχής, δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες αλλά προέρχονται από Σλάβους που εισέβαλλαν στην Ελλάδα την περίοδο του Μεσαίωνα αλλά και Αλβανούς που εξαπλώθηκαν τον ύστερο Μεσαίωνα και τους νεότερους  χρόνους και οι οποίοι αναμίχθηκαν με ελληνόφωνους αλλά μη Έλληνες στην καταγωγή, Βυζαντινούς πρόσφυγες, δημιουργώντας τον νέο πληθυσμό της Ελλάδας.

Η θεωρία αυτή, είχε αντιδράσεις από την πλευρά των λογίων της Ελλάδας, ενώ τα βιβλία του δεν μεταφράστη¬καν στην Ελλάδα, έγκαιρα παρά μόνον το 2002 και το 1984.

Ο Γιακομπ-Φιλιπ-Φαλμεραιερ (1790-1860) ετελεύτησε, ως μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Βαυαρίας.

Η σημασία του έργου του επανήλθε στο Πανεπιστήμιο Λούντβιχ-Μαξιμίλιαν του Μονάχου, μέσω μιας ομιλίας στην αίθουσα παραδόσεων του Πανεπιστημίου, στις 5 Νοεμβρίου 2007, από την καθηγήτρια Δρ. Χανελόρε Πουτς.

Στο συμπέρασμα, που καταλήγει μεταξύ άλλων, παρουσιάζοντας την προσωπικότητά του είναι, ότι ένα στοιχείο είναι και Η ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ.

”Από όλους τους λαούς της γης οι Έλληνες ονειρεύτηκαν το όνειρο της ζωής ομορφότερα”.


Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκέτε.

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Η Μακεδονία στην Εθνική Παλιγγενεσία. ΤΟ «ΚΟΙΝΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ» Θεσσαλονίκης και οι περιπέτειες του

$
0
0
François Pouqueville 
(1770-1838)
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΧ. ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Θεσσαλονίκη 2008
* Πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στις 21.03.2007.


Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
ΠΡΙΝ, ΚΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ 
ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Προσφάτως, ξένος επιστήμονας αναφερόμενος στον Ελληνισμό της Θεσσαλονίκης κατά το 1821 διατύπωσε την άποψη ότι

«το οθωμανικό κράτος δεν είχε μακροπρόθεσμο συμφέρον να εξαλείψει τους Έλληνες ούτε να τους εξουθενώσει οικονομικός. 

Αντιθέτως, είχε ανάγκη από το εμπορικό τους δαιμόνιο, οσάκις αποφάσιζε να χαλιναγωγήσει τους πάντοτε ενοχλητικούς Αλβανούς».

 Αυτός ο ισχυρισμός υποδηλώνει ότι οι σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν περιστασιακό ατύχημα στη λειτουργία ενός έλλογου μηχανισμού, ο οποίος λειτουργούσε με βάση τα «μακροπρόθεσμα» συμφέροντά του.

Αντιθέτως, νομίζω ότι τα δεινά των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης -όπως και οποιαδήποτε συστηματική καταστροφή κοινωνικού πυρήνα -δεν ήταν απλώς τυχαίο συμβάν της οθωμανικής ιστορίας, αλλά οργανικό προϊόν της οθωμανικής κοινωνίας.

Το ίδιο ισχύει και για τις δηλώσεις που πραγματοποίησαν αιγυπτιακά στρατεύματα εις βάρος χριστιανικών και μουσουλμανικών χωριών της Κύπρου -αδιακρίτως- την ίδια εποχή, όπως και για τις εκτεταμένες καταστροφές εκ μέρους των Οθωμανών όχι απλώς κατοικημένων τόπων, αλλά παραγωγικών μηχανισμών μεγάλης σημασίας, όπως η Χίος.

Η αντίληψη που αποδίδει στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό των αρχών του 19ου αι. την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ή όχι τα «μακροπρόθεσμα συμφέροντά» του έχει μικρή σχέση με την πραγματικότητα.

Είναι αναγκαία μια προκαταρκτική παρατήρηση για τη σχέση προφορικής και γραπτής παράδοσης:

οι σημερινοί Θεσσαλονικείς, των οποίων πρόγονοι κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αι. είναι ασφαλώς λίγοι.

 Η τοπική προφορική παράδοση για την επανάσταση έχει εκλείψει.


Ψήγματά της συγκεντρώθηκαν παλαιότερα χάρη στις φιλότιμες αλλά ατομικές προσπάθειες του Χρίστου Γουγούση  και της Αγγελικής Μεταλλινού.

 Μας λείπουν τα ημερολόγια, τα οικογενειακά κατάστιχα, οι ανέκδοτες ή δημοσιευμένες αφηγήσεις από τον 19ο αι., που θα είχαν καταγράψει την τοπική παράδοση για όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο της επανάστασης.
Σήμερα βασιζόμαστε μόνον σε γραπτές πηγές τριών βασικών κατηγοριών:

(α) Αναφορές των ευρωπαίων προξένων,
(β) Οθωμανικά έγγραφα και κατάστιχα και
(γ) Κώδικες της ελληνικής κοινότητας Θεσσαλονίκης.

Προξενικές αναφορές έχουν δημοσιευτεί αρκετές. Το ίδιο ισχύει και με τις οθωμανικές πηγές, αν και πιστεύω ότι πολλές λανθάνουν αμετάφραστες. Όσο για τις πηγές της ελληνικής κοινότητας ελάχιστα αξιοποιήθηκαν και θα μας απασχολήσουν ιδιαιτέρως κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει.
Οι πρωτοπόροι και οι συνεχιστές της έρευνας
Ο πρώτος ιστοριογράφος
 που έδωσε πληροφορίες
 για την επανάσταση στη Μακεδονία 
γενικότερα και τη Θεσσαλονίκη ειδικότερα ήταν 
ο Pouqueville, 

στο τετράτομο έργο του με θέμα την ελληνική επανάσταση
(κατά την περίοδο 1821-1824), το οποίο εκδόθηκε το 1838 στο Παρίσι.
Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1890-1891.
Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης ο Pouqueville στηρίχθηκε σε πληροφορίες του γάλλου προξένου Bottu, επιλογή πολύ φυσιολογική αφού και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε διατελέσει πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα και την Πάτρα.

 Οι ειδήσεις του για την κοινωνία της Θεσσαλονίκης είναι λίγες και αποσπασματικές. Από τους Θεσσαλονικείς αναφέρεται μόνον ο Μανόλης του Κυριακού ή Τζανόγλου, για τον οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια.
 Αντιθέτως δίδεται ιδιαίτερη σημασία στις ενέργειες και παραλείψεις των διοικητών της Θεσσαλονίκης, και ιδιαιτέρως του πασά Μαχμούντ Εμίν (επονομαζόμενου Αμπντούλ Αμπούτ) και στις πραγματικές ή υποτιθέμενες ενέργειες του Bottu για τη σωτηρία των χριστιανών της πόλης.

Η γενική άποψη του Pouqueville ήταν ότι οι χριστιανοί της Μακεδονίας αναγκάσθηκαν να επαναστατήσουν από τον φόβο των αντιποίνων, ενώ ειδικώς στη Νάουσα η εξέγερσή τους προκλήθηκε σκοπίμως από τον ίδιο τον Μαχμούντ Εμίν.

Αυτή η υποκειμενική θεώρηση -που χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό εργαλείο στην αφήγηση με κουραστική συχνότητα- υπονόμευσε το έργο του Pouqueville και τη μεγάλη χρησιμότητά του, το οποίο μας δίδει πολλές και συχνά λεπτομερειακές ειδήσεις για τις μάχες, τις εκστρατείες και τα αντίποινα εις βάρος του τοπικού πληθυσμού.

 Επειδή, μάλιστα, ο Bottu είχε άμεση επαφή με τον Μαχμούντ Εμίν, συχνά αναφέρονται (ανεξαρτήτως της πιστότητάς τους) και οι εκδοχές του τελευταίου.

Πάντως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για συνολική ιστορία της ελληνικής επανάστασης, στην οποία η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει μόνον μερικές σελίδες.

Το ίδιο ισχύει και για το έργο του Raffenel που εκδόθηκε το 1825, όπως και του Σπυρίδωνος Τρικούπη σχετικά με την ιστορία της ελληνικής επανάστασης, που εκδόθηκε το 1860.

 Ήταν και εκείνος πληροφορημένος, από διαφορετικές πηγές, για την έκρηξη της επανάστασης στη Μακεδονία το 1821 και περιέγραψε τα πολεμικά γεγονότα στη Χαλκιδική, τη Νάουσα και τον Όλυμπο. 
Στην εξιστόρησή του αναφέρεται τηλεγραφικώς και στη Θεσσαλονίκη: οι πρόκριτοι της πόλης, όπως και των επαρχιών, καλούνται και κρατούνται ως όμηροι. 

Σε αντίποινα για την εξέγερση στον Πολύγυρο αποκεφαλίζονται ο επίσκοπος Κίτρους, ο Χριστόδουλος Μπαλάνος, ο Χρίστος Μενεξές και κάποιος Κυδωνιάτης. 

Δύο χιλιάδες χριστιανοί φυλακίζονται στον ναό και την αυλή της μητρόπολης. 
Πολύ καλά ενημερωμένος για την επανάσταση στη Νάουσα και λιγότερο για τη Θεσσαλονίκη ήταν ο Ν. Γ. Φιλιππίδης, ο οποίος έδωσε σειρά διαλέξεων το 1879 στον «Παρνασσό», έχοντας προηγουμένως μιλήσει και με αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. 
Το πλεονέκτημα της αφήγησής του είναι ότι ξεκινά από το καθεστώς του Αλή πασά πριν από τα καθ’ αυτού γεγονότα της επανάστασης.


Το ερώτημα για τον ρόλο της Θεσσαλονίκης κατά την επανάσταση του 1821 τέθηκε ουσιαστικά στη δεκαετία του 1930, με αφορμή τους καθυστερημένους (λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας) εορτασμούς για την 100ετηρίδα από την εθνική παλιγγενεσία. 

Μάλιστα, στη δημοτική αγορά που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δόθηκε η ονομασία «Αγορά Βλάλη», ενός εκ των μαρτύρων της επανάστασης, ενώ οι δρόμοι έλαβαν ονόματα προκρίτων της Θεσσαλονίκης, είτε θανατωθέντων κατά το 1821 (Μπαλάνος, Μενεξές) ή πολύ μεταγενεστέρων (Αυγερινός).
 Υπήρξε εμφανής όμως στις ονοματοδοσίες η επιρροή του πνεύματος του εορτασμού του 1821.

 Ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Αντώνιος Κεραμόπουλλος, αρχαιολόγος στην ειδικότητα, καταγόμενος από τη Δυτική Μακεδονία, εξέδωσε το 1939 στην Αθήνα το μελέτημα
 «Οι Βόρειοι 'Έλληνες κατά το Εικοσιένα»
 (και αυτό το έργο δεν αναφέρεται στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης). Εκτός από την Αγγελική Μεταλλινού, υλικό για την τοπική ιστορία συγκέντρωνε και δημοσίευσε στον τύπο ο δημοσιογράφος Βασίλης Μεσολογγίτης. Ιστορική βιβλιογραφική έρευνα έκανε και ο γυμνασιάρχης I. Μέλφος.

Ενδιαφέρουσα είναι μία δημοσίευση του Κωνσταντίνου Σ. Τάττη, που υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου ανέκδοτου χειρογράφου στο αρχείο της οικογένειας, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Αλλά ο πρώτος που συνέταξε και εξέδωσε μια μικρή μονογραφία -με τίτλο
«Η δραματική συμβολή της Θεσσαλονίκης στον αγώνα του 1821»- ήταν ο δημοσιογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης, το 1940. Μελέτησε τις λίγες διαθέσιμες δημοσιευμένες πηγές, φυλλομέτρησε τους κώδικες της Μονής Βλατάδων και προσπάθησε να σκιαγραφήσει προσωπογραφικά σχεδιάσματα Θεσσαλονικέων της εποχής της επανάστασης.

 Δεν εργάσθηκε ως ιστορικός, σημειώνει ο ίδιος, αλλά ως δημοσιογράφος, που σκόπευε να παροτρύνει τους ειδικούς για την «κατάρτισι του χρονικού της Θεσσαλονίκης του Εικοσιένα», για το οποίο πίστευε ότι ««αξίζει τον κόπο να μην ξεχνιέται παραχωμένο στα αραχνιασμένα βάθη των αρχείων». Η έκφραση είναι παραστατική, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού κανένα τοπικό αρχείο δεν ήταν τότε γνωστό, εκτός από το προαναφερθέν αρχείο Τάττη (στο οποίο ο Θεοδωρίδης έκανε σαφή αναφορά) και φυσικά τα οθωμανικά αρχεία. Ας σημειωθεί ότι το μικρό βιβλίο του Θεοδωρίδη δεν αναφέρεται στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.


Την ίδια χρονιά, στον παρθενικό τόμο των ««Μακεδονικών» της ΕΜΣ, ο Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Αβραάμ Παπάζογλου δημοσίευσε μια σπουδαία άμεση οθωμανική μαρτυρία, του ιεροδικαστή Χαϊρουλλάχ.

 Ο βίος του Παπάζογλου δυστυχώς υπήρξε βραχύς, αφού πέθανε το επόμενο έτος σε ηλικία μόλις 31 χρόνων.

Βασδραβέλλης Ιωάννης 
(1900-1981)
Ιδρυτικό μέλος της ΕΜΣ
Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει τη δράση του ένας άλλος επίμονος ερευνητής, ο Ιωάννης Βασδραβέλλης, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος.

 Εξέδωσε -και εκείνος το 1940, πάλι από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών- το έργο

«Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας», 

στηριγμένος εν πολλοίς στη βιβλιογραφία και εν μέρει σε οθωμανικά έγγραφα του ιεροδικείου της Βέροιας, τα οποία είχε εντοπίσει ο δημόσιος λειτουργός Νικόλαος Τότσιος και με φροντίδα του είχε μεταφράσει ο Σωκράτης Αναγνωστίδης.

Ο μακαριστός Βασδραβέλλης -επί πολλά έτη γενικός γραμματέας της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών-είχε αντιληφθεί την τεράστια σημασία των οθωμανικών πηγών.

Και όσο και αν φαίνεται περίεργο, η κατοχική τριετία 1941-1944 αποτέλεσε τη χρυσή περίοδο της μετάφρασής τους.

Διαπρεπείς γνώστες της οθωμανικής νομοθεσίας (όπως ο Δημήτριος Δίγκας και ο Κωνσταντίνος Τσώπρος) και τουρκομαθείς (Λάζαρος Μαμζορίδης, Θεόδωρος Συμεωνίδης και Χαρίτων Εμμανουηλίδης) μετέφρασαν μέσα στην Κατοχή εκατοντάδες οθωμανικά έγγραφα, χάρη στην πρωτοβουλία και την επιμονή του Βασδραβέλλη.

Ταυτοχρόνως, το 1943, ο Μιχαήλ Λάσκαρις, διαπρεπής καθηγητής της Ιστορίας των Λαών της Χερσονήσου του Αίμου, εξέδωσε στο Βουκουρέστι τις αναφορές των προξένων της Γαλλίας και της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη για την περίοδο 1821-182613. Ήταν η πρώτη ουσιαστική επιστημονική συνεισφορά προς την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών πηγών, η οποία αποτέλεσε και τον ακρογωνιαίο λίθο των σημερινών γνώσεών μας.

Το 1946, πάλι μέσω της ΕΜΣ, ο Βασδραβέλλης εξέδωσε τη βραχεία μελέτη
 «Η Θεσσαλονίκη κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας», στην οποία αξιοποίησε τα μεταφρασθέντα οθωμανικά έγγραφα και τη συναφή βιβλιογραφία, όχι όμως και τη συμβολή του Λάσκαρι.
Βακαλόπουλος Απόστολος
(1909-2000)

 Αυτό έπραξε τον επόμενο χρόνο ο αείμνηστος Απόστολος Βακαλόπουλος, ο πρώτος επαγγελματίας ιστορικός που ασχολήθηκε με το θέμα.
Στο βιβλίο του
 «Η Θεσσαλονίκη στα 1430, 1821 και 1912-1918», 
εκπόνησε ένα σύντομο σχεδίασμα των συμβάντων στη Θεσσαλονίκη, συνδυάζοντας προξενικές πηγές, προφορική παράδοση και τη μαρτυρία του Χαϊ'ρουλλάχ, όχι όμως τα μεταφρασμένα οθωμανικά έγγραφα.

 Ο Απ. Βακαλόπουλος είχε ήδη ασχοληθεί με την επανάσταση στη διατριβή του

«Πρόσφυγες και προσφυγικό ζήτημα κατά την επανάστασιν του 1821» 

την οποία είχε εκδώσει το 1939, αλλά και στην υφηγεσία του

 «Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την επανάστασιν του 21», που εκδόθηκε το 1941.

Ο επόμενος στη σκυταλοδρομία της προπολεμικής γενεάς ήταν ένας ερευνητής αμερικανικών αρχείων, ο εκπαιδευτικός Γεώργιος Σούλης, που δυστυχώς έφυγε -όπως και ο Παπάζογλου- σε νεαρή ηλικία.

 Στο πρώτο μεταπολεμικό τόμο των «Μακεδονικών» δημοσίευσε τις επιστολές ανώνυμου Βρετανού, τις οποίες ο συντάκτης τους είχε στείλει το 1821 στη Σμύρνη, στον αμερικανό ιεραπόστολο Πλίνιο Φλινκ.

 Λιτές και πλήρεις λεπτομερειών, οι ειδήσεις εκείνες επιβεβαίωσαν δημοσιευμένες μαρτυρίες και κάλυψαν μερικά κενά. Δυστυχώς, δεν έχει εντοπιστεί ακόμη ο «ανώνυμος Βρετανός».

Θα περίμενε κανείς να γραφτεί τότε μια συνολική μελέτη για τη Θεσσαλονίκη της επανάστασης, εν όψει και της 50ετηρίδος του 1962. Θα περίμενε επίσης τη συνέχιση της αναζήτησης νέων πηγών. Ωστόσο, πέρασαν πάνω από 25 χρόνια χωρίς τίποτε νέο, αν εξαιρέσουμε τα μεταφρασθέντα κατά την Κατοχή οθωμανικά έγγραφα που δημοσίευσε ο Βασδραβέλλης, πάλι μέσω της ΕΜΣ, το 1952.

 Έτσι η σκυτάλη πέρασε στη νεότερη επιστημονική γενεά.

Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος 
(Θεσσαλονίκη, 1951)
Στη δεκαετία του 1970ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ανέδειξε λανθάνουσες πηγές της ελληνικής κοινότητας16 και δημοσίευσε στα «Μακεδονικά» προξενικές αναφορές πλήρεις λεπτομερειών για την περίοδο κατά και μετά την επανάσταση.

Έπειτα, ο Αθανάσιος Καραθανάσηςέφερε στο φως άφθονα τεκμήρια από τα γαλλικά αρχεία για την προεπαναστατική και την επαναστατική περίοδο.

Τέλος, ο Βασίλης Δημητριάδηςδημοσίευσε το 1997 μια σπουδαία οθωμανική πηγή, την απογραφή του 1835.

 Με την ίδια πηγή ασχολήθηκε ταυτοχρόνως και η ερευνήτρια Μερόπη Αναστασιάδου.

 Το χρονικό της Ορμύλιας, που δημοσίευσε ο Χαράλαμπος Παπαστάθης, χωρίς να αναφέρεται άμεσα στη Θεσσαλονίκη, φώτισε πολλές πλευρές της κατάστασης στη γύρω περιοχή κατά την περίοδο πριν και μετά την επανάσταση.
Διαφωτιστικά στοιχεία περιέχει καιο κώδικας της ελληνικής σχολής 1825-1844που είχε εντοπίσει παλαιότερα ο Χαράλαμπος Παπαστάθης και δημοσίευσε προσφάτως η Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου.

 Παράλληλα, η πυκνή περί τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία ιστοριογραφική δραστηριότητα επεκτάθηκε και ενίσχυσε το γνωστικό υπόβαθρο.

Το Κοινόν της Πολιτείας

Ο λεγόμενος άτιτλος κώδικας του Αγίου Αθανασίου, 
δηλαδή το λογιστικό κατάστιχο της
ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης
 που συντάχθηκε στην περίοδο 1792-1797
 και φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, 
σκιαγραφεί τη χριστιανική κοινότητα κατά την περίοδο εκείνη

Από την ανάλυση των εγγραφών φαίνεται ότι οι ορθόδοξοι έμποροι και τεχνίτες της Θεσσαλονίκης που έπρεπε να καταβάλουν στην κοινότητά τους εισφορές για το συσσωρευμένο χρέος της ανέρχονταν σε 1.100 περίπου.

Αυτό μας δίνει ένα συνολικό αριθμό περίπου 5.500 ορθοδόξων.

Στα τέλη του 18ου αι. η κοινότητα των ορθοδόξων της Θεσσαλονίκης ονόμαζε τον εαυτό της «Κοινόν της Πολιτείας». 

Η ονομασία απαντά στους κοινοτικούς κώδικες μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Την ίδια ονομασία βρίσκουμε και σε άλλες ελληνικές κοινότητες, π.χ. στην Αδριανούπολη και τη Λήμνο.
Όπως προκύπτει από το άτιτλο λογιστικό κατάστιχο και από τους κώδικες του Αγίου Αθανασίου, της Παναγούδας και της ελληνικής σχολής, η διοικητική διάρθρωση του «Κοινού της Πολιτείας» είχε μέχρι το 1840 ως εξής:

ΤΟι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Το Ρουμλούκι.

$
0
0
Φ.Κόντογλου


Victor Bérard
"τουρκία και ελληνισμός"
Οδοιπορικό στη Μακεδονία  (1890-1892)

Στα νότια της Καστοριάς αρχίζει το Ρουμλούκ, ο τόπος των «Ρουμί», των Ελλήνων. 

Η τούρκικη αυτή ονομασία προσδιορίζει πιο ειδικά τις περιοχές Καραφέρια και Σέρβια, τις κατωφέρειες του Ολυμπου.



 Οι μουσουλμάνοι όμως της Καστοριάς τον εφαρμόζουν και στα δυο καντόνια που μας χωρίζουν από τα θεσσαλικά σύνορα, την Ανασελίτσα και τα Γρεβενά.

Πραγματικά, ο τόπος αυτός παρέμεινε πάντοτε ελληνικός.


 Ένα φιρμάνι του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς είχε αναγνωρίσει στους πληθυσμούς αυτούς το δικαίωμα της οπλοφορίας και η Πύλη, για να υπερασπίσει την αυτοκρατορία από τις αλβανικές επιδρομές, είχε δημιουργήσει υπό την ονομασία των Αρματολών ένα είδος τοπικής πολιτοφυλακής.

Οι Αρματολοί, απαλλαγμένοι από κάθε άλλο βάρος εκτός από την υπηρεσία σε καιρό πολέμου και τα αστυνομικά καθήκοντα σε καιρό ειρήνης, υπάκουαν σε κάθε περιοχή στον καπετάνιο τους.
Ο κληρονομικός ή αιρετός αυτός καπετάνιος επικυρωνόταν από την Πύλη, που τον επιχορηγούσε κιόλας.

 Η Βέροια, τα Σέρβια και τα Γρεβενά ήσαν τα τρία καπετανάτα της Μακεδονίας.
Υπήρχαν άλλα έντεκα σκορπισμένα στη Θεσσαλία και την Πίνδο.
Οι Αρματολοί δεν ξεχώρισαν ποτέ με σαφήνεια την ειρήνη από τον πόλεμο ούτε την αστυνόμευση από τις επιδρομές.

Η ανεξαρτησία τους έφτανε ως την εξέγερση και, από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι καπεταναίοι, αρνούμενοι την υπηρεσία έξω από τον τόπο και πολεμώντας μεταξύ τους μέσα στον τόπο, ξαλάφρωναν με πνεύμα ισονομίας τόσο τους χριστιανούς από τα πουγκιά τους, όσο και τους πασάδες από τις γυναίκες τους.

 Τα δημοτικά τραγούδια διαφύλαξαν την ανάμνηση των παλαιών αυτών παλικαριών (1750-60):

Ο Σύρος από τα Σερβιά κι ο Νάννος απ’ τη Βέροια
Κονάκια ’χουν στην Τσαπουρνιά, Κονάκια στα Κανάλια,
Παπά ψωμί, παπά κρασί, παπά ταγή τ ’ αλόγου,
Παπά, φέρε την κόρη σου, τη θέλει ο καπετάνιος.
Εγώ πασά δε σκιάζουμαι, βεζίρη δε φοβούμαι.
Πασά ’χω το τουφέκι μου, βεζίρη το σπαθί μου.
Τρεις μέρες κάνω πόλεμο στη Νιάουστ’ από πάνω*.


Όταν ήρθε η ελληνική επανάσταση, οι Αρματολοί ήσαν ήδη προετοιμασμένοιγια την ζωή του ηρώα.

Οι αγωγιάτες ακόμη τραγουδούν τους πέντε Βλαχαβαίους από τα Γρεβενά, και το Διαμαντή, και τον Μπουκουβάλα και τον Τάσο που πολέμησαν από τα 1817 έως τα 1822.

Ο Μεχμέτ Αβουλαβούτ πασάς κατέπνιξε με αγριότητα την εξέγερση στο Ρουμλούκ.

Ο θρύλος δε θυμάται πια σήμερα παρά τα μεγάλα ανδραγαθήματα του Μπουκουβάλα, του Μπουκουβάλα που πήρε τα Σέρβια, του Μπουκουβάλα που πήρε τη Νάουσα, του Μπουκουβάλα που πολέμησε με 1.500 Τούρκους κι όταν ήρθε η νύχτα, πεντακόσιοι απ’ αυτούς ήσαν ξαπλωμένοι στο χώμα.
 Οι Αρματολοί είδαν τότε πως τρία παλικάρια έλειπαν στο προσκλητήριο το ένα είχε πάει για ψωμί, το άλλο για νερό στη βρύση και το τρίτο είχε σκοτωθεί.

 Ο Έλληνας έχει τόσο πολύ υποφέρει εδώ και τρεις αιώνες, ώστε δεν μπορεί πια να κρατήσει ακριβή λογαριασμό όλων των συμφορών του.

Τον Ιούνιο του 1822 ύστερα από το πέρασμα του Μαχμούτ πασά, άντρες ακρωτηριάστηκαν και απαγχονίσθηκαν, γυναίκες ρίχτηκαν στη θάλασσα, αγόρια αρπάχτηκαν και σουνουτεύτηκαν, παιδιά ψήθηκαν στη σούβλα — το Ρουμλούκ είχε σχεδόν ερημωθεί.

 Ο Αλής ο Τεπελενλής που κατείχε πριν τον τόπο, είχε ήδη εγκαταστήσει στα καλύτερα τσιφλίκια Τόσκηδες μπέηδες και αγάδες αλλά οι Αλβανοί δεν μπόρεσαν να διαβούν κατά μάζες τη γραμμή της Πίνδου, οι Αρματολοί τους κράτησαν μακριά.

Στα 1822 όμως, κατέβηκαν από τα βουνά τους και υπέταξαν τα ελευθεροχώρια.
Όλα σήμερα τους ανήκουν.

Η Καστοριά παρουσιάζει, όταν την κοιτάξεις από το νότιο μέρος, μια αξιοσημείωτη αναλογία με μια άλλη μακεδονική πόλη, την Αχρίδα.

Χτισμένες και οι δυο τους στην άκρη μιας λίμνης, πάνω σ’ ένα βραχονήσι, έχουν στην κορυφή τους τα ερείπια τούρκικων ή βυζαντινών οχυρών.
 Κι εδώ, όπως κι εκεί, οι χριστιανοί ανακατάκτησαν την πόλη και τα σπίτια τους καλύπτουν τη νότια κατωφέρεια.
Οι μουσουλμάνοι εγκαταλείποντας τα κονάκια τους και τα πέτρινα τζαμιά τους αποτραβήχτηκαν παράμερα, στους κήπους της στεριάς, μοιάζουν σαν να έχουν κατασκηνώσει μέσα στα καινούρια τους σπίτια, γύρω από τα χτισμένα με βιάση τζαμιά τους.

 Η Αχρίδα όμως είναι ολοφάνερα σλάβικη, ενώ η ελληνική εθνικότητα της Καστοριάς χτυπά αμέσως στο μάτι.

 Πέτρινα σπίτια, πέτρινα γείσα, μεγάλα αψιδωτά παραθύρια, πλατιά χαγιάτια, τίποτα δε λείπει απ’ αυτά που κάνουν για τον Έλληνα την ομορφιά ενός «καταστήματος».

 Ο 'Ελληνας εγκαθίσταται για τον αιώνα τον άπαντα

Το λασπόχωμα και το ξύλο αρκούν στον Τούρκο ή στο Σλάβο, που τους ικανοποιούν αιωνίως τα πρόσκαιρα.

Ο  Ελληνας μεταχειρίζεται μονάχα την πέτρα.

Η ελληνοποίηση της Καστοριάς έγινε στη διάρκεια του αιώνα τούτου.

 Την εποχή του Πουκεβίλ ήταν ακόμη μια σλαβομουσουλμανική πόλη. «Χρειάστηκε να προσφύγω σε μερικά σκλαβούνικα (esclavon) που είχα μάθει στη Ραγούζα, για να απευθύνω κάποιες ερωτήσεις1». Οι Τούρκοι έφυγαν παράτησαν στο γκιαούρη τη γλυκιά Κεσριέ.

Οι σλαβόγλωσσοι κερδήθηκαν στην Ιδέα.

 Οι μουσουλμάνοι μπέηδες που παραμένουν ακόμη, Αλβανοί και Σλάβοι, είναι κι αυτοί έτοιμοι για αναχώρηση.
Στην άκρη της λίμνης που σχεδόν κάνουμε το γύρο της, το τούρκικο λιθόστρωτο χαμοσέρνεται ανάμεσα στα σκοινά της όχθης και τις «πεζούλες» των αμπελιών.
Ένας κυκλοτερός χωματόλοφος κλείνει από τα νότια το λεκανοπέδιο της Καστοριάς και το χωρίζει από τη γειτονική κοιλάδα του Αλιάκμονα. Μια στενή νεροσυρμή φέρνει στο ποτάμι τα νερά της λίμνης μέσ’ από μια κλεισούρα, που την ακολουθούμε κι εμείς.

Η Καστοριά χάνεται πίσω από τους καλαμιώνες, μέσα στο πλαίσιο που της δημιουργεί ο ουρανός και τα γαλάζια νερά. Το ποτάμι βγαίνει βουβό από τη λίμνη και κυλά αργά τα νερά του μέσα στην πλατιά του κοίτη, κάτω απ’ τις πέτρες και τα μούσκλα. Τα πλατάνια, οι καρυδιές κι οι καστανιές σμίγουν τις πλατύφυλλες φυλλωσιές τους. Δυο όμορφα άσπρα λελέκια περπατούν ανάμεσα στα νούφαρα, μέσα στο θαμπό μισόφωτο.
Σταθήκαμε, συνεπαρμένοι από την κάπως θλιμμένη σαγήνη του τοπίου, ίσως είμαστε οι τελευταίοι που το ατενίζουμε. Αύριο μέσα στη γλυκιά τούτη φύση θα εμφανιστεί ο Έλληνας, φέρνοντας μαζί του τον αχό και την αναμπουμπούλα της σύγχρονης ζωής.
Τα λελέκια αυτά που τόσον καιρό εξουσίασαν τα νερά της λίμνης, τα ωραία αυτά δέντρα που τόσα χρόνια άπλωναν τη σκιά τους για τον ύπνο του Τούρκου, θα κάνουν τόπο στα αμπέλια, τα σπαρτά, τους μύλους, το πολύβουο νοικοκυριό του φιλόπονου Έλληνα...

Από τα πρώτα μας βήματα στην κοιλάδα του Αλιάκμονα νιώθουμε πως βρισκόμαστε σε γνήσιο τόπο Ρουμήδων.

 Εδώ αφέντης είναι ο Έλληνας.

Δάση κομμένα σύρριζα, λόφοι φαλακροί, μισοκαμένα ξερόδεντρα, μακρινοί ορίζοντες χωρίς άλλη γραμμοσκιά έξω από κάποιο σύδεντρο από πράσινες βαλανιδιές γύρω από ένα ξωκλήσι, ο Έλληνας έχει κάνει εδώ τον τόπο γωνιά ελληνισμού.

Από πρώτη ματιά και ως γενική εικόνα το λεκανοπέδιο του Αλιάκμονα θυμίζει τους κάμπους της Ρέσνας και του Μοναστηριού.
 Ίδια γυμνή και ενιαία πλατωσιά, μέσ’ από λόφους και βουνά με μεγάλες πλαγιές, σου φαίνεται ότι με ασταμάτητο καλπασμό φτάνεις σε λίγες ώρες στα θεσσαλικά βουνά, που κλείνουν το νότιο ορίζοντα.
 Ύστερα όμως από ολιγόλεπτο τροχαλητό τα άλογα σταματούν στο χείλος μιας πλατιάς χαράδρας, πρέπει να κατέβουμε, μέσ’ από αργιλόχωμα που αργογκρεμίζεται, μια κάθετη σχεδόν κατωφέρεια, να διαβούμε τις ιτιές ενός μικροπόταμου ή κάποιου ξεροχείμαρρου και να ξανανέβουμε μια εξίσου απόκρημνη και εξίσου μεγάλη πλαγιά.

 Κι έπειτα μια καινούρια κορδέλα δρόμου μας ξαναφέρνει σε καινούριο λαγκάδι.

Τα ποτάμια που πέφτουν από τα δυτικά βουνά, έχουν σκάψει βαθιές κοίτες μέσα στην αρχαία λιμνογενή πεδιάδα, κοίτες παράλληλες μεταξύ τους από τα δυτικά στα ανατολικά και κάθετες στον κύριο ποταμό που κυλά από βορρά προς νότο κατά μήκος των ανατολικών λόφων.

 Τα ξερολάγκαδα αυτά ποικίλλουν σε εύρος, ανάλογα με τη δύναμη της νεροσυρμής που τα έσκαψε τα πιο στενά αρκούσε να τα σκεπάσει ένα γεφύρι με λίγες καμάρες, τα πιο φαρδιά είναι γύρω στο χιλιόμετρο, όλα όμως έχουν το ίδιο βάθος κι έχουν βουλιάξει μέσα στη μαλακιά πρόσχωση, μέχρι να βρουν πιο στέρεο πέτρωμα, διαμορφώνοντας από τη μια και την άλλη τους πλευρά δυο τοιχώματα κάθετου ύψους τριάντα σαράντα μέτρων.
Στις όχθες των ποταμών είναι εγκατεστημένοι μερικοί μυλωνάδες.

Τα χωριά έχουν μείνει στα ψηλώματα, για να βλέπουν από μακριά τις συμμορίες που χυμούσαν από την Πίνδο και να φυλάγονται από τους αιφνιδιασμούς.
Ο τόπος είναι σχεδόν έρημος.
Είναι αλήθεια ότι δεν ακολουθήσαμε το μεγάλο δρόμο ούτε επισκεφθήκαμε τα πληθυσμιακά κέντρα, τη Λάψιστα (Ανασελίτσα) και τη Σιάτιστα.

 Τα δυο αυτά κεφαλοχώρια, σε πλήρη κλίμακακαι από πολύ καιρό εξελληνισμένακαι μη έχοντας πια παρά μερικούς τούρκους αγάδες, δε μας προκαλούσαν το ενδιαφέρον.

Αποφεύγαμε άλλωστε μουντίρηδες, καϊμακάμηδες και τους λοιπούς αξιωματούχους της Αυτού Μεγαλειότητος, τα διαβατήριά μας, αν και σφραγισμένα και σχεδόν εντάξει, θα μπορούσαν ίσως να μας δημιουργήσουν προβλήματα.

Πηγαίναμε λίγο στην τύχη από χωριό σε χωριό, παρακάμπτοντας από μακριά τη Λάψιστα, που είναι φωλιασμένη στην πλαγιά ενός λόφου.
Στα θερισμένα χωράφια η κάψα και η αντανάκλαση ήσαν αποπνικτικές. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε στάση πολύ πριν από το μεσημέρι στο χωριό Χότουρι.

Το Χότουρι κατοικείται από πενήντα εξήντα οικογένειες, όλες χριστιανικές και όλες ελληνικές την ελληνική γλώσσα την καταλαβαίνουν όλοι, μεταξύ τους όμως χρησιμοποιούν τα αρβανίτικα.

Τα ζωύφια μας έδιωξαν γρήγορα από τα σπίτια. Αράξαμε κάτω από τον ίσκιο μιας βαλανιδιάς, του μοναδικού δέντρου, του τελευταίου δέντρου που είχε απομείνει και που το είχαν κι αυτό τσαλακώσει οι φωτιές των τσοπάνηδων. Μαζεύεται γύρω μας όλο το χωριό και μας φέρνει πάλι τους εχθρούς που αποφεύγαμε.
Και η συνομιλία μας με τους αρβανίτες αυτούς δε μας αποζημιώνει καθόλου για τη δυσφορία που μας φέρνει η συντροφιά τους! Τα αιώνια παράπονα κατά του Τούρκου, τα συνηθισμένα παράπονα του ραγιά κατά του μουσουλμάνου, του αγρότη κατά του αγά ή του μπέη γαιοκτήμονα.
Το χωριό ανήκει εξολοκλήρου στους μουσουλμάνους της Λάψιστας, αυτοί οι κερατάδες παίρνουν τη δεκατιά...

 Θέμα Βουλγάρων δεν υπάρχει.

 Όσοι έχουν ακούσει να γίνεται λόγος για βεράτια, πιστεύουν ότι το νομικό αποτέλεσμα των βερατίων θα είναι η προσάρτηση της Μακεδονίας στους Βουλγάρους.

 Δεν μπορούν λοιπόν να δεχτούν ότι είναι ποτέ δυνατό να υπογράψει τέτοια χαρτιά ο σουλτάνος. Τους αφήσαμε να το πιστεύουν.

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Άγιο Όρος, η εξέγερση της Μακεδονίας το 1821 και ο Εμμανουήλ Παπάς

$
0
0

Ανδριάντας Εμμανουήλ Παπά
Έργο του γλύπτη Νίκου Περαντικού

Εκείνος ο οποίος λαμπρύνει κατ'εξοχήν τις χρυσές δέλτους της ένδοξης ιστορίας του γένους και περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στην ανατολική Μακεδονία ειδικότερα,
είναι ο μεγαλέμπορος - τραπεζίτης
Εμμανουήλ Παπάς, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό
Δοβίστα (νυν Εμμανουήλ Παπάς) των Σερρών
από πατέρα ιερέα,
μορφώθηκε στο εις Σέρρας
από του έτους 1735 λειτουργούν ελληνικό σχολείο και
αναδείχθηκε σε ένα από τους
πλέον επιφανείς άνδρες των Σερρών της εποχής εκείνης,
διακρινόμενος για τη θεοσέβεια και τη φιλοπατρία του.
Η ευφυία, η τιμιότητα και οι πολυσχιδείς ικανότητές του τον ανέδειξαν σύντομα σε μεγαλέμπορο, τραπεζίτη και κορυφαίο πολίτη, απολαμβάνοντα γενικής εκτιμήσεως.
Ο Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821) ξεκίνησε με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις,
όπως φαίνεται από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του καθώς και με λίγα χρηματικά μέσα, όπως όλοι γενικά οι Έλληνες της εποχής.
Ίσως η πρώτη αρχή να ήταν το μπακάλικο της Δοβίστας που είχε αγοράσει ο αδελφός του Γιωργάκης Οικονόμου.
Ευφυής όμως και τολμηρός δεν άργησε αρχίζοντας από μικρέμπορος να εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο των Σερρών, με καταστήματα στην Κων/πολη και στη Βιέννη,
ν'αποκτήσει σημαντική περιουσία, κινητή και ακίνητη, πάνω από 300.000 τάλιρα,
να γίνει δανειστής των Τούρκων αγάδων και μπέηδων της περιοχής,

να συνάψει στενές σχέσεις μαζί τους και να τους επηρεάζει πολύ,
προ πάντων τον πανίσχυρο τοπάρχη Ισμαήλ μπέη,
που ήταν στη Μακεδονία ο αντίποδας του Αλή πασά της Ηπείρου.
Με την θερμή υποστήριξη και προστασία του Παπά πολλά ωφελήθηκε η ελληνική κοινότητα των Σερρών.
Μετά το θάνατο του Ισμαήλ (1814) ο σπάταλος και άσωτος γιος του,
αλλά γενναίος πολεμιστής Γιουσούφ μπέης δημιούργησε τόσο μεγάλα χρέη,
40.000 μαχμουτιέδες (1 περίπου εκατομμύριο χρυσές δραχμές),
ώστε ήταν αδύνατο να τα ξεπληρώσει.
Όταν ο Παπάς ζήτησε με επιμονή να του ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου,
ο Γιουσούφ του έδωσε μόνο το μισό του χρέος και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει.
Τότε ο Παπάς αναγκάστηκε, τον Οκτώβριο του 1817,
να φύγει κρυφά στην Κων/πολη, όπως αφηγείται στον μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο,
τον οποίο παρακαλεί να προστατεύει την οικογένειά του κατά τη διάρκεια της απουσίας του από τις επιβουλές του Γιουσούφ, ο οποίος είχε βάλει ανθρώπους να του κάψουν το σπίτι.
Φοβάται όμως ο Παπάς να μεταφέρει την οικογένειά του στην Πόλη,
μήπως ο Γιουσούφ κατά τη μεταφορά της, βάλει ανθρώπους και σκοτώσουν τα παιδιά του.
Λυπάται επίσης που άφησε τους συμπολίτες του χωρίς την προστασία του.
«Και ο αισχροκερδής διοικητής τώρα θέλει να εύρει τον καιρόν να τους τυραννεί και να τους γυμνώνει επειδή μόνη η νουθεσία και η σκέψη μου εμπόδιζε τας σκευωρίας και τα ενεδρεύματά του».
Στην Κων/πολη γνωρίζεται και συνδέεται με το φιλικό Κωνσταντίνο Παπαδάτο,
ο οποίος του κάνει τις προκαταρκτικές κρούσεις για ενδεχόμενη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία·
Ο Σερραίος πατριώτης ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό.
Εκεί, ύστερα από 2 χρόνια, στις 21 Δεκεμβρίου του 1819, σε ηλικία 47 χρόνων
μυείται και με "το αφιερωτικό"του
προς τον επίσκοπο Σερρών Χρύσανθο υπόσχεται να καταθέσει
στο ταμείο της 1.000 γρόσια
«ως προοφειλομένην συνδρομή βοηθητική για την δημιουργημένη και μάλλον ήδη ενεργουμένην σχολή της πατρίδος»
(όπως συνήθως γινόταν λόγος στα σχετικά έγγραφα της φιλικής εταιρίας),
η οποία σχολή λίγες γραμμές παρακάτω αναφέρεται χαρακτηριστικά ως "Σχολή του Πανελληνίου".
Ο Παπάς υπόσχεται στο τέλος ότι όταν βεβαιωθεί ότι η σχολή προκόβει, θα συνεισφέρει και άλλα «το κατά δύναμιν όλην ……. Προς καταρτισμό και βελτίωσιν αυτής».

Το πιο παλιό έγγραφο που σώζεται είναι ένα μονόφυλλο
γεμάτο ορθογραφικά λάθη με ημερομηνία 1 Μαΐου 1793,
στο οποίο ο Εμμανουήλ Παπάς καταγράφει,
όπως συνήθιζαν τότε πολλοί Έλληνες,
τα ονόματα των 11 παιδιών του κατά σειρά γεννήσεως.

Ο Εμμανουήλ Παπάς μέσα σε 22 χρόνια γίνεται ο αρχηγός μιας πολυμελούς,
μιας πατριαρχικής οικογένειας,
που αποτελείται από 8 αγόρια και 3 κορίτσια
(σχεδόν σε κάθε δύο χρόνια αναλογεί και ένα παιδί).

Στην Κων/πολη κατορθώνει ο Παπάς να εισπράξει το χρέος του Γιουσούφ μέσω της Πύλης.
Και είναι πολύ πιθανόν ότι μαζί με τον Κ. Κουμπάρη
και τον Γ. Σταματά προχώρησε πολύ στη μύηση και άλλων μελών
στην Κων/πολη και στην είσπραξη αντιστοίχων ποσών, με τα οποία σκόπευε ο Υψηλάντης να οργανώσει "κάσα"για την χρηματοδότηση του αγώνα.

Στις Σέρρες, την απουσία του προσπαθεί να καλύψει ο μεγαλύτερος γιος του Αθανάσιος,
ο οποίος τον αντικαθιστά στις διάφορες εργασίες του
και ο οποίος δε θα διστάσει να δανείσει ακόμα
και άτοκα στους κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του πατέρα του·
χρήματα που τελικά δεν εισπράχτηκαν ποτέ σε εποχή που κυριολεκτικά οργίαζε η τοκογλυφία.

Ο Εμμανουήλ Παπάς είχε μέτριο ανάστημα.
Το πρόσωπό του στηριγμένο σε ένα μακρύ λαιμό, ήταν πράο αλλά γεμάτο ζωή και δραστηριότητα.
Ήταν λιγόλογος, μιλούσε με μειλιχιότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά.
Έπαιρνε το λόγο πάντοτε τελευταίος και επιβάλλονταν με την λογική διατύπωση των γνωμών του.
Ο ζήλος του για την απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν μεγάλος και η φιλοτιμία του απέραντη.
Δεν υπάρχει κάποια αποτύπωση της φυσιογνωμίας του μεγάλου αυτού τέκνου της Σερραϊκής γης ούτε σε ζωγραφιά, ούτε σε κάποια γκραβούρα της εποχής αλλά ούτε και κάποια περιγραφή του.

Η μοναδική αναφέρεται από τον Ευάγγελο Στράτη στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στα 1914 και από αυτό δανειζόμαστε τα όσα προηγουμένως αναφέραμε σύμφωνα πάντοτε με όσα γράφει για αυτόν ο Σερραίος λόγιος και ιστορικός.

Ο Εμμανουήλ Παπάς εμυήθη στη Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη,
στην οποία και διέθεσε όλη τη μεγάλη περιουσία του,
αλλά και όλο του το είναι.
Πιστός στον όρκο του προς τη Φιλική Εταιρεία,
ο Εμμανουήλ Παπάς αναλαμβάνει να εκτελέσει τις οδηγίες που του έδωσε ο αρχηγός και φίλος του Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Προς τούτο αγοράζει ικανή ποσότητα όπλων και πολεμοφοδίων και στις 23 Μαρτίου 1821 τα φορτώνει σε καράβι και αναχωρεί για το Άγιον Όρος μαζί με τον Ιωάννη Χατζηπέτρου, υπασπιστή του και τον Δημήτριο Οικονόμου, γραμματέα του.

Το Άγιον Όρος θεωρούνταν
-κακώς βέβαια-
ως το καταλληλότερο ορμητήριο
για την εξέγερση της Μακεδονίας,
όχι μόνο γιατί η χερσόνησος ήταν φυσικά οχυρή,
αλλ'ακόμη γιατί οι 3.000 περίπου άνδρες,
που μόναζαν στα 20 μοναστήρια και στα 300 περίπου κελλιά,
σκήτες, καθίσματα και ησυχαστήρια
θα μπορούσαν να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά.

Το έδαφος παρουσιαζόταν ώριμο για την εξέγερση, γιατί δυο χρόνια τώρα οι μοναχοί είχαν υποφέρει πολλά από τις αυθαιρεσίες και αργυρολογίες του Τούρκου διοικητή.
Έπειτα ορισμένοι φαίνεται ότι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία.
Στην πραγματικότητα όμως ούτε η κατάλληλη προετοιμασία είχε γίνει, ούτε και οι επαναστατικές ιδέες συμβιβάζονταν με τον ιδεολογικό κόσμο των μοναχών και με το αγιορείτικο καθεστώς.

Το Λάβαρο των Μακεδονικών δυνάμεων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 που υψώθηκε στη μάχη της Ρεντίνας, στις 17 Ιουνίου 1821, στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά φυλάσσεται στην Ι. Μ. Εσφιγμένου στο Άγιον Όρος

Το πλοίο στις 23 Μαρτίου του 1821 έφθασε στο Αγιον Ορος και εκεί υποδέχθηκε τον Εμμανουήλ Παπά με μεγάλο ενθουσιασμό ο ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου,
ο οποίος ήταν προ πολλού μυημένος στη Φιλική Εταιρεία.

Την επομένη της αφίξεως του Εμμανουήλ Παπά στο Αγιο Ορος,
προσκλήθηκαν σε γενική συνέλευση στη μονή Εσφιγμένου
όλοι οι ηγούμενοι και οι προϊστάμενοι των είκοσι μοναστηριών και σκητών,
οι οποίοι με μεγάλη προθυμία και συγκίνηση
ανταποκρίθηκαν
στην πρόσκληση του Εμμανουήλ Παπά.


Ο φλογερός επαναστάτης σκορπίζει ρίγη ενθουσιασμού και συγκίνησης.
Οι ηγούμενοι όλων των Μονών τον ανακηρύσσουν
«Αρχηγόν και προστάτην της Μακεδονίας»,
αλλά η επανάσταση που ευαγγελίζονταν θα αποτύχει...
Οι πατέρες του Αγίου Όρους άρχισαν υπό άκρα μυστικότητα να υλοποιούν τις εντολές που τους δόθηκαν γιά την επιτυχία του Αγώνα.

Ο Παπάς αμέσως δίνει το έναυσμα της επανάστασης.

Το επαναστατικό κίνημα του Εμμανουήλ Παπά έφτασε στο τέλος του σύντομα και άδοξα.
Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, Γιουσούφ Μπέης απέστειλε μεγάλη στρατιωτική δύναμη στον Άθω και μόλις έφθασε αυτή, άρχισε να καταπιέζει παντοιοτρόπως τους κατοίκους της περιοχής, πολλοί από τους οποίους αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στα βουνά.

Την παραμονή της ημέρας που ορίστηκε για επίθεση κατά του Πολυγύρου (δηλαδή την 16η Μαΐου), οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να βρίζουν τους χριστιανούς και να τους απειλούν με γενική σφαγή.

Οι κάτοικοι του Πολυγύρου οπλίσθηκαν και ορκίστηκαν επί του Σταυρού,
κήρυξαν την επανάσταση και το πρωί της 17ης Μαΐου σκότωσαν τον Τούρκο υποδιοικητή και τους δεκαοκτώ στρατιώτες της φρουράς του και αυθημερόν,
για να προλάβουν την είσοδο της επερχόμενης τουρκικής δυνάμεως που αποτελούνταν από χίλιους άνδρες, χωρίστηκαν σε δύο μέρη και επιτέθηκαν, οι μεν κατά του Τσιρίμπαση, οι δε κατά του Χασάναγα, τους οποίους και ανάγκασαν σε υποχώρηση.

Ο Γιουσούφ Μπέης, πληροφορήθηκε τα γεγονότα και κατέσφαξε πολλούς από τους Έλληνες της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων τον επίσκοπο Κίτρους Ιωσήφ και τους προύχοντες Χριστόδουλο Μπαλάνο, Χρήστο Μενεξέ και Αναστάσιο Κυδωνιάτη.

Το μαρτύριο των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης έγινε γνωστό στη Χαλκιδική
και στην ανατολική Μακεδονία και έγινε αφορμή να εξαφθεί ακόμα περισσότερο το μίσος κατά των Τούρκων και να γιγαντωθεί ο πόθος για την ελευθερία.
Προς τούτο στο Πρωτάτο των Καρυών συγκροτήθηκε υπό τον Εμμανουήλ Παπά γενική συνέλευση και αποφασίστηκε η καθαίρεση του Ζαμπίτη (αστυνόμου) του Άθω, Χασεκή Χαλήλ Μπέη.

Παράλληλα, συστάθηκε γενική εφορεία από αντιπροσώπους όλων των ιερών Μονών για την εσωτερική διοίκηση και οικονομική επιμελητεία του πολέμου και προσκλήθηκαν όλοι οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα μοναχοί του Αγίου Ορους.
Ύστερα απ'αυτά, σε συγκινητική εκκλησιαστική τελετή,
κηρύχθηκε η επανάσταση υπό τις ευλογίες του μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνσταντίου
και αναγορεύθηκε
ο Εμμανουήλ Παπάς
αρχηγός και
προστάτης της Μακεδονίας.

Στις 8 Μαΐου στις Σέρρες συμβαίνουν δραματικά γεγονότα, όμως τελικά η πόλη σώζεται από την άγρια μανία του τουρκικού όχλου.
Ταυτόχρονα η Φαίδρα, η γυναίκα του Εμμ. Παπά και η οικογένειά του φυλακίζονται, δημεύεται η περιουσία του και κατάσχονται 13 βαρέλια με χρυσά φλωριά.

Στις 2 Ιουνίου οι δυνάμεις προελαύνουν προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα "ρέμπελο ασκέρι"που δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς ενισχύσεις, πολεμοφόδια και το κυριότερο, ηγεσία.
Γι'αυτό και η επανάσταση στη Χαλκιδική θα συρρικνωθεί γρήγορα και οι επαναστάτες
θα περάσουν τεσσερεισήμισυ μήνες αποκλεισμένοι στις δυο χερσονήσους.
Είναι η εποχή που ο Δημήτριος Υψηλάντης
ονομάζει τον Παπά
"πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης".

Η πτώση της Κασσάνδρας και "η αντιδραστική στάση"των μοναχών κάνουν την κατάσταση απελπιστική, ενώ άγριος, αποφασιστικός και ακάθεκτος εισβάλλει στη Χαλκιδική ο Μεχμέτ Εμίν πασάς της Θεσσαλονίκης καταστρέφοντας, καίγοντας, σφάζοντας και ισοπεδώνοντας τα πάντα.

Ο Εμμανουήλ Παπάς αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Μονή Εσφιγμένου, να μπει σ΄ ένα καράβι και να πάρει την κατεύθυνση για Ύδρα, έχοντας μαζί του το μικρό του γιο, τον Γιαννάκη καθώς και το προσωπικό του αρχείο.

Όμως οι μέχρι τότε κακουχίες, η κούραση, αλλά και η απογοήτευση είχαν φθείρει την υγεία του Σερραίου επαναστάτη,
με αποτέλεσμα να πάθει καρδιακή προσβολή
και να πεθάνει πριν το καράβι φθάσει στην Ύδρα,
όταν αυτό περιέπλεε τον Καφηρέα.

Στην Ύδρα θάφτηκε το σώμα του στις 5 Δεκεμβρίου 1821 με τιμές στρατηγού.
Στις 17/5/66 τα οστά του μεταφέρθηκαν στις Σέρρες και τοποθετήθηκαν στη βάση του ανδριάντα του ήρωα που κοσμεί την κεντρική πλατεία Ελευθερίας.
Από τα παιδιά του ο Αθανάσιος αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα (1826), ο Ιωάννης σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο ( 1825) και ο Νικόλαος στην Αττική.

Η κατοικία του Εμμανουήλ Παπά
Τα παιδιά του
Ο Εμμ. Παπάς είχε έντεκα παιδιά (8 αγόρια και 3 θυγατέρες). Παραθέτουμε τα ονόματά τους, έτσι όπως αυτά αναφέρονται από τον ίδιο μαζί με την ημερομηνία γέννησής τους στο προσωπικό του αρχείο:

1. Αθανασάκης (25 Αυγούστου 1794) - Αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα.
2. Αναστασάκης (13 Ιουνίου 1796) - Αγωνίστηκε στην άμυνα του Μεσολογγίου.
3. Γιαννάκης (29 Σεπτεμβρίου 1798) - Σκοτώθηκε με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι
4. Νεραντζή (13 Απριλίου 1801)
5. Νικολάκης (7 Μαρτίου 1803) - Σκοτώθηκε στο Καματερό Αττικής πολεμώντας με αρχηγό τον Γ. Καραϊσκάκη
6. Μιχαήλος (24 Μαΐου 1805)
7. Γιώργης (25 Αυγούστου 1807)
8. Ελένη (19 Μαΐου 1809)
9. Αλέξανδρος (23 Οκτωβρίου 1811)
10. Ευφροσύνη (23 Οκτωβρίου 1813)
11. Κωστάκης (26 Αυγούστου 1816)
ΘΟΥΡΙΟΝ ΕΜΜ. ΠΑΠΑ
Το 1965 ο Σερραίος μουσικός Χρήστος Σταματίου μελοποιεί το "Θούριο του Εμμανουήλ Παπά"του επίσης Σερραίου λογίου Αναστασίου Γαλδέμη που τραγουδήθηκε ουσιαστικά στην πόλη των Σερρών μέχρι τη δεκαετία του 1970, ιδιαίτερα σε εθνικές επετείους και τις συναυλίες του «ΟΡΦΕΑ».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Τα στοιχεία για τον Εμμ. Παπά καθώς και τα ονόματα των παιδιών του είναι από το βιβλίο του καθηγητή της Ιστορίας Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου:
"Εμμανουήλ Παπάς - "Αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας" - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ",
έκδοση: "Ίδρυμα μελετών χερσονήσου του Αίμου"Θεσσαλονίκη 1981.
Εικονογραφημένη ιστορία των Σερρών τόμος Α΄, Βασίλη Ι. Τζανακάρη , Σέρρας 1991
40 Τραγούδια της πόλης των Σερρών, Γιώργου Αγγειοπλάστη, Σέρρας 1994
Αβραμίδου Χαρίκλεια
Αθανασιάδης Αθανάσιος
----------


Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

$
0
0
Καρατάσος Τάσος
 Ιωάννης Βασδραβέλλης
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


 Ο αγώνας του 1821 απετέλεσε το αποκορύφωμα των βίαιων επαναστατικών εκκρήξεων από ένα έθνος που πίστευε με την ψυχή του στην ιδέα της ελευθερίας και της άνθρωπίνης αξιοπρεπείας.

Τι αυτό το λόγο η κραυγή του 21, αντήχησε βαθειά στη συνείδηση του 'Έλληνος, σαν μια επιτακτική εκκληση άγάπης και πίστεως, για τα πεπρωμένα του έθνους.

Τα ιστορικά επιτεύγματα της εποχής έκείνης, ξεδιπλώνονται ορμητικά με το διάβα του χρόνου και κατασταλάζουν στη μνήμη μας σάν καθαρές ιδέες. εκεί άφομοιώνονται και απορροφούνται.
Επιδρούν άμεσα αι πράξεις εκείνες στά βάθη της συνειδήσεώς μας γίνονται ιδέες, μορφές και σύμβολα και μνήμη ιστορική.

Γιατί ο αγώνας εκείνος υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ελληνικού έθνους. 

Οι παλαιοί αμυντικοί πόλεμοι κατά των Περσών στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, υπήρξαν μικρότερης διαρκείας και η καρτεροψυχία του ελληνικού λαού ήταν βραχύτερη. 

Η άντοχή του έθνους, που ήταν έλεύθερο και ωργανωμένο τότε, δεν έδοκιμάσθη τόσο όσο στην οκτάχρονη έπανάσταση του 21, που έπεχείρησε ένα έθνος, υπόδουλο 400 χρόνια άνοργάνωτο.

 Η παγκόσμια ιστορία έκρινε σπουδαίους τους Περσικούς πολέμους, όχι για το βαθμό της αντοχής  και της ταλαιπωρίας των Ελλήνων, μα για την ευρύτητα των αποτελεσμάτων στον παγκόσμιο πολιτισμό. αν τότε νικούσαν οι Πέρσαι, ο ελληνικός πολιτισμός του 6ου και 5ου αιώνα θά έπνίγετο μέσα στον Ασιατικό χείμαρρο και η παγκόσμια ιστορία θά είχε διαφορετική εξέλιξη.

 Στο μεγάλο μας αγώνα του 21, λειτούργησε αξιοθαύμαστα ο φυσικός νόμος της άγάπης για την ελευθερία, η δύναμη της εθνικής κληρονομιάς και η καταφρόνηση και το μίσος για τον τύραννο, που είχε στερήσει τους 'Έλληνας από τα στοιχειωδέστερα προνόμια της άνθρωπίνης ζωής.

Οι ηθικοί αυτοί παράγοντες της επαναστάσεως που είναι τόσον σπουδαίοι και αληθινοί, δεν έξεδηλώθησαν μονάχα στους καλλιεργημένους Έλληνες του εξωτερικού μα και στην ψυχή απλών ανθρώπων, όπως ήταν οι περισσότεροι από τους ίδρυτάς της Φιλικής Εταιρείας. 

Η επαναστατική εκείνη οργάνωση που έξεκολάφθη στη Νότιο Ρωσία, που ήταν τότε γεμάτη από 'Έλληνας, απέβλεπε να συνενώση όλες τις ζωντανές δυνάμεις του ελληνισμού και να εκβιάση με τα όπλα μια λύση, που μάταια ψάχνει ένας όρθολογιστής να τη στηρίξη σε λογική βάση.

Διέδωσαν οι φιλικοί πως υπαρχει μια υπέρτατη αρχή και μεγάλη υποστήριξη που κρύβεται στά βάθη της Ρωσίας. στην πραγματικότητα, όμως, όλη αυτή η επαναστατική κίνηση, ξεπηδοΰσε από άσήμαντους εμπόρους, ύπαλλήλους και μερικούς καπετανέους που βρίσκονταν στις Ηγεμονίες του Δούναβη, στη Ρωσία, μα που πίστευαν άκλόνητα στην επιτυχία της επαναστάσεως. Ήταν οι τολμηροί, οι ίδεαλισται που τους κινούσε ένας άγιος ενθουσιασμός. Ήταν οι ριψοκίνδυνοι που επικρατούν σε τέτοιες στιγμές.
 Οι άλλοι θ’ άκολουθήσουν.

Η Φιλική Εταιρεία πέτυχε να κανη τους Ελληνας ένα ζωντανό επαναστατικό σύνολο. 


Χρειάσθηκαν χρήματα και τάδωκαν οι πλούσιοι πατριώτες.

 Χρειάσθηκε στον αγώνα η εκκλησία, το σχολείο που ήταν τα βασικά στηρίγματα του Γένους, κι΄ οι καλύτεροι δεσποτάδες, οι παπάδες, οι καλόγεροι, κι΄ οι δάσκαλοι, ήταν πρώτοι στην ιδέα.

Kαι χρειάσθηκε στρατός επαναστατικός και ναυτικό και ξεκίνησαν κλέφτες κι’ αρματολοί, κι’ η ελληνική αγροτιά και οι τσομπάνιδες άπ’ όλη την Ελλάδα, άπ΄ την Ρούμελη και τη Μακεδονία, το Μόριά και τη Θεσσαλία και την Μικρασία, τη Θράκη και την Κρήτη, και μαζύ ΄ αυτούς άδελφωμένοι οι κουρσάροι και οι πειραται από τα Ψαρά, την Υδρα, τις Σπέτσες. 

’Έτσι η Φιλική Ιδέα διαδόθηκε, σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλο τον παληό έλληνικό ζωτικό χώρο, και σ’ όλα εκείνα τα μέρη και τις περιοχές, που οι πρόγονοί μας, εζησαν, μεγαλούργησαν, άνδραγάθησαν και μαρτύρησαν.

Το λάβαρο της ελευθερίας ανέμιζε πάντα στην Ελλάδα. Ιδιαιτέρα εδώ στη Μακεδονία, σκιρτούσαν μεγάλες καρδιές κι΄ ακούγονταν ατόφια η φωνή της ελευθερίας.

Οι Μακεδόνες είχαν ταχθή από τη μοίρα τους να είναι οι προπομποί του Έθνους. αι προφυλακές της ελληνικής ελευθερίας.

 Μάς το είπε πριν από δυο χιλιάδες χρόνια ο Πελοποννήσιος ιστορικός Πολύβιος:

“ Πηλίκης γάρ τιμής αξιοΰσθαι Μακεδόνας οι το πλεϊστον του βίου ού παύονται αγωνιζόμενοι τοΐς βαρβάροις και προκινδυνεύοντες υπέρ της των Ελλήνων ελευθερίας”.

Έτσι στην επανάσταση του 21 έλαχε και πάλι στη Μακεδονία να προκινδυνεύση.

Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της που επαναλαμβάνεται τακτικά, σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές του Έθνους.

 Η Μακεδονία ήταν οργανωμένη από τη Φιλική Εταιρεία.

 Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές 37 Μακεδόνες είχαν μυηθή στη Φ. Ε. μα πρέπει νάταν περισσότεροι, όπως άπεδείχθη κατά την έναρξη της επαναστάσεως.

Φαρμάκης Ιωάννης
Ολύμπιος Γεωργάκης
 Ο Γεωργάκης Όλύμπιος ο ήρωας της Βλαχίας,
ο Φαρμάκης τραγικό θύμα της επαναστάσεως,
ο Εμμανουήλ Παπάς αρχηγός σε λίγο της Χαλκιδικής και Ανατολικής 'Μακεδονίας, οι μητροπολίτες Σερρών, Άρδαμερίου, Γρεβενών και τόσοι άλλοι, ήταν Μακεδόνες.

Μάλιστα ο Παπάς που διέθεσε όλο το τεράστιο πλούτο για την έπανάσταση, είχε εκλεγεί στην Κωνσταντινούπολη αρχιταμίας της Φιλικής Εταιρείας, αξίωμα έμπιστευτικό κι’ από τα μεγαλύτερα.

Πρώτος έφθασε εδώ ο άρματολός Γιάννης Φαρμάκης 
από το Βλάτσι της Δυτικής Μακεδονίας.

Παλαιός έχθρός του Άλή Πασά, άρματολός στον ’Όλυμπο και στά Εφτανησα μέ τον Κολοκοτρώνη, τον Άναγνωσταρά και τον Χρυσοσπάθη, εξελέγη στο Βουκουρέστι αρχηγός των άφιερωμένων της Φιλικής Εταιρείας κι΄ εφθασε στάς Σέρρας το 1818.

'Ίδρυσε το Κέντρο των Σερρών — Δράμας — Καβάλλας.

Απ εκεί τράβηξε για το Άρδαμέρι και το 'Άγιον ’Όρος, όπου μύησε τον πατριάρχη Γρηγόριο.
Στο άγιώνυμο "Ορος ο Φαρμάκης άνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα.

Έμύησε πολλούς ήγουμένους, καλογήρους και όλους τους εξέχοντας του Πολυγύρου, των Μαντεμοχωρίων καθώς και τους Θεσσαλονικεΐς, Καυταντζόγλου, Πάϊκον, Μενεξέ και Μπαλανο.
Ναούμ Παναγιώτης
Κασομούλης Νικόλαος
 Σε λίγο εφθασαν στη Μακεδονία άλλοι ντόπιοι Φιλικοί.

ΟΠαναγιώτης Ναούμ για την Έδεσσα, τη Σιάτιστα, την Καστοριά και τα Γρεβενά,
 ο Κασομούληςπου εδρασε σαν φιλικός στις Σέρρες, στη Σιάτιστα και στην Κοζανη, στο Βλάτσι και την περιοχή Βέροιας και άλλοι πολλοί.


Το έργον λοιπόν των Φιλικών
 εδώ στη Μακεδονία 
δεν ήταν δύσκολο.

Αγώνες συνεχείς 400 ολόκληρα χρόνια, είχαν χαλυβδώση την ψυχή του άγροτικού και ποιμενικοΰ πληθυσμού της Βορείου Ελλάδος και η άνταρσία των βουνών κατά της τούρκικης τυραννίας, ήταν διαρκής.
Είχε δημιουργηθή με την πάροδο του χρόνου στά βουνά της Μακεδονίας, μία παράδοσις από κλέφτες και άρματολούς, να σκοτώνουν τον Τούρκο όπου κι΄ αν τον εύρισκαν, γιατί τον θεωρούσαν συνειδητά, σάν άρπαγο της πατρικής κληρονομιάς.

Tο μίσος αυτό πήγαζε από την πίστη στην ιδέα πως το έργο των ορεινών προ πάντων πληθυσμών, που βρίσκονταν σε διαρκή επαναστατικό οργασμό ήταν εθνικό, και ότι οι άρματολοί και κλέφτες αποτελούσαν το εθνικό στρατό του δουλεύοντος Γένους.

Έτσι το εργο αυτό περιεβάλλετο από τη συμπάθεια του έλληνικού λαού χωρίς καμμιά διάκριση.
Τ΄ αρματολίκια και η κλεφτουργιά εδώ στη Μακεδονία ήταν ωργανωμένα όσο σε καμμιά άλλη έλληνική περιφέρεια.
 Στο βιβλίο μου « Άρματολοί και κλέφτες» που δημοσίευσα πριν από λίγα χρόνια, αποδεικνύω με επίσημες και άγνωστες ιστορικές πηγές, βγαλμένες από τα τούρκικα αρχεΐα, πως πατρίδα του άρματολισμού στην Ελλάδα, θεωρείται η Μακεδονία.

Η άνταρσία στά βουνά κατά της τούρκικης αύθαιρεσίας είχε λάβει εδώ μεγάλες διαστάσεις από τις αρχές άκόμα του ΧΥ αιώνα.

Στον 'Όλυμπο, τα Πιέρια, το Βέρμιο και το Καϊμακτσαλάν, οι Καπετανέοι Περδικάρης, Σερμπέτης, Καλόγηροςκαι τόσοι άλλοι, κυριαρχούσαν άπόλυτα κι΄ οι Τούρκοι στρατολόγοι που μάζευαν τους γενιτσάρους, δεν τολμούσαν να πατήσουν έκεΐ.

Στά 1700, 3.000 άρματολοί και κλέφτες σε ομαδική έκστρατεία ρήμαξαν τα τούρκικα τσιφλίκια στις περιοχές του Αλιάκμονα στην επανάσταση του 1769.

Στά γνωστά ’Ορλωφικά, ο Ζιάκας, ο Λάζος, ο Ζήδρος, ξεσήκωσαν όλα τα βουνά της Μακεδονίας κι΄ εφθασαν πολεμόντας εως την αιτωλοακαρνανία.


Άλλοι άρματολοί, ο Καζαβέρνης, ο Καρατάσιος και ο Νικοτσάρας, είχαν όργανώση και πειρατικές εκστρατείες, στη Χαλκιδική και την άνατολική Μακεδονία που τις πλήρωσαν άκριβά οι Τούρκοι. σε λίγα χρόνια ο Νικοτσάρας με 500 κλέφτες Μακεδόνας, Θεσσαλούς και Ρουμελιώτες, φθάνει με καΐκια στο Σταυρό της Χαλκιδικής, περνάει τη Ζίχνα και το Νευροκόπι, και πηγαίνει να βοηθήση τους Σέρβους που είχαν επαναστατήση.

Δίνει σκληρές μάχες με 8.000 τούρκους του βαλή των Σερρών, που αποθανάτισε η λαϊκή μούσα και τελικά ξαναγυρίζει στ΄ 'Άγιον ’Όρος για να συναντηθή με τη μοίρα του Ρωσικού στόλου, που διηύθυνε ο ναύαρχος Σενιάβιν.

Αν ο Νικοτσάρας δεν σκοτωνόταν στο Λιτόχωρο και ζούσε στην αρχή της επαναστάσεως, θάταν ο πιο ένδεδειγμένος αρχηγός εδώ στη Μακεδονία, γιατί και μόρφωση είχε, και καταπληκτική ψυχραιμία κι΄ ήταν γεννημένος για ήγέτης.

 Ητο λοιπόν ο έλληνισμός της Μακεδονίας άκμαΐος στά εθνικά του αισθήματα και ωργανωμένος όσο ήταν δυνατό από τη Φιλική Εταιρεία και περίμενε την εκκρηξη της επαναστάσεως.
Η επανάσταση άρχισε από τη Χαλκιδική Χερσόνησο με αρχηγό τον Σερραΐο τραπεζίτη μεγαλέμπορο και αρχιταμία της Φ. Ε. Εμμανουήλ Παπά.

Ο Παπάς που ήταν τότε 44 χρόνων και είχε γεννηθή στο χωριό Δοβίστι των Σερρών ξεκινώντας κρυφά από την Κωνσταντινούπολη εφθασε στο Άγιον Όρος στις 23 Μαρτίου 1821 ως επίσημος άπεσταλμένος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη με τον τίτλο του αρχηγοΰ της Χαλκιδικής και Ανατολικής Μακεδονίας.
Στο άγιώνυμο όρος έφθασε με το καράβι του Φιλικού από τη Λήμνο Χατζηβισβέλη, έχοντας μαζύ ως υπασπιστή τον Χατζηπέτρο.

Το σκάφος ήταν γεμάτο όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα που είχεν άγοράση ο πατριώτης αρχιστράτηγος με χρήματα δικά του.

 Η χερσόνησος του ’Άθω είχε κριθή από τους όργανωτάς της επαναστάσεως ως το κατάλληλο σημείο αποβιβάσεως του Παπά.
Το 'Αγιώνυμο ’Όρος από τα ίστορικώτερα θρησκευτικά κέντρα της Χριστιανοσύνης, άφ΄ ού στό παρελθόν είχεν ύποστη πολλές ταλαιπωρίες από τους Τούρκους, τα τελευταία χρόνια είχαν αποκτήσει σημαντικά προνόμια.

 Έκτος από μια ολιγάριθμη τουρκική φρουρά που έμεινε στις Καρυές, ολόκληρη «ή Χερσόνησος του ’Άθω» εύρίσκετο στη διάθεση των μοναχών. το θρησκευτικό αι σθημα ήταν λυπηρό, τα γράμματα με την περίφημο Άθωνιάδα Σχολή έκαλλιεργοΰντο ικανοποιητικά, άλλά και το πατριωτικό αι σθημα των μοναχών ήταν δοκιμασμένο, γιατί πολλές φορές οι θρησκευτικοί αυτοί λειτουργοί, είχαν διασώση και περιθάλψη 'Έλληνας άρματολούς και κουρσάρους και άλλους δυστυχισμένους ραγιάδες της Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μακεδονίας που κατεδίωκαν οι Τούρκοι για τα πατριωτικά τους αισθήματα.
Εμμανουήλ Παπάς
Μόλις έφθασεν ο Παπάς στό μοναστήρι του Έσφιγμένουκαι συνάντησε τον αρχημανδρίτη Νικηφόρο, Φιλικό και προσωπικό του φίλο, έκάλεσε εκεί γενική σύσκεψη των μεμυημένων της περιοχής. εκεί άπεφασίσθη η γενική στρατολογία όλων εκείνων που μπορούσαν να έξοπλισθοΰν τόσον στη Χαλκιδική όσον και την Ανατολική Μακεδονία έως τη Μαρώνεια.

 Ταυτόχρονα έγραψε στον Φιλικό μητροπολίτη των Σερρών Χρύσανθο ν΄ αποστείλη ενισχύσεις και νάναι έτοιμος, μόλις δοθή το σύνθημα της έξεγέρσεως.

Μέσα στάς Σέρρας όμως είχε γνωσθή η έκρηξη της επαναστασεως στη Μολδοβλαχία και η σφαγή του Οίκομενικού Πατριαρχη και των Συνοδικών, ο δε φρούραρχος και ο βαλής των Σερρών, είχαν λάβει εξαιρετικά μέτρα για να προλάβουν ,κάθε εξέγερση.

Και ναι μέν μία ομάδα Σερραι ων αγωνιστών, άνάμεσα στους όποιους ήταν και ο Κώστας Κασομούλης εμπορευόμενος εκεί και πατέρας του αγωνιστη και ιστορικού Νικολάου Κασαμούλη είχαν καταλάβη το Μοναστηρι της Ήλιόκαλης και περίμεναν οδηγίες, μα ο Μουστάμπεης γιος του πρώην βαλή Γιουσούφ μπέη, άσπονδου εχθρού του Παπά, συνέλαβεν άμέσως τον μητροπολίτη Χρύσανθο κι΄ άλλους 150 επιφανείς Σερραίους και τους έφυλάκισε.

Ταυτόχρονα ένα σύνταγμα τουρκικού στρατού περικύκλωνε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Μακεδονίας και οπλισμένοι ως τα δόντια γενίτσαροι και βασιβοζούκοι περιπολούσαν στην πόλη με επί κεφαλής τον φρούραρχο Άμπντούλ Άγάν, δέροντες και σφάζοντες τους κατοίκους.

Ανάμεσα σ’ άλλα κακουργήματα και τάς διαρπαγάς, έβαλαν φωτιά στό σπίτι και τα υποστατικά του αρχηγοΰ της επαναστάσεως και εβασάνισαν άπάνθρωπα τους συγγενείς και την σύζυγόν του.
Με τα δραστικά και εξοντωτικά αυτά μέτρα δεν κατώρθωσε η πόλη των Σερρών να κινηθή.
Οι Σερραΐοι που είχαν συγκεντρωθή στό μοναστηρι της Ήλιόκαλης ύστερα άπ’ αυτά κατώρθωσαν να ξεφύγουν από τους Τούρκους και να φθάσουν στό 'Άγιον ’Όρος πρός ένίσχυσιν των δυνάμεων του Παπά.
Έν τώ μεταξύ στη Χαλκιδική, το κήρυγμα του Παπά κατενθουσίασε τους κατοίκους και τους αγιορείτες και οι επαναστάτες έπολλαπλασιάζοντο.

Στις Καρυές συνελήφθη και έφυλακίσθη από τους καλογήρους ο σούμπασης Χασεή μπέης με τη φρουρά του, στον Πολύγυρο εξηγέρθησαν οι κάτοικοι έσφαξαν τον τοΰρκο βοεβόδα και 14 άνδρας της φρουράς και έτρεψαν σε φυγή 2 τούρκικα αποσπάσματα που έστάλησαν έκεΐ.

Στην Κασσάνδρα οι κάτοικοι συνεπικουρούμενοι από καράβια της Λήμνου και των Ψαρρών ξεσηκώθηκαν μαζύ με τα χωριά της Σιθωνίας και με αρχηγούς τον Δουμπιώνη, τον Χάψα και τον Χιμευτό. σε λίγο μαζύ με τους Σερραι ους και άλλους ’Ανατολικομακεδόνας έφθανε στο Άγιον Όρος και ο ιατρός Ευάγγελος από τη Μαρώνεια με άρκετούς συμπατριώτες του.
 Μά και οι 'Αγιορείτες κατά έκατοντάδας πύκνωναν τις τάξεις των επαναστατων με αρχηγούς τον αρχιμανδρίτη του Βατοπεδίου Θεόφιλο, τον Μ στης Λαύρας Ναθαναήλ, του Έσφιγμένου Εύθύμιον και Ξενοφώντος Γεδεών.

Ο Βαλής της Θεσσαλονίκης Σερήφ Σιννίκ Γιουσούφ μπέης μόλις επληροφορήθη την επανάσταση στο Άγιον Όρος συγκέντρωσε σοβαρές δυνάμεις κι΄ έφθασε στην 'Ιερισσό προκειμένου να είσβάλη στό Άγιον Όρος .
Εκεί οι άγιορεΐτες τον καθησύχασαν, τον ξεγέλασαν και δήλωσαν πως είναι άφωσιωμένοι στον Σουλτάνο. Ο  Γιουσούφ μπέης φαίνεται πως  έπείσθη από τα καλογηρικά άπιχειρήματα κι΄ άφ΄ ού έγκατέστησε φρουρές στην 'Ιερισσό και μάζεψε ομήρους περίπου 80 μοναχούς άπ’ τα διάφορα μετόχια, γύρισε στη Θεσσαλονίκη όπου τους φυλάκισε μαζύ με πολλούς άλλους Θεσσαλονικεΐς ύποπτους που είχαν συλληφθή έν τώ μεταξύ προληπτικά.

Μόλις όμως οι Πολυγυρινοί εξώντωσαν την τουρκική φρουρά και κατέλαβαν ολόκληρη την περιοχή, ο Γιουσούφ μπέης διέταξε δύο ισχυρά αποσπάσματα να καταλάβουν τον Πολύγυρο και να τιμωρήσουν σκληρά τους κατοίκους, μα οι αποσταλέντες τούρκοι ήπήθησαν κατά κράτος και ύπεχώρησαν πρός την Παλαρούδα με πολλές άπώλειες.

Αυτό εξαγρίωσε τον αιμοβόρο Γιουσούφ, που γι άντίποινα έσφαξε όλους τους καλογήρους που είχε ώς ομήρους καθώς και άλλους 27 Θεσσαλονικεΐς υπόπτους μέσα στις φυλακές, συνέλαβε και έκλεισε άλλους 2.000 στην εκκλησία και τον περίβολο του Γρηγορίου του Παλαμά, κρέμασε στό Καπάνι τον τοποτηρητή του μητροπολιτικοΰ θρόνου της Θεσσαλονίκης επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο, τους φιλικούς Μπαλάνο, Πάϊκο, Μενεξέ, Κυδωνιάτη, τον ιερέα του ΄ Αγίου Μηνά Παπαγιάννη και 11 άλλους προύχοντας.

Σ’ αυτό το διάστημα της τρομοκρατίας ο τουρκικός όχλος ερεθιζόμενος από άλλοφύλους ξένους αποβλέποντας στην οικονομική καταστροφή του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονικής πρωτεύουσας, μπήκε μέσα στη μητρόπολη και κατεκρεούργησε ομαδικά όλους σχεδόν τους εγκλείστους Θεσσαλονικεΐς.

ΌΤούρκος ιστοριογράφος Χαιρουλάχ έφέντης παρών στη Θεσσαλονίκη τότε μας διηγείται πως ελάχιστοι γλύτωσαν από τους δερβίσηδες ένός τούρκικου τεκέ που ήταν εκεί κοντά.

Απάνω από 3.000 Ελληνες της Θεσσαλονίκης υπολογίζω ότι σφάγηκαν κατά τις φοβερές αυτές μέρες της έθνικής δοκιμασίας, ξένος δε συγγραφέας τους άνεβάζει σε 25.000, έχοντας προφανώς ύπ΄ οψει του τους χιλιάδες από αιχμαλώτους και ομήρους από διάφορες ελληνικές περιοχές που μετέφεραν οι Τούρκοι στην Θεσσαλονίκη και καθημερινώς θανάτωναν.

Με την δοκιμασία αυτή τη φοβερή που έπαθε η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, έκμηδενίσθηκε κάθε προσπάθεια άπελευθερωτικής κινήσεως.

Η πρώτη αυτή περίοδος της τρομοκρατίας κράτησε δύο μήνες και σ’ αυτό το διάστημα άρκετοί Θεσσαλονικεΐς έφυγαν κρυφά στό εξωτερικό, μερικοί σε επαρχιακές πόλεις και ένας μικρός άριθμός διέφυγε στη Χαλκιδική, ένταχθείς στις επαναστατικές δυνάμεις του Εμμανουήλ Παπά.

Ο Έλλην αρχιστράτηγος έν τώ μεταξύ είχε συγκεντρώσει στό Άγιον Όρος 3. 900 πολεμιστάς από τους οποίους οι 1.000 περίπου ήταν καλόγηροι.
Αυτή τη δύναμη την διήρεσε σε δύο φάλαγγες.

Την μία που περιελάμβανε τους 'Αγιορείτες, ’Ανατολικομακεδόνας και άλλους πολεμιστάς από κοντινές περιοχές, ένέλαβεν αυτοπροσώπως, και την άλλη με τους ντόπιους Χαλκιδικιώτες, έθεσε υπό τάς διαταγάς τού γενναιου Κανδρινού καπετάν Χάψα με τον όποιον συνέπραπεν ο Δουμπιώτης, ο Βασιλικός και άλλοι.

Ο ΙΙαπάς με την πρώτη φάλαγγα επιτεθείς διασκόρπισε την τούρκικη δύναμη της 'Ιερισσοΰ, και νικήσας κατ’ έπανάληψιν τις δυνάμεις του Γιουσούφ μπέη στη Ρεντίνα και την Παλαρούδα, έφθασε μέχρι των σημερινών λουτρών της Άπολλωνιάδος, ένώ ο Χάψας και οι άλλοι αρχηγοί της Χαλκιδικής, κατέλαβον την ’Αρναια, άπελευθέρωσαν όλα τα χωριά της περιοχής του Χολομώντα και έν συνεχεία τον Βάβδον, την Γαλάτισταν, τα Βασιλικά και εφθασαν έως τα λουτρά του Σέδες.

Οι Τούρκοι ήπηθέντες και εις τάς δύο πλευράς και καταδιωκόμενοι και πανικόβλητοι οπισθοχώρησαν στη Θεσσαλονίκη.

Αν τότε υπήρχε σχέδιο ωργανωμένης επιθέσεως και στρατιωτικός ήγέτης έμπειρος, με κατάλληλο επιθετική ενέργεια των δύο επαναστατικών πτερύγων και με τη συνδρομή μερικών καραβιών, η Θεσσαλονίκη θά έπεφτε στά χέρια των επαναστατών. Αι ολίγες δυνάμεις του Γιουσούφ μπέη ήπηθεΐσαι έπανειλημμένως από τους Έλληνες επαναστάτες, που τους κατείχε άκρατος ενθουσιασμός, δεν ήταν σε θέση να προβάλουν άντίσταση. σε ακόμη χειρότερη θέση θά εύρίσκετο η Θεσσαλονίκη, αν ταυτόχρονα με τους επαναστάτες της Χαλκιδικής, έκινοΰντο και οι άρματολοί των Πιερίων, του Βερμίου και του Όλύμπου.

 Ανεξάρτητα όμως από αυτά, η ολη έξέλιξη του άγώνος άπέδειξε ότι ο Εμμανουήλ Παπάς, είχε καταβάλει αξιοθαύμαστη ενεργητικότητα.

Ο άνθρωπος αυτός που είχε έγκαταλείψει πλούτο, εύμάρεια και τόσες απολαύσεις για την ελευθερία της πατρίδος, ήτο ένθουσιώδης πατριώτης και έχοντας πληροφορίες εσφαλμένες για νίκες των Ελλήνων επαναστατων στις Ηγεμονίες του Δούναβη, έκλαιε από συγκίνηση και ώραματίζετο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να μπαίνη νικητής στην Κωνσταντινούπολη και να κάθηται στο θρόνο των Παλαιολόγων.

Με τέτοιο ενθουσιασμό ο αρχηγός, διοικών τους ενθουσιώδεις πατριώτες της Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μακεδονίας μπορούσε να καταλάβη τη Θεσσαλονίκη.
Στερούμενος όμως στρατιωτικής παιδείας διέπραξε το σφάλμα ν΄ άναστείλη την προέλαση. Έτσι άδικα κατηναλώθη τόσος ενθουσιασμός.

Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε στην Ελλάδα υπεύθυνος αρχηγός ν΄ άντιληφθή τη θέση της επαναστάσεως της Χαλκιδικής και ν΄ αποδώση την εμπρέπουσα σημασία.

'Όταν άργότερα έσυστηματοποιήθη ο αγώνας στην Πελοπόννησο και συγκεντρώθηκαν εκεί όσες προσωπικότητες πολιτικές και στρατιωτικές διέθετε ο έλληνικός κόσμος, τότε οι ιθύνοντες άντελήφθησαν πόσον έξυπηρετική για το έθνος θά ήτο μια ισχυρή επαναστατική εστία στη Χαλκιδική, που θ΄ αποτελούσε μια διαρκή απειλή στά πλευρά των Τούρκων.

Κι’ ενώ σ΄ αυτό το διάστημα ο Γιουσούφ μπέης ώχύρωνε οσο μπορούσε καλύτερα τη Θεσσαλονίκη λαμβάνοντας διάφορα έκτακτα άμυντικά μέτρα, έφθασε στη Θεσσαλονίκη ο μουχασίλης του ’Αϊδινίου και Σαροχάν, βεζύρης Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ πασάς, επί κεφαλής μεγάλης στρατιάς από 30.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και ισχυρό πυροβολικό  αυτός προωρίζετο για την καταστολή της επαναστάσεως στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο και πορευόμενος έκεΐ,
διετάχθη από τον Σουλτάνο να καταστείλη πρώτα! το κίνημα της Χαλκιδικής κι΄ ύστερα να συνέχιση την πορεία του.
Αυτό το Σουλτανικό φερμάνι το άνεκάλυψα στο τούρκικο αρχείο της Θεσσαλονίκης.
Προκύπτει άπ΄ την ανάγνωση πως ο Μπαϊράμ πασάς κατέστειλε μαζύ με τ άλλα και μια κίνηση των ραγιάδων στην περιοχή του κόλπου του Σάρρου δηλαδή Άλεξανδρουπόλεως πρός Μαρώνειαν, κι΄ ύστερα έφθασε στη Θεσσαλονίκη.
Αυτό το ξεσήκωμα της περιοχής αυτής ήταν τελείως άγνωστο στην ιστοριογραφία της επαναστάσεως.
Ο Παπάς μόλις επληροφορήθη την άφιξη του Μπαϊράμ πασά, ανησύχησε.
Έγραφε στους 'Υδραίους να στείλουν καράβια και πολεμοφόδια, στην Πελοπόννησο να στείλουν ένισχύσεις καθώς και στους Όλυμπίτες άρματολούς.

Τίποτα όμως δεν πέτυχε, και η κατάσταση άπέβαινε πολύ κρίσιμη. πως ήταν δυνατον οι 4 — 5 χιλιάδες επαναστάτες που είχαν ώς μόνο έφόδιο τον πατριωτικό ενθουσιασμό ν΄ άντισταθοΰν σε μια ωργανωμένη στρατιά της ίσχυροτάτης τότε Όθωμανικης αυτοκρατορίας;

 Ο Μπαιράμ πασάς έπετέθη με δύο φάλαγγες εναντίον των δύο επαναστατικών πτερύγων.
Η πρώτη φάλαγγα με 2.500 ιππείς και 20.000 πεζούς, προσέβαλε τους επαναστάτες του Χάψα στά Βασιλικά όπου μπήκε ο Άχμέτ μπέης με το Ιππικό και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την ωραι α κωμόπολη.
 Ο Χάψας ύπεχώρησε σέ μια οχυρά τοποθεσία πέρα από το Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας και σε μια φοβερή σύγκρουση πρός δεκαπλάσιους Τούρκους, σκοτώθηκε ένδοξα μαχόμενος σάν λιοντάρι μαζύ με τα παληκάρια της Συκιάς και του Βάβδου.

162 Έλληνες έμειναν εκεί και 500 τούρκικα πτώματα μαρτυροΰσαν την άγρια άλληλοσφαγή και τον ήρωϊσμό των Ελλήνων.
 Οι άλλοι οπισθοχώρησαν πρός το Βάβδο, τον Πολύγυρο και τη Χερσόνησο της Κασσάνδρας, δίδοντες μάχες οπισθοφυλακής.
Εκεί πρόλαβαν την υποχώρηση 400 κλέφτες του Όλύμπου με αρχηγό τον Καπετάν Διαμαντή άφιχθέντες με πλοιάρια.

Αυτοί κατέλαβαν το Ισθμό της Κασσάνδρας και κατώρθωσαν βοηθούμενοι κι΄ από τους Κασσανδρινούς, να αναχαιτίσουν τους Τούρκους.

Η άλλη φάλαγγα του Μπαιράμ πασά, με ολόκληρο το Ιππικό και 15 000 πεζούς έπετέθη κατά της δεξιάς παρατάξεως του Παπά στον κάμπο της Παλαρούδας. και ναι μέν ο Παπάς καλώς πράπων διέταξε άμεση υποχώρηση άλλά οι Τούρκοι κατώρθωσαν να κυκλώσουν την οπισθοφυλακή των επαναστατων η όποια και έξωντώθη ολόκληρη.

Το υπόλοιπον σώμα διεσώθη και κατέφυγε στον Πρόβλακα του Ξέρξου όπου και ώχυρώθη.

Στο διάστημα αυτό, αποσπάσματα του τουρκικού στρατού και όχλος αποτελούμενος από Τούρκους Εβραίουςκαι Αθιγγάνους πυρπόλησεν το ιστορικό μοναστηρι της Άγιας Αναστασίας, τή Γαλάτιστα, το Βάβδο, τον Πολύγυρο, την Άρναια και δεκάδες άλλα χωριά της Χαλκιδικής, έσφαξαν αδιάκριτα έκατοντάδες Έλληνας χωρικούς, και διήρπασαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία. αυτά κράτησαν έως τα μέσα του Ιουλίου του 1821.

Τότε εφθασε στη Θεσσαλονίκη νέα τουρκική στρατιά, με αρχηγό τον μουτεσαρίφη Θεσσαλονίκης και Καβάλας Μεχμέτ Έμίν Έμπού Λουμπούτ πασάν, που προωρίζετο αποκλειστικά να σαρώση με όλα τα μέσα τις επαναστατικές έκδηλώσεις των Ελλήνων στη Μακεδονία.

 Ο Μπαιράμ πασάς άνεχώρησε για τη Θεσσαλία και τη Στερεά, άφήνοντας διάδοχο το αιμοβόρο αυτό θηρίο. σ΄ αυτό το διάστημα από τα τέλη Ιουλίου έως τάς 26 Όκτωβρίου 1821 ο μέν Παπάς καταβάλλων τεράστιες ενέργειες και μεγάλη ζωτικότητα προσπαθούσε να κρατήση τάς δύο χερσονήσους του Άγιου Όρους και της Κασσάνδρας, παλαίοντας πρός άνυπέρβλητες δυσχέρειες που δεν είναι του παρόντος να άφηγηθώ, ο δε Έμπού Αουμπούτ πασάς ώργάνωνε το στρατό του όσο μπορούσε καλύτερα για να επιφέρη το τελικό χτύπημα.

Στις 26 Όκτωβρίου, άφ΄ ού άπέστειλε μικτό άπόσπασμα στη διώρυγα του Πρόβλακα για ν΄ άπασχολή τους επαναστάτες του Άθω, αυτός επικεφαλής 14.000 πεζικού και ιππικού με ισχυρότατο πυροβολικό και άκολουθούμενος και από 400 ώπλισμένους Εβραίους με αρχηγό τον Ιωσήφ Περέζ, εφθασε στις προφυλακές της Κασσάνδρας και ζήτησε την παράδοση των επαναστατών, ύποσχεθείς γενική άμνηστία.

Έστειλε μάλιστα άπεσταλμένο στον Παπά τον ίδιο Περέζ, που γνώριζε τα Ελληνικά και φορούσε στολή Τούρκου άξιωματικού.

Ο Παπάς με σύμφωνη γνώμη όλων των αρχηγών τής Κασσάνδρας, άπέρριψετην πρόταση και δήλωσε πως θα συνέχιση τον αγώνα με όλες τις θυσίες.
Δεν διέθετε εκεί περισσότερους από 1.500 άνδρας κατάλληλους για πόλεμο, με όπλα κάθε μορφής και με πυρομαχικά ελάχιστα. και παρ΄ όλα αυτά, από τις 27   Οκτωβρίου έως τα 13 Νοεμβρίου, οι Έλληνες άπέκρουσαν όλες τις λυσσαλέες επιθέσεις των Τούρκων, προυξένησαν μεγάλες άπώλειες και έξετέλεσαν το πατριωτικό τους καθήκον με πίστη και αυτοθυσία. αυτό όμως δεν έφθανε.

Ούτε μακροχρόνιο αμυντικό αγώνα μπορούσαν να οργανώσουν οι αυτοσχέδιοι πολεμισταί πατριώτες, οΰτε τα πολεμικά μέσα και τις άπαιτούμενες δυνάμεις και τρόφιμα είχαν για τέτοια επιχείρηση.

Τό πρωΐ της 14ης Νοεμβρίου 1821 ο τοΰρκος στρατιωτικός βλέποντας τη μικρή δύναμη των επαναστατων τους παρέσυρε με επιτήδειο τέχνασμα στό άνατολικό τμήμα της διώρυγος όπου είχε ένεργήση συνδυασμένη έπίθεση πεζικού και πυροβολικού.

Κι΄ ενώ οι Έλληνες προσπαθούσαν με τεράστιες θυσίες και άφάνταστους ήρωισμούς ν΄ αποκρούσουν την έχθρική έφοδο, αλλη μεγάλη τουρκική φάλαγγα, ειδικά προετοιμασμένη και έφωδιασμένη μέ ξύλα κλαδιά και σάκκους γεμάτους χώμα παραγέμισε τον αύλακα πρόχειρα και κατώρθωσε νά περάση και κύκλωσε τούς μαχομένους πού εύρέθησαν τώ­ρα σέ δεινή θέση.
Ή μάχη υπήρξε φονική και διεξήχθη σώμα πρός σώμα. 14.000 τούρκοι είχαν κυκλώσει τού: Έλληνας πού έμάχοντο χωρίς κανένας νά ύποχωρήση.

Τά 3)4 σκοτώθηκαν στό πεδίο τής μάχης άφ΄ού πλήρωσαν πολύ άκριβά τήν ζωή τους, και μόλις 200 πολεμισταί μαζύ μέ τον άρχιστράτηγο, κατώρθωσαν νά διασω­θούν μέ μικρά σκάφη και νά φθάσουν στη Χερσόνησο τού ’Άθω σέ άθλια κατάσταση.
Ό Παπάς όμως παρ’ όλες τις ατυχίες είχε μέσα του πίστη ακατάβλητη για τον αγώνα.
Μή θεωρών τεοματισθέντα τον άγώνα, συνεκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και ζή­τησε επικουρίες, πλοία και πολεμοφόδια άπό τήν "Υδρα όπου άπέστειλε σαν έκτακτο άντιπρόσωπο τόν ιατροφιλόσοφο Διονύσιο Πύρρο τό Θεσσαλό.

Επικουρίες έφθασαν σέ λίγο άσήμαντες μά έδώ συνέβη και κάτι τό άπρόβλεπτο.
Ένώ στην άρχή του άγώ­να, όλοι σχεδόν οι μοναχοί, πατριωτικώτατα σκεπτόμενοι μέ ενθουσιασμό άκολούθησαν τον αρχηγό και έδειξαν αύταπάρνηση και ήρωϊσμό, ύστερα άπό τά άτυχήματα άρχισαν νά κάμπωνται και πολλοί άπ΄αυτούς νά άρνούνται νά συμμετάσχουν στά οικονομικά βάρη και τις θυσίες γιά τήν εξακολούθηση τής έπαναστάσεως.
Ξέχασαν δυστυχώς τά καθήκοντά τους και ύπέκυψαν στην ψυχική άδυναμία.
Ήλθαν σέ επαφή μέ άπεσταλμένους τού Έμπού Λουμπούτ πασά πού τούς ύπέσχετο, κι΄ αύτό άπεδείχθη ψεύδος δπως ήταν έπόμενο, άμνηστία και σεβασμό τής μοναστηριακής περιουσίας.
Έλληνες και ξέ­νοι ιστορικοί κατηγόρησαν δριμύτατα τήν στάση αύτή μεγάλης μερίδος των 'Αγιορει­τών, προσωπικά δέ ό σημερινός ομιλητής, μάταια έψαξε στά μοναστηρια του ’Άθω ναύρη τεκμήρια γιά νά έλαφρύνη αυτήν τήν κατηγορία.
Εύρεθείς σέ μιά τέτοια κατάσταση ό Παπάς και θεωρώντας μάταιο και επικίνδυνο τον περαιτέρω άγώνα, πήρε τό επιτελείο του, μερικούς πιστούς καλογήρους και πολεμιστάς καί, μπήκε στό καράβι τού Χατζηβισβέλη γιά νά μεταβή στην "Υδρα και νά έξακολουθήση προσφέροντας τις υπηρεσίες του στη μαχομένη πατρίδα.
Δυστυχώς συντετριμένος άπό τά άτυχήματα και τήν εξέλιξη τού άγώνος, ύπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε μέσα στό πλοίο.
Μεταφερθείς στην 'Ύδρα, κηδεύθηκε μεγαλοπρεπώς άπό τούς έπιφανεΐς Υδραίους στην έκκλησία τής Υπαπαντής μέ δλες τις τιμές τού άρχιστρατήγου.
Πριν άπό λίγα χρόνια πήγα στην 'Ύδρα γι’ αύτή τήν υπόθεση. Έκεΐ στην έκκλη­σία τής Άναλήψεως πού είναι μετόχιο τού Παναγίου Τάφου άνεκάλυψα μιά επιτύμβια πλάκα πού κάλυπτε άλλοτε τον τάφο τού ’Ανατολικομακεδόνος πατριώτου. Αντέγραψα τό αρχαϊκό επίγραμμα πού λέει;
Γόνος άρητήρος σθεναρός γε Μανουήλ
ος λιπε Σέρης τήν τοτουνί γενναμένην
μαρνάμενος κατά των κοιράνων οφρα σαώση
Ελλάδα κλεινήν και κύδος έλοι το μέγα
Έμπης μαρνάμενο τό χρέον κρατέει παράδοξον σώμα δι΄ου 'Ύδρα έλεν, πνεύμα δ5ούρανίων.
1821 Δεκεβμρίου Ε'.
Ό Εμμανουήλ Παπάς, υπήρξε ένας αγνός και ίδεολόγος, πατριώτης από τήν άθάνατη λεβεντογενηά του 21, πού τού άνήκει κάθε τιμή, έπαινος και έθνικός σεβα­σμός. Ανήκει στη χορεία των μεγάλων έκείνων Ελλήνων, πού έθεσαν τον πλούτον και τήν εύμάρεια στη διάθεση τού Γένους χωρίς κανένα άντάλλαγμα, και θυσίασε τή δική του ζωή μαζύ μέ τά 4 παιδιά του, γιά ν΄άναστηση τήν σκλαβωμένη πατρίδα.

Ξώδεψε γιά τον άγώνα ολόκληρη τήν περιουσία του άπό 200.000 δίστηλα τάλληρα και τέτιο κολοσσιαίο ποσό, ούτε οί Κοντουριώτηδες δέν προσέφεραν στον άγώνα.

Μέ πίστη άπέραντη και άγιο ενθουσιασμό ό χθεσινός φιλήσυχος έμπορος και τρα­πεζίτης έτέθη επί κεφαλής των πατριωτων τής Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μα­κεδονίας και χωρίς καμμιά πολεμική πείρα, ώργάνωσε μιά επαναστατική εστία σοβα­ρά, μαχόμενος και προκινδυνεύων 8 ολοκλήρους μήνες.
Μέ τούς γενναίους πολεμιστάς του και συντηρών μέ δικά του σχεδόν χρήματα τον άγώνα αύτόν, έφθειρε και άπασχόλησε σοβαρές έχθρικής δυνάμεις προοριζόμενες νά πνίξουν τον άγώνα στη Θεσσαλία, Στερεά και Πελοπόννησο.

Έγνώριζεν ό Μακεδών άρχηγός πόση μεγάλη ωφέλεια θά προέκυπτε γιά τον όλον άγώνα, άν κατώρθωνε κάμποσους μήνες νά κρατήση τήν έπανάσταση, πού θ’ άπτελούσε μιά οιονεί άπειλή κατά των Τούρκων.

Έγραψαν μερικοί, επιφανειακά έξετάζοντες τήν έπανάσταση εδώ στη Μακεδονία, πώς μπορούσε ίσως ό Παπάς, όταν διεπιστώθη ή κάμμα των Αγιορειτων νά κατάσχη τή μοναστηριακή περιουσίά και ν΄άποκτήση ρευστοποιώντας την και όπλα και πολε­μοφόδια και άλλα πολεμικά άναγκαΐα.
Ό Θεοσεβής άρχιστράτηγος όμως δέν θέλησε νά μιμηθή τον άρχαΐο Φιλόμηλο και νά θέση χειρα επί τής μοναστηριακής περιουσίας.

 Και αύτό όμως άν έκαμνε, τό άδυσώπητο Τούρκικο στρατηγείο, μέ κάθε θυσία θά προσπαθούσε νά καταστείλη τήν επα­νάσταση έκεΐ, γιατί όπως ξείπα και παραπάνω οί Μακεδόνες σάν προφυλακή και προ­πομποί τού Έθνους είναι προωρισμέναι νά πέφτουν γιά τήν τιμή και τή δόξα τής Ελλάδος.
Μετά τήν καταστροφή τής Χαλκιδικής, άρχισε νά κινείται τό Βέρμιο, τά Πιέρια και οΌλυμπος.
 Αί συγκρούσεις στον Κολινδρό και τήν Καστανιά πού διηύθυνε ό Καπετάν Διαμαντής, άνάγκασαν τό τουρκικό στρατηγείο ν’ άποστείλη έκεΐ σοβαρές δυνάμεις πού είχαν όμως καθηλωθή άπ’ τούς έπαναστάτες.


Γάτσος Αγγελής
Ταύτόχρονα στην Νάουσα, είχεν άρχίση άπ΄τις παραμονές άκόμα τού άγώνος, νά οργανώνεται σοβαρή επαναστατική έστία μέ άρχηγό τό Ναουσαΐο εύπατρίδη ΖαφειράκηΛογοθέτηκαι μέ στρατιωτικούς ήγέτες τούς άρχιαρματολούς Νάουσας και Έδεσσας, Καρατάσιο και Άγγελή Γάτσο.

Αί οδη­γίες πού περίμεναν από τό Δημήτριο 'Υψηλάντη ήταν άνεπαρκεΐς και συγκρουόμενες, κι έτσι
 ή Νάουσα
μέ μοναδικό κίνητρο τον ένθουσιασμό τής ήρωϊκής φρουράς
τήν Κυ­ριακή τής ‘Ορθοδοξίας 3 Μαρτίου 1822, μέσα στην εκκλησία τού 'Αγίου Δημητρίου,
κήρυξε τήν έπανάσταση.

Μέ τό χρυσοκέντητο λάβαρο μπροστά ποΰχε τον άναγεννώμενο Φοίνικα, εργο περί­φημο λαϊκής τέχνης καμωμένο άπό τά κορίτσια του τόπου, ξεχύθηκαν οί επαναστά­τες έσφαξαν τον τουρκο καντή και τήν φρουρά και έπετέθησαν νά καταλάβουν τή Βέ­ροια.

Ό επιτελάρχης του Βαλή τής Θεσσαλονίκης Έμίν μπέη πού είχε μυρισθή τήν υ­πόθεση, εφθασε μέ 2 συντάγματα στρατού στη Βέροια, κρέμασε 12 Βεροιώτες, άφώπλισε τούς κατοίκους και κατέλαβε επίκαιρες θέσεις γύρω στην πόλη.

 Οί έπαναστάτες όμως έφθασαν, ρίχθηκαν σέ μιά νυχτερινή έφοδο, έκαψαν τις άκρινές συνοικίες, μά τά ξημερώματα άναγκάσθηκαν ν΄άποσυρθούν στό κοντινό μοναστηρι τής Παναγίας, όπου τώρα βρίσκεται τό Πρεβαντόριο.

 Έκεΐ έγινε τό θαύμαό Επιτελάρχης ρίχθηκε μέ όλες του τις δυνάμεις νά έκπορθήση τό μοναστηρι, οί έπαναστάτες πού διηύθυνε ό Καρατάσιος πολέμησαν λυσσασμένα, εφθασε κ΄ ό Γάτσος μέ τό Ζαφειράκη μέ ενισχύσεις, και τελικά οί τοΰρκοι ύπεχώρησαν άτακτα στη Βέροια και άφησαν γύρω άπ’ τήν Πα­ναγία 1.500 νεκρούς και τραυματίες,

Ύστερα άπ’ αύτή τήν πρώτη περιφανή νίκη γύ­ρισαν γεμάτοι ενθουσιασμό στη Νάουσα.
Ό Τούρκος σωματάρχης πού κατέλαβε και ρήμαξε τή Χαλκιδική, λογάριαζε πώς ειχε λήξει ό άγώνας στη Μακεδονία και τώρα οί έπαναστάτες τού Βερμίου τού άνέτρεπαν τά σχέδια.
Τον εξέθεταν άπέναντι στό σουλτάνο πού ειχε άφήσει μέ ιδιαίτερο φερμάνι, άπόλυτη πρωτοβουλία, νά πνίξη στό αιμα τή Μακεδονία, νά σφάξη τούς Έλ­ληνας άδιακρίτως ήλικίας, νά κάψη όλα τά ελληνικά χωριά, ούτε φωνή  άλέκτορος, όπως γράφει τό φερμάνι πού δημοσίευσα, νά μήν ξανακουσθή στη Μα­κεδονία.

Στη Νάουσα έν τώ μεταξύ είχαν συγκεντρωθή όλοι οί άετοί των βουνών τής Κεν­τρικής και Δυτικής Μακεδονίας, ψυχωμένοι και χαλυβδωμένοι γιά τήν ύπέρτατη θυσία.
Ό άρχηγός των αρματολών Καρατάσιος μέ 1.200 Ναουσαίους, ό πολιτικός ήγέτης Ζαφειράκηςκαι ό Γιαννάκης Καρατάσιοςμέ 600 Ναουσαίους, ό Γάτσοςμέ 450 Έδεσσαίους, Δαρζελοβίτες κι άπ τά γύρω χωριά, ό Τσάμης Καρατάσιοςμέ 500 άπό τό Διχαλεύρι, τή Σκοτίνα και τό Άρκουδοχώρι οί παληοί Κλέφτες τού Όλύμπου και τού Βερμίου, Μαλάμος, Κατσαούνηςκαι Καμπίτηςμέ 300 κλέφτες έμπειροπολέμους και ψημένους στό ντουφέκι και τήν άγριάδα, κι άλλοι 1.000 πολεμιστές άπό τό Βλάτσι, τήν Καστοριά, τήν Κοζάνη, και μερικά υπολείμματα των άγωνιστων τής Χαλκιδι­κής.

 Παλικάρια διαλεχτά κλέφτες και άρματολοί κι ολόκληρος ό πληθυσμός, αδελφω­μένος στον άγώνα, πολεμούσε νά βγή άπ τήν σκοτεινή σκλαβιά, γιατί έβλεπε ξεκάθαρα πώς τό τελευταίο κομμάτι τής Μακεδονίας, κινδύνευε.

Τής Νάουσας ό άγώνας υπήρξε σύμβολο κοινής προσπαθείας τής Μακεδονίας, πού χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή άπό τον μελετητή τής ιστορίας. Είναι φαινόμενο συνολικό άπό άπίστευτες και ξαφνικές δυνάμεις, Θρεμμένες και μεγαλωμένες μέσα στη λαϊκή ψυχή.
Είναι φαινόμενο ομονοίας αδελφικής και φιλοτιμίας υπέροχης κι ένα άνθοβόλημα παληκαριάς, όπου όλοι προσφέρονται αύθόρμητα στόν κοινό σκοπό.
Είναι γέννημα και θρέμμα τού Ελληνισμού τής Μακεδονίας, πού τήν ψυχή του και τηνν καρδιά του, έθρεψαν άγώνας και ποτάμια αίματα και θυσίες 400 χρόνων.
Μένοντας ό λαός ό Ελληνικός άβοήθητος άπό την Εύρώπη, κάτω από βάρβαρη διοίκηση, κι’ έχοντας παντοτεινά σύντροφο τον κρυφ΄πόθο τής ελευθερίας, γύμνασε κι  άκόνισε τήν ψυχή του στην πίκρα, τήν καταφρόνια και την στέρηση, κι έκαμε ν’ αστράψη στό σκοτάδι μιά δύναμη υπεράνθρωπη, μέσα άπ’ τήν οποία θάβγαινε ενας κό­σμος καινούργιος, ελεύθερος και άνεξάρτητος.

 Τέτιοι πολεμισταί είχαν συγκεντρωθή εκεί για να δώσουν την τελευταια μάχη, που ώδήγησε στη θυσία της τιμής.

Οι αρχαΐοι Έλληνες τους θεοποιούσαν κι’ η αθάνατη λύρα τραγουδούσε αιώνια τη δόξα τους.

 Ο Έμπού Λουμπούτ πάσας έφθασε εκεί στις 21 Μαρτίου 1822 συνοδευόμενος από 12.000 στρατό τακτικό άφθονο πυροβολικό και άνεξάντλητες εφεδρείες.
 Μόλις στρατοπέδευσε στην τοποθεσία Ροδιά έστειλε άγγελιοφόρο προστάζοντας να παραδώσουν οι επαναστάται την πόλη και να τους δοθή άμνηστεία.

Μά η ήρωϊκή φρουρά που την διηύθυνε ο πολέμαρχος Καρατάσιος, άπέρριψε με περιφρόνηση τις προτάσεις, κι’ έδήλωσε πως θά έξακολουθήση τον αγώνα χωρίς καμμιά υποχώρηση.

 Έγινε η κατανομή των δυνάμεων στά επίκαιρα στρατηγικά σημεία, κι΄ αρχισαν επιθέσεις και άντεπιθέσεις αιματηρότατες στις όποιες έλαμψε το άκατάβλητο φρόνημα και το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων επαναστατών.

Ο εξαντλητικός κλεφτοπόλεμος στον όποιον ο αρχηγός Καρατάσιος ήτο μαθημένος, τα τεχνάσματα των κλεφτών, οι νυκτερινοί αιφνιδιασμοί που πάντοτε έπέφεραν σύγχισι και πολλά θύματα στους Τούρκους, έφεραν τον τοΰρκο σωματάρχη σε άδιέξοδο.

 Αναγκάσθηκε να μεταφέρη από την Βέροια δύο βαρέα φρουριακά πυροβόλα που έβαλλαν αδιάκοπακατά της Νάουσας.

 Σείεται ολόκληρη η πόλη, τα σπίτια πέφτουν και σωριάζονται σε σωρό ερειπίων, οι ντάπιες υποχωρούν, οι σκοτωμένοι κι΄ οι τραυματίες αύξάνονται.

Μά τίποτε άπ’ όλα αυτά τα δεινά δεν κάμνει τους άμυνομένους να δειλιάζουν΄ άντίθετα τους έξαγριώνουν περισσότερο. Με τα μάτια βαθουλωμένα από τις στερήσεις, την άϋπνία, την κούραση και τον αδιάκοπο πόλεμο, ώχροί σαν φαντάσματα, περιμένουν με το καρυοφίλι στό χέρι μπροστά στά προχώματα, άκαμπτοι και αποφασιστικοί.

Ένα μήνα κράτησεν η πολιορκία, αι μάχες κι’ ο αδιάκοπος βομβαρδισμός, κι’ ο Έμπού Αουμπούτ πασάς έμενε καταπληκτος από την άντίσταση των άμυνομένων κι’ άπ΄ τις δικές του άπώλειες.
Τα τρόφιμα αρχίζουν να σπανίζουν γιατί οι Τούρκικες φρουρές της Δυτικής Μακεδονίας που κάλεσε για ενίσχυσή του ο αρχηγός της πολιορκίας, κύκλωσαν τη Νάουσα και από τα γύρω βουνά, κι’ άπέκοψαν κάθε επαφή και τροφοδοσία.

Η Νάουσα τώρα κινδυνεύει.

Οι Τούρκοι φθάνουν στις προσβάσεις της πόλεως και η τύχη των πολιορκουμένων έχει στρατιωτικά κριθή, γιατί ήταν άδύνατο ο στρατιωτικός αυτός ογκος με τις άνεξάντλητες έφεδρείες να μή επιβληθή τελικά του γενναι ου άντιπάλου. Στις 18 Απριλίου 1822, ο εχθρός σε μια άπεγνωσμένη προσπάθεια, πολύωρη και με μεγάλες δυνάμεις, άδιαφορώντας όλότελα για ας άπώλειες, κατορθώνει να παραβιάση την πύλη του Άγιου Γεωργίου και να μπή στην πόλη.
Με άλλαλαγμούς και πρωτοφανή αγριότητα, αρχίζουν τη σφαγή, τον εμπρησμό, τη δήωση.
Οι ύπερασπισται , όσοι είχαν μείνη, άμύνονται σκληρά από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι και ύποχωρούν στις άπάνω συνοικίες. Οι Τούρκοι τους άκολουθούν και συνάπτονται άγριοι άτομικοί άγώνες, σώμα πρός σώμα, με χέρια και με δόντια.

 Ο πατέρας του Κασομούλη, πίσω άπ’ ένα χάλασμα σκοτώνεται, άφ’ ού καθάρισε 15 Τούρκους. .

Στό κέντρο της Νάουσας άλλη νησίδα άντιστάσεως, όπου και η αποθήκη των πυρομαχικών. εκεί πολεμούν ο Ζώτος, ο Τσούπης και ο μικρότερος γυιός του Καρατάσιου, ο Κωτούλας.
Συνάπτεται φονική συμπλοκή και τραυματίζεται βαρειά ο Ζώτος. Κινδυνεύοντας να συλληφθή, βάζει φωτιά στά πυρομαχικά και τινάζεται στον άέρα με τους συντρόφους του και τους είσβαλόντας Τούρκους.

Μιμήθηκε τον συμπατριώτη του Όλύμπιο στό Μοναστηρι του Σέκου και στάθηκε πρόδρομος του Καψάλη στό Μεσολόγγι. εκεί ξαναζωντάνεψε το Σουλιώτικο Κιούγκι με τη μεγαλειώδη θυσία, που δίδαξε στις επερχόμενες γενεές ολο το ύψος της ανθρώπινης προσφοράς για την ελευθερία Σέ λίγο οι Τούρκοι μπαίνουν στη μητρόπολη που είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα, γέροντες και τραυματίες.

Τα πλήθη σφάζονται έκεΐ, ο πρωτοσσύγγελος Γρηγόριος, ο Παπαγιάννης και η εκκλησία παραδίδεται στό πυρ μαζύ με τους καταφυγόντας.
Τώρα ο ογκος του τούρκικου πεζικού στρέφεται στον Πύργο Ζαφειράκη που βρίσκεται σε δεσπόζουσα τοποθεσία νοτιοδυτικά, και που τον υπερασπίζεται ο Ναουσαΐος αρχοντας και ο Γιαννάκης Καρατάσιος με 500 πολεμιστάς.

Η Μάχη εκεί διεξάγεται με τη λύσσα των άπελπισμένων και των μελλοθανάτων. Ο Πύργος όμως έχει πολλά γυναικόπαιδα, νεαρές μητέρες και τα νεογέννητα φωνάζουν.

 'Ο Ζαφειράκης διατάσσει το πνίξιμο των παιδιών, και η μακάβρια τραγωδία έκτελεΐται χωρίς άντίρρηση. Τρεις μέρες βάσταξε η άμυνα του Πύργου, και σ’ αυτό το διάστημα κάμποσοι πολεμισται κατώρθωσαν να γλυτώσουν ξεφεύγοντας στά γύρω ύψώματα. δεν απομένει όμως άλλη διέξοδος, κι΄ ύστερα από μια σύσκεψη, αποφασίζουν μια ήρωϊκή έξοδο με το σπαθί στό χέρι. Ο χρόνος δεν τους καρτερούσε. Την νύχτα ανοίγουν τις πόρτες και ξεχύνονται στους Τούρκους.
Και τότε έγινε τέτιο άνακάτωμα και τέτια φρικτή πάλη σώμα με σώμα που υπερβαίνει κάθε περιγραφή. Οι γενναίοι σφάζουν και σφάζονται, σκοτώνουν και σκοτώνονται, κι’ όσοι μένουν, προχωρούν και θερίζουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους.

Ελάχιστοι τελικά γλύτωσαν, μα και τα πτώματα των γενιτσάρων, μαρτυρούσαν την άγρια άλληλοσφαγή.

'Όσοι άπ΄ τους Ναουσαίους πιάσθηκαν ζωντανοί, ώδηγήθηκαν στό Κιόσκι με τα μεγάλα πλατάνια, κι’ εκεί κρεμάσθηκαν χωρίς άλλη διαδικασία.

 Σύμφωνα με τις τούρκικες πληροφορίες, 2.000 κρεμάσθηκαν σ’ αυτή την ώμορφη και ρωμαντική τοποθεσία, που καμαρώνει ο σημερινός επισκέπτης της Νάουσας.

 Ένα μεγάλο μέρος από νέες γυναίκες και κοπέλες της Νάουσας, τρομαγμένο κι’ άλαφιασμένο από τον ολεθρο που συνεκλόνιζε την πατρίδα τους εκείνες τις δραματικές ώρες, μ’ ένα υπέρτατο αύθορμητισμό συγκεντρώθηκε κοντά στη γέφυρα της Άραπίτσας, και μ΄ άπόγνωση προσπαθούσε ναύρη τρόπο γλυτωμοϋ στις άπέναντι όχθες κι΄ άπ΄ εκεί στό βουνό, μα βρέθηκαν κυκλωμένες άπ΄ όλες τις μεριές από το Τούρκικο ιππικό και πεζικό.

Σ’ αυτην την τοποθεσία, έγράφη μια σελίδα, άξια των ήρωϊκών τέκνων της Μακεδονίας κι’ από τις σπάνιες στην ιστορία των έλευθέρων λαών.
Άντί της άτιμώσεως και του βίαιου έξισλαμισμού, αι γυναίκες και αι άδελφές των πολεμιστών, προτίμησαν τον τραγικό μα ένδοξώτερο θάνατο.

 Έπεσαν όλες στό βάραθρο του καταρράκτη 30 μέτρα άπότομη άγρια κατηφοριά, που στό βάθος βροντάει με παφλασμό ενας άλλος Αχέροντας, και σκοτώθηκαν όλες.
Κληροδότησαν όμως μ’ αυτή τη θυσία και τον ομαδικό θάνατο, αθάνατη δόξα στην πατρίδα των, μα και το θαυμασμό και την εύγνωμοσύνη του έλληνικού έθνους.

 Ο ιστορικός έρευνητής μπροστά σ’ αυτό το φωτεινό παράδειγμα της ανθρώπινης αρετής και του ψυχικού μεγαλείου, στέκει βαθειά με κατάνυξη και γονατίζει εύλαβικά στην δραματική αυτοθυσία.

Ο θαυμασμός μας όμως δεν είναι άρκετός.

Δεν μπορούμε εύκολα να συλλάβουμε το ύψος. Η μίμηση είναι δύσκολη. Μάταια με λόγια τώρα έδώ προσπαθοΰμε ν’ άναπαραστησουμε τη μορφή του δράματος. Τη μοίρα τους αυτές την πρόσταξαν γιατί αυτές έπλασαν το πεπρωμένο τους.
Υπήρξαν αυτές αι γυναίκες θρέμματα μιας λεβεντογεννηάς, πλούσιας σε ψυχικές και πατριωτικές έκδηλώσεις.
Έκλεισαν μέσα τους όλο το ψυχικό μεγαλείο μιας σκληρά αγωνιζομένης πατρίδας, και τη θυσία αυτή πιός μπορεΐ να την λησμονήση;
Αραπίτσα 
 Ποιος τολμά να φανή επιδεής σ΄ αυτή τη συναρπαστική εικόνα της ομαδικής περιφρονήσεως πρός τον θάνατο;

Φανηκαν όλες άντάξιες των άλλων πολεμιστών της Μακεδονικής γής, και παραστέκουν περήφανα δίπλα-στις Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου.

Η Νάουσα, το τελευται ο αυτό οχυρό του άγώνος της άνεξαρτησίας στη Βόρειο Ελλάδα, όπως έγινε με το Μεσολόγγι στη Δυτική Ελλάδα, έπεσε για την ελευθερία, την άνεξαρτησία και την τιμήν του αγωνισθέντος ελληνικού Γένους.

 Η ωραία αυτή πόλη του Βερμίου, μετεβλήθη σε έρείπια και τα χώματά της έγιναν τάφος νεκρών ενδόξων.

Στις ώμορφρες χαράδρες που οργιάζει η βλάστηση, στά καταπράσινα άμπέλια και τις ρεματιέ: με τα γάργαρα νερά σπάρθηκε ο θάνατος.

Ο θάνατος που με το ξαναγέννημα μιας καινούριας έλεύθερης γενηάς, θάφερνε ολοζώντανη τη μνήμη των ηρώων.
Υπάρχουν πράξεις στη ζωή των λαών που αποτελούν αληθινά σύμβολα στις επερχόμενες γενεές.
Υπάρχουν πράξεις ήρωϊσμού και αυτοθυσίας,πού υψώνονται σά μύθοι, και μυθοποιούν κι΄ άνεβάζουν το πνεύμα της εποχής που έζησαν οι πρωταγωνισται , και του δίνουν νόημα υπεροχής.
Μιά τέτια υψηλή και έξαίρετη πράξη είναι ο αγώνας της Νάουσας.
Μοιάζει μ΄ ένα φωτεινό μετέωρο καταπλήξεως, θαυμασμού και σεβασμού, τοποθετημένο μέσα στον μεγάλο αγώνα του 21.

Σέ μια σύντομη άνάλυση όπως αυτά μόνον πτυχές μικρές ξεδίπλωσα του αγώνα της άνεξαρτησίας στη Μακεδονία. Η τύχη της Χαλκιδικής Χερσονήσου και της Θεσσαλονίκης με τις τεράστιες ουσίες σε ανθρώπινο υλικό και σε οικονομικά άγαθά, υπήρξαν μεγάλες.

89 Ελληνικές κωμοπόλεις και χωριά έκάησαν όλοσχερώς στην Χαλκιδική άλλα 74 μερικώς, καθώς και 58 μετόχια του Άγιου ’Όρους, όλες αι εκκλησίες.
15. 000 Έλληνες σκοτώθηκαν στις μάχες η σφάγηκαν και η καταστροφή σε περιουσίες και γενικά σε άγαθά, ήταν στη Χαλκιδική ολοκληρωτική.

’Όσοι χωρικοί γλύτωσαν και δεν κατώρθωσαν με τα ολίγα καΐκια ν’ απομακρυνθουν στην Στερεά και την Πελοπόννησο, γύριζαν νηστικοί και απελπισμένοι στά βουνά και τις δασωμένες χαράδρες του Χολομώντα άπ΄ όπου με απόγνωση άντίκρυζαν την καταστροφή των οικογενειών τους και την πλήρη έκμηδένιση της περιουσίας, τους.

Μά και στην περιοχή του Βερμίου, έκτος από τη Νάουσα που κείτονταν σε έρείπια και σε άταφους νεκρούς, 120 άλλα χωριά του Βιρμίου και των Πιερίων, έγιναν στάχτη με όλα τα ύλικά άγαθά και χιλιάδες Ελλήνων έσφάγησαν.

Η καταστροφή αυτή συνετάραξε ολόκληρη την αγωνιζομένη Ελλάδα, όπου η είδηση μεταφέρθη από τους έπιζήσαντας πολεμιστάς της Μακεδονίας που μετέβησαν στη Ρούμελη, στό Μεσολόγγι και στην Πελοπόννησο για να συνεχίσουν τον αγώνα στό πλευρό των νοτίων άδελφών.

Η Βόρειος Ελλάς και ειδικά η Μακεδονία δεχθεΐσα πρώτη την έπίθεση των πολυαρίθμων και οργανωμένων στρατευμάτων της άπέραντης τότε ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προσεφέρθη σάν ιερά θυσία για το μετέπειτα κέρδος του άγώνος.

 Η αντίσταση των τέκνων της, που πρώτα πολέμησαν εναντίον των τουρκικών στρατιών που κατήρχοντο για να πνίξουν την καθολική ελληνική επανάσταση έδωσε τον καιρό στην κάτω του Όλύμπου πατρίδα, και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, να συστηματοποιήση και να όργανώση τον αγώνα.

Η Μακεδονία, προσβαλλομένη απ’ όλες τις πλευρές, δημιούργησε δύο επαναστατικές έστίες σοβαρές, μία στη Χαλκιδική Χερσόνησο και την άλλη στο Βέρμιο. Με τις ίδιες δυνάμεις, με τους δικούς της οικονομικούς πόρους, με το αίμα και τον πατριωτισμό των κατοίκων της, έφθειρε και άπασχόλησε σοβαρά τον κατακτητή επί δέκα πέντε μήνες και τελικά έθυσιάσθηκε στον αγώνα της ελευθερίας, για το συμφέρον του υπολοίπου έθνους.

Οι δε αρχηγοί των, πιστεύοντες άπόλυτα στην επιτυχία της επαναστάσεως, θρεμμένοι με τις άναμνήσεις του κλασσικού και έλληνοβυζαντινοΰ πολιτισμού και καλλιεργημένοι ψυχικά από τη Φιλική Εταιρία, αρχισαν τον αγώνα με τον άγιο ενθουσιασμό που γεννά η πίστη, χωρίς σχέδια επιτελικά, άπροετοίμαστοι στρατιωτικά και χωρίς γενικώτερη οργάνωση, όπως συνέβη και με την άλλη Ελλάδα.

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Η συνεισφορά των Μακεδόνων στην Εθνεγερσία του 1821

$
0
0

Του κ. Κωνσταντίνου Β. Χιώλου
Διδάκτορος Νομικής
 Προέδρου Εθνικής Ενώσεως Βορείων Ελλήνων
 (Ηπειρωτών – Μακεδόνων και Θρακών)
(Εφημερίς Πρωινός Τύπος Δράμας)

Την Επανάστασιν του 1821 προετοίμασαν, εν μέσω πολλών αντιξοοτήτων και κυρίως κινδύνων η Εκκλησία, οι Διδάσκαλοι του Γένους, τα  Σώματα των Κλεφτών και κατά κύριον Λόγον η Φιλική Εταιρεία.

Οι ήρωες του 1821 την 25ην Μαρτίου ύψωσαν την Σημαίαν της Επαναστάσεως, επικαλούμενοι την βοήθειαν του Χριστού και την σκέπην και τα προς Αυτόν πρεσβείας της Παναγίας Μητρός Του, εις ένα Αγώνα κυριολεκτικώς υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.

«Για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία», ήταν το σύνθημά τους.

Ένοπλοι Μακεδόνες αγωνίζονται μετά των αδελφών των εις όλην την Ελλάδα.
Εις το Μεσολόγγι, εις το Πέτα, εις την Κιάφαν, εις την Ύδραν εις τα Ψαρά, εις την Σκιάθον, εις την Εύβοιαν, εις την Στερεάν και αλλαχού.

Τον πόθο για την Ελευθερία εκράτησαν άσβεστο στη Μακεδονία οι Αρματολοί και οι Κλέφτες. Κυριότερο κέντρο των Κλεφτών ήταν ο Όλυμπος.

Η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες, το Μελένικο, η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Νάουσα και πολλές άλλες πόλεις της Μακεδονίας διατήρησαν αμείωτη την Ελληνική ζωτικότητά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας τους υπό τον Τουρκικό ζυγό.
Παπάς Εμμανουήλ

 Όταν δε υπό τις ευλογίες της Εκκλησίας την 25η Μαρτίου 1821 υψώνετο στην Αγία Λαύρα η Σημαία της Επαναστάσεως και η μια κατόπιν της άλλης εξεγείροντο οι υπόδουλες Ελληνικές πόλεις,
 οι Σέρρες επανεστάτησαν και αυτές και συμμερίσθηκαν την τύχη του Έθνους υπό την αρχηγία του μεγάλου τέκνου τους, 
Εμμανουήλ Παπά,
 ο οποίος μυηθείς στη Φιλική Εταιρεία 
υπό του Ιωάννου Φαρμάκη, 
διέθεσε ολόκληρη την σεβαστή περιουσία του
 και όλον το είναι του υπέρ του Απελευθερωτικού Αγώνος.

Η παρά του Εμμανουήλ Παπά, αναπτυχθείσα δραστηριότητα ήταν πολύ μεγάλη. Το επαναστατικό κήρυγμά του και η Επανάσταση της Χαλκιδικής ανησύχησαν βαθέως την Τουρκική Κυβέρνηση.

Ως εκ τούτου για να ανακοπή η επέκταση της Επαναστάσεως, εδόθη εντολή στον Πασά της Θεσσαλονίκης Αμπούλ Αβούδ να εκστρατεύση κατά της Χαλκιδικής και να καταπνίξη στο αίμα την Επανάσταση των Μακεδόνων, όπερ και εγένετο με την πτώση της Κασσάνδρας την 29η Οκτωβρίου ύστερα από σθεναρή αντίσταση των 600 υπερασπιστών της.

Ο Εμμανουήλ Παπάς και οι άνδρες του έμειναν τελείως αβοήθητοι.

Κατόπιν τούτου, εκ μέρους του Εμμανουήλ Παπά εζητήθη η σύμπραξη των οπλαρχηγών του Ολύμπου και η αποστολή πλοίων από την Ύδρα για την απόκρουση της από θαλάσσης επιδρομής των Τούρκων.

 Βλέπων με μεγάλη απογοήτευση την κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η Επανάσταση στη Χαλκιδική, ο Εμμανουήλ Παπάς, αναχώρησε με τον υιό του από την Κασσάνδρα για την Ύδρα, προκειμένου να επιτύχει το ταχύτερον την αποστολή βοηθείας από πλοία και πολεμοφόδια προς ενίσχυση του Αγώνος στη Χαλκιδική.

Ατυχώς, όμως, συντελούσης και της καταστροφής της Κασσάνδρας, τα γεγονότα έλαβαν ραγδαία εξέλιξη επί τα χείρω.

Δεν ήταν, όμως, πεπρωμένο να φθάση ο Εμμανουήλ Παπάς στην Ύδρα, διότι ύστερα από τόσες κακουχίες και έντονες ψυχικές συγκινήσεις, υπέστη εν πλω συγκοπή καρδίας και απέθανε την 5η Δεκεμβρίου 1821 σε ηλικία μόλις 48 ετών, ενώ το πλοίο παρέπλεε τον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) και ετάφη με τιμές Αντιστρατήγου στην Ύδρα, μετά δε τη μεταβολή του έτους 1843 ανεγράφη το όνομά του, ως ενός των πρωταγωνιστών της Εθνεγερσίας του 1821.

Καρατάσος Τάσος
Ετσι, εξέλιπε μια συμπαθέστατη μορφή του Ιερού Αγώνος των Ελλήνων, στον ένθερμο πατριωτισμό του οποίου ωφείλετο η Επαναστατική κίνηση της Μακεδονίας.

Η συνεισφορά των Μακεδόνων στην Εθνεγερσία του 1821, υπήρξε αποφασιστικής σημασίας και σπουδαιότητος. 

Με τρεις μεγάλες επαναστατικές εστίες που εδημιούργησαν οι Μακεδόνες, ήτοι

στη Χαλκιδική υπό τον Εμμανουήλ Παπά, 
στην περιοχή Βεροίας – Ναούσης και Εδέσσηςυπό τουςΑγγελήν Γάτσο, Ζαφειράκη Θεοδοσίου και Καρατάσο και 

Γάτσος Αγγελής
Κασομούλης Νικόλαος
στην περιοχή Πιερίας – Ολύμπουυπό τους Γρηγόριο Σάλα, Νικόλαο Κασομούλη και Διαμαντή Ολύμπιο,

 αντέστησαν σθεναρώς εις τους Τούρκους και συνέβαλαν τα μέγιστα στην επιτυχή έκβαση του υπέρ Πίστεως και Πατρίδος Αγώνος των Πανεληλήνων.

Τελικώς, η Επανάσταση στην Μακεδονία κατεπνίγη στο αίμα, αφού οι Τούρκοι διέθεσαν προς τούτο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. 

Παρά ταύτα όμως, το αγωνιστικό φρόνημα των Μακεδόνων δεν εκάμφθη και συνέχισαν ούτοι απτόητοι τον Αγώνα, παρέχοντες την συνδρομή τους στην λοιπή αγωνιζόμενη Ελλάδα και προσφέροντες εις αυτήν τους βραχίονες και το αίμα τους.

Πολλοί εξ αυτών διεκρίθησαν  στις μάχες για την τόλμη, την ανδρεία, την αυταπάρνηση και το γενναίο φρόνημά τους.

Προκειμένου, λοιπόν, να συνεχίσουν τον Αγώνα τους και την πολύτιμη συνεισφορά τους

στην Μακεδονική Φάλαγγα, (σημ Yauna Μακεδονική Λεγεώνα)

παρέσχον αμέριστη την συνδρομή τους στην απελευθέρωση του Έθνους των Ελλήνων μέχρι του διπλωματικού τυπικού τέρματος της Ελληνικής Επαναστάσεως που έλαβε χώραν το έτος 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, δια του οποίου ανεγνωρίσθη διεθνώς το Ελληνικό Κράτος με όρια τον Σπερχειό και τον Αχελώο.

Κατακλείοντες σημειώνουμε συμπερασματικώς, ότι οι Μακεδόνες που ως αποστολή τους έταξαν την διαρκή προστασία και άμυνα της Ελλάδος, όντες από αμνημονεύτων χρόνων «πρόφραγμα», δηλαδή προμαχών του Ελληνισμού, με τους συνεχείς αγώνας των εναντίον των ποικίλων επιβούλων της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητος της Ελλάδος, απέτρεψαν πολλάκις την υποδούλωσή της και συνετέλεσαν να θεμελιώσει απερίσπαστος ο Ελληνισμός τον Κλασσικό Πολιτισμό που εκληροδότησε η Ελλάς στην Ανθρωπότητα.

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Οι Μακεδόνες ήρωες του 1821.

$
0
0
ΕΝΩΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΉΣ
 'ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ'

Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821)



Μέλος της φιλικής εταιρίας, εργάστηκε ως έμπορος στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη και κατάφερε να αποκτήσει μέσα σε μικρό διάστημα πολύ μεγάλη περιουσία. Διέθεσε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του για τον αγώνα και το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία, όπου ανέλαβε τη θέση του αρχιταμία. Στις 23 Μαρτίου 1821, μετέφερε όπλα και πυρομαχικά στο Άγιο Όρος και οργάνωσε την εξέγερση στη Χαλκιδική. Η επανάσταση ξέσπασε στον Πολύγυρο στις 16 Μαΐου του 1821, με τη βοήθεια και των μοναχών, ενώ ακολούθησαν η Κασσάνδρα, η Σηθωνία και οι υπόλοιπες περιοχές. Οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον υπεράριθμο τουρκικό στρατό υπό τις διαταγές του Μπαϊράμ πασά. Ο στρατός του Παπά αναγκάστηκε να περιοριστεί στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, όπου χάθηκε κάθε ελπίδα τους και η χερσόνησος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, με τον Εμμανουήλ Παπά να διαφεύγει με όσους άνδρες απέμειναν στο Άγιο Όρος ώστε να συνεχίσει τον Αγώνα από εκεί. Οι καλόγεροι, φοβισμένοι από την εξέλιξη της μάχης δεν τον βοήθησαν.Ο Εμμανουήλ Παπάς, με τα περιθώρια να στενεύουν, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Χαλκιδική. Κατευθυνόμενος προς την Ύδρα η καρδιά του τον πρόδωσε και πέθανε εν πλω.

Γάτσος Αγγελής (1771-1839)


Οπλαρχηγός της Βέροιας, δρούσε ως αρματολός στον Όλυμπο και το 1821 κήρυξε την Επανάσταση στη Νάουσα, μαζί με τον Τάσο Καρατάσο και τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου. Μετά την καταστροφή της Νάουσας το 1822 έφυγε στο Βέρμιο με τους άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς και συνέχεια συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στη δυτική Στερεά. Διακρίθηκε στη μάχη των Δερβενακίων και το 1823 πολέμησε με τον Καρατάσο στο Τρίκερι και στις Βόρειες Σποράδες.

-->



Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης (1772-1822)

Έλληνας πρόκριτος από τη Νάουσα, φυλακίστηκε από τον Αλή πασά στα Γιάννενα, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει και να διαφύγει στη Νάουσα. Ο Ζαφειράκης μαζί με τον Καρατάσο και το Γάτσο ξεσήκωσαν τη Νάουσα σε επανάσταση και διέθεσε όλη την περιουσία του, για τον Αγώνα.Μετά την καταστροφή της Νάουσας έφυγε στα βουνά, όπου και σκοτώθηκε μαζί με πολλούς στρατιώτες του, ενώ η γυναίκα του και πολλοί συγγενής του υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια από τους Τούρκους.

Τάσος Καρατάσος (1764 – 1830)



Από τους γνωστότερους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας.Γεννήθηκε στη Δόβρα της Βέροιας και μετά την καταστροφή του χωριού του εγκαταστάθηκε στο Διχαλεύρι της Νάουσας. ενώ σε ηλικία δεκαοχτώ ετών έγινε κλέφτης στο Βέρμιο. Η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και ο Καρατάσος έγινε αρχιστράτηγος.Μετά την αποτυχία της επανάστασης στην Μακεδονία, έφυγε προς την Στερεά και διακρίθηκε στις μάχες του Πέτα, της Αλοννήσου και του Τρίκερι. Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν η νίκη επί του αήττητου έως τότε Ιμβραήμ πασά.




Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872)

Μέλος της Φιλικής Εταιρείας, πήρε μέρος στην επανάσταση της Μακεδονίας και με την κατάπνιξη της από τους Τούρκους, διέφυγε στη Στερεά όπου μετείχε στις μάχες της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, στη συνέχεια ακολούθησε τον Γ. Καραϊσκάκη. Μετά την απελευθέρωση έγραψε το έργο «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επανάστασης των Ελλήνων», οπού αναφέρεται στα προεπαναστατικά χρόνια στην Επανάσταση καθώς και στην μεταπελευθερωτική περίοδο της Ελλάδας.

Λασσάνης Γεώργιος (1793 – 1870)



Κοζανίτης λόγιος, πολιτικός και μέλος της Φιλικής Εταιρείας πρόσφερε τις υπηρεσίες στις ρωσικές και βαλκανικές πόλεις, διατηρώντας επαφές με στελέχη της πατριωτικής οργάνωσης.Το 1820 ο Υψηλάντης τον διορίζει γραμματέα και υπασπιστή του. Στην πορεία ο Λασσάνης ανέλαβε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του ηγεμόνα της Μολδαβίας, ενώ συντόνισε τις ενέργειες των ηγετών των ατάκτων Γεωργάκη Ολύμπιου, Περραιβού, Ιωάννη Φαρμάκη, Χριστόφορου Περραιβού, Σάββα Καμινάρη και άλλων. Ο Λασσάνης ήταν εκείνος που οργάνωσε τα «καπετανάτα» και συνέταξε τους στρατιωτικούς κανονισμούς των απελευθερωτικών σωμάτων.

Οι Μακεδόνες, η Επανάσταση 1821 και Εθνική Παλιγγενεσία: Η συμβολή της Δράμας στην Επανάσταση του 1821

$
0
0
Μονή Εικοσιφοίνισσας
Βασιλείου Κ. Πασχαλίδη
ΔΡΑΜΙΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
67 Μελέτες για τη Δράμα και την περιοχή της.

Από ιστορικάς πηγάς αι οποΐαι είδον το φως της δημοσιότητος κατά τα τελευταία χρόνια, τόσον από ελληνικής πλευράς όσον και, κυρίως, από τουρκικής πλευράς μανθάνομεν ότι ουδόλως υστέρησεν η Υπέρτιμος Μακεδονίαεις επαναστατικός θυσίας και προσφοράν αίματος κατά την μακραίωνα δουλείαν του Έθνους και ότι η συμβολή της εις την επιτυχίαν της Επαναστάσεως του 1821 υπήρξεν λίαν σημαντική και εξόχως αποτελεσματική.


Οι Έλληνες της ευρυτέρας περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και ειδικώτερον της περιοχής Δράμας και Καβάλας κατά την σκοτεινήν εκείνην περίοδον της τουρκοκρατίας, 

είχον εναποθέσει την σωτηρίαν των
 όχι μόνον εις την Εκκλησίαν και το σχολείον, 
τα οποία πράγματι διετήρησαν αλώβητον το φρόνημα του λαού και εγαλούχησαν ολοκλήρους γενεάς Ελλήνων με την ελπίδα της ανορθώσεως του «Μαρμαρωμένου Βασιληά» 
αλλά και εις επαναστατικάς κινήσεις,
 αι οποΐαι, όσον σποραδικαί, ασύνδετοι και μεμονωμέναι κι αν ήσαν, είχον την σφραγίδα της ενιαίας ψυχικής προσπαθείας των σκλαβωμένων Ελλήνων να αποτινάξουν τον τουρκικόν ζυγόν και να αποκτήσουν την ελευθερία των.



Εις την περιοχήν μας συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί υπήρχαν μόνον εις



το Δοξάτον, 
Τσατάλτσα (Χωριστή), 
Αδριανή, 
Αλιστράτη, 
Νικήσιανη, 
Μεσερόπη, 
Προσοτσάνη, 
Ζηλιάχοβα, 
Ζίρνοβον (Κάτω Νευροκόπι), 
Καλλιθέα κ.ά.
 και εις ωρισμένα χωρία βορείως της Δράμας, εις τα οποία εκατώκουν κυρίως ορεσίβιοι ελληνικοί πληθυσμοί, όπως λ.χ.
 Πύργοι (Μπομπλίτς),
 Βώλαξ κ.α.

Οι ελληνικοί αυτοί πληθυσμοί, όμως, επειδή ευρίσκοντο πλησίον μονίμων τουρκικών στρατοπέδων, εδέχοντο ως ήτο επόμενον, περισσότερον από κάθε άλλην περιοχήν, το βάρος της προσοχής, την επαγρύπνησιν και την παρακολούθησιν της πολιτικής και της στρατιωτικής διοικήσεως των Τούρκων ιθυνόντων με άμεσον αποτέλεσμα να δέχωνται πάντοτε ούτοι τα αιματηρά τουρκικά αντίποινα, δια τας ελληνικάς εξεγέρσεις, εις άλλας περιοχάς.

Από τας ιστορικάς πηγάς πληροφορούμεθα ότι
Μονή Εικοσιφοίνισσας

 η Μονή της Εικοσιφοινίσσης επί του Παγγαίου όρους καθ’ όλην την μακράν περίοδον της δουλείας υπήρξεν το επίκεντρον της Επαναστατικής δράσεως των Ελλήνων της περιοχής αλλά και ο σημαντικώτερος φάρος της ελληνικής παιδείας δια της ιδρύσεως και λειτουργίας εις αυτήν Σχολής των Κοινών Γραμμάτων.

Καίτοι εις την περιοχήν της Κορμίστης, πλησίον της Μονής, ήτο μονΐμως εστρατοπευδεμένος μέγας αριθμός τουρκικού στρατού, ο οποίος απέκλειε παντελώς πάσαν προσπάθειαν των Ελλήνων, εν τούτοις δεν έλειψαν αι συνωμοτικαί δραστηριότητες και επισκέψεις οργάνων της Φιλικής Εταιρείας,
αι πατριωτικαί αντιδράσεις και η παρεμβολή δυσχερειών εις την διακίνησιν των τουρκικών στρατευμάτων προς Θεσσαλονίκην, Χαλκιδικήν, Νάουσαν, Θεσσαλίαν, Στερεάν Ελλάδαν και Πελοπόννησον καθ’ όλην την περίοδον της Επαναστάσεως του Γένους.

Πλειστάκις ο Πασάς του στρατοπέδου της Κορμίστης μετά πολυαρίθμου στρατού ηναγκάσθη να προβή εις ερευνητικός και εκκαθαριστικός επιχειρήσεις εις την περιοχήν του Παγγαίου προς ανακάλυψιν των «ληστών» και την σύλληψίν των, διότι παρηνώχλουν τας κινήσεις των Τούρκων υπαλλήλων δια την είσπραξιν του φόρου και επέφερον ζημίας και καταστροφάς εις Τούρκους μπέηδες.

 Οι Τούρκοι είχον πληροφορίας ότι η όλη συνωμοτική οργάνωσις των Ελλήνων της περιοχής, προήρχετο από τους μοναχούς της Εικοσιφοινίσσης, δια τον λόγον δε τούτον επολιόρκησαν πολλάκις την Μονήν και προέβησαν εις επισταμένας ερεύνας δια την ανεύρεσιν όπλων και πολεμοφοδίων.

Ηρωϊκή θα παραμείνη εις την ιστορίαν της περιοχήςη σθεναρά αντίστασις του ηγουμένου της Μονής Σωφρονίου,κατά την προεπαναστατικήν περίοδον, εις τας κατά της Μονής βιαιοπραγίας των στρατιωτών Τούρκων, οι οποίοι υπό το πρόσχημα της δήθεν καταδιώξεως «ληστών», κατελήστευον την περιουσίαν της Μονής.

Αλλά και οι μετέπειτα ηγούμενοι της Μονής Χρύσανθος, Νεκτάριος, Χατζηανανίας, Κύριλλοςκ.α. επέδειξαν εξαιρετικήν δραστηριότητα εις την οργάνωσιν της συνωμοτικής προσπαθείας δια την αναγέννησιν του Έθνους και την επιτυχίαν της Επαναστάσεως.

Μεγάλην βοήθειαν παρέσχον επίσης οι μοναχοί της Μονής, προεπαναστατικούς, και εις την ευόδωσιν της ατυχούς εκείνης αλλά ηρωϊκης εξορμήσεως του θρυλικού καπετάνιου Νικοτσάρα, το όνομα του οποίου, εις ανάμνησιν της θυσίας του, φέρει ομώνυμος συνοικισμός της Κοινότητος Αργυρουπόλεως Δράμας και του οποίου αρκετοί συμπολεμισταί του, συλληφθέντες υπό των Τούρκων, μετήχθησαν εις Δράμαν και εκρεμάσθησαν εις πλατάνους της κεντρικής πλατείας, άλλοι μετήχθησαν εις Ροδολείβος και εφονεύθησαν εντός της αποθήκης του Κιόρ Φετά μπέη.

Εις την πόλιν της Δράμας μεταφέρεται η αγγελία της ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρίας, από απεσταλμένον της οργανώσεως ο οποίος περιήρχετο τας πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας, δια την κατήχησιν των Ελλήνων εις τους σκοπούς της Εταιρείας.

Ο απεσταλμένος ούτος, προφανώς θα ήτο εκείνος ο οποίος επεσκέφθη και τους μοναχούς της Μονής Εικοσιφοινίσσης, αλλ’ οι οποίοι εφάνησαν -κατά μίαν άποψινλίαν διστακτικοί προς αυτόν. Οι μοναχοί ούτοι, τελούντες υπό το κράτος της τουρκικής τρομοκρατίας και πονηριάς, είχον κάθε λόγον να μην έχουν εμπιστοσύνην εις ακριτομυθίας αγνώστων προσώπων, όσον και αν τα πρόσωπα ταύτα ήσαν γνήσιοι απεσταλμένοι της υπερτάτης αρχής και είχον, ως εκ τούτου, και τα συστατικά γράμματα της οργανώσεως.

Το αληθές είναι ότι οι μοναχοί απέκρυψαν τας πραγματικάς προθέσεις των προς τον απεσταλμένον της Οργανώσεως ονόματι Ευάγγελον, διότι εφοβήθησαν μήπως ο εν λόγω ήτο πράκτωρ των Τούρκων.

Ναζΐρης της Δράμας, κατά την περίοδον αυτήν ήτο ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης, πασάς Α'τάξεως, ο οποίος, ολίγον προ της επαναστάσεως, το 1820 ετοποθετήθη κατόπιν διαταγής του Σουλτάνου, εις Λάρισαν.
Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης

Ο Μαχμούτ Δράμαλης, καίτοι ετοποθετήθη εις Λάρισαν κατείχε ακόμη την θέσιν του ναζίρη Δράμας, τα δε καθήκοντα τούτου εξετέλει αναπληρωτής, έχων έδραν την Δράμαν και περιοχήν δικαιοδοσίας του την επαρχίαν (Καζά) Δράμας.

Μετά την εξέγερσιν των Ελλήνων, η Ναζιρεία Δράμας, καθ’ ο κέντρον στρατωνισμού πολυαρίθμου τουρκικού στρατού, ετροφοδότει δι’ αποστολών Τούρκων στρατιωτών εκ της περιοχής, όλας τας εκστρατείας των Τούρκων Πασάδων κατά της Χαλκιδικής, Βεροίας-Ναούσης, Ολύμπου και Παλαιάς Ελλάδος, λαμβάνων ο αναπληρωτής του ναζίρη Δράμας, συνεχείς και επιτακτικός διαταγάς από τον Σουλτάνον, ενώ η Ελευθερούπολις (Πράβι) παράλληλα εφωδίαζε τας τουρκικάς στρατιάς με μεγάλας ποσότητας πυρίτιδος και βλημάτων, που κατεσκευάζοντο εις τα εργοστάσιά της (μπαρούτ-χανέ), καταστάντα περίφημα από του έτους 1714.

Με την κήρυξιν της Επαναστάσεως το Τουρκικόν Στρατόπεδον της Κορμίστης ενισχύθη σημαντικώς, λόγω της υποχρεωτικής κατατάξεως των Τούρκων, που προσήρχοντο αθρόως από την περιοχήν του Σαντζάκ Δράμας (Δράμας, Καβάλας, Πραβίου, Σαρή-Σαμπάν), αλλά και από άλλας επαρχίας (καζάδες) ως λ.χ. του Νευροκοπίου, Ζίχνας κτλ. και κατέστη τούτω τω λόγω το σημαντικώτερον εις την Μακεδονίαν, έχον ως διοικητήν τον Μπαϊράμ Πασά.

Το έμπεδον τούτο ετροφοδότει με στρατεύματα συνεχώς όλας τας κατά της κυρίως τότε Ελλάδος εκστρατείας των Τούρκων Πασάδων.

Παράλληλα δε ο Μπαϊράμ-Πασάς είχε και το καθήκον να περιφρουρή την ασφάλειαν της περιοχής και να καταπνίγη εις το αίμα πάσαν παρατηρουμένην κίνησιν από οιονδήποτε προερχομένην.

Η Ι.Μονή της Εικοσιφοινίσσης, άμα τη ενάρξει της Επαναστάσεως, εδέχετο συνεχώς τας επισκέψεις αποσπασμάτων του Μπαϊράμ-Πασά,τα οποία διενήργουν εξαντλητικός ερεύνας εις τας αποθήκας και τα υπόγεια της Μονής, προς ανακάλυψιν κλεφτών και όπλων. Ο Μπαϊράμ Πασάς είχε λόγους να πιστεύη ότι εις την Μονήν υφίστατο κέντρον Ελλήνων κλεφτών, οι οποίοι από πολλών ετών εκινούντο εις την περιοχήν του Παγγαίου και πολλάκις έφερον φθοράς και εμπόδια εις τα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα, τα οποία υπό το πρόσχημα της ερεύνης και της εισπράξεως των φόρων, πραγματικώς ελυμαίνοντο τους ελληνικούς πληθυσμούς. Αλλά κινήσεις κλεφτών δεν παρετηρήθησαν μόνον εις την περιοχήν του Παγγαίου. Κλέφτες, επίσης, υπήρχον βορείως της Δράμας και ιδία εις την περιοχήν των χωρίων Βώλαξ και Πύργοι.

Οι κλέφτες της περιοχής αυτής ήσαν ορεσίβιοι χωρικοί των πέριξ χωρίων, οι οποίοι έζων μακράν των οικογενειών των και επροστάτευον τους συμπατριώτας των από τας πιέσεις των Τούρκων φορολογικών εισπρακτόρων, που ήσαν πάντοτε ασύδοτοι εις την είσπραξιν των φόρων, και κατελήστευον τους Έλληνας χωρικούς.

Είναι γεγονός ότι η επαναστατική κίνησις εις την Δράμαν, δεν είχε καθολικήν σημασίαν, ως παρετηρήθη εις άλλας περιοχάς.
Εν τούτοις, όμως, δεν έλειπον αι μεμονωμέναι συνωμοτικαί κινήσεις Ελλήνων εις την περιοχήν Παγγαίου, Βώλακος, Πύργων κ.α. αλλά και εντός της πόλεως Δράμας, όπου η μορφή του αγώνος είχε καθαρώς συνωμοτικόν χαρακτήρα.
Η εντός της πόλεως συνωμοτική οργάνωσις ασφαλώς θα ετέλει υπό την ηγεσίαν των εξόχων Ελλήνων της Δράμας, Μανασσή και Πανταζή, εκ των οποίων μάλιστα, ο πρώτος είχε και στενόν φιλικόν δεσμόν μετά του Μαχμούτ πασά Δράμαλη.

Και το ότι πράγματι υπήρχε επαναστατική κίνησις εις την περιοχήν, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες, τόσον της υπαίθρου όσον και της πόλεως, συλληφθέντες υπό των Τούρκων, εκρεμάσθησαν κατόπιν μικράς διαδικασίας εις τους πλατάνους της Κεντρικής πλατείας της πόλεως και εις μίαν πύλην του κάστρου (Γκαλιά) της πόλεως, την ευρισκομένην εις το Β.Α. σημείον της οικοδομής Παν. Παπαδοπούλου, έξωθι της οποίας υπήρχε μικρός συνοικισμός Εβραίων της Δράμας.

Είναι γνωστή η τρομοκρατία που εξαπελύθη εις την πόλιν και εις την ευρυτέραν περιοχήν της Δράμας, από τον Μπαϊράμ-πασά, αλλά και από τον αναπληρωτήν του Ναζίρη της Δράμας, με αποτέλεσμα να νεκρωθή παντελώς η ακμάζουα εμπορική δραστηριότης των Ελλήνων, που κατείχον εις χείρας των το εμπόριον του σίτου και του βάμβακος και να περιέλθη τούτο εις τους Εβραίους, οι οποίοι την εποχήν εκείνην, με τον αποδεκατισμόν των Ελλήνων εθησαύρισαν και απέκτησαν τεράστια κέρδη.

Δια τον λόγον τούτον λοιπόν και η Μητρόπολις Δράμας μετέφερε το 1825 την έδρα της εις Αλιστράτην, όπου εκατώκει συμπαγής Ελληνικός πληθυσμός.

 Ταύτην δε ηκολούθησαν και πολλοί Έλληνες εκ Δράμας, οίτινες κατέφυγον δια την σωτηρίαν των εις χωρία τα οποία είχον αμιγή Ελληνικόν πληθυσμόν και συνεπώς η ζωή των εις αυτά απέκτα μεγαλυτέραν ασφάλειαν.

Άλλοι Έλληνες της περιοχής κατέφυγον και ενετάχθησαν εις τα στρατεύματα του Εμμ. Παπά και επολέμησαν γενναίως εις Χαλκιδικήν και Κασσάνδραν και πολλοί άλλοι ανήλθον εις τα ορεινά σημεία της περιοχής, δημιουργήσανες μικράς ομάδας κλεφτών και επολέμουν με καταδρομάς τους κατοικούντας εις την περιοχήν Τούρκους ιθύνοντας και τας φρουράς των.

Εκ των ανωτέρω σημειουμένων δείκνυται ότι, ο αγών του 1821 προητοιμάσθη από όλους τους Έλληνας και εξεκίνησεν πράγματι από όλα τα σημεία της Ελληνικής γης.
Viewing all 330 articles
Browse latest View live