Quantcast
Channel: YaunaTakabara
Viewing all 330 articles
Browse latest View live

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Η Μακεδονική Λεγεών και ο αήττητος στρατηγός της Γέρο-Καρατάσος

$
0
0
Καρατάσος Τάσος
Ιωάννης Βασδραβέλλης
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΛΕΓΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 1821

Η  Ελληνική επανάστασις του 1821, εκ των μεγαλύτερων κατορθωμάτων του Ελληνικού έθνους, είχε χαρακτήρα πανελλήνιον.
Την ιστορικήν ταύτην αλήθειαν, οσονδήποτε και αν ηγνόησαν αδαείς και αμελείς ιστοριογράφοι, αποκαλύπτουν τόσον η έκτασις του έκραγέντος άγώνος, από του Δουνάβεως εως την Κρήτην, όσον και τα κατά καιρούς δημοσιευόμενα ανέκδοτα ιστορικά κείμενα.

Μεταξύ των ανεκδότων τουρκικών έγγραφων του 'Ιεροδικείου της  Βερροίας, άτινα λίαν προσεχώς δημοσιεύω εις την υπό της  Ακαδημίας Αθηνών βραβευθεισαν έργασίαν μου, υπάρχει και το υπό χρονολογίαν 30 Ρετζέπ 1236 (3 Μαίου 1821) αύτοκρατορικόν φιρμάνιον, το όποιον μεταξύ άλλων διαλαμβάνει τα εξής:

 «Το εν Μολδαβία κίνημα των απίστων και κατηραμένων 'Ελλήνων, μεταδοθέν εις τας πέραν της  Θεσσαλονίκης χώρας, προεκάλεσε την αναρχίαν και τον αναβρασμόν μεταξύ των έκεϊ κατοίκων .... 
Εμμανουήλ Παπάς
Εκ των γεγονότων τούτων άπαξ έτι κατεδείχθη ότι η επανάστασις αυτη των απίστων, φέρουσα γενικόν χαρακτήρα, εχει έξυφανθή και προοχεδίασθη κατόπιν συνεννοήσεως ολοκλήρου της  φυλής αυτών».

Η  έκρηξις λοιπόν της  επαναστάσεως εν Μακεδονία, έργον του μεγάλου πατριωτισμού των τέκνων της αλλά και  της  ’Ιδέας των Φιλικών, η όποια δια Μακεδόνων διεδόθη και έκαρποφόρησεν εδώ, άποτελει μιαν των ένδοξων αλλά και τραγικών σελίδων της  έπαναστάσεως. αρξαμένη εν τή Χαλκιδική την 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Σερραίον τραπεζίτην και μεγαλέμπορον Εμμανουήλ Παπάν έτερματίσθη περί τα τέλη Μαίου του 1822 εν Βερμίω, Όλύμπφ και Δυτική Μακεδονία. 

Διήρκεσε δηλαδή περί τους δεκατέσσαρας μήνας, κατά τους όποιους έλαβον χώραν γεγονότα εξαιρετικά και θυσίαι απαράμιλλοι.

Τό αποτέλεσμα, το όποιον έπέφερεν ο αντιπερισπασμός και η καθήλωσις εν Μακεδονία σοβαρών έχθρικών δυνάμεων προοριζομένων να καταπνίξουν την εν Πελοποννήσω και Στερεά Έλλάδι έπανάστασιν ύπήρξεν εύεργετικόν και όλως σημαντικόν διά τον αγώνα του "Έθνους.

 Τό γεγονός τούτο έδωκε τον άπαιτούμενον καιρόν εις τους εν τη Νοτίω Έλλάδι να οργανώσουν τον άγώνα καλύτερον.

"Οτε δε η Μακεδονία, πανταχόθεν βαλλόμενη και αλλαχού μεν αμυνόμενη αλλαχού δε θριαμβεύουσα και εν τέλει ύποκύπτουσα προ του τεραστίου εχθρικού όγκου, έθυσιάζετο χάριν του υπολοίπου έθνους, οι έναπολειφθέντες εκ των αρχηγών της και ικανός αριθμός πολεμιστών έγκαταλείποντες με βαρυαλγούσαν την ψυχήν το προσφιλές έδαφος της ιδιαιτέρας των πατρίδος κατήλθον εις την κάτω του Ολυμπου Ελλάδα, ίνα ομού μετά των λοιπών Ελλήνων συνεχίσουν τον μετά τοσούτον θυσιών άρξάμενον άγώνα.

Τήν δράσιν ταύτην των τέκνων τούτων της Μακεδονίας, ήτις άποτελεί συνέχειαν της όλης ένεργείας των Μακεδόνων, έκθέτομεν εις την παρούσαν μας μελέτην.

Η  κάθοδος των Μακεδόνων εις την Στερεάν Ελλάδα και τας Σποράδας

Μετά την καταστροφήν των επαναστατικών ερεισμάτων της  Χαλκιδικής, του Βερμίου και του Όλύμπου οι εναπολειφθέντες εκ των αρχηγών και αρκετοί πολεμισταί συνεκεντρώθησαν εις τα κρησφύγετα του Ολύμπου.

Κατ΄ άρχάς άπεφασίσθη η διατήρησις του αγώνος εις την περιφέρειαν ταύτην και ήρξατο στρατολογησις άνδρών εκ των έλαχίστων περιφερειών, αίτινες είχον διαφύγει την καταστροφήν και την ερήμωσιν.

Περί τα τέλη  Απριλίου η δύναμις αυτή των συγκεντρωθέντων, δρώσα υπό τον Γέρω- Καρατάσιον και τον Λιαμαντήν, κατώρθωσε δ΄ ευφυούς πολεμικού τεχνάσματος να κύκλωση και έξολοθρεύση παρά την γέφυραν του Μπαμπά, σημαντικην δύναμιν εκ Γενιτσάρων, τους όποιους ο Κεχαγιάς του Ρούμελη Βαλεσή είχεν άποστείλει εκ Λαρίσης προς ένίσχυσιν της  στρατιωτικής δυνάμεως της  Κατερίνης.

Αλλά το μεμονωμένον αυτό γεγονός δεν ήτο δυνατόν να έχη γενικώτερα αποτελέσματα επί του άγώνος εν Μακεδονία.

 'Ολόκληρος η χώρα είχε πλημμυρίσει από τας στρατιάς του Έμπου Λουμπούτ, του Χουρσίτ και του Μπεχλιβάν Μπαμπά, τα μαχητικά κέντρα είχον καταστραφή και το πλείστον των πολεμιστών είχε θυσιασθή έπι του πεδίου της  τιμής. Αι φύλακαι της  Θεσσαλονίκης και της  Βερροίας ήσαν πλήρεις Ελλήνων, αί περιουσίαι είχον διαρπαγή καί το φάσμα του θανάτου έπλανάτο όλέθριον εις την Μακεδονικήν γην.

 Όλα αυτά τα γεγονότα και αί πανταχόθεν φθάνουσαι πληροφορίαι παρουσίαζον ώς αδύνατον την συνέχισιν του άγώνος εις οίονδήποτε μέρος της Μακεδονίας.

Μετά σύσκεψιν γενομένην εις το Μοναστήριον του 'Αγίου Διονυσίου άπεφασίσθη η κάθοδος εις την κάτω του Ολύμπου Ελλάδα προς συνέχισιν του επαναστατικού αγώνος.

'Ο Διαμαντής 
έχων ίδίαν προσωπικότητα και ιδιαίτερον άρματοκλίκι,
 παραλαβών τον 
Γούλαν, 
Λιάκον καί 
Μπινον
 επί κεφαλής 250 πολεμιστών, 
άνεχώρησε διά την Σκόπελόν και την Σκιάθον, 

ο δε Καρατάσιος, ο μάλλον επιφανής εκ των Μακεδόνων αρχηγών, 
με ύπαρχηγόν τόν Γάτσον και τους άρματωλούς 
Δουμπιώτην, 
Συρόπουλον, 
Λάζον, 
Κώταν και με πρωτοπαλλήκαρον τον


Τσίαμης Καρατάσος
Τσιάμην Καρατάσιον,
 ηγούμενος  300 πολεμιστών διήλθε την Θεσσαλίαν και κατηυθύνθη προς τον Άσπροπόταμον.


Καραισκάκης Γ.
 Έγκαταστήσας εις το χωρίον Μερόκοβον τους συγγενείς του καθώς και τας οίκογενείας των συναγωνιστών του
συνέπραξε με τον Καραϊσκάκην και τόν Ράγκον εις την έκκαθάρισιν των Αγράφων από τα τουρκικά στρατιωτικά άποσπάσματα και ακολούθως επί κεφαλής 300 Μακεδόνων κατηυθύνθη εις το Μεσολλόγι τεθείς υπό τας Διαταγάς του Μαυροκορδάτου.

Μέρος ωσαύτως Μακεδόνων πολεμιστών και εθολοντών, ώς συνέβη με τους Θράκας και τους Μικρασιάτας, προερχόμενον εκ διαφόρων περιφερειών της  Μακεδονίας και του εξωτερικού, άφικνούκενον περιοδικώς εις την Πελοπόννησον ιδίως έκει ένθα ειχε μετατοπισθή το κέντρον του άγώνος, έστρατολογήθη υπό του Δημητρίου Ύψηλάντου και άπετέλεσε τόν πυρήνα της  συστάσεως του τακτικού σώματος υπό τον Παλέσαν και Κουβερνάτην.

 Οι ανδρός ούτοι, γράφει ο φαλαγγάρχης των Αθηνών κατά την έπανάστασιν καί μετέπειτα συνταγματάρχης X. Βυζάντιος,

«υπήρξαν εξαιρετικοί πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί είς κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι εν πολεμώ και ευπειθέστατοι. 
Ηλθον εις την Ελλάδα διά να υπηρετήσουν την Πατρίδα μη εχοντες ενταύθα οικείους η γνωρίμους, εύρον καταφύγιον έντιμον εις το τακτικόν Σώμα......«

Μαυροκορδάτος Αλ.
Κατά τον ’Ιούνιον του 1822 ο ηγέτης της  Δυτ. Ελλάδος Αλ. Μαυροκορδάτος έξεστράτευσεν εναντίον του Μεχμέτ Ρεσήτ και του Ισμαήλ Πλιάσσα, οίτινες, κατερχόμενοι προς το Μεσολόγγιον, ειχον πολιορκήσει την Κιάφαν.

Μετά γενομένην σύσκεψιν εις το Κομπότι την 21 Ιουνίου 
ο Μπότσαρης με 300 Σουλιώτας, 
ο Καρατασιος με 300 Μακεδόνας καθώς και ο ’Ίσκος και
 ο Βλαχόπουλος με δύναμιν εν συνόλω 1200 πολεμιστών άνεχώρησαν διά την Πλάκαν, εις δε το Κομπότι παρέμειναν ο Ντόβας, ο Πεταλούδης και ο Γκολφ ινος με τους Αιτωλοακαρνάνας.

Τό έκστρατευτικόν σώμα εις το όποιον μετειχεν ο Καρατασιος, έπιτεθέν αίφνιδιαστικώς κατά της  Πλάκας διέλυσε και κατέσφαξε την Τουρκικήν φρουράν, προχωρήσαν δε προς το Σίδερο, εύρέθη άντιμέτωπον προς τριπλασίαν έχθρικήν δύναμιν.

Οι Ελληνες καταλαβόντες τους ύπερκειμένους βράχους της  ορεινής αυτής τοποθεσίας προσέβαλον τους Τούρκους ιππείς δυσχερώς κινουμένους εις την ακατάλληλον δι΄ ίππικόν ταύτην τοποθεσίαν, έφόνευσαν 180 έξ αυτών μετά του αρχηγού των και τελικώς τους έτρεψαν εις φυγήν.

Αλλ΄ οι έχθροί, λαβόντες ένισχύσεις, άντεπετέθησαν, έξετόπισαν τον Κουτελίδαν και ήνάγκασαν τον Γρίβαν και τον ’Ίσκον να υποχωρήσουν.

Μόνος έξ όλων ο Καρατάσιοςόχι μόνον κατώρθωσε να διατηρήση την κατεχομένην θέσιν, αλλά και να συλλάβη αιχμαλώτους 150 Γενιτσάρους καθώς και 5 Μπέηδες τελικώς φοβούμενος κύκλωσιν μετέβη εις συνάντησιν των άλλων φέρων μεθ΄ εαυτού και τους αίχμαλωτισθέντας.

Οι αρχηγοί έξαιρουμένου του Βαρνακιώτη, όστις άπέφυγε να συγκρουσθή προς τους Αλβανούς, προοίμιον τούτο της  περιέργου μετέπειτα διαγωγής του, συνεκεντρώθησαν και πάλιν παρά την Πλάκαν, την οποίαν κατείχον σθεναρώς οι γενναίοι Σουλιώται του Μ. Μπότσαρη.

Τήν 30 Ιουνίου ισχυρότατος στρατός εκ 10 000 άνδρών ύπό τον Άχμέτ Βρυώνην, άποτελούμενος από Γκέκηδες και Τόσκηδες, προσέβαλε το Έλληνικόν σώμα εις την Πλάκαν.
 Ο έμπειροπόλεμος Αλβανός ηγέτης κατώρθωσε να δημιουργήση ρήγμα και κατά την 4ην ημέραν της  μάχης να εισχωρήση μεταξύ Μπότσαρη, Βλαχοπούλου και Μπουκουβάλα, παραλύσας ούτω την άμυναν των Ελλήνων.

 Προκειμένου να διαταχθή ύποχώρησις ο Καρατασιος, μη ανεχόμενος να έγκαταλείψη άταφους τους 37 νεκρούς Μακεδόνας εν οίς και ο Πέτρος Γάτσος, κατώρθωσε προ των όμμάτων των 3 Αλβανών να παραλαβή τους νεκρούς και τραυματίας και να ύποχωρήση εις τα ορεινά συγκροτήματα του Σουλίου. 

Αι ζημίαι των Τούρκων υπήρξαν μεγάλαι κατά την τετραήμερον μάχην της  Πλάκας, αλλά και του Ελληνικού σώματος ωσαύτως σημαντικαί.

Μετά τα γεγονότα της  Πλάκας και την καταστροφήν του Πέτα ο Καρατάσιος με τους πολεμιστάς του μετεστάθμευσεν εις την Εύβοιαν, η όποια εύρίσκετο εν αναστατώσει ήδη από εξαμήνου.

Τά γεγονότα της  Εύβοιας. Τοπικιστικαί αντιζηλίαι.

Περί τα τέλη ’Ιουνίου του 1822 ο ’Άρειος Πάγος, το πολιτικόν Σώμα της  3 Ανατολικής Ελλάδος, μη δυνάμενος να εχη μόνιμον διαμονήν ενεκα των έπιχειρήσεων αλλά και της  έχθρότητος του Όδυσσέως Άνδρούτσου , άπέστειλεν εις τας βορείους Σποράδας, ενθα εύρίσκοντο πολλοί Μακεδόνες ύπό τον Διαμαντήν Νικολάου, τον αρεοπαγίτην Θεόκλητον Φαρμακίδην, ίνα έπιτύχη την μεταφοράν των Μακεδονικών στρατευμάτων εις την Εύβοιαν.

Ο Διαμαντής όμως άπουσίαζεν εις τον ’Όλυμπον, ενθα είχε μεταβή προς παραλαβήν των οικογενειών και 150 πολεμιστών, οϊτινες εύρίσκοντο διασκορπισμένοι εις τα δάση , ώστε μόνον 600 περίπου Μακεδόνας κατώρθωσε να μεταφέρη ο Φαρμακίδης εις την Εύβοιανμε το πλοιον του Χατζηβισβίζη ύπό τους αρχηγούς Μπίνον, Λιάκον και Καρακώσταν.

Ούχ ήττον η μικρά αύτη δύναμις κατοορθωσε να έκτοπίση μετά κρατεράν μάχην τους Τούρκους από τα Βρυσάκια της  Χαλκίδος και να μεταδώση το άπωλεσθέν θάρρος εις τους έντοπίους, οϊτινες ήρχισαν πυκνούντες την δύναμιν του Διαμαντή.

 Δυστυχώς ένεκα διαφωνίας προς ώρισμένους εκ των έντοπίων, της  κακής διατροφής και της  έλλείψεως χρημάτων το σώμα τούτο των 600 πολεμιστών άπεχώρησεν εις ’Ωρεούς. Έξ άλλου ο έπισυμβάς θάνατος του Αγγελή Γοβγίνα περιέπλεξε τήν κατάστασιν, καθ΄ όσον ο διάδοχος αύτού Κριεζώτης δεν ήτο δεδοκιμασμένος εισέτι και  η Εύβοια ειχεν ανάγκην εμπειροπολέμου αρχηγού.

Οδ΄ εκ των προκρίτων του Πηλιου Γρηγόριος Κωνσταντάς τον Αύγουστον μεταβάς κατ΄ εντολήν του Κωλέτη είς την Σκόπελον διά να λάβη μέτρα προς καλυτέραν οργάνωσιν του κινήματος της  Εύβοιας και  της  Θεσσαλομαγνησίας, εγραψεν εις τον Υπουργόν των Στρατιωτικών την 27ην Αύγούστου 1822 εκ Σκιάθου, ύποδεικνύων ως κατάλληλον αρχηγόν τον Διαμαντήν, όστις είχεν έπιστρέψει έξ Όλύμπου .

Τοιουτοτρόπωςο Μακεδών πολέμαρχος διωρίσθη γενικός αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων του προς την Χαλκίδα τμήματος της  Εύβοιας και κατά τας άρχάς Σ)βρίου, έπι κεφαλής ικανής δυνάμεως πολεμιστών άποβιβασθείς διά του πλοίου του Χατζήβισβίζη εις τα Βρυσάκια, έπετέθη και διέλυσε το τουρκικόν στρατόπεδον της  Λιθάδας.

Έκ της  επιτυχίας ταύτης του Διαμαντή κατεφάνη πόσον χρήσιμος ήδύνατο ν΄ άποβή διά την Εύβοιανη σύμπραξις των Μακεδόνων με τους εντοπίους. 

Δυστυχώς όμως ο "Άρειος Πάγος δεν έπολιτεύθη καλώς και συντόμως ήρχισαν άντιζηλίαι μεταξύ των Εύβοέων θεωρούντων ξένους τους διακεκριμένους πολεμιστάς.

Ο Γιαννάκης Δημητρίου και ο Τομαράς, τέως αρχηγοί του στρατοπέδου των Εύβοέων, υποκινούμενοι από τον Όδυσσέα και τους προκρίτους της  Εύβοιας, έδήλωσαν εις την Κυβέρνησιν δτι δεν ανέχονται ως αρχηγόν τον έπήλυδα Διαμαντήν και έξεστράτευσαν εναντίον του.

Αλλά και  ο Διαμαντής δεν εμείνεν άπρακτος  άντεπιτεθεις εις τα Καμάρια ένίκησε τους Εύβοεις και τους έξηνάγκασε διά της  Αταλάντης να κατευθυνθούν προς τα ένδότερα της  Στερεάς διά να ζητήσουν από τον Όδυσσέα Ανδρούτσον ένίσχυσιν προς έκδίωξιν του Διαμαντή.

Η  Κυβέρνησις διατελούσα εν γνώσει όλων των περί την Εύβοιαν συμβαινόντων ένέκρινε τον προβιβασμόν εις τον βαθμόν του στρατηγού άμφοτέρων των Μακεδόνων αρχηγών,
 διορίσασα τον μεν Διαμαντήν άρχηγό της  έκστρατείας έναντίον του Φρουρίου της  Χαλκίδος,
 τον δε Καρατάσιον αρχηγόν της  πολιορκίας της  Καρύστου με πλήρη συνεργασίαν άμφοτέρων.

 Επειδή δε ήτο αδύνατον τας δαπάνας της  έκστρατείας ταύτης ν΄ άναλάβουν τα ολίγα έπαναστατήσαντα χωρία της  Εύβοιας εδωκεν έντολήν, ίνα οι στρατηγοί μέ κάθε τρόπον εξαναγκάσουν και τα υπόλοιπα χωρία εις έπανάστασιν και συμμετοχήν εις τας δαπάνας της  εκστρατείας.

Αλλ΄ ο Κριεζώτης, ευρισκόμενος διά του Δημητρίου και Τομαρά εις επαφήν με τον Ανδρούτσον, ήρνήθη να δεχθή την άπόφασιν της  Κυβερνήσεως και διεμήνυσεν εις τον Διαμαντήν ότι δεν τον αναγνωρίζει γενικόν αρχηγόν.

 Μοιραίως έπήλθε νέα σύγκρουσις και ο Διαμαντής άπέστειλεν εναντίον του Κριεζώτη τον σύγγαμβρόν του Καρακώσταν, τον Βασιλείου και τον Κόταν επί κεφαλής 1000 Μακεδόνων και Θεσσαλών, οϊτινες διεσκόρπισαν τα στρατεύματα του Κριεζώτη εις το Μακρυχώρι και τον έξηνάγκασαν να άποχωρήση εις τον "Αγιον Λουκάν. 

Ο Διαμαντής ήτο υποχρεωμένος να ύπερασπισθή το αξίωμά του, εν τή πραγματικότητι δε ο Κριεζώτης ήτο στασιαστής εναντίον των εστω και παραλόγων αποφάσεων της  Κυβερνήσεως.
Τή έπεμβάσει του Καρατάσιου, μη έπιθυμουντος ν΄ άντιταχθή εις το τοπικόν αίσθημα των κατοίκων, έπήλθε σχετική ύφεσις, έσημειώθησαν μάλιστα και άρκεταί έπιτυχίαι εκ μέρους των Όλυμπίων.

Αλλ΄ ο Ανδρούτσος δεν ήδύνατο ν΄ άνεχθή τους Μακεδόνας άρματωλούς και ταχέως ήρξατο να ύποδαυλίζη έμφυλίους ταραχάς εις την Εύβοιαν.
 Η  Κυβέρνησις άντελήφθη έγκαίρως την προσπάθειαν ταύτην του γενναίου και περιέργου Ρουμελιώτη αρχηγού και ιδού τι εγραφεν αύτη από την Έρμιόνην προς τους προκρίτους της  Υδρας την 21 Δ)βρίου 1822:
Οδυσσεύς Ανδρούτσος

« Τά φρονήματα του άντιδιοικητού Όδυσσέως τα γνωρίζετε πολύ καλά απειθής εϊς της  Διοικήσεως τους λαοσώους σκοπούς έκηρύχθη μόνος του Αρχιστράτηγος της  Ανατολικής Ελλάδος και Εύβοιας και διά τούτο με ολίγην εύχαρίστησιν βλέπει τους στρατηγούς Διαμαντήν και Καρατάσιον αρχηγούς των αρμάτων Εύβοιας ώς μη συμφωνοϋντας με τους ολέθριους σκοπούς του'διά τούτο άπεφάσισε να κάμει άπόβασιν με στρατεύματα, διά να κτυπήση, όμως θέλει προξενήσει όλεθρον εις τους δυστυχείς κατοίκους ταύτης της  νήσου .... κ.λ.π. ».

Ιδιαιτέρως ο προβιβασμός του Διαμαντή εις στρατηγόνδυσηρέστησε τον Ανδρούτσον, όστις έξακολουθών την πολεμικήν κατά του Αρείου Πάγου καί έπιθυμών να άρχη άπολύτως είς την Ανατολικήν Ελλάδα, άπέστειλε τους εντοπίους φίλους του αρχηγούς Τομαράν, Χαλκιάν και Βερούσην εις το Ξηροχώρι, οίτινες θύσαντες και λεηλατήσαντες τα πάντα παρ΄ ολίγον να συλλάβουν την γυναίκα του Διαμαντή αιχμάλωτον. 

Ο Διαμαντής βλέπων περιπλεκομένην την κατάστασιν άφ΄ ενός και τον έπαπειλούμενον άφ΄ ετέρου εμφύλιον πόλεμον, πεισθείς έξ άλλου και περί της  αδυναμίας του ’Αρείου Πάγου, ήναγκάσθη να έπιστρέψη εις το Ξηροχώρι, έκείθεν δε άνεχώρησεν εις την Σκιάθον παραλαβών και την γυναίκα του.

Τήν άναχώρησιν του Διαμαντή έπηκολούθησεν εντός ολίγου και η άναχώρησις των οπαδών του, οιτινες « άνευ άρτου, άνευ μισθοδοσίας, πειναλέοι και γυμνητεύοντες » πρόσφυγες, έζήτησαν άσυλον εις την Σκιάθον και την Σκόπελον, ενθα εύρίσκοντο αί οικογένειαί των έγκαταλελειμμέναι και είς οίκτράν κατάστασιν.

Αποχωρήσαντος του Διαμαντή εκ της  Εύβοιας, παρέμεινεν αρχηγός της  πολιορκίας της  Καρύστου ο Καρατάσιος με την μεγαλυτέραν δύναμιν των Βορειοελλαδιτών πολεμιστών.

Μετά του Καρατάσιου ο Ανδρούτσος εύρίσκετο εις σχετικώς καλάς σχέσεις λόγω παλαιοτέρων δεσμών και προεπαναστατικής συνεργασίας.

H μάχη του Τρίκκερι

Νέα όμως εν τώ μεταξύ πολεμικά γεγονότα έξειλίχθησαν.
Ο ύπαρχηγός των φαλάγγων του Κιουταχή Σελήχ Πασάς, ενωθείς με τα 3 Αλβανικά στρατεύματα του Περκόφτσαλη και κατερχόμενος εκ Λαρίσσης προς την Στερεάν Ελλάδα, καταλαμβάνει τα Βρυσάκια, ένω άλλη φάλαγξ υπό τον "Ισμαήλ Μπότα, αφού κατέλαβε τα Λεχώνια του Πηλίου, την 1ην Μαίου 1823 προχωρεί προς το Τρίκκερι, ενθα ήτο έστρατοπεδευμένος ο αρχηγός των Πηλιορητών Μήτρος Βασδέκης.

Οι Τρικκεριώται κατεταράχθησαν εκ της  ειδήσεως ταύτης και ο Βασδέκης έζήτησε κατεσπευσμένως 
την συνδρομήν του Γέρω Καρατάσιου, 
όστις πράγματι εσπευσεν έπικεφαλής του μεγαλυτέρου τμήματος
 της  «Μακεδονικής Λεγεώνος» 
άποτελουμένης εκ 2000 εμπειροπολέμων 
και κατά πάντα αρίστων πολεμιστών. 

Αγγελής Γάτσος
Φθάσας εις το Τρίκκερι κατέλαβε την όχυράν θέσιν Παναγιά και προέβη εις την κατασκευήν οχυρωματικών έργων.
Τήν 14ην Μαίου άφήσας τον Αγγελήν Γάτσον έπι κεφαλής της  άμύνης του Τρίκκερι, παρέλαβε 500 Μακεδόνας παλαιούς συναγωνιστάς του Βερμίου και του Όλύμπου και έπικουρούμενος από θαλάσσης υπό της  ήρωίδος Μαντώς Μαυρογένους άπεβιβάσθη εις την νήσον 'Αλατάν κατεχομένην από ισαρίθμους Τούρκους.


 Η  έπίθεσις των Μακεδόνων υπήρξε ορμητικήοι Τούρκοι κατετροπώθησαν και κατεσφάγησαν μαζι με τους όμοφύλους των κατοίκους της  νήσου’ 240 εξ αυτών όχυρωθέντες εις παλαιόν μοναστήρι της  νησίδος, άφ΄3 ού ήμύνθησαν άπεγνωσμένως, έξορμήσαντες ίνα διασπάσουν τους πολιορκητάς κατεσφάγησαν απαντες πλήν 6 σημαινόντων, τους όποιους έκράτησεν ο Καρατάσιος, σκοπών ν΄ άνταλλάξη τούτους με "Έλληνας αιχμαλώτους.

Τήν έπομένην της  μάχης ταύτης άνεχώρησε και πάλιν δια Τρίκκερι ενθα ο Σελήχ Πασάς προσβαλών την υπό τον Γάτσον δύναμιν με 10 000 άνδρας άπεκρούσθη σθεναρώς από τον άρματωλόν της  Εδέσσης.

 Η  έπίθεσις έπανελήφθη και την έπομένην με μεγαλυτέραν ορμήν εναντίον των οχυρωμάτων της  Παναγιάς υπό των Αλβανών.
’Άλλ΄ η άμυνα των Ελλήνων υπήρξε ανώτερα της  έπιθέσεως. ο Γέρω Καρατάσιος η όπως έκαλειτο από τους συμπολεμιστάς του Γέρω Τσεκούρας καθήμένος επί λίθου ατάραχος και ψύχραιμος εδιδε τας διαταγάς του και το εύστοχον πυρ των πολεμιστών κατεκρήμνιζε σωρηδόν τους έπιτιθεμένους  Αλβανούς'ούδεμία λιποψυχία έσημειώθη εκ μέρους των οπαδών του, ούδέν λάθος εκ μέρους του έμπειροπολέμου στρατηγού.

Οι κλέφτες των Μακεδονικών βουνών άντεπαρετάχθησαν εις τακτικόν αγώνα έναντίον άρτιου στρατού διευθυνομένου από αξιωματικούς έγνωσμένης αξίας και μαχητικότητος και μετά κρατερόν και φονικώτατον αγώνα έξήλθον νικηταί.

Ο υπερήφανος Σελήχ ύπεχώρησε προ του Καρατάσιου και έγκατέλειψε το Τρίκκερι.

Ιδού πώς περιγράφει τον Καρατάσιον κατά την μάχην του Τρίκκερι δημοσίευμα είς τον «Φιλόπατριν» της  29-3-1857

« Ηκολούθησα τον Παπούν (Καρατάσιον) καθ'όλας τας εκστρατείας του διά της  άγωνιζομένης Ελλάδος μου φαίνεται οτι βλέπω ακόμη το άρρενωπόν και εϋχαρι πρόσωπόν τον, μου φαίνεται οτι τον άκοωω ακόμη προφέροντα τας μονοσυλλάβους τον προσταγάς και μηδέποτε συγχωρούντα.

 'Άγιον ρίγος, το ένθυμώμαι εως τώρα, μας κατελάμβανε όλους όταν παριστάμεθα εμπροσθέν του* 

το νεύμα του ήτο προσταγή αδυσώπητος και ovυαί εις τον παραβάτην αυτής'η αταραξία του εν καιρώ των μαχών ήτο άδριάντος όρειχαλκίνου αταραξία
 ουδεις είδεν αυτόν έφ΄ όλης τον της  ζωής όπισθοχωρήσαντα ενώπιον των εχθρών.

Τον ένθυμούμαι όταν έπι της  Μαγνησίας κατεπολέμει τονς Τούρκους μόλις ήριϋθμούμεθα δισχίλιοι περί τον Παποϋν και έναντίον ημών αλλεπάλληλα και ατελείωτα έφώρμων των απίστων τα στίφη εις το όροπέδιον των Τρικκέρων. 
Τέσσαρας ημέρας διήρκεσεν η μάχη έπι της  αυτής πέτρας, ο Γέρως άσάλεντος ώς η πέτρα αυτή και την σήμερον άκόμη δεικνύεται από τονς έντρόμονς κατοίκους ο τόπος έφ΄ ον έκάθετο κατά την τετραήμερον έκείνην σφαγήν. « K΄ αν ήθελα τότε να φύγω, ελεγεν επειτα γελών, μηδέ μ΄ άφηναν τα γεράματα ; »

Παραθέτομεν ωσαύτως άπόσπασμα της  χαρακτηριστικής αναφοράς, την όποίαν ύπέβαλεν ο Καρατάσιος εις την Κυβέρνησιν σχετικώς με την μεγάλην μάχην του Τρίκκερι •

» Πρός το Σον Μηνιστέριον του πολέμου 
την εύπειθεστάτην υπόκλισιν απονέμω

Έγώ πριν λάβω τας έπιταγάς σας, όρων τον εις Τρίκκερα πόλεμον και την ανάγκην της  Πατρίδος, αυθόρμητος με όσους συναγωνιοτάς μου και στρατιώτας είχα ήλθα είς τα εδώ κάμνοντας το πατριωτικόν μου απαραίτητον χρέος και θέλω κάμει και είς το έξης ώς αι έπιταγαί σας με διατάσσουσι διά να μη χάσωμεν τούτο το άκρωτήριον διότι τούτο ( ο μη γένοιτο) χαθέντος, χάνεται όλον το δικαίωμα της  Θεσσαλίας'το δουφέκι μας συν θεω πηγαίνει άριστα'είς τας τέσσαρας μάχας όπου έκάμαμεν οι 'Έλληνες έκέρδισαν τας νίκας. 

Είς την πρώτην (καίτοι άπόντος μοι) εγινεν η μάχη τρομερά είς την θέσιν της  Παναγίας, ώστε έθανατώθησαν πολλοί εκ των εχθρών και έκαρατομήθησαν'δευτέρα μάχη είς το εν Άλατά μοναστήριον άπέκλεισα 241 και μετά εξ ημέρας παρεδόθησαν με συχνούς πυροβολισμούς τους οποίους οί 'Έλληνες διά ξίφους έπέρασαν, πλήν 6 τους οποίους ώς κεφαλή των άποκλείστων εμπόδισα μήπως από τας αίχμαλωτισθείσας ψυχάς άπελευθερώσωμεν.

Τήν αυτήν ημέραν είς την θέσιν της  Παναγιάς ώρμησαν οί εχθροί με μεγάλην ορμήν είς τα ταμπούρια των Ελλήνων νυκτός και έκράτησεν ο πόλεμος εως τας εξη ώρας της  ήμέρας, θανατωθέντες και καρατομηθέντες παρά των Ελλήνων ικανώτατοι εχθροί'άφησαν και τα μπαϊράκια τους και εκ των Ελλήνων δύο μόνον έσκοτώθησαν έξ αιτίας των λαφύρων. 

Τετάρτην δε μάχην έξήλθον με τα πλοία είς το αντίκρυ μέρος Γατζέα καλούμενον διά να έμποδίσω τας τροφάς των έχθρών και αύτοι ώρμησαν ένθεν και ενθεν διά να μάς ριχθοϋν και ημείς τους έρρίχθημεν πρότερον πέρνοντες το κανόνι τους και 16 κεφάλια και 2 ζωντανούς και εκ των Ελλήνων εις μόνον άλλά μ΄ όλον όπου δυνάμει θεϊκή αριστεύει το 'Ελληνικό ντουφέκι και εφθειρεν Ικανούς έχθρύς, αύτοι όμως στέκονταιέγώ ώς πασίδηλον δεν έπαυσα από το να
πολεμώ κατά των έχθρών έξ ής ώρας έχασα και σπήτι μου και πράγμα μου και φαμελίαν μου *) και είς Όλυμπον και είς ΙΊέταν και είς Σοϋλι και Μωρέαν και Εύριπον καθώς και τώρα εδώ
1823 9 Ιουλίου 20 Τρίκκερα
O Στρατηγός της  Θετταλομαγνησίας 
ΚΑΡΑΤΑΣΙΟΣ

Παρά την ήτταν των όμως οί έναπομείναντες Αλβανοί του Περκόφτσαλη, λαβόντες σοβαράς ενισχύσεις εκ μέρους του Κιουταχή, ήρχισαν και πάλιν νά πιέζουν το Έλληνικόν στρατόπεδον.

Ο Καρατάσιος εγραφε διαρκώς εις το Μινιστέριον του Πολέμου ζητών ενισχύσεις εις άνδρας, πολεμικόν ύλικόν και τρόφιμα.

 Οι Τρικκεριώτες δεν έδείκνυον προθυμίαν άνάλογον προς την περίστασιν και το στρατόπεδον ύπεβάλλετο εις μυρίας στερήσεις  μισθούς οι στρατιώται δεν έλάμβανον και αι οικογένειαι αυτών εύρισκόμεναι ως πρόσφυγες εις την Σκιάθον και  Σκόπελον εστερούντο και άρτου ακόμη.

Χριστόφορος Περραιβός
 Εις αυτήν την κατάστασιν εύρίσκοντο οι εις το Τρίκκερι έστρατοπεδευμένοι Μακεδόνες ότε άφίκετο άφ΄ ενός μεν ο Κιουταχής έπι κεφαλής των υπολοίπων φαλαγγών, άφ΄ ετέρου δεο Χριστόφορος Περραιβός προερχόμενος εκ Πελοποννήσου.

Τον Περραιβόν άπέστειλεν η Κυβέρνησις  ίνα συνεργασθή μετά του έπαρχου της  Εύβοιας Κωλέτη διά την καλυτέραν όργάνωσιν του αγώνος και τον ανεφοδιασμόν των στρατευμάτων.

Δυστυχώς ο Περραιβός άπεδείχθη αρχομανής και ελάχιστα συνέβαλε διά τον κατευνασμόν των παθών και την προαγωγήν του κυρίου σκοπού δι΄ όν άπεστάλη.

Από της  πρώτης στιγμής φαίνεται ότι δυσηρεστήθη με τον Καρατάσιον και συνετάχθη με τους κατοίκους του Τρίκκερι άποβλέπων εις το να ύποσκελίση τον στρατιωτικόν ηγέτην της  Θεσσαλομαγνησίας.

Ο Κιουταχής, ευρισκόμενος έπί κεφαλής 7.000 Τούρκων εις το στρατόπεδον του Τρίκκερι, στερούμενος τροφών και άσθενήσας, άντιληφθείς δε δτι δεν ήδύνατο να έξαναγκάση τον Καρατάσιον να υποχώρηση, έπρότεινεν εις αυτόν είρηνην, ύποσχεθείς να παραδώση την εν Θεσσαλονίκη εν αιχμαλωσία εύρισκομένην οικογένειαν του καθώς και την του Γάτσου. 

Ο Περραιβός ισχυρίζεται οτι ο Κιουταχής έξηπάτησε τον Καρατάσιον διά να διαφυγή τον βέβαιον όλεθρον του στρατοπέδου του. 

Αλλά και ο Όρλάνδος όλως άβασανίστως, στηριχθείς εις τας άναξιοπίστους πηγάς του Περραιβού, κατηγορεί τον άνδρειον Καρατάσιον ως συνθηκολογήσαντα αίσχρώς με τους Τούρκους.

Ο Περραιβός διαρκώς ύπέβλεπεν τον συνετόν γέροντα Καρατάσιον και ούδέν κατορθώσας κατ΄ αυτού ήθέλησε να τον έκδικηθή και μετά θάνατον.
 Παρ΄ όλον δε ότι προσπαθεί να περιγράψη και τους όρους της  συνθήκης διά της  όποίας ο Καρατάσιος ήλευθέρωνε την σύζυγόν του και τον υιόν του Γιαννάκην αιχμαλώτους εν Θεσ)νίκη, έλάμβανε ολόκληρον την νήσον Εύβοιαν και μισθούς 800 στρατιωτών, δεν μάς δικαιολογεί πώς ούδέν έξ αύτών συνέβη εις την πραγματικότητα και πώς ο Καρατάσιος εύθύς μετ΄ ολίγον εύρίσκετο έπί κεφαλής του σώματός του είς Σκιάθον πολεμών τον Τοπάλ πασάν.

Η  διχόνοια της  έποχής δεν έγνώριζεν όρια,προδόται δε ειχον άποκληθή εκ περιτροπής οί ένδοξότεροι των αγωνιστών.
Αντί παντός άλλου κρίνομεν σκόπιμον να παραθέσω μεν άπόσπασμα του άγωνιστού Κασομούλη έπί των γεγονότων :

 « 'Ο Καρατάσιος είς αυτήν την περίστασιν έβγήκεν με όλους τους Μακεδόναςαπό τα νησιά και προκατέλαβεν το Τρίκκερι καθώς και το στενόν του κόλπον και ένίκησεν τον Ταχιρ πασιάν εις όλους τους πολέμους. 
Ο Ίσούφ πασιάς Περκόφτζαλης είχεν άπεράσει εις Εύριπον και έκινήθη κατά του στρατοπέδου όπου διοικούσεν ο Διαμαντής Νικολάου. 
ΟΔιαμαντής άμελήσας και αυτού τα χρέη τον, έχαλάσθη ο στρατός του μετά δύο ημερών μάχην και εχασεν και μερικούς καλούς αξιωματικούς.
Αφ΄ ου έσκορπίσθη ο πολιορκητικός στρατός της  Εύρίπου ελειψαν αί προμήθειαις του στρατού του Καρατάσιου. Οί Τούρκοι βιασμένοι άπό άδυναμίας ήρχισαν να διαπραγματεύωνται την ύποχώρησιν του στρατού, έπι λόγω να ήσυχάση ο λαός. 
Ο Καρατάσιος δυσκολευμένος και αυτός αναγκασμένος και άπό τον στρατόν ένέδωκεν εις μιαν συνθήκην όπου έκαμαν αναμεταξύ των και έτράβηξεν το στράτευμα εις τά νησιά Σκίαθον και λοιπά».

Αύτή είναι η περιβόητος και κατασυκοφαντηθείσα άπό τους έχθρούς του Καρατάσιου συνθήκη.

Είς την Σκιάθον γενομένης συσκέψεως των "Ολυμπίων αρχηγώνπαρισταμένου και του Περραιβού ύπεγράφη συνυποσχετικόν του άγώνος υπό χρονολογίαν 26 Αύγούστου 1823.

ΙΙαρίσταντο 9 αρχηγοί Όλύμπιοι, οιτινες ώρκίσθησαν και προς έξυπηρέτησιν του Αγώνος άνεγνώρισαν παμψηφει ως Γενικόν Αρχηγόν τον στρατηγόν Καρατάσιον και ύπεσχέθησαν ύπακοήν εις αυτόν και εις τον άποφασίσαντα να συνεργασθή ήδη μετ΄ αυτού Μινίστρον Χριστ. Περραιβόν2.

Εις την Σκιάθον, κατόπιν συσκέψεων των διευθυνόντων τα Μακεδονικά στρατεύματα, άπεφασίσθη να ένεργηθή εκστρατεία προς κατάληψιν της  Θεσσαλίας και κλείσιμον των στενών των Τεμπών.

 Εις 3.000 άνδρας άνήρχοντο οι Μακεδόνεςτης  Σκιάθου, Σκοπέλου και Εύρίπου, ύπελογίζετο δε ο'τι διπλάσιοι θά προσήρχοντο διά τον αγώνα Πηλιορειται και άλλοι Θεσσαλοί.

Η  Κυβέρνησις όμως εχουσα ύπ΄ όψιν την γενομένην έξοδον του Όθωμανικού στόλου, την εκστρατείαν του Πασά της  Σκόδρας και τας πολεμικάς προπαρασκευάς του Κιουταχή εν Λαρίσση, άπηγόρευσε δι΄ ιδιαιτέρων εγγράφων και προφορικών διαταγών την ενέργειαν ταύτην του Καρατάσιου και Περραιβού, οϊτινες και συνεμορφώθησαν.

Ούχ ήττον δύναμις εκ 1.200 πολεμιστών Μακεδόνων, των όποιων οι πλειστοι κατήγοντο εκ της  Χαλκιδικής, διαταγή της  Κυβερνήσεωςάπεστάλησαν εις τα Ψαρρά ϊνα συμπολεμήσουν μετά των Ψαρριανών διά την προστασίαν της  ηρωικής ταύτης νήσου, άπειλουμένης εκ της  άποβάσεως αγημάτων.

 Έπι κεφαλής των Μακεδόνων τούτων έτάχθησαν οί όπλιτάρχαι της  ΧαλκιδίκηςΓούλας Κασσανδρινός  καικαπετάν Κότας, ο Σκλαβούνος, ο Νάνος Τουρούντζιας Σιατιστεύς,ο Κοζανίτης  Ιωάννης Τσόντζαςκαι κατά πάσαν πιθανότητα και ο πρόκριτος της  Βάλτας Γιαννιός.

Αυτοί υπήρξαν τα ήρωϊκώτερα θύματα της  αυτοθυσίας εις την νήσον ταύτην. 

Κατέχοντες το φρούριον και πολεμήσαντες ως λέοντες έπί διήμερον έναντίον των 10.000 "Αλβανών και Τούρκων, άπωλέσαντες δε πάσαν ελπίδα έθεσαν πυρ είς την πυριτιδαποθήκην του φρουρίου και 600 περίπου έξ αυτών άνετινάχθησαν είς τον αέρα μετά των έπιδραμόντων εχθρών.

Τό ολοκαύτωμα των Μακεδόνων τούτων είς την ήρωικήν νήσον,
η θυσία του Γεωργάκη "Ολυμπίου και 
ο συγκινητικός θάνατος των παρθένων της  Ναούσσης, 
άποτελούν παραδείγματα μεγαλειώδους αύταπαρνήσεως 
και αυτοθυσίας του Μακεδονικού Ελληνισμού 
κατά τον αγώνα υπέρ της  ανεξαρτησίας.

Η  συγκέντρωσις όμως των πολυαρίθμων Μακεδόνων και Θεσσαλών πολεμιστών εις την Σκιάθον και τας άλλας Βορείους Σποράδας, η έλλειψις τροφίμων και μισθοδοσίας, η χειριστή κατάστασις των προσφυγικών οικογενειών και αί έμφανισθεισαι άσθένειαι έδημιούργησαν μεταξύ Μακεδονο Θεσσαλών και εντοπίων έριδας φοβεράς.

Απωλέσαντες έξ άλλου την έλπίδα έπιστροφής είς τας πατρίδας των και ένεκα της  ματαιωθείσης, ως ανωτέρω έξετέθη, έκστρατείας προς την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν ήρχισαν να διατρέφωνται εκ των πόρων της  χώρας, ούδενός φειδόμενοι και ωθούμενοι υπό της  πείνης και των άλλων στερήσεων και άναγχών, ήδίκων τους ημέρους νησιώτας, άδυνατούντας ν΄ άνταπεξέλθουν κατά των πολεμικωτάτων "Ολυμπίων.

Κατά τας άρχάς του Σεπτεμβρίου του 1823 μερίμνη του Κωλέτη έπάρχου της  Εύβοιας και κατ"έντολήν της  Κυβερνήσεως τέσσαρα πλοία των Ψαρρών, άποσταλέντα είς την Σκιάθον και Σκόπελον, προσεπάθησαν να μεταφέρουν τα Ολυμπιακά στρατεύματα είς Ωρεούς προς άναζωπύρωσιν της  επαναστάσεως εν Εύβοια.

 Η  νέα αύτη εκστρατεία και πάλιν έναυάγησεν έλλείψει των αναγκαίων και διότι οί "Ολύμπιοι δεν ήννόουν να έγκαταλείψουν τας οίκογενείας των είς την Σκιάθον, φοβούμενοι την άναπτυχθεισαν εν τώ μεταξύ δυσμένειαν των νησιωτών έναντίον των, της  όποίας τα αποτελέσματα δεν ήργησαν να παρουσιασθούν.


Η  Μάχη της  Σκιάθου

Περί τα τέλη του αύτού μηνός ο τουρκικός στόλος υπό τον Καπουδάν Μωχαμέτ Χορσέφ Τοπάλ Πασάν εφθασεν εις τα παράλια της  Χαλκιδικής και άπέστειλεν εις τας νήσους Σκόπελον, Σκιάθον και Σκύρον τον διερμηνέα Στέφανον Βογορίδην, ίνα ζητήση την υποταγήν αυτών.

Οι Σκιαθιώται και κυρίως οι πρόκριτοι της  νήσου ταύτης όχι μόνον εδήλωσαν υποταγήν, αλλά παρεκάλεσαν τον τούρκον ναύαρχον ν΄ άποστείλη αγήματα ίνα άποδιώξη έκειθεν τα Όλυμπιακά στρατεύματα με την περίέργον δικαιολογίαν ότι κατεκράτουν την νήσον και έπεβάρυναν τους κατοίκους.

 Πράγματι ο Χορσέφ Πασάς την 8ην Όκτωβρίου άνεφάνη προ της  Σκιάθου με 13 πλοία και περιέπλευσε ταύτην ίνα εύρη κατάλληλον μέρος δι΄ άπόβασιν. Πρέπει να σημειωθή ενταύθα ότι ο Χορσέφ είχεν άποστείλει και αντιπρόσωπόν του, τον όποιον οί Σκιαθιώται έδέχθησαν ως διοικητήν εις το φρούριον της  νήσου  τούτο έσήμαινεν ότι το φρούριον έτάχθη με το μέρος των τούρκων.

Η  κατάστασις ήδη εις την νήσον ταύτην παρουσιάζετο λίαν κρίσιμος και η θέσις των Μακεδονικών στρατευμάτων και των εν τη νήσω οικογενειών αυτών αυτόχρημα τραγική.

Γενομένης συσκέψεως, εις την οποίαν ελαβον μέρος εκτός του αρχηγού Καρατάσιου, ο Διαμαντής, ο Γάτσος, ο Περραιβός, ο Μπίνος, ο Γούλας και ο Συρόπουλος, έγένετο δεκτήη γνώμη του Γάτσουκαι άπεφασίσθη πάση θυσία ν΄άντιταχθούν κατά πάσης άποβάσεως αγημάτων εις την νήσον. 

Τά γυναικόπαιδα των Όλυμπίων άπεστάλησαν μαζί με άπόσπασμα πολεμιστών εις το Μοναστήριον της  Παναγίας Ευαγγελίστριας, δίωρον άπέχοντος από της  πρωτευούσης της  νήσου, 150 δε άνδρες υπό την οδηγίαν του Τσάμη Καρατάσιου άνέλαβον να επιτηρούν τους εν τώ φρουρίφ Σκιαθιώτας υπό τον τούρκον διοικητήν, οί δε αρχηγοί με τους έναπομείναντα κατέλαβον τας κατωτέρω θέσεις:

ο Καρατάσιος το ύψηλότερον μέρος της  κωμοπόλεως, 
ο Περραιβός την εκκλησίαν των Τριών "Ιεραρχών, 
ο Μπίνος τους Ανεμομύλους έχων και τον Συρόπουλον συμπαραστάτην, 
ο Γάτσος την πλέον επικίνδυνον θέσιν Όβριόκαστρον και 
ο Διαμαντής με τον Γούλαν το δυτικόν τμήμα του λιμένος. 

"Ολη η δύναμις άνήρχετο είς 800 πολεμιστάς. Τήν έπομένην, 9ην Όκτωβρίου 1823, ο στόλος, άφ΄ ου έπλησίασε και έβομβάρδισε σφοδρότατα τας κατεχομένας θέσεις άνευ σχεδόν αποτελέσματος, έπεχείρησε ν΄ αποβιβάση αγήματα.

 Οί Μακεδόνες κατέχοντες καταλλήλους θέσεις με συνεχείς πυροβολισμούς έπέφερον μεγάλας βλάβας εις τον εχθρόν και ήνάγκασαν τας λέμβους να απομακρυνθούν.

Τελευταία απόπειρα άποβιβάσεως έγένετο το απόγευμα.
 Έπι κεφαλής των αγημάτων έτέθη ο ύπαρχηγός του στόλου υποναύαρχος Ταχήρ πασας αποφασισμένος να καταλάβη πάση θυσία την νήσον.

Παρά το πυκνόν και εύστοχον πυρ των Ελλήνων αί λέμβοι κατώρθωσαν ν΄ αποβιβάσουν στρατεύματα εις την παραλίαν  και τότε έγράφη μία από τας έπικάς σελίδας του άγώνος της  ανεξαρτησίας.

 Οι αμυνόμενοι πολεμισταί βλέποντες το μέγεθος του κίνδυνου εκ της  καταλήψεως της  νήσου έπετέθησαν κατά του Ταχήρ πασά και μετά αιματηρότατον εκ του συστάδην αγώνα, τον ήνάγκασαν να άποσυρθή εκ της  παραλίας.

 Τετρακόσια πτώματα έχθρικά εκειντο εις τα γραφικά ακρογιάλια της  Σκιάθου, αί δε άπώλειαι των αμυνόμενων ήσαν έλάχισται. 

Μιαούλης Ανδρέας
Την έπομένην ο Χορσέφ πασας, άπηλπισμένος εκ των αποτελεσμάτων και πληροφορηθείς τον έκπλουν του ελληνικού στόλου υπό τον Μιαούλην εκ της  Ύδρας, άνεχώρησε διά τον Παγασητικόν, ενθα και ο στόλος του κατεστράφη ύπό των Υδραίων. Έκτοτε ούδεμία έπεχειρήθη άπόβασις Τούρκων εις την Σκιάθον.

Ο Περραιβός μετά την μάχην της  Σκιάθου διαφωνησας εκ νέου προς τον Καρατάσιον άνεχώρησεν εις "Ύδραν και έκειθεν κατηυθύνθη είς Μεσολόγγιον.

Αφ’ ετέρου ο Καρατασιος επί κεφαλής 1.000 πολεμιστών, έντολή της  Κυβερνήσεως, μετέβη εις την Κάρυστον προκειμένου να συμπράξη μετά του Όδυσσέως ’Ανδρούτσου εις την πολιορκίαν της  πόλεως ταύτης. 

Ο Όμέρ πασάς της  Εύβοιας, ύποφέρων εκ λιμού και μη δυνάμενος να άνεφοδιασθή από θαλάσσης ενεκα του αποκλεισμού ύπό του ελληνικού στόλου, έπεχείρησε διά δόλου να άποσυρθή εκ της  Καρύστου.

 Οί 'Έλληνες όμως της  πόλεως ταύτης ειδοποίησαν δ΄ άγγελιαφόρου τα ελληνικά σώματα, τα όποια διά των ληφθέντων μέτρων έξηνάγκασαν τον Όμέρ πασάν εις τα στενά της  Κακής Σκάλας παρά το χωρίον Βαθύ να έπανέλθη εις την Κάρυστον μετά πολλών απωλειών.

 Έκ της  Καρύστου ο Καρατάσιος έπανήλθεν είς την Σκιάθον. Δυστυχώς έδημιουργήθη και νέα διάστασις μεταξύ των πολεμιστών και των προκρίτων της  νήσου των πρώτων κατηγορούντων τους Σκιαθιώτας έπι φιλοτουρκισμώ αλλά και διατρεφομένως βιαίως είς βάρος της  περιουσίας των.
Οί Σκιαθιώται διεμαρτυρήθησαν προς την Κυβέρνησιν κατ’ έπανάληψιν και τελικώς άπεστάλη ως φρούραρχος της  νήσου ο Υδραίος Αναγνώστης Μποσλής ως και ο Παύλος Παρασκευάς ίνα συνεννοηθή μετά του γενικού αρχηγού Καρατάσιου διά την ευταξίαν της  νήσου και την κατάπαυσιν των ερίδων .

Κατά διαταγήν της  Κυβερνήσεως ο Καρατάσιος έπί κεφαλής του σώματός του κατηυθύνθη εις την νήσον "Ύδραν, η όποια ήπειλειτο δι΄ άποβάσεως στρατευμάτων υπό του Αιγυπτίου ’Ιμβραήμ.

Παραμείνας έκει μέχρι των αρχών του μηνός Νοεμβρίου έπέστρεψεν ακολούθως είς Αθήνας.


Οί Μακεδόνες είς την Πελοπόννησον και η μάχη του Σχοινόλακα

Εύρισκόμεθα είς το τέταρτον έτος του άγώνος υπέρ της  ανεξαρτησίας.

Η  Έπανάστασις είς την Πελοπόννησον ειχεν έπιβληθή, διότι οί αγώνες της  Μακεδονίας, της  Ρούμελης άλλά και της  Δυτικής Ελλάδος είχον άπασχολήσει τας σημαντικωτέρας των τουρκικών δυνάμεων.

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος
Η  δόξα του Κολοκοτρώνη αντιλαλούσε άπ΄ άκρου είς άκρον είς την Πελοπόννησον,
 ο δε γενναίος άρχιστράτηγος άναδειχθείς διά τας τοπικάς νίκας του ήρχισε δυστυχώς με κίνδυνον των ελπίδων της  άγωνιζομένης περαιτέρω Ελλάδος ν΄ αναμιγνύεται είς την πολιτικήν και να παρεκτρέπεται.

Είχεν έκλεγή τή επιμονή στρατιωτικών κύκλων, άλλά και τινων πολιτικών δυσηρεστημένων, αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού είς το Ναύπλιον. Ο Κολοκοτρώνης και οι περισσότεροι εκ των Πελοποννησίων ηγετών συνεκρούοντο με τους νησιώτας.

Μόλις ο αήρ της  ελευθερίας ήρχισε να θωπεύη τους σκληρώς άγωνιζομένους "Έλληνας ένεφανίσθησαν τα έθνοφόρα πολιτικά πάθη και τα κακά του εμφυλίου σπαραγμού, τα οποία ήσαν άσυγκρίτως μεγαλύτερα και φοβερώτερα από τους εχθρούς.
Κουντουριώτης Γεώργιος

Ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης, γόνος ένδοξου οικογενείας, η όποια τα πάντα είχε προσφέρει εις τον αγώνα του Γένους, τυγχάνων πρόεδρος του Βουλευτικού, συνεκρούσθη προς τον Κολοκοτρώνην.

Έκ της  συγκρούσεως ταύτης προέκυψαν αποτελέσματα, τα όποια εθεσαν εις μέγιστόν κίνδυνον, ου μόνον τον αγώνα, αλλά και την ζωήν του Ελληνικού "Έθνους.

Ο Κουντουριώτης έκτος των νησιωτών είχε συνεργάτας τους Μανιάτας, αλλά και αρκετούς Πελοποννησίους αντιπάλους του Κολοκοτρώνη. 

Παρ΄ όλα ταύτα μη δυνάμενος να καταβάλη τους έπαναστάτας άπέστειλε τον ’Αδάμ Δούκαν και τον Μακρυγιάννην εις την Στερεάν Ελλάδα ίνα μετακαλέση τους Ρουμελιώτας του στρατηγού Γκούρα, τους Σουλιώτας του Τζαβέλλα και έξ Αθηνών τους Όλυμπίους του Καρατάσιου, προτιθέμενος να χρησιμοποίηση τα στρατεύματα ταύτα, ως λίαν εμπειροπόλεμα, κατά των ανταρτών του Κολοκοτρώνη.

Μακρυγιάννης Ιωάννης
Ο στρατηγός Μακρυγιάννηςέθεωρήθη ο μάλλον ένδεδειγμένος διά την ενέργειαν ταύτην, ήτο ιδιαίτερος φίλος του υπουργού των Στρατιωτικών Κωλέτη καθώς και των Ρουμελιωτών και Όλυμπίων.

Τήν 22 Νοεμβρίου ο Γκούρας και ο Καρατάσιος φθάνουν εις την Κόρινθον.

Οι έπαναστάται μόλις έπληροφορήθησαν την άφιξίν των, γνωρίζοντες καλώς την πολεμικήν αξίαν των Ρουμελιωτών και των Μακεδόνων,κατεθορυβήθησαν, συνήλθον εις την Καρύταιναν και προεδρεύοντος του "Αναγνώστη Δεληγιάννη άπέστειλαν εις τον Καρατάσιον και τον Γκούραν την εξήςλίαν άξιομνημόνευτον και περίέργονδιά τας αντιλήψεις των επιστολήν.

Γενναιότατοι Καπετανέοι Ρουμελιώται,

Ημείς με το να εχωμεν δικαίωμα και ίντερέσα της πατρίδος μας Πελοπόννησόν έκινήθημεν εναντίον της  τυραννίας μερικών ατόμων και επειδή εϊμεθα πατριώται δεν έπιθυμουμεν να κινηθώμεν μεταξύ μας εις εμφύλιον πόλεμον. 

Όθεν αν εισθε 'Έλληνες και πατριώται δεν πρέπει να άνακατωθήτε εις τα της  Πελοποννήσον πράγματα, αλλά να οταθήτε αδιάφοροι και αν έχετε κανένα δίκαιον θέλει το λάβετε εν καιρω τώ δέοντι'ει δε θελήσετε να άνακατωθήτε εις τα της  Πελοποννήσον πράγματά μας, ότι σας άκολουθήση 'οψεσθε και ημείς μένομεν άνεύθυνοι.

Αναγνώστης Δεληγιάννης
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Έκτελούντες τας διαταγάς της  νομίμου Κυβερνήσεως ο Καρατασιος με τον Γκούραν έπετέθησαν εναντίον του Ακροκορίνθου και έξηνάγκασαν τους μετά τού Κολοκοτρώνη συμπράττοντας Λόντον και Νοταράν και πολιορκούντας τον Ακροκόρινθον κατεχόμενον ύπό κυβερνητικών στρατευμάτων να λύσουν την πολιορκίαν και ν΄ άπέλθουν εις "Αγιον Γεώργιον, ενθα δώσαντες μάχην ένικήθησαν και διεσκορπίσθησαν ύπό μιας φάλαγγος του Καρατάσιου.

Ο Αρχιμανδρίτης Παπαφλέσσας ειχε ταχθή εύθύς έξ αρχής με την Κυβέρνησιν.

 Δι΄ έπιστολής  από ο Δεκεμβρίου 1824, απευθυνόμενης προς τον Καρατάσιον προτρέπει τούτον να συντρίψη τους έπαναστάταςκαι προσθέτει ότι 
« με τον ανεψιόν του αντιστράτηγον Δ. Δίκαιον αποστέλλει δύο τόπια και μερικά μπαλαμισδράλια και ντουφεξήν διά τα ντουφέκια».

Ο Καρατάσιος με τον Γκούραν προχωρούν, καταλαμβάνουν την Κερπινήν και πολιορκούν τον Ζαίμην εις τα Καλάβρυτα.

 Έτέρα κυβερνητική φάλαγξ με έπι κεφαλής τον Χατζηχρήστον συνεπικουρούμενον από τον Βάσσον και άπόσπασμα Μακεδόνων ύπό τον Τσάμην Καρατάσιον βαδίζει προς την Τριπολιτσάν.

 Ποιον υπήρξε το αποτέλεσμα του έμφυλίου σπαραγμού;

 Η  έρήμωσις της  Πελοποννήσου, η σύλληψις του Κολοκοτρώνη και ο διασκορπισμός όλων σχεδόν των Πελοποννησίων ηγετών και πολεμιστών  και ταύτα πάντα καθ΄ ήν εποχήν ο Ιμβραήμ πασάς άναχωρών εκ της  Κρήτης κατηυθύνετο εις την Πελοπόννησον με άντικειμενικόν σκοπόν να καταστείλη διά παντός μέσου το έθνικόν κίνημα των Ελλήνων.

Η  Κυβέρνησις του Γεωργίου Κουντουριώτου έναντίον του Ιμβραήμ διέθετεν 
700 Μακεδόνας του Καρατάσιου, 
600 Ρουμελιώτας του Γκούρα, 
1.200 του Καραϊσκάκη και του Τζαβέλλα.

 "Έτεροι 1.000 περίπου ήσαν με τον Μακρυγιάννην και Χατζηχρήστον, 600 Υδραίοι, Σπετσιώται και Κρανιδιώται ύπό τον Σκούρτην καθώς και 300 'Αγιοπετριται ύπό τον Ζαφειρόπουλον.

Έκτος αυτών οι Πελοποννήσιοι ήγέται Γιατράκος, Παπατσιώρης και Γρηγοριάδης διέθετον περίπου 1.500 άνδρας.

Ο Πρόεδρος της  Κυβερνήσεως, παρασυρόμενος άπό αδαείς αλλά και  πείσμονας συμβούλους, ύπέπεσεν εις το σφάλμα να διορίση αρχιστράτηγον των κατά ξηράν δυνάμεων της  Πελοποννήσου τον πλοίαρχον Σκούρτην, άγαθόν μεν και τίμιον πατριώτην άλλ΄ άπειρον των κατά ξηράν αγώνων και δή της  τακτικής των άτιθάσσων και άτακτων πολεμιστών της  Ρούμελης, τού Σουλίου και τού Όλυμπου.

Οι αρχηγοί βαρέως εφερον την προσβολήν ταύτην,πολλοί δε των πολεμιστών, μη εχοντες εμπιστοσύνην είς την ικανότητα τού αρχιστρατήγου,ήρχισαν να λιποτακτούν.

 Ο Καρατασιος, εις άκρον φιλότιμος, ήρνήθη να ταχθή ύπό τας διαταγάς τού Σκούρτη'είναι η πρώτη και μόνη απείθεια, την οποίαν έπέδειξε καθ΄ όλον το διάστημα τού Αγώνος.

Αλλ΄ ο πολέμαρχος γέρων, ο διδάσκαλος της  πολεμικής τέχνης ήγανάκτησε και παραλαβών 200 παλαιούς του συναγωνιστάς,των άλλων Μακεδόνων παραμεινάντων ύπό τον Γάτσον,ώχυρώθη εις το χωρίον Σχοινόλακα της  Μεσσηνίας, έναντίον τού όποιου κατηυθύνετο η έμπροσθοφυλακή τού Ιμβραήμ πασά.

 Οι υπόλοιποι αρχηγοί των σωμάτων ύπό τον Σκούρτην παρετάχθησαν εις το Κρεμμύδι άθυμούντες και χωρίς δρεξιν διά πόλεμον.

Τήν πρωίαν της  18ης Μαίου 1825  η έμπροσθοφυλακή τού Ιβραήμ άποτελουμένη από 3.000 λογχοφόρους τού τακτικού στρατού, 1.000 άτάκτους Αλβανούς και 700 ιππείς Μαμελούκους έπετέθη λυσσωδώς κατά των ευαρίθμων Μακεδόνων

Οί αμυνόμενοι κατέχοντες έπίκαιρον ύψηλήν και δεσπόζουσαν τοποθεσίαν βάλλουν ψυχραίμως και με συνοχήν, οί δε Αιγύπτιοι θερίζονται'ο αρχηγός Καρατάσιος όρθιος και ακάλυπτος κατά το σύνηθες διατρέχει το πεδίον της  μάχης, εμψυχώνει τους πολεμιστάς και αναγκάζει τους στρατιώτας του Ιβραήμ είς ύποχώρησιν.

 Δευτέρα και τρίτη έπίθεσις των Αιγυπτίων αποτυγχάνουν άδόξως όπως και  η πρώτη.

Τό απόγευμα και περί ώραν 3ην έπαναλαμβάνεται η έπίθεσις και τίθεται έπι κεφαλής ο αντιστράτηγος Ρισβάν μπέης αρχηγός των Μαμελούκων.

 Καί πάλιν η έπίθεσις των Αιγυπτίων ύπήρξεν ορμητική, άλλ΄ είς μάτην. Οί Αιγύπτιοι άποδεκατίζονται, η έπίθεσις των μένει και πάλιν άνευ αποτελέσματος.

Έν τω μεταξύ οί Πελοποννήσιοι αρχηγοί Παπατσιώρης με 500 Αρκάδας, Γιατράκος με 600 Μανιάτας, οί Χατζηχρήστος, Γάτσος και Κοντογιάννης με 1.400 Ρουμελιώτας και Μακεδόνας σπεύδουν είς ένίσχυσιν του Καρατάσιου.
 Δυστυχώς έγένοντο αντιληπτοί ολίγον πριν φθάσουν εις το πεδίον της  μάχης, ευρισκόμενοι δε είς πεδινόν μέρος έδέχθησαν την έπίθεσιν 2.000 ιππέων Μαμελούκων και 1500 πεζών Αιγυπτίων και μετά μικράν άντίστασιν, μη προλαβόντες καν να συνταχθούν, έτράπησαν εις φυγήν έγκαταλείψαντες 45 νεκρούς και πολλούς τραυματίας και αιχμαλώτους.

 Έν τώ μεταξύ κατά τας έσπερινάς ώρας ήρχισε βροχή ραγδαιοτάτη μετ΄ αστραπών και βροντών ο δε Καρατάσιος, του όποιου η θέσις καθίστατο κρίσιμος άπό στιγμής εις στιγμήν, έπωφεληθείς της  κακοκαιρίας και του έπελθόντος σκότους άπεσύρθη εις την Λιγούδιτσαν, συναντηθείς με τους Αρκάδας.

 Η  μάχη του Σχοινόλακα συμφώνως προς το ήμερολόγιον του Πελοποννησίου στρατηγού Γρηγοριάδου διήρκεσεν εξ ώρας.

Έκ των ανδρείων Μακεδόνων
 εφονεύθησαν 13 στρατιώται, 
6 έπληγίοθησαν και 
6 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. 

3 Παπαρρηγόπουλος εις την βιογραφίαν του Καραϊσκάκη  ασχολούμενος με την μάχην του Σχοινόλακα γράφει:

 « Οι νικηφόροι Μακεδόνες έπεμψαν εις Τρίπολιν ως απαρχήν του νέου τούτου είδους του πολέμου,όν έπρόκειτο ήδη να διεξαγάγωσιν οι Έλληνες, 109 λογχοφόρα όπλα. 
Τωόντι τότε κατά πρώτον τα άρρυθμα ημών στίφη προς τακτικόν άντεπαρετάχθησαν τάγμα και μολονότι ούδεμίαν έλαβον εκ Κρεμμυδίου επικουρίαν, άλλ΄ όμως διά την άτρόμητον ανδρείαν και μάλιστα διά την έπιτηδειότητα του αρχηγού, κατώρθωσαν να κατισχύσωσιν ».

Η  νίκη του Καρατάσιου εις τον Σχοινόλακα ένεθουσίασε την Κυβέρνησιν,ο δε Κουντουριώτης μεταβάς είς την Τριπολιτσάν άπεφάσισε με τον Μαυροκορδάτον και τον Κωλέτην να διοργανώσουν τον αγώνα κατά του Ιβραήμ.

 Έπήλθον όμως τα θλιβερά γεγονότα του Κρεμμυδίου και οί μετά του Σκούρτη Ρουμελιώται ύπέστησαν πανωλεθρίαν'διεσκορπίσθησαν είς την Πελοπόννησον και επηρεαζόμενοι από τον Κωλέτην άλλοι μεν έπέστρεψαν είς την Δυτικήν Ελλάδα, άλλοι δε ήρχισαν να φορολογούν και να βασανίζουν τους κατοίκους.

 Πλήρης αναρχία έκράτει είς την Πελοπόννησον. Συμπλωκαί συνήπτοντο καιθημερινώς μεταξύ κατοίκων και στρατευμάτων και ο άγων διήρχετο φοβέραν κρίσιν.

 Ο Καρατάσιος έστρατοπεδευμένος εις τας χώρας εξέθεσε την κατάστασιν εις την Κυβέρνησιν και έζήτησε να αποχώρηση εκ της  άναρχουμένης Πελοποννήσου προς κατευνασμόν των παθών.

 Έν τω μεταξύ οί πλείστοι των Ρουμελιωτών άνεχώρησαν, παρέμειναν δε τελικώς μόνον ο Καρατάσιος, ο Βάσσος, ο Χατζηχρήστος και ο Σκούρτης με 2,000 πολεμιστάς.

Η  υπεράσπισις της  Υδρας

Έν τώ μεταξύ όμως αί φάλαγγες του Ιβραήμ έπροχώρουν και ο Αιγυπτιακός στόλος ήπείλει τας νήσους και ιδιαιτέρως την "Ύδραν.
 Οί Υδραίοι διά της  από 29 3 Απριλίου 1825 έπιστολής των προς το Έκτελεστικόν έζήτησαν την αποστολήν δυνάμεως 1.500-2.000 άνδρών υπό τον Καρατάσιον καθώς και την εκ 500 άνδρών δύναμιν των Όλυμπίων υπό τον Μήτρον Λιακόπουλον, η οποία εύρίσκετο με τα γυναικόπαιδα των προσφυγόντων Βορειοελλαδιτών εις τας Βορείους Σποράδας.

'Όντως ο Καρατάσιος άνεχώρησεν εκ Μεσσηνίας και έφθασεν εις την Έρμιόνην, έκειθεν δε διά πλοίων διεπεραιώθη έπί κεφαλής 1.200 Μακεδόνων πολεμιστών εις την Ύδραν, ένθα συνήντησε τον Μήτρον Λιακόπουλον με 300 Όλυμπίους, τον ’Αποστολάραν με 170 και τον 3Ιωάννην Έμμ. Παπάν με ετέρους 70 Μακεδόνας.

Η  παρουσία στρατηγού έμπειροπολέμου και γνωστοτάτου εις την "Ύδραν εκ της  πρώτης έκστρατείας όσον και εκ των λαμπρών κατορθωμάτων του απανταχού της  Ελλάδος διεσκέδασε τον φόβον των Υδραίων.
Εντός ολίγου εφθασεν εις την "Ύδραν και ο Θεοδωράκης Γρίβας με 400 Ρουμελιώτας καθώς και 200 άλλοι εκ Σαλαμινος, ταχθέντες άπαντες υπό τον Καρατάσιον.

Ο αρχηγός έπεδόθη αμέσως εις την οχύρωσιν της  νήσου οί πρόκριτοι της  νήσου, αδαείς εις τους κατά ξηράν άγώνας, φαίνεται ότι δεν κατέβαλον την προσήκουσαν έπιμέλειαν εις την οχύρωσιν της  νήσου των έναντίον τυχόν απόπειρας άποβιβάσεως εχθρικών αγημάτων.

Τέλος κατόπιν της  έπιμονής τού Καρατάσιου η οχύρωσις της  νήσου έπερατώθη, ο δε τουρκικός στόλος πληροφορηθείς τας αποσταλεί σας ενισχύσεις δεν έτόλμησε να προσβάλη αυτήν. Δυστυχώς όμως τα υπέρογκα βάρη τού ’Αγώνος και αι μεγάλαι οίκονομικαί θυσίαι της  εύάνδρου ταύτης νήσου, της  έξυπηρετησάσης τον "Αγώνα όσον ούδεμία άλλη, είχον εξαντλήσει το ταμείον της.

 Οι στρατιώται τού Καρατάσιου, του Γρίβα και του εν τώ μεταξύ άφιχθέντος Μακρυγιάννη δεν έλάμβανον τους μισθούς και τα καθιερωμένα σιτηρέσια.

 Ο Καρατασιος ως γενικός αρχηγός των άποβίβασθέντων διά της  από 14 Νοεμβρίου 1825 έπιστολής του εγραφε προς τους προκρίτους της  νήσου.

« Σήμερον ήλθον όλοι οι καπετανέοι εδώ και με λέγουνοτι τους έβίασαν οί στρατιώται διά τα σιτηρέσια. 
Επειδή τις και είναι άποκρέα σήμερον, θέλουν χαρτζιλίκι ο κόσμος να αποκρέψουν.
 Περικαλώ λοιπόν κλπ» 

Εις την 'Ύδραν ο Καρατασιος παρέμεινε μέχρι τέλους τού 1825, ότε και άνεκλήθη εις την Πελοπόννησον, έπειδή η κατάστασις έκει έχειροτέρευεν ενεκα της  προόδου των επιχειρήσεων του "Ιβραήμ.

Θά παραθέσωμεν ενταύθα άπόσπασμα της  ύπ3 άρ. 15934/31-12-1825 Διαταγής άνακλήσεως προς τους προκρίτους της  "Ύδρας, η οποία λίαν χαρακτηριστικούς περιγράφει τα γεγονότα.

« . . . . Επειδή μετά την αποτυχίαν του κατά της  Τριπολιτζάς σχεδίου έσκορπίσθησαν όλα τα στρατεύματα των επαρχιών και επόμενον να δειλιάση ο λαός και τα εκ της  δειλίας αποτελέσματα να είναι ολέθρια, η Διοίκησις εκρινεν άναγκαίον να φέρη είς την Πελοπόννησον τον στρατηγόν Καρατάσιον με τους ύπό την οδηγίαν του οπλαρχηγούς, διά να εύρίσκεται εν καιρω χρείας εν σώμα άρκετόν και συγκείμενον από ανδρείους και εμπειροπολέμους στρατιώτας και να χρησιμεύση εναντίον του έχθροϋ . . . ».

Αλλά και ο αρχιστράτηγοςΚολοκοτρώνης βλέπων την διάλυσιν των Πελοποννησίων παρεκάλεσε κατ’ έπανάληψιν την Διοίκησιν να άνακαλέση εις την Πελοπόννησον τον γενναιον Καρατάσιον, η δε Διοίκησις άπαντώσα διά της  ύπ3 άριθ. 55/25-6-1825 έπιστολής της προς τον Κολοκοτρώνην εγραφε :

 «... 'Όσον λυπηρά και αν είναι η περίστασις, αρχηγοί 'Έλληνες, δεν πρέπει όμως να μάς άπονεκρώση.
 'Η Διοίκησις εγραψε μετ’ επιμονής εις την Ύδραν, διά να μεταφέρη δλα τα έκεί ευρισκόμενα σώματα ύπό την οδηγίαν του στρατηγού Καρατάσιουσυμποσούμενα εις 3 χιλιάδας περίπου... ».

Ο Καρατάσιος έντολή της  Κυβερνήσεως άναχοορήσας έξ "Υδρας έπανήλθεν είς τα Βέρβενα της  Πελοποννήσου ϊνα σύμπραξη με την ύπό τον Χατζημιχάλην ομάδα των έναπομεινάντων Ρουμελιωτών, έχων ως ύπαρχηγόν τον πολεμιστήν των Βοδενών ’Αγγελήν Γάτσον.

 Ηγούμενος δυνάμεως εκ 2000 πολεμιστών κατέλαβε την περιφέρειαν από Τζιπχιανά έως το ΙΊαρθένι ίνα αντιμετώπιση την προς την Καρύταιναν προελαύνουσαν φάλαγγα του "Ιβραήμ.

Έν τώ μεταξύ, ένεκα της  υποταγής των Τρικκεριωτών καθώς και του Διαμαντή, άνεχώρησεν από την Πελοπόννησον έπι κεφαλής 300 πολεμιστών διά την Σκιάθον, εις την όποιαν εύρίσκοντο αί οικογένειαι των Όλυμπίων.

Εις την Πελοπόννησον παρέμεινεν έπι κεφαλής των Μακεδόνων ο Αγγελής Γάτσος, άλλοι δε 200 Μακεδόνεςμε αρχηγόν τον Τόλιον Λάζον άνεχώρησαν με την αποστολήν του Καλλέργη διά την Κρήτην, ίνα συνδράμουν την έπανάστασιν της  Μεγαλονήσου.

Κατά το διαρρεύσαν διάστημα οί Θεσσαλοί, μη δυνηθέντες ν΄ άντισταθούν μετά την άναχώρησιν των περισσοτέρων Όλυμπίων υπό τον Καρατάσιον εις την Πελοπόννησον, συνεργούσης δε και της  διαγωγής του Όδυσσέως ύπετάγησαν εις τον Κιουταχήν. 

Ο Διαμαντής παρ΄ όλην την ανδρείαν του διαφωνών διαρκώς με την Κυβέρνησιν και τους άλλους αρχηγούς, ύπετάγη και αυτός εις τους Τούρκους μαζί με τον Γούλαν και τον Αίτωλοακαρνάνα Μιχαήλ Πιλάλαν.

Οι πολεμισταί ούτοι άμα τή έπιστροφή του Καρατάσιου εις την Σκιάθον άπέστειλαν τον Θεσσαλόν I. Τσακμάκην ίνα καταπείση τον Μακεδόνα πολεμιστήν και τους συνεργάτας του να υποταχθούν και αύτοι εις τους Τούρκους.

Αί κατά την Εϋβοιαν και Στερεάν μάχαι

Ο ύποκινών τους άρματωλούς τούτους  Αλβανός αρχηγός Ταχήρ Κόνιτσας άπέστειλε διά του Τσακμάκη χρήματα και διάφορα δώρα εις τον Καρατάσιον

 « "Αλλ"ούτος ο αγαθός γέρων (Καρατασιος), γράφει ο Σπηλιάδης, άφ΄ ού έπολέμησεν εις την Μεσσηνίαν τον Ιβραήμ δεν ήτο ποτέ δυνατόν να συνδιαλλαγή με τους έχθρούς ».

Απέπεμψε τον αίσχρόν Ελληνα άπεσταλμένον και ειδοποίησε πάραυτα την Κυβέρνησιν λάβη τα μέτρα της, διότι ο Ταχήρ Κόνιτσας και ο Όμέρ της  Καρύστου έπρόκειτο να έπιτεθούν κατά της  Σκιάθου, της  όποίας οι κάτοικοι και πάλιν ήρχισαν να δεικνύουν διαθέσεις υποταγής εις τους Τούρκους.

 Κατόπιν των άνωτέρω κατά μήνα Νοέμβριον του 1826 η Κυβέρνησις διώρισεν εκ νέου τον Καρατάσιον αρχηγόν της  περιφερείας ταύτης.
Γκούρας Ιωάννης

Μετά τον οίκτρόν θάνατον του Ανδρούτσου και την πτώσιν του Μεσολογγίου ο I. Γκούραςδιορισθείς αρχιστράτηγος της  "Ανατολικής Ελλάδος προσεκάλεσε τον Καρατάσιον και όλα τα "Ολυμπιακά στρατεύματα να κατέλθουν εις τα Μέγαρα ίνα πολεμήσουν κατά του καταλαβόντος την "Αττικήν Κιουταχή.

 Ούτω μετεσταύθμευσεν ο Καρατάσιος εις τα Μέγαρα ένθα έδημιουργείτο το νέον Έλληνικόν στρατόπεδον ύπό τον Καραϊσκάκην, αλλά πάλιν διά νέας διαταγής διετάχθη να διεκπεραιοοθή εις την Εύβοιαν και να προβή εις έπίθεσιν έναντίον των έκει Τούρκων.

Αφιχθείς έκει έλεηλάτησε την νήσον και κατώρθωσε διά του τρόπου αύτού να έξαναγκάση τους μετά του Κιουταχή εις την Αττικήν έκστρατεύσαντας Τούρκους να έπανέλθουν είς την νήσον.

Τό τουρκικόν στρατόπεδον της  Αττικής έξησθένησεν αρκούντως έκ
Καραϊσκάκης Γεώργιος
τού αντιπερισπασμού, τον όποιον έδημιούργησεν ο Καρατάσιος, άλλά η Κυβέρνησις δεν έξεμεταλλεύθη την παρουσιασθείσαν ευκαιρίαν.

Ούχ ήττον όμως ο Μακεδών στρατηγόςπεριφερόμενος εις την Εύβοιαν και λεηλατών αυτήν είχε κατορθώσει να αιχμαλωτίσω, συμφώνως προς τα γραφόμενα υπό τού άγωνιστού Καρώρη, δυο τουρκικά πλοία πλήρη πολεμοφοδίων και τροφίμων καθώς και 80 ναύτας, άτινα άπέστειλεν εις την Κυβέρνησιν.

Παρ΄ όλας τας επιτυχίας ταύτας και την επιθυμίαν να δημιουργηθή ισχυρός περισπασμός εις την Εύβοιαν και τον Εύριπον δεν έπετεύχθησαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, διότι η μεγαλυτέρα προσοχή ήτο έστραμμένη εις την Αττικήν και εις την Πελοπόννησον.

Έάν διετίθετο σοβαρά κατά ξηράν δύναμις πολεμιστών ως και ναυτική τοιαύτη, την όποίαν έπιμόνως έζήτει ο Καρατάσιος άπό τους Υδραίους  διά να άποβιβασθή εις την  Αταλάντην και προσβάλη τους σταθμούς ανεφοδιασμού των Τούρκων απειλών τα νώτα τού Κιουταχή, άλλοία πιθανώς θά ήτο η εκβασις της  εκστρατείας εκείνης.

Κατά μήνα Σεπτέμβριον η Κυβέρνησις άπέστειλε τον Κωλέτην εις την Εύβοιαν, Ταλαντονήσι και Σκιάθον προς τον Καρατάσιον, ίνα συνεννοηθή μετ΄ αύτού προς ενέργειαν αποβάσεων εις ’Αταλάντην και έκειθεν προέλασιν προς τας Θήβας, ίνα διά τού νέου αύτού άντιπερισπασμού εύοδωθή η εκστρατεία τού Καραϊσκάκη.

 Τήν 3ην Νοεμβρίου τα Όλυμπιακά στρατεύματα ήρχισαν αποβιβαζόμενα εις την Αταλάντην.
 Τήν 8ην τού αύτού μηνός ο Γάτσος έπί κεφαλής των άποσχισθέντων εκ τού γενικού αρχηγού Καρατάσιου πολεμιστών άνερχομένων εις 500 περίπου έπετέθη κατά της  "Αταλάντης και κατέλαβε τον σταθμόν ανεφοδιασμού  ακολούθως πληροφορηθείς οτι ο Μουστάμπεης άφικνειται εκ Θηβών, κατέλαβε σημειον τι της  κεντρικής όδού μεταξύ  Αταλάντης και Λεβαδείας ίνα αντιμετώπιση τους έπερχομένους Τούρκους.

Εις το σημειον αυτό συνήφθη σφοδροτάτη μάχη, κατά την όποίαν οί "Ελληνες μαχόμενοι εις τα πεδινά και προσβληθέντες από το ίππικόν του Μουστάμπεη ύπέστησαν μεγάλην φθοράν.

 Έκεί έφονεύθη ο ’Αγγελής Συκιώτης από την Χαλκιδικήν, ο Γέρω Καλαμίδας, ο Κόντος, ο Χαμακιώτης, ο αρεοπαγίτης Κ. Σακελλίων,συνελήφθη δε αιχμάλωτος ο Αθανάσιος Έμμ. Παπάς,  ο υιός του άτυχους αρχιστρατήγου της  Χαλκιδικής.

 Ο Γάτσος επολέμησεν άνδρειότατα όπως πάντοτε, άλλ΄ύποχωρών ναι αυτός μαζί με τον άρματωλόν του 'Αλμυρού Βελέντζαν κατώρθωσε να καταλάβη μιαν ερειπωμένην εκκλησίαν και να οχυρωθή με 80 άνδρας.

Έπι οκτώ ώρας ήμύνετο άπεγνωσμένως κατά τών Τούρκων, έφόνευσε και έπλήγωσεν άνω των 150, θά συνελαμβάνετο δε αιχμάλωτος,αν δεν κατέφθανεν η πρωτοπορεία του σώματος του Καρατάσιου υπό τον υιόν του Τσάμην και με ύπαρχηγούς τον Μήτρον Λιακόπουλον, τον ’Αποστολάραν, άποσχισθέντα εκ του Γάτσου, και τον Καπετάν ’Αναστάσην (Χιμευτόν ; ) εκ Κασσάνδρας, οίτινες και ετρεψαν τους Τούρκους εις φυγήν, άφου άπώλεσαν 34 πολεμιστάς και άπήλλαξαν τον Γάτσον και τον τραυματισθέντα Βελέντζαν από βεβαίου θανάτου η αιχμαλωσίας.

Δυστυχώς η άναχώρησις των πλοίων των περιπολούντων εις την Εύβοιαν, Σκιάθον και Σκόπελον ήνάγκασε τα Όλυμπιακά στρατεύματα να έπανέλθουν εις τας νήσους, η δε κατά των Θηβών άρξαμένη εκστρατεία έματαιώθη προς ζημίαν του άγώνος εν ’Αττική.

Είπομεν ανωτέρω ότι κατά την γενομένην συνθήκην μεταξύ Όλυμπίων και Κιουταχή εις Τρίκκερι παρέμεινεν εντός της  πόλεως μόνον ο Αλβανός ηγέτης Ταχήρ Κόνιτσας.
Ο Κιουταχής, ώς γνωστόν, ειχεν άναλάβει την ύποχρέωσιν εκτός της  έκκενώσεως της  περιφερείας να άφήση ελεύθερα τα άρματωλίκια τού Βελέντζα και των άλλων Θεσσαλών.

ΟΤούρκος όμως Πασάς όχι μόνον ήθέτησεν άργότερον τας συμφωνίας άλλ΄ άπέστειλε και στρατεύματα εις τον Ταχήρ Κόνιτσαν, όστις ώχύρωσε το Τρίκκερι καθώς και τας άποθήκας τού λιμένος.
Βαρέως φέροντες οί Μακεδόνες αρχηγόι την άθέτησιν των συμφωνιών τού Κιουταχή προς τους Θεσσαλούς συναγωνιστάς των άπεφάσισαν να έπιτεθούν κατά τού Τρίκκερι, να οχυρωθούν εντός αύτού και έπεκτείνοντες τας ένεργείας των εντός της  Θεσσαλίας να δημιουργήσουν αντιπερισπασμόν εις τον εχθρόν.

Τήν εποχήν εκείνην Πασάς της  Λαρίσσης ειχε διορισθή ο "Αλβανός Όμέρ Βρυώνης, όστις πριν αναχώρηση διά την νέαν του θέσιν, άπέστειλεν εις Λάρισσαν τον ύπαρχηγόν του επι κεφαλής ισχυράς δυνάμεως "Αλβανών διευθυνομένης από επίλεκτους αξιωματικούς, μεταξύ των όποιων ήτο και ο Νούρκα Σερβάνης.

Ο Καρατασιος ευρισκόμενος εις την Σκιάθον και συνεπικουρούμενος από τον Γάτσον—μετά τού οποίου κατόπιν μάλιστα τού ατυχήματος της  Λεβαδειάς και της  παρασχεθείσης συνδρομής, ειχεν ανανεώσει τους παλαιούς αδελφικούς δεσμούς της  25ετούς συνεργασίας — τον Μπινον, τον Λιακόπουλον, τον Βελέντζαν και τον "Αποστολάραν, καθώς και από άπόσπασμα Εύβοέων σταλέντων ύπό τού Κριεζώτη την νύκτα της  5 Νοεμβρίου 1827 επετέθη αίφνιδιαστικώς κατά τού λιμένος τού Τρίκκερι, κατέλαβε τας άποθήκας εφοδιασμού, κατέσφαξε και  ήχμαλώτισε την "Αλβανικήν φρουράν, αμέσως δε επορευθη κατά της  πόλεως.

Ο Ταχηρ Κόνιτσας όμως επικεφαλής ίσχυράς δυνάμεως και καλώς ώχυρωμένος κατώρθωσε ν΄αναχαίτιση όλας τας εφόδους των έπιτεθέντων, ζητήσας συνάμα επειγόντως ενισχύσεις εκ Λαρίσσης.

Πράγματι εστάλησαν 1.500 πολεμισταί Αλβανοί με επικεφαλής τον Νούρκα Σερβάνην, αλλά δεν επρόλαβον να είσέλθουν εις το Τρίκκερι.
Ο Καρατασιος άφού έταξε μικράν δύναμιν πολεμιστών ίνα κρατή εις άπόστασιν τον ωχυρωμένον Ταχήρ Κόνιτσαν, εσπευσεν είς συνάντησιν τού Σερβάνη επί κεφαλής 2.000 άνδρών.

Η  σύγκρουσις έγένετο είς τα παλαιά οχυρώματα της  Παναγίας, η δε μάχη υπήρξε πεισματώδης και κρατερά.
Τελικώς οι "Αλβανοί δεν ήδονήθησαν να άντιστούν είς την επίθεσιν και ήρχισαν να υποχωρούν'κυκλωθέντες όμως διά στρατηγήματος τού Καρατάσιου και  φονευθέντος τού αρχηγού των Νούρκα Σερβάνη κατεσφάγησαν σχεδόν άπαντες.

Η  νίκη αύτη ένέπλησε χαράς τους "Ελληνας, οϊτινες ακολούθως έπετέθησαν κατά τού Τρίκκερι, μη δυνηθέντες όμως να κυριεύσουν την πόλιν, ελεηλάτησαν τας άποθήκας εφοδιασμού, παρέλαβον τα πυρομαχικά και  τα τρόφιμα και  ακολούθως έπέστρεψαν εις το στρατόπεδον της  Σκιάθου και της  Σκοπέλου.

Ο Κωλέτης  έπιστρέψας εν τώ μεταξύ είς την Σκιάθον εν συνεννοήσει με τον Καρατάσιον, τον Γάτσον και τους λοιπούς Όλυμπίους ένήργησε και νέον αποκλεισμόν τού Εύρίπου, ωστε να καθίσταται αδύνατος ο εκ Βόλου ανεφοδιασμός τού Κιουταχή και τού Όμέρ Πασά της  Καρύστου.

Έξακολουθούντος τού αποκλεισμού τού Εύρίπου 250 Μακεδόνες με έπι κεφαλής τον ’Αγγελήν Γάτσον άνεχώρησαν διά την Πελοπόννησον ενθα παρέμειναν μαχόμενοι μέχρι πέρατος τού Αγώνος, έτεροι δε 200 με τον Μήτρον Λιακόπουλον και τον Ψαροδήμον άπεστάλησαν ώς επικουρία εις τον Κριεζώτην δρώντα έναντι της  Χαλκίδος.

Ο Καρατάσιος μετεσταύθμευσεν εις την Ναύπακτον έπι κεφαλής σημαντικού τμήματος Μακεδόνων εις δε την περιοχήν τού Εύρίπου παρέμεινεν ο Τσάμης Καρατάσιος με τον Βελέντζαν. 

Κατ' αύτόν τον τρόπον η Μακεδονική Λεγεών διεσκορπίσθη εις ολόκληρον την Ελλάδα. 

Συγχρόνως και αι πολεμικαί επιχειρήσεις με την άφιξιν τού Κυβερνήτου διήνυον το τελευταιον στάδιον.

Ο Κριεζώτης με τον Μήτρον Λιακόπουλον και τον Τόλιον Λάζον δρώντες υπό τας διαταγάς τού στρατάρχου της  "Ανατολικής Ελλάδος Δ. Ύψηλάντη κατέλαβον την 18ην Μαίου 1829 την έναντι της  Χαλκίδος θέσιν Ανυφορίτην  εξ άλλου η ύπό της  υπολοίπου δυνάμεως τού Κριεζώτη κατοχή τού φρουρίου Καραμπαμπά  έναντι της  Χαλκίδος συνετέλεσεν ώστε ο Όμέρ Πασάς να εύρεθή εις δύσκολον θέσιν.

Κριεζιώτης Νικόλαος
 Έπι κεφαλής 1.000 άνδρών τού τακτικού στρατού και 500 άτάκτων άπεφάσισε να προσβάλη αιφνιδιαστικούς την ύπό τον Κριεζώτην δύναμιν άνερχομένην εις 800 άνδρας και κατέχουσαν τονΑνυφορίτην.

Όντως οί εχθροί επιτεθέντες έπέφερον σύγχισιν μεγάλην εις το στρατόπεδον και ο γενναίος Κριεζώτης εύρέθη εις θέσιν εξαιρετικά δύσκολον, άλλ΄ εύτυχώς κατά την πλέον κρίσιμον στιγμήν ο πεντηκόνταρχος Νικόλαος Λιακόπουλος (αδελφός τού Μήτρου) τεθείς έπι κεφαλής όμάδος "Ολυμπίων και επιτεθείς άνέστειλε την ορμήν των Τούρκων, ο δε συμπατριώτης του Ψαροδήμος ιδών τούρκον σημαιοφόρον πλησιάσαντα τα οχυρώματα και μέλλοντα να στήση την τουρκικήν σημαίαν, άνέσπασε μεγάλην μάχαιραν και πηδήσας έπί τού εχθρού αφού έβύθησε ταύτην έπί τού στήθους του κατώρθωσε να άρπάση την σημαίαν παρ΄ όλα τα τραύματα, άτινα έδέχθη.

 Η  δημιουργηθεισα ψυχολογική στιγμή άνεπτέρωσε το ήθικόν των άγωνιζομένων και μετ΄ολίγον οί εχθροί έτράπησαν εις φυγήν έγκαταλείψαντες πολλούς νεκρούς και τραυματίας. Μετά πάροδον ολίγων ημερών έφονεύετο πλησίον των Θηβών εις εκ των πλέον μαχιμωτάτων ύπαρχηγών της  Μακεδονι

κής Λεγεώνος ο Μήτρος Λιακόπουλος *) εις έπίθεσιν κατά 500 Τούρκων, οί οποίοι μετέβαινον εκ Χαλκίδος εις Θήβας. Οανδρείος ούτος πολεμιστής, παλαιός κλέφτης του Όλυμπου και ύπαρχηγός τού Διαμαντή είς την έπαναστασιν της  Χαλκιδικής, είναι εκ των τελευταίων νεκρών τού ’Αγώνος, διότι μετ΄ ού πολύ κατά την τελευταίαν μάχην της  Πέτρας ύπεγράφετο η γνωστή ειρήνη, η όποια εστεφε τα ένδοξα όπλα της  Ελλάδος.

Είχον παρέλθει ήδη οκτώ ετη από της  ένάρξεως τού Αγώνος.

Οί Μακεδόνες πολεμισταί μετά την κάθοδόν των εις την κάτω τού Όλύμπου Ελλάδα πολεμούντες παντού ενθα η ανάγκη της  πατρίδας επέβαλλε τούτο και διαρκώς ένισχυόμενοι με νέους πελεμιστάς στρατολογουμένους κατά περιόδους εκ των διαφόρων μακεδονικών περιφερειών, προσέφερον ο,τι ήδύναντο διά τήν  δημιουργίαν τού ελληνικού θαύματος.

 Οί περισσότεροι ήγέται μετά χιλιάδων οπαδών είχον πέσει επί τού πεδίου της  τιμής, πολλοί δε άλλοι ύπηρέτουν εις τα διάφορα ελληνικά στρατόπεδα.

 Ύπό το όνομα Ολύμπιοι ο ερευνητής της  ιστορίας πανταχού ανευρίσκει άγωνιστάς.

Είς το Πέτα, το Τρίκκερι, τας Θήβας, την Πελοπόννησον, την Ηπειρον, την ’Αταλάντην, την Εύβοιαν και  την Στερεάν, την Ύδραν, τα Ψαρά και την Κρήτην υπάρχουν είς τας έκατόμβας των άγωνισαμένων και πεσόντων Μακεδόνες πόλεμισταί,οί όποιοι μετά των τέκνων συμπάσης της  Ελλάδος έπότισαν με το αίμα των το δένδρον της  ελευθερίας, το όποιον έβλάστανεν ήδη είς την έρημωθεισαν μέν, άλλά άναστηθεισαν Έλληνικήν Πατρίδα.

Μέ την εναρξιν της  τακτικής όργανώσεως και  άτάκτων πολεμιστών της  χιλιαρχίας, ο ούσιαστικώτερος αρχηγός των Μακεδόνων, ο Γέρω Καρατάσιος, άνέλαβε την διοίκησιν της  έβδομης χιλιαρχίας με έδραν την Ναύπακτον.

 Είχεν όμως γηράσει ο άδάμαστος πολεμιστής  αί θλίψεις της  ζωής, η απώλεια της  αγαπημένης ιδιαιτέρας του πατρίδος, ο μαρτυρικός θάνατος της  οίκογενείας του, αί κακουχιαι της  εκστρατείας έπέδρασαν έπι της  υγείας του.

Τεσσαράκοντα πέντε ετών υπηρεσία είς τον αγώνα της  δούλης Πατρίδος, υπηρεσία θετική, καρποφόρος, ανιδιοτελής από τας όλίγας και ολίγων αγωνιστών.

Προσβληθείς από πνευμονίαν κατά τας άρχάς τού 1831 
και άντιληφθείς επερχόμενον τον θάνατον
 έκάλεσε τον υιόν του Τσάμην Καρατάσιον 
και  άφού τον έξώρκισε 
να μήν παύση άγωνιζόμενος διά την ελευθερίαν της  Μακεδονίας, 
άπέθανεν εν ειρήνη την 31 Ιανουαρίου 1831 
κηδευθείς με όλας τας τιμάς είς την Ναύπακτον.

Διά τον χαρακτήρα και την δράσιν του μεγάλου ταύτου άγωνιστού, τού μέχρι χθες παραμεληθέντος ύπό των Ελλήνων Ιστορικών, άντι παντός άλλου άρκούμεθα να έρωτήσωμεν :

« Γνωρίζετε άλλους αρχηγούς τού Άγώνος, οίτινες έπραγματοποίησαν τοιούτους πολεμικούς περιπάτους άπό των εκβολών τού Άλιάκμονος μέχρι Σουλίου και άπό Ναούσσης μέχρι Ματαπά, άγωνιζόμενοι ως ο Καρατάσιος και οί σύν αύτω δχι εκ στενού τοπικού ενδιαφέροντος η έξ άνάγκης, άλλά μόνον διά την Πατρίδα, την ιδέαν αυτής και της  ελευθερίας; » 


Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: OI ΣΕΡΡΕΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

$
0
0
Ασπιώτης Ευάγγελος
Σερραϊκά Ανάλεκτα
Τόμος Πρώτος
Σέρρες 1992
Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών
       (οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
 Λίγα χρόνια μετά το πάρσιμο της πόλης από τους Τούρκους, σε διάφορες περιοχές της πατρίδας μας άρχισαν να εκδηλώνονται επαναστάσεις και επαναστατικά κινήματα από τους σκλαβωμένους Έλληνες1 Οι επαναστάσεις αυτές και τα κινήματα, μεμονωμένα και ασυντόνιστα καθώς ήταν, δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
 Οι Τούρκοι, μετά την καταστολή τους, προέβαιναν στην καταπίεση, στη δίωξη, στον εξανδραποδισμό, στην εξόντωση των Ελλήνων2.
 Λεηλατούσαν τις περιουσίες τους, άρπαζαν τις γυναίκες τους και τις μετέφεραν σκλάβες στα χαρέμια των πασάδων, χωρίς τα κράτη της Δύσης, τα οποία ενθάρρυναν και υποκινούσαν τους Έλληνες σ'επανάσταση, να συγκινούνται.
 Πολλές από τις επαναστάσεις και τα κινήματα αυτά, είχαν υποκινηθεί για διαφόρους λόγους από τα κράτη της Δύσης, τα οποία στην κρίσιμη ώρα εγκατέλειπαν τους αγωνιστές3
Αυτή η τακτική των κρατών της Δύσης ενθάρρυνε τους Τούρκους στην προσπάθεια τους να εξοντώσουν το ελληνικό στοιχείο. 
Η τυραννία, η οποία όσο περνούσαν τα χρόνια και όσο αδιαφορούσαν οι Ευρωπαίοι γινόταν πιο σκληρή, ανάγκασε πολλούς φιλελεύθερους Έλληνες, από τις πόλεις και τα χωριά, όπου η ασφάλεια της ζωής του ανθρώπου αποτελούσε εξαίρεση, να τα εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στα βουνά. 
Προτίμησαν να ζουν με στερήσεις, ν'αντιμετωπίζουν μύριους κινδύνους, αλλά να ζουν ελεύθεροι, να προστατεύουν τη ζωή και την αξιοπρέπεια τη δική τους και των συμπατριωτών τους και να γίνουν σκληροί και άτεγκτοι τιμωροί κι εκδικητές των τυράννων. 
Οι Έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Τούρκους4.
 Για τις πιέσεις που δέχονταν οι Έλληνες στη Μακεδονία από τους Τούρκους πριν από την επανάσταση του 1821, 
έχουμε τη φοβερή μαρτυρία του Σιατιστινού γιατρού Παναγιώτη Ψατέλη, ο οποίος, το 1826, μετά την έξοδο του Μεσολογγίου τύπωσε στη Λυών, σε γαλλική γλώσσα, 
ένα βιβλίο με τον τίτλο «Apercusur les causes de la revolution de la Grece pour son independence du gouvernement desmusulmans» (Άποψη για τα αίτια της επανάστασης, της Ελλάδας για την ανεξαρτησία της από τον τουρκικό ζυγό5). 
Το βιβλίο αυτό προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στην Ευρώπη. 
Στο κεφάλαιο II, αναφερόμενος στις καταπιέσεις των Τούρκων, μνημονεύει ορισμένες περιπτώσεις που τις έζησε στη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες, και συγκεκριμένα στις ληστρικές τάσεις των γενιτσάρων έναντι των πλούσιων Ελλήνων: αν ένας γενίτσαρος επιθυμεί ένα χρηματικό δώρο από έναν πλούσιο Έλληνα, του στέλνει ένα μαντίλι, με μια σφαίρα και μ'ένα χαρτάκι με τις λέξεις: «στείλτε μου αμέσως 500 πιάστρα που τα έχω απόλυτη ανάγκη».
Προσφυγή στην τουρκική δικαιοσύνη είναι μάταιη η επικίνδυνη, γιατί o καδής θα δικαιώσει τον συμπατριώτη του ή αν δώσει το δίκαιο στον χριστιανό θα προκαλέσει την εκδίκηση των άλλων γενιτσάρων και η οικογένεια του Έλληνα δεν θα είναι ασφαλής. 
Το προτιμότερο είναι να δώσει 50 η 100 πιάστρα προφασιζόμενος ότι προς το παρόν δεν έχει τη δυνατότητα να του δώσει περισσότερα και έτσι να γλιτώσει από τις δύσκολες στιγμές. Άλλωστε, πολλοί πλούσιοι των παραπάνω περιοχών, που αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν τις μικρές η μεγάλες απαιτήσεις των τυράννων τους, πλήρωσαν με τη ζωή τους την άρνηση6. Δεν είναι όμως μόνον οι εκβιασμοί των γενιτσάρων και οι απειλές τους. Είναι και ο τρόπος που γίνονταν οι δοσοληψίες Τούρκων και Ελλήνων.
Ακούστε μιαν άλλη φοβερή μαρτυρία του Παναγιώτη Ψατέλη: 
«Κατά τις δοσοληψίες Τούρκων Ελλήνων, οι τελευταίοι, κυρίως οι έμποροι ή οι παντοπώλεις, δεν έπρεπε ν'αντιλέγουν στην τιμή των τροφίμων, την οποία τους αντιπροτείνει ο Τούρκος». Και φέρνει για παράδειγμα ένα επεισόδιο που το είδε στη Θεσσαλονίκη: Ένας Τούρκος στρατιώτης ζήτησε ν'αγοράσει ελιές από έναν Έλληνα παντοπώλη, δοκιμάζει μερικές, άλλα διαφωνεί στην τιμή της οκάς, θυμώνει, τον βρίζει χυδαιότατα, ενώ εξακολουθεί να τρώγει τις ελιές. Κατόπιν του ζητεί να του ζυγίσει 4 οκάδες, του ρίχνει στον πάγκο του ένα μικρό ποσό και φεύγει όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Ύστερα από μια ώρα ξαναπερνά o στρατιώτης εμπρός από το μαγαζί του Έλληνα και τότε αυτός του ζητεί τα ρέστα. Νέος καβγάς, νέες βρισιές. O Έλληνας πηγαίνει στον αξιωματικό του συντάγματος του, o οποίος πράγματι απαιτεί από τον στρατιώτη να πληρώσει τα οφειλόμενα. Αυτός όμως δεν έχει τώρα χρήματα και λέγει ότι θα του τα δώσει αργότερα. Και τότε o αξιωματικός του άπαντα: «Σε διατάζω να τον πληρώσεις, άλλα σου απαγορεύω στο έξης να πατήσεις, το πόδι σου στο μαγαζί αυτού του θεοκατάρατου, αυτού του άπιστου»7.
Ο Ψατέλης συνεχίζει να παραθέτει τις αδικίες και τους εκβιασμούς των Τούρκων σε βάρος των Ελλήνων να δεχτούν τη μουσουλμανική θρησκεία: 
«Στις Σέρρες ένας νέος παντρεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις των γονέων, τη νέα που αγαπούσε και για να μην υποταχτεί στις πιέσεις τους, προσήλθε στον μουσουλμανισμό, τόσο αυτός όσο και η γυναίκα του. Τότε o επίσκοπος εκσφενδόνισε εναντίον τους τον κεραυνό του αφορισμού, που διαβάστηκε δημόσια στην εκκλησία, με αποτέλεσμα ν'αποκοπεί o νέος από κάθε σχέση και φιλία με τους συμπατριώτες του. o νέος μουσουλμάνος, οργισμένος, παρουσιάζεται και παραπονείται στον μπέη κι αυτός διατάζει να οδηγήσουν εμπρός του τον ιερέα που διάβασε τον αφορισμό και να του δώσουν 300 χτυπήματα στις πατούσες του. Ο επίσκοπος, θυμωμένος και απελπισμένος από τη συμπεριφορά αυτή του μπέη, παρουσιάζεται εμπρός του, παραπονείται και του λέγει ότι θα εγκαταλείψει την πόλη και θα πάει στην Κωνσταντινούπολη, γιατί δεν μπορεί ν'ασκήσει ελεύθερα το θείο λειτούργημα του. Αντί όμως o μπέης να δικαιολογηθεί, του λέγει οργισμένα: 
«Παραπονείστε για την τιμωρία του ιερέα σας, άλλα να ξέρετε ότι θα μπορούσα να σας κάνω να υποφέρετε με τον ίδιο τρόπο. Αν πάλι θέλετε να φύγετε, όλες οι πόρτες της πόλης είναι ανοιχτές. Στο μεταξύ, χαθείτε άπ'εμπρός μου και μην παρουσιαστείτε εδώ ξανά». 
Τρομοκρατημένος, φεύγει αμέσως o επίσκοπος, με κατάθλιψη στην ψυχή του, άλλα η ιστορία του δεν σταματά εδώ. Μόλις φθάνει στον μητροπολιτικό του οίκο δέχεται μήνυμα από τον μπέη να του καταβάλει 5.000 πιάστρα. Καλεί τότε o μητροπολίτης αμέσως τους προύχοντες της πόλης και ύστερα από κοινή σύσκεψη αποφασίζουν να του στείλουν μια ασημένια ταμπακέρα γεμάτη χρυσά νομίσματα, καθώς και μια επιστολή, με την οποίαν τον ικετεύουν να ξεχάσει τη θλιβερή υπόθεση και να δεχτεί αυτό το δώρο ως εγγύηση της υπακοής και του σεβασμού τους8. Και o Ψατέλης θα μας πει με πολλή πικρία και θλίψη: Αυτές οι περιπτώσεις ανανεώνονται κάθε μέρα και κάθε στιγμή. Οι δυστυχισμένοι Έλληνες είναι η λεία και τα θύματα της βάρβαρης απληστίας των κατώτερων Τούρκων αξιωματούχων, ακόμη και αφού τυραννηθούν από τους ανώτερους που τους κυβερνούν, και οι όποιοι τους κάνουν να υποφέρουν άπειρα κακά που δεν θα μπορέσουμε όλα να τα αναφέρουμε»9.
Οι Τούρκοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να εξισλαμίσουν τους Έλληνες χριστιανούς και γι'αυτό χρησιμοποιούν τη βία. o Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικώς:
 «Η δε ακούσιος η βίαιος αρνησιθρησκία ου μόνον διενεργείτο διά της άμεσου στρατολογίας των χριστιανών άλλα και δι’ έμμεσων τρόπων προσκαλείτο, ήτοι διά της καταθλιπτικής των φόρων εισπράξεως και διά των καταπιέσεων ας έπασχον οι χριστιανοί από των μωαμεθανών.
Είναι δύσκολο βεβαίως να υπολογισθεί o αριθμός των ιθαγενών της Ανατολής κατοίκων όσοι εξισλαμίσθηκαν σε διάστημα πέντε εκατονταετηρίδων εκ τοσούτων και τοιούτων αφορμώ
ν»9.
Κάτω άπ'αυτές τις συνθήκες που ζούσαν οι Έλληνες, την αβεβαιότητα και τους κινδύνους, ξεπήδησε η αδήριτη ανάγκη, να δημιουργηθεί, στο διάστημα της τουρκοκρατίας, ανάμεσα τους μία άγνωστη ως τότε τάξη: οι αρματολοί και οι κλέφτες, οι όποιοι, για να ζήσουν, ελήστευαν τους κατοίκους των πόλεων και των χωριών, αλλά χτυπούσαν κι εκδικιόντουσαν τους τυράννους και τους συνεργάτες τους10

Παρόμοια τάξη με τους αρματολούς και τους κλέφτες δημιουργήθηκε στη θάλασσα. Είναι Έλληνες κουρσάροι του Αιγαίου, οι οποίοι τόσους αγώνες διεξήγαν εναντίον των Τούρκων και τόσες υπηρεσίες πρόσφεραν στον Αγώνα11
Έκτος από τον περίφημο κλέφτη από το χωριό Γιαννωτά του Όλύμπου Νικοτσάρα, έδρασαν στην περιοχή των Σερρών, κατά την προεπαναστατική περίοδο, o Καζαβέρνης13, του οποίου τη γενναιότητα τραγουδά η δημοτική μούσα, o Κ. Λαχανάς και o Τσέλιος Ρουμελιώτης14, o όποιος δρούσε κυρίως στην περιοχή του Μενοικίου όρους.
Η πόλη των Σερρών δεινοπάθησε κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, και οι Σερραίοι διώχθηκαν και βασανίστηκαν. 
Είναι χαρακτηριστικά και τραγικά αυτά που αναφέρονται στο Χρονικό των Σερρών του Παπασυναδινού, το όποιο αποτελεί σημαντικό κείμενο του 17ου αιώνα και αξιόλογη μαρτυρία για την ιστορία των Σερρών
«+,ζρς': Έκαψαν οι Τούρκοι τον Πάτρουλα εις το σανηδόφωρον δι'αιτίαν τοιαύτη: 
Με το να ήταν με τον Μιχαήλ βοϊβώδα εις την Βλαχίαν και ήχεν εγλητώση κάπιον Τούρκον Σεριώτη συντοπήτην του από τον θάνατον.
 Και όταν ήλθεν εις τας Σέρρας επήγεν εις το παζάρι και ίδεν τον Τουρκον και του έδωσεν γνώρα, ταχα το πως είναι αυτός o ευεργέτης της ζωής του, ως να τον ευχαρηστίση, πολλά. Και αυτός o σκλύλος και ασεβείς έκαμεν το εναντίον. 
Και επήγεν εις τους καφενέδες και εφώναξεν μεγάλη τη φωνή και λέγη:
 Ελάτε να ιδήτε έναν ασεβεί και ιτζελάτην των Τούρκων, του Μιχάλη άνθρωπος όπου εις την Βλαχίαν ήχεν ενού έμήρη γυναίκα. Και έτζη ως το άκουσαν όλοι οι Τούρκοι έγιναν ωσάν λησαροί.
Και επάτησαν το σπήτην του και πολλά κακά έκαμαν εις αυτόν και εις τα υπάρχοντα του, διότι ήταν υπέρπλουτος.
Τέλος πάντων τον έκαυσαν.
Και τις διηγήσετε τα όσα κακά έκαμαν εις αυτόν τον άθλιον.
Και ήχαν δεμένα τα χαίρια του, και αυτός: Μήν με δένετε, εγώ μοναχός σεβένω εις την φλώγα. Και έτζη αυτοθελήτως επήδησεν μέσα εις την μέσιν την φλώγα. 
Και τόσον έβαλαν περισσά ξύλα και κληματζήδες και έστεκαν όλοι οι Τούρκοι τρωγήρου, έως ου εκάϊκεν όλος και δεν απόμηνεν ουδέ κόκαλον άπ'αυτον. Και μετά ταύτα ήλθεν μέγας ανεμοστρόφυλος και εσκώρπησεν όλην την στάκτην και δεν έμηνεν τίποτες. Και έτζη γεναίως υπόμηνεν ως ευσεβείς χριστιανός και έλαβεν τον στέφανον της μαρτυρίας και πάγη η ψυχή του μετά των αγίων.
 Αιωνία του η μνήμη. 
Και ήτον άνθρωπος καλός, ξυρός, λυγνός, και μοροσπανός. Και οι χριστιανοί εις μεγάλην στενωχωρίαν ήταν από τους Τούρκους, διότι πάσα έναν κυαφήρην έκραζαν. Έτζη το εμάθαμεν και το επιστώθημεν από ευλαβών χριστιανών, το πως έτζη εσυνεύην το πράμμα»15.
'Αλλά δεν είναι το μοναδικό περιστατικό. o Παπασυναδινός μας αποκαλύπτει:
«+ ,ζριθ': Επαλούκουσαν οι Τούρκοι τον Μανόλη τον Μποσταντζόγλη τον σκευοφύλακα, κατάγναδα εις το σπήτην του εις την Κλοποδίτζα δι’ αιτίαν τιαύτην: εις την στράταν του Γιαϊλάν ευρέθηκαν Τούρκοι σκωτομένοι.
 Εδή άλλος δεν τους ασκώτοσεν, μόνον οι χριστιανοί οπού έχουν τα τηστήρια και έτζη εκείνην την αργατηνήν έκαμαν καυγάν εις το καπιλίον και ευγένη o κύρ Μανόλης να ιδή και διαβόλου πηρασμός έρχετε μίαν πέτρα και τον κτηπά εις το κεφάλη και τον ξεραχώνι. 
Και έτζη το ταχύ ωσάν τον ίδαν οι Τούρκοι ξεραχωμένον, είπαν αύτου και η μαρτυρία το πως αυτός είναι o κανλής. 

Και έτζη τον άρπαξαν ως άγριοι θύρες και τον έκριναν. Τέλως πάντων τον αποφάσισαν και συντζήλι τον έκαμαν ότι να τον παλουκώσουν. 
Και πολλοί τινές τον είπαν ότι:
Έλα γίνου Τούρκος και ημείς να σε γλητόσωμεν. 
Και αυτός τους έβριζεν και σκύλους και απίστους τους έλεγεν. Και έτζη τον επαλούκωσαν. 
Και από πάνω από το παλούκι πολλά τους ονειδούσεν και τους έβριζεν και αυτοί μή δυνάμενοι υποφέρουν ταις βρησές, οπού επήγενεν η γλωσσα του ωσάν το χελιδόνι, εκρέμασαν τον έτζη με το παλούκι. 
Και ανεπαύθην εν Κυρίω και πάγη η ψυχή του μετά των μαρτύρων, διότι υπόμηνεν δύο μαρτύρια και έλαβεν δύο στέφανα και έγινεν νέος μ’κάρτυρας. 
Αιωνία του η μνήμη. 
Και έρειξαν το κορμάκην του χαμηλά και έστεκεν τρείς ημέρες άθαπτω. 

Και τινές ευλαβοίς χριστιανοί ίδαν και ταις τρείς νύχτες προς το μεσονύχτιο, οπού έφεγγεν μέγα φως εις τον τόπον της καταδίκης του. 
Και ήτον ένας μέγας πλάτανος και από εκείνον τον εκρέμασαν και πάραυτα εξυράνθη.
 Όμοιος και όσοι Τούρκοι εψευδομαρτύρησαν, άλλοι μετα ταύτα ετυφλάθηκαν και άλλοι υπό χήσειμ βασιλέως απέθαναν. Και τόσος φόβος και τρόμος εγίνη εις τους χριστιανούς και δεν εύγενεν έξω εις το παζάρι κανείς, δύο και τρεις εβδομάδες. Και εάν εκείταζαν ποθές κανέναν χριστιανόν, τα δόντια τους έτριζαν και άπιστους και σκύλους τους έλεγαν και όλοι διά το σπαθί ήστε. Και τις διηγήσετε τα όσα κακά έκαμαν εις τους ταλέπορους χριστιανούς. Και αυτός o κυρ Μανόλης ήτον καλόφωνος και έψαλεν εις την Μητρόπολην άνθρωπος θεορητικός, έμορφος, μαυρογένης. Αμή ήτον πολλά αψής και ήχεν και μερικώ πίσμα. Αιωνία του η μνήμη»16.
Ο Παπασυναδινός συνεχίζει την αποκαλυπτική και τραγική μαρτυρία του για τα δεινά των Ελλήνων:
«+,ζρκε': Έν μηνί Μαρτίω. της Ακαθήστου, έτούρκεψαν τον Αμοριανόν τον Τεμερούτογλη τον σκευοφύλακα δι’ ετίαν τιαύτη: 
Αγόραζεν σουπές από Τούρκον η οκά δώδεκα και αυτός τον έδιδεν δέκα και λέγη: Μήν τα πουλής επειδή δεν σε ευγένη και είναι και χριστιανηκώ φαγή.
 Και οι Τούρκοι το εγύρισαν αλέος, το πως είπεν τον Τούρκον όπου τα πουλή χριστιανόν και εσύκωσαν δόγμα μεγάλω και εγίνη σύγχησις και ταραχή και φόβος μέγας. Και τον έκριναν και o κριτής τον έκαμεν ταζήρι και τον έδηρεν. Έπειτα τον άφησεν. Αμή οι Τούρκοι δεν τον άφησαν, μόνον τον ήφεραν εις το τρανώ το τζιαμή εις το τζιαρσή και τοση Τούρκοι εμαζώχθησαν πάραυτα ότι δεν ήχαν μέτρος. 
Και έτζη τον εβάρεσαν ένα δύο μαχερές και ήθελαν να τον τεπελετήσουν. Και ένας από την μέσιν τους τούς εφώναξεν και λέγη ότι: Έγίνην Τούρκος εγίνην, μόνον αφήσετε τον. Και έτζη τον άφησαν. Εδά πέ και εσύ, ω άνθρωπε, ότι δεν γίνωμε Τούρκος διά να τελειωθής απάνου εις μίαν στυγμήν. Αμή εμούλοξεν. Ω εις την δυστυχίαν του, κάλιον ήτο να μήν ήχεν γεννηθή. Και έτζη τον ετούρκεψαν και πάραυτα τον εσουνέτησαν. Και η ταλέπωρη γυναίκα του έκρυψεν τα παιδία του ταχα ως…… με πολλή σφύξι ήφεραν... τα [π]αιδία και τα ετούρκεψαν.  Αμή τον τρανήτερόν του υίόν δεν τον έτούρκεψαν, τον Κομνηανάκην, μόνον τον άφησαν ως ότι ήτον νόμου ηληκίας ως ιζ'χρονών. Και το Πάσχα έκαμαν ντουνανμάν οι τούρκοι και εσυριάνησαν τα παιδία όλον τον Κουλάν και εις όλον το Κάστρον. Και μεγάλη λύπη έγινεν εις όλους τους χριστιανούς, το πως δεν εστάθειν ανδρίως εις την πίστην του απάνου εις μίαν στυγμή ωσάν τον Πάτρουλα και ωσάν τον κυρ Μανόλην, να γένη    ο ταλέπορος   άρπαγος, ηβρηστής, άδικος και διά ταύτα και τα τιαύτα τον έγκατέλειπ[εν ο θεός και ένα]μεν Τούρκος κε'χρόνους. Και δεν εσοφρονήστην να φύγη μέσα εις τα Ρωμέκα η άλλου ποθές. Και εγέρασεν και εζάρωσαν τα δάκτηλα της χειρός του και αστένησεν περισσά και εγίνην κουβάρη και με πολλών οδείνον απέθανεν ο άθλιος και ταλέπορος. Κρίμα εις αυτόν τον κακορίζηκον.
Και ήταν ως π'χρονών»17.
Άλλη μια δολοφονία Έλληνα από Τούρκους αναφέρει στο πολύτιμο και σπουδαιότατο Χρονικό των Σερρών o Παπασυναδινός:
«+ Τώ αύτώ χρόνω Δικεμβρίω κε'του Χριστουγέννων, εσκώτωσαν τον Παπακρήτον εις τα Αμπέλια. Και ήχεν ενορία τον Άγιον Νικόλαον τους Μποσταντζήδες και τα χωρία το Μερτάκη και το Μετόχη. Και του Χριστού ήρχονταν από την χώραν με κουλήκια και με πλάτες και τον απάντησεν ένας Τούρκος και τον εγύρεψεν πλάτην και αυτός ηνατζής δεν τον έδωσεν και o Τούρκος τον έδειρεν και επήρεν το σπαθήν του και το τζεπκένην του. Άφες τον εδά. Αμή τρέχη κατόπην του μεθησμένος και τον πολεμά με το χιώνι και o Τούρκος γυρίζη και ευγάζη το σπαθήν του και τον κόφτη ωσάν το κριάρη και το ταχή ήφεραν το πτώμα του εις το Κάστρον και τον έθαψαν εις την Βλαχέρνα.
Και ήτον ως λ'χρονών άνθρωπος, ποληγένης, μακριγένης και μαυρογένης  έμορφος. Αμή ήτον κρασοπινάς, ροβιάρης, μαχεροευγάλτης και πολλές βολές ήχεν δείρη τον πατέραν του και o πατέρας του όλον έναν τον εκαταρούνταν.  Ητον και αγράμματος και απέδευτος18».
Η περίοδος της τουρκοκρατίας ήταν οδυνηρή για τους Σερραίους, όπως και για όλους τους Έλληνες19.

Αντιμετώπιζαν διωγμούς, κατατρεγμούς, καταπιέσεις, αρρώστιες, δολοφονίες.

 Όμως σ'αυτή την πολύπαθη πόλη βρήκαν καταφύγιο  όπως κατά την επανάσταση του 1821 στην Ερμούπολη  οι καταδιωκόμενοι Έλληνες, οικογένειες αρματολών και κλεφτών20, αγωνιστές των επαναστάσεων και των επαναστατικών κινημάτων της Τραπεζούντας, του Μωριά, της Στερεάς Ελλάδας και της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, εγκατεστάθησαν στις Σέρρες για ν'αναπτύξουν τη δική τους κοινωνική και εθνική δραστηριότητα. 
Οι καταδιωκόμενοι Έλληνες αποτέλεσαν τους οικιστές των Σερρών σε μια εποχή, που οι διωγμοί των Τούρκων και το παιδομάζωμα21 δημιούργησαν πολλά προβλήματα στον ελληνικό πληθυσμό22.

 Ήταν μια δύσκολη εποχή για τις Σέρρες o 16ος αιώνας, κατά τον όποιον οι Σερραίοι έβλεπαν πολύ ευνοϊκά τα επαναστατικά κινήματα που κάθε τόσο ξεσπούσαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και προσεχτικά προετοιμάζονταν.

Παρά τους κινδύνους που διέτρεχαν από τους Τούρκους οργάνωσαν το εμπόριο τους και τη γεωργία τους.
 Η εύφορη πεδιάδα των Σερρών, της οποίας η μισή έκταση μένει ακαλλιέργητη, παράγει μεγάλη ποσότητα βαμβακιού, και οι Σέρρες σύντομα μεταβάλλονται, από αγροτική και κτηνοτροφική περιοχή, σε μεγάλο εμπορικό κέντρο. Συνδέονται εμπορικώς με το Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη και τη Βιέννη, στην οποίαν είχαν εγκατασταθεί μεγάλοι Σερραίοι έμποροι
23, οι οποίοι διατηρούσαν καταστήματα και στην πόλη των Σερρών.
Η τάξη και η ασφάλεια την οποίαν έχει εξασφαλίσει o ικανός, Αλβανός το γένος, δίκαιος διοικητής της Ισμαήλ μπέης, έχει συντελέσει στην εμπορική ακμή της πόλης, στην ευημερία των κατοίκων της και στη σημαντική αύξηση του πληθυσμού της.

Οι Σέρρες είναι αρκετά μεγάλη πόλη. Έχει 25-30.000 κατοίκους. Α
πό αυτούς 12-15.000 είναι Τούρκοι και οι υπόλοιποι χριστιανοί. Υπάρχουν και λίγοι Εβραίοι
24. Τον ίδιο αριθμό πληθυσμού, 30.000 κατοίκων κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, διαπίστωσε και ο Γάλλος περιηγητής Felix Beaujour25. Αλλά και ο Αδριανός Βάλβι26βεβαιώνει στη Γεωγραφία του τον ίδιον αριθμό πληθυσμού:
«ΣΕΡΡΑΙ (Φέρραι), ικανώς μεγάλη πόλις, παρά την υπώρειαν βουνών, προς ανατολάς της λίμνης Ταχίνου, ακμάζει διά τα εργοστάσια βαμβακίνων και μάλλινων υφασμάτων και του ταβάκου, και είναι κέντρον της βαμβακοεμπορίας εις την ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, αποστέλλουσα κατ'έτος υπέρ τας 50.000 βάλας εις Αύστρίαν και Γαλλίαν. Τον χειμώνα οι κάτοικοι είναι 30.000 ψυχαί, οι όποιοι το θέρος ημισετεύονται διά τον νοσώδη αέρα, όστις αναγκάζει τους ευκαταστάτους να καταφεύγουν εις το πλησιόχωρον όρος Εγρισού, όπου εκ τίνων ενιαυτών εγεννήθη νέα πόλις.
Αι Σέρραι είναι καθέδρα Μητροπολίτου και υπόκειται εις Βέην, όστις είναι εις από τους ισχυρούς τιμαριώτας της Τουρκίας, 

Ακρόπολη Σερρών

ευρίσκονται εδώ αρχαιότητες τινές και μάλιστα εις την αρχαίαν ακρόπολίν της. Έχει δε η πόλις μολυβδοσκέπαστον αρχαίον Αρχιεπισκοπικόν ναόν των Αγίων Θεοδώρων, καλώς διατηρούμενον Ελληνικόν γυμνάσιον με μικράν βιβλιοθήκην και αλληλοδιδακτικόν σχολείον»27.
Και ο Bouillet στο λεξικό του αναφέρεται στις Σέρρες:

«Σέρραι: πόλις μεγάλη της Α. Μακεδονίας, (βιλαέτιον Θεσσαλονίκης), παρά τον ποταμόν Στρυμώνα, εν τω μέσω μεγάλης και ευφορωτάτης πεδιάδος, με εκτεταμένον εμπόριον, καπνών ιδίως και βάμβακος, έλλην. σχολεία άριστα, αξιόλογον βιομηχανίαν και 35.000 κατοίκους, ών το 1/3 Έλληνες28.
Ο Βακαλόπουλος μας δίνει και μιαν άλλη γενικότερη εικόνα πληθυσμιακή της Μακεδονίας στα τέλη του 18ου αιώνα:
«Έτσι η Θεσσαλονίκη την εποχή αυτή αριθμεί 60.000 κατοίκους, η Έδεσσα 12.000, η Βέροια 8.000, τα Γιανιτσά 6.000, οι Σέρρες 30.000 και η Καβάλα 3.000»29.

Και o λόγος είναι σαφής. o πλούσιος κάμπος τους, η ξακουστή τότε και τώρα πεδιάδα τους.
«Οι Σέρρες βρίσκονται μέσα στην ομώνυμη πεδιάδα, που είναι ξακουστή για την ευφορία της και πηγή ευημερίας για τον τόπο. Σημαντική είναι η παραγωγή του σιταριού»30.
Μα και o Αδριανός Βάλβι αναφέρει ότι η πόλη των Σερρών έχει «ικανή βιομηχανία» στην οποίαν «κατασκευάζουν ωραία Μαροκινά, κουρδουβάνα και δέρματα» και τις θεωρεί «αξιόλογη εμπορική πόλη»31.
Πράγματι, ήταν «αξιόλογη εμπορική πόλη».

Εκτός από τους αδελφούς Δούμπα, τον Εμμανουήλ Παπά και άλλους Έλληνας μεγάλους έμπορους εξαγωγείς, «o οίκος Στάρεμπεργ, ενδιαφέρεται κυρίως για τον καπνό και το βαμβάκι, που είναι τα πιο σπουδαία προϊόντα του εξαγωγικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης. Οι εργασίες του Σταρεμπεργ πηγαίνουν καλά, γιατί τον βλέπομε στο τέλος του 18ου αιώνα, να έχει ιδρύσει πρακτορεία στις Σέρρες, στη Λάρισα και σ'όλη τη Θεσσαλία»32

Τον πλούσιο όμως κάμπο των Σερρών τον εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι αγάδες της περιοχής, οι οποίοι είχαν σχεδόν το μονοπώλιο33. Οι βαμβακοφυτείες ανήκαν σ'αυτούς και κυρίως στον Ισμαήλ πασά των Σερρών34
Το βαμβάκι αποτελούσε το πιο πολύτιμο, μαζί με τον καπνό, από τα εξαγώγιμα προϊόντα του σερραϊκού κάμπου. 
Η παραγωγή του βαμβακιού είναι πολύ σημαντική35: «Το βαμβάκι, το γνωστό στο εμπόριο με το όνομα βαμπάκι της Θεσσαλονίκης, συγκεντρώνεται από την περιφέρεια των Σερρών. Οι Σέρρες είναι μια πόλη της Μακεδονίας, φημισμένη σε όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία για το πλούσιο εμπόριο της»36
Οι αγάδες που κρατούν στα χέρια τους το μονοπώλιο του βαμβακιού εισπράττουν από τους υποτελείς τους τη δεκάτη37. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Σέρρες ακμάζουν εμπορικώς, «είναι η κοινή αγορά, όπου πηγαίνουν το χειμώνα κάθε Κυριακή οι αγρότες από όλη την κοιλάδα»38.
Το εξαγωγικό εμπόριο, ιδίως του βαμβακιού, είναι πολύ μεγάλο38.
«Μόνο οι Γερμανοί έμποροι εξάγουν 30.000 μπάλες το χρόνο, οι Γάλλοι 12.000. Στη Βενετία εξάγονται 4.000, στο Λιβόρνο 1.500 και άλλες τόσες στη Γένοβα. Δύο φορτία στέλνονται στο Λονδίνο και ένα στο Άμστερνταμ.
 Με λίγα λόγια, εξάγονται 50.000 μπάλες, αξίας 5.000.000 πιάστρων»39.
Το βαμβάκι αποτελεί την πιο αξιόλογη παραγωγή της πεδιάδας των Σερρών.
 Η συγκομιδή του υπολογίζεται σε 70.000 μπάλες και η κάθε μπάλα ζυγίζει 100 περίπου οκάδες καθαρού βαμβακιού.
Η τιμή του ποικίλλει από 80 ως 160 άσπρα την οκά, ανάλογα με την ποιότητα του40. Τα δικαιώματα του σουλτάνου επάνω στο βαμβάκι περιορίζονται σε ένα παρακράτημα ενός άσπρου την οκά, που πληρώνεται στις Σέρρες, και σ'ένα τελωνειακό δασμό 1,50 άσπρου που πληρώνεται στη Θεσσαλονίκη, «όταν η εξαγωγή γίνεται διά θαλάσσης».
Ο μπέης των Σερρών δικάζει τελεσίδικα κάθε διαφορά που θα προκύψει ανάμεσα στον πωλητή και τον αγοραστη41.

 Στις Σέρρες υπήρχε εργοστάσιο το όποιο έφτιαχνε χοντρά ινδικά υφάσματα, που τα χρησιμοποιούσαν για κάλυμμα στους τουρκικούς σοφάδες.
Έτσι λοιπόν οι Σέρρες κατανάλωναν 10 έως 1.200 μπάλες το χρόνο42. Οι αγοραστές του βαμβακιού παραγγελιοδόχοι, εγκατεστημένοι στις Σέρρες, η εμπορομεσίτες απεσταλμένοι από τους ελεύθερους εμπόρους της Θεσσαλονίκης. Οι εμπορομεσίτες αυτοί, έπρεπε να είναι εφοδιασμένοι, με μεγάλα κεφάλαια, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν, πριν από την παράδοση, τα τρία τέταρτα του βαμβακιού που πήραν ως προκαταβολή43. Αυτός o τρόπος αγοραπωλησίας είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη του εμπορίου στις Σέρρες κατά τα τέλη του 18ου αιώνα.
Οι έμποροι αγόραζαν το εμπόρευμα χωρίς να το δουν και πήγαιναν στα χωριά μόνο για να το συσκευάσουν και να το φορτώσουν στ'αμάξια. o τρόπος αυτός της συναλλαγής βοήθησε να γίνονται τεράστιες αγοραπωλησίες χωρίς μεσίτη, χωρίς γραπτές συμφωνίες, χωρίς εγγυήσεις, αλλά μόνο με προφορικές συμφωνίες, οι όποιες εκτελούνταν πάντοτε πιστα44.
Εις την εμπορική ακμή των Σερρών αναφέρεται και o Ευάγγελος Γ. Στράτης: «Κατά τας αρχάς του 19ου αιώνος o τότε ισχυρός και δίκαιος διοικητής της πόλεως Ισμαήλ-μπέης45, Αλβανός το γένος, διά της ικανότητας αυτού και της ευθιδικίας ενεκαίνισεν εν Σέρραις μοναδικήν εποχήν ακμής και ευημερίας»46.

Στο μπέη των Σερρών αναφέρεται και o Πέτρος Θ. Πέννας, για να τονίσει τη συμβολή του στην εμπορική και οικονομική ανάπτυξη των Σερρών: «Με μίαν σταθεράν και φρόνιμον διοίκησιν, πλουτίζων διαρκώς και περισσότερον, o Ισμαήλ κατόρθωσε όχι μόνον να συγκρατή την τιμή, αλλά και να προσελκύη εις την πόλιν των Σερρών πλήθος έμπορων και κυρίως εξ εκείνων οι όποιοι είχαν καταστήματα εις Βιέννην και να προστατεύση την βιομηχανίαν των. Εξ άλλου o Ισμαήλ εδέχετο εις την πόλιν και την περιοχήν του πλην των εμπόρων και όλους εκείνους τους οποίους η τυραννία του Αλή πάσα των Ιωαννίνων ηνάγκαζε να εγκαταλείψουν τα μέρη των και να ζητήσουν άσυλον και προστασία εις την υπό την εξουσίαν του περιοχή»47.

Ο Νικόλαος Κ. Κασομούλης τον χαρακτηρίζει ευπροσήγορο, που έλκει μεγάλους και μικρούς με την ειλικρίνεια του48: Ευπροσήγορος o Ισμαήλ μπέης εις Οθωμανούς και Χριστιανούς, μεγάλους και μικρούς, διά της ειλικρίνειας του έλκυεν όλους τους άγιανηδες49 από τα πέριξ των Βοδενών μέχρι της Ανδριανουπόλεως, και από το Άγιον Όρος μέχρι του Νισίου Σερβίας και συνόρων του Σκόδρα πασιά, με το γλυκό της διοικήσεως του. Αφού ευτύχησεν να συγκέντρωση όλους τους εμπόρους των άλλων μερών υπό την σκέπη του, επαρουσιάσθη έπειτα και δυνατότερος (κατά την δύναμιν) και φόβητρον πολιτικόν50 εις την Αυλήν την οθωμανικήν διά τον Αλή πασιά»51.
Η εμπορική αυτή ακμή των Σερρών κράτησε ως το 183052.
Ο Πέτρος Θ. Πέννας53 αποδίδει την ανάπτυξη του εμπορίου και του πληθυσμού των Σερρών κατά μεγάλο μέρος στον Ισμαήλ Μπέη.

Δεν νομίζω πως η γνώμη αυτή είναι απόλυτα σωστή. Ότι συνέβαλλε με την πολιτική του, είναι βέβαιο.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι o ίδιος ο Πέννας, παραπέμποντας στον Cousinery54 αποδέχεται εμμέσως, πλην σαφώς, τους αποδιδόμενους στον Ισμαήλ χαρακτηρισμούς του τυράννου και του άρπαγα55. Η ανάπτυξη του εμπορίου στις Σέρρες οφείλεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στη μεγάλη ζήτηση που είχε τότε το Βαμβάκι και στη δραστηριότητα των ξένων και ελληνικών εμπορικών οίκων για την ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Η εμπορική παρακμή των Σερρών μετά το 1831 οφείλεται στην ανάπτυξη των θαλασσίων συγκοινωνιών, γεγονός που κατέστησε τη Θεσσαλονίκη σπουδαίο εμπορικό κέντρο της εποχής εκείνης. Θα πρέπει ακόμα να σημειώσω πως στην τεράστια ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και στην αύξηση των εξαγωγών της στις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας οφείλεται η πτώση της βιομηχανίας των Σερρών και η εξαφάνιση πολλών συντεχνιών της πόλης56.
Η οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της πόλης των Σερρών, η δημιουργία βιομηχανιών και διαφόρων εργαστηρίων, η σύσταση συντεχνιών, η αύξηση της παραγωγής της εύφορης πεδιάδας, και ιδιαίτερα του βαμβακιού, η εμπορική επικοινωνία της με την Ευρώπη και ιδιαίτερα με την Αυστροουγγαρία, είχε ως αποτέλεσμα ν’ αναπτυχθούν οι Σέρρες, όσο καμιά άλλη πόλις της Μακεδονίας, πολιτιστικώς:
«Οι Σέρρες ξεχωρίζουν κατά το 18ο αιώνα από τις λοιπές πόλεις της Μακεδονίας»57.
Πραγματικά οι Σέρρες συνδύασαν θαυμάσια, όπως η Ερμούπολη αργότερα, τον Κερδώο και τον Λόγιο Ερμή.
Σιγά - σιγά, γιατί o δυνάστης ήταν σκληρός και αδίστακτος, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας κατέστησαν το σπουδαιότερο εκπαιδευτικό κέντρο της ανατολικής Μακεδονίας και ως τέτοιο διατηρήθηκαν μέχρι τις αρχές του αιώνα μας58.
Δεν έχομε σαφείς πληροφορίες αν υπήρχε κάποιας μορφής παιδεία στις Σέρρες από την υποδούλωση τους στους Τούρκους ως τις αρχές του Που αιώνα59.
Πάντως δεν θα έπρεπε να λειτουργούσαν σχολεία60. Το πιθανότερο είναι ορισμένοι δάσκαλοι και γραμματισμένοι παπάδες και καλόγεροι να δίδασκαν κρυφά σε παιδιά, τα ελληνικά γράμματα61.

 O 17ος αιώνας υπήρξε αποφασιστικός για την ελληνική παιδεία στις Σέρρες. o πληθυσμός τους, με αργό ρυθμό στην αρχή, ταχύτερο κατόπιν, αυξάνει διαρκώς.

Τα επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο και την Μακεδονία συντέλεσαν ώστε οι καταδιωκόμενοι Έλληνες να βρίσκουν ασφάλεια κι εργασία στις Σέρρες και στην εύφορη πεδιάδα τους. Μέσα στους καταδιωκόμενους βρίσκονται άνθρωποι οι όποιοι ασκούν διάφορα επαγγέλματα και φυσικά έμποροι και δάσκαλοι.

 Σιγά - σιγά άρχισαν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ίδρυση σχολείων. «Οι Πατριάρχαι, οι Αρχιερείς, οι κληρικοί και μοναχοί, οι λογάδες του υποδούλου έθνους, οι Διερμηνείς του στόλου, οι Ηγεμόνες των Παραδουναβίων επαρχιών εστράφησαν εις την δημιουργίαν σχολείων»62
Πότε δημιουργήθηκε ελληνικό σχολείο στις Σέρρες;
 Δεν είναι γνωστό.
«Το έτος της συστάσεως του Ελληνικού Σχολείου Σερρών δεν έχει εξακριβωθεί εκ των μέχρι τούδε γνωστών πηγών. Πάντως αρχομένου του ΙΖ'αιώνος υπήρχαν εις τας Σέρρας διδάσκαλοι των Ελληνικών γραμμάτων»63.
Ο Παπασυναδινός γεννήθηκε το 1600, όπως o ίδιος αναφέρει στο Χρονικό του64 και το 1609/10 τον πήγε o πατέρας του, «εις τον διδάσκαλο τον παπά κύρ Δήμον και έμαθα εις αυτόν τα κοινά γράμματα»65.

Δεν ομιλεί o Παπασυναδινός για σχολείο αλλά για διδάσκαλο. o Εμμ. Φωτιάδης66, Σερραίος διδάσκαλος του Γένους, σε σύντομη αναφορά του για το ελληνικό σχολείο των Σερρών, με την οποίαν προτρέπει για παιδεία τους συμπολίτες του Σερραίους, οι οποίοι τον είχαν συνδράμει για τις σπουδές του στο Μόναχο, γράφει μεταξύ άλλων, αναφερόμενος και στην ίδρυση σχολείου στις Σέρρες: 
«Την δε ιεράν αλήθειαν και των ημετέρων συμπολιτών ολίγοι τινές γνωρίσαντες εξ αρχής, επεμελήθησαν φιλοτίμως και συνέστησαν πρό πολλών ήδη χρόνων το σχολείον μας. (Το σχολείον πρέπει να συνεστήθη τουλάχιστον προ 100 ετών. Εις βιβλίον «Εγχειρίδιον Ιατρικής» λεγόμενον, και υπό Σταύρου τινός ιατρού εκδεδομένον περί τα 1729-30, αν δεν λανθάνωμαι, απαντάται επίγραμμα ηρωελεγείον προς τον συγγραφέα υπό τίνος Σπύρου Ιωάννου δασκάλου Σερρών). Διά να διδάσκεται έν αυτώ η νεολαία την έλληνικήν γλώσσαν προς διάπλασιν των ηθών τους και διακόσμησιν. 
Και το σχολείον μεν δεν έκλεισε έκτοτε, ούτε εξέλιπεν εξ αυτού διδάσκαλος των Ελληνικών μαθημάτων, έως και εις τας πλέον δεινοτέρας περιστάσεις, τους αχώριστους συντρόφους της ανομίας και της βαρβαρότητας. 
Άλλ'αν εξαιρέσωμεν την εύφορον σχολαρχίαν του σοφού Αργυρίου, πότε απήλαυσεν η πατρίς τους εκ του σχολείου ελπιζομένους καρπούς; Πότε εξήλθον έξ αύτου μαθηταί και μικρού τινός λόγου άξιοι;... Το δε αίτιον της παντελούς αυτής αφορίας η ολιγωρία των πολιτών. Επειδή σπαραττόμενοι διηνεκώς από το λυσσώδες πάθος της διχόνοιας, δεν ηυκαίρουν να ρίψουν ουδέ μίαν βολήν οφθαλμού και εις το κοινόν αγαθόν. Όθεν ούτε περί του σχολείου έδωσαν ποτέ την ανήκουσαν φροντίδα και προσοχή, ούτε περί των διδασκάλων, ούτε περί των μαθητών, αλλά μόνον δι’ έν ξηρόν όνομα, να ακούεται δηλαδή, ότι υπάρχει έν Σέρραις Σχολείον Ελληνικόν. Όποιον όμως έπρεπε να ήναι και, πως να περιποιήται o διδάσκαλος, παντελώς δεν εφρόντιζαν»67
Δεν γνωρίζομε τον ακριβή χρόνο της ίδρυσης του πρώτου σχολείου στις Σέρρες. Το χρυσόβουλο του ηγεμόνα της Ούγγροβλαχίας Νικολάου Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου68, ενθάρρυνε οπωσδήποτε μια τέτοια προσπάθεια και την ενίσχυσε με ετήσια χορηγία τριακοσίων γροσιών, από τα όποια τα διακόσια πενήντα ορίζονταν ως μισθός του διδασκάλου69
Από το 1735 και εδώ σίγουρα μπορούμε να μιλάμε για λειτουργία σχολείου στις Σέρρες70
Στο σχολείο των Σερρών και πριν από τη λειτουργία του εδίδαξαν σοφοί διδάσκαλοι τα ελληνικά γράμματα στις Σέρρες71. Αυτή η άνθηση της Παιδείας στις Σέρρες, με τους μεγάλους ευεργέτες της, κράτησε ως τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα72.
Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Σέρρες αριθμούσαν 30.000 κατοίκους73. Πολλοί άπ'αυτούς ήταν καταδιωκόμενοι Έλληνες, προερχόμενοι από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, οικογένειες αρματολών και κλεφτών.
Οι μεμυημένοι στη Φιλική Εταιρεία προετοίμαζαν το λαό για συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821 και περίμεναν το σύνθημα από τον Εμμανουήλ Παπά. 
Επικεφαλής ήταν o Μητροπολίτης Χρύσανθος και κοντά σ'αυτόν οι αδελφοί  Αστέριος και  Αθανάσιος Σκανδάλης και όλοι σχεδόν οι προύχοντες στους οποίους μετέφερε σχετικές ειδήσεις o Νικόλαος Κασομούλης, μεμυημένος κι o ίδιος, κατά την επιστροφή του στις Σέρρες μετά ταξίδι του στην Αίγυπτο: 
«Από Ύδρα έφθασεν μια γολέττα του Κολέτζη, ήτις μας διηγήθη την ετοιμασίαν διά ταίς 25 Μαρτίου να χτυπήσουν παντού. Συγχρόνως εις άλλην μίαν γολέτταν εμβαρκαρίσαμεν 35 βαρέλια βαρούτι και τα έπεμψε η Εφορεία εις την Σπάρτην.
Όλα αυτά μ'άναψαν περισσότερον τον ζήλον, και φορτώσας καφφέ εις μίαν γολέτταν, και εμβαρκαρισθείς διά ταις Φώκαις συστημένος προς την Εφορείαν της, απο την Λήμνον  οίτινες έπνεον περισσότερον ενθουσιασμού - ευθύς μετέβην εις Τζιαγζή και την ιδίαν ημέραν τράβηξα εις Σέρραις. Η υποδοχή μου εστάθη πολλά λαμπρή από όλους τους επισημότερους, καθώς και από τον Μητροπολίτην Χρύσανθο (έπειτα πατριάρχην) διά το ογλήγορον και ευτυχές ταξίδι, και το περισσότερον διότι είδαν ότι ήμουν της Εταιρείας, οπού ήτον και αυτοί όλοι. Κανείς από τους νέους της ηλικίας μου εις Σέρραις δεν είχεν ηξιωθή την εμπιστοσύνην αυτήν. Ευρεθείς μεταξύ των αρχιερέων και τόσων άλλων σεβασμίων γερόντων εμπόρων περιωρίσθην οπωσούν και πρόσεχα εις τα νεύματα τους»74.
Ν. Κασομούλης
Ο Νικ. Κασομούλης μετέφερε στο κέντρο της Φιλικής Εταιρείας Σερρών το μήνυμα ότι στις 25 Μαρτίου του 1821 θα εκδηλωθεί σ'όλη την Ελλάδα επανάσταση κατά των Τούρκων και ότι θα πρέπει να είναι έτοιμοι.
Ε. Παπάς
 Άλλα δεν ήταν μόνον η προσωπική ειδοποίηση του Νικ. Κασομούλη.
O Εμμ. Παπάς είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη για το Αγιο Όρος και από εκεί ειδοποίησε το κέντρο των Σερρών και τους παρακίνησε να ξεσηκωθούν.
 Οι Σέρρες όμως δεν ξεσηκώθηκαν, εδίστασαν. «Ο θάνατος του Πατριάρχου δειλίασεν τον Μητροπολίτη και όλους τους επισήμους των Σερρών. Άρχισαν να σκέπτονται πλέον πως να χτυπήσουν. Οι χωρικοί των Σερρών προδιατεθειμένοι έβλεπαν την αδράνειαν του κέντρου και σιωπούσαν»75.
 Δεν ήταν, κατά την γνώμη μου, αυτός που αναφέρει ο Νικ. Κασομούλης και επαναλαμβάνει ο Π. Πέννας ο μοναδικός λόγος για τον όποιον δεν επαναστάτησαν οι Σερραίοι, οι όποιοι είχαν προετοιμαστεί για την εξέγερση εναντίον των Τούρκων76.
 Αν προσεχτικά μελετήσουμε και εξετάσουμε τις συνθήκες, οι όποιες επικρατούσαν την εποχή εκείνη στις Σέρρες και γενικότερα στη Μακεδονία, θα διαπιστώσουμε πως κάθε επαναστατική κίνηση στα μέρη αυτά, θ'απέβαινε μοιραία για τους Έλληνες, όπως μοιραία απέβηκε η επανάσταση στη Χαλκιδική. Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι. Οι Σέρρες δεν είχαν την προστασία, από θάλασσα που είχε ο Μωριάς. Βρισκόταν μακριά από τα μεγάλα επαναστατικά κέντρα και από τα κέντρα ανεφοδιασμού. 
Οι Τούρκοι διέθεταν στη Μακεδονία και στη Θράκη πολύ ισχυρές δυνάμεις μ'επικεφαλής πασάδες σκληρούς και αδίσταχτους, που τιμωρούσαν με σφαγή, φωτιά κι ερήμωση, την παραμικρή κίνηση. o απαγχονισμός του Πατριάρχη, μετά τη λειτουργία της νύχτας του Πάσχα, δεν άφηνε περιθώρια για αισιόδοξες σκέψεις.
 Η αδυσώπητη αποφασιστικότητα των Τούρκων αποτελούσε αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε, πως σ'όποιες πόλεις παρουσιάστηκαν επαναστατικές κινήσεις επακολούθησε σφαγή κι ερήμωση. Κι οι Σέρρες ευτυχώς με λίγα θύματα πλήρωσαν τη μανία, τη θηριωδία του τουρκικού όχλου. 
Θα προσθέσω ακόμα πως την εποχή εκείνη οι Σέρρες είχαν πληθυσμό 25.000-30.000 κατοίκων, από τους οποίους οι 12.000-15.000 ήταν Τούρκοι καλά εξοπλισμένοι από το Μπέη των Σερρών, o οποίος διατηρούσε ισχυρό και καλά εξοπλισμένο στρατό, αποτελούμενο από Τουρκοαλβανούς.
Όμως η επανάσταση είχε εκραγεί και οι Σερραίοι ετοιμασμένοι καθώς ήταν την περίμεναν με λαχτάρα και δεν ήταν δυνατόν να μείνουν κι αδιάφοροι. 
Ένα μέρος του στρατιωτικού σώματος του Εμμανουήλ Παπάασφαλώς αποτελούνταν από Σερραίους, πολλοί των οποίων, μετά την αποτυχία της επανάστασης της Χαλκιδικής,συνέχισαν στην παλιά Ελλάδα τον αγώνα.
 Οι περισσότεροι άπ'αυτούς παρέμειναν άγνωστοι και λησμονημένοι. Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί. 
Είναι και οι απόδημοι Σερραίοι, οι οποίοι ήρθαν κατά την επανάσταση στην Ελλάδα και επολέμησαν, εγκαταλείποντας τη γαλήνη και την ησυχία τους, την ασφάλεια που απολάμβαναν και τις οικογένειες τους κι ορισμένοι απ'αυτούς τα πλούτη τους. 
Ο Ζαχαρίας Αθανασίου γεννήθηκε στις Σέρρες πριν από το 1800 και ανήκει στους Σερραίους που αναγκάστηκαν να φύγουν από τη γενέτειρα τους, γιατί δεν μπορούσε ν'αντέξει τις καταπιέσεις, τις ωμότητες, τις βαρβαρότητες των Τούρκων
Πολύ νέος επήγε στην Αίγυπτο σε μια εποχή που o Ελληνισμός βρισκόταν σε οικονομική, κοινωνική και πνευματική ακμή. 
Κατατάχθηκε στον Αιγυπτιακό στρατό του Μεχμέτ Αλή77 και υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Ιμπραήμ Πασά.
Διακρίθηκε για την γενναιότητα του που επέδειξε σε διάφορες μάχες και συμπλοκές στην Άνω Αίγυπτο και στην Αραβία. Όταν έφτασε στο Κάιρο η πληροφορία ότι εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση, ο Ζαχαρίας Αθανασίου κατείχε επίσημη θέση στ'ανάκτορα του Μεχμέτ Αλή. 
Τότε εσχημάτισε μαζί μ'άλλους Έλληνες σώμα, ελιποτάκτησε μαζί μ'αυτούς και έφτασε στη Σύρο υπό τον Κουμουρτζή. 
Στο καΐκι που τον μετέφερε είχε ανοιχτή την ελληνική σημαία, η οποία έφερε επάνω σ'ερυθρό πανί το σταυρό του Αγίου Ανδρέα, σε σχήμα χιαστί και τα γράμματα Ε.Τ.Ν.Α., τα οποία εσήμαιναν «έν τούτω νίκα», και το ηφαίστειο Αίτνα. 
Μετά την άλωση της Τρίπολης συναντήθηκε με το Χατζηχρήστου, τον όποιον επί πολύν καιρό ακολούθησε και παρ'ολίγο να αιχμαλωτισθεί, όπως εκείνος, στην πολιορκία του Νεοκάστρου το 1825 από τον Ιμπραήμ.
 Θα πρέπει εδώ να σημειώσω πως ο Ζαχαρίας Αθανασίου και ο Χατζηχρήστου, καθώς κι άλλοι Έλληνες, είχαν πολύν καιρό υπηρετήσει στο στρατό του Μεχμέτ Αλή, αλλά με την έκρηξη της επανάστασης λιποτάχτησαν, ήρθαν και πολέμησαν στην Ελλάδα. 
Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες μαζί με το Δήμο - Λιούλια, το Χατζηχρήστο, το Μακρυγιάννη και το Νότη Μπότσαρη. Στην Αθήνα και στο Μεσολόγγι συνεργάστηκε με τον υπονοποιόν Κώστα Χορμοβίτη. Το 1827, στη μάχη του Μετοχίου στον Πειραιά, στην οποίαν τραυματίστηκε θανατηφόρως ο Καραϊσκάκης, στη δύναμη του οποίου ανήκε τότε, πληγώθηκε βαριά στο χέρι με αποτέλεσμα να μείνει μονόχειρας. Παρά τούτα, μετά την αποκατάσταση του Ελληνικού Κράτους, κατατάχτηκε στο στρατό ως υπαξιωματικός και, πάμπτωχος, το 1850 απέθανε στη Λαμία, όπου είχε εγκατασταθεί.
Άλλος ένας απόδημος Σερραίος, εγκατεστημένος κι αυτός στην Αίγυπτο, είναι o Δημήτριος Αδάμης.
 Διοργάνωσε στην Αίγυπτο στρατιωτικό σώμα σαράντα ανδρών, μάλλον από Έλληνες που υπηρετούσαν στο στρατό του Μεχμέτ  Αλή. Το σώμα αυτό το συντηρούσε με χρήματα του. Ήρθε στην Ελλάδα, επικεφαλής αυτού του σώματος, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες υπό τον Χατζημιχάλη, στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και άλλου78.
Η αποτυχία του Εμμ. Παπά79 κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής, είχε πολλές επιπτώσεις στον πληθυσμό της Μακεδονίας γενικά και ιδιαίτερα στους πληθυσμούς της περιοχής που επαναστάτησαν. 
«Ο πανικός έχει εισχωρήσει στις ψυχές των περισσοτέρων ιδίως εκείνων που ήταν μυημένοι και είχαν εκτεθεί κατά κάποιο τρόπο  και αρχίζει η διαρροή πολλών με τους θησαυρούς των μοναστηριών, με ιερά λείψανα και άλλα κειμήλια προς τα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο, Ψαρά, Ύδρα και προς την Πελοπόννησο80. Οι δημογραφικές επιπτώσεις ήταν σημαντικές. Αλλοιώθηκε η αριθμητική δύναμη του Ελληνικού στοιχείου. Οι Τούρκοι δεν αρκέστηκαν στους φόνους, στους εξανδραποδισμούς και στις καταπιέσεις των Ελλήνων, αλλά ανάγκασαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού να κινηθεί στη νότια Ελλάδα και στα νησιά. Οι Σέρρες υπέστησαν, όπως κι η Θεσσαλονίκη κι η Χαλκιδική, μείωση του πληθυσμού τους μετά την αποτυχημένη επανάσταση της Χαλκιδικής81.
Σιγά - σιγά, όμως, χρόνο με το χρόνο στην περιοχή των Σερρών η ησυχία και η γαλήνη αποκαταστάθηκαν, η εύφορη πεδιάδα των Σερρών άρχισε να προσελκύει τους διωκόμενους άπ'άλλες περιοχές πεινασμένους και εξαθλιωμένους Έλληνες και το εμπόριο να ξαναβρίσκει την παλιά ακμή του. Κατά τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης «στις Σέρρες οι Έλληνες αποτελούσαν το μεγαλύτερο τμήμα ενός πληθυσμού 35.000 κατοίκων, ενώ οι Τούρκοι μόλις το 1/5 και οι Εβραίοι το 5% το πολύ»82
Οι Έλληνες «πρόκριτοι και άρχοντες» (Primati e signori) των Σερρών, κρίνονται από τον αυστριακό πρόξενο της Θεσσαλονίκης, στο ανέκδοτο ημερολόγιο του σε σχετική σημείωση του στις 30 Σεπτεμβρίου του 1829 ότι είναι «πάντοτε οι διαιτηταί και απόλυτοι  κύριοι του τοπου»83
Οι Σέρρες θα συνεχίσουν σ'όλο τον 19ον αιώνα την ανοδική τους πορεία στα Γράμματα και στον Πολιτισμό, στο εμπόριο και τη βιομηχανία και στο δικό μας αιώνα κάνουν δυναμική την παρουσία τους στην οικονομική ζωή της πατρίδας μας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Τα πρώτα αξιόλογα επαναστατικά κινήματα άρχισαν το 1463 στην Πελοπόννησο και στην Τραπεζούντα, η όποια το 1461 είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους. Η κατάκτηση σχεδόν όλης της Πελοποννήσου είχε πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο του 1458.

2. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία τον Νέον Ελληνισμού, τόμος 5ος, σελ. 25-28, 463- 464,Θες/νίκη 1980.

3. Αναφέρομαι στις επαναστάσεις των Λακεδαιμονίων και των Αρκάδων το 1463, των Ποντίων των Σουρμένων τον ίδιο χρόνο, των Μανιατών το 1479, τη γενικότερη επανάσταση του 1496, την επανάσταση της Πελοποννήσου το 1499. το ένοπλο κίνημα των κατοίκων της Αχαΐας το 1532 και τα κινήματα της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος, της Μακεδονίας και μερικών νήσων του Αιγαίου το 1574, επακόλουθο της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, όπου οι Βενετοί και οι Ισπανοί, για δικά τους συμφέροντα καταναυμάχησαν τον τουρκικό στόλο. Θα αναφέρω ακόμη το κίνημα του Θεοδώρου Μπόλα Γρίβα, αρματολού του 1585, για να περιοριστούν στον 16ο αιώνα. Πότε Βενετοί, πότε Γάλλοι, πότε Ισπανοί παρακινούσαν τους Έλληνες να επαναστατήσουν για να εξυπηρετήσουν δικές τους Βλέψεις κι ύστερα τους ανάγκαζαν να εγκαταλείψουν τον Αγώνα.

4. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, o.π.
5. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου: Ειδήσεις για τις καταπιέσεις των Ελλήνων της Μακεδονίας πριν από την επανάσταση του 1821». Μακεδονικοί τόμοι ΚΕ'-ΚΣΤ', Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 1722, άπ'όπου παραθέτω τις σχετικές πληροφορίες και αντλώ στοιχεία.
6. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 18.
7. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 18-19.
8. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 20.
9. Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού Έθνους, έκδ. 6η, τόμος Ε', 1932, σελ. 182* ιστορικό έμεινε το παιδομάζωμα των Σερρών.
10. Οι πρώτοι αρματολοί και κλέφτες παρουσιάστηκαν στα Ηπειρωτικά, Θεσσαλικά και Μακεδονικά βουνά το 1571 και ίσως λίγα χρόνια πριν.
11. Αντωνίου Ελ. Κουτσουριά, Κουρσάροι και Σκλάβοι. Ανέκδοτα Μυκονιάτικα και Συριανά έγγραφα, Σύρος, τυπογραφείο «Ελεύθερου Κόσμου», 1948 και Α. Δρακάκη, «Η πειρατεία εις τας Κυκλάδας, κατά την επανάστασιν του 1821», περιοδικόν Μνημοσύνη, τόμος Ε', σελ. 325-365, και σε ανάτυπο.
12. Ο Πέτρος Θ. Πέννας στην Ιστορία των Σερρών από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεως των υπό των Ελλήνων 1383-1913, Β'έκδοσις, Αθήναι 1966, σελ. 111, υποσ. 2. αναφέρει ότι απέθανε «κατά Μάρτιον του 1807». Θεωρώ σωστότερη και πιο τεκμηριωμένη την άποψη του καθηγητή Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, o οποίος υποστηρίζει ότι o Νικοτσάρας Είχε σκοτωθεί στις αρχές Ιουλίου 1807» (Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, «Νέες ειδήσεις για τους κλεφταρματολούς του Ολύμπου και των Χασίων τον Μάιο του 1802». (Ανάτυπο εκ του ΚΒ'τόμου των Μακεδονικών Υπομνημάτων, Θεσσαλονίκη 1982).
13. Ο Καζαβέρνης, διάσημος Μακεδόνας αρματολός, o όποιος γεννήθηκε στα Χάσια κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, διέπρεψε στις Σέρρες μαζί με το Νικοτσάρα. Πολύ ενεργά μετείχε του κινήματος των Ολυμπιτών αρματολών και κλεφτών του 1807. Κατόπιν ενέδρας σκοτώθηκε το 1811 στην πατρίδα του. Η δημοτική ποίηση εξυμνεί την παλικαριά τους. Εσφαλμένα o Πέτρος Πέννας αναφέρει (σελ. 114, υποσ. 1) ότι ήταν «Αρματολός της Ναούσης».
14. Ο Τσέλιος Ρουμελιώτης ήταν Σερραίος αρματολός. Δεν αναφέρεται από τον Π.Θ. Πέννα στην Ιστορία των Σερρών. Τον αναφέρει o Γ.Α. Λεβέντης στο βιβλίο του Η εναντίον της Μακεδονίας βονλγαροκομμουνιστική επιβουλή, Αθήναι 1963, σελ. 11. Επίσης τον αναφέρει o Γ. Καφταντζής: «Η συμμετοχή των Σερραίων στην επανάσταση του 1821», (Σερραϊκή Πολιτιστική Εταιρεία, δύο ομιλίες: Α. Κωνσταντίνου Βαβούσκου, «Εξωελληνικαί πηγαί περί της συμβολής της περιοχής Σερρών εις την εθνικήν δραστηριότητα», Β. Γιώργου Καφταντζή: «Η συμμετοχή των Σερραίων στην επανάσταση του 1821», έκδοση Σ.Π.Ε., Σέρρες 1972).
15. Γιώργου Καφταντζή: Η Σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυνοδινού, έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, 1989, 22-23 (Σημ. σχολιαστή,ζρς', έτους 1597-1598).
16. Γιώργου Καφταντζή, o.π., σελ. 2427 (Σημ. σχολιαστή, ζριβ'  1603/4).
17. Γιώργου Καφταντζή, o.π., σελ. 2931 (Σημ. σχολιαστή, ζρη' = 1617).
18. Γιώργου Καφταντζή, o.π., σελ. 3233 (Σημ. Το αναφερόμενο περιστατικό έλαβε χώρα τα Χριστούγεννα του 1618). Πολύ σωστά σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου o δραστήριος και φιλίστορας Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κος Μάξιμος ότι το Χρονικό του Σερραίου Παπασυνοδινού θεωρείται ένα από τα πλέον αξιόλογα κείμενα των μέσων του 17ου αιώνα.
19. Τα μαρτυρολόγια των αγίων της εκκλησίας μας αποτελούν τις πιο αδιάψευστες ιστορικές μαρτυρίες.
20. Θα περιοριστώ στην εγκατάσταση στις Σέρρες των οικογενειών Μπουκοβάλα. Μπασδέκη, Τσανάκα και Ταρμάκη.
21.. Το παιδομάζωμα των Σερρών και εκείνο των Αθηνών θεωρούνται τα μεγαλύτερα και δραματικότερα που διενέργησαν οι Τούρκοι, για να φτιάξουν το τάγμα των γενιτσάρων. o φόρος αυτός του αίματος των Ελλήνων καθιερώθηκε από τον Μωάμεθ τον Β'τον πορθητή ή κατακτητή, αλλά η οριστική επιβολή του έγινε από το Σελίμ τον Α', γιο του Βαγιαζή του Β'και εγγονό του Μωάμεθ του Β'του πορθητή. Αυτός, o Σελίμ, μετέτρεψε, πλην τριών, τις χριστιανικές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης σε τεμένη.
22. Δυστυχώς δε διασώθηκαν τα αρχεία του Δήμου Σερρών για απογραφή κατά πόλη καταγωγής του πληθυσμού της πόλης την εποχή εκείνη. Τέτοια απογραφή έχω κάνει για την Ερμούπολη, η όποια παραμένει ανέκδοτη. Μόνο o,τι άφορα τις Σέρρες τυπώθηκε.
23. Στη Βιέννη ήταν οι αδελφοί Δούμπα και o Εμμ. Παπάς, o όποιος διατηρούσε κατάστημα και στην Κωνσταντινούπολη.
24. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, θεσσαλονίκη 1989, σελ. 480.
25. Φελίξ Μποζούρ, Πίνακας τον εμπορίου της Ελλάδος στην τουρκοκρατία (1797-1797), Παρίσι 1800, μεταφρ. Ελένη Γαρίδη, Αθήνα 1974, σελ. 83.
26. Αδριανός Βάλβι, Ιταλός γεωγράφος και στατιστικός. Γεννήθηκε στη Βενετία το 1782 και πέθανε το 1848. Κακώς αναγράφεται από ορισμένους ως Γάλλος.
27. Γεωγραφία εκτεθείσα μεν γαλλιστί υπό  Αδριανού Βάλβι, ερμηνευθείσα δε διά χρήσιν των Ελλήνων υπό Κ.Μ. Κούμα, τόμος τρίτος, εν Βιέννη της Αυστρίας, 1839, σελ. 137. Πληροφοριακά εδώ θα σημειώσω ότι μεταξύ των φιλόμουσων συνδρομητών της Γεωγραφίας του Αδριανού Βάλθι, συμπεριλαμβάνονται οι Σερραίοι Ιωάννης Σπόντης και o Γρηγόριος Δημητριάδης (βλ. τέλος 5ου τόμου της Γεωγραφίας του Αδριανού Βάλβι έτους 1840).
28. M.N Bouillet Λεξικό Ιστορίας, Γεωγραφίας, Βιογραφίας και Μυθολογίας, μτφρ. Ηλίας Οικονόμου, τομ. Β', Αθήναι 1900, σελ. 1116.
29. Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 460.
30. Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 481.
31. Αδριανός Βάλβι, o.π., σελ. 110.
32. Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 294-295.
33. Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 395.
34. Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 502.
35. Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 395.
36. Φελίξ Μποζούρ, Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787-1797), τομ. πρώτος, Παρίσι 1800, μετ. Ελένη Γαρίδη, Αθήνα 1974, σελ. 54.
37. Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 54.
38. Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 60.
39. Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 60-61 και Απ. Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 395-396.
40. Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 60.
41. Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 60.
42. Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 61.
43. Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 60.
44. Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 60.
45. Ο Φελίξ Μποζούρ, o.π., σελ. 60, μας χαρακτηρίζει τον μπέη των Σερρών: «Ο μπέης αυτός είναι τάρταρος, αλλά συνδυάζει τόση ευθύτητα με την τραχύτητα του, ώστε σε όλη την έκταση της διοίκησης του, η κακή πίστη είναι χαλιναγωγημένη από το φόβο».
46. Ευαγγέλου Γ. Στράτη, Ιστορία της πόλεως Σερρών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ'ημάς, έκδοσις δευτέρα, εν Σέρραις, τύποις αδελφ. Παπαντωνίου και Αν. Θρακοπούλου, 1926, σελ. 81.
47. Πέτρου Θ. Πέννα, Ιστορία των Σερρών από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεως των υπό των Ελλήνων 1383-1913, Β'έκδοσις, Αθήναι 1966, σελ. 99-101.
48. Νικολάου Κ. Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων από το 1821-1827, τομ. Α', Αθήναι 1939, σελ. 43.
49. Η λέξη αγιάν, σημαίνει για τους Τούρκους o,τι για τους Χριστιανούς το κοτσάμπασης (προεστός, δημογέροντας). Υποσημείωση σελ. 43, Στρατιωτικών Ενθυμάτων.
50. Είναι γνωστόν προς όλους εις την Μακεδονίαν τους άνδρας της εποχής εκείνης, ότι ενώ ζούσεν o Ισμαήλ μπέης, όχι μόνον εφοβείτο [o Αλής] και έτρεμεν εις την θέσιν του, άλλα και πολλούς εμπόρους Ηπειρώτας, οίτινες είχαν τα συμφέροντα τους εις ταίς Σέρραις, δεν τολμούσεν να τους ενόχληση τας οικογενείας». (Ύποσ. σελ. 43, Στρατιωτικών Ενθυμημάτων).
51. Νικ. Κ. Κασομούλη, o.π., σελ. 43.
52. Ευάγ. Γ. Στράτη, o.π., σελ. 81.
53. Πέτρου Θ. Πέννα, o.π., σελ. 102.
54. Cousinery, Voyage dans la Macedoine, Paris 1831, τομ. 1ος, σελ. 146-147.
55. Πέτρου Θ. Πέννα, o.π., σελ. 102 και ακόμη σελ. 91. «Τύπος Αλή Πασά τηρουμένων των αναλογιών, υπήρξεν και o κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους Κυβερνήτης (Σαντζάκμπεης) η μάλλον Δυνάστης των Σερρών Ισμαήλ Μπέης, o όποιος παρά την θέληση του Σουλτάνου και εναντίον αυτής, ενέμετο την πόλιν των Σερρών και την πλουσίαν πεδιάδα του Στρυμόνος, καταλαβών αυτήν αιφνιδίως δι’ εξακισχίων εμπίστων και αφοσιωμένων  Αλβανών».
56. Ευαγγέλ. Γ. Στράτη, o.π., σελ. 81, όπως των Κοκκινάδων (Κιρμεζιτζίδων), των Μπουχασιτζίδων, των Αστατζίδων, των Πανάδων, των Χαβλιτζίδων, των Περονάδων.
57. Κωνσταντίνου Ι. Χιόνη, Η παιδεία στην Καβάλα 1864-1919, έκδ. Δημοτικού Μουσείου Καβάλας, Καβάλα 1990, σελ. 10.
58. Κ.Ι. Χιόνη, o.π., σελ. 10.
59. Το θέμα ερευνάται με προσοχή για την ανεύρεση πειστικών και αναμφισβήτητων στοιχείων.
60. Ο Π. Πέννας, o.π., σελ. 393, επικαλείται τον τούρκο ιστορικό και γεωγράφο του 16ου αιώνα Χατζή-Κάλφα, για να διατυπώσει, ασθενώς βέβαια, τη γνώμη, ότι «Οι κάτοικοι των Σερρών ουδέποτε έπαυσαν να καλλιεργώσι τα γράμματα και να λατρεύωσι τας Μούσας». 'Αλλά τέτοια αναμφισβήτητα στοιχεία δεν έχουμε.
61. Βέβαια δεν έλειψαν οι δάσκαλοι, κυρίως οι ιερωμένοι, οι όποιοι, πριν από τον 17ο αιώνα, δίδασκαν, πάντα κρυφά και με φόβο, τα ελληνικά γράμματα στα σκλαβωμένα ελληνόπουλα. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι αναμφισβήτητα μπορεί να υποστηριχθεί πως υπήρχε οργανωμένη παιδεία. πως υπήρχαν σχολεία. Δάσκαλοι ασφαλώς υπήρχαν.
62. Έλλης Αγγέλου Βλάχου, Η παιδεία εις τας Τουρκοκρατούμενος Σέρρας, εν Αθήναις 1935, σελ. 2.
63. Έλλης Αγγέλου Βλάχου, o.π., σελ. 5.
64. Γ. Καφταντζή, o.π., σελ. 23.
65. Γ. Καφταντζή, o.π., σελ. 27.
66. Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1805. Βλ. και Γαβριήλ Κουντιάδη, «Ολίγα τινα περί του εκ Σερρών διδασκάλου Εμμ. Φωτιάδου», Η Πρόοδος (Σερρών) έτος Ε', αριθμ. φύλλου 233, 5 Νοεμβρίου 1993 και Ελλης Αγγέλου Βλάχου, o.π., σελ. 23 και Π. Πέννα, o.π., σελ. 414.
67. Εμμ. Φωτιάδου, Περί τον Ελληνικού Σχολείου Σερρών, Μόναχον 1825. Το ουσιαστικό περιεχόμενο του ιδίου κειμένου στάλθηκε από τον Εμμ. Φωτιάδη το 1835 στο συμπατριώτη του Θ. Φιλοπατρίδη από το Μόναχο υπό τον τύπον επιστολής. Το κείμενο αυτό, άπ'όπου και το απόσπασμα που παραθέτω, αναδημοσιεύθηκε στην Πρόοδο Σερρών σε οχτώ συνέχειες στα φύλλα 225/24-9-1933, 226/1-10-1933, 227/8-10-1933, 228/ 15-10-1933, 229/22-10-1933, 230/26-10-1933, 231/29-10-1933 και 232/2-11-1933.Η Έλλη Αγγέλου Βλάχου στην περισπούδαστη και βασική μελέτη της για την παιδεία στις τουρκοκρατούμενες Σέρρες (σ. 25, υπ. 1), προφανώς εξ αβλεψίας ή μη διορθωθέντος τυπογραφικού λάθους αναφέρει αριθμ. φύλλων της εφημερίδας 222-232
68. Γιος του Χιώτη Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου του «Εξ απορρήτων» και της Ρωξάνδρας Σκαρλάτου.
69. Έλλης Αγγέλου Βλάχου. o.π., σελ. 6. Βλ. και Πέτρου Θ. Πέννα, o.π., σελ. 396 και Ε. Στράτη, «Ιστορία των Εκπαιδευτηρίων της πόλεως Σερρών», Μακεδονικόν Ημερολόγιον, έτος 1909, σελ. 144 και έξ.
70. Το πιθανότερο είναι να επαναλειτούργησε. Να υπήρχε δηλαδή σχολείο, πριν από το 1735, το όποιο για οικονομικούς λόγους, ν'αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του. Προς την ίδια άποψη αποκλίνουν η Έλλη Αγγέλου Βλάχου και o Πέτρος Θ. Πέννας στ'αναφερόμενα βιβλία τους.
71. Κατάλογο των διδαξάντων στα σχολεία των Σερρών δημοσιεύουν o Ευ. Στράτης, Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1909, σελ. 144 και εξ., o Γαβριήλ Κοντιάδης, εφημ. Η Πρόοδος (Σερρών) έτος Ε', αρ. φύλλου 234/9 Νοεμβρίου 1933, η Έλλη Αγγέλου Βλάχου, Η Παιδεία εις τας τουρκοκρατούμενος Σέρρας, εν Αθήναις 1933, σελ. 729.
72. Βέβαια χρειάζεται να γίνει σχολαστική έρευνα για τη συμπλήρωση των μέχρι τώρα γνωστών στοιχείων, πολλά των οποίων απωλέσθησαν, αρπαγέντα ασφαλώς από τους κατά καιρούς κατακτητές και δυνάστες της πόλης των Σερρών.
73. Βλ. υποσημειώσεις υπ'αριθμ. 26,27,28,29 και 30.
74. Νικολάου Κ. Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, τόμος 1ος, σελ. 134.
75. Νικ. Κασομούλη, o.π., σελ. 136.
76. Νικ. Κασομούλη, o.π., σελ. 135-36.
77. Μωχάμετ Αλή ή Μεχμέτ Αλής, γιος του Τουρκοαλβανού αγροφύλακα Ιμπραήμ. Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1763. Γιος του o γνωστός μας για την βαρβαρότητα του Ιμπραήμ Πασάς, o όποιος στάλθηκε το 1824 από τον πατέρα του με αιγυπτιακό στρατό στην Πελοπόννησο για την καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης.
78. Για τον Δημήτριο Αδάμη δεν έχω προς το παρόν άλλες απολύτως ακριβείς κι ελεγμένες πληροφορίες.
79. Με τον Εμμανουήλ Παπά και την επανάσταση της Χαλκιδικής ελπίζω ν'ασχοληθώ άλλοτε λεπτομερώς.
80. Απόστ. Ε. Βακαλόπουλο, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 572-574.
81. Ο Σκοπιανός  Ιβάν Καταρίζηεφ στο βιβλίο του Η περιοχή των Σερρών αναγκάζεται να ομολογήσει την αραίωση του Ελληνικού πληθυσμού. Βλ. περισσότερες λεπτομέρειες Απ. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 606
82. Απόστ. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 619-620.
83. Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, o.π., σελ. 619-620 και Ανέκδοτο ημερολόγιο των γεγονότων της περιοχής Σερρών από 22 Σεπτεμβρίου 1992 στο Osterreichisches Staatsarechin Abt. Homs Hofund Staatsarechin Turkei Vi Consulat Salonich 1807-1834




Μακεδόνες στην επανάσταση του 1821: Ο Μακεδόνας οπλαρχηγός Θεόδωρος Ζιάκας.

$
0
0
Θεόδωρος Ζιάκας (1798-1882)
ΜΙΛΤ. Ι. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ 
ΚΑΙ Η ΣΥΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ 
ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

 ΟΘεόδωρος Ζιάκαςάνήκει σε μια μεγάλη και ισχυρή άρματολική οικογένεια των Γρεβενών, που πρόσφερε πολυ μεγάλες υπηρεσίες στους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. 

Οι υπηρεσίες της αρχίζουν από τα μέσα του 18ου αιώνα, ίσως και νωρίτερα, και συνεχίζονται σχεδόν ως τα τέλη του 19ου.

Η οικογένεια του καταγόταν από το Μαυρονόρος, μικρό και ασήμαντο χωριουδάκι με 40-50 οικογένειες σήμερα, μα που ως τα μέσα του περασμένου αιώνα παρουσίαζε άξιόλογη εμπορική κίνηση με εβδομαδιαία αγορά για τις εμπορικές συναλλαγές των κατοίκων των γύρω χωριών κι ετήσια μεγάλη εμποροπανήγυρη, που συγκέντρωνε κόσμο από τη Μακεδονία, την Ήπειρο  τη Θεσσαλία κι άκόμα μακρύτερα κι είχε μεγάλη κίνηση άγοραπωλησίας μεγάλων και μικρών ζώων.

 Ακόμα και σήμερα δείχνουν στον περίεργο επισκέπτη τη θέση, όπου γινόταν η άγορά και η εμποροπανήγυρη.
Είναι στη θέση «’Αργαστήρια», στο νότιο μέρος του χωριού, προς την κατεύθυνση του χωριού Μαυραναΐοι.
Σήμερα είναι χωράφια. Η παροιμία «σάν οί γκαβοί στο Μαυρονόρος», που μεταφορικά σημαίνει πυκνή συρροή κόσμου σ’ ενα μέρος, έχει την άρχή της στις καλές μέρες του Μαυρονόρους, όταν , με την εύκαιρία της εβδομαδιαίας άγορας και της έμποροπανήγυρης, συνέρρεαν εκεί παντος εΐδους άνθρωποι, κυρίως ζητιάνοι και γενικά άνίκανοι για εργασία, για να ζητιανέψουν.

Κατά την παράδοση η άγορά καταργήθηκε, γιατί δεν υπήρχε καμιά άσφάλεια για τον κόσμο έξαιτίας της κακής διοικήσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των συχνών επιδρομών των ληστών και των Άρβανιτάδων.

Κατ’ άλλες πάλι πληροφορίες, που κι χύτες οφείλονται στην προφορική παράδοση, την αγορά την κατάργησε ο ονομαστός σιλιχτάραγιχς των Γρεβενών Μεχμέτ Τάγος. Μάλιστα επειδή η αγορά είχε καθιερωθεί με σουλτανικό διάταγμα (φιρμάνι) και δεν ήταν εύκολο να καταργηθεΐ, ο Μεχμέτ Τάγος υποχρέωσε το μητροπολίτη Γρεβενών Αγάπιο και τους προέδρους (μουχτάρηδες) των κοινοτήτων των γύρω χωριών και γενικότερα της περιφέρειας, να υπογράψουν άναφορά πρός την Υψηλή Πύλη και να ζητούν οί ΐδιοι την κατάργηση της άγορας του Μαυρονόρους και τη μεταφορά της στα Γρεβενά.

Πότε ακριβώς μετοίκησαν οί Ζιακαΐοι από το Μαυρονόρος δεν είναι γνωστό.

Το πιθανότερο είναι ότι μετοίκησαν κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν   Άλή πασάς προσπάθησε να συντρίψει τη δύναμη των άρματολικιών, που του ήταν έμπόδιο στα επεκτατικά και απολυταρχικά του σχέδια και την καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών.
Τότε, υποθέτω, και οί Ζιακαΐοι, μή νιώθοντας ασφαλή τον έαυτό τους κοντά στα Γρεβενά—το Μαυρονόρος απέχει μόλις 10 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά—αναγκάσθηκαν να μετοικήσουν.

Άλλο ζήτημα είναι το που έγινε  ή μετοικεσία τους, στην Τίστα, το σημερινό Ζιάκα, η στο Σπήλαιο, χωριά, που απέχουν 20-25 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά και σε τοποθεσία φυσικά οχυρή. Το πιθανότερο είναι ότι η μετοικεσία έγινε στην Τίστα  και διότι αυτή εϊναι η επικρατέστερη παράδοση και διότι εκεί δείχνουν τα κτήματα, που ανήκαν στούς Ζιακαίους, και διότι υπάρχουν δημοτικά τραγούδια, που μνημονεύουν την Τίστα και που θά άναφέρονται στην έποχή, που οί Ζιακαΐοι είχαν μετοικήσει εκεί.

Μολαταύτα και στο Σπήλαιο υπάρχει παράδοση ότι εκεί είχαν μετοικήσει οί Ζακαΐοι, άναφέρεται κι εκεί τοπωνύμιο με την ονομασία «στής Ζιάκινας την κοπριά» κι υπήρχαν κι εκεί κτήματα της οικογένειας Ζιάκα.

Για τους προγόνους του Ζιάκα δεν έχουμε πολύ συγκεκριμένες πληροφορίες.

Τά σχετικά άρθρα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας και του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού   Ελευθερουδάκη, που τα ακολούθησαν και τα νεώτερα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, όπως π.χ. του Ηλιον, μνημονεύουν το όνομα, του γερο-Ζιάκα, που χρημάτισε αρματολός στην περιφέρεια Γρεβενών, πήρε μέρος στην επανάσταση του 1770, που είχε υποκινήσει η αύτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη, και ήρθε σε σύγκρουση με τον Κούρτ πασά κι αργότερα με τον Άλή πασά των Ίωαννίνων.

Μνημονεύεται άκόμα ένας γιός του, ο πατέρας του Γιαννούλα και του Θόδωρου, που πήρε μέρος στην έπαναστατική κίνηση του Θύμιου Βλαχάβα το 1802.
Αργότερα συμφιλιώθηκε με τον ’Αλή πασάκαι πήρε το αρματολίκι των Γρεβενών και της Κόνιτσας που τα κράτησε ίσαμε το 1810.

Απ’ όσα λέγει όμως ο έγγονός του Γούλας Ί. Ζιάκας, ο γιός του Γιαννούλα, σε μια αίτησή του προς την ελληνική κυβέρνηση, προφανώς για να έξάρει τις ύπηρεσίες της οικογένειας Ζιάκα προς το έθνος και να διεκδικήσει ορισμένα δικαιώματα ύπέρ αυτής (βρίσκεται στο ’Αρχεϊο Αγωνιστών, στα χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης με αριθμό 27.832)  κι απ’ όσα λένε ο ’Αραβαντινός, ο Κρυστάλλης και οι Wace-Thompson στο αξιόλογο βιβλίο τους The Νοmads of Balkans, πρόκειται για ενα μόνο πρόσωπο (Γεωργάκης-ΓάκηςΖιάκας) , που χρημάτισε πρωτοπαλίκαρο του Ντεληδήμου και του Τότσκά,
πρωτεξαδέλφου του, τον οποίο διαδέχθηκε στο αρματολίκι των Γρεβενών.

Ο ίδιος πήρε μέρος και στην επανάσταση του 1770 και στο κίνημα του Βλαχάβα.

 Αργότερα, άφού συμφιλιώθηκε με τον Άλή πασά, ξαναπήρε το άρματολίκι των Γρεβενών, που το κράτησε ίσαμε το 1810, ή, κατά τον Άραβαντινό, στο προμνημονευόμενο έργο του, ίσαμε το 1814.

Αναφέρουν ακόμα τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, προφανώς από σύγχυση, ότι κατά το 1854, η οικογένεια Ζιάκα έχασε 30 μέλη. 

Ο άριθμός είναι ασφαλώς εντελώς απίθανος.Πιο πιστευτή είναι η πληροφορία του Γούλα στην προμνημονευόμενη έκθεσή του προς την επιτροπή έκδουλεύσεων, σύμφωνα με την οποία 30 μέλη της οικογένειας Ζιάκα, μεταξύ των όποιων και τέσσερα άδερφια του παππού τού, και φυσικά και ο πατέρας του, σκοτώθηκαν σ’ όλο το διάστημα των υπέρ του έθνους άγώνων της οικογένειας, δηλ. ίσαμε το 1854.

Εκείνο που φαίνεται πιθανότερο, όπως σωστά υποστηρίζει ο γυμνασιάρχης Χρ. Ένισλείδης, είναι ότι ο γερο-Ζιάκας εχασε κατά τη διάρκεια των άγώνων του προς τους Τούρκους την ιδιαίτερη οικογένεια του κι ότι ξαναπαντρεύθηκε σε προχωρημένη ηλικία. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι έχει μικρά παιδιά σε μεγάλη ηλικία, όπως θά φανεί άμέσως παρακάτω.

Γιος του γερο-Ζιάκα είναι ο Γιαννούλας, που γεννήθηκε, κατά τον Ένισλείδη1, το 1795 κι ο λίγο μικρότερος του Θόδωρος.
Σύμφωνα με την προμνημονευόμενη έκθεση του Γούλα Ζιάκα, όταν  ο παππούς του, περί το 1810 ή, το πιθανότερο, κατά τον Άραβαντινό, τον Κρυστάλλη και τους Wace-Thompson4 (οί τελευταίοι υποστηρίζουν πώς τότε σκοτώθηκε), το 1814, γέρος πιά και κουρασμένος από τους άγώνες και τις κακοπάθειες άποχώρησε από τη διοίκηση του καπετανάτου, που περιλάβαινε τις επαρχίες Γρεβενών, Βεντζίων, Κόνιτσας και Άνασελίτσαςκαι άποτελούσε, όπως παραστατικά μάς λέγει ο Γούλας Ζιάκας,«μίαν μικράν ηγεμονίαν με 600 χωρία», τότε τον διαδέχθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία ο πρωτότοκος γιος του Γιαννούλας.

Αυτός, κατά τις ίδιες πηγές, για να άντιμετωπίσει καλύτερα τα στίφη των ληστών και των Άρβανιτάδων, που λυμαίνονταν τα χριστιανικά χωριά των περιοχών, κράτησε μόνο τις περιφέρειες Γρεβενών και Βεντζίων, που άποτελούσαν μια γεωγραφική ενότητα (καί οί δυό περιοχές άνήκουν σήμερα στο νομό Γρεβενών) και διέθεσε τις άλλες δυό σε συγγενείς του και στον άδερφό του Θόδωρο, όταν κάπως ένηλικιώθηκε.

Όταν άρχισε η ελληνική επανάσταση, ο Γιαννούλας, που φαίνεται ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ξεσήκωσε τη Δυτική Μακεδονία και πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον αγώνα παρεμποδίζοντας τις τουρκικές δυνάμεις να κατεβαίνουν δια των ορεινών διαβάσεων από την 'Ήπειρο προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και άπασχολώντας άρκετο τούρκικο στρατό στην περιοχή του.

Εναντίον του Ζιάκα ήρθε ο βουλγαρικής καταγωγής Μπεχλιβάν Μπαμπά πασάςκαι με τις σημαντικά άνώτερες δυνάμεις του τον άνάγκασε να συμπτυχθεΐ προς τα ορεινότερα μέρη και λεηλάτησε την περιφέρεια Γρεβενών.

Ιωάννης Πετρώφ
Άλλες πληροφορίες για την έπαναστατική δράση του Ζιάκα στα χρόνια εκείνα δεν έχουμε, αλλά ασφαλώς δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια.


Ξέρουμε μόνο, όπως μάς πληροφορεί ο Ρώσος φιλέλληνας Ιωάννης Πετρώφ,ότι πήρε μέρος στην ηρωική έπανάσταση της Νάουσας το 1822 και θά είχε τις σχετικές ταλαιπωρίες και άπώλειες.

Αργότερα ο Γιαννούλας, με τη μεσολάβηση του Χουρσίτ πασά, τον οποίο είχε βοηθήσει κατά του Άλή πασά των Ίωαννίνων, ύποσχέθηκε να σταματήσει τη δράση του και να παραμείνει ήσυχος,όταν  μάλιστα σκεφθούμε πώς ο άγώνας θά ήταν μάταιος, άφού είχαν παύσει να υπάρχουν επαναστατικές εστίες στη Μακεδονία.

Σέ άντάλλαγμα διορίσθηκε αρματολός («ύπομίσθιος ύποφύλαξ», λέγει, προφανώς για να τον μειώσει, ο ’Αραβαντινός) των περιοχών, που είχε και προηγουμένως και πιθανότατα και των περιφερειών Ζαγορίου και Μετσόβου, που διεκδικούσε από καιρό.

Παρά ταύτα δεν έπαυσε να βοηθεί και να ένισχύει την έπανάσταση. Κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου έστειλε εκεί τον ύπαρχηγό του Απόστολο Κυρίμη, από τον Τσούργιακα, τη σημερινή ’Αετιά των Γρεβενών, με αρκετή δύναμη. 

Το μεγαλύτερο μέρος των άνδρών αύτών, μεταξύ των οποίων και τέσσερα ξαδέρφια του Ζιάκα, βρήκαν ήρωικο τέλος κατά την πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου.

Για τον Απόστολο Κυρίμη ο Ί. Βασδραβέλλης, στηριζόμενος σε ένθύμηση γραμμένη σε εκκλησιαστικό βιβλίο του Άγιου 'Όρους, μας λέγει ότι είχε δράσει κατά τον Ιούλιο του 1821 στη Χαλκιδική υπό τον Έμμ. Παπά κι ότι σ’ αύτόν όφείλεται η έξόντωση του πληρώματος τουρκικού πλοίου, που είχε έξοκείλει στο Άγιον ’Όρος.

Για τις υπηρεσίες του αυτές η ελληνική κυβέρνηση άπένειμε στο Γιαννούλα δίπλωμα χιλιαρχίας (κάτι αντίστοιχο με το βαθμό του συνταγματάρχη), στο δε αδερφό του Θόδωρο το βαθμό του ταγματάρχη.

Το φθινόπωρο του 1826 ο σιλιχτάρ αγάς των Γρεβενών Μεχμέτ Τάγος, είτε από δική του πρωτοβουλία, γιατί έκρινε πώς η δύναμη και το κύρος του Γιαννούλα ήταν εμπόδιο και φραγμός στις αυθαιρεσίες του έναντι των χριστιανικών πληθυσμών, είτε και με διαταγή του Κιουταχή, που άσφαλώς θα είχε ύπόψη του τις ένέργειες και τη δράση του Ζιάκα υπέρ της επαναστάσεως  κατόρθωσε να τον σκοτώσει στο χωριό Μαυρονόρος υστέρα από προδοσία των αδελφών Άλέξη και Νικόλα Μακρή που κατάγονταν από το ίδιο χωριό Μαυρονόρος.
Αύτοί, λέγεται, είχαν λόγους να μισούν το Ζιάκα, γιατί τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το φόνο ένός άλλου άδελφού τους.

Στή δολοφονία θά συνήργησαν άσφαλώς και άλλα πρόσωπα, όπως άφήνει να υπονοηθεί ο Γούλας στην προμνημονευόμενηέκθεσή του.

Εναντίον όλων αυτών των προσώπων θα στραφεί αργότερα η μήνις του Θεόδωρου Ζιάκα.

Κατά την παράδοση μαζί με το Γιαννούλα βρισκόταν στο Μαυρονόρος κι ο άδερφός του Θόδωρος, αλλά σε άλλο σπίτι, κι είναι μυθιστορηματικός ο τρόπος με τον οποίο κατόρθωσε να διαφύγει.
 Ενώ δηλ. το σπίτι, όπου έμενε, είχε περικυκλωθεί από παντού και δε φαινόταν από πουθενά ελπίδα σωτηρίας, έβαλε σε ενέργεια ένα πολύ τολμηρό σχέδιο.
Πάνω στη ράχη του άλογου του έδεσε τεχνικά την κάπα του, έτσι που να δείχνει άνθρωπος καβαλάρης και κατόπιν μαστίγωσε το άλογο δυνατά. "Υστερα άνοίγοντας την πόρτα το άφησε να πεταχτεΐ έξω. Το άλογο αφηνιασμένο όρμησε πρός τα έξω.

Οΐ Τούρκοι νομίζοντας πώς είναι ο Ζιάκας, που προσπαθεί να ξεφύγει, πυροβολούν όλοι έπάνω του.
 Πάνω στη σύγχυση και την ταραχή ο Θόδωρος κατόρθωσε να ξεφύγει.
Ως το Σεπτέμβριο του 1943 το σπίτι αύτό, το σπίτι του Μαχαιρα, σωζόταν ανέπαφο κοντά στην εκκλησία των 'Αγίων Θεοδώρων. Κάηκε από τους Γερμανούς μαζί με τα άλλα σπίτια του χωρίου κατά τις έκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στην περιφέρεια Γρεβενών.

Σχετικά με το φόνο του Γιαννούλα ο μέν Βασδραβέλλης υποστηρίζει στο προμνημονευόμενο έργο του ότι πιάσθηκε από τον Κιουταχή και κρεμάσθηκε στη Λαμία, ο δε Ένισλείδης ότι σκοτώθηκε με προδοσία στα Γρεβενά. Καί οΐ δυο κάνουν κάποια σύγχυση. Ότι σκοτώθηκε στο Μαυρονόρος φαίνεται και από την προφορική παράδοση, που είναι ομόφωνη, κι από τις πληροφορίες του Κρυστάλλη και του Άραβαντινού καί, έμμεσα, από την προμνημονευόμενη έκθεση του Γούλα Ζιάκα.

Υστερα από το θάνατο του Γιαννούλα άρχηγος της άρματολικής και έπαναστατικής κίνησης στην περιφέρεια Γρεβενών και γενικότερα στη Δυτική Μακεδονία γίνεται ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο θρυλικός επαναστάτης του Σπηλαίου, σάν επίτροπος του άνήλικου γιου του Γιαννούλα Νικολάκη, τον όποιο, με τα έξαίρετα στρατιωτικά και διοικητικά του προσόντα, θά ύποκαταστήσει οριστικά. 

Σχετικά με την κατοπινή δράση του Ζιάκα κατά την επανάσταση του 1821 δεν έχουμε πολλές πληροφορίες.

Μονάχα ο Άραβαντινός μάς πληροφορεί ότι πιεζόμενος από τις τουρκικές δυνάμεις άναγκάσθηκε ο Ζιάκας, μετά την καταστολή και των άλλων έπαναστατικών κινημάτων στη Μακεδονία, να καταφύγει και να δράσει στη νοτιότερη Ελλάδα.

Μά στα τέλη του 1827 τον βρίσκουμε, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, έξαιτίας των διαδόσεων για την επικείμενη κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και τον επικείμενο καθορισμό των συνόρων του συνιστώμενου νέου έλληνικού κράτους, να παίρνει μέρος σε ζυμώσεις και κινήσεις στην περιοχή του Όλυμπου.
Δημήτριος Υψηλάντης
Έτσι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί, μέσα στους οποίους είναι και ο Ζιάκας, συνέρχονται σε μυστική σύσκεψη στη μονή του άγίου Διονυσίου του ’Ολύμπου και με δυο αναφορές τους προς την κεντρική έλληνική κυβέρνηση, ζητούν να τους ύποστηρίξει υλικά και ηθικά και να τους στείλει άρχηγό της έπαναστατικης κινήσεως στη Μακεδονία είτε το Δημήτριο Υψηλάντη είτε το Γερμανό φιλέλληνα συνταγματάρχη Heidek.

Τήν άναφορά υπογράφουν έκτος από το Ζιάκα και άλλοι όνομαστοί οπλαρχηγοί του ’Ολύμπου, όπως οί άδελφοί Κώστας και Διαμαντής Νικολάου, Γεώργιος και Αθανάσιος Συρόπουλοι, ο Τόλιος Λάζου και άλλοι.

 Οι απαντήσεις, που πήραν οί άρχηγοί του Όλύμπου στις προαναφερόμενες άναφορές τους τόσο προς το Δημήτριο 'Υψηλάντη, το 1827, όσο και προς τον Καποδίστρια, τον Ιούλιο του 1828, τους έκοβαν και τις τελευταίες έλπίδες.
Στις άπαντήσεις τους τους συνιστούν να συμβιβαστούν με τους Τούρκους και να ησυχάσουν καθ’ δσον το θέμα της άπελευθερώσεως της Ελλάδος και του καθορισμού των συνόρων είχε περάσει στη δικαιοδοσία των μεγάλων δυνάμεων κι ότι έπρεπε να περιμένουν καλύτερους καιρούς.

 Έτσι όσοι άρχηγοί εμειναν άκόμα στη Μακεδονία άναγκάσθηκαν να συμβιβασθούν, ενώ οί υπόλοιποι, όπως και ο Ζιάκας,καταφεύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα.

Μά ο Ζιάκας δεν μπορεϊ να ησυχάσει.
 Τό σχέδιό του είναι πάντοτε να βρει εύκαιρία να επιτεθεί κατά των Γρεβενών και να εκδικηθεί το Μεχμέτ Τάγο και τους άλλους έχθρούς του για την προδοσία και το φόνο του άδελφού του.
 Τά σχετικά με την έπίθεση του Ζιάκα κατά των Γρεβενών μάς τα λέγει το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

Έσεϊς, πουλιά μ΄ πετούμενα, 
που πάτε στον αέρα,
 αύτού που πάτε κι ερχεστε 
και πίσω δε γυρνάτε,
 μην εϊδατε το Θόδωρο,
 το Θόδωρο το Ζιάκα;
—’Εψές, προψές τον είδαμε 
μέσ"στ Άσπρο το ποτάμι.
 Παλικαοάκια μάζωνε όλο των είκοσι ένα.
Παίρνει το Νάσιο Μάνταλο και το Σωτήρη Στράτο.
Τριών μερών περπάτημα το κάνει σε μια μέρα, 
στα Γρεβενά ξημέρωνε, στον έμορφο τον τόπο.
Τηταν ημέρα του Βαγιού, ήμερα του Λαζάρου.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του δημοτικού τραγουδιού, με τις όποιες άλλωστε συμφωνεί και η δημοτική παράδοση, στα μέρη του Άσπροποτάμου (τού Αχελώου) θά τραβήξει ο Ζιάκας, για να στρατολογήσει τους άντρες που του χρειαζόταν, όταν  εκρινε πώς μπορούσε να επιστρέφει στην περιφέρεια Γρεβενών και να έκδικηθεΐ τους έχθρούς του.

Άνθρωποι ορεινοί οί Άσπροποταμίτες, γενναίοι, πολεμικοί, άλλα και πάμπτωχοι, ήταν φυσικό να μή λογαριάζουν τους πολεμικούς κινδύνους και να λαβαίνουν μέρος στη συγκρότηση άνταρτικών σωμάτων, που θά τους έπέτρεπε και στο έθνος να προσφέρουν τις ύπηρεσίες τους αλλά και να ζήσουν.

Και το αρματολίκι των Γρεβενών ήταν από τα πλουσιότερα, αφού  όπως μας λέγει ο Γούλας Ζιάκας, είχε εισόδημα 700 χιλιάδες γρόσια, ποσό αστρονομικό για κείνη την εποχή, κι αριθμούσε στις μέρες της άκμής του 1.700 άντρες. 

Υστερα το όνομα του Ζιάκα ήταν μια εγγύησηπώς θα χτυπούσαν με επιτυχία τους κυρίαρχους.

Κατά την προφορική παράδοση συγκρότησε σώμα με 300 περίπου άντρες και με οπλαρχηγούς το γνωστό και από άλλα δημοτικά τραγούδια Νάσιο Μάνταλο και το Σωτήρη Στράτο.

Ό πρώτος είναι γνωστός κι από την επανάσταση του 1821, ο δε δεύτερος είναι ο κατοπινός συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, που πήρε μέρος σαν εθελοντής στην Ήπειρο κατά την επανάσταση του 1854.

Το να έρθουν άγωνιστές της αξίας του Μάνταλου και του Στράτου και να καταταχτούν στα σώμα του πολύ νέου άκόμα Θ. Ζιάκα, δείχνει την πανελλήνια φήμη και έκτίμηση, που είχε από τότε ο Γρεβενιώτης άγωνιστής.

Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν να μπορέσει να καταλάβει τα Γρεβενά, να μπει στο κονάκι του και να σκοτώσει το Μεχμέτ Τάγο.

Μά ποιος είναι αύτος ο Μεχμέτ Τάγος;

Πάλι η δημοτική παράδοση θά μας σταθεί κατά το πλείστο βοηθός.
 Σύμφωνα μ’ αύτήν ο Μεχμέτ Τάγος, υπασπιστής του Άλή πασα, σε μια από τις πολυάριθμες μάχες του έναντίον των εχθρών του του έσωσε τη ζωή και σε άντάλλάγμα των υπηρεσιών του διορίσθηκε σιλιχτάρ άγάς των Γρεβενών και του παραχωρήθηκαν μερικά από τα πολυάριθμα τσιφλίκια, που είχε ο Άλή πασάς στην περιφέρεια Γρεβενών αύτά άργότερα, μετά το θάνατο του Άλή, έγιναν δημόσια (ΐμπλιάκια), για να άπαλλοτριωθούν ύπέρ των κατοίκων μετά την άπελευθέρωση του 1912.

Ό Μεχμέτ Τάγος παντρεύθηκε στα Γρεβενά και πήρε γυναίκα του χριστιανή, την όνομαστή για την ομορφιά και την καλοσύνη της Μιγδάλω (Μαγδαληνή) από τη Φυλή των Γρεβενών, η οποία, όπως και η Βασιλική του Άλη πασά, πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στούς χριστιανούς της περιοχής.

Μονάκριβος γιός τους, μαζί με τρεις θυγατέρες, υπήρξε ο Βελής, που κι αυτός πήρε γυναίκα του χριστιανή, συγγενή της οικογένειας Σπίρτου από τα Γρεβενά. Γιοι του Βελή υπήρξαν ο Ριφάτ μπέης και ο Φουάτ μπέης (ό ένας τους χρημάτισε και υποψήφιος βουλευτής κατά την περίοδο του 1915-20• λέγεται μάλιστα ότι κατά τις εκλογές του 1920, που είχαν γίνει με σφαιρίδιο, ο συγγενής του μακαρίτης φαρμακοποιός Θεμ. Σπίρτος, πολιτικά άντίθετός του, τον καταψήφισε ρίχνοντας στο μαύρο χρυσό σφαιρίδιο), που έφυγαν από την Ελλάδα με την άνταλλαγή των πληθυσμών το 1924.

Η κατοικία του Μεχμέτ Τάγου, τα όνομαστά «κονάκια του μπέη», βρίσκονταν στο νότιο άκρο των Γρεβενών, κοντά στο Γρεβενίτικο ποταμό, λίγο πιό κάτω από τη «σμίξη» του Αύλίτη, του καθαυτό Γρεβενίτικου ποταμού, με το Δοξανίτικο ποταμό κι άπέναντι από τη θέση «Τσακάλια».

Σωζόταν σχεδόν άνέπαφη ως τα τελευταία χρόνια (λίγο πρίν από τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο), όπότε κατεδαφίσθηκε από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της μακαρίτη Άντρέα Παπαλεξίου και πουλήθηκε όλη η περιοχή της για οικόπεδα• σήμερα στο μέρος αύτό, κοντά στη γέφυρα, που οδηγεί προς την Καλαμπάκα, έχει κτισθεΐ ολόκληρος συνοικισμός σπιτιών. Κτισμένη σ’ ένα ορθογώνιο οικόπεδο έκτάσεως περισσότερο από δέκα στρέμματα, άποτελούνταν από μια σειρά επιβλητικών σε όγκο, ύψος και εμφάνιση οικοδομημάτων, που τα περιέβαλλε ένα πελώριο
καί επιβλητικό τείχος ύψους δέκα περίπου μέτρων.

Στις άκρες, μα και στο μέσο των μακρών πλευρών, της δυτικής και της ανατολικής, πανύψηλοι πύργοι χρησίμευαν σάν παρατηρητήρια και πολεμίστρες.
Πάνω από τις μεγάλες σιδερένιες πόρτες (ή κυρία είσοδος βρισκόταν στη νότια πλευρά, προς το ποτάμι) βρίσκονταν οί «ζεματίστρες», άπ’ δπου ζεμάτιζαν με καυτό νερό, πίσσα η λάδι, τον τολμηρό, που θά επιχειρούσε να τις παραβιάσει. "Ως τα τελευταία διακρίνονταν πάνω στους τοίχους οι χαρακιές του λαδιού η της πίσσας. Μέσα στους άδειους χώρους, που άφηναν τα χτισμένα κτήρια, έβοσκαν, όπως μας πληροφορούν οί Wace-Thompson, που τα έπισκέφθηκαν και τα γνώρισαν από κοντά, τα άλογα και τα πρόβατα του νοικοκύρη.

Κατά την παράδοση, αλλά και από τις πληροφορίες των επιγραφών, που σώζονταν πάνω στις εξωτερικές πλευρές του τείχους, κτίσθηκε το 1829-30 (αύτές τις ενδείξεις έφεραν οί επιγραφές) κι ότι για την κατασκευή λένε ότι βοήθησαν με χρήμα και προσωπική εργασία δλα τα γύρω χριστιανικά χωριά.

Κι αύτό δεν είναι καθόλου άπίθανο, αν σκεφθούμε το κλίμα που επικρατούσε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (έχω ύπόψη μου ότι στο χωριό μου, τον Έλατο Γρεβενών, που ο πληθυσμός του ήταν μικτός, Τούρκοι και 'Έλληνες, οί χριστιανοί κάτοικοι του χωριού καλλιεργούσαν δωρεάν με προσωπική εργασία τα κτήματα του σημαντικότερου Τούρκου γαιοκτήμονα του χωριού) και το πόσο άγριος και καταπιεστικός ήταν ο Μεχμέτ Τάγος.

Τόση τρομοκρατία άσκούσαν στούς χριστιανικούς πληθυσμούς τα άφεντικά του κτηρίου αύτού ώστε, όταν , μετά την απελευθέρωση και την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν οί Τούρκοι ιδιοκτήτες του και το κτήριο έμεινε έρημο και άφύλακτο, και τότε άκόμα κανένας δεν τολμούσε να το πλησιάσει. Μονάχα, πού και πού, τα παιδιά, που δεν είχαν ζήσει τη φρίκη των χρόνων της σκλαβιάς (κι αυτός που γράφει τις γραμμές αύτές άνάμεσα σ’ αύτά), σκαρφάλωναν από κάποιο χάλασμα και περιτριγύριζαν τα ερημικά κτήρια και τις χορταριασμένες αύλές.

Ένα δέος, κάτι σαν φόβος και θαυμασμός, έπιανε τον περιπατητή, που περιδιάβαζε, μέσα στην άπόλυτη ησυχία και ερημιά, όπου δεν έφθανε ο θόρυβος και η άναταραχή της σύγχρονης ζωής, τα επιβλητικά απομεινάρια περασμένων μεγαλείων, που παραδίνονταν σιγά σιγά στην καταστροφή και στο χαμό, κατοικίες τώρα της κουκουβάγιας και της νυχτερίδας, και σαν άκουε τους θρύλους και τις παραδόσεις για τις ωμότητες των κατακτητών, και σαν του έδειχναν, στην είσοδο κάποιου κτηρίου, το μέρος, όπου ήταν στημένη (ψέματα, άλήθεια; ποιός ξέρει;) η λαιμητόμος.

"Ως τα τελευταία σωζόταν, μπηγμένο στον τοίχο, ενα πλάγιο ξύλο, όπου στηριζόταν για να κοπεί το κεφάλι του καταδίκου. Κάπου εκεί κοντά έδειχναν ενα πηγάδι, δπου έριχναν, κατά την παράδοση πάντα, το κεφάλι του καταδίκου.

Μέ την παρέκβαση έφυγα κάπως μακριά από το θέμα μου, την επίθεση του Ζιάκα κατά των Γρεβενών.
Η επίθεση έγινε άφού χωρίστηκε το σώμα σε τέσσερα τμήματα. Τά τρία μπήκαν από τρία διαφορετικά σημίεΐα στην πόλη, ενώ το τέταρτο κατέλαβε το Βαρόσι, την παλαιά Μητρόπολη, προαστειακό συνοικισμό των Γρεβενών (σήμερα ένώθηκε τελείως με την υπόλοιπη πόλη των Γρεβενών), για να υποστηρίξει ένδεχόμενη υποχώρηση και να τιμωρήσει τους εκεί εχθρούς του Ζιάκα. Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν να κόψουν το νερό του μυλαύλακου, που περνούσε κάτω από τα τείχη των κονακιών, και περνώντας κάτω από το άνοιγμα, που θά σχηματιζόταν, να μπουν στα κονάκια και να σκοτώσουν το Μεχμέτ Τάγο.

Οι σύντροφοί του όμως δείλιασαν και περιορίσθηκαν στη λεηλασία των Γρεβενών.

Πότε έγινε η επίθεση αύτή;

Κατά τόν Άραβαντινό και τους WaceThompson, που κι αύτοί άντλούν τις πληροφορίες τους από τδν Άραβαντινό, έγινε το 1831 και πήραν μέρος σ’ αύτήν χίλιοι άντρες που λαφυραγώγησαν «χριστιανούς και Τούρκους πυρπολήσαντες τα δύο τρίτα των οικιών».

Η πληροφορία και ως πρός τον άριθμό των άνδρών, που πήραν μέρος στην επιχείρηση, αλλά πρδ παντός ως πρός το τελευταίο μέρος της, τη λαφυραγώγηση και την πυρπόληση χριστιανικών και οθωμανικών σπιτιών, δεν είναι καθόλου άληθινή.

'Ο Άραβαντινός είναι η μόνη πηγή, που δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ ληστών και κλεφτοαρματολών, προφανώς επηρεασμένος από το περιβάλλον, μέσα στο οποίο έζησε, το περιβάλλον του Άλή πασά, που είχε κάθε λόγο να χαρακτηρίζει κοινούς ληστές και έγκληματίες τους άγωνιστές και υπερασπιστές του άδικούμενου και καταπιεζόμενού από τδν κατακτητή έλληνισμού.

Έτσι θεωρεί κοινούς ληστέςτο Ζιάκα, το Βλαχάβα, το Σωτήρη Στράτοκι όλα τα τιμημένα ονόματα των άπελευθερωτικών άγώνων του έθνους και δε μας εξηγεί πώς πήραν ήθικές και ύλικές αμοιβές και ανώτερα άξιώματα από την ελληνική κυβέρνηση για την έθνική τους δράση.

 Ο Στράτος έγινε συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού σε μια εποχή, που οί άνώτεροι στρατιωτικοί βαθμοί δε δίνονταν καθόλου εύκολα, ο δε Ζιάκας και οί ανεψιοί του, οί γιοι του Γιαννούλα, έκτος από τα στρατιωτικά αξιώματα, σε άνταμοιβή των υπηρεσιών τους, θά πάρουν και κτήματα στην περιοχή της Λαμίας,όπου και θά περάσουν και τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.

 Σχετικά με το Ζιάκα καμιά άλλη πηγή δε μας λέγει πώς ξέφυγε από την εθνική δράση και κατάληξε στο ποινικό άδίκημα, που είναι η ληστεία.

Αύτός ο Αυστριακός πρόξενος Ίωαννίνων Φερδινάνδος Χάας,μολονότι ποτέ η αυστριακή διπλωματία δεν εδειξε φιλικά αισθήματα προς την Ελλάδα και γενικά προς τις φιλελεύθερες και τις επαναστατικές ιδέες, σε έκθεσή του σταλμένη προς την κυβέρνησή τουομολογεί πώς η δράση του Ζιάκα ήταν καθαρά εθνική και πώς μόνο προστασία παρείχε στούς έλληνικούς πληθυσμούς.

Ο ϊδιος ο Άραβαντινός παραδέχεται άλλου  ότι, όταν  ο Ζιάκαςμπήκε το 1831 στα Γρεβενά, λεηλάτησε το πλεΐστον μέρος μόνο των οθωμανικών οικιών.

Τώρα άν καμιά φορά τα παλικάρια του, επηρεασμένα από τη φτώχεια και το πνεύμα της εποχής, παρεκτρέπονταν εις βάρος και των χριστιανικών πληθυσμών, αύτό άσφαλώς δε βαρύνει τόν άρχηγό.

 Ότι βέβαια θα τιμωρήθηκαν και χριστιανοί, που θεωρήθηκαν προδότες και υπεύθυνοι του φόνου του άδελφού του κι ότι άκόμα μπορεί να έγιναν από τα παλικάρια του Ζιάκα και κάποιες υπερβολές, αύτό είναι πολύ πιθανό, αλλά ότι ο θρυλικός εθνικός άγωνιστής θά μεταβαλλόταν σε κοινό ληστή, αύτό είναι τελείως άπίθανο και απαράδεκτο.

Μνημονεύονται άκόμα από τα δημοτικά τραγούδια και δυο επιθέσεις του Ζιάκα κατά της Καστανιας της Καλαμπάκας και των Νιγάδων του Ζαγορίου, αλλά και εκεί άσφαλώς θά πρόκειται για τιμωρίες προδοτών .

Για την περίοδο της δράσης του Ζιάκα, που άναφέρεται στην ελληνική επανάσταση, μαθαίνουμε από τόν Κασομούλη  ότι ο Κιουταχής κατά το 1830 προσπάθησε να σκοτώσει με δόλο τους οπλαρχηγούς, που έξακολουθούσαν να δρουν στό τουρκικό έδαφος, καλώντας τους τάχα σε συνεννόηση για την κατάπαύση του πυρός κι ότι κατάφερε να παρασύρει στην παγίδα και να σκοτώσει αρκετούς, αλλά οί υπόλοιποι, μεταξύ των οποίων και ο Ζιάκας, δεν έπεσαν στην παγίδα και δεν πήγαν στον τόπο της συναντήσεως με τον Κιουταχή.

Άπό τους διασωθέντες οί μέν οπλαρχηγοί των Χασίων, και φαίνεται ότι μέσα σ’ αύτούς ήταν και ο Ζιάκας, κατέφυγαν στα Τζουμέρκα και συνέχισαν τον άγώνα, οί δε οπλαρχηγοί του Όλύμπου συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη και με τη μεσιτεία του προξένου της Ρωσίας Μουστοξύδη κατέφυγαν στην Ελλάδα.

Ποια είναι η κατοπινή δράση του Ζιάκα κατά την περίοδο αύτή κι ως πότε δρα αύτός σάν οπλαρχηγός στην περιφέρεια Γρεβενών, δεν είναι γνωστό.

Κατά τόν Άραβαντινό ο Ζιάκας ειχε γίνει το φόβητρο των Όθωμανών της περιφέρειας Γρεβενών ίσαμε το 1835,
 οπότε πιεζόμενος από την έντονη καταδίωξη των τουρκικών αρχών άναγκάζεται να καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα.

Άπό τον ίδιο τον Άραβαντινδ μνημονεύεται άκόμα ότι το 1832 ο Ζιάκας με τους ύπαρχηγούς του Κώστα Βλάχο και Μεντερλή προσεβλήθη από πολυάριθμο τουρκικό στρατό στο Σπήλαιο των Γρεβενών, άλλα περισσότερα για το περιστατικό αύτό, στο οποίο άναφέρεται και σχετικδ δημοτικό τραγούδι, δεν ξέρουμε.

 Σχετικά με τη δράση του Ζιάκα πριν από την έπανάσταση του 1854 υπάρχουν και πολλές άλλες παραδόσεις, αλλά ως ποιό  σημείο υπάρχει άλήθεια σ’ αύτές, δεν ξέρουμε ούτε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.

"Ετσι λέγεται ότι κάποτε το σώμα του Ζιάκα άποκλείστηκε στο βράχο της Άετιας, του παλιού Τσιούργιακα, συνοικισμού της κοινότητας Φιλιππαίων Γρεβενών, που είναι βατός μόνο πρός το νότιο μέρος, πρός το χωριό, ένώ από τα άλλα μέρη εϊναι άπότομοι κρημνοί ύψους 100-200 μέτρων.

 Οι Τούρκοι έπιασαν το νότιο μέρος, άπ’ όπου μόνο ήταν δυνατό να περάσουν οί άντρες του Ζιάκα, με τη βεβαιότητα πώς θά τους άναγκάσουν να παραδοθούν.

Μά τη νύχτα εκείνοι ξήλωσαν τα σιρίτια από τις κάπες τους, τα έκαμαν μακρύ σχοινί, σύρθηκαν από το σχοινί κάτω από τους βράχους και σώθηκαν. 
Γίνεται επίσης λόγος για τησυνεργασία του Ζιάκα με κάποιον καπετάν Λάμπρο, με τον οποίο χώρισε αργότερα, αλλά τί είδους συνεργασία είχαν και γιατί χώρισαν δεν είναι γνωστό. Για το χωρισμό τους υπάρχει μόνο μια παροιμιακή φράση:

«όσοι είστε με τα κόγκολα(;) και τις τραγατσίκες με τον καπετάν Λάμπρο, κι όσοι με τους τροβάδες και τ’ ασκιά με τον καπετάν Ζιάκα», αλλά τί ακριβώς σημαίνει δεν είναι γνωστό.

Από το 1835 χάνονται τα ίχνη του Ζιάκα. Κατά τη μαρτυρία του Άραβαντινού, που άναφέραμε παραπάνω, είχε αποσυρθεί στην ελεύθερη 'Ελλάδα, περιμένοντας πιο πρόσφορους καιρούς για να δράσει.


Συνέχεια στο Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ  ΚΑΙ Η ΣΥΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Μακεδόνες στην Επανάσταση του 1821: Η ηρωική μακεδονική οικογένεια Καρατάσσου.

$
0
0

Tasos Karatasos (1764-1830)


Makedonische Freiheitskämpfer der griechischen Revolution 1821.

Die heroische Familie des Makedonier Tasos Karatasos (1764-1830).

Tausende von Makedonische Freiheitskämpfer haben in Makedonien vor der Revolution und unmittelbar danach, in Makedonien für die Wiedergeburt des neuen griechischen Staates gekämpft.


Es gab zahlreiche revolutionären Bewegungen in Mazedonien nach der Revolution von 1821.Solche fanden in Jahre 1854, 1878 und 1896 statt.
Alle wurde von den Türken blutig niedergeschlagen.

Ziel aller dieser Freiheitsbewegungen war die Einigung mit Griechenland.

Dennoch blieb Makedonien  bis 1912 unter osmanischen Herschafft.

Diese Freiheitskämpfe beweisen  dass Mazedonier nie für einen unabhängigen Staat gekämpft hat.
Mazedonien war, ist und wird immer ein Teil von Griechenland sein.
Um dieses Ziel zu ereichen haben unsere Väter unser Vorväter unser Vor.. Vorväter  EHRE, LEBEN und VERMOEGEN  geopfert.
Unserer Boden=Makedonien ist uns Heilig.    
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας πριν την επανάσταση του 1821 και αμέσως μετά αποδεικνύουν ότι οι Μακεδόνες ποτέ δεν πολέμησανγια ανεξάρτητο κράτος. 
Θυσιάστηκαν για μια ελεύθερη Μακεδονία.
Ο ιερός αυτό σκοπός χιλιάδων ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ που έπεσαν υπέρ πίστεως και πατρίδας θυσιάζοντας "Τιμή, ζωή, περιουσία"στις ανεπιτυχείς μακεδονικές επαναστάσεις δεν πήγε χαμένος.
Ολοκληρώθηκε προτού 100 χρόνια με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στην μητέρα Ελλάδα.


Δίπλα στην πρωτοπόρο οικογένεια του Εμμανουήλ Πάπα από τις Σέρρες καιη οικογένεια του αήττητου Μακεδόνα  στρατηγού της ελληνικής Επανανάστασης, από την Βέροια, Κατατάσου που θυσίασαν "Τιμή, ζωή, περιουσία".
ΓΕΩΡΓΙΟΣ X. ΧΙΟΝΙΔΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ:
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΕΡΙ 
ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ

Α'. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ο Αναστάσιος (Γέρο-) Καρατάσος είναι ο Μακεδών στρατηγός του 1821, 


ο οποίος, αφού επολέμησεν ανδρείως δια την απελευθέρωσιν της περιοχής Ναούσης Βέροιας και εθυσίασεν εις τον κοινόν αγώνα την σύζυγόν του, υιούς και τας θυγατέρας του, κατήλθε μετά του Γάτσου, Διαμαντή και των άλλων συμπολεμιστών του εις την υπόλοιπον αγωνιζομένην Ελλάδα, έλαβε μέρος εις πλείστας μάχας της Στερεάς, της Θεσσαλίας, της Εύβοιας, των Νήσων, της Πελοποννήσου, κλπ. και εν γένει προσέφερεν όσα ολίγοι αρχηγοί του 1821. 


Έν τούτοις η συμβολή τούτου δεν έχει αξιολογηθή ακόμη πρεπόντως, πλείστα δε στοιχεία της ζωής και της δράσεως του παραμένουν σκοτεινά, με αποτέλεσμα να λέγωνται και να γράφωνται πολλάκις ανακρίβειαι και υπό γνωστών συγγραφέων. 

Είναι συνεπώς απαραίτητον να βιογραφηθή ο διαπρεπής ούτος ηγέτης της Επαναστάσεως.


Είναι καιρός πλέον να γραφή συντόμως μία περιεκτική μουογραφία, της οποίας σκοπός θα είναι η λεπτομερής και πλήρης έξιστόρησις και αξιολόγησις του βίου του Γέρο Καρατάσου βάσει των εγγράφων των ιστορικών αρχείων του Κράτους και των ιδιωτικών συλλογών.


Προς επιβοήθησιν του μελλοντικού βιογράφου του Καρατάσου δημοσιεύονται κατωτέρω δύο έγγραφα, εκ των οποίων μάλιστα το εν εχει γραφή υπό του υιού του Τσάμη.



Ο Ίω. Μαμαλάκης έχει δημοσιεύσει βεβαίως αποσπάσματα τούτων, άνευ όμως των σχετικών ενδείξεων (σελίδων κλπ.) και περιγραφής, πρός τούτοις δε και με παραλείψεις και λάθη. Ούτος κατεχώρησε και έτερα δύο έγγραφα εκ του αυτού φακέλλου, τα όποια δεν άνευρον κατά την μελέτην τούτου (Ιούλιος 1968), διότι φαίνεται ότι εν τω μεταξύ παρέπεσαν.

Β'. ΚΕΙΜΕΝΟΝ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ
 ΓΡΑΦΕΙΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ ΤΣΑΜΗ

Εις το «Αρχείον αγωνιστών» της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος υπάρχει εις μικρός, χαρτώος, δίφυλλος φάκελλος, εις τον οποίον περιέχονται νυν δύο αιτήσεις. Τα έγγραφα ταύτα έχουν γραφή επί συνήθους κόλλας αναφοράς, η οποία φέρει ενσφράγιστον χαρτόσημου 25 λεπτών ανά 4 σελίδας, ήτοι εις τας σελίδας 1, 5 και 9 της πρώτης και εις την σελ. 1 της δευτέρας. Άμφότεραι φέρουν την ένδειξιν 1735, ήτοι αριθμόν πρωτοκόλλου τεθέντα κατά την ύποβολήν της δευτέρας.
Η πρώτη (άριθ. 1), αποτελουμένη εξ ένδεκα σελίδων, είναι λεπτομερής και συντεταγμένη με ύφος άλλοτε επικόν και πανηγυρικόν και άλλοτε παρακλητικόν, φέρει δε αριστερά (υπό τον γνωστόν και σήμερον τύπον των αιτήσεων) τας λέξεις: 

«Αθήναι τη 1 Ιανουαρίου (sic) / 1860.

Αίτησις του Συνταγματάρ/χου Δ. Τσάμη Καρατάσσου /
 περί δικαιοσύνης της Καρα/τασαικής οικογενείας».

Η δευτέρα (άριθμ. 2), συντομωτάτη, εκ μιας σελίδος, αποτελεί τρόπου τινά διαβιβαστικόν έγγραφον της πρώτης, φέρει δε αριστερά τας λέξεις:

 «Έν Άθήναις την 31 Μαίου 1865» και τους ύστερον τεθέντας χαρακτηρισμούς:
 «Έλ[ήφθη] τή 3 Ιουνίου 1865/. Άριθμ. 1735 (1) Αον τμήμα θ 1η»(;).

Η πρώτη αίτησις, ως αναφέρεται εις την δευτέραν, είναι αντίγραφον, όπερ εγράφη η αντεγράφη υπό της ιδίας χειρός, η οποία έγραψε και την δευτέραν τοιαύτην. 
Τα υπάρχοντα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη είναι σχετικώς ολίγα, η δε γραφή καλλιγραφική (ίσως της συζύγου του Τσάμη ή, άλλως, του υίου του Αναστασίου), άνευ σβησμάτων και ξεσμάτων.

Σημειωτέον ότι η δευτέρα αίτησις είναι γραμμένη επί κόλλας, η οποία φέρει διαφορετικόν ενσφράγιστον χαρτόσημου, γεγονός όπερ δύναται να ερμηνευθή ότι δεν αντεγράφη η πρώτη αίτησις ότε εγράφη η δευτέρα αλλά κατά το 1860, οπότε εκρατήθη αντίγραφον της πρωτοτύπου.
Αμφότερα τα κείμενα, ιδίως το πρώτον, είναι άξια προσοχής, διότι εγράφησαν βάσει στοιχείων δοθέντων υπό του Τσάμη, ήτοι υπό κατέχοντος καλώς τα της δράσεως του Γέρο Καρατάσου ως συμπολεμήσαντος μετά τούτου. δεν πρέπει βεβαίως να παροράται το γεγονός ότι οπωσδήποτε αι πληροφορίαι και οι χαρακτηρισμοί του έχουν το γνωστόν προτέρημα (αμεσότητα), αλλά και το μειονέκτημα (υπερβολήν) των τοιούτων έγγράφων, όταν ταυτα συντάσσονται υπό των άπογόνων των ίστορουμένων προσώπων.
1
Πρός
Τό Σεβαστόν Ύπουργικόν Συμβούλιον Κύριε Πρόεδρε!
Έπ ονόματι τον αγώνος και των μεγάλων αυτον Θυσιών προσερχόμενος ενώπιον τον Σεβαστον τούτον Συμβουλίου, λογίζομαι ευτυχής, Κύριε Πρόεδρε, διότι αποτείνομαι εις την δικαιοσύνην ανδρών, εκ των οποίων οι μεν διέπρεψαν ως πρωταθληταί, οι δε σεμνύνονται ως τέΚυα ημιθέων, των οποίων η μνήμη συνδέεται με την ανάστασιν τής'Ελλάδος. Κοινοί λοιπόν αγώνες και συμφοραί, κοιναί θυσίαι και θρίαμβοι, φέρουσιν εμπροσθέν Σας ενα συναθλη την παθημάτων, όστις, λησμουημένος, ζητεί μερίδα άρτον από την τράπεζαν την κοινήν...
*Οτε το σάλπισμα τον Φεραίον αντήχησε το 1821 και η Ελληνική φυλή πάσα ηγέρθη, σείουσα τα δεσμά της, εις μόνος πόθος εκίνει τους παλμούς όλων, η ελευθέρωσις της Πατρίδος, εν όνειρον, η εξόντωσις των τυράννων, μία ευχή, τό ν΄ αποθάνωμεν όλοι θρησκείαν σώζοντες και Πατρίδα.
Έκ τούτοτ υψοι το λάβαρον ο Γερμανός μετά τον αοίδιμου  Ζαίμη και Λόντον, και εις μίαν στιγμήν Κολοκοτρώναι όμου και Μαυρομιχάλαι τας χειρας τείνουσιν εις Μιαούλας και Κουντουριώτας, ενώ τους χαιρετά ταντοχρόνως εις Βότζαρης μετά τον Σουλίου,  εις Όδυσσεύς εκ της Στερεάς,  εις Γέρων Καρατάσσος των Μακεδόνων, και άλλοι μάρτυρες άλλοθεν, και όντως επεκτείνεται πανταχόθεν   σείσασα εν Κράτος πυρκαιά τον αγώνος!...

Δεν ήτον ίσως επάναγκες, Κύριε Πρόεδρε, να περιγράψω  εις το Σ. τούτο σώμα τας πράξεις και τα παθήματα της οικογενείας μου.
Aι κατά τον αγώνα θυσίαι αχνίζουσιν ετι, και \ έκαστος (σ. 2) υμών, Κύριοι, γνωρίζει τας θυσίας του άλλον, ως τας θυσίας και άθλα των ιδίων πατέρων τον.
Επειδή όμως η έξιστόρησις τοιούτων ιερών θυσιών η άναμιμνήσκει την όφειλομένην εις τους αγωνιστάς αμοιβήν η άνακουφίζει τουλάχιστον την θλιβεράν τύχην αυτών και πραΰνει την δυστυχίαν των, ας μοί επιτραπή, Κύριοι, να περιλάβω εν ολίγοις τινά των άθλων και θυσιών της οικογενείας μου...

Ο αείμνηστος πατήρ μου Καρατάσος, εις των πρωτίστων αρματολών  της Μακεδονίας,πολυ προ τον αγώνος οπλισθείς κατά των τυράννων, ον μόνον υπήρξε, Κύριε Πρόεδρε, το φόβητρον της δυνάμεως των και ήνοιξε τους τάφους χιλιάδων εχθρών, 
αλλά και επί τεσσαράκοντα ετη εξέτεινε την κυριαρχίαν τον επί τριών επαρχιών,
 της Βερροίας, των Γιαννιτσών  και του Βαρδαρίου, 
όπου μόνον ήκούετο των όπλων τον η κλαγγή και μόνος ήτον νόμος η θέλησίς τον.

Ανίκανοι να καταβάλωσιν  αυτόν ως πολέμιον, οι κατά καιρούς πασάδες της Ρούμελης επεκύρουν δια βασιλικών φιρμανίων την κυριαρχίαν τον και επί τεσσαράκοντα ετη άνεγνώριζον αντόν οπλαρχηγόν άνενόχλητον.

Τοιουτοτρόπως λοιπόν προμάχων της Μακεδονίας απάσης, 
οπλαρχηγός τριών μεγάλων επαρχιών και κέντρον μέλλοντος ανωτέρον,
 ήτον η ζώσα διαμαρτύρησις του 'Ελληνισμού και ο σωτήριος λιμήν των άδικουμένων...

Ενώ δε μόνη η μεγάλη περιουσία τον, έξισούτο, Κύριε Πρόεδρε, με την απέραυτου δύναμίν τον, και οικίαι  πολυτελείς και πλήθος τσιφλικίων, και αγέλαι βοών και ίππων και πάσα αφθονία συνεπλήρουν την ίσχυν και ενδαιμουίαν τον, ηκούσθη μόλις η εμβατήριος σάλπιγξ, και ο αείμνηστος πατήρ μου, αρνούμένος προνόμιά  και τιμάς, λησμουών πλούτη, δόξαν, κυριαρχίαν, προσέφερε τα πάντα ως ολοκαύτωμα της Πατρίδος, και μόνον με το ξίφος άγων ιστόν εσπευσε ν΄ αποθάνη η ν΄ άσπασθή Πίστεως και  Ελευθερίας... \ \(σ. 3).

Εις την φωνήν του τότε ηγέρθη, Κύριε Πρόεδρε, ολόκληρος η Μακεδονία, και δεν είναι κρημνός η φάραγξ  η χείμαρρος,  εις ον να μήν ηκούσθη των όπλων τον η βοή, και δεν είναι σπιθαμή τον εδάφους εκείνον, όπου να μην εστρώθη με αίμα τα και σάρκας τυράννων.

Τοιουτοτρόπως, εις μάχην από μάχης θυμομαχών και εις παν βήμα με σμήνη συμπλεκόμενος πολεμίων, συνεκεντρώθη τέλος πάντων εις Νάουσαν, και μόνος μετά των οικείων και επιλέκτων τον αντέστη, Κύριε Πρόεδρε, πρός τεσσαράκοντα χιλιάδας εχθρών, και ημέραν και νύκτα τας φάλαγγας αυτών ανατρέπων και νέας απαντών φάλαγγας, ξιφήρης επί τέλους διέσχισε τα σμήνη των εναντίων και από πλήθους πεζών, ιππέων και πυροβόλων κεραυνωδώς διερχόμένος αφήκεν οπισθέν τον τα ίχνη αίματος και καταστροφής, και μετά δισχιλίων ανδρείων έλαβε την πρός την δυτικήν Ελλάδα οδόν...

 Ενώ δε η περιφανής αυτη πάλη κατέπληξε τοσούτον τους πολεμίους και εις την αγωνιζομένην 'Ελλάδα παρέσχεν ευκαιρίαν ανέσεως, ο μακαρίτης πατήρ μου έξήλθε τον πολέμου εκείνον με δάφνην θλιβερού μεγαλείον, διότι και η σύζυγος και αι θυγατέρες του και πέντε αδελφοί μου, μετά την κένωσιν της Ναούσης, έμειναν εις την λύσσαν των πολεμίων.

Τοιουτοτρόπως η Νάουσα, Κύριε Πρόεδρε, υπήρξεν εκ των αγιαστηρίων εκείνων, 
το οποίον εβράχη με εκατόμβας εχθρών δια την γενικήν σωτηρίαν,
 άλλ΄ έβαπτίσθη συνάμα  εις δάκρυα μαρτύρων και αιχμαλωσίας!...

Λαβών, ως είπον, την εις την δυτικήν 'Ελλάδα οδόν, καθ’ όλον το διάστημα τούτο ο μακαρίτης πατήρ μου συνήντα νέους εχθρούς, και εις παν βήμα προσβάλλων και προσβαλλόμενος και πανταχον άναγκαζόμενος να νικά, εφθασε τέλος εις Μεσολόγγιον πυρίφλεκτος και αιμοσταγής όλος, και με τους δισχιλίους οπλίτας του έσπευσε να συναποθάνη έκει μετ’ αδελφών πολιορκουμένων...

Μετά τας γνωστάς κατά την πολιορκίαν εκείνην νίκας και κατορθώματα των 'Ελλήνων, ο μακαρίτης πατήρ μου μετέβη, Κύριε Πρόεδρε, μετά των υπό την οδηγίαν τον στρατευμάτων και οπλαρχηγών  εις το πολιορκούν την Χαλκίδα στρατόπεδον, όπου διεκρίθη τοσούτον δια τας ήρωικάς πράξεις τον και έδρεψε τοσαύτας κατά των εχθρών νίκας... || (σ. 4).

Άλλ εν τω μεταξύ έφθασε θλιβερά είδησης, ότι δύο ισχυρά σώματα ήρχοντο να εισβάλουν εις την 'Ελλάδα, και το μεν εν εξ αυτών επέπεσεν εις την Λαμίαν υπό τον πολύπειρον Μπερκώφ Τσαλλήν, έτοιμου να εισβάλη  εις την Ανατολικήν 'Ελλάδα, το δε υπό την οδηγίαν του ονομαστού Κιονταχή ερρίφθη εις Μακρυνίτσαν της θετταλομαγνησίας, ενώ η εμπροσθοφυλακή αύτου υπό τον τολμηρόν Αλόπασαν όδηγουμένη επέπεσεν  εις τας χώρας Λαύκον και Μπρομήρι, όπου και άνδρας και γυναίκας και τα ανήλικα βρέφη κατέσφαξεν απανθρώπως.

Τότε τα ολίγα περισωθέντα λείψανα των χοιρίων τούτων αποστέλλουν, Κύριε Πρόεδρε, εις τον μακαρίτην πατέρα μου ένα των προκρίτων και έν όνοματι του Θεού τώ ζητούσι να σπεύση πρός βοήθειάν των δια να σωθώσιν η ν΄ αποθάνωσι μετ’ αύτού.

Ο μακαρίτης πατήρ μου αναθέτει τότε την πολιορκίαν [τής] Χαλκίδος εις τον Καπετάν Διαμαντήν, Όλυμπιον, ρίπτεται εις Θετταλομαγνησίαν, άπαντα τους εις το Νησίον Αλατά 380  Οθωμανούς και , μετά 48 ωρών πολύκροτον μάχην, αλλους διαπερά εκ του ξίφους και καίει τους λοιπούς εντός των οχυρωμάτων του.

 Επέρχεται τότε προσεκτικώς απέναντι του μανιώδους Αλόπασσα και οχυρώνεται εμπροσθέν τον μετά 400 στρατιωτών, ενώ οι λοιποί οπαδοί τον καλύπτονται εις παρακείμενον δάσος.

Ο αλαζών Αλόπασας, βλέπων όλίγους τους έναντίους τον, επιπίπτει κατά του οχυρώματος του πατρός μου μετά δυνάμεως παμπληθούς, αλλά τον δέχεται με χάλαζαν πυρός ο πατήρ μου και εφορμούν οι εκ του δάσους οπλίται του, μετά τινάς δε ώρας δεν έβλεπες εί μή στρατόν ολόκληρον φονευμένον, διότι και αξιωματικοί και στρατιώται και αύτός ο πασάς εύρον έκει το όνειδος και τον τάφον, ενώ περιήλθον εις χειρας μας η πυριτις, τα πυροβόλα και το ταμείον το εχθρικόν.

Δύναμαι δε να καυχηθώ, Κύριοι, ότι ο ειρημένος πασάς είναι ο μόνος, όστις καθ’ όλην την Στερεάν εφονεύθη, και τούτον μάρτυρας προκαλώ όλους της Στερεάς τους αγωνιστάς.
Τότε ο πολυμήχανος Κιουταχής, πνέων εκδίκησιν και σφαγήν, προσβάλλει τα εις το Τρίκκερι οχυρώματά μας, τα υπό τον αντιπρόσωπον του πατρός μου Κωνσταντίνον Δουμπιώτην.

Άλλ΄ ο πατήρ μου έπιβάς || (σ. 5) εις τας λέμβους, φθάνει υπόπτερος  εις επικουρίαν και μετά μάχην αιματηράν φονεύεται ο αρχηγός των Αλβανών Κοστέρφ-μπέης, πληγώνεται καιρίως ο έτερος αρχηγός των Σουλιχτάρ-Πόδας, και ο Κιουταχής, αφίνων οπισθέν τον πλήθος νεκρών, αποσύρεται εις την θέσιν Ράδια, όπου στρατοπεδεύει και οχυρούται πρός άσφάλειαν.

 Ένώ δε εις την θέσιν εκείνην έξακολουθει επί έξ μήνας ο πόλεμος και οι εχθροί προσβάλλονται εις τα οχυρώματά των, φθάνει εξαίφνης η άγγελία, ότι στόλος πολυπληθής εκπλέει κατά των Βορείων νήσων υπό τον εγνωσμένον Τοπάλ-πασάν.

Εις την περίστασιν ταύτην προσκληθείς ο πατήρ μου υπό της Δημογεροντίας Σκοπέλον και Σκιάθον, ινα προκινδυνεύση των νήσων, συνήψε την εξής μετά του Κιουταχή συνθήκην :

α) Να αποσυρθή ο Κιουταχής και τα στρατεύματά τον άφ΄ όλης της θετταλομαγνησίας

β)  εις μεν τα 24 χωρία να μείνη αρχηγός ο Μήτρος Βασδέκης,  εις την Επαρχίαν 'Αγιάς και Κισσάβον ο Μήτρος Λιακόπουλος, εις δε την τον 'Αλμυρού και Βελεστίνον ο Βελέντζας, και γ) να δύναται ο Κιουταχής να διορίση ένα και μόνον Τούρκον  εις Τρίκκερι, τον Ταίρ άγαν.

Μετά την εκτέλεσιν της συνθήκης ταύτης προσπλέει ήδη ο οθωμανικός στόλος εις Σκιάθον και είναι έτοιμος να φέρη την καταστροφήν και αιχμαλωσίαν. 'Ο μακαρίτης πατήρ μου δεν χάνει τότε ουδέ στιγμήν, ορμά υπόπτερος εις την Σκιάθον, και , απαντών τους αποβάντας εχθρούς, κροτεί αιματηράν μάχην, και άλλους μεν φονεύει αγεληδόν, άλλους αιχμαλωτίζει, και άλλους θαλασσώνει διώκων, ενώ ενώπιον τον φεύγει ο στόλος περιδεής...


Εκ τούτου, Κύριε Πρόεδρε, το ηρωικόν αυτό όπλον έχοντες υπ΄ οψιν οι περιώνυμοι της Ύδρας, εκάλεσαν δια των εντίμων προκρίτων και συναινέσει της Κυβερνήσεως ως γενικόν Φρούραρχον της νήσον των τον πατέρα μου, και δίς ο μακαρίτης πατήρ μου ελαβε την τιμήν να περιφρουρήση την ηρωικήν εκείνην νήσον εις περιστάσεις κρισίμους. Μάρτυρας τών\ \ (σ. 6) λόγων μου επικαλούμαι τους επιζώντας της 'Ύδρας αγωνιστάς...

Πως δε να περιγράψω, Κύριε Πρόεδρε, τας εις Κομπότι, Πέτα, Πλάκα και καθ’ όλην την Εύβοιαν μάχας αυτου, όπου τοσάκις αντήχησεν εντίμως το όνομά τον, και τοσαύτα διέπραξεν έργα ηρωισμού και φιλοπατρίας;

Όχι. Δεν θέλω απασχολήσει δι αυτών το Σεβαστόν τουτο σώμα, ουδέ δύναμαι να περιγράφω έργα ανήκοντα εις την Ιστορίαν.

Ο βίος τον αειμνήστου Καρατάσου, ως ο βίος των πρωταγωνιστών όλων, είναι, Κύριοι,
 ο βίος και οι θρίαμβοι της αναγεννηθείσης  Ελλάδος,
 και δια τούτο αρκούμαι να είπω ότι δεν είναι ίσως μάχη η θέσις ένδοξος τον αγώνος, όπου να μην ακούης :
 «Τα ταμπούρια του Καρατάσου».

Άλλ΄  η Δυτική και Ανατολική 'Ελλάς, Κύριε Πρόεδρε, δεν υπήρξαν μόναι το στάδιον των θυσιών και αγώνων τον.

Εις εν και μόνον αποβλέπων, το προς την πίστιν και την πατρίδα καθήκον τον, ο μακαρίτης πατήρ μου, έσπευσε να προσφέρη το αίμα του και εις την ένδοξον Πελοπόννησον, και δεν είναι μάχη η κίνδυνος, εις ήν δεν παρευρέθη ως αρχηγός, εις ήν δεν εκινδύνενσεν ως στρατιώτης.

Οτε δε ο άλαζών Ιμβραίμης διήρχετο έν λόγχη πνυκνή και συνεσωματώθη εις το Νεόκαστρον, και ήτον πυρ και θάνατος η διάβασίς του, ο μακαρίτης πατήρ μου υπόδακρυς προέταξε τα στήθη τον  εις Σχοινόλακκα και , κτυπών και κτυπούμενος πανταχόθεν,
« Ελευθερία η θάνατος» επεφώνησε και ξιφήρης ριπτόμενος κατά των εχθρών έθεσε την σημαίαν εις λύθρον αίματος και θριάμβον, ενώ η έφευγον πανταχόθεν η επιπτον νεκροί οι δαίμονες της Αιγύπτον!...

Μετά τούτο, κατά το 1827, ότε το ένδοξον Μεσολόγγι δεν υπήρχεν, ότε εις τας ήρωικάς Αθήνας εκυμάτιζεν η ημισέληνος των εχθρών, ότε ο φοβερός Κιουταχής επλημμύρισεν όλην την Ρούμελην και κατέκαυσε και την τελευταίαν αντής κωμόπολιν, τα Μέγαρα, ότε ο αλαζών  Ιμβραίμης επυρπόλει τας χώρας της Πελοποννήσου και εφθασε και μέχρι των Μύλων  είς\\(σ. 7) τα πρόθυρα τον Ναυπλίον, η τότε Κυβέρυησις έπεμψεν άντιπρόσωπον, πληρεξούσιον, τον έντιμου νυν γερουσιαστήν Άδάμ Δούκαν, δίδουσα  υπό την διεύθυνσίν τον τους αοιδίμους  αρχηγούς Νικόλαον Κριεζώτην και Βάσον Μαυροβουνιώτην, ίνα, ελθόντες εις τας Βορείους  νήσους, ευρωσι  τον αείμνηστον πατέρα μου και οι τρεις ομού συμπράξωσιν  εις βλάβην τον εχθρόν της Πατρίδος.

 Συσκέψεως τότε γενομένης απεφασίσθη να κτυπήσωσι τους έχθρούς  εις θετταλομαγνησίαν, ο δε Άδάμ Δούκας έφερε προς τοις άλλοις, διαταγή της Κυβερνήσεως, και πλοία τινα των γενναίων Ψαρριανών.

Τότε ο πασάς της Λαρίσης, μαθών ταύτα, έπεμψεν εις Θετταλομαγνησίαν υπέρ τους τρισχιλίους Οθωμανούς υπό την οδηγίαν του Νούρκα Σέρβιανη και άλλων οπλαρχηγών, εις δε την θέσιν  Παλαιά Παναγιά και Ράδια  έγινε  πεισματωδεστάτη μάχη, όπου ολίγοι  Οθωμανοί έμειναν, ίνα επιστρέφοντες αναγγείλουν εις τον κυριάρχην των την φοβεράν ήτταν των, οι δε αρχηγοί, οι οπλαρχηγοί, αι σημαίαι, τα πάντα, και πλήθος λαφύρων, έμειναν εις χείρας των ημετέρων.

Μετ’ ολίγας ημέρας οι μέν  Ν. Κριεζώτης, Βάσος Μαυροβουνιώτης και Αδάμ Δούκας επέστρεψαν εις Κέαν και Σαλαμίνα, όπου είχε διαδοθή  ότι έρχεται ο αείμνηστος Κυβερνήτης, ο δε πατήρ μου έμεινε και πάλιν με τα στρατεύματά του αρχηγός της θέσεως.

Κατά τα τέλη   Ιανουαρίου  1828 έφθασε και ο περιμενόμενος Κυβερνήτης της 'Ελλάδος, και επειδή ο αρχιστράτηγος Γκενεράλ-Ζούρτζ, πολιορκών τότε την Βόνιτσαν, είχεν ανάγκην πλοίων δια τον ’Αμβρακικόν κόλπον, σταλθείς τότε ο αρχιναύαρχος  Άνδρέας Μιαούλης πρός τον πατέρα μου, ελαβε παρ  αυτόν τα δύο ιδιόκτητα πλοία του, υπεχρέωσε δε και τους υπό την οδηγίαν του να παραδώσωσι και τα ιδικά των, τα όποια εστάλησαν εις τον εν Βονίτση αρχιστράτηγον δια τον αντιναύαρχον  Αντώνιον Κριεζή, όστις διέβη, πολεμών και πολεμούμενος, δια των φρουρίων Πρεβέζης και Προύντης, εις τον  Αμβρακικόν  κόλπον.

Μάρτυρας των λόγων μου επικαλούμαι τον αρχιστράτηγον Ζούρτζ, τον αντιναύαρχον Αντώνιον Κριεζήν, και τόσους άλλους ανωτέρους αξιωματικούς.
Τοιουτοτρόπως, ενώ ο αγών επερατώθη το 1829, ο πατήρ μου\ \ (σ. 8) διήλθεν άπ αρχής μέχρι τέλους όλας αυτού τας περιπετείας ως Γενικός αρχηγός, και , φέρων πάντοτε τας πλέον Ιεράς αναμνήσεις, απέθανε την 22 Ίανοναρίου 1830.

Όλα ταύτα, Κύριε Πρόεδρε, αν διεγράφησαν με τον χρόνον, και ως οι αυτουργοί των ερρίφθησαν εις την λήθην, δεν είναι, οχι, μά τα παθήματα τον αγώνος, δεν είναι μύθοι κενοί, ούτε υπερβολαί λόγων.

Αν δε ασθενώς μόνον και εν ολίγοις τα περιέλαβον δια της παρούσης, πολύ ευγλωττότερον τα διαβεβαίουν άλλοι, εις ους οφείλομεν και σέβας και θαυμασμόν, και οίτινες καλούνται Ζαίμης, Κουντουρίώτης, Μαυρομιχάλης, Βότζαρης, Κολοκοτρώνης κ.τ.λ.

Τα πιστοποιητικά λοιπόν τοιούτων περιδόξων ανδρών υποβάλλω ενώπιον'Υμών, Κύριοι, και εις τους υιούς αυτών απόκειται να είπωσιν ήδη αν εκτελούν την πάτριον διαθήκην και αν αναγνωρίζουν την πιστοποίησιν των πατέρων των.

Καθ’ όλην δε την πολυστένακτον αυτήν σειράν των κινδύνων, εις όλον τον κυματισμόν τοιούτων πράξεων και αγώνων, ο ευσεβάστως υποφαινόμενος παράπλευρος αείποτε τον πατρός μου, δεν είναι, Κύριε Πρόεδρε, αγών η κίνδυνος, όν δεν συνεμερίσθην μαζί του, δεν είναι συμφορά, ην δεν υπέστην πλησίον αυτού, ουδέ δοκιμασία, ην δεν διήλθομεν έκ τον ίσου, διότι το αυτό σύνθημα, η έγερσις της Πατρίδος, ήτον το σύνθημα όλων, και σφαγαί και αιχμαλωσίαι και στέρησις υπαρχόντων το καθήκον εκάστου.

'Η [έκ] νεκρών ανάστασις των εθνών, απαιτεί, ως δεν αγνοείτε, Κύριοι, ου μόνον ποταμούς αιμάτων μαρτυρικών, άλλα και καταστροφάς πόλεων και εμπρησμούς οικιών και εξόντωσιν υπαρχόντων και εν γένει πάσαν θυσίαν ατομικήν, δια να έλθη η έπιούσα γενεά να πνεύση την ζωήν επί των έρειπίων της παρελθούσης.

Τήν στερεάν ταύτην αλήθειαν δεν ηδύνατο να αγνοή η  Ελλάς του 1821, και δια τούτο όλαι κατά σειράν αι Έθνικαί Συνελεύσεις, βλέπουσαι, Κύριοι, ότι κατά την εναγώνιον πάλην εκείνην ου μόνον εκαλείτο ο  Ελλην εις φόρον αίματος και θανάτου, άλλ΄ έπρεπε να κλαύση την σφαγήν η την ατίμωσιν τώ οικείων του, να ίδη καιομένας τας πόλεις του, τα κτήματά του καταστρεφόμενα και εις βάραθρον |[ (ο. 9) χαίνον να καταρρεύσωσι τα πλούτη, αι οικίαι, τα αγαθά του, και γυμνός και ανέστιος να έξέλθη του χάους εκείνου με το προνόμιον  του αλήτου και μίαν δάφνην όδυνηράν.

Αυτά βλέπουσαι, Κύριοι, αι κατά καιρούς Έθνικαί Συνελεύσεις μια φωνή ανεκήρυξαν όλαι ότι εις πάντας τους υπέρ του αγώνος μοχθήσαντας αμα τή σωτηρία του ’Έθνους, θέλει δοθή ανάλογος των έργων των αμοιβή, και τούτο δια να εύρωσι καν έν στρέμμα γής να θρέψη την δυστυχίαν των, ολίγον θλιβερόν χώμα να κρύψη τα γυμνά κόκκαλά των.

Τό κήρυγμα τούτο των Εθνικών Συνελεύσεων είναι, Κύριοι, συμβόλαιον 'Ιερόν, εις το οποίον εγγυητής εγράφη το ’Έθνος, και επισφράγισις  είναι τα αίματα των μαρτύρων.

 Ο αναβάλλων λοιπόν τοιούτο συμβόλαιον διαψεύδει  το  Έθνος και επί της οδύνης λιμοκτονούντων αγωνιστών καταδικάζει το παρελθόν και το μέλλον. Έκ τούτου και η έν Αθήναις επελθούσα Συνέλευσις, πρώτον αυτής ανέγραψε ψήφισμα την αμοιβήν των αγωνιστών και , επιβεβαιούσα τα υπό των Συνελεύσεων όλων ψηφισθέντα, εκήρυξεν ότι δεν λησμονεί το  Έθνος τας ημέρας εκείνας τών θυσιών και αγώνων, και εν καθήκον αισθάνεται, την εκπλήρωσιν των ιερών του ύποχρεώσεων...

Αι υποσχέσεις αύται δεν ήσαν — όχι — τα ελατήρια, ένεκα των οποίων ερρίφθη εις τας φλόγας ο  Ελλην και , όταν από τον Ταΰγετον μέχρι τον Αίμου, ολόκληρος φυλή απέθνησκε μαχομένη, όταν Κασσάνδρα και Νάουσα  ελούοντο  εις το αίμα και αναπέτα πυρίφλεκτον  το Άγιον Μεσολόγγι, με τας ιεράς εκείνας ημέρας, εν είχε σύνθημα έκαστος, τον θούριον  του Φεραίον, μιαν αξίωσιν αμοιβής, την ελενθέρωσιν της Πατρίδος!...

Και όταν θυσιάζη τις και πλούτη και τέκνα, όταν αρνήται  το ένεστως και δίδη προσφοράν την ζωήν του, δεν εμπορεύεται αντί τούτων μελλούσας αμοιβάς αμφιβόλους...

Έκ τούτον, Κύριοι, ιδέτε εκ των μεγάλων εκείνων ανδρών αγωνιστών, οι μεν απέθανον επί ψάθης, και δημοσία δαπάνη τοις επρομήθευσαν τον λίβανον της κηδείας, οι δε απήλθον εις τας εστίας των, μη καταρώμενοι την ελευθερίαν, άλλοι δε κείνται εις άγνωστα μνήματα με ένα παρήγορον βόλι  εις την καρδίαν, και κυρτοί μόνον και άστεγοι περισωζόμεθα πού ολίγοι έτι αγωνισταί, το δάκρυ πνίγοντες αγερώχως, άλλ΄ αποθνήσκοντες εκ της πείνης!

Σπεύσατε, Κύριοι, Σπεύσατε ! Μετ ου πολυ δεν θέλομεν πνέει ουδ΄  αυτήν της Πατρίδος την αυραν και αντί του οβολού της κηδείας, δότε μας καν τον οβολόν ξηρού άρτον!

Αυτό σας υπαγορεύει το δίκαιον, αυτό || (σ. 10)σάς επιβάλλει το Εθνος, και η καρδία Σας...

Τιμή, ζωή, περιουσία, ιδού νομίζω, Κύριοι, η πολυτιμοτέρα τριάς του άνθρωπον, και όλα ταύτα προσέφερεν ο πατήρ τον  εις τον βωμόν της Πατρίδος... 

Τιμή; 
Και πού είναι σύζυγος  η αι θυγατέρες αυτού, τας οποίας ως σπλάγχνα του αποσπώντες έσυραν οι εχθροί εις όνειδος και δουλείαν;

Περιουσία;

Και πού είναι οι θησαυροί; τα ποίμνια, ολόκληροι συνοικίαι και κτήματα, άφ ών απεκδυθείς ο πατήρ μου κατέβη  εις τον στρόβιλον βασάνων και δυστυχίας;

 Ζωή;

Και δεν εθρήνησε πεντήκοντα οικείους τον φονευθέντας;
Και δεν αιμάτωσεν η ψυχή τον  εις την απώλειαν πέντε ήρωικών τέκνων του;

Και δεν προσέφερεν έτι τοσάκις την ζωήν του ως τελευταίαν θυσίαν και προσφοράν;

Τι άλλο τω ελλείπετο πλέον;

Μία ισχνή και πολυδάκρυτος ύπαρξις και ταύτην την εκύβευσε  χιλιάκις, άλλ\ η σκληρόν η εύσπλαχνον, δεν τον ανέπαυσεν  ένα βόλι.

Ναι, Κύριοι, ως οι μεγαλουργοί και περιώνυμοι πατέρες υμών ανέκραξαν «εις τα όπλα» και Πελοπόννησος και Στερεά και Νήσοι, ηγέρθησαν εις την κλήσιν των, και ο αείμνηστος πατήρ μου ήγειρεν ως αυτοί ολόκληρον την Μακεδονίαν, αιρων τον σταυρόν  εις τους ώμους, προσέφερεν ως έκεινοι ό,τι πολύτιμον κρατεί τον άνθρωπον εις τον κόσμου, και τας θυσίας ταύτας με μόνον άντεζύγησε τον όλεθρον των εχθρών, κομίζων  εις το μνήμα ως μόνην αμοιβήν την πενίαν...

Τοιούτοι μάρτυρες τον Χρίστον, τοιούτοι άθληταί παθημάτων, οι Μωυσείς αυτοί ενός Εθνους, ειπέτε, Κύριοι, δεν είναι άξιοι του Σεβασμού της Πατρίδος, και αν δεν τοις οφείλωνται  ανδριάντες, δεν τοις ανήκει καν ο άρτος ο ξηρός του ελέους;

’Αλλ΄ εν μέσω της συναισθήσεως ταύτης ευρίσκει τις την παρηγορίαν, ότι τινά των ευγενών τούτων ονομάτων δεν παρελείφθησαν εντελώς και αι φωναί των Εθνοσυνελεύσεων εισηκούσθησαν υπέρ ενός τουλάχιστον Καραίσκου, υπέρ ενός μεγαλουργού Βότζαρη, υπέρ του περιδόξου Ζαίμη, υπέρ του πατριάρχου του αγώνος μας Κουντουριώτου, υπέρ του ημιθέου Μιαούλη, υπέρ των Μαυρομιχαλαίων, του Γιατράκου και άλλων.

Τις να μην χύνη, Κύριοι, ευγνωμοσύνης εθνικής δάκρυα, βλέπων ότι εις τας ενδόξους ταύτας οικίας εδόθησαν ανά 1000 τουλάχιστον στρέμματα γής, δια να δοθή μέρος δικαιοσύνης εις τους υιούς, άνθ΄ ών εθυσίασαν || (σ. 11) οι πατέρες;

Αλλ΄ η δικαιοσύνη αύτη οφείλεται αρα και εις τον γηραιόν Καρατάσον;

Τα άθλα και αι θυσίαι αυτού αναγνωρίζονται ως των άλλων ή, αντί πλούτου και αίματος, προσέφερεν ευχάς εις το  Έθνος και η φωνή των Εθνοσυνελεύσεων πρέπει να βωβαθή δι αυτόν και να διαγραφή ως παρίου το όνομα, αι πράξεις και το μνημείον ίσως αύτού;

Το ζήτημα τούτο, Κύριοι, υποβάλλω εις την κρίσιν υμών, και εις υμάς απόκειται να δικάσητε, αν εις συναθλητής των πατέρων Σας, εις δηλαδή πατήρ Σας, πρέπει να αποκλεισθή της μερίδος του, και να διαγραφή ως αλλόφυλος.
Θέσατε την δεξιάν εις το στήθος και αποφασίσατε, Κύριοι...
Αν αι θυσίαι και τα παθήματα του Πατρός μου αναγνωρίζωνται, αν οι αγώνες και κίνδυνοί μας δεν είναι όνειρα, αν μετά τόσους πόνους λαμβάνω σήμερον ό,τι εις Γραμματεύς Υπουργείου και με 250 δραχμάς ζητώ να συντηρήσω υιούς ή ν΄ αποκαταστήσω τας θυγατέρας μου, αν αι αλήθειαι αύται αναγνωρίζωνται, δότε την αναλογίαν μου, Κύριοι, δότε και εις εμέ 1000 πολυπαθή στρέμματα γης, δια να ασφαλίσω τον άρτον των τέκνων μου, πριν κλείσω μετ ολίγον τους οφθαλμούς...
Δότε με, Κύριοι, την αποκατάστασιν ταύτην επ’ ονόματι του δικαίου  δότε με την εν ονόματι των Εθνικών Συνελεύσεων δότε μέ την έν ονόματι της Πατρίδος και της τιμής της  δότε μέ την εν ονόματι του Θεού, διότι Πατρις και δίκαιον, εστιν ο Θεός...

Αν όχι, ειπέτε το, Κύριοι, άλλ΄ είπέτε το πλέον "μακράν ημών Καρατάσε"δεν έχεις το δικαίωμα εις την ευγνωμοσύνην του έθνους, δια να λάβω καν μίαν απόφασιν και , ευλογών το όνομα της Πατρίδος, να θάψω εις γωνίαν τινά τους πόνους και τας θυσίας μας.

Ο ευπειθής
Δημήτριος Τζάμης Καρατάσος


2
Πρός

Τήν Σεβαστήν Επιτροπήν τον Άγώνος Κύριε Πρόεδρε!

Αν και είναι περιττόν να εξιστορήσω τας θυσίας και τα δικαιώματα τον μακαρίτου συζύγου μου και εν γένει της οικογενείας του Καρατάσου, διότι αποτείνομαι πρός ανδρας, οίτινες γνωρίζουσι κάλλιστα τα παθήματα και δικαιώματα του αγώνος, ως μετασχόντες  ενδόξως αυτού, μόλον τούτο ως εκ περισσού εσωκλείω ώδε αντίγραφον αναφοράς την οποίαν ο μακαρίτης σύζυγός μου είχε δώσει κατά τον Ιανουάριον του 1860  εις το τότε Ύπουργικόν Συμβούλων, το οποίον, μη λαβόν ύπ οψιν τας δικαίας απαιτήσεις του, ένεκα της τότε κατ αυτού καταφοράς της Κυβερνήσεως της πεσούσης δυναστείας, τον απήλπισε και εν τη απελπισία του έπαθεν όλα όσα υμείς καλώς γνωρίζετε.

’Ήδη πιστεύω αδιστάκτως, ότι θέλετε ίδει το δίκαιον και θέλετε απονείμει την απαιτουμένην δικαιοσύνην, ό,τι ανήκει άπ έναντι των θυσιών και αγώνων εις την οικογένειαν του Καρατάσου.

Μένω με βαθύτατον Σέβας

Εύπειθεστάτη χήρα

Αικατερίνη Δ. Τζάμη Καρατάσου.

Γ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΡΑΤΑΣΑΙΩΝ

Παρατηρητέα τα έξης έπι των δημοσιευθέντων έγγράφων έν συνδυασμω πρός τας συλλεγείσας πληροφορίας δια την οικογένειαν των Καρατασαίων.

1.    Τό oνοματεπώνυμον του Καρατάσου

Ο Τσάμης Καρατάσος αναφέρει τον πατέρα του, ως ο «Γέρων Καρατάσσος», «Καρατάσος», «ό Πατήρ μου», μή μνημονεύων το βαπτιστικόν όνομά του. 
Ο Ν. Φιλιππίδης γράφει:


 «Τινές νομίζουσιν, ότι ο Καρατάσος προσέλαβε το όνομα τούτο εκ τού πρός δυσμάς και εις απόστασιν τεσσάρων περίπου ωρών της Ναούσης κειμένου ορούς «Καρατάτσι», αλλά πλανώνται δεινώς  διότι αυτό το κύριον όνομα αύτού, ως θετικως γιγνώσκομεν, ήτο Τάσσος (= Αναστάσιος), προσετέθη δε κατόπιν εν τή άρχή του κυρίου ονόματος του γενναίου ανδρός μόνον το τουρκικόν επίθετον καρά (= μαύρος), όπερ συνήθως τιμής χάριν προσήρμοζον οι Όθωμανοί τοις ονόμασι των γενναίων και μελανόχρων ανδρών, και ούτω έσχηματίσθη το Καρατάσσος, ως το Καραίσκος, Καραισκάκης, Καραγιώργος, Καραμήτσος, Καραμπατάκης κλπ.

Άλλως ουχί σπανίως ο ανήρ απεκαλείτο και μετά ταύτα και πρότερον άπλως μόνον Τάσος η Καπετάν Τάσσος, τουτέστιν άνευ του προσθέτου καρά».

 Ο Ί. Πετρώφ γράφει  ότι ιδρυτής της οικογενείας των Καρατασαίων ήτο «ό Αναστάσιος η κοινώς Τάσος Καρατάσος, ο έπικληθείς γέρω Καρατάσος».

Είς τα δημοσιευθέντα κείμενα μας παραδίδεται ο τύπος Καρατάσσος, ως γράφει τούτον και ο Ν. Φιλιππίδης, άλλου δε Καρατάσος  και Καρατάσιος .

Το πιθανώτερον είναι ότι η οικογένεια Καρατάσου θα είχεν αρχικώς ετερον επώνυμον, ώνομάσθη δε ούτω κατά την εποχήν της ακμής του Γέρο Τάσου, ο οποίος εφερε το όνομα Αναστάσιος, ήτο δε μελαμψός και δια τούτο ωνομάσθη Καρα (= μαύρος) Τάσος, όπως η Βέροια εκαλείτο Καρα Βέροια και Καραφέροια, διότι κατά την παράδοσιν κατελήφθη δυσχερώς υπό των Τούρκων, η κατ’ άλλην άποψιν επειδή εταλαιπωρούντο ούτοι εκ του κλίματός της λόγω των πολυημέρων βροχοπτώσεων.

 Συνεπώς, εκ του ονοματεπωνύμου τούτου γνωρίζομεν μόνον το όνομα Αναστάσιος η Τάσος, το δε αρχικόν επίθετόν του είναι άγνωστον, έπισκιασθέν υπό του νέου τοιούτου, όπως συμβαίνει συνήθως με τους πολεμάρχους.

Έν πάση περιπτώσει δεν δικαιολογούνται οί τύποι Τάσσος και Καρατάσσος (με δύο σ), ούτε ο τύπος Καρατάσιος, διότι το επίθετόν τούτο δεν προήλθεν έκ του Αναστάσιος, οπότε έδει να λέγηται ούτος Καραναστάσιος, αλλά έκ του ύποκοριστικού Τάσος και έπομένως όρθοτέρα, ίστορικως και γλωσσολογικώς, είναι η γραφή Τάσος η Καρατάσος.

2.    Η καταγωγή τον Καρατάσου

Γίνεται κοινώς παραδεκτόν ότι ο Καρατάσος εγεννήθη εις το χωρίον Ντοβρά η Δοβρά Βεροίας κατά το έτος 1764. 


Παρά ταύτα ο Ν. Κασομούλης γράφει ότι ούτος κατήγετο έκ του άλλοτε επί του Βερμίου όρους άκμάζοντος χωρίου Ξερολιβάδου, όπερ δεν φαίνεται όρθόν, εκτός έάν οί πρόγονοι του Καρατάσου κατήγοντο από τον οικισμόν τούτον. 
Η οικογένεια του Καρατάσου έγκατεστάθη περί το 1770 εις το περί την Νάουσαν χωρίον Διχαλεύρι. Απ’ εκεί άνεχώρησεν οικογενειακως ο Καρατάσος περί το 1798 και έγκατεστάθη εις την Νάουσαν, όπου και έμεινε μέχρι της κατά τό 1822 γενομένης καταστροφής της πόλεως . Διά τούτο ενίοτε αναφέρεται και ως Ναουσαίος, συνήθως όμως ως Βεροιεύς, διότι το χωρίον Δοβρά ευρίσκετο πλησίον της Βεροίας, αλλά κυρίως επειδή αυτη ήτο η πρωτεύουσα της επαρχίας και η πλέον γνωστή πόλις της περιοχής.

Όπωσδήποτε, ο Καρατάσος, άγωνισθείς εις ολόκληρον την Ελλάδα και δή έκ των πρώτων, ών και μέλος της Φιλικής έταιρίας, άνήκει πλέον εις τους Πανέλληνας.

3.   Η οικογένεια τον Καρατάσου

Είς το κείμενον του ύπ΄άριθμ. 1 έγγράφου (σελ. 3) αναγράφεται ότι η οικογένεια του Καρατάσου εκινδύνευσε να άπολέση κατά την καταστροφήν της Ναούσης την σύζυγον του άρχηγού, τας θυγατέρας του και πέντε άρρενα τέκνα.


Η σύζυγος τούτου, η ήρωίς Καρατάσαινα, ώνομάζετο κατά τον Ί. Πετρώφ Μαρία και ήτο θυγάτηρ ίερέως έκ της περιφερείας της Βεροίας.

Είναι γνωστά τα μαρτύρια εις τα οποία ύπεβλήθη υπό των Τούρκων και εξ αιτίας των οποίων απεβίωσε, μή δεχθείσα να έξισλαμισθή. 

Διά τας θυγατέρας του Καρατάσου δεν εχομεν έτέρας είδήσεις, πλήν ότι έθυσιάσθησαν και αυται. Πάντως θα ήσαν τουλάχιστον δύο. 

Ο Τσάμης Καρατάσος γράφει, ότι «έμειναν εις την λύσσαν των πολεμίων» πέντε άδέλφια αύτού.

 Έκ τούτου συνάγεται, ότι ο Καρατάσος είχε τούλάχιστον εξ άρρενα τέκνα (συνυπολογιζομένου και του Τσάμη) και έν συνόλω το όλιγώτερον οκτώ τέκνα.

 Έκ τούτων γνωρίζομεν τα έξής:

 α) Τσάμης (Δημήτριος) Καρατάσος.

Τό όνομά του ήτο Δημήτριος, πλήν όμως είναι γνωστός ως Τσάμης η Τσιάμης και Τζάμης η Τζιάμης απεκλήθη οΰτω διότι ήτο υψηλού άναστήματος.
Δευτερότοκος υιός του Γέρο Καρατάσου εγεννήθη εις το Διχαλεύρι κατά τον Ιανουάριον του 1798 και διεκρίθη πολεμών παρά το πλευρόν του πατρός του. Έν συνεχεία εγένετο ήρως των γνωστών «Μουσουρικών» και προσεπάθησε να βοηθήση εις την απελευθέρωσιν των ύποδούλων Ελλήνων.
Η εις την δευτέραν αιτησιν ύπογράφουσα σύζυγός του Αικατερίνη ήτο αδελφή του στρατηγού Θεοδώρου Γρίβα, 

β) Γιαννάκης (Ιωάννης).

Ήτο ο πρωτότοκος υιός του Γέρο Καρατάσου, έξ ου δυνάμεθα να ύποθέσωμεν ότι ο πατήρ του Γέρο Καρατάσου έλέγετο Ιωάννης. 
Ούτος έγεννήθη εις Διχαλεύρι κατά το ετος 1795.

 Έλαβε μέρος κατά τας διεξαχθείσας εις την περιοχήν Ναούσης κατά το 1822 μάχας, όπου και εφονεύθη.

 γ) Κωνσταντίνος (Κώστας η Κωσταντής η Κουτούλας η Κωτούλας). 

Φαίνεται ότι ήτο ο τρίτος υιός του Γέρο Καρατάσου Ο Κωνσταντίνος διεσώθη και επολέμησε μαζί μέ τον πατέρα του και τον αδελφόν του Τσάμην. Δεν γνωρίζομεν επακριβως πότε εγεννήθη και πως απέθανε.


 δ) Θανάσης.

Ούτος, νήπιον ών η έφηβος, εφονεύθη εις την Θεσσαλονίκην ως αιχμάλωτος.




ε) Έτερος, νήπιον η έφηβος, άγνώστου ονόματος.

Κατά τον Τ. Πετρώφ κατά την καταστροφήν της Ναούσης 

ηγόρασαν τούτον δύο Άραβες έξ Αιγύπτου, οι οποίοι τον έξισλάμισαν. 
Ούτος εγένετο πασάς («Καρατάς πασάς»), κατά δε το 1857 συνηντήθη μετά του άδελφού του Τσάμη εις Αίγυπτονκαι κατ’ άρχήν ηθέλησε να έγκαταλείψη τον μωαμεθανισμόν, 
τελικως όμως δεν έπραξε τούτο, δια να δύναται να βοηθά τους εκεί Έλληνας.


στ) δεν έχομεν άλλας ειδήσεις δια τον έτερον υιόν του Καρατάσου, όστις έθυσιάσθη κατά τον άπελευθερωτικόν αγώνα. 

δεν γνωρίζομεν έάν ήτο τέκνον τούτου ο εις τουρκικά έγγραφα άναφερόμενος «Αντώνιος, υιός του Τάσιου».

Εις την κατωτέρω νεκρολογίαν αναγράφεται ότι εφονεύθη ό πρωτότοκος υιός Γιαννάκης και ηχμαλωτίσθησαν έτεροι τρεις, ήτοι έν όλω τέσσαρες, εις ούς δέον να προστεθή και ο διασωθείς έν αρχή Κωτούλας.

Επομένως εθυσιάσθησαν έν όλω πέντε υιοί του Καρατάσου.

Δέν γνωρίζομεν τίποτε δια τους έν τή περιοχή Ναούσης απογόνους των Καρατασαίων.

Εις την Νάουσαν ζοΰν και σήμερον είσέτι αι οίκογένειαι του Θωμά Γεωργίου Καρατάσου και του Αναστασίου Πέτρου Καρατάσου, εις δε την Θεσσαλονίκην η οικογένεια του Αναστασίου Πέτρου Καρατάσου, των οποίων οί αρχηγοί ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι συγγενών του Γέρο Καρατάσου.

Η έξακρίβωσις όμως της αλήθειας του ισχυρισμού τούτου δεν είναι δυνατή.

Ο Καρατάσος εθυσίασεν εις τον αγώνα έκτος της οικογενείας του και την μεγάλην περιουσίαν του, η οποία κατά τον Τσάμη ν (έγγρ. 1, σελ. 2), απετελείτο έκ πολυτελών οικιών, πλήθους τσιφλικίων, αγελών βοών και ίππων. 
Τούτο έπιβεβαιούται και έκ των έγγράφων του τουρκικού ιστορικού αρχείου της Βεροίας.

Δικαίως λοιπόν ζητείται δια των ως άνω αιτήσεων δικαιοσύνη δια την οικογένειαν των Καρατασαίων. 
Αρκεί να σημειωθή ότι μέχρι σήμερον δεν έστήθη ανάλογος άνδριάς πρός τιμήν τοιούτου ήρωος, καιτοι η συμβολή του εις τον αγώνα της υποδούλου Ελλάδος έθεωρήθη εύθύς μετά τον θάνατόν του σημαντική.
Διά τούτο έδημοσιεύθη η κάτωθι νεκρολογία εις το ύπ΄ άριθμ. 25/26.3.1830 φύλλον της επισήμου «Γενικής Έφημερίδος της Ελλάδος» (σελ. 100, στήλη 1η), έκδιδομένης τότε έν Αίγίνη:

 Τό κείμενον τούτο κρίνομεν σκόπιμου όπως επανεκδώσωμεν ενταύθα, λόγω της σπανιότητος της έφημερίδος έκείνης:
Νεκρολογία

Εις των περίφημων παλαιών καπετάνων της Ρούμελης και των ανδρειοτέρων αγωνιστών της Ελληνικής επαναστάσεως, ο γέρων Καρατάσιος, ετελεύτησε κατά την 21 τον παρελθόντος Ιανουαρίου έν Ναυπάκτω.

Γευνηθείς έν Δοβρά της Μακεδονίας, έδειξε παιδιόθεν σημεία έλενθέρας φυσεως και έφεσιν  εις τα πολεμικά.
Άνήρ δε γενόμενος, απέδειξε πραγματικως το φιλελεύθερον και το φιλόπατρι τον χαρακτήρος τον, φυγών την τυραυνίαν των κρατούντων και Υπερασπιζόμενος μέ τα όπλα  εις τας χειρας την Ιδίαν αυτου έλενθερίαν και τα δίκαια τον πλησίον τον.

Έπί τον  Αλλη πασά επολιτεύθη φρονίμως και ωφέλησε την πατρίδα, τούτο μεν έξολοθρεύων τους κακούργους, τούτο δε δίδων άσυλον και καταφυγην εις πολλούς κινδύνους άπό αυτόν της Ηπείρου τον ώμότατον τύραυνον.

'Άμα ήχησεν η σάλπιγξ της ελευθερίας και ο Καρατάσιος ακούεται  εις την Μακεδονίαν.

Τό άνισον της πάλης πρός πολυαρίθμους έχθρικάς δυνάμεις φέρει την άφευκτον αποτυχίαν των έκει πραγμάτων.
Φονεύεται ο πρώτος του υιός και αιχμαλωτίζονται τρεις ετεροι μετά τής γυναικός του,
και αυτός ατρόμητος τρέχει εις νέους αγώνας'όθεν
και εις Τρίκκερα
και εις Σκιάθον
και εις Εύβοιαν
και εις την Άνατολικήν  Ελλάδα,

παντού έστησε τρόπαια κατά των εχθρών.

Πρώτος εταπείνωσε την όφρύν του ’Άραβος εις τα πεδία της Μεσσηνίας,
δείξας καρτερίαν και γευναιότητα ηρωίκήν.

Διεφύλαξε μέχρι γήρατος άκμήν νεανικήν, ύπήρξε δε γενναίος και ευεργετικός.




Οι Μακεδόνες και η επανάσταση του 1821: ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

$
0
0
 ΒΑΪΑ Ε. ΔΡΑΓΑΤΗ
Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 
Επιβλέπων Καθηγητής: 
Βασίλης K. ΓούναρηςΑ.Π.Θ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010


(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna) 




ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ 
ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 
ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Η άμεση καταστολή της επανάστασης στις βορειότερες επαρχίες της ελληνικής χερσονήσου και τα τουρκικά αντίποινα που επακολούθησαν προκάλεσαν κύματα προσφύγων προς τις νοτιότερες περιοχές.

Αργότερα, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη «κινητικότητα» του πληθυσμού και νέος εκπατρισμός από το εξωτερικό και από το χώρο του υπόδουλου ακόμα ελληνισμού.

 Όπως είναι γνωστό, ένα μέρος από τους μετανάστες της επαναστατικής και της μετεπαναστατικής περιόδου εγκαταστάθηκε σε διάφορες κοινότητες της ελληνικής επικράτειας, παλαιές και νέες, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα.

Μεταξύ των συνοικισθέντων ετεροχθόνων συγκαταλέγονταν και οι Μακεδόνες, των οποίων η πορεία και η τύχη στα απελευθερωμένα εδάφη της χώραςαποτελεί το αντικείμενο της παρούσης διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας.



Ζήσης Σωτηρίου,
 Μακεδόνας Επαναστάτης
Σέρβια Κοζάνης
Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι με τον όρο «Μακεδόνες» χαρακτηρίζονται εδώ οι ελληνόφωνοι, κατά κύριον λόγο, από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία, ενίοτε όμως και οι βλαχόφωνοι, οι βουλγαρόφωνοι και άλλοι σλαβόφωνοι, στο βαθμό που αυτοί ενεπλάκησαν στις ελληνικές υποθέσεις και έζησαν ως έλληνες πολίτες• ακόμη κι αν κάποιοι είναι αμφίβολο αν ήταν Μακεδόνες με τη στενή γεωγραφική έννοια.

Είναι γνωστό πως ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνα -αν όχι και πολύ αργότερα ο διαχωρισμός των εθνοτήτων στη Μακεδονία δεν ήταν πάντοτε εφικτός.

Μολονότι οι όροι «Μακεδόνες», «Σέρβοι», «Βούλγαροι» και «Σλάβοι» ήταν σε χρήση, λόγω της αλλοφωνίας, ωστόσο δεν προϊδέαζαν πάντοτε για τις εθνικές προτιμήσεις των παροίκων αλλά ούτε για τον ακριβή τόπο της καταγωγής τους. 



Κρίθηκε επομένως σκόπιμο να εξεταστεί η δράση και η συμπεριφορά τους ως κατοίκων της Ελλάδας, ασχέτως του τρόπου με τον οποίο είχαν καταλήξει εκεί, εφόσον συνέπραξαν και ζυμώθηκαν με τους Μακεδόνες.

Πράγματι, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μεγάλη πρόοδος στην ιστορική έρευνα σχετικά με τους ετερόχθονες Μακεδόνες, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν μελέτες που να εξετάζουν το ζήτημα συστηματικά και συνθετικά.

Οι περισσότερες εργασίες αφορούν μεμονωμένες έρευνες για επιφανείς Μακεδόνες, είναι δηλαδή βιογραφικά σημειώματα, που συχνά χαρακτηρίζονται από πατριωτική ρητορεία και τοπικιστική έξαρση. Άλλωστε οι περισσότερες έχουν γραφτεί από συντοπίτες των μακεδόνων «ηρώων», που, ως επί το πλείστον, δεν είναι ιστορικοί. Ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται και η δυσκολία της εργασίας αυτής:
Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επαρκούν για να σχηματιστεί πάντοτε μια ολοκληρωμένη εικόνα.

Βασικός στόχος της μελέτης αυτής είναι να εντοπιστούν και να παρουσιαστούν αναλυτικά όσο το δυνατό περισσότερα μέλη της συγκεκριμένης ετεροχθονικής κοινότητας που διαβιούσαν στο ελληνικό βασίλειο, παραθέτοντας στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα, τον τρόπο ενσωμάτωσης και το ρόλο που διαδραμάτισαν.
Σε δεύτερο επίπεδο επιχειρήθηκε να αναδειχθούν οι μορφές συνεργασίας και η εν γένει συλλογική δράση των Μακεδόνων είτε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ομάδας τους είτε για τη Μακεδονία.
Τα ζητούμενα αυτά αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη σύνθεση της εργασίας, δεδομένου ότι, μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που σημειώθηκαν στην Αθήνα σε μια ευρεία χρονική περίοδο, επιδιώξαμε να απομονώσουμε την ενεργή ανάμιξη και τη συλλογική δράση των Μακεδόνων.

Για το λόγο αυτό κάποιες επαναλήψεις ήταν δύσκολο να αποφευχθούν. Ως χρονικό πλαίσιο της εργασίας ορίστηκε η εικοσαετία 1843-1863, που οριοθετήθηκε από σημαντικά πολιτικά γεγονότα.

Ωστόσο κρίθηκε χρήσιμο η χρονική αφετηρία της έρευνας να είναι η επανάσταση του 1821, προκειμένου να εξεταστεί η σημασία των παραμέτρων «τρόπος και χρόνος εγκατάστασης». Αλλά και το καταληκτικό όριο ουσιαστικά εκτείνεται ως το 1870, όταν ραγδαίες εξελίξεις στο γειτονικό βαλκανικό χώρο αφύπνισαν το ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων για την τύχη της Μακεδονίας.

Ο αρχικός προβληματισμός και οι ειδικότεροι στόχοι καθόρισαν το χωρισμό των επιμέρους ενοτήτων και το περιεχόμενο τους.

Στην πρώτη ενότητα, ως εισαγωγικό κεφάλαιο, επιχειρείται να παρουσιασθεί η περιοδική κάθοδος των Μακεδόνων στη Νότια Ελλάδα, η κατηγοριοποίηση τους ανάλογα με την «ιδιότητά» τους και η εγκατάσταση τους.

Στόχος του δεύτερου κεφαλαίου είναι να παρακολουθήσει την ένταξη και την αφομοίωση των Μακεδόνων στο νεοσύστατο κράτος και να παρακολουθήσει χρονολογικά την εμπλοκή τους στην πολιτική σκηνή, με όλες τις συναφείς προεκτάσεις.
Ακολούθως παρουσιάζεται αυτόνομα η νέα και πολλά υποσχόμενη γενιά των Μακεδόνων, των φοιτητών καθώς και η θέση τους στο πελατειακό μακεδονικό δίκτυο των Αθηνών.

Στην επόμενη ενότητα ερευνάται η συμμετοχή των Μακεδόνων σε αλυτρωτικά και ομοσπονδιακά κινήματα, εμπνευσμένα από τη Μεγάλη Ιδέα και από τα επαναστατικά μηνύματα των άλλων λαών, που είχαν ως στόχο την απελευθέρωση των ιδιαίτερων πατρίδων τους αλλά και την εξυπηρέτηση των ίδιων συμφερόντων τους.
 Τέλος, στην πέμπτη ενότητα εξετάζεται η θέση τους σε σχέση με την επίσημη εθνική ιδεολογία της εποχής και τα ιστορικά δικαιώματα των Ελλήνων στις «βόρειες» ελληνικές χώρες, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από το συγγραφικό τους έργο.

Η έρευνα στηρίχτηκε στη μελέτη βιβλιογραφικού και αρχειακού υλικού.
Το αρχειακό υλικό προέρχεται κυρίως από την αποδελτίωση του μητρώου των φοιτητών των πρώτων χρόνων λειτουργίας του οθωνικού Πανεπιστημίου (1837-66) και των πρυτανικών λόγων, που βρίσκονται στο Μουσείο και στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και των μητρώων των αξιωματικών που είναι κατατεθειμένα στο Γενικό Επιτέλειο Στρατού.

Μελετήθηκαν, επίσης, τα έγγραφα του συνοικισμού των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη Αταλάντης, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Τμήματος Ομοιοτύπων και Χειρογράφων, δημοσιευμένα βέβαια στην πλειοψηφία τους. Επίσης ο επόπτης μου μου εμπιστεύτηκε την αδημοσίευτη βιογραφία του μακεδόνα Παναγιώτη Παπά Ναούμ, προερχόμενη από το αρχείο της οικογένειας Κατσουγιάννη. Μελετήθηκε επίσης συστηματικά το συγγραφικό έργο των Μακεδόνων και άλλων δημοσιευμένων έργων του 19ου αιώνα, αφού αποτελούν πηγές σύγχρονες των γεγονότων.

 Η συγκέντρωση αυτού του υλικού διεξήχθη στις Βιβλιοθήκες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανυπολόγιστη είναι η προσφορά στην έρευνα και στον πολιτισμό της ψηφιακής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, η «Ανέμη», όπου έχει αποθηκευθεί σημαντικός αριθμός παλαιών βιβλίων, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη και ερευνητή να διαβάσει δυσεύρετες μελέτες. Επίσης, κρίθηκε απαραίτητη η έρευνα των σημαντικότερων αθηναϊκών εφημερίδων του 19ου αιώνα. Ο Τύπος αντανακλά πάντα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μεταφέρει και ταυτόχρονα διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Περιέχει επίσης πολλές φορές επιστολές των εμπλεκομένων Μακεδόνων. Ως προς τη βιβλιογραφία χρησιμοποιήθηκαν γενικά ιστορικά έργα και μελέτες που πραγματεύτηκαν την περίοδο εκείνη, μονογραφίες, βιογραφίες, απομνημονεύματα, εγκυκλοπαιδικά άρθρα αλλά και άρθρα σε περιοδικά μακεδονικού ενδιαφέροντος.

Ολοκληρώνοντας, θεωρώ υποχρέωση μου να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Βασίλη Κ. Γούναρη, για την πολύτιμη καθοδήγηση του σε όλα τα στάδια της εργασίας, την υπομονή του αλλά και για την άμεση ανταπόκρισή του στη διόρθωση των κειμένων ακόμη και στην περίοδο της εκπαιδευτικής του άδειας. Χωρίς τις υποδείξεις και τις επισημάνσεις του σε όλες τις φάσεις της έρευνας και της συγγραφής η εργασία αυτή θα ήταν αδύνατη. Οφείλω επίσης να ευχαριστήσω τον κ. Μάνθο Χριστοφόρου, που πρώτος ασχολήθηκε διεξοδικά με την εγκατάσταση των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη,


για την αποστολή πολύτιμου υλικού, καθώς και το προσωπικό των αρχείων και των βιβλιοθηκών. Τέλος, ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη οφείλω στους γονείς μου, για την αμέριστη συμπαράσταση τους και στήριξη, υλική και ψυχολογική, όλα αυτά τα χρόνια.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

Η δημιουργία των μακεδονικών παροικιών στη Νότια Ελλάδα

Η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με καθολικό χαρακτήρα και στόχο τη σύσταση ενός εθνικού κράτους.

Όμως, μετά την οριστική έκβαση του πολέμου, το μικρό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δεν περιλάμβανε όλες τις περιοχές στις οποίες είχαν σημειωθεί εξεγέρσεις.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλες πλυθυσμιακές αναστατώσεις. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήρθαν στην ελεύθερη Ελλάδα ομογενείς πρόσφυγες από όλες τις οθωμανικές επαρχίες με αποτέλεσμα η πληθυσμιακή σύνθεσή της να περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες:

τους αυτόχθονες, δηλαδή τους πολίτες των περιοχών που είχαν απελευθερωθεί
και τους ετερόχθονες, τους προερχομένους από τις αλύτρωτες επαρχίες και από τον ευρύτερο χώρο της διασποράς.

Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονταν και οι Μακεδόνες πρόσφυγες που έφτασαν στη Νότια Ελλάδα σε τρεις διαφορετικές διαδοχικές φάσεις και, εν μέρει, ρίζωσαν στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο. 
Τα κριτήρια περιοδολόγησης της εγκατάστασης αυτής έχουν άμεση σχέση με τα πολεμικά γεγονότα και τις διπλωματικές επαφές που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και με όσα ακολούθησαν μετά από αυτόν, χωρίς ωστόσο να είναι αυστηρά καθορισμένα.

Σε γενικές γραμμές η πρώτη φάση της καθόδου ξεκίνησε σχεδόν με την έναρξη της επανάστασης, το 1821, και κράτησε ως το 1827. 
Αφετηρία του δεύτερου προσφυγικού κύματος, ήταν το 1828, έτος κατά το οποίο έφτασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας και έληξε το 1831 με την δολοφονία του.
Τέλος, η τρίτη περίοδος άρχισε το 1833, με την έλευση του Όθωνα, και διήρκησε ολόκληρη τη βασιλεία του.

Η πρώτη μεταναστευτική κίνηση σημειώθηκε μετά το τέλος των αποτυχημένων κινημάτων στο χώρο της Μακεδονίας. 

Οι επαναστάσεις αυτές διήρκησαν περίπου ένα χρόνο, από το Μάιο του 1821 έως το Μάιο του 1822, με κύρια κέντρα δράσης 
τη Χαλκιδική, 
το Άγιο Όρος, 
τη Νάουσα, 
την Έδεσσα, 
τη Βέροια 
και τις περισσότερες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας.

 Ως γνωστόν, η επανάσταση συντρίφτηκε, οι πόλεις λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, χιλιάδες άνθρωποι έπεσαν στα πεδία των μαχών και ο άμαχος πληθυσμός γνώρισε τη φρίκη των οθωμανικών αντιποίνων.

Έτσι λοιπόν, οι εναπομείναντες Μακεδόνες οπλαρχηγοί και ικανός αριθμός απλών πολεμιστών εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και κατέφυγαν μέσω ξηράς ή θάλασσας μαζί με τις οικογένειες τους στις Βόρειες Σποράδες ειδικότερα και στην υπόλοιπη αγωνιζόμενη Ελλάδα γενικότερα, για να σωθούν αλλά και για να συνεχίσουν τον Αγώνα τους μαζί με τους άλλους Έλληνες.1

Πράγματι, με μια έρευνα στους φακέλους του «Αρχείου των Αγωνιστών και στα Μητρώα των κατά των Ιερόν Αγώνα αγωνισθέντων», που διασώζονται στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, διαπιστώνει κανείς τη μεγάλη συμμετοχή και συμβολή των Μακεδόνων αγωνιστώνστην απελευθέρωση της Ελλάδας. 

Η μελέτη των αιτήσεων των ίδιων των πρωταγωνιστών ή των κληρονόμων τους και η μελέτη των πιστοποιητικών και των δικαιολογητικών που υπέβαλαν κατά διαστήματα στις εκάστοτε «Επιτροπές των Αγωνιστών», ζητώντας ηθική αποκατάσταση, οικονομική ενίσχυση ή μια μικρή σύνταξη, μας παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για τη δράση τους, τις μάχες που έλαβαν μέρος, την οικογενειακή τους κατάσταση και το νέο τόπο διαμονής τους.2

Μέσα από τα επίσημα έγγραφα, αποδεικνύεται πως περιοδικά έφτασαν στη Νότια Ελλάδα πολλοί Μακεδόνες ως πρόσφυγες ή και εθελοντές από διάφορες περιφέρειες της Μακεδονίας ή του εξωτερικού, όπου ζούσαν.
Κατατάσσονταν στα στρατιωτικά σώματα σπουδαίων οπλαρχηγών και πολεμούσαν είτε ως άτακτοι είτε ως τακτικοί.
 Μάλιστα αρκετοί από αυτούς στρατολογήθηκαν από τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και αποτέλεσαν τις βάσεις για την οργάνωση ενός τακτικού σώματος υπό την οδηγία του Παλέσα και του Κουβερνάτη.3

 Ο Χρήστος Βυζάντιος, αξιωματικός που υπηρέτησε υπό τον Φαβιέρο και μετά την επανάσταση ως συνταγματάρχης αναφέρει:

οι άνδρες ούτοι, υπήρξαν εξαιρετικοί πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί εις κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι εν πολέμω και ευπειθέστατοι. Ούτοι κατήγοντο ως επί το πλείστον εκ των καταστραμμένων υπό των Τούρκων επαρχιών και πόλεων, Θράκης, Μακεδονίας, Μικράς Ασίας, των παρ’ αυταίς νήσων και λοιπών μερών, προπάντων δε εκ νέων καλώς ανατεθραμμένων και τινών ευπαιδεύτων, εχόντων καθαρόν αίσθημα πατριωτισμού. Ούτοι ήλθον εις την Ελλάδα, ίνα υπηρετήσωσι την Πατρίδα, μη έχοντες δ’ ενταύθα ούτε οικείους ούτε γνωρίμους, εύρον καταφύγιον έντιμον εις το τακτικό σώμα.

Οι περισσότεροι από αυτούς, πριν από την έναρξη του Αγώνα, είχαν υπηρετήσει σε κάποιο αρματολικό ή κλέφτικο σώμα και διέθεταν πολεμική πείρα και ηγετικές ικανότητες,γεγονός που τους έδινε τη δυνατότητα άλλοτε να πολεμούν ως απλοί μαχητές κι άλλοτε να εξοπλίζουν δικό τους σώμα στρατιωτών, που το διοικούσαν ως υπαξιωματικοί, γνωστοί και ως «μπουλουξήδες». Πολέμησαν και διακρίθηκαν σε πολλές μάχες.

Συχνά προβιβάστηκαν και τιμήθηκαν με ανώτατα αξιώματα και βαθμούς• ιδιαίτερα όμως κατά τη διάρκεια των εμφύλιων αλληλοσπαραγμών, οπότε τα πολιτικά κόμματα και η ηγεσία με ευκολία μοίραζαν προνόμια, για να κερδίσουν την εύνοια των αγωνιστών και με ακόμη περισσότερη τα αναιρούσαν, όταν δεν είχαν πια ανάγκη τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.5
Όπως και οι άλλοι αγωνιστές, και οι Μακεδόνες έχασαν συγγενείς, αδέρφια, γυναίκες και παιδιά, που είτε αιχμαλωτίστηκαν είτε σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις.
Δαπάνησαν μεγάλο μέρος από τα υπάρχοντά τους, προκειμένου να συντηρήσουν τους στρατιώτες που διοικούσαν, εφόσον οι κρατικοί φορείς της εποχής αδυνατούσαν να τους χρηματοδοτήσουν. Φυσικά, ό,τι περιουσιακό στοιχείο είχε απομείνει στις πατρίδες τους καταστράφηκε ή απαλλοτριώθηκε. Αφού η επανάσταση στη Μακεδονία είχε σβήσει, οι αγωνιστές δεν μπορούσαν πλέον να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους και να τα διεκδικήσουν.6
(1817-1884)
καταγόμενος από το
 Μελένικο Μακεδονίας

Πολλές φορές είναι δύσκολο να αποδειχθεί, ο ακριβής τόπος καταγωγής των πολεμιστών• ιδιαίτερα για όσους προέρχονταν από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας, Σερβίας και Μακεδονίας ή από τις συμπαγείς ελληνικές παροικίες που είχαν δημιουργηθεί σε όλη την τουρκοκρατούμενη Βαλκανική.

 Ήταν περιοχές τόσο μακρινές -ειδικά για τους Έλληνες της Νοτίου Ελλάδαςπου στις περισσότερες περιπτώσεις δυσκολεύονταν να τις διαχωρίσουν ή ακόμα και να τις χαρακτηρίσουν ως ελληνικές.

 Η Μακεδονία ήταν μεν δυνάμει ελληνική αλλά εξίσου μακρινή.7

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αποκαλούσαν όλους σχεδόν τους Μακεδόνες πολεμιστές «Ολύμπιους», ενώ προέρχονταν από άλλα μέρη, προφανώς λόγω του γοήτρου του όρους.

 Πρόβλημα δημιουργούσε και η συγκεχυμένη αντίληψη που επικρατούσε για τη γεωγραφία της Βόρειας Βαλκανικής, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να διακρίνουν με σαφήνεια την προέλευση των σλαβόφωνων πολεμιστών.
Γι’ αυτό, κάποιοι Σέρβοι μερικές φορές φέρονταν ως Βούλγαροι, κάποιοι Μοναστηριώτες, αν και ελληνικής καταγωγής, θεωρούνταν Σέρβοι, ενώ πολλοί Σερραίοι θεωρούνταν Βούλγαροι.

Κλασικότερο παράδειγμα της σύγχυσης αποτελεί το παράδειγμα του περίφημου Χατζηχρήστου, που μολονότι ήταν Σέρβος, αναφέρεται στις πηγές ως «Βούλγαρης».
Και έτσι υπέγραφε ως επί το πλείστον και ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση η εξακρίβωση της προέλευσης του Μακεδόνα αγωνιστή δεν ήταν πάντοτε εύκολη υπόθεση, τουλάχιστον όχι ευκολότερη από την οριοθέτηση της ίδιας της Μακεδονίας.8

Η πλειοψηφία των Βορειοελλαδιτών έδρασε υπό την οδηγία επιφανών Μακεδόνων αρχηγών, παλαιών οπλαρχηγών, που φημίζονταν για την ανδρεία τους και τη στρατιωτική εμπειρία τους.

Κατά την κάθοδο τους, φαίνεται ότι σχηματίστηκαν δύο ευρύτερες ομάδες άτακτων πολεμιστών, εκ των οποίων
η μια ακολούθησε τον Διαμαντή Νικολάου και τους συγγενείς του, Βασίλειο Λιάκο, Γεώργιο Ζαχείλα και Κωνσταντίνο Μπίνο, που κατευθύνθηκαν προς τις Βόρειες Σποράδες,
ενώ η δεύτερη ακολούθησε τους Αναστάσιο Καρατάσο, Αγγελή Γάτσο, Συρόπουλο, Δουμπιώτη, Λάζο και Κότα που κατευθύνθηκαν προς το αρματολίκι του Ασπροποτάμου.9

 Αφού φρόντισαν εξαρχής για την ασφαλή εγκατάσταση και προστασία των οικογενειών των συνεργατών και συμπατριωτών τους στο Μερόκοβο, χωριό των Αγράφων, συνεργάστηκαν με τον Καραϊσκάκη και τον Ράγκο για την απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από την περιοχή.10
Έπειτα τέθηκαν στην υπηρεσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και συμμετείχαν στις μάχες της Πλάκας, του Πέτα, των Δερβενακίων, του Ναυπλίου και όπου αλλού υπήρξε ανάγκη.11

 Η συμβολή τους ήταν σημαντική και τα σχόλια που απέσπασαν από τους Πελοποννησίους εξαιρετικά, καθώς κατάφεραν να διακριθούν για τον ηρωισμό τους.
Χαρακτηριστικά ο Φωτάκος Χρυσανθόπουλος στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων ανδρών αναφέρει για τον Αγγελή Γάτσο:

Ούτος ο περίφημος καπετάνιος ήτον εις τα όπλα εκ γενετής, και σύντροφος αχώριστος του βουνού του Ολύμπου.
Ευρεθείς εις την εισβολή του Δράμαλη επολέμησαν εις μερικάς μάχας με τους Πελοποννησίους κατά τα Βασιλικά και το Δερβενάκι, όπου ήτο και ο Γενναίος ο φίλος του, με τον οποίον πάντοτε ήτο μαζί και ομού έβγαινε εις τους πολέμους όσον χρόνον έμεινεν εκεί, οδηγών τους υπ’ αυτών στρατιώτας και συμπατριώτας του Μακεδόνας.

 Ο  Γάτσος και οι στρατιώται του επολέμησαν γενναίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν, διότι είδαν άνδρας έχοντας ζήλον και εθνισμόν μέγαν και επεθύμουν να είχον τοιούτους συντρόφους.12

Την πολεμική δράση τους συνέχισαν και όσοι Μακεδόνες είχαν καταφύγει στις Βόρειες Σποράδες.
 Τον Ιούλιο του 1822 μεταφερθήκαν, με εντολή του Αρείου Πάγου, στην Εύβοια, προκειμένου να υπερασπιστούν την περιοχή.
 Οι 600 περίπου στρατιώτες που αποβιβάστηκαν εκεί κατάφεραν να εκτοπίσουν τις τουρκικές δυνάμεις και να στρατοπεδεύσουν στα Βρυσάκια της Χαλκίδας.
 Τον Σεπτέμβριο του 1822, γενικός αρχηγός της Εύβοιας διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο ο Διαμαντής Νικολάου.
Ανέλαβε τα καθήκοντα του επί κεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης, μόλις επέστρεψε από τον Όλυμπο, όπου απουσίαζε το καλοκαίρι του 1822, για να συγκεντρώσει όσους πολεμιστές είχαν απομείνει εκεί.

Την ίδια περίοδο έφτασε στη Χαλκίδα και ο γερο-Καρατάσος με τους άνδρες του, συμβάλλοντας ενεργά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των συμπατριωτών του.13 Λίγους μήνες αργότερα, το Μάιο του 1823, όλοι οι Μακεδόνες στρατιώτες που βρίσκονταν στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο, άλλα και όσοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην Εύβοια εκστράτευσαν στο Τρίκερι, καθώς νέες προελάσεις τουρκικών στρατευμάτων, έθεσαν σε κίνδυνο την περιοχή της Θετταλομαγνησίας.14

Η πολιορκία που ακολούθησε ήταν σκληρή. Οι άτακτοι Θεσσαλοί και Μακεδόνες πολεμούσαν με τον τακτικό και πενταπλάσιο σε ισχύ τουρκικό στρατό. Αρχικά, κατάφεραν να επιβληθούν και να αναγκάσουν τον αντίπαλο να αποσυρθεί.
Σύντομα, όμως, οι συνεχείς ενισχύσεις του εχθρού, άρχισαν και πάλι να πιέζουν την ελληνική πλευρά, της οποίας οι ελλείψεις σε τρόφιμα, πολεμικό υλικό και στρατιώτες αποτελούσαν τροχοπέδη. Ακολούθησε πολύμηνη διαμάχη.

Εξαιτίας των δυσκολιών ανεφοδιασμού και των επιδημικών ασθενειών που έπληξαν και τα δύο στρατόπεδα, οι αντίπαλοι αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν τον Αύγουστο του 1823. Όσοι Μακεδόνες συμμετείχαν στις εχθροπραξίες, αποσύρθηκαν στο συνηθισμένο τους καταφύγιο, τις Βόρειες Σποράδες.15
Ο αγωνιστής Βελένζτας περιέγραψε με παραστατικό τρόπο τη μάχη στο Τρίκερι:

Ηκολούθησα τον Παππούν (Καρατάσον) καθ’ όλας τας εκστρατείας του δια της αγωνιζομένης Ελλάδος• μου φαίνεται ότι βλέπω ακόμη το αρρενωπόν και εύχαρι πρόσωπον του. 
Μου φαίνεται ότι τον ακούω ακόμη προφέροντα τας μονοσυλλάβους του προσταγάς και μηδέποτε συγχωρούντα. Άγιον ρίγος, το ενθυμώμαι έως τώρα, μας κατελάμβανε όλους, όταν παριστάμεθα εμπροσθέν του• το νεύμα του ήτο προσταγή αδυσώπητος και ουαί εις τον παραβάτην αυτής• η αταραξία του εν καιρώ των μαχών ήτο ανδριάντος ορειχαλκίνου αταραξία• ουδείς είδεν αυτόν εφ’ όλης του της ζωής οπισθοχωρήσαντα ενώπιον των εχθρών. 

Τον ενθυμούμαι, όταν επί της Μαγνησίας κατεπολέμει τους Τούρκους• μόλις ηριθμούμεθα δισχίλιοι περί τον Παππούν και εναντίον ημών αλλεπάλληλα και ατελείωτα εφώρμων των απίστων τα στίφη εις το οροπέδιον των Τρικκέρων. 
Τέσσερας ημέρας διήρκεσεν η μάχη επί της αυτής πέτρας, ο Γέρων ασάλευτος ως η πέτρα αυτή και την σήμερον ακόμη δεικνύεται από τους εντρόμους κατοίκους ο τόπος εφ’ ου εκάθητο κατά την τετραήμερον εκείνην σφαγήν.16

Έκτοτε, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των Μακεδόνων αγωνιστών εγκαταστάθηκε στα νησιά των Βορείων Σποράδων, απ’ όπου επιδίδονταν σε πειρατικές επιδρομές εναντίον των παραλίων της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών.
Σκοπός τους δεν ήταν η κατατρομοκράτηση των εντόπιων πληθυσμών αλλά η συντήρηση των οικογενειών τους.
Ο Αναστάσιος γερο-Καρατάσος

Σημαντικοί οπλαρχηγοί, όπως ο περίφημος γερο-Καρατάσος, 
ο αχώριστος σύντροφος του Αγγελής Γάτσος, 
ο Μήτρος Λιακόπουλος, 
ο Μπίνος, 
οι Δουμπιώτες,
ο Αποστολάρας, 
οι Καλαμιδαίοι, 
οι Ζορμπαίοι και 
οι Συρόπουλοι συνιστούσαν μια ισχυρή και εμπειροπόλεμη ομάδα. 

Παρόλα αυτά δεν αξιοποιήθηκαν ως σώμα παρά μόνο σε λίγες περιστάσεις.17
 Η συνεισφορά τους στον Αγώνα περιορίστηκε στην υπεράσπιση των παραλίων της Θεσσαλίας και της Ευβοίας, καθώς ενδεχόμενες αποβάσεις των εχθρικών στρατευμάτων στα μέρη αυτά θα απειλούσαν την ασφάλεια των συγγενών τους στις Σποράδες.

Άλλωστε, από την αρχή της επανάστασης υπήρχε σαφής έλλειψη ενός οργανωμένου σχεδίου.
 Οι ενέργειες τους και οι κινήσεις των πολεμιστών καθορίζονταν από τις προσωπικές διαθέσεις των αρχηγών που εναλλάσσονταν στην ηγεσία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενίοτε από τις επιθυμίες του στρατεύματος και τις περισσότερες φορές από τις περιστάσεις.18

Ήταν επόμενο ότι καμία κυβέρνηση δεν είχε μεριμνήσει να τους συγκεντρώσει, να τους συγκρατήσει και να τους χρησιμοποιήσει συστηματικά στις εκστρατείες κατά του εχθρού. Τέτοια εγχειρήματα ήταν πέρα από τις δυνατότητες της κεντρικής εξουσίας, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια του Αγώνα. Κατά διαστήματα μόνο έστελνε τους αντιπροσώπους της για να τους οργανώσει στοιχειωδώς και να τους μεταφέρει σε διάφορες μεμονωμένες αποστολές.19

Η άθλια κατάστασή τους φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Κωλέττη, που εκείνη την περίοδο τελούσε έπαρχος στην Εύβοια.

Μετά τις άκαρπες προσπάθειες του να ανασυστήσει το στρατόπεδο στην Εύβοια, έγραφε αγανακτισμένος, στις 13 Αυγούστου του 1823, προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού:

«Έως τώρα δεν είδα στράτευμα μήτε ασυμφωνότατον, μήτε αναξιώτατον, μήτε αισχροκερδέστερον, μήτε αδικώτατον και αρπακτικώτατον από το στράτευμα των Ολυμπίων».20

Επίσης, ο Μιαούλης από τη Σκιάθο έγραφε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1823 προς προκρίτους της Ύδρας, ότι είχαν σταθεί αδύνατες οι παραινέσεις των ναυάρχων προς τους Ολυμπίους να τους μεταπείσουν να εκστρατεύσουν εκεί όπου υπήρχε ανάγκη: «Αυτοί τα παλαιά φ ρ ονή ματ α δ εν αλλάζουν, λαφυραγωγίαν μόνον και όχι δια κοινό όφελος [...] φρονήματα δεν αλλάζουν, λαφυραγωγίαν μόνον και όχι δια κοινό όφελος [...] Μανθάνουν ότι ο Οδυσσεύς εκστρατεύει δια την Εύριππον και δια τούτου δεν θέλουν ποτέ εκστρατεύσει δι’ εκεί υποπτευόμενοι δια τα πάθη των».21
Ακόμα, όμως, κι υπό αυτές τις συνθήκες οι Μακεδόνες των Σποράδων είχαν πολεμική συμμετοχή, έστω αποσπασματικά και σποραδικά.
Αξίζει να σημειωθεί, η αποστολή 1.200 περίπου από αυτούς, με κυβερνητική εντολή, στα Ψαρά, τον Ιούνιο του 1824, η ηρωική αντίσταση που επέδειξαν και η αυτοθυσία των 600 στρατιωτών, που ανατινάχθηκαν μαζί με τους αρχηγούς τους.

 Μετά την καταστροφή του νησιού και τη δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, οι Ολύμπιοιδιακήρυξαν ότι ήταν πρόθυμοι να σπεύσουν όπου τους είχε ανάγκη η πατρίδα.

Πράγματι, κατόπιν κυβερνητικής εντολής, τον Αύγουστο του 1824, αποβιβάστηκαν στην Ύδρα, για πρώτη φορά, προκειμένου να την εξασφαλίσουν από ενδεχόμενη απόβαση του εχθρού.

 Ένα χρόνο αργότερα, το 1825, μακεδονικά στρατεύματα στάλθηκαν για δεύτερη φορά στην Ύδρα, λόγω της φημολογούμενης επικείμενης απόβασης των Αιγυπτίων.

Εκεί συνάντησαν άλλους 540 συμπατριώτες τους, υπό την οδηγίαν του Μήτρου Λιακόπουλου, του Αποστολάρα και του Ιωάννη Παπά.Είναι γνωστή, επίσης, η γενναία παρουσία τους στις μάχες της Πελοποννήσου, στο Κρεμμύδι και στο Σχοινόλακκα αλλά και κατά την υπεράσπιση του Μεσολογγίου (1825-1826), όπου μαζί με τους ντόπιους και τους Ρουμελιώτες σχημάτισαν τη λεγόμενη «αθάνατη φρουρά».
Σημαντική, τέλος, ήταν η συνεργασία του Τόλιου Λάζου με τον Καλλέργη και η αποστολή τους στην Κρήτη ως επικεφαλής διακοσίων στρατιωτών.

Η πρώτη απόπειρα οργάνωσης των Μακεδόνων επιχειρήθηκε το 1826, όταν κάποιοι από τους πρόσφυγες που βρίσκονταν στη Νότια Ελλάδα, αποφάσισαν να συσπειρωθούν με τους Θεσσαλούς και να σχηματίσουν μια φάλαγγα. Στην πορεία προσχώρησαν σ’ αυτήν τα στρατιωτικά σώματα του Σέρβου Στέφου Νίβιτσα και των Θρακιωτών.
Περραιβός Χριστόφορος

Στην ουσία, δημιούργησαν μια στρατιωτική ένωση προσφύγων, που ονομάσθηκε «Μακεδονο-Θετταλό-Θρακικό Σώμα», αρχηγός του οποίου ανέλαβε ο Χριστόφορος Περραιβόςκαι υπαρχηγός ο Στέφος Νίβιτσα.Πήραν μέρος στην εκστρατεία που ανέλαβε ο Καραϊσκάκης στην Αττική, με μοναδική αμοιβή την τροφή και τα τσαρούχια τους.

Την ίδια περίοδο, στα τέλη του 1826, και η κυβέρνηση επιχείρησε οργανωμένα πλέον να αξιοποιήσει τους Μακεδόνες στρατιώτες. Γι’ αυτό έστειλε τον Κώλεττη στις Βόρειες Σποράδες για να τους συγκεντρώσει και να τους μεταφέρει στη Στερεά Ελλάδα, ώστε να πολεμήσουν για αντιπερισπασμό στο εσωτερικό της χώρας και συγκεκριμένα στην Αταλάντη, προκειμένου να απασχολήσουν τις τουρκικές δυνάμεις και να πετύχει η εκστρατεία του Καραϊσκάκη.

Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, στη φάλαγγα που σχηματίστηκε το 1826 πήρε μέρος και ο Σέρβος Στέφος Νίβιτσα με το «Σώμα των Σταυροφόρων».

Τη μονάδα αυτή, που είχε τεθεί στη διοίκηση του γάλλου φιλέλληνα Φαβιέρου, αποτελούσαν 250 άνδρες, Σέρβοι, Έλληνες κι άλλοι.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που βοηθούσαν τους Έλληνες, στον Αγώνα της εθνικής τους ανεξαρτησίας οι Βαλκάνιοι πολεμιστές. Μετά την αποτυχία του κινήματος στη Μολδοβλαχία εκατοντάδες σλαβόφωνοι πολεμιστές, πολλοί εκ των οποίων είχαν υπηρετήσει στο μισθοφορικό στρατό του Υψηλάντη, έσπευσαν στα επαναστατικά κέντρα της Νοτίου Ελλάδας και συνεργάστηκαν με τους Έλληνες.
Αναμείχθηκαν με όσους Σέρβους, Βούλγαρους κι άλλους Βαλκάνιους είχαν βρεθεί στην Ελλάδα ως αγωγιάτες ή υπηρέτες στα τουρκικά στρατεύματα και σταδιακά είχαν δραπετεύσει ή αιχμαλωτιστεί από τους Έλληνες αλλά και με όσους εθελοντές ή πρόσφυγες έφταναν διαδοχικά από διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ανατολής και των Βαλκανίων, ιδιαίτερα όμως από τη Ρωσία και τη Βεσσαραβία.24
Υπηρέτησαν στον Αγώνα σχηματίζοντας μεγάλες ή μικρές ομάδες άλλοτε ομοιογενείς κι άλλοτε ανάμεικτες με άλλους Βαλκάνιους ή Έλληνες.25
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα σώματα του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά, που περιλάμβαναν το σερβο-βουλγαρικό σώμα του αναφερθέντα Χατζηχρήστου Βούλγαρη, ο οποίος αρχικά υπηρετούσε υπό τον Χουρσίτ πασά.
Ακόμη στη χιλιαρχία του Κριεζιώτη η μια εκατονταρχία ανήκε στον Σέρβο Χρήστο Μπαϊρακτάρη, στην οποία υπηρετούσαν πολλοί Βούλγαροι και Αρβανίτες και το ίδιο στη χιλιαρχία του Ευθυμίου Στουρνάρη, που ήταν προσκολημμένη μια εκατονταρχία από Αρβανίτες, Τούρκους και «νεοφώτιστους» Χριστιανούς.26
Βέβαια, είναι αδύνατον να καθοριστεί με σαφήνεια ο ακριβής αριθμός των Βαλκάνιων ανδρών, αλλά σίγουρα ήταν εκατοντάδες κι όχι χιλιάδες, όπως διατείνονται πολλοί με στοιχεία που στηρίζονται στην υπερβολή και όχι σε αποδείξεις.27
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να εντοπίσει κανείς τους Μακεδόνες μέσα στην ευρύτερη αυτή βαλκανική ομάδα, ειδικά με τα σύγχρονα γεωγραφικά κριτήρια ορισμού της Μακεδονίας.
Το κύμα Μακεδόνων επήλυδων της πρώτης περιόδου (1821-1827) ολοκληρώθηκε με την προσέλευση ατόμων από τον ευρύτερο χώρο των κοινοτήτων της διασποράς. Αυτοί ήταν κυρίως διανοούμενοι, μορφωμένοι ακόμη και φοιτητές, που σπούδαζαν στα φημισμένα Πανεπιστήμια της εποχής και είχαν κάποιες γνώσεις στους τομείς της διοίκησης, του δικαίου και της διπλωματίας.

Την περίοδο εκείνη ήταν τόσο μεγάλη και αισθητή η έλλειψη μορφωμένων ανδρών, ώστε όσοι προσήλθαν στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν αμέσως για τη συγκρότηση και τη λειτουργία της νέας κρατικής μηχανής, δίπλα στους οπλαρχηγούς και στους πολιτικούς, ως γραμματείς ή σύμβουλοι. Διατήρησαν σημαντικές θέσεις στη δημόσια ζωή του τόπου έως τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα.28

Οι πρώτοι Έλληνες φοιτητές που κινητοποιήθηκαν ήταν αυτοί που έσπευσαν στη Μολδοβλαχία, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, για να καταταχθούν στον Ιερό Λόχο. 13 από αυτούς έφθασαν στις 23 Απριλίου 1821 στην Πράγα. Εκεί υποβλήθηκαν σε έλεγχο από τις αυστριακές αρχές, με αποτέλεσμα να σωθεί ο κατάλογος που φέρει τα ονόματά τους.29

Αναστάσιος Πολυζωίδης
Πρώτος στον κατάλογο αυτό είναι ο Μελενικιώτης, από την πλευρά της μητέρας του και Σερραίος από την πλευρά του πατέρα του, Αναστάσιος Πολυζωίδης. 

Έπειτα από μια περιπετειώδη διαδρομή -οι αυστριακές αρχές δεν του επέτρεψαν τη διέλευση έφτασε στο Μεσολόγγι και ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Έγινε μέλος του επιτελείο του κι από τη θέση αυτή προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Αγώνα μέχρι την εκλογή του Καποδίστρια. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, σε μια επιστολή του, τον χαρακτηρίζει ως «λογιώτατο υπάλληλο του Μαυροκορδάτου».30 Με την ιδιότητα του προσωπικού γραμματέα του προέδρου του Εκτελεστικού, τον ακολούθησε παντού, από τη συνέλευση της Επιδαύρου ως το Μεσολόγγι κατά την πρώτη πολιορκία.
 Καθ’ όλη τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων παρακολούθησε τα γεγονότα, χωρίς όμως να υπάρχουν ενδείξεις ότι πήρε μέρος σε αυτά ως πολεμιστής.
Τον επόμενο χρόνο (1823) στάλθηκε στο Λονδίνο, μαζί με τον Ορλάνδο και το Λουριώτη, ως μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας για τη σύναψη του πρώτου ελληνικού δανείου του Αγώνα.

Από εκεί επέστρεψε τον Απρίλιο του 1824 με την πρώτη δόση του δανείου, ενώ το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ανακηρύχθηκε «Πολίτης της Δυτικής Ελλάδας», από ευγνωμοσύνη για τις υπηρεσίες του. Η σημαντικότερη αποστολή του ήταν στη Μάλτα, το 1825, για να στρατολογήσει μισθοφόρους για την ενίσχυση του πολιορκημένου Μεσολογγίου, αλλά η βρετανική κυβέρνηση, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας, δεν επέτρεψε τη στρατολογία. Κατά καιρούς διορίσθηκε σε διάφορες διοικητικές επιτροπές, όπως στη «Διευθυντική Επιτροπή του Αιγαίου Πελάγους», στην οποία γραμματέας ήτανένας ακόμα Μακεδόνας λόγιος, ο Γεώργιος Χρυσίδης.

Το Μάιο του 1827 έφυγε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του, που τόσο επιθυμούσε. Επέστρεψε το 1830, εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και αναμείχθηκε ξανά με την πολιτική, αλλά αυτή τη φορά έχοντας μεγάλες προσδοκίες, γεγονός ίσως που τον οδήγησε στην απόρριψη τριών θέσεων που του προσέφερε διαδοχικά ο Καποδίστριας, ως άδικες και ταπεινωτικές για τις ικανότητες του.
Τοποθετήθηκε στην πρώτη γραμμή της αντιπολίτευσης μέσω της εφημερίδας του Απόλλων, της οποίας η έκδοση διακόπηκε μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Ευρύτερα γνωστός έγινε στα χρόνια του Όθωνα, ιδιαίτερα λόγω της στάσης που κράτησε μαζί με τον Τερτσέτη στη δίκη του Κολοκοτρώνη.31

Ανάλογη συμμετοχή στον Αγώνα είχε και ο αναφερθείς Γεώργιος Χρυσίδης από τον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Γνωστός λόγιος και πολιτικός της εποχής διετέλεσε γραμματέας σε διάφορες επιτροπές της Επανάστασης, ενώ συνέχισε και αργότερα τη δράση του στο χώρο της πολιτικής.32

Άλλη σπουδαία προσωπικότητα εκ Μακεδονίας ήταν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, υπουργός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών επί Όθωνα, ο Θεσσαλονικιός Ανδρόνικος Πάϊκος,που εκτός από την αγορά πολεμοφοδίων και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα με δικά του έξοδα, πρόσφερε επίσης και πολεμική υπηρεσία δίπλα στον Υψηλάντη.33

 Επίσης, αξίζει να αναφερθεί κι ο επιφανής κληρικός από την Εράτυρα Κοζάνης,Θεοφάνης Σιατιστεύς

Πτυχιούχος της περιώνυμης Ακαδημίας των Κυδωνιών, έφτασε στο Άγιο Όρος από τις αρχές του 1821, όπου συνάντησε το παλιό οικογενειακό του φίλο τουΕμμανουήλ Παππά. 
Εμμανουήλ Παπάς

Πήρε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Χαλκιδική και ως απλός πολεμιστής αλλάκαι ως γραμματέας του Παππά.

Στη συνέχεια, κατέβηκε στην Πελοπόννησο και συνεργάστηκε με τους Μακεδόνες που βρίσκονταν εκεί, στις πολεμικές επιχειρήσεις. Για ένα χρονικό διάστημα, έζησε στις Σπέτσες και διετέλεσε γραμματέας του πλοιάρχου Γεωργίου Ανδρούτσου.34

 Τέλος, σημαντική ήταν και η συμβολή των γιων του ίδιου τουΕμμανουήλ Παπά.

 Ένας από αυτούς, ο Ιωάννης, σκοτώθηκε το 1825 στο Μανιάκι, όπου μαχόταν υπό τον Παπαφλέσσα.
 Ο μεγαλύτερος, ο Αθανάσιος,αιχμαλωτίστηκε στην Αταλάντη το 1827, όπου πολεμούσε στο πλευρό του Αγγελή Γάτσου, και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα.
Την ίδια χρονιά βρήκε το θάνατο και ο Νικόλαος στο Καματερό, όπου αγωνίζονταν με τον Καραϊσκάκη.

Ο δευτερότοκος Αναστάσηςπήρε μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου μαζί με άλλους Μακεδόνες και ήταν ο μοναδικός από την οικογένεια που σώθηκε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της, τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια που ζούσαν στις Σέρρες.35

Νέες μαζικές προσελεύσεις ετεροχθόνων πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεύτερη φάση του Αγώνα, που σηματοδοτείται από τον ερχομό του Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις αρχές Ιανουαρίου του 1828.

 Είχαν συμπληρωθεί σχεδόν επτά χρόνια από την έναρξη της επανάστασης, ο πόλεμος συνεχιζόταν, ενώ η αναρχία κυριαρχούσε. Οι ελπίδες για τη συγκρότηση κράτους ήταν διάχυτες παντού και προμήνυαν την έναρξη μιας νέας εποχής.
Ίσως αυτές οι προσδοκίες ήταν που προκάλεσαν το ενδιαφέρον των «καλαμαράδων», όπως αποκαλούσαν τους λόγιους, και άρχισαν να συρρέουν ο ένας μετά τον άλλον στην Αίγινα, από όλη την Ευρώπη και τα Επτάνησα.
 Στην πλειοψηφία τους ήταν φίλοι και γνωστοί του κυβερνήτη και των αδελφών του, που αποζητούσαν μια θέση στο δημόσιο. Μάλιστα ειρωνικά τους αποκαλούσαν οι «εκ των Εικοσιοχτώ» από το έτος προσέλευσης τους στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης περιγράφει την εικόνα πολύ παραστατικά σε σημείωση των απομνημονευμάτων του Κασομούλη:

Με την άφιξιν του Βιέρου και Γιαννετά, αρχίσαντες να συρρέουν και να φαίνονται πλήθος λογίων Ελλήνων και φιλελλήνων φραγκοφορεμένων με συστατικά από διαφόρους φίλους των Καποδιστριακών εν Μασσαλία, Παρισίοις, Βιέννα, Τριέστι, Λιβόρνο και με εν βρακί και πανταλόνι επαγγελλόμενοι άλλος τον ιατρόν, άλλος τον νομικόν και άλλοις άλλας διαφόρους επιστήμας, επαρουσιάζοντο καθημερινώς δια να λάβουν δημοσίας θέσεις [...] εγέμισαν τα δημόσια γραφεία από παντός είδος υπαλληλίσκους, οίτινες ούτε εγνώριζον κανέναν, ούτε τους εγνώριζε κανείς [...] εγιόμωσαν λοιπόν εν ακαρεί τα υπουργεία, τα διοικητήρια, αι αστυνομικαί αρχαί από νεανίσκους νεήλυδας κηφήνας».36

Τότε ήρθαν και τρεις Μακεδόνες λόγιοι.

Ο Μακεδόνας
Γεώργιος Λαζάνης
Ο Κοζανίτης Γεώργιος Λασσάνης, γνωστός από τη θητεία του στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που είχε μόλις αποφυλακισθεί από τους Αυστριακούς, υπηρέτησε στο πλευρό του Δημητρίου Υψηλάντη.

Όταν έφτασε στην Αίγινα ο Καποδίστριας, ο οποίος τον γνώριζε από τη Ρωσία, τον διόρισε αμέσως Στρατοπεδάρχη της Ανατολικής Ελλάδας.

Με αυτή την ιδιότητα συμμετείχε στις μάχες που ακολούθησαν έως την τελική εκκαθάριση της χώρας από τα υπολείμματα του τουρκικού στρατού.

Με τη διαθήκη του ίδρυσε τον «Λασσάνειο δραματικό διαγωνισμό», το 1889, με τον οποίο βραβεύτηκαν διάφορα θεατρικά έργα πατριωτικού περιεχομένου.37

Ο Γεώργιος Αθανασίου, γεννημένος στο Βουκουρέστι,έφτασε στην Ελλάδα το 1827, σε ηλικία 25 ετών, αφού προηγουμένως είχε σπουδάσει στο Βουκουρέστι, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Το 1828 έγινε μέλος της επιτροπής του «Αντιθαλασσίου Δικαστηρίου» και το 1830 πρόεδρος του δικαστηρίου Βορείων Σποράδων. Στα χρόνια της Αντιβασιλείας, με νομικές σπουδές, ανέλαβε διάφορες υπεύθυνες θέσεις στον τομέα της δικαιοσύνης, διετέλεσε, μάλιστα, και αρεοπαγίτης.38

Τέλος, ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης, οικονομολόγος με καταγωγή από την Έδεσσα,γεννημένος στη Βιέννη από γερμανίδα μητέρα, έφτασε στην Αίγινα το 1828. Διετέλεσε έφορος επί των στρατιωτικών και ναυτικών γραμματείας της επικρατείας και μέλος της πολιτειογραφικής επιτροπής.39
Και οι τρεις θα μας απασχολήσουν αργότερα, κατά την εξέταση της οθωνικής περιόδου.

Βασική μέριμνα του Καποδίστρια υπήρξε εξαρχής η επιβολή δραστικών μέτρων για την οργάνωση τακτικού στρατού.
 Για να καμφθούν όλες οι εστίες αντίστασης των Οθωμανών, έπρεπε να συσπειρωθούν όλες οι μικρές ομάδες ενόπλων που στρατοπέδευαν ανά την Ελλάδα. Απώτερος στόχος του Κυβερνήτη ήταν η σταδιακή ένταξή τους σε ημιτακτικούς σχηματισμούς ελεγχόμενους από το κράτος, η μείωση του αριθμού των αξιωματικών και η αξιοποίησή τους στις επόμενες μάχες. Η υλοποίηση αυτού του στόχου, επιτεύχθηκε σε δύο στάδια, πρώτον με τη συγκέντρωση όλων των άτακτων αγωνιστών στην περιοχή της Επιδαύρου και δεύτερον με τη συγκρότησή τους σε Χιλιαρχίες.40

Σύμφωνα με την αυτήν τη γραμμή, στάλθηκε ο ελληνικός στόλος υπό τον ναύαρχο Μιαούλη στις Βόρειες Σποράδες, για να μεταφέρει στην Ελευσίνα τα μακεδονοθεσσαλικά στρατεύματα, που μετά την εκστρατεία της Αταλάντης είχαν επιστρέψει ξανά στο εκεί καταφύγιο τους. Με αυτή την κίνηση, ο Καποδίστριας αξιοποίησε τους Μακεδόνες πολεμιστές,άνδρες νέους, με απαράμιλλη ανδρεία και μαχητική ικανότητα αλλά και περιόρισε την ανεξέλεγκτη πειρατεία που ταλάνιζε την ευρύτερη περιοχή.

Βέβαια, η σύσταση της χιλιαρχίας τους αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.
Δημιούργησε αντιπαλότητες, αψιμαχίες και εσωτερικό ανταγωνισμό στους Μακεδόνες, διότι επρόκειτο για άνδρες που πολεμούσαν περιοδικά ως άτακτοι, με προϋπηρεσία στον αρματολισμό, απείθαρχους και αλαζονικούς, αλλά προπάντων ισάξιους.

Αρνούνταν πεισματικά να παραδεχθούν ότι ανάμεσα τους υπήρχαν πολεμιστές, που είχαν διακριθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διεκδικήσουν ανώτατα αξιώματα στην ιεραρχία της χιλιαρχίας.
Εξαιρούνταν, φυσικά, ο γερό-Καρατάσοςκαι ο Αγγελής Γάτσος, που έχαιραν το σεβασμό και την εκτίμηση όλων των συμπατριωτών τους, αλλά απορρίφθηκαν λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους.41
Τελικά επικεφαλής ορίστηκε ο Τόλιος Λάζου,«όχι για τα μεγάλα στρατιωτικά προτερήματα του, αλλά ως γόνος της λαμπράς οικογενείας των Λαζαίων, άνθρωπος πράος, υπομονετικός, γλυκύς, ήξερε λίγα γράμματα και ήταν γνωστός του Υψηλάντη».42

Τσάμης Καρατάσος
Το σώμα που σχηματίστηκε ονομάσθηκε «Μακεδονική Αρχηγία» κι όχι χιλιαρχία, προκειμένου να παύσουν οι αντιδράσεις και οι διαμαρτυρίες των υπολοίπων οπλαρχηγών, που θεωρούσαν ότι είχαν αδικηθεί, και, με την παρότρυνση και την υποστήριξη των δύο επιφανών ηλικιωμένων αρχηγών, απαιτούσαν να ενταχθούν στο νέο στρατιωτικό σχηματισμό. Έτσι λοιπόν, προς ικανοποίηση του αιτήματός τους, συστήθηκε μια δεύτερη «Αρχηγία», ανεξάρτητη από την προηγούμενη, αποτελούμενη από τρεις εκατονταρχίες και διοικητή τον Τσάμη Καρατάσο, γιο του γέρου.43

 Όσοι απέμειναν εντάχθηκαν σταδιακά στις υπόλοιπες χιλιαρχίες ή επέστρεψαν στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο ή ακόμα και στους τόπους καταγωγής τους.
Η επιστροφή των Θεσσαλομακεδόνων στους τόπους καταγωγής τους, δεν ήταν τυχαία επιλογή.

Από το Νοέμβριο του 1827 οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να προκαλέσουν εξέγερση στον Όλυμπο και στα Πιέρια.

Το 1828 οι πληρεξούσιοι των Ολυμπίων κατέβηκαν στην Ελλάδα και ήρθαν σε επαφή με τον Κυβερνήτη, εξέθεσαν τα αιτήματα τους και ζήτησαν τη συνδρομή του.
Επιδίωκαν να εξασφαλίσουν την υλική και ηθική αρωγή του Καποδίστρια και των μεγάλων δυνάμεων, με σκοπό να απελευθερώσουν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και να τις ενσωματώσουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ενόψει των διαπραγματεύσεων, που θα καθόριζαν τα σύνορα του κράτους, και της τελικής συνθήκης, που θα σφράγιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις.44

Μετά την οργάνωση των Χιλιαρχιών οι διακεκριμένοι αρχηγοί Διαμαντής και Κώστας Νικολάου, Τόλιος Λάζος, Γεώργιος Συρόπουλος, Χοντρογιάννης, Λιάκος Γεωργίου και Θαλασσινός εξόπλισαν στρατιωτικά σώματα και ανέβηκαν στον Όλυμπο, με την ελπίδα να αναζωπυρώσουν τον πόλεμο 45 Στη Μακεδονία βρισκόταν ήδη καιο Τσάμης Καρατάσος,που με την άδεια των Οθωμανών είχε αναλάβει αρματολός στην περιοχή της Βέροιας.46

Ωστόσο, οι εξελίξεις στη νότια Ελλάδα δεν ευνοούσαν πλέον νέες επαναστατικές ενέργειες.
 Ο Καποδίστριας με επιστολή του προς τους «εν Ολύμπω οπλαρχηγούς», το Μάιο του 1829,τους συμβούλευσε να παραμείνουν ήσυχοι, ενώ, από την άλλη, τους επισήμανε πως, όταν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία, η ελληνική κυβέρνηση θα έκανε ό,τι μπορούσε για να τους απελευθερώσει.47

Στα τέλη του 1830, η κατάσταση στη Μακεδονία χειροτέρεψε, όταν οι Οθωμανοί στράφηκαν εναντίον των αρματολών στην προσπάθειά τους να διαφυλάξουν την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας.
Την επικινδυνότητα της κατάστασης περιγράφει ο πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, ο Άγγελος Μουστοξύδης, στις 11 Δεκεμβρίου 1830 με έκθεση του προς τον Καποδίστρια, όπου τον ενημερώνει ότι οι Οθωμανοί συγκεντρώνουν στρατεύματα εναντίον του Καρατάσου και του Διαμαντή στη Βέροιακαι του καπετάν Αναστάση στη Χαλκιδική. 

Ακολούθησαν δολοφονίες γνωστών αρματολών, εκτελέσεις χωρικών, λεηλασίες χωριών και τελικά οι καπετάνιοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να σωθούν, με τη μεσολάβηση του Μουστοξύδη 48
 Για ακόμα μια φορά, οι περισσότεροι αναζήτησαν άσυλο στο γνωστό καταφύγιο τους, τα νησιά των Σποράδων, όπου βρίσκονταν και τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους.
Εκεί επέστρεψαν τα αδέλφια Διαμαντής, Κώστας και Χαρίσης Νικολάουμε τις οικογένειες τους και 32 συντρόφους τους, ο Μιχάλης Πιτσάβας, αρματολός του Πλαταμώνα, ο Δήμος Τζαχίλας, αρματολός της Ραψάνης, ο Καρακώστας και ο Γιωργάκης Κοτούλας.

Μαζί με τους συντρόφους και τις οικογένειες τους ξεπερνούσαν συνολικά τα 150 άτομα.49
Τα νησιά των Βορείων Σποράδων αποτελούσαν ανέκαθεν προσφιλή τόπο μετανάστευσης των Μακεδόνων κλεφτών και αρματολών, όποτε καταδιώκονταν.

 Εκεί κατέφυγαν οι Χαλκιδικιώτες, αλλά και οι Ναουσσαίοι και οι Ολύμπιοι, όταν καταπνίχθηκαν τα κινήματα τους.

Σύμφωνα με τον Pouqueville, μόνον από τη χερσόνησο του Άθω, είχαν αναχωρήσει περίπου 5.000 ή 6.000 γυναικόπαιδα και γέροντες, που είχαν βρει εκεί άσυλο. Μαζί τους είχαν πάρει ιερά σκεύη, λείψανα και άλλα κειμήλια μοναστηριών και εκκλησιών.50

Για μερικούς, όμως, από τους Μακεδόνες πρόσφυγες οι Βόρειες Σποράδες δεν ήταν το τέρμα του ταξιδιού τους. Από εκεί σκορπίστηκαν και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.

Ο φιλέλληνας Maxim Raybaud, όταν περνούσε από τη Κέα, συνάντησε εκεί πολλούς πρόσφυγες από την Κασσάνδρα και πληροφορήθηκε την καταστολή της επανάστασής τους:

«Είχον φθάσει εκεί μόλις προ ολίγου μετά πολλά περιπετειώδη από νήσον εις νήσον. Διετήρουν ακόμη εις την έκφρασιν των σημεία της φρικτής αγωνίας και τον τρόμο, τον οποίον εδοκίμασαν, και επίστευον ότι ήσαν οι μόνοι, οι οποίοι εσώθησαν εκ της καταστροφής». 

Πολλοί Αγιορείτες μοναχοί βρέθηκαν στα νησιά Ύδρα και Πόρο, μεταφέροντας μαζί τους πολλά αργυρά και χρυσά σκεύη.51

Τις Βόρειες Σποράδες επέλεξαν ως προορισμό τους και οι πρόσφυγες της Θεσσαλίας, με αποτέλεσμα οι συνθήκες διαβίωσης εκεί να αλλάξουν ριζικά. Στην προσπάθειά τους να στεγάσουν και να προφυλάξουν τις οικογένειές τους, όλοι οι εκπατρισμένοι επιβάλλονταν με βίαιο τρόπο.

Η ένδεια, η έλλειψη τροφής και η απόγνωση τους οδηγούσε στη λεηλασία, την πειρατεία και την αρπαγή των περιουσίων των εντοπίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, αντιδρούσαν οργισμένα• συχνά μάλιστα προτιμούσαν τους οθωμανούς κυριάρχους, καθώς τους εξασφάλιζαν ηρεμία και ησυχία.52
Όλα αυτά δημιουργούσαν μεγάλη κοινωνική αναταραχή και αναρχία, που πολλές φορές είχε τόσο δυσάρεστα επακόλουθα, ώστε οι πρόσφυγες να μετακινούνται σε νέο τόπο διαμονής ή να επιστρέφουν στις πατρίδες τους.

 Άλλωστε οι Οθωμανοί, για τους δικούς τους λόγους, σε αρκετές περιπτώσεις, έδειχναν επιεική συμπεριφορά. Γι’ αυτό και δέχθηκαν να ξαναπάρουν τα αρματολίκια τους οΔήμος Τζαχίλας, ο Μιχάλης Πιτσάβας και οι σύντροφοι του Διαμαντή.53

Η εικόνα της απελευθερωμένης Ελλάδας εκείνη την περίοδο είναι εξίσου απελπιστική. Η επανάσταση είχε πλέον τελειώσει, οι περισσότερες πόλεις και τα χωριά ήταν κατεστραμμένα, υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών, η φτώχεια, οι επιδημίες και ο υποσιτισμός θέριζαν τον πληθυσμό.

Οι αγωνιστές, ανεπάγγελτοι πλέον και χωρίς πόρους, ανέμεναν από την κυβέρνηση να τους παραχωρήσει ένα κομμάτι γης, να τους συνταξιοδοτήσει ή να τους απασχολήσει κάπου.

Ήταν άνδρες που είχαν γαλουχηθεί στη στρατιωτική ζωή και στον ελεύθερο βίο των βουνών, πλήρως ακατάλληλοι για τη γεωργία.
 Μερικοί από αυτούς κατατάχθηκαν στους νέους στρατιωτικούς σχηματισμούς που προσπάθησε να οργανώσει ο Καποδίστριας, προκειμένου να ελέγξει ένα μέρος των ενόπλων άτακτων.

Τα «Ελαφρά Τάγματα» τα επάνδρωσαν κυρίως οι Σουλιώτες, το «Ταξιαρχικό Σώμα» απορρόφησε 392 αξιωματικούς και 96 στρατιώτες και το «Τυπικό Τάγμα» επανδρώθηκε από 150 άνδρες. Μάλιστα, το τελευταίο σώμα συστήθηκε με τις προδιαγραφές πρότυπης μονάδας που θα εκπαίδευε αξιωματικούς από τους άτακτους, έτσι ώστε να οργανώσουν και τους υπολοίπους συντρόφους τους.

Η προσπάθεια, λοιπόν, του Καποδίστρια να συστήσει ένα στρατιωτικό σύστημα πλήρως ελεγχόμενο από το κράτος και τον ίδιο, είχε ως αποτέλεσμα την επιστράτευση λίγων πολεμιστών και τον παραγκωνισμό πολλών «επικίνδυνων» οπλαρχηγών, που πιθανόν να του στέκονταν εμπόδιο στην επιβολή της συγκεντρωτικής εξουσίας, με την οποία ήθελε να κυβερνήσει. Ήταν ένας τρόπος να αποδυναμώσει το πελατειακό κύκλωμα των ενόπλων που στήριζαν τη δύναμη τους στους αρχηγούς και στους πολιτικούς που είχαν αναδειχθεί στον Αγώνα.54

Στα παραπάνω στρατιωτικά σώματα αναζήτησαν διέξοδο από τα προβλήματα τους μερικοί μόνον Μακεδόνες.

Νικόλαος Κασομούλης
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί οΝικόλαος Κασομούλης, ο οποίος το 1822, μετά την επανάσταση της Μακεδονίας, έφυγε στον Ασπροπόταμο.
 Υπηρέτησε στο πλευρό του γνωστού αρματολού Νικολάου Στορνάρη ως απλός γραμματικός και πολλές φορές ως «μπουλουξής» Μακεδόνων και άλλων ανδρών.
Με αυτές τις αρμοδιότητες έλαβε μέρος σε αρκετές εκστρατείες και σε εμπιστευτικές αποστολές. Διορίστηκε από τον Καποδίστρια εκατόνταρχος της Β'χιλιαρχίας, εντάχθηκε στα «Ελαφρά Τάγματα» ως Λοχαγός και διατηρήθηκε στο στρατό από την κυβέρνηση του Όθωνα.55

Επίσης, οΝικόλαος Χατηριάδηςαπό τη Μοσχόπολη, που είχε υπηρετήσει στα άτακτα στρατεύματα από το Νοέμβριο του 1825 υπό τον Κίτσο Τζαβέλα, το Μάρτιο του 1828 διορίστηκε εκατόνταρχος στην Α'χιλιαρχία και το 1830 κατατάχθηκε στο «Τυπικό Σώμα» ως Λοχαγός.56

Από τη Θεσσαλονίκη κατάγονταν 
ο Γρηγόρης Γούσιος, με θητεία 11 μηνών το 1826 στο ατμοκίνητο «Καρτερία»,57 
ο Δημήτριος Δαρδαγάνης,58 και 
ο Θεόδωρος Αγγελάκης.59 

Μακεδόνες, επίσης, ήταν ο μαθητής της Στρατιωτικής Σχολής που ιδρύθηκε το 1828 στο Ναύπλιο, Νικόλαος Αγγελίδης.

 Κατατάχθηκε τον Οκτώβρη του 1832 στο 2ο τάγμα του πεζικού ως Λοχίας,60 ενώ ο Ιωάννης Αντώνοβιτς, που είχε φοιτήσει στη Βαυαρική Στρατιωτική Σχολή, κατατάχθηκε στο Ελληνικό Πυροβολικό ως Ανθυπολοχαγός.61

Όλοι τους είχαν προσφέρει υπηρεσίες στον Αγώνα, γι’ αυτό κι η επιλογή τους να ενταχθούν στον τακτικό στρατό ήταν ίσως η μοναδική λύση για να ορθοποδήσουν οικονομικά. Προφανώς αυτός να ήταν κι ο λόγος που δεν αποστρατεύθηκαν κατά την οθωνική περίοδο, αλλά εξακολούθησαν να εργάζονται σε αυτόν τον επαγγελματικό χώρο.

Στο μεταξύ, το 1831 ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε και η κεντρική εξουσία κατέρρευσε.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1832 ξεσπούσαν εμφύλιες συγκρούσεις που διατάραζαν τις σχέσεις μεταξύ των άτακτων. Τα εσωτερικά, πολιτικά και οικονομικά εμπόδια έμοιαζαν ανυπέρβλητα και οι προϋποθέσεις για να ξεπεραστούν ανεπαρκείς έως ανύπαρκτες.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του χάους και της αποσύνθεσης, εκλέχθηκε ο νεαρός Όθωνας, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833. Το έργο της αντιβασιλείας του ήταν εξαιρετικά δύσκολο σε όλους τους τομείς. Βασικό μέλημά της ήταν εξαρχής η εξασφάλιση της τάξης, για την οποία θα μεριμνούσε ένας βαυαρικός στρατός 5.000 οπλιτών, εκπαιδευμένων και οπλισμένων κατά τα δυτικά πρότυπα. Θεωρητικά, προβλεπόταν να ενσωματωθούν σε αυτόν και 2.000 πολεμιστές του ελληνικού στρατού, άτακτοι και εθελοντές, πρόβλεψη που δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί.
 Ο χαμηλός μισθός, η στολή, ο οπλισμός, η επιβεβλημένη πειθαρχία και η ιεραρχία ήταν αντικειμενικοί παράγοντες που απέτρεπαν όσους θα επιθυμούσαν καταρχήν να καταταχθούν.62

Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός, ότι από τους εκατοντάδες Μακεδόνες πολεμιστές, όπως φαίνεται από τα επίσημα Προσωπικά Μητρώα Αξιωματικών του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχθηκαν μόνο τρεις:
ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος από τη Θεσσαλονίκη, στο ιππικό, 
ο Κοζανίτης Γεώργιος Νανίδης στο πυροβολικό και 
ο Ολύμπιος Ιωάννης από το Λιτόχωρο, ο γιατρός της«Μακεδονικής Αρχηγίας», ως γιατρός στην εφεδρεία του ιππικού.63 Αργότερα διετέλεσε και καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο.

Τα νέα στρατιωτικά μέτρα της Αντιβασιλείας, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσαν την αντίδραση των ανδρών, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η καθολική αποστράτευση τους. Χιλιάδες αγωνιστές βρέθηκαν χωρίς απασχόληση και προτίμησαν να επιστρέψουν στον πρότερο παράνομο βίο τους, τη ληστεία, που από το 1833 κι εξής πήρε απειλητικές διαστάσεις.
Μάλιστα πολλοί Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και Μακεδόνες, μη έχοντας κανέναν άλλο δεσμό με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ούτε καν τόπο εγκατάστασης, επανήλθαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.

Στην πορεία έγιναν κι άλλες προσπάθειες να ληφθούν μέτρα για την απασχόληση των παλαίμαχων αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1833 συστήθηκε η Χωροφυλακή και δημιουργήθηκαν 1.200 θέσεις εργασίας με μισθό υψηλότερο του στρατού.
 Εξαιτίας της επιφυλακτικότητας και της δυσπιστίας των ανδρών, καταλήφθηκαν μόνον οκτακόσιες περίπου θέσεις και μάλιστα από τους πιο επιφανείς αγωνιστές.65

 Ανάμεσα σε αυτούς και τρεις τουλάχιστον Μακεδόνες: 
ο Δημήτριος Τζίνος, 
ο Παντελής Δημητρίου και 
ο Παναγιώτης Χονδροδημόπουλος.66 

Το Σεπτέμβριο του 1835 ιδρύθηκε η «Βασιλική Φάλαγγα».
Ουσιαστικά ήταν ένα τιμητικό σώμα συνταξιοδότησης, για να απορροφηθούν κάποιοι από τους δυσαρεστημένους οπλαρχηγούς των άτακτων σωμάτων με την προοπτική της παροχής μικρής οικονομικής βοήθειας, έναντι των υπηρεσιών τους στον Αγώνα και λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους.67
Με στρατιωτική διαταγή στις 25 Απριλίου 1836 ανακοινώθηκε ο διορισμός οκτακοσίων ανδρών στη Φάλαγγα, κατανεμημένων σε 13 τετραρχίες, με ανώτερους τους βαθμούς του λοχαγού, του υπολοχαγού και του ανθυπολοχαγού.

Σε αυτές ως υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί υπηρετούσαν
 και οι εξής Μακεδόνες οπλαρχηγοί: 

στη 1η τετραρχία Λαμίας ο Διαμαντής Ολύμπιος με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, 
στην 5η τετραρχία Μεσολογγίου ο Λιόλιος Ξηρολιβαδίτηςως υπολοχαγός, 
στην 7η τετραρχία Θηβών ως ανθυπολοχαγοίο Τόλιος Νικολάου και ο Τσάμης Καρατάσοςκαι
στην 13η τετραρχία Χαλκίδας ο Κωνσταντίνος Δουμπιώτηςμε το βαθμό του ανθυπολοχαγού.

Σε αντίθεση με τους καπετάνιους, για τους Μακεδόνες ετερόχθονες λόγιους, που έφτασαν στην Ελλάδα τα χρόνια αυτά, οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα ήταν πολύ ευνοϊκότερες, αφού τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις στην κυβέρνηση και στη δημόσια διοίκηση τόσο από την Αντιβασιλεία, όσο και από τον ίδιο τον Όθωνα αργότερα. Ειδικά επί βασιλείας οι αφίξεις πύκνωσαν.

Τότε εγκαταστάθηκαν οι Μακεδόνες 
Θεόδωρος Μανούσης, 
ο Κωνσταντίνος Δόσιος, 
ο Παναγιώτης Παπαναούμ και
 ο εκδότης Κωνσταντίνος Γκαρμπολάς.

Ο Θεόδωρος Μανούσης καταγόταν από τη Σιάτιστα αλλά από μικρός μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, όπου σπούδασε πολλά αντικείμενα μεταξύ των οποίων, γερμανική και ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Ιατρική.
Είχε έρθει στην Ελλάδα νωρίτερα και το 1831 πήρε μέρος ενεργά στον αγώνα κατά του Καποδιστρία.
Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση τον οδήγησε πίσω στη Βιέννη απ’ όπου επανήλθε οριστικά το 183 4.69
Το ίδιο έτος ήρθε και ο Κωνσταντίνος Δόσιος, με καταγωγή από τη Βλάστη,που είχε σπουδάσει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες70 καθώς καιο Καστοριανός Παναγιώτης Παπαναούμ.
Ο δεύτερος, ανθυπολοχαγός του μηχανικού, βαθμός που είχε αποκτήσει κατά τη θητεία του στον πρωσικό στρατό, είχε μεγαλώσει από μικρός στη Λειψία.
Εκεί σπούδασε και γνώρισε αρκετούς Έλληνες, ανάμεσά τους και πολλούς Μακεδόνες, όπως τον Δαμιανό Γεωργίου, μετέπειτα καθηγητή του Οθωνικού Πανεπιστημίου και τον ήδη αναφερθέντα Ιωάννη Ολύμπιο.71

Την ίδια εποχή συγκροτήθηκε μια ακόμη ομάδα επήλυδων Μακεδόνων, αυτή των φοιτητών, που έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο.
Το οθωνικό πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1837 και πολύ γρήγορα απέκτησε ευρεία απήχηση.

 Η προσέλευση των νέων από τις επαρχίες της Μακεδονίας από την πρώτη στιγμή ήταν μεγάλη.

 Το ενδιαφέρον τους, ωστόσο, άρχισε να αυξάνεται ακόμη περισσότερο από το 1850 και έπειτα. Σε αυτό συνέβαλαν όλες οι πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον έξω ελληνισμό, αλλά και στα διάφορα κληροδοτήματα που θεσμοθετήθηκαν κατά καιρούς.

Οι Μακεδόνες φοιτητές που γράφτηκαν στο Πανεπιστήμιο από το 1837 έως το 1866, ανέρχονταν σε 172, ενώ ως το 1890 τετραπλασιάστηκαν και έφτασαν τους 710.

Από τους 172 η πλειοψηφία δήλωσε ως τόπο καταγωγής απλώς τη Μακεδονία, ενώ μεγάλο ποσοστό προερχόταν από τις πόλεις της Θεσσαλονίκης και των Σερρών.

 Με μικρότερη συμμετοχή ακολουθούσαν οι πόλεις Αχρίδα, Κοζάνη, Μοναστήρι, Σιάτιστα και Καστοριά.
 Οι αναλογίες των φοιτητών θα αλλάξουν στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα από το 1870 και εξής, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στα Βαλκάνια.72

Χαρακτηριστικό επίσης ήταν το γεγονός, ότι την ίδια περίοδο, πολλοί βουλγαρόφωνοι μαθητέςπου φοιτούσαν στη σχολή του Καΐρη στην Άνδρο, όταν έκλεισε η σχολή, ήρθαν στην Αθήνα και συνέχισαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο, ενώδεν ήταν λίγα τα παιδιά των βουλγαρόφωνων πολεμιστών που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία.

 Πολλοί από αυτούς αργότερα αποτέλεσαν μέλη διαφόρων συλλόγων και εταιρειών, που, σε συνεργασία με τους Έλληνες, είχαν σκοπό την απελευθέρωση όλων των Χριστιανών των Βαλκανίων.

Κάποιες από τις εταιρείες που σύμπηξαν ήταν η «Σλοβενοβουλγαρική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», η «Μακεδονική Εταιρεία» και η ένωση των «Θρακο-Σλαβιάνων»,73 που συστήθηκε το 1843 με σκοπό να εκλέξουν πληρεξούσιο για την Εθνοσυνέλευση ή να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη κοινότητα.

Η μόρφωση και οι πλούσιες εμπειρίες των λογίων Μακεδόνων από τη διαμονή τους στο εξωτερικό (όπως και των πτυχιούχων Μακεδόνων τα επόμενα χρόνια), τους βοήθησαν να διοριστούν σε σημαντικές θέσεις και να ενσωματωθούν αμέσως στην ελληνική κοινωνία.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η παρουσία και η σταδιοδρομία των λόγιων στη δημόσια ζωή του τόπου, θα καθορίσει το μέλλον και την τύχη των υπολοίπων Μακεδόνων, διότι όλοι τους εξελίχθηκαν σε γνωστές και ισχυρές προσωπικότητες της εποχής, άτομα ικανά και δραστήρια στο στενό περιβάλλον του Όθωνα. Ο καθένας από τη θέση του και με τον τρόπο του είχε τη δυνατότητα να ασκεί πιέσεις στις αρμόδιες υπηρεσίες για να γνωστοποιεί τα αιτήματα των συμπατριωτών του και να διεκδικεί τα δικαιώματα τους.

 Ουσιαστικά αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο κυβέρνησης-Μακεδόνων.

Άλλωστε χάρη στη δική τους πρωτοβουλία και στις συντονισμένες ενέργειες ιδρύθηκε ο συνοικισμός των Μακεδόνων προσφύγων.

Ήδη από το 1832,
ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, 
ο Γεώργιος Χρυσίδης, 
ο Θεοφάνης Σιατιστεύς,
 ο Γεώργιος Αθανασίου, και 
ο Παναγιώτης Ναούμ, 

Παναγιώτης Ναούμ
βλέποντας ότι οι προσπάθειες τους δεν καρποφορούσαν, συγκρότησαν επιτροπή για να χειριστεί την εγκατάσταση των Μακεδόνων αγωνιστών σε μια περιοχή του ανεξάρτητου κράτους, κατά προτίμηση της Στερεάς Ελλάδας, για την απελευθέρωση της οποίας είχαν θυσιαστεί.74

Η «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή», όπως ονομάστηκε, επιδίωξε από την πρώτη στιγμή να εξασφαλίσει με τους σωστούς χειρισμούς και τις κατάλληλες συνεργασίες, όσον το δυνατόν μεγαλύτερα προνόμια, ενώ με προσεκτική έρευνα προσπάθησε να βρει την ιδανικότερη τοποθεσία για τη σύσταση του συνοικισμού.

Από πολύ νωρίς έστρεψε την προσοχή της στην περιοχή της Αταλάντης, όπως φαίνεται μέσα από το έγγραφο του Μιχαήλ Θεοχάρη, Μακεδόνα αγωνιστή:

«... το 1833 επήγα μετά του αδελφού μου εις την Αταλάντη δια να παρατηρήσωμεν τον τόπον, όπου επρόκειτο να γίνει συνοικισμός των Μακεδόνων, όπου έμαθα ότι είναι διαταγή να δόσουν οι αγωνισταί τα αποδεικτικά των και αναφορά των δικαιωμάτων του αγώνος εις μίαν αρχήν».75

Πιθανότατα κριτήριο της επιλογής της, να αποτέλεσε το γεγονός πως στην περιοχή της Αταλάντης αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Φθιώτιδας (Λαμία, Λοκρίδα, Στυλίδα) και της Φωκίδας (Δωρίδα, Λιδορίκι) ζούσαν ήδη αρκετές διασκορπισμένες οικογένειες Μακεδόνων.

 Μακεδόνες, όμως, είχαν εγκατασταθεί και στη Βόρεια Εύβοια, τη Βοιωτία (Λιβαδειά, Θήβα), στην Αιτωλοακαρνανία (Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Μαντινεία), στον Εύριπο (Ξηροχώρι) και φυσικά στα μεγάλα κέντρα, Κόρινθο, Ναύπλιο, Πειραιά και Αθήνα.76

 Πρόθεση της επιτροπής ήταν να προσφέρει στους συμπατριώτες της τα κίνητρα εκείνα που θα τους επέτρεπαν να συγκεντρωθούν από όλους τους διάσπαρτους οικισμούς και να εγκατασταθούν μόνιμα σε ένα δικό τους χώρο.
Τελικά, μετά από μια τριετία, οι προσπάθειες της Επιτροπής υλοποιήθηκαν με Βασιλικό Διάταγμα που εξέδωσε η Αντιβασιλεία στις 20 Μαρτίου 1835 και αναγνώριζε επίσημα τη δημιουργία συνοικισμού των Μακεδόνων.
Σε αυτούς περιλαμβάνονταν όσοι είχαν γραφτεί στους καταλόγους της Επιτροπής αλλά και όσοι ακόμα επιθυμούσαν να δηλώσουν τη συμμετοχή τους μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών.

Η πολιτεία θα παραχωρούσε σε κάθε οικογένεια οικόπεδο ενός στρέμματος, τριάντα έως πενήντα στρέμματα γεωργικό κλήρο εθνικής γης, δωρεάν ξυλεία και θα διευκόλυνε την εισαγωγή οικοδομικών υλικών.

Επίσης, θα φρόντιζε να σταλεί ένας γεωμέτρης, για να σχεδιάσει το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης και να επιμεληθεί τη γεωδαισία των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.77

Οι όροι κοινοποιήθηκαν προς τους Μακεδόνες όλης της επικράτειας από την ίδια την Επιτροπή στην εφημερίδα Αθηνά στις 29 Ιουνίου 1835. Το άρθρο έχει πολύ μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον για τους εξής λόγους:

(α) Αποδεικνύεται πως η σύσταση της Επιτροπής οφείλεται στην παρότρυνση των ίδιων των προσφύγων.

(β) Προκύπτει ότι, από την πρώτη στιγμή, η Επιτροπή αναγνωρίστηκε ως επίσημο όργανο εκπροσώπησης των Μακεδόνων από τον ίδιο τον Όθωνα.

(γ) Είναι το πρώτο δημόσιο έγγραφο που υπογράφεται από τα μέλη της Επιτροπής και έτσι γίνονται ευρέως γνωστά τα ονόματά τους.

(δ) Ορίσθηκαν με αυτό τα μέλη μιας δεύτερης Επιτροπής, που θα έδρευε στην Αταλάντη και
θα διεκπεραίωνε όλες τις διαδικασίες για την αποκατάσταση των προσφύγων, εφόσον η «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή» είχε την έδρα της στην Αθήνα και αδυνατούσε να μεταβεί επί τόπου και να επιληφθεί όσων ζητημάτων θα προέκυπταν.

Η επιτόπια επιτροπή θα αποτελούνταν από τον Έπαρχο της Αταλάντης, από δύο νέους δημότες του τόπου και από άλλους δύο Μακεδόνες, ο ένας εξ αυτών ο ειρηνοδίκης Δημήτριος Κοκαλιώτης και ο άλλος ο γιατρός Αστερίου, που ήδη ασκούσε εκεί το επάγγελμα του.78

 Μια από τις αρμοδιότητες της νέας Επιτροπής ήταν η συνεργασία της με τον αναφερθέντα Καστοριανό γεωμέτρη Παναγιώτη Παπαναούμ, που έφτασε στην Αταλάντη τον Ιούνιο του 1835. Μελέτησε το χώρο της εγκαταλελειμμένης τότε οθωμανικής συνοικίας, τον Τουρκομαχαλά, που παραχωρήθηκε με διαταγή της γραμματείας Εσωτερικών στους Μακεδόνες κι έφτιαξε το πολεοδομικό σχέδιο του συνοικισμού, ο οποίος λίγο αργότερα ονομάστηκε με Βασιλικό Διάταγμα «Πέλλη ή Πέλλα Φθιώτιδας».79

Το ρυμοτομικό σχέδιο του συνοικισμού ετοιμάστηκε τους επόμενους τρεις μήνες, όπως ανακοίνωσε η Επιτροπή στους συμπατριώτες της με νέο δημοσίευμα στην εφημερίδα Αθηνά, στις 14 Σεπτεμβρίου.
Από τον επόμενο Οκτώβριο θα ξεκινούσε η διανομή των οικοπέδων με τη διαδικασία της κλήρωσης.80 Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αυτών, θα ήταν δυνατή και η μετακόμιση των προσφύγων στην Αταλάντη, η οποία όμως, κατά το πρώτο χρονικό διάστημα, συνάντησε πολλά εμπόδια.
Με βάση τους όρους και τις υποσχέσεις της κυβέρνησης σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι στην Ελλάδα Μακεδόνες καταγραφήκαν στο νέο συνοικισμό, αλλά πολλοί λίγοι μετοίκησαν και ακόμη πιο λίγοι δελεάστηκαν να έρθουν από τη Μακεδονία.
Σύμφωνα με τις πηγές, το πρόβλημα οφειλόταν στους όρους του διατάγματος, διότι η εθνική γη θα τους παραχωρούνταν με βάση το νόμο της προικοδότησης. Με το νόμο αυτό, που θεσπίστηκε στις 7 Ιουνίου 1835, προσπάθησε η Αντιβασιλεία να λύσει το ζήτημα της διανομής των εθνικών κτημάτων σε όσους συμμετείχαν στην Επανάσταση.

 Ο νόμος προέβλεπε ότι όλοι οι κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου, εφόσον είχαν συμμετάσχει στον Αγώνα ως στρατιώτες ή ως πολίτες, είχαν το δικαίωμα να λάβουν γη έναντι κάποιου τιμήματος, που όριζε το κράτος και μάλιστα με χρεολύσιο.81
Δεν ήταν λοιπόν εντελώς δωρεάν. Το γεγονός αυτό δυσχέραινε τη μετακόμιση των προσφύγων από τους τόπους διαμονής εντός και εκτός του Βασιλείου, προς την Αταλάντη, εφόσον η μετοικεσία συνεπαγόταν και χρέος.
 Έτσι εξηγείται, λοιπόν, πως στις αρχές του 1836, ενώ είχαν διανεμηθεί 370 οικόπεδα, είχαν χτιστεί μόνο επτά σπίτια.82
 Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται τα επόμενα χρόνια. Το 1838 είχαν εγκατασταθεί εβδομήντα οικογένειες στην Πέλλη κι άλλες 43 οικογένειες, που ασχολούνταν με το εμπόριο και τα θαλάσσια επαγγέλματα στον όρμο ή αλλιώς Σκάλα της Αταλάντης.
Σφραγίς δωρεών Βέλλιου Κ.

Κωνσταντίνος Βέλιος
Τα οικόπεδα στον όρμο της Αταλάντης τα αγόρασε ο βαρόνοςΚωνσταντίνος Βέλλιος,πλούσιος ομογενής από το Λινοτόπι, ευεργέτης των Μακεδόνων, και τα δώρισε στις άπορες οικογένειες που ήταν εγκατεστημένες εκεί.83

 Το 1845 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι οικογένειες και έφτασαν τις 130 και στους δύο οικισμούς, ενώ σε βάθος χρόνου οι κάτοικοι έφτασαν περίπου τις 2.000 ψυχές.


Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό ήταν κυρίως οι χήρες με τα ορφανά τους, οι φαλαγγίτες και πολλές στρατιωτικές οικογένειες, μερικές εκ των οποίων είχαν έρθει από τις Βόρειες Σποράδες. Ένα πρωτόκολλο της 20ής Αυγούστου 1845,που υπογράφεται από 120 συνοικισθέντες Μακεδόνες, και ένας εκλογικός κατάλογος του 1915, περιέχουν ονόματα γνωστών στρατιωτικών οικογενειών, που είχαν πολεμήσει κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και είχαν πλέον εγκατασταθεί στο συνοικισμό.85

Όπως αναφέρθηκε, για να είχε κάποιος το δικαίωμα να εγκατασταθεί εκεί, έπρεπε προηγουμένως να γραφτεί στους καταλόγους που τηρούσε η Επιτροπή ή να δηλώσει την επιθυμία του σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία. Οι αιτήσεις εγγραφής στους καταλόγους του Δήμου Νέας Πέλλας του Ιωάννη Μιχαήλ και του Γεωργίου Γεωργίου, κατά το 1846,αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Προς την επί του εν Ελλάδι συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή.

Ο υποφαινόμενος, ού η πατρίς Θεσσαλονίκη της τω Οθωμανικώ κράτος Μακεδονίας, 
και όστις έκτοτε του 1835 διαμένων εις την Ελλάδα, 
αυτήν υπηρέτησα την ωφειλομένην τετραετίαν παρά τω ιππικώ τάγματι στρατιωτικώς• 
επειδή επιθυμώ να συνοικήσω μετά των εν Ελλάδι Μακεδόνων δεόμενος της Εντ. επιτροπής ταύτης να ευαρεστηθή να σημειώση και τον εμόν όνομα εις τον αυτού του αυτού συνοικισμού κοινόν κατάλογον. 
Υποσημειούμαι ευσεβάστως. 
Ευπειθέστατος Ιωάννης Μιχαήλ.
 Εν Αθήναις τη 28 Ιουνίου 1846.

Αθήναι την 25 Μαΐου 1846.

 Προς την Σ. επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπήν. 
Ο υποφαινόμενος εκ Βερροίας της Μακεδονίας,
μόλις ελευθερωθείς εκ της αιχμαλωσίας, 
διαμένων μέχρι τούδε υπήκοος της Οθωμανικής επικρατείας,
 που δε θέλω να λογισθώ ως μέλος της Ελληνικής κοινωνίας παρακαλώ την Σ. ταύτην επιτροπήν ίνα με εγγράψη εις τον της Νέας Πέλλης δήμον 
λαμβάνουσα υπόψιν το επισυναπτόμενον αποδεικτικόν και εφοδιάζουσα με, με το οικείον εγγραπτήριον. 
Ευπειθέστατος Γεόργηος Γέργου.86

Σε αρκετές περιπτώσεις έπρεπε να καταθέσουν πιστοποιητικά έγγραφα που θα αποδείκνυαν την καταγωγή τους, αν ήταν όντως αγωνιστές, αν είχαν οικογένεια ή όχι.
Τα έγγραφα αυτά ήταν απαραίτητα, γιατί δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ήθελαν να εγκατασταθούν στο συνοικισμό χωρίς να είναι Μακεδόνες, για να επωφεληθούν από τις προικοδοτήσεις και τις διευκολύνσεις.
Μάλιστα, κάποιες φορές, όταν οι κατάλογοι των ενδιαφερομένων στέλνονταν στο υπουργείο των Εσωτερικών χωρίς επαρκή στοιχεία, επιστρέφονταν στους δημάρχους και στην Επιτροπή για έλεγχο, ενημέρωση και εισηγήσεις.
Ενίοτε για την εγκατάσταση προαπαιτούνταν έκδοση Βασιλικού Διατάγματος ή έντυπη βεβαίωση εγγραφής από την επιτροπή, όπως η ακόλουθη:

Η επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή. 
Βεβαιοί ότι ο κύριος Θεόδωρος Αργυρίου Τσάρογλου ενεγράφη εις τον Δήμον των εν Νέα Πέλλη της Λοκρίδος συνοικιζομένων Μακεδόνων
 και απολαύει εντεύθεν των παρά της κυβερνήσεως υπέρ του συνοικισμού χορηγουμένων δικαιωμάτων. 
Εν Αθήναις την 2 Μαρτίου 1839. 
Η επιτροπή Α. Πολυζωίδης, Π. Ναούμ, Γ. Χρυσίδης, Θ. Σιατιστεύς.87

Ένας άλλος τομέας που έπαιξε σημαντικό ρόλο η Επιτροπή ήταν η ίδρυση του «Δήμου Νέας Πέλλας».
 Αμέσως μετά την ίδρυση του συνοικισμού, συνέχισε τον αγώνα της, προκειμένου να αρχίσει ο οικισμός να λειτουργεί ως ανεξάρτητος και αυτοτελής οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης.

Αυτό επιτεύχθηκε με Βασιλικό Διάταγμα, που εκδόθηκε στις 24 Απριλίου 1837, και προέβλεπε την ίδρυση ξεχωριστού Δήμου. Δυστυχώς όμως δεν εφαρμόστηκε αμέσως αλλά με καθυστέρηση μιας ολόκληρης δεκαετίας.
Με διάταγμα που εκδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1848 αναγνωρίσθηκε επίσημα η ίδρυση του «Δήμου Νέας Πέλλης» με έδρα τη Σκάλα.88
Στο μεταξύ ο συνοικισμός στη Σκάλα είχε ήδη αναγνωριστεί, στις 19 Οκτωβρίου 1840, με ξεχωριστό Βασιλικό Διάταγμα, ως αποικία των Μακεδόνων και είχαν παραχωρηθεί στους κατοίκους της 1.300 τετραγωνικοί βασιλικοί πήχεις για τον καθένα, για οικόπεδο και κήπο καθώς και το δικαίωμα να απολαμβάνουν τα ευεργετήματα των προηγούμενων διαταγμάτων.

Από τότε ο πρώτος συνοικισμός ονομάσθηκε Άνω Πέλλα και ο δεύτερος Κάτω Πέλλα.89

Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν εξαρχής θεμελιώδη προβλήματα που παρέμειναν άλυτα για πολλές δεκαετίες και πυροδοτούσαν πολύχρονες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αυτόχθονες κατοίκους της Αταλάντης και στους ετερόχθονες Μακεδόνες

. Όπως είχε συμβεί και στις Σποράδες, οι τελευταίοι πολλές φορές αυθαιρετούσαν και παρανομούσαν εις βάρος των εντοπίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, δεν αντιμετώπισαν θετικά την ίδρυση του συνοικισμού και δημιουργούσαν έριδες και προστριβές για το νερό της πηγής του Τουρκομαχαλά αλλά και για την οριοθέτηση του δήμου.90

Ο περιορισμός των περιοχών που θα ανήκαν στην περιφέρεια του δήμου Νέας Πέλλας επιβράδυνε την ανάπτυξη του δήμου, εφόσον του στερούσε τους αναγκαίους προς τη διατήρηση του πόρους.91

Για την επίλυση όλων αυτών των ζητημάτων και για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών συνθηκών διαβίωσης υπήρχε πάντα στενή συνεργασία μεταξύ των μελών της «Επιτόπιας Επιτροπής» με την «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή», της οποίας μέλη ήταν όλοι τους δημότες του Δήμου Πέλλας οι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους των Μακεδόνων προσφύγων.

Μέλη της επιτροπής από τη δεκαετία του 1840 υπήρξαν οι Ανδρόνικος Πάϊκος και ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης, που αντικατέστησαν τους Γεώργιο Αθανασίου και Παναγιώτη Ναούμ, ενώ τα μέλη της πρώτης επιτροπής εναλλάσσονταν συχνά και ήταν Μακεδόνες κάτοικοι της Νέας Πέλλας.

Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους και η αποστολή τους έληξε με τη σύσταση του Δήμου της Νέας Πέλλας. Τα καθήκοντα και το έργο της Επιτροπής το ανέλαβε από τη στιγμή εκείνη η δημοτική αρχή, ως νόμιμος αντιπρόσωπος και υπεύθυνη για τα συμφέροντα του Συνοικισμού.92

Ωστόσο, οι Πολυζωίδης, Πάϊκος, Χρυσίδης και Θεοχάρης εξακολούθησαν να συνεισφέρουν και να φροντίζουν τα συμφέροντα των συμπατριωτών τους ως «Επιτροπή του Βελλίου κληροδοτήματος».

 Η κυβέρνηση, με έγγραφο του υπουργείου Εκκλησιαστικών, στις 7 Νοεμβρίου 1850, τους ανέθεσε τη διαχείριση της διαθήκης του Βέλλιου, έπειτα από αίτηση των κληρονόμων του. Παρόλο, όμως, που για περισσότερο από τριάντα χρόνια στάθηκαν αρωγοί στο πλευρό των Μακεδόνων και εκφραστές των δικαιωμάτων τους έναντι της κυβέρνησης, αμισθί μάλιστα, το 1864 το δημοτικό συμβούλιο Νέας Πέλλας διόρισε νέα Επιτροπή.

Αναγνωρίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα και την αποτελούσαν
ο Κωνσταντίνος Δόσιος, ο Λύσανδρος Καυτατζόγλου και ο Δαμιανός Γεωργίου.93

Το γεγονός προκαλεί εντύπωση, αλλά, σύμφωνα με το περιεχόμενο μιας επιστολής που την υπογράφουν κάτοικοι του Συνοικισμού, αποδεικνύεται πως είχαν αρχίσει οι αντιζηλίες μεταξύ των συνοικιστών και των διακεκριμένων Μακεδόνων, που βρίσκονταν στην Αθήνα.

Ο Δόσιος και ο Δαμιανός έστειλαν επιστολή στους συμπατριώτες τους ισχυριζόμενοι πως ήταν οι μόνοι κατάλληλοι να διαχειριστούν το κληροδότημα, που αφορούσε τους Μακεδόνες φοιτητές.

Μάλλον τα συμφέροντα είχαν ήδη επηρεάσει τις σχέσεις τους.94
Ήταν κι αυτό μια έμμεση ένδειξη ότι η διαδικασία της εγκατάστασης είχε ολοκληρωθεί πλήρως.
Τη δική τους κοινότητα προσπάθησαν να συστήσουν πολλές φορές και οι αγνώστου προέλευσης Θράκες, Βούλγαροι και οι Σέρβοι όμως δίχως αποτέλεσμα.
Τελικά, σύμφωνα με το δικαίωμα που παρείχε η τροπολογία του Συντάγματος του 1844 στους μετανάστες, το 1845 άρχισαν εκ νέου τις προσπάθειες για τη σύσταση συνοικισμού. Μάλιστα, αντιπροσωπεύτηκαν και στην Εθνοσυνέλευση με δικό τους εκλεγμένο πληρεξούσιο, που δεν ήταν άλλος, από τον γνωστό Χατζηχρήστο.95
Αν και η συμμετοχή τους, θεωρήθηκε από ορισμένους ομιλητές αδικαιολόγητη, το γεγονός ότι είχαν πολεμήσει μαζί με τους Έλληνες, όπως και οι άλλοι ετερόχθονες, τους εξασφάλισε την παρουσία.

Χαρακτηριστική ως προς το ζήτημα αυτό, ήταν η τοποθέτηση του Κωλέττη, ο οποίος μάλιστα, απευθύνθηκε στους συνομιλητές τους, αναφερόμενος στον παρευρισκόμενο Χατζηχρήστο:

Οι αδελφοί ούτοι έλαβον τα όπλα, ηγωνίσθησαν, και εμίγησαν επί πολυετίαν, ου μόνον κατά τας επαρχίας της Ελλάδος, αλλά και κατά την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, και Ασίαν, διότι και εκεί το άσμα του Ρήγα ηκούσθη• εις τα Δερβενάκια, όπου μυριάδες εχθρών ηφανίσθησαν υπό την αρχηγίαν του Πελοποννησίου αρχηγού, όπου ο Νικήτας έλαβε το του Τουρκοφάγου επώνυμον, εκεί και ο Χατζηχρήστος ανδρείως επολέμησε μετά των υπό τας οδηγίας του Βουλγάρων, και συνετέλεσε τα μέγιστα εις την καταστροφήν των πολεμίων.96

Στο βήμα φαίνεται να ανέβηκε και ο ίδιος ο Χατζηχρήστος που με «σπασμένα ελληνικά» είπε τα εξής:
«Που είναι εμένα εκείνο Παπάζογλου, που είναι εμένα εκείνο ΧατζήΖορμπά, που είναι εμένα εκείνο...;».

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1845 οι Θρακοσερβοβούλγαροι συνεδρίασαν στο ναό του Αγ. Γεωργίου στο Θησείο και εξέλεξαν επιτροπή που θα αναλάμβανε τη διεκπεραίωση των διαδικασιών για τη σύσταση συνοικισμού.
Τις επόμενες μέρες ο Δημήτριος Χρηστίδης, αντιπρόεδρος της επιτροπής, και τα μέλη αυτής, Δημ. Ρίζος και Γεώργιος Χρυσοβέργης, συνέταξαν τον κανονισμό του συνοικισμού.98 Τελικά, χάρη στις πελατειακές σχέσεις ορισμένων μελών της επιτροπής με τον Κωλέττη και το γαλλικό κόμμα, όπως του Αριστείδη Χρυσοβέργη, πείστηκε η κυβέρνηση και ο βασιλιάς να εγκρίνουν τον κανονισμό με ελάχιστες τροποποιήσεις.99

Στη 1 Ιουλίου του 1846 εκδόθηκε και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του συνοικισμού των Θρακοβουλγάρων και Σέρβων» με επισυνημμένο τον κανονισμό, του οποίου το δεύτερο άρθρο όριζε ως μέλη του «όσους ανήκοντες ως εκ της καταγωγής και της γεννήσεως εις τας ρηθείσας τρεις ελληνικάς φυλάς των Θρακών, Βουλγάρων και Σέρβωνκαι αποκτήσαντες την ελληνικήν ιθαγένειανκηρύξουσιν ανηκόντως την πρόθεσιν του να αποκατασταθώσιν σταθερώς μέλη αυτού».100

Η δημοσίευση του κανονισμού προκάλεσε την αντίδραση του αντιπολιτευτικού Τύπου. Ο Αιών ισχυρίστηκε ότι ποτέ στο παρελθόν δεν παρουσιάσθηκε τέτοιος κανονισμός σωματείου λόγω συνοικισμού ή αποικισμού.

Απεναντίας οι Κρήτες, οι Μακεδόνες, οι Σάμιοι, οι Θεσσαλοί και οι Ψαριανοί είχαν ιδρύσει τους οικισμούς τους πριν από την πολιτειακή μεταβολή του 1843 και με καταστατικά διατάγματα. Θεώρησε την προσπάθεια τους να εκλέξουν βουλευτή μέσα από αυτή τη διαδικασία ως «αγυρτεία και εμπαιγμό εσχάτου βαθμού».

Υποστήριξε ότι υπό τον τίτλο «συνοικισμός» κρυβόταν πολιτική εταιρεία, «καταχθόνιος» και «επίβουλος», που απέβλεπε στην καταστροφή της συνταγματικής μεταπολίτευσης και της πατρίδας, ενώ, μέσω των «Ιησουιτών», των αποστόλων του Κωλεττικού καθολικισμού, επιδίωκαν την προδοσία κατά της θρησκείας.

 Ιδιαίτερα το 11ο άρθρο του κανονισμού, που επέτρεπε στους οικιστές να έχουν σχέσεις με τους ομογενείς τους που ήταν εκτός της επικρατείας και να σχηματίζουν τοπικές εφορείες, αναδείκνυε ένα νέο κοινό αγώνα κωλεττικής επίνευσης, με εθνικό σκοπό πραγματοποιήσιμο με την συνδρομή όλων των ομογενών και ομοθρήσκων.
Η υποψία πολιτικής δολοπλοκίας ενισχυόταν και από το 7ο άρθρο, που προσδιόριζε ως σταθερή έδρα των οικιστών την Αθήνα, την πλέον κατάλληλη πόλη του ελληνικού κράτους για «ραδιουργία, στρατολογία και οργάνωση πολιτικών σκοπών».101

Η Αθηνά έγραψε ότι, όταν ανέγνωσε τον κανονισμό, δεν βρήκε κάτι αξιόποινο, αλλά βρήκε «ανόητους διατάξεις» και «υπόπτους πράξεις αδιασπάστους όμως από την απερισκεψίαν, αρχομανίαν και αναγωγίαν του κυρίου πρωτουργού αυτού και περιφρουρημένας με την βασιλικήν υπογραφήν».

Θεώρησε καινοτόμο να γίνεται συνοικισμός ανθρώπων που δεν υπάρχουν ή έχουν αποκατασταθεί, γιατί, όπως πίστευε, εκτός από τους τρείς ή τέσσερεις Κωνσταντινοπουλίτες που είχαν συντάξει τον κανονισμό, κανείς δεν ήθελε να συμμερισθεί την απραγματοποίητη ιδέα του κ. Χρηστίδη, που σκόπευε να συγκεντρώσει ανθρώπους γύρω του, για να επιβάλλεται στην κυβέρνηση.
Μετέφερε η εφημερίδα πληροφορίες πως με αυτό το πρόσχημα ήθελε να συστήσει μια εταιρεία, όχι από τους λίγους Θρακοβούλγαρουςκαι τον ένα μόνο Σέρβο «ενταύθα», αλλά από τους τυχοδιώκτες, που ήθελαν να βοηθήσουν με τα όπλα τον Κωλέττη να καταργήσει το Σύνταγμα.

Στο τέλος η εφημερίδα, αποσαφήνιζε ότι όλοι οι ισχυρισμοί που παράθετε δεν εξάγονταν από τον κανονισμό, αλλά από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της δράσης αυτής, που ήταν ικανά να πράξουν και πολύ χειρότερα. Σκοπός τους ήταν, δήλωσε, να συγκεντρώσουν όλους τους ληστές και τους κακούργους και να τους εξαπολύσουν κατά των Βουλευτών και των Γερουσιαστών.102

Τελικά οι «Θρακοσερβοβούλγαροι», δεν κατάφεραν να συνοικιστούν λόγω του εσωτερικού πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των δυτικόφιλων και ρωσόφιλων, μιας και οι περισσότεροι ήταν πολιτικοί «πελάτες» του γαλλόφιλου Κωλέττη και όχι εξαιτίας του ελληνικού αντισλαβισμού.
Γενικά, είναι δύσκολο να χαρτογραφηθεί η πορεία των Μακεδόνων μέσα από τα υποδουλωμένα ή απελευθερωμένα εδάφη της χώρας από την έναρξη της Επανάστασης έως το τέλος της οθωνικής περιόδου. Δεν είναι δυνατόν να υπολογίσουμε με ακρίβεια πόσοι, πότε και που ακριβώς κατέληξαν και ποια ήταν η τύχη τους. Το ζητούμενο άλλωστε εδώ δεν είναι να επανεξεταστούν τα κατορθώματα τους στον Αγώνα, αλλά να καταγραφεί μέσα από τη διαδρομή τους, η δράση, τα παθήματα, οι συσσωματώσεις και η κατάληξή τους. Η αποτίμηση αυτής της συμμετοχής, η κατηγοριοποίηση των εκ Μακεδονίας προσφύγων και η μελέτη της πορείας των ομάδων τους θα μας επιτρέψουν να διαπιστώσουμε αν και κατά πόσον κάποια πρόσωπα θα ξεχωρίσουν, θα προβληθούν και θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην πολιτική, στρατιωτική, εκπαιδευτική και πνευματική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους• αν και κατά πόσον ήταν σε θέση να συμβάλλουν, στη θεωρία και στην πράξη στην απελευθέρωση των πατρίδων τους.

 -----------
Παραπομπές

1Για το ζήτημα της συμμετοχής των Μακεδόνων στην Ελληνική Επανάσταση βλ. τα εξής γενικά έργα: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833 (Θεσσαλονίκη, 1988)• Ιωάννης. Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821 (Θεσσαλονίκη, 1937)• του ιδίου, Οι Μακεδόνες κατά την Επανάσταση του 1821 (Θεσσαλονίκη, 1967)• Νικόλαος. Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821-1833 (Αθήνα, 1977), τόμ.1.
2Γ. Χ. Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών του 1821 αναγραφόμενοι Μακεδόνες», Μακεδονικά,12(1972), 34-64• του ιδίου, «Ανέκδοτα έγγραφα και άγνωστα στοιχεία για κλεφταρματολούς και για την επανάσταση (1821-1822) στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στον Όλυμπο», Μακεδονικά, 20 (1980), 103-65• του ιδίου «Ο Λιόλιος από το Ξερολίβαδο. Μακεδόνας γαμπρός και συναγωνιστής του Μάρκου Μπότσαρη», Μακεδονική Ζωή, 14 (1978), 16-9• Κώστας Β. Σπανός, «25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή του 1821 Ιακώβου Περικλή Ολυμπίου», Μακεδονικά, 21 (1981), 281-308• του ιδίου, «Πέντε ανέκδοτα έγγραφα του Ολυμπίου αγωνιστή του ’21 Παντελή Δημητρίου», Μακεδονικά, 23 (1983), 281-91• του ιδίου, «Εννιά ανέκδοτα έγγραφα των Ολυμπίων αγωνιστών του 1821. Ι. Δ. Μανακόπουλου και Μιχ. Δημητρακόπουλου», Μακεδονικά, 24 (1984), 197-207• Κ. Γ. Σταλίδης, «Ένας Εδεσσαίος αγωνιστής του εικοσιένα», Μακεδονική Ζωή, 99 (1974), 44-5.
3Ι.Κ. Βασδραβέλλης, «Η Μακεδονική Λεγεών κατά το 1821», Μακεδονικά, 1 (1940), 77-107• του ιδίου,Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209.
4Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορίαν των κατά την Ελληνικήν επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833 (Αθήνα, 1901), σ. 52.
5Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική. Από την ανεξαρτησία έως τη δημοκρατία, μετάφραση Σίλια Παπαθανασοπούλου (Αθήνα, 2000), σ. 42-3.
6Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών», σ. 34-64• του ιδίου, «Ανέκδοτα έγγραφα και άγνωστα στοιχεία για κλεφταρματολούς», σ. 103-65• του ιδίου, «Ο Λιόλιος από το Ξερολίβαδο», σ. 16-9• Σπανός, «25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή του 1821», σ. 281-308• του ιδίου, «Πέντε ανέκδοτα έγγραφα του Ολυμπίου αγωνιστή», 281-91• του ιδίου, «Εννιά ανέκδοτα έγγραφα των Ολυμπίων αγωνιστών του 1821», σ. 197-207• Σταλίδης, «Ένας Εδεσσαίος αγωνιστής του εικοσιένα», σ. 44-5.
7Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Η «πέραν» Ελλάς και οι «άλλοι» Έλληνες: Το σύγχρονο ελληνικό έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι Χριστιανοί (1800-1912) (Θεσσαλονίκη, 2003), σ. 124-39.
8Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι Φιλέλληνες κατά την επανάστασιν του 1821. Διπλωματικαί διαπραγματεύσεις-Πολεμικός αγών», σ. 65-88 και Σπύρος. Δ. Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι, μαχητές της ελληνικής ανεξαρτησίας (1821-1829)», Πρακτικά του Ι'Ελληνοσερβικού Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1979), 101-51• Ι. Σ. Νοτάρης, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821-1829 και οι Βούλγαροι», Μακεδονική Ζωή, 67 (1971), 13-8.
9Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 610. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832 (ΑΕΠ). Αι εθνικαί συνελεύσεις, τόμ. 2 (Αθήνα, 1973), σ. 264• Γ. Χ. Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου και της οικογένειας του», Μακεδονικά, 9 (1969), 295-315• Κώστας. Β. Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών Νικολάου-Ολυμπίου», Μακεδονικά, 20 (1980), 283-306.
10Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, σ. 254, σημ. 4.
11Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209-11.
12Φωτάκος Χρυσανθόπουλος, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της επαναστάσεως (Αθήνα, 1888), σ. 193.
13Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 212-3• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 611-2• Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου», σ. 295-315• Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 283-306.
14Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, σ. 301-2• Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου», σ. 301• Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 304.
15Κασομούλης, ό.π ,τόμ. 1, σ. 310, σημ. 2.
16Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 215, σημ. 1.
17Κασομούλης, ό.π., τόμ. 2, σ. 372.
18Α. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την επανάσταση του 1821 (Θεσσαλονίκη, 1939), σ. 33.
19Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 50.
20Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα, σ. 33.
21Στο ίδιο, σ. 36, σημ. 3.
22Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 218-31• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 612-3• ΑΕΠ, Αι εθνικαί συνελεύσεις, σ. 642• Κασομούλης, ό.π, τόμ. 2. σ. 36, 40, 63, σημ. 5.
23Κασομούλης, ό.π., τόμ. 2, σ. 346-351, 372-389.
24Βασίλης. Κ. Γούναρης, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων. Από το διαφωτισμό έως το Α'Παγκόσμιο πόλεμο (Θεσσαλονίκη, 2007), σ. 96.
25Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι Φιλέλληνες κατά την επανάστασιν του 1821», σ. 65-88• Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι» σ. 101-51• Νόταρης, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821-1829 και οι Βούλγαροι», σ. 13-8. Βλ και N. Todorov και V.Trajkov, “L’ insurrection grecque de 1821-1829 et les Bulgares”, Etudes balkaniques, 7/1 (1971), 5-26• Νικολάι Τόντορωφ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821.(Η περίπτωση των Βουλγάρων), μετάφραση Γιάννη Καρά (Αθήνα, 1982), σ. 148-71.
26Κασομούλης, ό.π ,τόμ. 3, σ. 56, σημ.1.
27Πρόκειται κυρίως για τους ιστορικούς των βαλκανικών χωρών, που κατά καιρούς δημοσιεύουν έργα και προβάλλουν τη συμμετοχή των ομογενών τους στην ελληνική επανάσταση. Πολλές φορές, μάλιστα, διεκδικούν και την εθνική καταγωγή των σλαβοφώνων Μακεδόνων. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι το έργο των H.TogopoB, B.TpaÖKOB, Ebmapu y^acmHu^u e 6op6ume 3a oceoöowdenuemo Ha Γbp^uΛ (ΌοφΗΗ, 1971).
28Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος (Αθήνα, 2004), τόμ. 1, σ. 101-4.
29Γεώργιος Λάιος, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821. Ιστορικά δοκουμέντα από τα αυστριακά αρχεία (Αθήνα, 1958), σ. 88-90• Βακαλόπουλος, Οι Έλληνες σπουδαστές στα 1821 (Θεσσαλονίκη, 1978), σ. 31-4.
30Κατερίνα Γαρδίκα, «Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και η Ελληνική Επανάσταση», Μνήμων, 1 (1971), 34.
31Εκτός από το αναφερθέν άρθρο της Γαρδίκα για τον Πολυζωίδη βλ. Τα βιογραφικά στοιχεία πού δίνει ο Δημ. Μανασίδης στον πρόλογο του βιβλίου του Πολυζωίδη, Τα Νεοελληνικά, ήτοι τα κατά την Ελλάδα κυριώτερα συμβάντα και η κατάστασις της Ελληνικής Παιδείας, τόμ. 1 (Αθήνα, 1874), σ. δ-ιη και ο Γ. Κρέμος στον πρόλογο του βιβλίου του Α. Πολυζωίδη, Γενική ιστορία από των αρχαιοτάτωνχρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, τόμ. 1 (Αθήνα, 1889), σ. νη-ξγ'• Πέτρος. Θ. Πέννας, «Ο Μακέδων Αναστάσιος Πολυζωίδης, ως πολιτικός, ως δικαστής και ως άνθρωπος των γραμμάτων», Σερραϊκά Χρονικά, 1 (1953), 5-64• του ιδίου, «Επιστολαί Αναστασίου Πολυζωίδου προς Καποδίστριαν και Ι. Γεννατάν», Σερραϊκά Χρονικά, 8 (1979), 6981• Κων. Β. Χιώλος, «Το Πολυθρύλητο Μελένικο και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης», Σερραϊκά Χρονικά, 15 (2004), 15-6• Αρ. Δημοκίδης, «Η προσωπογραφία του Αν. Πολυζωίδη από τον συμπατριώτη του δικηγόρο κ. Αρ. Δημοκίδη», Μακεδονική Ζωή, 100 (1974), 21-3• Στέργιος Αλεξιάδης, Αναστάσιος Πολυζωίδης 18021873 (Κομοτηνή, 1980).
32Νίκος. Β. Κοσμάς, Γεώργιος Χρυσίδης, Μακεδόνας λόγιος και πολιτικός (Θεσσαλονίκη, 1990), σ. 5-32.
33Βλ. λήμμα, Πάικος Ανδρόνικος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (ΜΕΕ), τόμ. 19, σ. 398.
34Γρηγόριος. Π. Βέλκος, Θεοφάνης ο Σιατιστεύς. Αρχιεπίσκοπος Μαντινείας και Κυνουρίας (1787-1868) (35Θεσσαλονίκη, 2001).
35Α. Βακαλόπουλος, «Οι γιοι του Εμμ. Παπά πιστοί Μακεδόνες που πέφτουν στον Αγώνα», Μακεδονική Ζωή, 191 (1982), 15-20.
36Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 67, σημ. 2.
37Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821, ό.π., σ. 135-46• Ι. Μ. Ζηκόπουλος, «Ο Γεώργιος Λασσάνης. Ο Κοζανίτης πολιτικός και στρατιωτικός του αγώνος 1821», Μακεδονική Ζωή, 10 (1967), 21•
38Βλ. λήμμα «Γεώργιος Αθανασίου» Πάπυρος Λαρούς, τόμ. 3, σ. 250.
39Βλ. λήμμα «Νικόλαος. Γ. Θεοχάρης», ΜΕΕ, τόμ. 12, σ. 549.
40Βερέμης, ό.π., σ. 50.
41Στέφανος. Π. Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια (Αθήνα, 1986), σ. 75-9.
42Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 51.
 43Στο ιδιο, σ. 51-3.
44Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, ό.π., σ. 626.
45Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών», σ. 290.
46Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 50.
47Κυβερνήτης προς τους εν Ολύμπω οπλαρχηγούς, Αίγινα, 13 Μαΐου 1829, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), Αρχείο Καποδιστριακής περιόδου-Στρατιωτικά Τεκμήρια (1827-1833), Υποφάκελος 17γ.15 Βορειοελλαδίτες, αντίγραφο εγγράφου με αρ.12329.
48Βακαλόπουλος, «Νέες ειδήσεις για τις επαναστάσεις του 1821-1829 και 1854 στη Μακεδονία», Μακεδονικά, 28 (1991-2), 1-20.
49Κολιόπουλος, Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19°° αιώνα (Αθήνα, 1979), σ.18, 271-2.
50Βακαλόπουλος, Προσφυγικόν ζήτημα, σ. 21-2. Χιονίδης, «Οι Μακεδόνες πρόσφυγες της Σκοπέλου στα 1829», Μακεδονικά, 17 (1977), 124-35.
51Βακαλόπουλος, Προσφυγικόν ζήτημα, σ. 27-8.
52Στο ίδιο, σ. 24-7, 32-4.
53Κολιόπουλος, ό.π., σ. 18.
54Βερέμης, ό.π., σ. 51-3.
55Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, εισαγωγή, σ. ε-ο.
56ΓΕΣ, Μητρώον Αξιωματικών, βιβλίο 1, σ. 22.827, αρ. μητρ. 116.
57ΓΕΣ, ό.π., βιβλίο 1, σ. 22.901, αρ. μητρ. 190.
58ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 3, σ. 23.573, αρ. μητρ. 862.
59ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 22.869, αρ. μητρ. 158.
60ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 1, σ. 22.943, αρ. μητρ. 232
61ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 2, σ. 23.130, αρ. μητρ. 419.
62Κολιόπουλος, Ληστές, σ. 1• Πετρόπουλος Κουμαριανού, Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843 (Αθήνα, 1982), σ. 93-5.
63ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 23.099, αρ. μητρ. 388 βιβλίο 2, σ. 23.146, αρ. μητρ. 435 βιβλίο 3, σ. 23.451, αρ. μητρ. 740.
64Κολιόπουλος, ό.π., σ. 1-2.
65Στο ίδιο, σ. 6 Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 95.
66ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 22.730, αρ. μητρ. 19• βιβλίο 1, σ. 22.778, αρ. μητρ. 67• βιβλίο 1, σ. 22.782, αρ. μητρ. 71.
67Κολιόπουλος, Ληστές, σ. 7• Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 152-3.
68Δημήτρης. Αρ. Μαλέσης, «Ο ελληνικός στρατός στην πρώτη Οθωνική δεκαετία (1833-1843). Πολιτική οργάνωση και πελατειακές σχέσεις» (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1992), αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σ. 199.
69Ιουλία Πεντάζου, «Ο Θεόδωρος Μανούσης καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών (18371858)», Μνήμων, 17 (1995), 69-105• Γεώργιος. Μ. Μπόντας, «Θεόδωρος Μανούσης ευεργέτης της Σιάτιστας», Μακεδονική Ζωή, 205 (1983), 43-4.
70Αλκιβιάδης Χαραλαμπίδης, «Μια προσωπογραφία του ζωγράφου Γεωργίου Βαρούχα. Ο Κ. Δόσιος της βιβλιοθήκης Κοζάνης», Μακεδονικά, 13 (1973), 389-402• Ανώνυμος, «Κωνσταντίνος Δόσιος» Μακεδονικόν ημερολόγιον, 2 (1911), 50-9.
71Βιογραφία του Παναγιώτη Παπά Ναούμ, αδημοσίευτο έγγραφο, σ. 45-100.
72Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Μητρώο φοιτητών (1837-1866).
73Η «Ένωση» είχε σκοπό να συγκεντρώσει στους κόλπους της όλους τους Θράκες, Βούλγαρους, Σέρβους, Μαυροβούνιους και γενικά όσους μιλούσαν σλαβικά: V. Traikov & St. Papadopoulos, “ La societe thracobulgare en Grece Durant les annees 40 du XIXe s”, Balkan Studies, 25/2 (1984), 578-9.
74ΕΒΤΟΧ, Μ18.99, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, αρ. εγγράφου 582.
75Μάνθος Χριστοφόρου, Η Οπουντία Λοκρίδα και η Αταλάντη, μνήμες και μαρτυρίες, τόμ. 2 (Αθήνα, 1993), σ. 44.
76Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών», σ. 34-64.
77Χριστοφόρου, ό.π., σ. 44-5. Γρηγόριος Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων ‘Νέα Πέλλα’ Αταλάντης», Μακεδονικά, 19 (1979), 211-2.
78Αθηνά, 29 Ιουνίου 1835.
79Χριστοφόρου, ό.π., σ. 46.
80Αθηνά,14 Σεπτεμβρίου 1835.
81Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 150-1.
82Χριστοφόρου, ό.π., σ. 47, 56-59.
83Στο ίδιο, σ. 61-7• Αθηνά, 6 Φεβρουαρίου 1837• Βέλκος, Θεοφάνης ο Σιατιστεύς, σ. 180.
84Ιωάννα Κωτσάκη, «Οι Μακεδόνες της Στερεάς», Μακεδονική Ζωή, 60 (1971), 7-10• της ιδίας «Οι Μακεδόνες της Στερεάς», Μακεδονική Ζωή, 61 (1971), 7-9.
85Χριστοφόρου, ό.π., σ. 75-69, 98-106• Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων», σ. 226-238.
86Χριστοφόρου, ό.π., σ. 54.
87Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων ‘Νέα Πέλλα’ Αταλάντης» Μακεδονικά, 20 (1980), σ. 271-2.
88Χριστοφόρου, ό.π., σ. 49. Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων», σ. 213.
89Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 19 Νοεμβρίου 1848.
90Χριστοφόρου, ό.π., σ. 54-5, 70-2, 86-90• Αθηνά, 13 Ιουνίου 1846.
91ΕΒΤΟΧ, Μ18.38, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, 20 Μαρτίου 1855, αρ. εγγράφου. 625 και Μ18.37, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 1857, αρ. εγγράφου. 687.
92ΕΒΤΟΧ, Μ.18.111, Η επί του Βελλίου κληροδοτήματος επιτροπή προς το επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργείον, Αθήνα, 15 Μάί'ου 1866.
93ΕΒΤΟΧ, Μ.18.92, Η επί του Βελλίου κληροδοτήματος επιτροπή προς τον Δήμαρχο Ν. Πέλλης, Αθήνα,3Σεπτεμβρίου 864.
94Χριστοφόρου, ό.π., σ. 94.
95Ένωσις, 19 Νοεμβρίου 1852.
96Πρακτικά της Α 'εν Αθήναις Εθνικής Συνέλευσεως (Αθήνα, 1995), σ. 192.
97Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 418.
98Ένωσις, 18 Φεβρουαρίου 1853.
99Ένωσις, 11 Μαρτίου 1853.
100Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 30 Ιουλίου 1846.
101Αιών, 10 Αυγούστου 1846, 14 Αυγούστου 1846.
102Αθηνά, 15 Αυγούστου 1846.





Μακεδόνες στην επανάσταση του 1821: Ο εκ Βλάστης Μακεδόνας φιλικός Ιωάννης Φαρμάκης

$
0
0
Ο Ιωάννης Φαρμάκης με τον Γεώργιο Ολύμπιο,
ενώ βάζει φωτιά στη μονή Σέκου
Μιχ. Αθ. Καλινδέρη
"Ο βίος της κοινότητος Βλάτσης επί τουρκοκρατίας
εις το πλαίσιον 
του δυτικομακεδονικού περιβάλλοντος
"ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΙΣ ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣ 
 ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ

Περί της Βλάτσης ως έδρας του άρματολικίου της περιοχής της άνω του Αλιάκμονας κειμένης και περί των Βλατσιοτών άρματολών Βράκα και Ντόκου των έπαπειλούντων τα πέριξ Καστοριάς, Σιατίστης, Κοζάνης, Βέροιας, Βοδενών, προ της προωθήσεως του ’Αλή πασιά εις την Δυτικήν Μακεδονίαν, έγένετο ήδη λόγος άνωτέρω.

Δια την στρατηγικότητα του τόπου, μαρτυρουμένην ήδη από των μέσων του ΙΖ'αίώνος δια της παρουσίας και εύχεροΰς κινήσεως της μεγάλης ομάδος των κλεφτών του καπετάν Πάνου, αι καθ’ ολου άγωνιστικαι προσπάθειαι δεν νοούνται διακοπεΐσαι εις τούς: Βράκαν και Ντόκον μετά την χηρείαν του ύπ΄ αύτούς άρματολικίου.



Εν άλληλοσυναρτήσει προς το γενικώτερον κλίμα το επικρατούν εις την εγγύς περιοχήν του Όλύμπου και των Χασίων άρχομένου ιδίως του ΙΘ'αίώνος, δύο Βλατσιώται:
Φαρμάκης Ιωάννης

ο Ι. Φαρμάκης και ό Γ. Ζάγλας 

θά έξέλθουν άνεπιστρεπτί των ορίων της Βλάτσης ως άγωνισταί της ελευθερίας, εντασσόμενοι εις τους έκπροσώπους του συγκεκριμένου ήδη αγώνος ύπέρ της εθνικής άποκαταστάσεως.

Άρχομένου του αίώνος μας και ύπό την πρόσθετον απειλήν κινδύνων ίδιομόρφων εις βάρος του Ελληνισμού της Μακεδονίας τρεις κυρίως Βλατσιώται, έξ ών οι δύο οπλαρχηγοί μαχόμενοι θά έκπροσωπήσουν έπαξίως την άντίστασιν καθ’ ο μέρος άφεώρα εις τον εντόπιον παράγοντα.

Την σταδιοδρομίαν των άνωτέρω εκλεκτών άγωνιστών θυσιασθέντων κατά τας σημαντικωτέρας περιόδους της έθνικής ημών ιστορίας, ήτοι την προ της έπαναστάσεως του 1821 και κατ’ αύτήν ως και κατά τον Μακεδονικόν άγώνα θά παρακολουθήσωμεν δι όσων στοιχείων κατέχομεν, άναλυτικώτερον του Ι. Φαρμάκη, έπιμένοντες εις τα της πατρίδος των πρωτίστως δεδομένα τα προκαλέσαντα την μεταλλαγήν του βίου των ίδιων και των οικογενειών των.

Παραλλήλως προς τους έπωνύμους τούτους έκπροσώπους της έθνικής ιδέας έκρίθη χρήσιμος η σύνθεσις ίδιου κεφαλαίου περιλαμβάνοντος γενικά τινα σχετιζόμενα προς τας δυνάμεις άμύνης τας περισσότερον μονίμους, αι όποιαι συνείχον την Κοινότητα ως ομάδα, άνευ των υπηρεσιών των όποιων η συντήρησις αύτής (τής Κοινότητος) επί μακρόν ΐσως θά ήτο προβληματική, άν μη άδύνατος.

Τάς δυνάμεις ταύτας άποτελούσας την συνεχή άξιόμαχον φρουράν και άντιπροσωπευομένας από άνωνύμους κατά το πλεΐστον άγωνιστάς ώνομάσαμεν ύπερασπιστάς.

Απήχησιν της εν γένει μαχητικότητος και του άδουλώτου πνεύματος νομίζω ότι άπέδωσεν η γνωστή ανά την εύρεΐαν έκτασιν του δυτικομακεδονικοΰ χώρου χαρακτηριστική προσωνυμία
 «το ήρωϊκόν Μπλάτσι»,
καθώς και το έπιγραματικο στιχάκι
«ή Σιάτιστα εχει το φλουρί, το Μπλάτσι το ντουφέκι», 
διατυπωθέντα κατά τινα ΐσως υπερβολήν, κατά το πιθανώτερον όμως δια της έπισωρεύσεως εντυπώσεων εξ άνδραγαθημάτων των άγωνιστών κ.λ., μέχρι των θυσιών του άπλοΰ αγγελιοφόρου η του κοινού τζιομπάνου Βλατσιώτου.

  Προ της έπαναστάσεως του 1821 και κατ’ αυτήν

  Περί της οικογενείας και τον αγωνιστού Ίωάννον Φαρμάκη

Ή οικογένεια Φαρμάκη ήτό ποτε εκ των άξιολόγων της Βλάτσης, δια την έμπλοκήν όμως του εκ των μελών της Ίωάννου κυρίως εις τα κλεφταρματολικά και τα έθνικοαπελευθερωτικά έκτόςτου κατατρεγμού και των ζημιών, τας όποίας ύπέστη, δεν άπέφυγε κατ’ άνάγκην και το ξεκλήρισμα έκ της εστίας της, καταλιποΰσα εν αυτή μόνον ίχνη τινά της ζωής της και συντρίμματα άναμνήσεων εις τους χωριανούς.

Αφετηρίαν ύπάρξεως της οίκογενείας εν Βλάτση προσδιορίζει η μνεία δύο ονοματεπωνύμων Φαρμακαίων εις προγαμιαιον σύμφωνον έτους 1795. 

Ένας Στέργιος δηλαδή Φαρμάκης και ό Ιωάννης ΣτεργίουΦαρμάκη έμφανίζονται ύπογράφοντες ως μάρτυρες προικοσύμφωνον συντασσόμενον εν Σιατίστη την 20 Μαΐου του έτους τούτου (1795) και περιέχον καταγραφήν προικώων κινητών της Αγνής, γυναικαδέλφης του Σιατιστέως Χατζή Κώνστα Παπαγεωργίου, ύπανδρευομένης τον Δημήτριον Χατζή Κώσταν, Βλατσιώτην, τον μετέπειτα Γραμματικόν, περί ου βλ. άνωτέρω εις τον βίον Δημητρίου Γραμματικού.

Ές έτέρου έγγράφου πωλητηρίου του επομένου έτους 1796, Μαΐου 25,εν «Μπλάτση» συνταχθέντος, σημαντικόν στοιχειον παρέχεται δια της άπλής μνείας σπιτιού του Στεργίου Φαρμάκη συνορεύοντος κολλητά μετά τόπου Βλατσιώτισσας πωλουμένου προς τδν Δημήτριον έπίσης X"Κώνστα.

Ουτω εις το έξ άλλων πηγών σκότος δια των ως άνωτέρω λαμβανομένων πληροφοριών προσδιορίζεται έκτόςτης παρουσίας δύο Φαρμακαίων μετά της συγγενικής αύτών σχέσεως, ό Ιωάννης του Στεργίου υιός, και η συμμετοχή της οίκογενείας Φαρμάκη εις εγγείον κυριότητα έντόςτου συνοικισμοΰ Βλάτσης, συνεπως και η καταλογή της οίκογενείας εις τας έχούσας ύποχρεώσεις και δικαιώματα έντόςτ ου χώρου της Κοινότητος, γεγονός πολλής σημασίας δια το έκπαλαι ιδιόρρυθμον σύστημα εισόδου και διαμονής, τδ καλοκαίρι μόνον, οικογενειών ποιμένων έντόςτου συνοικισμοΰ των γηγενών έπί ένοικίω και εις τα ξεχειμαδιά Θεσσαλίας και Χαλκιδικής.

Είδικώτερον δε προσδιορίζεται η θέσις του σπιτιού Φαρμάκη, του Στέργιου και του υίοΰ Ίωάννου
 έν σχέσει προς τον πωλούμενον τόπον, ήτοι κάτω του Γραμματικού (Δ. X"Κώστα) και άνω του Στέργιου Φαρμάκη, εις τον ενδιάμεσον χώρον, όπου ένθυμοΰνται οί γεροντότεροι ότι ό Γραμματικός είχεν ιδιαίτερον παράρτημα (ως άχυρώνα).

Ή παρατήρησις αυτη είναι πολύ χρήσιμος και δια την άγνοιαν των πλείστων έκ των συγχωριανών περί του που εντός του συνοικισμοΰ εύρίσκετο το σπίτι του Φαρμάκη, αλλά και προς πίστωσιν και έπαλήθευσιν όσων οί άμεσοι γείτονες διέσωζον εξ άναμνήσεων των γεροντοτέρων.

(( Ούτω προκειμένου περί της προελεύσεως της οίκογενείας διασώζονται μεν αναμνήσεις τινές, άλλ’ ό έλεγχος των στοιχείων κατά τας παραλλαγάς δεν φαίνεται άποδοτικός  εις άκρίβείαν. Επειδή όμως και τα άπίθανα σήμερον είναι δυνατόν νά άποδειχθοΰν και εν μέρει άληθή από τίνος πηγής άγνώστου εις ήμάς η εις άλλον εχοντα μείζονα ήμών παρασκευήν, δεν έφάνησαν παραλειπτέα: 

Οί Φαρμακαΐοι κρατούσαν ρίζα από το Φαρμάκι, χωριό περιφερείας Σαρανταπόρου Έλασσόνος

Χάλασέ ποτε το χωριό αυτό και οί Φαρμακαΐοι έπιασαν πιο ξέμακρα και πιο επάνω, το Βλάτσι. 

Τό Φαρμάκι ως χωριό της Επαρχίας του Δεσπότου Έλασσόνος βλ. εις μονήν Ζάμπορδας μεταξύ 1534-1692 με διακοπήν άφιερωτών εφεξής. 
Χαλασμόν του χωρίου είχεν άκουστά γραία Βλατσιώτισσα (ή Δεσπούλου Τσιουκρικα) από εκείνες που κατέβαιναν εις τα ξεχειμαδιά της Θεσσαλίας και δια το όνομα συνέφυρε και την μετοικεσίαν της οίκογενείας Φαρμάκη εις το Βλάτσι.

 Προκειμένου περί της προελεύσεως του έπωνύμου έκ χωρίου δέν δύναται νά είναι βέβαιον
 (παρά τα γνωστά: Βλαχάβας, Γκούρας, Σούλης, Λιδωρίκης, Πάτρας κ.λ.), διότι 
το Φαρμάκης άπαντάταί πολλαχοΰ και εις το σαρακατσιάνικο τσελνικάτο.

 Έπώνυμον Φαρμακιώτης και οικογένεια -ιώτη κτηνοτροφική, άσχετος προς την παλαιάν του Φαρμάκη, ύφίσταται εν Βλάτση.

Ή κατά την ιδίαν γραίαν και κατά τον ισχυρισμόν άλλων προέλευσις και καταφυγή εις Βλάτσην και των Καλιαντεραίων όφείλεται, ως φρονοΰμεν, πρώτον εις την άνάμνησιν περί του ότι οί Καλιαντεραΐοι ήσαν Χασιώτες (έ'νας Θεόδο^ρος από τα Χάσια διωκόμενος έπιασε το Βλάτσι) και δεύτερον εις την γειτονίαν των οικογενειών έντός του άρχικοΰ οικισμού, όπου ειχον κατειλημμένον χώρον εύρύν και σχεδόν ’ίσον εις εκτασιν και σχήμα, οί έξώπορτές μας άντίκρυστές κ.λ. Άλλ’ ό προτιθέμενος νά άποδεχθή την παράδοσιν άνάγκη νά άρη κωλύματα: 
1) το γεωργικόν της έγκαταστάσεως των Καλιαντεραίων εν άντιθέσει προς το ώργανωμένον τσελνικάτον των Φαρμακαίων, 2) την σχέσιν συνδέσεως της είκόνος του πολιούχου Αγίου Μάρκου με το παλαιοχώρι του Πεκρεβενίκου με το υφιστάμενον εικονοστάσι εις εν των παραρτημάτων των σπίτιών μας κ.λ., εν οις και τας έπιγαμίας μετά γεωργών γηγενών.

Διασώζονται και άλλαι άναμνήσεις περί προελεύσεως των Φαρμακαίων έκ της Πίνδου κατά την ούχί άσυνήθη μεταλλαγήν καλοκαιρινών βοσκοτοπίων του τσελνικάτου προς  τούς μέσους ορεινούς όγκους της Δυτικής Μακεδονίας, Σινιάτσικου-Βίτσι προς Πρέσπες. Κατά ταύτας η οικογένεια Φαρμάκη προέρχεται από την Βωβοΰσαν (πλησίον του Μετσόβου), δθεν και η οικογένεια Ζήκα, μεθ’ ής ήλθεν εις έπιγαμίαν. 
Βλ. εύθύς κατωτέρω και την σημείωσιν δια την Βαγγελίτσου Φαρμάκη την ύπανδρευθεΐσαν τον Άδάμον Έξάρχου έκ Σαμαρίνης.
 Άπό την Βωβοΰσαν κρατάει και το τραγούδι εις τον τρανόν χορόν των κτηνοτροφών (άγνωστον εις τους γηγενείς): 
«Άιντε εσείς Τσαλαπανιώτες, όπου πάτε μόν’ παινέστε του χουριό μας δεν πατιέτι» κ.λ., του όποιου παραλλαγή εξυμνεί τον έκ Βωβούσης άρματολόν Νικόλαον Δούβλην. Τσαραπλανά: γείτονικόν χωρίον, παλαιόν. Βλ. Λαμπρίδου, Ήπειρ. Μελετήματα, Ζαγοριανά\, μέρος Β', Άθήναι 1889, 39, 41, 55, 56, σημ. 1.))

Έκ της ύπάρξεως σπιτιού Στέργιου Φαρμάκη εν Βλάτση το 1796 δύναται να συναχθή το περί γεννήσεως του Ιωάννου εν Βλάτση και τοΰτο ούχί μετά βεβαιότητος, όπως έκ της άπλής ομολογίας περί της ήλικίας του κατά τον χρόνον μυήσεώς του εις την Φιλικήν Εταιρείαν (45 έτών το 1817) ύπελογίσθη ό χρόνος της γεννήσεώς του (1772), άνευ κωλύματος τίνος έκ του έγγράφου του 1795, έφ΄ όσον ήδύνατο νά παρίσταται ως μάρτυς άγων τότε το 23 έτος

 Ό προσθέσας το Γεώργιος ως όνομα πατρός του καπετάν Γιαννάκη ήτο υποχρεωμένος νά άρη το μεμαρτυρημένον έκ πηγής των χρόνων έκείνων «Ιωάννης Στεργίου»δι άμαρτύρου διευρύνσεως του συγγενολογίου Φαρμάκη με πρώτα έξαδέλφια ομώνυμα η άλλως πως.

Κατ’ άκολουθίαν δεν ήμπορεΐ νά γίνη άποδεκτόν, άνευ έλέγχου, το άλλοθεν άμάρτυρον ονομα Γεώργιος ως πατήρ της ώραίας κόρης Φαρμάκη της ζητηθείσης δια τα χαρέμια του Άλή πασιάκατά την διασκευήν του Γ. Μόδη (Μακεδ. 'Ιστορ.), Άθήναι 1920, σ. 36-48), μή παραλειπομένης ένταΰθα της έκ παραδόσεως της γειτονιάς μας μνείας περί του ότι ό Γιαννάκης ειχεν άδελφόν Γεώργιον όνόματι φονευθέντα εις μάχην
«αύτοΰ κατά το Βελιγράδι, σ΄ ενα μέρος Ντόγτσιλάρ λεγόμενον».

Εις την αύτήν, έκ πηγής πιστουμένην, περίοδον περί της οίκογενείας Φαρμάκη εν Βλάτση και των κατ’ αυτήν, μελών κ.λ., άναφέρεται και η πολύτιμος πληροφορία του Νικολάου Κασομούληπερί της μητρός του.

Περιλαμβάνεται αύτη ως συμφραζόμενον με όσα περί μετοικεσίας του πατρός του μετά της μητρός του και του ίδιου, νηπίου τότε εν Βλάτση, ως και περί προσκολλήσεώς του (του πατρός του Κωνσταντίνου) εις τον Ίωάννην Φαρμάκην, θειον της μητρός του, μετά τα θλιβερά γεγονότα της Κοζάνης μεταξύ των άντιμαχομένων μερίδων:
Αύλιώτου (σουλτανικοΰ τα φρονήματα) και Κοντορρούση (άληπασιαδικού), τα όποια ό Ν. Κασομούλης άνάγει εις το ετος 1795.
Κασομούλης Νικόλαος εκ Κοζάνης

Λαμβανομένου όμως ύπ οψιν του ήδη άναμφισβητήτου περί γεννήσεως του Νικολάου (Κασομούλη) τον Αύγουστον (20) του 1795 εν Κοζάνη,η αύτή χρονολογία (άορίστως πως) προ η μετά την γέννησίν του δεν συμφωνεί με τα άλλοθεν σαφώς καθωρισμένα χρονολογικώς γεγονότα, τα λαβόντα χώραν μετά τον Μάϊον του 17972, ήτοι με τα περί φονικής έντός της πόλεως Κοζάνης συμπλοκής των άντιμαχομένων (και Αλβανών) και σωτηρίας τινών έκ των άποδρασάντων οπαδών του Αύλιώτου, εις ους κατελέγετο και ό πατήρ του, οπαδός του φονευθέντος άρχηγού Αύλιώτου.

Δυσχέρειαν προσδιορισμού παρέχει και η πληροφορία του έκ της διατυπώσεως «προσκολληθείς εις τον 'Ιωάννην Φαρμάκην».

 Τι είδους προσκόλλησιν έκαμεν εις τον 23ετή η 25ετή Ιωάννην, τον θείον της γυναικός του;

 Κατά το πιθανώτερον έπιφανείας κατωτέρας και δεν την άναφέρει.

Δεν άναφέρει έπίσης το γένος της μητρός του, όθεν θά ύποβοηθούμεθα εις άλλας διαπιστώσεις.

Δεν το ένθυμειτο;
Αύτά τα έκ Κοζάνης-Βλάτσης, ημπορώ νά παρατηρήσω, τα έγραψε μετά παρέλευσιν πολλών έτών και εις ιδιαιτέραν μάλιστα προσθήκην εις τα «άρματολικά» του.

 Τό ετος 1795 δεν ήτο αύθαίρετον, άλλ άνεφέρετο εις τον χρόνον έπιστροφής του Αύλιώτου εις Κοζάνην μετά 14 έτών άπουσίαν εις Πέστην λόγω κατατρεγμού του δια τα γκοτζαμπασλίκια.

'Η προσκόλλησές του πατρός Κωνσταντίνου εις τονΙ. Φαρμάκην δύναται να έχη σχέσιν με άλλην πληροφορίαν του 1817, χρόνου μυήσεως του Φαρμάκη εις την Φιλικήν Εταιρείαν μακράν της Βλάτσης ευρισκομένου από ετών.

 Εις τον κατάλογον δηλαδή των μελών της Φιλικής «ό έκ της κώμης Μπλάτζι» καπετάν Ι. Φαρμάκης είχε χρηματίσει έκει (εις Βλάτσην) «έξουσιαστής και διοικητής της πολιτικής και πολεμικής».

 Τό «και πολεμικής» άγει κατ’ άνάγκην εις την άποδοχήν ότι κατείχε και το άρματολίκι, εις ό θά είχε θέσιν και η προσκόλλησις του Κ. Κασομούλη φυγάδος εν όπλοις έκ Κοζάνης.

 Άλλ’ ό ίδιος ό Νικ. Κασομούλης δεν θα έγνώριζεν η δεν θά είχεν άκούσει ότι ο θειος της μητρός του ήτο αρματολός;

"Έπειτα σαφής είναι εις την διατύπωσίν του ότι μετά τον φόνον του Βράκα και Δόκου «Μπλατζιωτών» έκτοτε έμεινε χηρεύουσα η θέσις των (ώς άρματολών της περιοχής) πέραν του ποταμού Βίστριτζας (Αλιάκμονος).

 Δια ταύτα και ό,τι έγράφη υπό τινων περί Γεωργίου Φαρμάκη ως πατρός του Ίωάννου, ως αρχηγού του αρματολικιού της περιοχής της πέραν του Αλιάκμονος και ως συμμετασχόντος μετά του Ζιάκα εις τα Όρλωφικά μετά σώματος Μακεδόνων πολεμιστών κατελθόντων εις Πελοπόννησον κ.λ., εχει άνάγκην τεκμηριώσεως.

Προκειμένου περί του  ασφαλώς κατά παράδοσιν, θεσμού του προεστού της Κοινότητοςαπό του 1806 και έφεξής άνελλιπως παρακολουθοΰμεν τα πρόσωπα έπί δεκαετίας.
Πάντως κατ’ άμφότερα τα σκέλη της άσκήσεως.τής έξουσίας ήτο έκ των ών ούκ άνευ πρωταρχικόν το της πολιτογραφήσεως ούτως είπεΐν της οίκογενείας εν Βλάτση κατά τα έξ αρχής λεχθέντα.
 Διότι, έάν ό Γιαννάκης ήτο «άρχιποιμήν», ως γράφει ό Κασομούλης, ήτοι τσέλνικας μή κατοικών χειμώνα καλοκαίρι εν Βλάτση, θά ήτο άνέφικτος η άσκησις έξουσίας και άπαράδεκτος δια τους γηγενείς, τους κυρίους του τόπου, ως έπιμαρτυρεΐται και έκ των έφεξής κατά παράδοσιν συνηθειών εις την διοίκησιν των κοινοτικών της Βλάτσης.

Διό και κατά παρέκκλισιν είναι άνάγκη νά δεχθώμεν ότι ό άρχιποιμήν 'Ιωάννης Φαρμάκης κατά την θητείαν του ως προεστοΰ (ή άρματολοΰ) παρέμεινεν εν Βλάτση (τον Ιανουάριον, χειμώνα καιρό, του 1808 δραπετεύει πόθεν;), της φροντίδος των ποιμνίων του εις Θεσσαλίαν δια ξεχείμασμα έμπιστευομένης εις τους συγγενείς του κ.λ. Δικαιολογείται δθεν ως μή άσφαλής και η σημείωσις του ίδιου Κασομούλη περί σκηνιτών τσελιγκάδων, εις τα παραδείγματα των όποιων κατέλεγε και τον Φαρμάκην, άποσβεσθείσα υπό του ίδιου (σελ. 133 του χειρογράφου, έκδ. σελ. 105, σημ. 3).
'Οπωσδήποτε έκ των όσων διέσωσεν η γειτονιά μας άναμφισβήτητον πρέπει νά θεωρήται ότι ό Γιαννάκης ειχεν εξουσίαν τινά στο χωριό και κατά πως έλεγεν ό ομώνυμος πάππος μου (στη μάνα μου), «και δίκαζε και φυλάκωνε στην Κούλια του και είχε και φάλαγγα».

Κατά τα άνωτέρω δια την συντήρησιν των ποιμνίων των Φαρμακαίων κατ’ άναστροφήν μετατοπίσεως βοσκοτοπίων, χειμερινών ανά έξάμηνον προς Δαμάσι Θεσσαλίας, και δια την άσκησιν της έξουσίας εν Βλάτση παρά του Ί. Φαρμάκη άπητοΰντο ικανότητες εις χρόνους μάλιστα λίαν ταραχώδεις, ως οί του τέλους του 18ου και αρχών του 19ου αίώνος, δταν η μέν κλεφτουριά των Χασίων και του Όλύμπου εύρίσκετο εις έντονον δρασιν, καθ’ ά γνωρίζομεν, ό δ΄ Άλής πασιάς προωθούμενος δια των οργάνων του προς έδραίωσιν της επικυριαρχίας του έπάτασσε πάντα άντιφρονοΰντα η άπειθαρχούντα.

Ή περίπτωσις της Κοζάνης (Αύλιώτου-Κοντορρούση), χωρίς νά είναι μοναδική, είναι χαρακτηριστική και δια την καταφυγήν του Κ. Κασομούλη εις Βλάτσην, δπου θά κατέφευγον και κλεφταρματολοί μετά των ποιμνίων των Βλατσιωτών και των Φαρμακαίων κατά το μέχρι των ήμερών μας συνηθέστατον σύστημα συνδρομής και περιθάλψεως, πολλάκις έξ άνάγκης και φόβου.

Εις τας ως άνω συνθήκας περιβάλλοντος η έμπλοκή του Ί. Φαρμάκη εις συνωμοτικάς ένεργείας ήτο άναπόφευκτος. της μεταπτώσεως όμως αύτου εις την κατηγορίαν των διωκτέων παρά των οργάνων του Άλή τα λεπτομερειακά είναι πολύ θολά μεμειγμένα με άναξίας διαφωνίας προσωπικών (διά διαφοράν π.χ. τόπου έγγύς και άνω του Φαρμάκη).

Έκ μεταγενεστέρας πηγής μανθάνομεν ότι ό Ι. Φαρμάκης ήτο «διακεκριμένος έχθρός του ’Αλή πασια», έκ της αύτής και τον χαρακτηρισμόν του ως διασήμου άντάρτου, προφανώς προερχόμενον από την γνώσιν της καθ5 έκαστα δράσεώς του ως κλέφτου.

Άπό πότε όμως ό Ί. Φαρμάκης, άρχιποιμήν και έξουσιαστής και διοικητής εν Βλάτση ών μεταλλάξας βίον εύρέθη μακράν της Βλάτσης;


Την πρώτην πληροφορίαν μας παρέχει ό D. Popovic. 

Ούτος γράφει ότι ό Φαρμάκης (πατήρ της Νούλας) με τον συγχωριανόν του Ζάγλαν και άρχηγόν τον Γεωργάκην Όλύμπιον με επτά συντρόφους ήλθον εις βοήθειαν των έπαναστατησάντων Σέρβων καταταχθέντες εις το στράτευμα του χαϊδούκ Βέλκου.

 Μη έχοντες ούδέν στοιχείον προς άμφισβήτησιν της πληροφορίας ταύτης του Popovic ήμποροΰμεν νά συμπεράνωμεν περί της δράστηριότητος του Άλή πασια εις την περιοχήν των πατρίδων των διωχθέντων.

 Μετά διετίαν, ήτοι το 1806, το Βλάτσι από κεφαλοχώρι γίνεται τσιφλίκι του Άλή.

 Επάνοδον του Φαρμάκη εις την πατρίδα του σημαίνουν, όσα γράφει ό Κασομούλης (σ. 70) περί του Γιαννάκη Φαρμάκη συμβάντα το 1808.
Τον Ιανουάριον δηλαδή του έτους τούτου — ό προσδιορισμός του μηνός άξιοπρόσεκτος — οί Λαζαιοι και οί Τζιαραΐοι έπεκτείνοντες το πνεύμα όργανώσεως νέου έπαναστατικοΰ κινήματος

«και εις τους σημαντικωτέρους έβοήθησαν ... εις την δραπέτευσιν του περιφήμου άρχιποιμένος Γιαννάκη Φαρμάκη». 

Εις την φυγήν ταύτην του Φαρμάκη πρέπει να άναφέρεται και κάποιος περιωρισμένος λόγος, καθ’ ον έκ του Πεκρεβενίκου (παλαιοχωρίου) ό Φαρμάκης με δύο άλλους επιασαν αύθημερον κονάκι εις το άνω των Σερβίων, δεξιά, χωρίον Καλντάδες η Ράχοβον εις ύπάρχουσαν εκεί συγγενικήν του ενός των συντρόφων οικογένειαν.

Τό γεγονός τούτο της δραπετεύσεως— υπονοούνται ένέργειαι του Φαρμάκη κατά του Άλή ως και ένημερότης των Λαζαίων και Τζιαραίων εις τας προθέσεις κατά του Φαρμάκη — συμπίπτει με τον έπαναστατικόν εις ’Όλυμπον και Χάσια οργασμόν τον ένταθέντα άρχομένου του 1808,
την άποστολήν Ρώσων έκ Σερβίας εις τον ’Όλυμπον, την σύγκλησιν συνόδου καπεταναίων περί τα μέσα Φεβρουάριου του 1808 υπό του Παπά Εύθυμίου Βλαχάβα, τον καθορισμόν ήμέρας ένάρξεως έπαναστάσεως την 29 Μαΐου, την υψωσιν σημαίας έπαναστάσεως υπό του Παπαευθύμη την 5 Μαΐου1 με συμμετοχήν και του Φαρμάκη κατά την περιεκτικήν διατύπωσιν την εν τώ ύπομνήματι του Φιλικού Ξάνθου « άποκτήσας (ώς συνεργός ό Φαρμάκης) επ’ αύτού (τού περιφήμου δηλ. Εύθυμίου Βλαχάβα) και εις άλλας περιστάσεις μεγάλην επιρροήν εις την Ρούμελην...».

Ή κατά το 1808 άπομάκρυνσις του Ι. Φαρμάκη έκ Βλάτσης φαίνεται ότι ήτο οριστική.

Ή εχθρα του με τον Άλή πασια ήτο βαθυτάτη, διό και προυτίμησε νά ύπηρετήση προσωρινώς τον Ισμαήλ μπεην των Σερρών (φρούριον Θεσσαλονίκης, άρματολίκι Καλαμαριάς) ως επραξε και μερίς άλλων άρματολών (Τζιαραΐοι, Μπζιωταΐοι, ό Γούλας Δράσκος (εις Σέρρας από 1813-1816) κ.λ.) μή ύποκυψάντων εις συμβιβασμόν με τον Άλή πασιάν.

Τότε η ολίγον βραδύτερον θά μετεκινήθη και η σύζυγός του έκ Βλάτσης εις Σέρρας, πόλιν με άρκετούς Βλατσιώτας.

Πριν άκριβέστερον άναζητήσωμεν προσδιορισμόν του χρόνου άπομακρύνσεως της συζύγου του Γιαννάκη έκ Βλάτσης βάσει μαρτυρίας, δεν θεωρούμεν παραλειπτέα και όσα η παράδοσις των Βλατσιωτών διέσωσε λείψανα άναμνήσεων, θολά έστω και πενιχρά, σχετικά όμως προς την φυγήν της οίκογενείας έκ της πατρίδος της.
Άπομνημονεύουν λοιπόν οί χωριανοί, άλλοι μέν ότι ό Φαρμάκης οίκογενειακώς έφυγε προς Βελιγράδι, Σερβίαν, λαβών την προς βορράν οδόν δια μέσου του Παλαιοχωρίου, περιοχής Εμπορίου (νήπιον κλαυθμηρίζον το έπνιξαν δια νά μήν προδοθούν), άλλοι δέ, οί περισσότεροι, ότι άποβραδίς φορτώσας ό Γιαννάκης τα πολυτιμότερα (άφησαν επίτηδες και τις λάμπες αναμμένες) κατηυθύνθη προς  χωρίον Φραγκότσι, περιφερείας Καιλαρίων, και από το Σέλι καταβάς προσεπέρασε το Βαρδάρη όριον κυριαρχίας του Άλή πασιά, και γλύτωσε καταφυγών εις Σέρρας.
Και περισσότερον συγκεκριμένα άναφορικώς με τα ξεχειμαδιά των ποιμνίων του Φαρμάκη εις Δαμάσι Θεσσαλίας, ως και με την φήμην φυγής του πέραν του Βαρδαρίου συνήψεν ό λαϊκός τραγουδιστής:

 «Τρία πουλάκια κάθουνταν, 
Γιαννάκη Φαρμάκη μ΄,
 στήν Κούλια ’π του Δαμάσι... 
Γιαννάκης δε μάς φάνηκε
 κι ούδέ στού Μπλάτσι άκούσκι. 
Μάς είπαν κάτι ψέματα,
 μάς εΐπαν κάτι άλήθεια. 
Γιαννάκης, μωρ’ άπέρασιν πέραν άπ’ του Βαρδάρι...».

Εις τον προσδιορισμόν του χρόνου της οριστικής έκ Βλάτσης άπομακρύνσεως της συζύγου του Ι. Φαρμάκη ύποβοηθούμεθα έκ των πολυτίμων στοιχείωνμιας έπιστολής του ίδιου Φαρμάκη προς τον Αλέξανδρον 'Υψηλάντην. 

'Η πολυτιμότης των στοιχείων άφορα και εις το της τύχης ολοκλήρου της εν Βλάτση οίκογενείας Φαρμάκη μετά των περί αύτήν.

Πρός πληρέστερον κατά το δυνατόν σχολιασμόν των εν τή έπιστολή είναι άνάγκη νά λεχθοΰν τα και γενικώτερον γνωστά:
 ήτοι ότι το 1816 ό Ί. Φαρμάκης είχε κατευθυνθή εις Πετρούπολιν με άλλους άξιο λόγους καπεταναίους προτιθεμένους νά ζητήσουν μέσον του Καποδιστρίου άντιμισθίαν δια τας υπηρεσίας των εις τα Επτάνησα εις τον πόλεμον κατά των Γάλλων (1806-1812), ότι το 1817 (Αύγούστου 2) κατηχήθη εις Μόσχαν ως Φιλικός και κατά Μάϊον του 1818 έξ Όδησσοΰ εφθασεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου έχρίσθη «’Αρχηγός των αφιερωμένων της Φιλικής Εταιρείας» προοριζόμενος δια περιοδείαν εις την Μακεδονίαν προς μύησιν εις την Εταιρείαν.

Κατ’ Αύγουστον λοιπόν του 1818 εύρίσκεται εις τας Σέρρας— θά έπιστρέψη εις το Βουκουρέστι τέλη Ιουλίου 1819. 
«'Όταν έμίσεψα από Μόσχαν εις Κωνσταντινούπολιν», γράφει ό Φαρμάκης προς τον 'Υψηλάντην (Μάϊον 1818 ), «οί συνάδελφοι του Τσκαριώτου — οί προδόται δεν ελειψαν ποτέ—προ έμοΰ έπρόλαβαν και έπρόδωσαν και έχάσαμεν τότες σημαντικές φαμίλιες και σχεδόν 250 ήρωες».
Με τας συνεπείας της προδοσίας περί άπωλείας κατά τα γενικώτερα σημαντικών οικογενειών και σχεδόν 250 ήρώων δεν θά άσχοληθώμεν ήμεΐς ένταΰθα, άρκούμενοι εις την διερεύνησιν των εν συνεχεία γραφομένων υπό του Φαρμάκη άφορώντων εις το κύριον ήμών θέμα, ήτοι το της τύχης της οίκογενείας Φαρμάκη.

«Έλήφθη αιχμάλωτον το σπίτι μου με όλους τους άνθρώπους και το βιος μου κινητόν και άκίνητον. Πολλοί έξ αύτών άπέθαναν έκτος της γυναικός μου. που την ειχα εις τας Σέρρας και έγλύτωσε και εως σήμερα εύρίσκεται εκεί». 

Και πρώτον δια της έκφράσεως «τήν είχα εις τας Σέρρας» νοοεΐται από χρόνου προγενεστέρου των εν Βλάτση οδυνηρών συμβάντων εις το σπίτι του και τους ανθρώπους του, έξ ών πολλοί άπέθανον.
Κατ’ Αύγουστον λοιπόν του 1818 ό Φαρμάκης συνηντήθη εις Σέρρας με την σύζυγόν του (ή έπιστολή έγράφη μεταγενεστέρως).
Εφεξής όμως που κατέληξεν αυτη;
 Τό σπίτι του Φαρμάκη με 'ολους τους άνθρώπους και το βιος του, επί μακρόν από της άπομακρύνσεως του ίδιου έκ Βλάτσης υπό τον έλεγχον του Άλή πασια ευρισκόμενα, δεν ειχον ύποστή ζημίας, πρίν δηλαδή γίνουν γνωστά τα της μεταβάσεώς του εις Ρωσίαν και κατηχήσεώς του εις την Φιλικήν.
Συνεπως «ή αιχμαλωσία», ως την χαρακτηρίζει ό Φαρμάκης, των άνθρώπων και της περιουσίας του έγένετο άπόντος του Γιαννάκη, καί, μόνον της γυναικός του σωθείσης κατά πρόνοιαν μετακινηθείσης ένωρίτερον εις Σέρρας.

Αύτή αυτη η αιχμαλωσία ολίγον προ της έκ Μόσχας άναχωρήσεώς του δια Κωνσταντινούπολιν δεν είναι άψευδής μάρτυς ότι η άλλη οικογένεια και το βιος του έξηκολούθουν ύφισταμένα εν Βλάτση;
Έάν προηγούντο φόνοι Τουρκαλβανών του Άλή έντός της Βλάτσης, ως έγράφη, εις δύο μάλιστα έπιδρομάς, δεν θά έπηκολούθουν άντίποινα άνάλογα προς την γνωστήν σκληρότητα του Άλή;

Ό θάνατος πολλών έκ των άνθρώπων του Φαρμάκη και η άρπαγή του βιού του έδωσαν, καθ’ ά φρονούμεν, άφορμήν εις τους χωριανούς νά άναζητήσουν τα αίτια, άγνωστα, άνύποπτα και άνερμήνευτα εις τους περισσοτέρους εν σχέσει προς τα τεκταινόμενα συνωμοτικά της Φιλικής.

Ουτω την έπιδρομήν των Τουρκαλβανών κατά την περίπτωσιν αιχμαλωσίας των Φαρμακαίων το 1818 συνέφυραν προς άλλας έπιδρομάς κατά της Βλάτσης και συμπλοκάς εν αύτή της περιόδου 1821-1826, συνεπεία των οποίων αι περισσότεραι οίκογένειαι, ως είπομεν, έξεπατρίσθησαν προσο^ρινώς η και όριστικώς εις Μοναστήρι, Θεσσαλονίκην, Σέρρας και άλλαχού, παραλειπομένης της μνείας των έφεξής κατά καιρούς έπιδρομών μέχρι και του 1878.

 Πόσαι προγενέστεραι των χρόνων του 1821 δέν θά ήσαν έπισωρευμέναι εις την μνήμην των προγόνων μας!!
 ’Άλλοι τον κατατρεγμόν του Φαρμάκη άπέδωσαν εις την άρνησιν νά δώσουν δια το χαρέμι του Άλή την έπιλεγεΐσαν υπό του Βάγια ώραίαν κόρην του Φαρμάκη Γεωργίου, Νούλαν όνόματι.
Προηγούμενον βέβαιον έθεωρεΐτο η παρά του ίδιου Άλή πασια άποστολή Τουρκαλβανών προς παραλαβήν δια το χαρέμι του της νύφης της Χαριζάμινας (μητρός της Κώτσινας Πιπιλιάγκα, θανούσης 80 περίπου έτών το 1938, Χαριζάνου άξιόλογος οικογένεια). Την έφυγάδευσαν όμως με κιρατζήν (τον Γάκην Τάρην) προσπεράσαντα το ντερβένι της Βέροιας.

Ή διατύπωσις «τό σπίτι έλήφθη αιχμάλωτον» είναι ορθώς διατυπωμένη, δεν έπυρπολήθη δηλαδή, καθ’ ά έγράφη, έφ΄ οσον διετήρήθη μέχρι των χρόνων μας.
 'Υπονοείται λεηλασία των οσων ήτο δυνατόν νά μετακινηθούν, μολονότι οί μετέπειτα, δπως έψιθυρίζετο εις την γειτονιάν μας και εις τους χρόνους μας ως παιδιών, πολλά εδρον άξιόλογα έκ των της οικοσκευής (και θαμμένα).

Τό βιος του, κατά την έννοιαν των ζωντανών, γιδοπροβάτων, φοραδιών (οί υπολογισμοί εις πολλάς χιλιάδας είναι αυθαίρετοι), ώδηγήθησαν δια των τζιομπαναραίων των εις την "Ηπειρον. ('Ένας Κόλτσης λεγόμενος ήτο έκ των βοηθών των συνοδευσάντων τα ποίμνια, έτών 16 τότε, θανών περί τό 1890).

Θά παρέλθη δεκαετία ολόκληρος — ήσαν οί χρόνοι άναταραχής ιδιαιτέρως της Βλάτσης λόγω της θέσεώς της — και το 1828 ως terminus μνείας των Φαρμακαίων εν Βλάτση θά άναγραφή εις τον κατάλογον των σπιτιών των Βλατσιωτών των ύποχρέων εις το μαχτοϋ μπόρτζι
 «Φαρμακάδικα σπίτια 3.100 γρόσια», ήτοι ποσόν συγκριτικώς με το των άλλων πολύ ύπερβολικόν.
Έπηυξάνετο δηλαδή το χρέος δια τον νοούμενον έκπατρισμόν των κτητόρων και την ελλειψιν κληρονόμων άμέσων, ώστε νά δικαιολογήται η μετ΄ ού πολύ έκποίησίς των δυναμένη νά προσδιορισθή έκ των άναμνήσεων των γεροντοτέρων κατά χρόνον και πρόσωπα.

Καί του ποτε τσέλνικα εις Άβδέλλαν Γρεβενών Μπαντραλέξη την ώραίαν θυγατέρα έζήτησε δια το χαρέμι του ό Άλής.
Εις τα προς τοΰτο άποσταλέντα όργανά του ό Μπαντραλέξης εδείξε μεγάλην προθυμίαν άπαντήσας ότι θά την πάη ό ίδιος.
 Φορτώσας όμως με την οίκογένειάν του έτράβηξε προς Κοζάνην και από έκεΐ έπιασε το Σέλι επάνω (Ναούσης) γενόμενος έκ των άξιολόγων οικιστών του οικισμού. (Κατά τας άναμνήσείς Κ. Σαμαρα, πρ. γενικού δίευθυντοΰ Έκθέσεως Θεσσαλονίκης. και η οικογένεια Σαμαρα έξ Άβδέλλας εις Σέλι).

((Τον χώρον όλον, όπου ήσαν τα Φαρμακάδικα σπίτια 
— τα περιέβαλλε κοινή αυλή και εντός κήπος με πολλά όπωροφόρα — 
ήγόρασε περί το 1832-35 ό Δημήτρίος Παναγιώτου, Ζέρβας το έπίθετον, Παναγιωτόπουλος είτα και Άμπράζος γνωστός, με τον άδελφόν του Αναστάσιον. και το μέν κεντρικόν σπίτι, μονώροφον, το πήρεν ό Δημήτρίος, έδώ η μεγάλη εξώπορτα με τα φαρδιά καρφιά και το σκεπαστό της έπάνω, το δέ αριστερά εις την γωνίαν, διώροφον με παραθυρόφυλλα ξύλινα, ό Άναστάσης.
 ’Όπισθεν των σπιτιών, προς την γωνίαν συνοχής των εύρίσκετο η Κούλια, έκ της όποίας μικρόν ύψωμα από χώμα και πέτρες διακρίνεται. 

Τά σπίτια τα παλαιά διεσώζοντο μέχρι των παιδικών μας χρόνων. 
Τον δεξιά χώρον, όπου έλέγετο ότι ήσαν τα βοηθητικά παραρτήματα δια τας έργασίας των γυναικών Φαρμάκη, μαγειρικά, φούρνοι κ.λ., ήγόρασε περί το 1840 ό Νικόλαος Χρήστου Χρηστίδης, κοινότερον Γκράσους, κτίσας το 1852 το ύπάρχον και νυν σπίτι. Εύνόητον το έλλιπές των άναμνήσεων των νέων οίκητόρων ως προς τους πρώην. 
Έκ των ίδικών των ζωηροτέρων άναμνήσεων ούχί περιφρονητέαι έθεωρήθησαν αι άφορώσαι εις τον Χρήστον Χρηστίδην.
 Ούτος κατήγετο από την Ζέρμαν Ηπείρου. 
Ήταν κάλφας κοντά στον Άλή πασιά. Αύτός εφκιασε το μοναστήρι του Άγιου Γεωργίου στά Γιάννινα. Είχε κρατήσει κάνα κόκκαλο από το λείψανο του Αγίου, άλλ  έμφανισθείς κατ’ όναρ ό
 «Αγιώρς, νά μί βάλτς, τούν είπιν, ίκεΐ π’μί πήρις». 
και ήταν άκριβώς τον καιρό που έστρωνε την άγια τράπεζα, ότε τον έπεσε το δακτυλίδι. Άποδώσας το κόκκαλο από το χέρι του λειψάνου, βρήκε το δαχτυλίδι του. Έκ Ζέρμας κατηυθύνθη το πρώτον εις Πιπιλίσταν περί το 1821. Ήτο πλούσιος με πολύ φλουρί, στο μουσιαμά το είχε εδώ στο κιμέρι και στην Πιπιλίστα έφερε 10 μουλάρια πράγματα. Τοΰτο έσκανδάλισε κάπως. Οί κλέφτες μυρισθέντες τον παίρνουν και τον κρατούν 6 μήνες. Τον άπέλυσαν ξημερώνοντας το Πάσχα στήν Παναΐα από το Τσιαρούσινο (ή στο Κοντσικό). Γλύτωσεν από τους κλέφτες, άλλ’ ευθύς έμπερδεύθη εις άλλο.
 Ήταν τον καιρό που χαλνούσαν τή Νιάουστα κινδυνεύσας νά φονευθή εις τα Καϊλάρια, δπως έσημειώθη άνωτέρω εις τα περί μετοίκων.))

Ποιοι από τους πολλούς των ανθρώπων του Φαρμάκη άπέθανον δεν άποσαφηνίζεται. Προκειμένου περί της συζύγου του, η όποια είχε γλυτώσει εις τας Σέρρας, εϊναι άγνωστον, ποΰ κατέφυγεν ιδίως μετά την έπίσημον εις τας Ηγεμονίας κήρυξιν της έπαναστάσεως και κυρίως μετά τον εις την μονήν του Σέκου οδυνηρόν επίλογον των πολυετών άγώνων του άνδρός της.

 Πολύ πιθανόν πλησίον της θυγατρός της Νούλας, η όποια, καθ’ ά παραδίδει ό Popovic ειχε σύζυγον ενα ('Έλληνα)  Απόστολον όνόματι, ειτα δ΄ άνηρπάγη εις Σερβίαν υπό του Βούτσις (δευτέρα σύζυγος τούτου).
Αύτής της Νούλας, μετά ΙΟΟετίαν όλην, ήτοι μετά την άπελευθέρωσιν (1912), έ'νας γαμβρός επ’ άνεψια ένεφανίσθη εις Βλάτσην — συνεννοήθη με τα ολίγα γαλλικά του — κομίζων και σχεδιαγράμματα των χώρων Φαρμάκη.

Έξ άλλου γραία (Μπουζιάνα όνόματι) εγκατεστημένη εις Τζουμαγιάν διετήρει άναμνήσεις (1926, Θεσσαλονίκην) περί προελεύσεως της οίκογενείας της μητρός της έκ Βλάτσης, γένους Ζήκα και συγγενείας Φαρμάκη.

Δια πάντων των ως άνωτέρω έκαλύφθη, φρονούμεν  ό λόγος ό περί τον άξονα της παρούσης έκδόσεως συνεχόμενος ως προς το ίστορικόν δηλαδή της εν Βλάτση εύημερούσης ποτέ οίκογενείας Φαρμάκη συλλήβδην λαμβανομένης.

Είδικώτερον λεπτομερειακά έκ της μακράς σειράς άγώνων και περιπετειών του Ίωάννου Φαρμάκη, άφ’ ής το πρώτον έξήλθεν έκ Βλάτσης διωκόμενος, δεν περιλαμβάνονται ενταύθα.

Κεφαλαιωδώς όμως έχει προσαρμογήν ύπόμνησις των όσων έγραφεν ό Γ. Όλύμπιος προς τον Αλέξανδρον 'Υψηλάντην, έπικειμένης της άποφασισθείσης άναχωρήσεως του Φαρμάκη δια την Μακεδονίαν και ’Ήπειρον προς έξέγερσιν.
 «... με τον Καπετάν Ίωάννην Φαρμάκην παρακαλοΰμεν νά μή μας ξεχωρίσης, διότι κάθε πρώτη αρχή εΐναι δύσκολη’ δταν άποθάνη ό εις νά είναι ό άλλος ,..».

 Εν άλλοις:
 ό Όλύμπιος και τελείως απαραίτητον έκρινε την παρουσίαν του Φαρμάκη εις τον άρχόμενον άγώνα και ισοτιμίαν άνεγνώριζεν εις τον επί 20ετίαν άκαταπόνητον συνεργάτην του.

 Εις το υψος του Γολγοθά προκαλεΐ όμολογουμένως τον θαυμασμόν ό έκάστοτε ήρως.

 Ό Φαρμάκης δεν άφησεν άνεκμετάλλευτον και την τελευταίαν εύκαιρίαν προς έξακολούθησιν της αποστολής του, την όποίαν δεν έθεώρει λήξασαν με το άτυχες τέλος του άγώνος εις την μονήν του Σέκου.

Osmanisches Makedonien. Die griechische nationale Revolution (1821) in Makedonien

$
0
0

Delacroix.
 Griechenland
auf den Ruinen von Missolonghi. 1826
M. Lascaris, «La revolution grecque vue de Salonique. 
Rapports des consuls de France et d’Autriche 1821-1826», 
Balcania 6 (1943) 145-168.

Die türkischen Militäroperationen 
gegen die Rebellen von Chalkidiki (Makedonien)
in den Berichten des österreichischen Konsuls in Thessaloniki (1821-1826).



I.
Griechische Revolution 1821.
"Freiheit oder Tod"
Salonik den 12. Juli 1821.

Die Insurgenten hatten sich in beträchtliger Menge in dem ziemlich grossen Orte Polygyros zusammengezogen und die Türken fürchteten daselbst mächtigen Widerstand zu finden; 
doch gross war das Erstaunen der grossherrlichen Truppen 
als sie diesen Flecken gänzlich von den Griechen verlassen und alles bei Seite geschafft fanden. 

Diese Ortschaft ward auch sogleich in Asche gelegt. Die Rebellen flüchteten sich teils an Bord der zahlreichen griechischen Schiffe, welche an den benachbarten Küsten kreutzen, mehrere zogen sich aber nach Cassandra zurück, wo sie den Angriffen der Türken mächtigen widerstand leisten.
Das Gouvernement fährt noch immer fort mit aller Sorgfalt die Geissein zu bewachen und hält die bedeutenderen selbst in Ketten.

Der Makedonische Freiheitskämpfer Lassanis Georgios (1793 - 1870)

II.
Salonik den 26. Juli 1821.

Heute verlässt der Gouverneur Jussuf bey diese Stadt, um das Kommando der bei Cassandra stehenden ottomanischen Truppen zu übernehmen wo sich die Griechen fortwährend in grösser Zahl mächtig verteidigen und verschanzen.

Der Makedonische Freiheitskämpfer Papas Emmanouil (1772 - 1821)
III.

Salonik den 28. August 1821.

Die in Cassandra versammelten Insurgenten hatten hinlänglich Zeit und Eifer um sich hinter dreifachen Laufgräben zu verschanzen, die sie mit grossen von Bord ihrer Schiffe dahin gebrachten Kanonen besetzen; ein Teil dieser Schiffe ist aufgestellt um die Truppen in Cassandra von der Seeseite aus zu schützen. 
Fruchtlos und mit grossem Verluste verbunden waren die von Seite der Türken auf diese Stellung gemachten stürmische Angriffe, die besonders am 5 und 6 dieses Monats sehr heftig und blutig waren.


Der Makedonische Freiheitskämpfer Karatasos Tasos (1764 - 1830)
IV.

Salonik den 30. August 1821.

Die ottomanischen Truppen wurden von den zu Cassandra befindlichen Griechen bei mehreren Gefechten mit Verlust sich zurückzuziehen gezwungen; 

alle ihre Stürme auf die Verschanzungen der Rebellen wurden zurückgeschlagen, denn diese letzteren fanden neuen Mut durch die Anwesenheit von fünfzehn wohlbewaffneten Schiffen, die zu ihrer Unterstützung herbeigeeilt sind. 
Jeder Versuch von Seite der Türken, sowohl zu Wasser als zu Lande, hatte noch immer den schlechtesten Erfolg, und noch bedenklicher wird die häufige Deserzion unter ihren Truppen die ihre Kommandanten verlassen und in ihre Heimat zurückkehren, da sie sich, ohne Lebensmittel, auch nicht einmal durch einen glücklichen mit Raub und Beute gekrönten Erfolg geschmeichelt fühlen.

Jede Verbindung mit den benachbarten Provinzen ist noch immer abgeschnitten; dennoch vernahm man heute dass Hadschi Bekir Pascha, der sich mit vielen Truppen nach Morea begeben hatte, zu Larissa plötzlich starb. 
Die Sache der Türken stand damals nicht am besten.
Der Makedonische Freiheitskämpfer Ziakas Theodoros (1798-1882)

V.

Salonik den 13. September 1821.

Die wiederholten Angriffe der Türken auf die Verschanzungen der Griechen bei Cassandra waren vergebens;
 es erfolgte darauf ein Waffenstillstand von mehreren Tagen.
 Man spricht jedoch die Türken seien gesonnen heute von neuem einen allgemeinen Angriff zu machen, von dem sie sich einen guten Erfolg versprechen; sollte auch dieser fehlschlagen, so wollen sie den Weg der Vermitlung ergreifen, der ihnen von dem Stellvertreter des Bischofes von Salonik angeraten wurde, welchen man hier erwartet, und welcher, wie man sagt, beauftragt ist, sich in Unterhandlungen einzulassen, wodurch den Rebellen der von dem Grossherrn versprochene Pardon zu Teil werde. 

Indessen wurden die griechischen Kirchen wieder eröffnet und es wurde eine bedeutende Anzahl Griechen der geringeren Klasse in Freiheit gesetzt nachdem sie seit langer Zeit im Gefängnis gesessen hatten.
Der Makedonische Freiheitskämpfer Naoum Panagiotis
 (Das allererste Photo eines Griechen)

VI.

Salonik den 30. September 1821.

Der Pascha hat die Nachricht von einem vollständigen Siege bekannt machen lassen, welchen Jussuf bey, unterrichtet von der Landung von 600 Griechen vor Cassandra, über diese Truppe davongetragen hat.
 Die Echtheit dieser Angabe bestätigt sich durch die Menge von hieher gebrachteten (ihrer Hinrichtung entgegensehenden) Gefangenen, und durch die vielen blutigen Trophäen auf die das Auge überall fasst. 

An dem Tore Wardar genannt waren in allem 120 Köpfe angespiesst. 
Cassandra selbs hält sich indess noch, und fruchtlos waren alle bisherigen Versuche der Osmanen in die sogenanten Tore von Cassandra einzudringen, wo eine bedeutende Anzahl entschlossener Insurgenten aufgestellt ist.
Der Makedonische Freiheitskämpfer Kasomoulis Nikolaos (1795-1872)

VII.

Konstantinopel den 10. November 1821.

Der vormalige Statthalter von Salonik Jussuf Pascha, Sohn des Ismail bey von Serres, ist nach Magnesia unweit Smirna, Abdulubud Mehemed Pascha aber in gleicher Eigenschaft nach Salonik 
berufen.


Der Makedonische Freiheitskämpfer Karatasos Tsamis (1798-1861).
Der General Makedoniens.

VIII.

Konstantinopel den 24. Dezember 1821.

Dem Pascha von Salonik gelang es nach Einnahme der Halbinsel Cassandra auch die Einwohner von Monte Santo und jene der Insel Thasso zur Unterwerfung zu bestimmen. 
Dies geschah durch gutwillige Übereinkunft:

 Die Griechen legten die Waffen nieder und kein bewaffneter Türke darf jene Landstriche betreten. 

Die Pforte hat diese Übereinkunft gebilligt und setzt einen grossen Wert auf die Unterwerfung des ersteren Punktes, 
da dieser als der Sitz und die Pflanzschule der griechischen Geistlichkeit angesehen wird deren Einfluss auf das Volk im allgemeinen entschieden und überwiegend genannt werden kann und sich auch in der neuesten Zeitgeschichte auf diese Weise bewährte.


Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ 1715.

$
0
0
Μέγας Αλέξανδρος
 στην ελληνική παράδοση, Θεόφιλος
Alexander der Grosse
in der griechischen Tradition
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΏΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Έκτος από τους γνωστούς περιηγητές, στους οποίους συνήθως προστρέχουμε, για ν’ αντλήσουμε πληροφορίες για ορισμένους τόπους των ελληνικών χωρών, είναι δυνατόν να βρούμε και άλλες παράλληλες μελετώντας ορισμένα ημερολόγια η χρονικά πολεμικών επιχειρήσεων.

Graecia Vetus-Αρχαία Ελλάδα
 (Macedonia-Thessalia-Epirus,Achaia et Peloponesus)
Robert de Vaugondy, Didier, 1723-1786
Τα τελευταία αυτά κείμενα είναι δυνατόν να διαφύγουν την προσοχή των ερευνητών.
Ανάμεσα σ’ αυτά είναι δύο ημερολόγια  που περιγράφουν την εκστρατεία του μεγάλου βεζίρη Άλή πασά εναντίον των Βενετών στην Πελοπόννησοστα 1715, το πρώτο του Benjamin Brue, διερμηνέα του βασιλιά της Γαλλίας στην Πύλη, και το δεύτερο ενός ανωνύμου που άποδίδεται σ’ έναν Έλληνα της αυλής του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Bräncoveanu (1688-1714), τον Κωνσταντίνο Διοικητή, που ακολούθησε με σώμα Βλάχων τον τουρκικό στρατό.


Silahtar Damat Ali Paşa
(1667-1716)

Το δεύτερο κείμενο, γραμμένο στα ρουμανικά και μεταφρασμένο από τον Νικόλαο Iorga στα γαλλικά, περιέχει πολλές ειδήσεις (κατ’ αντίθεση προς το πρώτο που δεν προσφέρει παρά έλάχιστες) για την διέλευση του σουλτανικού στρατού μέσα από την Μακεδονία, τις όποιες θά προσπαθήσω ν’ αποδώσω παρακάτω σύντομα και να έπιμείνω στα ιστορικά και τοπογραφικά προβλήματα, τα όποια παρουσιάζονται κατά την ανάγνωση.

Ο Διοικητής γενικά είναι αξιόπιστος και οι ειδήσεις του ενδιαφέρουσες.
Τις σημειώσεις του όμως φαίνεται ότι, όταν ήταν κουρασμένος η δέν είχε διαθέσιμο καιρό, τις κατέγραφε στο ημερολόγιό του ύστερ’ από πολλές η λίγες ημέρες  Γι  αυτό κάποτε εχει μερικά σφάλματα ως προς την ακρίβεια της πορείας του:
ενώ δηλαδή εχει μιλήσει για ορισμένους σταθμούς του δρόμου, ύστερα ξεχνώντας τί είχε γράψει μνημονεύει πάλι την παλιά πορεία και τα παλιά ονόματα.
Ίσως κιόλας να είχε λησμονήσει την σειρά των ονομάτων.

Οι πληροφορίες του Διοικητή για την Μακεδονία αρχίζουν από την στιγμή που πλησιάζει προς τα σύνορά της, όταν δηλαδή μπαίνη στην Ξάνθη (βλ. χάρτη).
'Η πορεία των τουρκικών στρατευμάτων μέσα από την Μακεδονία στα 1715
Γι αύ την γράφει ότι ήταν μεγάλη πόλη μέ κάστρο, ότι ήταν έδρα της μητροπόλεως Ξάνθης και ότι τουρκικά όνομαζόταν Scheti — αλλοιωμένη όνομασία του τουρκικού ονόματος Έσκιτζέ. Ο φημισμένος καπνός της  ονομαζόταν «πιρσιτσάν».

Η σημασία της λέξης μου είναι άγνωστη.
Ο διευθυντής του 'Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας και τουρκολόγος κ. Β. Δημητριάδης, είχε την καλωσύνη να μου εξηγήση ότι πιθανόν πρόκειται για παραφθορά των λέξεων bir segen, δηλαδή να σημαίνη καπνά πρώτης κοπής, πρώτης διαλογής.

Ο Διοικητής βαδίζοντας προς Ν της μεγάλης — την εποχή   εκείνη — πόλης Γενιτζέ (και αυτή είναι το σημερινό άσημο χωριό Γενισαία) μνημονεύει μια λίμνη πλούσια σε ψάρια, εννοώντας άσφαλώς την λίμνη της Μπουροϋς (Πόρτο-Λάγο).

Κατόπιν περνώντας τον ποταμό Καρά Σού, δηλαδή τον Νέστο, μπαίνει στο έδαφος της Μακεδονίας και καταλύει στο Σαρή Σαμπάν, στην σημερινή Χρυσούπολη, φημισμένη και αύ την για τον καλό της καπνό.

 Έδώ κοντά τρέχει ένα ρυάκι, όπου έρχονται και ζευγαρώνονται τα πτηνά καλιφάρ, califar, όπως τα γράφει ο Διοικητής στα ρουμανικά. Οlorga τα άποδίδει στην γαλλική μέ την ϊδια λέξη, kalifars, και τα σχολιάζει γράφοντας μέσα σέ παρένθεση ότι είναι πάπιες της Μπαρμπαριάς (Barbarie), δηλαδή της βορειοαφρικανικής άκτής.

Αξιοσημείωτο είναι ότι τα πτηνά αυτά  σύμφωνα μέ τις πληροφορίες κατοίκων της περιοχής, ονομάζονται βαρβαρόσες η βαρβαρόσινες (ανακοίνωση δικηγόρου Καβάλας κ. Κωνστ. Παπαϊωάννου).
Η τελευταία αυτή ονομασία των αποδημητικών αύτών πτηνών είναι χαρακτηριστική, γιατί δηλώνει τον τόπο, από τον όποιο προέρχονται, δηλαδή την Μπαρμπαριά, όπως ονομαζόταν στους περασμένους αιώνες η βορειοαφρικανική ακτή.

Ωστε ο Ιorga ορθά προσδιορίζει την προέλευση των άποδημητικών αύτών πτηνών. Ο ομότιμος καθηγητής της Δασολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ί. Παπαϊωάννου είχε την καλωσύνη να μου ανακοινώση ότι πιθανόν πρόκειται για την πάπια που ονομάζουν σήμερα μ π ά λ ι ζ α. Ο Διοικητής λοιπόν βρίσκεται έδώ στην γνωστή διεθνώς για την σπάνια πανίδα της περιοχή του Κοτζά Όρμάν.
Κατόπιν φθάνει στην Καβάλα.

Περιγράφει το κάστρο, την ακρόπολή της και μέ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες το υδραγωγειο και τις δεξαμενές του κάστρου.

 Μέ την εύκαιρία της περιγραφής της Καβάλας μάς δίνει μια παροιμία τουρκική

 (Kavaladan top atilse, Selänin zarari varmi =έάv έξακοντισθή ένα βλήμα από την Καβάλα, δεν βλάπτει καθόλου την Θεσσαλονίκη), η οποία ύπαινίσσεται αύτόν (έδώ έννοει τους Εβραίους), 

που παινεύεται εμπρός σ΄ έναν άλλο, αλλά εκείνος δεν τον λογαριάζει καθόλου.

 Κατόπιν ο Διοικητής περνά μέσα από τα γνωστά στενά προς τους Φιλίππους και φθάνει στο Μπερεκετλή και κατόπιν στο Πράβι η στην Πράβιστα ( την σημερινή Έλευθερούπολη), γνωστή τότε πόλη η μάλλον μεγάλο κάστρο (Kasaba).

Από τα γειτονικά του βουνά έβγαζαν σιδηρομετάλλευμα, μέ το όποιο κατασκεύαζαν τα βλήματα των πυροβόλων. 

Ο Διοικητής λοιπόν αφήνει τον δρόμο που οδηγεί προς τους Φιλίππους-Δράμα και ακολουθεί τον άλλο που κατευθύνεται προς το Πράβι, παρακάμπτει τους βορειοδυτικούς πρόποδες του Παγγαίου και καταλήγει στις Σέρρες.
Παλαιοχώρι Παγγαίου(Βρανόκαστρο) Κάστρο του Αλεξάνδρου
Palaiokastro Pagaio(Kavala).
Die Festung 'Alexanders des grossen'
Από το Πράβι ο Διοικητής φθάνει σ΄  ένα χωριό, που ονομάζεται του «’Αλεξάνδρου» (ή λέξη γραμμένη στα ελληνικά).

Πρέπει να είναι το σημερινό Παλαιοχώρι Παγγαίου (βλ. εικ. 1), οπου ύπάρχουν ακόμη τα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου, γνωστού με το σωζόμενο ακόμη κατά παράδοση όνομα «Κάστρο του Αλεξάνδρου».

Χαρακτηριστικό είναι ότι η λαϊκή παράδοση το απέδιδε στον Μ. Αλέξανδρο, πράγμα που δείχνει πόσο η μνήμη του Μακεδόνα στρατηλάτη έμεινε ζωντανή στον ελληνικό λαό της Μακεδονίας.

 Και πραγματικά στην Ανατολική Μακεδονία, ιδιαίτερα στην περιοχή Καβάλας και Φιλίππων, οι παραδόσεις για τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν ζωηρές . 

Το Παλαιοχώρι τουρκικά ονομαζόταν Βιράν-καστρί, δηλαδή ερειπωμένο φρούριο από τα λείψανα των τειχών του κάστρου.

Όπως βλέπουμε, ο τουρκικός στρατός άποφεύγει να περάση μέσα από τα στενά που σχηματίζουν το Παγγαιο και το Σύμβολο όρος, άλλ΄ άκολουθεΐ τον δρόμο προς την πεδιάδα των Φιλίππων και τις Σέρρες.

 Η εκλογή της πορείας αυτής ερμηνεύεται ίσως από τον σκοπό του επικεφαλής μεγάλου βεζίρη ’Αλή ν’ άποφύγη ένέδρες και επιθέσεις των Βενετών, ιδίως βομβαρδισμό κατά μήκος του παραλιακού δρόμου Στρυμόνος-Σταυροϋ.

Ο τουρκικός στρατός υστέρα από τρεις ώρες φθάνει στο Τουρκούλ Καϊναρτζασί, μια μεγάλη πηγή που άναβλύζει από τα βουνά, όπου βρίσκεται η μονή της Εικοσιφοινίσσης.

 Ο Διοικητής μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την μονή και μας λέγει
 ότι υπήρχε εκεί εικόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου από μαστίχα κηρού.

 Συνεχίζει τον δρόμο του επειτα και φθάνει σ’ ένα ποτάμι που το ονομάζει Μπανέκα.

Αυτό το ποτάμι πρέπει να είναι ο Αγγίτης ποταμός, γιατί ο Διοικητής γράφει ότι ο Μπανέκα διασχίζει τα οροπέδια, « όπου βρίσκεται η πόλη και η μητρόπολη Φιλίππων και Δράμας», είναι φαρδύς και έχει πολλά ψάρια.

Το όνομα Μπανέκα δεν φαίνεται να είναι τουρκικό, γιατί ήδη τον 14ο αί. είναι πολιτογραφημένο και μνημονεύεται από τον Ιωάννη Καντακουζηνό ώς Πάναξ ποταμός.

 Τέλος, άφοϋ περνά από το Τζεσραϊντέρ Τανίκ και από το χωριό Τόμπα, που πρέπει να είναι η σημερινή Τούμπα,φθάνει στις Σέρρες, για τις όποιες μιλει διεξοδικά, για το κάστρο και το τείχος της πόλης, για την μητρόπολη των Σερρών που ήταν άφιερωμένη στους άγιους Θεόδωρο Τήρωνα και Θεόδωρο Στρατηλάτη, για τα λείψανά τους που σώζονταν εκεί (γιά την κεφαλή του Θεοδώρου Τήρωνος και το ξίφος του Θεοδώρου Στρατηλάτου).

Αναφέρει επίσης την εκκλησία του Ίωάννου Προδρόμου,η οποία είχε κτιστή πριν από 315 χρόνια (και εννοεί ασφαλώς την μονή του Τιμίου Προδρόμου, η όποια είναι βέβαια βυζαντινή).

Κάνει επίσης λόγο για τα κύρια προϊόντα των Σερρών, ρύζι, βαμβάκι, καπνό, καθώς και για τους ωραίους κήπους και άμπελώνες.

Το κλίμα όμως της πόλης είναι άνθυγιεινό.
 Γι  αύτό και οι κάτοικοι παραθερίζουν μέ τις οίκογένειές τους στα κοντινά βουνά. Αναφέρει επίσης ο Διοικητής και άλλες πληροφορίες, άσήμαντες όμως.

Ανεβαίνει έπειτα ο στρατός προς το Δεμίρ Χισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο).
Makedonien, Stieler Adolf 1849

Τα περίχωρα του παράγουν πολύ ρύζι, βαμβάκι και άλλα προϊόντα. Υπάρχουν επίσης πολλά αμπέλια και κήποι, καθώς και μεταλλεία σιδήρου.

Ο Διοικητής μιλεί για τα στενά του Σιδηροκάστρου και για τα δυο χωριά του που ονομάζονται Βέτρινα (Πετρίτσι).
Κατόπιν ακολουθεί τον σημερινό παραμεθόριο δρόμο, περνά την λίμνη Μπούκοβο, το χωριό Τσαΐρκιοϊ, και φθάνει στην Δοϊράνη, μεγάλη πόλη που την κατοικούσαν χριστιανοί και Τούρκοι  Γύρω από την πλούσια σέ ψάρια ομώνυμη λίμνη υπήρχαν πολλά χωριά.

 Κατεβαίνοντας έπειτα προς Ν και περνώντας από διάφορα χωριά και ενα ποταμάκι, το Χαϊνταρλή, φθάνει στο Μπαμτζιλάρ και κατόπιν στο Κουμπαρά Χανέ (εργαστήρι βλημάτων).

Έκεΐ κοντά, λέγει ο Διοικητής, υπάρχει ένα δερβένι, όπου εδρεύει μια φρουρά από αρματολούς για την φρούρηση της Θεσσαλονίκης.

 Η είδηση αυτή είναι σημαντική, άγνωστη από άλλη πηγή για την εποχή εκείνη, γιατί μαθαίνουμε ότι έξω άπό  την Θεσσαλονίκη, στο σημερινό Δερβένι, υπήρχε σώμα άρματολών.

Από την Θεσσαλονίκη ο Διοικητής έχει ορισμένες αναμνήσεις.

Τον έντυπωσιάζουν οι οχυρώσεις της και οι μεγάλοι πύργοι της σέ κάθε πλευρά, ιδίως οι πιο μεγάλοι της παραλίας, μέ τα πολλά και μεγάλα κανόνια.

Στις γωνιές (έννοεΐ των πύργων της παραλίας) μένουν άγρυπνοι οι φρουροί του κοντά στα κανόνια τους.
Στο έπάνω μέρος της πόλης ύψώνεται το Έπταπύργιο, που έχει τον ϊδιο άριθμό πύργων, όπως και το άντίστοιχο της Κωνσταντινουπόλεως, και όπου φρουρούν οι κάτοικοι κατά την εντολή (havale, όπως μνημονεύεται στο κείμενο), που είχαν από τον σουλτάνο.

Η είδηση είναι πολύ ένδιαφέρουσα, γιατί βλέπουμε ότι οι κάτοικοι, από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους στα 1430 ώς τα 1715, εξακολουθούσαν να φρουρούν τα τείχη,όπως φαίνεται να το μαρτυρή τουρκικό έγγραφο της 14ης Όκτωβρίου 1605.

Σύμφωνα μ’ αύτό ο τότε σουλτάνος Μεχμέτ Β' (1421-1451), ο όποιος άνασυνοίκισε την πόλη μέ έντόπιους και ξένους κατοίκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους, ανέθεσε σέ ορισμένους απ’ αύτούς να φρουρουν τους πύργους των παραλιακών τειχών. για την ύποχρέωσή τους αυτή απαλλάσσονταν από διαφόρους φόρους (σεχρέ, δογαντζή, χισάρ μπανή, σαλγκούν ζούλ, χιρεχόζ, άκιντζηλίκ, καπάκ, τζελέπ, σουργκιούν, άβαρίζι διαβανιέ και τεκιαλιφ ούρφιέ).

Έχοντας ύπ’όψη την είδηση αυτή  διαπιστώνουμε συνεχή την φρούρηση των τειχών της Θεσσαλονίκης από τους κατοίκους της μέχρι τού 1715.
 Αλλά από το 1605-1715, που πέρασε ο Διοικητής, οι χριστιανοί κάτοικοι είχαν απαλλαγή από τήν ύπηρεσία αυτή  γιατί στα 1605 ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης ’Αχμέτ πασάς κατάργησε την ύπηρεσία τους λέγοντας ότι «δέν είναι δυνατόν η όμάς των απίστων να φυλάσση το φρούριον ούτε έπιτρέπεται προς αύτούς έμπιστοσύνη».

Ο Διοικητής μιλει ακόμη για την ύδρευση της Θεσσαλονίκης και για τους σωλήνες που μεταφέρουν το νερό μέσα στην οχυρωμένη πόλη.
Οι κάτοικοί της είναι χριστιανοί, Ευρωπαίοι  Αρμένιοι και Εβραίοι.
Εκεί υπάρχει η πιο μεγάλη αστική εγκατάσταση Εβραίων στην οθωμανική αυτοκρατορία

 Η Θεσσαλονίκη είναι ένα μεγάλο λιμάνι, όπου καταπλέουν Γάλλοι έμποροι με τα εμπορεύματά τους και έχουν και πρόξενο δικό τους.
Υπάρχουν μοναστήρια άνδρών και γυναικών (δέν τα κατονομάζει όμως ο Διοικητής) και ανάμεσα στις εκκλησίες μια ώραία μητρόπολη, όπου σώζεται το λείψανο τού Γρηγορίου του Παλαμά
και η θαυματουργή και άργυροστόλιστη εικόνα του Αγίου Δημητρίου, η οποία είχε ζωγραφισθή, όπως έλεγαν, ένόσω ζούσε ακόμη ο Αγιος. 

Η πληροφορία αυτή είναι πολύτιμη, γιατί μαρτυρεί οτι πραγματικά στην μητρόπολη της Θεσσαλονίκης είχε μεταφερθή η εικόνα του πολιούχου μετά την κατάσχεση της εκκλησίας από τους Τούρκους στα 1493.
Είναι η ίδια άσφαλώς εικόνα που κάηκε κατά την μεγάλη πυρκαϊά του 1890.

Όσο για την παλιά, βυζαντινή βασιλική του  Αγίου Δημητρίου που είχε μετατραπή σε τζαμί, αυτή ήταν απρόσιτη στους χριστιανούς, γιατί οι Τούρκοι τους άπαγόρευαν την είσοδο, εκτός αν περνούσε κανείς μέσα άπαρατήρητός.
Τιμούσαν όμως τον τάφο και συνεχώς έκαιγαν επάνω του κεριά.

Ο Διοικητής βλέπει ακόμη την ώραία άγορά της Θεσσαλονίκης και το γνωστό μας μπεζεστένι, όπου εκτίθενται αντικείμενα και εμπορεύματα από μακρινές χώρες.
Ένώ ακόμη ο Διοικητής βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη ένδιαφέρεται για το  Αγιο Όρος και μαθαίνει ότι αυτό υψώνεται σάν σκόπελος, ότι είναι μια χερσόνησος που δένεται μέ την ξηρά μέ στενό λαιμό, στενώτερο και από του Έξαμιλίου της Πελοποννήσου.

Έδώ άναφέρει οτι, όπως και στο Έξαμίλι, είχαν υψώσει ένα τείχος, μέ μία πύλη που μπορούσαν να την κλείνουν.
Η τελευταία αυτή είδηση ϊσως να μήν άνταποκρίνεται στην άλήθεια και να προήλθε από την ύπαρξη ιχνών της άρχαίας τάφρου του Ξέρξη (ΙΙροαύλαξ-Πρόβλακας).

Στο "Αγιο Όρος, εξακολουθεί ο Διοικητής, ύπάρχει ένας άντιπρόσωπος του μποσταντζή-μπασή μέ το άξίωμα του χασεκή, ο όποιος φρουρεί τον τόπο.
 Έν συνεχεία προσθέτει — και αύτό είναι άγνωστο —ότι ο μποσταντήμπασής έχει ύπό την έποπτεία του όλα τα μοναστήρια της Ασπρης (Αιγαίου) και της Μαύρης θάλασσας και εισπράττει κάθε χρόνο το εισόδημα άπ’ αύτά.

Σ την Θεσσαλονίκη έρχεται ο καπουδάν πασάς μέ μια μπαστάρδα (— ναυαρχίδα3 και με άλλα πλοία, κατευθύνεται προς τις σκηνές του μεγάλου βεζίρη, λαμβάνει μέρος σέ σύσκεψη και την έπαύριο αναχωρεί  Έδώ έγινε και παρέλαση των τουρκικών δυνάμεων.

Ο Θερμαϊκός κόλπος, γράφει ο Διοικητής, έκτείνεται ώς τα ορη που ονομάζονται «του Αλεξάνδρου» και ώς πέρα από το κάστρο του Πλαταμώνα.
Θά έννοή άσφαλώς τους προβούνους των Πιερίων που φθάνουν ώς τον Κολινδρό.

Κατόπιν λέγει ότι στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, στο ’Αραπλή, στον σημερινό Λαχανόκηπο, υπάρχουν επτά μαρμάρινες κολόνες (καί κοντά σ’ αυτην την έκφραση σημειώνει την ελληνική λέξη: αγάλματα), για να τιμηθή η μνήμη έπτά Τούρκων πασάδων, για τους όποιους έλεγαν ότι έπεσαν πολεμώντας ώς μάρτυρες (sehid) κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης.

 Έδώ έχουμε μια ένδιαφέρουσα είδηση, η οποία ήταν άγνωστη ώς τώρα από γραπτές πηγές η από άλλη προφορική παράδοση.
Μένει λοιπόν το θέμα προς διερεύνηση.

Φεύγοντας από την Θεσσαλονίκη σταμάτησαν στο Τόπσιλαρ, χωριό στις όχθες του ’Αξιοϋ. ’Αφοϋ πέρασαν τόν ποταμό, προχώρησαν προς τόν Αλιάκμονα. Κοντά στην πέτρινη γέφυρά του εκτείνονταν οι γνωστές ώς σήμερα αλυκές, οπου υπήρχαν κατοικίες για τόν έπικεφαλής άρμόδιο (tuz emini), ο όποιος τις ένοίκιαζε από το δημόσιο.

Κατόπιν έφθασαν στο Κίτρος, οπου συνάντησαν επίσης νέες άλυκές και επάνω στους λόφους διέκριναν πολλά χωριά.
Το Κίτρος το χαρακτηρίζει ο Διοικητής ώς μεγάλο κάστρο, κατοικούμενο από πολλούς χριστιανούς. Κάτω προς την παραλία ύπάρχουν πάλι άλυκές.

Βγαίνοντας από το Κίτρος συναντά χωράφια γεμάτα θάμνους και στους λόφους επάνω διακρίνει ένα νέο δάσος και ένα δερβένι που το φυλάγουν αρματολοί  Προχωρεί κατόπιν προς την Κατερίνη. για την Κατερίνη λέγει ότι είναι μεγάλο χωριό που κατοικείται μόνον από χριστιανούς και ότι έχει μια έκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, από την οποία πήρε και το όνομα το χωριό.

Πέρα από την Κατερίνη, αφού περνά το ποτάμι Νεχρί Σεφταλή, το σημερινό Μαυρονέρι, προς τόν Πλαταμώνα ασφαλώς, συναντά νέο δερβένι με αρματολούς επίσης και φθάνει τέλος στο κάστρο, το όποιο και περιγράφει.

Τα νέα στοιχεία που προσθέτει είναι ότι στο ψηλότερο μέρος του κάστρου, άσφαλώς μέσα στον δεύτερο περίβολο, ύπάρχει η πυριτιδαποθήκη και κάτω από το κάστρο ένα στενό πέρασμα, μια βαθιά χαράδρα, που την διασχίζει ένας δρόμος τεχνητός (άσφαλώς ο γραφικός και ο καλντεριμωμένος δρόμος που γνωρίσαμε ώς τα τελευταία χρόνια), ο όποιος όδηγοϋσε ώς το άκρο της θάλασσας.

Την πυριτιδαποθήκη είναι ίσως δυνατόν να την αναγνωρίσουμε στο ορθογώνιο κτίσμα το όποιο βρίσκεται στην βάση του κεντρικού πύργου του Πλαταμώνα, όπως βλέπουμε να είκονίζεται στην ώραία χαλκογραφία που παραθέτει ο περιηγητής Clarke.

Από τα στοιχεία που μας δίνει ο Διοικητής αποκομίζουμε ενδιαφέρουσες ειδήσεις για την γεωγραφία και την ιστορία των τόπων της Μακεδονίας, από τους οποίους πέρασε κατά τις αρχές του 18ου αιώνα.
Μέγας Αλέξανδρος
 στην ελληνική παράδοση, Κόντογλου
Alexander der Grosse
in der griechischen Tradition

Συγκεκριμένα μαθαίνουμε την επιβίωση λαϊκών παραδόσεων του Μ. Αλεξάνδρου για δύο περιοχές στην Μακεδονία:

 1) για το κάστρο του Παλαιοχωρίου του Παγγαίου, γνωστό ως:   του «Αλεξάνδρου» και

 2) για τα Πιέρια, που ονομάζονται «βουνά του Αλεξάνδρου». 

Επίσης ένδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση της φρουρήσεως ορισμένων δερβενιών από χριστιανούς άρματολούς, έξω από την Θεσσαλονίκη, στο γνωστό Δερβένι, κατόπιν έξω από το Κίτρος προς την Κατερίνη και τέλος προς τον Πλαταμώνα.

Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η είδηση του Διοικητή, ότι στην Θεσσαλονίκη τότε, δηλαδή στα 1715, σώζονταν ακόμη μοναστήρια άνδρών και γυναικών, πράγμα που δείχνει ότι ως τις άρχές του 18ου αιώνα υπήρχαν ακόμη πολλά λείψανα της θρησκευτικής ζωής των Βυζαντινών.

 Επίσης μας κινεί το ενδιαφέρον η πληροφορία του ότι στο χωριό Άραπλή έξω από την Θεσσαλονίκη υπήρχαν επτά κολόνες, οι όποιες διαιώνιζαν την μνήμη άντίστοιχων πασάδων που επεσαν κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης στα 1430.

 Άκόμη πρέπει να θεωρήσουμε ώς απόλυτα πιθανό ότι το τοπωνύμιο Κατερίνη είναι άγιωνύμιο, δηλαδή ότι προέρχεται από εκκλησία που τιμάται επ’ όνόματι της 'Αγ. Αικατερίνης.
Τέλος από γενικότερη ιστορική άποψη, παρακολουθούμε από σταθμό σε σταθμό την πορεία των τουρκικών στρατευμάτων μέσα από την Μακεδονία.

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Η Φλώρινα στην επανάσταση του 1821.

$
0
0
. Παναγιώτης Ναούμ
 
αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
 από την Έδεσσα(η πρώτη φωτογραφία Έλληνα).
Εκπροσώπησε τους Μακεδόνες 
στις Εθνοσυνελεύσεις της 
Ερμιόνης (Γ΄ Εθνοσυνέλευση),
της 
Τροιζήνας (Γ΄ Εθνοσυνέλευση),
του 
Άργους (Δ΄ Εθνοσυνέλευση) και του Ναυπλίου (Ε΄ Εθνοσυνέλευση)
ως πληρεξούσιος Εδέσσης και Μακεδονίας.

 ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤ. ΤΖΙΑΤΖΙΟΥ
Καθηγητού Φιλολογίας
εκ Δροσοπηγής
Αναδημοσίευσις
 από το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ»
 Θεσσαλονίκης του  Νίκου Σφενδόνη,
έτους 1939, σελίς 135 143.

Η σημασία του  Αρχείου Ιεροδικείου Βερροίας
 διά την μελέτην της νεωτέρας Μεκεδονικής ιστορίας.


 Άξιον προσοχής και εξάρσεως τυγχάνει το γεγονός καθ  ο νέοι επιστήμονες ακολουθούντες το παράδειγμα του κ.  Δ. Μισυρλή Επιθεωρητού της Μέσης Εκπαιδεύσεως ήρχισαν από  τίνος να προσφέρουν στοιχεία πολύτιμα δια την συγγραφήν της Ιστοιρίας της Μακεδονίας, ιδία όσον αφορά την συμβολήν της εις τον αγώνα του 1821, πληρουμένου ολονέν του περιέργου χάσματος, το όποιον παρατηρούμεν εις τα υπάρχοντα  συγγράμματα των  Ελλήνων ιστορικών.
Ένας από τους φανατικότερους και αξιολογότερους μελετητάς του κεφαλαίου αυτού  της Ελληνικής Ιστορίας είναι  και  ο φίλος κ. Ευάγγελος Στεργίου Τζιάτζιος Καθηγητής της Φιλολογίας εκ Δροσοπηγής της Φλωρίνης, γνωστός εις  τους αναγνώστας μας από την περυσινήν του μελέτην περί του Άλ. Υψηλάντου και γενικώτερον γνωστός εις τον  έπιστημονικόν  κόσμον από διαφόρους μελετάς του, όπως τα
 «Τραγούδια των Σαρακατσαναίων», 
«ή δημοτική ποίησις των Βαλκανικών λαών»,
 ο «Γεώργιος Λασσάνης»,
 «'Ένα ποίημα τού Αλ. Υψηλάντη»,
 «Όλίγους  μήνας  προ της επαναστάσεως»,  
μεταφράσεις Αλβανικών και Βουλγαρικών διηγημάτων ... κ,τ.λ.

Όταν εντός ολίγου, θα, ίδουν το  φώς  της  δημοσιότητος ανέκδοτοι μελέται του  κ. Τζιάτζιου μεταξύ των όποίων «ο Γεώργιος Λασσάνης η ζωή και το έργο του» με στοέχεία από αυτό τούτο το αρχείον του Λασσάνη, θα γίνουν γνωστά καταπληκτικά κατορθώματα των Μακεδόνων άγωνιστων του 1821 δια τα οποία η Ιστορία δεν άναφέρει μέχρι σήμερον.

Ό κ. Ε. Τζιάτζιος με τον ζήλον  του  και την ευρυμάθειαν του ως Φιλόλογος  και Νομικός προώρισται να προσφέρη πολύτιμα στοέχεία εις την ελληνικήν ιστορίαν και γενικώτερον εις την πνευματικήν ζωήν  του τόπου.

Είναι κοινό μυστικό πως η μελέτη της Ιστορίας στο  κεφάλαιο της συμβολής της Μακεδονίας στην Επανάσταση του 1821 δεν έχει γίνει ως τώρα κι΄ούτε πρόκειται να γίνη πλήρης,  αν το ζήτημα  απ΄  την ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αποτελέσει αντικείμενο κρατικής αντίληψης.
Γιατί πρέπει να εννοηθή  απ’ τον καθένα, προ παντός δε από εκείνους που διαχειρίζονται τα κοινά, πως τέτοια «έργα δεν γίνονται μονάχα με την καλή πρόθεση των ιδιωτών πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να ένδιαφερθούν το Κράτος, οι Δήμοι και κάθε μια οργάνωση, που επιδιώκει πνευματικούς σκοπούς.

Έτσι έχει γραφή η Ιστορία της Επαναστάσεως του 1821, Έτσι  έχουν ερευνηθή τα αρχεία, έτσι έχουν δημοσιευθή κι’ έχουν γίνει κτήμα του Εθνους.

Πόσα όμως «αρχεία» αγωνιστών, που έχουν άμεση σχέση με την ιστορία της Μακεδονίας δεν μένουν ανέκδοτα, άγνωστα σε δημόσιες βιβλιοθήκες η σε χώρια ιδιωτών, που τα κρύβουν ζηλόφθονα άπ΄ το μάτι του  ιστοριοδίφη;

Ευτυχώς η Εθνική Κυβέρνηση επρονόησε και για το ζήτημα αυτό, κι  υπάρχει ελπίδα τα άγνωστα ιστορικά μνημεία  του νεώτερου Έλληνισμού να καταστούν προσιτά στον ερευνητή.

 Μ΄ ένα μου άρθρο στην εφημερίδα «Μακεδονία» επρότεινα την ίδρυση μιας Εταιρείας Ιστορικών Μελετών με έδρα τη Θεσσαλονίκη κι  όχι τάς Αθήνας, όπως προτάθηκε  αργότερα   απ΄  τον κ. Κεραμόπουλο και τους Μακεδόνες των Αθηνών. 
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μια τέτοια οργάνωση πρέπει να ιδρυθή το ταχύτερο.

Στην Ιδρυσή της ασφαλώςθα βοηθήσει πολύ και το Ίστορικόν  Αρχείον, που τη σύστασή του εξάγγειλε το Υπουργείο Έθν. Παιδείας.

Τά «Αρχεία» των Μακεδόνων Νικολάου Κάσομούλη, Εμμανουήλ Παππά, του Γεωργίου Λασσάνη,το αρχείο τού Ιεροδικείου Βέροιας και άλλα άγνωστα σε χέρια ιδιωτών, μένουν ανέκδοτα και ποιος ξέρει αν θάρθει ποτέ καιρός να δημοσιευθούν.

Όλα αυτά τα αρχεία συνδέονται αμεσώτατα με την Επανάστασή του 1821 στη Μακεδονία  και όλα θάχουν να διαφωτίσουν πολλά, σκοτεινά και κενά σημεία της ιστορίας μας.

Το Τουρκικό Αρχείο της Βερροίας—που ο Δήμος το δώρησε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης—θα μας δώσει πολύτιμα στοιχείαδυστυχώς όμως δεν ύπαρχει από πουθενά καμμιά ένδειξη πως γρήγορα μπορεί να μεταφρασθή και να δημοσιευθή.

Ειδικά για την ιστορία των έπαρχιών Κοζάνης, Εδέσσης και Φλωρίνης το αρχείο αύτό ασφαλώςθα περιέχει διαφωτιστικές πληροφορίες, όπως αποδεικνύεται από τα λίγα έγγραφα, που μπόρεσαν φιλότιμοι μεταφραστές να φέρουν στην δημοσιότητα.

Το αρχείο—όπως το περιγράφουν όσοι το είδαν το 1920—αποτελείται από 250 περίπου τόμους, που ο καθένας του έχει 100—400 σελίδες.
Στις σελίδες αυτές περιλαμβάνονται χρονολογικά όλα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εδώ και 350 χρόνια, πολεμικά, στρατιωτικά, διπλωματικά και γενικά που αφορούσαν στη ζωή του υποδούλου  Ελληνισμού.

Tο αρχείο διασώθηκε ακέραιο, είναι δε το μόνο σωζόμενο Αρχείο Ιεροδίκου. η Βέροια ήταν επί Τουρκοκρατίας έδρα Ίεροδίκου (Καντή), ως γνωστόν, η Ευρωπαϊκή Τουρκία ως την Ελληνική επανάσταση διαιρούνταν σε ιεροδικαστικές περιφέρειες—τά καντιλίκια—στην πρωτεύουσα σε κάθε μιας περιφέρειας ήδρευεν και ο Ιεροδικαστής (Καντής).

 Ό Καντής συγκέντρωνε στη  δικαιοδοσία του όλες τις πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές της περιφερείας του..
Τέτοιες είδρες ίεροδικαστων ήσαν η ’Ανδριανούπολη, το Μοναστήρι, τα Σκόπια, η Βέροια (Καραφέρια), η Λάρισσα, τα Γιάννενα και άλλες.

Κάθε έγγραφο επίσημο τού Σουλτάνου, αι εγκύκλιοι της Υψηλής Πύλης, νόμοι ,διατάγματα κλπ. διαβιβάζονταν στούς ίεροδικαστές στο πρωτότυπο, και αυτός αφού τα αντέγραφε  στο  αρχείο της έδρας υπέγραφε και ήταν υπόλογος για την πιστή εκτέλεση.

Εκτός απ’ αυτό στο  αρχείο καταχωρίζονταν και οι προϋπολογισμοί της ίεροδικαστικής περιφερείας, διάφοροι τίτλοι ιδιοκτησιών, άδειες γάμου, βαφτίσεων, ταφής, καθώς και δισκογραφίες.     

Ή σημασία τού αρχείου  αυτού έχει (μεγάλη σπουδαιότητα, γιατί σ΄ αυτό οι ίδιοι οι ίδιοι οι Τούρκοι ομολογούν όλα τα γεγονότα τα όποια έδημιουργώντο μεταξύ των αρχών και τού ελληνικού πληθυσμού, όπως φαίνεται και απ'τις διαταγές, που στέλνονταν Απ’ την Πύλη σ΄ αυτούς.

Σ΄ ένα φιρμάνι (1236 έτος Εγίρας) υπάρχει ανάμεσα, σ΄ άλλα κι’ αύτή η περικοπή:

«.. Αι Ίεραί γραφαί και τα παραγγέλματα των Σερί επιβάλλουσιν, 
όπως ούτοι μέν οι άπιστοι παραδίδονται εις τον διά ρομφαίας θάνατον, 
αί γυναίκες και τα ανήλικα αυτων τέκνα έξανδραποδίζωνται και περιέρχωνται δούλοι εις τους πιστούς αδελφούς 
τα υπάρχοντά των διανέμωνται μεταξύ των νικητών,
 αι δε εστίαν των παραδίδωνται εις το πυρ  και την τέφραν,  κατά   τρόπον ώστε ανθρώπου φωνή να μη  ακουσθή πλέον εν αυταίς ..;»..

 Σ΄ ένα υψηλό Γράμμα του Στρατάρχου Μπεχράμ ΙΙασσά(1236) υπάρχουν αυτά:

«.. . Ούτως εκτελών το υψηλόν  αύτου Πρόσταγμα  και έκκαθαρίζων από  των τοιούτων ακαθάρτων στοιχείων και βδελυρών ερπετών την περιφέρειαν  Θεσσαλονίκης, 
επέδραμον μετά του γενναίου στρατού  κατά των περιοχών Καλαμαριάς  Παζαρούδας, , Σιδηρόπορτας,  ΙΙολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους και Κατερίνης, 

ένθα καταπολεμήσας τους απίστους τούτους εξώντωσα και άπήλειψα από  προσώπου τής γης τεσσαράκοντα δύο πόλεις και χωρία αυτών, συνωδά δε τω Ίερώ Φετφά, 
αυτούς τους ιδίους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας,
 τάς γυναίκας και τα τέκνα των εξανδρηπόδισα, τα υπάρχοντά των διένειμα μεταξύ των νικητών πιστών, 
τάς δε εστίας των  παρέδωκα εις το πυρ και την τέφραν κατά  τρόπον  ώστε ούτε φωνή αλέκτορος να μήν άκούηται πλέον εις αύτάς .... »

Σ΄ ένα Βεζυρικό Διάταγμα (1236) γράφονται τα εξής:

  « . . .Ούτως εχόντων των πραγμάτων  διατάσσωμεν και παραγγέλλομεν, όπως συνωδά  τω εκδοθέντι ύψηλω Αυτοκρατορικώ  Φιρμανίω και τω Φετρά αυτούς μέν  διαπεράτε  έν στόματι   ρομφαίας, τας  γυναίκας και τα ανήλικα  τεκνά των εξάνδραποδίζητε  και  καθιστάτε δούλους εις τους πιστούς, τά υπάρχοντάτων διανέμητε μέταξύ   των  νικητών αδελφών, τάς  δε  εστίας των παραδίδητε εις  το πυρ  και  την τέφραν, κατά τρόπον, ώστε όχι μόνον άνθρωπίνη  φωνή, αλλά και αλέκτορος τοιαύτη ινα μη  ακουσθή πλέον εν  αυταίς».

Ό ιστορικός  πλούτος του Ίεροδικαστικού τούτου αρχείου είναι πολύτιμος και θα επιχύση φως στην ιστορικήν έρευναν γι’ αυτό επιβάλλεται να  μεταφρασθή γρήγορα,  και το περιεχόμενό του να δημοσιευθή γιατί   είναι ανυπολόγιστη  ή  σημασία του στην συγγραφή της ιστορίας της Μακεδονίας στην Επανάσταση τού 1821

            Ποιά  ήταν  η κατάσταση στη  Μακεδονία πριν  απ΄   την Επανάσταση, ποια  ήταν ή δράση τής Φιλικής Έταιρίας είναι πράγματα, ανεπαρκέστατα γνωστά.

 Είναι αναμφίβολο πώς το  έδαφος είχε καλλιεργηθή ίδεολογικά και πως διακλαδώσεις της οργάνωσης αυτής θα υπήρχαν και  στις  περιφέρειες   Κοζάνης,  Καστοριάς και  Φλωρίνης.
Στην περιφέρεια της  Καστοριάς μάλιστα προκύπτει ότι επαναστατική  οργάνωση, υπήρχε μπροστα απ’ τη Φιλική Εταιρία, άλλ΄  η ύπαρξή της μας είναι ατελέστατα, γνωστή.

'Όταν είχε φθάσει το  πλήρωμα του  χρόνου και  στην Όδησσο  και το  Κισνόβι άποφασίζονταν η έναρξη τού  Αγώνα  με  σχέδιο να κατεβή ο Ύψηλάντης στην Ελλάδα, είχε κριθή σκόπιμο να προπορευθή ο Γεώργιος Λασσάνης στη  Μακεδονία για να οργανώσει τα κατά  τόπους  τμήματα της Φιλικής Εταιρείας, να συστήσει όπου, δεν υπήρχαν τέτοια  και να προετοιμάσει το έδαφος για επαναστατική   δράση.
Λασσάνης Γεώργιος

Για   επίρρωση του γεγονότος αυτού παραθέτω το παρακάτω έγγραφο, που είναι μια  επιστολή του οπλαρχηγού Ναούμη  Παναγιώτη, Φιλικού  από την Έδεσσα 
προς τον Κοζανίτη Γεώργιο Λασσάνην.

Το έγγραφα έχει ως έξης :  

«Αγαπητέ μοι φίλε      '          
κύριε Γεόργιε Λασσάνη !  

κισνόβι τη 24 10βρίου 1820

 Έμαθον οτι εκδίδεις ελληνικήν αρχαιολογίαν και  ότι μελετάς να ταξιιδεύσης εις την φιλτάτην  μας πατρίδα, διά να θεώρησης  και να περιγράψης  όσα ερείπια σώζονται ακόμη  διασκορπισμένα εδώ κι   εκεί.
Άλλ’ επειδή εις τάς παρούσας περιστάσεις, είναι κίνδυνος να ταξιδεύη τις  χωρίς συνοδίαν  και μάλιστα διά τοιούτον έργον διά τούτο εγώ αποφασίζω αυτοπροαιρέτως να ευκολύνω την ιδιοτροπίαν σας συνοδεύοντας με τριακόσια παλληκάρια  μου τα οποία εγώ να  τα συνάξω οπόταν αποφασίσετε  να μέ ειδοποιήσετε περί του ταξιδιού σάς.

Ύγίαινε και νόμιζε φίλον  πιστόv και ευπειθέστατον άδελφόν 

Ναούμην Παναγιώτην

25 (σήμα αφιερώσεως)           (σήμα καθιερώσεώς)  


Απ’ την παραπάνω επιστολή πληροφορούμεθα ότι ο Λασσάνης θά κατέβαινε στη  Μακεδονία όχι μονάχα για νά οργανώσει τα τιμήματα της  Φιλικής ’Εταιρείας, μά  και   να δώσει το  σύνθημα της εξέγερσης   για την επιτυχία του σκοπού αυτού είχε   προσφερθή να τον συνοδεύσει   με 300 πολεμιστές ο οπλαρχηγός της Εδέσσης Ναούμης Παναγιώτης 
ο οποίος και θά τάσσονταν επί κεφαλής του αγώνος στήν  Έδεσσα  και  Νάουσσα , πράγμα που έγινεν αργότερα.

 'Ύστερα  όμως απ’ την τροποποίηση  σχεδίου δράσεως  ματαιώθηκε  η κάθοδος του Λασσάνη στη   Μακεδονία γιατί ήταν απαραίτητη η παρουσία του στη  Μολδαβία, στη  θέσή του δε -πιθανότανα- νά στάλθηκε ο Ναούμης Παναγιώτης,  που τον βρίσκουμε  άργότερα στην Έδεσσα.

  
Τι ακριβώς  έγινε, βρισκόμαστε σ΄ αδυναμία   να ” το  αναπαραστήσουμε, γιατί μάς λείπουν οι  λεπτομέρειες.

Ή Φλώρινα.
Πήρε μέρος  στήν Εξανάσταση;

 δέν  έφτασε ως την περιφέρεια Φλωρίνης η  ηχώ της σάλπιγγας της Ελευθερίας;

Πολλοί αμφιβάλλουν  oι περισσότεροι δεν ξέρουν απολύτως τίποτα κι  ούτε πρόκειται να μάθουν, γιατί -είναι πεπεισμένοι πως δεν μπορει να πήρε μέρος στην επανάσταση η Φλώρινα, γιατί αν έπαιρνε θα το . . . έγραφεν η ιστορία.
Κι αφού η ιστορία -δεν το γράφει ...
Ποιές ήσαν αι συνθήκες, στις όποιες διατελούσεν η περιφέρεια Φλωρίνης πριν άπ την Ελληνική Επανάσταση;

Η Φλώρινα στα μέσα του 18 αί. ήταν κυρίως μια τουρκαλβανική κωμόπολη μέ πολύ ολίγες χριστιανικές οικογένειες.

Όπως  διηγούνταν γέροι, όχι μονάχα η Φλώρινα και η περιοχή της, άλλα και η περιφέρεια του Μοναστηριού μαζί με την πόλη είχεν »έλάχιστον Χριστιανικόν πληθισμόν κι’ αύτο δε απ’ τις μεγάλες καταδιώξεις που ύφίστατο το Χριστιανικό στοιχείο άπ τις συχνές έπιδρομές των Τουρκαλβανών της βορείου   Αλβανίας (Γκέκηδων) , που έφθαναν ως το σημείο, ώστε στα τέλη του 18 αί. να αιχμαλωτίζουν ολόκληρα χωριά και να μεταφέρουν όλα, ανθρώπους, ζώα, κινητήν περιουσίαν στά ορμητήριά τους, όπου αφού εγκαθιστούσαν αυτούς, τους μεταχειρίζονταν σάν δούλους για την καλλιέργεια των χωραφιών και για τις λοιπές χειρωνακτικές εργασίες.

Δεν είναι δε απίθανο τις επιδρομές αυτές να τις ευνοούσαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν το χριστιανικό στοιχείο και να άντικαταστήσουν αύτο με Τουρκαλβανούς  πράγμα που φαίνεται από το ότι όλη η περιοχή της Φλωρίνης κατοικούνταν από Τουρκαλβανούς, πούχαν έρθει απ΄ την ’Αλβανία. Με τις επιδρομές όμως αυτές ερημώθηκεν ο τόπος και έμεινεν ακαλλιέργητος, έλειπαν τα εργατικά χέρια.
Γι΄ αυτό οι πλούσιοι γαιοκτήμονες (μπέηιδες) του  Μοναστηριού απεφάσισαν να προστατεύσουν τους Χριστιανούς και για τον σκοπόν αυτόν συνέστησαν ισχυρά καταδιωκτικά σώματα από Τούρκους, τελικά δε και τέσσαρα χριστιανικά σώματα με χριστιανούς όπλαρχηγούς υπό την γενικήν  αρχηγίαν του  Μαλισόρου Κουσμάν Καραμάν.

Τα σώματα αυτά είχαν ως έδρες το πρώτο την Αχρίδα με όπλαρχηγόν τον Κουσμάν Καραμάν, το δεύτερο τη Ρέσναν με αρχηγόν τον Αναστάσιον Παπαγεωργίου άπό το Νυμφαίον : (Νέβεσκα) Φλωρίνης (πρόγονον του  καθηγητου  κ. Δ. Μάρκου), το τρίτον με έδραν τον Περλεπέν και το τέταρτον το Έξη Σου (Ξυνό Νερό) Φλωρίνης με ντόπιους Αρχηγούς.

 'Ύστερα από επανηλειμμένες πολύνεκρες συμπλοκές κατώρθωσαν οι οπλαρχηγοί αυτοί ν΄ απαλλάξουν την περιφέρεια άπ΄ τις ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών.

Τόσον δε μεγάλη ήταν η έντύπωση άπ΄ την άποτελεσματέχή δράση των χριστιανικών σωμάτων, ώστε ο Σουλτάνος ικανοποιημένος ετίμησε τους όπλαρχηγούς χαρίζοντας στόν μέν Κουσμάν Καραμάν χρυσήν πανοπλίαν, στούς δε άλλους άπό μια άργυρή παρόμοια.

Απ'την εποχή αυτή έξ αιτίας της σχετικής προστασίας που απήλαυσαν οι Χριστιανοί άρχισεν η εγκατάσταση  πολλών οικογενειών σ’ όλη τη Μακεδονία καθώς επίσης και στην Ήπειρο, το Βόϊον, οπού  ήκμασαν σπουδαία πλούσια κέντρα, όπως η Μοσχόπολι, η Νίτσα, το Βιθυκούκι, η Nικoλίτσα, το Λιανοτόπι, το Δένισκο, η Σίπισχα και η Φλώρινα στα χρόνια της επαναστάσεως είχε περίπου 2.000 κατοίκους, γεωργούς.

Ποία ήταν η έκταση της επαναστατικής κίνησης στην περιφέρεια Φλωρίνης δεν μάς είναι γνωστό, δεν αποκλείεται όμως να γίνη  γνωστό  απ΄  τη (μελλοντική έρευνα των ανεκδότων αρχείων του 1811.

 Από αφηγήσεις έτσι μπορούμε να περιγράφουμε τα γεγονότα.
Μόλις κυκλοφόρησε η είδηση ότι Μολδοβλαχία και η κυρίως Ελλάς επαναστάτησεν, οι όπλαρχηγοί της περίφερειας Φλωρίνης, που διατελούσαν σ’ επαφή και  συνεννόηση  με τους Όλυμπίους οπλαρχηγούς, κατέλαβαν τα στενά του  Βόρα και του Όστρόβου και προσεπάθησαν να εμποδίσουν παρενοχλώντας τα Τουρκικά στρατεύματα, που είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται και να διευθύνονται για την επαναστατημένη Ελλάδα.

Η καταστροφή της Ναούσης και η καταστολή της Έπαναστάσεως στην Χαλκιδική ανάγκασαν άλλους  μεν να καταθέσουν τα όπλα και να  γυρίσουν μ’ αμνηστεία στά χωριά  τους, άλλους δε να κατεβούν στην Παλαιά Ελλάδα, όπου και πολέμησαν στό πλευρό των αγωνιστών.

Απ’ τις αφηγήσεις των συγχρόνων μέ την επανάσταση έχουμε,  και το παρακάτω περιστατικό.

Στή Φλώρινα ζούσεν η οικογένεια Ματράκα, που άποτελούνταν από πέντε αδέρφια και κατάγονταν απ΄ την Εύβοια. Στην επανάσταση  ο μεγαλύτερος απ’ τ΄ αδέρφια, ο Εμμανουήλ πήγε με το μέρος των επαναστατών.

Όταν έμαθαν αυτό οι Τούρκοι της Φλωρίνης απεφάσισαν να εξολοθρέψουν ολόκληρη την οικογένεια.
Έπιασαν λοιπόν τα δυό μικρότερα αδέρφια του, τον ένα 15 χρονώ και τον άλλον 12, που έπαιζαν στο  δρόμο και τους έσφαξαν καταμεσής στην πόλη, δεν πέτυχαν όμως να εξοντώσουν την οικογένειαν, γιατί κατώρθωσαν να κρυφθούν τη μέρα εκείνη κι’ υστέρα να διαφύγουν στο  Μοναστήρι, όπου και μετώκησαν.

Άλλα κι΄ εκεί καταδιώχτηκαν και δεν εσώθηκαν παρά μονάχα αφού απέδειξαν ότι δεν κατάγονταν απ’ την επαναστατημένη Ελλάδα.

Μοναδικό γνωστό έγγραφο—καί γι΄ αύτό πολύτιμο—που αποδεικνύει την επαναστατική εκδήλωση στην περιφέρεια Φλωρίνης, είναι το παρακάτω που βρέθηκε στην Έδεσσα  είναι γραμμένο πάνω  σέ πάπυρο και στην Τουρκική και την Ελληνική γλώσσα πράγμα που δείχνει ολοφάνερο

πώς η ελληνική γλώσσα ήταν η επικρατέστερη  γλώσσα της περιφερείας  Φλωρίνης, απευθύνεται δε προς τους  Δερβεναγάδες (δηλαδή τούς φύλακες των κλεισωρείων) Φλωρίνης και Όστρόβου.

Με το έγγραφο  αυτό διαατάσσονται οί δερβεναγάδες να προστατεύσουν τους 'Έλληνας που έφυγάω στα βουνά  επαναστατώντας και  αφήνοντας τις  εργασίες τους και  να  φροντίσουν για την επιστροφή τους στα πρώτα ειρηνικά τους έργα. .

Τό κείμενο του εγγράφου έχει ως εξής:

Πρός εσάς ημέτεροι Ντερβέν Αγάδες της Φλωρίνης και Όστρόβου, κατ’ υψηλήν αυθεντικήν προσταγήν, τα Ιμπλιάκια (ΣΣ τα κτήματα) όπου ευρίσκονται εις τον Καζά Βοδενών, ως ιδικά μας όπου είναι, προστάζομεν,  όχι μόνον να μήν ήθελεν τολμήσει τινάς να τα ντοκουντίση ξερέ καντάρ (ΣΣ να μην τα πειράξη μέχρι νεωτέρας διαταγής)  ότι τζεβάπι δεν μας δίδει,  άλλα καί να τα γκιοζλεντίζετε (ΣΣ επιβλέπετε) εσείς και να τα απαντάτε από κάθε τι.

Και όσοι ραγιάδες από τα περιστατικά του καιρού, έφυγαν από τα χωριά των αυτά, τα Ιμπλιάκια  και εσκόρπισαν εις τον Καζά Όστρόβου ή και εις άλλα μέρη  
και επήραν τα άρματα 
και χτύπησαν το ασκέρι μας 
για νά κάνουν δικό τους Γιουνάν ντουβλέτι  
 κατά τον υψηλόν Μπουγιουρουλντή του Υψηλοτάτου Αυθέντου μας,  όπου εδόθη εις χείρας του Ίμιλιάκ άγασή Ίζετλλού Χουισεΐν Μπέη  προς τον Αϊ-αννην Όστρόβου, να παρασταθήτε κι΄ εσείς και να μαζώξητε τον κάθε έναν οπίσω εις το χωριό του και κανένας μανές να μη γίνη και εις τούτον τον Ιμπλιάκ άγασή και εσείς ραγιάδες των Ίμπλιακιών αυτών, όπου και αν ήθελε είσθε, να γυρίσετε οπίσω και θέλετε εύρει ησυχίαν και ραχάτι και περίθαλψήν από τον Υψηλότατον αύθέντην μας (τόν Σουλτάνον) και από ημάς.

Ούτω γενέσθω και όχι αλλέως.

Έξ άποφάσεως τη 4η Μαρτίου 1824

Ο Σεΐτ Μουσταφας Κάπουτζήμπσαης, Μουτεσελίμης του (λέξις δυσανάγνωστος). και Κεχαγιάς βεκίλης του  ύψηλοτάτου Βεζύρη Σερασκέρ ΙΙασσά και αύθέντου μας.
(Σημ. η υπογραφή τουρκιστί και ελληνιστί

ακολουθεί τουρκική σφραγίς τού λήπτου της εγκυκλίου)
Σείτ Μουσταφά
Ραγήπ Φεϊζούλάχ.      
17 Μουχαρέμ 1289».

 Απ’ το παραπάνω έγγραφο διαπιστώνονται  ότι  οι αφηγήσεις  που διασώθηκαν με την παράδοση είναι ακριβέστατες  και ότι η περιφέρεια Φλωρίνης προσέφερε κι΄ αυτή τον φόρο του αίματος στη μεγάλη  μας  Επανάσταση.

Το έγγραφοι αυτό, σ΄ αντίθεση με τα παραπάνω αναφερθέντα, μας δείχνει πως οι Τούρκοι πολύ γρήγορα αρχίζουν να θυμούνται τους Έλληνες και φροντίζουν να τους επαναφέρουν πίσω στα  κέντρα τους, στά χωράφια τους, γιατί φαίνεται πως η παραμέληση: της καλλιέργειας των χωραφιών  θα δημιούργησε σιτοδεία στην Μακεδονία, που τα κυριώτερα κέντρα της  είχαν καταστραφή, όπως αποδεικνύεται περίτρανα απ’ τις ίδιες τις διαταγές των Τούρκων.

Οι ντερβέν αγάδες της  Φλωρίνης και Όστρόβου διατάσσονται να ενδιαφερθούν μήπως καταληφθούν από κανένα τα ίμπλιάκια, να φροντίσουν για την επάνοδο των καλλιεργητών των χωραφιών, για την προστασία και την περίθαλψή τους, διότι ό Σουλτάνος αμνήστευσεν  όλους εκείνους που 
«... επήραν τα άρματα καί χτύπησαν το ασκέρι μας για να κάνουν δικό τους Γιουνάν  ντουβλεντί. ... . ».

Δεν υπάρχει  καμμιά αμφιβολία πως τέτοια έγγραφα θα υπάρχουν πολλά.

Δεν μένει παρά να κάνουν όλοι το  καθήκον τους.
Κάθε αμέλεια από οποιονδήποτε αποτελεί έγκλημα κατά της Εθνικής μας  Ιστορίας.



Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Η ένδοξος Μακεδονική οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά από τις Σέρρες.

$
0
0

Yauna:
Οι Μακεδόνες ποτέ στην νεώτερη Ιστορία  δεν ζήτηταν
και δεν πολέμησαν για  ανεξάρτητο κράτος.

Όλα τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονίαπου έγιναν πριν και μετά το 1821 και μέχρι το αντάρτικο του 1896 είχαν ένα σκοπό:
ΤΗΝ ΈΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.

Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, 
Σύγγραμα Περιοδικόν
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Θεσσαλονίκη 1986.

Χαρισμένη στον Ετεοκλή Γρηγοριάδη
Μακεδόνες στην επανάσταση του 1821:

Η ένδοξος Μακεδονική οικογένεια του
 Εμμανουήλ Παπά 
από τις Σέρρες.




 1. Η παρακάτω μελέτη μου έχει τη μικρή της ιστορία.

 Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου 1985 έλαβα επιστολή του φίλου συγγραφέα κ. Ετεοκλή I. Γρηγοριάδη, ο οποίος με ενημέρωνε ότι κατά την τελευταία του επίσκεψη-έρευνα στα Κρατικά Αρχεία της Βιέννης (Allgemeines Verwaltungs-Archiv, Wallner-Strasse 6), όπου περιέχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος εκθέσεις της αυστριακής αστυνομίας, υπήρχαν 2 μικροί φάκελοι σχετικοί με τον Εμμ. Παπά, No 1967 και No 2241 του 1822 με τα στοιχεία του Ευρετηρίου (Inventar) 191, Polizei Hofstelle, Chronol. Listen 1821-1824. Ок. Γρηγοριάδης είχε την ευγένεια να μου γνωρίσει τα παραπάνω στοιχεία, γιατί—έχοντας υπόψη του το βιβλίο μου
 «Εμμανουήλ Παπάς, Αρχηγός και Υπερασπιστής της Μακεδονίας. Η ιστορία και το Αρχείο της οικογενείας του, Θεσσαλονίκη 1981»
—είχε τη γνώμη ότι ήμουν «ο πλέον αρμόδιος», όπως μου έγραφε, να φέρω στο φως τις νέες πληροφορίες που θα περιείχαν οι δυο αυτοί φάκελοι σχετικά με τον Εμμ. Παπά.

Αμέσως, αφού ευχαρίστησα τον κ. Γρηγοριάδη, σκέφθηκα ν’ αποταθώ στον φιλογενέστατο σεβασμιότατο μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ (ανεψιό του ομώνυμου εθνομάρτυρα Σμύρνης), ο οποίος πράγματι πρόθυμα ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου και μου έστειλε τα φωτοαντίγραφα των εγγράφων που περιέχονταν μέσα στους δύο μικρούς φακέλους.

 Γι’ αυτό και τον ευχαριστώ εκ βαθέων. Επειδή όμως τα περισσότερα έγγραφα ήταν αχνά από την πολυκαιρία και γραμμένα στην παλαιά γερμανική γραφή, ζήτησα τη συνδρομή του φίλου συναδέλφου άλλοτε της Γερμανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διευθυντή του Goethes-Institut, Graf Kurt ν. Posadowsky, που πρόθυμα ανέλαβε τη μεταγραφή των εγγράφων στη σύγχρονη γερμανική γραφή και ο οποίος, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσίαζαν τα κείμενα, έφερε σε πέρας το έργο του.

 Χωρίς τη βοήθεια του δεν θα ήταν δυνατόν να έλθουν στο φως τα νέα ιστορικά στοιχεία και να γραφτεί η μικρή αυτή μελέτη.

Από την πρώτη ματιά που έριξα στα γραπτά διαπίστωσα ότι αυτά δεν αναφέρονταν στον Εμμανουήλ Παπά, αλλά στον δευτερότοκο γιο του Αναστάσιο (13 Ιουνίου 1796-1858)1 και επομένως πρέπει να γίνει η αναγκαία διόρθωση στους δύο μικρούς φακέλους του στο
Allgemeines VerwaltungsArchivτης Βιέννης.

Ακόμη διαπίστωσα ότι οι παραπάνω φάκελοι διέλαθαν την προσοχή του αλησμιόνητου λαμπρού ερευνητή των αυστριακών αρχείων Γεωργίου Λαΐου, ο οποίος δημοσίευσε πολύ ενδιαφέροντα έγγραφα σχετικά με τη δράση του Αναστασίου Παπά στην Αυστρία και Γερμανία το 1821, αναφερόμενα στο χρονικό διάστημα από 18 Απριλίου-28 Σεπτεμβρίου 18212.

Τα παρακάτω δημοσιευόμενα έγγραφα, που απόκεινται στο WerwaitungsArchiv, ανάγονται στο διάστημα από 3 Ιανουαρίου-11 Μαρτίου 1822, αλλά δεν έχουν την έκταση και τη σπουδαιότητα των αντίστοιχων του Γ. Λαΐου.

 Μολαταύτα μας διευκολύνουν να ιχνηλατήσουμε ορισμένα σκοτεινά σημεία από την παραμονή του Αναστασίου Παπά στην Αυστρία και Γερμανία μετά την 28η Σεπτεμβρίου 1821. 

Οι τελευταίες πληροφορίες που είχαμε ως τώρα γι’ αυτόν ήταν ότι, μετά την αποτυχία του ελληνικού κινήματος στη Μολδαβία, στο οποίο είχε πάρει μέρος, είχε σκοπό να κατέβει μέσω Αεμβέργης-Τεργέστης στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπως μαθαίνουμε από την από 9 Σεπτεμβρίου 1821 επιστολή του γνωστού πανεπιστημιακού καθηγητή στο Μόναχο και θερμού φιλέλληνα Friedrich Thiersch, του γνωστού στους Έλληνες ως Ειρηναίου Θειρεχσίου. Εκεί, μεταξύ άλλων, του έγραφε:

«...Στο Τριέστι θα ιδείς, αν θα σου επιτραπεί να αποπλεύσεις για την πατρίδα σου. 
Φοβούμαι όμως το αντίθετο, γιατί τον τελευταίο καιρό η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων φαίνεται να πήρε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα μια στάση ενάντια προς τους Έλληνες...
 Στη Γερμανία εκάμαμε ό,τι ήταν δυνατό για να προετοιμάσουμε μια σημαντική βοήθεια για τους Έλληνες και για να είμαστε έτοιμοι, μόλις επακολουθήσει η συγκατάθεση των Κυβερνήσεων (γιατί χωρίς αυτή δεν μπορούμε ούτε ένα διαβατήριο να βγάλουμε, αφήνω πια να συγκροτήσουμε γερμανική λεγεώνα). Αυτή η συγκατάθεση όμως εξαρτάται από την εξέλιξη των πολιτικών σχέσεων... 
Εάν, αγαπητέ μου Αναστάσιε, θέλεις να περιμένεις καμιά ευνοϊκότερη περίσταση κοντά στους Γερμανούς φίλους σου, αντί στο Τριέστι, τότε θα χαρώ κατάκαρδα να σε ξαναϊδώ εδώ.

 Αλλά φυσικά θα απομακρυνθείς περισσότερο από την Πατρίδα σου.
 Εάν δεν σε υποχρεώνει κανένα ορισμένο πατριωτικό καθήκον να μείνεις αυτού, τότε έλα και μείνε κοντά μας, εδώ στη φιλόξενη χώρα μας. 
Δεν χρειάζεται να σου ειπώ, ότι η παρουσία σου θα μας είναι πολύ ευχάριστη, αλλά και πολύ χρήσιμη στην περίπτωση, που θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στη φιλελληνική μας προσπάθεια και αρωγή». 

 Στο γράμμα αυτό, όπως βλέπουμε, ο Thiersch κάνει λόγο για τις προσπάθειες του να συγκροτήσει μια φιλελληνική γερμανική λεγεώνα,που θα κατέβαινε να πολεμήσει στην Ελλάδα, αλλά φαίνεται απογοητευμένος από την πορεία των πραγμάτων.

Μολαταύτα η λεγεώνα αυτή συγκροτήθηκε και έδρασε στην Ελλάδα, αλλά το τέλος της δεν ήταν ευτυχές, γιατί, όπως γνωρίζουμε, τελικά διαλύθηκε.

Το γράμμα αυτό του Thiersch έπεσε στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας, η οποία παρακολουθούσε τη φιλελληνική κίνηση, και είχε κακές συνέπειες για ορισμένους φορείς της, όπως για τον καθηγητή Thiersch και για τον Αναστάσιο Παπά.
 Έτσι ο τελευταίος, μόλις κατέβηκε στην Τεργέστη, πιάστηκε, αλλά για άλλη προβαλλόμενη αιτία:
ότι οι αντιπρόσωποι του ελληνικού εμπορικού οίκου των αδελφών Βλαστού της Βιέννης στην Τεργέστη τον κατάγγειλαν στην αστυνομία ότι είχαν να λαβαίνουν απ’ αυτόν το σημαντικό ποσό των 300.000 δουκάτων για πουλημένο βαμπάκι.

 Ο Παπάς στη φυλακή συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια, διαθέτει πολλά χρήματα «και για την τροφή του δεν αφήνει να του λείψει τίποτε», όπως γράφει ο διευθυντής της αστυνομίας von Cattanei προς τον γενικό διοικητή της Τεργέστης βαρόνο Spiegelfeld.

Ο Παπάς ελπίζει ν’ αποφυλακιστεί σε 14 μέρες.

Από τις αρχές Ιανουαρίου ως τα μέσα Μαρτίου 1822 εμφανίζεται πάλι το όνομα του Παπά με λανθασμένο το μικρό του όνομα ως Εμμανουήλ αντί Αναστάσιος σε έγγραφα της αστυνομίας, η οποία παρακολουθεί τις κινήσεις του.

Σε 3 μάλιστα έγγραφα μνημονεύεται ως Έλληνας πρίγκιπας(!).

 Μολαταύτα τα λίγα αυστριακά έγγραφα, που παρατίθενται παρακάτω, μας δίνουν ορισμένες άγνωστες ως τώρα πληροφορίες για τη δραστηριότητα του Αναστασίου Παπά μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 1822.

 2. Με βάση τα έγγραφα των παραπάνω μικρών φακέλων No 1967 και No 2241 του 1822 των αυστριακών αρχείων προκύπτουν οι εξής πληροφορίες για τον Εμμανουήλ και τον δευτερότοκο γιο του Αναστάσιο Παπά, τις οποίες συλλέγει από τις διάφορες υπηρεσίες του στις αρχές Μαρτίου 1822 ο στρατάρχης Heinrich Graf von Bellegarde (1756-1845) απευθυνόμενος προς τον υπουργό της αστυνομίας Graf ν. Sedlnitzky.

Σχετικά με τον Εμμ. Παπά τα στοιχεία είναι σχεδόν ακριβή:

ότι ήταν ένας πλούσιος και πολύτεκνος τραπεζίτης του πασά των Σερρών,
ότι εμφανίστηκε στην Κασσάνδρα ως αρχηγός των επαναστατών  και
ότι μετά την κατάληψή της από τoυς Τούρκους είναι άγνωστη η τύχη του 
ότι ο μεγάλος του γιος (εννοεί τον Αναστάσιο), που φρόντιζε για τις εμπορικές τον δουλειές στη Βιέννη, εγκατέλειψε ξαφνικά την πρωτεύουσα τον Μάρτιο του 1821 και
 ότι ορισμένοι συμπατριώτες τον τον διώκουν δικαστικά για οικονομικές διαφορές. 

Ο ίδιος ως «εταιριστής» (οπαδός της Φιλικής Εταιρείας) πήγε στην Οδησσό.

 Οι δύο νεώτεροι αδελφοί του, που άλλοτε φοιτούσαν στο εκπαιδευτήριο Kraus στη Βιέννη, βρίσκονται τώρα, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς, στη Λειψία, κατά τη δήλωση των αυστριακών πρακτόρων.

Αυτές όμως οι πληροφορίες δεν είναι απόλυτα ακριβείς, όπως θα ιδούμε λίγο παρακάτω.
Μετά την επάνοδο του Αναστασίου στη Βιέννη και απ’ εκεί μετά την κάθοδό του στην Τεργέστη, για να πάγει κατόπιν στην Ελλάδα, οι αδελφοί Βλαστού τον καταγγέλλουν για ιδιοποίηση των 300.000 δουκάτων από το πούλημα του βαμβακιού και τον έβαλαν στη φυλακή.

Στις 28 όμως Νοεμβρίου ο μεγαλύτερος του αδελφός Αθανάσιος, που φεύγει κρυφά από την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία,προσκομίζοντας πολλές μαρτυρίες, απέδειξε τον αδελφό του αθώο των κατηγοριών και τον έφερε από τις φυλακές της Τεργέστης στα κρατητήρια της αστυνομίας της Βιέννης.

Σύμφωνα με το πρώτο τώρα χρονολογικά νέο έγγραφο της 3ης Ιανουαρίου 1822 της Αστυνομικής Διευθύνσεως, εντέλλεται η αστυνομική αρχή να κρατήσει, μέχρι νεώτερης διαταγής, τον Αναστάσιο Παπά σε χωριστό θάλαμο και να τον διατρέφει με 2 φλορίνια για κάθε μέρα.

Ήδη η αστυνομική αρχή έχει εισπράξεί προκαταβολικά γΐ αυτόν τον σκοπό 10 φλορίνια.
Και πρέπει ο παραπάνω μνημονευόμενος Έλληνας να παρουσιαστεί χωρίς αναβολή στον ποινικό δικαστή Anton ν. Bock για προανάκριση.

Στις 10 Φεβρουάριου διακόπτεται η προφυλάκιση του Αναστασίου Παπά, και από την ημερομηνία αυτή θεωρείται ως υπαγόμενος στη δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου. Κατόπιν στο σχετικό κακογραμμένο και κακοσυνταγμένο έγγραφο γίνεται λόγος για την αξία της ημερήσιας διατροφής των 2 φλ. και της προκαταβολής των 10 φλ., χωρίς να βγαίνει κανένα νόημα από τις σχεδόν διαγραμμένες και δυσανάγνωστες γραμμές του επόμενου φύλλου.

Ακολουθεί το από 12 Φεβρουάριου ψήφισμα, με το οποίο, ύστερ’ από αίτηση των αδελφών Βλαστού, γίνεται προσφυγή κατά της αποφάσεως του Εφετείου, με το οποίο αναιρείται η έναρξη της προανάκρισης του Αναστασίου Παπά και αναφέρεται ότι σχετικά με την τύχη του θα αποφανθούν οι ανώτατες δικαστικές αρχές του κράτους.

Φαίνεται ότι ύστερ’ από την αναίρεση αυτή ο Αναστάσιος, ελεύθερος πια, ταξιδεύει και προβαίνει σε διάφορες ενέργειες σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, παρουσιαζόμενος ως έμπορος Εμμανουήλ αντί Αναστάσιος Παπάς,για να μπορεί δήθεν να ταξιδεύει ανυποψίαστος.

 Κατόπιν, σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, δοσμένες από τα σύνορα και γραμμένες στις 16 Φεβρουάριου 1822, στη Νυρεμβέργη κατά τις αρχές Φεβρουάριου ο Αναστάσιος Παπάς, 28-29 ετών, περνώντας μέσα από τις χώρες της αυστροουγγρικής μοναρχίας, είχε περάσει συνοδευόμενος από πολλούς ανθρώπους του, προφανώς Έλληνες, με ειδική ταχυδρομική άμαξα, συρόμενη από 4 άλογα, διευθυνόμενος προς το Augsburg και το Μόναχο. Στη Νυρεμβέργη έμεινε 1 ι/2 μέρα και αγόρασε σπαθιά, όπλα, πιστόλια κ.λ. και πλήρωσε τεράστια ποσά.

Ο ίδιος μάλιστα ο πληροφοριοδότης γράφει ότι του πούλησε 2 Kuchenreutner(;) πιστόλια για 15 χρυσά νομίσματα (βλ. εικ. 1).

Εκτός απ’ αυτά έκανε μεγάλες παραγγελίες κάθε είδους πολεμικού υλικού. Από τους ανθρώπους που τον συνόδευαν ορισμένοι έμειναν στο Μόναχο και Augsburg, οι οποίοι επίσης αγόρασαν μεγάλες ποσότητες όπλων και έκαναν αντίστοιχες παραγγελίες.

Ο ίδιος ο Παπάςπηγαίνει για τον ίδιο σκοπό στο Augsburg και στο Μόναχο, καθώς και για να επισκεφθεί τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α',για να τον παρακαλέσει να γίνουν δεκτοί στη στρατιωτική σχολή αξιωματικών οι αδελφοί του, που ως τότε σπούδαζαν σε κάποιο εκπαιδευτήριο της Βιέννης και όπου τώρα δεν μπορούσαν πια να μείνουν.

Ο Παπάς εξεικόνιζε την κατάσταση στην Ελλάδα με ελπιδοφόρα χρώματα και θεωρούσε απόλυτα βέβαιο τον προσεχή πόλεμο Ρωσίας-Τουρκίας.

Κατόπιν σκόπευε μέσω Αυστρίας να κατέβει ίσως στην Τεργέστη και στην Ελλάδα.

 Ως προς τον κρατούμενο στο υγρό φρούριο του Munkatz πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Αναστάσιος Παπάς σε στιγμές ασφαλώς ερεθισμού, άφηνε να του ξεφύγουν από το στόμα του οι απειλητικοί λόγοι ότι οι Έλληνες θα τον απελευθέρωναν συλλαμβάνοντας ως όμηρο ένα στρατιωτικό ή πολιτικό αυστριακό αξιωματούχο, ωσότου αποφυλακιστεί ο ήρωάς του.

 Μέσ’ από τα περιεχόμενα του πολύ ενδιαφέροντος αυτού εγγράφου προβάλλουν ορισμένες απορίες:

Πώς βρίσκεται στη Βιέννη ο μεγαλύτερος γιος του Εμμ. Παπά, ο Αθανάσιος ή, χαϊδευτικά, Αθανασάκης, που συμπαραστέκεται στον Αναστάσιο, για να τον γλυτώσει από την κατηγορία των αδελφών Βλαστού και τελικά κατορθώνει να τον βγάλει από τη φυλακή, ώστε να κυκλοφορεί ελεύθερος στην Αυστροουγγαρία και στη Γερμανία; 

Ποιοι Έλληνες και ξένοι τον συνοδεύουν, οι οποίοι προβαίνουν με άφθονα χρήματα στις αγορές όπλων και άλλου πολεμικού υλικού; 

Οι ενέργειές του αυτές είναι ατομικές πρωτοβουλίες και ανεξάρτητες από κάθε άλλη παρόμοια γνωστή κίνηση, όπως των Γερμανών φιλελλήνων για τη συγκρότησή της περίφημης γερμανικής λεγεώνας1, για την οποία ενδιαφερόταν ο ίδιος ο Friedrich Thiersch; 

Δυστυχώς δεν έχουμε επαρκή στοιχεία, για ν’ απαντήσουμε με ακρίβεια σε όλα αυτά τα ερωτήματα.
Πρώτα πρώτα πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο μεγαλύτερος γιος του Εμμανουήλ, ο Αθανάσιος, μετά τη λήψη της επιστολής του αδελφού του Αναστασίου της 18-4-1821,
με την οποία τον ειδοποιεί ότι εγκαταλείπει τη Βιέννη για να πάγει προς τη Μολδαβία, και μετά τις ειδήσεις για τονηγετικό ρόλο του πατέρα του Εμμανουήλ στηνεπανάσταση της Μακεδονίας, φυγαδεύεται από τις Σέρρεςπρος το αυστριακό Ζέμουν (Σεμλίνο), όπως έχω αποδείξει.

 Έτσι εξηγείται η εμφάνισή του και η συμπαράστασή του προς τον αδελφό του Αναστάσιο κατά τις δικαστικές του περιπέτειες εξαιτίας των κατηγοριών των αδελφών Βλαστού.

Η γνώμη μου είναι ότι τότε τα δύο αδέλφια αποζημίωσαν τους αδελφούς Βλαστού και ότι διέλυσαν τον τραπεζικό και εμπορικό οίκο Παπά της Βιέννης και ότι
 με τα πολλά χρήματα που εισέπραξαν πέρασαν μέσα από τις αυστριακές χώρες 
και τη Γερμανία αγοράζοντας όπλα και άλλα πολεμοφόδια, για να καταλήξουν τελικά οι δυο πατριώτες στα πεδία των μαχών της Ελλάδας. 

Αν τώρα λάβουμε υπόψη μας ότι ο Αναστάσιος Παπάς μετά την αποφυλάκισή του κατευθύνεται προς το Augsburg και απ’ εκεί στο Μόναχο, όπου είχε την έδρα του ο αγαπητός του και οικείος Γερμανός καθηγητής Thiersch, δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι δεν θα είχε επανειλημμένες ίσως συναντήσεις και συσκέψεις μαζί του.

Ανάμεσα στα αιτήματά του που ήθελε να υποβάλει στον βασιλιά Λουδοβίκο А'της Βαυαρίας ήταν—και η πληροφορία αυτή των αυστριακών πρακτόρων δεν είναι ακριβής—να δεχθεί να φοιτήσουν στη στρατιωτική σχολή αξιωματικών της οι δύο αδελφοί του—και αυτοί πρέπει να ήταν ο Γιαννάκης, 24 χρονών, και ο Νικολάκης, 19 χρονών, που ήθελε μάλιστα ν’ ακολουθήσει τον Αναστάσιο στα πεδία των μαχών της Μολδαβίας3—οικότροφοι άλλοτε στο εκπαιδευτήριο Kraus.

Το αίτημα όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, γιατί

ο Γιαννάκης είχε κιόλας συμμετάσχει στις πολεμικές περιπέτειες του πατέρα του στη Μακεδονία και μετά την αποτυχία του απελευθερωτικού κινήματος τον είχε συνοδέψει στην ελεύθερη Ελλάδα (Δεκέμβριος 1821), 
ενώ ο Νικολάκης μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Αθανασάκη φαίνεται ότι έμενε στη Βιέννη παρακολουθώντας κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες τη διάλυση των εμπορικών εργασιών του οίκου Παπά.

Στη Βιέννη φαίνεται ότι μένουν για πολλούς μήνες, ωσότου επιστρέφουν μέσω Μονάχου πάλι στις Σέρρες στις 27 Μαρτίου 18231, απ’ όπου με κάποιες προφυλάξεις και ευκαιρίες κατεβαίνουν στην Ελλάδα και παίρνουν ενεργό μέρος στους αγώνες για την ελευθερία της μαζί με τους αδελφούς των του Νότου.
Ο Αναστάσιος;
 Στο Μόναχο ασφαλώς θα έμεινε αρκετό χρόνο και συνεννοούμενος με τον καθηγητή του Thiersch θα διέθεσε μεγάλες ποσότητες του πολεμικού υλικού στους φιλελληνικούς κύκλους και στους φιλέλληνες που κατέβαιναν στην Ελλάδα και, έστω και αν μας λείπουν οι σχετικές ειδήσεις, θα αναμείχθηκε με ζήλο στις κινήσεις για την τόνωση του φιλελληνικού ενδιαφέροντος στην Ευρώπη.

Τελικά ακολουθώντας το παράδειγμα των δύο προηγούμενων αδελφών του κατέβηκε και αυτός στην επαναστατημένη Ελλάδα και έτσι στις αρχές του 1824 τον βρίσκουμε εγκαταστημένο στην Ύδρα με αρκετά χρήματα, όπως διαδίδει η κοινή φήμη.

Τελικά τι απέγιναν οι πλούσιοι ήρωες της μικρής μας μελέτης;

Αν εξαιρέσουμε τον Αναστάσιο, που τον βρίσκουμε και στην πολιορκία του Μεσολογγίου τον Οκτώβριο του 1825 και ο οποίος επιζεί ως δικαστής στην Πάτρα ως τον θάνατό του (1858),
 οι άλλοι τρεις αδελφοί του βρήκαν τον θάνατο στα πεδία των μαχών:

ο Αθανασάκηςπιάνεται αιχμάλωτος σε μια αποβατική ενέργεια των Ελλήνων στην περιοχή των Θερμοπυλών, κοντά στην Αταλάντη, τον Νοέμβριο του 1826, και αποκεφαλίζεται έξω από τη Χαλκίδα, 

ο Γιαννάκηςσκοτώνεταιμαζί με τον Παπαφλέσαστο Μανιάκι στις 20 Μαΐου 1825 και ο Νικόλαος στο Καματερό στις 27 Ιανουαρίου 1827. 

Ποια λοιπόν είναι η προσφορά
 των λίγων αυστριακών παραπάνω εγγράφων
 στη διαλεύκανση της ιστορίας της οικογένειας Παπά; 

Αποκαλύπτουν πώς έδρασε ο Αναστάσιος (μετά την αποφυλάκισή του) Παπάς
 και ο αδελφός του Αθανασάκης στην Αυστρία και Γερμανία,
πώς διέθεσαν τα μεγάλα ποσά του εμπορικού τους οίκου για τον εφοδιασμό τους σε πολεμοφόδια 
και πως τελικά, αυτοί και τα άλλα δυο αδέλφια τους, θυσίασαν και την ίδια ακόμη τη ζωή τους, για να πετύχουν την απελευθέρωση της κοινής μεγάλης πατρίδας τους. 

Ομολογώ ότι στην ιδιαίτερή τους πατρίδα, 
στις Σέρρες,
 θα έπρεπε να στηθεί ένα
 μνημειακό σύμπλεγμα
 που θα παρίστανε 
τον πατέρα και τα τέσσερα παιδιά του.

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Περίδοξος Κλεφτουριά της Μακεδονίας.

$
0
0
Ιώννης Πετρώφ
(1849-1922)
Ιωάννου Πετρώφ
ΤΟΥ ΕΚ ΜΟΣΧΑΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΙ 28 ΚΛΕΦΤΑΡΜΑΤΟΛΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.

ΠΑΠΑ ΕYΘYΜΙΟΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ

Βλαχάβα, ποιος σ’ έγέννησε
 ποιά μάνα, ποιος πατέρας!
Άριστ. Βαλαωρίτης

Έν μέσω πάντων των μεγάλων προδρόμων της εθνικής των Ελλήνων άναγεννήσεως, ως κολοσσός ούρανομήκης υψούται η απαστράπτουσα μορφή του λεοντοθύμου έθνομάρτυρος Ευθυμίου Βλαχάβα.

Αληθώς. Κατά την έκφρασιν του Βαλαωρίτου,
 «αν ήτο πεπρωμένον ο κώδων της πανελληνίου έθνεγέρσεως  να σημάνη χρόνους τινας 
προ της προσδιορισθείσης ώρας, 
άναντιρρήτως δια της κραταιάς χειρός του παπά Εύθυμίου Βλαχάβα, 
ήθελεν ηχήσει ο φοβερός ορείχαλκος».



Ή βιογραφία του παπά Εύθυμίου Βλαχάβα δικαίως υπενθυμίζει τούς λαμπρούς εναρκτήριους στίχους της τουρκομάχου Ελλάδος του Άλεξ. Σούτσου.

Μακρούς αιώνας παρειδες, Μούσα,
τον Έλικώνα σιωπηλόν
Και δεν άκούσθης καλλιφωνού σα
Κανέν κελάδημα ύψηλόν . . .

¨Το ύψηλόν τού το κελάδημα¨ είναι ο βίος και τα εργα του Παπά Εύθυμίου Βλαχάβα!

Μυστηριώδης παράδοσις ερριψεν ως είπείν ομίχλην επί την καταγωγήν του προκειμένου ήρωος και το προσφιλές τούτο τέκνον των θεσσαλικών όρέων έγεννήθη, ήκμασεν, ήνδρώθη, έτελεύτησε και ούδείς ούδέποτε ήκουσε παρ΄ αύτού  τ΄ ονομα των γονέων αύτού (Κατά παράδοσίν τινα ο πατήρ του Βλαχάβα ώνομάζετο Αθανάσιος..)

Ελάχιστα επίσης έξηκριβώθησαν και περί της νεαρας ηλικίας'του φοβερού τουρκολετήρος και των άγώνων αύτού . Περί της δράσεως του Βλαχάβα ελεεινός τις γραμματοδιδάσκαλος όνόματι Κερασοβίτης , εγραψεν άθλιον στιχούργημα άνέκδοτον παρά τω κ. Σοφοκλεί Οικονομώ, εν ω, μυρίας έπισωρεύων ύβρεις κατά του έθνομάρτυρος, χαμερπέστατα εξυμνεί τον ’Αλή πασάν.

Ούχ ήττον  δε και ο την «Άληπασιάδα» ποιήσας (καθ’ ύπαγόρευσιν) άγράμματος Τουρκαλβανός Χατζή Σεχρέτης μετά του συνήθους μισελληνισμού δια μακρών άφηγείται τα κατά τον Βλαχάβαν (εν τριακοσίοις όγδοήκοντα οκτώ στίχοις).

François Pouqueville
Έκ των ξένων συγγραφέων άξια λόγου είναι μόνον τα μνημονευόμενα παρά του Pouqueville, προξένου, τότε, της Γαλλίας παρά τω Άλή, παρευρεθέντος αύτόπτου του μαρτυρικού θανάτου του Βλαχάβα.

Έκ των ποιητών της άναγεννηθείσης Ελλάδος πρώτος ο καλλικέλαδος ποιητής Παναγιώτης Σούτσος ύμνησε τον άείμνηστον Βλαχάβαν (δρα την τραγωδίαν «Εύθύμιος Βλαχάβας» εν τω Α'τόμω των 'Απάντων του Παναγιώτου Σούτσου»).
 Μετά δε τούτον ο εθνικός ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης συγκινητικώτατα περιέγραψε το μαρτύριον του εθνικού στρατηλάτου δια γλώσσης άποπνεούσης το άρωμα του άρματολισμού  (δρα μνημόσυνα «Εύθύμιος Βλαχάβας» εν τω Α'τόμω των άπάντων του Άριστοτέλους Βαλαωρίτου, σελίδες 133 152, Άθήνεσι 1891).

Γνωρίζομεν μόνον ότι ο Εύθύμιος Βλαχάβας κατήγετο έκ Χασίων της Θεσσαλίας, ένθα ο πατήρ αύτού  επί πολλά έτη ήτο άρχηγός των άρματολών.

 Γνωρίζομεν ωσαύτως ότι το καριοφίλλι του γέρω Βλαχάβα ένέσπειρε τοσού τον τρόμον εις τούς Τούρκους ώστε ταχέως έφείλκυσε την διηνεκή προσοχήν πάντων των πέριξ οίκούντων πασάδων και μπέηδων.
 Σώζεται συνάμα και άλλη παράδοσις περί του άνδρός, καθ’ ήν ουτος εβδομηκοντούτης ών (έβδομήκοντα έξ ετών) και κορέσας πλέον την τυραννοκτόνον δίψαν του, προαισθανόμενος δε και την προσεγγίζουσαν ώραν του θανάτου του, συνέλαβε την γενναίαν άμα και πρωτότυπον δια κλέφτην ιδέαν,  να άπέλθη πεζή  εις τα άγια μέρη όπως εκεί, παρά τον Τάφον του Σωτήρος, αίτήσηται συγγνώμην και έξιλέωσιν ως χριστιανός, δια τάς άμαρτίας αύτού , δια τούς ποταμούς του τουρκικού αίματος του ύπ΄ αύτού  χυθέντος εν τοίς άγώσι αύτού  υπέρ της Πατρίδος.

Τήν εύσεβή ταύτην επιθυμίαν έξεπλήρωσεν ο άείμνηστος, άναχωρήσας πεζή έχων δύο συνοδοιπόρους, τον ψυχογυιόν αύτού  και το άχώριστον τουφέκι του.
 Έκείδέ κατά τάς θερμάς αύτού  εύχάς και έτελεύτησε, προικίσας τον πάσχοντα Ελληνισμόν δια τριών άνταξίων του τέκνων του Εύθυμίου, του Θεοδώρου και του Δημητριού.

Καθ' όσον άφορα εις  τον πρωτότοκον υιόν αύτού  Εύθύμιον, ούτος, καίτοι προωρισμένος έκ νεαράς ηλικίας ύπό του εύσεβούς πατρός αύτού  εις το έκκλησιαστικόν στάδιον και φθάσας ήδη εις τον βαθμόν του ίερέως, βαρέως έφόρει το ράσον.

 Ό νούς του ζωηρού  νέου και η ευπτερος φαντασία αύτού  αείποτε άνεπόλουν το στάδιον των μαχών, η δέ άενάως πάλλουσα υπέρ της Πατρίδος καρδία αύτού  πάντοτε άνεζήτει τάς μεγάλας συγκινήσεις.
 Ό κρότος των περιβαλλουσών άλύσεων και αί άλγηδόνες του τυραννουμένου έθνους βαρέως άντήχουν εις την εύαίσθητον ψυχήν του Εύθυμίου Βλαχάβα.
Έν τούτοις, μη επιθυμών να λύπηση τον γέροντα πατέρα αύτού, έδάμασε προσωρινώς τούς μυχίους πόθους της καρδίας του.
Έπί τω άγγέλματι όμως του θανάτου του πατρόςο παπά Εύθύμιος Βλαχάβας κατέλιπε πάραυτα την μονήν και ενθους κατετάχθη μεταξύ των κλεφτών.

Κληρονομήσας ως πρωτότοκος το πατρικόν άρματολίκιον, ο νεαρός Βλαχάβας, ταχέως δια των έργων έπεκύρωσε τα δικαιώματα του αρχηγού. 

Οθεν εν τω διαστήματι της πρώτης πενταετίας της πολεμικής αύτού δράσεως (1796-1801) τοσαύτην άνέπτυξε πυρετώδη ενέργειαν, ώστε δεν έβράδυνε  να δημιουργήση έαυτω την επίζηλον θέσιν μεταξύ των οπλαρχηγών.

Ή δημώδης μούσα εγκαίρως έξέλεξεν αύτόν ως προσφιλέστατον ήρωα των άσμάτων τού λαού, ότέ μεν τιμωρούντα τούς τυράννους της Πατρίδος, ότέ δέ τιμωρούντα τάς ένεργείας αύτού.

Έσείς πουλιά τού Γρεβενού κι  άηδόνια τού Μετσόβου,
 Έσείς καλά τον ξέρετε αύτόν τον παπα Θύμιο,
Ποδταν μικρός στά γράμματα, μικρός στά πινακίδια.
 Και τώρα στά γεράματα έβγήκε πρωτοκλέφτης 
'Όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια  
Και τού Βαρλάμη το καστρί δεν μπόρεσε  να πατήση, 
Γ’ ήταν ψηλά σε μάρμαρα, ψηλά σ’ ενα λιθάρι !  
Τό ’γούμενον έφώναζε, το ’γούμενο φωνάζει 
«Κατέβα κάτω ’γούμενε,  να μας ξομολογήσης 
Γιατ΄  εχομε ενα άρρωστο βαρυά για  να πεθάνη». 
Πέρνει λαμπάδ  ο ’γούμενος, βάνει και πετραχήλι, 
Και κατεβαίνει στήν αύλή για  να ξομολογήση 
«Πολλά τα ετη ’γούμενε» — «Καλώς τα παλληκάρια» 
«Βγάλ΄ τα τα ράσα, ’γούμενε, βγάλε το πετραχήλι, 
Γιατί στήν στράτα πού βαρούν, λόγγο θενά περάσης»
Πιστάγκωνα τον εδεσαν κ΄ άπ΄* την αύλή τον βγάζουν 
Τέσσαροι παν άπ΄ άμπροστά και τέσσαρ΄ άπό πίσω.

Β'

Άκού τε τί μας γράφουνε και τί μας προβοδούνε 
Οι φίλοι κ΄ οί κουμπάροι μας κι  αύτούνοι οί βλαμάδες 
Άσπρα χαρτιά μας στέλλουνε κι αύτό με μαύραις μπούλαις

"Όσοι κι΄ αν είστε κλεφτουργιά, ούλοι να μερωθήτε 
ηκώθ΄ ο παπά Θύμιος, πάει άρματολός,
Μαζώνει παλληκάρια, όλα διαλεκτά 
Γυρεύει κ΄ ενα γέρον γεροντόβλαχον,
Που ξέρει τα λημέρια για να όδηγηθούν.
«Γώ δεν μπορώ παιδιά μου, ’γώ δεν δύναμαι  
Μόν πάρτε τον ύγιόν μου τον μικρότερο.
Που ξέρει τα λημέρια, που λημέριαζα,
Που ξέρει και ταίς βρύσαις, πουπινα νερό,
Που ξέρει και τούς φίλους πουπερνα ψωμί,
Που ρίχνει στο σημάδι ΄πό με καλήτερα».

'Ως άμεσος συνέπεια της άκαμάτου δράσεως του Βλαχάβα ύπήρξεν 
η έπινόησις
 του τολμηρού σχεδίου 
της γενικής έξεγέρσεως προς άπόσεισιν του επαχθούς ζυγού
  και άναστυλώσεως της βυζαντιακής αύτοκρατορίας,
 όπερ άνέδειξε τον Βλαχάβαν 
κορυφαίον πάντων των πρωτουργών του εθνικού ιδεώδους.

Έπιδοθείς μετ’ άφοσιώσεως εις την διεξαγωγήν του όντος γιγαντιαίου σχεδίου αύτού, ο Βλαχάβας εν πρώτοις κατώρθωσε  να έμπνεύση βαθέως εις την καρδίαν των κλεφτών το άσπονδον μίσος προς τον Άλή πασάν και την άναπόδραστον άνάγκην της καταπολεμήσεως αύτού ως κυρίου αιτίου της άποτυχίας τού κινήματος τού 1806.

Άποδεχθέντος τού γενναίου σχεδίου τού Βλαχάβα υπό των οπλαρχηγών και των άνδρειοτέρων άρματολών, ήρχισε πάραυτα  να συναθροίζηται περί τον Βλαχάβαν το άνθος της κλεφτουριάς της εποχής εκείνης :

Τά Λαζόπουλα, 
ο γέρω-Καρατάσος, 
ο Γεώργιος Ολύμπιος, 
ο Λιόλιος Ξηρολειβαδίτης, 
ο Μπιζιώτης και λοιποί.

Πρώτη άπόφασις ληφθείσα εν τω στρατοπέδω του Βλαχάβα ήτο η διακοπή πάσης συγκοινωνίας του τυράννου μετά των επαρχιών. Ή περί τούτου ιδέα διετυπώθη θαυμασίως εν τω δημοτικώ άσματι περί του Βλαχάβα.

Ταίς στράταις  να του κλείσωμεν, 
πουλί  να μη περάση, 
Νά κατεβή στά Γιάννινα χαμπέρι  να προφθάση.

Άρξαμένης της εφαρμογής του άποκλεισμού , έτέθησαν εις ενέργειαν τα μεταβατικά στρατόπεδα, οτέ μεν επί της Πίνδου, οτέ δέ επί του Όλύμπου και άλλοτε επί της ’Όσσης.

 Ό φοβερός Βλαχάβας έπέπιπτεν ως κεραυνός κατά του ’Αλή πασα, κατασφάζων άδιακρίτως παν το τουρκικόν.

Τό καριοφίλλι άκουες αδιάκοπα  να πέφτη,
Και κάθε ράχη έκρυφτε αρματολό και κλέφτη.

Απ’ άκρου εις άκρον της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας έβρόντα το ονομα του Βλαχάβα και πανικός κατελάμβανε τούς Τούρκους.
Πνέων μένεα κατά του φοβερού  άντάρτου ο αίμοβόρος της Ηπείρου σατράπης έμηχανάτο νυχθημερόν παντί τρόπω την περιστολήν του κινήματος και τον όλεθρον του άρχηγού  του.

Αλή Πασάς
 Άλλά μάτην έστελλε κατ’ αύτού  ο Άλής τα εκλεκτότερα στίφη των Αλβανών, μάτην έδωροδόκει και έστηνε τάς βδελυράς παγίδας αύτού .
Ό Βλαχάβας ήτο άκατάβλητος, η χειρ του ως δρέπανον άληθού ς χολέρας, ως θεία μάστιξ έθέριζε τα πάντα. Άδιαλείπτως ήρχοντο τα λυπηρά άγγέλματα πρός τον ’Αλήν.

Βεζίρη! άπ  τα Τρίκαλα μη καρτερής χαμπέρι,
Κι ο παπά Θύμιος γέμισε ταίς ποταμιαίς άσκέρι . . . 
Έμάζωξε την κλεφτουριά και κάνει τα ’δικά του 
Ακόμη κι΄ όλος ο ραγιάς έτζιούλωσε τ αύτιά του . .

Έξ άλλου αί δυνάμεις του φοβερού παπά όσημέραι ηύξάνοντο δια νέων πολεμιστών.

'Όσοι στά ορη φύγανε, στους κάμπους και στο κύμα, 
Αρματωμένοι έφθαναν με φτερωμένο βήμα!
Ή άσπρη φουστανέλλα τους σμιγμένη έκυματούσεν
 κ΄η Ρούμελη με το Μόριά χειροπιαστά περνούσαν.

Εις την γενικήν ταύτην άμηχανίαν των Τούρκων καθώς και εις το ήθικόν θάρρος των άγωνιζομένων κλεφτών μεγάλως συνετέλεσεν η παρουσία του πολεμικού στόλου της όμοδόξου Ρωσσίας εν Έλλησπόντω και Αίγαίω Πελάγει υπό την άρχηγίαν του περιφήμου ναυάρχου Δημητρίου Σενιάβιν, μεθ΄ οδ ήρωϊκώς συνεπολέμησαν προς τον κοινόν εχθρόν ούκ ολίγοι πεπειραμένοι "Ελληνες, εν οίς ήσαν δ εκ Βάλτου  της Ακαρνανίας πολυμήχανος αρματολός Ιωάννης Σταθάς, ο περιβόητος Νικοτσάρας, ο Καζαβέρνης και άλλοι πολλοί.

Δυστυχώς όμως εν τω μεταξύ συνωμολογήθη η μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας (τή 12/24 Αύγούστου 1807) άνακωχή, ο δε εν Τενέδω ναυλοχών Σενιάβιν διετάχθη  να λύση την πολιορκίαν του Ελλησπόντου και παύση τας κατά των Τούρκων εχθροπραξίας.
Οώτω και αύθις έγκαταλειφθέντες άσπλάχνως υπό των όμοδόξων αύτών εις την τουρκικήν θηριωδίαν οί πολυτλήμονες του Ελληνισμού πρόμαχοι, εύρέθησαν άπομεμονωμένοι άπέναντι των άναριθμήτων άλβανικών ορδών, άλλά πιστοί εις τον δοθέντα έθνικόν δρκον έξηκολούθησαν τον έσχατον της άπογνώσεως άγώνα μετά της μανίας των άπηλπισμένων.

Άφ΄ ετέρου ο Άλή πασάς μαθών την γενναίαν άντίστασιν των σταυραετών του Βλαχάβα έφρίαξεν εκ λύσσης και ήπείλησεν οτι θά πνίξη τον 'Όλυμπον εις το αίμα. 

Όθεν άμέσως τ άλλεπάλληλα και πολυάριθμα στίφη των Αλβανών είσώρμησαν εις την Θεσσαλίαν και παραδώσαντα εις το πυρ και τον σίδηρον την άτυχή ταύτην χώραν, πανταχόθεν προσέβαλον τούς άρματολούς.
Ούτοι δε ήρωϊκώτατα διεκδικούμενοι σπιθαμήν πρός σπιθαμήν την γην των πατέρων, άντέστησαν μεν καρτερικώς και πολλάκις άπέδειξαν τον ύπεράνθρωπον ήρωϊσμόν αύτών, άλλ΄ επί τέλους ένέδωκαν εις τα πλήθη των βαρβάρων, άρχίσαντες, λήγοντος του έαρος, την τακτικήν ύποχώρησιν, στρώνοντες την πορείαν των δια των τουρκικών πτωμάτων.

Ούτως έχόντων των πραγμάτων κατά τον 7/βριον του 1807 ο Βλαχάβας ως άστραπή ένεφανίσθη εις την Σκόπελον και συνεννοηθείς 2 μετά του αυτόθι διαμένοντος περιβοήτου άρματολού  Ίωάννου Σταθά, άπεφάσισε  να μεταφέρη την ενέργειαν αύτού  εις την θάλασσαν, ίνα ένσπείρη πανταχού  τον τρόμον, λεηλατών τα παράλια της Μακεδονίας και Θράκης.

Φεύγοντες λοιπόν την λύσσαν του Άλή ο Βλαχάβας και οί συναγωνισταί του, εν οίς ήσαν τα γενναία Λαζόπουλα, ο Τσαχείλας, ο Λιόλιος Ξηρολειβαδίτης, ο Σύρος, ο Μπιζιώτης και άλλοι ήρωες, κατέφυγον εις Σκιάθον, ενθα, ένωθέντες μετά του άναμένοντος αύτούς γενναίου Σταθά, έξώπλισαν πάραυτα καταδρομικόν στολίσκον και διατρέχοντες άπό του Στρυμονικού  κόλπου μέχρι του Ελλησπόντου , κατέφθειραν άνηλεώς τα παράλια, αίχμαλωτίζοντες τα τουρκικά πλοία και κατασφάζοντες άδιακρίτως πάν το έχθρικόν.

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος
Μετ’ ολίγον η δύναμις των θαλασσινών τούτων αετών ηυξήθη σημαντικώς δια της προσελεύσεως άλλων ηρώων, εν οίς ήσαν ο μέλλων στρατάρχης του ΜοριάΘεόδωρος Κολοκοτρώνης,οκαπετάν Αλεξανδρής,ο γενναίος αρματολός της Ναούσης Ρομφέης, ο περίδοξος Νικοτσάρας και λοιποί τουρκομάχοι.

Ό κατά της τυραννίας άγων των κλεφτών έλαβε τότε άνάπτυξιν.

Μετ’ άνεκφράστου θυμηδίας παρετήρει ολόκληρον το έθνος την γιγάντειον άλλ΄ άνισον ταύτην πάλην της κλεφτουριάς κατά του τουρκικού  κολοσσού.

Έντρομος ο σουλτάνος ήναγκάσθη  να διατάξη άπειλητικώς τον Άλήν,  να παύση την κατά των άρματολών καταδίωξιν και άποσύρη πάραυτα τούς 'Αλβανούς εξ Όλύμπου.

Οι δέ καταδρομείς, προτραπέντες και υπό της μεγάλης του Χριστού  εκκλησίας, εν άπειθεία άπειλούσης κατά της κεφαλής των τούς κεραυνούς του αναθέματος, ήναγκάσθησαν  να διαλυθώσι και περί τάς άρχάς Δεκεμβρίου του 1807 έπανήλθον εις τάς εστίας των, όρκισθέντες προηγουμένως, ότι εάν τις κινδυνεύση εύθύς πάντες ως εις άνήρ  να σπεύσωσιν εις βοήθειαν αύτού .
Άποσυρθέντες ησύχασαν προσωρινώς άπαντες οί τουρκομάχοι ούτοι.
Εις μόνον εξ αύτών δέν ήννόει  να ήσυχάση.

Εις μόνον εξ όλων έθεώρει την διακοπήν των εχθροπραξιών ως σημείον του ναυαγίου του μεγάλου έθνικού  σχεδίου, όπερ προ δεκαετίας ένεχάραξεν εν τή καρδία αύτού .

 Ό εις ούτος ήτο ο Εύθύμιος Βλαχάβας! 

Η γεννηθείσα δια την άδιάλειπτον ενέργειαν ψυχή αύτού  δέν ήδύνατο  να διακόψη την έθνικήν δράσιν, δι' ο έσπευσμένως άπήλθεν εις τον προσφιλή αύτού  ’Όλυμπον, κρατών άνά χειρας την φοβεράν δάδα του έθνικού  πυρός . . .

Πρώτη μέριμνα του έπανακάμψαντος εις ’Όλυμπον Βλαχάβα ήτο η διοργάνωσις ίσχυρού  στρατοπέδου και η ταχεία διάδοσις του νέου κινήματος.
Πρός έπίτευξιν του σκοπού  τούτου άπεφασίσθη η σύγκλησις συνόδου των διασήμων άρματολών, ίνα συσκεφθώσι περί της γενικής έξεγέρσεως του τόπου.

Πρός τού το έστάλησαν έσπευσμένως εις διάφορα μέρη της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας πιστοί τού Βλαχάβα άνθρωποι, οίτινες εν όνόματι της Πατρίδος έξώρκιζον τούς παλαιούς συναγωνιστάς  να συνδράμωσιν εις τον νέον κατά των Τούρκων άγώνα.

Ελάτε συναχθήτε όλοι πιστοί όμού  
Νά τρέξωμ΄ εναντίον τυράννου του ώμου . . .

Ταύτα ελεγε το προσφιλές τέκνον των θεσσαλικών ορέων και εις την έθνικήν φωνήν αύτού  άθρόοι  προσήρχοντο πανταχόθεν οί πιστοί σύντροφοι, ένοήσαντες μάλιστα ταυτοχρόνως τα κατ΄ αύτών τεκταινόμενα υπό του πανούργου Άλή.

Εις την εξέγερσιν των επαναστατών συνετέλεσεν οπωσδήποτε και η συμπίπτουσα κατά την εποχήν εκείνηνέλευσις εις το στρατόπεδον του Βλαχάβα των μυστικών άπεσταλμένων της Ρωσσίας. 

Ούτοι ήλθον εκ Σερβίας και έκόμισαν προτρεπτικάς έπιστολάς του Καραγεώργη και του παρ΄ αύτώ διατρίβοντος τότε Ρώσσου συμβούλου Κ. Ροδοφοινίκου, Έλληνος το γένος, δι΄ ών άμφότεροι ουτοι προέτρεπον τούς 'Έλληνας, όπως δια τελευταίαν φοράν άναλάβωσι τα όπλα υπέρ της άπελευθερώσεως του γένους, μιμούμενοι το γενναίον παράδειγμα της υπό του Καραγεώργη άπελευθερωθείσης τότε Σερβίας.

Ό δέ Βλαχάβας, καίτοι μετά δικαίας έπιφυλάξεως παρετήρει την νέαν και άπροσδόκητον έμφάνισιν ταύτην των Ρώσσων πρακτόρων, άναλογιζόμενος τάς προηγουμένας συμφοράς, ας ύπέστη το έ'θνος του ενεκεν αύτου εν έτεσι 1770 και 1807 ούχ ήττον όμως χάριν του συμφέροντος του άγώνος έδέχθη αύτούς λίαν φιλοφρόνως, έκμεταλλευόμενος την περίστασιν ταύτην προς οφελος της έπαναστάσεως, ής την ασφάλειαν άγρύπνως και πολυτρόπως έπεδίωκεν.


Ούτως έχόντων των πραγμάτων και περί τα μέσα Φεβρουάριου του 1808συνεκροτήθη παρά τάς υπώρειας του Όλύμπου η προσχεδιασθείσα σύνοδος των άρματολών,ήτις, καθήκον έθνικής εύγνωμοσύνης έκτελού σα εν [τή] πρώτη αύτής συνεδρία,άνηγόρευσε τον Βλαχάβαν παμψηφεί γενικόν άρχηγόν του άγώνος.

Ούτος, περιβληθείς το υψιστον άξίωμα του έθνικού  στρατηλάτου, ήρχισε πάραυτα την πυρετώδη ενέργειαν αύτού  προς παγίωσιν της έπαναστάσεως, συνεργαζόμενος πάντοτε μετά των άχωρίστων φίλων και συναγωνιστών αύτού  Λαζαίων, Λιόλιου Ξηρολειβαδίτου, Τσαχείλα και επί τέλους του Νικοτσάρα, προσελθόντος περί τα τέλη του 9 Απριλίου, μόλις θεραπευθέντος έκ των πληγών.

Δέν ήρκέσθη δέ ο ακατάβλητος άνήρ  να προσηλυτίση μόνον τούς εν Στερεά Έλλάδι άρματολούς και ομογενείς, άλλ΄ έπωφεληθείς την κατά του Αλή πασά δυσαρέσκειαν των εν Τρικάλοις και Λαρίση Τούρκων, ήρχισε  να προσηλυτίζη και τούτους, ύποδαυλίζων τοιουτοτρόπως την διαίρεσιν μεταξύ των ιδίων μουσουλμάνων, πράγμα σπουδαίον, όπερ έπιτυγχάνον, έστω και κατά το ήμισυ, ήθελε συντελέσει άνυπερθέτως εις την έξασθένησιν των έχθρικών δυνάμεων έπ΄ άγαθώ της έπαναστάσεως, και διευκολύνει την κατάληψιν έπικαίρων τινων θέσεων, πριν η φθάση ο στρατός του Αλή πασά ούτω δ΄ ήθελεν έξασφαλισθή η γενική του τόπου έξέγερσις.

 Ή άκάματος αυτη ένέργεια του Βλαχάβα φυσικώ τω λόγω δέν έβράδυνε  να φέρη άγλαούς καρπούς, διότι ο άριθμός των συνωμοτών όσημέραι ηυξανε, μέγας δέ παρετηρείτο άναβρασμός κατά του Αλή πασά μεταξύ των εν Θεσσαλία Τούρκων, προ πάντων δέ των εν Λαρίση και Τρικάλοις.

Μετ΄ άληθούς άγαλλιάσεως της ψυχής παρετήρει ο Βλαχάβας την εύχάριστον ταύτην πρόοδον της πολυμόχθου έργασίας αύτού  και εν τή ελληνική αύτού  διανοία άνεπόλει τήν προσεγγίζουσαν ώραν της φοβέρας έκρήξεως 1 του εθνικού κρατήρος. . .
Παλιγγενεσία

Έπιθυμών δε  να συνδέση το κίνημα τού το
 μετά μιας των μάλιστ’ άνεπιλήπτων εθνικών άναμνήσεων του Γένους, 
ο Βλαχάβας έπήγαγε και ένθέρμως ύπεστήριξεν ενώπιον της νέας συνόδου,
 ήτις συνήλθε τότε εν Όλύμπω, την πρότασιν,
 όπως όρισθή ημέρα της έκρήξεως  της έπαναστάσεως τή 29 Μαίου, 
έπέτειος ημέρα της προ τριακοσίων πεντήκοντα πέντε ετών 
άλωθείσης πρωτευούσης της Ελληνικής Αύτοκρατορίας, όπερ και έγένετο δεκτόν παμψηφεί.


Άλλ΄ ενώ τα πάντα κατ’ εύχήν πρός τον έθνικόν σκοπόν εβαινον, εις τα σπλάγχνα της ίδιας εφορείας της διεξαγωγής του εθνικού άγώνος ένεφώλευεν όφις.

 Ό νέος ούτος Ιούδας, έκ Μετσόβου καταγόμενος, όνόματι Δεληγιάννης, οπλαρχηγός, αδελφός του τουρκοφάγου Αποστόλου Τσάπου, ούδεμίαν όμως εχοντος σχέσιν πρός την περίφημον οικογένειαν των Δεληγιανναίων εν Πελοποννήσω (δρα εν τω περιοδικώ «'Η Έβδομάς» του 1891, άρ. 25 και 27 και Κωνστ. Ν. Σάθα, «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς», ’Αθήνησι 1869, σελ. 588). 

Ούτος, καίτοι ένόρκως συνεδέετο μετά των πρωτουργών του εθνικού άγώνος, κατεδέχθη ο άθλιος  να προδώση εις τον ’Αλήν το τε σχέδιον και τάς διακλαδώσεις της έπαναστάσεως ! . . .

 Ή μυσαρά  αυτη πράξις έγένετο την 1ην Μαίου του 1808.

Οί εν Ήπείρω φίλοι του Βλαχάβα, άμέσως άνήγγειλον αύτω τον επικείμενον κίνδυνον.

'Η άπροσδόκητος αυτη είδησις ως κεραυνός έπληξε τον άτυχή τουρκομάχον, εύρεθέντα άπέναντι άναριθμήτων δυσχερειών.ως πληγωμένος λέων ώρμησεν ο Βλαχάβας άνά τα άρματολίκιακαι συναθροίσας έσπευσμένως άπάσας τάς προχείρους δυνάμεις αύτού ,ύψωσε πάραυτα εν Χασίοις την σημαίαν της έπαναστάσεως (τή 5 Μαίου του 1808)  είτα μετ’ έξακοσίων συναγωνιστών ώς κεραυνός έπέπεσε κατά της στρατηγικωτάτης θέσεως Καλαμπάκας (Καστράκι), ήν και έκυρίευσεν έξ εφόδου.

Στήσας εκεί το εύάριθμον στρατόπεδον ο Βλαχάβας άπέκοψε πάραυτα πάσαν μετά της  Ηπείρου συγκοινωνίαν, καί, δι΄ έκτάκτων πεζοδρόμων άναγγείλας τα γενόμενα, προσεκάλει και τούς ύπολοίπους άρματολούς εις έπικουρίαν.

Στέλνω και στ΄ άγρια τα βουνά της κλεφτουριάς χαμπέρι
Νά κατεβού νε γρήγορα εδώ σ΄  αύτά τα μέρη.
Ή κλεφτουριά μαζώχτηκεν άπάνω στο Καστράκι
Κι΄ εύθύς στην ώρα κούρτισαν ταμπούρλο και μπαϊράκι.

Γνωρίζων ο Βλαχάβας πόσον ωφέλιμος ήθελε γίνει εν τή κρισίμω ταύτη περιστάσει η σύμπραξις των εν Τρικάλοις και Λαρίση Τούρκων, ήν και πρότερον τοσού τον έπεδίωκεν, επεμψεν έκείσε τούς ανθρώπους του, δπως παροτρύνωσι τούς Τούρκους  να ένωθώσι ταχέως μετ’ αύτού  προς καταπολέμησιν των Αλβανών ως κοινών εχθρών του τόπου.

Νά κάμωμε το ενα μας και Τούρκοι και ραγιάδες.
Τον τόπο  να παστρέψωμεν άπ’ τούς Άρβανιτάδες.

Τού θ’ όπερ και έπραξαν κατά γράμμα οί άπεσταλμένοι του Βλαχάβα, δηλώσαντες εύθαρσώς ότι ο Παπαθύμιος έξεστράτευσεν ούχί κατά των Τούρκων, αλλά κατά των κοινών εχθρών του τόπου Αλβανών και του άναφανδόν προστατεύοντος αύτούς Άλή πασά.
Βεβαίως το λαμπρόν τού το στρατήγημα του  άκαταπονήτου Βλαχάβα, άπέβλεπε μεν εις έκμηδένισιν της πολεμικής δυνάμεως του Άλή πασά δια της καταθέσεως αύτού  μεταξύ δύο πυρών, άλλά, κατατροπωθησομένου1 του σατράπου μετά την ένίσχυσιν των εθνικών δυνάμεων, άναμφιβόλως ήθελεν έπέλθει πάραυτα ή βλαχαβαία έξόφλησις των λιμών αύτού  πρός τούς Τούρκους.
 Ένώ δέ και αύθις τα πάντα κατά τα φαινόμενα εβαινον καλώς, αί δέ διαπραγματεύσεις των άπεσταλμένον του Βλαχάβα διεξήγοντο μετά σπανίας δεξιότητος, αίφνης εν τω φρονήματι των Τούρκων έπήλθεν άπαισία μεταβολή.

 Ό άγρυπνος οφθαλμός του ’Αλή, τή συνεργασία του ρηθέντος μυαρού  προδότου, έπρόφθασαν έγκαίρως  να άνοίξωσι τούς οφθαλμούς των Τούρκων, οίτινες παλιμβουλήσαντες

Εύρήκαν το καλλίτερο όλοι  να σκοτωθούνε,
’στόν Παπαθύμιο σήμερο  να μη παραδοθούνε.

Ούτως άπεμονώθη ο ταλαίπωρος σταυραητός του Όλύμπου! 

Ρυθμίσας δέ τάς μικράς αύτού  δυνάμεις απέναντι του έφορμώντος κατ’ αύτού  άλβανικού  χειμάρρου του ’Αλή πασα, ο Βλαχάβας διήρεσε πάραυτα τούς συναγωνιστάς αύτού  εις τρία άποσπάσματα.

Και ο μεν άδελφός αύτού  Θεόδωρος, ταχθείς έπί κεφαλής του Αου άποσπάσματος, έμεινεν εν Καλαμπάκα χάριν της πολεμικής αξίας της πόλεως ταύτης, ο δέ ετερος άδελφός Δημήτριος, οδηγών το δεύτερον άπόσπασμα έκ τριακοσίων άνδρών συμποσούμενον, έστάλη έσπευσμένως  να καταλάβη την γέφυραν του Μπαμπά.
 Αύτός δέ ο ίδιος μεθ΄ ορμής πληγωμένου λέοντος εδραμεν εις τον ’Όλυμπον, τή 6η Μαίου του 1808, ίνα δια της παρουσίας του έπιταχύνη την έλευσιν της ζητηθείσης επικουρίας. Και κατώρθωσεν ο άκατάβλητος άνήρ εν διαστήματι τεσσαράκοντα οκτώ ωρών  να συνάθροιση πεντακόσια εκλεκτά παλληκάρια, όρκισθέντα  να συναποθάνωσι μετά του προσφιλούς άρχηγού  των,
άλλά φεύ ! ήτο αργά. 
Διότι εν τω μεταξύ το άπόσπασμα του Δημητριού Βλαχάβα, εί και έκυρίευσε τον ετερον στρατιωτικόν σταθμόν, το χάνι της Κρύας Βρύσης, μετ’ ολίγον οι έξελθόντες έκ Τρικάλων πολυάριθμοι Τούρκοι, όδηγούμενοι υπό των Αλβανών Βελή μπέη, Ρούση και Μπεκήρ άγα, έφώρμησαν κατά των επαναστατών καί λυσσωδώς έπολέμησαν αύτούς.

Ταύτα έγένοντο την 6 Μαίου του 1808. 
Άφ’ έτέρου ο ’Αλής, εξω φρένων γενόμενος, έπεμψεν άμέσως τον υιόν αύτού  Μουχτάρ πασάν επί κεφαλής πέντε χιλιάδων Τουρκαλβανών, με ρητήν εντολήν δπως τα πάντα παραδώση εις το πυρ και τον σίδηρον.
Ούτως έχόντων των πραγμάτων και συναισθανόμενοι την άνάγκην της ταχείας συγκεντρώσεως των μεγαλυτέρων δυνάμεων, άμφότεροι οί Βλαχαβαίοι ήνώθησαν  πάλιν εν Καλαμπάκα, άνυπομόνως άναμένοντες την έξ Όλύμπου έπικουρίαν του Γενικού Αρχηγού και άδελφού  αύτών παπα Εύθυμίου.
Πιστοί δε εις τον άπαξ δοθέντα όρκον άπεφάσισαν άπαντες  να πολεμήσωσι τον έσχατον υπέρ της Πατρίδος άγώνα.
Τήν 7ην Μαίου του 1808 ο Μουχτάρ ήλθεν εις Μέτσοβον καί, παραλαβών τον μνημονευθέντα προδότην, αμέσους ώδευσε κατά των εν Καλαμπάκα συγκεντρωμένων έπαναστατών.
Από πρωίας της 8ης Μαίου ήρξατο λυσσώδης μάχη των έξακοσίων Ελλήνων κατά δεκαπλασίων έχθρών.
 Άλλ΄ ο Μουχτάρ ήπατήθη οίκτρώς νομίζουν ότι η μικρά αυτη δράξ των άνδρείων ήδύνατο  να πτοηθή άπέναντι του έκ πέντε χιλιάδων στρατού αύτού . Έκεί έκ του σύνεγγυς ήνόησε το ήθικόν γόητρον του Βλαχάβα.
Ή μάχη διήρκεσε δέκα όλας ώρας και κατά μικρόν μετεβλήθη εις τρομεράν και άπερίγραπτον σφαγήν. 
Έγνώριζον κάλλιστα οί άτυχείς τουρκομάχοι την τύχην αύτών, έάν ήχμαλωτίζοντο και μετά της μανίας άπηλπισμένων έρρίπτοντο εις τα άναρίθμητα σμήνη των βαρβάρων, κατασφάζοντες αύτούς άδιακρίτως.
Άλαλάζοντες δε ύπερηφάνως το τρομερόν εκείνο ονομα του άπουσιάζοντος αρχηγού αύτών, ένέσπειρον πανταχού  φρίκην και τρόμον . . .

 Έχοντες συνείδησιν της εθνικής αύτών ιστορίας, έγνώριζον ότι και θνήσκοντες μέχρις ενός θά ώφελήσωσι την ύπόθεσιν του δικαίου της ελληνικής φυλής.

’Ήδη κατεσφάγησαν άνηλεώς άπασαι αί προφυλακαί του τουρκικού  στρατού, άπεκρούσθησαν μετ’ ολέθρου αί έπανειλημμέναι έφοδοι των δεκαπλασίων βαρβάρων άλλα το μαύρο γιαταγάνι των Βλαχαβαίων ως φλόγες του "Αδου , ως άπαίσιοι κεραυνοί άπροσπελάστου δυνάμεως έδεκάτιζον άκόμη παν το τουρκικόν.

Τετράκις ξιφήρης ο Μουχτάρ ήμπόδισε την έπονείδιστον φυγήν του άποδεκατιζομένου στρατού αύτού , άλλά εις μάτην.
Τέλος μετά δεκάωρον συνεχή και λυσσώδη άγώνα τα παλληκάρια του Βλαχάβα, στερούμενα μεν πολεμοφοδίων, άγωνιζόμενα μόνον δια μόνης της σπάθης και άπέλπιδα περί εγκαίρου έλεύσεως και επικουρίας, βλέποντα δε τούς εχθρούς ένισχυομένους δια νέου στρατού  και τηλεβόλων, έξήλθον ως λέοντες των προμαχώνων και δια μέσου των εχθρικών φαλάγγων ξιφήρεις έζήτησαν διέξοδον.
Πάντες έπεσαν ήρωϊκώς μέ το όνομα της Πατρίδος επί των χειλέων . . .
Ακριβώς μετά δύο ώρας ένεφανίσθη ο παπά Θύμιος, τρέχων άπαύστος και φέρων βοήθειαν πεντακοσίων περίπου άνδρών!

Ω σκληρά ειμαρμένη !άκόμη δύο ώρας και ο πεντακισχίλιος στρατός του Μουχτάρ πασά ήθελε τακή ύπό το μαύρο γιαταγάνιον του Βλαχάβα, καθώς τήκεται η χιών ύπό τάς άκτίνας του φλογερού  ήλίου!

Περίλυπος ο Βλαχάβας άντίκρυσε την καταστροφήν ταύτην, άλλά και δέν ήδύνατο μετά των άπηυδηκότων εκ της ,πορείας 500 άνδρών αύτού   να πολεμήση κατά των έχθρών, ήδη εις δέκα χιλιάδας συμποσουμένων.
"Οθεν, εν τάξει ύποχωρήσας, άνήλθεν εις τον "Ολυμπον, θρηνών την άπώλειαν τοσούτων φίλων και συγγενών και καταρώμενος τον έλεεινόν προδότην . . .

Φειδόμενοι της εύρωπαϊκής ήσυχίας και ισορροπίας των μεγάλων χριστιανικών δυνάμεων της Εύρώπης, παραλείπομεν ένταύθα πάντα, όσα μετά την καδμείαν ταύτην νίκην επραξεν ο άντάξιος ούτος υιός του αίμοβόρου τέρατος της Ηπείρου.

 Δεν θά άναφέρωμεν ούτε τα ονόματα των πυρποληθέντων ελληνικών χωρίων της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, ουτε τα πλήθη των κατασφαγέντων κατοίκων. 

Δεν θά άναγράψωμεν τον έκδαρμον των κεφαλών των τόσον ένδόξως πεσόντων άγωνιστών του Βλαχάβα, δεν θά ταράξωμεν την ήσυχίαν της φιλοχρήστου Εύρώπης, άπαριθμούντες αύτή έκ πόσων ήμιόνων συνίστατο το άπαίσιον εκείνο καραβάνιον του Μουχτάρ πασά, όπερ έκόμισεν εις τα Ιωάννινα τα άλατισμένα δέρματα των πεσόντων επί του πεδίου της τιμής Ελλήνων αγωνιστών.. .
Πάντα ταύτα είναι δυσάρεστα βεβαίως δια την εύαισθησίαν της χριστιανικής Εύρώπης . . .
'Όθεν μεταβαίνομεν νοερώς προς τον εν Όλύμπω θρηνού ντα τα παλληκάρια αύτού  Εύθύμιον Βλαχάβαν.
 'Η άπώλεια τοσούτων φίλων και συναγωνιστών, τα μαρτύρια των άθώων κατοίκων, η γενική της χώρας συμφορά, πάντα ταύτα καιρίως έπληξαν την μεγάλην καρδίαν του ήρωος.
Έπί τινας ήμέρας μάλιστα ο άκατάβλητος άνήρ ήτο άπαρηγόρητος.
Άλλ΄ η άείποτε φλεγομένη ύπό της άκράτου φιλοπατρίας ψυχή αύτού  πώς ήδύνατο  να ήσυχάση;
'Όθεν έζήτει πάραυτα την συνέχειαν του έθνικού  άγώνος, ο[ν]περ άνάνδρως διέκοψεν η μυσαρά προδοσία.

Έν τούτοις η σκληρά πείρα έπεισε και πάλιν τον Βλαχάβαν  να συγκεντρώση την φοράν ταύτην άπασαν την ένέργειαν αύτού  εις τα ύδατα της Μακεδονίας , ένθα ως γνωστόν κατά το παρελθόν ετος (τό 1807) ήρατο ο άνήρ τόσας νίκας κατά των βαρβάρων.

 'Όθεν, μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών άπό της εν Καλαμπάκα καταστροφής, ήκούσθη έκ νέου η έγερτήριος φωνή του Βλαχάβα, καλού σα το Γένος εις νέον άγώνα.

Καράβια  να μού  δώσετε  να κλείσω το μπογάζι
Νά γκεζερώ στη θάλασσα, ο κόσμος  να τρομάζη
’Από ταίς τέσσεραις μεριαίς ταίς θάλασσαις  να κλείσω 
Του Γένους τα παθήματα βαρειά  να έκδικήσω.

Ταύτα έλεγεν ο άκάματος στρατηλάτης του Γένους και εις την πανελλήνιον φωνήν αύτού  άνεσκίρτησεν έκ νέου παν το έλληνικόν!

Και τα καράβια τουδωκαν καίκια και φεργάδες.
Σε μιά ΄βδομάδα γίνηκε αύτός μέ δυο χιλιάδες! . . .

’Αθρόοι  προσήρχοντο πανταχόθεν οί γενναίοι της έλευθερίας πρόμαχοι. Περί τον προσφιλή αρχηγόν συνηθροίσθη την φοράν ταύτην το άνθος  της κλεφτουριάς.

Μεταξύ τούτων ήσαν τα γενναία Λαζόπουλα, 
ο περίδοξος Νικοτσάρας, 
ο Τσαχείλας, 
ο Μπιζιώτης, 
ο Λιόλιος Ξηρολειβαδίτης, 
ο Σύρος, 
ο Ρομφέης
 και λοιποί τουρκομάχοι.

Μετ’ άπαραμίλλου εθελοθυσίας ως εις άνήρ έπεδόθησαν άπαντες ούτοι εις εξοπλισμόν του άξιολόγου καταδρομικού στολίσκου, είτα δε όρκισθέντες τον μέγαν και ίερόν της Πατρίδος όρκον, άπέπλευσαν έκ της Σκοπέλου, ύψώσαντες ύπερηφάνως την κυανόλευκον του σταυρού  σημαίαν, ώσάν  να ελεγον.

Ταξείδευε, ταξείδευε Έλληνοπούλα πάλι
 όλος ο κόσμος  να ίδή τα γαλανά σου κάλλη.

Καθίσταται βεβαίως περιττή πάσα περιγραφή ένταύ θα των πράξεων της τρομεράς έκείνης μοίρας του χάρου, άφ΄ ου ο ναύαρχος αύτής ήτο δ Εύθύμιος Βλαχάβας.
Μάτην προσεπάθησεν ο τουρκικός στόλος  να άναχαιτίση την άκατάσχετον ορμήν του τρομερού  άντάρτου, μάτην ο αίμοβόρος της Ηπείρου σατράπης έδωροδόκει και εστηνε πάλιν τάς παγίδας της προδοσίας, ο Βλαχάβας ήτο άκατάβλητος.

Έν τή έσχάτη άπελπισία ταύτη η Πύλη έμηχανεύθη και αύθις  να προσλάβη ως συνεργόν την μεγάλην του Χριστού  εκκλησίαν μετά του συνήθους εν τοιαύταις περιστάσεσι άκουσίου  άναθέματος αύτής.

"Οθεν παραχρήμα έξεδόθη σουλτανικόν φιρμάνιον, χορηγούν έπισήμως πλήρη άμνηστείαν τω τε Βλαχάβακαι πάσι τοίς συν αύτώ.

 Τό αύτοκρατορικόν έγγραφον τού το άνεκοινώθη μετά πάσης έπισημότητος εν Θεσσαλία και άλλαχού  των έπαναστατηθεισών έπαρχιών, ιδιαίτερον δέ άντίγραφον αύτού  έστάλη εις Σκόπελον πρός γνώσιν των ενδιαφερομένων.

 Ανεξαρτήτως τούτου ο Άλή πασάς διετάχθη έσπευσμένως  να παύση πάραυτα πάσαν έχθρικήν έπίδειξιν εν Θεσσαλία.
Εις έπισφράγισιν δέ πάντων τούτων αύτός οΟικουμενικός Πατριάρχης Καλλίνικος ο Ε'και η περί αύτόν 'Ιερά σύνοδος έγραψε τω Βλαχάβα παραινετικήν έπιστολήν, δι’ ής λύων αύτόν άπό πάσης προηγουμένης άμαρτίας έξώρκιζε τον ήρωα, όπως έγκαταλείψη στάδιον άσυμβίβαστον προς τον ιερέα του 'Υψίστου.

Τινές των έξιστορούντων την ατυχή έπανάστασιν του Βλαχάβα συγγραφέων, έπιπολαίως φερόμενοι πρός τον δαιμόνιον άνδρα, στερεοτύπως διατείνονται, ότι ούτος έπαυσε τάς καταδρομάς και διέλυσε την μοίραν αύτού  δελεασθείς δήθεν έκ τοιούτων και τηλικούτων προτροπών και έξορκισμών, όπερ κατ΄ έμέ είναι παντελώς άνακριβές ως εικασία προσβάλλουσα τον άτρόμητον τυραννομάχον.
Πιθανώτερον φαίνεται ότι η διάλυσις του στολίσκου έπήλθεν ενεκα της θρησκευτικής εύλαβείας και υποταγής πρός την παραίνεσιν του Πατριάρχου ούχί έκ πρωτοβουλίας του Βλαχάβα, άλλά τή άπαιτήσει των άγαθών συναγωνιστών αύτού , ο δέ Βλαχάβας, μη δυνάμενος  να έξασκή την έπιρροήν αύτού  κατά της εύσεβείας των συντρόφων, ήναγκάσθη ο τάλας μετά ψυχικού  άλγους  να θέση εις την θήκην τον τρομερόν πέλεκυν αύτού , διαλύσας τον στολίσκον.

Απαντες όμως οί οπλαρχηγοί περίλυποι άπεχωρίσθησαν του προσφιλούς ήγέτου αύτών ώσεί προαισθανόμενοι μέγα τι δυστύχημα και ώρκίσθησαν ότι εν περιπτώσει και της ελάχιστης πιέσεως κατ’ αύτού  πάντες ως εις άνήρ θέλουσι παράσχει αύτώ την δέουσαν συνδρομήν.
Έν ένί λόγω έπανελήφθη [ή ] συγκινητικωτάτη σκηνή της διαλύσεως της έκστρατείας του Σταθα.

Ούτως διελύθη η μικρογραφική άλλ΄ εύκαταγώνιστός άρμάδα του Βλαχάβα, οί δε άγαθοί αύτού  σύντροφοι ήρχισαν πάραυτα  να έπανακάμπτωσιν εις τάς εστίας αύτών, ότε ο δόλιος της Ηπείρου σατράπης άπεκάλυψεν αίφνης την άπαισίαν προσωπίδα αύτού  διότι μόλις άφίσας τούς άρματολούς  να έπανέλθωσιν άνενόχλητοι εις τα ίδια, παρευθύς άπήτησε παρ’ αύτών την παράδοσιν του Βλαχάβα έάν έπεθύμουν  να ζήσωσιν είρηνικώς μετ’ αύτού.

 Εύτυχώς όμως την φοράν ταύτην η Θεία Πρόνοια δεν έπέτρεψε  να άμαυρωθή το έλληνικόν όνομαδια της καταπτύστου προδοσίας του έθνικού  στρατηλάτου.

Απεναντίας μάλιστα τα εύγενή Λαζόπουλα, άείποτε φερόμενα μετ’ άδελφικής άφοσιώσεως πρός τον ποθητόν αρχηγόν, εσπευσαν πάραυτα δι΄  έπιστολής  να άναγγείλωσιν εις τον Βλαχάβαν τα κατ’ αύτού  υπό του πανούργου Άλή τεκταινόμενα.

Πλήν άτυχώς η έπιστολή περιέπεσεν εις τάς χείρας του αίμοβόρου σατράπου. Οδτος δέ, πλαστόγραφήσας έτέραν δι΄ ής προσεκαλείτο ο Βλαχάβας άνω της πόλεως Κατερίνης εν ώρισμένη ήμέρα και ώρα, άπέστειλε ταύτην έπιτηδείως εις τον πρός ον δρον, άποστείλας κατόπιν κρύφα πολυαρίθμους ένοπλους Αλβανούς, οϊτινες συνέλαβον τον άτυχή ήρωα, άμα άποβάντα.

Ούτως έτελεύτησεν η πολύμοχθος έθνική υπηρεσία σου, άείμνηστε στρατηλάτα του Γένους! 
’Αφθόνως έπότισας την γην της ταλαίνης Πατρίδος σου δια τουρκικού  αίματος και μετά της γαλήνης του δικαίου άγογγύστως προσέφερες την τιμίαν κεφαλήν σου εις τον βωμόν της έθνικής άπολυτρώσεωςΙ

Σπανίως πολεμική ιστορία έξετυλίχθη μετά τοιαύτης δραματικής ταχύτητος  άλλ΄ ετι σπανιώτερον άτομική ιστορία ειχε τοιαύτην έθνικήν σημασίαν, οίαν η του Βλαχάβα.


Ταχέως και πομπωδώς όδηγηθείς εις Ιωάννινα εν μέσω πολυαρίθμου στρατού  του Μουχτάρ πασά, ο Βλαχάβας εδέθη έπί πασσάλου εν τή εύρεία αύλή του σεραγίου και επί δύο ολοκλήρους ημέρας έμεινεν έκεί έκτεθειμένος εις τάς ύβρεις, τούς προπηλακισμούς και τούς κολαφισμούς του πανταχόθεν προσερχομένου φανατικού  όχλου. 

"Ήτο η εποχή του θέρους, αί δε άκτίνες του φλογερού  ήλιου προσέβαλλον την άγέρωχον κεφαλήν του έθνικού  στρατηλάτου και μάρτυρος, ήτις κατεφρόνει τον θάνατον, άφθονος δέ ίδρώς  ερρεεν άπο της πυκνής αύτού  γενειάδος.

 Έγνώριζε κάλλιστα το τέλος αύτού  ο ατυχής τουρκομάχος και μάλλον άτάραχος, του μελετώντος τα φρικτώτατα βάσανα, του σατράπου, ύψωσε πρός τον παρευρεθέντα έκείΓάλλον Πρόξενον κ. Πουκεβίλλ (Pouqueville) τούς πλήρεις γαλήνης ωραίους οφθαλμούς αύτού , ώσεί έπεκαλείτο αύτόν έπίσημον μάρτυρα του κατά την έσχάτην έκείνην ώραν θριάμβου αύτού  !

Μετά της γαλήνης του δικαίου εϊδε την προσεγγίζουσαν τρομεράν ώραν του μαρτυρικού  τέλους αύτού , μνήμων του θείου παραγγέλματος
"Μή φοβηθήτε άπό των άποκτειννόντων το σώμα, την δέ ψυχήν μη δυναμένων άποκτείναι", Ματθ. ι 28.

Καιόμενος δια του πεπυρακτωμένου σιδήρου δεν έπαυσε  να όνειροπολή το μεγαλείον της Πατρίδος αύτού , άκλόνητος ως πάντοτε έδέχθη τον χυόμενον εις τα ώτα του ζέοντα μόλυβδον.
Ησθάνθη άνευ τρόμου και παραπόνου τα δια σφύρας κτυπήματα των δημίων κατά την έσχάτην στιγμήν του φρικώδους διαμελισμού  του σώματος αύτού !

Άλλά και ού τω φρικτώς βασανισθέντος και θανατωθέντος του Βλαχάβα, δεν έκορέσθη είσέτι η κατ’ αύτού  λύσσα τού  άνάνδρου διώκτου αύτού .
Διότι έξεδόθη και έφηρμόσθη παραχρήμα η νέα συμπληρωματική διάταξις του Άλή πασά, καθ’ ήν το νεκρόν ήδη σώμα του έθνικού  στρατηλάτου,καί μάρτυρος, έτετραμελίσθη, τα δε μέλη αύτού  έπιδεικτικώς διεσύρθησαν εν άλαλαγμώ   του όχλου άνά τάς οδούς των Ίωαννίνων πρός έκφόβισιν των Ελλήνων.

Χάρις εις την φιλοπατρίαν νέου τίνος Μακεδόνος ήλθεν εις φώς το εξής δημοτικόν ποίημα περί του Βλαχάβα, παραχωρηθέν τω μεσαιωνοδίφη κ. Κωνστ. Ν. Σάθα και δημοσιευθέν ύπ΄ αύτού  εν τή «Τουρκοκρατουμένη Έλλάδι»,σελ. 595.

Αηδόνια μου περήφανα, πέσκια καμαρωμένα, 
φέτο  να μη λαλήσετε, ’φέτο  να μαραθήτε.
Τον Παπά Θύμιο πιάσανε, τον καπετάν Μπλαχάβα 
Στή μέσητ* ο Μουχτάρ πασάς, πίσω οί τσοχανταραιοι 
κι5 άπό κοντά οί μπέηδες χ οί τουρκοπουλημένοι.
Κι Άλήπασας σάν τώμαθε, δεν πίστευε το θάμα. 
Άτός του τον προβόδισε, άτός του του μιλάει.
«Παπά, βρε κερατόπαπα, μού  χάλασες τον τόπο!
Δε σάρεσ’ ο Άλήπασας, δε σ’ άρεσ΄ ο σουλτάνος,
 και μπαϊράκι σήκωσες  να γένης βασιλέας;
— Μή βλαστημάς, Άλήπασα, μη βλαστημάς βεζίρη, 
σώφταιξα, σε πολέμησα, και σώπαιζα στά χέρια
 «— Γίνεσαι Τούρκος, βρε παπά, κι’ ούλα στά συμπαθάω 
«Ρωμηός έγώ γεννήθηκα, Ρωμηός θενά ’ποθάνω.

Επίκαιρον της ύποθέσεως θεωρού μεν  να μνημονεύσωμεν ένταύ θα και ετερον γεγονός συμπληρού ν τα προλεχθέντα.

Μετά του ήρωος Βλαχάβα, συνεστράτευε πάντοτε καλόγηρος έκ Σαμαρίνας της Πίνδου όνόματι Δημήτριος. 

Ούτος αίχμαλωτισθείς και πλήρης άλύσεων έσύρθη προ του Άλή πασά, οστις παντί τρόπω προσεπάθησε  να έξαναγκάση τον Δημήτριον να καταγγείλη αύτω τα της έπαναστάσεως, άλλ΄ ουτος ένισχυόμενος άνωθεν και μένων πιστός εις τα πάτρια διέψευσε γενναίως τάς προσδοκίας  του τυράννου. 

Οθεν ύπέστη φρικτώδη βάσανα ένώπιον αύτού  του Άλή. 
Ποδοπατηθείς ύπ΄ αύτού  άνηλεώς, παρεδόθη εις τούς δημίους. 
Ούτοι δέ, άποσπάσαντες εκ τού στήθους αύτού την εικόνα της Θεοτόκου, ένέπηξαν βραδέως ακίδας καλαμίους υπό τούς όνυχας των χειρών και ποδών τού μάρτυρος, διατρυπήσαντες ειτα και τούς βραχίονας αύτού.

 Περατωθείσης δέ της δια των καλάμων βασάνου, έφήρμοσαν, πέριξ τού σεβασμίου μετώπου τού λειτουργού τού Χριστού, άλυσον εξ άστραγάλων, ήν περιέσφιξαν ίσχυρώς, άλλ΄ αύ τη έθραύσθη χωρίς  να τω άποσπάση ούδεμίαν οδύνην. 

Ό μάρτυς ήνωχλήθη μόνον δια τάς κατά τού Χριστού ύβρεις των Αγαρηνών. Επί τέλους οί δήμιοι κεκμηκότες, έζήτησαν διακοπήν των βασάνων μέχρι της επαύριον και το θύμα έρρίφθη εις τα βάθη υγρού δεσμωτηρίου. 
Τήν επιούσαν ο σατράπης δεν παρευρέθη πλέον εις τάς, διαταγή αύτού, έπαναληφθείσας βασάνους. 
Ό μάρτυς έκρεμάσθη ως ο άγιος Παύλος κατακέφαλα επί πυρός βραδέως καταβιβρώσκοντος το δέρμα τού κρανίου. 
Φοβούμενοι όμως οί δήμιοι μη έκπνεύση ταχέως άπέσυραν τον μάρτυρα έκ τού πυρός καί, θέντες αυτόν υπό σανίδα, άνέβαινον έπ  αύτής χορεύοντες ίνα συντρίψωσι τα οστά αύτού. 

Αλλά μήτε αι ακίδες, μήτε το πύρ, μήτε ο σχοινισμός, μήτε η όστεοθλασία ήδυνήθησαν  να νικήσωσι τον μάρτυρα, δστις επί τέλους έκτίσθη τή προσταγή τού σατράπου έντός τοίχου, άφεθείσης έλευθέρας μόνον της κεφαλής, έτρέφετο δέ ίνα παραταθή, όσον οίόν τε, η άγωνία αύτού.
 Ούτω έξέπνευσεν ο έθνομάρτυς την δεκάτην της άγωνίας ημέραν, επικαλούμενος εύθαρσώς το ονομα τού Χριστού και της ταλαίνης Πατρίδος.

 Ή παρά φύσιν καρτερία αυτη του μάρτυρος κατέπληξε πάσαν την 'Ήπειρον και ο όσιος και μεγαλομάρτυς ιερομόναχος Δημήτριος λατρεύεται σήμερον εν Ήπείρω.

Επανερχόμενοι τελευταίον εις τον εθνομάρτυρα Βλαχάβαν ίστάμεθα κατάπληκτοι προ του φρικώδους μαρτυρικού  θανάτου αύτού  . . .

Ναι, διεμελίσθης, νεκρός ήδη ών, Εύθύμιε Βλαχάβα, υπό των τίγρεων της Ασίας, άλλ΄ εκ των ιερών σου αιμάτων ποτισθείσα η δούλη Πατρίς έξεβακχεύθη και τάχιστα ένέπνευσεν εις τα στήθη των τέκνων αυτής το μένος έκείνο, δι ου και η άγία σου θυσία, καθώς και τοσούτων άλλων οπαδών   σου έλληνοπρεπώς έξεδικήθησαν! 

Δικαίως λοιπόν το έθνικόν αίσθημα άνυψοίτο εργον σου εις ύψη αιθέρια, δικαίως στρέφεται η καρδία σύμπαντος του μεταγενεστέρου Ελληνισμού πρός το άθάνατόν σου ονομα, άτρόμητε στρατηλάτα του Γένους, διότι το ονομά σου συμβολίζει το γνήσιον έθνικόν ιδεώδες της ελληνικής φυλής και πληροί τελείως όλόκληρην εποχήν!
 'Η δε άπαστράπτουσα έκ της πανελληνίου αίγλης γλυκεία μορφή σου κινεί τον άμέριστόν θαυμασμόν και την έθνικήν ύπερηφάνειαν!

Έν ετει 1814 ο του έθνομάρτυρος Εύθυμίου Βλαχάβα υιός Φλώρος άπεπειράθη να έξεγείρη την Θεσσαλίαν, άλλά προδοθείς και ούτος υπό των Ψιραίων καπεταναίων, των Χασίων, συνελήφθη και έθανατώθη οίκτρώς ύπό του αίμοβόρου Άλή πασά.

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Η Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης στα 1820 και ο φιλικός Ευάγγελος Μεξικός στην Μονή

$
0
0
ΤΟΥ ΒΑΣ. Κ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ

Από την Ι. Μονήν της Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου ολίγον πριν από την επανάστασιν του 1821 πέρασε ο φιλικός με το όνομα Ευάγγελος, αγνώστου επωνύμου, ο οποίος επεδίωξε να μυήση τους μοναχούς εις τους σκοπούς της επαναστατικής αυτής οργανώσεως1.

Η παρουσία του φιλικού Ευαγγέλου μας είναι γνωστή μόνον από τον κώδικα της Μονής, από τον οποίον έλαβεν την πληροφορίαν ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος2.

Το επώνυμον του Φιλικού αυτού μας ήτο εντεώς άγνωστον και δεν ήτο δυνατόν να τον ταυτίσωμεν με τον άρχοντα ιατρόν Ευάγγελον που έδρασεν κατά την επανάστασιν εις την Χαλκιδικήν και υπήρξεν συνεργάτης του Εμμανουήλ Παπά.

Μόνον με τον Φιλικόν ιατρόν Ευάγγελο – χωρίς επώνυμον – ήτο δυνατόν να τον συναντήσωμεν, αφού προκύπτει από τους πίνακας του ιστορικού Φιλήμονος, ότι υπήρξεν πράγματι φιλικός Ευάγγελος, ιατρός, που εστάλη ως απεσταλμένος της οργανώσεως εις τα μέρη της Μακεδονίας ολίγον πριν από την επανάστασιν.

Τώρα, όμως, που ευρέθησαν και εδημοσιεύθησαν νεώτερα στοιχεία περί της δράσεως του φιλικού Ευαγγέλου Μεξικού και εις την Θεσσαλονίκην, ενισχύεται η άποψις ότι ο Φιλικός, που επεσκέφθη την Μονήν της Εικοσιφοινίσσης ολίγον πριν από την Επανάστασιν δεν ήτο άλλος από τον ιατρόν Ευάγγελος Μεξικόν.

Εδώ δεν πρόκειται να σκιαγραφήσωμεν την δράσιν του Φιλικού Ευαγγέλου εις την Μονήν Εικοσιφοινίσσης, την οποίαν άλλως τε εσημειώσαμεν εις προηγούμενα σημειώματά μας3.

Με το παρόν σημείωμα επιδιώκεται απλώς αν αποδειχθή ότι ο φιλικός που επεσκέφθη την Μονήν ελέγετο Ευάγγελος Μεξικός και ότι ο Φιλικός Ευάγγελος, που έδρασεν εις την Μακεδονίαν και ειδικώτερα εις την περιοχήν Δράμας, Θεσσαλονίκην, Χαλκιδικήν, Σέρρας ακόμα και εις την Ύδραν και εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο εν και το ίδιον πρόσωπον και έφερε το επώνυμον Μεξικός.

Ο Ευάγγελος ήτο ιατρός, καταγόμενος από την Ηπειρον και εμυήθη εις την Φιλικήν Εταιρείαν από τον Νικόλαον Λογάδην κατά το έτος 1820, όπως αναφέρεται εις τους πίνακες των Φιλικών, που παραθέτει ο Φιλήμων4.
Κατά τον Δεκέμβριο 1820, ο Ευάγγελος λαμβάνει εντολάς και αναχωρεί διά τα μέρη της Μακεδονίας, εφοδιασμένος ασφαλώς με συστατικά γράμματα της Αρχής προς ωρισμένα πρόσωπα, τα οποία επρόκειτο να επισκεφθή εις τα μέρη αυτά.

Από επιστολήν των εφόρων της Φιλικής Εταιρείας, που εστάλη προς τον Αλέξανδρον Υψηλάντην και φέρει ημερομηνίαν 12-1-1821, πληροφορούμεθα ότι ο Ευάγγελος, τον Δεκέμβριον 1820 ή Ιανουάριον 1821 ανεχώρησεν δια τα μέρη της Μακεδονίας και ασφαλώς θα ήτο ο ίδιος, που επέρασε και από την Μονήν της Εικοσιφοινίσσης ολίγον πριν από την Επανάστασιν κατά την διάρκειαν της ηγουμενίας του Κωνσταντίνου (1806-1821)5.

Ο Ευάγγελος επεσκέπτετο τας πόλεις και τα χωρία της Μακεδονίας με το πρόσχημα ότι επεδίωκε την συγκέντρωσιν χρημάτων «για να τυπώση βιβλία», ενώ το αληθές ήτο ότι περιήρχετο τα μέρη αυτά αποκλειστικώς δια συνωμοτικούς σκοπούς.
Ητο εύλογον ο Ευάγγελος, εφ’όσον επεσκέφθη την Μονήν Εικοσιφοινίσσης, να διήλθε προηγουμένως και από την Δράμαν και να είδεν εις την έδραν του τον Μητροπολίτην. Ο Ευάγγελος επίσης θα πρέπει να πέρασε και από την Καβάλαν, τας Σέρρας και από τα μεγάλα χωριά της περιοχής, εφ’ όσον η αποστολή του ήτο να συναντήση «αρκετών χωρίων ομογενείς μας» 6.
Τον Ιανουάριον 1821 ο Ευάγγελος ευρίσκετο εις την Θεσσαλονίκην, ασφαλώς έπειτα από την περιοδείαν του εις τας πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας, που επραγματοποίησε εντός των μηνών Δεκεμβρίου 1820 και Ιανουαρίου 1821. Δια την παρουσία του εις την Θεσσαλονίκην δεν είχομεν μέχρι προ ολίγου καμμιάν μαρτυρίαν. Από το δημοσιευθέν όμως χειρόγραφον του ιερομονάου και ιεροδιδασκάλου Ιωάσαφ Βυζαντίου (1773-1845), που έδρασε ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας, έχομεν την πρώτην πληροφορίαν περί της παρουσίας του εις την Θεσσαλονίκην και την αποκάλυψιν ότι ο Ευάγγελος αυτός ελέγετο Μεξικός και ότι ευρίσκετο εις αυτήν τον Ιανουάριον 1821 7. Ετσι, τώρα, ημπορούμεν να ταυτίσωμε τον Φιλικόν Ευάγγελον, που επέρασε  από την περιοχήν Δράμας, με τον Φιλικόν Ευάγγελον, με τον Ευάγγελον Μεξικόν, που ενεφανίσθη εις την Θεσσαλονίκην και αργότερον έδρασεν εις την Χαλκιδικήν ως αγωνιστής, κατόπιν κατέφυγεν εις την Υδραν και βραδύτερον εις τα Σέρρας, όπου εδίδαξεν ως καθηγητής.
Από το ίδιον χειρόγραφον πληροφορούμεθα επίσης, ότι ο Ευάγγελος Μεξικός είχεν αναχωρήσει τον Ιανουάριον 1821, από την Θεσσαλονίκην, δια το Αγιον Ορος8, όπου έλαβεν μέρος εις την εξέγερσιν της Χαλκιδικής μαζί με τον Εμμ. Παπά τον Μάρτιον 1821. Εις την Χαλκιδικήν ηγωνίσθη ως αρχηγός ιδιαιτέρου σώματος αγωνιστών και είχεν μεγάλην εκτίμησιν μεταξύ των συμπολεμιστών και των άλλων αρχηγών, απεκαλείτο δε συνήθως από όλους εξοχώτατος άρχων ιατρός Ευάγγελος 9.
Ο Φιλικός Ευάγγελος, αγνώστου επωνύμου, επίσης εμύησε εις την Φιλικήν Εταιρείαν και τον Καρατάσιο 10, όπως επίσης θα πρέπει να εμύησεν και πολλούς άλλους Ελληνας της Ανατολικής, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Κατά συνέπειαν δεν θα πρέπει να ευσταθή ο ισχυρισμός, ότι, κατηχητής όλων των καπεταναίων της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, θα πρέπει να ήτο κάποιος, άγνωστος το όνομα καλόγηρος εξ Αγίου Ορους11. Πιθανόν ο άγνωστος αυτός καλόγηρος να έπαιξεν κάποιον ρόλο πριν από την Επανάστασιν εις την περιοχήν της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Είναι, όμως, δύσκολον να παραδεχθώμεν ότι ο καλόγηρος αυτός υπήρξεν πράγματι ο κατηχητής του Καρατάσιου και των άλλων καπεταναίων, εφ’ όσον γνωρίζομεν πλέον ότι η αποστολή του Φιλικού Ευαγγέλου είχεν καλύψει τας περιοχάς τουλάχιστον της Ανατολικής και Κεντρικής Μακεδονίας, και φυσικά ήτο επόμενον αυτός ο ίδιος να έκαμεν και τας περισσοτέρας κατηχήσεις εις αυτάς, μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι εφέροντο παράγοντες εις τας πόλεις και τα χωριά από τα οποία επέρασεν.
Ο Ευάγγελος Μεξικός ήτο πρόσωπον με μεγάλην πνευματικήν καλλιέργειαν. Ο ίδιος μετέφρασεν δυο βιβλία του αββά Φλερύ, τα οποία ετυπώθησαν  εις τα 1814 εις την Βενετίαν εις το τυπογραφείον του Ελληνος  εξ Ιωαννίνων Νικολάου Γλυκύ 12.Κατά τον Αύγουστον 1821 ευρίσκεται εις την Υδραν, όπου κατέφυγεν μετά την αποτυχίαν της Επαναστάσεως εις την Χαλκιδικήν.

Ο Ευάγγελος Μεξικός παρέμεινεν επίσης και εις τας Σέρρας, όπου διετέλεσεν καθηγητής της Σχολής Σερρών και εδίδαξεν αρκετά χρόνια, όταν ήτο διευθυντής της Σχολής ο Αργύριος Παπαρίζος εκ Σιατίστης.
Ο Παπαρίζος υπήρξεν διευθυντής της σχολής αυτής από το 1823 εως καιτ ο 1830, με μίαν μικράν απουσίαν κατά το έτος 1829 13.
Ο Μεξικός διετήρει και προσωπικήν φιλίαν με τον Ιωάννην Καποδίστριαν.
Μετέφρασεν επίσης μαζί με τον Μητροπολίτην Ευβοίας και την Καινήν Διαθήκην εις την αλβανικήν γλώσσαν, εδημοσιεύθη δε αύτη εις την Κέρκυραν το 1827 και εις την Κωνσταντινούποληιν το 1879 14.
Η προσωπικότης του Ευαγγέλου Μεξικού ήτο ισχυρά και φωτεινή, η δε μόρφωσίς του σπανιωτάτη διά τηνεποχήν, εις την οποίαν έζησεν.
Δια τους λόγους αυτούς ασφαλώς θα πρέπει να επελέγη από τους εφόρους της Φιλικής Εταιρείας και εστάλη ως απόστολός της με συγκεκριμένας εντολάς εις την Μακεδονίαν, όπου πράγματι διεδραμάτισεν σημαντικόν ρόλον πριν από την Επανάστασιν,
αλλά και κατά την εξέγερσιν εις την Χαλκιδικήν.
Η δε παρουσία του εις την Δράμαν δεν θα ήτο άμοιρος συγκεκριμένων σκοπών και επιτυχίας, εφ’όσον ήλθεν μάλιστα εις επαφήν με παράγοντας Ελληνας και μετέδωκεν εις αυτούς τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας.
Παραπομπές:
1.Βλ. Βασ. Κ. Πασχαλίδη: Η Μονή της Εικοσιφοινίσσης κατά τη περίοδον 1770-1829, εις «Μακεδονικόν Ημερολόγιον» Σφενδόνη, έτους 1975, σ. 317-320, ιδίως σ. 318, 319. Του ιδίου: Η Συμβολή της Δράμας εις την Εθνεγερσίαν του 1821, εις «Δραμινά Νέα», Δράμα, αριθ. τεύχους 29 (Μαρτίου-Απριλίου 1971) σ.18-19.
2.Βλέπε Αγαθαγγέλου, Μητροπολίτου Δράμας: Περί της ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης. Δράμα 1916, σ.63.
3.Βλ.σημ.αριθμ.1.
4.Βλ.Φιλήμονος Ι.: Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως. Αθήναι 1859, Τόμος Α’ , σ.393. Κανδηλούρου Τ.: Η Φιλική Εταιρεία 1814-1821. Αθήναι 1926, σ.323.
5.Βλ.Φιλήμονος Ι.: Δοκίμιον κλπ., τόμος Α’, σ.317. Αγαθαγγέλου, ε.α., σ.63. Βας.Πασχαλίδη: ε.α. σημ. 1 Επίσης: Αρχοντίδη Αστ.: πλείονα εις σημ.7
6.Βλ.Φιλίμηνος Ι.: ε.α., σ.317.
7.Βλ.Αρχοντίδη Αστερ.: Ένας απόστολος της Φιλικής Εταιρείας, ο Ιωάσαφ Βυζάντιος (1773-1845), και η προεπαναστατική του δράση. Εις Μακεδονικά, Τόμος 13 (1973) 187-215, ιδίως σ.202,209.
8.Βλ. Αρχοντίδη Α.:ε.α., σ.202.
9.Βλ.Βακαλοπούλου Απ.: Ιστορία της Μακεδονίας (1354-1833), Θεσσαλονίκη 1969, σ.561.
10.Βλ.Κανδηλώρου Τ.: Η Φιλική Εταιρεία (1814-1821), Αθήναι 1926, σ.429.
11.Βλ. Βασδραβέλλη Ιω.: Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της Ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832, εκδ. 2α, Θεσσαλονίκη 1950 σ. 114. Του ιδίου: Οι Μακεδόνες κλπ., έκδοσις 3η, Θεσσαλονίκη 1967, σ.172.
12.Βλ.Δελιαλή Νικ..: Κατάλογος εντύπων Δημοτικής βιβλιοθήκης Κοζάνης, Τόμος Αος, Θεσσαλονίκη 1948, σ.214.
13.Βλ.Πεννα, Π.Ιστορία των Σερρών, Αθήναι 1966 2, σ.413.
14.Βλ.Χρυσαλλις, τ.ΠΘ’, σ.408 και Παρανίκα, Σχεδίασμα κλπ., σ.53.

Κοσμάς ο Αιτωλός: ο Άγιος των Σκλάβων.

$
0
0
 
Ιερά Μητρόπολη Δράμας
Από την Φιλοκαλία των "Γερόντων".

Με την ευκαιρία της διπλής Εκκλησιαστικής και Εθνικής μας εορτής,
θα κάνουμε λόγο για τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που είναι ατιό τους Νεομάρτυρες και αναφάνηκαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Ο άγιος γεννήθηκε στα 1714 στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας, γι'αυτό και ονομάζεται Αιτωλός.
 Έμαθε τα πρώτα γράμματα του καιρού εκείνου και ύστερα έκαμε το δάσκαλο στο χωριό του.

Με την ίδρυση στο Αγιον Όρος της Αθωνιάδας Σχολής, πήγε εκεί και σπούδασε κοντά σε σοφούς δασκάλους.

 Στα 1759 έγινε μοναχός με το όνομα Κοσμάς και ύστερα ιερέας στη Μονή Φιλοθέου. Τα χρόνια εκείνα ήταν τα πιο δύσκολα για τους υπόδουλους.

Αλλαξοπιστίες, αγραμματοσύνες, εκκλησιαστική άγνοια και αμάθεια του λαού βασίλευαν παντού.
Ο άγιος Κοσμάς πήγε στην πόλη, πήρε άδεια και ευλογία από τον Πατριάρχη και το 1760, σε ηλικία 46 ετών, άρχισε το ιεραποστολικό του έργο.

Γύρισε τέσσερις φορές όλη τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά και έφτασε ως τη Σερβία και τη Βόρεια Ήπειρο.

Κήρυττε πάντα στο ύπαιθρο, έστηνε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, εκείνος ψηλότερα σε μία πέτρα ή σ'ένα σκαμνί και μιλούσε στους χριστιανούς.

 Με απλή γλώσσα για να την καταλαβαίνουν όλοι. Σήμερα σώζονται πολλές «διδαχές» του, όπως τις κατέγραψαν, εκείνοι που τον ακολουθούσαν.

Ο σκοπός του ήταν ένας, να κρατήσει ζωντανή την Ορθόδοξη πίστη και την εθνική συνείδηση του λαού.

Η ιεραποστολική δράση του κράτησε είκοσι χρόνια. 


Στις διδαχές του υπάρχουν πολλά προφητικά λόγια.

 Ομιλούσε συμβολικά, για να μην τον καταλαβαίνουν οι Τούρκοι. Συχνά ανέφερε για το «ποθούμενον» και εννοούσε την ελληνική επανάσταση.

Απαγχονίστηκε από τους Τούρκους στις 24 Αυγούστου 1779, σε ηλικία 65 ετών. (1)

Οάγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, άφησε κληρονομιά στον ελληνισμό τις διδαχές του, καθώς και «δέκα σχολεία ελληνικά» και «διακόσια διά κοινά γράμματα».

 Όσο για την απήχηση που είχε το έργο του. Χιλιάδες πιστών παρακολουθούσαν τις διδαχές του και μέχρι σήμερα μετά τον θάνατό του, όλη η βορειοδυτική Ελλάδα θυμάται το πέρασμά του.

 Η παιδεία αποτελούσε βασικό θέμα του. Όπου περνούσε, ρωτούσε τους γονείς αν έχουν στον τόπο τους σχολείο.

 Όταν έπαιρνε αρνητική απάντηση, προσπαθούσε να τους παρακινήσει να ιδρύσουν σχολείο και από μακριά, τους προέτρεπε με επιστολές του, να φροντίσουν για την πραγμάτωση αυτού του σημαντικού έργου.
 Η επιμονή του ήταν να σπουδάσουν στα σχολεία, μάλιστα «δωρεάν όλα τα παιδιά, πλούσια και φτωχά» και γίνεται έτσι πρόδρομος «της γενικής και δωρεάν παιδείας», που έχει γενικευθεί στους καιρούς μας.
 Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στην εποχή του συγκαταλέγεται κυρίως μεταξύ των Νεομαρτύρων, που αναφάνηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας.

 Παράλληλα όμως αναγνωρίζεται και ως «Γέροντας» που καθοδήγησε τον λαό του Θεού στα χρόνια της σκλαβιάς, γι'αυτό και φέρεται ως ο άγιος της σκλαβιάς.

Από τις «διδαχές» αντιγράφουμε περικοπές, που έχουν σχέση με θέματα της Παιδείας.

Περικοπές από τις διδαχές του, όπως έχουν γραφεί:

-«Χωρίς τό σχολειον περιπατούμε εις τό σκότος. Καλύτερα νά έχης εις την χώραν σου σχολειον έλληνικόν παρά νά έχης βρύσες καί ποταμούς, διατί ή βρύσις ποτίζει τό σώμα, τό δέ σχολειον ποτίζει την ψυχήν, τό σχολειον άνοιγει τές εκκλησίες, τό σχολείον άνοίγει τά μοναστήρια. Αν ίσως καί δέν ήτανε σχολεία, πού ήθελα εγώ νά μάθω νά σάς διδάσκω;»

-«Καί εσείς, γονείς, νά παιδεύετε τά παιδιά σας εις χριστιανικά ήθη νά τά βάνετε νά μανθάνουν γράμματα.
Νά κάμετε τρόπον έδώ εις τήν χώραν σας διά σχολειον, νά βρήτε έναν διδάσκαλον καί νά τόν πληρώνετε νά σάς μαθαίνη τα παιδιά σας, ότι αμαρτάνετε πολύ νά τά άφήνετε αγράμματα καί τυφλά καί μή μόνον φροντίζετε νά τούς άφήνετε πλούτη καί ύποστατικά καί μετά τόν θάνατόν σας νά τά τρών καί νά τά πίνουν καί νά σάς όπισολογοΰν. Καλύτερα νά τά άφήνετε πτωχά καί γραμματισμένα, παρά πλούσια καί άγράμματα».

-«Πρέπει καί εμείς νά σπουδάζωμεν νά μανθάνωμεν γράμματα διά νά ήξεύρωμεν πού περιπατούμεν. Καί αν δέν έμάθατε γράμματα οι πατέρες καί αι μητέρες νά βάνετε τά παιδιά σας νά μανθάνουν. Δέν βλέπετε πώς άγρίεψε το γένος μας άπό τήν άμάθειαν καί έγίναμεν ώσάν τά θηρία; Διά τούτο σάς συμβουλεύω νά κάμετε κάθε τρόπον νά έχετε σχολεΐον εις τές χώρες σας διά νά καταλαμβάνετε τό άγιον Εύαγγέλιον, νά μή περυιατητε εις τό σκότος». (2)


Παοαπομπέο
(1)«Εικόνες Έμψυχοι» Κηρύγματα αγιολογικά. Μακαριστού Διονυσίου Ψαριανού, Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης σελ. 111-113.
(2)«Κοσμά του Αιτωλού. Διδαχές και Βιογραφία» Ιωάννου Μενούνου. Σελ. 142, 173 και 266-267

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Κατάλογος Μακεδόνων Αγωνιστών της εθνεγερσίας του 1821

$
0
0

ΓΕΩΡΓΙΟΣ X. ΧΙΟΝΙΔΗΣ 


Οί εις τάμητρώα τών άγωνιστών του 1821άναγραφόμενοι Μακεδόνες Αγωνιστές,
Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί, Στρατιώτες, Ναυτικοί, Πολιτικοί.


Πρέπει νά σημειωθή άκόμη ότι τά δημοσιευόμενα ονοματεπώνυμα τών Μακεδόνων αγωνιστών είναι(κατά συντριπτικήν σχεδόν παμψηφίαν) άναμφισβητήτως έλληνικάκαί τό γεγονός τούτο άποτελει τήν καλυτέραν άπόδειξιν περί τής εθνικής συνθέσεως καί συνειδήσεως τοϋ μακεδονικού έλληνισμούκατά τούς δυσκόλους χρόνους τής τουρκοκρατίας.

Α. ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ

1. Άγγελος Ιωάννης (σελ. 60, άριθμ. 471). Μακεδονία. Υπηρέτησε κατά τον άγώνα  ως οπλαρχηγός. Συν(εδρίασις) 382. Τάξις τετάρτη.Ή χρηματική του άπαίτησις άπεστάλη πρός αύτόν πρός έπικύροοσιν τού δακτυλ. έγγράφου 200. (Χρ. Συν. 19).

2.Άγγελόπουλος Δημήτριος (σελ. 223, άριθμ. 3.097).Νίουσα (sic). Μακεδονία. Υπηρέτησε κατά τον άγώνα. Συν(εδρίασις) 418. Τάξις Έβδομη.

3.Άγγελόπουλος Κωνσταντίνος (σελ. 213, άριθμ. 2.874).Μακεδονία. ’Αξιωματικός κατά τον άγώνα, ύπηρετήσας μέχρι τέλους.(Συν. 384). Τάξις Έβδομη. Έπροικοδοτήθη άνθυπολοχαγός. Γρ. Δρ. 3.456.

4.Άδάμ Γεώργιος (σελ. 192, άριθμ. 2.383).Κασσάνδρα, κάτ. Σκοπέλου. Ώς άξιωματικός ύπηρέτησε καθ’ όλον τό διάστημα τού άγώνος. (Συν. 249). Τάξις Έβδομη.

5.Αδάμ Χατζή Πολύχρονης (σελ. 218, άριθμ. 2.996).Μακεδονία. Όδηγός στρατιωτών, παρευρεθεις εις διαφόρους μάχας κατά τον άγώνα. Συν. 407. Τάξις Έβδομη.

6.  Αναστασίου Παπαδημήτρης (σελ. 168, άριθμ. 1.787).Κασσάνδρεια. Έπι κεφαλής στρατιωτών ύπηρέτησε μέχρι τφ 1824,έφονεύθη [δέ] κατά τήν καταστροφήν τών Ψαρών. (Συν. 44). Τάξις Έβδομη.

7.  Αναστασίου Χρήστος (σελ. 214, άριθμ. 2.899).Μακεδών. Θεσσαλονίκη. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα, παρευρεθεις εις διαφόρους μάχας ώς άξιωματικός και σημαιοφόρος. Συν. 390. Τάξις Έβδομη.

8.  Αντωνίου Γαρούφα[λ]λος (σελ. 113, άριθμ. 1.102).Κασσάνδρα. Ταξίαρχος τώ 1824,
ύπολοχαγός τω 1829, ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 72. Τάξις'Έκτη. Έπροικοδοτήθη ύπολοχαγός. Γρ. 4.320.

9.Βασιλείου Άποστολάρας (σελ. 43, άριθμ. 265).
Μακεδονία. 'Οπλαρχηγός κατά τον άγώνα, ύπηρέτησε καθ’ όλον τό διάστημα αυτού. Ταγματάρχης τώ 1830. Συν. 68. Τάξις Τετάρτη.

10.Βέρροιος Εμμανουήλ (σελ. 73, άριθμ. 629).Μακεδονία. Ύπηρέτησεν επί κεφαλής στρατιωτών καθ’ όλον τον αγώνα. Λοχαγός τώ 1830. Συν. 90. Τάξις Πέμπτη. Φοίνικες 1.022. Μ. 1.533. Ή άπαίτησίς του έκ Γροσίων 1.175 άπερρίφθη ώς άνυπόστατος. Διά τούς Φοίν.1.022 άναρμ. Έπροικοδοτήθη λοχαγός. Γρ. 6.480. Χρ. έντ. 25.

11.Βέρροιος Νάνος (σελ. 62, άριθμ. 497).Μακεδονία. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα επί κεφαλής στρατιωτών. Συν. 454. Τάξις Τετάρτη.

12.Βλαχάβας Νικόλαος (σελ. 125, άριθμ. 1.256).Όλυμπος. Ύπηρέτησεν έπι κεφαλής καθ5 όλον τον άγώνα. (Συν. 173). Τάξις Έκτη. Άπεβίωσεν ώς Συνταγματάρχης.

13.Βλαχομηχέλης (sic) Αθανάσιος (σελ. 71, άριθμ. 599).Όλυμπος. Ύπηρέτησεν επί κεφαλής στρατιωτών κατά τον άγώνα.Εκατόνταρχος τάξ. τώ 1830. Συν. 72. Τάξις Πέμπτη. Γρόσια 1.254
4.632 Τά γρ. 1.254 επ όνόματί του. Έπροικοδοτήθη λοχαγός. 6.480. Τά γρόσια τέσσαρες χιλιάδες έξακόσια τριάκοντα δύο εις αύτόν και τούς ύπ’ αύτόν στρατιώτας. Έντ. χρ. 21, άρ. 30.

14.Γάτζος ή Γάτζας Άγγελος (σελ. 26, άριθμ. 76).[Μακεδονία]. Στρατηγός κατά τον άγώνα. Χιλίαρχος τάξ. τώ 1830, έπληγώθη δίς, ύπηρετήσας καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 172. Τάξις δευτέρα. Όφειλόμενα γρ. 24.011 δι’ αύτόν και τούς ύπ΄ αύτόν. Άπεβίωσε Συνταγματάρχης τής φάλαγγος. Μ. 1833, άριθμ. 86. Τάξ. Β. (Χρ. Συν. 28).

15.Γάτζος Δημήτριος (σελ. 53, άριθμ. 391).Μακεδονία. Αντιστράτηγος τω 1825, ύπηρέτησε κατά τον άγώνα (Συν. 314). Τετάρτη. Φοίν. 2.400-600. Διά τούς Φοίνικας 2.400 αναρμόδια ή έπιτροπή. Μ. 1836, σελ. 2, τάξ. 5. Οί Φοίν. 2.400 είναι εις τό άνομα τοϋ Άγγ. Γάτζου, οί δέ Φοίνικες -600 εις τό άνομα του Δημ. Γάτζου (Χρ. Συν. 31), διά τούς οποίους είναι άναρμοδία ή Επιτροπή.

16.Γερμάνης Ιωάννης (σελ. 228, άριθμ. 3.232).Μακεδονία, κάτοικος Ναυπλίου. Ύπηρέτησε στρατιωτικώς κατά τον άγώνα. Συν. 448. Τάξις Έβδομη.

17.Γεροκαρατάσιος Αναστάσιος (σελ. 20, άριθμ. 8).[Μακεδονία]. 'Οπλαρχηγός. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα, χιλίαρχος τώ 1830. Συν. 172. Τάξις πρώτη.

18.Γεωργίου Μανώλης (σελ. 219, άριθμ. 3.021).Μακεδών. Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας κατά τον άγώνα. Είκοσιπένταρχος κατά τό 1830 (Συν. 410). Τάξις Έβδομη.

19.Γρεβενίτης Χαρίσης Τζιόγας (σελ. 231, άριθμ. 3.298).Γρεβενά. Χιλίαρχος τό 1825. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα. Συν. 452. Τάξις Έβδομη.

20.Δαμιανόβιτς Σωτήριος (σελ. 157, άριθμ. 1.636).Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα επί κεφαλής στρατιωτών. (Συν. 192). Τάξις "Εκτη.

21.Δεληαργύρης Γεώργιος (σελ. 191, άριθμ. 2.340).Όλυμπος. Άξιωματικός άπ’ άρχής έως τέλους του άγώνος. Έλαβε και πληγήν. (Συν. 236). Τάξις Έβδομη.

22.Δήμου Στόλιος (σελ. 107, άριθμ. 1.036).Μακεδονία. Ύπηρέτησεν ώς άξιωματικός καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 415. Τάξις "Εκτη.

23.Δομπροβόσκος Θεόδωρος (σελ. 207, άριθμ. 2.741).Μακεδονία. Ύπηρέτησε στρατιοοτικώς κατά τον άγώνα, θυσιάσας καίύλικώς. Συν. 352. Τάξις Έβδομη.

24.Δουμπιώτης Βασίλειος (σελ. 124, άριθμ. 1.241).Μακεδονία. Χιλίαρχος τώ 1825. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 434. Τάξις "Εκτη. Έπροικοδοτήθη άνθυπολοχαγός.

25.Δουμπιώτης Κωνσταντίνος (σελ. 44, άριθμ. 281).Μακεδονία. ’Αρματολός προ τής επαναστάσεως καί οπλαρχηγός καθ’ όλον τό διάστημα του άγώνος. Στρατηγός τώ 1825. Πεντακοσίαρχος τώ 1830. (Συν. 84). Τάξις Τετάρτη γρ. 10.274 έκ τών μητρώων του 1833. Φοίνικες 660. Τά γρ. 10.274 εις αύτόν καί τούς ύπ’ αύτόν, διά τούς Φοίν. 660 άναρμ. Μ. 1833, άρ. 674. Τάξ. 5 (Συν. Χρ. 25).

26.Δουμπιώτης Δ. Νικόλαος (σελ. 202, άριθμ. 2.615). Νέα Πέλλα ’Αταλάντης. Υπαρχος εις τήν χιλιαρχίαν του Τσάμη Καρατάσου. Νικόλαος Ντουμπιώτης ή Ντουρπιάπιν. Συν. 326. Τάξις Έβδομη. Άπεβίωσε Ταγματάρχης.

27.Εμμανουήλ ’Ιωάννης (σελ. 97, άριθμ. 910).Μακεδονία. Ύπηρέτησεν άπ’ άρχής τού άγώνος μέχρι τώ 1829 επί κεφαλής στρατιωτών. Συν. 382. Τάξις Πέμπτη.

28.Ζάκος [Ζάκας ή Ζιάκας] ’Ιωάννης (σελ. 75, άριθμ. 652). Θεσσαλία. Ύποχιλίαρχος τώ 1823, ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα, λαβών καί πληγάς κατ’ αύτόν. Συν. 119. Τάξις Πέμπτη.

29.Ζάκος [Ζάκας ή Ζιάκας] Θεόδωρος (σελ. 75, άριθμ. 650). Θεσσαλία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα έπί κεφαλής στρατιωτών.(Συν. 111). Τάξις Πέμπτη. Επίτιμος λοχαγός τώ 1848.

30.Ζάνος Π. Διονύσιος (σελ. 152, άριθμ. 1.570).Μακεδονία. Μετά τήν καταστροφήν του Τεροϋ λόχου, είς ον ήτο καταταγμένος, ύπηρέτησεν είς διαφόρους μάχας, μέχρι τέλους του άγώνος. (Συν. 388). Τάξις "Εκτη.

31.Ζαχίλας Γεώργιος (σελ. 126, άριθμ. 1.258).’Όλυμπος. Ύπηρέτησεν έπί κεφαλής στρατιωτών κατά τον άγώνα. (Συν. 173). Τάξις "Εκτη.

32.Θεοδωρόπουλος Στέφανος (σελ. 214, άριθμ. 2.889).Όλυμπος. Υπηρέτησε κατά τον άγώνα. Συν. 387. Τάξις Έβδομη. Επροικοδοτήθη Άνθυπολοχαγός. Γρ. Δρχ. 3.456.

33.Ίωάννου Μιχαήλ (σελ. 173, άριθμ. 1.919).[Μακεδών;] Υπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα ώς οδηγός Στρατιωτών. Άνθυπολοχαγός του 16ου Τάγματος τώ 1830. (Συν. 83). Τάξις Έβδομη. Έπροικοδοτήθη άνθυπολοχαγός. Γρ. Δρ. 3.456.

34.Ιωάννου Νικόλαος (σελ. 136, άριθμ. 1.384).Μακεδονία. Υπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. Πεντακοσίαρχος τώ 1830. (Συν. 251). Τάξις 'Έκτη. Έπροικοδοτήθη ύπολοχαγός.

35.Ιωάννου Νικόλαος (σελ. 208, άριθμ. 2.761).Μακεδονία. Έπί κεφαλής στρατιωτών, ύπηρέτησε κατά τον άγώνα, παρευρεθείς είς διαφόρους μάχας. Συν. 362. Τάξις Έβδομη. Έχαρακτηρίσθη τό 1847 λοχαγός άκόλουθος τής φάλαγγος.

36.Καραμήτσος Δημήτριος Θεσσαλός (σελ. 178, άριθμ. 2.032). Γρεβενά. Μετέσχε του άγώνος κατά διαφόρους μάχας έπί κεφαλής στρατιωτών. (Συν. 117). Τάξις Έβδομη.

37.Καραμισυρλής [ή Καραμιουρλής;] Γεώργιος Τω. (σελ. 68, άριθμ.562).Μακεδονία. Χιλίαρχος τώ 1824. Πεντακοσίαρχος Ταξιαρχ[ίας] τώ 1830, ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 416. Τάξις Πέμπτη. Είναι ήδη λοχαγός τής φάλαγγος. Αί άπαιτήσεις του περί σίτου καί στρατιωτ. μισθών άορίστων άπερρίφθησαν.

38.Καραμπορνάκος Γρηγόριος (σελ. 217, άριθμ. 2.971).Μακεδονία. Παρευρεθείς είς διαφόρους μάχας ώς οδηγός στρατιωτών καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 404. Τάξις Έβδομη.

39.Καραμπουσνάκης Δ. Γρηγόριος (σελ. 210, άριθμ. 2.789).Μακεδών, κάτοικος’Αθηνών. Όδηγός στρατιωτών, ύπηρετήσας μέχρι τέλους του άγώνος ύπό τον Διαμαντήν Όλύμπιον. Συν. 369. Τάξις Έβδομη. [39α. Καρατάσος ’Αναστάσιος, βλ. Γεροκαρατάσιος ’Αναστάσιος (άριθμ.17)].

40.Καρατάσσιος Τζάμη[ς] Δημήτριος (σελ. 34, άριθμ. 162). Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ ολον τον άγώνα. Ταγματάρχης του 14ου Τάγματος τώ 1830. (Συν. 428). Τάξις Τρίτη. Μ. 1836, σελ. 69, τάξ. 3. Έπροικοδοτήθη Γρ. 10.080.

41.Καρίτσης ’Αναστάσιος (σελ. 166, άριθμ. 1.738).Καστοριά. Ύπηρέτησεν έπι κεφαλής στρατιωτών κατά τον άγώνα (Συν. 15). Τάξις Έβδομη.

42.Κασσανδριανός Ν. Γεώργιος (σελ. 111, άριθμ. 1.084).Κασσάνδρα Μακεδονίας. Χιλίαρχος τώ 1825. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 62. Τάξις "Εκτη. Έπροικοδοτήθη άνθυπολοχαγός.

43.Κασσανδρινός Άδάμ Αάμπρος (σελ. 168, άριθμ. 1.807). Κασσάνδρα. Έπι κεφαλής στρατιωτών ύπηρέτησε κατά τον άγώνα μέχρι τοϋ 1824, δτε έφονεύθη εις τήν καταστροφήν τών Ψαρών. Τάξις Έβδομη.

44.Κατζαρός Δημήτριος (σελ. 221, άριθμ. 3.061). Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα, παρευρεθείς εις διαφόρους μάχας (Συν. 415). Τάξις Έβδομη.

45.Κίσσαβος Βασίλειος (σελ. 197, άριθμ. 2.505).Όλυμπος. Ύπηρέτησεν ύπό τον Καρά Τάσσον καθ’ όλον τον άγώνα. (Συν. 309). Τάξις Έβδομη. Έπροικοδοτήθη άνθυπολοχαγός. Γραμ. Δραχμ. 3.456.

46.Κοκκαλιώτης Δημήτριος (σελ. 79, άριθμ. 697).Μακεδονία. Όδηγός στρατιωτών και γραμματεύς τοϋ Στρατηγού Καρατάσσου, μέλος τής Φιλικής Εταιρείας. Συν. 177. Τάξις Πέμπτη. Φοίν. 752, Διά τούς Φοίν. 752 άναρμ.

47.Κόρτζαλης Συμεών (σελ. 183, άριθμ. 2.165).Κάτοικος Ναυπλίου [’Άνω μέ μολύβι: «Μακεδών»]. Χιλίαρχος τώ 1824.

48.Κυπαρίσσης Άνανίας (σελ. 238, άριθμ. 3.443). Μακεδονία. Ύπηρέτησε στρατιωτικώς καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 480. Τάξις "Εκτη. Ήτο τεταγμένος ύπαξιωματικός καί προύβιβάσθη έν Συν. 486.

49.Κυρικόπουλος Βέρρης (σελ. 171, άριθμ. 1.865).[Άνευ τόπου καταγωγής. Μακεδών;]. Χιλίαρχος τώ 1825, παρευρέθη εις διαφόρους μάχας, έπεσε δέ μαχόμενος κατά τον άγώνα. (Συν. 67).

50.Λάζος Μάρκος (σελ. 116, άριθμ. 1.143).Όλυμπος. Ύπηρέτησε καθ' όλον τό διάστημα του άγώνος. Άνθυπολοχαγός τοϋ Βου τάγματος τώ 1830. Συν. 91. Τάξις έκτη. Ή χήρα σύζυγός του λαμβάνει σύνταξιν.

51.Λάζου Λ. Τόλιας (σελ. 125, άριθμ. 1.254).Όλυμπος. Ύπηρέτησεν έπι κεφαλής στρατιωτών καθ’ όλον τον άγώνα. Πεντακοσίαρχος τω 1828. Αρχηγός τών στρατευμάτων τών Όλυμπίων. Συν. 173. Τάξις "Εκτη.

52.Λάζου Τόλιος (σελ. 32, άριθμ. 140).Μακεδονία. 'Οπλαρχηγός. Χιλίαρχος τω 1830. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα (Συν. 83) (Συν. 481). Τάξις Δευτέρα. Τρίτη. Έν τή 481 τή 11 7βρίου Συνεδριάσει τό Τμήμα άπεφάνθη νά ταχθή ό έναντι εις τήν δευτέραν τάξιν τών ’Αξιωματικών. Μ. 1833, σελ. 116, τάξ. 6. Μ. 1836, σελ. 169, τάξ. 2.

53.Λασσάνης Γεώργιος (σελ. 35, άριθμ. 172).Θεσσαλία. Στρατοπεδάρχης του Στρατοπέδου τής άνατολ. Ελλάδος τώ 1828, ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. Χιλίαρχος τώ 1830. Ύπηρέτησεν ύπό τον ’Αλέξανδρον Ύψηλάντην, συναιχμαλωτισθείς μετ’ αύτοϋ (Συν. 174). Τάξις Δευτέρα. Τρίτη. Έν συν. 488 έτάχθη εις τήν Δευτέραν τάξιν. 5.085 Φοίνικες. ’Απεβίωσε συνταγματάρχης. Γρ. 10.080, διά τούς Φοίν. 5.085 άναρμ. (Συν. Χρ. 10).

54.Λιακόπουλος Μήτρος (σελ. 32, άριθμ. 130).Όλυμπος. ’Αντιστράτηγος τώ 1825, πεντακοσίαρχος τώ 1829, ύπηρετή- σας καθ’ όλον τον άγώνα, έφονεύθη εις τήν μάχην τών Θηβών. (Συν. 12). Τάξις τρίτη, γρ. 44.830, επ’ όνόματι  αυτού και τών ύπ’ αυτού γρ. 43.100, τά [όποια] και έπληρώθη μόνον (Συν. Χρ. 2).

55.Λιακόπουλος Νικόλαος (σελ. 69, άριθμ. 581).Όλυμπος. Ύπηρέτησεν επί κεφαλής στρατιωτών καθ’ όλον τον άγώνα. Τώ 1830 λοχαγός τοΰ 2ου τάγματος. Συν. 62. Τάξις Πέμπτη. Έπροικοδοτήθη λοχαγός. Γρ. 6.481.

56.Λιάπης Γεώργιος (σελ. 165, άριθμ. 1.735).
Μακεδονία. Ύπηρέτησεν ώς σημαιοφόρος και είκοσιπένταρχος καθ’ όλον τον άγώνα (Συν. 9). Τάξις Έβδομη. ’Ανθυπολοχαγός επίτιμος τής Φάλαγγος.

57.Μακρής Μιχ. Κώστας (σελ. 135, άριθμ. 1.367).Μακεδονία. Όδηγός στρατιωτών, ύπηρέτησε καθ’ όλον τό διάστημα του άγώνος, πληγωθείς πολλάκις. (Συν. 250). Τάξις "Εκτη. Έπροικοδοτήθη ύπολοχαγός. Γρ. Δρ. 4.320.

58.Μαλότζος Εμμανουήλ (σελ. 125, άριθμ. 1.253).Όλυμπος. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα έπί κεφαλής στρατιωτών. Τάξις "Εκτη.

59.Μιχαήλ Θεοχάρης (σελ. 142, άριθμ. 1.453).Μακεδονία. Χιλίαρχος τώ 1824. Ύπηρέτησε καθ' όλον τον άγώνα (Συν. 435). Τάξις Έκτη. Έπροικοδοτήθη άνθυπολοχαγός. Γρ. Δρ. 3.456.

60.Μιχαλόπουλος ’Αναστάσιος (σελ. 166, άριθμ. 1.751).Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα μ’ άρκετούς ύπό τήν οδηγίαν του. (Συν. 30). Τάξις έβδομη.

61.Μολότσος [ή Μιλότσος;] Νικόλαος (σελ. 184, άριθμ. 2.171). Όλυμπος. Όδηγός στρατιωτών, ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα.(Συν. 173). Τάξις Έβδομη.

62.Μπήνος (sic) Κώστας (σελ. 60, άριθμ. 473). Όλυμπος. Στρατηγός κατά τον άγώνα, καθ’ δν ύπηρέτησε. Χιλίαρχος τάξ. τώ 1830. (Συν. 384). Τάξις Τετάρτη. Ή χρηματική του άπαίτησις δεν άπεφασίσθη είσέτι διά νά παρουσιάση ζητηθείς επίσημα έγγραφα δικαιολο- γητικά. Μ. 1836, σελ. 15, τάξ. 4, έπροικοδ. 10.080. (Χρ. Έντ. 19).

63.Μπιζιώτης Αναγνώστης (σελ. 184, άριθμ. 2.174).Όλυμπος. Όμοίως. (Συν. 173). Τάξις 'Εβδομη.

64.Μπιζιώτης Γουλιός (σελ. 184, άριθμ. 2.175). Όμοίως (συν. 173). Έβδομη. Λαμβάνει σύνταξιν δρχμ. 60.

65.Μπουρμπουτζιώτης Νικόλαος (σελ. 131, άριθμ. 1.329).Μακεδονία. Χιλίαρχος τώ 1825. Ύπηρέτησε[ν] ύπό τον άρχιστράτηγον Καραϊσκάκην καθ’ όλον τον άγώνα. Πεντακοσίαρχος τώ 1821. (Συν. 234). Τάξις "Εκτη. Γρ. 845. Τά Γρ. 845 παρεδέχθηκαν επ’ όνόματί του. Χρ. Έντ.

66.Νικολαΐδης Χρήστος (σελ. 118, άριθμ. 1.163).Μακεδονία. Ταξίαρχος και Αντιστράτηγος τώ 1824. Ύπηρέτησε σπουδαίως καθ’ όλον τον Άγώνα ώς ίατροχειροϋργος. Συν. 95. Τάξις "Εκτη. Έπροικοδοτήθη λοχαγός. Γρ. Δρ. 6.480. Άπεβίωσε χαρακτηρισμένος Ταγματάρχης.

67.Νικολάου Διαμαντής (σελ. 173, άριθμ. 1.917).Μακεδονία. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα ώς Σωματάρχης, διακριθεις επ’ άνδρεία. Τώ 1830 σημαιοφόρος του 16ου Τάγματος (Συν. 83). Τάξις Έβδομη. Μ. του 1836, σελ. 21, τάξις 6η. Έπροικοδοτήθη άνθυπολοχαγός, Γρ. 3.456.

68.Νικολάου Στέργιος (σελ. 186, άριθμ. 2.237).Μακεδονία. Όδηγός στρατιωτών κατά τον ίερόν άγώνα έφονεύθη εις ΝαυαρΤνον τής Πυλίας. (Συν. 209). Τάξις Έβδομη.

69.Ολύμπιος Γεώργιος (σελ. 23, άριθμ. 38).Αρχιστράτηγος του Δουναβικοϋ στρατεύματος, διορισθείς ύπό του Αλεξάνδρου Ύψηλάντου, κλεισθείς είς τήν Μονήν Νιαμπτουχοϋς τής Μολδαυΐας 21 ήμέρας, άπέκρουσε τάς εφόδους τών εχθρών άναγκασθείς δέ ύπό τών Αύστριακών νά έξέλθη κατέφυγεν είς τήν Μονήν Σέκου, δπου καί πάλιν έπολιορκήθη έως ου στερηθείς τών άναγκαίων, ήνοιξε τάς πύλας δτε είσελθόντων τών εχθρών, έθεσε πυρ είς τήν προετοιμασθεισαν πυρίτιδα καί συναπωλέσθη μετά 2.000 εχθρών τή 27 σεπτεμβρίου 1821. (Συν. 324 καί 425). Πρώτη τάξις.

70.Όλύμπιος Γούλας (σελ. 136, άριθμ. 1.388).Όλυμπος. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα ώς άξιωματικός. Έφονεύθη είς Ψαρά τώ 1824. Τάξις "Εκτη. Ή άπαίτησίς του έκ γροσίων 9.045 άπερρίφθη. Συν. Χρ. 30.

71.Όλύμπιος Ν. Διαμαντής (σελ. 22, άριθμ. 35).Όλυμπος. Στρατηγός. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τό διάστημα του άγώνος.Συν. 130, 427, τάξις πρώτη. Μ. 1833, τάξ. Ο (;). Έπροικοδοτήθη 10.080. Μ. 1836, τάξ. 4, σελ. 108. Άπεβίωσεν άντισυνταγματάρχης τής φάλαγγος έν (;).

72.Όλύμπιος Νικολάου Κώστας (σελ. 127, άριθμ. 1.275).Όλυμπος. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα έπι κεφαλής στρατιωτών.(Συν. 200). Τάξις "Εκτη.

73.Όλύμπιος Νικολάου ή Ψαρροδήμος Δήμος (σελ. 75, άριθμ. 654). ’Όλυμπος. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα έπι κεφαλής στρατιωτών, δίςπληγωθείς. Εκατόνταρχος τω 1830. Συν. 124, 482. Τάξις Τετάρτη. Πέμπτη. Έν Συν. 482 &1876) έτάχθη εις τήν Τετάρτην τάξιν. Φοίν. 440. Μ. 1833(;) διά τούς Φοίν. 440 άναρμ. (Έν. Χρ. 26).

74.Παναγιώτου Δήμος (σελ. 221, άριθμ. 3.068).Καστωρία (sic). Όδηγός στρατιωτών, παρευρεθείς εις διαφόρους μάχας και πολιορκίας κατά τον άγώνα. Συν. 415. Τάξις Έβδομη.

75.Παππάς Έμμ. Αθανάσιος (σελ. 161, άριθμ. 1.678).Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα ώς άξιωματικός. (Συν.324). Τάξις "Εκτη (δρ. άρ. ν.μ. 100).

76.Παππάς Εμμανουήλ (σελ. 28, άριθμ. 100).Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ'όλον τον άγώνα. Μέλος τής Φιλικής Εταιρείας. ’Αρχιστράτηγος Κασσάνδρας (Συν. 324). Τάξις δευτέρα.

77.Παππάς Έμμ. Κωνσταντίνος (σελ. 160, άριθμ. 1.677).Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα ώς άξιωματικός ύπό τονπατέρα του, ’Αρχηγόν δντα τών Στρατευμάτων Θεσσαλονίκης, Κασσάνδρας. (Συν. 324). Τάξις "Εκτη (δρα άρ. ν. μ. 100).

78.Παππάς ’Ιωάννης (σελ. 161, άριθμ. 1.679).Όμοίως. Ύπηρέτησεν ώς άξιωματικός άπ’άρχής έως τέλους τοϋάγώνος. (Συν. 324). Τάξις "Εκτη (δρα άριθμ. ν. μ. 100).

79.Παππάς Νικόλαος (σελ. 161, άριθμ. 1.680).Όμοίως. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα ώς άξιωματικός. (Συν. 324). Τάξις Έκτη. (δρα άριθμ. ν. μ. 100).

80.Παππαδάκης Ζήσιμος (σελ. 211, άριθμ. 2.827).Μακεδονία. Ύπηρέτησε στρατιωτικώς έως τέλους τοϋ άγώνος. Συν. 377. Τάξις Έβδομη.

81.Παράσκης Αθανάσιος (σελ. 148, άριθμ. 1.531).Όλυμπος. Ύπηρέτησεν άξιωματικός τοϋ τακτικού στρατού άπ’ αρχής μέχρι τέλους τοϋ άγώνος (Συν. 347). Τάξις "Εκτη.

82.Πάρβαλης Γρηγόριος (σελ. 71, άριθμ. 605).Σέρραι Μακεδονίας. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα ώς Γραμματεύς τοϋ στρατηγ. Χατζηπέτρου (συν. 434). Τάξις Πέμπτη.

83.Περραιβός Στέργιος (σελ. 76, άριθμ. 667).Όλυμπος. Χιλίαρχος τώ 1825. Εκατόνταρχος τώ 1828. Ύπηρέτησεκαθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 149. Τάξις Πέμπτη. Έπροικοδ. λοχαγός. Γρ.6.480.

84.Περικλής Τάκωβος (σελ. 118, άριθμ. 1.168).Όλυμπος. Επιθεωρητής κατά τον άγώνα, ύπηρέτησε μέχρι τέλους αύτοϋ. (Συν. 101). Τάξις "Εκτη. Έπροικοδοτήθη ώς ύπίλαρχος. Γρ. Δρ. 4.320.

85.Πιτζάβας Αναγνώστης (σελ. 85, άριθμ. 774).Όλυμπος. Ύπηρέτησεν ώς άξιωματικός καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 307, 416. Τάξις Πέμπτη. Διά τήν έκ 5.000 Γροσίων άπαίτησίν του ή επιτροπή έκηρύχθη άναρμοδία, ώς ύπερβαινούσης τήν άρμοδιότητα τής επιτροπής, ώς μετά τον άγώνα όφειλόμενα, ήτοι εις τήν εποχήν τοϋ Καποδιστρίου. Χρ. έν. 13.

86.Ραζέλος Πέτρος (σελ. 151, άριθμ. 1.565).Κάτοικος Θεσσαλίας. Χιλίαρχος τώ 1825. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. (Συν. 379. Συν. 482). Έν Συν. 482 -1876) δι[ετ]άχθη εις τήν Πέμπτην Τάξιν. Τάξις Πέμπτη, "Εκτη.

87.Ρέζης Χατζή Εύστάθιος (σελ. 64, άριθμ. 521).Μακεδονία. 'Οπλαρχηγός τής επαρχίας του, διατελών εις άμέσους σχέ¬σεις πρός τούς έπισημοτέρους τής έποχής εκείνης, άνέλαβε διαφόρους άποστολάς κατά τον άγώνα, έλαβε δέ ένεργόν μέρος εις πολλάς σπουδαίας μάχας εις Κρήτην καί άλλαχοϋ. (Συν. 473). Τάξις Τετάρτη. Έπροικοδοτήθη Φοίν. Γρ. 6.480.

88.Σαραφιανός ’Αθανάσιος (σελ. 81, άριθμ. 723). Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα επί κεφαλής στρατιωτών. Ύποταγματάρχης τώ 1830. Συν. 233. Τάξις Πέμπτη. Φοίν. 1.176. Έπροικο- δοτήθη Γρ. 10.080. Μ. 1833 (;).

89.Σιατιστεύς Γεωργ. ’Αναστάσιος (σελ. 212, άριθμ. 2.839). Μακεδών, κάτοικος Δωρίδος. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα, παρευρεθεις εις διαφόρους μάχας καί πολιορκείας (sic). (Συν. 380). Τάξις Έβδομη.

90.Σταυρόπουλος Γεώργιος (σελ. 125, άριθμ. 1.255). Μακεδονία. ’Αντιστράτηγος τώ 1823. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. (Συν. 173). Τάξις "Εκτη.

91.Στελούδης Ν. ’Ιωάννης (σελ. 179, άριθμ. 2.051).Μακεδονία. Παρευρεθεις εις διαφόρους μάχας κατά τον άγώνα επί κεφαλής στρατιωτών. (Συν. 124). Τάξις Έβδομη. Έπροικοδοτήθη άνθυπολοχαγός.

92.Στεργίου ’Αγγελής (σελ. 82, άριθμ. 738).Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα επί κεφαλής στρατιωτών. Αοχαγός τώ 1830. Συν. 240. Τάξις Πέμπτη. Φοίν. 803. Μ. 1833 (;). Έπροικοδοτ. 6.480 Γρ. Διά τούς Φοίν. 803 άναρμ.

93.Συρόπουλος ’Αθανάσιος (σελ. 79, άριθμ. 697).Μακεδονία. Χιλίαρχος τώ 1823. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. Συν. 173. Τάξις Πέμπτη.

94.Συρόπουλος Γ. Τωάννης (σελ. 184, άριθμ. 2.172).Μακεδονία. Όδηγός στρατιωτών, ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα. (Συν. 173). Τάξις Έβδομη.

95.Συρόπουλος Γ. Μέλιος (σελ. 184, άριθμ. 2.173).Μακεδονία. Όμοίως (Συν. 173). Τάξις Έβδομη.

96.Τζάρας Παναγιώτης του Νίκου (σελ. 66, άριθμ. 547).Μακεδονία. Ύπηρέτησεν ώς σωματάρχης καθ’ όλον τον άγώνα. (Συν.151). Πέμπτη. Ή άπαίτησίς του διά μισθούς 100 στρατιωτών άπερρίφθη ώς μη στηριζομένη είς επίσημα έγγραφα.

97.Τουρλίδης Τω. Ζαχαρίας (σελ. 224, άριθμ. 3.118).Κάτοικος Πειραιώς. Μακεδονία. Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας κατά τον άγώνα ώς μπουλουξής [=άρχηγός άτάκτων]. Ό πατήρ του έφονεύθη μαχόμενος. Συν. 420. Τάξις Έβδομη.

98.Τσατσαρώνης Τωάννης (σελ. 167, άριθμ. 1.777).Μακεδονία. Παρευρέθη είς τήν καταστροφήν τών Ψαρών μέ άρκετούς ύπό τήν οδηγίαν του, κατά τήν πυρπόλησιν δέ αύτής συναπωλέσθη μετά τής οίκογενείας του καί τής περιουσίας του. (Συν. 39). Τάξις Έβδομη.

99.Φιλίππου Δ. Χρήστος (σελ. 224, άριθμ. 3.130).Θεσσαλονίκη. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα. Συν. 429. Τάξις Έβδομη.

100.Χαλκιώτης ’Αθανάσιος [τού] Νικολάου (σελ. 72, άριθμ. 616). Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα έπί κεφαλής στρατιωτών.Εκατόνταρχος τώ 1830. Συν. 86. Τάξις Πρώτη. Φοίν. 440. Διά τούς Φοίν. 440 είναι άναρμοδία ή Επιτροπή. Χρ. Έν. 25.

101.Χατζή Σταγειρίτης Νικόλαος (σελ. 57, άριθμ. 434).Μακεδονία. Ύπηρέτησε κατά τον άγώνα στρατιωτικώς μέ πολλούς ύπότήν οδηγίαν του στρατιώτας (Συν. 401). Τάξις Δευτέρα. Έν συν. 488 έτάχθη είς τήν Βαν τάξιν τών ’Αξιωματικών έκ τής Τρίτης. [Διαγεγραμιμένα: Έν Συν. 487 έτάχθη παρά του γραμματέως είς τήν Τρίτην τάξιν τών άξιωματικών]. Τάξις Τρίτη. Τετάρτη.

102.Χειμεντός ’Αναστάσιος (σελ. 67, άριθμ. 559).Μακεδονία. Χιλίαρχος τώ 1823. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα (Συν. 41 καί 482). Τάξις Τετάρτη. Πέμπτη. Έν συν. 482 <1876) έτάχθη είς τήνΤετάρτην τάξιν. Έπροικοδοτήθη Ταγματάρχης. Γρ. 10.080.

103.Χειμεντός Ιωάννης (σελ. 67, άριθμ. 561).Ύπηρέτησεν έπί κεφαλής στρατιωτών καθ’ όλον τον άγώνα. Λοχαγός του 16ου τάγματος τώ 1830. Τάξις Πέμπτη. Έπροικοδοτήθη λοχαγός. Γρ.
6.480.

[103α. Ψαρροδήμος Δήμοςβλ. ’Ολύμπιος Νικολάου ή Ψαρροδήμος Δήμος (άριθμ. 73)].


Β. ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ


1.’Αβραάμ ή Ξυνιας Βασίλειος (σελ. 200, άριθμ. 3.552).Μακεδών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. ’Αρ(ιθμός)π(αλαιοϋ) Μ(ητρώου) 10.128.

2.’Αγγελής Κυρίτσης (σελ. 113, άριθμ. 1.990).Κασσάνδρα, κάτ. Σκοπέλου. Όμοίως [ύπηρέτησεν] ώς ύπαξιωματικός μετά τών υιών του. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 4.593.

3.Άδάμ Θεόδωρος (σελ. 261, άριθμ. 4.654).Μακεδών, κάτοικος Αταλάντης. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 14.632. Συν(εδρίασις) 449.

4.Άδάμης Δημήτριος (σελ. 38, άριθμ. 634). Μακεδονία, κάτ. Αθηνών. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας καθ’ όλον τον άγώνα μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του;]. Πρώτη. Άρ. π. Μη- τρ. 1.164. Συν. 49.

5.Άδαμόπουλος Αναγνώστου Γεώργιος (σελ. 111, άριθμ. 1.946). Μακεδονία. Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιοοματικός μετά τεσσάρων άδελφών του, φονευθέντων τών δύο. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 4.452.

6.Αθανασίου Απόστολος (σελ. 125, άριθμ. 2.206). Μακεδονία. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 5.517.

7.Αθανασίου Βασίλειος (σελ. 200, άριθμ. 3.560).Μακεδών, κάτοικος Σκοπέλου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 12.853. Συν. 249.

8.Αθανασίου Δημήτριος (σελ. 47, άριθμ. 809). Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας άπ’ άρχής τοϋ άγώνος] ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.502. Συν. 64.

9.Αθανασίου Κώστας (sic) (σελ. 44, άριθμ. 742). Νάουσα. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας] ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.502. Συν. 64.

10.Άϊβαλιώτης Γεώργιος (σελ. 50, άριθμ. 856).Μακεδών, κάτοικος Άλωνισταίνης Μαντινείας. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας] ώς σημαιοφόρος άπό τοϋ 1822. Δευτέρα. Άρ. π. Μ.
1.606. Συν. 67.

11.Άναγνωστόπουλος Γεώργιος (σελ. 238, άριθμ. 4.240).Μακεδονία, κάτοικος Σκοπέλου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός έπι κεφαλής στρατιωτών]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 12.910.

12.Αναστασίου Χρυσάφης (σελ. [άναρίθμητος] 327, άριθμ. 5.842).Μακεδονία. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ.π. Μ. 18.289.

13.Αναστασίου ή Χράνου Κωνσταντίνος (σελ. 84, άριθμ. 1.471).Μακεδονία. Όμοίως. [Παρευρέθη ώς ύπαξιωματικός καθ’ όλον τον ’Αγώνα]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 3.143. Συν. 97.

14.Αντωνίου Στέργιος (σελ. 238, άριθμ. 4.235).Μακεδονία, κάτοικος Χαλκίδος. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωμα- τικός έπι κεφαλής στρατιωτών]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 12.890.

15.Άργύρης Δημήτριος (σελ. 259, άριθμ. 4.621).Μακεδονία, κάτοικος Νέας Πέλλης. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπα- ξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 14.476.

16.Αργυρίου Δημήτριος (σελ. 13, άριθμ. 185).Μακεδονία, κάτ. Σκιάθου. Όμοίως. [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας μέ δέκα στρατιώτας ύπό τήν οδηγίαν του ώς ύπαξιωματικός;]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 339, συν. 27.

17.Άστερίου Γεώργιος (σελ. 260, άριθμ. 4.633).Μακεδών, κάτοικος Χαλκίδος. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 14.539.

18.Βασιλείου Αθανάσιος (σελ. 239, άριθμ. 4.264).Μακεδονία, κάτοικος Σκιάθου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 12.996.

19.Βασιλείου Τρούπιος (σελ. 6, άριθμ. 55).Μακεδονία. Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας μέ στρατιώτας ύπό τήν οδηγίαν του, κατά τό 1838 ελαβε τό χαλκοΰν άριστειον. Δευτέρα. Άριθμ. παλ. Μητρ. 108. Σ. ιβ\

[19α. Βούλγαρης Δημήτριος• βλ. Τροϋπκος ή Βούλγαρης Δημήτριος, (άριθμ. 95)].

20.Βούλγαρης Νικόλαος (σελ. 42, άριθμ. 720).Σέρραι. Όμοίως [Παρευρέθη άπ’ άρχής του άγώνος] ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.325. Συν. 56.

21.Βούλγαρης Κ. Πέτρος (σελ. 239, άριθμ. 4.261).Μακεδονία, κάτοικος Σκιάθου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 12.991.

22.Γεωργίου Δημήτριος (σελ. 179, άριθμ. 3.182).Μακεδονία, κάτοικος Θηβών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 8.910.

23.Γεωργίου Δημήτριος (σελ. 265, άριθμ. 4.730).Μακεδών, κάτοικος Αοκρίδος. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 14.936.

24.Γεωργίου Λάζος (σελ. 68, άριθμ. 1.176).Νάουσα Μακεδονίας. Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας] ώς ύπαξιωματικός, τό δέ 1832 έλαβε δίπλωμα έκατοντάρχου, άλλά δέν ύπηρέτησε. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 2.450. Συν. 84.

25.Γεωργίου Παρίσσης (σελ. 200, άριθμ. 3.554).Μακεδονία. Κάτοικος ’Αταλάντης. Όμοίως. [Ύπηρέτησε κατά τον Άγώνα ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 10.132.

26.Δημητρακόπουλος Μιχαήλ (σελ. 21, άριθμ. 333).Όλυμπος. Όμοίως. [Ήτοι παρευρέθη κ.λ. ή έφονεύθη;]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 577. Σ. 36. Σ. 404.

27.Δημητρίου Αλέξιος (σελ. 112, άριθμ. 1.971).Μακεδονία. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 4.535. (Συν. 418).

28.Δημητρίου Άργύρης (σελ. 34, άριθμ. 565).Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας έπί κεφαλής ολίγων στρατιωτών;]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.039. Συν. 45.

29.Δημητρίου Ήλίας (σελ. 33, άριθμ. 544).Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας έπί κεφαλής ολίγων;]. Πρώτη. Άρ. π.Μ. 994. Σ. 44.

30.Δημητρίου Χρήστος (σελ. 14, άριθμ. 199).Μακεδονία. Ύπηρέτησεν απ άρχής τοϋ άγώνος, φονευθείς είς μίαν ύπόνομον, είς ήν έθεσε πυρ είς Μεσολόγγιον. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 365. Συν 27.

31.Δήμου Γιαννάκος (σελ. 266, άριθμ. 4.748).Μακεδών, κάτοικος Αταλάντης. Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 14.998.

32.Διαμαντής Γεώργιος (σελ. 242, άριθμ. 4.306).Μακεδονία, κάτοικος Χαλκίδος. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 13.150. Ή άπαίτησίς του έκ γροσ. 7.873, άπερρί- φθη. Συν. 11. Άρ. 45.

33.Δούκας Αποστολής (σελ. 242, άριθμ. 4.311).Μακεδονία, κάτοικος Ξηροχωρίου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιω- ματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 13.173.

34.Δράμαλης Νικόλαος (σελ. 164, άριθμ. 2.911).Μακεδονία, κάτ. Ναυπλίας. Όμοίως [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός], λαβών και πληγάς. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 8.012.

35.Εμμανουήλ Πίπας (σελ. [άναρίθμητος] 310, άριθμ. 5.536).Μακεδονία. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη Άρ.π. Μ. 17.566. Συν. 330.

36.Εμμανουήλ Στέργιος (σελ. [Άναρίθμητος] 309, άριθμ. 5.524).Μακεδονία. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 17.544.

37.Ζάχου Αθανάσιος (σελ. 186, άριθμ. 3.300).[Μακεδονία;]. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 9.277.

38.Ζέρβας Διαμαντής (σελ. 269, άριθμ. 4.795).Μακεδών, κάτοικος Αθηνών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 15.159. Συν. 410.

39.Θεοδωρόπουλος Σπυρίδων (σελ. 21, άριθμ. 334).Όλυμπος. Όμοίως [μέ στρατιώτας ύπό τήν οδηγίαν του]. Πρώτη, άριθμ. π. Μ. 578. Σ. 415.

40.Θεοδώρου Χρηστόδουλος (sic) (σελ. 64, άριθμ. 1.110).Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας ώς ύπαξιωματικός], πρός δέ ήν Δεκανεύς έπι Κυβερνήτου. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 2.305. Συν. 81.


41.Θεοχαρίδης Βασίλειος (σελ. 54, άριθμ. 924).Μακεδονία. Ύπηρέτησε μετά τοϋ πατρός του ώς ύπαξιωματικός, δαπα- νήσας και άρκετήν χρηματικήν ποσότητα. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 1.777. Συν. 72.

42.Ίωάννου Αθανάσιος (σελ. 27, άριθμ. 436).Μαδεμοχώριον Μακεδωνίας (sic). Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας μετά τοϋ πατρός του ώς ύπαξιωματικός;], πληγωθείς εις τήν δεξιάν χεΐρα. Έφονεύθη ό πατήρ του καί είς άδελφός του. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 763. Σ. 40.

43.Ίωάννου Αλέξανδρος (σελ. 122, άριθμ. 2.152).Μακεδονία. Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός, λαβών πληγήν. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 5.341.

44.Ίωάννου Βασίλειος (σελ. 5, άριθμ. 49).Μακεδονία. Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας. Δευτέρα. Άρ. Μ. Παλ.94.Συν. ιβ\

45.Ίωάννου Γαβριήλ (σελ. 243, άριθμ. 4.326).Μακεδονία, κάτοικος Σκιάθου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός κατά τον Άγώνα]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 13.214. Συν. 257.

46.Ίωάννου Εύστάθιος (σελ. 26, άριθμ. 431).
Θεσσαλονίκη. Όμοίως, ώς ύπαξιωματικός [ελαβε πληγήν ή ήχμαλω- τίσθη κατά τό 1825;]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 761. Σ. 46.

47.Ίωάννου Στέργιος (σελ. 43, άριθμ. 725).Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας άπ5 άρχής τοϋ άγώνος μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του], ώς ύπαξιωματικός. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 1.331. Συν. 56.

48.Ίωάννου Στέργιος (σελ. 84, άριθμ. 1.464).Όλύμπιος. Όμοίως. [Παρευρέθη καθ’ ολον τον άγώνα ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Φοίνικες 500. Άρ. π. Μ. 3.129. Συν. 97. Τό τμήμα, διά τούς Φοίνικας 500 άναρμόδιον.

49.Καλέμης Γεώργιος (σελ. 75. άριθμ. 1.300).Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας άπ5 άρχής του Άγώνος], πρός δέ ήν έπί κεφαλής στρατιωτών. Πρώτη. Άρ. π.Μ. 2.764. Συν. 89.

50.Καραγιαννόπουλος Κ. Αναγνώστης (σελ. 275, άριθμ. 4.905).Μακεδονία. Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 15.581.

51.Κασομούλης Κώστας (σελ. 58, άριθμ. 1.008).Μακεδονία. ’Έπεσε μαχόμενος, ή δέ οίκογένειά του συνελήφθη αιχμάλωτος. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 2.009. Συν. 76.

52.Κότζολος Τωάν. Δημήτριος (σελ. 160, άριθμ. 2.829).Κάτοικος Ναυπλίας, Μακεδονία. Όμοίως [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός εις διαφόρους μάχας] και έπληγώθη. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 7.661.

53.Κότσογλης Γ. Βασίλειος (σελ. 276, άριθμ. 4.932).Μακεδών, κάτοικος Αθηνών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 15.676.

54.Κούτζιας [ή Κούνζιας;] Γεωργίου Ιωάννης (σελ. 50, άριθμ. 858), Κασσάνδρα. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας] ώς ύπαξιωματικός μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.615. Συν. 67.

55.Κυπαρίσσης Αναστάσιος (σελ. 279, άριθμ. 4.985).Μακεδών, κάτοικος Αθηνών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 15.570.

56.Κυπαρίσσης Σϊμος (σελ. 39, άριθμ. 658).Κασσάνδρεια. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας καθ’ όλον τον άγώνα μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του], ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.209. Συν. 51.

57.Κωνσταντίνου Βασίλειος (σελ. 20, άριθμ. 307).Μακεδονία. Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας άπ5 άρχής του άγώνος μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του. Δευτέρα. Άριθ. π. Μ. 521. Σ. 34.

58.Λάμπρου Άγγελής (σελ. 27, άριθμ. 449).Μακεδονία. Όμοίως [πληγωθείς;] ώς εκατόνταρχος. Δευτέρα. Άρ. Μ. 802. Συν. 40.

59.Λιώλιος (sic) Ιωάννης (σελ. 39, άριθμ. 659).Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας καθ’ όλον τον άγώνα μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του], ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.210. Συν. 51.

60.Λυριτζής Χριστοδούλου Νικόλαος (σελ. 43, άριθμ. 724).Κασσάνδρα. Όμοίως. [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας άπ5 άρχής τουάγώνος μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.329. Συν. 56.

61.Μακρής ’Αναστάσιος (σελ. 129, άριθμ. 2.279).Μακεδονία. Όμοίως. ['Υπηρέτησε κατά τον ’Αγώνα ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 5.805.

62.Μέμπρλης Γεώργιος (σελ. 288, άριθμ. 5.147).Μακεδών, κάτοικος ’Αθηνών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματι- κός]. Δευτέρα, Άρ. π. Μ. 16.487.

63.Μήνος [ή Μήνας;] Γεώργιος (σελ. 187, άριθμ. 3.316).Θεσαλονίκη (sic), κάτοικος Λοκρίδος. Άπό τό 1825-28 ύπηρέτησενώς ύπαξιωματικός. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 9.344.

64.Μηχαήλ (sic) ’Ιωάννης (σελ. 71, άριθμ. 1.240).Νάουσα Μακεδονίας. Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας] ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 2.631. Συν. 87.

65.Μιχαήλ Χατζή Κωνσταντίνος (σελ. 3, άριθμ. 12).Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα, παρευρεθείς είς διαφόρους μάχας καί είς Κρήτην. Πρώτη. Άριθμ. π. Μητρ. 19. Συνεδρ. 412, δπου μετεβλήθη ή τάξις του.

66.Μίχου Μιχαήλ (σελ. 51, άριθμ. 880).Κασσάνδρα. Όμοίως [Παρευρέθη άπ’ άρχής τοϋ άγώνος είς διαφόρους μάχας πληγωθείς], πρός δέ έφονεύθη μαχόμενος. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 1.637. Συν. 69.

67.Μόσχος Αθανάσιος (σελ. 40, άριθμ. 669).Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας καθ'όλον τον άγώνα μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του] ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα, άρ. π. Μ. 1.234. Συν. 52.

68.Μπακράτζας Δ. Αντώνιος (σελ. 29, άριθμ. 470).Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας μέ τρεις συγχωριανούς του, πληγωθείς είς τήν δεξιάν χειρα;] ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα, άρ. π. Μ. 844. Σ. 42.

69.Μπουτούρης Θεοδώρου Γεώργιος (σελ. [Άναρίθμητος] 347, άριθμ. 6.207).Μακεδών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 18.906.

70.Νικολάου Αναστάσιος (σελ. 19, άριθμ. 295).Μακεδονία. Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας] μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 506, συν. 33.

71.Νικολάου Κωνσταντίνος (σελ. 251, άριθμ. 4.468).Μακεδών, κάτοικος Σκοπέλου. Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 13.810.

72.Νικολάου Παναγιώτης (σελ. 286, άριθμ. 5.108).Γρεβενά, κάτ. ’Αθηνών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 16.346.

73.Ντέμπρελης Βούλγαρης Γεώργιος (σελ. 301, άριθμ. 5.365). Μακεδονία. Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 17.313. [73α. Ξυνιας Βασίλειος βλ. Αβραάμ ή Ξυνιάς Βασίλειος, άριθμ. 1].

74.Οικονόμου Χρηστός (σελ. [Αναρίθμητος] 337, άριθμ. 6.017). Μαδεμοχώρια [Μακεδονία]. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός].Πρώτη. Άρ. π. Μ. 18.574. Αί χρηματικαί άπαιτήσεις άπερρίφθησαν. Συν. Χρ. 19. άρ. 7.

75.Πανταζόπουλος Κωνσταντίνος (σελ. 293, άριθμ. 5.235).Μακεδών, κάτοικος Σκοπέλου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 16.822.

76.Παντολέων Νικόλαος (σελ. [Αναρίθμητος] 308, άριθμ. 5.497). Μακεδονία. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 17.516.

77.Παπαβασιλείου Γεώργιος (σελ. 3, άριθμ. 13).Μακεδονία. Ύπηρέτησεν άπό τής άρχής μέχρι τέλους τοϋ άγώνος μέ στρατιώτας ύπό τήν οδηγίαν του. Πρώτη. Άριθμ. π. Μητρ. 21. Σ. Εη.

78.Παπαδημητρίου Παναγιώτης (σελ. 186, άριθμ. 3.305).Μακεδονία. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός κατά τον Άγώνα]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 9.286.

79.Παπαδημητρίου Στεριανός (σελ. 62, άριθμ. 1.071).Μαδεμοχώρια Μακεδονίας. Όμοίως. [«Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας έπι κεφαλής στρατιωτών» ή «και πρός δέ έπεσε μαχόμενος»;]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 2.157. Συν. 79.

80.Παπαδόπουλος Στρατής (σελ. 48, άριθμ. 828).Κασσάνδρα Μακεδονίας. Όμοίως [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας άπ’ άρχής τοϋ άγώνος], πρός δέ, ών έπι κεφαλής στρατιωτών, έφονεύθη κατά τό 1827 μαχόμενος. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 1.539. Συν. 66.

81.Παύλου Χρήστος (σελ. [Αναρίθμητος] 325, άριθμ. 5.807). Μακεδονία. Όμοίως [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ.π. Μ. 18.211. Συν. 356.

82.Πέτρου Άστέριος (σελ. 290, άριθμ. 5.175).Μακεδών, κάτοικος Αταλάντης. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 16.603.

83.Ποζύλου Δημήτριος (σελ. 200, άριθμ. 3.560).Μακεδονία. Κάτοικος Αταλάντης. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 10.146.

84.Σιδέρης Θεόδωρος (σελ. [Αναρίθμητος] 351, άριθμ. 6.271). Μακεδονία. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άρ.π. Μ. 18.976. Συν. 459.

85.Σκανδάλης Χρ. Δημήτριος (σελ. 255, άριθμ. 4.547).Μακεδονία, κάτοικος Ξηροχωρίου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός κατά τον Άγώνα]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 14.191.

86.Στάμου Χρήστος (σελ. 296, άριθμ. 5.290).
Θεσσαλονίκη, κάτοικος Αθηνών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωμα- τικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 17.043.

87.Στεργίου Θεόδωρος (σελ. 296, άριθμ. 5.286).Μακεδών. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 17.030. Ή άπαίτησίς του έκ διπ. ταλ. 200 άπερρίφθη. Συν. 12, άριθμ. 41.

88.Στυλούδης Ν. Δημήτριος (σελ. 298, άριθμ. 5.312).
Μακεδών, κάτοικος Αταλάντης. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωμα- τικός]. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 17.122.

89.Τάγκας Δημήτριος (σελ. 38, άριθμ. 642).Θεσσαλονίκη. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας καθ’ όλον τον άγώνα μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του], ελαβε δέ καί μίαν πληγήν. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.179. Συν. 48.

90.Ταμπακόπουλος Πούλιος (σελ. 169, άριθμ. 2.996).Όλυμπος. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 8.226.

91.Τζαβάρας Ίωάννου Βασίλειος (σελ. 8, άριθμ. 105).Μακεδονία. Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας, άπ"άρχής μέχρι τέλους του άγώνος, έφονεύθη [δέ] καί ό πατήρ του. Δευτέρα. Άριθμ. π. Μητρ. 210. Συν. 19.

92.Τζάκας Δ. Αθανάσιος (σελ. 257, άριθμ. 4.587).Μακεδονία, κάτοικος Σκοπέλου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 14.341.

93.Τζάτζος Ίωάννου Αθανάσιος (σελ. 43, άριθμ. 730).Συκιά Μακεδονίας. Όμοίως [Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας], ώς ύπαξιωματικός. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 1.347. Συν. 56.

94.Τραμουντάνας Ιωάννης (σελ. 257, άριθμ. 4.581).Κασσάνδρα, κάτ. Σκοπέλου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 14.302.

95.Τροϋπκος ή Βούλγαρης Δημήτριος (σελ. [Αναρίθμητος] 352, άριθμ. 6.297).
Βοδενά Μακεδονίας. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 19.006. Συν. 478.

96.Τσάμης Ιωάννης (σελ. 53, άριθμ. 201).Μακεδονία. Παρευρέθη εις διαφόρους μάχας άπ’ άρχής τού Άγώνος ώς ύπαξιωματικός, έπί κεφαλής στρατιωτών. Δευτέρα. Άρ. π.Μ. 1.709. Συνεδρ.70.

97.Φίλιππας Ελευθέριος (σελ. 100, άριθμ. 1.762).’Όλυμπος. Όμοίως. [Παρευρέθη καθ'όλον τον Άγώνα ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 3.913.

98.Φιλίππου Δ. Κωνσταντίνος (σελ. [Άναρίθμητος] 349, άριθμ. 6.232).Θεσσαλονίκη. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Πρώτη. Άριθμ. π. Μ. 18.930. Συν. 420.

99.Φραγγίστας Κ. Δημήτριος (σελ. 85, άριθμ. 1.482).Μακεδονία. Όμοίως. [«’Έπεσε μαχόμενος» ή «Έπί κεφαλής στρατιωτών»]. Πρώτη. Άρ. π. Μ. 3.164.

100 Χατζηπαυλής Θεοχάρης (σελ. 283, άριθμ. 5.043).Μακεδών, κάτοικος Αταλάντης. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 16.107.

[100α. Χράνου Κωνσταντίνος βλ. Αναστασίου ή Χράνου Κωνσταντίνος, άριθμ. 13].

101.Χρήστου Αθανάσιος (σελ. 258, άριθμ. 4.606).Μακεδονία, κάτοικος Σκοπέλου. Όμοίως. [Ύπηρέτησεν ώς ύπαξιωματικός κατά τον άγώνα]. Δευτέρα. Άρ. π. Μ. 14.416.



Γ'. ΟΙ  ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ


1.Άδάμης Νικόλαος, άριθμ. 8.222. Βιτώλια, κάτ. Αθηνών. [Άριθμός παλαιού μητρώου] 12.851.
2.Αθανασίου Γεώργιος, άριθμ. 2.834. Μακεδονία. 5.171.
3.Αθανασίου Γεώργιος, άριθμ. 3.053. Μακεδονία, κάτ. Κορίνθου. 5.474.
4.Αθανασίου Γεώργιος, άριθμ. 9.532. Μακεδών, κάτ. Αθηνών. 14.613.
5.Αθανασίου Μιχαήλ, άριθμ. 218. Μακεδονία. 674.
6.Αθανασίου Ναούμ, άριθμ. 287. Μακεδονία. 837.
7.Αναστασίου Θεοχάρης, άριθμ. 449. Μακεδονία, κάτ. Λεβαδείας. 1.202.
8.Άνδρέου Ιωάννης ή Μα~τ[ρ;]ογιάννης, άριθμ. 1.672. Γρεβαινά (sic), κάτ. Λοκρίδος. 3.448.
9.Άνδρουλής ’Ιωάννης, άριθμ. 8.227. Μακεδονία, κάτ. Σκοπέλου. 12.852.
10.Αντωνίου Ιωάννης, άριθμ. 8.225. Μακεδονία, κάτ. Σκιάθου. 12.855.
11.Αποστόλου Ιωάννης, άριθμ. 6.233. Μακεδονία, κάτ. Αταλάντης. 10.152.
12.Βασιλείου Στέργιος, άριθμ. 8.324. Μακεδών, κάτ. Χαλκίδος. 12.986.
13.Βασιλικού Αναγνώστης, άριθμ. 8.329. Μακεδών (;) ή Μακεδαίμ («Λακεδαίμων»;), κάτ. Σκοπέλου. 13.997.
14.Βέργου Γεώργιος, άριθμ. 66. Μακεδονία. 1.673.
15.Βεριώτης (sic) Παράσχος, άριθμ. 4.233. Μακεδονία. 7.201.
16.Βουλγαράκης I. Δημήτριος, άριθμ. 8.327. Μακεδών, κάτ. Αθηνών, 12.993.
17.Βούλγαρης Ίωάννου Γεώργιος, άριθμ. 433. Μακεδονία. 1.166.
18.Βούλγαρης Δημήτριος, άριθμ. 196. Βιτώλια. Όμοίως. [Παρευρέθη είς διαφόρους μάχας καί πολιορκίας μέ ολίγους ύπό τήν οδηγίαν του, ώς άπλοΰς στρατιώτης]. 628.
19.Βούλγαρης Ήλίας, άριθμ. 1.300. Μακεδονία. 2.766.
[19α. Βούλγαρης Μιχαήλ- βλ. Οίκονομόπουλος Μιχαήλ ή Βούλγαρης (άριθμ. 67)].
[19β. Βούλγαρης Νικόλαος'βλ. Σακκούλας Νικόλαος ή Βούλγαρης (άριθμ. 79)].
20.Βούλγαρης Χρήστος, άριθμ. 5.682. Μακεδονία. 9.337.
21.Γεωργίου Αύγερινός, άριθμ. 8.373. Μακεδών, κάτ. Σκοπέλου. 13.057.
22.Γεωργίου Γιαννάκης, άριθμ. 9.786. Μακεδών, Σκάλα Λοκρίδος. 14.969.
23.Γεωργίου Γυκοβάνης [^Γιοβάννης;], άριθμ. 8.366. Μακεδών, κάτ. Σκιάθου. 13.047.
24.Γεωργίου Τριαντάφυλλος, άριθμ. 461. Μακεδονία. 1.229.
25.Γεωργίου ή Μαγκαφούκας Χρυστόδουλος (sic), άριθμ. 8.379. Μακε¬δών, κάτ. Χαλκίδος. 13.066.
26.Δαρδαμάνος Τριαντάφυλλος, άριθμ. 8.426. Μακεδονία, κάτ. Σκο¬πέλου. 13.136.
27.Δημητρίου Αναστάσιος, άριθμ. 9.837. Μακεδών, κάτ. Λοκρίδος. 15.045.
28.Δημητρίου Γεώργιος, άριθμ. 19. Μακεδονία. 17.331.
29.Δημητρίου ή Κοτρώνης Γεώργιος, άριθμ. 6.166. Όμοίως. [Μακεδο¬νία, κάτ. ’Αταλάντης]. 10.067.
30.Δημητρίου Γιοβάν[ν]ης, άριθμ. 9.875. Μακεδών, κάτ. Λοκρίδος. 15.092.
31.Δημητρίου Σωτήριος, άριθμ. 591. Θάσος Μακεδονίας. 1.531.
32.Δήμος Μαργαρίτης Μιχαήλ, άριθμ. 1.803. Σασσάνδρα (sic). 3.673.
33.Δουμπιώτης Βασιλείου Εμμανουήλ, άριθμ. 6.165. Μακεδονία, κάτ. ’Αταλάντης. 10.066.
34.Εμμανουήλ ’Αθανάσιος, άριθμ. 6.228. Κάτ. ’Αταλάντης. Μακεδο¬νία. 10.142.
35.Ζαφειριού Ιωάννης, άριθμ. 377. Μακεδονία. Έφονεύθη μαχόμενος. 1.024.
36.Ζήσης Γεώργιος, άριθμ. 5.643. Μακεδονία, κάτ. Λοκρίδος. 9.287.
37.Θεοδώρου ’Απόστολος, άριθμ. 9.982. Μακεδών, κάτ. ’Αθηνών. 15.236.
38.Ίωάννου ’Απόστολος, άριθμ. 1.975. Όλυμπος, κάτ. Λαμίας. 3.945.
39.Ίωάννου Γεώργιος, άριθμ. 8.477. Μακεδονία, κάτ. Σκιάθου. 13.213.
40.Ίωάννου Γεώργιος, άριθμ. 11.497. Μακεδονία. 17.332.
41.Ίωάννου Ζαχαρίας, άριθμ. 8.488. Θεσσαλονίκη, κ. Σκοπέλου. 13.227.
42.Ίωάννου Θωμάς, άριθμ. 8.480. Μακεδονία, κ. Σκιάθου. 13.217.
43.Ίωάννου Πανταζής, άριθμ. 8.490. Μακεδονία, κ. Άλονήσου (sic). 13.231.
44.Καζάνιος (;) ’Ιωάννης, άριθμ. 759. Μακεδονία. 1.838.
45.Καμπίτης Φίλιππος, άριθμ. 8.654. Μακεδών, κάτ. Χαλκίδος. 13.454.
46.Καραποστόλης Καραχριστόπουλος, άριθμ. 642. Κασσάνδρα. 1.616.
47.Καρύδας Δήμος, άριθμ. 6.230. Κασσάνδρα, κάτ. ’Αταλάντης. 10.144.
48.Κλανής Νικόλαος, άριθμ. 8.701. Μακεδών, κάτ. Σκοπέλου, 13.514. [48α. Κοτρώνης Γεώργιος• βλ. Δημητρίου ή Κοτρώνης Γεώργιος
(άριθμ. 29)].
49.Κουρούδης Νικόλαος, άριθμ. 1.554. Μακεδονία. 3.275.
50.Κυδωνιώτης [Κυδωνιάτης;] Α. Γρηγόριος, άριθμ. 10.336. Θεσσαλο¬νίκη, κάτ. ’Αθηνών. 15.723.
51.Κυριάκου [Κυριάκου;] Παναγιώτης, άριθμ. 5.639. Μακεδονία. 9.278.
52.Κωνσταντίνου Αάμπρος, άριθμ. 1.831. Όλυμπος. Έφονεύθη τό 1854. [’Αριθμός μητρώου] 3.711.
53.Κωνσταντίνου Τάσης, άριθμ. 5.679. Μακεδονία, κάτ. Αοκρίδος. 9.334.
54.Ααζάρου ’Αναστάσιος, άριθμ. 997. Μακεδονία. 2.237.
55.Αάσκου Δημήτριος, άριθμ. 80. Μακεδονία. 244.
[55α. Μαγκαφούκας ή Γεωργίου Χριστόδουλος βλ. Γεωργίου ή Μαγκα- φούκας Χρυστόδουλος, άριθμ. 25)].
56.Μακρής Αναστάσιος, άριθμ. 521. Μακεδονία. 1.369.
57.Μαριανός Γεώργιος, άριθμ. 784. Μαδεμοχώρια. 1.870.
58.Μαρίνος Φιλιππής, άριθμ. 356. Μακεδονία. 972.
59.Μαρτίνης ’Αθαν. Σπυρίδον, άριθμ. 638. Κασσάνδρα. 1.611.
[59α. Μαστ[ρ;]ογιάννης ’Ιωάννης βλ. Άνδρέου ’Ιωάννης ή Μαστ[ρ;]ο- γιάννης (άριθμ. 8)].
60.Μιχαήλ ’Αθανάσιος, άριθμ. 954. Μακεδονία. 2.187.
61.Μιχαήλ ’Ελευθέριος, άριθμ. 5.635. Μακεδονία. 9.273.
62.Μπλόσκας Δ. Γεώργιος, άριθμ. 8.755. Κασσάνδρα, κάτ. Σκοπέλου, 13.590.
63.Μπράζας Δημήτριος, άριθμ. 2.120. Μακεδονία. 4.181.
64.Νικολάου Στέρ[γ]ιος, άριθμ. 737. Βιτώλια. 1.800. Συν. 7η.
65.Νοταρίδης Γ. Νικόλαος, άριθμ. 1.158. Μακεδονία, κάτ. ’Αθηνών. 2.514.
66.Ξανθόπουλος Δημήτριος, άριθμ. 3.608. Θεσαλονίκη (sic). 6.269.
67.Οίκονομόπουλος Μιχαήλ ή Βούλγαρης, άριθμ. 2.441. Μακεδονία, κάτ. Βάλτου. 7.216.
68.Παναγιώτου Γεώργιος, άριθμ. 11.119. Μακεδών, κάτ.'Αθηνών. 16.793.
69.Παπαδόπουλος Γεωργ. Παναγιώτης, άριθμ. 1.123. Μακεδονία. Ό πατήρ του έφονεύθη μαχόμενος. 2.454.
70.Παπαρέσκος Ίωάννου Γεώργιος, άριθμ. 42. Μακεδονία.
71.Παπαστέργιος Ιωάννης, άριθμ. 289. Μακεδονία. 839.
72.Παπουτσής Γιάννη Κωνσταντίνος, άριθμ. 8.969. Μακεδών, κάτ. Σκοπέλου. Έφονεύθη. 13.883.
73.Παππά Λάμπρος, άριθμ. 9.100. Κασσάνδρα, κάτ. Χαλκίδος. 14.045.
74.Πέτρου Παύλος, άριθμ. 5.691. Μακεδονία, κάτ. ’Αταλάντης. 9.351.
75.Πολιάδης Γεώργιος, άριθμ. 879. Όλυμπος. 2.038.
76.Πολύζου Γιαννάκης, άριθμ. 11.495. Μακεδονία. 17.330.
77.Ριγάδης [sic] Γεώργιος, άριθμ. 641. Μακεδονία. 1.614.
78.Ρουμελιώτης Δημ. Πέτρος, άριθμ. 12.013. Μακεδονία. 18.478.
79.Σακκούλας Νικόλαος ή Βούλγαρης, άριθμ. 5.582. Βιτώλια, κάτ. Μαντινείας. 9.194.
80.Σεραπλής [ή Σερασλής;] Θεοδώρου Γεώργιος, άριθμ. 568. Μακεδονία. 1.476.
81.Σκόνδρας Δ. ’Αθανάσιος, άριθμ. 1.294. Μακεδονία. 2.759.
82.Στάμου Δημήτριος, άριθμ. 2.989. Μαδεμοχώρια Μακεδονίας. 5.387.
83.Στεργίου ’Αντώνιος, άριθμ. 1.477. Μακεδονία. 3.112.
84.Στεργίου Δήμος, άριθμ. 1.556. Μακεδονία. 3.278.
85.Σουφλέκας ’Ιωάννης, άριθμ. 11.418. Όλυμπος, κάτ. Μεσολογγίου. 17.199.
86.Σχινάς Εύάγγελος, άριθμ. 855. Όλυμπος. 1.979.
87.Τζιτζίκης ’Αγγελής, άριθμ. 9.315. Μακεδονία, κάτ. Ξεροχωρίου. Έφονεύθη. 14.331.
88.Τρουμπέτας Χρήστος, άριθμ. 6.274. Όλυμπος, κάτ.’Αγρίνιου. 10.202.
89.Τσουλάκος Ίω(άννου) Γεώργιος, άριθμ. 640. Κασσάνδρα. 1.613.
90.Φιλιππόπουλος Γεώργιος, άριθμ. 5.009. Μακεδονία, κάτ. Ναυπακτίας. 8.342.
91.Φωτίου ’Αθανάσιος, άριθμ. 326. Μαδεμοχώρια, κάτοικος Μαντουδίων Χαλκίδος. 912.
92.Χαντζάκος Δημήτριος, άριθμ. 9.394. Μακεδών, κάτ. Σκοπέλου, 14.436.
93.Χατζηρίζος Εμμανουήλ, άριθμ. 1.438. Μακεδονία. 3.047.
94.Χριστοδούλου Δημήτριος, άριθμ. 9.392. Κασσάνδρα, κάτ. ΣκοπΕλου. 14.433.
95.Χριστοδούλου Στάθης ή Καραστάθης, άριθμ. 5.695. Κασσάνδρα, κάτ. ’Αταλάντης. 9.356.
96.Χριστοδούλου Τριαντάφυλλος, άριθμ. 1.924. Όλυμπος, κάτ. Λαμίας. 3.865.

Δ'. ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΝΑΥΤΙΚΟΙ

1.Διμίδης Κωνσταντίνος (σελ. 116, άριθμ. 180, συν(εδρίασις) 69, άριθμ. 6). Γρεβενά Μακεδονίας. Ναύκληρος.
2.Καγιάσας Νικόλαος (σελ. 151, άριθμ. 113, συν. 24, άριθμ. 17). Μακεδονία. Πυροβολιστής (sic).
3.Νότης "Αντώνιος (σελ. 42, άριθμ. 526, συν. 64, άριθμ. 15). Μακεδονία. Νταρμπουγάζι Αύγ. 6.1824. Ναύτης. Ύπό Τσάπελην. Τρίτη.
4.Χριστοδούλου "Αλέξανδρος (σελ. 111, άριθμ. 130, Συν. 51, άριθμ. 2). Κασσάνδρα. Ύποναύκληρος.
5.Χριστοδούλου "Αλέξανδρος (σελ. 263, άριθμ. 211, συν. 51, άριθμ. 2). Κασσάνδρα. Ναύτης.
6.Χρήστου "Αλέξιος (σελ. 286, άριθμ. 461, συν. 97, άριθμ. 29). Κασσάνδρα. Ναύτης.

Ε. ΟΙ  ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

1.Καρρέτζης Αναστάσιος (σελ. 31, άριθμ. 292). Μακεδών. Ύπηρέτησε καθ"όλον τον άγώνα είς διαφόρους ύπηρεσίας καί ώς Βουλευτής. Τετάρτη. 3.650. Συν. Χρ.

2.Κυδωνιάτης Αναστάσιος (σελ. 26, άριθμ. 242). Θεσσαλονίκη. Μέλος τής Φιλικής Εταιρείας καί ώς τοιοϋτον μετά τρίμηνον φυλάκισιν έκαρατομήθη ώς ήγεμών τής Μακεδονίας όμοϋ μετά τών άρχιερέων Θεσσαλονίκης κλπ. Τετάρτη.

3.Λασπ[ι]άς Νικόλαος (σελ. 8, άριθμ. 69). Μακεδονία. Εις τών προκρίτων τής Μακεδονίας. Μέλος τής Φιλικής Εταιρείας. Διατελών πλησίον τών κατά τοϋ "Αλή Πασσα πασσάδων ειδοποιεί τούς "Ελληνας διά τά κινήματα [κινήσεις] τών όθωμανών, [κατά] μίαν δέ τοιαύτην [είδοποίησιν] φωραθείς (sic) έφυλακίσθη όθεν διέφυγεν, έγκαταλείψας τήν περιουσίαν του καί ύπη¬ρέτησε τον άγώνα καθ’ όλον τό διάστημα. Δευτέρα.

4.Πολυάδης Κωνσταντίνος (σελ. 35, άριθμ. 332). Μακεδονία. Πέμπτη. Τώ όφείλονται φοίν. 4.890, αϊτινες άνεγνωρίσθησαν.

5.Πολυζωΐδης Αναστάσιος (σελ. 20, άριθμ. 182). Μακεδονία. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα ώς πληρεξούσιος είς δλας σχεδόν τάς συνελεύσεις. Εύρέθη καί είς τάς ενδόξους πολιορκίας τοϋ Μεσολογγίου. Δευτέρα. [Διαγεγραμμένον: «Τρίτη»].

6.Σκανδαλίδης Αθανάσιος (σελ. 45, άριθμ. 438). Μακεδονία [Διαγεγραμμένον: «Θεσσαλία»]. Ύπηρέτησε καθ’ όλον τον άγώνα είς διαφόρους ύπηρεσίας καί άποστολάς, συνεισέφερε [δέ] και χρηματικώς. Τά χρήματα έσημειώ- θησαν άπαντα είς τό δνομα τοϋ Ίω. Σκανδαλίδη ύπ’ άριθμ. Μ. 111. "Εκτη. ’Έγγραφα δρα ύπ’ άριθμ. 111 Μητρ.

7.Σκανδαλίδης Ιωάννης (σελ. 13, άριθμ. 111). Μακεδονία. Ύπηρέτησε τον άγώνα μέχρι του 1825, ότε κατήκεσε (sic) εις Ναύπλιον. Ύπηρέτησε διαφοροτρόπως τήν πατρίδα και ώς Α'Γραμματεύς τής Βουλής. Ή οίκογένειά του άπασα προσέφερεν εκδουλεύσεις εις τον άγώνα, εις δέ τών άδελφών του άπεκεφαλίσθη. Πρώτη. Γρόσια 17.870. Αίρες 24. Συν. Χρ. Διά τής ύπ’ άριθμ. 3 άπό 13 Ν/βρίου 1876 πράξεως τής Όλομελείας προήχθη εις τήν πρώτην τάξιν.

8.Σταγειρίτης Δημήτριος (σελ. 33, άριθμ. 316). [Μακεδών;]. Πέμπτη.

9.Σταγειρίτης Νικόλαος (σελ. 30, άριθμ. 288). Στάγειρα. Μακεδών. Δευτέρα. [Διαγεγραμμένον: «Τετάρτη»]. Διά τής ύπ’ άριθμ. 3 και άπό 13 Ν/βρίου 1876 πράξεως τής Όλομελείας προήχθη εις τήν Δευτέραν τάξιν.

10.Χρονιάδης Γεώργιος (σελ. 37, άριθμ. 352). Θεσσαλονίκη. Πέμπτη.

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Έλληνες Αρματολοί στη τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.

$
0
0

Ο Μακεδόνας Κλεφταρματολός Νικοτσάρας
του  I. Κ. ΒΑΣΔΡΑΒΕΛΛΗ 
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών

 .....
 Διά πρώτην φοράν ερευνάται η σκοτεινή αυτή περίοδος της εθνικής μας ιστορίας εις την Βόρειον Ελλάδα και είναι ευτύχημα ότι διεσώθησαν και εν συνεχεία εμελετήθησαν τα τουρκικά αρχεία της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας Ναούσης, εκ των οποίων τόσαι πολύτιμοι πληροφορίαι είδον το φως της δημοσιότητος.

Από την ατελείωτον σειράν των  αρματολών και κλεφτών, οίτινες παρελαύνουν εις τα επίσημα ταύτα έγγραφα της Τουρκοκρατίας, 
διαπιστούται μαζί με τα άλλα και 
η απόλυτος υπεροχή του ελληνικού στοιχείου 
εις την Κεντρικήν, Δυτικήν και Άνατολικήν Μακεδονίαν,
 εις τα τμήματα δηλαδή εκείνα, ατινα μετά πολυετείς αιματηρούς έθνικούς άγώνας, 
περιήλθον εις το ελληνικόν κράτος,
 του όποιου αποτελούν αναπόσπαστον έδαφος,
 τμήμα μόνον του παλαιού ελληνικού χώρου,
 όπου έγεννήθησαν, 
έζησαν και εμεγαλούργησαν οι Βόρειοι Ελληνες.
Είναι επίσης καταφανές, και τούτο σημειούται ιδιαιτέρως ενταύθα, ότι εις τας προαναφερθείσας περιοχάς, 
ούδείς Σλάβος αρματολός η κλέφτης εμφανίζεται, 
παρ'όλον ότι εις τας πεδινάς περιοχάς υπήρχον
 Βούλγαροι δουλοπάροικοι των Τούρκων,
 ανταλλαγέντες κατά το έτος 1924 με τους Έλληνας της Ανατολικής Ρωμυλίας. 
 ................................

ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΚΟΙ ΑΝΔΡΕΣ
 ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟΝ
(ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ, ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΤΑΙ)

Μέχρι προ τίνων ετών δεν υπήρχε μελέτη, ασχολουμένη με την προεπαναστατικών οργάνωσιν και δρασιν των πολεμικών ανδρών της Μακεδονίας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.

Αι ελάχισται και συγκεχυμέναι πληροφορίαι εις τινα συγγράμματα ούδέν το συγκεκριμένον προσέφερον εις την ίστορίαν των χρόνων έκείνων και μόνον, όταν έδημοσιεύθησαν τα ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας των χρόνων της Τουρκοκρατίας , είδον το φως της δημοσιότητος έπίσημοι πληροφορίαι επί του θέματος τούτου.

 Βάσει των αρχειακών τούτων κειμένων και άλλων τινών πληροφοριών, εδημοσίευσα κατά το έτος 1950 σχετικήν έργασίαν επί του θέματος των  αρματολών και κλεφτών της Μακεδονίας , αργότερον δε και έτέραν διά την πειρατείαν εις τα παράλια της Μακεδονίας κατά την ιδίαν χρονικήν περίοδον .
Κατά το μεσολαβήσαν έκτοτε διάστημα είδον το φως της δημοσιότητος και άλλαι τινές πληροφορίαι, ως και συγγράμματα και μελέται ξένων και Ελλήνων συγγραφέων, αιτινες προσέφερον και νέον ιστορικόν ύλικόν επί του θέματος.
 Εν όψει των ανωτέρω έσκέφθην να ερευνήσω εξ ύπαρχής το όλον θέμα δημοσιεύων την παρούσαν έργασίαν, άπηλλαγμένην όμως των ιστορικών έκείνων τουρκικών εγγράφων, άτινα περιέλαβον εις την πρώτη ν μου έργασίαν, εις την οποίαν απλώς παραπέμπω. 'Έχω την ελπίδα ότι η δημοσιευομένη ήδη μελέτη μου θα συμβάλη έπιτυχώς εις την έρευναν του όλου θέματος εν τη νεοελληνική ιστορική περιόδω, η γνώσις της οποίας είναι ελλιπής, ως καλώς γνωρίζουν οι άσχοληθέντες επί τούτω.

Η πολεμική παράδοσις των ορεινών κατοίκων της Μακεδονίας, υφισταμένη ως γνωστόν από των παλαιοτάτων χρόνων  κυρίως ως σύστημα ασφαλείας της ύπαίθρου χώρας, ηύνόησε την ανάπτυξιν πολεμικών άνδρών κατά το διάστημα της Τουρκοκρατίας. Δεν εχομεν εισέτι στοιχεία, εκ των οποίων ν'αποδεικνύηται ποία ήτο η κατάστασις των ορεινών πληθυσμών της Μακεδονίας κατά την εισβολήν και κατάκτησιν των βαλκανικών χωρών από τους Τούρκους, αν ύφίστατο θεσμός τις παρόμοιος ορεινών φυλάκων των στενωπών (ντερβένια) η άλλος τις θεσμός αρματολών, ως ούτος έξειλίχθη περαιτέρω και ως θα διαλάβωμεν εις την παρούσαν εργασίαν. 
Ο Μακεδόνας Αγωνιστής Κασομούλης Νικόλαος
 Ο εκ των ιστοριογράφων της επαναστάσεως του 1821 και εκ Μακεδονίας καταγόμενοςΝικόλαος Κασομούλης ανάγει τους αρματολούς, στηριχθείς εις διηγήσεις και παραδόσεις παλαιών αρματολών, εις χρόνους προγενεστέρους του Σκεντέρμπεη (1405-1468), νομίζομεν όμως ότι θα ήμεθα πλησιέστερον προς την αλήθειαν, αν δεχθώμεν ότι ο θεσμός αύτός συνεστήθη η άνασυνεστήθη υπό των Τούρκων  υπό την μορφήν του αρματολισμού (Martoloz) δια την ασφάλειαν της υπαίθρου χώρας, δεινοπαθούσης από την δρασιν των κλεφτών και άλλων άτιθάσσων στοιχείων η και κακοποιών κατά τους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας.

Πριν όμως προχωρήσωμεν εις την ανάπτυξιν του θέματος του αρματολισμού εν Μακεδονία, κρίνομεν σκόπιμον να έξετάσωμεν εν συντομία, πως εμφανίζεται ο θεσμός ούτος τόσον εις την κυρίως Ελλάδα, όσον και εις τους βορείους αυτής γείτονας κατά το διάστημα της Τουρκοκρατίας.

 Κατά τας τουρκικάς πηγάς και τους Τούρκους συγγραφείς, τόσον εις την Μακεδονίαν όσον και εις την άλλην Ελλάδα, προυπήρχον αρματολοί, δηλαδή στρατιώται (Milisin) ονομαζόμενοι αρματολοίεις την υπηρεσίαν  των Ενετών , οιτινες κατά μίαν εκδοχήν υπήρχον και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.
Αρματολοί

Κατά τον Αύστριακόν συγγραφέα Barbar , οι σχηματισμοί των  αρματολών συνεστήθησαν από τον σουλτάνον Μουράτ τον Β', τον πορθητήν της Θεσσαλονίκης, κατά το έτος 1421, καίτοι άλλοι Τούρκοι συγγράφεις δέχονται προγενεστέρας χρονολογίας. 
Ως προκύπτει από χειρόγραφα των ετών 1486 και 1490, ευρεθέντα εις Βοσνίαν, υπήρχον αρματολοί εις τα παράλια της Δαλματίας φυλάσσοντες τα εκεί τουρκικά φρούρια, έναντίον των οποίων έπετίθεντο οι Ενετοί. Αρματολοί έπίσης υπήρχον εις την Βοσνίαν, την Άλβανίαν και την Βουλγαρίαν εις την υπηρεσίαν  των Τούρκων.

Εις μίαν παρέλασιν θριαμβευτικήν του Φερχάτ πασά εις την Κωνσταντινούπολη/ (1575) συμμετείχον και αρματολοί, φέροντες επί της κεφαλής των επιμήκη έρυθρα καλύμματα (κιουλάχ).

Εις την Βουλγαρίαν υπήρχον αρματολοί κατά το έτος 1661 έκτελούντες καθήκοντα φρουρών.

Οι περισσότεροι εξ αυτών ήσαν Τούρκοι, αλλ΄ υπήρχον και τίνες Βούλγαροι.

Κατά την εκστρατείαν των Τούρκων έναντίον της Βιέννης (1683), εις τους αρματολούς είχεν ανατεθή η δίωξις των κλεφτών (χαιντούκ).

Κατά το έτος 1721 μαζύ με τους πανδούρους (φύλακας) υπήρχον και αρματολοι εις τους καζάδες Ίστιμάν, Άβρέτ Χισάρ (περιοχή Κιλκίς), Πετριτσίου, Βαρδαρίου, Νευροκοπίου, Βοδενών (Εδέσσης), Πιρότ, Βέροιας, Σόφιας, Βερκοβίτσης, Ραζλούκ, Τατάρ Παζαρτζίκ, Κομοτινής, Μπαλατά, Δράμας, Μπρέζνικ, Κούκλοβο(;), Σερρών, Δούπνιτσας, Φιλιππουπόλεως, Μελενίκου, Ζίχνας, Πραβίου, Καβάλας, Σιρισνίκ(;), Κιουστεντίλ, Ναούσης, Άλή Τσελεμπή και Σαμακόβου. 

Εις την Μακεδονίαν και την Βουλγαρίαν οι αρματολοι εύρίσκοντο εις 30 καζάδες και έχρησιμοποιούντο ως στρατιώται δια να φυλάττουν τα σύνορα (όροφύλακες).

Από εν φερμάνιον του σουλτάνου 'Αχμέτ του Γ'προκύπτει ότι είχε διαταχθή η διάλυσις των  αρματολών και των πανδούρων, ένεκα διαφόρων ύπερβασιών αύτών, και η αντικατάστασίς των διά στρατιωτών των φυλακίων (ντελμπέντει).

Ο Γερμανός ιστορικός Anhegger ύποστηρίζει ότι, παρά την διαταγήν ταύτη ν του 'Αχμέτ, οι Ελληνες αρματολοι δεν διελύθησαν, αλλά ενεφανίσθησαν συντόμως εις διάφορα επαναστατικά γεγονότα που ελάμβανον χώραν. Η διαπίστωσις αύτη είναι καθ'όλα άληθής και θ'αποδειχθή κατά την περαιτέρω ανάπτυξιν του θέματος εκ των παρατεθησομένων κατωτέρω νέων στοιχείων.

Μετά την διαπίστωσιν (κατά τας τουρκικάς πηγάς, και η Τουρκία ήτο το κυρίαρχον κράτος εις τα Βαλκάνια) ότι υπήρχον εντόπιοι αρματολοι χριστιανοί εις την Βοσνίαν, την Δαλματίαν, την Σερβίαν και την Βουλγαρίαν, θα ίδωμεν εν γενικαίς γραμμαίς τους Έλληνας αρματολούς, όπως εμφανίζουν τούτους οι Τούρκοι συγγράφεις.
 
Εις την ελληνικήν περιοχήν της παλαιάς Εύρωπαικής Τουρκίας υπήρχον αρματολοί προ της τουρκικής κατακτήσεως, του θεσμού τούτου άνασυσταθέντος υπό των Τούρκων εις τας περιφερείας Άξιού και 'Αλιάκμονος, μέχρι των κόλπων της Κορίνθου και της Άρτης.

Οι σπουδαιότεροι εξ αυτών ήσαν οι της περιφερείας 'Αγράφων, έχοντες δικαίωμα να όπλοφορούν από της εποχής του σουλτάνου Μεχμέτ του Β'.

Αρματολοί εφύλαττον την στενωπόν της Καστοριάς εις τον δρόμον μεταξύ Δυρραχίου και Θεσσαλονίκης, ως και την στρατιωτικήν οδόν Λαρίσης -Μοναστηρίου.
Η διαφύλαξις των στενωπών (ντερβένια) της Πίνδου, μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας, είχεν ανατεθή εις τους αρματολούς των Αγράφων.

Οι εκχριστιανισθέντες Αλβανοί των Μεγάρων, οι κατοικούντες τα 5 μεγάλα χωρία, τα Δερβενοχώρια, έφύλαττον την στενωπόν Κιθαιρώνος και Χαιρώνειας μέχρι του Κορινθιακού κόλπου, εκκαθαρίζοντες τας περιφερείας από τους Έλληνας κλέφτες. 

Οι κλέφτες  που κατέφευγον εις τα βουνά ήσαν οπαδοί της ανεξαρτησίας και εθνικοί ήρωες κατά τας ελληνικάς αντιλήψεις.

Κατά τους Τούρκους ήσαν λησταί, αλλ'απετέλουν άξιόλογον άντίπαλον διά την όθωμανικήν κυριαρχίαν. Οι αρματολοι, συνεργαζόμενοι πολλάκις με τους κλέφτες και τους επαναστάτας, έδημιούργησαν μίαν κατάστασιν άμφιβολίας και έκκρεμότητος εις τους Τούρκους, όπως μαρτυρεί εν δημοτικό τραγούδι διά τον αρματολόν και εν συνεχεία κλέφτην Νικολόν Τζοβάραν του έτους 1672 , που υπήρξεν αρματολός εις τον Λούρον και κλέφτης εις το Καρπενήσι, άλλά και μία χαρακτηριστική άπάντησις του Φώτου Τζαβέλλα (υπό μορφήν δημοτικού τραγουδιού) προς τον Τεπελενλή Άλή πασάν .

Τα ορεινά της Ρούμελης αρχικώς είχον διαιρεθή εις 14 αρματολίκια , αργότερον περιωρίσθησαν εις 10-12, ηύξήθησαν δε εκ νέου εις 17, εξ ων τα 4 εύρίσκοντο εις την περιοχήν του Όλύμπου.

Οι αρματολοί απετελούντο, από απόψεως σωματικής διαπλάσεως, από τους πλέον ισχυρούς άνδρας της Ελλάδος, ορεσίβιους, κυνηγούς κ.λ.π. 

Είς την Ελλάδα ήσαν απαντες χριστιανοί, 
ένεκα της συνθέσεως του πληθυσμού,
 ενώ εις τας άλλας περιφερείας της Εύρωπαικής Τουρκίας οι μουσουλμάνοι αρματολοι απετέλουν την πλειοψηφίαν.

Οι αρματολοι ωργανωμένοι εις μίαν ημιστρατιωτικήν οργάνωσιν, ένοπλοι και διάγοντες βίον ανεξάρτητον εις τας όρεινάς περιοχάς, ήσαν διά το ελληνικόν έθνος άξιόλογος δύναμις, μη δυναμένη να καταπολεμηθή εύκόλως, ως τούτο απεδείχθη κατά τον Ρωσοτουρκικόν πόλεμον του 1736.

Η διαταγή διαλύσεως των  αρματολών υπό του 'Αχμέτ Γ', ως διέλαβον άνωτέρω, κατά το έτος 1721 εις τας περιοχάς Κομοτινής, Καβάλας, Πραβίου, Βεροίας και Σερβίων, των οποίων κατά πλειονότητα οι κάτοικοι ήσαν χριστιανοί (Ελληνες), δεν έσχεν ικανοποιητικά αποτελέσματα διά την τουρκικήν διοίκησιν. Κατά το τέλος του 18ου αιώνος άφηρέθησαν από τους Έλληνας αρματολούς περιοχαί, όπως εις τα Σέρβια η στενωπός Λαρίσης Μοναστηρίου (Σαρανταπορον). 

Η δυναμική αυτή πολιτική εφηρμόσθη και από τον Κούρτ Αχμέτ πασάν, όστις διετέλεσεν επί 15 έτη έπόπτης των ντερβενίων (ντερμπεντάτ ναζήρ). Η εξασθένησις όμως των  αρματολών επέφερε την ενίσχυσιν των κλεφτών και τοιουτοτρόπως ειχομεν συγκρούσεις αύτών, δηλαδή των συνεργαζομένων αρματολών και κλεφτών της Ελλάδος με τους Τουρκαλβανούς.

Κατά την ελληνικήν έπανάστασιν του 1821 πρώτοι οι αρματολοί συμμετέσχον εις αύτήν και οι καπετανέοι τούτων διεκρίθησαν ως αρχηγοί του επαναστατικού στρατού.

Εν οψει των άνωτέρω, βραχύτατα εκτεθέντων, θα έκθέσωμεν εις την παρούσαν μελέτην τα πορίσματα της έρεύνης μας επί των αρχείων της Τουρκοκρατίας εν Μακεδονία .

 Η μελέτη των αρχείων αυτών έφερεν εις το φως επίσημα έγγραφα της τουρκικής διοικήσεως εν Μακεδονία, 
εκ των οποίων αποδεικνύεται ότι ο θεσμός των αρματολών, 
απάντων ελληνικής καταγωγής, 
εμφανίζεται εν τη Βορείω Ελλάδι κατά το έτος 1627 ,
 δηλαδή 56 έτη προ της ναυμαχίας εν Ναυπάκτω, 
καθ'ην διάφοροι έξεγέρσεις εσημειώθησαν εν Μακεδονία κατά των Τούρκων, 
λίαν αίματηραί όμως διά τον ελληνισμόν .

Γενεσιουργός αιτία, διά την οποίαν εθεσπίσθη ο θεσμός των  αρματολών κατά την Τουρκοκρατίαν, ως εμφανίζεται εκ των αρχειακών τούτων έγγράφων, είναι η δίωξις της ληστείας.

 Φορεύς της ληστείας είναι ο κ λ έφτης.
 
Έσκιά τον απεκάλουν οι Τούρκοι, 
χαιντούκ οι Σλάβοι,οι βόρειοι γείτονες της Μακεδονίας.

 Είς την συλλογήν των τουρκικών έγγράφων, που έδημοσίευσα, οι κλέφτες αποκαλούνται
 από την τουρκικήν διοίκησιν
 λησταί, κακούργοι, επαναστάται.


Θ'άσχοληθώ δι'ολίγων με τον κλέφτην, διά τον όποιον πολύς ρομαντισμός επεκράτησεν και αχαλίνωτος αφέθη η φαντασία των παλαιοτέρων ιστοριογράφων, περιηγητών και λογοτεχνών, οιτινες έθιξαν το σκοτεινόν εισέτι τούτο κεφάλαιον της εθνικής μας ιστορίας.

Ηβιαία μετατροπή της ατομικής ιδιοκτησίας των Ελλήνων,ευθύς μετά την Τουρκοκρατίαν, εις σουλτανικήν και η διανομή αυτής διά νομήν και διακατοχήν εις ισχυρούς Τούρκους φεουδάρχας,
 ιδία γόνους των κατακτητών (έβλιάι φατιχάν) διαπρέψαντας εν πολέμω, 
αλλά και η επακολουθήσασα εγκατάστασις εις τας πεδιάδας της Μακεδονίας Τούρκων άγροτών εκ της περιοχής του 'Ικονίου της Μικράς 'Ασίας (Κονιαλήδες Κονιάροι),
 έζημίωσαν τα μέγιστα τον Ελληνα της ύπαίθρου, αποζώντα εκ της εκμεταλλεύσεως της γης, εθεωρήθησαν δε ως αρπαγή της πατρικής κληρονομιάς και του οικογενειακού μόχθου.

 Παράλληλα προς την απώλειαν της ιδιοκτησίας και τα άλλα αγαθά της ανθρωπίνης ζωής, η τιμή, η σωματική άκεραιότης, η ασφάλεια, εύρέθησαν εις την άπόλυτον διάθεσιν των άπλήστων Τούρκων φεουδαρχών. 
Αν δε τα υπό του Πορθητου (Φατίχ) και των διαδόχων του σουλτάνων παραχωρηθέντα προνόμια  έσχον εύεργετικήν τινα έπίδρασιν εις τους κατοίκους των άστικών κέντρων, εις τον άγρότην και τον βοσκόν ελαχίστην έσχον απήχησιν.

Οι Ελληνες αυτοί της ύπαίθρου, ιδία των ορεινών περιοχών, ανυπότακτοι και φιλελεύθεροι, μη ανεχόμενοι την διοικητικήν αύθαιρεσίαν και την κατάχρησιν των οργάνων της πολιτείας, αντελήφθησαν ταχέως ότι καθίστατο άδύνατος η απονομή της δικαιοσύνης υπό δουλείαν

Καί ως να μη ήρκουν αυτά τα αφάνταστα δεινά, επεξετάθη μετ'ολίγας δεκαετηρίδας και ο θεσμός του παιδομαζώματος (ντεβσιρμέ), εκ των σκληροτέρων δοκιμασιών, αιτινες έπεβλήθησαν εις τους Χριστιανούς της Βαλκανικής Χερσονήσου από τους Τούρκους. 

Το παιδομάζωμα, περί του οποίου θα διαλάβωμεν κατωτέρω, υπήρξε λίαν όδυνηρόν διά την ελληνικήν οίκογένειαν και επιβλαβέστατον διά την ελληνικήν φυλήν.

Οι ορεινοί κάτοικοι της Μακεδονίας,
 παράλληλα προς την πολεμικήν τέχνην, 
επεδίδοντο και εις την ληστείαν και την ζωοκλοπήν,
υπολείμματα της οποίας έχομεν διαπιστώσει μέχρι των τελευταίων δεκαετηρίδων . 

Η ληστεία όμως γέννα την ανυποταξίαν, όπου δε ο δυνάστης αρπάζει την ίδιοκτησίαν, προσβάλλει την τιμήν, έπιβάλλει δυσβάστακτον φορολογίαν, ώθεί τον φύσει άνυπότακτον όρεινόν κάτοικον εις την ληστείαν εξ ανάγκης, αλλά και εις το έγκλημα της έκδικήσεως .

Υπό τας συνθήκας λοιπόν αύτάς πολλοί κάτοικοι των ορεινών περιοχών και των ορεινών προσβάσεων ήρχισαν να έγκληματούν κατά των οργάνων της έξουσίας, να φυγοδικούν, να ληστεύουν και τελικώς να τρέπωνται εις τα όρη, καταδιωκόμενοι υπό των αποσπασμάτων διώξεως.


 Έγένοντο λοιπόν φυγόδικοι, κατήρχοντο εις τας πεδιάδας και επετίθεντο εις τας όρεινάς διαβάσεις (ντερβένια) κατά των διερχομένων ιδιωτών η καραβανιών, ελάμβανον βιαίως την τροφήν των, τον ίματισμόν, ανταποδίδοντες τα ισα εις τον κατακτητήν. 

Αυτός ο  κ λ έ φ τ η ς,
 όπως τον απεκάλει ο ελληνικός λαός, 
ο ληστής, ο ζωοκλέπτης, 
ο οποίος εκ παραλλήλου προς τον Τούρκον εφόνευεν
 ενίοτε και τον συγχωριανόν του ,
 ο μη σκεπτόμενος παρά τον εαυτόν του και την οίκογένειάν του,
 ο αγωνιζόμενος διά την προσωπικήν του έλευθερίαν και συντήρησιν, 
είναι το πρώτον κύτταρον
και εν συνεχεία 
ο πρόδρομος του αγωνιστου της επαναστάσεως του 1821.

Η δημιουργηθεισα και συνεχώς αύξανομένη άνταρσία αύτη 
εις τα βουνά της Μακεδονίας 
ήρχισε να παρεμβάλλη σοβαρά προσκόμματα εις την τουρκικήν διοίκησιν, 
μη δυναμένην να έπιβάλη τάξιν και ασφάλειαν εις το έσωτερικόν, 
άλλά και ύποχρεωμένην ν  αντιμετωπίζη έξωτερικούς κινδύνους .

Προ της καταστάσεως ταύτης ήναγκάσθησαν οι Τούρκοι να προσλάβουν εκ των ιδίων κλέφτικων ομάδων τους πλέον επιφανεις, άλλά και άλλους Χριστιανούς, διαθέτοντας αιγλην τινά και έπιβολήν εις τας όρεινάς περιοχάς, κυρίως εκ των κτηνοτροφικών περιοχών (Βλάχους) εις την υπηρεσίαν  διώξεως της ληστείας και της φυλάξεως των ντερβενίων και γενικώτερον της ύπαίθρου, παραχωρήσαντες εις αύτούς διάφορα προνόμια. 

Ανέθεσαν λοιπόν οι Τούρκοι, φρονίμως σκεφθέντες, την διατήρησιν της δημοσίας άσφαλείας της ύπαίθρου εις τους ιδίους άνυποτάκτους πληθυσμούς, την οποίαν αύτοί δεν είχον κατορθώσει να επιτύχουν. 

Αύτοί είναι οι λεγόμενοι αρματολοί. 

Η τουρκική διοίκησις τους έξέλεξε διά την δίωξιν των κλεφτών .

 Μέτρον σοφόν διά τον κατακτητήν, το όποιον όμως προεκάλεσεν ομηρικούς άγώνας μεταξύ  αρματολών και κλεφτών και το κεφάλαιον τούτο της ιστορίας δειται ιδιαιτέρας ερεύνης.


Οι πρώτοι Ελληνες αρματολοι 
εμφανίζονται εν Μακεδονία 
κατά τας τουρκικάς πηγάς  το έτος 1627
 εις την περιοχήν Βεροίας Ναούσης, 
έντεταλμένοι την δίωξιν της ληστείας εις την ύπαιθρον.

 Τα δημοσιευθέντα παρά του γράφοντος τουρκικά έγγραφα είναι τα παλαιότερα,εξ όσων γνωρίζομεν, και μοναδικά εν Ελλάδι επί του θέματος των αρματολών, δικαιούμεθα όμως να συμπεράνωμεν ότι υπήρχον εις την περιφέρειαν αύτήν και παλαιότεροι αρματολοι. 

Η περιφέρεια Βεροίας Ναούσης εμφανίζεται ως η πρώτη αρματολική περιφέρεια εν τη Μακεδονία, 
άλλά και όλοι οι παρελαύνοντες αρματολοι και κλέφτες
 εις τα δημοσιευόμενα επίσημα έγγραφα είναι Ελληνες, 
φέρουν ονόματα ελληνικά, 
 παρ'όλον ότι την έποχήν εκείνην υπήρχον εις την περιοχήν αυτήν Σλάβοι (Βούλγαροι). 

Σλάβοι αρματολοί και χαιδούκοι (κλέφτες) έδρων βορειότερον .


Κατά το έτος 1628 διορίζονται παρά της τουρκικής διοικήσεως έτεροι 12 αρματολοι Ελληνεςμε αρχιαρματολόν τον Δήμον Νίκουκαι με προορισμόν την φύλαξιν του ντερβενίου Μεγάλου 'Αγιάννη της Βεροίας. 

Παρ'όλα όμως τα μέτρα ασφαλείας της τουρκικής διοικήσεως το ντερβένιον τούτο προσβάλλεται  από 70 κλέφτες, οιτινες φέροντες και σημαίας (μπαιράκ) έλήστευσαν καραβάνιον από Εβραίους και Ελληνας έμπορευομένους, μεταβαίνοντας εις την έμποροπανήγυριν της 'Ελάσσονος. 

Κατά την από του 1660 έως το έτος 1700 περίοδον οι άρχικλέφτες του Βερμίου και των Πιερίων Περδικάρης, Πολύζος η καπετάν Καλόγηρος, εκ Ναούσης αμφότεροι, Παναγιώτης Γράφας από το Κουστοχώρι της Βεροίας, καπετάν Μπαλαμπάνης, εκ της αύτής περιοχής, και Ανδρέας Σερμπέτης, επί κεφαλής ομάδων κλεφτών αναστατώνουν κυριολεκτικώς τόσον την τουρκικήν διοίκησιν, όσον και τους κατά τεκμήριω διώκτας των αρματολούς, με διαρπαγάς και ληστείας, ματαίως δε αγωνίζεται η τουρκική διοίκησις να έπιβάλη την τάξιν. 

Το προσωπικόν γόητρον του αρματολού, άδυνατούντος να έκτελέση άνειλημμένας ύποχρεώσεις, προσεβάλλετο εκ της δράσεως των οργανωμένων κλεφτών.
 Έπηκολούθουν ως εκ τούτου μάχαι μεταξύ  αρματολών και κλεφτών και αρκετοί κλέφτες εξωντώνοντο η συλλαμβανόμενοι αιχμάλωτοι κατεδικάζοντο κατά κανόνα εις τον δι'άγχόνης θάνατον μετά συνοπτικήν διαδικασίαν παρά του τουρκικού δικαστηρίου της Βεροίας.

Βλέπομεν εκ της αναγνώσεως των τουρκικών εγγράφων ότι το Βέρμιον και τα Πιέρια προηγούντο εις τον αρματολισμόν και την κλεφτουριάν των άλλων περιφερειών . 

Τούτο οφείλεται καθ'ήμάς, έκτος του πολεμικού χαρακτήρος των ορεσιβίων Μακεδόνων, και εις την σύστασιν του έδάφους της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας , διότι αι άλλεπάλληλοι και συνεχόμεναι όροσειραί υπήρξαν άνέκαθεν τα κατάλληλα ορμητήρια και καταφύγια, άτινα ως εκ των εδαφικών άνωμαλιών και της πυκνής βλαστήσεως δχηυκόλυνον την διαφυγή ν των κλεφτών, καθιστώντα δύσκολον και την διωξιν αύτών.

Κατά τα έτη 1682 και 1683 οι κλέφτες της Βορείου και Κεντρικής Μακεδονίας δρουν ομαδικώς κατά της τουρκικής διοικήσεωςκαι περιφερόμενοι έφιπποι και πεζή προκαλούν τοιαύτας άναστατώσεις , ώστε η τουρκική διοίκησις ήναγκάσθη να ζητήση την συνδρομήν των  αρματολών και να λάβη σκληρά μέτρα κατά των κλεφτών και των περιοχών αύτών, άλλά και να έπιβάλη βαρείας ποινάς εις πάντα Τούρκον, ο οποίος έξηναγκάσθη η έπιέσθη και τελικώς ήνέχθη την υπό των κλεφτών δημιουργηθεισαν κατάστασιν.

Εκ των πληροφοριών του Αρχείου Βεροίας διαπιστούται διά πρώτην φοράν η ύπαρξις Ελλήνων κλεφτών εις την Βόρειον Μακεδονίαν, άλλά και η συνεργασία αυτών με κλέφτες της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. 

Χαρακτηριστικόν της συνεργασίας και της δράσεως των κλεφτών αυτών υπήρξεν η έπίθεσις, την οποίαν ένήργησαν έναντίον εμπορευομένων, μεταβαινόντων εις τας εμποροπανηγύρεις της Μοσχοπόλεως, Δόλιανης και Ελάσσονος, τους οποίους και απεγύμνωσαν.

 Κατά την ιδίαν έποχήν, ένεκα των πολλών ύπερβασιών της τουρκικής διοικήσεως, πολλοί κάτοικοι του χωρίου Μηλιά  των Πιερίων Όλύμπου έτράπησαν όμαδικώς εις τα όρη, πυκνώσαντες τας τάξεις των κλεφτών.
 Οι Τούρκοι εκδικούμενοι διήρπασαν τα περιουσιακά αγαθά των κατοίκων του χωρίου τούτου και έξετόπισαν τας συζύγους και τα τέκνα των εις άλλας έπαρχίας.
 Δεν παρήλθεν όμως πολύ διάστημα και ήναγκάσθησαν να χορηγήσουν άμνηστείαν γενικωτέρας μορφής, υπό την προυπόθεσιν ότι οι κλέφτες θα μετενόουν και θα έπέστρεφον εις τα χωρία των, με την υπόσχεσιν περαιτέρω ειρηνικής διαβιώσεως.

Κατά το έτος 1699 έξεδόθη αύτοκρατορικόν φιρμάνιον , εκ του όποιου προκύπτει ότι οι διοριζόμενοι Ελληνες αρματολοι είσέπραττον παρανόμως παρά των διερχομένων εκ των ντερβενίων εμπόρων και διαβατών φόρον διαβάσεως (μπάτσι μουρούρ) και ότι παραπονα των αδικουμένων είχον φθάσει μέχρι της Υψηλής Πύλης, ήτις θορυβηθείσα διέταξε τον μουτεσαρίφην Θεσσαλονίκης, έχοντα ευρυτάτην διοικητικήν δικαιοδοσίαν επί των καζάδων 'Ιωαννίνων, Λαρίσης, Σερβίων, Δοιράνης, Γρεβενών, Γενιτσών, Στρωμνίτσης, Μοναστηρίου, Περλεπέ και Κιοπρουλού, 
να αντικαταστήση τους Ελληνας αρματολούς διά Τούρκων. 

Ο μουτεσαρίφης Χασάν πασάς, μη εύρίσκων προφανώς Τούρκους καταλλήλους και προθύμους να διάγουν τον τραχύν και έπικίνδυνον βίον του αρματολού, έθεώρησε σκόπιμον να προσλάβη 'Αλβανούς ως αρματολούς . 

Οι Αλβανοί όμως, είθισμένοι εις την ληστείαν , εντός ολίγων ετών έξειλίχθησαν εις τυράννουςόλων εκείνων των περιφερειών, άδικοπραγούντες και ληστεύοντες άδιακρίτως τους κατοίκους, την ασφάλειαν των οποίων, αφελώς σκεπτομένη η τουρκική διοίκησις, είχεν έμπιστευθή εις αύτούς.
 
'Ιδιαιτέρως εστράφησαν κατα των Ελλήνων χωρικών, οίτινες άδυνατούντες να υπομείνουν τους εκβιασμούς, τας διαρπαγάς και τα άλλα δεινά, άτινα ύφίσταντο παρά των οργάνων αυτών άσφαλείας της παραπαιούσης διοικήσεως, 
ήναγκάζοντο να καταφεύγουν όμαδικώς εις τα ορεινά κρησφύγετα της Μακεδονίας, πυκνούντες τας τάξεις των κλεφτών και επιδιδόμενοι εις άντεκδικήσεις. 

Οι Έλληνες αρματολοίαπωλέσαντες τα αρματολίκιά των 
ηνώθησαν μετά των κλεφτών και άμφότεροι έστράφησαν κατά των 'Αλβανών  αρματολών και ντερβεναγάδων, επιδιώκοντες αφ'ένός ν'αποδείξουν αύτούς ανικάνους προς την τουρκικήν διοίκησιν και αφ'έτέρου ν'άμυνθούν κατά των ύπερβασιών των.

  'Έκτοτε νομίζω ότι χρονολογείται ο συνεχής άνταγωνισμός μεταξύ των πολεμικών άνδρών των βουνών της Μακεδονίας και των 'Αλβανών, οίτινες ύπεισήλθον βαθμηδόν και κατ'ολίγον εις την έσωτερικήν διοίκησιν του τουρκικού κράτους , ιδία εν Δυτική Μακεδονία άρχικώς και αργότερον εν τη Κεντρική και 'Ανατολική, και απεκορυφώθη κατά τους χρόνους του 'Αλή Τεπελενλή

Αργότερον, ως θα ιδωμεν εν συνεχεία, οι 'Αλβανοί αρματολοι έδιώχθησαν παρά της τουρκικής διοικήσεως, αλλ'ο ανεπιθύμητος αύτός παραγων, τον οποίον οι Τούρκοι εκόσμουν με τας χειροτέρας ύβρεις , απαξ ύπεισελθών εν τη εσωτερική διοικήσει του τουρκικού κράτους, δεν ήτο εύκολον ν'απομακρυνθή.

Αρχομένης της ανοίξεως του έτους 1705 είχε διαταχθή διά σουλτανικού φιρμανίου η στρατολογία νέων χριστιανοπαίδων προς πύκνωσιν των τάξεων των γενιτσαρικών έστιών (γεντσαρίν ότζακλαρή). 

Είς το φοβερόν αύτό μέτρον του παιδομαζώματος, ως γνωστόν, υπέκειντο όλοι οι υπό τον όθωμανικόν ζυγόν διαβιούντες χριστιανικοί λαοί της 'Οθωμανικής Αύτοκρατορίας.

 Ο σιλιχτάρης των ανακτόρων 'Αχμέτ Τσελεμπή  μετέβη εις την Νάουσαν, ινα στρατολογήση εκ της πόλεως αύτής πεντήκοντα έπιλέκτους μικρούς ελληνόπαιδας, προοριζομένους διά γενιτσάρους, αλλ'οι κάτοικοι της Ναούσης όχι μόνον άντέδρασαν κατά της στρατολογίας των τέκνων των, αλλ'έχοντες επί κεφαλής τον αρματολόν Ζήσην Καραδήμονμετά των δύο υιών του και των οπαδών του, συνεπλάκησαν μετά των Τούρκων, εφόνευσαν τον στρατολόγον και τους συνοδεύοντας αυτόνκαι ακολούθως, ανερχόμενοι εις έκατόν, ετράπησαν εις τα πέριξ της πόλεως δασώδη όρη, έπιτιθέμενοι έκειθεν κατά των Τούρκων και διασαλεύοντες την τάξιν. 

Ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης απέστειλε προς καταδίωξιν του σώματος του Καραδήμου τον μπουλούκμπασην της Βεροίας Ρετζέπ αγά, ήγούμενον έπιλέκτου και σοβαράς δυνάμεως Τούρκων στρατιωτών.

Οι αντίπαλοι συνεκρούσθησαν μετά του σώματος του Καραδήμου πλησίον του ποταμού της Ναούσης 'Αραπίτσα, η δε έπακολουθήσασα μάχη υπήρξε λυσσώδης και σκληρά κατά το τουρκικό ν έγγραφον. 

Οι Τούρκοι επεχείρησαν δι'ύπερτέρων δυνάμεων να έπιτύχουν την κύκλωσιν του ελληνικού σώματος, χωρίς να το κατορθώσουν.

 Ο Καραδήμος παρά την κρατεράν άμυναν, εύρισκόμενος προ ύπερτέρων δυνάμεων τακτικού τουρκικού στρατού, ήναγκάσθη να ύποχωρήση μαχόμενος προς τας δυσπροσίτους κορυφάς του Βερμίου, κατά την ύποχώρησιν όμως έφονεύθη μαχόμενος και μία ομάς αρματολών, εις την οποίαν εύρίσκοντο οι δύο υιοί του και εξ οπαδοί, ήχμαλωτίσθη, των ύπολοίπων διαφυγόντων τελικώς. 

Οι αίχμαλωτισθέντες μετεφέρθησαν εις την Βέροιαν και έδικάσθησαν υπό του ίεροδικείου της πόλεως, προεδρεύοντος του καδή Χαλήλ έφέντη, με την κατηγορίαν της ένοπλου στάσεως, άνθρωποκτονίας και ληστείας.

 Η καρτεροψυχία, το θάρρος και η τόλμη των κατηγορουμένων υπήρξαν παροιμιώδεις και άντάξιαι της παραδόσεως των Ελλήνων κλεφτών.
 Όπως διαλαμβάνει το διασωθέν πρακτικόν της δίκης «ετόλμησαν να διακηρύξουν δια των ακαθάρτων χειλέων των ότι είμεθα αρματωλοι και διακηρυττομεν τα φρονήματά μας». 

Κατεδικάσθησαν απαντες εις τον δι'άγχόνης θάνατον,εκρεμάσθησαν εις τον διασωζόμενον εισέτι ιστορικόν πλάτανον της Βεροίας, αι δε αποκοπεισαι κεφαλαί των, κατά μακάβριον τουρκικόν έθιμον, απεστάλησαν εις τον βαλήν της Ρούμελης. 
Ταυτοχρόνως συνελήφθησαν εις την Νάουσαν και την περιοχήν αι οίκογένειαι του αρματολικού αύτου σώματος, 40 άνδρες και 29 γυναίκες, και μετήχθησαν εις τας φυλακάς της Θεσσαλονίκης. 

Η τουρκική αύτή δίωξις του Καραδήμου έστοίχισε κατά τας τουρκικάςπηγάς 74.387 χρυσά γρόσια, ποσόν σοβαρόν διά την έποχήν έκείνην.

Το θάρρος του ελληνικού αρματολικού σώματος της Ναούσης και η έπίθεσις κατά των Τούρκων στρατολόγων, άλλά και η άρνησις να παραδώσουν τα τέκνα των, τα προοριζόμενα διά γενιτσάρους, αποτελει μοναδικό ν φαινόμενον εις την ίστορίαν του αρματολισμού εν Ελλάδι, εξ όσων γνωρίζω. 

Είς τας ψυχάς των άνδρείων αυτών πολεμιστών, άρνουμένων να συμμορφωθούν εις τας έπιταγάς κράτους απεράντου και ισχυρού, όπως ήτο τότε η 'Οθωμανική Αύτοκρατορία, το όποιον είχεν ήδη από 200 και πλέον έτών έπιβάλει αύτό το σκληρόν μέτρον του παιδομαζώματος (ντεβσιρμέ), η ένοπλος άντίστασις και εν συνεχεία η έπίθεσις, αποδεικνύουν άναντιρρήτως την απαράδεκτον συμπεριφοράν του δυνάστου, τον πόθον της έλευθερίας και την ένοπλον όργάνωσιν του ελληνικού λαού προς αποτίναξιν του ζυγού της δουλείας. 

Είναι τα σπέρματα μιας κυοφορουμένης και οργανουμένης επαναστάσεως, διότι έκτοτε, ως θα ίδωμεν εν συνεχεία, εις τα βουνά της έλευθερίας καταφεύγουν όμαδικώς οι καταδυναστευόμενοι Ελληνες και σφυρηλατούνται έκεί, εις την έλευθέραν Ελλάδα, τα όνειρα και αι έλπίδες του δουλεύοντος Γένους.
Μεταξύ των έτών 1710 και 1711 Ελληνες αρματολοι και κλέφτες, καθώς και 'Αλβανοί, ιδιαιτέρως δρώντες, αλλά και συνεργαζόμενοι, έπιτίθενται τόσον εις την περιοχήν Μοναστηρίου και την Ηπειρον, όσον και εις τους καζάδες Εδέσσης και Γενιτσών εναντίον ντερβενίων και χωρίων και έπιφέρουν μεγάλας καταστροφάς .

Ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης, εύρισκόμενος εν Σόφια, διετάχθη να περιοδεύση την Ρούμελην  και να προβή εις ώργανωμένην έκστρατείαν κατά των  αρματολών και κλεφτών Ελλήνων και 'Αλβανών. Αι έπιδρομαί αύται συμπίπτουν χρονολογικώς με την κατά των Τούρκων επίθεσιν των Ρώσων, επί Πέτρου του Μεγάλου, όστις διά προκηρύξεών του προσεπάθησε να έξεγείρη τους λαούς της Βαλκανικής Χερσονήσου κατά της Τουρκίας ύποσχεθείς πολλά ανταλλάγματα.
Αι προκηρύξεις εκείναι επηρέασαν  τον ελληνικόν λαόν, το δε όνομα του αύτοκράτορος της Ρωσίας έμνημονεύετο εις τας ελληνικάς έκκλησίας, άλλά και οι Ελληνες υπόδουλοι από την όρθόδοξον Ρωσίαν πολλά προσεδόκουν. 
H ήττα όμως των Ρώσων παρά τον Προύθον, δεν υπέσχετο τότε την αναμενομένην συνδρομήν .

 Παρ'όλον ότι έλλείπουν περισσότεραι πληροφορίαι διά την έποχήν έκείνην, πρέπει να όμολογηθή ότι έκτοτε οι Ελληνες αρματολοι και κλέφτες, ήρχισαν να συνειδητοποιούν την ίδέαν, ότι δεν απέχει πολύ η εποχή κατά την οποίαν, όργανούμενοι και βοηθούμενοι από την χριστιανικήν Ρωσίαν, θα επετύγχανον διά της συνδρομής της μίαν ήμέραν την απελευθέρωσιν της πατρίδος.

Ο αναβρασμός των Ελλήνων κλεφτών της Μακεδονίας εξακολουθεί και μετά την λήξιν του ρωσοτουρκικού πολέμου, διότι κατά το έτος 1714 διά σουλτανικού φιρμανίου  διετάχθη συστηματική εκστρατεία διά τακτικού στρατου και γενιτσάρων εναντίον των κλεφτών της περιοχής Γενιτσών και Εδέσσης προς αποκατάστασιν της σοβαρώς διασαλευθείσης τάξεως εις την ύπαιθρον.

Φαίνεται όμως ότι παρ΄ όλην την δίωξιν των κλεφτών, ούτοι εξηκολούθουν να έπιδρούν επί της δημοσίας ζωής, ιδίως των κοινοτήτων, ώστε να μη έπιτρέπουν τον διορισμόν κοινοτικών αρχόντων και φυλάκων των χωρίων και των κτημάτων, αν δεν ήσαν της έγκρίσεως αυτών, ασκούντες εν είδος κατασκοπείας και συνεργαζόμενοι με τους άλλους κλέφτες .

 Τοιούτοι φύλακες εν Ναούση κατά το έτος 1717, προοριζόμενοι να φυλάττουν την πόλιν, άλλά προερχόμενοι εκ των παλαιών κλεφτών, είσέβαλον εν καιρώ νυκτός εις το κατάστημα του Ίεροδικείου της περιτειχισμένης πανταχόθεν αύτής πόλεως και αγνοήσαντες τας διαταγάς του έγερθέντος εκ του ύπνου ίεροδίκου Μεχμέτ, άπηλευθέρωσαν ένα δούλον, άφήρεσαν χρήματα του Τουρκικού Δημοσίου και άνήρπασαν τα πράγματα του ίεροδίκου. 

Καί ναι μεν διά φιρμανίου διετάχθη ο ίεροδίκης Θεσσαλονίκης να λάβη τα ένδεδειγμένα μέτρα διά την αποκατάστασιν της τάξεως και την άπόδοσιν των διαρπαγέντων, άλλά το έπεισόδιον αύτό μαρτυρεί εύγλώττως πόσον οι κλέφτες και αρματολοί επηρέαζον την δημοσίαν ζωήν της ύπαίθρου χώρας.
Άνωτέρω έξεθέσαμεν ότι κατά το έτος 1699 είχον αντικατασταθή οι Ελληνες αρματολοί δι''Αλβανών, έκδοθέντος προς τούτο σουλτανικού φιρμανίου, αλλ'η διαγωγή των 'Αλβανών και η άντίδρασις του ελληνικού στοιχείου, δεν έπέφερον τα άναμενόμενα υπό της τουρκικής διοικήσεως αποτελέσματα και η τάξις εις την ύπαιθρον χώραν διεταράχθη.  

Προς αντιμετώπισιν της δημιουργηθείσης καταστάσεως, κατά μήνα Ίανουάριον του έτους 1722, εξεδόθη νέον αύτοκρατορικόν φιρμάνιον απευθυνόμενον προς τον βεζίρην της Ρούμελης 'Οσμάν πασάν, διαμένοντα εις Νύσαν της Γιουγκοσλαβίας, όστις διετάσσετο να μεταβή εις την Ρούμελην και να προβή εις τον διορισμόν φυλάκων των ντερβενίων (αρματολών) ύποδεικνυομένων υπό των ραγιάδων κατοίκων των βιλαετίων της Ρούμελης, εις άλλα δε ντερβένια, όπου δεν υπήρχεν ανάγκη να διορισθούν αρματολοί,να φυλάττουν οι ιδιοι ραγιάδες και να λαμβάνωνται γενικώτερα μέτρα, ώστε να έπανέλθη η διασαλευθείσα τάξις και ασφάλεια.

Έπί τι διάστημα απακατεστάθη διά των ληφθέντων μέτρων ποιά τις τάξις, άλλά κατά το έτος 1747 εμφανίζεται εις την περιοχήν Βεροίας και Ναούσης ώργανωμένον σώμα κλεφτών Ελλήνων υπό την αρχηγίαν του Γούτα , καταγομένου εκ Κατρανίτσης (νύν Πύργοι) της δυτικής πλευράς του Βερμίου, το όποιον έπροξένησε μεγάλας φθοράς εις περιουσιακά αγαθά Τούρκων και Ελλήνων, επιχειρήσαν δι'ένέδρας ν'απαγάγη Τούρκους άξιωματούχους και τελικώς, αφ'ου έπέδραμε κατά του χωρίου Σέλι του Νοτίου Βερμίου, απεσύρθη εις την περιοχήν Κατρανίτσης.

 Μετά τινα έτη εις την περιοχήν Καιλαρίων (Πτολεμαίδος) Κοζάνης έτερον σώμα Ελλήνων κλεφτών υπό τον αρχικλέφτην Μόκον, τον Μακρυγιάννην, Θεοδόσιονκαι άλλους περί τους τεσσαράκοντα, συμπλακέν με καταδιωκτικόν άπόσπασμα, υπέστη σο βαράς άπωλείας εις νεκρούς, άναγκασθέν να έγκαταλείψη την περιοχήν. 
Την ιδίαν τύχην έσχον και οι κλέφτες του Βερμίου Μάρκος και Σάρκος.
Μετά μικράν αναπαυλαν, οι κλέφτες του Βερμίου και των Πιερίων ήρχισαν νέαν δρασιν . 
Οιαρχικλέφτες Κατσαούνης, Σεντέφκος, Χρήστος, Μανώλης και Σαβράνος, επί κεφαλής ισχυρών ομάδων κλεφτών διατρέχουν όλόκληρον την όρεινήν έκείνην περιοχήν, μαχόμενοι έπιτυχώς προς τα τουρκικά καταδιωκτικά αποσπάσματα και τους ντερβεναγάδες. 

Την έποχήν έκείνηνδεν υπήρχε μακεδονικόν βουνόν χωρίς τον κλέφτην του και ούτε ορεινή περιοχή, εις την οποίαν η τουρκική έξουσία να δύναται ν'ασκήση και υποτυπώδη διοίκησιν.

Το Βέρμιον, ο Όλυμπος, τα Πιέρια, το Καιμακτσαλάν, τα Χάσια, η περιοχή των Γρεβενών, έκλεφτοκρατούντο απολύτως, οι δε Τούρκοι ματαίως ήγωνίζοντο με τα ολίγα αποσπάσματα και τα άλλεπάλληλα και συγκρουόμενα φιρμάνιά των, να καταπνίξουν την διαρκώς αύξανομένην κίνησιν των άνυποτάκτων ελληνικών ορεινών πληθυσμών, προάγγελον μιας γενικωτέρας και ώργανωμένης έξεγέρσεως εις το μέλλον. 

Διανύομεν μίαν εποχήν, κατά την οποίαν δεν συναντώμεν αρματολούς εις την υπηρεσίαν  της τουρκικής διοικήσεως, διότι και αύτοί, Ελληνες πατριώται, μισούντες τον τύραννον, είχον μεταπηδήσει εις την τάξιν των κλεφτών. 

Καί εις επίρρωσιν των όσων έκθέτομεν ενταύθα, θα περιγράψωμεν μίαν τοιαύτην σύμπραξιν  αρματολών και κλεφτών, μοναδικήν εις τα χρονικά του αρματολισμού και της κλεφτουριάς εις την Ελλάδα.

Συμφώνως προς σχετικόν φιρμάνιον  του έτους 1765, διετάχθη ο βαλής της Θεσσαλονίκης βεζίρης Κιοπρουλού Ζαντέ 'Αχμέτ πασάς, να προβή εις την λήψιν δραστικών μέτρων διώξεως των κλεφτών, διότι μεγάλαι δυνάμεις αυτών υπό την άρχηγίαν των αρχικλεφτών Πατραζίκ (Υπάτης), Πλαταμώνος (Ολύμπου), Ελάσσονος, Τρικκάλων, Σερβίων, Βεροίας και άλλων περιοχών, 
υπό τον καπετάν Σαλαμούραν του Πλαταμώνος,
 τους καπετανέους Κόλιον, Λάζον, Κατσαούνην και Βοζίκην της περιφερείας 'Ελάσσονος, 
τους καπετανέους Μίχον, Μάρκον και Κώσταν της περιφερείας Σερβίων,
τον καπετάν Τσώμην του Δομοκού, 
τους καπετανέους Άστεριάδην, Μπάμπον, Βέχαν και Σταμούλην της περιφερείας Τρικκάλων,
τους καπετανέους Μπέλικαν και Μπράκον της περιφερείας Βεροίας,
τους καπετανέους Κοντογιάννην και Δημήτριον Παπάζογλου εκ Γούρας 
και τον Μήτρον από το Πατρατζίκ (Ύπάτην), 
τους καπετανέους μικρόν Ζήδρον και Τσολάκ (Τσολάκογλου;), 

έπέδραμον κατά των χωρίων του 'Ολύμπου, συνέλαβον αιχμαλώτους, διά τους οποίους έζήτησαν λύτρα προς απελευθέρωσιν, τελικώς δε κατέλαβον το τσιφλίκιον Κάλλιανη περί τον 'Αλιάκμονα ποταμόν, εφόνευσαν και ετραυμάτισαν πολλούς, διήρπασαν τρόφιμα, έπιπλα και άλλα διάφορα αντικείμενα , τα όποια φορτώσαντες επί 94 ήμιόνων άνεχώρησαν. 
Πρόκειται περί επιδρομής κατά τσιφλικιού Τούρκων τιμαριούχων,αλλ'ο τρόπος της οργανώσεως και επιθέσεως τόσον πολυπληθούς σώματος κλεφτών με άρχηγούς τους καλυτέρους πολεμικούς άνδρας των περιφερειών έκείνων πολλά υπέσχετο διά το μέλλον.

 Βεβαίως η επιδρομή είχε ληστρικόν χαρακτήρα, αλλ'ως και εν άρχή του παρόντος έξεθέσαμεν, η ληστεία υπήρξεν εκ των κυριωτέρων έλατηρίων της άνταρσίας των ορεινών περιοχών. 
Τούτο άλλωστε έξηκολούθησε παραλλήλως προς άλλα έπιτεύγματα και μέχρι των άρχών της επαναστάσεως του 1821, διότι οι άνδρες αύτοί ήσαν υποχρεωμένοι ως εκ του βίου, τον όποιον διήγον, να διατρέφωνται εκ διαρπαγών και ληστειών και να συντηρούν τας οικογενείας των εξ αύτών.
Κατά τον επί της αύτοκρατείρας Αικατερίνης της Β'ρωσοτουρκικόν πόλεμον και την ατυχή επανάστασιν της Πελοποννήσου,η Μακεδονία δεν έμεινεν άμέτοχος. 

Έκινήθησαν τόσον ο πληθυσμός των μικροαστικών κέντρων και της ύπαίθρου, όσον και οι αρματολοι και κλέφτες των βουνών. 
Ο εκ των Ρώσων πρακτόρων και εκ Σιατίστης καταγόμενος Γεώργιος Παπαζώλης , άξιωματικός του πυροβολικού του ρωσικού στρατου και εκ των κυρίων ύποκινητών της επαναστάσεως της Πελοποννήσου, καθ'ύπάρχουσαν εν τη Δυτική Μακεδονία παράδοσιν,
προσεκάλεσεν εις την Πελοπόννησον τους αρχικλέφτες Ζιάκαν της περιοχής Γρεβενών και Γιάννην Φαρμάκην από το Βλάτσι, Θειον του αγωνιστου του 1821.

Πέραν της παραδόσεως ταύτης οι αρχικλέφτες  του 'Ολύμπου Ζήδρος, Λαπας και Λάζοςέκινήθησαν κατά των Τούρκων εις τας περιφερείας των, άλλά καταδιωχθέντες συστηματικώς υπό των τουρκικών στρατευμάτων, 
άτινα φοβούμενα γενικωτέραν έξέγερσιν των Ελλήνων είχον πλημμυρίσει την Μακεδονίαν, υπεχώρησαν διαρκώς μαχόμενοι και έφθασαν εις το Αίτωλικόν της Ακαρνανίας, πλην του σώματος του Ααπα, το όποιον κατέφυγεν εις τον Άσπροπόταμον (Άχελώον). 

Πολιορκηθέντες υπό των Τούρκων ο Ζήδρος και ο Λάζος εις το Αίτωλικόν, ήγωνίσθησαν σκληρώς επί τρίμηνον σχόντες με: γάλας άπωλείας, άλλά προσβληθέντες εν συνεχεία υπό της έπιδημίας της εύλογίας κατώρθωσαν τελικώς, ελάχιστοι εξ αύτών, να σωθούν και με άρχηγόν τον Πάνον Ζήδρον να έπιστρέψουν εις τα ορμητήρια του 'Ολύμπου και των Πιερίων.

Κατά το έτος 1772 άφίχθη εις την Μακεδονίαν οιατρός Σωτήριος Λευκάδιος, πράκτωρ των Ρώσων, αποσταλείς υπό του Ρώσου ναυάρχου Σπυριντώφ ,
 ινα έξεγείρη τους Έλληνας κατά των Τούρκων.

 O Λευκάδιος, εν συνεννοήσει με τους πολεμικούς άνδρας της Μακεδονίας, 
κατήρτισε σώμα εκ 300 πολεμιστών, 
το όποιον διεκρίθη αργότερον κατά την πολιορκίαν της Βηρυττού, μεταφερθέν υπό των Ρώσων, και ακολούθως προσεταιρίσθη τον επίσκοπον Εδέσσης Μελέτιον, τον Βεροίας Δανιήλ και άλλους έπισκόπους ύπαγομένους εις την μητρόπολιν Θεσσαλονίκης . 

Συνήλθον μάλιστα εις σύσκεψιν άρχικώς εν Ναούση και εν συνεχεία εν Κοζάνη οι άνωτέρω έπίσκοποι καθώς και ο Καμπανίας Θεόφιλος, ο Πλαταμώνος Διονύσιος, ο Σερβίων και Κοζάνης Θεόφιλος, ο Πέτρας Ολύμπου Αθανάσιος και ο Κίτρους Ιγνάτιος, συμφωνούντος και του Αρδαμερίου Διονυσίου. 
Κατά την συγκροτηθείσαν σύσκεψιν μετά των προκρίτων της περιοχής απεφασίσθη να δεχθούν τας προτάσεις του Λευκαδίου και εν συνεργασία μετά των  αρματολών καθώρισαν 25 στρατιωτικά (αρματολικά) σώματα να έξεγερθούν εν καιρώ κατά των Τούρκων. 

Οι κυρίως πρωταγονισταί μητροπολίται Εδέσσης και Βεροίας έσπευσαν να γνωρίσουν τας αποφάσεις των συνελεύσεων εις τον Λευκάδιον. 
Δεν γνωρίζομεν την έκτασιν, την οποίαν έλαβεν η δημιουργηθεισα κίνησις, έλλείψει άλλων πληροφοριών, αλλ'οι πληθυσμοί της Μακεδονίας έδεινοπάθησαν τότε. 
Οι Τούρκοι φοβούμενοι, μετά την ναυμαχίαν του Τσεσμέ, μήπως ο ρωσικός στόλος εμφανισθή προ της Θεσσαλονίκης, επρότεινον την σφαγήν των Ελλήνων  και προς έξουδετέρωσιν των μηχανορραφιών αυτών απεφάσισαν να μεταφέρουν εις την Θεσσαλονίκην 500-600 Γιουρούκους, κατετυράννησαν τους Έλληνας, έφόνευσαν άρκετούς και μεταξύ αυτών και ένα ήγούμενον, έπιβαλόντες βαρυτάτας φορολογίας και διαρπάσαντες πλείστας περιουσίας.

Η δημιουργηθεισα κατάστασις ετερματίσθη διά της ύπογραφείσης μεταξύ Ρώσων και Τούρκων συνθήκης του Κιουτσούκ Καιναρτζή (1774), 
διά της οποίας πλείστα προνόμια, ιδία θρησκευτικά, και εύρειαι άμνηστείαι παρεχίορήθησαν εις τους έξεγερθέντας Ελληνας.

 «Το Ελληνικόν Έθνος, γράφει ο αείμνηστος Παπαρρηγόπουλος , εγίνωσκεν αύτομάτως πως την τε ταυτότητα των συμφερόντων τούτων μέχρι τινός και την από του σημείου τούτου διάστασιν αύτών. Όθεν ελάμβανε μεν τα όπλα οσάκις εύρισκε συμμάχους οιουσδήποτε, έγκαταλειπόμενον δε παρ'αυτών έθλίβετο βεβαίως και ήλεγχε τους στρέψαντας αύτώ τα νώτα, αλλ'ύφιστάμενον μαρτυρικώς τας συνεπείας της μονώσεώς του, δεν έμνησικάκει κατ΄ ούδενός, άλλά δοθείσης περιστάσεως έπιτηδείας να δράξη τα όπλα, έστω και επί συμπράξει των προ μικρού έγκαταλειπόντων αύτό, δεν έδίσταζε να επαναλάβη τον προαιώνιον και πεπρωμένον άγώνα κ.λ.π.».
Εν πάση περιπτώσει, εκ των εξεγέρσεων αυτών, έστω και ατυχών, ήρχισε φανερώς να συνειδητοποιήται εις τα ελληνικά βουνά, άλλά και εις τα άστικά κέντρα και τον όρθόδοξον κλήρον η ιδέα της έλευθερίας, αλλά και να διαγράφηται ο ρόλος τον όποιον θα διεδραμάτιζον έφεξής οι αρματολοι και κλέφτες, αποτελούντες άξιόλογον δύναμιν του ύποδούλου έθνους.
Ο ανωτέρω μνημονευθείς αρχικλέφτης της Μακεδονίας Πάνος Ζήδρος, κατήγετο από την περιφέρειαν Γρεβενών, όπου άκόμη διασώζονται τα ερείπια του «πύργου του Ζήδρου». 

Έσυγγένευεν εκ μητρός με τον διάσημον Θεσσαλόν αρματολόν Βλαχάβαν. 
Κατεπολέμησεν ιδιαιτέρως τους Τούρκους τιμαριούχους, το δε σώμα του απετελείτο από κλέφτες των διαφόρων ορεινών περιοχών της Μακεδονίας.
 'Έχαιρε μεγάλης φήμης και ύπολήψεως μεταξύ των καπετανέων της Μακεδονίας. 
Δεν γνωρίζομεν δυστυχώς περισσοτέρας λεπτομερείας περί της δράσεώς του. Άπέθανεν από φυσικόν θάνατον  άφήσας διάδοχον τον υίόν του Φώτην, στερούμενον όμως των πολεμικών άρετών του πατρός του.
Κατά την έποχήν του Ζήδρου εμφανίζονται εις το στόμα του λαού τα πρώτα λαικά τραγούδια της ηρωικής έκείνης εποχής εν Μακεδονία.
 Παλαιότερα ήρωικά προιόντα της λαικής μούσης δεν κατωρθώσαμεν ν'άνεύρωμεν.
Θα παραθέσωμεν εδώ το τραγούδι του Ζήδρου. όπως το διέσωσεν ο Fauriel .

Ο Ζίδρος κάμνει την χαράν, χαράν για τον υιό του
 Έκάλεσε την κλεφτουριάν, τα δώδεκα πρωτάτα, 
Τον Λαπαν δεν έκάλεσε, το μαύρον ψυχοπαίδι. 
Κ΄ όλοι πηγαίνουν κέρασμα κριάρια με κουδούνια 
Κ'ο Λαπας παγ'άκάλεστος με ζωντανόν άλάφι,
 'Σ τ ασήμι και 'σ το μάλαμα και 'σ το μαργαριτάρι.
 Κανένας δεν τον λόγιασεν από τους καλεστάδες
 Η Ζίδραινα τον λόγιασεν από το παραθύρι, 
Πάλε η μαύρη Ζίδραινα, η μαύρη παραμάννα
 «Καλώς τον Λαπαν πω 'ρχεται μ΄ άλάφι στολισμένον! 
Στρώστε του Λαπα στον όντάν, του Τρίψα  στην
κρεββάταν,
Στρώστε και των παλληκαριών απ'όλα τα πρωτάτα».
Ο άναφερόμενος εις το τραγούδι κλέφτης Λαπας, περί του οποίου έγράψαμεν άνωτέρω, κατήγετο από το Λιτόχωρον του 'Ολύμπου. 
Από μικρός ήκολούθησε το σώμα του Ζήδρου, έγινε πρωτοπαλλήκαρόν του και αργότερον έσχημάτισεν ίδιαίτερον σώμα κλεφτών μαζύ με τον συνεργάτην του Τρίψαν.

 Δεν έχομεν πληροφορίας διά την προηγουμένην του δρασιν, άλλά κατά τα Όρλωφικά, καταδιωχθείς από τα τουρκικά καταδιωκτικά αποσπάσματα των Τρικκάλων, κατέφυγεν εις τον Άσπροπόταμον , έπιδείξας τοιαύτην δραστηριότητα κατά των Τούρκων, ώστε δι'έκδοθέντος σουλτανικού φιρμανίου διετάχθησαν αι τουρκικαί αρχαί 'Ιωαννίνων και Τρικκάλων να προσκομίσουν τον Λαπαν εις Κωνσταντινούπολιν ζώντα η νεκρόν.
 Ο 'Αλβανός Σουλειμάν Τζιαπάρη, φίλος του Λαπα, εις την οίκίαν του οποίου εις το χωρίον Μαργαρίτι εύρισκε καταφύγιον ο καταδιωκόμενος Λαπας, φοβηθείς από την έπικήρυξιν του σουλτάνου, παρέδωσεν άμφοτέρους τους κλέφτες Λαπαν και Τρίψαν εις τους απεσταλμένους του βαλή των Ιωαννίνων Κολιό πασά, ινα μεταφέρουν τούτους εις 'Ιωάννινα.

Κατά την μεταφοράν των ειδοποιηθέντες οι Σουλιώται του Γεωργίου Μπότσαρη,επετέθη σαν μεταξύ Παραμυθίας και Ιωαννίνων κατά της τουρκικής συνοδείας, ίνα έπιτύχουν την απελευθέρωσιν, άλλά κατά την έπακολουθήσασαν συμπλοκήν, ο μεν Τρίψας εφονεύθη, αλλ'ο Λαπας κατώρθωσε να διαφύγη. Το έπόμενον έτος 1785, σχηματίσας εκ νέου σώμα από έκατόν πεντήκοντα κλέφτες, ήρχισε και πάλιν την δράσίν του εις την περιοχήν Άσπροποτάμου, διωχθείς όμως συστηματικώς και ύποχωρών μαχόμενος, προσεπάθησε να έγκατασταθή εις τον Κόζιακαν της Πίνδου, νοτιοδυτικώς των Γρεβενών, αλλ'οι Τούρκοι έπέτυχον να κυκλώσουν το σώμά του. Έπιχειρήσας να διασπάση τον κλοιόν έφονεύθη κατά την έφοδον, άφήσας εις το σώμα του διαδόχους τον Στουρνάρην, Βλαχοθόδωρον και Πλιάσκαν.
Από τα πρωτοπαλλήκαρα του Πάνου Ζήδρου προέρχεται και άλλος άμφίβιος αρματολός κουρσάροςο Γκέγκας, όστις υπήρξεν αρματολός της περιοχής Κατερίνης, καταγόμενος καθ'όλας τας ύπαρχούσας πληροφορίας από το Λειβάδι.


«Ο Γκέκας έκατέβαινε μέσα στα δυο πλατάνια,
με τα πουλιά κουβέντιαζε και με τα χελιδόνια
«τάχα πουλιά να ίατρευθώ  τάχα πουλιά να γιάνω;
Σα θέλης Γκέκα μ΄ ίατρειά, σα θέλης, Γκέκα, να γιάνης,
πάρε ψηλά τον "Ολυμπο, ψηλά τα κλεφτοβούνια,
έκεί μοιράζουν τα χωριά, τα δώδεκα τζεφλίκια.
Τσάρας παίρνει τη Ράψανη, Γιάννης τον Πλαταμώνα*
Γκέκα μου, παρ5 τον "Ολυμπο με τα πολλά τζεφλίκια.
Δεν θέλω έγώ τον "Ολυμπο με τα πολλά τζεφλίκια,
μον'θέλω γω τη θάλασσα με τα πολλά καίκια,
να παίρνω Τούρκους σκλάβους μου και Τουρκοπούλες σκλάβες,
να φερν5 άμάξι το φλωρί κι'αμάξι το λογάρι,
να μού γεμίζουν την ποδιά όλο μαργαριτάρι».


Έδρασεν εις τον Όλυμπον ως αρματολός και κατέλιπε καλάς αναμνήσεις εις τους συντρόφους του διά την άνδρείαν και τον χαρακτήρα του. 

Λεπτομερείας περί της εν Όλύμπω δράσεώς του δεν έχομεν, άλλά μεταξύ των ετών 1787-1790 ο Γκέγκας έξώπλισε μέγα σκάφος, έπεβίβασε παλαιούς κλέφτες και άλλους θαλασσινούς, συνέλαβε δε και έλεηλάτησε εις τον Θερμαικόν κόλπον τουρκικόν έμπορικόν σκάφος πλήρες σίτου. 

Κατόπιν του πειρατικού αύτου κρούσματος, τα γαλλικά έμπορικά σκάφη, που κατ'έξοχήν την έποχήν έκείνην, ένεκα των πολεμικών γεγονότων, διεξήγον το θαλάσσιον έμπόριον και τας μεταφοράς, μερίμνη του εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτου της Γαλλίας Choiseul-Gouffier, συνωδεύοντο υπό πολεμικών σκαφών διά την ασφάλειαν έπιβατών και φορτίου. 'Εν βρίκιον γαλλικόν των 8 πυροβόλων εστάλη προς δίωξιν του Γκέγκα, ο όποιος, κινδυνεύων να συλληφθή, έπυρπόλησε το πειρατικόν σκάφος, διά να μη περιέλθη εις χείρας των Γάλλων, χωρίς όμως να παραιτηθή και των πειρατικών του έπιχειρήσεων, διότι μετ'ολίγον ήχμαλώτισε σκάφη, Ελλήνων μάλιστα πλοιοκτητών, και ήρχισεν εκ νέου τας πειρατικάς του ενεργείας, άναγκασθείς όμως τελικώς να έγκαταλείψη ταύτας, ένεκα της υπό των Γάλλων συνεχούς διώξεώς του και να τραπή εις τα Μακεδονικά βουνά, πλέον εύπρόσιτα εις την κλέφτικην είδικότητά του. 

Οι Τούρκοι όμως τον κατεδίωξαν συστηματικώς και τον ήνάγκασαν να έγκαταλείψη την Μακεδονίαν και να τραπή προς την Πάργαν η Πρέβεζαν, ένθα και έφονεύθη η άπέθανε κατά το έτος 1790 περίπου.
Σύγχρονος του Ζήδρου είναι ο Λάζος (Έξαρχος;),γενάρχης της μεγάλης οικογενείας των  αρματολών Λαζέων καταγομένων από το Λειβάδι του 'Ολύμπου. 

Οι Λαζέοι προσέφερον άναριθμήτους ύπηρεσίας κατά τον προεπαναστατικόν και επαναστατικόν άγώνα και εκ της οικογενείας ταύτης κατάγεται ο εκ των πρωταγωνιστών του επαναστατικού κινήματος των 'Ηγεμονιών του Δουνάβεως Γεωργάκης 'Ολύμπιος.
Ο γενάρχης Λάζος υπήρξεν από τους επιφανεστέρους κλέφτες των βουνών της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Η λαική μούσα διέσωσε χαρακτηριστικό κλέφτικο τραγούδι , όπου έξυμνείται η προσωπικότης του διασήμου αύτου άρχικλέφτη:

«Τρεις περδικούλες κάθουνταν εις την Μηλιάν  επάνω*
Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα.
Μυρολογούσαν κ'έλεγαν, μυρολογούν και λέγουν
 «Θεέ μου τι να γίνηκεν ο έξαρχος  ο Λάζος; 
Πούταν στον κόσμο ξακουστός, στον κόσμο ξακουσμένος.
 Λάζε μου, τι δεν φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι;
 Να περπατής αρματωλός, το μαύρο καβαλάρης*
 Να λάμπουν τα τσαπράζιά σου, τα φλωροκαπνισμένα, 
Δωδεκ'άράδες τα κόμπια στα ρούχινα γελέκια,
 Νάχης και στο σπαθάκι σου χούφτα μαλαγματένια, 
Να κρούη ο ήλιος την αύγήν, να κρούη το μεσημέρι».
Ο πρωτότοκος υιός του Λάζου ωνομάζετο Γιάννης, αυτός υπήρξε και ο διάδοχος εις το αρματολίκι, οι δε άλλοι τρεις άδελφοί του ώνομάζοντο Λιόλιος, Δήμος και Κώστας . 
Υπήρξαν όμως και άλλοι Λαζέοι εκ της αύτής οικογενείας, όπως μας πληροφορεί διασωθέν δημοτικό τραγούδι .

«του Νίκου πεφτ'η Ποταμιά, του Χρήστ'η Άλασσώνα,
 Ο Τόλιος καπετάνεψε φέτος στην Κατερίνη
 Καί το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα»
Κατά την αύτήν Εποχήν δρούν εις την περιφέρειαν Γρεβενών μέχρι Σαμαρίνας 
οι άρχικλέφτες 
Καραλής, 
Τότσκας, 
Νάκας και Γιάννης Πρίφτης.

 Ο Καραλής πολλάκις έξεδίωξε τους 'Αλβανούς ντερβεναγάδες από τα χωρία του 'Ολύμπου, ο δε Τότσκας με πρωτοπαλλήκαρον τον Νάκαν, κατετρόπωσαν έπανειλημμένως τα αποσπάσματα του Κούρτ 'Αχμέτ πασα, άρχηγού των ντερβενίων (ντερβεντάτ ναζήρ) της δυτικής Ρούμελης και επί κεφαλής 160 κλεφτών έπετέθη κατά 2.000 Αλβανών, έπιστρεφόντων μετά τα Όρλωφικά εκ Πελοποννήσου και μεταφερόντων αιχμάλωτα περί τα 1000 γυναικόπαιδα και πλούσια λάφυρα. 

Η επίθεσις έγινε πλησίον των χωρίων Σμίξη και Θαλπέη της περιοχής Γρεβενών, οι δε 'Αλβανοί ύποστάντες σοβαράς απώλειας εκ του αιφνιδιασμού, έγκατέλειψαν τα γυναικόπαιδα και τα λάφυρα και οι ύπολειφθέντες έτράπησαν εις φυγήν .

Ο αγωνιστής του 1821 Χριστόφορος Περραιβός εις τα «Απαντά» του συμπεριέλαβε και το τραγούδι του Τότσκα και του Νάκα.

 Ο Νάκας με τον Τσολάκην, άλλον κλέφτην της περιοχής Γρεβενών, έσκέπτοντο να προσκυνήσουν τον ντερβέναγαν της περιοχής, που είχε συλλάβει τας οικογενείας των.
 Ο Τότσκας τους ήμπόδισε να παραδοθούν, διότι ήτο πεπεισμένοςοτι οι Τούρκοι όχι μόνον δεν 0α άπηλευθέρωνον τας οικογενείας των, άλλά θα έκρέμων και τους ιδίους.
 Εύτυχώς εις μίαν συμπλοκήν οι αρματολοί ούτοι επέτυχον να αιχμαλωτίσουν δύο σημαίνοντας Τούρκους άξιωματούχους άνταλλάξαντες αύτούς με τας οικογενείας των.
«Εψές προψές έδιάβαινα 'πο κλεφτικά λημέρια Κι'άκουσα, 
πως έρμήνευε Τότσκας τα παλληκάρια*

 «Παιδιά μ΄ αν θέλτε λεβεντιά κ'έλεύθερα να ζήτε, 
Βάλτε τσηλίκι στην καρδιά και σιδηρά στα πόδια. 
Κρασί ποτέ μη πίνετε, ύπνο μην αγαπάτε, 
Ο ύπνος είναι θάνατος και το κρασ'είναι πλάνος». 

Γυρίζ'ο Νάκας και τον λεγ', λέγει τον καπετάνο*
«Μπιζέρισαν, βαρέθηκαν, Τότσκα μ' , τα παλληκάρια, 
Της νύχτας το περπάτημα, τσ'αύγής το καραούλι, 
Θέλουν να προσκυνήσουνε σ΄ αύτόν τον ντυβιτάρη, 
Πούναι βαλής στα Γρεββενά, ντερβέναγας στα Χάσια». 

 «Παιδιά μ', αν θέλτε κόψιμο και θέλτε να χαθήτε, 
Ελάτε να σας κόψω ΄γω και να σας παραχώσω, 
Να δώσω και μνημόσυνα εις όλους τους παπάδες*
 Ν'άκούσουν χώραις και χωριά, χωριά και βιλαέτια, 
Να πουν ο Τότσκας λύσσαξε και τρωγ'τα παλληκάρια». 
Τον λόγο δεν άπέσωσε, η όμιλιά βαστούσε, 
Το καραούλ'έφώναξε, το καραούλι κράζει*

 «Πολλή Τουρκιά μας έρχεται, μπέιδες και άγάδες,
 Άφήτέ τους, ας έρχονται κ΄ ήμεις τους καρτερούμε. 
Πιάστε, παιδιά, το στένωμα, βάλτε τους μες στην μέση, 
Κι'άπέ γιουρούσι κάμετε, σφάξετε τους άγάδες.
 Να διούν του Τότσκα το σπαθί, του Νάκα το τουφέκι,
 Βοήθ'Άιλιά του Μπουρμπουτσκό  κι'από την Σαμαρίνα, 
Τούς Τούρκους να χαλάσωμε, τσ'έχτρούς της πίστεώς μας,
 Πού τυραννούν τ άδέλφιά μας, πού σφάζουν τα παιδιά μας» .

Παράλληλα με τους άνωτέρω, έδρασαν εις την περιοχήν Βλάστης, Σιατίστης, Καστορίας, Κοζάνης μέχρι της 'Εδέσσης
 οι εκ Βλάστης καταγόμενοι αρματολοί 
Βράκας και Ντόκος .

Πολυάριθμα υπήρξαν τα άνδραγαθήματά των και η δράσις των αφήκεν έποχήν εις την Δυτικήν Μακεδονίαν. 

Δεν γνωρίζομεν λεπτομερείας περί της δράσεώς των, αλλ'έδολοφονήθησαν άμφότεροι μεταξύ των έτών 1785-1790 εις την γεννέτειράν των υπό του άδελφού των Γαλάνη δι'άγνωστον αίτίαν, έκτοτε δε ούδείς αρματολός η σημαίνων κλέφτης ήδυνήθη να σταθή εις την έντεύθεν του Αλιάκμονος όρεινήν περιοχήν από ΓΙισοδερίου μέχρι Σιατίστης (ΒίτσιΣινιάτσικον) .
Άλλος αρματολός εκ της πέραν του 'Αλιάκμονος Δυτικής Μακεδονίας είναι οΓιάννης Πρίφτης η Παπανικολάου από την κτηνοτροφικήν κωμόπολιν της Δυτικής Μακεδονίας, την Σαμαρίναν, καταγόμενος . 

Εναλλάσσων, όπως κατά κανόνα συνέβαινε με τους επιφανεστέρους Ελληνας πολεμιστάς της έποχής, τον ρόλον του αρματολού με τον του κλέφτη, έστάθη άμείλικτος διώκτης των άλβανικών συμμοριών, των 'Αλβανών ντερβεναγάδων και όλων των Τούρκων δυναστών της περιφερείας του, οι δε ραγιάδες αύτόν είχον προστάτη ν διά την περιστολή ν των ύπερβασιών των άσκουμένων υπό άπλήστων φεουδαρχών. 
Συλλαβών μεταξύ Κερασόβου και Σαμαρίνας τον Άλβανόν Χασάν αγαν, έκρέμασε από εν δένδρον εις τον δρόμον ως παράδειγμα, διά να τρομοκρατήση τους 'Αλβανούς, οι όποιοι μάλιστα παροιμιωδώς έφοβέριζον τα άτακτούντα τέκνα των με το 
«έρδε Γιάννη Πρίφτε δε τε πρέι κόκα»-
θα έλθη ο Γιάννης του Πρίφτη να σε πάρη το κεφάλι.
Ο Παπανικολάου διηγείται ότι ο 'Αλβανός κακοποιός Έλιούζ ειχεν ένεργήσει έπιδρομήν εις την περιοχήν Κοζάνης, έλαφυραγώγησε διάφορα χωρία, διήρπασε ποίμνια από το Περιβόλι και ήτοιμάζετο να πράξη τα ίδια και εις την Σαμαρίναν.
 Ο Γιάννης Πρίφτης αντιμετώπισε τον Έλιούζ  νικηφόρος και μετά τριήμερον μάχην, έξηνάγκασε τούτον να αποσυρθη εις την Άλβανίαν. Ο Πρίφτης έδολοφονήθη εξ αντιζηλίας από συμπατριώτην του εις την Σαμαρίναν.
Οι επιστρέφοντες εκ της Πελοποννήσου μισθοφόροι της Τουρκίας Αλβανοί, μετά την καταστολήν της Επαναστάσεως έκει (Όρλωφικά) διεσκορπίσθησαν εις ολόκληρον την Κεντρικήν, ιδία δε εις την Δυτικήν Μακεδονίαν, διαπράττοντες φόνους, ληστείας, διαρπαγάς και έκβιασμούς κατά των Ελλήνων.

 Ιδιαιτέρως οι άρχηγοί των Μπίκο και Μπεκίρ Τζογαδόρος, ο μετέπειτα άρχισωματοφύλαξ του Άλή Τεπελενλή, και ο Νουμάν, έλεηλάτησαν τας περιοχάς Όστρόβου, Φλωρίνης, Εδέσσης και Κοζάνης (Σαρηγκιόλ) ληστεύσαντες τα πάντα.
Ο σουλτάνος, αγανακτήσας διά την αύτόχρημα ληστρικήν δρασιν των συμμοριτών αυτών που είχεν έξαποστείλει έναντίον της δυστυχούς Πελοποννήσου, έξέδωκε έπανειλημμένως διαταγάς διά την περιστολήν του κακού άνευ όμως αποτελέσματος. 
Τελικώς άπέστειλε τον ναύαρχον Τζεταερλή Γαζή Χασάν πασάν, όστις αποβιβασθείς εις την Καβάλαν και πορευθείς προς νότον κατώρθωσε και τη συνεργασία των Ελλήνων  αρματολών να έκκαθαρίση την Μακεδονίαν,Θεσσαλίαν και Πελοπόννησον από τους επιδρομείς αύτούς .

Ως άνωτέρω έξεθέσαμεν, μετά τον θάνατον του Ζήδρου και λόγω της ακαταλληλότητος του υίού του Φώτη, διεδέχθη αύτόν εις το αρματολίκι ο Πάνος Τσάρας, εις εκ των καλυτέρων πολεμιστών του. 

Η διαδοχή όμως αύτη προεκάλεσε το μίσος του συντρόφου του Βλαχοθόδωρου, όστις και απεσχίσθη άκολουθούμενος από ολίγους άνδρας και έσχημάτισε ίδιαίτερον σώμα.
 Ο Τσάρας κατήγετο από την περιοχήν Χασίων της Δυτικής Μακεδονίας• ήτο γενναίος πολεμιστής και τιμίου χαρακτήρος, αλλ'έστερείτο πολιτικότητος και δυσκόλως προσηρμόζετο προς τας περιστάσεις .  

Ως εκ τούτου ήλθε ταχέως εις σύγκρουσιν με τους κοτζαμπασήδες, τινές των οποίων, προς προαγωγή των οικονομικών των συμφερόντων, προσεπάθουν κατά τινα τρόπον να συμβιβάζωνται με την τουρκικήν διοίκησιν και τους Αλβανούς ντερβεναγάδες, τους οποίους είχε διορίσει ο Άλή Τεπελενλή πασάς, γενικός έπόπτης των ντερβενίων της Ρούμελης και λίαν αγαπητός την έποχήν έκείνην εις τον σουλτάνον.
 Οι κοτζαμπασήδες της περιοχής Ελάσσονος, συνεννοηθέντες με τον δυσηρεστημένον Βλαχοθόδωρον, επί τη υποσχέσει ότι θα έπειθον τον Άλή Τεπελενλή ν να διορίση αύτόν αρματολόν της περιοχής, απεφάσισαν να δολοφονήσουν τον Πάνον Τσάραν. 
Ο Βλαχοθόδωρος επιτυχών κατάλληλον εύκαιρίαν, καθ'ην απουσίαζον οι οπαδοί του Τσάρα, έδολοφόνησε πλήξας αύτόν εκ των όπισθεν,καθ'ην στιγμήν είσήρχετο εις την οίκίαν του, παρουσιάσας δε διορισμόν του Άλή Τεπελενλή, ανέλαβε το αρματολίκι.
Τα τέκνα του δολοφονηθέντος Τσάρα, Κώστας και Νίκος, καθώς και οι οπαδοί του, ήναγκάσθησαν τότε να καταφύγουν εις το γειτονικόν αρματολίκι των Λαζέων, όπου εύρον φιλοξενίαν και προστασίαν. 

Έκει ώμοσαν έκδίκησιν κατά του δολοφόνου και διά να παρουσιάσουν τον Βλαχοθόδωρον άνίκανον εις την τουρκικήν διοίκησιν, ήρχισαν να προβαίνουν εις φοβεράς ληστείας και ταραχάς καθ'όλην την έκτασιν του αρματολικιού, τας οποίας δεν κατώρθωσαν να εμποδίσουν ο Βλαχοθόδωρος, οι φίλοι του κοτζαμπασήδες ως και οι συμπράττοντες μετ'αυτών Αλβανοί ντερβεναγάδες.
 
Ο δεύτερος υιός του Πάνου Τσάρα, ο Νίκος Τσάρας, ο διάσημος καταστάς ως κλέφτης και πειρατής Νικοτσάρας, άνέλαβεν εν τω μεταξύ δράσιν, έξελιχθείς ταχέως εις άρχηγόν περιωπής και κύρους.  

Εύγνώμων προς τους προστάτας του αρματολούς Λαζέους, άφελής και γενναίος, αποφασιστικός, με άρίστην συμπεριφοράν προς τους συμπολεμιστάς του, περιφρονών τον δολοφόνον του πατρός του Βλαχοθόδωρον, είχε γενικωτέρας βλέψεις και έτρεφε μεγάλα όνειρα. 
Ζηλωτής των κατορθωμάτων του θαλασσομάχου Λάμπρου Κατσώνη και του Καπετάν Άνδρίτσου , πατρός του 'Οδυσσέως 'Ανδρούτσου,αντετάχθη εις τα σχέδια του 'Αλή Τεπελενλή, έπιθυμούντος να κυριαρχήση επί της Θεσσαλίας και της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας διά της υποταγής η έξοντώσεως των πολεμικών άνδρών των περιοχών αύτών. Τινές εκ των  αρματολών συνεβιβάσθησαν η ύπετάγησαν, αλλ'ο άγέρωχος Νικοτσάρας με τους τέσσαρας άδελφούς Λαζέους, συγκεντρωθέντες εις περιοχήν τινα του 'Ολύμπου,
 απεφάσισαν την εναρξιν αγώνος συστηματικού και αποφασιστικού κατά του 'Αλή Τεπελενλή.

Προς τούτο εθεώρησαν σκόπιμον να μεταφέρουν τας οικογενείας των προς ασφάλειαν εις τας Βορείους Σποράδας  (Σκόπελον και Σκίαθον) και την χερσόνησον της Κασσάνδρας, αύτοί δε δρώντες κατά ξηράν και θάλασσαν, κατά τας περιστάσεις, κατέστησαν έντός ολίγου το φόβητρον των Τούρκων και των 'Αλβανών ντερβεναγάδων .
Κατά το έτος 1795, ο Νικοτσάρας επί κεφαλής των οπαδών του ενήργησεν επιδρομήν εις τας ακτάς του Παγασητικού κόλπου, συνέλαβεν όσα πλοιάρια εύρεν έκει και έξωπλίσας ταύτα ήρχισε ν'ασκή την πειρατείαν, έπιτιθέμενος και λαφυραγωγών διερχόμενα πλοία και παραλίους οικισμούς. O τουρκικός στόλος έξήλθεν εις καταδίωξιν, αλλ'αύτοί καλύπτοντες τα πλοιάριά των με πρασινάδας κατώρθωνον ν'αποβιβάζωνται εις την ξηράν και να διαφεύγουν.
Ο σουλτάνος ήναγκάσθη να λάβη αύστηρά μέτρα διώξεως  κατά των άμφιβίων αυτών πολεμιστών και διέταξε τον μουτεσαρίφην του σαντζακίου 'Ιωαννίνων 'Αλή Τεπελενλή πασάν και τον αρχιναύαρχον βεζίρην Χουσείν πασάν να καταδιώξουν και έξοντώσουν τους πειρατάς.

 Ο Τούρκος άρχιναύαρχος απέστειλεν εναντίον των ταχύπλοα καταδιωκτικά, τα λεγόμενα «κυρλαγκίτς» (χελιδόνια), τα όποια έπέτυχον να συλλάβουν τα πειρατικά, κενά όμως κλεφτών, οιτινες κατώρθωσαν να διαφύγουν πλην πέντε, οιτινες συλληφθέντες απεκεφαλίσθησαν.
Ο Νικοτσάρας, μετά την άπώλειαν των πειρατικών, έπανελθών εκ νέου εις τον Όλυμπον έπανήρχισε την δράσίν του, εις εποχήν κατά την οποίαν οι υιοί του Άλή Τεπελενλή Βελή και Μουχτάρ, οι όποιοι είχον άναλάβει την δίωξιν και διάλυσιν των  αρματολών του 'Ολύμπου, δεν είχον κατορθώσει να παρουσιάσουν σημαντικάς επιτυχίας. 

Εξ άλλου ένεκα των προστριβών, τας οποίας είχε δημιουργήσει ο Άλή Τεπελενλής με τους Γάλλους εις την Πρέβεζαν και την Πάργαν, δεν ήτο πρόσφορον το έδαφος και δι'άγώνας κατά των ίσχυροποιηθέντων  αρματολών της περιοχής του Όλύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας.

 Πονηρώς σκεπτόμενος ο Αλβανός σατράπης, απεφάσισε να συνδιαλλαγή με τους αρματολούς και ν'αναγνωρίση τα αρματολίκιά των, επιφυλασσόμενος να στραφή εις πρώτην εύκαιρίαν εναντίον των. 

Προς την κατεύθυνσιν ταύτην παρώτρυναν τον Τεπελενλήν οι Αλβανοί ντερβεναγάδες και άλλοι προστατευόμενοι, αντιλαμβανόμενοι ότι δεν ήτο τότε εύκολος η διάλυσις των ισχυρών αρματολικών σωμάτων.

Είς την περίστασιν αύτήν ο Νικοτσάρας ήρνήθη ν'άναλάβη προσωπικώς το αρματολίκι του διά λόγους γοήτρου και απεσύρθη εις την πατρίδα του, αφού διεμοίρασεν αύτό μεταξύ των οπαδών του Ταμπάκη, Μάντζαρη, Κυριάκου και Γούλα Δράσκου. 

Ο Μακεδόνας αρματολός
Καρατάσος Τάσος

Ο Μακεδόνας αρματολός
Γάτσος Αγγελής
Οι Λαζέοι έκράτησαν τα ιδικά των, 
ο Ραδενιώτης της Κατερίνης,
 ο Τσακνάκης του Πλαταμώνος, 
ο Τζαχείλας της Ραψάνης, 
ο Μπιζιώτας των Σερβίων, 
ο Σαλταπήδας την περιοχήν Χασίων, 
ο Καρατάσιος της Βεροίας και 
ο Γάτσος της 'Εδέσσης.


Δεν παρήλθεν όμως πολύ διάστημα και ο πολεμιστής του 'Ολύμπου επετέθη δι'άγνωστον αίτίαν κατ'άξιωματούχου της αύλής του Τεπελενλή, άφησεν αύτόν ημιθανή και παραλαβών ολίγους πιστούς συντρόφους του, διωκόμενος δε κατά πόδας από τα όργανα του 'Αλή, κατέφυγεν εις τον Βάλτον και εκείθεν διά Ραδοβιζίου, Τζουμέρκων και Άσπροποτάμου, έφθασεν εις τον Όλυμπον, σκοπών ν'άρχίση νέους άγώνας κατά του Τεπελενλή .
Κατά το έτος 1804 αι διπλωματικαί σχέσεις Ρωσίας και Τουρκίας ήσαν εκ νέου τεταμέναι. 

Οι Ελληνες αρματολοί και ο ελληνικός λαός ήρχισε και πάλιν ν'άναθαρρή παρ'όλας τας απογοητεύσεις και τα παθήματα του παρελθόντος. 

Είναι η εποχή, κατά την οποίαν παρατηρείται έντονωτάτη επαναστατική κίνησις μεταξύ των  αρματολών και κλεφτών της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.

 Η Ρωσία ποικιλοτρόπως υπεκίνει κατά της αντιπάλου της Τουρκίας όχι μόνον τους Έλληνας πολεμικούς άνδρας και τον ελληνικόν λαόν, άλλά και τους βορείους γείτονας της Βαλκανικής Χερσονήσου, αποβλέπουσα πρωτίστως εις πολιτικά ώφέλη .

Οι Ελληνες πολλά άνέμενον εκ του μέλλοντος να έκκραγή ρωσοτουρκικού πολέμου, διότι η Ρωσία υπήρξε κατά την έποχή ν έκείνην μόνιμος προστάτης της έλευθερίας και της'Ορθοδοξίας.

 Ο Νικοτσάρας, συμπράττων με τους φίλους του Λαζέους και διιδών εύνοικήν την κατάστασιν, άναδιοοργάνωσε ταχέως το σώμα του και προέβη εις την έκδίωξιν όλων των Αλβανών ντερβεναγάδων, αλλ΄ η έπακολουθήσασα συνεννόησις μεταξύ Ρώσων και Τούρκων , άφησεν έκθετον την τοιαύτην αρματολικήν έξέγερσιν και ο Άλή Τεπελενλής απεφάσισε να τους έξολοθρεύση την φοράν αύτήν . 

Καί ναι μεν εντός ολίγου επανήρχισαν αι έχθροπραξίαι μεταξύ Ρώσων και Τούρκων και ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχον Δημήτριον Σενιάβιν είχε καταπλεύσει εις το Αιγαίον, αλλ"ο Αλής απέστειλε μεγάλας δυνάμεις εις τον Όλυμπον, αιτινες ήνάγκασαν τον Νικοτσάραν και τους άλλους πολεμικούς άνδρας της περιοχής να έπιβιβασθούν πλοιαρίων και να καταφύγουν εις τας βορείους Σποράδας αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα.
Ο Σενιάβιν, καταλαβών την νήσον Τένεδον  κατά το έτος 1807, αφ'ου προηγουμένως κατεναυμάχησε τον τουρκικόν στόλον, έκάλεσε διά προκηρύξεώς του τους Ελληνας αρματολούς να ενισχύσουν τον άγώνα, ύποσχεθείς πλείστα άνταλλάγματα . 

Φαίνεται δε ότι πολλοί αρματολοι, και ιδιαιτέρως Στερεολλαδίται και Μακεδόνες, έσπευσαν τότε εις την Τένεδον και αντέστησαν έρρωμένως κατά την μετά την αποχώρησιν των Ρώσων έπιχειρηθείσαν άνακατάληψιν της νήσου υπό των Τούρκων .

Διεσώθη ρίμα συνταχθείσα από τον εκ Κύμης της Εύβοιας έμποροπλοίαρχον Τ. Δ. Ξουρήν, παρευρεθέντα εις την Τένεδον, της οποίας παραθέτομεν άπόσπασμα, χαρακτηρίζον τα γεγονότα της εποχής εκείνης.
Οι Μακεδόνοι πλέον καλοί και πλέον διαλεγμένοι 
και στο ντουφέκι είμαστε όλοι μαθημένοι και στο σπαθί 
καλύτερα είμαστε σπουδασμένοι. 
Οι Τούρκοι είναι περισσοί, μεις λίγοι Μακεδόνοι, 
πάλιν δεν τους φοβούμαστε,
 τ'αύτί μας δεν ιδρώνει. 
Όλη η Πόλη να έλθή με τη Γενιτσαρία δεν είναι τρόπος 
να έβγή με τη Μακεδονία.
Οι Μακεδόνες ξακουστοί στον κόσμο παινεμένοι 
μόλον τον Τούρκο πολεμούν σήμερον οι καύμένοι
Οι Μακεδόνες σήμερον θέλουν να άρχινήσουν 
κορμία και κεφάλια την χώραν να γεμίσουν
 ως τον λαιμόν να έρθουνε όλοι τους 
εις το αίμα οπίσω δεν γυρίζουνε τα έχουν όρκωμένα. 
Τα τούρκικα σαν είδανε Συνέβης πως ριβάρει 
κανένα δεν έπρόφθασε άγκουρα να σαλπάρη.
Η προκήρυξις του Σενιάβιν και η κάθοδος των Ρώσων εις την Βλαχίαν, άλλά και ο ένθουσιασμός, όστις κατέλαβε τους Έλληνας αρματολούς, δεν ήτο δυνατόν ν'άφήσηανεπηρέαστον τον τόλμηρον και πολλά διαλογιζόμενον Νικοτσάραν. Δεν είναι έξηκριβωμένον, αν μετέβη αύτοπροσώπως εις την Τένεδον η έπεκοινώνησε δι΄ απεσταλμένων με τον Σενιάβιν.
 Δεν είναι έπίσης έξηκριβωμένον, αν ο Νικοτσάρας έκτος της άναταραχής, την οποίαν έπεφύλασσεν εις τους Τούρκους, ως κατωτέρω θα έκτεθή, έσκόπει να κατευθυνθή εις την Σερβίαν προς ένίσχυσιν της υπό τον Καραγιώργην εκκραγείσης επαναστάσεως των Σέρβων  η και προς τας Ηγεμονίας του Δουνάβεως, ινα ένωθή με τους ύπηρετούντας συμπατριώτας του εις τα στρατεύματα των Ηγεμονιών.

Τεθείς επί κεφαλής αρματολικού σώματος συγκειμένου
 εκ Μακεδόνων, 
Θεσσαλών, 
Στερεοελλαδιτών και
 τίνων 'Αλβανών  και έπιβιβασθείς
πλοιαρίων εις τας βορείους Σποράδας, 
άφίχθη εις τον κόλπον του 'Ορφανού, 
πιθανώς πλησίον του χωρίου Σταυρός της Χαλκιδικής,
 ένθα άναπετάσας τας σημαίας του κατηυθύνθη προς Ζίχναν  και Βέτερναν, 
σκοπών έκείθεν να διαβή τον Αίμον. 
Η έπιχείρησις αύτή κατά την γνώμην μας έγένετο μάλλον κατά τας άρχάς της άνοίξεως του 1807, έποχήν κατάλληλον δι εκστρατείαν , καίτοι εις τας οροσειράς της Κερκίνης και του Μποζ Νταγ άργεί η τήξις των χιόνων, ως συνέβη και εν προκειμένω.
Το έγχείρημα υπήρξε γενναίου άνδρός άπόφασις αλλ'έξαιρετικά τόλμηρον. 
Οι Τούρκοι έγκαίρως άντελήφθησαν τας κινήσεις του σώματος του Νικοτσάρα, 
παρ'όλον ότι διήλθε κατά την πορείαν του
 εκ πυκνοκατωκημένων άμιγώς ελληνικών περιοχών της 'Ανατολικής Μακεδονίας.

 Ο βαλής των Σερρών Ισμαήλ μπέης συνεκέντρωσεν όλας τας διαθέσιμους δυνάμεις του τουρκικού στρατού, θορυβηθείς εκ του μη άναμενομένου αύτου αιφνιδιασμού του Νικοτσάρα, εις περιοχήν μάλιστα εις την οποίαν είχεν έκλείψει ο αρματολισμός, και έπετέθη κατά του αρματολικού σώματος έξαναγκάσας τον Νικοτσάραν να δώση μάχην εις τας διόδους του όρους Μενοικέως νοτιοανατολικώς του Μποζ Νταγ και βορείως των Σερρών και της Ζίχνας (ύψόμ. 1768-1903).

 Η μάχη υπήρξε σκληρά και διήρκεσεν επί τριήμερον, διεξαχθείσα υπό δυσμενείς συνθήκας εν μέσω χιόνων.
 Αι υπέρτεραι τουρκικαί δυνάμεις, άνερχόμεναι εις οκτώ χιλιάδας άνδρας, προσεπάθησαν να κυκλώσουν και να αιχμαλωτίσουν τους αντιπάλους.

 Εν τούτοις ο Νικοτσάρας επέτυχε να διαφύγη, διασπάσας ξιφήρης τον σχηματισθέντα κλοιόν και να καταφύγη εις την ώραίαν ελληνικήν κωμόπολιν Ζίχναν
Προσβληθείς εν συνεχεία και έκεί και ύποστάς βαρείας άπωλείας, στερούμενος δε πυρομαχικών και βλέπων ματαίαν πάσαν ελπίδα, άλλά και άαντίστασιν εκ της οποίας έκινδύνευε να έξοντωθή όλόκληρον το σώμα του, κατώρθωσε και πάλιν ν'απαγκιστρίοθή και κατηυθύνθη εις το Πράβι ('Ελευθερούπολιν) .
Κατά την προς Έλευθερούπολιν υποχώρησιν ο Νικοτσάρας εύρεν την γέφυραν του ποταμού Άγγίτη άλυσσόδετον και φρουρουμένην από Τούρκους, έναντίον των οποίων επιτεθείς επέτυχε την διάλυσιν αυτών και θραύσας άκολούθως την άλυσσον διά του περιφήμου σιδηρού πελέκεως, από τον όποιον δεν απεχωρίζετο, έφθασε τελικώς εις τον κόλπον του'Ορφανού. 

Μη εύρών όμως τους Ρώσους, όπως ύπελόγιζεν, κατώρθωσε να διασωθή με μίαν εκατοντάδα περίπου πολεμιστών  και να καταφύγη εις την φιλόξενον χερσόνησον του  Αγιωνύμου Όρους, όπου εύρε περίθαλψιν από τους μοναχούς. 

Παραμείνας εκεί επί δεκαπενθήμερον και άναρρώσας εκ των τραυμάτων του, έπέτυχεν έπιβιβασθείς πλοίων να φθάση με τους συντρόφους του εις τας Βορείους Σποράδας .

Αυτό υπήρξεν το αποτέλεσμα της παρατόλμου και άτυχους, άλλά πράγματι λίαν τόλμηράς εκείνης εκστρατείας ενός εκ των διασημοτέρων αρματολών της Ελλάδος.

 Δεν είναι έξηκριβωμένα τα αιτια της εκστρατείας εκείνης, 'ίσως όταν δημοσιευθούν αι ρωσικαί πηγαί να έχωμεν άφθονώτερον και λεπτομερέστερον ύλικόν, αλλ'όμως δικαιούμεθα να συμπεράνωμεν ότι έκστρατεία αρματολών, μοναδική εις το είδος της εις τα χρονικά του αρματολισμού, διενεργουμένη μακράν των συνήθων ορμητηρίων, δεν ήτο δυνατόν να διεξαχθή αν δεν υπήρχε δύναμις ισχυρά έχουσα συμφέροντα πολιτικά καταφανή και τοιαύτη δύναμις ήτο μόνον η Ρωσία.
Είς τας Βορείους Σποράδας έγένετο σύσκεψις πολλών  αρματολών οιτινες είχον συγκεντρωθή έκεί ένεκα του ρωσοτουρκικού πολέμου, εν οις και ο αργότερον ήγέτης της Πελοποννήσου κατά την έπανάστασιν του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης  άφιχθείς εκ Ζακύνθου, όπου ύπηρέτει ως ταγματάρχης υπό τους Άγγλους, αποφασισθείσης της ενάρξεως πειρατικού άγώνος κατά των Τούρκων.
Διαπιστούμεν εδώ την πρώτην σύμπραξιν Ελλήνων  αρματολών από διαφόρους ελληνικάς περιοχάςκαι μάλιστα σύμπραξιν διά θαλασσίας έπιχειρήσεις, καίτοι οι πλείστοι των άμφιβίων αυτών πολεμιστών ήσαν ορεινοί. 

Εκ της συμπράξεως αύτής θα προκύψουν σπουδαία ωφέλη διά τον μετέπειτα άγώνα, διότι άρχίζει βαθμηδόν να συνειδητοποιήται η συνεργασία των πολεμικών άνδρών της Ελλάδος διά μίαν συνδυασμένην επαναστατικήν ένέργειαν κατά του κυριάρχου ως έξεδηλώθη 14 έτη βραδύτερον.
Είς την Σκίαθον συνεκροτήθησαν πειρατικοί στολίσκοι με αρματολούς επιφανείς των προεπαναστατικών χρόνων: 

Τον Γιάννην Σταθάν από τον Βάλτον της Αιτωλοακαρνανίας, 
τον Νικοτσάραν, 
Μπλαχάβαν,
 Λαζέους, 
Τζαχείλαν και Καζαβέρην από τον 'Όλυμπον και τα Πιέρια, 
τον Βασίλην Ρομφέην από την Νάουσαν, 
Μπιζιώταν και Σύρον από τα χωρία των Χασίων και άλλους. 

Είς τα πειρατικά  σκάφη έδόθησαν τα ονόματα 
«"Ασπρη Θάλασσα» (Αιγαίον), 
«Κασσάνδρα», 
«Όλυμπος», 
«Νάουσα», 
«Βάλτος»,
 «Μοριάς», 
«Σκιάθος». 


ΕικόναΑρχηγός των πειρατικών αυτών σκαφών άνηγορεύθη ο Σταθάς με ύπαρχηγόν τον Νικοτσάραν.

 Διά πρώτην φοράνκατά την Τουρκοκρατίαν ύψώθη ελληνική σημαία επί σκαφών κυβερνωμένων από Έλληνας πολεμιστάς και πληρώματα. 

Ητο κυανή με λευκόν σταυρόν εις το μέσον. 

Τα διακριτικά χρώματα, τα έξαρτήματα των πλοιαρίων και αι στολαί των πληρωμάτων ήσαν κατάμαυρα, όπως έσυνήθιζον οι πειραταί της εποχής.
Κατ'άρχάς, οι πειρατικοί αύτοί στολίσκοι διενήργησαν αποβάσεις εις τας ακτάς του Θερμαικού κόλπου και την χερσόνησον της Κασσάνδρας, έλεηλάτησαν τα τουρκικά χωρία και τα άγροκτήματα, έσφαξαν κατοίκους, διήρπασαν τρόφιμα και άλλα ειδη και εν γένει έρήμωσαν και έπυρπόλησαν τα πάντα.
Τρομοκρατία διεχύθη εις την περιοχήν έκείνην και πρωτοφανείς βιαιότητες διεπράχθησαν εις την Κασσάνδραν και το Βόρειον Αιγαίον. 

Οι πειραταί έξεδικούντο τους Τούρκους διά τα σκληρά μέτρα, τα όποια είχε λάβει η τουρκική διοίκησις κατά των αρματολών, αποσκοπούσα εις την πλήρη συντριβήν των.

Οι Τούρκοι απέστειλαν εναντίον των Ελλήνων πειρατών ισχυράν μοιραν πολεμικών σκαφών, αποτελουμένην από 2 φρεγάτας, 2 πλοία με όλμους και τινα μόστικα υπό τον πλοίαρχον Κιουτσούκ 'Αλή Σκαντρίλ, ίνα προσβάλη την Σκίαθον, ήτις έχρησιμοποιείτο ως πειρατικόν όρμητήριον.

 Οι Έλληνες, εύρεθέντες προ ύπερτέρων σκαφών άρτίως έξωπλισμένων και διαβλέποντες τον κίνδυνον του αφανισμού, έζήτησαν έπειγόντως την συνδρομήν της εις την νήσον Σύρον ναυλοχούσης άγγλικής φρεγάτας «Sea Horse» κυβερνωμένης υπό του πλοιάρχου John Stuart, όστις έσπευσε προθύμως εις βοήθειάν των. 

Η Αγγλία διετέλει κατά την περίοδον εκείνην εις έμπόλεμον κατάστασιν προς την Τουρκίαν. Έπηκολούθησε ναυμαχία διήμερος, την 5-6 Ιουλίου 1807 πλησίον της νήσου Σκοπέλου, κατά την οποίαν έθαυμάσθη ο ήρωισμός και η έπιτηδειότης του Άγγλου πλοιάρχου.
 'Αλλά και οι Ελληνες πειραταί πανταχόθεν επιτιθέμενοι επέφερον σύγχυσιν εις τον τουρκικόν στόλον. 

Τελικώς η τουρκική αρχηγίς Bendere Tjafer ύποστάσα σοβαράς βλάβας ύπεχρεώθη εις παράδοσιν, ο δε υπόλοιπος τουρκικός στόλος έγκαταλείψας την ναυμαχίαν απεμακρύνθη προς τον Έλλήσποντον διωκόμενος.

Μετά την ναυμαχίαν ταύτην ο Νικοτσάρας ήγούμενος 300 κλεφτών απεβιβάσθη πλησίον του Λιτοχώρου, σκοπών να συνέχιση τους αγώνας κατά των καταδιωκτικών αποσπασμάτων του Άλή Τεπελενλή, άτινα είχον κατακλύσει όλας τας περί τον Όλυμπον περιοχάς, τρομοκρατήσαντα τους κατοίκους, τινάς των οποίων είχον έξαναγκάσει να συνεργάζωνται μετ'αύτών. 

Πλησίον του Λιτοχώρου συνεπλάκη με ίσχυρόν τουρκοαλβανικόν άπόσπασμα, έτρεψεν εις φυγήν την μίαν πτέρυγα και ενώ ητοιμάζετο να επιτεθή κατά της άλλης, εβλήθη εξ ενέδρας εις το ύπογάστριον βαρύτατα. 
Με την διακρίνουσαν αύτόν παροιμιώδη ψυχραιμίαν και ένώ οι οπαδοί του έμάχοντο μέχρι των έσπερινών ώρών αποκρύπτοντες τον τραυματισμόν, απεσύρθη εις το πλοιάριόν του,
 όπου και εξέπνευσε. 
Την σορόν του μετεκόμισαν οι συμπολεμισταί του εις την νήσον Σκίαθον, ένθα έθαψαν κρυφίως τον άρχηγόν εις την μονήν της Εύαγγελιστρίας κατά μήνα Τούλιον του 1807.
Ο θάνατος του επιφανούς αύτου πολεμιστού εδημιούργησε κενόν δυσαναπλήρωτον μεταξύ των  αρματολών της Μακεδονίας.

 Η προσωπική του επιβολή, το γόητρον μεταξύ των πολεμικών άνδρών, η μυθική άνδρεία, η άκεραιότης του χαρακτήρος και ο φόβος που είχεν εμπνεύσει εις τους κατά τα άλλα άνδρείους Τουρκαλβανούς του Τεπελενλή, είχον κατά πολύ συμβάλει εις την καλλιέργειαν του επαναστατικού πνεύματος μεταξύ των Ελλήνων της περί τον Όλυμπον και Πιέρια περιοχής.

 Έάν ο προώρως απωλεσθείς πολεμιστής αυτός έζη κατά τους χρόνους της επαναστάσεως του 1821, θα ανεδεικνύετο μεταξύ των έξεχουσών στρατιωτικών φυσιογνωμιώντης έποχής έκείνης,
 των οποίων τόσην ανάγκην είχεν η Ελλάς και ιδιαιτέρως η Μακεδονία.

Καθ΄ ην εποχήν ο Νικοτσάρας και οι άλλοι αρματολοι του 'Ολύμπου άνθίσταντο γενναίως κατά της εκστρατείας των στρατευμάτων του Άλή, αποσκοπούντος εις την έξόντωσιν των Ελλήνων αρματολών, βορειότερον, εις το Βέρμιον, ο 'Αλβανός σατράπης, επεκτείνων τη ανοχή των Τούρκων το πασαλίκιόν του, προσέβαλε την Νάουσαν. 

Την πόλιν αύτήν του Βερμίου, ακμάζουσαν την εποχήν της Τουρκοκρατίας, ύπερησπίζετο ο αρματολός Βασίλης Ρομφέης, εκ των παλαιών και πεπειραμένων κλεφτών τηςεποχής έκείνης,
 με ύπαρχηγόν τον Καρατάσιον, 
οιτινες επί κεφαλής δύο χιλιάδων Ναουσαίων, απέκρουσαν τα στρατεύματα του Τεπελενλή. 

Η Νάουσα ήτο περιτειχισμένη και οι κάτοικοι αύτής πλαισιούμενοι από εμπειροπολέμους κλέφτες, αντέστησαν ερρωμένως εις τας επιθέσεις των Τουρκαλβανών.
Οι μπέηδες της Θεσσαλονίκης, οι έχοντες άγροκτήματα πλησίον της Ναούσης, ύπεσχέθησαν την συνδρομήν των εις τους πολιορκουμένους Ναουσαίους, άλλά δεν έξεπλήρωσαν τας ύποχρεώσεις των.
Επί τέσσαρας και ήμισυ μήνας διήρκεσεν η πολιορκία της Ναούσης,ο δε Ρομφέης στενώς πολιορκηθείς υπό πολλαπλασίων έχθρικών δυνάμεων, στερούμενος των πάντων και άδυνατών τελικώς να άνθέξη, απεφάσισεν, όπως μας πληροφορεί ο Cousinery, Γάλλος πρόξενος  κατά τους χρόνους εκείνους εις Θεσσαλονίκην, 

«την γενναίαν έκείνην εξοδον, ήτις έδίδαξε την εξοδον του Μεσολογγίου τον 1826.
  Έξήλθον κατά σκοτεινήν νύκτα διά μέσου των πολιορκητών φονεύσαντες πολλούς και φονευθέντες πολλοί, ζωγρηθέντες δε περισσότεροι, μόλις 1.500 έφθασαν εις θεσσαλονίκην».

 Η πόλις έλεηλατήθη υπό των 'Αλβανών, πολλοί κάτοικοι ήχμαλωτίσθησαν, άρκετοί έσφάγησαν, η δε σύζυγος του Ρομφέη μετά του μικρού της υιού αιχμαλωτισθείσα απεστάλη εις 'Ιωάννινα. 

Ο Ρομφέης κατώρθωσε με τον εκ των προυχόντων της πόλεως Ζαφειράκην Λογοθέτην και εύαρίθμους οπαδούς του να διαφύγη εις την Χαλκιδικήν και ο Καρατάσιος εις τον Όλυμπον ένωθείς με τους Λαζέους.
Περισσοτέρων πληροφοριών διά την έποχήν έκείνην στερούμεθα, άλλά η λαική μούσα διέσωσε χαρακτηριστικόν δημοτικό τραγούδι: 

«Βάστα καύμένη Νιάουστα τ'Άλή πασά τ'άσκέρι όπως βαστούν τα Γιάννενα χειμώνα καλοκαίρι.
 Τι να βαστάξω η ορφανή και πως να νταγιαντήσω δεν είναι μια δεν είναι δυο δεν είναι τρεις και πέντε μον'είναι μήνες τέσσαρες και μέρες δεκαπέντε. 
"Αιντε Ντελή Ζαφείρη μου, Μπράχο και Κωνσταντίνε μου».
Το έργον του φονευθέντος Νικοτσάρα εις την περιοχήν του 'Ολύμπου ανέλαβον να συνεχίσουν οι συμπατριώται και φίλοι του Λαζέοι  της μεγάλης αρματολικής οικογενείας, 
ένισχυθέντες και με τους οπαδούς του Νικοτσάρα, Ταμπάκην, Μάντζαρην και Γούλαν Δράσκον. 

Δυστυχώς η καταστροφή του σώματος του Θεσσαλού αρματολού Βλαχάβα παρά το Καστράκι της Καλαμπάκας  κατά τον μήνα Μάιον του 1808 ανέτρεψε τα σχέδια των Λαζέων, οιτινες, μη δυνηθέντες ν'αντισταθούν αποτελεσματικώς κατά των χιλιάδων 'Αλβανών του υίού του Τεπελενλή Μουχτάρ πασά των Τρικκάλων, ύπεχώρησαν εις την παραλίαν του 'Ολύμπου και έπιβάντες πολυαρίθμων πλοιαρίων, υπό τα όμματα και εις άπόστασιν βολής από των Τουρκαλβανών , απεσύρθησαν διά πολλοστήν φοράν εις την Σκιάθον και την Σκόπελον, 
σύνηθες καταφύγιον των Μακεδόνων και Θεσσαλών  αρματολών και κλεφτών.
Έπί μίαν διετίαν ο Λάζος με τους άδελφούς του καθώς και άλλοι αρματολοι της Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων και ο Γιάννης Φαρμάκης από το Βλάτσι της Δυτικής Μακεδονίας, άσπονδος έχθρός του Τεπελενλή, έξοπλίσαντες πλοιάρια, επεδόθησαν εις την πειρατείαν, αναμένοντες άνευ ελπίδος την προέλασιν των ρωσικών στρατευμάτων προς Νότον μετά την υπ'αυτών κατάληψιν της Σούμλας εν Βουλγαρία .

 Οι Τούρκοι απέστειλαν εναντίον αύτών, τον Χαλήλ μπέην επί κεφαλής πολεμικών σκαφών καθώς και τον Χατζή Χουσείν, αρχηγόν των σάλιων (μικρών πλοιαρίων) της Θεσσαλονίκης. 

Ούτοι, καταδιώκοντες τους πειρατάς, επέτυχον να τους αποκλείσουν εις την μικράν νήσον Σπετσοπούλαν . 
Έκει φαίνεται ότι επήλθεν συμβιβασμός, μεσολαβήσει του τούρκου αρχιναυάρχου βεζίρη Χατζή Άλή, έπετράπη δε τόσον εις αύτούς, άνερχομένους εις 600 περίπου, όσον και εις τους διαμένοντας εις τας Βόρειας Σποράδας συντρόφους των μετά των γυναικόπαιδων ο επαναπατρισμός, επί τη ύποσχέσει ότι έφεξής θα διήγον ήσύχως. Τα πειρατικά, κατασχεθέντα υπό των Τούρκων, παρεδόθησαν εις τον τουρκικόν αύτοκρατορικόν ναύσταθμον .
Μετά την κατά το έτος 1812 έπελθούσαν είρήνην μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, την καταστολήν του υπό τον Καραγιώργην επαναστατικού κινήμιατος των Σέρβων και την έπίθεσιν των Εύρωπαικών Δυνάμεων κατά της Γαλλίας, εκ της οποίας έκινδύνευον οι εις την γαλλικήν υπηρεσίαν  εις Ήπειρον και Επτάνησα ύπηρετούντες αρματολοι,οι Μακεδόνες αρματολοι και κλέφτες ήρχισαν ν'απογοητεύωνται. 

Τόσων ετών θυσίαι και άγώνες ήρχισαν να καταποντίζωνται εις τα πολιτικά συμφέροντα και τας διαμάχας των Εύρωπαικών Δυνάμεων και οι εν επαναστάσει υπό δουλείαν εύρισκόμενοι Ελληνες και Σέρβοι πολεμισταί έγκατελείποντο εις την τύχην των άπροστάτευτοι.
Μέρος των Μακεδόνων πολεμιστών, ανερχομένων εις οκτακοσίους, απεφάσισαν να συνδιαλλαγούν μετά του 'Ισμαήλ μπέη των Σερρών, όστις έχαιρε καλής φήμης και δεν εύρίσκετο εις αγαθάς σχέσεις με τον Τεπελενλήν. 

Μεταξύ αυτών εύρίσκοντο οι οπαδοί του Νικοτσάρα, Ταμπάκης, Δράσκος και Μάντζαρης, οι Στέργιος και Θανάσης Μπιζιώτας, καθώς και ο Γιάννης Φαρμάκης .
 Οι Λαζέοι, ο Νικόλαος Τσακνάκης, ο Νικόλαος Κατερινιώτης, πατήρ του μετέπειτα αρματολού των Πιερίων Διαμαντή Νικολάου, ο Γεώργιος Σύρος (Συρόπουλος), αρματολός των Σερβίων, και οι αδελφοί Τζαχείλα, απεφάσισαν να συγκεντρωθούν εις τον 'Όλυμπον συνδιαλλασσόμενοι εν ανάγκη με τον Τεπελενλή.

 Καί πράγματι ο ΛιόλιοςΛάζος μετέβη μετ'ολίγον εις τα 'Ιωάννινα ως αντιπρόσωπος των εναπομεινάντων  αρματολών τού'Ολύμπου, αλλ'ο Βελή πασάς υιός του Τεπελενλή, κατά το έτος 1813, ένεργών κατ'έντολήν του πατρός του, έκστρατεύσας διά νυκτός, κατέλαβεν αίφνιδιαστικώς το χωρίον Μηλιά των Πιερίων, όπου είχε συγκεντρωθή ολόκληρος η οικογένεια των Λαζέων, κατέσφαξε τον Δήμον Λάζον με τους συντρόφους του, άμυνθέντας κατά την κατάληψιν της Μηλιάς, μετέφερε τας οικογενείας ως αιχμαλώτους εις Λάρισαν, ενώ ως εκ συμφώνου εις τα 'Ιωάννινα ο Τεπελενλής κατεκρεούργει τον Κώσταν Λάζον, διαφυγόντων μόνον του Λιόλιου Λάζου, του δωδεκαετούς Τόλιου, υίού του αποθανόντος εν τω μεταξύ Γιάννη Λάζου, και τίνων συντρόφων του, οιτινες μετά μεγάλας περιπετείας κατώρθωσαν να συγκεντρωθούν εις τας Βορείους Σποράδας επαναρχίσαντες την πειρατείαν.
Κατ'αύτόν τον τρόπον ο Άλή Τεπελενλής, αφ'ης διωρίσθη έπόπτης των ντερβενίων της Ρούμελης (ντερβεντάτ ναζήρ), κατά το έτος 1783, έθεσεν ως σκοπόν του να καταστρέψη τους αρματολούς και κλέφτες, οιτινες προέβαλον άντίστασιν, μη συμμορφούμενοι με τας έπιταγάς του.
Αποκτήσας μεγάλην ίσχύν εν τω μεταξύ και άναλαβών μαζί με τους υιούς του Βελή και Μουχτάρ τα πασαλίκια των 'Ιωαννίνων και των Τρικκάλων, έπεδίωξε να φέρη εις πέρας το άρξάμενον έργον του διά της έξοντώσεως η αντικαταστάσεως των Ελλήνων  αρματολών με Αλβανούς ντερβεναγάδες. 

Είς αύτήν την περίστασιν μετεχειρίσθη, έκτος της συστηματικής διώξεως, την προδοσίαν και τον δόλον, που τόσα δεινά και καταστροφάς έπροξένησαν εις τους Ελληνας αρματολούς και κλέφτες2. Με το σύστημα αύτό ο Τεπελενλής έπέτυχε να έξοντώση το μεγαλύτερον μέρος των  αρματολών και κλεφτών της Βορείου Ελλάδος.
Είς την Μακεδονίαν η δράσις αύτη του Τεπελενλή άρχεται κυρίως από του έτους 1805, αν και η τοπική ιστορία και η παράδοσις αναφέρει και προηγούμενα παραδείγματα. 

Πάντως εις την Μακεδονίαν δεν άνευρίσκομεν, πλην μιας περιπτώσεως (Βλαχοθόδωρον) συνεργάτας του Τεπελενλή αρματολούς, διότι το μίσος τόσον των πολεμικών ανδρών, όσον και του λαού, ήτο μέγα. 
Οσοι κατώρθωσαν να διασωθούν, ήσαν οπαδοί παλαιών αρματολών, διδαχθέντες την πολεμική ν τακτικήν από τον Ζήδρον, τους Λαζέους, τον Βλαχάβαν, τον Νικοτσάραν.

Ήσαν μεν ύποδεέστεροι αυτών εις την πολεμικήν τέχνην, άλλά και πατριώται καλοί απεδείχθησαν, ώρισμένοι δε εξ αύτών, μυηθέντες υπό της εν τω μεταξύ εμφανισθείσης Φιλικής Εταιρείας, προσέφερον μεγάλας ύπηρεσίας εις την πατρίδα, όταν εξερράγη ο απελευθερωτικός άγών του 1821.

Τοιουτοτρόπως κατά τας παραμονάς του άγώνος του 1821 είχον περισωθή εις την Μακεδονίαν και εις διαφόρους περιοχάς οι κατωτέρω αγωνισταί:

 Είς την Νάουσαν ο πατήρ Καρατάσιος με τους υιούς του Τσιάμην, Γιαννάκην και Κωτούλαν και με άρκετούς κλέφτες,
 εις την περιοχήν Εδέσσης το σώμα του 'Αγγελή Γάτσου
εις τον Κολινδρόν και την Καστανιάν το σώμα του Καπετάν Διαμαντή 'Ολυμπίου, που είχε διαδεχθή τον πατέρα του, όστις είχε κληρονομήσει το αρματολίκι από τον Γκέγκαν, συνεργάτην του Λαπα

Θ. Ζιάκας
Με τον Διαμαντήν συνέπραττον και οι άδελφοί του Κώστας, Δήμος και Χαρίσης με 150 οπαδούς εις τα Σέρβια, Καταφύγι κ.λ.π., 
ο Γεώργιος Σύρος (Συρόπουλος), του οποίου ο πατήρ ήτο εκ των ψυχογυιών του Ζήδρου, 
εις την Μηλιάν των Πιερίων οΓούλας Δράσκου και ο Κωνσταντίνος Μπίνος
εις τον Όλυμπον ο Μήτρος Διάκος (Λιακόπουλος), οι Τζαχειλέοι και ο Ψαροδήμος,
 εις τα Γρεβενά ο Ζιάκας, 
εις την Καλαμαριάν και εν συνεχεία εις τας Ηγεμονίας του Δουνάβεως ο Γιάννης Φαρμάκης,στενός φίλος του άλλου πολεμιστου των Ηγεμονιών Γεωργάκη 'Ολυμπίουκαταγομένου εκ της οικογενείας των  αρματολών Λαζέων. 

Υπήρχον επίσης εις το Βέρμιον και τα μικρά σώματα των κλεφτών Καμπίτη, Μαλάμου, Κατσαούνη, Δεληγιάννη, Πετσάβα, Σιούγκαρα και Ραμαντάνη.
Είς την Χαλκιδικήν δεν συνηντήσαμεν αρματολούς και κλέφτες και ούτε εις την περιοχήν Νιγρίτας Σερρών Δράμας κατά τας παραμονάς της επαναστάσεως. 

Διά την Χαλκιδικήν έχομεν να τονίσωμεν ότι δεν ηύνόει την ανάπτυξιν του αρματολισμού και της κλεφτουριάς η σύστασις του εδάφους. 
Τα παράλια όμως έχρησιμοποιήθησαν κατ'έπανάληψιν από τους 'Ελληνας πειρατάς, ως άνωτέρω έξέθεσα, διότι οι καλοί πατριώται της Χαλκιδικής είχον πάντοτε αίσθημα ζωηρόν και ακμαίον.
Εις την έργασίαν αύτήν έξεθέσαμεν βάσει των πηγών εν συντομία τον βίον και την δράσιν των κλεφτών και  αρματολών της Μακεδονίας.

 Διά πρώτην φοράν ερευνάται η σκοτεινή αύτή περίοδος της έθνικής μας ιστορίας εις την Βόρειον 'Ελλάδα και είναι εύτύχημα ότι διεσώθησαν και εν συνεχεία έμελετήθησαν τα τουρκικά άρχεία της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας Ναούσης, εκ των οποίων τόσαι πολύτιμοι πληροφορίαι είδον το φως της δημοσιότητος.
Από την ατελείωτον σειράν των  αρματολών και κλεφτών, οιτινες παρελαύνουν εις τα επίσημα ταύτα έγγραφα της Τουρκοκρατίας, 
διαπιστούται μαζί με τα άλλα και 
η απόλυτος ύπεροχή του ελληνικού στοιχείου 
εις την Κεντρικήν, Δυτικήν και Άνατολικήν Μακεδονίαν,
 εις τα τμήματα δηλαδή εκείνα, ατινα μετά πολυετείς αιματηρούς έθνικούς άγώνας, 
περιήλθον εις το ελληνικόν κράτος,
 του όποιου αποτελούν άναπόσπαστον έδαφος,
 τμήμα μόνον του παλαιού ελληνικού χώρου,
 όπου έγεννήθησαν, 
έζησαν και έμεγαλούργησαν οι Βόρειοι Ελληνες.
Είναι επίσης καταφανές, και τούτο σημειούται ιδιαιτέρως ενταύθα, ότι εις τας προαναφερθείσας περιοχάς, 
ούδείς Σλάβος αρματολός η κλέφτης εμφανίζεται, 
παρ'όλον ότι εις τας πεδινάς περιοχάς υπήρχον
 Βούλγαροι δουλοπάροικοι των Τούρκων,
 άνταλλαγέντες κατά το έτος 1924 με τους Ελληνας της Ανατολικής Ρωμυλίας. 

Αντιθέτως διεπιστώσαμεν λίαν σημαντικήν δρασιν Αλβανών  αρματολών και κλεφτών, είτε μεμονωμένως δρώντων, είτε εκμισθουμένων παρά της τουρκικής διοικήσεως διά την έξόντωσιν των Ελλήνων  αρματολών και κλεφτών εις την Βόρειον Ελλάδα.

'Ως διελάβομεν και εν άρχή του παρόντος κεφαλαίου, το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως των ορεινών πληθυσμών της Μακεδονίας, ρεπόντων εκ παραδόσεως εις τον ελεύθερον και ανεξάρτητον βίον, υπήρξε το πρωταρχικόν αίτιον, κατά το όποιον άρχικώς μεμονωμένα άτομα και συν τω χρόνω μεγαλύτερος άριθμός έξήρχοντο εις τα όρη και μετεβάλλοντο εις κλέφτες, συντηρούμενα εκ της ληστείας και της διαρπαγής. 

Είς αύτούς προσετίθεντο συν τω χρόνω και διάφοροι φυγόδικοι, άναγκαζόμενοι να διαπράξουν άδικήματα ένεκα των στερήσεων και υπερβασιών της σκληράς τουρκικής διοικήσεως, μεταξύ των οποίων το φοβερόν παιδομάζωμα και αι δυσβάστακτοι φορολογίαι, ήσαν εκ των κυριωτέρων αιτιών.

Η κατάστασις αύτή έδημιούργησε την άνταρσίαν των βουνών κατά της άρχής. 
Έστερείτο γενικωτέρας οργανώσεως και εθνικών ελατηρίων συνειδητών, αλλ'εις την ψυχήν αυτών των κατατρεγμένων άνθρώπων ο Τούρκος ήτο ο δυνάστης, ο άρπαξ, ο σφετεριστής των άνθρωπίνων αγαθών. 

Ως τοιούτον άντελαμβάνοντο αύτόν όχι μόνον οι κλέφτες των βουνών, άλλά ολόκληρος ο ελληνικός λαός. 

Συνεπώς παρ'όλον ότι οι κλέφτες δεν έλήστευον παρακινούμενοι από έθνικά έλατήρια, εν τούτοις το έργον περιεβάλλετο με συμπάθειαν από το μεγαλύτερον τμήμα του ελληνικού λαού, διά τον όποιον ο κλέφτης και εν συνεχεία ο αρματολός ήσαν συνώνυμα με τον έθνικόν αγωνιστήν.
Αύτοί οι άνθρωποι διάγοντες περιπετειώδη ζωήν, εν μέσω συνεχών κινδύνων και διώξεων, ήσαν υποχρεωμένοι να μάχωνται συνεχώς και να καλλιεργούν το πολεμικόν πνεύμα της φυλής.

 Σκληροί και άτίθασοι από τον τρόπον της ζωής και τας φοβεράς περιπετείας ήσαν άνδρειοι εις τας μάχας, ταχύτατοι εις το βάδισμα και άεικίνητοι, εύσταλεις εις το σώμα, διαπλάσαντες με την πάροδον του χρόνου εν σύνολον από χαρίσματα σωματικά, 
το όποιον ο λαός έχαρακτήρισε με την λέξιν «λ ε β ε ν τ ι ά».


Έκεί λοιπόν, εις τα βουνά της Μακεδονίας, εδημιουργειτο μία πολεμική παράδοσις από κλέφτες και αρματολούς και εν ίδιόρρυθμον σχολείον πολεμικής τακτικής.
.......

ΘΡΑΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Η Θράκη από το συνέδριο τον Βερολίνου μέχρι την εξέγερση του Ίλιντεν (1878-1903)

$
0
0

Συμβούλιο των Βοεβόδων της ΒΜΟΡΟ
(Εσωτερικής  Μακεδονο-Ανδιανουπολίτικης
Επαναστατικής Οργάνωσης)
της επαναστασικής περιοχής Ανδριανούπολης
λίγο πριν την Εξέγερση
 του "Προφήτη Ηλία-Μεταμόρφωσης"
"Ilinden–Preobrazhenie"
"Илинденско-Преображенско
"въстание

Κωνσταντίνου Α. Βακαλόπουλου
Ιστορία του Βόρειου ελληνισμού
Θ Ρ Α Κ Η
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)


  Με την αναχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την Θράκη η πολιτική κατάσταση στον γεωγραφικό αυτόν χώρο γνώρισε μια έντονη αναταραχή.
Το ελληνικό στοιχείο βρέθηκε αντιμέτωπο απέναντι στην πυκνότερη βουλγαρική δραστηριοποίηση, που εκπροσωπούσε η Εξαρχία και απέναντι στην στυγνότερη τουρκική καταπίεση, που είχε άμεσες επιπτώσεις τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό καθεστώς των χριστιανών κατοίκων.

Η απόσπαση μεγάλων οθωμανικών επαρχιών μετά το συνέδριο του Βερολίνου και οι θλιβερές συνέπειες της ρωσοτουρκικής σύρραξης σήμαναν αυτόματα την ουσιαστική μείωση των προσόδων του οθωμανικού κράτους, γεγονός, το οποίο επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το φορολογικό καθεστώς του χριστιανικού στοιχείου.

Έτσι, μετά το 1880 παρατηρήθηκεβαρύτατη φορολογική επιβάρυνση των χριστιανώνκατοίκων της Θράκης.
Η δεκάτη αντιστοιχούσε πια με το 12% της αγροτικής παραγωγής και μεγάλες φορολογικές αυξήσεις έπληξαν την αμπελουργία, τους καρπούς των δένδρων και τις εκτάσεις (στρεμματική φορολογία).



Οι φόροι της αμπελουργίαςήταν βαρύτατοι γιατί συνεπάγονταν δύο είδη φορολογίας τόσο στην παραγωγή όσο και στην έκταση.
Το προϊόν των αμπελοκαλλιεργειών εισπραττόταν σε χρήμα και το ύψος του ποσού καθοριζόταν από μικτή επιτροπή, αλλά συχνά προκαλούνταν διχογνωμίες στους κόλπους της με αποτέλεσμα να προσφεύγουν οι πληττόμενοι σε δικαστικούς αγώνες.

Τα σταφύλια, τα οποία προορίζονταν για την παραγωγή του κρασιού, υπόκεινταν σε συμπληρωματική φορολογία.
Αύξηση παρουσίασε μετά το 1880 και ο επιβαλλόμενος φόρος στα ζώα.

Ο κεφαλικός φόρος (χαράτσι)αντιστοιχούσε περίπου σε μισή λίρα τον χρόνο σε κάθε άρρενα χριστιανό.

Μετά το 1856 επιβλήθηκε και ο στρατιωτικός φόρος, ο οποίος επιβαλλόταν στους μη μουσουλμάνους για την εξαγορά της στρατιωτικής θητείας
.
Ο φόρος αυτός καταργήθηκε το 1908, με την επανάσταση των Νεότουρκων, οπότε θεσπίσθηκε η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.

Ο φόρος της οδοποιίαςεπιβλήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και αναλογούσε σ’ ένα μετζιτιέ σε κάθε άρρενα χριστιανό.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Τούρκοι κατασκεύαζαν δρόμους στις τουρκικές συνοικίες και στις κεντρικές αρτηρίες, ενώ στην ύπαιθρο φτιάχνονταν στρατιωτικές οδοί για την διέλευση των τουρκικών στρατευμάτων όπως π.χ. από την Κωνσταντινούπολη στην Αδριανούπολη και στις Σαράντα Εκκλησιές και από την Αδριανούπολη προς την Καλλίπολη, το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) και την Κομοτηνή.

Τέλος επιβαλλόταν φόρος επιτηδεύματος στους επαγγελματίες, ο οποίος ποίκιλε ανάλογα με το είδος του επαγγέλματος.

Μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρουμελίας στην Βουλγαρία, το 1885,
ηΠύλη επέβαλλε βαρύτερη φορολογία στους Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Θράκηςκαι απαιτούσε ακόμη και από τους αμφισβητούμενους Έλληνες υπηκόους στρατιωτικό φόρο και φόρο επιτηδεύματος.
 (σημ. Yauna: Η Ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε μεν στο Βουλγαρικό Πριγκιπάτο, αλλά ήταν φόρο υποτελής στον Σουλτάνο.
Άλλη υπόθεση η Αυτονομία και άλλη η Ανεξαρτησία).


Απειλούσε μάλιστα τους Έλληνες εμπόρους ότι σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής του φόρου θα κατάσχονταν και θα εκποιούνταν τα εμπορεύματά τους σε μικρό χρονικό διάστημα από την παρουσία των φοροεισπρακτόρων.
Οι Έλληνες πρόξενοι της Θράκης διαμαρτυρήθηκαν επανειλημμένα προς τις ντόπιες αρχές και ζήτησαν οδηγίες από την ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία αποφάνθηκε ότι η Τουρκία δεν είχε δικαίωμα να ζητεί στρατιωτικό φόρο από τους Έλληνες υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας σύμφωνα με το 13ο άρθρο της ελληνοτουρκικής σύμβασης του 1881.

Εκτός βέβαια από τους παραπάνω φόρους, η Πύλη επέβαλε και πολλούς άλλους, έμμεσους φόρους, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της Τουρκίας.

Η πλήρης διοικητική και οικονομική αποδιοργάνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά το 1878 επέτεινε το κλίμα της αυθαιρεσίας και της αναρχίας στον θρακικό χώρο.

Οι συνθήκες διαβίωσης των ελληνικών πληθυσμών των σημερινών γεωγραφικών περιοχών που αντιστοιχούν με την Δυτική και την Ανατολική Θράκη χειροτέρευσαν ακόμη περισσότερο έπειτα από την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, την διόγκωση της βουλγαρικής ανταρτικής δράσηςκαι της τουρκικής ληστρικής ενεργοποίησης.

Βουλγαρικά σώματα, τα οποία είχαν οργανωθεί και στελεχωθεί κατάλληλα κατά την διάρκεια της ρωσικής κατοχής, επιδίδονταν τώρα σ’ ένα χωρίς προηγούμενο εκφοβισμότου ελληνικού στοιχείουμεστόχο την προσέλκυσή του στην βουλγαρική Εξαρχία.

Το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν προβεί σε αλλεπάλληλες βιαιοπραγίες σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών είχε παρακινήσει τα ρωσικά στρατεύματα να παρατείνουν σε ορισμένες περιοχές της Θράκης την παραμονή τους ιδιαίτερα στις περιοχές Φερρών-Αδριανουπόλεως, Τυρολόης-Αδριανουπόλεως, στις Σαράντα Εκκλησιές, στο Μπαμπά-Εσκή και σε άλλα μέρη.

 Σε αξιοθρήνητη κατάσταση βρίσκονταν οι κάτοικοι του Σουφλίου, οι οποίοι ικέτευαν τον Έλληνα πρόξενο της Αδριανουπόλεως Ν. Γεννάδη να μεσολαβήσει στους Ευρωπαίους συναδέλφους του, γιατί οι τουρκικές σφαγές και οι συνεχείς επιδρομές τους είχαν κατατρομοκρατήσει και τους
είχαν φέρει σε απόγνωση.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η σταδιακή αποχώρηση των Ρώσων από τις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί, η αθρόα είσοδος μουσουλμάνων εποίκων από την Ανατολική Ρουμελία και η επανεμφάνιση των τουρκικών στρατευμάτων στην Θράκη είχαν δημιουργήσει τόσο μεγάλη αναταραχή ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς
ώστε προκλήθηκεισχυρό προσφυγικό ρεύμαιδιαίτερα από τις επαρχίες
Σηλυβρίας, 
Τυρολόης, 
Κεσσάνης, 
Διδυμοτείχου και 
Αδριανουπόλεως προς την 
Ανατολική Ρουμελία.

 Πολλοί Βούλγαροι, αλλά και Ελληνες, έσπευδαν στην Βόρεια Θράκη, στην αυτοδιοικούμενη πια Ανατολική Ρουμελία, για να γλιτώσουν από τις επιπτώσεις της νέας τουρκικής κατοχής και ν αποφύγουν κυρίως τα τουρκικά αντίποινα.

Εξοργισμένοι Τούρκοι επέστρεφαν και πάλι στις πατρίδες τους, εισέβαλαν στα χριστιανικά σπίτια και λεηλατούσαν τα πάντα.
Οι Έλληνες εγκατέλειπαν τα χωριά τους, γιατί οι Ροδοπαίοι επαναστάτες εισέβαλαν σ’ αυτά και κακοποιούσαν όλους τους κατοίκους τους.

Σε ορισμένες περιοχές οι Ρώσοι, αποβλέποντας ν’ αποκομίσουν πολιτικά οφέλη, υποκινούσαν, σε συνεργασία με τους Βουλγάρους, τους ελληνικούς πληθυσμούς να μεταναστεύουν στην Ανατολική Ρουμελία.
Οι Ρώσοι κατόρθωναν να πείθουν τους κατοίκους των χωριών της μεθοριακής γραμμής Κεσσάνης—Ουζούν-Κιοπρού (Μακρά Γέφυρα) ν’ απευθύνουν αναφορές ζητώντας να συμπεριληφθούν στην δικαιοδοσία των ρωσικών αρχών που παρέμειναν στην Μακρά Γέφυρα.

Πολλοί Ελληνες Θρακιώτες, απελπισμένοι και απογοητευμένοι από την κατάσταση, έσπευδαν στους κατά τόπους Έλληνες διπλωματικούς εκπροσώπους και τους παρακαλούσαν να τους επιτρέψουν ν’ αναλάβουν ένοπλη δράση. 

Τους διαβεβαίωναν ακόμη ότι αρκούσε η εμφάνιση ενός οπλαρχηγού,
για να ξεσηκώσει χιλιάδες Θρακιώτες επαναστάτες 
κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων.

Συστηματική υπήρξε κατά την εποχή αυτή η δράση της βουλγαρικής και της βουλγαρουνιτικήςκίνησης στις επαρχίες Αδριανουπόλεως, Σαράντα Εκκλησιών, Γκιουμουλτζίνας και Διδυμοτείχου.

Ηουνιτική κίνηση, η οποία διέθετε την ισχυρή, υλική και ηθική, συμπαράσταση της Αυστρίας και ιδιαίτερα της Γαλλίαςκαι των διπλωματικών εκπροσώπων τους στην Θράκη, προωθούσε ουσιαστικά τα βουλγαρικά συμφέροντα και τις βουλγαρικές επιδιώξεις στον θρακικό χώρο.

Ηκαθολική κίνησηκαλυπτόταν κάτω από τον θρησκευτικό μανδύα και σε τελευταία ανάλυση αποτελούσε το άσυλο των σλαβόφωνων πληθυσμών, οι οποίοι έλπιζαν ότι με την αναγνώριση των πρωτείων του Πάπα θ’ απαλλάσσονταν από τα δεινά του τουρκικού ζυγού.
Έτσι λοιπόν επενέβαινε κάθε φορά εκεί, όπου αποτύχαιναν οι προσπάθειες της βουλγαρικής κίνησης, αφού αποτελούσε το κύριο προστάδιό της.

Έτσι στα τέλη του 19ου αιώνα οι βουλγαρουνιτικοί πληθυσμοί προσχώρησαν οριστικά στην Εξαρχία. 

Η βουλγαρική κίνηση δράστηριοποιήθηκε με ιδιαίτερη ένταση μετά το συνέδριο του Βερολίνου τόσο στην σημερινή Ανατολική όσο και στην Δυτική Θράκη.

Ανάμεσα στους σλαβόφωνους εξαρχικούς πληθυσμούς δρούσαν πολυάριθμοι απόστολοι του πανσλαβισμού, οι οποίοι προσπαθούσαν ν αναπτερώσουν το ηθικό τους και να τους υποκινήσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες, δηλαδή στην υποβολή εγγράφων αναφορών προς την Πύλη σχετικά με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την παραχώρηση Οργανικού νόμου σύμφωνα με το 23ο και 62ο άρθρο της συνθηκης του Βερολίνου και στην αποστολή πολυάριθμων αιτήσεων 
για την εφαρμογή του δέκατου άρθρου του φιρμανιού της Εξαρχίας, που προέβλεπε την επέκταση της δικαιοδοσίας του Βουλγάρου Εξάρχου σε περιοχές,
 όπου τα 2/3 των κατοίκων τους θεωρούνταν Βούλγαροι. 

Η πολιτική κατάσταση στην Θράκη επιδεινωνόταν περισσότερο από την διαρκή διείσδυση ένοπλων βουλγαρικών ομάδων, των οποίων η παρουσία είχε σαν βασικό σκοπό την ανάπτυξη βουλγαρικών αντιστασιακών εστιών και τηνπροσέλκυση των ελληνικών πληθυσμώνμε την βία στην Εξαρχία.

Αλλά οι προσπάθειες της βουλγαρικής πλευράς να εμφανίσουν στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη την πληθυσμιακή υπεροχή του βουλγαρικού στοιχείου στην Θράκη προκαλούσε πάντοτε τις εύλογες αντιδράσεις και ανησυχίες των ελληνικών κοινοτήτων.

Πολύ ασθενής εμφανιζόταν το 1878 η παρουσία του βουλγαρικού στοιχείου μέσα στην Αδριανούπολη και στις Σαράντα Εκκλησιές συγκριτικά με τις αντίστοιχες ελληνικές κοινότητες των δύο πόλεων, αλλά στα γύρω χωριά ζούσαν πυκνοί βουλγαρικοί πληθυσμοί.

 Σημαντικές προόδους είχε πραγματοποιήσει η βουλγαρική κίνηση στην περιοχή (μουεσαριφλίκι) της Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνή).

Μέσα στην Κομοτηνή κατοικούσαν 450-500 ελληνικές οικογένειεςκαι 200 βουλγαρικές.

 Από τα 49 χωριά του γεωγραφικού τμήματος Γκιουμουλτζίνας και Δεδέαγατς αμιγή ελληνικά ήταν τα εξής:
Χιρκάς, 
Γριτζάν Χισάρ, 
Πλάτκιοϊ, 
Μαρώνεια, 
Κουτσούκ Κιοϊ, 
Μάκρη, 
Δεδέαγατς, 
Φέρρες, 
Ρουμτζούκι, 
Πασμακτζή και 
Καβατζήκ. 

Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα ήταν μικτά ή αμιγή βουλγαρικά (Καλαϊτζή Δερέ, Μοναστήρι, Γιασούντ, Κουζλούκια και άλλα).

Κέντρο της βουλγαρικής κίνησης υπήρξε το χωριό Δογάν Χισάρμε βουλγαρικό σχολείο. Βουλγαρικά ήταν και τα χωριά 
Δομούζ Δερέ, 
Δερβέντι, 
Λήτζια Κιοϊ, 
Μαρχαμλή και 
Χαχτατζήκι.

 Οι βουλγαρικές προσπάθειες είχαν εντοπισθεί κυρίως στην εκκλησιαστική επαρχία Μαρωνείας, όπου ο βουλγαρικός πληθυσμός (37 βουλγαρικά χωριά) ήταν διπλάσιος από τον ελληνικό.

Σκληρές βουλγαρικές προσπάθειες για την προσέλκυση των σλαβόφωνων πληθυσμών πραγματοποιούνταν στα γεωγραφικά τμήματα
Κεσσάνης, 
Μαλγάρων, 
Ουζούν Κιοπρού, 
Αίνου, 
Ηράκλειας, 
Φερρών και 
Ξάνθης. 

Βουλγαρικές ενέργειες για την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων στις περιοχές αυτές συναντούσαν ωστόσο τις σφοδρές αντιδράσεις των ελληνικών πληθυσμών.

Οι βουλγαρικές κινήσεις στην Ξάνθη στόχευαν στην ίδρυση βουλγαρικού σχολείου και εκκλησίας, αλλά σχεδόν πάντα αντιμετώπιζαν την άκαμπτη ελληνική αντίσταση.

 Χάρη στην δράση των δύο ελληνικών σωματείων, του «Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου» και της «Αδελφότητος των Ξένων» που ιδρύθηκαν το 1884, οι Ξανθιώτες αντιμετώπισαν με επιτυχία τις βουλγαρικές απόπειρες με την πολύτιμη συμβολή τουμητροπολίτη Ιωακείμ (1891).

Η βουλγαρική κίνηση, επωφελούμενη από την αδύναμη θέση, στην οποία είχε περιέλθει ο υπόδουλος ελληνισμός μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, επιχείρησε να επαναδραστηριοποιηθεί στην Ξάνθη, αλλά τα αλλεπάλληλα διαβήματα και οι παραστάσεις των κατοίκων της προς τις ντόπιες τουρκικές αρχές και στην Πύλη εξουδετερωσαν τα βουλγαρικά σχέδια.
Η Τσέτα του Tane Nikolov-Тане Николов

 Βέβαια το 1903, την εποχή της βουλγαρικής εξέγερσης του Ίλιντεν στην Μακεδονία, η κατάσταση οξύνθηκε και στην Ξάνθη καθώς οι εξοπλισμένοι κομιτατζήδεςΧατζηγεωργίου, Νικολώφ, Πίζεφ και Καραουλάνωφπίεζαν το ελληνικό στοιχείο με κάθε τρόπο, για να το προσελκύσουν στην Εξαρχία.

Ο Θρακικός αγώνας έγινε τότε στην Ξάνθη σκληρότερος.

Στην επαρχία Διδυμοτείχου δεν είχαν εμφανισθεί μέχρι το 1878 Βούλγαροι.

 Οι Έλληνες χωρικοί προέρχονταν από την Πελοπόννησο και την Θεσσαλίατα χωριά
Κουρουτζή (Καρωτή), 
Καδήκιοϊ (Μανη), 
Τσομπανλή (Ποιμενικό), 
Κιζιλτζήκιοϊ (Σκουρτοχώρι), 
Παζαρλή (Παταγή), 
Κουλακλή (Αμπελάκια), 
Κουφόβουνο, 
Καραμπουνάρ (Βρυσικά), 
Άκμπουναρ (Ασπρονέρι), 
Κιρέτσκιοϊ, 
Ιντζέσκιοϊ (Ασβεστάδες) και 
Τσαουσλή (Κυανή). 

Οι κάτοικοι των χωριών
Μπουλγκάρκιοϊ (Ελληνοχώρι), 
Τσαλλήκιοϊ (Παληούρι), 
Τομπάκ (Μεταξάδες), 
Ιβλεδίν (Λάδη), 
Καρλή (Χιονάδες), 
Δουγαντζή (Δοξαπάρα) και 
Καμπαΐκ (Χανδράς) 
κατάγονταν από την Ήπειρο.

Ελληνικότατο υπήρξε το χωριό Αη-Αλάν, το οποίο επιδικάσθηκε τελικά στην Βουλγαρία καθώς και η αλβανόφωνη Μανδρίτσα, που αποτέλεσε τον πυρήνα των τελειόφοιτων του γυμνασίου Αδριανουπόλεως.

 Οι κάτοικοι των χωριών
Καπουτζή (Θυρέα), 
Κουλελή Μπουργάζ (Πύθιον), 
Πετράδες και 
Πραγγίο 
προέρχονταν από την Βόρεια Ηπειρο.

Κανένα γωριό απ’ αυτά δεν είχε αποσκιρτήσει από το πατριαρχείο. 

Ακόμη και αυτά τα 4-5 ορεινά χωριά
Καγιατσηκ (Κυριακή) 
Δερβέντι (Δέριο), 
Πασκλησέ (Πρωτοκλήσι), 
Καράκλησε (Μαυροκλήσι), 
των οποίων ο σλαβόφωνος πληθυσμός προερχόταν από την Βουλγαρία,
παρέμειναν αφοσιωμένα στο πατριαρχείο.

Σε μεμονωμένες μόνο περιπτώσεις παρατηρήθηκε το φαινόμενο προσηλυτισμούτων κατοίκων στην ουνία και στην Εξαρχία, ιδιαίτερα στο Δερβέντι (Δέριο) και στο Διδυμότειχο, όπου ήδη από το 1884 δραστηριοποιούνταν οι εξαρχικοί με την συμπαράσταση των τουρκικών αρχών για τον διορισμό Βουλγάρων δασκάλων.
Παράλληλα, από την εποχή της ρωσικής κατοχής, πολυάριθμοι απεσταλμένοι των πανσλαβιστικών κομιτάτων, ανάμεσα στους οποίους και ο Βούλγαρος επίσκοπος της Βράτζης (κοντά στο Τατάρ Παζαρτζίκ).
Υπόσχονταν την απελευθέρωση στους χριστιανικούς πληθυσμούς της επαρχίας Διδυμοτείχου, προσπαθούσαν να τους ξεσηκώσουν και τελούσαν την εκκλησιαστική λειτουργία στα ρωσικά με την συνεργασία Ρώσων ιερέων.

Στο εκκλησιαστικό πεδίο οι βουλγαρικές ενέργειες στόχευαν να καταλάβουν το μετόχι του Αγ. Χαραλάμπους και το παρεκκλήσι του Αγ. Νικολάου.
Τον Απρίλιο του 1886 δόθηκε όμως η έγκριση του βαλή Αδριανουπόλεως για την κατάληψη της ελληνικής εκκλησίας του χωριού Δερβέντι.

Στα 1903, την χρονιά του Ίλιντεν, παρατηρήθηκε βίαιη προσχώρηση 4 ελληνικών χωριώνστην Εξαρχία:
 του Καγιατζήκ (Κυριακή), 
του Πάσκλησε (Πρωτοκλήσι), 
του Καράκλησε (Μαυροκλήσι) και 
του Δερβέντι.

Τότε προσηλυτίσθηκαν και 5 ελληνικές οικογένειες του Διδυμοτείχου, που ζήτησαν (χωρίς όμως ανταπόκριση) την ίδρυση βουλγαρικού σχολείου μέσα στην κωμόπολη.

Γενικότερα η βουλγαρική δράση στην περιοχή Διδυμοτείχου και μέσα στην κωμόπολη απέβλεψε να παρεμβάλει εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών σχολείων και να ματαιώσει την ίδρυση νέων με αλλεπάλληλες καταγγελίες στις τουρκικές αρχές.

Η τελική έγκριση για την δημιουργία του αρρεναγωγείου Διδυμοτείχου, τον Σεπτέμβριο του 1911, δικαίωσε τις τριαντάχρονες αγωνιώδεις ελληνικές προσπάθειες και ματαίωσε τα βουλγαρικά σχέδια.
Η γενική απογραφή του χριστιανικού στοιχείου της Θράκης που πραγματοποιήθηκε στα 1883-1884, έδωσε την ευκαιρία στο ελληνικό στοιχείο να ζητήσει την διάκριση του πληθυσμού κατά εθνότητες και όχι κατά θρήσκευμα, όπως προβλεπόταν από την Πύλη, ενώ οι εξαρχικοί κατόρθωναν συχνά με διάφορα μέσα να επηρεάζουν μεροληπτικά τις επιτροπές των απογραφών.

 Τον Απρίλιο του 1883 ο Έλληνας πρόξενος στην Αδριανούπολη διαμαρτυρήθηκε στον γενικό διοικητή, γιατί είχε αναγνωρίσει σε ελάχιστους Έλληνες την ελληνική ιθαγένεια.
Τα πορίσματα της απογραφής έδειξαν ότι στην επαρχία Σαράντα Εκκλησιών και στους γύρω καζάδες ο πληθυσμός ανερχόταν σε
53.908 Έλληνες 
27.364 Τούρκους, 
22.525 Βουλγάρους, 
648 Εβραίους, 
2 Αρμένιους και 
251 άλλων εθνοτήτων.

 Στους καζάδες Αρκαδιουπόλεως (Λουλέ-Μπουργκάζ) και Μήδειας οι κάτοικοι είχαν απογραφεί μόνο ως προς το θρήσκευμα (χριστιανοί και μουσουλμάνοι).

Το γεωγραφικό τμήμα της Ξάνθης περιλάμβανε 108 κωμοπόλεις και χωριά.
Εκτός από την Ξάνθη οι κυριότερες κωμοπόλεις ήταν:
Γενιτζές, Πολούστρα ( Αβδηρα), 
Ινελή, 
Κουγιούνκιοϊ, 
Σαλή και 
Πόρτο Λάγος, όπου κατοικούσαν μόνο Έλληνες.

Στο γεωγραφικό τμήμα της Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνής) οι Έλληνες διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν είχε γίνει σωστά η απογραφή και ο βαλής διέταξε την επανάληψή της κατά θρήσκευμα.

Μέσα στην Αδριανούπολη η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων έδειξε ότι ήταν οι Έλληνες και ακολουθούσαν οι Εβραίοι, οι Αρμένιοι, οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι.

 Στο προάστειο του Γιλδιριμίου της Αδριανουπόλεως ζούσαν
15.000 περίπου Έλληνεςκαι μόνο
700 Βούλγαροι.

Την ίδια ακριβώς εποχή ξέσπασε σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία το προνομιακό ζήτημα, που αφορούσε την αμφισβήτηση των πατριαρχικών προνομίων εκ μέρους της Πύλης.

Το νέο καθεστώς στόχευε στην ανακοπή της αλματώδους ανάπτυξης της εκπαιδευτικής δράσης του υπόδουλου ελληνισμού, ιδιαίτερα της Μακεδονίας και της Θράκης, διά μέσου του ελέγχου των πτυχίων των Ελλήνων δασκάλων, των διδακτικών βιβλίων και των σχολικών προγραμμάτων καθώς και των αλλεπάλληλων επεμβάσεων των ντόπιων τουρκικών αρχών στα εκπαιδευτικά ζητήματα των Ελλήνων.

Η κατάλυση των πατριαρχικών προνομίων και η παραίτηση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ 'ευαισθητοποίησαν ενεργά τους ελληνικούς πληθυσμούς της Θράκης, που έσπευσαν ν’ απευθυνθούν με αλλεπάλληλες αναφορές τους στο πατριαρχείο, στην Πύλη και στις κατά τόπους τουρκικές αρχές διατρανώνοντας την αφοσίωσή τους στην Ορθοδοξία, εκφράζοντας την βαθιά θλίψη τους για την παραίτηση του πατριάρχη και δηλώνοντας ότι θ’ αγωνίζονταν με όλα τα μέσα για την διατήρηση των εκκλησιαστικών προνομίων.

Η αναταραχή όμως που προκλήθηκε την εποχή εκείνη στο ελληνικό στοιχείο της Θράκης, δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την απρόσκοπτη διείσδυση της βουλγαρικής κίνησης, η οποία απέβλεψε κυρίως στην προσέλκυση των σλαβόφωνων ελληνικών πληθυσμώνστην Εξαρχία, στην διάβρωσή τους με υλικά ανταλλάγματα, στον διορισμό εξαρχικών εκπροσώπων και στην ίδρυση βουλγαρικών σχολείων.

 Η εντατικοποίηση της βουλγαρικής δράσης που παρατηρήθηκε στον θρακικό χώρο μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρουμελίας, επικεντρώθηκε στις επαρχίες
Αδριανουπόλεως, 
Σαράντα Εκκλησιών και 
Διδυμοτείχου. 

Η εφαρμογή του 23ου άρθρου της συνθήκης του Βερολίνου για την εισαγωγή διοικητικών μεταρρυθμίσεων παραμένει και την εποχή αυτή ένα από τα κυριότερα αιτήματα του βουλγαρικού στοιχείου της Θράκης.

Γύρω στα 1890 αναζωπυρώθηκε και πάλι το προνομιακό ζήτημα και οι τουρκικές αρχές της Θράκης ανανέωσαν τις επεμβάσεις τους στα σχολειακά του υπόδουλου θρακικού ελληνισμού με τις αλλεπάλληλες παρεμβολές τους στην εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχείρησαν ν’ αμφισβητήσουν στις σχολικές εφορίες το αποκλειστικό δικαίωμά τους να διορίζουν, να μεταθέτουν και ν απολύουν το εκπαιδευτικό προσωπικό.

Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο βουλγαρικός παράγοντας ανέπτυξε ζωηρότατη πολιτική δράση στον θρακικό χώρο τοποθετώντας εξαρχικούς εκπροσώπους σε νευραλγικές περιοχές, αναπτύσσοντας έντονη εκπαιδευτική κίνηση, καλλιεργώντας βουλγαρική εθνική συνείδηση σε μεγάλο ποσοστό του ντόπιου πληθυσμιακού στοιχείου των περιοχών Σαράντα Εκκλησιών και Αδριανουπόλεως και δημιουργώντας, ανάλογα με τις περιστάσεις και το μέγεθος της ελληνικής αντίστασης, μικρούς ή μεγαλύτερους αγροτικούς και αστικούς πυρήνες.

Όργανα της Εξαρχίας και της βουλγαρικής κυβέρνησης δραστηριοποιούνταν ενεργά στα ορθόδοξα χωριά της στενής σλαβόφωνης ζώνης κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρωνμε κατεύθυνση το Δεδέαγατς και το κέντρο του βιλαετιού Αδριανουπόλεως.

Τις θλιβερές επιπτώσεις από τις επεμβάσεις των τουρκικών αρχών στα σχολειακά ελληνικά ζητήματα και από τους αλλεπάλληλους ελέγχους των διπλωμάτων των Ελλήνων δασκάλων, των διδακτικών βιβλίων και των σχολικών προγραμμάτων περιγράφουν σε εκτενείς εκθέσεις τους οι Έλληνες διπλωματικοί εκπρόσωποι της Θράκης, οι οποίοι επισημαίνουν την ανάγκη για την μεσολάβηση του ελληνικού κράτους και την διευθέτηση του ζητήματος.

Δεν ήταν όμως μόνον οι θλιβερές συνέπειες από την ανακίνηση του προνομιακού ζητήματος που έπλητταν την εποχή εκείνη τους Ελληνες της Θράκης, αλλά και η οικονομική δυσπραγία του ελληνικού κράτους, το οποίο, λόγω των εσωτερικών προβλημάτων και των εξωτερικών περισπασμών, αδυνατούσε να συνεχίσει την πολιτική της παροχής επιχορηγήσεων για την λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του υπόδουλου ελληνισμού και είχε υποχρεωθεί να τις περικόψει σημαντικά.

 Η εκπαιδευτική δράση των Θρακών στηρίχθηκε τότε στις δικές τους δυνάμεις και στις επιχορηγήσεις των πολυάριθμων φιλεκπαιδευτικών συλλόγων. 

Εξίσου σοβαρές επιπτώσεις στο πολιτικό καθεστώς του ελληνισμού της Θράκης είχε και η εφαρμογή του πατριαρχικού μέτρου για την εκ περιτροπής τέλεση της εκκλησιαστικής λειτουργίας σε μικτές χριστιανικές κοινότητες, μέτρο, το οποίο ενθάρυναν και οι τουρκικές αρχές, για να υποδαυλίζεται η ελληνοβουλγαρική διαπάλη και να διαιωνίζεται η τουρκική εξουσία.

 Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε ιδιαίτερα στις επαρχίες Αδριανουπόλεως και Σαράντα Εκκλησιών, όπου Έλληνες και Βούλγαροι συγκρούονταν καθημερινά διεκδικώντας την κυριότητα των εκκλησιών και των σχολείων.
Οι διαμάχες αυτές έδιναν την αφορμή στις τουρκικές αρχές ν’ αναστέλλουν την λειτουργία των εκκλησιαστικών και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και να συμβάλλουν στην όξυνση των σχέσεων των χριστιανικών εθνοτήτων.

Η άρνηση των μεγάλων δυνάμεων να υιοθετήσουν τις προτάσεις του Μακεδονοθρακικού κομιτάτου για την εισαγωγή διοικητικών μεταρρυθμίσεων στις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας καθώς και τα πενιχρά αποτελέσματα από την μέχρι τότε δράση της βουλγαρικής κίνησης, μετέστρεψαν στις αρχές του 20ού αιώνα και στην Θράκη τις βάσεις της βουλγαρικής Οργάνωσης.

Εφόσον είχε σταθεί αδύνατο ν’ αποδώσει θετικά σε γενικές γραμμές 
ο προσηλυτισμός του χριστιανικού στοιχείου της Θράκης με ειρηνικά μέσα, 
μεθοδεύθηκε η χρήση βίαιων και απάνθρωπων μεθόδων 
σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών 
με σκοπό την προσέλκυσή τους στην Εξαρχία

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε
 στην κατατρομοκράτηση του ελληνικού στοιχείου της Θράκης
 και στην φυσική εξόντωση των 
Ελλήνων προκρίτων, ιερέων και δασκάλων,
οι οποίοι αποτελούσαν την ραχοκοκκαλιά της ελληνικής αντίστασης

Παρολαυτά οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Θράκη πήραν πολύ μικρότερες διαστάσεις από ό,τι στην Μακεδονία,
 γιατί οι συνθήκες εδώ υπήρξαν εντελώς διαφορετικές εφόσον
 το βουλγαρικό στοιχείο αντιπροσώπευε μικρό μόνο ποσοστό του συνολικού θρακικού πληθυσμού.

Έτσι εξηγείταν και το γεγονός ότι το βουλγαρικό κίνημα δεν στάθηκε δυνατό να εδραιωθεί και ν’ αποκτήσει ισχυρά λαϊκά ερείσματα.
 Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του τωρινού αιώνα λειτουργούσαν στην Θράκη (βιλαέτι Αδριανουπόλεως)
416 ελληνικά σχολείαμε 32.210 μαθητές, τα οποία αντιπαραβάλλονταν απέναντι σε
162 βουλγαρικά σχολείαμε 4.661 μαθητές.
 Η διαφορά υπήρξε οπωσδήποτε τεράστια. 

Ο ελληνικός πληθυσμός ήταν διασπαρμένος σε ολόκληρο το βιλαέτι Αδριανουπόλεως εκτός από το βορειοδυτικό τμήμα του, που αποτελούνταν από τον οροσειρά της Ροδόπης (καζάδες Αχή-Τσελεμπή, Εγρή-Δερέ, Δαρή-Δερέ και ΣουλτάνΓερί), όπου ζούσαν οι Πομάκοι.

 Το ελληνικό στοιχείο εμφανιζόταν πυκνότερο προς την θάλασσα, νοτιά και ανατολικά, και αραιοτερο προς τα τουρκοβουλγαρικά σύνορα.

Οι Βούλγαροι επικρατούσαν σε στενή ζώνη κατά μήκος της οροθετικής γραμμής από την Ροδόπη μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
Βουλγαρικά χωριά υπήρχαν ακόμη σε δύο εδαφικές ζώνες, οι οποίες άρχιζαν από την σλαβόφωνη περιοχή κατά μήκος των τουρκοβουλγαρικών συνόρων και εκτείνονταν στο εσωτερικό του βιλαετιού.
 Η πρώτη γεωγραφική ζώνη με διακλάδωση προς τα δυτικά (στην επαρχία Διδυμοτείχου) κατευθυνόταν προς το Δεδέαγατς.
Η δεύτερη ζώνη περιλάμβανε ολόκληρη την επαρχία Τιρνόβου, προχωρούσε στην αρχή παράλληλα προς τις ακτές του Εύξεινου Πόντου και έπειτα έπαιρνε νοτιοδυτική κατεύθυνση διευθυνόμενη προς τις επαρχίες Σαράντα Εκκλησιών και Αδριανουπόλεως.

Στις υπόλοιπες γεωγραφικές περιφέρειες του βιλαετιού Αδριανουπόλεως υπήρχαν μεμονωμένοι πυρήνες βουλγαρικών χωριών.

Είναι διαπιστωμένο ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα παρατηρήθηκε σημαντική επιδείνωση του πολιτικού καθεστώτος του χριστιανικού στοιχείου του βιλαετιού Αδριανουπόλεως.

Η διαρκής αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και η ραγδαία αποδιοργάνωσή της εκδηλώνονταν καθημερινά σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης.

Δεν ήταν μόνο η εξαντλητική φορολογία, οι ανεξέλεγκτες αυθαιρεσίες και οι καταχρήσεις των ντόπιων διοικητών, αλλά κυρίως η καταδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών καθώς και η απονομή της δικαιοσύνης σχεδόν πάντα με υποκειμενικά και ιδιοτελή κριτήρια.
Οι δικαστές χρηματίζονταν, ενώ οι ψευδομαρτυρίες και η επιορκία αποτελούσαν πια συνηθισμένα φαινόμενα.
Η συχνή παρουσία τουρκικών εξεταστικών επιτροπών στην Θράκη και στην Μακεδονία σκοπό είχαν να καθησυχάσουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, για ν’ απέχουν από οποιαδήποτε επέμβαση στα οθωμανικά πράγματα.

Τεκμηριωμένη εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Θράκη, δίνει οΣτυλιανός Γονατάς σε σχετική έκθεσή του:
Στυλιανός Γονατάς (1876-1966)
Πρωθυπουργός Ελλάδας (1922-1924)
«Ο κόσμος όμως ο αγροτικός πένεται και ο των πόλεων δεν ευημερεί.
Η κακοδιοίκησις, η έλλειψις ασφαλείας, οι βαρύτατοι φόροι συντελούσιν ώστε και η γη να καλλιεργήται ατελώς και εκ του εισοδήματος ελάχιστον μέρος να απομένη εις τους καλλιεργητάς.

Η δε από του τουρκικού κράτους απόσπασις της Ανατολικής Ρωμυλίαςσυνετέλεσεν, έτι πλέον, εις την καταστροφήν του ολίγου της Θράκης εμπορίου, καθόσον ολόκληρος η εύφορος και πλούσια επαρχία αύτη, ήτις άλλοτε συνηλλάσσετο αποκλειστικός μετ ’ αυτής, μετά την παρεμβολήν του χειρίστου διά το εμπόριον φραγμού της οροθετικής γραμμής,
εστράφη προς την Φιλιππούπολιν και την Σόφιαν.

Και βλέπει τις ήδη την Αδριανούπολιν, την πρωτεύουσαν ταύτην της Θράκης, εν καταστάσει πλήρους παρακμής, μίαν πόλιν της οποίας η ζωή και η κίνησις διαρκώς φθίνουν, χωρίς δυστυχώς να διαφαίνεταί που παρήγορός τις ελπίς διά την βελτίωσιν του μέλλοντος της.

Ούτε περιουσίαι μεγάλαι υπάρχουν ήδη, ούτε μεγαλοβιομήχανοι ούτε μεγαλέμποροι.


Και οι χωρικοί, καίτοι το πλείστον σχεδόν της υπαίθρου χώρας ανήκει εις αυτούς, και τα πλείστα των χωρίων είναι ίδια των χωρικών κτήματα, εν αντιθέσει προς την Μακεδονίαν όπου τα πλείστα είναι τσιφλίκια, εν τούτοις και αυτοί κυριολεκτικώς πένονται και εν και μόνον έτος αφορίας, οίον υπήρξε το παρελθόν, αρκεί να τους φέρη εις αληθή απόγνωσιν.
Πρόσθετος πληγή διά τους εν Θράκη χριστιανούς ήσαν και είναι ακόμη οι πρόσφυγες Τούρκοι (μουαντζήριδες) οι εγκαταστάντες εν αυτή, μετά την υπό των Βουλγάρων κατάληψιν της Ανατολικής Ρωμυλίας, και ενσφηνωθέντες κατ ’ ιδίους συνοικισμούς μεταξύ των χριστιανικών χωρίων, τα οποία ποικιλοτρόπως διά των αυθαιρεσιών των πιέζουσι, καταλαμβάνοντες αγρούς, ούς καλλιεργούσι και βοσκάς άς νέμονται, ουδεμίαν ευρίσκοντες, ως είναι ευνόητον, παρά ταις αρχαίς προστασίαν, οσάκις εις ταύτας καταφεύγουσι».

Μέσα σ’ αυτήν την αναταραχή και την αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε στην Θράκη, εντατικοποιούνταν οι προσπάθειες της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ)και άλλωνβουλγαροθρακικών κομιτάτων, για να ξεσηκώσουν το χριστιανικό στοιχείο κατά των Τούρκων χρησιμοποιώντας βίαια μέσα σε βάρος των σλαβόφωνων ελληνικών κοινοτήτων του θρακικού χώρου και για να κάμψουν το ηθικό των Γραικομάνων, οι οποίοι αρνούνταν να υποκύψουν στις βουλγαρικές πιέσεις.

Σχετικά με τους Γραικομάνους ένας από τους πρωτεργάτες της βουλγαρικής Οργάνωσης στην Θράκη, ο Γκέρτζικωφ, σημείωνε τα εξής:

Mihail Gerdzhikov (1877-1947)
Михаил Герджиков
«Η γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμά του, η νοοτροπία του, η φορεσιά του, οι σπιτικές συνήθειες, όλα σου φωνάζουν την βουλγαρική καταγωγή του.

Και όμως μένει κολλημένος σαν το στρείδι στην Πατριαρχική κι ’ ενωμένος στην Ελληνική ιδέα.
Γι 'αυτήν είναι έτοιμος να θυσιασθή.

Ανοίγωμεν στα χωριά τους βουλγαρικά σχολεία που τα συντηρούμε.

Τους στέλνουμε Βουλγάρους παπάδες και δασκάλους, που τους πληρώνουμε ημείς. Συντηρούμε φτωχές οικογένειες.

Τίποτε!

Πληρώνουν μόνοι τους παπάδες και δασκάλους, που τους στέλνει το Πατριαρχείο της Πόλης.

Τους παραχωρούν δωρεάν δωμάτια στα σπίτια των, συχνά τους διατρέφουν...

Και βλέπεις ένα μοναδικό, ένα ακατανόητο φαινόμενο για κάθε λογικευμένο άνθρωπο, έστω και αν δεν είναι Βούλγαρος.

Στις μεγάλες Χριστιανικές γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, Αγίου Γεωργίου, Αγίου Δημητρίου, στους γάμους και τα βαφτίσια τους, όταν στρώνονται στο τραπέζι με συγγενείς και φίλους, και η τσότουρα με το κρασί περνά από χέρι σε χέρι, —δεν εύχονται για την απελευθέρωσί τους από τον τούρκικο ζυγό, για την ενωσί τους με την μεγάλη Πατρίδα, αλλά τους ακούς να διαδηλώνουν τα αισθήματά τους με τα λόγια: 

Ντά Ζοβέε Ορτοντοξία = Ζήτω η Ορθοδοξία. 
Δηλαδή «ζήτω το Πατριαρχείο, ζήτω ο Ελληνισμός».

 —    Και είναι πολλοί; τον διέκοψα.

—   Σχεδόν τα δύο τρίτα των σλαβοφώνων στη Μακεδονία, και όχι λίγοι στη Θράκη».

 Ουσιαστικά η βουλγαρική δράση στην Θράκη είχε αρχίσει στα 1897 με τον διαχωρισμό των Βουλγάρων επαναστατών σε δύο κατηγορίες:

τους νόμιμους, δηλαδή τους δασκάλους και ιερείς, που εργάζονταν με ειρηνικά μέσα για την προσέλκυση ελληνικών πληθυσμών στην Εξαρχία,

και τους παράνομους, δηλαδή τουςένοπλους κομιτατζήδες, οι οποίοι στρατολογούνταν και οπλίζονταν στην Βουλγαρία με επικεφαλής Βουλγάρους απόστρατους αξιωματικούς.

Τα δύο κυριότερα κέντρα της βουλγαρικής κίνησης στην Θράκη βρίσκονταν στην περιοχή του Μπουνάρ Χισάρ (Βρύση), που γειτόνευε με την επαρχία της Βιζύης (στο βιλαέτι Αδριανουπόλεως) και στηνεπαρχία των Σαράντα Εκκλησιών.

Στο Μπουνάρ Χισάρ υπήρχαν 8-10 βουλγαρικά χωριά που αποτελούσαν κρησφύγετο των κομιτατζήδων.
Μετά το 1900 αποκαλύφθηκαν οι βουλγαρικοί στόχοι στην Θράκη. 

Τότε, για πρώτη φορά, έπειτα από την σύλληψη του Έλληνα Σαρανταεκκλησιώτη γιατρού Κεριμιτζόγλου από βουλγαρική ομάδα —ο Κεριμιτζόγλου απελευθερώθηκε έπειτα από την καταβολή λύτρων—, άρχισαν οι τουρκικές αρχές ν’ ανησυχούν ιδιαίτερα για την έκταση και το μέγεθος της βουλγαρικής δράσης στον θρακικό χώρο.

Η άγρια καταδίωξη των ένοπλων βουλγαρικών ομάδων συνέβαλε προς στιγμήν στην προσωρινή διάλυση των τοπικών βουλγαρικών κομιτάτων, αλλά σύντομα πάλι επαναδραστηριοποιήθηκαν στο Μπουνάρ Χισάρ και στις Σαράντα Εκκλησιές.

Τα βουλγαρικά ανταρτικά σώματα εξοπλίζονταν και πίεζαν αφόρητα τους χριστιανικούς πληθυσμούς να παίρνουν όπλα και να τα κρύβουν κάτω από την γη μέχρι την στιγμή της γενικής εξέγερσης για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Στις αρχές του 1903 εντάθηκε η διείσδυση βουλγαρικών σωμάτων από την Ανατολική Ρουμελία, ενώ το Ανώτατο Μακεδονο-Αδριανουπολιτικό κομιτάτο της Φιλιππουπόλεως έντεινε το επαναστατικό έργο του, συγκέντρωνε συνεισφορές και στρατολογούσε νέους οπαδούς.

 Τον Μάρτιο του 1903 ομάδα κομιτατζήδων προσπάθησε ν’ ανατινάξει γέφυρα στην σιδηροδρομική γραμμή, που ένωνε την Αδριανούπολη με την Κωνσταντινούπολη.

Τον Μάϊο του ίδιου χρόνου κομιτατζήδες επιχείρησαν ν’ ανατινάξουν την ελληνική μητρόπολη στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη).

Τον ίδιο μήνα ο Ρώσος συνταγματάρχης Μοσχώφ περιόδευε στα θρακικά χωριά των τουρκόφωνων χριστιανών, των Γκαγκαούζων, για να διερευνήσει την κατάσταση και ν’ ανιχνεύσει το έδαφος ελπίζοντας στην προσέλκυση των εκεί πληθυσμών.

Τον Ιούλιο του 1903 170 βουλγαρικά ανταρτικά σώματα βρίσκονταν συγκεντρωμένα στην Ανατολική Ρουμελία και περίμεναν το σύνθημα για την τελική αναμέτρηση.

Stamat Ikonomow (1866-1912)
Стамат Икономов
Στις παραμονές της εξέγερσης του Ίλιντεν όλα τα βουλγαρικά σώματα είχαν χωρισθεί σε τρεις ομάδες, από τις οποίες ισχυρότερη υπήρξε εκείνη του βοεβόδα Οικονόμωφ, εφέδρου του βουλγαρικού στρατού.

 Με την έκρηξη της εξέγερσης, τον Ιούλιο του 1903, το σώμα του Οικονόμωφ προσπάθησε να καταλάβει το ελληνικό χωριό Ιντζέκιοϊ, αλλά απέτυχε μπροστά στην άριστα οργανωμένη άμυνα των τουρκικών δυνάμεων.

Η εξέγερση του Ίλιντεν στην Θράκη πήρε πολύ μικρότερες διαστάσεις από τον μακεδονικό χώρο.

 Στις αρχές Αυγούστου βουλγαρικές ένοπλες ομάδες συγκρούσθηκαν με τον τουρκικό στρατό στα τουρκοβουλγαρικά σύνοτα (Κουλελή-Μπουργκάζ) και στην συνέχεια εισέβαλαν στην ορεινή περιοχή του Τιρνόβου.

Από εκεί, ενισχυμένες και με την προσχώρηση ένοπλων κατοίκων των γύρω σλαβόφωνων χωριών, ξεχύθηκαν λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά και τουρκικά χωριά μέχρι την πρω-τεύουσα του σαντζακιού των Σαράντα Εκκλησιών.

Η πόλη των Σαράντα Εκκλησιών κινδύνευσε να καταληφθεί όπως το Κρούσοβο στην Μακεδονία, αλλά η ντόπια φρουρά ειδοποιήθηκε έγκαιρα και διασκόρπισε τους επαναστάτες.

 Βούλγαροι, ένοπλοι χωρικοί, κατευθύνθηκαν από τον Πύργο προς τα παράλια του Εύξεινου Πόντου, στον ελληνικό Βασιλικό και στην ελληνική Αγαθούπολη.

Εκεί κατάργησαν τις αρχές (στις 6/19 Αυγούστου στον Βασιλικό και στις 19 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου στην Αγαθούπολη), λεηλάτησαν τα ελληνικά χωριά που βρίσκονταν μεταξύ της Μήδειας και των τουρκικών συνόρων και εξανάγκασαν πολλούς απεγνωσμένους κατοίκους τους να φύγουν με πλοία στην Κωνσταντινούπολη.

Αυτόπτες μάρτυρες της εξέγερσης του Ίλιντεν στην Θράκη μνημονεύουν ότι ταυτόχρονα με την αποτυχημένη βουλγαρική επίθεση στο Ιντζέκιοϊ πραγματοποιήθηκε και άλλη με 100-120 άντρες κατά της μεθοριακής φρουράς του Βασιλικού, ενέργεια, η οποία υποχρέωσε τους Τούρκους να καταφύγουν στην έδρα του μεθοριακού λόφου στον Βασιλικό και από εκεί μαζι με τις πολιτικές αρχές να κατευθυνθούν προς την Μήδεια

Σύγχρονα οι επαναστάτες απέκοψαν τις τηλεγραφικές επικοινωνίες και προωθήθηκαν σε ακτίνα 60 χιλιομέτρων μέσα στο τουρκικό έδαφος.
Απερίσπαστοι οι Βούλγαροι επαναστάτες προχώρησαν προς τα βουλγαρικά χωριά Ούλγαρι και Γραμματικό, όπου ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους, και, αφού λεηλάτησαν τα χωριά Πετρινάκι και Βαρβάρα, κατέλαβαν τις κωμοπόλεις του Παλαιού και Νέου Βασιλικού, όπου εγκαταστάθηκε οαρχηγός των βουλγαρικών επαναστατικών ομάδων της Θράκης Μιχαήλ Γκέρτζικωφμε 15 περίπου κομιτατζήδες.

Το υπόλοιπο τμήμα συνέχισε ανενόχλητα την πορεία του προς τα ελληνικά κεφαλοχώρια Προδίλοβο και Κωστή, τα οποία κατέλαβε και προχώρησε στην συνέχεια στην Αγαθούπολη με αρχηγό τον βοεβόδα Τσένωφ.

 Αφού απέκοψε όλες τις διόδους της πόλης, συναντήθηκε στην συνέχεια με αντιπροσωπεία Ελλήνων Αγαθουπολιτών, η οποία είχε συγκροτηθεί από τους Γεώργιο Χατζηγεωργίου, Θεοφ. Μιχαηλίδη και Βασ. Πολύχρονη. 

Η αντιπροσωπεία διαβεβαίωσε τους επαναστάτες ότι δεν υπήρχαν Τούρκοι στην πόλη.

 Με το πρόσχημα της συναδέλφωσης του ελληνοβουλγαρικού στοιχείου για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, η επιτροπή διατάχθηκε να ενισχύσει τις επαναστατικές δυνάμεις με την στρατολογία 100 τουλάχιστο νέων και να πληρώσει 5.000 χρυσές λίρες.

Με την είσοδο των Βουλγάρων στην Αγαθούπολη, στις 6/19 Αυγούστου 1903, καταλύθηκαν οι τουρκικές αρχές, στρατολογήθηκαν νέοι από τις βουλγαρικές συνοικίες και πυρπολήθηκαν τα χωριά Λιμάνι, Νιάδα και Κορφοκαλύβη.

Στις προθέσεις των επαναστατών ήταν να κατευθυνθούν προς το Σαμμάκοβο, την Μήδεια και την Βιζύη, αλλά η επικείμενη άφιξη ισχυρού τουρκικού στρατού από το Τίρνοβο και τις Σαράντα Εκκλησιές, τους εξανάγκασε να διαλυθούν και να διαφύγουν στο βουλγαρικό έδαφος.

Βυζαντινή Μακεδονία: ο Τσάρος Συμεών της Βουλγαρίας και η εμφάνιση των Βογομίλων.

$
0
0
Georg Ostrogorsky
Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους
Geschichte  des Byzantinischen Staates
Αθήνα 1978

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Το Βυζάντιο 
και
 ο Συμεών Βουλγαρίας 

Ο Λέων ΣΤ'πέθανε στις 12 Μαΐου 912.
Την εξουσία ανέλαβε ο επιπόλαιος και φιλήδονος Αλέξανδρος, ο θείος του μόλις εξάχρονου τότε Κωνσταντίνου.

 Βασικός του στόχος ήταν να απαλλαγεί από την κληρονομιά του νεκρού αδελφού του.

 Έκλεισε την αυτοκράτειρα Ζωή σε κάποιο μοναστήρι και αφαίρεσε τα αξιώματα από τους επιφανείς συνεργάτες του Λέοντα για να τα παραχωρήσει στους δικούς του ανθρώπους.

Ο Βούλγαρος Τσάρος Συμεών
 Симеон I. Велики
Στα πλαίσια όμως της τακτικής αυτής χρειάσθηκε να επαναφέρει το Νικόλαο Μυστικό, στον οποίο ο Ευθύμιος αναγκάσθηκε να παραχωρήσει τον πατριαρχικό θρόνο.

 Η πολιτική του νέου ηγεμόνα είχε μοιραίες συνέπειες για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Καθώς ήταν επιπόλαιος αρνήθηκε να καταβάλει στους Βουλγάρους τα τέλη, που είχε αναγκασθεί να πληρώνει το Βυζάντιο κάθε χρόνο σύμφωνα με τη συνθήκη του 896.

 Με την άρνηση αυτή έδωσε στο Συμεών, του οποίου η δύναμη βρισκόταν σε συνεχή άνοδο, την αφορμή που επιζητούσε για να ξαναρχίσει τον πόλεμο εναντίον του Βυζαντίου. 

Η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να υποστεί μεγαλύτερη συμφορά.

 Λίγο χρόνο ύστερα από την έναρξη του πολέμου, που είχε προκαλέσει ο ίδιος, ο Αλέξανδρος πέθανε στις 6 Ιουνίου 913.

Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος
 Μοναδικός εκπρόσωπος της μακεδονικής δυναστείας έμενε πλέον ο επτάχρονος Κωνσταντίνος.

Τις υποθέσεις του κράτους ανέλαβε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας με επικεφαλής τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό.

 Η κατάσταση ήταν περίπλοκη και φυσικά ασταθής. Ο Νικόλαος Μυστικός είχε να αντιμετωπίσει μια ισχυρή αντιπολίτευση, που την αποτελούσαν οι πιο πιστοί οπαδοί της δυναστείας και που συσπειρώθηκε γύρω από το πρόσωπο της χήρας του αυτοκράτορα Ζωής, καθώς επίσης και ένα εχθρικά διακείμενο μέρος του κλήρου, το οποίο έμενε πιστό στον έκπτωτο Ευθύμιο.

 Κάτω από τις συνθήκες αυτές είχε να ασκήσει την εξουσία στη θέση ενός παιδιού, του οποίου ούτε την καταγωγή μπορούσε να θεωρήσει νόμιμη ούτε και τη στέψη κανονική. Η σύγχυση έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής, ο δομέστικος των σχολών Κωνσταντίνος Δούκας, επιχείρησε να σφετερισθεί πραξικοπηματικά την εξουσία.

Αυτή ήταν η κατάσταση όταν άρχισε ο καταστρεπτικός πόλεμος με τον ισχυρό βούλγαρο ηγεμόνα.

Χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση ο Συμεών διέσχισε τα βυζαντινά εδάφη και τον Αύγουστο του 913 έφθασε μπροστά στα τείχη της πρωτεύουσας.

Ο πόλεμος αυτός του Συμεών δεν ήταν εκστρατεία λεηλασίας ούτε είχε κατακτητικούς σκοπούς. Στόχος του ήταν το αυτοκρατορικό στέμμα.

Ο Συμεών, που είχε ανατραφεί μέσα στο Βυζάντιο, είχε εμποτισθεί από το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματοςκαι γνώριζε πολύ καλά, όπως και οι ίδιοι οι Βυζαντινοί, ότι μόνο μια και μοναδική αυτοκρατορία μπορούσε να υπάρχει πάνω στη γη. 

Η φιλοδοξία του ήταν όχι να ιδρύσει μιαν εθνικά και γεωγραφικά περιορισμένη βουλγαρική αυτοκρατορία δίπλα στη βυζαντινή, αλλά να συστήσει μια νέα παγκόσμια αυτοκρατορία στη θέση του παλαιού Βυζαντίου. 

 Οι βλέψεις αυτές έδωσαν στον πόλεμο του Συμεών με το Βυζάντιο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και τον διέκριναν από τις αδιάκοπες πολεμικές συγκρούσεις του βυζαντινού κράτους με τους ανήσυχους γείτονές του.
Έτσι ο πόλεμος αυτός ήταν μια από τις πιο σκληρές δοκιμασίες που υποχρεώθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η βυζαντινή αυτοκρατορία.

 Ο αγώνας για το αυτοκρατορικό αξίωμα ήταν στο μεσαίωνα αγώνας για την παγκόσμια ηγεμονία. 

Στον αγώνα του εναντίον του Συμεών το Βυζάντιο υπεράσπιζε την ηγετική του θέση στην ιεραρχία των χριστιανικών κρατών.
Αν και οι βλέψεις που οδήγησαν το Συμεών μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως ήταν εντελώς διαφορετικές από εκείνες των προηγούμενων εχθρών της αυτοκρατορίας, εν τούτοις κι αυτός μοιράσθηκε την ίδια τύχη με εκείνους, γιατί γρήγορα βεβαιώθηκε ότι τα πιο ισχυρά τείχη του τότε κόσμουήταν πραγματικά απόρθητα.

 Ήρθε λοιπόν σε διαπραγματεύσεις με τη βυζαντινή κυβέρνηση και έγινε τελικά δεκτός στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα με λαμπρή επισημότητα από τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, με την παρουσία και του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ'.

 Το αποτέλεσμα των συνεννοήσεων του Συμεώνμε τη φοβισμένη βυζαντινή κυβέρνησητης αντιβασιλείας ήταν παραχωρήσεις που δεν είχαν προηγούμενο.

Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση υποχώρησε μπροστά στον πανίσχυρο βούλγαρο ηγεμόνα.

Συμφωνήθηκε μια θυγατέρα του Συμεών να γίνει σύζυγος του νεαρού αυτοκράτορα, ενώ ο ίδιος ο Συμεών δέχθηκε από το χέρι του πατριάρχη το αυτοκρατορικό στέμμα.

Στο μεταξύ μετά την αποχώρηση του Συμεών έγινε μια ανταρσία στη βυζαντινή αυλή, η οποία έθαψε όλες τις τολμηρές ελπίδες του.
Φαίνεται ότι οι παραχωρήσεις στο Συμεών ήταν τόσο υπερβολικές που έφεραν την πτώση της αντιβασιλείας του πατριάρχη Νικολάου.

Η «βασιλομήτωρ» Ζωή επέστρεψε στο παλάτι και πήρε στα χέρια της την εξουσία.

Απορρίφθηκε το σχέδιο της βυζαντινοβουλγαρικής συμμαχίας με βάση το γάμο και θεωρήθηκε άκυρη η στέψη του Συμεών σε βασιλέα.

 Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν εκ νέου οι πολεμικές βιαιότητες μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων.

Οι Βούλγαροι κατέκλυσαν την περιοχή της Θράκης, ενώ ο Συμεών απαιτούσε από το βυζαντινό πληθυσμό να τον αναγνωρίσει ως αυτοκράτορά του.
 Αν και ο Συμεών με την πράξη αυτή δεν αναγορεύθηκε ακόμη συναυτοκράτορας του Κωνσταντίνου Ζ'παρά μόνο «βασιλεύς της Βουλγαρίας», φαινόταν ότι είχε πια πλησιάσει πολύ το στόχο του.

Τιμημένος με τον τίτλο του βασιλέως και ως πεθερός του ανήλικου αυτοκράτορα θα είχε στα χέρια του τον έλεγχο του βυζαντινού κράτους.
Με τη βεβαιότητα αυτή επέστρεψε στη χώρα του, αφού υποσχέσθηκε στο Βυζάντιο διαρκή ειρήνη.
 Το Σεπτέμβριο 914 παραδόθηκε η Αδριανούπολη και στα επόμενα χρόνια ο Συμεών λεηλάτησε τις περιοχές του Δυρραχίου και της Θεσσαλονίκης.

Η κυβέρνηση της αυτοκράτειρας Ζωής έπρεπε να περάσει στην αντεπίθεση.

 Την αρχηγία του στρατού ανέλαβε ο δομέστικος των σχολών Λέων Φωκάς, γιος του ένδοξου Νικηφόρου, που όμως δεν είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του το ταλέντο του στρατιωτικού ηγέτη.
Στο πλευρό του στάθηκαν ο αδελφός του Βάρδας, ο πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, καθώς επίσης και πολλοί άλλοι εκπρόσωποι από τις επιφανέστερες οικογένειες του Βυζαντίου.
Η ηγεσία λοιπόν του στρατού είχε στο μεταξύ περιέλθει σε μεγάλο ποσοστό στα χέρια των αριστοκρατών, όπως ακριβώς συνιστούσαν τα Τακτικά του Λέοντα ΣΤ' .

Την ηγεσία του στόλου είχε όμως αναλάβει ο δρουγγάριος του αυτοκρατορικού ναυτικού Ρωμανός Λακαπηνός, γιος ενός αρμένιου χωρικού, ο οποίος έμελλε να υποσκελίσει τους αριστοκράτες ανταγωνιστές του.

Ύστερα από εκτεταμένες προετοιμασίες ο βυζαντινός στρατός εισέβαλε στην εχθρική χώρα κατά μήκος των ακτών του Εύξεινου Πόντου.
 Στις 20 όμως Αυγούστου του 917 στην Αχελώ, κοντά στην Αγχίαλο, αιφνιδιάσθηκε από το Συμεών και εκμηδενίσθηκε.

Την καταστροφή αυτή ακολούθησε μια νέα συντριβή στους Κατασύρτες, κοντά στη βυζαντινή πρωτεύουσα.

Ο Συμεών ήταν πια ο κύριος της Βαλκανικής χερσονήσου.

Το 918 διέσχισε τη βόρεια Ελλάδα και έφθασε ως τον Κορινθιακό κόλπο.

 Αν η αντιβασιλεία του πατριάρχη Νικολάου ναυάγησε εξαιτίας της υπερβολικής υποχωρητικότητας στις απαιτήσεις του Συμεών, η βασιλεία της αυτοκράτειρας Ζωής έμελλε να αποτύχει εξαιτίας της άκαμπτης στάσεώς της, που δεν συμβιβαζόταν με τις πραγματικές δυνάμεις και ικανότητές της.

Η απελπιστική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία απαιτούσε την εγκαθίδρυση ενός ισχυρού στρατιωτικού καθεστώτος με σταθερούς στόχους.

Ρωμανός Λακαπηνός
 Ο μόνος που φαινόταν ικανός για την αποστολή αυτή ήταν ο δρουγγάριος Ρωμανός Λακαπηνός.

Κατόρθωσε να αποσπάσει την εξουσία πριν από τον ευνοούμενο της αυτοκράτειρας Λέοντα Φωκά και να αναλάβει τα ηνία της κυβερνήσεως.

Με μεγάλη επιδεξιότητα απομάκρυνε σιγά σιγά την αυτοκράτειρα Ζωή και τους συμβούλους της από τις καίριες θέσεις και εδραίωσε προοδευτικά την εξουσία του.

Αυτοκράτειρα Ελένη.
Κόρη του Ρωμανού Λακαπηνού
Ο νεαρός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ'παντρεύθηκε το Μάιο του 919151 την Ελένη, την κόρη του νέου αντιβασιλέα.

 Όπως άλλοτε ο Στυλιανός Ζαούσης επί Λέοντα ΣΤ', έτσι και τώρα ο Ρωμανός Λακαπηνός έλαβε τον τίτλο του «βασιλεοπάτορα».
 Γρήγορα όμως ανέβηκε πιο ψηλά.

Στις 24 Σεπτεμβρίου 920 ο γαμβρός του τον αναγόρευσε καίσαρα και στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου τον έστεψε συναυτοκράτορα.

Ο Ρωμανός Λακαπηνός, ο γιος του αρμένιου χωρικού, πέτυχε αυτό που μάταια επιδίωκε ο Συμεών. 

 Έγινε δηλ. πεθερός και συναυτοκράτορας του νεαρού νόμιμου αυτοκράτορα και φυσικά εξουσιαστής του βυζαντινού κράτους.

Η άνοδος του Ρωμανού Λακαπηνού απετέλεσε οδυνηρό πλήγμα για το Συμεών. 

 Μάταια επιχείρησε ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός να μεσολαβήσει και να κατευνάσει με πολυάριθμες επιστολές το θυμό του βούλγαρου ηγεμόνα.

Ο Συμεών απαιτούσε βασικά την καθαίρεση του πετυχημένου αντιζήλου του. 

Γιατί όσο χρόνο κατείχε ο Ρωμανός Λακαπηνός τη θέση του προστάτη και του πεθερού του νεαρού και νόμιμου αυτοκράτορα, έμεναν κλειστοί οι δρόμοι που οδηγούσαν στην ικανοποίηση της φιλοδοξίας του.

 Ο Συμεών όμως θα μπορούσε να εφαρμόσει το τολμηρό του σχέδιο μόνον αν καταλάμβανε τη βασιλίδα.

Παρά τις αλλεπάληλες λεηλασίες των βυζαντινών εδαφών και παρά την ανακατάληψη της Αδριανουπόλεως (923), η κατάσταση έμενε αμετάβλητη.
Το Παλάτι του Ρωμανού υπό κατασκευή

 Ο Ρωμανός έμενε άτρωτος πίσω από τα πανίσχυρα τείχη της πρωτεύουσας και περίμενε υπομονετικά τις εξελίξεις.

Κυρίαρχος της καταστάσεως ήταν όποιος κατείχε την Κωνσταντινούπολη.

Αυτό το ήξερε καλά ο Συμεών, δεν διέθετε όμως το στόλο που ήταν απαραίτητος για την εκπόρθηση της πόλεως.

Έτσι συνήψε συμμαχία με τους επιδέξιους στη θάλασσα Άραβες της Αιγύπτου, με σκοπό να προσβάλουν από κοινού την Κωνσταντινούπολη. 

 Το σχέδιο όμως τούτο ματαίωσαν οι άγρυπνοι βυζαντινοί διπλωμάτες. 
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας δε δυσκολεύθηκε να ξεπεράσει σε υποσχέσεις το βούλγαρο ηγεμόνα και να μετατρέψει τις διαθέσεις των Αράβων με δώρα και με την προοπτική τακτικών χορηγιών.

Όταν ο Συμεών εμφανίσθηκε το 924 και πάλι μπροστά στην Κωνσταντινούπολη δεν άργησε να αντιληφθεί, όπως και το 913, ότι η δύναμή του σταματούσε μπροστά στα τείχη της βασιλίδας.

 Όπως τότε έτσι και τώρα ζήτησε μια προσωπική συνομιλία με τον αρχηγό του βυζαντινού κράτους.

 Το φθινόπωρο του 9241 Ο Ρωμανός Α', σε αντίθεση με την κυβέρνηση της αυτοκράτειρας Ζωής, απέφυγε περιφρονητικά να αντιμετωπίσει τον ισχυρό αντίπαλό του.

Βέβαια σε μια επιστολή του προς το Συμεών το 925 διαμαρτύρεται έντονα για τον τίτλο του «βασιλέως Βουλγάρων και Ρωμαίων» που χρησιμοποιούσε, ενώ όμως σε μια δεύτερη επιστολή εξηγεί ότι η διαμαρτυρία του αφορά όχι τόσο το βασιλικό τίτλο του Συμεών όσο τις αξιώσεις του πάνω στο αυτοκρατορικό αξίωμα πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση των δύο ηγεμόνων, η οποία διατηρήθηκε για πολύ χρόνο στη μνήμη των συγχρόνων και των επιγόνων και εμπλουτίσθηκε με θρύλους.

Αλλά ενώ η υποδοχή του Συμεών από τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό το 913 σήμανε το ελπιδοφόρο ξεκίνημα για την εκπλήρωση των προσδοκιών του, αντίθετα η συνάντηση με τον αυτοκράτορα Ρωμανό ένδεκα χρόνια αργότερα επισφράγισε το τέλος τους.

 Αν και με δυσφορία, το Βυζάντιο συμβιβάσθηκε τελικά με το γεγονός ότι ο βούλγαρος ηγεμόνας χρησιμοποιούσε τον αυτοκρατορικό τίτλο του βασιλέως, αλλ'όμως με τον όρο ότι ίσχυε μόνο για τη βουλγαρική επικράτεια. 

Επίσης το 920 ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός πρότεινε στο Συμεών να συνδεθεί με γάμο με την οικογένεια που κυβερνούσε την αυτοκρατορία, τους Λακαπηνούς, πράγμα που θα του εξασφάλιζε βέβαια μια τιμητική θέση, αλλά θα τον απέκλειε από κάθε επιρροή πάνω στις τύχες της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Ο Ρωμανός αρνήθηκε να δεχθεί άλλους συμβιβασμούς καθώς επίσης και κάθε συζήτηση για εδαφικές παραχωρήσεις.

Πράγματι οι εμπειρίες των τελευταίων χρόνων έδειχναν ότι ο Συμεών, παρά τη στρατιωτική του υπεροχή, δεν ήταν σε θέση να επιβάλλει τα σχέδιά του με τα όπλα,ενώ οι βυζαντινοί κατώρθωσαν με τη διπλωματική τους τέχνη να τον οδηγήσουν σιγά - σιγά σε αδιέξοδο. 

Ο βυζαντινο - βουλγαρικός πόλεμος, ο οποίος καθώριζε τη γενική κατάσταση πάνω στη βαλκανική χερσόνησο, παρέσυρε στη δίνη του και τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες.

 Στη Σερβία διασταυρώθηκαν και συγκρούσθηκαν μεταξύ τους οι προσπάθειες επιρροής, που προέρχονταν από το βυζαντινό και το βουλγαρικό κράτος.

Οι εκπρόσωποι της δυναστείας των ηγεμόνων της Σερβίας είχαν ανάγκη από την υποστήριξη της μιας από τις δύο μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες όμως συχνά χρησιμοποιούσαν τον ένα εναντίον του άλλου.

Άλλοτε ο Συμεών και άλλοτε ο Ρωμανός Λακαπηνός κατώρθωναν να εξασφαλίσουν την εξουσία της Σερβίας στο δικό τους ευνοούμενο και να εκτοπίσουν τον προστατευόμενο του αντιπάλου.

Όταν όμως, ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες και αλλεπάλληλες αλλαγές στο θρόνο, άρχισε η βυζαντινή επιρροή να κερδίζει έδαφος και ο πρίγκηπας Ζαχαρίας, που είχε καταλάβει το σερβικό θρόνο με τη βοήθεια των Βουλγάρων, προσχώρησε στο Βυζάντιο, τότε ο Συμεών αποφάσισε να εκμηδενίσει αυτή την εστία ταραχών, που τον απειλούσε από πίσω.

Ωστόσο ο βουλγαρικός στρατός που εισέβαλε στη Σερβία κατατροπώθηκε και χρειάστηκε να σταλούν πιο ισχυρές δυνάμεις, που αφού ερήμωσαν τη χώρα με φοβερές καταστροφές, την υπέταξαν στην κυριαρχία του Συμεών (γύρω στο 924).

Η υποταγή της Σερβίας έφερε το βούλγαρο ηγεμόνα ως τα όρια της Κροατίας, η οποία αποτελούσε τότε αξιόλογη δύναμη κάτω από τ ην εξουσία του πρώτου βασιλιά της Τομισλάβου ( 910 - 28, βασιλιάς από το 925).

 Σύντομα όμως βρέθηκε κι εδώ στην ανάγκη να διεξαγάγει πολεμικές επιχειρήσεις και έτσι να απομακρυνθεί και πάλι από το κύριο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων με τους Βυζαντινούς.

Η εισβολή όμως στην Κροατία στοίχισε στο Συμεώνα τη μεγαλύτερη ήττα του.

 Ο στρατός του καταστράφηκε (μάλλον το 926) και ο Συμεών με τη μεσολάβηση του πάπα, αναγκάσθηκε να συνάψει ειρήνη με τους Κροάτες.

 Μετά το θάνατο του Συμεών άλλαξε τελείως η κατάσταση.

 Οι φιλόδοξες απαιτήσεις και το ακάματο αγωνιστικό πνεύμα του Συμεών ήταν κάτι το εντελώς ξένο στο γιο και διάδοχό του Πέτρο.
Η συνέχιση του αγώνα δεν είχε πια κανένα νόημα.

Ο Αυτοκράτορας Ρωμανός και ο υιός του Χριστόφορος.
Ο Πέτρος έσπευσε να συνάψει ειρήνη με το Βυζάντιο, αναγνωρίσθηκε ως τσάρος των Βουλγάρων και δέχθηκε ως σύζυγο την πριγκήπισσα Μαρία Λακαπηνή, εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού και κόρη του πρεσβύτερου γιου του Χριστοφόρου.

 Επίσης αναγνωρίσθηκε και το βουλγαρικό Πατριαρχείο, το οποίο φαίνεται να ίδρυσε ο Συμεών κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. 

Έτσι οι μεγάλες πολεμικές επιτυχίες του Συμεών δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα.

Βέβαια ο απώτερος στόχος του δεν πραγματοποιήθηκε, έμεινε όμως ανεφάρμοστη και η πολιτική της Ζωής να απορρίψει ριζικά όλες τις βουλγαρικές απαιτήσεις.

 Επικράτησε η μετριοπαθής τακτική του συνετού αυτοκράτορα Ρωμανού.

 Ο Βούλγαρος ηγεμόνας έλαβε τον τίτλο του βασιλέως με αυστηρό όμως περιορισμό μέσα στο βουλγαρικό κράτος. 

Επίσης συνήψε σχέσεις αγχιστείας με την οικογένεια που κυβερνούσε το Βυζάντιο, τους Λακαπηνούς, όχι όμως με τη νόμιμη αυτοκρατορική δυναστεία των Πορφυρογεννήτων.

 Επί πλέον έγινε αλλαγή των ρόλων.

Δεν έγινε ο βούλγαρος ηγεμόνας, όπως είχε ονειρευθεί ο Συμεών, πεθερός και προστάτης του αυτοκράτορα του Βυζαντίου αντίθετα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες Ρωμανός και Χριστόφορος απέκτησαν στο πρόσωπο του τσάρου των Βουλγάρων Πέτρου έναν πειθήνιο γαμπρό. 

 Οι σοβαρές παραχωρήσεις, τις οποίες έκαμε τώρα στους Βουλγάρους ο Ρωμανός Α', χωρίς βέβαια εξωτερικές πιέσεις, είχαν ως αποτέλεσμα να διαμορφωθούν πολύ ευνοϊκά οι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Βουλγαρίας.

 Ποτέ η ειρήνη δεν ήταν τόσο αδιατάρακτη στα βυζαντινο - βουλγαρικά σύνορακαι ποτέ η επιρροή του Βυζαντίου στη Βουλγαρία δεν ήταν ισχυρότερη όσο στα χρόνια του.

Η θέση του Βυζαντίου ισχυροποιήθηκε επίσης και στις λοιπές νοτιοσλαβικές χώρες:

Η Σερβία, που είχε υποταχθεί και λεηλατηθεί από το Συμεών, απέκτησε εκ νέου μια μερική ανεξαρτησία με ηγέτη τον πρίγκηπα Τσασλάβο (Časlav), ο οποίος αμέσως μετά το θάνατο του Συμεών δραπέτευσε από την Πρεσλάβα στην πατρίδα του και ανέλαβε την εξουσία, αφού βέβαια αναγνώρισε τη βυζαντινή κυριαρχία.

 Επίσης ο Μιχαήλ της Ζαχλουμίας, ένας σύμμαχος του Συμεών, ήρθε σε συνεννοήσεις με το Βυζάντιο και έλαβε από την Κωνσταντινούπολη τους τίτλους του ανθύπατου και του πατρίκιου.

Με τον τρόπο αυτό ισχυροποιήθηκε παντού η βυζαντινή επιρροή, ενώ αποδυναμώθηκε η βουλγαρική.
Η ίδια η Βουλγαρία περιήλθε τελικά στη σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου.

 Η ένταξη της Βουλγαρίας στο βυζαντινό πολιτισμό, που προχωρούσε με γοργό ρυθμό μετά την εκχριστιάνισή της, έφθασε τώρα στο αποκορύφωμα.
Από άποψη όμως πολιτική και οικονομική η χώρα βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, εξαντλημένη καθώς ήταν από τους αδιάκοπους πολέμους της εποχής του Συμεών.
Τη γρήγορη, ανοδική πορεία των τελευταίων δεκαετιών ακολούθησε τώρα περίοδος κρίσεως.

Όπως και στο Βυζάντιο, έτσι και στη Βουλγαρία εμφανίσθηκαν σιγά - σιγά μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις.

Παράλληλα με την κοσμική μεγάλωνε διαρκώς και η εκκλησιαστική μεγαλογαιοκτησία, γιατί με την εκχριστιάνιση της χώρας ιδρύθηκαν με γρήγορο ρυθμό τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην περιοχή της Μακεδονίας, που είχε ενσωματωθεί σ'αυτήν, πολλές εκκλησίες και ακόμη περισσότερα μοναστήρια.

Αλλά εκτός από τη μοναστική ζωή, την οποία υποστήριζε η επίσημη Εκκλησία, άνθησαν και αιρετικές, εχθρικές προς την Εκκλησία κινήσεις, οι οποίες, κυρίως σε περιόδους κρίσεως, ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία στις ανικανοποίητες ψυχές και στα ανήσυχα πνεύματα.

 Έτσι, κατά την εποχή του τσάρου Πέτρου εμφανίζεται στο βουλγαρικό κράτος η αίρεση των Βογομίλων, που βρισκόταν σε ριζική αντίθεση προς την Εκκλησία. 

 Η διδασκαλία του ιερέα (pop) Βογομίλου, του ιδρυτή της αιρέσεως, στηρίζεται στις δοξασίες των Μασσαλιανών και ιδιαίτερα των Παυλικιανών, που έζησαν για μακρό χρόνο μαζί με το σλαβικό πληθυσμό της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας, ύστερα από τη μαζική μεταφορά τους στη Θράκη από τη βυζαντινή κυβέρνηση.

 Όπως και ο Παυλικιανισμός που προήλθε από τον αρχαίο Μανιχαϊσμό, έτσι και οι Βογόμιλοι εκπροσωπούν μια δυαλιστική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος κυβερνάται από δυο αρχές, το καλό (ο θεός) και το κακό (ο Σαταναήλ) και η διαμάχη μεταξύ των δύο διαμετρικά αντίθετων δυνάμεων καθορίζει τα παγκόσμια γεγονότα και ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων.

Ολόκληρος ο ορατός κόσμος είναι έργο του Σατανά και γι'αυτό κυριαρχείται από το κακό.

Όπως και οι ανατολικοί πρόδρομοί τους το ίδιο και οι Βογόμιλοι επιδιώκουν μια καθαρά πνευματική θρησκευτικότητα καθώς και αυστηρή ασκητική ζωή.

Απορρίπτουν με φανατισμό κάθε εξωτερική λατρεία, κάθε εκκλησιαστική τελετουργία και ολόκληρη τη χριστιανική εκκλησιαστική τάξη.
Η επανάσταση των Βογομίλων εναντίον της διοικούσης Εκκλησίας αποτελούσε ταυτόχρονα επανάσταση εναντίον της κοσμικής τάξεως, της οποίας το ισχυρότερο πνευματικό στήριγμα ήταν η Εκκλησία.
 Η κίνηση των Βογομίλων ήταν έκφραση της διαμαρτυρίας κατά της τάξεως των κυβερνώντων, των ισχυρών και των πλουσίων.
 Η αίρεση των Βογομίλων έριξε βαθειές ρίζες στη Βουλγαρία και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, απέκτησε έπειτα πολλούς οπαδούς και έξω από τα σύνορα του τότε βουλγαρικού κράτους και εκδηλώθηκε με διάφορες ονομασίες στο ίδιο το Βυζάντιο, στη Σερβία και προ παντός στη Βοσνία, στην Ιταλία και στη νότια Γαλλία.

 Οι αιρέσεις των Βογομίλων, όπως οι Babuni, οι Παταρηνοί, οι Καθαροί, οι Albigenses, καθώς και οι μικρασιάτες πρόδρομοί τους, αποτελούν διαφορετικές μορφές μιας και της αυτής μεγάλης κινήσεως, η οποία εξαπλώθηκε από τις οροσειρές της Αρμενίας ως τη νότια Γαλλία και η οποία άνθιζε σποραδικά πότε εδώ και πότε εκεί. 

Η αίρεση αυτή άνθιζε ιδιαίτερα σε εποχές κρίσεως και ανάγκης, γιατί σε τέτοιες ακριβώς εποχές η βασικά απαισιόδοξη κοσμοθεωρία της, που δεν απορρίπτει μόνο μια ορισμένη τάξη αλλά τον επίγειο κόσμο σαν τέτοιο, βρίσκει πλούσιο έδαφος και εντυπωσιάζει περισσότερο με τη διαμαρτυρία της.


Γενική βιβλιογραφία 

Zlatarski, Istorijal, 2.
Runciman, Bulgarian Empire.D.
Obolens k y, Byzantium and its northern neighbours 565-1018, Cambr. Med. Hist. IV, Pt. Ι (2ηέκδ. 1966).
Mutafčiev, Istorija
I. F. Dölger, Bulgarisches Zartum und byzantinisches Kaisertum, Bulletin de l' Inst. archéol. bulgare9 (1935) 57 εξ. (= Byzanz u. d. europ. Staatenwelt 140 εξ.).
G. Ο s t r o g o r s k y, Die Krönung Symeons von Bulgarien durch den Patriarchen Nikolaos Mystikos,στον ίδιο τόμο, 275 εξ.
 [D. Ob o l ens k y, The Byzantine Commonwealth. Eastern Europe, 500 -1453, London 1971, σελ.102 εξ. Α. Σταυρίδου - Ζαφράκα, Η συνάντηση Συμεών και Νικολάου Μυστικού (Αύγουστος 913) στα πλαίσια του βυζαντινοβουλγαρικού ανταγωνισμού, Θεσσαλονίκη1972].

Ελληνική Μακεδονική Παράδοση: Το έθιμο των Ιπποδρομιών Δοξάτου.

$
0
0

Ένα έθιμο, οι ρίζες του οποίου χάνονται στους αιώνες, αναβιώνει κάθε χρόνο, στις 2 Μαΐου, στο Δοξάτο Δράμας.

Πρόκειται για το έθιμο των Ιπποδρομιών, αναπόσπαστο στοιχείο της μακράς παράδοσης του Δήμου και από τα κορυφαία πολιτιστικά γεγονότα της Δράμας.

 Οι ιπποδρομίες, οι οποίες αναδεικνύουν τους ιστορικούς δεσμούς του αλόγου με την περιοχή, πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων του Προστάτη και πολιούχου αγίου της μαρτυρικής κωμόπολης του Δοξάτου, Αγίου Αθανασίου.

 Η σχέση του αλόγου με τον Δοξατιανό υπήρξε μοναδική.
Σύντροφος και φίλος από πολύ παλιά σε όλες τις αγροτικές εργασίες, αλλα και στις μεταφορές, στο εμπόριο, στον πόλεμο και στην ψυχαγωγία.

Ως πολύτιμος βοηθός του Δοξατιανού, το άλογο χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες για την εκτέλεση αγροτικών εργασιών, όπως ο αλωνισμός, η άροση, η κτηνοτροφία.
Είναι αυτό που θα δώσει την κίνηση στους μυλόλιθους για το άλεσμα δημητριακών και θα κινήσει το γεράνι για την άντληση νερού από το πηγάδι.


Δαρείος Αλέξανδ.tif
   Αμφορέας από το Ruvo, 330- 320 π.Χ,
που απεικονίζει την μάχη του Δαρείου με τον Αλέξανδρο,
στην κεντρική ζώνη του αμφορέα,
 πιθανόν την μάχη της Ισσού. 
 «Όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί στηρίχθηκαν στο άλογο.
Σε όλους τους πολιτισμούς και τις ιστορικές περιόδους, η κατοχή ενός όμορφου, καλογυμνασμένου αλόγου ήταν δείγμα κοινωνικής ισχύος και προβολής. Η περιοχή του Παγγαίου, των Φιλίππων και η ευρύτερη περιοχή του ιππέα ήρωα, του Θράκα ιππέα, αγαπά το άλογο.

Ο Θράκας ιππέας σε ορισμένους χώρους της Θράκης και της Μακεδονίας προσλαμβάνει την ιδιότητα τοπικού Θεού (ήρωας αρχηγέτης, ήρωας Αυλωνίτης) και εικονίζεται ως έφιππος ανδρείος πολεμιστής να σπένδει μπροστά σε ένα βωμό», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων, μέλος του Δ.Σ του ιππικού συλλόγου, κ.Μαρία Στυλίδου.

 Η ιστορία των ιπποδρομιών στο Δοξάτο χάνεται στα βάθη των αιώνων.

 Όπως διευκρινίζει η κ. Στυλίδου, από τα στοιχεία που έχουμε γνωρίζουμε ότι, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι Ιπποδρομίες είχαν τη μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ενώ έδιναν τη δυνατότητα στα Ελληνόπουλα να επιδεικνύουν τις αρετές τους στην ιππασία καθώς και την τεχνική και τη δεξιοτεχνία τους στο «κουμαντάρισμα» των αλόγων.

 «Μεταγενέστερα, στην εποχή του Μακεδονικού αγώναοι ιπποδρομίες του Δοξάτου ήταν το καλύτερο πρόσχημα για τη συνάντηση των οπλαρχηγών από την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, με στόχο τον συντονισμό της δράσης τους στον αγώνα για την απελευθέρωση», 

σημειώνει η κ. Στυλίδου.

 Η διεξαγωγή των ιπποδρομιών στο Δοξάτο είχε άμεση σχέση με την εργασία των κατοίκων και τη φυσιογνωμία της περιοχής.
Καπνοπαραγωγικό χωριό από την εποχή του μεσοπολέμου μέχρι και το 1967 περίπου, το Δοξάτο είχε 1200 άλογα, που στην πλειοψηφία τους ήταν «εργαλεία» της δουλειάς των κατοίκων, ενώ ανάλογος αριθμός αλόγων υπήρχε και στα γύρω χωριά.

 Η 2α Μαΐου, ημέρα διεξαγωγής των ιπποδρομιών, ήταν μια μέρα ορόσημο για το Δοξάτο.

Ήταν η τελευταία γιορτή πριν από την έναρξη ενός μεγάλου κύκλου εργασιών, πριν από το ξεκίνημα του μόχθου της καπνοφυτείας και στη συνέχεια της καπνοκαλλιέργειας.

 Ήταν η τελευταία γιορτή για τους κατοίκους του Δοξάτου και τα άλογα τους, τα οποία ήταν η κύρια καλλιεργητική «μηχανή» για τους καπνοπαραγωγούς.

 «Όπως θέλει το έθιμο, το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα, τα άλογα που συμμετέχουν στις ιπποδρομίες, την παραμονή των αγώνων παρελαύνουν σε κεντρικό δρόμο του χωριού υπό τον ήχο του ζουρνά και του νταουλιού και φυσικά μπρος σε ένα ατέλειωτο πλήθος, που γνωρίζει πολύ καλά τι είναι διασκέδαση.

Μετά τις κούρσες, οι συγγενείς και οι φίλοι του νικητή τρέχουν, μόλις τερματίσει το άλογο, να σπάσουν ένα αυγό στο μέτωπό του για να μην το πιάσει το … κακό μάτι, να βάλουν το χαϊμαλί με τα δόντια αγριογούρουνου ή τις χάντρες ή να σταυρώσουν στο μέτωπο του αλόγου κόκκινη μπογιά»,
 αναφέρει με υπερηφάνεια ο κ.Γιώργος Θεοφανίδης, επίτιμος πρόεδρος του ιππικού συλλόγου Δοξάτου.

 Σύμφωνα με τον ίδιο, στην περιοχή του Δοξάτου ιδρύθηκαν ιπποφορβεία που τροφοδοτούσαν με άλογα τοΜακεδονικό ιππικό, ενώ γραπτές μαρτυρίες αναφέρουν ότι κάποιος Λάμπων από την περιοχή κέρδισε σε αγώνισμα ιπποδρομίας στους Ολυμπιακούς αγώνες.


 Οι αγώνες περιλαμβάνουν τη διεξαγωγή τριών ιπποδρομιών (1000 μέτρων, 1400 και 1800), όπου οι τρεις πρώτοι νικητές κάθε ιπποδρομίας λαμβάνουν, πέρα των χρηματικών συμβολικών επάθλων και «ταπιά», είδος χαλιών που ήταν τα παλαιότερα, παραδοσιακά έπαθλα των αγώνων.

Πηγή Visit drama

Μακεδονική Γη: Το «Κοινό» Μελενίκου, το πρώτο Ελληνικό Δημοκρατικό Σύνταγμα εν μέσω Τουρκοκρατίας

$
0
0
Γράφει ο Ραδόβαλης Ηλίας 
Πρόεδρος Συνδέσμου Ευελπίδων Μελενίκου 
Από την εφημερίδα "Φωνή του Μπέλες" 
Τεύχος 3ο 

 Το Καταστατικό του Μελενίκου Σύστημα ή Διαταγαί») ψηφίστηκε από τους Έλληνες πολίτες του Μελενίκου το 1813, ως ένα πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης και συνοχής καταργώντας τις κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις, κατάλοιπο τις βυζαντινής περιόδου. 

Διαπνέεται από δημοκρατικές αρχές και φιλελεύθερο πνεύμα, αρετές της πρόσφατης τότε Γαλλικής Επανάστασης και έχει πρώιμο άρωμα ελευθερίας στο τουρκοκρατούμενο Μελένικο. 

 Ο Καταστατικός αυτός Χάρτης εμφανίστηκε για πρώτη φορά μόνο στο Μελένικο, «και είναι ο μοναδικός ολοκληρωμένος στην ιστορία των Κανονισμών των Ελληνικών κοινοτήτων της Οθωμανικής περιόδου», 
όπως λέει στο μνημειώδες έργο του
 «Η Ιστορία Του Μελένικου-Η Διαχρονική Πορεία Του Ελληνισμού»
 ο διδάκτωρ Αντώνιος Κολτσίδας. 

 Τυπώθηκε στη Βιέννη της Αυστρίας το 1813 στο τυπογραφείο Ιωάν. Βαρθ. Τζβεκίου, όπου η εκεί παροικία των Μελενικίων ήταν ισχυρή και σε άνθιση κοινωνική, πολιτική και οικονομική, δίνοντας το δικό της αγώνα για την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους από τον τουρκικό ζυγό. 

Ο συντάκτης του «Κοινού» από μετριοφροσύνη θέλησε να παραμείνει ανώνυμος, αλλά από τον πρόλογο του έργου του διαφαίνονται με σαφήνεια τα ελατήρια του. 

Όπως ο Νεόφυτος Δούκας από την Βιέννη και ο Αδαμάντιος Κοραής από το Παρίσι, διέσπειραν πλήθος βιβλίων σε πλείστες υπόδουλες περιοχές της Ελλάδος με σκοπό την αφύπνιση του Ελληνικού λαού και την πνευματική ενδυνάμωση του Ελληνικού φρονήματος,

 έτσι και ο ανώνυμος Μελενίκιος Πατριώτης, εκδίδει το «Κοινό» μιμούμενος τους παραπάνω διανοούμενους και το διασπείρει ώστε να βρεθούν νέοι μιμητές που όντας πνευματικά έτοιμοι θα ξεσηκωθούν αποφασιστικά ενάντια στον τουρκικό ζυγό.

 Τι ήταν όμως το «Κοινό» Μελενίκου; 

 Επρόκειτο για ένα Σύστημα με 30 άρθρα,
το οποίο ανέλυε τις σχέσεις των πολιτών με την τοπική εξουσία και την οργάνωση, 
τη λειτουργία και τη διοίκηση της εκκλησιαστικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής ζωής των Μελενίκιων. 

Ψηφίστηκε ομόφωνα από τη Γενική Συνέλευσηόλων των κατοίκων του Μελένικου, υπό την παρουσία του Μητροπολίτη Άνθιμου, εξασφαλίζοντας ισότιμη συμμετοχή στα κοινοτικά πράγματα σε όλα τα μέλη, καθώς και την από κοινού ανάληψη ευθυνών για το μέλλον της κοινότητας.

 Στην ετήσια συνέλευση όπου συμμετείχαν Μελενίκιοι από κάθε τάξη, 
εκλέγονταν

3 Επίτροποι του «Κοινού» και 
3 Έφοροι οι οποίοι διαχειρίζονταν τη σχολική περιουσία, 
νοίκιαζαν τα κτήματα του «Κοινού» με εξαμηνιαίο ενοίκιο, 
δάνειζαν από τα μετρητά κεφάλαια του «Κοινού» και 
εισέπρατταν τους φόρους από βιοτέχνες και επαγγελματίες, 
αλλά το πιο σημαντικό προστάτευαν κάθε αδύνατο μέλος με φιλανθρωπίες και αγαθοεργίες.

 Όπως γράφει ο αείμνηστος Πέτρος Πέννας στα «Σερραϊκά Χρονικά», τόμος 15,
 «ο λόγος που ψηφίστηκε το καταστατικό και αποφασίστηκε η αναδιοργάνωση των κοινωνικών πραγμάτων, ήταν ότι από έλλειψη οργάνωσης κινδύνευε να εξαφανισθεί κάθε ίχνος κοινοτικής περιουσίας από τα άγρια τουρκικά χαράτσια και ότι Εκκλησίες, Σχολεία, Κοινωνική αλληλεγγύη και φιλανθρωπία είχαν παραμεληθεί κατά τρόπο επικίνδυνο». 

Το πρωτότυπο «Κοινό» Μελενίκου δυστυχώς δε σώζεται, αφού οι Βούλγαροιμπαίνοντας στο Σιδηρόκαστρο το 1941, έκαψαν όλο το αρχείο του Συνδέσμου Ευελπίδων Μελενίκου. 

 Ευτυχώς όμως αντίτυπα της εκτύπωσης της Βιέννης σώζονται ώστε να μας θυμίζουν ότι οι προγονοί μας σε αυτή την ακριτική Μακεδονική πόλη του Μελενίκου,οραματίστηκαν πρώτοικαι δημιούργησαν ένα πρώιμο Δημοκρατικό Σύνταγμα, μέσα στο σκοτάδι της τουρκικής σκλαβιάς.


Ανατολική Ρωμυλία: Η ολοσχερής καταστροφή της Άγχιάλου το 1906

$
0
0
Η Ελληνική Αγχίαλος της  Ανατολικής  Ρωμυλίας (Βορείου Θράκης). 
Κατεστράφη ολοσχερώς και ο πολυπληθής Ελληνικός πληθυσμός

της εξωντώθη με τους  βανδαλισμούς, 

τας θηριωδίας και τας φρικαλεότητας των Βουλγάρων (30/7/1906)
του Αποστόλου Π. Ευθυμιάδη
"Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΕΙΣ
 ΤΟΥΣ  ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ 
ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ 
(ΑΠΟ ΤΟΥ 1361 ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ 1920)


 





ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ  


Βανδαλισμοί, 
εμπρησμοί,
 φόνοι,
 λεηλασίαι,
 βεβηλώσεις, 
βαρβαρότητες, 
θηριωδίαι και 
φρικαλεότητες των Βουλγάρων 
εις την Άγχίαλον της  Βορείου Θράκης (Ανατολικής 'Ρωμυλίας).  


Μετά τους κατά τα ανωτέρω, βανδαλισμούς, τας λεηλασίας, τας βαρβαρότητας και τας θηριωδίας των Βουλγάρων εις την Βάρναν,
εις τον Πύργον,
εις την Φιλιππούπολιν,
εις την Στενήμαχον,
εις το Εύσταθοχώριον και
εις τας άλλας κωμοπόλεις και χωρία της  Βορείου Θράκης,
εις το πρόγραμμα των Βουλγάρων κομιτατζήδων
 περιελαμβάνετο και η ολοσχερής καταστροφή της  Άγχιάλου της  Ανατολικής Ρωμυλίας.
Οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου, πληροφορηθέντες τους  προηγηθέντας βανδαλισμούς των Βουλγάρων εις τας άνωτέρω πόλεις και κωμοπόλεις και βλέποντες την άπάθειαν και την άδιαφορίαν των έγγυητριών της  Βερολινίου συνθήκης Ευρωπαϊκών Δυνάμεων δια τα πρωτοφανή και πρωτάκουστα αυτά εγκλήματα των Βουλγάρων, άλλά και την άνευ προσχημάτων συμμετοχήν εις τα εγκλήματα αυτά και της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, άντελήφθησαν ότι μόνον με τας ίδικάς των δυνάμεις θα ήδύναντο να προστατεύσουν την ζωήν των και τας περιουσίας των εκ των βανδαλισμών των Βουλγάρων.


Ώς εκ των άνωτέρω, άπεφάσισαν οι  Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου να οργανώσουν εκ των ένόντων την άμυναν των κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων, η όποια έξησφαλίσθη με τον εξοπλισμόν των με περίστροφα και με άλλα επιτρεπόμενα μέσα άμύνης και με την τοποθέτησιν φρουράς εξ ενόπλων Ελλήνων πολιτών εις την Ίεράν Μονήν του Άγιου Γεωργίου, η οποία εύρίσκεται εις τον στενόν λαιμόν της  χερσονήσου της  Άγχιάλου μεταξύ της  θαλάσσης άπό του νότου και της  λίμνης άπό του βορρά και άποτελει, ως εκ τούτου, ίσχυρόν και άσφαλές προπύργιον της  Άγχιάλου.


Έξωπλίσθησαν δέ οι φρουρούντες την Άγχίαλον Έλληνες κάτοικοί της με περίστροφα και με ρόπαλα, διότι ύπελόγιζον, ότι και οι Βούλγαροι επιδρομείς, οι όποιοι θα έπετίθεντο κατά της  Άγχιάλου, θα ήσαν εξοπλισμένοι με περίστροφα και με ρόπαλα, όπως ήσαν έξωπλισμένοι με περίστροφα και ρόπαλα κατά την έπίθεσίν των εναντίον της  Φιλιππουπόλεως και των άλλων 'Ελληνικών πόλεων της  Βορείου Θράκης,
 χωρίς να διανοηθούν οι Άγχιαλιται ότι οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και ο φανατισμένος βουλγαρικός όχλος, οι όποιοι θα έπετίθεντο κατά της  Άγχιάλου, θα ήσαν (οπλισμένοι με πολεμικά όπλα εκστρατείας, με χειροβομβίδας και με δυναμίτιδα, ως άπεδείχθη βραδύτερον κατά την έπίθεσιν των Βουλγάρων επιδρομέων κατά της  Άγχιάλου.

Την κατά τα ανωτέρω όργανωθεισαν, εντός των ορίων του βουλγαρικού συντάγματος και των νόμων, άμυνάν των και τας άνησυχίας των δια την άσφάλειάν των έγνώρισαν με άναφοράς των και με τηλεγραφήματά των εις τον τότε Ηγεμόνα της  Βουλγαρίας Φερδινάνδον και εις τον Πρωθυπουργόν της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, οι όποιοι όμως, όχι μόνον ούδεμιαν έδωσαν σημασίαν εις τας εκκλήσεις των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου δια την έξασφάλισιν στοιχειώδους προστασίας της  ζωής και των περιουσιών το)ν, άλλά καί, άφού (οργάνωσαν προηγουμένως τους  επικειμένους βανδαλισμούς κατά της  Άγχιάλου, άνεχώρησαν άμφότεροι δια το έξωτερικόν, ώστε να άπουσιάζουν εκ της  Βουλγαρίας κατά τον χρόνον της  άποφασισθείσης ύπ’ αυτών επιδρομής κατά της  Άγχιάλου, δια να δύνανται να προσποιώνται ούτως ύποκριτικώς και φαρισαϊκώς άγνοιαν των βανδαλισμών και των φρικαλεοτήτων του φανατισμένου βουλγαρικού όχλου, αί όποιαι έπρογραμματίσθησαν υπό των ίδιων, του Ήγεμόνος και του Πρωθυπουργού της  Βουλγαρίας, και διεπράχθησαν εντός ολίγων ημερών υπό των οργάνων των δια την ολοσχερή καταστροφήν της  Ελληνικής Άγχιάλου και την έξόντωσιν των Ελλήνων κατοίκων της.

Αί βουλγαρικαί Άρχαί όχι μόνον δεν άνταπεκρίθησαν εις τας κατά τα άνωτέρω εκκλήσεις των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου δια την παροχήν εις αυτούς στοιχειώδους άσφαλείας της  πόλεώς των εκ του συστηματικώς φανατισθέντος βουλγαρικού όχλου, άλλά και έπεδίωξαν με δόλια τεχνάσματα να εξουδετερώσουν την κατά τα ανωτέρω όργανωθεισαν άμυναν των Άγχιαλιτώνμε τον έπιτρεπόμενον νόμιμον οπλισμόν των και την φρούρησιν ύπ’ αυτών της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου, η όποια εύρίσκεται εις τον στενόν λαιμόν της  χερσονήσου της  Άγχιάλου και άποτελει το ασφαλές προπύργιόν της. 

Ούτως ο Βούλγαρος Νομάρχης Πύργου, εις την δικαιοδοσίαν του όποιου ύπήγετο η Άγχίαλος, διέταξε, κατ’ εντολήν της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, ενα λόχον βουλγαρικού στρατού να καταλάβη την άνωτέρω Ίεράν Μονήν του Άγιου Γεωργίου, η όποια, φρουρουμένη μέχρι τότε υπό των νομίμως έξωπλισμένων Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, άπετέλει το ίσχυρόν και άσφαλές προπύργιον δια την προστασίαν της  πόλεως εξ οίασδήποτε επιδρομής εναντίον της, με την προβληθεΐσαν, ως πρόφασιν, δικαιολογίαν τού Νομάρχου ότι δήθεν με την κατάληψιν και φρούρησιν της  άνωτέρω Τέρας Μονής υπό τού βουλγαρικοί στρατού θα έπετυγχάνετο η πλήρης ασφάλεια της  Άγχιάλου και των κατοίκων της.

Συνεχίζων τα δόλια τεχνάσματά του δια την καταστροφήν της  Ελληνικής Άγχιάλου ο Βούλγαρος Νομάρχης Πύργου έστειλε, μετά την κατάληψιν της  ανωτέρω Ίερας Μονής τού Αγίου Γεωργίου υπό τού βουλγαρικού στρατού, την 27ην Ιουλίου, δηλαδή τρεις ημέρας πρό της  καταστροφής υπό των Βουλγάρων της  Άγχιάλου, τηλεγράφημα εις τον Μητροπολίτην Άγχιάλου Βασίλειον, με το όποιον τον διεβεβαίου ότι το ποίμνιόν του ως και τα Ελληνικά εκκλησιαστικά και κοινοτικά ευαγή Ιδρύματα εύρίσκονται εις πλήρη άσφάλειαν και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας των Ελλήνων της  Άγχιάλου. με την άνωτέρω ύποκριτικήν και παραπλανητικήν, ως άπεδείχθη, διαβεβαίωσίν του έπεδίωκεν ο Βούλγαρος Νομάρχης να εφησυχάσουν οι Άγχιαλιται Έλληνες και να χαλαρώσουν τα μέτρα άσφαλείας, τα όποια ειχον λάβει μέχρι τότε δια την προστασίαν των, δια να είναι ούτως εύκολωτέρα η έξόντωσίς των υπό των Βουλγάρων κομιτατζήδων και του φανατισμένου βουλγαρικού όχλου.

Παρά τας κατά τα άνωτέρω υποκριτικός, φαρισαϊκάς και παραπλανητικός διαβεβαιώσεις του Βουλγάρου Νομάρχου Πύργου, αί όποιαι παρεσχέθησαν την 27ην Ιουλίου 1906 προς τον Έλληνα Μητροπολίτην Άγχιάλου Βασίλειον και εις το ποίμνιόν του, την έπομένην ημέραν, 28ην Ιουλίου, ο φανατισμένος βουλγαρικός όχλος έξωπλίζετο εις τον Πύργον και προητοιμάζετο πυρετωδώς δια την επιδρομήν του κατά της  Άγχιάλου. την ίδιαν ημέραν, 28ην Ιουλίου 1906, η έκδιδομένη τότε το Σάββατον εις την Άγχίαλον έβδομαδιαία βουλγαρική έφημερίς « Κράϊ» επέσπευσε την εκδοσίν της κατά μίαν ημέραν, δηλαδή έξεδόθη την Παρασκευήν, άντί του Σαββάτου, δια να προλάβη να φανατίση τον βουλγαρικόν όχλον της  Άγχιάλου και της  περιφερείας της και να έξάψη το μένος του κατά των Ελλήνων,
και με έμπρηστικόν δημοσίευμά της έκάλει τους Βουλγάρους να καταστρέψουν την Έλληνικήν Άγχίαλον, η όποια άπετέλει, ως εγραφε, την εστίαν και την "μυρμηγκοφωλιάν"του Ελληνισμού εις την βουλγαρικήν γήν.

Αμέσως, μετά την κυκλοφορίαν του άνωτέρω εμπρηστικού δημοσιεύματος της  βουλγαρικής έφημερίδος « Κράϊ », ο Έλλην Δήμαρχος της  Άγχιάλου Σταυρίδης έστειλε το περιλαμβάνον το έμπρηστικόν αυτό δημοσίευμα φύλλον της  έφημερίδος « Κράϊ » εις τον Νομάρχην Πύργου και ταυτοχρόνως τηλεγράφημα του Δημοτικού Συμβουλίου της  Άγχιάλου, με το όποιον παρεκάλει τον Νομάρχην να μην έπιτρέπη τοιαυτα εμπρηστικά δημοσιεύματα εις τας βουλγαρικός εφημερίδας, τα όποια δύνανται να προκαλέσουν δυσάρεστα και ολέθρια άποτελέσματα δια τον Ελληνισμόν της  Βορείου Θράκης.
Ό Βούλγαρος Νομάρχης Πύργου, συνεχίζων την ύποκριτικήν και παραπλανητικήν τακτικήν του, εστειλεν εις άπάντησιν του άνωτέρω τηλεγραφήματος την ιδίαν ημέραν, Παρασκευήν 28ην Ιουλίου 1906, δυο τηλεγραφήματα, το μεν εν προς τον Δήμαρχον Άγχιάλου με το εξής περιεχόμενον:

« Έχομεν είδησιν δια τα γραφέντα εν τή έφημερίδι, εις τα όποια όμως ούδέν υπάρχει το επικίνδυνον δια την Άγχιαλον, διότι δι’αύτών μόνον προσκαλούνται οι Βούλγαροι πατριώται εις εύγενή και νόμιμον αγώνα, παρακαλουμεν δε να μην άνησυχειτε το γραφείον μου με τοιαύτας ανοησίας»  το δέ άλλο τηλεγράφημα προς τον ’Έπαρχον με το εξής περιεχόμενον: « ... όπως άνακοινώση εις το Δημοτικόν Συμβούλιον, ότι δεν υπάρχει ανάγκη να άνησυχή, καθ’ ότι ούδέν το εκτροπον συμβήσεται».

Παρά τας άνωτέρω άναληθείς, υποκριτικός, δόλιας και παραπλανητικός διαβεβαιο)σεις του Βουλγάρου Νομάρχου Πύργου, το άπόγευμα του Σαββάτου, 29ην Ιουλίου 1906, ύποπτον πρόσωπον ένεφανίσθη εις την άγοράν της  Άγχιάλου φέρον δέμα εγγράφων, προφανώς προκηρύξεων, το όποιον είσήλθεν εις το γραφεΐον της  συντάξεως της  άνωτέρω έκδιδομένης εις την Άγχιαλον εβδομαδιαίας βουλγαρικής τοπικής έφημερίδος « Κράϊ », όπου εντός βραχέος χρόνου κατέφθασαν πολλοί Βούλγαροι υπάλληλοι, οι οποίοι εν συνεχεία όμού μετά του Διευθυντού της  άνωτέρω έφημερίδος έπεσκέφθησαν τον Βούλγαρον "Επαρχον, εις τό.γραφεΐον του όποιου ελαβε χώραν σύσκεψις δια την όργάνωσιν του συλλαλητηρίου του βουλγαρικού όχλου και έδόθησαν όδηγίαι δια την εφαρμογήν και έκτέλεσιν των προγραμματισθέντο3ν βανδαλισμών των Βουλγάρων.

Ή κατά τα άνωτέρω έντονος συνωμοτική δραστηριότης των Βουλγάρων δια το συλλαλητήριον της  επομένης ημέρας άνησύχησεν ετι μάλλον το Έλληνικόν Δημοτικόν Συμβούλιον της  Άγχιάλου, το όποιον άμέσως έπεσκέφθη τον Βούλγαρον ’Έπαρχον της  Άγχιάλου, δια να πληροφορηθή τι συμβαίνει με την παρατηρουμένην την ημέραν εκείνην άσυνήθη κίνησιν των Βουλγάρων υπαλλήλων και άλλων οργάνων των Βουλγάρων κομιτατζήδων. ο Έπαρχος, άκολουθών την ύποκριτικήν και παραπλανητικήν τακτικήν των Προϊσταμένων του (Νομάρχου, Υπουργού Εσωτερικών), διεβεβαίωσε το Δημοτικόν Συμβούλιον ότι δεν συμβαίνει άνησυχητικόν τι δια τους  Έλληνας της  Άγχιάλου και ότι άπλώς θα πραγματοποιηθή όλως άκίνδυνον συλλαλητήριον, το όποιον δήθεν οι μεν Βούλγαροι υπάλληλοι έτηλεγράφησαν εις το Κομιτάτον του Πύργου να άναβληθή, ο δέ Έπαρχος θά τηλεγραφήση δήθεν εις την προϊσταμένην του βουλγαρικήν Αρχήν να μην έπιτρέψη την συγκρότησίν του και την πραγματοποίησίν του.

Παραλλήλως με τας άνωτέρω ψευδείς, υποκριτικός και παραπλανητικός διαβεβαιώσεις των βουλγαρικών Αρχών προς τον 'Έλληνα Δήμαρχον και το Δημοτικόν Συμβούλιον της  Άγχιάλου, οι Βούλγαροι, έφαρμόζοντες το σατανικόν σχέδιον της  καταστροφής της  Άγχιάλου και έξοντώσεως των Ελλήνων κατοίκων της, έδωσαν οδηγίας εις τας βουλγαρικάς οικογενείας, αί όποιαι διέμενον εις ελληνικός οικίας,
να άπομακρυνθούν εκ της  κατωκημένης (κατοικημένης) καθ’ ολοκληρίαν υπό Ελλήνων Άγχιάλου και να μεταφερθοϋν εις την λεγομένην «Έξω συνοικίαν» της  Άγχιάλου, η όποια ήτο σχεδόν βουλγαρική.

Συμφώνως προς τας άνωτέρω οδηγίας του βουλγαρικού Κομιτάτου, ο Βούλγαρος Διευθυντής του Τηλεγραφείου της  Άγχιάλου άπέστειλε την οικογένειάν του, η όποια διέμενε μέχρι τότε εις έλληνικήν οικίαν,εις την γειτονικήν πόλιν Μεσημβρίαν, τα δέ μηχανήματα του Τηλεγραφείου της  Άγχιάλου, τα όποια ήσαν εγκατεστημένα εις την ιδίαν με την οικογένειάν του έλληνικήν οικίαν, τα μετέφερεν εις άπομεμακρυσμένον παράπηγμα, το όποιον δεν διέτρεχε τον κίνδυνον να άποτεφρωθεί εκ των προγραμματισθέντων εμπρησμών της  επομένης ημέρας, ως εκ των όποιων κατέστη παρανάλωμα πυρός και κατεστράφη όλοσχερώς η Άγχίαλος.

Προσέτι, τριάκοντα Βούλγαροι κομιτατζήδεςμετέβησαν το άπόγευμα του Σαββάτου, 29 Ιουλίου 1906, (παραμονήν της  καταστροφής της  Άγχιάλου) εις τας άλυκάς, αί όποιαι εύρίσκονται πλησίον της  Άγχιάλου, και είπον εις τους εργαζομένους εις αύτάς Βουλγάρους να μεταφέρουν τας οικογενείας των εκ της  Άγχιάλου εις άσφαλές μέρος, διότι αύριον (Κυριακή, 30 Ιουλίου 1906) θα καύσουν ολόκληρον την Άγχίαλον.

Πέραν των άνωτέρω, κατά το μεσονύκτιον του Σαββάτου προς την Κυριακήν, 30 Ιουλίου 1906, έλαβεν ο Έλλην Δήμαρχος της  Άγχιάλου συνθηματικόν τηλεγράφημα εκ του Πύργου, με το όποιον έπληροφορειτο ότι περισσότεροι των διακοσίων διαδηλωταί, ώπλισμένοι με διάφορα όπλα, χειροβομβίδας και δυναμίτισα, έρχονται εκ του Πύργου εις την Άγχίαλον δια την καταστροφήν της.

 Ευθύς ως ελαβε το άνωτέρω τηλεγράφημα ο Έλλην Δήμαρχος της  Άγχιάλου, εσπευσεν άμέσως εις τον Βούλγαρον Έπαρχον της  Άγχιάλου, τον όποιον ενημέρωσε σχετικώς με την ελευσιν των άνωτέρω ύπερδιακοσίων (οπλισμένων Βουλγάρων εις την Άγχίαλον, ο όποιος όμως, κατά την συνήθη τακτικήν του, διεβεβαίωσε τον Δήμαρχον και πάλιν ψευδώς και παραπλανητικούς ότι και εάν άκόμη έλθουν οι Βούλγαροι εκ του Πύργου, θα περιορισθούν εις τόν περίβολον της  κατεχομένης και φρουρουμένης υπό του βουλγαρικοί) στρατού Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου η και εάν είσέλθουν εις την πόλιν της  Άγχιάλου, θα συγκροτήσουν συλλαλητήριον είρηνικόν και άκίνδυνον δια τούς Έλληνας εντός του αύλογύρου της  βουλγαρικής Εκκλησίας.
Καρνάνδειον ΙΙαρθεναγωγεϊον Άγχιάλου.
Κατεστράφη, όλοσχερώς με'τους  βανδαλισμούς,
τας θηριωδίας και τας φρικαλεότητας των Βουλγάρων (30/7/1906)

Μετά δίωρον περίπου άπό των κατά τα άνωτέρω ψευδών, υποκριτικών και παραπλανητικών διαβεβαιώσεων του Βουλγάρου Έπάρχου προς τόν Δήμαρχον της  Άγχιάλου, κατέφθασεν εις την κατειλημμένην και φρουρουμένην υπό του Βουλγαρικού στρατού Ίεράν Μονήν του Άγιου Γεωργίου της  Άγχιάλου ο συρφετός των ύπερδιακοσίων ενόπλων Βουλγάρων κομιτατζήδων, δια να έπιτεθή κατά της  Άγχιάλου. ο Αξιωματικός της  στρατιωτικής φρουράς της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου, χωρίς να γνωρίζη προφανώς τα σατανικά σχέδια της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως δια την καταστροφήν της  Άγχιάλου,διέταξε την στρατιωτικήν φρουράν να έμποδίση τούς ένοπλους κομιτατζήδες να είσέλθουν εις την Άγχίαλον,της  όποίας είχεν άναλάβει την προστασίαν, ταυτοχρόνως δέ άπέστειλεν έφιππον άγγελιοφόρον εις τόν Βούλγαρον Έπαρχον της  Άγχιάλου να ζητήση οδηγίας δια τας περαιτέρω ενέργειας του.

Ό Βούλγαρος Έπαρχος Άγχιάλου, ο όποιος προ διώρου παρείχεν εις τόν Έλληνα Δήμαρχον της  Άγχιάλου τας άνωτέρω ψευδείς, υποκριτικός και παραπλανητικός διαβεβαιώσεις ότι ούδένα άπολύτως κίνδυνον διατρέχουν οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου, διότι έχουν ληφθή υπό της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως δλα τα ένδεικνυόμενα μέτρα άσφαλείας δια την πλήρη προστασίαν του Ελληνικού πληθυσμού της  Άγχιάλου, εδωσεν εντολήν, μέσω του άποσταλέντος προς αυτόν έφιππου άγγελιοφόρου, εις τόν Άξιωματικόν της  στρατιωτικής φρουράς της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου να άποσύρη άμέσως τόν βουλγαρικόν στρατόν της  φρουράς της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου και να τόν κλείση εις τα στρατιωτικά καταλύματα της  Μονής, να άφήση δέ ελευθέρους τους  προερχομένους εκ του Πύργου ώπλισμένους κομιτατζήδες και διαδηλωτάς να είσέλθουν εις την Άγχίαλον. Ταυτοχρόνους διέταξεν ο άνωτέρω Βούλγαρος Έπαρχος να δοθούν αί κλείδες και δλα τα εξαρτήματα της  φρουρουμένης μέχρι τότε υπό του βουλγαρικού στρατού Ελληνικής Μονής του Άγιου Γεωργίου εις τόν επί κεφαλής του προερχομένου εκ του Πύργου συρφετού των ένοπλων Βουλγάρων άρχικομιτατζήν Γκεωργκήεφ.

Ουτω, συμφώνως προς τας άνωτέρω οδηγίας του Βουλγάρου Έπάρχου, ένεκλείσθη ο μέχρι τότε φρουρών την Ίεράν Μονήν του Άγιου Γεωργίου βουλγαρικός στρατός εις τα στρατιωτικά καταλύματα της  Μονής, αί κλείδες της  όποίας παρεδόθησαν εις τον άρχικομιτατζήν Γκεωργκήεφ και οι ύπερδιακόσιοι ώπλισμένοι Βούλγαροι κομιτατζήδες είσήλθον ελεύθεροι και άνενόχλητοι και μάλιστα όδηγούμενοι εις την Άγχιαλον υπό Βουλγάρου χωροφύλακος, τον όποιον άπέστειλε προς τούτο ο Βούλγαρος Έπαρχος, καθ’ όν χρόνον οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου έκοιμώντο μετά και από τας άνωτέρω δήθεν καθησυχαστικάς, εν τή πραγματικότητι όμως ψευδείς, υποκριτικός και παραπλανητικός διαβεβαιώσεις του Βουλγάρου Έπάρχου της  Άγχιάλου.

Τής ολοσχερούς καταστροφής της  Άγχιάλου προηγήθησαν όλα τα άνωτέρω συμφώνως προς τα δόλια και σατανικά σχέδια των Βουλγάρων.

 Δηλαδή παρεσχέθησαν προηγουμένως εις τους Έλληνας κατοίκους της  Άγχιάλου οι άνωτέρω ψευδείς, ύποκριτικαί και παραπλανητικαί διαβεβαιώσεις των βουλγαρικών Αρχών ότι δήθεν ούδένα κίνδυνον διατρέχουν οι Έλληνες Άγχιαλιται, κατελήφθη άκολούθως η Ιερά Μονή του Άγιου Γεωργίου της  Άγχιάλου, η οποία έφρουρειτο προηγουμένως υπό ώπλισμένων Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, υπό του βουλγαρικου στρατού δήθεν δια μεγαλυτέραν άσφάλειαν και πληρεστέραν προστασίαν της  Ελληνικής Άγχιάλου, άπεμακρύνθησαν αί βουλγαρικαί οίκογένειαι, αί όποιαι διέμενον εις ελληνικός οικίας της  Άγχιάλου και μετεφέρθησαν εις άσφαλέστερα δι’αύτάς μέρη, έφανατίσθη δια των βουλγαρικών εφημερίδων ο βουλγαρικός όχλος δια την καταστροφήν της  Άγχιάλου και άπεσύρθη, κατόπιν διαταγής του Βουλγάρου Έπάρχου, ο βουλγαρικός στρατός εκ της  Ίεράς Μονής του Άγιου Γεωργίου, η όποια άπετέλει το προπύργιον δια την άσφάλειαν και την προστασίαν της  Άγχιάλου, και την όποίαν παρέδωσεν ο βουλγαρικός στρ:χτός εις τον άρχικομιτατζήν Γκεωργκήεφ και εις την συμμορίαν του, δια να γίνη όρμητήριον και στρατηγεΐον των Βουλγάρων κομιτατζήδων δια την επιδρομήν των κατά της  Άγχιάλου και την ολοσχερή καταστροφήν της.

Άφου προηγήθησαν όλα τα άνωτέρω, έδόθη προ της  αυγής και περί ώραν 4 π.μ. της  Κυριακής, 30 Ιουλίου 1906, το σύνθημα της  έπιθέσεως του φανατισθέντος και μαινομένου βουλγαρικού όχλου κατά της  Άγχιάλου με συνεχείς και δαιμονιώδεις κωδωνοκρουσίας εκ των κωδωνοστασίων του Ίερου Ναού της  Παναγίας, με τας όποίας έκάλουν εις πάνδημον συναγερμόν όλους τους Βουλγάρους της  Άγχιάλου και της  περιφερείας της να ενωθούν με τους κομιτατζήδες και άλλους ένοπλους Βουλγάρους, οι όποιοι είχον έλθει εκ του Πύργου δια τον εμπρησμόν, την λεηλασίαν και την καταστροφήν της  Άγχιάλου και την έξόντωσιν των Ελλήνων κατοίκων της, οι όποιοι άπετέλουν το σύνολον σχεδόν του πληθυσμού της  Άγχιάλου.

Ταυτοχρόνως με τας κωδωνοκρουσίας και πριν άκόμη άντιληφθουν οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου ποιος είναι ο κίνδυνος, τον όποιον διέτρεχον και πόθεν προέρχεται, ώρμησεν ο φανατισμένος και μαινόμενος βουλγαρικός συρφετός πάνοπλος με μανιακάς και άγριας κραυγάς εις την Έλληνικήν Εκκλησίαν και ήρχισε τους εμπρησμούς εις ολόκληρον την πόλιν.

Άντιληφθέντες οι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου ότι δεν ήδύναντο να άναμένουν ούδεμίαν βοήθειαν υπό της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, η όποια τους  είχε προδώσει και τους είχε παγιδεύσει κατά τον πλέον δόλιον, αίσχρόν και σατανικόν τρόπον, άντέταξαν σθεναράν άμυναν κατά των Βουλγάρων επιδρομέων, τους όποιους με περίστροφα, ρόπαλα, πελέκεις και λίθους άπέκρουσαν και άπώθηραν εκατόν περίπου μέτρα άπό του Ελληνικού Ίερου Ναου, άφου συνήψαν και διεξήγαγον σκληράν μάχην με τους κομιτατζήδες εντός της κολάσεως των εμπρησμών, των εκρήξεων και των άνατινάξεων κτιρίων με δυναμίτιδα, την όποίαν είχον φέρει μεθ’ εαυτών και έχρησιμοποίουν οι επιδρομείς.

Τό πεδίον της  συμπλοκής και της  μάχης των άμυνομένων Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου με τους έπιτεθέντας κατ’ αυτών πάνοπλους κομιτατζήδες έπλημμύρισεν άπό αίμα και έκαλύφθη άπό διάσπαρτα πτώματα των συμπλακέντων. οι Βούλγαροι επιδρομείς, οι όποιοι άπεκρούσθησαν άρχικώς και άπωθήθησαν πέραν του Ελληνικού Ίερου Ναού, προσεπάθησαν να επιτεθούν και πάλιν κατά των άμυνομένων Ελλήνων, άλλά και πάλιν άπεκρούσθησαν έπιτυχώς και με πολλάς δι’ αύτούς άπα)λείας και ήναγκάσθησαν να υποχωρήσουν εις μεγαλυτέραν άπόστασιν άπό της  προηγουμένης άπωθήσεώς των και άποχωρήσεώς των.
Παρά τας άνωτέρω δύο άνεπιτυχεΐς επιθέσεις των, οι Βούλγαροι έπεχείρησαν και τρίτην έφοδον κατά των άμυνομένων Ελλήνων Άγχιαλιτών, άλλά και πάλιν άπεκρούσθησαν υπό των άμυνομένων Ελλήνων και ήναγκάσθησαν να άποσυρθούν τα μαινόμενα βουλγαρικά στίφη και να εγκατασταθούν άλλαι ένοπλοι ομάδες των εις το πλησίον της  κεντρικής πλατείας της  πόλεως λιθόκτιστον όθωμανικόν Τέμενος, όπου ώργάνωσαν το όρμητήριόν των και έν τώ μεταξύ συνέχιζον τούς πυροβολισμούς των κατά των εμφανιζόμενων εις την περιοχήν αυτήν Ελλήνων.

Κατά την 9ην προμεσημβρινήν ώραν και ενώ οι πυροβολισμοί συνεχίζοντο υπό των άντιμαχομένων μερών και άπό των θέσεων, τας όποίας ειχον καταλάβει και ειχον σταθεροποιήσει κατά την διάρκειαν του προηγηθέντος τετραώρου περίπου πείσμονος άγώνος μεταξύ των σθεναρώς αμυνομένων Ελλήνων και των λυσσωδώς επιτιθεμένων κατ’αύτών Βουλγάρων επιδρομέων, κατέφθασεν εις την Άγχίαλον έφιππος βουλγαρική Χωροφυλακή, η οποία είσήλασεν εις τας κεντρικός όδούς της  πόλεως και κατέλαβε τα μέρη έκεινα, όπου έμάχοντο οι άμυνόμενοι Έλληνες κάτοικοι της  Άγχιάλου, τούς οποίους δήθεν θα έπροστάτευεν εκ των Βουλγάρων επιδρομέων.
Τα πράγματα όμως δεν έδικαίωσαν τας προσδοκίας αύτάς των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, διότι η βουλγαρική έφιππος Χωροφυλακή δεν ήλθεν εις την Άγχίαλον δια την προστασίαν των Ελλήνων Άγχιαλιτών, άλλά δια να τούς πείση να παύσουν να προβάλλουν άντίστασιν εις τούς Βουλγάρους επιδρομείς, τούς όποιους δήθεν θα άπεμάκρυνεν η Χωροφυλακή, η όποια όμως τουναντίον έχρησιμοποιήθη ως προπύργιον των άνάνδρων κομιτατζήδων, δια να έπιδοθούν αυτοί άπερίσπαστοι και εκ του άσφαλούς εις τούς βανδαλισμούς των, εις τούς έμπρησμούς των ελληνικών κτιρίων της  Άγχιάλου και εις την ολοσχερή έξόντωσιν των Ελλήνων κατοίκων της.

Πράγματι άπό της  άφίξεως εις την Άγχίαλον της  άνωτέρω έφιππου βουλγαρικής Χωροφυλακής, η όποια ήτο το έντεταλμένον δήθεν δια την δημοσίαν τάξιν και άσφάλειαν όργανον της  βουλγαρικής Κυβερνήσεως, τα πράγματα ελαβον όλεθρίαν τροπήν και έξέλιξιν δια τούς μέχρι τότε άμυνομένους σθεναρώς με τα ίδικά των μέσα Έλληνας κατοίκους της  Άγχιάλου, διότι οι Βούλγαροι έοτιδρομεις, ένθαρρυνθέντες εκ της  κατά τα άνωτέρω σκηνοθετηθείσης παρεμβάσεως εις την αμυναν των Ελλήνων Άγχιαλιτών της  βουλγαρικής έφιππου Χωροφυλακής, άπεσύρθησαν εκ των άνωτέρω προπυργίων και ορμητηρίων των (οθωμανικού Τεμένους, Τελωνείου, Βουλγαρικής Σχολής) και ήρχισαν να πυρπολουν τας οικίας και τα καταστήματα των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου.

Παραλλήλως δια του Τηλεγραφείου της  Άγχιάλου έξησφάλισαν οι Βούλγαροι επιδρομείς συνεχή ένημέρωσιν των βουλγαρικών Αρχών του Πύργου δια την διαμορφωθειααν κατάστασιν εις την Άγχιαλον μετά την επιδρομήν κατ’αύτής των Βουλγάρων κομιτατζήδων και του μαινομένου βουλγαρικου όχλου, οι όποιοι συνήντησαν ίσχυράν άντίατααιν υπό των αμυνόμενων με άπαράμιλλον σθένος και πείσμα Έλλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, ώστε να διατρέχουν τον έσχατον κίνδυνον οι Βούλγαροι επιδρομείς, εάν δεν ένισχυθουν άμέσως εκ του Πύργου, δπως έζήτησαν, με πολυάριθμα τμήματα Βουλγάρων έξωπλισμένων με βαρύν οπλισμόν, με χειροβομβίδας και με δυναμίτιδα.

Άνταποκρινόμεναι αί βουλγαρικαί Άρχαί του Πύργου εις την κατά τα άνωτέρω έκκλησιν των Βουλγάρων επιδρομέων της  Άγχιάλου δια την ένίσχυσίν των εις την συνεχιζομένην ύπ’ αυτών καταστροφήν της  Άγχιάλου, προσεκάλεσαν με δαιμονιώδεις κωδωνοκρουσίαςτους Βουλγάρους κατοίκους του Πύργου να σπεύσουν ένοπλοι εις την Άγχιαλον, δια να βοηθήσουν τούς έκει άγωνιζομένους άδελφούς των δια τον εμπρησμόν και την καταστροφήν της  Άγχιάλου και την έξόντωσιν των Ελλήνων κατοίκων της.

Ταυτοχρόνως παρεβιάσθησαν, τή βοήθεια της  βουλγαρικής Αστυνομίας, δύο καταστήματα πωλήσεως όπλων εις τον Πύργον, ο δέ ’Έπαρχος του Πύργου διένεμε, χωρίς να τηρήση ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα, ο ϊδιος τα άρπαγέντα εκ των άνφτέρω καταστημάτων όπλα εις τούς συγκεντρωθέντας διαδηλωτάς, ώρισμένοι εκ των όποιων έξωπλίσθησαν και με στρατιωτικά όπλα εκ τφν στρατώνων του στρατού.
Έν συνεχεία όλος αυτός ο φανατισμένος και μαινόμενος βουλγαρικός συρφετός έπεβιβάσθη εις έπιταχθείσας άμάξας και μετεφέρθη εις την Άγχιαλον. Παραλλήλως η άτμάκατος του Λιμεναρχείου του Πύργου έφορτώθη υπό της  Αστυνομίας του Πύργου με ώπλι.σμένους Βουλγάρους, πολεμοφόδια και δυναμίτιδα και άνεχώρησεν άμέσως δια την Άγχιαλον προς ένίσχυσίν των έκει συνεχιζόντων τούς έμπρησμούς των και τούς βανδαλισμούς των κομιτατζήδων.

Οί Ελληνες της  Άγχιάλου, συνεχίζοντες την άμυνάν των κατά των Βουλγάρων έπιδρομέων δια την άντιμετώπισιν της  κατά τα άνωτέρω διαμορφωθείσης άκρως έπικινδύνου και κρίσιμου δια την ζωήν των καταστάσεως, ήλπιζον εις την άμεσον έπέμβασιν, με πλοία εκ της  Κωνσταντινουπόλεως, των έγγυητριών της  Βερολινίου συνθήκης Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, αί όποιαι ύπελόγιζον οι Έλληνες Άγχιαλίται ότι θα είχον ένημερωθή έγκαίρως υπό των έν Πύργω Προξένων των, έμπροσθεν των οποίων έξωπλίζοντο και προωθούντο εις την Άγχίαλον οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και ο βουλγαρικός όχλος του Πύργου.

Δυστυχώς όμως δια τους άμυνομένους άπεγνωσμένως και άναμένοντας με αδημονίαν και αγωνίαν την έπέμβασιν των έγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων, αντί της  άναμενομένης έπεμβάσεως και συνδρομής των εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων, ήρχισαν να καταφθάνουν εις την Άγχίαλον τα αλλεπάλληλα τμήματα των Βουλγάρων επιδρομέων εκ του Πύργου έξωπλισμένα με πολεμικά όπλα, με χειροβομβίδας και με μεγάλας ποσότητας δυναμίτιδος, τους  όποιους ύπεδέχοντο εις την Άγχίαλον ο άρχικομιτατζής Γκεωργήεφ, ο Βούλγαρος ’Έπαρχος Άγχιάλου Μιντσεφ, ο Διευθυντής του Τελωνείου Κένωφ και ο συντάκτης της  τοπικής έβδομαδαίας έφημερίδος«Κράϊ» Μαλάκωφ , οι όποιοι προσέφερον εις τους  άφικνουμένους εκ του Πύργου Βουλγάρους επιδρομείς άφθονα οινοπνευματώδη ποτά εκ των οίναποθηκών των λεηλατηθέντων ελληνικών καταστημάτων και άνερρίπιζον ούτως ετι μάλλον τον φανατισμόν, το μένος και το μίσος των εναντίον των άπεγνωσμένως άλλά σθεναρώς άμυνομένων Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου.

Κατά την 11ην προμεσημβρινήν ώραν η προ δίωρου περίπου άφιχθεισα, κατά τα άνωτέρω, εις την Άγχίαλον έφιππος βουλγαρική Χωροφυλακή, η όποια είχε παρεμβληθή προηγουμένως μεταξύ των άμυνομένων Ελλήνων της  Άγχιάλου και των επιτιθεμένων κατ’ αυτών Βουλγάρων επιδρομέων δια την ένίσχυσιν και ύποστήριξιν των Βουλγάρων κομιτατζήδων μάλλον, παρά δια την προστασίαν των Ελλήνων της  Άγχιάλου, οι όποιοι, ανευ της  άνωτέρω παρεμβάσεως της  βουλγαρικής χωροφυλακής, θα είχον εκδιώξει με έφοδόν των μακράν της  Άγχιάλου τους  έγκατασταθέντας, κατά τα άνωτέρω, εις το όθωμανικόν Τέμενος, εις το Τελωνειον και εις την Βουλγαρικήν Σχολήν Βουλγάρους επιδρομείς κομιτατζήδες, άπεσύρθη, άφού έξεπλήρωσε το προδοτικόν και συνωμοτικόν εργον της, προς το μέρος του μαινομένου βουλγαρικού όχλου, με τον όποιον ήνώθη, δια να συνεχίσουν άπό κοινού τους  εμπρησμούς και τους  βανδαλισμούς των κατά των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου. ’Από της  ώρας εκείνης ήρχισεν η πραγματική τραγωδία των φρικαλεοτήτων των Βουλγάρων βανδάλων κατά της  Ελληνικής Άγχιάλου, η οποία έκαλύφθη άπό ούρανομήκεις φλόγας πυρός και πυκνούς ασφυκτικούς καπνούς, οι όποιοι την περιέβαλλον άπό των επτά τμημάτων της και την ειχον μεταβάλει εις ήφαίστειον εν έκρήξει και πραγματικήν κόλασιν.

Αί αλλεπάλληλοι εκρήξεις βομβών, δυναμίτιδος, έκπυρσοκροτήσεως ομοβροντιών, άνατινάξεως οικιών, καταστημάτων και αποθηκών και αί αναφλέξεις πετρελαίων και άλλων εύλέκτων υλών διεδέχοντο άλλήλας, ενώ συνεχίζοντο υπό των βανδάλων επιδρομέων οι εμπρησμοί και εις τα υπόλοιπα Ελληνικά τμήματα της  Άγχιάλου, η όποία ήτο κατωκημένη (κατοικημένη) σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν ύπό Ελλήνων.

’Εντός της  ως ανω κολάσεως του πυρός συνέχισαν την άμυνάν των οι Έλληνες της  Άγχιάλου μέχρι της  3ης απογευματινής; ώρας και άπέκρουσαν έπιτυχώς τούς δεκαπλάσιους, έν συγκρίσει προς αύτούς, Βουλγάρους επιδρομείς, χωρίς να τούς άφήσουν να πλησιάσουν εις την γραμμήν άμύνης, την όποίαν έκράτουν με άπαράμιλλον σθένος και ηρωισμόν. δια να καμφθή η κατά τα άνωτέρω σθεναρά άντίστασις των άμυνομένων Ελλήνων, οι Βούλγαροι επιδρομείς συνέχισαν τούς έμπρησμούς και τας άνατινάξεις των πλησίον της  γραμμής άμύνης ελληνικών κτιρίων με δυναμίτιδα και άφθονον πετρέλαιον, το όποιον μετέφεραν εκ του Πύργου με πυροσβεστικός άντλίας και το έξετόξευον εις τα πυρπολούμενα ελληνικά κτίρια, ώστε κατά την 5ην άπογευματινήν ώραν ολόκληρος η Άγχίαλος είχε μεταβληθή εις φλεγομένην λαμπάδα.

Εντός αυτής της  κολάσεως του πυρός ώρισμένοι Έλληνες έξηκολούθουν να προβάλλουν πείσμονα άντίστασιν εις τούς επιδρομείς, μέχρις ότου τα ερείσματα της  άμύνης των είχον άποτεφρωθή, ενώ τα γυναικόπαιδα έτρεχον έξαλλα εις τας όδούς της  Άγχιάλου, δια να εύρουν, ως ήλπιζον, καταφύγιον εις την παραλίαν της  πόλεως, όπου άνεκόπτοντο αί φλόγες της  πυρποληθείσης και γενομένης παρανάλωμα πυρός Άγχιάλου.

Άλλά και η παραλία, εις την όποίαν κα ιέφυγον τα γυναικόπαιδα και οι έπιζήσαντες άνδρες της  Άγχιάλου, δεν υπήρξε δυστυχώς καταφύγιον των θυμάτων των βανδαλισμών των βαρβάρων Βουλγάρων, άλλά ο τόπος, εις τον όποιον διεδραματίσθη η τελευταία φάσις της  τραγωδίας των Άγχιαλιτών,
διότι οι αίμοχαρείς Βούλγαροι επιδρομείς, άφού διέπραξαν λεηλασίας, έμπρησμούς, φόνους και σφαγάς των Ελλήνων κατοικούν της  Άγχιάλου, έπεδόθησαν, μετά την ολοσχερή καταστροφήν της  Άγχιάλου, και εις αίσχράς και άκατονομάστους κτηνωδίας, βιάζοντες και άτιμάζοντες τας Έλληνίδας γυναίκας και νεάνιδας, αί όποιαι ειχον συγκεντρωθή κυνηγημέναι εις την παραλίαν και κολλάς εκ των όποιων, μετά τον βιασμόν των και την άτίμωσίν των,τας ερριπτον τα αιμοχαρή κτήνη των Βουλγάρων εις τας φλόγας της  φλεγομένης Άγχιάλου, δια να τας καύσουν ζώσας, ίκανοποιουντα ούτω τα βάρβαρα και διεστραμμένα ένστικτα και πάθη των τα άνθρωπόμορφα τέρατα των απογόνων του Κρούμου.

Στόχος ιδιαίτερος των Βουλγάρων κομιτατζήδων κατά την επιδρομήν των εις την Άγχιαλον υπήρξε το Μητροπολιτικόν Μέγαρον, όπου διέμενεν ο Έλλην Μητροπολίτης Άγχιάλου, τον όποιον ύπερήσπιζον κατά τας κρίσιμους έκείνας ώρας της  βουλγαρικής επιδρομής Έλληνες Άγχιαλιται, οι όποιοι ήσαν άπεφασισμένοι να προστατεύσουν όπωσδήποτε τον Μητροπολίτην και Ποιμενάρχην των εκ των Βουλγάρων επιδρομέων, έστω και εάν επιπτον όλοι άγωνιζόμενοι πέριξ του Μητροπολιτικου Μεγάρου, διότι έγνώριζον ότι, εάν συνελαμβάνετο ο Ιεράρχης των υπό των αίμοβόρων Βουλγάρων κομιτατζήδων, θα ύφίστατο φρικτά μαρτύρια και θα έκαίετο ζών.

Όταν όμως αί φλόγες περιέβαλον το Μητροπολιτικόν Μέγαρον, ήναγκάσθη ο Έλλην Μητροπολίτης να έξέλθη εξ αύτου και υπό βροχήν σφαιρών κατηυθύνθη εις το Έπαρχειον Άγχιάλου, δια να ζητήση προστασίαν υπό των βουλγαρικών Αρχών.

Άλλά μόλις ένεφανίσθη προ της  εισόδου του Επαρχείου, Βούλγαροι χωροφύλακες και άλλοι ευρισκόμενοι έκει υπάλληλοι τον έξεδίωξαν με χυδαίας ύβρεις και προπηλακισμούς και τον ήνάγκασαν να έκτεθή και πάλιν εις βέβαιον και άναπόφευκτον κίνδυνον, διότι λυσσαλέοι Βούλγαροι κομιτατζήδες τον άνεζήτουν φωνάζοντες εις τας οδούς της  Άγχιάλου:
«που είναι ο Δεσπότης, γιά να τον κάψουμε ζωντανό».

Κατόπιν των άνωτέρω, ο Μητροπολίτης Άγχιάλου δεν κατεδέχθη να παρακαλέση δια την προστασίαν του τας βουλγαρικός Άρχάς, άλλά έστράφη εις ενα εκ των άκολουθούντων αυτόν Ελλήνων φυλάκων του και τον έξώρκισε να τον φονεύση παραχρήμα, εις περίπτωσιν κατά την όποίαν θα διατρέξη τον κίνδυνον να συλληφθή υπό των Βουλγάρων κομιτατζήδων, δια να άπαλλαγή ούτως εκ των έξευτελιψμών, των ύβρεων, τών χυδαιοτήτων, των προπηλακισμών και των μαρτυρίων των βαρβάρων και αιμοχαρών Βουλγάρων.
Έν συνεχεία έβάδισεν ο Μητροπολίτης Άγχιάλου άγερώχος υπό βροχήν σφαιρών καί, ως εκ θαύματος, διέφυγε προς στιγμήν της  προσοχής των καταδιωκόντων αυτόν Βουλγάρων και περιεσώθη εις παλαιάν και άπομεμονωμένην οικίαν, η όποια δεν ειχεν άποτεφρωθή υπό των φλογών, αί όποιαι μετέβαλον εις παρανάλωμα πυρός ολόκληρον την Άγχίαλον.

Καθ’ όλην την νύκτα της  Κυριακής, 30 Ιουλίου 1906, προς την Δευτέραν τα γυναικόπαιδα και οι έπιζήσαντες άνδρες της  Άγχιάλου διενυκτέρευσαν εις την παραλίαν της  πόλεως άποκεκλεισμένοι υπό του βουλγαρικού στρατού, ο όποιος είχεν άποσταλή κατά την 9ην βραδυνήν ώραν της  Κυριακής εις την Άγχίαλον δήθεν δια την προστασίαν των Ελλήνων κατοίκων της, έν τή πραγματικότητι όμως δια τον εγκλωβισμόν των εις την σχηματισθεισαν εις την παραλίαν στρατιωτικήν ζώνην, όπου οι αιμοχαρείς Βούλγαροι κομιτατζήδες συνέχισαν άπερίσπαστοί δλην την νύκτα τα οργιά των ληστεύοντες και άτιμάζοντες τα εγκλωβισμένα εις την παραλίαν θύματά των. πολλά εκ των όποιων θα ήδύναντο, επωφελούμενα του σκότους της  νυκτός, να διαφύγουν εκ του τόπου αύτου της  κολάσεως, εάν δεν ειχον έγκλωβισθή έκει υπό του βουλγαρικού στρατού, ο όποιος συνέβαλεν εις την παράτασιν και έπίτασιν της  τραγικότητος του φοβερού αύτου δράματος των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου.

Τήν πρωίαν της  Δευτέρας, 31 Ιουλίου 1906, έπέτρεψαν οι Βούλγαροι εις τα γυναικόπαιδα των Ελλήνων της  Άγχιάλου να φύγουν, όπου ήθελον. 

Αυτός ήτο ο σκοπός των βαρβάρων Βουλγάρων, να έκριζωθή δηλαδή ο 'Ελληνισμός της  Άγχιάλου και γενικώτερον της  Βορείου Θράκης εκ των παναρχαίων πατρογονικών εστιών του. 

Τούναντίον τους  έπιζήσαντας της  ολοσχερούς καταστροφής της  Άγχιάλου και έγκλωβισθέντας με τα γυναικόπαιδα εις την παραλίαν της  πόλεως ανδρας συνέλαβον και έφυλάκισαν. Πολλοί όμως εκ των άνωτέρω έπιζησάντων άνδρών της  Άγχιάλου είχον κατορθώσει να φύγουν προηγουμένως εκ της  σχηματισθείσης, κατά τα άνωτέρω, εις την παραλίαν στρατιωτικής ζώνης, διασχίσαντες τα άβαθή ύδατα της  παραλίας και βυθιζόμενοι εντός αυτών μέχρι του λαιμού των, δια να είναι άθέατοι υπό των φυλάκων των Βουλγάρων στρατιωτών.

Κατά τόν άνωτέρω εμπρησμόν και την καταστροφήν της  Άγχιάλου υπό των Βουλγάρων επιδρομέων διεσώθησαν μόνον 30 οίκίαι εκ του συνόλου των οικιών της  Άγχιάλου, αί όποιαι άνήρχοντο εις 1.200 οικίας.
 Αί άνωτέρω 30 οίκίαι διεσώθησαν, διότι ώρισμέναι έξ αυτών ήσαν μεμονωμέναι, αί δέ υπόλοιποι ήσαν βουλγαρικαί και εύρίσκοντο εις τόν λεγόμενον « Έξω συνοικισμόν » της Άγχιάλου. η συνολική ζημία των Ελλήνων κατοίκων της  Άγχιάλου, η οποία προυξενήθη κατά την ως άνω καταστροφήν της υπό των Βουλγάρων, υπολογίζεται τουλάχιστον εις το ποσόν των 50.000.000 χρυσών φράγκων.

Ο άριθμός των φονευθέντων Έλλήνων κατά την επιδρομήν των Βουλγάρων κατά της  Άγχιάλου άνέρχεται εις 250 περίπου,των δέ καέντων και ταφέντων υπό ερείπια των άποτεφρωθέντων κτιρίων της  Άγχιάλου άνέρχεται εις πολλάς εκατοντάδας.

Οί έπιζήσαντες Έλληνες κάτοικοι της  μέχρι της  ολοσχερούς καταστροφής της άνθούσης και άκμαζούσης Άγχιάλου διεσκορπίσθησαν πρός διαφόρους κατευθύνσεις, όπου έκαστος ήδύνατο να διαφυγή. Άλλοι εξ αυτών κατέφυγον εις τας γειτονικάς προς την Άγχιαλον πόλεις της  Μεσημβρίας, του Πύργου και της  Σωζοπόλεως.

Πολλοί Έλληνες της  καταστραφείσης Άγχιάλου μετηνάστευσαν εις την Αίγυπτον, άλλοι κατέφυγον εις την Κωνσταντινούπολιν, εις την Σμύρνην και εις άλλα μέρη, όπου είχον συγγενείς, οι όποιοι τούς έξησφάλισαν την έγκατάστασίν των και την στοιχειώδη διαβίωσίν των.

Το μεγαλύτερον όμως μέρος των Άγχιαλιτών προσφύγων κατέφυγεν εις την Ελλάδα και ιδία εις τας Αθήνας.

Ούτως έσφραγίσθη η τραγωδία της  Ελληνικής Άγχιάλου με τούς βανδαλισμούς και τας φρικαλεότητας των αιμοχαρών απογόνων του Κρούμου Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι όποιοι άποτελούν το πλέον αίσχρόν στίγμα του πολιτισμού του 20ου αίώνος και οι όποιοι δεν έχουν προηγούμενον εις βαρβαρότητα και κτηνωδίας και εις τούς πλέον άγριους λαούς της  άνθρωπότητος.

Τήν ίδιαν ημέραν του εμπρησμού και της  καταστροφής της  Άγχιάλου, 30 Ιουλίου 1906, έπέδραμον οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και ο φανατισμένος και μαινόμενος βουλγαρικός όχλος και έλεηλάτησαν και κατέστρεψαν όλα τα ελληνικά καταστήματα και τας οικίας εις την Σύλημνον, εις την Ίάμπολιν, εις τον Αετόν, εις το Κερμανλή και εις όλα τα Ελληνικά χωρία της  περιφερείας του Πύργου και της  Άγχιάλου.

Ώσαύτως έπέδραμον οι Βούλγαροι και κατέστρεψαν τούς Έλληνικούς Ιερούς Ναούς και τα Ελληνικά Σχολεία εις τα χωρία Άκράνια, ΤάςΤεπέ ως και εις το Ρουχτσούκιον.

Αί ύλικαί ζημίαι, αί όποιαι προεκλήθησαν εκ των βανδαλισμών των Βουλγάρων εις τα άνωτέρω χωρία, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 χρυσών φράγκων.

Viewing all 330 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>