Quantcast
Channel: YaunaTakabara
Viewing all 330 articles
Browse latest View live

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

$
0
0
Εμμανουήλ Παπάς
 Ιωάννης Βασδραβέλλης
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


 Ο αγώνας του 1821 απετέλεσε το αποκορύφωμα των βίαιων επαναστατικών εκκρήξεων από ένα έθνος που πίστευε με την ψυχή του στην ιδέα της ελευθερίας και της άνθρωπίνης αξιοπρεπείας.

Τι αυτό το λόγο η κραυγή του 21, αντήχησε βαθειά στη συνείδηση του 'Έλληνος, σαν μια επιτακτική εκκληση άγάπης και πίστεως, για τα πεπρωμένα του έθνους.

Τα ιστορικά επιτεύγματα της εποχής έκείνης, ξεδιπλώνονται ορμητικά με το διάβα του χρόνου και κατασταλάζουν στη μνήμη μας σάν καθαρές ιδέες. εκεί άφομοιώνονται και απορροφούνται.
Επιδρούν άμεσα αι πράξεις εκείνες στά βάθη της συνειδήσεώς μας γίνονται ιδέες, μορφές και σύμβολα και μνήμη ιστορική.

Γιατί ο αγώνας εκείνος υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ελληνικού έθνους. 

Οι παλαιοί αμυντικοί πόλεμοι κατά των Περσών στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, υπήρξαν μικρότερης διαρκείας και η καρτεροψυχία του ελληνικού λαού ήταν βραχύτερη. 

Η άντοχή του έθνους, που ήταν έλεύθερο και ωργανωμένο τότε, δεν έδοκιμάσθη τόσο όσο στην οκτάχρονη έπανάσταση του 21, που έπεχείρησε ένα έθνος, υπόδουλο 400 χρόνια άνοργάνωτο.

 Η παγκόσμια ιστορία έκρινε σπουδαίους τους Περσικούς πολέμους, όχι για το βαθμό της αντοχής  και της ταλαιπωρίας των Ελλήνων, μα για την ευρύτητα των αποτελεσμάτων στον παγκόσμιο πολιτισμό. αν τότε νικούσαν οι Πέρσαι, ο ελληνικός πολιτισμός του 6ου και 5ου αιώνα θά έπνίγετο μέσα στον Ασιατικό χείμαρρο και η παγκόσμια ιστορία θά είχε διαφορετική εξέλιξη.

 Στο μεγάλο μας αγώνα του 21, λειτούργησε αξιοθαύμαστα ο φυσικός νόμος της άγάπης για την ελευθερία, η δύναμη της εθνικής κληρονομιάς και η καταφρόνηση και το μίσος για τον τύραννο, που είχε στερήσει τους 'Έλληνας από τα στοιχειωδέστερα προνόμια της άνθρωπίνης ζωής.

Οι ηθικοί αυτοί παράγοντες της επαναστάσεως που είναι τόσον σπουδαίοι και αληθινοί, δεν έξεδηλώθησαν μονάχα στους καλλιεργημένους Έλληνες του εξωτερικού μα και στην ψυχή απλών ανθρώπων, όπως ήταν οι περισσότεροι από τους ίδρυτάς της Φιλικής Εταιρείας. 

Η επαναστατική εκείνη οργάνωση που έξεκολάφθη στη Νότιο Ρωσία, που ήταν τότε γεμάτη από 'Έλληνας, απέβλεπε να συνενώση όλες τις ζωντανές δυνάμεις του ελληνισμού και να εκβιάση με τα όπλα μια λύση, που μάταια ψάχνει ένας όρθολογιστής να τη στηρίξη σε λογική βάση.

Διέδωσαν οι φιλικοί πως υπαρχει μια υπέρτατη αρχή και μεγάλη υποστήριξη που κρύβεται στά βάθη της Ρωσίας. στην πραγματικότητα, όμως, όλη αυτή η επαναστατική κίνηση, ξεπηδοΰσε από άσήμαντους εμπόρους, ύπαλλήλους και μερικούς καπετανέους που βρίσκονταν στις Ηγεμονίες του Δούναβη, στη Ρωσία, μα που πίστευαν άκλόνητα στην επιτυχία της επαναστάσεως. Ήταν οι τολμηροί, οι ίδεαλισται που τους κινούσε ένας άγιος ενθουσιασμός. Ήταν οι ριψοκίνδυνοι που επικρατούν σε τέτοιες στιγμές.
 Οι άλλοι θ’ άκολουθήσουν.

Η Φιλική Εταιρεία πέτυχε να κανη τους Ελληνας ένα ζωντανό επαναστατικό σύνολο. 


Χρειάσθηκαν χρήματα και τάδωκαν οι πλούσιοι πατριώτες.

 Χρειάσθηκε στον αγώνα η εκκλησία, το σχολείο που ήταν τα βασικά στηρίγματα του Γένους, κι΄ οι καλύτεροι δεσποτάδες, οι παπάδες, οι καλόγεροι, κι΄ οι δάσκαλοι, ήταν πρώτοι στην ιδέα.

Kαι χρειάσθηκε στρατός επαναστατικός και ναυτικό και ξεκίνησαν κλέφτες κι’ αρματολοί, κι’ η ελληνική αγροτιά και οι τσομπάνιδες άπ’ όλη την Ελλάδα, άπ΄ την Ρούμελη και τη Μακεδονία, το Μόριά και τη Θεσσαλία και την Μικρασία, τη Θράκη και την Κρήτη, και μαζύ ΄ αυτούς άδελφωμένοι οι κουρσάροι και οι πειραται από τα Ψαρά, την Υδρα, τις Σπέτσες. 

’Έτσι η Φιλική Ιδέα διαδόθηκε, σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλο τον παληό έλληνικό ζωτικό χώρο, και σ’ όλα εκείνα τα μέρη και τις περιοχές, που οι πρόγονοί μας, εζησαν, μεγαλούργησαν, άνδραγάθησαν και μαρτύρησαν.

Το λάβαρο της ελευθερίας ανέμιζε πάντα στην Ελλάδα. Ιδιαιτέρα εδώ στη Μακεδονία, σκιρτούσαν μεγάλες καρδιές κι΄ ακούγονταν ατόφια η φωνή της ελευθερίας.

Οι Μακεδόνες είχαν ταχθή από τη μοίρα τους να είναι οι προπομποί του Έθνους. αι προφυλακές της ελληνικής ελευθερίας.

 Μάς το είπε πριν από δυο χιλιάδες χρόνια ο Πελοποννήσιος ιστορικός Πολύβιος:

“ Πηλίκης γάρ τιμής αξιοΰσθαι Μακεδόνας οι το πλεϊστον του βίου ού παύονται αγωνιζόμενοι τοΐς βαρβάροις και προκινδυνεύοντες υπέρ της των Ελλήνων ελευθερίας”.

Έτσι στην επανάσταση του 21 έλαχε και πάλι στη Μακεδονία να προκινδυνεύση.

Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος της που επαναλαμβάνεται τακτικά, σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές του Έθνους.

 Η Μακεδονία ήταν οργανωμένη από τη Φιλική Εταιρεία.

 Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές 37 Μακεδόνες είχαν μυηθή στη Φ. Ε. μα πρέπει νάταν περισσότεροι, όπως άπεδείχθη κατά την έναρξη της επαναστάσεως.

Φαρμάκης Ιωάννης
Ολύμπιος Γεωργάκης
 Ο Γεωργάκης Όλύμπιος ο ήρωας της Βλαχίας,
ο Φαρμάκης τραγικό θύμα της επαναστάσεως,
ο Εμμανουήλ Παπάς αρχηγός σε λίγο της Χαλκιδικής και Ανατολικής 'Μακεδονίας, οι μητροπολίτες Σερρών, Άρδαμερίου, Γρεβενών και τόσοι άλλοι, ήταν Μακεδόνες.

Μάλιστα ο Παπάς που διέθεσε όλο το τεράστιο πλούτο για την έπανάσταση, είχε εκλεγεί στην Κωνσταντινούπολη αρχιταμίας της Φιλικής Εταιρείας, αξίωμα έμπιστευτικό κι’ από τα μεγαλύτερα.

Πρώτος έφθασε εδώ ο άρματολός Γιάννης Φαρμάκης 
από το Βλάτσι της Δυτικής Μακεδονίας.

Παλαιός έχθρός του Άλή Πασά, άρματολός στον ’Όλυμπο και στά Εφτανησα μέ τον Κολοκοτρώνη, τον Άναγνωσταρά και τον Χρυσοσπάθη, εξελέγη στο Βουκουρέστι αρχηγός των άφιερωμένων της Φιλικής Εταιρείας κι΄ εφθασε στάς Σέρρας το 1818.

'Ίδρυσε το Κέντρο των Σερρών — Δράμας — Καβάλλας.

Απ εκεί τράβηξε για το Άρδαμέρι και το 'Άγιον ’Όρος, όπου μύησε τον πατριάρχη Γρηγόριο.
Στο άγιώνυμο "Ορος ο Φαρμάκης άνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα.

Έμύησε πολλούς ήγουμένους, καλογήρους και όλους τους εξέχοντας του Πολυγύρου, των Μαντεμοχωρίων καθώς και τους Θεσσαλονικεΐς, Καυταντζόγλου, Πάϊκον, Μενεξέ και Μπαλανο.
Ναούμ Παναγιώτης
Κασομούλης Νικόλαος
 Σε λίγο εφθασαν στη Μακεδονία άλλοι ντόπιοι Φιλικοί.

ΟΠαναγιώτης Ναούμ για την Έδεσσα, τη Σιάτιστα, την Καστοριά και τα Γρεβενά,
 ο Κασομούληςπου εδρασε σαν φιλικός στις Σέρρες, στη Σιάτιστα και στην Κοζανη, στο Βλάτσι και την περιοχή Βέροιας και άλλοι πολλοί.


Το έργον λοιπόν των Φιλικών
 εδώ στη Μακεδονία 
δεν ήταν δύσκολο.

Αγώνες συνεχείς 400 ολόκληρα χρόνια, είχαν χαλυβδώση την ψυχή του άγροτικού και ποιμενικοΰ πληθυσμού της Βορείου Ελλάδος και η άνταρσία των βουνών κατά της τούρκικης τυραννίας, ήταν διαρκής.
Είχε δημιουργηθή με την πάροδο του χρόνου στά βουνά της Μακεδονίας, μία παράδοσις από κλέφτες και άρματολούς, να σκοτώνουν τον Τούρκο όπου κι΄ αν τον εύρισκαν, γιατί τον θεωρούσαν συνειδητά, σάν άρπαγο της πατρικής κληρονομιάς.

Tο μίσος αυτό πήγαζε από την πίστη στην ιδέα πως το έργο των ορεινών προ πάντων πληθυσμών, που βρίσκονταν σε διαρκή επαναστατικό οργασμό ήταν εθνικό, και ότι οι άρματολοί και κλέφτες αποτελούσαν το εθνικό στρατό του δουλεύοντος Γένους.

Έτσι το εργο αυτό περιεβάλλετο από τη συμπάθεια του έλληνικού λαού χωρίς καμμιά διάκριση.
Τ΄ αρματολίκια και η κλεφτουργιά εδώ στη Μακεδονία ήταν ωργανωμένα όσο σε καμμιά άλλη έλληνική περιφέρεια.
 Στο βιβλίο μου « Άρματολοί και κλέφτες» που δημοσίευσα πριν από λίγα χρόνια, αποδεικνύω με επίσημες και άγνωστες ιστορικές πηγές, βγαλμένες από τα τούρκικα αρχεΐα, πως πατρίδα του άρματολισμού στην Ελλάδα, θεωρείται η Μακεδονία.

Η άνταρσία στά βουνά κατά της τούρκικης αύθαιρεσίας είχε λάβει εδώ μεγάλες διαστάσεις από τις αρχές άκόμα του ΧΥ αιώνα.

Στον 'Όλυμπο, τα Πιέρια, το Βέρμιο και το Καϊμακτσαλάν, οι Καπετανέοι Περδικάρης, Σερμπέτης, Καλόγηροςκαι τόσοι άλλοι, κυριαρχούσαν άπόλυτα κι΄ οι Τούρκοι στρατολόγοι που μάζευαν τους γενιτσάρους, δεν τολμούσαν να πατήσουν έκεΐ.

Στά 1700, 3.000 άρματολοί και κλέφτες σε ομαδική έκστρατεία ρήμαξαν τα τούρκικα τσιφλίκια στις περιοχές του Αλιάκμονα στην επανάσταση του 1769.

Στά γνωστά ’Ορλωφικά, ο Ζιάκας, ο Λάζος, ο Ζήδρος, ξεσήκωσαν όλα τα βουνά της Μακεδονίας κι΄ εφθασαν πολεμόντας εως την αιτωλοακαρνανία.

Καρατάσος Τάσος
Άλλοι άρματολοί, ο Καζαβέρνης, ο Καρατάσιος και ο Νικοτσάρας, είχαν όργανώση και πειρατικές εκστρατείες, στη Χαλκιδική και την άνατολική Μακεδονία που τις πλήρωσαν άκριβά οι Τούρκοι. σε λίγα χρόνια ο Νικοτσάρας με 500 κλέφτες Μακεδόνας, Θεσσαλούς και Ρουμελιώτες, φθάνει με καΐκια στο Σταυρό της Χαλκιδικής, περνάει τη Ζίχνα και το Νευροκόπι, και πηγαίνει να βοηθήση τους Σέρβους που είχαν επαναστατήση.

Δίνει σκληρές μάχες με 8.000 τούρκους του βαλή των Σερρών, που αποθανάτισε η λαϊκή μούσα και τελικά ξαναγυρίζει στ΄ 'Άγιον ’Όρος για να συναντηθή με τη μοίρα του Ρωσικού στόλου, που διηύθυνε ο ναύαρχος Σενιάβιν.

Αν ο Νικοτσάρας δεν σκοτωνόταν στο Λιτόχωρο και ζούσε στην αρχή της επαναστάσεως, θάταν ο πιο ένδεδειγμένος αρχηγός εδώ στη Μακεδονία, γιατί και μόρφωση είχε, και καταπληκτική ψυχραιμία κι΄ ήταν γεννημένος για ήγέτης.

 Ητο λοιπόν ο έλληνισμός της Μακεδονίας άκμαΐος στά εθνικά του αισθήματα και ωργανωμένος όσο ήταν δυνατό από τη Φιλική Εταιρεία και περίμενε την εκκρηξη της επαναστάσεως.
Η επανάσταση άρχισε από τη Χαλκιδική Χερσόνησο με αρχηγό τον Σερραΐο τραπεζίτη μεγαλέμπορο και αρχιταμία της Φ. Ε. Εμμανουήλ Παπά.

Ο Παπάς που ήταν τότε 44 χρόνων και είχε γεννηθή στο χωριό Δοβίστι των Σερρών ξεκινώντας κρυφά από την Κωνσταντινούπολη εφθασε στο Άγιον Όρος στις 23 Μαρτίου 1821 ως επίσημος άπεσταλμένος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη με τον τίτλο του αρχηγοΰ της Χαλκιδικής και Ανατολικής Μακεδονίας.
Στο άγιώνυμο όρος έφθασε με το καράβι του Φιλικού από τη Λήμνο Χατζηβισβέλη, έχοντας μαζύ ως υπασπιστή τον Χατζηπέτρο.

Το σκάφος ήταν γεμάτο όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα που είχεν άγοράση ο πατριώτης αρχιστράτηγος με χρήματα δικά του.

 Η χερσόνησος του ’Άθω είχε κριθή από τους όργανωτάς της επαναστάσεως ως το κατάλληλο σημείο αποβιβάσεως του Παπά.
Το 'Αγιώνυμο ’Όρος από τα ίστορικώτερα θρησκευτικά κέντρα της Χριστιανοσύνης, άφ΄ ού στό παρελθόν είχεν ύποστη πολλές ταλαιπωρίες από τους Τούρκους, τα τελευταία χρόνια είχαν αποκτήσει σημαντικά προνόμια.

 Έκτος από μια ολιγάριθμη τουρκική φρουρά που έμεινε στις Καρυές, ολόκληρη «ή Χερσόνησος του ’Άθω» εύρίσκετο στη διάθεση των μοναχών. το θρησκευτικό αι σθημα ήταν λυπηρό, τα γράμματα με την περίφημο Άθωνιάδα Σχολή έκαλλιεργοΰντο ικανοποιητικά, άλλά και το πατριωτικό αι σθημα των μοναχών ήταν δοκιμασμένο, γιατί πολλές φορές οι θρησκευτικοί αυτοί λειτουργοί, είχαν διασώση και περιθάλψη 'Έλληνας άρματολούς και κουρσάρους και άλλους δυστυχισμένους ραγιάδες της Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μακεδονίας που κατεδίωκαν οι Τούρκοι για τα πατριωτικά τους αισθήματα.

Μόλις έφθασεν ο Παπάς στό μοναστήρι του Έσφιγμένουκαι συνάντησε τον αρχημανδρίτη Νικηφόρο, Φιλικό και προσωπικό του φίλο, έκάλεσε εκεί γενική σύσκεψη των μεμυημένων της περιοχής. εκεί άπεφασίσθη η γενική στρατολογία όλων εκείνων που μπορούσαν να έξοπλισθοΰν τόσον στη Χαλκιδική όσον και την Ανατολική Μακεδονία έως τη Μαρώνεια.

 Ταυτόχρονα έγραψε στον Φιλικό μητροπολίτη των Σερρών Χρύσανθο ν΄ αποστείλη ενισχύσεις και νάναι έτοιμος, μόλις δοθή το σύνθημα της έξεγέρσεως.

Μέσα στάς Σέρρας όμως είχε γνωσθή η έκρηξη της επαναστασεως στη Μολδοβλαχία και η σφαγή του Οίκομενικού Πατριαρχη και των Συνοδικών, ο δε φρούραρχος και ο βαλής των Σερρών, είχαν λάβει εξαιρετικά μέτρα για να προλάβουν ,κάθε εξέγερση.

Και ναι μέν μία ομάδα Σερραι ων αγωνιστών, άνάμεσα στους όποιους ήταν και ο Κώστας Κασομούλης εμπορευόμενος εκεί και πατέρας του αγωνιστη και ιστορικού Νικολάου Κασαμούλη είχαν καταλάβη το Μοναστηρι της Ήλιόκαλης και περίμεναν οδηγίες, μα ο Μουστάμπεης γιος του πρώην βαλή Γιουσούφ μπέη, άσπονδου εχθρού του Παπά, συνέλαβεν άμέσως τον μητροπολίτη Χρύσανθο κι΄ άλλους 150 επιφανείς Σερραίους και τους έφυλάκισε.

Ταυτόχρονα ένα σύνταγμα τουρκικού στρατού περικύκλωνε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Μακεδονίας και οπλισμένοι ως τα δόντια γενίτσαροι και βασιβοζούκοι περιπολούσαν στην πόλη με επί κεφαλής τον φρούραρχο Άμπντούλ Άγάν, δέροντες και σφάζοντες τους κατοίκους.

Ανάμεσα σ’ άλλα κακουργήματα και τάς διαρπαγάς, έβαλαν φωτιά στό σπίτι και τα υποστατικά του αρχηγοΰ της επαναστάσεως και εβασάνισαν άπάνθρωπα τους συγγενείς και την σύζυγόν του.
Με τα δραστικά και εξοντωτικά αυτά μέτρα δεν κατώρθωσε η πόλη των Σερρών να κινηθή.
Οι Σερραΐοι που είχαν συγκεντρωθή στό μοναστηρι της Ήλιόκαλης ύστερα άπ’ αυτά κατώρθωσαν να ξεφύγουν από τους Τούρκους και να φθάσουν στό 'Άγιον ’Όρος πρός ένίσχυσιν των δυνάμεων του Παπά.
Έν τώ μεταξύ στη Χαλκιδική, το κήρυγμα του Παπά κατενθουσίασε τους κατοίκους και τους αγιορείτες και οι επαναστάτες έπολλαπλασιάζοντο.

Στις Καρυές συνελήφθη και έφυλακίσθη από τους καλογήρους ο σούμπασης Χασεή μπέης με τη φρουρά του, στον Πολύγυρο εξηγέρθησαν οι κάτοικοι έσφαξαν τον τοΰρκο βοεβόδα και 14 άνδρας της φρουράς και έτρεψαν σε φυγή 2 τούρκικα αποσπάσματα που έστάλησαν έκεΐ.

Στην Κασσάνδρα οι κάτοικοι συνεπικουρούμενοι από καράβια της Λήμνου και των Ψαρρών ξεσηκώθηκαν μαζύ με τα χωριά της Σιθωνίας και με αρχηγούς τον Δουμπιώνη, τον Χάψα και τον Χιμευτό. σε λίγο μαζύ με τους Σερραι ους και άλλους ’Ανατολικομακεδόνας έφθανε στο Άγιον Όρος και ο ιατρός Ευάγγελος από τη Μαρώνεια με άρκετούς συμπατριώτες του.
 Μά και οι 'Αγιορείτες κατά έκατοντάδας πύκνωναν τις τάξεις των επαναστατων με αρχηγούς τον αρχιμανδρίτη του Βατοπεδίου Θεόφιλο, τον Μ στης Λαύρας Ναθαναήλ, του Έσφιγμένου Εύθύμιον και Ξενοφώντος Γεδεών.

Ο Βαλής της Θεσσαλονίκης Σερήφ Σιννίκ Γιουσούφ μπέης μόλις επληροφορήθη την επανάσταση στο Άγιον Όρος συγκέντρωσε σοβαρές δυνάμεις κι΄ έφθασε στην 'Ιερισσό προκειμένου να είσβάλη στό Άγιον Όρος .
Εκεί οι άγιορεΐτες τον καθησύχασαν, τον ξεγέλασαν και δήλωσαν πως είναι άφωσιωμένοι στον Σουλτάνο. Ο  Γιουσούφ μπέης φαίνεται πως  έπείσθη από τα καλογηρικά άπιχειρήματα κι΄ άφ΄ ού έγκατέστησε φρουρές στην 'Ιερισσό και μάζεψε ομήρους περίπου 80 μοναχούς άπ’ τα διάφορα μετόχια, γύρισε στη Θεσσαλονίκη όπου τους φυλάκισε μαζύ με πολλούς άλλους Θεσσαλονικεΐς ύποπτους που είχαν συλληφθή έν τώ μεταξύ προληπτικά.

Μόλις όμως οι Πολυγυρινοί εξώντωσαν την τουρκική φρουρά και κατέλαβαν ολόκληρη την περιοχή, ο Γιουσούφ μπέης διέταξε δύο ισχυρά αποσπάσματα να καταλάβουν τον Πολύγυρο και να τιμωρήσουν σκληρά τους κατοίκους, μα οι αποσταλέντες τούρκοι ήπήθησαν κατά κράτος και ύπεχώρησαν πρός την Παλαρούδα με πολλές άπώλειες.

Αυτό εξαγρίωσε τον αιμοβόρο Γιουσούφ, που γι άντίποινα έσφαξε όλους τους καλογήρους που είχε ώς ομήρους καθώς και άλλους 27 Θεσσαλονικεΐς υπόπτους μέσα στις φυλακές, συνέλαβε και έκλεισε άλλους 2.000 στην εκκλησία και τον περίβολο του Γρηγορίου του Παλαμά, κρέμασε στό Καπάνι τον τοποτηρητή του μητροπολιτικοΰ θρόνου της Θεσσαλονίκης επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο, τους φιλικούς Μπαλάνο, Πάϊκο, Μενεξέ, Κυδωνιάτη, τον ιερέα του ΄ Αγίου Μηνά Παπαγιάννη και 11 άλλους προύχοντας.

Σ’ αυτό το διάστημα της τρομοκρατίας ο τουρκικός όχλος ερεθιζόμενος από άλλοφύλους ξένους αποβλέποντας στην οικονομική καταστροφή του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονικής πρωτεύουσας, μπήκε μέσα στη μητρόπολη και κατεκρεούργησε ομαδικά όλους σχεδόν τους εγκλείστους Θεσσαλονικεΐς.

ΌΤούρκος ιστοριογράφος Χαιρουλάχ έφέντης παρών στη Θεσσαλονίκη τότε μας διηγείται πως ελάχιστοι γλύτωσαν από τους δερβίσηδες ένός τούρκικου τεκέ που ήταν εκεί κοντά.

Απάνω από 3.000 Ελληνες της Θεσσαλονίκης υπολογίζω ότι σφάγηκαν κατά τις φοβερές αυτές μέρες της έθνικής δοκιμασίας, ξένος δε συγγραφέας τους άνεβάζει σε 25.000, έχοντας προφανώς ύπ΄ οψει του τους χιλιάδες από αιχμαλώτους και ομήρους από διάφορες ελληνικές περιοχές που μετέφεραν οι Τούρκοι στην Θεσσαλονίκη και καθημερινώς θανάτωναν.

Με την δοκιμασία αυτή τη φοβερή που έπαθε η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, έκμηδενίσθηκε κάθε προσπάθεια άπελευθερωτικής κινήσεως.

Η πρώτη αυτή περίοδος της τρομοκρατίας κράτησε δύο μήνες και σ’ αυτό το διάστημα άρκετοί Θεσσαλονικεΐς έφυγαν κρυφά στό εξωτερικό, μερικοί σε επαρχιακές πόλεις και ένας μικρός άριθμός διέφυγε στη Χαλκιδική, ένταχθείς στις επαναστατικές δυνάμεις του Εμμανουήλ Παπά.

Ο Έλλην αρχιστράτηγος έν τώ μεταξύ είχε συγκεντρώσει στό Άγιον Όρος 3. 900 πολεμιστάς από τους οποίους οι 1.000 περίπου ήταν καλόγηροι.
Αυτή τη δύναμη την διήρεσε σε δύο φάλαγγες.

Την μία που περιελάμβανε τους 'Αγιορείτες, ’Ανατολικομακεδόνας και άλλους πολεμιστάς από κοντινές περιοχές, ένέλαβεν αυτοπροσώπως, και την άλλη με τους ντόπιους Χαλκιδικιώτες, έθεσε υπό τάς διαταγάς τού γενναιου Κανδρινού καπετάν Χάψα με τον όποιον συνέπραπεν ο Δουμπιώτης, ο Βασιλικός και άλλοι.

Ο ΙΙαπάς με την πρώτη φάλαγγα επιτεθείς διασκόρπισε την τούρκικη δύναμη της 'Ιερισσοΰ, και νικήσας κατ’ έπανάληψιν τις δυνάμεις του Γιουσούφ μπέη στη Ρεντίνα και την Παλαρούδα, έφθασε μέχρι των σημερινών λουτρών της Άπολλωνιάδος, ένώ ο Χάψας και οι άλλοι αρχηγοί της Χαλκιδικής, κατέλαβον την ’Αρναια, άπελευθέρωσαν όλα τα χωριά της περιοχής του Χολομώντα και έν συνεχεία τον Βάβδον, την Γαλάτισταν, τα Βασιλικά και εφθασαν έως τα λουτρά του Σέδες.

Οι Τούρκοι ήπηθέντες και εις τάς δύο πλευράς και καταδιωκόμενοι και πανικόβλητοι οπισθοχώρησαν στη Θεσσαλονίκη.

Αν τότε υπήρχε σχέδιο ωργανωμένης επιθέσεως και στρατιωτικός ήγέτης έμπειρος, με κατάλληλο επιθετική ενέργεια των δύο επαναστατικών πτερύγων και με τη συνδρομή μερικών καραβιών, η Θεσσαλονίκη θά έπεφτε στά χέρια των επαναστατών. Αι ολίγες δυνάμεις του Γιουσούφ μπέη ήπηθεΐσαι έπανειλημμένως από τους Έλληνες επαναστάτες, που τους κατείχε άκρατος ενθουσιασμός, δεν ήταν σε θέση να προβάλουν άντίσταση. σε ακόμη χειρότερη θέση θά εύρίσκετο η Θεσσαλονίκη, αν ταυτόχρονα με τους επαναστάτες της Χαλκιδικής, έκινοΰντο και οι άρματολοί των Πιερίων, του Βερμίου και του Όλύμπου.

 Ανεξάρτητα όμως από αυτά, η ολη έξέλιξη του άγώνος άπέδειξε ότι ο Εμμανουήλ Παπάς, είχε καταβάλει αξιοθαύμαστη ενεργητικότητα.

Ο άνθρωπος αυτός που είχε έγκαταλείψει πλούτο, εύμάρεια και τόσες απολαύσεις για την ελευθερία της πατρίδος, ήτο ένθουσιώδης πατριώτης και έχοντας πληροφορίες εσφαλμένες για νίκες των Ελλήνων επαναστατων στις Ηγεμονίες του Δούναβη, έκλαιε από συγκίνηση και ώραματίζετο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να μπαίνη νικητής στην Κωνσταντινούπολη και να κάθηται στο θρόνο των Παλαιολόγων.

Με τέτοιο ενθουσιασμό ο αρχηγός, διοικών τους ενθουσιώδεις πατριώτες της Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μακεδονίας μπορούσε να καταλάβη τη Θεσσαλονίκη.
Στερούμενος όμως στρατιωτικής παιδείας διέπραξε το σφάλμα ν΄ άναστείλη την προέλαση. Έτσι άδικα κατηναλώθη τόσος ενθουσιασμός.

Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε στην Ελλάδα υπεύθυνος αρχηγός ν΄ άντιληφθή τη θέση της επαναστάσεως της Χαλκιδικής και ν΄ αποδώση την εμπρέπουσα σημασία.

'Όταν άργότερα έσυστηματοποιήθη ο αγώνας στην Πελοπόννησο και συγκεντρώθηκαν εκεί όσες προσωπικότητες πολιτικές και στρατιωτικές διέθετε ο έλληνικός κόσμος, τότε οι ιθύνοντες άντελήφθησαν πόσον έξυπηρετική για το έθνος θά ήτο μια ισχυρή επαναστατική εστία στη Χαλκιδική, που θ΄ αποτελούσε μια διαρκή απειλή στά πλευρά των Τούρκων.

Κι’ ενώ σ΄ αυτό το διάστημα ο Γιουσούφ μπέης ώχύρωνε οσο μπορούσε καλύτερα τη Θεσσαλονίκη λαμβάνοντας διάφορα έκτακτα άμυντικά μέτρα, έφθασε στη Θεσσαλονίκη ο μουχασίλης του ’Αϊδινίου και Σαροχάν, βεζύρης Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ πασάς, επί κεφαλής μεγάλης στρατιάς από 30.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και ισχυρό πυροβολικό  αυτός προωρίζετο για την καταστολή της επαναστάσεως στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο και πορευόμενος έκεΐ,
διετάχθη από τον Σουλτάνο να καταστείλη πρώτα! το κίνημα της Χαλκιδικής κι΄ ύστερα να συνέχιση την πορεία του.
Αυτό το Σουλτανικό φερμάνι το άνεκάλυψα στο τούρκικο αρχείο της Θεσσαλονίκης.
Προκύπτει άπ΄ την ανάγνωση πως ο Μπαϊράμ πασάς κατέστειλε μαζύ με τ άλλα και μια κίνηση των ραγιάδων στην περιοχή του κόλπου του Σάρρου δηλαδή Άλεξανδρουπόλεως πρός Μαρώνειαν, κι΄ ύστερα έφθασε στη Θεσσαλονίκη.
Αυτό το ξεσήκωμα της περιοχής αυτής ήταν τελείως άγνωστο στην ιστοριογραφία της επαναστάσεως.
Ο Παπάς μόλις επληροφορήθη την άφιξη του Μπαϊράμ πασά, ανησύχησε.
Έγραφε στους 'Υδραίους να στείλουν καράβια και πολεμοφόδια, στην Πελοπόννησο να στείλουν ένισχύσεις καθώς και στους Όλυμπίτες άρματολούς.

Τίποτα όμως δεν πέτυχε, και η κατάσταση άπέβαινε πολύ κρίσιμη. πως ήταν δυνατον οι 4 — 5 χιλιάδες επαναστάτες που είχαν ώς μόνο έφόδιο τον πατριωτικό ενθουσιασμό ν΄ άντισταθοΰν σε μια ωργανωμένη στρατιά της ίσχυροτάτης τότε Όθωμανικης αυτοκρατορίας;

 Ο Μπαιράμ πασάς έπετέθη με δύο φάλαγγες εναντίον των δύο επαναστατικών πτερύγων.
Η πρώτη φάλαγγα με 2.500 ιππείς και 20.000 πεζούς, προσέβαλε τους επαναστάτες του Χάψα στά Βασιλικά όπου μπήκε ο Άχμέτ μπέης με το Ιππικό και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την ωραι α κωμόπολη.
 Ο Χάψας ύπεχώρησε σέ μια οχυρά τοποθεσία πέρα από το Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας και σε μια φοβερή σύγκρουση πρός δεκαπλάσιους Τούρκους, σκοτώθηκε ένδοξα μαχόμενος σάν λιοντάρι μαζύ με τα παληκάρια της Συκιάς και του Βάβδου.

162 Έλληνες έμειναν εκεί και 500 τούρκικα πτώματα μαρτυροΰσαν την άγρια άλληλοσφαγή και τον ήρωϊσμό των Ελλήνων.
 Οι άλλοι οπισθοχώρησαν πρός το Βάβδο, τον Πολύγυρο και τη Χερσόνησο της Κασσάνδρας, δίδοντες μάχες οπισθοφυλακής.
Εκεί πρόλαβαν την υποχώρηση 400 κλέφτες του Όλύμπου με αρχηγό τον Καπετάν Διαμαντή άφιχθέντες με πλοιάρια.

Αυτοί κατέλαβαν το Ισθμό της Κασσάνδρας και κατώρθωσαν βοηθούμενοι κι΄ από τους Κασσανδρινούς, να αναχαιτίσουν τους Τούρκους.

Η άλλη φάλαγγα του Μπαιράμ πασά, με ολόκληρο το Ιππικό και 15 000 πεζούς έπετέθη κατά της δεξιάς παρατάξεως του Παπά στον κάμπο της Παλαρούδας. και ναι μέν ο Παπάς καλώς πράπων διέταξε άμεση υποχώρηση άλλά οι Τούρκοι κατώρθωσαν να κυκλώσουν την οπισθοφυλακή των επαναστατων η όποια και έξωντώθη ολόκληρη.

Το υπόλοιπον σώμα διεσώθη και κατέφυγε στον Πρόβλακα του Ξέρξου όπου και ώχυρώθη.

Στο διάστημα αυτό, αποσπάσματα του τουρκικού στρατού και όχλος αποτελούμενος από Τούρκους Εβραίουςκαι Αθιγγάνους πυρπόλησεν το ιστορικό μοναστηρι της Άγιας Αναστασίας, τή Γαλάτιστα, το Βάβδο, τον Πολύγυρο, την Άρναια και δεκάδες άλλα χωριά της Χαλκιδικής, έσφαξαν αδιάκριτα έκατοντάδες Έλληνας χωρικούς, και διήρπασαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία. αυτά κράτησαν έως τα μέσα του Ιουλίου του 1821.

Τότε εφθασε στη Θεσσαλονίκη νέα τουρκική στρατιά, με αρχηγό τον μουτεσαρίφη Θεσσαλονίκης και Καβάλας Μεχμέτ Έμίν Έμπού Λουμπούτ πασάν, που προωρίζετο αποκλειστικά να σαρώση με όλα τα μέσα τις επαναστατικές έκδηλώσεις των Ελλήνων στη Μακεδονία.

 Ο Μπαιράμ πασάς άνεχώρησε για τη Θεσσαλία και τη Στερεά, άφήνοντας διάδοχο το αιμοβόρο αυτό θηρίο. σ΄ αυτό το διάστημα από τα τέλη Ιουλίου έως τάς 26 Όκτωβρίου 1821 ο μέν Παπάς καταβάλλων τεράστιες ενέργειες και μεγάλη ζωτικότητα προσπαθούσε να κρατήση τάς δύο χερσονήσους του Άγιου Όρους και της Κασσάνδρας, παλαίοντας πρός άνυπέρβλητες δυσχέρειες που δεν είναι του παρόντος να άφηγηθώ, ο δε Έμπού Αουμπούτ πασάς ώργάνωνε το στρατό του όσο μπορούσε καλύτερα για να επιφέρη το τελικό χτύπημα.

Στις 26 Όκτωβρίου, άφ΄ ού άπέστειλε μικτό άπόσπασμα στη διώρυγα του Πρόβλακα για ν΄ άπασχολή τους επαναστάτες του Άθω, αυτός επικεφαλής 14.000 πεζικού και ιππικού με ισχυρότατο πυροβολικό και άκολουθούμενος και από 400 ώπλισμένους Εβραίους με αρχηγό τον Ιωσήφ Περέζ, εφθασε στις προφυλακές της Κασσάνδρας και ζήτησε την παράδοση των επαναστατών, ύποσχεθείς γενική άμνηστία.

Έστειλε μάλιστα άπεσταλμένο στον Παπά τον ίδιο Περέζ, που γνώριζε τα Ελληνικά και φορούσε στολή Τούρκου άξιωματικού.

Ο Παπάς με σύμφωνη γνώμη όλων των αρχηγών τής Κασσάνδρας, άπέρριψετην πρόταση και δήλωσε πως θα συνέχιση τον αγώνα με όλες τις θυσίες.
Δεν διέθετε εκεί περισσότερους από 1.500 άνδρας κατάλληλους για πόλεμο, με όπλα κάθε μορφής και με πυρομαχικά ελάχιστα. και παρ΄ όλα αυτά, από τις 27   Οκτωβρίου έως τα 13 Νοεμβρίου, οι Έλληνες άπέκρουσαν όλες τις λυσσαλέες επιθέσεις των Τούρκων, προυξένησαν μεγάλες άπώλειες και έξετέλεσαν το πατριωτικό τους καθήκον με πίστη και αυτοθυσία. αυτό όμως δεν έφθανε.

Ούτε μακροχρόνιο αμυντικό αγώνα μπορούσαν να οργανώσουν οι αυτοσχέδιοι πολεμισταί πατριώτες, οΰτε τα πολεμικά μέσα και τις άπαιτούμενες δυνάμεις και τρόφιμα είχαν για τέτοια επιχείρηση.

Τό πρωΐ της 14ης Νοεμβρίου 1821 ο τοΰρκος στρατιωτικός βλέποντας τη μικρή δύναμη των επαναστατων τους παρέσυρε με επιτήδειο τέχνασμα στό άνατολικό τμήμα της διώρυγος όπου είχε ένεργήση συνδυασμένη έπίθεση πεζικού και πυροβολικού.

Κι΄ ενώ οι Έλληνες προσπαθούσαν με τεράστιες θυσίες και άφάνταστους ήρωισμούς ν΄ αποκρούσουν την έχθρική έφοδο, αλλη μεγάλη τουρκική φάλαγγα, ειδικά προετοιμασμένη και έφωδιασμένη μέ ξύλα κλαδιά και σάκκους γεμάτους χώμα παραγέμισε τον αύλακα πρόχειρα και κατώρθωσε νά περάση και κύκλωσε τούς μαχομένους πού εύρέθησαν τώ­ρα σέ δεινή θέση.
Ή μάχη υπήρξε φονική και διεξήχθη σώμα πρός σώμα. 14.000 τούρκοι είχαν κυκλώσει τού: Έλληνας πού έμάχοντο χωρίς κανένας νά ύποχωρήση.

Τά 3)4 σκοτώθηκαν στό πεδίο τής μάχης άφ΄ού πλήρωσαν πολύ άκριβά τήν ζωή τους, και μόλις 200 πολεμισταί μαζύ μέ τον άρχιστράτηγο, κατώρθωσαν νά διασω­θούν μέ μικρά σκάφη και νά φθάσουν στη Χερσόνησο τού ’Άθω σέ άθλια κατάσταση.
Ό Παπάς όμως παρ’ όλες τις ατυχίες είχε μέσα του πίστη ακατάβλητη για τον αγώνα.
Μή θεωρών τεοματισθέντα τον άγώνα, συνεκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και ζή­τησε επικουρίες, πλοία και πολεμοφόδια άπό τήν "Υδρα όπου άπέστειλε σαν έκτακτο άντιπρόσωπο τόν ιατροφιλόσοφο Διονύσιο Πύρρο τό Θεσσαλό.

Επικουρίες έφθασαν σέ λίγο άσήμαντες μά έδώ συνέβη και κάτι τό άπρόβλεπτο.
Ένώ στην άρχή του άγώ­να, όλοι σχεδόν οι μοναχοί, πατριωτικώτατα σκεπτόμενοι μέ ενθουσιασμό άκολούθησαν τον αρχηγό και έδειξαν αύταπάρνηση και ήρωϊσμό, ύστερα άπό τά άτυχήματα άρχισαν νά κάμπωνται και πολλοί άπ΄αυτούς νά άρνούνται νά συμμετάσχουν στά οικονομικά βάρη και τις θυσίες γιά τήν εξακολούθηση τής έπαναστάσεως.
Ξέχασαν δυστυχώς τά καθήκοντά τους και ύπέκυψαν στην ψυχική άδυναμία.
Ήλθαν σέ επαφή μέ άπεσταλμένους τού Έμπού Λουμπούτ πασά πού τούς ύπέσχετο, κι΄ αύτό άπεδείχθη ψεύδος δπως ήταν έπόμενο, άμνηστία και σεβασμό τής μοναστηριακής περιουσίας.
Έλληνες και ξέ­νοι ιστορικοί κατηγόρησαν δριμύτατα τήν στάση αύτή μεγάλης μερίδος των 'Αγιορει­τών, προσωπικά δέ ό σημερινός ομιλητής, μάταια έψαξε στά μοναστηρια του ’Άθω ναύρη τεκμήρια γιά νά έλαφρύνη αυτήν τήν κατηγορία.
Εύρεθείς σέ μιά τέτοια κατάσταση ό Παπάς και θεωρώντας μάταιο και επικίνδυνο τον περαιτέρω άγώνα, πήρε τό επιτελείο του, μερικούς πιστούς καλογήρους και πολεμιστάς καί, μπήκε στό καράβι τού Χατζηβισβέλη γιά νά μεταβή στην "Υδρα και νά έξακολουθήση προσφέροντας τις υπηρεσίες του στη μαχομένη πατρίδα.
Δυστυχώς συντετριμένος άπό τά άτυχήματα και τήν εξέλιξη τού άγώνος, ύπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε μέσα στό πλοίο.
Μεταφερθείς στην 'Ύδρα, κηδεύθηκε μεγαλοπρεπώς άπό τούς έπιφανεΐς Υδραίους στην έκκλησία τής Υπαπαντής μέ δλες τις τιμές τού άρχιστρατήγου.
Πριν άπό λίγα χρόνια πήγα στην 'Ύδρα γι’ αύτή τήν υπόθεση. Έκεΐ στην έκκλη­σία τής Άναλήψεως πού είναι μετόχιο τού Παναγίου Τάφου άνεκάλυψα μιά επιτύμβια πλάκα πού κάλυπτε άλλοτε τον τάφο τού ’Ανατολικομακεδόνος πατριώτου. Αντέγραψα τό αρχαϊκό επίγραμμα πού λέει;
Γόνος άρητήρος σθεναρός γε Μανουήλ
ος λιπε Σέρης τήν τοτουνί γενναμένην
μαρνάμενος κατά των κοιράνων οφρα σαώση
Ελλάδα κλεινήν και κύδος έλοι το μέγα
Έμπης μαρνάμενο τό χρέον κρατέει παράδοξον σώμα δι΄ου 'Ύδρα έλεν, πνεύμα δ5ούρανίων.
1821 Δεκεβμρίου Ε'.
Ό Εμμανουήλ Παπάς, υπήρξε ένας αγνός και ίδεολόγος, πατριώτης από τήν άθάνατη λεβεντογενηά του 21, πού τού άνήκει κάθε τιμή, έπαινος και έθνικός σεβα­σμός. Ανήκει στη χορεία των μεγάλων έκείνων Ελλήνων, πού έθεσαν τον πλούτον και τήν εύμάρεια στη διάθεση τού Γένους χωρίς κανένα άντάλλαγμα, και θυσίασε τή δική του ζωή μαζύ μέ τά 4 παιδιά του, γιά ν΄άναστηση τήν σκλαβωμένη πατρίδα.

Ξώδεψε γιά τον άγώνα ολόκληρη τήν περιουσία του άπό 200.000 δίστηλα τάλληρα και τέτιο κολοσσιαίο ποσό, ούτε οί Κοντουριώτηδες δέν προσέφεραν στον άγώνα.

Μέ πίστη άπέραντη και άγιο ενθουσιασμό ό χθεσινός φιλήσυχος έμπορος και τρα­πεζίτης έτέθη επί κεφαλής των πατριωτων τής Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μα­κεδονίας και χωρίς καμμιά πολεμική πείρα, ώργάνωσε μιά επαναστατική εστία σοβα­ρά, μαχόμενος και προκινδυνεύων 8 ολοκλήρους μήνες.
Μέ τούς γενναίους πολεμιστάς του και συντηρών μέ δικά του σχεδόν χρήματα τον άγώνα αύτόν, έφθειρε και άπασχόλησε σοβαρές έχθρικής δυνάμεις προοριζόμενες νά πνίξουν τον άγώνα στη Θεσσαλία, Στερεά και Πελοπόννησο.

Έγνώριζεν ό Μακεδών άρχηγός πόση μεγάλη ωφέλεια θά προέκυπτε γιά τον όλον άγώνα, άν κατώρθωνε κάμποσους μήνες νά κρατήση τήν έπανάσταση, πού θ’ άπτελούσε μιά οιονεί άπειλή κατά των Τούρκων.

Έγραψαν μερικοί, επιφανειακά έξετάζοντες τήν έπανάσταση εδώ στη Μακεδονία, πώς μπορούσε ίσως ό Παπάς, όταν διεπιστώθη ή κάμμα των Αγιορειτων νά κατάσχη τή μοναστηριακή περιουσίά και ν΄άποκτήση ρευστοποιώντας την και όπλα και πολε­μοφόδια και άλλα πολεμικά άναγκαΐα.
Ό Θεοσεβής άρχιστράτηγος όμως δέν θέλησε νά μιμηθή τον άρχαΐο Φιλόμηλο και νά θέση χειρα επί τής μοναστηριακής περιουσίας.

 Και αύτό όμως άν έκαμνε, τό άδυσώπητο Τούρκικο στρατηγείο, μέ κάθε θυσία θά προσπαθούσε νά καταστείλη τήν επα­νάσταση έκεΐ, γιατί όπως ξείπα και παραπάνω οί Μακεδόνες σάν προφυλακή και προ­πομποί τού Έθνους είναι προωρισμέναι νά πέφτουν γιά τήν τιμή και τή δόξα τής Ελλάδος.
Μετά τήν καταστροφή τής Χαλκιδικής, άρχισε νά κινείται τό Βέρμιο, τά Πιέρια και οΌλυμπος.
 Αί συγκρούσεις στον Κολινδρό και τήν Καστανιά πού διηύθυνε ό Καπετάν Διαμαντής, άνάγκασαν τό τουρκικό στρατηγείο ν’ άποστείλη έκεΐ σοβαρές δυνάμεις πού είχαν όμως καθηλωθή άπ’ τούς έπαναστάτες.


Γάτσος Αγγελής
Ταύτόχρονα στην Νάουσα, είχεν άρχίση άπ΄τις παραμονές άκόμα τού άγώνος, νά οργανώνεται σοβαρή επαναστατική έστία μέ άρχηγό τό Ναουσαΐο εύπατρίδη ΖαφειράκηΛογοθέτηκαι μέ στρατιωτικούς ήγέτες τούς άρχιαρματολούς Νάουσας και Έδεσσας, Καρατάσιο και Άγγελή Γάτσο.

Αί οδη­γίες πού περίμεναν από τό Δημήτριο 'Υψηλάντη ήταν άνεπαρκεΐς και συγκρουόμενες, κι έτσι
 ή Νάουσα
μέ μοναδικό κίνητρο τον ένθουσιασμό τής ήρωϊκής φρουράς
τήν Κυ­ριακή τής ‘Ορθοδοξίας 3 Μαρτίου 1822, μέσα στην εκκλησία τού 'Αγίου Δημητρίου,
κήρυξε τήν έπανάσταση.

Μέ τό χρυσοκέντητο λάβαρο μπροστά ποΰχε τον άναγεννώμενο Φοίνικα, εργο περί­φημο λαϊκής τέχνης καμωμένο άπό τά κορίτσια του τόπου, ξεχύθηκαν οί επαναστά­τες έσφαξαν τον τουρκο καντή και τήν φρουρά και έπετέθησαν νά καταλάβουν τή Βέ­ροια.

Ό επιτελάρχης του Βαλή τής Θεσσαλονίκης Έμίν μπέη πού είχε μυρισθή τήν υ­πόθεση, εφθασε μέ 2 συντάγματα στρατού στη Βέροια, κρέμασε 12 Βεροιώτες, άφώπλισε τούς κατοίκους και κατέλαβε επίκαιρες θέσεις γύρω στην πόλη.

 Οί έπαναστάτες όμως έφθασαν, ρίχθηκαν σέ μιά νυχτερινή έφοδο, έκαψαν τις άκρινές συνοικίες, μά τά ξημερώματα άναγκάσθηκαν ν΄άποσυρθούν στό κοντινό μοναστηρι τής Παναγίας, όπου τώρα βρίσκεται τό Πρεβαντόριο.

 Έκεΐ έγινε τό θαύμαό Επιτελάρχης ρίχθηκε μέ όλες του τις δυνάμεις νά έκπορθήση τό μοναστηρι, οί έπαναστάτες πού διηύθυνε ό Καρατάσιος πολέμησαν λυσσασμένα, εφθασε κ΄ ό Γάτσος μέ τό Ζαφειράκη μέ ενισχύσεις, και τελικά οί τοΰρκοι ύπεχώρησαν άτακτα στη Βέροια και άφησαν γύρω άπ’ τήν Πα­ναγία 1.500 νεκρούς και τραυματίες,

Ύστερα άπ’ αύτή τήν πρώτη περιφανή νίκη γύ­ρισαν γεμάτοι ενθουσιασμό στη Νάουσα.
Ό Τούρκος σωματάρχης πού κατέλαβε και ρήμαξε τή Χαλκιδική, λογάριαζε πώς ειχε λήξει ό άγώνας στη Μακεδονία και τώρα οί έπαναστάτες τού Βερμίου τού άνέτρεπαν τά σχέδια.
Τον εξέθεταν άπέναντι στό σουλτάνο πού ειχε άφήσει μέ ιδιαίτερο φερμάνι, άπόλυτη πρωτοβουλία, νά πνίξη στό αιμα τή Μακεδονία, νά σφάξη τούς Έλ­ληνας άδιακρίτως ήλικίας, νά κάψη όλα τά ελληνικά χωριά, ούτε φωνή  άλέκτορος, όπως γράφει τό φερμάνι πού δημοσίευσα, νά μήν ξανακουσθή στη Μα­κεδονία.

Στη Νάουσα έν τώ μεταξύ είχαν συγκεντρωθή όλοι οί άετοί των βουνών τής Κεν­τρικής και Δυτικής Μακεδονίας, ψυχωμένοι και χαλυβδωμένοι γιά τήν ύπέρτατη θυσία.
Ό άρχηγός των αρματολών Καρατάσιος μέ 1.200 Ναουσαίους, ό πολιτικός ήγέτης Ζαφειράκηςκαι ό Γιαννάκης Καρατάσιοςμέ 600 Ναουσαίους, ό Γάτσοςμέ 450 Έδεσσαίους, Δαρζελοβίτες κι άπ τά γύρω χωριά, ό Τσάμης Καρατάσιοςμέ 500 άπό τό Διχαλεύρι, τή Σκοτίνα και τό Άρκουδοχώρι οί παληοί Κλέφτες τού Όλύμπου και τού Βερμίου, Μαλάμος, Κατσαούνηςκαι Καμπίτηςμέ 300 κλέφτες έμπειροπολέμους και ψημένους στό ντουφέκι και τήν άγριάδα, κι άλλοι 1.000 πολεμιστές άπό τό Βλάτσι, τήν Καστοριά, τήν Κοζάνη, και μερικά υπολείμματα των άγωνιστων τής Χαλκιδι­κής.

 Παλικάρια διαλεχτά κλέφτες και άρματολοί κι ολόκληρος ό πληθυσμός, αδελφω­μένος στον άγώνα, πολεμούσε νά βγή άπ τήν σκοτεινή σκλαβιά, γιατί έβλεπε ξεκάθαρα πώς τό τελευταίο κομμάτι τής Μακεδονίας, κινδύνευε.

Τής Νάουσας ό άγώνας υπήρξε σύμβολο κοινής προσπαθείας τής Μακεδονίας, πού χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή άπό τον μελετητή τής ιστορίας. Είναι φαινόμενο συνολικό άπό άπίστευτες και ξαφνικές δυνάμεις, Θρεμμένες και μεγαλωμένες μέσα στη λαϊκή ψυχή.
Είναι φαινόμενο ομονοίας αδελφικής και φιλοτιμίας υπέροχης κι ένα άνθοβόλημα παληκαριάς, όπου όλοι προσφέρονται αύθόρμητα στόν κοινό σκοπό.
Είναι γέννημα και θρέμμα τού Ελληνισμού τής Μακεδονίας, πού τήν ψυχή του και τηνν καρδιά του, έθρεψαν άγώνας και ποτάμια αίματα και θυσίες 400 χρόνων.
Μένοντας ό λαός ό Ελληνικός άβοήθητος άπό την Εύρώπη, κάτω από βάρβαρη διοίκηση, κι’ έχοντας παντοτεινά σύντροφο τον κρυφ΄πόθο τής ελευθερίας, γύμνασε κι  άκόνισε τήν ψυχή του στην πίκρα, τήν καταφρόνια και την στέρηση, κι έκαμε ν’ αστράψη στό σκοτάδι μιά δύναμη υπεράνθρωπη, μέσα άπ’ τήν οποία θάβγαινε ενας κό­σμος καινούργιος, ελεύθερος και άνεξάρτητος.

 Τέτιοι πολεμισταί είχαν συγκεντρωθή εκεί για να δώσουν την τελευταια μάχη, που ώδήγησε στη θυσία της τιμής.

Οι αρχαΐοι Έλληνες τους θεοποιούσαν κι’ η αθάνατη λύρα τραγουδούσε αιώνια τη δόξα τους.

 Ο Έμπού Λουμπούτ πάσας έφθασε εκεί στις 21 Μαρτίου 1822 συνοδευόμενος από 12.000 στρατό τακτικό άφθονο πυροβολικό και άνεξάντλητες εφεδρείες.
 Μόλις στρατοπέδευσε στην τοποθεσία Ροδιά έστειλε άγγελιοφόρο προστάζοντας να παραδώσουν οι επαναστάται την πόλη και να τους δοθή άμνηστεία.

Μά η ήρωϊκή φρουρά που την διηύθυνε ο πολέμαρχος Καρατάσιος, άπέρριψε με περιφρόνηση τις προτάσεις, κι’ έδήλωσε πως θά έξακολουθήση τον αγώνα χωρίς καμμιά υποχώρηση.

 Έγινε η κατανομή των δυνάμεων στά επίκαιρα στρατηγικά σημεία, κι΄ αρχισαν επιθέσεις και άντεπιθέσεις αιματηρότατες στις όποιες έλαμψε το άκατάβλητο φρόνημα και το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων επαναστατών.

Ο εξαντλητικός κλεφτοπόλεμος στον όποιον ο αρχηγός Καρατάσιος ήτο μαθημένος, τα τεχνάσματα των κλεφτών, οι νυκτερινοί αιφνιδιασμοί που πάντοτε έπέφεραν σύγχισι και πολλά θύματα στους Τούρκους, έφεραν τον τοΰρκο σωματάρχη σε άδιέξοδο.

 Αναγκάσθηκε να μεταφέρη από την Βέροια δύο βαρέα φρουριακά πυροβόλα που έβαλλαν αδιάκοπακατά της Νάουσας.

 Σείεται ολόκληρη η πόλη, τα σπίτια πέφτουν και σωριάζονται σε σωρό ερειπίων, οι ντάπιες υποχωρούν, οι σκοτωμένοι κι΄ οι τραυματίες αύξάνονται.

Μά τίποτε άπ’ όλα αυτά τα δεινά δεν κάμνει τους άμυνομένους να δειλιάζουν΄ άντίθετα τους έξαγριώνουν περισσότερο. Με τα μάτια βαθουλωμένα από τις στερήσεις, την άϋπνία, την κούραση και τον αδιάκοπο πόλεμο, ώχροί σαν φαντάσματα, περιμένουν με το καρυοφίλι στό χέρι μπροστά στά προχώματα, άκαμπτοι και αποφασιστικοί.

Ένα μήνα κράτησεν η πολιορκία, αι μάχες κι’ ο αδιάκοπος βομβαρδισμός, κι’ ο Έμπού Αουμπούτ πασάς έμενε καταπληκτος από την άντίσταση των άμυνομένων κι’ άπ΄ τις δικές του άπώλειες.
Τα τρόφιμα αρχίζουν να σπανίζουν γιατί οι Τούρκικες φρουρές της Δυτικής Μακεδονίας που κάλεσε για ενίσχυσή του ο αρχηγός της πολιορκίας, κύκλωσαν τη Νάουσα και από τα γύρω βουνά, κι’ άπέκοψαν κάθε επαφή και τροφοδοσία.

Η Νάουσα τώρα κινδυνεύει.

Οι Τούρκοι φθάνουν στις προσβάσεις της πόλεως και η τύχη των πολιορκουμένων έχει στρατιωτικά κριθή, γιατί ήταν άδύνατο ο στρατιωτικός αυτός ογκος με τις άνεξάντλητες έφεδρείες να μή επιβληθή τελικά του γενναι ου άντιπάλου. Στις 18 Απριλίου 1822, ο εχθρός σε μια άπεγνωσμένη προσπάθεια, πολύωρη και με μεγάλες δυνάμεις, άδιαφορώντας όλότελα για ας άπώλειες, κατορθώνει να παραβιάση την πύλη του Άγιου Γεωργίου και να μπή στην πόλη.
Με άλλαλαγμούς και πρωτοφανή αγριότητα, αρχίζουν τη σφαγή, τον εμπρησμό, τη δήωση.
Οι ύπερασπισται , όσοι είχαν μείνη, άμύνονται σκληρά από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι και ύποχωρούν στις άπάνω συνοικίες. Οι Τούρκοι τους άκολουθούν και συνάπτονται άγριοι άτομικοί άγώνες, σώμα πρός σώμα, με χέρια και με δόντια.

 Ο πατέρας του Κασομούλη, πίσω άπ’ ένα χάλασμα σκοτώνεται, άφ’ ού καθάρισε 15 Τούρκους. .

Στό κέντρο της Νάουσας άλλη νησίδα άντιστάσεως, όπου και η αποθήκη των πυρομαχικών. εκεί πολεμούν ο Ζώτος, ο Τσούπης και ο μικρότερος γυιός του Καρατάσιου, ο Κωτούλας.
Συνάπτεται φονική συμπλοκή και τραυματίζεται βαρειά ο Ζώτος. Κινδυνεύοντας να συλληφθή, βάζει φωτιά στά πυρομαχικά και τινάζεται στον άέρα με τους συντρόφους του και τους είσβαλόντας Τούρκους.

Μιμήθηκε τον συμπατριώτη του Όλύμπιο στό Μοναστηρι του Σέκου και στάθηκε πρόδρομος του Καψάλη στό Μεσολόγγι. εκεί ξαναζωντάνεψε το Σουλιώτικο Κιούγκι με τη μεγαλειώδη θυσία, που δίδαξε στις επερχόμενες γενεές ολο το ύψος της ανθρώπινης προσφοράς για την ελευθερία Σέ λίγο οι Τούρκοι μπαίνουν στη μητρόπολη που είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα, γέροντες και τραυματίες.

Τα πλήθη σφάζονται έκεΐ, ο πρωτοσσύγγελος Γρηγόριος, ο Παπαγιάννης και η εκκλησία παραδίδεται στό πυρ μαζύ με τους καταφυγόντας.
Τώρα ο ογκος του τούρκικου πεζικού στρέφεται στον Πύργο Ζαφειράκη που βρίσκεται σε δεσπόζουσα τοποθεσία νοτιοδυτικά, και που τον υπερασπίζεται ο Ναουσαΐος αρχοντας και ο Γιαννάκης Καρατάσιος με 500 πολεμιστάς.

Η Μάχη εκεί διεξάγεται με τη λύσσα των άπελπισμένων και των μελλοθανάτων. Ο Πύργος όμως έχει πολλά γυναικόπαιδα, νεαρές μητέρες και τα νεογέννητα φωνάζουν.

 'Ο Ζαφειράκης διατάσσει το πνίξιμο των παιδιών, και η μακάβρια τραγωδία έκτελεΐται χωρίς άντίρρηση. Τρεις μέρες βάσταξε η άμυνα του Πύργου, και σ’ αυτό το διάστημα κάμποσοι πολεμισται κατώρθωσαν να γλυτώσουν ξεφεύγοντας στά γύρω ύψώματα. δεν απομένει όμως άλλη διέξοδος, κι΄ ύστερα από μια σύσκεψη, αποφασίζουν μια ήρωϊκή έξοδο με το σπαθί στό χέρι. Ο χρόνος δεν τους καρτερούσε. Την νύχτα ανοίγουν τις πόρτες και ξεχύνονται στους Τούρκους.
Και τότε έγινε τέτιο άνακάτωμα και τέτια φρικτή πάλη σώμα με σώμα που υπερβαίνει κάθε περιγραφή. Οι γενναίοι σφάζουν και σφάζονται, σκοτώνουν και σκοτώνονται, κι’ όσοι μένουν, προχωρούν και θερίζουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους.

Ελάχιστοι τελικά γλύτωσαν, μα και τα πτώματα των γενιτσάρων, μαρτυρούσαν την άγρια άλληλοσφαγή.

'Όσοι άπ΄ τους Ναουσαίους πιάσθηκαν ζωντανοί, ώδηγήθηκαν στό Κιόσκι με τα μεγάλα πλατάνια, κι’ εκεί κρεμάσθηκαν χωρίς άλλη διαδικασία.

 Σύμφωνα με τις τούρκικες πληροφορίες, 2.000 κρεμάσθηκαν σ’ αυτή την ώμορφη και ρωμαντική τοποθεσία, που καμαρώνει ο σημερινός επισκέπτης της Νάουσας.

 Ένα μεγάλο μέρος από νέες γυναίκες και κοπέλες της Νάουσας, τρομαγμένο κι’ άλαφιασμένο από τον ολεθρο που συνεκλόνιζε την πατρίδα τους εκείνες τις δραματικές ώρες, μ’ ένα υπέρτατο αύθορμητισμό συγκεντρώθηκε κοντά στη γέφυρα της Άραπίτσας, και μ΄ άπόγνωση προσπαθούσε ναύρη τρόπο γλυτωμοϋ στις άπέναντι όχθες κι΄ άπ΄ εκεί στό βουνό, μα βρέθηκαν κυκλωμένες άπ΄ όλες τις μεριές από το Τούρκικο ιππικό και πεζικό.

Σ’ αυτην την τοποθεσία, έγράφη μια σελίδα, άξια των ήρωϊκών τέκνων της Μακεδονίας κι’ από τις σπάνιες στην ιστορία των έλευθέρων λαών.
Άντί της άτιμώσεως και του βίαιου έξισλαμισμού, αι γυναίκες και αι άδελφές των πολεμιστών, προτίμησαν τον τραγικό μα ένδοξώτερο θάνατο.

 Έπεσαν όλες στό βάραθρο του καταρράκτη 30 μέτρα άπότομη άγρια κατηφοριά, που στό βάθος βροντάει με παφλασμό ενας άλλος Αχέροντας, και σκοτώθηκαν όλες.
Κληροδότησαν όμως μ’ αυτή τη θυσία και τον ομαδικό θάνατο, αθάνατη δόξα στην πατρίδα των, μα και το θαυμασμό και την εύγνωμοσύνη του έλληνικού έθνους.

 Ο ιστορικός έρευνητής μπροστά σ’ αυτό το φωτεινό παράδειγμα της ανθρώπινης αρετής και του ψυχικού μεγαλείου, στέκει βαθειά με κατάνυξη και γονατίζει εύλαβικά στην δραματική αυτοθυσία.

Ο θαυμασμός μας όμως δεν είναι άρκετός.

Δεν μπορούμε εύκολα να συλλάβουμε το ύψος. Η μίμηση είναι δύσκολη. Μάταια με λόγια τώρα έδώ προσπαθοΰμε ν’ άναπαραστησουμε τη μορφή του δράματος. Τη μοίρα τους αυτές την πρόσταξαν γιατί αυτές έπλασαν το πεπρωμένο τους.
Υπήρξαν αυτές αι γυναίκες θρέμματα μιας λεβεντογεννηάς, πλούσιας σε ψυχικές και πατριωτικές έκδηλώσεις.
Έκλεισαν μέσα τους όλο το ψυχικό μεγαλείο μιας σκληρά αγωνιζομένης πατρίδας, και τη θυσία αυτή πιός μπορεΐ να την λησμονήση;
Αραπίτσα 
 Ποιος τολμά να φανή επιδεής σ΄ αυτή τη συναρπαστική εικόνα της ομαδικής περιφρονήσεως πρός τον θάνατο;

Φανηκαν όλες άντάξιες των άλλων πολεμιστών της Μακεδονικής γής, και παραστέκουν περήφανα δίπλα-στις Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου.

Η Νάουσα, το τελευται ο αυτό οχυρό του άγώνος της άνεξαρτησίας στη Βόρειο Ελλάδα, όπως έγινε με το Μεσολόγγι στη Δυτική Ελλάδα, έπεσε για την ελευθερία, την άνεξαρτησία και την τιμήν του αγωνισθέντος ελληνικού Γένους.

 Η ωραία αυτή πόλη του Βερμίου, μετεβλήθη σε έρείπια και τα χώματά της έγιναν τάφος νεκρών ενδόξων.

Στις ώμορφρες χαράδρες που οργιάζει η βλάστηση, στά καταπράσινα άμπέλια και τις ρεματιέ: με τα γάργαρα νερά σπάρθηκε ο θάνατος.

Ο θάνατος που με το ξαναγέννημα μιας καινούριας έλεύθερης γενηάς, θάφερνε ολοζώντανη τη μνήμη των ηρώων.
Υπάρχουν πράξεις στη ζωή των λαών που αποτελούν αληθινά σύμβολα στις επερχόμενες γενεές.
Υπάρχουν πράξεις ήρωϊσμού και αυτοθυσίας,πού υψώνονται σά μύθοι, και μυθοποιούν κι΄ άνεβάζουν το πνεύμα της εποχής που έζησαν οι πρωταγωνισται , και του δίνουν νόημα υπεροχής.
Μιά τέτια υψηλή και έξαίρετη πράξη είναι ο αγώνας της Νάουσας.
Μοιάζει μ΄ ένα φωτεινό μετέωρο καταπλήξεως, θαυμασμού και σεβασμού, τοποθετημένο μέσα στον μεγάλο αγώνα του 21.

Σέ μια σύντομη άνάλυση όπως αυτά μόνον πτυχές μικρές ξεδίπλωσα του αγώνα της άνεξαρτησίας στη Μακεδονία. Η τύχη της Χαλκιδικής Χερσονήσου και της Θεσσαλονίκης με τις τεράστιες ουσίες σε ανθρώπινο υλικό και σε οικονομικά άγαθά, υπήρξαν μεγάλες.

89 Ελληνικές κωμοπόλεις και χωριά έκάησαν όλοσχερώς στην Χαλκιδική άλλα 74 μερικώς, καθώς και 58 μετόχια του Άγιου ’Όρους, όλες αι εκκλησίες.
15. 000 Έλληνες σκοτώθηκαν στις μάχες η σφάγηκαν και η καταστροφή σε περιουσίες και γενικά σε άγαθά, ήταν στη Χαλκιδική ολοκληρωτική.

’Όσοι χωρικοί γλύτωσαν και δεν κατώρθωσαν με τα ολίγα καΐκια ν’ απομακρυνθουν στην Στερεά και την Πελοπόννησο, γύριζαν νηστικοί και απελπισμένοι στά βουνά και τις δασωμένες χαράδρες του Χολομώντα άπ΄ όπου με απόγνωση άντίκρυζαν την καταστροφή των οικογενειών τους και την πλήρη έκμηδένιση της περιουσίας, τους.

Μά και στην περιοχή του Βερμίου, έκτος από τη Νάουσα που κείτονταν σε έρείπια και σε άταφους νεκρούς, 120 άλλα χωριά του Βιρμίου και των Πιερίων, έγιναν στάχτη με όλα τα ύλικά άγαθά και χιλιάδες Ελλήνων έσφάγησαν.

Η καταστροφή αυτή συνετάραξε ολόκληρη την αγωνιζομένη Ελλάδα, όπου η είδηση μεταφέρθη από τους έπιζήσαντας πολεμιστάς της Μακεδονίας που μετέβησαν στη Ρούμελη, στό Μεσολόγγι και στην Πελοπόννησο για να συνεχίσουν τον αγώνα στό πλευρό των νοτίων άδελφών.

Η Βόρειος Ελλάς και ειδικά η Μακεδονία δεχθεΐσα πρώτη την έπίθεση των πολυαρίθμων και οργανωμένων στρατευμάτων της άπέραντης τότε ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προσεφέρθη σάν ιερά θυσία για το μετέπειτα κέρδος του άγώνος.

 Η αντίσταση των τέκνων της, που πρώτα πολέμησαν εναντίον των τουρκικών στρατιών που κατήρχοντο για να πνίξουν την καθολική ελληνική επανάσταση έδωσε τον καιρό στην κάτω του Όλύμπου πατρίδα, και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, να συστηματοποιήση και να όργανώση τον αγώνα.

Η Μακεδονία, προσβαλλομένη απ’ όλες τις πλευρές, δημιούργησε δύο επαναστατικές έστίες σοβαρές, μία στη Χαλκιδική Χερσόνησο και την άλλη στο Βέρμιο. Με τις ίδιες δυνάμεις, με τους δικούς της οικονομικούς πόρους, με το αίμα και τον πατριωτισμό των κατοίκων της, έφθειρε και άπασχόλησε σοβαρά τον κατακτητή επί δέκα πέντε μήνες και τελικά έθυσιάσθηκε στον αγώνα της ελευθερίας, για το συμφέρον του υπολοίπου έθνους.

Οι δε αρχηγοί των, πιστεύοντες άπόλυτα στην επιτυχία της επαναστάσεως, θρεμμένοι με τις άναμνήσεις του κλασσικού και έλληνοβυζαντινοΰ πολιτισμού και καλλιεργημένοι ψυχικά από τη Φιλική Εταιρία, αρχισαν τον αγώνα με τον άγιο ενθουσιασμό που γεννά η πίστη, χωρίς σχέδια επιτελικά, άπροετοίμαστοι στρατιωτικά και χωρίς γενικώτερη οργάνωση, όπως συνέβη και με την άλλη Ελλάδα.

Άγιο Όρος, η εξέγερση της Μακεδονίας το 1821 και ο Εμμανουήλ Παπάς

$
0
0

Ανδριάντας Εμμανουήλ Παπά
Έργο του γλύπτη Νίκου Περαντικού

Εκείνος ο οποίος λαμπρύνει κατ'εξοχήν τις χρυσές δέλτους της ένδοξης ιστορίας του γένους και περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στην ανατολική Μακεδονία ειδικότερα,
είναι ο μεγαλέμπορος - τραπεζίτης
Εμμανουήλ Παπάς, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό
Δοβίστα (νυν Εμμανουήλ Παπάς) των Σερρών
από πατέρα ιερέα,
μορφώθηκε στο εις Σέρρας
από του έτους 1735 λειτουργούν ελληνικό σχολείο και
αναδείχθηκε σε ένα από τους
πλέον επιφανείς άνδρες των Σερρών της εποχής εκείνης,
διακρινόμενος για τη θεοσέβεια και τη φιλοπατρία του.
Η ευφυία, η τιμιότητα και οι πολυσχιδείς ικανότητές του τον ανέδειξαν σύντομα σε μεγαλέμπορο, τραπεζίτη και κορυφαίο πολίτη, απολαμβάνοντα γενικής εκτιμήσεως.
Ο Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821) ξεκίνησε με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις,
όπως φαίνεται από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του καθώς και με λίγα χρηματικά μέσα, όπως όλοι γενικά οι Έλληνες της εποχής.
Ίσως η πρώτη αρχή να ήταν το μπακάλικο της Δοβίστας που είχε αγοράσει ο αδελφός του Γιωργάκης Οικονόμου.
Ευφυής όμως και τολμηρός δεν άργησε αρχίζοντας από μικρέμπορος να εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο των Σερρών, με καταστήματα στην Κων/πολη και στη Βιέννη,
ν'αποκτήσει σημαντική περιουσία, κινητή και ακίνητη, πάνω από 300.000 τάλιρα,
να γίνει δανειστής των Τούρκων αγάδων και μπέηδων της περιοχής,

να συνάψει στενές σχέσεις μαζί τους και να τους επηρεάζει πολύ,
προ πάντων τον πανίσχυρο τοπάρχη Ισμαήλ μπέη,
που ήταν στη Μακεδονία ο αντίποδας του Αλή πασά της Ηπείρου.
Με την θερμή υποστήριξη και προστασία του Παπά πολλά ωφελήθηκε η ελληνική κοινότητα των Σερρών.
Μετά το θάνατο του Ισμαήλ (1814) ο σπάταλος και άσωτος γιος του,
αλλά γενναίος πολεμιστής Γιουσούφ μπέης δημιούργησε τόσο μεγάλα χρέη,
40.000 μαχμουτιέδες (1 περίπου εκατομμύριο χρυσές δραχμές),
ώστε ήταν αδύνατο να τα ξεπληρώσει.
Όταν ο Παπάς ζήτησε με επιμονή να του ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου,
ο Γιουσούφ του έδωσε μόνο το μισό του χρέος και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει.
Τότε ο Παπάς αναγκάστηκε, τον Οκτώβριο του 1817,
να φύγει κρυφά στην Κων/πολη, όπως αφηγείται στον μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο,
τον οποίο παρακαλεί να προστατεύει την οικογένειά του κατά τη διάρκεια της απουσίας του από τις επιβουλές του Γιουσούφ, ο οποίος είχε βάλει ανθρώπους να του κάψουν το σπίτι.
Φοβάται όμως ο Παπάς να μεταφέρει την οικογένειά του στην Πόλη,
μήπως ο Γιουσούφ κατά τη μεταφορά της, βάλει ανθρώπους και σκοτώσουν τα παιδιά του.
Λυπάται επίσης που άφησε τους συμπολίτες του χωρίς την προστασία του.
«Και ο αισχροκερδής διοικητής τώρα θέλει να εύρει τον καιρόν να τους τυραννεί και να τους γυμνώνει επειδή μόνη η νουθεσία και η σκέψη μου εμπόδιζε τας σκευωρίας και τα ενεδρεύματά του».
Στην Κων/πολη γνωρίζεται και συνδέεται με το φιλικό Κωνσταντίνο Παπαδάτο,
ο οποίος του κάνει τις προκαταρκτικές κρούσεις για ενδεχόμενη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία·
Ο Σερραίος πατριώτης ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό.
Εκεί, ύστερα από 2 χρόνια, στις 21 Δεκεμβρίου του 1819, σε ηλικία 47 χρόνων
μυείται και με "το αφιερωτικό"του
προς τον επίσκοπο Σερρών Χρύσανθο υπόσχεται να καταθέσει
στο ταμείο της 1.000 γρόσια
«ως προοφειλομένην συνδρομή βοηθητική για την δημιουργημένη και μάλλον ήδη ενεργουμένην σχολή της πατρίδος»
(όπως συνήθως γινόταν λόγος στα σχετικά έγγραφα της φιλικής εταιρίας),
η οποία σχολή λίγες γραμμές παρακάτω αναφέρεται χαρακτηριστικά ως "Σχολή του Πανελληνίου".
Ο Παπάς υπόσχεται στο τέλος ότι όταν βεβαιωθεί ότι η σχολή προκόβει, θα συνεισφέρει και άλλα «το κατά δύναμιν όλην ……. Προς καταρτισμό και βελτίωσιν αυτής».

Το πιο παλιό έγγραφο που σώζεται είναι ένα μονόφυλλο
γεμάτο ορθογραφικά λάθη με ημερομηνία 1 Μαΐου 1793,
στο οποίο ο Εμμανουήλ Παπάς καταγράφει,
όπως συνήθιζαν τότε πολλοί Έλληνες,
τα ονόματα των 11 παιδιών του κατά σειρά γεννήσεως.

Ο Εμμανουήλ Παπάς μέσα σε 22 χρόνια γίνεται ο αρχηγός μιας πολυμελούς,
μιας πατριαρχικής οικογένειας,
που αποτελείται από 8 αγόρια και 3 κορίτσια
(σχεδόν σε κάθε δύο χρόνια αναλογεί και ένα παιδί).

Στην Κων/πολη κατορθώνει ο Παπάς να εισπράξει το χρέος του Γιουσούφ μέσω της Πύλης.
Και είναι πολύ πιθανόν ότι μαζί με τον Κ. Κουμπάρη
και τον Γ. Σταματά προχώρησε πολύ στη μύηση και άλλων μελών
στην Κων/πολη και στην είσπραξη αντιστοίχων ποσών, με τα οποία σκόπευε ο Υψηλάντης να οργανώσει "κάσα"για την χρηματοδότηση του αγώνα.

Στις Σέρρες, την απουσία του προσπαθεί να καλύψει ο μεγαλύτερος γιος του Αθανάσιος,
ο οποίος τον αντικαθιστά στις διάφορες εργασίες του
και ο οποίος δε θα διστάσει να δανείσει ακόμα
και άτοκα στους κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του πατέρα του·
χρήματα που τελικά δεν εισπράχτηκαν ποτέ σε εποχή που κυριολεκτικά οργίαζε η τοκογλυφία.

Ο Εμμανουήλ Παπάς είχε μέτριο ανάστημα.
Το πρόσωπό του στηριγμένο σε ένα μακρύ λαιμό, ήταν πράο αλλά γεμάτο ζωή και δραστηριότητα.
Ήταν λιγόλογος, μιλούσε με μειλιχιότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά.
Έπαιρνε το λόγο πάντοτε τελευταίος και επιβάλλονταν με την λογική διατύπωση των γνωμών του.
Ο ζήλος του για την απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν μεγάλος και η φιλοτιμία του απέραντη.
Δεν υπάρχει κάποια αποτύπωση της φυσιογνωμίας του μεγάλου αυτού τέκνου της Σερραϊκής γης ούτε σε ζωγραφιά, ούτε σε κάποια γκραβούρα της εποχής αλλά ούτε και κάποια περιγραφή του.

Η μοναδική αναφέρεται από τον Ευάγγελο Στράτη στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στα 1914 και από αυτό δανειζόμαστε τα όσα προηγουμένως αναφέραμε σύμφωνα πάντοτε με όσα γράφει για αυτόν ο Σερραίος λόγιος και ιστορικός.

Ο Εμμανουήλ Παπάς εμυήθη στη Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη,
στην οποία και διέθεσε όλη τη μεγάλη περιουσία του,
αλλά και όλο του το είναι.
Πιστός στον όρκο του προς τη Φιλική Εταιρεία,
ο Εμμανουήλ Παπάς αναλαμβάνει να εκτελέσει τις οδηγίες που του έδωσε ο αρχηγός και φίλος του Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Προς τούτο αγοράζει ικανή ποσότητα όπλων και πολεμοφοδίων και στις 23 Μαρτίου 1821 τα φορτώνει σε καράβι και αναχωρεί για το Άγιον Όρος μαζί με τον Ιωάννη Χατζηπέτρου, υπασπιστή του και τον Δημήτριο Οικονόμου, γραμματέα του.

Το Άγιον Όρος θεωρούνταν
-κακώς βέβαια-
ως το καταλληλότερο ορμητήριο
για την εξέγερση της Μακεδονίας,
όχι μόνο γιατί η χερσόνησος ήταν φυσικά οχυρή,
αλλ'ακόμη γιατί οι 3.000 περίπου άνδρες,
που μόναζαν στα 20 μοναστήρια και στα 300 περίπου κελλιά,
σκήτες, καθίσματα και ησυχαστήρια
θα μπορούσαν να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά.

Το έδαφος παρουσιαζόταν ώριμο για την εξέγερση, γιατί δυο χρόνια τώρα οι μοναχοί είχαν υποφέρει πολλά από τις αυθαιρεσίες και αργυρολογίες του Τούρκου διοικητή.
Έπειτα ορισμένοι φαίνεται ότι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία.
Στην πραγματικότητα όμως ούτε η κατάλληλη προετοιμασία είχε γίνει, ούτε και οι επαναστατικές ιδέες συμβιβάζονταν με τον ιδεολογικό κόσμο των μοναχών και με το αγιορείτικο καθεστώς.

Το Λάβαρο των Μακεδονικών δυνάμεων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 που υψώθηκε στη μάχη της Ρεντίνας, στις 17 Ιουνίου 1821, στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά φυλάσσεται στην Ι. Μ. Εσφιγμένου στο Άγιον Όρος

Το πλοίο στις 23 Μαρτίου του 1821 έφθασε στο Αγιον Ορος και εκεί υποδέχθηκε τον Εμμανουήλ Παπά με μεγάλο ενθουσιασμό ο ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου,
ο οποίος ήταν προ πολλού μυημένος στη Φιλική Εταιρεία.

Την επομένη της αφίξεως του Εμμανουήλ Παπά στο Αγιο Ορος,
προσκλήθηκαν σε γενική συνέλευση στη μονή Εσφιγμένου
όλοι οι ηγούμενοι και οι προϊστάμενοι των είκοσι μοναστηριών και σκητών,
οι οποίοι με μεγάλη προθυμία και συγκίνηση
ανταποκρίθηκαν
στην πρόσκληση του Εμμανουήλ Παπά.


Ο φλογερός επαναστάτης σκορπίζει ρίγη ενθουσιασμού και συγκίνησης.
Οι ηγούμενοι όλων των Μονών τον ανακηρύσσουν
«Αρχηγόν και προστάτην της Μακεδονίας»,
αλλά η επανάσταση που ευαγγελίζονταν θα αποτύχει...
Οι πατέρες του Αγίου Όρους άρχισαν υπό άκρα μυστικότητα να υλοποιούν τις εντολές που τους δόθηκαν γιά την επιτυχία του Αγώνα.

Ο Παπάς αμέσως δίνει το έναυσμα της επανάστασης.

Το επαναστατικό κίνημα του Εμμανουήλ Παπά έφτασε στο τέλος του σύντομα και άδοξα.
Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, Γιουσούφ Μπέης απέστειλε μεγάλη στρατιωτική δύναμη στον Άθω και μόλις έφθασε αυτή, άρχισε να καταπιέζει παντοιοτρόπως τους κατοίκους της περιοχής, πολλοί από τους οποίους αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στα βουνά.

Την παραμονή της ημέρας που ορίστηκε για επίθεση κατά του Πολυγύρου (δηλαδή την 16η Μαΐου), οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να βρίζουν τους χριστιανούς και να τους απειλούν με γενική σφαγή.

Οι κάτοικοι του Πολυγύρου οπλίσθηκαν και ορκίστηκαν επί του Σταυρού,
κήρυξαν την επανάσταση και το πρωί της 17ης Μαΐου σκότωσαν τον Τούρκο υποδιοικητή και τους δεκαοκτώ στρατιώτες της φρουράς του και αυθημερόν,
για να προλάβουν την είσοδο της επερχόμενης τουρκικής δυνάμεως που αποτελούνταν από χίλιους άνδρες, χωρίστηκαν σε δύο μέρη και επιτέθηκαν, οι μεν κατά του Τσιρίμπαση, οι δε κατά του Χασάναγα, τους οποίους και ανάγκασαν σε υποχώρηση.

Ο Γιουσούφ Μπέης, πληροφορήθηκε τα γεγονότα και κατέσφαξε πολλούς από τους Έλληνες της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων τον επίσκοπο Κίτρους Ιωσήφ και τους προύχοντες Χριστόδουλο Μπαλάνο, Χρήστο Μενεξέ και Αναστάσιο Κυδωνιάτη.

Το μαρτύριο των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης έγινε γνωστό στη Χαλκιδική
και στην ανατολική Μακεδονία και έγινε αφορμή να εξαφθεί ακόμα περισσότερο το μίσος κατά των Τούρκων και να γιγαντωθεί ο πόθος για την ελευθερία.
Προς τούτο στο Πρωτάτο των Καρυών συγκροτήθηκε υπό τον Εμμανουήλ Παπά γενική συνέλευση και αποφασίστηκε η καθαίρεση του Ζαμπίτη (αστυνόμου) του Άθω, Χασεκή Χαλήλ Μπέη.

Παράλληλα, συστάθηκε γενική εφορεία από αντιπροσώπους όλων των ιερών Μονών για την εσωτερική διοίκηση και οικονομική επιμελητεία του πολέμου και προσκλήθηκαν όλοι οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα μοναχοί του Αγίου Ορους.
Ύστερα απ'αυτά, σε συγκινητική εκκλησιαστική τελετή,
κηρύχθηκε η επανάσταση υπό τις ευλογίες του μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνσταντίου
και αναγορεύθηκε
ο Εμμανουήλ Παπάς
αρχηγός και
προστάτης της Μακεδονίας.

Στις 8 Μαΐου στις Σέρρες συμβαίνουν δραματικά γεγονότα, όμως τελικά η πόλη σώζεται από την άγρια μανία του τουρκικού όχλου.
Ταυτόχρονα η Φαίδρα, η γυναίκα του Εμμ. Παπά και η οικογένειά του φυλακίζονται, δημεύεται η περιουσία του και κατάσχονται 13 βαρέλια με χρυσά φλωριά.

Στις 2 Ιουνίου οι δυνάμεις προελαύνουν προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα "ρέμπελο ασκέρι"που δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς ενισχύσεις, πολεμοφόδια και το κυριότερο, ηγεσία.
Γι'αυτό και η επανάσταση στη Χαλκιδική θα συρρικνωθεί γρήγορα και οι επαναστάτες
θα περάσουν τεσσερεισήμισυ μήνες αποκλεισμένοι στις δυο χερσονήσους.
Είναι η εποχή που ο Δημήτριος Υψηλάντης
ονομάζει τον Παπά
"πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης".

Η πτώση της Κασσάνδρας και "η αντιδραστική στάση"των μοναχών κάνουν την κατάσταση απελπιστική, ενώ άγριος, αποφασιστικός και ακάθεκτος εισβάλλει στη Χαλκιδική ο Μεχμέτ Εμίν πασάς της Θεσσαλονίκης καταστρέφοντας, καίγοντας, σφάζοντας και ισοπεδώνοντας τα πάντα.

Ο Εμμανουήλ Παπάς αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Μονή Εσφιγμένου, να μπει σ΄ ένα καράβι και να πάρει την κατεύθυνση για Ύδρα, έχοντας μαζί του το μικρό του γιο, τον Γιαννάκη καθώς και το προσωπικό του αρχείο.

Όμως οι μέχρι τότε κακουχίες, η κούραση, αλλά και η απογοήτευση είχαν φθείρει την υγεία του Σερραίου επαναστάτη,
με αποτέλεσμα να πάθει καρδιακή προσβολή
και να πεθάνει πριν το καράβι φθάσει στην Ύδρα,
όταν αυτό περιέπλεε τον Καφηρέα.

Στην Ύδρα θάφτηκε το σώμα του στις 5 Δεκεμβρίου 1821 με τιμές στρατηγού.
Στις 17/5/66 τα οστά του μεταφέρθηκαν στις Σέρρες και τοποθετήθηκαν στη βάση του ανδριάντα του ήρωα που κοσμεί την κεντρική πλατεία Ελευθερίας.
Από τα παιδιά του ο Αθανάσιος αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα (1826), ο Ιωάννης σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο ( 1825) και ο Νικόλαος στην Αττική.

Η κατοικία του Εμμανουήλ Παπά
Τα παιδιά του
Ο Εμμ. Παπάς είχε έντεκα παιδιά (8 αγόρια και 3 θυγατέρες). Παραθέτουμε τα ονόματά τους, έτσι όπως αυτά αναφέρονται από τον ίδιο μαζί με την ημερομηνία γέννησής τους στο προσωπικό του αρχείο:

1. Αθανασάκης (25 Αυγούστου 1794) - Αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα.
2. Αναστασάκης (13 Ιουνίου 1796) - Αγωνίστηκε στην άμυνα του Μεσολογγίου.
3. Γιαννάκης (29 Σεπτεμβρίου 1798) - Σκοτώθηκε με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι
4. Νεραντζή (13 Απριλίου 1801)
5. Νικολάκης (7 Μαρτίου 1803) - Σκοτώθηκε στο Καματερό Αττικής πολεμώντας με αρχηγό τον Γ. Καραϊσκάκη
6. Μιχαήλος (24 Μαΐου 1805)
7. Γιώργης (25 Αυγούστου 1807)
8. Ελένη (19 Μαΐου 1809)
9. Αλέξανδρος (23 Οκτωβρίου 1811)
10. Ευφροσύνη (23 Οκτωβρίου 1813)
11. Κωστάκης (26 Αυγούστου 1816)
ΘΟΥΡΙΟΝ ΕΜΜ. ΠΑΠΑ
Το 1965 ο Σερραίος μουσικός Χρήστος Σταματίου μελοποιεί το "Θούριο του Εμμανουήλ Παπά"του επίσης Σερραίου λογίου Αναστασίου Γαλδέμη που τραγουδήθηκε ουσιαστικά στην πόλη των Σερρών μέχρι τη δεκαετία του 1970, ιδιαίτερα σε εθνικές επετείους και τις συναυλίες του «ΟΡΦΕΑ».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Τα στοιχεία για τον Εμμ. Παπά καθώς και τα ονόματα των παιδιών του είναι από το βιβλίο του καθηγητή της Ιστορίας Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου:
"Εμμανουήλ Παπάς - "Αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας" - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ",
έκδοση: "Ίδρυμα μελετών χερσονήσου του Αίμου"Θεσσαλονίκη 1981.
Εικονογραφημένη ιστορία των Σερρών τόμος Α΄, Βασίλη Ι. Τζανακάρη , Σέρρας 1991
40 Τραγούδια της πόλης των Σερρών, Γιώργου Αγγειοπλάστη, Σέρρας 1994
Αβραμίδου Χαρίκλεια
Αθανασιάδης Αθανάσιος
----------


Το Ρουμλούκι. Οι Μακεδόνες του στην Εθνεγερσία του 1821

$
0
0
Φ.Κόντογλου


Victor Bérard
"τουρκία και ελληνισμός"
Οδοιπορικό στη Μακεδονία  (1890-1892)

Στα νότια της Καστοριάς αρχίζει το Ρουμλούκ, ο τόπος των «Ρουμί», των Ελλήνων. 

Η τούρκικη αυτή ονομασία προσδιορίζει πιο ειδικά τις περιοχές Καραφέρια και Σέρβια, τις κατωφέρειες του Ολυμπου.



 Οι μουσουλμάνοι όμως της Καστοριάς τον εφαρμόζουν και στα δυο καντόνια που μας χωρίζουν από τα θεσσαλικά σύνορα, την Ανασελίτσα και τα Γρεβενά.

Πραγματικά, ο τόπος αυτός παρέμεινε πάντοτε ελληνικός.


 Ένα φιρμάνι του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς είχε αναγνωρίσει στους πληθυσμούς αυτούς το δικαίωμα της οπλοφορίας και η Πύλη, για να υπερασπίσει την αυτοκρατορία από τις αλβανικές επιδρομές, είχε δημιουργήσει υπό την ονομασία των Αρματολών ένα είδος τοπικής πολιτοφυλακής.

Οι Αρματολοί, απαλλαγμένοι από κάθε άλλο βάρος εκτός από την υπηρεσία σε καιρό πολέμου και τα αστυνομικά καθήκοντα σε καιρό ειρήνης, υπάκουαν σε κάθε περιοχή στον καπετάνιο τους.
Ο κληρονομικός ή αιρετός αυτός καπετάνιος επικυρωνόταν από την Πύλη, που τον επιχορηγούσε κιόλας.

 Η Βέροια, τα Σέρβια και τα Γρεβενά ήσαν τα τρία καπετανάτα της Μακεδονίας.
Υπήρχαν άλλα έντεκα σκορπισμένα στη Θεσσαλία και την Πίνδο.
Οι Αρματολοί δεν ξεχώρισαν ποτέ με σαφήνεια την ειρήνη από τον πόλεμο ούτε την αστυνόμευση από τις επιδρομές.

Η ανεξαρτησία τους έφτανε ως την εξέγερση και, από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι καπεταναίοι, αρνούμενοι την υπηρεσία έξω από τον τόπο και πολεμώντας μεταξύ τους μέσα στον τόπο, ξαλάφρωναν με πνεύμα ισονομίας τόσο τους χριστιανούς από τα πουγκιά τους, όσο και τους πασάδες από τις γυναίκες τους.

 Τα δημοτικά τραγούδια διαφύλαξαν την ανάμνηση των παλαιών αυτών παλικαριών (1750-60):

Ο Σύρος από τα Σερβιά κι ο Νάννος απ’ τη Βέροια
Κονάκια ’χουν στην Τσαπουρνιά, Κονάκια στα Κανάλια,
Παπά ψωμί, παπά κρασί, παπά ταγή τ ’ αλόγου,
Παπά, φέρε την κόρη σου, τη θέλει ο καπετάνιος.
Εγώ πασά δε σκιάζουμαι, βεζίρη δε φοβούμαι.
Πασά ’χω το τουφέκι μου, βεζίρη το σπαθί μου.
Τρεις μέρες κάνω πόλεμο στη Νιάουστ’ από πάνω*.


Όταν ήρθε η ελληνική επανάσταση, οι Αρματολοί ήσαν ήδη προετοιμασμένοιγια την ζωή του ηρώα.

Οι αγωγιάτες ακόμη τραγουδούν τους πέντε Βλαχαβαίους από τα Γρεβενά, και το Διαμαντή, και τον Μπουκουβάλα και τον Τάσο που πολέμησαν από τα 1817 έως τα 1822.

Ο Μεχμέτ Αβουλαβούτ πασάς κατέπνιξε με αγριότητα την εξέγερση στο Ρουμλούκ.

Ο θρύλος δε θυμάται πια σήμερα παρά τα μεγάλα ανδραγαθήματα του Μπουκουβάλα, του Μπουκουβάλα που πήρε τα Σέρβια, του Μπουκουβάλα που πήρε τη Νάουσα, του Μπουκουβάλα που πολέμησε με 1.500 Τούρκους κι όταν ήρθε η νύχτα, πεντακόσιοι απ’ αυτούς ήσαν ξαπλωμένοι στο χώμα.
 Οι Αρματολοί είδαν τότε πως τρία παλικάρια έλειπαν στο προσκλητήριο το ένα είχε πάει για ψωμί, το άλλο για νερό στη βρύση και το τρίτο είχε σκοτωθεί.

 Ο Έλληνας έχει τόσο πολύ υποφέρει εδώ και τρεις αιώνες, ώστε δεν μπορεί πια να κρατήσει ακριβή λογαριασμό όλων των συμφορών του.

Τον Ιούνιο του 1822 ύστερα από το πέρασμα του Μαχμούτ πασά, άντρες ακρωτηριάστηκαν και απαγχονίσθηκαν, γυναίκες ρίχτηκαν στη θάλασσα, αγόρια αρπάχτηκαν και σουνουτεύτηκαν, παιδιά ψήθηκαν στη σούβλα — το Ρουμλούκ είχε σχεδόν ερημωθεί.

 Ο Αλής ο Τεπελενλής που κατείχε πριν τον τόπο, είχε ήδη εγκαταστήσει στα καλύτερα τσιφλίκια Τόσκηδες μπέηδες και αγάδες αλλά οι Αλβανοί δεν μπόρεσαν να διαβούν κατά μάζες τη γραμμή της Πίνδου, οι Αρματολοί τους κράτησαν μακριά.

Στα 1822 όμως, κατέβηκαν από τα βουνά τους και υπέταξαν τα ελευθεροχώρια.
Όλα σήμερα τους ανήκουν.

Η Καστοριά παρουσιάζει, όταν την κοιτάξεις από το νότιο μέρος, μια αξιοσημείωτη αναλογία με μια άλλη μακεδονική πόλη, την Αχρίδα.

Χτισμένες και οι δυο τους στην άκρη μιας λίμνης, πάνω σ’ ένα βραχονήσι, έχουν στην κορυφή τους τα ερείπια τούρκικων ή βυζαντινών οχυρών.
 Κι εδώ, όπως κι εκεί, οι χριστιανοί ανακατάκτησαν την πόλη και τα σπίτια τους καλύπτουν τη νότια κατωφέρεια.
Οι μουσουλμάνοι εγκαταλείποντας τα κονάκια τους και τα πέτρινα τζαμιά τους αποτραβήχτηκαν παράμερα, στους κήπους της στεριάς, μοιάζουν σαν να έχουν κατασκηνώσει μέσα στα καινούρια τους σπίτια, γύρω από τα χτισμένα με βιάση τζαμιά τους.

 Η Αχρίδα όμως είναι ολοφάνερα σλάβικη, ενώ η ελληνική εθνικότητα της Καστοριάς χτυπά αμέσως στο μάτι.

 Πέτρινα σπίτια, πέτρινα γείσα, μεγάλα αψιδωτά παραθύρια, πλατιά χαγιάτια, τίποτα δε λείπει απ’ αυτά που κάνουν για τον Έλληνα την ομορφιά ενός «καταστήματος».

 Ο 'Ελληνας εγκαθίσταται για τον αιώνα τον άπαντα

Το λασπόχωμα και το ξύλο αρκούν στον Τούρκο ή στο Σλάβο, που τους ικανοποιούν αιωνίως τα πρόσκαιρα.

Ο  Ελληνας μεταχειρίζεται μονάχα την πέτρα.

Η ελληνοποίηση της Καστοριάς έγινε στη διάρκεια του αιώνα τούτου.

 Την εποχή του Πουκεβίλ ήταν ακόμη μια σλαβομουσουλμανική πόλη. «Χρειάστηκε να προσφύγω σε μερικά σκλαβούνικα (esclavon) που είχα μάθει στη Ραγούζα, για να απευθύνω κάποιες ερωτήσεις1». Οι Τούρκοι έφυγαν παράτησαν στο γκιαούρη τη γλυκιά Κεσριέ.

Οι σλαβόγλωσσοι κερδήθηκαν στην Ιδέα.

 Οι μουσουλμάνοι μπέηδες που παραμένουν ακόμη, Αλβανοί και Σλάβοι, είναι κι αυτοί έτοιμοι για αναχώρηση.
Στην άκρη της λίμνης που σχεδόν κάνουμε το γύρο της, το τούρκικο λιθόστρωτο χαμοσέρνεται ανάμεσα στα σκοινά της όχθης και τις «πεζούλες» των αμπελιών.
Ένας κυκλοτερός χωματόλοφος κλείνει από τα νότια το λεκανοπέδιο της Καστοριάς και το χωρίζει από τη γειτονική κοιλάδα του Αλιάκμονα. Μια στενή νεροσυρμή φέρνει στο ποτάμι τα νερά της λίμνης μέσ’ από μια κλεισούρα, που την ακολουθούμε κι εμείς.

Η Καστοριά χάνεται πίσω από τους καλαμιώνες, μέσα στο πλαίσιο που της δημιουργεί ο ουρανός και τα γαλάζια νερά. Το ποτάμι βγαίνει βουβό από τη λίμνη και κυλά αργά τα νερά του μέσα στην πλατιά του κοίτη, κάτω απ’ τις πέτρες και τα μούσκλα. Τα πλατάνια, οι καρυδιές κι οι καστανιές σμίγουν τις πλατύφυλλες φυλλωσιές τους. Δυο όμορφα άσπρα λελέκια περπατούν ανάμεσα στα νούφαρα, μέσα στο θαμπό μισόφωτο.
Σταθήκαμε, συνεπαρμένοι από την κάπως θλιμμένη σαγήνη του τοπίου, ίσως είμαστε οι τελευταίοι που το ατενίζουμε. Αύριο μέσα στη γλυκιά τούτη φύση θα εμφανιστεί ο Έλληνας, φέρνοντας μαζί του τον αχό και την αναμπουμπούλα της σύγχρονης ζωής.
Τα λελέκια αυτά που τόσον καιρό εξουσίασαν τα νερά της λίμνης, τα ωραία αυτά δέντρα που τόσα χρόνια άπλωναν τη σκιά τους για τον ύπνο του Τούρκου, θα κάνουν τόπο στα αμπέλια, τα σπαρτά, τους μύλους, το πολύβουο νοικοκυριό του φιλόπονου Έλληνα...

Από τα πρώτα μας βήματα στην κοιλάδα του Αλιάκμονα νιώθουμε πως βρισκόμαστε σε γνήσιο τόπο Ρουμήδων.

 Εδώ αφέντης είναι ο Έλληνας.

Δάση κομμένα σύρριζα, λόφοι φαλακροί, μισοκαμένα ξερόδεντρα, μακρινοί ορίζοντες χωρίς άλλη γραμμοσκιά έξω από κάποιο σύδεντρο από πράσινες βαλανιδιές γύρω από ένα ξωκλήσι, ο Έλληνας έχει κάνει εδώ τον τόπο γωνιά ελληνισμού.

Από πρώτη ματιά και ως γενική εικόνα το λεκανοπέδιο του Αλιάκμονα θυμίζει τους κάμπους της Ρέσνας και του Μοναστηριού.
 Ίδια γυμνή και ενιαία πλατωσιά, μέσ’ από λόφους και βουνά με μεγάλες πλαγιές, σου φαίνεται ότι με ασταμάτητο καλπασμό φτάνεις σε λίγες ώρες στα θεσσαλικά βουνά, που κλείνουν το νότιο ορίζοντα.
 Ύστερα όμως από ολιγόλεπτο τροχαλητό τα άλογα σταματούν στο χείλος μιας πλατιάς χαράδρας, πρέπει να κατέβουμε, μέσ’ από αργιλόχωμα που αργογκρεμίζεται, μια κάθετη σχεδόν κατωφέρεια, να διαβούμε τις ιτιές ενός μικροπόταμου ή κάποιου ξεροχείμαρρου και να ξανανέβουμε μια εξίσου απόκρημνη και εξίσου μεγάλη πλαγιά.

 Κι έπειτα μια καινούρια κορδέλα δρόμου μας ξαναφέρνει σε καινούριο λαγκάδι.

Τα ποτάμια που πέφτουν από τα δυτικά βουνά, έχουν σκάψει βαθιές κοίτες μέσα στην αρχαία λιμνογενή πεδιάδα, κοίτες παράλληλες μεταξύ τους από τα δυτικά στα ανατολικά και κάθετες στον κύριο ποταμό που κυλά από βορρά προς νότο κατά μήκος των ανατολικών λόφων.

 Τα ξερολάγκαδα αυτά ποικίλλουν σε εύρος, ανάλογα με τη δύναμη της νεροσυρμής που τα έσκαψε τα πιο στενά αρκούσε να τα σκεπάσει ένα γεφύρι με λίγες καμάρες, τα πιο φαρδιά είναι γύρω στο χιλιόμετρο, όλα όμως έχουν το ίδιο βάθος κι έχουν βουλιάξει μέσα στη μαλακιά πρόσχωση, μέχρι να βρουν πιο στέρεο πέτρωμα, διαμορφώνοντας από τη μια και την άλλη τους πλευρά δυο τοιχώματα κάθετου ύψους τριάντα σαράντα μέτρων.
Στις όχθες των ποταμών είναι εγκατεστημένοι μερικοί μυλωνάδες.

Τα χωριά έχουν μείνει στα ψηλώματα, για να βλέπουν από μακριά τις συμμορίες που χυμούσαν από την Πίνδο και να φυλάγονται από τους αιφνιδιασμούς.
Ο τόπος είναι σχεδόν έρημος.
Είναι αλήθεια ότι δεν ακολουθήσαμε το μεγάλο δρόμο ούτε επισκεφθήκαμε τα πληθυσμιακά κέντρα, τη Λάψιστα (Ανασελίτσα) και τη Σιάτιστα.

 Τα δυο αυτά κεφαλοχώρια, σε πλήρη κλίμακακαι από πολύ καιρό εξελληνισμένακαι μη έχοντας πια παρά μερικούς τούρκους αγάδες, δε μας προκαλούσαν το ενδιαφέρον.

Αποφεύγαμε άλλωστε μουντίρηδες, καϊμακάμηδες και τους λοιπούς αξιωματούχους της Αυτού Μεγαλειότητος, τα διαβατήριά μας, αν και σφραγισμένα και σχεδόν εντάξει, θα μπορούσαν ίσως να μας δημιουργήσουν προβλήματα.

Πηγαίναμε λίγο στην τύχη από χωριό σε χωριό, παρακάμπτοντας από μακριά τη Λάψιστα, που είναι φωλιασμένη στην πλαγιά ενός λόφου.
Στα θερισμένα χωράφια η κάψα και η αντανάκλαση ήσαν αποπνικτικές. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε στάση πολύ πριν από το μεσημέρι στο χωριό Χότουρι.

Το Χότουρι κατοικείται από πενήντα εξήντα οικογένειες, όλες χριστιανικές και όλες ελληνικές την ελληνική γλώσσα την καταλαβαίνουν όλοι, μεταξύ τους όμως χρησιμοποιούν τα αρβανίτικα.

Τα ζωύφια μας έδιωξαν γρήγορα από τα σπίτια. Αράξαμε κάτω από τον ίσκιο μιας βαλανιδιάς, του μοναδικού δέντρου, του τελευταίου δέντρου που είχε απομείνει και που το είχαν κι αυτό τσαλακώσει οι φωτιές των τσοπάνηδων. Μαζεύεται γύρω μας όλο το χωριό και μας φέρνει πάλι τους εχθρούς που αποφεύγαμε.
Και η συνομιλία μας με τους αρβανίτες αυτούς δε μας αποζημιώνει καθόλου για τη δυσφορία που μας φέρνει η συντροφιά τους! Τα αιώνια παράπονα κατά του Τούρκου, τα συνηθισμένα παράπονα του ραγιά κατά του μουσουλμάνου, του αγρότη κατά του αγά ή του μπέη γαιοκτήμονα.
Το χωριό ανήκει εξολοκλήρου στους μουσουλμάνους της Λάψιστας, αυτοί οι κερατάδες παίρνουν τη δεκατιά...

 Θέμα Βουλγάρων δεν υπάρχει.

 Όσοι έχουν ακούσει να γίνεται λόγος για βεράτια, πιστεύουν ότι το νομικό αποτέλεσμα των βερατίων θα είναι η προσάρτηση της Μακεδονίας στους Βουλγάρους.

 Δεν μπορούν λοιπόν να δεχτούν ότι είναι ποτέ δυνατό να υπογράψει τέτοια χαρτιά ο σουλτάνος. Τους αφήσαμε να το πιστεύουν.

Η Μακεδονία στην Εθνική Παλιγγενεσία: ΤΟ «ΚΟΙΝΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ» Θεσσαλονίκης και οι περιπέτειες του

$
0
0
François Pouqueville 
(1770-1838)
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΧ. ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Θεσσαλονίκη 2008
* Πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στις 21.03.2007.


Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
ΠΡΙΝ, ΚΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ 
ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Προσφάτως, ξένος επιστήμονας αναφερόμενος στον Ελληνισμό της Θεσσαλονίκης κατά το 1821 διατύπωσε την άποψη ότι

«το οθωμανικό κράτος δεν είχε μακροπρόθεσμο συμφέρον να εξαλείψει τους Έλληνες ούτε να τους εξουθενώσει οικονομικός. 

Αντιθέτως, είχε ανάγκη από το εμπορικό τους δαιμόνιο, οσάκις αποφάσιζε να χαλιναγωγήσει τους πάντοτε ενοχλητικούς Αλβανούς».

 Αυτός ο ισχυρισμός υποδηλώνει ότι οι σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν περιστασιακό ατύχημα στη λειτουργία ενός έλλογου μηχανισμού, ο οποίος λειτουργούσε με βάση τα «μακροπρόθεσμα» συμφέροντά του.

Αντιθέτως, νομίζω ότι τα δεινά των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης -όπως και οποιαδήποτε συστηματική καταστροφή κοινωνικού πυρήνα -δεν ήταν απλώς τυχαίο συμβάν της οθωμανικής ιστορίας, αλλά οργανικό προϊόν της οθωμανικής κοινωνίας.

Το ίδιο ισχύει και για τις δηλώσεις που πραγματοποίησαν αιγυπτιακά στρατεύματα εις βάρος χριστιανικών και μουσουλμανικών χωριών της Κύπρου -αδιακρίτως- την ίδια εποχή, όπως και για τις εκτεταμένες καταστροφές εκ μέρους των Οθωμανών όχι απλώς κατοικημένων τόπων, αλλά παραγωγικών μηχανισμών μεγάλης σημασίας, όπως η Χίος.

Η αντίληψη που αποδίδει στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό των αρχών του 19ου αι. την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ή όχι τα «μακροπρόθεσμα συμφέροντά» του έχει μικρή σχέση με την πραγματικότητα.

Είναι αναγκαία μια προκαταρκτική παρατήρηση για τη σχέση προφορικής και γραπτής παράδοσης:

οι σημερινοί Θεσσαλονικείς, των οποίων πρόγονοι κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αι. είναι ασφαλώς λίγοι.

 Η τοπική προφορική παράδοση για την επανάσταση έχει εκλείψει.


Ψήγματά της συγκεντρώθηκαν παλαιότερα χάρη στις φιλότιμες αλλά ατομικές προσπάθειες του Χρίστου Γουγούση  και της Αγγελικής Μεταλλινού.

 Μας λείπουν τα ημερολόγια, τα οικογενειακά κατάστιχα, οι ανέκδοτες ή δημοσιευμένες αφηγήσεις από τον 19ο αι., που θα είχαν καταγράψει την τοπική παράδοση για όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο της επανάστασης.
Σήμερα βασιζόμαστε μόνον σε γραπτές πηγές τριών βασικών κατηγοριών:

(α) Αναφορές των ευρωπαίων προξένων,
(β) Οθωμανικά έγγραφα και κατάστιχα και
(γ) Κώδικες της ελληνικής κοινότητας Θεσσαλονίκης.

Προξενικές αναφορές έχουν δημοσιευτεί αρκετές. Το ίδιο ισχύει και με τις οθωμανικές πηγές, αν και πιστεύω ότι πολλές λανθάνουν αμετάφραστες. Όσο για τις πηγές της ελληνικής κοινότητας ελάχιστα αξιοποιήθηκαν και θα μας απασχολήσουν ιδιαιτέρως κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει.
Οι πρωτοπόροι και οι συνεχιστές της έρευνας
Ο πρώτος ιστοριογράφος
 που έδωσε πληροφορίες
 για την επανάσταση στη Μακεδονία 
γενικότερα και τη Θεσσαλονίκη ειδικότερα ήταν 
ο Pouqueville, 

στο τετράτομο έργο του με θέμα την ελληνική επανάσταση
(κατά την περίοδο 1821-1824), το οποίο εκδόθηκε το 1838 στο Παρίσι.
Το έργο αυτό μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1890-1891.
Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης ο Pouqueville στηρίχθηκε σε πληροφορίες του γάλλου προξένου Bottu, επιλογή πολύ φυσιολογική αφού και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε διατελέσει πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα και την Πάτρα.

 Οι ειδήσεις του για την κοινωνία της Θεσσαλονίκης είναι λίγες και αποσπασματικές. Από τους Θεσσαλονικείς αναφέρεται μόνον ο Μανόλης του Κυριακού ή Τζανόγλου, για τον οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια.
 Αντιθέτως δίδεται ιδιαίτερη σημασία στις ενέργειες και παραλείψεις των διοικητών της Θεσσαλονίκης, και ιδιαιτέρως του πασά Μαχμούντ Εμίν (επονομαζόμενου Αμπντούλ Αμπούτ) και στις πραγματικές ή υποτιθέμενες ενέργειες του Bottu για τη σωτηρία των χριστιανών της πόλης.

Η γενική άποψη του Pouqueville ήταν ότι οι χριστιανοί της Μακεδονίας αναγκάσθηκαν να επαναστατήσουν από τον φόβο των αντιποίνων, ενώ ειδικώς στη Νάουσα η εξέγερσή τους προκλήθηκε σκοπίμως από τον ίδιο τον Μαχμούντ Εμίν.

Αυτή η υποκειμενική θεώρηση -που χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό εργαλείο στην αφήγηση με κουραστική συχνότητα- υπονόμευσε το έργο του Pouqueville και τη μεγάλη χρησιμότητά του, το οποίο μας δίδει πολλές και συχνά λεπτομερειακές ειδήσεις για τις μάχες, τις εκστρατείες και τα αντίποινα εις βάρος του τοπικού πληθυσμού.

 Επειδή, μάλιστα, ο Bottu είχε άμεση επαφή με τον Μαχμούντ Εμίν, συχνά αναφέρονται (ανεξαρτήτως της πιστότητάς τους) και οι εκδοχές του τελευταίου.

Πάντως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πρόκειται για συνολική ιστορία της ελληνικής επανάστασης, στην οποία η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει μόνον μερικές σελίδες.

Το ίδιο ισχύει και για το έργο του Raffenel που εκδόθηκε το 1825, όπως και του Σπυρίδωνος Τρικούπη σχετικά με την ιστορία της ελληνικής επανάστασης, που εκδόθηκε το 1860.

 Ήταν και εκείνος πληροφορημένος, από διαφορετικές πηγές, για την έκρηξη της επανάστασης στη Μακεδονία το 1821 και περιέγραψε τα πολεμικά γεγονότα στη Χαλκιδική, τη Νάουσα και τον Όλυμπο. 
Στην εξιστόρησή του αναφέρεται τηλεγραφικώς και στη Θεσσαλονίκη: οι πρόκριτοι της πόλης, όπως και των επαρχιών, καλούνται και κρατούνται ως όμηροι. 

Σε αντίποινα για την εξέγερση στον Πολύγυρο αποκεφαλίζονται ο επίσκοπος Κίτρους, ο Χριστόδουλος Μπαλάνος, ο Χρίστος Μενεξές και κάποιος Κυδωνιάτης. 

Δύο χιλιάδες χριστιανοί φυλακίζονται στον ναό και την αυλή της μητρόπολης. 
Πολύ καλά ενημερωμένος για την επανάσταση στη Νάουσα και λιγότερο για τη Θεσσαλονίκη ήταν ο Ν. Γ. Φιλιππίδης, ο οποίος έδωσε σειρά διαλέξεων το 1879 στον «Παρνασσό», έχοντας προηγουμένως μιλήσει και με αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. 
Το πλεονέκτημα της αφήγησής του είναι ότι ξεκινά από το καθεστώς του Αλή πασά πριν από τα καθ’ αυτού γεγονότα της επανάστασης.


Το ερώτημα για τον ρόλο της Θεσσαλονίκης κατά την επανάσταση του 1821 τέθηκε ουσιαστικά στη δεκαετία του 1930, με αφορμή τους καθυστερημένους (λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας) εορτασμούς για την 100ετηρίδα από την εθνική παλιγγενεσία. 

Μάλιστα, στη δημοτική αγορά που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δόθηκε η ονομασία «Αγορά Βλάλη», ενός εκ των μαρτύρων της επανάστασης, ενώ οι δρόμοι έλαβαν ονόματα προκρίτων της Θεσσαλονίκης, είτε θανατωθέντων κατά το 1821 (Μπαλάνος, Μενεξές) ή πολύ μεταγενεστέρων (Αυγερινός).
 Υπήρξε εμφανής όμως στις ονοματοδοσίες η επιρροή του πνεύματος του εορτασμού του 1821.

 Ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Αντώνιος Κεραμόπουλλος, αρχαιολόγος στην ειδικότητα, καταγόμενος από τη Δυτική Μακεδονία, εξέδωσε το 1939 στην Αθήνα το μελέτημα
 «Οι Βόρειοι 'Έλληνες κατά το Εικοσιένα»
 (και αυτό το έργο δεν αναφέρεται στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης). Εκτός από την Αγγελική Μεταλλινού, υλικό για την τοπική ιστορία συγκέντρωνε και δημοσίευσε στον τύπο ο δημοσιογράφος Βασίλης Μεσολογγίτης. Ιστορική βιβλιογραφική έρευνα έκανε και ο γυμνασιάρχης I. Μέλφος.

Ενδιαφέρουσα είναι μία δημοσίευση του Κωνσταντίνου Σ. Τάττη, που υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου ανέκδοτου χειρογράφου στο αρχείο της οικογένειας, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Αλλά ο πρώτος που συνέταξε και εξέδωσε μια μικρή μονογραφία -με τίτλο
«Η δραματική συμβολή της Θεσσαλονίκης στον αγώνα του 1821»- ήταν ο δημοσιογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης, το 1940. Μελέτησε τις λίγες διαθέσιμες δημοσιευμένες πηγές, φυλλομέτρησε τους κώδικες της Μονής Βλατάδων και προσπάθησε να σκιαγραφήσει προσωπογραφικά σχεδιάσματα Θεσσαλονικέων της εποχής της επανάστασης.

 Δεν εργάσθηκε ως ιστορικός, σημειώνει ο ίδιος, αλλά ως δημοσιογράφος, που σκόπευε να παροτρύνει τους ειδικούς για την «κατάρτισι του χρονικού της Θεσσαλονίκης του Εικοσιένα», για το οποίο πίστευε ότι ««αξίζει τον κόπο να μην ξεχνιέται παραχωμένο στα αραχνιασμένα βάθη των αρχείων». Η έκφραση είναι παραστατική, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού κανένα τοπικό αρχείο δεν ήταν τότε γνωστό, εκτός από το προαναφερθέν αρχείο Τάττη (στο οποίο ο Θεοδωρίδης έκανε σαφή αναφορά) και φυσικά τα οθωμανικά αρχεία. Ας σημειωθεί ότι το μικρό βιβλίο του Θεοδωρίδη δεν αναφέρεται στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.


Την ίδια χρονιά, στον παρθενικό τόμο των ««Μακεδονικών» της ΕΜΣ, ο Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Αβραάμ Παπάζογλου δημοσίευσε μια σπουδαία άμεση οθωμανική μαρτυρία, του ιεροδικαστή Χαϊρουλλάχ.

 Ο βίος του Παπάζογλου δυστυχώς υπήρξε βραχύς, αφού πέθανε το επόμενο έτος σε ηλικία μόλις 31 χρόνων.

Βασδραβέλλης Ιωάννης 
(1900-1981)
Ιδρυτικό μέλος της ΕΜΣ
Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει τη δράση του ένας άλλος επίμονος ερευνητής, ο Ιωάννης Βασδραβέλλης, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος.

 Εξέδωσε -και εκείνος το 1940, πάλι από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών- το έργο

«Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας», 

στηριγμένος εν πολλοίς στη βιβλιογραφία και εν μέρει σε οθωμανικά έγγραφα του ιεροδικείου της Βέροιας, τα οποία είχε εντοπίσει ο δημόσιος λειτουργός Νικόλαος Τότσιος και με φροντίδα του είχε μεταφράσει ο Σωκράτης Αναγνωστίδης.

Ο μακαριστός Βασδραβέλλης -επί πολλά έτη γενικός γραμματέας της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών-είχε αντιληφθεί την τεράστια σημασία των οθωμανικών πηγών.

Και όσο και αν φαίνεται περίεργο, η κατοχική τριετία 1941-1944 αποτέλεσε τη χρυσή περίοδο της μετάφρασής τους.

Διαπρεπείς γνώστες της οθωμανικής νομοθεσίας (όπως ο Δημήτριος Δίγκας και ο Κωνσταντίνος Τσώπρος) και τουρκομαθείς (Λάζαρος Μαμζορίδης, Θεόδωρος Συμεωνίδης και Χαρίτων Εμμανουηλίδης) μετέφρασαν μέσα στην Κατοχή εκατοντάδες οθωμανικά έγγραφα, χάρη στην πρωτοβουλία και την επιμονή του Βασδραβέλλη.

Ταυτοχρόνως, το 1943, ο Μιχαήλ Λάσκαρις, διαπρεπής καθηγητής της Ιστορίας των Λαών της Χερσονήσου του Αίμου, εξέδωσε στο Βουκουρέστι τις αναφορές των προξένων της Γαλλίας και της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη για την περίοδο 1821-182613. Ήταν η πρώτη ουσιαστική επιστημονική συνεισφορά προς την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών πηγών, η οποία αποτέλεσε και τον ακρογωνιαίο λίθο των σημερινών γνώσεών μας.

Το 1946, πάλι μέσω της ΕΜΣ, ο Βασδραβέλλης εξέδωσε τη βραχεία μελέτη
 «Η Θεσσαλονίκη κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας», στην οποία αξιοποίησε τα μεταφρασθέντα οθωμανικά έγγραφα και τη συναφή βιβλιογραφία, όχι όμως και τη συμβολή του Λάσκαρι.
Βακαλόπουλος Απόστολος
(1909-2000)

 Αυτό έπραξε τον επόμενο χρόνο ο αείμνηστος Απόστολος Βακαλόπουλος, ο πρώτος επαγγελματίας ιστορικός που ασχολήθηκε με το θέμα.
Στο βιβλίο του
 «Η Θεσσαλονίκη στα 1430, 1821 και 1912-1918», 
εκπόνησε ένα σύντομο σχεδίασμα των συμβάντων στη Θεσσαλονίκη, συνδυάζοντας προξενικές πηγές, προφορική παράδοση και τη μαρτυρία του Χαϊ'ρουλλάχ, όχι όμως τα μεταφρασμένα οθωμανικά έγγραφα.

 Ο Απ. Βακαλόπουλος είχε ήδη ασχοληθεί με την επανάσταση στη διατριβή του

«Πρόσφυγες και προσφυγικό ζήτημα κατά την επανάστασιν του 1821» 

την οποία είχε εκδώσει το 1939, αλλά και στην υφηγεσία του

 «Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την επανάστασιν του 21», που εκδόθηκε το 1941.

Ο επόμενος στη σκυταλοδρομία της προπολεμικής γενεάς ήταν ένας ερευνητής αμερικανικών αρχείων, ο εκπαιδευτικός Γεώργιος Σούλης, που δυστυχώς έφυγε -όπως και ο Παπάζογλου- σε νεαρή ηλικία.

 Στο πρώτο μεταπολεμικό τόμο των «Μακεδονικών» δημοσίευσε τις επιστολές ανώνυμου Βρετανού, τις οποίες ο συντάκτης τους είχε στείλει το 1821 στη Σμύρνη, στον αμερικανό ιεραπόστολο Πλίνιο Φλινκ.

 Λιτές και πλήρεις λεπτομερειών, οι ειδήσεις εκείνες επιβεβαίωσαν δημοσιευμένες μαρτυρίες και κάλυψαν μερικά κενά. Δυστυχώς, δεν έχει εντοπιστεί ακόμη ο «ανώνυμος Βρετανός».

Θα περίμενε κανείς να γραφτεί τότε μια συνολική μελέτη για τη Θεσσαλονίκη της επανάστασης, εν όψει και της 50ετηρίδος του 1962. Θα περίμενε επίσης τη συνέχιση της αναζήτησης νέων πηγών. Ωστόσο, πέρασαν πάνω από 25 χρόνια χωρίς τίποτε νέο, αν εξαιρέσουμε τα μεταφρασθέντα κατά την Κατοχή οθωμανικά έγγραφα που δημοσίευσε ο Βασδραβέλλης, πάλι μέσω της ΕΜΣ, το 1952.

 Έτσι η σκυτάλη πέρασε στη νεότερη επιστημονική γενεά.

Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος 
(Θεσσαλονίκη, 1951)
Στη δεκαετία του 1970ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ανέδειξε λανθάνουσες πηγές της ελληνικής κοινότητας16 και δημοσίευσε στα «Μακεδονικά» προξενικές αναφορές πλήρεις λεπτομερειών για την περίοδο κατά και μετά την επανάσταση.

Έπειτα, ο Αθανάσιος Καραθανάσηςέφερε στο φως άφθονα τεκμήρια από τα γαλλικά αρχεία για την προεπαναστατική και την επαναστατική περίοδο.

Τέλος, ο Βασίλης Δημητριάδηςδημοσίευσε το 1997 μια σπουδαία οθωμανική πηγή, την απογραφή του 1835.

 Με την ίδια πηγή ασχολήθηκε ταυτοχρόνως και η ερευνήτρια Μερόπη Αναστασιάδου.

 Το χρονικό της Ορμύλιας, που δημοσίευσε ο Χαράλαμπος Παπαστάθης, χωρίς να αναφέρεται άμεσα στη Θεσσαλονίκη, φώτισε πολλές πλευρές της κατάστασης στη γύρω περιοχή κατά την περίοδο πριν και μετά την επανάσταση.
Διαφωτιστικά στοιχεία περιέχει καιο κώδικας της ελληνικής σχολής 1825-1844που είχε εντοπίσει παλαιότερα ο Χαράλαμπος Παπαστάθης και δημοσίευσε προσφάτως η Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου.

 Παράλληλα, η πυκνή περί τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία ιστοριογραφική δραστηριότητα επεκτάθηκε και ενίσχυσε το γνωστικό υπόβαθρο.

Το Κοινόν της Πολιτείας

Ο λεγόμενος άτιτλος κώδικας του Αγίου Αθανασίου, 
δηλαδή το λογιστικό κατάστιχο της
ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης
 που συντάχθηκε στην περίοδο 1792-1797
 και φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, 
σκιαγραφεί τη χριστιανική κοινότητα κατά την περίοδο εκείνη

Από την ανάλυση των εγγραφών φαίνεται ότι οι ορθόδοξοι έμποροι και τεχνίτες της Θεσσαλονίκης που έπρεπε να καταβάλουν στην κοινότητά τους εισφορές για το συσσωρευμένο χρέος της ανέρχονταν σε 1.100 περίπου.

Αυτό μας δίνει ένα συνολικό αριθμό περίπου 5.500 ορθοδόξων.

Στα τέλη του 18ου αι. η κοινότητα των ορθοδόξων της Θεσσαλονίκης ονόμαζε τον εαυτό της «Κοινόν της Πολιτείας». 

Η ονομασία απαντά στους κοινοτικούς κώδικες μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Την ίδια ονομασία βρίσκουμε και σε άλλες ελληνικές κοινότητες, π.χ. στην Αδριανούπολη και τη Λήμνο.
Όπως προκύπτει από το άτιτλο λογιστικό κατάστιχο και από τους κώδικες του Αγίου Αθανασίου, της Παναγούδας και της ελληνικής σχολής, η διοικητική διάρθρωση του «Κοινού της Πολιτείας» είχε μέχρι το 1840 ως εξής:

Μακεδόνες Αγωνιστές στην Εθνεγερσία του 1821.

$
0
0
 H αναφορά των Μακεδόνων Αγωνιστών προς την κυβέρνηση 
(3 Νοεμβρίου 1827, Μονή Αγίου Διονυσίου Ολύμπου)

Η καταστολή της ατυχούς επανάστασης των Ελλήνων που έλαβε χώρα τον Απρίλιο – Μάιο του 1822, στη Νάουσα και στην περιοχή Ολύμπου - Πιερίων, ανάγκασε πολλούς Μακεδόνες αγωνιστές μαζί με τις οικογένειές τους να καταφύγουν στο Νότο και αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στις Βόρειες Σποράδες.

Από τότε, εκτός από λίγες μικροσυμπλοκές και μερικές πειρατικές επιδρομές, δεν μνημονεύονται αξιόλογα επαναστατικά κινήματα. Η Μακεδονία παρέμενε φαινομενικά ήσυχη και αυτό ακριβώς έκανε τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων που συζητούσαν για τον καθορισμό των συνόρων του Ελληνικού Κράτους , να μην συμπεριλάβουν στις συζητήσεις τους, την Μακεδονία.

Από τις ψυχές όμως των Μακεδόνων δεν είχε εξαλειφθεί η επαναστατική φλόγα και ο πόθος για την ελευθερία. Οι Μακεδόνες αγωνιστές που είχαν καταφύγει στο Νότο είχαν πάντοτε στραμμένα τα βλέμματά τους προς την πατρίδα τους, ενώ πρόκριτοι, ιερωμένοι και λαϊκοί που είχαν μείνει στον τόπο τους, περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να ξεσηκώσουν τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων.

Το Νοέμβρη του 1827, στη Μονή του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο, γίνεται μια μυστική σύσκεψη πολλών οπλαρχηγών, κληρικών και προκρίτων κυρίως από την περιοχή Ολύμπου και Πιερίων.
Τριάντα περίπου άτομα υπογράφουν στις 3 Νοεμβρίου του 1827, δύο αναφορές που τις στέλνουν στην Ελληνική Κυβέρνηση. Στις αναφορές αυτές μιλάνε για την ανάγκη να δράσουν ώστε να απελευθερωθούν τα εδάφη τους και μάλιστα τώρα, που πρόκειται να καθοριστούν τα όρια του Ελληνικού Κράτους. Μιλάνε για την ανάγκη και την προθυμία στρατιωτών και κατοίκων της περιοχής των για ελευθερία και ζητούν από την κυβέρνηση να τους ενισχύσει υλικά και να διορίσει επικεφαλής έναν άνθρωπο άξιο, στου οποίου το κύρος να υπακούουν όλοι.

Στην πρώτη αναφορά ζητούν να τους στείλει η κυβέρνηση τον «πατριώτην ἒξοχον κύριον Δημήτριον ‘Υψηλάντην», γιατί όλοι οι οπλαρχηγοί και στρατιώτες τον σέβονται και γιατί «η ἐπήρεια (επιρροή) καί πατριωτική προθυμία «τοῦ ὑποκειμένου τούτου» θα κερδίσει την υπόληψη όλων και θα διώξει «τον όλέθριον φθόνον και άντιζηλίαν».

Στην άλλη αναφορά ζητούν να τους στείλουν τον Βαυαρό φιλέλληνα συνταγματάρχη Heideck ως «διευθυντή τῶν πραγμάτων» και «μεθ’ ὄλης τῆς παρεπομένης οἰκονομίας τῶν ἀναγκαίων ζωοτροφιῶν, πολεμοφοδίων και ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως καί πᾶν ὂ,τι συντείνει εἰς τήν ἐκστρατείαν». Στην αναφορά αυτή τονίζουν την παρουσία του Heideck ως απαραίτητη για τον σεβασμό που του έχουν οι αγωνιστές.
Δηλαδή ζητούσαν ως γενικό αρχηγό τον Υψηλάντη και τον Βαυαρό φιλέλληνα ως βοηθό του, επιμελητή και επιτελάρχη.

Τις αναφορές αυτές τις υπογράφουν γνωστοί οπλαρχηγοί όπως οι αδερφοί Διαμαντής και ο Κώστας Νικολάου, οι αδερφοί Γεώργιος και Αθανάσιος Σύρου, ο Τόλιος Λάζου, ο Θόδωρος Ζιάκας και άλλοι.
Επίσης υπογράφουν οι ηγούμενοι των μοναστηριών του Αγίου Διονυσίου και της Πέτρας Ολύμπου, της μονής Μακρυρράχης του χωριού Κόκοβα των Πιερίων και μερικοί ιερείς και πρόκριτοι της περιοχής.
Οι διασημότεροι οπλαρχηγοί συνοδεύουν την υπογραφή τους και με σφράγισμα από το ατομικό τους σφραγίδα-δαχτυλίδι.
Τα έγγραφα αυτά βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Μακεδονικά Σύμμεικτα, τόμ. 6, Ε.Μ.Σ.

Η πρώτη αναφορά των οπλαρχηγών προς την Ελληνική Κυβέρνηση, έχει ως εξής:

Πρός τήν Σεβαστήν ἡμών Κυβέρνησιν,


Ὁ ἓνθερμος πατριωτικός ζῆλος, ὂστις ἐκίνησε το ἒθνος μας κατά τῆς τυραννίας ὑπέρ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας, ἀναζωπύρησεν ἀπό την ἀρχήν αὐτήν ὃλον τόν ἐνθουσιασμόν εἰς τάς καρδίας τῶν γενναίων Ὀλυμπιακών στρατευμάτων.
Περιττόν να προσθέσωμεν ποσάκις ἐκινήθησαν τά Ὀλυμπιακά σώματα και ὁποῖα ἐκατόρθωσαν εἰς τά κινήματά των. Ἂν ἲσως ὁ φθόνος ἢ ἡ βασκανία τῆς τύχης ἢ αἱ ἂλλαι καταχρήσεις τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν ἀνέκοψεν τάς εὐκταίας προόδους, δεν εἲναι βέβαια σκληροτράχηλον ἀποτέλεσμα τῶν προθέσεων τούτων των στρατευμάτων, ἀλλά σφάλμα καθαρόν και ἀτόπημα προξενηθέν ἀπό τούς ἀνοητίας.


Μέ τήν παρούσαν ἐπισημοτάτην περίστασιν φαίνεται ἀπαραμοίωτος ὁ ἲδιος ἐνθουσιασμός μέ ὂλον τόν ἐναπαιτούμενον διάπυρον ζῆλον τῶν ἐνταῦθα στρατιωτικῶν σωμάτων μας καί, καθ΄ ὂσον ἡ φιλάνθρωπος συγκατάθεσις τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων μᾶς ἐνθαρρύνει καί μᾶς παρακινεῖ να κινηθῶμεν ἁπανταχόσε καί νά συγκρουτήσωμεν νέα στάδια ἀγώνων, ἂλλο τόσον φαίνεται νά κορυφοῦται ἡ ἃμιλλα καί ἡ προθυμία τῶν γενναίων στρατιωτῶν μας.
Τίποτε δέν ἠμπορεῖ νά τήν ψυχράνῃ ἢ νά τήν ἐμποδίσῃ εἰ μή ἡ κακή προμήθεια τῶν τροφῶν, πολεμοφοδίων καί ἡ ἒλλειψης τῆς ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως. 
Ἐκρίθη λοιπόν ἐν μιᾷ φωνῇ καί καρδίᾳ νά ἀναφερθῶμεν προς τήν Σεβαστήν Κυβέρνησιν τοῦ ἒθνους, παρασταίνοντες ὃτι ἀπό ἐμᾶς ἀπαιτεῖται ζῆλος καί προθυμία, ἀπό δέ τῆς Σεβαστῆς Κυβερνήσεως ἡ ἀπαραίτητος προμήθεια τῶν ἀναγκαίων. 


Καί ὃταν ἐπί κεφαλῆς μας διορίςῃ ὑποκείμενον εὐσέβαστον καί ἂξιον νά μᾶς ὁδηγήσῃ, ὑποσχόμεθα ἐντός ὀλίγου νά δείξωμεν κατορθώματα ἂξια τῶν λαμπρῶν προπατόρων μας καί νά ὑπερκτείνωμεν μέ γιγαντιαῖα βήματα τά ὃρία τῆς ἐπικρατείας.
Γνωρίζει ὁ καθείς ὁποία ἐστάθη ἡ Ὀλυμπιακή προθυμία εἰς τό νά ἀκολουθήσωσι τάς ὁδηγίας τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν, τοῦ τε Κωλέτη καί ἂλλων, κατά τάς διαταγάς τῆς Διοικήσεως καί ὃτι τά παρακολουθήσαντα διάφορα ἀτοπήματα ἀπεκατέστηνον τά κινήματά μας ἀνωφελῆ. 
Ὃταν λοιπόν ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις φροντίσῃ ν΄ἀντικαταστήσῃ ἂνθρωπον ἂξιον καί προικισμένον ὁπωσοῦν μέ πολιτικά καί πολεμικά προτερήματα, ἠμπόρεῖ ἀφεύκτως καί νά ἐλπίσῃ ἀποτελέσματα ἀνάλογα τῆς εὐχῆς της. 


Παρόμοιον ὑποκείμενον καί πρός τό ὁποίον νά σώζεται ἀπό μέρους τῶν ἐνταῦθα ὁπλαρχηγούντων καί ἐν γένει ὃλων τῶν στρατιωτῶν μας τό ἀνῆκον σέβας γνωρίζει τόν πατριώτην ἒξοχον κύριον Δημήτριον Ὑψηλάντην. 
Ἠ ἐπήρεια καί πατριωτική προθυμία τοῦ ὑποκειμένου τούτου ἐφάνη καί ἂλλοτε, ὣστε νά κερδίσῃ ὃλη τήν ὑπόληψιν ἡμῶν καί τῶν συστρατιωτῶν μας. Καί διά νά ἀφαιρέσῃ ἀφ΄ἡμῶν τόν ὀλέθριον φθόνον καί ἀντιζηλίαν εἶναι καλόν νά συγκατατεθῇ ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις διορίζουσα τόν πατριώτην τοῦτον, διά νά συμβοῦν καί εὐκταῖα ἀποτελέσματα. 


Εἰς πᾶν δέ ἐναντίον ἂς εἶναι ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις βεβαία ὃτι δέν ἠμπορεῖ νά κατορθωθῇ τίποτε καί θέλει ἀποκτήσει τήν δικαίαν ἀγανάκτησιν και αἰώνιον πικράν κατάκρισιν ἀπό ὂλους ἐν γένει τους Θετταλολυμπίους λαούς, οἲτινες ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ἐπαναστάσεως ψυχή πλέον ἒως τήν σήμερον δέν τους ἒμεινεν.


τῇ 3 Νοεμβρίου 1827
καί μέ τό ἀνῆκον σέβας μένομεν


ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ κατά τήν
οἱ συμπολῖται καί ὁπλαρχηγοί


Σεβαστήν Μονήν τοῦ Ἁγ. Διονυσίου
Ὀλύμπιοι


ἐν Ὀλύμπου


Διαμαντής Γ. νικολάου 
Ἰουάνης σβορόνος
ἀθανάσιος σύρου 
Το Κο (ἰσως Τόλιος Κότας)
λά(μ)προς μάνταλος 
Γιαννούλας Μάν(τ)ζαρης
Τόλιος Λάζως 
Μιχάλης πιτζηάβας 
Θεόδωρος Ζηάκα 
Λιάπης Γεωργιάδης Γραμματεύς
Παπαθίμηος
Διονύσιος Ἰγούμενος μακριᾶς ράχης
Πέτρου γεόργι
γιόργος λώλου
νικόλαος μανόλι
ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου μεθόδιος Πίτζιαβας
Ιωάνης σβορόνος (τό ἲδιο ὂνομα τό βρίσκουμε καί στην ἀρχή τῶν ὑπογραφῶν)
ἀναγνώστι γεοργήου
γηόργηος σιρόπολος
Κώστας Νικολάου 
Ἱγούμενος σαμουήλ πέτρας
Νικόλαος φράγγου
κόστας διμολάζως
παντεληός ἰωάνου
δημήτρη θεωδόρου
ἀναγνώστης παπαζήση
γηοργάκης λιόλιος
σταμάτη γραμένο
Παπακοσμᾶς Πέτρας
ἀναγνόστης χασκάρα
γιόργις μποσταντζής
ἀντονάκη διαμαντή


Ο Heideck σε απάντηση που έστειλε στους οπλαρχηγούς, δέχεται με ευχαρίστηση την πρότασή τους.
Επειδή όμως είχε φτάσει στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, τους παρακινεί να απευθυνθούν σε αυτόν, και τους υπόσχεται ότι θα συνδράμει με ευχαρίστηση, όσο μπορεί.
Το γράμμα του Heideck είχε ημερομηνία «Πόρος, τήν 10 Ἰανουαρίου 1828»,
 και στην πίσω όψη του φύλλου γράφει: «Πρός τούς Κυρίους Κυρίους Ὁπλαρχηγούς καί Προκρίτους τῶν Θετταλολυμπίων, εἰς Ὂλυμπον.»

Τον Δεκέμβριο του 1827 οι οπλαρχηγοί Διαμαντής και Κώστας Νικολάου, ο Τόλιος Λάζου και ο Γεώργιος Συρόπουλος, μεταβαίνουν στη Σκόπελο και επικοινωνούν γραπτώς με τους πληρεξουσίους τους, τον αρχιμανδρίτη Κωνστάντιο, τον αρχιμανδρίτη Αρσένιο, τον Αναστάσιο Ελεών και τον Ιωάννη Περικλέα, και προσπαθούν να μεταφέρουν από τη Μακεδονία στη Νότια Ελλάδα τα γυναικόπαιδα των αγωνιστών, για να διευκολύνουν μια ενδεχόμενη επαναστατική κίνηση. Για το σκοπό αυτό ζητούν να τους εξασφαλίστεί μία μικρή γολέτα, ώστε να μεταφερθούν τα γυναικόπαιδα.

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Καποδίστρια, οι πληρεξούσιοι των Μακεδόνων, υποβάλλουν στον Κυβερνήτη όλα τα έγγραφα των οπλαρχηγών καθώς και αντίγραφο από την απάντηση του Heideck, και ζητούν τη συμπαράστασή του για τη δικαίωση των πόθων των Μακεδόνων.

Το έγγραφο με το οποίο τα διαβιβάζουν είναι το εξής:

Ἐξοχώτατε,


Οἱ Ὁπλαρχηγοί τοῦ Ὀλύμπου ὁδηγούμενοι ἀπό προλαβόντα παραδείγματα (διά νά βάλωσι βάσιν τῆς προμηθείας τῶν ἀναγκείων εἰς τήν ἀρετήν ἀνδρῶν ἀποδεδειγμένων) ἠναγκάσθησαν νά καταφερθῶσιν εἰς τό ὓψος τῶν ἐγτοῦσεν ἁπανταχόσε. Ἀλλ΄ ἢδη, ὃτε ἡ ὑποστήριξις τῶν ἐλπίδων ἀπό τήν πατρικήν κηδεμονίαν τῆς ἐξοχότητός σας ἐμψυχώνει το Πανελλήνιον, ἒπρεπε ν΄ ἀναφερθῶσι κατ΄ἀξίαν.
Διό καί παρακαλοῦμεν θερμῶς οἱ ὑποσημειούμενοι Πληρεξούσιοί των νά συγκαταβῆτε εἰς τό ζήτημα ἀποβλέποντες καί τήν προθυμίαν των ὑπέρ ἐλευθερίας καί τήν φιλανθρωπίαν πρός τούς ἐκεῖ ἀπολλυμένους λαούς.
Ὁ κύριος Ἑϊδέκερ κατά τό ἒγκλειστον ἀντίγραφον δεικνύει ἂκραν προθυμίαν.


Ἐν Αἰγίνῃ, τήν 23 Ἰανουαρίου 1828
Καί μέ βαθύτατον σέβας διαμένομεν
Εὐπειθέστατοι πολῖται
Κωνστάντιος Ἀρχιμανδρίτης
Ἀναστάσιος Ἐλεών
Ἰωάννης Περικλῆς

Οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί οπλαρχηγοί συνέχισαν τις εκκλήσεις τους προς τον Καποδίστρια, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τον Νοέμβριο του 1828, όταν ο Υψηλάντης εξεστράτευσε στην Ανατολική Στερεά, οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί έστειλαν σ΄αυτόν αντιπροσώπους με νέες προτάσεις για την αναζωπύρωση του αγώνα στην Μακεδονία.

Η απάντηση του Υψηλάντη όμως ήταν αρνητική και σ΄αυτό ήταν σύμφωνος και ο Καποδίστριας.

 Δεν συνέφερε κατά τη γνώμη του, η επέκταση των επιχειρήσεων σε μακρινές περιοχές χωρίς να μπορούν να τις εξασφαλίσουν και μάλιστα τη στιγμή που οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων στον Πόρο συζητούσαν σχετικά με τα όρια του ελληνικού κράτους.

Όταν τον Ιούλιο του 1829, στην Δ’ Εθνοσυνέλευση, ο Διαμαντής Νικολάου εξ ονόματος των Θεσσαλομακεδόνων πρόσφερε στον Καποδίστρια την πληρεξουσιότητα, εκείνος τον ευχαρίστησε, αλλά ταυτόχρονα του δήλωσε ότι δεν μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει.

Η τύχη της πατρίδας των (δηλαδή της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας), του έγραφε τότε, εξαρτάται μόνο από τις Μεγάλες Δυνάμεις και του συνιστούσε, όπως και προηγουμένως, να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους Τούρκους και να ελπίζουν για το μέλλον στη θεία πρόνοια και στη δικαιοσύνη των Δυνάμεων…

Έτσι κατέληξε άκαρπη αυτή η προσπάθεια των Μακεδόνων οπλαρχηγών για την αναζωπύρωση του επαναστατικού αγώνα στη Μακεδονία.

Οι Μακεδόνες πρόσφυγες για αρκετό χρόνο εξακολούθησαν να μένουν στις Σποράδες και πολλοί από αυτούς να λυμαίνονται από εκεί ως πειρατές πια τους Έλληνες, ώσπου ο Μιαούλης, με διαταγή του Καποδίστρια, κατέλαβε το ορμητήριό τους και αιχμαλώτισε ή πυρπόλησε τα εξοπλισμένα πλοιάριά τους.
Όσοι οπλαρχηγοί είχαν μείνει στη Μακεδονία, προσκύνησαν τους Τούρκους και φρόντισαν να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους μ΄αυτούς και να ξαναπάρουν τα αρματολίκια τους, περιμένοντας άλλη κατάλληλη περίσταση, για να πραγματοποιήσουν την αιώνια επιθυμία τους, την απελευθέρωση και την ένωση με το ελεύθερο ελληνικό κράτος…

Στ. Παπαδόπουλος
Μακεδονικά Σύμμεικτα, Τόμος 6ος , Θεσσαλονίκη 1965, Ε.Μ.Σ

Πηγή: Ανιχνευτές
---------------------------------------------------------------------

Οι Γερμανοί Φιλέλληνες στην Εθνεγερσία του 1821

$
0
0
Παναγιώτης Ηλιάδης, 
Δημοσιογράφος-Κοινωνιολόγος


ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν τριπλής διάστασης, ήτοι, ρομαντικό, διαφωτιστικό, πολιτικοαπελευθερωτικό.


Στην Ιστορία, δημιουργήθηκε ένα κίνημα ερμηνειών στη βάση αυτών στηριγμένο στην διάσταση αυτή και σε διαφοροποίηση με την Ιερά Συμμαχία του Μέτερνιχ και τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης.
 Λαμβανομένου υπόψιν, ότι η ελληνική εξέγερση ήταν εθνικοαπελευθερωτική και αστικομετασχηματική, κατά τα πρότυπα της γαλλικής επανάστασης, στο πλαίσιο αυτό, τοποθετούνται οι ιδέες, οι αντιλήψεις και η πρακτική των προσωπικοτήτων και των κρατών σχετικά με την "ελληνική υπόθεση".

Μια υπόθεση  που φτάνει tus ιην εγκαθίδρυση του Όθωνα και τής Βαυαρικής αυλής στη χώρα και τελειώνει το 1864 με το Σύνταγμα της χώρας.

Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο, επίσης, εντασσεται και η ναυμαχία στο Ναυαρινο, στην οποία "τυχαία"οι μεγάλες δυνάμεις επικράτησαν των Οθωμανών ευνοώντας την ελληνική κυριαρχία.

ΣΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΪΜΠΤΣΙΧ, Λειψίας, ο καθηγήτης Κάρλ Ντίντριχ, εξέδωσε επιστολές και αποτελέσματα ερευνών, που δημοσίευσαν οι ίδιοι οι εθελοντές Γερμανοί στην Ελλάδα, για την περίοδο 1821- 22, υπό τον τίτλο
"Γερμανοί Φιλέλληνες στην Ελλάδα'. 'Αμβούργο 1929).

Τα κείμενα του καθηγητή Ντίντριχ, είναι καταλυτικά αλλά δεν είχαν την απαραίτητη απήχηση στην Ελλάδα.
 Ένας λόγος θα ήταν η καθυστερημένη έκδοση, έναν αιώνα πλέον από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και ένας άλλος, η εποχή που δημοσιεύθηκαν, πριν τον πόλεμο, 1929 και την κρίση, καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα επεξεργασίας από τα ελληνικά εκδοτικά και εκπαιδευτικά συστήματα.
Στην ελληνική ιστοριογραφία, επικρατουσε το πνεύμα της νέας μετοθωμανικής δυνάστευσης με την Βαυαροκρατία.

 Η γερμανική κατοχή 1941-44, οι αποζημιώσεις πολέμου και συναφή στερεότυπα, διεκδικήσεις και αναστολές στην επεξεργασία των δεδομένων των σχέσεων των δύο χωρών.

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ, αναφέρεται εδώ και η ερμηνεία του Φαλμεράϊερ
"Περί της καταγωγής των σύγχρονων Ελλήνων"στον γερμανόφωνο χώρο που επίσκιασε το τοπίο, που ήδη εκυριαρχείτο από τα στερεότυπα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν ιστορικά.

Το ιστορικό σκέλος της αλήθειας, ουσιαστικά ουδέποτε έλαβε την διάσταση που έπρεπε.
Τα ιστορικά στερεότυπα υπερίσχυσαν.

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ ΕΥΘΥΣ ΕΞΑΡΧΗΣ, ετέθη από την πρώτη Γενική Συνέλευση στη Στουτγκάρδη της Φιλελληνικής Επιτροπής, η ανάγκη δημιουργίας σώματος εθελοντών και παροχής χρηματικής βοήθειας σε όσους επιθυμούσαν να μεταβούν στην Ελλάδα.

Στην συνέχεια, διεξήχθησαν έρανοι ενίσχυσης.
Taschenbuch für Freunde der Geschichte des griechischen Volkes älterer und neuerer ZeitTaschenbuch für Freunde der Geschichte des griechischen Volkes älterer und neuerer Zeit
Τα σχετικά γεγονότα, περιγράφονται από τον πρόεδρο της Επιτροπής A. Schott-A. Σοτ- στην γερμανική έκδοση της Ιστορίας του Λουκεβίλ, "Ιστορία της αναγέννησης της Ελλάδας", Χαιδελβέργη 1824, 4.5
Σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές, τα έτη 1821-22  αναχώρησαν εκ Γερμανίας 327 εθελοντές, συνολικά, στους οποίους ήλθαν επιπλέον και 50 οι οποίοι ανεχώρησαν μεμονωμένα.

 Συνολικά από αυτούς 121 έχασαν την ζωή τους ή απεβίωσαν ή εφονεύθησαν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.

Στην τρίτη αποστολή συμμετείχε ο γνωστός δια τις υπηρεσίες του στον Ναπολέοντα από το Βυρτεμπέργκ, στρατηγός κόμης Νόρμαν Έρενφελς, ο οποίος έπεσε στην μάχη του Πέτα, 22 Νοεμβρίου 1822 στο Μεσολόγγι.

 Εκεί, στο Μεσολόγγι εδόθη προς τιμήν του το όνομα σε έναν από τους προμαχώνες της πόλης.

Ο τύπος του φιλέλληνα, που διεδόθη δια του τύπου ήταν ρομαντικός.
 Νέος με πάθος που εγκαταλείπει την άνεση, ερωτευμένος με την ελευθερία και με μία εικόνα στην ψυχή της Ελλάδας της αρχαιότητας ως ιδανική.

Ο ενθουσιασμός, μετετράπη σε απογοήτευση.
Αιτία υπήρξε η εχθρική στάση των κυβερνήσεων και τα απογοητευτικά δημοσιεύματα που κυκλοφορούσαν με αναφορές εθελοντών που εγκατέλειψαν την χώρα!
 ΕΚΕΙΝΟ που έχει διαπιστωθεί ήταν ότι, η αποστολή ήταν πολυδάπανη και εξυπηρετούσε τους εθελοντές και όχι τους ίδιους τους Ελληνες.

Στο ανεξέλεγκτο παιχνίδι, συμμετείχε και Έλληνας, ο οποίος είχε αναλάβει χρέη συνοδού των Γερμανών εθελοντών, κατά την τελευταία αποστολή τον Νοέμβριο του 1822, ο ονομαζόμενος Κεφαλάς, στη Μασσαλία εξαφανίσθηκε, αφού πούλησε το υλικό που μετέφεραν στην Ελλάδα οι Γερμανοί εθελοντές.

Στην Ελλάδα της εποχής, επικρατούσε μία χαοτική κατάσταση και το γεγονός θεωρείται απόρροια αυτής, τελικά, αυτή υπήρξε η τελευταία αποστολή των γερμανών εθελοντών.

Εκτός των ευγενώς εμφορουμένων από ιδανικά, υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ τους αλλά και διάφοροι πλανήτες, τύχην αναζητώντες ή ακόμη και φιλόδοξοι να αναδειχθούν στρατιωτικά στο πεδίο της μάχης.

 Με την μετάβασή τους στην Ελλάδα, φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν στρατιωτικές θέσεις, παράσημα, εύνοια και οικονομική αποκατάσταση.

Για τις επιτροπές των Φιλελλήνων, το έργο της διάκρισης των πραγματικών Φιλελλήνων, υπήρξε δύσκολο. Ανάμεσα στους δήθεν φιλέλληνες υπήρξαν και επώνυμοι που είχαν άλλα κίνητρα, από αυτά της ιστορικής περίστασης και του πνεύματος που επικρατούσε στο φιλελληνικό ρεύμα.

 Παράδειγμα αντιπροσωπευτικό υπήρξε ο γνωστός από το Βερολίνο δημοσιογράφος Φράντς Λίμπερ, του οποίου το ημερολόγιο:
Ημερολόγιο παραμονής μου στην Ελλάδα, στη διάρκεια των μηνών Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου και Μαρτίου 1822 (έκδοση στη Λειψία 1822), εξέπεμπε ένα μάλλον "ανθελληνικό πνεύμα"και καθόλου συμπάθεια για τους Έλληνες.

Ορισμένοι, μάλιστα από αυτούς, θιγμένοι στον εγωισμό τους, για το ότι οι Έλληνες δεν τους θεωρούσαν σωτήρες, ακόμη και όταν επέστρεψαν στην πατρίδα τους, μετεβλήθησαν λίγο ή πολύ σε ανθέλληνες. Αναφορικά, ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Κρίστιαν Μύλερ, ο οποίος εξέδωσε τις "ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ"του το 1822 στη Λειψία, υπό τον τίτλο:

"Ταξίδι στην Ελλάδα,στα Ιόνια Νησιά, xous phves Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο 1821, όπως κ.α, ενδεικτικά αναφέρω xous φον Γιάρκοβ, συγγραφέα και φον Λέστεν, σατυρικό κωμωδιογράφο, που με άρθρα τους στον τύπο, ικανοποιούσαν την αρνητική διάθεση της περίεργης κοινής γνώμης, υπό τον τύπου ταξιδιωτικών, γλαφυρών περιγραφών και όχι Ιστορικών πτυχών των γεγονότων.

Υπήρξε και η εξαίρεση, από τους φιλέλληνες, οι οποίοι, είτε υπό τύπου ανταποκρίσεων είτε υπό τύπου αναφορών κατά την επάνοδό τους, που υμνούσαν την χώρα.

 Ορισμένοι από αυτούς θυσίασαν αγωνιζόμενοι και την ζωή τους, είναι φυσικά το τελικό δίδαγμα αυτής της αναφοράς.

ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ Γ.Φ. ΦΑΛΜΕΡΑΙΕΡ

Το έργο του αυστριακού περιηγητή, δημοσιογράφου και ιστορικού, όπως και το βιβλίο του
 "Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς  Χρόνους"
και το "Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων"
από τον ίδιο, το τελευταίο 1830, διατυπώνει την άποψη ότι οι Ελληνες της εποχής, δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες αλλά προέρχονται από Σλάβους που εισέβαλλαν στην Ελλάδα την περίοδο του Μεσαίωνα αλλά και Αλβανούς που εξαπλώθηκαν τον ύστερο Μεσαίωνα και τους νεότερους  χρόνους και οι οποίοι αναμίχθηκαν με ελληνόφωνους αλλά μη Έλληνες στην καταγωγή, Βυζαντινούς πρόσφυγες, δημιουργώντας τον νέο πληθυσμό της Ελλάδας.

Η θεωρία αυτή, είχε αντιδράσεις από την πλευρά των λογίων της Ελλάδας, ενώ τα βιβλία του δεν μεταφράστη¬καν στην Ελλάδα, έγκαιρα παρά μόνον το 2002 και το 1984.

Ο Γιακομπ-Φιλιπ-Φαλμεραιερ (1790-1860) ετελεύτησε, ως μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Βαυαρίας.

Η σημασία του έργου του επανήλθε στο Πανεπιστήμιο Λούντβιχ-Μαξιμίλιαν του Μονάχου, μέσω μιας ομιλίας στην αίθουσα παραδόσεων του Πανεπιστημίου, στις 5 Νοεμβρίου 2007, από την καθηγήτρια Δρ. Χανελόρε Πουτς.

Στο συμπέρασμα, που καταλήγει μεταξύ άλλων, παρουσιάζοντας την προσωπικότητά του είναι, ότι ένα στοιχείο είναι και Η ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ.

”Από όλους τους λαούς της γης οι Έλληνες ονειρεύτηκαν το όνειρο της ζωής ομορφότερα”.


Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκέτε.

Η ένδοξος Μακεδονική οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά. Η ζωή και η δράση των ανδρείων υιών του.

$
0
0

Εκ της Βιβλιοθήκης Αναστασίου Παππά.
Εκ Σέρρας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
 του Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου
"ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ"
ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΚΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ


Α'. Ο ΑΝΑΣTAΣΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑΣ 
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 
ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ

1.Τα γερμανικά η άλλα έγγραφα του ’Αναστασίου σε διάφορα μεγέθη, συνήθως στο σχήμα ορθογωνίου τετραπλεύρου, διαστάσεων 0,18 η 0,20x0,12 η 0,13, άποτελοΰν σύντομες κατα κανόνα αναμνηστικές πεζές η ποιητικές καταγραφές διαφόρων φίλων του ’Αναστασίου Παπά, Ελλήνων η και ξένων, τις όποιες αφιερώνουν σ’ αύτόν κατα τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία και Αύστρία γιά λόγους παιδευτικούς η έμπορικούς, καθώς και στήν Ελλάδα κατα τη συμμετοχή τους στούς αγώνες της ελληνικής παλιγγενεσίας.
....
’Ανάμεσα στις γνωριμίες του ’Αναστασίου συγκαταλέγονται πρόσωπα όνομαστά, όπως ο μεγάλος Γερμανός φιλέλληνας Friedrich Thiersch, καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, ακόμη 2-3 καθηγητές γυμνασίου, ενας εύγενής, ο Georg Wilhelm Freiherr yon Wedekind από την Darmstadt κ.ά.

'Όπως πρέπει να συμπεράνουμε από τό δεύτερο χρονολογημένο σημείωμα, της 5 Νοεμβρίου 1815, ο ’Αναστάσιος αντάλλαξε τα ενθύμιά του αύτα κατα τη διάρκεια των γνωριμιών του με διάφορους ξένους, κυρίως νέους και νέες της ήλικίας του, και τέτοια είχε συλλέξει άρκετά.

 Ήταν, φαίνεται, συνήθεια της έποχής ν’ ανταλλάσσουν οί νέοι τέτοιου είδους δελτία που τα άντικατέστησαν αργότερα τα γνωστα Λευκώματα που κράτησαν σχεδόν ως την εποχή μας. τα σύντομα αύτα κείμενα είναι κυρίως στίχοι με ρομαντικό περιεχόμενο, οί όποιοι άναφέρονται στην ιδανική στάση, που πρέπει να κρατεί ο άνθρωπος έμπρός στα μεγάλα χρέη και καθήκοντα του. και από την άποψη αύτή τα κείμενα έχουν κάποια σημασία: έξωτερικεύουν τις αντιλήψεις, τις αρχές, των νέων της έποχής έκείνης.

Διαβάζοντάς τα κανείς δεν μπορει παρά να συγκινηθει, γιατί μάς αποκαλύπτουν την εύαίσθητη ψυχή και του ’Αναστασίου Παπά, που γεμάτος άνησυχίες πλανιέται στις μικρές και μεγάλες πόλεις του γερμανικού η γερμανόφωνου κόσμου της Ευρώπης.

’Από τα χρονολογημένα δελτία τα γραμμένα στη Γερμανία, που έχουν και την ένδειξη του τόπου, βλέπουμε ότι ο ’Αναστάσιος έμεινε και είχε φίλους στο Augsburg (1815), Μόναχο (1815), Landshut (1816), Bamberg (1816), Regensburg (1816), Βιέννη (1816), Πράγα (1818), Βερολίνο (1819). η ύπαρξη φίλων στις πόλεις αύτές σημαίνει πιθανότατα και παραμονή του ’Αναστασίου γιά ενα μικρό η μεγάλο διάστημα, όπως φαίνεται από τό «ένθύμιο» ενός Valentini, που τό έγραψε στα ιταλικά στις 26 ’Απριλίου 1819, τήν ημέρα που έφευγε ο ’Αναστάσιος άπό τό Βερολίνο.

Πάντως πρέπει, να θεωρηθεί βέβαιο ότι έμεινε άπό τον Νοέμβριο του 1815 γιά μερικούς μήνες στο Μόναχο γιά σπουδές κοντα στον καθηγητή Friedrich Thiersch,του όποιου παρακολούθησε τις παραδόσεις, όπως συμπεραίνουμε άπό αύτόγραφο σημείωμά του, δπου τον έπαινεί γιά τις προόδους του.

Στο Μόναχο επίσης τό 1816 του δίνει αύτόγραφο του με γνωστούς στίχους της Οδύσσειας «Ούτις έμοιγε όνομα... έταίροι» (ι, 366-367)
 και «τω... σοί μέν έγώ ξείνος φίλος Άργει... δήμον ίκωμαι», ο ’Άγγλος, ’ίσως συμφοιτητής του, Price, ο όποιος υπογράφεται ως Ρησείδης.

Άπό τα 20 χρονολογημένα σημειώματα, γραμμένα σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, τα 9 προέρχονται άπό την πόλη Landshut, γεγονός που ίσως σημαίνει ότι ο Αναστάσιος έκανε εκεί τις περισσότερες γνωριμίες.

Ανάμεσα σ’ αύτές συγκαταλέγονται και τρεις φίλες του.
 Με μιά άπ αύτές, την Walburg Ο., φαίνεται ότι τον συνέδεε έρωτικός δεσμός.
 Ποιος είναι ο λόγος της μακρότερης παραμονής του στο Landshut μάς αφήνει να τό συμπεράνουμε ενα άπό τα χρονολογημένα σημειώματα, τό ύπ άριθμ. 11 του δεύτερου μέρους της μελέτης μου με ημερομηνία 22 ’Ιουνίου 1816, του αύλικού συμβούλου και καθηγητή της 'Ιστορίας Konrad Mannert, ο όποιος επαινεί τον άκροατή και φίλο του γιά την εξαιρετική του έπιμέλεια και τα προσόντα και του εύχεται έπιτυχή έξακολούθηση των σπουδών του και σε
«anderweitigen Unternehmungen» (άλλου είδους έπιχειρήσεις). 
Τό στοιχείο αύτό είναι αινιγματικό.

Τι έννοείται κάτω άπό τις δυο αύτές γερμανικές λέξεις;

Μύησή του στη Φιλική Εταιρεία και έναρξη συνωμοτικής εργασίας (κάπως άπίθανο βέβαια την έποχή αύτή) η ύπαινίσσεται τη δραστηριότητα του Παπά σε φιλολογικές επιδιώξεις η σε έμπορικές επιχειρήσεις;
Αποκλίνω προς τη δεύτερη εκδοχή.
Τό τελευταίο προεπαναστατικό χρονολογημένο «ένθύμιο» έχει ημερομηνία 26 Απριλίου 1819 και γράφτηκε στο Βερολίνο.
Στα 1820 ο Αναστάσιος, «άνήρ λόγιος μορφωθείς εις τό Μονάχον», δημοσιεύει στο ελληνικό περιοδικό της Βιέννης Καλλιόπη (σ. 116-120, 122-126, 129-134, 140-142) μετάφραση της Άραχναιο λόγιας του Γερμανού Joseph Schmidt2. η Σόφη Παπαγεωργίου άναφέρει επίσης ως έργα του
 1) μετάφραση στα γερμανικά άσφαλώς, σε έκδοση του 1.821 στη Βιέννη, των «Λυρικών» του Άθ. Χριστοπούλου με τίτλο «Ό Νέος Ανακρέων» και 2)
«Τό Χρυσουν Κάτοπτρον», Αθήνα 1851.

Ό ’Αναστάσιος ήταν κάτοχος πλούσιας, φαίνεται, βιβλιοθήκης, που την είχε καταρτίσει κατα τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό, και μάλιστα πρώτος αύτος άπο τους 'Έλληνες είχε — κατ’ επίδραση παλιάς γερμανικής παραδόσεως— βιβλιοκτητορόσημο (ex libris), ενα  « άπο τα πιο χαριτωμένα που έχουν γίνει ποτέ, και σαν ιδέα και σάν εκτέλεση», κατα την Παπαγεωργίου. Παρίστανε έν είδει οικοσήμου, στο κάτω μέρος, άριστερά μέσα σ’ ενα τετράγωνο, ενα λιοντάρι, μιά σφίγγα και εναν ήλιο, ενώ δεξιά, σε άλλο δίπλα του τετράγωνο, τον Κερδώο Έρμή, στον όποιον ειχε άφιερωθεί.

 Επάνω άπο τα τετράγωνα υπάρχει η έπιγραφή:

Έκ της Βιβλιοθήκης / ’Αναστασίου ’Εμμανουήλ / Παππά. ’Εκ Σέρρας / της Μακεδονίας /, και έπάνω άπο τό πλαίσιο που περιθέει ολες αύτές τις παραστάσεις 
είκονίζονται άντικρυστα δύο πουλάκια με κλαδιά που διασταυρώνονται και πιο έπάνω άκόμη,
στήν κορυφή του θυρεού, τό κεφάλι ενός άρχαίου 'Έλληνα, 
συγγραφέα η σοφού, 
γιά να δηλώσει ο ’Αναστάσιος μέσα στο ξένο περιβάλλον, όπου ζούσε, 
την ελληνική καταγωγή του.

2.Μένει τώρα να ερευνήσουμε, γιά να καλύψουμε, όσο το δυνατόν τα κενά που μεσολαβούν από την παραμονή του ’Αναστασίου στο Βερολίνο τό 1819 ως την παρουσία του στο πολιορκημένο Μεσολόγγι τον ’Οκτώβριο του 1825.

Av λάβουμε ύπόψη μας την αμέσως παραπάνω είδηση γιά τη μεταφραστική του εργασία και τα δσα άκολουθοΰν, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο ’Αναστάσιος εφυγε γιά τη Βιέννη, όπου άνέλαβε τη διεύθυνση του εμπορικού ύποκαταστήματος του πατέρα του.

Έκεί τον βρήκε και η έκρηξη της Ελληνικής Έπαναστάσεως, η όποια τον συντάραξε, όπως μάς διαφωτίζει σπουδαία γιά τό περιεχόμενό της επιστολή, γραμμένη στη Βιέννη στις 18 ’Απριλίου 1821 προς τον μεγαλύτερο αδελφό του ’Αθανάσιο, και κατασχεμένη από τη μυστική αύστριακή αστυνομία.

'Η επιστολή αύτή, που ποτέ βέβαια δεν εφθασε στον προορισμό της και βρίσκεται σήμερα στα αύστριακά αρχεία, μάς μιλεί γιά μιά αποφασιστική γιά τη ζωή του ’Αναστασίου καμπή.

Συγκεκριμένα ο ’Αναστάσιος, μόλις μαθαίνει την εισβολή του ’Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδαβία, καλεί τον αδελφό του που βρισκόταν στις Σέρρες η στήν Κωνσταντινούπολη (τό θέμα θα προσπαθήσω να τό διευκρινίσω λίγο παρακάτω) να ελθει στη Βιέννη, αφού στήν πατρίδα τους η στήν Κωνσταντινούπολη βρισκόταν «ό καλός μας πατέρας», και ν’ άναλάβει την διαχείριση του ύποκαταστήματος.

Ό ’Αναστάσιος αποφασίζει να κλειδώσει στο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο τα εμπορικά βιβλία και να φύγει με 12 άλλους 'Έλληνες και τον λογιστή του, «εναν άνδρα με άξια και ψυχή», γιά να αγωνιστούν κάτω από τις διαταγές του πρίγκιπα γιά την απελευθέρωση της πατρίδας τους.

Η έπιστολή του αξίζει να παρατεθεί κυρίως γιά τα γνήσια και θερμά πατριωτικά αισθήματα του νέου (αισθήματα που χαρακτήριζαν όλα τα μέλη της οικογένειας Παπά), τα όποια του χαρίζουν τον οίστρο και τη δύναμη ενός μεγάλου λογοτέχνη :

Αγαπημένε μου αδελφέ!

Σου έγραψα προ ημερών και χθες εν παρόδω για την απόφασή μου να αναχωρήσω. 

Επειδή δμως σκέφτηκα, ότι μπορεί να το έθεώρησες γιά αστείο, γι αυτό είμαι άναγκασμένος να σου στείλω σήμερα γράμμα με ειδικό ταχυδρόμο και να σέ πληροφορήσω γιά την όλη αλήθεια του σκοπού μου και έτσι να κανονίσεις, όπως είναι συμφερώτερο, πολυαγαπημένε μου!

Είναι ένας μήνας τώρα, που δέν είχα ησυχία ουτε στιγμή. 

Είχα στρέψει όλη την προσοχή μου στήν τωρινή κατάσταση και ήθελα να βρώ ένα μέσο γιά να ικανοποιήσω τον εαυτό μου και γενικά την οίκογένειά μου. 
Αλλά όλον αυτόν τον καιρό στάθηκε αδύνατο να προτιμήσω την ματαιότητα και να παραμερίσω τό ένδοξο γεγονός του αίώνος.

Μιά γυναικεία μορφή στεκόταν πάντα μπροστα στα μάτια μου θλιμμένη, κλαμένη, πληγωμένη, βαριά αλυσοδεμένη. 

Πάντα με κοίταζε με βλέμμα ατενές χωρίς να μου μιλεί. 
Αλλά τέλος, πριν άπό λίγες μέρες μου είπε θυμωμένα:

— «Παιδί μου, πάψε πιά να είσαι σκυθρωπός! 

Πάψε να είσαι μόνο ο Αναστάσιος Έμμ. Παπά, ο γιος του καλού σου πατέρα! 

Είσαι ένας Μακεδόνας και τό καθήκον σε καλει. 

Αίσχος κι άνεξίτηλη ντροπή θα είναι γιά σένα, εάν μείνεις αδιάφορος σ'αυτήν την ευκαιρία. 

Εμπρός λοιπόν, άγαπημένο μου παιδί! 

Δείξε πως είσαι ενας Μακεδόνας! 

Γίνου ένας Αριστόδημος και κάτω άπ αυτό τό όνομα πολέμα γιά την Πατρίδα! 
Μή φοβάσαι τί θα πουν οι συγγενείς σου. '
Η μητέρα σου, ο πατέρας σου, όλα τ αδέρφια σου αντί να σέ μοιρολογήσουν, αν πέσεις γιά την Πατρίδα, θα μιμηθούν τό παράδειγμα του Ξενοφώντος,
 τό παράδειγμα της σπαρτιάτισσας μητέρας,
 και αν γιά μιά στιγμή κλάιρουν και πενθήσουν, πάντα θα τους παρηγορεί η άξιοθαύμαστη απόφασή σου, έφ δσον εσύ χωρίς καμμιά αλλη αιτία, παράμέσα άπό την αγάπη, τη φιλία και κάθε ησυχία, που σέ περιβάλλουν, ξεκινάς εν τούτοις και τραβάς προς τον υπέροχο σκοπό!

 Αριστόδημε, ο φοίνιξ σου φωνάζει:
 Μάχου υπέρ πατρίδος! 
Μή διστάζεις, μή δειλιάζεις με τη σκέψη, ότι μπορεί να είσαι ο τελευταίος. 

"Ορμα άπάνω στον εχθρό σάν ενας Μακεδόνας, φκιάξε άργυρές άσπίδες, ξαναζωντάνεψε την άήτηττη φάλαγγα. Τί τό όφελος να καλοζείς στα ξένα και να στερείσαι γιά πάντα την Πατρίδα σου!».

Αυτα και άλλα πολλά παρόμοια μου είπε και χάθηκε με μιάς. 
Μου είναι άδύνατο πιά, Θανασάκη μου, να μήν υπακούσω στη φωνή της.

 Τό άποφάσισα, ναι, τό άποφάσισα! Έχετε γειά! σπεύδω προς τα ένδοξα πεδία των μαχών του Μαραθώνα και τών Θερμοπυλών!

 Έκει με περιμένει τό στεφάνι ενός πραγματικού στρατιώτη η ίσως άκόμα και ο θάνατος. 

Αλλά γιά μένα είναι τό ίδιο. 
'Ο θάνατος γιά την Πατρίδα είναι τό γλυκύτερο χάρισμα.

 "Ας γίνει ό,τι μου κλώθει η μοίρα μου. Αν πεθάνω, μή λυπάσαι, άδερφέ μου! Γιά την Πατρίδα πεθαίνω ευχαρίστως. Τό ξέρεις πόσες φορές εδειξα τόλμη στη ζωή μου άπλώς γιά να γνωρίσω τον κόσμο. Τώρα τον έμαθα κάπως, μπορούσα λοιπόν να μείνω άδιάφορος;
 Αυτό μή μου τό ζητάτε, γιατί κάνετε θανάσιμο άμάρτημα.
 Χτες έδιάβασα τις κατάρες και τους έξορκισμούς του Πατριάρχη και της Συνόδου ενάντια στούς επαναστάτες και σέ κείνους, που τους άκολουθοϋν.
Αλλά τέτοιοι έξορκισμοί δεν έχουν πέραση, γιατί είναι φκιαγμένοι κατα διαταγή του Σουλτάνου. 'Ο σκοπός μας είναι ιερός και τέτοιες γυναικείες κατάρες δεν τον πιάνουν. 
Δώσε κουράγιο στη μητέρα μας και διαβεβαίωσέ την, ότι σέ μένα θα βρει ένα πραγματικό παλληκάρι και μάλιστα πολύ γρήγορα'έτσι μου λέει η θεία Πρόνοια.

Περιμένω άκόμα μερικά γράμματα σας και τότε άναχωρώ, δηλαδή μετα τό Πάσχα. Έν τώ μεταξύ θα παρακαλέσω τον κ. Δουδού μη να άναλάβει τις εμπορικές εργασίες μας σύμφωνα με τις οδηγίες σου. 

Άλλά καλύτερα είναί να ερθεις μόνος εδώ, άφού οπωσδήποτε είναι αύτού  ο καλός μας πατέρας. τα εμπορικά βιβλία θα τα κλειδώσω μέσα στο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, και προηγουμένως θα καταχωρίσω στο λογαριασμό μου ακόμα ενα ποσό άπο 30.000 εικοσάρικα (εν πάση περιπτώσει γιά να υποστηρίξετε τους φίλους έκεί που πρέπει), σάν να τα έχασα στο χρηματιστήριο.

Αναχωρώ άπο εδώ με άλλους 12 'Έλληνες και παίρνω μαζί μου επίσης και τον λογιστή μου, εν αν άντρα με αξία και ψυχή. Ο Νικολάκης θέλει βέβαια να έρθεί μαζί μου, άλλά θα τον άφήσω εδώ. Θα σου ξαναγράψω μόλις αναχωρήσω. 
Έχε γειά, αγαπημένε μου! Να είσαι χαρούμενος γιά την απόφασή μου και ευχήσου μιά καλή έκβαση του θείκού σκοπού μου.
'Ο αδελφός σoυ 
Αναστάσιος
*
'Όπως βλέπουμε, ο ’Αναστάσιος δεν γνώριζε ότι ο πατέρας του είχε κιόλας φύγει από την Κωνσταντινούπολη στις 23 Μαρτίου με τό καράβι του Αίνίτη Χατζή Βισβίζη, φορτωμένο με δπλα και πολεμοφόδια με προορισμό τό 'Άγιον ’Όρος,
 γιά να ξεκινήσει απ’ έκεί την έπανάσταση στη Μακεδονία.

Που όμως βρισκόταν την εποχή αύτή ο αποδέκτης της έπιστολής ’Αθανάσιος;

Στις Σέρρες η στήν Κωνσταντινούπολη;
 Λογικά σκεπτόμενοι πρέπει να ύποθέσουμε ότι βρισκόταν στις Σέρρες αντικαθιστώντας τον πατέρα του στις έργασίες του κεντρικού καταστήματος τών Σερρών, έφόσον εκείνος βρισκόταν στη βυζαντινή πρωτεύουσα φοβούμενος την οργή και εκδίκηση του Γιουσούφ μπέη.

Την υπόθεσή μου αύτή ένισχύει η περικοπή έκείνη της έπιστολής του ’Αναστασίου που λέγει: «Δώσε κουράγιο στη μητέρα μας και διαβεβαίωσέ την...» και τό ύπ’ άριθμ. 6 έγγραφο της 12 Δεκεμβρίου 1820, σύμφωνα με τό όποιο οί κάτοικοι της Δοβίστας του πατρικού χωρίου, δανείζονται άτοκα στις Σέρρες από τον ’Αθανάσιο Έμμ. Παπά 9.843 γρόσια κα 12 παράδες με την υποχρέωση να τα επιστρέφουν στη γιορτή του Άγ. Γεωργίου.

Είναι βέβαια αλήθεια, ότι στήν υπόθεσή μου αύτή άντιστρατεύεται η περικοπή «... καλύτερα είναι να έρθεις μόνος εδώ, άφού οπωσδήποτε είναι αύτού ο καλός μας πατέρας...», άλλά νομίζω ότι δεν την ανατρέπει.

Ό ’Αναστάσιος πραγματικά εφυγε μόνος του, χωρίς να πάρει μαζί του τον μικρότερο αδελφό του Νικολάκη, 18 χρόνων, που ήθελε να τον ακολουθήσει, και όπως φαίνεται από γράμμα του καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου Friedrich Thiersch, γραμμένο στις 9 Σεπτεμβρίου 1821 και κατασχεμένο και αύτό άπό την αύστριακή αστυνομία, κατόρθωσε ίσως μέσω Λεμβέργης, παρά τα εμπόδια που είχε συναντήσει, να φθάσει στη Μολδαβία και να πάρει μέρος στις έκεί μάχες.

Σέ ποιές, δεν ξέρουμε. ο καθηγητής του όμως είναι εύχαριστημένος που γλύτωσε ο Αναστάσιος άπό τα πεδία των μαχών, άλλά φοβαται ότι οί Αύστριακοί τώρα δεν θα του επιτρέψουν να κατεβεί στήν Ελλάδα μέσω Τεργέστης, όπου, έπιστρέφοντας πάλι μέσω Λεμβέργης, είχε φθάσει. Πραγματικά, στήν Τεργέστη συλλαμβάνεται και φυλακίζεται άπό την αύστριακή άστυνομία γιά λόγους όμως ξένους προς την έθνική υπόθεση :

 οί άντιπρόσωποι των έγκαταστημένων στη Βιέννη μεγαλεμπόρων άδελφών Βλαστού τον είχαν καταγγείλει ότι τους χρωστούσε 300.000 δουκάτα άπό πουλημένο δικό τους βαμβάκι.

Κατα την άνάκριση είπε ότι ήταν έμπορος στη Βιέννη και ότι τώρα εμπορευόταν στήν ’Οδησσό. Τό τελευταίο αύτό ήταν ψέμα, γιά να δικαιολογήσει την μέσω Βεσσαραβίας καταφυγή του, φαίνεται, στο ρωσικό έδαφος.
Στο κρατητήριο τον έπισκέφθηκαν ο εγγυητής του Γεώργιος Κατράρος, επίσης έμπορος, δύο συνταξιδιώτες του, ο Γεώργιος Μαύρος και ο Χρίστος Ράγκος, διδάκτορας της ιατρικής, και ο δικηγόρος του Βαλσαμάκης.
Κάποια παρεξήγηση φαίνεται ότι είχε συμβεί με τους άδελφούς Βλαστού, γιατί ο ’Αναστάσιος ήταν αισιόδοξος και ήλπιζε ν’ άπολυθεί σέ 14 μέρες.

’Έδειχνε άνθρωπο που είχε μεγάλη οικονομική εύχέρεια.
«’Έχει πολύ χρυσάφι μαζί του, γράφει ο άστυνόμος Κατάνεί στις 28 Σεπτεμβρίου, και γιά την τροφή του δεν άφήνει να του λείψει τίποτε». Και λίγο παρακάτω "Η μέχρι τούδε συμπεριφορά του, όπως βεβαιώνει ο φύλακας, ύπήρξε ήσυχη και άξιοπρεπής".
Ο Παπάς με αύτήν την περιπέτεια, που τον βρήκε άμέσως μετα την άφιξή του στη Βιέννη, δεν είχε τον καιρό να θεωρήσει τό διαβατήριό του γιά τό έξωτερικό η να επιχειρήσει να φύγει κρυφά γιά την Ελλάδα.
Ποιο ήταν τό τέλος της ιστορίας αύτής δεν κατόρθωσα να τό εξακριβώσω.
Πάντως ο ’Αναστάσιος δεν φαίνεται να κατέβηκε στήν Ελλάδα τότε.
’Έμεινε φυλακισμένος; "Ή πώς άλλιώς πέρασε τα χρόνια του στη Βιέννη; Αύτό τό κενό μου είναι ενα σκοτεινό πρόβλημα, τό όποιο άδυνατώ να λύσω.
Τέλος, ο ’Αναστάσιος φαίνεται ότι τακτοποίησε τις έκκρεμότητές του και βρήκε τον τρόπο να κατεβεί στήν Ελλάδα.
Άλλά πότε άκριβώς, δεν τό γνωρίζω.


3.Τον ’Αναστάσιο Παπά τον βρίσκουμε στις άρχές του 1824 έγκαταστημένο στήν Υδρα και με αρκετά χρήματα, όπως φαίνεται να διαδίδει η κοινή φήμη. προς αύτόν άπευθύνεται με επιστολή του στις 11 Μαρτίου άπο την ’Αθήνα ο γνωστός φιλέλληνας Leicester Stanhope, ο όποιος του γράφει ότι του άποστέλλει ενα γράμμα του Άγγλου φιλέλληνα W. Humphreys, που άναχωρεί άπό την Αθήνα με ενα πακέτο με έπιστολές γιά τό Μεσολόγγι.

Ο Αναστάσιος έχει τη φήμη θερμού πατριώτη και άνθρώπου που έχει άποκτήσει πολλά χρήματα. Γι αύτό και ο Stanhope βάζει τον Humphreys που ειχε, φαίνεται, γνωρίσει καλά τον Αναστάσιο, να του μιλήσει με ιδιαίτερη επιστολή γιά την Αθήνα, γιά την τάξη που βασιλεύει έκεί χάρη στη στιβαρή διοίκηση του Όδυσσέα Άνδρούτσου, και τό πιο σπουδαίο, γιά τα πολιτικά δικαιώματα που χαίρονται οί Αθηναίοι.

Με τη διαφήμιση αύτή άπέβλεπε άσφαλώς ο Stanhope να κινήσει τό ενδιαφέρον του πλούσιου Μακεδόνα, ώστε να διαθέσει μέρος τών χρημάτων του γιά τη δημιουργία εκπαιδευτικών και άλλων πολιτιστικών ιδρυμάτων στήν Αθήνα.

Τον παρακαλεί επίσης να του βρει, αν ύπήρχε στήν 'Ύδρα, ενα τυπογράφο γιά την εφημερίδα που σκόπευε να έκδώσει στήν Αθήνα. Γιά τον ίδιο πλούσιο'Έλληνα πατριώτη μιλεί ο Stanhope τέσσερις μέρες άργότερα σέ επιστολή του προς τον ίδιο τον Όδυσσέα.

Τον Αναστάσιο Παπά τον βρίσκουμε έπειτα στο Μεσολόγγι, τον ’Οκτώβριο του 1825, τον έβδομο μήνα της πολιορκίας του:
 τό μαρτυρούν τα τρία τελευταία δελτία του δικού του Αρχείου, γραμμένα άπό φίλους και συμπολεμιστές την ίδια μέρα, στις 16 ’Οκτωβρίου 1825: τό ενα τό γράφει ο Φ. Πλητάς και δέν είναι τίποτε άλλο παρά στίχοι άπό ενα άπόσπασμα άπό τις Φοίνισσες (στ. 1015-1018) του Εύριπίδη, τό όποιο σέ μετάφραση έχει ως έξης:

Γιατί αν ο καθένας πάρει ό,τι καλό μπορεί, αν το ζήσει και τό προσκομίσει στήν ολότητα της πατρίδας τον, τότε οί πόλεις θα δοκίμαζαν λιγότερα κακά και θα ήταν στο εξής ευτυχισμένες .


Οί στίχοι δηλώνουν πολύ καθαρά τους υψηλούς πολιτικούς στόχους που είχαν θέσει γιά την προκοπή της πατρίδας τους οί δύο εκείνοι νέοι.
.....
Στις τραγικές ώρες του βομβαρδισμού, μέσα στη φλόγα του πολέμου, χαλυβδώνονταν οι στενοί δεσμοί της παλιας φιλίας των δύο νέων.
Τό τρίτο σημείωμα, γραμμένο γερμανικά με τό χέρι του γνωστού Ελβετού φιλέλληνα και δημοκράτη Dr. Mayer, άποτελεί εναν υμνο του στους ήρωικούς άγωνιστές του Μεσολογγίου, οι οποίοι δια σώζουν τις αρχές και τό πνεύμα της γαλλικής έπαναστάσεως που έσβησε.
Είναι πολύ συγκινητικό να σκέπτεται κανείς πώς τέσσερις νέοι, πολυταξιδεμένοι, μορφωμένοι, κοσμοπολίτες και φιλελεύθεροι, στερημένοι τώρα άπόμήνες μέσα στο βομβαρδιζόμενο Μεσολόγγι άπό τροφή και άνέσεις, ενώθηκαν τόσο στενά μεταξύ τους γιά ένα μεγάλο και δίκαιο άγώνα, γιατί άπ αύτόν έξαρτιόταν οχι μόνον η άπελευθέρωση της Ελλάδας, άλλά και η επιβίωση των ιδεών της γαλλικής έπαναστάσεως, που θα προδιέγραφαν τό μέλλον της άνθρωπότητας.

Κοντα στούς άγριους και σκληροτράχηλους άγωνιστές τών βουνών της Ελλάδας μάχονται μέσα στο Μεσολόγγι οι τέσσερις αύτοί λεπτευαίσθητοι και καλομαθημένοι νέοι, που έξαίρονται στο υψος τών μεγάλων στιγμών, ικανοί ν άντιμετωπίσουν και τις πιο σκληρές στιγμές της πολιορκίας.

Άπό τους νέους αύτούς ο Mayer, όπως είναι γνωστό, σκοτώθηκε κατα την ’Έξοδο μαζί με τη γυναίκα του και τό μωρό παιδί του, άλλά ο Αναστάσιος Παπάς σώθηκε.

 Οί άλλοι δύο, ο Πλητάς και ο Γεώργιος Κυριακίδης, τί άπέγιναν; Δεν τό γνωρίζω.

Β'. Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑΣ

Άλλά και οί άλλοι αδελφοί του Αναστασίου, ο Αθανάσιος και ο Νικόλαος, άκολουθούν τό παράδειγμά του, κατεβαίνουν και αύτοί στήν Ελλάδα άπό τό εξωτερικό και βρίσκουν τον θάνατο στα πεδία τών μαχών, καθώς και ο άδελφός τους Γιαννάκης. 

Ποιος όμως είναι αύτός που μετα την έκρηξη της Έπαναστάσεως φυγαδεύεται άπό τις Σέρρες προς τό Ζέμουν (Σεμλίνο), Βελιγράδι, Τεργέστη ώς τη Βιέννη, όπως φαίνεται άπό τό άνυπόγραφο σημείωμα (διαστάσεων 0,39X 0,245, διπλωμένο κάθετα, ώστε να γίνεται δίφυλλο), που βρίσκεται στο Αρχείο του Έμμ. Παπά (βλ. έγγραφα ύπ5 άρ. 45 και 70 του πρώτου μέρους) και στο οποίο έκείνος που είχε άναλάβει τη φυγάδευση καταγράφει τα έξοδα που είχε κάνει, ώστε να μπορεί να τα ζητήσει άργότερα:

 ο πρώτος γιος του, ο Άθανασάκης, που φαίνεται ότι διεύθυνε τό κατάστημα του πατέρα του η ο πέμπτος, ο μόλις 16 ετών (γεννημένος στις 24 Μαίου 1805) Μιχαήλος, που αύτή την εποχή έμενε με τα άλλα μέλη της οίκογένειάς του στις Σέρρες;

Νομίζω, σύμφωνα και με όσα έχω άναπτύξει παραπάνω, ότι πρόκειται γιά τον Άθανασάκη.

Πάντως φαίνεται ότι ο Άθανασάκης και ο Νικόλαος συναντιούνται στη Βιέννη και άπ έκεί κατεβαίνουν Ύδρας βρίσκεται ένας κατάλογος στρατιωτών του «καπετάν Άθανασάκη Έμμ. Παπά», συνταγμένος στο Ναύπλιο στις 24 ’Ιουνίου 1824, στον όποιο είναι καταγραμμένοι 2 ύποκαπετάνιοι, ο Βασίλειος Αθηναίος και ο Νικόλαος Έμμ. Παπάς.

Υπό τον πρώτο, έκτος άπό τον γραμματικό Δημ. Γούτα, υπάγονταν 7 μαγγατζήδες που έχουν 8-9
άνδρες ο καθένας, και υπό τον δεύτερο 4 μαγγατζήδες με 9 η και περισσότερους άνδρες άπό διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Η παρουσία αύτή του Άθανασάκη στην 'Ύδρα εξηγείται αν άναλογιστούμε την κρίσιμη κατάσταση που περνούσε η Ελλάδα άπό την άπειλή του εχθρικού στόλου, που άποτελούνταν άπό τις μοίρες της Τουρκίας, Αίγύπτου και της Μπαρμπαριάς.

Γιά να μπορέσουν να τον άντιμετωπίσουν οι Υδραιοσπετσιώτες άπερίσπαστοι άπό τους φόβους γιά τη ζωή των οικογενειών τους, είχαν ζητήσει άπό την κυβέρνηση —καί τό πέτυχαν— να μεταφερθοΰν 3.000 άνδρες στα νησιά τους.

Ανάμεσα στούς καπετάνιους ήταν ο Καρατάσος και ο ’Αθανασάκης Παπάς (’Ιούλιος 1824).

Ποιά ήταν η κατοπινή τύχη του Άθανασάκη και τών άλλων άδελφών του;

Ο Άθανασάκης κατα τη δεύτερη φάση του εμφύλιου πολέμου τάσσεται στο πλευρό του Ζαίμη, Λόντου κ.ά. και καταφεύγει τον Νοέμβριο του 1824 στο Αίτωλικό.

Ό Γιαννάκης, που είχε συνοδέψει τον πατέρα του κατα τη φυγή του προς την έλεύθερη Ελλάδα (Δεκέμβριος 1821) μένει στήν άγωνιζόμενη χώρα, παίρνει μέρος σέ πολλές μάχες και έχει άποκτήσει φήμη παλληκαριού.
Ο Κασομούλης και ο Φωτάκος ιστορούν ότι ακολούθησε τον Παπαφλέσα μαζί με 50 άνδρες του και πήρε μέρος στη μάχη στο Μανιάκι, όπου και σκοτώθηκε.

Ο μικρότερος του αδελφός Κωνσταντίνος γράφει, πολλά χρόνια άργότερα, στα 1858 και 1865, σέ άναφορές του προς τό κράτος γιά τη δικαίωση τών θυσιών της οίκογένειάς του, ότι ο Γιαννάκης σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο  η γνώμη μου είναι ότι σκοτώθηκε στο Μανιάκι, όπως άναφέρουν οί δυο άξιόπιστοι μάρτυρες, άλλά ο Κωνσταντίνος έδωσε τό όνομα της πλησιέστερης όνομαστής πόλης, του Νεοκάστρου.

Τα άλλα παιδιά του Έμμ. Παπά βρίσκονται σέ δεινή οικονομική κατάσταση και ζητούν να συνάξουν τα χρήματα του πατέρα τους, τα όποια βρίσκονταν σέ ξένα χέρια και γι αύτό επικαλούνται τη συμπαράσταση τής κυβερνήσεως.

 ’Έτσι σύμφωνα με τα ύπ άρ. 3094/17-2-1826 και 3095/17- 2-1826 έγγραφα ο γενικός γραμματέας του υπουργείου εσωτερικών Γεώργιος Γλαράκης, άπευθυνόμενος προς τό επαρχείο και τους δημογέροντες Σκοπέλου, Σκύρου, Σκιάθου και Ήλιοδρομίων,

όπου είχαν κυρίως συσσωρευτεί οί Μακεδόνες πρόσφυγες,
 διατάζει τις άρχές να εξαναγκάσουν τον ήγούμενο της μονής Ξενοφώντος να πληρώσει στα παιδιά του Έμμ. Παπά, Άθανάσιο, Αναστάσιο και Νικόλαο τα 6.40019 γρόσια που χρωστούσε στον πατέρα τους.

Ό Άθανασάκηςμαζί με τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς Καρατάσο και Γάτσο παίρνει μέρος στήν άποβατική ενέργεια που κάνουν οί 'Έλληνες τον Νοέμβριο του 1826 στήν περιοχή των Θερμοπυλών, γιά να έλέγχουν τον Μαλιακό κόλπο και ν άποκόψουν τις επικοινωνίες του Κιουταχή άπο τη Θεσσαλία στήν Εύβοια και άπ έκεί μέσω του Ώρωπού στήν Αττική, άλλά ο άντιπερισπασμός αύτός τών Ελλήνων άποτυχαίνει εξ αιτίας της διαφωνίας και τών διενέξεων Καρατάσου-Γάτσου και της αιφνιδιαστικής έμφανίσεως του Μουσταή μπέη με 500 ιππείς και πεζούς στήν περιοχή Αταλάντης.

Στη μάχη που εγινε ο Άθανασάκης Παπάς πιάστηκε αιχμάλωτος.

Τον άλλο μήνα, 25 Δεκεμβρίου, ο αιχμάλωτος προσάγεται δεμένος στα ριζά του Άρείου Πάγου, εξω άπό την Ακρόπολη, όπου επί μήνες πολιορκούνταν οί 'Έλληνες.

Ο Κιουταχής του παραγγέλλει να φωνάξει στούς πολιορκημένους ότι είναι πρόθυμος, αν παραδοθούν, να δεχθεί όποιουσδήποτε όρους και αν προτείνουν.

Οί 'Έλληνες όμως άρνούνται και άπευθύνουν στον δυστυχισμένο γιο του Παπά παρηγορητικά λόγια γιά τη θλιβερή του θέση.

 Πιο παραστατικά τα περιγράφει ο άγωνιστής Ν. Καρώρης στο ήμερολόγιό του
 «... άπό δε τους Τούρκους έμβήκαν 3 Γκέγκηδες, ενας Τσάμης και εν τώ μεταξύ εσχον και τον Αθανάσιον Εμμανουήλ Παπά, Σερραίον... Τον κρατούσαν δε οί Τούρκοι δέσμιον άπό τάς χείρας... με την πλέον άθλίαν κατάστασιν της ενδυμασίας...».

 Κανείς άπό τότε δεν εμαθε τίποτε γιά την τύχη του σημάδι ότι έκτελέστηκε, όπως και πραγματικά εξακρίβωσα άπό άναφορά του Κωνστ. Παπά προς τον ’Όθωνα της 29 Δεκεμβρίου 1858, καθώς και σέ άλλη με τό ίδιο σχεδόν περιεχόμενο της 8 Ιουνίου 1865 (Β', 18), στήν οποία άναφέρει ότι ο Άθανασάκης άποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, καθώς και ότι ο Νικόλαος σκοτώθηκε στο Καματερό (27 Ίανουαρίου 1827),αύτός που δεκαοχτάχρονος ακόμη στη Βιέννη, στα 1821, στο υποκατάστημα του πατέρα του ήθελε ν ακολουθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Άναστασάκη στα πεδία τών μαχών.

Ό Πέννας, στηριζόμενος άσφαλώς στήν προφορική παράδοση, αναφέρει και άλλον γιο του Έμμ. Παπά, τον Δημήτριο, ο όποιος πιάστηκε στο Νεόκαστρο και κρεμάστηκε. 

Την ίδια τύχη ειχε και ο Γεώργιος. τα ιστορικά όμως στοιχεία, όπως είδαμε, αποδείχνουν ότι ο Δημήτριος είναι φανταστικό πρόσωπο, η μάλλον συγχέεται με τον Γιαννάκη που σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο, ενώ ο Γεώργιος έπέζησε, όπως θα φανεί άπό τα παρακάτω.

Επίσης έπέζησε και ο ’Αλέξανδρος (Β', 18), ο όποιος, κατα τον Πέννα, πέθανε στο Μεσολόγγι άγωνιζόμενος υπό τις διαταγές του Μάρκου Μπότσαρη.

 Τέτοιο όμως γεγονός δεν μνημονεύεται πουθενά ούτε και δικαιώνεται αργότερα ώς άγωνιστής, όπως ο πατέρας του και οί άλλοι άδελφοί του, όπως θα ίδούμε.

Γ'. Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΓΙΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΕΜΜ. ΠΑΠΑ

Επομένως, αν έξαιρέσουμε τον Γιαννάκη που σκοτώθηκε στο Μανιάκι, τον Άθανασάκη που έκτελέστηκε στη Χαλκίδα και τον Νικόλαο που βρήκε τον θάνατο στο Καματερό, καθώς και τον Αναστάσιο που τον είδαμε ν’ άγωνίζεται στο Μεσολόγγι,μένουν άλλοι 4 γιοι του Εμμανουήλ, ο Μιχαήλος, ο Γιώργης, ο Αλέξανδρος και ο Κωστάκης, οί όποιοι κατα την έκρηξη της Έπαναστάσεως ήταν ήλικίας 15, 14, 10 και 5 ετών. που βρίσκονταν την εποχή αύτή;

 Άσφαλώς στις Σέρρες, όπου έζησαν μαζί με τη μητέρα τους τραγικές ώρες και μέρες, που είναι άδύνατο σήμερα κανείς να τις εξιχνιάσει και να τις άναπαραστήσει.
Ο τελευταίος γιος, ο Κωνσταντίνος, σέ άναφορά του προς τον ’Όθωνα, στα 1858 (πού δεν την εκδίδω γιατί χρησιμοποιώ την παρόμοια άντίστοιχη του 1865), γράφει ότι τότε τα μέλη της οικογένειας Παπά μόλις γλύτωσαν άπό τη σφαγή με τη συμπαράσταση πολλών συμπατριωτών τους, οί όποιοι ξόδεψαν πολλά χρήματα που τους τα χρωστούν άκόμη και ότι έμειναν στη φυλακή ώς τα 1826, δηλαδή επί 5 περίπου χρόνια.

Νομίζω όμως ότι οί Τούρκοι, όπως συνήθιζαν τότε, κράτησαν την αιχμάλωτη επίσημη ελληνική οικογένεια περιορισμένη ίσως στο πατρικό της σπίτι με τη σκέψη να την άνταλλάξουν στο μέλλον με Τούρκους αιχμαλώτους.
 Κάτι τέτοιο είχε σκεφθεί και ο Έμμ. Παπάς και ο Υψηλάντης αν έπιαναν τον Γιουσούφ μπέη, διοικητή τών Πατρών και άλλοτε διώκτη του Μακεδόνα άγωνιστή.

Ή 'Έλλη ’Αγγέλου-Βλάχου, γράφοντας στα 1935 γιά την τύχη της οικογένειας Παπα και άποδίδοντας πιστα τη ζωντανή παράδοση, δίνει πληροφορίες μόνο γιά τη γυναίκα του Εμμανουήλ Παπα, τη Φαίδρα, εξευγενισμένη γλωσσική μορφή της ’Αφέντρας, όπως την άναφέρουν πιο σωστα τα έγγραφα, ότι φυλακίστηκε και ότι μόνο ύστερ’ άπό 5 χρόνια άπέκτησε την ελευθερία της με ενέργειες του μητροπολίτη Σερρών Χρυσάνθου.
Τα κτήματα της όμως στις Σέρρες δημεύθηκαν και πουλήθηκαν σέ δημοπρασία.

 Τί άπέγιναν όμως τα 4 μικρότερα άγόρια, ο Μιχαήλος, ο Γεώργιος, ο ’Αλέξανδρος και ο Κωνσταντίνος;

’Ίσως ο μεγαλύτερος στήν ήλικία, ο Μιχαήλος, φυγαδεύτηκε στο μεταξύ στο εξωτερικό, δηλαδή στη Βιέννη, όπου και σπούδασε.

Έκεί στα 1827, εκδίδει τάς ’Αρχάς Γραμματικής 'Ελληνικής διά τους αρχαρίους εκ της τυποφραφείας του Μ. Χρ. Αδόλφου28, δηλαδή σέ ήλικία 22 ετών.

Ο ’Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρετός, που μας δίνει την είδηση, σέ άλλη σελίδα γράφει ότι ο Μιχαήλος έπαγγελλόταν τον δάσκαλο της ελληνικής και ότι έδίδαξε στις Σέρρες μεταξύ 1821-1830.
 Αύτό όμως, όπως πρέπει να συμπεράνουμε, δεν ήταν δυνατόν να γίνει παρά μόνο μετα τό 1827.

Τα άλλα παιδιά, όταν άνδρώθηκαν, θα βρήκαν την εύκαιρία να κατεβούν στήν Ελλάδα, γιά να έπισκεφθοΰν τον άδελφό τους ’Αναστάσιο, τον μόνο που έπιζούσε άπό τα 4 πρώτα παιδιά, και να βρουν και κάποιο πόρο ζωής, όπως ο Γεώργιος, όπως θα ίδούμε άμέσως παρακάτω.
.....
Στο μεταξύ με βασιλικό διάταγμα της 25 Μαρτίου 1850 συγκροτείται στρατιωτική επιτροπή, η όποια σύμφωνα με τό Е'ψήφισμα της έθνοσυνελεύσεως του 1843-44 θα έπρεπε να δικαιώσει τους κληρονόμους εκείνων που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης κατα τους άγώνες γιά την ελευθερία του έθνους.

 Στήν επιτροπή άντιπροσωπευόταν και η Μακεδονία με ενα μέλος φιλικό της οικογένειας Έμμ. Παπά, τον Κοζανίτη παλιό άγωνιστή και τώρα ταγματάρχη Νικ. Κασομούλη.

Με τη δημοσίευση του διατάγματος άναζωογονούνται και οί ελπίδες τών κληρονόμων του Έμμ. Παπά, άλλα οί σχετικές εργασίες της επιτροπής είτε δεν προχωρούν γοργά η σταματούν.
Μόνον υστερ’ άπό 8 ολόκληρα χρόνια φαίνεται ότι κάτι πάει να γίνει, γιατί βλέπουμε ότι η Ελένη Καπέτη, κόρη του Έμμ. Παπά και μητέρα 4 άγοριών και 1 κοριτσιού σέ ηλικία γάμου, φροντίζει να έκδοθεί άπό τη μητρόπολη Σερρών πιστοποιητικό άπορίας, με τό όποιο δηλώνεται καθαρά ότι «άξιούται ίνα άπολαύση τών κληρονομικών δικαιωμάτων της πατρικής οίκογενείας» , ενώ ο Κωνσταντίνος Παπάς με άναφορά η αίτησή του, δίφυλλη, διαστάσεων 0,265 X 0,215, με κείμενο στήν πρώτη σελίδα (ΙΕΕ), προς τον βασιλιά’Όθωνα, (άνανεώνεται στίς 8 ’Ιουνίου 1865 προς την «Επιτροπήν ’Αγώνος»), γραμμένη στίς 29 Δεκεμβρίου 1858, εκθέτει τις μεγάλες θυσίες της οίκογένειάς του.

 ’Απ’ αύτή μαθαίνουμε την τύχη τών άγοριών του Έμμ. Παπά: άπό τους 5 άδελφούς που ζούσαν ως τότε «δεινώς και πολυπαθώς και καταφρονημένως»,
τρεις είχαν πεθάνει εκείνον τον χρόνο στήν ψάθα,
 ο ενας στη Βόνιτσα, ο άλλος στήν Πάτρα (πρέπει να είναι ο «πολύπλαγκτος» και συμπαθής ’Αναστάσιος) και ο τρίτος στη Χαλκίδα. 

Έπιζούσαν άκόμη δύο αδελφοί ο Κωνσταντίνος και ο αμέσως μεγαλύτερος του Αλέξανδρος (Β', 18) και δύο άδελφές, η μνημονευμένη παραπάνω Ελένη, σύζυγος Καπέτη, και η Νεράντζω—ή Εύφροσύνη είχε πεθάνει μικρή, προτού ο Παπάς αρχίσει τό επαναστατικό του κίνημα στη Μακεδονία (Β', 15)—, οί όποιοι όλοι «εις ού μικράν ανάγκην και δυστυχίαν εύρίσκονται».

Άπό τη μεγάλη λοιπόν πατριαρχική οικογένεια του Έμμ. Παπά με τα 11 παιδιά του (8 αγόρια και 3 κορίτσια) στα τέλη του 1858 βρίσκονταν στη ζωή μόνο 4, δύο αγόρια και δύο κορίτσια.

Γι αύτό και ο Κωνσταντίνος, εκπροσωπώντας τους αδελφούς που έπιζούσαν, θερμοπαρακαλεί τον βασιλιά να τους εύσπλαχνιστεί και να διατάξει ν άνταμειφθούν αντάξια οί θυσίες της οίκογένειάς του, γιά να απαλλαγούν οί τελευταίοι γόνοι της άπό τη δυστυχία και την άθλιότητα.

Οί έργασίες όμως της έπιτροπής αύτής δεν προχωρούν γρήγορα και άποφασίζεται με τό άπό 21 Σεπτεμβρίου 1861 διάταγμα, επί πρωθυπουργίας Άνδρέα Μιαούλη, να σχηματιστεί νέα έπιτροπή με περισσότερα μέλη άπό τα πιο επισημότερα που έπιζούσαν άκόμη και να χωριστεί σέ 3 διαρκή τμήματα, που να έργάζονται άνεξάρτητα τό ενα άπό τό άλλο τό πρώτο, ένδεκαμελές, θα άσχολείται με τις άπαιτήσεις τών στρατιωτικών, τό δεύτερο, έπταμελές, με τών ναυτικών και τό έπίσης έπταμελές τρίτο με τών λοιπών.

Επιθυμία του βασιλιά είναι να έκκαθαριστούν όσο τό δυνατόν ταχύτερα και οριστικά οί άπαιτήσεις τών δικαιούχων  Τό ζήτημά τους είχε πιά χρονίσει εξοργιστικά. Οί άπαιτήσεις της οικογένειας Παπά, καθώς και άλλων άγωνιστών, θα παραπέμφθηκαν στη νέα αύτή έπιτροπή που καταρτίστηκε μισόν άκριβώς αιώνα μετα την έκρηξη της Έπαναστάσεως.

Αντίγραφο του διατάγματος βρίσκεται στο Αρχείο Παπά, σημάδι που δείχνει καθαρά τό ένδιαφέρον και την άγωνία τών τελευταίων άπογόνων του γιά την άνακούφισή τους άπό τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής.
Αποζημιώθηκαν οί δικαιούχοι η όχι; Η τους πρόλαβε η επανάσταση του 1862 και η έξωση του ’Όθωνα και άναβλήθηκε πάλι τό θέμα τους στις ελληνικές καλένδες;

 Πραγματικά αύτό τό τελευταίο συνέβηκε και έτσι καθυστερεί γιά μερικά άκόμη χρόνια η εκτέλεση του διατάγματος του 1861. 'Ύστερα όμως άπό 4 χρόνια τα πράγματα φαίνεται πώς πλησιάζουν προς τό τέλος, γιατί στις 18 Μαίου 1865 γέροι εντόπιοι Σερραίοι — υστερα άπό παράκληση του Κωνσταντίνου Παπά— ύπογράφουν έγγραφο, με τό όποιο μαρτυρούν ότι η κινητή και άκίνητη περιουσία του πατέρα του ξεπερνούσε τα 300.000 τάλιρα και ότι ξόδεψε μέγα μέρος της περιουσίας του γιά τη μισθοδοσία τών στρατιωτών που οδηγούσε, ενώ ό,τι έμεινε σέ κινητα και ακίνητα δημεύθηκαν άπό τις τουρκικές άρχές.

 Τό γνήσιο τών υπογραφών τών μαρτύρων βεβαιώνεται την έπαύριο, υστερ’ άπό αίτηση του Κωνσταντίνου Παπά που βρίσκεται στίς Σέρρες , άπό τον Γ. Α. Λαγκαδά, υποπρόξενο της Ελλάδας στήν πόλη αύτή, ο όποιος δηλώνει ότι πρόκειται γιά πρόσωπα άπό τα πιο εύυπόληπτα και μερικά άπό τα πιο πλούσια της πόλης.


Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ H ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΕΞΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΟΙ "ΕΘΝΙΚΑ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ".

$
0
0
by Yaunatakabara
Χάρτης Χριστιανικών σχολείων και εκκλησιών το 1903
 στην Ιστορική Μακεδονία (Βιλαέτι Θεσσαλονίκης).
Η Ελληνική και η
Βουλγαρικήπαιδεία.

Η βουλγαρική έχει παρουσία 25 χρόνια,η ελληνική 25 αιώνες.
Συλλογή Μαζαράκη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

Η Βουλγαρική Αναγέννηση στη Μακεδονία 
η εθνική ταυτότητα των κομιτατζήδων,
ο κληρονομικός ανθελληνισμός και η περίπτωση της Έδεσσας.

Η αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας από τον 18ο αιώνα ως σήμερα. 
Ο Μέγας Αλέξανδρος
στην Ελληνική Παράδοση,
Φώτης Κόντογλου.

"Δεν είμαστε ούτε Έλληνες ούτε Βούλγαροι ούτε Σέρβοι είμαστε εθνικά Μακεδόνες."
  
"Καταλαβαίνω τον κόσμο ως ένα πεδίο ανταγωνισμού των πολιτισμών μεταξύ των εθνών"
"Азразбирамсвета, единственокатополезакултурносъревнованиемеждународите"
φέρεται να είπε ο κοινός "ήρωας"των Βουλγάρων και Σκοπιανών Γκότσε Ντέλτσεφ.

Σε πρόσφατη δημοσίευση η ΜΙΤ δημοσίευσε το πρόγραμμα pantheonτις 10 διασημότερες προσωπικότητες των τελευταίων 6.οοο χρόνων.  

Δεν θα σταθούμε στα κριτήρια επιλογής, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε η αξία του ελληνικού πνεύματος, του ελληνικού πολιτισμού.

Γιατί οι Μακεδόνες Αριστοτέλης και Μέγας Αλέξανδρος όπως και οι Πλάτων, Σωκράτης, Πυθαγόρας και Όμηρος είναι αντιπρόσωποι ενός και μοναδικού πολιτισμού του ελληνικού.

 Οι Έλληνες Φιλόσοφοι:
Όμηρος, Θουκιδίδης, Αριστοτέλης, Πλάτων, Πλούταρχος
 σε Αγιογραφία.
Εμείς οι Έλληνες Μακεδόνες είμαστε περήφανοι για την διάκριση αυτή και θεωρούμε ότι ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων ανήκαν σε ΕΝΑΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ, στον ελληνικό πολιτισμό μας και πιστεύουμε ότι ο σύγχρονος είναι συνέχεια του αρχαίου ελληνικού και βυζαντινού.

Σε ποιον πολιτισμό, σε ποια κουλτούρα ανήκει ο Γκότσε Ντέλτσεφ και τι εθνικότητα είχε και πως φανταζοταν τον ανταγωνισμό  θα δούμε παρακάτω.

Η κατάσταση των εθνοτήτων πριν και μετά την Εξαρχία.
 
Τα έθνη στα Βαλκάνια κατά Carl Sax (1877):
Σερβοκροάτες, Βούλγαροι, Έλληνες, ΣκιπετάροιΤούρκοι,
ούτε ίχνος "εθνικά Μακεδόνων".


Από τους  εθνολογικούς χάρτες της εποχής βγαίνει ιστορική αλήθεια ότι δεν υπήρχε στο παρελθόν μακεδονικό έθνοςόπως το διακηρύττουν οι αυτοαποκαλούμενοι "εθνικά Μακεδόνες".

Η προσπάθεια ανάδειξης μια εθνικής ομάδας με το όνομα "εθνικά Μακεδόνες"πέρα από τις γνωστές οι οποίες είχαν φυσική παρουσία στη ιστορία της Μακεδονίας γίνεται εις βάρος μια άλλης, των Βουλγάρων Μακεδόνων οι οποία εθνικά όμως ήταν Βούλγαροι.

Τι είναι όμως έθνος, τι χαρακτηρίζει ένα έθνος και προπάντων τι ξεχωρίζει το ένα από άλλο το οποίοβρίσκεται στον ίδιο φυσικό χώρο εν προκειμένω στη Μακεδονία.

Από την Wikipedia:

Τα κυριότερα από τα γνωρίσματα αυτά μπορεί να είναι η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, ηκοινή ιστορία και πολιτισμόςκαι η γεωγραφική καταγωγή.
Ιστορικά όμως, βασικότερο στοιχείο για την ύπαρξη ενός έθνους είναι η ανάπτυξη της εθνικής του συνείδησης.

Τι είναι όμως εθνική συνείδηση και ποιες εθνικότητες είχαμε τους τελευταίους αιώνες στη Μακεδονία.

Ένα από τα ανυπέρβλητα προβλήματα για μερικούς ακόμη και σήμερα είναι οτι δεν μπορούν και δεν θέλουν να καταλάβουν ότι η λέξη  "Βούλγαρος"από τον μεσαίωνα και μέχρι σήμερα 
δεν εννοεί τους πρωτοβούλγαρους του Ασπαρούχ και του Κρούμμου αλλά τους σλαβόφωνους κατοίκους της Μοισίας Θράκης και Μακεδονίας οι οποίοι φυλετικά σαφώς και δεν ήταν Βούλγαροι.

Στα μέρη αυτά υπήρχαν Βούλγαροι σλαβόφωνοι και σλαβόφωνοι Έλληνες οι οποίοι αποκαλούνται μετά την βουλγαρική ανάνηψη και αναγέννηση, από τους ομόφωνους υποτιμητικά "Γκραικομάνοι, Гъркомани"σε αντιδιαστολή με τους ελληνόφωνους που λέγονται απλά "Γκρτσκι, гърци"οι ακολουθουντες τον βυζαντινό πολιτισμό. 

Σημειώτεον και αυτό θεωρούμε πολύ σημαντικό  ότι έχει σχέση με Βυζάντιο και βυζαντινό ονομάζεται  "Γκρτσκι"δεν συνηθηζεται ο όρος βυζαντινός Византийските.
ΕΛΛΗΝ ΕΣΤΙ Ο ΕΧΩΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ!

Αμφισβητείται λοιπόν από αυτούς η ιστορικά αποδεδειγμένη οντότητα των Βουλγάρων της  Μακεδονίας (Macedonian Bulgarians, Македонски българи) και θα γίνουμε πιο σαφείς.

Η επιχειρηματολογία τους είναι:

"άλλοι γίνανε πατριαρχικοί και άλλοι εξαρχικοί, υποτίθεται όλοι είμαστε  "εθνικά Μακεδόνες"και μας χωρισανε οι θρησκευτικες πεποιθήσεις."

Το παράλογο είναι ότι παρόλο που δεν δέχονται τον διαχωρισμό πατριαρχικός=Έλληναςκαι εξαρχικός=Βούλγαρος παραδέχονται όμως ότι και οι δύο ομάδες είχαν εθνική συνείδηση, τότε, ΑΛΛΆ ΗΤΑΝ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΕΣ !


Η αλήθεια βέβαια είναι ότι για 1.800 χρόνια ΑΝΕΛΛΙΠΩΣ είχαμε ελληονορθόδοξη πίστη και θρησκείααι για 18 χρόνια βουλγαρική Εξαρχία.

Επομένως δεν υπάρχει Έλληνας Μακεδόνας 
και ειδικά Βούλγαρος Μακεδόνας.



ΓΛΩΣΣΑ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ  ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Αδιαμφισβήτητο ότι η παλαιοσλαβονική γλώσσα  δεν είχε σχέση με την πρωτοβουλγαρική.

ΌΜΩΣ όλες οι σλαβικοί διάλεκτοι της Βουλγαρίας της Θράκης και μέρους της Μακεδονίας ονομάζονται βουλγαρικέςαπό τους ίδιους τους αναμορφωτές της νέας γλώσσας και οι οποίοι είναι επί το πλείστον Μακεδόνες.

Όπως και η νέα ορθόδοξη εκκλησία λέγεται Βουλγαρική Εξαρχία.

Μέχρι την ανεξαρτησία της βουλγαρικής Εξαρχίας έχουμε σε όλη τη Μακεδονία, μια εκκλησία και ένα εκπαιδευτικό σύστημα.

ΠΑΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΣ η ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ;

Η λέξη Βούλγαρος ταυτόσημος με αυτή του βαρβάρου αποκτά μετά τον Παΐσιο και με τους Μακεδόνες Βουλγάρους λόγιους εθνική υπόσταση.

Ο Παΐσιος θέτει ακριβώς και τα πλαίσια για του ποιος είναι Βούλγαρος.

Το 1762 ημερομηνία ορόσημο έκδοσης του έργου του θεωρείται η αρχή της Βουλγαρικής Αναγέννησης (Българско възраждане )
Χάρτης Βουλγαρικής Αναγγένησης
Карта на национално-освободителното движение в България 1875-1876

 Αφύπνιση Εθνικών συνειδήσεων.

Ο Μακεδόνας Στρατηγός
Τσάμης Καρατάσος
Για τους Έλληνες της Μακεδονίας αμέσως μετά την πτώση της Πόλης ξεκινά ο Γολγοθάς της Ανάσταση του Γένους στην οποία οι Μακεδόνες λόγιοι και επαναστάτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο.

Επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία είχαμε πολλά αλλά το αποκορύφωμα ήταν η συμμετοχή των Μακεδόνων στη επανάσταση του 1821.
 Εδώ αποδεικνύεται η ελληνική εθνική συνείδηση των Μακεδόνων.

Ένα πολύ σημαντικό έργο του Σαθά:
Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων
 από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας 
1453-1821  (1868)
καταγράφει τους εκατοντάδες Έλληνες λόγιους μεταξύ αυτών και πολλοί Μακεδόνες .  

Βλέπουμε μέσα από αυτό ότι υπάρχει στο διάστημα της τουρκοκρατίας παραγωγή πολιτισμού και προπάντων καλλιέργεια και εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, και στη Μακεδονία!


Για το χρονικό διάστημα αυτό από την άλλη πλευρά στον σλαβόφωνο κόσμο των Βαλκανίων έχουμε, η καλύτερα δεν έχουμε τίποτε ΚΑΜΜΙΑ παραγωγή λογοτεχνικού έργου.

Τα ελάχιστα έργα τα οποία γράφονται στην παλαιoσλαβονική είναι ακατάληπτα από το απλό κόσμο.
 Η έλλειψη συμπληρώνεται με μεταφράσεις ελληνικών θρησκευτικού περιεχομένου έργα.

Ανάμεσα στους εκατοντάδες λόγιους από το έργο του Κ. Σαθα ξεχωρίσαμε τον Μακεδόνα λόγιο και   Άγιο  Δαμασκηνό  Στουδίτη , Επισκόπου Λητής και Ρεντίνης (1558-1574)στον οποίο αφιερώσαμε την προηγούμενη ανάρτηση.
Το «Βιβλίον ωραιότατον,
καλούμενον Αμαρτωλών Σωτηρία /
Συντεθέν εις κοινήν των Γραικών διάλεκτον
 παρά Αγαπίου Μοναχού του Κρητός»
Ο άγιος αυτός άνθρωπος συνέγραψε τον Θησαυρό, έναν πνευματικό οδηγό στα απλά ελληνικά για να τον καταλαβαίνουν οι απλοί Μακεδόνες και υπόλοιποι Έλληνες.

Ο Θησαυρός του λοιπόν μεταφράστηκε κατά κόρον από πολλούς Βουλγάρους στην ομιλουμενη γλώσσα της περιοχής τους, δηλαδή σε πολες διαλέκτους.
Εκτός του Θησαυρού ένα άλλο έργο πολύ διαδεδομένο ηΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ του κρητικού Μοναχού Αγαπίου

Αυτά συν αλλά μεταφρασμένα έργα Ελλήνων λογιων ονομάστηκαν Δαμασκηνάρια Дамаскините.

Ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία θεωρείται ότι η μετάφραση των Δαμασκηνάριων απέτρεψε τον εκτουρκισμό των Ορθοδόξων Βουλγάρων.
Το εξώφυλλο της
μετάφρασης τους
Ιωακείμ Καρσόβσκι
.

Με την μετάφραση και διάδοση των Δαμασκηναρίων τον 17ο και 18ο αιώνα ξεκινά η νέα εποχή, περίοδος της βουλγαρικής γλώσσας.

 Μια από αυτές η  ΑΜΑΡΤΩΛΏΝ ΣΩΤΗΡΊΑ έγινε και από τον Μακεδόνα ιερέα και Βούλγαρο Ανναγεννηστη YoakimKarchovski το 1817 στα βουλγαρικά. είναι γραμμένο σε "простейший язик болгарский" (Простѣйшїи языкъ Болгарскїй), δηλαδή στην ομιλούμενη γλώσσα του βουλγαρικού λαού στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα.


Και ενώ τα Δαμασκηνάρια ήταν μια ευκαιρία ενσωμάτωσης του βουλγαρικού λαού στην ελληνοχριστανική παράδοση και πολιτισμό, κάτι που θεωρείται υποτιμητικά ως 'εξελληνισμός'
το 1762 με το βιβλίο"Σλαβοβουλγαρική Ιστορία¨του ο Παίσιος Χιλανδαρινός ο οποίος διείδε τον "κίνδυνο"αυτόν αφυπνεί τον βουλγαρικό λέοντα.

Ο σύνθημα του νέου εθνικού ξεκινήματος δίνεται με το:

"Ξυπνήστε Βούλγαροι και μη ντρέπεστε που μιλάτε βουλγαρικά."
Το Πρωτότυπο της
Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας
1762

"Αντιληφθείτε εσείς οι αναγνώστες και ακροατές, εσείς οι Βούλγαροι, που αγαπάτε το βουλγαρικό γένος και τη έχετε την Πατρίδα στη καρδιά σας.
Είναι υποχρέωσή σας και χρήσιμο να γνωρίζετε τους άθλους των προγόνων σας, των βασιλέων και Αγίων σας.
 Είναι υποχρέωσή σας και χρήσιμο να γνωρίζετε τα πεπραγμένα των προγόνων σας όπως και γνωρίζουν και οι άλλοι λαοί το γένος, τη γλώσσα και την ιστορία τους.

Για σας έγραψα αυτά, ότι είναι γνωστό για το γένος σας και τη γλώσσα σας.
......
Ω, αμετανόητε και  ηλίθιε, γιατί ντρέπεσαι να λέγεσαι  Βούλγαρος και δεν διαβάζεις και να μιλάς τη γλώσσα σου;"

Η βουλγαρική αναγέννηση ξεκίνησε ουσιαστικά από την Μακεδονία.

Ο Άγιος των Βουλγάρων Παίσιος Χιλανδαρινόςγεννήθηκε το 1722 στο Μπάνσκο, στη "Μακεδονία του Πιρίν"το 1762 ξεκίνησε τη συγγραφή της Σλαβοβουλγαρικής ιστορίας την οποία συνέγραψε στο Άγιο Όρος, στη Μονή Χιλανδαρίου.
Η Πρώτη Εκτύπωση της
Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας
1844
και η οποία θα αποτελέσει ουσιαστικά το ξεκίνημα της αφύπνισης της  βουλγαρικής συνείδησης και την απαρχή τηςΒουλγαρικής εθνικής αναγέννησης η οποία θα οδηγήσει μετά από 100 χρόνια, το 1878 στη ανεξαρτησία της Βουλγαρίας.

Το έργο του θα τυπωθεί για πρώτη φορά το 1844 μέχρι τότε αναπαράγοντανγραπτά.

Τον Παίσιο ακολουθούν ο Σωφρόνιος Βράτσα από το Κότελ της Ανατολικής  Ρωμυλίας και οι Μακεδόνες λόγιοι του 18ου αιώνα.

Βασικότερο πρόβλημα όμως αποτελεί η ομιλούμενη σλαβική γλώσσα,  τα βουλγαρικά.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΕΝΙΑΊΑ ΓΛΩΣΣΑ στην Μακεδονία και στη Βουλγαρία και στη Θρακη.

Υπάρχουν πολλές τοπικές διάλεκτοι από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Αδριατική.

Όλα τα έργα που γράφονται πριν την καθιέρωση της διαλέκτου του Βέλικου Τάρνοβου ως επίσημης το 1854 ονομαζόταν όλεςβουλγαρικέςαπό τους ίδιους τους συγγραφείς

Τρεις είναι οι εστίες της Βουλγαρικής Αναγέννησης, δύο στη Μακεδονία:

- BanskoΜελένικο Μακεδονίας στην οποία έχουμε την διάλεκτο Γκόρνο Τζουμαγιάς

Παίσιος Χιλανδαρινός Паисий Хилендарски (1722–1773)
Νεόφυτος Ρίλσκι, Неофит Рилски, Никола Поппетров Бенин (1793-1881)
Κωνσταντίνος Φωτείνωφ, Константин Георгиев Фотиновαπό το Σάκομοφ (1790-1858)
Μανωλάκης Βασκίδης, Емануил К. Васкидович (1795-1875)


- Αχρίδα Μακεδονίας τη διάλεκτο Πρίλεπ Μοναστηρίου

Ιωακείμ Καρσόφσκι, Йоаким Кърчовски, ή Хаджи Яким, Даскал Яким, Яким Монах  (1760-1820)
Δημήταρ Μιλαντίνωφ, Димитър Христов Миладинов (1810-1862)
Γρηγόρης Σταυρίδης, Григор Ставрев Пърличев (1830-1893)
Γιανάκι Στρέζωφ, Янаки или Яким Георгиев Стрезов  (1818-1903)
Κούζμαν Σαπκάρεφ Кузман Анастасов (Тасев) Паскалев Шапкарев (1834-1909)


- Κότελ Ανατολικής Ρωμυλίας τη διάλεκτο Βέλικο Τάρνοβο.

Σωφρόνιος Βράτσα, Софроний Врачански (1739-1813),
Νεόφυτος Βοτσβελι, Неофит Бозвели, (1785-1848),
ο Φαναριώτης Στέφανος Βογορίδης, Княз Стефан Богориди 1780-1859)  
Βασίλ Απρίλοφ, Васил Евстатиев Априлов (1789-1847) από το Garbovo,
Δρ Πετάρ Βερόν, Петър Хаджи Берович (1800-1871) ,
Ιλαρίων Μακαριοπόλσκι, Иларион Макариополски (1812-1875) από την Έλενα,
Χρήστο Βότεφ, Христо Ботьов Петков η Христо Ботев (1848-1876),
και ο σημαντικότερος
Γκεόργκι Ρακόφσκι, Георги Стойков Раковски (1821-1867)

Όλοι οι Βούλγαροι λόγιοι της Αναγέννησης είχαν αρίστη ελληνική μόρφωση.


Βουλγαρικέςεκκλησιαστικες  Σχολές (Килийно училище).
Το Καταστατικό της
 εκκλησιαστικής Σχολής Ραζλκίου.
Мехомийската γιατί το Ραζλόκ 
Καταρχήν στην ιστορική Μακεδονία δεν υπήρχαν ποτέ σλαβόφωνες εκκλησιαστικές σχολές.

Το έτος 1762 που έγραψε τα παραπάνω ο Παίσιος υπήρχαν 112 υποτυπώδες εκκλησιαστικές σχολές στη Βουλγαρία, το 1835 έγιναν 235.

Υποτυπώδες γιατί οι σχολές δεν είχαν  γραπτούς κανόνες διδασκαλίας  και πρότυπα.
Διδάσκονταν η παλαιοσλαβική και η ελληνική γλώσσα για τις ανάγκες της εκκλησίας, δηλαδή δεν υπάρχει λόγια-επίσημη βουλγαρική .

Αναφέρουμε το καταστατικό του Ραζλoκ, για να τονίσουμε καταγωγή της σύγχρονης σλαβομακεδονικής γλώσσας των Σκοπίων.

Άλλωστε το Ραζλοκ ανήκει στην ονομαζόμενη Μακεδονία του Πιρίν.

Είναι η γραφή που έγραψαν όλοι οι Μακεδόνες και Βούλγαροι λόγιοι της Βουλγαρικής Αναγέννηση.

Τα Δαμασκηνάρια τα οποία γράφηκαν στη παλαιοσλαβονική ήταν η διδακτέα ύλη στα εκκλησιαστικά σχολεία.
Χρησιμοποιείται η απλή γλώσσα του βουλγαρικού λαού.
Είναι τα πρώτα βήματα της νεοβουλγαρικής, όπως προείπαμε.
Το σημαντικότερο είναι ότι δεν υπάρχει στη Βουλγαρία η κατάλληλη υποδομή και οι θεσμοί για την ανάπτυξη της παιδείας.
Όλα όμως ξεκινούν με την Βουλγαρική αναγέννηση και ειδικά με τον αγώνα Ανεξαρτησία ς της Βουλγαρικής εκκλησίας με υποκινητη την Ρωσία και έδρα την Κωνσταντινούπολη.

Ελλείψει υλικού έχουμε μεταφράσεις από που;
φυσικά από τα ελληνικά στα βουλγαρικά.


Βουλγαρικά  Σχολεία, παιδεία

Όλοι οι πρωτοπόροι της Αναγέννησης μαθαίνουν τα πρώτα γράμματα σε ελληνικά σχολεία, γιατί δεν υπάρχουν βουλγαρικά και όλοι τους διδάσκουν στην αρχή ελληνικά σε ελληνικά σχολεία.

Ο Γιανάκι Στρέζωφ από την Αχρίδα ήταν από τους πρωτοπόρους της Βουλγαρικής Αναγέννησης.
Μαζί με το  Δημητάρ Μιλαντίνωφ σπούδασαν το 1840 σε ελληνικό γυμνάσιο στην Αθήνα.

Ο Κούζμαν Σαπκάρεφ ανηψιός του Στρέζωφ, όπως και ο Θείος του και ο Μιλαντίνωφ όπως επίσης και ο Γρηγόρης Σταυρίδης Πάρλιτσεφ δίδασκαν σε ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας ελληνικά και βουλγαρικά , και αυτό για έναν απλούστατο λόγο,

ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ την εποχή εκείνη.

Ενδεικτικά αναφέρουμε από την Βικιπέδια το βιογραφικό του Σαπκάρεφ:

Κούζμαν Σαπκάρεφ (βουλγ. Кузман Шапкарев, σλαβομακ. Кузман Шапкарев ) έχουμε στη βουλγαρική Βικιπέδια:

"Работи като учител по гръцки и български езикв Струга (1856 - 1859), Охрид (1859 - 1860), Прилеп (1861 - 1865, 1872 - 1873), Кукуш (1865 - 1872, 1881 - 1882), Битоля (1873 - 1874)."

και στη σλαβομακεδονική Βικιπέδια

"Така станал учител и учителствувал во Битола, Охрид, Струга, Прилеп и Кукуш на грчки и бугарски јазик."

Δηλαδή δίδασκε στη Στρούγκα, Οχρίδα, Πρίλεπ, Κιλκίς, Μοναστήρι ελληνική και
βουλγαρική γλώσσα(βουλγ. български зик σλαβμακ. бугарски јазик).

Ποια βουλγαρική γλώσσα όμως και σε ποιους μαθαίνουν βουλγαρικά.
Δεν πιστεύουμε κανένας "νορμάλ"άνθρωπος (κατά την γνωστή φρασεολογία των "εθνικά Μακεδόνων") να νομίσει ότι η βουλγαρική διδασκόταν ως ξένη γλώσσα!!
Δεν ήταν λοιπόν η μητρική τους γλώσσα η βουλγαρική;

Το 1815 έχουμε την εμφάνιση των πρώτων ελληνοβουλγαρικών Σχολείων.


Τα ελληνοβουλγαρικά σχολεία είναι μια μεταβατική λύση μεταξύ των εκκλησιαστικών  σχολείων για των νέων βουλγαρικών σχολείων. 

Ο Εμμανουήλ ή Μανολάκης, Μανωλάκης Βασκίδης γεννήθηκε το 1775 στο προπύργιο του ελληνισμού στη Περιοχή Μελένικο.

Σπούδασε την ελληνική παιδεία στο Μελένικο και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Χίο και στη ελληνική Ακαδημία Βουκουρεστίου.
Συνέγραψε 15 βιβλία μεταξύ άλλων και Γραμματική της αρχαίας Ελληνικής.

Ο Βασκίδης συνεργάστηκε το 1835 με το Νεόφυτο Βοτζβέλι στη έκδοση του παιδαγωγικού βιβλίου  Slavenobolgarskoe Detevodstvo (Славеноболгарское детоводство)το οποίο περιέχει Αναγνωστικό, Σλαβοβουλγαρική Γραμματική, Αριθμητική, Πατριδογνωσία (το πρώτο βιβλίο γεωγραφίας στη νεοβουλγαρική γλώσσα).

Ο Βασκίδης είναι ο ιδρυτής του πρώτου ελληνοβουλγαρικού σχολείο στην νεότερη ιστορία της Βουλγαρίαςτοέτος 1815  στη παραδουνάβια Πόλη Svishtov Свищовη οποία βρίσκεται στα σύνορα Βουλγαρίας Ρουμανίας.

Μέχρι το 1845 ήταν διευθυντής του σχολείου, χρονιά κατά την οποίαν μετά την προσπάθεια του να "απαλλαγή"από την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας εκδιώχθηκε από τους Έλληνες της πόλης.
Το 1875 εκδίδει την Σύντομη Εγκυκλοπαίδεια Кратка Енциклопедия.

Στις Δεκαετίες 1850-1870 εδραιώθηκε ουσιαστικά το νέο εκπαιδευτικό σύστημα της βουλγαρικής αναγέννησης και ανοίγουν τα πρώτα λαϊκά σχολεία της Βουλγαρίας με την μέθοδο της αυτοδιδακτικής του Lancaster.

Το πρώτο Αναγνωστικό
της σύγχρονης βουλγαρικής
εκπαίδευσης (1824).
Από τους πρωτοπόρους και ο Δρ. Πετάρ Βερόν από το Κότελ της Ανατολικής Ρωμυλίας ο οποίος συγγράφει το 1824 το πρώτο αναγνωστικό "Αναγνωστικό με ποικίλες διδασκαλίες ή το "Αναγνωστικό του Ψαριού" ("Буквар с различни поучения"или "Рибен буквар") στη διάλεκτο του Βέλικου Τάρνοβου και έτσι θεωρείτε αυτό το πρώτο βιβλίο στη σύγχρονη βουλγαρικη

Άλλη μεγάλη μορφή της Βουλγαρικής Αναγέννησης ο Μακεδόνας Νεόφυτος Ρίλσκι.

Ο Νεόφυτος συνεχιστής του έργου του  συμπατριώτη του Παισίου γράφει όπως και ο Παίσιος στη βουλγαρική μακεδονική διάλεκτο της Γκόρνο Τζουμαγιάς.
Η πρώτη
Βουλγαρική Γραμματική
(1835).

Το 1835 συντάσσει τη πρώτη Βουλγαρική Γραμματική.

Το 1835 δημοσιεύει τη πρώτη βουλγαρική γραμματική της νεότερης ιστορίας (bulg. Болгарска Грамматiка / Bolgarska Grammatika).

Το 1875 δημοσιεύει το Λεξικό της Βουλγαρικής Γλώσσας  „Словар на българския език, изтълкуван от църковно-славянски и гръцки език“,
"Λεξικό της βουλγαρικής γλώσσας, Ερμηνεία από την παλαιοσλαβονική  και την ελληνική γλώσσα"

Το άνοιγμα του σχολείου στην πόλη Gabrovo το 1835 από τον Νεόφυτο σηματοδοτεί ένα σημαντικό πρόβλημα:

η έλλειψη διδακτικού υλικού στη βουλγαρική γλώσσα.

 Το 1824 ο Petar Beron μπορεί να δημοσίευσε το πρώτο Αναγνωστικό του στη νεοβουλγαρική γλώσσα, αλλά ήταν περισσότερο μια εγκυκλοπαίδεια από ένα απλό μαθητικόδιδακτικό  βιβλίο.

Το 1828, τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση του πρώτου Αναγνωστικού ο Κωνσταντίνος Φωτείνωφ άνοιξε στη Σμύρνη ένα ελληνοβουλγαρικό σχολείο και παρόλο που ο ίδιος διέπρεπε  στην θεολογία ως απόφοιτος της περιφήμου σχολής του Θεόφιλου Καίρη στη Άνδρο, επέκτεινε την διδασκαλία σε ξένες γλώσσες, τα μαθηματικά και τη γεωγραφία.

Ωστόσο, το ιδιωτικό σχολείο στη Σμύρνη κλείνει λόγω έλλειψης ενιαίων σχολικών βιβλίων.

Η αδυναμία συγκέντρωσης εκπαιδευτικού υλικού είχε ως αποτέλεσμα το 1847 να υπάρχουν ελάχιστα σχολεία σε όλη την επικράτεια!

Το 1847 το υποσημειώνουμε γιατί θα μας χρειαστεί παρακάτω.

Το 1854 η διάλεκτος του Βέλικου Τάρνοβου είναι πλέον η επίσημη νέα και λόγια γλώσσα και της Εξαρχίας και του εκπαιδευτικού συστήματος,βεβαιαΒουλγαρικό κράτος δεν υπάρχει την περίοδο αυτή.

Η κίνηση των Λοζαρς και η προσπάθεια ένταξης των μακεδονικών διαλέκτων στη νεοβουλγαρική,

Όπως είναι φανερό με την επισημοποιηση της γλώσσας παραμελιζονται και υποβαθμιζονται οι μακεδονικες διαλεκτοι.
Η πρώτη αντίδραση έρχεται μόλις το 1891με την ίδρυση  τουΜακεδονικόυΦιλολογικόυΣύλλογουΝέων  "Младамакедонскакнижовнадружина"στη Σόφια , ο οποίος εκδίδει το περιοδικό Λόζα Лоза“ (η Άμπελος)

 Ένας από τους στόχους του συλλόγου και του περιοδικού ήταν να υπερασπιστεί τις Μακεδονικές διαλέκτους  έτσι ώστε να εκπροσωπούνται στη νέα  βουλγαρική γλώσσα .

Ο Σύλλογος εκδίδει την Λόζα με κείμενα στις μακεδονικές διαλέκτους.

Η Λόζα είναι δηλαδή η παρουσία, ο εμπλουτισμός και η ενσωμάτωση των μακεδονικών διαλέκτων στη νέα βουλγαρική.

Ο Σύλλογος περιλάμβανε μια σειρά από εκπαιδευτικούς , επαναστάτες , καθώς και προσωπικότητες από τη όλη Μακεδονία με μεγάλη αντιπροσώπευση από την Περιοχή Αχρίδας, Πρίλεπ, Μοναστηρίου.
Μέλη του όλα σχεδόν τα ιδρυτικά μέλη των κομιτατζήδικων οργανώσεων ΒΜΡΟ ΚΑΙ ΒΕΡΧΟΒΕΝ.
Μεταξύ αυτών και τον Γκουσε Ντελτσεφ.
Τα μέλη του Συλλόγου θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βούλγαρους Μακεδόνες

Μετάφραση της Αγίας Γραφής στη νεοβουλγαρική γλώσσα.

Οι πρώτες προσπάθειες για την μετάφραση της Αγίας Γραφής έγινε με εντολή της British and Foreign Bible Society ( BCHBD ).

Μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο  μετάφρασης της βίβλου στη γλώσσα που μιλούσε ο Βουλγαρικός λαός, δίνεται η εντολή για την μετάφραση της Αγίας Γραφής στο Νεόφυτο Ρίλσκι ο οποίος ξεκινά την μετάφραση της Καινής Διαθήκης το 1835 και την ολοκληρώνει το 1838. Την μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης ολοκλήρωσε το 1858.

Η μετάφραση όπως είπαμε έγινε στη μακεδονική διάλεκτοτης Γκορνο Τζουμαγιαςπράγμα που δυσαρέστησε τους εντολοδόχους Βρετανούς και έτσι το 1858 του ζητήθηκε να αναιρέσει τα στοιχεία της μακεδονικής διαλέκτου, πράγμα που βρήκε αντίθετο τον Ρίλσκι.

Η εντολή για την δέουσα επεξεργασία δόθηκε το 1862 στον ποιητή Πέτκο Σλαβέικοφ Петко Славейков (1827-1895), ο οποίος ολοκλήρωσε το έργο το 1871.

Βουλγαρική Εξαρχία στη Μακεδονία.

ΟΠαίσιος διαβλέποντας το 1762 τον εξελληνισμό των Βουλγάρων κηρύσσει την Βουλγαρική Αναγέννηση.

Ο αγώνας ωστόσο για ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία Борбата за българска църковна независимост ξεκινά το 1824 με το Νεόφυτο Βοζβέλι από το Κότελ και ολοκληρώνεται με την έκδοση του Σουλτανικού Φιρμανιού στις 28. Φεβρουαρίου 1870.
Σημαντικότεροςόλων ο Ιλαρίων Μακαριοπόλσκι, μοναχός της Μονής Χιλανδαρίου, φοίτησε και αυτός στην θεολογική Σχολή Θεόφιλου Καίρη και έπειτα στη Ακαδημία Αθηνών.
Ο Ιλαρίων έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ελληνικό σχολείο στο Αρμπανάσι.
Επιγραφή από
το Ναό "Γεννήσεως του Χριστού"
Αρμπανάσι, 1638

Στο Αρμπανάσι Арбанасиυπήρχαν γύρω στις 1.000 οικογένειες οι οποίες μιλούσαν όλες ελληνικά.
Το Αρμπανάσι ήταν προπύργιο της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας για αιώνες.

Ο Ιλαρίων λοιπόν από το 1844 και έπειτα ηγείται από την Κωνσταντινούπολη του αγώνος για ανεξάρτητη Βουλγαρική εκκλησίαη οποία επισημοποιήθηκε το 1870 με σουλτανικο φιρμάνι.

Έτσι ανοίγει ο δρόμος δυστυχώς για την βουλγαροποιηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Θράκης και της Μακεδονίας.

Οι ναοί των ενοριών στις οποιες οι Εξαρχικοι ξεπερνούν  τα 2/3 των ενοριτων καταλαμβάνονται
Η εναλαξ θεία λειτουργία σε πολλές περιπτώσεις καταστρατηγητε...

Όμως δεν είναι μόνο η απλή  προσχώρηση των σλαβόφωνων στη νέα βουλγαρική εκκλησία.
Ακολουθούν δυναμικά οι λεγόμενες βουλγαρικές εκκλησιαστικές κοινότητες (Българската църковна община).

Με την Εξαρχία όμως έχουμε τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας.

Όλες οι μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας μέσω της Εξαρχίας αποκτούν βουλγαρικές κοινότητες οι οποίες θα ιδρύσουν σχολεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Η ρήση του Παιδιού : μη ντρέπεστε που είστε Βούλγαροι αποκτά σάρκα και οστά.

Η απόριψη της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και της "Μεγάλης Βουλγαρίας"ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων στην Βουλγαρια.
Έτσι έχουμε το 1878 την ίδρυση του κομιτάτου ΕΝΤΝΙΣΤΟ„Единство“ ΕΝΟΤΗΤΑ καθώς και αντίδραση από τις βουλγαρικές κοινότητες της Μακεδονίας και Θράκης οι οποίες θέλουν την Ένωση με την Βουλγαρία. 
Ολες οι επαναστατικές οργανώσεις που θα ακολουθήσουν θα ονομάζονται "Μακεδονίας και Αδριονούπολης", του βιλαετίου Ανδριονούπολης.


Ποιοι το υπογράφουν;
Οι αντιπρόσωποι των βουλγαρικών κοινοτήτων Μακεδονίας:

Οι υπογράφοντες το Μνημόνιο του 1878
Έδεσσα
Ράντοβο,
Κιλκίς,
Στιπ,
Μτάσα,
Τέτοβο,
Κουμάνοβο,
Πετρίτσι,
Νευροκόπι,
Πρίλεπ,
Μοναστήρι,
Αχρίδα,
Σέρρες,
Βέλες,
Σκόπια,
Στρούμιτσα,
Θεσσαλονίκη,
Νεγκότινο,
Γευγελή,
Σιδηρόκαστρο,
Δράμα,
Ένωση διδασκόντων Σερρών, Μελενίκου, Δράμας, Νευροκοπίου.

Επίσημα Βούλγαροι Μακεδόνες.

Το έργο της αποβυζαντινοποίησης και αφελληνισμού ανέλαβε η βουλγαρική εκκλησία με την βοήθεια των ενόπλων κομιτατζήδων της ΒΜΡΟ.

Οι Κομιτατζήδες: Βούλγαροι της Μακεδονίας (ή) και "εθνικά Μακεδόνες".

Τα ιδρυτικά μέλη της Βουλγαρικού Επαναστατικού Κομιτάτου Μακεδονίας Αδριανούπολης, με έτος ιδρύσεως 1893 και το οποίο το έτος 1905 ονομάστηκε σε Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας Ανδριανούποληςκαι το
1919 πήρε τη τελική ονομασία Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ΕΜΕΟ-ΒΜΡΟ
ήταν όλοι Βουλγαροδιδάσκαλοι, δηλαδή δάσκαλοι του βουλγαρικού εκπαιδευτικού συστήματος οι περισσότεροι διορισμένοι από την Βουλγαρική Εξαρχία:
Τα ιδρυτικά μέλη της VMRO

PetarPopArsov , Петър Попарсов (1868-1941) Βέλες δάσκαλος στη Skopje, Θεσσαλονίκη, Veles, Prilep, Štip
Dame Gruev , Дамян (Даме) Йованов Груев (1871-1906) Σμίλεβο  δάσκαλος στο Smilevo, Prilep
Christo Nikolow Tatartschew, Христо Николов Татарчев (1869-1952) Ρέσεν, καθηγητής στο Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρένων Θεσσαλονίκης
Anton Dimitrow Filachtetsche, Антон Димитров Филахтечев (1867-1933) Λητή,καθηγητής στο Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρένων Θεσσαλονίκης
Christo Iwanow Batandschiew, Христо Иванов Батанджиев (-1913) Γουμένισσα, καθηγητής στο Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρένων Θεσσαλονίκης
Iwan Chadschinikolow, Иван Хаджиниколов (1861-1934) Κιλκίς, δάσκαλος στο Kostenets, Έδεσσα, Κιλκίς και Θεσσαλονίκη.

Άλλα ονομαστά στελέχη:

Georgi Nikolow Deltschew, Георги (Гоце) Николов Делчев (1872-1903) Κιλκίς, δάσκαλος στο Bansko, Štip
Gyorche Petrov Nikolov, Георги (Гьорче) Петров Николов (1865-1921) Πρίλεπ, δάσκαλος
Skopje, Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρένων Θεσσαλονίκης, Μοναστήρι, Štip


"Καταλαβαίνω τον κόσμο ως ένα πεδίο ανταγωνισμού των πολιτισμών μεταξύ των εθνών".

Το βασικότερο και βαρύνοντα ρόλο έπαιξε η αντιβυζαντικη-ανθελληνική στάση των Βουλγάρων λογίων για ένα λόγο.

Μπροστά στη πασιφανή διάφορα της ελληνικής παιδείας με την νεοβουλγαρική παιδεία μόνο ο φανατισμός ήταν η λύση.

Η αδυναμία και η ανυπαρξία εκπαιδευτικό υλικού και λογοτεχνικών κειμένων σε σχέση με την πλουσιότατη ελληνική μπορεί μόνο με φανατισμό να αποτρέψει τον διψώντα για μάθηση να  αποστραφεί την ελληνική γραμματεία.
Ξεκίνησε έναν ανελέητος πόλεμος της Εξαρχίας ενάντια στο ελληνικό στοιχείο.

Δεν είναι τυχαία η ρήση του Γκότσε Ντέλτσεφ:

"Гръцките свещеници и учители са пречка за нас.
Дойде време да работим за България, понеже ние всички сме българи.
Трябва да работим за България, защото тя ще дойде и ще ни помогне да отхвърлим турското робство."
Δηλαδή
"Οι Έλληνες ιερείς και οι εκπαιδευτικοί είναι για μας εμπόδιο.
Ο χρόνος έχει έρθει για να εργαστούμε για τη Βουλγαρία, γιατί είμαστε όλοι οι Βούλγαροι.
Πρέπει να εργαστούμε για τη Βουλγαρία, γιατί αυτή θα έρθει και θα μας βοηθήσει να αποτινάξουμε τον τουρκικό ζυγό."

Πολύ πολιτισμένη άποψη είχε ο Γκότσε Ντέλτσεφ για τον ανταγωνισμό των πολιτισμών.
Οι ιερείς και οι εκπαιδευτικοί είναι εμπόδιο.

Είναι γνωστά τι εννοεί και πως ξεπέρασαν το "εμπόδιο". Βασίλειος Μεγαλάνος Δάσκαλος από το Κεφαλάρι1905
Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ!
Το "εμπόδιο"Μεγαλάνος Βασίλειος δάσκαλος εκ Κεφαλαρίου,
 δολοφονηθείς το 1905
γιατί δίδασκε Αριστοτέλη και  άλλους Γκρσκι Φιλοσόφους.


Αυτός δεν είναι ο ανταγωνισμός των πολιτισμών του Γκότσε Ντέλτσεφ ήταν η αιτία του Μακεδονικού αγώνα.
Το καταστατικό της ΒΜΡΟ
απευθύνεται στο "βουλγαρικό πληθυσμο"
"бьлгарсото население"
της Μακεδονίας και Θράκηςκαι του οποίου συντάκτης ήταν και ο Γκότσε Ντέλτσεφ.

Όλοι οι Μακεδόνες σλαβόφωνοι λόγιοι του 18ου και19ου αιώνα και οι επαναστάτες της ΒΜΡΟ, χαρακτηρίζουν τη ομιλουμένη και γραπτή γλώσσα βουλγαρική.

Δεν αρκεί μόνο αυτό.

Όλοι τους στα γραπτά τους μιλούν για Βουλγάρους της Μακεδονίας.

Το τι δίδασκαν όλα τα στελέχη της ΒΜΡΟ πληροφορούμαστε από τον Συμεών Ράντεφ Симеон Радев , στέλεχος της ΒΜΡΟ και μετέπειτα Βούλγαρος διπλωμάτης ο οποίος πρωτοστάτησε στη διαίρεση της Μακεδονίας αντιπροσωπεύοντας τα βουλγαρικά διεκδικήσεις.

Γράφει λοιπόν ο Συμεών Ράντεφ, μαθητής  του Gyorche Petrov, Гьорче Петров και του Gotze Delchev, Гоце Делчев :

"Ο Gyorche Petrov ήταν δάσκαλος γεωγραφίας μας στα βουλγαρικά και γαλλικά. Ήταν αναμφισβήτητα από όλους τους συναδέλφους του το πιο ισχυρό πρόσωπο ... ....... τα μαθήματα του στη γεωγραφία τραβούν τη προσοχή  μας .

Από αυτά, έχουμε αποκτήσει μια ιδέα των ορίων της βουλγαρικής πατρίδας.

Επεσήμανε σε μας το αδιαίρετο της Μακεδονίας από το βουλγαρικό σύνολο.
Το 1916 τον είδα στη Μπίτολα/Μοναστήρι.

Ήταν χαρούμενος όπως όλοι μας που πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η Βουλγαρία είναι ενωμένη...

Η διδασκαλία της βουλγαρικής και η αλλοίωση των τοπικών σλαβικών  ιδιωμάτων και


Μια Φωτογραφία που ενοχλεί!!!
Gyorche 
Petrov, Gotze Delchev και ο Βερχοβιστής Nikola Maleshevski.
Maleshevski Малешевски ήταν γραμματέας της Βουλγαρικής Οργάνωσης "ΕΝΟΤΗΤΑΣ"Единство
 υπεύθυνης για την "ανάκτηση των χαμένων εδαφών Μακεδονίας και Θράκης"
από την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.


Η ΓΛΏΣΣΑ ΤΩΝ "ΕΘΝΙΚΆ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ"

Επίσημη σλαβομακεδονική γλώσσα είναι μετά το 1945 η διάλεκτος Πρίλεπδηλαδή αυτή που πρωτογράφηκαν τα έργα της Βουλγαρικής Αναγέννησης.

Σήμερα είναι εύκολο επί χάρτου το ρετουσάρισμα της ιστορίας και ο χρωματισμός.

Σήμερα οι "εθνικά Μακεδόνες"σε διάφορες παρουσιάσεις μιλούν για 'μακεδονική 'γλώσσα.

Καταρχήν δεν είναι γλώσσα όπως αναφέραμε πλειστάκις, αλλά διάφορες σλαβικές, κατά την γνώμη μας βουλγαρικές διάλεκτοι, διαφορετική στη Δράμα στη Σέρρες στη Καστοριά στη Φλώρινα.

Πολλές διάλεκτοι από αυτές δεν ταιριάζουν μεταξύ τους γιατί χρησιμοποιούν  λέξεις διαχρονικά οι οποίες είναι άγνωστες στις άλλες διαλέκτους

Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που σε δυο γειτονικά σλαβόφωνα χωριά για καθημερινά αντικείμενα χρησιμοποιούν διαφορετικές λέξεις.

Αφού η γλώσσα είναι τόσο σημαντική προϋπόθεση για τους "εθνικά Μακεδόνες"ας αποφασίσουν ποια γλώσσα η πια διάλεκτο θα διδαχθούν αν δεν θέλουν να είναι δορυφόροι και φερέφωνα των Σκοπίων.

Μήπως όμως η εκμάθηση της επίσημης σλαβομακεδονικής σβήσει, εκτοπίσει τα τοπικά σλαβικά της υπόλοιπης Μακεδονίας.

Και κλείνοντας να επανέλθουμε στο 1847.

ΣΗΜΕΡΑ 
Ο ανταγωνισμός του ελληνικού πολιτισμού
 ενάντια στο Βουλγαρο-ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ.
Η περίπτωση των Βοδενών-Έδεσσας.


  
Σέρραι τη 4η Σεπτεμβρίου 1847
....
αύριον θέλομεν κάμη αρχήν του Β'. 'Ολυνθιακού λόγου τον Δημοσθένους. 

Επειδή τον Α'. Φιλιππικόν και τον Α'  Ολυνθιακόν τους ετελειόσαμεν, ταύτα δε παραδιδόμεθα υπό του Κυρ Χρηστίδου μετά το (γεύμα ;) δε, δις της εβδομάδος τεχνολογικόν δις σύνταξιν, και δις Ιταλικά εως ότου να ελθη ο προσδοκόμενος Σχολάρχης και ότε τα πράγματα θα μεταβληθώσιν.

Όταν το ελληνόπουλο της Αλιστράτης το 1847,  των Βοδενών,  των Σερρών και απανταχού στη Μακεδονία, διδασκόταν φιλοσοφία,

 στη Βουλγαρία δεν υπήρχαν σχολεία και τα λιγοστά εκκλησιαστικά  που υπήρχαν δεν είχαν διδακτέα ύλη, ενώ όπως προείπαμε μόλις το 1835 ο Νεόφυτος Ρίλσκι εκδίδει τη πρώτη Βουλγαρική Γραμματική.

Αν είναι δυνατόν, αγαπητέ αναγνώστη,

να έρθουν από την Βουλγαρία δάσκαλοι με το πάνφτωχο τους εκπαιδευτικά σύστημα, που στήθηκε με χίλια ζόρια , να εκπαιδεύσουν τα παιδιά στη Μακεδονία!

Που;
Στη Χώρα του Αριστοτέλη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου 
του Πλάτωνα του Σωκράτη, Πυθαγόρα και του Ομήρου.


Στην Έδεσσα Βοδενά είχαμε το 1870  τον"Βουλγαρικό  Εκκλησιαστικό – Σχολικό  δήμο  Έδεσσας", την στιγμή που υπήρχε ακμάζουσα ελληνική παιδεία.
Η Έδεσσα ήταν Μητροπολιτική έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σφραγίδες του Βουλγαρικού  εκκλησιαστικού δήμου 
και πολιτικού  και του Βουλγαρικού αναγνωστηρίου
 (πολιτιστικού κέντρου) Βοδενών-Έδεσσας (1870).

Παραπέμπουμε σε σχετική ανάρτησή μας: 
Βοδενά : Η ελληνική και η βουλγάρικη εκπαίδευση στις αρχές του αιώνα.
και
Η εκπαίδευση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η εκπαίδευση στα Βοδενά - Έδεσσα στα μέσα.
του 19ου αιώνα(1857-1865).

Με αυτά και με αυτά που προαναφέραμε για την βουλγαρική αναγέννηση και βουλγαρική παιδεία ρωτάμε για τα Βοδενά:
 ποιος ανταγωνισμός των πολιτισμών στο "Μάνσεστερ των Βαλκανίων πριν την άφιξη των προσφύγων", όπως αναγράφεται σε ανθελληνικό blog της πόλης;

Σήμερα υπάρχει η "Μορφωτική και Πολιτιστική Κίνηση Έδεσσας"η οποία ενδιαφέρεται για τη" διάσωση και την διάδοση αυτής της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς"


Διάσωση ποιού ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ;


Του πολιτισμού που δίδαξε ο
 Γκότσε Ντέλτσεφ και η ΒΜΡΟ;


Ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική πολιτιστική παράδοση των Βοδενών που υπήρχε δεν ενδιαφέρει.

Μόνο ο βουλγαρικός; 

Είναι στοιχείο παράδοσης η Εξαρχία και οι οργανώσεις της στα Βοδενά;

Τα αναγνωρίζουν ως πολιτιστικά ιστορικά στοιχεία ή την θεωρουν μια αποτυχημένη προσπάθεια βουλγαροποίησης των ντόπιων στα Βοδενά;
Προσέφερε  ή αλλοίωσε την πολιτιστική και εκκλησιστική κληρονομιά;

Το ότι αλλοίωσε τη γλώσσα μετά από δεκαετίες παρουσίας της βουλγαρικής γλώσσας στην εκκλησία και στην παιδεία είναι δεδομένο.

Ενδιαφέρον θα είχε μια προσπάθεια πλαισιωμένη με τις γνώσεις του και εξαιρετικού ερευνητή  κ. Ευαγγελίδη, ο οποίος είναι μοναδικός στο είδος του, αποβουλγαροποίησης της ντόπιας γλωσσολαλιάς.

Παράδειγμα.

Θα ενδιέφερε πάρα πολλούς η εξέταση του όρου "Γκρεκομάνοι" γλωσσολογικά-εννοιολογικά και προπάντων ιστορικά, δηλαδή του πότε εμφανίστηκε και ποιους εννοούσε και αν σήμερα εξακολουθεί να έχει υπόσταση.

Οι πρόγονοι στα Βοδενά είχαν ενεργή συμμετοχή στη Βουλγαρική αναγέννηση και αυτοπροσδιοριζόταν, όπως μαρτυρούν οι σφραγίδες των βουλγαρικών συλλόγων, Βούλγαροι Μακεδόνες.

Μη ντρέπεστε που είστε Βούλγαροι, θα έλεγε σήμερα ο Παίσιος.

Ως φορέας πολιτισμού οφείλεται μια απάντηση στο λαό της Έδεσσας!
Επιπλέον καλό θα ήταν να λάμβαναν υπόψιν και την επιστολή της ¨
"Κίνηση Δημοτών Έδεσσας για την Κοινωνία, τον Πολιτισμό και το Περιβάλλον «ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ»

Σε αυτόν τον ανταγωνισμό των πολιτισμών στη Μακεδονία οι "εθνικά Μακεδόνες" ποιόν αναγνωρίζουν ως δικό τους; 

Τότε, στα δύσκολα χρόνια του βουλγαρικού επεκτατισμού η επιλογή του να ήσουν Ελληνας και να ανήκες στο Πατριαρχείο και να ακολουθείς τη διδασκαλία του Αριστοτέλη ήταν συνειδητή επιλογή του καθενός στη Μακεδονία.
Η υπαγωγή στη Βουλγαρική Εξαρχία και αποδοχή της Βουλγαρικής παιδείας και ιστορίας ήταν και αυτό επιλογή στην αρχή μέχρι το 1893, δηλαδή μέχρι την ίδρυση των βουλγαρικών κομιτάτων της ΒΜΡΟ και το 1895 της ΒΕΡΧΟΒΕΝ.
Από τότε ασκήθηκε βία στους απροστάτευτους Μακεδόνες να υπογράψουν υποταγή στην Εξαρχία, όποιος αντιστεκόταν εκτελείτο, πολύ προτού εμφανιστούν τα πρώτα ένοπλα μακεδονικά σώματα του Μακεδονικού Αγώνα.

Άλωστε ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ο ανταγωνισμός των πολιτισμών, κατά Γκότσε Ντέλτσεφ. 



Γραικομάνοι: Οι σλαβόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας, Θράκης και Βουλγαρίας.

$
0
0
Γραικομάνοι Μακεδονομάχοι.
Το αντάρτικο σώμα του Λάζαρου Δογιάμα
.
 Δ. Κ. ΒΟΓΑΖΛΗ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΟΛΟΓΟΥ
ΑΡΧΕΙΟΝ ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ & ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΡΑΚΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (Αριθ. 44)
ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 1954

  (οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)




ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ και οι ΓΡΑΙΚΟΜΑΝΟΙ
ΤΗΣ
ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ,
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
   AΘΗNAI 1955

Οι Γραικομάνοι του κ. Δ. Βογαζλή, είναι μια εργασία πολλή καλή και εκλαϊκευτική. 
Γράφηκε από ανδρα, που γνωρίζει τα πράγματα καλά.
Τα γεγονότα βέβαια είναι γνωστά, αλλ΄ ο τρόπος της συναρμολογήσεως του υλικοί) και των συμπερασμάτων είναι ειλικρινής, τίμιος και επαγωγός. η αφέλεια της αφηγήσεως και η εγκατάμιξις προσωπικών γνωμών με τα γεγονότα, είναι ενίσχυσις της ειλικρίνειας του συγγραφέως να είπή και μόνην την αλήθειαν.
Ή  Εταιρεία Θρακικών Μελετών την ετύπωσε (με τον άρ. 44),
 προς ωφέλειαν του Θρακικού λαού δια να διδαχθή τα γεγονότα και την αλήθειαν, αλλά και των άλλων Ελλήνων, 
δια να γνωρίσουν το πρόβλημα των σλαβοφώνων Ελλήνων —των Γραικομάνων— 
που υπήρξαν πάντοτε αγνοί "Ελληνες και αμφισβητούνται από τον σλαβισμόν ως βουλγαρόφωνοι.

ΠΟΛΥΔ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

§ 1.Γραικομάνοι δηλ. Γραικομανείς και Grecomanesεπεκράτησε και ονομάζωνται κυρίως οι Σλάβοι άλλα μαζί μ’ αύτους  οι Κουτσόβλαχοι της Μέσης Βαλκανικής,—Μακεδονίας και Θράκης—οι οποίοι μετά το Σχίμα τον 1872 παρέμειναν πιστοί στο Οικουμενικά Πατριαρχείο της Κωνταντινουπόλεως, θεωρούντες τον Ελληνα Πατριάρχην όχι μόνο ως Πνευματικό τους αρχηγό αλλά και ως Ε θ ν ά ρ χ η.

Αντιθέτως Εξαρχικοί η Σχισματικοί εθεωρήθησαν εκείνοι οι Ορθόδοξοι κάτοικοι της Μέσης Βαλκανικής, οι οποίοι ανεγνώρισαν τον Βούλγαρο ’Έξαρχο της Πόλης ως πνευματικό τους αρχηγό κι  Εθνάρχη.

§ 2. 'Υμείς επεκράτησε τους Γραικομάνους των εν λόγω περιοχών, να τους ονομάζουμε Πατριαρχικούς Βουλγάρους η Σλαβοφώνους Έλληνας.

Συνθήκη Βερολίνου 1878
Έν τούτους για νάμαστε πλησιέστερα προς τα πράγματα η πρώτη ονομασία ταιριάζει εφόσον ο αγών Βουλγαρισμού κι'Ελληνισμού για την επικράτηση καθένος από τα δύο είχε καθαρώς εκκλησιαστικό χαρακτήρα, ενώ η δεύτερη όνο μασία ταιριάζει εφ’ οσον ο αγών αυτός πήρε εθνικοεκκλησιαστικόν χαρακτήρα.

Πότε συνέβη αυτό ;

Μια ορισμένη χρονολογία δεν είναι δυνατό να καθορισθή.
 Για τα ηγετικά στελέχη της Κων)πόλεως η μετατροπή αυτή του αγώνος συνέβη κατά την εποχή της συντάξεως των Εθνικών Κανονισμών του Πατριαρχείου της Πόλης, δηλαδή γύρω στο 1860.
Για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς σλαβικής προελεύσεως στα 1872 δηλ. μετά το Σχίσμα, αλλά. στη Μακεδονία και τη Βορειοθράκη, την κατοπινή Άνατ. Ρωμυλία αυτό συνέβη μετά την απελευθέρωση της Μυσίας και της Άν. Ρωμυλίας από την τουρκικήν κυριαρχίαν, δηλ. μετά την υπογραφήν της Συνθήκης του Βερολίνου (1878) και ιδίως όταν η Συνθήκη αυτή εφαρμόσθηκε στην πραξι δηλ. στα 1880.
§ 8. Κατά την χρονική περίοδο 1872—1880 οι Γραικομάνοι ήσαν συγκεντρωμένοι κυρίως σε τρεις περιοχές της Μέσης Βαλκανικής.

α) Στο νοτιοδυτικό τμήμα της κατοπινής Ανατολικής Ρωμυλίας δηλ. το τμήμα εδόθε από την καμπήν του Έβρου με κύρια ερίσματα τον 'Ελληνισμόν την Περιστερά (Pestéra), Τατάρ-Παζαρτζίκ, Φιλιππούπολι, Στενίμαχο και Χάσκοβο.

β) Στο μεσαίο τμήμα της Νοτιοθράκης, νομού Ανδριανουπόλεως με κέντρα τις Σαράντα Εκκλησίες (Kirk-Kilissê) και την ορεινή περιοχή του Μπονρνάρ Χισάρ, γειτονική της επαρχίας Βιζύης, και
γ) Τους νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηριού και Σκοπιών της Μακεδονίας.

§ 4. Πώς η διακήρυξι του Σχίσματος του 1872 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνταντινουπόλεως με την πλήρη έγκριση των τριών άλλων Πατριαρχείων της ’ Αλεξανδρείας, 'Ιεροσολύμων και  Αντιόχειας συνέτεινε στη
διχοτόμησι των Σλάβων της Μέσης Βαλκανικής, είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα.

Πάντως, θα προσπαθήσουμε με αδρές, αδρότατες γραμμές να το διαλευκάνουμε, εφ΄ όσον μάλιστα το Σχίσμα από καθαρώς εκκλησιαστικό, γρήγορα έλαβε κυρίως εθνολογικόν χαρακτήρα.
 Αυτό το τελευταίο γεγονός είχε ως συνέπεια να διεκδικήσουν τους Γραικομάνους (και οι Βούλγαροι σήμερα ακόμα να τους διεκδικούν) ενώ εξάλλου οι Σέρβοι διεκδικούσαν τους Σλαβομακεδόνας της Μακεδονίας του Αιγαίου μέχρι του 1950.
Αντιθέτως εμείς οι Έλληνες ποτέ δεν επαύσαμε να τους θεωρούμε ως Έλληνας και να τους ονομάζουμε «Σλαβοφώνους Έλληνες».

§5.Σ χ ί σ μ α, καθώς άλλωστε φαίνεται απ'αυτή την ετυμολογία της λέξεως δεν σημαίνει ουτε αλλαξοπιστία, ούτε δογματική διαφορά η αίρεση. 

Σημαίνει απλούστατα Διοικητική άποσπαση μιας εκκλησίας, εννοείται Εκκλησίας Όρθόδοξης από το Κέντρο στο οποίον υπαγόταν ως τότε.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση απόσπαση της βουλγαρικής Εκκλησίας τε. της Εξαρχίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Αλλά ο σλαβικός κόσμος της Μέσης  Βαλκανικής εντελώς αλλιώς αντιλήφθηκε το πράγμα.

Για τον Πατριαρχικό Βούλγαρο ως σχίσμα, και Σχισματικός, είχε την έννοια του αιρετικού και κάτι παραπάνω.
Την έννοιαν αλλαξοπίστου, φραγκμασόνου και αναθεματισμένου. Την αντίληψι αυτή δεν την είχαν βεβαίως ουτε ο ανώτερος ελληνικός κλήρος, ούτε οι διανοούμενοι Έλληνες, τουλάχιστον μέχρι της εποχής της φανεράς εγκληματικής δράσεως των Βουλγάρων κομιτατζήδων.

Το ίδιο και οι Βούλγαροι διανοούμενοι, άλλ΄ εκτός των Γραικομάνων και ο κατώτερος ελληνικός κλήρος και ο απλός θρακομακεδονικός ελληνικός λαός. 
Πράγματι υπάρχουν περιπτώσεις πουδικοί μας χωρικοί παπάδες αρνήθηκαν να μεταλάβουν, να στεφανώσουν η να διαβάσουν επιτάφια δέησι σε Βούλγαρο,όταν επληροφορούντο ότι   είναι εξαρχικός.

 § 6. Άλλα και αριθμητικώς οι Γραικομάνοι της εν λόγω χρονικής περιόδου δεν μπορούσαν να θεωρηθούν και να χαρακτηρισθούν ως μια ποσότης αμελητέα. 
Το αντίθετο, ο Δημήτριος Βλάχωφ, αντιπρόεδρος της Βουλής των Σκοπιών και έκτακτος καθηγητής του Πανεπιστημίου της ιδίας πόλεως στο σύγγραμμά του: «Μακεντόνια»—Μακεδονία (Σκόπια 1951), τους Γραικομάνους των τριών βιλαειίων της Μακεδονίας υπολογίζει σε 200.000, άλλοι συγγράφεις σε 300.000και άλλοι σε 400.000.

 Ενώ η επίσημη τουρκική στατιστική του 1905 (Στατιστική του Χαλμή Πασσα) τούς ανεβάζει σε 625.000. Έν τούτοις πρέπει να εξάρουμε το γεγονός ότι   η τελευταία αυτή στατιστική είχε ως κριτήριο της εθνότητος τη γλώσσα και όχι την εθνική συνείδησι.

‘Έτσι καθαυτό Έλληνας και Γραικομάνους τούς εθεώρησε ως Έλληνας, αλλά μόνον εκείνους εξ αυτών που ήξεραν ελληνικά, ενώ όλους τούς άλλους έστω και Πατριαρχικούς, τούς εθεώρησε Βουλγάρους.

§ 7. ’Από όσα αναφέραμε ως τώρα άλλα και από εκείνα πού θα εκτεθούν στο κύριο σώμα της παρούσης μελέτης μας γίνεται φανερό, και φανερώτερο θα γίνη για τους  αναγνώστες μας, τί ρόλο έπαιξαν οι Γραικομάνοι όχι τόσο στη Νοτιοθράκη όσο στη  Μακεδονία και την Βόρειο Θράκη, την κατοπινή Ανατολική Ρωμυλία ρόλο Ιστορικό, εθνολογικό και πολιτικόν ακόμα.

§ 7. Σήμερα η Δυτική Θράκη και η Μακεδονία τον Αιγαίου, χωρίς ιδίως στην  Ελληνοβουλγαρική και την  Ελληνοτουρκική μετανάστευσι είναι χώρες πέρα ως πέρα ελληνικές. Κατά πληροφορίες που εχει ο συγγραφέας από την  Ελληνική 'Υπηρεσία Στατιστικής, που εγινε στα 1950, (τα αποτελεσματά της δεν εδημοσιεύθησαν ακόμα) οι σλαβόφωνοι των Νέων Χωρών μόλις φθάνονν το 1,33 ο/ο  του όλου πληθυσμού της  Ελλάδος, και αυτοί είναι Πατριαρχικοί, και μάλιστα φανατικοί Πατριαρχικοί. Τα τελευταία υπολείμματα των Σλαβοφώνων που είχαν αμφίρροπη εθνική συνείδησι, τα εσάρρωσαν με μεγάλη επιμέλεια η Ν.Ο.Φ. και η Σ.Ν.Ο.Φ., ιδίως τη νεολαία.

Α'. ΟΙ ΓΡΑΙΚΟΜΑΝΟΙ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ 
ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΩΣ


Νίκη των Βυζαντινών εναντίων Βουλγάρων (11ος αιών)


§ 1. Κατόπιν των όσων αναφέραμε στην Εισαγωγή, τίθεται πλέον επιτακτικώς το ερώτημα : 
Μέγας Αλέξανδρος
Самуил цар на България 


Τι ήσαν τέλος πάντων οι Γραικομάνοι:

 ήσαν Βούλγαροι, 

ήσαν Σέρβοι, 

ήσαν Έλληνες ;

Μεταχειρίζομαι τον αόριστο «ήσαν» και όχι τον ενεστώτα «είναι», διότι σήμερα στην Μακεδονία του Αιγαίου δεν υπάρχουν ούτε Έξαρχικοί ούτε Πατριαρχικοί εκεί πάνω.
 Η Μακεδονία του Αιγαίου είναι εντελώς ελληνική καθώς κάθε άλλο τμήμα της Ελλάδος.
Άλλα το ζήτημα δεν χάνει και τώρα την επικαιρότητά του.
 Όχι μόνο διότι το «χθες», εγκυμονεί το «σήμερα» και το «αύριο», άλλα και διότι οι Βούλγαροι, είτε ως κομμουνισται είτε ως άντικομμουνισταί παρουσιάζονται, είτε ζουν εντός του «Σιδηρού Παραπετάσματος», είτε έξω άπ΄ αυτό στην Ευρώπη, την Αμερική η την Αυστραλία, εξακολουθούν το ίδιο πάντοτε τροπάρι : ότι   η Μακεδονία του Αιγαίου ήταν και είναι κατ΄ απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού της Σλαυική Κατά τούς Βουλγάρους : Βουλγαρική, κατά τούς Σέρβους, Σέρβική.


§ 2. Αν όμως προ του А'Παγκοσμίου Πολέμου ρωτούσες εναν Βούλγαρο η Βουλγαρομακεδόνα τι ήσαν οι Πατριαρχικοί Σλαυομακεδόνες, τούς οποίους όχι κι  εντελώς αδίκως τούς ονόμαζαν «Γραικομανείς», θα επαιρνες ενενήντα εννέα τοις εκατό την επόμενη απάντησι, αδιάφορο αν ο πληφοριοδότης σου ήταν Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σόφιας, απλός αστός η χωρικός, μαθητής η στρατιώτης. 

— «Μά θέλει ρώτημα, ότι   οι Γκραικομάνοι είναι Βούλγαροι ; η μητρική τους γλώσσα και η γλώσσα του σπιτιού των είναι μια από τις τρεις βουλγαρικές διαλέκτους. Τα ήθη, τα έθιμά τους, οι παραδόσεις τους, τα δημοτικά τους τραγούδια, όλα προδίδουν τον Βούλγαρο.

Μονάχα αντί ν’ αναγνωρίζουν για πνευματικό τους αρχηγό τον ’Έξαρχο, αναγνωρίζουν τον Έλληνα Πατριάρχη της Πόλης. Άλλ΄ αυτό τι σημασία έχει ; Μήπως στή Γαλλία η στη  Γερμανία δεν υπάρχουν καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι ;
Και όμως όλοι λέγονται και αισθάνονται τον εαυτόν τους ως Γάλλους η Γερμανούς».—Πολύ σωστά θ’ απαντήση ο ξένος περιηγητής, ανταποκριτής η συγγραφεύς.
Άν μάλιστα είναι διαβασμένος φιλοβούλγαρος η κομμουνιστής, θ’ άνοιξη την βιβλιοθήκη του, θα ξεσκονίση το μακαρίτη Φαλμεράϊγερ η τον Κάρλ Μάρξ και θα συμπεράνη, ότι   όχι μόνο Γραικομάνοι και Βούλγαροι αποτελούν ένα και το αυτό "Εθνος, άλλα και ότι   και Έλληνες δεν υπάρχουν, και οι Έλληνομακεδόνες είναι εξελληνισθέντες Σλαύοι.

§ 3. "Αν ρωτούσες όμως έναν Σέρβο η Σερβομακεδόνα των Σκοπίων, τι είναι οι Γραικομάνοι—διότι αυτοί είναι εκείνοι πού αν τούς βάλης στην ζυγαριά αμέσως βαραίνει προς το πιάτο του Σλαυισμού,—αφού σ’ έβλεπεν με οίκτο για την άγνοια σου, θα σου απαντούσε :

«Οι Γραικομάνοι πώς μπορεί να υπάρξη αμφιβολία, ότι   είναι βέροι Σέρβοι ; Βέβαια στούς σημερινούς Πατριαρχικούς της Μακεδονίας η επιρροή του Ελληνισμού, πού διήρκησε αιώνες ολόκληρους, άφησε πάνω τους σοβαρά ίχνη. Μα, για μίλησε Γραικομάνο ελληνικά και προ πάντων τη γυναίκα του, τη μητέρα του, την πεθερά του, να δούμε αν θα καταλάβη λέξι. Μίλησε του όμως σέρβικά και θα σ’ εννοήση λεπτομερέστατα. Βέβαια η σλαυομακεδονική διαφέρει κάπως από την σέρβική, αλλά είναι απλούστατα μια παραφυάδα της. ’Έπειτα οι Γραικομάνοι έχουν τα ίδια ήθη κι  έθιμα πού έχουμε κι  εμείς.

Πάρε παράδειγμα τη γιορτή του «Σάββα». Κάθε σλαυομακεδονική οικογένεια, μικρή η μεγάλη έχει τον προστάτη της Άγιο, συνήθως τον άγιο Σάββα, πού τον τιμά και τον γιορτάζει, όπως γιορτάζουν οι Χριστιανοί τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Τέτοιες οικογενειακές γιορτές έχουμε μόνο εμείς οι Σέρβοι. οι Βούλγαροι, όχι. και τέλος ορθόδοξοι Χριστιανοί Σλάβοι στην Μακεδονία είμαστε μόνον εμείς. οι Βούλγαροι είναι Σχισματικοί . . . .»

Και ο ξένος περιηγητής η συγγραφεύς, πού από δεύτερο η τρίτο χέρι συλλέγει τις πληροφορίες του και πού του λείπει το κλειδί—, η σλαυομακεδονική διάλεκτος—για να πή δυο λόγια και να συνεννοηθή μ’ εναν Σλαβομακεδόνα, θα πή η θα γράψη : 
«Σωστά ! οι Γραικομάνοι της Μακεδονίας είναι Σέρβοι».
 Υπάρχουν όμως μεταξύ των παρομοίων ερευνητών ενίοτε και οι δύσπιστοι Θωμάδες. 

Τέτοιος φαίνεται να ήταν ο βαλκανολόγος Βίκτωρ Μπεράρ επί Τουρκοκρατίας. Όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη, ρώτησε τον Πρόξενο της Σερβίας στην ίδια πάλι για τον αριθμό των Σέρβων στη  μακεδονική πρωτεύουσα.

—Μα βέβαια του απάντησε, η Θεσσαλονίκη είναι σέρβική καθώς και η υπόλοιπη Μακεδονία. Έκτος όμως άπ΄ αυτό η Σερβία έχει ανάγκη από το λιμάνι της για ν΄ άναπνεύση. "Οταν όμως ο Μπεράρ ζήτησε ανάλογες πληροφορίες από άλλα αξιόπιστα πρόσωπα, πού από χρόνια κατοικούσαν στην Θεσσαλονίκη πληροφορήθηκε,
 ότι   ο σέρβικός πληθυσμός της ήταν : ο Πρόξενος, ο γραμματεύς του, δυο διερμηνείς και τρεις καβάζηδες και μερικοί περαστικοί έμποροι Σέρβοι.

§ 4. Ρωτήστε τέλος έναν Έλληνομακεδόνα για τούς Γραικομάνους.
 Θα σ’ απαντήση χωρίς ενδοιασμό: 
«Μην ονομάζεις, καημένε, έτσι τούς ομοφύλους και ομοδόξους συμπατριώτας μας. Είναι σλαυόφωνοι Έλληνες. Επειδή όμως η ελληνική γλώσσα είναι δύσκολη και πολύπλοκη και η ορθογραφία της ακόμη πιο πολύπλοκη, ξέμαθαν την μητρική τους γλώσσα κι  έμαθαν βουλγαρικά πού είναι μια γλώσσα απλή. Κατά βάθος όμως είναι Έλληνες. Γραικούς ονομάζουν τον εαυτό τους. Αν κάποιον άπ  αυτούς τον πης «Βούλγαρο», το παίρνει για μεγάλη προσβολή.
Κι  αν ο ξένος συνομιλητής είναι ελληνομαθής θα σου υπόδειξη ένα σωρό Έλληνες και Ευρωπαίους συγγραφείς, πού αποδεικνύουν τετραγωνικά, 
ότι   Σλάβοι στην Μακεδονία μόνον σαν επιδρομείς πέρασαν. ’
Άλλοι χάθηκαν, άλλοι αφομοιώθησαν με το ελληνικό περιβάλλον καθώς αρχίτερα οι Θράκες, οι  Ιλλυροί κι  ύστερώτερα οι  Αβάροι, οι Γότθοι, οι Ούνοι και τόσοι άλλοι, που υπολείμματά τους παρέμειναν με τα χρόνια στη  Μακεδονία.

Τώρα, ότι   θα ήταν δυνατό για πέντε-δέκα χιλιάδες ανθρώπους να ξεχάσουν την μητρική τους γλώσσα και να μάθουν μιαν άλλη πιο εύκολη, δεν αποκλείεται.
Ο Τσέχος καθηγητής της ιστορίας Δρ. Κ.’Ίρετσεκ αναφέρει, ότι μερικά εντελώς ελληνικά χωριά Πομάκων στην Ροδόπη ξέχασαν την μητρική τους γλώσσα και πήραν την βουλγαρική.
Αλλά εδώ πρόκειται για τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους (*), κατά δε την επίσημο τουρκική στατιστική του 1905, για 627.741 άτομα. Πώς έτσι εύκολα μπορούν να ξεχάσουν την μητρική τους γλώσσα, όσο δύσκολη και αν είναι ;

Εγώ τουλάχιστον δυσκολεύομαι να το παραδεχθώ.

Β. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ.

 § 1. ’Ίσως κάποιος αναγνώστης μου, κάποιος λεπτολόγος αναγνώστης να μου πη κατόπιν των όσων ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο :

 — Καλά, είναι φυσικώς επόμενο Βούλγαροι, Σέρβοι κι  Έλληνες, πού επί τουρκοκρατίας έρχονται μετά τον μουσουλμανικό πληθυσμό στη  Μακεδονία και στη  Θράκη καθένα από τα τρία έθνη να διεκδική την πλειοψηφία των ομοεθνών των, —και φυσικώτερο καθένα άπ  αυτά να φέρη τα σχετικά επιχειρήματα, για την υποστήριξι της γνώμης του. Άλλα για να δούμε τί λέγει η επιστήμη, τί λέγει η στατιστική.

§ 2. Λοιπόν ας απαντήσουμε και σ΄ αυτά να λύσουμε την εύλογη απορία.

Για τη Νοτιοθράκη παρόμοιο ζήτημα ούτε εγεννηθηκε ούτε μπορούσε να γεννηθή μέχρι του 1912. Κανείς, απολύτως κανείς συγγραφεύς η περιηγητής των χρόνων εκείνων—εκτός, εννοείται μερικών σωβινιστικών Βουλγάρων,—δεν αμφισβήτησε, ότι   οι "Ελληνες πνευματικώς και οικονομικώς υπερείχαν ολων των άλλων εθνοτήτων, αριθμητικώς δέ, ότι   μετά τους Μουσουλμάνους ερχότανε το ελληνικό στοιχείο. 
Προκειμένου περί της Βορειοθράκης η της Ανατολικής Ρουμελίας, το ζήτημα έχει αρκετά διαλευκανθή με το αρθρον 10 του περιφήμου Φιρμανίου του 1870 περί ίδρυσεως της Εξαρχίας και της εμμέσου αναγνωρίσεως των Βουλγάρων ως αυτοτελούς εθνότητος.

Πράγματι με το εν λόγω άρθρον οροθετική γραμμή μεταξύ της δίκαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εξαρχίας κι  επομένως η διαχωριστική γραμμή μεταξυ Ελληνισμού και Βουλγαρισμου, εκτός της παραλιακής ζώνης Άγχιάλου —Βάρνας—Καβάρνας η οποία παρέμεινε στη  δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, παρέμειναν, ακόμα τα εδάφη που βρίσκονται εδώθε από την καμπήν του Εβρου δηλαδή 
η νοτιοδυτική πλευρά της Ανατολικής Ρουμελίας με κυριώτερα ερείσματα του Ελληνισμούτην Περιστεράν (Pechtera), Ταταρ Παζαρτζίκι, Φιλιππούπολι, Στενίμαχο και Χάσκοβο.

Έν τούτοις μετά την υπογραφήν της Συνθήκης του Βερολίνου σ΄ αυτά τα εδάφη έχει προστεθή και η Ελληνικότατη επαρχία του Καβακλή, η οποία είχεν αποκοπεί από το Σαντζάκι της Άδριανουπόλεως και την ελληνική Μητρόπολι της Άδριανουπόλεως.

Εντεύθεν αυτής της οροθετικής γραμμής, στην Εξαρχία αναγνωρίσθηκε με το έν λόγω διάταγμα μόνον η ενορία της Παναγίας, στην Φιλιππούπολη, η οποία είχε καταληφθή πραξικοπηματικούς από τους Βουλγάρους ακόμα τον Δεκέμβριο του 1859.

 Είναι αλήθεια, ότι   την έκδοση αυτού του Φιρμανίου, ενώ οι Βουλγαροι την αντίκρυσαν με χαρά, αγαλίασι και τυμπανοκρουσίες, κι  εστειλαν χιλιάδες τηλεγραφημάτων στον τότε φιλοβουλγαρο Πρωθυπουργό της Τουρκίας, τον Άλή Πασσά και τον ίδιον τον Σουλτάνο, ο ελληνισμός και το Οικουμενικό Πατριαρχείο το δέχθηκαν με μεγάλη δυσφορία και αγανάκτησι. το Πατριαρχείο μάλιστα διαμαρτυρήθηκε εντονώτατα για την εκδοσί του.
Άν όμως θέλουμε να είμαστε εντελώς αντικειμενικοί, πρέπει να παραδεχθούμε, ότι   την ίδια οροθετική γραμμή, εξαιρέσει όμως της ενορίας της Παναγίας, στη  Φιλιππούπολη κατά το χρονικό διάστημα 1870—1872 παραδέχθηκε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως τελευταίαν υποχώρησί του στις αξιώσεις των Βουλγάρων, για να μή διασπασθή η ενότητα της Όρθοδόξου Εκκλησίας. (Προσχέδιο του Πατριάρχου της Κων)πόλεως Γρηγορίου του ΣΤ΄). Ούτως η άλλως γεγονός αναμφισβήτητο είναι, ότι   το Φερμάνι της ίδρυσεως της Εξαρχίας, έστω και δυσμενές για τα συμφέροντα του Ελληνισμού, αποτελεί ένα ορόσημο στο διαχωρισμό των δικαιωμάτων των δυο Εθνοτήτων στη Μέση Βαλκανική.
Φυσικά όλοι οι κάτοικοι του νοτιοδυτικου χώρου της Ανατολικής Ρουμελίας (εδώθε της καμπής του "Εβρου) δεν ήσαν Έλληνες.
Ήσαν όμως δεδηλωμένοι Πατριαρχικοί ήτοι Γραικομάνοι.

§ 3. Απ’ όσα είπαμε πιο επάνω γίνεται φανερό, ότι  όλες οι συζητή σεις και δλος ο καυγάς μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων επί, Τουρκοκρατίας δεν ήταν ούτε για τη σύνθεσι του πληθυσμού της Νοτιοθράκης η της Άνατολικής Ρουμελίας, άλλ  αποκλειστικών σχεδόν για τη Μακεδονία.
Κι  επειδή έγινε λόγος για τη διαλεύκανσι του ζητήματος από απόψεως, στατιστικής, ας δουμε τι μάς λένε εν προκειμένω οι διάφοροι πού ασχολήθηκαν με την εθνολογική σύνθεσι του πληθυσμού της Μακεδονίας τ. ε. των τριών σαντζακίων Θεσσαλονίκης, Μοναστηριού και Σκοπιών.

Το κάνουμε μάλλον από ευσυνειδησία για να δη ο αναγνώστης μας, αν είναι δυνατόν να βγάλη ένα οπωσδήποτε συμπέρασμα, από την περίφημη αυτή στατιστική. Πρόκειται για τον Ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας, μα θα μπορούσαμε να του σερβίρουμε αναλόγους πίνακες βουλγαρικής η σερβικής προελεύσεως η εμπνεύσεως. Σε οϊανδήποτε από τις τρεις κύριες χριστιανικές εθνότητες προσθέσουμε τον όγκο των Γραικομάνων, αμέσως θ’ αποκτήση την απόλυτο πλειοψηφία.

            Πηγαί......................Εθνικότης....Σύγγραμμά......................................Έτος.............Ελλην.

1      Emil de Laveleye.........(Belge)........La Péninsule des Balkans........................I885..........65.000
2     Richard von Mach....... (Allem.)......Das Machtbereich des Bulga            
.....................................................................rischen Exarchats in der Türkei.......1877...........95-005
3     Prince Teherkasky........(Russe).......Documents pour l’Etude de             
..............................................................la Bulgarie............................................ 1875..........124.250
4     D. M. Brancoff.............(Bulgare).....La Macédoine et sa Popula-                     
..............................................................tion Chrétienne.......................................1906........190.045
5    St. Vercontch...............(Serbe).........Esquisse topographique et
..............................................................etnographique de la Macedoine...............1889.......212.994
6    V. Kantceff..................(Bulgare)......La Macédoine Ethnographi-                    
.............................................................que et Statistique......................................1900......214.329
7     G. Weigand.................(Alleman).....Die Nationale Bestrebungen                   
..............................................................der Balkauvölker.....................................1898.......225 000
8      J. Ivanoff.....................(Bulgare)......La question Macédonienne.................... 1912.......267.862
9     G. Routier................... (Français).... La Macédoine et las Puissances..............1904.......322 000
10  G. Amadore Virgile.......(Italien)........ La question Rumeliote et la              
.............................................................. Politique Italiene......................................1908.......642.000
11.   V. Colocotronis...........(Grec)..........La Macédoine et l’Héllenisme.
.............................................................. (Oour 1012)............................................1919......572.718
12.   A. Chalkiopoulos.........(Grec)..........La Macédoine Statistique Ethnologique
...............................................................et les Villages de Salonique et Monastir....1910.......660 000

1)Πρβλ. Christo Christides: Le Camouflage Macédonien, Athènes 1943 

Λοιπόν ;
Αν ένας μελετητής θέλει μόνον επί τη βάσει συγγραμμάτων πού ειδικώς κατέγιναν με την Μακεδονία και την σύνθεσι του πληθυσμού της προ του 1915 να σχηματίση γνώμη και να βγάλη ενα συμπέρασμα, ποιόν αριθμό θα πάρη για σωστό μεταξύ 95.000 και 660.000 ;

Γ'. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ.

 § 1Από όσα εκθέσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια γίνεται φανερό, ότι   Βούλγαροι και Σέρβοι διεκδικούσαν τούς Γραικομανούς ως ομοεθνείς των, στηριζόμενοι κυρίως η μάλλον αποκλειστικώς στη γλώσσα.

Κατά πόσον η γλώσσα είναι το κύριο γνώρισμα θα μιλήσουμε υστερώτερα.
 Εμείς οι Έλληνες διατεινόμεθα, ότι   οι Γραικομάνοι ήσαν Έλληνες στηριζόμενοι στην εθνική τους συνείδησι, μ΄ άλλα λόγια στη ψυχή τους.

 Άλλ’ ερωταται : Τι είναι τέλος πάντων και τι εννοεί η εθνολογία μ΄ αυτόν τον όρο; Θα μπορούσα να φέρω ένα σωρό γνώμες διαφόρων διαπρεπών ιστορικών και εθνολόγων. Προτιμώ εν τούτοις ν΄ αναφέρω τη γνώμη του μεγάλου φιλοσόφου και ιστορικού Γάλλου, του Έρνέστου Ρενάν.

Λοιπόν ο Ερνέστος Ρενάν σέ μια μονογραφία του με τον τίτλο 
«Τί εστί εθνότης» γράφει τα επόμενα :

«Αν εγώ χαίρουμαι, όταν ένα έθνος ευημερή και προοδεύει σαν να επρόκειτο για την ευημερία και την ευτυχία της οικογενείας μου, όταν πάσχω και υποφέρω όταν αυτό υποφέρη, και κυρίως όταν έχω τη σταθερή απόφαση τα παιδιά μου να τ΄ αναθρέψω και τα εκπαιδεύσω στις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές παραδόσεις αυτού του έθνους και κανενός άλλου,— τελείωσε :
 Ανήκω ολόψυχα σ΄ αυτό το τελευταίο έθνος αδιάφορο σε ποια φυλή ανήκω, ποια γλώσσα μιλώ και ποιο θρήσκευμα πρεσβεύω».

§ 2. Τέτοιοι πράγματι υπήρξαν οι Γραικομάνοι της Μακεδονίας κατά τον μακεδονικόν αγώνα, αλλά και προ και κατόπιν άπ΄ αυτόν.  Έλληνες φανατικά αφοσιωμένοι στην ελληνική Ιδέα, τις ελληνικές.παραδόσεις, και στην Ελληνική Όρθόδοξη εκκλησία, αν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς δέν ήξεραν ούτε «γρύ» ελληνικά.

Ο Γραικομάνος Μακεδόνας,
Καπετάν Κώτας.
Τέτοια λ χ. ήσαν ο καπετάν —Κόττας από τη σημερινή Κρυσταλλοπηγή, ο καπετάν Βαγγέλης από το Στρέμπερη, ο καπετάν Αποστόλης από τη Στρούμιτσα. 

'Όλοι αυτοί πολέμησαν εναντίον των Κομιτατζήδων με ακαταδάμαστο θάρρος προ του 1904.

 Δηλαδή προτού να μπουν τα πρώτα ελληνικά σώματα στη  Μακεδονία, και όταν αυτά έφθασαν ως στην Πρέσπα και βορειότερα, αυτοί με τα σώματά τους υπήρξαν οι καλλίτεροι και πιστότεροι σύμμαχοι και συμπαραστάτες τους.

§ 3. Αντιπροσωπευτικός τύπος αυτών των μακεδονομάχων οπλαρχηγών υπήρξεν ο θρυλικός Καπετάν Αποστολής από τη Στρούμνιτσα.Άς προσπαθήσουμε λοιπόν να τον σκιαγραφήσουμε οπωσδήποτε.

Ό καπετάν Αποστολής προτού αρχίσει ο Μακεδονικός αγών ήταν ένας φιλήσυχος και αξιαγάπητος άνθρωπος. 
’Έβλεπε τη δουλίτσα του στο μαγαζί του, στο χωράφι του και τ"αμπέλι του, και η ευχαρίστησί του ήταν το κυνήγι και κατάβραδα μετά τον εσπερινό να πηγαίνη στον Έλληνα παπά της ενορίας του κι  εκεί κοντά σ΄ ένα μπακάλικο πίνοντας ούζο η κρασί να συζητούν για τούς βίους των Αγίων η για την ερμηνεία του Αγαθαγγέλου, πότε ήτοι θα έλθη «το ξανθό γένος» να τούς ελευθερώση από τη σκλαβιά.

Και πότε στο «Μεγάλο Μοναστήρι» θα ξαναχτυπούσαν οι καμπάνες και θα εξακολουθήση η τελετουργία πού είχε διακοπή, όταν οι Τούρκοι πήραν την Πόλι.

’Έτσι πήγαιναν τα πράγματα, όταν μια μέρα ήλθαν οι Κομιτατζήδες.

 Ήλθαν στη  Στρούμνιτσα και τους εδήλωσαν, ότι θα τούς κάψουν και θα τούς ρημάξουν αν δεν προσχωρήσουν στην Εξαρχία, και δεν δώσουν τη σχετική δήλωσι στη  τουρκική κυβέρνησι.
Και τότε ο Καπετάν Αποστολής ξέχασε το αμπέλι και το χωράφι του, άλλαξε το κυνηγετικό του όπλο μ’ ένα γκρα και από Έλληνας και πατριαρχικούς Βουλγάρους, όλους άφοσιωμένα παλληκάρια στην πίστι των προγόνων των, εσχημάτισε το πρώτο ανταρτικό σώμα για ν’ αποκρουση τούς κομιτατζήδες και ν’ απόρριψη τα αιτήματά τους. ’
Έτσι κι  έγινε. Τούς απέκρουσαν παντού.
Ή λαϊκή μούσα αφιέρωσε στον Καπετάν Αποστόλη ένα χαρακτηριστικό τραγούδι, εννοείται στο σλαβομακεδονικό γλωσσικό ιδίωμα με το επόμενο περιεχόμενο (') :
 «Βγήκε η βάβω (ή γριά) να δη τί γίνεται έξω από το χωριό. Βλέπει δεξιά, βλέπει αριστερά και τι να δη!
Κομιτατζήδες περικύκλωσαν το χωριό.
Τρέχει στον καπετάν Αποστόλη.
 — Πού είσαι καπετάν Αποστόλη να δης τί γίνεται. το χωριό μας είναι κυκλωμένο από Κομιτατζήδες. — Μη φοβάσαι, βάβω, ειμ΄ εδώ με τα παλληκάρια μου.
—Πίσω, σκυλλιά, γιατί όλους θα σάς φάμε. Κείνοι τρομαγμένοι αποτραβιούνται και του ανοίγουν πλατεία τον δρόμο. Και ο καπετάν Άποστόλης πάει να σμίξει με τούς Ελληνας αντάρτας, με τα γενναία παλληκάρια. Πόσο τον χάρηκαν ! και τα βουλγαρικά σκυλιά έφυγαν ντροπιασμένα».

Επίσης είναι χαρακτηριστικές και πολύ μάλιστα του φρονήματος των Γραικομάνων απέναντι των Ελλήνων, των Βουλγάρων και Βλάχων συγκατοίκων των μερικές παροιμίες των. Διότι οι παροιμίες και τα λαϊκά τραγούδια είναι και μένουν η καθαρότερη της ψυχοσυνθέσεως κρυστάλλινη πηγή της λαογραφίας ενός λαού.  Ιδού μερικές.
α)  Άκο σακαch Γκρέσκοντ ντά τη πικάσσα, ντά μοι μίγνιch, πού θα πη :
αν θέλης ένας Γραικός να σ΄ εννοήση, κάνε του ένα νεύμα. Δηλαδή ο 'Έλλην είναι τόσο έξυπνος πού και μ΄ ενα νεύμα καταλαβαίνει τί θέλεις.
β) Άκό σακαch Βλάχουτ ντά ντι πικάσσα, ντά μου σφυριch, πού θα πη :
 αν θέλης ένας Βλάχος να σ’ εννοήση σφύριξε του. Δηλ. για τη νοημοσύνη ενός Βλάχου δεν άρκεϊ ένα απλό νεύμα, άλλα θα πρέπη το ίδιο πράγμα να του το πής κατ’ επανάληψιν και δυνατά (σφυριχτά) για να καταλάβη περί τίνος πρόκειται.
γ) Άκο σακαch Μπούλγκαρινουτ ντά τι πικάσσα, ντάρβο να γλαβάτα, πού θα πή :
 αν θέλης Βούλγαρος να σ’ εννοήση πάρε ένα ξύλο και χτύπα του στο κεφάλι. Δηλαδή ο Βούλγαρος είναι τόσο χοντροκέφαλος, πού μονάχα με το ξύλο στο κεφάλι μπορεί να σε καταλάβη.

§ 4. Ο Βούλγαρος συνάδελφός μου στην ελληνική βουλγαρική επιτροπή της Σόφιας, Κ. Ποπηλήεφ Στρουμνιτσιώτης ο ίδιος και γυιός εξαρχικού παππα στην ίδια πόλι, μού έλεγε για το γόητρο πού είχε στους Γραικομάνους η ελληνική γλώσσα με τη γλυκύτητά της εν σχέσει με τη βουλγαρική.
Ο πατέρας του είχε μια αδελφή πού τελείωσε το ελληνικό δημοτικό σχολείο της Στρούμνιτσας κι  ήταν φανατικιά Πατριαρχική.
Του κάκου ο πατέρας του προσπαθούσε να την κάνη εξαρχική.

§ 5. Κι  επανερχόμεθα στον Καπετάν 'Αποστόλη. Όταν η διαμάχη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων βρισκότανε στο οξύτατο σημείο, ο Στρουμνιτσιώτης οπλαρχηγός αποφάσισε ν΄ανατινάξη στον αέρα τη βουλγαρική Μητρόπολι, αυτό το «γνεζντό=σφηκοφωλέα» καθώς έλεγε άπ΄ όπου εκπορεύονταν όλα τα δεινά των Στρουμνιτσιωτών.
Ενθύμιον Στρώμνιστσας 1903
Κι έπρεπε,—καθώς με πληροφόρησε ένας προέχων Στρουμνιτσιώτης, πού τώρα διαμένει στη  Θεσσαλονίκη—να μεταχειρισθούν οι Δημογέροντες όλη τους την ευγλωττία και ο Έλλην Μητροπολίτης να τον εξορκίση «στα πεθαμένα του», για να τον αποτρέψουν άπ’ αυτήν την πράξι.

Αυτοί υπήρξαν οι Θρακομακεδόνες Γραικομάνοι τους οποίους εμείς οι Έλληνες πολύ δικαίως τούς ονομάζουμε «Σλαβοφώνους Έλληνας»
Αλήθεια τι θα μπορούσε ένας καθαρόαιμος Έλλην να σκεφθή η να πράξη για τη πατρίδα του περισσότερο από έναν σλαβομακεδόνα;


Δ'. Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΘΝΟΤΗΤΟΣ.

 § 1. Από όσα αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο καταφαίνεται ότι   το κυριώτερο επιχείρημα, το δυνατότερο «ατού»τόσο των Βουλγάρων, όσο και των Σέρβων για την εθνικότητα των σλαυοφώνων Μακεδόνων είναιη μητρική τους γλώσσα, πού οι μέν Βούλγαροι την θέλουν παραφυάδα της βουλγαρικής, οι δε Σέρβοι της σερβικής.

Άλλ΄ άραγε είναι η γλώσσα το κύριο, το βασικό γνώρισμα πού μπορεί να χαρακτηρίση την εθνικότητα ενός ατόμου η μιας ομάδος ατόμων, η μήπως είναι η ψυχή και η συνείδησις καθώς διατεινόμεθα εμείς ;
Βέβαια δεν μπορούμε ν΄ αρνηθούμε, ότι   η γλώσσα είναι το κατεξοχήν μέσον για να εξωτερίκευση ένας πολιτισμένος άνθρωπος τον εσωτερικό του, τον ψυχικό και πνευματικό του κόσμο. ’Ακούς δυο άνθρώπους να συζητούν αγγλικά και η πρώτη σου εντύπωσι είναι, ότι   εχεις να κάνης με "Αγγλους ενώ μπορεί νάναι Έλληνες η Γάλλοι.

Αλλά η γλώσσα είναι η επιφάνεια, καθώς το ετονίσαμε κατ’ επανάληψιν, δεν είναι το βάθος. Είναι ο φάκελλος, δεν είναι η εσώκλειστη επιστολή.
Είναι το φόρεμα, δεν είναι το το σώμα.
Είναι η φλούδα του καρπού, δεν είναι η ψύχα του και πολύ λιγώτερο ο σπόρος, πού σαν πέση στη  γη θα βγάλη τα φιντάνια πού θα το διαιωνίσουν.

§ 2. Η γλώσσα λοιπόν δεν είναι το κύριο γνώρισμα της Έθνότητος. 
Και αυτός ο γνωστός βουλγαρόφιλος γερμανός συγγραφεύς Βάϊγκαν  στο έργο του «Ethnologie von Makedonien» =«Έθνολογία της Μακεδονίας» (1924 —σελ. 1—2) αναγνωρίζει, ότι   η Επιστήμη δεν πρέπει να ικανοποιείται με την άποψι της Πολιτικής ότι   η μητρική γλώσσα, ενός ατόμου καθορίζει την εθνικότητά του.

 «Ή γλώσσα, λέγει, είναι κάτι εξωτερικό και μεταβλητό και δεν πρέπει μόνον αυτή να λαμβάνεται ως κρίσις για τον καθορισμό της εθνότητος, άλλα οι πνευματικές και σωματικές ιδιότητες, τα ήθη και τα λαϊκά έθιμα».

 Μόνο πού ο Βάϊγκαν ξεχνά, — ισως διότι δεν του συμφέρει—ν΄ άναφέρη το κυριώτερο :
 την εθνική συνείδησι του ατόμου.

Ότι δε η γλώσσα δεν είναι το κύριο γνώρισμα της εθνικότητος έχουμε χτυπητά παραδείγματα μπρος στα μάτια μας.
Άγγλοι και Βόρειοι Αμερικανοί μιλούν αγγλικά και όμως αποτελούν δύο εντελώς χωριστά  Έθνη.
Το ίδιο 'Ισπανοί και Βραζιλιανοί, Πορτογάλλοι και Αργεντινοί.

Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην Ελβετία. Εκεί κατά κανόνα οι κάτοικοί της έχουν τρεις μητρικές γλώσσες : τη γερμανική, την γαλλική και την ιταλική.
Και όμως αποτελούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο έθνος. Κάτι περισσότερο : Όταν ο Μουσολίνι με τα ιμπεριαλιστικά του όνειρα θέλησε ν΄ αποσπάση από την  
'Ελβετία το ιταλόφωνο καντόνι του Τεσσίν, πρώτοι οι ομόγλωσσοι του Τεσσινιώτες πήραν τα όπλα για να υπερασπισθούν το πατρικό τους, το ελβετικό έδαφος και την ακεραιότητά του. Δεν είναι λοιπόν η γλώσσα πού καθορίζει την Εθνικότητα ενός ανθρώπου και ματαιοπονούν Σέρβοι και Βούλγαροι ν΄ αποδείξουν το αντίθετο (‘).
Όσον αφορά το φρόνημα και την Εθνική συνείδησι των σλαυοφώνων Μακεδόνων, το ζήτημα, νομίζομεν, εξαντλείται με όσα αναφέραμε στα προηγούμενα κεφάλαια.

§ 2. Κατά τα τελευταία χρόνια τόσον η Ελληνοτουρκική Επιτροπή Μεταναστεύσεως όσο και η Ελληνοβουλγαρική εφάρμοσαν στη  πράξι οσα έχουμε προαναφέρει. Δηλαδή σαν κύριο κριτήριο της εθνότητας μερικών χωρών έλαβαν την εθνική συνείδησι και όχι τη γλώσσα. Η  πρώτη Έπιτροπή τόκαμε για τούς τουρκοφώνους Έλληνας της Καισαρίας.

Αυτοί μολονότι είχαν τονισμένη ελληνική συνείδησι δεν ήξεραν «γρυ» ελληνικά, σε τρόπο ώστε και η ιερουργία στις εκκλησίες τους, να γίνεται (κατόπιν διαταγής του Πατριαρχείου εννοείται) στη  τουρκική γλώσσα, ενώ η Έλληνοβουλγαρική Μικτή Επιτροπή εκούσιας Μεταναστεύσεως, πήρε ανάλογη απόφασι για δυο χωριά το Στάρτσεβο και τη Μανδρίτσα. ’Απ’ αυτά το πρώτο ήταν βουλγορόφωνο καθολοκληρίαν, ενώ το δεύτερο ήταν επίσης καθολοκληρίαν Αλβανόφωνο.
Ζήτησαν και τα δυο χωριά να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Ο βούλγαρος αντιπρόσωπος έφερε ένα σωρό αντιρρήσεις, άλλα δεν έπιασαν τόπο και η μετανάστευσις των δυο χωριών στο τέλος επετράπηκε.

Τσέτα του Κώτσο Λιότατα -Кочо Георгиев Лютов

Ε'. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
 ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΩΝ
 ΚΑΙ Τ΄ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ.

 § 1. 'Ως την Ανοιξι (Μάρτη) του 1903 η Έσωτ. Μακεδονική 'Επαναστατική  Οργάνωσις (I.M.R.O) και η Επαρχία προσπάθησαν μόνο με την έντονη προπαγάνδα και τ΄ άφθονα υλικά μέσα, πάντως όμως με ειρηνικά μέσα προσπάθησαν να μεταπείσουν τούς Γραικομάνους ν΄αποσπασθούν από το Πατριαρχείο και να δηλώσουν, ότι   προσχωρούν στην Εξαρχία.

Στη  Θράκη (περιοχήν του Μπουνάρ-Χισάρ νομού ’Ανδριανουπόλεως) η τακτική αυτή είχε μερικές επιτυχίες, άλλα στη  Μακεδονία οι επιτυχίες της ήσαν ελάχιστες.
 Αλλά και οι Κομιτατζήδες της εξωτερικής Μακεδονικής Έπαναστατικής Όργανώσεως (V.M.R Ο.) ( ) μεταχειρίσθηκαν βίαια μέσα μονάχα σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν ιό χρήμα, η προπαγάνδα και οι διάφορες απειλές δεν έπιαναν τόπο.
Η τσέτα του Μπορίς Σαράφωφ στο Μελένικο.
§ 2. την άνοιξη του 1903 ο Μπόρις Σαράφωφσυναρχηγός της Εξωτερικής Επαναστατικής Όργανώσεως ήλθε από τη Σόφια στη  Μακεδονία.
 Σ΄ ενα εξαρχικό χωριό της Καστοριάς το «Κιμεληντί» προσκάλεσε τούς οπλαρχηγούς και των δυο Όργανώσεων σέ συσκεψι. Τούς εδήλωσε ότι   η ιδέα της αυτονομήσεως της Μακεδονίας είχεν ωριμάσει καλά πλέον στ’  Ανακτοβούλια της Ευρώπης.  Ότι κατά πάσαν πιθανότητα θα γινότανε δημοψήφισμα μεταξύ του πληθυσμού της.
Ότι για να φανή ποια από τις τρεις χριστιανικές εθνότητες : Βουλγάρων, Ελλήνων και Σέρβων θα είχε τα πρωτεία η όπως εδήλωσε την «ηγεμονία» στη  διοίκησι του νέου Κράτους, και προτού διενεργηθή το δημοψήφισμα θα επρεπε με κάθε τρόπο, ακόμη «διά πυρός και σιδήρου» να πειθαναγκασθουν οι Πατριαρχικοί Σλαβόφωνοι ν΄ άποκηρυξουν το Πατριαρχείο και να γίνουν και να δηλώσουν επισήμως ότι   προσχωρουν στην Εξαρχία.

«Διότι πρόσθεσε μόνον οι Έξαρχικοι θεωρουνται ως πραγματικοί Βούλγαροι. Αλλιώς, είπε, η Μακεδονία κινδυνεύει να πετάξη από τα χέρια μας».

Σ΄ αυτές τις προτάσεις του Μπορίς Σαράφωφ μόνο δύο οπλαρχηγοί της Εσωτερικής Όργανώσεως εφεραν αντιρρήσεις άλλα κι  αυτοί στο τέλος υποχώρησαν και από τότε άρχισε ο τρομακτικός διωγμός των Πατριαρχικών Σλαβομακεδόνων, των Έλληνομακεδόνων και των ελληνιζόντων Κουτσοβλάχων, πού φυσικά τούς υποστήριζαν.

§ 3. Ποιό το αποτέλεσμα αυτού του διωγμού ;
Ακριβώς το αντίθετο από εκείνο πού περίμεναν οι Κομιτατζήδες
Με τα βίαια μέτρα και την τρομοκρατία πού μεταχειρίσθηκαν έσπρωξαν με τα δυό τους χέρια τούς Γραικομάνους στην αγκαλιά του Ελληνισμού. Αυτό ήταν το άποτέλεσμα! Άλλα καλλίτερα ας δώσουμε τον λόγο σ΄ εναν από τούς παθόντας.

Πρόκειται για τον Μπάρμπα-Σίμο, ιδιοκτήτη και διευθυντή του μεγάλου ξενοδοχείου της Φλώρινας το «Διεθνές». ’Ίσως ζή σήμερ’ ακόμα. 
Είναι δίγλωσσος, μιλεί με την ίδια ευχέρεια τα ελληνικά και τα σλαβομακεδονικά, καθώς άλλωστε όλοι οι Φλωρηνιώτες, αδιάφορο αν η καταγωγή τους είναι ελληνική η σλαβομακεδονική.
«Κατά τον μακεδονικό αγώνα, μου διηγήθηκε ο Μπάρμπα-Σίμος, ζουσαμε στο Άρμενοχώρι. Επειδή το χωριό μας είναι κοντά στη  Φλώρινα δεν υποφέραμε και τόσο από τα τουρκικά αποσπάσματα.  Όλο το χωριό, καμμιά εκατό πενήντα σπίτια είμασταν Πατριαρχικοί. στην εκκλησιά μας είχαμε Έλληνα παππά. Η λειτουργία στην ελληνική γλώσσα. Το ίδιο και στο σχολεΐο μας. Δάσκαλο και παππά τούς πληρώναμεν εμείς.
Οι Έξαρχικοί μας ειδοποίησαν κατ’ επανάληψιν να γίνουμε δικοί τους.
Θα μάς έστελναν παππά και δάσκαλο, πού θα τούς πλήρωνε η Εξαρχία.

 Άλλα θα συντηρούσαν και τα πτωχόπαιδα του χωρίου. Άν τυχόν δυσκολευόμασταν κάποτε να πληρώσουμε τούς φόρους, και σ’ αυτό θα μάς βοηθούσε η Εξαρχία.
Δεν δεχθήκαμε.
Εμείναμε Πατριαρχικοί. Ένα πρωΐ όμως οι Κομιτατζήδες περικύκλωσαν το χωριό μας. Αύτοι δεν ήλθαν να διαπραγματευθούν.
 Μάς απείλησαν ότι   θα μάς έκαιγαν και θα μάς έσφαζαν, αν δεν υπογράφαμε ευθύς αμέσως δήλωσι, ότι   γινόμαστε εξαρχικοί.
Ο θειος μου, πού ήταν επίτροπος της Εκκλησίας τούς έδωσε εκ μέρους όλου του χωριού την απάντηση : «Πατριαρχικοί, τούς είπε, γεννηθήκαμε, πατριαρχικοί και θα πεθάνουμε». Τον άρπαξαν, τον έφεραν στην πλατεία του χωριού και τον έσφαξαν σαν πρόβατο.
Οι άλλοι τι να κάνουν ; υπόγραψαν.
Μόλις όμως πέρασε ο κίνδυνος από τραβήξαμε τη δήλωση μας και μείναμε σαν πρώτα Πατριαρχικοί».
Και ο συνομιλητής μου εξακολούθησε : «Όταν ο μακαρίτης πατέρας μου πλησίαζε να πεθάνη προσκάλεσε γύρω στο κρεββάτι του όλους τούς γυιους, θυγατέρες, γαμπρούς κι’ εγγόνια και μας είπε :

«Σας αφίνω την κατάρα σε σας, στα παιδιά και στα παιδιά των παιδιών σας, αν γίνεται εξαρχικοί • Προκοπή να μη δήτε».

’Έτσι όλη η οικογένεια εξελληνίσθηκε τελείως.

Έγώ ο ίδιος θα δυσκολευόμουνα να πιστέψω πώς ειχα να κάμω μ΄ εναν Γραικομάνο, εναν φανατικό Ελληνα, αν δεν μου τόλεγε ο ΐδιος.
Κάποτε στα 1923 η 1924 Βούλγαροι κομιτατζήδες πού πέρασαν τα σύνορα—ποιος θα τούς εμπόδιζε αφού τα βορεινά μας σύνορα είναι ορθάνοιχτα σέ κάθε κακοποιό—κι’ ερριψαν δυο βόμβες στο κτήμα του Μπάρμπα Σιμο.
Αρκετές υλικές ζημίες, ευτυχώς χωρις ανθρώπινα θύματα
. Άλλα ο Μπάρμπα-Σιμος, τα δυο αδέρφια του, άλλοι τόσοι γαμπροί και νύφες, παιδιά κι’ εγγόνια δεν τρομοκρατήθηκαν. 
Έμειναν Έλληνες και μάλιστα φανατικοί Έλληνες. 
Γενικώς αυτό ήταν το αποτέλεσμα των βιαίων μέτρων της τρομοκρατίας, της πυρπολήσεως ολόκληρου του χωριού και των σφαγών. Καθώς είπα και προηγουμένως οι Βούλγαροι κομιτατζήδες έσπρωξαν τούς Γραικομάνους με τα δυό τους χέρια στην αγκαλιά του Ελληνισμού.

§ 4. Στην ζωή των ατόμων και συχνά των μαζών παρατηρείται ενα παράξενο φαινόμενο : τραγικές περιπτώσεις πού έχουν και την κομική τους πλευρά.

Κατι ανάλογο συνέβη μ΄ ενα χωριό της ορεινής Θεσσαλονίκης επί Τουρκοκρατίας. ο Χιλμή Πασσας Γενικός Διοικητής των σαντζακίων Θεσσαλονίκης, Μοναστηριού και Σκοπίων στα 1905 αποφάσισε να καταρτίση επίσημη στατιστική αυτών των τριών νομών.

Στις πόλεις και τα μεγαλύτερα κέντρα γι΄ αυτόν τον σκοπό διορίσθησαν αντιγραφείς. Άλλα για τα χωριά έπρεπε οι προύχοντες των και ο παππάς να πάνε στη πλησιέστερη πόλι και να δηλώσουν μεταξύ άλλων και την εθνότητα των συγχωρικών των.
’Έτσι και οι προύχοντες του εν λόγω χωριού πήγαν στην Θεσσαλονίκη και δήλωσαν ότι   ολόκληρος ο πληθυσμός ήταν εξ αρχής και ως τώρα Πατριαρχικοί.

Άλλα λίγες μέρες θστερώτερα πήγαν στο χωριό τους κομιτατζήδες και τούς απείλησαν ότι   θα τούς κάψουν και θα τούς ρημάξουν, αν δεν πάνε αμέσως να δηλώσουν ότι   προσχωρούν στην Εξαρχία.
Πήγαν λοιπόν οι ίδιοι προύχοντες στη Θεσσαλονίκη και δήλωσαν, ότι   έγινε λάθος και ότι   είναι εξαρχικοί.
Την εποχήν όμως εκείνη δρούσαν στη μεσαία και νότια Μακεδονία ελληνικά αντάρτικα σώματα καλά οργανωμένα.
Έπισκέφθηκαν το χωριό και πειθανάγκασαν τούς προύχοντας του να πάνε στη Θεσσαλονίκη και να δηλώσουν, ότι   είναι Πατριαρχικοί.
Έτσι κι  έγινε. Όταν το πληροφορήθηκαν οι κομιτατζήδες εξεμάνησαν.
Τούς απείλησαν, ότι   θα κάψουν το χωριό τους, αν δεν πάνε αμέσως να δηλώσουν, ότι   είναι έξαρχικοί. Και για ν΄ αποδείξουν, ότι   δεν χωρατεύουν έκαψαν μερικά σπίτια των φανατικωτέρων Πατριαρχικών.
Ξαναπηγαίνουν πάλι οι ταλαίπωροι άνθρωποι.
Οταν ο Χιλμή Πασσάς πληροφορήθηκε τον ερχομό τους, ζήτησε να παρουσιαστούν μπροστά του :
—Τι εισθε τέλος πάντων τούς είπε οργισμένος.
Είσθε Έλληνες, είσθε Βούλγαροι, είσθε Πατριαρχικοί η Έξαρχικοί ;
Τί καμώματα είναι αυτά τα δικά σας.
Και οι προύχοντες μ’ ενα στόμα απάντησαν :
—Δεν είμαστε, Πασσά μου, ούτε Έλληνες, ούτε Βούλγαροι, ούτε Πατριαρχικοί, ούτε Έξαρχικοί .... Είμαστε Άτσίγγανοι !
Τό κωμικοτραγικό αυτό επεισόδιο μου το διηγήθηκε ο γέρο-Τάτης, προύχων της Θεσσαλονίκης, πού την εποχήν εκείνην ήταν άζάς (δηλ. νομαρχιακός σύμβουλος) και αντιπρόσωπος της ελληνικής κοινότητος της επαρχίας της Θεσσαλονίκης στο εν λόγφ Συμβούλιο.
Οι καημένοι οι Γραικομάνοι κυριολεκτικούς δεν ήξεραν «ποιόν Θεό να προσκυνήσουν».
Άς μη τούς κατακρίνουμε τούς δυστυχείς !

Ε'. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

 § 1. Στην εισαγωγή της παρούσης μας μελέτης αναφέραμε, ότι   αυτή εκτός της ιστορικής, λαογραφικής, εθνολογικής και πολιτικοκοινωνικής της σημασίας δεν χάνει και το ενδιαφέρον, πού πάντοτε προκαλεί η ενημερότης και η σημεσινή θέσις του ζητήματος.
Και πράγματι.
 Άν για μας τούς Έλληνες το θρακομακεδονικό και ιδίως το μακεδονικό ζήτημα θεωρούνται οριστικώς και τελεσιδίκως λυμένα δεν έχουν την ίδιαν αντίληψι οι βόρειοι γείτονες και κυρίως οι Βούλγαροι.
Γι αυτούς το μακεδονικό ζήτημα εκκρεμεί και περιμένει τη λύση του. 

Βέβαια κι’ εμείςοι Έλληνες δεν θα λησμονήσουμεούτε ποτέ είναι δυνατόν να διαγράψουμε τις εδαφικές μας αξιώσεις
 εις την Βόρειο Ηπειρο,
τις περιοχές Μοναστηριού 
Γευγελή και 
Στρούμνητσας 
και έναντι της Βουλγαρίας αξιώσεις μας 
αν όχι για ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία
 πάντως όμως για το νοτιοδυτικό της τμήμα
δηλ. το τμήμα εδόθε από την καμπήν του Έβρου με ερείσματα την
Περιστερά
το Παζαρτζίκι, 
την Φιλιππουπολι, 
το Στενίμαχο και 
το Χάσκοβο

Αυτό το τμήμα δυόμισυ χιλιάδες χρόνια εθνολογικώς το κατείχε ο ελληνισμός
 κι΄ αν στα 1906 ξερριζώθηκε, 
ξερριζώθηκε εγκληματικώς και εν καιρώ ειρήνης,
 το δε έγκλημα γεννά μόνο υποχρεώσεις και ουδέποτε δικαιώματα.

Άλλα το καθαυτό μακεδονικό ζήτημα καθώς διαμορφώθηκε μετά την Συνθήκην του Βουκουριστίου (1913) πολιτικώς, εθνολογικώς και λογικώς, αν κρίνεται ρεαλιστικά η νεοδημιουργηθεισα κατάστασις πρέπει να θεωρηθή πλέον λελυμένο.

§ 2. Άλλα Βούλγαροι και Βουλγαρομακεδόνες εξακολουθούν να τα θεωρούν, ότι   εκκρεμούν, και προτείνουν διάφορες λύσεις μεταξύ των οποίων η κυριώτερη είναι η ενωσις των τριών τμημάτων,— ο Έμβέρ Χότζας εδήλωσε, οτι δέχεται και την παραχώρησιν του αλβανικού τμήματος της Μακεδονίας ήτοι του τμήματος Μοράβας -’Ιβάν—και η αυτονόμησι της Μακεδονίας.

Τότε διατείνονται οι παλαιοί νεκροθάφτες και σημερινοί υπέρμαχοι της αυτονομήσεως της πολυπαθούς αυτής χώρας, άλλα τότε μόνον η τελευταία αυτή, θα γίνη ενας μεσότοιχος «ή Ελβετία των Βαλκανίων» και μια διάμεση όασις, πού θα καταργήση κάθε εχθροπάθεια και ανταγωνισμό Σέρβων, Ελλήνων και Βουλγάρων και τέλος μ΄ αυτόν τον τρόπο θα σβύση μια εστία αναφλέξεως πυρκαϊάς πού θα είναι δυνατόν να επεκταθή στην Ευρώπη και στον κόσμον ολόκληρον.

Το σχέδιο της αυτονομήσεως της Μακεδονίας είναι αρκετά παλιό. Χρονολογείται, καθώς εξηγήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, από τα 1893 οπόταν στη  Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε η Βουλγαρομακεδονική εσωτερική Επαναστατική Οργάνωση (I.M.R.O) με σύνθημά της «ή Μακεδονία στους Μακεδόνας».

Άλλα με την παταγώδη αποτυχία της επαναστάσεως του «Ήλίν—Ντέν» (1903)  την ανακήρυξι του Νεοτουρκικού Συντάγματος, του «Χουριέτ» (1908) και τέλος με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, (1913) γενικώς εθεωρήθη, ότι το περίφημο μακεδονικό ζήτημα έληξε μια για πάντα.
‘Η εκ νεκρών ανάστασίς του χρονολογείται από του 1943—1944 ήτοι μετά το τέλος του Β\ Παγκοσμίου Πολέμου και το έθεσε επί τάπητος η Μόσχα.

Τότε ακριβώς συνήλθε στο Πετρίτσι της Μακεδονίας βουλγαροκρατουμενης ενα κομμουνιστικό συνέδριο υπό την προεδρείαν ενός αντιπροσώπου του Στάλιν, στο οποΐον έλαβον μέρος ο Τίτο, ο Δημητρώφ, ο Έμβέρ Χότζας και ο Ζαχαριάδης.

Ο Έμβέρ Χότζας προς το κοινόν καλόν του Κομμουνισμού δέχθηκε κι  αυτός να παραιτηθή του τμήματος Ιβάν Μοράβας της Μακεδονίας, για να σχηματισθή το ονειρευόμενο από τα Σοβιέτ «Αυτόνομο Μακεδονικόν Ομοσπονδιακόν Κράτος», στο οποΐον θα εισήρχοντο η ελληνική Μακεδονία του Αιγαίου, η Σέρβική η ή «Μακεδονία του Βαρδαρίου», η βουλγαρική η ή «Μακεδονία του Περίν» και τέλος η "Αλβανική ήτοι το τμήμα «Μοράβας -Ιβάν».

Τι απέγινε αυτό το μεγαλειώδες σχέδιο της Κομινφόρμ, πού αν πραγματοποιούντανε, -θα επέτρεπε στη Ρωσία να κατέλθη στα «ζεστά νερά του Αιγαίου» και η διαθήκη του Μεγάλου Πέτρου θα έπαιρνε «οστά και σάρκα» είναι γνωστό.

Προσέκρουσε σ΄ έναν σκόπελο.
Ο σκόπελος ήταν η αντίθεσι Τίτο—Δημητρώφ.
Καλά, ελεγε ο καθένας των.
Η νεότευκτη Μακεδονία θα είναι αυτόνομη. Σύμφωνοι. Άλλα ποιος θα έχη την πρώτη και τελευταία λέξι στη  διοίκησί της;
 ο Τίτο την ζητούσε για τη Γιουγκοσλαβία, ο Δημητρώφ για τη Βουλγαρία.
Άπετάθησαν στον Στάλιν. Αυτός στην αρχή προτίμησε τον Τίτο.
Ηη Βουλγαρία θ΄ αποζημιώτανε με τη κατάληψι της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Άλλ΄ όταν αυτή η λύσις με τη νίκη των ελληνικών όπλων έπεσε στη  θάλασσα, ο Στάλιν αλλαξε γνώμη και ευνόησε τον Δημητρώφ.
Και τότε επήλθε το κυριώτερο ρήγμα Μόσχας—Βελιγραδιού.
Ο βράχος μπρος στον οποίον το κύμα της εκ νεκρών αναστάσεως της Ηνωμένης Μακεδονίας εγινε αφρός εφήμερος, υπήρξε η νίκη του Ελληνισμού κατά του Κομμουνισμού στο Βίτσι και στο Γράμμο.

§ 3. Η Γιουγκοσλαυική Κυβέρνησις σταμάτησε πλέον, ας ελπίσουμε οριστικώς, το τροπάρι της  Ενώσεως και της αυτονομήσεως της Μακεδονίας.

 Όταν προ τριών τεσσάρων ετών η Αμερική επέμεινε να βρεθή έδαφος συνεννοήσεως Ελλάδος—Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο ζήτησε να τεθούν οι Σλάβομακεδόνες της Μακεδονίας υπό την προστασίαν του.
Η τότε Ελληνική Κυβέρνησις Πλαστήρα—Βενιζέλου απέρριψε κάθε συζήτησι επί του προκειμένου με την αιτιολογίαν, ότι   τέτοιοι Σλαβομακεδόνες, δηλαδή Γραικομάνοι, δεν υπάρχουν πλέον και όσοι έμειναν πού αποτελούν το 1.33% του όλου πληθυσμού, είναι και το απέδειξαν ότι   είναι σλαβόφωνοι 'Έλληνες.

Εξάλλου ως προπέρυσι εκδίδονταν στα Σκόπια μια εφημερίδα με τον τίτλο «Έγκέϊσκα Μακεντόνια» ήτοι η «Μακεδονία του Αιγαίου» με το ίδιο πρόγραμμα (ή ελληνική και η γιουγκοσλαβική Μακεδονία ν΄ άποτελέσουν ένα ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος της Γιουγκοσλαβίας).
Τώρα κι  αυτή η εφημερίδα έπαυσε να εκδίδεται.
Ώστε με τη Γιουγκοσλαβία, σ’ αυτό τουλάχιστον το ζήτημα, δεν έχουμε πλέον καμμία αντιδικία η διαφορά.
§ 4. Άλλα δεν συμβαίνει το ίδιο και με τούς Βουλγάρους και Βουλγαρομακεδόνες, είτε αυτοί βρίσκονται εντός του σιδηρού παραπετάσματος είτε εκτός αυτού στην Αγγλία, στην Αμερική η την Αυστραλία. Άλλ΄ εδώ ας μάς επιτραπή μια παρέμβασις για την πολιτική των Βουλγαρικών Κυβερνήσεων από το 1913 κι  ως σήμερα, δηλαδή ως στα 1955.

Αι βουλγαρικαι Κυβερνήσεις όλες ανεξαιρέτως και όλο αυτό το διάστημα είχαν δυο συνθήματα η για να κυριολεκτήσουμε δυο προσωπεία, δυο επιδιώξεις :

Όταν στον πολιτικό ορίζοντα φαινόταν, ότι   θα επικρατήσουν οι Αξωνικές Δυνάμεις με τη Γερμανία επί κεφαλής, το σύνθημα της αυτονομήσεως της Μακεδονίας πάθαινε ολική έκλειψι και η Βουλγαρία ζητούσε να ενσωματωθή όχι μονάχα ολόκληρη η Μακεδονία άλλα και το τμήμα της Νίσσας—
Πιρότ της παλαιάς Σερβίας.

 'Όταν πάλι η ζυγαριά έκλινε προς την αντίθετη παράταξι μ’ επικεφαλής την Αγγλία και την Αμερική, τότε η πολιτική κα! το σύνθημα της εξωτερικής Βουλγαρικής Όργανώσεως η των Βαρχοβιστών «Ή Μακεδονία στη  Βουλγαρία», πάθαινε ολοκληρωτική βουβασιά και οι Βουλγαροι δέν ζητούσαν άλλο παρά την αυτονόμηση της Μακεδονίας.
Αυτό ζητούν και τώρα οι αντικομμουνισταί πού βρίσκονται εξω από το Σιδηρουν Παραπέτασμα.

§ 5. Άλλ’ ας ιδούμε χωρίς πάθος και προκατάληψι, αν σήμερα, καθώς εξελίχθησαν τα πράγματα, είναι δυνατή η συγκόλλησι των τριών τμημάτων της Μακεδονίας και η άνακήρυξι μιας ενιαίας, αυτόνομης και ανεξάρτητης Μακεδονίας.
Και προ των βαλκανικών πολέμων στα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας, καθώς και στο βιλαέτι της Άνδριανουπόλεως, μετά τούς Μουσουλμάνους αριθμητικώς υπερείχαν και των Βουλγάρων και των Σέρβων οι Έλληνες.
Γι αυτό έχουμε αδιάσειστα πειστήρια, αλλά το μαρτυρεί κι  αυτή η επίσημη στατιστική του πληθυσμού της Μακεδονίας του 1905, πού είχε καταρτισθή επί Χιλμή Πασσά με την συμπραξιν ξένων αξιωματικών της Χωροφυλακής ήτοι Ρώσων, Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών ) (για την πνευματική και οικονομική υπεροχή του Ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας καμμιά άμφισβήτηση ούτε χώρεσε, ούτε είναι δυνατό να χωρέση) έχουμε ενα αδιάσειστο πειστήριο.

Είναι η συμφωνία Ελλήνων και Βουλγάρων για την ανάδειξι βουλευτών στο πρώτο Κοινοβούλιο μετά την νίκην των Νεοτουρκων και άνακήρυξι του Τουρκικού Συντάγματος στα 1918 του «Χουριέτ». Αυτή ύπεγράφη επισήμως στη  Θεσσαλονίκη μεταξύ των ενδιαφερομένων άρχάς του 1912.

Βάσει λοιπόν αυτής της συμφωνίας και του πρωτοκόλλου της Θεσσαλονίκης στα τέσσαρα βιλαέτια της Ευρωπαϊκής Τουρκίας ήτοι Θεσσαλονίκης, Μοναστηριού, Σκοπίων και Άνδριανουπόλεως, 
οι Έλληνες θα έστελναν καθώς κι  εστειλαν 18 (δεκαοκτώ) βουλευτάς 
και οι Βούλγαροι μόνον (8) οκτώ.

§ 6. Άλλα μετά το 1905, τούς βαλκανικούς πολέμους, την συνθήκη του Βουκουρεστίου, ιδίως την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών και ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών βάσει των Συνθηκών της Λωζάνης και του Νεϊγύ η εθνολογική σύνθεσις του πληθυσμού της Μακεδονίας του Αιγαίου και της Ελληνικής Θράκης έλαβε τεραστίαν επίδρασιν επί της επικρατήσεως του ελληνικού στοιχείου.

Έτσι σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία πού μάς δίδει ο "Αμερικανός Χένρι Μοργκεντάου, πρώτος πρόεδρος της ελληνοβουλγαρικής επί της μεταναστεύσεως επιτροπής, και ο Χαουλάντ (Howland), αντιπρόσωπος της Κοινωνίας των "Εθνών στην ίδια επιτροπή, στο σύγγραμμα του πρώτου με τον τίτλο το «Διεθνές Δράμα» και του δεύτερου την επίσημη εκθεσι των πεπραγμενών πού υπέβαλε στην Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών (Γενεύη 1914) —κατά το χρονικό διάστημα 1912—1918, εγκατέλειψαν την Θράκη και τη Μακεδονία και μεταναστέυσαν ξένοι 618.000 και την εποίκισαν 650.000 "Ελληνες. Από το 1913 τέσσαρες επίσημες στατιστικές διενεργήθησαν στην Ελλάδα ήτοι στα 1920, 1928, 1940 και 1950. 

Τα αποτελέσματα της τελευταίας δεν έχουν ακόμα δημοσιευθή. Σχετικώς όμως για τη Μακεδονία εχουμε τα επόμενα :

Έτος  Πληθυσμός       σύνολο  Ελληνες
1920    1.122.000        577.000
1028    1.412.477        1.266.477
1940    1.759.130        1.600.381

Στη Δυτική Θράκη βάσει ειδικού όρου της Συνθήκης της Λωζάννης παρέμεινε ο εκεί μουσουλμανικός πληθυσμός καθώς και ο ελληνικός του νομού Κωνσταντινουπόλεως, 
Άλλ΄ ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός της ο Θράκης ανερχόμενος περίπου σέ 100.000 εμεινε στάσιμος, ο ελληνικός της ιδίας περιοχής χάρις στον εκεί εποικισμόν ελλήνων προσφυγών από την Βουλγαρίαν, Άν. Ρωμυλίαν, την Σερβίαν, τούς Ρουμανίαν, Πόντον και Ρωσίαν, διπλασιάσθηκε και σήμερα υπερβαίνει τις 600.000.

§ 7. ’Έχει λοιπόν πληρέστατο δίκαιο ο αμερικανός Χένρι Μοργκεντάου όταν στο προμνημονευθέν βιβλίο, μεταξύ άλλων γράφει :
«Οι "Ελληνες όχι μόνον συνεκεντρώθησαν φυσικώς εις την περιοχήν της Βαλκανικής, όπου έζησαν από των πρώτων ιστορικών χρόνων αλλά και απεμακρύνθησαν απ’ αυτόν όλοι οι ξένοι παρείσακτοι Τούρκοι και Βούλγαροι, των οποίων η παρουσία εν Μακεδονία και Θράκη εκράτει εκκρεμές κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα το ανυπόφορον «Μακεδονικόν ζήτημα».

Ό δε Γερμανός ιστορικός κι  εθνολόγος Schultze ομίλων ειδικώς για τη Δ. Θράκη λέγει :
«Μετά τον  Εποικισμόν η Δ. Θράκη υπερέβη την ως τότε οικονομικην και μορφωτικην βαθμίδα, διαμορφουμένη καθημερινώς περισσότερον εις χώραν ενιαίως ελληνικήν ( ).

§ 8. Παρ΄  όλ’ αυτά η βουλγαρική και βουλγαρομακεδονική προπαγάνδα οργιάζει,—και πρέπει να το παραδεχθουμε όχι χωρίς επιτυχίαν—στας Ηνωμένας Πολιτείας, τον Καναδάν και την Αυστραλίαν, με τελικόν αίτημα να ενωθο΄θν σ΄ ενα ενιαίο, αυτόνομο κράτος τα τρία τμήματα της Μακεδονίας συμπεριλαμβανομένης και της Δυτικής Θράκης.

Και προς υποστήριξιν της προτάσεώς των αυτής φέρουν επιχειρήματα, όλα ανεξαιρέτως ανεδαφικά, τα οποία εν τούτοις κάνουν εντύπωση στην κοινή γνώμη των εν λόγω χωρών, η οποία γενικώς είναι ελάχιστα διαφωτισμένη σ΄ αυτό το ζήτημα.
Άλλα για την περίφημη αυτήν ένωσιν των τριών τμημάτων της Μακεδονίας—Θράκης, σήμερα μίαν αποστομοτικήν άπάντησι μάς δίνει ο σύγχρονος Γάλλος ιστορικός κι  εθνολόγος Κοσμέν (Cosmin).

«Για τη Μακεδονία—για τη Θράκη δεν γίνεται λόγος—σαν Κράτος ανεξάρτητο το ζήτημα έληξε από την εποχήν τον Πύρρου.
Να θέλη κάνεις την ανασυγκρότησί τον είναι το ίδιο σαν να θέλη την νεκρανάστασι της ρωμαϊκής Ανατολικής Αυτοκρατορίας η της Δημοκρατίας των Καρχηδονίων» (‘).

Και οι Τάϊμς του Λονδίνου, το πιο έγκυρο δημοσιογραφικό όργανο της Αγγλικής Κοινής Γνώμης, όχι σήμερα άλλ΄ ακόμα στα 1925 έγραφε: «Aι νέαι Χώραι (δηλ. η Μακεδονία και η Δυτικη Θράκη) είναι οριστικώς ελληνικαί όχι μόνον κατ΄ ονομα άλλα και ουσιαστικώς».

Παρ΄ όλ΄  αυτά το«ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ»
 πρέπει-αν δεν θέλουμε να πάθουμε τα οσα επάθαμε μετά τον πρώτον και τον δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον—νά είναι το σύνθημα των Ελληνικών Κυβερνήσεων και του Ελληνικού Λαού.

Μακεδονικός Αγώνας.Σλαβόφωνοι Μακεδονομάχοι: Ο Καπετάν ΤΣΟΤΣΟΣ ή ΤΣΩΤΣΟΣ (Βέσκος ή Μπαχοβίτης)

$
0
0
Οι Μακεδονομάχοι
 Χρήστος Καραπάνος
 και Χρήστος Τσώτσος (Τσότσος
)
 Γεωργίου Μόδη.

"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Αρχηγός του πατέρα του και των θείων του!

Ήταν δηλ. αρχηγός μικρού σώματος απ’ τον πατέρα του, τους θείους του και τ αδέλφια και εξαδέλφια του.
Ο πατέρας του Χρίστος Βέσκος είχε περάσει τα 70!
Δεν ήταν πολύ νεώτερος ο ένας τουλάχιστον θείος του. Είχε αναγκασθεί όλη η οικογένεια να πάρη τα βουνά εξ αιτίας των Τούρκων και των ανοησιών των.

Δεν εχρειάσθηκε βέβαια να πάη πολύ μακρυά.
Πάνω απ'το χωριό τους, το θρυλικό Μπάχοβο (τώρα ΙΙρομάχους), υψώνονται άγρια, δασωμένα άλπικα τα βουνά, που χωρίζουν την Καρατζόβα (Άλμωπίαν) απ'το Μορίχοβο και την Ελλάδα απ΄ την Γιουγκοσλαβία.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας εχώριζαν επίσης το βιλαέτι Θεσσαλονίκης απ’ το βιλαέτι Μοναστηριού. Εκεί επάνω έσπασε το βουλγαρογερμανικό μέτωπο τον Σεπτέμβριο του 1918 και έγινε η αρχή του τέλους του πρώτου ευρωπαικού πολέμου.

Οι κομιτατζήδες βρήκαν το μικρό οικογενειακό σώμα στα βουνά.

 Ο Τσότσος πήγε μαζί τους, αφού δεν μπορούσε να κάμη και αλλιώς.

Εμπρός γκρεμός, οι Τούρκοι, πίσω ρέμα, οι κομιτατζήδες.
Εφρόντισε μόνο να μείνη παράμερα, στη σκιά, απομονωμένος και λησμονημένος σύμφωνα με τη τακτική του «λάθε βιώσας».
Μία ήταν η προσπάθειά του'να μη πάθη τίποτε το χωριό, πράγμα που και επέτυχε.

Άλλα τον Αύγουστο του 1904 πάμπολλοι φουσάτοι και αγριεμένοι κομιτατζήδες με αρχηγούς τον Καρατάσο, τον Χατζή, τον Κιόρη εκύκλωσαν το Μπάχοβο και συγκέντρωσαν όλους τους χωρικούς στο σπίτι του εφημερίου Παπαδημήτρη Οικονόμου.

Πήραν τον λόγο οι τρεις βοιβοδάδες και επρόβαλαν όλοι μια και τελεσιγραφική απαίτησι  να πάψη το χωριό ν΄ αναγνωρίζη τον Ελληνα μητροπολίτη «Μογλενών και Φλωρίνης», που είχε την έδρα του στη μακρυνή Φλώρινα,
και να γίνη σχισματικό,
αφού οι Βούλγαροι αγωνίζονταν για την «λευτεριά» και είχε το χωριό μητρική του γλώσσα το τοπικό σλαβόφωνο ιδίωμα.

 Για να δώσουν, φαίνεται, να καταλάβουν καλύτερα οι χωρικοί τη βαρύτητα των λόγων τους, εκομμάτιασαν εκει μπροστά τους ένα φτωχό άνθρωπο, τον Μλαδένη Δημητρίου Μποζίνου από την Ίδα (Στράιστα), που βρέθηκε για την κακή του τύχη εκείνη την ημέρα στο Μπάχοβο και είχε κάμει το θανάσιμο έγκλημα, όπως τον κατηγόρησαν, να συνοδέψη τον μητροπολίτη στήν Αρδέα.

Ο Τσότσος με τους δικούς του εφρόντισε η έτυχε να είναι αυτή τη μέρα μακρυά απ’ το χωριό του.
Δεν έπαψε όμως κρυφά να το ενθαρρύνη.

Μαζώχθηκαν τότε οι πρόκριτοι του χωρίου και έστειλαν τον άλλο εφημέριό τους, τον Παπαδημήτρη Παπανικολάου, στη Θεσσαλονίκη να ειπή στους προξένους, μητροπολίτες και αρμοδίους ότι το κτένι έφθασε πια στον κόμπο και έπρεπε ν’ αντιμετωπισθή ο κίνδυνος δραστικώτερα.

Δεν πέρασε πραγματικά πολύς καιρός και επρόβαλε το πρώτο ελληνικό σώμα στο Μπάχοβο.

 Ο Τσότσος και η οικογένεια του αυτό ακριβώς περίμεναν.
Έστρεψαν ευθύς τα όπλα κατά των κομιτατζήδων.

 Και το Μπάχοβο έγινε ο ατράνταχτος εθνικός προμαχώνας στα βόρεια της Έδεσσας.

Απ’ τον Σεπτέμβριο ήδη του 1904 δύο νεαροί Μπαχοβίτες είχαν καταταχθή στο πρώτο μικρό ελληνικό σώμα, που είχε καταρτισθή στο γειτονικό Μορίχοβο απ΄ τον Αντώνιο Ζώη.
Οι Μακεδονομάχοι
Καπετάν Γαρέφης και
Καπετάν Ακρίτας.

’Έδρασαν πολλά σώματα, όταν ο αγώνας φούντωσε στην περιοχή εκείνη με κέντρο και βάσι πάντοτε τους Προμάχους, ο Ξενοφώντας,
Ο Μακεδονομάχος
Εμμανουήλ Κατσιγάρης.

 ο γερολύκος των βουνών Ζαρκάδας,
ο Κώστας Γαρέφης,
ο Μανώλης Κατσίγαρης,
ο Χρίστος Καραπάνος, υπαξιωματικός τότε, και άλλοι.
Οι βουλγαρομακεδόνες  κομιτατζήδες
Καρατάσο (Атанас Караташов)
και Τσότσεφ (
Григор Цоцев)

Ο παρθενικός και ηρωικός Γαρέφης εσκότωσε τον Αύγουστο του 1906 με το πιστόλι του σε μια σαρακατσάνικη καλύβα πάνω απ’ το Τσερνέσοβο τους δυο μεγάλους αρχικομιτατζήδες Λούκα και Καρατάσο.

Χωρίς να περιμένη τα παλληκάρια του ώρμησε μέσα στην καλύβα και έπιασε τον Καρατάσο απ’ τα γένεια.

Δέχθηκε και αυτός μια σφαίρα στην κοιλιά.
Πέθανε απ’ το τραύμά του στην Γραδέσνιτσα του 
Μοριχόβου, πριν τον προλάβη ζωντανό ο γιατρός, που ήλθε βιαστικά απ΄ το Μοναστήρι προς χάριν του.

Ο Βούλγαρος Κομιτατζής της ΕΜΕΟ
Λουκά Ινανώφ (
Лука Попиванов Иванов )
(από το Παναγιούρτσε Βουλγαρίας)
Αξιωματικός του Βουλγαρικού Στρατού
εκπαιδεύοντας τους κομιτατζήδες του.
Το Τσερνέσοβο πήρε από τότε τ΄ όνομά του.

Ήταν μια εξαιρετική μορφή, που εσυνδύαζε άφθαστη τόλμη και γενναιότητα, με σπάνια καλωσύνη και σεμνότητα.

Ο Λούκα είχε τον βαθμό του λοχαγού στον βουλγαρικό στρατό.

Όπως αναφέρει ο Παγιαρές, είχε πάει τον χειμώνα του 1905-6 στη Σόφια και, αφού γλεντοκόπησε αρκετά στα νυκτερινά κέντρα της Σόφιας, ξανάφυγε την άνοιξη εν πομπή και παρατάξει για την Μακεδονία, όπου επανήρχετο, καθώς το διαλαλούσε, δριμύτερος και σκληρότερος.

Όταν ο Παγιαρές ερώτησε τον διευθυντή του υπουργείου των εξωτερικών πως η βουλγαρική κυβέρνησις επέτρεπε και μάλιστα αναφανδόν την έξοδο αρχισυμμοριτών και συμμοριών, ο Βούλγαρος διπλωμάτης τον πήρε, για να του δείξη τον Λούκα σ’ ενα απ΄ τα νυκτερινά κέντρα.

Οι κομιτατζήδες του Λούκα Ιβανώφ
Αλλά, μολονότι τα γύρισαν όλα, ο μεγάλος βοεβόδας πουθενά δεν βρέθηκε.

Τραγικό θάνατο είχε και ο Μανώλης Κατσίγαρης, που έκαμε τον περισσότερο καιρό στην περιφέρεια εκείνη και ήταν ο μόνιμος σχεδόν αρχηγός της.

Ήταν ένας γενναίος επίσης, όσο και τραχύς και έμπειρος Κρητικός καπετάνιος.
Την άνοιξι του 1908 αναχωρούσε από το Μπάχοβο για τη Θεσσαλία και Αθήνα. Είχε πάρει μαζί του απ'το Μορίχοβο και τον λοχαγό Καλομενόπουλο, που τότε μόλις είχε δραπετεύσει απ΄ τις φυλακές Μοναστηριού.

Στον δρόμο κοντά στη Παλατίτσα και τη Βέργη της Βέροιας φώναξε στο Μπαρμπανικόλα, ένα παλιό αντάρτη και παλαιότερο ληστή, που πήγαινε καβάλλα σ’ ένα αγορασμένο άλογό του να παραχωρήση για λίγο διάστημα το ζώο του στον λοχαγό.

Ο Μπαρμπανικόλας δεν άκουσε η έκαμε πως δεν άκουσε.

Τρέχει τότε ο Κατσίγαρης θυμωμένος και τον κατεβάζει απ'το άλογο με το ζόρι και πολλά «διάλε τσ’ άπεθαμμένοι».
Ο γέρο κλέφτης δεν χάνει καιρό και τον σκοτώνει με μια τουφεκιά. Επιχείρησε να επέμβη ο Μανώλης Μυλωνάκης, που έτυχε εκεί κοντά.
Τον σκοτώνει και αυτόν και εξαφανίζεται στα χαμόκλαδα.

 Ξετυλίχτηκαν όλα τόσο γοργά και βιαστικά, ώστε οι άλλοι άνδρες, μονάχα όταν είδαν τους δυο νεκρούς και το άλογο του Μπαρμπανικόλα χωρίς τον νοικοκύρη του, κατάλαβαν τι είχε συμβή.

Ο Μυλωνάκης, ενα αγράμματο όλο κέφι και σπιρτάδα παλληκάρι απ΄ την Κρήτη, είχεν έλθει στο Μορίχοβο το φθινόπωρο του 1905 με το σώμα του Παναγιώτη Φιωτάκη.

Πληγώθηκε σε μια συμπλοκή με τον στρατό. 'Όταν ο Φιωτάκης έφυγε για την Αθήνα, έμεινε με τον Βολάνη. Ξαναπληγώθηκε. Όταν ο Βολάνης έφυγε έμεινε με τον Βρόντα (υπίλαρχο Παπά), αν και γκρίνιαζε πρωτύτερα περισσότερο από κάθε άλλον, για να φύγουν. Πληγώθηκε πάλι για τρίτη φορά.

Όταν και ο Βροντάς έφυγε, έμεινε πάλι με τον διάδοχό του, γκρινιάζοντας πάντοτε και νοσταλγώντας την Κρήτη.

Την άνοιξη τέλος του 1908 αναχώρησε με τον Κατσίναρη, για να βρη τον θάνατο από σφαίρα ελληνική και συναδελφική.

Το Μπάχοβο ήταν τώρα τ΄ ορμητήριο και καταφύγιο όλων των ελληνικών σωμάτων της περιοχής εκείνης και ο Τσότσος το κυριώτερο στήριγμά των.

Απ΄ εκεί περνούσαν και τα σώματα, που πήγαιναν η έρχονταν απ’ το Μορίχοβο.

 Τον Δεκέμβριο του 1905 ο Κατσίγαρης και ο Τσότσος κτυπήθηκαν με κομιτατζήδες.

’Έπεσαν δύο παλληκάρια του, ο Καραγιαννάκης απ΄ την Κρήτη και ο Βασίλης Ζάνας απ΄ τον "Αγιο Δημήτριο της Κατερίνης. Έπληγώθηκαν τρεις άλλοι, οι Δημήτριος Σαμαράς και Κυριάκος 3Αποστόλου απ’ τη Νότιο Μακεδονία και ο Χρυσοχεράκης απ3 την Κρήτη.

Στις 10 Ιανουαρίου του 1907 αναγκάσθηκαν από μια μεγάλη και αποφασιστική τουρκική καταδίωξι τα δύο σώματα του Μοριχόβου, Βολάνη και Βρόντα, να ζητήσουν καταφύγιο στην περιφέρεια του Μπαχόβου.

Είχαν την ελπίδα ότι εδώ, αφού ήταν άλλο «βιλαέτι», θα φυσούσε άλλος αέρας. Καί δεν διαψεύσθηκαν. 
Ο Μακεδονομάχος οπλαρχηγός
Αντώνιος Ζώης από το Μοναστήρι

Οι πασάδες του Μοναστηριού δεν καταδέχθηκαν να ζητήσουν την βοήθεια των συναδέλφων των της Θεσσαλονίκης. 

Δεν εφαντάζονταν ίσως ότι τα δυο σώματα, που είχαν περπατήσει πολλές ώρες επάνω στο παγωμένο ποτάμι της Γραδέσνιτσας, για να χαθούν τα ίχνη τους, θ’ άποτολμούσαν στην καρδιά του χειμώνα το πέρασμα του μεγάλου ορούς (Νιτς, συνέχεια του Καιμακτσαλάν), όπου αντιμετώπιζαν τον βέβαιο κίνδυνο να ταφούν στα χιόνια.

Ο Τσότσος με τον γέρο Ζαρκάδα, που δεν είχε κανένα ιδικό του οπαδό, τους υποδέχθηκαν. 

Οι ξένοι ξαφνιάστηκαν στην αρχή, όταν τους πρωτοείδαν. 
Αντίς για την καθιερωμένη στολή φορούσαν οι υψηλόσωμοι ανδρες του Τσότσου τα χωριάτικά τους, μεταποιημένα κάπως «επί το κομιτατζηδικώτερον». 
«Μη φοβάη τώρα εντώ, καλώς ήρτατε» τους είπαν και ετρεξαν με τσεκούρια να φιάσουν για τους εξαντλημένους «πρόσφυγες» καλύβες από πράσινα κλαδιά ελάτης.

Το λημέρι ήταν σε μια μικρή άλπική κοιλάδα, σκεπασμένη από πεύκα, οξυές και έλατα και στεφανωμένη ολόγυρα από γιγαντιαίους πολύμορφους βράχους, που έμοιαζαν με τιτανικό χορό.
 Έκεί κοντά είναι τα γιουγκοσλαβικά σήμερα σύνορα. 
Το χιόνι εφθανε και ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Είχε σχηματίσει και πάνω στο παρθενικό δάσος ένα αδιαπέραστο θόλο, που στολίζονταν και με πολλούς σταλακτιτες από πάγο. 

Όταν αραιά και που εβγαινε ο ήλιος πίσω απ3 τους ανθρωπόμορφους βράχους με μια ρόδινη άποθέωσι, η κοιλάδα έπαιρνε ξαφνικά φαντασμαγορική όψι. 
Τα πεύκα και έλατα εγίνονταν χριστουγεννιάτικα δένδρα, το στρωμένο κατά γης χιόνι βασιλικό χαλί της Ανατολής από διαμάντια και ζαφείρους και οι κρεμασμένοι απ’ τα κλαδιά και τους βράχους σταλακτιτες πολυέλαια από το εύγενέστερο κρύσταλλο της Βοημίας. 
Βαθειά γαλήνη και σιωπή βασίλευαν. Κάποτε ακούονταν από μακρυα τα γαυγίσματα των σκυλλών απ΄ τα μανδριά, που ήσαν κάτω πολύ χαμηλά. 
Οι βοσκοί αναγκάζονταν να γκρεμίζουν πελώριες οξυές, για να δώσουν τα μικροσκοπικα μάτια των τροφή στα πειναλέα γίδια.
 Μόλις νύχτωνε, αντηχούσε απ3 την καλύβα των η φωνη του γέρο Βάνου, θείου του Τσότσου, που εννοούσε να εξαντλή κάθε βράδυ το ρεπερτόριο των λυπητερών μονότονων τραγουδιών του.

 Ο Γεώργιος Κονδύλης, λοχίας τότε και διμοιρίτης του Βρόντα, αντιβασιλεύς αργότερα, ειχε πολλές φιλίες και κουβέντες με τους άνδρες του Τσότσου και δοσοληψίες με την καλύβα των.

 Ειχεν αρχίσει κιόλας να μιλάη το τοπικό βουλγαρόφωνο ιδίωμα. 
Με τον υποφαινόμενο μονάχα είχε ο Κονδύλης πολλούς καυγάδες για το άλυτο ζήτημα, αν περισσότερο αξιοθαύμαστος ήταν ο Ναπολέων της ιστορίας η ο Άρτανιάν των Τριών Σωματοφυλάκων του Αλ. Δουμά. 

Μια μέρα εκαμε και σωστό πραξικόπημα και προνουντσιαμέντο για την κατοχή ενός βιβλίου.
 'Ένας Κρητικός είχε στο σακκίδιό του τον Ερωτόκριτο. Δεν ήξερε γράμματα, ήξερε όμως απ΄ εξω όλο σχεδόν το εργο του Κορνάρου και τις περιπέτειες του Έρωτόκριτου και της Αρετούσας. 
Μου τον είχε δώσει να τον διαβάζω και να παρακολουθώ απ'το βιβλίο κοντά στη φωτιά την απαγγελία του, όταν είχε διάθεσι. 
O μακαρίτης ο Κονδύλης θέλησε να το αρπάξη.
 Ήταν το μόνο βιβλίο και έντυπο, που υπήρχε στα τρία σώματα. Το καλοκαίρι του 1907, όταν ξαναβρέθηκε στην ανάγκη το σώμα του Βρόντα να καταφυγή στην περιοχή του Μπαχόβου, χόρευε μια μέρα ο Κονδύλης με μια γκάιντα πάνω απ’ το χωριό.
Άλλα ξαφνική εμφάνισι τουρκικού άποσπάσματος διέλυσε γλέντι και χορό στην ακμή των.

Τα δυο σώματα του Μοριχόβου έμειναν τον χειμώνα στην πολική κοιλάδα 40 όλες μέρες. 

Πετάχθηκε στο μεταξύ ο Βολάνης στην Γραδέσνιτσα, για να τον ακολουθήση αργότερα και ο Βρόντας.
 Μα εύιθύς γύρισε τρεχάτος πίσω. Τα τάγματα των «κυνηγών» (άβτζήδων) δεν είχαν απομακρυνθή απ΄ το Μορίχοβο και την ημέρα,που έφθανε ο Βολάνης στη Γραδέσνιτσα, πλημμύρισαν ξαφνικά όλα τα χωριά.

Μια ήταν ηαπασχόλησι των ανδρών εκεί πάνω'να κόβουν ξύλα και να τα βάζουν στην άσβεστη φωτιά. Το ψωμί μας τόφερναν οι Μπαχοβίτες. 

Με πόση συγκίνησι βλέπαμε να καταφθάνη την αυγή στο λημέρι κάθε τρεις τέσσερες μέρες μία φάλαγγα από 8—10 χωρικούς, φορτωμένους χιόνια και σάκκους με ψωμιά! 

Ξεκινούσαν, από το βράδυ, περπατούσαν φορτωμένοι όλη τη νύχτα πάνω από χιόνια, πάγους και γκρεμνούς μέσα σ΄ άγρια και παρθένα δάση χωρίς να λογαριάζουν λύκους, Τούρκους και κομιτατζήδες. 

Μας έλεγαν το «καλημέρα», άφηναν τα σακκιά και έφευγαν, σαν να είχαν κάμει το απλούστερο και εύκολώτερο των πραγμάτων. 

Είχαμε συνειθίσει με την ήρωική αυτοθυσία και στωική εγκαρτέρησι των ξενοφώνων χωρικών του Μοριχόβου.

 Μ΄ αυτή η προσπάθεια των Μπαχοβιτών, που δέχονταν τόσο πρόθυμα να μετατραπούν σε υποζύγια —τα μουλάρια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στα βαθιά χιόνια— και να βαδίζουν νύκτες με τα βαριά σακκιά στον ώμο με τέτοιες συνθήκες και τόσους κινδύνους, ήταν αληθινός και άφθαστος άθλος. 

Καί το ψωμί των από πολύ καλαμπόκι και ελάχιστο σιτάρι, αληθινά αφράτο, μας φάνηκε το γλυκύτερο, που είχαμε έως τότε δοκιμάσει.

Στις 14 ’Ιουλίου του 1907, εκεί που γύριζε ο Τσότσος με τον Γεώργιο Στούπη και Γεώργιο Τανούρη απ΄ το χωριό, έπεσε σ΄  ενέδρα της καινούργιας συμμορίας του Μιλάνωφ, που περίμενε να πιάση χωρικούς. 

Στον κρότο των όπλων έτρεξαν οι άλλοι άνδρες του σώματος και ένοπλοι χωρικοί.

 Οι κομιτατζήδες, αν και πολλοί, αναγκάστηκαν να το βάλουν στα πόδια. 
Έπεσε ο Γεώργιος Στούπης η Μαλέτσκος. 
Έχασε όμως και ο Μιλάνωφ τρεις άνδρες και το πόδι του. 
Οταν στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912 συνάντησε στα Σκόπια μερικούς Μπαχοβίτες, τους είπε 
«Πέστε χαιρετισμούς στον καπετάν Τσότσο». 
Καί αναστέναξε, κοιτάζοντας το σακατεμένο πόδι του.

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1907 ο Τσότσος κ’ ένα σώμα του Μοριχόβου είχαν άλλη συμπλοκή με κομιτατζήδες. 
Επεσαν δυο παιδιά απ΄ τα χωριά του Μοριχόβου, ο Στόικος Τόσιου και Στόικος Χρίστου.
  
Το φθινόπωρο εκείνου του έτους είχαν καταφύγει στο σώμα και δυο φυγόδικοι Τούρκοι απ΄ το Βορινό της Άλμωπίας. 
Είχαν υποσχεθή ότι θα ζουσαν και θ΄ άπέθνησκαν μαζί με τους καινούργιους συντρόφους των. 
Μια μέρα όμως ο εξάδελφος του Τσότσου τους ακουσε—σλαβόφωνοι ήσαν κι αυτοί—να κρυφοκουβεντιάζουν και ν’ αναφέρουν ύποπτα πράγματα. 
Τούς επιασαν τότε και τους εδεσαν.

Καί οι δυο Τούρκοι σύντροφοι ώμολόγησαν ότι τους είχε στείλει κάποιος μπέης συνεργάτης των Βουλγάρων, που τους υποσχέθηκε άνα 100 λίρες για το καθένα απ'τα κεφάλια του Τσότσου, του πατέρα του και του θείου του.

Το Βουλγαρικό κομιτάτο έκαμε προσπάθεια να ξεκάμη και τους δυο θείους του, που είχαν άπομείνει στο χωριό. 

ΙΙαρουσιάσθηκε μια μέρα στα σπίτια των ενας άγνωστος, απεσταλμένος δήθεν ενός φίλου των ζωεμπόρου απ’ την ’Έδεσσα, ν΄ άγοράση ζώα. 
Τον υπωπτεύθηκαν και τον παρέδωσαν δεμένον στην τουρκική αστυνομία, όπου αναγκάσθηκε επίσης να ομολογήση ότι τον είχε στείλει γνωστός Βούλγαρος πράκτορας με την επαγγελία,
 ότι θα του εδινε 50 λίρες για καθένα απ΄ τα κεφάλια των δύο οικείων του καπετάνιου.

Αι γυναίκες, μητέρες, αδελφές και θυγατέρες του Τσότσου και των άνδρών του κάτω στο χωριό όσες φορές είχαν ενοχλήσεις και πιέσεις απ’ την αστυνομία και τον στρατό παρουσίαζαν γράμματά των με κανονικά γραμματόσημα και ταχυδρομικές σφραγίδες, που ελεγαν ότι εφευγαν απ’ την Αθήνα για την Αμερική και αλλα απ’ την Αμερική, που εβεβαίωναν ότι είχαν φθάσει έκει και είχαν πιάσει κιόλας δουλειά. 

Έτσι τα μέλη του οικογενειακού σώματος βρίσκονταν σύμφωνα με τις σφραγίδες των ταχυδρομείων ταυτόχρονα στο βουνό και την Αμερική.


Ο Τσότσος με τον Καραπάνο και άλλους οπλαρχηγούς είχαν συγκεντρωθή μια μέρα τον χειμώνα του 1907—8 μέσα στη Νάουσα. 

Σε παρόμοιες περιπτώσεις είχαν καθιερώσει οι αδελφοί, εξάδελφοι, υιοί και ανεψιοί οπλίτες την τακτική να σκορπίζουν στα διάφορα καταλύματα, για να μη παν όλοι μαζί χαμένοι, αν τύχαινε να έχουν καμμια κακή ώρα και κακό συναπάντημα. 

Τα μεσάνυχτα ο γέρος θειος του Τσότσου, που αγρυπνούσε στο παραθύρι, είδε ύποπτες σκιές.
 Ήσαν Τούρκοι στρατιώτες, που τους κύκλωναν. Ειδοποίησε ευθύς τους συντρόφους του και τα γειτονικά καταλύματα και από σπίτι σε σπίτι και από αυλή σε αύλή ξέφυγαν, πριν ξημερώση.

Με τη νεοτουρκική μεταπολίτευσι του Ιουλίου του 1908 ο Τσότσος και οι άνδρες του αφήκαν, όπως και όλοι οι άλλοι, τα όπλα και ξαναγύρισαν στα χωράφια, στα πρόβατα και τα πιπέρια των.

Ξαναπήρε τα όπλα τον Σεπτέμβριο του 1912, παραμονή των Βαλκανικών πολέμων. 

Προτίμησε να φύγη στα γνώριμα βουνά του παρά να βρεθη στην τουρκική φυλακή, όπου εξεστράτευσαν οι ζαπτιέδες (χωροφυλακές) να τον οδηγήσουν. 

Γύρο του συγκεντρώθηκαν και όλοι οι στρατεύσιμοι του χωρίου, που προτίμησαν επίσης τα βουνά απ’ τα τουρκικά τάγματα, όπου τους καλούσαν να πολεμήσουν τους χριστιανούς συμμάχους. 

Με αυτούς και τον αρχιμανδρίτη Νίκανδρον, αρχιερατικό επίτροπο Καρατζόβας, που είχε ανασκουμπώσει τα ράσα του και μ΄ ένα όπλο στον ώμο και πολλά φυσέκια στο στήθος είχε πάρει τα βουνά, κατέλαβε «εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου» την πρωτεύουσα της  Αλμωπίας Άρδέαν (τότε Σούμποσκο) 
και έστησε την ελληνική σημαίαχωρίς να ματώση μύτη και χωρίς τα σημειωθούν έκτροπα την 28ην Όκτωβρίου 1912.

 Και ήσαν τότε οι περισσότεροι κάτοικοι της επαρχίας και της πρωτεύουσας Τούρκοι η ακριβέστερα μουσουλμάνοι φανατικοί, όσο τουλάχιστον και οι γνήσιοι Τούρκοι.

Μόλις την 4ην Νοεμβρίου, ύστερα δηλ. από 8 μέρες, έφθασε εκεί ο ελληνικός στρατός.

Είχαν φροντίσει να διαδοθή ότι ήσαν πολλές εκατοντάδες με πολλούς Κρητικούς, αποφασισμένοι να κάψουν γραμμή τα τουρκοχώρια, εάν ήθελε ενοχληθή και ο τελευταίος χριστιανός.

Προς τιμήν του Τσότσου και των Μπαχοβιτών πρέπει να τονισθή ότι δεν έπροσβλήθηκαν απ’ την γενική τότε επιδημία των διαρπαγών και λεηλασιών. 

Καί αν κάτι επλιατσκολόγησαν, ήσαν τα όπλα, που είχαν οι Τούρκοι αγάδες και μπέηδες. 

Χωρίς να καταδεχθούν να τους ψάξουν πήραν μόνον τα όπλα, όπως και από μερικούς ξένους Τουρκαλβανούς, που εκυνήγησαν και εσκότωσαν. Άλλοι, που πέρασαν αργότερα, βρήκαν επάνω τους αρκετές λίρες.

Με τους Μπαχοβίτες βρήκαν πολλούς μπελάδες και βουλγαρικά τμήματα στρατού και κομιτατζήδες, που εφθασαν αργότερα στην Αρδέα για επισφράγισι της συμμαχικής αλληλεγγύης. 

Τούς έπαιρναν για Βουλγάρους και ξανοίγονταν.
Καί δέχονταν ξαφνικά κλωτσιές και κάποτε και πιστολιές.

Σεμνός, φρόνιμος, φιλόνομος ξαναγύρισε τελειωτικά πια ο Τσότσος στα πρόβατα, στα λίγα χωραφάκια και τα πιπέρια του. 

Μόνο καμμιά εμφάνισι κομιτατζήδων τον έκαμνε να θυμηθή τα παλιά του. Το 1923 εζήτησαν την συνδρομή του και οι Σέρβοι του μεθοριακού τομέως εναντίον ενός Τουρκαλβανού ληστή, του Κανιόση, που είχε ρημάξει τους Σαρακατσαναίους και άλλους κτηνοτρόφους του σέρβικου εδάφους.

Απέθανε το 1941 με την κατοχή, σαν είδε τους Γερμανούς να κυριαρχούν και τους Βουλγάρους ν΄ ασχημονούν. 

Ένας υιός του είχε πέσει στην Αλβανία. Τούς άλλους δυο ετουφέκισαν οι Γερμανοί.

Αλλά το Μπάχοβο, τώρα ΙΙρόμαχοι, εσυνέχισε και χωρίς τον καπετάνιο του την παλιά ηρωική του παράδοσι. 

Ξανάγινε ο αδάμαστος και πολύτιμος προμαχώνας. 

Με αρχηγό τον Γεώργιο Βέσκο, ανεψιό απ΄ αδελφό του Τσότσου, που (ονομάσθηκε επαξιώτατα έφεδρος ανθυπολοχαγός και έχασε από δολοφονική νάρκη το ενα του πόδι, διμοιρίτες τους
Δημήτριο Μητρέν, 
Ευστάθιο Βέσκο,
Άλέξ. Νέμτση,
Παναγ. Σιώρη και
Άριστ. Κουκούλη,
εμψυχωτή και πνευματικόν οδηγό τον παλαίμαχο δημοδιδάσκαλο Αθανάσιον Δημητρίου,

το γενναιότερο, αποφασιστικώτερο, καρτερικώτερο χωριό όλης ίσως της Ελλάδος. 

Αν και βρίσκεται πάνω στα γιουγκοσλαβικά σύνορα και κάτω από άγρια βουνά, άψήφησε ευθύς απ’ την αρχή τον συμμοριτισμό και τις επιθέσεις του και εστάθηκε ακούραστο, ακατάβλητο, αδάμαστο.

'Όλοι οι κάτοικοί του, 
ξενόφωνοι,
 άλλα ελληνόψυχοι ακρίτες, 
έγιναν, άνδρες και γυναίκες, 
λαμπροί στρατιώτες και
 σοφοί διδάσκαλοι της οχυρωματικής και 
έκαμαν τους Προμάχους απροσπέλαστο φρούριο και άφθαστο υπόδειγμα.

ΣΗΜ.— Ο αρχιμανδρίτης Νίκανδρος Παπαιωάννου διαφύλαξε τα ονόματα των περισσοτέρων απ’ τους άνδρες του σώματος Τσότσου, που είχαν την ανήκουστη τόλμη να καταλάβουν στις 28 Όκτωβριου 1912 την Άρδέα, πρωτεύουσα επαρχίας, και να στήσουν την ελληνική σημαία, μιάν εβδομάδα προτού προλάβχ) ο ελληνικός στρατός.

Άπό τους Προμάχους:

1) Τσότσος, αρχηγός,
2) Πέτρος Χρ. Βέσκος,
3) Χρίστος Δημητρίου,
4) Χρίστος Δημητρίου Ρεσίτσκας,
5) Γεώργιος Ευαγγέλου,
6) Δημ. Εύαγγέλου,
7) Τσιότης Αναστάσιος,
8) Κωνσταντίνος Ίβάνης,
9) Δέλιος Τραιανού,
10) Τράικος Πέτρου,
11) Νικόλαος Μπακάλης,
12) Χρίστος Στοίτσης,
13) Χρίστος Στόικου,
14) Άθαν. Δημητρίου.


Άπό το Γ α ρ έ φ η :

15) Πέτκας Κωνσταντίνου, υπαρχηγός,
16) Γεώργιος Κωνσταντίνου,
17) Μιλτιάδης Κωνσταντίνου,
18) Τραιανός Μήτσιου,
19) Αναστάσιος Πέγιος,
20) Κωνσταντίνος Μλαντένης.



Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Ο Ελληνο-βουλγαρικός εκπαιδευτικός και εκκλησιαστικός ανταγωνισμός

$
0
0
Χάρτης Χριστιανικών σχολείων και εκκλησιών το 1903
 στην Ιστορική Μακεδονία (Βιλαέτι Θεσσαλονίκης).
Η Ελληνική και η 
Βουλγαρική παιδεία.

Η βουλγαρική έχει παρουσία 25 χρόνια, η ελληνική 25 αιώνες.
Συλλογή Μαζαράκη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
 Γεωργίου Μόδη.

"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Στο τοπικά γλωσσικό ιδίωμα, όπου κρεμάστηκαν οι Βούλγαροι και κρέμασαν τις ελπίδες και όλους  τους νόμους και προφήτες, βρήκαν αντίπαλους τους Σέρβους. 
΄Εχουν και αυτοί  κάποια γλωσσική συγγένεια μακρινότερη.
 ’Έχουν κοινή όμως την «οικογενειακή εορτή» (σλάβα η σλούσμπα), που είναι άγνωστη στη Βουλγαρία.

Δεν κατάφεραν όμως μεγάλα πράγματα στην πραγματική Μακεδονία παρ’ όλες τις προσπάθειες, την προπαγάνδα, τις οικονομικές θυσίες. Στο Μοναστήρι π.χ. μετριόνταν οι Σέρβοι στα δάχτυλα. Ο ένας μάλιστα ήταν καθαρής ηπειρωτικής κατωγωγής (Πανταζίεβιτς) και ο άλλος Αλβανόφωνος (Λεσναροβίκ).

Δεν σημείωσαν μεγαλύτερη πρόοδο στη Γευγελή, τη Στρώμνιτσα και τις Σέρρες, όπου επίσης ίδρυσαν σχολείο.
Επιχείρησαν να ιδρύσουν σχολείο και στη Φλώρινα το 1898, μα δεν βρήκαν οπαδό, παρά μόνον ένα Βούλγαρο, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Λάκης Πίρζας.

Μέσα στα ίδια τα Σκόπια η Ελληνική κοινότητα, που την αποτελούσαν  κυρίως Κρουσοβίτες, ήταν ασύγκριτα πολυαριθμότερη, πλουσιότερη, σημαντικότερη από τη Σέρβική, μολονότι τα τελευταία χρόνια ο ΄Ελληνας μητροπολίτης είχε αντικατασταθή από Σέρβο.
Τούς περιποιήθηκαν και αυτούς οι Βούλγαροι με το μαχαίρι των κομιτατζήδων. ΄Οταν όμως αναγκάστηκαν και οι Σέρβοι να καταρτίσουν ανταρτικά σώματα, οι Βούλγαροι αντιμετώπισαν οχληρό και σοβαρό εχθρό στην περιοχή των Σκοπίων και ένα πρόσθετο εμπόδιο στα σχέδιά τους.

Είχαν όμως αντίρροπο τη βοήθεια και συνεργασία της Ρουμανικής προπαγάνδας.
Βουλγαρικές μητροπόλεις απόκτησαν από νωρίς τα Σκόπια και η Αχρίδα. Κέρδισαν και άλλες μητροπόλεις οι Βούλγαροι με σουλτανικά «βεράτια», και το 1892, όταν πρόδωσαν στην Τουρκία τις προτάσεις του Χαριλάου Τρικούπη, πρωθυπουργού τότε, για συμμαχία, και το 1897, όταν έμειναν ουδέτεροι και αδιάφοροι στον Έλληνο-τουρκικό πόλεμο.

Οι μητροπόλεις Μοναστηριού και Στρώμνιτσας Ντίμπρας ήταν το κύριο έπαθλο τότε.
 Έτσι απόκτησαν 7 συνολικά Μητροπόλεις.
Ο Σαλάροφ, ανώτερος αξιωματικός του Βουλγαρικού Επιτελείου, λέγει ότι το 1897 η Βουλγαρία πρότεινε συμμαχία στη Τουρκία —εναντίον της 'Ελλάδας βέβαια— και ζήτησε για αντίτιμο της προδοσίας πέντε μητροπολιτικά «βεράτια».

Εκμεταλλεύτηκαν όμως με περισσή εξυπνάδα την εσωτερική διάσταση πολλών χωριών. Μιά μερίδα π.χ. τα χαλνούσε με τον εφημέριο του χωριού και ζητούσε την αντικατάστασή του η τη χειροτονία και ενός άλλου.
 'Ο μητροπολίτης έφερνε αντιρρήσεις.
Καί η αντίθεση των δύο μερίδων ολοένα μεγάλωνε σαν φωτιά που απλώνεται, και έπαιρνε μορφή άλληλοσπαραγμού.
Εμφανίζονται τότε «από μηχανής» σωτήρες οι Βούλγαροι και χειροτονούσαν αμέσως τον υποψήφιο λειτουργό του 'Υψίστου, χωρίς να εξετάσουν καθόλου τα προσόντα και το παρελθόν του.
 Δεν τους πείραζε αν δεν ήξερε τα Βουλγαρικά γράμματα. Ήταν καλός Βούλγαρος λευίτης, έστω και αν έκαμνε την λειτουργία ελληνικά .
Μερικοί νεοφώτιστοι Βούλγαροι παπάδες έγραφανμε ελληνικά  γράμματα τα λόγια της Βουλγαρικής ακολουθίας, και αν κάποιος τους έκλεβε το χαρακτηριστικό βοήθημα, όπως γινόταν κάποτε, ήταν χαμένοι... 'Ωστόσο τους ακολουθούσαν πιστά όλοι, όσοι ανήκαν στη μερίδα του. 

Αυτοχειροτονούνταν αμέσως Βούλγαροι και «σχισματικοί».  
Ένα αβυσσαλέο χάσμα άνοιγε τότε στο ταλαίπωρο χωριό. Συνηθέστατα οι νοικοκυραίοι αποτελούσαν  την δίκιά μας μερίδα.
Ενθυμούμαι απ’ τα μικρά χρόνια ένα μικρό χωριό κοντά στο Μοναστήρι, το Μπρούσνικ, και τις συγκρούσεις του.
Είχε χωριστή σε δυο αντίπαλα και λυσσαλέα αλληλομισούμένα στρατόπεδα.
Οι δικοί μας, σωστοί αλευροβιομήχανοι με νερόμυλους μεγάλους σαν εργοστάσια (τις έλεγαν «φάμπρικες» ), ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν ακόμα και τα παιδιά τους  έφτανε να εξοντώσουν τους αντιπάλους, έστω και στενούς συγγενείς !
'Ένας Βέλιος, που σύχναζε τακτικά στο κατάστημα του θείου μου, έλεγε και ξανάλεγε πάντοτε: «Πρέπει να πέση μαχαίρι. Αλλιώς δεν γίνεται».

Παραστατική εικόνα μας δίνει και η ιστορία της Ξυλόπολης (παλιά Λιγκόβανη) του Λαγκαδά, στον δρόμο για τις Σέρρες, που την έγραψε ο κ. Αθανάσιος Πάσχος:

Οι ΄Ελληνες καθαίρεσαν τον μουχτάρη (πρόεδρο) Στογιάννη Τούγια, γιατί δε δέχθηκε τις 10 λίρες που του πρόσφερε μία Βουλγαρική Επιτροπή, για να της παραδώση τη σφραγίδα, και χτύπησε κάποιο μέλος, αλλά δεν επωφελήθηκε απ’ την ευκαιρία να τους αφήση όλους  στον τόπο!
Τα χρήματα προέρχονταν χωρίς αμφιβολία από κάποια πηγή πολύ μακρινή, την Πανσλαβιστική 'Εταιρεία.
Το 1875 ο εφημέριος του χωριού Παπαγιώργης, αγράμματος και ανεμάνθρωπος, λιποτάκτησε ξαφνικά και έγινε Βούλγαρος για 10 μετζήτια (δύο σχεδόν λίρες). Τον έστειλαν οι Βούλγαροι σε κάποιο φροντιστήριο να μάθη και τα βουλγαρικά γράμματα. 
Φωτίστηκε όμως εκεί τόσο δυνατά, που έχασε και το δικό του φως... 

Γύρισε στο χωριό θεότυφλος ! Οι χωρικοί που είδαν στο πάθημά του τη θεία δίκη, τον υποδέχτηκαν με γιουχαισμούς. 
Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο νέος μουχτάρης και διάδοχός του Γιώργος Χαριζάνης έγραψε στον τάφο του: «Έδώ σαπίζει ο Ιούδας Παπαγιώργης, που πρόδωσε για δέκα μετζήτια»...

Σε λίγο όμως ο Τούρκος αστυνομικός σταθμάρχης και ο Βούλγαρος μουχτάρης κέρασαν τον Χαριζάνη ρακή, που τον ξάπλωσε νεκρό !
Ήταν δηλητηριασμένη !
Επειδή οι δικοί μας είχαν μείνει χωρίς παπά, ο τσέλιγκας Βασίλης Βαγγέλης κάλεσε τον εφημέριο της Μπέροβας Παπαβαγγέλη να του βάφτιση τα δίδυμα παιδιά του.
Την ώρα όμως που γινόταν το μυστήριο, του ρίχτηκαν ξαφνικά του παπά μερικοί Βούλγαροι και του ξέσχισαν άμφια και του ξερίζωσαν τα γένια ! 
Ξέσπασε άγρια συμπλοκή. Στο μεταξύ τα δίδυμα πνίγηκαν στην κολυμβήθρα!
Σοφώτερος ο Δήμος Μπάλιος προτίμησε να πάη, όπως ο Μωάμεθ, στο βουνό, δηλ. στη Μπέροβα, και να βαφτίση εκεί το μωρό του. 
Μα στο δρόμο οι Βούλγαροι του έστησαν ενέδρα, τον  πυροβόλησαν και τον κυνήγησαν. Σπιρουνιάζει και αυτός το άλογο, σφίγγει στην αγκαλιά του το παιδί και καλπάζει. Μα όταν έφθασε στη Μπέροβα το μωρό απ’ το σφίξιμο και το τράνταγμα είχε ξεψυχήσει!
Σε αντίποινα πήγε ο Τάντωφ στη Νιγρίτα και δε γύρισε...
Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ',
ο Μεγαλοπρεπής.

Ο τότε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και μεγαλεπήβολος έπειτα Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ', πήγε στο χωριό να ιερουργήση. 

Μερικοί Βούλγαροι όμως, που είχαν έλθει στην εκκλησία, πετάχτηκαν ξαφνικά και του λέρωσαν τα γένια. 

Ακολούθησε μεγάλη αντεπίθεση και συμπλοκή και τα κεφάλια τους έσπασαν...

Την 25 Μαρτίου 1883 ήταν η σειρά των Βουλγάρων να ιερουργήσουν στην εκκλησία. Είχαν μάλιστα εγκατασταθή εκεί απ’ τα μεσάνυχτα!
Οι δικοί μας με αρχηγό τον Χρήστο Μόσχο ζήτησαν να λειτουργήσουν αυτοί , γιατί η γιορτή ήταν ελληνική. 
Νέα πάλι σύγκρουση ξέσπασε.
 Η εκκλησία έμεινε στα χέρια των 'Ελλήνων, μα και ο Μόσχος έμεινε νεκρός ! Τον άφησαν ξαπλωμένο σε μιάν άκρη και συνέχισαν ως το τέλος τη λειτουργία!

΄Αλλη συμπλοκή την ημέρα του Πάσχα με νεκρούς και τραυματίες και τα γένια και τα μαλλιά του Παπαχριστοφόρου λάφυρα στα χέρια των Βουλγάρων. Του φτωχού αυτού λευίτη έκλεψαν σε λίγο οι Βούλγαροι τα άμφια. 
Επειδή δεν είχε χρήματα ν’ αγοράση άλλα, αναγκάσθηκε να μετατρέψη το ζουνάρι του σε πετραχήλι!
 Οι Βούλγαροι είχαν στείλει εφημέριο τον Παπαηλία, που ήξερε και Ελληνικά και καλά Γαλλικά.

Ο νεαρός Στόιος Κίνης, που φοιτούσε στο Γυμνάσιο Σερρών, άφησε τα μαθητικά θρανία και άνοιξε το κλειστό Ελληνικό σχολείο του χωριού.

Οι Βούλγαροι όμως τον συκοφάντησαν στους Τούρκους αστυνομικούς, που τους είχαν τότε μη στάξη και μη βρέξη και χαιδεμένα παιδιά, πως έβρισε το Σουλτάνο, ετοίμαζε επανάσταση κλπ.
Και ο νεαρός δάσκαλος εξορίστηκε απ’ τους Τούρκους και έπειτα δολοφονήθηκε απ’ τους Βουλγάρους!

Με την επανάσταση στην Κρήτη το 1896 και την ανταρτική δράση στη Μακεδονία η ανθελληνική μανία των Τούρκων πολλαπλασιάστηκε. 

΄Εκαμε τότε μία μέρα το τόλμημα ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αθανάσιος να παραβιάση την κλεισμένη και σφραγισμένη εξ αιτίας των συγκρούσεων εκκλησία και να ιερουργήση. 
Πλήρωσαν όμως την άλλη μέρα γι’ αυτόν οι πρόκριτοι της ελληνικής μερίδας. 
Οι Τούρκοι βαλμένοι απ’ τους Βουλγάρους φυλάκισαν τους Πάσχο, Χαιδάνη και Μόσχο και βασάνισαν σκληρά τους Σίμηνα και Αλάγιο.
 Ο οπλαρχηγός τότε Κόρακας πιάνει τρεις αρχηγούς των Βουλγάρων, που γύριζαν απ’ τον Λαγκαδά, και μηνάει στο χωριό ότι σε τρεις μέρες θα τους ξέκαμνε, αν δε φρόντιζαν οι Βούλγαροι ν’ απολυθούν οι φυλακισμένοι ΄Ελληνες χωριανοί τους.
Και αποφυλακίστηκαν.

'Η περιμάχητη αυτή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε μεγάλη και όμορφη το 1802 στην ίδια θέση, όπου είχε φιάξει μικρή εκκλησίτσα ο αρχηγός και ιδρυτής — τον 15ο η 16ο αιώνα — του χωριού.
 Σύμφωνα με την παράδοση ήταν κάποιος ξένος αρματωλός, που είχε σχέση με τους ευγενείς του Βυζαντίου.
 Πάνω στη πλάκα του τάφου του είναι χαραγμένος ένας δικέφαλος αετός
Το κυρτό σπαθί του, στολισμένο με πετράδια και άσήμι, και το βαρύ καρυοφίλι σώζονταν στο σπίτι του Ήλία Πάσχου έως το 1913, οπότε το πλιατσικολόγησε μ’ όλο το περιεχόμενο του σπιτιού ο Βούλγαρος συνταγματάρχης Πετίεφ.

Τα ’βγαλαν πέρα οι δικοί μας της Ξυλόπολης και με τους κομιτατζήδες.
Σκότωσαν τους Δαυίδ ΄Αγγελο και Χρηστό Τράκα.
Σ’ απάντηση οι δικοί μας ξέκαμαν με πέτρες τον βοεβόδα Λίτσωφ, που έφευγε άοπλος, μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, και φρόντισαν να διαλυθή η συμμορία του. Κατάπιε η γης τον άμοιρο, πρώην δάσκαλο Κίνη, μα το ίδιο ευθύς έπαθε και ο νεαρός επίσης Χατζημάρκωφ, που είχε γυρίσει σπουδαγμένος απ’ τη Σόφια.

Τον Ιούνιο 1913 οι Βούλγαροι του χωριού ετοιμάστηκαν ν’ ακολουθήσουν τον βουλγαρικό στρατό στη θριαμβευτική εισοδό του στη Θεσσαλονίκη. Και τον ακολούθησαν στην ηρωική φυγή του προς τη Σόφια... 
Πρόλαβαν ώστόσο να σκοτώσουν τρεις γυναίκες (Πασχαλινή Άγγελιάτσου, Μαγδαληνή Δ. Χαιντα, Πασχαλινή Δανιηλίδου), που είχαν την κακή τύχη να βρεθούν εκείνην την ώρα μπροστά τους (Μακεδονικές Ιστορίες. Δύο Στρατόπεδα, σελ. 17-22 και Χωριά-Φρούρια Μακεδονίας, σελ. 153-159).

Επωφελήθηκαν οι Βούλγαροι και απ’ την απληστία μερικών μητροπολιτών, που ζητούσαν πολλές λίρες για τη χειροτονία ενός παπά.

Εκμεταλλεύτηκαν επίσης και τα «στεφανιάτικα», 5-10 γρόσια το χρόνο, που πλήρωνε κάθε ορθόδοξο ζευγάρι. Ήταν μια μεγάλη πληγή.
Αναγκάστηκε το Πατριαρχείο να πληρώνη στους μητροπολίτες των επίμαχων επαρχιών πάγιο επίδομα, για να τους άπαλλάξη από το μισητό χαράτσι. 

'Η εφημερίδα «Ζαρά» της Σόφιας της 6 Μαίου 1944 αναδημοσίευσε απ’ τη «Μακεντόνια» του Σλαβέικωφ, που έβγαινε στην Πόλη βουλγαρικά και ελληνικά και απ’ τον αριθμό 48 του 1869, επιστολή από ένα χωριό της Καστοριάς, που έλεγε ότι
ο Μητροπολίτης Νικηφόρος έκλεισε την εκκλησία και απαγόρευσε τη λειτουργία, γιατί λίγοι απ’ τους κατοίκους του — οι φτωχότεροι — καθυστέρησαν στην πληρωμή του φόρου. 
Τη βουλγαρική εφημερίδα της Σόφιας έχει ο στρατηγός Άθαν. Χρυσοχόου.

'Ωστόσο δεν σημείωσαν σημαντική πρόοδο.
΄Οπως γράφει ο αρχικομιτατζής Πάντο Κλιάσεφ στα από μνημονεύματά του,
όλα τα χωριά της Καστοριάς Φλώρινας, εκτός από δύο,
ήταν «γραικομανικά»το 1900 που πρωτοφάνηκαν οι κομιτατζήδες.

Υπάρχει και η από 5-1-1878 έκθεση του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηριού με αριθμό έμπιστου πρωτοκόλλου 8 και υπογραφή Γ. Σκωτίδη,
που λέγει ότι απ’ τα 90 χωριά της περιοχής Περλεπέ, που είχαν κηρυχθή Βουλγαρικά και Έξαρχικά,τα 70 γύρισαν στο Πατριαρχείο και τον Ελληνισμόμε μία περιοδεία,
 που έκαμε σ’ αυτά ο μητροπολίτης Πελαγονίας Μοναστηρίου. 
Θα γύριζαν και τα άλλα 20, εάν προλάβαινε να τα επισκεφθή.
 Ήταν ο μητροπολίτης Ματθαίος, ενθουσιώδης πατριώτης και φλογερός ρήτορας, όπως άκουα απ’ τη μικρή μου ηλικία.
’Έχει σημειωθή και ένα πρωτάκουστο και χαρακτηριστικό επεισόδιο:
'Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Δικώνυμος Μακρής με το σώμα του μεταμφιεσμένο σε τουρκικό απόσπασμα μπήκε μια μέρα του 1906 στο χωριό Λισολάι, που βρίσκεται ανάμεσα Μοναστήρι Περλεπέ, και ξέκαμε τους πράκτορες του Κομιτάτου. 
Οι Τούρκοι σύμφωνα με τη συνήθεια τους φυλάκισαν ως ηθικούς αυτουργούς δέκα χωρικούς, που ήταν για τον φόβο των κομιτατζήδων κρυφοί δικοί μας. Στο «'Έκτακτο Δικαστήριο» Μοναστηριού ο πρόεδρος τους ρώτησε ευθύς απ’ την αρχή τι ήταν: 
Ούρούμ (΄Ελληνες)ηΜπολγκάρ. 

Εκείνοι παριστάνοντας τον κακόμοιρο σήκωσαν τους ώμους και απάντησαν:
 «Δεν ξέρομε». 
Ο πρόεδρος τα έχασε. ΄Ένας ντόπιος δικαστής και μπέης, που ήξερε το τοπικό ιδίωμα, τους ρώτησε τι παπά και δάσκαλο είχαν τώρα.
Άποκρίθηκαν ότι ο παλιός παπάς ήταν φυλακή και ο νέος δάσκαλος ήταν Βούλγαρος.
«Τότε Βούλγαροι είστε», αποφάνθηκε αποφασιστικά. «Βούλγαροι είμαστε», απάντησαν και εκείνοι.
Διαμαρτυρήθηκε όμως ο πέμπτος αριστερά Βούλγαρος δικαστής Ντημητρώφ με κατάμαυρη μεγάλη γενειάδα και είπε: 

«Είναι φανατικοί Γραικομάνοι. Αυτοί  έφεραν στο χωριό τους άντάρτες». 

Του παρατήρησε τότε ο ΄Ελληνας δικαστής, αγαθός ανατολίτης, ότι διαμαρτύρεται, όταν του έλεγαν ότι δεν υπάρχουν Βούλγαροι, στη Μακεδονία και διαμαρτύρεται ζωηρότερα, όταν μερικοί κατηγορούμενοι λένε ότι είναι Βούλγαροι.
Το δικαστήριο ασχολήθηκε πολλήν ώρα με την εξακρίβωση της εθνικότητας των κατηγορουμένων και τελικά τους αθώωσε.

Οι Βούλγαροι έρριξαν το κύριο βάρος στα σχολεία και τα χρηματοδότησαναπ’ τον κρατικά προυπολογισμό μέσω της Βουλγαρικής Εξαρχίας με τη μεγαλύτερη γενναιότητα και χωρίς καμιά τσιγκουνιά.

Ο Μπράγκωφ στο «La Macédoine et sa population chrétienne» παραδέχεται ότι λειτουργούσαν ελληνικά  σχολεία απ’ το 1760 στην Κοζάνη, Θεσσαλονίκη, Μοσχόπολη, ΄Αγιον ΄Ορος.

 Αναφέρει και τον Γεώργιο Κωνσταντίνου, που τον μνημονεύει ο Χασιώτης, και γράφει ότι υπήρχαν από το 1757 ελληνικά  «Κολλέγια» και στην Καστοριά, Βέροια, Σιάτιστα και δύο στη Θεσσαλονίκη.

Μπορεί να θεωρηθή βέβαιο ότι υπήρχαν και παλιότερα ελληνικά  σχολεία σε περισσότερα μέρη της Μακεδονίας.

Τα εμπορικά γράμματα του 17ου αιώνα, που βρήκε ο κ. Μέρτζος στα αρχεία της Βενετίας, από τη Μοσχόπολη, Αχρίδα, Καστοριά, Σιάτιστα, Μηλοβίστα, Θεσσαλονίκη κλπ.,δεν έχουν ορθογραφικά και άλλα λάθη. 
΄Εμαθαν να γράφουν καλά τη δύσκολη ελληνική γλώσσα με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος;
Ακόμα και Τουρκαλβανοί του Δυρραχίου και της άλλης Αλβανίας έγραφαν ελληνικά  την εμπορική τους αλληλογραφία με τη βοήθεια βέβαια κάποιου ΄Ελληνα γραμματικού, που θα φοίτησε σίγουρα σε κάποιο σχολείο.

Το 1833 οι χριστιανοί της Φλώρινας, που ήταν τότε λίγοι, άρχισαν να κτίζουν την εκκλησία του 'Αγίου Γεωργίου έξω απ’ την πόλη με την άδεια κάποιου καλού  Αλβανού πασά.
 Οι Τούρκοι όμως που ήταν πολλοί, διαμαρτυρήθηκαν στον πασά. Εκείνος τους ρώτησε αν έχουν οι γκιαούρηδες σχολεία, που είναι περισσότερο επικίνδυνα απ’ τις εκκλησίες. 
Στην καταφατική τους απάντηση τους ρώτησε γιατί δεν τα χάλασαν και αυτά. 

«Μα υπάρχουν τα σχολεία από πολύ παλιά χρόνια», του αποκρίθηκαν. Εάν λοιπόν οι λίγοι Χριστιανοί της Φλώρινας είχαν ελληνικά  σχολεία από τον 18ο τουλάχιστον αιώνα, είναι φανερό ότι άλλες πολύ μεγαλύτερες και πλουσιότερες πόλεις και κοινότητες της Μακεδονίας δε θα έμειναν ποτέ σχεδόν χωρίς σχολεία (Περιοδικό «Αριστοτέλης» της Φλώρινας, τεύχος 20 του 1960).

Δικαιολογούν την ανυπαρξία τότε βουλγαρικών σχολείων με τον ισχυρισμό ότι τα σχολεία δεν είναι πάντοτε εθνικό κριτήριο — και έφεραν παράδειγμα την Γερμανοκρατούμενη Αλσατία — και ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε κηρύξει άγριο διωγμό των Βουλγάρων. 

΄Εκλεισε, λένε, τα βουλγαρικά σχολεία, κατέστρεψε την βουλγαρική λογοτεχνία και εξόντωσε τους Βουλγάρους προκρίτους !

Eίχε, φαίνεται, το άμοιρο αυτό Πατριαρχείο στη διάθεσή του ορτάδες γενιτσάρων και μπουλούκια μπασιμπουζούκων...
Και όταν όλοι οι χριστιανοί σφάζονταν, ληστεύονταν, εκβιάζονταν να γίνουν Μουσουλμάνοι, και μαρτυρούσαν, είχε τον καιρό ν’ ασχοληθή με την ανύπαρκτη λογοτεχνία των Βουλγάρων και τα σχολεία τους! 

Είναι αλήθεια ότι καταργήθηκαν απ’ την τουρκική κυβέρνηση το 1767, ίσως με υπόδειξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Σαμουήλ, τα Πατριαρχεία της Άχρίδος και του Ιπέκ. 
Άλλα το πρώτο βρισκόταν σε μια άσημη εσχατιά κοντά στη μουσουλμανική Αλβανία και ήταν... ελληνικότατο.
 Το Ίπέκ πάλι και όλο το Κόσσοβο είχε κατακλυστή από μουσουλμάνους Γκέκηδες και ο Πατριάρχης με μεγάλο μέρος του Σέρβικου πληθυσμού είχε ήδη καταφύγει στην Αύστρουγγαρία.

Αναφέρουν τον Ρώσο ιστορικό Γκολουμπίνσκυ, που έγραψε το 1830ότι όλοι οι κάπως πολιτισμένοι Βούλγαροι είχαν εξελληνιστήκαι περιφρονούσαν και μισούσαν κάθε τι το βουλγαρικό και σλαβικό, και τον επίσης Ρώσο Γκρεγκόροβιτς, που περιηγήθηκε το 1840 τη Μακεδονία και άλλα τουρκικά μέρη και βρήκε παντού ελληνικά  σχολεία στην 


΄Εδεσσα,
 Στρώμνιτσα, 
Πετρίτσι, 
Σιδηρόκαστρο, 
Μελένικο. 

Στα Βελεσσά προσπάθησαν μερικοί να μπάσουν τη διδασκαλία και της βουλγαρικής στο ελληνικό σχολείο. 

Ο ξεναγός του στην Αχρίδα ήξερε και αρχαία ελληνικά  αποφθέγματα και καθόλου βουλγαρικά γράμματα.

Ο Μπράγκωφ όμως υποστηρίζει ότι απ’ το 1832 είχαν ιδρυθή βουλγαρικά σχολεία στο Κιουστετίλ, Ντούπνιτσα, Ραζλόκ, Τζουμαγιά, Βέλες, Ρίλο. 

Είναι περίεργο πως δεν τα είδε το 1840 ο Γκρεγκόροβιτς.

 Πάντως, και αν ύπηρχαν, βρίσκονται εξω απ’ τα σύνορα της πραγματικής Μακεδονίας.

Οι ΄Αγγλοι, που μνημονεύει ο Μπράγκωφ, είδαν το 1863 στον Περλεπέ δύο βουλγαρικά σχολεία και ένα ελληνικό, που το συντηρούσαν οι Κουτσόβλαχοι, και στην Αχρίδα,
όπου δίδασκε ο Παρλίτσεφ, που είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.

Αναγράφει επίσης ότι λειτουργούσαν ελληνικά  σχολεία σε
 16 «βουλγαρικά» χωριά της Θεσσαλονίκης, 
17 των Σερρών, 
8 του Σιδηροκάστρου, 
9 της Στρώμνιτσας, 
9 των Γιαννιτσών και της Γευγελής, 
19 της ΄Εδεσσας, 
35 του Μοναστηριού, 
20 της Φλώρινας, 
24 της Καστοριάς.

Στο Μοναστήρι πρωτοεμφανίστηκαν οι Βούλγαροι το 1867 και ζήτησαν με την υποστήριξη των Τούρκων — ήταν τότε η μεγάλη Κρητική επανάσταση σ’ όλη την έντασή της — να εκκλησιάζωνται σλαβικά κάθε δεύτερη εβδομάδα στην εκκλησία του 'Αγ. Δημητρίου, να πάρουν αρκετές αίθουσες του σχολείου και να πληρώνωνται οι Βουλγαροδάσκαλοι απ’ το ...κοινοτικό ταμείο!
Τούς έγιναν μικρές παραχωρήσεις. Το 1869 ζήτησαν γενικό χωρισμό. 
Τούς δόθηκαν τότε η εκκλησία του νεκροταφείου της  Αγίας Κυριακής, ένα κοινοτικό μαγαζί και ένα οικόπεδο. 

Солунска българска мъжка гимназия,
 Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρρένων "Κύριλλος και Μεθόδιος"
Θεσσαλονίκη (1880-1913)
Πρωτοστάτησαν οι Ρίζωφ, Ράντεφ και η οικογένεια Ρόμπη, που μιλούσε ελληνικά στα σπίτια της.

Μόλις όμως δημιουργήθηκε το βουλγαρικό κράτος, φρόντισαν αμέσως οι Βούλγαροι να ιδρύσουν βουλγαρικά γυμνάσια και παρθεναγωγείο στο Μοναστήρι, στη Θεσσαλονίκη και σ'άλλες πόλεις, με το απαραίτητο οικοτροφείο. Μάζευαν εκεί φτωχά παιδιά και κορίτσια απ’ τα χωριά, τα έτρεφαν, τα έντυναν και τα μόρφωναν ολότελα δωρεάν. 

Πολλούς έστελναν για ανώτερες σπουδές στη Σόφια, επίσης δωρεάν.

Ο Μπράγκωφ ονόμαζε προπαγανδιστικά τα ελληνικά  σχολεία, που τα συντηρούσαν με τον όβολό τους οι ίδιοι οι κάτοικοι.

Και δεν λέει τίποτε για τα δικά τους γυμνάσια-οικοτροφεία, που βάρυναν αποκλειστικά τον βουλγαρικό προϋπολογισμό και ενσάρκωναν την κλασικότερη μορφή της συστηματικής προπαγάνδας και του προσηλυτισμού.

Το παράδειγμά τους μιμήθηκαν και Σέρβοι και Ρουμάνοι, που ίδρυσαν επίσης γυμνάσια και σχολεία, με τα αχώριστα οικοτροφεία πάντοτε. 
Οι Ρουμάνοι μάλιστα πλήρωναν και επίδομα στους πατέρες των υποτρόφων, που τους έντυναν και τάιζαν πλουσιότερα!

Εμείς μόλις το 1904-1905 άρχισαμε να ιδρύουμε οικοτροφεία, για να περιμάσωμε τα παιδιά κυρίως των θυμάτων των κομιτατζήδων, και κάναμε το λάθος να τα καταργήσουμε ευθύς το 1913.
Υποτροφίες για ανώτερες σπουδές δεν υπήρχαν παρά μόνο των κληροδοτημάτων.

Στο Μοναστήρι π.χ. ήταν των αδελφών Δημητρίου η Πινίκα, που μόρφωνε δύο νέους φιλολόγους, του Μοδέστου, 'Αγιοταφίτη αρχιμανδρίτη απ’ το Πισοδέρι, για δύο νέους επίσης, Πισοδερίτες, του Βέλιου για το Μπλάτσι κλπ.

Τα βουλγαρο-ρουμανο-σερβικά οικοτροφεία και τα άλλα τους σχολεία στεγάζονταν όλα σε ιδιωτικά σπίτια με ενοίκιο, σα νά θελαν ν’ αποδείξουν ότι δεν είχαν ρίζες στον τόπο. 

Τα περισσότερα σπίτια ήταν ελληνικά . 

Στις Σέρρες το 1905 αναστατώθηκαν οι δικοί μας, γιατί ένας πλούσιος ΄Ελληνας νοίκιαζε το σπίτι του, για να ίδρυθή βουλγαρικό σχολείο με παιδιά απ’ τα χωριά.
Τη λύση τη βρήκε ένα αδύνατο παιδί απ’ το χωριό Ράμνα,που δεν ήξερε πολλά ελληνικά.
Χωρίς να συνεννοηθή με κανέναν και με δική του μονάχα πρωτοβουλία μαχαίρωσε τον κακό εκείνο ΄Ελληνα. 
΄Εγινε έπειτα ο λαμπρός οπλαρχηγός Γιάννης Ράμναλης.

То 1901 ήρθε στο Μοναστήρι απ’ τη Σόφια ο ανώτερος υπάλληλος του Βουλγαρικού 'Υπουργείου των Εξωτερικών Ράντεφ, για να πουλήση στη βουλγαρική κοινότητα ένα μεγάλο παμπάλαιο πατρικό σπίτι. 
Θ’ αποκτούσαν επιτέλους οι Βούλγαροι ιδιόκτητη στέγη για το γυμνάσιό τους, έστω και σαραβαλιασμένη.
 Είχε συμφωνηθή να του πληρώση η κοινότητα 500 λίρες σε τρεις ετήσιες δόσεις.
Δεν έμενε παρά η υπογραφή του σχετικού εγγράφου στο τουρκικό κτηματολόγιο (Ταπού Νταιρεσί — το ταπού προέρχεται απ’ το ελληνικό τόπος).
Την τελευταία όμως στιγμή παρουσιάστηκε η Ελληνική δημογεροντία και πρόσφερε διπλάσιο ποσό, όλο τοις μετρητοίς.
 Καί ο Βούλγαρος διπλωμάτης την προτίμησε... 
Πάνω στο οικόπεδο του Βουλγαρικού σπιτιού, που θα στέγαζε το Βουλγαρικό Γυμνάσιο, έκτισε η Ελληνική κοινότητα δύο ωραία μέγαρα, που τα νοίκιασε το ένα για Ελληνικό προξενείο και το άλλο για Γαλλικό !

΄Ολα γενικά τα Ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας στεγάζονταν σε ιδιόκτητα κοινοτικά κτίρια, τα περισσότερα αληθινά μέγαρα. 

Στο Μοναστήρι π.χ. το Γυμνάσιο ήταν ένα βαρύ και επιβλητικό πέτρινο κτίριο, με απέραντη σάλα στο πάνω πάτωμα για τελετές, ομιλίες, συγκεντρώσεις, θεατρικές παραστάσεις κλπ. 

Είχε και πλουσιώτατη συλλογή οργάνων φυσικής και χημείας, δωρεά του Δούμπα της Βιέννης. 

Πλάι του ήταν η Μουσίκειος Αστική Σχολή, μεγάλο και ωραίο επίσης οικοδόμημα. 

Πήρε το όνομα από τον «δωρητή και ευεργέτη» Μουσίκο, που έζησε και πέθανε στη Ρουμανία. Είχαν και μια τεράστια αυλή με μια σειρά πελώριες λεύκες. Στο βάθος ήταν το γυμναστήριο. Τα τελευταία χρόνια είχε ανεγερθή και κλειστό, χειμωνιάτικο, σουηδικό γυμναστήριο.
 Επίσης, αντίκρυ στην Αστική Σχολή χτίστηκε το Διδασκαλείο.

Ακόμα ωραιότερο ήταν το Παρθεναγωγείο. 
Είχε και αυτό απέραντη αυλή με το νηπιαγωγείο στο βάθος. 
Κόστισε στους αδελφούς Δημητρίου η Πινίκα, μεγαλεμπόρους στην Αίγυπτο, 3.000 χρυσές Αγγλικές λίρες της έποχής έκείνης. Είχαν άφήσει και κληροδότημα να προικίζωνται κάθε χρόνο, με 100 η 200 χρυσές Αγγλικές λίρες το καθένα, δύο φτωχά κορίτσια, που αποφοιτούσαν απ’ το Παρθεναγωγείο.

Κοινοτικά κτίρια στέγαζαν και τα 18 δημοτικά σχολεία των συνοικιών.

Οι αδελφοί Δημητρίου έχτισαν τα δημοτικά σχολεία και τα προίκισαν με κληροδοτήματα των δύο ακραίων μαχαλάδων Γενημαλέ και Άρναουτμαλέ, ο έμπορος στο Κισνόβιο της Ρωσίας Ιωάννης Κοντούλης, το σχολείο του Μπαιρμαλέ και η χήρα 'Ελένη Θεοχάρους Δημητρίου το πρώτο Νηπιαγωγείο.

Λειτούργησε ένα διάστημα στο Μοναστήρι και 'Ιερατική Σχολή κατά το 1881 και 1889.

To ίδιο γινόταν παντού:
 Στη Σιάτιστα το Τραμάτζειο Γυμνάσιο,
 στηνν Κοζάνη, 
Καστοριά, 
Κρούσοβο, 
Μεγάροβο, '
Έδεσσα, 
Θεσσαλονίκη κλπ.

Στη Φλώρινα είχαν ανεγερθή δύο μεγάλα δημοτικά σχολεία στο οικόπεδο του Ίζέτ πασά.

Ο Ιταλός Ντεκουμπερνάτις, που κυκλοφόρησε το 1895 σύντομα βιβλία για τις Βαλκανικές χώρες, έγραψε για τη Βουλγαρία ότι τα κτίρια που φαίνονταν από μακρυά ήταν σχολεία. 
Δε θάγραφε διαφορετικά αν έβλεπε και τα Ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας.

 ΙΙολλές φορές άρχιζε συναγωνισμός μεταξύ των Ελληνικών κοινοτήτων ποιά θα έκτιζε μεγαλύτερο και επιβλητικότερο σχολείο.
Στο βιλαέτι Μοναστηριού οι Βούλγαροι είχαν μόνο το Γυμνάσιο Μοναστηριού. 

Υπήρχαν όμως και τα Ελληνικά  Γυμνάσια της Κορυτσάς, Κοζάνης, Σιάτιστας, Τσοτυλίου και το ήμιγυμνάσιο της Καστοριάς. 

Στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν και δύο ιδιωτικά Λύκεια, του Νούκα και του Κωνσταντινίδη, και το ιδιωτικό Παρθεναγωγείο της Αγλαίας Σχινα.

Τα γυμνάσια και όλα τα άλλα σχολεία συντηρούνταν απ’ τις κοινότητες, που είχαν πόρους απ’ τις τακτικές εισφορές των μελών, τις δωρεές, τα ενοίκια των κοινοτικών κτημάτων και τα κληροδοτήματα. 

Η κοινότητα π.χ. Θεσσαλονίκης είχεν εκτός από άλλα και όλη τη Στοά του 'Αγίου Μηνά. 'Η κοινότητα της Φλώρινας είχε μια διπλή σειρά από καινούργια μαγαζιά, ξενοδοχεία με καφενείο και εστιατόριο και άλλα μαγαζιά κλπ.
Η κοινότητα επίσης Μοναστηριού είχε, εκτός απ’ τα δύο Προξενεία, και πολλά άλλα ακίνητα.

Επειδή η τουρκική νομοθεσία αγνοούσε τα νομικά πρόσωπα, αναγράφονταν στο κτηματολόγιο τα κτήματα στο όνομα ενός η και περισσοτέρων εφοροεπιτρόπων. Δεν παρουσιάσθηκε όμως ούτε μία περίπτωση να τα διεκδικήσουν οι κληρονόμοι των τυπικών ιδιοκτητών.

Ήταν και τα κληροδοτήματα. 

΄Ολες οι πόλεις και τα μεγάλα χωριά είχαν πολλά.

Στο Μοναστήρι την ημέρα της Κυριακής της 'Ορθοδοξίας, που είχε καθιερωθή για την εορτή των σχολείων αντί των «Τριών 'Ιεραρχών» — σύμφωνα με μία παλιά Μοσχοπολίτικη παράδοση — ο γηραιός δημοδιδάσκαλος Κτένας, ανεβασμένος σε μια καρέκλα,διάβαζε κοντά μιαν ώρα ένα ατελείωτο κατάλογο «δωρητών και ευεργετών». 

Και άκουε κανείς όλων των λογιών τα νομίσματα, από τις Αγγλικές και Τουρκικές λίρες — όλες τότε χρυσές—τα φράγκα και τα ρούβλια, έως τα φιορίνια, τα μίντσια, τις κορώνες, τα δουκάτα κλπ.

Οι αδελφοί Δημητρίου ή Πινίκα ήταν οι «μεγάλοι ευεργέτες». 

Είχαν διαθέσει πάρα πολλές χιλιάδες Αγγλικές λίρες.

Σημαντικά κληροδοτήματα απ’ το εξωτερικό είχαν και το Κρούσοβο  και τα μεγάλα Βλαχοχώρια Μεγάροβο, Τύρνοβο, Νιζόπολις και άλλα. Η Κοζάνη είχε και τα παλιά κληροδοτήματα της Ουγγαρίας, που σπούδαζαν δύο νέους στη Βουδαπέστη και συντηρούσαν Γεωργική Σχολή στην Κοζάνη.

Η διαχείριση των κοινοτικών χρημάτων και κτημάτων ήταν πάντοτε ιδανική. Ποτέ πουθενά δεν πέρασε ούτε σκιά υπονοίας η κακογλωσσιάς για έναν έφορο, που διαχειρίστηκε μεγάλα ποσά η επιστάτησε στην ανέγερση σχολείων, νοσοκομείων η άλλου κοινοτικού κτιρίου. 
Και λειτουργούσαν τα κοινοτικά σχολεία πολύ καλύτερα απ’ τα κρατικά. 

Την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου άρχιζαν στο Μοναστήρι τα μαθήματα. Διόριζαν οι «έφοροι» το διδακτικό προσωπικό. 
Και οι καλοί διδάσκαλοι ήταν περιζήτητοι.
Βοηθούσαν τις κοινότητες και οι συντεχνίες (εσνάφια ) και οι συνοικιακοί «Σταυροί», μια παληά και Ιδιότυπη οργάνωση στο Μοναστήρι, που μάζευε με το σταυρό των θεοφανείων χρήματα για εκπαιδευτικούς σκοπούς.

Η μεγάλη εκκλησία τού Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι έκανε και... τραπεζιτικές δουλειές. 
Δέχονταν καταθέσεις και τις δάνειζε στους δικούς μας εμπόρους. Ποτέ δεν έχασε ούτε ένα γρόσι. Γι’ αυτό και βρήκε αμέσως η δημογεροντία τις λίρες, που χρειάστηκε για την αγορά του σπιτιού του Βουλγάρου διπλωματικού υπαλλήλου. 

Είχε και το προνόμιο να εκδίδη το μοναδικό τότε χαρτονόμισμα της Τουρκίας, τους «καύμέδες». 
Ηταν των 5 παράδων. Μπορούσε όμως κανείς να χορτάση ψωμί μ’ εναν «καύμέ». Κυκλοφορούσαν και στους Τούρκους και στους 'Εβραίους.

Για το κτίσιμο της εκκλησίας αυτής δούλεψαν οι Μοναστηριώτες, μεγάλοι και μικροί, μέρα και νύχτα, γιατί θα έφευγε ο πασάς που τους είχε δώσει την άδεια. 
Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν άφηναν να υψωθή πολύ, αναγκάσθηκε ο λαός να σκάψη και να την προχωρήση προς το βάθος... Δεν είχαν επίσης επιτρέψει την καμπάνα.

Τα Ελληνικά  γυμνάσια και σχολεία δεν υπερείχαν μόνο στην έξωτερική έμφάνιση. 
Ήταν γενικά και απ’ τους ξένους αναγνωρισμένα ως τα καλύτερα.
Στο γυμνάσιο Μοναστηριού φοίτησαν και παιδιά Ευρωπαίων και 'Εβραίων και ακόμα και Βουλγάρων (Αλέξανδρος Άλτιπαρμάκωφ).
 Μαθαίναμε και άρκετά λατινικά, γαλλικά και τουρκικά. 
Οι Εβραίοι είχαν πάντοτε και ΄Ελληνα δάσκαλο και δασκάλα στα σχολεία τους. 
Είχα και έγώ συμμαθητή στην Αστική Σχολή ένα καλό Βουλγαρόπαιδο και λαμπρό μαθητή, τον Ευθύμιο Ρόμπεφ. Τον έδιωξαν στην τελευταία τάξη.

Ο Μπράγκωφ, με την επικουρία και του Γάλλου φιλολόγου Βίκτωρος Μπεράρ, που έγινε στα γεράματα θαυμαστής των Βουλγάρων και των κομιτατζήδων, λέγει ότι τα Βουλγαρικά γυμνάσια ήταν ανώτερα απ’ τα Ελληνικά .

'Υπερείχαν αληθινά σ’ ένα σημείο: 
Τα ιδρυτικά μέλη της ΒΜΡΟ,
"οι Παλιοδάσκαλοι"κατά τον Καπετάν Κώττα.

Οι Ντάμιαν Γκρούεφ και Γκότσε Ντέλτσε, που ίδρυσαν και διοίκησαν το Βουλγαρικό Κομιτάτο (την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική 'Οργάνωση ), ο Μπορίς Σαράφωφ,
 καθώς και πολλοί αρχικομιτατζήδες και βοεβόδες ήταν...
 καθηγητές των Βουλγαρικών ΓυμνασίωνΜοναστηριού και Θεσσαλονίκης και των άλλων σχολείων. 

Επίσης τρόφιμοί τους ήταν και πολλοί άλλοι αρχικομιτατζήδες, όπως ο Πάντο Κλιάσεφ και λοιποί. 

«Παλιοδασκάλους», έλεγε ο Κώττας τους αρχηγούς του Κομιτάτου και των Βουλγαρικών συμμοριών στην περιοχή Καστοριάς και Φλώρινας.
Η υπερβολή όμως της προπαγανδιστικής στοργής έκρυβε μέσα της και τα σπέρματα της αποτυχίας.

Τα χωριατόπαιδα, που εμόρφωναν οι Βούλγαροι στα γυμνάσια-οίκοτροφεία και έπειτα στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, για να τα έχουν στηρίγματα στη Μακεδονία, στρογγυλοκάθησαν στη Βουλγαρία.
Βρήκαν προσφορώτερο το βουλγαρικό έδαφος για την ευδόκιμη σταδιοδρομία τους. Εκατοντάδες πολλές έγιναν ελεύθεροι επιστήμονες, δημόσιοι υπάλληλοι, αξιωματικοί κλπ. 

Τόσο μάλιστα το παράκαναν, ώστε προκάλεσαν την ζήλεια, το μίσος και την αντίδραση των ντόπιων Βουλγάρων. 

΄Οπως γράφει και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Dakin στο πρόσφατο έργο του, το ένα τρίτο των Βουλγάρων αξιωματικών και παπάδων και το μισό σχεδόν των δημοσίων υπαλλήλων ήταν η λέγονταν «Μακεδόνες».

 Περιλαμβάνονται βέβαια σ’ αυτούς και όλοι, όσοι είχαν καταγωγή απ’ το βιλαέτι των Σκοπίων, τα συνοριακά με τη Βουλγαρία μέρη και όλα τα άλλα, που δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματική Μακεδονία.
Ο Μπράγκωφ προσπαθεί να τους δικαιολογήση με τον ισχυρισμό ότι οι Τούρκοι τους εμπόδιζαν να γυρίσουν στη γενέτειρά τους, πράγμα που είναι αναληθέστατο. 
Πριν από το 1900 μάλιστα οι Βούλγαροι ήταν τα χαιδεμένα παιδιά των Τούρκων. 
Και αργότερα είχε έλθει στο Μοναστήρι ένας Βούλγαρος αξιωματικός της οικογένειας Ράμπεφ, που γύριζε στους δρόμους μ’ όλη τη στολή του.

Ωστόσο υπερηφανεύεται ο Μπράγκωφ,
γιατι ύπηρχαν το 1905 σ’ όλη την Εύρωπαική Τουρκία (Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη)
 12 Βούλγαροι γιατροί και 6 δικηγόροι ! 

Άλλαμόνο στο Μοναστήριύπηρχαν τότε
22 γιατροί και 20 δικηγόροι ΄Ελληνες.

Παντού στους δικούς μας γιατρούς και δικηγόρους κατάφευγαν και οι Βούλγαροι. ‘Ο χειρούργος Σταύρος Νάλης, απ’ τους πρώτους που ίδρυσαν την ‘Ελληνική 'Οργάνωση Μοναστηριού, είχε πολλούς Βουλγάρους πελάτες και πολύτιμους ακόμα πληροφοριοδότες ! 

Είχε πάρει μέρος ως γιατρός και στον πόλεμο του 1897, χωρίς «να εμποδιστή» γι  αυτό από τους Τούρκους να ξαναρθή στην πατρίδα. Ο Χρηστίδης ήταν ο μοναδικός Οφθαλμίατρος στην πόλη και σ’ όλη την περιοχή. 
Οι ΄Ελληνες, που σπούδασαν στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης η της Αθήνας, γύριζαν αναγκαστικά στον τόπο τους, γιατί δεν τους σήκωνε  το... κλίμα της ελεύθερης Ελλάδας. 

Καμιά υποστήριξη δεν ευρίσκαν εκεί και αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλο συναγωνισμό... Έχουν πει ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης στην πρώτη και μεγάλη πρωθυπουργία του είχε αποφασίσει να βάλη στη Σχολή των Ευελπιδων τους περισσότερους αποφοίτους του Γυμνασίου Μοναστηριού της χρονιάς εκείνης.
 Μα τίποτε δεν έγινε... 
΄Εως το 1904 ούτε ένας Μακεδόναςδεν είχε μπη σε οίανδήποτε στρατιωτική σχολή (Εύελπίδων, Ύπαξιωματικών, Δοκίμων).

Δεν μπορεί δυστυχώς να λεχθή ότι και τα σχολεία των σλαβόφωνων χωριών είχαν υπεροχή η και κάποια αξία.

Δεν είχαμε καν δημοδιδασκάλους.
Είχε λειτουργήσει παλιότερα διδασκαλείο στη Θεσσαλονίκη με τον Παπαμάρκο, νομίζω, που είχε βγάλει λαμπρούς δημοδιδασκάλους. 
Μα έκλεισε γρήγορα και οι περισσότεροι απόφοιτοι του απορροφήθηκαν απ’ τα σχολεία της Μικράς Άσίας, της Κωνσταντινούπολης, της Νότιας Ρωσίας κλπ., όπου πλήρωναν πλουσιότερους μισθούς. 

Διδασκαλείο τριτάξιο με προπαρασκευαστικό τμήμα ιδρύθηκε και στις Σέρρες το 1872 από τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο, με διευθυντή τον Δημήτριο Μαρούλη.

Ήταν ένας μορφωμένος και παράξενος τύπος, απόφοιτος της Ριζαρείου. 
Ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφικής το 1869 και διορίστηκε το 1870 Γυμνασιάρχης Θεσσαλονίκης. Τα χάλασε ευθύς με τους άλλους συναδέλφους και έφυγε στις Σέρρες, διευθυντής του Ημιγυμνασίου, που τα χάλασε και έκει με την εφορεία, τάχθηκε με τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο και μαζί του ίδρυσε το Διδασκαλείο. Μα και με το Προεδρείο του Συλλόγου τα χάλασε και 'ίδρυσε... δεύτερο Διδασκαλείο στις Σέρρες !

΄Οπως ήταν φυσικό, τα δυο Διδασκαλεία δεν είχαν μακρόχρονη ζωή.

 Το ένα διαλύθηκε το 1881 και το άλλο το 1885 (βλ. Π. Πέννα, 'Ιστορία των Σερρών, σελ. 137 138).
Ανασυστήθηκε αργότερα το διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης και μόλις το 1906-1907 ιδρύθηκε και στο Μοναστήρι. Ήταν και τα δύο κάπως κατώτερα. Χρέη δημοδιδασκάλων εκτελούσαν έως τότε οι απόφοιτοι του γυμνασίου και του Παρθεναγωγείου. Μα και αυτοί  δεν καταδέχονταν να υπηρετήσουν στα μικρά σλαβόφωνα χωριά και έκαναν το δάσκαλο σ’ αυτά όσοι δεν κατάφεραν να βρουν άλλη καλύτερη δουλειά... 

΄Ηξεραν μόνο ανάγνωση και γραφή. Πολλοί ήταν και ανάπηροι.

Ο Παύλος Μελάς, όπως φαίνεται απ’ τα γράμματα προς τη σύζυγό του, βρήκε στα χωριά των Κορεστίων την άνοιξη του 1904, όταν τα περιηγήθηκε με τους Κοντούλη, Παπούλα, Κολοκοτρώνη και τον Κώττα, δασκάλους κουτσούς και καμπούρηδες. 

Εγνώρισα το 1909 στη Φλώρινα δάσκαλο χωριού, που για Γεωγραφία είχε το «Μαύρ’ ειν’ η νύχτα στα βουνά» και για Θρησκευτικά το «Ω λιγερόν και κυπτερόν σπαθί μου» !

Είδα και απόδειξη πληρωμής δασκάλου που έλεγε: «διά τον αγράμματον διδάσκαλον δύο μάρτυρες» !
Ανάλογος ήταν και ο μισθός τους.

Κάπου 7-10 λίρες το χρόνο. 'Όταν ήταν ευχαριστημένοι η φιλότιμοι, ο παπάς, ο μουχτάρης, οι «έφοροι» τους έδιναν και λίγες οκάδες τυρί, βούτυρο, μαλλί κλπ. 
Τα παιδιά φοιτούσαν στα «σχολεία» το χειμώνα που δεν είχαν αγροτικές δουλειές. Τάστελναν και τα νήπια οι μάνες για να τα ξεφορτωθούν...

 Μάθαιναν οι περισσότεροι χωρικοί να γράφουν με ελληνικά  γράμματα το τοπικό ιδίωμα !

Πολλοί απ’ τους γραμματοδιδασκάλους αυτούς εξελίχτηκαν, αυτοδιδάχθηκαν και έγιναν οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση. ΄Αν και τους έλειπαν γνώσεις και σοφία, είχαν όμως φλόγα, ενθουσιασμό, πίστη και ψυχή.

Πλείστοι θυσίαζαν τη ζωή τους, γίνονταν θύματα των κομιτατζήδων.
Βασ. Μεγαλάνος, διδάσκαλος 
δολοφονηθείς από τηνΕΜΕΟ-VMRO

Προτίμησαν να κινδυνεύσουν τον έσχατο κίνδυνο παρά να υπακούσουν στην επιταγή των άγριων οπλοφόρων και να εγκαταλείψουν τη θέση τους. Εθνομάρτυρες για ένα αστείο μισθό !

Δεν ήξεραν πολλά γράμματα και οι Απόστολοι του Χριστού.

Είχαμε και την κατάρα της διγλωσσίας και γλωσσικής αάναρχίας. 
Τα ξενόφωνα παιδιά μπερδεύονταν με την καθαρεύουσα, που διδάσκονταν και με τη δημοτική, που μιλούσαν, και τα έχαναν. 

Ένα παιδάκι απ’ το Μπούκοβο, μεγάλο και Έλληνικώτατο σλαβόφωνο χωριό κοντά στο Μοναστήρι, νόμιζε ότι «άρτος» είναι το άσπρο ψωμί των φούρνων της πολιτείας και «ψωμί» το μαύρο σπιτικό τους.

Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρουμάνοι δεν βαρύνονταν με παρόμοιο προπατορικό αμάρτημα. 
΄Εγραφαν τη γλώσσα τους, όπως την μιλούσαν.

Οι Βούλγαροι κατάφεραν τα τελευταία χρόνια ν’ ανεγείρουν σε μερικά χωριά μεγάλα σχολεία με εράνους, που τους ευλογούσαν τα μαχαίρια των κομιτατζήδων. 

Βελτιώθηκε και η δική μας σχολική κατάσταση στα χωριά. 
Τον λόγο όμως είχαν τώρα οι αντάρτες και οι κομιτατζήδες.
 Πολλοί χωρικοί έμαθαν να μιλούν καλά 'Ελληνικά με Κρητική προφορά ! Χόρευαν και τον πεντοζάλι, τον γνωστό, Κρητικό χορό !

'Ο Μπράγκωφ γράφει και τερατολογίες, αν μη χονδροκομένους αστεισμούς.

 Οι Βούλγαροί του ήταν και μεγάλοι έμποροι, ανώτεροι και από τους Εβραίους. 
Οι έμποροι των Βελεσών, γράφει, αλληλογραφούσαν παλαιότερα και με τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. 
Ξεχνάει όμως ότι στα Βελεσά είχαν εγκατασταθή έπειτα απ’ την καταστροφή της Μοσχόπολης το 1769 κάπου 200 Μοσχοπολίτες με τις οικογένειες, όπως γράφει και ο Ντούσιαν Πόποβιτς, που ήταν γεννημένος έμπορος και αλληλογραφούσε φυσικά με τους Μοσχοπολίτες μεγαλεμπόρους και μεγαλοεπιχειρηματίες της Βιέννης, Βουδαπέστης και της άλλης Κεντρικής Εύρώπης. 

Ήταν επίσης, γράφει, και μεγάλοι βιομήχανοι.
 Οι Βούλγαροι διακρίνονται αληθινά στη βιομηχανία της γιαούρτης και της «μπάζα», ενός ποτού από κεχρί, οπού όμως αντιμετώπιζαν τον συναγωνισμό των Γκέκηδων,..
Σύμφωνα με το Δελτίο, που έβγάλε για τα πενήντα χρόνια του το 1964 ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Μακεδονίας Θράκης, το 1912 υπήρχαν 4 νηματουργεία στη Νάουσα, 3 στην ΄Εδεσσα, 2 στη Βέροια και κλωστούφαντήρια 5 στη Νάουσα, 2 στην Έδεσσα και 1 στη Βέροια. 
΄Ολα ύδροκίνητα, όλα ήταν ελληνικά . 

'Υπήρχαν και στη Θεσσαλονίκη άλλες βιομηχανίες, οι περισσότερες ελληνικές.

 Εβραϊκός ήταν ο μύλος του Άλατίνη με το κεραμοποιείο.

 Πουθενά ούτε ίχνος βουλγαρικής βιομηχανίας! 

Και στο Μοναστήρι, στο Ντίχοβο είχε ιδρυθή μεγάλο υφαντήριο ολόκληρο ελληνικό, που δεν ευδοκίμησε. 
Υπήρχαν μικρότερα υφαντήρια και γαιτανοποιεία, επίσης ύδροκίνητα, στο Μεγάροβο (των Καζάση, Πικούλη και άλλων).

Είχαν αρχίσει απ’ το 1874 οι Ναουσαίοι την θαυμαστή τους βιομηχανική εξόρμηση. 

΄Ιδρυσαν το ένα μεγάλο εργοστάσιο έπειτα απ’ το άλλο στην Νάουσα, την ΄Εδεσσα, τη Βέροια, τη Θεσσαλονίκη, χωρίς καμιά από πουθενά τραπεζική η άλλη ύποστήριξη. 
Ο τελωνειακός δασμός ήταν μόνο 8%, γιατί η Τουρκία με τις «Διομολογήσεις» (Capitulations) δεν είχε δικαίωμα να βάλη μεγαλύτερους δασμούς. 
Την άνοιξη του 1912 πήγε ο Κύρος Κίρτσης στην Κωνσταντινούπολη να πάρη απ’ το αρμόδιο 'Υπουργείο την άδεια να εκμεταλλευτή και τις ύδατοπτώσεις του ΄Αγρα (Βλαντόβου), που του άνηκαν. 
Ηρθαν όμως οι Βαλκανικοί και άλλοι πόλεμοι...

Ο σλαβόφωνος χωρικός άκουε την ακούραστη βουλγαρική προπαγάνδα:

«Μην άφήνετε, μην προδίνετε τη μητρική σας γλώσσα. Είστε Βούλγαροι».

 Έβλεπε όμως ότι ελληνική ετικέττα είχαν τα βαμβακερά νήματα και πανιά, που αγόραζε, ΄Ελληνας ήταν ο γιατρός, ο φαρμακοποιός, ο δικηγόρος, όπου αναγκαζόταν να προσφεύγη, ΄Ελληνας ο έμπορος, όπου ψώνιζε η δανειζόταν, ΄Ελληνας ο σιδηροδρομικός και ο τραπεζιτικός υπάλληλος και είχε να θαυμάση και να καμαρώση τα κτίρια μόνο των Ελληνικών σχολείων και ιδρυμάτων.
 Εάν πάλι είχε ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη η χειρουργική επέμβαση, δεν είχε άλλο καταφύγιο απ’ το Ελληνικό κοινοτικό νοσοκομείο. Υπήρχαν νοσοκομεία και σε άλλες πόλεις. 

Στο Μοναστήρι πρωτοιδρύθηκε το νοσοκομείο ο «Ευαγγελισμός», το 1829.

 Άνοικοδομήθηκε καινούργιο, μεγαλόπρεπο, το 1900, με δαπάνη χιλιάδων λιρών των αδελφών Δημητρίου. 
Δέχονταν όλους  δωρεάν, όπως δωρεάν δούλευαν σ’ αυτό με τη σειρά και οι γιατροί.

Εκτός δηλ. απ’ την μακραίωνα παράδοση και την εκκλησιαστική επιρροή, αντίκρυζε ο χωρικός παντού την αδιαφιλονίκητη ελληνική υπεροχή, που την θεωρούσε και δική του. 

΄Ηξερε εξ άλλου ότι οι ΄Ελληνες επιστήμονες, 
οι έμποροι, 
οι πρόκριτοι πολλών πόλεων,
 όπως στο Μοναστήρι, 
στην ΄Εδεσσα, 
τη Φλώρινα, 
τη Στρώμνιτσα, 
τη Γευγελή κλπ., 
δεν είχαν μητρική τους γλώσσα την Ελληνική, 
απαράλλακτα όπως και αυτός.

 Δεν είναι λοιπόν παράξενο αν η Βουλγαρική και οι άλλες προπαγάνδες, χωρίς να εξαιρούνται και η προτεσταντική (Αμερικανική) και η καθολική, που είχαν επίσης τον Ελληνισμό κύριο στόχο, «προς κέντρα ελάκτιζαν». 

΄Εδειχνε ο Ελληνισμός ζωτικότητα και δύναμη, που οι εχθροί του καθόλου δεν φαντάζονταν ούτε περίμεναν.

Το 1898 ο βαλής Μοναστηριού, που ήθελε, σύμφωνα και με τη θέληση της Υψηλής Πύλης, να δώση στους Βουλγάρους το μοναστήρι της Μπαρεσάνης, 2 ώρες απ’ το Μοναστήρι, προκάλεσε απόφαση του «Συμβουλίου του Βιλαετιού» να λειτουργήσουν και οι Βούλγαροι, έπειτα από εμάς, στην έκκλησία του την ημέρα της Άναλήψεως, που γιόρταζε.
 Όλη τη νύχτα όμως εκατοντάδες πολλές Μοναστηριώτες έτρεξαν στο μοναστήρι αποφασισμένοι να το κρατήσουν με κάθε θυσία. 
΄Αρχισε το πρωί η ελληνική λειτουργία και με τη βοήθεια των αμανέδων των ψαλτάδων παρατάθηκε ώρες πολλές κοντά σχεδόν το μεσημέρι... 
Μα κάποτε τελείωσε, και ο Μητροπολίτης με τους παπάδες αποσύρθηκαν.

Οι Βούλγαροι, που περίμεναν έξω, νόμισαν ότι ήρθε επιτέλους και η δική τους σειρά να λειτουργήσουν. 

Το πλήθος όμως, που γέμιζε την εκκλησία, δεν εννοούσε να το κουνήση. 
Του κάκου ο «μπας πολίτς» (αρχιαστυνόμος ) επιχείρησε να το βγάλη εξω με τους «πολίτσηδες» και «ζαπτιέδες» (αστυνομικούς και χωροφύλακες). 
Ανακατώθηκαν και οι Βούλγαροι και ξέσπασε τότε μία άγρια έλληνο-βουλγαρική συμπλοκή με πολλά κεφάλια σπασμένα.

Το μοναστήρι έμεινε ως το τέλος πια ελληνικό. 
Αργότερα ιδρύθηκε εκεί και ορφανοτροφείο.
Η βουλγαρική εκπαιδευτική και εκκλησιαστική προσπάθεια στην πραγματική Μακεδονία αποτελματώθηκε. 
Bulgarian Secret Central Revolutionary Committee:
Kosta Panitsa, Ivan Stoyanovich, 
Zahari Stoyanov
, Ivan Andonov, and Dimitar Rizov

Και εξαναγκάστηκαν οι Βούλγαροι ν’ αρχίσουν άλλη τακτική, αποδοτικότερη.

Ο Βούλγαρος διπλωμάτης Ρίζωφ σε ανοικτή του επιστολή προς τον ηγεμόνα Φερδινάνδο τόνισε, στις 26 Απριλίου 1899,

ότι δεν είχαν να περιμένουν τίποτε πια απ’ τα σχολεία και την εκκλησία 
και έπρεπε ν’ αρχίσουν άλλη δράση. 

Και άρχισαν έντονη την κομιτατζήδικη δράση...

Μακεδονικός Αγώνας. Σλαβόφωνοι Μακεδονομάχοι: Ο Αντώνιος Ζώης.

$
0
0
Ο Μακεδονάχος Οπλαρχηγός εκ Μοναστηρίου
Αντώνιος Ζώης.
  Γεωργίου Μόδη.

"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
Δούλευε εισπράκτορας στο Μοναστήρι κάποιας συντεχνίας η συνοικίας. 
Φρόνιμος, ήσυχος, μειλίχιος, τον έπαιρνες για τον ειρηνικώτερο των ανθρώπων. 
Στους γάμους μονάχα και τα πανηγύρια ξεσπούσε με πάθος και μεράκι στα κλέφτικα τραγούδια. Ήταν περίφημος και για τα γερά του πόδια.

Την ήμερα του αγίου Γεωργίου το 1903 στο Μοναστήρι ο τουρκικός όχλος άρχισε σφαγή χριστιανών χωρίς καμμιά διάκρισι αν ήσαν φίλοι των κομιτατζήδων η εχθροί των, Βούλγαροι η Έλληνες .

Οι Γεμιτζήδες και
τα 
Απριλιανά του 1903
 Όλοι οι γκιαούρηδες ήσαν σκυλιά άσπρα η μαύρα. 

Αγρίεψαν οι αγάδες του Μοναστηριού, 
γιατί στην Θεσσαλονίκη οι κομιτατζήδες ανατίναξαν την 15ην και 17ην Απριλίου το γαλλικό ατμόπλοιο «Γουανταλκιβίρ» και την Όθωμανική Τράπεζα.

 Χρειάσθηκε 6—7 μέρες, για να μεταδοθή η ιερά αγανάκτησις απ’ το  ένα  βιλαέτι στο άλλο.

Ευτυχώς ο βαλής κατώρθωσε να προλάβη γενίκευσι της σφαγής.  ένα  πλήθος φανατισμένοι Τουρκαλάδες στρίμωξαν εκείνη την ημέρα τον Άντώνη σ΄ ένα  στενοσόκακο. 

Σώθηκε ως εκ θαύματος, τρυπώνοντας σ’ ένα  εβραικό σπίτι. Ευθύς επειτα εξαφανίσθηκε. Στους μαθητικούς μας κύκλους άρχισε σιγά σιγά να διαδίδεται πως έφυγε στα βουνά να πολεμήση τους Τούρκους
 «για της πατρίδος την ελευθερίαν, για του Χριστού την πίστιν την αγίαν».

Δύσκολο είναι να ξεκαθαρίσω σήμερα τα αισθήματα, που τότε μας συνείχαν. 
Μισούσαμε τους Βουλγάρους, τραγουδούσαμε δυνατά και ζωηρά το
 «Του Πανσλαβισμού η ψώρα Μακεδόνας δεν μολύνει», 
ακούαμε κάπου κάπου και τα εγκλήματα των κομιτατζήδων στην ύπαιθρο. Άλλα ήσαν τόσον ανυπόφοροι και οι Τούρκοι! Τα γεγονότα του αγίου Γεωργίου μας είχαν όλους καταταράξει και κατατρομάξει.

Παρ΄ όλη την προστασία, που μας έταζε ο γείτονας και φίλος μας Τούρκος, είχα φροντίσει τότε να δανεισθώ για πρόσθετη ασφάλεια από  ένα  θειο μου  ένα  παλιό τουφέκι, που είχε λίγες χαλασμένες και άχρηστες σφαίρες.

Όσηδήποτε αποστροφή και αν είχαν οι μεγάλοι και μορφωμένοι για τα σχέδια και τα έργα των κομιτατζήδων, ημείς οι μικροί, μπορεί να θεωρηθή βέβαιο, όπως και ο μικρός κοσμάκης, τους συμπαθούσαμε και συχνά τους θαυμάζαμε. Χριστιανοί ήσαν, που πολεμούσαν τον άπιστο και βάρβαρο τύραννο. Το δραμα της ελευθερίας κρύβει πάντοτε τόση σαγήνη! 
Είχε φθάσει ως εμάς ο αντίλαλος των κατορθωμάτων του Κώτα, που ξεκαθάρισε τον ένα  πίσω απ’ τον άλλο σκληρούς μπέηδες και αγάδες στα χωριά των Κορεστίων, της Πρέσπας, της Φλώρινας.

Το όνομα του αρχηγού μας ήταν σχεδόν άγνωστο. Το έργο του είχε οπισθογραφηθή στο ενεργητικό του ανώνυμου κομιτάτου, που δεν είχε πάψει εκείνη την εποχή να του στήνη παγίδες και να του ετοιμάζη δολοφονικές ενέδρες.

 Είδαμε έπειτα με τα μάτια μας την κηδεία του Σεφκή αγά και του συντρόφου του, που ξέραμε τα κατορθώματα και τα καμώματά των. Συγκεχυμένες εξ άλλου και αλληλογρονθοκοπούμενες ήσαν οι πληροφορίες για τους φόνους των παπάδων και προκρίτων στα μακρυνά χωριά. Οι λίγοι και «επαίοντες» τους είχαν βέβαια για εθνομάρτυρες. Οι πολλοί και απληροφόρητοι σήκωναν με απορία και σχεδόν αδιαφορία τους ώμους, όταν δεν πίστευαν τις σατανικές σπερμολογίες των δολοφόνων. Πολλή συζήτησις και αμφισβήτησις είχε γίνει και για τον φτωχό Τάκη Τσόνα, που τον ξέραμε όλοι, τον είχαμε ιδεί βουτηγμένον στο αίμα. Απ’ τη νεκρώσιμη ακολουθία των συκοφαντιών και τη μεταθανάτιο ηθική δολοφονία κάτι πάντοτε έμενε, όπως ακριβώς το λέγει και η σχετική γαλλική παροιμία.
Ο Ντεντοκόλε Ντοβροβένσκι
 дедо Кольо Добровенски
  
Ο Ζώης είχε την καλή τύχη να πέση σε καλό αρχηγό, τον γέρο Κόλε (Ντεντοκόλε), ένα  καλοκάγαθο και ντόμπρο αγρότη από  ένα  χωριό στα κράσπεδα του Μοριχόβου, το Ντομπροβένι, που μπορούσε να θεωρηθή περισσότερο ιδικός μας παρά Βούλγαρος.

Το ίδιο σχεδόν ήταν και ένας άλλος αρχηγός απ’ την Κρουσεβίτσα του Περλεπέ, που είχε πάρει και τον τίτλο του πασά και λεγόταν Τολέ πασάς. Οι δυο καλοί όσο και αγράμματοι κοίταζαν μόνον να ξεθυμάνουν στους Τούρκους και αγνοούσαν ολότελα τα βαθύτερα σχέδια του κομιτάτου. 
Δεν είχαν βάψει ποτέ τα χέρια τους σε χριστιανικό αίμα. 

Ο Ζώης έγινε γρήγορα, γραμματικός, επιτελάρχης, ύπαρχηγός, μυστικοσύμβουλός των. Έκαμε αυτός ό,τι μπορούσε, για να τους κράτηση μακρυα απ τα ανθελληνικά εγκλήματα και τα φιλοβουλγαρικά κινήματα.

Το βράδυ της 20ης ’Ιουλίου 1903 ξεχύθηκαν με τουφεκιές, ζητωκραυγές, «Χριστός ανέστη» και σταυροφόρα φλάμπουρα στον κάμπο. Πολλά μπέικα κονάκια έγιναν πυροτεχνήματα με τις αποθήκες και όλο το περιεχόμενό των.

Αναψαν και κόρωσαν από ενθουσιασμό και οι ψυχές των χωρικών. Είχε φθάσει η μεγάλη ώρα του ριζικού λυτρωμού. Ο Ζώης προσπάθησε να τους προσγειώση.
Αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Υπήρχαν ακόμα Τούρκοι στο πρόσωπο της γης; Φρόντισε να βάλη και κάποια τάξι και σειρά στον κυκεώνα και το χάος. Έλεγε στον κόσμο ν΄ αποσυρθούν το γρηγορώτερο πάνω στα βουνά του Μοριχόβου με τρόφιμα και εφόδια.

Πολύ λίγοι τον άκουσαν. Γιατί θ΄ άφηναν οι άνθρωποι το γλέντι της λευθεριάς και το πλιατσικολόγημα των μπέικων υπολειμμάτων;
Πέρασαν οι πρώτες λίγες μέρες πραγματικά σαν μέρες Λαμπρής χωρίς να ξεμυτήσουν πουθενά οι αγάδες. Οι Τούρκοι είχαν δώσει στην αρχή μεγαλύτερη σημασία στο κίνημα απ’ ό,τι αληθινά άξιζε.

Αλλά μόλις κινήθηκε ο στρατός, διαλύθηκαν δια μιας το πανηγύρι και το μεθύσι. Φάνηκαν όλα τα χάλια των ελευθερωτών και των ελευθερωμένων. Λεν υπήρχε καμμιά σοβαρή προπαρασκευή.
 Οι περισσότεροι επαναστάτες είχαν εξορμήσει, ωπλισμένοι με ρόπαλα και τσεκούρια! Όλίγοι είχαν καν ένα  σκουριασμένο γκρα η μαρτίνι με ελάχιστα φυσέκια. Σώθηκαν γρήγορα και τα τρόφιμα. Οι ολολυγμοί και ολοφυρμοί των γυναικοπαιδών γέμισαν τα βουνά και τα φαράγγια. Τρομαγμένα  και ζαλισμένα  κοπάδια έμοιαζαν τ΄ ασύντακτα πλήθη.
   Ο τρελλός ενθουσιασμός των πρώτων ήμερων έδωσε τώρα την θέσι του σ’  ένα  τυφλό πανικό. Με τις πρώτες τουφεκιές και μικροσυμπλοκές ο πανικός έγινε και αλλοφροσύνη.

Οι Ζώης, Ντεντοκόλες, Τολέ πασάςγρήγορα κατάλαβαν ότι το πλήθος αυτό των απολέμων και πανικοβλήτων χωρικών ήτο  ένα  άχρηστο και νεκρό βάρος, που έπρεπε το γρηγορώτερο να το ξεφορτωθούν.

Τούς είπαν λοιπόν ότι η επανάστασι έγινε, ο σκοπός επέτυχε και δεν είχαν πια παρά να γυρίσουν στα σπίτια και τις δουλειές των. Και οι «επαναστάτες», άνδρες και γυναίκες με το κεφάλι σκυφτό, την ψυχή βαρεία και το στομάχι άδειο, έφυγαν στα χωριά τους, περιμένοντας απ’ τη μεγαλοψυχία του μπέη, που είχαν ρημάξει, άφεσι αμαρτιών και προστασία.

-           Στα βουνά απόμειναν ολίγοι, οι καλύτεροι. Με αυτούς και τους παλιούς άνδρες των αποσύρθηκαν οι τρεις αρχηγοί στα άδυτα των δασών του Μοριχόβου. Συγκρούσεις με τον στρατό δεν είχαν παρά λίγες και ασήμαντες. Γι αυτό πιθανώτατα και δεν εσημειώθηκαν καταστροφές χωριών σ΄ όλη εκείνη την περιοχή. Είχαν και την πρόνοια οι τρεις φρόνιμοι αρχηγοί να μη κάψουν τα λίγα τούρκικα σπίτια του Παραλόβου, του μόνου χωριού σ’ όλη τη μεγάλη έκτασι, που είχε και Τούρκους.

Τα ερείπια της επαναστάσέως αντιπροσώπευαν μονάχα η στάχτη και τα συντρίμμια των μπέικων «κουλάδων», εγκαταστάσεων και αποθηκών. Μάχη κάπως σοβαρή στους βράχους της Ψάνιστας είχαν δώσει μ΄ ένα  τάγμα Μικρασιατών «ρεντίφηδων», που είχαν και αρκετές απώλειες οι «Καστοριανοί» χωρικοί, δηλαδή οι κομιτατζήδες της περιφερείας Καστοριάς, που είχαν ζητήσει καταφύγιο στο Μορίχοβο.

Τούς έλεγαν και «Γραικούς», γιατί ελληνικά τραγούδια τραγουδούσαν αδιάκοπα.

Η «επανάστασις του Ήλιντεν» οπωσδήποτε τελείωσε χωρίς ν΄ άφήση ευτυχώς ανεπανόρθωτες καταστροφές στα μέρη εκείνα. Η νίκη και επιβολή του τουρκικού στρατού ήταν αδιαφιλονίκητη.
 Ήλθαν οι φήμες για τις συναντήσεις των αυτοκρατόρων και τα σχέδια των μεγάλων «μεταρρυθμίσεων» να δώσουν λίγη παρηγοριά και ελπίδα στους ταλαιπωρημένους πληθυσμούς.

Αλλ' αμέσως έπειτα έφθασαν άλλα δυσάρεστα μαντάτα, η καινούργια «γραμμή» του κομιτάτου, που ήθελε τώρα φανερά και απροκάλυπτα ν΄ απελευθερώσει την Μακεδονία απ’ τον άοπλο Ελληνισμό, αφού δεν μπόρεσε να την απαλλάξη απ΄ τον τουρκικό ζυγό, και εκήρυξε άγριο πόλεμο κατά ειρηνικών παπάδων, δασκάλων, προκρίτων αντί των τυραννικών μπέηδων και των αίμοβόρων αγάδων.

Ο Ζώης διαμαρτυφήθηκε, φώναξε. 
«Γι΄ αυτό βγήκαμε στα βουνά;»είπε μια μέρα, που συναντήθηκαν, του γέρο Νικόλα και του Τολέ πασά.

 Οι δυο γέροι κούνησαν με απελπισία το κεφάλι. «Παίρνουν τον κόσμο στο λαιμό τους.  Ας όψονται» είπε σιγά ο Ντεντοκόλες. Ο Τολέ πασάς επρόσθεσε
 «Δεν τα καταλαβαίνω και εγώ αυτά τα πράμματα. Τρελλάθηκαν οι μεγάλοι και γραμματισμένοι».

Στο  μεταξύ οι φόνοι και εκβιασμοί Ελλήνων πολλαπλασιάζονταν στα χωριά.

Ο Βοεβόδας Τράικο
Трайко Кралев Митрев
Εκμυστηρεύονταν στον Ζώη και οι πρόκριτοι του κυρίως Μοριχόβου ότι ο Τράικο και άλλοι καινούργιοι βοεβοδάδες άρχισαν και αυτούς να τους πιέζουν και απειλούν, για να γίνουν Βούλγαροι.

Τέλη Δεκεμβρίου του 1903 αποφάσισε ο Ζώης να φύγη.

Καταλάβαινε ότι κινδύνευε περισσότερο απ’ τους συναδέλφους παρά απ΄ τον στρατό.

Πήγε και αποχαιρέτησε τον Ντεντοκόλε.

—        Φεύγεις το λοιπόν και μας αφήνεις; του είπε κοιτάζοντας χάμω ο γέρος.
—        Τι να κάμω εδώ πάνω πιά, παππού;
—        Και τι να κάμω μόνος εγώ μ΄ αυτά τ΄ αγρίμια;
—        Έλα και συ.
—        Πού να πάω; Στο χωριό μου; Και από ποιους να πρωτοφυλάγουμαι; Απ’ τους Τούρκους για τους συντρόφους;
—        Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο, παππού. Χρειάζεται ν΄ αρχίσουμε άλλο πια αγώνα. Έγιναν ανυπόφορα τα σκυλλιά.
—        Έχεις δίκιο, παιδί μου. Ο Θεός μαζί σου. Όσο ζω εγώ, θα κοιτάζω να προλάβω μεγαλύτερα κακά. Με την ευχή του Θεού άμε στο καλό, παιδί μου.

Στις 9 Μαρτίου του 1904 εξωντώθηκε απ’ τον τουρκικό στρατό ο γέρος στο Πετάλινο του Μοριχόβου, όπου αργότερα και άλλοι Έλληνες  οπλαρχηγοί έχυσαν το αίμα των. Λίγες μέρες αργότερα, ζωσμένος επίσης από τουρκικό απόσπασμα, επεσε σ’  ένα  χωριό του Περλεπέ και ο Τολέ πασάς. Δεν είναι βέβαιο αν δεν ειχαν την ουρά τους οι άνθρωποι του κομιτάτου στην κατάδοσι και κύκλωσι των δύο αρχηγών και μάλιστα του πρώτου, που ήταν ο περισσότερο απροσάρμοστος στην καινούργια «γραμμή» του.

Στο Μοναστήρι ο Ζώης πέρασε απαρατήρητος απ΄ την αστυνομία. Υπήρχε βέβαια και η γενική αμνηστεία, που είχε  δώσει ο σουλτάνος, δεν εβοήθησε όμως ολίγο και η σεμνή έμφάνισις και το μειλίχιο και φιλήσυχο ύφος του.

Τον είδα πολλές φορές στο κατάστημα του θείου μου.

 Μου έκαμε μάλιστα εντύπωσι η θερμή υποδοχή και η προσοχή και ο σεβασμός, που του έδειχνε.
Τον ήξερε καλά ο μακαρίτης.
Δεν τον είδαμε ποτέ ν’ ανακατεύεται με τον Στέφοκαι τους άλλους ζωηρούς νέους του «εκτελεστικού», που τότε είχε αρχίσει να οργανώνεται.
 Η ιδιοσυγκρασία του δεν ήταν για επιδείξεις, φασαρίες, καυγάδες.
Ζούσε αποτραβηγμένος με την προσοχή  και την ψυχή του στραμμένη ολοκληρωτικά προς το Μορίχοβο. Ανυπομονούσε, γιατί χανόταν τζάμπα και άδικα ο καιρός, ενώ η βουλγαρική πίεσις εκεί πάνω όλο ένα  δυνάμωνε.
«'Έως πότε θα κοπροσκυλλιάζω εδώ;» τον άκουσα μια μέρα να λέει στον θείο μου και τον γιατρό Μόναχο.
«Αν ήξερα έτσι, δεν θα το κουνούσα απ΄ το Μορίχοβο και ας με δολοφονούσαν οι κομιτατζήδες. Οι άνθρωποί μας εκεί υποφέρουν και με ζητούν.’Ας πάω επί τέλους μόνος.   Αν χάσωμε εκείνα τα χωριά, είμαστε χαμένοι».

Αλλά του συνιστούσαν πάντοτε υπομονή. Τώρα θα ερχόταν η επιτροπή των 4 αξιωματικών, που θα μελετούσε επί τόπου τα πράγματα, όπου ναναι θα εβγαινε η μεγάλη απόφασις για την συστηματική πια δράσι και άμυνα όλου του Ελληνισμού, σήμερα αύριο θα εξωρμουσαν τα μεγάλα, ωργανωμένα  και με περίσσια όπλα σώματα. Και κυλούσαν οι μήνες και εβδομάδες.

Ο Μακεδονομάχος
Θεόδωρος Μόδης.
Πέρασε τέλος πάντων ο Μελάς τα σύνορα και πλησίαζε αρχές Σεπτεμβρίου στα βουνά της Φλώρινας.

Στις 4 του ίδιου μηνός έπεσε μέσα στο γραφείο του από βουλγαρική σφαίρα ο θειος μου Θεόδωρος Μόδης.

Ο φίλος και συνεργάτης του φαρμακοποιός Φίλιππος Καπετανόπουλος έτρεξε, για να τον εκδικηθή, να συναντήση τον Μελά και έπεσε από τουρκικές σφαίρες κοντά στη Νερέτη (Πολυπόταμο) της Φλώρινας, πρώτος νεκρός αντάρτης του νέου ανταρτοπολέμου.

Ο Ζώης δεν κρατήθηκε πιά.

Χωρίς να περιμένη άλλες οδηγίες και διαταγές έφυγε για τα χωριά του Μοριχόβου να εκδικηθή, όπως αυτός ήξερε, τον θάνατο των δύο φίλων του.

Μαζί του πήρε και τρεις Τυρνοβίτες, που είχαν υπηρετήσει στο Μορίχοβο στα χρόνια του Μπρούφα και παλαιότερα.
Ενας απ΄ αυτούς ήταν και ο γέρος Μπάρμπα-Σπύρος, σύντροφος ήδη αυτού του καπετάν Ναούμη, που είχε απαγάγει τον καιμακάμη της Φλώρινας.
Ζούσε τώρα για το τσιγάρο και την ρακή.
 Πήγε επίσης μαζί του σε λίγο και ο Αγγελής, που γέρασε κλητήρας στη νομαρχία της Φλώρινας. Έτρεξαν να καταταχθούν και να τον ενισχύσουν και δυο παιδιά απ’ το Μπάχοβο (Προμάχους) της Καρατζόβας, που είχαν κυνηγηθή από τους κομιτατζήδες.

Έτσι σχηματίσθηκε ένα  μικρό σώμα, απομονωμένο απ΄ όλο τον άλλο κόσμο, κυκλωμένο απ’ τους κομιτατζήδες, άλλα θεμελιωμένο γερά στο έδαφος του και αληθινά θαυματουργό.

Τα επτά κύρια χωριά του Μοριχόβου εσχημάτισαν ευθύς μια ελεύθερη και πολεμική ομοσπονδία, που εκήρυξε τον πόλεμο κατά του κομιτάτου και εδημιούργησε αδιάσπαστο μέτωπο σ’ όλα τα πλευρά της.
 Το καλό παράδειγμα το έδωσε πρώτα η πρωτεύουσά της, η Γραδέσνιτσα.

 Ο βοεβόδας Τράικο θέλησε μια νύκτα να βάλη χέρι με την συνειθισμένη του μπαμπεσιά στους δύο παπάδες του χωριού, Παπαμάρκον και ΙΙαπαδημήτρη, και τον γραμματοδιδάσκαλο Γιάννη Μαρκούλη. Τούς χρειαζόταν να τους ρωτήση κάτι, να τους συμβουλευτή κ.τ.λ.

«Να μου τους φέρετε γρήγορα και χωρίς άλλο, είπε στα μέλη της επιτροπής. Βιάζομαι». 
«Έννοιά σου, βοεβόδα θα τρέξουμε να τους φέρουμε» αποκρίθηκαν ο Σκρέκος, ένας άφοβος και τετραπέρατος χωρικός, ο Σουδίας ψηλόλιγνος, όλος πετσί και κόκκαλο, περίφημος πεζοπόρος, που υπηρέτησε οπλίτης και οδηγός στα σώματα σ΄ όλη την διάρκεια του αγώνα και, όταν  υπήρχε ανάγκη να μεταδοθή γρήγορα μια πληροφορία η διαταγή, άφηνε το τουφέκι και άνοιγε φτερωτά τα μακρυά του πόδια, και οι άλλοι επίτροποι.
 ’Έτρεξαν πράγματι, άλλα για να φέρουν τα όπλα και όχι τα θύματα.
 Οι κομιτατζήδες αναγκάσθηκαν να το βάλουν στα πόδια. Τούς κυνήγησαν όλη τη νύχτα οι χωρικοί.
Όλη η οργάνωσις του κομιτάτου εστράφηκε τώρα εναντίον του.

Επιτροπές, αυτοάμυνες, σύνδεσμοι κ.τ.λ. έγιναν τα όργανα της ελληνικής παρατάξέως και άμυνας.
Ο,τι με πολλούς κόπους τόσα χρόνια είχε ετοιμάσει πήγε διά μιας χαμένο. 
Πέρασαν σ΄ εχθρικά χέρια και τα όπλα , που είχε συγκεντρώσει. 
Κομιτατζής δεν ξαναπάτησε σ΄ εκείνα τα χωριά.

Είναι ακατανόητο πως το κομιτάτο δεν εφρόντισε να κινητοποίηση απ'άλλου μεγάλες δυνάμεις και να ξεκαθαρίση ευθύς την κατάστασι, πριν η αντεπανάστασις ριζώση.

 Δεν φαντάζονταν, φαίνεται, ότι τόσο τρομερό ελληνικό φρούριο θα ξεφύτρωνε εκεί πάνω. Περιωρίσθηκε να τιμωρήση τους σκληροτράχηλους χωρικούς την ώρα, που πήγαιναν στο παζάρι.
 Ατέλειωτες ενέδρες τους έστηναν οι κομιτατζήδες και αμέτρητα είναι τα θύματα, που οι Μοριχοβίτες έδωσαν. 
Οι φτωχοί άνθρωποι αναγκάσθηκαν ν ΄ άφήσουν το παζάρι του Περλεπέ, όπου διοικητικά ανήκαν (καζά του Περλεπέ). Πήγαιναν μονάχα στο Μοναστήρι να πωλήσουν την ξυλεία, τα τυριά, τα μαλλιά τους και να πάρουν τα χρειώδη τους και συχνά και όπλα . 
Αλλά το Μοναστήρι απείχε δέκα ολάκερες ώρες. 
Και κάθε ρεματιά, βράχος, κλαδί, γεφύρι, ήταν και μια παγίδα, κάθε σχεδόν πιθαμή κίνδυνος—θάνατος. 
Κάθε χωράφι επίσης το καλοκαίρι, σπαρμένο με σιτάρι η καλαμπόκια, έκρυβε και μια εχθρική ενέδρα.

 Για τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους  ένα  ταξείδι ως το παζάρι ισοδύναμούσε με αληθινή πορεία προς το μαρτύριο. Πήγαιναν να πωλήσουν και ν΄ αγοράσουν ολίγα φτωχά πράγματα και άφηναν στον δρόμο τα κόκκαλά των.

Στη γέφυρα του Έριγώνα (Τσέρνα), κοντά στο μοναστήρι του Τσέμπρεν,κατέσφαξαν οι κομιτατζήδες μία απ’ εκείνες τις μέρες 6-7 χωρικούς, που πήγαιναν για ξυλεία στην πόλι.
Αναγκάσθηκε ο Ζώης να πιάνη με τους λίγους άνδρες του και μερικούς ένοπλους χωρικούς τον δρόμο τις μέρες της εβδομαδιαίας αγοράς, για να τους προστατεύση.

Αλλ΄ απ΄ το ποτάμι έως το Μοναστήρι η απόστασις ήταν πολύ μεγαλύτερη και κινδυνωδέστερη. Γεμάτος «ακάνθας και τριβόλους» ήταν και αυτός ο κάμπος.

Οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει για την ασφάλεια των παζαριωτών τα συνειθισμένα  τους «καρακόλια» και στρατιωτικές περιπολίες. Δεν είδαν όμως  πολλή προστασία και προκοπή οι χωρικοί.
Έκαμναν το σταυρό τους και ξεκινούσαν με απάθεια, που έφθανε τα όρια της στωικότητας. Ο Θεός ήταν μεγάλος. Εφρόντιζαν μόνο να πηγαίνουν περισσότεροι μαζί, αν και όλοι άοπλοι, σαν να ήθελαν να επιμερισθή σε πολλούς η συμφορά. 
 Ύστερα από 2-3 χρόνια, όταν  αρκετά χωριά, που χρησίμευαν έως τότε ως κομιτατζήδικα ορμητήρια, ήλθαν μαζί μας, εξαφανίσθηκαν σχεδόν τελειωτικά οι κίνδυνοι.

Τέλη του 1905 εξώντωσαν οι δικοί μας κοντά στο Πετάλινο τον βοεβόδα Ντέμκο  κύριο οργανωτή των ενεδρών κατά των παζαριωτών. 
Στρατιωτική φρουρά υπήρχε μονάχα στην Σταραβίνα. 
Τ΄ άλλα χωριά, καθώς και τα αμέτρητα μανδριά, καλύβια, πριόνια, σκορπισμένα  όλα σε μεγάλες αποστάσεις στα βουνά η τα δάση, ήσαν ολότελα αφρούρητα και απροστάτευτα.
Ως τόσο δεν είχαν καθόλου θύματα όλον εκείνο τον χειμώνα.
 Οι κομιτατζήδες έμειναν μακρυά απ΄ την περιοχή, σαν να ένοιωθαν κάποιο σεβασμό η τρόμο προς το ιερό έδαφος της. 
Η φήμη είχε εικοσαπλασιάσει, φαίνεται, την δύναμι του Ζώη. Φαντάσθηκαν ίσως ότι ήσαν πάνοπλοι οι βοσκοί και πριονάδες και φρούρια τα μαντριά και τα καλύβια των, κι ας έκαμναν λιτανείες για ένα  παλιοτούφεκο οι φτωχοί άνθρωποι.

Αποδόθηκε επίσης η ελευθερία στα κεντήματα. Την χαιρέτησε μ’ ενθουσιασμό ο γυναικόκοσμος και ρίχθηκε με μεγαλύτερη τώρα ορμή στην καλλιτεχνία της κλωστής.
 Προσπάθησε μόνο ο Ζώης να σταματήση το κακό έθιμο του γάμου μικρών παιδιών με πληθωρικές γυναίκες. Ήταν η γυναίκα εργατικό κεφάλαιο τόσο σημαντικό και υπολογίσιμο, ώστε φρόντιζε ο πατέρας του γαμβρού να το αποκτήση το γρηγορώτερο και ο πατέρας της νύμφης να το χάση το βραδύτερο. 
Για αποζημίωσι έπαιρνε ο τελευταίος και κάμποσα χρήματα.



Το Μορίχοβο είναι ένα  απόμερο και τραχύ οροπέδιο στην βόρεια πλευρά του Καιμακτσαλάν, κάτω από την πολεμική εκκλησίτσα, που έστησαν οι Σέρβοι το 1919 από τουφέκια, κάνες, σύρματα και άλλα πολεμικά είδη σε μνήμη των νεκρών τους στην ψηλότερη κορυφή (2.500 περίπου μέτρα).
'Ορίζεται δυτικά με την βαθειά απότομη και χαώδη κοίτη του Τσέρνα (Έριγώνα), την περίφημη από τα ανακοινωθέντα του πρώτου ευρωπαικού πολέμου Boucle de la Tserna (καμπή της Τσέρνας).
Είναι πλούσιο σε βραχώδεις κορυφές και απόκρημνες ρεματιές και προπαντός σε πυκνά και απέραντα δάση από γιγαντιαία ολόισια πεύκα, έλατα και ελάχιστα δένδρα και οξυές.
Είχε επί πλέον πολλά στο δάσος νεροπρίονα, πολλά σαρακατσάνικα το καλοκαίρι κονάκια και αναρίθμητα χωριάτικα καλύβια, σκορπισμένα  σε χωράφια και βουνά και πλαγιές. Είχε δηλ. ό,τι χρειαζόταν για  ένα  ιδεώδες καταφύγιο και ορμητήριο κλεφτών και ανταρτών. 

Αλλ΄ είχε πάνω απ΄ όλα τους κατοίκους του.
Είναι όλοι σλαβόφωνοι.
Όλίγοι ήξεραν ελληνικά.
Ως τόσο είναι ζήτημα αν σ’ όλο τον υπόδουλο και ελεύθερο Ελληνισμό υπήρχαν τέτιοι Έλληνες.
Δεν είναι ολίγα τα παραδείγματα χωρικών, που τούς έβαζαν το μαχαίρι στο λαιμό οι κομιτατζήδες και τους έλεγαν  «Πέστε ότι δεν είστε Έλληνες  και σας χαρίζομε την ζωή». 
Και εκείνοι απαντούσαν βουλγάρικα  «Είμαστε Έλληνες !» 
Και εσφάζονταν.
Είχαν την παλιά παράδοσι, ότι κατάγονταν απ΄ τον Μωριά και γι΄ αυτό είχε πάρει ο τόπος του τ΄ όνομα Μορίχοβο.

Μεγάλοι και μικροί, άνδρες και γυναίκες, ημπορούσαν να σφαγούν, να κρεμασθούν, να κομματιασθούν, να γδαρθούν, μα λέξι προδοτική δεν τους έπαιρνες.
Δεν σημειώθηκε καμμιά ποτέ προδοσία.

 Γεώργιος Κονδύλης
Ο Γ. Κονδύλης, λοχίας τότε, επιχείρησε με τρεις άλλους κατ’ εντολή των αρχηγών και άξίωσι της επιτροπής να στραγγαλίση μ΄ ένα  σχοινί πάνω στο χιόνι μια γριά απ΄ την Σταραβίνα. 

Μα βρήκε περισσότερες δυσκολίες παρά στην κατάκτησι της αντιβασιλείας.
Η γριά ξαναζωντάνεψε και αποδείχθηκε ότι έπλενε τα ρούχα των Τούρκων αξιωματικών και τους επρόσφερνε και άλλες υπηρεσίες, μα όχι και πληροφορίες.

Το 1930, που περάσαμε απ΄ το σέρβικο έδαφος με δύο αυτοκίνητα απ΄ την Φλώρινα για τον εορτασμό της σερβικής εκκλησίας στην κορυφή του Καιμακτσαλάν, έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη την βουβή αγαλλίασι στα πρόσωπα γυναικών και παιδιών, μόλις κατάλαβαν ότι είμαστε Έλληνες .

Ακόμα το 1942 πήγε εκεί επιτροπή καθηγητών της Σόφιας να ιδή από κοντά το φαινόμενο ανθρώπων, που δεν ήξεραν ελληνικά, αλλά παρέμεναν αγύριστοι Έλληνες  ύστερα από σλαβική κατοχή και διοίκησι (σερβική και βουλγαρική) 30 όλων χρόνων.

Στα ελάχιστα χαρτιά, που βρέθηκαν στο σπίτι του Ζώη ύστερα από τον τραγικό θάνατό του, είναι και  ένας κατάλογος σε τριπλούν, που περιέχει τα ονόματα των σφαγιασμένων από κάθε χωριό μαρτύρων της ελληνικής ιδέας. Τον καταχωρούμε παρακάτω.
Ο Μακεδόνας επαναστάτης
Αθανάσιος Μπρούφας
(Παλαιοκρίμνι 1850 - Μορίχοβο 1896
То 1896 έδρασε και έπεσε στο Μορίχοβο ο καπεταν Μπρούφας, ένας γενναίος πραγματικά και σεμνός οπλαρχηγός από την περιφέρεια του Βοίου. Αφήκε στην Λάρισσα χήρα και ορφανά.
Η «Εθνική Εταιρεία», που τον έστειλε, τους έδωσε κάτι, όταν  διαλύθηκε κάτω από την γενική κατακραυγή του 1897. Έπειτα δεν γύρισε κανείς να τους κοιτάξη.

Παλαιότερα όλοι οι μεγάλοι κλέφτες είχαν εκτιμήσει επίσης τα προσόντα του Μοριχόβου.
Την εποχή, που άρχισε ο αγώνας, ήταν πασίγνωστο το λημέρι του Καταραχιά, ενός Σαρακατσάνου από την Ρούμελη, που άρχισε την σταδιοδρομία του κατά το 1880 ως αρχηγός ανταρτών και κατέληξε τρομερός καπετάνιος ληστών.

Ανήκε το Μορίχοβο στον καζά του Περλεπέ και είναι σήμερα τμήμα της «Λαικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Βαρδαρίου» της Γιουγκοσλαβίας, χωρίς να έχη καν ένα  δημοκρατικό δικαίωμα.

Ο Καπετάν Ρέμπελος
Την άνοιξι του 1905 έφθασε τέλος το πρώτο μεγάλο τακτικό από 40 περίπου άνδρες σώμα με αρχηγό τον Ρέμπελο, τον ανθυπολοχαγό δηλαδή Χρίστο Τσολακόπουλο, που απέθανε μέραρχος, αφού διακρίθηκε στους Βαλκανικούς και τον πρώτο Ευρωπαικό πόλεμο.

Το μεγαλύτερο μέρος του σώματος με τον αρχικό διοικητή του υπολοχαγό Καλομενόπουλο είχεν αιχμαλωτισθή από τον τουρκικό στρατό στην Μπελκαμένη (Δροσοπηγή) της Φλώρινας. Ο αγώνας τώρα άναψε παντού.

Είχαν έτσι την ευκαιρία να μάθουν οι Βούλγαροι πόσον ορθό και σοφό είναι το ρητό του Χριστού «πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται».

Ως τόσο κατώρθωσαν το καλοκαίρι οι κομιτατζήδες να συγκεντρώσουν με αυστηρή μυστικότητα τις συμμορίες και τις αυτοάμυνες και να επιπέσουν αιφνιδιαστικά κατά της Γραδέσνιτσας σε μέρα και ώρα που απούσιαζαν και το σώμα και οι περισσότεροι άνδρες του χωριού.
Η φτωχή πρωτεύουσα του Μοριχόβου έγινε σωρός από ερείπια.

Είκοσι σχεδόν από τους κατοίκους της εκρεουργήθηκαν.
Ο ηρωικός Παπαδημήτρης έμαρτύρησε.

Την στιγμή, που ο Βούλγαρος λειτουργός του Ύψίστου παπά Γκιούρος, από ένα  χωριό της Καρατζόβας, εβύθιζε στο λαιμό του μια λόγχη,
 ο Παπαδημήτρηςζητωκραύγαζε για την Ελλάδα και το Πατριαρχείον.
(Αναφορά Ελληνικού προξενείου Μοναστήρίου 623 της 16-7-1905).

Όπως αναγράφει η ίδια αναφορά δυο εβδομάδες αργότερα ο βοεβόδας Τράικος, αυτός που είχε ρεζιλευθή τον χειμώνα στην Γραδέσνιτσα, έπιασε στο Δομπρομίρι,  ένα  χωριό του κάμπου Μοναστηριού, τον παπά και 4 προκρίτους και «προ των οφθαλμών όλων των χωρικών, υποχρεωθέντων να προσέλθουν και παραστούν εις το θέαμα, εβασάνισε αυτούς επί δυο ώρας κατασπαράσσων ιδία χειρί δια της λόγχης τα στήθη αυτών».

Δεν πρόλαβε ο Ρέμπελος τους κομιτατζήδες υστέρα απ΄ τον αθλό τους στην Γραδέσνιτσα παρά μόνο την οπισθοφυλακή τους, που κι αυτή χάθηκε στον ωκεανό των δασών.
Μόνο οι Σαρακατσαναίοι των Καλυβιών Σουλτογιάννη τους κτύπησαν.
Ο Παναγιώτης Φιωτάκης
’Άλλη μια φάλαγγα βουλγαρική, που πήγαινε να κάψη το χωριουδάκι ΙΙετάλινο, την σταμάτησε  ένας υπαρχηγός του σώματος με λίγους άνδρες, ο Παναγιώτης Φιωτάκης.

Δεν καθόταν, εννοείται, και ο Ρέμπελος με σταυρωμένα  χέρια.

 Έκαψε δυο χωριά στην διεύθυνσι του Περλεπέ, το Πουτουρούς και Τσαρνίτσανι.
  
Πληγώθηκαν τότε βαριά στα πόδια από σφαίρες γκρα η μαρτίνι δυο Κρητικοί, οι Πεντεράκης και Δελάκης.

Οι φίλοι μας Τούρκοι του Παραλόβου τους έφεραν κρυφά στο Μοναστήρι, όπου ενοσηλεύθηκαν δυο σχεδόν χρόνια στο κοινοτικό νοσοκομείο. Επειδή δεν ήξεραν ούτε λέξι τουρκικά, βουλγαρικά η άλλη καμμιά τοπική γλώσσα, τους παρουσίασαν για Σαρακατσαναίους, που είχαν τραυματισθή απ΄ τους κομιτατζήδες τη μέρα που έκαψαν την Γραδέσνιτσα.
Η αστυνομία ήλθε, τους είδε, πήρε τις καταθέσεις των και έστειλε την σχετική έκθεση στους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Ήταν  ένα  νέο δείγμα του λυσσαλέου άλληλοφαγώματος των απίστων.

Με την επίθεσι αυτή ασχολείται και ο Ντραγκάνωφ (σελ. 255).
Στο πρώτο, γράφει, κάηκαν 14 σπίτια μ΄ ελάχιστα θύματα και στο Τσαρνίτσανι 10 σπίτια χωρίς καν ένα  θύμα απ’ τον πληθυσμό.
Για την πυρπόλησι της Γραδέσνιτσας, όπου πολύ περισσότερα σπίτια και άνθρωποι έγιναν στάκτη, δεν διαθέτει ούτε μια γραμμή.

Γενικά γράφει πολλά για τα επεισόδια του πολέμου στην περιοχή του Μοριχόβου.
 Τα παραμορφώνει συστηματικά όλα.
Ακόμα και επιθέσεις κομιτατζήδων κατά ελληνικών χωριών, όπως το Σκοτσιβίρ, τις μετατρέπει σε εγκλήματα Ελλήνων κατά Βουλγάρων! (σελ. 264).

Το φθνόπωρο αναχώρησε για την Αθήνα ο Ρέμπελος. Ήρθε μεταμφιεσμένος σε Τούρκο χωρικό στο Μοναστήρι και εταξείδεψε με το τραίνο στη Θεσσαλονίκη μεταμορφωμένος σε ειρηνικό ζωέμπορο.
Την 8ην Οκτωβρίου έπεσαν στο Πετάλινο σε συμπλοκή με τον στρατόν ο οπλαρχηγός Κρόμβας (άνθυπολοχαγός Μαρίνος Λιμπερόπουλος) και τέσσαρες οπλίτες, ο Αθαν. Μπινέκος απ’ το Μοναστήρι, ο Χρίστος Σουγαράκης απ’ το Ίβενι, που του είχαν θάψει ζωντανές την αδελφή και την μητέρα του οι κομιτατζήδες, και δυο Σαρακατσαναίοι.

Ο φοιτητής και οπλαρχηγός Ήλίας Φαρμάκης (Κούντουρας) απ΄ την Βλάστη κατώρθωσε να διαφυγή.
Τον Νοέμβριο έφθασαν με 10 άνδρες ο καθ ένας οι δυο νεαροί Κρητικοί οπλαρχηγοί, ο Γ. Σκαλίδης και ο Ευάγγελος Νικολούδης, που είχαν δράσει και με τον Μελά.
Ο Ζώης αναχώρησε πια να ξεκουρασθή δικαιωματικά στην Αθήνα.

Δεν μπορούσε άλλως τε να τα ταιριάξη ο μετρημένος αυτός άνθρωπος με τον παράφορο Σκαλίδην, που η παλληκαριά του έφθανε τα όρια της τρέλλας.

Ξαναγύρισε τον Οκτώβριο του 1906 με το σώμα του Βρόντα (ανθυπιλάρχου Βασιλ. Παπά) ως υπαρχηγός με τον ανθυπίλαρχο Φιλόλαον Πηχεώνα.
Στο ίδιο σώμα υπηρετούσε λοχίας τότε και ο Γεώργιος Κονδύλης, ο μετέπειτα αντιβασιλεύς.

Στο μεταξύ είχαν γίνει μεγάλα πράγματα στο Μορίχοβο.

Το «Κέντρον» του Μοναστηριού, οι απεσπασμένοι δηλ. στο προξενείο με διπλωματικά τρικαντό αξιωματικοί, που είχαν συνειθίσει με «την τυφλήν και απεριόριστον υποταγήν παντός κατωτέρου προς πάντα ανώτερον» και δεν μπορούσαν ν΄ ανεχθούν τις αταξίες των δύο νεαρών καπεταναίων, τους διέταξαν να φύγουν στην Ελλάδα.

 Τούς έκοψαν μάλιστα τον εφοδιασμό και την μισθοδοσία, το ένα  δηλ. εικοσάφραγκο τον μήνα, που ήταν για την τροφή, το πλύσιμο, το μπάλωμα κ.τ.λ. Ο Νικολούδης επειθάρχησε, για να πέση τον Μάιο στις γυμνές ράχες της Κέλλης.
Ο Σκαλίδης είπε
«Μια που μας διώχνουν, ας φύγουμε παιδιά κ΄ εμείς».
Έφυγε, άλλα τράβηξε προς το Μοναστήρι!

Πέρασε την Τσέρνα και με δύο γκάιντες μπροστά πήρε σβάρνα όλα τα χωριά του κάμπου και των ριζωμάτων, τα περισσότερα ερμαφρόδιτα και αρκετά βουλγαρικά, αφού μάλιστα ξέκαμε στο Ίβενι 16 χωρικούςγια εκδίκησι της μάνας και της αδελφής του Χρίστου και Πέτρου Σουγαράκη, που τις είχαν θάψει ζωντανές οι Βούλγαροι.

Κατάπληκτοι έβλεπαν οι άνθρωποι τα λεβεντόκορμα αυτά τρελλόπαιδα, φορτωμένα  ασημικά, κουρέλια και ψείρες, να γυρίζουν χειμώνα καιρό με γκάιντες και χορούς στον κάμπο και να προκαλούν μια στρατιά!
Λίγες μόλις εβδομάδες ενωρίτερα ο στρατός είχε εξοντώσει εκεί κοντά στο μοναστήρι του Παραλόβου την συμμορία του Σουγάρε από 24 κομιτατζήδες.

 Η ανήκουστη τόλμη από την μια μεριά, το δράμα του  Ίβενι από την άλλη και η γενική των πραγμάτων τροπή έφεραν κεραυνοβόλα αποτελέσματα.
 Έτρεξαν όλοι στο Μοναστήρι να υποβάλουν με τις καθιερωμένες διατυπώσεις την δήλωσι, ότι ήσαν «Ρούμ» και όχι «Μπουλγκάρ».

Ο Ντραγκάνωφ αναφέρει ότι εκείνη την εποχή αρκετά βουλγαρικά χωριά εκβιάσθηκαν απ΄ την ελληνική τρομοκρατία να προσχωρήσουν στην ελληνική παράταξι.

Το «Κέντρον», που έβλεπε τώρα ότι η τρέλλα αξίζει κάποτε πολύ περισσότερο από τη μεγαλύτερη σοφία, εσπευσε ν΄ άνακαλέση την αποκήρυξι, να του στείλη χρήματα, στολές, υποδήματα και να τον εξορκίση να γυρίση αμέσως στο Μορίχοβο, για να μη παν χαμένοι οι κόποι και οι καρποί.
 Ο Σκαλίδης ξεκίνησε καβάλλα.
Mα στο δρόμο χασομέρησε δύο μέρες, γιατί άκουσε πως ο βοεβόδας Τράικος ειπε ότι ο Σκαλίδης πήγε να τρυπώση απ’ τον φόβο του στα χωριά στα φουστάνια των γυναικών.
Έπιασε την ερωμένη του στο Ράπες και του παράγγειλε πως δεν θα την άφηνε, αν δεν ερχόταν ν΄ αναμέτρηση σαν άντρας μαζί του.
Αντί όμως  του Τράικου ήλθαν οι Τούρκοι.
Από βράχο σε βράχο κατώρθωσε να φθάση ως το ποτάμι.
Μα η Τσέρνα είχε γίνει απ΄ τα χιόνια που έλειωναν αδιάβατη.
Εμποδίσθηκαν από τ΄ αποσπάσματα οι χωρικοί του Μπρότ, που επιχείρησαν να πλησιάσουν με βάρκες. Έπεσαν όλοι οι άνδρες του σώματος, οι δέκα χωριανοί και συγγενείς του καπετάνιου και οι επτά Μοριχοβιτες.
Σχετική αναφορά του προξενείου Μοναστηριού αναγράφει  «Αφού εξηντλήθησαν τα φυσίγγια ο Γ. Σκαλίδης έθραυσε το όπλον.
Αφού εξήντλησε τα φυσίγγια του περιστρόφου, το έρριψε εις τον ποταμόν. Μεθ΄ ο ώρμησε κραδαίνων μάχαιραν κατά του τουρκικού στρατού».
Πολλά χρόνια έπειτα τραγουδούσαν στο Μοναστήρι, στο Μορίχοβο και σ'όλη την περιοχή το «Ύπεσχέθη (κάποτε και υπεσκέφθη) ο Σκαλίδης για να πάη στον Περλεπέ...».

Την επιχείρησι κατά του Σκαλίδη διηύθυνε ο λοχαγός τότε Ένβέρ και αργότερα Ενβέρ πασάς, Νταμάτ Έμβέρ πασάς κ.τ.λ.

Την άνοιξι είχε φθάσει ο Γεώργιος Βολάνης με 20 άνδρες.
Άλλους τόσους έχασε στην μάχη Στρεμπένου—Λεχόβου. Νεαρός και αγράμματος κι αυτός χωρικός από τους Λάκκους της Κρήτης, γενναίος όσο και ο Σκαλίδης, αλλά φρονιμώτερος, είχε σκορπίσει τον τρόμο στους Βουλγάρους και τον σεβασμό στους Τούρκους.
Εξ άνδρες του κοίτονταν πληγωμένοι στα χωριά, όταν ήλθε ο Βρόντας (ανθυπίλαρχος Βασ. Παπάς) με τον ανθυπίλαρχο Πηχεών, τον Αντώνιο Ζώη και τον Γεώργιο Κονδύλη.
Τούς είχαν κυκλώσει απαρατήρητοι οι Τούρκοι μια χαραυγή στη Μπέσιστα, μα αναγκάσθηκαν από το θράσος του ν΄ αποχωρήσουν ντροπιασμένοι. Εκείνες ακριβώς τις μέρες γύριζε από το Δομπρομίρι, όπου πήρε το αίμα του παπά και των τεσσάρων άλλων, που τους είχε λογχίσει την περασμένη χρονιά ο Τράικος.
Ο ηρωικός Καπετάν Γαρέφης.
Είχε φιλοξενηθή εξ άλλου στο Μορίχοβο για λίγο καιρό και ο ηρωικός και παρθενικός Κ. Γαρέφης, έως ότου μια μέρα του Αύγουστου προς την πλευρά της Καρατζόβας άρπαξε από τα μεγάλα του γένεια σε μία σαρακατσάνικη καλύβα τον βοεβόδα Καρατάσο και τον σκότωσε με το πιστόλι  του μαζί με τον συνάδελφό του Λούκα, λοχαγό του βουλγαρικού στρατού.
Πληγώθηκε δυστυχώς και ο ίδιος και πέθανε στην Γραδέσνιτσα.

Ο Βρόντας και ο Βολάνης χώρισαν το Μορίχοβο σε δυο βασίλεια.
Το ανατολικό με πρωτεύουσα την Γραδέσνιτσα πήρε ο Βολάνης, το άλλο με την Γρούνιστα ο Βρόντας.

 Ο στρατός, εννοείται, αγνοούσε και συχνά έσβυνε τα σύνορα. Εκείνο, που δεν μπόρεσε να χαλάση, ήταν η αδελφική συνεργασία των δύο αρχηγών.
Μιαν αυγή ο Βρόντας, εκεί που έβγαινε από την πρωτεύουσά του, άλλαξε κάμποσες τουφεκιές μ΄  ένα  στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Βολάνης τις άκουσε στην Γραδέσνιτσα και ορμάει αμέσως σε βοήθεια.

Συναντάει στο δρόμο  ένα  καραβάνι με σανίδια. Τα ξεφορτώνει, καβαλλικεύει τα μουλάρια, περνάει πάνω από την Σταράβινα, ο που εστάθμευε μία διλοχία και φθάνει καλπάζοντας στην Γρούνιστα.
Με κατάπληξι είδαμε στο χωριό, όπου ήμουν πληγωμένος, το αντάρτικο ιππικό.
Ο Μακεδονομάχος
Βασίλειος Παπάς ή
Βροντάς.
Ένας λόχος έφθασε το απόγευμα πίσω του από την Σταραβίνα. Ο Βολάνης άλλαξε μερικές τουφεκιές μαζί του και έφυγε στο βουνό. Έτρεξε τώρα με την σειρά του ο Βροντάς και ξανακτυπήθηκε με τον στρατό.

Τη μέρα της πρωτοχρονιάς εώρταζε ο Βροντάς (Βασίλης).

Τα δυο σώματα συγκεντρώθηκαν από το πρωί στην πλατεία της Γραδεσνίτσας.
 Ο Ζώης έσυρε πρώτος το χορό επάνω στο χιόνι, ενώ δυο γκάιντες κρατούσαν τον ρυθμό και πολλά κριάρια παραπέρα στριφογύριζαν στη φωτιά. Ξαφνικά ακούσθηκε η κραυγή «Τούρκοι, Τούρκοι». 
Αμέσως χορευτές, γκάιντες, κριάρια έγιναν όλα άφαντα. Ο στρατός εφυγε, ξαναήλθε, ξανάφυγε, με αποτέλεσμα να φύγουν και τα δυο σώματα έξω στα χιόνια και να εορτάσουν οι άνδρες την εορτή του αρχηγού θεονήστικοι και παγωμένοι.

Τα Φώτα βρέθηκαν τα δυο σώματα στη Μπέσιστα. Την αυγή τους ήλθε γι΄ αυτόκλητη επίσκεψη η φρουρά της Βιτολίστας.
 Τα σώματα κατάφεραν να πιάσουν  ένα  ύψωμα στεφανωμένο με γιγαντιαίους βράχους.
Άρχισε η συμπλοκή. Κατά το μεσημέρι οι Τούρκοι, που ήσαν κάτω στον ανοικτό κάμπο, τόβαλαν στα πόδια. Οι αντάρτες τους κυνήγησαν. Αλλ΄ ακούσθηκαν τουφεκιές απ΄ τα νώτα τους.
Ήταν η φρουρά της Σταραβίνας, που έφθανε με κυκλωτική κίνησι. Κι αυτήν όμως άλλοι την κύκλωσαν.
 Οι χωρικοί της Γραδεσνίτσας ξέθαψαν τα κρυμμένα  όπλα και έτρεξαν στο πεδίο της «μεγάλης μάχης». 
Οι αντάρτες οπωσδήποτε ξανάπιασαν το οχυρό τους.
Μερικοί Κρητικοί του Βολάνη, που έσερναν μαζί τους  ένα  αιχμάλωτο, όταν  είδαν σκοτωμένους τον γραμματικό τους Τζοτζόλη Βασίλειο, που είχε μάθει τα γράμματα στη φυλακή, και τον Κανδυλάκη, τον ξέκαμαν αμέσως με τα ασημωτά μαχαίρια τους, προτού προφθάσουν άλλοι να τους συγκρατήσουν.

—        Βρε παιδιά ! Βρε παιδιά ! Έτρεξε ο Ζώης, που έτυχε εκεί κοντά. Ξεχνάτε πως έχομε και χειμώνα;
—        Φοβάσαι μην κρυώση, καπεταν Άντώνη; ήταν η απάντησις.
Ο Ζώης εκούνησε το κεφάλι.

Ο Βροντάς έγινε έξω φρένων. 
«Δεν εχομε να κάνωμε με τακτικούς στρατιώτες» του είπε ο Κονδύλης.
Σκέφθηκαν να τον παραχώσουν τουλάχιστο, για να μη τον βρουν οι συνάδελφοί του.
Μα το μέρος ήταν βραχώδες και επρόβαλαν και άλλα στρατιωτικά τμήματα.
Τράβηξαν τα δυο σώματα για το καλοκαιρινό λημέρι του Βολάνη στο δάσος, που ήταν παλαιότερα και λημέρι του Καταραχιά.
Οι καλύβες από κλαδιά έστεκαν στη θέσι τους, μα γεμάτες χιόνια και πάγους.
Τις καθάρισαν με τα μαχαίρια και τα νύχια.
Μα σε 2—3 μέρες έφθασε το μήνυμα, ότι πλημμύρισε όλος ο τόπος στρατό.

Αγριεμένοι οι αξιωματικοί και στρατιώτες για την σφαγή του αιχμαλώτου απέκλεισαν τα χωριά και ερευνούσαν προσεκτικά κάθε μονοπάτι στα χιόνια.
Ο Ενβέρ διηύθυνε πάλι την επιχείρησι. Δεν υπήρχε άλλη σωτηρία παρά να φύγουν από το Μορίχοβο και όσο γρηγορώτερα τόσο καλύτερα.

—        Να γιατί σας μίλησα για τον χειμώνα, είπε ο Ζώης, με το πατρικό του ύφος στα Κρητικόπουλα, που είχαν μαχαιρώσει τον στρατιώτη. Τώρα μονάχα ο Θεός και η Καρατζόβα μπορούν να μας σώσουν.

Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Να διέσχιζαν το Μορίχοβο, να περνούσαν την Τσέρνα και να ζητούσαν καταφύγιο τόσοι άνδρες σε καν ένα  κουτσοχώρι του κάμπου, όπως επρότεινε κάποιος, θα ήταν καθαρή αυτοκτονία.

Η Καρατζόβα (Άλμωπία) ήταν πίσω από το όρος.
 Είχε και το σπουδαίο προσόν να υπάγεται στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης και οι πασάδες της δεν θα είχαν πιθανώτατα προσβληθή από την μανία και λύσσα των συναδέλφων των του Μοναστηριού. Συμβαίνει και άλλου ν΄ αποτελούν κάθε επαρχία και κάθε υπηρεσία χωριστό καπετανάτο και ανεξάρτητο βασίλειο.
Μεσάνυκτα αφήκαν οι αντάρτες το λημέρι του Βολάνη και του Καταραχιά και κατέβηκαν σ΄ ένα  πριόνι, όπου θάβρισκαν, όπως είχε συμφωνηθή, τρόφιμα. Το βρήκαν κλειστό και έρημο.
Πεινασμένοι, παγωμένοι πήραν τότε το ποτάμι και άρχισαν ώρες πολλές και ατέλειωτες να το ανεβαίνουν στους πάγους, στα παγωμένα  νερά και τις γυαλιστερές πέτρες, για να χαθούν τα ίχνη τους. Κάποτε βγήκαν στην στεριά, δηλ. στα χιόνια.

Ο Ζώης και ο Σουδίας, χωρικός αντάρτης από την Γραδέσνιτσα, βάδιζαν μπροστά.
Για δρόμο η έστω και το στενότερο μονοπάτι'ούτε λόγος να γίνη. Το χιόνι έφθανε τα δυο μέτρα και όλο ένα  ψήλωνε. Στην κορυφή φουρτούνα και σύννεφα σκέπαζαν και τα χιόνια. Ο προσανατολισμός σ΄ αυτό τον κατακλυσμό θα ήταν το όγδοο θαύμα. Μικρό λάθος εξ άλλου εσήμαινε ολική καταστροφή. Το μόνο καθαρό και σίγουρο χωριό ήταν το Μπάχοβο. 'Όλα τ άλλα τουρκικά, ανάμικτα η βουλγάρικα. ‘Οπουδήποτε άλλου κι αν ξέπεφταν ήσαν οριστικά και τελειωτικά καταδικασμένοι, αφού πίσω θα είχαν το βουνό, τα χιόνια και το πλημμυρισμένο Μορίχοβο και μπροστά τα τουρκοχώρια, τον κάμπο και τον τουρκικό στρατό. Άρχισαν ως τόσο να κατεβαίνουν.

Αν τους εύρισκε η νύχτα σε κείνο το ύπαιθρο, θα ήσαν πάλι χαμένοι. Περνούσαν χιόνια, βράχους, ρεματιές και ένα  άγρια και παρθένο δάσος, χωρίς να ξέρουν αν βάδιζαν προς την σωτηρία η την καταστροφή.
Κάποια στιγμή, που ένα  πεσμένο θεώρατο πεύκο έφραζε τον ανύπαρκτο δρόμο, ο Ζώης, βουτηγμένος στον ίδρωτα και το χιόνι, με κρούσταλλα πάγου στα γένεια και τα μουστάκια του, έσυρε το περίστροφο, για να τινάξη τα μυαλά του. 
Είχε την εντύπωσι, ότι είχαν πάρει λανθασμένο δρόμο και αυτός ήταν η αιτία του χαμού 60 όλων ανδρών. Κάποιος ευτυχώς τον κράτησε.

Το σούρουπο μέσα σιό σκοτεινό από τα κλαδιά και τα χιόνια δάσος ακούσθηκαν γαυγίσματα σκυλιών.
 Ήσαν Μπαχοβίτικοι! Έπεσαν απάνω ακριβώς σε τσομπάνικα καλύβια του Μπαχόβου.
Δυο ώρες πίσω και ψηλότερα καταυλίζονταν το σώμα του Μπαχοβίτου καπεταν Τσότσου από τον πατέρα του, τον θειο του και τρία έξαδέλφια του και τον γηραλέο καπεταν Ζαρκάδα, άλλοτε αντάρτη, άλλοτε λήσταρχο. Είχαν σωθή!

Εμειναν εκεί 40 σχεδόν μέρες μ΄ ένα μόνο μικρό διάλειμμα, που γύρισε στην Γραδέσνιτσα ο Βολάνης και έσπευσε ακόμα γρηγορώτερα να ξαναγυρίση πίσω.
 Η δουλειά τους ήταν να κόβουν ξύλα και να τα καιν στις ελάτινες καλύβες, καθώς και να εξοντώνουν τα ζωύφια, που το καθ ένα  ήταν και μια υδρα μ΄ εκατό κεφαλές.

Οι Μπαχοβιτες έφερναν το ψωμί στους ώμους των με νυκτερινές πορείες 6-7 ωρών επάνω σε χιόνια, πάγους, βράχους και γκρεμνούς και μέσα από χιονισμένα  πυκνά δάση, προάγγελοι του θρυλικού χωριού, που 40 χρόνια αργότερα εδημιούργησε τον εθνικό προμαχώνα, που λέγεται σήμερα Πρόμαχοι.

Παρ΄ όλη όμως  αυτή την ακινησία και πιθανώτατα εξ αιτίας της εσημειώθηκε εκεί πάνω και  ένα  στασιαστικό κίνημα.
Στο σώμα του Βρόντα υπηρετούσε και  ένας γίγας, ο Παναγιώτης Φιωτάκης, από την Κρήτη. Είχε ξανάρθει δύο άλλες φορές στο Μορίχοβο. Την δεύτερη φορά με δικό του σώμα από 40 άνδρες.
Αλλα του κατελόγισαν αποτυχία και προ παντός απροθυμία να βοηθήση τον Σκαλίδη την ώρα, που τον κτυπούσε ο στρατός απ΄ όλες τις μεριές στους μοιραίους βράχους της Τσέρνας.

 Και προτίμησε νάρθη απλός διμοιρίτης η οπλίτης στο Μορίχοβο με τον Βρόντα παρά να μείνη άεργος στην Κρήτη η την Αθήνα.

Πολύπειρος και πολυμήχανος, με την γνώσι του τόπου και των ανθρώπων, με το επιβλητικό παράστημα και την επιβλητικώτερη παλληκαριά του — στη μάχη της Μπέσιστας πυροβολούσε ολόρθος — έκαμε εντύπωσι στους άνδρες του Βρόντα.
 Αναγνώριζαν ίσως την αδικία, που του είχε γίνει.
 Και ένα  πρωί δηλώνουν ξαφνικά 17 του Βρόντα και ένας του Βολάνη, ότι δεν δέχονται και δεν θέλουν άλλον αρχηγό και καπετάνιο παρά μόνο τον Φιωτάκη!

Το αντάρτικο σώμα του Π. Φιωτάκη
Τούς μίλησαν ο Βρόντας, ο Πηχεών, ο Κονδύλης, μεσολάβησε πολλές φορές ο Ζώης, που όλοι εκτιμούσαν και εσέβονταν, τους απείλησαν και με σύγκρουσι.
Εκείνοι έμειναν αγύριστοι, αμετάπειστοι, αγριεμένοι.
Όταν ξαναγύρισαν τα δύο σώματα στο Μορίχοβο, ήλθαν κι αυτοί λίγο αργότερα και έστησαν το χωριστό στρατηγείο τους στην περιοχή της Γρούνιστας.

Τον Φεβρουάριο αναχώρησε ο Βολάνης με το σώμα του για τα σύνορα.
Από βραδύς έγινε κοινό τραπέζι των δύο σωμάτων και τρικούβερτο γλέντι.
Επάνω στο μεθύσι του ένας Αρβανίτης αντάρτης του Βρόντα, ο Βαγγέλης, ακουμπά ξαφνικά το πιστόλι του στο κεφάλι του Κονδύλη, που τον πείραζε, 
και τραβά δυο φορές την σκανδάλη. Έπαθε αφλογιστία ! Πήρε φωτιά την τρίτη φορά. Μα αργά πιά.
Πλήγωσε ελαφρά στο πόδι  έναν παρακαθήμενο αντάρτη.
Ήλπιζαν τώρα ο Φιωτάκης και οι αντάρτες του ότι ο αρχηγός και το Κέντρον θ’ αναγκάζονταν οπωσδήποτε να έλθουν σε συνεννόησι μαζί τους.
 Μα και εκείνοι έμειναν με τη σειρά τους αγύριστοι και αμετάπειστοι.
Αποκηρυγμένος και αποδιωγμένος τότε ο Φιωτάκης, όπως ο Σκαλίδης, χωρίς μισθό και εφόδια, εβάδισε αποφασιστικά στα ίχνη του Σκαλίδη.

ΙΙέρασε την Τσέρνα και χύθηκε στα χωριά του κάμπου. Τούς κύκλωσε ο στρατός κοντά στο μοναστήρι του Παραλόβου. Έπεσαν όλοι ως τον τελευταίο.
 Ο Φιωτάκης έσπασε το όπλο του και τίναξε με το πιστόλι τα μυαλά του, όπως ο Σκαλίδης.

Την ίδια εποχή σ’ άντιστάθμισμα δέχθηκαν ο Ζώης και ο Κονδύλης στο Σέλο-Μαναστίρ την προσχώρησι του Τσίτσου και Μπραγιάννη με 20 άνδρες, όλους από τα γειτονικά χωριά.

 Ο Τσίτσος ήταν από την Μπέσιστα, ο Μπραγιάννης από το Ζίχοβο.

Αποτελούσαν την βουλγαρική συμμορία, που είχε συγκρουσθή δύο φορές με τον Βολάνη. Έφρόντισαν από τότε να επανορθώσουν ό,τι κακό είχαν κάμει και έμειναν πιστοί ως το τέλος μαζί μας.

Τον Αύγουστο έφυγε και ο Βροντάς για κάτω, για την Θεσσαλία.
Καπετάν Γκούρας
Δημήτριος Παπαυγέρος
Ο Ζώης έμεινε με το καινούργιο σώμα του Γκούρα (υπολοχαγού ΙΊαπαυγέρου).
 Ήταν το στοιχειό του Μοριχόβου.

Μια μέρα ο Χιλμή πασάς είπε στον Έλληνα πρόξενο Θεσσαλονίκης Κοντογούρην, που πήγε να τον επισκεφθή
  
—        Έχω και κάτι, που ίσως σας ενδιαφέρει. Πήρα αυτή την στιγμή τηλεγράφημα από το Μοναστήρι ότι σκοτώθηκε ο Ζώης. Κρίμα. ΙΙοιός του φταίει; Γιατί ν΄ άφήση την ησυχία του και να πάη στα βουνά;

Ο Κοντογούρης εσιώπησε.
Κατάλαβε ότι ο πασάς είχε πάρει τον Ζώη του Μοριχόβου για τον Ζώη του προξενείου, τον στρατηγό δηλ.. Κάκκαβο, που υπηρετούσε τότε στο προξενείο Θεσσαλονίκης με τίτλο διπλωμάτη και ψευδώνυμο Ζώη.
Δεν είχε καν ένα  λόγο να βγάλη από το μυαλό του πασά την εντύπωσι, ότι ο Ζώης—Κάκκαβος δεν είχε παύσει να υπάρχη.

Λίγες όμως  μέρες αργότερα ο Χιλμή πασάς, για να διασκεδάση την θλίψι του Κοντογούρη, του ανακοίνωσε
«Πήρα νεώτερο τηλεγράφημα από το Μοναστήρι. Ο Ζώης ζη».

Εκείνη την εποχή ο Ζώης είχε κτυπήσει μια βουλγαρική συμμορία κάτω στον κάμπο κοντά στο Μπάτς.
Στις τουφεκιές όμως  έτρεξε  ένα  τουρκικό απόσπασμα, που έτυχε κοντά.
Οι κομιτατζήδες πρόλαβαν και ξέφυγαν, αφήνοντας  ένα  νεκρό.
Ο Ζώης είχε περιέλθει σε πολύ δύσκολη θέσι.
Κατά καλή τύχη περνούσε την ώρα αυτή από το χωριό ο Σωτήρης Σιμίντσας,  ένας λαμπρός πατριώτης από το Μοναστήρι, που πήγαινε καβάλλα ντυμένος τούρκικα να μεταφέρη μίαν επείγουσα διαταγή στο Μορίχοβο.

Οι στρατιώτες έπιασαν τον παράξενο αυτόν Τούρκο, που είχε το κουράγιο να περνά μόνος από μέρη, που τα έλυμαίνονταν «λησταντάρτες» (έσκιά) Έλληνες  (Γιουνάν) και Μπουλγκάρ, και τον έφεραν στον αξιωματικό τους. Βρέθηκαν ευτυχώς φίλοι. Μαζί κατέβαζαν κάθε βράδυ σ’ ένα  καφενείο πολλά εικοσιπεντάρικα ούζο. Ο αξιωματικός διέταξε αμέσως αποχώρησι του αποσπάσματος.
 Και παρουσίασε, φαίνεται, στην σχετική αναφορά τον σκοτωμένο κομιτατζή για τον Ζώη.
Τον Ιανουάριο 1908 αναχώρησε και ο Ζώης για την  Αθήνα.

Βρίσκονταν ακόμη εκεί, όταν  ξέσπασε η νεοτουρκική επανάσταση.
Έσπευσε ευθύς να γυρίση στην πατρίδα του.
Είχε φθάσει στο Μοναστήρι την ημέρα, που έκαμναν την θριαμβευτική τους είσοδο τα ελληνικά σώματα. Οι παλιοί του σύντροφοι, μόλις τον είδαν, θέλησαν να τον πάρουν μαζί τους. Ήταν ο παλαιότερος.
 Ο Ζώης όμως  προτίμησε να κρυφθή πίσω απ’ το ενθουσιασμένο πλήθος.

Ο νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος δεν βάσταξε και πολύ. Οι Τούρκοι γλύτωσαν μια και καλή με το «σύνταγμά» των από τις «μεταρρυθμίσεις», τους Εύρωπαίους «πράκτορας», την άσπονδο φιλίαν και ανοικονόμητη «προστασία των δύο εντολοδόχων Δυνάμεων» και τον άμεσο κίνδυνο του ακρωτηριασμού. Δεν απαλλάχθηκαν όμως  και από τον φανατισμό τους, θρησκευτικόν άλλοτε, εθνικιστικό τώρα.

Ο Ζώης φρόντιζε να παραμένη πάντοτε στη σκιά. Έκαμνε μόνο μερικές περιοδείες στα χωριά του Μοριχόβου, για να τα ενισχύη και τα τονώνη.

Το καλοκαίρι του 1909 έγινε ένα  παράξενο και πολύχρωμο συλλαλητήριο.

Συγκεντρώθηκαν κάτοικοι της πόλεως και μεγάλα πλήθη χωρικών με τ΄ άσπρα πουκάμισσα και τα παρδαλά ρούχα των να διαμαρτυρηθούν για την απόφασι της τουρκικής κυβερνήσέως και βουλής να δοθούν οι παλιές ελληνορθόδοξες εκκλησίες των χωριών στους σχισματικούς Βουλγάρους,όπου είχαν αυτοί κάποια πλειοψηφία.

Ώμίλησαν πολλοί ρήτορες, γιατροί, δικηγόροι, διδάσκαλοι, που διάβασαν τα χειρόγραφά τους και αυτοί μόνοι άκουσαν τη φωνή τους. Καλύτερος, ζωηρότερος, παραστατικώτερος και πολύ ρητορικώτερος ήταν  ένας απλοικός χωριάτης από τη Βελούσινα, που απλά και σταράτα, χωρίς χαρτιά και χειρόγραφα, ετόνισε στο βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα ότι τις εκκλησίες αυτές τις έκτισαν άνθρωποι τώρα πεθαμένοι με τον αποκλειστικό σκοπό να είναι ελληνικές και πατριαρχικές και ότι επομένως ούτε η τουρκική κυβέρνηση ούτε ο Τούρκος Σειχουλισλάμης δεν είχαν τυ δικαίωμα να τις διαθέσουν αλλού, πριν τουλάχιστο ξεσηκώσουν από τον τάφο τους νεκρούς και πάρουν την συγκατάθεσί τους.

Το πλήθος ενθουσιασμένο τότε διηυθύνθηκε στο Διοικητήριο με τη μεγαλύτερη τάξι και ησυχία, να επιδώση το σχετικό ψήφισμα.
Άλλα στο μέγαρο του βαλή πασά τους περίμενε αληθινή ενέδρα. Εκατοντάδες κρυμμένοι χωροφυλακές και στρατιώτες ώρμησαν ξαφνικά και με τα υποκόπανα κτυπούσαν αλύπητα κεφάλια και πλάτες.

Οι φτωχοί χωρικοί, που πρώτη φορά έβλεπαν συλλαλητήρια και εφόδους χωροφυλάκων, τάχασαν. Πολλοί κρημνίσθηκαν από την ψηλή όχθη κάτω στο ποτάμι, όπου έβλεπε κανείς να επιπλέουν στα νερά η να κυλιώνται στις λάσπες οι άσπρες και πολύχρωμες στολές τους.

 Ο Ζώης εβάδιζε επί κεφαλής Μοριχοβιτών. Ενας τσαούσης, που τον ήξευρε, ρίχθηκε επάνω του με κουστωδία χωροφυλάκων και τους υποκοπάνους υψωμένους. Ο Ζώης έκαμε δυό βήματα πίσω και έφερε το χέρι στο περίστροφο. Ο Θεός ξέρει τι θα επακολουθούσε, εάν έρριχνε. Ευτυχώς επενέβηκε  ένα ς μπέης, που τον ήξερε, και τον πήρε σ’ ένα  τούρκικο καφενείο.

'Ήσυχος, φρόνιμος ο Αντώνης, φρόντιζε πάντοτε να ζη στη σκιά.  ένα ς φίλος του όμως  Τούρκος ήλθε μια μέρα και του ανακοίνωσε εμπιστευτικά ότι το Νεοτουρκικό κομιτάτο, η ίδια δηλ. η επίσημη αρχή, είχε αποφασίσει να τον δολοφονήση, όπως το είχε κάμει με αστυνομικά όργανα και για τον φίλο του Παύλο Νεράντζη η καπετάν Πέρδικαν στη Σιάτιστα.

Το μακεδονικό κλίμα γινόταν πάλι βαρύ και όλο ένα  χειροτέρευε με το Κρητικό ζήτημα και τ’ ατελείωτα συλλαλητήρια, όπου οι Τούρκοι απειλούσαν ότι θα πήγαιναν στην Κρήτη και με τα υποδήματα. Θέλησε να ξαναγυρίση και να ξαναδράση στο πιστό του Μορίχοβο, μα δεν του το επέτρεψαν.
 Αναγκάσθηκε να φύγη στην Αμερική, για να μην είναι βάρος σε καν ένα .
Στον Νέο Κόσμο άρχισαν να καταφθάνουν σιγά σιγά παράξενες πληροφορίες. Οι 'Έλληνες και οι Βούλγαροι τάσιαζαν στη Μακεδονία. Το πράγμα ήταν απίστευτο, μα αληθινό.

Η ελληνοβουλγαρική προσέγγισις είχε ξεκινήσει και προχωρούσε κουτσά στραβά σ’ ένα  δρόμο «μετ’ εμποδίων», γεμάτο αγκάθια και παγίδες.
Οι κομιτατζήδες δεν ξεχνούσαν ολότελα την παλιά τους τέχνη και σκότωναν που και που καν ένα  'Έλληνα. К’ οι δικοί μας δεν έπεφταν πολύ κάτω. Υποβοηθούσαν όμως  την προσέγγισι εκείνοι ακριβώς, που κάθε λόγον και συμφέρον είχαν να την εμποδίσουν, οι Νεότουρκοι.
Είχε φθάσει τον Σεπτέμβριο του 1911 στο Μοναστήρι μ5 αρκετά τάγματα μεγαλοσώμων στρατιωτών του Έρζερούμ ο στρατηγός Σεφκέτ Τουργούτ πασάς, αφού αλώνισε την Αλβανία και ετσάκισε μίαν από τις ατέλειωτες επαναστάσεις της.

Την ημέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) οι ξένοι αυτοί στρατιώτες με αστυνομικούς επλημμύρισαν τους δρόμους και άρχισαν γραμμή συλλήψεις.

  Ο υποφαινόμενος κατέφυγε αμέσως στο σπίτι του Τούρκου γείτονα και φίλου, όπου έμαθε ότι είχαν ήδη συλληφθή πολλές εκατοντάδες Έλληνες και Βούλγαροι, μαζί μάλιστα με τον τότε μητροπολίτη Μοναστηριού και έπειτα Λήμνου Στέφανον.

Στο τούρκικο σπίτι ήλθε σε λίγο και ο μουχτάρης της συνοικίας,  ένα ς χονδρός με αντεριά και καλοκάγαθος άνθρωπος, ο Βάντσιος, και μου ανακοίνωσε ότι η αστυνομία ζητούσε και τον Γιώργη υιόν Χρίστου — οι Τούρκοι αγνοούσαν τότε τα επίθετα — και αν τα κατάφερνε να στείλη καν ένα ν άλλο στη θέσι μου στον Κόκκινο Στρατώνα, θα έβγαινα έξω, ειδεμή καλά ήμουν εκεί, όπου ευρισκόμουν.
Σε δυο ώρες ξαναγύρισε ο Βάντσιος και εζήτησε θριαμβευτικά τσιγάρο, καφέ και ρακί.
Ο Γεώργιος Χρίστου, δηλ. εγώ, είχε συλληφθή! Μπορούσα πια να βγω έξω και μάλιστα να επισκεφθώ τους κρατουμένους στον Κόκκινο Στρατώνα.
Ο αντικαταστάτης μου ήταν  ένας έμπορος εγκατεστημένος πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, που είχεν έλθει άρρωστος εκείνη τη χρονιά γι αλλαγή κλίματος, διπλάσιος μου τουλάχιστον στην ηλικία. Παρόμοια λάθη είχαν γίνει και άλλα αρκετά.

Οι Τούρκοι άρχισαν ν΄ απολύουν σιγά σιγά τους κρατουμένους.
 Εκράτησαν μόνον 60 περίπου δικούς μας, τους πιο «ύποπτους», και τους πέρασαν υστέρα από μερικές εβδομάδες από το στρατοδικείο. Μέσα σ΄ αυτούς ήταν και ο έμπορος της Θεσσαλονίκης, που άκουσε την κατηγορία, ότι ήταν φοιτητής του πανεπιστημίου του Γιουνάν (Ελλάδας), πρώην αντάρτης, θρασύς άρθρογράφος κ. τ. λ.

Όταν ο Ζώης είδε ότι τα πράγματα αγρίευαν, έσπευσε ν΄ αφήση την Αμερική. Βρέθηκε μ’  ένα  σώμα στο Βογατσικό την ημέρα, που ο πόλεμος ξέσπασε. Βάδισε μαζί με το σώμα του Στέφου έως την περιφέρεια Καστοριάς. Εκεί τον άφησε και τράβηξε για την περιοχή της Φλώρινας.

Στις 8 Όκτωβρίου κτύπησε την αστυνομική δύναμι της Κλεισούρας και την ανάγκασε να πάρη πόδι.
Λίγες μέρες αργότερα έδωσε άλλη σοβαρώτερη μάχη με τον τουρκικό στρατό κοντά πάλι στην Κλεισούρα.
Είχε μεσολαβήσει τότε το ατύχημα της Ε'μεραρχίας και η επανεμφάνιση των Τούρκων.
Ο Ζώης δεν παρασύρθηκε απ’ το γενικό ρεύμα φυγής προς νότον.

Μπήκε στην Φλώρινα, προτού φθάση ο στρατός, και έβαλε πρώτος την ελληνική σημαία. 
Μόλις ήλθε το στρατηγείο φώναξε, έτρεξε, τσίριξε, χάλασε κόσμο.

Στο τέλος επέτυχε  ένα  λόχο του 16ου συντάγματος και μαζί με το σώμα του έτρεξε στο αγαπημένο του Μορίχοβο, που το είχαν λησμονήσει και οι Σέρβοι.
 Εγκατέστησε την ελληνική κυριαρχία σ3 όλη την ορεινή έκτασι, που έφθανε ως το Βέρσκο, στα πρόθυρα του Περλεπέ.

Οι Σέρβοι βρέθηκαν μπροστά σε αιφνιδιαστικό τετελεσμένο γεγονός. Στα χαρτιά του υπήρχε και  ένα  γράμμα υπολοχαγού, που του έγραφε ότι δεν μπορούσε να «καταλάβη», όπως του ζητούσε, και το Μάκοβο στο ξάνοιγμα του κάμπου Μοναστηριού, γιατί δεν είχε δύναμι κ.τ.λ.
  
Τα ηρωικά και μαρτυρικά χωριά του Μοριχόβου έμειναν ελληνικά όλο τον χειμώνα και την άνοιξι ως το θέρος του 1913.

 Στην Βιτόλιστα, έδρα του τάγματος, υπηρέτησε οδηγός  ένας απ’ τους οπλίτες του Ζώη, ο Πέτρος Σουγαράκης απ΄ το ’Ίβενι, της οικογενείας, που είχε εξοντωθή από Βουλγάρους και Τούρκους.

Με την οριστική χάραξι των ελληνοσερβικών συνόρων παραχωρήθηκαν στην Σερβία σ’ αντάλλαγμα άλλων χωριών, που είχαν προλάβει να καταλάβουν οι Σέρβοι στον κάμπο της Φλώρινας κοντά στην πόλι.
Διαμαρτυρήθηκαν οι χωρικοί, έστειλαν τηλεγραφήματα και ψηφίσματα, κατέβηκαν με μαύρες σημαίες ως την Φλώρινα. Πήγαν δυστυχώς όλα χαμένα . Οι κυβερνήσεις και η διπλωματία δεν έχουν ευαίσθητο αυτί.

Πικραμένος και αηδιασμένος ο Ζώης αποσύρθηκε στη Φλώρινα. Με τον μακεδονομάχο επίσης Πέτρον Χατζητάση άνοιξαν  ένα  καλό εμπορικό κατάστημα.

 Ήλθαν όμως  το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι, έπειτα οι Γάλλοι, οι Ρώσοι, οι Σέρβοι και όλες οι φυλές.
Το κατάστημα λεηλατήθηκε και έγινε θρύψαλα.
Αυτοί έφυγαν στην Αθήνα.
Έζησε από τότε με τον ταπεινό μισθό του δημοτικού παιδονόμου και μια ασήμαντη σύνταξι.
Μακεδονομάχος
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΖΩΗΣ.
Και τον Απρίλιο του 1941, σαν είδε τα γερμανικά ταγκς να κατακλύζουν τον τόπο και φαντάσθηκε πως όλα πια είχαν χαθή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα στο Φλάμπουρο, σαν να φοβήθηκε μήπως χάση τον φτωχό του μισθό.

 Σ΄ όλη την Γαλλία στην τραγική κατάρρευσι της βρέθηκε μονάχα  ένας Γάλλος και αυτός γέρος απόστρατος στρατηγός, που έκαμε την ίδια μεγάλη χειρονομία.



Das Zeitalter des Hellenismus (360—30 v. Chr.) und der panhellenischer Führer König Philipp II. von Makedonien.

$
0
0
Die Geschichte Makedoniens ist Geschichte Griechenlands.
Makedonien ist nicht nur griechisch,
 sondern Makedonien ist.... Griechenland.
Hermann Bengston
GRIECHISCHE GESCHICHTE
Von den Anfängen bis in die Römische Kaiserzeit.
Verlag C.H. Beck
 Die Bilder und die Textformatierungen 
sind unsere Auswahl (Yauna),
 und nicht im Text enthalten.



GRIECHISCHE GESCHICHTE

INHALTSVERZEICHNIS

ERSTER ABSCHNITT  

VON DEN ANFÄNGEN DER GRIECHISCHEN GESCHICHTE BIS ZUM VORABEND DER ZWEITEN KOLONISATION (ETWA 1900-800 V. CHR.)
1.Die Einwanderung der Indogermanen in Griechenland 
2.Die minoisdie Kultur 
3.Die mykenisdie Kultur 
4.Die Große Wanderung 
5.Die Übergangszeit (rd. 1100-800 v. Chr.)
 
ZWEITER ABSCHNITT

DAS ZEITALTER DER GROSSEN GRIECHISCHEN KOLONISATION (800-500 V. CHR.)
1.Der Orient und das Werden der griechischen Staatenwelt (800-600v. Chr.) 
2.Die Ausbreitung der Griechen im Mittelmeerraum (750-550 v. Chr.) 
3.Staat und Gesellschaft der Griechen im Zeitalter der Kolonisation . . 
4.Das Achämenidenreich, Hellas und der Westen am Vorabend der Perserkriege (560-500 v. Chr.) 

DRITTER ABSCHNITT
DAS ZEITALTER DER GRIECHISCHEN POLIS (500-360 V. CHR.)

Erster Teil. Der Angriff der Perser auf Griechenland (f 00-479 v• Chr.)
1.Der Ionische Aufstand (500 bzw. 499-494 v. Chr.) 
2.Hellas und Persien bis zur Schlacht bei Marathon (500-490 v. Chr.)  
3.Der Flottenbau des Themistokles und die persischen Rüstungen . . . 
4.Der Zug des Xerxes gegen Griechenland (480 v. Chr.) 
5.Die Siege der Griechen bei Platää und Mykale (479 v. Chr.) .... 
6.Die Westgriechen von joo bis 480 v. Chr 

 Zweiter Teil. Die Pentekontaëtie (4-78-431 v. Chr.)
1.Die Gründung des Delisch-Attischen Seebundes. Die Kimonische Ära (478-463 v. Chr.) 
2.Das Ende des Pausanias und des Themistokles. Der große Heiloten- aufstand. Die Vollendung der attischen Demokratie 
3.Athen in der Zeit des Perikies 
4.Der Delisch-Attische Bund und die spartanische Hegemonie bis zum Vorabend des Peloponnesischen Krieges 
j. Die Westgriechen in der Pentekontaëtie: Das Erwachen der Sikeler und Italiker 

Dritter Teil. Der Peloponnesische Krieg (431-404 v. Chr.)
1.Die Vorgeschichte des Peloponnesischen Krieges 
2.Der Archidamische Krieg (431-421 v. Chr.) 
3.Die Zeit des Nikiasfriedens (421-414 v. Chr.) und die große sizilische Expedition der Athener (415-413 v. Chr.) 
4.Der Dekeleische und der Ionische Krieg (414-404 v. Chr.) 

Vierter Teil. Der Niedergang der hellenischen Poliswelt (404-360 v. Chr.)
1.Hellas nach dem Peloponnesischen Kriege (404-400 v. Chr.) .... 
2.Die Expedition des Jüngeren Kyros (401-400 v. Chr.) und der spartanisch-persische Krieg in Westkleinasien (400-394 v. Chr.) . . . . 
3.Die Erhebung der Griechen gegen Sparta und der Königsfriede (395 bis 386 v. Chr.) 
4.Sparta und Theben im Kampf um die Vorherrschaft. Der zweite Attische Seebund (386-371 v. Chr.) 
5.Die Zeit der thebanischen Hegemonie (371-362 v. Chr.) 
6.Das Reich des Dionysios I. und seiner Nachfolger in Sizilien. Timoleon (406-337 v. Chr.) 

VIERTER ABSCHNITT
DAS ZEITALTER DES HELLENISMUS (360-30 V. CHR.)

Der Beginn einer neuen Zeit

Erster Teil. Das Zeitalter Philipps II. von Makedonien (359-336 v. Chr.)
1.Makedonien vor Philipp II 
2.Philipps erste Regierungsjahre (359-354 v. Chr.) 
3.Hellas und Makedonien in der Zeit des dritten Heiligen Krieges (Зѕќ-З4ќ v. Chr.) 
4.Hellas und Makedonien vom Frieden des Philokrates bis zum Tode König Philipps II. (346-336 v. Chr.) 

Zweiter Teil. Alexander und die Grundlegung der griechischen Weltkultur (336-32} v. Chr.)
1.Alexander bis zu seinem Aufbrudi nach Asien (334 v. Chr.) .... 
2.Der Alexanderzug vom Hellespont bis Persepolis (334-331 v. Chr.) . 
3.Die Eroberung Ostirans und Nordwestindiens (330-325 v. Chr.) . . 
4.Alexanders letzte Jahre (324-323 v. Chr.) 
5.Alexanders Werk 

Dritter Teil. Die hellenistische Staatenwelt vom Tode Alexanders bis zum Eingreifen der Römer (323-201 v. Chr.)
1.Der Kampf um das Alexanderreich (323-301 v. Chr.) 
2.Die Konsolidierung der hellenistisdien Territorialreiche (301-281 v. Chr.)  
3.Die Westgriechen im Zeitalter des Agathokles und des Pyrrhos . . . 
4.Das Gleichgewicht der hellenistischen Mächte (280-201 v. Chr.) . . . 
5.Wesen und Aufbau der hellenistisdien Staatenwelt im 3. Jahrh. v. Chr. 
6.Die Weltherrschaft des griechischen Geistes 

Vierter Teil. Die hellenistische Staatenwelt unter römischer Vorherrschaft (200-30 v. Chr.)
1.Rom im Kampfe mit Philipp V. und Antiodios III. Der Untergang der makedonischen Monarchie (200-168 v. Chr.) 
2.Der Niedergang der hellenistischen Oststaaten und der Aufstieg des Partherreiches. Die erste Periode der römischen Herrschaft in Hellas und Kleinasien (167-89 v. Chr.) 
3.Die Griechen im Zeitalter des Mithradates. Die Neuordnung Vorderasiens durch Pompejus. Das Ende des Ptolemäerreiches (88-30 v. Chr.) 

FÜNFTER ABSCHNITT DAS GRIECHENTUM IM RÖMISCHEN KAISERREICH
1.Die griechische Welt von Augustus bis Mark Aurel 
2.Das Griechentum von Mark Aurel bis zum Ende des 3. Jahrh. n. Chr.  
3.Ausblick: Von Constantin zu Justinian 
 


VIERTER ABSCHNITT 
DAS ZEITALTER DES HELLENISMUS (360—3° v. Chr.)


DER BEGINN EINER NEUEN ZEIT


Die entscheidende, in das Leben des griechischen Volkes tief eingreifende Zäsur zwischen der alten und der neuen Zeit liegt in der Mitte des 4. Jahrhunderts v. Chr. 

Nur wenige Jahre, nachdem die griechische Staatenwelt mit der Schlacht bei Mantineia (362 v. Chr.) in politische Ohnmacht versunken war, hat sich am Rande der griechischen Welt jene Macht gebildet, die dazu berufen war, die politische Führung des Hellenentums zu übernehmen: 
das makedonische Königreich unter Philipp II. (359— 336). 

Die tief einschneidende Wandlung des Hellenentums wird in der Mitte des 4. Jahrhunderts auf allen Gebieten offenbar,
 in der Politik,
 in der Wirtschaft und nicht minder
im kulturellen Leben. 

Während das Alte abstirbt, zeigen sich überall neue Ansätze, die jedoch noch planmäßiger Gestaltung bedürfen.

Im ganzen ist das Bild, das Griechenland in dieser Übergangszeit bietet, uneinheitlich und voller Widerspruch: an die Stelle der Ordnung ist in Hellas das politische Chaos, an die Stelle des sinnvollen Planens ist vielerorts die Willkür getreten. 

Das Leben der Polis verfällt in zunehmendem Maße einem weitgehenden Ökonomisierungsprozeß, und es ist sehr bezeichnend, wenn eine Reihe von führenden attischen Staatsmännern als Finanzexperten emporgekommen sind wie Eubulos und Lykurgos. 
Ein gewisser Aufschwung des Seehandels, ein Vorgang, der sich in zahlreichen Handelsverträgen widerspiegelt, und des griechischen Bankwesens ist unverkennbar.

Zum politischen Niedergang der griechischen Staatenwelt haben vor allem die immer mehr sich verschärfenden sozialen Gegensätze zwischen arm und reich beigetragen. 
Während der Wohlhabende mit unangenehmen Liturgien (Choregien, Trierarchien) belastet wird, gewöhnt sich der Arme schnell an die Versorgung aus öffentlichen Mitteln; 
zu den vornehmsten Pflichten des Staates gehört es jetzt, seinen Bürgern die Nahrung zu sichern, ein Gesichtspunkt, der auch auf die Außenpolitik nicht ohne Einfluß geblieben ist. 

Die Radikalen sehen in einer völligen Neuverteilung des Bodens das Heil der Zeit; in einer Welle von Verbannungen und Konfiskationen offenbart sich die soziale Unruhe, die Griechenland in seinen Grundfesten erbeben läßt. 
Aus den vielen heimatlosen Verbannten bildet sich ein in ganz Hellas fluktuierendes Proletariat, das Ferment neuer anarchischer Bewegungen. 
Aus dieser Masse rekrutiert sich das Söldnertum; seine Existenz ist ein wesentlicher Charakterzug des 4. Jahrhunderts

Während der Bürger den Kriegsdienst nur noch als Last empfindet, betreiben ihn die Söldner als ein qualifiziertes Handwerk:
es gibt kein kriegerisches Ereignis in Hellas und selbst in Asien mehr, an dem nicht griechische Söldner maßgebend beteiligt wären.

Die Kriege des 5. Jahrhunderts, vor allem aber die große, i. J. 430 ausgebrochene Pest, hatten die Bevölkerung einzelner Teile Griechenlands stark dezimiert. 
Auch die erste Hälfte des 4. Jahrhunderts ist überwiegend Kriegszeit gewesen. Dennoch bewegt sich die Bevölkerungszahl von Hellas in aufsteigender Entwicklung, eine Erscheinung, die auch auf die geringeren Kriegsverluste zurückzuführen ist: die Kriegführung ist humaner geworden. 

So kommt es, daß Griechenland im 4. Jahrhundert in ständig zunehmendem Maße unter einer relativen Übervölkerung und an einer akuten Landnot zu leiden hat.

Immer wieder werden Kolonisationspläne erwogen: 
Xenophon wollte seinen Mitkämpfern am Schwarzen Meer eine neue Heimat gründen, und Isokrates schwebte gar ganz Kleinasien bis an den Taurus als griechischen Siedlungsgebiet vor (Philippos § 120). 

Das griechische Volk bedurfte dringend eines Raumes, der die überschüssigen Kräfte aufzunehmen imstande war, wenn es nicht im Innern am Kampfe aller gegen alle zugrunde gehen wollte.


Für eine Expansion des Griechentums, besonders nach Osten hin, war die Weltlage in der Tat nicht ungünstig. 
Befand sich doch das Perserreich in der 1. Hälfte des 4. Jahrhunderts in fortschreitendem Niedergang. 
In Kleinasien brachen langdauernde Satrapenaufstände aus, es bildeten sich lokale einheimische Dynastien, die sich mit Hilfe angeworbener Soldtruppen vom Großkönig praktisch unabhängig machten. 
So war das einst so machtvolle Achämenidenreich ein „Koloß auf tönernen Füßen“ geworden, und auch seine wirtschaftliche Bedeutung war nicht mehr die gleiche wie unter den Herrschern des 5. Jahrhunderts, da das reiche Kornland Ägypten seine Unabhängigkeit die ganze erste Hälfte des 4. Jahrhunderts, von 404/3 bis 342, zu behaupten vermochte.

Zu den weltweiten Kolonisationsplänen griechischer Patrioten stand die kleinstaatliche Enge der hellenischen Verhältnisse in einem schneidenden Gegensatz. Doch hat es, und zwar schon in der ersten Hälfte dieses Jahrhunderts, nicht an Versuchen gefehlt, neue Mittel zu finden, um die Machtlosigkeit der zahllosen Einzelstaaten zu überwinden. 

Der Zusammenschluß der Arkader und der Ätoler zu Bundesstaaten war ein erster Schritt auf einem Wege, den in der Zeit nach Alexander auch andere griechische Stämme (wie z. B. die Achäer) gegangen sind. 
So kehrte man am Ende der Geschichte eines freien Griechenland zu jenen staatlichen Verhältnissen zurück, von denen man einst, bei der Landnahme (s. S. 4) ausgegangen war: 
der Stammesstaat in der Form eines Bundesstaates schien das Symbol für eine neue Epodche des staatlichen Lebens in Hellas zu werden. 

Nicht nur die allgemein verbreitete Friedenssehnsucht, auch das Gemeinschaftsbewußtsein der Griechen wurde wachgehalten durch die Idee der Koinè Eirene, eines alle Griechen umspannenden allgemeinen Friedens.
Philipp II
Agamemnon

Der panhellenische Gedanke findet seine publizistische Ausdrucksform vor allem in den Reden des Isokrates. 

Mit Vorliebe verwendet die Rhetorik der Zeit Beispiele aus der panhellenischen Mythologie: 
wenn Isokrates 
den Makedonenkönig Philipp II. mit dem hellenischen 
Völkerhirten Agamemnon verglich, 
so wußte man in Hellas, was damit gemeint war. 

Es ist ein Fehler, wenn die moderne historische Forschung die von der Rhetorik ausgehende geistige Vorbereitung des panhellenischen Denkens zu einem Teil beträchtlich unterschätzt.

Die neue Zeit kündete sich vor allem in einem gesteigerten Kult der großen Persönlichkeiten, die vielfach in die Sphäre des Gottmenschentums emporgehoben wurden. 

Schon dem Spartaner Lysander hatte man gottgleiche Ehren erwiesen. 
Klearchos, der Tyrann des pontischen Herakleia (er wurde nach zwölfjähriger Regierung i. J. 352 v.Chr. ermordet), hat sich selbst zum Sohn des Zeus gemacht und entsprechende Ehren von seinen Untertanen gefordert - ein echter Vorläufer des Makedonen Alexander. 

Und das Beispiel des syrakusanischen Arztes Menekrates, der seine Briefe mit „Menekrates Zeus“ zu unterschreiben pflegte, zeigt, wie eng die Spanne zwischen dem Göttlichen und dem Irdischen in jener Zeit geworden ist, wenn auch in diesem Fall das pathologische Moment nicht übersehen werden darf.

Auch das geistige Leben der Griechen fand neue Formen. 
Waren die hellenischen Dichter und Künstler, Schauspieler und Sänger früher zu den Höfen der großen sizilischen Tyrannen gepilgert, so zog sie jetzt der Glanz der Fürstenhöfe rings um Hellas in den Bann.
In Pella, der makedonischen Residenz, weilten am Ende des 5. Jahrhunderts Euripides und der Maler Zeuxis, beide als Gäste des Königs Archelaos (413-399). 

Als der karische Dynast -Maussolos von Halikarnassos starb (353 v. Chr.), schrieb seine Schwester Artemisia für die griechischen Literaten eine Konkurrenz für den Nachruf aus; weit entfernt von dem griechischen Mutterland, in Herakleia am Pontos, hat der Tyrann Klearchos die erste öffentliche Bibliothek geschaffen. 
Griechische Münze, Herakleia Pontos (420-390 v. Chr)
Athen blieb zwar auch jetzt noch das unbestrittene Zentrum hellenischer Bildung, aber es entstanden an der Peripherie der griechischen Welt manche neuen kulturellen Brennpunkte, die ihr Licht von jenem großen Bildungszentrum empfingen.

 Platons Schule hat ihre Jünger in alle Welt hinausgesandt, sie erscheinen in Unteritalien und Sizilien ebenso wie in den Griechenstädten des Pontos

Griechische Bildung, 
griechisches Denken 
durchdringt die weiten Räume der Oikumene, und auch am Perserhof und im Perserreich sind griechische Gelehrte und Künstler, vor allem aber Ärzte, gern gesehene Gäste.

Die neue Zeit spiegelt sich in einer neuen Einstellung des Menschen zu der Umwelt.
Der am Hofe des Dionysios I. in Syrakus lebende Tragiker Antiphon hat das neue Lebensgefühl mit der Sentenz: „Was übermächtig von Natur, wir zwingen’s mit der Kunst“ treffend charakterisiert. 
Übrigens ist Dionysios der erste Herrscher gewesen, der die Forschungsarbeit der Gelehrten für praktische Erfindungen verwertet hat. 


Eudoxos von Knidos
Aristoteles von Stageira 
Zwei Namen stehen am Beginn einer neuen Epoche, ja eigentlich am Anfang der griechischen und damit der abendländischen Wissenschaft:
Eudoxos von Knidos (+um 355) und 
Aristoteles von Stageira (384-322), beide aus der Schule Platons, aus der Akademie, hervorgegangen. 


Mathematiker und Astronom, Arzt und Philosoph, Geograph und Physiker sowie praktischer Politiker in einer Person, hat sich Eudoxos einen großen Namen gemacht.

So beruhen die berühmten „Elementeder Geometrie des Eukleides (um 300 v. Chr.) wesentlich auf seinen Forschungen, und in der Astronomie ist seine Sphärenlehre zu allgemeiner Anerkennung gelangt. 

In seiner weitgespannten Universalität erscheint Eudoxos als ein echter Vorläufer der großen hellenistischen Gelehrten, und es ist wohl schwerlich ein Zufall, wenn seine „Phainomena“, auf Anordnung des makedonischen Königs Antigonos Gonatas durch Aratos in Verse übertragen,zu einem Lieblingsbuch des gebildeten hellenistischen Lesepublikums geworden sind.

Als Eudoxos starb, saß Aristoteles noch zu den Füßen Platons. 
Nach dessen Tode (Platon starb 347 v. Chr.) verließ Aristoteles Athen.

Assos mit dem Hofe des kleinasiatischen Dynasten Hermias von Atarneus, Mytilene, die makedonische Residenz Pella und das kleine Miëza waren die Stationen seines Wanderlebens; erst i. J. 335/4 v. Chr. ist er nach Athen zurückgekehrt;
 in der von ihm gegründeten Schule, dem Peripatos, wurde er, von zahlreichen Schülern umgeben, der Mittelpunkt des hellenischen Geisteslebens.

Aristoteles ist es gewesen, der die entscheidende Wendung von der Spekulation zur empirischen Forschung vollzogen hat. 

Indem er seine Schüler zum planmäßigen Mitforschen, zum Sammeln und Sichten des Materials heranzog, wurde Aristoteles der Archeget der abendländischen Wissenschaft, der Schöpfer der Idee der wissenschaftlichen Organisation. 
Auf fast allen Gebieten des menschlichen Wissens - nur von der Medizin hat er, der Sohn eines Arztes, sich ferngehalten - hat er mit Hilfe seiner Schüler ein riesiges Material zusammengetragen und wenigstens zum Teil in zusammenfassenden Schriften verarbeitet. 158 Staatsverfassungen - von ihnen ist die auf einem Papyrus des Britischen Museums wiedergefundene „Staatsverfassung der Athener“ die berühmteste geworden -, eine vollständige Liste der Sieger in den Pythischen Spielen, die Urkunden der dramatischen Aufführungen in Athen, Forschungen auf dem Gebiete der Physik, der Meteorologie, der Zoologie, der Botanik - diese und viele andere Schriften zeugen von der Weite und Spannkraft seines rastlos forschenden, ordnenden und wertenden Geistes. 

Dadurch, daß er erkenntnistheoretische und ethische Probleme in seine Forschungen einbezog, vereinigte Aristoteles auf der Höhe seines Lebens in sich nahezu die ganze Universitas litterarum: 
so steht er als echter Universalforscher am Anfänge der okzidentalen Wissenschaft, die nach seinem Tode in eine große Zahl von Teilreichen zerfallen ist. Erst nach fast zwei Jahrtausenden ist dem Abendland in Leibniz eine ähnlich überragende, wahrhaft universale Persönlichkeit erstanden.

Der steile Aufstieg des hellenischen Geisteslebens im 4. Jahrhundert v. Chr. spiegelt sich in der Entstehung eines neuen Bildungsideals. 

Isokrates’ Wort (Panegyr. § 50), nur der sei ein Hellene, der an attischer Bildung Anteil habe, ist alles andere als kosmopolitisch. 

Dem Ausspruch liegt die Überzeugung von dem unbedingten Vorrang der attischen Bildung zugrunde. 
Der Hellenenbegriff wird also nicht erweitert, sondern praktisch eingeengt: er ist unter Abstreifung der völkischen Bindungen zu einem Bildungsideal geworden. Mit diesem zugleich wird die Idee der Humanität geboren, auch sie nur in einzelnen, nicht in den vielen verkörpert. Gleichzeitig entsteht der Begriff des Klassischen: seit dem Jahre 386 v. Chr. machte man es in Athen zur Regel, neben den neuen Tragödien stets auch eine der alten aufzuführen; i. J. 339 wurde diese Forderung auch für die Komödie verwirklicht.

Um die Mitte des 4. Jahrhunderts begannen sich die Konturen jener Entwicklung abzuzeichnen, die am besten als ein allmählich einsetzender, sich ständig verbreiternder riesiger Assimilationsprozeß des Griechentums und der östlichen Kulturwelt zu fassen ist. 

Mit dem griechischen Kaufmann, der sich in den phönikischen Küstenstädten, auf Cypern und in Ägypten niederließ, hielt auch die griechische Kultur ihren Einzug in diese Länder uralter Zivilisation. 

In der kleinasiatischen Randzone, nicht minder aber auf Cypern, formte sich eine eigenartige griechisch-östliche Mischkultur; in Ägypten zeigt das Grab des Petosiris bei Hermopolis Magna unverkennbaren griechischen Einfluß, und der Fund des ältesten griechischen Papyrus mit den „Persern“ des Timotheos in Abusir-el-Meleq bezeugt das Vorhandensein griechischer Literaturwerke in der ägyptischen Chora zum mindesten schon im letzten Drittel des 4. Jahrhunderts. 

In der Entstehung eines neuen Stadttypus im karischen Halikarnassos wird die spätere Entwicklung vorweggenommen; durch einen Synoikismos von sechs benachbarten Gemeinden hat der einheimische Dynast Maussolos es beträchtlich vergrößert und mit prachtvollen, von griechischen Künstlern entworfenen Bauten geschmückt. Das Grabmal des Fürsten, das seine Schwestergemahlin Artemisia erbaute, wurde zu den Weltwundern gezählt. Mit der Königsburg, einem Kriegsund Handelshafen, in der Gestaltung des fürstlichen Palastes erscheint Halikarnassos als eine Vorläuferin des ptolemäischen Alexandrien. 

Die Zeit war reif für eine weitgehende Aufnahme griechischer Kultur und griechisdier Zivilisation in den Weiten des Ostens. 
Alexander der Große.
So betrachtet, erscheint Alexander als der große Vollstrecker des Weltgesetzes, das in den Grundzügen um 360/50 v. Chr. schon vorgezeichnet ist. 

Es empfiehlt sich daher, bereits zu diesem Zeitpunkt, d. h. um die Mitte des 4. Jahrhunderts, jenes neue Weltzeitalter beginnen zu lassen, das man seit J. G. Droysen 
mit dem Begriff des Hellenismus benennt.

Als „Hellenismus“ hat Joh. Gust. Droysen nach dem Vorgang vor allem von Joh. Drusius (Adnotationes ad Nov. Test., 1612) und von J. G. Herder, dem Sinn des griechischen Wortes zuwider, 
jene Epoche bezeichnet, als deren Charakteristikum er die Verschmelzung des Griechischen mit orientalischen Elementen betrachtete.

 Es muß zugegeben werden, daß diese Terminologie wenig glücklich ist. Abgesehen davon, daß sie einem sprachlichen Mißverständnis ihre Entstehung verdankt, scheint der von Droysen an sich richtig beobachtete Vorgang der Vermischung des Hellenischen und des Orientalischen zu stark verallgemeinert;
auf   jeden Fall wird er allein den komplexen historischen Erscheinungen dieser Epoche nicht gerecht. 
Man wird deshalb gegenüber Droysen, der auf Grund seiner Mischungstheorie in folgerichtiger Weise zunächst auch die gesamte heidnisch-griechische Periode der römischen Kaiserzeit mit in den Hellenismusbegriff einbezog, der chronologischen Auffassung des Begriffes (wie sie übrigens bei  dem späteren Droysen schon im Kerne vorhanden ist) den Vorzug geben, allerdings mit der Variante, daß man die Epoche nicht  mit Alexander, sondern schon eine Generation früher, etwa um 360 v. Chr., beginnen läßt.

 Den Endpunkt des Hellenismus bildet in jedem Fall die Zeit des Augustus. 

Diese Auffassung ist, abgesehen davon, daß sie sich längst in der Forschung eingebürgert  hat, insofern durchaus berechtigt, als die Periode von 360 bis  30 v. Chr. in der Tat ein eigenes Gesicht besitzt - mag man nun j an die Kunst, die Literatur, die Philosophie oder an das staatliche Leben der Griechen denken. 


ERSTER TEIL

DAS ZEITALTER PHILIPPS II. VON MAKEDONIEN (359-336 v. Chr.)
Philipp II, Alexander der I und Alexander der Große.

I.Makedonien vor Philipp II.

Mit König Philipp übernimmt das makedonische Volk die Führung in der Geschichte des Altertums, durch Alexanders Eroberung des Perserreiches erringt es die Weltherrschaft. 

Es ist ein junges Volk ohne Geschichte, das seinen Aufstieg dem großen Herrscher Philipp II. verdankt. 
Er hat das Volk armseliger Hirten und Bauern an städtisches Leben gewöhnt, die friedlosen barbarischen Nachbarn bezwungen, den Zugang zum Meere geöffnet und das Land selbst hellenischer Kultur erschlossen.

Für die Griechen aber sind die Makedonen immer ein Barbarenvolk geblieben, niemals, auch nicht auf der Höhe der Weltherrschaft, sind sie von den Hellenen als kulturell gleichberechtigt anerkannt worden.

Bei der kulturellen Kluft zwischen Griechen und Makedonen ist im Altertum die Frage des makedonischen Volkstums immer nur von sekundärer Bedeutung gewesen.

Für die moderne Forschung gibt das Namenmaterial - von der Sprache der alten Makedonen ist kein einziger Satz erhalten - den Ausschlag zugunsten der Ansicht, die die Makedonen zu den Griechen rechnet. 

Orts- und Monatsnamen sind rein griechisch, ebenso die meisten Eigennamen.

Deshalb ist der von dem Indogermanisten P. Kretschmer vertretenen Hypothese, die Makedonen seien ein griechisch-illyrisches Mischvolk, wenig Wahrscheinlichkeit zuzubilligen.

Die Mehrzahl der modernen Historiker, freilich mit der bemerkenswerten Ausnahme von Julius Kaerst, ist denn auch mit vollem Recht für das Griechentum der Makedonen eingetreten:
 man wird sie zu der Gruppe der nordwestgriechischen Stämme zählen. 

Dies schließt aber nicht aus, daß an der Behauptung des Thukydides (II 99), die Makedonen seien mit den Epeiroten verwandt, etwas Wahres sein mag.
Für die historische Beurteilung ist es entscheidender, daß eine jahrhundertelange Isolierung die Makedonen in dem Lande, das ihren Namen trägt, als eine besondere Einheit in sozialer, politischer und anthropologischer Hinsicht geformt hat, und zwar in allen wesentlichen Zügen von innen heraus, ohne das Hinzutreten hellenischen Einflusses.

So war der Charakter des makedonischen Volkes längst geprägt, als die haßerfüllten Reden des Demosthenes in dem großen Machtkampf zwischen Athen und Philipp immer wieder das Trennende zwischen Griechen und Makedonen hervorgehoben haben.

Die ältere Entwicklung des makedonischen Volkes liegt fast vollständig im dunkeln. In den ältesten Zeiten besiedelten thrako-phrygische Stämme das Land.

Sie sind am Ende des 2. Jahrtausends im Verlaufe der großen ägäisdien Wanderung nach Kleinasien hinübergegangen.
 Urzelle des makedonischen Staates sind die südlichen Landschaften Elimeia und Orestis, am oberen Haliakmon an der thessalischen Grenze gelegen. 

Von hier aus nach Norden vordringend nahmen die Makedonen die Eordaia in Besitz, in dem auf hohem Gebirgsrande thronenden Felsennest Aigai schufen sie dem Staate einen Mittelpunkt.

 Der erste makedonische König ist Perdikkas I., der wohl im frühen 7. Jahrhundert (?) lebte; doch erst mit seinem fünften Nachfolger, mit Amyntas I., gegen Ende des 6. Jahrhunderts, gelangt die Forschung auf sicheren historischen Boden.
Amyntas I. war es, der dem aus Athen vertriebenen Hippias eine Zufluchtsstätte in Anthemus anbot.
Damals hatten die Makedonen den Axios bereits überschritten und standen im Begriff, weiter nach Osten, in das Gebiet des unteren Strymon, vorzudringen.
Griechische Münze Alexander I.
Die überragende Gestalt der makedonischen Geschichte im 5. Jahrhundert ist Alexander I., dem die Nachwelt den Beinamen „Philhellen“ gegeben hat (er regierte von etwa 495 bis 450/40 v. Chr.).

Mit vollem Bewußtsein hat dieser König den Anschluß seines Volkes an die hellenische Kultur erstrebt. 

Dadurch, daß er das makedonische Königshaus, die Argeaden, auf das peloponnesische Argos zurückführte, kam er den pseudogenealogischen Neigungen der Griechen entgegen;
 seine Zulassung zu den Olympischen Spielen war der Lohn.

 Damit war das makedonische Königshaus als hellenisch legitimiert.

 Der erste, folgenschwerste Schritt zu einer Annäherung von Makedonen und Griechen war getan.

Alexander I. ist es gewesen, der die entscheidende Heeresreform durchgeführt hat, und zwar in der Weise, daß er dem zu Pferde dienenden reisigen Schwertadel, den „Gefährten“ (Hetairoi) des Königs, die Masse des Bauerntums als Fußvolk unter dem Ehrennamen der Pezhetairen, der „Gefährten zu Fuß“, zur Seite stellte.

Während Alexanders Nachfolger, Perdikkas II., das Land mit viel Geschick durch den Archidamischen Krieg hindurchzusteuern wußte, ist es seinem Sohn, Archelaos I. (414/3-400/399 v. Chr.), gelungen, Makedonien zum ersten Male zu einem bestimmenden Faktor in der großen Politik zu machen.

Nach Thukydides’ Urteil hat Archelaos für den inneren Ausbau des Königreiches und für die Organisation des makedonischen Heeres mehr geleistet als seine acht Vorgänger zusammengenommen.

 Er hat Pydna zurückgewonnen, das Verhältnis des Königtums zu den obermakedonischen Fürsten der Elimeia und Orestis auf eine neue Grundlage gestellt, endlich hat er, hierin ein Vorläufer Philipps II., in die inneren Angelegenheiten Thessaliens mit starker Hand eingegriffen (400/399 v. Chr.).

Durch eine Reihe wichtiger wirtschaftspolitischer Maßnahmen, durch Wegebauten und durch den Anschluß Makedoniens an das persische Währungssystem hat er den Wohlstand des Landes beträchtlich gehoben. 

Vielleicht geht auf diesen Herrscher die sich auf dem Heerwesen aufbauende Landeseinteilung von Niedermakedonien zurück, die dadurch ihr besonderes Gepräge erhält, daß die sich um einen städtischen Mittelpunkt kristallisierenden Bezirke zugleich die Aushebungskantone für die einzelnen Regimenter bilden.

Hell strahlte der Ruhm des Königs als Beschützer der Musen:
an seinem Hofe in Pella lebte eine Reihe bedeutender Künstler, der Epiker Choirilos, der Musiker Timotheos von Milet, der Tragiker Agathon.
Euripides hat in Pella die Bakchen gedichtet und den königlichen Mäcen in dem
Drama „Archelaos“ gefeiert, in dem auch die makedonische Griin- dungsgeschichte dargestellt wurde. 

Der königliche Palast wurde von Gemälden des Zeuxis geschmückt;
an Sokrates erging die Aufforderung, nach Pella zu kommen. 

Nach dem Tode des Archelaos - er ist wie sein Großvater Alexander Philhellen durch Mörderhand gefallen - versank das Land in Wirren und Thronstreitigkeiten;
sie erfüllten die ersten Jahrzehnte des 4. Jahrhunderts.

 In dem machtvoll um sich greifenden Chalkidischen Städtebund erstand Makedonien ein gefährlicher Rivale an seiner Ostflanke, während im Westen die Illyrer immer aktiver wurden und durch ihre Einfälle Makedonien mehrfach in schwere Bedrängnis brachten.

Es war das spartanische Eingreifen im Norden in den Jahren 382-379 v. Chr. (s. S. 246), das den makedonischen König Amyntas III. (393-370) aus einer ungemein schwierigen Lage befreite, in die er durch die Ausbreitung der Chalkidier gekommen war.

Der makedonische Staat, der in offiziellen Urkunden unter dem Begriff „die Makedonen“ in Erscheinung tritt, war ein typischer Feudalstaat mit monarchischer Spitze.

Die unmittelbare Herrschaft der makedonischen Könige erstreckte sich nur auf Niedermakedonien, d. h. auf die am Meere gelegenen Landschaften Pieria, Emathia, Mygdonia. Obermakedonien dagegen, jene Landschaft, aus der die Makedonen einst zu ihren Eroberungen aufgebrochen waren, die Lynkestis, Orestis, Tymphaia, hatte eigene Fürsten, die sich dem Könige als Oberherrn nur beugten, wenn er sie seine Macht verspüren ließ.
Der Staat war, obwohl er in der Pieria das Meer erreichte, ein typischer Binnenstaat; befanden sich doch die wichtigsten Häfen - Pydna und Methone - in den Händen der Hellenen.

Die Wirtschaft des Landes war ausgesprochen agrarisch, besonders wertvoll war sein Holzreichtum. Als Lieferant von Schiffsbauholz, von Teer und Pech war Makedonien, wie eine Anzahl von Handelsverträgen bezeugt, den griechischen Seestaaten ein erwünschter Handelspartner und Bundesgenosse.

Das patriarchalische Königtum der Makedonen, ein Heerkönigtum, reicht in die Frühzeit der makedonischen Geschichte zurück.

Noch Alexander d. Gr. ist als König der oberste Feldherr, Priester und Richter seines Volkes gewesen.
Im Kriege stützt sich der König vornehmlich auf den Adel, dessen Angehörige wie die Myrmidonen Achills den Ehrennamen der „Gefährten“ des Königs führen. 

Aus der Frühzeit stammt auch die Institution der makedonischen Heeresversammlung, die sich aus den Waffenfähigen zusammensetzt: sie bestätigt den neuen König durch Akklamation, sie greift wohl auch in die Regelung der Thronfolge ein, wenn Wirren entstehen, endlich bildet sie den höchsten Gerichtshof in Fällen von Hoch- und Landesverrat.

In den hellenistischen Staaten ist der Heeresversammlung, wenn auch in veränderter Gestalt, ein langes Nachleben beschieden gewesen.

2. Philipps erste Regierungsjahre (359-354 v. Chr.)

Philipp von Makedonien war der jüngste Sohn des Amyntas III. und der Eurydike.
Die für seine innere Entwicklung bedeutungsvollsten Jahre, das 15. bis 17., hatte er als Geisel in Theben verlebt.
Nachdem er i. J. 365 in das Heimatland zurückgekehrt war, übertrug ihm sein Bruder, der König Perdikkas III. (365- 359), ein Lehensfürstentum.

Kurz zuvor war es dem Perdikkas gelungen, sich des Ptolemaios von Aloros zu entledigen, der sich vier Jahre lang (369/8-365) als Vormund des jungen Königs und als Gemahl der Eurydike an der Macht gehalten hatte.
Die bedeutendste Leistung Perdikkas’ III. aber ist die Gewinnung der wichtigen Hafenstadt Amphipolis.

Durch eine makedonische Besatzung wurde sie vor dem Zugriff der athenischen Flotte gesichert.
Es war eine Wendung von weittragenden Folgen, die sich damit in der Politik Makedoniens vollzogen hatte: Amphipolis gehörte dem 2. Attischen Seebunde nicht an, der Friedenskongreß zu Sparta (371 v. Chr.) aber hatte Athen im Besitze der Stadt bestätigt.

Unter der Regierung des Perdikkas kam der attische Staatsmann Kallistratos nach seiner Verbannung i. J. 361/0 nach Makedonien; er hat hier das Zollwesen neu geordnet.

Alles Erreichte aber wurde durch die Bedrohung des Landes von Westen her wieder in Frage gestellt. In einer gewaltigen Schlacht ist der, junge König Perdikkas III. i. J. 359 mit Tausenden seiner Krieger, im Kampfe gegen die Illyrer gefallen.
Auch die Päonen und die Thraker sahen nun ihre Stunde gekommen, das unglückliche Land durch Einfälle von Norden und Osten her zu brandschatzen.

Im Lande selbst erhoben Prätendenten ihr Haupt: Pausanias, der frühere Gegner des Ptolemaios von Aloros, Archelaos (ein Sohn des Amyntas III. aus erster Ehe mit Gygaia), Argaios - sie alle strebten nach der Krone, und das Wort „Wehe dem Lande, des König ein Kind ist!“ schien furchtbare Wahrheit zu werden.

In dem allgemeinen Wirrwarr hat Philipp als Vormund seines jungen Neffen Amyntas, des Sohnes des Perdikkas III., die Zügel der Regierung ergriffen. 

Mit List und Gewalt entledigte er sich der auswärtigen und inneren Feinde.

Athen, das den Prätendenten Argaios favorisierte, wußte Philipp durch förmlichen Verzicht auf Amphipolis auf seine Seite zu bringen: es kam zu einem offiziellen Friedensschluß, bei dem sich Athen in einer Klausel verpflichtete, Philipp für Amphipolis Pydna auszuliefern, das zu Athen in einem Bundesverhältnis stand.

In einer großen Schlacht in Obermakedonien trieb Philipp die Illyrer zu Paaren (358). Ihre östlichen Grenzbezirke am Ochridasee mußten sie an Makedonien abtreten, das dadurch eine Sicherung der gefährdeten Westgrenze erreichte. Auch mit der Selbständigkeit der obermakedonischen Vasallenfürstentümer der Elimeia und Orestis war es nun zu Ende; ein wichtiger Schritt auf dem Wege zu einem makedonischen Einheitsstaat war damit zurückgelegt.

Den Königstitel, den ihm die Heeresversammlung verlieh, hatte sich Philipp redlich verdient.
Nach Alexander I. Philhellen und Archelaos ist er der große Organisator des makedonischen Heeres geworden.

Durch dauernde Übung und auf vielen Feldzügen schmiedete er das makedonische Volksheer zu einem geschmeidigen Machtinstrument um, dem die benachbarten Staaten nichts
Vergleichbares gegenüberzustellen hatten.

Den Kern bildete nun die Phalanx der Pezhetairen.
Dem Ansturm der von baumlangen Sarissen starrenden Wand war kein Gegner weit und breit gewachsen.
 Die Kavallerie der Hetairen, in der Regel an den Flügeln eingesetzt, wurde zu einer die Schlachten entscheidenden Angriffswaffe ausgebildet.
Durch die neue Heeresordnung hat Philipp aus dem Feudalstaat den makedonischen Volksstaat geschaffen und mit ihm ein vollständig neues Element in die Geschichte des Abendlandes eingefügt.

Dem Aufstieg der makedonischen Monarchie ging der Niedergang Athens und seines Seebundes parallel. 

Die Reformvorschläge, die Isokrates in seinem „Areiopagitikos“ (357 v. Chr.) machte - sie empfahlen die Wiederherstellung der von den Vätern ererbten Verfassung und die Restituierung des Areiopages, d. h. ein ausgesprochen oligarchisch-konservatives Programm, für das die Ordnung des Theramenes das Vorbild abgab -, verhallten ungehört.

Durch die Initiative des karischen Dynasten Maussolos bildete sich in dem gleichen Jahre im Bereich des Seebundes eine eigene Konföderation, der Chios, Rhodos, Byzanz, später auch Kos beitraten.
Diese Staaten sagten sich von Athen los, sie konnten trotz verzweifelter athenischer Anstrengungen nicht wieder zum Gehorsam gebracht werden.
Als sich Athen i. J. 355 zum Frieden bequemte, da war der einst so stolze 2. Seebund nur noch ein Schatten seiner einstigen Größe: die Mitgliederzahl war auf ein Drittel abgesunken, der Bund selbst aber war auf die Kykladen, Euböa, auf die Inseln im Norden der Ägäis und auf einige thrakische Küstenstädte beschränkt.

Athens Schwäche war Philipps Chance. 

Er stürzte sich zuerst auf Amphipolis, wobei er den Athenern vorspiegelte, die Stadt für sie erobern zu wollen.
Amphipolis wurde im Sturm genommen (357), als wichtiger Schlüsselpunkt am unteren Strymon war es von nun an ein integrierender Bestandteil der makedonischen Monarchie, solange diese überhaupt bestanden hat.
Um in den Besitz von Amphipolis zu gelangen, sollte Athen Pydna den Makedonen ausliefern.
Da Athen hierzu ganz außerstande war, bemächtigte sich Philipp kurzerhand auch dieser Stadt (Winter 357/6).

Athens Kriegserklärung parierte der schlagfertige Herrscher durch ein Bündnis mit den Chalkidiern, der bedeutendsten Macht des Nordens neben Makedonien.
Dabei überließ er dem Chalkidischen Städtebund außer dem Gebiet von Anthemus auch das Territorium des i. J. 356 v. Chr. von ihm eroberten und zerstörten Poteidaia, dessen attische Kleruchen er kurzerhand in die Heimat zurücksandte.

Der Hilferuf der thasischen Kolonie Krenides an den Nordhängen des goldreichen Pangaiongebirges gab Philipp die erwünschte Gelegenheit, seine Hand gen Osten auszustrecken.

 Krenides erhielt durch ihn neue Kolonisten, es wurde unter dem Namen „Philippi“ neu gegründet.

 Zum ersten Male in der griechischen Geschichte erscheint hier ein Menschenname als Bezeichnung einer Stadt:
 Philippi steht am Anfang einer Entwicklung, 
die zu den Alexanderstädten und zu den Diadochengründungen hinüberführt. 

Die reichen Erträge der Goldbergwerke des Pangaion - angeblich mehr als 1.000 Talente jährlich - stellten Philipps Politik auf eine neue Grundlage. 

Dareikos (505-480 v. Chr.)
Philippeios (340-328 v. Chr.)
Bald begann das makedonische Gold mit dem persischen zu konkurrieren, und es dauerte nicht mehr lange, bis der Philippeios den Dareikos bei den Griechen aus dem Felde schlug.

Als sich die Fürsten Ketriporis vcn Thrakien, Lyppeios von Päonien und der Illyrer Grabos zu einer nordischen, gegen Philipp gerichteten Liga zusammenschlossen, der übrigens auch Athen beitrat (356), erwies sich drastisch die politische und strategische Überlegenheit Makedoniens.

Der Päonerkönig wurde Philipps Vasall, die Illyrer wurden durch Parmenion, Philipps bedeutendsten Helfer, geschlagen, im Osten erreichten die Makedonen den Nestos, der von nun an die Grenze gegen das freie Thrakien bildete.

Als Philipp schließlich im Sommer 354 die Griechenstadt Methone unterworfen hatte, da stand Makedonien an der großen Wende seiner Politik:
es hatte seine Fesseln gesprengt, das Meer war auf der ganzen Linie erreicht, die erste Phase der makedonischen Expansion war zu Ende.


Makedonisch-Byzantinisches Erbe: Schätze des Hellenismus und der Orthodoxie in Drama.

$
0
0
Makedonien, Philippi basilica

Präfektur von Drama

Die Mazedonische Erde wurde stark mit dem Reich der Mazedonier und der Orthodoxie, 

dank der bedeutenden antiken Stadt “Filippi“ und dem historischen Kloster von “ Ikosifinissa”, verbunden. 
1
Griechichortodoxe Kloster Ikosifinissa.

Auf seiner Reise überquert man den südöstlichen Teil von Drama, eines der am dichtesten besiedelten Gebiete, um den wichtigen archäologischen Platz kennen zu lernen und dann fährt man auch nach Pagäo, um das Kloster mit dem wundertätigen Heiligenbild der Jungfrau Maria zu besuchen.

Danach schlägt man die Richtung nach “Choristi“ ein, nur 5 km von Drama. Der Name2 von Choristi wurde durch einen Fluss, der die Siedlung mit seinem Wasser teilte, genommen. 

Es geht um eine Kleinstadt mit spiritueller Tradition, wie die Einrichtung des musikalischen und dramatischen Vereins “Mazedonien Wiedergeburt” (1906) beweist, die eng mit dem wirtschaftlichen Aufschwung am Ende des vergangenen Jahrhunderts, dank des Tabakanbaus und –Handels, verbunden ist. 

Aufgrund ihrer nationalen Aktion im “Kampf von Mazedonien” wurden die Bewohner während der Besetzung sowohl 1916- 1918, als auch 1941- 1944 heftig konfrontiert.

Auf der Hauptstraße der Kleinstadt, mit 2.500 Einwohnern, sieht man die Kirche von 3der Jungfrau Maria (1906).
 Dort gibt es sechs Bilder eines berühmten Malers namens Konstantinos Parthenis. 

Darüber hinaus sind die neoklassischen Gebäude der Region der 20er Jahre bemerkenswert. 
Heutzutage hat Choristi viele Besucher, besonders am Rosenmontag, aufgrund der Karnevalparade.

Doxato” ist eine andere wichtige Kleinstadt, die 10 km von Drama entfernt ist. Ihre Bewohner kannten vom 19. Jahrhundert großen Wohlstand dank der Produktion und Vermarktung von Tabak und gründeten im Jahr 1874 die Pädagogische Brüderlichkeit “Filippi”, wie auch musikalische und dramatische Vereine. Wegen der Schlachtung der Einwohner im Jahr 1913 und der Hinrichtungen im Jahr 1941 erhielt die Kleinstadt einen schweren Schlag in ihrer Entwicklung.

6
Auf die Hauptstraßen wird der Besucher die Herrenhäuser von “Vogiatzi“ und „Sigili“ sehen. 

Es geht um Wohn –Stadtmodelle mit vielen dekorativen Elementen an der Fassade. 
Die Erdgeschosse dieser Herrenhäuser wurden auch als Arbeitsplätze für die Verarbeitung von Tabak benutzt. 
Am 2.Mai, Feiertag von Doxato, werden traditionelle Pferderennen organisiert, die einem die Liebe zu den Pferden von den alten Bewohnern der Region ins Gedächtnis rufen.

Weiterführend hat man die Möglichkeit, eine der wirtschaftlich entwickelten Kleinstadt 7der Region, Heiliger Athanassios, mit 3.500 Einwohnern mit Herkunft aus Pontus und Thrakien, zu besuchen. Nördlich und in einem Abstand von 5 km liegt das Dorf “ Kirgia“. 

Es handelt sich um ein Tabakproduktionsdorf mit berühmter Vielfalt von Tabak seit dem 19. Jahrhundert. Derzeit leben hier Flüchtlinge aus Kleinasien, die Rücksicht auf ihre Tradition nehmen. Neben der einzigartigen Kunst in ihren Klageliedern, organisieren die Bewohner auf dem Karneval eine kleine Feier mit 8traditionellen Instrumenten.

Außerdem ist das Dorf “Kefalari” ein schönes Reiseziel, der 2 km östlich von Heiligem Athanassios liegt. Dort kann man die ruhige Umgebung neben dem fließenden Wasser genießen, wo eine antike Weinpresse für die Weinproduktion gefunden worden ist. Heutzutage kann man viele Wein – und Rakiherstellern in diesen Dörfern finden, während das Dorf “Kirgia” bekannt für seinen traditionellen ``Halva´´ ist.

Μακεδονία Φίλιπποι, Makedonien Philippi basilica
Weiterführend fährt man nach Kavala, in einer Entfernung von 21 km von Drama, um die archäologische Stätte von Filippi zu besuchen. 

Eine Stadt, die ihren Namen vom König von Mazedonien, Filippos, in 356 v. Chr. genommen hat.

Dort sieht man das antike Theater, das jährlich viele Besucher für das gleichnamige Festival hat. 

Die antike Stadt ist mit dem Apostel Paulus verbunden, der das Christentum in Europa zum ersten Mal gelehrt hat. 

Ferner besucht man auch das so genannte Gefängnis vom Apostel Paulus, wo die römischen Heiden einen Lehrling von 10Christus geschlossen hatten.

Noch überquert man den idyllischen Ort in der Nähe der Taufkapelle von Lydia, die sich erste das Christentum in Europa geschlossen hat. Von großer Bedeutung sind auch die alten Schätze, die in den Museen gehalten werden.

Und nicht nur das, sondern auch ist das Orakel des Dionysos an der Spitze von Pagäo bemerkenswert, der sehr beliebt bei den Einheimischen war.

Das Kloster von Ikosifinissa, das ein wichtiger Leichtturm der Orthodoxie ist, gewinnt an Respekt.

Auf dem Weg zum Kloster überquert man das fruchtbare Land, Valta.
 Von Lydia macht 11man sich östlich auf das Dorf Kalamonas. 

Dann fährt man Süden des Hügels, wo das legendäre Massaker von Filippi, im Jahrzehnt 42 v. Ch. zwischen den Republikanern, Vrouto und Kassio, den Nachfolgern der Politik von Julio Kaisara, Oktavianos und Antonios, stattfand. Nach 10 km geht man links nach Nikissiani. 

Die Region wurde von den Gewässern einer See bis 1930 abgedeckt, als die Entwässerungsarbeiten große Grundstücke für die Landwirt12schaft befreiten.
Links sieht man die schönen Dörfer von Pagäo. 

Weiter, macht man sich auf die Kreuzung von Nikissiani nach dem Kloster in Kormista, in einer Entfernung von 7 km. 

Der letzte Teil der Fahrt wird zu einem engen und steilen Weg, der 6 km lang ist. Wenn man sich dem Kloster nähert, wird die Vegetation immer reicher. Dem Besucher wird eine Sicht auf das Gebirge “Simvolo“ sowie auf das Land geboten.

Das Kloster liegt an einem Hang von Pagäo, auf einer Höhe von 753 m., das berühmt für seine ausgezeichnete Klima ist. 
Nach der religiösen 13Tradition, wurde es im 5. Jahrhundert von Heiligem Germanos gebaut. 

Die Muttergottes wurde durch einen Engel zu dem zuvor Asketen von Heiligen Topoi erschienen und bezeichnete ihn, das Kloster in Mazedonien aufzubauen. 
Es ist zu erwähnen, dass die Jungfrau Maria ihre Ikone zu Germanos in einem prächtigen „phönizischen“ Licht geschenkt hat. 

Daraus kommt der heutige Namen des Klosters her. Tausende von Pilgern kommen aufgrund dieser Wunder-Ikone in Kloster jedes Jahr. 

Nach einer anderen Interpretation, lebte wie auch gründete das Kloster Germanos am Ende des 18. Jahrhunderts. 

Der erste bekannte Namen, im 14. Jahrhundert, war “Kosinitsa“, der nicht griechischer Herkunft war. Vom 18. Jahrhundert bis heute herrscht der Namen “Ikosifinissa“. 

Schutz der Ökumenischen Patriarchen Dionisios A‘ war das Kloster im Jahre 1471, wo er im Ruhestand ging und schließlich nach Abschluss der zweiten Amtszeit von dem14 patriarchischen Thron starb. 

Unter den widrigen Umständen, in denen das Kloster geritten war, zeichnet sich im Jahre 1507 das Massaker an 172 Mönche von den Osmanischen. 

Während der türkischen Besatzung fand ein großes geistiges und nationales Wachstum statt, sodass die Moral der unterdrückten Griechen sowie der Mazedonische Kampf, zu Beginn des 20. Jahrhunderts gestärkt werden. 

Das Archiv des Klosters, das in großem Maße kodiert war,
plünderte es am Heiligen Montag, im Jahre 1917, 
während der zweiten Besatzung von den Bulgaren (1916-1918). 

Die Zerstörung wurde durch die Verbrennung von den Eroberern abgeschlossen (1152.06.1943).

Im Jahre 1967 wurde das Kloster dank der Anstrengungen vom Erzbischof von Drama, namens Dionisios A, rekonstruiert. Es geht um ein Nonnenkloster, das viele Menschen jedes Jahr besuchen.
Dazu spielt sowohl die Gelassenheit als auch die Spiritualität eine wichtige Rolle.

Die Hauptkirche von dem Kloster, die sich von der Wut der Eroberer gerettet wurde, wurde Ende des 18. Jahrhunderts17 erbaut. In Bezug auf die Rekonstruktion, außerhalb des Heiligtums, fand sie während der Periode 1837-1842 statt. 

Die hoch geschnitzte Ikonostase, wo sich die Ikone von der Muttergottes befindet, war im Jahre 1803 bei Techniker, die aus Chios kamen, fertig.

Die Wandmalerei an der Außenseite des Tempels fand zwischen 1858 und 1864 von dem Moldawischen Maler, name16ns Matthäus, statt, der auch für die Werke vom Berg Athos bekannt ist. 

 Äußere des Klosters werden Szenen aus dem Alten Testament, die Erschaffung von Adam und Ewa, auch Szenen von der Offenbarung, vom Neuen Testament, die Geburt von der Jungfrau sowie Personen, die mit der Geschichte des Klosters in Beziehung stehen, wie der Heilige Germanos und der Patriarch Dionisios, dargestellt. 

Die Ikonen von dem Haupttempel sind aufgrund der Zerstörung der ältesten Ikonen von den Eroberern, nicht so alt.

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η γεωγραφική ένοια του όρου «Μακεδονία».

$
0
0
Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου
Η Μακεδονία 
στα πλαίσια της Βαλκανικής Πολιτικής 
(1830-1986)
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)


 Η γεωγραφική ένοια του όρου «Μακεδονία» κατά την Τουρκοκρατία και η ανάλυση της εθνολογικής σύνθεσής της

1.  Τα σύνορα της «μείζονος» Μακεδονίας, η οποία περιλαμ­βάνει σήμερα ελληνικά, σέρβικά και βουλγαρικά εδάφη, εκτείνο­νταν κατά την Τουρκοκρατία
 προς Ν. από τα Χάσια, τα Καμβούνια, τον Όλυμπο και το Αιγαίο πέλαγος, 
προς Β. επάνω από την Αχρίδα και την Πρέσπα και περιλάμβαναν το Κρούσοβο, τον Περλεπέ και τα Βελεσά 
και ανατολικότερα τις περιοχές της Στρώμνιτσας και του Μελενίκου,
ενώ τα δυτικά της όρια ήταν η Πίνδος και τα ανατολικά ο Νέστος.

 Η περιοχή των Σκοπίων δεν αποτελούσε τμήμα της Μακεδονίας, αλλά της Παλαιάς Σερβίας. 


Ωστόσο, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το βιλαέτι Σκοπίων (Κόσόβου)υπάγεται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της τουρκικής κρατικής διοίκησης, στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.
Η Μακεδονία περιλάμβανε λοιπόν την εποχή αυτή τα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηριού και του Κοσόβου.

Η γλωσσική σύνθεση των χριστιανών κατοίκων της Μακε­δονίας (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφω­νοι)έθετε ασφαλώς τις απαραίτητες προϋποθέσειςγια τη γένεση και την επέκταση των διαφόρων εθνικώνή άλλων,κυρίως προπαγανδιστικών, κινήσεων.

 Γι αυτό και το πολιτικό καθεστώς του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας παρουσιάζει μια σημαντική διαφοροποίηση συγκριτικά μ’ εκείνο που επικρατεί την ίδια εποχή, κυρίως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, τόσο στις υπόδουλες ελληνικές επαρχίες όσο και στις άλλες μεγάλες διοικητικές περιφέρειες της οθωμανικής επικράτειας, στις οποίες διεφιούσαν συμπαγείς σλαβικοί πληθυσμοί.

 Η ουσιαστική αυτή διαφοροποίηση του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας έγκειται βασικά στην ιδιάζουσα εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της, στην ύπαρξη αντίρροπων εθνικών κινήσεων και στις αλληλοσυγκρουόμενες εθνικές βλέψεις των βαλκανικών κρατών στο ζωτικό μακεδονικό χώρο.

Πως όμως μπορεί να ερμηνευθεί στη Μακεδονία κατά την εποχή αυτή, αν εξαιρέσουμε φυσικά τους ελληνόφωνους, η παρουσία σλαβόφωνων, βλαχόφωνων και αλβανόφωνων χριστια­νικών πληθυσμών;
Η ύπαρξη των συμπαγών αυτών πληθυσμών είναι άμεσα συνυφασμένη με το πολυσυζητημένο πρόβλημα των επιδράσεων των ξενικών φυλών στις ελληνικές χώρες.

 Ο Γερμανός ιστορικός Ph. Fallmerayer είχε καταλήξει σε σφαλεράσυμπεράσματα τονίζοντας υπερβολικά τις επιδράσεις των σλαβι­κών εποικισμώνκαι επιδρομών στα ελληνικά εδάφη, στη σύνθεση των ελληνικών πληθυσμών και γενικά στον πολιτισμό τους. 

Σήμερα τα θετικά πορίσματα των ιστορικών ερευνών συμπεραίνουν ότι οι επιδρομές των αβαροσλαβικών φυλών εναντίον των ελληνικών χωρών αρχίζουν από τις αρχές κιόλας του 6ου αιώνα, αλλά η μόνιμη εγκατάστασή τους στις βόρειες χώρες της χερσονήσου του Αίμου πραγματοποιείται κατά τα τέλη του 6ου αιώνα και ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια του 7ου αιώνα, ύστερα από την ανατροπή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582— 602) και την κάθοδο των Σλάβων προς Ν.

Η διείσδυσή τους αυτή στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Πελο­πόννησο ακόμη πραγματοποιείται κυρίως με ειρηνικό τρόποκαι με την εμφάνιση μεμονωμένων αγροτοποιμενικών ομάδων.

 Ωστό­σο είναι γεγονός ότι οι αλλεπάλληλες ήττες των Σλάβωντων ελληνικών χωρών στα 688 επί Ιουστινιανού Β' (685—695, 705—711) και στα 783 επί Κωνσταντίνου ΣΤ' (780—797) συντέλεσαν πολύ στη γρήγορη αφομοίωση και στον εξελληνισμό τους παρά τις κατά τόπους επιμειξίες με ορισμένους ελληνικούς πληθυσμούς, ιδιαίτερα του βορειοελλαδικού χώρου.

Στις αρχές της τουρκοκρατίας είχαν ήδη αφομοιωθεί και τα τελευταία λείψανα των Σλάβων στη Νότια Ελλάδα.

Μικρά υπολείμματα έμειναν στη Δυτική Θεσσαλία και στην Ήπειρο.

Στη Βόρεια όμως Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μακεδονία και στη Θράκη η ειρηνική κάθοδος και ο εποικισμός των Σλάβων, κυρίως των Βουλγάρων, εξακολούθησε και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. 

Ως τους βαλκανικούς ακόμη πολέμους (1912— 1913) κατέβαιναν στις χώρες αυτές εργάτες, κυρίως κτίστες και θεριστές, για να δουλέψουν με φτηνό μεροκάματο στα τουρκικά, εβραϊκά, αλλά και στα ελληνικά τσιφλίκια.

Πολλοί ελληνικοί πληθυσμοί της βορειότερης γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας έχασαν τη μητρική τους γλώσσα,ύστερα από αλλεπάλληλες επιμειξίες ολόκληρων αιώνων, 
και έγιναν σλαβόφωνοι. 

Μολα­ταύτα τα πορίσματα της γλωσσικής επιστήμης αποδεικνύουν ότι η σλαβική δεν έχει ασκήσει σοβαρή επίδραση στη μορφολογία και στη σύνταξη της ελληνικής.
 Ως προς το λεξιλόγιο οι επιδράσεις της περιορίζονται σ’ ένα δάνειο 273 λέξεωνκατά τον G. Meyer, από τις οποίες ελάχιστες χρησιμοποιούνται στον καθημερινό λόγο.

 Οι περισσότερες είναι συγκεκριμένα ουσιαστι­κά, που αναφέρονται στον αγροτικό και ποιμενικό βίο.
Από το άλλο μέρος διαπιστώνει κανείς στη σλαβική πολλά και σημαντι­κά γλωσσικά στοιχεία της ελληνικής.

Αλλά και ησλαβική διάλεκτος,η οποία καλλιεργήθηκε ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της βορειότερης γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονί­ας, στους σλαβόφωνους, ουσιαστικά υπήρξε κράμα ελληνικών, σλαβικών και τουρκικών λέξεων,οι οποίες, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είχαν ελληνικές ρίζες.

Ως προς το ζήτημα της καταγωγής γενικότερα των Βλάχων έχουν διατυπωθεί πολλές και διάφορες θεωρίες.
Απ’ αυτές άλλες υποστηρίζουν ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι Ρωμαίων αποίκων ή Ρωμαίων αναμειγμένων με Θράκες, άλλες εκλατινισμένων Δακών ή Θρακών ή μόνον ενός φύλου αυτών, των Βησσών, άλλες Ιλλυριών, άλλες τέλος εκλατινισμένων ντόπιων πληθυσμών, δηλαδή ελληνικών προκειμένου για την Ελλάδα, με τους οποίους είχαν αναμειχθεί Ρωμαίοι άποικοι, στους οποίους είχαν παραχωρηθεί τόποι προς εγκατάσταση και καλλιέργεια.

 Κωνσταντίνος Κούμας (1777—1836)
Οι αποικίες αυτές αποτελούσαν ισχυρούς πυρήνες εκλατινισμού.
Την τελευ­ταία αυτή άποψη ακριβώς υποστήριξε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Έλληνας ιστορικός και λόγιος Κωνσταντίνος Κούμας (1777—1836).

Θεωρείται γεγονός αναμφισβήτητο ότι η ηπειρωτική Ελλάδα (ιδίως το δυτικό τμήμα αυτής, το προσανατολισμένο προς την ιταλική χερσόνησο, απομονωμένο και καθυστερημένο πολιτιστι­κά) δέχθηκε ισχυρές επιδράσεις κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής όχι μόνο με τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση 700 περίπου ετών, αλλά και με την εγκατάσταση κατά τόπους Ρωμαίων αποίκων, όπως το μαρτυρούν οι πολυάριθμες λατινικές ή και ελληνικές επιγραφές με ρωμαϊκά ονόματα.

Η ελληνική όμως γλώσσα επιβάλλεται βαθμιαία στα μεγάλα κυρίως κέντρα και οι οικογένειες των Ρωμαίων αποίκων — και αυτών ακόμη των επισήμων — με την πάροδο του χρόνου εξελληνίζονται.
 Οι επιμειξίες των Ρωμαίων αποίκων, ώσπου τελικά ν’ αφομοιωθούν, συντέλεσαν μαζί με τις πολιτιστικές επιδράσεις τους, ώστε όχι μόνο να διαδοθεί η λατινική γλώσσα, αλλά και να ενισχυθεί η συνείδηση του Ρωμαίου πολίτη και να χαραχθεί αργότερα στους λογίους των βυζαντινών χρόνων η ιδέα ότι κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους.

Το πληθυσμιακά συμπαγέστερο και οικονομικά ισχυρότερο βλαχόφωνο στοιχείο του μακεδονικού χώρου εντοπιζόταν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στη βορειοδυτική ζώνη του.
Επρόκειτο για τον ελληνοβλαχικό πληθυσμό της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, ο οποίος ζούσε σε μεγάλα και μικρότερα αστικά κέντρα, που είχαν αναπτύξει έντονη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα, όπως
η Νεβέσκα, 
η Κλεισούρα, 
η Χρούπιστα, 
το Μοναστήρι, 
η Νιζόπολη, 
το Μεγάροβο, 
το Τύρνοβο, 
η Μηλόβιστα,
το Γκόπεσι, 
η Ρέσνα, 
το Κρούσοβο, 
η Αχρίδα, 
η Στρούγγα, 
ο Περλεπές, 
το Γιαγκοβέτσι, 
το Πόγραδετς, 
η Άνω και Κάτω Μπεάλα, 
η Κοριτσά 
και πολύ βορειότερα τα Σκόπια.

Οι Ελληνόβλαχοι της Μακεδονίας μιλούσαν μια διάλεκτο, που περιείχε ανάμεικτες ελληνικές, ιταλικές, τουρκικές, βουλγαρικές και αλβανικές λέξεις. 

Ας σημειωθεί ότι γι’ αυτούς η ρουμανική γλώσσα ήταν ακατανόητη και γλωσσολογικά δεν παρουσίαζε ομοιότητες με τη διάλεκτο που μιλούσαν. 

Στην Καρατζόβα η βλαχική είχε δεχθεί περισσότερες επιδράσεις από τη βουλγαρι­κή, ώστε ολόκληρα χωριά, όπως το Κορνιτσέλοβο, η Κρόβα και η Τσέρνα Ρέκα είχαν τελείως εκσλαβιστεί. 

Οι Ελληνόβλαχοι γενικότερα του τουρκοκρατούμενου ελλαδικού χώρου μιλούσαν τη βλαχική διάλεκτο, αλλά διάβαζαν και έγραφαν στα ελληνικά.

Ως προς το χρόνο της παρουσίας και της εγκατάστασης Αλβανών εποίκων στις ελληνικές χώρες έχουν διατυπωθεί διάφορες γνώμες.
Οι πιθανότερες απ’ αυτές τοποθετούν την κάθοδό τους ως τον 14ο αιώνα.
Οπωσδήποτε πρέπει να παραδε­χθούμε ότι νωρίς σχετικά, πριν από τον 12ο αιώνα, οι Αλβανοί είχαν αρχίσει να εισδύουν ειρηνικά στις βόρειες ελληνικές χώρες κατεβαίνοντας σποραδικά ή και ως άποικοι ύστερ'από επίσημες συμφωνίες.

 Στα 1348, όταν λήγει η βυζαντινή κυριαρχία στη Θεσσαλία και αρχίζει η σερβοκρατία, 
ο κράλης Στέφανος Ντουσάν (1331 —1355),ο οποίος κυριεύει μεγάλα τμήματα πρώτα της Μακεδονίας, έπειτα της Ηπείρου και Θεσσαλίας, διευκολύνει την κάθοδο σ’ αυτά των Αλβανών — και Αρβανιτοβλάχων βέβαια — προς Ν. χρησιμοποιώντας πολλούς απ’ αυτούς ως μισθοφό­ρους. 

Εδώ είναι ανάγκη να τεθεί όχι μόνο το θέμα της ειρηνικής συμβίωσης και των επιμειξιών Αλβανών και Ελλήνων, αλλά και του εξαλβανισμού ορισμένων ελληνικών χωριών στις περιοχές, όπου είχαν εγκατασταθεί πυκνοί ορθόδοξοι αλβανικοί πληθυ­σμοί.

Οι αλβανόφωνοι κάτοικοι του βιλαετιού Μοναστηριού ζούσαν μεμονωμένα σε χωριά των καζάδων Ανασελίτσας, Καστο­ριάς, Φλώρινας και σε συμπαγείς μάζες στον καζά της Κοριτσάς.

2.   Η εξακρίβωση της εθνικής ταυτότητας του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, αν εξαιρέσει κανείς το μουσουλμα­νικό στοιχείο, που απαρτιζόταν από τους παλιούς εποίκους Γιουρούκους και Κονιάρους, τους Κιρκασίους, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1860, τους εξισλαμι­σμένους χριστιανούς και Εβραίους (Ντονμέδες) και τους
Αλβα­νούς μουσουλμάνους της Βορειοδυτικής κυρίας Μακεδονίας, υπήρξε μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία εφόσον το κριτήριο της θρησκείας και της παιδείας δεν ήταν δυνατό, τουλάχιστο ως τα μέσα του 19ου αιώνα, να προσδιορίσει απόλυτα την εθνική σύνθεση των κατοίκων.

Ακόμη περισσότερο ανέφικτη θεωρείται η ασφαλής εξαγωγή ακριβών στατιστικών δεδομένων, που αφορούσαν την πληθυσμιακή κατάσταση και φυσικά την εθνολο­γική ταυτότητα του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας, φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται σ’ ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια κατά το 19ο αιώνα και οφείλεται γενικότερα στην έλλειψη αξιόπιστων δημογραφικών στοιχείων.

Η διάδοση του πανσλαβισμού στη Μακεδονία και η όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών μετά τα μέσα του 19ου αιώνα δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εμφάνιση πολυάριθμων στα­τιστικών συνταγμένων με γνώμονα βέβαια, πάντοτε τις πολιτικές εκτιμήσεις των Ευρωπαίων περιηγητών και τα αλληλοσυγκρουόμενα πολιτικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών και βαλκανικών κρατών.
Εθνολογικός Χάρτης Kiepert

Το γεγονός μάλιστα ότι οι Ευρωπαίοι περιηγητές και χαρτογράφοι, όπως οι Boué, Lejan και Kiepert,
κατέτασσαν τους χριστιανούς 
με βασικό κριτήριο τη γλώσσα 
και όχι την εθνική συνείδησή τους, 
που αποτελεί ασφαλώς πρωταρχικό στοιχείο για την εθνική ταυτότητα ενός λαού,
περιέπλεκε περισσότερο την κατάσταση και δημιουργούσε μεγαλύτερη σύγχυση.

Σε γενικές γραμμές βέβαια είναι δυνατό να διακρίνουμε τρεις γλωσσικές ζώνες ανάμεσα στους συμπαγείς χριστιανικούς πλη­θυσμούς της Μακεδονίας.

Η βόρεια ζώνη άρχιζε από τις οροσειρές Σάρ-Σκάρδου και Ρίλας και εκτεινόταν στο νότο ως τη γραμμή Αχρίδας, βόρεια του Μοναστηριού και της Στρώμνιτσας μέχρι το Μελένικο και το Νευροκόπι.

 Στη ζώνη αυτή κατοικού­σαν σλαβόφωνοι πληθυσμοί, οι οποίοι από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα ταυτίστηκαν ουσιαστικά με τη βουλγαρική εθνική κίνηση και προσχώρησαν στα 1870 και τυπικά στους κόλπους της Εξαρχίας.

Οι κάτοικοι αυτοί μιλούσαν ενα γλωσσικό ιδίωμα, που συγγένευε σημαντικά με τη βουλγαρική γλώσσα.
Η νότια ζώνη εκτεινόταν από τα θεσσαλικά σύνορα προς τα βόρεια της γραμμής Πίνδου - Καστοριάς και προς την κατεύθυνση βόρεια της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης ως τις Σέρρες και τη Δράμα.

Η ζώνη αυτή περιλάμβανε ελληνόφωνους κυρίως πληθυσμούς με καθαρά ελληνική συνείδηση. Ιδιόμορφη ωστόσο τόσο ως προς τη γλωσσική διαστρωμάτωση όσο και ως προς την εθνολογική σύσταση του χριστιανικού πληθυσμού παρέμενε η κατάσταση στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας. 

Η ζώνη αυτή οριζόταν στα βόρεια από μια νοητή ευθεία, που κατευθυνόταν από τη λίμνη της Αχρίδας στο Κρούσοβο, στα νότια του Περλεπέ, στα βόρεια του Μοναστηριού ως το Νέστο και περιλάμβανε τις πόλεις Στρώμνιτσα, Πετρίτσι, Μελένικο και Νευροκόπι.

Στα νότια η μεσαία ζώνη άρχιζε από το Γράμμο, κάλυπτε το μισό της γεωγραφικής έκτασης του καζά της Καστοριάς, κατευθυνόταν έπειτα στα νότια της Φλώρινας και της Έδεσσας και στη συνέχεια στα βόρεια της Κοζάνης, της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας.

Οι κάτοικοι της ζώνης αυτής υπήρξαν κυρίως σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφω­νοι και στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους, ακόμη και μετά το 1870, διατήρησαν την ελληνική συνείδησή τους, όπως προκύπτει από τους σκληρούς αγώνες τους για την κατοχή των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών. Στη ζώνη αυτή το σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα περιείχε βουλγαρικές, ελληνικές, βλαχικές και αλβανικές λέξεις.

   Η γένεση του Μακεδονικού Ζητήματος (1830—1870)

1.   Μέσα στα πλαίσια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 1830 για την εδαφική ολοκλήρωση του ελληνικού βασιλείου η ένταξη της Μακεδονίας παρουσίαζε μια σημαντική δυσχέρεια λόγω της απομακρυσμένης γεωγραφικής θέσης της, γιατί προϋπόθετε φυσιολογικά τουλάχιστο την πρωταρχική απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου ή και της Κρήτης ακόμη.

Γεγονός όμως είναι ότι η οδυνηρή εμπειρία της καταστολής της ελληνικής επανάστασης δεν άφηνε πια περιθώ­ρια για μια μαζική εξέγερση του ελληνισμού του μακεδονικού χώρου στο εγγύς μέλλον.
Βέβαια η δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους είχε εμφυσήσει μεγάλο κουράγιο στους υπόδουλους Έλληνες Μακεδόνες και είχε πολλαπλασιάσει τις προσδοκίες τους για μελλοντική απελευθέρωση.

Αλλά η επίσημη ελληνική πολιτική φορτισμένη με αλλεπάλληλα προβλήματα προτεραιοτήτων, όπως το Κρητικό ζήτημα και το ηπειροθεσσαλικό, στάθηκε ανίκανηνα επιβάλει μια σταθερή και ενιαία γραμμή στο μακεδονικό ζήτημακατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Παρά την ύπαρξη των αντικειμενικών αυτών δυσχερειών για τη μελλοντική προσάρτηση της Μακεδονίας, οι ενέργειες των ελληνικών κυβερνήσεων ως προς την τύχη της είχαν περισσότε­ρο συγκυριακό χαρακτήρα και κατευθύνονταν πάντοτε από τα ευρωπαϊκά πολιτικά γεγονότα και άλλους εξωτερικούς παράγο­ντες.
Η στάση τους αυτή οφειλόταν αναμφισβήτητα στη συνεχιζόμενη οικονομική και πολιτική αστάθεια του ελληνικού βασιλείου, στην πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο βαλκα­νικό χώρο και στον άκρατο ενθουσιασμό των βαλκανικών λαών.

Ο πολυμέτωπος αγώνας του αδύναμου ελληνικού κράτους για την προσάρτηση των πλησιέστερων υπόδουλων ελληνικών επαρχιών δεν άφηνε πια καμιά αμφιβολία ότι θα διεξαγόταν αφενός, είτε με ευέλικτες διπλωματικές ενέργειες, εκμεταλλευό­μενες τις διεθνείς πολιτικές συγκυρίες, είτε με την καλλιέργεια τοπικών επαναστατικών κινημάτων και αφετέρου, ως προς τη Μακεδονία, προϋπόθετε αρχικά τουλάχιστο την εξασφάλιση αγαθών διπλωματικών σχέσεων με την Τουρκία εφόσον οι διεθνείς συνθήκες και τα υλικά μέσα δεν επέτρεπαν την πραγματοποίηση των σχεδίων του Όθωνα για τη βίαιη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας με σύγχρονη γενική εξέγερση όλων των υποδούλων.

Σημαντική επίδραση συνεχίζει ν'ασκεί στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, ακόμη και  μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), ο ρωσικός παράγοντας, ο οποίος αποτελεί τον κοινό παρονομαστή και την κοινή αφετηρία για την εκπλήρωση των πόθων του χριστιανικού στοιχείου για ελευθερία και για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

 Ωστόσο πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι δεν ήταν μόνο η ομοδοξία, η οποία συνέβαλε στην ιδεολογική προσέγγιση των χριστιανικών πληθυ­σμών της Μακεδονίας προς τη Ρωσία, αλλά κυρίως η εσωτερική ανάγκη που ένιωθαν, για να εκδηλώνουν διαρκώς τα αντιτουρκικά τους αισθήματα στηριζόμενοι στην πίστη τους για την εφαρμογή της ανατολικής πολιτικής, την οποία μόνο ο ρωσικός παράγοντας επιδίωκε να πραγματοποιήσει.
Οφείλουμε επίσης να λάβουμε υπόψη ότι πολυάριθμοι Ρώσοι πράκτορες είχαν δραστηριοποιη­θεί κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς, κυρίως της Βόρειας Μακεδονίας, στους οποίους υπόσχονταν την επικείμενη απελευθέρωσή τους.

Επόμενο ήταν λοιπόν η εξασθένηση της πολιτικής επιρροής της Ρωσίας στα ευρωπαϊκά
πράγματα μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) να συντελέσει και στον κλονισμό των φιλορωσικών αισθημάτων του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας.

 Αντίθετα μετά το 1856 εντείνονται οι επεμβάσεις των Άγγλων και των Γάλλων κυρίως διπλωματικών εκπροσώπων της Μακεδονίας — άλλωστε οι δυνάμεις, τις οποίες εκπροσωπού­σαν, ιδιαίτερα η Αγγλία, ήταν εκείνη, που πίεζε βασικά για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και πέτυχε τελικά να θεσπιστούν από την Πύλη — στους διοικητικούς μηχανισμούς των πασαλικιών του Μοναστηριού και της Θεσσαλονίκης για την επιβολή των μεταρρυθμίσεων.

Παράλληλα εδραιώνεται την εποχή αυτή η γαλλική επιρροή με την ίδρυση καθολικής ιεραποστολής στο Μοναστήρι.

Στο μέλλον η ρωσική πολιτική θέτει τρεις νέους πολιτικούς στόχους στο πλέγμα των διπλωματικών της διεκδική­σεων, που συνοψίζονται στην επιτυχή αντιμετώπιση του κοινού αγγλογαλλικού μετώπου, στην αποκατάσταση της κυριαρχίας της στη Μαύρη θάλασσα και στην προσπάθεια για την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απελευθέρωση των χριστιανικών (σλαβικών) πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, απαραί­τητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της ανατολικής πολιτικής της. Ωστόσο πρέπει να μνημονευθεί εδώ το γεγονός ότι η απονομή ισοπολιτείας και ισονομίας στις εθνικές μειονότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας σύμφωνα με το Χάττι - Χουμαγιούν, που εκδόθηκε μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1856), έδωσε ουσιαστικά το έναυσμα για την εμφάνιση του βουλγαρικού εκκλησιαστικού ζητήματος και συνέβαλε άμεσα στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των εξαρχικών της Μακεδονίας.

2.    Μέσα στα πλαίσια λοιπόν της εφαρμογής του τρίτου κύριου πολιτικού στόχου της Ρωσίας μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο εντάσσεται η ευρεία διάδοση του πανσλαβισμούγενικότερα στο βαλκανικό και ειδικότερα στο μακεδονικό χώρο με την αποστολή ειδικών πολιτικών πρακτόρων για τον προσηλυτισμό των ντόπιων σλαβόφωνων πληθυσμών, με την ενημέρωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την παρουσία των Σλάβων στη Βαλκανική
 και τη δημοσίευση αλλεπάλληλων εθνολογικών χαρτών, 
που υποδεί­κνυαν την κυριαρχία των σλαβικών πληθυσμών,
με την ίδρυση των βουλγαρικών σχολείων 
και κυρίως με τις ακαταπόνητες προσπάθειες
για την ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας,
 γεγονός το οποίο επρόκειτο να αποτελέσει το πρώτο βήμα για τη δημιουργία ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους.

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στράφηκε την εποχή αυτή η προσοχή Σλάβων και Ευρωπαίων ερευνητών στη μελέτη της εθνολογικής σύνθεσης της βαλκανικής χερσονήσου και στην εκπόνηση εθνογραφικών χαρτών.
Εθνολογικός Χάρτης Safarik
Αξιομνημόνευτος υπήρξε ο χάρτης του Τσέχου P.G. Safarik, που δημοσιεύθηκε στα 1842. Ο Safarik ήταν ο πρώτος εθνολόγος, ο οποίος αναγνώρισε έξι μεγάλες εθνικές ομάδες στα Βαλκάνια, Τούρκους, Έλληνες, Σερβοκροάτες, Βουλγάρους, Ρουμάνους και Αλβανούς.
Εθνολογικός Χάρτης Boué
Πέντε χρόνια αργότερα, στα 1847, δημοσιεύθηκε ο χάρτης του Ami Boué, ο οποίος έδινε σημαντική προτεραιότητα στη βουλγαρική παρουσία στη Μακεδονία ανα­γνωρίζοντας την αντίστοιχη ελληνική σε περιορισμένο γεωγρα­φικό χώρο.
Εθνολογικός Χάρτης Lejan 
Ανάλογες περίπου υπήρξαν και οι θέσεις του εθνογραφικού χάρτη του G. Lejan στα 1861.

Η οδυνηρή όμως έκβαση του Κριμαϊκού πολέμου για τα ελληνικά πράγματα έπεισε την επίσημη ελληνική πολιτική ν’ αναθεωρήσει τα σχέδιά της σχετικά με την ενοποίηση των υπόδουλων επαρχιών, να μεταβάλει ριζικά τη στάση της, να αναζητήσει νέες συμμαχίες στον ευρωπαϊκό χώρο και αρχικά να προσεγγίσει τη γειτονική Σερβία, η οποία έδειχνε να ενδιαφέρεται ζωηρά για την τύχη της βορειότερης ζώνης της Μακεδονίας.

 Είναι αλήθεια ότι ο Σέρβος πρωθυπουργός Ηλ. Γκαράσανιν ενθάρρυνε τη δημιουργία εξεγέρσεων στις υπόδουλες επαρχίες της Σερβίας, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονταν και η Βόρεια Μακεδονία.
Αλλά και οι Βούλγαροι εθνικιστές, που ζούσαν σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, είχαν περιλάβει στο πρόγραμμα των εθνικών διεκδικήσεών τους (για την ίδρυση βουλγαρικού κράτους) τη Μακεδονία και τη Θράκη.

Η πρώτη ελληνοσερβική μυστική προσέγγιση του 1861, αν και δεν περιβλήθηκε με το κύρος επίσημης συμμαχίας, πρόβλεψε ότι σε περίπτωση κάποιας νίκης των βαλκανικών δυνάμεων και προσάρτησης στη Σερβία της Βόρειας Αλβανίας, της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, η Σερβία δεν θα εναντιωνόταν στην ενσωμάτωση της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας από την Ελλάδα.

Το 1867 όμως, καθώς είχε ήδη αρχίσει η σέρβική πλευρά να μελετά σε συνεργασία με τη βουλγαρική την πιθανότητα ίδρυσης σερβοβουλγαρικού κράτους ή γιουγκοσλα­βικής αυτοκρατορίας, ενώ εμφανιζόταν παράλληλα σημαντική μεταβολή στην πολιτική κατάσταση της Μακεδονίας με την εδραίωση του βουλγαρικού παράγοντα και την έναρξη σκληρών εθνικών ανταγωνισμών, η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη τον άμεσο κίνδυνο να οδηγηθεί σε ένοπλη ρήξη με την Τουρκία εξαιτίας της Κρητικής κρίσης, προχώρησε στη σύναψη επίσημης συμμαχίας με τη Σερβία, η οποία, αν και δεν ολοκληρώθηκε, δεν συμπεριέλαβε τελικά τη Μακεδονία παρά τη σέρβική αναγνώρι­ση ότι η Μακεδονία κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς.

Στη Μακεδονία η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου δημιούργησε μια νέα κατάσταση τόσο για το καθεστώς του ντόπιου ελληνισμού όσο και γενικότερα για τη διπλωματική στάση του ελληνικού κράτους, κυρίως μετά την Κρητική εξέγερση (1866—1869) και την ίδρυση της Εξαρχίας (1870).
 Η νέα πορεία της επίσημης εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους εγκαινιάστηκε την εποχή αυτή με την αναγκαστική εξασφάλιση και διατήρηση αγαθών σχέσεων με την Τουρκία ως απαραίτητο αντίβαρο στις αλλΐπάλληλες ελληνικές αποτυχίες στον στρατιωτικό κυρίως τομέα, αλλά ακόμη και σαν αντιστάθμισμα στην ολοένα εντεινό- μενη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία.

Βίκτωρ Γριγκορόβιτς,
Ви́ктор Григоро́вич (1815—1876) 
Δημήτριος Μιλαδίνωφ
Димитър Миладинов(1810-1862)
Η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού στη Μακεδονία είναι άμεσα ταυτισμένη με το πρόσωπο του Έλληνα δασκάλου Δημητρίου Μιλαδίνωφ από τη Στρούγκα.

Η παρουσία του Ρώσου σλαβολόγου Βίκτωρα Grigorovich, καθηγητή του πανεπιστημίου του Καζάν, στη Μακεδονία, στα 1854, σήμανε ουσιαστικά την απαρχή της δημιουργίας βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στο μακεδονικό χώρο με πρωτεργάτες τους αδελφούς Δημήτριο και Κωνσταντίνο Μιλαδίνωφ.

Στοχεύοντας στην ανακάλυψη σλαβι­κών χειρογράφων και άλλων σλαβικών μνημείων του βουλγαρι­κού πολιτισμού, ο Grigorovich προσπάθησε κατά την περιοδεία του στη Μακεδονία να εμφυσήσει στους χριστιανικούς πληθυ­σμούς της βορειοδυτικής κυρίως ζώνης τη βουλγαρική εθνική συνείδηση.

Αποφασιστικό ρόλο στην καλλιέργεια βουλγαρικής συνείδησηςανάμεσα στις συμπαγείς σλαβόφωνες μάζες του βόρειου μακεδονικού χώρου είχαν κυρίως τα κηρύγματα του πανσλαβισμού, δια μέσου των αλλεπάλληλων απεσταλμένων του, αλλά ακόμη και του ίδιου του Grigorovich, που επικεντρώνονταν σε διάφορες επαγγελίες για επικείμενη απελευθέρωση και ένωση όλων των σλαβικών λαών με τη ρωσική συμπαράσταση. 

Από τις αρχές ήδη της δεκετίας του 1850—1860 οι αδελφοί Μιλαδίνωφ άρχισαν με ιδιαίτερο ζήλο να διαδίδουν τη βουλγαρική γραφή ανάμεσα στους σλαβόφωνους πληθυσμούς και να καταβάλουν ανάλογες προσπάθειες για την εισαγωγή της διδασκαλίας της βουλγαρικής γλώσσας στα Βελεσά, στην Αχρίδα, στο Μοναστή­ρι, στην Έδεσσα και στο Κιλκίς, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των ντόπιων του πατριαρχείου.

Η ταχεία μεταστροφή των αδελφών Μιλαδίνωφ σε φανατικούς οπαδούς του πανσλαβισμού στη Μακεδονίακαι η ακαταπόνητη δραστηριότητά τους στους τομείς της διάδοσης της βουλγαρικής γλώσσας, της ίδρυσης βουλγαρικών σχολείων και της δημιουργίας ανεξάρτητης βουλ­γαρικής εκκλησίας, αποτέλεσαν τους αποφασιστικότερους παρά­γοντες για την εδραίωση της βουλγαρικής κίνησης στο βόρειο μακεδονικό χώρο, ιδιαίτερα στις περιοχές Σκοπίων, Αχρίδας και Βελεσών,και σήμαιναν ουσιαστικά την έναρξη της σκληρής φάσης των εθνικών ανταγωνισμών. 

Οι ευάριθμες για την εποχή εκείνη ελληνοβλαχικές και σλαβόφωνες ελληνικές κοινότητες των Βελεσών, των Σκοπίων, της Αχρίδας αλλά και του Περλεπέ ακόμη, άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν μετά το 1860 σοβαρότατα προβλήματα από την ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση της βουλγαρικής κίνησης.

Κατά τη διάρκεια της Κρητικής εξέγερσης (1866—1869) ενεργοποιήθηκε ιδιαίτερα το εξαρχικό στοιχείο της Μακεδονίας επωφελούμενο από την ανθελληνική στάση των κατά τόπους τουρκικών αρχών και μετά την καταστολή της, κατά την περίοδο των σκληρών διωγμών των Ελλήνων της Μακεδονίας, παρατηρήθηκε ομαδική απόσχιση των εξαρχικών από το πατριαρχείο.

Πραγματικά κατά την τετραετία 1866—1870 σημειώθηκε ουσια­στική πρόοδος της βουλγαρικής διείσδυσης στη βορειότερη ζώνη του μακεδονικού χώρου, αλλά και νοτιότερα ακόμη, κυρίως στις επαρχίες Πολυανής, Μελενίκου και στη γεωγραφική περιφέρεια της Στρώμνιτσας

Στις νοτιότερες όμως περιοχές της κεντρικής ζώνης Βοδενών, Καστοριάςκαι Καϊλαρίων οι 
βουλγα­ρικοί στόχοι είχαν αποτύχει εντελώς.

Μακεδονικός Αγώνας: Η Μακεδονία κατά την πρώιμη φάση του μακεδονικού αγώνα (1878-1893)

$
0
0
Ελληνικό Γυμνάσιο Μοναστηρίου
Το Γυμνάσιο Μοναστηρίου αντικατέστησε το προϋπάρχον
Ημιγυμνάσιο της πόλης,
το οποίο λειτουργούσε ως Λύκειο από το 1838,
Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου
"Νεότουρκοι και Μακεδονία 
(1908-1912)"
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)


Η χρονική περίοδος 1878-1893 που διαδέχεται το συνέδριο του Βερολίνου, είναι αναμφισβήτητα μια από τις πιο ταραγμένες και αποφασιστικές εποχές για την ιστορική εξέλιξη της Μακεδονίας.

Πολλοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν το καθεστώς των χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας, οι οποίοι δέχονται άμεσα και έμμεσα τις επιπτώσεις τουσφοδρού ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαίτερα των βαλκανικών.

Η μερική ή ολική σύμπτωση των εδαφικών διεκδικήσεων των βαλκανικών κρατών και σε προέκταση των ευρωπαϊκών χωρών στον μακεδονικό χώρο είχε σα συνέπεια την όξυνση του φανατισμού των πολιτικών προπαγανδών ιδιαίτερα στον εκπαιδευτικό και στον εκκλησιαστικό τομέα.

Σημαντική εξίσου επίδραση στη διαμόρφωση του πολιτικού αυτού κλίματος ασκούσε και ο τουρκικός παράγοντας, που προσπαθώντας να διατηρήσει το status quo, ακολουθούσε συνειδητά συγκεχυμένη και αντιφατική πολιτική, η οποία αποσκοπούσε γενικότερα στη διαίρεση και διάσπαση των διαφόρων μικρών ή μεγάλων ομοιογενών ομάδων της Μακεδονίας, στην αναζωπύρωση των εθνικών τους ανταγωνισμών και γενικότερα στην εξασθένιση του ελληνικού πληθυσμιακού στοιχείου.

Η χρονική περίοδος 1878-1893/94 σημαδεύεται από το συνέδριο του Βερολίνου,
τη δημιουργία της αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας (1878), 
την ίδρυση της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (I.M.R.O.) στα 1893και
την πτώση της κυβέρνησης Σταμπούλωφ τον Μάρτιο του 1894 οπότε αρχίζει να μεταβάλλεται ριζικά η δομή της βουλγαρικής δραστηριότητας στο μακεδονικό χώρο.
Χάρτης εξάπλωσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας
Ως προς την εθνολογική σύνθεση της γεωγραφικής αυτής περιοχής είναι δυνατό να παρατηρήσει κανείς ότι, ενώ το συντριπτικό πσοστό του σλαβόφωνου πληθυσμού της βόρειας ζώνης είχε προσχωρήσει στα 1870 στη βουλγαρική Εξαρχίακαι είχε αποκτήσει βουλγαρική εθνική συνείδηση, η νότια ζώνη αποτελούνταν από αμιγείς ελληνικούς πληθυσμούς.

Προβληματική παρέμενε ακόμη η κατάσταση στη μεσαία ζώνη του μακεδονικού χώρου, η οποία οριζόταν στα βόρεια από μια νοητή ευθεία,
που κατευθυνόταν από τη λίμνη της Αχρίδας στο Κρούσοβο, Ν. του Περλεπέ, Β. του Μοναστηριού ως το Νέστο και περιλάμβανε τις πόλεις Στρώμνιτσα, Πετρίτσι, Μελένικο και Νευροκόπι. 

Στα νότια η μεσαία ζώνη άρχιζε από το Γράμμο, κάλυπτε το μισό της γεωγραφικής έκτασης του καζά της Καστοριάς, κατευθυνόταν έπειτα στα νότια της Φλώρινας και της Έδεσσας, στα βόρεια της Κοζάνης, Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής προς τις Σέρρες και τη Δράμα. 

Στη μεσαία αυτή ζώνη, παράλληλα με την ύπαρξη συμπαγούς σλαβόφωνου πληθυσμού, κυρίως αγροτικού, με ρευστή, ακαθόριστη ή κυρίως με βουλγαρική εθνική συνείδησηκαι παρά τη βαθμιαία εδραίωση της βουλγαρικής κίνησης, ο γηγενής αστικός,
αλλά και το σημαντικότερο ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού, διατηρούσε στα 1878 στη μεγαλύτερη πλειοψηφία του την ελληνική συνείδηση είτε ήταν σλαβόφωνος, βλαχόφωνος ή αλβανόφωνος, όπως επαληθεύεται σήμερα από τα πορίσματα των ευρωπαϊκών και των ελληνικών προξενικών εκθέσεων.

Ακόμη η κορύφωση των εθνικών ανταγωνισμών, που παρατηρήθηκε μετά το 1878 καθώς και η αφόρητη καταπίεση του τουρκικού ζυγού, ξεδιάλυναν βαθμιαία αυτή τη ρευστή ή ακαθόριστη εθνική συνείδηση του υπόλοιπου σλαβόφωνου πληθυσμού της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας και την μετέβαλαν σε βουλγαρική ή σ’ ελληνική.

Ο όρος «πατριαρχικός» και «εξαρχικός», που χρησίμευαν ως τότε για να χαρακτηρίσουν τη θρησκευτική απόκλιση του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, και έμμεσα την εθνική συνείδησή του, αρχίζουν να μεταβάλουν σταδιακά τη σημασία τους.

Στη μεσαία αυτή ζώνη, όπου συντελείται την εποχή αυτή η παγιοποίηση του εθνικού φρονήματος του ντόπιου σλαβόφωνου πληθυσμού, ο βουλγαρικός παράγοντας βρίσκεται αντιμέτωπος με την άκαμπτη αντίδραση του ξενόφωνου ελληνικού στοιχείου.

Καθοριστικοί παράγοντες που επηρεάζουν πρωταρχικά τη θέση του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας στα χρόνια 1878-1893, είναι η στάση της Πύλης, του πατριαρχείου, καθώς και των βαλκανικών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων

Στην αρχή η Πύλη κράτησε επιφυλακτική στάση απέναντι στη δραστηριότητα των διαφόρων ξένων κινήσεων στον μακεδονικό χώρο.
 Αναγνώριζε φαινομενικά τη σπουδαιότητα του ζητήματος και υποσχόταν να συνεργασθεί με την ελληνική κυβέρνηση για τη βελτίωση της κατάστασης.
Στην πραγματικότητα όμωςεπιδίωκε να διασπάσει το χριστιανικό στοιχείο και ιδιαίτερα το ελληνικό στη μεσαία γεωγραφική ζώνη. 

Είναι γεγονός βέβαια ότι η οθωμανική αυτοκρατορία με τα διάφορα μέτρα που πήρε κατά καιρούς διευκόλυνε έμμεσα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας.

Έτσι σε πρώτο στάδιο αναγνώρισε την Εξαρχία σα νόμιμη εκκλησιαστική αρχή στην Τουρκία και εξέδωσε τα φιρμάνια των εξαρχικών επισκόπων της Αχρίδας και των Σκοπίων στα 1890 και των Βελεσών και του Νευροκοπίου στα 1894. 
Παράλληλα έδωσε τη συγκατάθεσή της για το διορισμό και άλλων αντιπροσώπων της Εξαρχίας σ’ επαρχίες, που υπάγονταν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου.

Σε δεύτερο στάδιο καταπολέμησε τα πατριαρχικά προνόμια, αποδυνάμωσε και παρέλυσε τους εκκλησιαστικούς και κοινοτικούς φορείς, καταδίωξε το ελληνικό στοιχείο, επέτρεψε στους εξαρχικούς να καταλάβουν τις εκκλησίες και τα σχολεία των Ελλήνων και τέλος έδωσε τη συγκατάθεσή της για την εγκατάσταση Βουλγάρων δασκάλων στη Μακεδονία και για την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων εκκλησιών χωρίς την άδεια των κατά τόπους μητροπολιτών.

Η αμφισβήτηση από την Πύλη των πατριαρχικών προνομίων στα 1883 
είχε ως βασικότερο σκοπό 
να πλήξει το υψηλό επίπεδο της ελληνικής παιδείας 
σ’ ολόκληρο τον οθωμανικό χώρο.

Η πολιτική αυτή, η οποία συνεχίσθηκε και στα επόμενα χρόνια χωρίς σημαντικές παρεκκλίσεις, στόχευε ειδικότερα στην εξασθένιση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας του ελληνισμού της Μακεδονίας, που είχε υποστεί ουσιώδεις μεταβολές κατά την περίοδο 1876-1878 λόγιο της εντεινόμενης σχολικής διείσδυσης των ξένων εθνοτήτων και της κάμψης της οικονομικής ευρωστίας των ελληνικών κοινοτήτων του μακεδονικού χώρου.

Έτσι μετά το 1883 η Τουρκία παρεμβάλλει σημαντικά εμπόδια στο αξιόλογο έργο του«Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων»
και της
 «Επιτροπής προς ενίσχυσιν της ελληνικής εκκλησίας και παιδείας»,
η οποία συνέχισε μετά το 1886 τη δραστηριότητα του πρώτου.

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄
ο Μεγαλοπρεπής.
Η Πύλη εφάρμοσε ακόμη αυστηρά μέτρα και επέβαλε τον έλεγχο των πτυχίων των Ελλήνων δασκάλων, των διδακτικών βιβλίων και των σχολικών προγραμμάτων, απαγόρευσε στους νεοδιορισμένους μητροπολίτες Σισανίου και Καστοριάς να μετέχουν στα διοικητικά συμβούλια των νομών και τέλος υπήγαγε τους μητροπολίτες και τους ιερείς στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων.

Η παραίτηση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ'ξεσήκωσε τις θυελλώδεις διαμαρτυρίες του ελληνισμού της Μακεδονίας απέναντι στην Πύλη και τις κατατόπους τουρκικές αρχές.

Η κατάσταση άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα οδυνηρή για τον ελληνισμό της Μακεδονίας, κυρίως της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης, κατά το 1886, μετά την ελληνική επιστράτευση και με αφορμή τα γεγονότα της Ανατολικής Ρουμελίας,που είχαν δυσμενή αντίκτυπο στην τουρκική στάση απέναντι στο ελληνικό πληθυσμιακό στοιχείο του μακεδονικού χώρου.

Αναατάσιος Πηχεών ή Πηχιών
(1836-1913)
 Στα τέλη όμως της ίδιας χρονιάς αποκαλύφθηκε μυστική επαναστατική εταιρεία, που είχε οργανωθεί από τον ένθερμο πατριώτη Αναστάσιο Πηχεώναπό την Αχρίδα,
και δραστηριοποιήσει ολόκληρο τον ελληνισμό της Δυτικής και της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Τότε, δηλαδή στα τέλη του 1886 και στις αρχές του 1887, πραγματοποιήθηκαν 
πολυάριθμες συλλήψεις και φυλακίσεις Ελλήνων προκρίτων, ιερέων και δασκάλων 
της Κλεισούρας, 
της Βλάστης, 
της Σιάτιστας, 
της Νεβέσκας, 
της Χρούπιστας, 
της Φλώρινας, 
της Αχρίδας, 
της Μηλόβιστας, 
της Νιζόπολης, 
του Γκοπεσίου, 
του Μεγάροβου, 
του Τίρνοβου, 
της Κοριτσάς και 
του Μοναστηριού, 

οι οποίοι οργάνωναν ένοπλους αντιστασιακούς πυρήνες
 και προετοιμάζονταν για ένα νέο επαναστατικό κίνημα 
σε συνεργασία με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα της Δυτικής Μακεδονίας 
και τους επίσημους διπλωματικούς εκπροσώπους του ελληνικού κράτους. 

Τα Πηχεωνικά προκάλεσαν την βαθμιαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την ανάκληση του Έλληνα προξένου του Μοναστηριού Π. Πανουριά, την επίσημη μεσολάβηση του Γεωργίου Α', αλλά και την αμείλικτη καταδίωξη του ελληνισμού της Βορειοδυτικής κυρίως Μακεδονίας από τις τουρκικές αρχές. 

Πραγματικά, με αφορμή τις συνεχείς κρίσεις που δημιουργούνταν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως η ελληνική επιστράτευση από τα γεγονότα της Ανατολικής Ρουμελίας και η συνεχής ανακίνηση του προνομιακού ζητήματος,
 οι τουρκικές αρχές της Μακεδονίας εφάρμοσαν στα σχολικά προγράμματα αυστηρό έλεγχο, 
όπως και στα διδακτικά βιβλία των ελληνικών σχολείων,
 απόκλεισαν τους Έλληνες υπηκόους από τις σχολικές εφορείες, 
αμφισβήτησαν το δικαίωμα σ’ αυτές να διορίζουν, να μεταθέτουν, και ν’ απολύουν τους Έλληνες δασκάλους και τέλος
 ανέστειλαν την λειτουργία των ελληνικών σχολείων.

Απέναντι σ’ αυτή την θλιβερή κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα στον μακεδονικό χώρο, το πατριαρχείο εναντιώθηκε δυναμικά και απαγόρευσε στα 1890, μετά την παραίτηση του πατριάρχη Διονυσίου Ε', κάθε εκκλησιαστική λειτουργία στις ελληνικές εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα σ’ ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια.

Το μέτρο όμως αυτό δεν είχε άμεση εφαρμογή στον μακεδονικό χώρο, γιατί συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση των εξαρχικών. 

Βέβαια η γενικότερη στάση του πατριαρχείου πρέπει να συσχετισθεί άμεσα με την πανορθόδοξη οικουμενική πολιτική του, η οποία δεν ήταν δυνατό να συμβιβασθεί άμεσα με τα πολιτικά συμφέροντα οποιασδήποτε ορθόδοξης χώρας.
Έτσι το πατριαρχείο εξυπηρετούσε τα ελληνικά, τα σέρβικά, αλλά ταυτόχρονα και τα ρωσικά συμφέροντα με γνώμονα την πνευματική υπόστασή του και την αποστολή του.

Υποβοηθούσε όλες τις ομόδοξες εθνικές ομάδες της επικράτειάς του, και κυρίως σ’ εκείνες τις περιοχές που δέχονταν τις έντονες πιέσεις άλλων ομόδοξων εθνοφυλετικών ομάδων, οι οποίες όμως δεν στρέφονταν κατά του ίδιου του πατριαρχείου.

Γι αυτό και το πατριαρχείο δεν ήταν δυνατό ν’ αποτελεί όργανο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως επιθυμούσαν οι Έλληνες πρόξενοι της Μακεδονίας, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωταρχικά για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων ακόμη και σ’ εκείνες τις περιοχές, που θεωρούνταν έξω από τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις, όπως στις γεωγραφικές περιφέρειες των Σκοπίων, της Πρισρένης, του Κουμάνοβου, των Βελεσών και άλλες.

Εκεί όμως οι κατατόπους εκπρόσωποι του πατριαρχείου κατέβαλαν έντονες προσπάθειες για τη δραστηριοποίηση του σερβικού στοιχείου, που θα αποτελούσε ουσιαστικό φραγμό στη βουλγαρική διείσδυση.

Πραγματικά το πατριαρχείο έδωσε τη συγκατάθεσή του στον διορισμό Σέρβων επισκόπωνστη Βόρεια Μακεδονία (εξαρτημένων από το πατριαρχείο),στην ίδρυση σερβικών σχολείων και στη χρήση της σλαβικής γλώσσας στις εκκλησίες των περιοχών, που αποτελούσαν στόχους των εθνικών βλέψεων των Σέρβων.

Έτσι, παρά τις δικαιολογημένες αντιδράσεις των πατριαρχών Διονυσίου Ε'και Νεοφύτου Η 'στα σέρβικά αιτήματα, το πατριαρχείο επέτρεψε τελικά τη χρήση της σλαβικής γλώσσας σε εκκλησίες και σχολεία της Μακεδονίας της βόρειας και μέσης ζώνης της.

Ιδιαίτερα οξύ προβάλλει την εποχή αυτή, το πρόβλημα της παρουσίας ορισμένων αναποτελεσματικών μητροπολιτών, οι οποίοι δεν στάθηκε δυνατό ν’ ανταποκριθούν με τις ενέργειές τους στις κρίσιμες περιστάσεις, που περνούσε η μακεδονική υπόθεση. 

Η αδυναμία του πατριαρχείου να λάβει δραστικά μέτρα στα τέλη της δεκαετίας του 1880-1890, κάτω από τις ελληνικές πιέσεις για την αντικατάσταση ορισμένων εκκλησιαστικών εκπροσώπων του, οι οποίοι με τη στάση τους, είχαν προκαλέσει μεγάλη αναταραχή ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες και είχαν ωθήσει με την αργυρολογική πολιτική τους, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα,μεγάλες μάζες των σλαβόφωνων κατοίκων στην Εξαρχία, καθώς και η διαμάχη του με τις ελληνικές κυβερνήσεις για το ζήτημα του συντονισμού της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στη Μακεδονία μέσω των μητροπολιτών ή των Ελλήνων προξένων, όπως επίσης και η διακοπή της συνεργασίας των κατατόπους εκκλησιαστικών εκπροσώπων με τα ελληνικά προξενεία, προκάλεσαν τις αντιδράσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, που περιέκοψαν τελικά τις κρατικές επιχορηγήσεις προς τις ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας επειδή αντιμετώπιζαν τεράστια οικονομικά προβλήματα.

Η πορεία των γεγονότων απέδειξε ότι η ρήξη αυτή έβλαψε σημαντικά τον ελληνισμό του μακεδονικού χώρου,γιατί τον στέρησε πρώτα απ'όλα από όλες τις υλικές προϋποθέσεις, που ήταν απαραίτητες για να συντηρεί τα ελληνικά σχολεία του και να πληρώνει τους πενιχρούς μισθούς των Ελλήνων δασκάλων και καθηγητών.

Η περικοπή σημαντικών χορηγημάτων από καίριες εθνικά περιοχές της Μακεδονίας, αλλά επίσης και η κακή διαχείριση των οικονομικών πόρων από ορισμένους Έλληνες προκρίτους σε διάφορες ελληνικές σλαβόφωνες κοινότητες κατέληξαν στη διακοπή της λειτουργίας του διδασκαλείου Θεσσαλονίκης στα 1888 και στη διάλυση της ιερατικής σχολής του Μοναστηριού.

Γεγονός είναι πάντως ότι τα γεγονότα αυτά είχαν δυσμενή αντίκτυπο και στη λειτουργία της ελληνικής κοινοτικής διοίκησης στη Μακεδονία.

Αντίθετα ο βουλγαρικός παράγοντας κατόρθωσε μετά το 1885 να αυξήσει σημαντικά τη δραστηριότητάτου όχι μόνο στον μακεδονικό χώρο με την ίδρυση διδασκαλείων και τη φοίτηση υποτρόφων, αλλά και γενικότερα στην οθωμανική επικράτεια.

 Έτσι στα 1888 υπήρχαν στην Ευρωπαϊκή Τουρκία συνολικά 
686 Βούλγαροι δάσκαλοι και 
485 σχολεία, στα οποία φοιτούσαν 
23.589 μαθητές. 

Εκτός από τον τομέα της σχολικής κίνησης οι Βούλγαροι είχαν καταρτίσει μυστικές επιτροπές στα σλαβόφοονα χωριά της Μακεδονίαςκαι είχαν πετύχει να εμφυσήσουν τη βουλγαρική εθνική συνείδηση σ’ ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού.

Παρά την κάμψη της εκπαιδευτικής δραστηριότητας του ελληνισμού της Μακεδονίας που παρατηρείται κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα,
η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου και πολιτισμού σε ολόκληρο τον μακεδονικό χώρο υπήρξε δεδομένη και αιτιολογείται από τον σημαντικό αριθμό των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. 

Ζώντας οι μαθητές της Μακεδονίας σ’ ένα καθεστώς σφοδρού ανταγωνισμού των εθνοτήτων, αλλά μέσα σ’ ένα σύστημα ελεύθερης παιδείας, όπου είχαν την δυνατότητα να φοιτήσουν σ’ οποιοδήποτε σχολείο επιθυμούσαν, προτιμούσαν την ελληνική παιδεία, γιατί προς αυτήν και τα ελληνικά σχολεία αισθάνονταν να τους σπρώχνει όχι μόνον η ελπίδα για καλύτερη μόρφωση αλλά και η εθνική τους συνείδηση, όπως επιβεβαιώνεται και από τις ξένες αρχειακές πηγές.

Στις πόλεις και στις κωμοπόλεις, όπως
στο Μοναστήρι, 
στη Ρέσνα, 
στην Αχρίδα, 
στην Πρέσπα, 
στην Φλώρινα, 
στην Καστοριά, 
στην Κοζάνη, 
στα Σέρβια, 
στις Σέρρες, 
στην Στρώμνιτσα, 
στο Νευροκόπι, 
στο Μελένικο, 
στο Δεμίρ Χισάρ, 
στη Ζίχνα, 
στο Πετρίτσι, 
στην Έδεσσα, 
στα Γιαννιτσά, 
στη Βέροια, 
στην περιοχή της Κασσάνδρας, 
στην Καβάλα και 
στη Θεσσαλονίκη, 

αλλά και σε πολλά χωριά λειτουργούσαν κατά τα σχολικά έτη 1883-1885 συνολικά 
610 ελληνικά σχολεία μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης, 
γυμνάσια, 
διδασκαλεία, 
ιερατικές σχολές, 
ανώτερα και κατώτερα παρθεναγωγεία και 
νηπιαγωγεία, στα οποία φοιτούσαν γύρω στους 
40.000 μαθητές. 

Στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες και στο Μοναστήρι λειτουργούσαν ένα ελληνικό γυμνάσιο, ένα παρθεναγωγείο και πάμπολλα δημοτικά σχολεία και νηπιαγωγεία.

Επίσης στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσε ένα πλήρες δημοδιδασκαλείοκαι στο Μοναστήρι μια ιερατική σχολή και ημιδιδασκαλείο, καθώς και στις Σέρρες.

Στην Καστοριά, 
στην Κοριτσά και 
στο Τσοτύλι, 
στη Βέροια, 
στη Νάουσα, 
στην Έδεσσα, 
στο Κρούσοβο, 
στη Στρώμνιτσα και 
στην Καβάλα
 λειτουργούσαν ημιγυμνάσια και ανώτερα παρθεναγωγεία με ελληνικά σχολεία, δημοτικά και νηπιαγωγεία. 

Στην Κοζάνη, 
στη Βλάστη, 
στη Σιάτιστα, 
στη Σέλιτσα, 
στη Χρούπιστα, 
στην Κλεισούρα, 
στα Σέρβια, 
στο Λιτόχωρο, 
στη Φλώρινα, 
στα Γιαννιτσά, 
στη Δοϊράνη, 
στο Μεγάροβο, 
στο Τίρνοβο, 
στην Αχρίδα, 
στον Περλεπέ, 
στη Γευγελή, 
στη Γουμένισα, 
στην Τζουμαγιά, 
το Μελένικο, 
στο Νευροκόπι, 
στο Δεμίρ Χισάρ, 
στη Νιγρίτα, 
στη Ζίχνα, 
στη Δράμα, 
στον Πολύγυρο και σ’ άλλα μέρη 
της Χαλκιδικής 
λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία, δημοτικά, παρθεναγωγεία και νηπιαγωγεία.


Ανάμεσα στις διάφορες λύσεις που μελετά η επίσημη ελληνική πολιτική κατά τη διάρκεια της περιόδου 1878-1893, αλλά και στα επόμενα χρόνια ακόμη, για να βελτιώσει τη θέση του ελληνισμού της Μακεδονίας, είναι η ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας, η εκλογή ικανών ιεραρχών και η ορθή οικονομική ενίσχυσή τους, η αποστολή Ελλήνων γιατρών στη Μακεδονία, η αύξηση των εμπορικών επαφών ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Μακεδονία με τη δημιουργία ενός πυκνού σιδηροδρομικού δικτύου και τη συνένωση των τουρκικών και ελληνικών σιδηροδρόμων, πρόταση, που δεν έγινε αποδεκτή από τους Τούρκους, η πραγματοποίηση τακτικών δρομολογίων ανάμεσα στα μακεδονικά λιμάνια και τον Βόλο και τέλος η σύσταση τραπεζικών υποκαταστημάτων σε ορισμένα εμπορικά κέντρα του μακεδονικού χώρου.

Ανάλογη προτεραιότητα δόθηκε ακόμη και στη δημιουργία ενός πυκνού δικτύου πληροφοριών στη Μακεδονία με τη συνεργασία Ελλήνων δασκάλων, προκρίτων και κληρικών. 

Πάντως ιδιαίτερο μέλημα των ελληνικών κυβερνήσεων θα παραμείνει πάντοτε η ανακατανομή των εκκλησιαστικών περιφερειών αντίστοιχα προς τη διοικητική διαίρεση της Μακεδονίας —την πρόταση αυτή είχαν υποβάλει σε επανειλημμένες αναφορές τους προς το πατριαρχείο—, η ορθή επιλογή και ο διορισμός έμπειρων και δοκιμασμένων μητροπολιτών, οι οποίοι θα ήταν σε θέση να καλλιεργούν καλές σχέσεις με τις κατά τόπους τουρκικές αρχές και να προασπίζουν τους ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς από τις καταδιώξεις τις αυθαιρεσίες και τη βαριά φορολογία χωρίς να τους επιβαρύνουν με επιπλέον υλικές εισφορές.

Ουσιαστικές λύσεις για τη βελτίωση της θέσης των Ελλήνων της Μακεδονίαςπροτείνουν κυρίως οι Έλληνες διπλωματικοί εκπρόσωποι, οι οποίοι ζούσαν από κοντά τα τεράστια προβλήματα των ελληνικών πληθυσμών στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για την ευόδωση των αγώνων του μακεδονικού ελληνισμού θεωρούσαν οι Έλληνες πρόξενοι την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με τις τουρκικές αρχές, καθώς και τη θερμή υποστήριξη και επίσημη συμπαράσταση των εκπροσώπων του πατριαρχείου στα φλέγοντα εκπαιδευτικά προβλήματα των Ελλήνων.

Πρωταρχικός όρος για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού θα ήταν η επιλογή ικανών ιεραρχών, οι οποίοι κάτω από την εκκλησιαστική τους ιδιότητα θα επέβλεπαν και θα διεύθυναν τις εκπαιδευτικές υποθέσεις, θα συντόνιζαν τα κοινοτικά θέματα των πόλεων και των χωριών και ως μέλη των διοικητικών συμβουλίων θα ήταν οι μόνοι αρμόδιοι για την υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων.

Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση όφειλε ν’ αναλάβει την οικονομική συντήρησή τους, ώστε να μην απαιτούν πιεστικά από τους χωρικούς τα αρχιερατικά τους δικαιώματα, ωθώντας τους μ’ αυτόν τον τρόπο έμμεσα προς την Εξαρχία. Ανάλογη σημασία θα έπρεπε να δοθεί στην αύξηση των μισθών των δασκάλων και στην τακτική καταβολή τους, καθώς και στην ανασύσταση όλων των ελληνικών οικοτροφείων και ιερατικών σχολών που είχαν καταργηθεί στη Μακεδονία για οικονομικούς λόγους.

Παράλληλα θα ήταν ανάγκη να δίνεται η ευχέρεια στους κατατόπους προξένους να διορίζουν δασκάλους ακόμη και στα μέσα της σχολικής χρονιάς, εφόσον οι περιστάσεις το επέβαλαν, σ’ εκείνα τα χωριά της Μακεδονίας, για τα οποία δεν είχε προβλεφθεί το απαιτούμενο κονδύλιο μέσα στον προϋπολογισμό, αλλά είχαν ήδη ζητήσει την αποστολή δασκάλου ή υπήρχε επείγουσα εθνική ανάγκη.

Τέλος θεωρούνταν απαραίτητο, κατά τη γνώμη των Ελλήνων προξένων, να ορίζεται κάθε χρόνο ένα πάγιο χρηματικό κονδύλι στη διάθεση κάθε πρόξενου, ο οποίος θα ήταν σε θέση να το χρησιμοποιεί πάντοτε πρόχειρα και χωρίς την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης. Το ποσό αυτό θα ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό για τη δωροδοκία των τουρκικών αρχών, για την αμοιβή ορισμένων ιερέων, που θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, για την υλική υποστήριξη των Ελλήνων προκρίτων, για τη μισθοδοσία των πρακτόρων, οι οποίοι θα παρακολουθούσαν την εχθρική δραστηριότητα και τέλος για την υλική συνδρομή εκκλησιών, μοναστηρίων, νοσοκομείων, απόρων, και για μικρά φολοδωρήματα σε κατώτερους Τούρκους υπαλλήλους.

Κατά τη χρονική περίοδο 1878-1885, δηλαδή ως την πραξικοπηματική κατάληψη της Ανατολικής Ρουμελίας από τον βουλγαρικό στρατό,η Εξαρχία με τη γνήσια εθνικοπολιτική χροιά της διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στη σταδιακή εξέλιξη του πανσλαβιστικού κινήματος στη Μακεδονία. 

Ουσιαστικοί στόχοι της βουλγαρικής κίνησης παραμένουν 
η προσπάθεια αναταραχής στο μακεδονικό χώρο, 
η δωροδοκία των κρατικών τουρκικών οργάνων για την απόσπαση παραχωρήσεων, 
ο προσηλυτισμός των σλαβόφωνων πληθυσμών με υλικά ανταλλάγματα και την υπόσχεση απαλλαγής από την αρχιερατική χορηγία, 
 διορισμός Βουλγάρων επισκόπων, 
η δημιουργία εξαρχικών πυρήνων σε ελληνικές πόλεις και κωμοπόλεις και 
η όιασπορά ρωσικών και βουλγαρικών εφημερίδων, βιβλίων και εικόνων. 

Στην πραγματοποίηση των στόχων αυτών η βουλγαρική κίνηση αποβλέπει με τα παρακάτω μέσα:

1) Με τις αλλεπάλληλες αιτήσεις στην Πύλη για την εφαρμογή του 23ου και 62ου άρθρου της συνθήκης του Βερολίνου, άρθρων που αφορούσαν την παραχώρηση Οργανικού Νόμου στη Μακεδονία, ανάλογου μ’ εκείνον, ο οποίος είχε θεσπισθεί για την Κρήτη στα 1868, και επιβεβαίωναν τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας των πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι η εφαρμογή του 23ου άρθρου της συνθήκης του Βερολίνου εγκαινίαζε για τον βουλγαρικό παράγοντα στον μακεδονικό χώρο ένα «modus vivendi», επειδή τον διευκόλυνε αναμφισβήτητα να ξεπεράσει ανώδυνα την χρονική περίοδο, που μεσολαβούσε ως τη στιγμή, κατά την οποία η Βουλγαρία θα προσαρτούσε οριστικά τη Μακεδονία.

2) Με την πυκνή αποστολή βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, τα οποία μετά το 1878 διεισδύουν ασταμάτητα από τη Βουλγαρία και την Ανατολική Ρουμελία στον μακεδονικό χώρο και κατευθύνονται στα γεωγραφικά διαμερίσματα
Μελενίκου, 
Σερρών, 
Στρώμνιτσας, 
Μοναστηριού, 
Κοζάνης, 
Καστοριάς, 
Έδεσσας, 
δηλαδή σε περιοχές καθαρά ελληνικές.

 3) Με την εφαρμογή του δέκατου άρθρου του φιρμανιού της Εξαρχίας, που πρόβλεπε την επέκταση της δικαιοδοσίας του Βούλγαρου Έξαρχου σε περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, όπου τα 2/3 του πληθυσμού θεωρούνταν Βούλγαροι. 
Με χαρακτηριστική επιμονή, με αλλεπάλληλα υπομνήματα και με τη συμπαράσταση των ρωσικών προξενικών αρχών της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηριού,
οι εξαρχικοί ζητούν από την Πύλη τον διορισμό Βουλγάρων επισκόπων 
στη Στρώμνιτσα, 
στην επαρχία Αβρέτ- Χισάρ, 
στη Δίβρα,
στην Αχρίδα, 
στα Σκόπια, 
στα Βελεσά, 
στο Νευροκόπι, 
στο Ιστίπ, 
στην Κοτσάνη και 
στο Κράτοβο, αιτήματα, 
τα οποία προκαλούν όμως τις συνεχείς διαμαρτυρίες των Ελλήνων. 

4)Με την διοχέτευση παραποιημένων στατιστικών στον ευρωπαϊκό τύπο και την υιοθέτηση αυτών ακόμη και από ορισμένους Ευρωπαίους. 

Ας σημειωθεί ότι η βουλγαρική κίνηση επωφελείται επίσης από την πραγματοποίηση απογραφών στην Τουρκία, για να δικαιολογήσει την ύπαρξη βουλγαρικής εθνότητας στη Μακεδονία. 

Οι στατιστικές αυτές, οι οποίες παρουσίαζαν την υπεροχή του βουλγαρικού πληθυσμού στη Μακεδονία και αγνοούσαν την ισχυρή παρουσία του ελληνικού στοιχείου, 
προκαλούσαν θύελλα διαμαρτυριών των κοινοτήτων ολόκληρης της Μακεδονίας,
δηλαδή των επαρχιών 
Εθνολογικός Χάρτης Kanchov 
Καβάλας, 
Δράμας, 
Σερρών, 
Ελευθερουπόλεως, 
Μελενίκου, 
Νευροκοπίου, 
Βελεσών, 
Σκοπίων, 
Μοναστηριού, 
Πρεσπών, 
Φλώρινας, 
Καστοριάς, 
Ανασελίτσας, 
Σερβίων και Κοζάνης, 
Κοριτσάς, 
Βοδενών, 
Βεροίας, 
Γρεβενών, 
Χαλκιδικής και 
Αγ. Όρους.

Έτσι οι Έλληνες κάτοικοι των περιοχών αυτών, γύρω στους 800.000, απευθυνόμενοι προς το πατριαρχείο, την Πύλη και προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, διατράνωσαν τον Δεκέμβριο του 1884 τη γνήσια ελληνική συνείδησή τους.


Μετά το 1885, δηλαδή ύστερα από την πραξικοπηματική κατάληψη της Ανατολικής Ρουμελίας, που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων στη χερσόνησο του Αίμου και
 προκάλεσε εύλογη ανησυχία στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, η προσοχή του βουλγαρικού παράγοντα στρέφεται άμεσα προς τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.

Ήδη είχε πραγματοποιηθεί το πρώτο στάδιο της βουλγαρικής πολιτικής, που απέρρεε από τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου.
Η βουλγαρική κυβέρνηση με επικεφαλής τον αρχηγό του αντιρωσικού κόμματος Στέφανο Σταμπούλωφ, ενισχυμένη και από την ευνοϊκή έκβαση του σερβοβουλγαρικού πολέμου, που αναπτέρωσε το ηθικό των εξαρχικών της Μακεδονίας και συνέβαλε στην ενίσχυση της εθνικής συνείδησής τους, δρα τώρα ανεξάρτητα από την Εξαρχία, η οποία συνεχίζει να στηρίζει τα ρωσικά συμφέροντα και επιδίδεται με μεγαλύτερες ελπίδες και πεποίθηση στην πραγματοποίηση των σκοπών της. 

Με εξασφαλισμένη την υλική και ηθική συμπαράσταση της Ρωσίας (παρά την αντίθεση του Σταμπούλωφ), η οποία συνεχίζει να ενθαρρύνει τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, της Αυστρίας και της Αγγλίας, που ευνοούν την παρουσία Αμερικανών ιεραποστόλων στον μακεδονικό χώρο και προωθούν τα συμφέροντα της καθολικής και προτεσταντικής κίνησης,
η βουλγαρική διείσδυση πραγματοποιεί κατά τη χρονική περίοδο 1885-1894 αξιόλογες προόδους. 

Επωφελούμενη από τη συγκυριακή ταύτιση των αλληλοσυγκρουόμενων ευρωπαϊκών συμφερόντων, που ενθάρρυναν έμμεσα και άμεσα την επέκταση του βουλγαρικού παράγοντα στον μακεδονικό χώρο, αλλά και από τη δεινή θέση του ελληνισμού στα τέλη της δεκαετίας, ύστερα από τα Πηχεωνικά, από την ανθελληνική στάση της Πύλης και την ανικανότητα των κατατόπους μητροπολιτών,
η βουλγαρική επιρροή πετυχαίνει να εξαπλωθεί σε καθαρά ελληνικές περιοχές της Μακεδονίας. 

Έτσι κατορθώνει να εντείνει σε πολύ μεγάλο βαθμό 
την κάθοδο των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων στον μακεδονικό χώρο, 
ν’ αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των βουλγαρικών σχολείων,φαινόμενο που αρχίζει να παρατηρείται κιόλας μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878,
να διορίσει Βουλγάρους επισκόπουςστην Αχρίόα και στα Σκόπια στα 1890, στα Βελεσά και στο Νευροκόπι στα 1894 και 
τέλος να πετύχει την επίσημη αναγνώριση των βουλγαρικών σχολείωναπό την Πύλη (1893) και την απρόσκοπτη λειτουργία τους. 

Βέβαια ο ελληνισμός δεν θα μείνει απλός θεατής στη θεαματική αυτή άνοδο της βουλγαρικής δραστηριότητας. 

Αλλεπάλληλοι είναι πραγματικά οι αγώνες του για την υπεράσπιση και την κατοχή ελληνικών κτιρίων, σχολείων και εκκλησιών, που διεκδικούσαν οι εξαρχικοί.

Σε πολύ μικρότερο βαθμό από τον βουλγαρικό παράγοντα δράστηριοποιήθηκαν κατά την χρονική περίοδο 1878-1893 η ρουμανική, η σέρβική και η αλβανική κίνηση στον μακεδονικό χώρο.

Η ανάπτυξη της ρουμανικής κίνησης που επεκτάθηκε στη Δυτική και Βορειοδυτική Μακεδονία, παρά τις συντονισμένες ενέργειες των Αυστριακών προξένων και γενικότερα της αυστριακής πολιτικής, υπαγορευμένες από το γνωστό δόγμα «Drang nach Osten», καθώς και τις προσπάθειες του καθολικού δόγματος και των Γάλλων προξένων —είναι γεγονός ότι οι Λαζαριστέςμοναχοί του Μοναστηριού είχαν συμβάλει αποφασιστικά στην έκδοση αδειών για την ίδρυση και τη λειτουργία κατώτερων ρουμανικών σχολείων, καθώς και για τη δημιουργία του ρουμανικού γυμνασίου στο Μοναστήρι, αποβλέποντας στη δυνατότητα αφομοίωσης των ρουμανιζόντων της Μακεδονίας από το καθολικό δόγμα—, δεν στάθηκε ικανή να σημειώσει σημαντικές επιτυχίες ανάμεσα στους βλαχόφωνους πληθυσμούς.

Και είναι γεγονός ότι ούτε οι δυναμικές ενέργειες ενός μικρού αριθμού ρουμανιζόντωνμε επικεφαλής τον Απόστολο Μαργαρίτηούτε οι καταγγελίες τους στις τουρκικές αρχές του βιλαετιού Μοναστηριού που προκάλεσαν τα Πηχεωνικά, κατάφεραν να ξεριζώσουν την ελληνική συνείδηση των βλαχόφωνων της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Με τις αδρές παροχές του Μακεδονορουμανικού συλλόγου του Βουκουρεστίου, οι οποίες υπολογίζονταν σε 120.000 φράγκα περίπου το χρόνο, η ρουμανική κίνηση πέτυχε στα τέλη της δεκαετίας του 1880-1890 ν’ αυξήσει τον αριθμό των ρουμανικών σχολείων που λειτουργούσαν με υποτυπώδη μορφή, συγκεντρώνοντας λιγοστούς μαθητές και ζήτησε επίμονα από το πατριαρχείο την άδεια για τη χρήση της ρουμανικής γλώσσας σε εκκλησίες και σχολεία (καθημερινές υπήρξαν οι σφοδρές αντιδράσεις των Ελλήνων στις απόπειρες των ρουμανιζόντων να εγκαταστήσουν ρουμανίζοντες ιερείς και δασκάλους σε ελληνικές εκκλησίες και σχολεία της Βορειοδυτικής Μακεδονίας), αλλά ακόμη και την ίδρυση αυτοκέφαλης ρουμανικής εκκλησίας, όπως η Εξαρχία.

Μετά το συνέδριο του Βερολίνου και την αυστριακή κατοχή της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, η Σερβία έστρεψε την προσοχή της προς το Αιγαίο και ειδικότερα προς τα βιλαέτια του Κοσσυφοπεδίου και της Μακεδονίας.

Την τάση αυτή υπέθαλψε φυσικά και η Αυστρία, η οποία με την συνθήκη του 1881 επέτρεψε την επέκταση των σερβικών συνόρων προς Ν. και αργότερα με τη συνθήκη του 1889 υποσχέθηκε να ευνοήσει τις βλέψεις της Σερβίας στην κοιλάδα του Αξιού.

Οι εδαφικές διεκδικήσεις των Σέρβων στον μακεδονικό χώρο, εκτός από το βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου, εκτείνονταν στα βόρεια διαμερίσματα των βιλαετίων Μοναστηριού και Θεσσαλονίκης, δηλαδή ως τη γραμμή Περλεπέ-Μοναστηρίου-Αχρίδας (στο βιλαέτι Μοναστηριού) και στην κοιλάδα της Στρώμνιτσας (βιλαέτι Θεσσαλονίκης).

Ο σέρβικός παράγοντας δραστηριοποιείται συστηματικά στον μακεδονικό χώρο κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1880-1890 κάτω από την καθοδήγηση του συλλόγου του Αγ. Σάββα, που εκπροσωπούσε την εποχή εκείνη περίπου 6.000 μέλη. 

Η προσοχή των Σέρβων στράφηκε αρχικά στα Σκόπια, όπου συνάντησαν την σφοδρή αντίδραση του βουλγαρικού παράγοντα και γι αυτό προσπάθησαν να προσεταιρισθούν την εκεί ανθηρή ελληνική κοινότητα, η οποία αντέταξε σθεναρή άμυνα στις βίαιες σερβικές ενέργειες για την κατάληψη των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών.

 Η ίδρυση του σερβικού προξενείου στα Σκόπια στα 1887 απέβλεψε κυρίως στη δημιουργία και ανάπτυξη οργανωμένης σερβικής κοινότητας παράλληλα με την ελληνική και τη βουλγαρική.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1891 λειτουργούσαν στα Σκόπια και στα γύρω χωριά επτά σέρβικά σχολεία και ένα παρθεναγωγείο.

 Την ίδια χρονιά ο μητροπολίτης Σκοπίων Παίσιος επέτρεψε την τέλεση της εκκλησιαστικής λειτουργίας στον αριστερό χώρο της ελληνικής μητρόπολης στα σλαβικάπαρά τις θυελλώδεις διαμαρτυρίες της ελληνικής κοινότητας.

Έντονες σερβικές ενέργειες για τη δημιουργία συγκροτημένων κοινοτήτων αναπτύχθηκαν ακόμη στο Μοναστήρι, στη Δοϊράνη, στα Βελεσά και σ’ άλλες περιοχές του μακεδονικού χώρου.

Στο Μοναστήρι ιδρύθηκε σερβικό προξενείο στα 1888 και αργότερα σχολή με την ονομασία «Εκπαιδευτική Σχολή για τη Μακεδονία».

 Σέρβικά σχολεία άρχισαν επίσης να λειτουργούν την εποχή εκείνη στον Περλεπέ, στο Κρούσοβο και σ'άλλες κωμοπόλεις.
Στο διπλωματικό πεδίο ο Σέρβος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη επιδίωξε στα 1891 τη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης στη Μακεδονία σε αντιστάθμισμα της ολοένα εντεινόμενης βουλγαρικής διείσδυσης.

 Η ελληνική όμως πλευρά παρέμενε πάντοτε επιφυλακτική και απαιτούσε αρχικά τον καθορισμό των ορίων των ζωνών επιρροής στον μακεδονικό χώρο. Η σύγκρουση των εδαφικών βλέψεων της Σερβίας και της Βουλγαρίας στον ζωτικό χώρο της Μακεδονίας ήταν αναπόφευκτη.

Οι Αλβανοί ύστερα από το 1880, δηλαδή δύο μόλις χρόνια μετά την ίδρυση του Αλβανικού Συνδέσμου της Πρισρένης, οπότε αντιμετωπίζουν και πάλι την εχθρική στάση της Πύλης, αντιδρούν, αισθάνονται ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι και επιθυμούν ζωηρά την ανεξαρτησία τους και τη δημιουργία ενός βιλαετιού, το οποίο θα συμπεριλάμβανε όλους τους Αλβανούς.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1880-1890 η αυστριακή πολιτική αποβλέποντας στη δημιουργία ενός μεγάλου αλβανικού κράτους ως τον Αξιό, ευνοούσε την διάδοση της αλβανικής γλώσσας στον μακεδονικό χώρο με την ίδρυση αλβανικών σχολείων και την έκδοση και μετάφραση αλβανικών βιβλίων.

Με την άμεση συμπαράσταση της Αυστρίας και των ρουμανικών συλλόγων του Βουκουρεστίου οι Αλβανοί μπέηδες της Κοριτσάς, οι οποίοι κρατούσαν εχθρική στάση κατά των Ελλήνων, αγωνίζονταν σκληρά για την ίδρυση αλβανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Τα αλβανικά σχέδια προωθούνται επίσης από τον αλβανικό σύνδεσμο «Diturija», ο οποίος ιδρύεται στο Βουκουρέστι στα 1885.
Δύο χρόνια αργότερα, στα 1887, μέλη του συνδέσμου αυτού ιδρύουν στην Κοριτσά αλβανικό σύνδεσμο με την πρωτοβουλία 23 μπέηδων και 11 χριστιανών, ο οποίος απέβλεπε στη διάδοση της αλβανικής γλώσσας στις αλβανόφωνες περιοχές της Μακεδονίας και στην ίδρυση πολυάριθμων αλβανικών σχολείων.
Ο σύνδεσμος αυτός επιχορηγούνταν με πλούσιες υλικές συνδρομές από τον αλβανικό σύλλογο του Βουκουρεστίου και τους ισχυρούς Αλβανούς μπέηδες, υποστηριζόταν θερμά από τον ισχυρό Αλβανό μπέη, τον Αλιό μπέη, μέλος του αλβανικού συλλόγου του Βουκουρεστίου και ένθερμο οπαδό της αλβανικής εθνικής ιδέας.

Πρόεδρος του συλλόγου εκλέγεται ο αδελφός του Αλιό μπέη.
Η ίδρυση του πρώτου αλβανικού σχολείου στην Κοριτσά σα 1887 προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση του ντόπιου ελληνισμού. Ενώ όμως στα 1887-1888 φοιτούσαν στο αλβανικό σχολείο 100 μαθητές, στα 1889 είχαν απομείνει μόνο 38.
Η αναμφισβήτητη πληθυσμιακή υπεροχή του ελληνισμού της Κοριτσάς και γενικότερα ολόκληρου του βορειοηπειρωτικού χώρου που κρυφός πόθος τους παρέμενε πάντοτε η ένωσή τους με το ελληνικό κράτος, υπήρξε ο βασικότερος ανασταλτικός παράγοντας για την υλοποίηση των σχεδίων των Αλβανών μπέηδων.

Είναι οι Εθνικά Μακεδόνες Σλάβοι;

$
0
0
Χάρτης σλαβικών χωρών.

Krste Misirkov, Κρίστε Μισίρκωφ (1874-1926).

Ο Μισίρκωφ είναι για τα Σκόπια ότι για μας αντίστοιχα ο Ρήγας Φεραίος.
Προσπάθησε να πείσει τους σλαβόφωνους Μακεδόνες ότι εχουν μεν κοινήκαταγωγή με τους Βουλγάρους είναι όμως διαφορετικοί λαοί.

Το 1903 μίλησε για απόσχιση από το βουλγαρικό έθνος και το ξεκίνημα ενός νέου έθνους, των "εθνικά Μακεδόνων".

Λέει χαρακτηριστικά:

Μακεδονικές Υποθέσεις,
За македонцките работи
"Ниiе требит да создадиме такво положеiн'е, да немат во Македониiа, ни бугарцки, ни србцки, ни грцки интереси, зашчо тамо немат бугари, срби и грци, а имат само македонци от словенцки происход и некоiи друзи македонцки народности.

Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια τέτοια κατάσταση όπου δεν θα υπάρχουν σερβικά, ελληνικά ή βουλγαρικά συμφέροντα, διότι στη Μακεδονία δεν υπάρχουν Σέρβοι, Έλληνες η Βούλγαροι, αλλά μόνο Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής και ορισμένες μακεδονικές εθνότητες."



Προσδιορίζοντας στο βιβλίο του "Μακεδονικές Υποθέσεις" το 1903 ποια είναι οι καταγωγή της νέας εθνότητας αναφέρει:

 Οι μακρινοί πρόγονοι μας , λοιπόν, βαπτιστήκαν με αυτό το όνομα (δηλ. Σλάβοι) την εποχή που ήρθαν σε επαφή με τους πολιτισμένους Ρωμαίους.
Το όνομα Σλάβος τότε χρησιμοποιόταν για να ξεχωρίζουν οι σλαβικές φυλές από τους Ρωμαίους και τους Γερμανούς.
....
Έτσι το πρώτο όνομα μας ήταν Σλάβοι, ήμασταν τότε οι Σλάβοι...
Ο κύριος λόγος που οι Βυζαντινοί μίλησαν για Σλάβους,  τους προγόνους μας,  ήταν διότι πολύ συχνά βρισκόταν σε πόλεμο μαζί τους.
("Μακεδονικές Υποθέσεις". Κρίστε Μισίρκωφ, Εκδόσεις Πετσίβα,Σελίδα. 147)..

Την τελευταία δεκαετία η κυβέρνηση των Σκοπίων σε μια πρώτη φάση εξελληνισμού ή αγγλιστί antiquization, αμφισβητεί την θέση αυτή του Μισίρκωφ ισχυριζόμενη ότι οι "εθνικά Μακεδόνες"δεν είναι τελικά Σλάβοι αλλά απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων και των Μακεδόνων των Ελληνιστικών και Βυζαντινών χρόνων.

Είναι μια θέση ή οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την εικόνα της χώρας των Σκοπίων στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, αφού η γλώσσα και ο πολιτισμός της θεωρούνται στοιχεία της Σλαβικής Ιστορίας και Σλαβικής Φιλολογίας.

Αντί εμείς οι Έλληνες Μακεδόνες να καλούμαστε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες και ότι ο αρχαίοι Μακεδόνες και ειδικά ο Φίλιππος Β΄ και ο Μέγας Αλέξανδρος 
αποτελούν κομμάτι της ελληνικής ιστορίας,θα πρέπει να αποδείξουν οι βόρειοι γείτονες ότι:

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΛΑΒΟΙ, 
και κακώς συμπεριλαμβάνεται η γλώσσα του στις σλαβικές γλώσσες

και οτι οι Βυζαντινοί τελικά δεν βρισκόταν, όπως αναφέρει ο Μισίρκωφ, 
σε πόλεμο με τους προγόνους τους, 
αλλά οι Βυζαντινοί ΗΤΑΝ ΠΡΟΓΟΝΟΙ τους.


Ποιοι ήταν λοιπόν οι Σλάβοι;


Οι κοιτίδα των Σλάβων. Σλαβικοί λαοί το 1125 μΧ

ΕΛΕΝΗ ΑΠ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 
ΤΜΗΜΑ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΛАВΙКН ФΙΛΟΛΟΓΙΑ
H επιλογή κειμένων και εικόνων δική μας, Yauna.



Οι Σλάβοι σήμερα.

Ποιοι όμως είναι οι σλαβικοί λαοί; 

Στην ερώτηση αυτή, ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό θα μας έλυνε την απορία, απαριθμώντας μια σειρά λαών που ζουν στην Κεντρική, Νοτιανατολική και Ανατολική Ευρώπη: 
Ρώσοι, Ουκρανοί, Λευκορώσοι, Πολωνοί, Σλοβάκοι, Τσέχοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι, Βούλγαροι (και μερικές άλλες μικρότερες ομάδες). 

Οι λαοί αυτοί, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει εύκολα, ζουν υπό διάφορες κρατικές οντότητες, πρεσβεύουν διάφορες θρησκείες ή δόγματα, και παρουσιάζουν διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά.,
 Οι Πολωνοί, Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι και Κροάτες π.χ. είναι, κατά κύριο λόγο, χριστιανοί ρωμαιοκαθολικοί. Αντίθετα οι Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρώσοι, Λευκορώσοι και μεγάλο μέρος των Ουκρανών, ακολουθούν την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. 

Οι δύο αυτές ομάδες συγκεντρώνουν και τα μεγαλύτερα ποσοστά. 
Αλλά υπάρχουν και Μουσουλμάνοι, στην Βοσνία και την Βουλγαρία, όπως και μικρότερες ομάδες Ουνιτών Χριστιανών (κυρίως στην Δυτική Ουκρανία), Διαμαρτυρομένων (στην Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία και Γερμανία), καθώς και Ιουδαίων, διάσπαρτων κυρίως στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. 
Επίσης, τα φυλετικά χαρακτηριστικά των λαών αυτών διαφέρουν, από τους μετρίου αναστήματος και μελαχρινούς Βουλγάρους, μέχρι τους ψηλόσωμους και ξανθούς Πολωνούς. 
Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των λαών είναι η συγγένεια ανάμεσα στις γλώσσες τους. Η συγγένεια των γλωσσών είναι εκείνη που χαρακτηρίζει σήμερα τους σλαβικούς λαούς. 

Η γλωσσική συγγένεια δημιουργεί μεταξύ των σλαβικών λαών την πεποίθηση ότι ανήκουν σε ένα κοινό πολιτισμικό χώρο. 
Έτσι, λαοί τόσο διαφορετικοί, ακόμα και ανταγωνιστικοί σε πολλά θέματα, έχουν την συνείδηση ότι ανήκουν όλοι σε μια ευρύτερη «οικογένεια». 
Η συγγένεια των γλωσσών, μας οδηγεί στην υπόθεση της καταγωγής τους από κάποια κοινή γλώσσα-μητέρα, κάποια πρωτογλώσσα, που ομιλείτο κάποτε, σε κάποιο τόπο, όπου ζούσε ένας λαός, (ή μια ομάδα λαών), που μετείχε σε κοινό πολιτισμό και ήταν ο απώτερος πρόγονος όλων των σημερινών σλαβικών λαών.

Σήμερα λοιπόν οι Σλάβοι αποτελούν μία ομάδα λαών στην Ευρώπη, που χαρακτηρίζονται από την κοινή καταγωγή και εγγύτητα των γλωσσών τους.

Οι σλαβικές γλώσσες κατατάσσονται σε τρεις ομάδες, περισσότερο με γεωγραφικά και πολιτισμικά, παρά με αυστηρά γλωσσολογικά κριτήρια. 
Η ανατολική ομάδα περιλαμβάνει την ρωσική, λευκορωσική και ουκρανική. 
Στην δυτική σλαβική ομάδα περιλαμβάνονται η πολωνική, τσεχική, σλοβακική, άνω και κάτω σορβική (ή λουσατική) και στην νότια σλαβική ομάδα ανήκουν η βουλγαρική, σερβο-κροατική (η οποία, με κάποιες διαλεκτικές παραλλαγές, ομιλείται από τους Σέρβους, Κροάτες, Βοσνίους και Μαυροβούνιους), η σλοβενική και η σλαβομακεδονική.

Οι ομιλούντες σλαβικές γλώσσες στην Ευρώπη αποτελούν την μεγαλύτερη γλωσσική ομάδα, με 300 περίπου εκατομμύρια, μεγαλύτερη από τις ομάδες που ομιλούν μια από τις λατινικές ή γερμανικές γλώσσες. Υπάρχουν στην Ευρώπη 13 κράτη με επίσημη κάποια από τις σλαβικές γλώσσες, 6 από τα οποία, (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία και Βουλγαρία), είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα σλαβόφωνα κράτη της Ευρώπης είναι τα παρακάτω (κατά μέγεθος πληθυσμού):

1.Ρωσία ( Российская Федерация - Ρωσική Ομοσπονδία), με
145.0.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Μόσχα). Επίσημη γλώσσα η Ρωσική (Русский язмк).

2.Ουκρανία, (Украша) με 47.000.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Κίεβο). Επίσημη γλώσσα η Ουκρανική (yKpaiHCbKa мова). Στην περιοχή της Κριμαίας (που είναι ημιαυτόνομη), και η Ρωσική.

3.Πολωνία, (Rzeczpospolita Polska - Πολωνική Δημοκρατία), με
38.500.0κατοίκους, (πρωτεύουσα Βαρσοβία). Επίσημη γλώσσα η Πολωνική (Jçzyk Polski).

4.Λευκορωσία, ^спублша Беларусь - Δημοκρατία της Λευκορωσίας), με 10.500.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Μινσκ). Επίσημες γλώσσες η Λευκορωσική (Беларуская мова) και η Ρωσική.

5.Τσεχία, (Ceska Republika - Τσεχική Δημοκρατία) με 10.300.000
κατοίκους, (πρωτεύουσα Πράγα). Επίσημη γλώσσα η Τσεχική (Cesky jazyk).

6.Σερβία, (Република Србија/Republika Srbija - Σερβική Δημοκρατία), με 8.200.000 κατοίκους (συμπεριλαμβανομένου και του Κοσσόβου, πρωτεύουσα Βελιγράδι). Επίσημη γλώσσα η Σέρβο-Κροατική (Српскохрватски језик/Srpskohrvatski jezik).

7.Βουλγαρία, (Република България - Βουλγαρική Δημοκρατία) με 7.800.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Σόφια). Επίσημη γλώσσα η Βουλγαρική (Български език).

8.Σλοβακία, (Slovenska Republika - Σλοβακική Δημοκρατία) με 5.500.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Μπρατισλάβα). Επίσημη γλώσσα η Σλοβακική ( Slovensky jazyk).

9.Κροατία, (Republika Hrvatska - Κροατική Δημοκρατία), με
4.500.0κατοίκους, (πρωτεύουσα Ζάγκρεμπ). Επίσημη γλώσσα η Κροατική (Σέρβο-Κροατική).

10.Βοσνία και Ερζεγοβίνη, (Bosna i Hercegovina) με 4.200.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Σαράγιεβο). Επίσημη γλώσσα η Βοσνιακή (Σέρβο-Κροατική).

11.F.Y.R.O.M,(Former Yugoslav Republic of Macedonia - Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας - ΠΓΔΜ), με 2.050.000κατοίκους, (από τους οποίους περισσότερο από 30% αλβανόφωνοι, με πρωτεύουσα τα Σκόπια). Επίσημη γλώσσα η Σλαβομακεδονική, (αποκαλούμενη από τους κατοίκους της ΠΓΔΜ «μακεδονική», Македонски јазик).

12.Σλοβενία, (Republika Slovenija - Σλοβενική Δημοκρατία) με
2.015.0κατοίκους, (πρωτεύουσα Λιουμπλιάνα). Επίσημη γλώσσα η Σλοβενική (Slovenski jezik) και

13.Μαυροβούνιο, (Република Црна Гора/Republika Crna Gora - Δημοκρατία του Μαυροβουνίου), με 700.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Ποντγκόριτσα). Επίσημη γλώσσα η Μαυροβουνιακή (Σέρβο-Κροατική).
Το όνομα των Σλάβων.

Η ονομασία Σλάβοι (Slovène, πληθυντικός του Slovëninb), εμφανίζεται για πρώτη φορά σε σλαβικές πηγές τον 9ο αιώνα . Η ετυμολογία της είναι αβέβαιη και υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με την προέλευσή της.

 Η ρίζα «slov» ή « slav», βρίσκεται σε πολλές ονομασίες αναφερόμενες σε σλαβικές χώρες ή περιοχές, όπως Σλοβακία, Σλοβενία, Γ ιουγκοσλαβία, σλοβηνοί κλπ.

Κατά τον Μαξ Φάσμερ η πρωτοσλαβική λέξη που χαρακτήριζε τους σλάβους, ήταν slovëninb. Η λέξη σχηματίζεται από την ρίζα «slov» που δηλώνει τόπο και το επίθημα «-jenin» που υποδηλώνει τον κάτοικο αυτής της περιοχής. 

Όλες οι αρχαίες σλαβικές λέξεις με το επίθημα αυτό, όπως και τα συγγενικά «anin""janin", σημαίνουν κατοίκους ή καταγόμενους από μιαν περιοχή, υποδηλούμενη από το πρώτο μέρος της λέξης. 
Σύγκρινε τα αρχαία ρωσικά скитенинъ (κάτοικος σκήτης), кьшнинъ (κάτοικος Κιέβου, ή καταγόμενος από το Κίεβο), бесерменинъ (κάτοικος μουσουλμανικών χωρών, ή καταγόμενος από εκεί) κ.α. καθώς και τα σύγχρονα ρωσικά волжанин (κάτοικος ή καταγόμενος από την περιοχή του Βόλγα), горожанин (κάτοικος πόλεως). 

Η ετυμολογική ανάλυση της ρίζας «slov» μας επιτρέπει πρώτον να την αναγάγουμε στη πρωτοινδοευρωπαϊκή μορφή k'lou με την έννοια «ρέω» (νερό), ή «περιβρέχω», «λούω». Σύγκρινε το λατινικό cluere (καθαρίζω), το ελληνικό κλύζειν (πλένω), το αρχαίο αγγλικό hlütor (ομοίως), το αρχαίο νορβηγικό hlér (θάλασσα), το ουαλικό clir (καθαρός), το λιθουανικό slùoti (κολυμπώ), καθώς και το αρχαίο ινδικό sravati (ρέει). 
Δεύτερον, μας επιτρέπει να αποκαταστήσουμε την άλλη μορφή αυτής της ρίζας ως s'lou γιατί, το πρωτοινδοευρωπαϊκό k'στους σλάβους προφέρεται ως s'και το ΠΙΕ ou πριν από τα φωνήεντα προφέρεται ov και πριν από τα σύμφωνα u. 
Η προέλευση συνεπώς του εθνικού ονόματος slovëninb υποδεικνύει ότι οι πρωτοσλάβοι ζούσαν σε μέρη πλούσια σε τρεχούμενα νερά που ονομαζόταν με κάποια λέξη που είχε σχέση με τη ρίζα s'lou. 

Αυτό συμφωνεί με την ύπαρξη στο πρωτοσλαβικό λεξιλόγιο ονομασιών διαφόρων πόσιμων αποθεμάτων νερού και μας κατευθύνει σε πολλά υδρώνυμα με τις ρίζες slov- ή s'lou- στις περιοχές γύρω από τον Δνείπερο και το Βολίν (Вольшь).
 Παράδειγμα: το επίθετο που χαρακτηρίζει τον Δνείπερο, словутич, (Днепр словутич), τα ποτάμια Σλοβούτα (Словута), Σλοβάζ (Словаж), Σλούγια (Слуя), Σλουτς (Случь). Αν λάβουμε υπόψη τις ονομασίες με τη ρίζα slav- παραδεχόμενοι ότι και αυτές προέρχονται από την ρίζα slov- (διότι το slovenin στους ανατολικούς Σλάβους γίνεται slavjanin ) τότε μπορούμε να αναφέρουμε μεγαλύτερο αριθμό υδρωνύμων: οι ποταμοί Stawa, Stavica Славница Славица, Славянка, Славечна  .

Η ερμηνεία φαίνεται πιθανή, αλλά, η επιβίωση μιας τέτοιας ρίζας, δεν μαρτυρείται σε καμιά σλαβική γλώσσα.

Ο Σ. Μπέρνστεϊν υποστηρίζει την σύνδεση της λέξης Σλάβος με μια υποτιθέμενη ινδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)lawos,συγγενή της ελληνικής λέξης
«λαός»  .
Οι περισσότεροι μελετητές σήμερα (ανάμεσά τους και ο Ρομάν Γιάκομπσον ), συνδέουν την προέλευση με την λέξη slava, που σημαίνει «δόξα», «φήμη», ή την λέξη slovo, που σημαίνει «λόγος». 
Και οι δύο συγγενεύουν με το ρήμα slusati («ακούω»), από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *klew- (παράβαλε το αρχαίο ελληνικό «κλέος»). 
Η σύνδεση με την «δόξα» είναι προφανής για την ονομασία ενός λαού και είναι μια εύκολη λαϊκή ετυμολογία. 
Αυτό το γεγονός το προσάπτουν ως μομφή ορισμένοι γλωσσολόγοι, αλλά, μερικές φορές, το προφανές δεν σημαίνει ότι δεν είναι και αληθινό. 
Με την έννοια του «λόγου», σημαίνει ότι ο λαός που έχει αυτό το όνομα, έχει έναρθρο λόγο, μιλά μια κατανοητή γλώσσα. 
Επιπλέον επιχείρημα υπέρ αυτής της ετυμολογίας αποτελεί το γεγονός ότι οι Σλάβοι ονομάζουν τους ξένους λαούς nemtsi, (немци) δηλαδή άλαλους, μη κατανοητούς, (από την σλαβική ρίζα nëmi=μουγκός). 
Χαρακτηριστικά, τον 17ο αιώνα, αναφέρονται: «πέντε χιλιάδες άγγλοι немци», «немци του Δανού βασιλιά», немци του Ισπανού βασιλιά», «немци από την ολλανδική χώρα» . 
Σήμερα, οι Πολωνοί αποκαλούν τους Γερμανούς Niemcy, οι Σέρβοι Nemci, οι Κροάτες Nijemci και οι Ρώσοι και Βούλγαροι Немцм (Nemtsi). 

Ανάλογο φαινόμενο έχουμε και στην ελληνική, όπου «έλλην» είναι αυτός που ομιλεί την κατανοητή ελληνική γλώσσα, και αντιπαρατίθεται προς τον «βάρβαρο», δηλαδή αυτόν που ομιλεί άναρθρα, παράγοντας έναν ακατανόητο και συγκεχυμένο, για τους Έλληνες, ήχο (βαρ, βαρ).

Η άποψη που την ετυμολογεί από την λατινική λέξη sclavus (=σκλάβος) είναι εντελώς αβάσιμη. 

Η όψιμη (9ου - 11ου αιώνα) λατινική λέξη sclavus (=δούλος), που αντικατέστησε στην μεσαιωνική χριστιανική δύση την λέξη της κλασσικής λατινικής servus, προήλθε από το εθνικό όνομα Σλάβος και όχι το αντίθετο . 

Το γεγονός είναι ενδεικτικό της διάθεσης και την νοοτροπίας με την οποία οι δυτικοί, αντιμετώπιζαν τον σλαβικό κόσμο , αλλά και της συνήθους μοίρας των Σλάβων αιχμαλώτων.

Κατ'άλλη άποψη, το όνομα Σλάβος (στν η βυζαντινή χρονογραφία Σκλάβος ή Σθλάβος ), προήλθε από το πρωτοβουλγαρικό saqlaw, sqlaw, που σημαίνει:
1) φύλακας, 
2) εκπαιδευμένος δούλος . 

Κατά την άποψη αυτή,η ονομασία Σλάβος, δεν ήταν αρχικά εθνωνύμιο, αλλά επαγγελματικός/κοινωνικός προσδιορισμός,που αποδίδονταν σε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα εκπαιδευμένων δούλων (ανάλογα των Μαμελούκων στην Αίγυπτο), τα οποία αποτελούσαν ένα είδος σημερινών πεζοναυτών, αιχμή του δόρατος στον στρατό των Αβάρων.

Τέλος, έχει υποστηριχτεί και η άποψη ότι η ρίζα slav- έχει θρησκευτική έννοια και περιεχόμενο, και δηλώνει τον πιστό ορισμένης θρησκείας, σε αντίθεση με τον ανήκοντα σε άλλη θρησκεία .

 Η θεωρία αυτή πάσχει κατά το ότι, οι ινδοευρωπαϊκοί λαοί (στους οποίους ανήκουν και οι Σλάβοι), αλλά και γενικότερα οι λαοί που ακολουθούσαν πολυθεϊστικές θρησκείες, ουδέποτε διεκδίκησαν την αποκλειστική θρησκευτική αλήθεια και πάντοτε επέδειξαν πνεύμα ανεξιθρησκίας απέναντι λαών που πίστευαν σε άλλους θεούς. Μάλιστα, δεν δίσταζαν να επικαλούνται ξένες θεότητες, ή και να τις εισάγουν στο θρησκευτικό τους πάνθεο, αν πείθονταν για την αποτελεσματικότητά τους . 

Η μισαλλοδοξία, δηλαδή η μη ανοχή της θρησκευτικής διαφορετικότητας, είναι χαρακτηριστικό των μονοθεϊστικών θρησκευμάτων. 

Κατά συνέπεια, είναι εντελώς απίθανο το να υιοθέτησαν για τον εαυτό τους οι Σλάβοι, ένα διακριτικό όνομα που θα βασιζόταν στην θρησκευτική τους ιδιαιτερότητα έναντι των άλλων λαών, όπως έκαναν οι χριστιανοί, και γενικότερα οι οπαδοί των «εξ αποκαλύψεως» μονοθεϊστικών θρησκειών.


Η καταγωγή των Σλάβων

Η εθνογένεση των Σλάβων.

Η εθνογένεση, δηλαδήη διαδικασία με την οποία κάποιος πληθυσμός αποκτά συνείδηση κοινής καταγωγής και κοινότητας πολιτισμικών χαρακτηριστικών, όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η γενικότερη κοσμοαντίληψη, αλλά και αναγνωρίζεται από τους άλλους ως ιδιαίτερο πολιτισμικό σύνολο, είναι εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία και δύσκολα μπορεί να ανιχνευτεί. 

Η διαδικασία της εθνογένεσης των Σλάβων, ειδικότερα, αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα στην ευρωπαϊκή ιστορία. 

Αυτό οφείλεται στην έλλειψη γραπτών πηγών και αρχαιολογικών ευρημάτων, (συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες, με μεγάλες δυσκολίες, άρχισαν μόνο κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα), αλλά και στο γεγονός ότι οι Σλάβοι περνούν στην ιστορία σχετικά αργά και υπό δυσμενείς παράγοντες, όπως οι συνεχείς μεταναστεύσεις, οι αγώνες με γειτονικές φυλές και εθνότητες, η επαφή με διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις και πολιτισμικές επιρροές. 

Την πορεία τους, με σχετική πάντοτε βεβαιότητα, μπορούμε να την παρακολουθήσουμε μόνο από τον 5ο-6ο αιώνα, οπότε οι Σλάβοι, ως διακριτό πληθυσμιακό σύνολο, αρχίζουν να εμφανίζονται σε γραπτές πηγές της εποχής με αυτό το όνομα.

Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες προέρχονται από μη Σλάβους συγγραφείς, κατά κύριο λόγο από Βυζαντινούς χρονικογράφους. 
Στη μακρά ιστορία του, οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους Σλάβους πέρασαν από πολλές φάσεις: επιδρομείς στην αρχή, κατά καιρούς σύμμαχοι, ή υποτελείς, ακόμη και διεκδικητές της αυτοκρατορίας και της κληρονομιάς της. 

Οι συγγραφείς που αναφέρονται στους Σλάβους, είναι φυσικό να γράφουν γι'αυτούς, ιδίως σε ότι αφορά την ιστορία και την καταγωγή τους, με τρόπο που απηχεί τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες και εκφράζει την τρέχουσα κατεύθυνση της βυζαντινής διπλωματίας και τους στρατηγικούς στόχους της αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να εξετάζουμε αυτές τις πηγές με μεγάλη προσοχή και πάντοτε στο ιστορικό πλαίσιο της δημιουργίας τους .

Το ίδιο παρατηρείται και στις πηγές που προέρχονται από δυτικούς χρονικογράφους, αλλά και στις, υστερότερες, σλαβικές πηγές, όπου οι χρονικογράφοι, όταν αναφέρονται σε προγενέστερες εποχές, προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιο μυθικό, ένδοξο παρελθόν για τον λαό τους.

Δυστυχώς, σε ζητήματα που άπτονται της καταγωγής και του σχηματισμού ενός έθνους, καθώς και των σχέσεων του με γειτονικά έθνη, ακόμη και σήμερα, η επιστήμη δεν κατορθώνει πάντοτε να μένει ανεπηρέαστη από εξωτερικούς παράγοντες: συναισθηματική φόρτιση, ιδεολογικές πεποιθήσεις, πολιτικές επιδιώξεις και κατευθύνσεις , πράγμα που οδηγεί, καλοπροαίρετα ή μη, σε εσφαλμένη αντίληψη και ερμηνεία του παρελθόντος.

Η συζήτηση σχετικά με την καταγωγή των Σλάβων και ιδιαίτερα με το θέμα της αυτοχθονίας τους ή μη, άνοιξε τον 18ο αιώνα με το έργο Περί των σλαβικών αρχών (De originibus Slavicis)του Johann Christoph de Jordan, (1745)

Το ζήτημα, ιδίως από τον επόμενο αιώνα, φορτίστηκε πολιτικά από τον ανταγωνισμό μεταξύ των Γερμανών και Πολωνών, σχετικά με την ύπαρξη ή μη αυτοχθόνων Σλάβων στην περιοχή ανατολικά του ποταμού Όντερ και την επιθυμία των πρώτων για επέκταση προς ανατολάς, την γνωστή ως Drang nach Osten , μια επιθυμία που διέπει διαχρονικά τις σχέσεις Σλάβων - Γερμανών, ήδη από τον 10ο αιώνα .

Τον 19ο αιώνα αναπτύσσεται το κίνημα του πανσλαβισμού, που επιδιώκει να θεμελιώσει μια κοινή σλαβική συνείδηση στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. 
Ωστόσο, η αίσθηση των Σλαβικών λαών ότι ανήκουν σε μία μεγαλύτερη οικογένεια, υπάρχει πολύ νωρίτερα.

Για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα η γενική ονομασία «Σλάβοι» ως δηλωτική εθνότητας. 

Μέχρι και τον 10ο αιώνα, οι Σλάβοι, από τον Έλβα μέχρι τον Δον και τον Βόλγα, και από την Βαλτική μέχρι την Μεσόγειο, μπορούν ακόμη να συνεννοηθούν μεταξύ τους άνετα, χάρη σε μία κοινή γλώσσα. 

Αν και αμφισβητείται από πολλούς μελετητές, το αν αυτό αρκεί, για να μπορούμε να κάνουμε λόγο  
για συνείδηση ότι ανήκουν σε ενιαίο «σλαβικό έθνος» , είναι γεγονός ότι, τόσο στην αρχαιότητα, όσο και στον μεσαίωνα,η γλώσσα υπήρξε το κυριότερο, αν όχι μοναδικό, στοιχείο που καθόριζε την εθνικότητα

Η διάκριση μεταξύ Ελλήνωνκαι «βαρβάρων», δηλαδή αλλοεθνών, βασίζεται στη γλώσσα. 

Τόσο στους χρονικογράφους του μεσαίωνα, όσο και σε μεταγενέστερους συγγραφείς, οι συχνές αναφορές στην γλώσσα την οποία ομιλεί ένας πληθυσμός, δεν οφείλεται σε γλωσσολογικές αναζητήσεις, αλλά στην διερεύνηση και καθορισμό του «έθνους» στο οποίο ανήκει. 

Η κοινότητα, ή η εγγύτητα της γλώσσας, χρησιμοποιείται ως απόδειξη εθνικής ταυτότητας.

Παρ'όλον ότι οι Σλάβοι είναι κατακερματισμένοι σε πολλές φυλές, που συνήθως φέρουν ονόματα από τον τόπο στον οποίο είναι εγκατεστημένοι, και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις συγκρούσεων ανάμεσά τους, φαίνεται ότι, ήδη από τον 6ο αιώνα, έχουν την συνείδηση ότι ανήκουν σε μια ευρύτερη οικογένεια. 

Απόδειξη αυτού του γεγονότος, αποτελεί το ότι οι Σλάβοι, αν και αναφέρονται από τους συγχρόνους τους χρονικογράφους με τα ιδιαίτερα φυλετικά/τοπικά ονόματα τους, χαρακτηρίζονται παράλληλα και ως Σκλαβηνοί, Σκλάβοι, Sclaveni, Sclavi, Σακαλίμπα.

 Η ονομασία αυτή (με τις παραλλαγές της), που χρησιμοποιείται από Βυζαντινούς, και κατόπιν από Φράγκους, Γερμανούς και Άραβες χρονικογράφους, από τον 6ο αιώνα και μετά, δεν μπορεί παρά να είναι η ονομασία με την οποία οι ίδιοι οι Σλάβοι, όλων των φυλών, αποκαλούσαν τον εαυτό τους, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν συνείδηση της υπαγωγής των φυλών αυτών στην ίδια οικογένεια .

Πάντως, τον 10ο αιώνα, οι Σλάβοι έχουν ήδη συνείδηση ότι ανήκουν σε ένα κοινό έθνος.

Σχεδόν ομόφωνα οι επιστήμονες τοποθετούν σήμερα την κοιτίδα των Σλάβων στη περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ του
Οι κοιτίς των Σλάβων.

Κάτω Βιστούλα (πολ. Wisïa, γερμ. Weichsel, τσεχ. Visla) και 
Άνω Νιέμεν (πολ.: Niemen, γερμ. Memel, λιθ. Nemunas, λευκορωσ.: HëMaH, εσθ.: Neemen; ρωσ.: Неман; ουκρ.: Иман) 
προς Βορρά, και των βορείων υπωρειών των Καρπαθίων προς Νότο. 
Ανατολικά φτάνει μέχρι τον Μέσο Δνείπερο (Ρωσικά: Днепр, Λευκορωσικά: Дняпро, Ουκρανικά: Дншро) και δυτικά μέχρι τον Έλβα (γερμ. Elbe), ή τον Όντερ (Oder, πολ. Odra) . 

Η υπόθεση αυτή, με ειδικότερη αναφορά στην λεκάνη του μέσου Δνείπερου, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από αναλύσεις DNA στους σλαβικούς πληθυσμούς της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης 

Στην περιοχή αυτή φαίνεται πως κατοικούσαν οι Σλάβοι ήδη κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν στον κολοφώνα της ισχύος της.

Την ίδια εποχή, στη στέπα βορείως του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), κατοικούσαν, ή επέδραμαν και την διέσχιζαν νομαδικές φυλές, τις οποίες οι Έλληνες χαρακτήριζαν αόριστα και γενικά ως «Σκύθες» ή «Σαρμάτες». 

Οι λαοί αυτοί μιλούσαν διάφορες ιρανικές γλώσσες και συνολικά, δρούσαν στην αχανή περιοχή από τον Καύκασο μέχρι την Ουγγρική πεδιάδα (puszta).

Οι πρόγονοι των Βάλτων, που, όπως φαίνεται είχαν στενή σχέση με τους Σλάβους, βρισκόντουσαν πιο βόρεια, σε μια εκτεταμένη περιοχή η οποία άρχιζε από την ακτή της Βαλτικής και εκτεινόταν βαθειά μέσα στην σημερινή Λευκορωσία.

Οι εθνότητες στην Ευρώπη κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα.

Από τα πατρογονικά εδάφη που αναφέραμε παραπάνω, οι Σλάβοι φαίνεται ότι άρχισαν να εξαπλώνονται από τον 5ο μέχρι τον 7ου αιώνα, προς τρείς κατευθύνσεις: 
Η εξάπλωση των Σλάβων.

στον βορρά προς την Βαλτική και τις μεγάλες λίμνες της βόρειας Ρωσίας, 
στην δύση προς τις σημερινές Πολωνία, ανατολική Γερμανία, Σλοβακία, Τσεχία, Αυστρία και Ουγγαρία και 
στον νότο προς την Βαλκανική χερσόνησο, καταλαμβάνοντας τελικά, μέχρι τον 9ο αιώνα, το ένα τρίτο σχεδόν της Ευρώπης. 

Παράλληλα υπήρξαν και ενδοσλαβικές μετατοπίσεις μέσα στον γενικό χώρο που περιγράψαμε, που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην έρευνα για την διαδικασία της εθνογένεσης  των κατ'ιδίαν σλαβικών εθνών.

Μέχρι την είσοδό τους στην ιστορία, αλλά και μετέπειτα, οι Σλάβοι ήλθαν σε επαφή με πολλούς λαούς, από τους οποίους και προσέλαβαν διάφορα πολιτισμικά στοιχεία. 
Σαμανισμός.

Όπως διαπιστώνουμε μελετώντας την αρχαία θρησκεία τους, καθώς και την εξέλιξη των σλαβικών γλωσσών, υπήρξαν αναμφίβολες επιρροές ιρανικής προέλευσης, πιθανόν μέσω των Σκυθών και Σαρματών, αλλά και στοιχεία από τους Ουγγροφινικούς λαούς οι οποίοι είχαν έλθει από την ανατολή κατά τους προϊστορικούς χρόνους, και κατοικούσαν σε μια εκτενή και αραιοκατοικημένη περιοχή στη σημερινή βόρεια Ρωσία και Φινλανδία, μέχρι τον αρκτικό κύκλο. 

Η θρησκεία τους, αρκετά πρωτόγονη, βασιζόταν στον σαμανισμό και στην λατρεία των ζώων. 
Πιθανόν και ορισμένες μορφές της σλαβικής μυθολογίας, να ανάγονται στον σιβηρικό σαμανισμό.

Επίσης και κατά την διάρκεια της μεγάλης τους εξάπλωσης του 5ου και 6ου αιώνα, οι Σλάβοι ήλθαν σε επαφή με άλλους λαούς. 

Από πολιτιστική άποψη, αποφασιστική σημασία είχαν οι Έλληνες,
 που έδωσαν στον σλαβικό κόσμο την γραφή και την ορθόδοξη πίστη. 

Επίσης οι Βαράγγοι, γερμανικής (Σκανδιναβικής), καταγωγής άσκησαν επιρροή στην εθνογένεση των ανατολικών Σλάβων και τον σχηματισμό των πρώτων σλαβικών κρατικών μορφωμάτων στην ανατολή, αλλά είναι δύσκολο να καθορίσουμε την έκτασή της.

Στην δυτική Ευρώπη οι Σλάβοι ήλθαν σε επαφή με διαφόρους άλλους λαούς, τους Κέλτες, τους Φράγκους, τους Σάξονες, τους Δανούς, τους Γερμανούς, από τους οποίους επίσης επηρεάστηκαν.
Στους λαούς με τους οποίους οι Σλάβοι ήρθαν σε επικοινωνία κατά τον ρου της ιστορίας τους, πρέπει να προσθέσουμε τους Τούρκους ή Τουρανούς, Ουραλο-αλταϊκής καταγωγής, οι διαδοχικές εισβολές των οποίων, από την ανατολή προς την δύση, για περισσότερο από μία χιλιετία, επηρέασαν σε βάθος τον πολιτισμό, κυρίως των ανατολικών Σλάβων. 

Την εμπροσθοφυλακή των τουρανικών εισβολών κατά τον 4ο αιώνα, την αποτέλεσαν οι θύννοι και ακριβώς το κενό που άφησαν αυτοί στην ανατολική Ευρώπη, το εκμεταλλεύτηκαν οι Σλάβοι στην πρώτη εξάπλωσή τους. 
Σε όλη τους την ιστορία οι ανατολικοί Σλάβοι υπέστησαν την πίεση εισβολέων από την Κεντρική Ασία, όπως οι Πετσενέγκοι, οι Κλομπούκοι, οι Πολοβσιανοί, μέχρι τους Μογγόλους, η καταιγίδα των οποίων χτύπησε την Ρωσία το πρώτο ήμισυ του 13ου αιώνα.

Όπως είναι φανερό, οι Σλάβοι υπέστησαν πολλές πολιτισμικές επιδράσεις και επιμιξίες με πολλές εθνότητες. 

Έτσι, είναι αδύνατο να ομιλούμε για ενιαία σλαβική φυλή, για εθνότητα (gens), ως κοινότητα αίματος, όπως την εννοούσαν οι ιστοριογράφοι του μεσαίωνα ή οι ρομαντικοί του 19ου αιώνα. Πρόκειται για λαούς που ζυμώθηκαν και διαπλάστηκαν σε μια εξαιρετικά ταραγμένη εποχή, αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας πολιτισμικής και πληθυσμιακής σύνθεσης. Σήμερα, παρά τις ποικίλες διαφορές τους και τους εθνικισμούς τους, που αναβίωσαν στο τέλος του 20ου αιώνα, και, σε πολλές περιπτώσεις, αγγίζουν τα όρια του παραλογισμού, διατηρούν συνείδηση κοινότητας, κυρίως λόγω της συγγένειας των γλωσσών και των πολιτισμικών παραδόσεων τους.


Κατάταξη των γλωσσών

Οι γλωσσολόγοι σήμερα κατατάσσουν τις διάφορες γλώσσες ανάλογα με την συγγένεια που παρουσιάζουν στα δομικά και λεξιλογικά τους στοιχεία, σε διάφορες μονάδες ταξινόμησης, που είναι: 

1) η Γλωσσική Οικογένεια: 
Σύνολο γλωσσών που προέρχονται από κάποια κοινή γλώσσα, (πρωτογλώσσα). 
Είναι μια φυλογενετική μονάδα (δηλαδή μονάδα που περιλαμβάνει γλώσσες βάσει της κοινής καταγωγής τους), η οποία περιλαμβάνει ακόμα και γλώσσες με μακρινές συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Μια γλωσσική οικογένεια υποδιαιρείται σε κλάδους: 

2) ο Κλάδος περιλαμβάνει συγγενικές γλώσσες, των οποίωνη ομοιότητα είναι οφθαλμοφανής, ακόμη και για μη ειδικούς. 

3) Επόμενη μονάδα ταξινόμησης είναι η Ομάδα, στην οποία ανήκουν γλώσσες με πιο στενή συγγένεια, σε βαθμό που, μερικές φορές εξετάζονται ως διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας.

Σήμερα η μεγαλύτερη γλωσσική οικογένεια στον κόσμο είναι η οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. 
Πήρε την ονομασία αυτή (παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε και ο όρος ινδογερμανικές γλώσσες), λόγω της γεωγραφικής εξάπλωσης της, σε ένα νοητό τόξο του οποίου τα δύο άκρα είναι η Ευρώπη και οι Ινδίες.
Οι επιστήμονες σχημάτισαν την υπόθεση πως οι λαοί αυτοί που κατοικούσαν κάπου σ'αυτήν την εδαφική έκταση, σε κάποια απώτερη στιγμή της ύπαρξής τους, που χάνεται στο σκοτάδι της προϊστορίας, (πιθανόν 2 ή 3 χιλιετίες πριν από το 2.000 π.Χ., οπότε έχουμε τα πρώτα γραπτά μνημεία από επί μέρους ινδοευρωπαϊκές πρωτογλώσσες), μιλούσαν την ίδια πρωτογλώσσα, από την οποία προήλθαν στο πέρασμα των χρόνων, οι άλλες. 

Φυσικά, γραπτά μνημεία της γλώσσας αυτής, δεν υπάρχουν. 

Την υποθετική αυτή πρωτογλώσσα την ονόμασαν Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). 
Η κοινή ινδοευρωπαϊκή πρωτογλώσσα, φαίνεται ότι ομιλείτο από διαφόρους λαούς, που ζούσαν στην ίδια περιοχή και την χρησιμοποιούσαν για να συνεννοούνται μεταξύ τους.
 Οι μελέτες των γλωσσολόγων είχαν ως αποτέλεσμα την συστηματική κατάταξη των γλωσσών της ινδοευρωπαϊκής αυτής οικογένειας, σε διάφορους κλάδους, ανάλογα με τα κοινά τους χαρακτηριστικά. Πολλές από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες χάθηκαν, μερικές φορές χωρίς να αφήσουν καθόλου ίχνη. Άλλες πάλι, που παρουσιάζουν μεταξύ τους στενότερη συνάφεια, είναι φανερό ότι σχηματίστηκαν, μέσω διαφοροποιήσεων, από μια άλλη γλώσσα της ίδιας, ευρύτερης, ινδοευρωπαϊκής οικογένειας.
 Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κατατάσσει η επιστήμη 12 κλάδους (ή στενότερες γλωσσικές οικογένειες) από τους οποίους οι 10 περιλαμβάνουν ζώσες γλώσσες και οι 2 νεκρές ήδη γλώσσες.

Ως νεκροί κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας αναφέρονται οι Ανατολικές γλώσσες (Χεττική, Λυδική, Λουβική, Φρυγική, Λυκική) και οι Τοχαρική γλώσσα, που εξαφανίστηκε τον 6ο αιώνα.
Οι κλάδοι που περιλαμβάνουν ζώσες γλώσσες είναι οι εξής: Ιταλικές ή ρομανικές γλώσσες (αν και οι όροι δεν είναι ακριβώς συνώνυμοι). 
Σ'αυτόν ανήκαν στην αρχαιότητα διάφορες γλώσσες, όπως η Οσκική, Ουμβρική κ.α., που εκτοπίστηκαν από την Λατινική και εξαφανίστηκαν. 
Σήμερα ομιλούνται στην Ευρώπη γλώσσες που προήλθαν από την λαϊκή εκδοχή της μεσαιωνικής λατινικής, οι κυριότερες από τις οποίες είναι η Ιταλική, η Γαλλική, η Ισπανική, η Πορτογαλική, η Ρουμανική, η Ραιτική καθώς και άλλες με μικρότερη πληθυσμιακή εμβέλεια. 

Οι γλώσσες αυτές λέγονται λατινογενείς, λόγω της κοινής τους προέλευσης από την λατινική.
Γερμανικές γλώσσες. 

Σ'αυτές διακρίνουμε τρείς ομάδες, 
1) την δυτική, που περιλαμβάνει τις σύγχρονες Αγγλική, Γερμανική και Ολλανδική, και τις μικρότερες Γίντις, Αφρικάανς και Φρειζική 
2) την βόρεια, που περιλαμβάνει την Δανική, Σουηδική, Νορβηγική, Ισλανδική και την Φεροϊκή (γλώσσα των νήσων Φερόες). 
3)Ύπήρχε και ανατολική ομάδα, που περιλάμβανε την Γοτθική και Βουργουνδική, γλώσσες που δεν υπάρχου πλέον.

Κελτικές γλώσσες είναι η Ιρλανδική, η Σκωτική, η Ουαλική και η Βρετονική, ήδη ομιλούμενες από μικρό αριθμό ομιλητών στην Ιρλανδία, Αγγλία και Γαλλία, οι οποίες βαίνουν προς εξαφάνιση.
Ιρανικές γλώσσες. 
Σ'αυτήν την κατηγορία ανήκουν η σημερινή ιρανική (φαρσί), η αφγανικές, η τατζικική και οσετική.
Ινδικές γλώσσες, όπου βρίσκουμε διάφορες γλώσσες των Ινδιών (Ίντι, Ουρντού, Μπενγκαλί, κ.α.) και του Νεπάλ.

Στις ινδικές γλώσσες ανήκει και η τσιγγανική, οι φορείς της οποίας άρχισαν να εγκαταλείπουν τις Ινδίες από τα μέσα της 1ης χιλιετίας μ.Χ. Σημαντικές από γλωσσολογική άποψη είναι οι νεκρές σήμερα Βεδική και Σανσκριτική.

Βαλτικές γλώσσες η Λιθουανική και Λετονική καθώς και η νεκρή σήμερα πρωσική.

Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε την Ελληνικήγλώσσα, την Αρμενικήγλώσσα και την Αλβανικήγλώσσα, 
που είναι μεμονωμένες γλώσσες, 
με την έννοια πως δεν παρουσιάζουν στενή συγγένεια με καμιά από τις παραπάνω και αποτελούν ξεχωριστό κλάδο η καθεμιά τους.

Αφήσαμε τελευταίες τις Σλαβικές γλώσσες, που είναι το ιδιαίτερο αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας και για τις οποίες θα μιλήσουμε εκτενώς στα επόμενα.

Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που ομιλούνται σήμερα στην Ευρώπη, κατατάσσονται στους κλάδους: των γερμανικών, των ρομανικών (λατινογενείς γλώσσες), των κελτικών (που επιζούν σε ορισμένες περιοχές της Αγγλίας και Ιρλανδίας), των σλαβικών και, αυτοτελώς από την Ελληνική και την Αλβανική .

Εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, λόγω των ιστορικών συνθηκών (αποικιοκρατία, επικράτηση των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο με την βιομηχανική επανάσταση κλπ), οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες των μεγάλων δυνάμεων της Δ. Ευρώπης, δηλαδή κυρίως η αγγλική, γαλλική, ισπανική καθώς και η πορτογαλική, επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, είτε εκτοπίζοντας τις τοπικές γλώσσες (Βόρεια και Νότια Αμερική, Αυστραλία, μεγάλο μέρος της Αφρικής, ακόμη και την Ασία), είτε παράλληλα με τις τοπικές. 
Τον 20ο αιώνα η αγγλική επικράτησε ως γλώσσα επικοινωνίας, σε παγκόσμιο επίπεδο.


Η Πρωτοσλαβική
Η επιστημονική κατάταξη των ινδοευρωπαικών γλωσσών.

Οι επιστήμονες συμφωνούν σήμερα στην ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής σλαβικής πρωτογλώσσας, που ονομάζουμε συμβατικά πρωτοσλαβική, από την οποία προήλθαν όλες οι άλλες σλαβικές γλώσσες. Φυσικά δεν γνωρίζουμε πώς ονόμαζαν, τους εαυτούς τους αν είχαν κάποιο όνομα, και την γλώσσα τους οι φορείς της γλώσσας αυτής.

Για την γλώσσα αυτή χρησιμοποιούνται από την διεθνή επιστήμη διάφοροι όροι:

 οι Γερμανοί χρησιμοποιούν τον όρο Urschlawisch (αρχέγονη σλαβική), 
οι Γάλλοι slave commune (κοινή σλαβική), 
οι Άγγλοι proto- slavic (πρωτοσλαβική) και 
οι Ρώσσοι παλαιότερα, μέχρι την δεκαετία του 1950, τον όρο славянский язьж-основа (σλαβική γλώσσα-βάση), και τώρα τον όρο праславянский язмк (προσλαβική γλώσσα). 

Προτιμητέα είναι η χρήση του όρου πρωτοσλαβική
διότι έχει επικρατήσει στην ελληνική γλωσσολογία να χαρακτηρίζεται ως πρωτογλώσσα, 
ακριβώς η γλώσσα- μητέρα, 
από την οποία διαμορφώνονται μεταγενέστερα άλλες γλώσσες, συνδεόμενες έτσι μεταξύ τους με γενετική συγγένεια.

Κατά μία άποψη η γλώσσα αυτή ανήκε σε μια κοινή Βάλτο- Σλαβική γλωσσική ομάδα και από μία κοινή βαλτοσλαβική πρωτογλώσσα προέκυψαν αργότερα αφ'ενός οι Βαλτικές (λετονική, λιθουανική και η νεκρή σήμερα, πρωσική) και αφ'ετέρου οι Σλαβικές γλώσσες, μέσω μιας πρωτοβαλτικής και μιας πρωτοσλαβικής αντίστοιχα. 

Η άποψη αυτή υποστηρίζεται λόγω της μεγαλύτερης εγγύτητας μεταξύ των Σλαβικών και Βαλτικών γλωσσών, παρά των Σλαβικών με οποιαδήποτε άλλη ομάδα. 

Πραγματικά, υπάρχει βάση να υποθέσουμε ότι υπήρχαν ιδιαίτερα στενές σχέσεις ανάμεσα στους φορείς σλαβικών διαλέκτων και τους φορείς των βαλτικών, πιθανόν δε, κατά την διάρκεια κάποιας, όχι πολύ εκτεταμένης χρονικής περιόδου, να υπήρχε κάποιου είδους ενότητα που μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για βαλτοσλαβική πρωτογλώσσα, ή για βαλτοσλαβική περίοδο ή για περίοδο βαλτοσλαβικής εξέλιξης στην εξέλιξη των βαλτικών και σλαβικών γλωσσών. Αυτό το θέμα όμως χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία της υποτιθέμενης πρωτοσλαβικής γλώσσας,γιατί τα πρώτα σλαβικά κείμενα, εμφανίζονται τον 9ο μΧ. αιώνα, όταν είχαν πια προχωρήσει, αν και όχι σε μεγάλο βαθμό οι διαλεκτικές διαφοροποιήσεις που θα οδηγούσαν στον σχηματισμό των διαφόρων σημερινών σλαβικών γλωσσών.

 Τα χρονολογικά πλαίσια της γέννησης αυτής της πρωτοσλαβικής γλώσσας δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με ακρίβεια, αλλά, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη άποψη, η αρχή της πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 2.500 και 2.000 π.Χ., οπότε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, συντελέστηκε η διάσπαση των διαλέκτων της ΠΙΕ και σχηματίστηκαν πρωτογλώσσες, όπως η πρωτοελληνική στα Βαλκάνια, η πρωτοϊνδοϊρανική βόρεια της Κασπίας και η πρωτοσλαβική (ή πρωτοβαλτοσλαβική) γλωσσική κοινότητα πιθανόν στην περιοχή της βορειοανατολικής Ευρώπης, όπου τοποθετείται η κοιτίδα των Σλάβων και Βαλτικών λαών εκείνη την περίοδο.

Με βάση λοιπόν μια διάλεκτο της ΠΙΕ, που διασπάστηκε από αυτήν, σχηματίστηκε η πρωτοσλαβική γλώσσα η οποία είναι γενάρχης όλων των σύγχρονων σλαβικών γλωσσών. 

Η ιστορία της πρωτοσλαβικής γλώσσας ήταν πιο μακροχρόνια από την ιστορία των χωριστών σλαβικών γλωσσών.
Αρχικά εξελισσόταν ως διάλεκτος της ΠΙΕ, με όμοια δομή. 
Όμως, η πρωτοσλαβική ποτέ δεν υπήρξε απόλυτα ενιαία. 
Ήταν από την αρχή αισθητές διαλεκτικές διαφοροποιήσεις. 
Με την πάροδο του χρόνου, όσο εξαπλώνονταν εδαφικά οι Σλάβοι, διαμορφώνονταν νέα διαλεκτικά χαρακτηριστικά και ενισχυόταν η ιδιαιτερότητα των χωριστών πρωτοσλαβικών διαλέκτων.

 Η διαδικασία της μετάβασης από τη πρωτοσλαβική γλώσσα και τις διαλέκτους της σε αυτόνομες σλαβικές γλώσσες ήταν μακρόχρονη και σύνθετη.

Ήδη στα σπάργανα της πρωτοσλαβικής γλώσσας, άρχισαν να σχηματίζονται ευρύτερα διαλεκτικά μορφώματα. Το περισσότερο συμπαγές από αυτά, το αποτελούσε εκείνη η ομάδα των διαλέκτων της πρωτοσλαβικής, από την οποία αργότερα γεννήθηκαν οι ανατολικές σλαβικές γλώσσες. Στην δυτική σλαβική ομάδα, διακρίνονται τρείς υποομάδες: η Λεχιτική, η Σερβολουσιτική και η Τσεχο-Σλοβακική.

Περισσότερο διαφοροποιημένη σε διαλέκτους ήταν η νοτιοσλαβική ομάδα. 
Η πρωτοσλαβική γλώσσα λειτουργούσε στην προκρατική περίοδο της ιστορίας των σλάβων, όταν ήταν ακόμη οργανωμένοι κατά πατριαρχικά γένη και φυλές. 

Η διαδικασία διαχωρισμού των διαλέκτων της πρωτοσλαβικής, επιταχύνθηκε από το δεύτερο μισό της πρώτης χιλιετίας μ.Χ., κατά την περίοδο του σχηματισμού των πρώϊμων σλαβικών κρατών στα εδάφη της ΝΑ και Α. Ευρώπης, εποχή κατά την οποία αυξήθηκε σημαντικά και η εδαφική έκταση των σλαβικών εγκαταστάσεων. 
Κατακτήθηκαν τότε νέες περιοχές διαφόρων γεωγραφικών ζωνών, με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά και κλιματολογικές συνθήκες. 

Οι σλάβοι ήλθαν σε επαφή και ανέπτυξαν σχέσεις με λαούς και φυλές διαφορετικών βαθμών πολιτιστικής εξέλιξης, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ τους, τόσο από φυλετική (λόγω των επιγαμιών), όσο και από πολιτισμική άποψη. 

Όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα αποτυπώνονται και στην ιστορία των σλαβικών γλωσσών. Στην περίοδο αυτή, δηλαδή μετά το 500 μ.Χ., και μέχρι το 600 μ.Χ. περίπου, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε συμβατικά και το τέλος της πρωτοσλαβικής γλώσσας .

Η πρωτοσλαβική δεν είναι καταγραμμένη. 
Η πρώτη γραπτή σλαβική γλώσσα είναι η παλαιοσλαβική, η οποία όμως χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα. 

Στα μνημεία της αποτυπώθηκαν ορισμένα φωνολογικά, γραμματικά και συντακτικά χαρακτηριστικά της πρωτοσλαβικής γλώσσας της ύστερης περιόδου, αν και αρκετά γλωσσικά φαινόμενα στην παλαιοσλαβική, δεν συμπίπτουν με την πρωτοσλαβική και αυτό είναι φυσικό, γιατί μια γλώσσα είναι ένας διαρκώς μεταβαλλόμενος ζωντανός οργανισμός: από την εποχή της επέκτασης των Σλάβων και της επιτάχυνσης της διαλεκτικής διαφοροποίησης της πρωτοσλαβικής γλώσσας, που αναφέραμε, (μέσο της 1ης χιλιετίας μ.Χ.), ως την γέννηση της παλαιοσλαβικής γλώσσας (9ος αιώνας) και δημιουργίας σ'αυτή γραπτών μνημείων που έφτασαν ως εμάς, περάσανε μερικές εκατονταετίες κατά τις οποίες προχωρούσε η εξελικτική διαδικασία της.

Η ανασύσταση της πρωτοσλαβικής γλώσσας είναι ένα κεντρικό αντικείμενο της συγκριτικής γραμματικής των σλαβικών γλωσσών. Στοιχεία για την πρωτοσλαβική γλώσσα αντλούμε, πριν απ'όλα, μέσω της σύγκρισης των σλαβικών γλωσσών μεταξύ τους, όπως και μέσω της σύγκρισης τους με άλλες συγγενικές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. 
Τα φαινόμενα που παρατηρούνται σε διάφορες σλαβικές γλώσσες μπορεί να απεικονίζουν χαρακτηριστικά της αρχαίας σλαβικής, ιδίως μάλιστα αν αυτό επιβεβαιώνεται από ανάλογα φαινόμενα σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. 
Βοηθητικά δεδομένα για την πρωτοσλαβική γλώσσα μπορούμε να αντλήσουμε από λέξεις (κυρίως τοπωνύμια) που είναι δάνεια από και προς την πρωτοσλαβική, και μερικές φορές από στοιχεία που παρέχουν μνημεία άλλων λαών, για την ζωή των αρχαίων σλάβων. 
Φυσικά κάθε ανασύσταση μιας νεκρής γλώσσας, είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετική, σχηματική και ίσως αυθαίρετη, γιατί η ζωντανή γλώσσα, με τις άπειρες ιδιομορφίες της και την συνεχή μεταβολή της, οπωσδήποτε διαφέρει από ένα προϊόν γραφείου. 
Οι έρευνα της πρωτοσλαβικής γλώσσας απασχολεί την σλαβολογία σ'όλη την διάρκεια της ιστορίας της .


Η Παλαιοσλαβική

Μέχρι και τον 9ο αιώνα, οι διαλεκτικές διαφορές μεταξύ των Σλάβων που κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές, δεν ήσαν τόσο μεγάλες ώστε να εμποδίζουν την μεταξύ τους συνεννόηση. Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρει ο Ντιμίτρι Ομπολένσκη, 

«Τον 9ο αιώνα, τον καιρό της ιεραποστολής του Κυρίλλου και Μεθοδίου, 
τα σλαβικά ιδιώματα ήσαν ακόμα πολύ κοντά το ένα με το άλλο και οι διαφορές μεταξύ τους ήσαν πολύ λιγότερο αισθητές, 
από εκείνες που διαφοροποιούν μεταξύ τους τις σημερινές διαλέκτους της γερμανικής ή της ιταλικής. 
Οι Σλάβοι εκείνη την περίοδο είχαν ακόμη την συνείδηση ότι ομιλούν την ίδια γλώσσα» .

Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, συγκεκριμένα το 862, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Γ' , μετά από πρόσκληση του ηγεμόνα του κράτους της «Μεγάλης Μοραβίας» Ροστισλάβ, ανέθεσε σε δύο έλληνες λογίους από την Θεσσαλονίκη, τους αδελφούς Κωνσταντίνο (μετέπειτα Κύριλλο)  και Μεθόδιο, το έργο της ιεραποστολής στην Μεγάλη Μοραβία, με την χρήση ιερών κειμένων γραμμένων σε γλώσσα κατανοητή από τους σλάβους κατοίκους εκείνης της περιοχής.

 Τα δύο αδέλφια γνώριζαν το νοτιοσλαβικό ιδίωμα που μιλούσαν οι Σλάβοι οι εγκατεστημένοι εκείνη την περίοδο στην περιοχή γύρω από την Θεσσαλονίκη και, με βάση αυτό το ιδίωμα της νότιας σλαβικής, 
ο Κωνσταντίνος επινόησε και μια γραφή κατάλληλη να αποδώσει τις φωνητικές ιδιαιτερότητες εκείνης της γλώσσας και μετέφρασε από τα ελληνικά, το Ευαγγέλιο και διάφορα λειτουργικά κείμενα, για τις ανάγκες του ιεραποστολικού του έργου.

Η γλώσσα που δημιούργησε και χρησιμοποίησε ο Κύριλλος και οι μαθητές του για τις ανάγκες του έργου τους, λέγεται παλαιοσλαβική .

 Η ονομασία «παλαιά εκκλησιαστική σλαβική», που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στην Ρωσία και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Αγγλία, Γερμανία, Πολωνία και, μερικώς, σε άλλες γλώσσες, δεν είναι απολύτως ακριβής, 
γιατί η παραπάνω σλαβική γραπτή γλώσσα δεν είχε αποκλειστικά εκκλησιαστική - λειτουργική χρήση, αλλά χρησιμοποιήθηκε και για την συγγραφή άλλων κειμένων, όπως νομικών και χρονογραφικών, πρωτοτύπων ή σε μετάφραση. 
Μερικές φορές, στην ελληνική βιβλιογραφία απαντάται και ως παλαιοσλαβονική, ή σλαβονική.

Η ονομασία της στην ίδια αυτή γλώσσα είναι: словЕньскьш дзмкъ, sloveniskyj jçzykü (σλαβονική γλώσσα). 
Στην σύγχρονη επιστήμη χρησιμοποιούνται οι παρακάτω όροι:
Παλαιοσλαβονική γραφή.
Αγγλικά: Old Slavic, Old Church Slavonic, Old Church Slavic, Old Bulgarian, 
Γαλλικά: vieux slave, vieux slave liturgique, 
Γερμανικά: Altkirchenslawisch, Altbulgarisch, 
Βουλγαρικά: старобългарски
Λευκορωσικά: старажмтнаславянская мова, 
Ουκρανικά: старословянська мова, 
Πολωνικά: staro-cerkiewno-stowiaûski, 
Ρωσικά: старославянский язмк, 
Σέρβο/Κροατικά: старо (црквено) словенски /staro (crkveno) slavenski, 
Σλοβακικά: (staro) sloviencina, 
Σλοβενικά: stara cerkvena slovanscina, 
Τσέχικα: staroslovënstina. 

Στην ΠΓΔΜ, για λόγους που ευκόλως εννοούνται, χρησιμοποιούν τον παραπλανητικό όρο старомакедонски.

Η γλώσσα του Κυρίλλου και Μεθοδίου είναι η πρώτη πρότυπη ή κανονική σλαβική γλώσσα και γνωρίζουμε την αρχή της, η οποία συμπίπτει με την εισαγωγή της γραφής για την απόδοση της. 

Η παλαιοσλαβική έγινε ακριβώς για πρώτη φορά, Πρότυπη γλώσσα,κοινή σε όλους τους σλάβους, η γλώσσα των μεταφράσεων των πρώτων ιερών βιβλίων. 


Δημιουργήθηκε με βάση την ομιλούμενη από τους Σλάβους γλώσσα στην ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης, ποτέ όμως δεν λειτούργησε ως όργανο προφορικής επικοινωνίας μεταξύ των σλαβικών λαών.

 Ήταν κατανοητή από όλους τους Σλάβους , αλλά ήταν μια γλώσσα αποκλειστικά γραπτή, λογοτεχνική. 

Έγινε για τις ανάγκες της χριστιανικής εκκλησίας και χρησιμοποιήθηκε από αυτήν, όπως η νεκρή λατινική από την καθολική εκκλησία, με την διαφορά ότι οι Σλάβοι την κατανοούσαν και έβλεπαν σ'αυτήν μια πιο πλούσια και καλλιεργημένη μορφή της γλώσσας που μιλούσαν, σε αντίθεση με τους Γερμανούς και άλλους λαούς της δυτικής Ευρώπης, όπου η «δημώδης λατινική» που χρησιμοποιείτο σε εκκλησιαστικά, χρονογραφικά, λογοτεχνικά και διοικητικά κείμενα, ήταν ακατανόητη από τον λαό. 
Η παλαιοσλαβική, όπως ήταν φυσικό, αφομοίωσε πολλές τοπικές ιδιομορφίες στην Μεγάλη Μοραβία, όπου αναπτύχθηκε το έργο των Κυρίλλου και Μεθοδίου, και, ως ένα βαθμό είναι τεχνητή γλώσσα. 

Για να αποδώσουν έννοιες ως τότε άγνωστες στους Σλάβους, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, δημιουργούσαν νεολογισμούς χρησιμοποιώντας σλαβικά μορφώματα, καθώς και ελληνικά δάνεια, και εμπλούτισαν την νέα γλώσσα με εννοιολογικά, συντακτικά και υφολογικά στοιχεία από την ελληνική. 

Αυτή η γλώσσα παρέμεινε ως η γλώσσα του σλαβικού πολιτισμού γενικά, για εκατοντάδες χρόνια και σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε σε γραπτή πρότυπη επεξεργασμένη γλώσσα, ένα είδος ιερής γλώσσας, κατάλληλης για ανώτερες μορφές πνευματικής δημιουργίας, όχι μόνο στον χώρο της λατρείας, αλλά και της επιστήμης και της λογοτεχνικής δημιουργίας των σλάβων, τόσο της πρωτότυπης, όσο και της μεταφρασμένης. 

Η διάδοση της, μαζί με τη διάδοση της γραφής, που ήταν συνδεδεμένη με την παλαιοσλαβική, από την Μοραβία και Παννονία, στη Βουλγαρία, Ρωσία και Σερβία, έδωσε το έναυσμα της ανάπτυξης των σλαβικών λογοτεχνιών και ως τελικό αποτέλεσμα είχε την διαμόρφωση των διαφόρων σλαβικών λογοτεχνικών γλωσσών. 

Κατά την εμφάνισή της η παλαιοσλαβική είχε χαρακτήρα διεθνούς γραπτής σλαβικής γλώσσας, εν χρήσει στην κοινότητα των δυτικών σλάβων (Τσέχοι, Μοραβοί, Σλοβάκοι) και εν μέρει στην Πολωνική γη. 
Μετά χρησιμοποιήθηκε από τους νοτίους σλάβους και λίγο αργότερα (από τον 10ο αιώνα) από τους ανατολικούς Σλάβους. 
Ο διεθνής ή μάλλον διασλαβικός χαρακτήρας της παλαιοσλαβικής, που διατηρήθηκε, σε γενικές γραμμές, μέχρι το 1100, μας οδηγεί στο να θεωρούμε τα έργα, μεταφρασμένα ή πρωτότυπα, που δημιουργήθηκαν σε διάφορες χώρες, από ανθρώπους που μιλούσαν διάφορα σλαβικά ιδιώματα στην καθημερινή τους ζωή, ως προϊόντα μιας ενιαίας, υπερεθνικής λογοτεχνίας. 

Σε όλες τις σλαβικές χώρες δημιουργήθηκε μια πολιτισμική κοινότητα μέσα στην οποία η κυκλοφορία έργων γραμμένων στην παλαιοσλαβική, αποτελούσε έναν ισχυρότατο παράγοντα πολιτισμικής ζύμωσης

Σ'αυτήν μετείχαν ενεργά λόγιοι από πολλές χώρες. 

Σπουδαία πολιτιστικά κέντρα διάδοσης και καλλιέργειαςαυτής της υπερεθνικής προσπάθειας, αναδείχτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη, τον Άθω, την Αχρίδα, το Πρεσλάβ, την μονή Σάζαβα στην Βοημία και το Κίεβο . 


Η Διήγηση των περασμένων χρόνων,

Повесть временных лет

Η Διήγηση των περασμένων χρόνων, (ПовЕсть временшхъ лЕт), ένα σπουδαίο ρωσικό χρονικό του 12ου αιώνα, για το οποίο θα γίνει λόγος και παρακάτω, αναφέρει, στο έτος 6545 από κτίσεως κόσμου (1037), 
ότι ο ηγεμόνας του Κιέβου Γιαροσλάβ 

«αγαπούσε πολύ τους κληρικούς, ιδιαίτερα τους μοναχούς και την ανάγνωση βιβλίων, διαβάζοντας συχνά ολόκληρα μερόνυχτα. 
Και συγκέντρωσε πολλούς γραφείς, οι οποίοι τα μετέγραψαν από την ελληνική στην σλαβική γραφή. 
Και έγραψαν πολλά βιβλία και τα μελετούσαν. Οι πιστοί θα απολαύσουν τον θείο λόγο...
Ο πατέρας του, ο Βολοντομίρ, όργωσε την γή και την κατέστησε εύφορη, δηλαδή την καθάρισε με το βάπτισμα. Αυτός έσπειρε τους λόγους των βιβλίων στις καρδιές των πιστών, και εμείς θερίζουμε, αφού λάβαμε τις διδαχές από τα βιβλία» 


Ρούσκαγια Πράβντα
Παράλληλα με την παλαιοσλαβική, γράφτηκαν κείμενα και σε άλλες, τοπικές, σλαβικές γλώσσες σ'αυτό το διάστημα. 

Τον 11ο αιώνα στη Ρωσία, για την ιδιωτική αλληλογραφία και για κώδικες τοπικού δικαίου π.χ., όπως η «Ρούσκαγια Πράβντα», (Правда р0сьская, ρωσ. Русская Правда)χρησιμοποιήθηκε η ομιλούμενη τοπικά γλώσσα. 

Το ίδιο συνέβη και σε άλλες σλαβικές χώρες. 

Όμως η λόγια παλαιοσλαβική συνέπιπτε σε πολλά σημεία με τα τοπικά ιδιώματα και διατήρησε πολύ στενή σχέση μαζί τους, έτσι ώστε υπήρξε μια διαρκής αλληλεπίδραση μεταξύ τους, σε πρωτοφανή βαθμό. 

Αυτή η δυνατότητα αλληλεπίδρασης εξηγεί και την βαθειά και μόνιμη επήρεια που είχε σε όλες τις επί μέρους σλαβικές γλώσσες  .



Η εισαγωγή της γραφής.
Το κράτος της  Μοραβίας επί Μοιμίρ Α΄
Το κράτος της Μεγάλης Μοραβίας ήταν το πρώτο συγκροτημένο σλαβικό κράτος στην κεντρική Ευρώπη, κατά τον 9ο, μέχρι τις αρχές του 10ου αιώνα. Ιδρύθηκε από τον Μοϊμίρ Α' (Mojmir I), το 833, από την συνένωση δύο πριγκηπάτων, της Νίτρα και της Μοραβίας, και ήταν υποτελές στην Φραγκική Αυτοκρατορία και αργότερα, στο Ανατολικό Φραγκικό Κράτος (Γερμανία). 

Στην μέγιστη εξάπλωσή της η Μεγάλη Μοραβία περιλάμβανε εδάφη της σημερινής Τσεχίας, Σλοβακίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας, Πολωνίας και Αυστρίας, ο δε πληθυσμός της ήταν σλαβικός. Παρά την ονομαστική υποτέλεια στο Ανατολικό Φραγκικό Βασίλειο, με συνεχείς αγώνες εναντίον των Φράγκων διεκδικούσε την ανεξαρτησία της, μέχρι τις αρχές του 10ου αιώνα, οπότε καταλύθηκε ως κράτος από τις εισβολές των νομάδων Μαγυάρων (Ούγγρων). 

Η πρόσκληση που απηύθυνε ο Ροστισλάβ Α'στον Μιχαήλ Γ', να αποστείλει ιεραποστόλους για τον εκχριστιανισμό των υπηκόων του, ήταν αποτέλεσμα λεπτών διπλωματικών υπολογισμών εκ μέρους του, και η αποδοχή της πρότασης από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα αποτελούσε επίσης έναν λαμπρό ελιγμό στην σκακιέρα του συσχετισμού δυνάμεων στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας, που έμελλε να έχει πολύ βαθύτερες και διαρκείς συνέπειες για ολόκληρο τον σλαβικό κόσμο, συνέπειες που επιβίωσαν όχι μόνον του βραχύβιου βασιλείου της Μεγάλης Μοραβίας, αλλά και της ίδιας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκκλησιαστικώς η Μοραβία ανήκε στην δικαιοδοσία του Πάπα και συγκεκριμένα στην Αρχιεπισκοπή του Ζάλτσμπουργκ (Salzburg) και την επισκοπή του Πασσάου (Passau), που την διοικούσαν γερμανοί επίσκοποι. 

Η λειτουργία ακολουθούσε τον τύπο της καθολικής εκκλησίας και τελούνταν στην λατινική γλώσσα, ακατανόητη από το σλαβόφωνο ποίμνιο. 
Οι Γερμανοί επίσκοποι δρούσαν ως εκπρόσωποι των φραγκικών συμφερόντων και η απεξάρτηση από την επιρροή τους ήταν ζήτημα υπάρξεως για το νεοσύστατο σλαβικό κράτος. 

Επίσης, ο Γερμανός Βασιλιάς Λουδοβίκος ο Γερμανικός, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες  να κατακτήσει την Μοραβία, συνήψε το 860 συμμαχία με τον Βούλγαρο Βασιλιά Βόρι, που είχε ως σκοπό την στρατιωτική περικύκλωση της, αφού συνόρευε με την Βουλγαρία προς νότο. 

Αντίστοιχα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τον βουλγαρικό κίνδυνο στα βόρεια σύνορά της και η συμμαχία της Βουλγαρίας με τον Γερμανό Βασιλιά ενίσχυε την απειλή. 

Έτσι, ένας σύμμαχος στα νώτα του βουλγαρικού βασιλείου και μεταξύ Βουλγάρων και Φράγκων (Γερμανών), ήταν περισσότερο από ευπρόσδεκτος. 

Η στιγμή επίσης ήταν ευνοϊκή: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά τις δύσκολες στιγμές που πέρασε κατά τον 7ο και 8ο αιώνες και την εικονοκλαστική έριδα, ήδη, από τα μέσα του 9ου αιώνα βρισκόταν σε πορεία πολιτικής ανασυγκρότησης και πολιτιστικής ανάπτυξης, που κορυφώθηκε κατά την δεκαετία του 860 . 

Από την άλλη πλευρά, για να μπορέσει ο Ροστισλάβ να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη από τους Φράγκους, μοραβική εκκλησία, που θα αποτελούσε τον κυριότερο πυλώνα της πολιτικής ανεξαρτησίας του κράτους του, ζήτησε από τον Μιχαήλ Γ', την αποστολή ιεραποστόλων που θα διέδιδαν τον χριστιανισμό στην σλαβική γλώσσα, ώστε να καταστεί δυνατός ο εκχριστιανισμός του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και ο σχηματισμός εθνικού μοραβικού κλήρου. 
Η εκλογή των αδελφών Κωνσταντίνου και Μεθοδίου για το έργο αυτό, ήταν η ευτυχέστερη που μπορούσε να κάνει ο Αυτοκράτορας.


Οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Μεθόδιος 
ήσαν δυο ικανότατοι και διακεκριμένοι Έλληνες λόγιοι από την Θεσσαλονίκη , 
με οικογενειακή παράδοση στην βυζαντινή διοίκηση. 

Ο πατέρας τους, Λέων, έφερε τον στρατιωτικό βαθμό του «δρουγγαρίου». 

Και οι δύο γνώριζαν καλά το νοτιοσλαβικό ιδίωμα που μιλούσαν οι σλαβικές φυλές στην ενδοχώρα της πόλης τους. 

Την εποχή εκείνη, η Θεσσαλονίκη ήταν «μια πόλη λαμπρή στα γράμματα, που, συγχρόνως, λόγω της ζωντανής επικοινωνίας με τις σλαβικές φυλές που κατοικούσαν στα περίχωρά της, παρείχε την ευκαιρία της γνωριμίας με την γλώσσα και τα ήθη τους». 

Η κατάσταση που επικρατούσε εκεί, μετά τις σλαβικές επιδρομές στην Β. Ελλάδα, κατά τους 6ο και 7ο αιώνα και τον εν συνεχεία εκχριστιανισμό των σλαβικών φυλών και την ειρηνική εγκατάστασή τους στην ενδοχώρα, παρομοιάζεται με την κατάσταση που επικρατούσε στην Καρινθία κατά τον 19ο αιώνα: ενώ οι πόλεις, κατοικούνταν από γερμανικό αστικό πληθυσμό, που γνώριζαν το σλαβικό ιδίωμα, στα περίχωρα, ο αγροτικός πληθυσμός ήταν κατά βάση σλαβόφωνος.

Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, ο αστικός πληθυσμός ήταν καθαρά ελληνικός, που γνώριζε όμως την γλώσσα των Σλάβων σε μεγάλη έκταση, λόγω της συχνής επικοινωνίας του με τους κατοίκους της υπαίθρου. 
Αυτό μάλιστα βάρυνε και στην εκλογή των δύο αδελφών για την αποστολή στην Μοραβία, σύμφωνα με τα όσα φέρεται να είπε στον Μεθόδιο ο Μιχαήλ:
 «Σεις λοιπόν είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά (ή ευκρινώς) τη Σλαβική» 

Ο Μεθόδιος φαίνεται ότι κατείχε, για ένα διάστημα, πριν καρεί μοναχός, υψηλό διοικητικό αξίωμα - πιθανόν «άρχων» - σε κάποια από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας με ισχυρό σλαβόφωνο στοιχείο  . 

Το γεγονός μάλιστα αυτό, σύμφωνα με τον παλαιοσλαβικό Βίο του Μεθοδίου, του έδωσε την ευκαιρία «να γνωρίσει όλες τις συνήθειες των Σλάβων και να εξοικειωθεί σιγά -σιγά» .

Ο Κωνσταντίνος, διακεκριμένος λόγιος, μαθητής, κατά πάσα πιθανότητα, του Λέοντος του Φιλοσόφου και φίλος του Φωτίου, από το 850 περίπου, δίδασκε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. 

Λόγω των ικανοτήτων του και της γνώσεων του στις ξένες γλώσσες (γνώριζε, εκτός της αρχαίας ελληνικής και της σλαβικής, λατινικά, εβραϊκά, αραβικά), συμμετείχε σε διπλωματικές αποστολές στους Αραβες και τους Χαζάρους (για τις ανάγκες της τελευταίας αποστολής του, έμαθε και την γλώσσα των Χαζάρων, παραμένοντας για ένα χρονικό διάστημα στην Κριμαία). 

Εν όψει της ιεραποστολής στην Μοραβία, ο Κωνσταντίνος έπρεπε να μεταφράσει ιερά και λατρευτικά κείμενα στην γλώσσα των σλάβων, αλλά και να επινοήσει ένα αλφάβητο ικανό να αποδώσει τους φθόγγους της γλώσσας αυτής.

 Η επιτυχία με την οποία έφερε σε πέρας αυτό το έργο, απέδειξε ότι ήταν μεγάλος γλωσσολόγος. 

Το έργο που άρχισε στην Μοραβία το 863, μαζί με τον αδελφό του, είχε μεγάλη επιτυχία και προξένησε την αντιπαλότητα των Γερμανών επισκόπων,που αντιμετώπιζαν μείωση της επιρροής τους. 

Κατηγόρησαν λοιπόν τα δύο αδέλφια ως παραβάτες του δόγματος της τριγλωσσίας, δηλαδή του δόγματος της καθολικής εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο τα ιερά κείμενα επιτρεπόταν να είναι γραμμένα μόνο σε τρεις γλώσσες: 
ελληνικά, 
λατινικά και
 εβραϊκά (τις γλώσσες δηλαδή της επιγραφής στον σταυρό, κατά την Σταύρωση του Ιησού).

 Όμως, οι φιλοδοξίες των γερμανών επισκόπων κίνησαν την υποψία του Πάπα Νικολάου Α', κι έτσι αποφάσισε να στηρίξει τις προσπάθειες των δύο αδελφών, οι οποίοι άλλωστε δεν αμφισβητούσαν την εκκλησιαστική υπαγωγή της Μοραβίας στην δικαιοδοσία του, και τους προσκάλεσε στην Ρώμη το 867. 
Δυστυχώς δεν πρόλαβε να τους δεχθεί, γιατί απέθανε τον Δεκέμβριο του 867. 
Όταν οι αδελφοί έφτασαν στην Ρώμη, τον χειμώνα του 867-868, τους υποδέχτηκε ο νέος Πάπας, Αδριανός Β', ο οποίος, με πολιτική οξυδέρκεια, υποστήριξε πλήρως το έργο των αδελφών και εξέδωσε βούλα, με την οποία ενέκρινε την χρήση της σλαβικής γλώσσας στην λατρεία. 

Ο Κωνσταντίνος (που λίγο πριν από τον θάνατό του εκάρη μοναχός παίρνοντας το όνομα Κύριλλος), πέθανε στην Ρώμη το 869.

Ο Πάπας, επιθυμώντας να εδραιώσει την κυριαρχία του στην περιοχή η οποία από παλιά ανήκε στην εκκλησία της Ρώμης, αλλά κινδύνευε να περιέλθει στην δικαιοδοσία της ανατολικής εκκλησίας, ή στην απειλητικά αυξανόμενη δύναμη των Γερμανών επισκόπων, διόρισε τον Μεθόδιο Αρχιεπίσκοπο Παννονίας, με έδρα στο Σίρμιο, και δικαιοδοσία στην Παννονία, Μοραβία, Σλοβακία και μέρος της Κροατίας και τον ενθάρρυνε στο έργο του  .

Το 870 ο Ραστιβλάβ έπεσε στα χέρια του Λουδοβίκου του Γερμανικού, ο οποίος τον τύφλωσε και τον περιόρισε σε μοναστήρι. 

Αντικαταστάθηκε από τον ανεψιό του Σβατοπλούκ (υπό τις ευλογίες και με την βοήθεια των Φράγκων) και η προσέγγιση του τελευταίου με τον γερμανικό κλήρο, είχε ως αποτέλεσμα την σύλληψη και φυλάκιση του Μεθοδίου, μέχρι το 873, οπότε τον απελευθέρωσε ο διάδοχος του Αδριανού, Πάπας Ιωάννης Η'. 

Και, παρά το γεγονός ότι ο Ιωάννης Η'υπερασπίστηκε την σλαβική λειτουργία σε μια επιστολή του στον Σβατοπλούκ το 880, η έδρα της Ρώμης έκρινε πως δεν είχε πλέον συμφέρον να διακινδυνεύει την σύγκρουση με τους Φράγκους γι'αυτό το θέμα. 
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η' (882), απαγορεύτηκε η σλαβική λειτουργία και τα βιβλία που ήταν γραμμένα στην παλαιοσλαβική κάηκαν.

Ο Μεθόδιος, πικραμένος συνέχισε το έργο της μεταφράσεως κειμένων στην σλαβική γλώσσα, συνεπικουρούμενος από πλειάδα μαθητών του, μέχρι τον θάνατό του, το 885. 
Οι περισσότεροι μαθητές του, μετά τον θάνατό του διωκόμενοι από τους Φράγκους κατέφυγαν στο Βυζάντιο καθώς και, κυρίως, στην Βουλγαρία, αλλά και την Σερβία, πιθανόν και ανατολικότερα. Η μεγάλη Μοραβία ως κρατική οντότητα διαλύθηκε το 906, από την επιδρομή των Μαγυάρων (Ούγγρων).

Η εκκλησία μας τίμησε τους αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο ως Ισαποστόλους και η μνήμη τους τιμάται στις 11 Μαΐου. 

Επίσης, οι «άγιοι επτάριθμοι, φωτισταί της Βουλγαρίας και Δαλματίας», (δηλαδή οι Κύριλλος, Μεθόδιος και οι μαθητές τους Κλήμης, Ναούμ, Γοράσδων (Gorazd), Αγγελάριος και Σάββας), τιμώνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία με ιδιαίτερη ακολουθία, στις 26 Νοεμβρίου  .


Παλαιότερες σλαβικές γραφές.

Απόπειρες για γραπτή απόδοση της σλαβικής γλώσσας είχαν ήδη γίνει παλαιότερα, τόσο με βάση το λατινικό αλφάβητο, κυρίως από τους ιεραποστόλους της καθολικής εκκλησίας στην περιοχή των δυτικών σλάβων, όσο και, όπως προκύπτει από τα αποδιδόμενα στον ίδιο τον Μιχαήλ Γ', από τους βυζαντινούς, με βάση το ελληνικό αλφάβητο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. 

Ο Βούλγαρος μοναχός Χραμπρ (Чръноризьць Храбръ, επί λέξει ο μαυροφόρος Χραμπρ), στο έργο του Περί γραμμάτων, (О писменьхъ), γραμμένο γύρω στο 900, μας πληροφορεί: 

«1. Όσο ήσαν ειδωλολάτρες οι Σλάβοι δεν είχαν δικά τους γράμματα, αλλά διάβαζαν και μάντευαν μέσω χαραγμάτων και γραφημάτων (чръти и рЕзь

2. Μετά την βάπτισή τους προσπάθησαν να γράψουν την σλαβική ομιλία με ρωμαϊκά και ελληνικά γράμματα, χωρίς τάξη. 
Αλλά, πώς μπορείς να γράψεις καλά με ελληνικά γράμματα: «Бог» (Θεός), είτε «живот» (ζωή), είτε «зЕлю» (πολύ), είτε «црьш» (εκκλησία), είτε «чаание» (προσδοκία), είτε «широта» (πλάτος), είτε «°дь» (βρώση), είτε «жд» (πάθος), είτε «юность» (νεότητα), είτε «дзь1к» (γλώσσα) και άλλα παρόμοια με αυτά; Έτσι ήταν για πολλά χρόνια. 

3. Μετά δε, ο φιλάνθρωπος Θεός που κυβερνά τα πάντα, και δεν αφήνει το αθρώπινο γένος χωρίς γνώσεις, αλλά τους οδηγεί όλους στη γνώση και την σωτηρία, ελέησε το γένος των σλάβων και τους έστειλε τον Άγιο Κωνσταντίνο τον Φιλόσοφο, τον αποκληθέντα Κύριλλο, άνθρωπο σπουδασμένο και δίκαιο.Και δημιούργησε για εκείνους τριάντα και οκτώ γράμματα, μερικά όμοια με τα ελληνικά, και άλλα ταιριαστά στη σλαβική ομιλία 

4. Αυτά είναι τα σλαβικά γράμματα και έτσι πρέπει να γράφονται και να προφέρονται: 4,Β,Γ,έως το 0. Από αυτά τα 24 μοιάζουν με ελληνικά γράμματα, δηλαδή À, В, Γ, Д, Е, I, ê, Λ, Μ, Η, Ο, Π, ρ, C, Τ, ό, Φ, X, 8, και —, 6, 9 και τα 14 (αντιστοιχούν) στη σλαβική ομιλία και αυτά είναι Б, Æ, S, Ц, 4, Ш, ύ, 0ϋ, Μϋ, ϋ,^, 1, Ю, 0^  Για την χρήση κάποιου είδους γραφής από τους Σλάβους στα τέλη του 10ου αιώνα και στις αρχές του 11ου, μας πληροφορεί και ο Γερμανός Επίσκοπος του Merseburg Thietmar (Thietmarus Merseburgensis, 975- 1018), ο οποίος, περιγράφοντας έναν ειδωλολατρικό σλαβικό ναό στο γερμανικό νησί Rügen, αναφέρει ότι τα ξύλινα είδωλα στο εσωτερικό του, έφεραν γραμμένα τα ονόματά τους , χωρίς όμως να διευκρινίζει το είδος της γραφής.



Γλαγολικό αλφάβητο.
Γλαγολικό Ευαγγέλιο.
Τα αρχαιότερα μνημεία της σλαβικής είναι γραμμένα με δύο αλφάβητα. 

Το γλαγολικό (ή γλαγολιτικό)   και 
το κυριλλικό. 

Σήμερα πιστεύουμε ότι το γλαγολικό είναι αρχαιότερο και είναι αυτό ακριβώς που δημιουργήθηκε από τον Κύριλλο . Η ιδιομορφία του γλαγολικού αλφαβήτου δεν του επιτρέπει να συνδεθεί με κανένα από τα γνωστά εκείνη την εποχή αλφάβητα, όπως με την ελληνική μικρογράμματη γραφή, όπως υποθέτουν κάποιοι.


Γλαγολικό αλφάβητο


Η κυριλλική αντίθετα, είναι στην ουσία ελληνικό αλφάβητο με συμπληρωματικά σημεία για την απόδοση των σλαβικών ήχων, που δεν υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα, ενώ υπάρχουν και μερικά γράμματα άχρηστα για την σλαβική γλώσσα, όπως το Θ (F), το Ξ (X), και το Ψ (P).

Τα προτερήματα της γλαγολικής γραφής είναι πολλά, σε σύγκριση με την κυριλλική: 
Είναι πιο εντυπωσιακή και πρωτότυπη. 
Ο αριθμός των γραμμάτων αντιστοιχεί σχεδόν με ακρίβεια στον αριθμό των φθόγγων της παλαιοσλαβικής γλώσσας. 

Με άλλα λόγια οι δημιουργοί της γλαγολικής ερεύνησαν σε βάθος την σλαβική φωνητική και βάσει αυτής δημιούργησαν γραφή κατάλληλη γι'αυτήν ακριβώς την γλώσσα. 

Τα γράμματα της γλαγολικής δεν προήλθαν από άλλο αλφάβητο (όπως τα κυριλλικά από την ελληνική), αλλά είναι πρωτότυπα δημιουργήματα. 
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας και η πρόθεση του δημιουργού της γλαγολικής να χρησιμοποιηθεί η γραφή για την αποτύπωση του Θείου Λόγου είναι εμφανής: το πρώτο γράμμα «ΑΖ», στην μορφή θυμίζει σταυρό. 
Ο σχεδιασμός πολλών άλλων γραμμάτων επίσης βασίζονται σχεδιαστικά στον σταυρό, το τρίγωνο (πιθανόν σύμβολο της τριάδος) και τον κύκλο (πιθανόν σύμβολο της αιωνιότητας, του απείρου και της πληρότητας του Θεού).

Τα αρχαιότερα σωζόμενα σλαβικά χειρόγραφα, γραμμένα με γλαγολική γραφή, είναι:

1)Τα «φύλλα του Κιέβου» του 10ου αιώνα. Πιθανόν προέρχεται από τα δυτικά εδάφη των Σλάβων, την Μοραβία, όπου εργάστηκαν οι Κύριλλος και Μεθόδιος. Αποτελείται από επτά φύλλα περγαμηνής και περιέχει απόσπασμα της καθολικής λειτουργίας. Ανακαλύφθηκε από τον Ι. Ι. Σρεζνιέβσκη, το 1879, στην Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Εκδόθηκαν από τον Ι. Β. Γ ιάγκιτς, το 1900.

2)Τα αποσπάσματα της Πράγας, που περιέχονται σε 2 φύλλα περγαμηνής, με ψαλμούς κατά το τυπικό της Ανατολικής Εκκλησίας. Ανακαλύφθηκαν το 1855 στην Πράγα, δεμένα μαζί με ένα λατινικό χειρόγραφο. Τα κατατάσσουν τον 10ο ή 11ο αιώνα.

3)Το Τετραβάγγελο του Ζωγράφου, (Codex Zographensis), που ονομάστηκε έτσι γιατί βρέθηκε το 1843, στην Μονή Ζωγράφου στο Άγιον Όρος. Περιέχει τα Ευαγγέλια κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον, κατά Λουκά και κατά Ιωάννην. Αποτελείται από 304 φύλλα. Από τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας, πιθανή είναι η χρονολόγησή του στον 11ο αιώνα. Βρίσκεται στην Κρατική Βιβλιοθήκη Σαλτικώφ-Σεντρίν, στην Αγία Πετρούπολη.

4)Το Ευαγγέλιο της Μαρίας (Мариинское Евангелие). Περιέχει τα τέσσερα Ευαγγέλια. Προέρχεται από το Άγιον Όρος. Το 1845 το έφερε στην Ρωσία ο Ρώσος σλαβιστής Βίκτωρ Ιβάνοβιτς Γκρηγκορόβιτς, τώρα δε φυλάσσεται στην Κρατική Βιβλιοθήκη Λένιν της Μόσχας. Εκδόθηκε το 1883 από τον Β. Γιάγκιτς, στην Αγ. Πετρούπολη. Χρονολογείται γλωσσικά στον 11ο αιώνα.

5)Το Ευαγγέλιο του Ασσεμάνι, που βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Περιέχει 158 φύλλα και χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Το έφερε από τα Ιεροσόλυμα τον 18ο αιώνα ο ασιανολόγος Ασσεμάνι.

6)Η συλλογή του Κλοτς. Είναι απόσπασμα συλλογής εκκλησιαστικών διδαχών, που αποτελείται από 12 φύλλα. Ανακαλύφθηκε στην βιβλιοθήκη του κόμητος Κλοτς, Αργότερα βρέθηκαν άλλα δύο φύλλα. Εκδόθηκε από τον φον Ντρακ το 1893, στην Πράγα. Χρονολογείται στον 11ο αιώνα.

7)Το Ψαλτήριον του Σινά. Αποτελείται από 177 φύλλα και φυλάσσεται στην Μονή Σινά. Χρονολογείται στον 11ο αιώνα.

8)Το Τυπικόν του Σινά. Αποτελείται από 107 φύλλα, του 11ου αιώνα και φυλάσσεται επίσης στην Μονή του Σινά.

9)Τα φύλλα της Οχρίδας (ένα φύλλο και το μισό του επόμενου). Τα ανακάλυψε ο Β. Ι. Γκρηγκορόβιτς.

Εκτός από τα χειρόγραφα στην γλαγολική γραφή υπάρχουν και λίγες επιγραφές. 

Οι σημαντικότερες βρίσκονται στην Βουλγαρία:

1)Οι αρχαιότερες επιγραφές μέχρι σήμερα ανακαλύφθηκαν την δεκαετία 1920-30 από τους Βουλγάρους επιστήμονες Κ. Μιγιάτεφ και Ι. Γκόσεφ σε τοίχους και κεραμικές πλίνθους εκκλησίας του Βούλγαρου Βασιλιά Συμεών (893-927), στην παλιά πρωτεύουσα της Βουλγαρίας Πρέσλαβ. Οι επιγραφές είναι γραμμένες εν μέρει με γλαγολικό και εν μέρει με κυριλλικό αλφάβητο. Σύμφωνα με τον Ε. Γκεόργκιεφ, τον κορυφαίο ειδικό στην παλαιοσλαβική γραφή, χρονολογούνται στο 893.

2)Η αρχή του γλαγολικού αλφαβήτου, χαραγμένη σε ξηρό ασβεστοκονίαμα στην εκκλησία του Πρέσλαβ, που αποδίδεται στον 10ο αιώνα.

3)Ο Μπ. Φούτσιτς, συγκέντρωσε και δημοσίευσε τις διατηρημένες γλαγολικές επιγραφές του 11ου αιώνα στην Κροατία.

4)Στο μεταίχμιο μεταξύ του 11ου και 12ου αιώνα, ανήκει μια πλάκα (Bascanska ploca) στην οποία ο ηγούμενος της Ντρζίχα, μας πληροφορεί για την δωρεά του Κροάτη Βασιλιά Σβονιμίρ και την έναρξη της ανοικοδόμησης του Ναού της Αγίας Λουκίας (Sveta Lucija), στη νήσο Krk. Σήμερα βρίσκεται στο Ζάγκρεμπ, στην Κροατική Ακαδημία επιστημών και Τεχνών.

Το πιθανότερο είναι ότι το γλαγολικό αλφάβητο οφείλεται στην έμπνευση του δημιουργού του και δεν προέρχεται αμέσως από κάποιο αρχαιότερο αλφάβητο. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι ο Κύριλλος ήταν ο δημιουργός της γλαγολικής γραφής, που έγινε αρχικά γνωστή στους μαθητές του με την ονομασία «κυριλλική».

Αργότερα, στην Βουλγαρία, κάποιος από τους μαθητές του Μεθοδίου δημιούργησε την κυριλλική αλφάβητο, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, στην οποία μεταφέρθηκε η ονομασία της αρχικής
αλφαβήτου.

Το 893, σε γενική συνέλευση που συγκάλεσε ο Βόρις, πρώην βασιλιάς της Βουλγαρίας, μετά την σύλληψη και τύφλωση του γιού του Βλαδίμηρου, και την ανάρρηση στο θρόνο του τριτότοκου γιού του Συμεών, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, η επιβολή ως επίσημης, της κυριλλικής γραφής. 

Στην Μακεδονία εναντιώθηκαν στην κυριλλική γραφή οι παλαιότεροι μαθητές των Θεσσαλονικέων αδελφών. Ίσως, επειδή αντιμετώπιζαν την γλαγολική ως ιερό αλφάβητο, αφού ήταν έργο των πρώτων διδασκάλων. 
Η Γλαγολική επέζησε για περισσότερο χρόνο στην (σημερινή) Κροατία και Σλοβενία, όπου χρησιμοποιήθηκε στην εκκλησία ως τα τέλη του 19ου / αρχές του 20ου αιώνα. 
Μέχρι το 1927 χρησιμοποιούνταν Μηναία τυπωμένα με γλαγολικούς χαρακτήρες στις παραπάνω περιοχές  
Οι ανατολικοί σλάβοι, ήδη τον 12ο αιώνα, έπαψαν να χρησιμοποιούν την γλαγολική, χάριν της κυριλλικής.

 Οι παλιοί ρώσοι Λόγιοι μερικές φορές χρησιμοποιούσαν γλαγολικά γράμματα, για κρυπτογραφικούς λόγους.


Κυριλλικό αλφάβητο του 10ου αιώνα.



 Κυριλλικό αλφάβητο.

Παλαιό Κυριλλικό αλφάβητο

Από το αρχικό κυριλλικό αλφάβητο προήλθαν τα σύγχρονα κυριλλικά αλφάβητα, τα οποία χρησιμοποιούνται από τους ανατολικούς και νότιους Σλάβους (ρωσικό, λευκορωσικό, ουκρανικό, σερβικό και βουλγαρικό), με διάφορες απλοποιήσεις, προσαρμογές και προσθήκες, ώστε να εξυπηρετούν την ακριβή απόδοση των ήχων στις αντίστοιχες γλώσσες. 

Επίσης από το κυριλλικό αλφάβητο προήλθαν διάφορα αλφάβητα που χρησιμοποιούνται για την απόδοση μη σλαβικών γλωσσών διαφόρων εθνοτήτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (πάνω από 50).

Οι δυτικοί Σλάβοι, καθώς και οι Κροάτες και Σλοβένοι, οι οποίοι ακολούθησαν τον καθολικισμό, για την απόδοση της γλώσσας τους χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο, τροποποιημένο έτσι ώστε να αποδίδει τις ιδιαιτερότητες των γλωσσών τους (πολωνικά, τσεχικά, σλοβακικά, σλοβενικά, σερβοκροατικά κλπ.).

Στην κυριλλική γραφή διασώθηκαν περισσότερα μνημεία, χειρόγραφα και επιγραφικά. Αναφέρουμε τα παλαιότερα από αυτά.

Χειρόγραφα:

1)Το «βιβλίο του Σάββα». Πρόκειται για Ευαγγελιστάριον, δηλαδή βιβλίο που περιέχει περικοπές του Ευαγγελίου, γραμμένες σε 129 φύλλα, κατά την σειρά των αναγνωσμάτων της Κυριακής . Το όνομα του το πήρε από τα σχόλια που υπάρχουν στο χειρόγραφο δύο φορές, στα φύλλα 49 και 54, όπου, σε ένα από αυτά, αναφέρεται «Ο παπά-Σάββας ψάλλει» (попъ сава ψалъ). Το βιβλίο του Σάββα βρέθηκε από τον Ι.Ι. Σρεζνιέβσκη και φυλάσσεται στο Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Αρχαίων Πράξεων, στη Μόσχα. Χρονολογείται στον 11ο αιώνα.

2)Το χειρόγραφο του Σουπράλσκ. Βρέθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα στο μοναστήρι του Σουπράλσκ, κοντά στο Μπελοστόκ, από τον καθηγητή Μπομπόβσκη. Είναι μηναίον του μηνός Μαρτίου, δηλαδή περιέχει βίους Αγίων κατά την ημέραν της μνήμης τους, καθώς και ομιλίες του Χρυσοστόμου κ.α.. Αποτελείται από 285 φύλλα, που τώρα βρίσκονται διασκορπισμένα σε βιβλιοθήκες της Βαρσοβίας, της Λιουμπλιάνας και της Αγ. Πετρούπολης.

3)Ο «απόστολος του Γιένινα». Πρόκειται για το παλαιότερο από τα χειρόγραφα και περιέχει στοιχεία από τις Πράξεις των Αποστόλων και κηρύγματα. Βρέθηκε το 1960, κατά την ανακαίνιση του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Γιένινα της Βουλγαρίας. Χρονολογείται τον 11ο αιώνα και αποτελείται από 39, άσχημα διατηρημένα φύλλα περγαμηνής. Πρόκειται για μεταγραφή από γλαγολικό πρωτότυπο, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι παρεισφρέουν στο κείμενο και γλαγολικά γράμματα. Φυλάσσεται στην Λαϊκή Βιβλιοθήκη της Σόφιας.

4)Το Ευαγγέλιο του Οστρομίρ. Είναι από τα ελάχιστα μνημεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία. Στον επίλογο ο αντιγραφέας, ο Διάκονος Γρηγόριος, μας πληροφορεί ότι άρχισε να γράφει αυτό το Ευαγγέλιο στις 21 Οκτωβρίου 6564 (1056) και το τελείωσε στις 12 Μαΐου 6565 (1057), για λογαριασμό του δημάρχου (посадник) του Νόβγκοροντ, Οστρομίρ. Το χειρόγραφο είναι θαυμάσια διατηρημένο. Είναι Ευαγγελιστάριον, αντίγραφο από βουλγαρικό πρωτότυπο. Αποτελείται από 294 φύλλα, διακοσμημένα με πολυάριθμα έγχρωμα διακοσμητικά σχέδια. Φυλάσσεται στην Βιβλιοθήκη Μ.Ε. Σαλτικώφ-Σεντρίν, στην Αγία Πετρούπολη.

Οι κυριλλικές επιγραφές είναι περισσότερες από τις γλαγολικές:

1)Για πολύ καιρό αρχαιότερη εθεωρείτο η επιγραφή του βούλγαρου βασιλιά Σαμουήλ, γραμμένη σε επιτύμβιο λίθο, για τους συγγενείς του, το 993. Η επιγραφή βρέθηκε το 1888, στον Αγιο Γερμανό, στις Πρέσπες, (σήμερα στην Ελλάδα) και φυλάσσεται στην Σόφια.

2)Το 1950, κοντά στο χωριό Μίρτσια Βόντα της Ρουμανίας, ανακαλύφθηκε η «επιγραφή της Δοβρουτσάς», του 943. Σ'αυτήν την σύντομη επιγραφή, που περιλαμβάνει τέσσερις σειρές, οι δύο κάτω σειρές και μερικά γράμματα από τις πάνω σειρές είναι δυσανάγνωστα. Στην πρώτη σειρά διακρίνεται η λέξη гьрьчЕхъ (έλληνες). Στην δεύτερη σειρά, διαβάζεται ευκρινώς лЕто ÇYNA (έτος 6451 από κτίσεως κόσμου), δηλαδή 943.

3)Το 1977, ο Κ. Κωνσταντίνωφ δημοσίευσε επιγραφή που βρέθηκε στον Ναό του χωριού Κρέπτσα, στη Βουλγαρία. Στην επιγραφή αναφέρεται ότι τον Οκτώβριο του έτους 6430 από κτίσεως κόσμου (-5508 = 922), απέθανε ο δούλος του Θεού Αντώνιος. Αυτή, προς το παρόν, είναι η αρχαιότερη χρονολογημένη επιγραφή.

4)Αρχαιότερη επιγραφή σε ρωσικό έδαφος, πρέπει να θεωρηθεί επιγραφή πάνω σε αγγείο τύπου αμφορέα, που βρέθηκε σε τάφο πολεμιστή σε τύμβο (κουργκάν), στο Γκνιέζντοβο, κοντά στο Σμολένσκ. Χρονολογείται το πρώτο τέταρτο του 10ου αιώνα. Περιλαμβάνει μία λέξη: горушна ή горухша. Αυτό μπορεί να είναι κύριο όνομα, ή να υποδηλώνει το περιεχόμενο του αγγείου: «[σπόρος από] σινάπι».

Εκτός από τις παραπάνω, βρέθηκαν και πολλές άλλες επιγραφές σε όλες τις σλαβόφωνες περιοχές, γραμμένες, εκτός από πλάκες ή τείχους και σε διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσεως.



Η εκκλησιαστική σλαβική.

Οι μαθητές των αποστόλων των Σλάβων, Κυρίλλου και Μεθοδίου, όταν διώχτηκαν από την Μοραβία, βρήκαν, όπως είδαμε, καταφύγιο στην Βουλγαρία, Σερβία, καθώς και στο Βυζάντιο, κυρίως στον Άθω. Εκεί συνέχισαν την παραγωγή έργων σύμφωνα με την παράδοση των δασκάλων. Όμως, όπως ήταν φυσικό, η παλαιοσλαβική την οποία χρησιμοποιούσαν, αφομοίωσε, με την πάροδο του χρόνου, πολλές τοπικές ιδιαιτερότητες. Έτσι, από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, κάτω από την επιρροή των ζωντανών σλαβικών γλωσσών, σχηματίζονται εθνικές εκδοχές της παλαιοσλαβικής. Η γλώσσα των μνημείων αυτής της εποχής, ονομάζεται εκκλησιαστική σλαβική (σε βουλγαρική, ρωσική, σερβική κλπ εκδοχή).


α) Βουλγαρική εκκλησιαστική.

Η διαλεκτική διαφοροποίηση στα κείμενα της παλαιοσλαβικής που συντάχτηκαν στην Βουλγαρία, γίνεται αισθητή τον 12ο αιώνα, με φαινόμενα όπως η εναλλαγή των ρινικών φωνηέντων. Τον 14ο αιώνα τα κείμενα που είχαν παραχθεί ως τότε υπέστησαν αναθεώρηση και διόρθωση προς την κατεύθυνση της «κάθαρσης», ενοποίησης της ορθογραφίας και επιστροφής στην παράδοση, έργο κυρίως του Ευθυμίου του Ταρνόβου (Търново). Μεγάλο ρόλο στην κατεύθυνση αυτή έπαιξαν και τα σλαβικά μοναστήρια του Άθωνα. Η προσπάθεια αυτή πήρε τέλος από την προώθηση των Οθωμανών Τούρκων στα Βαλκάνια και την υποδούλωση των Βουλγάρων.


β) Σερβική εκκλησιαστική.

Στην Σερβία η εκκλησιαστική επηρεάστηκε από την διάλεκτο στόκαβσκι (βλ. παρακάτω). Όπως στην Βουλγαρία, έτσι και εδώ, τον 14ο- 15ο είχαμε μια προσπάθεια αποκατάστασης της γλώσσας, σύμφωνα με τα πρότυπα της παλαιοσλαβικής, κυρίως με το έργο του Κωνσταντίνου του Κόστενετς (Константин Костенечки, 1380; - 1431;) «Περί των γραμμάτων». Η εκκλησιαστική σλαβική παρέμεινε στην Σερβία ως η κύρια γραπτή γλώσσα μέχρι τον 18ο αιώνα. Από το τέλος του 17ου αιώνα, οι Σέρβοι που εγκαταστάθηκαν στην Βοϊβοντίνα, χρησιμοποιούσαν ως γραπτή γλώσσα την ρωσική (ανατολικο-σλαβική) εκκλησιαστική.


γ) Εκκλησιαστική των ανατολικών Σλάβων.

Το παλαιότερο χρονολογημένο μνημείο της εκκλησιαστικής σλαβικής στην Ρωσία του Κιέβου, είναι το Ευαγγέλιο του Οστρομίρ (1056), το οποίο, αν και αποδίδει παλαιότερο νοτιοσλαβικό χειρόγραφο, και δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την παλαιοσλαβική, εμφανίζει την εναλλαγή των ρινικών φωνηέντων o, e σε u, a αντίστοιχα. Τέτοια φαινόμενα, αλλά και άλλες ορθογραφικές, φωνητικές και λεξιλογικές επιδράσεις από την ομιλούμενη ανατολικό-σλαβική διάλεκτο, παρουσιάζει και το Χρονικό των περασμένων χρόνων. Η διαδικασία αυτή προχώρησε σταθερά, έτσι ώστε, μέχρι τον 14ο αιώνα ήταν σαφής η διάκριση των κειμένων της εκκλησιαστικής των ανατολικών Σλάβων, από την ενιαία παλαιοσλαβική.

Η βαθμιαία εξάπλωση των Οθωμανών στην Βαλκανική κατά τα τέλη του 14ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την μετανάστευση πολλών λογίων από τις νότιες σλαβικές χώρες (Σερβία-Βουλγαρία), προς την Μοσχοβία, που τότε είχε αποκτήσει τον κυρίαρχο ρόλο στα εδάφη της σημερινής κεντρικής Ρωσίας και Ουκρανίας. 
Μαζί τους έφεραν και την τάση για αποκάθαρση και «αναπαλαίωση» των Ιερών κειμένων. (Κυπριανός). Πρόκειται για την δεύτερη νοτιοσλαβική επίδραση (η πρώτη αναφέρεται στην περίοδο του εκχριστιανισμού των Ρως, υπό τον Βλαδίμηρο, μετά το 988). 

Αποτέλεσμα αυτής της επιστροφής στις ρίζες, ήταν εκτός άλλων, και η προσπάθεια μιας ετυμολογικά σωστής αναγραφής των ρινικών, όπως παρουσιάζεται, για παράδειγμα, στην πρώτη πλήρη έκδοση της Βίβλου, την Βίβλο του Γενναδίου, το 1499 .

Τον 16ο αιώνα, η Ρωσία, που είχε αναδειχθεί στον κυριότερο εκπρόσωπο των ορθοδόξων σλάβων, αντιμετώπισε πολλές πολιτισμικές προκλήσεις. 

Η Ορθοδοξία και η εκκλησιαστική σλαβική απειλήθηκε από την Μεταρρύθμιση και κυρίως από την προωθούμενη Αντιμεταρρύθμιση των Ιησουϊτών, από το 1569, στα υπό το πολωνικό στέμμα εδάφη των νότιων και νοτιοδυτικών περιοχών των ανατολικών σλάβων (σημερινές Λευκορωσία και Δ. Ουκρανία).

 Σημαντικό ρόλο στην θεολογική αντιπαράθεση έπαιξε και η τυπογραφία, η οποία εξαπλώθηκε κατά την διάρκεια του 16ου αιώνα και στην ανατολική Ευρώπη. 

Οι δογματικές και θεολογικές απαιτήσεις, καθώς και η ανάγκη των τυπογράφων για ορθογραφική ομοιομορφία, οδήγησαν στην πρώτη τυπωμένη βίβλο στα εκκλησιαστικά σλαβικά, την Βίβλο του Οστρόγ (Острожская Библия) το 1581 , καθώς και σε προσπάθειες κωδικοποίησης της εκκλησιαστικής σλαβικής σε γραμματικές και λεξικά, που έγιναν πλατειά γνωστά, επειδή ήταν τυπωμένα και, με τον τρόπο αυτό απέκτησαν ισχύ προτύπων. 

Μπορούμε να αναφέρουμε την «Γραμματική του ορθού σλαβικού συντάγματος...» του Μελέτιου Σμοτρίτσκι (Мелетий Смотрицкий, 1619, στο Λβώφ της σημερινής Ουκρανίας) και το Λεξικό «Лексикон славеноросский альбо имен толкование» του Πάμβο Μπερίντα (Памво Бермнда, 1627), έργα που δημιουργήθηκαν στον πολιτισμικό χώρο του νοτιοανατολικού Ρως. 

Το σύστημα της νέας εκκλησιαστικής σλαβικής γλώσσας που τυποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε μ'αυτόν τον τρόπο, πήρε στα μέσα του 17ου αιώνα, με τους Ουκρανούς λογίους, τον δρόμο του για την Μόσχα. Αυτή η πολιτιστική εισαγωγή περιγράφεται ως τρίτη νοτιοσλαβική επίδραση, όχι γιατί προερχόταν από τους νότιους Σλάβους, όπως οι δύο προηγούμενες, αλλά γιατί προερχόταν από την Ουκρανία, που βρισκόταν νοτιότερα από την Μόσχα. 

Από την Μόσχα η νέα εκκλησιαστική, μετά την αναθεώρηση των ιερών και λειτουργικών βιβλίων από τον Νίκωνα (1605-1681) και την περαιτέρω έκδοση της Βίβλου, εξαπλώθηκε στις άλλες περιοχές του ορθόδοξου σλαβικού κόσμου και χρησιμοποιείται σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι σήμερα στην ορθόδοξη λειτουργία.


δ) Κροατική εκκλησιαστική.

Η κροατική εκκλησιαστική καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της εκκλησιαστικής σλαβικής γραμματείας.
 Αν και ανήκε στον ρωμαιοκαθολικό πολιτισμικό κύκλο, διατήρησε στην γραφή των κειμένων την παράδοση των Κυρίλλου και Μεθοδίου ακόμα και μετά το σχίσμα του 1054, διατηρώντας την γλαγολική γραφή μέχρι τον 20ο αιώνα. 

Επειδή δε, από ιστορικούς λόγους οι πολιτιστικές επαφές με τα ανατολικά Βαλκάνια και την Ρωσία, μέσω των οποίων θα μπορούσε να επηρεαστεί η παράδοση, ήσαν δυσχερείς, τα κροατικά γλαγολικά χειρόγραφα κείμενα, συχνά παρουσιάζουν αρχαϊσμούς που είχαν εξαφανιστεί από ανάλογα κείμενα των άλλων σλαβικών λαών.


ε) Τσεχική εκκλησιαστική.

Τα πρώιμα προϊόντα της εκκλησιαστικής σλαβικής στην δυτική περιφέρεια του σλαβικού κόσμου, δηλαδή η τσεχική εκκλησιαστική, είχαν περιορισμένο ρόλο στην ιστορία της παράδοσης της εκκλησιαστικής σλαβικής γλώσσας, γιατί πολύ νωρίς, μετά τους Κύριλλο και Μεθόδιο, η λατινική καθιερώθηκε ως λειτουργική γλώσσα και τα παλαιοσλαβικά κείμενα απαγορεύτηκαν και καταστράφηκαν, ανακόπτοντας έτσι την εξέλιξη της γλώσσας. 




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο. Οι σλαβικές γλώσσες σήμερα.


Πρότυπη γλώσσα και διάλεκτος.

Η γλώσσα αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα ενός έθνους. 

Είναι ένα σύνθετο σύστημα, που περιλαμβάνει επί μέρους συστήματα (υποσυστήματα). 

Ανάμεσα στα υποσυστήματα κυρίαρχο ρόλο παίζει η πρότυπη γλώσσα. 

Γλώσσα πρότυπη ή κανονική είναι η γλώσσα που αναγνωρίζεται ως υπόδειγμα και κανόνας για τον γραπτό ή προφορικό λόγο.
 Οι Ρώσοι, όπως και οι Γάλλοι (παλαιότερα και οι Ανατολικογερμανοί), χρησιμοποιούν τον όρο λογοτεχνική γλώσσα (langue littéraire, литературнмй язмк), αλλά ο όρος αυτός μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση με την γλώσσα της λογοτεχνίας. 

Η πρότυπη γλώσσα καθιερώνεται από την χρήση της για την παραγωγή γραπτών κειμένων. 

Πρώτη πρότυπη γλώσσα όλων των Σλάβων ήταν η παλαιοσλαβική. 

Στην ιστορία των νεώτερων χρόνων, ως εθνικό γνώρισμα, αναπτύσσεται παράλληλα με την δημιουργία των εθνών και των εθνικών κρατών. 

Γι αυτό και, όπως θα δούμε, σε πολλές περιπτώσεις, ο αγώνας για την δημιουργία μιας γλώσσας-υποδείγματος ως φορέα εθνικής αυτογνωσίας, προωθείται συστηματικά από τους υπέρμαχους της εθνικής απελευθέρωσης και ολοκλήρωσης σε ένα εθνικό κράτος.

Εκτός της πρότυπης γλώσσας, υπάρχουν και διάλεκτοι, δηλαδή τοπικές παραλλαγές της εθνικής γλώσσας, οι οποίες αποτελούν ένα περιορισμένο υποσύστημα.

 Διάλεκτος είναι η διαφοροποιημένη μορφή μιας γλώσσας, βάσει χαρακτηριστικών που ανάγονται σε οποιοδήποτε επίπεδο της γλωσσικής δομής: φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη. 

Η διάκριση μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου είναι πολλές φορές ιδιαίτερα δυσχερής. 

Συνήθως τίθεται ένα γεωγραφικό κριτήριο, βάσει του οποίου η διάλεκτος χαρακτηρίζεται ως τοπική μορφή μιας γλώσσας.
 Όμως «τοπική» σε σχέση με ποια γεωγραφική περιοχή;

 Άλλο κριτήριο βασίζεται στην αμοιβαία κατανόηση των ομιλητών μιας διαλέκτου και της κύριας γλώσσας, σε αντίθεση με την μη κατανόηση δύο διαφορετικών γλωσσών.

 Και αυτό είναι επισφαλές όμως. Π.χ. ο ομιλητής της πρότυπης ιταλικής, γίνεται κατανοητός από τον ομιλητή της πρότυπης ισπανικής, ενώ είναι αμφίβολο, αν ο ομιλητής της διαλέκτου του Μιλάνου γίνεται κατανοητός από τον ομιλητή της πρότυπης Ιταλικής.
 Συνεπώς υπάρχει πάντοτε κάποιος βαθμός αυθαιρεσίας στον χαρακτηρισμό κάποιου συστήματος ως γλώσσας ή διαλέκτου μιας γλώσσας.

 Τα πράγματα περιπλέκονται όταν υπεισέρχονται εξωεπιστημονικοί παράγοντες, συνήθως πολιτικής φύσεως. Π.χ. τον 19ο αιώνα οι Ρώσοι θεωρούσαν την λευκορωσική και την ουκρανική (τότε μικρορωσική), ως διαλέκτους της ρωσικής (τότε μεγαλορωσικής). Οι Ουκρανοί θεωρούν την ρουσινική ως διάλεκτο της ουκρανικής. 
Η κασουβική που παλαιότερα εθεωρείτο ανεξάρτητη γλώσσα, τώρα τείνει να θεωρείται διάλεκτος της Πολωνικής, όπως και η σιλεσική.

Η ύπαρξη προτύπων ή κανονικών γλωσσών και διαλέκτων είναι χαρακτηριστικό όλων των σλαβικών γλωσσών. Σε ορισμένες σλαβικές γλώσσες, ο διαλεκτικός διαμελισμός της εθνικής γλώσσας, είναι πολύ βαθύς. 
Σε άλλες εμφανίζεται το φαινόμενο σε μικρότερο βαθμό.

 Σήμερα διακρίνονται 12 σχετικά μεγαλύτερες σλαβικές κανονικές γλώσσες: 
4 νοτιοσλαβικές (βουλγαρική, σλαβομακεδονική, σερβοκροατική, σλοβενική), 
5 δυτικοσλαβικές (τσεχική, σλοβακική, πολωνική, άνω και κάτω σορβική), 
3 ανατολικοσλαβικές (ρωσική, λευκορωσική, ουκρανική). 



Α. Νότιες σλαβικές γλώσσες.



1. Βουλγαρική.


Η βουλγαρική γλώσσα απέκτησε γραφή τον 10ο αιώνα. 

Ως τον 12ο αιώνα, οι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν και τα δύο αλφάβητα, το γλαγολικό, στην δυτική Βουλγαρία, και το κυριλλικό, στην ανατολική.
 Μετά τον 12ο αιώνα, χρησιμοποιείται μόνο η κυριλλική γραφή.
 Πολύ δύσκολα διακρίνεται η παλαιοσλαβική από την παλαιοβουλγαρική. 
Οι ίδιοι οι Βούλγαροι δεν χρησιμοποιούν τον όρο παλαιοσλαβική, αλλά παλαιοβουλγαρική. 

Αυτήν την ορολογία την χρησιμοποίησε και ο Α. Α. Σάχματωφ.

 Η βουλγαρική γραφή εξελισσόταν ομαλά ως τον 14ο αιώνα.

 Ήδη την εποχή εκείνη υπάρχει τάση προς μία αναλυτική γλώσσα: τα ουσιαστικά και τα επίθετα δεν κλίνονται πλέον. 
Οι καταλήξεις των πτώσεων αντικαταστάθηκαν με την χρήση προθέσεων. 

Στα τέλη του 14ου αιώνα μετά την υποταγή της Βουλγαρίας στους Τούρκους, χάνεται ουσιαστικά η λόγια παράδοση

Στα ρωσικά περιοδικά των αρχών του 19ου αιώνα έφτασαν σε σημείο να γράφουν ότι η βουλγαρική γλώσσα δεν χρησιμοποιείται πλέον και ότι όλοι οι Βούλγαροι «εκτουρκίστηκαν». 

Όλες τις ελπίδες τους για εθνική αναγέννηση, οι Βούλγαροι τις συνέδεαν με την Ρωσία, που είχε αναδειχθεί την εποχή εκείνη ως το σημαντικότερο ορθόδοξο σλαβικό κράτος. 
Η Βουλγαρία απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1877-1878, από ρωσικά στρατεύματα, αλλά το ενδιαφέρον της Ρωσίας για την περιοχή ήταν παλαιότερο. 

Η πρώτη ιστορία των Βουλγάρων και η πρώτη γραμματική της βουλγαρικής γράφτηκε από τον ουκρανό Γιού. Βενιέλιν (1802-1839), που αφιέρωσε την σύντομη ζωή του στηνβουλγαρική παλιγγενεσία.

Χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα της βουλγαρικής είναι ότι βάσει της δεικτικής αντωνυμίας тот σχηματίστηκε το οριστικό άρθρο που επισυνάπτεται στο όνομα ως επίθημα. 

Παράδειγμα: βιβλίο = книга, το βιβλίο = кингата, όπου το та είναι το οριστικό άρθρο.
Δεν υπάρχει απαρέμφατο. 
Αναπτύχτηκε η χρήση των άτονων μορφών των προσωπικών αντωνυμιών (εγκλιτικών). Απωλέσθη η χρήση του απαρεμφάτου. 
Διατηρείται το ανεπτυγμένο σύστημα κλίσεων των ρημάτων, κ.α.

Βασικές διάλεκτοι στην βουλγαρική είναι δύο: η ανατολική και δυτική. 
Τα όρια των δύο βουλγαρικών διαλέκτων.

Διαφέρουν στην προφορά του ειδικού σλαβικού ήχου (διφθόγγου) που σημειώνεται με το γράμμα E (γιατ). 
Στις δυτικές διαλέκτους, αντί γιατ, προφέρεται γιε. 

Στις ανατολικές εξαρτάται από τις συνθήκες, προφερόμενο γιε ή α. 
α) Χλιέμπ, Λιέτο, Χλιέμπετς στις δυτικές διαλέκτους και 
β) Χλάμπ, Λάτο, Χλέμπετς, Λέτεν στις ανατολικές διαλέκτους. 

Επίσης, στην ανατολική διάλεκτο υπάρχουν μαλακά σύμφωνα, που λείπουν στην δυτική.

Για αναγέννηση της πρότυπης βουλγαρικής, μπορούμε να μιλήσουμε μόνο κατά τον 19ο αιώνα, όταν ανεξαρτητοποιήθηκε και η Βουλγαρία.
 Βάση της είναι η ανατολικοβουλγαρική διάλεκτος, με επιδράσεις από την δυτική διάλεκτο, που εδαφικά συνδέεται με την Σόφια.

Σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση της βουλγαρικής, έπαιξε το έργο μεγάλων λογοτεχνών, όπως ο Χρήστο Μπότεφ  ο Ιβάν Βάζωφ , ο Πέτκο Σλαβέϊκο , ο Λιούμπεν Καραβέλωφ  κ.α..

Η βουλγαρική πρότυπη δέχτηκε σημαντικές επιρροές και από την ρωσική γλώσσα. Γενικό χαρακτηριστικό της βουλγαρικής ποίησης είναι η πολιτικοποίηση της, πράγμα φυσικό, για ένα λαό που κατά τον 19ο αιώνα αγωνιζόταν για την ελευθερία του: 
οι ποιητές ήταν εκείνοι που καλούσαν τον βουλγαρικό λαό σε αγώνα για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.


2. Σλαβομακεδονική.


Για την νεώτερη από τις επίσημες σλαβικές γλώσσες, (ηλικίας μόλις 60 ετών), την γλώσσα της «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (FYROM), παραθέτω την άποψη του Ρώσου φιλολόγου Α. Α. Σοκολιάνσκη:


«Η πλησιέστερη στην βουλγαρική είναι η σλαβομακεδονική. 

Είναι η νεώτερη πρότυπη σλαβική γλώσσα.

 Χαρακτηρίστηκε ως πρότυπη μόνο μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» αποτέλεσε μέρος της Γιουγκοσλαβίας. 

Το πρόβλημα της σλαβομακεδονικής πρότυπης γλώσσας, είναι το πιο ακανθώδες πρόβλημα της σλαβιστικής.


Κατά τον μεσαίωνα η περιοχή αποτέλεσε τμήμα του Α'βουλγαρικού Βασιλείου. 

Όταν η Βουλγαρία έχασε την ανεξαρτησία της δεν υπήρχε εδαφικό πρόβλημα μεταξύ Μακεδονίας και Βουλγαρίας, διότι ως τα μέσα του 19ου αιώνα, όλα αυτά τα εδάφη αποτελούσαν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 Το 1877 τα εδάφη των Βαλκανίων απελευθερώθηκαν από τα Ρωσικά στρατεύματα. 

Στην αρχική Συνθήκη Ειρήνης προβλεπόταν η δημιουργία Βουλγαρικού κράτους, στο οποίο θα έπρεπε να ενσωματωθούν και τα εδάφη της [μετέπειτα Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της] Μακεδονίας. 

Μετά από 9 μήνες, η Ρωσία, που είχε εξασθενήσει από τον πόλεμο, αναγκάστηκε να υπογράψει νέα συνθήκη, βάσει της οποίας η Μακεδονία δεν συμπεριλαμβανόταν στην Βουλγαρία.

 Μέχρι σήμερα οι Βούλγαροι σλαβολόγοι θεωρούνότι οι μακεδονικές διάλεκτοι είναι οργανική συνέχεια των βουλγαρικών και δεν αναγνωρίζουν χωριστή σλαβομακεδονική γλώσσα, θεωρώντας την ως εκδοχή της βουλγαρικής. 

Μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η [πρώην Γιουγκοσλαβική] Μακεδονία έγινε ανεξάρτητο κράτος και η γλώσσα της δεν παρουσιάζει σημαντικά λογοτεχνικά επιτεύγματα. 

Οι προσιτές σ’ εμάς πηγές κειμένων σ’ αυτήν την γλώσσα είναι βασικά μεταφράσεις από άλλες γλώσσες, ή τραγούδια φολκλορικού χαρακτήρα και, πιθανόν,
 πρέπει να συμφωνήσουμε με τους βουλγάρους σλαβιστές,
 ότι η διαφορά της σλαβομακεδονικής από την βουλγαρική γλώσσα 
δεν ξεπερνά την διαφορά ανάμεσα σε διαλέκτους μιας γλώσσας» .

Στην σλαβομακεδονική χρησιμοποιούν την κυριλλική γραφή. 
Στο αλφάβητο χρησιμοποιείται το γράμμα j.

Ο τόνος είναι σταθερός, στις δισύλλαβες λέξεις στην πρώτη συλλαβή, σε τρισύλλαβες και πολυσύλλαβες στην προπαραλήγουσα. 

Μορφολογικά χαρακτηρίζεται από τα εξής: 

1) Τα ουσιαστικά δεν κλίνονται. 
2) Χρησιμοποιείται οριστικό άρθρο και 
3) Απωλέσθη το απαρέμφατο.


Die makedonischen Sprache in der Antike.

$
0
0
Antikes Makedonien. Schrift Tafel aus Palatiano Kilkis-Makedonien
Η επιγραφή του Παλατιανού - Κιλκίς
Georgios K. Giannakis
Universität Ionnina
 Die Bilder und die Textformatierungen 
sind unsere Auswahl (Yauna),
 und nicht im Text enthalten.



Die Eigenart der makedonischen Sprache in der Antike und ihr Verhältnis zum Griechischen war seit altersher Gegenstand von Diskussionen, die sich bisweilen in stark aufgeladener Atmosphäre und ohne streng wissenschaftliches Rüstzeug abspielten; gewöhnlich jedoch fand der Dialog auf der Grundlage wissenschaftlicher Kriterien statt.

Es sind zwei Grundthesen, um die herum sich die Wissenschaftler beim vorliegenden Thema bewegen.

Eine Gruppe von Sprachwissenschaftlern und Philologen vertrat die Meinung,
das Makedonische stelle eine unabhängige indogermanische Sprache dar
 (z.B. O. Müller, G. Meyer, M. Vasmer u.a.), während eine zweite Gruppe von Sprachwissenschaftlern und Spezialisten dafür eintrat, das Makedonische sei ein altgriechischer Dialekt (z.B. G. N. Hatzidakis, O. Hoffmann u.a.).

In den letzten zwanzig oder dreißig Jahren hat sich um dieses Thema im Rahmen der zweiten oben genannten Spezialistengruppe eine Forschungsaktivität entwickelt, nach der das Makedonische einen altgriechischen Dialekt darstellt, der viele Ähnlichkeiten mit den nordwestlichen griechischen Dialekten aufweist, speziell mit dem dorischen. 


Grundlegendes Nachteil bei der Erforschung der Sprache der alten Makedonen war und ist noch immer das spärliche Material, das aus ungefähr 150 Glossen und um die 200 Eigennamen besteht (Personennamen und Ortsnamen) sowie ein Corpus von Inschriften, die in der attischen Koiné abgefasst sind, aber auch Elemente und Einflüsse der mündlichen Sprache des antiken Makedonisch bewahren, und schließlich viele Zitate antiker Schriftsteller.

 Der Fortschritt der historischen Sprachwissenschaft und der Dialektkunde der griechischen Sprache hat in den letzten Jahrzehnten bedeutend zu einer besseren und vollständigeren Annäherung an die Sprache des antiken Makedoniens beigetragen.

 In diese Richtung haben auch die Funde beigesteuert, die von der archäologischen Forschung ans Licht gebracht wurden und deren Interpretation einen fachübergreifenden Blick auf die Bewältigung des ganzen Themas wirft und so auch bei der Interpretation der sprachlichen Gegebenheiten hilft.

Die vier in diesem Band enthaltenen Texte stellen das konzentrierte Wissen von vier Spezialisten für die Erforschung des antiken Makedoniens dar und folgen einer fachübergreifenden
Annäherung, wie es die Natur des Forschungsgegenstandes erfordert.

Der erste Text konzentriert sich auf Themen, 
die die Geschichte Makedoniens betreffen vom Beginn der historischen Zeit bis zur hellenistischen Periode, 
der zweite beschäftigt sich mit der archäologischen Sachlage, im darauf folgenden werden die philologischen Zeugnisse des antiken Makedoniens diskutiert, während im letzten eine systematische Diskussion über linguistische Gegebenheiten geführt wird.

Gemeinsamer Nenner, der als verbindendes Element der vier Arbeiten wirkt, ist die objektive Untersuchung der betreffenden Themen durch vier exzellente Kenner
der Sprache, der Geschichte und der archäologischen Situation des antiken Makedoniens. 

Im Zentrum des Bandes steht die Stellung des Makedonischen innerhalb des Altgriechischen und zwar speziell als Mitglied der Dialektgeographie des Altgriechischen;
 dabei helfen die Zeugnisse aus den Nachbarwissenschaften:
 der Philologie, der Geschichte und der Archäologie.

In Professor Zahrnts Untersuchung wird ein Überblick über die historischen Bedingungen gegeben, die zum Aufstieg Makedoniens als Führungsmacht beitrugen, besonders unter Perdikkas, Philipp und Alexander.

Es wird ein historischer Rückblick von den Anfängen des makedonischen Reiches anhand der ersten Zeugnisse der antiken Historiker, besonders Herodots und Thukydides, vorgenommen.

Diese beiden Historiker waren zeitlich den von ihnen beschriebenen Ereignissen nicht sehr fern und dank ihrer Reisen mit den Verhältnissen und Geschehnissen in dieser Gegend recht gut vertraut. 

Außerdem gibt es in ihren Werken Exkurse über die ältere Geschichte Makedoniens:
bei Herodot (8.137ff.) über die Gründung des makedonischen Königreiches 
und bei Thukydides (2.99) über seine Entwicklung bis zu den Perserkriegen. 

Herodot und Thukydides untersuchen die makedonische Frühgeschichte anlässlich der Beschreibung von Ereignissen der griechischen Geschichte, da diese Begebenheiten in den beiden Gegenden, wie sie glaubten, miteinander in Verbindung standen.

Zahrnt untersucht die Erweiterungen des makedonischen Reiches und seine Beziehungen sowohl zu den Nachbarvölkern wie auch den Athenern besonders während des Peloponnesischen Krieges.

Die Studie schließt mit dem Versuch Philipps, die Griechen zu einigen, um gemeinsam gegen die Perser vorgehen zu können, wie es auf dem Kongress von Korinth 337 v.Chr. beschlossen worden war, ebenso wie die Übernahme der Führung Makedoniens durch seinen Sohn Alexander, der schließlich die Pläne seines Vaters zur Bestrafung der Perser, des Erbfeinds der Griechen, verwirklichen sollte.

Diese Untersuchung gibt uns die allgemeinen historischen Konturen des Auftauchens, der Entwicklung und des Aufstiegs Makedoniens zur antiken Weltmacht sowie den Rahmen, in dem die folgenden Studien des Bandes gesehen werden müssen.

Arthur Muller untersucht die archäologischen Gegebenheiten, die ein Bild abgeben, das jenem der anderen griechischen Gegenden ähnelt:
bei der Organisation der Städte, bei den Tempeln und Heiligtümern, der Einstellung gegenüber den Toten und den entsprechenden Anschauungen. 

Dass sich in Makedonien die Königsherrschaft außerordentlich lange hielt, gibt dem Forscher die Gelegenheit, mit konkreten Daten die Organisation des makedonischen Königreichs zu ermitteln, aber auch zugleich die Hypothesen zu dieser Institution im prähistorischen Griechenland zu unterbauen. 

Wie Arthur Muller es bezeichnenderweise ausdrückt:

„Von diesem notwendigerweise unvollkommenen Überblick nehmen wir gleichzeitig das Gefühl der Vertrautheit, der Verschiedenheit und der Originalität der makedonischen Denkmäler mit“.

Mit dem Begriff „Vertrautheit“ bezieht er sich auf die Tatsache, dass alle diesbezüglichen Elemente griechisch sind, was die Formen und die Manifestationen angeht,

„vom Städtebau und dem Haus, den Heiligtümern und den Gräbern bis zur materiellen Produktion überhaupt- wie auch in den Sitten, der Lebensart und den Auffassungen, die mit diesen Denkmälern in Verbindung gebracht werden können, den religiösen Praktiken und Beerdigungsbräuchen finden wir grundlegende Elemente der griechischen Kultur wieder, welche die klassische Archäologie schon seit Langem ans Licht gebracht hat, was die Welt der Stadtstaaten angeht“.

Das Element der „Verschiedenheit“ bezieht sich nach Arthur Muller auf die Tatsache, dass in Makedonien auch Elemente begegnen, die im Griechenland der Stadtstaaten völlig unbekannt sind:
Antikes Makedonien; Palast in Pella 

die Paläste, die monumentalen Grabanlagen und die höfische Kunst, Elemente, die mit der Institution der Monarchie verbunden sind, welche das übrige Griechenland schon ziemlich früh hinter sich gelassen hatte. 

Trotzdem aber „lässt sich diese Verschiedenheit immer in eine Sprache mit ausschließlich griechischen Typen übersetzen, die von einer erstaunlichen Kohärenz charakterisiert ist, da die Architektur der Fassaden bei den Palästen und makedonischen Gräbern im Wesentlichen gleich ist, ebenso wie der Dekor der Wände in den Palästen, den aristokratischen Häusern und monumentalen Grabanlagen“.

Was endlich das Element der „Originalität“ angeht, meint Arthur Muller, dass das Makedonien des 4. Jh.s
 nicht einfach Typen und Vorbilder von den anderen griechischen Stadtstaaten übernahm
sondern auf den meisten Gebieten entscheidend auch zu ihrer Weiterentwicklung zu neuen Formen und Rhythmen beitrug.

Die letzten Forschungen weisen nach, dass Makedonien Merkmale bietet, die früher anderen Zentren der antiken Welt zugeschrieben wurden -wie z. B. die Errichtung großer terrassenförmig angelegter Baukomplexe, die großen von Säulen umgebenen Räume, die miteinander verbundenen Architekturtypen, der Baustil beim Dekor der Häuser und der bildhafte Stil bei den Mosaiken.

In bestimmten Fällen, wie in der Großmalerei, ist Makedonien außerdem das einzige Gebiet, wo diese Formen erhalten sind. Muller schließt seine Untersuchung mit der Überzeugung, dass die Forschungen in der Zukunft den bedeutenden Rang bestätigen werden, den Makedonien bei der Erforschung der griechischen Kultur einnehmen sollte.

Diese Befunde von Prof. Arthur Muller erhalten besonderes Gewicht in Verbindung mit der Interpretation der linguistischen Daten in den beiden folgenden Untersuchungen des Bandes und bestärken die Ansicht, dass, wie es auch bei den archäologischen Funden der Fall ist, so auch das Makedonische eng mit der griechischen Sprache als einer ihrer Dialekte verbunden ist.

Die beiden folgenden Studien beschäftigen sich mit der Sprache des antiken Makedoniens.

 Emilio Crespo präsentiert innerhalb eines linguistisch-philologischen Rahmens die sprachliche Lage im antiken Makedonien und zieht den Schluss, dass das Makedonische einen altgriechischen Dialekt darstellt, der eher mit den nordwestlichen griechischen Dialekten in Verbindung steht, was jenseits aller Zweifel in der folgenden Studie von Julian Méndez Dosuna belegt werden kann.

Im Einzelnen: In der Untersuchung von Prof. Emilio Crespo wird eine allgemeine Einschätzung der Sprachen und Dialekte vorgenommen, die direkt oder indirekt im antiken Königreich Makedonien auf geschriebenen Dokumenten bezeugt sind, die ins 5. und 4. Jh. v.Chr. datiert werden.

Dem Autor zufolge zeigt der sprachliche Zustand, der sich aus dem Studium der Zeugnisse ergibt, die in dem geographischen vielgestaltigen, aber politisch einheitlichen Gebiet Makedoniens gefunden wurden, ein sprachliches Mosaik aus lokalen griechischen Dialekten und wahrscheinlich mindestens einer anderen indogermanischen Sprache.

Crespo bezeichnet diese indogermanische Sprache als „linguistisches Adstrat“, das nur von Glossen in griechischen Texten bezeugt ist, sowie von zwei oder drei phonetischen Merkmalen, die eher aufs Phrygische und Thrakische verweisen. Wahrscheinlich wurden auch andere Sprachen benutzt -wie das Illyrische-, die sich aber weder in Texten erhalten haben noch von antiken Autoren zitiert werden.

Schließlich verweisen gewisse Personennamen fremder Herkunft, die in Texten griechischer Autoren erscheinen, auf Sprecher des Phrygischen, Thrakischen und Illyrischen.

Die unbekannte indogermanische Sprache, so glaubt Crespo, lebte allem Anschein nach noch in der Zeit der ersten geschriebenen Texte des 5. Jh.s v.Chr.; wir dürfen annehmen, dass sie sich wenigstens so lange gehalten hat, wie ihre Interferenzspuren in der Aussprache des Griechischen in griechischen Texten aufspürbar sind.

Andererseits wurden die lokalen griechischen Dialekte, die in den ins makedonische Reich eingegliederten Stadtstaaten verwendet wurden, im geschriebenen Wort allmählich von der attisch-ionischen Koiné abgelöst, und zwar vielleicht früher als in den anderen griechischen Gegenden wegen der wachsenden kommunikativen Funktionen der Verwaltung seit der Mitte des 4. Jh.s.

Der lokale makedonische Dialekt, der wohl nie zum Abfassen öffentlicher Schriftstücke verwendet wurde, verschwand auch aus den geschriebenen Privattexten, da er in allen seinen Funktionen von der attisch-ionischen Koiné ersetzt wurde.

Der Verfall der örtlichen Dialekte wurde von der römischen Eroberung 168 v.Chr. und durch den gleichzeitig verstärkten Gebrauch der attisch-ionischen Koiné beschleunigt. In dieser Zeit scheint der mündliche Gebrauch der örtlichen griechischen Dialekte sowie der unbekannten indogermanischen Sprache sein Ende gefunden zu haben.

Die letzte Erwähnung des makedonischen Dialekts als gesprochener Sprache stammt vom Beginn der nachchristlichen Zeit, als, wie Strabon berichtet (7.7.8) einige (ενιοι) Makedonen δίγλωττοι waren, also die Koiné und den örtlichen Dialekt sprachen.
Koine auf Papyrus.

In der letzten Untersuchung des Bandes (Prof. Julian Méndez Dosuna) erfolgt eine behutsame, detaillierte und gründliche Analyse der linguistischen Daten, welche die Ansicht stützen, dass das Makedonische ein altgriechischer Dialekt ist (die sogenannte „Griechische Hypothese“, wie bezeichnenderweise betont wird).

Und zwar zeigt dieser Dialekt viele Elemente, die ihn in die Gruppe der nordwestlichen Dialekte einordnen. Dann schreitet Prof. Dosuna zur Aufzählung und analytischen Erörterung aller Elemente, welche obige Ansicht stützen, Elemente aus antiken Zeugnissen zur „Griechischkeit“ der Makedonen, Glossen des Lexikographen Hesych (5. Jh. n.Chr.)
wie z.B. άδη ούρανός. Μακεδόνες (AGr αίθήρ), δώραξ• σπλήν ύπό Μακεδόνων (AGr θώραξ, ‘Brust, Rumpf’), δανών• κακοποιών• κτείνων (wahrscheinlich *θανόω = AGr θανατόω; vgl. maked. δάνος für das AGr θάνατος nach Plutarch 2.22c), γόλα (Manuskript γόδα)• εντερα (vermutlich γολά = att. χολή ‘Galle’, ‘Gallenblase’, hom. χολάδες ‘Eingeweide’), βηματίζει• το τοΐς ποσι μετρεΐν, άργιόπους (wahrscheinlich statt άργίπους)• άετός, oder θούριδες• νύμφαι, Μοΰσαι u.a.;

Personennamen wie Philippos, 
Alexandros, 
Perdikkas, 
Amyntas u.a.; 
inschriftliches Material, bei dem das in die Jahre 380-350 v.Chr. datierte Fluchtäfelchen aus Pella einen zentralen Rang einnimmt; makedonische Inschriften, verfasst auf Attisch oder in der attisch-ionischen Koiné.

Dann nimmt der Forscher eine gründliche und belegte Analyse des linguistischen Materials und seiner besonderen Merkmale vor, vornehmlich in phonetisch-phonologischer Hinsicht und beweist die enge Beziehung des Makedonischen zu den anderen Dialekten des Griechischen.

Natürlich weist das Makedonische auch gewisse besondere phonetische Merkmale auf, die sich von allen anderen griechischen Dialekten unterscheiden wie die Stimmhaftwerdung der Verschlusslaute /p t k/ zu [b d g] und der Reibelaute /f θ s x/ zu [v 3 z γ], obwohl man auch hier Hypothesen zu Entwicklungen anstellen könnte, die sich in ähnlicher Form in anderen Dialekten später abspielten, also die Frikativierung von /b d g/ zu [v 3 γ], eine These, die Georgios Babiniotis einige Jahre zuvor aufgestellt hatte.

Die vier Arbeiten tragen folglich entscheidend zur Aufklärung der Identität der Sprache des antiken Makedonenreichs bei.

Die historischen Zeugnisse, die archäologischen Daten und die kulturellen Elemente, die philologischen und linguistischen Zeugnisse legen vorbehaltlos die Zuordnung des Makedonischen zu den antiken griechischen Dialekten nahe.

Besonders die beiden letzten Studien Emilio Crespos und Julian Méndez Dosunas, welche die linguistischen Gegebenheiten analysieren und diskutieren, ordnen das Makedonische unter die griechischen Dialekte ein und weisen es den Dialekten der nordwestlichen Gruppe zu, die enge Beziehungen zum Dorischen aufweist. Sollten sich die historischen, archäologischen, philologischen und andere diesbezügliche Zeugnisse mit den linguistischen Befunden in Einklang bringen lassen, ist das letztliche Bild abgerundet und vollständig; die Arbeiten dieses Bandes streben eben dieses Ziel an und wir glauben, sie haben es erreicht.

Zum Schluss möchte ich mich bei Prof. I. N. Kazazis, dem Vorsitzenden des Zentrums für die Griechische Sprache, und bei Prof. Antonios Rengakos, dem Leiter der linguistischen Abteilung des Zentrums, für die begeisterte Billigung des Programms der antiken Dialekte und seine vorbehaltlose Unterstützung bedanken, bei den Übersetzern der Texte sowie beim Personal des Zentrums, besonders bei den Philologinnen Maria Arapopoulou, Maria Chriti, Konstantina Gakopoulou und Anna Lichou und bei der Sekretärin Katerina Zianna einerseits für die Hilfe durch die Lektorierung der Texte und andererseits für die effiziente Erledigung der komplizierten bürokratischen Verfahren.

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η εξέλιξη του Μακεδονικού Ζητήματος από την ίδρυση της Εξαρχίας ως το τέλος της Ανατολικής Κρίσης (1870—1878).

$
0
0
Το βόρειο τμήμα της Ελλάδος.
Lisle, Guillaume de, 1675-1726, 1708 
 Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου
Η Μακεδονία  στα πλαίσια της Βαλκανικής Πολιτικής 
(1830-1986)
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Στα 1870 η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας έδωσε και τυπικά το σύνθημα για την έναρξη της σκληρής εθνικής διαπάλης στο μακεδονικό χώρο. 

Το σουλτανικό φιρμάνι
της Εξαρχίας.
Το δέκατο άρθρο του φιρμανιού της Εξαρχίας, το οποίο πρόβλεπε την επέκταση της δικαιοδοσίας του Βουλγάρου Εξάρχου σε περιοχές της οθωμανικής επικράτειας,
όπου τα 2/3 του πληθυσμού θεωρούνταν Βούλγαροι, 
υπήρξε η πιο επίμαχη διάταξη, επειδή διακανόνιζε το εκκλησιαστικό ζήτημα δημιουργώντας και υποδαυλίζοντας την ένταση των εθνικών ανταγωνισμών.

Στο άρθρο αυτό θα στηριχθούν στο εξής τα επιχειρήματα του βουλγαρικού στοιχείου της Μακεδονίας, ιδιαίτερα μετά το 1878, το οποίο θα διεκδικήσει επίμονα με αλλεπάλληλα υπομνήματα και επικαλούμενο την πληθυσμιακή υπεροχή του,
το διορισμό Βουλγάρων επισκόπων 
στη Στρώμνιτσα, 
στα Βελεσά, 
στο Νευροκόπι, 
στο Ιστίπ, 
στην Κότσανη και 
στο Κράτοβο.

Η τεράστια αίσθηση που προκάλεσε τόσο στον ελληνισμό του βασιλείου όσο και στους υπόδουλους της Μακεδονίας και της Θράκης η έκδοση του φιρμανιού της Εξαρχίας και ιδιαίτερα η παρουσία του δέκατου άρθρου καθώς και η κατοπινή ρήξη πατριαρχείου — Εξαρχίας, η οποία κατέληξε στο σχίσμα (1872), επέδρασαν σημαντικά στο πολιτικό καθεστώς του χριστιανικού πληθυσμού του μακεδονικού χώρου.

 Έτσι μετά το 1870 εντάθηκαν οι βουλγαρικές ενέργειες για την προσέλκυση των χριστιανικών πληθυσμών στις περιοχές 
Σκοπίων, 
Αχρίδας, 
Νευροκοπίου, 
Μελενίκου, 
Στρώμνιτσας, 
Μοναστηριού, 
Βοδενών και 
Σερρών. 

Οι κάτοικοι των γεωγραφικών αυτών περιφερειών πιέζονταν αφόρητα να υπογράψουν αναφορές και να ζητήσουν την υπαγωγή τους στην Εξαρχία εφόσον συγκέντρωναν την πληθυσμιακή υπεροχή στις περιοχές τους, τη δημιουργία αναγνωρισμένων βουλγαρικών κοινοτήτων και το διορισμό Βουλγάρων επισκόπων.

Στις περιοχές Βελεσών, Σκοπίων και Αχρίδας, όπου οι χριστιανικοί πληθυσμοί είχαν στην συντριπτική πλειοψηφία τους βουλγαρική εθνική συνείδηση, διορίστηκαν στα 1873—1874 Βούλγαροι εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι. 
Σγραγίδες βουλγαρικών εκκλησιαστικών εκπροσώπων.

Στην επαρχία Πρεσπών και Αχριδών η εδραίωση της βουλγαρικής κίνησης έγινε ιδιαίτερα αισθητή μετά το 1872.

Σε ολόκληρη τη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας η βουλγαρική διείσδυσηαντιμετώπιζε τις έντονες αντιδράσεις των συμπαγών ελληνικών, ελληνόφωνων ή ξενόφωνων, πληθυσμών.

Στις αρχές της Ανατολικής κρίσης (1875—1878) η Μακεδονία με την ευρεία της γεωγραφική έννοια, που περικλείεται σήμερα από’ ελληνικά, σέρβικά και βουλγαρικά εδάφη, αποτελούσε μια μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Τα βιλαέτια Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίουκαι Κοσσόβου

Η πιο αποδεκτή για την εποχή εκείνη οροθεσία της μείζονος Μακεδονίας προσδιόριζε ως

ανατολικό σύνορό της τις δυτικές κλιτύς της Ροδόπης και τον ρου του Νέστου.

Στο νότο η οροθετική γραμμή κατευθυνόμενη από ανατολικά προς τα δυτικά ακολουθούσε το Αιγαίο, τον Όλυμπο, τα Καμβούνια και τα Χάσια ως την οροσειρά της Πίνδου περιλαμβάνοντας τις πόλεις και κωμοπόλεις Κατερίνη, Λιτόχωρο, Σέρβια, Σιάτιστα και Γρεβενά.

Στα δυτικά η ευθεία κατευθυνόταν από την Πίνδο και το Γράμμο προς τις λίμνες των Πρεσπών, την Αχρίδα και τα όρη Γιαμπλάνιτσα και Κόραμπ.

 Στο βορρά η ίδια ευθεία ακολουθούσε την οροσειρά του Σαρ (Σκόρδου), την ορεινή χώρα στα βόρεια και ανατολικά των Σκοπίων καθώς και το όρος Ρίλα.

Τα βορειότερα όρια του ελληνισμού τοποθετούνταν στα νότια της νοητής ευθείας, η οποία άρχιζε από το Νευροκόπι, διέσχιζε το Μελένικο και κατέληγε στην Αχρίδα. 

Τα επίκαιρα αστικά κέντρα, τα οποία αποτελούσαν τα φυσικά όρια των ελληνικών εδαφικών αξιώσεων στη Μακεδονία, θεωρούνταν 
η Καβάλα, 
η Δράμα, 
οι Σέρρες, 
το Μελένικο, 
το Νευροκόπι, 
η Βροντού, 
το Πετρίτσι, 
το Δεμίρ Χισάρ, 
η Στρώμνιτσα, 
το Μορίχοβο, 
το Μοναστήρι, 
η Ρέσνα, 
το Κρούσοβο, 
η Αχρίδα, 
η Κοριτσά, 
η Κολωνία, 
τα Γρεβενά και 
οι δυτικές περιφέρειες του καζά Ελασσόνας.

 Έξω από το γεωγραφικό χώρο των ελληνικών βλέψεων στη Μακεδονία διαβιούσαν οι αξιόλογες ελληνικές κοινότητες των Βελεσών, των Σκοπίων, της Πρισρένης, του Κουμανόβου και του Ελβασάν.

Κανένα διεθνές πολιτικό γεγονός δεν προκάλεσε ωστόσο την εποχή αυτή τόσο μεγάλη αίσθηση και δεν είχε τόσο σημαντική απήχηση στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, όσο η διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1876.

Η διάσκεψη αυτή, η οποία ασχολήθηκε ανάμεσα σε πολλά άλλα ζητήματα και με τη μελλοντική τύχη της Μακεδονίας, — ήταν η πρώτη φορά που η διεθνής διπλωματία εξέταζε και καθόριζε το πολιτικό καθεστώς της μείζονος Μακεδονίας — απογοήτευσε κυρίως τους ελληνικούς (ελληνόφωνους, σλαβόφωνους, βλαχόφωνους και αλβανόφωνους) πληθυσμούς της Μακεδονίας και προκάλεσε την έντονη αγανάκτησή τους.
Ο Νικολάι Πάβλοβιτς Ιγνάτιεφ

Αρχιτέκτονας του τελικού σχεδίου που υιοθετήθηκε από τις μεγάλες δυνάμεις, αν και απορρίφθηκε στη συνέχεια από την τουρκική πλευρά, η οποία δεν δέχθηκε σχετική πρόταση για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων,
 υπήρξε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ.
Ο εθνολογικός χάρτης του Kiepert

Ο Ιγνάτιεφ κατέχοντας άριστα τα εθνολογικά ζητήματα της βαλκανικής χερσονήσου και βασιζόμενος ουσιαστικά στα σπουδαιότερα πορίσματα του εθνολογικού χάρτη, που είχε συνταχθεί την εποχή εκείνη από τον εξέχοντα Αυστριακό γεωγράφο Heinrich Kiepert, ο οποίος εμφάνιζε εντυπωσιακή τη βουλγαρική παρουσία σχεδόν ως τα παράλια του Αιγαίου, εκμεταλλεύθηκε απόλυτα τη διεθνή συγκυρία, αλλά και τη χαλαρή στάση της Αγγλίας, για να επιβάλει τις απόψεις του.

Οι τελικές θέσεις της διάσκεψης της Κωνσταντινουπόλεως δικαίωσαν τις διεκδικήσεις των Βουλγάρων που πρόβαλαν ιδιαίτερες αξιώσεις στο μακεδονικό και στο θρακικό χώρο με το αιτιολογικό ότι κατείχαν την πληθυσμιακή υπεροχή στις περιοχές εκείνες.

Αντίθετα αγνόησαν την παρουσία των συμπαγών ελληνικών πληθυσμών των γεωγραφικών αυτών περιφερειών, αλλά και τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς, η οποία θεωρούσε ότι το βουλγαρικό κράτος θα έπρεπε να επεκταθεί στη γεωγραφική ζώνη, που περικλειόταν ανάμεσα στην οροσειρά του Αίμου και του Δούναβη.

Έτσι τελικά, η Βουλγαρία διαιρέθηκε κάθετα σε δύο βιλαέτια (γεωγραφικά τμήματα):
 στην Ανατολική Βουλγαρία με πρωτεύουσα το Τίρνοβο και στη Δυτική με πρωτεύουσα τη Σόφια.

 Το δυτικό βιλαέτι θα περιλάμβανε τα σαντζάκια Σόφιας, Βιδινίου, Νις, Σκοπίων, Μοναστηριού (εκτός από τους καζάδες της Κοζάνης και των Σερβίων),
τους τρεις βόρειους καζάδες του σαντζακιού Σερρών (Μελενίκου, Νευροκοπίου, Δεμίρ Χισάρ) και τους βόρειούς καζάδες του σαντζακιού Θεσσαλονίκης
(Στρώμνιτσας, Τίκφες και Βελεσών).

Οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης της Κωνσταντινουπόλεως δεν είχαν καμία ουσιαστική συνέπεια γιατί στα τέλη Δεκεμβρίου του 1876 ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Μιντάτ πασάς, ο οποίος θέσπισε Σύνταγμα, γεγονός το οποίο χρησιμοποίησε η Πύλη ως πρόσχημα, για να απορρίψει τις προτάσεις των μεγάλων δυνάμεων.

 Η ρωσική διπλωματία προσαρμοσμένη οριστικά πια στην ιδέα ενός επικείμενου ρωσοτουρκικού πολέμου, προσπάθησε ν’ απαλύνει τον δυσμενή αντίκτυπο της συνδιάσκεψης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική πλευρά με την επίσκεψη του Ιγνάτιεφ στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1877, αλλά η προσπάθειά του αυτή δεν καρποφόρησε.
Τα γεγονότα επρόκειτο να εξελιχθούν ραγδαία.

Η νικηφόρα έκβαση του ρωσοτουρκικού πολέμου για την Ρωσία,οδήγησε στην υπογραφή της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου. 

Πραγματικά, την ίδια μέρα που ξεσηκωνόταν ο ελληνισμός της Μακεδονίας και συγκροτούνταν η προσωρινή κυβέρνηση των επαναστατών του Ολύμπου, δηλαδή στις 21 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878, υπογράφτηκαν οι προκαταρκτικοί όροι της συνθήκης ειρήνης του Αγ. Στεφάνου ανάμεσα στη ρωσική και στην τουρκική πλευρά.

Το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου σκόρπισε μεγάλη απογοήτευση στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, οι οποίοι δεν σταμάτησαν ποτέ να ελπίζουν σε μια ενεργότερη παρέμβαση του ελληνικού κράτους στο μακεδονικό ζήτημα και να έχουν στραμμένη την προσοχή τους στην παρουσία του ελληνικού στρατού στις υπόδουλες επαρχίες και στην αξιοποίηση της διεθνούς συγκυρίας από την ρωσοτουρκική διένεξη. 

Ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα τους η πεποίθηση ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα αναλάμβαναν ένοπλη δράση (με τη συμπαράσταση των Ελλήνων της Μακεδονίας) ώστε δεν διανοούνταν με κανένα τρόπο να πιστέψουν ότι είχε ήδη υπογράφει η ρωσοτουρκική ανακωχή.

Παρά το γεγονός ότι η Μακεδονία δεν είχε καταληφθεί κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από το ρωσικό στρατό, ο Ιγνάτιεφ, βασιζόμενος στα όσα είχαν συμφωνηθεί από τις μεγάλες δυνάμεις κατά τη διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, ζητούσε ν’ αποδοθεί στη Βουλγαρία το μεγαλύτερο τμήμα της Θράκης και της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης.

Χάρτης  Συνθήκης Αγίου Στεφάνου
Τελικά κατά την χάραξη των ορίων της σχεδιαζόμενης βουλγαρικής ηγεμονίας, το βουλγαρικό κράτος περιλάμβανε πολλές ελληνικές πόλεις, όπως το Μοναστήρι, την Καστοριά, την Έδεσσα στη Δυτική Μακεδονία, την Καβάλα στην Ανατολική Μακεδονία, αλλά και άλλα παράλια ελληνικά κέντρα στον Εύξεινο Πόντο.

Μόνο η περιοχή της Θράκης στα νότια της Ροδόπης και ανατολικά του Πόρτο Λάγο, η Χαλκιδική, η πόλη της Θεσσαλονίκης και οι περιοχές στα νότια της Βέροιας — Καστοριάς παρέμειναν οθωμανικές.

Έτσι λοιπόν οι προκαταρκτικοί όροι της ειρήνης του Αγ. Στεφάνου, σύμφωνα με την άποψη του F. Adanir, «αποτέλεσαν την ανταμοιβή των εξαρχικών πληθυσμών της Μακεδονίας για τις μακροχρόνιες προσπάθειές τους για εκκλησιαστική και εθνική ανεξαρτησία».

Στην πραγματικότητα όμως παράβλεψαν την πληθυσμιακή υπεροχή του ελληνισμού της Μακεδονίας είτε αυτός ήτανελληνόφωνος, σλαβόφωνος, βλαχόφωνος, παραγνώρισαν τα νόμιμα δικαιώματά του και συντέλεσαν στην ουσιαστική συρρίκνωσή του.

Μάλιστα ο Ιγνάτιεφ, για να προλάβει ενδεχόμενες βίαιες ελληνικές αντιδράσεις, σκόπευε το συντομότερο να εγκαταστήσει τις ρωσικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχέςστα διαφιλονικούμενα μέρη.
Γι αυτό το σκοπό διόρισε το Ρώσο πρόξενο Χίτροβο ως πολιτικό επίτροπο της Μακεδονίας στο Μοναστήρι.

Ως ελάχιστη παραχώρηση προς τις εθνικές μειονότητες του νέου βουλγαρικού κράτους η συνθήκη πρόβλεπε ότι κατά την οργάνωση της βουλγαρικής ηγεμονίας θα λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη τα συμφέροντα των εθνοτήτων αυτών σε περιοχές μεικτής πληθυσμιακής σύνθεσης.

Ολόκληρος ο ελληνισμός συγκλονίστηκε από τους προκαταρκτικούς όρους της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου.

Οι ελληνικοί σύλλογοι της Κωνσταντινουπόλεως, όπως και κατά τη διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, ανέλαβαν και πάλι την πρωτοβουλία για την ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Συντονιστική επιτροπή, αποτελούμενη από τους Θρακιώτες Α. Τυχάρηκαι Β. Σαρακιότη,και τους ΜακεδόνεςΜ. Παπαδόπουλοκαι Κ. Κρικότσο δραστηριοποιήθηκε ενεργά με τη συνεργασία και άλλων φιλολογικών συλλόγων της Κωνσταντινουπόλεως για την υποστήριξη των ελληνικών δικαίων με τη δημοσίευση στατιστικών και εθνολογικών χαρτών και την πραγματοποίηση πολυάριθμων εγγράφων διαμαρτυριών εκ μέρους των ελληνικών πληθυσμών των υπόδουλων επαρχιών.

Βασικός στόχος των ελληνικών προσπαθειών υπήρξε η ενημέρωση των διπλωματικών εκπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη καθώς και των Ευρωπαίων δημοσιογράφων.

Γι αυτό το σκοπό ακόμη είχε ανατεθεί σε εξέχοντες Έλληνες από τη Μακεδονία και τη Θράκη η περιοδεία των ευρωπαϊκών πρωτευουσών και η επιτόπια επαφή με σημαντικούς κυβερνητικούς παράγοντες για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων.

Ωστόσο η σφοδρή αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων στους προκαταρκτικούς όρους της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου ματαίωσε τα προβλεπόμενα κατά τη ρωσοτουρκική συμφωνία.
Τα όρια των Βαλκανικών χωρών
σύμφωνα με την Συνθήκη Βερολίνου (1878)

 Η τελική ρύθμιση του εδαφικού καθεστώτος της Μακεδονίας καθορίστηκε οριστικά κατά το συνέδριο του Βερολίνου (1878).

Το κείμενο της συνθήκης του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878) προσκαλούσε την Πύλη να συμφωνήσει με την Ελλάδα ως προς τη συνοριακή διαρρύθμιση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, θέσπιζε την ίδρυση βουλγαρικής ηγεμονίας και πρόβλεπε ουσιαστικές μεταβολές στο πολιτικό καθεστώς της Ανατολικής Ρουμελίας.

Για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλεγόταν και η Μακεδονία, προβλέφτηκε από το άρθρο 23 η επιβολή διοικητικών μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με τον οργανικό Νόμο της Κρήτης (1868), που θα εισηγούνταν στο σουλτάνο μεικτές επιτροπές σε κάθε διοικητική περιφέρεια με τη συμμετοχή του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου.

Έτσι κατά τη διετία 1879 —1880 συστάθηκαν τοπικές επιτροπές στις πρωτεύουσες των βιλαετίων Θεσσαλονίκης, Αδριανουπόλεως, Μοναστηριού και Ιωαννίνων, για να μελετήσουν και να στείλουν στην Κωνσταντινούπολη σχέδια διοικητικών μεταρρυθμίσεων, που έδιναν σε χριστιανούς και μουσουλμάνους το δικαίωμα να συμμετέχουν στην τοπική διοίκηση.
Αποφασιστική σημασία για το πολιτικό μέλλον της Μακεδονίας είχε ακόμη η παραχώρηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης στην Αυστρία — στα 1878 ορίζεται η προσωρινή κατοχή των δύο επαρχιών από την Αυστρία και στα 1881 μετατρέπεται σε οριστική προσάρτηση — γεγονός, το οποίο αποστέρησε τη Σερβία από οποια'δήποτε διέξοδο προς τα δυτικά και αναγκαστικά έστρεψε την προσοχή της προς το μακεδονικό χώρο, όπου επρόκειτο να συγκρουστούν οι εθνικές βλέψεις της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας.

Η εκκρεμότητα που άφηνε το συνέδριο του Βερολίνου τόσο ως προς την τελική ρύθμιση του συνοριακού ζητήματος της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όσο και ως προ τη διευθέτηση των υπόλοιπων θεμάτων των υπόδουλων επαρχιών υποχρέωσε την επίσημη ελληνική πολιτική να μεταβάλει την «άψογη» στάση της, για να εκβιάσει την Τουρκία και τις μεγάλες δυνάμεις.

Η συνεχιζόμενη επανάσταση της Δυτικής Μακεδονίας έδινε το απαραίτητο έρεισμα για τη διαιώνιση της αναταραχής στο μακεδονικό χώρο με τη συγκατάβαση και την υποκίνηση της ελληνικής κυβέρνησης.

Αλλά και τα άλλα βαλκανικά κράτη, όπως η Βουλγαρία, η Σερβία, η Ρουμανία και η αλβανική εθνότητα, δυσαρεστήθηκαν ιδιαίτερα από την τελική ρύθμιση των εδαφικών ορίων τους και στο εξής θα επικεντρώσουν την προσοχή τους στην προσπάθεια να συμπεριλάβουν στην επικράτειά τους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, που ζούσαν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία.

 Έτσι ο σκληρός ανταγωνισμός των βαλκανικών κρατών, που σημειώνεται ειδικότερα μετά το 1878 στο χώρο της Μακεδονίας, δικαιολογείται απόλυτα από την εθνολογική σύσταση της γεωγραφικής αυτής περιοχής.
Η ερμηνεία και η ανάλυση του πολύπλοκου αυτού θέματος εμπίπτει θεματικά σε μια άλλη ενότητα της πορείας του μακεδονικού ζητήματος, η οποία αρχίζει μετά το συνέδριο του Βερολίνου και καλύπτει χρονικά την περίοδο 1878—1908.

Ενδεικτικό γεγονός για την αναταραχή, 
η οποία επικρατεί στη Μακεδονία ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της, 
μετά το 1878, 
αποτελεί η βουλγαρική εξέγερση, 
που σημειώθηκε το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου
 στις περιοχές της Βορειοανατολικής Μακεδονίας Μάλες — Κρέσνας.

Στην εξέγερση αυτή συμμετείχαν και αρκετοί Έλληνες, Θεσσαλοί και Μακεδονίας, που προσδοκούσαν στην οριστική κατάργηση της τουρκικής εξουσίας και πρότασσαν την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τις οποιεσδήποτε εθνικές διαφορές των χριστιανών.

Κατά τη χρονική περίοδο, που προηγήθηκε του συνεδρίου του Βερολίνου, οι σερβικές ενέργειες δεν είχαν πάρει ακόμη σημαντικές διαστάσεις στο μακεδονικό χώρο.

Η «Επιτροπή για τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς της Παλαιάς Σερβίας», η οποία επιχορηγούνταν από το σέρβικά υπουργείο Εξωτερικών, είχε αναλάβεί τη μόρφωση Μακεδόνων μαθητών στη Σερβία και την κυκλοφορία σερβικών σχολικών εγχειριδίων σε διάφορα σχολεία της Μακεδονίας.

 Ο σερβοτουρκικός πόλεμος του 1876 διέκοψε όμως προσωρινά το έργο των Σέρβων στο μακεδονικό χώρο, στον οποίο θα επαναδραστηριοποιηθούν πιο συστηματικά οι σερβικές ενέργειες στα τέλη της δεκαετίας του 1880—1890.

Την περίοδο του συνεδρίου του Βερολίνου έχουμετα πρώτα σημάδια της εθνικής αφύπνισης των Αλβανών,οι οποίοι ανησυχούσαν σοβαρά για μια ενδεχόμενη επέκταση του Μαυροβουνίου και για τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Ήπειρο, τμήμα της οποίας, το σαντζάκι της Κοριτσάς, περιλαμβανόταν στα όρια του βιλαετιού Μοναστηριού.

Η ίδρυση του Αλβανικού Συνδέσμου της Πρισρένης, τον Ιούνιο του 1878, απέβλεψε στην αποτροπή της προσάρτησης εκείνων των εδαφών, που θεωρούνταν αλβανικά και στη δημιουργία αυτόνομου καθεστώτος μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Στα πλαίσια των αλβανικών προσπαθειών για την ενημέρωση των μεγάλων δυνάμεων που συνεδρίαζαν στο Βερολίνο, εντάσσεται και η αποστολή αλλεπάλληλων αιτήσεων και υπομνημάτων στους εκπροσώπους, που ζητούσαν την ίδρυση αυτόνομου αλβανικού κράτους.

Παρά την αντίθεση των Αλβανών, η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη δημιουργία ελληνοαλβανικού δυαδικού κράτους σύμφωνα με το πρότυπο της Αυστροουγγαρίας.

Γεγονός όμως είναι ότι τουλάχιστο ως το τέλος του 1878, αλλά και αργότερα ακόμη, η αλβανική κίνηση δε στάθηκε δυνατό να διεισδύσει σημαντικά στο μακεδονικό χώρο, γιατί προσέκρουε στη μόνιμη αναρχία που επικρατούσε στις περιοχές εκείνες, όπου διαβιούσαν συμπαγείς αλβανικοί πληθυσμοί, στις έντονες πολιτιστικές και θρησκευτικές αντιθέσεις του αλβανικού λαού, στα αντικρουόμενα πολιτικά συμφέροντα της Ιταλίας και της Αυστρίας και στην αντίδραση της Πύλης για τη δημιουργία αλβανικού κράτους.

Αλλά και η Ρουμανία μολονότι δεν διατηρούσε καμία ελπίδα να επεκταθεί εδαφικά στο μακεδονικό χώρο, έντεινε ιδιαίτερα τις , προσπάθειές της μετά το συνέδριο του Βερολίνου αποβλέποντας στον προσηλυτισμό των βλαχόφωνων πληθυσμών και επιδιώκοντας να δημιουργήσει κάποιο μελλοντικό ενέχυρο για μια ευνοϊκότερη ρύθμιση των συνοριακών διαφορών της με τη Βουλγαρία ως προς την Δοβρουτσά.

Δυσαρεστημένη ακόμη από την προσάρτηση της Βεσσαραβίας στη Ρωσία μετά το 1878, αλλά και από την παρουσία 6.000.000 περίπου Ρουμάνων στις αυστροουγγρικές επαρχίες της Τρανσυλβανίας, του Βανάτου και της Βουκοβίνας, η ρουμανική πολιτική σε ένδειξη «παροξυσμού εθνικής φιλοτιμίας», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ν. Βλάχος, έστρεψε την προσοχή της άμεσα στη Μακεδονία.

Μεγάλη ένταση σημείωσαν οι ρουμανικές ενέργειες στα βιλαέτια Ιωαννίνων και Μοναστηριού ύστερα από το συνέδριο του Βερολίνου και ουσιαστικά μετά την ίδρυση του Μακεδονορουμανικού συλλόγου στο Βουκουρέστι (1879) και την ίδρυση ρουμανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη. Ασθενέστερη παρουσιάζεται ωστόσο η ρουμανική δραστηριότητα στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης.

Η ρουμανική κίνηση, η οποία δραστηροποιήθηκε μετά το 1860 στον μακεδονικό χώρο και απέβλεψε στην προσέλκυση των ελληνοβλαχικών πληθυσμών έχοντας επικεφαλής τον Απόστολο Μαργαρίτη, διείσδυσε αρχικά ανάμεσα στους βλαχόφωνους πληθυσμούς του Βερμίου με πρωτεργάτες τον ιερέα Αβέρκιο.

 Ο Αβέρκιος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για τον προσηλυτισμό βλαχόφωνων νέων της ανατολικής Πίνδου στη ρουμανική κίνηση εκπαιδεύοντας ορισμένους απ'αυτούς στο Βουκουρέστι.

Μολαταύτα οι σύντονες ενέργειες των ρουμανιζόντων, όπως προκύπτει και από την άντληση των αρχειακών μαρτυριών, δεν στάθηκε δυνατό να καρποφορήσουν.
Τα ρουμανικά σχολεία που άρχισαν να ιδρύονται μετά το 1859, όπως στο Μεγάροβο, στο Τύρνοβο, στο Γκόπεσι και σε διάφορες άλλες κωμοπόλεις της Δυτικής και Βορειοδυτικής Μακεδονίας, λειτούργησαν με καθαρά υποτυπώδη μορφή και συγκέντρωσαν μόνο ελάχιστους μαθητές.

Γενικότερα όμως η ανάπτυξη της ρουμανικής κίνησης παρά τις σοβαρές ενέργειες και την επίσημη ηθική και υλική συμπαράσταση του ρουμανικού κράτους, της αυστριακής πολιτικής, αλλά και την ευνοϊκή στάση του καθολικού δόγματος και των Γάλλων προξένων της Μακεδονίας, δεν στάθηκε δυνατό ακόμη και μετά το 1878, ν’ αποκτήσει έστω και φαινομενικά υποτυπώδη λαϊκά ερείσματα.

Οιεθνικές διεκδικήσεις των βλαχόφωνων πληθυσμών του μακεδονικού χώρου, όπως μαρτυρούν οι ευρωπαϊκές αρχειακές πηγές, ήταν απόλυτα ταυτισμένες μ’ εκείνες των υπόλοιπων Ελλήνων,που ζούσαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό.

ΟιΕλληνόβλαχοι της Μακεδονίας,που αποτελούσαν το οικονομικά ισχυρότερο και πληθυσμιακό συμπαγέστερο στοιχείο της βορειοδυτικής κυρίως ζώνης της, συντηρούσαν από μόνοι τους πολυάριθμα ελληνικά σχολεία και πρόσφεραν τεράστια για την εποχή εκείνη ποσά για την εύρυθμη λειτουργία τους.

Στις παραμονές του Κριμαϊκού πολέμου σημαντικές διαστάσεις άρχισε να παίρνει στο μακεδονικό χώρο η διάδοση του καθολικισμού και ο προσηλυτισμός των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών στην Ουνία, οι οποίοι έβλεπαν την προσχώρησή τους στο καθολικό δόγμα ως μέσο σωτηρίας από τον σκληρό τουρκικό ζυγό.

 Η δράση του καθολικισμού στις ελληνικές χώρες κατά την τουρκοκρατία, κυρίως μέσω των ιεραποστολών των Ιησουιτών και των Λαζαριστών, είχε αποκτήσει ήδη από πολύ παλαιότερα σημαντικά ερείσματα στα νησιά του Αιγαίου, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και στη Θεσσαλονίκη.

Γύρω στα μέσα του Ι9ου αιώνα περίπου χρονολογείται η παρουσία οργανωμένων καθολικών ιεραποστολών των Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη και στο Μοναστήρι.

 Ως εκείνη την εποχή το τάγμα των Ιησουιτών διεύθυνε την ενορία της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1773) και από τα τέλη του 18ου αιώνα (1783) αντικαταστάθηκαν οι Ιησουίτες από τους μισιονάριους του τάγματος του Αγ. Βικεντίου του Παύλου, δηλαδή τους Λαζαριστές.

Η καθολική ιεραποστολή των Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη υπήρξε γαλλική. Κατεύθυνε τις προσπάθειές της κυρίως στην ίδρυση καθολικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και στην προσέλκυση του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου στον καθολικισμό.

Με την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επέκταση των ενεργειών της και προς την πρωτεύουσα του πασαλικιού Μοναστηριού.

Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα (1894-1904)

$
0
0
Ο Μακεδόνας επαναστάτης
Αθανάσιος Μπρούφας
(Παλαιοκρίμνι 1850 - Μορίχοβο 1896)
Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου
"Νεότουρκοι και Μακεδονία 
(1908-1912)"
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Ουσιαστική αφορμή για την μεταστροφή της επίσημης βουλγαρικής πολιτικής απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα αποτέλεσε την εποχή αυτή η ίδρυση της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης στα 1893, της οποίας οι ιδρυτές, χωρίς να έχουν σχέδια για άμεση επανάσταση και αποβλέποντας στην κατάλληλη προετοιμασία του κινήματος, έθεσαν σα πρωταρχικό σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους με το γνωστό σύνθημα
«η Μακεδονία για τους Μακεδόνες».
Τα ιδρυτικά μέλη της
Βουλγαρικής Επαναστατικής Επιτροπής Μακεδονίας Ανδριανούπολης
Български Македоно-Одрински революционни комитети
ή
Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης Μακεδονίας Ανδιανούπολης
Вътрешната македоно-одринска революционна организация 

Η ιδέα της αυτονομίας της Μακεδονίας, που αποτελούσε μόνιμα βασικό στόχο της επίσημης βουλγαρικής πολιτικής μετά το 1878, μετουσιώθηκε από την κυβέρνηση Στόϊλωφ (1894-1899), η οποία απέβλεπε παράλληλα με την παραχώρηση νέων εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών προνομίων στον βουλγαρικό πληθυσμό του μακεδονικού χώρου, σε μια ενεργότερη επέμβαση στη Μακεδονία.

Σπουδαιότερο ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή διαδραμάτισαν οι πολυάριθμοι Βουλγαρομακεδόνες, οι οποίοι κατείχαν καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό του βουλγαρικού κράτους, κυρίως όμως οι προσπάθειες της Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής, η οποία επιδίωκε να θέσει κάτω από τον έλεγχό της ολόκληρη τη βουλγαρική κίνηση στη Μακεδονία.
Σγραγίς της Ανωτάτης Επιτροπής
Μακεδονίας Ανδριανούπολης,
ΒΕΡΧΟΒΕΝ Върховен
Σγραγίς της Μακεδοκής Κεντρικής
Επαναστατικής Επιτροπής της 
ΒΜΡΟ
Ενώ λοιπόν οι Βερχοβιστές επιζητούσαν την άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (I.M.R.O.) στόχευε στην αυτονόμηση της Μακεδονίας.

Ήταν δηλαδή θέμα τακτικής,
αφού και οι δύο οργανώσεις είχαν σα τελικό σκοπό την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.

Άμεση συνέπεια των νέων προσανατολισμών της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής και της ρωσοβουλγαρικής προσέγγισης υπήρξε η άρση της άδειας λειτουργίας πολλών βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας και της Θράκης στα 1894.

Όμως τα κατασταλτικά μέτρα που πήρε η Πύλη, για ν’ αναστείλει την δραστηριότητα των βασικότερων στελεχών της βουλγαρικής Οργάνωσης, δεν είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα. Μεγαλύτερη σημασία, είχαν αναμφισβήτητα οι προσπάθειες της Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπήςγια τη στρατολόγηση και την εκπαίδευση εθελοντών και τον σχηματισμό γνήσιων βουλγαρικών σωμάτων, τα οποία προωθήθηκαν το καλοκαίρι του 1895 στις γεωγραφικές περιφέρειες της Βορειοανατολικής Μακεδονίας.

Το ξενοκίνητο αυτό κίνημα, το οποίο ήταν επόμενο να καταλήξει σε αποτυχία εφόσον δεν διέθετε ούτε τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα, απόδειξε καθαρά ότι χωρίς τη συμπαράσταση του ντόπιου πληθυσμού θα ήταν αδύνατη η μελλοντική προσάρτηση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος.

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1896, ηΕθνική Εταιρείαεξοπλίζει και οργανώνει ελληνικά ανταρτικά σώματα, τα οποία διεισδύουν στο μακεδονικό έδαφος, διασπώνται σε μικρότερες ομάδες και συγκρούονται με επιτυχία με τα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα.

Το ανταρτικό κίνημα του 1896 βασίσθηκε κυρίως στους ένοπλους ελληνομακεδονικούς πυρήνες, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εθνική κινητοποίηση του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Αντίθετα με το βουλγαρικό κίνημα του 1895, η ελληνική ανταρτική δράση του 1896 υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματική.

Τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με τις ευέλικτες ενέργειές τους ν’ αποσπάσουν την προσοχή των τουρκικών αρχών, οι οποίες κινητοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα, για να τα αντιμετωπίσουν.
Πέτυχαν ακόμη να κερδίσουν πολύωρες μάχες και να προκαλέσουν βαριές απώλειες στον τουρκικό στρατό.
Η διάσπαση των σωμάτων σε πολύ μικρότερες ομάδες έδωσε στους Έλληνες αντάρτες την δυνατότητα να προωθηθούν σε ολόκληρο τον μακεδονικό χώρο και να διατρανώσουν την ελληνική παρουσία ως τις Σιδηρές Πύλες (Δεμίρ Καπού). 

Το γεγονός αυτό προξένησε μεγάλη εντύπωση στους Ευρωπαίους προξένους, οι οποίοι επισημαίνουν παράλληλα στις εκθέσεις τους την άψογη συμπεριφορά των ελληνικών σωμάτων απέναντι στους ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς σε αντίθεση με τη βίαιη στάση των βουλγαρικών ομάδων που δρούσαν στη Μακεδονία.

Η ταχύτατη ελληνική διείσδυση στον γεωγραφικό αυτό χώρο στα 1896 οφείλεται κυρίως στην παρουσία των έμπειρων Δυτικομακεδόνων οπλαρχηγών, πολλοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στην επανάστση του 1878 και γνώριζαν άριστα τους τόπους εκείνους, αλλά και στη φιλική στάση των ελληνικών πληθυσμών στις περιοχές, όπου έδρασαν τα ελληνικά σώματα. 

Αν και απογοητευμένοι από την θέση των ελληνικών κυβερνήσεων και έχοντας την πικρή πείρα των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων, οι Έλληνες της Μακεδονίας αναθάρρησαν και πάλι από την παρουσία των συμπατριωτών τους ανταρτών, πιστεύοντας ότι το ελληνικό κράτος είχε πάρει επιτέλους την απόφαση να προχωρήσει στη λήψη σύντονων μέτρων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Πολύ σύντομα όμως απογοητεύθηκαν, ύστερα μάλιστα από τις τουρκικές βιαιοπραγίες που ξέσπασαν σε βάρος τους.

Μολονότι αντικειμενικός σκοπός του ανταρτικού κινήματος του 1896 υπήρξε η δημιουργία αντιπερισπασμού στην Πύλη για το Κρητικό ζήτημα, η μακεδονική υπόθεση θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα ανοιχτή πληγή για την επίσημη ελληνική πολιτική, η οποία δοκιμάζει ένα χρόνο αργότερα την οδυνηρή εμπειρία του ελληνοτουρκικού πολέμου.

 Η ελληνοτουρκική διαμάχη του 1897 είχε ιδιαίτερη απήχηση στις διαβαλκανικές σχέσεις και συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία πρόσφορου πολιτικού κλίματος για την ευνοϊκή λύση του μακεδονικού ζητήματος προς όφελος της Βουλγαρίας.

Στη Μακεδονία διορίσθηκαν νέοι Βούλγαροι επίσκοποι 
στη Στρώμνιτσα, 
στο Μοναστήρι και 
στη Δίβρα και 
εμπορικοί πράκτορες της βουλγαρικής κυβέρνησης 
στα Σκόπια, 
στο Μοναστήρι και 
στη Θεσσαλονίκη. 

Η παρουσία των εμπορικών πρακτόρων εξασφάλιζε την προώθηση των βουλγαρικών σχεδίων και τον συντονισμό της δράσης των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων.

 Ύστερ’ από την αποτυχία του βουλγαρικού κινήματος του 1895,η Εσωτερική Οργάνωση ανάλαβε να εμπεδώσει το επαναστατικό κίνημα στους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας.

Οι επαναστατικές ενέργειες επεκτάθηκαν βασικά στα γεωγραφικά διαμερίσματα, που πρόβλεπε η συνθήκη του Αγ. Στεφάνου για τη Βουλγαρία.

Πέρα από τη δραστηριοποίηση της Εσωτερικής Οργάνωσης ανάμεσα στους αγροτικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, καθορίσθηκαν στα κυριότερα αστικά κέντρα του γεωγραφικού αυτού χώρου, με την εποπτεία των εμπορικών πρακτόρων, ειδικές εκτελεστικές επιτροπές, κυρίως από Βουλγαρομακεδόνες, με τη συμμετοχή του εξαρχικού κλήρου και των δασκάλων.

Οι επιτροπέςαυτές κατεύθυναν τα νήματα της Οργάνωσης εξαγοράζοντας με δωροδοκίες των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλωντην αδράνεια των τουρκικών αρχών και επωφελούμενες από την ευμενή στάση των Ρώσων προξένων και το αίσθημα της ρωσοφοβίας, που κατείχε τους ανώτατους κυβερνητικούς κύκλους της Πύλης και τα διοικητικά όργανα των κατατόπους γεωγραφικών περιφερειών.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η προσέγγιση των δύο λαών, Ελλήνων και Βουλγάρων, όπως την είχαν οραματισθεί οι Χαρίλαος Τρικούπης και Σταμπούλωφ, φαινόταν ουσιαστικά ανέφικτη.

Άλλωστε οι σχετικές επαφές της βουλγαρικής κυβέρνησης με τη σέρβική και την ελληνική για τον προσδιορισμό χωριστών σφαιρών επιρροής στον μακεδονικό χώρο και την δημιουργία μιας αυτόνομης επαρχίας, όπως η Κρήτη, σύμφωνα με το 23ο άρθρο του Βερολίνου, δεν είχαν καταλήξει σε ουσιαστικά αποτελέσματα.

Η όξυνση του μακεδονικού ζητήματος την εποχή αυτή σε άμεση συνάρτηση με την άσκηση διπλωματικής πίεσης των ευρωπαϊκών κρατών στην Τουρκία, ήδη από το 1878, για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, έπεισαν την Πύλη να πάρει στα 1895 δραστικά μέτρα προκειμένου να πετύχει την αναστολή της δραστηριότητας των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, να καθησυχάσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και ν’ αποφύγει ενδεχόμενες εδαφικές ανακατατάξεις στο βαλκανικό χώρο.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κάθε φορά που η Πύλη δεχόταν πιέσεις από τα ευρωπαϊκά κράτη για την επιβολή των μεταρρυθμίσεων, πρόθυμα αποφάσιζε την αποστολή εξεταστικών επιτροπών στη Μακεδονία και σ’ άλλες περιοχές της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, προσποιούμενη δήθεν το αμέριστο ενδιαφέρον της για τη βελτίωση της κατάστασης.

 Η παρουσία των τουρκικών εξεταστικών επιτροπών, που εντάθηκε στη Μακεδονία στα τελευταία χρόνια, δεν είχε βέβαια κανένα ουσιαστικό σκοπό.
Το γεγονός αυτό είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα ο χριστιανικός πληθυσμός του γεωγραφικού αυτού χώρου και γι’ αυτόν τον λόγο απέφευγε να απευθύνει οποιαδήποτε παράπονα στα μέλη των επιτροπών αυτών.
Γενική υπήρξε η διαπίστωση ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της Μακεδονίας διακατεχόταν από έντονα αισθήματα φοβίας και καχυποψίας απέναντι στην παρουσία των εξεταστικών επιτροπών.

Ας σημειωθεί ότι μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα 5 ετών (1891-1896) είχαν εμφανισθεί στη Μακεδονία τρεις συνολικά τουρκικές επιτροπές, των οποίων τα μέλη είχαν απόλυτη αρμοδιότητα για την ταχύτερη διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων, αλλά τα αποτελέσματα των αποστολών τους υπήρξαν σχεδόν πάντοτε πενιχρά.

Όσοι από τους ντόπιους κατοίκους είχαν τολμήσει να εκφράσουν ανοιχτά τα παράπονά τους για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, καταδιώχθηκαν άγρια, ιδιαίτερα από τον τότε βαλή του Μοναστηριού Μεχμέτ Φαΐκ πασά, επειδή είχαν προσπαθήσει ν’ αποκαλύ- ψουν τις καταχρήσεις των ιθυνόντων.
 Γι’ αυτό και οι περιστασιακές μεταρρυθμιστικές ενέργειες της Πύλης δεν συγκινούσαν καθόλου τους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας και τους άφηναν αδιάφορους.

Είναι γεγονός ότι ο σκληρός αγώνας που διαδραματίσθηκε κατά την περίοδο 1878-1893 ανάμεσα σ’ Έλληνες και Βούλγαρους στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας, δεν είχε αποφέρει τα ποθητά αποτελέσματα για τη βουλγαρική κίνηση.

Παρά την άψογα οργανωμένη δραστηριοποίησή της σ’ ολόκληρο τον μακεδονικό χώρο με τη σημαντική υλική και ηθική συμπαράσταση της Εξαρχίας,μεγάλες μάζες των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών παρέμειναν ακόμη αφοσιωμένες στο πατριαρχείο και είχαν ελληνική συνείδηση. 

Στον εκκλησιαστικό και στον εκπαιδευτικό τομέα οι αλλεπάλληλες διευκολύνσεις της Πύλης με τον διορισμό Βουλγάρων επισκόπων στην Αχρίδα, στα Σκόπια (1890), στο Νευροκόπι και στα Βελεσά (1894), την ίδρυση νέων βουλγαρικών επισκοπικών εδρών στη Δίβρα, στη Στρώμνιτσα και στο Μοναστήρι (1897) και την καθιέρωση του θεσμού των εμπορικών πρακτόρων, δεν είχαν πείσει μολαταύτα την επίσημη βουλγαρική πολιτική για τη βέβαιη επικράτησή της στη Μακεδονία.

Από τις αρχές λοιπόν του 1898
 η βουλγαρική κίνηση 
εισέρχεται σε μια νέα φάση 
καθώς τα βουλγαρικά ανταρτικά σώματα 
εγκαινιάζουν τον ένοπλο αγώνα 
με τελικό στόχο την οριστική λύση του μακεδονικού ζητήματος.

 Εφαρμόζονται τώρα από την Εσωτερική Οργάνωση νέες βίαιες μέθοδοι για την προσέλκυση του γηγενούς χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και την προετοιμασία ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Τα σλαβόφωνα ελληνικά χωριά δέχθηκαν κατά την περίοδο 1898-1903 τα σοβαρότερα πλήγματα από τις βουλγαρικές ενέργειες. 

Η άρνηση των μεγάλων δυνάμεων να δεχθούν τις ανανεωμένες στα 1899 προτάσεις του μακεδονοθρακικού κομιτάτου για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μακεδονίας, συντέλεσε αποφασιστικά στην οριστικοποίηση της μεταβολής της στάσης της Εσωτερικής Οργάνωσης απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς του μακεδονικού χώρου.

Από εδώ και πέρα, ως την αρχή του μακεδονικού αγώνα, 
ο ελληνισμός της Μακεδονίας 
διανύει τη δραματικότερη φάση
 της ιστορικής πορείας του στο μεταίχμιο δύο αιώνων. 

Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να περιγραφούν ανάγλυφα οι τραγικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζούσαν οι Έλληνες ολόκληρου του μακεδονικού χώρου, κυρίως οι κάτοικοι των σλαβόφωνων ελληνικών χωριών, οι οποίοι υφίστανται τις αλλεπάλληλες διώξεις των βουλγαρικών σωμάτων και τα αντίποινα του τουρκικού στρατού. 

Ο ελληνισμός των σπουδαιότερων αστικών κέντρων της Βόρειας Μακεδονίας αγωνίζεται σκληρά, για να ανταπεξέλθει στις δύσκολες αυτές περιστάσεις.

Πολυάριθμοι Έλληνες κάτοικοι των χωριών των βορειότερων ζωνών των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηριού εξαναγκάζονται ύστερα από τις δολοφονίες των βασικών στελεχών της ελληνικής αντίστασης, τη βίαιη επιβολή υλικών εισφορών και την αιωρούμενη απειλή του θανάτου, να υποκύψουν και να γίνουν εξαρχικοί.

 Η μόνιμη παρουσία των βουλγαρικών ομάδων στον βόρειο μακεδονικό χώρο έσπερνε τον πανικό στους συμπαγείς σλαβόφωνους και ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς, που έβλεπαν ν’ αδικούνται κατάφωρα από τις ντόπιες τουρκικές αρχές ακόμη και στις περιοχές, όπου κατείχαν την πλειοψηφία.

Με ιδιαίτερη αγριότητα εξελίσσονται την εποχή αυτή οι ελληνοβουλγαρικές εκκλησιαστικές διαμάχες σε διάφορα μικτά χωριά της Μακεδονίας.

 Στους τόπους αυτούς οι ντόπιοι Τούρκοι διοικητές, ενεργώντας αυθαίρετα και παραβλέποντας τα αιτήματα των ελληνικών πληθυσμών, αναστέλλουν την λειτουργία των εκκλησιών για μεγάλα χρονικά διαστήματα προκαλώντας μεγάλη απογοήτευση στους Έλληνες κατοίκους.

Μολαταύτα ο ελληνισμός δεν αποθαρρύνεται. 

Αντιδρά δυναμικά στις ενέργειες της Εσωτερικής Οργάνωσης, 
οργανώνεται σε κάθε χωριό και κωμόπολη, 
δημιουργεί ντόπιους συνδέσμουςκαι αργότερα,
στις αρχές του εικοστού αιώνα, 
καταρτίζει τους πρώτους ένοπλους αντιστασιακούς πυρήνες.

Κάτω από την καταναγκαστική προσέλευση πολυάριθμων ελληνικών χωριών στην Εξαρχία, φαινόμενο που εντείνεται ιδιαίτερα κατά τη χρονική περίοδο 1900-1903, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί την εποχή αυτή με ακριβή αριθμητικά δεδομένα το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας.
Καπετάν Κώττας,
 πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα.

Η ευρωπαϊκή και η βαλκανική βιβλιογραφία, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, έχουν να παρουσιάσουν πολυάριθμες, αντικρουόμενες στατιστικές, που αναφέρονται στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού του μακεδονικού χώρου και στην εκπαιδευτική δραστηριότητα των διαφόρων εθνικών ομάδων.

Οι στατιστικές που στηρίζονται όμως στη θρησκεία ή στη γλώσσα των εθνικών ομάδων της Μακεδονίας, θεωρούνται ανεπαρκείς, για να αποτελέσουν τη βάση για τη διάκριση των χριστιανικών εθνοτήτων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.

 Όπως πολύ ορθά συμπεραίνει ο Ν. Βλάχος, οι σχολικές στατιστικές είναι περισσότερο ασφαλείς για την εξακρίβωση της αριθμητικής ισχύος των χριστιανικών εθνοτήτων της Μακεδονίας γιατί προϋποθέτουν φυσικά τη θέληση των κατοίκων ν’ ανήκουν σε μια ορισμένη εθνότητα.
Χάρτης ελληνικών και βουλγαρικών σχολείων το 1903.

Βασιζόμενος λοιπόν στη συγκριτική ανάλυση των σχολικών στατιστικών του πατριαρχείου και της Εξαρχίας για τη Μακεδονία κατά το σχολικό έτος 1901-1902, ο Ν. Βλάχος
αποδεικνύει την ανωτερότητα της ελληνικής παιδείας
 και καταλήγει στο συμπέρασμα
ότι στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης
δεν υπήρχαν βουλγαρικά σχολεία 
στους καζάδες Θάσου, 
Σαρή Σαμπάν, 
Καβάλας, 
Πραβίου, 
Κασσάνδρας, 
Βέροιας, 
Κατερίνης 

και ελληνικά στους καζάδες Ράζλογκ και Τίκφες

Στην ενδιάμεση γεωγραφική ζώνη οι Έλληνες υπερείχαν στους καζάδες 

Δράμας, 
Ζίχνας, 
Σερρών, 
Δεμίρ Χισάρ, 
Γευγελής, 
Γιαννιτσών, 
Βοδενών, 
Λαγκαδά, 
Θεσσαλονίκης 

και οι Βούλγαροι στους καζάδες 
Άνω Τζουμαγιάς, 
Μελενίκου, 
Πετριτσίου, 
Δοϊράνης, 
Στρώμνιτσας και 
Αβρέτ Χισάρ, 

όπου υπήρχαν 40 ελληνικά σχολεία με 2.007 μαθητέςκαι 185 βουλγαρικά με 6.802 μαθητές. 

Στο βιλαέτι Μοναστηριούβουλγαρικά σχολεία δεν υπήρχανστους καζάδες
Ελασσώνας, 
Κοζάνης, 
Σερβίων, 
Ανασελίτσας, 
Γρεβενών, 
Σταρόβου, 
Κολώνιας, 
Ελβασάν, 
Κοριτσάς 

και ελληνικά στους καζάδες 
Κιρτσόβου, 
Δίβρας και Δόλνα Ρέκα. 


Στην ενδιάμεση ζώνη οι Έλληνες υπερείχαν στους καζάδες 
Μοναστηριού, 
Φλώρινας, 
Καστοριάς (191 σχολεία με 10.231 μαθητές και 154 βουλγαρικά με 8.728 μαθητές)

και οι Βούλγαροι στους καζάδες
Περλεπέ, 
Αχρίδας, 
Καϊλαρίων 
(25 ελληνικά με 778 μαθητές και 81 βουλγαρικά με 5.914 μαθητές).


Ιδιαίτερα πικραμένοιαισθάνονται την εποχή αυτή οι Έλληνες της Μακεδονίας από την στάση του πατριαρχείου και των κατατόπους εκκλησιαστικών εκπροσώπων του,αλλά και από τους χειρισμούς της επίσημης ελληνικής πολιτικής και των διπλωματικών εκπροσώπων της σχετικά με το μακεδονικό ζήτημα. 

Οι περισσότεροι Έλληνες μητροπολίτες της Μακεδονίας, όπως και κατά τη χρονική περίοδο 1878-1893, είχαν προκαλέσει στα τέλη του 19ου αιώνα έντονες διαμάχες ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες. 

Σε κάθε μητροπολιτική έδρα είχε σχηματισθεί μια φιλομητροπολιτική μερίδα και μια αντίθετη, που στρεφόταν κατά του εκκλησιαστικού εκπροσώπου του πατριαρχείου.

Μεγάλη ευθύνη όμως για την κατάσταση αυτή φέρουν και οι Έλληνες πρόξενοι, οι οποίοι είχαν διακόψει την συνεργασία τους με τους κατατόπους μητροπολίτες, επιδίωκαν να συντονίζουν από μόνοι τους τις εθνικές ενέργειες και να διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην εκπαιδευτική οργάνωση του ελληνισμού της Μακεδονίας.

Αναπόφευκτα λοιπόν έρχονταν σε συνεχείς προστριβές με τους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου και προσπαθούσαν να τους αντικαταστήσουν με τις έντονες πιέχεις που ασκούσαν στους αρμόδιους υπουργούς Εξωτερικών.

Η μεγάλη ένταση που δημιουργήθηκε λοιπόν στα τέλη του 19ου στις αρχές του 20ου αιώνα στις σχέσεις ανάμεσα στους κατατόπους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου και στους Έλληνες διπλωματικούς εκπροσώπους της Μακεδονίας, ανάγκασε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, ύστερα από τις εντονότατες διαμαρτυρίες του πατριαρχείου, να απευθύνει τον Οκτώβριο του 1902 αυστηρές συστάσεις προς τις ελληνικές προξενικές αρχές, για-να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες και να συμβάλει στην εκτόνωση της κατάστασης.

Ανάμεσα στους αξιολογότερους Έλληνες ιεράρχες της Μακεδονίας κατά τη χρονική περίοδο 1894-1903 πρέπει να συγκαταλέξουμε τους μητροπολίτες 

Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη (1900-1907), 

Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902- 1907), 

Νευροκοπίου Νικόδημο (1900-1903) και 

Κοριτσάς Γερβάσιο Ωρολογά (1895-1900), 

ο οποίος είχε μεγάλες ικανότητες και είχε συντελέσει σημαντικά στην ειρηνική συμβίωση της ελληνικής κοινότητας Κοριτσάς και στην αναχαίτιση της ρουμανικής κίνησης στη Μοσχόπολη.

Από την πλευρά τους ελάχιστοι υπήρξαν την εποχή αυτή και οι ικανοί Έλληνες διπλωματικοί εκπρόσωποι, οι οποίοι διακρίθηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Μακεδονία. Κύρια όργανα της άτολμης και χλιαρής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην μακεδονική υπόθεση, οι περισσότεροι απ’ αυτούς περιορίζονταν στην υποβολή ορισμένων προτάσεων, όπως και οι προκάτοχοί τους, για τη βελτίωση της κατάστασης και την υιοθέτηση ορισμένων αποτελεσματικών, κατά την άποψή τους μέτρων.

Πολλοί επίσης πρόξενοι, όπως ο Ν. Μπέτσος στο Μοναστήρι, διοχέτευαν την δράστηριότητά τους κυρίως στη διατύπωση αλλεπάλληλων κατηγοριών κατά των «ανάξιων» Ελλήνων μητροπολιτών, οι οποίοι με τη σειρά τους καταφέρονταν εναντίον του επειδή ο ίδιος κατεύθυνε το εκπαιδευτικό έργο στη Βορειοδυτική Μακεδονία με απολυταρχικό τρόπο.

Ιων Δραγούμης
 Ως την άφιξη του Ίωνα Δραγούμηστο Μοναστήρι, τον Νοέμβριο του 1902, και την ανάληψη απ’ αυτόν ενός σημαντικού και υπεύθυνου έργου για την οργάνωση της ελληνικής αντίστασης, ο αξιολογότερος Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία υπήρξε ο πρόξενος του Μοναστηριού Σταμάτης Κιουζές Πεζάς,ο οποίος προσπάθησε αρχικά να συμβιβάσει την κατάσταση εμμένοντας πιστά στο δόγμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας.

Υπέρμαχος της θεωρίας αυτής υπήρξε την εποχή αυτή ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης Ευγ. Ευγενιάδης, ο οποίος συνεργάσθηκε στενά με τις τουρκικές αρχές του βιλαετιού για την καταδίωξη των βουλγαρικών
ανταρτικών σωμάτων.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες, κάτω από τις οποίες πάλεψε ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού Πεζάς, έχοντας ελάχιστα μέσα στη διάθεσή του —στερούνταν ακόμη και τις υπηρεσίες ενός γραμματέα και ενός διερμηνέα—, εργάσθηκε με πολύ ζήλο, εφιστώντας την προσοχή του ντόπιου βαλή στην τρομοκρατική δραστηριότητα της Εσωτερικής Οργάνωσης και αναπτύσσοντας πυκνές επαφές με τους Αλβανούς μπέηδες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, για να κερδίσει την συμπαράστασή τους.

Μητροπολίτης Καστοριάς
Γερμανός Καραβαγγέλης
Συνεργαζόμενος στενά με το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, προετοίμασε το έδαφος για την άφιξη του Ίωνα Δραγούμη στο Μοναστήρι και έδωσε προτεραιότητα στη συσπείρωση των δυνάμεων του μακεδονικού ελληνισμού και στη συγκρότηση των κατατόπους εθνικών συνδέσμων. 

Κατάρτισε επίσης ένα πυκνό δίκτυο πληροφοριοδοτών, οι οποίοι κατόρθωσαν να εισχωρήσουν στις γραμμές του βουλγαρικού κομιτάτου και να του μεταδίδουν πολύτιμες ειδήσεις για την κίνηση των βουλγαρικών σωμάτων.

Ανάμεσα στις σημαντικότερες προτάσεις του προς την ελληνική κυβέρνηση για τη βελτίωση της θέσης του ελληνισμού της Μακεδονίας, ο Πεζάς επιμένει κυρίως στην ανύψωση της στάθμης των ελληνικών σχολείων και στην εφαρμογή ορθότερων τρόπων διδασκαλίας με την εισαγωγή του θεσμού της τακτικής επιθεώρησης των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στην ίδρυση ιερατικών σχολών στην Καστοριά και στο μοναστήρι της Μπαρεσάνης και περισσότερων νηπιαγωγείων, στη σύσταση 4 τριμελών επιτροπών στην Κοζάνη, Καστοριά, Φλώρινα, Μοναστήρι για την οργάνωση του αγώνα και στη συγκρότηση ένοπλων ελληνικών σωμάτων για την αντιμετώπιση των βουλγαρικών ομάδων.

Ο Πεζάς υπήρξε ο πρώτος Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος της Μακεδονίας,ο οποίος, παρακάμπτοντας το ξεπερασμένο πια και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα δόγμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο στις πραγματικές διαστάσεις του και κατανόησε ότι μόνο η ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση του μακεδονικού ελληνισμού θα ήταν δυνατό να μεταβάλει ευνοϊκά την κατάσταση. 

Αργότερα, και ένας άλλος συνάδελφός του στις Σέρρες, ο Ιωάν. Στουρνάρας, είχε επιμείνει, ανάμεσα σ’ άλλες προτάσεις του προς την ελληνική κυβέρνηση, στην αντίταξη βίας στη βία. 

Δυστυχώς η απορριπτική απάντηση του υπουργείου Εξωτερικώνστις προτάσεις του Πεζά έδειξε ακόμη μια φορά τηνηττοπάθεια της ελληνικής πολιτικήςαπέναντι στο κρίσιμο μακεδονικό πρόβλημα.


Η επίσημη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα κατά τη χρονική περίοδο 1878-1904 υπήρξε περισσότερο εσωτερική παρά εξωτερική, αφού προείχαν κυρίως τα κομματικά συμφέροντα.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις παραμέλησαν λόγω του Κρητικού ζητήματος τα συμφέροντα του ελληνισμού της Μακεδονίας και της Θράκης χωρίς να μπορέσουν να χαράξουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εθνικών επιδιώξεων.

Γεγονός είναι ότι το ελληνικό κράτος άργησε πολύ να επέμβει στην μακεδονική υπόθεση. Κάτω από έντονα προβλήματα κομματικών αγώνων, ανασυγκρότησης των οικονομικών και μεγάλων στρατιωτικών δαπανών, το ελληνικό κράτος εγκατέλειψε στην τύχη του τον μακεδονικό ελληνισμό και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ν. Βλάχος, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η Μακεδονία θα παρέμενε άγνωστη, αν η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αντικαθιστούσε την κρατική πρόνοια. Ακόμη και ο άλλοτε πρωθυπουργός Δεληγιάννης καταδίκαζε την αδράνεια και την σιωπηρή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα.

Η ελληνική πολιτική δυσπιστούσε στις επανειλημμένες προτάσεις της Πύλης για τη σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας με την Τουρκία.

Μολαταύτα η έντονη βουλγαρική δραστηριοποίηση στον μακεδονικό χώρο είχε παρακινήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις να διατηρούν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα φιλικές σχέσεις με την Πύλη για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του βουλγαρικού κινδύνου. Πρόξενοι και μητροπολίτες υποδαύλιζαν τον ζήλο των τοπικών αρχών κατά των βουλγαρικών κομιτάτων.

Όμως το περίφημο δόγμα της ελληνοτουρκικής σύμπραξης, βασισμένο στην «άψογη» στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, το οποίο υπαγορεύ- θηκε από τις αλλεπάλληλες δυσμενείς συγκυρίες, όχι μόνο δεν οφέλησε τον μακεδονικό ελληνισμό, αλλά αντίθετα τον έβλαψε σημαντικά.

 Μόνοι τους λοιπόν οργανώνονται μετά το 1878 οι Έλληνες της Μακεδονίας, καταρτίζουν ανταρτικά σώματα και συγκροτούν αντιστασιακές εστίες, οι οποίες θα προλειάνουν το έδαφος για την ευνοϊκή έκβαση του μακεδονικού αγώνα. 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1880-1890 η επιδείνωση των σχέσεων πατριαρχείου- ελληνικών κυβερνήσεων και η διακοπή των εκπαιδευτικών χορηγημάτων προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες της Μακεδονίας, δυσχέραναν ακόμη περισσότερο την θέση τους.

Βέβαια, στις αρχές του εικοστού αιώνα, η ελληνική κυβέρνηση αύξησε τις πιστώσεις για τα σχολεία της Μακεδονίας, πήρε μέτρα για τη βελτίωση της εκπαίδευσης, διάθεσε κονδύλια για τις ελληνικές μητροπόλεις και τα προξενεία της Βόρειας Μακεδονίας, φρόντισε να προωθηθούν κατάλληλα πρόσωπα σ’ όλους τους καίριους τομείς και προσκάλεσε στα 1901 τον άλλοτε οικουμενικό πατριάρχη Ιωακείμ Γ'να αναλάβει και πάλι το πατριαρχείο. 

Η εκλογή του συνδυάστηκε με τον διορισμό νέων ικανών μητροπολιτών σε επίκαιρα γεωγραφικά σημεία της Μακεδονίας.

Αλλά η φορά των πραγμάτων στη Μακεδονία γνώριζε ραγδαία εξέλιξη και κατέληξε αναπόφευκτα στην εξέγερση του Ίλιντεν, στις 20 Ιουλίου του 1903, η οποία αναμφισβήτητα είχε βουλγαρικό χαρακτήρα, αλλά θα ήταν ανέφικτη χωρίς την σύμπραξη του σλαβόφωνου και βλαχόφωνου ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας. 


Χωρίς αμφιβολία το μεγαλύτερο ποσοστό των ξενόφωνων ελληνικών πληθυσμών του μακεδονικού χώρου εξαναγκάσθηκε να πάρει μέρος στην εξέγερση του Ίλιντεν κάτω από τη βιαιότητα και την υποχρεωτική στρατολόγηση των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, αλλά δεν ήταν λίγοι και εκείνοι,

όπως οι μετέπειτα Έλληνες μακεδονομάχοι 
καπετάν Κώτας, 
Παύλος Κύρου, 
Αντώνης Ζώης, 
Πέτρος Σουγαράκης, κ
απετάν Στέφος και αρκετοί άλλοι, 
οι οποίοι συμμετείχαν αρχικά στο I.M.R.O.
 και είχαν πιστέψει πραγματικά ότι μόνο με την συνένωση του ελληνοβουλγαρικού στοιχείου της Μακεδονίας θα ήταν δυνατή η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. 

Οι τελευταίοι λοιπόν, κυρίως σλαβόφωνοι Έλληνες, διαδραμάτισαν έναν ενεργό ρόλο κατά την εξέγερση του Ίλιντεν, η οποία σημαδεύθηκε από την καταστροφή πολλών χριστιανικών χωριών και κωμοπόλεων, έπειτα από το ξέσπασμα των τουρκικών αντιποίνων.

Μέσα σε δέκα μέρες από την έκρηξη του κινήματος που επεκτάθηκε μόνο στη Δυτική και Βορειοδυτική Μακεδονία και μετά την κατάληψη του Κρουσόβου από τα βασικότερα στελέχη του I.M.R.O., ολόκληρος ο ζωτικός αυτός γεωγραφικός χώρος παρουσίαζε πια μόνο ερείπια με αποκορύφωμα την καταστροφή του ελληνικού Κρουσόβου από τα τουρκικά στρατεύματα.

Αυτή ήταν και η τελευταία σελίδα του μακεδονικού ζητήματος πριν από την έναρξη της ένοπλης πάλης (1904-1908).

Σημαντική έξαρση παρουσίασε στα τέλη του 19ου αιώνα στον μακεδονικό χώρο και η σέρβική κίνηση, ύστερα μάλιστα από την απόφαση του πατριαρχείου να εισαγάγει τη χρήση της σλαβικής γλώσσας σε σλαβόφωνες κοινότητες, που υπάγονταν θεωρητικά έξω από τον γεωγραφικό χώρο των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων, μέτρο, το οποίο όμως επεκτάθηκε και στις σλαβόφωνες ελληνικές κοινότητες της Βόρειας Μακεδονίας.

Είναι βέβαια γνωστή η αρνητική θέση της επίσημης ελληνικής πολιτικής απέναντι σε οποίαδήποτε παραχώρηση προς τη σέρβική πλευρά πριν οι δύο κυβερνήσεις οριστικοποιούσαν με σχετικές συνεννοήσεις τους τις εδαφικές βλέψεις τους στη Μακεδονία.

Η φιλοσερβική στάση που υιοθέτησε η ρωσική πολιτική, κυρίως μετά το 1896, δηλαδή ύστερα από τη διάλυση της αυστροσερβικής συμμαχίας του 1882, καθώς και οι έντονες ρωσικές πιέσεις στο πατριαρχείο, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση των σερβικών διεκδικήσεων στον βόρειο μακεδονικό χώρο.

Το πατριαρχείο συνιστούσε ρητά στους μητροπολίτες του να συνεργάζονται στενά με τις σερβικές προξενικές αρχές στα Σκόπια και στη Θεσσαλονίκη για την προστασία των Σέρβων. 

Έτσι, στα 1895, το πατριαρχείο ευνόησε την παραχώρηση ελληνικής εκκλησίας της Θεσσαλονίκης στους Σέρβους και έδωσε την άδεια να τελείται η λειτουργία στα σλαβικά, αλλά οι ενέργειές του αυτές κάμφθηκαν κάτω από τις σφοδρές ελληνικές αντιδράσεις.

Χωρίς θετικά αποτελέσματα τελεσφόρησαν την εποχή αυτή οι σερβικές ενέργειες στις περιοχές Πελαγονίας, Μπογδάντσας, Γουμένισας, Γευγελής, Βοδενών, Βέροιας, Σερρών και Νευροκοπίου εφόσον έλειπε η εθνολογική βάση, επάνω στην οποία θα ήταν δυνατό να στηρίξει το έργο της η σέρβική κίνηση.

Μολαταύτα οι Σέρβοι πέτυχαν στα 1895 την έγκριση του πατριαρχείου για τη διδασκαλία της σερβικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία των σλαβόφωνων ελληνικών κοινοτήτων και πήραν την άδεια από τις τουρκικές αρχές για την ίδρυση σερβικών σχολείων στα 1896-1897 στις επαρχίες Βοδενών και Θεσσαλονίκης.

Στην επαρχία Πολυανής σημείωσαν επίσης προόδους με την ευνοϊκή στάση του εκεί πατριαρχικού εκπροσώπου, ο οποίος είχε επιτρέψει τη χρήση της σλαβικής γλώσσας στις ελληνικές εκκλησίες και τη σύσταση σερβικών σχολείων.

Η νέα φάση των επίσημων ελληνοσερβικών επαφών άρχισε στην Αθήνα στα 1899.

Το ελληνικό σχέδιο πρόβλεπε:
1) σφαίρα ελληνικής επιρροής προς Β. μέχρι τη γραμμή Νευροκοπίου-Μελενίκου-Περλεπέ-Κρουσόβου και Στρούγγας. Η σέρβική ζώνη θα εκτεινόταν προς Ν. μέχρι τη Ραδόβιστα, τα Βελεσά και τη Δίβρα.
 2) Η ελληνική κυβέρνηση θα χρησιμοποιούσε την επιρροή της στο πατριαρχείο για τον διορισμό Σέρβων μητροπολιτών στα Σκόπια, στην Πρισρένη, στα Βελεσά και στη Δίβρα. Σε αντιστάθμισμα η σέρβική κυβέρνηση θα αναλάμβανε την υποχρέωση να καταργήσει τα προξενεία της στις Σέρρες, τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι.
 3) Τα ελληνικά σχολεία στη σέρβική σφαίρα επιρροής και τα σέρβικά στην ελληνική ζώνη δεν θα επιχορηγούντν στο εξής από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες θα αναλάμβαναν να συνεργασθούν σ’ όλους τους τομείς.

Φιρμιλιανός Σκοπίων
(1852-1903)
Η εκλογή του Σέρβου μητροπολίτη Φιρμιλιανού στα Σκόπια το φθινόπωρο του 1899 και η απαρχή μιας νέας σερβοβουλγαρικής προσέγγισης στα 1900, κάτω από τη ρωσική παρότρυνση, έκαμαν όμως και πάλι ανέφικτη την πραγματοποίηση της ελληνοσερβικής συμφωνίας. 

Η τέλεση της εκκλησιαστικής λειτουργίας εκ περιτροπής στα σλαβικά και στα ελληνικά στην ελληνική μητρόπολη Σκοπίων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1890-1900, είχε προκαλέσει τις έντονες διαμαρτυρίες της ελληνικής κοινότητας κατά του πατριαρχείου και είχε δημιουργήσει σοβαρές ελληνοσερβικές διαμάχες.

Ο διορισμός του Σέρβου μητροπολίτη Φιρμιλιανού στα Σκόπια και οι σερβικές αξιώσεις για την κατοχή της ελληνικής μητρόπολης, συναντούσαν τις σφοδρές αντιδράσεις των Ελλήνων των Σκοπίων και της επίσημης ελληνικής πολιτικής.

Είναι πραγματικά αδιάκοποι οι αγώνες που κατέβαλε η ακριτική ελληνική κοινότητα Σκοπίων, η οποία αρνήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα να δεχθεί την παρουσία του Φιρμιλιανού και να παραχωρήσει την εκκλησία της στους Σέρβους παρά τις πιέσεις του πατριαρχείου και αργότερα της ελληνικής κυβέρνησης.

Η οριστική λύση του Φιρμιλιάνιου ζητήματος συνδέθηκε άμεσα με το Κρητικό ζήτημα και τις ισχυρές ρωσικές πιέσεις που ασκήθηκαν στην ελληνική κυβέρνηση για την αναγνώριση του Σέρβου μητροπολίτη από την ελληνική κοινότητα Σκοπίων.

Πάντως ο διορισμός του Φιρμιλιανού στα Σκόπια θεωρήθηκε βαρύ πλήγμα και για την επίσημη βουλγαρική πολιτική και προκάλεσε σχετικές ελληνοβουλγαρικές επαφές. 

Η αναγνώριση Σέρβου επισκόπου στα Σκόπια ενδιέφερε τη Ρωσία αφενός, για να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στη Σερβία και τη Βουλγαρία στον μακεδονικό χώρο και αφετέρου, για να αποτελέσει φραγμό στις αυστριακές βλέψεις στην Παλαιά Σερβία.

Μολονότι η επίσημη ελληνοσερβική προσέγγιση του 1899 δεν είχε καταλήξει σε ουσιαστικά αποτελέσματα, στον γεωγραφικό χώρο της Βορειοδυτικής Μακεδονίας ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού Πεζάς πέτυχε στα 1901 να έλθει σε ανεπίσημη συμφωνία με τον Σέρβο συνάδελφό του Ρίστιτς. Σύμφωνα λοιπόν με το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής των δύο διπλωματικών εκπροσώπων, ο γεωγραφικός χώρος προς Β. του Περλεπέ και του Κρουσόβου θα ήταν ελεύθερος για τη δράση της σερβικής κίνησης και οι Έλληνες θα συνεργάζονταν εκεί με τους Σέρβους.
Νότια του Μοναστηριού θα απαγορευόταν οποιαδήποτε σέρβική δραστηριότητα και οι Σέρβοι θα συνεργάζονταν εκεί με τους Έλληνες. 

Στη μικτή γεωγραφική ζώνη, που περικλειόταν μεταξύ Περλεπέ-Κρουσόβου-Μοναστηρίου, θα επιβαλλόταν η ελληνοσερβική συνεργασία για την αναχαίτιση της βουλγαρικής κίνησης. Με βάση την παραπάνω συμφωνία ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού συμπαραστάθηκε στα 1901 τον Σέρβο συνάδελφό του στο ζήτημα της παραχώρησης των μονών στα σλαβόφωνα χωριά Σλέπτσε και Ζίρζε της Πελαγονίας. Στα 1902 εμποδίσθηκε η σέρβική διείσδυση στο Ράκοβο (Κρατερό) καθώς και η ίδρυση σερβικού σχολείου στην ελληνική συνοικία του Κρουσόβου.

 Ο Πεζάς διέβλεπε μολαταύτα ότι οι σοβαρές δυσχέρειες για την πραγματοποίηση της ελληνοσερβικής προσέγγισης προέρχονταν κυρίως από τις υπερβολικές αξιώσεις των Σέρβων.

Αλλά και οι ρουμανικές ενέργειες στη Μακεδονία συναντούσαν τη σφοδρή αντίδραση των Ελληνοβλάχων των κατατόπους βλαχόφωνων κοινοτήτων της Βορειοδυτικής κυρίως Μακεδονίας.

Η ρουμανική κυβέρνηση κατανοούσε πια το άσκοπο της πολιτικής στάσης της στη Μακεδονία και την οριστική αποτυχία της ρουμανικής κίνησης τόσο στον εκκλησιαστικό όσο και στον εκπαιδευτικό τομέα, όπως επεσήμανε σε υπόμνημά του στα 1901 ο Ρουμάνος επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου Lasaresco Lecanta, ο οποίος υπογράμμιζε παράλληλα το υψηλό επίπεδο της ελληνικής παιδείας στον μακεδονικό χώρο παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

 Στα 1900 υπογράφτηκε στο Βουκουρέστι ελληνορουμανική εμπορική σύμβαση και την επόμενη χρονιά ακολούθησε η διπλωματική προσέγγιση των δύο κρατών, η οποία συνέβαλε κάπως στην επανασύνδεση των σχέσεών τους.
Σταδιακή και βαθμιαία πρόοδο παρουσιάζει στα τέλη του 19ου αιώνα η αλβανική κίνηση στο βιλαέτι του Μοναστηριού.

Οι αλβανικές αξιώσεις στο γεωγραφικό αυτό τμήμα της Μακεδονίας περιγράφονται σε μακροσκελές υπόμνημα του αλβανικού συνδέσμου, το οποίο υποβλήθηκε στα 1896 στους διπλωματικούς εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων και στα ευρωπαϊκά προξενεία. Στο υπόμνημα αυτό επισημαίνεται ανάμεσα σ’ άλλα σημεία η «αλβανική» καταγωγή των πληθυσμών των βιλαετίων Μοναστηριού, Κοσόβου, Ιωαννίνων και Σκούταρι και επιζητείται η συγχώνευσή τους σ’ ένα βιλαέτι με επικεφαλής ένα Αλβανό βαλή και με πρωτεύουσα το Μοναστήρι. Αξιόλογη δραστηριότητα παράλληλα με τον αλβανικό σύνδεσμο «Drita» του Βουκουρεστίου, είχε αναλάβει και η «Ditorija», η οποία είχε σκοπό την αφύπνιση της εθνικής αλβανικής συνείδησης και την ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Ο σύνδεσμος αυτός, αν και αντιμαχόταν ουσιαστικά την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διατηρούσε, έστω και επιφανειακά, φιλικές σχέσεις με την Πύλη. Η «Ditorija» δεν είχε την υλική συμπαράσταση του ρουμανικού κράτους. Ανάμεσα στα μέλη της συγκαταλέγονταν όμως πλούσιοι και πολυάριθμοι Αλβανοί του Βουκουρεστίου, οι οποίοι είχαν συγγενείς στην Αλβανία. Σημαντική ώθηση στην καλλιέργεια της αλβανικής εθνικής συνείδησης έδωσε επίσης στα τέλη του 19ου αιώνα και η προτεσταντική κίνηση με κύριους φορείς την Αμερικανική Ευαγγελική Εκκλησία και τους Άγγλους και Σκώτους μισιοναρίους, οι οποίοι είχαν την έδρα τους στο Μοναστήρι. Η αμερικανική προτεσταντική κίνηση ίδρυσε στα τέλη της δεκαετίας 1880-1890 εκκλησία και σχολείο στην Κοριτσά με τη συμπαράσταση της επίσημης αυστριακής πολιτικής.


Viewing all 330 articles
Browse latest View live